Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

128
Digitized by 10uk1s Copyright © 1997 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΠΑΤΗΣΙΩΝ 306 11141 ΑΘΗΝΑ Τίτλος πρωτοτύπου: Jack London, White Fang Είναι άγριος, ανήμερος και αδάμαστος. Γεννήθηκε στην άγρια φύση του βορρά, από πατέρα λύκο και μητέρα μισή-λύκαινα. Η τύχη όμως τον έταξε να βρεθεί, από κουτάβι ακόμα, κοντά στους ανθρώπους -τα πλάσματα που θεωρεί παντοδύναμους θεούς- και να υποταχθεί στη θέλησή τους. Και τότε θα παλέψουν μέσα του τα ένστικτα του λύκου, με τα ένστικτα και τις συνήθειες του σκύλου. Αν δεν υποταχθεί στους ανθρώπινους νόμους, που καταλαβαίνει μόνο με το ένστικτο, θα χαθεί. Κι αν υποταχθεί, θα προδώσει τα ένστικτά του. Επιβιώνοντας, ο Ασπροδόντης θα αποδείξει ότι αγρίμια και άνθρωποι έχουν κάτι κοινό που τους ενώνει και που δε χρειάζεται κοινή γλώσσα για να εκφραστεί. Εκφράζεται με ένα βλέμμα, μια κραυγή, με μια κίνηση, με μια πράξη: είναι η ΑΓΑΠΗ! Η αγάπη αυτή, που θα γνωρίσει από το νεαρό αφέντη του, θα γίνει η αιτία ν' αφήσει τον κόσμο της άγριας φύσης και ν' αποφασίσει να μείνει για πάντα κοντά στους ανθρώπους. Γλαφυρές περιγραφές, βαθιές αναλύσεις και στοχασμοί - όλα με τα μάτια και μέσα από την ψυχή ενός αγριμιού - συνθέτουν τη μαγεία ενός αφηγήματος, που παραλληλίζει και φέρνει τόσο κοντά τα αγρίμια με τον άνθρωπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να κάνει εύκολα το διαχωρισμό!

Upload: divxalex

Post on 27-Jul-2015

1.613 views

Category:

Documents


6 download

TRANSCRIPT

Page 1: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Copyright © 1997 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ

ΠΑΤΗΣΙΩΝ 306 11141 ΑΘΗΝΑ

Τίτλος πρωτοτύπου: Jack London, White Fang

Είναι άγριος, ανήμερος και αδάμαστος. Γεννήθηκε στην άγρια φύση του βορρά, από πατέρα λύκο και μητέρα μισή-λύκαινα. Η τύχη όμως τον έταξε να βρεθεί, από κουτάβι ακόμα, κοντά στους ανθρώπους -τα πλάσματα που θεωρεί παντοδύναμους θεούς- και να υποταχθεί στη θέλησή τους.

Και τότε θα παλέψουν μέσα του τα ένστικτα του λύκου, με τα ένστικτα και τις συνήθειες του σκύλου.

Αν δεν υποταχθεί στους ανθρώπινους νόμους, που καταλαβαίνει μόνο με το ένστικτο, θα χαθεί. Κι αν υποταχθεί, θα προδώσει τα ένστικτά του. Επιβιώνοντας, ο Ασπροδόντης θα αποδείξει ότι αγρίμια και άνθρωποι έχουν κάτι κοινό που τους ενώνει και που δε χρειάζεται κοινή γλώσσα για να εκφραστεί. Εκφράζεται με ένα βλέμμα, μια κραυγή, με μια κίνηση, με μια πράξη: είναι η ΑΓΑΠΗ!

Η αγάπη αυτή, που θα γνωρίσει από το νεαρό αφέντη του, θα γίνει η αιτία ν' αφήσει τον κόσμο της άγριας φύσης και ν' αποφασίσει να μείνει για πάντα κοντά στους ανθρώπους.

Γλαφυρές περιγραφές, βαθιές αναλύσεις και στοχασμοί - όλα με τα μάτια και μέσα από την ψυχή ενός αγριμιού - συνθέτουν τη μαγεία ενός αφηγήματος, που παραλληλίζει και φέρνει τόσο κοντά τα αγρίμια με τον άνθρωπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να κάνει εύκολα το διαχωρισμό!

Page 2: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Στα ίχνη του κρέατος

Το πυκνό ελατοδάσος σκίαζε βλοσυρό και τις δυο όχθες του παγωμένου ποταμού. Τα δέντρα, γυμνά ακόμα κι από το λευκό μανδύα του παγετού χάρη στον πρόσφατο αγέρα, έσκυβαν, θαρρείς, το ένα προς το άλλο, μαύρα και σκοτεινά μέσα στο αχνό φως που ξεθώριαζε ολοένα. Την απέραντη έκταση κάλυπτε απόλυτη σιγή. Ήταν μια έκταση έρημη, δίχως ζωή, δίχως κίνηση, πιότερο μόνη και ψυχρή κι από την ίδια τη θλίψη. Υπήρχε μια χροιά γέλιου, αλλά ενός γέλιου πιο φοβερού απ' οποιαδήποτε θλίψη —γέλιου άχρωμου σαν το χαμόγελο της Σφίγγας, γέλιου ψυχρού σαν τον παγετό, γέλιου που πηγάζει από το πείσμα του αλάθητου. Ήταν η αριστουργηματική και αδιαπέραστη σοφία της αιωνιότητας που περιγελούσε τη ματαιότητα της ζωής, κάθε προσπάθεια για ζωή. Ήταν η Άγρια Φύση, η πρωτόγονη και παγωμένη μέχρι τα μύχιά της Άγρια Φύση του Βορρά.

Κι όμως υπήρχε ζωή εκεί έξω, ζωή που αψηφούσε. Μια σειρά λυκόσκυλα, ζεμένα σε έλκηθρο, κατηφόριζε αγκομαχώντας την όχθη του ποταμού. Το ορθωμένο τους τρίχωμα ήταν πασπαλισμένο με πάγο. Η ανάσα τους, με το που ξεπηδούσε από τα μουσούδια, καθόταν αφρισμένη πάνω στα τριχωτά τους κορμιά και σχημάτιζε κρυσταλλάκια. Τα σκυλιά έσερναν ένα έλκηθρο δεμένο πάνω τους με δερμάτινα λουριά. Το έλκηθρο δεν είχε ρόδες. Ήταν φτιαγμένο από ανθεκτική σημύδα κι ακουμπούσε ολόκληρο πάνω στο χιόνι. Το μπροστινό του μέρος ήταν ανασηκωμένο, σαν έλικας, για να σπρώχνει προς τα κάτω το μαλακό χιόνι που ξεπηδούσε μπροστά του σαν κύμα. Πάνω στο έλκηθρο, στερεωμένο γερά, ήταν ένα μακρόστενο κουτί. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα πάνω στο έλκηθρο —κουβέρτες, ένα τσεκούρι, μια κανάτα του καφέ κι ένα τηγάνι· ωστόσο το μακρόστενο κουτί δέσποζε και κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του χώρου.

Μπροστά από τα σκυλιά μοχθούσε ένας άντρας με πελώρια χιονοπάπουτσα. Στο πίσω μέρος μοχθούσε ένας δεύτερος. Πάνω στο έλκηθρο, μέσα στο κουτί, κειτόταν ένας τρίτος, ένας άντρας που ο μόχθος του είχε τελειώσει, ένας άντρας που η Άγρια Φύση είχε φέρει σε τέτοιο σημείο υποταγής, ώστε να μη χρειάζεται πια να μοχθεί. Δεν είναι στη φύση της Άγριας Φύσης ν' αγαπά την κίνηση. Θεωρεί προσβολή τη ζωή, επειδή ζωή σημαίνει κίνηση· και η Άγρια Φύση επιδιώκει πάντα να εξαλείφει την κίνηση. Παγώνει το νερό για να του εμποδίσει τη ροή προς τη θάλασσα· στερεύει το χυμό των δέντρων, ώσπου να κάμψει την αντοχή και να παγώσει τα μύχιά τους· αλλά η πιο άγρια και πιο τρομερή από τις λεηλασίες της Άγριας Φύσης είναι η συντριβή του ανθρώπου, της πιο ανήσυχης ζωής, του πλάσματος που αψηφά τη ρήση ότι είναι μοιραίο, στο τέλος, να σβήσει κάθε κίνηση.

Και όμως, μπροστά και πίσω στο έλκηθρο, άφοβοι και αδάμαστοι, μοχθούσαν οι δυο άντρες που δεν είχαν ακόμη πεθάνει. Τα κορμιά τους κάλυπταν γούνες και ανοιχτόχρωμα δέρματα. Ματόκλαδα, μάγουλα και χείλη σχεδόν δε φαίνονταν κάτω από τα κρύσταλλα της παγωμένης τους ανάσας. Κι αυτό τους έκανε να μοιάζουν με μάσκες απόκοσμες, με εργολάβους κηδειών σε έναν κόσμο φαντασμάτων, στην κηδεία κάποιου φαντάσματος. Όμως, πέρα απ' όλα τούτα ήταν δυο άνθρωποι που εισχωρούσαν στον κόσμο της μοναξιάς, του εμπαιγμού και της σιωπής, ασήμαντοι τυχοδιώκτες κάποιας κολοσσιαίας περιπέτειας, αντιμέτωποι με την παντοδυναμία ενός κόσμου απόμακρου και ξένου και ακίνητου, σαν τις αβύσσους του απείρου.

Ταξίδευαν αμίλητοι, για να μη σπαταλούν την ανάσα τους. Από παντού τους τύλιγε η σιωπή, με την πιεστική και απτή παρουσία της. Πίεζε το μυαλό τους, όπως πιέζουν το κορμί του δύτη οι πολλές ατμόσφαιρες στο βαθύ νερό. Τους συνέθλιβε το βάρος της απεραντοσύνης και της αμετάκλητης διαταγής. Τους στρίμωχνε στα πιο απόμακρα σημεία του μυαλού τους, για να τους στραγγίζει, όπως στραγγίζουν τα σταφύλια από το χυμό, απ' όλες τις απατηλές επιθυμίες

Page 3: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

και τις εξάρσεις και την αυτοεκτίμηση της ανθρώπινης ψυχής, ώσπου να δουν τον εαυτό τους ασήμαντο και μικρό, σαν κουκκίδα που κινείται με αδύναμη πονηριά κι ελάχιστη σοφία μέσα στο παιχνίδι και τα παιχνιδίσματα των μεγάλων, τυφλών στοιχείων και δυνάμεων.

Πέρασε μία ώρα και μετά δεύτερη. Το χλομό φως της σύντομης ανήλιαγης μέρας άρχιζε να πέφτει, όταν τη σιγαλιά διαπέρασε μια αχνή, μακρινή κραυγή. Η κραυγή δυνάμωσε γοργά, ώσπου έφτασε στη μεγαλύτερη ένταση, όπου και παρέμεινε για λίγο, όλο παλμό και ένταση, για να σβήσει και πάλι αργά. Μπορούσε να είναι το μοιρολόι κάποιας ξεστρατισμένης ψυχής, αν δεν τη διέκρινε μια χροιά θλιμμένης δύναμης και ακράτητης πείνας. Ο μπροστινός άντρας έστρεψε το κεφάλι ώσπου τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του άντρα που βρισκόταν πίσω. Ύστερα οι δυο άντρες έγνεψαν ο ένας στον άλλο πάνω από το στενόμακρο κουτί.

Ακούστηκε μια δεύτερη κραυγή που ξέσχισε σαν μαχαίρι τη σιγαλιά. Οι δυο άντρες εντόπισαν τον ήχο: ήταν πίσω τους, κάπου στην απέραντη χιονισμένη έκταση που μόλις είχαν διασχίσει. Απάντησε μια τρίτη κραυγή, πίσω τους πάλι, κι αριστερά της δεύτερης.

«Μας κυνηγάνε, Bill», είπε ο μπροστινός.

Η φωνή του ήχησε τραχιά και απόκοσμη και είχε βγει με φανερή προσπάθεια.

«Το κρέας σπανίζει», απάντησε ο σύντροφός του. «Έχω μέρες να δω πάτημα αγριοκούνελου».

Από κει και πέρα δεν ξαναμίλησαν, αν και είχαν τα αυτιά τους τεντωμένα στις κυνηγετικές κραυγές που συνέχισαν ν' ακούγονται πίσω τους.

Μόλις σκοτείνιασε, οδήγησαν τα σκυλιά σε ένα σύδεντρο από ελάτια στην άκρη του ρεύματος και κατασκήνωσαν. Δίπλα στη φωτιά, το φέρετρο χρησίμευε για κάθισμα και τραπέζι. Τα λυκόσκυλα, κουρνιασμένα στην πέρα άκρη της φωτιάς, αλυχτούσαν και καβγάδιζαν μεταξύ τους, αλλά δεν έδειξαν την παραμικρή διάθεση να ξεστρατίσουν προς τη σκοτεινιά.

«Μου φαίνεται περίεργο που μένουν τόσο κοντά, Henry», σχολίασε ο Bill.

Ο Henry, που είχε καθίσει ανακούρκουδα κοντά στη φωτιά και στερέωνε την κανάτα του καφέ με ένα κομμάτι πάγο, έγνεψε καταφατικά. Αλλά δε μίλησε ώσπου να πάρει τη θέση του πάνω στο φέρετρο και ν' αρχίσει να τρώει.

«Ξέρουν πού είναι σίγουρο το τομάρι τους», είπε. «Προτιμούν να φάνε παρά να φαγωθούν. Έχουν μυαλό τα σκυλάκια».

Ο Bill έγνεψε αρνητικά. «Ω, δεν ξέρω».

Ο σύντροφός του τον κοίταξε παραξενεμένος. «Πρώτη φορά σ' ακούω ν' αμφιβάλλεις για το μυαλό τους».

«Henry», είπε ο άλλος, μασουλώντας επίμονα τα φασόλια του, «μήπως έτυχε να παρατηρήσεις πώς κλοτσοκοπούσαν όταν τα τάιζα;»

«Κομμάτιασαν την τροφή περισσότερο από το συνηθισμένο», παραδέχτηκε ο Henry.

«Πόσα σκυλιά έχουμε, Henry;»

«Έξι».

«Το λοιπόν, Henry...» Ο Bill σώπασε για μια στιγμή, για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα λόγια του. «Όπως έλεγα, Henry, έχουμε έξι σκυλιά. Έβγαλα έξι ψάρια από το σάκο. Έδωσα ένα ψάρι σε κάθε σκυλί, Henry, αλλά μου 'λειψε ένα ψάρι».

Page 4: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Θα μέτρησες λάθος».

«Έχουμε έξι σκυλιά», επανέλαβε με απάθεια ο άλλος. «Έβγαλα έξι ψάρια. Το σκυλί με το ένα αυτί δεν πήρε ψάρι. Ξαναπήγα ύστερα στο σάκο και του έφερα το ψάρι του».

«Μόνο έξι σκυλιά έχουμε», είπε ο Henry.

«Henry», συνέχισε ο Bill, «δεν είπα ότι ήταν όλα σκυλιά, αλλά ότι φαγώθηκαν εφτά ψάρια».

Ο Henry σταμάτησε να τρώει. Κοίταξε πέρα από τη φωτιά και μέτρησε τα σκυλιά.

«Τώρα είναι μόνο έξι», είπε.

«Είδα το άλλο να τρέχει στο χιόνι», δήλωσε με ψυχρό στόμφο ο Bill. «Είδα εφτά».

Ο σύντροφός του τον κοίταξε με συμπόνια και είπε: «Θα χαρώ ιδιαίτερα, όταν τελειώσει τούτο το ταξίδι».

«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε κοφτά ο Bill.

«Πάει να πει ότι σου 'πεσε βαρύ στα νεύρα το φορτίο κι άρχισες να φαντάζεσαι πράγματα».

«Το σκέφτηκα κι αυτό», απάντησε ο Bill σοβαρός. «Γι' αυτό, όταν το είδα να φεύγει μέσα στο χιόνι, κοίταξα το χιόνι και είδα τ' αχνάρια του. Ύστερα μέτρησα τα σκυλιά και τα βρήκα έξι. Τα ίχνη είναι ακόμα στο χιόνι. Θέλεις να τα δεις; Θα σ' τα δείξω».

Ο Henry δεν απάντησε, παρά συνέχισε να μασουλάει σιωπηλός, ώσπου αποτέλειωσε το κρέας του και το συνόδευσε με μια τελευταία κούπα καφέ. Σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης του και είπε:

«Δηλαδή λες πως ήταν...»

Τον διέκοψε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, κάπου από το σκοτάδι. Σώπασε να το αφουγκραστεί και αποτέλειωσε τη φράση του με μια κίνηση του χεριού προς τη μεριά της κραυγής: «...ένας από κείνους;»

Ο Bill έγνεψε ναι. «Αυτό σκέφτηκα με την πρώτη ματιά. Είδες και μόνος σου τι μεγάλο κακό έκαναν τα σκυλιά».

Η μια κραυγή απαντούσε στην άλλη και, σιγά σιγά, η σιγαλιά έδωσε τη θέση της σε πανδαιμόνιο. Από παντού ακούγονταν κραυγές και τα σκυλιά πρόδωσαν το φόβο τους πλησιάζοντας το ένα το άλλο και τόσο κοντά στη φωτιά, ώστε καψάλισαν τη γούνα τους. Ο Bill έριξε άλλο ένα κούτσουρο, πριν ανάψει την πίπα του.

«Δε μου φαίνεσαι και τόσο στα κέφια σου», παρατήρησε ο Henry.

«Henry...» Ο Bill κοίταξε για λίγο την πίπα του σκεφτικός και πρόσθεσε: «Σκέφτομαι ότι τούτος εδώ είναι πολύ πιο τυχερός απ' ό,τι θα 'μαστε ποτέ εμείς οι δυο».

Και με τον αντίχειρά του έδειξε το τρίτο πρόσωπο μέσα στο κουτί πάνω στο οποίο κάθονταν.

«Εσύ κι εγώ, Henry, όταν πεθάνουμε, θα 'μαστε τυχεροί αν σκεπάσουν τα κουφάρια μας με αρκετές πέτρες, ώστε να μη μας φάνε τα σκυλιά».

«Αλλά δεν έχουμε ανθρώπους και χρήμα κι όλα τα υπόλοιπα σαν και δαύτον», επικρότησε ο Henry. «Οι δικές μας τσέπες δε θ' αντέξουν μακρινές κηδείες».

Page 5: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Εκείνο που με σκοτίζει, Henry, είναι γιατί ένας άνθρωπος σαν αυτόν, που ήταν αφέντης στον τόπο του, που δε χρειάστηκε να νοιαστεί ποτέ για φαΐ και σκεπάσματα, ήρθε σε τούτο τον ξεχασμένο από το Θεό τόπο —αυτό είναι που δεν πιάνω».

«Μπορεί να έφτανε σε βαθιά γεράματα, αν είχε μείνει στον τόπο του», συμφώνησε ο Henry.

Ο Bill άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά το μετάνιωσε. Έδειξε προς το τείχος του σκοταδιού που τους έζωνε απ' όλες τις μεριές. Μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά δεν υπήρχε ούτε ίχνος από περίγραμμα κορμιού· μόνο δυο μάτια έλαμπαν σαν πυρωμένα κάρβουνα. Ο Henry έδειξε με το κεφάλι ένα δεύτερο ζευγάρι μάτια, ένα τρίτο. Είχαν σχηματίσει κύκλο τα λαμπερά μάτια γύρω από την κατασκήνωση. Κάπου κάπου ένα ζευγάρι μετακινιόταν ή χανόταν για να ξαναφανεί την άλλη στιγμή.

Η ανησυχία των σκυλιών μεγάλωνε ολοένα· τα ζωντανά ποδοβόλησαν φοβισμένα, μαζεύτηκαν κοντά στη φωτιά, ζάρωσαν και σύρθηκαν μέσα στα ανθρώπινα πόδια. Ένα από δαύτα γύρισε ανάσκελα μέσα στην αντάρα και γρύλισε με πόνο και τρόμο, όταν το πήρε στα ρουθούνια η μυρωδιά της καμένης γούνας του. Η φασαρία έκανε τον κύκλο των ματιών ν' αναδευτούν για μια στιγμή, ακόμα και να υποχωρήσουν μια ιδέα, όταν όμως τα σκυλιά ησύχασαν, ο κύκλος ξαναπήγε στη θέση του.

«Μεγάλη ατυχία να μείνουμε από σφαίρες, Henry».

Ο Bill είχε τελειώσει το κάπνισμα της πίπας και βοηθούσε το σύντροφό του να καλύψει με γούνες και κουβέρτες τα ελάτινα κλαριά που είχε στρώσει πριν από το δείπνο. Ο Henry γρύλισε και άρχισε να λύνει τα μοκασίνια του.

«Πόσες είπες ότι σου απομένουν;» ρώτησε.

«Τρεις», ήρθε η απάντηση. «Μακάρι να 'ταν τριακόσιες. Τότε θα τους έδειχνα εγώ!»

Ανέμισε θυμωμένος τη γροθιά του προς τα πύρινα μάτια και προσπάθησε να στηρίξει τα μοκασίνια του μπροστά στη φωτιά.

«Μακάρι να 'σπαγε λίγο τούτο το κρύο», συνέχισε. «Δέκα υπό το μηδέν εδώ και δυο βδομάδες. Και μακάρι να μην είχα ξεκινήσει αυτό το ταξίδι, Henry. Δε μ' αρέσει καθόλου. Με τρώει κακό προαίσθημα. Κι αφού άρχισα τα μακάρι, μακάρι να είχαμε ξεμπερδέψει με δαύτον και να καθόμαστε στη φωτιά στο Fort McGurry και να παίζαμε χαρτιά· αλλά πού τέτοια τύχη».

Ο Henry γρύλισε και σύρθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, τον ξύπνησε η φωνή του συντρόφου του.

«Πες μου, Henry, αυτό το άλλο που ήρθε κι άρπαξε το ψάρι —γιατί δεν του όρμησαν τα σκυλιά; Αυτό μ' ανησυχεί».

«Ανησυχείς πάρα πολύ, Bill», ήρθε νυσταγμένη η απάντηση. «Ποτέ δεν ήσουν έτσι. Και τώρα βούλωσ' το και κοιμήσου και θα 'σαι εντάξει το πρωί. Σε βάρυνε το φαΐ».

Οι άντρες αποκοιμήθηκαν, βαριανασαίνοντας, δίπλα δίπλα, κάτω από το μοναδικό σκέπασμα. Η φωτιά έσβησε και τα πύρινα μάτια στένεψαν τον κύκλο γύρω από την κατασκήνωση. Τα σκυλιά κούρνιασαν κοντά κοντά, φοβισμένα, αλυχτώντας απειλητικά πού και πού, όταν πλησίαζε κάποιο ζευγάρι μάτια. Μια φορά η αντάρα τους ήταν τόσο μεγάλη που ξύπνησε τον Bill. Σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι, για να μην ενοχλήσει τον κοιμισμένο σύντροφο, κι έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά. Καθώς ζωντάνευε η φλόγα, ο κύκλος των ματιών τραβήχτηκε λίγο πιο πίσω. Ο Bill κοίταξε αδιάφορα τα κουρνιασμένα σκυλιά. Έτριψε τα μάτια και τα

Page 6: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ξανακοίταξε πιο επίμονα. Ύστερα σύρθηκε πάλι κάτω από τις κουβέρτες.

«Henry», είπε. «Ω Henry».

Ο Henry βόγκηξε περνώντας από τον ύπνο στον ξύπνο και ρώτησε: «Τι τρέχει πάλι;»

«Τίποτα», ήρθε η απάντηση, «Μόνο που ξανάγιναν εφτά. Μόλις τα μέτρησα».

Ο Henry δέχτηκε την πληροφορία με ένα γρύλισμα που έγινε ροχαλητό, μόλις τον ξαναπήρε ο ύπνος.

Το πρωί ξύπνησε πρώτος ο Henry κι έβγαλε από το κρεβάτι το σύντροφό του. Ήθελε άλλες τρεις ώρες να ξημερώσει, αν και ήταν ήδη έξι η ώρα· ο Henry άρχισε να ετοιμάζει πρόγευμα στα σκοτεινά, ενώ ο Bill τύλιξε τα σκεπάσματα κι ετοιμάστηκε να ζέψει το έλκηθρο.

«Δε μου λες, Henry», ρώτησε ξαφνικά. «Πόσα σκυλιά είπες πως είχαμε;»

«Έξι».

«Λάθος», δήλωσε θριαμβευτικά ο Bill.

«Πάλι εφτά είναι;»

«Όχι, πέντε· λείπει ένα».

«Διάβολε!» αναφώνησε ο Henry με οργή, παρατώντας το μαγείρεμα για να μετρήσει τα σκυλιά.

«Έχεις δίκιο, Bill», είπε. «Λείπει ο Χοντρούλης».

«Θα τον έκαναν μια χαψιά. Ούτε που θα πρόλαβε να τους πάρει χαμπάρι».

«Πού να προλάβει», επικρότησε ο Henry. «Ζωντανό τον κατάπιαν. Στοιχηματίζω ότι έσκουζε κατεβαίνοντας στο λαιμό τους, ανάθεμα τη φάρα τους!»

«Πάντα ήταν χαζόσκυλο», είπε ο Bill.

«Κανένα χαζόσκυλο δεν είναι τόσο χαζό ώστε ν' αυτοκτονήσει με τέτοιο τρόπο». Ο Henry κοίταξε όσα είχαν απομείνει από την ομάδα αναμετρώντας γοργά τα χαρακτηριστικά κάθε ζωντανού χωριστά. «Στοιχηματίζω ότι δε θα το 'κανε κανένα από τ' άλλα».

«Δεν τα ξεκολλάς από τη φωτιά ούτε με σφαίρες», συμφώνησε ο Bill. «Τέλος πάντων, από την αρχή το έλεγα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το Χοντρούλη».

Κι αυτός ήταν ο επικήδειος ενός νεκρού σκύλου σε κάποιο μονοπάτι του Βορρά —λιγότερο ταπεινός από τον επικήδειο πολλών άλλων σκυλιών, πολλών άλλων ανθρώπων.

Page 7: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η λύκαινα

Όταν απόφαγαν κι έδεσαν στο έλκηθρο τα λίγα σύνεργα της κατασκήνωσης, οι δυο άντρες γύρισαν την πλάτη στη θαλπωρή της φωτιάς και χάθηκαν στο σκοτάδι. Αμέσως άρχισαν ν' αντηχούν οι κραυγές, έντονα θλιμμένες, κραυγές που καλούσαν η μια την άλλη κι απαντούσαν η μια στην άλλη μέσα στη σκοτεινιά και το κρύο. Οι κουβέντες σταμάτησαν. Ξημέρωσε στις εννιά. Το μεσημέρι ο ουρανός του νοτιά πήρε ζεστό ρόδινο χρώμα και ξεχώρισε στο σημείο όπου η καμπύλη της γης παρεμβάλλεται ανάμεσα στο μεσημβρινό ήλιο και τον κόσμο του Βορρά. Αλλά το ρόδινο χρώμα ξεθώριασε γρήγορα. Το γκρίζο που απόμεινε, κράτησε μέχρι τις τρεις, οπότε ξεθώριασε κι αυτό, για ν' αφήσει το πέπλο της αρκτικής νύχτας να πέσει βαρύ πάνω στην έρημη, σιωπηλή έκταση.

Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, οι κραυγές του κυνηγιού, δεξιά, αριστερά και πίσω, ήρθαν πιο κοντά, τόσο κοντά ώστε τα ζεμένα σκυλιά να ριγήσουν από φόβο και να πανικοβληθούν, και όχι μόνο μια φορά.

Μετά από μια τέτοια κρίση πανικού, κι αφού επανέφεραν με τον Henry τα σκυλιά, ο Bill είπε:

«Μακάρι να χτυπήσουν αλλού κυνήγι και να μας αφήσουν ήσυχους».

«Μου 'καναν τα νεύρα σμπαράλια», πρόσθεσε συμπονετικά ο Henry.

Δεν ξαναμίλησαν, ώσπου ξανάστησαν την κατασκήνωση.

Ο Henry έσκυβε να προσθέσει πάγο στα φασόλια που κόχλαζαν στην κατσαρόλα, όταν τον ξάφνιασαν ένας γδούπος, ένα επιφώνημα του Bill και μια μακρόσυρτη πονεμένη κραυγή από την αγέλη των σκυλιών. Ανασηκώθηκε και μόλις πρόλαβε να διακρίνει μια σκοτεινή φιγούρα να τρέχει στο χιόνι και να εξαφανίζεται στη σιγουριά του σκοταδιού. Τότε είδε τον Bill να στέκει ανάμεσα στα σκυλιά, μισοθριαμβευτής, μισοαπελπισμένος, να κρατά στο ένα χέρι ένα κοντόχοντρο ρόπαλο και στο άλλο την ουρά και μέρος του κορμιού ενός παστού σολομού.

«Γλίτωσα το μισό», δήλωσε με στόμφο, «αλλά τουλάχιστον προσπάθησα. Τ' άκουσες το τσιρίδι του;»

«Με τι έμοιαζε;» ρώτησε ο Henry.

«Δεν μπόρεσα να δω. Όμως είχε τέσσερα πόδια, στόμα και τρίχωμα κι έμοιαζε με σκυλί».

«Μάλλον εξημερωμένος λύκος».

«Τι σόι εξημερωμένος, έτσι που βουτάει ψάρια την ώρα που ταΐζω;»

Εκείνη τη νύχτα, όταν τέλειωσε το δείπνο και κάθισαν στο μακρόστενο κουτί ανάβοντας τις πίπες τους, ο κύκλος των πύρινων ματιών πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

«Δεν ξετρυπώνουν κανένα κοπάδι ελάφια να μας αφήσουν στην ησυχία μας;» είπε ο Bill.

Ο Henry γρύλισε κάτι που δεν ήταν ακριβώς συμπόνια και, για ένα τέταρτο της ώρας, οι δυο άντρες έμειναν σιωπηλοί. Ο Henry κοίταζε τη φωτιά και ο Bill τον κύκλο των ματιών που έλαμπε στο σκοτάδι ακριβώς πέρα από τη φωτιά τους.

«Μακάρι να φτάναμε τώρα στο McGurry», ξανάρχισε.

«Κόψε τα μακάρι και τις γκρίνιες», ξέσπασε θυμωμένος ο Henry. «Πάλι σε πείραξε το φαΐ.

Page 8: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Αυτό έπαθες. Πάρε μια κουταλιά σόδα, για να ηρεμήσεις και να ξαναβρείς τα κέφια σου».

Το πρωί ο Henry ξύπνησε από τις χοντρές βλαστήμιες που ξεστόμιζε ο Bill. Ανασηκώθηκε στον αγκώνα και είδε το σύντροφό του να στέκει ανάμεσα στα σκυλιά, δίπλα στην αναζωογονημένη φωτιά, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά από την απόγνωση και το πρόσωπο παραμορφωμένο από τη μανία.

«Έι!» του φώναξε. «Τι τρέχει πάλι;»

«Πάει κι ο Βατραχοπόδαρος», ήρθε η απάντηση.

«Όχι».

«Ναι, σου λέω».

Ο Henry πήδηξε από τα σκεπάσματα και πλησίασε τα σκυλιά. Τα μέτρησε προσεκτικά και, σε λίγο, ένωνε τις βλαστήμιες του μ' εκείνες του συντρόφου του ενάντια στις δυνάμεις της φύσης που τους είχαν κλέψει άλλο ένα σκυλί.

«Ο Βατραχοπόδαρος ήταν το πιο δυνατό σκυλί της αγέλης», αποφάνθηκε τελικά ο Bill.

«Και δεν ήταν χαζόσκυλο», πρόσθεσε ο Henry.

Έτσι εκφωνήθηκε ο δεύτερος επιτάφιος μέσα σε δυο μέρες.

Προγευμάτισαν βλοσυροί κι έζεψαν στο έλκηθρο τους υπόλοιπους τέσσερις σκύλους. Η μέρα κύλησε όπως οι προηγούμενες. Οι άντρες μόχθησαν αμίλητοι στον κόσμο της παγωνιάς. Και τη σιγή τους διέκοψαν μόνο οι κραυγές των κυνηγών που τους ακολουθούσαν αθέατοι από τα νώτα. Με τον ερχομό της νύχτας, στα μέσα του απογεύματος, τα σκυλιά ταράχτηκαν, φοβήθηκαν κι έπαθαν κρίσεις πανικού που μπέρδεψαν τα ίχνη και βύθισαν τους δυο άντρες σε πιο βαριά κατάθλιψη.

«Τώρα θα δείτε, ανόητα πλάσματα», είπε με ικανοποίηση ο Bill εκείνη τη νύχτα, όταν στάθηκε να καμαρώσει το έργο του.

Ο Henry παράτησε τη μαγειρική του και πλησίασε να δει. Ο σύντροφός του δεν είχε μόνο δέσει μαζί τα σκυλιά, αλλά τα είχε δέσει και σε πασσάλους, με τον ινδιάνικο τρόπο. Γύρω από κάθε λαιμό είχε τυλίξει δερμάτινο λουρί. Σ' αυτό, και σε τέτοια απόσταση στο λαιμό ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει τα δόντια του το σκυλί, είχε στερεώσει ένα κοντόχοντρο μπαστούνι ενάμισι μέτρο περίπου. Η άλλη άκρη του μπαστουνιού είχε, με τη σειρά της, δεθεί με δερμάτινο λουρί σ' έναν πάσσαλο καρφωμένο γερά στο έδαφος. Ο σκύλος ήταν ανήμπορος να ροκανίσει το δέρμα στην άκρη του μπαστουνιού από τη μεριά του. Και το μπαστούνι τον εμπόδιζε να φτάσει το δέρμα που στερέωνε την άλλη άκρη.

Ο Henry έγνεψε επιδοκιμαστικά.

«Είναι το μόνο μαραφέτι που θα εμποδίσει το σκύλο με το ένα αυτί», είπε. «Κόβει το δέρμα επιδέξια και γρήγορα σαν μαχαίρι. Θα είναι όλα στη θέση τους το πρωί».

«Ασφαλώς και θα είναι», επικρότησε ο Bill. «Αν λείπει έστω κι ένα, εγώ θα φύγω χωρίς καφέ».

«Ξέρουν ότι δεν έχουμε σφαίρες να τα σκοτώσουμε», παρατήρησε ο Henry την ώρα που έπεφταν για ύπνο, δείχνοντας τον πύρινο κύκλο που τους έζωνε. «Αν μπορούσαμε να τους ρίξουμε μια δυο βολές, θα μας έδειχναν περισσότερο σεβασμό. Κάθε νύχτα πλησιάζουν και πιο κοντά. Πάρε τα μάτια σου από τη φωτιά και κοίτα καλά —εκεί! Τον είδες αυτόν;»

Page 9: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Για λίγη ώρα οι δυο άντρες διασκέδασαν παρατηρώντας τις αόριστες μορφές να κινούνται στην περίμετρο της φωτιάς. Κοιτάζοντας επίμονα και σταθερά εκεί όπου έλαμπε στο σκοτάδι το ζευγάρι τα μάτια, έβλεπαν να παίρνει σχήμα το περίγραμμα του αγριμιού. Καμιά φορά μάλιστα το έβλεπαν και να κινείται.

Την προσοχή τους απέσπασε ένας θόρυβος στα σκυλιά. Το σκυλί με το ένα αυτί γρύλιζε ανυπόμονα και κοφτά, ορμώντας προς το μπαστούνι του στα σκοτεινά και σταματώντας πότε πότε για να κάνει πιο φρενιασμένη την επόμενη επίθεση των δοντιών του.

«Κοίτα, Bill», ψιθύρισε ο Henry.

Στο φως της φλόγας, άστραψε κλεφτά το πλευρό ενός ζώου που έμοιαζε με σκύλο. Η κίνησή του, διστακτική και τολμηρή ταυτόχρονα, έδειξε ότι το πλάσμα περιεργαζόταν τους ανθρώπους με την προσοχή προσηλωμένη στα σκυλιά. Το σκυλί με το ένα αυτί τεντώθηκε προς τον πάσσαλο από τη μεριά του εισβολέα και αλύχτησε ανυπόμονα.

«Το χαζόσκυλο δε φαίνεται και πολύ φοβισμένο», είπε χαμηλόφωνα ο Bill.

«Λύκαινα είναι», ψιθύρισε ο Henry, «γι' αυτό χάσαμε το Χοντρούλη και το Βατραχοπόδαρο. Την έχει για κράχτη η αγέλη. Αυτή παρασύρει τα σκυλιά κι οι άλλοι ρίχνονται και τα τρώνε».

Η φωτιά έτριξε. Ένα κούτσουρο ξέπεσε τινάζοντας σπίθες με δυνατό τρίξιμο. Στο άκουσμά του το αγρίμι χάθηκε, πηδώντας μέσα στο σκοτάδι.

«Σκέφτηκα κάτι, Henry», ανακοίνωσε ο Bill.

«Τι σκέφτηκες;»

«Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν που χτύπησα με το μπαστούνι».

«Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία», ήταν η απάντηση του Henry.

«Και θα προσθέσω», συνέχισε ο Bill, «ότι η εξοικείωση αυτού του ζωντανού με τις φωτιές είναι ύποπτη και απαράδεκτη».

«Οπωσδήποτε ξέρει περισσότερα απ' όσα θα ήξερε ένας λύκος που σέβεται τον εαυτό του», συμφώνησε ο Henry. «Ένας λύκος που ξέρει αρκετά για να 'ρχεται στα σκυλιά την ώρα του ταΐσματος έχει εμπειρίες».

«Ο γερο-Villan είχε κάποτε ένα σκυλί που το 'σκασε με τους λύκους», συλλογίστηκε μεγαλόφωνα ο Bill. «Καλά το κατάλαβα. Το 'διωξα από την αγέλη πυροβολώντας σ' ένα βοσκοτόπι ελαφιών κοντά στο Little Stick. Και ο γερο-Villan έκλαψε σαν μωρό. Τρία χρόνια έχει να το δει, είπε. Είναι συνέχεια με τους λύκους».

«Μάλλον την έκανες να φύγει, Bill. Τούτη η λύκαινα είναι »σκυλί κι έχει φάει πολλές φορές ψάρι από ανθρώπινο χέρι».

«Αν βρω ευκαιρία, θα την κάνω κρέας», δήλωσε ο Bill. «Δε μας παίρνει να χάσουμε άλλα ζωντανά».

«Μα έχεις μόνο τρία φυσίγγια», αντιγύρισε ο Henry.

«Θα περιμένω και θα ρίξω στο ψαχνό», ήρθε η απάντηση.

Το πρωί ο Henry αναζωογόνησε τη φωτιά κι ετοίμασε πρόγευμα με συντροφιά το ροχαλητό του συντρόφου του.

Page 10: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Κοιμόσουν τόσο όμορφα, που δε μου 'κανε καρδιά να σε ξυπνήσω», του είπε, όταν τον σήκωσε για το πρόγευμα.

Ο Bill άρχισε να τρώει νυσταγμένος. Παρατήρησε ότι η κούπα ήταν άδεια και άπλωσε για την κανάτα. Αλλά δεν την έφτανε το χέρι του, επειδή ήταν δίπλα στον Henry.

«Δε μου λες, Henry, μήπως ξέχασες τίποτα;» παραπονέθηκε ευγενικά.

Ο Henry κοίταξε γύρω του με προσοχή κι έγνεψε αρνητικά. Ο Bill του έδωσε την άδεια κούπα.

«Δεν έχει καφέ», δήλωσε ο Henry.

«Μήπως μας τέλειωσε;» ρώτησε ο Bill με αγωνία.

«Α μπα!»

«Μήπως νομίζεις ότι θα με πειράξει στη χώνεψη;»

«Α μπα».

Από το πρόσωπο του Bill πέρασε μια λάμψη θυμού.

«Τότε το καλό που σου θέλω εξηγήσου», είπε.

«Λείπει ο Γοργοπόδαρος», απάντησε ο Henry.

Χωρίς βιασύνη, με ύφος ανθρώπου που παραδίνεται στη μοίρα του, ο Bill γύρισε το κεφάλι κι από τη θέση του μέτρησε τα σκυλιά.

«Πώς έγινε;» ρώτησε με απάθεια.

Ο Henry ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Εκτός αν του ροκάνισε τα λουριά ο σκύλος με το ένα αυτί. Σε καμιά περίπτωση μόνος του».

«Το καταραμένο». Ο Bill μίλησε αργά και σοβαρά, χωρίς να δείχνει καθόλου το θυμό που έβραζε μέσα του. «Επειδή δεν μπορούσε να κόψει τα δικά του, πήγε και ροκάνισε τα λουριά του Γοργοπόδαρου».

«Τέλος πάντων, τώρα τέλειωσαν τα βάσανα του Γοργοπόδαρου· φαντάζομαι ότι τώρα θα τον έχουν χωνέψει και θα τον πηγαινοφέρνουν στις κοιλιές τους είκοσι διαφορετικοί λύκοι», ήταν ο επικήδειος του Henry για τον πρόσφατα αδικοχαμένο σκύλο. «Πιες λίγο καφέ, Bill».

Όμως ο Bill έγνεψε όχι.

«Έλα τώρα», τον παρακάλεσε ο Henry δίνοντάς του την κανάτα.

Ο Bill έσπρωξε παράμερα την κούπα του. «Ανάθεμά με, αν πιω. Είπα ότι δε θα πιω, αν λείπει κι άλλο σκυλί και δε θα πιω».

«Είναι πολύ καλός καφές», τον προέτρεψε ο Henry.

Όμως ο Bill είχε πεισμώσει. Έφαγε το πρωινό του ξεροσφύρι και το κατάπιε με πνιχτές κατάρες εναντίον του σκύλου με το ένα αυτί και του κόλπου που είχε μηχανευτεί.

«Απόψε θα τα δέσω μακριά το ένα απ' τ' άλλο», δήλωσε καθώς ξεκινούσαν.

Δεν είχαν προχωρήσει εκατό μέτρα, όταν ο Henry, που ήταν μπροστά, έσκυψε και μάζεψε

Page 11: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κάτι που είχε σκουντήσει το χιονοπάπουτσό του. Ήταν σκοτεινά και δεν το έβλεπε, αλλά το αναγνώρισε με την αφή. Το πέταξε προς τα πίσω, ώστε να χτυπήσει πάνω στο έλκηθρο και να χοροπηδήσει, ώσπου να πέσει πάνω στα χιονοπάπουτσα του Bill.

«Ίσως σου χρειαστεί στη δουλειά σου», είπε ο Henry.

Ο Bill άφησε ένα επιφώνημα. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από το Γοργοπόδαρο —το μπαστούνι που τον κρατούσε δεμένο.

«Του 'φαγαν ακόμα και το πετσί», δήλωσε ο Bill. «Το μπαστούνι γυαλίζει σαν καθρέφτης. Έφαγαν και το δέρμα απ' άκρη σ' άκρη. Με τέτοια πείνα που τους δέρνει, Henry, θα μας φάνε κι εμάς πριν τελειώσει το ταξίδι».

Ο Henry γέλασε αψήφιστα. «Πρώτη φορά με παίρνουν λύκοι στο κατόπι σε τούτο το δρόμο, αλλά έχω περάσει και χειρότερα χωρίς να πάθει η υγεία μου. Χρειάζονται περισσότεροι από μια χούφτα από δαύτους τους μπελάδες για να με φάνε, πίστεψέ με, αγοράκι μου».

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», μουρμούρισε ο Bill με σκοτεινό ύφος.

«Θα ξέρεις μια χαρά, όταν θα φτάσουμε στο McGurry».

«Δε συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό σου», επέμεινε ο Bill.

«Πολύ χλομός μου φαίνεσαι», παρατήρησε με ύφος ο Henry. «Σου χρειάζεται κινίνο και θα σου δώσω γερή δόση για να ξεραθείς, μόλις φτάσουμε στο McGurry».

Ο Bill εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά του για τη διάγνωση με ένα γρύλισμα και βυθίστηκε στη σιωπή. Η μέρα ήταν σαν όλες τις μέρες. Έφεξε στις εννιά. Στις δώδεκα ο ορίζοντας του νοτιά γλύκανε από τον αόρατο ήλιο· ύστερα άρχισε το κρύο, γκρίζο απόγευμα που, τρεις ώρες αργότερα, θα έσβηνε μέσα στη νύχτα.

Ήταν μετά τη μάταιη προσπάθεια του ήλιου να φανεί που ο Bill τράβηξε αθόρυβα το τουφέκι κάτω από τα δεσίματα του ελκήθρου και είπε:

«Εσύ προχώρα, Henry. Εγώ θα δω τι μπορώ να βρω».

«Καλύτερα να μην απομακρυνθείς από το έλκηθρο», διαμαρτυρήθηκε ο σύντροφός του. «Έχεις μόνο τρία φυσίγγια και δεν ξέρεις τι θα γίνει».

«Ποιος γκρινιάζει τώρα;» ρώτησε θριαμβευτικά ο Bill.

Ο Henry δεν απάντησε και συνέχισε να προχωρεί μόνος, αν και συχνά έριχνε ανήσυχες ματιές πίσω του, προς την γκρίζα μοναξιά που είχε καταπιεί το σύντροφό του. Μια ώρα αργότερα, χάρη στους κύκλους που αναγκάστηκε να κάνει το έλκηθρο, κατέφτασε και ο Bill.

«Έχουν σκορπίσει και μας ακολουθούν από απόσταση», είπε. «Και ψάχνουν και για κυνήγι. Βλέπεις, μας έχουν στο χέρι, απλά ξέρουν ότι πρέπει να περιμένουν για να μας πιάσουν. Στο μεταξύ δεν έχουν αντίρρηση να βουτήξουν ό,τι τους πέσει στο χέρι».

«Εννοείς ότι νομίζουν πως μας έχουν στο χέρι», διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Henry.

Όμως ο Bill τον αγνόησε. «Είδα κάμποσους από δαύτους, είναι πετσί και κόκαλο. Φαντάζομαι ότι, μέχρι που έφαγαν το Χοντρούλη, το Βατραχοπόδαρο και το Γοργοπόδαρο, θα είχαν βδομάδες να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους· κι είναι τόσοι από δαύτους, ώστε δεν τους έφτασε ούτ' αυτό. Πετσί και κόκαλο, σου λέω, κοντεύει να τους κολλήσει το στομάχι στην πλάτη. Σε απελπιστική κατάσταση, σου λέω. Θα τρελαθούν και θα ορμήσουν».

Page 12: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Μετά από λίγα λεπτά, ο Henry, που τώρα ταξίδευε στο πίσω μέρος του ελκήθρου, σφύριξε χαμηλόφωνα και προειδοποιητικά. Ο Bill γύρισε να κοιτάξει και σταμάτησε αθόρυβα τα σκυλιά. Πίσω τους, από την τελευταία στροφή και μέσα στο οπτικό τους πεδίο, στην απόσταση που μόλις είχαν καλύψει, κάλπαζε μια χνουδωτή, απροσδιόριστη φιγούρα. Η μύτη της οσμιζόταν το μονοπάτι και ο καλπασμός της ήταν αλλόκοτα ελαφρύς και αβίαστος. Όταν οι άντρες σταμάτησαν, σταμάτησε κι αυτή, τίναξε το κεφάλι προς τα επάνω και τους κοίταξε επίμονα, με τα ρουθούνια της να πιάνουν και να οσμίζονται τη μυρωδιά τους.

«Η λύκαινα», ψιθύρισε ο Bill.

Τα σκυλιά είχαν ξαπλώσει στο χιόνι, ενώ ο Bill τα προσπερνούσε για να πάει κοντά στο σύντροφό του. Μαζί παρακολούθησαν το παράξενο ζωντανό που τους ακολουθούσε μέρες και που είχε ήδη εξαλείψει τη μισή αγέλη των σκυλιών τους.

Μετά την εξονυχιστική έρευνα, το αγρίμι προχώρησε μερικά βήματα. Επανέλαβε πολλές φορές την ίδια κίνηση, ώσπου έφτασε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά. Ύψωσε το κεφάλι, στάθηκε κοντά σε ένα σύδεντρο ελάτια και αναμέτρησε με όραση και οσμή την εμφάνιση των δυο παρατηρητών του. Τους κοίταξε με παράξενο καημό, όπως κοιτάζει το σκυλί· αλλά, παρά τον καημό του, εκείνο το πλάσμα δεν είχε τίποτα από την αφοσίωση που θα έδειχνε ένα σκυλί. Ήταν ένας καημός γεννημένος από την πείνα, εξίσου σκληρός με τα δόντια του, εξίσου ανελέητος με την ίδια την παγωνιά.

Το ζωντανό ήταν μεγαλόσωμο για λύκος· μια αποστεωμένη φιγούρα, από τις πιο μεγαλόσωμες ωστόσο του είδους του.

«Οι ώμοι του έχουν άνοιγμα κοντά ογδόντα πόντους», παρατήρησε ο Henry. «Και στοιχηματίζω ότι το μήκος του θα φτάνει το ενάμισι μέτρο».

«Παράξενο χρώμα για λύκο», αποφάνθηκε ο Bill. «Πρώτη φορά βλέπω κόκκινο λύκο. Σαν κανελής μου φαίνεται.

Το ζωντανό δεν είχε φυσικά το χρώμα της κανέλας. Το τρίχωμά του ήταν πραγματικό τρίχωμα λύκου. Επικρατούσε το γκρίζο χρώμα, με κάποιες αχνές κοκκινωπές ανταύγειες —ανταύγειες μπερδεμένες, που άλλοτε φαίνονταν, άλλοτε όχι· κάτι σαν ψευδαίσθηση των ματιών, πότε στο γκρίζο, στο ξεκάθαρο γκρίζο, που άλλαζε σε κοκκινωπό, αλλά κοκκινωπό απροσδιόριστο με τα γνωστά δεδομένα.

«Εμένα μου φαίνεται σαν πελώριο χάσκι», είπε ο Bill. «Δε θα ξαφνιαστώ, αν κουνήσει την ουρά του. Γεια σου, χάσκι!» φώναξε. «Έλα κοντά, όπως και να σε λένε!»

«Σιγά μη σ' ακούσει!» γέλασε ο Henry.

Ο Bill έγνεψε απειλητικά με το χέρι του και φώναξε δυνατά· αλλά το ζωντανό δεν εκδήλωσε τον παραμικρό φόβο. Μοναδική αλλαγή που έγινε ορατή από τους δυο άντρες ήταν ότι έβαλε τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Εξακολούθησε να τους κοιτάζει με τον πικρό καημό της πείνας. Αυτοί ήταν κρέας κι εκείνο πεινασμένο· και δε θα είχε καμιά αντίρρηση να ορμήσει και να τους καταπιεί, αν τολμούσε.

«Να σου πω, Henry», είπε ο Bill χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τη φωνή με τις σκέψεις που έκανε. «Έχουμε τρία φυσίγγια, αλλά θα το πετύχω οπωσδήποτε. Μας έφαγε τρία σκυλιά και πρέπει να μπει ένα τέλος. Τι λες;»

Ο Henry έγνεψε καταφατικά. Ο Bill τράβηξε αθόρυβα το τουφέκι κάτω από τα δεσίματα του ελκήθρου. Το όπλο μπήκε σε πορεία προς τον ώμο του, αλλά δεν έφτασε ποτέ. Επειδή την ίδια στιγμή η λύκαινα πήδηξε στο πλάι, βγήκε από το μονοπάτι κι εξαφανίστηκε μέσα στο

Page 13: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

σύδεντρο.

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν. Ο Henry άφησε να του ξεφύγει ένα παρατεταμένο σφύριγμα γεμάτο νόημα.

Ο Bill τα 'βαλε με τον εαυτό του. «Έπρεπε να το καταλάβω», είπε ξαναβάζοντας στη θέση του το τουφέκι. «Ένας λύκος που ξέρει τι ώρα τρώνε τα σκυλιά, ξέρει κι από σιδερικά σαν και δαύτο. Ένα σου λέω, Henry, αυτά τα ρημάδια φταίνε για όλα μας τα βάσανα. Αν δεν ήταν ετούτη, θα είχαμε έξι σκυλιά και όχι τρία. Και να ξέρεις, Henry, δε θα μου ξεφύγει η κυρά. Είναι πολύ ξύπνια για να τη φάει εκεί έξω, αλλά θα της τη στήσω, Henry, αλλιώς να μη με λένε Bill».

«Δε χρειάζεται να πας μακριά για να το κάνεις», τον συμβούλεψε ο σύντροφός του. «Αν σου ορμήσει το κοπάδι, τα τρία φυσίγγια δε θα σε φτάσουν ούτε για ζήτω. Τα ζωντανά είναι πεινασμένα και δε θα σ' τη χαρίσουν, Bill».

Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν νωρίς. Τρία σκυλιά δε σέρνουν εξίσου γρήγορα το έλκηθρο όπως έξι, και μάλιστα τόσες ώρες· είχαν αρχίσει πια να δείχνουν σημάδια κούρασης. Και οι άντρες έπεσαν νωρίς για ύπνο, αφού ο Bill φρόντισε να δεθούν τα σκυλιά το ένα μακριά από το άλλο.

Όμως οι λύκοι αποθρασύνθηκαν και τους ξύπνησαν αρκετές φορές. Και πλησίασαν τόσο κοντά, ώστε τα σκυλιά τρομοκρατήθηκαν και χρειάστηκε ν' αναζωογονούν κάπου κάπου τη φωτιά, για να κρατήσουν σε απόσταση τους αρπαχτικούς τυχοδιώκτες.

«Άκουσα ναυτικούς να μιλάνε για καρχαρίες που ακολουθούν τα καράβια», παρατήρησε ο Bill, καθώς κούρνιαζε πάλι κάτω από τα σκεπάσματα, μετά από μια τέτοια αναζωπύρωση. «Το λοιπόν, οι λύκοι είναι οι καρχαρίες της στεριάς. Ξέρουν τη δουλειά τους καλύτερα από μας και δε μας έχουν πάρει στο κατόπι έτσι για πλάκα. Θα μας φάνε. Θα μας φάνε σου λέω, Henry».

«Εσένα σ' έχουν μισοφάει έτσι που μιλάς», αντιγύρισε κοφτά ο Henry. «Αμα το πιστέψεις, σε φάγανε δίχως άλλο».

«Έχουν φάει καλύτερους από του λόγου μας», απάντησε ο Bill.

«Ω, κόψε την γκρίνια επιτέλους. Μου 'σπασες τα νεύρα».

Ο Henry γύρισε θυμωμένος στο άλλο πλευρό, αλλά ξαφνιάστηκε που ο Bill δεν εκδήλωσε ανάλογη διάθεση. Παράξενο, επειδή ο Bill θύμωνε εύκολα με τις καυστικές παρατηρήσεις. Ο Henry το συλλογίστηκε πολλή ώρα πριν αποκοιμηθεί και, καθώς βάραιναν τα βλέφαρά του, η τελευταία σκέψη του ήταν: Δεν είναι καθόλου στα κέφια του ο άμοιρος. Αύριο πρέπει να του τα φτιάξω.

Page 14: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η κραυγή της πείνας

Η μέρα άρχισε καλά. Δεν έχασαν σκυλιά στη διάρκεια της νύχτας, έτσι ξαναπήραν το μονοπάτι της σιωπής, της σκοτεινιάς και του κρύου με διάθεση ευχάριστη. Ο Bill φαινόταν να έχει ξεχάσει τις δυσάρεστες προβλέψεις της προηγούμενης βραδιάς, μάλιστα γέλασε κιόλας με τα σκυλιά το μεσημέρι, όταν αναποδογύρισαν το έλκηθρο σ' ένα κακοτράχαλο σημείο του μονοπατιού.

Το θέαμα ήταν για κλάματα. Το έλκηθρο αναποδογύρισε, σφηνώθηκε ανάμεσα σε έναν κορμό δέντρου κι έναν πελώριο βράχο και τους ανάγκασε να ξεζέψουν τα ζωντανά, για να ξεμπερδέψουν το μπέρδεμα. Οι δυο άντρες έσκυβαν πάνω από το έλκηθρο και προσπαθούσαν να το σηκώσουν, όταν ο Henry αντιλήφθηκε το σκύλο με το ένα αυτί να ξεγλιστράει μακριά.

«Έι, εσύ!» φώναξε. Ανασηκώθηκε κι έτρεξε πίσω από το σκυλί.

Όμως ο σκύλος ξαμολήθηκε στο χιόνι αφήνοντας πίσω του βαθιά ίχνη. Κι εκεί, στη χιονισμένη έκταση πίσω τους, τον περίμενε η λύκαινα. Όταν την πλησίασε, το σκυλί έγινε αμέσως επιφυλακτικό. Λίγο λίγο βράδυνε το βήμα του και κάποια στιγμή σταμάτησε. Την κοίταξε προσεκτικά και καχύποπτα, ωστόσο με κάποια προσμονή. Η λύκαινα φάνηκε να του χαμογελά —του έδειξε τα δόντια περισσότερο φιλοφρονητικά παρά απειλητικά. Το πλησίασε μερικά βήματα, παιχνιδιάρικα, και μετά στάθηκε. Ο σκύλος πήγε πιο κοντά της, πάντα σε επιφυλακή, με την ουρά και τα αυτιά στον αέρα και το κεφάλι ψηλά.

Προσπάθησε να της κάνει μύτη με μύτη, η λύκαινα όμως πισωπάτησε, παιχνιδιάρα αλλά και σεμνότυφη. Κάθε απόπειρα από την πλευρά του κατέληγε σε αντίστοιχη υποχώρηση από τη δική της πλευρά. Βήμα βήμα, τον παρέσυρε μακριά από την ασφάλεια της ανθρώπινης συντροφιάς. Μια φορά, θαρρείς και κάποια αόριστη προειδοποίηση κέντρισε την αντίληψή του, το σκυλί έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε πίσω, το αναποδογυρισμένο έλκηθρο, τους συντρόφους του και τους δυο άντρες που το καλούσαν.

Όποια κι αν ήταν όμως η ιδέα που πήρε μορφή στο μυαλό του την απόδιωξε η λύκαινα που προχώρησε προς το μέρος του κι έκανε μαζί του μύτη με μύτη για μια στιγμή. Ύστερα ξανάρχισε τη σεμνότυφη υποχώρηση στις καινούριες ερωτικές προτάσεις του.

Στο μεταξύ ο Bill συλλογιόταν το τουφέκι του. Όμως ήταν σφηνωμένο κάτω από το αναποδογυρισμένο έλκηθρο και, ώσπου να βοηθήσει ο Henry να το ξαναστήσουν, ο σκύλος και η λύκαινα είχαν πλησιάσει υπερβολικά μεταξύ τους κι είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ για να ευστοχήσει η βολή.

Πολύ αργά, ο σκύλος με το ένα αυτί αντιλήφθηκε το λάθος του. Πριν καταλάβουν γιατί, οι δυο άντρες τον είδαν να κάνει στροφή και να τρέχει προς το μέρος τους. Ύστερα είδαν να πλησιάζουν κάθετα το μονοπάτι και να του κόβουν την υποχώρηση μια ντουζίνα λύκοι, λιγνοί και σταχτιοί, πηδώντας ρυθμικά πάνω στο χιόνι. Την ίδια στιγμή έκαναν φτερά τα παιχνιδίσματα και οι σεμνοτυφίες της λύκαινας. Μ' ένα γρύλισμα όρμησε στο σκυλί. Εκείνο την απώθησε με τον ώμο και, αποφασισμένο να φτάσει στο έλκηθρο παρά τον αποκλεισμό του, άλλαξε πορεία σε μια προσπάθεια να πλησιάσει κάνοντας κύκλο. Κάθε στιγμή που περνούσε, άλλος λύκος έμπαινε στο κυνήγι. Η λύκαινα ήταν έναν πήδο πιο πίσω από το σκύλο και διατηρούσε τη θέση της.

«Για πού το 'βαλες;» ρώτησε ξάφνου ο Henry αγγίζοντας το μπράτσο του συντρόφου του.

Ο Bill το απόδιωξε. «Δεν πάει άλλο», αποκρίθηκε. «Δε θα τους αφήσω να μας φάνε κι άλλο

Page 15: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

σκυλί».

Με το τουφέκι στο χέρι, όρμησε κάτω από τους θάμνους που πλαισίωναν το μονοπάτι. Ήταν φανερές οι προθέσεις του. Κάνοντας το έλκηθρο κέντρο του κύκλου που διέγραφε το σκυλί, ο Bill υπολόγιζε να φτάσει τον κύκλο σε ένα σημείο μπροστά από τους διώκτες. Στο φως της μέρας, ίσως κατάφερνε να τρομάξει με το τουφέκι τους λύκους και να σώσει το σκυλί.

«Πρόσεχε, Bill!» φώναξε πίσω του ο Henry. «Δε χρειάζονται παλικαριές!»

Ο Henry κάθισε πάνω στο έλκηθρο και παρακολουθούσε. Δεν μπορούσε να κάνει άλλο τίποτα. Ο Bill είχε χαθεί κιόλας από τα μάτια του. Πότε πότε όμως, κάτω από τους θάμνους και τις σκόρπιες συστάδες με τα ελατάκια, ξεμύτιζε ο σκύλος. Ο Henry έκρινε ότι δεν είχε ελπίδες. Το σκυλί είχε πλήρη επίγνωση της επικίνδυνης θέσης του· έτρεχε στον εξωτερικό κύκλο, ενώ η αγέλη των λύκων έτρεχε στο εσωτερικό και μικρότερο κύκλο. Δεν υπήρχε ελπίδα να ξεφύγει ο σκύλος τόσο μακριά από τους διώκτες του, ώστε να διασπάσει τον κύκλο τους και να φτάσει στο έλκηθρο.

Οι αντίπαλες παρατάξεις πλησίαζαν γοργά σε ένα σημείο. Κάπου στη χιονισμένη έκταση, με τη θέα κλειστή από τις συστάδες των δέντρων, ο Henry κατάλαβε ότι η αγέλη των λύκων, ο σκύλος και ο Bill πλησίαζαν μεταξύ τους. Και πολύ γοργά, πολύ πιο γοργά απ' όσο περίμενε, συνέβη. Άκουσε έναν πυροβολισμό, μετά άλλους δυο, τον ένα μετά τον άλλο, και κατάλαβε ότι τέλειωσαν τα φυσίγγια του Bill. Ύστερα άκουσε ομοβροντία από γρυλίσματα και αλυχτίσματα. Αναγνώρισε την πονεμένη και έντρομη κραυγή του σκυλιού, άκουσε και γρύλισμα λύκου που σήμαινε πληγωμένο αγρίμι. Κι αυτό ήταν όλο. Τα αλυχτίσματα έπαψαν. Τα γρυλίσματα έσβησαν. Και στην έρημη έκταση απλώθηκε πάλι σιωπή.

Κάθισε πολλή ώρα πάνω στο έλκηθρο. Δεν υπήρχε λόγος να πάει να δει τι είχε συμβεί. Ήξερε, θαρρείς κι είχε συμβεί μπροστά στα μάτια του. Μια φορά, αναπήδησε ξαφνιασμένος κι άρπαξε το τσεκούρι κάτω από τα λουριά. Ύστερα ξανακάθισε και περίμενε μαζί με τα δυο υπόλοιπα σκυλιά που έτρεμαν κουρνιασμένα στα πόδια του.

Τελικά σηκώθηκε με κόπο, σαν να είχε στραγγίζει κάθε αντοχή από το κορμί του, και πήγε να δέσει τα σκυλιά στο έλκηθρο. Πέρασε ένα σχοινί πάνω από τον ώμο του, σαν άνθρωπος-υποζύγιο, κι άρχισε να σέρνει μαζί με τα σκυλιά. Δεν πήγε μακριά. Μόλις σκοτείνιασε, έσπευσε να κατασκηνώσει και φρόντισε να μαζέψει άφθονα ξύλα. Τάισε τα σκυλιά, μαγείρεψε, έφαγε κι ετοίμασε το κρεβάτι του κοντά στις φλόγες.

Αλλά δεν ήταν μοιραίο ν' απολαύσει εκείνο το στρωσίδι. Πριν κλείσουν τα μάτια του, οι λύκοι πλησίασαν πολύ κοντά κι απείλησαν την ασφάλειά του. Δε χρειαζόταν πια προσπάθεια για να τους δει. Έκλεισαν και αυτόν και τη φωτιά μέσα σ' ένα μικρό κύκλο. Τους έβλεπε καθαρά στο φως της φλόγας, να ξαπλώνουν, ν' ανακαθίζουν, να σέρνονται με την κοιλιά ή να κρύβονται εδώ κι εκεί. Μάλιστα, κοιμήθηκαν κιόλας. Πού και πού έβλεπε έναν, κουλουριασμένο στο χιόνι σαν σκυλί, να παίρνει τον υπνάκο που στερούσαν απ' αυτόν.

Διατήρησε τη φωτιά ζωηρή, επειδή ήξερε ότι μόνο αυτή υπήρχε ανάμεσα στη σάρκα του και τα πεινασμένα δόντια τους. Τα δυο σκυλιά έμειναν κοντά του, ένα σε κάθε πλευρό, γέρνοντας επάνω του για προστασία, κλαίγοντας ή κλαψουρίζοντας, καμιά φορά και αλυχτώντας απελπισμένα, όταν πλησίαζε περισσότερο κάποιος λύκος. Κάτι τέτοιες στιγμές, όταν αλυχτούσαν τα σκυλιά του, ο κύκλος αναδευόταν, οι λύκοι στήνονταν στα πόδια τους κι αποτολμούσαν να πλησιάσουν· τότε τον έζωνε μια συναυλία από γρυλίσματα και γαβγίσματα. Ύστερα ο κύκλος απλωνόταν και πάλι, για να ξαναβρούν οι λύκοι το χαμένο ύπνο τους.

Όμως ο κύκλος εκδήλωνε επίμονη τάση να τον πλησιάσει. Λίγο λίγο, μια σπιθαμή κάθε φορά,

Page 16: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κάποιος λύκος σερνόταν μπροστά από δω, κάποιος από κει, και ο κύκλος στένευε ώσπου τ' αγρίμια ν' απέχουν ένα και μόνο βήμα. Τότε ο Henry άρπαζε από τις φλόγες δαδιά και τα πετούσε στην αγέλη. Ακολουθούσε πάντα βιαστική υποχώρηση, συνοδευόμενη από άγρια ουρλιαχτά και γρυλίσματα, κάθε που κάποιο δαδί έβρισκε στόχο και καψάλιζε το τολμηρό ζωντανό.

Το πρωί βρήκε τον άνθρωπο κατάκοπο και τσακισμένο, με τα μάτια κατακόκκινα από την ξαγρύπνια. Μαγείρεψε πρόγευμα στα σκοτεινά και στις εννιά, όταν με το ξημέρωμα υποχώρησε η αγέλη των λύκων, ξεκίνησε το έργο που είχε σχεδιάσει τις ατέλειωτες ώρες της νύχτας. Κομμάτιασε δενδρύλλια, τα κάρφωσε σταυρωτά, σαν σκαλωσιά, και τα έδεσε ψηλά στους κορμούς των δέντρων. Ύστερα, χρησιμοποιώντας τα δεσίματα του ελκήθρου για σχοινί και με τη βοήθεια των σκυλιών, ανέβασε το φέρετρο στην αυτοσχέδια εξέδρα.

«Έφαγαν τον Bill, μπορεί να φάνε κι εμένα, εσένα όμως δε θα σε φτάσουν, νεαρέ», είπε μιλώντας στο δεντρόταφο του πεθαμένου.

Μετά πήρε το μονοπάτι, δίπλα στα σκυλιά που τώρα έσερναν πιο πρόθυμα το ξαλαφρωμένο πια έλκηθρο. Ακόμη και τα ζωντανά καταλάβαιναν ότι ασφάλεια υπήρχε μόνο στο Fort McGurry. Τώρα οι λύκοι ακολουθούσαν πιο φανερά, κάλπαζαν ήρεμα λίγο πιο πίσω και τους είχαν ζώσει σε δυο σειρές, με τις κόκκινες γλώσσες τους έξω, τα κόκαλα να κυματίζουν σε κάθε κίνηση πάνω στα ισχνά τους πλευρά. Ήταν αποστεωμένοι, κυριολεκτικά πετσί και κόκαλο, τόσο που οι μύες τους έμοιαζαν με σπάγκους. Ήταν τόσο αδύνατοι, ώστε ο Henry απόρησε που έστεκαν ακόμη στα πόδια τους και δε σωριάζονταν στο χιόνι.

Δεν τόλμησε να ταξιδέψει αφότου σκοτείνιασε. Το μεσημέρι, ο ήλιος όχι μόνο ζέστανε τον ορίζοντα του νοτιά, αλλά και κατάφερε να υψώσει το χλομό χρυσάφι του πάνω από την ουρανογραμμή. Ο Henry το θεώρησε καλό οιωνό. Μεγάλωναν οι μέρες. Ξαναγύριζε ο ήλιος. Αλλά δεν πρόλαβε να τον χαρεί, επειδή κατασκήνωσε. Απέμεναν πολλές ώρες γκρίζας μέρας και σκοτεινού σούρουπου και τις εκμεταλλεύτηκε για να κόψει άφθονα ξύλα.

Με τη νύχτα ήρθε και ο τρόμος. Δεν ήταν μόνο ότι αποθρασύνθηκαν οι λύκοι, ο Henry άρχισε να νιώθει την έλλειψη του ύπνου. Ωστόσο λαγοκοιμήθηκε κουρνιασμένος δίπλα στη φωτιά, με τα σκεπάσματα στους ώμους, το τσεκούρι ανάμεσα στα γόνατα και με τα σκυλιά παραστάτες στο κάθε του πλευρό. Μια φορά ξύπνησε κι είδε μπροστά του, ούτε πέντε μέτρα μακριά, έναν πελώριο γκρίζο λύκο, από τους πιο μεγαλόσωμους της αγέλης. Και καθώς τον αντίκριζε, το αγρίμι τεντώθηκε επίτηδες σαν τεμπέλικο σκυλί, χασμουρήθηκε κοντά στα μούτρα του Henry και τον κοίταξε λες και θεωρούσε απλά ζήτημα χρόνου να τον κάνει μια χαψιά.

Την ίδια βεβαιότητα εκδήλωνε ολόκληρη η αγέλη. Μερικοί τον κοίταζαν πεινασμένοι, άλλοι κοιμόνταν ήρεμα στο χιόνι. Του θύμισαν παιδάκια καθισμένα γύρω από το τραπέζι που περιμένουν την άδεια ν' αρχίσουν το φαγητό. Και το φαγητό τους ήταν αυτός! Ο Henry αναρωτιόταν πώς και πότε θα άρχιζε το γεύμα.

Καθώς έριχνε ξύλα στη φωτιά, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την εκτίμηση που έτρεφε για το κορμί του. Παρακολούθησε την κίνηση των μυών του, του κίνησε το ενδιαφέρον ο επιδέξιος μηχανισμός των δαχτύλων του. Στο φως της φωτιάς λύγισε και ξαναλύγισε αργά τα δάχτυλα, πότε καθένα χωριστά, πότε όλα μαζί, πότε τεντώνοντάς τα, πότε με γρήγορες κινήσεις, σαν αρπακτικό. Περιεργάστηκε το σχήμα των νυχιών, ζούληξε τα ακροδάχτυλα, πότε απότομα πότε απαλά, απολαμβάνοντας την αίσθηση που γεννούσαν τα νεύρα. Τον συνάρπαζε και ξάφνου βρέθηκε να λατρεύει τη λεπτή του σάρκα, που λειτουργούσε τόσο όμορφα, τόσο απλά και τόσο ντελικάτα. Κάπου κάπου έριχνε μια κλεφτή, φοβισμένη ματιά στον κύκλο των λύκων που τον κοίταζαν με προσμονή και τον χτυπούσε σαν κεραυνός η

Page 17: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

διαπίστωση ότι το υπέροχο αυτό κορμί, η ζωντανή του σάρκα, δεν ήταν παρά ένα κομμάτι κρέας, ένας στόχος πεινασμένων αγριμιών που θα την κομμάτιαζαν με τ' αδηφάγα τους δόντια, για να συντηρηθούν, όπως συντηρούσαν αυτόν τα ελάφια και τα κουνέλια που έτρωγε για να ζήσει.

Βγήκε απότομα από έναν ανήσυχο ύπνο για ν' αντικρίσει μπροστά του τη λύκαινα με το κανελί τρίχωμα. Δεν απείχε περισσότερο από τρία μέτρα, καθόταν στο χιόνι και τον κοίταζε με καημό. Τα δυο σκυλιά κλαψούριζαν και γρύλιζαν στα πόδια του, εκείνη όμως δεν τους έδωσε σημασία. Κοίταζε τον άνθρωπο και, για λίγο, ο άνθρωπος της αντιγύρισε το βλέμμα. Δεν είδε πάνω της τίποτε απειλητικό. Απλά τον κοίταζε με απέραντο καημό, όμως αυτός κατάλαβε ότι ήταν ο καημός μιας εξίσου απέραντης πείνας. Αυτός ήταν τροφή και η θέα του κέντριζε τις γευστικές αισθήσεις της λύκαινας. Το στόμα της άνοιξε, έτρεξαν σάλια και η λύκαινα έγλειψε τα παΐδια της με την απόλαυση της προσμονής.

Τον διαπέρασε ένα ρίγος τρόμου. Άπλωσε το χέρι να πιάσει ένα δαδί. Πριν όμως το φτάσει και πριν κλείσουν τα δάχτυλα γύρω του, η λύκαινα όρμησε πίσω στη σιγουριά της. Και ο Henry κατάλαβε ότι είχε συνηθίσει να της πετάνε πράγματα. Πηδώντας μακριά είχε γρυλίσει, είχε γυμνώσει τα δόντια μέχρι τις ρίζες, ενώ είχε γίνει καπνός όλος ο καημός, για να δώσει θέση σε μια σαρκοβόρα κακία, που του πάγωσε το αίμα. Κοίταξε το χέρι που κρατούσε το δαδί, παρατήρησε την ντελικάτη επιδεξιότητα των δαχτύλων που το έσφιγγαν, πώς προσάρμοζαν την επαφή τους στις ανωμαλίες της επιφάνειας, πώς λύγιζαν από πάνω κι από κάτω στο αδρό ξύλο· κι ένα μικρό δαχτυλάκι, τόσο κοντά στην καύτρα του δαδιού που, με απερίγραπτη ευαισθησία και ταχύτητα, υποχωρούσε προς κάποιο σημείο λιγότερο καυτό. Και την ίδια στιγμή οραματίστηκε τα ίδια εκείνα ευαίσθητα και ντελικάτα δάχτυλα να συνθλίβονται και να ξεσχίζονται από τα λευκά δόντια της λύκαινας. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τέτοια αγάπη για το κορμί του όπως τώρα που ήταν τόσο αμφίβολη η κατοχή του πάνω σ' αυτό.

Όλη νύχτα, με αναμμένα δαδιά, απωθούσε την πεινασμένη αγέλη. Όταν, παρά τη θέλησή του, αποκοιμιόταν, τον ξυπνούσαν τα κλαψουρίσματα και τα αλυχτίσματα των σκυλιών. Ήρθε το πρωί, αλλά για πρώτη φορά δεν κατάφερε να σκορπίσει τους λύκους το φως της μέρας. Μάταια ο άνθρωπος περίμενε να φύγουν. Αυτοί κράτησαν επίμονα τον κύκλο τους γύρω απ' αυτόν και τη φωτιά του, επιδεικνύοντας τέτοια αλαζονεία, ώστε κλονίστηκε το κουράγιο που είχε δώσει στον άνθρωπο το πρωινό φως.

Έκανε μια απελπισμένη απόπειρα να βγει στο μονοπάτι. Τη στιγμή όμως που άφησε την προστασία της φωτιάς, ο πιο τολμηρός λύκος πήδηξε πάνω του, αλλά τον γέλασε η απόσταση. Ο Henry γλίτωσε πηδώντας προς τα πίσω, με τα σαγόνια του αγριμιού έξι πόντους από το μηρό του. Το υπόλοιπο κοπάδι σηκώθηκε και όρμησε καταπάνω του και ο Henry κατέφυγε πάλι στ' αναμμένα δαδιά για να τους απωθήσει.

Ακόμα και με το φως της μέρας δεν τόλμησε ν' αφήσει τη φωτιά για να κόψει καινούρια ξύλα. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα υψωνόταν ένα πελώριο, ξερό έλατο. Πέρασε τη μισή μέρα προεκτείνοντας τη φωτιά μέχρι το δέντρο, έχοντας συνεχώς έτοιμα μισή ντουζίνα δαδιά να πετάξει στους εχθρούς του. Μόλις έφτασε στο δέντρο, περιεργάστηκε το τριγύρω δάσος, ώστε να ρίξει το δέντρο προς τη μεριά που θα του εξασφάλιζε τα περισσότερα καυσόξυλα.

Η νύχτα κύλησε όπως η προηγούμενη, εκτός από το ότι έγινε εντονότερη η έλλειψη του ύπνου. Το γρύλισμα των σκυλιών έχανε την αποτελεσματικότητά του. Αλλωστε γρύλιζαν συνεχώς και οι μουδιασμένες και νυσταγμένες αισθήσεις του Henry δεν κατέγραφαν πια καμιά αλλαγή στον τόνο ή την ένταση. Ξύπνησε απότομα. Η λύκαινα απείχε λιγότερο από ένα μέτρο. Μηχανικά, από πολύ κοντά, πέταξε ένα δαδί κατευθείαν στο ανοιγμένο στόμα που γρύλιζε. Η λύκαινα πήδηξε, ούρλιαξε από τον πόνο κι ενώ ο Henry απολάμβανε τη μυρωδιά

Page 18: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

της καμένης σάρκας και του μαλλιού της, την είδε να κουνάει το κεφάλι και να του γρυλίζει με μανία, όχι από πολύ μακριά.

Τούτη τη φορά όμως, πριν αποκοιμηθεί πάλι, έδεσε στο δεξί του χέρι έναν αναμμένο ρόζο πεύκου. Λίγα μόνο λεπτά έκλεισαν τα μάτια του, επειδή η φλόγα τού έκαψε τη σάρκα. Εφάρμοσε το ίδιο τέχνασμα για πολλές ώρες. Κάθε φορά που ξυπνούσε έτσι, απόδιωχνε τους λύκους με πυρωμένα δαδιά, τροφοδοτούσε τη φωτιά και στερέωνε το ρόζο στο χέρι του. Όλα πήγαν καλά, ώσπου κάποια φορά δε στερέωσε γερά το ρόζο. Μόλις έκλεισε τα μάτια, ο ρόζος έπεσε από το χέρι του.

Ονειρεύτηκε. Του φάνηκε ότι βρέθηκε στο Fort McGurry. Ήταν ζεστά και άνετα κι έπαιζε χαρτιά με τον Factor. Του φάνηκε επίσης ότι το οχυρό το πολιορκούσαν λύκοι. Γρύλιζαν στις πύλες και, καμιά φορά, σταματούσαν με τον Factor το παιχνίδι για ν' αφουγκραστούν και να γελάσουν με τις μάταιες προσπάθειες των αγριμιών να το εκπορθήσουν. Και μετά, τόσο παράξενο ήταν το όνειρο, ακούστηκε δυνατός κρότος. Η πόρτα άνοιξε απότομα. Ο Henry είδε τους λύκους να ορμούν στο μεγάλο δωμάτιο του οχυρού. Πηδούσαν πάνω σ' αυτόν και τον Factor. Με το απότομο άνοιγμα της πόρτας, το γρύλισμα δυνάμωσε τρομερά. Αυτό το γρύλισμα τον ανησυχούσε τώρα. Το όνειρο γινόταν κάτι άλλο —δεν ήξερε τι. Αλλά πέρα απ' όλα τον ακολουθούσε επίμονο το γρύλισμα.

Και τότε ξύπνησε και διαπίστωσε ότι δεν ήταν όνειρο. Μεγάλο κακό από αλυχτίσματα και γρυλίσματα. Του ορμούσαν οι λύκοι. Όλοι γύρω του... από πάνω του. Τα δόντια ενός είχαν κλείσει γύρω στο μπράτσο του. Ασυνείδητα, ο Henry πήδηξε στη φωτιά και, καθώς πηδούσε, ένιωσε τα κοφτερά δόντια να ξεσχίζουν τη σάρκα του ποδιού του. Ύστερα άρχισε η μάχη της φωτιάς. Τα χοντρά γάντια προστάτεψαν προς στιγμήν τα χέρια του, ώστε να εκτοξεύσει πυρωμένα κάρβουνα προς όλες τις μεριές, μέχρι που η φωτιά κατάντησε να μοιάζει με κρατήρα ηφαιστείου.

Αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Το πρόσωπό του είχε πυρώσει, ματόκλαδα και φρύδια καψαλίστηκαν και η ζέστη στα πόδια του έγινε αφόρητη. Μ' ένα φλογισμένο δαδί σε κάθε χέρι, όρμησε στην περίμετρο της φωτιάς. Οι λύκοι είχαν κάνει πίσω. Σε κάθε πλευρά, όπου είχαν πέσει πυρωμένα κάρβουνα, το χιόνι τσιτσίριζε, ενώ κάθε τόσο κάποιος λύκος, με ένα θεόρατο άλμα κι ένα υπόκωφο γρύλισμα, άφηνε να εννοηθεί ότι είχε πατήσει πάνω σε ένα από τα αναμμένα κάρβουνα.

Πετώντας δαδιά στους κοντινότερους εχθρούς του, ο άνθρωπος βουτούσε τα πυρωμένα γάντια του στο χιόνι και χοροπηδούσε εδώ κι εκεί για να δροσίσει τα πόδια του. Τα δυο του σκυλιά είχαν εξαφανιστεί: ήξερε ότι είχαν σερβιριστεί σε κάποιο πιάτο, στο παρατεταμένο συμπόσιο που ξεκίνησε μέρες πριν με το Χοντρούλη. Το τελευταίο θα ήταν πιθανότατα ο ίδιος στις μέρες που θ' ακολουθούσαν.

«Δε με φάγατε ακόμα!» φώναξε κραδαίνοντας με μανία τη γροθιά στα πεινασμένα αγρίμια. Στο άκουσμα της φωνής του, αναδεύτηκε όλος ο κύκλος, ακούστηκε ομαδικό γρύλισμα και η λύκαινα τον πλησίασε και τον κοίταξε με τον καημό της πείνας.

Αποφάσισε να εφαρμόσει μια καινούρια ιδέα. Μεγάλωσε τον κύκλο της φωτιάς. Κούρνιασε εκεί μέσα, με τα στρωσίδια από κάτω του, για να προστατευτεί από το λιώσιμο του χιονιού. Όταν εξαφανίστηκε μέσα στο φλογερό του καταφύγιο, η αγέλη των λύκων πλησίασε την περίμετρο, περίεργη να δει τι είχε απογίνει ο άνθρωπος. Μέχρι τώρα τους είχαν αρνηθεί πρόσβαση στη φωτιά, έτσι τώρα βολεύτηκαν σε κλειστό κύκλο, σαν κοπάδι σκυλιών, κοντά στην ασυνήθιστη ζέστη. Τότε κάθισε και η λύκαινα, ύψωσε το μουσούδι σ' ένα αστέρι κι άρχισε το ουρλιαχτό. Ένας ένας, οι λύκοι την πλησίασαν, ώσπου όλη η αγέλη βρέθηκε καθισμένη στα λαγόνια, με το μουσούδι στραμμένο στον ουρανό, να διαλαλεί την πείνα της.

Page 19: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ήρθε η αυγή, ξημέρωσε. Η φωτιά χαμήλωσε. Είχαν τελειώσει τα καύσιμα, χρειάζονταν άλλα. Ο άνθρωπος αποτόλμησε να βγει από τον κύκλο της φωτιάς του, αλλά τον υποδέχτηκαν οι λύκοι. Τους σκόρπισαν τα αναμμένα δαδιά, αλλά δεν τους απώθησαν πια. Ο άνθρωπος προσπάθησε μάταια. Όταν παραιτήθηκε και υποχώρησε τρεκλίζοντας προς τον κύκλο, του όρμησε ένας λύκος, αστόχησε και προσγειώθηκε με τα τέσσερα πάνω στα κάρβουνα. Το αγρίμι γρύλισε τρομαγμένο και πισωπάτησε όπως όπως για να δροσίσει τις πατούσες του στο χιόνι.

Ο άνθρωπος κάθισε ανακούρκουδα στα σκεπάσματα. Το κορμί του έγειρε προς τα εμπρός. Οι ώμοι του, χαλαρωμένοι και σκυφτοί, και το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα άφηναν να φανεί ότι είχε παραδώσει τα όπλα. Πότε πότε ύψωνε το βλέμμα για να κοιτάξει το ξεψύχισμα της φωτιάς. Ο κύκλος των φλογών και του πυρωμένου κάρβουνου άνοιγε σε μερικά σημεία, εκεί που έσβηνε η φωτιά. Τα πυρωμένα σημεία γίνονταν ολοένα και πιο λίγα.

«Και δεν πά' να με φάτε», ψέλλισε σε μια στιγμή. «Εγώ έτσι κι αλλιώς θα κοιμηθώ».

Ξύπνησε μια φορά και σε ένα άνοιγμα του κύκλου, ακριβώς μπροστά του, είδε να τον κοιτάζει επίμονα η λύκαινα.

Ξύπνησε πάλι, λίγο αργότερα, αν και του φάνηκαν ώρες. Είχε γίνει μια μυστηριώδης αλλαγή, τόσο μυστηριώδης, ώστε τον ξύπνησε μια κι έξω. Κάτι είχε συμβεί. Στην αρχή δεν κατάλαβε. Ύστερα είδε. Είχαν φύγει οι λύκοι. Έμενε μόνο το ποδοπατημένο χιόνι για να δείχνει πόσο κοντά του είχαν φτάσει. Τον τύλιξε πάλι η νύστα, το κεφάλι ξαναχαμήλωσε στα γόνατα, αλλά κάτι τον ξύπνησε απότομα.

Ακούστηκαν ανθρώπινες φωνές, σουρσίματα ελκήθρων, τριξίματα εξάρτησης και ανυπόμονο αγκομαχητό σκυλιών. Από την κοίτη του ποταμού ξεμύτισαν τέσσερα έλκηθρα και πλησίασαν μέσα από τα δέντρα. Τον κουρνιασμένο στο κέντρο της μισοσβησμένης φωτιάς άνθρωπο έζωσαν μισή ντουζίνα άτομα. Τον ταρακούνησαν και τον σκούντησαν για να συνέλθει. Εκείνος τους κοίταξε σαν μεθυσμένος και αναδεύτηκε μιλώντας παράξενα και νυσταγμένα:

«Κόκκινη λύκαινα... Ήρθε στο τάισμα των σκυλιών... Πρώτα έφαγε τη σκυλοτροφή... Ύστερα έφαγε τα σκυλιά... Κι ύστερα έφαγε τον Bill...»

«Πού είναι ο Lord Alfred;» ούρλιαξε στο αυτί του ένας από τους άντρες, χωρίς να πάψει το ταρακούνημα.

Ο άνθρωπος έγνεψε όχι, με κόπο. «Όχι, αυτόν δεν τον έφαγε... Κουρνιάζει σ' ένα δέντρο, στην τελευταία κατασκήνωση».

«Ο πεθαμένος;» ξεφώνισε ο άντρας.

«Το φέρετρο», απάντησε ο Henry. Απέσπασε νευρικά τον ώμο του από το κράτημα του άλλου. «Παράτα με ήσυχο... Είμαι πτώμα στην κούραση... Καληνύχτα σας».

Τα βλέφαρα πετάρισαν και έκλεισαν. Το σαγόνι άγγιξε στο στήθος. Δεν πρόλαβαν να τον σκεπάσουν και το ροχαλητό του τράνταξε τον παγωμένο αγέρα.

Ακούστηκε όμως κι άλλος ήχος. Μακρινός και αχνός, πολύ μακρινός... το ομαδικό γρύλισμα της πεινασμένης αγέλης που ξεκινούσε το ταξίδι της, για να κυνηγήσει άλλη σάρκα από του ανθρώπου που μόλις της είχε γλιτώσει.

Page 20: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Page 21: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η μάχη των δοντιών

Πρώτη η λύκαινα άκουσε τον ήχο της ανθρώπινης φωνής και το αλύχτισμα των ζεμένων στο έλκηθρο σκυλιών. Και πρώτη αυτή απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο, το στριμωγμένο στον κύκλο της μισοσβησμένης φωτιάς. Η αγέλη είχε φανεί απρόθυμη να παρατήσει το κυνήγι και καθυστέρησε αρκετά, όσο να σιγουρευτεί για τους θορύβους· ύστερα ακολούθησε κι αυτή το μονοπάτι που είχε πάρει η λύκαινα.

Πρωτοπόρος στην αγέλη ήταν ένας μεγαλόσωμος γκρίζος λύκος —ένας από τους πολλούς ηγέτες της. Αυτός καθόριζε την πορεία της αγέλης στα αχνάρια της λύκαινας. Αυτός γρύλιζε προειδοποιητικά στα νεότερα μέλη της αγέλης ή τους έδειχνε τα δόντια, όταν φιλοδοξούσαν να τον προσπεράσουν. Κι αυτός τάχυνε το βήμα, όταν έβλεπε τη λύκαινα, που τώρα προχωρούσε στο χιόνι με αργό καλπασμό.

Η λύκαινα πήρε πορεία παράλληλη μαζί του, σαν να ήταν αυτή η θέση της, κι ακολούθησε το ρυθμό της αγέλης. Ο λύκος δεν της γρύλιζε, ούτε έδειχνε τα δόντια κάθε που κάποιο άλμα τύχαινε να της δώσει το προβάδισμα. Αντίθετα φαινόταν ευνοϊκότατα διατεθειμένος απέναντί της· πολύ ευνοϊκά μάλιστα για τα γούστα της —επειδή εκδήλωνε τάσεις να τρέχει πολύ κοντά της· κι όταν έτρεχε πολύ κοντά της, ήταν η λύκαινα που του έδειχνε τα δόντια. Ούτε δίσταζε να τον σκουντήσει δυνατά στον ώμο με κάθε ευκαιρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο λύκος δεν εκδήλωνε θυμό. Απλά παραμέριζε και ξανάρχιζε να προπορεύεται κάνοντας αδέξιους πήδους, με κινήσεις και συμπεριφορά που θύμιζαν ζαλισμένο χωριατόπαιδο.

Αυτό ήταν και το μοναδικό βάσανο του λύκου στην πορεία της αγέλης. Η λύκαινα όμως είχε κι άλλα βάσανα. Στο άλλο της πλευρό έτρεχε ένας αποστεωμένος γερόλυκος, ψαρός και σημαδεμένος από αμέτρητες μάχες. Κάλπαζε πάντα στα δεξιά της. Ίσως έφταιγε το ότι είχε μόνο ένα μάτι και μάλιστα το αριστερό. Είχε κι αυτός μανία να την ακολουθεί, να στρίβει προς το μέρος της ώσπου το σημαδεμένο μουσούδι του ν' αγγίξει το κορμί, τον ώμο ή το λαιμό της. Όπως και με τον αριστερό παραστάτη της, η λύκαινα απωθούσε τις προσεγγίσεις με τα δόντια της· όταν όμως οι δυο λύκοι εκδήλωναν μαζί τις προθέσεις τους, τους στρίμωχνε και τους έσπρωχνε βίαια και γρήγορα δεξιά κι αριστερά, για ν' αποδιώξει τους δυο εραστές και ταυτόχρονα να διατηρήσει το προβάδισμα στην αγέλη και να βλέπει το δρόμο μπροστά της. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι παραστάτες έδειχναν τα δόντια και γρύλιζαν απειλητικά ο ένας στον άλλο. Ίσως να ξεσπούσε καβγάς, αν η αντιζηλία και το κυνήγι του θηλυκού δεν υποχωρούσαν μπροστά στο ακόμα πιο επιτακτικό κυνήγι της τροφής για την αγέλη.

Μετά από κάθε απόρριψη, όταν ο γερόλυκος παρέκκλινε απότομα από την πορεία των κοφτερών δοντιών της κυράς των λογισμών του, έσπρωχνε με τον ώμο ένα τρίχρονο λυκάκι που έτρεχε δεξιά του στα τυφλά. Το λυκάκι είχε κανονικές διαστάσεις για την ηλικία του· και, ανάλογα με την εξασθένιση και την πείνα της αγέλης, είχε δύναμη και ηθικό πολύ πάνω από το μέτριο. Ωστόσο έτρεχε με το κεφάλι του στην ίδια ευθεία με τον ώμο του μονόφθαλμου γερόλυκου. Όταν επιχειρούσε να τον προσπεράσει (κάτι σπάνιο), ένα γρύλισμα κι ένα χτύπημα ξανάστελναν το κεφάλι του στην ίδια ευθεία με τον ώμο. Καμιά φορά όμως, το λυκάκι ξέμενε προσεκτικά και αργά πίσω και σφήνωνε ανάμεσα στο γηραιό ηγέτη και τη λύκαινα. Αυτό ενοχλούσε διπλά, πολλές φορές και τριπλά. Όταν η λύκαινα εκδήλωνε τη δυσαρέσκειά της με γρύλισμα, ο γηραιός ηγέτης έστριβε απότομα προς το τρίχρονο λυκάκι. Καμιά φορά έστριβε και η λύκαινα μαζί του. Και καμιά φορά έστριβε και ο νεαρός ηγέτης από τ' αριστερά.

Τότε, αντιμέτωπος με τρεις σειρές αγριόδοντα, το λυκάκι σταματούσε απότομα, καθόταν στα λαγόνια και τέντωνε τα μπροστινά του πόδια απειλώντας με το στόμα και το ορθωμένο του τρίχωμα. Η σύγχυση στην εμπροσθοφυλακή της κινούμενης αγέλης προκαλούσε σύγχυση στα

Page 22: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

μετόπισθεν. Οι πίσω λύκοι συγκρούονταν με το λυκάκι κι εκδήλωναν τη δυσαρέσκειά τους δαγκώνοντας δυνατά τα πίσω πόδια και τα πλευρά του. Το μικρό έσκαβε μόνο το λάκκο του, επειδή έλλειψη τροφής κι εκνευρισμός πάνε μαζί. Αλλά με την ακράτητη πίστη της νιότης, επέμενε να επαναλαμβάνει κάθε λίγο και λιγάκι τον ελιγμό, αν και πάντα κατέληγε σε αποτυχία.

Αν υπήρχε τροφή, γρήγορα θ' ακολουθούσαν ζευγάρωμα και καβγάς και θα είχε διαλυθεί ο σχηματισμός της αγέλης. Όμως η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τα αγρίμια είχαν αποστεωθεί από τη μακρόχρονη πείνα. Προχωρούσαν με πολύ αργότερο ρυθμό. Στα μετόπισθεν προχωρούσαν κούτσα κούτσα τα αδύναμα μέλη, τα μικρά και τα πολύ γερασμένα. Τα πιο δυνατά ήταν εμπροσθοφυλακή. Ωστόσο όλα έμοιαζαν πιότερο με σκελετούς παρά με λύκους. Παρ' όλα ταύτα, με εξαίρεση όσα κούτσαιναν, οι κινήσεις των αγριμιών ήταν αβίαστες και ακούραστες. Οι λεπτοί τους μυώνες έμοιαζαν με πηγή αστείρευτης ενέργειας. Κάθε ατσαλένια σύσπαση των μυών ακολουθούσε μια άλλη, και μια άλλη, δίχως να διαφαίνεται πουθενά τέλος.

Εκείνη τη μέρα έτρεξαν πολλά μίλια. Έτρεξαν και τη νύχτα. Και η επομένη τους βρήκε να τρέχουν ακόμα. Έτρεχαν στην επιφάνεια ενός παγωμένου και νεκρού κόσμου. Πουθενά ζωή. Μόνο εκείνοι ζούσαν κι αναζητούσαν άλλα πράγματα που να είχαν ζωή, για να τα καταβροχθίσουν και να συνεχίσουν να ζουν.

Διέσχισαν χαμηλά κανάλια και διάβηκαν κάμποσα ρυάκια σ' ένα χαμήλωμα, πριν ανταμειφθούν οι μόχθοι τους. Σε μια στιγμή συνάντησαν ένα κοπάδι ελάφια. Πρώτα έπεσαν πάνω στο μεγαλόσωμο αρσενικό. Οσμίστηκαν σάρκα και ζωή κι αυτή τη φορά δεν τους υποδέχτηκαν μυστηριώδεις φωτιές ούτε πύρινα βόλια. Τα πλατύποδα πέλματα και τα κλαρωτά κέρατα ήταν γνώριμα, έτσι οι λύκοι τίναξαν στον αέρα τη συνηθισμένη τους υπομονή και σύνεση. Η μάχη υπήρξε σύντομη και σκληρή. Το μεγαλόσωμο αρσενικό βρέθηκε κυκλωμένο από παντού. Τους ξέσχισε, τους τράνταξε τα κεφάλια με τα δυνατά χτυπήματα των οπλών του. Τους σύντριψε και τους χτύπησε με τα πελώρια κέρατα. Τους ποδοπάτησε πάνω στο χιόνι, τους έλιωσε κάτω από το βάρος του. Όμως η μοίρα του ήταν προκαθορισμένη και παραδόθηκε στη λύκαινα που του ξέσχισε ανελέητα το λαιμό και, με πολλά κοφτερά δόντια καρφωμένα στο κορμί του, φαγώθηκε ζωντανό.

Τώρα υπήρχε άφθονη τροφή. Το αρσενικό ζύγιζε πάνω από τετρακόσια κιλά —δέκα γεμάτα κιλά φαγητό για καθένα από τα σαράντα στόματα της αγέλης. Όσο άντεχαν όμως τη νηστεία, άλλο τόσο άντεχαν και το φαγοπότι και πολύ γρήγορα, από το μεγαλόπρεπο αγρίμι που πάλευε λίγες ώρες πριν με την αγέλη, δεν απέμειναν παρά σκόρπια κόκαλα.

Ήρθε η ώρα για ξεκούραση και ύπνο. Μόλις γέμισαν τα στομάχια τους, τα νεαρότερα αρσενικά άρχισαν τους διαπληκτισμούς και τους καβγάδες, κι αυτό συνεχίστηκε τις λίγες μέρες που ακολούθησαν πριν διαλυθεί η αγέλη. Η πείνα είχε τελειώσει. Τώρα οι λύκοι ζούσαν σε περιοχή κυνηγιού και, παρ' όλο που συνέχισαν να κυνηγούν ως αγέλη, κυνηγούσαν πιο προσεκτικά, αποκόβοντας θρεμμένα θηλυκά ή καταπονημένα γέρικα αρσενικά από τα κοπαδάκια των ελαφιών που απαντούσαν.

Ήρθε μια μέρα, στη χώρα αυτή της αφθονίας, όπου η αγέλη των λύκων κόπηκε στα δύο και πήρε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η λύκαινα, με το νεαρό ηγέτη στ' αριστερά της και το Μονόφθαλμο στα δεξιά της, κατηφόρισε με τη δική της ομάδα τον ποταμό Mackenzie διασχίζοντας μια περιοχή με λίμνες προς τα ανατολικά. Μέρα τη μέρα, μίκραινε το υπόλειμμα του κοπαδιού. Δύο δύο, αρσενικό και θηλυκό, οι λύκοι εγκατέλειπαν. Κάπου κάπου, κάποιο μοναχικό αρσενικό αποδιωχνόταν με τα κοφτερά δόντια των αντιζήλων του. Τελικά απέμειναν μόνο τέσσερις: η λύκαινα, ο νεαρός ηγέτης, ο Μονόφθαλμος και το φιλόδοξο τρίχρονο λυκάκι.

Page 23: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Τώρα πια η λύκαινα είχε διαμορφώσει αυταρχικό χαρακτήρα. Οι τρεις «μνηστήρες» είχαν όλοι τα σημάδια των δοντιών της. Ωστόσο δεν της τα ανταπέδιδαν ποτέ, δεν υπερασπίζονταν ποτέ τον εαυτό τους. Γύριζαν τους ώμους στις πιο άγριες επιθέσεις της και, με κουνήματα της ουράς και επιδέξια βηματάκια, προσπαθούσαν να κατευνάσουν την οργή της. Όσο ήπιοι όμως ήταν με τη λύκαινα, τόσο άγριοι ήταν μεταξύ τους. Το τρίχρονο λυκάκι το παράκανε στη φιλοδοξία μέσα στην ορμή του. Άρπαξε το γερο-Μονόφθαλμο από την τυφλή του πλευρά και του κομμάτιασε το αυτί. Παρ' όλο που ο σταχτής γερόλυκος έβλεπε μόνο από τη μια μεριά, στη νιότη και την ορμή του μικρού αντέταξε τη σοφία της ηλικίας και την πείρα του. Την πείρα τη μαρτυρούσαν το χαμένο μάτι και το σημαδεμένο μουσούδι. Είχε επιζήσει σε πολλές μάχες και δεν αμφέβαλλε για το τι έπρεπε να κάνει.

Η μάχη άρχισε δίκαια, αλλά δεν τέλειωσε δίκαια. Δεν υπήρχε αμφιβολία για την έκβαση, αφού ο τρίτος λύκος συμμάχησε με το γηραιότερο και, μαζί, παλιός και νέος ηγέτης, επιτέθηκαν στο φιλόδοξο τρίχρονο λυκάκι και το εξολόθρευσαν. Το έζωσαν κι από τις δυο μεριές τα ανελέητα δόντια των άλλοτε συντρόφων του. Ξεχάστηκαν οι μέρες που κυνηγούσαν μαζί, η λεία που έβρισκαν μαζί, η πείνα που υπέφεραν μαζί. Αυτή η υπόθεση ήταν παρελθόν. Τώρα προείχε η υπόθεση του έρωτα —υπόθεση πολύ πιο επιτακτική και απαιτητική από την απόκτηση της τροφής.

Στο μεταξύ η λύκαινα, η αιτία όλων αυτών, καθόταν αυτάρεσκα στα λαγόνια της και παρακολουθούσε. Ήταν μάλιστα και ικανοποιημένη. Τούτη ήταν η μέρα της —και δεν ερχόταν συχνά— όταν ορθώνονταν τρίχες και δόντια έκοβαν και ξέσχιζαν πρόθυμες σάρκες μόνο και μόνο για τη δική της κατάκτηση.

Και στην υπόθεση του έρωτα, είχε δώσει τη ζωή του το τρίχρονο λυκάκι ζώντας την πρώτη του περιπέτεια. Το ψόφιο κορμί του παράστεκαν οι δυο αντίζηλοι. Ατένιζαν τη λύκαινα που καθόταν χαμογελαστή στο χιόνι. Όμως ο γηραιός ηγέτης ήταν σοφός, πολύ σοφός, τόσο στον έρωτα όσο και στη μάχη. Ο νεαρός ηγέτης έστριψε το κεφάλι για να γλείψει μια πληγή στον ώμο του. Η καμπύλη του λαιμού του ήταν γυρισμένη προς τον αντίζηλο. Με το ένα του μάτι ο γέροντας είδε την ευκαιρία. Έσκυψε και κάρφωσε τα δόντια. Ήταν ένα παρατεταμένο ξέσκισμα και ταυτόχρονα βαθύ. Τα δόντια, περνώντας, έριξαν το τείχος της μεγάλης φλέβας του λαιμού. Ύστερα ο γέροντας ζόρισε κι άλλο.

Ο νεαρός ηγέτης έβγαλε ένα φοβερό γρύλισμα, αλλά το γρύλισμα έκοψε στη μέση ένας κελαρυστός βήχας. Αιμορραγώντας και βήχοντας και ήδη χτυπημένος βαριά, ο νεαρός όρμησε στο γέροντα και πάλεψε ώσπου στράγγισε από μέσα του η ζωή, ώσπου λύγισαν από κάτω του τα πόδια, ώσπου θάμπωσε στα μάτια του το φως της μέρας, ώσπου έγιναν όλο και πιο σύντομα τα χτυπήματα και οι επιθέσεις του.

Και όλη αυτή την ώρα η λύκαινα καθόταν στα λαγόνια και χαμογελούσε. Εκείνη η μάχη την ικανοποιούσε με τρόπους διάφορους, επειδή ήταν η ερωτική πράξη της Άγριας Φύσης, η σεξουαλική τραγωδία του φυσικού κόσμου, τραγωδία βέβαια μόνο γι' αυτούς που πεθαίνουν. Γι' αυτούς που επιζούν δεν είναι τραγωδία αλλά κατόρθωμα, επίτευγμα.

Όταν ο νεαρός ηγέτης ξάπλωσε στο χιόνι κι έπαψε να κινείται, ο Μονόφθαλμος πλησίασε τη λύκαινα. Η περπατησιά του αντανακλούσε θρίαμβο ανάμεικτο με επιφύλαξη. Περίμενε ξεκάθαρη απόρριψη, γι' αυτό και ξαφνιάστηκε, εξίσου φανερά, όταν δεν άστραψαν τα γυμνά της δόντια. Για πρώτη φορά η λύκαινα τον αντίκριζε καλότροπα. Έκανε μαζί του μύτη με μύτη, συγκατατέθηκε μάλιστα να χοροπηδήσει γύρω του και να παίξει μαζί του σαν κουτάβι. Κι αυτός, παρά τα γκρίζα γηρατειά και τη σοφή πείρα του, συμπεριφέρθηκε επίσης σαν κουτάβι κι ακόμα πιο παλαβά.

Ξεχάστηκαν οι νικημένοι αντίζηλοι μαζί με την ιστορία αγάπης που, για άπειρες φορές, είχε

Page 24: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

γραφτεί στο χιόνι. Ξεχάστηκαν, εκτός από τη στιγμή όπου ο Μονόφθαλμος στάθηκε για μια στιγμή για να γλείψει τις κρύες πληγές του. Τότε ήταν που τα χείλη του μισάνοιξαν σε ένα γρύλισμα κι ανασηκώθηκαν ασυναίσθητα οι τρίχες του λαιμού και των ώμων του, ενώ μισόσκυβε για να ορμήσει κι έσφιγγε σπασμωδικά τα νύχια στην επιφάνεια του χιονιού για πιο δυνατό κράτημα. Αλλά ξεχάστηκαν όλα την επόμενη στιγμή, όταν όρμησε πίσω από τη λύκαινα που τον παρέσυρε σεμνότυφα σε κυνήγι στο δάσος.

Μετά απ' αυτό έτρεξαν πλάι πλάι, σαν παλιόφιλοι που τα είχαν βρει. Οι μέρες περνούσαν κι αυτοί έμεναν μαζί, κυνηγώντας κρέας, σκοτώνοντας μαζί και τρώγοντας μαζί. Μετά από ένα διάστημα η λύκαινα άρχισε να γίνεται ανήσυχη. Κάτι φαινόταν να ψάχνει, κάτι που δεν μπορούσε να βρει. Φαινόταν να την ελκύουν οι κοιλότητες κάτω από τα πεσμένα δέντρα και χρονοτριβούσε χώνοντας τη μύτη στις μεγαλύτερες και γεμάτες χιόνι κρύπτες, στους βράχους και τις σπηλιές που πλαισίωναν τις όχθες του ποταμού. Ο γερο-Μονόφθαλμος δεν ενδιαφερόταν καθόλου, αλλά την ακολουθούσε πρόθυμα στην έρευνα και, όταν παρατεινόταν ασυνήθιστα το ψάξιμο σε συγκεκριμένα σημεία, ξάπλωνε και την περίμενε να τελειώσει.

Δεν έμεναν σ' ένα μέρος, ταξίδευαν συνεχώς ώσπου έφτασαν πάλι στον ποταμό Mackenzie. Κατηφόρισαν αργά την όχθη του και την άφηναν μόνο για να κυνηγήσουν πλάι στις διακλαδώσεις του, αλλά πάντα ξαναγύριζαν εκεί. Καμιά φορά συναντούσαν άλλους λύκους, συνήθως ζευγάρια. Αλλά καμιά πλευρά δεν εκδήλωνε φιλικές διαθέσεις, καμιά χαρά για το συναπάντημα, καμιά επιθυμία να ξαναγυρίσουν στο σχηματισμό της αγέλης. Πολλές φορές απάντησαν μοναχικούς λύκους. Ήταν πάντα αρσενικοί και πίεζαν επίμονα να συντροφέψουν το Μονόφθαλμο και το ταίρι του. Αυτός τους αρνιόταν και, όταν η λύκαινα έστεκε ώμο με ώμο δίπλα του, με την τρίχα ορθωμένη και δείχνοντας τα δόντια της, οι φιλόδοξοι μοναχικοί υποχωρούσαν, γύριζαν την ουρά τους και συνέχιζαν τη μοναχική τους πορεία.

Μια νύχτα με φεγγάρι, καθώς διέσχιζαν το ήσυχο δάσος, ο Μονόφθαλμος σταμάτησε απότομα. Ύψωσε το μουσούδι, τέντωσε την ουρά και διέστειλε τα ρουθούνια να οσμιστεί τον αέρα. Σήκωσε επίσης το ένα πόδι, σαν τα σκυλιά. Δεν ικανοποιήθηκε και συνέχισε να οσμίζεται τον αέρα, πασχίζοντας να καταλάβει τι μήνυμα προσπαθούσε να του περάσει. Ένα ανέμελο ρουθούνισμα είχε ικανοποιήσει το ταίρι του που πλησίασε να τον καθησυχάσει. Αυτός την ακολούθησε αλλά πάλι με επιφύλαξη και συνεχίζοντας να σταματά πού και πού για να μελετήσει πιο προσεκτικά το προειδοποιητικό μήνυμα.

Η λύκαινα σύρθηκε προσεκτικά στις παρυφές ενός ξέφωτου ανάμεσα στα δέντρα. Στάθηκε μόνη για λίγο. Ύστερα ο Μονόφθαλμος, έρποντας κι αυτός, με τις αισθήσεις σε επιφυλακή και με κάθε του τρίχα ν' ακτινοβολεί απέραντη υποψία, πήγε κοντά της. Στάθηκαν πλάι πλάι, παρακολούθησαν, αφουγκράστηκαν και οσμίστηκαν.

Στ' αυτιά τους έφτασε ήχος από κροτάλισμα και σούρσιμο σκυλιών, γοερές κραυγές αντρών και δυνατές φωνές αγανακτισμένων γυναικών και, μια φορά, η παραπονιάρικη φωνή ενός παιδιού. Με εξαίρεση τους πελώριους όγκους των δερμάτινων σκηνών, ελάχιστα μπορούσαν να δουν πέρα από τις φλόγες της φωτιάς, τις σκιές από τις κινήσεις των σωμάτων και τον καπνό που υψωνόταν αργά στη σιγαλιά του αγέρα. Όμως στα ρουθούνια των λύκων ήρθαν οι μυριάδες οσμές του ινδιάνικου οικισμού μεταφέροντας μια ιστορία πέρα για πέρα ακατανόητη για το Μονόφθαλμο, που ωστόσο ήξερε με κάθε λεπτομέρεια η λύκαινα.

Η λύκαινα αναδεύτηκε περίεργα, ρουθούνισε και οσμίστηκε με όλο και μεγαλύτερη αγαλλίαση. Όμως ο Μονόφθαλμος παρέμεινε καχύποπτος. Πρόδωσε το φόβο του κι αποπειράθηκε να ξεκινήσει. Η λύκαινα στράφηκε κι άγγιξε το λαιμό του με το μουσούδι της, καθησυχαστικά, κι ύστερα ξανακοίταξε προς τον οικισμό. Το πρόσωπό της καθρέφτιζε έναν καινούριο καημό, αλλά δεν ήταν ο καημός της πείνας. Αναριγούσε από μια επιθυμία να

Page 25: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

προχωρήσει μπροστά, να πλησιάσει πιότερο εκείνη τη φωτιά, να καβγαδίσει με τα σκυλιά, να ελιχθεί με πονηριά στα μπερδεμένα και βιαστικά ανθρώπινα πόδια.

Ο Μονόφθαλμος την πλησίασε ανυπόμονος. Η λύκαινα ξανάνιωσε την ίδια ανησυχία και την ίδια πιεστική ανάγκη να βρει εκείνο που ζητούσε. Στράφηκε και κάλπασε πάλι προς το δάσος, προς μεγάλη ανακούφιση του Μονόφθαλμου που προπορεύτηκε λιγάκι, ώσπου βρέθηκαν μέσα στο καταφύγιο των δέντρων.

Καθώς γλιστρούσαν αθόρυβα, σαν σκιές στο φεγγαρόφωτο, συνάντησαν μονοπάτι. Και τα δυο μουσούδια χαμήλωσαν στα πατήματα, στο χιόνι. Τα πατήματα ήταν πολύ πρόσφατα. Ο Μονόφθαλμος προπορεύτηκε προσεκτικά, με το ταίρι ξοπίσω του. Οι πλατιές πατούσες τους ήταν ορθάνοιχτες και στην επαφή τους με το χιόνι απαλές σαν βελούδο. Ο Μονόφθαλμος έπιασε αμυδρή, λευκή κίνηση καταμεσής της λευκής έκτασης. Το αθόρυβο βήμα του ήταν πάντοτε απατηλό και γοργό, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην τωρινή του ταχύτητα. Μπροστά του αναπηδούσε το αχνό μπάλωμα του λευκού που είχε ανακαλύψει.

Έτρεξαν στο στενό δρομάκι πλαισιωμένοι από ελατάκια και στις δυο πλευρές. Μέσα από τα δέντρα διακρινόταν η άκρη του μονοπατιού που άνοιγε σ' ένα φεγγαροφωτισμένο ξέφωτο. Ο γερο-Μονόφθαλμος έφτανε γοργά τη φευγαλέα λευκή φιγούρα. Πήδο στον πήδο, κέρδιζε απόσταση. Τώρα την πλησίαζε. Άλλη μια προσπάθεια και θα βύθιζε μέσα της τα δόντια του. Αλλά το άλμα δεν έγινε ποτέ. Ψ ηλά στον αέρα, ίσια προς τα επάνω, υψώθηκε η λευκή φιγούρα, ένας ασπροπόδης αγριοκούνελος που σειόταν και λυγιόταν εκτελώντας κάποιο φανταστικό χορευτικό ψηλά, πάνω από το λύκο, στον αέρα, χωρίς ν' αγγίζει καθόλου στη γη.

Ο Μονόφθαλμος όρμησε πίσω ξεφυσώντας, ξάφνου φοβισμένος, κι ύστερα ζάρωσε στο χιόνι γρυλίζοντας απειλητικά ενάντια σ' ένα αντικείμενο φόβου που δεν καταλάβαινε. Όμως η λύκαινα όρμησε ψύχραιμα πίσω του. Στάθηκε για μια στιγμή και μετά όρμησε στο χορευτή αγριοκούνελο. Πήδηξε κι αυτή ψηλά, όχι όμως τόσο ψηλά όσο το θήραμα, και τα δόντια της χτύπησαν άδεια μεταξύ τους, σαν μέταλλο πάνω σε μέταλλο. Έκανε άλλο έναν πήδο κι άλλο έναν.

Το ταίρι της χαλάρωνε αργά το ζάρωμά του και την παρατηρούσε. Τώρα εκδήλωνε δυσαρέσκεια για τις επανειλημμένες αποτυχίες της κι έκανε κι αυτός ένα δυνατό άλμα προς τα επάνω. Τα δόντια του άρπαξαν το κουνέλι και το ξανάφεραν κάτω στη γη. Ταυτόχρονα όμως ακούστηκε ύποπτο τρίξιμο δίπλα του και τα κατάπληκτα μάτια του είδαν ένα νεαρό ελατάκι να λυγίζει από πάνω του έτοιμο να τον χτυπήσει. Τα σαγόνια του χαλάρωσαν το σφίξιμο και ο λύκος πήδηξε προς τα πίσω για να ξεφύγει από τον αλλόκοτο κίνδυνο, με τα δόντια γυμνωμένα, το λαιμό να γρυλίζει και κάθε τρίχα ορθωμένη από λύσσα και τρόμο. Εκείνη τη στιγμή το δεντράκι ύψωσε προς τα επάνω το λιγνό του κορμό και το κουνέλι υψώθηκε πάλι, χορεύοντας στον αέρα.

Η λύκαινα είχε θυμώσει. Βύθισε τα δόντια στον ώμο του ταιριού της, σε ένδειξη μομφής. Κι εκείνο, τρομαγμένο, αγνοώντας την αιτία της καινούριας τούτης επίθεσης, αντιγύρισε το χτύπημα με μανία και με πολύ μεγαλύτερο τρόμο, ξεσχίζοντας το πλάι του μουσουδιού της λύκαινας. Όμως τέτοια αντίδραση εκ μέρους του στη μομφή ήταν αναπάντεχη ακόμη και για τη λύκαινα, που του όρμησε γρυλίζοντας από αγανάκτηση. Τότε ο γερόλυκος κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να την κατευνάσει. Εκείνη όμως συνέχισε να τον τιμωρεί ώσπου ο λύκος παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια κατευνασμού κι έκανε στροφή για να γυρίσει μακριά της το κεφάλι και ν' αφήσει τους ώμους να δεχτούν την τιμωρία των δοντιών της.

Στο μεταξύ το αγριοκούνελο χόρευε στον αέρα από πάνω τους. Η λύκαινα κάθισε στο χιόνι, ενώ ο γερο-Μονόφθαλμος, που τώρα φοβόταν περισσότερο το ταίρι του παρά το μυστήριο δεντράκι, όρμησε πάλι στο θήραμα. Καθώς έπεφτε κρατώντας το στα δόντια του, δεν άφηνε

Page 26: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

από τα μάτια του το φυτό. Όπως και πριν, τον ακολούθησε πίσω στη γη. Χαμήλωσε για να δεχτεί το επικείμενο χτύπημα, με τις τρίχες ορθωμένες, αλλά χωρίς ν' αφήσει από τα δόντια του το κουνέλι. Αλλά το χτύπημα δεν ήρθε. Το δεντράκι παρέμεινε λυγισμένο από πάνω του. Όταν κουνιόταν ο λύκος, κουνιόταν κι αυτό κι ο λύκος τού γρύλιζε με τα σφιγμένα του σαγόνια· όταν έμενε ακίνητος, έμενε ακίνητο κι αυτό· έτσι ο λύκος συμπέρανε ότι ήταν πιο σίγουρος αν συνέχιζε να μένει ακίνητος. Ωστόσο το ζεστό αίμα του κουνελιού είχε όμορφη γεύση στο στόμα του.

Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε το ταίρι του. Η λύκαινα του πήρε το κουνέλι και, ενώ το δεντράκι σειόταν και λυγιόταν από πάνω της απειλητικά, αυτή ροκάνισε το κεφάλι του κουνελιού. Αμέσως το δεντράκι τινάχτηκε προς τα επάνω και δεν προκάλεσε άλλα προβλήματα, αφού παρέμεινε στην κόσμια και κάθετη στάση που του είχε τάξει η φύση. Ύστερα, η λύκαινα και ο Μονόφθαλμος καταβρόχθισαν μαζί το κυνήγι που είχε παγιδεύσει για χάρη τους το μυστήριο δεντράκι.

Υπήρχαν κι άλλα μονοπάτια και δρομάκια, με αγριοκούνελα που χόρευαν στον αέρα. Το ζευγάρι των λύκων τα εξερεύνησε όλα, με πρωτοπόρο τη λύκαινα, και το γερο-Μονόφθαλμο ουραγό και παρατηρητή, να μαθαίνει πώς ξεγυμνώνουν τα δόκανα —γνώση που επρόκειτο να του φανεί πολύ χρήσιμη στις μέρες που θα ακολουθούσαν.

Page 27: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η φωλιά

Για δυο μέρες η λύκαινα και ο Μονόφθαλμος τριγύριζαν τον ινδιάνικο οικισμό. Ο λύκος ήταν ανήσυχος και φοβισμένος, ο οικισμός όμως προσέλκυε σαν μαγνήτης το ταίρι του, που εκδήλωνε απροθυμία να φύγει. Όταν όμως, ένα πρωί, στον αέρα πλανήθηκε κοντινή απειλή τουφεκιού και στον κορμό ενός δέντρου, κάμποσα εκατοστά από το κεφάλι του Μονόφθαλμου, καρφώθηκε μια σφαίρα, δε δίστασαν άλλο και ξεκίνησαν με μεγάλους, στριφογυριστούς διασκελισμούς που γρήγορα έβαλαν μίλια ανάμεσα σ' αυτούς και τον κίνδυνο.

Δεν πήγαν μακριά —δυο μέρες ταξίδι. Η ανάγκη της λύκαινας να βρει αυτό που ζητούσε είχε γίνει πλέον επιτακτική. Βάραινε και δεν μπορούσε να τρέξει. Μια φορά, κυνηγώντας κάποιο αγριοκούνελο, που κανονικά θα έπιανε με άνεση, παρέδωσε τα όπλα και ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Ο Μονόφθαλμος την πλησίασε. Όταν όμως άγγιξε απαλά το λαιμό της με το μουσούδι του, τον χτύπησε με τόση μανία, ώστε ο γερόλυκος τρέκλισε προς τα πίσω με μια γελοία κίνηση, στην προσπάθειά του να αποφύγει τα δόντια της. Είχε γίνει πιο ευερέθιστη παρά ποτέ. Αλλά κι εκείνος είχε γίνει πιο υπομονετικός παρά ποτέ και πιο προβληματισμένος.

Κάποτε η λύκαινα βρήκε αυτό που γύρευε. Ήταν μερικά μίλια ανηφορικά στη ροή ενός ποταμιού που το καλοκαίρι χυνόταν στον Mackenzie, αλλά που τώρα ήταν παγωμένο μέχρι τον κακοτράχαλο πάτο του —ένα άψυχο ποταμάκι, κατάλευκο και συμπαγές από την πηγή μέχρι την εκβολή του. Η λύκαινα προχωρούσε κουρασμένη, με το ταίρι της να προπορεύεται αρκετά, όταν έφτασε πάνω από τον ψηλό καφετή βράχο. Έκανε στροφή και προχώρησε προς τα εκεί. Οι καταστροφικές ανοιξιάτικες καταιγίδες και τα λιωμένα χιόνια είχαν διαβρώσει την όχθη και, σε ένα σημείο, σε μια στενή χαραμάδα, είχαν σκάψει μια μικρή σπηλιά.

Η λύκαινα στάθηκε στο στόμιο της σπηλιάς και παρατήρησε προσεκτικά το τοίχωμα. Ύστερα, κι από τη μια πλευρά και από την άλλη, έτρεξε γύρω γύρω τη βάση του τοιχώματος, μέχρι εκεί όπου το συμπαγή όγκο του απορροφούσε ένα ομαλότερο σημείο. Ξαναγύρισε στη σπηλιά και μπήκε στο στενό στόμιο. Για ένα μέτρο περίπου αναγκάστηκε να προχωρήσει σκυφτή, ύστερα όμως τα τοιχώματα πλάτυναν και ψήλωσαν, για να σχηματίσουν ένα μικρό κυκλικό χώρο με διάμετρο δυο μέτρα περίπου. Η οροφή μόλις που ξεπερνούσε το ύψος του κεφαλιού της. Ο χώρος ήταν στεγνός και ζεστός. Η λύκαινα τον επιθεώρησε με μεγάλη προσοχή, ενώ ο Μονόφθαλμος, που είχε επιστρέψει, έστεκε στην είσοδο και την παρατηρούσε υπομονετικά. Η λύκαινα έσκυψε το κεφάλι, με τη μύτη στο έδαφος και με στόχο ένα σημείο κοντά στα σφιχτά κλεισμένα πόδια της, κι έκανε πολλούς κύκλους γύρω απ' αυτό το σημείο. Ύστερα, με έναν κουρασμένο στεναγμό, σχεδόν βογκητό, λύγισε το κορμί προς τα μέσα, χαλάρωσε τα πόδια και κάθισε με το κεφάλι προς την είσοδο. Ο Μονόφθαλμος, με τεντωμένα από το ενδιαφέρον αυτιά, της γελούσε, ενώ λίγο πιο πίσω του, στο λευκό φως του στομίου, διαγραφόταν αχνό το καλοσυνάτο κούνημα της ουράς του. Τα αυτιά της λύκαινας ζάρωσαν κι ύστερα τεντώθηκαν πίσω και κάτω για μια στιγμή, ενώ το στόμα της άνοιγε και η γλώσσα ξεμύτιζε αργά από το στόμα της. Μ' αυτό τον τρόπο εξέφρασε την ευχαρίστηση και την ικανοποίησή της.

Ο Μονόφθαλμος πεινούσε. Ξάπλωσε στην είσοδο και κοιμήθηκε, αλλά ο ύπνος του ήταν ανήσυχος. Συνεχώς ξυπνούσε και τέντωνε τα αυτιά προς τον έξω φωτεινό κόσμο, όπου έλαμπε στο χιόνι ο απριλιάτικος ήλιος. Όταν λαγοκοιμόταν, τ' αυτιά του ξέκλεβαν τον αχνό ήχο κελαρύσματος τρεχούμενου νερού. Τότε σηκωνόταν για ν' αφουγκραστεί προσεκτικά. Ξανάβγαινε ο ήλιος και τον καλούσε η Γη του Βορρά, που ξυπνούσε από τη νάρκη της. Ο παλμός της ζωής. Στον αέρα πλανιόταν η ευωδιά της άνοιξης, η αίσθηση της ζωής που φύτρωνε κάτω από το χιόνι, του χυμού που ανέβαινε στα δέντρα, των μπουμπουκιών που

Page 28: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

έσπαγαν τα δεσμά του παγετού.

Ο γερόλυκος έριχνε ανήσυχες ματιές στο ταίρι του, εκείνη όμως δεν εκδήλωνε διάθεση να σηκωθεί. Ο λύκος κοίταξε έξω κι είδε κάμποσα χιονοπούλια να πετούν μακριά. Πήγε να σηκωθεί, ύστερα ξανακοίταξε το ταίρι του και κάθισε πάλι να ξανακοιμηθεί. Κάτι βούιξε αμυδρά αλλά επίμονα στ' αυτιά του. Μια φορά, μπορεί και δύο, έτριψε τη μύτη με την πατούσα του. Ύστερα ξύπνησε. Στον αέρα πετούσε βουίζοντας ένα μοναχικό κουνούπι. Ήταν ένα κουνούπι με πλήρη ανάπτυξη, που έμεινε όλο το χειμώνα ναρκωμένο σε κάποιο στεγνό κορμό, για να το ξεπαγώσει τώρα ο ήλιος. Ο λύκος δεν μπορούσε ν' αντισταθεί άλλο στο κάλεσμα του κόσμου. Άλλωστε πεινούσε κιόλας.

Σύρθηκε κοντά στο ταίρι του και προσπάθησε να την πείσει να σηκωθεί. Εκείνη όμως του γρύλισε κι έτσι ο γερόλυκος βγήκε μόνος στο ηλιόλουστο χιόνι, που είχε μαλακώσει και του δυσκόλευε το βάδισμα. Πήγε στην παγωμένη κοίτη του ποταμού, όπου το χιόνι ήταν ακόμα σκληρό και κρυσταλλένιο από τη σκιά των δέντρων. Έλειψε οκτώ ώρες και ξαναγύρισε όταν σκοτείνιασε, πιο πεινασμένος από πριν. Είχε βρει κυνήγι, αλλά δεν το είχε πιάσει. Έσπασε η μισολιωμένη κρούστα του χιονιού και τον κατάπιε το νερό, ενώ τα ασπροπόδαρα κουνέλια βρήκαν ευκαιρία να του ξεφύγουν.

Σταμάτησε στο στόμιο της σπηλιάς, ξαφνιασμένος και καχύποπτος. Από μέσα ακούγονταν αχνοί, αλλόκοτοι ήχοι. Δεν ήταν ήχοι από το ταίρι του, ωστόσο ήταν αμυδρά γνώριμοι. Σύρθηκε προσεκτικά με την κοιλιά προς τα μέσα, όπου τον υποδέχτηκε ένα προειδοποιητικό γρύλισμα της λύκαινας. Το δέχτηκε ατάραχος, αν και κρατήθηκε σε απόσταση. Εξακολουθούσαν όμως να τον προβληματίζουν οι άλλοι θόρυβοι —αχνά, πνιχτά κλαψουρίσματα και γουργουρητά.

Θυμωμένο, το ταίρι του τον προειδοποίησε να κρατηθεί σε απόσταση, έτσι ο γερόλυκος κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε στην είσοδο. Όταν ξημέρωσε και στη φωλιά εισχώρησε αχνό το φως, αναζήτησε πάλι την αιτία των αμυδρά γνώριμων ήχων. Τώρα το προειδοποιητικό γρύλισμα της λύκαινας είχε καινούρια χροιά. Ήταν μια χροιά ζήλιας κι ο λύκος φρόντισε να κρατηθεί σε σεβαστή απόσταση. Διέκρινε ωστόσο, κουρνιασμένα ανάμεσα στα πόδια της και κατά μήκος του κορμιού της, πέντε παράξενα ζωντανά μπογαλάκια, πολύ αδύναμα, πολύ ανήμπορα, που κλαψούριζαν απαλά με τα μάτια τους κλειστά. Ο λύκος ξαφνιάστηκε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε αυτό στη μακρόχρονη κι επιτυχημένη ζωή του. Είχε συμβεί πολλές φορές, ωστόσο κάθε φορά ήταν και μια καινούρια έκπληξη.

Το ταίρι του τον κοίταζε με αγωνία. Κάθε τόσο έβγαζε μικρά γρυλίσματα και, καμιά φορά, όταν της φαινόταν ότι την πλησίαζε πολύ, το γρύλισμα δυνάμωνε και γινόταν κοφτό ουρλιαχτό. Από δική της πείρα δεν είχε ανάμνηση τέτοιου γεγονότος. Αλλά το ένστικτό της, που ήταν η πείρα όλων των μαμάδων των λύκων, της ξυπνούσε μια ανάμνηση μπαμπάδων λύκων που είχαν φάει τα νεογέννητα, ανήμπορα παιδιά τους. Κι ήταν τόσο έντονος ο φόβος της, ώστε την ανάγκασε να εμποδίσει το Μονόφθαλμο να πλησιάσει πιο κοντά και να επιθεωρήσει τα νεογνά που είχε σπείρει.

Αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος. Ο γερο-Μονόφθαλμος ένιωθε να τον ωθεί ένα ένστικτο που, με τη σειρά του, ήταν ένα ένστικτο όλων των μπαμπάδων λύκων. Δεν το αμφισβήτησε ούτε αναρωτήθηκε γι' αυτό. Το ένιωθε με κάθε ίνα του κορμιού του. Και το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να το υπακούσει γυρίζοντας την πλάτη στη νεογέννητη φαμίλια του και να ξαναβγεί έξω, στ' αχνάρια του κρέατος, όπου είχε ζήσει.

Πέντε ή έξι μίλια από τη φωλιά, το ποτάμι σχημάτιζε κάθετη διχάλα προς τα βουνά. Ο λύκος πήρε το δεξί παρακλάδι κι έπεσε σε φρέσκο αχνάρι. Το οσμίστηκε και το βρήκε τόσο φρέσκο,

Page 29: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ώστε μεμιάς πήρε την κατεύθυνση όπου έσβηνε. Το αχνάρι ήταν πολύ μεγαλύτερο από του δικού του ποδιού και κατάλαβε ότι, μετά από τέτοιο αχνάρι, ελάχιστο κρέας θα απέμενε για κείνον.

Μισό μίλι πιο πέρα, τα ευαίσθητα αυτιά του έπιασαν ροκάνισμα δοντιών. Παραφύλαξε το θήραμα και διαπίστωσε ότι ήταν ένας σκαντζόχοιρος που έστεκε όρθιος μπροστά σε ένα δέντρο και προσπαθούσε να δαγκώσει το φλοιό. Ο Μονόφθαλμος πλησίασε προσεκτικά αλλά χωρίς ελπίδα. Γνώριζε το είδος, αν και δεν το είχε απαντήσει ποτέ τόσο βόρεια. Και ποτέ, στο μακρόχρονο βίο του, δεν είχε φάει σκαντζόχοιρο. Είχε μάθει ωστόσο ότι υπάρχει κάτι που λέγεται Πιθανότητα ή Ευκαιρία, γι' αυτό συνέχισε να πλησιάζει. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι θα συμβεί, επειδή με τα ζωντανά πλάσματα τα γεγονότα δεν ακολουθούν πάντα την ίδια πορεία.

Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε σε μπάλα και πέταξε κάτι μακριές, μυτερές βελόνες προς όλες τις μεριές για να αποκρούσει την επίθεση. Στα νιάτα του, ο Μονόφθαλμος είχε οσμιστεί μια φορά από κοντά μια παρόμοια, επιφανειακά ακίνητη, αγκάθινη μπάλα, για να χτυπηθεί αναπάντεχα στο μουσούδι του από μια ουρά. Του είχε καρφωθεί στη μύτη ένα αγκάθι και τον πονούσε πολύ καιρό, ώσπου ν' αποφασίσει να βγει. Έτσι ο γερόλυκος ξάπλωσε αναπαυτικά, με τη μύτη σε απόσταση ασφαλείας κι έξω από την εμβέλεια της ουράς. Και περίμενε τελείως ακίνητος. Δεν ήξερε τι θα γίνει. Κάτι θα γινόταν, ίσως. Ίσως ξετυλιγόταν ο σκαντζόχοιρος. Ίσως του δινόταν η ευκαιρία ν' απλώσει στα κλεφτά την πατούσα και να ξεσχίσει την τρυφερή, απροστάτευτη κοιλιά.

Μετά από μισή ώρα όμως, σηκώθηκε, γρύλισε με μανία στην ακίνητη μπάλα και συνέχισε το δρόμο του. Ήξερε τι σημαίνει να περιμένεις ένα σκαντζόχοιρο να ξετυλιχτεί και δε θα χασομερούσε περισσότερο. Συνέχισε να προχωρεί στο δεξί παρακλάδι. Η μέρα κύλησε αλλά το κυνήγι του δεν ευοδώθηκε.

Είχε ξυπνήσει έντονα και το πατρικό του ένστικτο. Έπρεπε να βρει κρέας. Το απόγευμα έπεσε πάνω σ' ένα λαγόποδο. Ξεμύτισε από ένα σύδεντρο και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το αργόστροφο πτηνό. Εκείνο καθόταν σε ένα κορμό, ούτε τριάντα πόντους πέρα από τη μύτη του λύκου. Είδαν ο ένας τον άλλο. Το πουλί αναπήδησε ξαφνιασμένο, αλλά ο λύκος το χτύπησε με την πατούσα, το σώριασε στη γη το ποδοπάτησε και το άρπαξε με τα δόντια, καθώς εκείνο πάλευε πάνω στο χιόνι για να ξαναπετάξει. Καθώς τα δόντια βυθίστηκαν στην τρυφερή σάρκα και τα εύθραυστα κόκαλα, ήταν φυσικό ο λύκος ν' αρχίσει να τρώει. Ύστερα όμως θυμήθηκε και, αφού έκανε στροφή επιτόπου, κίνησε για το σπίτι κρατώντας το λαγόποδο στο στόμα του.

Ένα μίλι πιο κάτω, προχωρώντας αθόρυβα κατά τη συνήθειά του, σαν σκιά που καραδοκεί και την παραμικρή αλλαγή στην πορεία, έπεσε πάνω σε πιο πρόσφατα αποτυπώματα των μεγάλων αχναριών που είχε ανακαλύψει νωρίτερα το πρωί. Ακολούθησε το μονοπάτι, πανέτοιμος να συναντήσει το δημιουργό των αχναριών σε κάθε στροφή του ποταμιού.

Ο γερόλυκος πρόβαλε το κεφάλι από μια γωνιά του βράχου, όπου ξεκινούσε μια ασυνήθιστα μεγάλη καμπή του ρεύματος, και το γρήγορο βλέμμα του διέκρινε κάτι που τον έστειλε να κουρνιάσει χαμηλά. Ήταν ο δημιουργός των αχναριών, ένας μεγάλος θηλυκός αγριόγατος. Ήταν κουρνιασμένος, όπως είχε κουρνιάσει κι ο λύκος μας μια φορά εκείνη τη μέρα, κι είχε μπροστά του τη σφιχτοκλεισμένη αγκάθινη μπάλα. Κι αν ως τότε ο λύκος μας ήταν αθόρυβη σκιά, τώρα έγινε το φάντασμα της σκιάς, έτσι όπως σύρθηκε κυκλικά για να πλησιάσει αθόρυβα το σιωπηλό, ακίνητο ζευγάρι.

Ξάπλωσε στο χιόνι, ελευθέρωσε τα δόντια του από το λαγόποδο και, με τα μάτια του να κοιτούν διαπεραστικά μέσα από τις βελόνες ενός χαμηλού ελατιού, βάλθηκε να παρακολουθεί το παιχνίδι της ζωής που παιζόταν μπροστά του: την αναμονή του αγριόγατου

Page 30: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

και την αναμονή του σκαντζόχοιρου, που καθένα χωριστά στόχευε στο να ζήσει. Και το περίεργο σ' εκείνο το παιχνίδι ήταν ότι η ζωή του ενός είχε προϋπόθεση το φάγωμα του άλλου, και η ζωή του άλλου προϋπόθεση το να μη φαγωθεί. Και ο γερο-Μονόφθαλμος, ο λύκος, κουρνιασμένος στην κρυψώνα, έπαιζε το δικό του ρόλο στο παιχνίδι, περιμένοντας κάποιο παράξενο γύρισμα της Τύχης που ίσως τον βοηθούσε ν' αποκτήσει πρόσβαση στο κρέας, το δικό του τρόπο να ζήσει.

Πέρασε μισή ώρα, μία· και δε συνέβη τίποτα. Η αγκάθινη μπάλα κάλλιστα θα μπορούσε να είναι πέτρα. Ο αγριόγατος θα μπορούσε να έχει γίνει άγαλμα από το κρύο. Και ο γερο-Μονόφθαλμος θα μπορούσε να έχει πεθάνει. Ωστόσο και τα τρία πλάσματα είχαν γαντζωθεί από μια επιθυμία να ζήσουν τόσο έντονη, που σχεδόν τα πονούσε, ενώ ταυτόχρονα δεν είχαν νιώσει ποτέ πιο ζωντανά από κείνη τη στιγμή, μέσα στη φαινομενική τους απολίθωση.

Ο Μονόφθαλμος κινήθηκε ελαφρά και κοίταξε μπροστά με αυξημένη ετοιμότητα. Κάτι συνέβαινε. Επιτέλους ο σκαντζόχοιρος αποφάσισε ότι ο εχθρός του είχε φύγει. Αργά, προσεκτικά, ξετύλιγε τη φουσκωτή αδιαπέραστη πανοπλία του, χωρίς την παραμικρή ταραχή ή βιασύνη. Αργά αργά, η αγκάθινη μπάλα τεντώθηκε και μάκρυνε. Ο Μονόφθαλμος, που παρακολουθούσε, ένιωσε να υγραίνει αθέλητα το στόμα του από το σάλιο, στη θέα του γεύματος που ξετυλιγόταν μπροστά του.

Ο σκαντζόχοιρος δεν είχε ξετυλιχτεί τελείως, όταν αντιλήφθηκε τον εχθρό του. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ο αγριόγατος. Το χτύπημα έπεσε σαν αστραπή. Η πατούσα, με τα σκληρά, γυριστά σαν αρπάγες νύχια, χτύπησε και ξέσχισε την τρυφερή κοιλιά με μια και μόνη κίνηση. Αν είχε ξετυλιχτεί τελείως ο σκαντζόχοιρος ή αν δεν είχε αντιληφθεί τον εχθρό του ένα δευτερόλεπτο πριν δεχτεί το χτύπημα, η πατούσα θα είχε ξεφύγει σώα και αβλαβής. Καθώς όμως υποχωρούσε, μια πλάγια κίνηση της ουράς την κάρφωσε με μυτερά αγκάθια.

Όλα είχαν συμβεί ταυτόχρονα: η επίθεση, η αντεπίθεση, η κραυγή αγωνίας του σκαντζόχοιρου, το δυνατό τσίριγμα του αίλουρου από τον αναπάντεχο πόνο. Ο Μονόφθαλμος μισοσηκώθηκε ξαφνιασμένος, με αυτιά ορθωμένα και την ουρά να ταλαντεύεται τεντωμένη πίσω του. Ο θυμός του αγριόγατου ξέσπασε ακράτητος. Ο αίλουρος όρμησε άγρια προς το πράγμα που τον είχε πληγώσει. Αλλά ο σκαντζόχοιρος, σκούζοντας και βογκώντας, και με το πληγωμένο κορμί του να προσπαθεί να ξανατυλιχτεί, τίναξε πάλι την ουρά και για δεύτερη φορά ο μεγαλόσωμος αίλουρος ούρλιαξε από τον πόνο και το ξάφνιασμα. Ύστερα έπεσε πίσω και ρουθούνισε, με το μουσούδι του σπαρμένο βελόνια, σαν πελότα. Έτριψε τη μύτη με τις πατούσες του, προσπάθησε να ξεριζώσει τις αλλόκοτες σαΐτες, τη βούτηξε στο χιόνι και την έξυσε πάνω σε κλώνους και κλαριά, πηδώντας δεξιά κι αριστερά, μπροστά και στο πλάι, πάνω και κάτω, φρενιασμένος από τον πόνο και τον τρόμο.

Συνέχισε να φτερνίζεται ασταμάτητα, ενώ η ουρά του έκανε ό,τι μπορούσε με γρήγορα και απότομα τινάγματα. Κάποτε ο αίλουρος παράτησε τα καραγκιοζιλίκια και ησύχασε για μια στιγμή. Ο Μονόφθαλμος παρακολουθούσε. Κι ακόμα κι αυτός δεν κατάφερε να πνίξει το ξάφνιασμα και την ανατριχίλα του, όταν τον είδε ξαφνικά να πηδάει, τελείως απροειδοποίητα στον αέρα, και ταυτόχρονα να βγάζει ένα τρομερό ουρλιαχτό. Ύστερα ξεμάκρυνε στο χιόνι, ξεφωνίζοντας με κάθε πήδο.

Μόνο όταν η αντάρα έσβησε στο βάθος του δρόμου, αποτόλμησε να πλησιάσει ο Μονόφθαλμος. Προχώρησε τόσο προσεκτικά, θαρρείς κι ολόκληρη η χιονισμένη έκταση ήταν σπαρμένη με αγκάθια, ορθωμένα κι έτοιμα να του τρυπήσουν τις τρυφερές πατούσες του. Ο σκαντζόχοιρος υποδέχτηκε την προσέγγιση με ένα θυμωμένο γρύλισμα κι ένα τρίξιμο των μεγάλων δοντιών του. Είχε καταφέρει πάλι να κουλουριαστεί, όχι όμως με την ίδια συνοχή· οι σάρκες του είχαν ξεσχιστεί, σχεδόν κοπεί στα δύο, και συνέχιζε να αιμορραγεί ακατάσχετα.

Page 31: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ο Μονόφθαλμος σάρωσε μπουκιές ολόκληρες από το ματωμένο χιόνι, μασούλισε, γεύτηκε και κατάπιε. Ήταν σκέτη απόλαυση και μεγάλωσε την πείνα του. Ήταν όμως πολύ γέροντας για να χαλαρώσει την προσοχή του. Περίμενε. Ξάπλωσε και περίμενε, ενώ ο σκαντζόχοιρος έτριζε τα δόντια και ξεστόμιζε γρυλίσματα και λυγμούς και καμιά φορά πνιχτά ουρλιαχτά. Σε λίγο, ο Μονόφθαλμος παρατήρησε ότι τα αγκάθια δεν ήταν πια εντελώς ορθωμένα κι ότι είχε αρχίσει έντονη τρεμούλα. Η τρεμούλα σταμάτησε ξαφνικά. Ακολούθησε ένα τελευταίο, προκλητικό τρίξιμο των δοντιών. Κι ύστερα όλα τα αγκάθια έγειραν και το κορμί χαλάρωσε και δεν ξανακουνήθηκε.

Με νευρικό και διστακτικό βήμα, ο Μονόφθαλμος ξετύλιξε το σκαντζόχοιρο και τον γύρισε ανάσκελα. Δεν έγινε τίποτα. Σίγουρα είχε ψοφήσει. Τον περιεργάστηκε για λίγο κι ύστερα τον άρπαξε με τα δόντια και συνέχισε την κατηφορική πορεία του στον ποταμό, άλλοτε κουβαλώντας άλλοτε σέρνοντας το σκαντζόχοιρο, με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, για ν' αποφεύγει να πατήσει πάνω στην αγκαθωτή μάζα. Κάτι θυμήθηκε, άφησε κάτω το φορτίο και ξαναγύρισε εκεί όπου είχε αφήσει το λαγόποδο. Δε δίστασε ούτε στιγμή. Ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει και το έκανε, τρώγοντας αμέσως το λαγόποδο. Ύστερα ξαναγύρισε και ξαναζεύτηκε το φορτίο του.

Όταν έσυρε τη λεία της ημέρας μέσα στη σπηλιά, η λύκαινα την επιθεώρησε κι ύστερα έστριψε προς το μέρος του το μουσούδι της και τον έγλειψε ανάλαφρα στο λαιμό. Την επόμενη στιγμή όμως τον προειδοποιούσε να φύγει μακριά από τα μωρά της, αλλά με ένα γρύλισμα λιγότερο κοφτό και πιότερο απολογητικό παρά απειλητικό. Ο ενστικτώδης φόβος για τον πατέρα των κουταβιών της ατονούσε. Ο γερόλυκος συμπεριφερόταν ως πατέρας και δεν εκδήλωνε καμιά ανόσια διάθεση να καταβροχθίσει τις νεαρές ζωές που είχε φέρει στον κόσμο.

Page 32: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Το γκρίζο λυκάκι

Ηταν διαφορετικός από τα αδέρφια του, αρσενικά και θηλυκά. Το δικό τους τρίχωμα είχε ήδη τις κοκκινωπές ανταύγειες, κληρονομιά από τη μάνα τους, τη λύκαινα· ενώ αυτός, και μόνο αυτός, έμοιαζε στον πατέρα του. Ήταν ο μικρός γκριζούλης της γέννας. Ήταν πραγματικός απόγονος λύκων —στην πραγματικότητα πραγματικό παιδί, από σωματική άποψη, του γερο-Μονόφθαλμου, με μια και μόνη εξαίρεση: είχε δυο μάτια αντί για το ένα του πατέρα του.

Δεν πρόλαβε ν' ανοίξει καλά καλά τα μάτια του και ο γκριζούλης ατένισε το περιβάλλον με βλέμμα σταθερό. Κι ενώ τα μάτια του ήταν ακόμη κλειστά, είχε νιώσει, γευτεί και οσμιστεί. Γνώριζε πολύ καλά τους δυο αδερφούς και τις δυο αδερφές του. Είχε αρχίσει μαζί τους το σαματά, με έναν αδύναμο, αδέξιο τρόπο, ακόμα και τον καβγά. Το λαιμουδάκι έπαλλε μ' έναν αλλόκοτο, κοφτό ήχο (τον πρόλογο του γρυλίσματος), όταν το λυκάκι θύμωνε. Και πολύ πριν ανοίξουν τα μάτια του, έμαθε με το άγγιγμα, τη γεύση και την οσμή, τη μητέρα του —μια πηγή ζεστασιάς, υγρής τροφής και τρυφερότητας. Η μητέρα του είχε απαλή, τρυφερή γλώσσα που τον ηρεμούσε, όταν γλιστρούσε πάνω στο απαλό του κορμάκι κι αυτό του γεννούσε τη διάθεση να κουρνιάσει κοντά της και να το ξαναρίξει στον ύπνο.

Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μήνα της ζωής του τον πέρασε κοιμισμένος. Τώρα όμως έβλεπε καλά κι έμενε πολλές ώρες ξύπνιος κι άρχιζε να μαθαίνει καλά τον κόσμο του. Ο κόσμος του ήταν μουντός· αλλά δεν το ήξερε, επειδή δε γνώριζε άλλο κόσμο. Ήταν μισοσκότεινος· αλλά τα μάτια του δεν αναγκάστηκαν ποτέ να προσαρμοστούν σε άλλο φως. Ο κόσμος του ήταν πολύ μικρός. Όριά του, τα τοιχώματα της φωλιάς· επειδή δε γνώριζε όμως τον απέραντο έξω κόσμο, δεν τον καταπίεσαν ποτέ τα στενά όρια της ύπαρξής του.

Όμως ανακάλυψε γρήγορα ότι ένα τοίχωμα του κόσμου του ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ήταν το στόμιο της σπηλιάς και η πηγή του φωτός. Το λυκάκι ανακάλυψε ότι εκείνος ο τοίχος διέφερε από τους υπόλοιπους πολύ πριν αποκτήσει δική του σκέψη, οποιαδήποτε συνειδητή θέληση. Τον προσέλκυσε ακατανίκητα πριν ανοίξουν καν τα μάτια του και τον κοιτάξει. Τον χτύπησε το φως στα σφαλισμένα του βλέφαρα· τα μάτια και τα οπτικά νεύρα πήραν ζωή κάτω από τις μικρές σαν σπίθες αστραψιές, με το ζεστό χρώμα και την αλλόκοτη γλύκα. Η ζωή του κορμιού του, και κάθε μόριο του κορμιού του, η ζωή που αποτελούσε την ίδια την ουσία της ύπαρξής του και που ήταν ξέχωρη από τη δική του προσωπική ζωή, παραδόθηκε σ' αυτό το φως και ώθησε το κορμί του προς αυτό με την ίδια χημική διεργασία που ωθεί ένα φυτό ν' ανοίξει προς τον ήλιο.

Πάντα, στην αρχή, πριν ακόμη αποκτήσει συνείδηση, σερνόταν προς το στόμιο της σπηλιάς. Και σ' αυτό τον συντρόφευαν τα αδέρφια του. Κανένα, εκείνη την περίοδο, δε σύρθηκε προς τις σκοτεινές γωνιές του πίσω τοιχώματος. Το φως τους τραβούσε, σαν να ήταν φυτά· η χημεία που τους είχε δώσει τη ζωή απαιτούσε το φως, σαν απαραίτητο στοιχείο· και τα κουταβίσια κορμάκια τους σέρνονταν στα τυφλά, μόνο με τη χημεία, σαν αναρριχητικά φυτά. Αργότερα, όταν κάθε λυκάκι ανέπτυξε ατομικότητα κι απέκτησε συνείδηση των παρορμήσεων και των επιθυμιών, μεγάλωσε και η έλξη του φωτός. Συνέχεια προς τα εκεί σέρνονταν και κυλιόνταν, ώσπου να τα ξαναγυρίσει πίσω η μητέρα τους.

Μ' αυτό τον τρόπο το γκρίζο λυκάκι έμαθε κι άλλες ιδιότητες της μητέρας του εκτός από την απαλή, τρυφερή γλώσσα. Με τα επίμονα σουρσίματά του προς το φως, ανακάλυψε μια μύτη: μια απότομη σπρωξιά σήμαινε κατσάδα· και, αργότερα, μια πατούσα που τον σώριαζε κάτω ή τον κυλούσε ανάσκελα με γρήγορα, υπολογισμένα χτυπήματα. Έτσι έμαθε τον πόνο· και πάνω απ' όλα έμαθε να αποφεύγει τον πόνο, πρώτα με το να μην τον προκαλεί με αταξία· και, ύστερα, αν τον είχε προκαλέσει με αταξία, να ξεφεύγει με κόλπα και με υποχώρηση. Αυτές οι ενέργειες ήταν συνειδητές και αποτέλεσμα των πρώτων γενικών συμπερασμάτων του για τον

Page 33: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κόσμο. Προηγουμένως, υποχωρούσε ασυνείδητα μπροστά στον πόνο, όπως ασυνείδητα είχε συρθεί προς το φως. Ύστερα, υποχωρούσε από τον πόνο, επειδή ήξερε ότι ήταν πόνος.

Ήταν ένα σκληρό μικρό λυκάκι. Το ίδιο και τα αδέρφια του. Αναμενόμενο άλλωστε. Ήταν ζώο σαρκοφάγο. Ανήκε σε είδος που σκότωνε και έτρωγε κρέας. Οι γονείς του ζούσαν αποκλειστικά με κρέας. Το γάλα που βύζαξε τον πρώτο καιρό της ζωής του ήταν γάλα που βγαίνει κατευθείαν από το κρέας και τώρα, μετά από ένα μήνα, με τα μάτια του ανοιχτά μόνο εδώ και μια βδομάδα, άρχισε να τρώει κι αυτός κρέας —κρέας που μισοχώνευε η λύκαινα και το 'βγαζε από το λαιμό της για να το ταΐσει στα πέντε βλαστάρια που είχαν εγείρει υπερβολικές απαιτήσεις στο στήθος της.

Ωστόσο αυτός ήταν το πιο σκληρό λυκάκι. Γρύλιζε πιο δυνατά από τα άλλα. Τα ξεσπασματάκια του θυμού του ήταν πιο τρομερά από των άλλων. Πρώτος αυτός έμαθε να πετάει κάτω τα άλλα λυκάκια με μια πονηρή κλοτσιά. Και πρώτος αυτός άρπαξε άλλο λυκάκι από το αυτί, το τράβηξε, το έσυρε και του γρύλισε με σφιγμένα τα σαγόνια. Και βέβαια ήταν αυτός που δυσκόλευε περισσότερο τη μάνα του να κρατήσει τα νεογνά της μακριά από το στόμιο της σπηλιάς.

Η γοητεία που ασκούσε το φως στο γκρίζο λυκάκι μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Συνέχεια επιχειρούσε περιπέτειες προς την είσοδο της σπηλιάς και συνέχεια τον ξαναγύριζαν πίσω. Μόνο που δεν ήξερε ότι ήταν είσοδος. Δεν ήξερε τίποτα για εισόδους —περάσματα από το ένα μέρος στο άλλο. Δεν ήξερε κανένα άλλο μέρος και πολύ λιγότερο ήξερε πώς να πάει εκεί. Έτσι η είσοδος της σπηλιάς ήταν γι' αυτόν ένας τοίχος —ένας φωτεινός τοίχος. Κι ό,τι είναι ο ήλιος για τον κάτοικο του έξω κόσμου, αυτός ο τοίχος ήταν για το λυκάκι ο ήλιος του κόσμου του. Τον τραβούσε, όπως η φλόγα το έντομο. Συνέχεια πάσχιζε να τον φτάσει. Η ζωή που τόσο γοργά τον πλημμύριζε τον ωθούσε συνεχώς προς το φωτεινό τοίχο. Η ζωή που ζούσε μέσα του ήξερε ότι ήταν η μόνη διέξοδος, ο δρόμος που του είχαν τάξει να χαράξει. Αλλά το ίδιο το λυκάκι δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό. Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε έξω κόσμος.

Μόνο ένα παράξενο είχε εκείνος ο φωτεινός τοίχος. Ο πατέρας του —αναγνώριζε ήδη τον πατέρα του σαν άλλο έναν κάτοικο του κόσμου του, ένα πλάσμα σαν τη μητέρα του, που κοιμόταν κοντά στο φως κι ήταν ο κουβαλητής της τροφής— είχε έναν τρόπο να πηγαίνει ίσια στο μακρινό φωτεινό τοίχο και να εξαφανίζεται. Αυτό δεν το καταλάβαινε το γκρίζο λυκάκι. Αν και δεν του επέτρεπε ποτέ η μητέρα του να πλησιάσει εκείνο τον τοίχο, είχε πλησιάσει τους άλλους τοίχους, για να συναντήσει σκληρή αντίσταση στην άκρη της τρυφερής μύτης του. Πόνεσε. Και μετά από πολλές τέτοιες περιπέτειες, άφησε ήσυχους τους τοίχους. Χωρίς να το σκεφτεί, δέχτηκε την εξαφάνιση στον τοίχο σαν ιδιομορφία του πατέρα του, όπως το γάλα και η μισοχωνεμένη τροφή ήταν ιδιομορφίες της μητέρας του.

Για να λέμε την αλήθεια, το γκρίζο λυκάκι δεν είχε κλίση προς τη σκέψη, τουλάχιστον στο είδος της σκέψης των ανθρώπων. Το μυαλό του λειτουργούσε με ακαθόριστους τρόπους. Ωστόσο τα συμπεράσματά του ήταν εξίσου κοφτά και ξεκάθαρα, όπως των ανθρώπων. Είχε τον τρόπο του να δέχεται τα πράγματα, χωρίς να ρωτά το γιατί και το πώς. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι σαν ξεχώρισμα. Ποτέ δεν τον απασχόλησε το γιατί συνέβαινε κάτι· του αρκούσε το ότι συνέβαινε. Έτσι, όταν κουτούλησε τη μύτη του στον πίσω τοίχο κάμποσες φορές, δέχτηκε ότι δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί μέσα σε τοίχους. Με τον ίδιο τρόπο δέχτηκε ότι ο πατέρας του μπορούσε να εξαφανίζεται μέσα σε τοίχους. Αλλά δεν επιθύμησε καθόλου να μάθει το λόγο της διαφοράς ανάμεσα στον πατέρα του και στον ίδιο. H λογική και η φυσική δεν ήταν στοιχεία της διανοητικής κατασκευής του.

Όπως τα περισσότερα πλάσματα της Άγριας Φύσης, ένιωσε από νωρίς την πείνα. Ήρθε καιρός που, όχι μόνο έπαψε η προμήθεια του κρέατος, αλλά έπαψε να βγαίνει και γάλα από το στήθος της μητέρας του. Στην αρχή, τα λυκάκια κλαψούρισαν και γρύλισαν, αλλά μετά το

Page 34: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

'ριξαν στον ύπνο. Μετά από λίγο διάστημα, έπεσαν σε κώμα από την πείνα. Τέρμα ο σαματάς και οι καβγάδες, τέρμα τα θυμωμένα ξεσπάσματα και τα πειραματικά γρυλίσματα. Έπαψαν τελείως και οι εκστρατείες στο μακρινό φωτεινό τοίχο. Τα λυκάκια κοιμούνταν, ενώ στράγγιζε από μέσα τους η ζωή.

Ο Μονόφθαλμος είχε απελπιστεί. Έκανε μακρινά ταξίδια και κοιμόταν ελάχιστα στη φωλιά, όπου επικρατούσε τώρα δυστυχία και θλίψη. Τώρα άφηνε και η λύκαινα τα μωρά της κι έβγαινε σε αναζήτηση του κρέατος. Τις πρώτες μέρες μετά τη γέννηση των κουταβιών, ο Μονόφθαλμος ταξίδεψε πολλές φορές μέχρι τον ινδιάνικο οικισμό και λεηλάτησε τα δόκανα. Όταν όμως έλιωσαν τα χιόνια κι άνοιξαν τα ποτάμια, ο ινδιάνικος οικισμός μετακινήθηκε κι έκλεισε κι αυτή η πηγή ανεφοδιασμού.

Όταν το γκρίζο κουτάβι ξαναγύρισε στη ζωή κι ενδιαφέρθηκε ξανά για τον πέρα φωτεινό τοίχο, διαπίστωσε ότι είχε μειωθεί ο πληθυσμός του κόσμου του. Του είχε μείνει μόνο μια αδερφή. Οι υπόλοιποι έλειπαν. Όταν δυνάμωσε, αναγκάστηκε να παίζει μόνος, επειδή η αδερφή ούτε το κεφάλι σήκωνε ούτε κουνιόταν. Το κορμάκι του στρογγύλεψε με το κρέας που έτρωγε τώρα· αλλά για την αδερφή του, η τροφή έφτασε πολύ αργά. Κοιμόταν συνέχεια, ένας μικρός σκελετός ντυμένος με πετσί· μέσα της, η φλόγα της ζωής χαμήλωνε ολοένα, ώσπου έσβησε τελείως.

Έπειτα ήρθε μια στιγμή που το γκρίζο λυκάκι δεν έβλεπε πια τον πατέρα του να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται στον τοίχο ούτε να ξαπλώνει για ύπνο στην είσοδο. Αυτό συνέβη στο τέλος μιας δεύτερης και λιγότερο σοβαρής πείνας. Η λύκαινα ήξερε γιατί δεν ξαναγύρισε ο Μονόφθαλμος, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να πει στο γκρίζο λυκάκι τι είχε βρει. Κυνηγώντας η ίδια, στην αριστερή διακλάδωση του ποταμιού όπου ζούσε ο αγριόγατος, ακολούθησε ένα παλιό αχνάρι του Μονόφθαλμου. Και τον βρήκε, τουλάχιστον ό,τι απέμενε απ' αυτόν, στην άκρη του μονοπατιού. Πολλά τα ίχνη της μάχης που είχε δοθεί και της υποχώρησης του αγριόγατου στη φωλιά του μετά τη νίκη. Πριν φύγει, η λύκαινα βρήκε τη φωλιά του, αλλά τα σημάδια τής είπαν ότι ο αγριόγατος ήταν μέσα και δεν τόλμησε να το διακινδυνεύσει.

Μετά απ' αυτό, η λύκαινα απέφευγε το κυνήγι στην αριστερή διακλάδωση. Ήξερε ότι στη φωλιά του αίλουρου υπήρχε ένα κοπάδι αιλουράκια, όπως ήξερε ότι ο αγριόγατος είναι άγριο και ευέξαπτο πλάσμα και σκληρός πολεμιστής. Μισή ντουζίνα λύκοι εύκολα θ' ανέβαζαν τον αγριόγατο, λαχανιασμένο και έντρομο, πάνω σε ένα δέντρο· ήταν όμως τελείως διαφορετικά για ένα μοναχικό λύκο ν' αντιμετωπίσει έναν αγριόγατο —ιδιαίτερα όταν ξέρει ότι ο αγριόγατος έχει ένα τσούρμο πεινασμένα νεογνά στη φωλιά του.

Όμως η Άγρια Φύση είναι Άγρια Φύση και η μητρότητα μητρότητα, πάντα υπερπροστατευτική τόσο μέσα όσο και έξω από την Άγρια Φύση. Και πλησίαζε ο καιρός που η λύκαινα, για χάρη του γκριζούλη της, θα αποτολμούσε το κυνήγι στο αριστερό παρακλάδι και στη φωλιά στους βράχους, αψηφώντας την οργή του αγριόγατου.

Page 35: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο τοίχος του κόσμου

Ώσπου ν' αρχίσει η μητέρα του να φεύγει από τη σπηλιά για τις κυνηγετικές της εκστρατείες, το λυκάκι είχε μάθει καλά το νόμο που του απαγόρευε να πλησιάζει την είσοδο. Ο νόμος, όχι μόνο του είχε επιβληθεί βίαια και πολλές φορές από τη μύτη και την πατούσα της μητέρας του, αλλά είχε και σχέση με το ένστικτο του φόβου που αναπτυσσόταν μέσα του. Ποτέ, στη σύντομη ζωή του στη σπηλιά, δε συνάντησε κάτι που να τον φοβίσει. Ωστόσο ο φόβος υπήρχε μέσα του. Του τον περνούσε κάποιος μακρινός πρόγονος μέσα από ένα εκατομμύριο ζωές. Ήταν μια κληρονομιά που είχε πάρει κατευθείαν από το Μονόφθαλμο και τη λύκαινα· αλλά και σ' αυτούς είχε περάσει μέσα απ' όλες τις προηγούμενες γενιές λύκων. Ο φόβος! Η κληρονομιά της Άγριας Φύσης που δεν αποφεύγεται ούτε ανταλλάσσεται με την τροφή.

Έτσι το γκρίζο λυκάκι γνώρισε το φόβο, αν και δεν ήξερε από ποια ύλη ήταν φτιαγμένος αυτός ο φόβος. Πιθανόν να τον δέχτηκε σαν έναν από τους περιορισμούς της ζωής. Επειδή είχε ήδη μάθει ότι υπήρχαν περιορισμοί. Την πείνα τη γνώρισε· κι όταν δεν μπόρεσε να κορέσει την πείνα, ένιωσε τον περιορισμό. Η σκληρή απαγόρευση του τοίχου της σπηλιάς, το απότομο χτύπημα του μουσουδιού της μητέρας του, το χαστούκι της πατούσας της, η ακόρεστη πείνα, του δίδαξαν ότι στον κόσμο δεν υπήρχε μονάχα λευτεριά, ότι η ζωή είχε όρια και περιορισμούς. Αυτά τα όρια και οι περιορισμοί ήταν νόμοι. Κι αν τους τηρούσε, θα απέφευγε τον πόνο και θα έβρισκε την ευτυχία.

Δεν αμφισβήτησε το ζήτημα, όπως κάνουν οι άνθρωποι. Απλά ξεχώρισε τα πράγματα που πονούσαν από τα πράγματα που δεν πονούσαν. Και μετά από τέτοιο ξεχώρισμα απέφευγε πράγματα που πονούσαν, τα όρια και τους περιορισμούς, για ν' απολαμβάνει τις χαρές της ζωής.

Έτσι, για να τηρήσει το νόμο που είχε θέσει η μητέρα του και, για να τηρήσει το νόμο αυτού του άγνωστου πράγματος, του φόβου, το λυκάκι δεν πλησίαζε το στόμιο της σπηλιάς. Αυτό παρέμενε ένας λευκός φωτεινός τοίχος. Όταν έλειπε η μητέρα του, την περισσότερη ώρα κοιμόταν και, όταν ήταν ξύπνιο, καθόταν πολύ ήσυχο κι έπνιγε τις κραυγούλες που ανέβαιναν στο λαιμό του και το ωθούσαν να κάνει σαματά.

Μια φορά, που ήταν ξύπνιο, άκουσε παράξενο θόρυβο στον άσπρο τοίχο. Δεν ήξερε ότι επρόκειτο για σαρκοβόρο αγρίμι, που έστεκε απέξω φοβερό και τρομερό και οσμιζόταν προσεκτικά το περιεχόμενο της σπηλιάς. Το λυκάκι ήξερε μόνο ότι το ρουθούνισμα ήταν παράξενο, κάτι πέρα απ' όσα είχε ξεχωρίσει, επομένως άγνωστο και φοβερό, επειδή το άγνωστο ήταν ένα από τα κύρια στοιχεία που δημιουργούσαν το φόβο.

Η τρίχα ορθώθηκε στην γκρίζα πλάτη του μικρού, αλλά ορθώθηκε αθόρυβα. Πώς ήξερε ότι το πράγμα που ρουθούνιζε ήταν ένα πράγμα που του όρθωνε την τρίχα; Δεν το προκάλεσε καμιά γνώση μέσα του, ωστόσο ήταν η ορατή έκφραση του φόβου του, για τον οποίο, στη δική του ζωή, δεν υπήρχε εξήγηση. Όμως το φόβο ακολούθησε και άλλο ένστικτο —το ένστικτο να κρυφτεί. Το λυκάκι έτρεμε από το φόβο του κι όμως έμεινε ξαπλωμένο, ακίνητο, αθόρυβο, παγωμένο, πετρωμένο θαρρείς, σαν πεθαμένο. Εκείνη την ώρα γύρισε πίσω η μητέρα του και γρύλισε, όταν οσμίστηκε τα ίχνη του εχθρού· πήδηξε μέσα στη σπηλιά, έγλειψε το λυκάκι, το χάιδεψε με τη μύτη, με ασυνήθιστη ορμή και τρυφερότητα μαζί. Και το λυκάκι ένιωσε ότι, με κάποιο τρόπο, είχε γλιτώσει από μεγάλο κακό.

Ωστόσο μέσα του λειτουργούσαν κι άλλες δυνάμεις με πρωτοπόρο την ανάπτυξη. Το ένστικτο και ο νόμος απαιτούσαν υποταγή. Αλλά η ανάπτυξη απαιτούσε ανυπακοή. Η μητέρα και ο φόβος τού επέβαλλαν να κρατηθεί μακριά από τον άσπρο τοίχο. Ανάπτυξη σημαίνει ζωή και η ζωή είναι προορισμένη να επιζητεί το φως. Και δεν υπήρχε τρόπος να μπει φραγμός στο κύμα

Page 36: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

της ζωής που μεγάλωνε μέσα του, μεγάλωνε με κάθε μπουκιά κρέατος που κατάπινε, με κάθε ανάσα που έπαιρνε. Τελικά, μια μέρα, φόβος κι υπακοή σαρώθηκαν από το κύμα της ζωής και το λυκάκι σύρθηκε με τα αδέξια ποδαράκια του μέχρι την είσοδο.

Αντίθετα με κάθε άλλο τοίχο που είχε γνωρίσει, τούτος εδώ φαινόταν να υποχωρεί σε κάθε δικό του βήμα. Καμιά σκληρή επιφάνεια δε χτύπησε την τρυφερή μυτίτσα που προπορεύτηκε διστακτικά. Η ουσία του τοίχου φαινόταν να διαπερνιέται και να υποχωρεί όπως το φως. Κι επειδή η ουσία είχε κάποιο σχήμα, το λυκάκι μπήκε στο πράγμα που έβλεπε σαν τοίχο και λούστηκε στην ουσία που το αποτελούσε.

Ήταν απίθανο. Διαπερνούσε κάτι συμπαγές. Και το φως δυνάμωνε. Ο φόβος το ωθούσε να γυρίσει πίσω, η ανάπτυξη να προχωρήσει. Ξάφνου βρέθηκε στο στόμιο της σπηλιάς. Ο τοίχος, που μέσα του θεωρούσε κλεισμένο τον εαυτό του, ξάφνου πήδησε προς τα πίσω κι απομακρύνθηκε σε ανυπολόγιστη απόσταση. Το φως είχε γίνει οδυνηρά φωτεινό. Το λυκάκι ζαλίστηκε. Ζαλίστηκε και με το αναπάντεχο, το τρομερό απέραντο κενό που ανοίχτηκε μπροστά του. Ασυναίσθητα, τα μάτια του προσαρμόστηκαν στο φως, εστίασαν για να δουν την αυξημένη διάσταση των πραγμάτων. Στην αρχή, ο τοίχος έφυγε από το οπτικό του πεδίο. Τώρα τον ξανάβλεπε. Αλλά είχε γίνει αφάνταστα μακρινός. Επίσης, είχε αλλάξει εμφάνιση. Τώρα ήταν ένας τοίχος με χρώματα διάφορα, με δέντρα δίπλα στο ποτάμι, με ένα βουνό που υψωνόταν πάνω από τα δέντρα και τον ουρανό που ξεπερνούσε σε ύψος το βουνό.

Το 'πιασε φόβος τρελός. Αυτό ξεπερνούσε το φοβερό άγνωστο. Το λυκάκι κούρνιασε στο χείλος της σπηλιάς και ατένισε τον κόσμο. Φοβόταν πάρα πολύ. Ήταν το άγνωστο, ήταν το εχθρικό. Γι' αυτό ορθώθηκε η τρίχα στην πλάτη του και ζάρωσαν αδύναμα τα χείλη, σε μια προσπάθεια να βγάλουν το δυνατό, το τρομερό γρύλισμα. Μικρό και τρομαγμένο όπως ήταν, τολμούσε να προκαλέσει και ν' απειλήσει ολόκληρο τον απέραντο κόσμο.

Δεν έγινε τίποτα. Συνέχισε να κοιτάζει και, παρασυρμένο από το ενδιαφέρον, ξέχασε να γρυλίσει. Επίσης ξέχασε και να φοβηθεί. Προς στιγμήν ο φόβος νικήθηκε από την ανάπτυξη, ενώ η ανάπτυξη είχε μεταμφιεστεί σε περιέργεια. Το λυκάκι άρχισε να παρατηρεί κοντινά πράγματα —ένα ανοιχτό κομμάτι του ποταμιού που άστραφτε στον ήλιο, το ξεραμένο δέντρο στη βάση της πλαγιάς, την ίδια την πλαγιά που υψωνόταν από πάνω του και σταματούσε μισό μέτρο κάτω από το χείλος της σπηλιάς όπου ήταν κουρνιασμένο.

Μέχρι τώρα το γκρίζο λυκάκι είχε ζήσει τις μέρες του σε επίπεδο έδαφος. Δεν είχε βιώσει ποτέ το φόβο του πεσίματος. Δεν ήξερε τι σημαίνει πέσιμο. Έτσι βγήκε με θράσος έξω. Τα πίσω πόδια του ακουμπούσαν ακόμη στο στόμιο της σπηλιάς, γι' αυτό έπεσε μπροστά με το κεφάλι προς τα κάτω. Το έδαφος το χτύπησε δυνατά στη μύτη και το έκανε να σκούξει. Ύστερα άρχισε να κατρακυλάει στην πλαγιά, χωρίς σταματημό. Τρόμος και πανικός. Τελικά το είχε αρπάξει το άγνωστο. Το άρπαξε και το κρατούσε άγρια στην αρπάγη του και θα του προκαλούσε κάποιο τρομερό πόνο. Τώρα η ανάπτυξη έδωσε τη θέση στο φόβο και το λυκάκι έσκουξε πάλι σαν φοβισμένο κουτάβι.

Το άγνωστο του προκάλεσε αφάνταστα τρομερό πόνο κι άρχισε να σκούζει και να γρυλίζει ασταμάτητα. Αυτό ήταν διαφορετικό πρόβλημα από το να κουρνιάζεις παγωμένος από το φόβο, με το άγνωστο να καραδοκεί κοντά σου. Τώρα το άγνωστο το είχε αρπάξει στις δαγκάνες του. Δε θα ωφελούσε η σιωπή. Άλλωστε, δεν ήταν φόβος αλλά τρόμος, αυτό που το είχε πλημμυρίσει.

Αλλά η πλαγιά έγινε λιγότερο κατηφορική και στις παρυφές της είχε χορτάρι. Εκεί το λυκάκι έχασε τη φόρα του. Όταν επιτέλους σταμάτησε, έβγαλε ένα τελευταίο σκούξιμο αγωνίας και μετά ένα μακρόσυρτο κλαψούρισμα. Επίσης, και με απόλυτη φυσικότητα, σαν να είχε καλλωπιστεί χίλιες φορές στη ζωή του, άρχισε να γλείφει το χώμα που το είχε πασαλείψει.

Page 37: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Στη συνέχεια ανακάθισε και κοίταξε γύρω του, όπως θα έκανε ο πρώτος άνθρωπος που θα πατούσε πόδι στον Άρη. Το λυκάκι είχε διαπεράσει το τείχος του κόσμου, το άγνωστο το είχε αφήσει από την αρπάγη του και δεν είχε πάθει κακό. Όμως ο πρώτος άνθρωπος στον Άρη θα ένιωθε λιγότερη αμηχανία από το λυκάκι. Χωρίς προηγούμενη γνώση, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα, βρέθηκε ξαφνικά εξερευνητής σε έναν τελείως καινούριο κόσμο.

Τώρα που είχε γλιτώσει από την αρπάγη του αγνώστου, ξέχασε ότι το άγνωστο προκαλούσε τρόμο. Ήξερε μόνο την περιέργεια για τα πράγματα γύρω του. Επιθεώρησε το χορτάρι από κάτω του, το θάμνο λίγο πιο πέρα και τον ξερό κορμό του ξεραμένου ελάτου που έστεκε στην άκρη ενός ξέφωτου μέσα στα δέντρα. Τον πλησίασε με ορμή ένα σκιουράκι που έτρεχε γύρω από τη βάση του κορμού και του έκοψε τη χολή. Το λυκάκι ζάρωσε και γρύλισε. Αλλά κι ο σκίουρος ένιωσε την ίδια τρομάρα. Σκαρφάλωσε στο δέντρο κι όταν σιγουρεύτηκε στα ψηλά, του αντιγύρισε άγρια τη φωνή.

Το λυκάκι ένιωσε τονωμένο κάπως το ηθικό του και, παρ' όλο που το τρόμαξε ο δρυοκολάπτης που συνάντησε στη συνέχεια, συνέχισε με αυτοπεποίθηση την πορεία του. Και ήταν τόση η αυτοπεποίθησή του ώστε, όταν κάθισε πάνω του ένα πτηνό, το λυκάκι άπλωσε παιχνιδιάρικα την πατούσα του. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δυνατό τσίμπημα στην άκρη του μουσουδιού, που το ανάγκασε να σκύψει και να σκούξει. Ο σαματάς πήγαινε πολύς για το πτηνό, που αναζήτησε καταφύγιο στο πέταγμα.

Όμως το λυκάκι μάθαινε. Το θολωμένο μυαλουδάκι του είχε ήδη κάνει ασυνείδητα το ξεχώρισμα. Υπήρχαν πράγματα ζωντανά και πράγματα όχι ζωντανά. Επίσης, έπρεπε να έχει το νου του στα ζωντανά. Τα όχι ζωντανά πράγματα δεν άλλαζαν ποτέ θέση. Αλλά τα ζωντανά κουνιόνταν και δεν ήξερες τι θα κάνουν. Απ' αυτά περιμένεις το αναπάντεχο και γι' αυτό πρέπει να είσαι προετοιμασμένος.

Συνέχισε το ταξίδι αδέξια. Έπεσε πάνω σε βέργες και άλλα πράγματα. Κάποιο κλαρί, που νόμιζε ότι βρισκόταν πολύ μακριά, ή του χτυπούσε την άλλη στιγμή τη μύτη ή του κάρφωνε το πλευρό. Το έδαφος ήταν ανώμαλο. Καμιά φορά σκόνταφτε και τσάκιζε το μουσούδι του. Άλλες τόσες παραπάτησε και στραμπούλιξε τα ποδαράκια του. Ύστερα ήταν τα βότσαλα και οι πέτρες που γύριζαν από κάτω του όταν τα πατούσε. Κι απ' αυτά έμαθε ότι τα όχι ζωντανά πράγματα δεν είχαν όλα την ίδια σταθερή ισορροπία με τη σπηλιά του. Επίσης, ότι τα μικρά όχι ζωντανά πράγματα πέφτουν ή αναποδογυρίζουν πιο εύκολα απ' ό,τι τα μεγάλα πράγματα. Αλλά με κάθε ατύχημα, το λυκάκι μάθαινε. Και περπατούσε όλο και καλύτερα. Προσαρμοζόταν. Μάθαινε να υπολογίζει τις κινήσεις των μυών του, τα σωματικά του περιθώρια, τις αποστάσεις ανάμεσα στα πράγματα και ανάμεσα στα πράγματα και το ίδιο.

Είχε την τύχη του ατζαμή. Γεννημένο για να κυνηγάει κρέας (αν και δεν το ήξερε), απάντησε το κρέας ακριβώς έξω από την πόρτα της σπηλιάς του, στην πρώτη του εξόρμηση προς τον κόσμο. Τελείως τυχαία έπεσε πάνω στην καλοκρυμμένη φωλιά του λαγόποδου. Και βρέθηκε μέσα. Είχε προσπαθήσει να προχωρήσει πάνω στον κορμό ενός πεσμένου πεύκου. Το διαβρωμένο ξύλο υποχώρησε κάτω από τα πόδια του και, με ένα απελπισμένο σκούξιμο, το λυκάκι έπεσε μέσα στο στρογγυλό χάος, πέρασε με ορμή μέσα από το φύλλωμα και τα κλαριά ενός μικρού θάμνου και στο κέντρο του θάμνου, στο έδαφος, βρέθηκε ανάμεσα στα επτά νεογνά του λαγόποδου.

Έκαναν φασαρία και, στην αρχή, το λυκάκι τρόμαξε με δαύτα. Ύστερα αντιλήφθηκε ότι ήταν πολύ μικρά κι έγινε πιο τολμηρό. Τα ζωάκια έκαναν κινήσεις. Το λυκάκι έβαλε την πατούσα του πάνω σε ένα και οι κινήσεις έγιναν πιο γρήγορες. Το διασκέδασε αφάνταστα. Οσμίστηκε το ζωάκι. Το πήρε στο μουσούδι του. Το μικρό πάλεψε και του τσίμπησε τη γλώσσα. Ταυτόχρονα το λυκάκι ένιωσε την αίσθηση της πείνας. Έκλεισαν τα σαγόνια του. Τα μαλακά

Page 38: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κόκαλα έτριξαν, στο στόμα του κύλησε ζεστό αίμα. Όμορφη γεύση. Ήταν κρέας, ίδιο μ' αυτό που του έδινε η μάνα του, μόνο που ήταν ζωντανό ανάμεσα στα δόντια του, επομένως καλύτερο. Έτσι το λυκάκι έφαγε το λαγόποδο. Και δε σταμάτησε ώσπου καταβρόχθισε ολόκληρη τη γέννα. Ύστερα έγλειψε τα σαγόνια του όπως έκανε η μαμά του κι άρχισε να σέρνεται για να βγει από το θάμνο.

Για να βρεθεί μπροστά σ' ένα φτερωτό ανεμοστρόβιλο. Το λυκάκι τα 'χασε και τυφλώθηκε από την ορμή και το πλατάγισμα των φτερών. Έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στις πατούσες και έσκουξε. Τα χτυπήματα δυνάμωσαν. Η μάνα-λαγόποδο ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Τότε το λυκάκι θύμωσε. Σηκώθηκε, γρύλισε, χτύπησε με τις πατούσες. Βύθισε τα δόντια του σε ένα φτερό και δάγκωσε με μανία. Το λαγόποδο πάλεψε, το χτύπησε δυνατά με το ελεύθερο φτερό του. Ήταν η πρώτη του μάχη. Το λυκάκι πέταξε στα ουράνια. Ξέχασε όλα τα περί αγνώστου. Δε φοβόταν τίποτα πια. Πολεμούσε, ξέσχιζε ζωντανό πράγμα που το χτυπούσε. Επίσης, το ζωντανό αυτό πράγμα ήταν κρέας. Απόλαυση να το σκοτώσεις. Μόλις είχε σκοτώσει ζωντανά πραγματάκια. Τώρα θα σκότωνε ένα μεγάλο ζωντανό πράγμα. Ήταν πολύ απασχολημένο κι ευτυχισμένο που καταλάβαινε ότι ήταν ευτυχισμένο. Απολάμβανε και χαιρόταν με τρόπους καινούριους και πολύ πιο όμορφους απ' αυτούς που ήξερε ως τώρα.

Συνέχισε να κρατάει το φτερό και γρύλισε μέσα από τα σφιγμένα σαγόνια του. Το λαγόποδο τον έσυρε έξω από το θάμνο. Όταν γύρισε κι επιχείρησε να τον ξανασύρει μέσα στο καταφύγιο του φυλλώματος, το λυκάκι το τράβηξε προς τον ανοιχτό χώρο. Και όλο αυτό το διάστημα το πτηνό έκρωζε και χτυπούσε με το φτερό του, ενώ τριγύρω έπεφτε χιόνι από φτερά. Το λυκάκι είχε ενθουσιαστεί σε έξαλλο βαθμό. Είχε ξυπνήσει το αίμα της φυλής του και απειλούσε να τον πνίξει. Αυτό ήταν η ζωή κι ας μην το ήξερε. Αντιλαμβανόταν το δικό του νόημα στον κόσμο. Έκανε αυτό για το οποίο ήταν φτιαγμένο —σκότωνε κρέας και πάλευε για να το σκοτώσει. Δικαίωνε την ύπαρξή του οδηγώντας τη στο απόγειο της ζωής· επειδή η ζωή φτάνει στο απόγειο, όταν επιστρατεύονται οι δυνάμεις με τις οποίες μας προικίζει.

Μετά από λίγο, το λαγόποδο σταμάτησε να παλεύει. Το λυκάκι εξακολουθούσε να το κρατάει από το φτερό. Έπεσαν μαζί στο έδαφος και κοιτάχτηκαν. Το λυκάκι προσπάθησε να γρυλίσει απειλητικά, δυνατά. Το λαγόποδο του τσίμπησε τη μύτη που τώρα πια, χάρη στις προηγούμενες περιπέτειες, ήταν πονεμένη. Το λυκάκι ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά το άντεξε. Το λαγόποδο τσίμπησε ξανά και ξανά. Το πετάρισμα των ματιών έγινε κλαψούρισμα. Το λυκάκι προσπάθησε να αποσπαστεί, ξεχνώντας ότι κρατώντας το πτηνό, το έσερνε μαζί του. Κύμα έπεσαν τα τσιμπήματα στην πονεμένη μύτη του. Η ορμή της μάχης ανακόπηκε και, αφήνοντας τη λεία του, το λυκάκι γύρισε τα οπίσθια και όρμησε στον ανοιχτό χώρο, σε μια άδοξη υποχώρηση.

Ξάπλωσε κοντά σε κάτι θάμνους, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω και βαριανασαίνοντας. Η μύτη του το πονούσε ακόμη και ήθελε να κλάψει. Καθώς όμως ξεκουραζόταν, το πλημμύρισε η αίσθηση ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι τρομερό. Το κατέκλυσε το άγνωστο με όλους του τους τρόμους και κούρνιασε ενστικτωδώς στο φύλλωμα ενός θάμνου. Την ίδια στιγμή, το παρέσυρε ένα κύμα αέρα και μόλις που γλίτωσε από ένα πελώριο φτερωτό κορμί που πέρασε αθόρυβα από δίπλα του. Παραλίγο να το πετύχει ένα γεράκι που ξεφύτρωσε από το πουθενά.

Ενώ συνερχόταν από την τρομάρα και κοίταζε φοβισμένο έξω, η μάνα-λαγόποδο φτερούγισε έξω από τη ρημαγμένη φωλιά της. Η συμφορά της απώλειας την εμπόδισε να προσέξει τη φτερωτή αστραπή στον ουρανό. Αλλά το λυκάκι είδε κι ήταν γι' αυτό μια προειδοποίηση, ένα μάθημα: τη γρήγορη κάθοδο του γερακιού, τη σύντομη τροχιά του κορμιού του ακριβώς πάνω από το έδαφος, το κάρφωμα των νυχιών του στο κορμί του λαγόποδου, το κρώξιμο αγωνίας και τρόμου του λαγόποδου και την κάθετη άνοδο του γερακιού προς τους αιθέρες με το λαγόποδο στις αρπάγες του.

Page 39: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Πέρασε πολλή ώρα για να βγει το λυκάκι από την κρυψώνα του. Είχε μάθει πολλά. Τα ζωντανά πράγματα είναι κρέας. Καλά για να τα τρως. Επίσης, τα ζωντανά πράγματα, όταν είναι αρκετά μεγάλα, μπορούν να σε πονέσουν. Καλύτερα να τρως μικρά ζωντανά πράγματα, σαν τα μωρά του λαγόποδου, και ν' αφήνεις ήσυχα τα μεγάλα ζωντανά πράγματα, σαν τις κλώσες λαγόποδα. Ωστόσο ένιωσε και κάποιο σκίρτημα φιλοδοξίας, μια κρυφή επιθυμία να ξαναπαλέψει μ' εκείνη την κλώσα λαγόποδο, μόνο που την είχε αρπάξει το γεράκι. Ίσως υπήρχαν κι άλλες τέτοιες κλώσες. Θα πήγαινε να δει.

Κατηφόρισε την όχθη μέχρι το ποτάμι. Δεν είχε ξαναδεί νερό. Στο πόδι του το ένιωσε όμορφα. Δεν υπήρχαν ανωμαλίες στην επιφάνεια. Πάτησε θαρρετά μέσα. Και βούλιαξε ξεφωνίζοντας με τρόμο, στις αγκάλες του αγνώστου. Ήταν κρύο και του έκοψε την ανάσα. Νερό εισέβαλε στα πνευμόνια του αντί για τον αέρα που ανάσαινε μέχρι τώρα. Το πνίξιμο που ένιωσε ήταν σαν τον πόνο του θανάτου. Σαν θάνατο το είδε. Το λυκάκι δεν είχε συνειδητή γνώση του θανάτου, αλλά, όπως όλα τα ζωντανά της Άγριας Φύσης, κατείχε το ένστικτο του θανάτου. Και γι' αυτό σήμαινε το μεγαλύτερο κακό. Ήταν η ίδια η ουσία του αγνώστου· ήταν το αποκορύφωμα των τρόμων του αγνώστου, η μεγαλύτερη και πιο αδιανόητη καταστροφή που μπορούσε να του συμβεί, για την οποία δε γνώριζε τίποτα και για την οποία φοβόταν τα πάντα.

Βγήκε στην επιφάνεια κι ένιωσε να μπαίνει από το στόμα του γλυκός αγέρας. Δεν ξαναπήγε κάτω. Σαν να ήταν παλιά του συνήθεια, χτύπησε με όλα του τα πόδια κι άρχισε να κολυμπάει. Η κοντινότερη όχθη απείχε ένα μέτρο. Αλλά το λυκάκι είχε αναδυθεί με γυρισμένη την πλάτη του προς τα εκεί. Έτσι το πρώτο που αντίκρισαν τα μάτια του ήταν η αντίπερα όχθη και προς αυτήν άρχισε αμέσως να κολυμπάει. Το ποταμάκι ήταν μικρό, αλλά πλάταινε αρκετά προς τη μέση της κοίτης.

Στα μισά του περάσματος, το ρεύμα παρέσυρε το λυκάκι και το έριξε στην κατηφορική ροή. Το λυκάκι παρασύρθηκε από το μικρό χείμαρρο. Εδώ δεν είχε μεγάλες δυνατότητες να κολυμπήσει. Το ήρεμο νερό ξάφνου είχε θυμώσει. Άλλοτε το 'παιρνε κάτω, άλλοτε το 'φερνε στην επιφάνεια. Και συνέχεια το ταρακουνούσε, πότε δεξιά πότε αριστερά, πότε το έριχνε πάνω σε κάποιο βράχο. Και με κάθε χτύπημα σε βράχο, το λυκάκι έσκουζε. Η πορεία του ήταν μια σειρά από σκουξίματα, από τα οποία θα μπορούσε να είχε μετρήσει τους βράχους που το έκαναν να σφαδάζει.

Μετά από το μικρό χείμαρρο ήταν ένας νερόλακκος. Εκεί, το εγκλώβισε η δίνη και το έσυρε μαλακά μέχρι την όχθη κι εξίσου μαλακά το απόθεσε πάνω σε ένα στρώμα χαλίκια. Το λυκάκι σύρθηκε όπως όπως έξω από το νερό και ξάπλωσε. Είχε μάθει κι άλλα πράγματα για τον κόσμο. Το νερό δεν είναι ζωντανό. Ωστόσο κουνιέται. Επίσης, φαίνεται εξίσου στέρεο με τη γη, αλλά δεν έχει καμιά σταθερότητα. Και το λυκάκι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που δείχνουν. Ο φόβος του για το άγνωστο ήταν έμφυτη δυσπιστία και τώρα είχε μεγαλώσει με την πείρα. Στο εξής, στην πορεία των πραγμάτων, θα το διακατείχε μια μόνιμη δυσπιστία για τα φαινόμενα. Θ' αναγκαζόταν να μαθαίνει την αλήθεια ενός πράγματος, προτού το εμπιστευτεί.

Εκείνη η μέρα του επιφύλασσε άλλη μια περιπέτεια. Θυμήθηκε ότι στον κόσμο υπήρχε κι ένα πράγμα που λεγόταν μητέρα του. Και τότε ένιωσε ότι την ήθελε περισσότερο απ' όλα τα άλλα πράγματα στον κόσμο. Δεν ήταν μόνο το κορμί του κουρασμένο από τις περιπέτειες, ήταν και το μυαλουδάκι του. Με όλα που είχε ζήσει, ποτέ δεν είχε δουλέψει τόσο σκληρά όσο εκείνη την ημέρα. Επιπλέον, νύσταζε κιόλας. Γι' αυτό κίνησε να ψάξει τη σπηλιά και τη μητέρα του, νιώθοντας ταυτόχρονα αφάνταστη μοναξιά και ανημπόρια.

Σερνόταν ανάμεσα σε κάτι θάμνους, όταν άκουσε μια δυνατή, διαπεραστική κραυγή. Κάτι πέρασε μπροστά στα μάτια του σαν αστραπή. Το λυκάκι είδε να φεύγει γοργά μακριά του ένα

Page 40: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κουνάβι. Ήταν ένα μικρό ζωντανό πράγμα και δεν το φοβήθηκε. Ύστερα, μπροστά του, στα πόδια του, είδε ένα εξαιρετικά μικρό ζωντανό πράγμα, ένα κουναβάκι, που, όπως και το λυκάκι, είχε παρακούσει και είχε βγει για περιπέτειες. Προσπάθησε να του ξεφύγει. Το λυκάκι το γύρισε ανάποδα με την πατούσα του. Το κουναβάκι έκανε έναν περίεργο θόρυβο, σαν ξύσιμο. Την άλλη στιγμή ξαναπέρασε από μπροστά του η αστραπή. Ξανάκουσε τη διαπεραστική κραυγή και, ταυτόχρονα, το λυκάκι δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο πλάι του λαιμού κι ένιωσε στη σάρκα του τα κοφτερά δόντια της μαμάς του κουναβιού.

Ενώ το λυκάκι έσκουζε και τσίριζε και πισωπατούσε τρεκλίζοντας, είδε τη μαμά κουνάβι να σκύβει πάνω από το μωρό της και να εξαφανίζεται μαζί του στο γειτονικό σύδεντρο. Τον πονούσε ακόμα η δαγκωνιά, αλλά πιο βαθιά είχαν πληγωθεί τα αισθήματά του, γι' αυτό κάθισε κάτω κι άρχισε να κλαψουρίζει αδύναμα. Η μαμά κουνάβι ήταν τόσο μικρή και τόσο άγρια! Δεν είχε μάθει ακόμη ότι, για το μέγεθος και το βάρος του, το κουνάβι είναι ο πιο σκληρός, ο πιο εκδικητικός κι ο πιο τρομερός φονιάς της Άγριας Φύσης. Πολύ γρήγορα όμως το λυκάκι θ' αποκτούσε κάτι από τούτη τη γνώση.

Κλαψούριζε ακόμα, όταν εμφανίστηκε πάλι η μαμά κουνάβι. Τώρα που είχε εξασφαλίσει το μικρό της, δεν του όρμησε. Πλησίασε πιο προσεκτικά και το λυκάκι είχε όλη τη δυνατότητα να παρατηρήσει το λεπτό, λυγερό κορμί και το κεφάλι, ορθό, ανήσυχο, εξίσου ευέλικτο. Η κοφτή, απειλητική κραυγή του κουναβιού έστησε όρθιο το τρίχωμα της πλάτης του. Το λυκάκι του γρύλισε προειδοποιητικά. Το κουνάβι πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Με έναν πήδο, πιο γρήγορο από το άπειρο μάτι του, η λεπτή φιγούρα εξαφανίστηκε για μια στιγμή από το οπτικό του πεδίο. Την άλλη στιγμή βρισκόταν στο λαιμό του, με τα δόντια της θαμμένα στο τρίχωμα και τη σάρκα του.

Στην αρχή το λυκάκι γρύλισε και προσπάθησε να παλέψει. Ήταν όμως πολύ μικρό και ζούσε την πρώτη του μέρα στον κόσμο. Το γρύλισμα έγινε κλαψούρισμα, η πάλη αγώνας για να ξεφύγει. Το κουνάβι δε χαλάρωσε το δάγκωμα. Ζόρισε, πάλεψε να ρίξει κάτω το λυκάκι, με τα δόντια του καρφωμένα στη μεγάλη φλέβα, όπου έπαλλε το αίμα της ζωής. Το κουνάβι πίνει αίμα και προτιμούσε να το πιει από τη φλέβα της ίδιας της ζωής.

Το γκρίζο λυκάκι θα είχε πεθάνει και δε θα είχε γραφτεί η ιστορία του, αν δεν είχε ξεφυτρώσει από τους θάμνους η λύκαινα. Το κουνάβι παράτησε το λυκάκι και όρμησε στο λαιμό της λύκαινας. Αστόχησε, αλλά της άρπαξε σαγόνι. Η λύκαινα τίναξε απότομα το κεφάλι σαν μαστίγιο, ξέφυγε από την αρπάγη του κουναβιού και το εξακόντισε ψηλά στον αέρα. Κι ενώ το ζωντανό βρισκόταν ακόμα στον αέρα, τα σαγόνια της λύκαινας έκλεισαν γύρω από λεπτό κορμί και το κουνάβι γνώρισε το θάνατο μέσα στα δυνατά δόντια της.

Το λυκάκι έγινε άλλη μια φορά αντικείμενο τρυφερότητας εκ μέρους της μητέρας του. Η χαρά της που το είχε βρει φαινόταν πολύ μεγαλύτερη από τη δική του που είχε βρεθεί. Το χάιδεψε με το μουσούδι, έγλειψε τις δαγκωνιές του κουναβιού. Ύστερα, οι δυο μαζί, λύκαινα και λυκάκι, έφαγαν το πλάσμα που έπινε αίμα και ξαναγύρισαν στη σπηλιά να κοιμηθούν.

Page 41: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο νόμος του κρέατος

Το λυκάκι προόδευσε γοργά. Ξεκουράστηκε δυο μέρες και μετά ξαναβγήκε από τη σπηλιά. Σ' αυτή την εξόρμηση βρήκε το κουναβάκι του οποίου είχε βοηθήσει να φαγωθεί η μάνα και φρόντισε να έχει κι αυτό την τύχη της μάνας του. Αλλά σε τούτο το ταξίδι δε χάθηκε. Όταν κουράστηκε, βρήκε το δρόμο να γυρίσει στη σπηλιά και να κοιμηθεί. Στο εξής, κάθε μέρα που ξημέρωνε, τον έβρισκε έξω και σε πιο μεγάλη ακτίνα δράσης.

Άρχισε να υπολογίζει με ακρίβεια τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του και να ξέρει πότε έπρεπε να δείξει τόλμη και πότε προσοχή. Το βρήκε σκόπιμο να δείχνει προσοχή όλες τις φορές, εκτός από τις σπάνιες στιγμές όπου, σίγουρος ότι δε φοβόταν, αφηνόταν σε μικρά ξεσπάσματα θυμού και ευχαρίστησης.

Τον έπιανε κρίση τρέλας κάθε που τύχαινε να πέσει πάνω σε κάποιο ξεστρατισμένο λαγόποδο. Δεν παρέλειπε ποτέ να απαντά με αγριάδες στη φλυαρία του σκίουρου που πρωτοσυνάντησε στον κεραυνοχτυπημένο κορμό. Αλλά τρελό θυμό τού προκαλούσε και η θέα του πτηνού, επειδή δεν ξεχνούσε το άγριο τσίμπημα της μύτης του στο πρώτο του συναπάντημα με το είδος.

Υπήρχαν όμως και φορές, τότε που ένιωθε να κινδυνεύει από άλλα σαρκοβόρα πτηνά, που το πουλί δεν κατάφερνε να επηρεάσει το λυκάκι. Δεν ξέχασε ποτέ το γεράκι και η κινούμενη σκιά του το έστελνε πάντα να κουρνιάζει στο κοντινότερο σύδεντρο. Δε σερνόταν πια και δεν ταλαντευόταν. Είχε αναπτύξει το βάδισμα της μητέρας του, αθόρυβο και γρήγορο, φαινομενικά χωρίς την παραμικρή εξάσκηση. Το διέκρινε όμως μια γρηγοράδα που ήταν τόσο απατηλή όσο και ανεπαίσθητη.

Στο θέμα του κρέατος, η τύχη τού χαμογέλασε μόνο στην αρχή. Το σύνολο των σκοτωμών του σταμάτησε στα επτά νεογνά του λαγόποδου και στο κουναβάκι. Η επιθυμία του να σκοτώσει μεγάλωνε κάθε μέρα κι έτρεφε πεινασμένες φιλοδοξίες για το σκιουράκι που φλυαρούσε ασταμάτητα και πληροφορούσε όλα τα αγρίμια ότι πλησίαζε το λυκάκι. Όμως, όπως πετάνε στον αέρα τα πουλιά, έτσι σκαρφαλώνουν στα δέντρα τα σκιουράκια και το λυκάκι μπορούσε να τσακώσει το σκιουράκι μόνο αν το έπιανε στον ύπνο στο έδαφος.

Το λυκάκι έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τη μητέρα του. Μπορούσε να βρει κρέας και δεν παρέλειπε ποτέ να του φέρνει τη μερίδα του. Επιπλέον, δε φοβόταν πράγματα. Δεν του πέρασε από το μυαλό ότι η αφοβία της ήταν αποτέλεσμα πείρας και γνώσης. Η μητέρα του αντιπροσώπευε τη δύναμη· κι όσο μεγάλωνε το λυκάκι, ένιωθε τούτη τη δύναμη στην αυστηρή νουθεσία της πατούσας της. Με τον καιρό, το αποδοκιμαστικό χτύπημα με τη μουσούδα έδωσε τη θέση του στις δαγκωνιές. Το λυκάκι σεβόταν τη μάνα του και γι' αυτό. Η λύκαινα απαιτούσε την υπακοή του και, όσο αυτό μεγάλωνε, τόσο μίκραινε ο δικός της θυμός.

Ξανάρθε πείνα και το λυκάκι τη γνώρισε τώρα με περισσότερη συνείδηση. Η λύκαινα αδυνάτισε με την αναζήτηση κρέατος. Σπάνια κοιμόταν πια στη σπηλιά και περνούσε, μάταια, τον καιρό της κυνηγώντας τα ίχνη του κρέατος. Η πείνα δεν κράτησε πολύ, ήταν όμως μεγάλη όσο κράτησε. Το λυκάκι δεν έβρισκε γάλα στο στήθος της μάνας του· κι ούτε μια μπουκιά κρέας στο στοματάκι του.

Προηγουμένως, κυνηγούσε για διασκέδαση, απλά για τη χαρά του κυνηγιού. Τώρα κυνηγούσε με αμείωτη αποφασιστικότητα, αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Η αποτυχία όμως επιτάχυνε τις προόδους του. Μελέτησε τις συνήθειες του σκίουρου με μεγαλύτερη προσοχή κι επιστράτευσε όλη του την τέχνη για να τον αιφνιδιάσει. Μελέτησε τους αρουραίους και

Page 42: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

προσπάθησε να τους ξεθάψει από τα λαγούμια τους. Κι έμαθε πολλά για τις συνήθειες των πουλιών και του δρυοκολάπτη. Και ήρθε μια μέρα που η σκιά του γερακιού δεν το έστειλε να κουρνιάσει στους θάμνους. Το λυκάκι είχε γίνει πιο δυνατό, πιο σοφό και πιο σίγουρο για τον εαυτό του. Ακόμα, είχε απελπιστεί. Έτσι κάθισε στα πίσω του πόδια, επιδεικτικά, στον ανοιχτό χώρο, και προκάλεσε το γεράκι να κατεβεί από τα ουράνια. Επειδή ήξερε ότι εκεί, στο γαλάζιο από πάνω του, πετούσε το κρέας, το κρέας που τόσο έντονα αποζητούσε το στομάχι του. Αλλά το γεράκι αρνήθηκε να κατεβεί και να δώσει μάχη και το λυκάκι σύρθηκε μέσα στο ξέφωτο κι άφησε την απογοήτευση και την πείνα του να ξεθυμάνουν με κλάμα.

Η πείνα πέρασε. Η λύκαινα έφερνε κρέας. Ήταν κρέας παράξενο, διαφορετικό απ' αυτό που έφερνε ως τώρα. Ήταν νεογνά αγριόγατου, μικρά σαν το λυκάκι, όχι όμως τόσο εύσωμα. Όλο το κρέας δικό του. Η μητέρα είχε χορτάσει αλλού την πείνα της. Το λυκάκι όμως δεν ήξερε ότι την είχε χορτάσει με τα υπόλοιπα των νεογνών. Ούτε ήξερε ότι επρόκειτο για πράξη απελπισίας. Ήξερε μόνο ότι το γατάκι με τη βελουδένια γούνα ήταν κρέας· το έτρωγε κι ένιωθε πιο ευτυχισμένο με κάθε μπουκιά.

Το γεμάτο στομάχι οδηγεί στην αδράνεια και το λυκάκι ξάπλωνε στη σπηλιά και κοιμόταν ακουμπισμένο στο πλευρό της μητέρας του. Το ξύπνησε το γρύλισμά της. Πρώτη φορά την άκουγε να γρυλίζει τόσο τρομερά. Πιθανόν να ήταν το πιο τρομερό γρύλισμα της ζωής της. Υπήρχε λόγος και κανείς δεν τον ήξερε καλύτερα απ' αυτήν. Κανείς δε χαλάει ατιμώρητος φωλιά αγριόγατου. Το φως του απογεύματος έλουσε μεμιάς τη μάνα αγριόγατο που είχε κουρνιάσει στο στόμιο της σπηλιάς. Το λυκάκι την είδε και του σηκώθηκε το τρίχωμα της πλάτης. Αυτός ήταν φόβος και δε χρειαζόταν το ένστικτο για να του το πει. Κι αν δεν αρκούσε μόνο η θέα, η λυσσασμένη κραυγή του εισβολέα, που άρχισε με ένα γρύλισμα και δυνάμωσε απότομα για να γίνει στριγκό τσιριχτό, μίλησε από μόνη της.

Το λυκάκι ένιωσε το κέντρισμα της ζωής μέσα του. Σηκώθηκε και στάθηκε θαρρετά στο πλευρό της μητέρας του. Εκείνη όμως το απόδιωξε ταπεινωτικά πίσω της. Εξαιτίας της χαμηλής οροφής της σπηλιάς, ο αγριόγατος δεν μπορούσε να πηδήξει μέσα και, όταν επιχείρησε να συρθεί, η λύκαινα του όρμησε και το κάρφωσε επιτόπου. Το λυκάκι είδε λίγα πράγματα από τη μάχη. Ακούστηκαν γρυλίσματα, φυσηξιές και κρωξίματα. Τα δυο ζωντανά αλώνισαν πάνω κάτω, ο αγριόγατος ξέσχιζε με τα νύχια και τα δόντια, ενώ η λύκαινα χρησιμοποίησε μόνο τα δόντια της.

Σε μια στιγμή, το λυκάκι όρμησε και βύθισε τα δόντια στο πίσω πόδι του αγριόγατου. Αρπάχτηκε, γρύλισε άγρια. Χωρίς να το ξέρει, με το βάρος του κορμιού του πεδίκλωσε την κίνηση του ποδιού κι έσωσε τη μητέρα του από μεγάλη ζημιά. Μια αλλαγή στην έκβαση της μάχης το στρίμωξε κάτω από τα δυο κορμιά και το ανάγκασε να χαλαρώσει τη δαγκωνιά. Την άλλη στιγμή οι δυο μάνες χώριζαν και, πριν ξαναπιαστούν στα χέρια, ο αγριόγατος όρμησε στο λυκάκι με την πελώρια μπροστινή πατούσα του, που ξέσχισε τον ώμο του μέχρι το κόκαλο και το έστειλε σκουντουφλώντας στο πλάι πάνω στον τοίχο. Στο σαματά προστέθηκε και το διαπεραστικό σκούξιμο πόνου και τρόμου του μικρού λύκου. Όμως η μάχη κράτησε τόσο πολύ, ώστε πρόλαβε να τελειώσει το ξεφωνητό και να βρει δεύτερη δόση κουράγιου. Και το τέλος της μάχης το ξαναβρήκε γαντζωμένο από ένα πίσω πόδι, να γρυλίζει θυμωμένο μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.

Ο αγριόγατος ήταν νεκρός. Αλλά κι η λύκαινα ήταν πολύ αδύναμη και άρρωστη. Στην αρχή χάιδεψε το λυκάκι και του έγλειψε τον πληγωμένο ώμο. Αλλά το αίμα που είχε χάσει της είχε στραγγίξει τη δύναμη. Έμεινε ξαπλωμένη μια ολόκληρη μέρα και μια νύχτα, δίπλα στο σκοτωμένο της εχθρό, ακίνητη κι ανασαίνοντας με το ζόρι. Για μια βδομάδα δε βγήκε από τη σπηλιά παρά μόνο για νερό, αλλά και πάλι οι κινήσεις της ήταν αργές και πονεμένες. Μετά από τη βδομάδα ο αγριόγατος είχε φαγωθεί και οι πληγές της λύκαινας έγιαναν αρκετά για να της επιτρέψουν να ξαναβγεί στο κυνήγι του κρέατος.

Page 43: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Το λυκάκι ένιωθε τον ώμο του να τσούζει και να πονάει και, για ένα διάστημα, κούτσαινε από το τρομερό ξέσκισμα των νυχιών. Τώρα όμως ο κόσμος φαινόταν αλλαγμένος. Το λυκάκι τον αντιμετώπιζε με περισσότερη αυτοπεποίθηση, με μια αίσθηση ικανότητας που δεν είχε πριν από τη μάχη με τον αγριόγατο. Είχε δει τη ζωή από μια πιο σκληρή όψη. Είχε αγωνιστεί. Είχε βυθίσει τα δόντια στη σάρκα ενός εχθρού. Και είχε επιζήσει. Και εξαιτίας όλων αυτών, είχε αποκτήσει την τάση να τολμά και ν' αψηφά, κάτι τελείως καινούριο. Δε φοβόταν πια τα μικρότερα πράγματα κι η περισσότερη δειλία του είχε σβήσει, παρ' όλο που το άγνωστο δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει επάνω του με τα μυστήρια και τους τρόμους του, πάντα απειλητικό.

Άρχισε να συντροφεύει τη μητέρα του στα ίχνη του κρέατος, είδε πολλά από το σκοτωμό του κρέατος κι άρχισε να συμμετέχει σ' αυτόν. Και με το απροσδιόριστο δικό του τρόπο, έμαθε το νόμο του κρέατος. Υπήρχαν δυο είδη ζωής: το δικό του είδος και το άλλο είδος. Το δικό του είδος περιλάμβανε τη μητέρα του και το ίδιο. Το άλλο είδος περιλάμβανε όλα τα ζωντανά πράγματα που κινούνταν. Αλλά το άλλο είδος είχε υποδιαιρέσεις. Ένα μέρος ήταν εκείνο που το δικό του είδος σκότωνε και έτρωγε. Αυτό το μέρος αποτελούσαν τα πράγματα που δε σκότωναν και τα μικρά πράγματα που σκότωναν. Το άλλο μέρος σκότωνε και έτρωγε το δικό του είδος ή σκοτωνόταν και φαγωνόταν από το δικό του είδος. Και πάνω απ' αυτό το ξεχώρισμα υπήρχε ο νόμος. Σκοπός της ζωής ήταν το κρέας. Η ίδια η ζωή ήταν κρέας. Η ζωή ζούσε με ζωή. Υπήρχαν αυτοί που τρώνε κι αυτοί που τρώγονται. Ο νόμος ήταν: Ή ΤΡΩΣ Ή ΣΕ ΤΡΩΝΕ. Το λυκάκι δε διατύπωσε το νόμο με σαφείς, ξεκάθαρους όρους για να τον κρίνει από ηθική σκοπιά. Ούτε που τον σκέφτηκε. Απλά ζούσε το νόμο χωρίς να τον σκέφτεται καθόλου.

Είδε το νόμο να λειτουργεί γύρω του από κάθε πλευρά. Έφαγε τα μωρά του λαγόποδου. Το γεράκι έφαγε τη μαμά λαγόποδο. Το γεράκι θα είχε φάει και το λυκάκι. Αργότερα, όταν θα μεγάλωνε και θα προκαλούσε φόβο, το λυκάκι ήθελε να φάει το γεράκι. Έφαγε τα μωρά του αγριόγατου. Η μαμά αγριόγατος θα είχε φάει και το λυκάκι, αν δεν είχε σκοτωθεί και φαγωθεί αυτή. Και πάει λέγοντας. Το νόμο τον ζούσαν γύρω του όλα τα ζωντανά πράγματα και το λυκάκι ήταν μέρος και κομμάτι του νόμου. Ήταν από τα πράγματα που σκοτώνουν. Μόνο κρέας έτρωγε, κρέας ζωντανό, που έτρεχε γοργά μακριά του ή πετούσε στον αέρα ή σκαρφάλωνε σε δέντρα ή κρυβόταν στο έδαφος ή το αντιμετώπιζε και πάλευε μαζί του ή ανέτρεπε τους όρους και κυνηγούσε αυτό.

Αν το λυκάκι σκεφτόταν με τον ανθρώπινο τρόπο, θα είχε ορίσει τη ζωή σαν μια ακόρεστη πείνα και τον κόσμο σαν ένα μέρος με πληθώρα διαβαθμισμένων ορέξεων, που άλλες κυνηγούν κι άλλες κυνηγιούνται, άλλες τρώνε κι άλλες τρώγονται, μέσα σε ένα τυφλό μπέρδεμα, με βία κι αναταραχή, ένα χάος αδηφαγίας και σφαγής, με οδηγό την ανελέητη, την απρόβλεπτη και αναπόφευκτη τύχη.

Αλλά το λυκάκι δε σκεφτόταν με τον ανθρώπινο τρόπο. Δεν έβλεπε τα πράγματα με πλατιά αντίληψη. Είχε έναν και μόνο σκοπό και το κινούσε μόνο μια σκέψη ή επιθυμία κάθε φορά. Εκτός από το νόμο του κρέατος υπήρχαν άπειροι μικρότεροι νόμοι να μάθει και να τηρήσει. Ο κόσμος ήταν γεμάτος εκπλήξεις. Η ζωή που έπαλλε μέσα του, το παιχνίδι των μυών του, ήταν μια ατέλειωτη ευτυχία. Το να σκοτώσει κρέας σήμαινε να βιώσει αγωνίες και εξάρσεις. Τα ξεσπάσματα και οι μάχες ήταν απόλαυση. Ο ίδιος ο τρόμος και το μυστήριο του αγνώστου του έδιναν ζωή.

Και υπήρχε ανακούφιση και ικανοποίηση. Να έχεις γεμάτο στομάχι, να λαγοκοιμάσαι τεμπέλικα στον ήλιο —τέτοια πράγματα ήταν η ανταμοιβή των πόθων και των μόχθων, ενώ οι πόθοι και οι μόχθοι ήταν από μόνοι τους ανταμοιβή. Ήταν η έκφραση της ζωής και η ζωή είναι πάντα ευτυχισμένη, όταν εκφράζεται. Γι' αυτό το λυκάκι δεν παραπονιόταν για το εχθρικό περιβάλλον του. Ήταν όλο ζωή, πολύ ευτυχισμένο και πολύ περήφανο με τον εαυτό του.

Page 44: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Page 45: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Οι δημιουργοί της φωτιάς

Το συναπάντημα ήταν ξαφνικό. Έφταιγε το λυκάκι. Δεν πρόσεξε. Άφησε τη σπηλιά κι έτρεξε στο ποταμάκι για να πιει. Μπορεί να μην πρόσεξε επειδή ήταν ακόμα βαρύ από τον ύπνο. (Όλη νύχτα έψαχνε για κρέας και μόλις είχε ξυπνήσει). Και μπορεί η απροσεξία του να οφειλόταν στην εξοικείωσή του με το νερόλακκο. Πήγαινε συχνά εκεί και δεν είχε συμβεί τίποτα.

Προσπέρασε το κεραυνοχτυπημένο δέντρο, διέσχισε τον ανοιχτό χώρο και προχώρησε χοροπηδώντας μέσα στα δέντρα. Την ίδια στιγμή και είδε και μύρισε. Μπροστά του, αμίλητα και καθισμένα στα πίσω τους πόδια ήταν πέντε ζωντανά πράγματα, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ήταν η πρώτη του ματιά στο ανθρώπινο είδος. Όμως στη θέα του, οι πέντε άνθρωποι δεν πήδηξαν όρθιοι, ούτε έδειξαν τα δόντια ούτε γρύλισαν. Ούτε που κουνήθηκαν. Εξακολούθησαν να κάθονται, σιωπηλοί και απειλητικοί.

Ούτε το λυκάκι κινήθηκε. Κάθε ένστικτο της φύσης του θα το είχε σπρώξει να τρέξει μακριά αν, τελείως ξαφνικά και για πρώτη φορά, δεν είχε ξυπνήσει μέσα του ένα άλλο, αντίθετο ένστικτο. Το πλημμύρισε δέος. Έμεινε ακίνητο επειδή το κατέκλυσε μια έντονη αίσθηση της δικής του αδυναμίας και μικρότητας. Αυτό ήταν κυριαρχία και δύναμη, κάτι πολύ πέρα και πολύ πιο πάνω απ' αυτό.

Το λυκάκι δεν είχε δει ποτέ άνθρωπο, αλλά κατείχε το ένστικτο το σχετικό με τον άνθρωπο. Με μυστήριους τρόπους αναγνώριζε στον άνθρωπο το ζώο που είχε πολεμήσει για ν' αποκτήσει κυριαρχία πάνω στα υπόλοιπα ζώα της Άγριας Φύσης. Όχι μόνο μέσα από τα δικά του μάτια αλλά και μέσα από τα μάτια όλων των προγόνων του έβλεπε τώρα τον άνθρωπο — με μάτια που είχαν κυκλώσει στο σκοτάδι αμέτρητες χειμωνιάτικες φωτιές, που είχαν κοιτάξει από απόσταση ασφαλείας και μέσα από σύδεντρα το αλλόκοτο δίποδο ζωντανό που διαφέντευε τα ζωντανά πράγματα. Το λυκάκι έπεσε θύμα της μαγείας της ίδιας του της κληρονομιάς, του φόβου και του σεβασμού που γεννιούνται μέσα από τους αγώνες και την πείρα που συσσωρεύουν οι γενιές. Η κληρονομιά έπεφτε πολύ βαριά για ένα λύκο που δεν ήταν παρά κουτάβι. Αν ήταν μεγάλο, θα είχε φύγει μακριά. Τώρα όμως κούρνιασε, παραλυμένο από το φόβο, έτοιμο σχεδόν να εκδηλώσει το είδος της υποταγής που από την πρώτη στιγμή πρόσφερε ο λύκος, όταν ήρθε να καθίσει κοντά σε ανθρώπινη φωτιά και να ζεσταθεί.

Ένας από τους Ινδιάνους σηκώθηκε, το πλησίασε κι έσκυψε από πάνω του. Το λυκάκι κούρνιασε πιο χαμηλά στο έδαφος. Ήταν το άγνωστο, επιτέλους με τη μορφή αντικειμένου, με σάρκα και οστά, που έσκυβε από πάνω του για να το αρπάξει. Του σηκώθηκε η τρίχα, δίχως να το θέλει. Τα χείλη του τραβήχτηκαν πίσω και τα δοντάκια γυμνώθηκαν. Το χέρι, υψωμένο σαν καταδίκη από πάνω του, δίστασε και ο άντρας είπε γελώντας: «Για δες! Οι ασπροδόντηδες!»

Οι άλλοι Ινδιάνοι ξέσπασαν σε γέλια και προέτρεψαν τον άνθρωπο να πιάσει το κουτάβι. Καθώς το χέρι κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά, ξέσπασε μάχη ενστίκτων μέσα στο λυκάκι. Ένιωσε δυο έντονες παρορμήσεις —να παλέψει και να φύγει. Το αποτέλεσμα ήταν ο συμβιβασμός. Έκανε και τα δυο. Υποχώρησε, ώσπου σχεδόν να το αγγίξει το χέρι. Ύστερα πάλεψε, κάρφωσε απότομα και βαθιά τα δόντια του στο χέρι. Την άλλη στιγμή έτρωγε μια καρπαζιά που έστελνε το κεφάλι του στο πλάι. Τότε στέρεψε μέσα του κάθε διάθεση για μάχη. Επικράτησαν η μικρή ηλικία και το ένστικτο της παράδοσης. Κάθισε στα πίσω του πόδια και έσκουξε. Όμως ο άντρας που τον χτύπησε είχε θυμώσει. Το λυκάκι εισέπραξε κι άλλη καρπαζιά, από την άλλη μεριά του κεφαλιού. Τότε ανασηκώθηκε λιγάκι κι έσκουξε πιο δυνατά παρά ποτέ.

Page 46: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Οι τέσσερις Ινδιάνοι γέλασαν πιο δυνατά, γέλασε ακόμα κι ο άνθρωπος που το είχε χτυπήσει. Κύκλωσαν το λυκάκι και το περιγέλασαν, ενώ αυτό κλαψούριζε όλο τον τρόμο και τον πόνο του. Μετά από λίγο, το λυκάκι κάτι άκουσε. Το άκουσαν και οι Ινδιάνοι. Αλλά το λυκάκι κατάλαβε τι ήταν και, με ένα τελευταίο, μακρόσυρτο κλαψούρισμα που ήταν περισσότερο θρίαμβος παρά θλίψη, έπαψε το σαματά και περίμενε τον ερχομό της μητέρας του, αυτής της σκληρής και αδάμαστης μητέρας που πάλευε και σκότωνε όλα τα πράγματα και δε φοβόταν ποτέ. Η λύκαινα έτρεχε γρυλίζοντας. Είχε ακούσει την κραυγή του μικρού της και ορμούσε να το σώσει.

Πήδηξε ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αγωνία και το αγωνιστικό φρόνημα της μητρότητας δεν την έκανε καθόλου ευχάριστο θέαμα. Στα μάτια του μικρού της όμως το θέαμα της προστατευτικής εκείνης οργής ήταν απόλαυση. Έβγαλε μια κραυγή χαράς και πήδηξε προς το μέρος της, ενώ τα ανθρώπινα ζώα πισωπάτησαν γοργά κάμποσα βήματα. Η λύκαινα στάθηκε πάνω από το λυκάκι, ατενίζοντας τους ανθρώπους, με το τρίχωμα ορθωμένο, ενώ από το λαιμό της βγήκε ένα απειλητικό γρύλισμα. Το μουσούδι της είχε παραμορφωθεί, φαινόταν μοχθηρό και απειλητικό, ακόμα κι η μύτη της είχε ζαρώσει μέχρι τα μάτια, τόσο απαίσιο ήταν το γρύλισμά της.

Τότε ήταν που ένας από τους ανθρώπους έβγαλε μια κραυγή. «Kiche!» ήταν το μόνο που πρόφερε. Ήταν επιφώνημα έκπληξης. Το λυκάκι ένιωσε τη μητέρα του να μαραίνεται στο άκουσμά της.

«Kiche!» ξαναφώναξε ο άντρας, τούτη τη φορά κοφτά και αυταρχικά.

Και τότε το λυκάκι είδε τη μητέρα του, τη λύκαινα, την άφοβη, να χαμηλώνει ώσπου άγγιξε η κοιλιά της το έδαφος. Την άκουσε να κλαψουρίζει, την είδε να κουνάει την ουρά, να δείχνει σημάδια ειρήνευσης. Το λυκάκι δεν κατάλαβε. Κατατρόμαξε. Τον πλημμύρισε πάλι το δέος για τον άνθρωπο. Σωστό αποδείχτηκε το ένστικτό του. Και η μητέρα του το επαλήθευσε. Και αυτή είχε δηλώσει υποταγή στα ανθρώπινα ζώα.

Ο άντρας που είχε μιλήσει πήγε κοντά της. Ακούμπησε το χέρι στο κεφάλι της κι εκείνη μαζεύτηκε πιο κάτω. Δεν όρμησε ούτε απείλησε να ορμήσει. Πλησίασαν και οι άλλοι, την τριγύρισαν, τη χάιδεψαν, της ζήτησαν το πόδι, κινήσεις που η λύκαινα δεν επιχείρησε ν' αποδιώξει. Οι άνθρωποι είχαν αναστατωθεί κι έβγαζαν από το στόμα τους θορύβους. Αυτοί οι θόρυβοι δεν ήταν ενδείξεις κινδύνου, αποφάνθηκε το λυκάκι, καθώς ζάρωνε κοντά στη μητέρα του, φοβισμένο ακόμα αλλά κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για να υποταχτεί.

«Δεν είναι παράξενο», έλεγε ένας Ινδιάνος. «Ο πατέρας της ήταν λύκος. Ναι, ήταν σκύλα η μάνα της. Αλλά την έδεσε ο αδερφός μου στο δάσος για τρεις νύχτες, την εποχή του ζευγαρώματος. Άρα ο πατέρας της Kiche ήταν λύκος».

«Έχει ένα χρόνο που έφυγε, Γκρίζε Κάστορα», είπε ένας δεύτερος Ινδιάνος.

«Δεν είναι παράξενο, Γλώσσα του Σολομού», αποκρίθηκε ο Γκρίζος Κάστορας. «Ήταν η εποχή της πείνας και δεν υπήρχε κρέας για τα σκυλιά».

«Έζησε με τους λύκους», είπε τρίτος Ινδιάνος.

«Έτσι φαίνεται, Τρεις Αετοί», απάντησε ο Γκρίζος Κάστορας, ακουμπώντας το χέρι στο λυκάκι. «Και τούτο εδώ είναι η απόδειξη».

Το λυκάκι γρύλισε ελαφρά στο άγγιγμα του χεριού και το χέρι τραβήχτηκε πίσω για να δώσει καρπαζιά. Στο σημείο αυτό το λυκάκι σκέπασε τα δόντια κι έσκυψε υποτακτικά, ενώ το χέρι ξανάγγιζε, για να του τρίψει τα αυτιά και πάνω κάτω την πλάτη.

Page 47: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Αυτό είναι σημάδι», συνέχισε ο Γκρίζος Κάστορας. «Οπωσδήποτε είναι μητέρα του η Kiche. Αλλά πατέρας του ήταν λύκος. Επομένως μέσα του είναι λίγο σκύλος και πολύ λύκος. Τα δόντια του είναι άσπρα και Ασπροδόντη θα τον λένε. Είπα και ελάλησα. Θα γίνει ο σκύλος μου. Δεν ήταν σκυλί του αδερφού μου η Kiche; Δεν πέθανε ο αδερφός μου;»

Το λυκάκι, που τώρα είχε αποκτήσει όνομα κατά κόσμον, ξάπλωσε και βάλθηκε να παρακολουθεί. Για λίγο τα ανθρώπινα ζώα συνέχισαν να κάνουν θορύβους με το στόμα. Ύστερα ο Γκρίζος Κάστορας έβγαλε μαχαίρι από μια θήκη που κρεμόταν γύρω από το λαιμό του, πήγε στο σύδεντρο κι έκοψε ένα ραβδί. Ο Ασπροδόντης τον παρακολουθούσε. Ο Γκρίζος Κάστορας τρύπησε το ραβδί στις δυο άκρες και πέρασε στις τρύπες λουριά από ακατέργαστο δέρμα. Το ένα λουρί το πέρασε στο λαιμό της Kiche. Ύστερα την έσυρε σε ένα πευκάκι κι έδεσε το άλλο λουρί γύρω από τον κορμό.

Ο Ασπροδόντης ακολούθησε και ξάπλωσε δίπλα της. Ο Γλώσσα του Σολομού άπλωσε το χέρι και τον γύρισε ανάσκελα. Η Kiche κοίταζε με αγωνία. Ο Ασπροδόντης ένιωσε να τον πλημμυρίζει πάλι ο φόβος. Δεν κατάφερε να πνίξει ένα γρύλισμα, αλλά δεν όρμησε. Το χέρι, με δάχτυλα τσακισμένα και ανοιχτά, του έτριψε παιχνιδιάρικα την κοιλιά και τον κύλησε από το ένα πλευρό στο άλλο. Ήταν γελοίο και ταπεινωτικό, να σε ξαπλώνουν ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά στον αέρα. Άλλωστε η στάση σ' έκανε τόσο αδύναμο, ώστε επαναστατούσε εναντίον της η ίδια η φύση του Ασπροδόντη. Δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αν αυτό το ανθρώπινο ζώο είχε κακούς σκοπούς, ο Ασπροδόντης ήξερε ότι δε θα γλίτωνε. Πώς θα ξέφευγε με τα τέσσερα ποδαράκια του στον αέρα; Ωστόσο η υποταγή τον έκανε να πνίξει το φόβο κι έτσι γρύλισε μόνο, αδύναμα. Αυτό το γρύλισμα δεν κατάφερε να το πνίξει. Αλλά κι το ανθρώπινο ζώο δε θύμωσε και δεν έδωσε καρπαζιά. Και μάλιστα, τι παράξενο αλήθεια, ο Ασπροδόντης ένιωθε αφάνταστη ευχαρίστηση καθώς τον έτριβε πέρα δώθε το χέρι. Όταν τον γύρισαν στο πλευρό, σταμάτησε να γρυλίζει. Όταν τα δάχτυλα πίεσαν κι έτριψαν τη βάση των αυτιών του, η ευχάριστη αίσθηση μεγάλωσε. Και όταν, στο τελευταίο τρίψιμο και ξύσιμο, ο άνθρωπος τον άφησε ήσυχο κι απομακρύνθηκε, έσβησε κάθε φόβος του Ασπροδόντη. Θα γνώριζε πολλές φορές το φόβο στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, ωστόσο ήταν το σύμβολο της άφοβης συντροφιάς με τον άνθρωπο που θα τον αντάμειβε τελικά.

Μετά από λίγο, ο Ασπροδόντης άκουσε να πλησιάζουν παράξενες φωνές. Έκανε γρήγορα το ξεχώρισμα, επειδή κατάλαβε αμέσως ότι ήταν φωνές ανθρώπινων ζώων. Σε λίγα λεπτά έφτασε η υπόλοιπη φυλή, σαν να έκανε παρέλαση. Ήρθαν κι άλλοι άντρες και γυναίκες και παιδιά, συνολικά σαράντα ψυχές, όλοι φορτωμένοι με ρούχα και εξοπλισμό του οικισμού. Υπήρχαν και πολλά σκυλιά· και αυτά, εκτός από τα κουτάβια, ήταν εξίσου φορτωμένα με πράγματα. Στις πλάτες τους, σε σάκους σφιχτά δεμένους γύρω γύρω και από κάτω τους, τα σκυλιά μετέφεραν από δέκα μέχρι δεκαπέντε κιλά βάρος.

Ο Ασπροδόντης δεν είχε ξαναδεί σκυλιά, αλλά με το που τα είδε, κατάλαβε ότι ήταν από το είδος του, μόνο κάπως διαφορετικά. Ωστόσο αντέδρασαν σχεδόν σαν λύκοι, όταν ανακάλυψαν το λυκάκι και τη μητέρα του. Έγινε σαματάς. Ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα και γρύλισε και όρμησε στα μούτρα του σκυλίσιου κύματος που επέλασε με ανοιχτά στόματα, βρέθηκε στο έδαφος κι από κάτω τους, ένιωσε κοφτερά δόντια στο κορμί του, δάγκωσε, ξέσχισε πόδια και κοιλιές από πάνω του. Έγινε μεγάλο κακό. Ο Ασπροδόντης άκουσε την Kiche να παλεύει για λογαριασμό του· και άκουγε τις κραυγές των ανθρώπινων ζώων, κρότους μπαστουνιών που χτυπούσαν πάνω σε σώματα, πονεμένα σκουξίματα από τα σκυλιά που τις έτρωγαν.

Δεν πέρασαν πολλά δευτερόλεπτα και ξαναστήθηκε στα πόδια του. Είδε τα ανθρώπινα ζώα να δαμάζουν τα σκυλιά με μπαστούνια και πέτρες, να υπερασπίζονται αυτόν, να τον σώζουν από τα άγρια δόντια του είδους του, που με κάποιο τρόπο δεν ήταν δικό του είδος. Και, παρ' όλο που στο μυαλό του δεν υπήρχε σαφής αντίληψη ενός τόσο αφηρημένου πράγματος όπως

Page 48: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

η δικαιοσύνη, ωστόσο, με τον τρόπο του, ένιωσε τη δικαιοσύνη των ανθρώπινων ζώων και κατάλαβε τι ήταν —δημιουργοί νόμου και εφαρμοστές νόμου. Επίσης, εκτίμησε τη δύναμη με την οποία εφάρμοζαν το νόμο. Αντίθετα με όσα ζώα είχε γνωρίσει μέχρι τώρα, δε δάγκωναν ούτε άρπαζαν με τα νύχια. Επέβαλλαν τη ζωντανή τους δύναμη με τη δύναμη άψυχων πραγμάτων. Τα άψυχα πράγματα είχαν κάποιο ρόλο. Έτσι, τα μπαστούνια και οι πέτρες, στα χέρια αυτών των παράξενων πλασμάτων, πηδούσαν στον αέρα σαν ζωντανά πράγματα κι έδιναν οδυνηρά χτυπήματα στα σκυλιά.

Για το μυαλό του, αυτή ήταν δύναμη ασυνήθιστη, δύναμη ασύλληπτη και πέρα από το φυσικό, δύναμη, θαρρείς, θεϊκή. Από τη φύση του, ο Ασπροδόντης ήταν αδύνατον να ξέρει για θεούς. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταλάβαινε μόνο ποια πράγματα είναι πέρα από την αντίληψη. Αλλά η απορία και το δέος που ένιωσε γι' αυτά τα ανθρώπινα ζώα θα έμοιαζε με την απορία και το δέος που θα ένιωθε ο άνθρωπος βλέποντας κάποιο ουράνιο πλάσμα, σε κάποια βουνοκορφή, να εξαπολύει κεραυνούς και με τα δυο χέρια στα κεφάλια ενός κατάπληκτου κόσμου.

Είχε υποχωρήσει και το τελευταίο σκυλί. Ο σαματάς έπαψε. Και ο Ασπροδόντης έγλειψε τις πληγές του και βάλθηκε να συλλογιέται την πρώτη γεύση από τη σκληρότητα της αγέλης και τη γνωριμία του με την αγέλη. Δε φαντάστηκε ποτέ ότι το είδος του αποτελούσαν άλλοι εκτός από το Μονόφθαλμο, τη μητέρα του και τον ίδιο. Ως τώρα οι τρεις τους αποτελούσαν ένα ξέχωρο είδος και τώρα, ξαφνικά, ο Ασπροδόντης ανακάλυπτε πολύ περισσότερους, προφανώς από το ίδιο είδος. Και υποσυνείδητα αγανακτούσε που αυτοί, το δικό του είδος, του ρίχτηκαν και προσπάθησαν να τον εξολοθρεύσουν, μόλις τον είδαν. Ταυτόχρονα αγανακτούσε που η μητέρα του ήταν δεμένη σ' ένα μπαστούνι, παρ' όλο που το είχαν κάνει τα ανώτερα ανθρώπινα ζώα. Είχε τη γεύση της παγίδας, της δουλείας. Ωστόσο ο Ασπροδόντης δε γνώριζε από παγίδες και δουλείες. Κληρονομιά του ήταν η ελευθερία να τριγυρίζει, να πέφτει και να σηκώνεται όποτε ήθελε. Οι κινήσεις της μητέρας του είχαν περιοριστεί στο μήκος ενός μπαστουνιού και με το μήκος του ίδιου μπαστουνιού ήταν περιορισμένος κι αυτός, αφού δεν είχε ξεπεράσει ακόμα την ανάγκη να βρίσκεται πλάι στη μητέρα του.

Δεν του άρεσε. Δεν του άρεσε ούτε όταν τα ανθρώπινα ζώα σηκώθηκαν και συνέχισαν την πορεία. Ένα μικρό ανθρώπινο ζωάκι έπιασε την άλλη άκρη του μπαστουνιού κι έσυρε την Kiche αιχμάλωτη πίσω του, ενώ πίσω από την Kiche ακολουθούσε ο Ασπροδόντης, αφάνταστα αναστατωμένος και ανήσυχος για την καινούρια περιπέτεια που τους είχε βρει.

Διέσχισαν την κοιλάδα του ποταμιού, προχώρησαν πιο πέρα κι από τη μακρινότερη εξερεύνηση του Ασπροδόντη, ώσπου έφτασαν στην άκρη της κοιλάδας, όπου το ρεύμα συναντούσε τον ποταμό Mackenzie. Εκεί όπου σχεδίες στηριγμένες σε ξύλα ήταν κρυμμένες ψηλά στον αέρα κι όπου υπήρχαν σχάρες για το στέγνωμα των ψαριών στήθηκαν σκηνές. Και ο Ασπροδόντης παρατηρούσε τα πάντα με ανοιχτό το στόμα. Η υπεροχή αυτών των ανθρώπινων ζώων μεγάλωνε κάθε στιγμή. Ήταν η εξουσία τους πάνω στα σκυλιά με τα κοφτερά δόντια. Ανέδιδαν δύναμη. Αλλά και πάνω απ' αυτό, για το λυκάκι, υπήρχε η εξουσία τους πάνω στα όχι ζωντανά πράγματα. Η ικανότητά τους να μεταδίδουν κίνηση σε ακίνητα πράγματα. Η ικανότητά τους να αλλάζουν την ίδια την όψη του κόσμου.

Αυτό το τελευταίο τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Το μάτι του έπιασε στύλους που ανέβαιναν ψηλά. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν από μόνο του τόσο αξιοσημείωτο, αφού το έκαναν τα ίδια πλάσματα που πετούσαν μπαστούνια και πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις. Όταν όμως οι στύλοι έγιναν σκηνές μόλις τους σκέπασαν υφάσματα και δέρματα, ο Ασπροδόντης έχασε τη λαλιά του. Τον εντυπωσίασε ο πελώριος όγκος τους. Τον είχαν ζώσει απ' όλες τις μεριές, σαν τέρατα. Κάλυψαν σχεδόν ολόκληρο το οπτικό του πεδίο. Τις φοβήθηκε. Έσκυβαν απειλητικές από πάνω του. Κι όταν τις πήγε πέρα δώθε ο άνεμος, τότε κούρνιασε τρομαγμένος, χωρίς να τις αφήσει από τα μάτια του, έτοιμος να το σκάσει, με το που θα επιχειρούσαν να του

Page 49: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ριχτούν.

Πολύ γρήγορα όμως έσβησε ο φόβος του για τις σκηνές. Είδε γυναίκες και παιδιά να μπαινοβγαίνουν σε δαύτες και να μην παθαίνουν τίποτα, είδε σκυλιά να προσπαθούν να μπουν μέσα και να ξαναβγαίνουν μέσα σε καταιγισμό από κακά λόγια και πέτρες. Μετά από λίγο, ο Ασπροδόντης έφυγε από το πλευρό της Kiche και σύρθηκε προσεκτικά προς την κοντινότερη σκηνή. Τον ωθούσε η περιέργεια της ανάπτυξης —η ανάγκη να μάθει, να ζήσει και να κάνει αυτά που προσφέρουν πείρα. Την ελάχιστη απόσταση πριν από τον τοίχο την κάλυψε με βασανιστικά αργό βήμα και έντονη προσοχή. Τα γεγονότα της ημέρας τον είχαν προετοιμάσει για την εμφάνιση του αγνώστου με τους πιο εκπληκτικούς και αδιανόητους τρόπους. Επιτέλους η μύτη του άγγιξε τη σκηνή. Περίμενε. Δεν έγινε τίποτα. Ύστερα οσμίστηκε το ύφασμα που μύριζε ανθρώπινη μυρωδιά. Το μάγκωσε στα δόντια του και τράβηξε απαλά. Δεν έγινε τίποτα, αν και κουνήθηκαν τα κοντινά σημεία της σκηνής. Ξανατράβηξε πιο δυνατά. Σημειώθηκε έντονη κίνηση. Απόλαυση. Τράβηξε ακόμα πιο δυνατά, ξανά και ξανά, ώσπου μπήκε σε κίνηση ολόκληρη η σκηνή. Τότε, η δυνατή κραυγή μιας Ινδιάνας τον ξανάστειλε όπως όπως δίπλα στην Kiche. Μετά απ' αυτό όμως ο Ασπροδόντης δεν ξαναφοβήθηκε τον πανύψηλο όγκο των σκηνών.

Ένα λεπτό αργότερα ξεστράτιζε πάλι από τη μητέρα του. Το μπαστούνι της ήταν δεμένο σε πάσσαλο καρφωμένο στο έδαφος και δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Ένα μεγαλύτερο σε όγκο και ηλικία κουτάβι τον πλησίασε αργά, με φανερές διαθέσεις επιθετικότητας. Το όνομα του κουταβιού, όπως θ' άκουγε αργότερα ο Ασπροδόντης να το φωνάζουν, ήταν Lip-lip. Είχε προηγούμενη πείρα σε κουταβομαχίες και τη φήμη παλικαρά.

Ο Lip-lip ήταν από το είδος του Ασπροδόντη και, σαν κουτάβι που ήταν, δε φαινόταν επικίνδυνος. Έτσι ο Ασπροδόντης ετοιμάστηκε να τον υποδεχτεί με φιλικό πνεύμα. Όταν όμως ο νεοφερμένος τσίτωσε τα πόδια και γύμνωσε τα δόντια, τσιτώθηκε κι ο Ασπροδόντης και του απάντησε με γύμνωμα των δοντιών. Τριγύρισαν για λίγο ο ένας τον άλλο, προσεκτικά, με γρυλίσματα και ορθώματα της τρίχας. Αυτό κράτησε αρκετά λεπτά και ο Ασπροδόντης άρχιζε να το απολαμβάνει, το πήρε για παιχνίδι. Ξάφνου όμως, με αξιοθαύμαστη γρηγοράδα, ο Lip-lip πήδηξε, τον χτύπησε και ξανάκανε πίσω. Το χτύπημα βρήκε τον πληγωμένο από τον αγριόγατο ώμο του Ασπροδόντη, που πονούσε ακόμη κοντά στο κόκαλο. Το ξάφνιασμα και ο πόνος τού έφεραν στο λαιμό ένα σκούξιμο. Την επόμενη στιγμή όμως ο Ασπροδόντης ορμούσε οργισμένος πάνω στον Lip-lip και τον χτυπούσε με ορμή.

Αλλά ο Lip-lip είχε ζήσει τη ζωή του σε οικισμούς κι είχε πολεμήσει σε πολλές κουταβομαχίες. Τρεις φορές, τέσσερις φορές, έξι φορές, τα κοφτερά δοντάκια του ξέσχισαν το νεοφερμένο, ώσπου ο Ασπροδόντης, σκούζοντας δυνατά, έτρεξε για προστασία στη μητέρα του. Ήταν ο πρώτος από τους πολλούς καβγάδες που θα έκανε με τον Lip-lip, επειδή έγιναν από την αρχή εχθροί, άσπονδοι εχθροί, με χαρακτήρες προορισμένους να συγκρούονται.

Η Kiche έγλειψε τρυφερά τον Ασπροδόντη και προσπάθησε να του επιβάλει να μείνει κοντά της. Υπερίσχυσε όμως η περιέργεια και, μετά από λίγα λεπτά, ο Ασπροδόντης επιχειρούσε νέες περιπέτειες. Συνάντησε κάποιο από τα ανθρώπινα ζώα, τον Γκρίζο Κάστορα, που καθόταν ανακούρκουδα κι έκανε κάτι με μπαστούνια και ξερά μούσκλια απλωμένα μπροστά του στο έδαφος. Ο Ασπροδόντης πλησίασε και κοίταξε. Ο Γκρίζος Κάστορας έκανε θορύβους με το στόμα που ο Ασπροδόντης έκρινε όχι εχθρικούς και πλησίασε περισσότερο.

Γυναίκες και παιδιά κουβαλούσαν κι άλλα μπαστούνια και κλαριά στον Γκρίζο Κάστορα. Προφανώς επρόκειτο για βιαστική υπόθεση. Ο Ασπροδόντης πλησίασε ώσπου άγγιξε το γόνατο του Γκρίζου Κάστορα, τόσο περίεργος ήταν, και ξέχασε ότι είχε δίπλα του ένα τρομερό ανθρώπινο ζώο. Ξάφνου είδε κάτι αλλόκοτο, σαν ομίχλη, να ξεμυτίζει από τα μπαστούνια και τα μούσκλια κάτω από τα χέρια του Γκρίζου Κάστορα. Ύστερα, ανάμεσα στα ίδια τα

Page 50: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

μπαστούνια, εμφανίστηκε ένα ζωντανό πράγμα, που στριφογύριζε και είχε χρώμα σαν το χρώμα του ήλιου στον ουρανό. Ο Ασπροδόντης δεν ήξερε τίποτα για τη φωτιά. Τον μάγεψε, όπως το φως στο στόμιο της σπηλιάς, τότε στα μικράτα του. Σύρθηκε πολλά βήματα προς τη φλόγα. Άκουσε τον Γκρίζο Κάστορα να χαχανίζει από πάνω του και κατάλαβε ότι ο θόρυβος δεν ήταν εχθρικός. Ύστερα η μύτη του άγγιξε τη φλόγα και την ίδια στιγμή την ακολούθησε και η γλωσσίτσα του.

Για μια στιγμή παρέλυσε. Το άγνωστο, που καραδοκούσε μέσα στα μπαστούνια και τα μούσκλια, τον είχε αρπάξει άγρια από τη μύτη. Ο Ασπροδόντης πισωπάτησε τρεκλίζοντας, ξεσπώντας σε ξαφνιασμένα σκουξίματα. Στο άκουσμα, η Kiche πήδηξε γρυλίζοντας προς την άλλη άκρη της βέργας της κι εξαπέλυσε ένα ξέσπασμα οργής, επειδή δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Όμως ο Γκρίζος Κάστορας γέλασε δυνατά, χτύπησε τους γοφούς του και αφηγήθηκε το γεγονός στον υπόλοιπο οικισμό, ώσπου ξέσπασαν όλοι σε γέλια τρανταχτά. Όμως ο Ασπροδόντης καθόταν στα πίσω του πόδια και έσκουζε, έσκουζε, μια ταλαίπωρη αξιολύπητη φιγούρα ανάμεσα στα ανθρώπινα ζώα.

Ήταν ο χειρότερος πόνος που είχε νιώσει ποτέ. Μύτη και δόντια είχαν καψαλιστεί από το ζωντανό πράγμα, που είχε το χρώμα του ήλιου και είχε φυτρώσει μέσα από τα χέρια του Γκρίζου Κάστορα. Ξεφώνιζε, ξεφώνιζε ασταμάτητα. Κάθε του ξεφωνητό γινόταν δεκτό με καινούριο ξέσπασμα γέλιου από τη μεριά των ανθρώπινων ζώων. Προσπάθησε να γλείψει τη μύτη με τη γλώσσα του, αλλά κι η γλώσσα του ήταν καμένη και οι δυο πόνοι μαζί γεννούσαν μεγαλύτερο πόνο. Έτσι ο Ασπροδόντης έκλαψε πιο απελπισμένα και με περισσότερη ανημποριά παρά ποτέ.

Ύστερα ήρθε η ντροπή. Ήξερε το γέλιο και τη σημασία του. Δεν είναι γνωστό με ποιο τρόπο ορισμένα ζώα καταλαβαίνουν το γέλιο και τον περίγελο. Όμως μ' αυτό τον τρόπο το κατάλαβε ο Ασπροδόντης. Κι ένιωσε ντροπή που τον περιγελούσαν τα ανθρώπινα ζώα. Γύρισε κι έφυγε τρέχοντας, όχι από τον πόνο της φωτιάς αλλά από το γέλιο που γινόταν όλο και πιο βροντερό και τον πονούσε μέχρι τα μύχια της ψυχής του. Κι έτρεξε στην Kiche, που λυσσομανούσε στην άκρη του μπαστουνιού της, σαν τρελαμένο ζωντανό, στην Kiche, το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που δεν τον περιγελούσε.

Έπεσε το σούρουπο και μετά η νύχτα και ο Ασπροδόντης έμεινε ξαπλωμένος στο πλευρό της μητέρας του. Η μύτη και η γλώσσα του πονούσαν ακόμη, τον απασχολούσε όμως ένα μεγαλύτερο βάσανο. Νοσταλγούσε το σπίτι του. Ένιωθε μέσα του ένα κενό, αποζητούσε τη σιγαλιά και τη γαλήνη του ποταμιού και τη σπηλιά στο βράχο. Στη ζωή του είχε μπει πολύς κόσμος. Πάρα πολλά ανθρώπινα ζώα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, πολύς σαματάς και μεγάλη ενόχληση. Ήταν και τα σκυλιά, όλο καβγάδες, φασαρίες και μπέρδεμα. Είχε χάσει την ξεκούραστη μοναξιά της μοναδικής ζωής που είχε γνωρίσει. Εδώ κι ο ίδιος ο αέρας έπαλλε από ζωή, βούιζε και βομβούσε ασταμάτητα. Άλλαζε συνεχώς ένταση και τόνο και του έδινε στα νεύρα και στις αισθήσεις, τον έκανε νευρικό και ανήσυχο και του δημιουργούσε μόνιμη αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί.

Παρακολούθησε τα ανθρώπινα ζώα να πηγαινοέρχονται και να μετακινούνται στον οικισμό. Με τρόπο που θύμιζε αόριστα το πώς κοιτάζουν οι άνθρωποι τους θεούς που δημιουργούν, ο Ασπροδόντης κοίταζε τα ανθρώπινα ζώα μπροστά του. Ήταν ανώτερα πλάσματα, πραγματικοί θεοί. Για τη δική του ακαθόριστη αντίληψη, ήταν εξίσου θαυματουργά πλάσματα, όπως οι θεοί για τους ανθρώπους. Ήταν πλάσματα υπεροχής, κατείχαν άγνωστες και απίθανες δυνάμεις, ήταν κυρίαρχοι του ζωντανού και του όχι ζωντανού. Εξανάγκαζαν σε υπακοή ό,τι κινείται, έδιναν κίνηση σε ό,τι δεν κινείται και δημιουργούσαν ζωή, ζωή που είχε το χρώμα του ήλιου και δάγκωνε κι έβγαινε μέσα από ψόφια μούσκλια και ξύλα. Ήταν δημιουργοί φωτιάς! Ήταν θεοί!

Page 51: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η δουλεία

Οι μέρες πρόσθεταν πείρα στον Ασπροδόντη. Όσο η Kiche ήταν δεμένη στο μπαστούνι, αυτός έτρεχε πάνω κάτω τον οικισμό, ψάχνοντας, ερευνώντας, μαθαίνοντας. Πολύ γρήγορα έμαθε πολλές συνήθειες των ανθρώπινων ζώων, αλλά η εξοικείωση δεν έφερε την καταφρόνια. Όσο περισσότερο τους γνώριζε, τόσο δικαίωναν την υπεροχή τους, τόσο αποκάλυπταν τις μυστηριώδεις δυνάμεις τους, τόσο πιο θεοί έμοιαζαν.

Τον άνθρωπο συνοδεύει η θλίψη, συχνά, να βλέπει τους θεούς του ν' ανατρέπονται και τους βωμούς του να τρίζουν συθέμελα. Αλλά για το λύκο και το αγριόσκυλο που έρχονται να κουρνιάσουν στα πόδια του ανθρώπου τέτοια θλίψη δεν έρχεται ποτέ. Αντίθετα με τον άνθρωπο, που οι θεοί του ξεπερνούν το χώρο του ορατού και της αντίληψης κι είναι αχνός και πούσι που ξεπηδούν από φανταχτερά στολίδια της ύλης, περιπλανώμενες σκιές ιδεατής καλοσύνης και δύναμης, άπιαστες προεκτάσεις του εαυτού στον κόσμο του πνεύματος —αντίθετα με τον άνθρωπο λοιπόν, ο λύκος και το αγριόσκυλο που ζυγώνουν στη φωτιά του βρίσκουν θεούς με ζωντανή σάρκα, που αγγίζονται, καλύπτουν χώρο και απαιτούν χρόνο για την κάλυψη των αναγκών και της ύπαρξής τους. Δε χρειάζεται προσπάθεια για να πιστέψεις σε τέτοιο θεό. Καμιά ηθελημένη προσπάθεια δεν μπορεί να εμπνεύσει δυσπιστία προς τέτοιο θεό. Δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Στέκει εκεί, στα δυο πίσω πόδια, με το μπαστούνι στο χέρι, απέραντα ισχυρός, παθιασμένος, οργισμένος και λατρευτός, θεός και μυστήριο και δύναμη, όλα μαζί τυλιγμένα σε σάρκα που αιμορραγεί, όταν την ξεσκίζουν, και που είναι καλή στη γεύση όπως κάθε άλλη σάρκα.

Έτσι έγινε και με τον Ασπροδόντη. Τα ανθρώπινα ζώα ήταν θεοί, αλάνθαστοι και αναπόφευκτοι. Όπως η μητέρα του, η Kiche, είχε δηλώσει σ' αυτούς υποταγή μόλις φώναξαν το όνομά της, έτσι άρχιζε κι αυτός να δηλώνει την υποταγή του. Τους έδωσε το προβάδισμα, σαν αναμφισβήτητο προνόμιο. Όταν περπατούσαν αυτοί, ο Ασπροδόντης παραμέριζε. Όταν τον φώναζαν, πήγαινε. Όταν απειλούσαν, ζάρωνε. Όταν τον πρόσταζαν να φύγει, έφευγε βιαστικά. Επειδή πίσω από κάθε δική τους επιθυμία υπήρχε η δύναμη να επιβληθεί τούτη η επιθυμία, δύναμη που πονούσε, δύναμη που εκφραζόταν με καρπαζιές και μπαστούνια, με πετούμενες πέτρες και τσουχτερά μαστίγια.

Τους ανήκε, όπως τους ανήκαν όλα τα σκυλιά. Αυτοί καθόριζαν τις πράξεις του. Τους ανήκε το κορμί του, για να το χτυπήσουν, να το ποδοπατήσουν, να το ανεχτούν. Αυτό το μάθημα έμαθε γοργά ο Ασπροδόντης. Του έπεσε βαρύ, έτσι όπως το έμαθε, ενάντιο σε καθετί δυνατό και κυρίαρχο στη δική του φύση· και παρ' όλο που δεν του άρεσε όσο το μάθαινε, χωρίς να το καταλαβαίνει μάθαινε να του αρέσει. Ήταν η τοποθέτηση του πεπρωμένου του σε χέρια άλλων, μια μετατόπιση των ευθυνών της ύπαρξης. Κι αυτό ήταν από μόνο του ανταμοιβή, επειδή πάντα είναι πιο εύκολο να βασίζεσαι σε άλλους παρά να στέκεις στα δικά σου πόδια.

Αλλά δεν έγιναν όλα σε μια μέρα, η παράδοση του εαυτού του, ψυχή και σώμα, στα ανθρώπινα ζώα. Ο Ασπροδόντης δεν μπορούσε να αγνοήσει μεμιάς την άγρια κληρονομιά και τις αναμνήσεις του από την Άγρια Φύση. Υπήρχαν μέρες που σερνόταν στις παρυφές του δάσους, έστεκε κι αφουγκραζόταν κάτι που τον καλούσε πολύ μακριά. Και πάντα ξαναγύριζε, ανήσυχος κι αμήχανος, για να κλαψουρίσει θλιμμένα στο πλευρό της Kiche και να τη γλείψει ανυπόμονος, όλος απορία.

Ο Ασπροδόντης έμαθε γρήγορα τις συνήθειες του οικισμού. Γνώρισε την αδικία και την απληστία των μεγαλύτερων σκυλιών, όταν τους πετούσαν κρέας ή ψάρια για να φάνε. Κατέληξε να μάθει ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι, τα παιδιά πιο σκληρά και οι γυναίκες πιο καλές και πιο πρόθυμες να του ρίξουν μια μπουκιά ή κανένα κόκαλο. Και μετά από δυο τρεις οδυνηρές περιπέτειες με τις μητέρες κουταβιών, κατάλαβε ότι ήταν καλύτερα ν' αφήνεις

Page 52: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

τέτοιες μαμάδες στην ησυχία τους, να μένεις όσο πιο μακριά τους μπορείς και να τις αποφεύγεις, όταν τις βλέπεις να έρχονται.

Αλλά η κατάρα της ζωής του ήταν ο Lip-lip. Πιο μεγαλόσωμος, πιο μεγάλος στην ηλικία και πιο δυνατός, ο Lip-lip είχε διαλέξει τον Ασπροδόντη για προσωπικό του αντικείμενο βασανισμού. Ο Ασπροδόντης αγωνιζόταν με αρκετή προθυμία, αλλά νικιόταν. Ο εχθρός του ήταν πολύ μεγαλόσωμος. Ο Lip-lip του έγινε εφιάλτης. Όποτε επιχειρούσε να φύγει από τη μητέρα του, εμφανιζόταν ο παλικαράς, τον έπαιρνε στο κατόπι, του γρύλιζε, τον τσιμπούσε και ζητούσε ευκαιρία, όταν δεν ήταν κοντά ανθρώπινο ζώο, να του ορμήσει και να ξεκινήσει με το ζόρι καβγά. Επειδή ο Lip-lip κέρδιζε πάντα, το απολάμβανε φοβερά. Του έγινε η μεγαλύτερη απόλαυση, όπως για τον Ασπροδόντη έγινε το μεγαλύτερο μαρτύριο.

Όμως ο Ασπροδόντης δε δείλιασε. Αν και πάθαινε τη μεγαλύτερη ζημιά και πάντα νικιόταν, το πνεύμα του παρέμεινε αδάμαστο. Ωστόσο προέκυψε κάτι κακό. Έγινε μοχθηρός και δύστροπος. Ο χαρακτήρας του ήταν άγριος από τη φύση του, έγινε όμως αγριότερος με την ατέλειωτη τούτη καταδίωξη. Η πρόσχαρη, παιχνιδιάρικη πλευρά του βρήκε ελάχιστη έκφραση. Δεν έπαιζε ούτε διασκέδαζε ποτέ με τα άλλα κουτάβια του οικισμού. Δεν το επέτρεπε ο Lip-lip. Τη στιγμή που εμφανιζόταν μπροστά του ο Ασπροδόντης, ο Lip-lip του ορμούσε, όλο παλικαριές και νταηλίκια, για να τσακωθεί μαζί του ώσπου να τον παρασύρει μακριά.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μεγαλώσει αφύσικα γρήγορα ο Ασπροδόντης και να χάσει τη χαρά της παιδικής του ηλικίας. Όταν τον εμπόδισαν να εκτονωθεί μέσα από το παιχνίδι, κλείστηκε στον εαυτό του και ανέπτυξε τις διανοητικές του ικανότητες. Έγινε πονηρός. Κι είχε άφθονο χρόνο για να επεξεργαστεί πλάγιους τρόπους. Αφού δεν του άφηναν τη μερίδα του στο κρέας και το ψάρι την ώρα του συσσιτίου στα σκυλιά του οικισμού, έγινε έξυπνος κλέφτης. Έπρεπε να φροντίσει για την τροφή του και φρόντιζε καλά, αν και καμιά φορά γινόταν πληγή για τις Ινδιάνες. Έμαθε να κρύβεται στον οικισμό, να είναι επινοητικός, να ξέρει τι συμβαίνει παντού, να βλέπει και ν' ακούει τα πάντα και να σκέφτεται ανάλογα και να επινοεί με επιτυχία τρόπους και τεχνάσματα για να αποφεύγει τον αμετανόητο διώκτη του.

Τον πρώτο καιρό της καταδίωξης έβαλε σε εφαρμογή το πρώτο πραγματικά μεγάλο τέχνασμα και πήρε την πρώτη του γεύση εκδίκησης. Όπως η Kiche, όταν ζούσε με τους λύκους, παρέσυρε και εξολόθρευσε σκυλιά από οικισμούς ανθρώπων, έτσι και ο Ασπροδόντης, με παρόμοιο τρόπο, παρέσυρε τον Lip-lip στα εκδικητικά σαγόνια της Kiche. Στην υποχώρησή του, ο Ασπροδόντης ακολούθησε έμμεση πορεία που οδήγησε τον Lip-lip μέσα κι έξω στα διάφορα σημεία γύρω από τις σκηνές του οικισμού. Ήταν καλός στο τρέξιμο, πιο γρήγορος για το μπόι του από τα άλλα κουτάβια και πιο γρήγορος από τον Lip-lip. Αλλά σ' εκείνο το κυνήγι δεν έβαλε τα δυνατά του. Απλά κρατιόταν έναν πήδο μπροστά από το διώκτη του.

Ενθουσιασμένος από το κυνήγι κι από το γεγονός ότι είχε από κοντά το θύμα του, ο Lip-lip έχασε την αυτοσυγκέντρωση και την αίσθηση του τόπου. Όταν κατάλαβε πού βρισκόταν, ήταν πολύ αργά. Με τη φόρα που είχε στρίβοντας στη σκηνή, βρέθηκε μπροστά στην Kiche, που καθόταν δεμένη στο μπαστούνι της. Αφησε ένα απελπισμένο σκούξιμο, πριν τον βουτήξουν τα εκδικητικά της σαγόνια. Η λύκαινα ήταν δεμένη, αλλά δεν κατάφερε να της ξεφύγει εύκολα. Τον γύρισε ανάποδα, για να μην μπορεί να τρέξει, κι ύστερα τον ξέσχισε με τα δόντια της.

Όταν επιτέλους κατάφερε να της γλιτώσει, στήθηκε με κόπο, αναμαλλιασμένος, τραυματισμένος τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το τρίχωμά του είχε σχηματίσει όρθιες φούντες στα σημεία που τον είχε δαγκώσει. Ο Lip-lip στάθηκε επιτόπου, άνοιξε το στόμα κι έβγαλε ένα μακρόσυρτο, σπαραξικάρδιο κουταβίστικο γρύλισμα. Αλλά ούτε αυτό του επέτρεψαν να ολοκληρώσει. Κάπου στη μέση, όρμησε ο Ασπροδόντης και του άρπαξε με τα

Page 53: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

δόντια του το ένα πίσω πόδι. Ανήμπορος να δώσει άλλη μάχη, ο Lip-lip υποχώρησε ντροπιασμένος, με το θύμα του να τον ακολουθεί κατά πόδας μέχρι τη σκηνή του. Εκεί έσπευσαν σε βοήθεια οι Ινδιάνες κι απομάκρυναν τον Ασπροδόντη, κυριολεκτικά διάβολο μεταμορφωμένο, πετώντας του πέτρες.

Ήρθε η μέρα όπου ο Γκρίζος Κάστορας αποφάσισε ότι δε θα το έσκαγε πλέον η Kiche και την έλυσε. Ο Ασπροδόντης ενθουσιάστηκε με την απελευθέρωση της μητέρας του. Τη συνόδευσε χαρούμενος τριγύρω στον οικισμό. Και, όσο έμενε κοντά της, ο Lip-lip διατηρούσε απόσταση ασφαλείας. Ο Ασπροδόντης του τσίτωνε τα πόδια και τον προκαλούσε, όμως ο Lip-lip αγνοούσε τις προκλήσεις. Δεν ήταν ανόητος κι αν ήθελε να εκδικηθεί, θα περίμενε ώσπου να ξεμοναχιάσει τον Ασπροδόντη.

Αργότερα την ίδια μέρα, η Kiche και ο Ασπροδόντης βγήκαν στο δάσος κοντά στον οικισμό. Ο Ασπροδόντης οδήγησε τη μητέρα του εκεί βήμα βήμα και, όταν εκείνη σταμάτησε, προσπάθησε να την παρασύρει με γαλιφιές πιο μακριά. Τον καλούσαν το ποτάμι, η φωλιά κι η σιγαλιά του δάσους και ήθελε να φύγουν. Έτρεξε μερικά βήματα, σταμάτησε και κοίταξε πίσω. Η λύκαινα δεν είχε προχωρήσει βήμα. Ο Ασπροδόντης κλαψούρισε ικετευτικά και σύρθηκε παιχνιδιάρικα μέσα έξω στους θάμνους. Ξανάτρεξε κοντά της, της έγλειψε το μουσούδι και ξανάφυγε. Πάλι εκείνη δεν κινήθηκε. Ο Ασπροδόντης στάθηκε και την κοίταξε κι ένιωσε να σβήνει μέσα του κάθε διάθεση και λαχτάρα, όταν την είδε να γυρίζει το κεφάλι και να κοιτάζει προς τον οικισμό.

Κάτι τον καλούσε εκεί έξω στον ανοιχτό χώρο. Το άκουσε και η μητέρα του. Ακουσε όμως κι ένα άλλο, πιο δυνατό κάλεσμα, το κάλεσμα του ανθρώπου και της φωτιάς, το κάλεσμα στο οποίο, απ' όλα τα ζωντανά, μόνο ο λύκος μπορεί να απαντά, ο λύκος κι ο αγριόσκυλος, που είναι αδέρφια.

Η Kiche στράφηκε και προχώρησε με αργό βήμα προς τον οικισμό. Περισσότερο κι από το δέσιμο στο μπαστούνι, την κρατούσε δέσμια ο οικισμός. Αόρατοι και κρυμμένοι, οι θεοί την κρατούσαν με τη δύναμή τους και δεν την άφηναν να φύγει. Ο Ασπροδόντης κάθισε στη σκιά μιας σημύδας και κλαψούρισε σιγαλά. Ο αέρας ευώδιαζε πεύκο και χιλιάδες αρώματα, για να του θυμίζει την παλιά, ελεύθερη ζωή πριν από τις μέρες της δουλείας. Αλλά δεν ήταν παρά ένα κουτάβι και ισχυρότερο από το κάλεσμα τόσο του ανθρώπου όσο και της Άγριας Φύσης ήταν το κάλεσμα της μάνας του. Όλες τις ώρες της σύντομης ζωής του απ' αυτήν εξαρτιόταν. Ο καιρός της ανεξαρτησίας αργούσε ακόμη. Έτσι σηκώθηκε και κάλπασε κατσούφης προς τον οικισμό, σταματώντας μία και δύο φορές, για να καθίσει και να κλαψουρίσει και ν' αφουγκραστεί το κάλεσμα που εξακολουθούσε να αντηχεί στα βάθη του δάσους.

Στην Άγρια Φύση, ο χρόνος που μένει η μάνα με το παιδί της είναι σύντομος. Όμως κάτω από την κυριαρχία του ανθρώπου, καμιά φορά είναι ακόμα πιο σύντομος. Έτσι έγινε και με τον Ασπροδόντη. Ο Γκρίζος Κάστορας χρωστούσε στον Τρεις Αετοί. Ο Τρεις Αετοί έφευγε ταξίδι στον Mackenzie, στη Λίμνη του Μεγάλου Σκλάβου. Το χρέος ξεπλήρωσαν μια λουρίδα κόκκινο ύφασμα, μια προβιά αρκούδας, είκοσι φυσίγγια και η Kiche. Ο Ασπροδόντης είδε τη μητέρα του να φορτώνεται στη σχεδία του Τρεις Αετοί και προσπάθησε να την ακολουθήσει. Μια καρπαζιά του Τρεις Αετοί τον έστειλε ανάσκελα στο έδαφος. Η σχεδία ξεκίνησε. Ο Ασπροδόντης έπεσε στο νερό και κολύμπησε, κάνοντας τον κουφό στα ξεφωνητά του Γκρίζου Κάστορα. Ο Ασπροδόντης αγνόησε ακόμα και το ανθρώπινο ζώο, το θεό, τόσος ήταν ο τρόμος του που έχανε τη μάνα του.

Αλλά στους θεούς δεν αρέσει η ανυπακοή και ο Γκρίζος Κάστορας έριξε με μανία μια σχεδία να τον καταδιώξει. Όταν έφτασε κοντά στον Ασπροδόντη, άπλωσε το χέρι, τον άρπαξε από το σβέρκο και τον έβγαλε από το νερό. Δεν τον απόθεσε αμέσως στον πάτο της σχεδίας. Συνέχισε να τον κρατάει κρεμασμένο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο άρχισε να του ρίχνει

Page 54: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ξυλιές. Και τι ξυλιές! Είχε βαρύ χέρι. Κάθε ξυλιά πιο δυνατή από την άλλη. Ο Ασπροδόντης έπαψε να τις μετράει.

Τα χτυπήματα ήταν τόσο πολλά, ώστε σε μια στιγμή το λυκάκι βρέθηκε να πηγαίνει κρεμασμένο πέρα δώθε, σαν εκκρεμές. Το πλημμύρισαν ανάμεικτα συναισθήματα. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Ύστερα φοβήθηκε για μια στιγμή, όταν έσκουξε πολλές φορές στην επαφή με το δυνατό χέρι. Αλλά γρήγορα ο φόβος έδωσε τη θέση του στο θυμό. Επικράτησε η ελεύθερη φύση του: έδειξε τα δόντια και γρύλισε με φοβέρα, κατάμουτρα στον οργισμένο θεό. Αυτό εξόργισε ακόμα περισσότερο το θεό. Τα χτυπήματα έγιναν πιο γρήγορα, πιο βαριά, πιο οδυνηρά.

Ο Γκρίζος Κάστορας συνέχισε να δέρνει. Ο Ασπροδόντης συνέχισε να γρυλίζει. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Κάποιος από τους δυο θα υποχωρούσε κι αυτός ήταν ο Ασπροδόντης. Πάλι τον έζωσε ο φόβος. Για πρώτη φορά γινόταν στ' αλήθεια υποχείριο του ανθρώπου. Οι περιστασιακές μπαστουνιές και τα πετροβολήματα που είχε δοκιμάσει ως τώρα ήταν χάδια σε σύγκριση με τούτο εδώ. Έσπασε κι αναλύθηκε σε κλάμα και σκουξιές. Για λίγο, έσκουζε σε κάθε χτύπημα. Όμως ο φόβος έγινε τρόμος, ώσπου τελικά τα σκουξίματα απέκτησαν δική τους συνοχή και ξέφυγαν από τη ρυθμική πορεία της τιμωρίας.

Επιτέλους ο Γκρίζος Κάστορας συγκράτησε το χέρι του. Ο Ασπροδόντης συνέχισε να κλαίει, παράλυτος σχεδόν. Αυτό φάνηκε να ικανοποιεί τον αφέντη που τον πέταξε βίαια στον πάτο της σχεδίας. Στο μεταξύ η σχεδία είχε μπει στο ρεύμα του ποταμού. Ο Γκρίζος Κάστορας έπιασε το κουπί. Ο Ασπροδόντης βρέθηκε στα πόδια του. Τον κλότσησε άγρια. Τότε ξύπνησε πάλι η ελεύθερη φύση του ζωντανού και βύθισε τα δόντια στο μοκασίνι του ποδιού.

Το ξύλο που είχε φάει προηγουμένως δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτό που έφαγε τώρα. Η οργή του Γκρίζου Κάστορα ξέσπασε ακράτητη. Το ίδιο και ο τρόμος του Ασπροδόντη. Τώρα δεν τον έδερνε μόνο το χέρι αλλά και το ξύλινο κουπί. Το κορμάκι του πονούσε και έτσουζε, όταν ξαναβρέθηκε πεταμένος στον πάτο της σχεδίας. Ο Γκρίζος Κάστορας τον ξανακλότσησε, αυτή τη φορά επίτηδες. Ο Ασπροδόντης δεν επανέλαβε την επίθεση στο πόδι. Είχε μάθει και κάτι άλλο για τη δουλεία του. Ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν έπρεπε να δαγκώσει το θεό που ήταν άρχοντας και αφέντης του. Το κορμί του κυρίου και αφέντη ήταν ιερό και δεν μπορούσες να το μολύνεις με τα δόντια σου. Αυτό ήταν το έγκλημα των εγκλημάτων, προσβολή ασυγχώρητη.

Όταν η σχεδία άγγιξε στην όχθη, ο Ασπροδόντης έκλαιγε ξαπλωμένος και ακίνητος, περιμένοντας τη θέληση του Γκρίζου Κάστορα. Και η θέληση του Γκρίζου Κάστορα ήταν να βγει ο Ασπροδόντης στην όχθη, γιατί σε μια στιγμή προσγειώθηκε στο έδαφος με ένα γδούπο, πάνω στο πονεμένο του πλευρό. Στήθηκε τρέμοντας στα πόδια του και στάθηκε κλαψουρίζοντας. Ο Lip-lip, που είχε παρακολουθήσει τη διαδικασία από την όχθη, όρμησε καταπάνω του, τον αναποδογύρισε και του κάρφωσε τα δόντια στη σάρκα. Ο Ασπροδόντης ήταν αδύναμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και θα την είχε άσχημα, αν δεν τον έσωζε το πόδι του Γκρίζου Κάστορα, που έστειλε τον Lip-lip στον αέρα με τέτοια φόρα, ώστε προσγειώθηκε βαρύς δέκα μέτρα πιο πέρα. Αυτή ήταν η δικαιοσύνη του ανθρώπινου ζώου· ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, μέσα στο άθλιο χάλι του, ο Ασπροδόντης ένιωσε κάποια ευγνωμοσύνη. Γύρισε στο χωριό, στη σκηνή, ακολουθώντας υπομονετικά και κούτσα κούτσα τον Γκρίζο Κάστορα. Έτσι έμαθε ο Ασπροδόντης ότι η επιβολή της τιμωρίας είναι προνόμιο που οι θεοί κρατούν για τον εαυτό τους και το αρνιούνται στα κατώτερα όντα.

Εκείνη τη νύχτα, όταν ησύχασαν όλα, ο Ασπροδόντης θυμήθηκε τη μάνα του και την έκλαψε. Έκλαψε τόσο δυνατά, ώστε ξύπνησε τον Γκρίζο Κάστορα κι έφαγε ξύλο. Μετά απ' αυτό πενθούσε πιο ήρεμα, όταν ήταν τριγύρω οι θεοί. Καμιά φορά όμως, όταν ξεστράτιζε προς το δάσος μόνος του, άφηνε τη θλίψη του να ξεσπάσει κι έκλαιγε με λυγμούς κι αναφιλητά.

Page 55: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Εκείνο τον καιρό θα μπορούσε να παρασυρθεί από την ανάμνηση της φωλιάς και του ποταμιού και να γυρίσει πίσω στην Άγρια Φύση. Αλλά τον συγκράτησε η θύμηση της μάνας του. Όπως τα ανθρώπινα ζώα έφευγαν κυνήγι και ξαναγύριζαν, έτσι θα ξαναγύριζε κι εκείνη στο χωριό, κάποτε. Έτσι υπέμεινε τη δουλεία και την περίμενε.

Όμως η δουλεία δεν ήταν μόνο δυστυχία. Υπήρχαν κι ενδιαφέροντα πράγματα. Πάντα κάτι συνέβαινε. Δεν είχαν τέλος τα παράξενα πράγματα που έκαναν αυτοί οι θεοί και τον Ασπροδόντη τον έτρωγε η περιέργεια να βλέπει. Άλλωστε μάθαινε πώς να τα βγάζει πέρα με τον Γκρίζο Κάστορα. Υπακοή, σκληρή, αμετακίνητη υπακοή ήταν αυτό που περίμεναν απ' αυτόν. Και για αντάλλαγμα γλίτωνε το ξύλο και γινόταν ανεκτή η παρουσία του.

Όχι, ο Γκρίζος Κάστορας του έριχνε πού και πού κανένα κομμάτι κρέας και τον υπερασπιζόταν ενάντια στους άλλους σκύλους, για να μην του το φάνε. Κι ένα τέτοιο κομμάτι κρέας είχε αξία. Κατά περίεργο τρόπο, άξιζε περισσότερο από μια ντουζίνα κομμάτια από το χέρι της Ινδιάνας. Ο Γκρίζος Κάστορας ούτε χάιδευε ποτέ ούτε κανάκευε. Ίσως ήταν το βάρος του χεριού του, ίσως η δικαιοσύνη του, ίσως απλά και μόνο η δύναμή του, ίσως κι όλα μαζί που επηρέασαν τον Ασπροδόντη. Γιατί ανάμεσα σ' αυτόν και το σκυθρωπό αφέντη γεννιόταν κάτι σαν δεσμός.

Με τρόπο ύπουλο και απροσδιόριστο, μαζί με τη δύναμη του μπαστουνιού, της πέτρας και της καρπαζιάς, υφάνθηκε γύρω από τον Ασπροδόντη ο ιστός της δουλείας του. Οι ιδιότητες του είδους του που, αρχικά, το ώθησαν να πλησιάσει τις ανθρώπινες φωτιές, ήταν ιδιότητες ικανές ν' αναπτυχθούν. Και αναπτύχθηκαν. Και η ζωή στον οικισμό, παρά την αθλιότητά της, γινόταν και πηγή κρυφής χαράς. Όμως ο Ασπροδόντης δεν το καταλάβαινε. Καταλάβαινε μόνο τη θλίψη για το χαμό της Kiche, την ελπίδα της επιστροφής της και μια ακράτητη δίψα για την ελεύθερη ζωή που ήταν κάποτε δική του.

Page 56: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο απόβλητος

Οσο ο Lip-lip συνέχισε να κάνει μαύρες τις μέρες του Ασπροδόντη, τόσο μεγάλωναν η πονηριά και η σκληρότητα που είχε έμφυτες το λυκάκι. Η αγριότητα ήταν μια από τις ιδιότητές του, αλλά η αγριότητα που αναπτύχθηκε μ' αυτό τον τρόπο ξεπέρασε τη φύση του. Ακόμη και τα ανθρώπινα ζώα έφτασαν να τον θεωρούν μοχθηρό. Όποτε γινόταν σαματάς στον οικισμό, όποτε ξεσπούσε καβγάς ή φώναζε κάποια Ινδιάνα για κάποιο κλεμμένο κρέας, ήξεραν ότι ήταν ανακατεμένος ο Ασπροδόντης από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν μπήκαν στον κόπο να ψάξουν τα αίτια της συμπεριφοράς του. Είδαν μόνο το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα ήταν άσχημο. Ήταν ύπουλος και κλέφτης, ταραχοποιός και καβγατζής. Κι οι θυμωμένες Ινδιάνες του πετούσαν κατάμουτρα, όταν τις εξόργιζε και τις ανάγκαζε να του πετάξουν κάποιο αντικείμενο, ότι ήταν λύκος, ανάξιος και καταδικασμένος να έχει άσχημο τέλος.

Ο Ασπροδόντης έγινε ο απόβλητος του οικισμού. Τα σκυλάκια ακολουθούσαν το παράδειγμα του Lip-lip. Υπήρχε διαφορά ανάμεσα σ' αυτά και στον Ασπροδόντη. Ίσως διαισθάνονταν την άγρια καταγωγή του κι από ένστικτο έτρεφαν γι' αυτόν την εχθρότητα που τρέφει το κατοικίδιο σκυλί για το λύκο. Όπως και να είχε όμως, πήραν το μέρος του Lip-lip στην καταδίωξη. Και μόλις εκδηλώθηκαν εναντίον του, είχαν κάθε λόγο να συνεχίσουν να είναι εναντίον του. Πού και πού, δοκίμαζαν τη γεύση των δοντιών του. Και, προς τιμήν του, ο Ασπροδόντης έδινε περισσότερες δαγκωνιές απ' όσες έπαιρνε. Πολλά σκυλάκια θα τα θέριζε με τη μία, αν τα ξεμονάχιαζε. Αλλά το ξεμονάχιασμα του το αρνήθηκαν. Αν άρχιζε με ξεμονάχιασμα η μάχη, έπαιρναν σήμα τα υπόλοιπα σκυλάκια του οικισμού και ορμούσαν εναντίον του.

Μέσα από τη μαζική τούτη καταδίωξη, ο Ασπροδόντης έμαθε δυο σημαντικά πράγματα: πώς να φροντίζει τον εαυτό του σε γενική έφοδο εναντίον του· και πώς, όταν ξεμονάχιαζε σκυλί, να προκαλεί τη μεγαλύτερη ζημιά στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Το να σταθείς στα πόδια σου ανάμεσα στην εχθρική αγέλη σήμαινε ζωή κι αυτό το έμαθε καλά. Και το έμαθε τόσο καλά, ώστε ξεγλιστρούσε σαν γάτα. Ακόμα και τότε που τον έσπρωχναν προς τα πίσω ή προς το πλάι τα μεγάλα σκυλιά με τον όγκο τους, αυτός κατάφερνε να ξεγλιστρά στο έδαφος ή να τινάζεται στον αέρα, αλλά πάντα με τα πόδια από κάτω του και τις πατούσες να κοιτάζουν τη μάνα γη.

Όταν παλεύουν σκυλιά, συνήθως υπάρχουν τα προκαταρκτικά της μάχης —γρυλίσματα, σήκωμα της τρίχας και τσίτωμα των ποδιών. Όμως ο Ασπροδόντης έμαθε να παραλείπει τα προκαταρκτικά. Καθυστέρηση σήμαινε γενική έφοδο εναντίον του. Έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα και να φύγει. Έτσι έμαθε να μην προειδοποιεί για τις προθέσεις του. Ορμούσε, χτυπούσε και ξέσκιζε στη στιγμή, απροειδοποίητα, για να βρει απροετοίμαστο τον εχθρό του. Έτσι έμαθε πώς να προκαλεί γρήγορη και σοβαρή ζημιά. Επίσης έμαθε την αξία του αιφνιδιασμού. Ένα αιφνιδιασμένο σκυλί, με τον ώμο δαγκωμένο ή το αυτί κατεβασμένο, πριν προλάβει να πάρει είδηση τι γίνεται, είναι σκυλί μισονικημένο.

Επιπλέον ήταν αφάνταστα εύκολο ν' αναποδογυρίσει ένα αιφνιδιασμένο σκυλί. Σ' αυτή τη στάση, το σκυλί εκθέτει προς στιγμήν το μαλακό κάτω μέρος του λαιμού του —το ευαίσθητο σημείο που εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του. Ο Ασπροδόντης το ήξερε αυτό το σημείο. Ήταν μια γνώση κληρονομημένη απευθείας από γενιές κυνηγών λύκων. Όταν εξαπέλυε λοιπόν επίθεση, ενεργούσε ως εξής: πρώτα, επιδίωκε να ξεμοναχιάσει το σκυλάκι. Ύστερα το αιφνιδίαζε και το γύριζε ανάσκελα. Στη συνέχεια του κάρφωνε τα δόντια στο τρυφερό σημείο του λαιμού.

Επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα η ανάπτυξή του, τα σαγόνια του δεν είχαν μεγαλώσει αρκετά ούτε είχαν δυναμώσει αρκετά για να κάνει θανάσιμη την επίθεση στο λαιμό. Ωστόσο ήταν πολλά τα σκυλάκια που τριγύριζαν στον οικισμό με μια ουλή στο λαιμό, απόδειξη των

Page 57: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

προθέσεων του Ασπροδόντη. Και μια μέρα, όταν αιφνιδίασε έναν εχθρό του στην άκρη του δάσους, κατάφερε, με απανωτά αναποδογυρίσματα και επιθέσεις στο λαιμό, να του κόψει τη μεγάλη φλέβα και να τον σκοτώσει. Εκείνη τη νύχτα έγινε μεγάλο κακό. Τον είδαν, μετέφεραν την είδηση στο αφεντικό του σκυλιού, οι Ινδιάνες θυμήθηκαν όλα τα περιστατικά με κλεμμένα κρέατα κι ο Γκρίζος Κάστορας ξέσπασε σε οργισμένες φωνές. Κράτησε όμως αποφασιστικά τη θέση του στην είσοδο της σκηνής του, όπου είχε κρύψει τον ένοχο, και αρνήθηκε να επιτρέψει την εκδίκηση που απαίτησαν οι σύντροφοι της φυλής του.

Ο Ασπροδόντης έγινε μισητός και στον άνθρωπο και στο σκύλο. Στη φάση αυτή της ανάπτυξής του, δε γνώρισε ούτε στιγμή σιγουριάς. Τον καραδοκούσαν τα δόντια κάθε σκυλιού, το χέρι κάθε ανθρώπου. Με γρυλίσματα τον αντιμετώπιζε το είδος του, η φυλή του, με βλαστήμιες και πετροβολήματα οι θεοί του. Ζούσε σε ένταση. Ήταν πάντα σε επιφυλακή, έτοιμος για επίθεση, με το φόβο της επίθεσης, με το μάτι έτοιμο για αναπάντεχα βόλια, προετοιμασμένος να ενεργήσει απότομα και ψύχραιμα, να ορμήσει, να δαγκώσει ή να τρέξει μακριά με ένα απειλητικό γρύλισμα.

Όσο για το γρύλισμα, γρύλιζε πιο τρομερά από κάθε σκύλο, μικρό ή μεγάλο, στον οικισμό. Σκοπός του γρυλίσματος είναι να προειδοποιήσει ή να τρομάξει και για τη χρήση του απαιτείται κρίση. Ο Ασπροδόντης ήξερε πώς να γρυλίσει και πότε να γρυλίσει. Στο γρύλισμα ενσωμάτωνε ό,τι κακό, μοχθηρό και τρομερό. Με τη μύτη να συσπάται συνεχώς, την τρίχα να κυματίζει ορθωμένη, τη γλώσσα να μαστιγώνει μπρος πίσω σαν κατακόκκινο φίδι, τα αυτιά πατικωμένα, τα μάτια ν' αστράφτουν από μίσος και τα δόντια γυμνωμένα, μπορούσε ν' αναχαιτίσει οποιοδήποτε επιτιθέμενο. Μια προσωρινή αναχαίτιση, μαζί με αιφνιδιασμό, του εξασφάλιζε την κρίσιμη στιγμή της σκέψης και της απόφασης για την επόμενη κίνηση. Όμως συχνά, μια τέτοια αναχαίτιση διαρκούσε ώσπου να εξελιχθεί σε πλήρη κατάπαυση του πυρός. Και πριν προλάβουν να σπεύσουν τα μεγάλα σκυλιά, ο Ασπροδόντης κατάφερνε να καταφύγει σε έντιμη υποχώρηση.

Αν κι έγινε απόβλητος της αγέλης, αν και δεν του επέτρεπαν να τρέχει με την αγέλη, η παράξενη διαμόρφωση των συνθηκών το έφερε ώστε να μην τρέχει κανένα μέλος της αγέλης έξω από την αγέλη. Δε θα το επέτρεπε ο Ασπροδόντης. Πότε με τα κρυψίματα πότε με τις παρελκυστικές τακτικές του, τα σκυλάκια φοβούνταν να τρέξουν μόνα τους. Με εξαίρεση τον Lip-lip, αναγκάστηκαν να μένουν μαζί για προστασία ενάντια στον τρομερό εχθρό που είχαν αποκτήσει. Ένα κουτάβι μόνο στην ακροποταμιά σήμαινε κουτάβι ψόφιο ή κουτάβι που θα ξεσήκωνε τον οικισμό με τις πονεμένες και τρομαγμένες κραυγές του, καθώς θα έτρεχε μακριά από το λυκάκι που του είχε στήσει ενέδρα.

Όμως ο Ασπροδόντης συνέχισε να εκδικείται, ακόμα κι όταν τα σκυλάκια κατάλαβαν καλά ότι έπρεπε να μένουν το ένα κοντά στο άλλο. Τους ριχνόταν, όταν τα ξεμονάχιαζε, του ρίχνονταν, όταν σχημάτιζαν αγέλη. Και μόνο η θέα του ήταν ικανή να τα κάνει να του ορμήσουν, και σ' αυτές τις περιπτώσεις τον έσωζε μόνο η γρηγοράδα του. Και αλίμονο στο σκύλο που θα ξεπερνούσε τους συντρόφους του σε τέτοιο κυνηγητό! Ο Ασπροδόντης είχε μάθει να επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο διώκτη που προπορευόταν της αγέλης και να τον ξεσχίζει πριν φτάσει η υπόλοιπη αγέλη. Αυτό συνέβαινε πολύ συχνά επειδή, μόλις βάζουν τις φωνές, τα σκυλιά παρασύρονται από τον ενθουσιασμό του κυνηγιού, ενώ ο Ασπροδόντης δεν ξεχνιόταν ποτέ. Ξεκλέβοντας προς τα πίσω ματιές, καθώς έτρεχε, ήταν πάντοτε έτοιμος να στρίψει επιτόπου και να ξαμοληθεί πίσω από το διώκτη που προσπαθούσε με ζήλο να ξεπεράσει στο τρέξιμο τους συντρόφους του.

Στα σκυλάκια αρέσουν τα παιχνίδια και, πέρα από τις απαιτήσεις των περιστάσεων, μέσα από την απομίμηση του πολέμου, ξεχώριζαν το παιχνίδι. Έτσι το κυνήγι του Ασπροδόντη έγινε το αγαπημένο τους παιχνίδι, ένα παιχνίδι θανάσιμο ωστόσο και πάντα σοβαρό. Αυτός όμως, επειδή ήταν ο πιο γρήγορος στα πόδια, δε φοβόταν ν' αποτολμήσει τα πάντα. Όσο περίμενε

Page 58: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

μάταια τη μητέρα του να γυρίσει, παρέσυρε την αγέλη σε άγριο κυνήγι στο κοντινό δάσος. Αλλά η αγέλη τον έχανε συνέχεια. Ο Ασπροδόντης την έπαιρνε είδηση από το θόρυβο και τις φωνές, ενώ αυτός προχωρούσε μόνος, αθόρυβος, σαν σκιά μέσα στα δέντρα, όπως είχαν κάνει πριν απ' αυτόν ο πατέρας και η μάνα του. Επιπλέον, ήταν πιο δεμένος με την Άγρια Φύση απ' αυτούς. Και ήξερε πιότερα μυστικά και στρατηγικές της. Ένα από τα αγαπημένα του κόλπα ήταν να εξαφανίζει τα ίχνη του σε τρεχούμενο νερό και μετά να ξαπλώνει αθόρυβα στο κοντινό σύδεντρο, με τις πνιχτές φωνές των άλλων σκυλιών γύρω του.

Μισητός από τη φυλή του κι από την ανθρώπινη φυλή, αδάμαστος, μέσα από ατέλειωτες επιθέσεις, δικές του και εναντίον του, μεγάλωσε γρήγορα κι ανέπτυξε χαρακτήρα μονόπλευρο. Δεν υπήρχε έδαφος για καλοσύνες και τρυφερότητες. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα από τέτοια πράγματα. Ο κώδικας που ήξερε ήταν να υπακούει στον ισχυρό και να καταπιέζει τον ανίσχυρο. Ο Γκρίζος Κάστορας ήταν θεός και ισχυρός. Επομένως ο Ασπροδόντης τον υπάκουε. Αλλά το μικρότερο σε όγκο και ηλικία σκυλί ήταν αδύναμο, πράγμα που έπρεπε να εξολοθρευτεί. Η ανάπτυξή του ακολουθούσε την κατεύθυνση της δύναμης. Για να αντιμετωπίσει το μόνιμο κίνδυνο του πόνου και της εξολόθρευσης, ανέπτυξε υπερβολικά τις αρπακτικές και αυτοπροστατευτικές του ιδιότητες. Έγινε πιο γρήγορος στις κινήσεις από τα υπόλοιπα σκυλιά, πιο γρήγορος στα πόδια, πιο επιδέξιος, πιο απειλητικός, πιο ευέλικτος, με λεπτούς και δυνατούς μυς, πιο ανθεκτικός, πιο σκληρός, πιο άγριος και πιο έξυπνος. Αναγκάστηκε να γίνει όλα αυτά τα πράγματα, διαφορετικά δε θα είχε αντέξει ούτε θα είχε επιβιώσει στο εχθρικό περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε.

Page 59: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Στα ίχνη των θεών

Το φθινόπωρο, όταν μίκρυναν οι μέρες κι άρχισε να τσούζει το κρύο, φάνηκε στον ορίζοντα μια ευκαιρία για λευτεριά. Για πολλές μέρες στον οικισμό γινόταν μεγάλο σούρτα φέρτα. Ξήλωσαν τον καλοκαιριάτικο οικισμό και η φυλή, με όλα της τα μπογαλάκια, ετοιμάστηκε να ξεκινήσει για το φθινοπωριάτικο κυνήγι. Ο Ασπροδόντης τα παρατηρούσε όλα με ανυπόμονο βλέμμα και, όταν άρχισαν να κατεβαίνουν οι σκηνές και να ρίχνονται στην όχθη οι σχεδίες, κατάλαβε. Ήδη ξεκινούσαν πλεούμενα, ορισμένα μάλιστα είχαν κιόλας χαθεί στο βάθος του ποταμού.

Σκόπιμα αποφάσισε να μείνει πίσω. Περίμενε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει από τον οικισμό προς το δάσος. Εκεί, στο τρεχούμενο νερό, όπου άρχιζε να σχηματίζεται πάγος, κάλυψε τα ίχνη του. Ύστερα σύρθηκε στην καρδιά ενός πυκνού σύδεντρου και περίμενε. Περίμενε το χρόνο να κυλήσει και, στα ενδιάμεσα, κοιμόταν. Σε μια στιγμή τον τάραξε η φωνή του Γκρίζου Κάστορα που φώναζε το όνομά του. Ακούστηκαν κι άλλες φωνές. Ο Ασπροδόντης διέκρινε τη φωνή της γυναίκας του Γκρίζου Κάστορα που έπαιρνε μέρος στην αναζήτηση, και του Mit-sah, γιου του Γκρίζου Κάστορα.

Ο Ασπροδόντης έτρεμε από το φόβο και, παρ' όλο που ένιωσε την παρόρμηση να βγει από την κρυψώνα του, αντιστάθηκε. Μετά από λίγο οι φωνές έσβησαν και, μετά από λίγο, βγήκε για να απολαύσει την επιτυχία του σχεδίου του. Έπεφτε το σκοτάδι και, για λίγο, έπαιξε μέσα στα δέντρα, περιχαρής για τη λευτεριά του. Ύστερα, τελείως ξαφνικά, άρχισε να νιώθει μοναξιά. Κάθισε να σκεφτεί, αφουγκράστηκε τη σιγαλιά του δάσους κι ανησύχησε. Του φαινόταν κακό που ούτε κουνιόταν τίποτα ούτε ακουγόταν. Ένιωσε να καραδοκεί κίνδυνος, αόρατος και κρυφός. Κοίταξε καχύποπτα τους σκοτεινούς όγκους των δέντρων και τις σκιές που ίσως έκρυβαν κάθε είδους επικίνδυνα πράγματα.

Μετά έπιασε κρύο. Εδώ δεν υπήρχε ζεστή μεριά της σκηνής για να κουρνιάσει. Πάγωσαν τα πόδια· σήκωνε πρώτα το ένα μπροστινό πόδι κι ύστερα το άλλο. Τύλιξε γύρω του τη φουντωτή ουρά για να τα σκεπάσει και ταυτόχρονα είδε ένα όραμα. Τίποτα παράξενο. Από το μυαλό του πέρασαν διαδοχικά διάφορες αναμνήσεις. Ξαναείδε τον οικισμό, τις σκηνές και τις φλόγες της φωτιάς. Άκουσε τις διαπεραστικές κραυγές των γυναικών, τις μπάσες των αντρών και το γρύλισμα των σκύλων. Πεινούσε και θυμήθηκε κομμάτια κρέας και ψάρι που του πετούσαν. Εδώ δεν υπήρχε κρέας, τίποτα εκτός από απειλητική σιωπή, που δεν τρωγόταν.

Η δουλεία τον είχε κάνει κάπως μαλθακό. Η έλλειψη ευθυνών τον είχε εξασθενίσει. Είχε ξεχάσει πώς να τα βολεύει μόνος του. Η νύχτα τον απειλούσε τρομακτική. Οι αισθήσεις του, συνηθισμένες στο βουητό και τη φασαρία του οικισμού, στη συνεχή επίδραση εικόνων και ήχων, είχαν ατονήσει. Δεν είχε τίποτα να κάνει, τίποτα να δει ή ν' ακούσει. Πάσχισε να ξεχωρίσει κάτι που να διέκοπτε τη σιωπή και την ακινησία της φύσης. Κι ένιωσε δέος με την αδράνεια και με την αίσθηση κάποιου επικείμενου κακού.

Αναπήδησε τρομαγμένος. Το οπτικό του πεδίο διέσχιζε κάτι κολοσσιαίο, δίχως σχήμα. Ήταν η σκιά ενός δέντρου στο φεγγάρι, που ξάφνου αποκάλυψαν τα σύννεφα. Καθησυχασμένος, κλαψούρισε απαλά. Ύστερα έπνιξε το κλάμα του, από το φόβο μήπως προσελκύσει την προσοχή των κρυμμένων κινδύνων.

Ένα δέντρο, που συστάλθηκε στη νυχτερινή παγωνιά, έκανε δυνατό θόρυβο. Βρισκόταν ακριβώς από πάνω του. Ο Ασπροδόντης έσκουξε από το φόβο. Τον έπιασε πανικός κι έτρεξε σαν τρελός προς το χωριό. Βίωσε μια ακατανίκητη ανάγκη για την προστασία και τη συντροφιά του ανθρώπου. Στα ρουθούνια του ήταν η μυρωδιά του καπνού. Στ' αυτιά του αντηχούσαν δυνατά ήχοι και φωνές του οικισμού. Βγήκε από το δάσος, στον ανοιχτό

Page 60: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

φεγγαρόλουστο χώρο, όπου δεν υπήρχαν σκιές και σκοτάδια. Αλλά δεν είδε κανένα χωριό. Το είχε ξεχάσει. Το χωριό είχε φύγει.

Σταμάτησε απότομα το τρελό του τρέξιμο. Δεν είχε πού να καταφύγει. Περιπλανήθηκε με θλίψη στον έρημο οικισμό, οσμίστηκε τους σωρούς των σκουπιδιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι θεοί. Θα προτιμούσε να του πετάξουν πέτρες, να τον διώξουν θυμωμένες Ινδιάνες, θα χαιρόταν αν κατέβαινε με οργή στο κεφάλι του το χέρι του Γκρίζου Κάστορα. Θα δεχόταν με ευχαρίστηση ακόμα και τον Lip-lip και τα γρυλίσματα ολόκληρης της αγέλης.

Πήγε και κάθισε στο κέντρο του χώρου που έπιανε κάποτε η σκηνή του Γκρίζου Κάστορα. Ύψωσε τη μύτη στο φεγγάρι. Ο λαιμός του συσπάστηκε, το στόμα του άνοιξε κι από τα χείλη του βγήκε μια σπαραξικάρδια κραυγή μοναξιάς και φόβου, θλίψης για την Kiche, για όλα τα προηγούμενα βάσανα και τις δυστυχίες, καθώς και φόβου για τα βάσανα και τους κινδύνους που θ' ακολουθούσαν. Ήταν η μακρόσυρτη κραυγή του λύκου, πνιχτή και θλιμμένη, η πρώτη κραυγή που έβγαινε από το στόμα του.

Ο ερχομός της μέρας έδιωξε τους φόβους του, αλλά μεγάλωσε τη μοναξιά του. Η γυμνή γη που, μέχρι πρόσφατα, έσφυζε από ζωή τον βάραινε ακόμα περισσότερο με τη μοναξιά της. Δεν του πήρε πολύ ν' αποφασίσει. Όρμησε στο δάσος κι ακολούθησε την όχθη του ποταμού. Έτρεχε όλη μέρα. Δεν ξεκουράστηκε καθόλου. Του φάνηκε ότι θα έτρεχε για πάντα. Το σφιχτοδεμένο του κορμί αγνόησε την κούραση. Και όταν η κούραση ήρθε, η έμφυτη αντοχή τον βοήθησε να την αντέξει και να σπρώξει μπροστά το καταπονημένο σώμα του.

Όταν το ποτάμι έστριψε σε κάτι απότομους βράχους, σκαρφάλωσε στο ψηλότερο βουνό. Διέσχισε ή κολύμπησε ποτάμια και ρεύματα που έμπαιναν στο κεντρικό ποτάμι. Καμιά φορά πατούσε στον λεπτό πάγο που άρχιζε να σχηματίζεται και αρκετές φορές έπεσε μέσα κι αναγκάστηκε να κολυμπήσει στο παγωμένο ρεύμα για να σωθεί. Και συνέχεια αναζητούσε τα ίχνη τω θεών, εκεί που άφηναν το ποτάμι και προχωρούσαν στην ενδοχώρα.

Ο Ασπροδόντης ξεπερνούσε σε εξυπνάδα το μέσο εκπρόσωπο της φυλής του. Ωστόσο η νοητική του όραση δεν ήταν τόσο πλατιά, ώστε να καλύψει την άλλη όχθη του Mackenzie. Τι θα γινόταν αν τα ίχνη των θεών οδηγούσαν στην άλλη πλευρά; Δεν του πέρασε ποτέ από τη σκέψη. Αργότερα, όταν θα ήταν πιο ταξιδεμένος, πιο μεγάλος και πιο σοφός και θα μάθαινε περισσότερα πράγματα για ίχνη και ποτάμια, θα έπιανε και θα καταλάβαινε τέτοια ενδεχόμενα. Όμως η νοητική τούτη δύναμη ήταν ακόμη μέλλον. Προς το παρόν έτρεχε στα τυφλά, υπολογίζοντας μόνο στη δική του όχθη του ποταμού Mackenzie.

Έτρεξε όλη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, μέσα από εμπόδια και κακοτοπιές που τον καθυστέρησαν, αλλά δεν τον πτόησαν. Στα μισά της επόμενης μέρας είχε τρέξει ασταμάτητα τριάντα ώρες κι είχε αρχίσει να υποχωρεί η σιδερένια αντοχή του. Ήταν σαράντα ώρες νηστικός κι έτρεμε από την πείνα. Τον είχαν καταπονήσει και οι βουτιές στο παγωμένο νερό. Η όμορφη γούνα του ήταν λασπωμένη. Οι πλατιές πατούσες του ήταν πληγωμένες και ματωμένες. Άρχισε να κουτσαίνει και το κούτσαμα καθυστερούσε την πορεία. Και για να γίνουν χειρότερα τα πράγματα, σκοτείνιασε ο ουρανός κι άρχισε να χιονίζει —ένα αγίνωτο, υγρό, μισολιωμένο και φασαριόζικο χιόνι που γλιστρούσε στα πόδια του, του περιόριζε την ορατότητα και σκέπαζε τις ανωμαλίες του εδάφους, για να δυσκολεύεται ακόμα πιο πολύ το δύσκολο και κουρασμένο βήμα του.

Εκείνη τη νύχτα ο Γκρίζος Κάστορας αποφάσισε να κατασκηνώσει στην πέρα όχθη του Mackenzie, επειδή προς τα εκεί βρισκόταν το κυνήγι. Στην κοντινή όχθη όμως, λίγο πριν σκοτεινιάσει, η Kloo-kooch, η γυναίκα του Γκρίζου Κάστορα, εντόπισε ένα ελάφι που κατέβηκε στο ποτάμι να πιει νερό. Αν δεν είχε κατέβει το ελάφι να πιει νερό, αν δεν είχε βγει από την πορεία ο Mit-sah εξαιτίας του χιονιού, αν δεν είχε δει το ελάφι η Kloo-kooch κι αν δεν

Page 61: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

το είχε σκοτώσει ο Γκρίζος Κάστορας με μια εύστοχη βολή του τουφεκιού του, όλα τα γεγονότα που ακολούθησαν θα είχαν διαφορετική εξέλιξη. Ο Γκρίζος Κάστορας δε θα είχε κατασκηνώσει στην κοντινή όχθη του Mackenzie και ο Ασπροδόντης θα είχε προσπεράσει, ή για να πεθάνει ή για να βρει το δρόμο προς τους άγριους αδερφούς και να γίνει ένα μ' αυτούς —λύκος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Είχε πέσει η νύχτα. Το χιόνι έπεφτε πιο πυκνό και ο Ασπροδόντης, κλαψουρίζοντας απαλά και κουτσαίνοντας, έπεσε πάνω σε φρέσκα ίχνη στο χιόνι. Και ήταν τόσο φρέσκα, ώστε κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Γρυλίζοντας ανυπόμονα, τα ακολούθησε από την όχθη μέχρι τα δέντρα. Στα αυτιά του ήρθαν οι θόρυβοι του οικισμού. Είδε τη λάμψη της φωτιάς, την Κλου-κουτς να μαγειρεύει και τον Γκρίζο Κάστορα καθισμένο ανακούρκουδα να μασουλίζει ένα κομμάτι άψητο λίπος. Υπήρχε φρέσκο κρέας στον οικισμό!

Ο Ασπροδόντης περίμενε ξύλο. Κούρνιασε κι ανατρίχιασε και μόνο με τη σκέψη. Ύστερα προχώρησε πάλι μπροστά. Φοβόταν κι απεχθανόταν το ξύλο που ήξερε ότι τον περίμενε. Ήξερε όμως και ότι θα κέρδιζε την άνεση της φωτιάς, την προστασία των θεών, τη συντροφιά των σκυλιών —μια συντροφιά εχθρική, ωστόσο συντροφιά που ικανοποιούσε την έμφυτη ανάγκη του για κοινωνικότητα.

Πλησίασε τη φωτιά ζαρωμένος από την τρεμούλα. Ο Γκρίζος Κάστορας τον είδε και σταμάτησε να μασουλίζει το λίπος. Ο Ασπροδόντης σύρθηκε αργά, εξουθενωμένος από την αθλιότητα της υποταγής του. Σύρθηκε μπροστά, προς τον Γκρίζο Κάστορα, με κάθε του βήμα πιο αργό και πιο οδυνηρό. Τελικά ξάπλωσε στα πόδια του αφέντη, στον οποίο τώρα παραδινόταν, με τη θέλησή του, ψυχή τε και σώματι. Με δική του επιλογή ήρθε να καθίσει δίπλα στη φωτιά του ανθρώπου και να υποταχτεί σ' αυτόν. Ο Ασπροδόντης έτρεμε, περίμενε να πέσει στο κεφάλι του η τιμωρία. Το χέρι υψώθηκε. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε άθελά του για το αναμενόμενο χτύπημα. Το χτύπημα δεν ήρθε. Ο Ασπροδόντης ξέκλεψε μια ματιά προς τα επάνω. Ο Γκρίζος Κάστορας έκοβε το λίπος στη μέση! Ο Γκρίζος Κάστορας του πρόσφερε ένα κομμάτι από το λίπος! Πολύ ελαφρά και κάπως καχύποπτα, ο Ασπροδόντης οσμίστηκε το λίπος κι ύστερα το έφαγε. Ο Γκρίζος Κάστορας πρόσταξε να του φέρουν κρέας και προστάτεψε τον Ασπροδόντη από τα άλλα σκυλιά, όσο έτρωγε. Μετά απ' αυτό, ευγνώμων και χορτάτος, ο Ασπροδόντης ξάπλωσε στα πόδια του Γκρίζου Κάστορα. Κοίταξε τη φωτιά που τον ζέσταινε, ανοιγόκλεισε τα μάτια και τον πήρε ο ύπνος, σίγουρος ότι το αύριο θα τον έβρισκε όχι να περιπλανιέται άθλιος σε σκοτεινά δάση αλλά στον οικισμό με τα ανθρώπινα ζώα, μαζί με τους θεούς, στους οποίους είχε παραδοθεί κι από τους οποίους τώρα εξαρτιόταν.

Page 62: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Η συνθηκολόγηση

Όταν μπήκε για τα καλά ο Δεκέμβρης, ο Γκρίζος Κάστορας έφυγε ταξίδι στον ποταμό Mackenzie. Ο Mit-sah και η Kloo-kooch πήγαν μαζί του. Ο ίδιος οδηγούσε ένα έλκηθρο που έσερναν σκυλιά αγορασμένα ή δανεικά. Ένα δεύτερο και μικρότερο έλκηθρο έσερνε ο Mit-sah, φορτωμένο με κάμποσα κουτάβια. Περισσότερο ήταν παιχνίδι παρά μεγάλος κόπος, όμως ήταν απόλαυση για τον Mit-sah που ένιωθε ότι άρχιζε να κάνει αντρική δουλειά στη ζωή του. Επίσης, μάθαινε να οδηγεί σκυλιά και να εκπαιδεύει σκυλιά, ενώ τα ίδια τα σκυλιά μάθαιναν τη σημαίνει ζέψιμο. Όσο για το έλκηθρο, αυτό πρόσφερε αρκετές υπηρεσίες, αφού κουβαλούσε γύρω στα εκατό κιλά τρόφιμα και ρουχισμό.

Ο Ασπροδόντης είχε δει τα σκυλιά του οικισμού να μοχθούν στο ζυγό, γι' αυτό και δεν αντέδρασε υπερβολικά όταν πρωτόζεψαν και τον ίδιο. Του πέρασαν στο λαιμό ένα κολάρο γεμισμένο με μούσκλια και στερεωμένο με δυο γάντζους σε ένα λουρί που έζωνε το στήθος μέχρι επάνω την πλάτη του. Εκεί έδεναν το μακρύ σχοινί με το οποίο σερνόταν το έλκηθρο.

Η ομάδα είχε εφτά κουτάβια. Τα άλλα είχαν γεννηθεί νωρίτερα τον ίδιο χρόνο και ήταν εννιά και δέκα μηνών, ενώ ο Ασπροδόντης ήταν μόνο οκτώ μηνών. Κάθε σκυλί ήταν δεμένο στο έλκηθρο με μονό σχοινί. Δεν υπήρχαν δυο σχοινιά με το ίδιο μήκος, ενώ η διαφορά ανάμεσα στο μήκος δυο σχοινιών ήταν τουλάχιστον το μήκος ενός κουταβιού. Κάθε σχοινί κατέληγε σε ένα χαλκά στο μπροστινό μέρος του ελκήθρου. Το ίδιο το έλκηθρο δεν είχε ρόδες. Ήταν φτιαγμένο από ξύλο σημύδας, με ανασηκωμένο το μπροστινό άκρο για να μη βυθίζεται στο χιόνι. Η κατασκευή επέτρεπε να κατανέμεται το βάρος του ελκήθρου και του φορτίου σε μεγαλύτερη χιονισμένη επιφάνεια, επειδή το χιόνι είναι πολύ μαλακό, σαν κρυστάλλινη σκόνη. Με βάση την ίδια αρχή της μεγαλύτερης κατανομής του βάρους, όπως ήταν δεμένα στην άκρη του σχοινιού τους τα σκυλιά, σχημάτιζαν κάτι σαν βεντάλια ώστε κανένα σκυλί να μην πατάει στα αχνάρια του άλλου.

Ο σχηματισμός της βεντάλιας είχε και άλλο πλεονέκτημα. Τα διαφορετικού μήκους σχοινιά εμπόδιζαν τα πίσω σκυλιά να επιτίθενται στα μπροστινά. Για να επιτεθεί ένα σκυλί σ' ένα άλλο, θα έπρεπε να γυρίσει προς τη μεριά ενός με κοντύτερο σχοινί. Σ' αυτή την περίπτωση, θα βρισκόταν αντιμέτωπο με το μαστίγιο του οδηγού. Αλλά το πιο παράξενο πλεονέκτημα απ' όλα ήταν ότι το σκυλί που θα προσπαθούσε να επιτεθεί σε μπροστινό του έπρεπε να τραβήξει πιο γρήγορα το έλκηθρο κι ότι, όσο πιο γρήγορα έτρεχε το έλκηθρο, τόσο πιο γρήγορα μπορούσε να ξεφύγει το σκυλί που δεχόταν την επίθεση. Έτσι το πίσω σκυλί δεν μπορούσε ποτέ να φτάσει το μπροστινό. Όσο γρηγορότερα έτρεχε, τόσο γρηγορότερα έτρεχε και το κυνηγημένο και τόσο πιο γρήγορα έτρεχαν όλα τα σκυλιά. Συμπτωματικά έτρεχε γρηγορότερα και το έλκηθρο. Μ' αυτή την πονηριά ο άνθρωπος κυριαρχούσε περισσότερο πάνω στα ζώα.

Ο Mit-sah είχε πολλή από τη σοφία του ηλικιωμένου πατέρα του. Αντιλήφθηκε ότι ο Lip-lip κυνηγούσε συστηματικά τον Ασπροδόντη, εκείνη την εποχή όμως ο Lip-lip ανήκε σε άλλο αφέντη και ο Mit-sah δεν αποτόλμησε ποτέ κάτι περισσότερο από το να του πετάξει μια πέτρα. Τώρα όμως ο Lip-lip ήταν δικός του σκύλος και τον εκδικήθηκε δένοντάς τον στο πιο μακρύ σχοινί. Αυτό έβαζε τον Lip-lip επικεφαλής και, φαινομενικά, αποτελούσε τιμή, στην πραγματικότητα όμως του αφαιρούσε κάθε αξιοπρέπεια αφού, αντί για παλικαράς και αρχηγός της αγέλης, κατάντησε μισητός και κυνηγημένος από την αγέλη.

Αφού έτρεχε δεμένος στο μακρύτερο σχοινί, τα σκυλιά τον έβλεπαν πάντα να τρέχει μπροστά τους. Δεν έβλεπαν παρά τη φουντωτή ουρά του και τα πίσω του πόδια —θέαμα πολύ λιγότερο φοβερό και τρομερό από την ορθωμένη τρίχα και τα αστραφτερά δόντια του. Επίσης, επειδή τα σκυλιά έχουν συγκροτημένη σκέψη, και μόνο που τον έβλεπαν να τρέχει έτσι, νόμιζαν ότι έτρεχε να τους ξεφύγει κι ένιωθαν την ανάγκη να τον κυνηγήσουν.

Page 63: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Με το που ξεκινούσε το έλκηθρο, η αγέλη εξαπέλυε εναντίον του Lip-lip μια καταδίωξη που διαρκούσε όλη μέρα. Στην αρχή, το σκυλί επιχείρησε να στραφεί ενάντια στους διώκτες του, για ν' αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια και να εκτονώσει την οργή του. Εξαπέλυσε όμως ο Mit-sah το μακρύ, αγκυλωτό του μαστίγιο και τον ανάγκασε να βάλει την ουρά στα σκέλια και να συνεχίσει. Μπορεί ο Lip-lip να είχε τα κότσια ν' αντιμετωπίσει την αγέλη, αλλά δεν είχε κότσια για το μαστίγιο. Έτσι δεν είχε παρά να τεντώνει το μακρύ του σχοινί και να κρατάει τα πλευρά του μακριά από τα δόντια των συντρόφων του.

Όμως στα βάθη του ινδιάνικου μυαλού υπήρχε κι άλλη, μεγαλύτερη πονηριά. Για να δώσει λαβή για την καταδίωξη του αρχηγού, ο Mit-sah του έκανε χατίρια. Τα χατίρια ξυπνούσαν τη ζήλια και το μίσος των άλλων σκυλιών. Ο Mit-sah έδινε κρέας μόνο στον Lip-lip. Αυτό τρέλαινε τα άλλα σκυλιά. Έκαναν σαν παλαβά μακριά από το απειλητικό μαστίγιο, ενώ ο Lip-lip καταβρόχθιζε το κρέας και ο Mit-sah τον προστάτευε. Κι όταν δεν υπήρχε κρέας για να δώσει, ο Mit-sah κρατούσε την ομάδα σε απόσταση και προσποιόταν ότι έδινε κρέας στον Lip-lip.

Ο Ασπροδόντης πήρε με καλό μάτι τη δουλειά. Είχε διανύσει πολύ περισσότερο δρόμο από τα άλλα σκυλιά στην προσπάθειά του να υποκύψει στο νόμο των θεών κι είχε αποκτήσει πιο βαθιά γνώση του πόσο μάταιη είναι κάθε αντίσταση στη θέλησή τους. Επιπλέον, η καταδίωξη που είχε υποστεί από τα άλλα σκυλιά είχε ρίξει την αγέλη στα μάτια του, ενώ είχε ανεβάσει τον άνθρωπο. Δεν είχε μάθει να εξαρτάται από τη συντροφιά της φυλής του. Άλλωστε η Kiche κόντευε να ξεχαστεί και η μόνη έκφραση που του απέμενε ήταν η υποταγή στους θεούς που είχε δεχτεί για αφέντες. Έτσι δούλευε σκληρά, συνήθιζε στην πειθαρχία και υπάκουε. Ο μόχθος του είχε πίστη και θέληση. Αυτά είναι βασικά χαρακτηριστικά του λύκου και του άγριου σκύλου, όταν εξημερώνονται, κι αυτές τις αρετές ο Ασπροδόντης τις κατείχε σε ασυνήθιστο βαθμό.

Η σχέση ανάμεσα στον Ασπροδόντη και τα άλλα σκυλιά ήταν σχέση εχθρική. Ποτέ δεν έμαθε να παίζει μαζί τους. Μόνο να παλεύει ήξερε και πάλευε μαζί τους, ανταποδίδοντας εκατό φορές περισσότερες ξυλιές και δαγκωνιές απ' όσες έφαγε την εποχή που ήταν ο Lip-lip αρχηγός της αγέλης. Τώρα πια όμως ο Lip-lip ήταν αρχηγός μόνο όταν έτρεχε μπροστά από τους συντρόφους του δεμένος στο σχοινί και με το έλκηθρο να χοροπηδάει πίσω του. Στον οικισμό καθόταν κοντά στον Mit-sah ή τον Γκρίζο Κάστορα ή την Kloo-kooch. Δεν τολμούσε να ξεμακρύνει από τους θεούς, επειδή τώρα έβλεπε τα σκυλιά να του δείχνουν τα δόντια κι ένιωθε τι σημαίνει καταδίωξη.

Με την ανατροπή του Lip-lip, ο Ασπροδόντης θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της αγέλης. Ήταν όμως πολύ δύστροπος κι απόμακρος για κάτι τέτοιο. Αν δεν τσακωνόταν με τους συντρόφους του, τους αγνοούσε. Κι εκείνοι έφευγαν από το δρόμο του, όταν τον απαντούσαν. Και δεν τολμούσε κανείς να του κλέψει το κρέας, ούτε ο πιο τολμηρός. Αντίθετα, καταβρόχθιζαν βιαστικά το δικό τους, μήπως και τους το αρπάξει. Ο Ασπροδόντης γνώριζε καλά το νόμο: καταπιέζεις τους αδύνατους κι υπακούς στους δυνατούς. Έτρωγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη μερίδα του και μετά κυνηγούσε το σκυλί που δεν είχε τελειώσει! Ένα γρύλισμα, ένα γύμνωμα των δοντιών και το σκυλάκι κλαψούριζε για την αδικία, ενώ ο Ασπροδόντης αποτέλειωνε και την άλλη μερίδα.

Κάπου κάπου όμως, κάποιο σκυλί επαναστατούσε αλλά για πολύ λίγο. Έτσι ο Ασπροδόντης συνέχισε την εκπαίδευση. Του άρεσε η απομόνωση από την αγέλη και, συχνά, πάλευε για να τη διατηρήσει. Τέτοιες μάχες όμως δεν κρατούσαν πολύ. Ήταν πολύ γρήγορος για τους άλλους. Τους ξέσχιζε και τους μάτωνε πριν το πάρουν είδηση, με αποτέλεσμα να νικηθούν πριν ξεκινήσει καλά καλά η μάχη.

Όσο σκληρή ήταν η πειθαρχία στο έλκηθρο των θεών, άλλο τόσο σκληρή ήταν και η πειθαρχία που επέβαλλε ο Ασπροδόντης στους συντρόφους του. Δεν τους έδινε ποτέ ελευθερία

Page 64: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κινήσεων. Τους υποχρέωνε να τον σέβονται χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση. Μεταξύ τους, ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Δεν τον ενδιέφερε. Τον ενδιέφερε όμως να μην τον ενοχλούν στην απομόνωσή του, να παραμερίζουν όταν του κάπνιζε να περάσει ανάμεσά τους και να δέχονται την κυριαρχία του επάνω τους. Αν τολμούσαν να του τσιτώσουν τα πόδια, να σηκώσουν ή το χείλι ή κάποια τρίχα τους, ορμούσε ακάθεκτος και ανελέητος και γρήγορα τους έδινε να καταλάβουν πόσο λάθος ήταν η συμπεριφορά τους.

Ήταν τύραννος σκληρός. Η κυριαρχία του έγινε σκληρή σαν ατσάλι. Καταπίεζε εκδικητικά τους αδύνατους. Δεν πήγε χαμένος ο ανελέητος αγώνας που έκανε στα μικράτα του, όταν πάσχιζαν με τη μάνα του να επιβιώσουν στο εχθρικό περιβάλλον της Άγριας Φύσης, μόνοι και αβοήθητοι. Και δεν πήγε χαμένη η συνήθεια να παραμερίζει μπροστά στην ανώτερη δύναμη. Καταπίεζε τους αδύνατους, αλλά σεβόταν τους δυνατούς. Και στο μακρύ ταξίδι με τον Γκρίζο Κάστορα, παραμέριζε μπροστά στα μεγάλα σκυλιά που συναντούσαν στο διάβα τους, στους οικισμούς των ανθρώπινων ζώων.

Οι μήνες περνούσαν. Ο Γκρίζος Κάστορας όμως συνέχισε το ταξίδι. Η δύσκολη πορεία και ο μόχθος στο έλκηθρο δυνάμωναν όλο και περισσότερο τον Ασπροδόντη· και σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό αναπτυσσόταν κι η εξυπνάδα του. Κατάλαβε πολύ καλά τον κόσμο του. Στα μάτια του, είχε όψη θλιβερή και υλιστική. Ο κόσμος, όπως τον έβλεπε, ήταν ένας κόσμος σκληρός και ανελέητος, ένας κόσμος δίχως θαλπωρή, ένας κόσμος όπου δεν υπήρχαν χάδια, στοργή, αφοσίωση και φως.

Δεν ένιωθε αφοσίωση για τον Γκρίζο Κάστορα. Βέβαια, ήταν θεός αλλά ένας θεός άγριος. Ο Ασπροδόντης παραδεχόταν την εξουσία του μετά χαράς, ήταν όμως μια εξουσία βασισμένη στην πνευματική ανωτερότητα και τη μυϊκή δύναμη. Κάτι μέσα του έκανε τούτη την εξουσία επιθυμητή, διαφορετικά δε θα είχε επιστρέψει από την Άγρια Φύση για να δηλώσει υποταγή. Υπήρχαν απύθμενα βάθη στη φύση του. Μια καλή κουβέντα, ένα χαϊδευτικό άγγιγμα από τον Γκρίζο Κάστορα ίσως άγγιζαν τα απύθμενα βάθη, όμως ο Γκρίζος Κάστορας ούτε χάιδευε ούτε καλές κουβέντες έλεγε. Δεν ήταν στη φύση του. Ήταν άγριος και πρωτόγονος και με την ίδια αγριάδα κυβερνούσε, αποδίδοντας τη δικαιοσύνη με μπαστούνι, τιμωρώντας το ξεστράτισμα με καρπαζιά κι ανταμείβοντας όχι με την καλοσύνη, αλλά με το να μην πιάνει το μπαστούνι.

Έτσι ο Ασπροδόντης δεν ήξερε τίποτα καλό για το ανθρώπινο χέρι. Άλλωστε δεν του άρεσαν τα χέρια των ανθρώπινων ζώων. Τα έβλεπε με καχυποψία. Καμιά φορά βέβαια του έδιναν κρέας, πιο συχνά όμως τον πονούσαν. Απέφευγε τα χέρια. Πετούσαν πέτρες, κράδαιναν ραβδιά, μπαστούνια και μαστίγια, έδιναν χτυπήματα και καρπαζιές και, όταν τον άγγιζαν, τσιμπούσαν, έστριβαν και τραβούσαν τη σάρκα του. Σε ξένους οικισμούς γνώρισε τα χέρια των παιδιών κι έμαθε ότι ήταν σκληρά και πονούσαν. Επίσης, μια φορά, κόντεψε να του βγάλει το μάτι ένα παιδάκι. Με τέτοιες εμπειρίες, έγινε καχύποπτος με όλα τα παιδιά. Δεν τα άντεχε. Όταν τον πλησίαζαν με τα απειλητικά τους χέρια, σηκωνόταν κι έφευγε.

Σ' ένα χωριό στη Λίμνη του Μεγάλου Σκλάβου, στην προσπάθειά του ν' αποφύγει τα διαβολικά χέρια των ανθρώπινων ζώων, έφτασε να τροποποιήσει το νόμο που είχε μάθει από τον Γκρίζο Κάστορα: ότι ήταν ασυγχώρητο αμάρτημα να δαγκώσει θεό. Σ' εκείνο το χωριό, σύμφωνα με το έθιμο όλων των σκυλιών σ' όλα τα χωριά, ο Ασπροδόντης βγήκε σε αναζήτηση τροφής. Ένα αγόρι τεμάχιζε παγωμένο κρέας ελαφιού με τσεκούρι και τα κομμάτια πετούσαν στον αέρα. Ο Ασπροδόντης κρέας αναζητούσε, κρέας άρχισε να τρώει. Είδε το αγόρι ν' αφήνει κάτω το τσεκούρι και να πιάνει ένα κοντόχοντρο στειλιάρι. Ο Ασπροδόντης το έβαλε στα πόδια και μόλις που γλίτωσε το χτύπημα. Το αγόρι τον κυνήγησε κι αυτός, ξένος στο χωριό, έτρεξε ανάμεσα σε δυο σκηνές, για να βρεθεί στριμωγμένος πάνω σε ένα ψηλό ανάχωμα της όχθης.

Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Η μόνη διέξοδος ήταν ανάμεσα στις δυο σκηνές και το σημείο

Page 65: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

όπου φύλαγε το αγόρι. Το στειλιάρι περίμενε, έτοιμο να χτυπήσει. Ο Ασπροδόντης έγινε έξαλλος από θυμό. Με θιγμένο το περί δικαιοσύνης αίσθημά του, όρθωσε την τρίχα και γρύλισε. Ήξερε το νόμο της λεηλασίας. Και η φύρα του κρέατος, δηλαδή τα παγωμένα κομμάτια, ανήκαν στο σκυλί που τα έβρισκε. Δεν είχε κάνει κάτι κακό, δεν είχε παραβιάσει νόμο, αλλά το παιδί ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει. Ο Ασπροδόντης δεν κατάλαβε τι έγινε. Το έκανε μέσα στη μανία του. Και το έκανε τόσο γρήγορα, ώστε ούτε το παιδί πρόλαβε να καταλάβει. Το μόνο που κατάλαβε το αγόρι ήταν ότι, με κάποιο ακατανόητο τρόπο, βρέθηκε αναποδογυρισμένο μέσα στο χιόνι κι ότι το οπλισμένο με το στειλιάρι χέρι του βρέθηκε ξεσχισμένο από τα δόντια του Ασπροδόντη.

Όμως ο Ασπροδόντης ήξερε ότι είχε παραβεί το νόμο των θεών. Έχωσε τα δόντια του στην ιερή σάρκα ενός απ' αυτούς και δεν μπορούσε παρά να περιμένει την πιο σκληρή τιμωρία. Έτρεξε στον Γκρίζο Κάστορα και κούρνιασε πίσω από τα προστατευτικά πόδια του, όταν κατέφθασαν το δαγκωμένο αγόρι κι η οικογένειά του, απαιτώντας εκδίκηση. Έφυγαν όμως ανικανοποίητοι. Ο Γκρίζος Κάστορας υπερασπίστηκε τον Ασπροδοντη. Το ίδιο ο Mit-sah και η Kloo-kooch. Ακούγοντας τα σκληρά λόγια και βλέποντας τις θυμωμένες χειρονομίες, ο Ασπροδόντης κατάλαβε ότι δικαιολογήθηκε η πράξη του. Κι έτσι κατάλαβε ότι υπήρχαν θεοί και θεοί. Υπήρχαν οι θεοί του, υπήρχαν και άλλοι, κι ανάμεσά τους υπήρχε διαφορά. Δικαιοσύνη και αδικία ήταν το ίδιο πράγμα, έπρεπε να τις δεχτεί, εφόσον τις απέδιδαν τα χέρια των δικών του θεών. Αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος να δέχεται την αδικία από τους άλλους θεούς. Είχε το προνόμιο να την αποτρέπει με τα δόντια του. Και αυτό ήταν επίσης νόμος των θεών.

Πριν τελειώσει η μέρα, ο Ασπροδόντης θα μάθαινε περισσότερα γι' αυτό το νόμο. Ο Mit-sah μάζευε μόνος ξύλα στο δάσος, όταν συνάντησε το αγόρι που έφαγε τη δαγκωνιά. Μαζί του ήταν κι άλλα παιδιά. Ειπώθηκαν σκληρά λόγια. Ύστερα τα παιδιά επιτέθηκαν στον Mit-sah. Ο νεαρός την είχε άσχημα. Έτρωγε ξύλο απ' όλες τις πλευρές. Στην αρχή, ο Ασπροδόντης παρέμεινε θεατής. Ήταν υπόθεση των θεών και δεν τον αφορούσε. Ύστερα κατάλαβε ότι την κακομεταχείριση την υπέμενε ο Mit-sah, ένας από τους δικούς του θεούς. Δεν ήταν η λογική παρόρμηση αυτό που ώθησε τον Ασπροδόντη. Η οργή τον έστειλε με έναν πήδο στην καρδιά του τσακωμού. Πέντε λεπτά αργότερα, τα αγόρια το είχαν βάλει στα πόδια, βάφοντας το χιόνι με σταγόνες αίμα, για ν' αποδειχτεί η εργατικότητα των δοντιών του Ασπροδόντη. Όταν ο Mit-sah αφηγήθηκε το περιστατικό στον οικισμό, ο Γκρίζος Κάστορας παρήγγειλε κρέας για τον Ασπροδόντη. Παρήγγειλε κι άλλο κι ο Ασπροδόντης έφαγε του σκασμού κι αποκοιμήθηκε κοντά στη φωτιά, αφού κατάλαβε ότι ο νόμος είχε βρει τη δικαίωσή του.

Με κάτι τέτοιες εμπειρίες, ο Ασπροδόντης έμαθε το νόμο της ιδιοκτησίας και της προστασίας της. Από την προστασία του σώματος των θεών του μέχρι την προστασία των υπαρχόντων τους ήταν ένα βήμα, κι αυτό το βήμα έκανε. Ό,τι ανήκε στο θεό του έπρεπε να προστατευτεί ενάντια στον κόσμο όλο —ακόμα κι αν έπρεπε να δαγκώσει άλλους θεούς. Και μια τέτοια πράξη δεν ήταν μόνο ιερόσυλη από τη φύση της, ήταν και γεμάτη κινδύνους. Οι θεοί ήταν παντοδύναμοι και δεν μπορούσε να τους παραβγεί ένα σκυλί. Ωστόσο ο Ασπροδόντης έμαθε να τους αντιμετωπίζει, εριστικός και άφοβος. Το καθήκον ξεπερνούσε το φόβο και οι κλέφτες θεοί έμαθαν ν' αφήνουν ήσυχα τα υπάρχοντα του Γκρίζου Κάστορα.

Ένα πράγμα έμαθε σχετικά μ' αυτό ο Ασπροδόντης: ο κλέφτης θεός είναι συνήθως θεός δειλός που το βάζει στα πόδια μόλις σημάνει συναγερμός. Επίσης, έμαθε ότι μεσολαβούσε ελάχιστος χρόνος από τη στιγμή που σήμαινε ο ίδιος συναγερμό, ώσπου να σπεύσει σε βοήθειά του ο Γκρίζος Κάστορας. Έμαθε ότι τον κλέφτη δεν τον έδιωχνε ο φόβος γι' αυτόν αλλά για τον Γκρίζο Κάστορα. Ο Ασπροδόντης δε σήμαινε συναγερμό με το γάβγισμα. Δε γάβγιζε ποτέ. Εξαπέλυε κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στον εισβολέα και βύθιζε τα δόντια, αν μπορούσε. Επειδή ήταν δύστροπος και μοναχικός και δεν είχε παρτίδες με τα άλλα σκυλιά, συνήθως τον έβαζαν να φυλάει την περιουσία του αφέντη του. Και σ' αυτό τον ενθάρρυνε και

Page 66: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

τον εκπαίδευσε ο Γκρίζος Κάστορας. Μια από τις συνέπειες ήταν να γίνει ο Ασπροδόντης ακόμα πιο άγριος και ανήμερος αλλά και πιο μοναχικός.

Οι μήνες περνούσαν και η συνθήκη ανάμεσα στο σκύλο και τον άνθρωπο αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ισχύ. Ήταν η πανάρχαιη συνθήκη που σύναψε ο πρώτος λύκος με τον άνθρωπο, όταν ήρθε από την Άγρια Φύση. Οι όροι ήταν απλοί. Για να έχει ένα θεό με σάρκα και οστά, αντάλλαξε τη λευτεριά του. Τροφή και φωτιά, προστασία και συντροφικότητα ήταν μερικά από τα πράγματα που έπαιρνε από το θεό. Σε αντάλλαγμα, προστάτευε την περιουσία του θεού, υπερασπιζόταν το κορμί του, δούλευε γι' αυτόν και τον υπάκουε.

Για να έχεις ένα θεό, πρέπει να του δουλεύεις. Και η δουλειά του Ασπροδόντη ήταν καθήκον και φόβος, όχι όμως και αγάπη. Δεν ήξερε τι σημαίνει αγάπη. Δεν είχε πείρα από αγάπες. Η Kiche ήταν μακρινή ανάμνηση. Άλλωστε ο Ασπροδόντης όχι μόνο εγκατέλειψε την Άγρια Φύση και τη φυλή του όταν παραδόθηκε στον άνθρωπο, αλλά και οι όροι της συνθήκης ήταν τέτοιοι που, αν ξανασυναντούσε ποτέ την Kiche, δε θα εγκατέλειπε το θεό του για να πάει μαζί της. Η υποταγή του στον άνθρωπο φαινόταν να είναι κάτι σαν νόμος της ύπαρξής του, κάτι πάνω από την αγάπη για τη λευτεριά, τη φυλή και το αίμα του.

Page 67: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η πείνα

Κόντευε η άνοιξη, όταν τέλειωσε το μακρύ ταξίδι του ο Γκρίζος Κάστορας. Ήταν Απρίλης κι ο Ασπροδόντης ενός έτους, όταν έφτασαν στο γνώριμο χωριό και τον ξέζεψε ο Mit-sah από το έλκηθρο. Αν και δεν είχε φτάσει στην πλήρη του ανάπτυξη, μετά τον Lip-lip ο Ασπροδόντης ήταν το πιο μεγαλόσωμο χρονιάρικο της αγέλης. Τόσο από τον πατέρα του το λύκο, όσο κι από την Kiche, είχε να παίρνει ανάστημα και δύναμη και ήδη συναγωνιζόταν τα μεγάλα σκυλιά. Αλλά δεν είχε δέσει ακόμα. Το σώμα του ήταν λεπτό κι η δύναμή του περισσότερο νεύρο παρά σάρκα. Το τρίχωμά του είχε το γνήσιο γκρίζο του λύκου και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ήταν πραγματικός λύκος. Το τέταρτο του σκύλου που είχε κληρονομήσει από την Kiche δε φαινόταν στο σώμα του, αλλά συντελούσε στη νοητική του ανάπτυξη.

Περιπλανιόταν στο χωριό, αναγνώριζε με συγκρατημένη ικανοποίηση τους διάφορους θεούς που είχε γνωρίσει πριν από το μακρύ ταξίδι. Ύστερα ήταν και τα σκυλιά, κουτάβια που μεγάλωναν σαν κι αυτόν, και τα μεγάλα σκυλιά, που δεν ήταν ούτε τόσο μεγάλα ούτε τόσο τρομερά όσο τα θυμόταν. Επίσης, τώρα τα φοβόταν λιγότερο από πριν και περιφερόταν ανάμεσά τους με μια ανεμελιά τόσο πρωτόγνωρη όσο κι απολαυστική.

Υπήρχε ο Baseek, ένας γκριζοτρίχης γεράκος που, στα νιάτα του, θα μπορούσε να στείλει τον Ασπροδόντη να ζαρώσει πολλά μέτρα πιο πέρα. Απ' αυτόν ο Ασπροδόντης είχε μάθει πολλά για το πόσο ασήμαντος ήταν του λόγου του. Και χάρη σ' αυτόν έμελλε επίσης να καταλάβει την αλλαγή και την ανάπτυξή του. Όσο εξασθένιζε ο Baseek με τα χρόνια, τόσο ο Ασπροδόντης δυνάμωνε με τα νιάτα του.

Στο πετσόκομμα ενός φρεσκοσκοτωμένου ελαφιού, ο Ασπροδόντης έμαθε την αλλαγή που είχε υποστεί η σχέση του με τον κόσμο των σκύλων. Πήρε στη μερίδα του ένα πόδι κι ένα μηρό με αρκετό ψαχνό. Κρύφτηκε σε ένα σύδεντρο, μακριά από τα άλλα σκυλιά, κι άρχισε να καταβροχθίζει το απόκτημα, όταν πετάχτηκε μπροστά του ο Baseek. Εν ριπή οφθαλμού, ο Ασπροδόντης έκοψε δυο δαγκωνιές στον εισβολέα κι απομακρύνθηκε. Ο Baseek ξαφνιάστηκε από την αποκοτιά και τη γρηγοράδα της επίθεσης. Στάθηκε και κοίταζε σαν χαζός τον Ασπροδόντη και το κομμάτι το κρέας ανάμεσά τους.

Ο Baseek ήταν γέρος κι είχε καταλάβει ότι είχαν μεγαλώσει τα σκυλιά που τους έκανε άλλοτε τον νταή. Πικρές εμπειρίες που, αναγκαστικά, κατάπινε επιστρατεύοντας τη σοφία του για να τα βγάλει πέρα. Τον παλιό καλό καιρό, θα ορμούσε πάνω στον Ασπροδόντη έξαλλος από δίκαιη οργή. Τώρα όμως δεν τον βοηθούσαν οι εξασθενημένες δυνάμεις του. Όρθωσε την τρίχα και κοίταξε απειλητικά τον Ασπροδόντη πάνω από τον κρεατωμένο μηρό. Και ο Ασπροδόντης, βιώνοντας κάτι από το παλιό δέος, φάνηκε να ζαρώνει και να γίνεται τόσος δα, καθώς αναζητούσε πυρετωδώς κάποιο τρόπο για να μην καταφύγει στην άδοξη υποχώρηση.

Και τότε έκανε το λάθος ο Baseek. Αν είχε αρκεστεί στο να κάνει σκληρή και απειλητική την όψη του, όλα θα είχαν πάει καλά. Ο Ασπροδόντης ήταν έτοιμος να υποχωρήσει και θα υποχωρούσε, αφήνοντάς του το κρέας. Όμως ο Baseek δεν περίμενε. Θεώρησε τη νίκη δεδομένη και όρμησε στο κόκαλο. Καθώς έσκυβε ανέμελα να το οσμιστεί, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα. Ακόμα και τότε προλάβαινε ο Baseek να ελέγξει την κατάσταση. Αν παρέμενε πάνω από το κρέας, με το κεφάλι ψηλά, ο Ασπροδόντης θα το έβαζε στα πόδια. Αλλά το φρέσκο κρέας ήταν πειρασμός για τα ρουθούνια του Baseek και η απληστία τον ώθησε να κόψει μια δαγκωνιά.

Αυτό πήγαινε πάρα πολύ για τον Ασπροδόντη. Με φρέσκες τις αναμνήσεις της κυριαρχίας του πάνω στην παρέα, έχασε τον αυτοέλεγχο και δεν άντεξε να σταθεί με σταυρωμένα χέρια, ενώ θα καταβρόχθιζε άλλος κρέας που του ανήκε. Όπως το συνήθιζε, έδρασε απροειδοποίητα. Με

Page 68: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

την πρώτη δαγκωνιά, έγινε κουρέλι το αυτί του Baseek. Ο γερο-σκύλος αιφνιδιάστηκε. Αλλά με την ίδια γρηγοράδα συνέβησαν κι άλλα γεγονότα και μάλιστα πιο θλιβερά. Ο Baseek βρέθηκε ξάπλα στο χώμα με το λαιμό δαγκωμένο. Καθώς πάλευε να στηθεί στα πόδια του, ο Ασπροδόντης βύθισε τα δόντια στον ώμο του δυο φορές με μια ταχύτητα εξουθενωτική. Ο Baseek έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να επιτεθεί στον Ασπροδόντη, αλλά κατέληξε να βουτήξει με λύσσα το κενό. Την άλλη στιγμή βρέθηκε να τρεκλίζει προς τα πίσω με τη μύτη κομμάτια.

Τώρα η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Ο Ασπροδόντης στάθηκε πάνω από το κρεατωμένο μηρό, τρέμοντας απειλητικά, ενώ ο Baseek παραμέρισε κι ετοιμάστηκε να υποχωρήσει. Η ηλικία του δεν επέτρεπε αντιπαραθέσεις με το νεαρό βλαστάρι. Και ήταν ηρωική η προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. Γύρισε ήρεμα την πλάτη στο νεαρό σκυλί και στο κρεατωμένο κόκαλο, σαν να μην άξιζαν καν την προσοχή του, και απομακρύνθηκε μεγαλοπρεπώς. Και δε σταμάτησε ούτε για να γλείψει τις ματωμένες πληγές του, παρά μόνο όταν βρέθηκε έξω από το οπτικό πεδίο του Ασπροδόντη.

Ο Ασπροδόντης απέκτησε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και μεγάλη περηφάνια. Δεν περιφερόταν πια τόσο αθόρυβα ανάμεσα στα μεγάλα σκυλιά και η στάση του απέναντί τους έγινε λιγότερο επιθετική. Όχι ότι έπαψε να πηγαίνει γυρεύοντας για καβγάδες. Κάθε άλλο. Αλλά ζητούσε να τον υπολογίζουν, με τον τρόπο του. Απαιτούσε να τον αφήνουν ήσυχο και δεν παραχωρούσε τη θέση του σε κανέναν. Έπρεπε να τον υπολογίζουν, αυτό ήταν όλο. Δεν ήθελε πια να τον αγνοούν, όπως γινόταν με πολλά κουτάβια. Εκείνα παραμέριζαν, έδιναν το προβάδισμα στα μεγάλα σκυλιά και τους παραχωρούσαν υποχρεωτικά το κρέας. Αλλά ο Ασπροδόντης, απομονωμένος, μοναχικός, δύστροπος και αδιάφορος, επίφοβος, με απωθητικό και απόμακρο ύφος, γινόταν δεκτός ως ίσος από τους ξαφνιασμένους μεγαλυτ΄ρρους του. Γρήγορα έμαθαν να τον αφήνουν ήσυχο, ούτε να επιχειρούν εχθροπραξίες ούτε να κάνουν φιλικά ανοίγματα. Αν τον άφηναν ήσυχο, τους άφηνε κι αυτός· μια κατάσταση που, όπως διαπίστωσαν οι άλλοι μετά από μερικές αντιπαραθέσεις, ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή.

Το μεσοκαλόκαιρο, ο Ασπροδόντης είχε μια εμπειρία. Καθώς τριγύριζε αθόρυβα κι εξερευνούσε μια καινούρια σκηνή που είχε στηθεί στην άκρη του χωριού, έπεσε πάνω στην Kiche. Στάθηκε και την κοίταξε. Τη θυμόταν αμυδρά, αλλά τη θυμόταν, κάτι που δεν μπορούσε να ειπωθεί και για κείνην. Η λύκαινα σήκωσε το κεφάλι και γρύλισε με το γνώριμο, απειλητικό τρόπο της, και τότε η θύμηση του Ασπροδόντη ξεκαθάρισε. Τα ξεχασμένα μικράτα του, όλα όσα είχαν σχέση με το γνώριμο γρύλισμα, τον κατέκλυσαν σαν κύμα. Πριν γνωρίσει τους θεούς, η Kiche ήταν γι' αυτόν το κέντρο του κόσμου. Τα παλιά, γνώριμα συναισθήματα εκείνης της εποχής ξαναζωντάνεψαν, τον πλημμύρισαν. Πήδηξε χαρούμενα προς το μέρος της κι εκείνη τον υποδέχτηκε με κοφτερά δόντια που του ξέσκισαν το μάγουλο μέχρι το κόκαλο. Ο Ασπροδόντης δεν κατάλαβε. Πισωπάτησε, ζαλισμένος και ξαφνιασμένος.

Αλλά δεν έφταιγε η Kiche. Η λύκαινα δε θυμάται τα λυκάκια που γέννησε πριν από ένα χρόνο. Έτσι δε θυμήθηκε τον Ασπροδόντη. Ήταν ξένο ζώο, ένας εισβολέας· και τα τωρινά της κουτάβια τής έδιναν το δικαίωμα να απωθήσει παρόμοιες εισβολές.

Ένα από τα λυκάκια της ανασηκώθηκε προς τον Ασπροδόντη. Ετεροθαλή αδέρφια, μόνο που δεν το ήξεραν. Ο Ασπροδόντης το οσμίστηκε περίεργος, ενώ η Kiche όρμησε πάνω του και του ξέσκισε δεύτερη φορά το μάγουλο. Εκείνος τραβήχτηκε ακόμα πιο πίσω. Όλες οι παλιές αναμνήσεις και συσχετισμοί έσβησαν και ξαναγύρισαν στον τάφο, απ' όπου είχαν αναστηθεί. Είχε μάθει να τα βγάζει πέρα χωρίς αυτήν. Είχε ξεχάσει το νόημά της. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην τωρινή κατάσταση πραγμάτων, όπως δεν υπήρχε θέση γι' αυτόν στη δική της ζωή.

Έστεκε ακόμη, ξαφνιασμένος, σαν ανόητος, με τις αναμνήσεις ξεχασμένες, και αναρωτιόταν τι

Page 69: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

έτρεχε, όταν η Kiche του επιτέθηκε για τρίτη φορά, αποφασισμένη να τον διώξει οριστικά από τη γειτονιά. Κι ο Ασπροδόντης αφέθηκε να τον διώξει. Επρόκειτο για θηλυκό της φυλής του και ο νόμος της φυλής του απαιτούσε τα αρσενικά να μη μάχονται τα θηλυκά. Δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό το νόμο, επειδή δεν υπήρχε στο μυαλό του ούτε τον είχε μάθει από την πείρα του στον κόσμο. Ήξερε ότι ήταν μια κρυφή παρόρμηση, κάτι σαν ένστικτο, το ίδιο ένστικτο που τον έκανε να γρυλίζει προς το φεγγάρι και τα αστέρια, που τον έκανε να φοβάται το θάνατο και το άγνωστο.

Οι μήνες περνούσαν. Ο Ασπροδόντης δυνάμωσε, πάχυνε και έδεσε, ενώ ο χαρακτήρας του αναπτύχθηκε σύμφωνα με την κληρονομιά και το περιβάλλον του. Η κληρονομιά του θα μπορούσε να συγκριθεί με τον πηλό. Μπορούσε να πλαστεί με πολλές μορφές. Το περιβάλλον συνέβαλε στη διαμόρφωση του πηλού, στη συγκεκριμένη μορφή. Έτσι, αν ο Ασπροδόντης δεν είχε πλησιάσει ποτέ τις φωτιές των ανθρώπων, η Άγρια Φύση θα τον είχε πλάσει με τη μορφή του πραγματικού λύκου. Όμως οι θεοί τού έταξαν διαφορετικό περιβάλλον και τον διαμόρφωσαν σε σκύλο που είχε βέβαια τη μορφή του λύκου αλλά που ήταν σκύλος και όχι λύκος.

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον πηλό της φύσης του και την πίεση του περιβάλλοντος, ο χαρακτήρας του Ασπροδόντη πήρε ιδιαίτερη μορφή. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έγινε πιο δύστροπος, πιο ακοινώνητος, πιο μοναχικός, πιο άγριος· τα σκυλιά έμαθαν ότι ήταν καλύτερα να τα έχουν καλά παρά να τσακώνονται μαζί του και ο Γκρίζος Κάστορας τον αντάμειβε πιο γενναιόδωρα κάθε μέρα που περνούσε.

Αν και φαινόταν να δυναμώνει, ο Ασπροδόντης υπέφερε από μια βασανιστική αδυναμία. Δεν άντεχε να τον περιγελούν. Το γέλιο του ανθρώπου ήταν πράγμα μισητό. Ας γελούσαν όσο ήθελαν μεταξύ τους, αρκεί να μη γελούσαν μαζί του. Τη στιγμή όμως που το γέλιο γύριζε εναντίον του, ξεσπούσε ακράτητη η οργή του. Σοβαρό, αξιοπρεπές ή θλιμμένο, το γέλιο τον έκανε έξαλλο σε βαθμό γελοιότητας. Και τον εξόργιζε τόσο πολύ, ώστε συμπεριφερόταν σαν δαίμονας ώρες ολόκληρες. Κι αλίμονο στο σκύλο που θα βρισκόταν τέτοιες στιγμές στο διάβα του. Όμως είχε μυαλό και δεν τολμούσε να τα βάλει με τον Γκρίζο Κάστορα. Πίσω από τον Γκρίζο Κάστορα υπήρχε στειλιάρι κι ένα πρόσωπο θεού. Πίσω από τους σκύλους όμως δεν υπήρχε παρά πεδίο ελεύθερο και σ' εκείνο το πεδίο έτρεχαν έντρομα τα σκυλιά, κάθε που εμφανιζόταν στο προσκήνιο ο Ασπροδόντης, δαιμονισμένος από το γέλιο.

Την τρίτη χρονιά της ζωής του, έπεσε πείνα στους Ινδιάνους του Mackenzie. Το καλοκαίρι, έλειψαν τα ψάρια. Το χειμώνα, άλλαξαν τη συνηθισμένη πορεία τους οι τάρανδοι. Τα ελάφια σπάνιζαν, τα αγριοκούνελα σχεδόν εξαφανίστηκαν, καθώς επίσης τα κυνηγάρικα ζωντανά και τα θηράματα. Χωρίς τροφή, εξασθενημένα από την πείνα, έπεσαν να καταβροχθίσουν το ένα το άλλο. Μόνο τα πιο ισχυρά επέζησαν. Και οι θεοί του Ασπροδόντη κυνηγάρικα ζώα ήταν. Οι γέροι κι οι αδύναμοι πέθαναν από την πείνα. Μοιρολόι έπεσε στο χωριό, όπου γυναίκες και παιδιά έμεναν χωρίς τροφή, ώστε τα ελάχιστα που υπήρχαν να πάνε στο στομάχι των αποστεωμένων κυνηγών με τα βαθουλωμένα μάτια, που σέρνονταν στο δάσος αναζητώντας μάταια το κρέας.

Σε τέτοια άκρα έφτασαν οι θεοί, ώστε να φάνε τα δερμάτινα μοκασίνια και τα γάντια τους, ενώ τα σκυλιά έτρωγαν τα χάμουρα από την πλάτη τους και τα λουριά των μαστιγίων. Τα σκυλιά φαγώθηκαν και μεταξύ τους, αλλά κι οι θεοί έφαγαν σκυλιά. Πρώτα φαγώθηκαν τα πιο αδύναμα και τα πιο άχρηστα. Τα σκυλιά που ζούσαν ακόμη είδαν και κατάλαβαν. Μερικά, τα πιο τολμηρά και τα πιο σοφά, απαρνήθηκαν τις φωτιές των θεών, που τώρα είχαν καταντήσει στάχτες, και το 'σκασαν στο δάσος όπου, στο τέλος, πέθαναν από την πείνα ή φαγώθηκαν από τους λύκους.

Εκείνη τη δύστυχη εποχή και ο Ασπροδόντης κατέφυγε στο δάσος. Του πήγαινε καλύτερα η

Page 70: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ζωή απ' ό,τι στους άλλους σκύλους, επειδή τον καθοδηγούσε η εκπαίδευση από τα μικράτα του. Απέκτησε ειδικότητα στο να παγιδεύει μικρά ζωντανά πράγματα. Έμενε ώρες κρυμμένος, ακολουθούσε και την παραμικρή κίνηση του σκιουράκου στο δέντρο, με υπομονή τόσο μεγάλη όσο και η πείνα του, ώσπου ο σκίουρος αποτολμούσε να κατεβεί στο έδαφος. Ακόμα και τότε όμως ο Ασπροδόντης δε βιαζόταν. Περίμενε ώσπου να βεβαιωθεί ότι δε θα του ξανακρυφτεί στο δέντρο ο σκίουρος. Τότε, και μόνο τότε, ορμούσε από την κρυψώνα του, σαν γκρίζα ρουκέτα, απίστευτα γρήγορος, χωρίς να αστοχεί ποτέ, για να κυνηγήσει τον έντρομο σκίουρο που δεν του παράβγαινε σε γρηγοράδα.

Παρά τις επιτυχίες που σημείωνε όμως με τους σκίουρους, κάτι τον δυσκόλευε και τον εμπόδιζε να παχύνει από δαύτους. Δεν υπήρχαν αρκετοί. Έτσι ο Ασπροδόντης αναγκάστηκε να κυνηγήσει ακόμα μικρότερα πράγματα. Καμιά φορά μάλιστα τον έκοβε τόσο πολύ η πείνα, ώστε δε δίσταζε να ξεθάψει αρουραίους από τα λαγούμια τους. Ούτε απαξίωνε να παλέψει με κάποιο κουνάβι εξίσου πεινασμένο μ' αυτόν και καμιά φορά πολύ πιο άγριο.

Στις χειρότερες επιθέσεις της πείνας, κατέφευγε πάλι στις φωτιές των θεών. Αλλά δεν πλησίαζε. Καραδοκούσε στο δάσος και φρόντιζε να λεηλατεί κρυφά τα δόκανα, όταν έπιαναν κυνήγι. Άρπαξε μάλιστα και κουνέλι από το δόκανο του Γκρίζου Κάστορα, μια φορά που ο Γκρίζος Κάστορας βγήκε στο δάσος, τρεκλίζοντας από την κούραση, εξασθενημένος και ξέπνοος.

Μια μέρα ο Ασπροδόντης απάντησε ένα νεαρό λύκο, αποστεωμένο από την πείνα. Αν δεν ήταν κι ο ίδιος πεινασμένος, θα είχε πάει μαζί του για να συναντήσει τελικά την αγέλη της φυλής του. Έτσι όπως είχαν όμως τα πράγματα, στρίμωξε το νεαρό λύκο, τον σκότωσε και τον έφαγε.

Η τύχη φάνηκε να τον ευνοεί. Πάντα, στις χειρότερες στιγμές της πείνας, κάτι έβρισκε να σκοτώνει. Αλλά κι όταν ένιωθε αδύναμος, δεν τον έβρισκαν μεγαλύτερα κυνηγάρικα ζώα. Έτσι, ήταν δυναμωμένος από το διήμερο ξεκοκάλιασμα ενός αγριόγατου όταν βρέθηκε μπροστά του η πεινασμένη αγέλη των λύκων. Ήταν ένα μακρύ, σκληρό κυνήγι, ο Ασπροδόντης όμως ήταν καλύτερα φαγωμένος από κείνους και τους ξεπέρασε στο τρέξιμο. Κι όχι μόνο τους ξεπέρασε στο τρέξιμο, έκανε κι έναν έξυπνο ελιγμό και όρμησε σ' έναν από τους εξουθενωμένους διώκτες του.

Μετά απ' αυτό έφυγε από τη συγκεκριμένη περιοχή και ταξίδεψε στην κοιλάδα όπου είχε γεννηθεί. Εκεί, στην παλιά φωλιά, αντάμωσε με την Kiche. Πιστή στα παλιά της κόλπα, είχε κι αυτή απαρνηθεί τις αφιλόξενες φωτιές των θεών, για να καταφύγει στο μέρος όπου είχε γεννήσει τα μικρά της. Μόνο ένα ζούσε, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ασπροδόντης κι αυτό το ένα δεν ήταν τυχερό να ζήσει για πολύ. Η νεαρή ζωή δύσκολα επιβιώνει σε τέτοια πείνα.

Η υποδοχή της Kiche στο μεγαλωμένο γιόκα της ήταν κάθε άλλο παρά στοργική. Αλλά ο Ασπροδόντης δεν της κάκιωσε. Ξεπερνούσε σε ανάπτυξη τη μητέρα του. Έτσι, το φιλοσόφησε, της γύρισε την ουρά και συνέχισε την πορεία του στην όχθη. Στη διχάλα έστριψε αριστερά, όπου βρήκε τη φωλιά του αγριόγατου, με τον οποίο είχαν παλέψει κάποτε με τη μάνα του. Εκεί, στην εγκαταλειμμένη φωλιά, κάθισε και ξεκουράστηκε μια μέρα.

Στις αρχές του καλοκαιριού, τις τελευταίες μέρες της πείνας, απάντησε τον Lip-lip που είχε πάρει τα δάση κι είχε ζήσει άθλια ζωή. Ο Ασπροδόντης τον είδε ξαφνικά. Προχωρούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις κάτω από ένα ψηλό βράχο. Σε μια στιγμή έστριψαν μαζί και βρέθηκαν μύτη με μύτη. Στάθηκαν ξαφνιασμένοι και κοιτάχτηκαν καχύποπτα.

Ο Ασπροδόντης ήταν σε θαυμάσια κατάσταση. Το κυνήγι πήγαινε καλά κι έτρωγε πολύ για μια βδομάδα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε μπουχτίσει από το τελευταίο του θήραμα.

Page 71: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Τη στιγμή όμως που αντίκρισε τον Lip-lip, όρθωσε την τρίχα σύγκορμος. Ήταν αυθόρμητη αντίδραση, η ίδια αντίδραση που υπαγόρευε το ένστικτό του από το παρελθόν, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με τον παλικαρά διώκτη του. Όπως, στο παρελθόν, όρθωνε την τρίχα και γρύλιζε, έτσι και τώρα, όρθωσε την τρίχα και γρύλισε. Δεν έχασε καθόλου καιρό. Το πράγμα ξεκαθάρισε μια κι έξω και στα γρήγορα. Ο Lip-lip επιχείρησε να κάνει πίσω, αλλά ο Ασπροδόντης τον χτύπησε δυνατά, ώμο με ώμο. Ο Lip-lip βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα. Τα δόντια του Ασπροδόντη βυθίστηκαν στον αποστεωμένο λαιμό του. Το σκυλί έδωσε μάχη με το θάνατο· ο Ασπροδόντης έκανε κύκλους και παρακολουθούσε με τα πόδια τσιτωμένα. Ύστερα, ξαναπήρε το δρόμο του στα ριζά του βράχου.

Μια μέρα, όχι πολύ αργότερα, έφτασε στην άκρη του δάσους, εκεί που μια στενή λωρίδα γης προχωρούσε κατηφορικά προς τον Mackenzie. Είχε ξαναπεράσει από κει, όταν ο χώρος ήταν άδειος. Τώρα όμως υπήρχε χωριό. Κρύφτηκε στα δέντρα και επιθεώρησε την κατάσταση. Εικόνες, ήχοι και μυρωδιές τού ήταν γνώριμα. Ήταν το παλιό χωριό σε άλλο μέρος. Όμως εικόνες και ήχοι και μυρωδιές ήταν διαφορετικές από κείνες που είχε το χωριό όταν το άφησε. Ούτε κλαψουρίσματα ούτε μοιρολόγια. Τον υποδέχτηκαν ήχοι χαρούμενοι. Κι όταν άκουσε τη θυμωμένη φωνή μιας γυναίκας, κατάλαβε ότι ήταν ο θυμός που βγαίνει από γεμάτο στομάχι. Κι ο αέρας μύριζε ψάρι. Υπήρχε τροφή. Η πείνα είχε τελειώσει. Βγήκε θαρρετά από το δάσος και προχώρησε ίσια στη σκηνή του Γκρίζου Κάστορα. Ο Γκρίζος Κάστορας δεν ήταν εκεί. Τον καλωσόρισε όμως η Kloo-kooch με χαρούμενες κραυγές κι ένα ολόκληρο φρεσκοψαρεμένο ψάρι. Ο Ασπροδόντης ξάπλωσε και περίμενε την επιστροφή του Γκρίζου Κάστορα.

Page 72: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Page 73: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο εχθρός της φυλής του

Ακόμα κι αν υπήρχε από τη φύση του η πιθανότητα, έστω και αμυδρή, να φιλιώσει ο Ασπροδόντης με τη φυλή του, η πιθανότητα χάθηκε όταν έγινε αρχηγός της ομάδας του ελκήθρου. Τώρα τα σκυλιά τον μισούσαν, τον μισούσαν για το περίσσιο κρέας που του έδινε ο Mit-sah. Τον μισούσαν για τις πραγματικές και φανταστικές χάρες που του γίνονταν. Τον μισούσαν που έτρεχε πάντα επικεφαλής της ομάδας, με τη φουντωτή ουρά του να κυματίζει και τα αιωνίως απρόσιτα οπίσθιά του να τρελαίνουν τα πίσω σκυλιά.

Και ο Ασπροδόντης τους ανταπέδιδε το μίσος. Το να είναι ηγέτης στο έλκηθρο κάθε άλλο παρά τιμή το θεωρούσε. Το να τον υποχρεώνουν να τρέχει επικεφαλής μιας αγέλης που ούρλιαζε, ενώ εκείνος ξέσκιζε και κατατρόπωνε επί τρία χρόνια τα σκυλιά της, ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Ωστόσο το άντεχε, για να μη χάσει την πολύτιμη ζωή του. Τη στιγμή που ο Mit-sah έδινε το πρόσταγμα για την αναχώρηση, την ίδια στιγμή ολόκληρη η αγέλη ορμούσε πίσω από τον Ασπροδόντη με άγρια ουρλιαχτά.

Δεν είχε τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αν στρεφόταν εναντίον τους, ο Mit-sah θα του τίναζε το μαστίγιο στο μουσούδι. Δεν του έμενε παρά να τρέχει. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ουρλιαχτά των ορδών με την ουρά και τα οπίσθια. Όπλα τελείως ακατάλληλα για κοφτερά δόντια. Έτσι συνέχιζε να τρέχει, παραβιάζοντας με κάθε πήδο την ίδια του τη φύση και την περηφάνια. Και έτρεχε όλη μέρα.

Κανείς δεν μπορεί να καταπιέζει τις παρορμήσεις της φύσης του χωρίς να στρέψει εναντίον του τη φύση. Είναι σαν να φυτρώνει μια τρίχα ανάποδα και να στρέφεται ενάντια στη ρίζα της. Έτσι έγινε και με τον Ασπροδόντη. Κάθε παρόρμηση της φύσης του υπαγόρευε τη φυγή από την αγέλη που ξεφώνιζε πίσω του, αλλά δεν ήταν θέλημα των θεών να γίνει κάτι τέτοιο. Και πίσω από το θέλημα, για εξαναγκασμό, υπήρχε το μαστίγιο από σπλάχνα ταράνδου, τσουχτερό και ανελέητο. Έτσι ο Ασπροδόντης κατάπινε την πίκρα του και ανέπτυσσε μίσος και κακία ανάλογα με τη σκληρή και αδάμαστη φύση του.

Αν υπήρχε πλάσμα που να εχθρεύεται τη φυλή του, αυτός ήταν ο Ασπροδόντης. Δε ζητούσε και δεν έδινε τίποτα. Συνεχώς έτρεχε σημαδεμένος από τα δόντια της αγέλης, και συνεχώς άφηνε τα δικά του σημάδια πάνω στην αγέλη. Αντίθετα με τους περισσότερους αρχηγούς που, όταν στηνόταν ο οικισμός κι έλυναν τα σκυλιά, κούρνιαζαν κοντά στους θεούς για προστασία, ο Ασπροδόντης περιφρονούσε αυτή την προστασία. Περιφερόταν με θράσος στον οικισμό κι επέβαλλε τη νύχτα την τιμωρία για όσα υπέφερε την ημέρα. Πριν γίνει αρχηγός της ομάδας, η αγέλη είχε μάθει να τον αποφεύγει. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Ερεθισμένα από την καθημερινή καταδίωξή του, υποσυνείδητα ζαλισμένα από το να τον βλέπουν να τους ξεφεύγει, κυριευμένα από ανίσχυρη λύσσα για την υπεροχή του, τα σκυλιά δεν άντεχαν να τον αποφύγουν και τώρα. Όταν εμφανιζόταν μπροστά τους, πάντα γινόταν καβγάς. Την επέλασή του ακολουθούσαν αλυχτίσματα, χτυπιές και γρυλίσματα. Ο αέρας που ανάσαινε ο Ασπροδόντης ήταν φορτισμένος από το μίσος και τη μοχθηρία που συνεχώς μεγάλωναν εναντίον του.

Όταν ο Mit-sah έδινε το πρόσταγμα να σταματήσει η αγέλη, ο Ασπροδόντης υπάκουε. Στην αρχή, αυτό προκάλεσε προβλήματα στα υπόλοιπα σκυλιά. Έπεφταν όλα πάνω στο μισητό αρχηγό, για να συναντήσουν όμως το μαστίγιο του Mit-sah, που έστεκε πίσω από τον Ασπροδόντη κραδαίνοντάς το. Έτσι τα σκυλιά κατάλαβαν ότι, όταν η ομάδα σταματούσε με προσταγή, έπρεπε να αφήνουν τον Ασπροδόντη στην ησυχία του. Όταν όμως ο Ασπροδόντης σταματούσε χωρίς προσταγή, τότε μπορούσαν να του ορμήσουν και να τον εξολοθρεύσουν, αν μπορούσαν. Μετά από πολλές εμπειρίες, ο Ασπροδόντης δε σταματούσε ποτέ χωρίς πρόσταγμα. Μάθαινε γρήγορα. Ήταν στη φύση του να μαθαίνει γρήγορα, για να επιβιώσει

Page 74: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

στις ασυνήθιστα σκληρές συνθήκες που του είχε επιβάλει η ζωή.

Αλλά τα σκυλιά δεν έμαθαν ποτέ να τον αφήνουν ήσυχο στον οικισμό. Κάθε μέρα ξεχνούσαν το μάθημα της προηγουμένης και τον κυνηγούσαν αλυχτώντας αψήφιστα, για να ξαναπάθουν τα ίδια. Άλλωστε η αντιπάθειά τους είχε βαθύτερες ρίζες. Ένιωθαν τη διαφορά ανάμεσα σ' αυτόν και στα ίδια, σοβαρή αιτία εχθρότητας. Ήταν κι αυτά εξημερωμένοι λύκοι, σαν εκείνον. Αυτά όμως ήταν εξημερωμένα για πολλές γενιές. Είχαν χάσει πολλά στοιχεία της Άγριας Φύσης, με αποτέλεσμα, γι' αυτά, η Άγρια Φύση να είναι το άγνωστο, το φοβερό, το απειλητικό, ο πόλεμος. Ο Ασπροδόντης όμως, σε εμφάνιση, δράση και παρορμήσεις, ταίριαζε στην Άγρια Φύση. Τη συμβόλιζε, την εκπροσωπούσε, έτσι ώστε, όταν του έδειχναν τα δόντια, προστάτευαν τον εαυτό τους από τις δυνάμεις της καταστροφής που ελλόχευαν στις σκιές του δάσους και στο σκοτάδι, πέρα από τις φωτιές του οικισμού.

Υπήρχε όμως κι ένα μάθημα που έμαθαν τα σκυλιά κι αυτό ήταν να μη χωρίζουν. Κανένα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνο το φοβερό Ασπροδόντη. Τον αντιμετώπιζαν με μαζικό σχηματισμό, διαφορετικά θα τα σκότωνε όλα, ένα ένα, σε μια νύχτα. Έτσι όπως είχε η κατάσταση, δεν κατάφερνε να τα σκοτώσει. Αν ανέτρεπε κάποιο σκυλί, ορμούσε εναντίον του η αγέλη, πριν προλάβει να καταφέρει το τελικό χτύπημα στο λαιμό. Με την πρώτη απειλή σύγκρουσης, η αγέλη γινόταν ένα εναντίον του. Τα σκυλιά καβγάδιζαν μεταξύ τους, αλλά ξεχνούσαν τις διαφορές τους, όταν προέκυπτε πρόβλημα με τον Ασπροδόντη.

Από την άλλη όμως, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν κατάφερναν να ξεκάνουν τον Ασπροδόντη. Τους έπεφτε πολύ σβέλτος, πολύ τρομερός, πολύ πονηρός. Απέφευγε τις στενωσιές και πάντα τους ξέφευγε όταν τον κύκλωναν. Όσο για να τον αναποδογυρίσουν, δεν υπήρχε σκυλί ικανό για κάτι τέτοιο. Ο Ασπροδόντης κάρφωνε τα πόδια του στο χώμα με την ίδια αντοχή με την οποία κρεμιόταν από τη ζωή. Με αυτή την έννοια, ζωή και πάτημα έγιναν συνώνυμα στον ατέλειωτο πόλεμο με την αγέλη και κανείς δεν το ήξερε αυτό καλύτερα από τον Ασπροδόντη.

Έτσι λοιπόν έγινε εχθρός της φυλής του, του εξημερωμένου λύκου, του λύκου που μαλακώνει με τις φωτιές των ανθρώπων, που εξασθενίζει στην προστατευτική σκιά της ανθρώπινης δύναμης. Ο Ασπροδόντης ήταν σκληρός και αδιάλλακτος. Έτσι διαμορφώθηκε ο πηλός του. Κήρυξε βεντέτα ενάντια σ' όλους τους σκύλους. Και ζούσε με τέτοιο μένος τη βεντέτα του, ώστε ο Γκρίζος Κάστορας, άγριος και ο ίδιος, δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει τη σκληρότητα του Ασπροδόντη. Ποτέ, ορκιζόταν, ποτέ δεν είχε γεννηθεί ζώο όμοιό του. Και οι Ινδιάνοι στα ξένα χωριά το ίδιο ορκίζονταν, όταν μετρούσαν τα σκυλιά που τους σκότωνε.

Όταν ο Ασπροδόντης κόντευε τα πέντε, ο Γκρίζος Κάστορας τον πήρε μαζί του σ' άλλο μακρύ ταξίδι, όπου έμεινε αξέχαστος για τον πανικό που δημιούργησε στα σκυλιά των χωριών, κατά μήκος του Mackenzie, στα Rockies και στο Porcupine μέχρι το Yukon. Απόλαυσε αφάνταστα την εκδίκηση που εξαπέλυσε ενάντια στη φυλή του. Ήταν συνηθισμένα, ανυποψίαστα σκυλιά. Δεν ήταν προετοιμασμένα για τη γρηγοράδα και την ευστοχία του, για τις απροειδοποίητες επιθέσεις του. Δεν ήξεραν τι ήταν, ένας σφαγέας-αστραπή. Του τσίτωναν τα πόδια και τον προκαλούσαν, ενώ εκείνος, χωρίς να χρονοτριβήσει σε περίτεχνα προκαταρκτικά, ορμούσε σαν σίφουνας στο ψαχνό και τα εξολόθρευε προτού καν το πάρουν είδηση.

Έγινε ειδικός στους σκυλοκαβγάδες. Εξοικονομούσε δυνάμεις. Δε σπαταλούσε ποτέ ενέργεια, δε μαλλιοτραβιόταν ποτέ. Διέθετε σε ασυνήθιστο βαθμό την απέχθεια του λύκου για το στρίμωγμα. Δεν άντεχε παρατεταμένη επαφή με άλλο σώμα. Αυτό μύριζε κίνδυνο. Και τον τρέλαινε. Έπρεπε να φύγει, να ελευθερωθεί, να σταθεί στα πόδια του, να μην αγγίζει ζωντανά πράγματα. Μιλούσε μέσα του η Άγρια Φύση. Και την τάση αυτή μεγάλωνε η ζωή του απόβλητου που είχε ζήσει από τα μικράτα του. Οι επαφές εγκυμονούσαν κινδύνους. Ήταν παγίδες, αιώνια παγίδα, κι ο φόβος για τις παγίδες ζούσε μέσα του, είχε γίνει ένα με τη σάρκα του.

Page 75: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Κατά συνέπεια, δεν είχαν καμιά πιθανότητα τα ξένα σκυλιά που απαντούσε. Απέφευγε τα δόντια τους. Ή τα σκότωνε ή έφευγε, ανέγγιχτος και στις δυο περιπτώσεις. Στη φυσική πορεία των πραγμάτων, υπήρξαν εξαιρέσεις. Υπήρξαν φορές όπου, πολλά σκυλιά μαζί, πρόλαβαν να τον τιμωρήσουν, πριν τους ξεφύγει. Και υπήρξαν και φορές όπου τον έβαλε κάτω ένας και μόνο σκύλος. Αυτές όμως ήταν εξαιρέσεις. Κατά κανόνα, ο Ασπροδόντης έγινε τέτοιος πολεμιστής, ώστε να προελαύνει τελείως ανενόχλητος.

Ένα άλλο πλεονέκτημα ήταν ότι υπολόγιζε σωστά το χρόνο και την απόσταση. Όχι βέβαια ότι αυτό το έκανε συνειδητά. Δε σκεφτόταν τέτοια πράγματα. Όλα ήταν αυτόματα. Τα μάτια του έβλεπαν σωστά και τα νεύρα μετέφεραν σωστά την εικόνα στον εγκέφαλο. Τα μέλη του ήταν καλύτερα προσαρμοσμένα από εκείνα του μέσου σκύλου. Συνεργάζονταν πιο ομαλά και πιο σταθερά. Διέθετε καλύτερο, πολύ καλύτερο, νευρικό, νοητικό και μυϊκό συντονισμό. Όταν τα μάτια μετέδιδαν στον εγκέφαλο την κινητή εικόνα μιας ενέργειας, ο εγκέφαλος, χωρίς συνειδητή προσπάθεια, ήξερε το χώρο που περιόριζε αυτή την ενέργεια και τον απαιτούμενο για την ολοκλήρωση χρόνο. Έτσι, ο Ασπροδόντης απέφευγε το πήδημα ενός σκυλιού ή το δάγκωμά του και ταυτόχρονα υπολόγιζε το απειροελάχιστο κλάσμα του χρόνου που χρειαζόταν για τη δική του επίθεση. Το σώμα κι ο εγκέφαλός του αποτελούσαν έναν πιο τελειοποιημένο μηχανισμό. Όχι βέβαια ότι η τιμή ανήκε στον ίδιο. Απλά του φέρθηκε πιο γενναιόδωρα η φύση απ' ό,τι στο μέσο ζωντανό, αυτό ήταν όλο.

Ο Ασπροδόντης έφτασε στο Fort Yukon καλοκαίρι. Ο Γκρίζος Κάστορας διέσχισε χειμώνα το μεγάλο καταρράκτη ανάμεσα στον Mackenzie και τον Yukon και πέρασε την άνοιξη κυνηγώντας στις δυτικές παρυφές των Rockies. Όταν έλιωσαν οι πάγοι στο Porcupine, έφτιαξε σχεδία και την έριξε στο νερό εκεί που ενώνεται με τον Yukon ακριβώς κάτω από τον Αρκτικό Κύκλο. Εκεί βρισκόταν το οχυρό Hudson Bay Company. Κι εκεί υπήρχαν πολλοί Ινδιάνοι, πολύ φαγητό και διασκέδαση χωρίς προηγούμενο. Ήταν το καλοκαίρι του 1898. Στο Yukon, στο Dawson και στο Klondike είχαν συρρεύσει χιλιάδες χρυσοθήρες. Απείχαν ακόμη πολλά μίλια από το στόχο τους, πολλοί απ' αυτούς όμως ταξίδευαν ένα χρόνο και η μικρότερη απόσταση που είχαν διανύσει ήταν πέντε χιλιάδες μίλια, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου.

Εκεί ο Γκρίζος Κάστορας σταμάτησε. Στ' αυτιά του έφταναν ψίθυροι για τη μανία του χρυσαφιού, γι' αυτό έσπευσε μ' ένα σωρό γούνες, γάντια και μοκασίνια. Δε θα επιχειρούσε τέτοιο ταξίδι, αν δε μυριζόταν μεγάλο κέρδος. Αυτό που περίμενε όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτό που βρήκε. Και στα πιο τρελά του όνειρα δεν περίμενε κέρδος πάνω από εκατό τοις εκατό. Κι όμως κέρδισε χίλια τοις εκατό. Και ως γνήσιος Ινδιάνος, εμπορεύτηκε προσεκτικά και αργά, παρ' όλο που χρειάστηκε όλο το καλοκαίρι και τον υπόλοιπο χειμώνα για να διαθέσει τα αγαθά του.

Στο Fort Yukon ο Ασπροδόντης είδε τους πρώτους λευκούς ανθρώπους. Σε σύγκριση με τους γνωστούς του Ινδιάνους, ήταν άλλο είδος ανθρώπων, είδος ανώτερων θεών. Του έδωσαν την εντύπωση ότι διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις και ο θεός στη δύναμη βασίζεται. Ο Ασπροδόντης δεν το ανέλυσε λογικά, δεν πέρασε από το μυαλό του η γενικότερη σκέψη ότι οι λευκοί θεοί ήταν πιο δυνατοί. Ήταν μια διαίσθηση, τίποτα περισσότερο, ωστόσο εξίσου ισχυρή. Όπως τον είχαν επηρεάσει, στα μικράτα του, οι σκοτεινοί όγκοι των σκηνών που έστηνε το ανθρώπινο χέρι, έτσι επηρεάστηκε τώρα από τα σπίτια και το πελώριο οχυρό φτιαγμένο από τεράστιους κορμούς. Αυτό ήταν δύναμη. Τούτοι οι άσπροι θεοί ήταν δυνατοί. Κατείχαν μεγαλύτερη εξουσία πάνω στην ύλη από τους γνωστούς του θεούς, από τους οποίους ο πιο δυνατός ήταν ο Γκρίζος Κάστορας. Και όμως ο Γκρίζος Κάστορας ήταν παιδικός θεός, σε σύγκριση μ' εκείνους τους λευκόδερμους.

Για να λέμε την αλήθεια, ο Ασπροδόντης τα αισθάνθηκε μόνο αυτά τα πράγματα. Δεν επρόκειτο για συνείδηση. Ωστόσο τα ζώα συχνά ενεργούν περισσότερο με βάση τη διαίσθηση

Page 76: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

παρά με τη σκέψη. Και κάθε ενέργεια του Ασπροδόντη ήταν τώρα βασισμένη σ' αυτή τη διαίσθηση, ότι οι λευκοί άνθρωποι ήταν ανώτεροι θεοί. Στην αρχή τους είδε με μεγάλη καχυποψία. Δεν μπορούσε να πει πόσο τρομεροί ήταν και ποιους άγνωστους πόνους μπορούσαν να προκαλέσουν. Τους παρατηρούσε με περιέργεια, έντρομος μήπως τον αντιληφθούν. Τις πρώτες ώρες αρκέστηκε στο να τριγυρίζει και να τους παρατηρεί από απόσταση ασφαλείας. Ύστερα διαπίστωσε ότι δεν έπαθαν κανένα κακό τα σκυλιά που τους πλησίασαν και πήγε πιο κοντά.

Με τη σειρά του, έγινε κι αυτός αντικείμενο παρατήρησης εκ μέρους τους. Αμέσως προσέλκυσε την προσοχή τους η λυκίσια όψη του και τον έδειξαν με το δάχτυλο ο ένας στον άλλο. Η κίνηση σήμανε συναγερμό στις αισθήσεις του Ασπροδόντη και, όταν προσπάθησαν να τον πλησιάσουν, τους έδειξε τα δόντια και πισωπάτησε. Κανείς δεν κατάφερε να τον ακουμπήσει και καλύτερα γι' αυτούς που δεν το έκαναν.

Πολύ γρήγορα ο Ασπροδόντης έμαθε ότι ελάχιστοι απ' αυτούς τους θεούς —όχι πάνω από καμιά δεκαριά— έμεναν μόνιμα εκεί. Κάθε δύο ή τρεις μέρες, πλησίαζε στην όχθη ένα ατμόπλοιο (άλλη μια κολοσσιαία εκδήλωση της δύναμης) κι έμενε εκεί για πολλές ώρες. Οι λευκοί άνθρωποι έβγαιναν από τα ατμόπλοια και ξανάμπαιναν σ' αυτά. Του φάνηκε ότι είδε άπειρους από δαύτους. Την πρώτη μέρα είδε περισσότερους απ' όσους Ινδιάνους είχε δει στη ζωή του. Και καθώς περνούσαν οι μέρες, οι λευκοί συνέχισαν να έρχονται από το ποτάμι, να σταματούν και μετά να ξαναφεύγουν από το ποτάμι και να χάνονται.

Αν όμως ήταν δυνατοί οι λευκοί θεοί, δεν έλεγαν πολλά πράγματα τα σκυλιά τους. Αυτό το διαπίστωσε γρήγορα ο Ασπροδόντης, όταν ανακατεύτηκε με όσα ξεμπάρκαραν από τα καράβια μαζί με τους αφέντες τους. Είχαν ανώμαλα σχήματα και μεγέθη. Άλλα είχαν κοντά πόδια —υπερβολικά κοντά· άλλα είχαν ψηλά πόδια —υπερβολικά ψηλά. Αντί για γούνα είχαν τρίχες και μερικά είχαν πολύ λίγες τρίχες. Και κανένα δεν ήξερε να παλεύει.

Σαν εχθρός της φυλής του, ο Ασπροδόντης είχε αποστολή να παλέψει μαζί τους. Και αυτό έκανε και ταπείνωσε όλους τους σκύλους οικτρά. Ήταν μαλθακοί και αδύναμοι, έκαναν μεγάλο σαματά και τσαλαβουτούσαν αδέξια, προσπαθώντας να πετύχουν μόνο με τη δύναμη ό,τι πετύχαινε αυτός με την επιδεξιότητα και την πονηριά. Του ορμούσαν αλυχτώντας. Ο Ασπροδόντης έφευγε στο πλάι. Τα σκυλιά δεν καταλάβαιναν πού είχε πάει· την άλλη στιγμή αυτός χτυπούσε στον ώμο, αναποδογύριζε το σκύλο και του έδινε το χτύπημα στο λαιμό.

Καμιά φορά το χτύπημα ήταν εύστοχο κι ο χτυπημένος σκύλος κυλιόταν στη σκόνη, για να κοπεί κομμάτια από την αγέλη των ινδιάνικων σκυλιών που καραδοκούσαν. Ο Ασπροδόντης ήταν σοφός. Ήξερε από καιρό ότι οι θεοί θυμώνουν όταν τους σκοτώνουν τα σκυλιά τους. Και οι λευκοί δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Έτσι του αρκούσε να ανατρέψει και να δαγκώσει το σκυλί στο λαιμό και να κάνει πίσω, αφήνοντας την αγέλη να αποτελειώσει το μακάβριο έργο. Τότε ορμούσαν οι λευκοί και ξεσπούσαν ακράτητη την οργή τους στην αγέλη, ενώ ο Ασπροδόντης τη γλίτωνε. Πήγαινε λίγο πιο πέρα και κοίταζε που έπεφταν πάνω στους συντρόφους του οι πέτρες, τα μπαστούνια, τα τσεκούρια και κάθε λογής όπλο. Ο Ασπροδόντης ήταν πολύ σοφός.

Όμως σοφοί έγιναν και οι σύντροφοί του, με τον τρόπο τους. Και μαζί τους, έγινε πιο σοφός και ο Ασπροδόντης. Έμαθαν ότι το γλέντι άρχιζε όταν το ατμόπλοιο έδενε στην όχθη. Όταν νικήθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν τα πρώτα δυο ή τρία παράξενα σκυλιά, οι λευκοί άνθρωποι ξαναφόρτωσαν τα ζωντανά τους στο καράβι κι εξαπέλυσαν άγρια εκδίκηση ενάντια στους εισβολείς. Ένας λευκός, που είδε το σκύλο του, ένα σέτερ, να κομματιάζεται μπροστά στα μάτια του, τράβηξε περίστροφο. Πυροβόλησε γρήγορα έξι φορές κι έξι σκυλιά της αγέλης βρέθηκαν στο έδαφος ψόφια ή ετοιμοθάνατα —άλλη μια εκδήλωση δύναμης που στάλαξε βαθιά στη συνείδηση του Ασπροδόντη.

Page 77: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ο Ασπροδόντης το διασκέδαζε. Δε συμπαθούσε τη φυλή του και ήταν αρκετά έξυπνος για να ξεφεύγει. Στην αρχή, ξέδωσε με τους σκοτωμούς των σκυλιών των λευκών ανθρώπων. Μετά από λίγο, έγινε ιδιαίτερη ασχολία του. Δεν είχε τι να κάνει. Ο Γκρίζος Κάστορας ήταν απασχολημένος με το εμπόριο και το χρήμα. Έτσι ο Ασπροδόντης σύχναζε στην προβλήτα με την αντιπαθητική αγέλη των ινδιάνικων σκυλιών, περιμένοντας τα ατμόπλοια. Μόλις έφτανε ένα πλοίο, άρχιζε το γλέντι. Μετά από λίγα λεπτά, ώσπου να ξεπεράσουν το ξάφνιασμα οι λευκοί, η συμμορία διαλυόταν. Και το γλέντι τέλειωνε ώσπου να καταπλεύσει το επόμενο ατμόπλοιο.

Δε θα λέγαμε όμως ότι ο Ασπροδόντης ήταν μέλος της συμμορίας. Κρατούσε αποστάσεις, πάντα ο εαυτός του, και μάλιστα επίφοβος. Βέβαια, συνεργαζόταν. Άρχιζε τον καβγά με τον ξένο σκύλο, ενώ η συμμορία περίμενε. Κι όταν τον έριχνε στο έδαφος, η συμμορία τον αποτέλειωνε. Στη συνέχεια όμως αποσυρόταν και άφηνε τη συμμορία να υποστεί την τιμωρία από τους έξαλλους θεούς.

Δε χρειαζόταν μεγάλη εξάσκηση για να ξεκινήσει αυτούς τους καβγάδες. Δεν είχε παρά να κάνει την εμφάνισή του, μόλις έβγαινε στην όχθη ο ξένος σκύλος. Όταν τον έβλεπαν, του ορμούσαν. Λειτουργούσε το ένστικτό τους. Αυτός ήταν η Άγρια Φύση —το άγνωστο, το φοβερό, το απειλητικό, το πράγμα που καραδοκούσε στο σκοτάδι γύρω από τις φωτιές του αρχέγονου κόσμου, όταν αυτοί, κουρνιασμένοι κοντά στις φωτιές, διαμόρφωναν το ένστικτό τους και μάθαιναν να φοβούνται την Άγρια Φύση που τους είχε γεννήσει και την οποία εγκατέλειψαν και πρόδωσαν. Γενιά τη γενιά, μέσα απ' όλες τις γενιές, ο φόβος για την Άγρια Φύση σημάδεψε τη φύση τους. Αιώνες ολόκληρους, η Άγρια Φύση ήταν συνώνυμη με τον τρόμο και την καταστροφή. Και όλο αυτό τον καιρό, είχαν από τους αφέντες την άδεια να σκοτώνουν τα πλάσματα της Άγριας Φύσης. Έτσι προστάτευαν τόσο τον εαυτό τους όσο και τους θεούς, των οποίων την προστασία μοιράζονταν.

Νιόφερτα λοιπόν από τον κόσμο του Νότου, τούτα τα σκυλιά κατέβαιναν χοροπηδώντας τη σανιδόσκαλα του ατμόπλοιου κι αποβιβάζονταν στην όχθη του Yukon. Δεν είχαν παρά να δουν τον Ασπροδόντη για να βιώσουν την ακατανίκητη παρόρμηση να ορμήσουν εναντίον του και να τον εξολοθρεύσουν. Μπορεί να ήταν σκυλιά της πόλης, αλλά τα οδηγούσε το ένστικτο του φόβου για την Άγρια Φύση. Δεν έβλεπαν μόνο με τα δικά τους μάτια, στο φως της μέρας, το λυκόμορφο πλάσμα που έστεκε μπροστά τους. Το έβλεπαν με τα μάτια των προγόνων τους και με τη μνήμη της κληρονομιάς τους· αναγνώριζαν στον Ασπροδόντη το λύκο και θυμούνταν την πανάρχαιη έχθρα.

Όλα τούτα έκαναν απολαυστικές τις μέρες του Ασπροδόντη. Αν η θέα του έκανε τους παράξενους σκύλους να του επιτίθενται, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν και τόσο το χειρότερο για εκείνους. Τον έβλεπαν σαν νόμιμη λεία και σαν νόμιμη λεία τους έβλεπε κι αυτός.

Δεν πήγε άδικα που γεννήθηκε σε απόμερη φωλιά κι έδωσε τις πρώτες του μάχες με το λαγόποδο, το κουνάβι και τον αγριόγατο. Και δεν πήγε άδικα που πικράθηκε ακόμα περισσότερο στα μικράτα του από την καταδίωξη του Lip-lip κι ολόκληρης της αγέλης των κουταβιών. Αν είχε γίνει διαφορετικά, θα ήταν κι αυτός διαφορετικός. Αν δεν είχε υπάρξει ο Lip-lip, θα είχε περάσει τα μικράτα του με τα υπόλοιπα κουτάβια, θα είχε γίνει πιότερο σκύλος και θα είχε συμπαθήσει τους σκύλους. Αν ήταν τρυφερός και στοργικός ο Γκρίζος Κάστορας, θα είχε βυθομετρήσει τα μύχια της φύσης του Ασπροδόντη και θα είχε φέρει στην επιφάνεια κάθε λογής καλές ιδιότητες. Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ο πηλός του Ασπροδόντη δουλεύτηκε ώσπου να γίνει αυτό που έγινε, δύστροπος και μοναχικός, ασυγκίνητος και σκληρός, εχθρός ολόκληρης της φυλής του.

Page 78: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο τρελός θεός

Στο Fort Yukon ζούσε μικρός αριθμός λευκών ανθρώπων που είχαν έρθει στη χώρα από καιρό. Αποκαλούσαν τον εαυτό τους Ξινισμένη Ζύμη και το έκαναν με πολλή περηφάνια. Για τους νιόφερτους ένιωθαν μόνο περιφρόνηση. Οι άνθρωποι που έβγαιναν από τα ατμόπλοια ήταν νιόφερτοι. Ήταν γνωστοί ως chechaquos και μαράζωναν, όταν τους φώναζαν έτσι. Έφτιαχναν το ψωμί τους με baking-powder. Τούτη ήταν η μισητή διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς και στους Ξινισμένη Ζύμη, που έφτιαχναν το ψωμί τους με ξινισμένο ζυμάρι, επειδή δεν είχαν baking-powder.

Όλα αυτά βέβαια ήταν ασήμαντα. Οι άνθρωποι του οχυρού περιφρονούσαν τους νιόφερτους και διασκέδαζαν να τους βλέπουν να μαραζώνουν. Περισσότερο όμως διασκέδαζαν με το σαματά που προκαλούσαν στα σκυλιά των νιόφερτων ο Ασπροδόντης και η διαβόητη συμμορία του. Όταν έφτανε ατμόπλοιο, οι άνθρωποι του οχυρού κατέβαιναν στην όχθη για να διασκεδάσουν. Περίμεναν το πανηγύρι εξίσου ανυπόμονα με τους ινδιάνικους σκύλους και δεν υποτιμούσαν καθόλου τον άγριο και βρόμικο ρόλο που έπαιζε στην όλη ιστορία ο Ασπροδόντης.

Ωστόσο υπήρχε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος που το διασκέδαζε περισσότερο. Κατέβαινε τρέχοντας με το πρώτο σφύριγμα του ατμόπλοιου και, όταν τέλειωνε κι η τελευταία μάχη και σκόρπιζαν ο Ασπροδόντης και η συμμορία, επέστρεφε με αργό βήμα στο οχυρό, με το πρόσωπο σκοτεινό από τη θλίψη. Καμιά φορά, όταν έπεφτε ουρλιάζοντας κάποιο άβγαλτο σκυλάκι του Νότου στα δόντια της αγέλης, αδυνατώντας να συγκρατήσει τη χαρά του, ο άνθρωπος αυτός χοροπηδούσε και ξεφώνιζε ενθουσιασμένος. Και κοίταζε άπληστα τον Ασπροδόντη με τα διαπεραστικά μάτια του.

Τον άντρα τον φώναζαν «Όμορφο» οι άλλοι στο οχυρό. Κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα και παραέξω ήταν γνωστός ως Όμορφος Smith. Αλλά δεν ήταν όμορφος. Κάθε άλλο. Τον φώναζαν έτσι για αντίθεση. Στην πραγματικότητα ήταν άσχημος. Η φύση τον είχε αδικήσει. Κατ' αρχήν ήταν κοντός· και πάνω στην καθ' όλα μίζερη φιγούρα του φύτρωνε ένα ακόμα πιο μίζερο κεφάλι. Η κορυφή του κεφαλιού του ήταν μυτερή. Για να πούμε την αλήθεια, πριν τον ονομάσουν Όμορφο οι φίλοι του, το παρατσούκλι του ήταν «Κουφιοκέφαλος».

Το πίσω μέρος του κεφαλιού κατέβαινε λοξά στο λαιμό· και μπροστά σχημάτιζε απότομη κλίση μέχρι το χαμηλό και εντυπωσιακά πλατύ μέτωπο. Από κει, θαρρείς και η φύση μετάνιωσε για την τσιγκουνιά της, χάρισε απλόχερα τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια ήταν μεγάλα κι απείχαν απόσταση δυο ματιών. Το πρόσωπο, σε σχέση με το υπόλοιπο άτομο, ήταν τεράστιο. Για να τονίσει τα σημεία που έπρεπε, η φύση τον προίκισε με πελώριο σαγόνι. Ήταν πλατύ και χοντρό και προεξείχε προς τα έξω και προς τα κάτω αγγίζοντας σχεδόν το στέρνο του. Πιθανόν αυτό να οφειλόταν στην κούραση του λιγνού λαιμού που αδυνατούσε να στηρίξει σωστά τόσο μεγάλο βάρος.

Το σαγόνι έδινε την εντύπωση έντονης αποφασιστικότητας. Κάτι όμως έλειπε. Ίσως έφταιγε η υπερβολή. Ίσως ήταν υπερβολικά μεγάλο το σαγόνι. Πάντως ξεγελούσε. Ο Όμορφος Smith είχε τη φήμη του πιο αδύναμου και του πιο δειλού ανθρώπου. Και, για να συμπληρώσουμε την περιγραφή, τα δόντια ήταν μεγάλα και κίτρινα, ενώ οι δυο κυνόδοντες, μεγαλύτεροι από τα υπόλοιπα δόντια, ξεμύτιζαν από τα λεπτά χείλια σαν δόντια σκύλου. Τα μάτια ήταν κίτρινα και θολά, θαρρείς κι η φύση είχε ξεμείνει από μπογιές κι είχε ζουλήξει τα κατακάθια απ' όλα της τα σωληνάρια. Το ίδιο θα πούμε και για τα μαλλιά, που ήταν αραιά κι αλλού μακριά, αλλού κοντά, σε χρώμα θαμπό κίτρινο, βρόμικο κίτρινο, και φύτρωναν πάνω στο κεφάλι του σαν τούφες ανεμοδαρμένα στάχυα.

Page 79: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Με δυο λόγια ο Όμορφος Smith ήταν ένα τερατάκι και το φταίξιμο δεν ήταν δικό του. Έτσι είχε πλαστεί ο πηλός του. Μαγείρευε για τους άλλους κατοίκους του οχυρού, έπλενε τα πιάτα κι έκανε κάθε λογής αγγαρεία. Δεν τον αντιπαθούσαν. Μάλλον τον ανέχονταν με την πλατιά αντίληψη που τρέφει ο άνθρωπος για κάθε αδικημένο από τη φύση πλάσμα. Αλλά και τον φοβούνταν. Έτσι δειλός κι ευέξαπτος που ήταν, περίμεναν κάποια σφαίρα πισώπλατα ή δηλητήριο στον καφέ τους. Κάποιος όμως έπρεπε να μαγειρέψει και, παρά τα όποια μειονεκτήματά του, ο Όμορφος Smith μαγείρευε καλά.

Αυτός ήταν ο άνθρωπος που παρακολουθούσε με απόλαυση τα ανδραγαθήματα του Ασπροδόντη κι επιθυμούσε να τον κάνει κτήμα του. Από την αρχή επιχείρησε να τον προσεγγίσει. Ο Ασπροδόντης τον αγνόησε. Αργότερα, όταν έγιναν πιο επίμονες οι απόπειρες, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα, γύμνωσε τα δόντια και πισωπάτησε. Δεν του άρεσε αυτός ο άνθρωπος. Τον πήρε από κακό μάτι. Ένιωθε το κακό μέσα του και φοβόταν το απλωμένο χέρι και τα προσποιητά γλυκόλογα. Έτσι τον αντιπάθησε.

Στα λιγότερο περίπλοκα πλάσματα της φύσης, οι έννοιες του καλού και του κακού ξεχωρίζουν πιο εύκολα. Καλό είναι καθετί που δίνει άνεση κι ικανοποίηση και σταμάτημα του πόνου. Άρα, το καλό μάς αρέσει. Κακό είναι καθετί που γεννά δυσκολίες, απειλή και πόνο, επομένως δε μας αρέσει. Ο Ασπροδόντης ένιωθε κακό για τον Όμορφο Smith. Το παραμορφωμένο κορμί και το διεστραμμένο μυαλό του ανθρώπου ανέδιδαν την εσωτερική αρρώστια, όπως την αναδίδουν οι βάλτοι που φιλοξενούν τα κουνούπια της ελονοσίας. Όχι με τη λογική, όχι με τις πέντε αισθήσεις και μόνο, αλλά με άλλες, πιο κρυφές και άγνωστες αισθήσεις, ο Ασπροδόντης ένιωθε ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν δεμένος με το κακό, προάγγελος του πόνου, επομένως κάτι κακό που έπρεπε να μισείται και να αποφεύγεται.

Ο Ασπροδόντης ήταν στον οικισμό του Γκρίζου Κάστορα, όταν τους επισκέφτηκε για πρώτη φορά ο Όμορφος Smith. Με το που άκουσε το μακρινό του βήμα, πριν ακόμα τον δει, ο Ασπροδόντης κατάλαβε ποιος ερχόταν κι άρχισε να του σηκώνεται η τρίχα. Είχε ξαπλώσει και ξεκουραζόταν, σηκώθηκε όμως γρήγορα μόλις έφτασε ο επισκέπτης και, με τον έμφυτο ευέλικτο τρόπο του, ξεγλίστρησε αθόρυβα προς την άκρη του οικισμού. Δεν ήξερε τι έλεγαν, αλλά τους είδε να κουβεντιάζουν. Μια φορά μάλιστα, ο ξένος έδειξε το σκύλο κι ο Ασπροδόντης αντέδρασε με ένα γρύλισμα, θαρρείς και το χέρι κατέβαινε στο κεφάλι του, ενώ ήταν δέκα μέτρα πιο πέρα. Ο άντρας γέλασε. Και ο Ασπροδόντης ξεγλίστρησε πιο μακριά, προς το δάσος, χωρίς όμως να πάρει τα μάτια του από τους δυο άντρες.

Ο Γκρίζος Κάστορας αρνήθηκε να πουλήσει το σκυλί. Είχε πλουτίσει με το εμπόριο και δε χρειαζόταν τίποτα. Άλλωστε ο Ασπροδόντης ήταν πολύτιμο ζωντανό, το πιο δυνατό σκυλί του ελκήθρου και ο καλύτερος αρχηγός. Και δεν υπήρχε δεύτερο τέτοιο σκυλί ούτε στον Mackenzie ούτε στο Yukon. Σκότωνε σκυλιά με την ίδια ευκολία που ο άνθρωπος σκοτώνει τα κουνούπια. (Τα μάτια του Όμορφου Smith άστραψαν στο άκουσμα αυτών των λόγων και η γλώσσα έγλειψε άπληστα τα λεπτά χείλη). Όχι, ο Ασπροδόντης δεν ήταν για πούλημα σε οποιαδήποτε τιμή.

Όμως ο Όμορφος Smith ήξερε τα χούγια των Ινδιάνων. Πήγαινε συχνά στον οικισμό του Γκρίζου Κάστορα κρύβοντας μέσα στο πανωφόρι του ένα μαύρο μπουκάλι ή κάτι τέτοιο. Μια από τις ιδιότητες του ουίσκι είναι ότι φέρνει δίψα. Ο Γκρίζος Κάστορας δίψασε. Το κάψιμο στο στομάχι ζητούσε όλο και περισσότερο από το καυτερό ποτό· και το μυαλό του, παλαβωμένο από το ασυνήθιστο διεγερτικό, τον εξώθησε στα άκρα για να το αποκτήσει. Άρχισε να φεύγει το χρήμα που είχε εισπράξει από τις γούνες και τα μοκασίνια. Έφευγε όλο και πιο γρήγορα και, όσο λιγόστευε το χρήμα στο πουγκί, τόσο μεγάλωνε ο εκνευρισμός του Γκρίζου Κάστορα.

Κάποια στιγμή τέλειωσαν όλα, χρήμα και αγαθά. Δεν του απέμεινε παρά η δίψα, ανάγκη από

Page 80: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

μόνη της επιτακτική, που γινόταν ακόμα πιο επιτακτική με κάθε ξεμέθυστη ανάσα. Τότε ο Όμορφος Smith έθιξε πάλι το θέμα του Ασπροδόντη. Αυτή τη φορά όμως το τίμημα ήταν μπουκάλια, όχι δολάρια, και ο Γκρίζος Κάστορας φάνηκε πιο πρόθυμος να τον ακούσει.

«Αν τον πιάσεις, πάρ' τον», ήταν τα τελευταία λόγια του.

Τα μπουκάλια ήρθαν, αλλά μετά από δυο μέρες, ο Όμορφος Smith είπε στον Γκρίζο Κάστορα. «Πιάσε εσύ το σκύλο».

Ένα βράδυ, ο Ασπροδόντης πλησίασε αθόρυβα τον οικισμό και ξάπλωσε με ένα στεναγμό ικανοποίησης. Ο λευκός θεός δεν ήταν εκεί. Τις τελευταίες μέρες προσπαθούσε όλο και πιο επίμονα να τον πιάσει και ο Ασπροδόντης απέφευγε τον οικισμό. Δεν ήξερε τι κακό απειλούσαν εκείνα τα διαβολικά χέρια. Ήξερε μόνο ότι απειλούσαν κάποιο κακό κι ότι ήταν καλύτερα να τα αποφύγει.

Δεν πρόλαβε όμως να ξαπλώσει, όταν ήρθε ο Γκρίζος Κάστορας και του πέρασε δερμάτινο λουρί στο λαιμό. Κάθισε δίπλα του κρατώντας τη μια άκρη του λουριού. Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι που, από καιρό σε καιρό, έγερνε πάνω στο κεφάλι του με κάμποσα γουργουρητά.

Πέρασε μια ώρα, ώσπου ν' ακούσει ο Ασπροδόντης τα βήματα να πλησιάζουν. Τα άκουσε πρώτος και όρθωσε την τρίχα του, ενώ ο Γκρίζος Κάστορας κουνούσε αόριστα το κεφάλι. Ο Ασπροδόντης προσπάθησε να τραβήξει μαλακά το λουρί από το χέρι του αφέντη του· αλλά τα χαλαρωμένα δάχτυλα το έσφιξαν γερά και ο Γκρίζος Κάστορας στήθηκε στα πόδια του με κόπο.

Ο Όμορφος Smith μπήκε στον οικισμό και στάθηκε πάνω από τον Ασπροδόντη. Αυτός γρύλισε αχνά, φοβισμένος, παρατηρώντας επίμονα τις κινήσεις των χεριών. Το ένα χέρι απλώθηκε προς το μέρος του κι άρχισε να χαμηλώνει προς το κεφάλι του. Το σιγανό γρύλισμα έγινε πιο δυνατό, πιο τραχύ. Το χέρι συνέχισε την αργή κάθοδο, ενώ ο Ασπροδόντης ζάρωνε από κάτω του και το κοίταζε μοχθηρά. Το γρύλισμα δυνάμωνε ολοένα, ώσπου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξάφνου ο Ασπροδόντης όρμησε και χτύπησε με τα δόντια, σαν φίδι. Το χέρι τραβήχτηκε απότομα και τα δόντια δάγκωσαν κενό και κροτάλισαν μεταξύ τους. Ο Όμορφος Smith φοβήθηκε και θύμωσε. Ο Γκρίζος Κάστορας έδωσε στον Ασπροδόντη μια καρπαζιά και τον έστειλε να κουρνιάσει, υποταγμένος, στο χώμα.

Τα καχύποπτα μάτια του Ασπροδόντη δεν έχαναν την παραμικρή κίνηση. Είδε τον Όμορφο Smith να φεύγει και να ξαναγυρίζει με ένα χοντρό μπαστούνι. Ο Γκρίζος Κάστορας του έδωσε την άκρη του λουριού. Ο Όμορφος Smith κίνησε να φύγει. Το λουρί τεντώθηκε. Ο Ασπροδόντης αντιστάθηκε. Ο Γκρίζος Κάστορας τον καρπάζωσε δεξιά κι αριστερά, για να τον κάνει να σηκωθεί και ν' ακολουθήσει. Ο Ασπροδόντης υπάκουσε, αλλά έβαλε φόρα κι έπεσε πάνω στον ξένο που τον έσερνε. Ο Όμορφος Smith το περίμενε και δεν κλονίστηκε. Κραδαίνοντας επιδέξια το μπαστούνι, αναχαίτισε τη φόρα του Ασπροδόντη και τον σώριασε στο έδαφος. Ο Γκρίζος Κάστορας γέλασε επιδοκιμαστικά. Ο Όμορφος Smith έσφιξε πάλι το λουρί και ο Ασπροδόντης αναγκάστηκε να στηθεί ζαλισμένος στα πόδια του.

Δεν όρμησε δεύτερη φορά. Του αρκούσε ένα χτύπημα με το μπαστούνι για να πειστεί ότι ο λευκός θεός ήξερε να το χειρίζεται και ήταν πολύ σοφός για να εναντιωθεί στο αναπόφευκτο. Έτσι ακολούθησε σκυθρωπός τον Όμορφο Smith, με την ουρά στα σκέλια, γρυλίζοντας όμως ελαφρά ανάμεσα στα δόντια του. Ο Όμορφος Smith δεν τον άφηνε από τα μάτια του και το μπαστούνι ήταν συνέχεια έτοιμο να χτυπήσει.

Στο οχυρό, ο Όμορφος Smith τον έδεσε καλά και πήγε για ύπνο. Ο Ασπροδόντης περίμενε μια ώρα. Ύστερα έβαλε τα δόντια του στο λουρί και, σε δέκα δευτερόλεπτα, ήταν ελεύθερος. Δεν

Page 81: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

πήγε χαμένο ούτε ένα μασούλισμα. Το λουρί κόπηκε διαγώνια, σαν να το είχε κόψει μαχαίρι. Ο Ασπροδόντης κοίταξε το οχυρό, γρυλίζοντας. Ύστερα έκανε στροφή και ξαναγύρισε στον οικισμό του Γκρίζου Κάστορα. Δεν όφειλε υποταγή στον ξένο και φοβερό εκείνο θεό. Είχε παραδώσει τον εαυτό του στον Γκρίζο Κάστορα και στον Γκρίζο Κάστορα θεωρούσε ότι ανήκε.

Επαναλήφθηκε όμως αυτό που είχε γίνει προηγουμένως —με μια διαφορά. Ο Γκρίζος Κάστορας τον ξανάδεσε με λουρί και, το πρωί, τον πήγε στον Όμορφο Smith. Και τότε φάνηκε η διαφορά. Ο Όμορφος Smith τον έδειρε. Δεμένος γερά, ο Ασπροδόντης δεν είχε παρά να υπομείνει την τιμωρία. Με μπαστούνι και μαστίγιο, έφαγε το χειρότερο ξύλο της ζωής του. Ακόμα και το ξύλο που του έδωσε ο Γκρίζος Κάστορας στα μικράτα του ήταν παιχνίδι, σε σύγκριση με τούτο εδώ.

Ο Όμορφος Smith το διασκέδασε. Κοίταζε με απόλαυση το θύμα του και τα μάτια του άστραφταν θαμπά, καθώς κράδαινε πότε το μαστίγιο πότε το μπαστούνι κι άκουγε τις πονεμένες κραυγές του Ασπροδόντη και τα αδύναμα γρυλίσματά του. Ο Όμορφος Smith ήταν σκληρός με τον τρόπο που είναι σκληροί οι δειλοί άνθρωποι. Επειδή ο ίδιος ζάρωνε φοβισμένος μπροστά στην οργή των δυνατών, έπαιρνε εκδίκηση χτυπώντας πλάσματα πιο αδύναμα απ' αυτόν. Κάθε μορφή ζωής επιδιώκει τη δύναμη και ο Όμορφος Smith δεν αποτελούσε εξαίρεση. Επειδή του αρνήθηκαν την έκφραση της δύναμης ανάμεσα στους ομοίους του, έπαιρνε την εκδίκησή του πάνω σε κατώτερα πλάσματα. Όμως ο Όμορφος Smith δεν είχε δημιουργήσει τον εαυτό του, γι' αυτό και δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Ήρθε στον κόσμο με κορμί στρεβλό και μυαλό κτήνους. Αυτός ήταν ο πηλός του και ο κόσμος δεν τον έπλασε με καμιά καλοσύνη.

Ο Ασπροδόντης ήξερε γιατί τον έδερναν. Όταν ο Γκρίζος Κάστορας έδεσε στο λαιμό του το λουρί κι έδωσε την άκρη στον Όμορφο Smith, ο Ασπροδόντης κατάλαβε ότι ήταν θέλημα του θεού του να πάει με τον Όμορφο Smith. Κι όταν ο Όμορφος Smith τον έδεσε έξω από το οχυρό, κατάλαβε ότι ήταν θέλημα του Όμορφου Smith να μείνει εκεί. Επομένως παράκουσε τη θέληση και των δυο θεών και του άξιζε η τιμωρία. Είχε ξαναδεί σκυλιά ν' αλλάζουν αφέντη κι είχε δει τους φυγάδες να τις τρώνε, όπως τις έτρωγε τώρα κι αυτός. Ήταν σοφός, ωστόσο υπήρχαν στη φύση του δυνάμεις ισχυρότερες από τη σοφία. Μια απ' αυτές ήταν η πίστη. Δεν αγαπούσε τον Γκρίζο Κάστορα, αλλά του ήταν πιστός, ακόμα και αντιμέτωπος με τη θέληση και την οργή του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η πίστη ήταν ιδιότητα του πηλού που τον αποτελούσε. Ήταν ιδιότητα που, κατά περίεργο τρόπο, χαρακτήριζε τη φυλή του· η ιδιότητα που ξεχώριζε τη φυλή του από τα υπόλοιπα είδη· η ιδιότητα που οδήγησε το λύκο και τον άγριο σκύλο να πλησιάσουν και να συντροφέψουν τον άνθρωπο.

Μετά το ξύλο, ο Ασπροδόντης σύρθηκε στο οχυρό. Αλλά τούτη τη φορά ο Όμορφος Smith τον έδεσε με μπαστούνι. Το θεό του δύσκολα τον απαρνιέται κανείς και ο Ασπροδόντης επιβεβαίωσε τον κανόνα. Ο Γκρίζος Κάστορας ήταν ο δικός του, ιδιαίτερος θεός, και παρά τη θέληση του Γκρίζου Κάστορα, ο Ασπροδόντης ένιωθε δεμένος μαζί του και δε θα τον απαρνιόταν. Ο Γκρίζος Κάστορας τον πρόδωσε και τον απαρνήθηκε, αυτό όμως δεν επηρέασε τον Ασπροδόντη. Δεν παραδόθηκε για το τίποτα στον Γκρίζο Κάστορα, ψυχή τε και σώματι. Δεν είχε υπάρξει επιφύλαξη από την πλευρά του και ο δεσμός δεν μπορούσε να σπάσει τόσο εύκολα.

Τη νύχτα λοιπόν, όταν αποκοιμήθηκαν όλοι στο οχυρό, ο Ασπροδόντης έβαλε τα δόντια στο μπαστούνι που τον κρατούσε. Το ξύλο ήταν σκληρό και στεγνό και δεμένο τόσο κοντά στο λαιμό του, ώστε δεν το έφταναν καλά τα δόντια του. Μόνο χάρη στις μυϊκές του δυνάμεις και τα τεντώματα του λαιμού κατάφερε να το πάρει ανάμεσα στα δόντια του και μόνο χάρη στην επιμονή και την ανεξάντλητη υπομονή του, μετά από πολλές ώρες, κατάφερε να το ροκανίσει. Τα σκυλιά δεν κάνουν τέτοια πράγματα, υποτίθεται. Δεν υπήρχε προηγούμενο. Όμως ο Ασπροδόντης το κατάφερε και, νωρίς το πρωί, έφευγε χοροπηδώντας από το οχυρό με την

Page 82: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

άκρη του μπαστουνιού κρεμασμένη στο λαιμό του.

Ήταν σοφός. Αν όμως ήταν μόνο σοφός, δε θα είχε ξαναγυρίσει στον Γκρίζο Κάστορα που τον πρόδωσε δυο φορές. Ήταν όμως και πιστός, γι' αυτό ξαναγύρισε για να προδοθεί και τρίτη φορά. Υπέμεινε το τρίτο δέσιμο του λουριού στο λαιμό του και πάλι ήρθε να τον διεκδικήσει ο Όμορφος Smith. Και τούτη τη φορά τις έφαγε πολύ πιο άγρια από πριν.

Ο Γκρίζος Κάστορας παρακολούθησε με απάθεια το μαστίγωμα. Δεν πρόσφερε την προστασία του. Δεν ήταν δικός του ο σκύλος πια. Όταν τελείωσε το ξύλο, ο Ασπροδόντης ήταν άρρωστος. Ένα μαλθακό σκυλί του Νότου θα είχε ψοφήσει, όχι όμως και ο Ασπροδόντης. Είχε φοιτήσει σε πιο σκληρό σχολειό της ζωής κι ήταν κι ο ίδιος φτιαγμένος από σκληρότερη ουσία. Είχε υπερβολικά μεγάλη ζωτικότητα. Το κράτημά του από τη ζωή ήταν υπερβολικά δυνατό. Ήταν όμως πολύ άρρωστος. Στην αρχή δεν μπορούσε ούτε να συρθεί και ο Όμορφος Smith αναγκάστηκε να τον περιμένει μισή ώρα. Ύστερα, παραπατώντας στα τυφλά, ο Ασπροδόντης ακολούθησε τον Όμορφο Smith πίσω στο οχυρό.

Τώρα όμως τον έδεσαν με αλυσίδα που αψηφούσε τα δόντια ?

του. Ο Ασπροδόντης πάλεψε απεγνωσμένα να ξεριζώσει το χαλκά από το ξύλο όπου ήταν καρφωμένος. Μετά από κάμποσες μέρες, ξεμέθυστος και χρεοκοπημένος, ο Γκρίζος Κάστορας ξεκίνησε για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στον Mackenzie από το Porcupine. Ο Ασπροδόντης έμεινε στο Yukon, ιδιοκτησία ενός μισότρελου κτήνους. Αλλά τι ξέρει ένας σκύλος για την τρέλα; Για τον Ασπροδόντη, ο Όμορφος Smith ήταν ένας πραγματικός, αν και τρομερός, θεός. Στην καλύτερη περίπτωση ένας τρελός θεός, όμως ο Ασπροδόντης δεν ήξερε τι σημαίνει τρέλα. Ήξερε μόνο ότι έπρεπε να υποταχθεί στη θέληση του νέου αφέντη και να ικανοποιήσει κάθε ιδιοτροπία και τρέλα του.

Page 83: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η κυριαρχία του μίσους

Στα χέρια του τρελού θεού, ο Ασπροδόντης εξελίχθηκε σε δαίμονα. Έμενε δεμένος σε μια μάντρα πίσω από το οχυρό, όπου ο Όμορφος Smith τον υπέβαλλε σε αμέτρητα μικρά μαρτύρια και τον τρέλαινε. Ο άνθρωπος ανακάλυψε γρήγορα την ευαισθησία του Ασπροδόντη στο γέλιο και, αφού του έκανε διάφορα κόλπα, τον περιγελούσε. Το γέλιο του ήταν βροντερό και περιφρονητικό, ενώ ταυτόχρονα ο θεός έδειχνε επιδεικτικά με το δάχτυλο τον Ασπροδόντη. Κάτι τέτοιες στιγμές, ο Ασπροδόντης έχανε κάθε λογική και τα θυμωμένα του ξεσπάσματα ήταν ακόμα πιο τρελά από του Όμορφου Smith.

Προηγουμένως, ο Ασπροδόντης ήταν μόνο εχθρός της φυλής του και μάλιστα άσπονδος εχθρός. Τώρα έγινε εχθρός των πάντων και πιο άσπονδος παρά ποτέ. Ήταν τόσο μεγάλο το μαρτύριό του, ώστε μίσησε τυφλά και χωρίς την παραμικρή λογική. Μισούσε την αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο, τους ανθρώπους που τον κοίταζαν μέσα από τις χαραμάδες της μάντρας, τα σκυλιά που συντρόφευαν τους ανθρώπους και του γρύλιζαν με μοχθηρία για την ανημπόρια του. Μισούσε ακόμα και το ξύλο της μάντρας που τον περιόριζε. Αλλά πρώτο, τελευταίο και πάνω απ' όλα μισούσε τον Όμορφο Smith.

Όμως ο Όμορφος Smith τα έκανε όλα αυτά για κάποιο σκοπό. Μια μέρα, στη μάντρα μαζεύτηκαν κάμποσοι άντρες. Ο Όμορφος Smith μπήκε με το μπαστούνι στο χέρι κι έβγαλε από το λαιμό του Ασπροδόντη την αλυσίδα. Όταν έφυγε ο αφέντης, ο Ασπροδόντης λύθηκε κι έκανε γρήγορα το γύρο της μάντρας, προσπαθώντας να φτάσει τους ανθρώπους έξω. Ήταν τρομερός μέσα στη μεγαλοπρέπειά του. Με ένα κι εξήντα μήκος και ύψος στους ώμους γύρω στους ογδόντα πόντους, ξεπερνούσε σε βάρος οποιοδήποτε λύκο με τις δικές του διαστάσεις. Από τη μητέρα του είχε κληρονομήσει τις μεγάλες διαστάσεις του σκύλου, ώστε να ζυγίζει, χωρίς καθόλου λίπος και περιττή σάρκα, πάνω από σαράντα πέντε κιλά. Ήταν όλος μύες, κόκαλα και σφιχτοδεμένη σάρκα.

Η πόρτα της μάντρας άνοιξε πάλι. Ο Ασπροδόντης στάθηκε. Κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Περίμενε. Η πόρτα άνοιξε περισσότερο. Ύστερα όρμησε μέσα ένας πελώριος σκύλος και η πόρτα έκλεισε με βρόντο πίσω του. Ο Ασπροδόντης δεν είχε ξαναδεί τέτοιο σκυλί (ήταν mastiff)· αλλά δεν τον αποθάρρυνε το μέγεθος και η άγρια όψη του εισβολέα. Είχε μπροστά του κάτι, που δεν ήταν ούτε ξύλο ούτε σίδερο, για να ξεσπάσει το μίσος του. Όρμησε και ξέσκισε με τα δόντια το mastiff στο πλάι του λαιμού. Το mastiff κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι, γρύλισε άγρια και όρμησε στον Ασπροδόντη. Αλλά εκείνος το περίμενε, εδώ, εκεί, και παντού, ευέλικτος και πονηρός, και πάντα κατέληγε να βυθίζει τα δόντια και να υποχωρεί έγκαιρα, για ν' αποφεύγει την τιμωρία.

Οι άντρες έξω φώναζαν και χειροκροτούσαν, ενώ ο Όμορφος Smith, έξαλλος από ενθουσιασμό, καυχιόταν για το αιματηρό κατόρθωμα του Ασπροδόντη. Από την αρχή δεν είχε ελπίδες το mastiff. Ήταν πολύ βαρύ και πολύ αργοκίνητο. Τελικά, ενώ ο Όμορφος Smith αναχαίτιζε με το μπαστούνι τον Ασπροδόντη, το mastiff μεταφέρθηκε έξω όπως όπως από τον αφέντη του. Πληρώθηκαν στοιχήματα και στο χέρι του Όμορφου Smith κροτάλισε χρήμα.

Ο Ασπροδόντης κατέληξε να περιμένει ανυπόμονα τις συγκεντρώσεις των αντρών γύρω από τη μάντρα του. Συγκέντρωση σήμαινε μάχη και η μάχη ήταν ο μόνος τρόπος να εκφράσει τη ζωντάνια του. Βασανισμένος, αναγκασμένος να μισεί και φυλακισμένος, δεν είχε άλλο τρόπο ικανοποίησης από τις περιπτώσεις που ο αφέντης του έκρινε σκόπιμο να στείλει εναντίον του άλλο σκυλί. Ο Όμορφος Smith είχε εκτιμήσει σωστά τις δυνάμεις του Ασπροδόντη, επειδή πάντα ήταν ο νικητής. Μια μέρα, έστειλαν εναντίον του τρία σκυλιά στη σειρά. Μια άλλη πάλι, την πόρτα της μάντρας διάβηκε ένας μεγάλος λύκος, που είχε αιχμαλωτιστεί πρόσφατα. Και μια άλλη πάλι, του επιτέθηκαν δυο σκυλιά ταυτόχρονα. Αυτή ήταν η πιο σκληρή μάχη του

Page 84: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ασπροδόντη και, παρ' όλο που στο τέλος τα σκότωσε και τα δυο, κατέληξε μισοπεθαμένος και ο ίδιος.

Το φθινόπωρο, όταν έπεσαν τα πρώτα χιόνια κι έτρεξαν πάγοι στον ποταμό, ο Όμορφος Smith πήρε τον Ασπροδόντη και ταξίδεψαν με το ατμόπλοιο στο Dawson μέσω του Yukon. Τώρα ο Ασπροδόντης είχε αποκτήσει φήμη στην περιοχή. Τον έλεγαν «Πολεμιστή Λύκο» και το κλουβί που τον φιλοξένησε στη διάρκεια του ταξιδιού έγινε αντικείμενο περιέργειας από τους συνταξιδιώτες. Ο Ασπροδόντης τους γρύλιζε και τους έδειχνε τα δόντια ή ξάπλωνε ήσυχος και τους περιεργαζόταν με μίσος. Γιατί να μην τους μισεί; Δεν αναρωτήθηκε ποτέ. Ήξερε μόνο ότι τους μισούσε, με ένα μίσος που τον κατέτρωγε. Η ζωή του είχε γίνει κόλαση. Δεν ήταν πλασμένος για τον περιορισμό που επιβάλλουν οι άνθρωποι στα αγρίμια. Αλλά μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο τον μεταχειρίστηκαν. Οι άνθρωποι τον κοίταζαν, τον κέντριζαν με ραβδιά μέσα από τα κάγκελα για να τους γρυλίσει και μετά τον περιγελούσαν.

Τούτοι οι άνθρωποι ήταν το περιβάλλον του κι έπλαθαν τον πηλό του, για να τον κάνουν πολύ πιο άγριο απ' ό,τι τον προόριζε η φύση. Όμως, η φύση τον είχε κάνει εύπλαστο. Εκεί που άλλα ζωντανά θα ψοφούσαν ή θα λύγιζαν, ο Ασπροδόντης προσαρμοζόταν και επιζούσε, χωρίς να χάνει το ηθικό του. Ίσως ο Όμορφος Smith, διαβολεμένος βασανιστής, να ήταν ικανός να λυγίσει το πνεύμα του Ασπροδόντη, προς το παρόν όμως δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι το κατάφερνε.

Αν ο Όμορφος Smith είχε μέσα του ένα διάβολο, ο Ασπροδόντης είχε έναν άλλο. Γι' αυτό και λυσσομανούσαν ανελέητα ο ένας ενάντια στον άλλο. Κάποιους άλλους καιρούς, ο Ασπροδόντης είχε τη σύνεση να ζαρώνει και να υποτάσσεται στον άνθρωπο που κρατούσε μπαστούνι. Τώρα όμως έχασε τούτη τη σύνεση. Και μόνο η θέα του Όμορφου Smith αρκούσε για να τον κάνει έξαλλο. Και όταν πλησίαζαν πολύ ο ένας τον άλλο κι ο Ασπροδόντης τις έτρωγε με το μπαστούνι, συνέχιζε να γρυλίζει και να δείχνει τα δόντια του. Αλλά ποτέ δεν έφτασε στο σημείο να μην ξαναγρυλίσει. Όσο τρομερό κι αν ήταν το ξυλοφόρτωμα, πάντα υπήρχε κι άλλο γρύλισμα. Και ο Όμορφος Smith παρέδιδε τα όπλα και υποχωρούσε, με το αψήφιστο γρύλισμα να τον ακολουθεί ή τον Ασπροδόντη να κρεμιέται από τα κάγκελα του κλουβιού και να του γρυλίζει με μίσος.

Όταν το ατμόπλοιο έφτασε στο Dawson, ο Ασπροδόντης βγήκε στην όχθη. Συνέχισε όμως να βρίσκεται στο επίκεντρο της περιέργειας των ανθρώπων. Τον επιδείκνυαν ως «Πολεμιστή Λύκο» και πλήρωναν πενήντα σεντς σε σκόνη χρυσού για να τον δουν. Δεν έπαιρνε ανάσα. Μόλις έπεφτε να κοιμηθεί, τον κέντριζαν με μυτερό ραβδί, για να μην πάνε χαμένα τα λεφτά των θεατών. Για ν' αποκτήσει ενδιαφέρον το θέαμα, διατηρούσαν αμείωτη την οργή του. Αλλά το χειρότερο ήταν η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούσε. Τον θεωρούσαν το φοβερότερο αγρίμι απ' όλα και τον άφηναν να το καταλάβει μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού. Κάθε λέξη, κάθε προσεκτική ενέργεια εκ μέρους των ανθρώπων, κέντριζε ακόμα περισσότερο τη φοβερή αγριάδα του. Ήταν σαν να έριχναν λάδι στη φωτιά. Αυτό μόνο ένα αποτέλεσμα μπορούσε να έχει: η αγριάδα του Ασπροδόντη τράφηκε με τις ίδιες της τις σάρκες και μεγάλωσε. Ήταν άλλη μια ένδειξη του πόσο εύπλαστος ήταν ο πηλός του στις πιέσεις του περιβάλλοντος.

Εκτός από έκθεμα, έγινε κι επαγγελματίας στις σκυλομαχίες. Σε ακανόνιστα διαστήματα, όποτε κανόνιζαν σκυλοκαβγά, τον έβγαζαν από το κλουβί και τον οδηγούσαν στο δάσος, κάμποσα μίλια έξω από την πόλη. Συνήθως αυτό γινόταν νύχτα, για να μην επεμβαίνει η αστυνομία της περιοχής. Μετά από λίγες ώρες αναμονής, όταν ξημέρωνε, έφταναν οι θεατές και το σκυλί με το οποίο θα πολεμούσε. Έτσι ο Ασπροδόντης πάλεψε με σκυλιά απ' όλες τις ράτσες και σ' όλα τα μεγέθη. Η γη ήταν άγρια, οι άνθρωποι ήταν άγριοι και οι αγώνες ήταν κατά κανόνα μέχρι θανάτου.

Page 85: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Αφού ο Ασπροδόντης συνέχισε να παλεύει, ήταν φανερό ότι πέθαιναν τα άλλα σκυλιά. Δε γνώρισε ποτέ την ήττα. Η πρώιμη εκπαίδευση, όταν πάλευε με τον Lip-lip κι ολόκληρη την αγέλη των κουταβιών, του έδωσε σωστές βάσεις. Ήταν η αντοχή με την οποία κρατιόταν από το έδαφος. Κανένα σκυλί δεν τον έκανε να χάσει το κράτημά του. Αυτό ήταν το αγαπημένο κόλπο των λυκόσκυλων —να ορμούν καταπάνω του, είτε στα ίσια είτε με κάποιον αναπάντεχο ελιγμό, με την ελπίδα να τον χτυπήσουν στον ώμο και να τον ανατρέψουν. Τα Mackenzie hounds, τα Eskimo και τα Labrador, τα huskies και τα Malemutes —όλα αυτό προσπαθούσαν και όλα αποτύγχαναν. Ο Ασπροδόντης δεν έχανε ποτέ το κράτημά του στο έδαφος. Οι άνθρωποι το σχολίαζαν μεταξύ τους και περίμεναν να τον δουν να το χάνει· και ο Ασπροδόντης τους απογοήτευε πάντα.

Έπειτα ήταν η αστραπιαία του ταχύτητα. Του έδινε τρομερό πλεονέκτημα απέναντι στον αντίπαλο. Τα σκυλιά, παρά τις όποιες τους εμπειρίες στους σκυλοκαβγάδες, δεν είχαν παλέψει ποτέ με τόσο γρήγορο σκύλο. Ήταν και η αμεσότητα της επίθεσης. Ο μέσος σκύλος είναι συνηθισμένος στα προκαταρκτικά γρυλίσματα και αλυχτίσματα και ο μέσος σκύλος βρισκόταν ανάσκελα και τελειωμένος, πριν αρχίσει καν η μάχη ή πριν ξεπεράσει καν το ξάφνιασμά του. Και συνέβαινε τόσο συχνά αυτό, ώστε έγινε συνήθεια στους θεατές να συγκρατούν τον Ασπροδόντη, ώσπου να τελειώσει ο αντίπαλος τα προκαταρκτικά και να προετοιμαστεί, καμιά φορά μάλιστα και να επιτεθεί πρώτος.

Όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Ασπροδόντη ήταν η πείρα του. Ήξερε για τις μάχες περισσότερα απ' όσα ήξερε οποιοδήποτε αντίπαλο σκυλί. Είχε δώσει περισσότερες μάχες, ήξερε ν' αντιμετωπίζει περισσότερα τεχνάσματα και μεθόδους, ήξερε περισσότερα τεχνάσματα ο ίδιος, ενώ η μέθοδός του δεν επιδεχόταν άλλες βελτιώσεις.

Όσο περνούσε όμως ο καιρός, έδινε όλο και λιγότερες μάχες. Οι άντρες απελπίστηκαν ότι θα του παράβγαιναν με ισάξιο αντίπαλο και ο Όμορφος Smith αναγκάστηκε να στέλνει λύκους εναντίον του. Τους έπιαναν οι Ινδιάνοι γι' αυτό το σκοπό και ο καβγάς ανάμεσα στον Ασπροδόντη και σε ένα λύκο προσέλκυε πάντα ακροατήριο. Μια φορά, του έστειλαν ένα μεγάλο θηλυκό αγριόγατο και τότε ο Ασπροδόντης αγωνίστηκε πραγματικά για τη ζωή του. Η γρηγοράδα του αγριόγατου συναγωνίστηκε τη δική του· η αγριάδα του αγριόγατου ήταν ισάξια της δικής του ενώ αυτός πάλευε μόνο με τα δόντια του, ο αγριόγατος πάλευε και με τα κοφτερά του νύχια.

Μετά τον αγριόγατο όμως, τέλειωσαν για τον Ασπροδόντη οι αγώνες. Δεν υπήρχαν πλέον ζωντανά να του παραβγούν —τουλάχιστον κανένα δε θεωρήθηκε ικανό να του παραβγεί. Έτσι παρέμεινε έκθεμα μέχρι την άνοιξη, όταν κατέπλευσε στην περιοχή κάποιος Tim Keenan, επαγγελματίας χαρτοπαίκτης. Μαζί του έφτασε το πρώτο bull-dog που πατούσε το πόδι του στο Klondike. Ήταν αναπόφευκτο να συναντηθούν το bull-dog κι ο Ασπροδόντης και, για μια βδομάδα, η προσμονή της μάχης ήταν το κύριο θέμα συζήτησης σε κάποιες γειτονιές της πόλης.

Page 86: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Κοντά στο θάνατο

Ο Όμορφος Smith έλυσε την αλυσίδα στο λαιμό του Ασπροδόντη κι έκανε πίσω.

Για μια φορά ο Ασπροδόντης δεν εξαπέλυσε άμεση επίθεση. Στάθηκε ακίνητος, με τα αυτιά ορθωμένα, σε επιφυλακή, γεμάτος περιέργεια, παρατηρώντας το αλλόκοτο ζωντανό που τον ατένιζε. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο σκύλο. Ο Tim Keenan έσπρωξε μπροστά το bull-dog μουρμουρίζοντας: «Επάνω του». Το ζωντανό ταλαντεύτηκε προς το κέντρο του κύκλου, κοντόχοντρο και άγαρμπο. Κάποια στιγμή σταμάτησε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια στον Ασπροδόντη.

Από το πλήθος ακούστηκαν φωνές: «Επάνω του, Cherokee!» «Δώσ' του, Cherokee!» «Φά' τον!»

Όμως ο Cherokee δεν εκδήλωσε ιδιαίτερη βιασύνη να παλέψει. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τους άντρες που φώναζαν, κουνώντας καλοσυνάτα την υποψία της ουράς του. Δε φοβόταν, απλά τεμπέλιαζε. Άλλωστε δεν του φάνηκε ότι έπρεπε να παλέψει με το σκυλί που έβλεπε μπροστά του. Δεν ήταν συνηθισμένος σε καβγάδες με τέτοιου είδους σκυλιά και περίμενε να του φέρουν πραγματικό σκύλο.

Ο Tim Keenan προχώρησε μπροστά κι έσκυψε πάνω από τον Cherokee. Του έτριψε τους ώμους στη βάση του τριχώματος με ελαφρές, προτρεπτικές κινήσεις. Αυτό είπε πολλά στον Cherokee. Άλλωστε τον ερέθισε κιόλας, επειδή το bull-dog άρχισε να γρυλίζει, πολύ απαλά, βαθιά μέσα από το λαιμό του. Υπήρχε συγχρονισμός στα γρυλίσματα του σκύλου και στις κινήσεις του ανθρώπου. Το γρύλισμα ανέβαινε στο λαιμό τη στιγμή που κορυφωνόταν η προτρεπτική κίνηση και έσβηνε για να ξαναρχίσει από την αρχή, μαζί με την έναρξη της επόμενης κίνησης. Το τέλος κάθε κίνησης ήταν η αποκορύφωση του ρυθμού, οπότε η κίνηση σταματούσε απότομα, για να δυναμώσει απότομα το γρύλισμα.

Αυτό δεν άφησε ασυγκίνητο τον Ασπροδόντη. Η τρίχα άρχισε να ορθώνεται στο σβέρκο και τους ώμους του. Ο Tim Keenan έδωσε μια τελευταία σπρωξιά προς τα εμπρός και πισωπάτησε ξανά. Όταν έλειψε η ορμή που έσπρωχνε μπροστά τον Cherokee, το σκυλί συνέχισε να προχωρεί με δική του θέληση, γοργά και με τα πόδια λυγισμένα. Τότε χτύπησε ο Ασπροδόντης. Ακούστηκε μια ξαφνιασμένη κραυγή θαυμασμού. Είχε καλύψει την απόσταση περισσότερο σαν γάτα παρά σαν σκύλος και με την ίδια γατίσια γρηγοράδα είχε ξεσκίσει με τα δόντια του και την είχε γλιτώσει πηδώντας προς τα πίσω.

Το bull-dog αιμορραγούσε από ένα σκίσιμο στο πίσω μέρος του αυτιού, στο χοντρό σβέρκο του. Δεν αντέδρασε, ούτε καν γρύλισε, παρά γύρισε κι ακολούθησε τον Ασπροδόντη. Η επίδειξη και των δύο αντιπάλων, η γρηγοράδα του ενός κι η επιμονή του άλλου, είχαν ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό του πλήθους, που έβαζε τώρα καινούρια στοιχήματα με μεγαλύτερα ποσά. Ξανά και ξανά, ο Ασπροδόντης όρμησε, ξέσκισε και ξέφυγε ανέπαφος· αλλά και πάλι ο αλλόκοτος εχθρός τον ακολούθησε, χωρίς μεγάλη βιασύνη, όχι όμως και αργά, αλλά επίμονα κι αποφασιστικά, σαν αληθινός επαγγελματίας. Η μέθοδός του είχε συγκεκριμένο σκοπό, να τον οδηγήσει σε κάτι που σκόπευε να κάνει κι από το οποίο δεν μπορούσε να τον αποσπάσει τίποτα.

Η όλη συμπεριφορά του bull-dog, κάθε ενέργεια, φανέρωνε σκοπό. Ξάφνιασε τον Ασπροδόντη. Ποτέ δεν είχε δει τέτοιο σκυλί. Δεν το προστάτευε τρίχωμα. Ήταν απαλό και μάτωνε εύκολα. Δεν υπήρχε πυκνό στρώμα τρίχας για να μπερδεύονται τα δόντια του Ασπροδόντη, όπως μπερδεύονταν με τα σκυλιά του είδους του. Κάθε φορά που χτυπούσαν τα δόντια του, βυθίζονταν εύκολα στη μαλακή σάρκα, ενώ το ζωντανό δεν προέβαλλε την

Page 87: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

παραμικρή αντίσταση. Το άλλο ανησυχητικό ήταν ότι δε διαμαρτυρόταν με κραυγές, όπως γινόταν με τους άλλους αντίπαλους σκύλους. Χωρίς γρυλίσματα ή μουγκρητά, το σκυλί υπέμενε σιωπηλά την τιμωρία του. Και δε σταματούσε ποτέ να κυνηγάει τον Ασπροδόντη.

Όχι ότι ο Cherokee ήταν αργοκίνητος. Στριφογύριζε με αρκετή ευλυγισία, αλλά δεν πετύχαινε ποτέ τον Ασπροδόντη. Αυτό ξάφνιασε και τον Cherokee. Ποτέ δεν είχε ξαναπαλέψει με σκύλο που δεν μπορούσε να πλησιάσει. Η επιθυμία για προσέγγιση υπήρξε πάντοτε αμοιβαία. Να όμως ένας σκύλος που κρατούσε αποστάσεις και χοροπηδούσε εδώ κι εκεί και τριγύρω. Και όταν του κάρφωνε τα δόντια στη σάρκα, δεν τον κρατούσε, αλλά τον άφηνε στη στιγμή και ξέφευγε πάλι.

Όμως ο Ασπροδόντης δεν κατάφερε να δαγκώσει το μαλακό σημείο στο κάτω μέρος του λαιμού. Το bull-dog ήταν πολύ κοντό, άλλωστε το προστάτευαν και τα χοντρά σαγόνια του. Ο Ασπροδόντης ορμούσε κι υποχωρούσε ανέπαφος, ενώ πλήθαιναν οι πληγές του Cherokee. Και οι δυο πλευρές του σβέρκου του είχαν κουρελιαστεί από τις δαγκωνιές. Αιμορραγούσε έντονα, αλλά δεν εκδήλωνε σημεία ταραχής. Συνέχισε την αργή του καταδίωξη, αν και κάποια στιγμή, μπερδεύτηκε, σταμάτησε επιτόπου και κοίταξε τους άντρες που παρακολουθούσαν, κουνώντας την υποψία της ουράς, σαν να τους διαβεβαίωνε ότι θα κρατούσε απτόητος τη θέση του.

Εκείνη τη στιγμή όρμησε ο Ασπροδόντης και αποτέλειωσε το ήδη κουρελιασμένο αυτί. Με μια αδύναμη εκδήλωση οργής, ο Cherokee ξανάρχισε την καταδίωξη τρέχοντας στο εσωτερικό του κύκλου που διέγραφε ο Ασπροδόντης πασχίζοντας να καταφέρει το θανάσιμο δάγκωμα στο λαιμό του. Το bull-dog αστόχησε παρά τρίχα, ενώ στον αέρα υψώθηκαν επιδοκιμαστηκές κραυγές, καθώς ο Ασπροδόντης ελίχθηκε αιφνιδιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση και ξέφυγε τον κίνδυνο.

Η ώρα περνούσε. Ο Ασπροδόντης συνέχισε να χορεύει και να ελίσσεται, πηδώντας μέσα έξω και προκαλώντας ζημιά. Αλλά και πάλι το bull-dog, με μια περίεργη επιμονή, συνέχισε να τον κυνηγάει. Αργά ή γρήγορα, θα πετύχαινε το σκοπό του, θα έδινε το χτύπημα που θα του χάριζε τη νίκη. Στο μεταξύ δεχόταν την τιμωρία που επέβαλλε ο αντίπαλος. Τα φουντωτά του αυτιά είχαν πατικωθεί, τα χείλη του ήταν κομμένα και μάτωναν —κι όλα τούτα από τα χτυπήματα που δεν μπορούσε να προβλέψει και ν' αποφύγει.

Αρκετές φορές ο Ασπροδόντης επιχείρησε να ρίξει κάτω τον Cherokee, αλλά ήταν πολύ μεγάλη η διαφορά τους στο μπόι. Ο Cherokee ήταν κοντόχοντρος και πλησίαζε πολύ στο έδαφος. Ο Ασπροδόντης αποτόλμησε συχνά το τέχνασμα. Η ευκαιρία τού δόθηκε σε μια από τις γρήγορες κυκλωτικές κινήσεις. Έπιασε τον Cherokee με το κεφάλι γυρισμένο αλλού, καθώς έκανε αργή στροφή. Ήταν εκτεθειμένος ο ώμος του. Ο Ασπροδόντης όρμησε, αλλά βρέθηκε πολύ ψηλά ο δικός του ώμος· χτύπησε με τόση φόρα, ώστε βρέθηκε να περνά πάνω από το κορμί του άλλου σκυλιού. Για πρώτη φορά στην πολεμική του ιστορία, οι άντρες είδαν τον Ασπροδόντη να χάνει το πάτημά του στο έδαφος. Το σώμα του διέγραψε μισή τούμπα στον αέρα και θα είχε προσγειωθεί με την πλάτη, αν δε στριφογύριζε, σαν αίλουρος, στον αέρα, στην προσπάθειά του να φέρει τα πόδια του από κάτω. Έτσι έπεσε βαρύς με το πλευρό. Την άλλη στιγμή βρισκόταν όρθιος, εκείνη τη στιγμή όμως καρφώθηκαν στο λαιμό του τα δόντια του Cherokee.

Το χτύπημα δεν υπήρξε ιδιαίτερα εύστοχο, επειδή δόθηκε πολύ χαμηλά προς το στήθος. Όμως ο Cherokee κράτησε. Ο Ασπροδόντης στήθηκε στα πόδια του και στριφογύρισε μανιασμένα, προσπαθώντας ν' αποτινάξει το κορμί του bull-dog. Τον τρέλαινε εκείνο το άμεσο, ασήκωτο βάρος. Εμπόδιζε τις κινήσεις, περιόριζε την ελευθερία του. Ήταν σαν παγίδα και την απωθούσε, επαναστατούσε εναντίον της με όλα του τα ένστικτα. Ήταν μια τρελή εξέγερση. Για αρκετά λεπτά φάνηκε σαν να είχε τρελαθεί. Τα ηνία πήρε ο πρωτογονισμός που

Page 88: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κρυβόταν μέσα του. Τον κατέκλυσε η θέληση να υπάρξει. Τον κατακυρίευσε η αγάπη για τη ζωή, για τη σάρκα του. Έσβησε κάθε νόηση. Ήταν σαν να μην είχε καν εγκέφαλο. Η λογική του υπερφαλαγγίστηκε από την τυφλή παρόρμηση της σάρκας να υπάρξει και να κινηθεί, να κινηθεί παρά τους κινδύνους, να συνεχίσει να κινείται, επειδή η κίνηση είναι η έκφραση της ύπαρξης.

Άρχισε να διαγράφει κύκλους, να στριφογυρίζει ίσια κι ανάποδα, προσπαθώντας να αποτινάξει τα είκοσι πέντε κιλά που βάραιναν το λαιμό του. Το bull-dog όμως συνέχισε να τον κρατά. Κάπου κάπου, πολύ σπάνια, κατάφερνε να φέρνει τα πόδια του στο έδαφος και, στιγμιαία, να στυλώνεται ενάντια στον Ασπροδόντη. Την άλλη στιγμή όμως έχανε το πάτημά του και ξανάμπαινε στην περιστροφική δίνη των ξέφρενων κινήσεων του Ασπροδόντη. Ο Cherokee λειτουργούσε αποκλειστικά με το ένστικτο. Ήξερε ότι ενεργούσε σωστά με το να κρατάει το δάγκωμα και είχε κάποιες στιγμές ικανοποίησης. Σε τέτοιες στιγμές έκλεινε τα μάτια και άφηνε το κορμί του να παραδοθεί στη δίνη, αδιαφορώντας για τον πόνο που θα του προκαλούσε αυτό. Δε μετρούσε ο πόνος. Το κράτημα μετρούσε και το κράτημα δεν το έχασε.

Ο Ασπροδόντης σταμάτησε μόνο όταν απόκαμε από την κούραση. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, δεν μπορούσε και να καταλάβει. Ποτέ δεν είχε ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα στις μάχες του. Δεν πάλευαν έτσι τα σκυλιά που είχε αντιμετωπίσει. Μ' εκείνα ορμούσε, ξέσκιζε και έφευγε, ορμούσε, ξέσκιζε και έφευγε. Ξάπλωσε σχεδόν με το πλευρό, βαριανασαίνοντας. Ο Cherokee, που τον κρατούσε ακόμα με τα δόντια, όρμησε και προσπάθησε να τον γυρίσει τελείως στο πλάι. Ο Ασπροδόντης αντιστάθηκε κι ένιωσε τα σαγόνια να μετακινούν το κράτημα, να χαλαρώνουν ελαφρά και να ξαναπλησιάζουν, έτοιμα να ροκανίσουν. Κάθε στροφή έφερνε τα δόντια πιο κοντά στο λαιμό του. Η μέθοδος του bull-dog ήταν να κρατάει αυτό που έπιανε και, όταν δινόταν η ευκαιρία, να επιδιώκει περισσότερα. Η ευκαιρία δινόταν όταν ο Ασπροδόντης ησύχαζε. Όταν πάλευε, ο Cherokee αρκούνταν στο να τον κρατάει.

Η χοντρή πλάτη του bull-dog ήταν το μόνο σημείο που μπορούσε να φτάσει με τα δόντια ο Ασπροδόντης. Βούτηξε προς τη βάση, εκεί που φυτρώνει ο σβέρκος από τους ώμους· αλλά δε γνώριζε την πολεμική μέθοδο του ροκανίσματος και δεν την είχαν συνηθίσει τα σαγόνια του. Δάγκωσε σπασμωδικά και ξέσκισε για να βρουν χώρο τα δόντια του. Τότε τον απέσπασε μια αλλαγή στη θέση τους. Το bull-dog είχε καταφέρει να τον γυρίσει ανάσκελα, χωρίς να του αφήσει το λαιμό, και βρισκόταν τώρα από πάνω του. Σαν γάτα. Ο Ασπροδόντης λύγισε τα οπίσθια και, με τα πόδια βυθισμένα στην κοιλιά του αντιπάλου, άρχισε να του δίνει μεγάλες, κοφτερές νυχιές. Και θα ξεκοίλιαζε τον Cherokee, αν το bull-dog δεν περιστρεφόταν γύρω από τον άξονά του και δεν ξεκολλούσε το κορμί του από του Ασπροδόντη σε ορθή γωνία.

Δεν υπήρχε σωτηρία από κείνη την αρπάγη. Ήταν η ίδια η Μοίρα, και αναπόφευκτη. Αργά, η δαγκωνιά έπιασε τη σφαγίτιδα φλέβα. Το μόνο που γλίτωσε τον Ασπροδόντη από το θάνατο ήταν το χαλαρό δέρμα στο λαιμό του και το πυκνό τρίχωμα που τον κάλυπτε. Αυτό σχημάτισε ένα μεγάλο κύλινδρο στο στόμα του Cherokee, ένα κύλινδρο τυλιγμένο με γούνα που αψήφησε τα δόντια του. Λίγο λίγο, κάθε που δινόταν η ευκαιρία, ο Cherokee έπιανε περισσότερο χαλαρό δέρμα και γούνα στο στόμα του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι άρχισε να στραγγαλίζει αργά τον Ασπροδόντη. Η ανάσα του τελευταίου έβγαινε όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία καθώς περνούσαν τα λεπτά.

Η μάχη κόντευε, θαρρείς, να τελειώσει. Οι οπαδοί του Cherokee ενθουσιάστηκαν κι έκαναν υπερβολικές προσφορές. Οι οπαδοί του Ασπροδόντη έπεσαν σε βαριά κατάθλιψη κι αρνήθηκαν να στοιχηματίσουν δέκα προς ένα και είκοσι προς ένα, αν κι ένας θεατής στάθηκε αρκετά τολμηρός ώστε να κλείσει στοίχημα πενήντα προς ένα. Αυτός ήταν ο Όμορφος Smith. Ύστερα άρχισε να γελάει χλευαστικά και περιφρονητικά. Αυτό προκάλεσε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Ασπροδόντης έγινε έξαλλος από λύσσα. Επιστράτευσε τα αποθέματα της δύναμής του και σηκώθηκε στα πόδια του. Καθώς πάλευε μέσα στο στίβο, σέρνοντας στο

Page 89: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

λαιμό του τα είκοσι πέντε κιλά του αντιπάλου, η οργή του έγινε πανικός. Τον πλημμύρισε πάλι ο πρωτογονισμός και κάθε νόηση έσβησε μπροστά στη θέληση της σάρκας να ζήσει. Γύρω γύρω, και πάλι πίσω, παραπατώντας και πέφτοντας, για να ξανασηκωθεί, σηκωμένος καμιά φορά και στα πίσω πόδια με τον εχθρό του μετέωρο στον αέρα, πάλευε ν' αποτινάξει από πάνω του τον επικείμενο θάνατο.

Τελικά έπεσε πίσω, εξουθενωμένος. Και το bull-dog μετακίνησε ευέλικτα το κράτημα, πιο κοντά, δαγκώνοντας όλο και περισσότερη γούνα και σάρκα, για να στραγγαλίσει τον Ασπροδόντη, πιο σοβαρά παρά ποτέ. Ο νικητής επιδοκιμάστηκε με κραυγές: «Cherokee! Cherokee!» Ο Cherokee απάντησε κουνώντας την υποψία της ουράς του. Αλλά δεν του διέσπασαν την προσοχή οι επιδοκιμασίες. Δεν υπήρχε νευρική σύνδεση ανάμεσα στην ουρά και τα χοντρά σαγόνια του. Η ουρά κουνιόταν, αλλά τα σαγόνια δεν κουνήθηκαν ούτε χιλιοστό από την τρομερή δαγκωνιά στο λαιμό του Ασπροδόντη.

Εκείνη τη στιγμή όμως διασπάστηκε η προσοχή των θεατών. Ακούστηκαν κουδουνάκια και γαβγίσματα σκυλιών. Όλοι, εκτός από τον Όμορφο Smith, κοιτάχτηκαν με φόβο, μήπως κι έκανε έφοδο η αστυνομία. Είδαν όμως ν' ανηφορίζουν το δρόμο, όχι να τον κατεβαίνουν, δυο άντρες με έλκηθρο και σκυλιά. Προφανώς ήταν ταξιδιώτες κι έρχονταν από το ποτάμι. Στη θέα του πλήθους, σταμάτησαν τα σκυλιά και πλησίασαν, περίεργοι να διαπιστώσουν την αιτία του σαματά. Ο ένας είχε μουστάκι, ο άλλος όμως, ένας ψηλός νεαρός, είχε πρόσωπο ξυρισμένο και ροδαλό από τα νιάτα και τον παγωμένο αγέρα.

Στην ουσία ο Ασπροδόντης είχε πάψει να αντιστέκεται. Πότε πότε, αντιδρούσε σπασμωδικά, αλλά χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Δεν ανάσαινε καλά κι ο λίγος αέρας που έπαιρνε λιγόστευε όλο και περισσότερο κάτω από το ανελέητο κράτημα των δοντιών του bull-dog. Παρά την πανοπλία της γούνας του, η μεγάλη φλέβα του λαιμού θα είχε ξεσκιστεί προ πολλού, αν δεν ήταν τόσο χαμηλό το πρώτο χτύπημα του bull-dog, που ουσιαστικά δόθηκε στο στήθος. Ο Cherokee χρειάστηκε πολλή ώρα για να μετακινήσει το κράτημα προς τα επάνω κι αυτό συνέτεινε ακόμα πιο πολύ στο να γεμίσουν τα σαγόνια του γούνα και πετσί.

Στο μεταξύ, το απάνθρωπο κτήνος, ο Όμορφος Smith, επιστράτευε την ελάχιστη λογική του για να μη χάσει τον έλεγχο. Όταν είδε τα μάτια του Ασπροδόντη να γλαρώνουν, κατάλαβε ότι χάθηκε η μάχη. Και τότε ξέσπασε. Όρμησε πάνω στον Ασπροδόντη κι άρχισε να τον κλοτσάει με μανία. Το πλήθος σφύριξε και διαμαρτυρήθηκε με κραυγές, αλλά αυτό ήταν όλο. Ο Όμορφος Smith συνέχισε να κλοτσάει τον Ασπροδόντη, όταν ακούστηκε σούσουρο στο πλήθος. Ένας νεαρός και νεοφερμένος προσπαθούσε ν' ανοίξει δρόμο, σπρώχνοντας με τον ώμο του δεξιά κι αριστερά, χωρίς ευγένειες και τυπικότητες. Όταν έφτασε κοντά στο στίβο, ο Όμορφος Smith έδινε άλλη μια από τις κλοτσιές του. Όλο το βάρος του στηριζόταν στο ένα πόδι και δεν ήταν ιδιαίτερα καλή η ισορροπία του. Εκείνη τη στιγμή προσγειώθηκε στο μούτρο του η γροθιά του νεοφερμένου. Το μοναδικό πόδι που στήριζε τον Όμορφο Smith άφησε το έδαφος και το κορμί του αιωρήθηκε στο κενό, πριν προσγειωθεί μπρούμυτα στο χιόνι. Ο νεοφερμένος απευθύνθηκε στο πλήθος.

«Δειλοί!» φώναξε. «Κτήνη!»

Ήταν κι αυτός έξαλλος από την οργή —αλλά μια οργή δίκαιη. Τα γκρίζα μάτια του άστραφταν σαν ατσάλι καθώς κοίταζε το πλήθος. Ο Όμορφος Smith στήθηκε στα πόδια του και κινήθηκε προς το μέρος του δειλά δειλά, ρουθουνίζοντας. Ο νεοφερμένος δεν κατάλαβε. Δεν ήξερε πόσο άθλιος και δειλός ήταν ο άλλος και νόμισε ότι τον πλησίαζε για να παλέψει. Έτσι, ξεστομίζοντας ένα αγανακτισμένο «Κτήνος!», έριξε πίσω τον Όμορφο Smith με μια δεύτερη γροθιά στο πρόσωπο. Ο Όμορφος Smith κατάλαβε ότι το χιόνι τού πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια κι έμεινε ξαπλωμένος, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να ξανασηκωθεί.

Page 90: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Δώσε ένα χεράκι, Matt!» φώναξε ο νεοφερμένος στον άλλο, που τον είχε ακολουθήσει στο στίβο.

Και οι δυο άντρες έσκυψαν πάνω από τα σκυλιά. Ο Matt ανέλαβε τον Ασπροδόντη κι ετοιμάστηκε να τον ελευθερώσει, όταν θα χαλάρωναν τα σαγόνια του Cherokee. Αυτό θα το κατάφερνε ο νεαρός πιάνοντας σφιχτά με τα χέρια του τα σαγόνια του bull-dog και προσπαθώντας να τα ανοίξει. Μάταιη προσπάθεια. Καθώς τραβούσε και ξανατραβούσε, μουρμούριζε αγανακτισμένος ξανά και ξανά: «Κτήνη!»

Το πλήθος άρχισε να ενοχλείται, ακούστηκαν μάλιστα και ορισμένες διαμαρτυρίες για τη διακοπή του θεάματος. Όμως σώπασαν όλοι, όταν ο νεοφερμένος σήκωσε το κεφάλι για μια στιγμή και τους κάρφωσε με το βλέμμα.

«Αναθεματισμένα κτήνη!» αναφώνησε και ξαναγύρισε στη δουλειά του.

«Δεν έχει νόημα, κύριε Scott. Δεν μπορείς να τ' ανοίξεις έτσι», είπε ο Matt.

Οι δυο άντρες στάθηκαν και κοίταξαν το σύμπλεγμα των σκυλιών.

«Δεν αιμορραγεί πολύ», παρατήρησε ο Matt. «Δεν τον δάγκωσε μέχρι μέσα».

«Αλλά μπορεί να το κάνει από στιγμή σε στιγμή», αποκρίθηκε ο Scott. «Για δες αυτό!»

Ο ενθουσιασμός και ο φόβος του νεαρού για τον Ασπροδόντη μεγάλωνε ολοένα. Χτύπησε δυνατά στο κεφάλι τον Cherokee, ξανά και ξανά. Αλλά τα σαγόνια δε χαλάρωσαν. Ο Cherokee ανέμισε τη μισερή ουρά, σε ένδειξη ότι καταλάβαινε βέβαια γιατί τον χτυπούσαν, αλλά ότι ήξερε τα δίκια του κι ότι θα έκανε το καθήκον του κρατώντας τα δόντια στη θέση τους.

«Δεν μπορεί να βοηθήσει κάποιος;» φώναξε με απελπισία ο Scott απευθυνόμενος στο πλήθος.

Αλλά κανείς δεν προσφέρθηκε. Αντίθετα, όλοι άρχισαν να σαρκάζουν, να τον αποδοκιμάζουν και να του δίνουν χλευαστικές συμβουλές.

«Θέλει λοστό», συμβούλεψε ο Matt.

Ο άλλος έφερε το χέρι σε μια θήκη στο μηρό του, τράβηξε το περίστροφο και προσπάθησε να χώσει την κάννη ανάμεσα στα σαγόνια του bull-dog. Έσπρωξε δυνατά, ώσπου ακούστηκε αμυδρά το ξύσιμο του ατσαλιού πάνω στα σφιγμένα δόντια. Οι δυο άντρες είχαν γονατίσει κι έσκυβαν πάνω από τα σκυλιά. Τότε μπήκε στο στίβο ο Tim Keenan. Στάθηκε δίπλα στον Scott, τον άγγιξε στον ώμο και είπε βλοσυρός:

«Μην του σπάσεις τα δόντια, ξένε».

«Τότε θα του σπάσω το λαιμό», αντιγύρισε ο Scott συνεχίζοντας να σπρώχνει με την κάννη του περιστρόφου.

«Είπα μην του σπάσεις τα δόντια», επανέλαβε πιο απειλητικά ο χαρτοπαίκτης.

Αν όμως υπολόγιζε να τον φοβίσει, δεν έπιασε το κόλπο. Χωρίς να σταματήσει τις προσπάθειές του, ο Scott τον κοίταξε ψυχρά και ρώτησε:

«Δικός σου είναι ο σκύλος;»

Ο χαρτοπαίκτης γρύλισε.

Page 91: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Άνοιξέ του τα σαγόνια λοιπόν».

«Να σου πω, ξένε», απάντησε αργόσυρτα ο άλλος, «δεν ξέρω πώς γίνεται. Δεν έτυχε ποτέ να το κάνω».

«Τότε κάνε πέρα κι άσε με ήσυχο», ήρθε η απάντηση. «Έχω δουλειά».

Ο Tim Keenan συνέχισε να στέκει πάνω από τον Scott, ο Scott όμως τον αγνόησε. Είχε καταφέρει να βάλει την κάννη ανάμεσα στα σαγόνια από τη μια πλευρά και προσπαθούσε να τη βγάλει από την άλλη. Όταν το κατάφερε, έσπρωξε μαλακά και προσεκτικά και χαλάρωσε λιγάκι το σφίξιμό τους, ενώ ο Matt αποσπούσε σιγά σιγά το μαγκωμένο λαιμό του Ασπροδόντη.

«Ετοιμάσου να πιάσεις το σκυλί σου», πρόσταξε ο Scott τον αφέντη του Cherokee.

Ο χαρτοπαίκτης έσκυψε υπάκουα κι έπιασε γερά το bull-dog.

«Τώρα», προειδοποίησε ο Scott σπρώχνοντας για τελευταία φορά.

Τα δυο σκυλιά χωρίστηκαν, ενώ ο Cherokee αντέδρασε με μανία.

Ο Ασπροδόντης έκανε πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να σηκωθεί. Όταν τελικά τα κατάφερε, τα πόδια του ήταν πολύ αδύναμα για να τον κρατήσουν και ξανάπεσε αδύναμος στο χιόνι. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και γλαρά. Τα σαγόνια του είχαν χωρίσει και προεξείχε η γλώσσα, λερωμένη και χαλαρή. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έμοιαζε με στραγγαλισμένο σκυλί. Ο Matt τον εξέτασε προσεκτικά.

«Μόλις τον προλάβαμε, αλλά τουλάχιστον ανασαίνει», είπε τελικά.

Ο Όμορφος Smith είχε ξανασηκωθεί και πλησίαζε για να κοιτάξει τον Ασπροδόντη.

«Matt, πόσο αξίζει ένα καλό σκυλί για έλκηθρο;» ρώτησε ο Scott.

Ο Matt, γονατιστός ακόμη και σκυμμένος πάνω από τον Ασπροδόντη, έκανε γρήγορο υπολογισμό.

«Τριακόσια δολάρια», αποκρίθηκε.

«Και πόσα για ένα μισοφαγωμένο σαν τούτο εδώ;» ρώτησε πάλι ο Scott σπρώχνοντας τον Ασπροδόντη με το πόδι του.

«Τα μισά», αποφάσισε ο Matt.

«Άκουσες, κύριε Κτήνος; Θα σου πάρω το σκύλο και θα σου δώσω εκατόν πενήντα δολάρια».

Άνοιξε το πορτοφόλι του και μέτρησε τα χαρτονομίσματα.

Ο Όμορφος Smith έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη κι αρνήθηκε το χρήμα που του πρόσφεραν.

«Δεν τον πουλάω».

«Ασφαλώς και τον πουλάς», είπε ο άλλος. «Επειδή θα τον αγοράσω. Πάρε τα λεφτά σου. Ο σκύλος είναι δικός μου».

Ο Όμορφος Smith, με τα χέρια πάντα πίσω από την πλάτη, άρχισε να οπισθοχωρεί.

Page 92: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ο Scott όρμησε προς το μέρος του, με τη γροθιά έτοιμη να χτυπήσει. Ο Όμορφος Smith ζάρωσε περιμένοντας το χτύπημα.

«Έχω δικαιώματα», κλαψούρισε.

«Έχασες το δικαίωμα να κρατήσεις το σκύλο. Θα πάρεις τα λεφτά ή θα τις ξαναφάς;»

«Εντάξει», είπε φοβισμένος ο Όμορφος Smith. «Αλλά διαμαρτύρομαι. Ο σκύλος είναι γεννησαρούδι. Δε θα με ληστέψεις. Οι άνθρωποι έχουν δικαιώματα».

«Σωστά», απάντησε ο Scott δίνοντάς του τα λεφτά. «Οι άνθρωποι έχουν δικαιώματα. Εσύ όμως δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι κτήνος».

«Περίμενε να πάω στο Dawson», απείλησε ο Smith. «Θα σου κάνω μήνυση».

«Αν ανοίξεις το στόμα σου, όταν γυρίσεις στο Dawson, θα φροντίσω να σε διώξουν από την πόλη. Κατάλαβες;»

Ο Όμορφος Smith απάντησε με ένα μουγκρητό.

«Κατάλαβες;» επανέλαβε με βροντερή φωνή ο άλλος.

«Ναι», μούγκρισε ζαρώνοντας ο Όμορφος Smith.

«Ναι, τι;»

«Μάλιστα, κύριε», γρύλισε ο Όμορφος Smith.

«Πρόσεχε! Δαγκώνει!» φώναξε κάποιος και στο πλήθος ακούστηκαν καγχασμοί.

Ορισμένοι θεατές έφευγαν ήδη, άλλοι σχημάτιζαν παρέες, κοίταζαν και συζητούσαν. Ο Tim Keenan πήγε σε μια από τις παρέες.

«Ποιος είναι αυτός ο κόπανος;» ρώτησε.

«Ο Weedon Scott», απάντησε κάποιος.

«Και ποιος διάβολο είναι ο Weedon Scott;» ξαναρώτησε επιτακτικά ο χαρτοπαίκτης.

«Ένας από τους περίφημους ειδικούς ορυχείων. Ήρθε μαζί με τα μεγάλα κεφάλια. Αν θες την ησυχία σου, σε συμβουλεύω να κρατηθείς μακριά του. Είναι κολλητός με τους σπουδαίους. Φιλαράκι του Διοικητή Χρυσωρυχείων».

«Το κατάλαβα εγώ ότι πρόκειται για σπουδαίο άτομο», σχολίασε ο χαρτοπαίκτης. «Γι' αυτό δεν άπλωσα χέρι επάνω του».

Page 93: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο αδάμαστος

Είναι μάταιο», παραδέχτηκε ο Weedon Scott.

Καθόταν στο σκαλοπάτι της καλύβας του και κοίταζε τον Matt που αντέδρασε ανασηκώνοντας τους ώμους με την ίδια απόγνωση.

Κοίταξαν και οι δυο τον Ασπροδόντη, που τέντωνε την αλυσίδα του με ορθώματα της τρίχας, γρυλίσματα και άγρια χοροπηδητά για να φτάσει τα σκυλιά του ελκήθρου. Μετά από αλλεπάλληλα και διάφορα μαθήματα, και μάλιστα με το μπαστούνι του Matt, τα σκυλιά έμαθαν ν' αφήνουν ήσυχο τον Ασπροδόντη και ν' αγνοούν φαινομενικά την ύπαρξή του.

«Λύκος είναι και μάλιστα ανήμερος», δήλωσε ο Weedon Scott.

«Δεν ξέρω», διαμαρτυρήθηκε ο Matt. «Απ' ό,τι φαίνεται, έχει πολλά στοιχεία σκύλου μέσα του. Ένα είναι σίγουρο κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα».

Ο Matt σώπασε και κοίταξε προς το βουνό Moosehide.

«Μην τσιγκουνεύεσαι αυτά που ξέρεις», αντιγύρισε κοφτά ο Scott, αφού περίμενε αρκετά. «Έλα, πες το».

Ο Matt έδειξε τον Ασπροδόντη με τον αντίχειρα.

«Λύκος ή σκύλος —είναι κιόλας εξημερωμένος».

«Όχι!»

«Ναι, σου λέω, και μάλιστα με χάμουρο. Κοίτα εκεί. Βλέπεις τα σημάδια στο στήθος;»

«Δίκιο έχεις, Matt. Ήταν σκύλος ελκήθρου, πριν πέσει στα χέρια του Όμορφου Smith».

«Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ξαναγίνει σκύλος ελκήθρου».

«Έτσι λες;» ρώτησε με αγωνία ο Scott. Ύστερα η ελπίδα έσβησε, καθώς πρόσθετε κουνώντας το κεφάλι: «Τον έχουμε δυο βδομάδες κι είναι πιο άγριος παρά ποτέ».

«Δώσ' του μια ευκαιρία», συμβούλεψε ο Matt. «Λύσ' τον για ένα διάστημα».

Ο άλλος τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Ναι», συνέχισε ο Matt. «Ξέρω ότι προσπάθησες, αλλά δεν έπιασες μπαστούνι».

«Τότε προσπάθησε εσύ».

Ο Matt έπιασε ένα μπαστούνι και πλησίασε το αλυσοδεμένο ζωντανό. Ο Ασπροδόντης κοίταξε το μπαστούνι, όπως κοιτάζει το λιοντάρι στο κλουβί το μαστίγιο του θηριοδαμαστή του.

«Τον βλέπεις που δεν παίρνει τα μάτια από το μπαστούνι;» είπε ο Matt. «Καλό σημάδι. Δεν είναι χαζός. Δεν τολμάει να με πειράξει, όσο το κρατάω. Δεν είναι παλαβός, πίστεψέ με».

Όταν το ανθρώπινο χέρι πλησίασε στο λαιμό του, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα του, γρύλισε και ζάρωσε χαμηλά. Ενώ όμως κοίταζε το χέρι που πλησίαζε, δεν άφηνε από τα μάτια του και το μπαστούνι στο άλλο χέρι που κρεμόταν απειλητικά από πάνω του. Ο Matt έλυσε

Page 94: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

την αλυσίδα από το κολάρο κι έκανε πίσω.

Ο Ασπροδόντης δυσκολεύτηκε να πιστέψει πως ήταν ελεύθερος. Είχαν περάσει πολλοί μήνες αφότου έπεσε στα χέρια του Όμορφου Smith κι όλο αυτό τον καιρό δε γνώρισε ούτε στιγμή ελευθερίας, εκτός από τις περιπτώσεις που τον έλυναν για να παλέψει με άλλα σκυλιά. Αμέσως μετά τη μάχη, ήταν πάλι φυλακισμένος.

Δεν ήξερε τι να κάνει τη λευτεριά του. Ίσως, κάποια διαβολιά ετοίμαζαν πάλι εναντίον του οι θεοί. Προχώρησε αργά και προσεκτικά, πανέτοιμος για την επίθεση. Δεν ήξερε τι να κάνει, όλα ήταν τόσο αναπάντεχα. Φρόντισε ν' απομακρυνθεί από τους δυο θεούς που καραδοκούσαν και πήγε προσεκτικά στη γωνιά της καλύβας. Δεν έγινε τίποτα. Τα έχασε κυριολεκτικά και ξαναγύρισε πίσω, σταματώντας δυο τρία μέτρα μακριά τους και κοιτώντας τους επίμονα.

«Δε θα το σκάσει;» ρώτησε ο καινούριος αφέντης του.

Ο Matt ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να το διακινδυνεύσουμε. Ο μόνος τρόπος να μάθουμε είναι να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια».

«Το φουκαρά», μουρμούρισε συμπονετικά ο Scott. «Δε χρειάζεται παρά μια απόδειξη της ανθρώπινης καλοσύνης», πρόσθεσε και μπήκε στην καλύβα.

Βγήκε κρατώντας ένα κομμάτι κρέας που έριξε στον Ασπροδόντη. Αυτός απομακρύνθηκε και το περιεργάστηκε καχύποπτα από μακριά.

«Όχι, Major!», προειδοποίησε με μια φωνή ο Matt. Ήταν όμως πολύ αργά.

Ο Major είχε κάνει έφοδο στο κρέας. Στη στιγμή που το άρπαξε στα δόντια του, χτύπησε ο Ασπροδόντης και ανέτρεψε τον Major. Ο Matt όρμησε, όμως ο Ασπροδόντης αποδείχτηκε πιο γρήγορος. Ο Major στήθηκε τρεκλίζοντας, αλλά το αίμα που ανάβλυζε από το λαιμό του έβαφε το χιόνι κόκκινο όλο και πιο μακριά.

«Κρίμα, αλλά του άξιζε», είπε ξέπνοος ο Scott.

Όμως το πόδι του Matt ξεκινούσε ήδη για να κλοτσήσει τον Ασπροδόντη. Ένας πήδος... άστραψαν δόντια, ακούστηκε ένα πνιχτό επιφώνημα. Ο Ασπροδόντης, γρυλίζοντας με μανία, πισωπάτησε άτσαλα πολλά μέτρα, ενώ ο Matt έσκυβε να εξετάσει το πόδι του.

«Μου την έδωσε», ανακοίνωσε δείχνοντας το σχισμένο παντελόνι, τα εσώρουχα και το ματωμένο λεκέ που μεγάλωνε.

«Σου είπα ότι είναι μάταιο, Matt», είπε αποθαρρημένος ο Scott. «Το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα. Δεν το θέλω, αλλά δε γίνεται διαφορετικά».

Καθώς μιλούσε, έβγαλε απρόθυμα το περίστροφό του, άνοιξε τον κύλινδρο και έλεγξε το περιεχόμενο.

«Κοίτα, κύριε Scott», διαμαρτυρήθηκε ο Matt. «Τούτο το σκυλί έζησε μια κόλαση. Μην το περιμένεις να φερθεί σαν αγγελούδι. Δώσ' του χρόνο».

«Κοίτα τον Major», αντιγύρισε ο άλλος.

Ο Matt περιεργάστηκε το χτυπημένο σκυλί. Είχε βουλιάξει στο χιόνι, μέσα στο αίμα του, και με το ζόρι ανάσαινε.

«Του άξιζε. Εσύ το είπες, κύριε Scott. Προσπάθησε να πάρει το κρέας του Ασπροδόντη και το

Page 95: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

πλήρωσε με τη ζωή του. Αναμενόμενο. Τι αξία έχει ένα σκυλί που δεν πολεμάει για το κρέας του;»

«Μα κοίτα τον εαυτό σου, Matt. Εντάξει για τα σκυλιά, αλλά εσύ δεν είσαι σκυλί».

«Μου άξιζε κι εμένα», είπε πεισματάρικα ο Matt. «Γιατί να τον κλοτσήσω; Είπες ότι καλά έκανε. Γιατί λοιπόν τον κλότσησα;»

«Είναι ευσπλαχνία να το σκοτώσουμε», διαμαρτυρήθηκε με πείσμα ο Scott. «Δε δαμάζεται».

«Όχι, κύριε Scott. Δώσ' του μια ευκαιρία να παλέψει, του άμοιρου. Έζησε μια κόλαση και πρώτη φορά βρίσκεται λυτός. Δώσ' του μια δίκαιη ευκαιρία κι αν δεν ανταποδώσει την καλοσύνη, θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Έλα!»

«Μα το Θεό, ούτε εγώ θέλω να τον σκοτώσω», απάντησε ο Scott κρύβοντας το περίστροφο. «Θα τον αφήσουμε να τρέξει λυτός και θα δούμε τι αποτέλεσμα θα φέρει η καλοσύνη. Ας προσπαθήσουμε».

Πλησίασε τον Ασπροδόντη κι άρχισε να του ψιθυρίζει γλυκόλογα.

«Έχε καλύτερα έτοιμο το μπαστούνι», προειδοποίησε ο Matt.

Ο Scott έγνεψε αρνητικά και συνέχισε την προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ασπροδόντη.

Ο Ασπροδόντης έγινε καχύποπτος. Κάτι του ετοίμαζαν. Είχε σκοτώσει το σκυλί του θεού, είχε δαγκώσει το σύντροφο του θεού και τι άλλο μπορούσε να περιμένει εκτός από σκληρή τιμωρία; Αυτός όμως θα την αντιμετώπιζε αδάμαστος. Όρθωσε την τρίχα κι έδειξε τα δόντια. Τα μάτια του έπαιξαν ζωηρά, ολόκληρο το κορμί του ετοιμάστηκε για τα πάντα. Ο θεός δεν είχε μπαστούνι, επομένως δε θα πλησίαζε πολύ κοντά. Το χέρι του θεού είχε απλωθεί και κατέβαινε στο κεφάλι του. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε και σφίχτηκε. Μυριζόταν κίνδυνο, κάποια προδοσία ή κάτι ανάλογο. Ήξερε τα χέρια των θεών, εξουσίαζαν και προκαλούσαν πόνο. Άλλωστε ήταν και η παλιά του απέχθεια για τα αγγίγματα. Γρύλισε πιο απειλητικά, ζάρωσε ακόμα πιο χαμηλά, αλλά το χέρι ακόμη κατέβαινε. Δεν ήθελε να δαγκώσει το χέρι, υπέμεινε τον κίνδυνο, ώσπου ξύπνησε μέσα του το ένστικτο και τον πλημμύρισε με την ακόρεστη δίψα για τη ζωή.

Ο Weedon Scott πίστευε ότι ήταν αρκετά γρήγορος για να αποφύγει επίθεση και δάγκωμα. Όμως του έμελλε να μάθει την απίστευτη γρηγοράδα του Ασπροδόντη, που χτύπησε με την ευστοχία και την ευελιξία κουλουριασμένου φιδιού.

Ο Scott ξεφώνισε ξαφνιασμένος, έπιασε το δαγκωμένο χέρι του και το κράτησε σφιχτά με το άλλο. Ο Matt βλαστήμησε χοντρά και πήδηξε στο πλάι. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε κάτω κι έκανε πίσω, με την τρίχα ορθωμένη και τα δόντια γυμνά, τα μάτια απειλητικά και μοχθηρά. Τώρα περίμενε ξύλο, ένα ξύλο εξίσου φοβερό μ' εκείνο που έτρωγε από τον Όμορφο Smith.

«Έι, τι κάνεις εκεί!» φώναξε ξάφνου ο Scott.

Ο Matt είχε ορμήσει στο καλύβι και ξανάβγαινε κρατώντας τουφέκι.

«Τίποτα», αποκρίθηκε εκείνος με προσποιητή ηρεμία. «Απλά θα τηρήσω το λόγο μου. Θα τον σκοτώσω».

«Όχι, δε θα τον σκοτώσεις!»

«Αλήθεια; Τώρα θα δεις».

Page 96: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Όπως ικέτευε ο Matt για τον Ασπροδόντη, μετά τη δαγκωνιά, έτσι ικέτευε τώρα και ο Scott.

«Είπες να του δώσουμε μια ευκαιρία. Θα του τη δώσουμε. Μόλις αρχίσαμε, δε θα τα παρατήσουμε στην αρχή. Μου άξιζε αυτή τη φορά. Και... για δες τον!»

Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα, στη γωνιά της καλύβας, ο Ασπροδόντης γρύλιζε, με μια μοχθηρία που σου έκοβε το αίμα, όχι στον Scott αλλά στον Matt.

«Άλλο πάλι και τούτο!» αναφώνησε κατάπληκτος ο Matt.

«Είδες τι έξυπνος είναι;» πρόσθεσε βιαστικά ο Scott. «Ξέρει τι σημαίνει τουφέκι, εξίσου καλά μ' εσένα. Έχει μυαλό και πρέπει να δώσουμε μια ευκαιρία σ' αυτό το μυαλό. Άσε κάτω το τουφέκι».

«Μετά χαράς», συμφώνησε ο Matt ακουμπώντας το όπλο σε έναν κορμό. «Για δες και τούτο!» αναφωνούσε την άλλη στιγμή. Ο Ασπροδόντης είχε ηρεμήσει και δε γρύλιζε πια.

«Αξίζει να το ψάξουμε. Κοίτα».

Ο Matt άπλωσε το χέρι στο τουφέκι και, την ίδια στιγμή, ο Ασπροδόντης γρύλιζε. Μόλις ξεμάκρυνε ένα βήμα, τα ανασηκωμένα χείλη του Ασπροδόντη κατέβηκαν για να καλύψουν τα δόντια του.

Ο Matt έπιασε το τουφέκι και άρχισε να το ανεβάζει αργά προς τον ώμο του. Την ίδια στιγμή ξανάρχιζαν τα γρυλίσματα του Ασπροδόντη και μεγάλωσαν όσο πλησίαζε να κορυφωθεί η κίνηση. Μια στιγμή όμως προτού φτάσει το τουφέκι στο ίδιο επίπεδο μ' αυτόν, πήδηξε στο πλάι, πίσω από τη γωνιά της καλύβας. Και ο Matt απόμεινε να στέκει και να κοιτάζει το άδειο χιόνι, όπου στεκόταν πριν από λίγο ο Ασπροδόντης.

Άφησε κάτω το τουφέκι σοβαρός και στράφηκε στον εργοδότη του.

«Συμφωνώ μαζί σου, κύριε Scott. Το σκυλί είναι πολύ έξυπνο για να το σκοτώσουμε».

Page 97: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο αφέντης της αγάπης

Όταν ο Ασπροδόντης είδε να πλησιάζει ο Weedon Scott, όρθωσε την τρίχα και γρύλισε, για να προειδοποιήσει ότι δε θα δεχόταν τιμωρία. Είχαν περάσει είκοσι τέσσερις ώρες από το δάγκωμα του χεριού, που τώρα ήταν δεμένο και κρεμασμένο σε νάρθηκα για να μη ματώνει. Ο Ασπροδόντης ήξερε από καθυστερημένες τιμωρίες και φοβόταν ότι μια τέτοια τον περίμενε και τώρα. Γιατί να γίνει διαφορετικά; Είχε κάνει ιερόσυλη πράξη, είχε βυθίσει τα δόντια στην ιερή σάρκα ενός θεού και μάλιστα λευκού ανώτερου θεού. Σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων και τη σχέση προς τους θεούς, τον περίμενε κάτι φοβερό.

Ο θεός κάθισε κάμποσα μέτρα πιο πέρα. Ο Ασπροδόντης δεν είδε κάτι επικίνδυνο σ' αυτό. Όταν οι θεοί τιμωρούσαν, έστεκαν όρθιοι. Άλλωστε τούτος ο θεός δεν κρατούσε ούτε μπαστούνι ούτε μαστίγιο ούτε πύρινο βόλι. Επιπλέον, ήταν κι ο ίδιος ο Ασπροδόντης λυτός. Δεν του είχαν αλυσίδα. Προλάβαινε να ξεφύγει, ώσπου να στηθεί στα πόδια του ο θεός. Στο μεταξύ θα περίμενε να δει.

Ο θεός έμεινε σιωπηλός, ακίνητος και το γρύλισμα του Ασπροδόντη ατόνησε σιγά σιγά σε γουργουρητό, που έσβησε κάποια στιγμή στο βάθος του λαιμού του. Ύστερα ο θεός μίλησε και, στο άκουσμα της φωνής του, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα του και γρύλισε πάλι σιγανά. Αλλά ο θεός δεν έκανε εχθρική κίνηση και συνέχισε να μιλάει ήρεμα. Για λίγο ο Ασπροδόντης γρύλισε, ρυθμικά, ακολουθώντας το ρυθμό της φωνής. Όμως ο θεός μιλούσε ασταμάτητα. Μιλούσε στον Ασπροδόντη με πρωτόγνωρο τρόπο. Μιλούσε απαλά, καθησυχαστικά, με μια τρυφερότητα που, με κάποιο τρόπο, κάπου άγγιξε την ψυχή του. Παρά τη θέληση και παρά τα κεντρίσματα του ενστίκτου του, ο Ασπροδόντης άρχισε να έχει εμπιστοσύνη σε τούτο το θεό. Ένιωθε μια ασφάλεια που διέψευδε όλες τις εμπειρίες του με τους ανθρώπους.

Μετά από πολλή ώρα, ο θεός σηκώθηκε και μπήκε στην καλύβα. Όταν ξαναβγήκε, ο Ασπροδόντης τον περιεργάστηκε εξονυχιστικά. Δεν κρατούσε ούτε μαστίγιο ούτε μπαστούνι ούτε όπλο. Ούτε έκρυβε το λαβωμένο χέρι του πίσω στην πλάτη κρατώντας κάτι. Κάθισε όπως και πριν, στο ίδιο σημείο, κάμποσα μέτρα πιο πέρα. Και του άπλωσε ένα κομμάτι κρέας. Ο Ασπροδόντης τέντωσε τα αυτιά και το περιεργάστηκε καχύποπτα, χωρίς ν' αφήνει από τα μάτια του και το θεό, με όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή, για να ξεφύγει με την πρώτη ένδειξη εχθρότητας.

Όμως η τιμωρία καθυστερούσε. Απλά, ο θεός πλησίαζε στο μουσούδι του Ασπροδόντη ένα κομμάτι κρέας. Και δεν υπήρχε τίποτα κακό σ' εκείνο το κρέας. Ωστόσο ο Ασπροδόντης παρέμεινε καχύποπτος· και, παρ' όλο που το κρέας τού προσφερόταν με μικρά, προτρεπτικά τινάγματα του χεριού, αρνήθηκε να το αγγίξει. Οι θεοί ήταν όλοι σοφοί και ποτέ δεν ξέρεις ποιο έξυπνο τέχνασμα σε περιμένει πίσω από ένα φαινομενικά αθώο και αβλαβές κομμάτι κρέας. Από την εμπειρία του, ιδιαίτερα με τις Ινδιάνες, ο Ασπροδόντης ήξερε ότι κρέας και τιμωρία συχνά είχαν σχέση καταστροφική.

Τελικά ο θεός πέταξε το κομμάτι στο χιόνι, στα πόδια του Ασπροδόντη. Αυτός οσμίστηκε προσεκτικά το κρέας, αλλά δεν το κοίταξε. Οσμιζόταν και κοίταζε το θεό. Δε συνέβη τίποτα. Πήρε το κρέας στο στόμα του και το κατάπιε. Πάλι δε συνέβη τίποτα. Στην πραγματικότητα ο θεός τού πρόσφερε κι άλλο κομμάτι κρέας. Πάλι ο Ασπροδόντης αρνήθηκε να το πάρει από το χέρι του και πάλι ο θεός τού το πέταξε. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Ήρθε όμως μια στιγμή όπου ο θεός αρνήθηκε να το πετάξει. Κράτησε το κρέας στο χέρι του και το χέρι απλωμένο σταθερά στον Ασπροδόντη.

Το κρέας ήταν καλό κι ο Ασπροδόντης πεινούσε. Λίγο λίγο, με κάθε επιφύλαξη, πλησίασε το

Page 98: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

χέρι. Επιτέλους ήρθε η στιγμή που αποφάσισε να φάει το κρέας από το χέρι. Χωρίς να παίρνει τα μάτια από το θεό, έφερε μπροστά το κεφάλι με τα αυτιά τεντωμένα πίσω και με την τρίχα αθέλητα ορθωμένη στο σβέρκο του. Και από το λαιμό του ανέβαινε ένα υπόκωφο γρύλισμα, σαν προειδοποίηση ότι δε θα τον ξεγελούσαν. Έφαγε το κρέας και δε συνέβη τίποτα. Κομμάτι κομμάτι, έφαγε όλο το κρέας και δε συνέβη τίποτα. Και πάλι καθυστερούσε η τιμωρία.

Έγλειψε τη μουσούδα του και περίμενε. Ο θεός συνέχισε να μιλάει. Η φωνή του απηχούσε καλοσύνη —κάτι που ο Ασπροδόντης δεν είχε ξαναβιώσει. Και του ξυπνούσε συναισθήματα πρωτόγνωρα. Ένιωσε μια παράξενη ευχαρίστηση, σαν να του ικανοποιούσαν κάποια ανάγκη, σαν να του γέμιζαν κάποιο κενό. Αλλά τον κέντρισαν πάλι το ένστικτο και οι εμπειρίες του παρελθόντος. Οι θεοί ήταν πονηροί κι είχαν απίθανους τρόπους να φτάνουν στο σκοπό τους.

Α, καλά το είχε καταλάβει! Να το το χέρι του θεού, έτοιμο να πονέσει, να του ριχτεί, να κατεβεί στο κεφάλι του. Όμως ο θεός συνέχισε να μιλάει. Η φωνή του ήταν απαλή, καθησυχαστική. Παρά το απειλητικό χέρι, η φωνή ενέπνεε εμπιστοσύνη. Και παρά την καθησυχαστική φωνή, το χέρι ενέπνεε δυσπιστία. Ο Ασπροδόντης βρέθηκε έρμαιο αντιφατικών συναισθημάτων, παρορμήσεων. Του φάνηκε ότι τον έκοβαν κομμάτια, τόσο τρομερός ήταν ο αυτοέλεγχος που χρειάστηκε για να πολεμήσει τις αντίθετες δυνάμεις που πάλευαν να κυριαρχήσουν μέσα του.

Συμβιβάστηκε. Γρύλισε, όρθωσε την τρίχα και κατέβασε τα αυτιά. Ούτε όρμησε όμως ούτε το έσκασε. Το χέρι κατέβαινε. Κατέβαινε όλο και πιο κοντά. Άγγιξε στις άκρες την ορθωμένη τρίχα. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε κάτω του. Το χέρι τον ακολούθησε, τον πίεσε απαλά. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε κι άλλο, αναρίγησε, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί. Ήταν μαρτύριο να τον αγγίζει εκείνο το χέρι και να μάχεται το ένστικτό του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει σε μια μέρα όλα τα μαρτύρια που του είχαν επιβάλει τα χέρια των θεών. Όμως ήταν το θέλημα του θεού κι ο Ασπροδόντης αγωνιζόταν να υποταχτεί.

Το χέρι υψώθηκε και κατέβηκε πάλι σε μια φιλική, χαϊδευτική κίνηση. Αυτό συνεχίστηκε, κάθε φορά όμως που σηκωνόταν το χέρι, σηκωνόταν και η τρίχα από κάτω του. Και κάθε φορά που κατέβαινε το χέρι, κατέβαιναν και τα αυτιά κι από το λαιμό ξεπηδούσε ένα υπόκωφο γρύλισμα. Ο Ασπροδόντης γρύλιζε και ξαναγρύλιζε επίμονα και προειδοποιητικά. Μ' αυτό τον τρόπο διαδήλωνε ότι ήταν έτοιμος ν' ανταποδώσει στα ίσια την όποια τιμωρία του. Δεν μπορούσε να προβλέψει πότε θα εκδήλωνε ο θεός τα απώτερα κίνητρά του. Οποιαδήποτε στιγμή, η απαλή, πειστική εκείνη φωνή μπορούσε να γίνει ξέσπασμα οργής και το χάδι του χεριού να γίνει μοχθηρή αρπάγη, να τον εξουδετερώσει και να του επιβάλει τιμωρία.

Όμως ο θεός συνέχισε να μιλάει με χαμηλή φωνή και να χαϊδεύει με το χέρι. Ο Ασπροδόντης ένιωθε αντιφατικά συναισθήματα. Ήταν τελείως απαράδεκτο για το ένστικτό του. Τον περιόριζε, μαχόταν τη θέλησή του για προσωπική ελευθερία. Και όμως, δεν τον πονούσε, σωματικά. Αντίθετα, τον ευχαριστούσε μ' έναν απόλυτα φυσικό τρόπο. Το χαϊδευτικό χτύπημα σταδιακά έγινε τρίψιμο στη βάση των αυτιών και η σωματική ευχαρίστηση μεγάλωσε λιγάκι. Ωστόσο ο Ασπροδόντης συνέχισε να φοβάται και παρέμεινε σε επιφυλακή, περιμένοντας το απροσδόκητο κακό, πότε υποφέροντας πότε απολαμβάνοντας τη σαρωτική εναλλαγή του συναισθήματος.

«Άλλο πάλι και τούτο!»

Αυτό είπε ο Matt βγαίνοντας από την καλύβα με τα μανίκια διπλωμένα και κρατώντας μια κατσαρόλα με νερό από το πλύσιμο των πιάτων. Πήγε να το αδειάσει, αλλά τον σταμάτησε το θέαμα του Weedon Scott που χάιδευε τον Ασπροδόντη.

Τη στιγμή που διέλυσε τη σιωπή η φωνή του, ο Ασπροδόντης πήδηξε πίσω και του γρύλισε άγρια.

Page 99: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ο Matt κοίταξε τον εργοδότη του με θλίψη και αποδοκιμασία.

«Με όλο το θάρρος, κύριε Scott, μου φαίνεται ότι έχασες τα μυαλά σου».

Ο Weedon Scott χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση, ανασηκώθηκε και πλησίασε τον Ασπροδόντη. Του ψιθύρισε γλυκόλογα, όχι όμως για πολύ. Ύστερα άπλωσε το χέρι, το ακούμπησε στο κεφάλι του Ασπροδόντη κι άρχισε πάλι να τον χαϊδεύει. Ο Ασπροδόντης το υπέμεινε, κοιτάζοντας καχύποπτα, όχι όμως τον άνθρωπο που τον χάιδευε, αλλά τον άνθρωπο που έστεκε στην πόρτα.

«Μπορεί να είσαι νούμερο ένα στα ορυχεία», συνέχισε με στόμφο ο Matt, «αλλά χαραμίστηκες που δεν πήγες να γίνεις θηριοδαμαστής σε τσίρκο».

Ο Ασπροδόντης γρύλισε στο άκουσμα της φωνής, τούτη τη φορά όμως δεν ξέφυγε από το χέρι που του χάιδευε το κεφάλι και το σβέρκο με αργές, τρυφερές κινήσεις.

Ήταν η αρχή του τέλους για τον Ασπροδόντη —το τέλος της παλιάς ζωής και του μίσους. Ξημέρωνε μια καινούρια και ακατανόητα καλύτερη ζωή. Χρειαζόταν πολλή σκέψη και ανεξάντλητη υπομονή εκ μέρους του Weedon Scott. Κι από την πλευρά του Ασπροδόντη χρειαζόταν μια επανάσταση. Έπρεπε να αγνοήσει τις προτροπές και τις παρορμήσεις του ενστίκτου και της λογικής, να αψηφήσει την πείρα, να διαψεύσει την ίδια τη ζωή.

Η ζωή, όπως την είχε γνωρίσει, όχι μόνο δεν είχε θέση γι' αυτό που γινόταν αλλά κι όλα της τα ρεύματα πήγαιναν αντίθετα μ' αυτό που τον παρέσυρε τώρα. Με δυο λόγια, απ' όποια πλευρά κι αν το εξέταζε, έπρεπε να δεχτεί έναν πολύ πιο πλατύ ορίζοντα από εκείνον που δέχτηκε, όταν άφησε με τη θέλησή του την Άγρια Φύση κι έκανε αφέντη του τον Γκρίζο Κάστορα. Εκείνη την εποχή δεν ήταν παρά ένα κουτάβι, άπλαστο, χωρίς σχήμα, έτοιμο να δεχτεί το πλάσιμο που θα του επέβαλλαν οι περιστάσεις. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Οι περιστάσεις τον είχαν πλάσει πολύ καλά. Χάρη σ' αυτές είχε πάρει μορφή και είχε γίνει ο Πολεμιστής Λύκος, ανήμερος και αμείλικτος, ασυγκίνητος και μισητός. Για ν' αλλάξει, έπρεπε να γυρίσει προς τα πίσω τη ροή της ύπαρξής του και μάλιστα χωρίς να έχει πια την πλαστικότητα της νιότης· όταν το νήμα του είχε γίνει τραχύ και ροζιασμένο· όταν τα βάσανα τον είχαν κάνει σκληρό σαν πέτρα· όταν το πνεύμα του είχε γίνει αδάμαστο κι όλα τα ένστικτα και οι αξίες του είχαν αποκρυσταλλωθεί σε συγκεκριμένους κανόνες, καχυποψίες, αντιπάθειες κι επιθυμίες.

Αλλά και πάλι, στο νέο τούτο προσανατολισμό, οι ίδιες οι περιστάσεις θα τον ξανάπλαθαν και θα μαλάκωναν καθετί σκληρό μέσα του. Και οι περιστάσεις ήταν ο Weedon Scott. Ο Weedon Scott εισχώρησε στα μύχια της φύσης του Ασπροδόντη και, με την καλοσύνη, άγγιξε τη ζωή που ζούσε ναρκωμένη μέσα του και κόντευε να χαθεί. Και μια έκφραση αυτής της ζωής ήταν η αγάπη. Πήρε τη θέση της συμπάθειας που, μέχρι τότε, ήταν το ισχυρότερο συναίσθημα που ο Ασπροδόντης είχε βιώσει στις σχέσεις του με τους θεούς.

Αλλά τούτη η αγάπη δεν ήρθε μέσα σε μια μέρα. Άρχισε με τη συμπάθεια κι αναπτύχθηκε σιγά σιγά. Ο Ασπροδόντης δεν έφυγε, αν και τον άφησαν λυτό, επειδή συμπάθησε τον καινούριο θεό του. Η ζωή του ήταν σαφώς καλύτερη από κείνη που έζησε στο κλουβί του Όμορφου Smith, άλλωστε ήταν απαραίτητο να έχει κάποιο θεό. Η ανθρώπινη κυριαρχία ήταν φυσική ανάγκη του. Η σφραγίδα της εξάρτησης από τον άνθρωπο τον σημάδεψε πολύ νωρίς, όταν γύρισε την πλάτη στην Άγρια Φύση και σύρθηκε στα πόδια του Γκρίζου Κάστορα, για να δεχτεί τον αναμενόμενο ξυλοδαρμό. Η ίδια σφραγίδα τον ξανασημάδεψε, και ανεξίτηλα, στη δεύτερη επιστροφή του από την Άγρια Φύση, όταν τέλειωσε η μακρόχρονη πείνα και ξαναβρήκε ψάρι στο χωριό του Γκρίζου Κάστορα.

Έτσι, επειδή χρειαζόταν ένα θεό κι επειδή προτιμούσε τον Weedon Scott από τον Όμορφο

Page 100: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Smith, ο Ασπροδόντης έμεινε. Σε ένδειξη υποταγής, ανέλαβε να περιφρουρεί την ιδιοκτησία του αφέντη του. Τριγύριζε κοντά στην καλύβα, όταν κοιμούνταν τα σκυλιά του ελκήθρου, κι αντιμετώπισε το μπαστούνι του πρώτου νυχτερινού επισκέπτη, ώσπου έσπευσε να τον σώσει ο Weedon Scott. Γρήγορα όμως ο Ασπροδόντης έμαθε να ξεχωρίζει τους κλέφτες από τους έντιμους ανθρώπους, να κρίνει σωστά τη μορφή του βήματος και της συμπεριφοράς. Εκείνον που προχωρούσε με βήμα σταθερό και κατευθείαν προς την πόρτα της καλύβας, τον άφηνε ήσυχο —χωρίς να τον αφήνει όμως από τα μάτια του, ώσπου ν' ανοίξει η πόρτα και να τον δεχτεί ο αφέντης του. Αυτόν που τριγύριζε όμως αθόρυβα, με ελιγμούς και κλεφτές ματιές, για να περάσει απαρατήρητος, σ' αυτόν ο Ασπροδόντης δε χαριζόταν. Και τον ανάγκαζε να απομακρυνθεί βιαστικά, όπως όπως.

Ο Weedon Scott είχε τάξει στον εαυτό του ν' αποζημιώσει τον Ασπροδόντη —ή μάλλον να τιμωρήσει την ανθρωπότητα για το κακό που είχε κάνει στον Ασπροδόντη. Ήταν ζήτημα αρχών και συνείδησης. Ένιωθε ότι το κακό που του είχαν κάνει οι άνθρωποι ήταν χρέος που έπρεπε να εξοφληθεί. Έτσι φάνηκε εξαιρετικά καλός στον Πολεμιστή Λύκο. Κάθε μέρα, δεν παρέλειπε να τον καλοπιάνει και να τον κανακεύει.

Καχύποπτος και εχθρικός στην αρχή, ο Ασπροδόντης άρχισε να ευχαριστιέται με τα καλοπιάσματα. Ένα πράγμα όμως δεν ξεπέρασε ποτέ: το γρύλισμα. Και γρύλιζε, από τη στιγμή που άρχιζε το κανάκεμα ως τη στιγμή που τέλειωνε. Ήταν όμως γρύλισμα με καινούριο τόνο. Για τον ξένο δεν υπήρχε διαφορά και για τον ξένο ένα τέτοιο γρύλισμα ήταν επίδειξη αρχέγονης αγριάδας που τέντωνε τα νεύρα και πάγωνε το αίμα. Όμως οι χορδές του λαιμού του Ασπροδόντη είχαν σκληρύνει από το πρώτο σκούξιμο της οργής στα μικράτα του και δεν μπορούσαν να εκφράσουν τρυφερά την τρυφερότητα που ένιωθε. Ωστόσο η ακοή όσο και τα αισθήματα του Weedon Scott είχαν αρκετή ευαισθησία, ώστε να πιάσουν την αμυδρή χροιά της ευχαρίστησης, που μόνο αυτός μπορούσε να διακρίνει.

Όσο περνούσαν οι μέρες, η εξέλιξη της συμπάθειας σε αγάπη γινόταν με πιο γοργό ρυθμό. Άρχισε να το καταλαβαίνει κι ο ίδιος ο Ασπροδόντης, αν και δεν ήξερε τι σημαίνει αγάπη. Την ένιωθε σαν ένα κενό στην ύπαρξή του —κάτι σαν δίψα, σαν πόνο, σαν λαχτάρα που απαιτούσε πλήρωση. Ήταν πόνος κι ανησυχία και την ανακούφιζε μόνο το άγγιγμα, μόνο η παρουσία του καινούριου θεού. Σε τέτοιες στιγμές η αγάπη ήταν χαρά, μια άγρια, συναρπαστική ικανοποίηση. Όταν όμως ήταν μακριά από το θεό του, ξαναγύριζαν ο πόνος κι η ανησυχία. Άνοιγε πάλι το κενό και τον κατάπινε σαν άβυσσος, ενώ τον έκαιγε ασταμάτητα η δίψα.

Ο Ασπροδόντης ανακάλυπτε τον εαυτό του. Παρά την ωριμότητα της ηλικίας του και την ανήμερη αγριάδα του πηλού που τον αποτελούσε, ανοιγόταν η φύση του. Μέσα του μάχονταν αλλόκοτα συναισθήματα και πρωτόγνωρες παρορμήσεις. Άλλαζε ο παλιός κώδικας συμπεριφοράς του. Στο παρελθόν τού άρεσε η άνεση κι η ανακούφιση από τον πόνο, δεν του άρεσαν τα στριμώγματα και ο πόνος, κι ανάλογα είχε προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Με το καινούριο συναίσθημα, συχνά επέλεγε τα στριμώγματα και τον πόνο για χάρη του θεού του. Έτσι, νωρίς το πρωί, αντί να περιφέρεται και ν' αλωνίζει ή να ξεκουράζεται σε κάποιο υπόστεγο, περίμενε ώρες ολόκληρες στο κατηφορικό δρομάκι της καλύβας έστω και για μια ματιά του αφέντη του. Τη νύχτα, όταν γύριζε στο σπίτι ο θεός, ο Ασπροδόντης άφηνε το ζεστό κρεβάτι που είχε σκάψει στο χιόνι, για να δεχτεί ένα απαλό χάδι ή μια γλυκιά κουβέντα. Θα θυσίαζε και το κρέας, ακόμα και το κρέας, για να βρεθεί με το θεό του, για ένα χάδι ή για να τον συντροφέψει στην πόλη.

Η συμπάθεια είχε δώσει τη θέση στην αγάπη. Και η αγάπη ήταν αυτό που έφτασε στα βάθη της ψυχής του, εκεί που δεν έφτασε ποτέ η συμπάθεια. Και μέσα από κείνα τα βάθη είχε αναδυθεί κάτι καινούριο: η αγάπη. Και ο Ασπροδόντης ανταπέδωσε αυτό που του έδωσαν. Αυτός ήταν θεός, ένας θεός της αγάπης, ένας θεός ζεστός, όλο λάμψη, που στο φως του

Page 101: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

άνοιξε ο Ασπροδόντης, όπως ανοίγει το λουλούδι τα πέταλά του στο φως του ήλιου.

Όμως ο Ασπροδόντης δεν ήταν εκδηλωτικός. Ήταν πολύ «γέρος», πολύ σκληρά πλασμένος, για να εκφραστεί με καινούριους τρόπους. Ήταν πολύ κυριευμένος από τον εαυτό του, πολύ βαθιά ριζωμένος στην απομόνωσή του. Για πολύ καιρό, είχε ζήσει σιωπηλός, απόμακρος και σκυθρωπός. Δεν είχε ποτέ γαβγίσει στη ζωή του και δεν μπορούσε να μάθει τώρα να γαβγίζει, για να καλωσορίσει το θεό του, όταν πλησίαζε. Έτσι δεν εκδήλωσε ποτέ με υπερβολικό και ανόητο τρόπο την αγάπη του. Δεν έτρεχε ποτέ να προϋπαντήσει το θεό του. Περίμενε σε απόσταση, αλλά περίμενε πάντα, ήταν πάντα εκεί. Η αγάπη του πήρε τη μορφή της λατρείας, της σιωπηλής, άφατης λατρείας. Εκδήλωνε την αγάπη του μόνο με το σταθερό του βλέμμα που ακολουθούσε αδιάλειπτα κάθε κίνηση του θεού του. Επίσης, καμιά φορά, όταν ο θεός του τον κοίταζε και του μιλούσε, ο Ασπροδόντης έδειχνε κάτι σαν αμηχανία, επειδή μέσα του πάλευαν η αγάπη και η φυσική του αδυναμία να την εκδηλώσει.

Προσαρμόστηκε με πολλούς τρόπους στη νέα του ζωή. Του επέστησαν την προσοχή στο ότι έπρεπε να αφήνει ήσυχα τα σκυλιά του αφέντη του. Ωστόσο επιβλήθηκε η κυριαρχική φύση του και χρειάστηκε να τα εξαναγκάσει πρώτα σε παραδοχή της ανωτερότητας και της κυριαρχίας του. Όταν το κατάφερε, δεν είχε προβλήματα μαζί τους. Τα σκυλιά τού παραχωρούσαν το προβάδισμα, όταν πηγαινοερχόταν ή περιφερόταν ανάμεσά τους. Και όταν εκδήλωνε τη θέλησή του, τα σκυλιά υπάκουαν.

Με τον ίδιο τρόπο έφτασε ν' ανέχεται και τον Matt —σαν ιδιοκτησία του αφέντη του. Ο αφέντης σπάνια τον τάιζε· αυτό ήταν δουλειά του Ματ· όμως ο Ασπροδόντης συμπέρανε ότι, μέσω του Matt, τον τάιζε ο αφέντης του. Ο Matt ήταν που προσπάθησε να τον ζέψει στο έλκηθρο μαζί με τα άλλα σκυλιά. Όμως ο Matt απέτυχε. Μόνον όταν του πέρασε τα χάμουρα ο Weedon Scott, ο Ασπροδόντης κατάλαβε ότι ήταν θέλημα του αφέντη του να δουλέψει και υπάκουσε.

Τα έλκηθρα του Klondike ήταν διαφορετικά από τα έλκηθρα του Mackenzie, επειδή είχαν ρόδες. Και διαφορετικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο οδηγούσαν τα ζώα. Τούτη η ομάδα δε σχημάτιζε βεντάλια. Τα σκυλιά έτρεχαν σε μια σειρά, το ένα πίσω από το άλλο. Και στο Klondike, ο αρχηγός ήταν πραγματικός αρχηγός. Αρχηγός ήταν ο πιο συνετός κι ο πιο δυνατός σκύλος και σ' αυτόν υπάκουε κι αυτόν φοβόταν η ομάδα. Ήταν αναπόφευκτο να κερδίσει γρήγορα τη θέση ο Ασπροδόντης. Δε θα τον ικανοποιούσε τίποτα λιγότερο, όπως κατάλαβε ο Matt μετά από μεγάλο σαματά και πολλά προβλήματα. Ο Ασπροδόντης διάλεξε μόνος του το πόστο για τον εαυτό του και ο Matt υποστήριξε τη θέση του σε έντονη γλώσσα, όταν έγινε το πείραμα. Παρ' όλο που δούλευε όμως στο έλκηθρο την ημέρα, ο Ασπροδόντης δεν παρέλειπε να φρουρεί τα υπάρχοντα του αφέντη του τη νύχτα. Έτσι ξαγρυπνούσε κι επαγρυπνούσε συνεχώς κι έγινε ο πιο πολύτιμος κι ο πιο πιστός απ' όλα τα σκυλιά.

«Με όλο το θάρρος, αφεντικό», είπε μια μέρα ο Matt, «παραδέχομαι ότι το σκυλί άξιζε πέρα για πέρα τα λεφτά του. Δεν του 'σπασες μόνο τα μούτρα του Smith, του την έφερες κιόλας».

Στα γκρίζα μάτια του Weedon Scott άστραψε μια λάμψη θυμού, καθώς μουρμούριζε πνιχτά: «Το κτήνος!»

Στα τέλη της άνοιξης, ο Ασπροδόντης έπαθε μεγάλο κακό.

Εξαφανίστηκε τελείως απροειδοποίητα ο αφέντης της αγάπης. Προειδοποίηση υπήρξε, αλλά ο Ασπροδόντης ήταν αμάθητος σε τέτοια πράγματα και δεν κατάλαβε τι σημαίνει ταξιδιωτικός σάκος. Αργότερα θυμήθηκε ότι ο σάκος προηγήθηκε της εξαφάνισης του αφέντη. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν υποψιάστηκε τίποτα. Εκείνη τη νύχτα, τον περίμενε να γυρίσει. Τα μεσάνυχτα φύσηξε παγερός άνεμος και τον έστειλε να κουρνιάσει στο υπόστεγο της καλύβας. Ύστερα λαγοκοιμήθηκε, με τα αυτιά να περιμένουν το πρώτο γνώριμο πάτημα.

Page 102: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Στις δύο το πρωί όμως, η αγωνία τον ξανάστειλε στην απότομη κατηφοριά, όπου κούρνιασε και περίμενε.

Όμως αφέντης δε φάνηκε. Το πρωί άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο Matt. Ο Ασπροδόντης τον κοίταξε με καημό. Δεν είχε κοινή γλώσσα για να ρωτήσει αυτό που ήθελε να μάθει. Μέρες ήρθαν, μέρες έφυγαν, αλλά πουθενά ο αφέντης. Ο Ασπροδόντης, που δεν ήξερε τι σημαίνει αρρώστια, αρρώστησε και ο Matt αναγκάστηκε να τον φέρει μέσα στην καλύβα. Και όταν έγραψε στον εργοδότη του, αφιέρωσε το υστερόγραφο στον Ασπροδόντη.

Όταν ο Weedon Scott διάβασε το γράμμα στο Circle City, βρέθηκε μπροστά στο εξής.

«Ο αναθεματισμένος ο λύκος δε βάζει μπουκιά στο στόμα του. Κοντεύει να στραγγίξει. Αφήνει τα σκυλιά να του ρίχνονται. Θέλει να μάθει τι απέγινες και δεν ξέρω πώς να του το πω. Μπορεί και να ψοφήσει».

Ακριβώς όπως τα έγραψε ο Matt. Ο Ασπροδόντης σταμάτησε να τρώει, έχασε τη διάθεσή του κι άφηνε τα σκυλιά να τον βασανίζουν. Στην καλύβα, ξάπλωνε κοντά στη στόφα, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον ούτε για φαγητό ούτε για τον Matt ούτε για τη ζωή. Ο Matt πότε βλαστημούσε, πότε του μιλούσε τρυφερά, αλλά τον Ασπροδόντη δεν τον ένοιαζε. Του έριχνε ένα μελαγχολικό βλέμμα και ακουμπούσε πάλι το κεφάλι πάνω στις πατούσες του.

Και τότε, μια νύχτα που ο Matt διάβαζε κάτι και μουρμούριζε μοναχός του, τον ξάφνιασε ένα μακρόσυρτο κλαψούρισμα. Ο Ασπροδόντης είχε στηθεί στα πόδια του, είχε τεντώσει τα αυτιά του προς την πόρτα κι αφουγκραζόταν επίμονα. Την άλλη στιγμή, ο Matt άκουσε πατήματα. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Weedon Scott. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν χειραψία. Ύστερα ο Scott έριξε μια ματιά στο δωμάτιο.

«Πού είναι ο λύκος;» ρώτησε.

Τότε τον είδε να στέκει κοντά στη στόφα, εκεί που συνήθιζε να ξαπλώνει. Δεν είχε ορμήσει επάνω του, όπως θα έκανε ένα σκυλί. Έστεκε, παρακολουθούσε και περίμενε.

«Κύριε των Δυνάμεων!» αναφώνησε ο Matt. «Κοίτα πώς κουνάει την ουρά του!»

Ο Weedon Scott διέσχισε το μισό δωμάτιο, προς τον Ασπροδόντη, ενώ ταυτόχρονα τον φώναζε. Ο Ασπροδόντης πλησίασε, όχι με πηδήματα, γρήγορα ωστόσο. Όσο πλησίαζε, υποχώρησε η αμηχανία του και τα μάτια του πήραν παράξενη έκφραση. Κάτι, ένα απέραντο συναίσθημα, φάνηκε στο βλέμμα του κι άστραψε σαν λάμψη.

«Δε με κοίταξε ποτέ έτσι όσο έλειπες», παρατήρησε ο Matt.

Ο Weedon Scott δεν άκουσε. Είχε καθίσει ανακούρκουδα, με το πρόσωπο κοντά στο μουσούδι του Ασπροδόντη, και τον χάιδευε, του έτριβε τις ρίζες των αυτιών, το σβέρκο μέχρι τους ώμους, του χτυπούσε χαϊδευτικά τη σπονδυλική στήλη με τις κλειδώσεις των δαχτύλων του. Κι ο Ασπροδόντης απαντούσε με γρυλίσματα, με τη διαφορετική χροιά του γρυλίσματος πιο έντονη παρά ποτέ.

Αλλά δεν ήταν αυτό μόνο. Η χαρά, η απέραντη αγάπη μέσα του, που ανάβλυσε και πάλεψε για να εκδηλωθεί, βρήκε τελικά τον τρόπο της έκφρασής της. Ξάφνου ο Ασπροδόντης τίναξε το κεφάλι μπροστά και φώλιασε το μουσούδι ανάμεσα στα χέρια και το κορμί του αφέντη του. Κι εκεί, τελείως κρυμμένος εκτός από τα αυτιά του, έπαψε να γρυλίζει κι άρχισε να τρίβεται και να γουργουρίζει.

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν. Τα μάτια του Scott έλαμπαν.

Page 103: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Μανούλα μου!» αναφώνησε με δέος ο Matt.

Την άλλη στιγμή, όταν συνήλθε, είπε: «Εγώ πάντα το έλεγα ότι είναι σκύλος. Κοίτα τον!»

Μετά την επιστροφή του αφέντη, ο Ασπροδόντης έγιανε γοργά. Έμεινε στην καλύβα δυο νύχτες και μια μέρα. Ύστερα εξόρμησε πάλι. Τα σκυλιά του ελκήθρου είχαν ξεχάσει τις ανδραγαθίες του. Θυμούνταν μόνο το τέλος, δηλαδή την αδυναμία και την αρρώστια του. Μόλις τον είδαν να βγαίνει από την καλύβα, του ρίχτηκαν.

«Δώσ' τους να καταλάβουν, λύκε», τον παρότρυνε με αγαλλίαση ο Matt. «Δώσ' τους να καταλάβουν».

Ο Ασπροδόντης δε χρειαζόταν προτροπές. Του αρκούσε η επιστροφή του αγαπημένου αφέντη. Η ζωή ξεχείλιζε πάλι από μέσα του, υπέροχη και αδάμαστη. Πάλεψε από καθαρή χαρά, επειδή έτσι μπορούσε να εκφράσει αυτό που ένιωθε και που διαφορετικά δεν μπορούσε να εκφραστεί. Δε γινόταν διαφορετικά. Η αγέλη διαλύθηκε σε άτακτη υποχώρηση και, μόνο αφού νύχτωσε, ξαναγύρισαν σαν κλέφτες τα σκυλιά, ένα ένα, για να δηλώσουν άλλη μια φορά την υποταγή τους στον Ασπροδόντη.

Τώρα που έμαθε να τρίβεται, ο Ασπροδόντης άρχισε να τρίβεται συχνά. Και ήταν η τελευταία του λέξη. Παραπέρα δεν μπορούσε να πάει. Κάτι άλλο που πρόσεχε πάντα ιδιαίτερα ήταν το κεφάλι του. Ανέκαθεν δεν του άρεσε να του το αγγίζουν. Μιλούσε μέσα του η Αγρια Φύση, ο φόβος του πόνου και της παγίδας, που ξυπνούσε μέσα του την πανικόβλητη παρόρμηση να αποφεύγει τις επαφές. Η φύση του πρόσταζε να μένει ελεύθερο το κεφάλι. Και τώρα, με τον αφέντη της αγάπης, το τρίψιμο ήταν ηθελημένη ενέργεια εκ μέρους του να φέρει τον εαυτό του σε στάση απελπισίας και ανημπόριας. Ήταν μια έκφραση απόλυτης εμπιστοσύνης, απόλυτης υποταγής, σαν να έλεγε: «Αφήνομαι στα χέρια σου. Κάνε με ό,τι θέλεις».

Μια νύχτα, όχι πολύ μετά την επιστροφή, ο Scott και ο Matt κάθισαν να παίξουν χαρτιά πριν κοιμηθούν. «Πενήντα δύο, πενήντα τέσσερα...» μετρούσε ο Matt, όταν ακούστηκε κραυγή ακολουθούμενη από γρύλισμα. Κοιτάχτηκαν και πετάχτηκαν όρθιοι.

«Σε κάποιον όρμησε ο λύκος», είπε ο Matt.

Τους απάντησε ένα άγριο ξεφωνητό φόβου και αγωνίας. «Φέρε ένα φως!» φώναξε ο Scott και όρμησε έξω.

Ο Matt ακολούθησε με τη λάμπα. Στο φως της, είδαν έναν άντρα ξαπλωμένο ανάσκελα στο χιόνι. Είχε διπλώσει τα μπράτσα πάνω στο πρόσωπο και το λαιμό του, για να προστατευτεί από τα δόντια του Ασπροδόντη. Και το χρειαζόταν. Ο Ασπροδόντης έκανε σαν μανιασμένος κι είχε εξαπολύσει την επίθεση στο πιο ευαίσθητο σημείο. Από τους ώμους μέχρι τους καρπούς των σταυρωμένων μπράτσων, τα μανίκια του γαλάζιου πουκάμισου και της φανέλας είχαν γίνει κομμάτια, ενώ τα ίδια τα χέρια ήταν κομματιασμένα κι έτρεχαν αίμα.

Όλα τούτα οι δυο άντρες τα είδαν την πρώτη στιγμή. Την επόμενη, ο Weedon Scott άρπαζε τον Ασπροδόντη από το λαιμό και τον έσερνε μακριά. Ο Ασπροδόντης πάλευε και γρύλιζε, αλλά δεν επιχείρησε να δαγκώσει και δεν άργησε να ησυχάσει μετά από μια κοφτή μιλιά του αφέντη του.

Ο Matt βοήθησε τον άντρα να σηκωθεί. Εκείνος έλυσε τα σταυρωμένα μπράτσα του και φάνηκε το κτηνώδες πρόσωπο του Όμορφου Smith. Ο Matt τον άφησε απότομα, σαν να είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Ο Όμορφος Smith τρεμόπαιξε τα μάτια στο φως της λάμπας και τον κοίταξε. Είδε και τον Ασπροδόντη και τον πλημμύρισε τρόμος.

Την ίδια στιγμή ο Matt παρατηρούσε δυο πράγματα πεσμένα στο χιόνι. Έφεξε με τη λάμπα κι

Page 104: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

έδειξε με τη μύτη του ποδιού, για να τα δει και ο εργοδότης του: μια ατσάλινη αλυσίδα σκύλου κι ένα κοντόχοντρο μπαστούνι.

Ο Weedon Scott είδε και έγνεψε. Δεν ειπώθηκε ούτε λέξη. Ο Matt ακούμπησε την παλάμη στον ώμο του Όμορφου Smith και τον γύρισε επιτόπου. Δε χρειάστηκαν λόγια. Ο Όμορφος Smith πήρε αμέσως δρόμο.

Στο μεταξύ ο αφέντης της αγάπης χάιδευε τον Ασπροδόντη και του μιλούσε.

«Προσπάθησε να σε κλέψει, ε; Κι εσύ δεν ήθελες! Είδες τι λάθος πήγε να κάνει ο άνθρωπος;»

«Θα νόμισε ότι του ρίχτηκαν χίλιοι διαβόλοι», χαχάνισε ο Matt.

Ο Ασπροδόντης, ανάστατος ακόμα και με την τρίχα ορθωμένη, γρύλισε και ξαναγρύλισε, ώσπου κάθισε σιγά σιγά η τρίχα του, ενώ άλλαζε σιγά σιγά τόνο και το γρύλισμά του.

Page 105: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

Page 106: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Το μακρύ ταξίδι

Πλανιόταν στον αέρα. Ο Ασπροδόντης ένιωσε την επικείμενη συμφορά, πριν ακόμα φανεί. Με τρόπο αόριστο, διαισθάνθηκε την αλλαγή. Δεν ήξερε το πώς ούτε το γιατί, ωστόσο κατάλαβε τι θα συνέβαινε από τη συμπεριφορά των ίδιων των θεών. Με τρόπο αόριστο, που δεν κατάλαβαν ούτε οι ίδιοι, οι άνθρωποι πρόδωσαν στις προθέσεις τους στο λυκόσκυλο που τριγύριζε στην κατηφοριά της καλύβας. Και, παρ' όλο που δεν μπήκε καθόλου μέσα στην καλύβα, κατάλαβε τι είχαν μέσα στο μυαλό τους.

«Για άκου αυτό!» αναφώνησε μια βραδιά στο δείπνο ο Matt.

Ο Weedon Scott αφουγκράστηκε. Από την πόρτα έμπαινε ένα αχνό κλαψούρισμα αγωνίας, σαν λυγμός, μέσα από μια ανάσα που μόλις ακουγόταν. Ύστερα ήρθε το ρουθούνισμα, όταν ο Ασπροδόντης βεβαιώθηκε ότι ο θεός του ήταν ακόμα μέσα κι ότι δεν είχε φύγει πάλι για κάποιο μυστηριώδες και μοναχικό ταξίδι.

«Μου φαίνεται ότι σου κόλλησε για τα καλά τούτος ο λύκος», είπε ο Matt.

Ο Weedon Scott κοίταξε το σύντροφό του σχεδόν με απόγνωση, που όμως διέψευδαν τα λόγια του.

«Τι διάβολο θα τον κάνω το λύκο στην Καλιφόρνια;» ρώτησε.

«Αυτό λέω κι εγώ. Τι διάβολο θα τον κάνεις το λύκο στην Καλιφόρνια;»

Αλλά αυτό δεν ικανοποίησε τον Weedon Scott. Ο άλλος φαινόταν να τον κρίνει με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο.

«Δεν έχουν καμιά ελπίδα μαζί του τα σκυλιά των λευκών», συνέχισε ο Scott. «Θα τα ξεκάνει με την πρώτη. Κι αν δε με χρεοκοπήσει με τις μηνύσεις, θα τον πάρουν οι αρχές και θα τον θανατώσουν».

«Απ' ό,τι κατάλαβα, είναι γεννημένος φονιάς», σχολίασε ο Matt.

Ο Weedon Scott τον κοίταξε με καχυποψία.

«Δε γίνεται», είπε αποφασιστικά.

«Δε γίνεται», επικρότησε ο Matt. «Θα χρειαζόσουν άνθρωπο ειδικά για να τον προσέχει».

Η καχυποψία του Scott διαλύθηκε. Έγνεψε πρόσχαρα. Στη σιωπή που ακολούθησε, το αργόσυρτο κλαψούρισμα συνέχισε να ακούγεται συνοδευόμενο πάντα από το ερωτηματικό ρουθούνισμα.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε λατρεύει», είπε ο Matt.

Ο άλλος τον κοίταξε, ξάφνου οργισμένος. «Να πάρει ο διάβολος, άνθρωπέ μου! Ξέρω τι λέω κι αυτό μόνο μετράει».

«Συμφωνώ μαζί σου, μόνο που...»

«Μόνο που;» πέταξε ο Scott.

«Μόνο που...» άρχισε αργά ο Matt, άλλαξε όμως γνώμη και ξέσπασε κι αυτός το θυμό του. «Δεν ήταν ανάγκη να του κάνεις τόσα χάδια. Αν κρίνω από τις πράξεις σου, δε μου φαίνεται

Page 107: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ότι είσαι και τόσο σίγουρος για τα λόγια σου».

Ο Weedon Scott πάλεψε λιγάκι με τον εαυτό του και μετά είπε, πιο μαλακά: «Δίκιο έχεις, Matt. Δεν είμαι σίγουρος κι αυτό είναι το πρόβλημα».

Και σε λίγο πρόσθεσε: «Και θα ήταν γελοίο να πάρω μαζί μου αυτό το σκυλί».

«Συμφωνώ μαζί σου», ήταν η απάντηση του Matt, αλλά πάλι δεν ικανοποίησε τον εργοδότη του.

«Εκείνο που με τρελαίνει όμως, αδερφέ μου, είναι πώς κατάλαβε ότι φεύγεις», συνέχισε αθώα ο Matt.

«Δε γίνεται διαφορετικά, Matt», είπε ο Scott κουνώντας το κεφάλι με θλίψη.

Ύστερα ήρθε η μέρα όπου, από την ανοιχτή πόρτα της καλύβας, ο Ασπροδόντης είδε το μοιραίο σάκο στο πάτωμα και τον αφέντη της αγάπης να ρίχνει μέσα πράγματα. Είδε και τα πήγαιν' έλα, είδε ότι στην άλλοτε ήρεμη ατμόσφαιρα της καλύβας πλανιόταν τώρα περίεργη αναστάτωση. Αυτά ήταν αναμφισβήτητα στοιχεία. Ο Ασπροδόντης το είχε ήδη νιώσει. Και τώρα το εξηγούσε. Ο θεός του έφευγε για άλλο ένα ταξίδι. Κι αφού δεν τον πήρε μαζί του στο προηγούμενο, δε θα τον έπαιρνε ούτε σ' αυτό.

Εκείνη τη νύχτα έβγαλε ένα αργόσυρτο λυκίσιο ουρλιαχτό. Όπως ούρλιαξε στα μικράτα του, όταν άφησε πίσω του την Άγρια Φύση για να γυρίσει στο χωριό και να το βρει φευγάτο, με μόνο το σωρό τα σκουπίδια στη θέση της σκηνής του Γκρίζου Κάστορα. Έτσι λοιπόν και τώρα, ύψωσε το μουσούδι προς τ' αστέρια και γρύλισε για να εκφράσει τη θλίψη του.

Μέσα στην καμπίνα, οι δυο άντρες είχαν μόλις ξαπλώσει.

«Πάλι δεν έφαγε», παρατήρησε από το κρεβάτι του ο Matt.

Από το κρεβάτι του Weedon Scott ακούστηκε ένα μουγκρητό και θρόισμα σκεπασμάτων.

«Αν κρίνω απ' ό,τι έκανε την άλλη φορά που έφυγες, μάλλον θα κάνει τα ίδια και θα ψοφήσει».

Τα σκεπάσματα στο άλλο κρεβάτι θρόισαν απότομα.

«Ω, βούλωσ' το λοιπόν!» φώναξε από το σκοτάδι ο Scott. «Κλαψουρίζεις χειρότερα κι από γυναίκα».

«Συμφωνώ μαζί σου», απάντησε ο Matt και ο Weedon Scott δεν κατάλαβε αν ο άλλος τον ειρωνευόταν ή όχι.

Την επομένη, μεγάλωσε η ανησυχία του Ασπροδόντη. Ακολουθούσε κατά πόδας τον αφέντη του, όταν έβγαινε από την καλύβα και δεν ξεκολλούσε από την κατηφοριά, όταν έμπαινε μέσα. Από την ανοιχτή πόρτα, έριχνε κλεφτές ματιές στις αποσκευές. Στο σάκο έκαναν παρέα δυο μεγάλες πάνινες τσάντες κι ένα κιβώτιο. Ο Matt τύλιγε σε μουσαμά τις κουβέρτες του αφέντη και τις γούνες. Ο Ασπροδόντης παρακολουθούσε τη διαδικασία κλαψουρίζοντας.

Αργότερα, έφτασαν δυο Ινδιάνοι. Ο Ασπροδόντης δεν τους άφησε από τα μάτια του όσο φόρτωναν τις αποσκευές στον ώμο και κατηφόριζαν το λόφο μαζί με τον Matt, που μετέφερε τα σκεπάσματα και το σάκο. Όμως ο Ασπροδόντης δεν τους ακολούθησε. Ο αφέντης ήταν ακόμα μέσα στην καμπίνα. Μετά από λίγο, ο Matt ξαναγύρισε. Ο αφέντης ήρθε στην πόρτα και φώναξε μέσα τον Ασπροδόντη.

Page 108: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Καημενούλη μου», είπε τρυφερά τρίβοντας τα αυτιά και χτυπώντας την πλάτη του. «Θα κάνω μακρύ δρόμο, γέρο μου, και δεν μπορείς να 'ρθεις μαζί. Κάνε μου τώρα ένα γρύλισμα —το τελευταίο, το αποχαιρετιστήριο».

Όμως ο Ασπροδόντης αρνήθηκε να γρυλίσει. Αντί γι' αυτό, και μετά από ένα θλιμμένο, ερευνητικό βλέμμα, τρίφτηκε κι έκρυψε το μουσούδι του ανάμεσα στο μπράτσο και το κορμί του αφέντη του.

«Σφύριξε το καράβι!» φώναξε ο Matt. Από το Yukon ακούστηκε το διαπεραστικό σφύριγμα ενός ατμόπλοιου. «Πρέπει να ξεκινήσεις. Κλείδωσε την μπροστινή πόρτα. Εγώ θα βγω από την πίσω. Πάμε!»

Οι δυο πόρτες χτύπησαν ταυτόχρονα και ο Weedon Scott περίμενε τον Matt να κάνει το γύρο της καλύβας. Από μέσα ακούστηκε ένα αργόσυρτο κλαψούρισμα κι ένας λυγμός. Και μετά παρατεταμένα, έντονα ρουθουνίσματα.

«Φρόντιζό τον, Matt», είπε ο Scott καθώς κατηφόριζαν το λόφο. «Και να μου γράψεις πώς τα πάει».

«Ασφαλώς», απάντησε ο Matt. «Αλλά για άκου αυτό εδώ!» Οι δυο άντρες στάθηκαν. Ο Ασπροδόντης γρύλιζε όπως γρυλίζουν τα σκυλιά, όταν πεθαίνει ο αφέντης τους. Και η φωνή του ξεκινούσε από σιγανό μοιρολόι, για να κορυφωθεί και ν' ατονήσει στη συνέχεια σε τρεμουλιαστό κλαψούρισμα και να ξαναρχίσει από την αρχή.

Το Aurora ήταν το πρώτο ατμόπλοιο της χρονιάς για την ύπαιθρο και το κατάστρωμα ήταν γεμάτο από πλούσιους τυχοδιώκτες και χρεοκοπημένους χρυσοθήρες. Και όλοι δεν έβλεπαν την ώρα να φύγουν από κει, όπως δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν εκεί, όταν πρωτόρθαν. Δίπλα στη σανιδόσκαλα, ο Scott αντάλλασσε χειραψία με τον Matt, που ετοιμαζόταν να ξαναβγεί στην όχθη. Όμως το χέρι του Matt έμεινε ακίνητο μέσα στου άλλου, καθώς το βλέμμα του καρφώθηκε σε κάποιο σημείο πίσω από τον Scott. Ο Scott στράφηκε να δει. Καθισμένος στο κατάστρωμα, κάμποσα μέτρα πιο πέρα και με βλέμμα γεμάτο καημό, ήταν ο Ασπροδόντης.

Ο Matt βλαστήμησε χαμηλόφωνα αλλά χοντρά. Ο Scott απόμεινε να κοιτάζει απορημένος.

«Κλείδωσες την μπροστινή πόρτα;» ρώτησε ο Matt.

Ο άλλος έγνεψε καταφατικά και αντιρώτησε: «Εσύ κλείδωσες την πίσω;»

«Ασφαλώς και την κλείδωσα», ήρθε η κοφτή απάντηση.

Ο Ασπροδόντης ίσιωσε τα αυτιά του φιλοφρονητικά, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να πλησιάσει.

«Θα τον πάρω έξω μαζί μου».

Ο Matt έκανε δυο βήματα προς τον Ασπροδόντη, ο τελευταίος όμως του ξεγλίστρησε. Ο Matt τον κυνήγησε, αλλά ο Ασπροδόντης κρύφτηκε στα πόδια μιας παρέας επιβατών. Σκυφτός, με στροφές και ελιγμούς, διέσχισε όλο το κατάστρωμα, ξεφεύγοντας από το διώκτη του.

Όταν όμως μίλησε ο αφέντης της αγάπης, ο Ασπροδόντης τον πλησίασε υπάκουα.

«Δε θέλει το χέρι που τον τάιζε τόσους μήνες», μουρμούρισε απογοητευμένος ο Matt. «Εσύ δεν τον ξανατάισες μετά τις πρώτες μέρες. Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω πώς ξέρει ότι είσαι το αφεντικό».

Page 109: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Ο Scott, που χάιδευε τον Ασπροδόντη, έσκυψε ξαφνικά κι έδειξε κάτι φρέσκα κοψίματα στο μουσούδι του κι ένα σχίσιμο ανάμεσα στα μάτια.

Έσκυψε και ο Matt και ψηλάφισε την κοιλιά του Ασπροδόντη.

«Ξεχάσαμε τα παράθυρα. Είναι όλος κομμένος από κάτω. Πρέπει να πέρασε μέσα από το τζάμι, ανάθεμά τον!»

Όμως ο Weedon Scott δεν άκουγε. Σκεφτόταν πυρετωδώς. Το Aurora σφύριξε για τελευταία φορά. Στη σανιδόσκαλα συνωστίζονταν άνθρωποι που έβγαιναν στην όχθη. Ο Matt έλυσε το μαντίλι από το λαιμό του και πήγε να το δέσει γύρω από τον Ασπροδόντη. Ο Scott άδραξε το χέρι του.

«Γεια σου, Matt, παλιόφιλε. Σχετικά με το λύκο... δε χρειάζεται να μου γράψεις. Βλέπεις, θα...»

«Τι πράγμα;» αναφώνησε ο Matt. «Μη μου πεις ότι...»

«Ακριβώς. Πάρε το μαντίλι σου. Θα σου γράψω εγώ γι' αυτόν».

Ο Matt στάθηκε στα μισά της σανιδόσκαλας.

«Δε θ' αντέξει το κλίμα!» φώναξε. «Εκτός αν τον κουρέψεις γουλί!»

Η σανιδόσκαλα τραβήχτηκε μέσα και το Aurora απομακρύνθηκε από την αποβάθρα. Ο Weedon Scott έγνεψε ένα τελευταίο αντίο. Ύστερα γύρισε κι έσκυψε πάνω από τον Ασπροδόντη που έστεκε στο πλευρό του.

«Έλα λοιπόν, γρύλισε τώρα π' ανάθεμά σε!» είπε καθώς τον χτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι και του έτριβε τα κατεβασμένα αυτιά.

Page 110: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η γη του Νότου

Ο Ασπροδόντης βγήκε από το ατμόπλοιο στο San Francisco. Έμεινε έκθαμβος. Βαθιά μέσα του, πέρα απ' οποιαδήποτε λογική και συνειδητή διαδικασία, είχε συνδέσει τη δύναμη με τη θεότητα. Και ποτέ οι λευκοί δεν του είχαν φανεί τόσο θαυμάσιοι θεοί όσο τώρα, καθώς προχωρούσε στο λασπωμένο πεζοδρόμιο του San Francisco. Αντί για τις ξύλινες καλύβες που ήξερε, έβλεπε τώρα πανύψηλα κτίρια. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κινδύνους —αμάξια, κάρα, αυτοκίνητα· μεγαλόπρεπα άλογα που έσερναν πελώριες άμαξες· και κάτι τερατώδη οχήματα με καλώδια που σφύριζαν και κουδούνιζαν και έσκουζαν απειλητικά σαν τους αγριόγατους που είχε γνωρίσει στα δάση του Βορρά.

Όλα τούτα ήταν εκδηλώσεις δύναμης. Μέσα απ' όλα τούτα, πίσω απ' όλα τούτα, υπήρχε ο άνθρωπος που κυβερνούσε και έλεγχε, για να εκφράσει την κυριαρχία του πάνω στην ύλη. Ήταν κολοσσιαίο, εκπληκτικό. Ο Ασπροδόντης ένιωσε δέος. Τον πλημμύρισε φόβος. Όπως και στα μικράτα του ένιωσε πόσο μικρός και ασήμαντος ήταν όταν έφυγε για πρώτη φορά από την Άγρια Φύση για να πάει στο χωριό, στον Γκρίζο Κάστορα, έτσι και τώρα, που είχε μεγαλώσει και καμάρωνε για τη δύναμή του, πάλι ένιωθε μικρός και ασήμαντος. Κι ήταν τόσοι πολλοί οι θεοί! Ζαλίστηκε από το πλήθος τους. Του πήρε τα αυτιά το βουητό της πόλης. Τον σκότισε η ορμητική και ασταμάτητη κίνηση των πραγμάτων. Όσο ποτέ άλλοτε, ένιωσε την εξάρτηση από τον αφέντη της αγάπης και δεν έφυγε από πλάι του, για να μην τον χάσει ούτε στιγμή από τα μάτια του.

Όμως του έμελλε να πάρει μία εφιαλτική ιδέα από την πόλη — μια εμπειρία που έμοιαζε με κακό όνειρο, εξωπραγματική και φοβερή, που θα στοίχειωνε καιρό τα όνειρά του. Ο αφέντης τον έδεσε με αλυσίδα σε μια γωνιά της σκευοφόρου, ανάμεσα σε σωρούς από μπαούλα και βαλίτσες. Εκεί έκανε κουμάντο ένας γεροδεμένος θεός, που έσερνε από την πόρτα με θόρυβο κιβώτια και κουτιά για να τα ρίξει πάνω στο σωρό ή να τα πετάξει έξω από την πόρτα σε άλλους θεούς που τα περίμεναν.

Κι εκεί, μέσα σε μια κόλαση από πράγματα, ο αφέντης εγκατέλειψε τον Ασπροδόντη. Ή τουλάχιστον ο Ασπροδόντης νόμισε ότι τον εγκατέλειψε, ώσπου οσμίστηκε τις πάνινες αποσκευές του αφέντη και σκαρφάλωσε πάνω τους για να τις φυλάξει.

«Καλά που ήρθες», γρύλισε ο θεός του βαγονιού, μια ώρα αργότερα, όταν φάνηκε στην πόρτα ο Weedon Scott. «Το σκυλί σου δεν αφήνει ούτε να πλησιάσω τα πράγματά σου».

Όταν ο Ασπροδόντης ξεπρόβαλε από το βαγόνι, έμεινε άναυδος. Η εφιαλτική πόλη είχε χαθεί. Το βαγόνι τού είχε φανεί σαν δωμάτιο σπιτιού και, όταν μπήκε μέσα, η πόλη εξαφανίστηκε. Δεν τον ξεκούφαινε πια το βουητό της. Τώρα μπροστά του χαμογελούσε η εξοχή, ηλιόλουστη και νωχελική μέσα στη γαλήνη της. Αλλά δεν κάθισε να εξετάσει βαθύτερα τη μεταμόρφωση. Τη δέχτηκε όπως δεχόταν όλα τα αναπάντεχα κατορθώματα και τις εκδηλώσεις των θεών. Αυτός ήταν ο τρόπος τους.

Τους περίμενε ένα αμάξι. Τον αφέντη πλησίασαν ένας άντρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα αγκάλιασε τον αφέντη από το λαιμό —πράξη εχθρική! Την επόμενη στιγμή ο Weedon Scott ξέφευγε από το αγκάλιασμα και πλησίαζε τον Ασπροδόντη, που είχε μεταμορφωθεί σε μανιασμένο δαίμονα και γρύλιζε.

«Μην ανησυχείς, μητέρα», είπε, ενώ κρατούσε γερά τον Ασπροδόντη και τον καλόπιανε. «Νόμιζε ότι θα μου κάνεις κακό και δεν το ανέχεται. Εντάξει. Μη φοβάσαι. Σύντομα θα σε μάθει».

Page 111: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Και στο μεταξύ θ' αγαπώ το γιο μου, μόνο όταν δε θα είναι μπροστά το σκυλί», γέλασε η γυναίκα, παρ' όλο που είχε χλομιάσει κι έτρεμε από φόβο.

Κοίταξε τον Ασπροδόντη που γρύλιζε, όρθωνε την τρίχα και την κοίταζε μοχθηρά.

«Πρέπει να μάθει και θα μάθει χωρίς καθυστέρηση», είπε ο Scott.

Μίλησε χαμηλόφωνα στον Ασπροδόντη, ώσπου τον ηρέμησε, κι ύστερα η φωνή του έγινε πιο δυνατή.

«Κάτω! Κάτω, είπα!»

Ήταν ένα από τα πράγματα που του είχε διδάξει ο αφέντης και ο Ασπροδόντης υπάκουσε, αν και ξάπλωσε απρόθυμος και σκυθρωπός.

«Τώρα, μητέρα».

Ο Scott της άνοιξε την αγκαλιά του, αλλά χωρίς να πάρει τα μάτια από τον Ασπροδόντη.

«Κάτω!» προειδοποίησε. «Κάτω!»

Με ορθωμένη την τρίχα, ο Ασπροδόντης ξανακούρνιασε στη θέση του και παρακολούθησε την επανάληψη της εχθρικής πράξης. Αλλά δεν είδε να συμβαίνει τίποτα κακό, ούτε από το αγκάλιασμα του άλλου θεού, του ξένου, που ακολούθησε. Ύστερα μετέφεραν τις αποσκευές στην άμαξα, οι παράξενοι θεοί κι ο αφέντης ακολούθησαν και ο Ασπροδόντης ακολούθησε κι αυτός κυνηγώντας από πίσω την άμαξα, κοιτάζοντας προειδοποιητικά τα άλογα, για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δε θα ανεχόταν να πάθει κανένα κακό ο θεός που μετέφεραν με τέτοια ταχύτητα πάνω στη γη.

Μετά από δεκαπέντε λεπτά, η άμαξα έστριψε σε μια πέτρινη πύλη και πέρασε κάτω από μια διπλή αψίδα από καρυδιές. Δεξιά κι αριστερά απλωνόταν γρασίδι κι εδώ κι εκεί ήταν σπαρμένες πανύψηλες βελανιδιές. Λίγο πιο πέρα, σε αντίθεση με το καταπράσινο χρώμα του φρέσκου χορταριού, απλώνονταν χρυσαφιά τα χωράφια και στο βάθος του ορίζοντα οι λόφοι και τα βοσκοτόπια. Στο χαμηλότερο ύψωμα της κοιλάδας ήταν χτισμένο ένα σπίτι με βεράντες και πολλά παράθυρα.

Ο Ασπροδόντης δεν πρόλαβε να καλοδεί όλα τούτα τα πράγματα. Μόλις η άμαξα μπήκε στα λιβάδια, εμφανίστηκε μπροστά του ένα τσοπανόσκυλο, με ανοιχτόχρωμα μάτια, μυτερό μουσούδι και ύφος περιφρονητικό και οργισμένο. Έστεκε μπροστά του και προσπαθούσε να τον αποκόψει από τον αφέντη. Ο Ασπροδόντης δε γρύλισε προειδοποιητικά, αλλά όρθωσε την τρίχα του, καθώς εξαπέλυε την αθόρυβη και θανάσιμη επίθεση. Όμως η επίθεση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Ασπροδόντης έκοψε αδέξια τη φόρα του φρενάροντας απότομα με τσιτωμένα τα μπροστινά πόδια, σχεδόν καθισμένος στα καπούλια, τόση ήταν η επιθυμία του να αποφύγει την επαφή με το σκυλί, στο οποίο ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Ήταν θηλυκό και ο νόμος της φυλής του ύψωνε ανάμεσά τους φράγμα. Αν ορμούσε στη σκύλα, θα ήταν σαν να παραβίαζε το νόμο του ενστίκτου.

Για το τσοπανόσκυλο όμως ήταν διαφορετικά. Αφού ήταν θηλυκό, δεν είχε τέτοιο ένστικτο. Από την άλλη, αφού ήταν τσοπανόσκυλο, ένιωθε έντονο φόβο για την Άγρια Φύση και ιδιαίτερα για το λύκο. Ο Ασπροδόντης ήταν λύκος, ο πανάρχαιος επιδρομέας που παραμόνευε τα κοπάδια, από τον καιρό που βόσκησαν για πρώτη φορά και για πρώτη φορά τα φύλαξε κάποιος δικός του πρόγονος. Έτσι, ενώ ο Ασπροδόντης έκοψε τη φόρα του και φρόντισε να αποφύγει την επαφή, η σκύλα όρμησε εναντίον του. Ο Ασπροδόντης γρύλισε αθέλητα, όταν ένιωσε τα δόντια της στον ώμο του, αλλά δεν επιχείρησε να την πειράξει. Πισωπάτησε, τσίτωσε τα πόδια και προσπάθησε να της ξεφύγει. Πήγε από δω, πήγε από κει,

Page 112: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

έστριψε αλλά μάταια. Η σκύλα τού έκλεινε συνέχεια το δρόμο.

«Εδώ, Collie!» φώναξε ο παράξενος άντρας από την άμαξα.

Ο Weedon Scott γέλασε.

«Δεν πειράζει, πατέρα. Δε βλάπτει λίγη πειθαρχία. Ο Ασπροδόντης έχει να μάθει πολλά και θ' αρχίσει από τώρα. Θα προσαρμοστεί μια χαρά».

Η άμαξα συνέχισε να προχωρεί, όμως κι η Collie συνέχισε να κλείνει το δρόμο στον Ασπροδόντη. Αυτός προσπάθησε να την ξεπεράσει βγαίνοντας από το δρόμο και κάνοντας το γύρο του λιβαδιού. Η σκύλα όμως διέγραψε εσωτερικό, μικρότερο κύκλο και βρέθηκε πάλι μπροστά του, δείχνοντας τις δυο σειρές τα αστραφτερά δόντια της. Ο Ασπροδόντης έκανε πίσω, διέσχισε το δρόμο ως το απέναντι λιβάδι, αλλά και πάλι τον πρόλαβε η σκύλα.

Η άμαξα έπαιρνε μακριά τον αφέντη. Ο Ασπροδόντης την είδε να εξαφανίζεται μέσα στα δέντρα. Η κατάσταση γινόταν απελπιστική. Επιχείρησε να κάνει άλλο κύκλο. Η σκύλα τον ακολούθησε, τρέχοντας με φούρια. Και τότε, ξαφνικά, ο Ασπροδόντης γύρισε και τη χτύπησε ώμο με ώμο, εφαρμόζοντας το παλιό του κόλπο. Την αναποδογύρισε και όχι μόνο. Ήταν τόση η φούρια της, ώστε άρχισε να κάνει τούμπες και, στην προσπάθειά της να σταματήσει, γάντζωνε τα νύχια στο χαλίκι κι έσκουζε, τόσο για τη χαμένη της περηφάνια όσο κι από αγανάκτηση.

Ο Ασπροδόντης δεν περίμενε. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός κι αυτό ήθελε μόνο. Η σκύλα τον πήρε στο κατόπι, χωρίς να σταματήσει τις σκουξιές. Τώρα άρχιζε το πραγματικό τρέξιμο κι ο Ασπροδόντης είχε πολλά να της δείξει. Η σκύλα έτρεχε μανιασμένα, υστερικά, βάζοντας όλα της τα δυνατά και πηδώντας όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ο Ασπροδόντης όμως της ξεγλιστρούσε επιδέξια, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, γλιστρώντας σαν φάντασμα πάνω στο γρασίδι.

Καθώς έκανε το γύρο του σπιτιού, συνάντησε την άμαξα. Είχε σταματήσει και ο αφέντης κατέβαινε. Εκείνη τη στιγμή, τρέχοντας ακόμα με όλη του τη φόρα, ο Ασπροδόντης αντιλήφθηκε επίθεση από τα πλευρά. Ένα κυνηγόσκυλο. Ο Ασπροδόντης επιχείρησε να το δει κατά μέτωπο. Όμως έτρεχε πολύ γρήγορα και το κυνηγόσκυλο ήταν πολύ κοντά. Τον χτύπησε στο πλευρό και ήταν τόση η φόρα και το ξάφνιασμα, ώστε ο Ασπροδόντης έπεσε στο έδαφος και κύλησε σαν μπάλα. Βγήκε από το μπέρδεμα τσαντισμένος, με τα αυτιά πατικωμένα, τα χείλη τραβηγμένα, ρουθουνίζοντας και με τα δόντια του να κροταλίζουν στο κενό, αφού παραλίγο να καρφωθούν στο μαλακό λαιμό του κυνηγόσκυλου.

Ο αφέντης έτρεχε, αλλά βρισκόταν πολύ μακριά. Και τη ζωή του κυνηγόσκυλου την έσωσε η Collie. Πριν ελιχθεί ο Ασπροδόντης και δώσει το μοιραίο χτύπημα, τη στιγμή ακριβώς που ελισσόταν, κατέφθασε η Collie. Ταπεινωμένη από την ήττα στο τρέξιμο και τους ελιγμούς, έπεσε σαν κυκλώνας —με πληγωμένη αξιοπρέπεια, έξαλλη από οργή και με το αρχέγονο ένστικτο ενάντια στον επιδρομέα της Άγριας Φύσης. Αναχαίτισε την επίθεση του Ασπροδόντη και τον έστειλε να κυλιστεί ανάσκελα στο έδαφος.

Την επόμενη στιγμή κατέφθανε ο αφέντης. Άρπαξε με το ένα χέρι τον Ασπροδόντη, ενώ ο πατέρας φώναζε τα σκυλιά.

«Καθόλου θερμή υποδοχή για ένα μοναχικό λύκο της Αρκτικής», είπε ο αφέντης, ενώ ο Ασπροδόντης γαλήνευε με το απαλό χάδι του. «Σ' όλη του τη ζωή μόνο μια φορά τον έχουν αναποδογυρίσει και τώρα το παθαίνει δυο φορές μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα».

Η άμαξα είχε φύγει κι από το σπίτι έβγαιναν κι άλλοι παράξενοι θεοί. Ορισμένοι στάθηκαν με σεβασμό μακριά· δυο απ' αυτούς όμως, γυναίκες, επανέλαβαν την εχθρική πράξη τού ν'

Page 113: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

αγκαλιάσουν από το λαιμό τον αφέντη. Όμως ο Ασπροδόντης είχε αρχίσει να ανέχεται τούτη την πράξη. Δεν έβλαπτε σε τίποτα, ενώ οι θόρυβοι που έκαναν οι θεοί δεν του φάνηκαν απειλητικοί. Οι θεοί αποτόλμησαν χειρονομίες και στον Ασπροδόντη, αυτός όμως τους προειδοποίησε με ένα γρύλισμα. Το ίδιο έκανε και ο αφέντης με τα λόγια. Ο Ασπροδόντης πλησίασε τα πόδια του αφέντη και ανταμείφθηκε με καθησυχαστικά χτυπηματάκια στο κεφάλι.

Μετά από ένα πρόσταγμα, «Κάτω, Dick!» το κυνηγόσκυλο ανέβηκε τα σκαλοπάτια και ξάπλωσε σε μια μεριά της βεράντας, μουγκρίζοντας και κοιτώντας βλοσυρό τον παρείσακτο. Την Collie ανέλαβε μια από τις γυναίκες θεούς, αφού τη χάιδεψε στο λαιμό· όμως η Collie ήταν πολύ μπερδεμένη και ανήσυχη και δε σταματούσε να γρυλίζει, ενοχλημένη προφανώς από την παρουσία του λύκου και σίγουρη ότι οι θεοί έκαναν λάθος.

Οι θεοί ξεκίνησαν να μπουν στο σπίτι. Ο Ασπροδόντης ακολούθησε κατά πόδας τον αφέντη. Στη βεράντα, ο Dick μούγκρισε πάλι. Και ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα και του αντιγύρισε το μουγκρητό από τα σκαλοπάτια.

«Πάρε μέσα την Collie κι άσε αυτούς τους δυο να τα βρουν», πρότεινε ο πατέρας του Scott. «Θα γίνουν φίλοι».

«Και, για να δείξει τη φιλία του ο Ασπροδόντης, θα είναι πρώτη μοιρολογίστρα στην κηδεία του Dick», απάντησε γελώντας ο αφέντης.

Ο γηραιότερος Scott κοίταξε δύσπιστα, πρώτα τον Ασπροδόντη, ύστερα τον Dick και τελευταίο το γιο του.

«Εννοείς ότι...»

Ο Weedon έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς αυτό εννοώ. Σε ένα λεπτό, σε δυο το πολύ, ο Dick θα είναι σκοτωμένος».

Στράφηκε στον Ασπροδόντη. «Πάμε, λύκε. Εσένα πρέπει να πάρουμε μέσα».

Ο Ασπροδόντης ανέβηκε τα σκαλοπάτια με τα πόδια τσιτωμένα και την ουρά ορθωμένη, παρατηρώντας τον Dick για την περίπτωση επίθεσης από το πλάι, ενώ ταυτόχρονα είχε το νου του μήπως και ξεπηδήσει κάτι άγνωστο από το εσωτερικό του σπιτιού. Αλλά δεν του προέκυψε τίποτα επίφοβο. Όταν μπήκε μέσα, έκανε μια γρήγορη αλλά προσεκτική επιθεώρηση, και πάλι δεν είδε κάτι ύποπτο. Τότε μόνο ξάπλωσε στα πόδια του αφέντη, με ένα μουγκρητό ικανοποίησης. Αλλά δεν έχανε την παραμικρή κίνηση, πανέτοιμος να ορμήσει και να πολεμήσει μέχρι θανάτου τα τρομερά πράγματα που ένιωθε ότι τον παραμόνευαν κάτω από κείνη την ασφυκτική, σαν παγίδα, στέγη του σπιτιού.

Page 114: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η κατοικία του θεού

Ο Ασπροδόντης δεν ήταν μόνο ευπροσάρμοστος από τη φύση του, ήταν και ταξιδεμένος και εκτιμούσε την αξία της προσαρμογής. Στη Sierra Vista, όπως έλεγαν την κατοικία του δικαστή Scott, ο Ασπροδόντης γρήγορα άρχισε να νιώθει σαν στο σπίτι του. Τα σκυλιά δεν του προκάλεσαν άλλα σοβαρά προβλήματα. Ήξεραν πολύ περισσότερα απ' αυτόν για τις συνήθειες των θεών του Νότου και, στα μάτια τους, ο Ασπροδόντης απέκτησε γόητρο όταν ακολούθησε τους θεούς μέσα στο σπίτι. Σαν λύκος που ήταν και σαν πρωτόγνωρο φαινόμενο, την παρουσία του είχαν καθιερώσει οι θεοί κι αυτά, τα σκυλιά των θεών, δεν μπορούσαν παρά να δεχτούν την αναγνώριση.

Αναγκαστικά, ο Dick πέρασε από ένα στάδιο τυπικότητας, ώσπου να δεχτεί τελικά τον Ασπροδόντη στο δυναμικό του σπιτιού. Αν εξαρτιόταν μόνο από τον Dick, θα είχαν γίνει και φίλοι, ο Ασπροδόντης όμως ήταν αντίθετος στις φιλίες. Το μόνο που ζητούσε από τα σκυλιά ήταν να τον αφήνουν ήσυχο. Σ' όλη του τη ζωή είχε μείνει μακριά από το είδος του κι εξακολουθούσε να επιθυμεί τη μοναξιά του. Τον ενοχλούσαν οι απόπειρες του Dick και τον απομάκρυνε με γρυλίσματα. Στο Βορρά έμαθε ότι έπρεπε να αφήνει ήσυχα τα σκυλιά του αφέντη και δε θα ξεχνούσε τώρα αυτό το μάθημα. Επέμενε όμως στην αυτο-απομόνωσή του και αγνοούσε τόσο επιδεικτικά τον Dick, ώστε το καλοσυνάτο σκυλάκι παρέδωσε κάποια στιγμή τα όπλα κι έπαψε να του δίνει σημασία.

Δεν έκανε όμως το ίδιο και η Collie. Ενώ δέχτηκε τον Ασπροδόντη σαν επιθυμία των θεών, δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να τον αφήσει ήσυχο. Η ύπαρξή της ήταν συνυφασμένη με την ανάμνηση των αμέτρητων κριμάτων του ίδιου και της φυλής του ενάντια στους προγόνους της. Τα ρημαγμένα κοπάδια δεν μπορούσαν να ξεχαστούν ούτε σε μια μέρα ούτε σε μια γενιά. Αυτό την κέντριζε και την ωθούσε να πάρει εκδίκηση. Δεν μπορούσε να πετάξει κατάμουτρα στους θεούς την αντίθεσή της για την παρουσία του, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να του κάνει μαρτύριο τη ζωή με κάθε τρόπο. Ανάμεσά του υπήρχε μια βεντέτα, αιώνες παλιά, και η Collie θα φρόντιζε να του το θυμίζει συνεχώς.

Έτσι η Collie επωφελήθηκε από το φύλο της για να κεντρίζει και να κακομεταχειρίζεται τον Ασπροδόντη. Το δικό του ένστικτο δεν επέτρεπε να της επιτεθεί, ενώ η δική της επιμονή δεν του επέτρεπε να την αγνοήσει. Όταν του ορμούσε, γύριζε στα κοφτερά δόντια της τον προστατευμένο με τη γούνα ώμο του και απομακρυνόταν επιβλητικός, με τα πόδια τσιτωμένα. Όταν τον ζόριζε υπερβολικά, ο Ασπροδόντης αναγκαζόταν να κάνει κύκλο για να της γυρίσει τον ώμο και ν' αποστρέψει το κεφάλι, ενώ τα μάτια του έπαιρναν έκφραση στωικής πλήξης. Καμιά φορά όμως, κάποια δαγκωνιά στα καπούλια, έκανε κάθε άλλο παρά μεγαλόπρεπη την υποχώρηση. Κατά κανόνα όμως ο Ασπροδόντης κατάφερνε να διατηρεί την αξιοπρέπεια και τη θέση του. Αγνοούσε την ύπαρξη της Collie όποτε μπορούσε και φρόντιζε να την αποφεύγει. Όταν την έβλεπε ή την άκουγε να πλησιάζει, σηκωνόταν κι έφευγε.

Ο Ασπροδόντης είχε πολλά πράγματα να μάθει. Η ζωή στο Βορρά ήταν συνώνυμη με την απλότητα, σε σύγκριση με τα πολύπλοκα ζητήματα της Sierra Vista. Πρώτα πρώτα, έπρεπε να μάθει την οικογένεια του αφέντη. Κατά έναν τρόπο, ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. Όπως ο Mit-sah και η Kloo-kooch ανήκαν στον Γκρίζο Κάστορα, μοιράζονταν το φαγητό και τα σκεπάσματά του, έτσι και τώρα, στη Sierra Vista, στον αφέντη της αγάπης ανήκαν όλοι οι κάτοικοι του σπιτιού.

Εδώ όμως υπήρχε διαφορά, πολλές διαφορές. Η Sierra Vista ήταν πολύ μεγαλύτερη υπόθεση από τη σκηνή του Γκρίζου Κάστορα. Υπήρχαν πολλά άτομα. Υπήρχαν ο δικαστής Scott και η γυναίκα του. Υπήρχαν οι δυο αδερφές του αφέντη, η Beth και η Mary. Υπήρχε η γυναίκα του, η Alice, και τα παιδιά του, ο Weedon και η Maud, τεσσάρων και έξι χρονών. Δεν υπήρχε

Page 115: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

τρόπος να μιλήσει κανείς στον Ασπροδόντη για όλο τούτο τον κόσμο, για τους δεσμούς αίματος και τις σχέσεις που δε γνώριζε και δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβει. Ωστόσο αυτός κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι όλοι αυτοί ανήκαν στον αφέντη. Ύστερα, με την παρατήρηση, όποτε του δινόταν ευκαιρία, βλέποντας τις πράξεις, ακούγοντας την ομιλία και διακρίνοντας τις αποχρώσεις της φωνής, κατάλαβε σιγά σιγά πόσο στενή ήταν η σχέση και σε ποιο βαθμό ευνοούσε τον καθένα ο αφέντης. Και, με βάση αυτό το βαθμό, ο Ασπροδόντης τους μεταχειριζόταν ανάλογα. Ό,τι ήταν πολύτιμο για τον αφέντη, ήταν και γι' αυτόν ό,τι ήταν αγαπητό στον αφέντη, ήταν αγαπητό και στον Ασπροδόντη, που το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού.

Αυτό έγινε με τα δυο παιδιά. Σ' όλη του τη ζωή ο Ασπροδόντης αντιπαθούσε τα παιδιά. Μισούσε και φοβόταν τα χέρια τους. Του είχαν διδάξει σκληρά και τυραννικά μαθήματα με τα χέρια τους στα χωριά των Ινδιάνων. Όταν τον πλησίασαν για πρώτη φορά ο Weedon και η Maud, γρύλισε προειδοποιητικά και τους κοίταξε μοχθηρά. Μια καρπαζιά κι ένας σκληρός λόγος του αφέντη τον ανάγκασαν να δεχτεί τα χάδια τους, αν και δε σταμάτησε να γρυλίζει μέσα στα μικροσκοπικά χεράκια τους, χωρίς όμως το γρύλισμα να έχει τη διακριτική εκείνη χροιά. Αργότερα, παρατήρησε ότι το αγόρι και το κορίτσι είχαν μεγάλη αξία στα μάτια του αφέντη. Κι από τότε δε χρειάστηκε καρπαζιά και σκληρός λόγος για να επιτρέψει τα χάδια τους.

Ωστόσο ο Ασπροδόντης δεν έγινε ποτέ πολύ εκδηλωτικός. Παραδόθηκε στα παιδιά του αφέντη με ειλικρίνεια και χάρη, ανεχόταν όμως τις παλαβομάρες τους όπως ανέχεται κάποιος μια οδυνηρή εγχείρηση. Όταν δεν άντεχε άλλο, σηκωνόταν κι έφευγε μακριά τους. Σιγά σιγά όμως, κατέληξε να συμπαθεί τα παιδιά. Αλλά και πάλι δεν έγινε εκδηλωτικός. Δεν τα πλησίαζε από μόνος του. Από την άλλη όμως, αντί να φεύγει μόλις τα έβλεπε, περίμενε να έρθουν εκείνα κοντά του. Και αργότερα, παρατηρήθηκε κάτι σαν λάμψη ευχαρίστησης στα μάτια του, όταν τα έβλεπε να πλησιάζουν και όταν έφευγαν για να παίξουν αλλού, τα ακολουθούσε με βλέμμα περίεργα θλιμμένο.

Όλα τούτα ήταν θέμα εξέλιξης και πήραν καιρό. Επόμενος στην εκτίμηση του Ασπροδόντη, μετά τα παιδιά, ήταν ο δικαστής Scott, πιθανότατα για δυο λόγους. Πρώτον, ήταν προφανώς πολύτιμο απόκτημα για τον αφέντη και, δεύτερον, δεν ήταν εκδηλωτικός. Στον Ασπροδόντη άρεσε να ξαπλώνει στα πόδια του στην ευρύχωρη βεράντα, όταν ο δικαστής διάβαζε την εφημερίδα του και του χάριζε πότε πότε κανένα βλέμμα ή λέξη —ακίνδυνες ενδείξεις ότι αναγνώριζε την παρουσία και την ύπαρξή του. Αυτό όμως μόνο όταν δεν ήταν τριγύρω ο αφέντης. Όταν έκανε την εμφάνισή του ο αφέντης, όλα τα υπόλοιπα έπαυαν να υπάρχουν για τον Ασπροδόντη.

Ο Ασπροδόντης επέτρεπε σε όλα τα μέλη της οικογένειας να τον χαϊδεύουν και να τον κανακεύουν. Αλλά δεν τους έδινε ποτέ ό,τι έδινε στον αφέντη. Κανένα τους χάδι δεν έδινε στο γρύλισμά του την αλλιώτικη χροιά και, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν τον έπειθαν ποτέ να τους τριφτεί. Αυτή την εκδήλωση της εγκατάλειψης και της παράδοσης, της απόλυτης εμπιστοσύνης, την κρατούσε μόνο για τον αφέντη. Και στην πραγματικότητα, δε θεώρησε ποτέ τα μέλη της οικογένειας τίποτα περισσότερο από ιδιοκτησία του αφέντη της αγάπης.

Επίσης, πολύ γρήγορα ο Ασπροδόντης ξεχώρισε τα μέλη της οικογένειας από τους υπηρέτες του σπιτιού. Οι τελευταίοι τον φοβούνταν, ενώ αυτός με το ζόρι κρατιόταν να μην τους ορμήσει. Και κρατιόταν, επειδή τους θεωρούσε κι αυτούς ιδιοκτησία του αφέντη. Ανάμεσα στον Ασπροδόντη και τους υπηρέτες υπήρχε μια ουδετερότητα και τίποτε άλλο. Μαγείρευαν για τον αφέντη, έπλεναν τα πιάτα κι έκαναν διάφορα πράγματα, όπως έκανε ο Matt στο Klondike. Με δυο λόγια, ήταν εξαρτήματα του σπιτικού.

Έξω από το σπίτι, υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα να μάθει ο Ασπροδόντης. Η

Page 116: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

επικράτεια του αφέντη ήταν απέραντη και περίπλοκη· όμως είχε τα όρια και τους περιορισμούς της.

Η έκταση σταματούσε στο δημόσιο δρόμο. Παραπέρα ήταν ο χώρος όλων των θεών —οι δρόμοι της εξοχής και της πόλης. Πίσω από τους άλλους φράχτες ήταν ο ξεχωριστός χώρος άλλων σκυλιών. Μυριάδες νόμοι κανόνιζαν όλα τούτα τα πράγματα και καθόριζαν τη συμπεριφορά· ωστόσο ο Ασπροδόντης δε μιλούσε τη γλώσσα των θεών ούτε είχε άλλο τρόπο να μάθει εκτός από την εμπειρία. Υπάκουε στις έμφυτες παρορμήσεις του, ώσπου τον έφερναν αντιμέτωπο με κάποιο νόμο. Όταν γινόταν αρκετές φορές αυτό, μάθαινε το νόμο κι ύστερα τον εξέταζε.

Αλλά το πιο έντονο σημείο της εκπαίδευσης ήταν η καρπαζιά του αφέντη και ο επικριτικός τόνος της φωνής του. Επειδή αγαπούσε πολύ τον αφέντη, η καρπαζιά του τον πλήγωνε πολύ περισσότερο από το ξύλο του Γκρίζου Κάστορα ή του Όμορφου Smith. Αυτοί πλήγωναν μόνο τη σάρκα του· κάτω από τη σάρκα, το πνεύμα εξακολουθούσε να βράζει, υπέροχο και ανίκητο. Με τον αφέντη, το ξύλο ήταν πολύ αδύναμο για να πληγώσει τη σάρκα. Ωστόσο προχωρούσε πιο βαθιά. Ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας του αφέντη που μάραινε το πνεύμα του Ασπροδόντη.

Για να πούμε την αλήθεια, σπάνια έπεφτε ξύλο. Αρκούσε η φωνή του αφέντη. Απ' αυτήν καταλάβαινε ο Ασπροδόντης αν έκανε καλά ή άσχημα. Μ' αυτήν κανόνιζε τη συμπεριφορά και προσάρμοζε τις πράξεις του. Ήταν η πυξίδα που τον οδηγούσε και τον καθοδηγούσε στο χάρτη των τρόπων ζωής μιας καινούριας χώρας.

Στο Βορρά, το μόνο εξημερωμένο ζώο ήταν ο σκύλος. Όλα τα υπόλοιπα ζωντανά ζούσαν στην Άγρια Φύση και, αν δεν προκαλούσαν υπερβολικό τρόμο, αποτελούσαν νόμιμη λεία για τα σκυλιά. Σ' όλη του τη ζωή, ο Ασπροδόντης κυνηγούσε την τροφή του ανάμεσα στα ζωντανά πράγματα. Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι θα ήταν διαφορετικά στο Νότο. Αλλά θα το μάθαινε νωρίς νωρίς, κατά τη διαμονή του στην κοιλάδα της Santa Clara. Καθώς χοροπηδούσε ένα πρωί γύρω από το σπίτι, έπεσε πάνω σε μια κότα που είχε ξεφύγει από το κοτέτσι. Η έμφυτη παρόρμηση του Ασπροδόντη ήταν να τη φάει. Ένα δυο πήδοι, μια αστραψιά των δοντιών, ένα φοβισμένο κακάρισμα και το τυχοδιωκτικό πτηνό βρέθηκε στο στομάχι του. Ήταν αλανιάρικο, κρεατωμένο και τρυφερό· και ο Ασπροδόντης έγλειψε τη μουσούδα του και αποφάνθηκε ότι άξιζε τον κόπο.

Αργότερα την ίδια μέρα, απάντησε κι άλλο ξεστρατισμένο κοτόπουλο κοντά στους στάβλους. Ένας από τους υπηρέτες έτρεξε να το σώσει. Δεν ήξερε την καταγωγή του Ασπροδόντη, γι' αυτό πήρε για όπλο ένα ελαφρό μαστίγιο. Στο πρώτο τσούξιμο του μαστιγίου, ο Ασπροδόντης άφησε το κοτόπουλο και όρμησε στον άνθρωπο. Μπορεί να τον σταματούσε μπαστούνι, όχι όμως και μαστίγιο. Αθόρυβα, με απόλυτη ψυχραιμία, ενίσχυσε τη φόρα του και όρμησε στο λαιμό του υπηρέτη. Εκείνος ξεφώνισε έντρομος «Θεέ μου!» και πισωπάτησε τρεκλίζοντας. Παράτησε το μαστίγιο και σκέπασε το λαιμό με τα χέρια του. Ήταν επόμενο η δαγκωνιά να πέσει στο μπράτσο και να το ξεσχίσει μέχρι το κόκαλο.

Ο άνθρωπος κατατρόμαξε. Δεν ήταν τόσο η αγριάδα του Ασπροδόντη, όσο το ύπουλο χτύπημα που εκνεύρισε τον υπηρέτη. Προσπάθησε να κρυφτεί στον αχυρώνα, προστατεύοντας πάντα το λαιμό και το ματωμένο του μπράτσο. Και θα την είχε άσχημα, αν δεν είχε εμφανιστεί η Collie. Όπως είχε σώσει τη ζωή του Dick, έτσι έσωσε τώρα και τη ζωή του υπηρέτη. Όρμησε στον Ασπροδόντη, σαν φρενιασμένη. Αυτή είχε το δίκιο. Ήξερε καλύτερα από τους απρόσεκτους θεούς. Δικαιώθηκαν όλες οι υποψίες της. Ο πανάρχαιος επιδρομέας ξανάρχιζε τα παλιά του κόλπα.

Ο υπηρέτης κατέφυγε στους στάβλους, ενώ ο Ασπροδόντης υποχωρούσε μπροστά στα

Page 117: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

κοφτερά δοντάκια της Collie ή της γύριζε τον ώμο και την έπαιρνε γύρω γύρω. Όμως η Collie δεν το 'βαλε κάτω, όπως συνήθιζε, μετά από κάτι τέτοια ξυλοκοπήματα. Αντίθετα, θύμωνε όλο και περισσότερο ώσπου, τελικά, ο Ασπροδόντης παράτησε τις αξιοπρέπειες και της ξέφυγε στα χωράφια.

«Θα μάθει ν' αφήνει ήσυχες τις κότες», είπε ο αφέντης. «Αλλά δεν μπορώ να του δώσω μάθημα, αν δεν τον πιάσω στα πράσα».

Τα πράσα ήρθαν μια νύχτα, δυο μέρες αργότερα, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ' ό,τι περίμενε ο αφέντης. Ο Ασπροδόντης είχε επιθεωρήσει από κοντά τα κοτέτσια και τις συνήθειες των ενοίκων τους. Το βράδυ, όταν πήγαν να κουρνιάσουν, σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός σωρού φρεσκοκομμένων ξύλων. Από κει έφτασε στη σκεπή ενός κοτετσιού, πέρασε πάνω από το οριζόντιο δοκάρι και πήδηξε στο έδαφος. Την άλλη στιγμή βρισκόταν μέσα στο κοτέτσι και άρχιζε τη σφαγή.

Το πρωί, όταν κατέβηκε ο αφέντης από τη βεράντα, τον υποδέχτηκαν πενήντα ψόφιες άσπρες κότες ξαπλωμένες στη σειρά στα πόδια του υπηρέτη. Ο αφέντης άφησε να του ξεφύγει ένα σφύριγμα κατάπληξης στην αρχή και ύστερα θαυμασμού. Με το ίδιο βλέμμα τον κοίταξε και ο Ασπροδόντης και χωρίς την παραμικρή ντροπή ή ενοχή. Με τη στάση του φανέρωνε ότι καυχιόταν για το κατόρθωμά του και περίμενε την ανταμοιβή του. Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι είχε κάνει κάποια κακή πράξη. Ο αφέντης έσφιξε τα χείλη, στη σκέψη του δυσάρεστου καθήκοντος που τον περίμενε. Ύστερα μίλησε σκληρά στον εξ αγνοίας ένοχο και η φωνή του θύμιζε θεϊκή οργή. Έφερε το μουσούδι του Ασπροδόντη κοντά στις σφαγμένες κότες και ταυτόχρονα τον καρπάζωνε με όλη του τη δύναμη.

Ο Ασπροδόντης δεν ξανάκανε επιδρομή σε κοτέτσι. Ήταν ενάντια στο νόμο και το είχε μάθει. Ύστερα ο αφέντης τον πήγε ο ίδιος στα κοτέτσια. Όταν είδε τη ζωντανή, φτερωτή τροφή να φτερουγίζει κάτω από τη μύτη του, η πρώτη του παρόρμηση ήταν να ορμήσει. Υπάκουσε στην παρόρμηση, αλλά τον σταμάτησε η φωνή του αφέντη. Συνέχισαν να περιφέρονται στα κοτέτσια για μισή ώρα. Πού και πού ξυπνούσε μέσα στον Ασπροδόντη η ίδια παρόρμηση και, κάθε φορά, ενώ ετοιμαζόταν να ενδώσει, τον σταματούσε η φωνή του αφέντη. Έτσι έμαθε το νόμο και, ώσπου να βγει από τα χωράφια των φτερωτών, είχε μάθει να αγνοεί την ύπαρξή τους.

«Δε θα μάθει ποτέ να μη σκοτώνει κοτόπουλα», αποφάνθηκε ο δικαστής Scott στο τραπέζι, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι, όταν ο γιος του του διηγήθηκε το περιστατικό. «Μόλις συνηθίσουν τη γεύση του αίματος...»

Όμως ο Weedon Scott δε συμφωνούσε με τον πατέρα του.

«Θα σου πω τι θα κάνω», είπε τελικά. «Θα κλειδώσω τον Ασπροδόντη με τις κότες όλο το απόγευμα».

«Σκέψου τις κότες», αντιγύρισε ο δικαστής Scott.

«Και για κάθε κότα που θα σκοτώνει», συνέχισε ο γιος του, «θα σου πληρώσω ένα δολάριο σε χρυσάφι».

«Και να ορίσεις πρόστιμο, αν κάνει λάθος ο πατέρας», είπε η Beth.

Συνηγόρησε και η αδερφή της και όλοι στο τραπέζι συμφώνησαν εν χορώ. Ο δικαστής κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Εντάξει». Ο Weedon Scott το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Αν, στο τέλος του απογεύματος, ο Ασπροδόντης δεν έχει πειράξει ούτε μία κότα, για κάθε δεκάλεπτο που θα έχει περάσει μέσα

Page 118: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

στο κοτέτσι, θα του πεις σοβαρά και πειστικά, όπως θ' ανακοίνωνες την απόφασή σου από την έδρα: "Ασπροδόντη, είσαι πιο έξυπνος απ' ό,τι νόμιζα"».

Η οικογένεια παρακολούθησε την παράσταση κρυμμένη σε διάφορα σημεία. Αλλά δεν είδε καμιά παράσταση. Όταν ο αφέντης τον κλείδωσε στο κοτέτσι και έφυγε, ο Ασπροδόντης ξάπλωσε και το 'ριξε στον ύπνο. Κάποτε ξύπνησε και πήγε στην ποτίστρα να πιει νερό. Τα κοτόπουλα τα αγνόησε, σαν να μην υπήρχαν. Στις τέσσερις, έδωσε έναν πήδο, ανέβηκε στη στέγη του κοτετσιού και πήδηξε έξω για να συνεχίσει καμαρωτός προς το σπίτι. Είχε μάθει το νόμο. Και στη βεράντα, μπροστά στην εκστασιασμένη οικογένεια, ο δικαστής Scott είπε δεκάξι φορές, με ύφος επίσημο και κοιτάζοντας κατάματα τον Ασπροδόντη: «Ασπροδόντη, είσαι πιο έξυπνος απ' ό,τι νόμιζα».

Όμως οι νόμοι ήταν τόσο πολλοί που ζάλιζαν τον Ασπροδόντη και τον έφερναν πολλές φορές σε δυσμένεια. Αναγκάστηκε να μάθει ότι δεν έπρεπε να αγγίζει τις κότες των άλλων θεών. Ύστερα ήταν οι γάτες, τα κουνέλια, τα γαλόπουλα· δεν μπορούσε να πειράξει τίποτα. Χωρίς να μάθει ολόκληρο το νόμο, συμπέρανε ότι δεν έπρεπε να πειράζει κανένα ζωντανό πράγμα. Έξω στο λιβάδι, φτερούγιζε ορτύκι κάτω από τη μύτη του, ανενόχλητο. Παρά την ένταση και την αναστάτωση και την όρεξη που του προκαλούσε το θέαμα, δάμαζε το ένστικτο κι έμενε ακίνητος. Υπάκουε στους νόμους των θεών.

Και τότε, μια μέρα, πάλι έξω στο λιβάδι, είδε τον Dick να βγάζει ένα αγριοκούνελο και να το σκοτώνει. Ο αφέντης ήταν παρών και δεν αντέδρασε. Μάλιστα, ενθάρρυνε τον Ασπροδόντη να πάρει μέρος στο κυνήγι. Έτσι ο Ασπροδόντης έμαθε ότι για τα αγριοκούνελα δεν υπήρχε ταμπού. Τελικά κατάφερε να καταλάβει ολόκληρο το νόμο. Ανάμεσα σ' αυτόν και τα κατοικίδια ζώα δεν έπρεπε να υπάρχουν εχθροπραξίες. Αν όχι φιλία, τουλάχιστον ουδετερότητα. Αλλά τα υπόλοιπα ζώα —οι σκίουροι, τα ορτύκια και τα αγριοκούνελα— ήταν πλάσματα της Αγριας Φύσης που δεν είχαν δηλώσει υποταγή στον άνθρωπο. Ήταν νόμιμη λεία του σκύλου. Οι θεοί προστάτευαν μόνο τα εξημερωμένα ζωντανά και μ' αυτά δεν επέτρεπαν θανάσιμες αντιπαραθέσεις. Οι θεοί είχαν στους υπηκόους τους εξουσία ζωής και θανάτου και οι θεοί κρατούσαν ζηλότυπα την εξουσία τους.

Μετά την απλότητα του Βορρά, η ζωή στην κοιλάδα της Santa Clara ήταν περίπλοκη. Και το σημαντικότερο πράγμα που απαιτούσαν αυτές οι περιπλοκές του πολιτισμού ήταν ο έλεγχος, η αυτοσυγκράτηση —μια αυτοκυριαρχία ντελικάτη σαν το φτερούγισμα της αράχνης και, ταυτόχρονα, σκληρή σαν ατσάλι. Η ζωή είχε χίλια πρόσωπα και ο Ασπροδόντης έπρεπε να τα γνωρίσει όλα. Έτσι, όταν πήγαινε στην πόλη, στο San Jose, τρέχοντας πίσω από την άμαξα ή τριγυρίζοντας στους δρόμους, όποτε σταματούσε η άμαξα, η ζωή περνούσε από τα μάτια του σαν αστραπή, απέραντη, γεμάτη ποικιλία· του ξυπνούσε ασταμάτητα τις αισθήσεις, απαιτούσε αυτόματη και συνεχή προσαρμογή και ανταπόκριση και τον ανάγκαζε, σχεδόν πάντα, να πνίγει τις έμφυτες παρορμήσεις του.

Υπήρχαν χασάπικα όπου το κρέας κρεμόταν πολύ κοντά σου. Τέτοιο κρέας δεν το άγγιζε. Στα σπίτια που πήγαινε ο αφέντης υπήρχαν γάτες που δεν έπρεπε να πειράξει. Και παντού υπήρχαν σκυλιά που του γρύλιζαν και δεν έπρεπε να πειράξει. Και μετά, στα πολυσύχναστα πεζοδρόμια, υπήρχαν αμέτρητα άτομα που τους κινούσε την προσοχή. Σταματούσαν και τον κοίταζαν, τον έδειχναν ο ένας στον άλλο, τον παρατηρούσαν, του μιλούσαν και, το χειρότερο, τον χάιδευαν. Ωστόσο ο Ασπροδόντης έμαθε να υπομένει. Επιπλέον, ξεπέρασε την αδεξιότητα και την αμηχανία του. Δεχόταν αγέρωχος τις εκδηλώσεις των αμέτρητων ξένων θεών. Δεχόταν με συγκατάβαση τη δική τους συγκατάβαση. Από την άλλη, είχε κάτι που δεν επέτρεπε μεγάλες οικειότητες. Τον χάιδευαν στο κεφάλι και προχωρούσαν, ικανοποιημένοι κι ευχαριστημένοι με την τόλμη τους.

Αλλά δεν ήταν όλα εύκολα για τον Ασπροδόντη. Τρέχοντας πίσω από την άμαξα στα περίχωρα

Page 119: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

του San Jose, συνάντησε πολλά αγοράκια που συναγωνίζονταν ποιος θα του πετάξει τις περισσότερες πέτρες. Ήξερε όμως ότι ήταν ανεπίτρεπτο να τα κυνηγήσει. Ως προς αυτό, αναγκάστηκε να πνίξει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το έπνιξε, επειδή ημέρευε και προσαρμοζόταν στον πολιτισμό.

Ωστόσο ο Ασπροδόντης δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με τη συμφωνία. Δεν ήξερε από αφηρημένες ιδέες περί δικαιοσύνης και ισότητας. Όμως κάθε μορφή ζωής έχει έμφυτη μια αίσθηση της ισότητας κι αυτή ακριβώς η αίσθηση μέσα του επαναστατούσε ενάντια στην αδικία τού να μην μπορεί να προστατευτεί απ' αυτούς που τον λιθοβολούσαν. Δεν ξεχνούσε ότι, στο συμβιβασμό του με τους θεούς, αυτοί είχαν καθήκον να τον φροντίζουν και να τον υπερασπίζονται. Αλλά μια μέρα ο αφέντης κατέβηκε με ορμή από την άμαξα, με το μαστίγιο στο χέρι, και κυνήγησε τα παιδιά με τις πέτρες. Μετά απ' αυτό δεν του ξαναπέταξαν πέτρες και ο Ασπροδόντης κατάλαβε και ικανοποιήθηκε.

Μια άλλη παρόμοια εμπειρία ήταν η εξής: Στο δρόμο για την πόλη, κοντά στο saloon στο σταυροδρόμι, σύχναζαν τρία σκυλιά που είχαν κάνει συνήθεια να του ρίχνονται όταν περνούσε. Ξέροντας τη θανάσιμη πολεμική μέθοδο του Ασπροδόντη, ο αφέντης δεν παρέλειπε ποτέ να του θυμίζει ότι δεν έπρεπε να το επιχειρήσει. Ο Ασπροδόντης είχε μάθει καλά το μάθημα, αλλά τα 'βρισκε δύσκολα, κάθε που περνούσε από το saloon στο σταυροδρόμι. Μετά την πρώτη επίθεση, κρατούσε μακριά τα σκυλιά με το γρύλισμα, εκείνα όμως τον έπαιρναν στο κατόπι με αλυχτίσματα, σκουξίματα και προσβολές. Ο Ασπροδόντης άντεξε για ένα διάστημα. Οι πελάτες του saloon προέτρεπαν τα σκυλιά τους να του ριχτούν. Μια μέρα τα έριξαν ανοιχτά εναντίον του. Ο αφέντης σταμάτησε την άμαξα.

«Επάνω τους», είπε στον Ασπροδόντη.

Ο Ασπροδόντης όμως δεν πίστεψε στα αυτιά του. Κοίταξε πρώτα τον αφέντη κι ύστερα τα σκυλιά. Μετά ξαναγύρισε τα μάτια στον αφέντη και τον κοίταξε ερωτηματικά.

Ο αφέντης έγνεψε καταφατικά. «Επάνω τους, φιλαράκο. Δώσ' τους να καταλάβουν».

Ο Ασπροδόντης δε δίστασε περισσότερο. Γύρισε και όρμησε αθόρυβα στους εχθρούς του. Τον κοίταζαν και οι τρεις. Ακούστηκαν δυνατά γρυλίσματα και αλυχτίσματα, κροτάλισμα δοντιών και σούρσιμο κορμιών. Στο δρόμο σηκώθηκε σύννεφο η σκόνη κι έκρυψε τους πολεμιστές. Μετά από αρκετά λεπτά όμως, στο χώμα σφάδαζαν δυο σκυλιά, ενώ το τρίτο είχε τραπεί σε άτακτη φυγή. Πήδηξε ένα χαντάκι, μέσα από τα κάγκελα ενός φράχτη και όρμησε στο λιβάδι. Ο Ασπροδόντης ακολούθησε, γλιστρώντας πάνω στο έδαφος με τον τρόπο του λύκου και με τη γρηγοράδα του λύκου, γοργά και αθόρυβα. Κάπου στη μέση του χωραφιού, έπιασε το σκυλί και το έσφαξε.

Μετά το τριπλό φονικό, σταμάτησαν οι μπελάδες με τα σκυλιά. Η φήμη κυκλοφόρησε απ' άκρη σ' άκρη της κοιλάδας και οι άνθρωποι κρατούσαν τα σκυλιά τους μακριά από τον Πολεμιστή Λύκο.

Page 120: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Το κάλεσμα της φυλής

Οι μήνες περνούσαν. Ο Νότος είχε άφθονη τροφή, κανένα μόχθο και ο Ασπροδόντης πάχαινε και ευημερούσε. Και δε ζούσε μόνο στο Νότο της γης αλλά και στο «Νότο της ζωής». Η ανθρώπινη καλοσύνη έμοιαζε με λαμπρό ήλιο κι αυτός άνθιζε σαν λουλούδι φυτεμένο σε εύφορο έδαφος.

Ωστόσο παρέμενε διαφορετικός από άλλα σκυλιά. Γνώριζε το νόμο καλύτερα από τα σκυλιά που δεν ήξεραν άλλο είδος ζωής και παρατηρούσε πιο προσεκτικά το νόμο· όμως υπήρχε πάντα μέσα του κάτι σαν κρυφή αγριάδα, θαρρείς και ζούσε ακόμη μέσα του η Άγρια Φύση, θαρρείς και κοιμόταν κάπου μέσα του ο λύκος.

Δεν έπιανε ποτέ φιλίες με άλλα σκυλιά. Μόνος είχε ζήσει, ως προς τη φυλή του, μόνος θα συνέχιζε να ζει. Στα μικράτα του, όταν τον καταδίωκαν ο Lip-lip και η αγέλη των κουταβιών, στις μέρες του αγώνα με τον Όμορφο Smith, έμαθε να αποφεύγει τους σκύλους. Τότε διαταράχτηκε η ομαλή πορεία της φύσης και, αφού ξέκοψε από τη φυλή του, κρεμάστηκε από τον άνθρωπο.

Άλλωστε όλα τα σκυλιά του Νότου τον κοίταζαν με καχυποψία. Ξυπνούσε μέσα τους τον έμφυτο φόβο για την Άγρια Φύση. Τον υποδέχονταν πάντα με γρυλίσματα και εριστική διάθεση ή μίσος. Αυτός πάλι έμαθε ότι δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιεί τα δόντια του. Αρκούσε να τα δείξει και ήταν σπάνιες οι φορές που δεν έβαζε στη θέση του τον επιθετικό σκύλο.

Όμως η ζωή του Ασπροδόντη είχε κι ένα βάσανο —την Collie. Δεν τον άφηνε στιγμή σε ησυχία. Δεν ήταν τόσο πειθαρχική στο νόμο, όπως αυτός. Αψήφησε όλες τις προσπάθειες του αφέντη να πιάσει φιλίες με τον Ασπροδόντη. Κι αυτός άκουγε συνέχεια στ' αυτιά το το γρύλισμά της. Ποτέ δεν του συγχώρησε το επεισόδιο με τις σφαγμένες κότες κι επέμενε να πιστεύει ότι ήταν κακές οι προθέσεις του. Τον έκρινε ένοχο κατά το κατηγορητήριο και τον μεταχειριζόταν ανάλογα. Του έγινε πληγή, τον ακολουθούσε σαν αστυφύλακας στο στάβλο και τα λιβάδια και, αν τολμούσε να ρίξει τη ματιά του σε κάποιο περιστέρι ή κοτόπουλο, ξεσπούσε σε αγανακτισμένα και οργισμένα γαβγίσματα. Ο αγαπημένος τρόπος του Ασπροδόντη να την αγνοεί ήταν να ξαπλώνει, με το κεφάλι πάνω στις πατούσες, και να κάνει ότι κοιμάται. Αυτό της έκλεινε πάντα το στόμα.

Με εξαίρεση την Collie, όλα τα υπόλοιπα πήγαιναν καλά για τον Ασπροδόντη. Έμαθε στον έλεγχο και στην αυτοσυγκράτηση, έγινε μετρημένος, ήρεμος και ανεκτικός. Δε ζούσε πια σε εχθρικό περιβάλλον. Δεν τον παραμόνευαν παντού ο κίνδυνος, ο πόνος και ο θάνατος. Με τον καιρό, το άγνωστο έπαψε να σημαίνει κάτι τρομερό και απειλητικό. Η ζωή ήταν απλή και εύκολη. Κυλούσε ομαλά και δεν υπήρχαν τριγύρω φόβοι και εχθροί.

Χωρίς να το καταλαβαίνει όμως, του έλειπε το χιόνι. «Ασυνήθιστα μακρύ καλοκαίρι», θα ήταν η σκέψη του, αν την έκανε. Τώρα, το χιόνι τού έλειπε με έναν αόριστο, υποσυνείδητο τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο, ιδιαίτερα στη ζέστη του καλοκαιριού, όταν υπέφερε από τον ήλιο, αποζητούσε αόριστα το Βορρά. Το μόνο που εκδήλωνε όμως ήταν ανησυχία, χωρίς να ξέρει τι του συνέβαινε.

Ο Ασπροδόντης ουδέποτε υπήρξε εκδηλωτικός. Πέρα από το τρίψιμο και την απροσδιόριστη αλλαγή στον τόνο του γρυλίσματος, δεν είχε άλλο τρόπο να εκφράσει την αγάπη του. Ωστόσο του δόθηκε η ευκαιρία ν' ανακαλύψει και τρίτο τρόπο. Πάντα τον ερέθιζε το γέλιο των θεών. Το γέλιο τον τρέλαινε, τον τρέλαινε από λύσσα. Αλλά δεν μπορούσε να θυμώσει με τον αφέντη της αγάπης και, όταν αυτός ο θεός αποφάσισε να του γελάσει με τον αυθόρμητο,

Page 121: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

καλοσυνάτο τρόπο του, σάστισε. Ένιωσε το κέντρισμα του παλιού θυμού καθώς πήγε να ξυπνήσει μέσα του για να βρεθεί αντιμέτωπο με την αγάπη. Και δεν μπόρεσε να θυμώσει· αλλά κάτι έπρεπε να κάνει. Στην αρχή το 'παιξε σοβαρός και ο αφέντης γέλασε πιο δυνατά. Μετά προσπάθησε να σοβαρευτεί περισσότερο και ο αφέντης γέλασε πιο δυνατά από πριν. Τελικά, με το γέλιο του, ο αφέντης στέρησε από τον Ασπροδόντη κάθε σοβαρότητα. Τα σαγόνια του άνοιξαν μια ιδέα, τα χείλη του τραβήχτηκαν άλλη μια ιδέα και η απορημένη του έκφραση ήταν περισσότερο αγάπη παρά χιούμορ. Ο Ασπροδόντης είχε μάθει να γελάει.

Με τον ίδιο τρόπο έμαθε να κάνει τρέλες με τον αφέντη, να κυλιέται στο χώμα και ν' αφήνεται σε αμέτρητα άγρια κόλπα. Απαντούσε με ύφος τάχα θυμωμένο, με ορθώματα της τρίχας και γρυλίσματα, χτυπώντας τα δόντια στο κενό, σαν να ετοιμαζόταν να δαγκώσει. Αλλά δεν ξεχνιόταν ποτέ. Τα δαγκώματα τα έδινε πάντα στο κενό. Μετά από κάθε τέτοια τρέλα, όταν έπεφταν σύννεφο οι καρπαζιές και τα χτυπήματα και τα γρυλίσματα, αφέντης και λύκος χώριζαν ξαφνικά, έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο και κοιτάζονταν στα μάτια. Και τότε, εξίσου ξαφνικά, σαν τον ήλιο που ανατέλλει από φουρτουνιασμένη θάλασσα, άρχιζαν να γελούν. Κι αυτό κατέληγε πάντα στο ν' αγκαλιάσει ο αφέντης τον Ασπροδόντη από το σβέρκο και τους ώμους, ενώ ο δεύτερος γρύλιζε το τραγούδι της αγάπης.

Αλλά κανείς άλλος δεν έκανε τρέλες με τον Ασπροδόντη. Δεν το επέτρεπε. Κρατούσε αξιοπρέπεια και, όταν το επιχειρούσαν, γρύλιζε προειδοποιητικά και η τρίχα του γινόταν κάθε άλλο παρά παιχνιδιάρα. Το ότι επέτρεπε στον αφέντη αυτές τις οικειότητες δεν ήταν λόγος να γίνει συνηθισμένος σκύλος, ν' αγαπά εδώ κι εκεί, να γίνει κοινό κτήμα και να διασκεδάζει τον κόσμο. Αγαπούσε με μια μόνο καρδιά κι αρνιόταν να κάνει φτηνό τον εαυτό και την αγάπη του.

Ο αφέντης έβγαινε συχνά περίπατο με άλογο. Ένα από τα κύρια καθήκοντα του Ασπροδόντη ήταν να τον συντροφεύει. Στο Βορρά είχε εκδηλώσει την αφοσίωσή του μοχθώντας στο χάμουρο· αλλά στο Νότο δεν υπήρχαν έλκηθρα ούτε τα σκυλιά κουβαλούσαν φορτία στην πλάτη. Έτσι εκδήλωσε την αφοσίωσή του με καινούριο τρόπο, τρέχοντας μαζί με το άλογο του αφέντη. Δεν κουραζόταν ποτέ. Είχε διασκελισμό λύκου, αθόρυβο, ακούραστο και αβίαστο και μπορούσε να τρέχει μπροστά από το άλογο μετά από πενήντα μίλια πορεία.

Χάρη στην ιππασία, ο Ασπροδόντης ανακάλυψε κι άλλο τρόπο έκφρασης —αξιοσημείωτο επειδή το κατάφερε μόνο δυο φορές σ' όλη του τη ζωή. Την πρώτη φορά συνέβη όταν ο αφέντης προσπαθούσε να εκπαιδεύσει ένα γρήγορο καθαρόαιμο πώς ανοιγοκλείνουν πύλες χωρίς να ξεπεζέψει ο αναβάτης. Ξανά και ξανά, πολλές φορές, ανέβασε το άλογο προς την πύλη για να την κλείσει, κάθε φορά όμως το άλογο τρόμαζε και σηκωνόταν στα πίσω πόδια. Το άτι εκνευριζόταν όλο και περισσότερο. Όταν υποχωρούσε, ο αφέντης το σπιρούνιζε και το ανάγκαζε να ξαναπατήσει στη γη τα μπροστινά του πόδια, οπότε εκείνο άρχιζε να κλοτσάει με τα πίσω. Ο Ασπροδόντης παρακολουθούσε το θέαμα με όλο και μεγαλύτερη ανησυχία, ώσπου δεν κρατήθηκε άλλο: όρμησε μπροστά στο άλογο και γάβγισε άγρια και προειδοποιητικά.

Αν και προσπάθησε και μετά να γαβγίσει και ο αφέντης τον ενθάρρυνε, μόνο μία ακόμα φορά το κατάφερε και όχι παρουσία του αφέντη. Μια τρεχάλα στο λιβάδι, ένα αγριοκούνελο που ξεπήδησε ξαφνικά στα πόδια του αλόγου, μια απότομη στραβοτιμονιά, ένα σκουντούφλημα, ένα πέσιμο κι ένα σπασμένο πόδι του αφέντη, ήταν η αιτία. Ο Ασπροδόντης όρμησε μανιασμένος στο λαιμό του ατίθασου αλόγου, αλλά τον συγκράτησε η φωνή του αφέντη.

«Σπίτι! Πήγαινε σπίτι!» πρόσταξε ο αφέντης, όταν διαπίστωσε τον τραυματισμό του.

Ο Ασπροδόντης δίσταζε να τον αφήσει. Ο αφέντης σκέφτηκε να γράψει σημείωμα, έψαξε όμως τις τσέπες του χωρίς να βρει χαρτί και μολύβι. Και πρόσταξε πάλι τον Ασπροδόντη να

Page 122: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

γυρίσει σπίτι.

Ο τελευταίος τον κοίταξε συλλογισμένος, πήγε να φύγει, αλλά ξαναγύρισε και κλαψούρισε απαλά. Ο αφέντης τού μίλησε ψιθυριστά αλλά σοβαρά, κι εκείνος τέντωσε τα αυτιά και άκουσε με κάθε προσοχή.

«Θέλω να τρέξεις στο σπίτι, φιλαράκο, και να τους πεις τι έπαθα. Σπίτι, λύκε! Πήγαινε αμέσως στο σπίτι!»

Ο Ασπροδόντης ήξερε τι σημαίνει σπίτι και, παρ' όλο που δεν κατάλαβε τα υπόλοιπα από τη γλώσσα του αφέντη, κατάλαβε ότι το θέλημά του ήταν να πάει στο σπίτι. Γύρισε και απομακρύνθηκε απρόθυμα. Μετά από μερικά βήματα, σταμάτησε, αναποφάσιστος, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του.

«Πήγαινε σπίτι!» ήρθε η κοφτή εντολή κι αυτή τη φορά ο Ασπροδόντης υπάκουσε.

Η οικογένεια ήταν στη βεράντα κι έπαιρνε το απογευματινό αναψυκτικό, όταν έφτασε ο Ασπροδόντης. Στάθηκε ανάμεσά τους, ξέπνοος και σκονισμένος.

«Γύρισε ο Weedon», ανακοίνωσε η μητέρα του αφέντη.

Τα παιδιά υποδέχτηκαν τον Ασπροδόντη με κραυγές χαράς κι έτρεξαν να τον συναντήσουν. Εκείνος τα απέφυγε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Γρύλισε και προσπάθησε να ξεφύγει. Η μητέρα των παιδιών κοίταξε φοβισμένη προς το μέρος τους.

«Ομολογώ ότι εκνευρίζομαι, όταν τον βλέπω με τα παιδιά», είπε. «Έχω το φόβο μήπως και τους επιτεθεί καμιά μέρα».

Γρυλίζοντας άγρια, ο Ασπροδόντης όρμησε από τη γωνία και αναποδογύρισε τα παιδιά. Η μητέρα τα κάλεσε κοντά της, για να τα ηρεμήσει, και τους είπε να αφήσουν ήσυχο τον Ασπροδόντη.

«Ο λύκος είναι πάντα λύκος», σχολίασε ο δικαστής Scott. «Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη».

«Μα δεν είναι καθαρός λύκος», αντιγύρισε η Beth παίρνοντας το μέρος του αδερφού της.

«Μόνο ο Weedon το λέει αυτό», παρατήρησε ο δικαστής. «Απλά εικάζει ότι ο Ασπροδόντης έχει κάποια φλέβα σκύλου, αλλά δεν το ξέρει με σιγουριά. Όσο για την εμφάνιση...»

Δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Ο Ασπροδόντης στάθηκε μπροστά του γρυλίζοντας άγρια.

«Φύγε! Κάτω!» πρόσταξε ο δικαστής.

Ο Ασπροδόντης στράφηκε στη γυναίκα του αφέντη. Εκείνη ξεφώνισε τρομαγμένη, όταν άρπαξε το φόρεμα στα δόντια του και το τράβηξε, ώσπου ξέσχισε το λεπτό ύφασμα. Τούτη τη φορά όμως είχε γίνει επίκεντρο ενδιαφέροντος. Σταμάτησε να γρυλίζει και τους κοίταξε κατάματα με το κεφάλι ψηλά. Ο λαιμός του συσπάστηκε, αλλά δε βγήκε ήχος. Ολόκληρο το κορμί του συσπόταν, καθώς πάσχιζε απεγνωσμένα να βγάλει από μέσα του αυτό το ακαταλαβίστικο κάτι που αγωνιζόταν να βγει.

«Ελπίζω να μη λύσσαξε», είπε η μητέρα του Weedon. «Είπα στον Weedon ότι φοβάμαι μήπως δεν αντέξει το ζεστό κλίμα το ζωντανό της Αρκτικής».

«Εγώ πιστεύω ότι προσπαθεί να μιλήσει», δήλωσε η Beth.

Εκείνη τη στιγμή ο Ασπροδόντης βρήκε τη μιλιά του, που εκφράστηκε με ένα κοφτό γάβγισμα.

Page 123: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Κάτι έπαθε ο Weedon», είπε αποφασιστικά η γυναίκα του.

Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και ο Ασπροδόντης κατέβηκε πρώτος τα σκαλοπάτια κοιτώντας πίσω, αν τον ακολουθούν. Για δεύτερη και τελευταία φορά στη ζωή του, είχε γαβγίσει και είχε γίνει αντιληπτός.

Μετά απ' αυτό το γεγονός, βρήκε μια πιο ζεστή θέση στην καρδιά των ενοίκων της Sierra Vista. Ακόμα και ο υπηρέτης με το δαγκωμένο μπράτσο παραδέχτηκε ότι ήταν σοφό σκυλί κι ας ήταν λύκος. Ο δικαστής Scott επέμεινε στη γνώμη του και την απέδειξε, προς μεγάλη δυσαρέσκεια όλων, με μετρήσεις και περιγραφές από την εγκυκλοπαίδεια και διάφορα βιβλία φυσικής ιστορίας.

Οι μέρες περνούσαν, πάντα ηλιόλουστες και λαμπρές, στην κοιλάδα της Santa Clara. Όταν όμως μίκρυναν κι άρχισε ο δεύτερος χειμώνας του στο Νότο, ο Ασπροδόντης έκανε μια παράξενη ανακάλυψη. Τα δόντια της Collie δεν ήταν πια κοφτερά. Τα δαγκώματά της έγιναν παιχνιδιάρικα και δεν προσπαθούσαν να τον πονέσουν. Ο Ασπροδόντης ξέχασε ότι του είχε κάνει μαύρη τη ζωή και, όταν έπαιζε τριγύρω του, πάσχιζε να διατηρήσει κάποια σοβαρότητα και γινόταν αστείος στην προσπάθειά του να συμμεριστεί την παιχνιδιάρική της διάθεση.

Μια μέρα η Collie τον παρέσυρε σε μεγάλο κυνήγι στο λιβάδι και το δάσος. Ήταν το απόγευμα που θα πήγαινε ιππασία ο αφέντης και ο Ασπροδόντης το ήξερε. Το άλογο περίμενε στην πόρτα, σελωμένο. Ο Ασπροδόντης δίστασε. Βαθιά μέσα του όμως υπήρχε κάτι πιο δυνατό από το νόμο που είχε μάθει, από τις συνήθειες που τον είχαν πλάσει, από την αγάπη του για τον αφέντη, από την ίδια του τη θέληση να εξαρτάται μόνο από τον εαυτό του. Και όταν, τη στιγμή του δισταγμού, η Collie τον δάγκωσε κι έφυγε τρεχάλα, ο Ασπροδόντης γύρισε και την ακολούθησε. Εκείνη τη μέρα ο αφέντης πήγε ιππασία μονάχος· και στο δάσος, πλάι πλάι, έτρεχαν ο Ασπροδόντης με την Collie, όπως είχαν τρέξει χρόνια πριν η μητέρα του η Kiche και ο γερο-Μονόφθαλμος, στο σιωπηλό δάσος του Βορρά.

Page 124: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο κοιμισμένος λύκος

Εκείνη την εποχή οι εφημερίδες γέμισαν από άρθρα για την παράτολμη απόδραση ενός καταδίκου από τις φυλακές του San Quentin. Ήταν άνθρωπος άγριος και ανήμερος, από τη φτιαξιά του. Δε γεννήθηκε καλός και δεν τον βοήθησε καθόλου το πλάσιμο στα χέρια της κοινωνίας. Τα χέρια της κοινωνίας είναι τραχιά κι εκείνος ο άνθρωπος ήταν τρανό δείγμα των χεριών της. Ήταν ένα κτήνος —ένα ανθρώπινο κτήνος, μα την αλήθεια, αλλά τόσο τρομερό, ώστε μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει σαρκοβόρο.

Στις φυλακές του San Quentin αυτός ο άνθρωπος αποδείχτηκε αδιόρθωτος. Η τιμωρία απέτυχε να του αλλάξει αντίληψη. Θα πέθαινε μισότρελος και αμετανόητος, αλλά δεν άντεχε να ζει και να βασανίζεται. Όσο πιο άγρια αντιδρούσε, τόσο πιο σκληρά του φερόταν η κοινωνία και το μόνο αποτέλεσμα της σκληρότητας ήταν να τον κάνει αγριότερο. Ζουρλομανδύες, πείνα και ξυλοδαρμοί ήταν λάθος συμπεριφορά για τον Jim Hall. Ήταν όμως η συμπεριφορά που του επέβαλαν. Ήταν η συμπεριφορά που του επέβαλλαν από τη στιγμή που γεννήθηκε, εύπλαστο αγόρι, σε κάποια τρώγλη του San Francisco —πηλός στα χέρια της κοινωνίας κι έτοιμος να πλαστεί και να πάρει σχήμα.

Στην τρίτη θητεία του στη φυλακή, ο Jim Hall γνώρισε ένα φρουρό που ήταν εξίσου άγριο κτήνος μ' αυτόν. Ο φρουρός του φερόταν άδικα, έλεγε ψέματα στο διευθυντή της φυλακής, τον κατηγορούσε, τον καταδίωκε. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι ο φρουρός κρατούσε μια αρμαθιά κλειδιά κι ένα περίστροφο. Ο Jim Hall είχε μόνο τα γυμνά του χέρια και τα δόντια του. Μια μέρα όμως όρμησε στο φρουρό και βύθισε τα δόντια του στο λαιμό του άλλου, σαν ζώο της ζούγκλας.

Μετά απ' αυτό ο Jim Hall κλείστηκε στην απομόνωση. Έμεινε εκεί τρία χρόνια. Το κελί ήταν από σίδερο, στο πάτωμα, στους τοίχους, στη στέγη. Δεν έβγαινε ποτέ από το κελί. Δεν έβλεπε ούτε ουρανό ούτε ήλιο. Η μέρα ήταν σούρουπο κι η νύχτα μαύρη σιωπή. Ζούσε σε σιδερένιο τάφο, θαμμένος ζωντανός. Δεν έβλεπε άνθρωπο. Όταν του έριχναν το φαγητό, γρύλιζε σαν αγρίμι. Μισούσε τα πάντα. Μέρες και νύχτες ούρλιαζε την οργή του ενάντια στο σύμπαν. Μήνες έκανε να βγάλει από το στόμα του ήχο, στη μαύρη σιωπή που κατέτρωγε την ψυχή του. Ήταν άνθρωπος και τέρας μαζί, ένα πλάσμα τρομερό, πιο τρομερό κι από τον τρομερότερο εφιάλτη που είχε περάσει ποτέ από σαλεμένο ανθρώπινο μυαλό.

Ύστερα, μια μέρα, ο Jim Hall δραπέτευσε. Ο διευθυντής είπε ότι ήταν αδύνατον, αλλά το κελί βρέθηκε άδειο και, μισό μέσα μισό έξω, κειτόταν το πτώμα ενός φύλακα. Άλλοι δυο νεκροί φύλακες ακολουθούσαν τα ίχνη του μέσα στη φυλακή προς τους εξωτερικούς τοίχους· και είχε σκοτώσει με τα χέρια για να αποφύγει το θόρυβο.

Ήταν οπλισμένος με τα όπλα των σφαγμένων φρουρών —ζωντανό οπλοστάσιο που διέσχιζε τους λόφους καταδιωγμένο από την οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας. Τον επικήρυξαν για μια περιουσία σε χρυσάφι. Φιλάργυροι αγρότες τον κυνηγούσαν με καραμπίνες. Το αίμα του μπορούσε να ξεπληρώσει μια υποθήκη ή να στείλει ένα γιο στο κολέγιο. Πολίτες ενδιαφερόμενοι για τα κοινά κατέβαζαν τα τουφέκια και τον κυνηγούσαν. Μια αγέλη κυνηγόσκυλα ακολούθησε τα ματωμένα ίχνη του από τη φυλακή. Και τα λαγωνικά του νόμου, οι πληρωμένοι πολεμιστές της κοινωνίας, με τηλέφωνο και τηλέγραφο και ειδικό τρένο, δεν άφηναν τα ίχνη του ούτε νύχτα ούτε μέρα.

Καμιά φορά τον συναντούσαν και τότε, κάποιοι γίνονταν ήρωες και κάποιοι άλλοι τρέπονταν σε άτακτη φυγή μέσα από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, προς μεγάλη αγαλλίαση της κοινοπολιτείας που διάβαζε τις ανταποκρίσεις την ώρα του προγεύματος. Μετά από τέτοια συναπαντήματα, νεκροί και τραυματίες μεταφέρονταν με κάρα στις πόλεις και τη θέση τους

Page 125: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

έπαιρναν άλλοι, πρόθυμοι για ανθρωποκυνηγητό.

Μια μέρα ο Jim Hall εξαφανίστηκε. Μάταια τα λαγωνικά έψαξαν για αίμα. Άκακοι κτηματίες σε απόμακρες κοιλάδες κρατήθηκαν από την αστυνομία, ώσπου ν' αποδείξουν την ταυτότητά τους· και σε δεκάδες βουνοπλαγιές, άπληστοι διεκδικητές του ματωμένου χρήματος ανακάλυπταν απομεινάρια του φυγάδα.

Στη Sierra Vista διάβαζαν τις εφημερίδες περισσότερο με αγωνία παρά με ενδιαφέρον. Οι γυναίκες φοβούνταν, ο δικαστής Scott ειρωνευόταν και γελούσε, αλόγιστα ωστόσο, επειδή ο ίδιος είχε εκφωνήσει την ποινή του Jim Hall, τις τελευταίες μέρες του στην έδρα. Και μέσα στην αίθουσα, μπροστά σ' ολόκληρο το ακροατήριο, ο Jim Hall είχε δηλώσει ότι μια μέρα θα εκδικιόταν το δικαστή που τον καταδίκασε.

Για μια φορά, ο Jim Hall είχε δίκιο. Ήταν αθώος για το έγκλημα που του καταλόγιζαν. Στη γλώσσα των κλεφτών και της αστυνομίας, επρόκειτο για περίπτωση «σπρωξίματος». Ο Jim Hall «σπρώχτηκε» στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Επειδή όμως είχε δυο προηγούμενες καταδίκες, ο δικαστής Scott τον καταδίκασε πενήντα χρόνια.

Ο δικαστής Scott δεν ήταν παντογνώστης και δεν ήξερε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία της αστυνομίας, ότι τα στοιχεία ήταν πλαστά και οι καταθέσεις με ψευδορκία, ότι ο Jim Hall ήταν αθώος για το συγκεκριμένο έγκλημα. Από την άλλη πάλι, ο Jim Hall δεν ήξερε ότι ο δικαστής Scott δεν ήξερε. Ο Jim Hall πίστευε ότι ο δικαστής τα γνώριζε όλα κι ότι ο δικαστής τα είχε κάνει πλακάκια με την αστυνομία για την επιβολή της τρομερής αδικίας. Όταν λοιπόν ο δικαστής Scott ανακοίνωσε τα πενήντα χρόνια ζωντανού θανάτου, ο Jim Hall εκδήλωσε το μίσος του για την άδικη κοινωνία με οργισμένες κραυγές, ώσπου τον έσυραν έξω από το δικαστήριο οι ένστολοι εχθροί του. Για τον Jim Hall, ο δικαστής Scott ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος στην αψίδα της αδικίας κι εναντίον του εξαπέλυσε το φαρμάκι της οργής και τις απειλές του για εκδίκηση. Ύστερα ο Jim Hall θάφτηκε ζωντανός... και δραπέτευσε.

Ο Ασπροδόντης δεν ήξερε τίποτα απ' αυτά. Είχε όμως ένα μυστικό με την Alice, τη γυναίκα του αφέντη. Κάθε νύχτα, μετά που πήγαινε για ύπνο η Sierra Vista, η Alice έβαζε τον Ασπροδόντη μέσα να κοιμηθεί στο μεγάλο χολ. Ο Ασπροδόντης δεν ήταν βέβαια κατοικίδιο σκυλί και δεν του επέτρεπαν να κοιμάται στο σπίτι. Γι' αυτό, νωρίς το πρωί, η Alice κατέβαινε αθόρυβα και τον έβγαζε έξω, πριν ξυπνήσει η οικογένεια.

Μια τέτοια νύχτα, ενώ κοιμόταν όλο το σπίτι, ο Ασπροδόντης ξύπνησε κι έμεινε ξαπλωμένος, τελείως αθόρυβα. Και τελείως αθόρυβα οσμίστηκε τον αέρα κι έπιασε το μήνυμα που του έστειλε η παρουσία του ξένου θεού. Στ' αυτιά του έφτασαν ήχοι από τις κινήσεις του. Ο Ασπροδόντης δεν εκδήλωσε την οργή του με θόρυβο. Δεν το συνήθιζε. Ο άγνωστος θεός προχώρησε αθόρυβα, αλλά πιο αθόρυβα προχωρούσε ο Ασπροδόντης, επειδή δεν είχε ρούχα να τρίβονται πάνω στη σάρκα του. Ακολούθησε αθόρυβα. Στην Άγρια Φύση είχε κυνηγήσει φοβητσιάρικο ζωντανό κρέας και ήξερε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Ο ξένος θεός σταμάτησε στη βάση της σκάλας και αφουγκράστηκε. Ο Ασπροδόντης παρακολουθούσε και περίμενε, ακίνητος σαν πεθαμένος. Η σκάλα οδηγούσε στον αφέντη της αγάπης και στα αγαπημένα υπάρχοντα του αφέντη της αγάπης. Ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα, αλλά περίμενε. Το πόδι του άγνωστου θεού σηκώθηκε. Άρχιζε η ανάβαση.

Τότε ακριβώς χτύπησε ο Ασπροδόντης. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς γρύλισμα, εκτινάχτηκε και προσγειώθηκε στην πλάτη του άγνωστου θεού. Γάντζωσε τα νύχια στους ώμους του, ενώ ταυτόχρονα βύθιζε τα δόντια του στο σβέρκο του άντρα. Κρατήθηκε για μια στιγμή, αρκετά ώστε να ρίξει πίσω το θεό. Σωριάστηκαν στο πάτωμα μαζί, με υπόκωφο γδούπο. Ο Ασπροδόντης ξέφυγε και ο άντρας, καθώς πάλευε να σηκωθεί, βρέθηκε πάλι στα δόντια του Ασπροδόντη.

Page 126: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

Η Sierra Vista ξύπνησε έντρομη. Ο θόρυβος από το ισόγειο ήταν σαν να γινόταν μάχη. Έπεσαν πυροβολισμοί. Μια αντρική φωνή ξεφώνισε με τρόμο και αγωνία. Ακούστηκε δυνατό γρύλισμα και μουγκρητό και πάνω απ' όλα αυτά πανδαιμόνιο από πέσιμο και σπάσιμο επίπλων και γυαλικών.

Ο σαματάς σταμάτησε όσο γρήγορα είχε αρχίσει. Η πάλη δεν κράτησε πάνω από τρία λεπτά. Το τρομαγμένο σπιτικό συγκεντρώθηκε στο κεφαλόσκαλο. Από κάτω, σαν μέσα από σκοτεινή άβυσσο, ακούστηκε γουργουρητό, σαν να άφριζε αέρας μέσα σε νερό. Καμιά φορά το γουργουρητό γινόταν μακρόσυρτο, σαν σφύριγμα. Αλλά κι αυτό χαμήλωσε γρήγορα και σταμάτησε. Ύστερα δεν ακούστηκε τίποτα από το σκοτάδι, εκτός από το κοντανάσασμα κάποιου πλάσματος που αγωνιούσε να ανασάνει.

Ο Weedon Scott πάτησε ένα κουμπί και η σκάλα με το ισόγειο πλημμύρισαν φως. Ύστερα κατέβηκαν προσεκτικά με το δικαστή, κρατώντας περίστροφα. Δεν υπήρχε λόγος. Ο Ασπροδόντης είχε κάνει τη δουλειά του. Ανάμεσα στα ερείπια των αναποδογυρισμένων και σπασμένων επίπλων, σχεδόν με το πλάι και το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από το μπράτσο, κειτόταν ένας άντρας. Ο Weedon Scott έσκυψε, μετακίνησε το μπράτσο και γύρισε προς τα επάνω το πρόσωπο. Στο λαιμό έχασκε μια τρύπα που εξηγούσε την αιτία του θανάτου.

«Ο Jim Hall», είπε ο δικαστής Scott. Πατέρας και γιος κοιτάχτηκαν με νόημα.

Ύστερα γύρισαν στον Ασπροδόντη. Και αυτός ήταν ξαπλωμένος στο πλευρό. Τα μάτια του ήταν κλειστά, αλλά τα βλέφαρα ανασηκώθηκαν ελαφρά, σε μια προσπάθεια του ζωντανού να τους κοιτάξει καθώς έσκυβαν από πάνω του. Και η ουρά κινήθηκε αμυδρά, σε μια μάταιη προσπάθεια να τους χαιρετήσει. Ο Weedon Scott τον χάιδεψε κι από το λαιμό του Ασπροδόντη βγήκε ένα πνιχτό γρύλισμα. Ήταν πολύ αδύναμο και γρήγορα σταμάτησε. Τα βλέφαρα χαμήλωσαν κι έκλεισαν και το κορμί του φάνηκε να χαλαρώνει και να ισιώνει πάνω στο δάπεδο.

«Πάει ο άμοιρος», ψέλλισε ο αφέντης.

«Αυτό θα το δούμε», δήλωσε ο δικαστής και πήγε στο τηλέφωνο.

«Ειλικρινά, έχει μία πιθανότητα στις χίλιες», ανακοίνωσε ο χειρουργός, αφού ασχολήθηκε μιάμιση ώρα με τον Ασπροδόντη.

Η αυγή χάραξε και ξεθώριασε το φως του ηλεκτρικού. Εκτός από τα παιδιά, όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη γύρω από το γιατρό για την ετυμηγορία.

«Ένα πίσω πόδι σπασμένο», συνέχισε ο γιατρός. «Τρία σπασμένα πλευρά, από τα οποία ένα τουλάχιστον τρύπησε τον πνεύμονα. Έχει χάσει όλο σχεδόν το αίμα του. Κατά πάσαν πιθανότητα, έχει σοβαρά εσωτερικά τραύματα. Εκτός από τις τρεις σφαίρες, ποδοπατήθηκε κιόλας. Μία στις χίλιες είναι πολύ αισιόδοξη πρόβλεψη. Θα έλεγα ούτε μία στις δέκα χιλιάδες».

«Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας», είπε ο δικαστής. «Ανεξάρτητα από το κόστος. Κάντε του ό,τι χρειάζεται, ακτινογραφίες —τα πάντα. Weedon, τηλεγράφησε αμέσως στο San Francisco, στο γιατρό Nichols. Με όλο το θάρρος, γιατρέ, αλλά θέλουμε να του προσφέρουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει».

Ο χειρουργός χαμογέλασε με κατανόηση. «Φυσικά. Πρέπει να νοσηλευτεί όπως θα νοσηλευόταν άνθρωπος, ένα άρρωστο παιδί. Και μην ξεχνάτε τι σας είπα για τη θερμοκρασία. Θα ξανάρθω στις δέκα».

Ο Ασπροδόντης νοσηλεύτηκε σαν άνθρωπος. Η πρόταση του δικαστή να προσλάβουν

Page 127: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

εκπαιδευμένη νοσοκόμα απορρίφθηκε με αγανάκτηση από τις κοπέλες, που ανέλαβαν οι ίδιες το έργο. Και ο Ασπροδόντης κέρδισε τη μία στις δέκα χιλιάδες πιθανότητες που του αρνήθηκε ο γιατρός.

Και δεν είχε άδικο ο άνθρωπος. Σ' όλη του τη ζωή νοσήλευε και εγχείριζε καλομαθημένα πλάσματα του πολιτισμού που ζούσαν προστατευμένα και είχαν γεννηθεί από προστατευμένες γενιές. Σε σύγκριση με τον Ασπροδόντη, ήταν ευάλωτα και μαλθακά, γαντζωμένα από τη ζωή χωρίς ιδιαίτερη δύναμη. Τον Ασπροδόντη τον είχε γεννήσει η Άγρια Φύση, όπου ο αδύναμος χάνεται γρήγορα και δεν υπάρχει προστασία για κανέναν. Ούτε ο πατέρας ούτε η μάνα του είχαν αδυναμίες, ούτε όμως και οι γενιές πριν απ' αυτούς. Από την Άγρια Φύση ο Ασπροδόντης είχε κληρονομήσει σιδερένια αντοχή και ζωτικότητα και ήταν γαντζωμένος από τη ζωή με όλη του τη δύναμη, σωματική και ψυχική, και με την αντοχή που, κάποτε, είχαν όλα τα πλάσματα.

Δεμένος σαν κατάδικος, στερημένος κάθε κίνηση με τους γύψους και τους επιδέσμους, έσπρωχνε τον καιρό να περάσει. Κοιμόταν ώρες ατέλειωτες, ονειρευόταν πολύ και στα όνειρά του ζωντάνευαν σκηνές από το Βορρά. Ξύπνησαν όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ξανάζησε στη φωλιά με την Kiche, σύρθηκε τρέμοντας στα γόνατα του Γκρίζου Κάστορα για να δηλώσει υποταγή, έτρεξε να γλιτώσει τη ζωή του από τον Lip-lip κι ολόκληρη την αγέλη των ανελέητων κουταβιών.

Ξανάτρεξε μέσα στη σιγαλιά, κυνηγώντας τη ζωντανή τροφή μέσα στους μήνες της πείνας· και πάλι έτρεξε επικεφαλής της αγέλης, ακούγοντας το μαστίγιο του Mit-sah και του Γκρίζου Κάστορα στα καπούλια του, τις φωνές τους, όταν περνούσαν από στενωσιές και η αγέλη στριμωχνόταν σαν βεντάλια για να τις διαβεί. Κάτι τέτοιες στιγμές κλαψούριζε και γρύλιζε σιγανά στον ύπνο του κι όσοι τον κοίταζαν καταλάβαιναν ότι έβλεπε κακό όνειρο.

Περισσότερο όμως τον βασάνιζε ένας συγκεκριμένος εφιάλτης: η κλαγγή και το μουγκρητό των ηλεκτρικών βαγονιών, που του θύμιζαν εκκωφαντικό ουρλιαχτό αγριόγατου. Κρυβόταν στους θάμνους καραδοκώντας να βγει από τη δεντροκρυψώνα του ο σκίουρος. Και τη στιγμή που του ορμούσε, έπαιρνε τη μορφή ηλεκτρικού βαγονιού, απειλητικού και φοβερού, που υψωνόταν πάνω του σαν βουνό, με μουγκρητά και κλαγγές, φτύνοντας φωτιά. Το ίδιο συνέβαινε κι όταν προκαλούσε το γεράκι να βουτήξει από τον ουρανό. Του ορμούσε σαν κεραυνός εν αιθρία και, καθώς βουτούσε προς τα κάτω, μεταμορφωνόταν στο πανταχού παρόν ηλεκτρικό βαγόνι. Άλλοτε πάλι βρισκόταν στη μάντρα του Όμορφου Smith. Έξω από τη μάντρα συγκεντρώνονταν άντρες κι ο Ασπροδόντης ήξερε ότι άρχιζε ο αγώνας. Κοίταζε την πόρτα, να δει τον αντίπαλο. Η πόρτα άνοιγε κι ορμούσε εναντίον του το φοβερό ηλεκτρικό βαγόνι. Αυτό έγινε χιλιάδες φορές και κάθε φορά ο τρόμος ήταν πιο ζωντανός παρά ποτέ.

Ύστερα ήρθε η μέρα που του έβγαλαν τον τελευταίο γύψο και τον τελευταίο επίδεσμο. Ήταν μέρα γιορτής. Συγκεντρώθηκε όλη η Sierra Vista. Ο αφέντης τού έτριψε τα αυτιά κι ο Ασπροδόντης γρύλισε με τη χαρακτηριστική απόχρωση. Η γυναίκα του αφέντη τον είπε «ευλογημένο λύκο», προσφώνηση που έγινε δεκτή με επιδοκιμασίες απ' όλες τις κυρίες.

Ο Ασπροδόντης προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του και, μετά από πολλές απόπειρες, έπεσε εξασθενημένος. Είχε μείνει πολύ καιρό ξαπλωμένος κι είχαν αδυνατίσει οι μύες του. Ντράπηκε λιγάκι για την ανημπόρια του, σαν να μην ήταν σε θέση να προσφέρει στους θεούς τις υπηρεσίες που όφειλε. Γι' αυτό έκανε ηρωικές προσπάθειες να σηκωθεί και, τελικά, στάθηκε στα τέσσερα πόδια του, τρεκλίζοντας και παραπατώντας.

«Ο ευλογημένος λύκος!» αναφώνησαν οι κυρίες εν χορώ.

Ο δικαστής Scott τις κοίταξε επιδοκιμαστικά.

Page 128: Ο Ασπροδόντης - Τζακ Λόντον

Digitized by 10uk1s

«Γεια στο στόμα σας!» είπε. «Θα το έλεγα εγώ. Κανένα σκυλί δε θα έκανε τέτοιο πράγμα. Λύκος είναι».

«Ευλογημένος λύκος», διόρθωσε η γυναίκα του δικαστή.

«Ναι, ευλογημένος λύκος», συμφώνησε ο δικαστής. «Και στο εξής έτσι θα τον φωνάζω».

«Πρέπει να ξαναμάθει να περπατάει», παρατήρησε ο γιατρός. «Και λέω ν' αρχίσει από τώρα. Δε θα πονέσει. Φέρτε τον έξω».

Ο Ασπροδόντης βγήκε έξω, σαν βασιλιάς, με ακολουθία του ολόκληρη τη Sierra Vista, που δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει για να τον κανακέψει. Ήταν πολύ αδύναμος και, όταν έφτασε στο γρασίδι, ξάπλωσε λιγάκι να ξεκουραστεί.

Ύστερα άρχισε η επίπονη διαδικασία. Άρχισε από μικρές κινήσεις των μυών και μικρά βηματάκια για να κυκλοφορήσει το αίμα στις φλέβες του. Έφτασε μέχρι τους στάβλους κι εκεί, στην πόρτα, βρήκε την Collie να παίζει στον ήλιο με μισή ντουζίνα παχουλά κουτάβια.

Ο Ασπροδόντης τα κοίταξε με απορία.

Η Collie του γρύλισε προειδοποιητικά κι εκείνος κράτησε απόσταση ασφαλείας. Ο αφέντης έσπρωξε προς το μέρος του ένα κουτάβι, με τη μύτη του παπουτσιού του. Ο Ασπροδόντης όρθωσε καχύποπτος την τρίχα του, αλλά τον διαβεβαίωσε ο αφέντης ότι δεν έτρεχε τίποτα. Η Collie, συγκρατημένη από τα χέρια κάποιας κυρίας, τον κοίταξε με ζήλια και, με ένα γρύλισμα, τον προειδοποίησε ότι ασφαλώς κάτι έτρεχε.

Το κουτάβι σύρθηκε στα πόδια του. Ο Ασπροδόντης τέντωσε τα αυτιά και το κοίταξε με περιέργεια. Ύστερα άγγιξαν οι μύτες τους. Η υγρή γλωσσίτσα έγλειψε το μουσούδι του. Η γλώσσα του Ασπροδόντη ξεμύτισε, χωρίς ο ίδιος να καταλάβει γιατί, κι έγλειψε το μουσουδάκι του κουταβιού.

Οι κυρίες επικρότησαν την παράσταση με χειροκροτήματα και χαρούμενες κραυγές. Ο Ασπροδόντης απόρησε και τις κοίταξε ξαφνιασμένος. Ύστερα ένιωσε πάλι αδυναμία και ξάπλωσε, με τα αυτιά τεντωμένα και το κεφάλι γερμένο στο πλάι, και βάλθηκε να παρατηρεί το κουτάβι. Σύρθηκαν και τα υπόλοιπα κοντά του, προς μεγάλη αγανάκτηση της Collie· κι ο Ασπροδόντης, σοβαρός σοβαρός, τους επέτρεψε να σκαρφαλώσουν πάνω του και να τον πατήσουν. Στις πρώτες επιδοκιμασίες των θεών, άφησε να εκδηλωθεί λίγη από την παλιά αδεξιότητα και αμηχανία του. Όμως του πέρασε γρήγορα, καθώς τα κουτάβια συνέχιζαν τα αστεία τους πασπατέματα, κι ο Ασπροδόντης μισόκλεισε τα καρτερικά μάτια του κι αφέθηκε να λαγοκοιμάται στον ήλιο.

ΤΕΛΟΣ