Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

36
ΤΕΥΧΟΣ 11 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2011

Upload: metropolis

Post on 09-Mar-2016

219 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Unemployed

TRANSCRIPT

Page 1: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

ΤΕΥΧΟΣ 11 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2011

Page 2: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11
Page 3: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

3

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

EditorialΤο φλέγον θέμαΤόσο σε δημόσιο επίπεδο όσο και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, με δημοσιογραφικό λόγο ή με κραυγές απελπισίας, οι Ελληνες εδώ και μήνες -χρόνια ίσως- θέτουν σε πρώτο πλάνο το θέμα της ανεργίας των νέων. «Φλέγον», χαρακτηρίζεται συχνά και είναι μία ακόμη φορά που μια κλισέ προσέγγιση πλησιάζει την αλήθεια. Εν προκει-μένω, στο παρόν ενδέκατο τεύχος των «Μητροπολιτικών Ιστοριών» επιλέξαμε να μιλήσουμε και πάλι γι’ αυτό το «φλέγον» θέμα, μέσα από δέκα διηγήματα, από δέκα πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που αποτυπώνουν αυτή την αβεβαιότητα.

Στις επόμενες σελίδες θα διαβάσετε για ήρωες που κινούνται στη σημερινή Αθήνα και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμετωπίζουν το θέμα της ανεργίας στην καθη-μερινή τους ζωή. Αλλοι ως πραγματικότητα, άλλοι ως απειλή, άλλοι ως μια αίσθηση που πλανάται, άλλοι ως ένα γενικότερο φάσμα δυσκολίας στην ανάπτυξη του δημιουργικού σώματός τους, στην εξέλιξη της προσωπικότητάς τους. Τα κείμενα που φιλοξενούνται σε αυτό το τεύχος των «Μητροπολιτικών Ιστοριών» είναι μια συλλογή σύγχρονων αθηναϊκών στιγμών, που λειτουργεί ως σφραγίδα στην όλο και συχνότερα χρησιμοποιούμενη φράση ότι η σημερινή νέα γενιά είναι μια γενιά «κα-ταραμένη», «χαμένη», «καταδικασμένη». Η καταδίκη της έγκειται στο ότι ελέω της οικονομικής κατάστασης, της πλέον υλικής δηλαδή διάστασης της ύπαρξης, θίγεται το περισσότερο άυλο επίπεδό της, αυτό των ονείρων για μια καλή ζωή. Ο θλιβερός κατακερματισμός των ονείρων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας όσων γεννήθηκαν πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια, σήμερα μεταφράζεται σε δείκτες ανεργίας που φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη με ανύπαρκτες προοπτικές βελτίωσης.

Η ιδέα αυτού του θέματος πιστώνεται στην πολύ καλή συνεργάτιδά μας και ηθο-ποιό Ειρήνη Μαργαρίτη. Η ιδέα μετεξελίχθηκε, λαμβάνει σάρκα και οστά με αυτή την έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας και ευτυχώς δεν ολοκληρώνεται εδώ. Μαζί με μια ομάδα συναδέλφων της, η Ειρήνη ετοιμάζει μια παράσταση βασισμέ-νη σε αυτά τα δέκα κείμενα, μια παράσταση που θα ανέβει στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στις αρχές του νέου έτους. Στον ίδιο χώρο και από την ίδια ομάδα, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου, θα μπορείτε να πάρετε μια πρώτη γεύση, καθώς τρία από τα ακόλουθα κείμενα θα δραματοποιηθούν στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Αθως Δημουλάςmetropolitanstories.blogspot.com

Ιδιοκτησία - Εκδοση: ΜETROPOLIS EΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.

Κύπρου 12Α Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο

Διεύθυνση Eκδοσης& Επιχειρηματικής ανάπτυξης: Κώστας Τσαούσης

Project Manager: Βίκτωρας Δήμας

Διεύθυνση Eκδοσης: Αθως Δημουλάς

Συντονισμός Εκδοσης: Γιώργος Ρομπόλας

Φωτογραφία εξωφύλλου: Σταύρος Πετρόπουλος

Διόρθωση:Μαρίνα Κατσάνου

Τεύχος 11 – Χειμώνας 2011 Τριμηνιαία περιοδική έκδοση[email protected]Τηλ. Επικοινωνίας: 210 48.23.977210 48.16.710Fax: 210 - 48.32.887

Page 4: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

4

Index6 Η Ελια Αλεξίου παίζει με τις κούκλες της και αναρωτιέται

γιατί της λείπει η Barbie που είναι άνεργη.

9 Η René Sans δίνει τη συνέντευξη υπ’ αριθμόν 545 και υπό-σχεται ότι αν πάρει τη δουλειά θα κάνει ό,τι μπορεί για να το ξεπληρώσει.

11 Η Κατερίνα Φωτιάδη γράφει για μια ιστορία που είναι παλιά και ψάχνει ένα τσιγάρο, Prince κατά προτίμηση.

14 Ο Γιώργος Πολυμενέας προσπαθεί να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά παρακολουθώντας έναν ξεχασμένο χαρταετό στα καλώδια της ΔΕΗ.

17 Η Ειρήνη Μαργαρίτη γίνεται εφτά χρονών και μιλάει για τότε που ήθελε να γίνει τραγουδίστρια.

21 Ο Αθως Δημουλάς κρυφοκοιτάζει απ’ το παράθυρο τον γεί-τονά του που έπειτα από χρόνια προτιμάει να επιστρέψει στη Ρουμανία.

24 Η Χριστιάνα Μυγδάλη αφήνει ελεύθερους τους συνειρμούς της για να φωνάξει στο τέλος, ότι «Πένγκουιν Φάουντ!»

26 Ο Σπύρος Παπαδόπουλος αφήνει κατά μέρος τις θεωρίες του ως tovytio.wordpress για να μας θυμίσει ότι «η ζωή μας δεν αποτελείται κυρίως απ’ τις μεγάλες αποφάσεις».

29 Ο Γιώργος Ρομπόλας ζει μια εργασιακή διάκριση στο οικογε-νειακό του περιβάλλον.

32 Ο Χάρης Μπόσινας αναλαμβάνει χρέη Life coach και δίνει συμβουλές επιβίωσης προς ναυτιλομένους.

Page 5: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

5

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

Αναζητώντας σοφία σε σκονισμένους τόμους. Την απραγία πολλοί εμίσησαν, την ανεργία όλοι. Και το χειρότερο γέν-νημα αυτής, εκείνο το γκρίζο σύννεφο που πνίγει τους πάντες, την αβεβαιότη-τα. Τους έχοντες και μη έχοντες εργασία. Αλλωστε, ο Οσκαρ Ουάιλντ, σε ένα από τα μύρια «γνωμικά» του θα πει: «Ο καλύτερος

τρόπος για να εκτιμήσεις τη δουλειά σου είναι να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς αυτήν».

Πόσο συχνά όμως η δουλιά γίνεται δου-λεία; Πού οδηγεί η έλλειψη αυτής; Υπάρ-χει ζωή «μετά την εργασία»; Ο Σάιλοκ, ο τρομερός ήρωας του Ουίλιαμ Σέξπιρ, ο έμπορος της Βενετίας, αναφωνεί σπα-ραξικάρδια: «Στερείς τη ζωή μου, όταν μου

στερείς τα μέσα από τα οποία ζω». Σίγουρα η ζωή είναι κάτι πολύ μεγαλύτε-ρο από την εργασία. Οι άνθρωποι ορίζο-νται από τις πράξεις τους και όχι από τον τρόπο με τον οποίο βγάζουν το ψωμί τους. Η μαύρη αλήθεια περιγράφετε όμως –ήδη από τα αρχαία χρόνια– στα λόγια του Κά-τωνα του πρεσβύτερου: «Η παύση της εργασί-

ας δεν συνοδεύεται από παύση των εξόδων».

Page 6: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

6

τησ Ελιας Αλεξιου

ΣΤΑΥΡΟΠΟΔΙ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ, κρατάς μια τεράστια κούπα καφέ κι ένα τηλέφωνο με κεραία και τραβάς κίτρινους φωσφοριζέ κύκλους στην εφημερίδα με τις αγγελίες. Ξέρω ’γω; Κάπως έτσι δεν ψάχνουν δουλειά στις ταινίες; Κι ύστερα κάπου, στην τρίτη αγγελία, σε προσλαμβά-νουν και τελείωσε.

Μόνο που εδώ τίποτα δεν τελείωσε. Τίποτα δεν άρχισε. Λένε πως, όταν καταλάβεις τι θες, πρέπει να ρίχνεσαι στη ζωή για να το πάρεις. Και πως

ποτέ δεν είναι αργά, ώσπου έρχεται κάποια στιγμή που είναι πραγματικά πολύ αργά. Και τότε, λέει, οι άνθρωποι ξεχωρίζουν σ’ αυτούς που ξυπνάνε το πρωί μ’ ένα χαμόγελο και στους άλ-λους που... Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ήθελα να μάθω πώς ξυπνάνε αυτοί οι άλλοι. Μόνο που πάει ένας χρόνος τώρα που ξυπνάω κάπως έτσι.

Eξι χρόνια στο δημοτικό, έξι στο γυμνάσιο, έξι στο πανεπιστήμιο... Στα επόμενα έξι σε θέλω. Στην αρχή Νέα Σμύρνη, με όλη αυτή την ευτυχία που συνοψίζεται στη φράση «παιδική ηλικία» όταν είσαι πραγματικά τυχερός. Κι ύστερα Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη, με ό,τι συνοψίζεται στη φράση «φοιτητική ζωή» όταν είσαι πραγματικά τυχερός. Κι έπειτα Erasmus και master στη Βαρκελώνη και μια πρακτική στην Αργεντινή. Επίσης με ό,τι συνοψίζεται κτλ... Ημουν σε μια φάση της ζωής μου όπου η απόσταση μου έφερνε ευτυχία. Οσο πιο μακριά από τη συνοικία των γυμνασιακών μου χρόνων, τόσο καλύτερα. Και μετά πάλι Αθήνα. Γύρισα, μέσα σ’ όλα, και για έναν έρωτα. Σκατά. Οταν γύρισα, κάθε άλλο παρά έρωτας ήταν. Και για μια πρα-κτική ισπανο-ελληνική που και καλά θα οδηγούσε σε δουλειά. Τίποτα. Πάει ένας χρόνος που περιμένω. Κι όλο λέω να φύγω κι όλο αλλάζω γνώμη και δίνω παράταση. Δυστυχώς, με ό,τι συνοψίζεται στη φράση «άνεργος» όταν δεν είσαι και πολύ τυχερός.

Είναι μεσημέρι πάλι κι είναι η χειρότερη ώρα. Οι γονείς έχουν γυρίσει απ’ τη δουλειά, έχουν διηγηθεί τη μέρα τους, έχουν πέσει για ύπνο. Εγώ μόνη στο παιδικό δωμάτιο. Αγκαλιά με το λάπτοπ, μήπως απαντήσει κανείς, μήπως βρω κάτι καινούργιο. Αλλά κυρίως Facebook, να χαζεύω τις ζωές των άλλων. Πρόσφατα, μια παλιά συμμαθήτρια (ο τρίτος μεγαλύτερος εφιάλτης του Facebook μετά τις αδιάκριτες θείες και τους πρώην γκόμενους) πόσταρε μια σκηνή της Βουγιουκλάκη, μόλις ο μισθός της προφανώς εκτοξεύτηκε. Αυτό το «Δύο κουτιά μαρμελάδα, κυρ Στέφανε, και μπόλικο ζζζαμπόν». Αφορμή για να νιώσω το θηλυκότερο των συναισθημάτων. Ζήλεια. Κι ύστερα μια άλλη γράφει ευθαρσώς ότι τα παρατάει όλα και γί-

Barbie άνεργη

Page 7: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

7

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

νεται ηθοποιός. Περισσότερη ζήλεια. Εγώ τι να γράψω; Οτι ούτε την τρέλα μου έκανα, ούτε λεφτά έχω;

Τόσο περίεργο... Μεγαλώσαμε παρέα σ’ αυτή την πόλη, αλλά τώρα άλλοι πέτυχαν κι άλ-λοι μπορούν να βρουν δεκάδες λόγους για να δικαιολογήσουν αυτό που δεν έγιναν. Ούτε μια στιγμή δεν λέμε την αλήθεια στον εαυτό μας. Ακόμα και τις ιστορίες των άλλων κάτι φίλτρα μας εσώτερα τις αλλάζουν, τις μικραίνουν, τις φέρνουν στα μέτρα μας. Μα ποτέ δεν ήθελα η ζωή μου να φανεί ενδιαφέρουσα σε συνάντηση παλιών συμμαθητών. Ηθελα ως τα τριάντα μου να ’χω κάνει πράγματα που να θέλω ή να πρέπει να τα κρατήσω μυστικά, πράγματα για τα οποία να ντρέπομαι όσο δεν πάει. Κι άλλα εντελώς, μα εντελώς χαζά, που να με κάνουν όμως απόλυτα ευτυχισμένη. Ηθελα μια ζωή απόλυτα προσωπική, φερμένη στα μέτρα μου. Με την όσο γίνεται πιο εγωιστική ερμηνεία της φράσης. Μια ζωή τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά ώσπου να φτάσει τα ακρότατα απέραντα μέτρα μου. Μια ζωή ακρότατη. Απέραντη. Κι επειδή, όσο και να ’θελα, ο χρόνος δεν διαστέλλεται, ως τώρα διέστελλα τον τόπο. Θεσσαλονίκη, Βαρκελώνη, Αργεντινή. Οι ζωές μας είναι πρώτα απ’ όλα γεγονότα. Ζήτημα τόπου και χρόνου. Αλλά τώρα Αθήνα. Τώρα οι ζωές πρέπει να αποκτήσουν και τις άλλες τους διαστάσεις: ύψος, βάθος...

Η τηλεόραση ανοιχτή απέναντί μου. Κλασικές επαναλήψεις μεσημεριάτικες. Οταν τα βλέ-πω όλα αυτά στο παιδικό δωμάτιο, είναι σαν να επιβεβαιώνεται η θεωρία της σχετικότητας. Ιδια μέρα και ώρα, πριν από δέκα χρόνια, έβλεπα εδώ ακριβώς τα ίδια. Κι όταν στα σίριαλ του ’90 μιλούν για Παπανδρέου, Μπους, κρίση στη Μέση Ανατολή και Κούρδους αντάρτες, νιώθω σοβαρά ότι κάποιος παίζει περίεργα παιχνίδια με το χρόνο.

Το κινητό πάντα φορτισμένο και ανοιχτό, δίπλα στο κομοδίνο. Μην τυχόν και πάρει κα-νείς. Πλέον χαίρομαι και με τις συνεντεύξεις, έχει γίνει αυτοσκοπός. Σαν πρόβα δουλειάς. Να βάζω τακούνια και σακάκι – κανονικά τα σνομπάρω ως στιλ, αλλά όσο περνάει ο καιρός καταλαβαίνω ότι μου πάνε πολύ, ρε γαμώτο. Να βάφομαι διακριτικά. Να στερεώνω με εκείνη την αμίμητη γυναικεία κίνηση τα μαλλιά μου με το δεξί χέρι πίσω απ’ το αριστερό αυτί. Να ντύνομαι γυναίκα τέλος πάντων. Να μεγαλώσω, πώς το λένε;

Σ’ ένα ράφι δίπλα στην τηλεόραση είναι παραταγμένες οι Barbie. Γιατρός, δασκάλα, νοσο-κόμα, τραγουδίστρια, χορεύτρια, δημοσιογράφος, πυροσβέστης... ούτε ξέρω τι άλλο. Γιατί να μην υπάρχει και μια Barbie που να ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά να έγινε αρχιτέκτονας και

Page 8: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

8

να μη βρίσκει δουλειά; Και τα έπιπλα που να τη συνοδεύουν στο κουτί να είναι το παιδικό της δωμάτιο στο λίγο πιο παλιό του. Το κρεβάτι μονό και θεόστενο με τα πόδια της να προεξέχουν λίγο το βράδυ. Η καρέκλα του γραφείου με τα ροδάκια κατεβασμένη στο τέρμα, γιατί το γρα-φείο είναι πολύ κοντό. Ενα συρτάρι με κασέτες. Διακοσμητικά λίγο πιο ροζ απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για το χαρακτήρα της. Βιβλία λίγο πιο σκισμένα με την αισθητική μιας άλλης δεκαετίας. Ρούχα που εναλλάσσονται: σταράκια, τακούνια, τζιν σορτς και σακάκια. Αυτή την Barbie φαί-νεται την έχουμε ολοζώντανη. Συλλεκτική.

Σοβαρά τώρα, δεν είναι τυχαίο που η Barbie έκανε τόσα επαγγέλματα. Ηταν όμορφη. Κι αυτό είναι μια επιλογή, καθόλου ρατσιστικό. Σαν να είσαι καλός στο σχέδιο ή στα μαθηματικά. Ηταν όμορφη. Και λένε ότι μια όμορφη κοπέλα μπορεί πάντα να βρει το δρόμο της σε μια πολι-τισμένη κοινωνία. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα να αρχίσω πρώτα να αμφιβάλλω. Για την ομορφιά ή για την πολιτισμένη κοινωνία.

Κάθε φορά που μιλάω για Barbie, θυμάμαι ένα φίλο στη Θεσσαλονίκη και τη θεωρία του για τα λάθος παιδικά πρότυπα. Ελεγε ότι τα μικρά πρέπει να ζευγαρώνουν την Barbie με τον Actionman κι όχι μ’ εκείνον το φλώρο τον Κen-Ken. Εννοείται άνεργος κι αυτός ο φίλος. Εν δυνάμει ζωγράφος, εν δυνάμει αρχιτέκτονας. Εχει κι άλλη μία θεωρία για να μας παρηγορεί. Οτι υπάρχουν και χειρότερα, δεν γίναμε δα και φαρμακοποιοί. Κατ’ αυτόν δεν υπάρχει πραγ-ματικά κανένας λόγος να γίνεις φαρμακοποιός, εκτός και αν είναι οι γονείς σου. Η ίδια η σχολή συνεπάγεται εξαρχής έναν κάποιο συμβιβασμό. Αυτός ο φίλος έχει κι άλλες εξίσου αληθινές θεωρίες στη Θεσσαλονίκη. Μυαλό που βαριέται και φτιάχνει σενάρια. Ισως. Μήτηρ πάσης κακίας. Ισως. Ελεγε, για παράδειγμα, ότι το τσουρέκι Τερκενλής λευκή σοκολάτα-κάστανο είναι ατομικό ως συνταγή. Δεν υπάρχει περίπτωση να παραχθεί οποιαδήποτε ποσότητά του που να μην μπορεί να φαγωθεί από ένα μόνο άτομο. Κι ότι δεν γίνεται να πραγματοποιήσουμε όλα μας τα όνειρα. Δεν έχει νόημα, είναι επικίνδυνο. Σαν ένα καράβι που απλώνει όλα του τα δίχτυα για να ψαρέψει και πιάνει όλα τα ψάρια του βυθού· μικρά, μεγάλα, τεράστια... Εκείνα με το βάρος τους τραβούν το καράβι στον πάτο. Αλίμονο αν πραγματοποιηθούν ξαφνικά όλα μας τα όνειρα, θα μας βυθίσουν. Είναι αυτή η αβεβαιότητα που μας επιπλέει.

Απέναντι, στην τηλεόραση, παίζει πλέον τον Μπομπ Ρος να επιμένει ότι εκεί δίπλα στο ποτάμι και το λευκό του τιτανίου ίσως ζει ένα δέντρο ή ένα σπίτι. Μάθε να ζωγραφίζεις τον κόσμο σου, μάθε να δουλεύεις μ’ αυτό που έχεις μπροστά σου.

Ε, λοιπόν, κάπου στη Νέα Σμύρνη ίσως να ζει μια Barbie άνεργη που πνίγεται σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο. Παίζει τώρα με τους χοντρούς παιδικούς μαρκαδόρους που βρήκε σε ένα συρτάρι. Μάθε να ελίσσεσαι. Ξεφορτώσου αυτές τις παράξενες ψυχώσεις που αποκαλούμε αναμνήσεις ή όνειρα. Ζωγράφισε. Κάνε κάτι.

Page 9: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

9

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

ΤΗ ΘΕΛΩ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω πολλά να δώσω. Δεν είμαι ιδιαίτε-ρα σημαντικός, δηλαδή γεννήθηκα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχω. Μάλλον δεν βγάζω νόημα. Τόσα «δεν» δεν κάνουν καλό, το ξέρω. Να, μόλις το ξαναέκανα. Συγγνώ-μη έχω λίγο τρακ, έχω να πάω σε συνέντευξη πέντε μήνες. Μπορούμε να το ξανακά-νουμε; Θα είμαι γρήγορος, το υπόσχομαι.

Λοιπόν, ανοίγω την πόρτα, εσείς με αφήνετε να περιμένω δύο ώρες περίπου, γιατί είστε πολύ «απασχολημένος». Εγώ βέβαια περιμένω. Κάθομαι όρθιος στον τοί-χο. Δεν φεύγω, γιατί αυτή είναι η συνέντευξη 545 και μ’ αρέσει αυτός ο αριθμός.

(Οχι επειδή είμαι απελπισμένος – δεν θέλω να ακούω τέτοια.) Η ώρα είναι επτά και σκέφτομαι από τώρα αν θα προλάβω το μετρό. Θα γυρίσω

με τα πόδια αν χρειαστεί, γιατί είμαι αποφασισμένος. Ανοίγετε την πόρτα, μου κάνετε νόημα να περάσω.

Καλησπέρα σας. Με λένε «Ανεργο». Τη βγάζω στο Σύνταγμα το βράδυ.Αστειεύομαι. Με λένε Πέτρο και μένω στο Κέντρο. Να μιλάμε στον ενικό, ναι. Κι εγώ θέλω να γνωριστούμε καλύτερα. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι σου

κάνω. Θα τα βρούμε, είμαι σίγουρος. (Γιατί είμαι εύκολος και εύπλαστος και ευχά-ριστος και μόνο ευ-.) Ορίστε και το βιογραφικό μου. Το έχω τυπώσει δύο φορές, σε περίπτωση που το χάσεις.

Συγγνώμη που σε διακόπτω, αφεντικό. Μήπως γίνεται να είμαι κάποιος χωρίς γραβάτα; Με σφίγγουν λίγο. Δεν θα επηρεάσει καθόλου την απόδοσή μου. Είμαι σφι-χτός από μόνος μου.

Εννοείται, θα σου πω λίγα πράγματα για μένα πρώτα. Εχω πολλά πτυχία σε διά-φορα που μάλλον δεν είναι του ενδιαφέροντός σου. Κάτι φιλολογίες, γλωσσολογίες, ιστορίες, τέτοια. Μεταπτυχιακά, διδακτορικά. Εσύ τώρα δεν καίγεσαι για τέτοια, μπο-ρεί βέβαια και να τα έσβησες. Εγώ πάλι κάτι κύτταρα τα έχω κάψει για τον άτιμο τον αόριστο. Αυτά, όμως, λένε ότι ξαναγίνονται. Ισως όχι μετά τα τριάντα. Γενικά, αυτή την εποχή τα πιάνω όλα γρήγορα πάντως.

Λοιπόν, θα είμαι ειλικρινής. Διαβάζω ακόμα για τον παρελθοντικό χρόνο, αλλά μόνο στη στάση του λεωφορείου και αυτό κυρίως γιατί περιμένω πολλή ώρα τώρα με τις απεργίες. Ισως δεν έπρεπε να το πω αυτό. Τέλος πάντων, μην ανησυχείς περπατάω πολύ, οπότε δεν θα αργώ το πρωί.

Επίσης έχω προϋπηρεσία. Εχω δουλέψει σε καφετέριες, πανεπιστήμια, σε εταιρείες πράσινης, κίτρινης και μπλε ενέργειας, δηλαδή και φθινόπωρο και κα-

τησ René Sans

Συνέντευξη υπ’ αριθμόν 545

Page 10: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

10

λοκαίρι. Για να δεις ότι διαφέρω πολύ από αυτούς που έχεις δει ως τώρα, θα σου μιλήσω ανοιχτά για τα θεματάκια που έχω.

Πρώτον, δεν μένω με τους γονείς μου. Δεν αντέχω τα «δεν» το πρωί. Αμα έχω πιει καφέ, βέβαια, όλα γίνονται. Επίσης δεν αντέχω τα ζακετάκια, τα ταπεράκια, τους χυμούληδες, έχω θέμα μεγάλο μ’ αυτά. Και δεν μπορώ να μου σιδερώνουν τα ρούχα, τρελαίνομαι. Μ’ αρέσει η σκόνη στο σπίτι, θέλω χαρτιά στο πάτωμα, κανένα στιλό μαζί με τα πιρούνια, τις κούπες με λίγο καφέ πάνω να με περιμένουν στο τραπέζι, τέτοια πράγματα.

Μην με παρεξηγήσεις όμως. Το μπέρδεμα στο σπίτι το θέλω έτσι για να ξεδίνω, για να είμαι σφιχτός όπως με θες κατά τα άλλα. Οχι ότι γενικώς είμαι έτσι. Μη νομίζεις ότι δεν είμαι εξαρτημένος επειδή δεν μένω με τους γονείς μου. Οχι. Τους σκέφτομαι συχνά και όλο λέω να γυρίσω. Αρα πιστεύω ότι εν δυνάμει ταιριάζω με την περιγραφή της αγγελίας για τα 350 ευρώ. Δεν θέλω να με πάρεις για απαιτητικό ή για ανθέλληνα που δεν μένω με τους γονείς μου. Αν θες, εγώ σ’ το λέω και σ’ το υπογράφω: Την αγαπώ τη μάνα μου. Και δεν θα τα χαλάσουμε στο σίδερο τώρα.

Το άλλο θεματάκι είναι ότι είμαι τριάντα και δεν έχω παιδιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζομαι τη δουλειά. Θα παλέψω, θα τα δώσω όλα γι’ αυτή σαν να είχα παιδιά ή σαν να είναι αυτή το παιδί μου. Και, άμα θες –χωρίς να μου το ζητήσεις, μόνο με ένα νεύμα– μένω και μετά τις πέντε στο γραφείο. Δωρεάν. Κάθε μέρα. Δες το σαν μπόνους, επειδή είμαι σίγουρος ότι είσαι καλός εργοδότης και όχι επειδή δεν έχω κανέναν να με περιμένει στο σπίτι. Οταν έφυγε η Ελίζα για Αυστραλία, τα πήρε όλα, αλλά όχι την αξιοπρέπειά μου.

Και, επειδή μ’ αρέσει να δουλεύω, δηλαδή παθιάζομαι με τη δουλειά, μπορεί καμιά φορά να μη γελάσω με τ’ αστεία σου. Οχι όμως επειδή δεν σου δίνω σημασία, απλά τυχαίνει να είμαι λίγο απορροφημένος – το παθαίνω αυτό όταν κάνω κάτι που μ’ αρέσει.

Πρωτοβουλίες, βέβαια, παίρνω μόνο αν μου το ζητήσεις. Και, αν καμιά φορά πετάξω και καμιά καλή ιδέα, μην το δεις ανταγωνιστικά, κόψε με επί τόπου και πες ότι ήταν από την αρχή δική σου, δεν έχω πρόβλημα με τέτοια.

Κοίταξε, τώρα που ανοίξαμε τις καρδιές μας, μπορώ να σου πω ότι δεν είναι ανάγκη να με πληρώνεις. Μπορώ να έρχομαι έτσι για κανένα χρόνο, μέχρι να δεις ότι σου κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Κανένα «μπράβο» να μου λες πού και πού και ότι δεν κινδυνεύω κι εγώ είμαι εντά-ξει. Δεν με νοιάζουν τα λεφτά. Εμένα μ’ αρέσει το πεζοδρόμιο.

(«Μ’ αρέσει το πεζοδρόμιο», ξαναλέει ψιθυριστά.)(Παύση. Το βιογραφικό μετακινείται δεξιά.)

Αλλά δεν αντέχω άλλο να κάθομαι έτσι. Δηλαδή λίγο ακόμα και θα γυρίσω στους δικούς μου, θα κάνω παιδιά μόνο και μόνο για να έχω κάτι να ασχολούμαι και να έχουν κι αυτοί κάτι να περιμένουν από κάποιον άλλο, όχι από μένα πια, που δεν έγινα ποτέ αυτό που ήθελαν, αλλά ούτε και αυτό που ήθελα.

Δώσε μου τη δουλειά, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σ’ το ξεπληρώσω. Αφού δεν έχω τίποτα άλλο και όλοι έχουν χάσει τις ελπίδες τους για μένα, τουλάχιστον άσε με, άσε με να γίνω αυτός που θέλεις εσύ.

Page 11: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

11

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ και ο Θεός τον έφτυσε και του είπε: «Θα σε φτιάξω σύμφωνα με την εικόνα τη δική μου. Θα εξουσιάζεις της θάλασ-

σας τα ψάρια, του ουρανού τα πτηνά, τα ζώα και όλη τη γη γενικά και τα ερπετά που σέρνονται πάνω σ’ αυτήν. Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη απ’ όπου προήλθες, γιατί χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις».

Και ο άνθρωπος απάντησε: «Γενικά, δε δίνω δεκάρα τσακιστή».

Εχεις ένα τσιγάρο;Prince κατά προτίμηση.Τα κάπνιζε η μάνα μου.Τράβαγε μια ρουφηξιά, αλλά δεν την κατέβαζε, άφηνε τον καπνό να ξεγλιστράει

απαλά από τα χείλια της και έλεγε:«Η ιστορία είναι παλιά και από παλιά γνωστή».

Εχεις δει τον άστεγο που μένει δίπλα στον «Αρκτούρο», απέναντι από το πάρκο;Πέρναγα κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά και τον έβλεπα να διαβάζει εφημε-

ρίδα στο υπαίθριο κρεβάτι του, είχε βάλει και καλάθι για τα σκουπίδια.

Η πρώτη μου φορά ήταν όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών, η παρθενική, πήγαινα σ’ ένα φροντιστήριο και κράταγα το γραφείο.

Το κράταγα να μην πέσει πάνω στα κεφάλια μας.Εκεί κατάλαβα ότι η δουλειά είναι ότι εγώ θα δίνω κάποιες ώρες της μέρας μου

σε κάποιον και αυτός θα με πληρώνει.

τησ Κατερινας Φωτιαδη

Η ιστορίαείναι παλιά

Page 12: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

12

Ευτυχώς η μάνα μου ήταν κατά της παιδικής εργασίας και δεν μας έστειλε να δουλέ-ψουμε από νωρίς.

Δεκαοχτώ χρονών συνέχισα να κρατάω το γραφείο και πήγαινα και σ’ ένα μπαρ.Για να μάθω πώς βγαίνουν τα χρήματα, αλλά τότε τα χρήματα μου τα έδιναν σε δραχμές.Εμαθα λοιπόν κι εγώ να βγάζω δραχμές.Εκεί κατάλαβα ότι όλες οι ώρες των ανθρώπων δεν έχουν την ίδια αξία, αλλά δεν κατά-

λαβα γιατί.Μετά δούλεψα σ’ ένα εστιατόριο, προσούτο, εσπρέσο, κρουασάν, τρεις λέξεις συγγενείς.Εκεί κατάλαβα ότι κάποιος αποφάσισε ότι κάποιες ώρες εργασίας είναι πολύτιμες και

κάποιες έχουν μηδαμινή άξια.Ελεγε ο πατέρας μου:«Μην ξεχάσεις ποτέ την κοινωνική σου τάξη, από πού προέρχεσαι. Εμείς είμαστε ερ-

γάτες».Και έλεγα από μέσα μου:«Α, ρε πατέρα, ψιλοκολλημένος είσαι κι εσύ. Θυμάσαι τη Μαντάμ Σουσού και την ασπρό-

μαυρη τηλεόραση;»

Μετά δούλεψα κλόουν σε παιδικά πάρτι. Σπούδασα και κοινωνιολόγος.Αν γυρίσουμε στη δραχμή, θα είμαι πάλι είκοσι τριών χρονών.Σήμερα το ταμείο τελείωσε. Επαιρνα ταμείο για ένα χρόνο, ανεργίας.Ο πατέρας μου έλεγε ότι τον πρώτο καιρό που ’σαι άνεργος, είσαι χαρούμενος.Δούλευα δεκαπέντε μήνες σερί και πριν άνεργος ήμουνα για ένα χρόνο.Από την ώρα που έχασα τη δουλειά μου η ζωή μου άλλαξε.Είχα πολύ ελεύθερο χρόνο να βλέπω τους φίλους μου, δοκιμαστικά σε διάφορες δουλειές.Ημουν αφεντικό του εαυτού μου.Εκτίμησα ό,τι είχα πριν. Αρχισα να ευχαριστιέμαι με τα λίγα. Εγινα πιο δημιουργικός.

Καμιά φορά δεν θυμάμαι τ’ όνομά μου, παθαίνω κρίσεις πανικού και λιποθυμώ στη μέση του δρόμου. Σηκώνομαι και συνεχίζω να υπολογίζω το υπόλοιπο.

Αλήθεια λέω.Νομίζω πως το παθαίνουν και άλλοι.

Page 13: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

13

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

Βλέπω κι άλλο κόσμο να πέφτει γύρω μου, αλλά δεν είναι εποχή για να πέφτεις.Είδα μια εκπομπή: «Ανάπτυξη μικροεπιχειρήσεων στην Ελλάδα».Ο Ελληνας έχει το δικό του τρόπο, λένε, θα τα καταφέρει όποιος έχει φαντασία, έξυπνες

ιδέες.Δεν είμαι καλός στους υπολογισμούς, αν υποθέσουμε κάθε μέρα μηδέν, σ’ ένα μήνα τι θα

έχει το ταμείο;Ζωή στην τύχη, η χρυσή ευκαιρία και η ασημένια ζωή μου.

Το ξέρεις ότι υπάρχει περίπτωση να μην ξαναβρώ ποτέ δουλειά;Φοβάσαι;

Ο παππούς μου δούλευε στα ναυπηγεία.Ο Δημήτρης ο Χατζής αποκλείστηκε στη Γερμάνια.

Σκέφτηκα να πάω στη Γερμανία, αλλά μου είπαν οι φίλοι μου: «Πού θα πας; Να πλένεις πιάτα;»

Μπογιατζής έπρεπε να γίνω κι εγώ, όπως ο φίλος μου ο Φιντέλ και ο πατέρας μου.Να καθόμαστε στο διάλειμμα να τρώμε κολατσιό ψωμί και ντομάτα.

Μετά έμαθα πως ό,τι ξέρει κανείς, καλό είναι στις μέρες που έρχονται.

Πόσο έχει ο μήνας σήμερα; Μετά έμαθα πως υπάρχει περίπτωση να μην ξαναβρώ ποτέ δουλειά.Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Ζητώ συγγνώμη που κοιμάμαι τόσα χρόνια, που βολεύτηκα, που πέταξα το ψωμί και δεν το έδωσα.Οι μέρες μου όλες είναι πόνος και η εργασία μου η θλίψη.

Τι θα απομείνει στον άνθρωπο, λες, απ’ όλον τούτο τον κόπο και τη σκληρή προσπάθεια;

Page 14: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

14

ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΟΣΟΣ ΚΑΙΡΟΣ από τότε που έφυγε και ακόμα τη σκέφτομαι. Εχω αναλύσει χιλιάδες φορές τους λόγους για τους οποίους ήθελε να πάει στο εξωτερικό. «Ξέρεις, Πέτρο, με κάλεσαν για συνέντευξη από εκείνη την εταιρεία στην Κοπεγχάγη. Είναι ευκαιρία. Στο κάτω κάτω δεν έχω να χάσω κάτι. Θα πάω και βλέπουμε», έτσι το είχε πει. Εχω κατανοήσει τις ανησυχίες της, τα αδιέξοδα που είχε εδώ, την επιθυμία της να ζήσει κάπου καλύτερα, την κούρασή της να ψάχνει μάταια για κάτι, τις ενστάσεις της για τους δικούς μου δισταγμούς να την ακολουθήσω. Πήγε, επέστρεψε και ένα μήνα μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Τα έχω αναλύσει όλα αυτά σε τέτοιο εξευτελιστικό βαθμό, που πλέον έχω δημιουργήσει ολόκλη-ρους πιθανούς κόσμους: πιθανές απαντήσεις που θα μπορούσα να είχα δώσει τότε, πιθανές συζητήσεις που θα μπορούσαν να είχαν γίνει, πιθανές ζωές που θα μπορούσαμε να είχαμε περάσει μαζί.

Περιμένω τη σειρά μου στον ΟΑΕΔ. Η γνωστή ιστορία που επαναλαμβάνεται μόλις πιά-σουν οι μεγάλοι καύσωνες. Με απολύουν από το ιδιωτικό σχολείο όπου εργάζομαι στο τέλος της χρονιάς, γράφομαι στον ΟΑΕΔ για το επίδομα και το Σεπτέμβρη με ξαναπροσλαμβάνουν. Φέτος, βέβαια, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. «Να μη σου πούμε ψέματα, έχουν μειωθεί οι εγγραφές, μάλλον θα σε χρειαστούμε από Γενάρη για να αντικαταστάσεις την Κατερίνα που θα φύγει λόγω εγκυμοσύνης. Αν αλλάξει κάτι εννοείται ότι θα σε έχουμε στα υπ’ όψιν, αλλά δεν μπορούμε να υποσχεθούμε κάτι πιο συγκεκριμένο. Ισως να προκύψει κάποια ανάγκη για μερικές ώρες ενισχυτικής, όμως θα είσαι με μπλοκάκι, όχι στο μισθολόγιο».

Μία από τις πρώτες φορές που είχαμε βγει, κανονίσαμε να βρεθούμε στο Κέντρο ένα μεσημέρι Κυριακής. Ετσι, για βόλτα και θα αποφασίζαμε στην πορεία τι θα κάναμε. Ηταν η πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής και είχε ακόμα αρκετό κρύο. Την είχα γνωρίσει λίγους μή-νες πριν από όλο αυτόν το χαμό που ζούμε τώρα. Η Νεφέλη δίδασκε σε ένα συνοικιακό φρο-ντιστήριο ξένων γλωσσών για να βγάζει τα έξοδά της και να πληρώνει τους λογαριασμούς του σπιτιού. Το νοίκι το έβαζαν οι γονείς. Οπως έκαναν από τα δεκαοκτώ της, όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Είχαν ξεμείνει μερικά μαθήματα για πτυχίο, οπότε μπορούσε να απολαμβάνει χωρίς ενοχές αυτό το φοιτητικό κεκτημένο. Οχι πως τα πράγματα ήταν πολύ

τoy Γιωργου Πολυμενεα

Ο χαρταετός

Page 15: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

15

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

καλύτερα τότε. Απλώς υπήρχε μια αφελής αισιοδοξία σχετικά με αυτό που βλέπαμε να έρ-χεται. «Ξέρεις, Πέτρο, νομίζω πως αυτή η κρίση είναι μια ευκαιρία. Θα μας κάνει πιο δημι-ουργικούς και ‹ανθρώπινους›. Ετσι κι αλλιώς αυτοί που αξίζουν δεν χάνονται. Τώρα ίσως να έχουν την ευκαιρία τους». Το πίστευε στ’ αλήθεια. Για τέσσερις μήνες. Μέχρι να κλείσει το φροντιστήριο.

Η ζέστη στην αίθουσα είναι ανυπόφορη. Ο μηχανικός όγκος του κλιματιστικού, που ξεπροβάλλει από τον τοίχο σαν ένας τεράστιος λευκός μυς, αγκομαχάει. Μια στο τόσο πέ-φτουν στο πρόσωπό μου μερικά κύματα χλιαρού αέρα. Η κοπέλα που κάθεται δίπλα μου ψαχουλεύει την τσάντα της, βγάζει μερικά χαρτιά και φτιάχνει μια αυτοσχέδια βεντάλια. Τη φέρνει κοντά στο πρόσωπό της και την κουνάει γρήγορα. Ρίχνει μια ματιά στο νούμερο που αλλάζει πάνω από τα γκισέ. Μετά κοιτάει το χαρτάκι της. Απογοητεύεται.

Είχαμε περπατήσει αρκετά παρά το κρύο. Κάναμε μια μεγάλη βόλτα στο Κέντρο. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Καθίσαμε κάπου να φάμε. Παρήγγειλε εκείνη και για τους δυο μας. Κου-νέλι στην κατσαρόλα, σαλάτα και κόκκινο κρασί. «Τι σε φρικάρει περισσότερο;» τη ρώτησα. «Να βρέχει όταν έχω απλωμένα ρούχα. Εσένα;» «Να βλέπω ένα μαγειρεμένο κουνέλι στο πιάτο μου», της απάντησα. «Μόνο αυτό;» επέμεινε. «Αυτό και τα πρώτα ραντεβού», είπα. Γέ-λασε. Φάγαμε αργά. Σηκωθήκαμε και συνεχίσαμε το περπάτημα. «Πάμε σπίτι, κερνάω καφέ», είπε. Είχε φτάσει απόγευμα πλέον. Στη διαδρομή δεν μιλούσαμε πολύ. Τρίβαμε τις παλάμες μας και τις ζεσταίναμε με την ανάσα μας. Φτάνουμε στο σπίτι. Το τελευταίο φως της ημέρας στεγνώνει πάνω στους τοίχους του σαλονιού. Ανάβει την καφετέρια, βγάζει τα παπούτσια της και ανοίγει το ραδιόφωνο. Καθόμαστε στον καναπέ. Λίγο αργότερα φέρνει δύο αχνιστές κούπες καφέ. Δεν ανάψαμε το φως. Μείναμε εκεί, μιλώντας μέχρι να σκοτεινιάσει τελείως.

Η διπλανή μου συνεχίζει να κουνάει τη βεντάλια της. Ξεφυσάει. Κάποια στιγμή τα βλέμματά μας συναντιούνται. «Ταλαιπωρία», μου λέει. Ωστόσο, δεν το εννοεί. Από το ύφος της και την υπομονή της καταλαβαίνεις ότι έχει βρεθεί αμέτρητες φορές στην ίδια αίθουσα να περιμένει για –επίσης– αμέτρητες ώρες στην ίδια ουρά, κάτω από τις ίδιες αφόρητες συν-θήκες. Αντί απάντησης, χαμογελάω κάπως αδέξια και κοιτάω το δικό μου χαρτάκι. «Χρόνος

Page 16: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

16

αναμονής 45 λεπτά». Περιμένω ήδη μία ώρα και είναι ακόμα καμιά δεκαριά πριν από μένα.Ξανακοιτάω το χαρτάκι και τη φαντάζομαι να λαμβάνει υπόσταση ανάμεσα στα μαύρα

γράμματα. Το χαμόγελό της, η γυμνή της πλάτη, η μυρωδιά γύρω από τον αφαλό της, οι κο-φτές της ανάσες μέσα στα αφτιά μου, η γεύση ανάμεσα στα πόδια της, η στάση του κορμιού της όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι, ο τρόπος που δάγκωνε τα χείλη της, ο ιδρώτας μου πάνω στο στήθος της, η βίαιη γλώσσα της μέσα στο στόμα μου, οι μηροί της που γαντζώνονταν πάνω μου με δύναμη.

Είναι λες και ζωντανεύει εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα πάνω στο τσαλακωμένο χαρ-τί. Στεκόμαστε γυμνοί πίσω από την μπαλκονόπορτα και κοιτάζουμε έξω στο δρόμο. Το σκο-τάδι μας τυλίγει. Εχει αρχίσει να φυσάει. Ενας χαρταετός, πλαστικό κειμήλιο της Καθαράς Δευτέρας, κρέμεται από τα καλώδια της ΔΕΗ. Περνάω τα χέρια μου γύρω από την κοιλιά της και φέρνω το κεφάλι μου πάνω ακριβώς από τον ώμο της. Η παγωνιά κάνει τη νύχτα σχεδόν διάφανη. Στην απέναντι πολυκατοικία τα φώτα είναι σβηστά. Μόνο σε ένα δωμάτιο φτάνει το ισχνό φως μιας τηλεόρασης που προφανώς θα παίζει κάπου στο βάθος του διαμερίσματος. Η ουρά του χαρταετού πηγαίνει πέρα δώθε μαστιγώνοντας τον αέρα.

Επειτα από εκείνη την Κυριακή όλα τα δύσκολα ήταν μπροστά μας. Το φροντιστήριο που έκλεισε, οι μήνες της ανεργίας, οι αγωνίες, οι συζητήσεις, τα βιογραφικά, η Κοπεγχάγη. Και όχι μόνο αυτά. Τα νεύρα, οι τσακωμοί, η πόρτα που έκλεισε οριστικά ύστερα από μια ψυχρή αγκαλιά. Αλλά και οι λέξεις για τα μηνύματα-κόλαφος ή για τα αναπάντητα μέιλ, όλες αυτές οι λέξεις που εύκολα πλαγιάζουν μαζί σου κι έπειτα σου προσφέρουν τη θηλιά, σε ανεβά-ζουν στην καρέκλα και μαζεύονται από κάτω για να παρακολουθήσουν τη δημόσια εκτέλεσή σου.

Εκείνη, όμως, την Κυριακή είχαμε κάνει μια μεγάλη βόλτα μέσα στο κρύο, είπαμε αστεία, φάγαμε μαζί και γέρναμε γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλον χαζεύοντας τη θέα, ενώ έξω είχαν παγώσει τα πάντα – έστω προσωρινά. Εστριψε λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου. «Ξέρεις, Πέτρο...» Σε αυτό, όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, είχε δίκιο.

Page 17: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

17

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

Η ΜΑΜΑ ΚΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ λένε πως τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα. Κυρίως η μαμά δηλαδή. Ο μπαμπάς χαμογελάει και της λέει:

«Ναι, αλλά θα ζήσουμε, βρε αγάπη μου. Να μας τρομοκρατήσουν θέλουν». Η μαμά τού λέει να τα αφήσει αυτά τα «χαλαρά» και πως έχουν υποχρεώσεις.

Τότε ο μπαμπάς τη συμβουλεύει να μην ανησυχεί τόσο πολύ.Ο μπαμπάς μου είναι πολύ καλός και μυρίζει ωραία.Η μαμά μου μαγειρεύει πολύ νόστιμα φαγητά. Ομως μερικές φορές δεν προλα-

βαίνει γιατί δουλεύει και τότε τρώμε τα φαγητά της γιαγιάς, που είναι απαίσια. Ούτε στον μπαμπά μου αρέσουν και γελάμε. Γελάμε πολύ. Καμιά φορά μάλιστα είναι τόσο απαίσια που ο μπαμπάς παραγγέλνει πίτσα και τότε περνάμε πραγματικά πολύ ωραία.

Η μαμά μάς τη σπάει λίγο γιατί επιμένει να τρώει το φαγητό της γιαγιάς. Εμείς την κοροϊδεύουμε και τραβάμε το τυρί στο πρόσωπό της. Τότε αυτή γελάει και παίρνει ένα κομμάτι γιατί ζηλεύει.

Η μαμά πιστεύει ότι δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο τόσο φαγητό. Και το βάζει στο ψυγείο.

Με λένε Μαρία και είμαι εφτά χρονών. Οταν μεγαλώσω θέλω να γίνω κτηνίατρος ή τραγουδίστρια.

Δεν έχω διαλέξει ακόμα.

***

Σήμερα η μαμά φώναζε στον μπαμπά για τη δουλειά. Του φώναζε πως κάνει «μαλακί-ες», πως έπρεπε να έχει υπογράψει το χαρτί και να μην το παίζει μάγκας. Ο μπαμπάς χαμογελούσε και της έλεγε να ηρεμήσει και πως τον έχουν ανάγκη.

Τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Μετά με κοίταξε και μου έκλεισε το μάτι.Η μαμά κούνησε το κεφάλι της και έφυγε από το δωμάτιο νευριασμένη. Ο μπαμπάς άνοιξε την τηλεόραση και κάθισε στον καναπέ. Πήγα κι εγώ. Είχε μια ταινία για έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε πολύ ο σκύ-

λος του και τον ακολουθούσε παντού.

τησ Ειρηνης Μαργαριτη

Η τραγουδίστρια

Page 18: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

18

Είπα στον μπαμπά μου ότι τον αγαπάω.Μάλλον όμως δεν με άκουσε, γιατί είπε:«Ποπό! Το κεφάλι μου πάει να σπάσει».

***

Η γιαγιά λέει πως τα παιδιά καταλαβαίνουν. Τα καταλαβαίνουν όλα. Οταν συμβαίνει κάτι δη-λαδή. Γι’ αυτό δεν αφήνει τη μαμά μου να βρίζει. Μάλιστα τη μαλώνει όταν καμιά φορά της ξεφεύγει κατά λάθος κάτι. Κάποια λέξη κακιά. «Μη μιλάς έτσι μπροστά στο παιδί», λέει.

Εγώ χτες είπα στη δασκάλα μου ότι ο μπαμπάς μου δούλευε στην τράπεζα. Της είπα ότι δούλευε, αλλά τώρα σταμάτησε.

Κι εκείνη πάγωσε. Δεν της άρεσε μάλλον που ο μπαμπάς μου δούλευε εκεί.Της είπα μετά πως οι τράπεζες είναι καλή δουλειά και πως στη μαμά μου άρεσε όταν ο

μπαμπάς δούλευε εκεί.Τώρα είναι χειρότερα, της είπα, γιατί η μαμά μου συνέχεια κλαίει που ο μπαμπάς μου δεν

πηγαίνει στη δουλειά. Η κυρία με χάιδεψε στο κεφάλι. Αλλά δεν μου άρεσε έτσι που το έκανε. Γιατί μου έβγαλε κατά λάθος την κορδέλα.

Οταν είπα στη γιαγιά μου για τη δασκάλα, μου είπε να μη μιλάω για τον πατέρα μου στο σχολείο.

Λες και είπα κάτι κακό.

***

Ο μπαμπάς κάθεται στον υπολογιστή. Πολλές ώρες. Καμιά φορά παίζει ποδόσφαιρο εκεί ή απλώς βλέπει βιντεάκια. Τη Δευτέρα είχε βάλει και διάβαζε κάτι κείμενα. Το βλέμμα του είχε κολλήσει. Ηταν σαν να μην έβλεπε ακριβώς την οθόνη ή να μη διάβαζε. Απλώς καθόταν εκεί. Και τα μάτια του ήταν πιο πέρα.

Η μαμά συνέχεια του λέει πως κάποιος πήρε τηλέφωνο και να τον πάρει πίσω. Ο θείος Τάκης ή ο κουμπάρος, αλλά ο μπαμπάς ποτέ δεν παίρνει πίσω. Μόνο λέει:

«Τι θέλει πάλι αυτός;» ή «Δε με παρατάτε, λέω εγώ».Η μαμά μου τότε ξεφυσάει και φαίνεται πολύ κουρασμένη.Εγώ πάλι του κάνω παρέα.Ομως καμιά φορά είμαι κι εγώ κουρασμένη. Γιατί έχω και διάβασμα.

Page 19: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

19

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

Ετσι, τη Δευτέρα με πήρε ο ύπνος πάνω στο γραφείο κι έριξα κατά λάθος το ποτήρι του μπαμπά.

Δεν το ήθελα. Που το έριξα.Κι εκείνος φώναζε πολύ, γιατί παραλίγο να χαλάσει το πληκτρολόγιο.Ομως εγώ τρόμαξα. Η μαμά με πήγε στο δωμάτιό μου και μου εξήγησε ότι ο μπαμπάς δεν

το ήθελε που μου φώναξε και πως με αγαπάει.«Απλά δεν είναι πολύ ο εαυτός του τελευταία». είπε.Ομως δεν κατάλαβα.Τι σημαίνει «δεν είναι ο εαυτός του»;Αφού είναι ο μπαμπάς μου.

***

Αυτές τις μέρες μένουμε στο σπίτι της γιαγιάς. Η μαμά είπε πως είναι καλύτερα έτσι. Με τον μπαμπά φωνάζανε πάλι πριν από λίγες μέρες. Εγώ έβλεπα τηλεόραση και αυτοί φωνάζανε ο ένας στον άλλο στην κρεβατοκάμαρα.

Κάτι για λεφτά φωνάζανε.Η αλήθεια είναι πως δεν άκουγα πολύ καλά τι έλεγαν.Γιατί στην τηλεόραση τραγουδούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα.Συνέχεια για λεφτά μιλάνε τελευταία.Η μαμά κάποια στιγμή είπε:«Δεν αντέχω άλλο έτσι».Το φόρεμα της κοπέλας ήταν χρυσό.Ο μπαμπάς φώναζε «συγνώμη», αλλά δεν το εννοούσε ακριβώς.Κάπως αλλιώς το έλεγε.Και ήταν κοντό το φόρεμα κι αυτή είχε πολύ ωραία πόδια.Μετά κάτι έσπασε.Εγώ σηκώθηκα και πήγα προς το δωμάτιο.Η κοπέλα τραγουδούσε...Απ’ το χέρι της μαμάς έτρεχαν αίματα. Κάτω υπήρχαν παντού γυαλιά.Ο μπαμπάς έβριζε.Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο.Μόλις με είδε, μου είπε να πάω γρήγορα μέσα.

Page 20: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

20

Εγώ έφυγα τρέχοντας.Ομως το τραγούδι είχε τελειώσει.

***

Αυτές τις μέρες στη γιαγιά συνέχεια σκέφτομαι:«Ο μπαμπάς δεν ήρθε μαζί μας».Πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι:«Και δεν έχει λεφτά να πάρει και πίτσα».Οταν ξαπλώσω:«Είναι μόνος του».Οταν πλένω τα χέρια μου ή όταν τρώω στο τραπέζι.Κοιτάω τη μαμά μου και σκέφτομαι.Και είμαι έτοιμη, το ξέρω, «να πάρω αποφάσεις».

***

Σήμερα είναι τα γενέθλια του μπαμπά. Η μαμά έχει αγοράσει δυο κεράκια αριθμούς κι έχει φτιάξει τούρτα.

Η μαμά έχει αγοράσει ένα «3» και ένα «8». Στο σπίτι αρχίζει να μαζεύεται κόσμος.Ο θείος Τάκης, ο κουμπάρος, η Μαρία η ξαδέλφη της μαμάς και άλλοι πολλοί.Ο μπαμπάς σχεδόν χαμογελάει. Είμαστε όλοι μαζί.Εγώ κοιτάω να δω αν τα μάτια του ακόμα κοιτάνε κάπου αλλού, κι όταν συμβαίνει αυτό,

πηγαίνω, τον πιάνω απ’ το λαιμό και του τραγουδάω:«Να ζήσεις μπαμπούλη και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά...»Τότε αυτός γελάει. Ολοι γελάνε. Και η μαμά ακόμα.Πήρα καλή απόφαση νομίζω.Η τούρτα έρχεται κι ο μπαμπάς ετοιμάζεται να κάνει ευχή.Εγώ κλείνω τα μάτια και λέω από μέσα μου:«Οταν μεγαλώσω θα γίνω τραγουδίστρια και θα βγάλω πολλά πολλά λεφτά.Θα βγάλω πολλά πολλά λεφτά και δε θα φοβάμαι τίποτα».Ο μπαμπάς δεν πιστεύει στις ευχές γι’ αυτό το λέω πιο δυνατά μέσα μου. Για να ακούσει

εμένα ο υπεύθυνος για τις τούρτες.Και μετά τραγουδάω πάλι.

Page 21: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

21

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

Ο ΡΟΥΜΑΝΟΣ ΕΦΥΓΕ χθες το πρωί. Τον παρακολουθούσα μέρες τώρα να μαζεύει. Εφτιαχνα καφέ, καθόμουν στο παράθυρο πίσω από την κουρτίνα σαν κατάσκοπος και τον έβλεπε να βάζει πράγματα σε κούτες, να τυλίγει χαλιά και να διπλώνει τα ρούχα του μέσα σε δυο τεράστιες βαλίτσες, από εκείνες τις παλιές, που δεν είχαν ροδάκια και αν τις σήκωνες κάθετα ήταν ψηλές όσο ένα παιδί δέκα χρόνων. Το παιδί του Ρου-μάνου ήταν δεκατρία, δεκατέσσερα, κάτι τέτοιο. Κορίτσι. Ιδιο ο Ρουμάνος. Γυναίκα δεν υπήρχε. Οι δυο τους έμεναν εκεί. Τη θυμάμαι τη μέρα που ήρθαν στη γειτονιά. Εγώ ήμουν δεκαοχτώ τότε, μόλις είχα έρθει από την Καλαμάτα για να σπουδάσω φι-λόλογος. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που είχα αυτή την ανόητη ιδέα.

Τέλος πάντων. Θα είχα κάνα μήνα στο σπίτι, όταν είδα για πρώτη φορά τον Ρου-μάνο από το παράθυρό μου. Ο ακάλυπτος είναι στενός και η απέναντι πολυκατοικία είναι χτισμένη ένα με δύο μέτρα πιο χαμηλά, με αποτέλεσμα να βλέπω το σπίτι του Ρουμάνου σαν οθόνη σινεμά. Σαράντα το πολύ πρέπει να ήταν αυτός, έβαφε το σπίτι, με την κόρη του να τριγυρνάει σαν την άδικη κατάρα γύρω γύρω. Μέσα στη γενική φοιτητική μου απραξία, καθόμουν συχνά και τους παρατηρούσα αδιάφορα, με τα χρόνια τούς συνήθισα, έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μου. Οταν ήταν σπίτι, έκο-βε πολύ συχνά βόλτες πάνω κάτω σκεπτικός, άλλοτε μίλαγε στο τηλέφωνο, αργότερα διάβαζε τα μαθήματα της μικρής και τα βράδια έβγαινε στο μπαλκόνι, να κάνει ένα τσιγάρο πριν κοιμηθεί. Πολύ σπάνια ερχόταν κάποιος άλλος στο σπίτι. Μια φορά θυ-μάμαι, κάποιο βράδυ τον πρώτο καιρό, καθόμουν με μια κοπέλα με την οποία έβγαινα εκείνη την εποχή, μια συμφοιτήτριά μου, και, ενώ ετοιμαζόμασταν να ξαπλώσουμε, πρόσεξα τυχαία μια τρίτη φιγούρα στο σπίτι του Ρουμάνου. Στήθηκα στο παράθυρο για να γνωρίσω τον επισκέπτη. «Τι συμβαίνει;» με είχε ρωτήσει η Φανή. «Σσσ», της είχα πει, «πήγαινε στο κρεβάτι κι έρχομαι». Ηταν άρρωστη η μικρή και ο Ρουμάνος είχε φωνάξει γιατρό. Την επόμενη μέρα της έβαζε κάθε τρεις και λίγο θερμόμετρο και της έφτιαχνε σούπα και, όταν τελικά της έπεσε ο πυρετός δυο μέρες αργότερα, το θυμάμαι σαν να ’ταν τώρα, ο Ρουμάνος της έφερε μια σοκολάτα. Θυμάμαι τη μικρή να γυρνάει από το σχολείο, θυμάμαι την τούρτα της σε κάποια γενέθλια, τη θυμάμαι να κλαίει, να γελάει, να μεγαλώνει. Και μαζί μ’ αυτή μεγάλωνε κι ο Ρουμάνος, μεγάλωνα

του Αθω Δημουλα

Ο Ρουμάνος

Page 22: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

22

κι εγώ. Μέχρι που χθες το πρωί, δέκα χρόνια αργότερα, τα μάζεψαν κι έφυγαν. Για να πω όλη την αλήθεια, τα τελευταία χρόνια υπήρξαν φορές που με ενοχλούσε ο

Ρουμάνος. Θέλω να πω, δεν περνούσα κι εγώ την καλύτερή μου φάση. Τελείωσα με τα χίλια ζόρια τη σχολή – ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που μου ’ρθε η ιδέα να σηκωθώ να φύγω από την Καλαμάτα για να σπουδάσω φιλόλογος. «Αυτό θέλω να κάνω», είχα πει στον πατέρα μου τότε, «Να πάω σε ένα σχολείο και να διδάξω ελληνικά». Τι να ’λεγε κι αυτός; «Οχι, μείνε εδώ να δουλεύουμε μαζί το περίπτερο;» Με καμάρωσαν τότε οι γονείς μου, ο γιος μας φιλόλογος και άλλα τέτοια, ζορίστηκαν λίγο στα λεφτά, αλλά εγώ ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω. Μέχρι να καταλάβω ότι δεν θα διοριστώ ποτέ ήταν αργά. «Κάτσε εκεί και πάλεψέ το», μου είπε ο πα-τέρας μου πριν από τρία χρόνια, «Βρες όμως μια δουλειά, το περίπτερο δεν φτάνει πια για το νοίκι σου, μόνο τσιγάρα αγοράζει ο κόσμος, δε βγαίνουμε». Βρήκα μια δουλειά παρτ τάιμ σε εταιρεία τηλεφωνίας. Επαιρνα τηλέφωνα από μια λίστα και έλεγα ότι έχουμε ένα καινούργιο, καταπληκτικό πρόγραμμα. Τετρακόσια πενήντα ευρώ το μήνα συν δύο ιδιαίτερα Αρχαία και ένα κατοστάρικο που συνέχισαν να μου στέλνουν οι δικοί μου, τον έβγαζα το μήνα ίσα ίσα. Φιλο-δοξίες, όνειρα και άλλες τέτοιες πολυτέλειες τις έκοψα μαχαίρι. «Ο Ρουμάνος», σκεφτόμουν, «πώς τα βγάζει πέρα; Πού τα βρίσκει τα λεφτά και πληρώνει το σπίτι; Που έχει και δύο υπνο-δωμάτια, έχει και ένα παιδί. Ε;» Εβγαινε στο μπαλκόνι όταν είχε ήλιο, κοιτούσε τον ουρανό χαμογελαστός και εμένα απέναντι μου έσπαγαν τα νεύρα. Γιατί είναι χαρούμενος ο Ρουμάνος; Γιατί είναι πιο χαρούμενος από μένα; Το γεγονός ότι η ζωή αποδεικνυόταν δύσκολη δεν μου επέτρεπε να χαρώ με τη χαρά του άλλου. Ούτε καν με τη χαρά του Ρουμάνου.

Δεν ξέρω γιατί πίστευα ότι είναι Ρουμάνος. Ισως το είχα συμπεράνει απ’ τις λίγες φορές που τον είχα ακούσει να μιλάει ή από τη φυσιογνωμία του που μου θύμιζε λίγο τον Χάτζι. Μελαχρινός, τραχύς, γεροδεμένος. Γιατί κατά τ’ άλλα δεν μιλήσαμε ποτέ. Μια φορά μόνο που είχα ανοίξει το παράθυρο βιαστικά και τον είδα να λιάζεται στο μπαλκόνι φορώντας μια λευκή φανέλα είχαν διασταυρωθεί τα βλέμματά μας. «Καλημέρα κύριε», είχε φωνάξει και του είχα απαντήσει απλά μια «καλημέρα», πριν εξαφανιστώ μέσα στο σπίτι – χωρίς «κύριε» όμως, γιατί ήταν η περίοδος που δεν τον πολυσυμπαθούσα.

Δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς πώς ένιωσα όταν τον είδα να πακετάρει. Μέσα στη γενική αβεβαιότητα, η διακριτική συντροφιά του Ρουμάνου ήταν το μόνο σταθερό σημείο της ζωής μου. Ετσι, σήμερα το πρωί, πήγα να δω το σπίτι του. Η σπιτονοικοκυρά του έβαλε αμέσως ενοικιαστήριο και τηλεφώνησα τάχα πως ενδιαφέρομαι. Ηθελα να δω τη ζωή απ’ τη δική του ματιά. Να δω την κουζίνα που δεν φαινόταν από το παράθυρό μου, να δω αν είχε μπανιέρα ή ντους στο μπάνιο, πώς φαίνεται το παράθυρό μου απ’ το μπαλκόνι του. Η σπιτονοικοκυρά ήταν

Page 23: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

23

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, παχουλή, με γκρίζα μαλλιά. Οταν συναντηθήκαμε, με μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω να τσεκάρει αν της κάνω.

«Και τι δουλειά κάνεις;» με ρώτησε.«Φιλόλογος είμαι», της είπα γενικά, ανοίγοντας τις άδειες πια ντουλάπες του Ρουμάνου. «Κι εσύ;» μου είπε τότε, «Κι ο προηγούμενος φιλόλογος ήταν». Την κοίταξα καλά καλά. Ο

Ρουμάνος φιλόλογος; Τόσα χρόνια ήταν και αυτός φιλόλογος σαν κι εμένα;«Αλήθεια;» έκανα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα «Και; Δούλευε κάπου;»«Αμέ», είπε σαν να καμάρωνε για το γιο της. «Στην πρεσβεία της Ρουμανίας. Ηταν Ρου-

μάνος. Ηρθε στην Ελλάδα το ’88, πριν πέσει ο Τσαουσέσκου, φαντάσου. Εμαθε ελληνικά και δίδασκε τους υπαλλήλους της πρεσβείας».

«Μάλιστα», είπα εγώ, καταλαβαίνοντας ξαφνικά γιατί ο Ρουμάνος χαιρόταν τις ηλιόλου-στες μέρες. Είχε φύγει από τη χώρα του έχοντας περάσει ποιος ξέρει τι και είχε καταφέρει να εξασκεί το επάγγελμά του στην Ελλάδα. Αυτό που μου φαινόταν παράλογο τα τελευταία χρόνια, ένας Ρουμάνος να βρίσκει δουλειά κι ένας νέος μορφωμένος Ελληνας να μην τα βγάζει πέρα, τώρα μου φαινόταν λογικό κι ωραίο.

«Και γιατί άλλαξε σπίτι;» ρώτησα τελικά. «Γύρισε στη Ρουμανία, είκοσι τόσα χρόνια μετά, μου είπε ότι είναι καλύτερα τώρα εκεί.

Εχει κι ένα κοριτσάκι και μου είπε ότι θα είναι καλύτερα και για τη μικρή»«Και η γυναίκα του;» ρώτησα για να συμπληρώσω το παζλ, «Είναι Ελληνίδα;»«Γυναίκα δεν είχε», μου απάντησε – λες και δεν το ήξερα. «Η μαμά της μικρής πέθανε

πριν έρθουν σ’ αυτό το σπίτι. Ατύχημα, μου είπε, δεν ξέρω λεπτομέρειες, ούτε καν αν ήταν Ελληνίδα». Και, αλλάζοντας θέμα και τόνο στη φωνή της, είπε: «Το μπαλκόνι είναι πολύ φωτεινό, το βλέπει ο ήλιος, αν θες βγάζεις κι ένα τραπεζάκι, είναι ωραία και ήσυχα». Λίγες στιγμές μετά, ενώ εγώ κοιτούσα απορροφημένος από το μπαλκόνι λες και είχε θέα την Ακρό-πολη, την άκουσα να λέει:

«Ο Ράζβαν έδινε τετρακόσια. Αν σ’ αρέσει, θα σου το αφήσω τριακόσια ογδόντα, γιατί ξέρω ότι εσείς τα νέα παιδιά ζορίζεστε πολύ».

«Εντάξει», της είπα, πολύ μετανιωμένος γι’ αυτή μου την επίσκεψη. Τι ήθελα να τα μάθω όλα αυτά; Γιατί να ξέρω ότι ο Ρουμάνος μου είναι ο Ράζβαν ο φιλόλογος; Γιατί να μάθω ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει; Τι τα θέλω και τα σκαλίζω και πόσο άραγε θα μου λείψει ο Ρουμά-νος; Αλλά η κουβέντα αυτή η τελευταία, «εσείς τα νέα παιδιά», με είχε αποτελειώσει. «Πόσο καιρό είχα να νιώσω νέος;» αναρωτήθηκα κοιτώντας απέναντι στο παράθυρό μου. Είχα αφήσει ανοιχτό το φως. Ολη την ώρα το ξεχνάω ανοιχτό και ποιος ξέρει πόσο θα μου ’ρθει το ρεύμα.

Page 24: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

24

ΚΑΙ ΞΕΡΕΙΣ ΒΕΒΑΙΑ ότι σ’ αυτή την πόλη δεν κάνει ποτέ πραγματικό κρύο. Ή, τέλος πάντων, έτσι λέμε στους άλλους και ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό και υποφέρεις εδώ. Οχι τόσο επειδή δεν μπορείς να αντέξεις τη ζέστη, όσο επειδή δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να υπομείνεις το πραγματικό κρύο.

Θέλω να πάμε μαζί να τον βρούμε. Δεν ξέρω ακριβώς πού μένει, δεν ξέρω τη διεύθυνση. Ξέρω το δρόμο βέβαια, αλλά δεν έχω πάει ποτέ. Θέλω να του επιστρέψω και το βιβλίο του. Αν δεν ήταν αυτό το βιβλίο, τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Αν δεν ήταν αυτή η γλώσσα, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Αν δεν ήταν η άλλη γλώσσα, σίγουρα τίποτα, μα τίποτα δεν θα είχε ποτέ συμβεί.

Λέω να πάμε σήμερα. Γιατί, να σου πω την αλήθεια, δεν είμαι και σίγουρη πως θα τον προλάβουμε. Είχε πει πως θα φύγει. Σκεφτόταν να φύγει ούτως ή άλλως πριν τον γνωρίσω. Λες να έχει ήδη φύγει;

Πάντως εγώ γύρισα. Γύρισα, γιατί ήθελα να γράφω σ’ αυτή τη γλώσσα. Ελληνικά. Αλήθεια, από κει που έρχεσαι εσύ, με καταλαβαίνεις άραγε ή να αρχίσω να μιλάω την άλλη γλώσσα; Θα μπορούσαμε να μιλάμε αγγλικά, ναι, εγώ δηλαδή, αλλά νομίζω πως αν σου μιλάω συνέχεια ελληνικά θα μάθεις πιο γρήγορα. Το βλέπω και με τους μετανάστες. Το είδα και με τον εαυτό μου στην άλλη χώρα. Αναγκάζεσαι. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ακόμα κι αν ξέρεις τη γλώσσα, δεν καταλαβαίνεις. Σιγά σιγά αρχίζει το αυτί να συντονίζεται, μαθαίνει, εξοικειώνεται. Και έρχεται η ώρα που ξεχωρίζεις τη γλύκα απ’ το φόβο, την ήττα απ’ το θυμό, τον έρωτα απ’ την ειρωνεία και τη ζήλια απ’ την πικρία. Μετά μαθαίνεις λέξεις, όλες τις λέξεις, αλλά πολύ μετά. Ασε που εσένα αυτές δεν σου χρειάζονται.

Λοιπόν, πάμε τώρα. Μια ψυχή που ’ναι να βγει ας βγει. A soul bound to come out, let it come out. Μπα, δεν δουλεύει. It doesn’t work, σου λέω. Δεν ακούγεται σωστά. Ακου «δεν δου-λεύει». Αυτός να δουλεύει ακόμα εκεί που δούλευε; Ή να έχει απολυθεί; Μπα, δεν απολύουν, είπαν, γιατί δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν την αποζημίωση. Μόνο θα τους κάνουν όλους να παραιτηθούν. Εναν έναν. Αυτός λες να δουλεύει; Γιατί, αν ναι, τότε θα τον προλάβουμε σίγουρα. Τι με κοιτάς μ’ αυτά τα στρογγυλά σου μάτια, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω, ε; Αν όμως δεν δουλεύει πια, τότε ίσως να έχει ήδη φύγει. Ισως να έχει ξενοικιάσει και το σπίτι του. Και δεν θα μπορώ έτσι να τον βρω και να του επιστρέψω το βιβλίο του. Γι’ αυτό κάνε γρήγορα. Μ’ αυτές σου τις μικρές και μαύρες πατουσίτσες, δεν ξέρω πώς μπορείς και περπατάς στα πεζοδρόμια. Βέβαια, εσύ θα τα κατάφερνες στους πάγους, εδώ θα κωλώσεις; Αποκλείεται. Αλλά έλα, περπά-τα λίγο πιο γρήγορα. Ελα, πάμε. Τρέχουμε τώρα.

Τι λες; Να του στείλω μέιλ; Να μου δώσει τη διεύθυνση; Ποια διεύθυνση; Α, την καινούργια. Μάλιστα. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Επειδή βασικά ήθελα να του το επιστρέψω χέρι με χέρι. Αλ-λιώς, μπορούσα να το είχα δώσει και στους φίλους του. Ναι, καταλαβαίνω τι λες, σε περίπτωση που έχει ήδη φύγει. Ναι, βέβαια. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα έχω κι άλλη επιλογή. Θα του στείλω μέιλ, ναι. Τουλάχιστον να μου πει σε ποιο νησί πήγε. Γιατί, ναι μεν έχω τον «Ατλαντα των

ΠΕΝΓΚΟΥΙΝ ΦΑΟΥΝΤτησ Χριςτιανας Μυγδαλη

Page 25: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

25

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

απομακρυσμένων νησιών» στα χέρια μου –ή μήπως «απομονωμένων»; Τέλος πάντων, “The Atlas of Remote Islands” that is–, αλλά δεν ξέρω σε ποιο απ’ όλα αποφάσισε να πάει τελικά. Τι; Ναι, για δουλειά θα πήγαινε. Τι θες να πεις «τότε αποκλείεται»; Και βέβαια σε κάποιο απ’ τα παράξενα νησιά θα πήγαινε αν ήτανε να πάει. Κανένας δεν κρατάει χάρτες δίχως έστω κάπου ενδόμυχα να σκέφτεται να επισκεφτεί τα μέρη που δείχνουν. Ναι, καλά, άλλη φάση η υδρόγειος. Το ξέρω ότι δεν είναι κοσμοταξιδεμένοι όσοι την έχουν να στολίζει το γραφείο τους. Αλλά γι’ αυτόν δεν το φαντάζομαι. Αν ήτανε να πάει κάπου, σε κάποιο απ’ αυτά τα μέρη τα περίεργα θα πήγαινε.

Τι, δεν αντέχεις άλλο; Α! Τώρα το είδα. Εγδαρες τη φτερούγα σου και τρέχει αίμα. Και τι φτερούγα! Βαριά και μαύρη και για να πετάξεις ούτε λόγος. Πολύ κοντή. Πολύ στενή. Ματώθη-κες. Πάμε, κάτι θα σκεφτεί αυτός άμα φτάσουμε. Κάτι θα ξέρει. Τι εννοείς πού το ξέρω; Οποτε ερχόταν στη δουλειά, μου έλυνε όλα τα προβλήματα. Ναι, είναι πανέξυπνος. Ναι, γι’ αυτό σί-γουρα θα βρει δουλειά όπου κι αν ψάξει. Εκτός από δω. Γιατί εδώ όλοι τις χάνουμε. Ναι, μη γελάς, το ξέρω ότι δεν είναι καρφίτσες, αλλά τις χάνουμε. Ενας ένας. Ή τουλάχιστον έτσι λέμε στους άλλους και ο ένας στον άλλο. Και τι θα πει εγώ γιατί γύρισα; Γύρισα επειδή ήθελα να γράφω στη γλώσσα μου. Ναι, κι αυτός γράφει. Ναι, η δουλειά του είναι να γράφει. Α, αυτό δεν το ξέρω. Γιατί αυτός θέλει να γράφει στην άλλη γλώσσα, αυτό δεν το ξέρω, αλήθεια. Ετσι είναι αυτά τα πράγματα. Μυστήρια. Αντίστροφες πορείες. Δεν πάμε όλοι στο ίδιο μέρος από τον ίδιο δρόμο. Να, είδες εμείς πώς κόψαμε και βγήκαμε Εξάρχεια από Σολωμού; Αλλος θα πήγαινε από Κάνιγγος και πάνω τη Θεμιστοκλέους και άλλος θα είχε κόψει πιο νωρίς από την Πατησί-ων πίσω απ’ το μουσείο. Το θέμα είναι ότι γράφουμε. Η γλώσσα είναι μόνο ο δρόμος. Α, να το! Φτάσαμε. Ε, τι πού το ξέρω ότι είναι αυτό; Αυτό είναι σίγουρα. Να του χτυπήσω το κουδούνι; Μπα. Λέω να τον περιμένουμε. Να κατέβει ή να γυρίσει. Κι αν έχει ήδη φύγει; Α, δεν ξέρω, αν έχει ήδη φύγει, θα φύγουμε κι εμείς. Δεν νομίζω. Τι; Θέλεις να γυρίσεις στους πάγους σου; Καλά, κάτσε να κατέβει και θα τον ρωτήσω. Μπορεί να έχει διαλέξει Παγωμένο Ωκεανό και να σε πάρει αυτός μαζί του, πού ξέρεις; Αλλωστε απ’ αυτόν έμαθα και για σένα. Είχε δημοσιεύσει ένα link, το πάτησα και βρέθηκα να υιοθετώ ένα χαμένο πιγκουίνο. Penguin Lost. «Εδώ δεν έχω ούτε για πετρέλαιο», σκέφτηκα, και έβαλα την κάρτα μου και πλήρωσα. Διάβαζα το βιβλίο για το είδος σας online όλη νύχτα και το πρωί ξεφύτρωσες εσύ.

Αν δεν γυρίσει γρήγορα, θα φύγουμε κι εμείς. Και με τη γλώσσα τι θα γίνει; Ε, θα διαλέ-ξουμε. Θα γράφουμε μισά μισά. Και θα δημοσιεύουμε στο ίντερνετ. Εντάξει, θα υποφέρω λίγο. Οχι τόσο επειδή δεν μπορώ να ερωτευτώ στην άλλη γλώσσα, όσο γιατί δεν θα χρειαστεί να το ξαναπώ στη δική μου. «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», but there’s always something to say about a land one has set foot on. And then, it works: I work, U work, IT WORKS. Εντάξει, θα το αφήσω εδώ, στο γραμματοκιβώτιο, με το σελιδοδείκτη στο σωστό νησί και φύγαμε. Παγωμέ-νος Ωκεανός. Deception Island. Ξέρει αυτός, κάτι θα σκεφτεί. Στην άλλη γλώσσα βέβαια. Εμείς, ΠΕΝΚΓΟΥΙΝ ΦΑΟΥΝΤ. Fygame!

ΠΕΝΓΚΟΥΙΝ ΦΑΟΥΝΤτησ Χριςτιανας Μυγδαλη

Page 26: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

26

ΕΧΩ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ. Η ζωή μας δεν αποτελείται κυρίως απ’ τις μεγάλες αποφάσεις, τις κομβικές επιλογές και άλλα τέτοια μεγαλόστομα. Αντιθέτως, είναι οι μικρές ενδιάμεσες διάρκειες, όλα αυτά τα «κάθε μέρα» μεταξύ των λίγων οριακών στιγμών που ξεσπούν κατά καιρούς πάνω στα κεφάλια μας. Τα ανιαρά πηγαινέλα στη δουλειά, οι μεσημεριανοί καφέδες στο Κέντρο το Σάβ-βατο, τα μεθύσια που επαναλαμβάνονται Πέμπτες βράδια μαζί με φίλους χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή κεντρικό θέμα συζήτησης. Εξοδοι, εκδρομές, ωραίες ταινίες, γλυκά φιλιά, ανάλαφροι ύπνοι κάτω απ’ τα σκεπάσματα.

Ολες αυτές οι συμβουλές και οι φανφάρες του στιλ «άδραξε τη μέρα» πασχίζουν να ανακαλύψουν ένα νόημα που πιθανότατα δεν κρύβεται, αλλά απλά δεν υπάρχει. Δεν χρειά-ζονται υπερμεγέθεις στόχοι και φιλόδοξοι σκοποί. Ζούμε μαζί με αυτούς που γουστάρουμε κάθε μέρα, κάθε νύχτα, περιμένοντας να γίνει κάτι φοβερά οριακό. Περιμένοντας, όμως, έχουμε ήδη ζήσει.

Με άλλα λόγια, μ’ αρέσει να στέκομαι χαλαρός και ακίνητος απέναντι στα φαινόμενα. Αφήνω τα πράγματα να κυλάνε γύρω μου και πηγαίνω ήρεμος εκεί που με βγάζει η περίσταση. Προτιμώ να παίρνει η ζωή τις αποφάσεις αντί για μένα. Η θεωρία μου, μάλιστα, σε γενικές γραμμές λειτουργεί μια χαρά.

***

Προχθές άργησα λίγο να φτάσω στο γραφείο. Νύσταζα, έχασα το λεωφορείο για λίγο, δη-λαδή βαρέθηκα να τρέξω. Αν έτρεχα θα το προλάβαινα, αλλά μου φάνηκε ανούσιο. Οταν έφτασα, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά. Δεν έδωσα σημασία, προχώρησα κατευθείαν προς την καφετιέρα, γέμισα το ποτήρι και κρύφτηκα πίσω απ’ την οθόνη μου. Πρωτοσέλιδα, ξένος Tύπος, email.

Σε λίγο ήρθαν δύο συνάδελφοι. Η Λένα είπε με πολύ σοβαρό ύφος ότι πρωί πρωί ανα-κοινώθηκαν δύο ακόμη απολύσεις. Ηταν τα άτομα νούμερο εννέα και δέκα που απολύονταν τους τελευταίους τρεις μήνες. Ο ένας απ’ τους δύο, ο νούμερο εννέα, μου ήταν συμπαθής. Κάναμε διάλειμμα αρκετές φορές μαζί, τρώγοντας κάτι μέτρια σάντουιτς με σολομό και άλλα αλλόκοτα συστατικά και μιλώντας κυρίως για μπάσκετ ή τα πόδια της κοπέλας που σέρβιρε τα σάντουιτς. Η Λένα τώρα μιλούσε όλο και πιο δυνατά. Ελεγε ότι ο Χρήστος (το νούμερο εννέα δηλαδή) έφυγε ξαφνικά και είναι ζήτημα πότε και σε πόσες δόσεις θα πάρει την όποια αποζημίωση. Οταν έφευγε, λέει, ήταν κάτωχρος. Το πρόσωπό του με την ώρα γινόταν γκρι. Εχει γυναίκα και παιδί. Δεν έχει δουλειά. Υστερα η Λένα άρχισε ένα παραλήρημα με κεντρική φράση το «κάτι πρέπει να κάνουμε». Γύρω απ’ αυτήν έχτιζε το λόγο της με διάφορες ιδέες, όπως να πάμε στο διευθυντή, να του μιλήσουμε, να τον ρωτήσουμε, να το πάρει πίσω, να

του σπυρου Παπαδοπουλου

Η θεωρία

Page 27: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

27

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

μας πει τι ακολουθεί. Να συνεννοηθούμε. Την κοίταζα διερευνητικά. Τη διέκοψε ο άλλος συνάδελφος. Διέκοψε το λόγο, τον ενθουσιασμό, την απελπισία της. Της είπε ότι αυτά δεν γίνονται και ότι έχει αναλάβει δύο καινούργια πρότζεκτ. Δεν γίνονται αυτά. Θα χάσουμε όλοι τη δουλειά μας.

Τα κεφάλια τους γύρισαν κατευθείαν σ’ εμένα. Με κοιτούσαν επίμονα. Περίμεναν μια απάντηση, μια λέξη που θα έστρεφε την κατάσταση στη μία ή την άλλη πλευρά. Περίμεναν μια μικρή ανάλυση ή ίσως να σηκωθώ και να βαδίσω προς τα άλλα γραφεία. Να μιλήσω με τους υπόλοιπους. Τους κοίταζα απ’ την καρέκλα μου. Η Λένα, ίσως ο πιο κοντινός μου άνθρωπος στην εταιρεία, έσφιξε κάπως αστεία τα χείλη. Περίμενε από μένα κάτι. Με ρώτησε τι πιστεύω, τι να κάνουμε. Είπε κάτι συναισθηματικό. Ψέλλισε κάτι περί αλληλεγγύης. Με κοίταξε. Παρέ-μεινα στη θέση μου σιωπηλός. Σε λίγο δεν τους έβλεπα. Ηταν διάφανοι. Δεν είπε κανείς τους τίποτα. Εφυγαν για τα γραφεία τους.

***

Το απόγευμα δεν ήθελα να μπω στο λεωφορείο. Περπάτησα για ώρα μέχρι που βρέθηκα στα στενά κάθετα της Πατησίων. Κάθισα να πάρω μια ανάσα στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας. Στο βάθος δεξιά φωνές. Μια φιγούρα τρέχει από κει προς το μέρος μου. Μετανάστης απ’ τα βάθη της Ασίας επιδιδόταν σε τρελό σπριντ σε πεζόδρομο αγνώστου ονόματος μεταξύ Αριστοτέλους και Γ΄ Σεπτεμβρίου. Περνώντας από μπροστά μου, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε καθώς κάπνιζα αργά το τσιγάρο μου. Ετρεχε με όλη του τη δύναμη σε πλήρη πανικό. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν έξω. Με κοίταξε και προς στιγμή νόμισα πως κάτι μου έλεγε. Πριν σκεφτώ τι μπορεί να ήταν αυτό, καμιά δεκαριά ζευγάρια πόδια πέρασαν από μπροστά μου. Αυτή τη φορά το τρέξιμο ήταν βαρύ, όχι τόσο γρήγορο, αλλά πιο αποφα-σιστικό. Οι σόλες των παπουτσιών έμοιαζαν λες και χτυπούσαν τις μισοβγαλμένες πλάκες. Σήκωσα να δω το πλήθος των τρεχαλατζήδων, μα είδα μόνο κάτι λευκά, γυαλισμένα κεφάλια και δυο τρία στρατιωτικά κουρέματα. Σε λίγο χάθηκαν από μπροστά μου, στρίβοντας στην Γ΄ Σεπτεμβρίου. Οι φωνές που ακούγονταν φανέρωναν ότι το περιστατικό δεν είχε σταματήσει. Τράβηξα μερικές τζούρες ακόμη. Κάθισα για κανένα πεντάλεπτο στα σκαλιά, ύστερα σηκώ-θηκα και ξεκίνησα προς το σπίτι.

***

Σήμερα έφτασα στην ώρα μου, ίσως και λίγο νωρίτερα, στο γραφείο. Είχε απεργία, τα μέσα δεν λειτουργούσαν, οπότε ξεκίνησα πολύ νωρίς για να προλάβω την κίνηση. Εβαλα καφέ. Με είδε ο

Page 28: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

28

συνάδελφος με τα δύο καινούργια πρότζεκτ. Ανταλλάξαμε καλημέρες. «Τα έμαθες;» με ρώτησε. Χθες το απόγευμα απολύθηκε και η Λένα.

***

Την πήρα τηλέφωνο, ήταν στην πορεία. Της είπα να περιμένει, θα κατέβαινα να τη βρω, να πάμε για έναν καφέ, να τη συναντήσω. Αργησα, αλλά έφτασα. Τη βρήκα στην Αμαλίας. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Η ίδια, δακρυσμένη. Της είπα να πάμε προς Ακρόπολη, να κεράσω μπίρα, φαγητό. Επέμενε ότι δεν ήθελε να φύγει ακόμη, ήταν νωρίς. Της είπα ότι υποφέρει, τα μάτια της είναι κόκκινα, βήχει. Χαμογέλασε, με γέμισε μαλόξ. Το πρόσωπό μου έγινε ίδιο με των διπλα-νών. Λευκά στρογγυλά σχήματα, παλιάτσοι στη Λεωφόρο Αμαλίας.

Εμεινα, δεν ήθελα να την αφήσω μόνη. Πηγαίναμε μπρος πίσω, απ’ τη Βουλή ως το Ζάπ-πειο και πάλι στη Βουλή. Ενα πλήθος κόσμου σε διαρκή κίνηση. Φωνές, διάσπαρτα συνθήματα, πανό που καλούσαν σε δράση. Κάποια στιγμή πλησιάσαμε αρκετά τη Βουλή. Σταθήκαμε για κανένα πεντάλεπτο. Η κατάσταση έδειχνε να ηρεμεί. Υστερα δυο τρία μπαμ, μερικά δακρυγόνα και κάποιοι που έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση. Πέταξα κάτω το τσιγάρο, έτοιμος να ακολου-θήσω το ρυθμό και την κατεύθυνση των γύρω μου. Σηκώνοντας όμως το κεφάλι, νόμισα πως είδα το μετανάστη απ’ την Γ΄ Σεπτεμβρίου. Σάστισα. Πριν προλάβω να συνέλθω, άκουσα τις σόλες που χτυπούσαν με φόρα το οδόστρωμα. Φευγαλέες σκιές κοντοκουρεμένων κεφαλιών. Γύρισα να δω καλύτερα. Μπροστά μου ο Χρήστος, δηλαδή το νούμερο εννέα. Αγέλαστος, με σκληρό ύφος, στεκόταν ακίνητος μπροστά μου.

Η φωνή της Λένας με ξύπνησε. Ηταν καμιά δεκαριά μέτρα πιο πίσω και ούρλιαζε να πάω προς το μέρος της. Μπροστά μου δεν ήταν κανένας μετανάστης ή κανένα νούμερο εννέα. Αντρες με βαριές στολές και ασπίδες έτρεχαν κατά πάνω μου. Οι μπότες τους τώρα χτυπούσαν το έδαφος κι αυτό έτριζε για μένα. Δεν θα περνούσαν από μπροστά μου για να στρίψουν σε κάποια Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ετρεχαν εδώ και τώρα στην Αμαλίας κατά πάνω μου.

Εχω μια θεωρία. Η ζωή μας δεν αποτελείται κυρίως απ’ τις μεγάλες αποφάσεις, τις κομ-βικές επιλογές και άλλα τέτοια μεγαλόστομα. Αντιθέτως, είναι οι μικρές ενδιάμεσες διάρκειες, όλα αυτά τα «κάθε μέρα» μεταξύ των λίγων οριακών στιγμών που ξεσπούν κατά καιρούς πάνω στα κεφάλια μας. Προτιμώ να παίρνει η ζωή τις αποφάσεις αντί για μένα.

Εμεινα ακίνητος. Εβλεπα ένα ανάποδο γκλομπ να στριφογυρίζει μπροστά μου. Εμεινα ακριβώς στο σημείο όπου ήμουν. Είδα μόνο ένα μαύρο γκλομπ. Τίποτε άλλο.

Page 29: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

29

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

ΕΙΜΑΙ ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΟΣ. Οχι, δεν το έμαθα τώρα, το ήξερα όλη μου τη ζωή. Με θυμάμαι παιδάκι να παίζω στο σαλόνι του πατρικού μου. Είχα αραδιάσει όλα τα παι-χνίδια πάνω στη μοκέτα. Και το τζάκι έκαιγε. Ο πατέρας μου ήρθε και με πήρε μια αγκαλιά. Με έβαλε να καθίσω στο τραπέζι σαν να ήμουν «μεγάλος». Η «μικρή» κοι-μόταν στο δωμάτιό μας. Προσπάθησαν με πολιτισμένο τρόπο να μου ξεφουρνίσουν το μεγάλο μυστικό. «Γιωργάκη», μου είπαν, «Γιωργάκη, εγώ και ο Νίκος είμαστε ο μπαμπάς και η μαμά σου, αλλά δε σε φέραμε εμείς στον κόσμο», θυμάμαι τη μάνα μου να λέει. Κοιτούσα σαν χάνος, δεν καταλάβαινα. «Οι πραγματικοί σου γονείς δεν μπορούσαν να σε μεγαλώσουν, έτσι σε υιοθετήσαμε εμείς. Να ξέρεις ότι εμείς είμα-στε ο μπαμπάς και η μαμά σου».

Εκείνη η συνειδητοποίηση δεν επηρέασε τη ζωή μου. Εχω φτάσει τα τριάντα και δεν με ενδιαφέρει να γνωρίσω τους πραγματικούς γονείς μου. Με παράτησαν. Να τους χέσω. Το άλλο με πείραξε: η διάκριση. Η διάκριση που μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια. Καταλάβαινα ότι δεν είχα τα ίδια δικαιώματα με τη «μικρή». Εκείνη ήρθε στον κόσμο ένα χρόνο μετά από μένα. Τη στιγμή που νόμιζαν ότι δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ δικό τους παιδί. Οταν είχαν απωλέσει κάθε ελπίδα. Επειτα από τρία χαμένα μωρά. Ομως, πρώτα πρόλαβαν να υιοθετήσουν εμένα. Θα προτιμούσα να μη μου το είχαν πει ποτέ. Να νομίζω ότι αυτή η διάκριση είναι μια περίεργη αδυναμία τους και όχι ένα πραγματικό γεγονός. Με τα χρόνια συνήθισα να λένε εκείνη «το παιδί». Και να αναφέρονται σ’ εμένα με το «ο Γιωργάκης».

Ο Νίκος Μπαρής, ο διάσημος αρχιτέκτονας, είναι πατέρας μου. Και η Μαρία Μπαρή, γυναίκα του, μητέρα μου και υπεύθυνη οικονομικών του αρχιτεκτονικού γρα-φείου. Μεγάλωσα σε ένα προοδευτικό σπίτι με χοντρό πορτοφόλι. Οι μοντέρνες ιδέες τους ήταν αυτές που τους ώθησαν να μου πουν το μεγάλο μυστικό σε μικρή ηλικία. Είχαν συμβουλευτεί όλους τους ψυχολόγους ανανεωτικούς αριστερούς της παρέας τους. «Ο Γιώργος πρέπει να ξέρει την αλήθεια», τους έλεγαν. Και έτσι η μονοκατοικία στο Διόνυσο, καθώς τα χρόνια περνούσαν, μετονομάστηκε σε «Οίκος της Διάκρισης» στο μυαλό μου. Εγινα κι εγώ, για να καταλάβετε, ένας μοντέρνος Σταχτοπούτος.

Γλέντια με πολύ ποτό στο σπίτι. Συζητήσεις με βάθος. Αναφορές στο «Πολυ-τεχνείο». Κλασική μουσική και στο τέλος ρεμπέτικα και σπασμένα πιάτα. Καμένες

του Γιωργου Ρομπολα

Η διάκριση

Page 30: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

30

κουρτίνες στο τσακίρ κέφι. Κι εγώ να τα παρακολουθώ όλα αυτά αμήχανος. Η «μικρή» ήταν η χαρά της παρέας. Χόρευε μαζί τους κι όλοι τη φιλούσαν στα μάγουλα. Εγώ στη γωνία μου. Προσωπική τιμωρία. Με ένα άγχος πως πρέπει να ξυπνήσω νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Να κάνω όλα τα μαθήματά μου στην εντέλεια.

Είναι σημαντικό να αγαπάς κάποιον φανατικά στη ζωή σου. Να νιώθεις πως όλη η ζωή του κόσμου κρύβεται στο πρόσωπό του. Να είσαι χαλί να σε πατήσει ευτυχισμένο. Η Λίζα, η «μικρή», ήταν πάντα ατίθαση. Μια καυτή φωτιά να τη λατρεύεις. Δεν τα πήγαινε καλά με τις συμβάσεις. Και είχε τη γονική επιβράβευση γι’ αυτό. Κοπάνες, γκόμενοι μεγαλύτεροι, πορεί-ες και κοινόβια. Μπήκε στο ΤΕΙ Διακοσμητικής έτσι για καβάτζα. Το πάθος της ήταν άλλο, το κλασικό τραγούδι. Ανερχόμενη μέτζο σοπράνο στα δεκαεννιά της. Το καμάρι του μπαμπά και της μαμάς. Με χορωδία στο Μέγαρο Αθηνών. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Μέχρι που, μετά την παράσταση, έτρεξε στην αγκαλιά μου. Ευτυχία.

Αριστος μαθητής. ΑΣΟΕΕ στα τέσσερα χρόνια. Δεν ήθελα μεταπτυχιακά. Ηθελα να δου-λέψω. Φαντάρος στου διαόλου το κέρατο. «Οχι, πατέρα, δε χρειάζεται να ψάξεις τις επαφές σου», του είχα πει. «Δε γουστάρω τα κονέ», συμπλήρωσα. Βρήκα τα δικά μου κονέ για τη δου-λειά. Ορκωτός λογιστής στη McErnst & Barney. Μια εταιρεία επένδυσε σ’ εμένα. Καλά λεφτά και έξι χρόνια καριέρα στα τριάντα μου. Οι δικοί μου μου παραχώρησαν ένα τριάρι –που είχαν κληρονομήσει– στην Κυψέλη για να μένω. Κλειδί για RX-9 στα χέρια μου.

Στο τέταρτο έτος πήγαμε ταξίδι στη Βιέννη με τους γονείς. Η «μικρή» τελείωνε τις σπου-δές στο κλασικό τραγούδι. Ακριβά γεύματα και καφέδες στο Café Prückel. «Τι θα κάνεις όταν γυρίσεις;» τη ρώτησα. «Σιγά μη γυρίσω», η απάντηση. «Ρε κοριτσάκι μου, γιατί δεν παίρνεις και το πτυχίο στο πιάνο μπας και χρειαστεί να κάνεις κάνα ιδιαίτερο;» είπα εγώ. «Ασ’ τις μα-λακίες, ρε Γιώργο», μου πέταξε εκνευρισμένη.

Με τους γονείς μας είχα λίγες επαφές από τα είκοσι τρία μου και μετά. Δεν προλάβαινα. Η δουλειά είχε απαιτήσεις. Πολλά email με τη μικρή. Βολόδερνε στην Αθήνα. Προσπαθούσε να μπει στη Λυρική. Είχε ένα μεσήλικα βαρύτονο γκόμενο. Τον ρώταγε μήπως πρέπει να πάει να τραγουδάει χωρίς λεφτά. Της έλεγε: «Ναι, αλλά και έτσι μην περιμένεις πολλά». Μαλακίες. Προσπαθούσε να τελειώσει το ΤΕΙ. Η καβάτζα είχε γίνει στόχος.

Δεν γούσταρα να τους βλέπω. Στη δουλειά ήμουν πρώτο βιολί. Δεν άντεχα να γίνομαι τε-λευταίος τροχός της αμάξης στο πατρικό μου. Να ακούω τη μίρλα τους για το «παιδί» που δεν

Page 31: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

31

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

βρίσκει δουλειά. Τους έλεγα: «Να πάει να δουλέψει». Μου απαντούσαν: «Δεν καταλαβαίνεις». Η Λιζα είχε γυρίσει και έμενε στο σπίτι. Τη χαρτζιλίκωναν όπως πάντα. Είκοσι εννιά χρόνων «παιδί».

Με πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου. «Ελα, σε παρακαλώ, να βοηθήσεις, αυτή δεν είναι καλά», μου είπε. «Αυτή» –περιέργως πώς– δεν ήταν η μάνα μου. Ξαφνικά η «μικρή» είχε γίνει «αυτή». Ηταν Κυριακή απόγευμα. Ενιωσα Superman. Πρώτη φορά μού ζητούσαν βοήθεια. Ενιωσα επιτυχημένος. Επιτέλους.

Το τζάκι έκαιγε. Η μάνα μου μαγείρευε σιωπηλή στην κουζίνα. Ο πατέρας μου διάβασε την «Αυγή» – σιωπηλός. Σπασμένο βάζο στη μοκέτα, μάλλον από καυγά. Κοίταξα την τεράστια βιβλιοθήκη. Δεν είχα ανοίξει ούτε ένα βιβλίο της. «Πήγαινε να της πεις τίποτα», μου είπε.

Ανοιξα την πόρτα του παιδικού μας δωματίου. Η Λίζα μπροστά στο Facebook. Απόγευμα και ήταν ντυμένη με πιτζάμες. Σαν δεκαεξάχρονο με κατάθλιψη. Μια απεγνωσμένη αγκαλιά. Με έσφιγγε σαν κουτάβι που πνίγεται στην μπανιέρα. Εκατσα στο πράσινο πουφ. «Τι έγινε, ρε Λιζάκι;» ρώτησα. Αρχισε να μου λέει ιστορίες γι’ αγρίους. Γύρω γύρω όλοι από το θέμα, αλλά ποτέ στον πυρήνα του. «Θα μου πεις;» της είπα ψύχραιμα. «Ρε μαλάκα, δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ. Δεν υπάρχει τίποτα. Από δουλειά μηδέν. Εχω να τραγουδήσω δυο χρόνια. Τίποτα, το καταλαβαίνεις;» Τα συζητήσαμε για πολλή ώρα. Της είπα να μην απογοητεύεται – χωρίς να το πιστεύω. Εκλαψε σε κάποια στιγμή. Χωρίσαμε με ένα φιλί. Την άφησα εκεί να ψάχνει στη «Χρυσή Ευκαιρία» για καμιά δουλειά.

Βγήκαμε στο κρύο με τον πατέρα μου. Ηθελε να με ξεπροβοδίσει. Πάντα το έκανε. Στε-κόταν στο πάνω σκαλί για να μη νιώθει άβολα. Είμαι πολύ ψηλότερος από εκείνον. Τον είδα να «τσεκάρει» το RX-9. Ενιωσα ξανά επιτυχημένος. Του έδωσα τα κλειδιά στο χέρι. «Τι να τα κάνω;» με ρώτησε. Του είπα μήπως θέλει να πάει καμιά βόλτα. «Οχι», απάντησε, δεν ήταν αυτό, απλά χάζεψε, άλλο σκεφτόταν. Ημουν σίγουρος πως σκεφτόταν τη «μικρή». Είχα δίκιο. Μου το ξεφούρνισε: «Γιωργάκη, θα σε παρακαλούσα να αφήσεις το σπίτι στην Κυψέλη. Πρέπει να το νοικιάσω. Εσύ δεν έχεις οικονομικό πρόβλημα. Πρέπει να δίνω το νοίκι στο ‘παιδί’. Να μπει σε ένα ρυθμό ρε γαμώτο. Δεν πάει άλλο». Με φίλησε. Δεν είπα τίποτα. Κώλωσα. Πάντα κώλωνα μπροστά τους.

Μόνο σκέφτηκα: «Ναι, πατέρα, το ‘παιδί’ πρέπει να ζήσει. Κι εγώ ο ‘Γιώργακης’ να μετα-κομίσω. Και να ψάξω για εξτραδάκια για να τα βγάλω πέρα».

Page 32: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

32

ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΩ. Και η πολυετής εμπειρία μου σε συνθήκες ανεργίας μπορεί να το εγγυηθεί αυτό.

Είμαι άνεργος τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ακριβώς τη μισή ενήλικη ζωή μου. Περιστα-σιακά, βέβαια, καταφέρνω να ημιαπασχολούμαι. Πάντα προσωρινά και κυρίως ανασφάλι-στα. Ολα αυτά τα χρόνια έχω περάσει από κάθε προσωρινή θέση εργασίας που μπόρεσε να εφεύρει το ελληνικό δαιμόνιο. Αλλες φορές με παταγώδη αποτυχία και μία φορά με σχετική επιτυχία, αφού έμεινα στην ίδια δουλειά για έξι ολόκληρους μήνες. Ντελιβεράς σε κινέζικο με μηχανάκι δικό μου. Η θέση είχε ζήτηση, γιατί πλήρωναν επί τόπου και σου κολλούσαν και ένσημα. Με προτίμησαν γιατί είχα πτυχίο ΑΕΙ. Ομως, κάποια στιγμή, κι ενώ είχα αρχίσει να συνηθίζω στη νέα κατάσταση, ήρθε και ζήτησε τη δουλειά ένας τύπος με δύο μεταπτυχιακά, οπότε βρέθηκα και πάλι άνεργος. Είχα μάθει όμως πια να μη φοβάμαι. Δεν ήταν εύκολο, μου πήρε καιρό να καταλάβω πως η ζωή δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη δουλειά. Κι ότι, παρόλο που είμαι ευάλωτος, δεν είμαι εύθραυστος.

Οταν μένεις άνεργος, το πρώτο πρακτικό πρόβλημα που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι το γεγονός ότι αλλάζουν ξαφνικά οι βιορυθμοί σου. Δεν έχεις κανένα απολύτως πρόγραμμα. Δεν έχεις λόγο να ξυπνάς το πρωί και μπορείς να μένεις στο κρεβάτι όλη μέρα. Το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό, βέβαια. Μια και ο επιπλέον ύπνος σημαίνει περισσότερα όνειρα. Και ας μη μιλήσουμε για τις ευεργετικές ιδιότητες του ύπνου στην επιδερμίδα. Είναι γνωστές. Ομως δεν θα πρέπει να αφεθείς ασυλλόγιστα στην αποχαύνωση. Η κατάθλιψη σε συνδυασμό με την αδράνεια και τα ισχυρά ηρεμιστικά που θα χρειαστείς το πρώτο διάστημα μπορούν να σε βυθίσουν στον αδιέξοδο κόσμο του βουλιαγμένου καναπέ και του μεταμεσονύκτιου τηλεμάρκετινγκ. Αν βρίσκεσαι περισσότερο από ένα μήνα σε αυτή την κατάσταση, σήκω τώρα αμέσως! Και ξεκίνα τη δράση.

Η δράση ενός ανέργου χωρίζεται σε δύο στάδια. Στην αναζήτηση εργασίας και στην αναζήτηση της ευτυχίας. Πολλοί συγχέουν αυτές τις δύο αναζητήσεις, αλλά είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Στην αναζήτηση της εργασίας ο καλύτερός σου φίλος... μπορεί να είναι ο καλύτερός σου φίλος που ακόμα δουλεύει και έχει πρόσβαση σε πιθανές θέσεις ερ-γασίας. Αν δεν έχεις τέτοιο φίλο και περιστοιχίζεσαι από ανέργους, κάνε φίλο σου τον ΟΑΕΔ. Ετσι κι αλλιώς χρόνο έχεις και μπορείς να τον επισκέπτεσαι σε καθημερινή βάση. Οχι τόσο με την ελπίδα μιας καινούργιας δουλειάς. Τα ποσοστά επιτυχίας του ΟΑΕΔ στην εύρεση ερ-γασίας συναγωνίζονται τις πιθανότητες να κερδίσεις το Τζόκερ με τριπλό τζακ-ποτ. Μπορείς όμως να επωφεληθείς από την παρουσία των άλλων ανέργων για να νιώσεις καλύτερα για τον εαυτό σου. Και ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να κερδίσεις και το Τζόκερ! Υπάρχουν φυσικά και πιο σίγουροι τρόποι για να βρεις δουλειά, όπως το πατροπαράδοτο «μέσο», όπου ξεπου-

του Χαρη Μποςινα

Life coach

Page 33: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

33

Μητροπολιτικες Ιςτοριες

λάς την ηθική σου, ή ακόμα και η απελπισμένη αναζήτηση «πόρτα πόρτα», όπου ζητάς ό,τι να ’ναι, όπου να ’ναι και πληρώνεσαι με ό,τι να ’ναι.

Μπορείς κι εσύ να εξοικονομήσεις ένα μεροκάματο. Ασε τη φαντασία σου ελεύθερη. Η φαντασία είναι απαραίτητη στην αναζήτηση εργασίας. Δοκίμασε καινούργιες μεθόδους, μη διστάζεις. Δεν θέλει αρετή, μόνο τόλμη. Και μην αφήσεις την απόγνωση να σε οδηγήσει σε αξιόποινες πράξεις. Ετσι κι αλλιώς είναι δύσκολο να ανακαλύψεις ψιλικατζίδικο, σούπερ μάρ-κετ ή ακόμα και τράπεζα που δεν έχει προλάβει κάποιος άλλος να ληστέψει πριν από σένα.

Και πάμε τώρα στο κομμάτι της αναζήτησης της ευτυχίας. Επειδή τα χρήματα που μπο-ρείς να κερδίσεις ως μερικά ή καθόλου απασχολούμενος είναι ελάχιστα, θα πρέπει να κάνεις κάποιες αλλαγές στην καθημερινότητά σου. Ετσι κι αλλιώς η αξιοπρέπειά σου ήδη αμφισβη-τείται, οπότε δεν έχεις να χάσεις και πολλά. Αναζήτησε λοιπόν σε πρώτη φάση δωρεάν στέγη, είτε αυτό συνεπάγεται να επιστρέψεις στο πατρικό σου είτε να φορτώνεσαι συστηματικά σε φίλους και γνωστούς που θα σου προσφέρουν ανόητα τη φιλοξενία τους. Αν πάλι έχεις καταφέρει να μείνεις εντελώς μόνος σου σε αυτό τον κόσμο, προσπάθησε να επωφεληθείς από την πληθώρα καταλήψεων στην πόλη μας και αναζήτησε στέγη σε κάποια από αυτές. Ή, ακόμα καλύτερα, κάνε τη δική σου κατάληψη. Αρκεί να διαλέξεις ένα σκοπό που είναι αδύνατο να επιτευχθεί, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία ή η παγκόσμια ειρήνη, ώστε να εξασφαλίσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την παραμονή σου στο κτίριο της επιλογής σου. Προσοχή! Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να μπορείς να μετακινείσαι εύκολα και γρήγορα. Που σημαίνει ελάχιστες αποσκευές. Σου αρκούν τρεις αλλαξιές το χρόνο και ένα ζευγάρι παπούτσια. Το καλοκαίρι μπορείς να χρησιμοποιείς αποκλειστικά σαγιονάρες που είναι φτηνές και πολύ ελαφριές.

Απόταξε την υπερκατανάλωση που έχει ποτίσει τόσα χρόνια την ύπαρξή σου και απο-φάσισε ότι η μόδα είναι απλά ένας αστικός μύθος που δεν σε αφορά. Οσο για την τεχνολογία, αναζήτησε δωρεάν ή οικονομικές λύσεις για να την απολαμβάνεις. Η επικοινωνία σου καλό θα είναι να περιοριστεί σε ένα καρτοκινητό τηλέφωνο, αφού έτσι δεν παίρνεις λογαριασμό και δεν δίνεις λογαριασμό. Οσο για κοινωνική δικτύωση, κατέβα στις συγκεντρώσεις δια-μαρτυρίας και κάνε “friend request” στους διαδηλωτές γύρω σου. Γενικά, ελαχιστοποίησε τις ανάγκες σου και ζήσε ελεύθερος από τα αγαθά που προσφέρει ο πολιτισμός του 21ου αιώνα.

Το φαγητό τώρα είναι μια πιο εύκολη υπόθεση, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που προσφέ-ρουν δωρεάν τροφή σε αναξιοπαθούντες. Κυκλοφορούν μάλιστα διάφορες λίστες με ενορίες που προσφέρουν συσσίτιο και θα τους άξιζε «Χρυσός Σκούφος». Αλλά εκεί θα πρέπει να κάνεις έγκαιρα κράτηση. Ενώ, αν έχεις διάθεση για διεθνή κουζίνα, μπορείς να επισκεφτείς τους ναούς αλλόθρησκων ή αιρετικών που επίσης φροντίζουν να ταΐζουν όσους έχουν ανάγκη.

Page 34: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

34

Αν πάλι έχεις όρεξη για ένα σνακ, αρκεί μια επίσκεψη σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου μπορείς να δοκιμάσεις διάφορα είδη αλλαντικών και τυριών εντελώς δωρεάν. Σε σχέση με το φαγητό, έχει αναπτυχθεί πρόσφατα και ένα νέο κίνημα ανακύκλωσης σκουπιδιών, όπου οι πεινασμέ-νοι καταναλώνουν με γκουρμέ διάθεση οτιδήποτε φαγώσιμο βρεθεί στους σκουπιδοτενεκέδες της πόλης. Πολλές κυβερνήσεις μάλιστα σκέφτονται να εφαρμόσουν επίσημα ένα πρόγραμμα ανακύκλωσης σκουπιδιών που να στηρίζεται σε αυτή τη νέα τάση. Ο μόνος φόβος τους είναι μήπως, αν αρχίσουν να πληρώνονται οι «ανακυκλωτές», πάψουν να είναι το ίδιο αποδοτικοί. Προσωπικά δεν κατάφερα ποτέ να αντιμετωπίσω τα σκουπίδια ως ντελικατέσεν, αλλά οφείλω να αναφέρω και αυτή την επιλογή. Οπως και να ’χει, προς το παρόν το φαγητό σε μια χώρα σαν τη δική μας δεν είναι πρόβλημα. Υπάρχει άφθονο και πετιέται επίσης άφθονο.

Και, αφού καλύψεις τις βασικές σου ανάγκες, το επόμενο βήμα στην αναζήτηση της ευ-τυχίας είναι η ψυχαγωγία. Οσο παράξενο κι αν φαίνεται, η πόλη μας προσφέρει αρκετούς δωρεάν τρόπους διασκέδασης. Παρακολούθησε από κοντά, με ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, τους καβγάδες και το εκνευρισμένο πηγαινέλα των σκληρά εργαζομένων στο κέντρο της πόλης. Ανακάλυψε και ζήσε την περιπέτεια εξερευνώντας γειτονιές που δεν είχες ποτέ μέχρι τώρα επισκεφτεί. Δες πώς το τσιμέντο και το σκουπιδαριό έχουν καταφέρει να επιβληθούν στη φύση και να αποκτήσουν εικαστικό ενδιαφέρον μέσα από διαφορετικές κάθε φορά συνθέσεις. Απόλαυσε τις μελωδίες των απανταχού πλανόδιων μουσικών, ενώ παρατηρείς τις βιτρίνες των καταστημάτων που για σένα έχουν αποκτήσει πια μουσειακό χαρακτήρα. Δες μια ταινία σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών. Πήγαινε σε γάμους και βαφτίσεις αγνώστων. Παρακολούθησε κηδείες και μνημόσυνα και έλα σε επαφή με τα υπαρξιακά σου ερωτήματα. Και τόσα άλλα... Σε μια κοι-νωνία όπου ο χρόνος έχει γίνει το πολυτιμότερο αγαθό, εσύ είσαι ο πλουσιότερος απ’ όλους. Μη χάσεις αυτή την ευκαιρία! Οσο για διακοπές, φρόντισε απλά να μεταφερθείς για λίγες μέρες σε κάποιο νοσοκομείο. Η ξεκούραση και η φροντίδα σε συνδυασμό με τον ενδοφλέβιο ορό είναι ευεργετικές και θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με ένα πανάκριβο σπα στα βουνά των Αλπεων – αν εξαιρέσεις φυσικά το περιβάλλον.

Ολα όσα προτείνω έχουν δοκιμαστεί από μένα προσωπικά και έχουν αποδειχτεί πολύ-τιμα για την επιβίωσή μου όλα αυτά τα χρόνια. Τι με βοήθησε να προσαρμοστώ σε αυτό τον τρόπο ζωής; Μία και μόνο συνειδητοποίηση: Η αναζήτηση της ευτυχίας, όπως και η ανα-ζήτηση εργασίας, είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Σε έναν κόσμο lifestyle ανοησίας δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει για μένα πότε θα είμαι ευτυχισμένος. Αυτό είναι δική μου απόφαση. Και, αν δεν θέλουν να δουλεύω, δεν υπάρχει λόγος να τους χαλάσω το χατίρι. Η ζωή είναι ωραία και ερήμην του πολιτισμού μας. Και είμαι αποφασισμένος να μην παραχωρήσω την ελπίδα και το όνειρο. Να μη στερήσω στον εαυτό μου τα χαμόγελα και τα ξεκαρδιστικά γέλια. Να συνεχίσω να ερωτεύομαι. Το μόνο που έχει σημασία είναι από ποιο σημείο την κοιτάς τη ζωή. Κι εγώ διάλεξα καλό σημείο.

Καλή ανεργία σε όλους μας.

Page 35: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11
Page 36: Μητροπολιτικές Ιστορίες - Τεύχος 11

www.metropolispress.gr