Οι Φιλοσοφικές Βάσεις της Μαρξιστικής - Λενινιστικής...
DESCRIPTION
ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ - ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ iTRANSCRIPT
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
Κουουσίνεν, Άρμπάτωφ, Μπελιακώφ, Βιγκόντσκι, Μακαρόφσκι, ΜιλεΙκόφσκι, Σιτκόφσκι, ΣεΙντΙν
ΟΙ ΒΑΣΕΙΣΤΟΥ
ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ - ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ
IΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ - ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ ΘΕΜΕΛΙΟ,,
ΑΘΗΝΑ
Πρώτη ρωσική έκδοση : Μόσχα 1959 Ή παρούσα έλληνική : Νοέμβρης 1964, 'Αθήνα-
Copyright “ ΘΕΜΕΛΙΟ,. 1964 Μετάφραση X. Πετρίδης
ΚΕΦ. I. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ Σελ. 9
1. Ή ανάπτυξη τής πρωτοπόρας υλιστικής έπιστήμης στόν αγώνα κατάτής αντίδρασης καί τής αγνοιας. » 9
2. 'Τλισμός καί ιδεαλισμός. » 123. Τί είναι ή νλη στή φιλοσοφική της
έννοια ; » 214. 01 γενικές ucutcpFç ύπαρξης τον υ
λικού κόσμου. » 255. Ή συνείδηση είναι ιδιότητα τής με
ειδικό τρόπο Λργανοψένης ΰλης. » 32I). Οί αντίπαλοι τον φιλοσοφικοί-' υ
λισμού. » 407. ΤΙ σύγχρονη αστική φιλοσοφία. » 498. Στόν αγώνα για μιά Επιστημονική
κοσμοθεωρία. » (>G
ΚΕΦ. II. Η ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ » 71
1. Ή καθολική σχέση των φαινομένοιν. » 752. Οί ποσοτικές καί οί ποιοτικές αλλα
γές στή φύση καί στήν κοινωνία. » 89
[Ιεη ιεχ ό μ κ να
3. Ό διχασμός σέ αντιθέσεις είναι ήβασική πηγή τής ανάπτυξης. » 97
4. Ή διαλεκτική ανάπτυξη άπό τό κατώτερο στό άνώτερο. > 109
5. Ή διαλεκτική σάν μέθοδος γνώσηςκαί μετασχηματισμού τοϋ κόσμου. » 115
ΚΕΦ. I II . Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ » 121
1. Ή πρακτική είναι ή βάση καί ό σκοπός τής γνώσης. » 121
2. 'Η γνώση είναι αντανάκλαση τοϋ αντικειμενικού κόσμου. “ » 128
3. Ή θεωρία γιά τήν αλήθεια. » 1334. Ή πρακτική είναι τό κριτήριο τής
αλήθειας. » 1525. Ή αναγκαιότητα καί ή ανθρώπινη
έλευθερία. » 159
01 Φιλοσοφικές βάσεις τής μαρξιστικής - λενινιστικής
κοσμοθεωρίας
1
*0 Φιλοσοφικός 'Υλισμός
’Ακλόνητη 6άση όλου τοι~ οικοδομήματος τού μαρξισμού - λενινισμόν είναι ή φιλοσοφική του διδασκαλία — ό διαλεκτικός καί ιστορικός υλισμός. Ή φιλοσοφική αυτή διδασκαλία βλέπει τόν κόσμο οπως είναι στήν πραγματικότητα, Εξετάζει τόν κόσμο μέ 6άση τά στοιχεία τής πρωτοπόρας επιστήμης καί τής κοινωνικής πρακτικής. Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμό; είναι νομοτελειακό αποτέλεσμα τής μακραίωνης ανάπτυξης τής επιστημονική; γνώσης.
1. Ή άνάπτυξη τής πρωτοπόρας υλιστικής έπιστήμης στόν αγώνα κατά τής άντί δράσης καί τής άγνοιας.
Ή ιστορία τής Επιστήμης είναι στί6ο; αδιάκοπης πάλης τών πρωτοπόρων έπιστημόνων καί φιλοσόφων κατά τής α- γνοιας καί τής δεισιδαιμονίας, κατά τής πολιτικής καί ιδεολογικής αντίδρασης. Στήν ταξική έκμεταλλευτική κοινωνία υπήρχαν πάντα, καί υπάρχουν καί τώρα, δυνάμεις που δέν τούς συμφέρει ή διάδοση τών πρωτοπόρων Επιστημονικών αντιλήψεων. Αυτές οί δυνάμεις είναι οί αντιδραστικές κοινωνικές τάξεις. Οί Εκπρόσωποι τής αντίδρασης, είτε καταπολεμούσαν «μέσα τήν Επιστήμη καί καταδίωκαν τους προοδευτικούς Επιστήμονες καί φιλοσόφους, μή διστάζοντας νά τούς ρίξουν ακόμα καί στή φυλακή καί στήν πυρά, είτε προσπαθούσαν νά διαστρεβλώσουν τίς Επιστημονικές ανακαλύψεις,
<)
ώστε νά άφαιρούν από αυτές κάθε προοδευτικό υλιστικό περιεχόμενο.
Ό αρχαίος ?λληνας υλιστής φιλόσοφος ’Αναξαγόρας κα- τηγορήΟηκε γιά άΟεΐα καί έξορίστηκε από την ’Αθήνα. Τά εργα τού έξοχου υλιστή Δημόκριτου, ένός από τους θεμελιωτές τής θεωρίας γιά τήν ατομική δομή τής ΰλης, πού άρνοΰν- ταν τήν έπέμβαση τών θεών στή ζωή τής φύσης καί στις υποθέσεις τών ανθρώπων, τά κατάστρεφαν συνέχεια γιά πολλούς αιώνες καί γι’ αυτό δέν εφτασε κανένα ώς έμάς.
Τόν αρχαίο Ιλληνα υλιστή φιλόσοφο ’Επίκουρο, δπαδό τοΰ Δημόκριτου, πού προσπαθούσε νά απελευθερώσει τούς ανθρώπους από τό φόβο τών θεών καί έξυμνοΰσε τήν έπιστή- μη, γιά δυό χιλιάδες χρόνια τόν αναθεμάτιζαν οί πατέρες τής έκκλησίας καί τόν παρουσίαζαν σάν διαφθορέα καί έχΟρό τής ήΟικής.
Μετά τή μετατροπή τοΰ χριστιανισμού σέ επίσημη θρησκεία τής Ρώμης, τά μνημεία τού αρχαίου πολιτισμού κατα- στράφηκαν ανελέητα από τούς παπάδες καί τούς μοναχούς. Στά 391 μ. X. πλήθος φανατικών χριστιανών γκρέμισε τόν άρχαΐο ναό τοΰ Σεράπιδος καί κατάστρεψε δ,τι είχε άπο- μείνει άπό τό μεγαλύτερο θησαυρό βιβλίων τοΰ άρχαίου κόσμου, τή βιβλιοθήκη τής ’Αλεξάνδρειας. Ό πάπας τής Ρώμης Γρηγόριος Α ' (590 - 604), έμπαθής έχθρός τής κοσμικής παιδείας καί τής έπιστήμης, έξαφάνισε μεγάλον αριθμό από πολύτιμα εργα τών αρχαίων συγγραφέαν, καί πρώτα- πρώτα τά εργα τών υλιστών φιλοσόφων.
Ή 'Ιερή Εξέταση, πού δημιούργησε ό παπισμός γιά νά αγωνιστεί έναντίον δλων τών αντιπάλων τής καθολικής έκκλησίας, όργάνωσε άγριους διωγμούς έναντίον τών ^ωτοπόρων στοχαστών. Στά 1600 ή 'Ιερή Εξέταση έκαψε στήν πυρά τό Τζιορντάνο Μπροΰνο, έξαιρετικό φιλόσοφο καί έπιστήμο- να, πού υποστήριζε τή διδασκαλία τοΰ Κοπέρνικου. Στά 1619, στή γαλλική πόλη Τουλούζ, με απόφαση τής 'Ιερής Εξέτασης, οί δήμιοι έκοψαν τή γλώσσα τοΰ πρωτοπόρου στοχαστή Λουκίλιο Βανίνι καί υστέρα τόν έκαψαν στήν πυρά. Τόν μεγάλο Ιταλό έπιστήμονα Γαλιλαίο, πού υποστήριζε τή διδασκαλία τοΰ Κοπέρνικου, ή 'Ιερή ’Εξέταση, μέ τή βία καί με απειλές, τόν άνάγκασε νά άποκηρύξει τίς άντιλήψεις του. Ό διάσημος γάλλος φιλόσοφος - διαφωτιστής τοΰ 18ου αΐώ-
10
να Βολταΐρος φυλακίστηκε στή Βαστίλλη. Στή φυλακή ρίχτηκε καί ό σύγχρονός του υλιστής - φιλόσοφος Ντιντερώ.
Είναι λάθος νά νομίζουμε δτι ό αγώνας τής άντίδρασης κατά τής έπιστήμης γινόταν μόνο στήν αρχαιότητα καί στό μεσαίωνα. Καί στήν εποχή τοϋ καπιταλισμού ό αγώνας αυτός δέν σταμάτησε. Ή τάξη τών καπιταλιστών ένδιαφέρεται γιά τήν ανάπτυξη τών φυσικών έπιστημών — τής φυσικής, τής χημείας, τών μαθηματικών κ. α. — μόνο γιατί μ’ αύτές συνδέονται αμεσα οί έπιτυχίες τής τεχνικής. Δέν ένδιαφέρεται δμως καθόλου γιά τή διάδοση τής υλιστικής φιλοσοφίας, τής έπιστημονικής κοσμοθεωρίας πού έπιτρέπει στους ανθρώπους νά έρμηνεύουν σωστά τό γύρω τους κόσμο, νά μαθαίνουν πώς νά συμπεριφέρονται καί πώς νά έπενεργοΰν σ’ αυτόν. Γι’ αυτό οί Ιδεολόγοι τής αστικής τάξης καταβάλλουν κάθε προσπάθεια γιά νά μή βγουν υλιστικά καί άΟεϊστικά συμπεράσματα από τίς έπιστημονικές ανακαλύψεις, γιατί τά θεωρούν έπι- κίνδυνα γιά τήν κυριαρχία τους.
Ή αντιδραστική αστική τάξη μισεί προπαντός τή θεωρία τού μαρξισμού - λενινισμού καί τή φιλοσοφία του — τό διαλεκτικό καί Ιστορικό ύλιομό. Πλήθος αστοί καθηγητές ασχολούνται ειδικά μέ τήν «ανατροπή» τού μαρξισμού.
Ή σημερινή άντιδραστική αστική τάξη δέν καίει τούς πρωτοπόρους έπιστήμονες καί φιλοσόφους στήν πυρά, άλλά χρησιμοποιεί αλλα μέσα έπίδρασης σ’ αυτούς: τήν απομάκρυνσή τους από τά πανεπιστήμια καί τά έπιστημονικά ινστιτούτα, τήν ουσιαστική στέρηση τής δυνατότητας νά δημοσιεύουν τά εργα τους, τήν ήθική καί πολιτική δυσφήμηση κτλ. Τά τελευταία χρόνια δλα αύτά τά μέσα πάλης κατά τών «έπικίνδυνων Ιδεών» έφαρμόζονται πλατειά στίς ΗΓΤΑ καί σέ πολλές άλλες χώρες. Μ’ αύτά τά μέσα καί μέ τήν προπαγάνδα τής αντιδραστικής της ιδεολογίας, ή κυρίαρχη τάξη ά- σκεϊ πίεση στή συνείδηση τών άνθρώπων, καλλιεργεί σ’ αυτούς τίς ιδέες πού τήν Εξυπηρετούν καί αντιδρά στή διάδοση τών πρωτοπόρων υλιστικών αντιλήψεων.
'Όμως δσο ακανθώδης κι αν είναι ό δρόμος τής έπιστη- μης καί τής υλιστικής φιλοσοφίας, δσο μεγάλες κι αν είναι οί θυσίες πού τούς έπιβάλλονται στήν έκμεταλλευτική κοινωνία, τελικά, ξεπερνιούνται δλα τά έμπόδια καί ή έπιστήμη καί ή υλιστική φιλοσοφία βαδίζουν σταθερά πρός τά έμποός.
11
Ή δύναμη τής πρωτοπόρας υλιστικής έπιστήμης καί φιλοσοφίας συνίσταται στό γεγονός δτι μαθαίνουν στους ανθρώπους τους νόμους τής φύσης καί τής κοινωνίας, τούς διδάσκουν νά χρησιμοποιούν αυτούς τούς νόμους γιά τά συμφέροντα τής ανθρωπότητας, αποσπούν τούς ανθρώπους από τά σκοτάδια τής αγνοιας καί τους ανεβάζουν στό φώς τής αληθινής γνώσης.
2. 'Υλισμός καί ιδεαλισμός.
ΤΙ φιλοσοφία Εξετάζει τά πιό γενικά ζητήματα τής κοσμοθεωρίας.
Ή υλιστική φιλοσοφία ξεκινάει από τήν αναγνώριση τού γεγονότος δτι ή φύση υπάρχει: τ’ αστέρια, ό Ήλιος, ή Γή μέ τά βουνά καί τίς πεδιάδες της, τίς θάλασσες καί τά δάση, τά ζώα, τούς ανθρώπους, πού είναι προικισμένοι μέ τή συνείδηση, μέ τήν Ικανότητα νά σκέπτονται. Λέν υπάρχει καί δέ μπορεϊ νά υπάρξει κανένα είδος υπερφυσικών καί έξωφυσι- κών φαινομένων ή δυνάμεων. Στήν πολυμορφία τής φύσης ό άνθρωπος είναι μόνο ενα μόριό της, καί ή συνείδηση είναι Ιδιότητα, ή ικανότητα, τού ανθρώπου. Ή φύση υπάρχει αντικειμενικά, δηλ. εξω από τή συνείδηση τού ανθρώπου καί ανεξάρτητα απ’ αύτήν.
'Ωστόσο υπάρχουν φιλόσοφοι πού άρνούνται τήν ανεξάρτητη από τή συνείδηση ύπαρξη τής φύσης. ’ Ισχυρίζονται δτι τό πρώτο πού υπάρχει είναι ή συνείδηση, ή νόηση, τό πνεύμα ή ή ιδέα καί δλος δ φυσικός κόσμος είναι παράγωγο καί Εξάρτημα μιας πνευματικής αρχής.
Τό ζήτημα τής σχέσης τής ανθρώπινης συνείδησης μέ τό υλικό Είναι αποτελεΐ τό βασικό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας, καθιός καί τής νεότερης φιλοσοφίας. Ποιό είναι τό πρώτο, ή φύση ή ή νόηση; 01 φιλόσοφοι διαιρούνται σέ δυό μεγάλα στρατόπεδα, ανάλογα μέ τήν απάντηση πού δίνουν σ’ αυτό τό Ερώτημα.
Εκείνοι πού θεωρούν σάν πρώτο τήν υλική αρχή — τή φύση — , καί τή νόηση, τό πνεύμα, σάν Ιδιότητα τής υλης,
12
ανήκουν στό στρατόπεδο τού υ λ ι σ μ ο ύ. Εκείνοι πού ισχυρίζονται δτι ή νόηση, τό πνεύμα ή ή ιδέα υπήρχαν πρίν άπό τή φύση, δτι ή φύση, ετσι ή αλλοιώς, δημιουργεΐται από μιά πνευματική αρχή καί έξαρτάται απ’ αυτή, ανήκουν στό στρατόπεδο τού ι δ ε α λ ι σ μ ο ύ . Τίποτε αλλο δέ σημαίνουν οί όροι «ιδεαλισμό;» καί «υλισμός» άπό φιλοσοφική άποψη.
’Ανάμεσα στού; οπαδούς τής υλιστικής καί τής ίδεαλι- στικής αντίληψης γιά τόν κόσμο, διεξάγεται άπό αιώνες όξύ- τατος, άκατάπαυστος αγώνας. "Ολη ή Ιστορία τής φιλοσοφίας είναι εικόνα τής πάλης τών δυό στρατοπέδων, τών δυό κομμάτων στή φιλοσοφία: τοΰ υλισμού καί τού Ιδεαλισμού.
Ό αυθόρμητος νλιαμός.
01 άνθρωποι στήν πρακτική τους δράση δέν αμφιβάλλουν δτι τά αντικείμενα καί φυσικά φαινόμενα πού τούς πε- ριδάλουν υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτούς καί από τή συνείδησή τους. Αυτό σημαίνει δτι, αυθόρμητα, παραδέχονται τίς θέσεις τού υλισμού.
Ό αυθόρμητος υλισμό; «κάθε υγιούς ανθρώπου που δέν ζεΐ στό τρελλοκομεΐο ή στήν έπιστήμη τών ιδεαλιστών φιλοσόφων, εγραφε ό Λένιν, συνίσταται στό δτι τά πράγματα, τό περιβάλλον, ό κόσμος, υπάρχουν α ν ε ξ ά ρ τ η τ α από τίς αισθήσεις μα;, άπό τή συνείδησή μα;, άπό τό Έ γ <ό μας καί άπό τόν άνθρωπο γενικά»*.
Είναι αδύνατο νά ζούμε μόνο μέ τί; ιδέες, τί; εννοιε;, νά τρεφόμαστε μέ τά αίσΟήματά μα;, μέ τά προϊόντα τής φαντασία; μας. Στήν πρακτική αυτό τό ξέρουν καλά δλοι οί άνθρωποι, καθώς καί οί φιλόσοφοι πού δημιουργούν τίς ίδεαλιστικές διδασκαλίες, έξάγοντα; τήν ύπαρξη τών υλικών πραγμάτων από τά αισθήματα, τίς εννοιες, τίς ιδέες. Πολλές φορές τυχαίνει νά παραδέχονται δτι ζούν παρά τή φιλοσοφία τους καί δτι, άν στήν πραγματικότητα δέν υπήρχαν στόν κόσμο τά υλικά πράγματα, οί άνθρωποι θά πέθαιναν άπό τήν πείνα.
* H. I. Λένιν «"Λ-.χντα-, W, ρωζ. ïxd., -.άμ. 14, οελ. Γ>ϊ. (!ημ. Σ')-,-.. : "Ολα -Λ zîMcrzi?.ιζ~.α χτίύ τά ·"Srjxr-.% ssï Λέν.ν zhx: xr.i
/ 1η ρω·:. ί/.ίοση).
lit
Ή άποψη τοΰ αυθόρμητου, μή συνειδητού υλισμού είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τής συντριπτικής πλειονότητας τών έπιστη μόνων έρευνητών. Οί έπιστήμονες αυτοί δέν υπεισέρχονται, συνήθως, στά φιλοσοφικά ζητήματα, άλλά αυθόρμητα ακολουθούν τή λογική τοΰ έπιστημονικοΰ υλικού πού έρευ- νοϋν. Ή φύση, πού έξετάζουν, αποκαλύπτει σέ κάθε βήμα μπροστά τους τήν ΰλικότητα τών φαινομένων πού μελετούν. Ό φυσικός Επιστήμονας, είτε έξετάζει τά ουράνια σώματα ή τά μόρια καί τά ατομα, τά φαινόμενα τού ήλεκτρισμού καί τοΰ μαγνητισμού ή τόν κόσμο τών φυτών καί τών ζώων, πάντα εχει νά κάνει μέ αντικειμενικές λειτουργίες, μέ υλικά σώματα καί τίς ίδιότητές τους, μέ τούς νόμους τής φύσης πού ίιπάρχουν ανεξάρτητα από τή συνείδηση τοΰ ανθρώπου.
Στίς συνθήκες τής αστικής κοινωνίας μόνο οί πιό τολμηροί καί συνεπείς έπιστήμονες δηλώνουν ανοιχτά δτι είναι όπαδοί τοΰ φιλοσοφικού υλισμού. Οί περισσότεροι έπιστήμονες δέχονται τόσο ισχυρή πίεση τής έπίσημης αστικής ιδεολογίας, τής διδασκαλίας τής έκκλησίας καί τής ΐδεαλιστικής φιλοσοφίας, δλου τοΰ περιβάλλοντος τής αστικής κοινωνίας, ώστε δέν αποφασίζουν νά υποστηρίξουν ανοιχτά τίς θέσεις τού υλισμού, ταλαντεύονται καί συχνά διατυπώνουν Ιδεαλι- στικές απόψεις καί έπιφυλάξεις. Στίς έπιστημονικές τους δμως έργασίες οί έπιστήμονες αυτοί, έξαιτίας τοΰ ίδιου τοΰ χαρακτήρα τού αντικειμένου πού έρευνοΰν, αναπτύσσουν βασικά υλιστικές απόψεις.
Ό Τόμας Χάξλεϋ, π.χ., δγγλος φυσιοδίφης τού δεύτερου μισού τοΰ 19ου αιώνα, δέν παραδεχόταν δτι είναι υλιστής. "Ομως, στίς ερευνές του γιά τή βιολογία, τή συγκριτική ανατομία, τήν ανθρωπολογία καί τή θεωρία τής έξέλιξης υποστήριζε υλιστικές απόψεις καί ελεγε δτι ό φιλοσοφικός Ιδεαλισμός δέν όδηγεϊ παρά στή σύγχυση καί στό σκοταδισμό. Ό Ένγκελς, τούς φυσικούς έπιστήμονες αύτοΰ τού τύπου, τούς δνόμαζε «ντροπαλούς υλιστές» καί ό Λένιν ελεγε δτι οί άντιυλιστικές έπιφυλάξεις τοΰ Χάξλεϋ ήταν μόνο φύλλο συ- κής, πού σκέπαζε τόν αυθόρμητό του έπιστημονικό υλισμό.
Οί σημερινοί φυσικοί έπιστήμονες, στήν προσπάθειά τους νά έρμηνεύσουν φιλοσοφικά τίς έπιστημονικές τους ανακαλύψεις, βγάζουν πολλές φορές Ιδεαλιστικά συμπεράσματα. "Οταν δμως δέν έγκαταλείπουν τό έδαφος τής φυσιογνωσίας,
14
δταν έργάζονται πρακτικά στά Εργαστήριά τους, στά Εργοστάσια, στά πειραματικά πεδία, δταν δεν ασχολούνται μέ φιλοσοφικούς συλλογισμούς, αλλά μελετούν τά αντικείμενα της φύσης, συμπεριφέρονται σάν αυθόρμητοι υλιστές.
"Ενας από τούς πιό μεγάλους φυσικούς Επιστήμονες τής έποχής μας, ό ’Αλβέρτος ’Αϊνστάιν, σέ μερικές φιλοσοφικές του σκέψεις βρισκόταν κάτω άπό τήν Επίδραση τής ίδεαλι- στικής φιλοσοφίας, στόν Επιστημονικό δμως τομέα εγινε ό δημιουργός τής υλιστικής, σύμφωνα μέ τό αληθινό της περιεχόμενο, θεωρίας τής σχετικότητας.
Καί ενας άλλος διάσημος φυσικός, δ Μάξ Πλάνκ, θεμελιωτής τής σύγχρονης φυσικής τών κβάντα, δέν άποκαλού- σε τόν έαυτό του υλιστή. Στά εργα του δμως γιά τή φυσική, καί στίς φιλοσοφικές του απόψεις, υποστήριζε τήν Ιδέα μιας «υγιούς κοσμοΟεο'ιρησης» αναγνωρίζοντας δτι ή ύπαρξη τής φύσης δέν Εξαρτάται από τή συνείδηση τοϋ ανθρώπου. *0 Μάξ Πλάνκ μαχόταν κατά τού φιλοσοφικού ιδεαλισμού καί ουσιαστικά ήταν υλιστής.
Ή Επίδραση δμως τού ιδεαλισμού συχνά Εκδηλώνεται αρνητικά στήν Ερμηνεία τού Επιστημονικού υλικού από τούς Επιστήμονες. Αύτό σημαίνει δτι ό αυθόρμητος υλισμός είναι ανεπαρκής αμυνα κατά τού ιδεαλισμού. Μόνο ή συνειδητή παραδοχή τής φιλοσοφίας τού διαλεκτικού υλισμού προστατεύει σίγουρα τούς επιστήμονες από Ιδεαλιστικά λάθη.
Ό υλισμός είναι πρωτοπόρα φιλοσοφία.
Ή διαφορά τού φιλοσοφικού υλισμού από τόν αυθόρμητο, τόν απλοϊκό υλισμό, συνίσταται στό δτι δ φιλοσοφικός υλισμός θεμελιώνει Ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ά , Επεξεργάζεται καί Εφαρμόζει μέ συνέπεια τίς υλιστικές θέσεις, ξεκινώντας άπό τά δεδομένα τής πρωτοπόρας Επιστήμης καί τής κοινωνικής πρακτικής.
Ή υλιστική φιλοσοφία είναι σίγουρο δπλο πού προστατεύει τόν άνθρωπο άπό τήν όλέθρια Επίδραση τής πνευματικής αντίδρασης. Τού χρησιμεύει σάν καθοδήγηση στή ζωή, ύποδείχνοντάς του τό σωστό δρόμο γιά νά λύνει τά ζητήματα τής κοσμοθεωρίας πού τόν απασχολούν.
Γιά χιλιετηρίδες ή Εκκλησία καλλιεργούσε στόν άνθρωπο
15
τήν περιφρόνηση στήν επίγεια ζωή καί τόν τρόμο απέναντι ατό θεό. Δίδασκε ατούς άνΟρώπους, καί πρώτα - πρώτα στίς καταπιεζόμενες μάζες τής ανθρωπότητας, δτι ή μοίρα τους είναι μόνο νά μοχθούν καί νά προσεύχονται, δτι ή ευτυχία είναι απρόσιτη σ’ αυτή τήν «κοιλάδα τών δακρύων» καί δτι μπορεΐ νά επιτευχθεί μόνο στή «μέλλουσα ζωή» μέ τήν υποταγή καί τήν ταπεινοσΰνη. Ή έκκλησία απειλούσε μέ τήν τιμωρία τών θεών καί μέ τά βασανιστήρια τής κόλασης όποιον Οά τολμούσε νά έξεγερθεί κατά τής κυριαρχίας τών έν.- μεταλλευτών, πού τάχα εχει έγκαΟιδρυΟεϊ από τό θεό.
Ή μεγάλη ιστορική υπηρεσία τής υλιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στό γεγονός ότι βοηθάει τόν άνθρωπο νά ιιπαλλα- γεί από τή δεισιδαιμονία. ’Από τήν αρχαιότητα ακόμα ή υλιστική φιλοσοφία καταπολεμούσε τό φόβο τού θανάτου, τό φόβο μπροστά στούς θεούς καί στίς άλλες υπερφυσικές δυνάμεις.
Μήν έλπίζετε στή μεταθανάτια ζωή, αλλά νά έκτιμάτε τήν έπίγεια ζωή καί νά προσπαθείτε νά τήν καλυτερεύετε, νά τί διδάσκει στούς ανθρώπους ή υλιστική φιλοσοφία. Ό υλισμός ανέβασε, γιά πρώτη φορά, ψηλά τήν αξιοπρέπεια καί τό λογικό τον ανθρώπου, διακήρυξε δτι ό άνθρωπος δέν είναι σκουλήκι πού σέρνεται στό χώμα, αλλά τό ανώτερο δημιούργημα τής φύσης, πού μπορεΐ νά γίνει κυρίαρχος καί ρυθμιστής τών δυνάμεών της. Ό υλισμός καλλιεργεί τή βαθύτερη πίστη στή δύναμη τής γνώσης, στό λογικό τού ανθρώπου, στήν ικανότητά του νά ανακαλύπτει τά μυστικά τού γύρω μας κόσμοι1, στήν ικανότητα τοΰ ανθρώπου νά δημιουργήσει ενα λογικό καί δίκαιο κοινωνικό σύστημα.
Οί κήρυκες τού ιδεαλισμού συκοφαντούν συχνά τόν υλισμό, παριστάνοντάς τον σάν μιά «ζοφερή καί καταθλιπτική κοσμοθεωρία πού μοιάζει μέ έφιάλτη» (Ού. Τζέιμς). Στήν πραγματικότητα, ακριβώς ή ίδεαλιστική φιλοσοφία, καί Ιδιαίτερα ή σημερινή, περιβάλλεται μέ ζοφερές αποχρώσεις. 'Όχι ό υλισμός, αλλά ό ιδεαλισμός άρνεϊται συχνά τή γνωστική Ικανότητα τού λογικού καί διακηρύσσει τή δυσπιστία στήν έπιστήμη. "Οχι ό υλισμός, αλλά ό ιδεαλισμός, μέ μερικούς έκπροσώπους του, φθάνει στό σημείο νά ΰμνεϊ τή λατρεία τού θανάτου. “Οχι ό υλισμός, αλλά ό ιδεαλισμός εγινε πολλές φορές ή ιδεολογική βάση γιά τά πιό σιχαμερά γεν-
Ηί
νήματα τοϋ άντιανθρωπισμού: τίς ρατσιστικές θεωρίες καί ιό φασιστικό σκοταδισμό.
Ό φιλοσοφικός Ιδεαλισμός δέ θέλει νά παραδεχτεί τήν πραγματική ύπαρξη τοϋ γύρω μας ύλικοϋ κόσμου, τόν άρνεΐ- ται, τόν χαρακτηρίζει μή πραγματικό καί παρουσιάζει στή θέση του ίναν έπινοημένο, μή υλικό κόσμο.
Ό υλισμός, αντίθετα, δίνει μιά αληθινή εικόνα τοϋ κόσμου χωρίς καμιάν υπερβατική προσθήκη μέ τή μορφή πνευμάτων, Οεοΰ πού δημιούργησε τόν κόσμο κτλ. Οί υλιστές δέν περιμένουν βοήθεια άπό υπερφυσικές δυνάμεις, πιστεύουν στόν άνθρωπο, στήν Ικανότητά του νά μετασχηματίζει τόν κόσμο μέ τά ίδια του τά χέρια καί νά τόν κάνει αντάξιό του.
Ό υλισμός, στήν πιό βαθειά του ουσία, είναι αισιόδοξη, ζωογόνα, φωτεινή κοσμοθεωρία, δέν εχει καμιά σχέση μέ τήν απαισιοδοξία καί τόν «παγκόσμιο πόνο». Γι’ αυτό δ υλισμός είναι συνήθως ή κοσμοθεωρία τών πρωτοπόρων κοινωνικών όμάδων καί τάξεων. Οί όπαδοί του είναι άνθρωποι πού αφο- 6α άτενίζουν μπροστά καί δέ βασανίζονται άπό αμφιβολίες γιά τήν όρθότητα τής υπόθεσής τους.
Οί κήρυκες τοϋ ιδεαλισμού συκοφαντούσαν πάντα καί συκοφαντούν τόν υλισμό, μέ τόν Ισχυρισμό δτι, δήθεν, οί ήθι- κές άξιες καί τά άνώτερα ιδανικά είναι ξένα στούς υλιστές καί άνήκουν μόνο στούς όπαδούς τού φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Στήν πραγματικότητα δ διαλεκτικός καί Ιστορικός υλισμός τού Μάρξ καί τοϋ Ένγκελς δχι μόνο δέν άρνείται, αλλά, αντίθετα, έκτιμάει πολύ τίς πρωτοπόρες ιδέες, τίς ήθικές αρχές καί τά άνώτερα Ιδανικά. Πιστεύει δτι δ άποτελεσματικός άγώνας γιά τήν πρόοδο, γιά ενα πρωτοπόρο κοινωνικό σύστημα, είναι αδύνατος χωρίς μεγάλες Ιδέες, πού νά έμπνέουν τούς ανθρώπους γιά άγώνα, γιά δημιουργία καί γιά κατορθώματα.
Ό άγώνας τής έργατικής τάξης, δ άγώνας τών κομμουνιστών, διαψεύδει πειστικά τό ανόητο έπινόημα τών Ιδεαλιστών, πού Ισχυρίζονται δτι οί υλιστές άδιαφορούν γιά τά Ιδανικά. Αυτός δ άγώνας διεξάγεται γιά τό πιό άνώτερο καί ευγενικό ιδανικό πού γνώρισε ή άνθρωπότητα, γιά τόν κομμουνισμό, καί γι’ αυτό γεννάει δπειρο πλήθος άπό γενναίους μαχητές, βαθειά άφοσιωμένους στό άνώτερο κομμουνιστικό Ιδανικό.
172
Ό διαλεκτικός καί Ιστορικός υλισμός είναι η άνώτερη βαϋμίδα άνάπτυξης τής φιλοσοφικής σκέψης.
Ό σημερινός υλισμός είναι ό δ ι α λ ε κ τ ι κ ό ς κ α ί Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς υ λ ι σ μ ό ς , πού δημιούργησαν δ Μάρξ καί δ Ένγκελς. Ό υλισμός αυτός δέ γεννήΟηκε άπό τό μηδέν. Ή φιλοσοφία τοϋ Μάρξ καί τοϋ Ένγκελς ήταν ά- ποτέλεσμα μακρόχρονης άνάπτυξης τής φιλοσοφικής σκέψης.
Ό υλισμός έμφανίστηκε πριν άπό δυόμισυ περίπου χιλιάδες χρόνια στήν Κίνα, στήν ’ Ινδία καί στήν Ελλάδα. Ή υλιστική φιλοσοφική σκέψη σ’ αυτές τίς χώρες συνδεόταν στενά μέ τήν καθημερινή έμπειρία τών ανθρώπων καί μέ τίς στοιχειώδεις γνώσεις τους γιά τή φύση. ’Επειδή δμως τότε ή έπιστήμη μόλις γεννιόταν, οί άντιλήψεις τών αρχαίων υλιστών φιλοσόφων γιά τόν κόσμο, μ’ δλο πού περιείχαν πολλές μεγαλοφυείς εικασίες, δέν είχαν σταθερή έπιστημονική 6άση καί ήταν άκόμα πολύ απλοϊκές.
Πολύ πιό ώριμος ήταν δ υλισμός πού άναπτύχΟηκε στό 17ο - 18ο αιώνα. Οί επιτυχίες τής φυσιογνωσίας καί της τεχνικής έσπρωξαν πρός τά έμπρός τή φιλοσοφική σκέψη. ’Εκείνο τόν καιρό ή υλιστική φιλοσοφία ΟοηΟοΰσε τή μελέτη της φύσης. Έτσι, π.χ., ή διδασκαλία τοϋ αγγλου υλιστή Φ. Βάκωνα, στίς άρχές τοϋ 17ου αιώνα, γιά τήν έμπειρική προέλευση τής γνώσης καί ή αποι)>ή του δτι ή γνώση είναι δύναμη, ήταν ισχυρό κίνητρο γιά τήν άνάπτυξη τών φυσικών έπιστημών.
Στό 17ο-18ο αιώνα εφτασαν σέ μεγάλο 6α0μό τελειότητας τά μαθηματικά καί ή μηχανική τών γήινων καί ουράνιων σωμάτων. Αύτό εβαλε τή σφραγίδα του στίς ς:ιλοσοφι- κές γενικεύσεις τών υλιστών τής έποχής έκείνης, καθώς καί στόν τρόπο πού έρμήνευαν τήν ύλη καί τήν κίνηση. Τεράστιο ρόλο στήν άνάπτυξη τής νέας μορφής τοϋ υλισμού έπαιξαν ή φυσική τού γάλλου φιλοσόφου Ρ. Ντεκάρτ (Καρτέσιου) πού ήταν υλιστής στή διδασκαλία γιά τή φύση, ή μηχανιστική διδασκαλία γιά τόν άνθρωπο τοϋ αγγλου υλιστή Τ. Χόμπς (17ος αιώνας) καί, Ιδιαίτερα, ή μηχανική τού αγ- γλου Ιπιστήμονα Νεύτονα. Οί υλιστές φιλόσοφοι έξέταζαν δλα τά φαινόμενα τής φύσης καί τής κοινωνικής ζωής μέ δάση τή μηχανική καί έλπίζανε νά τά έξηγήσουν μέ τή 6οή-
18
Οεια τών νόμων της. Γι’ αυτό ό υλισμός τους όνομάστηκε μ η χ α ν ι σ τ ι κ ό ς υλισμός. Στό 18ο αΙώνα έκπρόσωποι τοΰ μηχανιστικού υλισμού στήν ’Αγγλία ήταν ό Ντ. Τόλαντ καί ό Ντ. Πρίσλεί) καί στή Γαλλία ό Ζ. Λαμετρύ, δ II. Χόλ- μπαχ, δ Κ. 'Ελβέτιους καί ό Ντ. Ντιντερώ.
Ή θετική πλευρά τοΰ ύλισμοΰ τοΰ 17ου - 18ου αιώνα ήταν ό στενός του δεσμός μέ τίς φυσικές έπιστήμες. Ταυτόχρονα δμως είχε καί αδυναμίες. Ό Ένγκελς αναφέρει τρεις βασικές ελλείψεις αυτού τοΰ ύλισμοΰ.
Πρώτη είναι ό μ η χ α ν ι σ τ ι κ ό ς τ ο υ χ α ρ α κ τ ή ρ α ς . Ή μηχανική, πού ήταν γιά τούς υλιστές φιλοσόφους έκείνης τής έποχής υποδειγματική επιστήμη, περιόριζε τόν δρίζοντά τους. Προσπαθούσαν νά ανάγουν δλες τίς λειτουργίες καί τίς μορφές τής κίνησης στή μηχανική κίνηση. Δέν καταλάβαιναν τίς ιδιομορφίες τής ένόργανης φύσης καί τά ιδιόμορφα γνωρίσματα καί τούς νόμους τής κοινωνικής ζωής.
Δεύτερη ελλειψη αυτών τών υλιστών ήταν ή ανικανότητά τους νά καταλάβουν καί νά έρμηνεύσουν τήν ανάπτυξη τής φύσης, ακόμα καί δταν διαπίστωσαν φαινόμενα ανάπτυξης. Οί υλιστές τοΰ 17ου - 18ου αιώνα θεωρούσαν τή φύση γενικά σάν αμετάβλητη, πού πραγματοποιεί αιώνια τόν ίδιο κύκλο. Αυτή ή άποψη γιά τή φύση δνομάζεται μ ε τ α φ υ σ ι κ ή . Ό μηχανιστικός υλισμός λοιπόν ήταν μεταφυσικός.
Τέλος, οί υλιστές αυτής τής περιόδου, καθώς καί γενικά δλοι οί υλιστές π ρ ι ν από τόν Μάρξ, δέν μπορούσαν νά έπεκτείνουν τόν υλισμό καί στήν έρμηνεία τής κοινωνικής ζωής. Δέν εβλεπαν τήν υλική βάση τής κοινωνικής ζωής καί δίδασκαν δτι τό πέρασμα τής κοινωνίας από λιγότερο τέλειες σέ πιό τέλειες μορφές όφείλεται στήν πρόοδο τών γνώσεων, στήν αλλαγή τών αντιλήψεων καί τών ιδεών πού κυριαρχούν στήν κοινωνία. Αυτή δμως ή έρμηνεία είναι ίδεαλιστική.
Εκτός άπό αυτό οί υλιστές, πριν από τόν Μάρξ, δέν καταλάβαιναν τή σημασία τής πρακτικής, κριτικής καί έπανα- στατικής δράσης τών τάξεων, τών μαζών, στήν αλλαγή τής πραγματικότητας, στήν αλλαγή τής κοινωνικής ζωής. Διακήρυσσαν τήν ανάγκη νά άντικατασταΟεΐ τό ξεπερασμένο κοινωνικό καθεστώς, ταυτόχρονα δμως άρνοΰνταν τήν πάλη τών
19
μαζών γιά τό νέο καθεστώς, τή φοβόνταν. Έ τσι εκδηλωνόταν ή αστική τους ταξική στενότητα.
"Ενα βήμα πρός τά έμπρός στήν ανάπτυξη της υλιστικής φιλοσοφίας έκαναν δ γερμανός φιλόσοφος τοΰ πρώτου μισοΰ τοΰ 19ου αΙώνα Λ. Φόΰερμπαχ καί Ιδιαίτερα ο'ι ρώσοι έπα- ναστάτες δημοκράτες: Α. Χέρτσεν, Β. Μπελίνσκι, Ν. Τσερ- νισέφσκι, Ν. Ντομπρολιοΰμποφ. Ό Φόϋερμπαχ &ς Ενα βαθμό ξεπέρασε τή μηχανιστική στενότητα τών υλιστών τοΰ 18ου αιώνα, διατήρησε δμως τίς άλλες τους άδυναμίες. Γι’ αυτό ή φιλοσοφία του ήταν άποσπασμένη από τήν κοινωνική καί πολιτική πρακτική. Μεγάλο έπίτευγμα τών ρώσων υλιστών ήταν τό γεγονός δτι προσπαθούσαν νά συνδυάσουν τήν υλιστική έρμηνεία τής φύσης μέ τή διαλεκτική. Εκτός άπό αυτό, έπειδή ήταν ίδεολόγοι τής ρωσικής έπαναστατική; αγροτιάς, οί ρώσοι υλιστές Εβλεπαν τή φιλοσοφία σάν διδασκαλία δχι μόνο γι’ αυτό πού υπάρχει, αλλά καί γιά τό πώς αυτό πού υπάρχει μπορεΐ νά μετασχηματιστεί, νά μετατραπεΐ σέ άγαΟό τοΰ λαοΰ.
Καινούρια, άνώτερη βαθμίδα στήν ανάπτυξη τοΰ ΰλι- σμοΰ ήταν ό διαλεκτικός καί ιστορικός υλισμός πού δημιούργησαν 6 Μάρξ καί ό Ένγκελς, οί μεγάλοι δάσκαλοι καί ήγέ- τες τής πιό πρωτοπόρας καί έπαναστατικής τάξης τής σημερινής κοινωνίας — τοΰ προλεταριάτου. Ό Μάρξ καί 6 Ένγκελς πραγματοποίησαν πραγματική έπαναστατική άνα- τροπή στή φιλοσοφία.
Στηριζόμενοι στό σύνολο τών κοινωνικών καί έπιστημονι- κών γνώσεων τής έποχής τους, καί άφοΰ άφομοίωσαν καί έπεξεργάστηκαν δημιουργικά δ,τι πολύτιμο είχε καιακτήσει ή προηγούμενη ανάπτυξη τής φιλοσοφικής σκέψης, ό Μάρξ καί 6 Ένγκελς δημιούργησαν μιά νέα μορφή ΰλισμοΰ, απαλλαγμένη άπό τίς άδυναμίες τής προηγούμενης υλιστικής φιλοσοφίας, τό δ ι α λ ε κ τ ι κ ό κ α ί Ι σ τ ο ρ ι κ ό υ λ ι σ μ ό .
Στή μαρξιστική φιλοσοφική διδασκαλία δ υλισμός άπο- τελεΐ δργανική ένότητα μέ τή διαλεκτική. Στήν έπεξεργασία τής διαλεκτικής, ό Μάρξ καί ό Ένγκελς ξεκίνησαν άπό τήν πλουσιότατη κληρονομιά τής κοινωνικής σκέψης, καθώς καί άπό τίς κατακτήσεις τής γερμανικής φιλοσοφίας, καί Ιδιαίτερα άπό τήν Ιδεαλιστική διαλεκτική τοΰ Χέγκελ.
20
Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς στηρίχθηκαν, έπίσης, στό ανώτερο έπίπεδο τής έπιστήμης, στίς νέες ανακαλύψεις τών φυσικών έπιστημών, πού άνάμεσα σ’ αυτές Ιδιαίτερη σημασία είχαν δ νόμος τής διατήρησης καί τής μετατροπής τής ένέρ- γειας, ή ανακάλυψη τοΰ κυττάρου καί ή θεωρία τής καταγωγής τών ειδών τοΰ Κ. Δαρβίνου. 01 έπιτυχίες τών φυσικών έπιστημών ίδοσαν γερό έπιστημονικό θεμέλιο γιά τήν ιδέα τής ανάπτυξης καί τήν Ιδέα τής ένότητας καί τής γενικής αλληλεπίδρασης τών φυσικών φαινομένων.
Στή θέση τής μονόπλευρης μηχανιστικής αντίληψης γιά τή φύση καί τόν άνθρωπο, δ Μάρξ καί δ Ένγκελς διατύπωσαν τή διδασκαλία γιά τήν ανάπτυξη, πού περιλαμβάνει δλους τούς τομείς τής πραγματικότητας καί ταυτόχρονα παίρνει ΰπόψη τίς Ιδιομορφίες κάθε ξεχωριστού τομέα: τής ανόργανης φύσης, τοΰ δργανικοΰ κόσμου, τής κοινωνικής ζωής καί τής συνείδησης τών ανθρώπων.
Ό Μάρξ καί δ Ένγκελς έπεκτείνανε γιά πρώτη φορά τόν υλισμό στήν έρμηνεία τής κοινωνικής ζωής καί ανακάλυψαν τίς υλικές κινητήριες δυνάμεις καί τούς νόμους τής κοινωνικής ανάπτυξης, μετατρέποντας ετσι τήν Ιστορία τής κοινωνίας σέ έπιστήμη.
Τέλος, οί θεμελιωτές τοΰ μαρξισμού μετάτρεψαν τήν υλιστική φιλοσοφική διδασκαλία άπό άφηρημένη θεωρία σέ αποτελεσματικό μέσο γιά τό μετασχηματισμό τής κοινωνίας, σέ Ιδεολογικό δπλο τής έργατικής τάξης στόν αγώνα της γιά τό σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό.
Ή φιλοσοφική διδασκαλία πού δημιούργησαν ό Μάρξ καί ό Ένγκελς αναγνωρίστηκε ευρύτατα από τούς έργαζόμενους δλων τών χωρών τοΰ κόσμου. Είναι ή πραγματική φιλοσοφία τών μαζών.
3. Τί είναι ή Ολη στή φιλοσοφική της έννοια;
Στό μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό ή έννοια «ΰλη» χρησιμοποιείται μέ τήν πιό πλατεία σημασία της, γιά νά υποδηλώσει δ,τι υπάρχει Αντικειμενικά, δηλ. ανεξάρτητα από τή συνείδηση, καί άντανακλάται στά αισθήματα τοΰ ανθρώπου. <"Τ-
21
λη είναι ή άντικειμενική πραγματικότητα, πού μάς δίνεται μέ τίς αισθήσεις μας» (Λένιν).
Είναι πολύ σπουδαίο νά αφομοιώσει κανείς αυτή τήν πλα- τειά σημασία τής έννοιας τής ίλης.
Οί έκπρόσωποι του παλιού, προμαρξιστικοΰ υλισμού, στίς περισσότερες περιπτώσεις θεωρούσαν σάν υλη τά φυσικά σώματα καί τά απειροελάχιστα μόρια — ατομα ή σωματίδια — πού τά άποτελοϋν. Έτσι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τών αρχαίων έλλήνων υλιστών Δημόκριτου καί ’Επίκουρου, υπάρχουν μόνο ατομα καί κενό, πού μέσα σ’ αυτό βρίσκονται τά ατομα. ’Από τούς συνδυασμούς τών ατόμων σχηματίζονται τά διάφορα σώματα. Ή φυσική έπαλήθευσε αργότερα τή μεγαλοφυή εικασία τών υλιστών τής αρχαιότητας γιά τήν ατομική δομή τής ύλης. ’Εννοώντας δμως μέ τήν έννοια νλη μόνο τά άτομα, πού σχηματίζουν τά σώματα, οί άρχαίοι υλιστές έκαναν μιά απλοποίηση καί ετσι φτώχαιναν τό γύρω μας κόσμο. Ή ίδια περίπου αντίληψη γιά τήν ΰλη άναγεννήθηκε στούς νέους χρόνους καί διατηρήθηκε στήν έπιστήμη ώς τό τέλος τοϋ 19ου αιώνα.
Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός θεωρεί σάν ΰ?.η τήν αντικειμενική πραγματικότητα μέ δλες τίς πολύμορφές της έκδηλώσεις. "Τλη δέν είναι μόνο τά απειροελάχιστα μόρια πού σχηματίζουν δλα τά σώματα. Είναι τό αναρίθμητο πλήθος τών κόσμων τού άπειρου σύμπαντος, τά αεριώδη καί κο- νιορτώδη νεφελώματα πού βρίσκονται στό διάστημα, τό ήλια- κό μας σύστημα μέ τούς πλανήτες καί τόν 'Ήλιο, ή Γή μέ δλα δσα υπάρχουν σ’ αυτήν. "Τλη είναι καί ή ακτινοβολία, τά φυσικά πεδία, πού μεταδίδουν ένέργεια άπό ορισμένα σώματα καί μόρια σέ άλλα καί τά συνδέουν: τά ήλεκτρομαγνη- τικά, τά πυρηνικά πεδία καί τά πεδία τής έλξης. 'Τλικό είναι δ,τι υπάρχει εξω άπό τή συνείδηση καί άνεξάρτητα άπό αυτήν.
"Ολες οί έπιστήμες, πού μελετάνε τήν άντικειμενική πραγματικότητα, μελετάνε τήν ΰλη, τίς διάφορες ιδιότητες καί καταστάσεις της.
01 φυσικές έπιστήμες μελετάνε τή φυσική κατάσταση τής ΰλης. Ή σύγχρονη φυσική ανακάλυψε δτι τό άτομο είναι σύνθετη μορφή καί γενικά δέν είναι απλό, άδιαίρετο, αμετάβλητο σωματίδιο, δπως πίστευαν οί άρχαίοι άτομικοί. Οί έπι-
22
στήμονες διαπίστωσαν δτι τά άτομα όρισμένων στοιχείων μπορούν νά μετατραποϋν σέ ατομα άλλων στοιχείων υστέρα από τούς μετασχηματισμούς πού συντελοϋνται στούς πυρήνες τών ατόμων. “Ετσι, π.χ., τά άτομα τοΰ ουρανίου στόν ατομικό αντιδραστήρα μετατρέπονται σέ άτομα πλουτονίου.
Στίς αρχές τοΰ 20οΰ αιώνα ανακαλύφθηκαν νέα φυσικά φαινόμενα (ή ραδιενέργεια, οί ακτίνες ΡαΙντγκεν κ. α .), υποδείχτηκε ή διαιρετότητα καί ή εξαιρετικά σύνθετη δομή τοΰ ατόμου, Εμφανίστηκαν νέες θεωρίες γιά τή δομή τής ίλης καί άρχισε ή κατάρρευση τών παλιών κλασικών έννοιών στή φυσική. Στηριζόμενοι στό γεγονός δτι τό άτομο δέν πρέπει πιά νά θεωρείται σάν αμετάβλητο καί αδιαίρετο σωματίδιο τής ίλης, πολλοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι καί φυσικοί, επηρεασμένοι από τίς ίδεαλιστικές πλάνες, έβγαλαν τό συμπέρασμα δτι «ή ΰλη έξαφανίστηκε». Οί Ισχυρισμοί αύτοί ήταν βαΟειά λαθεμένοι. Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός ποτέ δέ συνδέθηκε μέ όποιεσδήποτε μονόπλευρες απόψεις γιά τή δομή τής ΰλης, ποτέ δέν άνήγαγε τήν ΰλη σέ όποιοδήποτε αμετάβλητο «πλίνΟινο κοσμοοικοδόμημα». Μέ τή λέξη ΰλη έννοοΰ- σε πάντα μόνο Ινα πράγμα: τήν αντικειμενική πραγματικότητα πού υπάρχει εξω από τήν ανθρώπινη συνείδηση καί αντανακλάται άπό αυτήν. Ό υλισμός είναι αντίθετος πρός τόν ιδεαλισμό μέ τή λύση πού δίνει στό πρόβλημα γιά τήν π η- γ ή τής γνώσης, γιά τίς σχέσεις τής συνείδησης καί τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου. Ό υλισμός υποστηρίζει δτι δ κόσμος υπάρχει αντικειμενικά καί ή συνείδηση είναι αντανάκλαση τοΰ κόσμου. Ή φιλοσοφική έννοια τής ΰλης χρησιμοποιείται γιά νά υποδηλώνει δλο τόν αντικειμενικό κόσμο. 'Όσο γιά τή φ υ σ ι κ ή δομή τοΰ κόσμου καί τίς ίδιότητές του, αυτά τά προβλήματα τά μελετάει ή φυσική. Μέ τήν ανάπτυξη τής φυσικής έπιστήμης αλλάζουν καί οί αντιλήψεις γιά τή δομή τής ΰλης, δσο δμως κι αν αλλάζουν, δέν μποροΰν νά κλονίσουν τή θέση τοΰ φιλοσοφικοΰ ΰλισμοΰ, δτι ό κόσμος υπάρχει αντικειμενικά καί δτι ή φυσική, δπως καί πολλές άλλες έπιστήμες, μελετάει αυτό τόν αντικειμενικό κόσμο, τόν κόσμο τής ΰλης. «Γιατί μ ο ν α δ ι κ ή "Ιδιότητα” τής ΰλης, πού αναγνωρίζει δ φιλοσοφικός υλισμός, είναι ή ιδιότητα δτι ίλη ε ί ν α ι ή α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή π ρ α γ μ α τ ι -
23
κ ό τ η τ α πού υπάρχει εξω άπό τή συνείδησή μας»* — Εγραφε ό Λένιν.
Αυτή ή άντίληψη γιά τήν ΰλη είναι ή μοναδικά σωοτή. Περιλαμβάνει δλη τήν πολυμορφία τοΰ ΰλικοΰ κόσμου, χωρίς νά τήν ανάγει σέ μιά όποιαδήποτε μορφή ΰλης. Εκείνος πού άφομοιώνει τή μαρξιστική έννοια τής ΰλης, δέν κινδυνεύει νά παρασυρΟεΐ άπό τούς ισχυρισμούς τών ιδεαλιστών φιλοσόφων, δτι τάχα οί νέες ανακαλύψεις τής φυσικής άπό- δειξαν τήν έξαφάνιση της υλης.
Ή ΰλη δέν δημιουργεϊται καί δέν έκμηδενίζεται. Μεταβάλλεται αιώνια, οΰτε ενα σωματίδιό της δμως δέν μπορεΐ νά έκμηδενισΟεΙ σέ όποιεσδήποτε φυσικές, χημικές ή άλλες διαδικασίες.
Ή έπιστήμη εδοσε καί δίνει πλήθος αποδείξεις αυτής τής θέσης τοΰ φιλοσοφικού υλισμού. "Ας πάρουμε £να παράδειγμα. Ή σύγχρονη φυσική διαπίστωσε δτι κάτω άπό όρισμέ- νες συνθήκες διάφορα σωματίδια ΰλης, δπως τό ποζιτρόνιο καί τό ήλεκτρόνιο, έξαφανίζονται γεννώντας κβάντα (ποσότητα) φωτός — τά φωτόνια. Μερικοί φυσικοί όνόμασαν αυτό τό φαινόμενο «μηδενισμό τής ΰλης». Ή λέξη «μηδενισμός» σημαίνει πλήρη έξαφάνιση, μετατροπή σέ μηδέν. Οί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι παρουσιάζουν τό παραπάνω φαινόμενο σάν νέα «άπόδειξη» γιά τήν έξαφάνιση τής ΰλης. Στήν πραγματικότητα καμιά έξαφάνιση τής ΰλης δέ γίνεται. Ή μετατροπή τοΰ ποζιτρονίου καί τοΰ ήλεκτρονίου σέ φωτόνια είναι πέρασμα τής ΰλης άπό μιά κατάσταση σέ άλλη, άπό ουσία σέ φως. Στή φύση συντελεΐται καί ή αντίθετη διαδικασία, ή μετατροπή τών φωτονίων σέ ποζιτρόνια καί ήλεκτρόνια, δηλ. τό πέρασμα τού φωτός σέ ουσία. Σέ δλες αυτές τίς μετατροπές Ισχύει ό νόμος τής διατήρησης τής μάζας καί τής ένέργειας.
Ό κόσμος άποτελεΐ Εναν πίνακα καθαρής πολυμορφίας: ανόργανη φύση καί όργανική, φυσικά φαινόμενα καί χημικές διαδικασίες, φαινόμενα τής ζωής στό φυτικό καί ζωικό κόσμο, κοινωνική ζωή. Οί φυσικές καί κοινωνικές έπιστήμες καί ή υλιστική φιλοσοφία ανακαλύπτουν μέσα σ’ αυτή τήν πολυμορφία τήν ένότητα, πού συνίσταται στό δτι δλες οί δπει-
• Β. I. Λένιν «'Απαντα», τόμ. Μ, οελ. 247.
24
ça πολύμορφες διαδικασίες καί φαινόμενα, πού συντελοΰνται στόν κόσμο, είναι διάφορες καταστάσεις τής ΰλης, διάφορες ιδιότητες καί έκδηλώσεις της. «Ή πραγματική ένότητα τοϋ κόσμου συνίσταται στήν ύλικότητά του. . .»* — λέει ό Έ νγκελς. Ή ένότητα τοϋ κόσμου συνίσταται στό γεγονός δτι ή συνείδηση ανήκει στόν ίδιο γύρω μας υλικό κόσμο καί δχι σέ όποιοδήποτε αλλο υπερβατικό κόσμο. Ή συνείδηση είναι ιδιότητα τής όργανωμένης μέ είδικό τρόπο ΰλης.
Ή πεποίθηση γιά τήν ΰλική ένότητα τοϋ κόσμου διαμορφώθηκε καί έδραιώθηκε στόν αγώνα κατά τής διδασκαλίας τής έκκλησίας, πού διαιρεί τόν κόσμο σέ έπίγειο καί έπουράνιο, σέ ένδοκοσμικό καί υπερβατικό, στόν αγώνα κατά τοϋ δυϊσμοϋ, πού χωρίζει τό πνεϋμα καί τό σώμα, τή συνείδηση καί τήν ΰλη, κατά τοϋ φιλοσοφικοΰ Ιδεαλισμού, πού νομίζει δτι ή ένότητα τοϋ κόσμου συνίσταται στό δτι δλος ό κόσμος είναι προϊόν τής συνείδησης, τοϋ πνεύματος.
4. Ot γενικές μορφές ύπαρξης τοϋ υλικού κόσμου.
Ή αιώνια κίνηση στή φύση
Ή φύση καί ή κοινωνία δέν γνωρίζουν απόλυτη ακινησία, ήρεμία, άμεταβλητότητα. Ό κόσμος άποτελεί μιά είκό- να αΙώνιας κίνησης, αλλαγής.
Ή κίνηση, ή αλλαγή, ή άνάπτυξη, είναι αΙώνια καί αναπόσπαστη Ιδιότητα τής ΰλης. «Ή κ ί ν η σ η ε ί ν α ι μ ο ρ φ ή ΰ π α ρ ξ η ς τ ή ς ΰ λ η ς , — λέει ό Έ νγκελς. — Ποτέ καί πουθενά δέν υπήρξε καί δέν μπορεΐ νά υπάρξει ΰλη χωρίς κίνηση»**. Κάθε υλικό σώμα, κάθε σωματίδιο της υλικής ουσίας, τό μόριο, τό άτομο καί τά συστατικά του στοιχεία, είναι κινητά, μεταβλητά από τήν έσωτερική τους (ρύση.
Ή κίνηση, στή φιλοσοφική της έννοια, δέν είναι μόνο ή
* Φ. Ένγχίλς «’A'jv. - Ντύρινγκ», 1957, οεΧ. 40.” Κ. Μάφξ καί Φ. Ένγχβλς «'Απαντα», τόμ. 20, 1961, σελ. 69.
25
άλλαγή τής θέσης τών αντικειμένων μέσα στό χώρο. Ή κίνηση, έννοούμενη σάν μορφή ύπαρξης τής υλης, περιλαμβάνει δλες τίς διαδικασίες καί δλες τίς αλλαγές πού συμβαίνουν στό σύμπαν. ’Ανάμεσα σ’ αυτές τίς αλλαγές Ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο παίζουν οί διαδικασίες πού άποτελοΰν τήν ανάπτυξη τής ΰλης, τό πέρασμά της άπό όρισμένες καταστάσεις σέ άλλες, ανώτερες, μέ νέες Ιδιομορφίες καί ιδιότητες.
Στόν κόσμο δέν υπάρχουν μιά γιά πάντα δοσμένα, στάσιμα πράγματα, άλλά υπάρχουν μεταβαλλόμενα πράγματα, διαδικασίες. Αυτό σημαίνει δτι πουθενά δέν υπάρχει απόλυτη ηρεμία, πού νά άποκλείει έντελώς τήν κίνηση. 'Τπάρχει μόνο σχετική ηρεμία. Όποιοδήποτε σώμα στή Γή μπορεΐ νά βρίσκεται σέ κατάσταση ηρεμίας μόνο σχετικά μέ ενα συγκεκριμένο σημείο τής γήινης έπιφάνειας. Καί αύτό τό σώμα δμως μετέχει στήν κίνηση τής Γής καί στήν κίνηση δλου τοΰ ηλιακού συστήματος. Εκτός άπό αύτό, βρίσκονται σέ κύηση τά μόρια καί τά άτομα πού τό άποτελοΰν, καί συντελοϋνται μέσα σ’ αύτό πολύπλοκες διαδικασίες. Έτσι, κάθε ήρεμία είναι σχετική, μόνο ή κίνηση είναι άπόλυτη, δέν γνωρίζει έξαιρέσεις.
01 μορφές χίνηοης τής ΰλης.
Στήν πολυμορφία τής ΰλης αντιστοιχεί ή πολυμορφία τών μορφών τής κίνησής της.
Ή άπλούστερη μορφή κίνησης τής ΰλ.ης είναι ή μηχανική μετατόπιση ένός σώματος μέσα στό χώρο. Πιό σύνθετη μορφή κίνησης είναι οί θερμικές διαδικασίες, ή άτακτη κίνηση τών μορίων πού άποτελοΰν τό φυσικό σώμα.-'Η έπιστή- μη διαπίστωσε δτι τό φώς, οί ήλεκτρομαγνητικές καί έσωπυ- ρηνικές διαδικασίες είναι κι αύτά ιδιόμορφες καταστάσεις τής κίνησης τής ΰλης. Ή κίνηση τής ΰλης έκδηλώνεται καί στίς χημικές διαδικασίες πού έχουν σχέση μέ τή συνένωση καί τόν άποχωρισμό τών άτόμων καί τών μορίων. Ή ζωή τής όργανικής φύσης, οί φυσιολογικές λειτουργίες στά φυτά καί στά ζώα, ή έξέλιξη τών είδών, δλα αύτά είναι Ιδιόμορφη μορφή έκδήλωσης τής γενικής Ιδιότητας τής ΰλης — τής κίνησης.
’ Ιδιαίτερα σύνθετη μορφή κίνησης τής ΰλης παρατηροΰ-
26
με στήν κοινωνική ζωή τών ανθρώπων: στήν ανάπτυξη τής υλικής παραγωγής, στήν οικονομική ζωή κτλ.
*Η έπιστήμη, από τό τέλος τοΰ 19ου αιώνα ανακάλυψε καί μελετάει μέ έπιτυχία πολλές νέες, άγνωστες ώς τότε, μορφές κίνησης τής ΰλης: τήν κίνηση τών έσωατομικών σωματιδίων γύρω από τόν πυρήνα, τίς σύνθετες διαδικασίες μετατροπής πού συντελοΰνται στόν πυρήνα τοΰ ατόμου κτλ. Δέν υπάρχει αμφιβολία δτι ή ανακάλυψη δλο καί νέων μορφών κίνησης τής ΰλης θά έξακολουθήσει καί στό μέλλον.
01 διάφορες μορφές κίνησης τής ΰλης υπάρχουν δχι αυτές καθ’ έαυτές, δχι απομονωμένες ή μιά από τήν άλλη, άλλά συνδέονται αμοιβαία καί μετατρέπονται ή μιά στήν αλλη. 01 θερμικές διαδικασίες, π.χ., μπορεΐ νά προκαλέσουν χημικές αλλαγές καί φαινόμενα φωτός. Οί χημικές διαδικασίες σέ δρι- σμένη βαθμίδα ανάπτυξης δδήγησαν στό σχηματισμό τών λευκωματούχων σωμάτων καί τών συνδεόμενων μ’ αυτά συστημάτων ζυμώσεων καί, πάνω σ’ αυτή τή βάση, στήν έμφά- νιση τής ζωής, δηλ. στή βιολογική μορφή κίνησης τής ΰλης.
Οί μορφές κίνησης τής ΰλης μπορούν νά περνοΰν ή μιά στήν άλλη, καί αυτό έκφράζεται, κυρίως, μέ τό θεμελιώδη νόμο τής φυσικής, τό νόμο τής μετατροπής καί διατήρησης τής ένέργειας.
Στίς διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης καί σύνθεσης τής ΰλης αντιστοιχούν διάφορες μορφές κίνησης. Οί κατώτερες, οί πιό απλές μορφές κίνησης τής ΰλης, συνδέονται μέ τίς ανώτερες, τίς πιό σύνθετες μορφές κίνησης, μετέχουν σ’ αυτές. Ωστόσο, ανάμεσα στίς διάφορες μορφές κίνησης υπάρχει καί ποιοτική διαφορά, οί ανώτερες μορφές κίνησης δέν ανάγονται στίς κατώτερες. Έτσι, π.χ., στίς φυσιολογικές λειτουργίες υπάρχει καί ή μηχανική κίνηση — ή μετατόπιση μέσα στό χώρο τών στοιχείων, πού μετέχουν σ’ αυτές τίς λειτουργίες. Οί φυσιολογικές λειτουργίες δμως δέν ανάγονται στή μηχανική μετατόπιση αυτών τών στοιχείων, δέν έξαν- τλούνται μ’ αυτήν.
Οί παλιοί, πρίν άπό τό Μάρξ, όπαδοί τοΰ μηχανιστικού υλισμού πίστευαν δτι δλη ή ζωή τής φύσης καί τής ανθρώπινης κοινωνίας μπορεΐ νά άναχθεΐ σέ μηχανικές μετατοπίσεις τών σωματιδίων τής ΰλης καί τών σωμάτων μέσα στό χώρο. Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός μέ τήν πλατεία του άν-
2Τ
τίληψη γιά τήν κίνηση, πού τή θεωρεί σάν αλλαγή γενικά, ξεπερνάει τή στενή, απλοποιημένη έρμηνεία γιά τήν κίνηση τής ΰλης, πού χαρακτηρίζει τό μηχανιστικό υλισμό.
Ό χώοος καί <3 χρόνος.
Ή ΰλη δέν μπορεΐ νά κινείται άλλοιώς παρά μέσα στό χώρο καί στό χρόνο. "Ολα τά σώματα τής φύσης, καί δ δν- θρωπος, δλες οί υλικές διαδικασίες πού συντελοϋνται στόν αντικειμενικό κόσμο, κατέχουν θέση μέσα στό χώρο. Βρί- ιτκονται κοντά ή μακριά τό £να άπό τό αλλο. Άνάμεσά τους υπάρχει κάποια άπόσταση. Τό σώμα πού κινείται διανύει Ινα συγκεκριμένο δρόμο. Μέ δλα αυτά έκφράζεται ή ιδιότητα τών υλικών πραγμάτων καί φαινομένων νά υπάρχουν μέσα στό χώρο.
Ό χώρος είναι γενική μορφή ΰπαρξης τής ΰλης. Δέν υπάρχει καί δέ μπορεΐ νά υπάρξει ΰλη εξω άπό τό χώρο. Καί άντίθετα, δέν υπάρχει χώρος χωρίς ΰλη. Ή διαφορά άνάμε- σα στό χώρο ένός συγκεκριμένου σώματος καί στό χώρο δ- λου τοΰ ΰλικοΰ κόσμου συνίσταται στό δτι δ χώρος τοΰ συγκεκριμένου σώματος είναι περιορισμένος, πεπερασμένος, δηλ. Ιχει άρχή καί τέλος, ένώ δλος δ υλικός κόσμος είναι απεριόριστος, δπειρος.
01 άποστάσεις μέσα στό χώρο τοΰ σύμπαντος είναι τεράστιες καί καθόλου δέ μπορεΐ νά συγκριθοϋν μέ τίς συνηθισμένες γιά μάς άποστάσεις πάνω στή Γή. Τά σύγχρονα τηλεσκόπια μάς εδοσαν τή δυνατότητα νά άνακαλύψουμε άστρι- κά συστήματα, πού τό φώς τους γιά νά φτάσει ώς έμάς χρειάζεται δισεκατομμύρια χρόνια! Καί είναι γνωστό δτι μιά άκτί- να φωτός διανύει 300 χιλ. χιλιόμετρα τό δευτερόλεπτο. Καί αύΐά τά μεγέθη δμως δέν μπορούν νά μάς δόσουν πραγματική άντίληψη γιά τίς διαστάσεις τοϋ χώρου τοΰ σύμπαντος, γιατί κι αυτά είναι πεπερασμένα, ένώ τό σύμπαν είναι δπει- ρο. Τό δπειρο τοΰ σύμπαντος είναι άδύνατο νά τό φαντα- οθούμε, μποροΰμε μόνο νά τό έκφράσουμε μέ μορφή έπιστη- μονικής Εννοιας.
Ή ΰπαρξη τών φυσικών σωμάτων καί τοϋ ίδιου τοϋ άνθρωπον διαρκεΐ άπό λεπτό σέ λεπτό, άπό ώρα σέ ώρα, άπό 24ωρο σέ 24ωρο κτλ. "Ολα στόν κόσμο άλλάζουν. Κάθε πράγ
28
μα, κάθε φαινόμενο τής φύσης Εχει τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον του. Αυτό είναι ό χρόνος. Ό χρόνος, δπως καί 6 χώρος, είναι γενική μορφή ύπαρξης τής ΰλης. Κάθε ξεχωριστό πράγμα, κάθε φαινόμενο καί δ υλικός κόσμος στά σύνολό του, υπάρχουν μέσα στό χρόνο.
Υπάρχει δμως διαφορά μεταξύ τής χρονικής διάρκειας τής ΰπαρξης κάθε ξεχωριστού αντικειμένου καί δλης τής φύσης γενικά. Αυτή ή διαφορά συνίσταται στό δτι ή ΰπαρξη τοΰ ξεχωριστού πράγματος είναι περιορισμένη χρονικά, Ενώ ή φύση σά σύνολο υπάρχει αΙωνια. Κάθε ξεχωριστό πράγμα έμφανίζεται, παθαίνει αλλαγές, καί τελικά παύει νά υπάρχει. Ή φύση δμως ποτέ δέν είχε άρχή καί ποτέ δέ θά Εχει τέλος. Κάθε ξεχωριστό πράγμα είναι παροδικό, άπό τίς σχέσεις δμως τών πεπερασμένων πραγμάτων άποτελεΐται ή αιώνια, πού δέν γνωρίζει οΰτε αρχή οΰτε τέλος, φύση.
Ή φαντασία μας μένει κατάπληκτη από τούς άριθμούς σχετικά μέ τήν ήλικία τής Γής καί τήν ανάπτυξη τής ζωής πάνω σ’ αυτήν. Ό άνθρωπος, μέ τή σημερινή του μορφή, Εμφανίστηκε Εδώ καί 50- 70 χιλ. χρόνια. Περίπου πριν άπό Ενα Εκατομμύριο χρόνια Εμφανίστηκαν οί μεταβατικές μορφές άπό τόν πίθηκο στόν &νθρωπο. ’Εδώ καί περισσότερο από ενα δισεκατομμύριο χρόνια Εμφανίστηκαν στήν Επιφάνεια τής Γής οί πρώτες, πρωτόγονες μορφές φυτικής καί ζωικής ζωής. Κάμποσα δισεκατομμύρια χρόνια πέρασαν άπό τότε πού σχηματίστηκε ή ίδια ή Γή. Πόσο τεράστια είναι τά χρονικά διαστήματα πού άφοροΰν τήν ιστορία τής Γής μας ! Καί δμως, οΰτε αύτά, οΰτε ακόμα πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, δέν μπορούν νά μάς δόσουν πραγματική άντίληψη γιά τήν αΙωνιότητα τής φύσης, γιατί ή αίωνιότητά της σημαίνει άπειρη ΰπαρξη στό χρόνο, σημαίνει δτι ή φύση υπήρχε πάντα καί θά υπάρχει πάντα.
Ό χώρος καί δ χρόνος συνδέονται μεταξύ τους σάν μορφές ΰπαρξης τοΰ Αντικειμενικού κόσμου, συνδέονται άδιάρ- ρηκτα μέ τήν κινούμενη ΰλη.
Αύτό τόν άδιάρρηκτο δεσμό τόν άπόδειξε πειστικά μιά άπό τίς πιό σπουδαίες Επιστημονικές θεωρίες τής Εποχή; μας, ή θεωρία τής σχετικότητας τοΰ ’Αϊνστάιν. Ή θεωρία τής σχετικότητας άπόριψε τήν δποψη πού κυριαρχούσε πρίν στή φυσική, δτι τάχα δ χώρος είναι ανεξάρτητο άπό τήν ΰλη
2»
καί αμετάβλητο κενό δοχείο, πού μέσα του έχουν τοποθετηθεί από εξω τά υλικά σώματα, δτι ό χρόνος κυλάει πάντα όμοιόμορφα καί ή πορεία του δέν έξαρτάται άπό τήν κίνηση τής ΰλης.
Ό χώρος καί δ χρόνος, έπειδή είναι γενικές μορφές ΰ- παρξης τής ΰλης, είναι απόλυτοι: τίποτα δέν μπορεΐ νά υπάρξει εξω από τό χώρο καί τό χρόνο. 'Ωστόσο οί Ιδιότητες τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου είναι μεταβλητές: οί σχέσεις χώρου καί χρόνου έξαρτώνται από τήν ταχύτητα κίνησης τής ΰλης. Οί Ιδιότητες τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου, στά διάφορα μέρη τοΰ σύμπαντος μεταβάλλονται ανάλογα μέ τήν κατανομή καί τήν κίνηση τών υλικών μαζών. Άπό αυτή τήν άποψη δ χώρος καί ό χρόνος είναι σχετικοί.
Γιά κείνονς πού άρνοϋνται τήν άντικειμενική νπαοξη τον χώρον καί τον χρόνον.
Ή καθημερινή, μακραίωνη πείρα τής ανθρωπότητας, καθώς καί τά δεδομένα τής έπιστήμης, αποδείχνουν δτι ό χώρος καί δ χρόνος υπάρχουν αντικειμενικά. 'Ωστόσο, πολυάριθμοι ιδεαλιστές φιλόσοφοι άρνοϋνται τήν άντικειμενικότητα τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου.
Ό γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Κάντ ελεγε δτι αντικειμενικός χώρος καί χρόνος πού νά μήν έξαρτάται άπό τή συνείδηση δέν υπάρχει, δτι ό χώρος καί ό χρόνος είναι μόνο ανθρώπινοι τρόποι έποπτείας τών φαινομένων. Τό νά αντιλαμβανόμαστε δλα τά φαινόμενα τοποθετημένα στό χώρο καί άλληλοδιαδεχόμενα στό χρόνο είναι, τάχα, μιά Ιδιορρυθμία τής ανθρώπινης γνώσης. νΑν δέν υπάρχει άνθρώπινη συνείδηση, δέ Οά υπάρχει χώρος καί χρόνος.
Ή άποψη δτι δ χώρος καί ό χρόνος είναι ύποκειιιενικοί τρόποι έποπτείας τών φαινομένων, είναι διαδομένη καί στή σημερινή ίδεαλιστική φιλοσοφία.
Αυτή ή έπινοημένη, Ιδεαλιστική αποι[ιη, βρίσκεται σέ κατάφωρη αντίθεση μέ τήν έπιπτήμη, τήν έμπειρία καί τήν πρακτική, πού τήν άνατρέπουν.
Ό άνθρωπος, π.χ., πού πρέπει νά ταξιδέψει άπό τό Παρίσι στή Μόσχα, ξέρει δτι πρέπει νά διανύσει 2.500 χιλιόμετρα καί αυτή ή άπόσταση δέν είναι φανταστική, άλλά πραγ
30
ματική. Γιά νά τή διανύσει, χρειάζεται χρόνος πού ή διάρκεια του έξαρτάται δχι άπό τή φανταστική, άλλά από τήν άντικειμενικά πραγματική άπόσταση άνάμεσα σ’ αυτές τίς πόλεις, καθώς καί άπό τήν τεχνική τής μετακίνησης. νΛν ταξιδέψουμε μέ τό τραίνο, χρειάζονται δχι λιγότερο άπό δυό είκοσιτετράωρα. Μέ £να σημερινό αεριωθούμενο άεροπλάνο, αυτή τήν άπόσταση, μπορούμε νά τή διανύσουμε σέ 3 - 4 ώρες.
'Η έπιστήμη διαπίστωσε δτι ό κόσμος υπήρχε καί δταν δέν υπήρχε ακόμα ό άνθρωπος. Άφού δμως ό κόσμος υπήρχε καί δταν δέν υπήρχε δ άνθρωπος μέ τή συνείδησή του, αύτό σημαίνει δτι υπήρχε χώρος καί χρόνος, άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση τού ανθρώπου, γιατί ό υλικός κόσμος δέ μπορεΐ νά υπάρχει άλλοιώς παρά στό χώρο καί στό χρόνο.
Στις ημέρες μας, πού ο'ι άνθρωποι πάνοπλοι μέ τήν Επιστήμη καί τήν τεχνική εισβάλλουν στό κοσμικό διάστημα, κα- ταφέρεται νέο πλήγμα στίς ιδεαλιστικές άντιλήψεις γιά τήν υποκειμενικότητα τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου.
Ή διδασκαλία" τοΰ φιλοσοφικού υλισμού γιά τόν νλικό κόσμο, πού υπάρχει στό χώρο καί στό χρόνο, ανατρέπει τούς ισχυρισμούς της Εκκλησίας γιά τήν ΰπαρξη θεοΰ εξω άπό τό χώρο καί τό χρόνο. Ή θεολογία διδάσκει δτι ό θεό; υπήρχε πριν δημιουργήσει τή φύση καί μετά τή δημιουργία τής φύσης βρίσκεται εξω άπό τή φύση, σέ κάποια ακατανόητη, Εξω- φυσική «πανταχοΰ παρουσία». Ή θεολογία διδάσκει δτι μόνον δ θεός είναι άπειρος καί αιώνιος, ένώ ή φύση εχει αρχή καί τέλος, τόσο στό χώρο, δσο καί στό χρόνο.
Ή έπιστήμη αποδείχνει αναμφισβήτητα, δτι αύτές οί απόψεις είναι φανταστικές καί ασύστατες. Ή πραγματική εικόνα τοΰ κόσμου, πού αποκαλύπτει ή έπιστήμη, δέν αφήνει θέση γιά τό θεό. Στό 18ο αιώνα ό γάλλος άστρονόμο; Λα- λάντ είχε πει κιόλας παραστατικά δτι Ερεύνησε δλο τόν ουρανό, άλλά δέν βρήκε έκεΐ τό θεό.
Ή φύση είναι ή αίτια τοΰ έαυτοΰ της. Αυτή τή σκέ\[τη τή διατύπωσε στό 17ο αιώνα ό υλιστής φιλόσοφος Σπινόζα. Αυτή ή υλιστική θέση σημαίνει δτι ή φύση δέν εχει άνάγκη άπό κανεναν εξω άπό αύτήν δημιουργό, άλλά δτι ή ίδια ί) φύση εχει τίς ιδιότητες τοΰ άπειρου καί τοΰ αιώνιου, πού ή θεολογία τίς αποδίδει λαθεμένα στό θεό.
31
Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός, αποδείχνοντας δτι ή φύση δέν Ιχει δημιουργηΟεί, άλλά είναι αιώνια καί απειοη, δίνει σταθερή βάση στόν αθεϊσμό.
5. ‘Η συνείδηση είναι Ιδιότητα τής μέ είδικό τρόπο Οργανωμένης ϋλης.
"Η νόηση τον άνϋρώπον είναι άποτέλεσμα άνάπτυξης τής ζωντανής νλης.
Ή ίκανότητα τής νόησης, πού χαρακτηρίζει μόνο τόν άνθρωπο καί, μέ στοιχειώδη μορφή, καί τά άνώτερα ζώα, είναι προϊόν μακρόχρονης Ιστορικής ανάπτυξης, πού, στή διάρκειά της, γινόταν όλοένα πιό σύνθετη ή άντανάκλαση τών φαινομένων τοϋ έσωτερικοΰ καί τοϋ έξωτερικοΰ κόσμου άπό τά ζωντανά δντα.
'Τλική βάση τής ζωής είναι τά λευκωματοϋχα σώματα, πού άποτελοϋν σύνθετο προϊόν τής άνάπτυξης τής ΰλης. Οί λευκωματοϋχες ουσίες, κυρίως μέ τή μορφή συστημάτων ζύμωσης, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στήν άνταλλαγή τής ΰλης, πού είναι ή βάση δλης τής ζωικής δραστηριότητας τών όργα- νισμών. Μέ τήν άνταλλαγή τής ΰλης συνδέονται καί άλλα γνωρίσματα τής ζωής: ή ίκανότητα τής αύτοαναπαραγωγής, ή έρεθιστικότητα κτλ. Ή έρεθιστικότητα είναι ή βάση τής Ικανότητας τών ζωντανών δντων νά άπαντοΰν στίς έπιδράσεις τοΰ έσωτερικοΰ καί τοΰ έξωτερικοΰ περιβάλλοντος μέ άντι- δράσεις πού Ιχουν προσαρμοστικό χαρακτήρα. ’Ακριβώς, μέ βάση τήν έρεθιστικότητα πού ένυπάρχει σέ στοιχειώδη μορφή άκόμα καί στούς άπλούστίρους όργανισμούς. σχηματίζεται, στά άνώτερα στάδια τής άνάπτυξης τοΰ Οργανικού κόσμου, ή άνώτερη νευρική λειτουργία καί αύτό πού δνομάζου- με ψυχική λειτουργία.
Άκόμα καί στούς μονοκύτταρους όργανισμούς διακρίνον- ται στοιχεία πιό ευαίσθητα στήν άντίληψη τών διαφόρων έρε- θισμών τοΰ περιβάλλοντος. "Οταν έμφανίζονται οί πολυκύτταροι όργανισμοί τών ζώων, γίνεται ειδίκευση τών κυττάρων
32
αυτών τών οργανισμών, έμφανίζονται ειδικές ομάδες κυττάρων (δέκτες) πού έκπληρώνουν τή λειτουργία τής αντίληψης τών έξωτερικών έρεθισμών καί τοΰ μετασχηματισμοί τής έ- νέργειας τοΰ έρεθισμοϋ σέ λειτουργία διέγερσης. Άπό αυτά τά κύτταρα, δσο ό δργανισμός τών ζώων γίνεται πιό σύνθετος, αναπτύσσεται βαθμιαία τό νευρικό σύστημα καί τό κεντρικό του τμήμα, ό έγκέφαλος. Ό έγκέφαλος είναι δργανο πού αντανακλά, μέ τή δομή καί τίς λειτουργίες του, δλη τήν πολυμορφία τών ιδιοτήτων πού παρουσιάζουν οί διάφορες ενέργειες, ό χώρος καί δ χρόνος στόν έξωτερικό κόσμο, καί ταυτόχρονα συντονίζει τή λειτουργία τών δργάνων μέσα στόν ϊδιο τόν όργανισμό.
Τό κεντρικό νευρικό σύστημα στά σπονδυλωτά ζώα άπο- τελείται από τό νωτιαίο μυελό καί τόν κυρίως έγκέφαλο μέ, τά διάφορα μέρη του. Στά πιό πολλά ψάρια ό κυρίως έγκέφαλος είναι σχετικά μικρός καί τά ήμισφαίριά του δέν είναι πολύ αναπτυγμένα. Στά αμφίβια ζώα οί διαστάσεις τοΰ κυρίως έγκεφάλου μεγαλώνουν καί παρατηρείται ανάπτυξη τον πρόσθιου έγκεφάλου, πού είναι ή βάση γιά τήν ανάπτυξη τών ημισφαιρίων τοΰ κυρίως έγκεφάλου. Ό κυρίως έγκέφαλος στά έρπετά είναι πιό αναπτυγμένος άπό δ,τι στά άμφίβια, καί στήν έπιφάνεια τών ήμισφαιρίων έμφανίζονται, γιά πρώτη φορά, νευρικά κύτταρα, πού σχηματίζουν τόν πρώτο φλοιό τοΰ έγκεφάλου. Στά πουλώ, τά μεγάλα ημισφαίρια είναι ακόμα μεγαλύτερα, ό φλοιός δμως είναι λίγο αναπτυγμένος. Πολύ άναπτυγμένα μεγάλα ημισφαίρια έχουν τά θηλαστικά, ένώ, παράλληλα, ό φλοιός τοΰ έγκεφάλου τους άναπτύσσε- ται καί γίνεται πιό σύνθετος. Στά ανώτερα θηλαστικά, ό αναπτυσσόμενος φλοιός τοΰ κυρίως έγκεφάλου σχηματίζει πολυάριθμους αύλακες καί έλικες, καί τά ήμισφαίρια καλύπτουν δλα τά υπόλοιπα μέρη τοΰ έγκεφάλου.
Ό κυρίως έγκέφαλος, καί ιδιαίτερα ό φλοιός του, εφθα- σαν στή μεγαλύτερη ανάπτυξή τους στόν άνθρωπο. Ό έγκέφαλος καί δ φλοιός του άποτελοΰν ενα μηχανισμό πού βρίσκεται σέ αλληλεπίδραση με δλο τό νευρικό σύστημα τοΰ ανθρώπου καί είναι δργανο τής ανώτερης νευρικής λειτουργίας, τών άνώτερων, τών πιό σύνθετων δεσμών μέ τό γύρω περιβάλλον. Ό I. II. Παβλώφ ελεγε: «Ή ψυχική λειτουργία είναι άποτέλεσμα τής φυσιολογικής λειτουργίας μιας συγκε
κριμένης μάζας τοΰ Εγκεφάλου»*. Μέ τό συμπέρασμα αυτό συμφωνεί δλη ή σημερινή φυσιογνωσία.
01 Επιδράσεις άπό τό Εξωτερικό καί τό Εσωτερικό περιβάλλον προκαλοϋν Ερεθισμό στά ακρα τών αισθητηρίων νεύρων. Ό Ερεθισμός αύτό; μεταβιβάζεται μέ ειδικά κεντρο- μόλα νεύρα στά αντίστοιχα τμήματα τοΰ κυρίως Εγκεφάλου. Ά πό κεΐ, μέ τά φυγόκεντρα νεύρα, δίδονται ώθήσεις στά διάφορα δργανα, πού μπαίνουν ετσι σέ λειτουργία. Έ τσι πραγματοποιείται ή αντανακλαστική απάντηση τών όργάνων καί δλου τοΰ όργανισμοϋ σ’ αυτόν ή Εκείνο τόν Ερεθισμό.
"Οταν, π.χ., ό άνθρωπος τραβάει τό χέρι του άπό τή φωτιά πού τόν καίει, αύτό είναι μιά άντανακλαστική απάντηση. Τά αντανακλαστικά αύτού τοΰ τύπου οΐ φυσιολόγοι τά λένε ά π ό λ υ τ α α ν τ α ν α κ λ α σ τ ι κ ά καί είναι Εμφυτα, καί στά ζώα, καί στόν άνθρωπο.
Μέ βάση τά απόλυτα αντανακλαστικά (τροφής, άμυνας κ. δ .), κατά τή διαδικασία τής ατομικής Εμπειρίας τοΰ ζώου καί τοΰ ανθρώπου, σχηματίζονται τ ά Ε ξ α ρ τ η μ έ ν α ά ν τ α ν α κ λ α σ τ ι κ ά . "Οταν ό σκύλος αρπάζει τό κρέας με τά δόντια του καί ταυτόχρονα αρχίζει ή εκκριση τοΰ σιέλου του — αύτό είναι απόλυτο άντανακλαστικό τροφής. Ό σίελος τοΰ σκύλου δμως, Εκκρίνεται καί μόνο δταν δει ή μυρίσει κρέας, ακόμα καί δταν δει τόν άνθρωπο πού τοΰ δίνει τήν τροφή. Αναλύοντας αύτά καί παρόμοια δλλα φαινόμενα δ μεγάλος ρώσος φυσιολόγος I. Π. Παβλώφ, άπό- δειξε δτι, αν συνδυάσουμε τήν τροφή τοΰ σκύλου μέ τό άναμμα ένός λαμπτήρα ή μέ τόν ήχο ένός κουδουνιού, μπορούμε νά καλλιεργήσουμε στό σκύλο νέο τύπο άντανακλαστικής άπάν- τησης. Τότε τό φώς καί ό ήχος θά μπορούν νά προκαλοϋν εκκριση σιέλου. Αύτά τά άντανακλαστικά δ Παβλώφ τά όνό- μαζε Ε ξ α ρ τ η μ έ ν α ά ν τ α ν α κ λ α σ τ ι κ ά , έπειδή Εμφανίζονται μέ τό συνδυασμό ένός Εξαρτημένου Ερεθισμού (φώς, ήχος κ. α.) καί ένός άπόλυτου Ερεθισμού, πού προκαλεΐ άπόλυτο άντανακλαστικό.
Τά Εξαρτημένα άντανακλαστικά είναι προσωρινές νευρι-
* I. Π. Παβλώφ «Πλήρης συλλογή Içrpw·, τίμ. I ll, boB. Άχα- Οημίας èreionjjÆM τής ΕΣ£Δ, Μόσχα — Λένιν-ρφαντ, 1ÎM9, οελ. 667.
34
*ές σχέσεις. ’Αφού έμφανιστοϋν κάτω άπό δρισμένες συνθήκες, διατηρούνται γιά μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα καί χωρίς τή βοήθεια τών άπόλυτων έρεθισμών. Ή σημασία τών έξαρτημένων αντανακλαστικών συνίσταται στό δτι μέ τή βοή- θειά τους οί όργανισμοί προσαρμόζονται πρός τίς μεταβαλλόμενες συνθήκες τοΰ περιβάλλοντος, δπου ζούν. Είναι γνωστό, π.χ., δτι πολλά άγρια ζώα, δταν βλέπουν γιά πρώτη φορά τόν άνθρωπο, δέν έκδηλώνουν τρόμο. “Αν δμως γίνουν αντικείμενο κυνηγιού, τότε άλλάζουν συμπεριφορά. Μόλις δούν ή άκούσουν τόν άνθρωπο, προσπαθούν νά κρυφτούν. Αυτό σημαίνει δτι στά ζώα σχηματίστηκε νέο έξαρτημένο άντανα- κλαστικό, έξαιρετικά ώφέλιμο γι’ αύτά: ή άντίληψη τής παρουσίας τοΰ άνθρώπου προκαλεϊ τή λειτουργία ένός άπόλυ- του άμυντικοΰ άντανακλαστικού, πού χρησιμεύει σάν σήμα γιά σκόπιμη προσαρμοστική άντίδραση τών ζώων.
"Οπως άποδείχτηκε, δποιαδήποτε άντικείμενα καί φαινόμενα τής φύσης, δταν συνδυαστούν μέ άπόλυτα άντανακλα- στικά, μπορούν νά γίνουν σήμα γιά τή λειτουργία έξαρτημένων άντανακλαστικών στά ζώα καί στόν άνθρωπο. Αύτό τό κοινό γιά τά ζώα καί τόν άνθρωπο σύστημα σημάτων δ Πα- βλώφ τό όνόμασε π ρ ώ τ ο σ ύ σ τ η μ α σ ή μ α ν σ η ς .
Ταυτόχρονα, δ I. Π. Παβλώφ, τόνισε τήν Ιδιομορφία τής Ανώτερης νευρικής λειτουργίας τοΰ άνθρώπου σέ σύγκριση μέ τήν άνώτερη νευρική λειτουργία τών ζώων. Ό Παβλώφ όπόδειξε δτι δ λόγος όποτελεΐ ϊνα νέο, χαρακτηριστικό γιά τόν άνθρωπο, σύστημα σημάτων, πού κι αΰτό γίνεται πηγή γιά τό σχηματισμό λειτουργίας έξαρτημένων άντανακλαστικών. Αύτό τό σύστημα, πού χαρακτηρίζει μόνο τόν άνθρωπο, δ Παβλωφ τό όνόμασε δ ε ύ τ ε ρ ο σ ύ σ τ η μ α σ ή μ α ν σ η ς .
Ή βασική σημασία τής λειτουργίας τής σήμανσης, πού ανακάλυψε δ I. Π. Παβλώφ, συνίσταται στό γεγονός δτι ή προσαρμογή τών ζωντανών δντων πρός τά έπικείμενα, δηλαδή τά μελλοντικά γεγονότα τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου, πού ήταν πάντα προνόμιο τής ΐδεαλιστικής ψυχολογίας, Ιγινε τώρα άν- τικείμενο τής υλιστικής έπιστημονικής Ερευνας.
Ό I. Π. Παβλώφ άνακάλυψε τίς φυσιολογικές νομοτέλειες τής άνώτερης νευρικής λειτουργίας τών ζώων καί τού άνθρώπου. ’Απόδειξε τά γνωρίσματα δμοιότητας πού ύπάρ-
35
χονν μεταξύ τής ανώτερης νευρικής λειτουργίας στόν άνθρωπο καί τής άντίστοιχης λειτουργίας στό ζώο, καθώς καί τή βασική διαφορά πού υπάρχει άνάμεσά τους. Μέ τή διδασκαλία του 6 I. Π. Παβλωφ 16αλε γερά έπιστημονικά θεμέλια γιά τή γνώση τής ψυχικής ζωής τοΰ ανθρώπου.
Ή σημααΐα τής έβγααίας καί τον λόγον γιά τ»/ν άνά- πτνξη της άν&βώπινης νόησης.
Ό ψυχικός κόσμος τοΰ ανθρώπου εχει σάν προϋπόθεσή του τίς στοιχειώδεις μορφές τής ψυχικής λειτουργίας τών ζώων. Ταυτόχρονα δμως, πρέπει νά βλέπουμε τήν ποιοτική διαφορά πού υπάρχει άνάμεσά τους. Ό ψυχικός κόσμος τοι'· ανθρώπου, ή νόησή του, είναι τό ανώτερο στάδιο ανάπτυξη; τής ψυχικής λειτουργίας. Ή έργασιακή δραστηριότητα τοΰ κοινωνικοΰ άνθρώπου είναι ό παράγοντας πού καθόρισε τή»' έξαιρετικά υψηλή ανάπτυξη τής ψυχικής του ζωής, τής νόησής του.
Ό μεγάλος αγγλος έπιστήμονας Κ. Δαρβίνος, άπόδειξε δτι δ δνθρωπος προήλθε άπό Εναν κοινό μέ τούς ανθρωποειδείς πιθήκους πρόγονο. Στά 6άθη τής άρχαιότητας τά ζώα — πρόγονοι τοΰ άνθρώπου, πού ξεχώριζαν γιά τά έξαι- ρετικά αναπτυγμένα πρόσθια άκρα τους, έμαθαν νά βαδίζουν δρθια καί άρχισαν νά χρησιμοποιούν διάφορα άντικείμενα τής φύσης σάν έργαλεΐα γιά τήν άπόκτηση τροφής καί γιά αυτοάμυνα. ’Αργότερα άρχισαν νά κατασκευάζουν έργαλεΐα, πράγμα πού σήμαινε τή βαθμιαία μετατροπή τοΰ ζώου σε άνθρωπο. Ή χρησιμοποίηση τών έργαλείων έργασίας έπέ- τρεψε στόν άνθρωπο νά υποτάξει φυσικές δυνάμεις, δπως τή φωτιά, νά ποικίλει καί νά βελτιώνει τήν τροφή του, πράγμα πού βοήθησε τήν άνάπτυξη τοΰ ανθρώπινου έγκεφάλου.
Ή χρησιμοποίηση τών έργαλείων έργασίας, άλλαξε τή σχέση τοΰ άνθρώπου πρός τή φύση. Τό ζώο προσαρμόζεται στή φύση παθητικά, χρησιμοποιεί αύτό πού τοΰ δίνει ή ίδια ή φύση. ’Αντίθετα, ό δνθρωπος προσαρμόζεται πρός τή φύση ένεργητικά, αλλάζει σκόπιμα τή φύση, δημιουργεί ό ίδιος συνθήκες ύπαρξης πού δέν τίς βρίσκει δμεσα στή φύση. *ΙΪ έργασία τοΰ άνθρώπου επαιξε αποφασιστικό ρόλο στήν ανάπτυξη καί στήν τελειοποίηση τοΰ έγκεφάλου του. Ή έργα-
36
«ία δημιούργησε, ώς ένα βαθμό, τόν άνθρωπο, ή έργασία δημιούργησε καί τόν ανθρώπινο έγκέφαλο.
Ή τεράστια πρόοδος στήν προσαρμογή τοϋ άνθρώπου πρός τίς γύρω συνθήκες, πού πραγματοποιήθηκε μέ μορφή μετασχηματισμού τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου, Ιγινε δυνατή μόνο χάρη στήν πλατειά άνάπτυξη τής Ικανότητας τοΰ ανθρώπινου έγκεφάλσυ νά έκτιμάει τά άποτελέσματα τής συμπεριφοράς του, τής εργασιακής του δραστηριότητας. Μεγάλη ώθηση γιά τήν άνάπτυξη αυτής τής ικανότητας, δόθηκε τή στιγμή που ό πρόγονος τοϋ σημερινού άνθρώπου κατασκεύασε τό πρώτο έργαλεϊο. Ή ίκανότητα τοϋ έγκεφάλου νά έκτιμάει τά (ΐποτελέσματα τής εργασιακής λειτουργίας χρησίμευσε μέ τή σειρά της σάν φυσιολογική βάση καί γιά τή γρήγορη τελειοποίηση τών ίδιων τών έργαλείων έργασίας.
Οί πολύπλοκες άμοιβαΐες σχέσεις τοΰ άνθρώπου καί τής φύσης, όδήγησαν στή δημιουργία πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στούς άνθρώπους. 01 άνθρωποι έργάζονταν όμαδικά, ήταν άπαραίτητο νά έπικοινωνοΰν ό Ενας μέ τόν άλλο, γιά τό σκοπό δμως αύτό ήταν άνεπαρκής ό περιορισμένος αριθμός τών ήχων πού χρησιμοποιούν τά ζώα γιά νά έπικοινωνοΰν τό £να μέ τό άλλο. Βαθμιαία, δσο άναπτυσσόταν ή έργασία, αναπτυσσόταν καί ό λάρυγγας καί ετσι ό άνθρωπος άρχισε νά προφέρει εναρθρους ήχους. Άπό αυτούς τούς άναρθρους ήχους σιγά - σιγά άναπτύχθηκαν οΐ λέξεις, ή γλώσσα. Ή ■κοινή έργασιακή δραστηριότητα τών άνθρώπων θά ήταν αδύνατη, άν δέν καλλιεργούσαν τήν Ικανότητα τοΰ λόγου.
Χωρίς τίς ?.έξεις, δέ θά μπορούσαν νά διαμορφωθούν οί έννοιες γιά τά πράγματα καί γιά τίς σχέσεις τους, θά ήταν αδύνατη ή ανθρώπινη νόηση. Ή έμφάνιση καί ή άνάπτυξη τοΰ λόγου, μέ τή σειρά της, έπηρέασε τήν άνάπτυξη τοΰ έγ- ν.εφάλου.
'Έτσι, ή κοινοτική έργασιακή ζωή τού άνθρώπου, ή έρ- γασία, καί άργότερα μαζί μ’ αυτήν ό λόγος, είναι οΐ αποφασιστικοί παράγοντες που μέ τήν έπίδραση τους τελειοποιήθηκε ό άνθρώπινος έγκέφαλος καί άναπτύχθηκε ή Ικανότητα τής νόησης.
37
Ή συνείδηση είναι προϊόν της λειτουργίας τοΰ ανθρώπινου έγκεφάλου καί συνδέεται μέ τό σύνθετο σύστημα τών αΙσΟητηρίων όργάνων. Ουσιαστικά ή συνείδηση είναι αντανάκλαση τού υλικού κόσμου. Είναι μιά πολύμορφη λειτουργία, πού περιλαμβάνει τά διάφορα εϊδη τής ψυχικής λειτουργίας τοΰ άνθρώπου: τά αίσθήματα, τίς αντιλήψεις, τίς παραστάσεις, τίς νοητικές έννοιες, τά συναισθήματα καί ττι βούληση. Χωρίς κανονική λειτουργία τού κυρίως έγκεφάλου είναι αδύνατη ή όμαλή λειτουργία τής συνείδησης. Ή διαταραχή τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου άπό μεθύσι ή αρρώστια, Ιχει σάν άποτέλεσμα τήν ανικανότητα γιά υγιή σκέψη. Ό ΰπνος τοΰ άνθρώπου είναι μερική, πρόσκαιρη άναστολή τής γενικής λειτουργίας τοΰ φλοιού τού κυρίως έγκεφάλου καί έκφράζεται μέ τό δτι ή νόηση διακόπτεται, ή συνείδηση συσκοτίζεται.
’Ωστόσο, άπό αυτές τίς σωστές υλιστικές θέσεις δέ βγαίνει τό συμπέρασμα δτι ή σκέψη είναι κάποια ουσία πού έκ- κρίνεται άπό τόν έγκέφαλο. Ό Κ. Φόχτ, γερμανός άστός υλιστής τοΰ 19ου αιώνα, διατύπωσε τήν υπόθεση δτι ή σκέψη έκκρίνεται άπό τόν έγκέφαλο, άκριβώς δπως οΐ σιελογόνοι άδένες έκκρίνουν τό σίελο ή τό συκώτι έκκρίνει τή χολή. Ή ταν μιά απλοϊκή άντίληψη γιά τό χαρακτήρα τής νόησης. Ό ψυχικός κόσμος, ή συνείδηση, ή νόηση είναι ειδική ιδιότητα τής ΰλης, δέν είναι δμως καθόλου είδική ούσία.
Λύνοντας τό βασικό πρόβλημα τής φιλοσοφίας, άντιπα- ραθέτουμε τή συνείδηση καί τήν ίλη, τό πνεύμα καί τή φύση. "Τλη είναι δ,τι υπάρχει άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση, Ιξω άπό τή συνείδηση. Γι’ αυτό, κάνουν σοβαρό λάθος υσοι περιλαμβάνουν τή συνείδηση στήν ΰλη. Ό Λένιν τόνιζε δτι «δταν όνομάζουμε τή σκέψη υλική, σημαίνει δτι κάνουμε ένα λαθεμένο βήμα πρός τήν άνάμιξη τοΰ ύλισμοΰ μέ τόν Ιδεαλισμό»*. Πραγματικά, αν ή σκέψη είναι τό ίδιο πράγμα μέ τήν ΰλη, τότε έξαφανίζεται ή διαφορά ανάμεσα στήν ΰλη καί στή νόηση, καί, κατά συνέπεια, ταυτίζονται.
Ή συνείδηση είναι 16ιόχητα τον ΙγχεφάΙον.
* Β. I. Α£νιν «’ Απαντα», τύμ. 14, οελ. 831.
38
Τήν άποψη πού ορίζει τή συνείδηση σάν κάτι υλικό, ot άντίπαλοι τοΰ μαρξισμού, οί ιδεαλιστές, τήν αποδίδουν Επί- μονα στό μαρξιστικό υλισμό. Αύτό τό κάνουν γιά νά μπορούν ευκολότερα νά «ανατρέψουν» τό μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό. Είναι παλιά μέθοδος: στήν αρχή αποδίδεις στόν αντίπαλο Εναν παραλογισμό, καί υστέρα τόν Επικρίνεις «νικηφόρα».
Στήν πραγματικότητα ή ταύτιση τής συνείδησης μέ τήν ΰλη δέν είναι άποψη τού διαλεκτικού, άλλά τού απλοϊκού υλισμού. Ή μαρξιστική υλιστική φιλοσοφία καταπολεμούσε πάντα καί καταπολεμάει αυτή τήν άποψη, δείχνοντας μέ συνέπεια τή διαφορά πού υπάρχει ανάμεσα στή συνείδηση, πού είναι αντανάκλαση τοΰ υλικού κόσμου, καί στήν ίδια τήν ΰλη.
Δέν πρέπει δμως νά υπερβάλουμε τή διαφορά ανάμεσα στήν δλη καί στή συνείδηση, ώστε νά φτάνουμε σέ απόλυτη απόσπασή τους. Αύτή ή απόσπαση, ανάμεσα στή συνείδηση καί στήν ΰλη, είναι χαρακτηριστικό τοΰ ψυχοφυσικού παραλληλισμού. Οί δπαδοί αυτής τής τάσης Ισχυρίζονται δτι ή νόηση καί ή συνείδηση είναι λειτουργίες πού συντελοΰνται παράλληλα μέ τίς υλικές διαδικασίες πού γίνονται στόν Εγκέφαλο, χωρίς καμιάν Εξάρτηση μεταξύ τους. Ή έπιστήμη άπορ- ρίπτει αύτή τήν άποψη. Αποδείχνει δτι ή ψυχική ζωή τοΰ άνθρώπου είναι μόνο μιά ειδική ιδιότητα τής ζωικής δραστηριότητας τοΰ όργανισμού, μιά είδική λειτουργία τού Εγκεφάλου.
*0 διαλεκτικός υλισμός άρνεΐται τήν απόσπαση ανάμεσα στή συνείδηση καί στήν ΰλη. Ή απόσπαση αύτή άποτελεΐ ουσιαστικά άναβίωση τών πρωτόγονων, απλοϊκών αντιλήψεων τής άρχικής περιόδου τής ανθρώπινης Ιστορίας, δταν τά φαινόμενα τής ζωής τά Εξηγούσαν μέ τήν Ενέργεια μιας ειδικής ψυχής, πού βρίσκεται μέσα στό σώμα καί τό διευθύνει.
Γιά νά λύσουμε τό ψυχοφυσικό πρόβλημα, δηλ. τό πρόβλημα τής σχέσης άνάμεσα στόν ψυχικό κόσμο τοΰ άνθρώπου καί στό δργανο τοΰ ψυχικοΰ κόσμου, τόν Εγκέφαλο ( σάν υλικό δργανο, φυσικό σώμα), πρέπει νά δοΰμε καί τή διαφορά καί τή σχέση πού υπάρχει μεταξύ τους. Δέν πρέπει νά ξεχνάμε τή διαφορά μεταξύ τους, γιατί ή ταύτιση τής συνείδησης μέ τήν ΰλη, μάς δδηγεί άμεσα σέ παραλογισμούς. Δέν
39
πρέπει δμως καί νά άποσπάσουμε τή συνείδηση από τόν έγκέ- φαλο, γιατί ή συνείδηση είναι λειτουργία τοΰ εγκεφάλου, δηλ. μιά είδική μορφή τής όργανωμένης νλης.
6. Οί αντίπαλοι τοΰ φιλοσοφικού υλισμού.
Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός, αναγνωρίζοντας τήν υλική ένότητα τοΰ κόσμου, υποστηρίζει τή θέση τοΰ φιλοσοφικού μ ο ν ι σ μ ο ΰ. Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός είναι συνεπής καί ολοκληρωμένη διδασκαλία, γιατί έξη- γεί δλα τά φαινόμενα τοΰ κόσμου, ξεκινώντας από μιά, υλι- κή αρχή.
'Τπάρχουν ομιος φιλοσοφικές διδασκαλίες πού δέν αποφασίζουν νά αναγνωρίσουν σάν πρώτο, ούτε τήν ΰλη, οΰτε τό πνεύμα. ’Αναπτύσσουν τίς αρχές τού φιλοσοφικού δ υ ϊ- σ μ ο ύ καί προσπαθούν νά αποδείξουν δτι στόν κόσμο υπάρχουν δύο, ανεξάρτητες ή μιά άπό τήν αλλη καί απόλυτα διαφορετικές στήν ουσία τους, πρώτες αρχές, ή ΰλη καί τό πνεύμα, τό σώμα καί ή συνείδηση, ή φύση καί ή ιδέα. Τέτοιες απόψεις υποστήριζε δ γάλλος φιλόσοφος Καρτίσιος, στό 17ο αιώνα.
Ό δυϊσμός δέν είναι σέ θέση νά Ιξηγήσει τά γνωστά σέ δλους γεγονότα, δτι δηλ. μιά έπίδραση στό σώμα τοΰ άνθρο>- που προκαλεϊ αλλαγές καί στή συνείδησή του καί, αντίθετα, δτι ή σκέ\|η μπορεΐ νά προκαλεϊ σωματική κίνηση. Ή θέση τού φιλοσοφικού δυϊσμού είναι ασυνεπής, Επαμφοτερίζουσα καί, συνήθως, όδηγεΐ στόν Ιδεαλισμό.
Οί έκπρόσωποι τού φιλοσοφικού ιδεαλισμού, πού προσπαθούν νά έξηγήσουν τόν κόσμο μέ βάση μιά μοναδική ιδεατή άρχή, είναι κι αυτοί μονιστές φιλόσοφοι. Ό μονισμός τους δμως στηρίζεται σέ μή σωστή, άντεπιστημονική βάση, γιατί ξεκινούν άπό τό γεγονός δτι ή Ιδέα, ή νόηση καί ή συνείδηση είναι τά πρώτα, ένώ ή φύση, τά φυσικά πράγματα καί τό ανθρώπινο σώμα είναι δεύτερα καί παράγονται άπό τήν πνευματική άρχή. Κατά τή γνώμη τών Ιδεαλιστών, τό παν είναι συνείδηση ή καρπός τής συνείδησης.
40
Ό άντιχειμενιχός Ιδεαλισμός.
Οί ίδεαλιστικες απόψεις γιά τόν κόσμο στήν πιό πρωτό- γονή τους μορφή, πού ωστόσο είναι ακόμα ή πιό διαδομένη, Εκφράστηκαν με τή διδασκαλία της έκκλησίας γιά τήν άσώ- ιιατη ψυχή, ή τό θεό, που τάχα υπήρχε πριν από τό υλικό σόμπαν καί τό δημιούργησε. Αυτές οί αντιλήψεις άνα- τρέπονται από δλη τήν Ιστορία τής έπιστήμης. Ή έπιστήμη άπόδειξε αναμφισβήτητα δτι τά ψυχικά φαινόμενα καί λειτουργίες έμφανίστηκαν σέ ενα πολύ ίτψηλό στάδιο ανάπτυξης τής ίλης, δτι συνδέονται απαραίτητα μέ συγκεκριμένες νλικές λειτουργίες τοΰ φλοιοΰ τοΰ κυρίως έγκεφάλου καί τοΰ νευρικού συστήματος. Κανένα είδος πνευματικών φαινομένων Λεν ίαάρχει καί ουτε μπορεϊ νά υπάρξει χωρίς αυτές τίς υλικές, φυσιολογικές λειτουργίες. IV αύτό ή διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τό πνεύμα, πού υπήρχε πρίν άπό τήν ΰλη, πρίν άπό τή φύση, είναι ψεύτικη καί δέν Εχει τίποτε κοινό μέ τήν πραγματικότητα.
Αύτές οί απόψεις πήραν πιό ραφιναρισμένη καί άφηρη- μένη μορφή στά ίδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα. Οί δημιουργοί αύτών τών συστημάτων ισχυρίζονται δτι δήθεν τά πράγματα έχουν γιά βάση πνευματικές ή άσώματες αίτιες, στοιχεία ή ουσίες πού προϋπάρχουν άπό αύτά. Τέτοιες άπό- ijœiç άνάπτυξαν καί οί μεγάλοι Ιδεαλιστές φιλόσοφοι ΙΙλάτων, Λάιμπνιτς καί Χέγκελ, πού συνέβαλαν πολύ στήν ανάπτυξη τής φιλοσοφικής σκέψης. Ό Πλάτων όνόμαζε αύτές τίς άσώματες αιτίες «είδη» ή «ιδέες». 'Ο Λάιμπνιτς θεωρούσε σάν βάση τών πραγμάτων τά ιδιόμορφα πνευματικά «ατομα» τον Είναι, τίς πνευματικές Ενεργητικές «μονάδες». Ό Χέγκελ θεωροΰσε σάν βάση όλων τών πραγμάτων τήν «ιδέα», πού τή φανταζόταν σάν έννοια πού υπάρχει άντικειμενικά καί αύτο- αναπτύσσεται. «Ή έννοια.. . είναι πραγματικά τό πρώτο,
?γραφε δ Χέγκελ, — καί τά πράγματα είναι δ,τι είναι, χάρη στήν ένέργεια τής έννοιας πού ένυπάρχει σ’ αύτά καί άποκαλτ'πτεται σ’ αύτά»*. Καί ή φύση στό σύνολό της, κατά
* Χέγκελ Arjr/τα-, τάμ. 1, Μ03χα — Λέν·.νγιφαν', 1929, οελ.37α
41
τόν Χέγκελ, είναι προϊόν τής Εννοιας, τής Ιδέας. Ή Ιδέα αύ- τή δέν είναι ή συνηθισμένη ανθρώπινη Ιδέα, άλλά ή απόλυτη ιδέα, πού υπάρχει εξω άπό τόν άνθρωπο καί είναι ταυτόσημη μέ τό θεό.
Ή φιλοσοφία πού άνάπτυξαν δ Πλάτων, ό Λάιμπνιτς καί ό Χέγκελ, όνομάζεται α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό ς Ι δ ε α λ ι σ μ ό ς . Αυτός ό Ιδεαλισμός όνομάζεται άντικειμενικός γιατί παραδέχεται τήν ύπαρξη κάποιας «αντικειμενικής» πνευματικής αρχής, πού διαφέρει άπό τήν άνθρώπινη συνείδηση καί δέν έξαρτάται άπ’ αυτήν.
01 συλλογισμοί τών άντικειμενικών ιδεαλιστών δέν αντέχουν σέ κριτική. Οί Ιδέες, οί εννοιες, υπάρχουν μόνο στήν άνθρώπινη νόηση. Στίς έννοιες άντανακλώνται τά γενικά γνωρίσματα καί οί Ιδιότητες τής ίδιας τής πραγματικότητας, άν- τανακλώνται τά γενικά γνωρίσματα πού υπάρχουν στόν υλικό κόσμο. Τέτοιες, π.χ., είναι οί ί'ννοιες άνθρωπος, κοινωνία, σοσιαλισμός, έθνος κτλ. “Εννοιες καί Ιδέες, πού υπάρχουν, τάχα, πρίν άπό τή φύση καί τή γεννούν είναι κούφιες φαντασιώσεις τών ιδεαλιστών. Ό Λένιν Εγραφε: « ..."Ο λ οι ξέρουμε τί είναι ή άνθρώπινη Ι δ έ α , ή Ιδέα δμως χωρίς τόν άνθρωπο καί πρίν άπό τόν άνθρωπο, ή άφηρημένη ιδέα, ή άπόλυτη Ιδέα, είναι θεολογική έπινόηση τοΰ Ιδεαλιστή Χέγκελ»*.
*0 υποκειμενικός Ιδεαλισμός.
Εκτός άπό τόν άντικειμενικό Ιδεαλισμό, πού έξάγει τή φύση άπό τή θεϊκή Ιδέα, υπάρχει καί ή τάση τοΰ υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ο ύ Ι δ ε α λ ι σ μ ο ύ , πού Ισχυρίζεται δτι τά πράγματα, τά αντικείμενα, είναι τό σύνολο τών αισθημάτων, τών σκέψεων μας. Έτσι, αυτή ή τάση μεταφέρει τόν κόσμο στή συνείδηση τοΰ υποκειμένου, δηλ. τοΰ αίσθανόμε- νου άνθρώπου.
Ό υποκειμενικός Ιδεαλιστής ρωτάει: τί μπορώ νά μάθω γιά τά γύρω μου πράγματα; Καί άπαντάει: μόνο τά αίσθή-
* Β. I. Aiviv «Άπαντα», τόμ. 14, οελ. 214.
42
ματα, τά αισθήματα τοΰ φωτός, τής γεύσης, τής όσμής, τής πυκνότητας, τής μορφής κτλ. Τίποτε δλλο, έκτός άπό τό σύνολο αυτών τών αισθημάτων, δέν άντιλαμβάνομαι καί δέν μπορώ νά άντιληφθώ. Δέν είναι λοιπόν λογικό νά υποθέσω δτι τό άντικείμενο δέν είναι τίποτε δλλο παρά τό σύνολο τών αισθημάτων μου, δτι κανένα αντικείμενο δέν υπάρχει ξέχωρα άπό τά αισθήματα, εξω από αυτά;
Άπό τίς θέσεις αυτές τοΰ υποκειμενικού ίδεαλισμοΰ, βγαίνει τό συμπέρασμα δτι τόν δνθρωπο τόν περιβάλλουν δήθεν δχι πράγματα, άλλά συμπλέγματα τών δικών του αισθημάτων, δτι ή φύση είναι μόνο ?να σύνολο αίσθημάτων.
Τίς απόψεις τοΰ υποκειμενικού Ιδεαλισμοΰ τίς ανάπτυξε στίς αρχές τοΰ 18ου αιώνα ό “Αγγλος έπίσκοπος Μπέρκλεϋ, πού δήλωνε ανοιχτά δτι ή Ιδεαλιστική του φιλοσοφία ίχει ?να σκοπό — νά ανατρέψει τόν υλισμό καί τόν αθεϊσμό, νά θεμελιώσει τήν ανάγκη Αναγνώρισης τοΰ θεοΰ.
Ό υποκειμενικός ιδεαλισμός παραμορφώνει χοντροκομμένα τήν πραγματική σχέση ανάμεσα στίς αντιλήψεις μας καί στά πράγματα. Ταυτίζει τήν α ν τ ί λ η ψ η τοΰ άνθρώπου μέ τό άντιλαμβανόμενο άντικείμενο.
Τό λογικό συμπέρασμα πού βγαίνει άπό τή βασική θέση τοΰ υποκειμενικού Ιδεαλισμοΰ — δτι τό πράγμα καί ή αντίληψη τοΰ πράγματος είναι ?να καί τό αυτό — είναι δτι όλος ό κόσμος δημιουργεΐται άπό μένα, άπό τή συνείδησή μου, δτι οί άλλοι άνθρωποι, καθώς καί οί γονείς μου, είναι κι αυτοί μόνο άντιλήψεις μου, δτι δέν υπάρχουν αντικειμενικά. Κατά συνέπεια, ό υποκειμενικός Ιδεαλισμός δδηγεϊ, υποχρεωτικά, στό σολιπσισμό (άπό τίς λατινικές λέξεις solus = μόνος καί ipse= δ ίδιος), μιά παράλογη φιλοσοφία, πού Ισχυρίζεται δτι τάχα υπάρχω μόνο έγώ, καί δλος ό κόσμος, καθώς καί οί δλλοι άνθρωποι, υπάρχουν μόνο στίς παραστάσεις μου.
Τά άναπόφευκτα σολιπσιστικά συμπεράσματα, δπου οδηγεί δποιαδήποτε μορφή ΰποκειμενικοΰ ιδεαλισμοΰ, άποδεί- χνουν πειστικά δτι αυτή ή φιλοσοφία είναι ψεύτικη.
’Απόπειρα νά χαραχϋεΐ μιά «τρίτη» γραμμή στή φιλοσοφία.
Έκτός άπό τίς ΐδεαλιστικές διδασκαλίες, πού άναγνωρί-
4S
ζουν άνοιχτά δτι βάση τού κόσμου είναι ή συνείδηση, υπάρχουν καί διδασκαλίες πού προσπαθούν νά καλύψουν τόν Ιδεαλισμό τους καί νά δείξουν δτι τάχα στέκονται πάνω άπό τόν υλισμό καί τόν ιδεαλισμό καί άποτελοϋν μιά «τρίτη» γραμμή στή φιλοσοφία. Τέτοιο φιλοσοφικό ρεϋμα είναι, π.χ., 6 θ ε τ ι κ ι σ μ ό ς .
Ό θετικισμός έμφανίστηκε στό πρώτο μισό τοΰ 19ου αιώνα. Στήν Εποχή μας είναι ενα από τά πιό ισχυρά φιλο σοφικά ρεύματα στόν αστικό κόσμο. Ή φιλοσοφία αύτή είνα: διαδομένη καί ανάμεσα στούς φυσικούς έπιστήμονες.
Ό θετικισμός διακήρυξε δτι δλη ή προηγούμενη φιλοσοφία είναι μεταφυσική, έννοώντας μ’ αύτή τή λέξη τού: στείρους, σχολαστικούς συλλογισμού; γιά προβλήματα πο>'> δέν μποροΰν νά λυθοΰν Επιστημονικά, γιατί βγαίνουν εξω άπό τά δρια τής Εμπειρίας. ’Ανάμεσα σ’ αυτά τά προβλήματα υΐ θετικιστές περιλαμβάνουν πρώτα - πρώτα τό βασικό πρόβλημα τής φιλοσοφίας: Ποιό είναι πρώτο, ή ΰλη ή ή συνείδηση. Ή Επιστήμη, δηλώνουν οΐ θετικιστές, πρέπει νά άσχολεϊται μόνο μέ τά γεγονότα πού είναι προσιτά στήν παρατήρηση, καί νά μήν ψάχνουμε νά βροΰμε πίσω άπ’ αυτά οΰτε υλική, οΰτε πνευματική βάση. Ή φιλοσοφία πού ψάχνει νά βρει τέτοια βάση ματαιοπονεί. Ή έπιστήμη μπορεΐ θαυμάσια νά υπάρχει καί χωρίς φιλοσοφία. Ή ίδια ή έπιστήμη είναι φιλοσοφία.
Οί θετικιστές διακηρύσσουν δτι δέν είναι ουτε υλιστές, «ντε Ιδεαλιστές, άλλά μόνο έρευνητές τών έμπειρικών γεγονότων, άνθρωποι τής έπιστήμης. Πίσω δμως άπό τήν Εξωτερική αυτή Επιφάνεια τοΰ θετικισμού, στήν πραγματικότητα, κρύβεται ή φιλοσοφική γραμμή τοΰ ίδεαλιομοΰ. Άποφεν- γοντας νά λύσουν τό βασικό πρόβλημα τής φιλοσοφίας καί υποστηρίζοντας δτι αυτό δέ μπορεΐ νά λυθεί άπό τήν Επιστήμη, οί θετικιστές άποκόβονται Ετσι άπό τόν υλικό κόσμο καί περιορίζονται στά πλαίσια τής δικής τους συνείδησης, 5ηλ. καταλήγουν στή θέση τοΰ υποκειμενικού Ιδεαλισμού.
Αύτό φαίνεται καθαρά καί άπό τό δτι οί θετικιστές μέ τόν δρο «γεγονότα», πού γι* αυτά μιλάνε τόσο πολύ, Εννοούν τίς αντιλήψεις μας. 01 θετικιστές Ισχυρίζονται δτι άμεσα σε μάς δίνονται μόνο τά αίσθήματα καί οί άντιλήψεις μας καί γι’ αύτό πρέπει νά περιοριζόμαστε μόνο στή μελέτη τους.
01 αστοί θετικιστές φιλόσοφοι Επανειλημμένα δήλωσαν
44
καί δηλώνουν δτι στέκονται «πάνω» άπό τόν υλισμό καί τόν ιδεαλισμό. Στήν πραγματικότητα δμως ανήκουν στό ίδιο στρατόπεδο μέ τούς ιδεαλιστές καί αγωνίζονται κατά τοΰ υλισμού. ’Ονομάζουν τόν υλισμό μεταφυσικό, μ’ δλο πού ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός είναι αδιάλλακτος έχθρός κάθε μεταφυσικής*, καθώς καί τής μεταφυσικής πού άσχολεϊται μέ ανύπαρκτες «ουσίες». Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός άπορρίπτει τή μεταφυσική τοΰ ιδεαλισμού, πού έπινοεί μιάν «ιδεατή» 6άση τού κόσμου, καί τή μεταφυσική τής έκ- κλησίας, πού προπαγανδίζει τήν ΰπαρξη τού θεού καί τή; αθάνατης ψυχή;. Ό μαρξιστικός υλισμό; δμω;, απορρίπτει μέ αγανάκτηση καί τίς απόπειρες τοΰ θετικισμού νά κηρύξει μεταφυσική τή θέση δτι ό υλικός κόσμος υπάρχει εξω άπό τή συνείδησή μας. Ό θετικισμός φορτώνει στούς άλλους τά δικά του αμαρτήματα. Καμουφλαρισμένος πίσω άπό βερμπαλιστικές έπιθέσεις κατά τής έπινοημένης «μεταφυσικής τού υλισμού», ουσιαστικά, κατρακυλάει δ Ιδιος στή μεταφυσική τοΰ υποκειμενικού ιδεαλισμού.
"Ολη ή ιστορία τή; φιλοσοφίας αποδείχνει δτι, έκτό; άπό τόν υλισμό καί τόν ιδεαλισμό, δέν υπάρχει καί δέν μπορεΐ νά υπάρξει καμιά «τρίτη» γραμμή στή φιλοσοφία. "Οσο πιό γρήγορα τό καταλάβουν αυτό οί έκπρόσωποι τής έπιστημο- νικής καί τεχνικής διανόησης τής Δύσης, πού είναι όπαδοί τοΰ θετικισμού, τόσο πιό γρήγορα θά άπελευθερωθοΰν άπό τήν αιχμαλωσία τους στή θετικιστική σύγχυση καί θά στη- ριχθούν στό γερό έδαφος τής έπιστημονικής υλιστικής φιλοσοφίας.
Στό τέλος τοΰ 19ου καί τίς άρχές τού 20ού αιώνα ό θετικισμός παρουσιάστηκε μέ τή μορφή τοΰ μ α χ ι σ μ ο ΰ, πού δνομάστηκε ετσι άπό τό όνομα τοΰ αυστριακού φυσικού καί φιλοσόφου Ε. Μάχ. Ή φιλοσοφία αυτή δνομάζεται καί έμπειριοκριτικισμός (κριτική τής Εμπειρίας).
* Ή λέςη <μεταφο3ΐχή' ατή φιλοσοφία χρησιμοποιείται μέ 66ο έννοιες. Πρώτο, μεταφαοιχή οημαίνει άντιδιαλτχτική 4πσψη γι4 τόν χύαμο. ΔζΑτβρο, 6 δρος μεταφυσική crjiatvsi θεωρηττίΛές, πού δέν I- •/αυν έπιοτημονιχή 6dcT(, σχολαστικές &«οθέοβις γιά τήν * αληθινή* ΰτιεοαισβητή oùcla τοΟ Είναι. Λεπτιμερέοτβρα γιΑ τή μεταφυοιχή γίνεται λόγος ζ-6 δεύτερο κεφάλαιο.
4»
Ό Μάχ καί οί όπαδοί του, Ιδιαίτερα δ ρώσος Α. Μπογ- ντάνοφ, διατύπωσαν κι αυτοί τήν άξίωση νά ξεπεραστεϊ ή «μονομέρεια» τοΰ ΰλισμοΰ καί τοΰ Ιδεαλισμοΰ. Στήν πραγματικότητα δμως ή φιλοσοφία τοΰ Μάχ ήταν βασικά ?να ούστημα υποκειμενικού Ιδεαλισμοΰ.
Ό Μάχ ισχυριζόταν δτι πρωταρχικά «στοιχεία» τοΰ κόσμου είναι τά αίσθήματα. Κάθε πράγμα είναι «σύμπλεγμα Λτοιχείων» (ή αίσθημάτων) καί δλη ή φύση στό σύνολό της αποτείνει ίνα σύνολο από «σειρές στοιχείων» πού «ταξινομούνται» από τόν ίδιο τόν σκεπτόμενο γιά τόν κόσμο άνθρωπο. Ό λ α δσα περιβάλλουν τόν άνθρωπο, άνάγονται στά αίσθή- ματά του — αυτή είναι ή ουσία τής μαχιστικής αντίληψης γιά τόν κόσμο.
Ωστόσο οΐ μαχιστές προσπάθησαν νά κρύψουν τήν υποκειμενικά Ιδεαλιστική ουσία τών άπόψεών τους, μέ τόν ισχυρισμό δτι δήθεν τά στοιχεία (δηλ. τά αισθήματα) «δέν άνή- χουν σέ κανένα», δτι δέν είναι ουτε υλικά, ούτε ιδεατά, δέν Ιχουν ουτε σωματικό ούτε ψυχικό χαρακτήρα, άλλά είναι «ουδέτερα».
Τόν ίδιο σκοπό, δηλ. τό καμουφλάρισμα τοΰ ιδεαλισμού, Εξυπηρετούσαν καί οΐ δηλώσεις τών μαχιστών, δτι ή φιλυ- οοφία τους είναι «έμπειρική» φιλοσοφία, στηρίζεται στήν έμπειρία καί άνακηρύσσει τήν έμπειρία πηγή κάθε γνώσης.
Στήν κριτική τής αντιδραστικής φιλοσοφίας τοΰ μα- χισμοΰ είναι αφιερωμένο τό βιβλίο τού Λένιν «'Τλισμός καί έμπειριοκριτικισμός». Ό Λένιν έξήγησε δτι τό γεγονός δτι οί μαχιστές στηρίζονται στήν «έμπειρία», καθόλου δέν κάνει τή φιλοσοφία τους έπιστημονική. Τό ζήτημα είναι δτι τήν Ιδια τήν «έμπειρία» μπορούμε νά τήν άντιληφθοΰμε καί υλιστικά καί ίδεαλιστικά. Ό υλιστής παραδέχεται δτι δλη ή γνώση μας δημιουργεΐται άπό τήν έμπειρία καί, ταυτόχρονα, τονίζει δτι ό αντικειμενικός κόσμος δίνεται στόν άνθρωπο μέ τήν έμπειρία, μέ αλλα λόγια δτι ή έμπειρία μας εχει αντικειμενικό περιεχόμενο. Ό μαχιστής συμφωνεί δτι ή γνώση μας δημιουργεΐται από τήν έμπειρία, άρνεΐται δμως τήν •ύπαρξη τής άντικειμενικής πραγματικότητας, πού δίνεται μέ τήν έμπειρία. ’ Ισχυρίζεται δτι ή έμπειρία μας αφορά μόνο τά αίσθήματα, τίς άντιλήψεις καί τίς παραστάσεις, καί πρέπει νά περιοριζόμαστε μόνο στή μελέτη τους. Μέ αλλα λόγια
46
δ μαχιστής στήν πραγματικότητα υποστηρίζει τήν άποψη τοΰ υποκειμενικού Ιδεαλισμού.
Ό Λένιν χαρακτήρισε σάν φιλοσοφικό τσαρλατανισμό καί τήν απόπειρα τών μαχιστών νά ύψωθοΰν πάνω άπό τό» υλισμό καί τόν Ιδεαλισμό μέ τή βοήθεια τών λέξεων «ουδέτερο στοιχείο». «"Ολοι ξέρουμε, — εγραφε δ Λένιν, — τί είναι ή άνθρώπινη αίσθηση, δμως ή αίσθηση χωρίς τόν άνθρωπο, πρίν άπό τόν άνθρωπο, είναι άνοησία, νεκρή αφαίρεση, Ιδεα- λιστική διαστροφή»*. Ό Λένιν άπόδειξε δτι τά «ούδέτερα στοιχεία» είναι στήν πραγματικότητα τά αίσθήματα τοΰ ανθρώπου καί ή διδασκαλία πού προσπαθεί νά χτίσει άπό αυτά τόν κόσμο, είναι υποκειμενικός Ιδεαλισμός.
'Τπήρχε ή φύση πρίν άπό τόν άνθρωπο; ρωτοΰσε δ Λένιν τούς μαχιστές. νΑν ή (ρύση είναι δημιούργημα τής ανθρώπινης συνείδησης, δν άνάγεται στά αίσθήματα, αύτό σημαίνει δτι δέν δημιούργησε ή φύση τόν άνθρωπο, άλλά ό δνθρωπος τή φύση. Ξέρουμε δμως άπό τή φυσιογνωσία δτι ή φύση υπήρχε πολύ πρίν έμφανισθοΰν οΐ άνθρωποι.
Ό δνθρωπος σκέπτεται μέ τή βοήθεια τοΰ έγκεφάλου; ρωτοΰσε δ Λένιν τούς μαχιστές. 01 μαχιστές υποστήριζαν δτι καί δ άνθρώπινος έγκέφαλος είναι «σύμπλεγμα στοιχείων», αΙσθημάτων, δηλ. είναι προϊόν τοΰ άνθρώπινου ψυχικού κόσμου. Έβγαινε, λοιπόν, τό συμπέρασμα δτι ό δνθρω- «ος σκέπτεται χωρίς τή βοήθεια τοΰ έγκεφάλου καί δτι, αντίθετα, δ έγκέφαλος είναι «κατασκεύασμα» τής σκέψης, πού τόν έπινόησε γιά τήν καλύτερη έρμηνεία τής ψυχικής ζωής.
'Τπάρχουν οί δλλοι δνθρωποι; ρωτοΰσε ό Λένιν τούς μα- χιστές. Σύμφωνα μέ τήν δποψη τής μαχιστικής φιλοσοφίας, εβγαινε άναπόφευκτα τό συμπέρασμα δτι δλοι οί δνθρωποι πού περιβάλλουν τόν δνθρωπο είναι συμπλέγματα τών αισθημάτων του, δηλ. προϊόντα τής άτομικής του συνείδησης.
Ή μαχιστική φιλοσοφία όδήγησε στό σολιπσισμό. Αυτή είναι ή καλύτερη άπόδειξη γιά τό δτι δ μαχισμός είναι έντε- λώς ασύστατος.
Ή έπίδραση τής μαχιστικής φιλοσοφίας ήταν Εντονη στίς
* Β. I. Aévtv, «"Απαντα», τάμ. Μ, οελ. 314.
47
αρχές τοΰ 20οϋ αιώνα. Στήν περίοδο 1920 - 1930 ή φιλοσοφία αύτή παραχώρησε τή θέση της σέ νέες μορφές τοΰ Ot- τικισμοΰ.
Οί οίζες τον ίδεαλιαμον.
Ή ίδεαλιστική φιλοσοφία άποτελεΐ λαθεμένη, διαστρεβλωμένη άποψη γιά τόν κόσμο. Ό Ιδεαλισμός διαστρέφει τήν αληθινή σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στή νόηση καί στήν ΰ)ι- κή της βάση. Μερικές φορές αύτό είναι Επακόλουθο συνειδητής προσπάθειας τών ιδεαλιστών φιλοσόφων νά παραποιήσουν τήν αλήθεια, νά τήν κρύψουν. Αύτή ή συνειδητή παριι- ποίηση τής αλήθειας, συναντιέται συχνά στήν έποχή μας ανάμεσα στούς αστούς φιλοσόφους, πού θέλουν, προπαγανδίζοντας τόν ιδεαλισμό, νά γίνουν αρεστοί στήν δρχουσα τάξη. Στήν Ιστορία δμως τής φιλοσοφίας οί ιδεαλιστικές διδασκαλίες έμφανίζονται συχνά σάν αποτέλεσμα «Ιντιμης πλάνης» τών φιλοσόφων, πού προσπαθούσαν εΐλικρινά νά βροΰν τήν άλήθεια.
'Όπως θά δείξουμε στό τρίτο κεφάλαιο, ή γνώση είναι Εξαιρετικά σύνθετη, πολύπλευρη διαδικασία. Πίσω από αύτή τήν πολυπλοκότητα υπάρχει πάντα ή δυνατότητα νά αντιμετωπίζουμε μονόπλευρα τή διδασκαλία τής γνώσης, νά μεγαλοποιούμε, νά θεωρούμε απόλυτη τή σημασία τών διαφόρων πλευρών της, νά τίς μετατρέπουμε σέ κάτι αυτοτελές, πού άπό τίποτα δέν Εξαρτδται. Αύτό κάνουν οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι. "Οπως είδαμε, π.χ., οί μαχιστές καί άλλοι υποκειμενικοί Ιδεαλιστές, θεωρούν απόλυτο τό γεγονός δτι δλη μας ή γνώση γιά τό γύρω κόσμο προέρχεται άπό τά αισθήματα, άποσπούν τά αισθήματα από τά υλικά αντικείμενα πού τά προκαλοΰν καί βγάζουν τό ίδεαλιστικό συμπέρασμα δτι, Εκτός άπό τά αισθήματα, δέν υπάρχει τίποτε δλλο στόν κόσμο.
Ό Λένιν ελεγε δτι ή γνώση συνεπάγεται πάντα τή δυνατότητα νά άποσπασθεϊ ή φαντασία από τήν πραγματικότητα, τή δυνατότητα νά άντικατασταθοΰν οί πραγματικές σχέσεις μέ φανταστικές. Ή στενότητα καί ή μονομέρεια, ό υποκειμενισμός καί ή υποκειμενική τύφλωση, είναι ο I
48
γ ν ω σ ι ο λ ο γ ι κ έ ς * ρίζες τοϋ Ιδεαλισμού, δηλ. οί ρίζες του βρίσκονται μέσα στήν ίδια τή διαδικασία τής γνώσης.
Γιά νά βλαστήσει δμως άπό αυτές τίς ρίζες τό «φυτό», γιά νά έκφραστοΰν τά λάθη τής γνώσης σέ Ινα ίδεαλιστικό φιλοσοφικό σύστημα, πού καταπολεμεί τόν υλισμό καί τήν υλιστική φυσιογνωσία, είναι απαραίτητο νά υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες καί χρειάζεται ακόμα, αυτές οΐ λαθεμένες απόψεις νά έξυπηρετούν δρισμένες κοινωνικές δυνάμεις καί νά υποστηρίζονται άπό αυτές. Ή μονομέρεια καί ή υποκειμενική αντιμετώπιση τής γνώσης τοΰ κόσμου άπό τόν άνθρωπο, όδηγεϊ στό τέλμα τοΰ Ιδεαλισμού, ελεγε ό Λένιν, έκεΐ δπου ό ιδεαλισμός « έ δ ρ α ι ώ ν ε τ α ι από τό ταξικό συμφέρον τών κυρίαρχων τάξεων», τών δουλοκτη- τών, τών φεουδαρχών ή τής αστικής τάξης. Λυτές είναι ο ί τ α ξ ι κ έ ς ρίζες τού ιδεαλισμού.
Ό αντιδραστικός χαρακτήρας τοΰ φιλοσοφικού ιδεαλισμού φαίνεται καθαρά άπό τή σχέση του μέ τή θεολογία, μέ τή θρησκεία. Ό Λένιν τόνιζε δτι κάθε φιλοσοφικός Ιδεαλισμός είναι, σέ τελευταία άνάλυση, μιά ραφιναρισμένη υπεράσπιση τής θεολογίας, τοΰ κληρικαλισμού. Ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός, καί δταν άκόμα δέν έκδηλώνει άνοιχτά τήν κλίση του πρός τή θρησκεία, ουσιαστικά στηρίζεται στό ίδιο έδαφος μέ τή θρησκεία. Γι’ αύτό ή έκκλησία υπεράσπιζε πάντα μέ ζήλο τό φιλοσοφικό ιδεαλισμό, κρατούσε έχθρική στάση πρός τό φιλοσοφικό υλισμό καί καταδίωκε, δταν μπορούσε, τούς έκπροσώπους του.
7. Ή σύγχρονη άστική φιλοσοφία.
Ή σύγχρονη φιλοσοφία, τόνιζε δ Λένιν, είναι κι αΰιή κομματική, δπως καί πρίν άπό δυό χιλιάδες χρόνια. Μέ δλ- λα λόγια, καί τώρα, δπως καί στό παρελθόν, οί φιλόσοφοι είναι χωρισμένοι σέ δυό άντίθετα στρατόπεδα, τό υλιστικό
* Γνωοιαλογία (άπό τίς έλλιριχές λέξεις «γν<δ<Ης· χαΐ «λόγος») — ίηιοτήμη γιά τή γνώση, θ«ωρ(α τΐ)ς γνώσης.
49
καί τό ιδεαλιστικό. Ή πάλη τους, σέ τελευταία ανάλυση, Εκ- φράζει τίς τάσεις καί τήν Ιδεολογία αντίθετων κοινωνικών τάξεων καί στρωμάτων. Στό σημερινό κόσμο διεξάγεται δξύ- τατος αγώνας μεταξύ τής κομμουνιστικής καί τής αστικής ιδεολογίας. Ό αγώνας αυτός χαρακτηρίζεται από τό πρόγραμμα τοΰ ΚΚΣΕ σάν «αντανάκλαση τής Ιστορικής πορείας τοΰ περάσματος άπό τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, στήν πνευματική ζωή τής άνΟρωπότητας»*. Φυσικά, ή άντιδραστι- κή αστική τάξη δεν αντιμάχεται μόνον τίς ιδέες, άλλά καί τήν πρακτική τοΰ Επιστημονικού κομμουνισμού.
Ή φιλοσοφία τοΰ διαλεκτικού υλισμού είναι ή ιδεολογία τής Εργατικής τάξης, τών πρωτοπόρων κοινωνικών δυνάμεων τής έποχής μας. Καί άντίθετα, τήν κοσμοθεωρία τών άντι- δραστικών δυνάμεων, τής ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης, τήν έκφράζουν τά διάφορα ρεύματα τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας. 'Αναπόσπαστο γνώρισμα δλης τής σημερινής άστικής ιδεολογίας γίνεται διαρκώς περισσότερο ό άντικομμουνισμός. Στόν τομέα τής φιλοσοφίας ό άντικομμουνισμός Εκφράζεται μέ τίς άδιάκοπες, άλλά ακαρπες προσπάθειές του νά άνατρέ- ψει τή διδασκαλία τών Μάρξ — Ένγκελς — Λένιν, νά υπερασπίσει, στόν άγώνα έναντίον της, τίς θέσεις τής άστικής κοσμοθεωρίας καί νά υπερασπίσει τό καπιταλιστικό καθεστώς.
Ή σύγχρονη άστική φιλοσοφία διακρίνεται γιά τή μεγάλη πολυμορφία τών τάσεων καί τών σχολών. Ωστόσο, δλα αυτά τά ρεύματα άποτελοΰν βασικά διάφορες παραλλαγές τοΰ φανεροΰ ή καμουφλαρισμένου φιλοσοφικού ιδεαλισμού, δηλ. τή; ψεύτικης, άπατηλής άποψης γιά τόν κόσμο.
Στήν Εποχή μας, ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός εγινε άκόμα πιό άντιδραστικός καί ξεπερασμένος άπό δσο ήταν στά τέλη τοΰ 19ου αιώνα. Στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία, ?γινε τής μόδας ό ΐρρασιοναλισμός, κατεύθυνση πού κηρύσσει τό παράλογο καί άκατανόητο τοΰ κόσμου καί τής ζωής, τήν άνικα- νότητα τού άνθρώπινου λογικού νά γνωρίσει τή γύρω πραγματικότητα. Μεγάλη Επιτυχία σημειώνουν ο! διδασκαλίες
* *Πράγρα^μια τοΟ Κομμ<χ>νιοτι.χοΟ Κόμματος xfjç Σοβιετικής ’ Ετνωαης», Κρα-κχές πολιτικές £χ0όα«ις, Ηάσχα, 1S61, ο*λ. 51.
50
πού χρησιμοποιούν τίς έπιστημονικές ανακαλύψεις γιά τήν παραμόρφωση τής έπιστήμης. "Ολο καί πιό έντονη γίνεται ή έπιρροή τών άνοιχτά θεολογικών συστημάτων.
Στήν πνευματική ζωή τών καπιταλιστικών χωρών δημι- ουργήΟηκε μιά παράδοξη κατάσταση: ή έπιστήμη προχωρεί ασυγκράτητα πρός τά έμπρός καί δλο καί πιό πολύ βαθαίνει τίς γνώσεις μας γιά τόν υλικό κόσμο καί σέ συνεργασία μέ τήν τεχνική, μεγαλώνει απεριόριστα τήν έξουσία τοΰ άνθρώπου πάνω στή φύση. Πάνω άπό έκατό χρόνια υπάρχει καί άναπτύσσεται ή πρωτοπόρα υλιστική φιλοσοφία, δ διαλεκτικός καί ιστορικός υλισμός, πού δίνει μιά, πραγματικά επιστημονική έρμηνεία γιά τά φαινόμενα της φύσης καί τής κοινωνίας. Ταυτόχρονα πολλοί φιλόσοφοι, πότε - πότε καί Επιστήμονες, προσπαθούν άκόμα νά άποδείξουν δτι ό γύρω μας κόσμος δέν υπάρχει αντικειμενικά, δτι οΐ θέσεις τής έπιστήμης δέν περιέχουν τήν άντικειμενική άλήθεια κι δτι δ άνθρωπος, αφού δέ μπορεΐ νά γνωρίσει τήν πραγματική ουσία τών πραγμάτων, είναι καλύτερα νά πιστεύει στό υπερφυσικό καί νά καταφεύγει στούς κόλπους τής έκκλησίας.
ΙΤοιές είναι οί αιτίες αυτής τής κατάστασης; Πώς είναι δυνατό σκεπτόμενοι άνθρωποι, άκόμα καί τίμιοι έπιστήμο- νες, νά υποστηρίζουν ίδεαλιστικές άπόψεις, άντίθετες στήν έπιστήμη καί στήν κοινωνική πρακτική;
’Αποφασιστικό έμπόδιο γιά τήν παραδοχή τοΰ υλισμού είναι τό ταξικό συμφέρον τής άστικής τάξης καί οί άντι- κομμουνιστικές προλήψεις τής άστικής διανόησης. Ό σύγχρονος επιστημονικός υλισμός, δηλ. ό διαλεκτικός καί Ιστορικός υλισμός, δταν άκολουθεΐται μέ συνέπεια, μάς υποχρεώνει νά υποστηρίζουμε τίς θέσεις τής έργατικής τάξης καί νά παραδεχόμαστε τή θεωρία τοΰ έπιστημονικοΰ σοσιαλισμού. Αυτή είναι μιά άπό τίς αίτιες πού κάνει τούς άνθρώπους πού δέ θέλουν νά τά χαλάσουν μέ τήν άστική τάξη, καθώς καί τούς επιστήμονες, νά φοβούνται νά άναγνωρίσουν τόν υλισμό. 01 φανεροί καί δραστήριοι υπερασπιστές καί ΐδεολόγοι τού καπιταλισμού, βλέπουν τό διαλεκτικό υλισμό σάν άδιάλλακτο θεωρητικό τους δχθρό καί βάζουν σά σκοπό τους νά τόν ανατρέψουν μέ κάθε θυσία. Γιά νά τό πετύχουν αύτό, χρησιμοποιούν δλα τά μέσα τής Ιδεολογικής καί ήθικής πίεσης: τόν τύπο, τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση, τά πανεπιστημιακά
51
μαθήματα καί τά έκκλησιαστικά κηρύγματα, τίς έπιστημσνι- κές πραγματείες καί τά δημοσιογραφικά αρθρα. Ή προπαγάνδα αύτή, πού συνεχίζεται αδιάκοπα, άσκεΐ, φυσικά, έπί- δραση στό πνεύμα τών άνθρώπων.
Οί άλλες αίτιες, πού συντελούν στήν έπιβίωση τοΰ Ιδεαλισμού, θά φανούν πιό καθαρά δταν θά γνωρίσουμε τά δασικά ρεύματα τής σύγχρονης αστικής φιλοσοφίας.
Ή φιλοσοφία κατά τ ον λογικοί’.
Τό πνεύμα τής απαισιοδοξίας, ό ίρρασιοναλισμός, ή εχθρότητα πρός τήν έπιστημονική κοσμοθεωρία, πού διαποχί- ζουν τήν Ιδεολογία τής σύγχρονης αστικής τάξης, έκφράζον- ται Ιδιαίτερα καθαρά στόν υ π α ρ ξ ι σ μ ό , πού είναι μιά από τίς μοντέρνες φιλοσοφικές θεωρίες τού αστικού κόσμου.
θεμελιωτής τού υπαρξισμού είναι ό γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Μ. Χάιντεγγερ. Ό Χάιντεγγερ χρησιμοποίησε τή διδασκαλία τοΰ δανού μυστικιστή Σ . Κιέρκεγκωρ, πού εζησρ στό πρώτο μισό τοΰ 19ου αιώνα. Άπό τούς άλλους γερμανούς ύπαρξιστές ξεχωρίζει γιά τίς Ιδεαλιστικές καί πεσσιμιστικές απόψεις του ό Κ. Γιάσπερς. Στή Γαλλία, ό υπαρξισμός δέν άποτελεΐ ένιαίο ρεύμα. Ή αριστερή του τάση συνδέεται μέ τό δνομα τού Ζ. Π. Σάρτρ («άθεϊστικός υπαρξισμός») καί ή δεξιά του τάση μέ τόν Γ. Μαρσέλ («χριστιανικός υπαρξισμός»).
Τό πιό γενικό πρόβλημα πού εθεσαν οί ύπαρξιστές είναι τό ζήτημα γιά τό νόημα τής ζωής, γιά τή θέση τοΰ ανθρώπου μέσα στόν κόσμο, γιά τήν έκλογή τοΰ τρόπου ζωής του. Είναι παλιό πρόβλημα, σήμερα δμως απόκτησε ιδιαίτερη σημασία γιά πολλούς ανθρώπους πού βρίσκονται μπροστά στήν ανάγκη νά καθορίσουν τή θέση τους μέσα στις σύνθετες καί αντιφατικές συνθήκες τής αστικής κοινωνίας, νά πάρουν θέση στόν άγώνα πού γίνεται σέ δλο τόν κόσμο ανάμεσα στίς προοδευτικές καί στίς αντιδραστικές δυνάμεις.
"Ετσι, οί ύπαρξιστές Εθιξαν ?να άπό τά πιό φλέγοντα ζητήματα τής έποχής μας. Λύνουν δμως αυτό τό πρόβλημα ξεκινώντας άπό τήν ξεπερασμένη Ιδεαλιστική κοσμοθεωρία, παίρνοντας σάν βάση τή συνείδηση τοΰ άπομονωμένου άτό-
Γ)2
μου, που άντιπαραθέτει τόν έαυτό του στήν κοινωνία καί περιορίζεται στά δικά του βιώματα. Αυτό τό λαθεμένο άφετη- ριακό σημείο προκαθορίζει τή σαθρότητα δλης τής διδασκαλίας τοϋ υπαρξισμοί.
01 δπαδοί αυτής τής φιλοσοφίας τήν παρουσιάζουν σάν διδασκαλία γιά τό Είναι γενικά, ουσιαστικά δμως, ανάγουν τή φιλοσοφία μόνο στήν έξέταση τής «ύπαρξης» τής ανθρώπινης προσωπικότητας. “Αν έξαιρέσουμε τους συλλογισμού; μερικών υπαρξιστών γιά τό «υπερπέραν» ή, μέ αλλα λόγια, γιά τό θεό, μοναδική πραγματικότητα γι’ αύτούς είναι ή ατομική ύπαρξη, ή συνείδηση δτι «υπάρχω». Ό κόσμος πού περιβάλλει τόν άνθρωπο, παρουσιάζεται άπό τούς ΰπαρξιστές -σάν μυστηριώδης καί απρόσιτος στό λογικό καί στή λογική νόηση. Ό πως δλοι οί υποκειμενικοί Ιδεαλιστές, ετσι καί οί ΰπαρξιστές άρνοΰνται τήν άντικειμενική πραγματικότητα τής φύσης, τοϋ χώρου καί τοϋ χρόνου. Ό κόσμος υπάρχει, λέει ό Χάιντεγγερ, δσο υπάρχει ή ύπαρξη. «Ά ν δέν υπάρχει καμιά ύ π α ρ ξ η , τότε δέν υπάρχει καί κόσμος».
Οί ΰπαρξιστές, ίσχυριζόμενοι δτι τό πιό σημαντικό γιά τόν άνθρωπο είναι τό γεγονός τής ύπαρξής του, παραδίνονται σέ αγωνιώδεις διαλογισμούς μέ άφορμή δτι ή ύπαρξη τοϋ άνθρώπου εχει τέλος καί δτι δλη ή ζωή τοΰ άνθρώπου περνάει μέ τόν τρόμο μπροστά στό θάνατο. Καθήκον τής φιλοσοφίας, κατά τή γνώμη τους, είναι νά προκαλεϊ καί νά ένισχύει άδιάκοπα αύτό τόν τρόμο. Φιλοσοφώ, δηλώνει ό Κ. Γιάσπερς, σημαίνει μαθαίνω νά πεθαίνω.
Οί ΰπαρξιστές καταλαβαίνουν δτι πιό εύκολα μπορούμε νά έμβάλουμε στόν άνθρωπο τόν τρόμο δταν τόν αποσπάμε άπό τήν κοινωνία, δταν ό άνθρωπος αισθάνεται τόν έαυτό του απομονωμένο, έρημο. Νά γιατί προσπαθοϋν νά υποβάλλουν στόν άνθρωπο τήν ιδέα δτι είναι «πεταμένος» μέσα σέ έναν ξένο καί έχθρικό κόσμο, δτι άνάμεσα στούς άλλους άνθρώ- πους ζεϊ μιά «μή άληθινή» ΰπαρξη, δτι ή κοινωνία τοΰ στερεί τήν άτομικότητα.
Στή φιλοσοφία τής «ύπαρξης» καθρεφτίζεται, ώς ένα βαθμό, καί τό άναντίρρητο γεγονός, πού πιέζει βαριά πολλούς άνθρώπους, δτι ή καπιταλιστική κοινωνία πραγματικά καταπιέζει τόν άνθρωπο, στραγγαλίζει τήν προσωπικότητά ίου. Τό αίσθημα δμως τής διαμαρτυρίας κατά τοΰ ζυγοΰ τοΰ
53
καπιταλιστικού συστήματος, πού γεννιέται σέ μιά μερίδα διανοουμένων, αύτή ή φιλοσοφία τό κατευθύνει στό λαθεμένο δρόμο τής διαμαρτυρίας κατά τής κοινωνίας γενικά. Γιατί, κατά τή γνώμη τών ΰπαρξιστών, μ’ δλο πού ό άνθρωπος δέ μπορεΐ νά ζήσει χωρίς έπικοινωνία μέ άλλους ανθρώπους, άνάμεσά τους μένει καί πάλι έντελώς μόνος καί μόνο δταν κλείνεται στόν έαυτό του ζεΐ στήν έλευθερία. Γιά τούς ύ.ταο- ξιστές δέν υπάρχουν οΰτε υποχρεώσεις πού επιβάλλονται στόν άνθρωπο από τό κοινωνικό σύνολο, οΰτε ήΟικοί κανόνες πού Ισχύουν γιά δλους. Δέν είναι τυχαίο τό γεγονός δτι, συνηθισμένος ήρωας τών υπαρξιστικών θεατρικών έργων καί μυθιστορημάτων είναι ό άνθρωπος χωρίς σταθερές πεποιθήσεις, καί συχνά είναι μόνο ενα χωρίς ήθος, άμοραλιστικό άτομο. Σύμφωνα μέ αύτή τή φιλοσοφία, όποιαδήποτε ανθρώπινη δράση καί αγώνας είναι μάταια, δ κόσμος είναι τό βασίλειο τοΰ παράλογου καί δλη ή Ιστορία δέν εχει κανένα νόημα.
Ή υποκειμενική ίδεαλιστική φιλοσοφία τοΰ υπαρξισμού είναι ψεύτικη πρώτα - πρώτα γιατί ανάγει δλη τήν πραγματικότητα στήν ΰπαρξη τοΰ άνθρώπου, στά βιώματά του. Ταυτόχρονα, αύτή ή φιλοσοφία διαστρέφει έντελώς καί τήν ίδια τήν ουσία τοΰ άνθρώπου. "Ολο τό περιεχόμενο τής ζωής του ό δνθρωπος τό παίρνει άπό τήν κοινωνία. ’Άλλωστε, τί ανέβασε τόν άνθρωπο άσύγκριτα πιό ψηλά άπό τόν κόσμο τών ζώων; Ή κοινωνική του ζωή καί ή έργασία. Μέσα στήν κοινωνία ό άνθρωπος άναπτύσσει τά αίσθήματα καί τό λογικό του, τή θέληση καί τή συνείδησή του, βρίσκει τό σκοπό καί τό νόημα τής ζωής του. Γι’ αύτό, γιά τόν άνθρωπο πού ζεΐ μιάν όλόπλευρη κοινωνική ζωή καί έμπνέεται άπό πρωτοπόρα Ιδανικά, τό πιό σοβαρό δέν είναι δτι κάποτε θά πεθάνει, άλλά τό πώς θά ζήσει στήν κοινωνία, τί θά άφήσει πίσω του στούς άνθρώπους. Μόλις δμως άποκόψουμε τό άτομο άπό τήν κοινωνία, θά βρεθεί μπροστά μας ?να τρεμάμενο καί τρομαγμένο άνθρωπάριο πού φοβάται τό θάνατο, άλλά δέν ξέρει τί νά τήν κάνει τή ζωή του.
Ό υπαρξισμός δθελά του εδειξε τό βαθμό της πνευματικής κενότητας καί τοΰ ήθικοΰ ξεπεσμού πού όδηγεϊ ό άστι- κός άτομικισμός.
Ή «φιλοσοφία τής ΰπαρξης» είναι φιλοσοφία παρακμής, βαθειά άντιδραστική. Αποσυνθέτει ήθικά τούς άνθρώπους
54
πού δέχονται τήν έπίδρασή της καί ιδιαίτερα τή νεολαία. Κηρύσσοντας τόν τρόμο, τήν απελπισία, τό παράλογο τής ύπαρξης, καλλιεργεί αντικοινωνικές τάσεις, δικαιώνει τόν αμοραλισμό καί τήν ελλειψη άρχών στή ζωή. *0 άνθρωπος πού δια- ποτίζεται άπό τίς Ιδέες τόΰ υπαρξισμού, κάτω άπό ορισμένες συνθήκες, μπορεΐ εύκολα νά γίνει παιγνίδι τών πιό αντιδραστικών δυνάμεων καί νά μετατραπεΐ από υστερικός γκρινιάρης σέ αναίσχυντο φασίστα. Στή Γερμανία δ υπαρξισμός, μαζί μέ μερικές άλλες αντιδραστικές θεωρίες (νεοχεγκελια- νισμός, «φιλοσοφία τής ζωής» κτλ. ) , επαιξε τό ρόλο του στήν Ιδεολογική προετοιμασία τού φασισμού. Στή Γαλλία ήταν διαφορετικές οί πολιτικές θέσεις τού υπαρξισμού. Στή διάρκεια τοΰ πολέμου, ό Σάρτρ καί μερικοί άλλοι ύπαρξιστές, πήραν ένεργό μέρος στό κίνημα ’Αντίστασης καί στή μεταπολεμική περίοδο Εκδηλώθηκαν Επανειλημμένα σάν όπαδοί τής γενικής ειρήνης καί κατά τοΰ πολέμου πού είχε Εξαπολύσει ή γαλλική κυβέρνηση στήν ’Αλγερία. Εξακολουθούν ωστόσο νά υποστηρίζουν τίς θέσεις τοΰ άκρου υποκειμενισμού, πού τόν άντιπαραθέτουν στίς άρχές τής ταξικής αλληλεγγύης, τής όργάνωσης τοΰ προλεταριάτου καί τοΰ κομμουνιστικού του κόμματος.
Ή δήϋεν «φιλοσοφία χής ίπιστή,ιαις».
"Αλλη διαδομένη πλατειά στόν αστικό κόσμο φιλοσοφική τάση είναι δ ν ε ο θ ε τ ι κ ι σ μ ό ς . Ό νεοθετικισμός ή «λογικός θετικισμός», πού τόν τελευταίο καιρό παρουσιάζεται συχνότερα μέ τό δνομα «αναλυτική φιλοσοφία», ρεκλα- μάρεται κραυγαλέα άπό τούς όπαδούς του σάν «φιλοσοφία τής έπιστήμης». Μέ πρώτη ματιά φαίνεται δτι αύτή ή τάση είναι αντίθετη στήν ίρρασιοναλιστική «φιλοσοφία τής ύπαρξης». Στήν πραγματικότητα δμως ό νεοθετικισμός είναι ίδεα- λιστική διδασκαλία, συγγενής τοΰ υπαρξισμού. Αύτή ή φιλοσοφία είναι διαποτισμένη από τό πνεύμα τοΰ πεσσιμισμού καί τής δυσπιστίας πρός τίς γνωστικές Ικανότητες καί τό λογικό τοΰ άνθρώπου.
Τίς βάσεις τής θεωρίας τοΰ νεοθετικισμού τίς έβαλαν δ αγγ?.ος Μπ. Ράσσελ καί οί αυστριακοί Λ. Βιτγκεστάιν, Μ. Σλίκ καί Ρ. Κάρναπ. Σήμερα, οί πιό γνωστοί Εκπρόσωποί
55
του είναι ό Ού. Κουάιν καί ό A. I Ιάπ στίς ΗΠΑ, ό Γ. Ράιλ καί ό Α. Ά ιερ στήν ’Αγγλία. 01 νεοθετικιστές προσπάθησαν νά απαντήσουν σέ μερικά προβλήιχατα πού θέτει ή γρήγορη άνάπτυξη τής έπιστήμης καί οί νέες μέθοδοι Ερευνας, ή εμφάνιση νέων κλάδων στά μαθηματικά καί ή δημιουργία μιας τόσο σημαντικής έπιστήμης δπως είναι ή μαθηματική λογική. Ίσχυρίσθηκαν δτι βρήκαν ενα σταθερό κριτήριο γιά τήν έπιστημονικότητα κάθε θεωρίας καί δτι τό χρησιμοποιούν καί στήν Ιδια τή φιλοσοφία, στήν ανάλυση τών γνωσιολογικών καί λογικών βάσεων τών μαθηματικών κτλ. 'Όλα δμως αυτά τά σημαντικά προβλήματα τής φιλοσοφίας καί τής λογικής, οί νεοθετικιστές τά εθεσαν μέ τέτοιο τρόπο, ώστε αποκλείουν έκ τών προτέρων κάθε υλιστική τους λύση, γιατί οί Ιδρυτές τοΰ νεοθετικισμού ήταν άπό τήν άρχή φανατικοί άντίπαλοι τοΰ υλισμού, καί ιδιαίτερα τοϋ μαρξιστικού υλισμού. Σέ τελευταία άνάλυση ό νεοθετικισμός άποδείχθηκε δτι δέν ήταν τίποτε αλλο παρά ανανεωμένη ποικιλία τής υποκειμενικής ΐ- δεαλιστικής φιλοσοφίας, καί ιδιαίτερα τοΰ μαχισμοΰ, λιγό- τερο ή περισσότερο προσαρμοσμένη στό σημερινό έπίπεδο τής φυσικής, τών μαθηματικών καί τής λογικής.
Ή βασική ιδέα τοϋ νεοθετικισμού είναι ή άπομάκρυνση άπό τή φιλοσοφία τών βασικών προβλημάτων τής κοσμοθεωρίας καί ή μετατροπή της σέ «λογική άνάλυση τής γλώσσας». Οί νεοθετικιστές δηλώνουν δτι αυτά τά προβλήματα, καί πρίν άπ’ δλα τό βασικό πρόβλημα τής φιλοσοφίας, δέν υπάρχουν σάν έπιστημονικά προβλήματα καί δτι άπό έπιστημονική άποψη είναι δήθεν «ψευτοπροβλήματα». Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τους, ή φιλοσοφία δέ μπορεΐ νά δόσει καμιά γνώση γιά τόν έξωτερικό κόσμο καί τούς νόμους του, άλλά πρέπει νά άσχολεΐται μόνο μέ τή λογική άνάλυση τής γλώσσας τής έπιστήμης, δηλ. μέ τήν άνάλυση τών κανόνων χρησιμοποίησης τών έπιστημονικών έννοιών καί συμβόλων, μέ τό συνδυασμό τών λέξεων στήν πρόταση, μέ τήν έξαγωγή δρισμένων θέσεων άπό άλλες κτλ. καί μέ τή «σημαντική άνάλυση» τοΰ νοήματος τών έπιστημονικών δρων καί έννοιών. Μέ τήν ευκαιρία αΰτή πρέπει νά τονίσουμε δτι δσο κι αν είναι σοβαρή ή λογική άνάλυση τής γλώσσας τής έπιστήμης, ή άναγωγή δλης τής φιλοσοφίας σ’ αυτή, ουσιαστικά, σημαίνει κατάργηση τής φιλοσοφίας.
56
'Όταν μιλάνε γιά τήν έπιστήμη, οί νεοθετικιστές υποδείχνουν σωστά δτι ή έπιστήμη πρέπει νά ξεκινάει άπό τά Εμπειρικά δεδομένα, άπό τά γεγονότα. Ωστόσο, δπως καί οί μαχι- στές, άρνοϋνται καί αυτοί νά αναγνωρίσουν τήν αντικειμενική πραγματικότητα τών γεγονότων τής έμπειρίας. Κατά τήν άποψη τών νεοΟετικιστών, π.χ., είναι παράλογο νά ρωτάμε αν υπάρχει άντικειμενικά τό τριαντάφυλλο. Μπορώ νά λέω μόνο δτι βλέπω τό κόκκινο άνθος τής τριανταφυλλιάς καί αισθάνομαι τό άρωμά του. Αύτό μόνο τό γεγονός μπορεΐ νά γίνει αντικείμενο Επιστημονικής ερευνάς. "Ετσι, μέ τόν δρο γεγονότα, οί νεοΟετικιστές δέν εννοούν τά άντικειμενικά πράγματα, ουτε τά γεγονότα καί τά φαινόμενα τού άντικειμενικού κόσμου, άλλά τά αισθήματα, τίς αντιλήψεις, τίς παραστάσεις καί τά άλλα φαινόμενα της συνείδησης. Παρά τους ισχυρισμούς τους δτι είναι παράλογο τό ζήτημα γιά τήν ούσία τής πραγματικότητας, οί νεοΟετικιστές ουσιαστικά άρνούνται μόνο τήν ύ λ ι κ ή ούσία τού κόσμου καί ουσιαστικά τού αποδίδουν πνευματική ούσία.
Μέ τί δμο>ς άσχολεΐται ή έπιστήμη; Ή έπιστήμη, κατά τούς ισχυρισμούς τους, βασικά περιγράφει μόνο τά «γεγονότα», δηλ. τά αισθήματα τοΰ άνθρώπου, καί δέν είναι σέ θέση νά γνωρίσει τόν άντικειμενικά κόσμο. Ή έμπειρική γνώση δέν εχει αντικειμενική σημασία.
Κατά τή γνώμη τών νεοΟετικιστών, οί κρίσεις γιά γεγονότα πού διαλέγονται αύθαίρετα, δίνουν υλικό γιά μιά Επιστημονική θεωρία πού οίκοδομεΐται μέ τή βοήθεια τών μέσων τής λογικής καί τών μαθηματικών. Σέ διάκριση άπό τίς Εμπειρικές έπιστημες, πού ξεκινούν άπό τά δεδομένα τής έμπειρίας, ή λογική καί τά μαθηματικά στηρίζονται, δπως πιστεύουν οί νεοθετικιστές, σέ ενα σύστημα άξιωμάτων καί κανόνων πού παίρνονται έντελώς αύθαίρετα καί είναι καρπός μιας κατά συνθήκην συμφωνίας («σύμβασης»), δπως οί κανόνες τοΰ σκακιοΰ ή τοΰ χαρτοπαίγνιου.
Κατά τήν άποψη τών νεοΟετικιστών, μιά κρίση πού περιλαμβάνεται στό σύστημα μιας δοσμένης θεωρίας, δέν πρέπει νά ερχεται σέ άντίφαση μέ τούς αναγνωρισμένους κανόνες. Αύτό είναι άρκετό γιά νά θεωρείται μιά κρίση άληθινή. ’Εφαρμόζοντας αύτή τή θέση στά συγκεκριμένα προβλήματα, οί νεοθετικιστές φθάνουν, π.χ., στό άντεπιστημονικό συμ
57
πέρασμα δτι μόνο συμβατικά πιστεύουμε πώς ό "Ηλιος καί δχι ή Γη, είναι τό κέντρο τοΰ ήλιακοΰ συστήματος.
Είναι φανερό δτι αυτή ή έρμηνεία γιά τήν έπιστημονική θεωρία στερεί τήν έπιστήμη άπό κάθε άντικειμενική γνωστική σημασία καί μετατρέπει τήν έπιστημονική γνώση σέ ενα είδος παιγνιδιοΰ.
Είναι δύσκολο νά πιστέψουμε δτι αυτές τίς παράλογες άπόψεις, πού ουσιαστικά καταργούν τήν έπιστήμη, μπορούν νά τίς συμμερίζονται μεγάλοι έπιστήμονες πού Εχουν προσφέρει πολλά στή δημιουργία τής σύγχρονης έπιστήμης. Καί δμως συμβαίνει αύτό. Οί πολύπλοκες μέθοδοι πού έφαρμόζει ή σύγχρονη έπιστήμη καί τά πολύπλοκα φαινόμενα πού μελετάει, οί δυσκολίες πού παρουσιάζονται στήν προσπάθεια έρ- μηνείας μερικών άπό αυτά, δημιουργούν τή δυνατότητα γιά ίδεαλιστικές ταλαντεύσεις άνάμεσα στούς έπιστήμονες. Οί συνθήκες τής άστικής κοινωνίας εύνοοΰν τή μετατροπή αντή; τής δυνατότητας σέ πραγματικότητα.
"Οταν, π.χ., άνακαλύφθηκαν οί μή εύκλείδειες γεωμετρίες (τοΰ Λομπατσέφσκι, τοΰ Ρίμαν κ. α.), πού άντανακλοΰν τίς άντικειμενικές νομοτέλειες τοΰ χώρου σέ συνθήκες πού διαφέρουν άπό τίς συνηθισμένες σέ μάς, βγήκε τό λαθεμένο συμπέρασμα δτι καμιά γεωμετρία δέν πρέπει νά θεωρείται αληθινή, δτι οί βασικές άρχές, πού άποτελοΰν τή βάση τών γεωμετρικών συστημάτων, είναι μόνο συμβατικές συμφωνίες.
Τό κατάλληλο έδαφος γιά τήν Ιδεαλιστική έρμηνεία τής φυσικής δημιουργεΐται βασικά άπό τόν άφηρημένο μαθηματικό χαρακτήρα της φυσικής θεωρίας, άπό τήν άδυναμία της νά δημιουργήσει £να συγκεκριμένο πρότυπο τών μικροαν- τικειμένων καί νά τά παρατηρήσει αμεσα.
Οί σύγχρονοι φυσικοί δέν μπορούν ουτε νά δοΰν τά μι- κροαντικείμενα πού μελετούν (ήλεκτρόνια, πρωτόνια, μεσόνια κτλ.), άκόμα καί μέ τίς πιό ισχυρές όπτικές συσκευές, ούτε νά φτιάξουν Ινα συγκεκριμένο πρότυπο τών μικροσωματι- δίων. Τό μόνο πού μπορεΐ νά παρατηρεί δ φυσικός πειραματιστής είναι τά δεδομένα τών συσκευών μετρήσεως, τούς σπινθηρισμούς σέ μιάν όθόνη κτλ. Στά συμπεράσματα γιά τήν ύπαρξη τοΰ μικροσωματιδίου καί γιά τό χαρακτήρα τών ιδιοτήτων του, δδηγοΰν πολύπλοκοι θεωρητικοί συλλογισμοί καί μαθηματικοί υπολογισμοί. "Οταν δ φυσικός πειραματίζε
58
ται, συμπεριφέρεται σάν αυθόρμητος υλιστής. "Οταν δμως αρχίζει νά συλλογίζεται γιά τά γενικά προβλήματα τής Επιστήμης καί δέν εχει σταθερές φιλοσοφικές θέσεις, μπορεί νά τοΰ δημιουργηθεΐ ή λαθεμένη γνώμη δτι τάχα, τό μικροσω- ματίδιο μέ δλες του τίς Ιδιότητες υπάρχει, δχι στήν πραγματικότητα, άλλά μόνο στή θεωρία, δτι είναι ενα «λογικό» η «γλωσσικό» κατασκεύασμα ή περίπλοκο σύνολο συμβόλων, πού δημιουργεϊται γιά νά συμφωνούν μεταξύ τους οί Ενδείξεις τών συσκευών καί νά εχουμε τή δυνατότητα νά τίς προβλέπουμε.
Έ τσι ενας από τούς μεγαλύτερους σύγχρονους φυσικού;, ό Β. Χάιζενμπεργκ, εγραψε δτι τό στοιχειώδες σωματίδιο τής σύγχρονης φυσικής «είναι δχι μιά υλική υπόσταση στό χώρο καί στό χρόνο, άλλά μόνο Ινα σύμβολο, πού ή είσαγιο- γή του δίνει στούς νόμους τής φύσης ιδιαίτερα απλή μορφή»*.
"Οσο γιά τόν θεωρητικό φυσικό, πού άσχολεΐται δασικά μέ τή μαθηματική Επεξεργασία τών αποτελεσμάτων τών παρατηρήσεων πού λαμβάνονται από άλλες ερευνες, ή ίδια ή ειδικότητα τής Εργασίας του, καθώς καί ή αδιάκοπη αντικατάσταση όρισμένων Επιστημονικών θεωριών μέ άλλες, μπορούν νά τόν ώθήσουν, δταν αγνοεί τή διαλεκτική, στή λαθεμένη σκέψη δτι είναι αυθαίρετες οί υποθέσεις καί οί θεωρίες του, δτι οί αρχές πού στηρίζει πάνω σ’ αύτές έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα. Ό γνωστός Ιδεαλιστής αστρονόμος Τζήνς δήλωσε, π.χ., δτι «τό αντικειμενικό καί υλικό σύμπαν άποτε- λεϊται μόνο από κατασκευάσματα τοΰ νοΰ μας».**
Στήν πραγματικότητα, είναι αδύνατη ή δημιουργία συγκεκριμένου προτύπου τών μικροαντικειμένων. Τό γεγονός δμως δτι είναι αδύνατη ή άμεση παρατήρησή τους, δέν ανατρέπει καθόλου τήν ΰλικότητά τους, πού συνίσταται στό δτι τά μικροαντικείμενα υπάρχουν εξω καί ανεξάρτητα άπό τή συνείδηση τοΰ άνθρώπου, πράγμα πού άποδείχνεται άπό δλη τήν ανάπτυξη τής Επιστήμης καί από τήν τεχνική χρησιμο
* Β. Χί.ιζενμπεργκ «Τά φ·.λθ3αφ:χ& προβλήματχ " ί|ί ά'.ομ'.κής φοοιχής», Μόσχα, 1958, οελ. 49.
·* James Jeans «Physics and Philosophy»,. 1&18, 3ελ. 2.1-6.
59
ποίηση τών Επιστημονικών δεδομένων γιά τό μικρόκοσμο.01 Ιδεαλιστές φιλόσοφοι τώρα, δπως καί πρίν άπό 50
χρόνια, δταν ό Λένιν εγραφε τόν «'Τλισμό καί έμπειριοκριτι- κισμό», Εκμεταλλεύονται πρός δφελος τού φιλοσοφικού Ιδεαλισμού τίς δυσκολίες πού συναντάει ή έπιστήμη, τίς ταλαντεύ- σεις τών Επιστημόνων, τήν άναποφασιστικότητά τους νά ΰπερ- ασπίσουν καί νά έφαρμόσουν τήν υλιστική άποψη. Γι’ αύτό ό αγώνας κατά τοΰ ιδεαλισμού απαιτεί γνώση τής σύγχρονης έπιστήμης καί Ικανότητα νά λύνουμε τά προ6λήματά της στηριζόμενοι στίς θέσεις τοΰ διαλεκτικού υλισμού.
Ό σύγχρονος θετικισμός εισχωρεί δχι μόνο στή φυσική, άλλά καί στόν τομέα τών κοινωνικών έπιστημών — της κοινω- νιολογίας, τής γλωσσολογίας καί τής ψυχολογίας. Οί όπαδοί του, οί Εκπρόσωποι τής λεγόμενης «γενικής σημαντικής», ισχυρίζονται δτι ή κοινωνική πραγματικότητα Εξαρτιέται άπό τό τί λένε γι’ αυτήν οί άνθρωποι, δτι τά κοινωνικά δεινά προ- καλοΰνται άπό τή μή σωστή έρμηνεία καί χρήση τών λέξείύν. Κατά συνέπεια, γιά νά αλλάξουμε τήν κοινωνική ζωή, φθάνει μόνο νά αλλάξουμε τή γλώσσα, τήν έρμηνεία τών λέξεων. Ό άμερικανός Οετικιστής Σ . Τσέηζ εφθασε στό σημείο νά δηλώσει δτι λέξεις δπως «κεφάλαιο», «ανεργία» κτλ., δέν I- χσυν κανένα νόημα. Κατά τή γνώμη τού Τσέηζ, δν δέν υπήρχε στη γλώσσα, π.χ., ή «Επιζήμια» λέξη «Εκμετάλλευση», τότε ή έκμετάλλευση δέν θά υπήρχε καί στήν πραγματικότητα.
01 νεοθετικιστές άποκλείουν άπό τή σφαίρα τής έπιστήμης, δχι μόνο τίς «μεταφυσικές», άλλά καί τίς ήθικές έκτι- μήσεις καί κρίσεις. ’Ισχυρίζονται δτι όποιαδήποτε κρίση περιέχει μιά ήΟική έκτίμηση, είναι υποκειμενική, δηλ. έκφρά- ζει μόνο τήν προσωπική άποψη αυτού πού μιλάει, τή συναισθηματική του κατάσταση. Άπό αυτή τήν άποψη βγαίνει τό συμπέρασμα δτι τό νά παραδεχόμαστε, π.χ., τόν ληστρικό, έπιθετικό πόλεμο σάν άδικο, σημαίνει δτι έκφράζουμε μόνο μιά υποκειμενική γνώμη, πού δέν είναι πιό σωστή άπό τήν έκτίμηση δτι αυτός ό πόλεμος είναι έντελώς δίκαιος. Έ τσι ή φιλοσοφία τοΰ νεοθετικισμού, πού τάχα βρίσκεται μακριά άπό τήν πολιτική, είναι πολύ κατάλληλη γιά τή δικαίωση τής άν- τιδραστικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, τόν άνθρωπο πού δέ δέχεται νά άρνηθεΐ δτι υπάρχουν ήθικοί κανόνες μέ άντικειμε- νική σημασία, τόν υποχρεώνει νά ψάχνει νά βρει τέτοιους
60
σταθερούς κανόνες καί αρχές, εξω από τά δρια τής έπιστήμης, καί, πρίν άπό δλα, στή διδασκαλία τής έκκλησίας.
Οί νεοθετικιστές, υποτιμώντας τήν έπιστήμη, πού κατά τή γνώμη τους δέ δίνει άντικειμενικά άληΟινή γνώση γιά τόν κόσμο, άνοίγουν ετσι τό δρόμο στούς θεολόγους καί στούς φιντεϊστές, στούς ανθρώπους πού υπερασπίζουν τή θρησκευτική πίστη. Αύτό δέν τό άρνούνται οί πιό είλικρινεΐς όπαδοί τοΰ νεοθετικισμού. Ό γνωστός ιδεαλιστής φυσικός II. Τζόρ- νταν, π.χ., δήλωσε δτι «η θετικιστική άντίληψη παρέχει νέες δυνατότητες γιά τήν παραχώρηση στή θρησκεία ζωτικού χώρου, χωρίς νά ερχεται σέ άντίφαση μέ τήν έπιστημονική σκέψη»*.
Ό Λένιν τόνιζε: «Ό άντικειμενικός, ταξικός ρόλος τον έμπειριοκριτικισμοΰ συνίσταται στό δτι υπηρετεί όλοκληρω- τικά τούς φιντεϊστές στόν άγώνα τους κατά τοΰ υλισμού. . .».** Αύτά τά λόγια ταιριάζουν έντελώς καί γιά τούς σύγχρονους νεοθετικιστές.
Ή άναγέννηση τον μεσαιω νικοί· σχολαστικισμού.
Ό φιντεϊσμός όλοένα πιό πλατειά καί δραστήρια, προπαγανδίζεται στή σύγχρονη άστική κοινωνία. Δραστηριοποιείται άδιάκοπα ή έκκλησία καί οί όργανώσεις της. 'Ο κληρικαλισμός άποκτάει δλοένα μεγαλύτερη σημασία στό πολιτικό καί ιδεολογικό Οπλοστάσιο τοΰ ίμπεριαλισμοΰ. 01 ίδεολόγοι τής κυρίαρχης τάξης δλο καί πιό έπίμονα υποστηρίζουν δτι «μόνο ή έκκλησία μπορεΐ νά φέρει τή σωτηρία»,*** δτι ή μοναδική απάντηση στά φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα «βρίσκεται στήν πιό αποτελεσματική διείσδυση τοΰ πνεύματος τον χριστιανισμού στή ζωή μας».****
Παράλληλα μέ τή θρησκεία, στούς κύκλους τής άστικής τάξης καί τής άστικής διανόησης εχει διαδοθεί πλατειά ή τά
* Pascual Jordan «Physics of the 20 the Century·, New York, UH4, <xX. 160.
*· B. I. Afrnv «Άπαντα», κ5μ. 14 ,oeA. 343.**· A. Toynbee «Civilisation on Trial*, London, 1948, αελ. SM»
**** John E. Russel «Science and Modern Life», London, 1966,.5£λ. 10».
61
ση πρός τό μυστικισμό, τόν πνευματισμό, τήν αστρολογία, τή χειρομαντεία καί άλλες μορφές τής δεισιδαιμονίας.
Τό ταξικό νόημα αυτού τοΰ φαινομένου είχε άποκαλυφθεΐ κιόλας άπό τό Λένιν, πού τόνιζε δτι «η άστική τάξη, άπό φόβο μπροστά στό προλεταριάτο πού άναπτύσσεται καί δυναμώνει, υποστηρίζει κάθε τι καθυστερημένο, ξεπερασμένο, μεσαιωνικό»*.
Ή άναγέννηση τοΰ μεσαίωνα συντελεΐται καί στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία. Αυτό άκριβώς γίνεται, κυριολεκτικά: πρόκειται γιά τή φιλοσοφία τοΰ ν ε ο θ ω μ ι σ μ ο ύ , δηλαδή τήν άνανεωμένη διδασκαλία τού σχολαστικού τού μεσαίωνα θωμά τοΰ Άκινάτου, πού τό Βατικανό τήν άνακή- ρυξε έπίσημη φιλοσοφία τής καθολικής έκκλησίας.
Μπορεΐ νά νομίζει κανείς δτι μιά άπροκάλυπτα θρησκευτική φιλοσοφία, πού παρουσιάζει τή διδασκαλία τού μεσαιωνικού σχολαστικισμού σάν «αΙώνια φιλοσοφία», δέν μπορεΐ νά εχει μεγάλη έπίδραση στούς Επιστημονικούς κύκλους. Δέ συμβαίνει δμως αύτό. Ό νεοθωμισμός είναι ραφιναρισμένη καί πανούργα διδασκαλία, πού παραπλανάει συχνά δχι μόνο απλούς άνθρώπσυς, άλλά καί έπιστήμονες τών καπιταλιστικών χωρών.
Βασικό θεμέλιο τής διδασκαλίας τών νεοθωμιστών είναι ή αναγνώριση τοΰ θεού σάν παντοδύναμου δημιουργού τοΰ κόσμου. Τή φύση οί νεοθωμιστές τή θεωρούν σάν «πραγμάτωση τών ιδεών τοΰ θεού» καί τήν ιστορία σάν «πραγμάτωση τών σχεδίων τοΰ θεού». Σέ διάκριση άπό τούς νεοθετικι- στές, τούς ΰπαρξιστές καί τούς άλλους υποκειμενικούς ιδεαλιστές, οί νεοθωμιστές δηλώνουν δτι ό γύρω κόσμος, σάν δημιούργημα τοΰ θεού, υπάρχει πραγματικά εξω άπό τόν άνθρωπο καί τή συνείδησή του καί μπορούμε νά τόν γνωρίσουμε μέ τή βοήθεια τών αισθημάτων καί τοΰ λογικού. Στό ζήτημα αυτό φτάνουν στό σημείο νά Επικρίνουν τόν ίρρασιονα- λισμό τών ύπαρξιστών καί υποστηρίζουν κραυγαλέα τό λογικό, πού ό θεός Ιδοσε στόν άνθρωπο γιά νά μπορέσει νά γνωρίσει τήν αλήθεια.
Παρόμοιες δηλώσεις γίνονται μέ συμπάθεια δεκτές άπό
* Β. I. Λένιν «"Απαντα*, τόμ. 19, σελ. 71.
62
τούς ανθρώπους πού δέν Ικανοποιούνται άπό τά σοφίσματα τοΰ θετικισμού καί τοΰ ΐρρασιοναλισμοΰ, δέ θέλουν δμως, ή δέ μποροΰν, νά περάσουν μέ τό μέρος τοΰ φιλοσοφικού ύλι- σμοΰ. Οί άνθρωποι αύτοί πιστεύουν δτι δ νεοθωμισμός συνδυάζει αποτελεσματικά τή σωστή, υγιή άντίληψη γιά τήν Επιστημονική γνώση μέ τήν πίστη στό θεό, πού Ικανοποιεί τήν ατομική θρησκευτική ανάγκη τοΰ άνθρώπου.
'Ωστόσο αύτή ή άποψη είναι βαθειά λαθεμένη. Ό νεοθω- μιομός στήν πραγματικότητα δέ μπορεϊ νά συμφιλιωθεί μέ τό λογικό καί τήν έπιστήμη. Ή βασική Ιδέα τών νεοθωμι- στών συνίσταται στήν υποταγή τής έπιστήμης στή θρησκεία, τής γνώσης στήν πίστη. Οί νεοθωμιστές παραδέχονται μόνο ενα «λογικό», ?να σύστημα σκέψεων, πού δέ βγαίνει εξω από τά δρια τής διδασκαλίας τής εκκλησίας. Καί, άντίθετα, κηρύσσουν σάν μή λογική, σάν «έξέγερση κατά τοΰ λογικού» τήν υπεράσπιση τών Επιστημονικών θέσεων πού άντιτίθεν- ται στά δόγματα τής Εκκλησίας.
Οί νεοθωμιστές λένε δτι υπάρχουν τρεις τρόποι γιά τήν Επίτευξη τής αλήθειας: ή Επιστήμη, ή φιλοσοφία καί ή θρησκεία. Ό καπότερος άπό αυτούς είναι ή Επιστήμη. Ή γνώση πού δίνει ή Επιστήμη, δέν είναι τάχα αξιόπιστη καί περιορίζεται μόνο στό σωματικό περίβλημα, πού κρύβει τήν ά- ληθινή πνευματική ούσία τοΰ κόσμου, δπου ή έπιστήμη δέ μπορεϊ νά φτάσει καί πού κάπως άποκαλΰπτεται άπό τή φιλοσοφία ή τή «μεταφυσική». Άντίθετα άπό τήν έπιστήμη, ή φιλοσοφία βάζει τό ζήτημα γιά τήν πρώτη αιτία τής ΰπαρξης τοΰ κόσμου καί καταλήγει στό συμπέρασμα δτι αύτή ή πρώτη αίτια είναι μιά άνώτερη πνευματική άρχή, ή ό δημιουργός θεός. Ή άνώτερη άλήθεια δμως, διδάσκουν οί νεο- θωμιστές, Επιτυγχάνεται μόνο μέ τήν άποκάλυψη, μέ τή θρησκευτική πίστη, πού μ’ αυτήν πρέπει νά συμφωνούν δλα τά βασικά κοσμοθεωρητικά συμπεράσματα τής Επιστήμης καί τής φιλοσοφίας.
Σάν τελικό θεωρητικό σκοπό τής έπιστήμης οί νεοθωμι- στές, θεωρούν τήν άναζήτηση Επιχειρημάτων πού νά στηρίζουν τήν πίστη στό θεό, πού νά αποδείχνουν δτι «δ καθολικισμός καί ή έπιστήμη δημιουργήθηκαν 6 Ενας γιά τόν άλλο». 'Όλες τίς δυσκολίες πού συναντάει ή Επιστήμη, τά άλυτα προ
63
βλήματα, τά χρησιμοποιούν πρός οφελος τών δογμάτων τής έκκλησίας.
"Ενα άπό τά πιό προσφιλή επιχειρήματα πού χρησιμοποιεί ή καθολική φιλοσοφία γιά νά αποδείξει τή δημιουργία τού κόσμου, είναι ή θεωρία «τής έπέκτασης τοΰ σύμπαντος». Στά 1919 ανακαλύφθηκε ή λεγάμενη «έρυθρά μετατόπιση», δηλ. ή μετατόπιση τής γραμμής πρός τό έρυθρό τέρμα στά φάσματα τής άκτινοβολίας, πού φθάνει σέ μάς άπό τά μακρινά άστρικά συστήματα, τούς γαλαξίες. 'Η έπιστήμη δέν έξήγησε άκόμα μέ πλήρη πειστικότητα πώς προκαλεΐται αύτό τό φαινόμενο. Εκμεταλλευόμενοι τό γεγονός δτι ή πιό πιθανή αιτία τής «έρυθράς μετατόπισης» είναι ή γρήγορη άπο- μάκρυνση τών γαλαξιών άπό τό ηλιακό μας σύστημα πρός διάφορες πλευρές, οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι έβγαλαν άμέσως τό συμπέρασμα δτι κάποτε, δλη ή ΰλη καί ή ένέργεια τοΰ σύμπαντος ήταν συγκεντρωμένη σέ ενα «άρχικό άτομο», δη- μιουργημένο άπό τό θεό.
Αύτό τό συμπέρασμα δέ μπορεΐ νά θεμελιωθεί έπιστημυ- νικά, γιατί δέν έχουμε δικαίωμα νά γενικεύουμε συμπεράσματα πού βγαίνουν μέ βάση τά γεγονότα πού παρατηρούμε σέ δοσμένο χρόνο καί σέ περιορισμένο τμήμα τοΰ σύμπαντος, έπεκτείνοντάς τα σέ δλο τό άπειρο σύμπαν καί σέ περίοδο πού άπέχει άπό μάς δισεκατομμύρια χρόνια.
Ό πάπας Πίος IB ', στηριζόμενος σ’ αυτή καί σέ άλλες παρόμοιες «θεωρίες», στό λόγο «Ή άπόδειξη τής ύπαρξης τοΰ θεοΰ υπό τό φώς τών δεδομένων τής σύγχρονης έπιστήμης», πού έξεφώνησε στίς 22 τοΰ Νοέμβρη 1951, δήλωσε: «Έτσι ή δημιουργία Ιγινε μέσα στό χρόνο. Γι’ αύτό υπάρχει δημιουργός καί, κατά συνέπεια, θεός! Νά οί λέξεις.. . πού ζητάμε άπό τήν έπιστήμη καί πού περιμένει ή γενεά μας άπό αυτήν»*.
Αύτό τό παράδειγμα δείχνει πώς οί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι καί οί κληρικοί βγάζουν Ιδεαλιστικά καί φιντεϊστικά συμπεράσματα άπό έπιστημονικά στοιχεία πού δέν Ιχουν άρκετά έξηγηθεϊ. Μόνο ή σταθερότητα τών φιλοσοφικών υλιστικών
* ’Απύοπ. άπό τό βιβλίο: Π. Λαμπερίν «Ή προέλευση τών *6- σμων», Κρατικές ιχχνιχές Λ όκ ις , Μόσχα, 1957, σελ. 260.
θέσεων καί ή συνέπεια της διαλεκτικής σκέψης, μπορούν νά απαλλάξουν τόν έπιστήμονα άπό τίς ταλαντεύσεις καί νά τόν προφυλάξουν από τίς παγίδες πού στήνουν οί Ιδεαλιστές σέ δλα τά δύσκολα σημεία τοΰ δρόμου τής έπιστήμης.
Συχνά οί νεοθωμιστές παρασέρνουν ανθρώπους, γιατί, αντίθετα άπό τούς υποκειμενικούς ιδεαλιστές, δίνουν μεγάλη προσοχή στά ζητήματα τής ηθικής. Ή ηθική δμως πού προπαγανδίζουν οί νεοθωμιστές είναι ή ήΟική τής ταπείνωσης, είναι ή διδασκαλία δτι δ άνθρωπος πρέπει νά σκέπτεται δχι τόσο τήν έπίγεια ζωή καί τό φθαρτό σώμα, δσο τήν «αθάνατη ψυχή», τήν «αιώνια ζωή», τό θεό. Μέ αλλα λόγια είναι ή ηθική τής παθητικής αποδοχής καί, κατά συνέπεια, τής δικαίωσης τής κοινωνικής αδικίας πού υπάρχει, τής εκμετάλλευσης καί τής ανισότητας, είναι ή ηθική πού ΰποκαθιστά τή διαμαρτυρία καί τόν αγώνα κατά τής κοινωνικής αδικίας μέ τήν προσευχή καί τήν έκκληση πρός τό θεό, δηλαδή είναι ήθική πού έξυπηρετεΐ μόνο τήν κυρίαρχη τάξη τών Εκμεταλλευτών.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα τής κοινωνικής καί πολιτικής διδασκαλίας τών νεοθωμιστών είναι ή δραστήρια πάλη τους κατά τού σοσιαλισμού, πού συνδυάζεται μέ τήν «κριτική» μερικών έλλείψεων τοΰ καπιταλισμού. Οί καθολικοί φιλόσοφοι έξηγοΰν τά τρωτά πού υπάρχουν στήν κοινωνία μέ τό γεγονός δτι πολλοί άνθρωποι, καθώς καί οί καπιταλιστές, ξέχα- σαν τήν πίστη, επαψαν νά είναι καλοί χριστιανοί. Ή «κριτική» αυτή δείχνει καθαρά δτι οί νεοθωμιστές δχι μόνον δέν σκέπτονται νά αγωνιστούν κατά τοΰ καπιταλισμού, αλλά ουσιαστικά είναι υπερασπιστές του.
Στόν καπιταλιστικό κόσμο είναι διαδομένα καί πολλά άλλα ρεύματα καί σχολές πού άποκαλοΰνται «ίνστρουμενταλι- σμός»*, «νεορεαλισμός», «φαινομενολογία», «περσοναλισμός» κτλ. κτλ. 'Όλα αυτά δμως περιλαμβάνονται στό γενικό Ιδεα- λιστικό στρατόπεδο, χαρακτηρίζονται άπό τά ίδια αντιδραστικά γνωρίσματα καί τάσεις, μόνο πού έκφράζονται καθα
* Γιά τόν «ΐ·«τρουμε·νταλιομ<4· ή πραγματιομί 6λ. οτό τρίτο κεφάλαιο. (Στημ.. Συντ.).
656
ρότερα στίς πιό τυπικές διδασκαλίες πού Εξετάσαμε παραπάνω.
Ή ίδεαλιστική φιλοσοφία δέν είναι 'ικανή νά δόσει σωστή άπάντηση στά επιστημονικά καί κοινωνικά προβλήματα τής Εποχής μας. ’Επειδή είναι διαποτισμένη άπό πνεύμα Εχθρό- τητας πρός τήν Επιστημονική, μαρξιστική κοσμοθεωρία καί τήν κοινωνική πρόοδο, άντανακλάει τήν όλοένα βαθύτερη παρακμή τοΰ καπιταλισμού καί τήν κρίση τού πολιτισμού του.
8. Στόν άγώνα γ ιά μιά Επιστημονική κοσμοθεωρία.
Ή αστική ιδεολογία περνάει βαθειά κρίση. Στίς καπιταλιστικές χώρες δλο καί περισσότεροι άνθρωποι πείθονται δτι οί αστικές θεωρίες καί σχολές δέ μπορούν νά δόσουν Επιστημονική απάντηση στά προβλήματα πού θέτει ή ζωή καί Εγκαταλείπουν τήν αστική κοσμοθεωρία.
Καί ή ίδεαλιστική φιλοσοφία περνάει κρίση. "Ερχεται σέ όλοένα μεγαλύτερη αντίθεση, καί μέ τήν ανάπτυξη τής Επιστήμης, καί μέ τά προοδευτικά κοινωνικά κινήματα. Προ- καλεϊ διαμαρτυρία, τόσο στούς ψυχικά σταθερούς καί αδέκαστους Επιστήμονες, δσο καί στούς άνθρώπους πού αγαπούν περισσότερο τά συμφέροντα τοΰ λαού καί τό φωτεινό μέλλον τής ανθρωπότητας άπό τά συμφέροντα τών καπιταλιστών.
Στίς χώρες πού οί άπολογητές τού ιμπεριαλισμού τίς όνομάζουν υποκριτικά «Ελεύθερο κόσμο», φουντώνει όλοένα καί περισσότερο ό ιδεολογικός άγώνας ανάμεσα στίς προοδευτικές καί στίς αντιδραστικές κοσμοθεωρίες, άνάμεσα στούς δπαδούς τού υλισμού καί τού ιδεαλισμού. Αύτό τόν άγώνα τόν καθοδηγούν τά μαρξιστικά στελέχη πού έχουν συσπειρωθεί στίς κομμουνιστικές Οργανώσεις. Συχνά δμως καί άπό τό περιβάλλον τής άστικής διανόησης βγαίνουν άνθρωποι πού καταλαβαίνουν τόν αντιδραστικό ρόλο τοΰ φιλοσοφικού ιδεαλισμού καί τάσσονται Εναντίον του.
'Ένας άπό αυτούς, π.χ., είναι ό προοδευτικός φιλόσοφος Μπάρροους Ντάνχαμ, θαρραλέος μαχητής κατά τής πνευματικής καί πολιτικής άντίδρασης στίς ΗΠΑ, άνελέητος Επι
66
κριτής τών οπισθοδρομικών φιλοσοφικών διδασκαλιών καί τών κοινωνικών μύθων. Ό Ντάνχαμ, καταγγέλοντας τήν αποσύνθεση καί τήν παρακμή τής φιλοσοφίας, πού έκδηλώ- νεται στά γραφτά τών πραγματιστών καί τών θετικιστών, ανεβάζει ιμηλά τήν αξία τής φιλοσοφίας, βλέποντάς την σάν έκφραση τών συμφερόντων καί τών πόθων τοϋ λαοϋ. «. . . Γιά μένα τό ωραιότερο στή φιλοσοφία είναι τό δτι οί πηγές της ξεκινούν άπό τό λαό» — γράφει στό βιβλίο του «Ό αλυσοδεμένο; γίγας». Γιά τόν Ντάνχαμ ή φιλοσοφία δέν είναι σχολαστική «άνάλυση τής γλώσσας». «Ή φιλοσοφία, — γράφει, — είναι όδηγός γιά τή ζωή», «η φιλοσοφία είναι ή θεωρία τής απελευθέρωσης τής ανθρωπότητας»*.
Ό Ιάπωνας φιλόσοφος Γιαναχίντα Κεντζούρο, μπαίνοντας στό δρόμο τού αγώνα γιά τήν ειρήνη, γιά τά δημοκρατικά δικαιώματα τού Ιαπωνικού λαού καί γιά τήν απελευθέρωσή του από τήν ξένη έξάρτηση, πείσθηκε δτι ή ιδεαλιστι- ν.ή φιλοσοφία έξασθενίζει τόν άνθρωπο καί τού θολώνει τό μυαλό μέ απραγματοποίητες αυταπάτες. Ό Γιαναχίντα Κεντ- ζούρο βρήκε τό θάρρος ν’ άπαρνηθεΐ αυτή τήν απατηλή φιλοσοφία, νά τήν υποβάλει σέ κριτική καί νά ταχθεί μέ τό μέρος τής έπιστημονικής υλιστικής κοσμοθεωρίας. Στό βιβλίο του «'Η πορεία μου πρός τήν αλήθεια», Εγραψε:
«Στή θέση τής χρεωκοπημένης Ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, ήρθε μιά νέα, ή μαρξιστική, υλιστική φιλοσοφία, πού κατακτάει τά πνεύματα τής νεολαίας μας. Αύτό είναι κατανοητό, γιατί δσο πιό πολύ όξύνονται οί κοινωνικές αντιθέσεις σέ μιά χώρα κατεχόμενη άπό ξένα στρατεύματα, τόσο πιό καθαρή γίνεται γιά τίς πλατείες μάζες ή αλήθεια τοΰ διαλεκτικού υλισμού».**
Ό Μπάρροους Ντάνχαμ καί ό Γιαναχίντα Κεντζούρο δέν είναι οί μόνοι. Μπορούμε ν’ άναφέρουμε πολλούς προοδευτικούς φιλοσόφους καί έπιστήμονες πού αγωνίζονται κατά τοΰ φιλοσοφικοΰ Ιδεαλισμοΰ, υποστηρίζουν καί προπαγανδίζουν τό διαλεκτικό υλισμό.
* Mr*. Ντ4νχ·ϊμ «Ό 4Λι>30βεμέν0ς γί-ρχς>, Μότ/χ, 1Θ58, 3ελ. 13, 21. 201·.
** Βλ. ΓίΛναχίντα ΚεντζοΟρο «Ή έξέλ-.ξη τής χοίμοβεωρίας |ΐο ί ’ , Κρχτιχές πολιτικές έ χδ ό κ ι;, Μόσχα, 11957, οελ. 161.
67
Στίς ΗΠΑ, στίς πρώτες γραμμές τών αγωνιστών γιά τόν -υλισμό, βρίσκονται ό Χάρρυ Γουέλς, ό Χόουαρντ Τζέλ- σαμ καί δλλοι μαρξιστές. Ενεργό δράση γιά νά γνωρίσει ό αμερικανικός λαός τή μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία αναπτύσσει ό γνωστός προοδευτικός φιλόσοφος Τζών Σό- μερβιλ. Έφθασαν πολύ κοντά στόν υλισμό καί Εκαναν πολλά γιά τό ξεσκέπασμα τής ΐδεαλιστικής φιλοσοφίας, ό Ρόυ Γούντ Σέλλερς, δ Κόρλις Λαμόντ καί δ Πώλ Κροσσέρ. Στήν ’Αγγλία άπόκτησαν έπάξια μεγάλη φήμη δ Μ. Κόρνφορθ, ό Τζ. Λιούις, ό Α. Ρόμπερτσον, καθώς καί οί μεγάλοι επιστήμονες Τζ. Μπέρναλ καί Ντ. Χάλντεϊν, πού πρόσφεραν πάρα πολλά στή γενική υπόθεση τοΰ άγώνα γιά τήν προοδευτική κοσμοθεωρία. Οί γάλλοι καί οί Ιταλοί μαρξιστές Ρ. Γκαρωντύ, Ζ. Καναπά, Μ. Σπινέλλα, Τσ. Λουπορίνι καί πολλοί άλλοι, έχουν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στή διάδοση τών πρωτοπορούν φιλοσοφικών Ιδεών. Οί έργασίες του Έλί ντέ Γκορτάρι (Μεξικό) καί τοΰ X. θεοδωρίδη (Ε λλάδα) δείχνουν δτι καί στίς άλλες χώρες τοΰ κόσμου ή υλιστική φιλοσοφία κατακτάει τά πνεύματα τών άνθρώπων.
Παράλληλα μέ τήν υπεράσπιση τοΰ ΰλισμοΰ άπό άνθρω- πους πού προσχωρούν σ’ αυτόν μέ τήν ένεργό κοινωνική δράση καί μέ τή φιλοσοφική σκέψη, 6 υλισμός ένισχύεται όλοένα περισσότερο καί μέ τήν υποστήριξή του άπό τούς πρωτοπόρους έκπροσώπους τής σύγχρονης φυσικής έπιστήμης. Πολλές σημαντικές έπιστημονικές άνακαλύψεις τών τελευταίων δεκαετηρίδων άπόδειξαν πειστικά τήν όρθότητα τοΰ μαρξιστικού φιλοσοφικού ύλισμοΰ.
Ή θεωρία τής σχετικότητας τοΰ ’Αϊνστάιν, άπόδειξε τόν άδιάρρηκτο δεσμό τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου μέ τήν -ΰλη καί τήν κίνησή της καί έπαλήθευσε τή θεωρία τοΰ διαλεκτικού υλισμού δτι ό χώρος καί ό χρόνος είναι μορφές ΰπαρξης τής ίλης. Ή πυρηνική φυσική άποκάλυψε τή σύνθετη δομή τοΰ πυρήνα τοΰ άτόμου καί άνακάλυψε πολλά στοιχειώδη σωματίδια ΰλης, δίνοντας νέα θεμελίωση της θέσης τοΰ μαρξιστικού φιλοσοφικού ΰλισμοΰ δτι ή ΰλη δέν έξαντλεΐται, δτι είναι άπειρη ή ποικιλία τών μορφών της. Στή φυσική έπι- βεβαιωθηκε σιγά - σιγά ή άποψη δτι τό μικροσωματίδιο άπο- τελεΐ ένότητα σωματοειδών καί κυματοειδών Ιδιοτήτων.
Οί έπιτυχίες στόν τομέα τών φυσικών έπιστημών συνοδεύ-
θηκαν μέ σοβαρές έπιτυχίες στή χημεία, στή βιολογία καί στή φυσιολογία. Τά έπιτεύγματα τής θεωρητικής φυσιογνωσίας, βοήθησαν τή γιγάντια πρόοδο τής τεχνικής. 01 τρεις μεγάλες έπιστημονικές καί τεχνικές κατακτήσεις τής έπο- χής μας — ή χρησιμοποίηση τής ατομικής ένέργειας, ή ή- λεκτρονική καί ή τεχνική τών πυραύλων — αποτέλεσαν νέο στάδιο στήν ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων τής ανθρωπότητας, μεγάλωσαν αφάνταστα τήν έξουσία της πάνω στή φύση. 01 τεχνητοί δορυφόροι τής Γής καί ή έξοδος τοϋ ανθρώπου πέρα από τά δρια τής γήινης ατμόσφαιρας έγκαι- νίασαν μιά νέα έποχή, τήν έποχή τής κατάκτησης τών άπειρων έκτάσεων τοϋ σύμπαντος. Ή χρησιμοποίηση τών νεώτε- ρων μεθόδων τής φυσικής καί τής χημείας στή βιολογία Ιδο- σε στήν έπιστήμη τή δυνατότητα νά είσχωρήσει βαθύτερα στή δομή τοϋ λευκώματος καί νά πλησιάσει στή λύση τών αΐνιγμάτων τής ζωής, καί ιδιαίτερα στήν έρμηνεία τοΰ προβλήματος γιά τήν προέλευση τών ζωντανών ουσιών.
"Ολα αυτά, καθώς καί άλλες ανακαλύψεις καί έπιτεύγματα, έπαληθεύουν τήν δρθότητα τοΰ διαλεκτικού ύλισμοΰ καί συχνά αναγκάζουν έπιστήμονες μέ θετικιστικές τάσεις νά αναθεωρούν τίς απόψεις τους. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., τό γεγονός δτι ό Α. ’Αϊνστάιν στήν τελευταία περίοδο τής ζωής του, άρχισε δλο καί πιό πολύ νά έκδηλώνεται υπέρ τού υλισμού, καί δτι μεγάλοι έπιστήμονες σάν τόν Λ. ’Ίνφελντ καί τόν Λουί ντέ Μπρολί, πού πρίν ανήκαν στό θετικισμό, πέρασαν τελικά μέ τό μέρος τοΰ ύλισμοΰ.
Μερικοί μεγάλοι έπιστήμονες (Ν. Μπόρ, Β. Χάιζεν- μπεργκ), πού γιά δεκαετίες ήταν έπικεφαλής τής θετικιστι- κής τάσης στή φυσική, τά τελευταία χρόνια, άρχισαν νά έγ- καταλείπουν πολλές θετικιστικές θέσεις καί νά τίς έπικρί- νουν. ’Ανάμεσα στούς θετικιστές έπιστήμονες καί φιλοσόφους, πολλοί άρχισαν νά ταλαντεύονται, συμπαθούν τόν υλισμό καί τείνουν πρός αυτόν.
Ή τεράστια σημασία τών νεότερων ανακαλύψεων στόν τομέα τής φυσιογνωσίας συνίσταται κυρίως στό γεγονός δτι υπονομεύουν τήν παλιά μεταφυσική κοσμοθεωρία καί προωθούν σέ πρώτο πλάνο τή διαλεκτική άποψη γιά τόν κόσμο. Ό Λένιν, πού στό βιβλίο του «'Τλισμός καί έμπειριο- κριτικισμός» γενίκευσε δλη τήν πορεία τής φυσικής στίς άρ-
χές τοΰ 20οΰ αιώνα, είχε δίκιο δταν διαπίστωσε : «Ή σύγχρονη φυσική βρίσκεται στήν περίοδο τοΰ τοκετοΰ. Γεννάει τό διαλεκτικό υλισμό»*. Ή ανάπτυξη τής σημερινής φυσικής, έπαληθεύει τήν όρθότητα τής πρόβλεψης τοΰ Λένιν.
Ή σύγχρονη φυσιογνωσία, στήν πορεία τής ανάπτυξής της, φθάνει στήν αναγνώριση τής μεθόδου τής υλιστικής διαλεκτικής. Αύτό τό κατάλαβαν πολλοί σπουδαίοι φυσικοί τής έποχής μας, δπως ό Πώλ Λανζεβέν, ό Φρειδερίκος Ζολιό Κιουρί καί άλλοι. "Ολοι αύτοί εγιναν συνειδητοί οπαδοί τού διαλεκτικού υλισμού.
Στήν έποχή μας, γιά νά διεξαχθεΐ μέ έπιτυχία ό αγώνας κατά τής αντιδραστικής φιλοσοφίας, γιά νά κρατηθεί κανείς γε£ά στίς θέσεις τής υλιστικής κοσμοθεωρίας καί νά μπορεΐ νά τήν υπερασπίζει, δέν φτάνει νά θεωρεί τόν έαυτό του υλιστή. Πρέπει νά είναι καί συνειδητός οπαδός τού διαλεκτικού υλισμού.
* Η. I. Λέν.ν ‘ "Απχντ*·, τόμ. 14, οελ. 299.
70
2
Ή υλιστική διαλεκτική
Ή μαρξιστική υλιστική διαλεκτική είναι ή πιό 6αθειά, όλόπλευρη καί πλούσια σέ περιεχόμενο διδασκαλία γιά τήν κίνηση καί τήν ανάπτυξη. Είναι αποτέλεσμα δλης τής μακραίωνης Ιστορίας τής γνώσης τοΰ κόσμου, είναι γενίκευση τοΰ απέραντου υλικού τής κοινωνικής πρακτικής.
Ή υλιστική διαλεκτική καί ό φιλοσοφικός υλισμός συνδέονται αδιάσπαστα καί άλληλοδιεισδύουν σάν δυό πλευρές τής ένιαίας φιλοσοφικής διδασκαλίας τοΰ μαρξισμού.
«Διαλεκτική τέχνη» Ονόμαζαν οί αρχαίοι ελληνες φιλόσοφοι τήν 'ικανότητα νά διαπιστώνει κανείς τήν αλήθεια μέ τή φιλονεικία ή τή συζήτηση, δπου έκδηλώνονται οί αντιθέσεις τών απόψεων τών συζητητών. Στά τέλη τοΰ 18ου μέ αρχές τοΰ 19ου αίώνα οί γερμανοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι, καί ιδιαίτερα ό Χέγκελ, μέ τή λέξη διαλεκτική έννοοΰσαν τήν ανάπτυξη τής σκέψης διά μέσου τών αντιθέσεων πού αποκαλύπτονται μέσα στήν ίδια τή σκέψη. Ό Χέγκελ περιέγραψε συστηματικά τίς βασικές μορφές τής διαλεκτικής σκέψης. ’Επεξεργάστηκε δμως τή διαλεκτική του ξεκινώντας άπό τή λαθεμένη ίδεαλιστική άποψη δτι ή διαλεκτική ανάπτυξη ένυ- πάρχει μόνο στή νόηση, στό πνεύμα, στήν Ιδέα, δχι δμως καί στή φύση. "Οπως είπε ό Μάρξ, ή διαλεκτική τοΰ Χέγκελ «στεκόταν μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω». Γιά νά έρμηνευΟεί σωστά ή διαλεκτική, χρειάστηκε νά αναποδογυριστεί καί νά στηθεί στά πόδια της. Αύτό τό έκαναν ό Μάρξ καί ό Έ ν γκελς, πού δημιούργησαν τήν υ λ ι σ τ ι κ ή δ ι α λ ε κ τ ι κ ή καί εδοσαν νέο περιεχόμενο στόν δρο «διαλεκτική».
71
Οί θεμελιωτές τοΰ μαρξισμού, ξεκινώντας άπό τήν αρχή τής υλικής ένότητας τοΰ κόσμου, αρχισαν νά έννοοΰν μέ τόν δρο διαλεκτική τή διδασκαλία γιά τίς γενικές σχέσεις, γιά τούς πιό γενικούς νόμους άνάπτυξης δλης τής πραγματικότητας. "Ετσι ή «διαλεκτική» άπό χεγκελιανή ιδεαλιστική διδασκαλία γιά τήν κίνηση τής σκέψης, μετατράπηκε σέ υλιστική διδασκαλία γιά τούς γενικούς νόμους άνάπτυξης τοΰ Ε ί ν α ι . 'II διαλεκτική ανάπτυξη τών έννοιών μας (υποκειμενική διαλεκτική) άποδείχτηκε ετσι πώς είναι αντανάκλαση στήν έπιστημονική σκέψη τής διαλεκτικής τής άνάπτυξης τοΰ ίδιου τοΰ Είναι (τής άντικειμενικής διαλεκτικής).
Κάθε ειδική έπιστήμη, μελετάει τίς μορφές κίνησης καί τίς νομοτέλειες τών διαφόρων τομέων τής πραγματικότητας. Ή διαλεκτική είναι ιδιαίτερη έπιστήμη: μελετάει τίς πιό γενικές νομοτέλειες κάθε κίνησης, αλλαγής καί άνάπτυξης. Ή καθολικότητα τών νόμο)ν τής διαλεκτικής, συνίσταται στό δτι οί νόμοι αυτοί ισχύουν στή φύση καί στήν κοινωνία, σ’ αυτούς υποτάσσεται καί ή ίδια ή νόηση.
Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς θεωροΰσαν τή διαλεκτική, δχι μόνο σάν έπιστημονική θεωρία, άλλά καί σάν μ έ θ ο δ ο γ ν ώ σ η ς καί σάν κ α θ ο δ ή γ η σ η γ ι ά δ ρ ά - σ η. Ή γνώση τών γενικών νόμων τής άνάπτυξης, μάς δίνει τή δυνατότητα νά έξηγοΰμε τό παρελθόν, νά άντιλαμβα- νόμαστε σωστά τά φαινόμενα πού έκτυλίσσονται καί νά προβλέπουμε τό μέλλον. Γι’ αύτό ή γνώση αυτή είναι τ ρ ό π ο ς σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ς στή διάρκεια τής ερευνάς καί της βασισμένης στά άποτελέσματά της πρακτικής δράσης.
Σέ δλη τήν πορεία τής Ιστορίας της ή διαλεκτική χρειάστηκε νά άγωνισθεΐ, καί άγωνίζεται καί σήμερα, μέ τήν έχθρική σ’ αυτήν μέθοδο σκέψης καί ΰποψης γιά τόν κόσμο, μέ τή μ ε τ α φ υ σ ι κ ή .
Ή λέξη «μεταφυσική» στή μαρξιστική φιλοσοφική ορολογία, δέ σημαίνει αύτό πού σήμαινε στήν προμαρξιστική καί στή σύγχρονη άστική φιλοσοφική όρολογία. Στήν προ- μαρξιστική φιλοσοφία αύτή ή έλληνική λέξη, ή άκριβέστε- ρα ή έκφραση («μετά τά φυσικά» — «αύτό πού βρίσκεται πέρα άπό τή φύση, τήν έπιστήμη γιά τή φύση»), σήμαινε §να ιδιαίτερο τ μ ή μ α τής φιλοσοφίας. Αύτό τό τμήμα,
72
πού οί φιλόσοφοι προσπαθούσαν, καί προσπαθούν ακόμα, μέ καθαρά θεωρητικό τρόπο νά τό συλλάβουν είναι ή δήθεν αμετάβλητη, αίώνια ούσία τών πραγμάτων.
Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς, έπικρίνοντας τά μή έπιστημο- νικά, τεχνητά συστήματα τής μεταφυσικής, άποκαλούσαν «μεταφυσική», δχι ?να τμήμα τής φιλοσοφίας, ούτε τή θεωρητική γνώση, άλλά τή μ έ θ ο δ ο ερευνάς καί σκέψης, πού χρησιμοποιούσαν οί δημιουργοί αυτών τών συστημάτων καί πού ήταν αντίθετη πρός τή διαλεκτική σκέψη. Σήμερα, στή μαρξιστική φιλοσοφία ό δρος «μεταφυσική» χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά μ’ αύτή τή σημασία.
Ή βασική αδυναμία τής μεταφυσικής είναι ή μονόπλευρη, περιορισμένη, ακαμπτη άποψή της γιά τόν κόσμο, ή τάση της νά μεγαλοποιεί καί νά άπολυτοποιεΐ όρισμένες πλευρές τών φαινομένων καί νά χάνει από τό όπτικό της πεδίο τίς άλλες, δχι λιγότερο σοβαρές πλευρές τους. Έτσι, π.χ., ό μεταφυσικός βλέπει τή σχετική σταθερότητα, τόν συγκεκριμένο χαρακτήρα τών πραγμάτων, δέν παρατηρεί δμως τίς αλλαγές καί τήν ανάπτυξή τους. Συγκεντρώνει τήν προσοχή του σέ κείνο πού κάνει §να φαινόμενο νά ξεχωρίζει άπό ιό σύνολο τών άλλων φαινομένων, δέν είναι δμως σέ θέση νά διακρίνει τίς πολύμορφες σχέσεις καί τούς βαθείς δεσμούς του μέ τά οίλλα πράγματα καί φαινόμενα. Παραδέχεται μόνο όριστικές άπαντήσεις γιά δλα τά προβλήματα πού άντιμετο)- πίζει ή έπιστήμη καί δέν καταλαβαίνει δτι ή ίδια ή πραγματικότητα άναπτύσσεται καί δτι όποιαδήποτε έπιστημονική θέση εχει σημασία μόνο μέσα σέ συγκεκριμένα χρονικά δρια.
Ή μεταφυσική μέθοδος, είναι λιγότερο îj περισσότερο κατάλληλη γιά τήν καθημερινή ζωή καί γιά τά κατώτερα στάδια άνάπτυξης τής έπιστήμης, χρεωκοπεΐ δμ(ι>ς άναπό- φευκτα, δταν προσπαθούμε νά έξηγήσουμε μ’ αύτή τά πολύπλοκα φαινόμενα τής άνάπτυξης. Ή φυσιογνωσία καί ή κοινωνική καί πολιτική ζωή, σέ κάθε τους βήμα άποκαλύ- πτουν δτι ή μεταφυσική είναι ανεπαρκής καί δτι είναι ανάγκη νά άντικατασταθεΐ μέ τή διαλεκτική.
Παρ’ δλ’ αύτά, ή μεταφυσική, <δς σήμερα, δέν έκτοπί- στηκε ούτε άπό τή φιλοσοφία, ούτε άπό τίς είδικές έπι- στήμες.
Πώς έξηγεϊται ή έπιβίωση τής μεταφυσικής; Υπήρξε
73
καιρός πού ή έπιστημονική σκέψη ήταν βασικά μεταφυσική καί δχι διαλεκτική. Ό μεταφυσικός τρόπος σκέψης σάν μέθοδος τής έπιστήμης διαμορφώθηκε όριστικά καί διαδόθηκε στό 17ο- 18ο αιώνα, στήν περίοδο πού γεννιόταν ή έπιστή- μη τών νέων χρόνων. Τότε ή φυσιογνωσία ασχολούνταν βασικά μέ τή συλλογή πληροφοριών γιά τή φύση, μέ τήν περιγραφή τών διαφόρων πραγμάτίον καί φαινομένων, μέ τήν ταξινόμηση τής φύσης καί τών φαινομένων της σέ συγκεκριμένες κατηγορίες. Γιά νά περιγράφει δμως αύτό ή έκεΐνο τό πράγμα, επρεπε νά άποσπασθεϊ άπό τό σύνολο τών άλλων πραγμάτων καί νά έξετασθεϊ χωριστά. Αύτό είχε σάν αποτέλεσμα νά δημιουργηθεϊ ή συνήθεια τής έξέτασης τών αντικειμένων καί τών φαινομένων ξεχωριστά, εξω άπό τίς γενικές τους σχέσεις. ’Έτσι δμως δέν υπήρχε δυνατότητα νά βλέπει κανείς τήν άνάπτυξη τών πραγμάτων, τήν προέλευση βρισμένων πραγμάτων άπό αλλα, διαφορετικά άπό αύτά. Μ’ αύτό τόν τρόπο δημιουργήθηκε ή μεταφυσική μέθοδος σκέψης, πού έξέταζε τά πράγματα άποσπααμένα τό Ενα άπό τό άλλο, εξω άπό τήν άνάπτυξη. Ή μεταφυσική, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε στή συνείδηση τών άν- Ορώπων καί εγινε παράδοση τής έπιστημονικής σκέψης.
Στήν έποχή μας τίποτα δέ δικαιολογεί τή χρησιμοποίηση τής μεταφυσικής μεθόδου. Ή μεταφυσική είναι καθυστερημένη μέθοδος, καθυστερημένη κοσμοθεωρία, πού παίζει καθαρά άρνητικό ρόλο, καί στήν έπιστημονική γνώση, καί στην κοινωνική καί πολιτική ζωή, γιατί πολύ εύκολα όδηγεϊ σέ μεγάλα λάθη καί πλάνες.
Δεύτερη αιτία τής έπιβίωσης τής μεταφυσικής είναι ή έχθρική στάση απέναντι στήν υλιστική διαλεκτική, πού άπό καιρό εχει υιοθετηθεί άπό τούς ϊδεολόγους τής άστικής τάξης.
«Μέ τήν ορθολογική της μορφή, — εγραφε ό Μαρς, — ή διαλεκτική έμπνέει στήν άστική τάξη καί στίς αυθεντίες - ϊδεολόγους της μόνο μανία καί τρόμο, γιατί ή θετική αντίληψη κάθε πράγματος πού υπάρχει περικλείνει ταυτόχρονα καί τήν αντίληψη τής άρνησής του, τόν άναπόφευκτον όλεθρό του. Ή διαλεκτική έξετάζει κάθε δημιουργούμενη μορφή στήν κίνησή της, κατά συνέπεια καί στή μεταβατική της
74
πλευρά. Δέν υποτάσσεται σε τίποτα καί ουσιαστικά είναι κριτική καί έπαναστατική»*.
Δέν είναι λοιπόν καθόλου έκπληκτικό τό γεγονός δτι κάτω από τήν έπίδραση τής πολιτικής καί ιδεολογικής πίεσης τών αντιδραστικών δυνάμεων πολλοί έπιστήμονες καί φιλόσοφοι τών καπιταλιστικών χωρών, ώς σήμερα ακόμα, φοβούνται τή διαλεκτική, δέν τήν ξέρουν καί δέν τή μελετάνε, τήν αντιμετωπίζουν μέ προκατάληψη κ α ί.. . σέρνονται πίσω άπό τή μεταφυσική.
Ή μαρξιστική υλιστική διαλεκτική, δίνει ενα σίγουρο όπλο στόν αγώνα κατά τής μεταφυσικής, γιά τήν έπιστημονική έξέταση δλων τών φαινομένων τής αναπτυσσόμενης πραγματικότητας.
1. Ή καθολική σχέση τών φαινομένων.
Ό κόσμος πού περιβάλλει τόν άνθρωπο άποτελεΐ μιάν εικόνα φαινομένων απέραντης πολυμορφίας. "Οπως δείχνουν καί οί πιό απλές παρατηρήσεις, αύτά τά φαινόμενα βρίσκονται σέ συγκεκριμένες λιγότερο ή περισσότερο σταθερές σχέσεις μεταξύ τους. Στόν κόσμο αποκαλύπτεται καθορισμένη σταθερότητα, κανονικότητα. Τήν ημέρα, π.χ., τή διαδέχεται ή νύχτα, καί μετά τό χειμώνα ερχεται ή άνοιξη, από τό βαλανίδι φυτρώνει υποχρεωτικά βαλανιδιά καί δχι σημύδα ή πεύκο, τό κουκούλι μετατρέπεται σέ νύμφη, αλλά ποτέ δέ γίνεται ξανά κάμπια.
Οί άνθρωποι από τή βαθειά αρχαιότητα, αρχισαν νά πείθονται δτι τά πράγματα καί τά φαινόμενα τοΰ γύρω κόσμον έξαρτιόνται τό ενα άπό τό αλλο, δτι άνάμεσά τους υπάρχει μιά αναγκαία φυσική σχέση, πού δέν έξαρτιέται άπό τή συνείδηση καί τή θέληση τοΰ άνθρώπου.
Είναι αλήθεια δτι γιά μεγάλο χρονικό διάστημα τήν αντίληψη αυτής τής σχέσης τήν έμπόδιζαν ή δεισιδαιμονία καί οί θρησκευτικές δοξασίες, πού σύμφωνα μ’ αυτές τά φυσικά
* Κ. Μάτ,Ι ·Κ εφ ίλ ι:θ ', -ύμ. 1, t9üû, ζΐΧ. 2().
φαινόμενα προκαλοΰνται άπό υπερφυσικές δυνάμεις, τούς θεούς, που είναι ικανοί νά παραβιάζουν τή φυσική σχέση τών πραγμάτων. 'Ωστόσο, ή έπιστήμη καί ή υλιστική φιλοσοφία άπόδειξαν δτι δέν υπάρχει καί δέ μπορεϊ νά υπάρξει θαύμα, ύπερφυσικό γεγονός, δτι στόν κόσμο υπάρχει μόνο ή φυσική σχέση τών πραγμάτων καί τών φαινομένων. Σ ιγά - σιγά αύτή ή άλήθεια μπήκε βαθειά στή συνείδηση τών άνθρώπων.
Στήν πορεία τής άνάπτυξης τής έπιστημονικής καί φιλοσοφικής γνώσης τοΰ κόσμου άνακαλύφθηκαν μορφές καί έκ- δηλώσεις τής καθολικής σχέσης τών φαινομένων καί δημι- ουργήθηκαν οι εννοιες (κατηγορίες) πού τίς έκφράζουν, δπως, π.χ., οί εννοιες, αιτιότητα, άλληλεπίδραση, άναγκαιότη- τα, νόμος, τυχαίο, ούσία καί φαινόμενο, δυνατότητα καί πραγματικότητα, μορφή καί περιεχόμενο. Σ ’ αύτό τό τμήμα τοΰ κεφαλαίου έξετάζονται βασικά οί κατηγορίες πού συνδέονται αμεσα μέ τήν άντίληψη τοΰ ά ν α γ κ α ί ο υ χαρακτήρα τής καθολικής σχέσης καί τής έξάρτησης τών φαινομένων, δηλ. μέ τήν άρχή τοΰ ντετερμινισμού, πού είναι ό ά- κρογωνιαίος λίθος κάθε πραγματικά έπιστημονικής έρμηνείας τοΰ κόσμου.
Ή αχέαη α ίτια ς — ά ποτελέσματος.
Ή πιό γνωστή σέ κάθε άνθρωπο μορφή σχέσης, πού συναντιέται παντού καί πάντα, είναι ή σχέση αίτιας καί άποτελέσματος (αΐτιακή σχέση).
Συνήθως, όνομάζουμε αίτια κάποιου φαινομένου αύτό πού προκάλεσε τήν έμφάνισή του. Τό φαινόμενο πού δημιουρ- γήθηκε δνομάζεται άποτέλεσμα. Ό δνεμος, π.χ., είναι ή αιτία της κίνησης τοΰ Ιστιοφόρου.
’Ανάμεσα στήν αίτια καί στό άποτέλεσμα υπάρχει δρι- σμένη άλληλουχία στό χρόνο: άρχικά έμφανίζεται ή αΙτία καί υστέρα τό άποτέλεσμα. Κάθε «ύστερα» δμως δέ σημαίνει καί «άποτέλεσμα». Ή ήμέρα, π.χ., άκολουθεΐ πάντα τή νύχτα καί ή νύχτα τήν ήμέρα, δμως οΰτε ή ήμέρα είναι αΙτία τής νύχτας, ουτε ή νύχτα αίτια τής ήμέρας. Αίτια τής άντι- κατάστασης τής νύχτας μέ τήν ήμέρα καί τής ήμέρας μέ τήν νύχτα είναι, δπως ξέρουμε, ή περιστροφή τής Γής γύρω
άπό τόν αξονά της, πού εχει σάν αποτέλεσμα πότε νά φωτίζεται ή μιά καί πότε ή αλλη πλευρά της υδρογείου.
Τό αποτέλεσμα συνδέεται αναγκαστικά μέ τήν αΙτία. 'Όταν υπάρχει αιτία, έπέρχεται όπωσδήποτε καί τό αποτέλεσμα, μέ τόν δρο βέβαια δτι δέν θά τό έμποδίσει τίποτε. *Άν πιέσουμε τή σκανδάλη ένός γεμάτου δπλου, υποχρεωτικά θά ακολουθήσει ό πυροβολισμός. Ξέρουμε δμως δτι καμιά φορά δέν ακολουθεί ό πυροβολισμός. Μήπως αύτό σημαίνει δτι ή αΐτιακή σχέση, στή δοσμένη περίπτωση εχασε τόν υποχρεωτικό της χαρακτήρα; “Οχι! Αύτό σημαίνει μόνο δτι κάποια αλλη αιτία έμπόδισε τόν πυροβολισμό. Σάν τέτοιο έμπόδιο μπορεΐ νά είναι τό γεγονός δτι τό έλατήριο τοΰ λύκου αδυνάτισε, ή τό μπαρούτι ήταν υγρό, ή τό καψούλι είχε σκουριάσει κτλ. "Αν έξετάσουμε δλες τίς περιπτώσεις, μπορούμε νά βρούμε τήν αιτία πού εμπόδισε νά παραχθεΐ τό φαινόμενο πού περιμέναμε. Ή παραβίαση, λοιπόν, τής αΐτια- κής σχέσης στήν πραγματικότητα είναι μόνο φαινομενική.
Γιά νά προκαλέσει ή αιτία Ενα αποτέλεσμα, πάντα χρειάζονται όρισμένοι δ ρ ο ι. "Οροι είναι τά φαινόμενα πού χρειάζονται όπωσδήποτε γιά νά συμβεΐ Ενα δοσμένο γεγονός, δμως αύτοί καθαυτοί οί δροι δέν προκαλοϋν τό γεγονός. Έτσι, π.χ., γιά νά μπορέσει Ενα όεροπλάνο νά άνυψω- θεΐ στόν αέρα είναι αναγκαίοι διάφοροι δροι: νά υπάρχει διάδρομος πτήσης, νά είναι ευνοϊκός 6 καιρός κτλ. Αυτοί οί δροι δμως, μόνοι τους, δέν άρκούν βέβαια γιά τήν πτήση τον άεροπλάνου. Χρειάζεται ή λειτουργία τοΰ κινητήρα του.
Συχνά, Ιδιαίτερα σέ περίπλοκες περιπτώσεις, τήν αίτια εύκολα μποροΰμε νά τήν μπερδέψουμε μέ τήν α φ ο ρ μ ή . Αυτό τό μπέρδεμα είναι αποτέλεσμα έπιφανειακής θεώρησης τοΰ πράγματος, ανικανότητας νά άνακαλύψουμε τίς πραγματικές, βαθειές αίτιες τών φαινομένων. Ή αφορμή αύτή καθαυτή δέ μπορεΐ νά γεννήσει Ενα δοσμένο φαινόμενο, παίζει δμως τό ρόλο ώθησης γιά νά έκδηλωθοΰν οί πραγματικές αίτιες. Έτσι, π.χ., αφορμή γιά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ή δολοφονία τοΰ αυστριακού άρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στό Σεράγιεβο. Είναι γνωστό δμως δτι αίτια τοΰ πολέμου δέν ήταν αύτή ή δολοφονία, άλλά ό όξυνόμένος ανταγωνισμός τών Ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στήν πρακτική ζωή, στήν πολιτική, γιά νά κατανοήσου
77
με σωστά τά γεγονότα, γιά νά ξεχωρίσουμε τό ουσιώδες από τό έπουσιώδες, εχει έξαιρετικά μεγάλη σημασία νά μπορούμε νά διακρίνουμε τίς πραγματικές αίτιες άπό τούς δρου; καί τίς αφορμές.
Κ α τά τής Ιδεα λια τικής Α ντίληψ ης τής α ιτιό τη τα ς .
Ή αΐτιακή σχέση εχει καθολικό χαρακτήρα, πού έπε- κτείνεται σέ δλα τά φαινόμενα τής φύσης καί τής κοινωνίας, τά άπλά καί τά σύνθετα, αυτά πού έχουν μελετηθεί άπό τήν έπιστήμη καί αυτά πού δέν έχουν μελετηθεί. Δέν υπάρχουν καί οΰτε μπορεΐ νά υπάρχουν φαινόμενα χωρίς αιτίες. Κάθε φαινόμενο απαραίτητα εχει καί τήν αιτία του.
Ή έξακρίβωση τών αίτιακών σχέσεων είναι προπαοχι- κό καθήκον τής Έπιστήμης. Γιά νά έξηγήσουμε δποιοδήποτε φαινόμενο, πρέπει νά βρούμε τήν αιτία του. Ερευνώντας καί γνωρίζοντας τόν κόσμο, ή έπιστήμη διεισδύει στό 6άϋος τών φαινομένων: άπό τήν έπιφάνεια τών γεγονότων προχωρεί πρός τίς πολύ κοντινές, άμεσες αίτιες, καί .άπό αυτές πρός τίς πιό βαθειές, γενικές καί ουσιαστικές αίτίες. Ή αγνοια τής πραγματικής αιτίας ένός φαινομένου δχι μόνο δέ δίνει στόν άνθρωπο τή δυνατότητα νά προκαλεΐ συνειδητά ή νά άποτρέπει αύτό ή έκεΐνο τό φαινόμενο, άλλά καί εύνοεΐ τή διαμόρφωση μή έπιστημονικών, φανταστικών άντιλήψεων, δεισιδαιμονιών, μυστικιστικών καί θρησκευτικών έρμηνειών τής φύσης.
Νά γιατί τό πρόβλημα τής αΐτιότητας είναι άπό παλιά αντικείμενο όξύτατης πάλης άνάμεσα στόν υλισμό καί στόν ιδεαλισμό. Οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι συχνά, ή γενικά άρνούν- ταν τόν αντικειμενικό χαρακτήρα τής αίτιακής σχέσης, ή τοποθετούσαν τήν πηγή της δχι στή φύση, άλλά σέ κάποια πνευματική άρχή.
Κατά τή γνώμη τού αγγλου φιλοσόφου τού 18ου αιώνα Ντ. Χιούμ, ή έμπειρία δέν μάς άποδείχνει τήν αναγκαία σχέση τών φαινομένων. Γι* αύτό, τό μόνο πού εχουμε δικαίωμα νά λέμε είναι δτι ?να φαινόμενο συμβαίνει ύστερα άπό ?να αλλο, δέν εχουμε δμως δικαίωμα νά ισχυριζόμαστε δτι Ινα <ραινόμενο προκαλεΐ ίνα άλλο.
Ό I. Κάντ κατάλαβε δτι χωρίς τήν άναγνώριση τού ύπο-
78
χρεωτικού χαρακτήρα τής αΐτιακής σχέσης δέν μπορεΐ νά υπάρξει έπιστήμη. Κι αυτός δμως, δπως καί ό Χιούμ, υπέθετε δτι στά φαινόμενα πού παρατηρούμε ή σχέση αύτή δέν υπάρχει. Σάν πηγή τής αιτιότητας καί τής αναγκαιότητας, ό Κάντ, θεωρούσε τή συνείδησή μας, πού χάρη στήν Ιδιαίτερη της δομή προβάλλουμε τάχα τήν αίτιακή σχέση στά φαινόμενα πού παρατηρούμε.
Πολλοί σύγχρονοι Ιδεαλιστές πιστεύουν δτι στή φύση δέν υπάρχουν ουτε αιτίες, ουτε αποτελέσματα, δτι, δπως εγραψε ό Λ. Βιτγκενστάιν, «η πίστη στήν αίτιακή σχέση είναι πρόληψη»*.
Αύτές οί απόψεις τών ιδεαλιστών απορρίπτονται κατηγορηματικά από δλη τήν Ιστορία τής έπιστήμης. 'Η ύπαρξη τής φυσιογνωσίας καί τών κοινωνικών έπιστημών συνδέεται πρίν από δλα μέ τήν ανακάλυψη καί τή μελέτη τών αιτίων τών φαινομένων πού συντελοΰνται στόν κόσμο.
*Η αντικειμενικότητα τής αίτιακής σχέσης αποδείχνεται πιό πειστικά από τήν πρακτική, τήν παραγωγική δράση τοΰ ανθρώπου. ’Ανακαλύπτοντας τίς αΐτιακές έξαρτήοεις στή φύση καί ύστερα χρησιμοποιώντας πρακτικά τή γνώση αυτών τών έξαρτήσεων οί άνθρωποι, προκαλούν τίς συνέπειες πού τούς χρειάζονται, έξασφαλίζουν τά αποτελέσματα πού θέλουν. « Χ ά ρ η σ’ α ύ τ ό , — εγραφε ό Ένγκελς, — χάρη στή δ ρ ά σ η τ ο ΰ ά ν θ ρ ώ π ο υ , θεμελιώνεται ή αντίληψη γιά τήν α ΐ τ ι ό τ η τ α , ή αντίληψη γιά τό δτι ή μιά κίνηση είναι α ι τ ί α μιας άλλης».**
Ό Ιδεαλισμός καί ή θρησκεία μάχονται κατά τής υλιστικής διδασκαλίας γιά τήν αιτιότητα καί μέ τή βοήθεια τής διδασκαλίας γιά τή σκοπιμότητα, ή τή λεγόμενη τ ε λ ε ο- λ ο γ ί α (άπό τήν έλληνική λέξη τέλος = σκοπός). Στήν αίτιακή έρμηνεία, πού απαντάει στό έρώτημα γ ; α τ ί εγινε αύτό ή Ικεΐνο τό φυσικό φαινόμενο, ή τελεολογία άντι- παραθέτει τίς εικασίες γ ι ά π ο ι ό λ ό γ ο , γ ι ά π ο ι ο ύ ς σ κ ο π ο ύ ς εγινε. Σύμφωνα μέ τήν τελεολο
* Λ. Βιτγν.ενσυάιν «Λογική - φιλοοοφική πριγ)ΐΛτεία·, Μόσχα, 10T>S, οελ. Gt.
** Φ. Ίννγ%ελς «Διαλβκτι/κή τής φ’>3ης*. 1®ό6. c£·*· Ιβ ί.
79
γική αντίληψη, ή ΰπαρξη, ή δομή καί ή ανάπτυξη ένός πράγματος καθορίζεται από τό σκοπό, ή άπό «τό τελικό αίτιο» πού γι* αύτό προορίζεται τό συγκεκριμένο πράγμα. Ή τε- λεολογία είναι διδασκαλία έξαιρετικά βολική γιά τή θρησκεία καί τήν ίδεαλιστική φιλοσοφία, γιατί όδηγεΐ άναπό- φευκτα στό συμπέρασμα δτι υπάρχει κάποιο άνωτερο πνεΰμα (θεός), πού πραγματοποιεί τούς σκοπούς του στή φύση.
Σάν άπόδειξη τών άπόψεών τους οί όπαδοί τής τελεολο- γίας παρουσιάζουν συνήθως τά γεγονότα τής σκόπιμης δομής τών όργανισμών στή φύση (π.χ. τόν άμυντικό χρωματισμό τών ζώων). 'Η μαρξιστική διαλεκτική δέν άρνείται τή σκοπιμότητα στήν ανατομική δομή καί στήν δραστηριότητα τών ζωντανών όργανισμών. 'Τποστηρίζει δμως δτι 6άση αυτής τής σκοπιμότητας είναι αντικειμενικές αιτίες. Ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου μάς άπο/.άλυψε τό μηχανισμό τής λειτουργίας τους. Οί άλλαγές στόν κόσμο τών ζώων καί τών φυτών έμφα- νίζονται μέ βάση τήν άλληλεπίδρασή τους μέ τούς μεταβαλλόμενους δρους τής ζωής. Ά ν αύτές οί άλλαγές είναι ώφέλι- μες γιά τόν δργανισμό, δηλ. τόν βοηθάνε νά προσαρμοστεί στό περιβάλλον καί νά έπιζήσει, τότε διατηρούνται σάν άποτέλεσμα φυσικής έπιλογής, σταθεροποιούνται μέ τήν κληρονομικότητα καί μεταδίδονται άπό γενεά σέ γενεά, δημιουργώντας τή σκόπιμη δομή τών όργανισμών, τήν Ικανότητά τους νά προσαρμόζονται στό περιβάλλον, ικανότητα πού συχνά έκπλήσσει τή φαντασία τών άνθρώπων.
Ή άλληλεπίδρα οη.
Παρά τήν τεράστια θεωρητική καί πρακτική σημασία της, ή αΐτιακή σχέση τών φαινομένων δέν έξαντλεί δλη τήν πολυμορφία τών σχέσεων τοΰ άντικειμενικού κόσμου. 'Ο Λέ- νιν εγραφε δτι «ή αιτιότητα. . . είναι μόνο Ενα μικρό κομματάκι τής παγκόσμιας σχέσης.. .»*, δτι «ή άνθρώπινη Εννοια της αίτιας καί τοΰ αποτελέσματος απλοποιεί πάντα κάπως τήν άντικειμενική σχέση τών φαινομένων τής φύσης, καί μόνο κατά προσέγγιση τήν άντανακλά, άπομονώνοντας τεχνη
* Β. I. Λένιν · Άπαντα», τίμ . 98, :ελ. 1ι50.
80
τά αύτές ή έκεΐνες τίς πλευρές μιας ένιαία; παγκόσμιας διαδικασίας»*.
Αύτό σημαίνει δτι ή αμοιβαία σχέση τών φαινομένων στή φύση καί στήν κοινωνία είναι πλουσιότερη καί πιό σύνθετη άπό αυτήν πού έκφράζεται μέ τή σχέση αιτίας καί αποτελέσματος. Ιδιαίτερα, ή αιτία καί τό αποτέλεσμα υποτάσσονται στήν πιό πλατεία σχέση τής α λ λ η λ ε π ί δ ρ α σ η ς .
Ή φύση είναι ενα ένιαΐο σύνολο πού δλα τά μέρη του, ετσι ή άλλοιώς, συνδέονται μεταξύ τους. Σ ’ αύτή τήν καθολική αμοιβαία σχέση όποιοδήποτε φαινόμενο, πού είναι αποτέλεσμα μιας αίτιας, έμφανίζεται καί τό ’ίδιο σέ αλ^η σχέση σάν αιτία πού γεννάει νέα αποτελέσματα. Έτσι τό νερό, πού κάτω από τήν έπίδραση τών ήλιακών ακτινών έξατμίζεται από τίς θάλασσες καί τά ποτάμια, σχηματίζει τά σύννεφα κι αυτά μέ τή σειρά τους γίνονται αιτία τών βροχών, πού ποτίζουν τό έδαφος καί τροφοδοτούν τά ρυάκια καί τά ποτάμια.
Ή αλληλεπίδραση έκδηλώνεται καί μέ τό γεγονός δτι ή αίτια καί τό αποτέλεσμα έπιδρούν τό ενα στό αλλο μέσα στά πλαίσια τοΰ Ιδιου φαινομένου καί άπό αύτή τήν άποψη άλλά- ζουν θέσεις: ή αιτία γίνεται αποτέλεσμα καί άντίστροφα. Σάν παράδειγμα άλληλεπίδρασης αυτού τοϋ είδους μπορεΐ νά χρησιμεύσει ή αδιάκοπη θερμοπυρηνική άντίδραση πού γίνεται στόν "Ηλιο, δπου ή διαδικασία τής μετατροπής τών ατόμων τοϋ ύδρογόνου σέ ατομα ήλίου δημιουργεί υψηλή θερμοκρασία (έκατομμυρίων βαθμών), πού κι αύτή μέ τή σειρά της προκαλεΐ άναγκαστικά τή σύνθεση ατόμων ήλιοι· άπό άτομα ύδρογόνου.
Τήν αλληλεπίδραση τή συναντάμε συχνά καί στή μελέτη τής κοινωνικής ζωής. “Ετσι, π.χ., ή αύξηση τής ζήτησης άπό τόν πληθυσμό όρισμένων έμπορευμάτων προκαλεΐ τήν αύξηση της παραγωγής αυτών τών έμπορευμάτων. Ή αύξηση τής παραγωγής μέ τή σειρά της γεννάει τήν αύξηση τή; ζήτησης. Ή αίτια καί τό άποτέλεσμα άλλάζουν έδώ θέσεις.
* Β. I. Λένιν «Άπαντα», τάμ. 14, σελ. 143.
816
Ή ζήτηση έπιδράει στήν παραγωγή καί ή παραγωγή έπι- δράει στή ζήτηση.
Τήν αίτια καί τό άποτέλεσμα λουιόν, δέν πρέπει νά τά έννοοΰμε μεταφυσικά, σάν αντιθέσεις άκίνητες, άποσπασμέ- νες καί απόλυτες, αλλά διαλεκτικά, σάν εννοιες άλληλοσυν- δεόμενες, πού περνούν ή μιά στήν αλλη, σάν «ρευστές» Εννοιες.
Δέν αρκεί δμως νά αποκαλύπτουμε τήν αλληλεπίδραση τών διαφόρων παραγόντων ή τών διαφόρων φαινομένου μεταξύ τους. Πρέπει ακόμα νά εξηγούμε ποιά είναι ή καθοριστική πλευρά σ’ αύτή τήν αλληλεπίδραση. Μόνο δταν τήν ανακαλύπτουμε, Οά είμαστε σέ θέση νά καταλαβαίνουμε σωστά τήν πηγή άνάπτυξης τού φαινομένου, νά έκτιμοϋμε τίς δυνάμεις πού παίρνουν μέρος σ’ αύτό καί νά άντιλαμβανόμαστέ τή βασική γραμμή, τήν κατεύθυνση τής άνάπτυξης.
Στό παράδειγμα πού άναφέραμε πιό πάνω, γιά νά δώσουμε μιά σωστή εικόνα τής αλληλεπίδρασης μεταξύ τής αύξησης τής ζήτησης τών έμπορευμάτων καί τής αύξησης τής παραγωγής αυτών τών έμπορευμάτων, χρειάζεται νά υπογραμμίσουμε δτι ή καθοριστική πλευρά αυτής τής αλληλεπίδρασης είναι ή αύξηση τής παραγωγής.
'Α ν α γκ α ιό τη τα κα ί νόμος.
’Αναγνωρίζοντας τόν υποχρεωτικό χαρακτήρα τής αΐτια- κής έξάρτησης δλων τών φαινομένων, αναγνωρίζουμε καί τήν ΰπαρξη τής αναγκαιότητας. ’Αναγκαία όνομάζεται ή έμ- φάνιση καί ή ανάπτυξη τών φαινομένων, δταν απορρέει άπό τίς πιό ουσιαστικές σχέσεις πού άποτελούν τή βάση τής δοσμένης διαδικασίας. Ή αναγκαία ανάπτυξη είναι ανάπτυξη πού, κάτω από όρισμένους δρους, δέ μπορεϊ παρά νά συμβεϊ. Έτσι, π.χ., στήν Ιστορία τοΰ δργανικού κόσμου οί λιγότερο προσαρμοσμένοι δργανισμοί αντικαθίστανται αναγκαστικά άπό άλλους πιό προσαρμοσμένους.
Ή άναγκαιότητα στή φύση καί στήν κοινωνία άποκαλύ- πτεται μέ μεγάλη πληρότητα στούς νόμους. Ή άναγνώριση τής άναγκαιότητας στήν έμφάνιση καί στήν άνάπτυξη τών φαινομένων, συνεπάγεται καί τήν άναγνώριση δτι αύτά τά φαινόμενα υποτάσσονται σέ όρισμένες νομοτέλειες πού ύπάρ-
82
χουν ανεξάρτητα άπό τή θέληση καί τήν έπιθυμία τών ανθρώπων.
Κάθε νόμος είναι έκδήλωση τής αναγκαιότητας, δπου υποτάσσονται τά φαινόμενα. Όποιοδήποτε σώμα, π.χ., πού υψώνεται πάνω άπό τήν έπιφάνεια τής γής, αναγκαστικά θά πέσει, αν δέν τό συγκροτήσει κάποια δύναμη μέ αντίθετη κατεύθυνση. ’Εδώ έκδηλώνεται ή ένέργεια τοΰ νόμου της παγκόσμιας έλξης.
Τί είναι δμως δ νόμος; Νόμος είναι μιά βαθειά, ουσιαστική, σταθερή, έπαναλαμβανόμενη σχέση ή έξάρτηση ανάμεσα στά φαινόμενα ή στίς διάφορες πλευρές τοΰ ίδιου φαινομένου. Ό νόμος τοΰ ’Αρχιμήδη, π.χ., καθορίζει τή σταθερή σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στό βάρος ένός ΰγροΰ ή αερίου, πού έκτοπίζονται άπό τό έμβαπτιζόμενο σ’ αυτά σώμα, καί στό μέγεθος της «ανυψωτικής δύναμης» πού ένερ- γεΐ στό δοσμένο σώμα άπό τήν πλευρά τοΰ ύγροΰ ή τοΰ αερίου. Οί νόμοι μπορεΐ νά είναι λιγότερο γενικοί, πού ισχύουν σέ περιορισμένο τομέα (π.χ. ό νόμος τοΰ νΩμ), ή πιό γενικοί πού ισχύουν σέ ευρύτατους τομείς (π.χ. ό νόμος τής διατήρησης τής ένέργειας). Μερικοί νόμοι καθορίζουν μιάν ακριβή ποσοτική έξάρτηση άνάμεσα στά φαινόμενα καί μπορούν νά έκφραστοΰν μαθηματικά (π. χ., οί νόμοι τής μηχανικής). νΑλλοι νόμοι δέ μποροΰν νά δοθοΰν μέ ακριβή μαθηματικό τύπο (π.χ., ό νόμος τής φυσικής έπιλογής). Καί οί πρώτοι καί οί δεύτεροι δμως, έκφράζουν τήν άντικειμενική, τήν αναγκαία σχέση τών φαινομένων.
Ή γνώση τών νόμων τής αντικειμενικής πραγματικότητας, μάς βοηθάει νά καταλάβουμε βαθύτερα τίς αιτίες τών γεγονότων καί γι* αύτό άποτελεΐ σταθερή βάση γιά τή σκόπιμη δράση τοΰ άνθρώπου.
Κανένας νόμος ωστόσο, δέ μπορεΐ νά αγκαλιάσει ενα φαινόμενο σέ δλη του τήν πληρότητα. ’Εκφράζει μόνο τό πιό ουσιαστικό γνώρισμα τοΰ φαινομένου.
Γιά νά άνακαλύψουμε τό νόμο δπου υποτάσσονται αυτά ή εκείνα τά φαινόμενα, είναι απαραίτητο νά άποσπάσουμε άπό τά φαινόμενα τά δευτερεύοντα περιστατικά πού τά συνοδεύουν καί νά συνάγουμε, στήν καθαρή της μορφή, τήν ουσιαστική, άποφασιστική σχέση τών φαινομένων. Ή έπιστήμη τό πετυχαίνει αύτό τόσο μέ ειδικά πειράματα, δσο καί μέ
83
τή λογική απόσπαση, μέ τήν αφαίρεση τών ουσιαστικών πλευρών τών φαινομένων. Έτσι, ό νόμος τής έλεύθερης πτώσης τών σωμάτων (νόμος τοϋ Γαλιλαίου), άποσπάται άπό τήν αντίσταση τοΰ άέρα, δέν τήν παίρνει ΰπόψη, καί διαπιστώνει δτι δλα τά σώματα πέφτουν μέ τήν ίδια ταχύτητα. Στίς συνθήκες δμως τής γήινης ατμόσφαιρας £να σώμα μπορεΐ νά πέφτει γρήγορα, δπως ή πέτρα, ή άργά, σάν τό ξερό φύλλο, ή ακόμα καί νά υψώνεται προσωρινά, δπως συμβαίνει μέ τούς σπόρους τοΰ κιχωρίου καί άλλων φυτών.
Σέ δλες αυτές τίς περιπτώσεις ό νόμος τοΰ Γαλιλαίον έξακολουθεΐ νά Ισχύει. Ξεκινώντας δμως μόνο άπό τή γνώση αΐττοΰ τοϋ νόμου είναι αδύνατο νά έξηγήσουμε έντελώς τήν πτώοη αύτοΰ ή έκείνου τοΰ σώματος στίς συγκεκριμένε; συνθήκες. IV αύτή τήν έρμηνεία είναι αναγκαία δχι μόνο ί; γνώση τοΰ νόμου, άλλά καί οί περιστάσεις δποι» ένεργεΐ.
’Α να γκα ιό τη τα κα ί τυχα ίο .
’Ανάμεσα στά πολύμορφα φαινόμενα τής φύσης καί τή; ανθρώπινης κοινωνίας υπάρχουν καί φαινόμενα πού δέν προκύπτουν μέ αναγκαιότητα άπό τή νομοτελειακή ανάπτυξη τοϋ δοσμένου πράγματος ή τής δοσμένης σειράς γεγονότων, πού μπορούν νά συμβοϋν, άλλά καί νά μή συμβοΰν, μπορούν νά γίνουν ετσι ή νά γίνουν άλλοιώς. Αυτά τά φαινόμενα είναι τυχαία.
Τό χαλάζι, π.χ., πού βλάπτει τά σπαρτά, είναι τυχαίο φαινόμενο σέ σχέση μέ τήν έργασία τών καλλιεργητών καί τίς νομοτέλειες τής βλάστησης τών φυτών.
Γύρω από τό πρόβλημα τοΰ τυχαίου εγιναν στήν έπιστήμη πολλές συζητήσεις. ’Από τή σωστή θέση γιά τήν αί- τιακή έξάρτηση δλων τών φαινομένων στή φύση καί στήν ανθρώπινη κοινωνία πολλοί έπιστήμονες καί φιλόσοφοι έβγαλαν τό λαθεμένο συμπέρασμα δτι στόν κόσμο υπάρχει μόνο ή αναγκαιότητα καί δτι δέν υπάρχουν τυχαία φαινόμενα. Τό τυχαίο, κατά τήν άποψή τους, είναι υποκειμενική έννοια, πού μέ τή βοήθειά της υποδουλώνουμε μιάν αίτια πού δέν ξέρουμε.
Αύτή ή άποψη είναι βαθειά λαθεμένη, γιατί έδώ ταυτίζονται δυό διαφορετικές Ιννοιες: ή αναγκαιότητα καί ή αΐ-
84
τιότητα. Είναι σωστό δτι στόν κόσμο δέν υπάρχουν φαινόμενα χωρίς αιτία. Είναι Επίσης σωστό δτι καί τά τυχαία φαινόμενα έχουν αΐτιακή Εξάρτηση. Αύτό δμως δέν κάνει τά τυχαία φαινόμενα αναγκαία. Ά ς πάρουμε Ενα παράδειγμα. "Ενα τραίνο έκτροχιάστηκε καί καταστράφηκε. Μπορούμε νά βροΰμε τήν αιτία τής καταστροφής, π.χ., κακή στερέωση τών σιδηροτροχιών, πού δέν τήν πρόσεξε ό φύλακας τής σιδηροδρομικής γραμμής. Καί δμως, ή καταστροφή είναι τυχαία καί δχι αναγκαία. Γιατί; Γιατί προκλήθη/,ε άπό περιστατικό πού δέν άπορρέει άπό τίς νομοτέλειες τής κίνησης τών σιδηροδρόμων στίς σιδηροτροχιές, άφοΰ άπό τεχνική άποψη είναι έντελώς δυνατή ή δημιουργία συνθηκών, ώστε νά μή συμβαίνουν καταστροφές.
Ή άρνηση τοΰ άντικειμενικά τυχαίου όδηγεΐ σέ συμπεράσματα Επιζήμια καί άπό έπιστημονική καί άπό πρακτική άποψη.
"Οταν ό άνθρωπος παραδέχεται δτι δλα είναι τό ίδιο αναγκαία, είναι άνίκανος νά διακρίνει τό ουσιώδες άπό τό Επουσιώδες, τό άναγκαΐο άπό τό τυχαίο. 'Όπως Ελεγε δ Ένγκελς, ή Ιδια ή άναγκαιότητα στήν περίπτωση αύτή υποβιβάζεται στό έπίπεδο τοΰ τυχαίου.
Γιά νά καταλάβουμε σωστά τήν άναγκαιότητα καί τό τυχαίο, πρέπει νά δοΰμε δχι μόνο τή διαφορά, άλλά καί τή σχέση πού υπάρχει μεταξύ τους. Ή άναγκαιότητα άνοίγει τό δρόμο της άνάμεσα σ’ Ενα πλήθος άπό τυχαία γεγονότα. Ή διαλεκτική τής άναγκαιότητας καί τοΰ τυχαίου συνίστα- ται στό δτι τό τυχαίο Εμφανίζεται σάν μορφή Εκδήλωσης τής άναγκαιότητας καί σάν συμπλήρωμά της. Κατά συνέπεια καί τά τυχαία Εχουν τή θέση τους μέσα σ’ Ενα άναγκαΐο φαινόμενο.
Ά ς πάρουμε Ενα παράδειγμα. "Οταν Ερχεται δ χειμώνας, στά βόρεια πλάτη άρχίζουν παγωνιές, πέφτει χιόνι. Αυτό είναι άναγκαΐο. Ποιά δμως άκριβώς ήμέρα ή θερμοκρασία θά πέσει κάτω άπό τό μηδέν καί θά άρχίσει νά χιονίζει, πόσο θά είναι τό κρύο, πόσο χιόνι θά πέσει κτλ., δλα αυτά είναι τυχαία. Ταυτόχρονα, σ’ αυτά τά τυχαία φαινόμενα Εκδηλώνεται ή άναγκαιότητα, γιατί καί τό κρύο καί τό χιόνι είναι υποχρεωτικά γνωρίσματα τοΰ χειμώνα.
Στό παράδειγμα τοΰ έκτροχιασμοΰ τοΰ τραίνου πού άνα-
85
φέραμε πιό πάνω, ή καταστροφή ήταν τυχαία. νΑν δμως ή λειτουργία τών σιδηροδρομικών γραμμών είναι κακά δργα- νωμένη, δν ή πειθαρχία είναι χαλαρή καί ή ειδίκευση τών έργατών ανεπαρκής, τότε τά δυστυχήματα, άπό σπάνιο τυχαίο φαινόμενο γίνονται αναγκαίο αποτέλεσμα τής μή Ικανοποιητικής δουλειάς στίς σιδηροδρομικές γραμμές. Βέβαια καί σ’ αύτή τήν περίπτωση τά συγκεκριμένα περιστατικά αυτού ή έκείνου τοΰ δυστυχήματος, καθώς καί ή θέση καί 6 χρόνος πού συμβαίνει, έξακολουθοΰν καί πάλι νά είναι περισσότερο ή λιγότερο τυχαία.
Έκτός άπό αύτό, τά τυχαία φαινόμενα έπηρεάζουν καί τήν πορεία τής άνάπτυξης τοΰ άναγκαίου φαινομένου, μπορούν νά τό έπιταχύνουν ή νά τό έπιβραδύνουν. Πολύ συχνά, τά τυχαία στήν πορεία τής άνάπτυξης συνδέονται τόσο στενά μέ τό άναγκαΐο φαινόμενο, ώστε μετατρέπονται κι αυτά σέ άναγκαιότητα. Έτσι, σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ Δαρ- βίνου, οί απαρατήρητες τυχαίες άλλαγές τών όργανισμών, πού είναι ώφέλιμες γι’ αυτούς, σταθεροποιούνται μέ τήν κληρονομικότητα, έντείνονται στήν πορεία τής έξέλιξης καί δδη- γοΰν στήν άλλαγή τοΰ είδους. Οί τυχαίες διαφορές μετατρέ- πονται μ’ αύτό τόν τρόπο σέ αναγκαία γνωρίσματα ένός νέου είδους.
“Οσα είπαμε αποδείχνουν δτι ή άναγκαιότητα καί τό τυχαίο δέν είναι χωρισμένα τό Ενα άπό τό αλλο στήν πορεία της άνάπτυξης.
’Από τή σχέση τοΰ τυχαίου καί τοΰ άναγκαίου βγαίνει τό συμπέρασμα δτι καί τά τυχαία φαινόμενα υποτάσσονται σέ όρισμένες νομοτέλειες, πού μποροΰμε νά τίς μελετήσουμε καί νά τίς γνωρίσουμε.
Ή στατιστική, π.χ., διαπίστωσε δτι στίς ΗΠΑ ή μέση διάρκεια τής ζωής τών λευκών είναι άνώτερη άπό τή μέση διάρκεια τής ζωής τών νέγρων. Αύτή ή νομοτέλεια δέ σημαίνει δτι κάθε λευκός ζεί περισσότερο άπό κάθε νέγρο. Μερικοί λευκοί πεθαίνουν νέοι καί μερικοί νέγροι ζοΰν ώς τά βαθιά γεράματα. Στό μέσον δρο δμως, στό σύνολο, Ισχύει ή νομοτέλεια πού άναφέραμε καί μ’ αύτό φαίνεται καθαρά ή σκληρή μοίρα τών νέγρων στίς ΗΠΑ, οί φυλετικές διακρίσεις, οί χειρότερες βιοτικές συνθήκες, τό χαμηλότερο ή μερομίσθιο κτλ.
01 νομοτέλειες δπου υποτάσσονται τά τυχαία φαινόμενα Ιχουν γενικευθεϊ άπό διάφορες έπιστημονικές θεωρίες, καί Ιδιαίτερα άπό τή μαθηματική θεωρία τής πιθανότητας.
Ό ντετερμ ιν ισμ ό ς καί f, σύγχρονη επ ιστή μη .
Ή άναγνώριση τοΰ άντικειμενικοΰ χαρακτήρα τής καθολικής σχέσης τής αΐτιακής έξάρτησης τών φαινομένων καί τής κυριαρχίας τής νομοτέλειας καί τής άναγκαιότητας στή φύση καί στήν κοινωνία, άποτελεΐ τήν άρχή τοΰ ν τ ε τ ε ρ μ ι ν ι σ μ ο ύ , πού τίς θέσεις του υποστηρίζουν πάντα οί υλιστές.
Ό ντετερμινισμός είναι ή βασική άρχή κάθε πραγματικά έπιστημονικής σκέψης, γιατί μόνο δταν ξέρουμε τίς αιτίες τών φαινομένων μπορούμε νά έξηγήσουμε επιστημονικά τήν προέλευσή τους, μόνο δταν ξέρουμε τό νόμο πού κατευθύνει τά φαινόμενα, μπορούμε νά προβλέψουμε τήν παραπέρα ανάπτυξή τους. Ή έννοια δμως αυτής τής άρχής δέν ε- μεινε άμετάβλητη στήν πορεία τής άνάπτυξης τής έπιστήμης. Στή φυσιογνωσία τοΰ 18ου - 19ου αιώνα, πού περιοριζόταν στήν ερευνά τοΰ «μακρόκοσμου», δηλ. τών σχετικά μεγάλων σωμάτων καί τών μερών τους, καί πού στηριζόταν, βασικά, στή μηχανική τοΰ Νεύτονα, κυριαρχοΰσε δ μ η χ α ν ι σ τ ι κ ό ς ν τ ε τ ε ρ μ ι ν ι σ μ ό ς . Ή χαρακτηριστική ιδιομορφία, καί ταυτόχρονα ή άδυναμία αυτού τοϋ ντετερμινισμού, είναι δτι θεωρούσε κάθε αίτια μηχανιστική.
Αύτή ή άποψη έπιβεβαιώθηκε καί έπαληθεύτηκε στήν πρακτική μέ τή μελέτη τής κίνησης καί τής μηχανικής άλ- ληλεπίδρασης τών ουρανίων σωμάτων, καθώς καί τών γήινων σωμάτων καί τών μερών τους στό μακρόκοσμο. Μέ βάση τή μέθοδο τοϋ μηχανιστικού ντετερμινισμού εγινε ό υπολογισμός τών δρατών θέσεων τοΰ Ή λιου καί τών πλανητών, καθώς καί οί υπολογισμοί τών μηχανών καί τών μηχανικών κατασκευών.
Ή απόπειρα δμως νά έφαρμοσθεΐ ή άρχή τοϋ μηχανιστικού ντετερμινισμού στή μελέτη πιό σύνθετων φαινομένων, άπότυχε. Τά βιολογικά φαινόμενα, οί φυσιολογικές καί ψυχικές λειτουργίες καί ή κοινωνική δράση τών άνθρώπων, άποδείχτηκε δτι δέ μπορούν νά έρμηνευθοϋν μόνο μέ τά μέσα τοΰ μηχανιστικοΰ ντετερμινισμοΰ.
87
Δεύτερη έξαιρετικά σοβαρή αδυναμία τοΰ μηχανιστικού ντετερμινισμού ήταν δτι δέν παραδεχόταν τήν αντικειμενικότητα τών τυχαίων φαινομένων. Οί οπαδοί αύτοΓ, τού ντετερμινισμού ταύτιζαν τό τυχαίο μέ τήν ελλειψη κάθε αΐτιακής σχέσης καί τό άρνιόνταν.
Ή ανεπάρκεια τού μηχανιστικού ντετερμινισμού εγινε ιδιαίτερα φανερή δταν οι έπιτυχίες τής έπιστήμης καί τή; τεχνικής άνοιξαν τό δρόμο γιά τή γνώση τοΰ μικρόκοσμου καί τών ιδιοτήτων τών λεγάμενων στοιχειωδών σωματιδίων, δη λ. τών πιό μικρών καί απλών σωματιδίων πού γνωρίζει ή σύγχρονη έπιστήμη (ήλεκτρόνιο, ποζιτρόνιο, μεσόνιο κτλ.). Στό μικρόκοσμο τό τυχαίο παίζει έξαιρετικά σημαντικό ρόλο καί ή μηχανική τών κβάντα προσέχει καί μελετάει τόσο τήν άναγκαιότητα, δσο καί τό τυχαίο στίς διαδικασίες πού συντελούνται στό μικρόκοσμο.
Οί ανακαλύψεις στόν τομέα τού μικρόκοσμου καί ή δημιουργία τής μηχανικής τών κβάντα ήταν τεράστια έπιτυ- χία τής έπιστήμης καί τής διαλεκτικής αντίληψης γιά τόν κόσμο. ’Αποδείχτηκε δτι οί Ιδιότητες καί οΐ σχέσεις τών υλικών σωμάτων καί τών σωματιδίων τους, δέν είναι όμογενείς καί δμοιόμορφες δπως υπέθετε ή παλιά φυσική, άλλά δτι ή υλη είναι ανεξάντλητη στήν πολυμορφία της.
’Από τίς ανακαλύψεις δμως τής φυσικής βγήκαν καί άλλα, ίδεαλιστικά συμπεράσματα. Τά συμπεράσματα αύτά τά υποστηρίζουν δχι μόνον οί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι, άλλά καί μερικοί μεγάλοι έπιστήμονες στίς καπιταλιστικές χώρες πού βρίσκονται κάτω από τήν έπίδραση τής έκκλησίας καί τού Ιδεαλισμού.
Στή σύγχρονη φυσική καί στή φιλοσοφία τής φυσιογνωσίας, σήκωοε κεφάλι τό ρεύμα τού «ιντετερμινισμού», πού οί έκπρόσωποί του «ρνοΰνται τήν ίδια τήν αρχή τής αντικειμενικής αναγκαίας σχέσης. Υποθέτοντας λαθεμένα δτι τάχα 6 ντετερμινισμός είναι δυνατός μόνο στήν παλιά του, μηχανιστική μορφή, πού δέν παίρνει ύπόψη τό τυχαίο, καί στηρίζομενοι στήν αποδειγμένη από τήν έπιστήμη ανεπάρκεια αύτού τοΰ μηχανιστικού ντετερμινισμού, βγάζουν τό συμπέρασμα δτι είναι ασύστατος γενικά κάθε ντετερμινισμός. "Ετσι, έκούσια ή ακούσια, ανοίγουν τήν πόρτα γιά τή διείσδυση στήν έπιστήμη τής δεισιδαιμονίας καί τής πίστης στά
88
θαύματα. Μερικοί έπιστήμονες καί φιλόσοφοι στίς καπιταλιστικές χώρες, εφθασαν στό σημείο νά παραδεχθούν τήν «έλεύθερη 6ο\»ληοη» τοΰ ήλεκτρονίον. Κατά τήν άποψή τους, ή Ιδια ή άνάπτυξη τή; έπιστήμης δημιούργησε τή δυνατότητα τή; συμφιλίωσης καί συμβίωσης τής έπιστήμης μέ τόν ιδεαλισμό καί τή θρησκεία.
Στήν πραγματικότητα, ή σύ γχρ ονη φυσική δέν απόρι- ψε τό ντετερμινισμό, αλλά άποκάλυψε δτι στό μικρόκοσμο δ ντετερμινισμός έκδηλώνεται μέ ιδιαίτερο τρόπο. Ή μελέτη τών νομοτελειών τών φαινομένων τοΰ μικρόκοσμου άποτελεί τό βασικό περιεχόμενο τής μηχανικής τών κβάντα, πού τή χρησιμοποιούν μέ έπιτυχία στού; υπολογισμού; τους τόσο οί έπιστήμονες, δσο καί οι μηχανικοί. Αύτό αποδείχνει δτι καί σ’ αύτό τόν τομέα αντιμετωπίζουμε τήν αντικειμενική αναγκαία σχέση καί έξάρτηση, πού ένυπάρχει σε δλα τά φαινόμενα τής πραγματικότητας.
2. 01 ποσοτικές καί οί ποιοτικές άλλαγές στή φύση καί στήν κοινωνία.
Κατά τήν ερευνά τών πολύμορφων φαινομένων τής πραγματικότητας, τό πρώτο καθήκον είναι νά ξεχωρίσουμε τό φαινόμενο πού μελετάμε από δλα τά αλλα.
Ό ποιοτικός κα ί ποσοτικός καΰοριομός τώ ν π ρ α γμ ά -
Τό σύνολο τών βασικών χαρακτηριστικών η γνωρισμάτων, πού κάνουν τό δοσμένο φαινόμενο τέτοιο πού είναι καί τό ξεχωρίζουν από τά αλλα φαινόμενα, όνομάζεται π ο ι ό τ η τ α τοΰ πράγματος ή τοΰ φαινομένου. Ή φιλοσοφική έννοια τής ποιότητας διαφέρει άπό τήν αντίληψη πού Ιχου- με γιά τήν ποιότητα στήν καθημερινή ζωή. Ή συνηθισμένη αντίληψη γιά τήν ποιότητα συνδέεται μέ τήν έκτίμηση τοΰ φαινομένου. Μ’ αύτή τήν έννοια μιλάμε γιά καλή ή κακή ποιότητα, π.χ., τής τροφής, τοΰ βιομηχανικού είδους ή τοΰ καλλιτεχνικού έργου. Ή φιλοσοφική έννοια τή; ποιότητας
δέν περιέχει τήν έκτίμηση τοΰ φαινομένου. Είναι μόνο Εννοια γιά τά αναπόσπαστα διακριτικά γνωρίσματα, γιά τήν έσωτερική δομή τοΰ φαινομένου, γιά δσα άποτελούν τόν δρι- σμό του καί πού χωρίς αυτά τό φαινόμενο παύει νά είναι αυτό πού είναι.
Πρέπει νά εχουμε ύπόψη μας βέβαια δτι δέν υπάρχουν ποιότητες αυτές καΟεαυτές. Υπάρχουν μόνο πράγματα ή φαινόμενα μέ έμφυτο ποιοτικό όρισμό.
’Ανάμεσα δμως στά πράγματα ή στά σύνολά τους, πού έχουν Εναν όρισμένο ποιοτικό δρισμό, μπορεΐ νά υπάρχουν καί περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές ποιοτικές διαφορές. Έτσι, π.χ., στό ζωικό κόσμο, τά σπονδυλωτά διαφέρουν ποιοτικά άπό τά άρθρόποδα. 'Ωστόσο, καί μέσα στή γενική συνομοταξία τών σπονδυλωτών υπάρχουν ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στά θηλαστικά, στά πουλιά, στά ψάρια, στά έρπε- τά καί στά αμφίβια. Καί ανάμεσα στά θηλαστικά υπάρχουν ποιοτικές διαφορές.
Ή διάκριση καί ή έρμηνεία τών γνωρισμάτων καί τών ιδιομορφιών πού άποτελοΰν τήν ποιότητα τοΰ φαινομένου είναι μόνο ή άρχή τής γνώσης. Εκτός άπό τήν ποιότητα, κάθε πράγμα εχει καί τήν ποσοτική του πλευρά, που χαρακτηρίζεται άπό ιδιαίτερους π ο σ ο τ ι κ ο ύ ς δείκτες, συνδεόμενους μέ τήν ποιότητά του.
Ό ποσοτικός δρισμός ένός πράγματος μπορεΐ νά Ιχει σχέση μέ τά έξωτερικά του γνωρίσματα, π.χ., τό πράγμα μπορεΐ νά είναι μικρό ή μεγάλο. Ό ποσοτικός δμως δρισμός μπορεΐ νά χαρακτηρίζει καί τήν έσωτερική ουσία τοΰ πράγματος. Κάθε μέταλλο, π.χ., εχει τή δική του θερμική άγω- γιμότητα, τό δικό του συντελεστή διαστολής κατά τή θέρμανση. Κάθε υγρό εχει τή δική του θερμαντική Ικανότητα, τό δικό του σημείο βρασμού καί τό δικό του σημείο μετατροπής του σέ στερεό σώμα. Κάθε άέριο εχει τή δική του θερμοκρασία υγροποίησης κτλ.
Στήν τεχνική, τά ποσοτικά χαρακτηριστικά τών άπό ποιοτική άποψ η διαφορετικών υλικών καί λειτουργιών Ιχουν Ιδιαίτερα μεγάλη σημασία. Χωρίς αυτά στή σύγχρονη παραγωγή δέν μπορούμε νά κάνουμε κυριολεκτικά οΰτε Ενα βήμα.
Οί αξιοσημείωτες έπιτυχίες τής έπιστήμης πού μελετάει τή φύση αρχισαν μόνο δταν στόν ποιοτικό χαρακτηρισμό τών
90
φαινομένων προστέθηκε καί 6 ποσοτικός. 01 παρατηρήσεις στόν έναστρο ούρανό, στίς δρατές κινήσεις τών άστρων, γίνονταν άπό πολύ παλιά. Ή άστρονομία δμως, σάν έπιστήμη, διαμορφώθηκε μόνο δταν άρχισαν οί πρώτες μετρήσεις τών δρατών θέσεων τών άστρων στόν ουράνιο Οόλο, τών άμοι- βαίων γωνιακών άποστάσεών τους κτλ. Καί στούς άλλους τομείς τής έπιστήμης ή πρόοδος τής έπιστημονικής γνώσης συνδέεται μέ τήν κατασκευή συσκευών μέτρησης καί υπολογισμού, μέ τήν ανάπτυξη τών μεθόδων μέτρησης κτλ.
Δέν είναι παράξενο λοιπόν τό γεγονός δτι οί δημιουργοί τής έπιστήμης τών νέων χρόνων, π.χ., ό Γαλιλαίος, πίστευαν δτι καθήκον τής φυσιογνωσίας είναι δ καθορισμός τών ποσοτικών σχέσεων καί ιδιοτήτων τών φαινομένων.
Ωστόσο, οί έπιστήμονες έκείνης τής έποχής εφτασαν στδ άλλο άκρο: προσπαθούσαν νά ανάγουν δλες τίς «ποιότητες» στίς άντίστοιχές τους «ποσότητες» καί πίσω άπό τίς ποσοτικές διαφορές τών φαινομένων έπαυσαν νά βλέπουν τίς ριζικές τους ποιοτικές διαφορές.
Τό καθαρά ποσοτικό άντίκρυσμα τών φυσικών φαινομένων δδήγησε στό χαρακτηριστικό γιά τήν έπιστήμη τοΰ Π ου-18ου αιώνα μηχανισμό, δηλ. στήν πεποίθηση δτι τά μαθηματικά καί ή μηχανική δίνουν άρχές πού έπαρκοΰν γιά τή γνώση δλου τοΰ κόσμου, δτι μπορούμε νά γνωρίσουμε δ- ποιοδήποτε φαινόμενο μέ τή βοήθεια τών νόμων τής μηχανικής. Έτσι, π.χ., σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοΰ γάλλου φιλοσόφου τοΰ 17ου αιώνα Καρτέσιου, τά ζώα είναι μόνο σύνθετες μηχανές καί δλη ή δραστηριότητά τους μπορεϊ νά έξηγηθεϊ απόλυτα μέ τή βοήθεια μηχανικών αιτίων. Καί δ γάλλος υλιστής τοΰ 18ου αίώνα Λαμετρί, στό εργο του «Ό άνθρωπος - μηχανή» υποστήριζε δτι δχι μόνο τά ζώα, άλλά καί δ άνθρωπος δέν είναι τίποτε παραπάνω άπό μιά μηχανή.
Γιά τήν έποχή της ή μηχανιστική έρμηνεία της φύσης ήταν προοδευτική, γιατί απαιτούσε αυστηρά έπιστημονικό άντίκρυσμα δλων τών φαινομένων τής φύσης καί άπόριπτε τίς ίδεαλιστικές καί θεολογικές «έρμηνεΐες». Γρήγορα δμως διαπιστώθηκε δτι μόνο τό ποσοτικό άντίκρυσμα δέν είναι αρκετό, δτι γιά τή γνώση τών άντικειμένων καί τών φαινομένων είναι άπαραίτητο νά ανακαλυφθούν οί Ιδιομορφίες τους, τά ειδικά διακριτικά τους γνωρίσματα. Ό γύρω μας κόσμος
91
ίΐναι γεμάτος από ποιοτική πολυμορφία καί μπορούμε νά τόν καταλάβουμε καί νά τόν έρμηνεύσουμε μόνο δταν λάβουμε ΰπόψη τόσο τήν ποσοτική δσο καί τήν ποιοτική πλευρά όλων τών φαινομένων καί τών λειτουργιών. Εκείνο που χρειάζεται δέν είναι μόνο νά ανάγουμε τήν ποιότητα τοΰ φαινομένου στήν ποσότητά του, άλλά νά καταλάβουμε ποιά είναι ή έξάρτηση ανάμεσα στόν π ο σ ο τ ι κ ό δρισμό τοΰ φαινομένου καί στόν π ο ι ο τ ι κ ό του δρισμό.
Ή άνάπτυξη τής έπιστήμης άπόδειξε δτι υπάρχουν ποσοτικές σχέσεις πού είναι κοινές γιά πολλά διαφορετικά, άπό ποιοτική άποψη, άντικείμενα καί φαινόμενα. Έτσι, π.χ., οί μαθηματικοί τύποι τής θεωρίας τών ταλαντώσεων μπορούν νά έφαρμοστοΰν καί σέ φαινόμενα μέ διαφορετική φυσική προέλευση, σέ ταλαντώσεις μηχανικές, ήλεκτρομαγνητικές, θερμικές κτλ. Αύτό γίνεται γιατί σέ δλα αυτά τά φαινόμενα ένυπάρχουν αντικειμενικά μερικά κοινά γνωρίσματα, γενικές νομοτέλειες, πού μπορούν νά έκφρασθοΰν ποσοτικά.
Στό σημερινό στάδιο άνάπτυξης τής έπιστήμης, τά μαθηματικά, πού άσχολοΰνται μέ τίς ποσοτικές σχέσεις, χρησιμοποιούνται διαρκώς πλατύτερα στήν έπιστημονική ερευνά τομέων τής πραγματικότητας διαφορετικών άπό ποιοτική άποψη, καθώς καί στήν τεχνική. Αύτό άναμφισβήτητα είναι προοδευτικό φαινόμενο.
Ή Ιδια δμως ή δυνατότητα χρησιμοποίησης αύτών ή έ- κείνων τών ποσοτικών σχέσεων σέ ποιοτικά διαφορετικά φαινόμενα προϋποθέτει συγκεκριμένη μελέτη καθενός άπό αύτά τά φαινόμενα σέ δλη του τήν ποιοτική ιδιομορφία.
Τό πέρασμα τώ ν ποσοτικώ ν άλλαγώ ν σέ ποιοτικές.
Ή μονόπλευρη ύπερεκτίμηση τής ποσοτικής ή τής ποιοτικής πλευράς, είναι γνώρισμα τής μεταφυσικής μεθόδου. Ή μεταφυσική δέ βλέπει τήν έσωτερική άναγκαία σχέση ανάμεσα στήν ποσότητα καί στήν ποιότητα. ’Αντίθετα, σημαντική κατάκτηση τής διαλεκτικής σκέψης ήταν ή διαπίστωση δτι ό ποσοτικός καί ό ποιοτικός δρισμός τών πραγμάτων δέν είναι άντιθέσεις έντελώς έξωτερικές καί άδιάφορες ή μιά γιά τήν αλλη, άλλά βρίσκονται σέ βαθειά διαλεκτική σχέση. Αύτή ή σχέση, στήν πιό γενική της μορφή, συνίσταται στό δτι
ί)2
ο ί π ο σ ο τ ι κ έ ς α λ λ α γ έ ς έ ν ό ς π ρ ά γ μ α τ ο ς έ π ι φ έ ρ ο υ ν ν ο μ ο τ ε λ ε ι α κ ά τ ή ν α λ λ α γ ή τ ή ς π ο ι ό τ η τ ά ς τ ο υ .
Τέτοια παραδείγματα περάσιιατος τών ποσοτικών αλλαγών σέ ποιοτικές βλέπουμε παντού γύρω μας.
Ή αλλαγή, π.χ., τοΰ μήκους τών ήλεκτρομαγνητικών κυμάτων συνοδεύεται μέ απότομα έκφραζόμενες ποιοτικές διαφορές τών ραδιοκυμάτων, τής ΰπέρρυθρης άκτινοβολίας, τοΰ φάσματος τής όρατής ακτινοβολίας, τών υπεριωδών κυμάτων, τών άκτίνων Ραΐντγκεν καί, τέλος, τών λεγομένων άκτί- νων γάμμα.
’Απειράριθμες ποιοτικές αλλαγές, πού προκαλοΰνται άπό ποσοτικές αλλαγές, παρατηρούμε καί στή χημεία. Σάν παράδειγμα μπορεΐ νά χρησιμεύσουν οί συνθετικές υλες (καουτσούκ, πλαστικές υλες, συνθετικές ίνες), πού παίζουν τεράστιο ρόλο στή βιομηχανία καί στή ζωή. Τά μόρια αυτών τών υλών, πού διακρίνονται γιά τό μεγάλο τους μέγεθος, σχηματίζονται μέ τήν Ινωση πολλών μικρών δμοιων μορίων τής ίδιας σύστασης. Αύτή ή συνένωση μικρών μορίων (μονομερών) σέ μεγάλα (πολυμερή) όδηγεΐ σέ ποιοτικές αλλαγές: τά πολυμερή διακρίνονται γιά πολλές σημαντικές Ιδιότητες πού δέν υπάρχουν στά μονομερή.
Οί ποσοτικές αλλαγές γίνονται λιγότερο ή περισσότερα βαθμιαία καί, συχνά, είναι δυσδιάκριτες. Στήν αρχή δέ μεταβάλλουν ουσιαστικά τόν ποιοτικό όρισμό τοΰ πράγματος, μέ τήν παραπέρα συσσώρευσή τους δμως δδηγοΰν σέ ριζική, ποιοτική μεταβολή τοΰ πράγματος. "Οπως λέμε, «η ποσότητα περνάει σέ ποιότητα».
Τό ατσάλι, π.χ., δταν θερμαίνεται διατηρεί τή στέρεή του κατάσταση. "Οταν δμως ή θερμοκρασία του φθάνει στό κρίσιμο σημείο, τό μέταλλο παύει νά είναι στερεό σώμα καί μεταβάλλεται σέ υγρό.
Τό διαλεκτικό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα, Ιχει έξαιρετικά μεγάλη σημασία γιά τήν έρμηνεία τής πορείας τής άνάπτυξης, γιατί έξηγεί τή γένεση τής νέας ποιότητας, πού χωρίς αύτήν δέν υπάρχει ανάπτυξη.
Στά πρώτα στάδια άνάπτυξης τής κοινωνίας π.χ., οΐ άνθρωποι είχαν καθεστώς φυσικής οικονομίας, δπου κάθε κοινότητα εφτιαχνε μόνη της δλα τά άναγκαία γιά τήν ΰπαρ-
9»
ξή της. ’Αργότερα, με τήν ανάπτυξη τής παραγωγής, έμφα- νίζεται ή ανταλλαγή τών έμπορευμάτων. 01 ανταλλαγές πληθαίνουν, αυξάνουν ποσοτικά, καί αύτό τελικά δδηγεΐ σέ έξαι- φετικά ουσιαστικές ποιοτικές άλλαγές στήν οικονομική ζωή τής κοινωνίας. Τή θέση τής φυσικής οίκονομίας τήν παίρνει ή έμπορευματική οίκονομία, δπου οί άνθρωποι παράγουν πράγματα δχι γιά δική τους κατανάλωση, αλλά γιά ανταλλαγή καί μέ τήν ανταλλαγή αποκτούν τά πράγματα πού τούς -χρειάζονται.
"Οταν, σάν άποτέλεσμα τών ποσοτικών αλλαγών, έμφα- νίζεται ή νέα ποιότητα, ή ποιότητα αύτή χαρακτηρίζεται κιόλας από νέο ποσοτικόν δρισμό. Αύτό είναι «τό πέρασμα τής ποιότητας σέ ποσότητα». Έτσι, ή χρησιμοποίηση μιας μηχανής μέ ποιοτικά νέα κατασκευή έξασφαλίζει μεγαλύτερη παραγωγικότητα τής έργασίας. Ή σοσιαλιστική λαϊκή οίκονομία, πού διαφέρει ποιοτικά από τήν καπιταλιστική, αναπτύσσεται μέ πιό γρήγορους ρυθμούς.
Τό πέρασμα τών ποσοτικών αλλαγών σέ ριζικές ποιοτικές άλλαγές καί τό άντίστροφο, είναι καθολικός δ ι α λ ε κ τ ι κ ό ς ν ό μ ο ς τ ή ς ά ν ά π τ υ ξ η ς . Αύτός δ νόμος έκδηλώνεται σέ δλα τά φαινόμενα τής φύσης, τής κοινωνίας καί τής νόησης, παντού δπου γίνεται άντικατάστα- βη τοΰ παλιοΰ μέ τό καινούριο.
Τ ί είνα ι τό άλμα .
Τό πέρασμα ένός πράγματος, σάν άποτέλεσμα τής συσσώρευσης ποσοτικών άλλαγών, άπό μιά ποιοτική κατάσταση e t άλλη, νέα κατάσταση, είναι Ενα ά λ μ α στήν άνάπτυξη. Τό άλμα είναι διακοπή τής συνέχειας τών ποσοτικών άλλαγών τοΰ πράγματος, άποτελεΐ πέρασμα σέ νέα ποιότητα, σημαίνει απότομη άνατροπή, ριζική άλλαγή στήν άνάπτυξη.
Ή έμφάνιση, π.χ., τοΰ άνθρώπου ήταν αλμα, άποφασι- στικός σταθμός στήν άνάπτυξη τοΰ όργανικοΰ κόσμου.
Τά άλματα, τά περάσματα άπό μιά ποιότητα σέ αλλη, γίνονται σχετικά γρήγορα. Ή βραδύτητα δμως τών ποσοτικών άλλαγών καί ή ταχύτητα τής ποιοτικής άνατροπής είναι σχετικές: τά αλματα πραγματοποιούνται γρήγορα, σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες περιόδους τής βαθμιαίας συσσώρευσης τών
94
ποσοτικών αλλαγών. Αύτή ή ταχύτητα μεταβάλλεται ανάλογα μέ τό χαρακτήρα τσΰ αντικειμένου καί μέ τίς συνθήκες, δπου συντελεϊται τό άλμα.
Γιά νά υποδηλώσουμε τίς ποσοτικές αλλαγές, τόσο στή <ρύση, δσο καί στήν κοινωνία, χρησιμοποιούμε τόν δρο έ ξ έ λ ι ξ η . Ό δρος έξέλιξη χρησιμοποιείται μερικές φορές δχι μόνο μέ τή σημασία τών βαθμιαίων ποσοτικών αλλαγών, αλλά καί μέ πιό πλατεία σημασία, γιά νά υποδηλωθεί ή ανάπτυξη γενικά, πού περιλαμβάνει καί τίς ποσοτικές καί τίς ποιοτικές αλλαγές. Συχνά λέμε δτι δ σύγχρονος δαρβινισμός είναι θεωρία γιά τήν έξέλιξη τοΰ δργανικοΰ κόσμου, Ιχοντας ύπόψη δτι αύτή ή έξέλιξη περιλαμβάνει καί τίς ποσοτικές καί τίς ποιοτικές αλλαγές. 01 μέ μορφή άλματος ποιοτικές αλλαγές στήν κοινωνική ζωή, υποδηλώνονται μέ τόν δρο έ π α ν ά σ τ α σ η . Μέ τόν δρο έπανάσταση στήν ανάπτυξη τής κοινωνίας Εννοούμε πρίν απ’ δλα τίς ποιοτικές αλλαγές στό κοινωνικό σύστημα. ’Επαναστάσεις δμως γίνονται καί στούς άλλους τομείς τής κοινωνικής ζωής, στήν τεχνική, στήν παραγωγή, στήν έπιστήμη, στόν πολιτισμό.
’Ανάμεσα στήν έξέλιξη καί στήν έπανάσταση υπάρχει έσωτερική αναγκαία σχέση. Ή έξελικτική ανάπτυξη τής κοινωνίας συντελεϊται νομοτελειακά μέ άλματικούς ποιοτικούς μετασχηματισμούς, μέ έπαναστάσεις. 01 έπαναστατικές αλλαγές τής ποιότητας έγκαινιάζουν μιά νέα περίοδο Εξελικτικών αλλαγών.
Ή διδασκαλία τής υλιστικής διαλεκτικής γιά τό πέρασμα τών ποσοτικών αλλαγών σέ ποιοτικές μάς έξοπλίζει στόν αγώνα κατά τών δεξιών καί τών «αριστερών» όππορτουνιστών. Μάς βοηθάει νά άποκαλύψουμε πόσο ασύστατος είναι ό ρεφορμισμός, πού άρνεΐται τήν αναγκαιότητα τής σοσιαλιστίτ κής Επανάστασης καί Ισχυρίζεται δτι δήθεν τό πέρασμα στό σοσιαλισμό μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί μόνο μέ μεταρρυθμίσεις, μέ βαθμιαία «δλοκλήρωση» τοΰ καπιταλισμοΰ σέ σοοια- λισμό. ’Από τήν αλλη πλευρά ή διαλεκτική άποδείχνει δτι θεωρητικά είναι Εντελώς ασύστατα τά κάθε λογής άριστερί- στικα ρεύματα, πού παραγνωρίζουν τή φυσική ανάπτυξη τών γεγονότων καί υποτιμούν τήν αξία τής καθημερινής δουλειάς
96
μέσα στίς μάζες, τήν προετοιμασία τους γιά τήν έπανάστα- ση, τή συσσώρευση τών έπαναστατικών δυνάμεων.
Κ α τά τής μ ετα φ υσ ικής Ιρμηνεία ς τής άνά π τυξης .
Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς δημιούργησαν τήν υλιστική διαλεκτική στόν αγώνα κατά τής μεταφυσικής άποψης γιά τή φύση, πού άρνεΐται τήν άνάπτυξη. ’Από τότε ή κατάσταση αλλαξε. Στό δεύτερο μισό τοϋ 19ου α’ιώνα ή ιδέα τής άνάπτυξης (ιδιαίτερα μέ τή διδασκαλία τοΰ Δαρβίνου) διαδόθηκε πλατειά. 'Ωστόσο, ή μεταφυσική άποψη δέν έξαφανί- στηκε. Παρουσιάστηκε μέ τή μορφή τής διαστρεβλωμένης, μονόπλευρης έρμηνείας τής Ιδιας τής άνάπτυξης. Ό άγώνας τής διαλεκτικής κατά τής μεταφυσικής διεξάγεται τώρα βασικά πάνω στό ζήτημα πώς πρέπει νά έννοοΰμε τήν ανάπτυξη καί δχι στό ζήτημα αν υπάρχει άνάπτυξη.
Μιά άπό τίς ποικιλίες τής μεταφυσικής έρμηνείας τής άνάπτυξης είναι ό ισχυρισμός δτι ή φύση άναπτύσσεται άπο- κλειστικά μέ μικρές, βαθμιαίες, άδιάκοπες ποσοτικές άλλα- γές, μέ έξελικτικό τρόπο, καί δέν άνέχεται τά άλματα, τίς απότομες ποιοτικές άλλαγές. «'Η φύση δέν κάνει άλματα», λένε οί δπαδοί αυτής τής άποψης, πού έπειδή δέ βλέπουν τίποτε αλλο στήν άνάπτυξη έκτός άπό τήν έξέλιξη, τούς άπο- καλοΰν όπαδούς τής «δμαλής έξέλιξης». θεμελιωτής τής θεωρίας τής «όμαλής έξέλιξης» ήταν ό δγγλος φιλόσοφος καί κοινωνιολόγος τοΰ δευτέρου μισοΰ τοΰ 19ου αιώνα Ε. Σπένσερ.
Ή άνάπτυξη, κατά τή γνώμη τοΰ Σπένσερ, γίνεται δμα- λά, χωρίς εστω καί έλάχιστη διακοπή στή συνέχεια της, άλλά μόνο μέ τήν ποσοτική πρόσθεση στοιχείων. Ο ί βαθμίδες τής έξελικτικής πορείας διακρίνονται μεταξύ τους δχι ποιοτικά, άλλά μόνο ποσοτικά.
Ή θεωρία τής «δμαλής έξέλιξης» τοΰ Ε. Σπένσερ είχε μεγάλη έπίδραση σέ πολλές θετικιστικές τάσεις στή φιλοσοφία καί στή φυσιογνωσία. Τήν άσπάστηκαν πολλοί αστοί καί άναθεωρητές θεωρητικοί καί τή χρησιμοποίησαν στόν άγώνα κατά τής μαρξιστικής υλιστικής διαλεκτικής, κατά τής διδασκαλίας τοΰ Μάρξ καί τοΰ Έ νγκελς γ ιά τήν προλεταριακή έπανάσταση.
96
’Επειδή δμως ή θεωρία τής «όμαλής έξέλιξης» ήταν καθαρά ασύστατη καί έρχόταν σέ άντίφαση μέ τά γεγονότα, έμφανίστηκε μιά αλλη έρμηνεία τής άνάπτυξης, αντίθετη έπι- φανειακά άπό τή Οε(ορία τής «όμαλής έξέλιξης», πού κι αύτή ωστόσο ήταν τό ίδιο μονόπλευρη καί μεταφυσική. Πρό- κίΐτα ι γιά τίς λεγάμενες θεωρίες τής «δημιουργικής έξέλιξης», πού εγιναν τής μόδας στόν 20ό αΐώνα.
’Ενώ οί οπαδοί τής θεωρίας τής «όμαλής έξέλιξης» εβλε- παν στήν άνάπτυξη μόνο ποσοτικές άλλαγές, οί οπαδοί τής «δημιουργικής έξέλιξης» βλέπουν σ’ αύτή μόνο ποιοτικές αλλαγές. Τονίζουν δτι ή άνάπτυξη εχει «δημιουργικό» χαρακτήρα, δτι συνίσταται στήν έμφάνιση νέων μορφών. Αύτές δμως τίς ποιοτικές άλλαγές δέν τίς τοποθετούν σέ νομοτελειακή σχέση μέ τίς προηγούμενες ποσοτικές αλλαγές. Δια- βεβαιώνουν δτι ή έμφάνιση τού νέου στή διαδικασία τής άνάπτυξης δέ μπορεϊ νά έξηγηθεΐ μέ τήν ένέργεια φυσικών αιτίων, δτι ή μοναδική δυνατή έρμηνεία είναι ή καταφυγή σέ μιά μυστηριακή «δημιουργική δύναμη» πνευματικού χαρακτήρα, πού κατευθύνει τήν άνάπτυξη καί γεννάει νέες μορφές. Έ τ σ ι ή νέα θεωρία τής «δημιουργικής έξέλιξης» καταλήγει στόν παλιό απαρχαιωμένο θεό, πράγμα πού δείχνει ολοφάνερα τόν άντεπιστημονικό της χαρακτήρα.
Σ τή μεταφυσική άποψη άντιπαρατίθεται ή πραγματικά έπιστημονική, διαλεκτική άποψη γιά τήν άνάπτυξη πού παραδέχεται, καί τίς βαθμιαίες ποσοτικές άλλαγές καί τίς μέ μορφή άλματος ποιοτικές άλλαγές.
3. Ό διχασμός σέ άντιθέσεις είναι ή βασική πηγή τής ά νάπτυξης.
Είδαμε δτι ή πορεία τής άνάπτυξης είναι πέρασμα της παλιάς ποιότητας σέ νέα ποιότητα, δταν οί ποσοτικές άλλαγές φθάνουν σέ δρισμένη βαθμίδα.
Τώρα γεννιέται τό έρώτημα: Ποιά είναι ή κινητήρια δύναμη, ή πηγή κάθε άνάπτυξης; Ή άπάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα είναι τό σπουδαιότερο καθήκον τής υλιστικής διαλεκτικής. Ή υλιστική διαλεκτική δίνει άπάντηση ξεκινών
97
τας άπό τόν άντιφατικό χαρακτήρα δλης τής πραγματικότητας.
Ά π ό τήν Ιστορία τής διαλεκτικής.
Ά π ό τούς άρχαίους χρόνους ο! άνθρωποι έστρεψαν τήν προσοχή του; οτό γεγονός δτι μέσα στήν άπειρη πολυμορφία τοΰ γύρω μας κόσμου διακρίνονται καθαρά καί παίζουν έξαι- ρετικά σπουδαίο ρόλο ο! άντίθετες Ιδιότητες, δυνάμεις καί τάσεις. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι οί άντίθετες άρχές δχι. μόνο συνυπάρχουν ή μιά πλάι στήν αλλη, άλλά καί άλληλοσυν- δέονται καί έμφανίζονται μέσα στό ίδιο άντικείμενο ή φαινόμενο, άποτελοΰν διαφορετικές πλευρές τοΰ ίδιου πράγματος ή τοΰ ίδιου φαινομένου.
Πολλοί φιλόσοφοι τής άρχαίας Κίνας, τής ’Ινδίας, τής 'Ελλάδας καί άλλων χωρών πίστευαν δτι γιά νά έξηγήσει κανείς τήν προέλευση καί τήν ύπαρξη τών πραγμάτων, άρ- κεί μόνο νά καταλάβει ποιες αντιθέσεις τά σχηματίζουν. ’Εκείνη τήν έποχή, σάν τέτοιες άντιθέσεις θεωρούσαν τό θερμό καί τό ψυχρό, τό ξηρό καί τό χιγρό, τό κενό καί τό πλήρες, τό Είναι καί τό μή Είναι κτλ.
’Από τήν άρχαιότητα άκόμα, διατυπώθηκε ή σκέψη δτι κινητήρια δύναμη τής άλλαγής τών πραγμάτων είναι ή σύγκρουση άντίθετων δυνάμεων. Έ τ σ ι ό άρχαίος ελληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος δίδασκε δτι «γινόμενα πάντα κατ’ εριν» (δλα γεννιούνται άπό τήν πάλη), δτι δ «πόλεμος» είναι ή πηγή («πατήρ») τών πάντων. Ο ί άρχαϊοι διαλεκτικοί εστρε- ψαν τήν προσοχή τους καί στό γεγονός δτι οί άντιθέσεις δέν είναι κάτι άποστεωμένο καί αμετάβλητο: είναι σχετικές, δια- κρίνονται ή μιά άπό τήν αλλη μόνο άπό όρισμένη άποψη καί, κάτω άπό όρισμένες συνθήκες, περνάνε ή μιά στήν αλλη. "Ολα αυτά ήταν ουσιαστικά μεγαλοφυείς εικασίες, μ’ δλο πού έκφράζονταν μερικές φορές μέ απλοϊκή μορφή.
Σ τή φεουδαρχική κοινωνία, δπου ή έκκλησία καταδίωκε κάθε άνεξάρτητη προσπάθεια μελέτης τής φύσης, ή Ιδέα γ ιά τήν ένότητα καί τήν πάλη τών άντιθέσεων είχε έγκατα- λειφθεί. Στήν περίοδο τής δημιουργίας τής καπιταλιστικής κοινωνίας τό ζήτημα τών άντιθέσεων εγινε καί πάλι άντικεί- μενο προσοχής. Διάφοροι έξοχοι στοχαστές δπως ό Ν . Κσυ-
ζάνος (15ος αΐ.) καί ό Τζορντάνο Μπροΰνο (10ος αί.), δίδασκαν δτι έκεΐ πού 6 κοινός νούς βλέπει μόνο ασυμβίβαστες αντιθέσεις (τοΰ απείρου καί τοΰ πεπερασμένου, τοΰ καμπύλου καί τοΰ εύθύγραμμου κτλ.), ό πιό βαθύς νοΰς βρίσκει τήν ένότητα ή «τή σύμπτωση τών αντιθέσεων».
Ή μηχανιστική φυσιογνωσία, πού κυριαρχοΰσε στό 17ο - 18ο αιώνα, δέν εύνοοΰσε τήν έπεξεργασία τής διαλεκτικής καί, ιδιαίτερα, τής διδασκαλίας γιά τίς αντιθέσεις. Καί τότε δμως οί διορατικοί στοχαστές, παρατηρώντας τά γεγονότα καί τίς σχέσεις τής προεπαναστατικής έποχής, πού ήταν γεμάτα από όξύτατες διαμάχες καί συγκρούσεις, διατύπωσαν τή βαθειά σκέψη γιά τή σημασία τών αντιθέσεων στήν κοινωνική ζωή καί στήν ιστορία (βλ., π.χ., «Ό ανιψιός τοΰ Ρα- μώ» τοΰ Ντιντερώ ή «γιά τήν προέλευση τής ανισότητας τών ανθρώπων» τοΰ Ρουσσώ).
Στή γερμανική φιλοσοφία, στό τέλος τοΰ 18ου καί στίς αρχές τοΰ 19ου αιώνα, ή ίδέα γιά τή σημασία τών αντιθέσεων συγκεντρώνει τήν προσοχή πολλών φιλοσόφων καί γίνεται μιά από τίς βασικές αρχές τής φιλοσοφίας τοΰ Χέγκελ. Ό Χέγκελ προσπάθησε νά παραστήσει τήν πορεία τής άνάπτυξης σάν κίνηση πού ξεκινάει άπό κάποια ένότητα καί μέ τήν αποκάλυψη τών αντιθέσεων καταλήγει σέ νέα ένότητα, σάν πέρασμα ένός πράγματος ή φαινομένου στό αντίθετό του. Ό Χέγκελ όνόμασε «αντίφαση» τό συνδυασμό τών αντιθέτων πλευρών στά φαινόμενα. ’Επειδή δμως ήταν ιδεαλιστής, τίς αντιθέσεις τής πραγματικότητας τίς εβλεπε σάν αντιθέσεις μέσα στή λογική άνάπτυξη τής απόλυτης ιδέας.
Οί θεμελιωτές τοΰ μαρξισμοΰ, έπεξεργαζόμενοι υλιστικά τή διαλεκτική τοΰ Χέγκελ, διατήρησαν τόν δρο «αντίφαση», αλλά τοΰ εδοσαν διαφορετικό, υλιστικό νόημα.
Ή δ ιαλεκτική ά ντίφ α σ η καί δ καθολικός της χαρα- κτι'ιρας.
Λέγοντας διαλεκτική άντίφαση ό μαρξισμός, έννοεΐ τήν ύπαρξη σ’ αύτό ή έκεΐνο τό φαινόμενο ή διαδικασία πλευρών άντίθετων, άλληλοαποκλειόμενων, πού προϋποθέτουν ταυτόχρονα ή μιά τήν άλλη καί μέσα στά πλαίσια τοΰ δοσμένου φαινομένου υπάρχουν μόνο μέ τήν αμοιβαία τους σχέση.
Γιά τούς αρχαίους διαλεκτικούς ή διδασκαλία γ ιά τίς άν- τιΟέσεις καί τή «σύμπτωσή τους» ήταν μόνο μιά εικασία πού εγινε μέ βάση τήν άμεση παρατήρηση τής πραγματικότητας καί τούς συλλογισμούς γ ι’ αύτή. Γ ιά τή μαρξιστική διαλεκτική αύτή ή διδασκαλία είναι συμπέρασμα άπό τά δεδομένα πού συσώρευσε ή έπιστήμη, αφού έρεύνησε δλους τούς τομείς τής πραγματικότητας.
Πραγματικά, κατά τή μελέτη όποιωνδήποτκ φαινομένων τής φύσης, τών κοινωνικών σχέσεων ή τής πνευματικής ζωής τών ανθρώπων αποκαλύπτονται αντιφάσεις, δηλ. συγκρούσεις αντίθετων πλευρών ή τάσεων.
Βέβαια, δταν έξετάζουμε κάποιο πράγμα σέ ήρεμία, σέ στατική κατάσταση, βλέπουμε σ’ αύτό μόνο διάφορες Ιδιότητες καί γνωρίσματα καί μπορούμε νά μήν παρατηρήσουμε καμιά «πάλη» αντιθέσεων, κατά συνέπεια καμιά αντίφαση. "Οταν δμως προσπαθούμε νά παρακολουθήσουμε τήν κίνηση, τήν αλλαγή, τήν άνάπτυξη τοΰ πράγματος, τότε αμέσως ανακαλύπτουμε τήν ΰπαρξη αντίθετων πλευρών καί φαινομένων σ’ αύτό.
Εξετάζοντας, π.χ., μέ τό μικροσκόπιο ενα τεμάχιο ζωικού ή φυτικού Ιστού, βλέπουμε μόνο τή δομή τών κυττάρων, δηλ. τή μεμβράνη, τόν πυρήνα, τό πρωτόπλασμα κτλ. νΑν παρατηρήσουμε δμως τό ζ ω ν τ α ν ό κύτταρο, θά δούμε τίς συντελούμενες σ’ αύτό άντίθετες λειτουργίες τής αφομοίωσης καί τής άνομοίωσης, τής αύξησης καί τής έξαφάνισης τών στοιχείων πού τό άποτελοΰν.
01 έκπρόσωποι δλων τών έπιστημών συναντούν αντιθέσεις καί αντιφάσεις. Σ τά μαθηματικά συναντούν τίς άντίθετες πράξεις τής πρόσθεσης καί τής αφαίρεσης, τό διαφορικό καί τόν όλοκληρωτικό λογισμό, στή μηχανική τή δράση καί τήν άντίδραση, τήν Ελξη καί τήν άπωση, στή φυσική τά θετικά καί τά αρνητικά ήλεκτρικά φορτία, στή χημεία τήν ένωση καί τόν άποχωρισμό τών άτόμων, στή φυσιολογία τού νευρικού συστήματος τή διέγερση καί τήν άναστολή στό φλοιό τοΰ κυρίως έγκεφάλου, στίς κοινωνικές έπιστήμες τήν πάλη τών τάξεων καί πολλές άλλες άντιθέσεις, κατά συνέπεια καί άντιφάσεις.
Ή άνθρώπινη νόηση καί γνώση υποτάσσονται καί αύτές στήν άρχή τής διαλεκτικής άντίφασης. Σ τή διαδικασία τής
100
γνώσης, π.χ., βλέπουμε μόνιμες συγκρούσεις αντίθετων απόψεων, αντιφάσεις ανάμεσα στίς παλιές θεωρίες καί στά νέα γεγονότα κτλ.
Ή ά νά π χνξη αάν πάλι] τώ ν άντιϋέοεω ν.
Ή έννοια τής αντίφασης άποκτάει αποφασιστική σημασία έκεΐ πού συντελεϊται τό φαινόμενο τής α ν ά π τ υ ξ η ς . Σ τή φύση, στήν κοινωνική ζωή καί στή νόηση τών ανθρώπων, ή ανάπτυξη γίνεται ετσι ώστε στό αντικείμενο έκ- δηλώνονται άντίθετες, άλληλοαποκλειόμενες πλευρές ή τάσεις. Αυτές οί άντίθετες πλευρές αρχίζουν «πάλη» πού δδη- γε ϊ στήν έκμηδένιση τών παλιών καί στήν έμφάνιση νέων μορφών. Αυτός είναι ό νόμος τής άνάπτυξης. « Ή άνάπτυξη είναι "πάλη” τών άντιθέσεων»*, εγραφε δ Λένιν.
Φυσικά, αυτή ή θέση δέν πρέπει νά έξηγεΐται μέ απλοϊκό τρόπο. Σάν π ά λ η μέ τό άμεσο, κυριολεκτικό νόημα αυτού τού δρου, ή πάλη τών άντιθέσεων διεξάγεται βασικά στήν άνθρώπινη κοινωνία. "Οταν άναφερόμαστε στόν όργανικό κόσμο, δέ μπορούμε πάντα νά μιλάμε γιά πάλη μέ τήν άμεση έννοια τής λέξης. "Οταν μιλάμε γιά τήν άνόργανη φύση, αυτό τόν δρο πρέπει νά τόν έννοούμε άκόμα λιγότερο κυριολεκτικά. Γ ι’ αύτό, δρίζοντας τήν άνάπτυξη σάν «πάλη» τών άντιθέσεων, δ Λένιν, βάζει αύτή τή λέξη σέ εισαγωγικά. Αύτή ή συγκεκριμενοποίηση είναι άναγκαία γ ιά νά κατανοήσουμε σωστά τήν πάλη τών άντιθέσεων.
Ό διχασμός τοΰ ένιαίου σέ άντιθέσεις καί ή αμοιβαία άλ- ληλεπίδρασή τους, ή «πάλη», είναι ό καθολικός καί δ πιό θεμελιακός νόμος της διαλεκτικής. 'Ό π ω ς τονίζει δ Λένιν, δ διχασμός τοΰ ένιαίου καί ή γνώση τών άντιφατικών του μερών, είναι μιά άπό τίς βασικές Ιδιομορφίες ή γνωρίσματα τής διαλεκτικής, καί κάτι περισσότερο, είναι «ή ο υ σ ί α . . . τής διαλεκτικής».**
Κάθε άνάπτυξη, δπως ή έξέλιξη τών άστρων, ή άνάπτυξη τοΰ φυτού, ή ζωή τοΰ άνθρώπου ή ή Ιστορία τής κοινω
* Β. I. Λένιν «Άπαντα», τίμ . 38, otX. 368.« Β. I. Λένιν «Άπαντα», -οόμ. 38, οελ. 39Τ.
101
νίας, είναι αντιφατική από τήν Ιδια τήν ουσία της. Π ραγματικά, ή ανάπτυξη, στήν πιό γενική της μορφή, συνίσταται στό δτι τό πράγμα σέ κάθε δοσμένη στιγμή είναι καί ταυτόχρονα δέν είναι ταυτόσημο μέ τόν έαυτό του. Διατηρεί τόν όρισμό καί τή σταθερότητά του, δμως ταυτόχρονα αλλάζει, γίνεται αλλο.
« . . . Ή ά ν τ ί φ α σ η , συνίσταται — εγραφε δ 'Έ νγκελς — στό γεγονός δτι τό πράγμα μένει τό ίδιο καί ταυτόχρονα άλλάζει αδιάκοπα, στό δτι περικλείει μέσα του τήν άντίθεση άνάμεσα στή «σταθερότητα» καί στήν «άλλαγή»*. Τό πράγμα πού άναπτύσσεται περιέχει τό οπέρμα κάποιου άλλου πράγματος, περιέχει τή δική του άντίθεση, κάποια «άρ- νούμενη» άρχή, πού δέν τό άφήνει νά μείνει άκίνητο καί άμε- τάβλητο. Σ ’ αύτό τό πράγμα περιλαμβάνεται μιά άντικειμε- νική άντίφαση, μέσα του ένεργοΰν άντίθετες τάσεις, γίνεται άμοιβαία έπενέργεια ή «πάλη» άντίθετων δυνάμεων ή πλευρών, πού τελικά καταλήγει στήν αρση τής δοσμένης αντίφασης, σέ ριζική, ποιοτική άλλαγή τοϋ πράγματος.
Γ ιά πολλές χιλιετηρίδες τά όργανικά είδη πού υπήρχαν, π.χ., στή λεγόμενη τριτογενή περίοδο τής γεωλογικής ιστορίας τής Γής, εμεναν άμετάβλητα, διατηρούσαν τή σταθερότητα τών μορφών τους. Αύτή δμως ή σταθερότητα ήταν σχετική. Σ τήν πορεία τής άλληλεπίδρασης μέ τό μεταβαλλόμενο περιβάλλον, στούς όργανισμούς αύτούς συσωρεύονταν μεταβολές πού σταθεροποιούνταν μέ τήν κληρονομικότητα καί τελικά, δδήγησαν στήν έμφάνιση έντελώς νέων ειδών (ρυτών καί ζώων. Ή άδιάκοπη άλληλεπίδραση ή «πάλη» τών άντίθετων τάσεων τής κληρονομικότητας καί τής μεταβλητότητας πού ενεργούν μέσα σέ κάθε είδος είναι ή έσωτερική βάση της άνάπτυξης τοϋ όργανικοΰ κόσμου.
Βγαίνει λοιπόν τό συμπέρασμα δτι ή σταθερότητα ένός πράγματος, πού προϋποθέτει όρισμένη ισορροπία ή ίση ενέργεια τών άντιθέσεων, μπορεΐ νά είναι μόνο προσωρινή καί σχετική. ΑΙώνια καί άπόλυτη είναι μόνο ή κίνηση τής ΰλης, πού άρνεΐται άσταμάτητα τίς παλιές μορφές καί γεννάει νέες. Διατυπώνοντας αύτή τή σπουδαιότατη θέση τής δια
* Φ. 'ΕΝγχίλς «Άντ; - Ντύρ'.νγτι», 1Θ57, οελ. 307.
102
λεκτικής 6 Λένιν έγραφε: «Ή ένότητα .. . τών αντιθέσεων είναι συμβατική, προσωρινή, μεταβατική, σχετική. Ή πάλη τών αντιθέσεων, πού αποκλείει ή μιά τήν αλλη, είναι απόλυτη, δπως απόλυτη είναι καί ή άνάπτυξη, ή κίνηση»*.
Ή διαλεκτική αντίληψη γιά τήν άνάπτυξη σάν ένότητα καί πάλη τών αντιθέσεων είναι αντίθετη μέ τή μεταφυσική έρμηνεία. "Οπως τόνισε δ Λένιν, μιά από τίς βασικές αδυναμίες τής μεταφυσικής αντίληψης γιά τήν άνάπτυξη είναι τό δτι δέν εβλεπε τήν έσωτερική κινητήρια δύναμη τής άνάπτυξης τής ΰλης, παραγνώριζε τήν α ύ τ ο κ ί ν η σ ή της καί μετέφερε τήν πηγή τής άνάπτυξης εξω άπό αυτήν. Μιά τέτοια δύναμη, πού βάζει τήν ΰλη σέ κίνηση, άλλά πού βρίσκεται εξω άπό τήν ΰλη, είναι σέ τελευταία άνάλυση ό θεός. Έ τ σ ι, ή μεταφυσική άντίληψη δχι μόνο εδινε μονόπλευρη, κατά συνέπεια διαστρεβλωμένη έρμηνεία τής άνάπτυξης, άλλά καί δδηγοΰσε σέ φιντεϊστικά συμπεράσματα, δηλ. στήν παραδοχή μιας θεϊκής άρχής καί κατά συνέπεια στήν προδοσία τής έπιστήμης.
Ή διαλεκτική άντίληψη γιά τήν άνάπτυξη διακρίνεται γιά τό βάθος καί γιά τήν περιεκτικότητά της. « . . . Μόνο αύτή μάς δίνει τό κλειδί γιά τά «αλματα», γ ιά τή «διακοπή τής συνέχειας», γ ιά τή «μετατροπή στό άντίθετο», γ ιά τήν έκμη- δένιση τοΰ παλιοΰ καί τή γέννηση τοΰ νέου». Σύμφωνα μ’ αύτή τήν άντίληψη, εγραφε δ Λένιν, «η προσοχή στρέφεται βασικά άκριβώς στή γνώση τής π η γ ή ς τ ή ς " α υ τ ό ” κ ί ν η σ η ς » . * * Ή διαλεκτική άντίληψη γιά τήν άνάπτυξη, θεωρώντας σάν κλειδί γιά τήν έρμηνεία τής αύ- τοκίνησης καί τής άνάπτυξης τήν έσωτερική άντιφατικότητα όλων τών πραγμάτων καί τών φαινομένων, δέν εχει άνάγκη άπό καμιά υπερφυσική πηγή κίνησης καί άπορρίπτει τήν έπέμβαση «υπερβατικών» δυνάμεων στή ζωή τής φύσης, δηλ. διατηρεί τήν πίστη στήν έπιστήμη.
Ή άντίφαοτ) ε ίνα ι τιάντα σνγχεχρ ιμένη .
Φυσικά, ό χαρακτηρισμός πού δόσαμε παραπάνω καί πού
* Β. I. Λένιν «Άπαντα», τόμ. 38, αελ. 368.** Β. I. Λένιν ^Ά παντα·, τόα. 38, οελ. 3ό8.
103
σύμφωνα μ’ αύτόν ή πορεία τής ανάπτυξης άποτελεί πάλη αντιθέσεων, είναι έξαιρετικά γενικός: έφαρμοζεται σέ δ- ποιοδήποτε φαινόμενο τής άνάπτυξης καί γ ι’ αύτό, μόνον αυτός, δέν αρκεί γιά τήν έρμηνεία κανενός άπ’ αυτά τά φαινόμενα. Γιατί άντιΟέσεις «γενικά» δέν υπάρχουν, άλλά πάντα υπάρχουν σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ε ς , ό ρ ι σ μ έ ν ε ς ά ν τ ι Ο έ σ ε ι ς .
Κάθε πράγμα ή φαινόμενο περιέχει μέσα του άπειρά- ριθμες πλευρές πού έπιδρούν ή μιά στήν αλλη. Έκτός άπό αύτό, κάθε φαινόμενο συνδέεται μέ τά γύρω του πράγματα καί φαινόμενα. Γ ι’ αύτό, σέ δλα τά φαινόμενα μπορούμε νά άνακαλι'τψουμε διάφορες έξωτερικές καί έσωτερικές άντιΟέ- σεις. Γιά νά καταλάβουμε τήν άνάπτυξη αυτού ή έκείνου τοΰ φαινομένου, πρέπει νά έξετάσουμε ποιά άντίθεση είναι ή βασική, ή καθοριστική στό δοσμένο φαινόμενο, ποιές συγκεκριμένες άντιΟέσεις άλληλεπιδροΰν σ’ αύτό, ποιά μορφή παίρνει ή «πάλη» τους καί ποιό ρόλο παίζει σ’ αύτό ή μιά ή ή αλλη πλευρά τής άντίφασης.
01 άντιφάσεις πού ένυπάρχουν σ’ αύτό ή έκεΐνο τό φαινόμενο δέν είναι κάτι άμετάβλητο, μιά γ ιά πάντα δοσμένο. "Οπως όλα στόν κόσμο, ετσι καί οΐ άντιφάσεις Εμφανίζονται, άναπτύσσονται καί τελικά αίρονται, προκαλώντας τό πέρασμα άπό τήν παλιά ποιοτική κατάσταση σέ μιά νέα κατάσταση.
Σ έ δλες τίς περιπτώσεις κατά τή μελέτη τής πορείας τής άνάπτυξης είναι απαραίτητη . ή συγκεκριμένη άνάλυση τών μορφών πού παίρνουν στήν πάλη τους οί άντιΟέσεις καί τών βαθμιδών άπό οπου περνάει ή άναπτυσσόμενη άντίφαση.
Σέ. δσο άνώτερο έπίπεδο άνεβαίνει ή άναπτυσσόμενη ύλη — άπό τή μή ζωντανή φύση στόν Οργανικό κόσμο καί στήν άνθρώπινη κοινωνία — τόσο πιό σύνθετη καί πολυποίκιλη γίνεται ή πορεία τής άνάπτυξης. Έκτός άπό αύτό, δσο πιό μεγάλη σημασία άποκτάει στήν πορεία τής άνάπτυξης ή πάλη ορισμένων άντιΟέσεων, δπως είναι τό παλιό καί τό νέο, τόσο πιό έντονη γίνεται ή έμφάνιση καί ή άντιπαράθεση τής «έπαναστατικής» καί τής «συντηρητικής» πλευράς στά αναπτυσσόμενα φαινόμενα. Ο ί άντιφάσεις, βέβαια, δέν έξαν- τλοϋνται με τήν πάλη τοΰ νέου καί τοϋ παλιοΰ, σέ τελευταία δμως άνάλυση, άκριβώς αύτή ή πάλη, πού στήν πορεία της
104
τό νέο κατανικάει τήν αντίσταση τοΰ παλιού καί έπιδάλλεται στή ζωή, ένώ τό παλιό, τό ξεπερασμένο, εκμηδενίζεται, καθορίζει τό χαρακτήρα τής άνάπτυξης.
Ή διαλεκτική διδασκαλία γιά τήν άνάπτυξη, στρέφει τήν προσοχή τοΰ έρευνητή στή συγκεκριμένη ανάλυση τών αντίθετων τάσεων πού αποκαλύπτονται σέ κάθε φαινόμενο καί απαιτεί τήν ένεργό υποστήριξη τού νέου, τοΰ άνερχόμενου, τοϋ προοδευτικού.
’Ανταγωνιστικές καί μ;,' Ανταγωνιστικές άντι&έαεις.
Στόν τομέα τής κοινωνικής ζωής εχει σημασία νά διακρίνουμε τίς ανταγωνιστικές από τίς μή ανταγωνιστικές αντιθέσεις.
’Ανταγωνιστικές όνομάζονται οί αντιθέσεις ανάμεσα στίς κοινωνικές δμάδες ή τάξεις, πού τά ζωτικά τους συμφέροντα συγκρούονται ασυμβίβαστα. Τέτοιες είναι οί αντιθέσεις ανάμεσα στούς καταπιεστές καί στούς καταπιεζόμενους, στούς έκμεταλλευτές καί στούς έκμεταλλευόμενους. Στήν έποχή μας, ανταγωνιστικές είναι πρίν απ’ δλα οί αντιθέσεις ανάμεσα στήν έργατική τάξη καί στούς καπιταλιστές. Αυτές οί αντιθέσεις μπορούν νά έξαφανιστοΰν μόνο δταν ή τάξη τών καπιταλιστών μέ ειρηνικό ή μέ μή εΙρηνικό τρόπο χάσει τήν πολιτική έξουσία καί τά μέσα παραγωγής, καί ετσι δέν έχει πιά τή δυνατότητα νά έκμεταλλεύεται τούς έργαζόμενους. Αύτό μπο- ρεϊ νά γίνει μόνο μέ τή σοσιαλιστική έπανάσταση.
Στήν πολιτική καί στήν πρακτική δράση ?χει μεγάλη σημασία νά λαμβάνουμε ΰπόψη τόν ανταγωνιστικό χαρακτήρα τών βασικών ταξικών αντιθέσεων στήν έκμεταλλευτική κοινωνία. Ή άρνηση αύτοΰ τοΰ ανταγωνιστικού χαρακτήρα, δδη- γεϊ αναπόφευκτα σέ ρεφορμιστικά λάθη. Ο ί δππορτουνιστές καί οί αναθεωρητές, π.χ., δέν αναγνωρίζουν τόν ανταγωνιστικό χαρακτήρα τών άντιθέσεων άνάμεσα στήν άστική καί στήν έργατική τάξη καί, στηριζόμενοι σ’ αύτό. κηρύσσουν τή συμφιλίωση τών τάξεων. Αύτή δμως ή πολιτική είναι βα- θειά λαθεμένη καί βλαβερή. Ό δηγεΙ στήν έξασθένιση τών θέσεων τής έργατικής τάξης καί υπονομεύει τόν αγώνα τών έρ- γαζομένων γιά τήν απελευθέρωσή τους.
Ο ί ανταγωνιστικές άντιθέσεις είναι ιστορικό φαινόμενο,
105
γεννιούνται άπό τήν κοινωνία τής έκμετάλλευσης καί υπάρχουν δσο υπάρχει αυτή ή κοινωνία.
"Οταν μπει τέλος στήν έκμετάλλευση άνθρώπου άπό άνθρωπο, έξαφανίζονται βαθμιαία καί οί άνταγωνιστικές άντι- θέσεις. Αύτό δμως δέ σημαίνει δτι στό σοσιαλισμό δέν υπάρχουν κανενός είδους άντιθέσεις. « Ό άνταγωνισμός καί ή άν- τίθεση δέν είναι καθόλου τό Ιδιο πράγμα — εγραφε ό Λένιν.— Τό πρώτο θά έξαφανισθεϊ, τό δεύτερο θά μείνει καί στό σοσιαλισμό»*.
Ο ί μή άνταγωνιστικές άντιθέσεις θά παραμείνουν καί μετά τήν έξαφάνιση τών υπολειμμάτων τών ταξικών διακρίσεων. “Αλλωστε, στήν κοινωνία οί άντιθέσεις δέν έμφανίζον- ται μόνο άνάμεσα στίς τάξεις, άλλά καί άνάμεσα στίς διάφορες πλευρές τής κοινωνικής ζωής, π.χ., άνάμεσα στήν παραγω γή καί στήν κατανάλωση, άνάμεσα στούς διάφορους κλάδους τής οικονομίας, άνάμεσα στίς άνάγκες άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων καί στίς ΰπάρχουσες μορφές διεύθυνσης τής οικονομίας κτλ. Ν ά γ ιατί τίς διαλεκτικές άντιθέ- σεις πού έμφανίζονται στή ζωή δέν πρέπει νά τίς βλέπουμε σάν κάτι άνώμαλο.
Βέβαια οί άντιθέσεις φέρνουν συχνά ανησυχίες καί δυσκολίες στή ζωή, στήν έργασία καί στόν άγώνα. Γ ιά τό ξεπέρασμά τους χρειάζεται νά διαθέσουμε πολλή ένεργητικότητα. Χωρίς άντιθέσεις δμως, χωρίς άγώνα γιά τή λύση τους, δέν υπάρχει κίνηση πρός τά μπρός.
Βασική θέση άνάμεσα στίς κοινωνικές άντιθέσεις καταλαμβάνουν οί άντιθέσεις άνάμεσα στίς δυνάμεις πού άγωνί- ζονται γ ιά τό νέο, καί στίς δυνάμεις πού υπερασπίζουν τύ παλιό. Είναι φανερό δτι χωρίς τή γέννηση τοΰ νέου καί τήν έπιβολή του στή ζωή, χωρίς τήν πάλη γιά τό νέο, δέ μπορεϊ νά υπάρξει άνάπτυξη. Ή γέννηση δρισμένων φαινομένων καί τό γέρασμα άλλων, οί άντιθέσεις καί οί συγκρούσεις μεταξύ τους, ή νίκη τοΰ νέου πάνω στό παλιό, αύτά είναι τά άντι- κειμενικά, νομοτελειακά γνωρίσματα τής κοινωνικής άνάπτυξης.
Στόν άγώνα γιά τό ξεπέρασμα τών άντιθέσεο,ιν οί ανθρω
* *Λενινισ;ική αυλλογή XI», Μόσχα - Λένινγχραντ, 1931, σελ.367.
106
ποι συντρίβουν τήν παλιά τάξη πραγμάτων καί τίς παλιές σχέσεις, ξεπερνούν τήν αποστέωση καί τή ρουτίνα, θέτουν νέα, πιό σύνθετα καθήκοντα καί φθάνουν σέ πιό τέλειες μορφές κοινωνικής ζωής.
Ποιές δμως είναι οί συγκεκριμένες αντιθέσεις πού συναντάμε στό σοσιαλισμό; «Είναι βασικά — τονίζει δ Ν. Σ . Χρουστσώφ — οί αντιθέσεις καί οί δυσκολίες τής ανάπτυξης, πού συνδέονται μέ τή γρήγορη άνοδο τής σοσιαλιστικής οικονομίας, μέ τήν αύξηση τών υλικών καί πολιτιστικών άναγ- κών τοϋ λαοΰ, οί άντιθέσεις ανάμεσα στό νέο καί στό παλιό, ανάμεσα στό πρωτοπόρο καί στό καθυστερημένο»*.
Ο ί αντιθέσεις τής σοσιαλιστικής κοινωνίας ξεπερνιοϋνται από τούς έργαζόμενους, κάτω άπό τήν καθοδήγηση τοΰ μαρξιστικού - λενινιστικοΰ κόμματος, μέ τή γρήγορη καί αδιάκοπη άνάπτυξη τής υλικής καί τεχνικής βάσης, μέ τήν παραπέρα άνάπτυξη τοΰ οίκονομικοΰ συστήματος, μέ τήν τελειοποίηση τών κρατικών μορφών, μέ τήν άνοδο τής σοσιαλιστικής συνείδησης τών Ιργαζομένων. Τό ξεπέρασμά τους δδη- γε ΐ στήν παραπέρα έδραίωση τοΰ σοσιαλιστικού συστήματος καί κινεί τήν κοινωνία πρός τόν κομμουνισμό.
Γ ιά τ ίς διαστρεβλώ σεις τής δ ιαλεκτικής άπό τους ϊδεολόγους τής άστικής τάξης.
Ο ί πολυάριθμοι αντίπαλοι τοΰ μαρξισμού, στήν προσπά- θειά τους νά ανατρέψουν τήν υλιστική διαλεκτική, έπιτίθεν- ται πρώτα απ’ δλα κατά τής διαλεκτικής διδασκαλίας γιά τίς αντιθέσεις. Τ ίς περισσότερες φορές Ισχυρίζονται δτι οί άντι- θέσεις είναι πάντα άποτέλεσμα λογικής άσυνέπειας τής νόησης, ένώ στήν πραγματικότητα δέ μπορεΐ δήθεν νά υπάρχει καμιά άντίθεση.
Αύτή ή «κριτική» τοΰ διαλεκτικού νόμου γ ιά τήν ένότητα καί τήν πάλη τών αντιθέσεων είναι έντελώς ασύστατη. Μι
* Ν. 2. XfûUGZâilxp ·Τ ά σαράντα χρόνια τής μεγάλης ’Οκτωβριανής σοοιαλ'.5ΐ·.κ?,ς έπανάσταοης. Εισήγηση στήν έπίσημη σύνοδο τού Άνωτάτου Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ, 6 Νοεμβρίου 1967», Κρατιχές πολιτικές «οίόσ£:ς, Μάϊχα, 1969, σελ. 3 3 -3 4 .
107
λώντας γιά «αντιθέσεις», ή υλιστική διαλεκτική εχει ύπόψη της άκριβώς τίς πραγματικές αντιθέσεις, πού υπάρχουν στήν Ιδια τήν αντικειμενική πραγματικότητα. Φυσικά πρέπει νά ξεχωρίζουμε αυτές τίς αντιθέσεις από τίς αντιθέσεις πού προκαλοϋνται από ασυνέπεια τής νόησης καί από σύγχυση έννοιών.
Τίς αντιθέσεις πού είναι αποτέλεσμα μή σωστής νόησης δέν πρέπει νά τίς συγχέουμε μέ τίς αντικειμενικές αντιθέσεις, πού υπάρχουν στά ίδια τά αντικειμενικά πράγματα. Μ’ δλο πού ή λέξη «αντίθεση» καί στίς δυό περιπτώσεις είναι ή ίδια, σημαίνει διαφορετικά πράγματα.
Οί έχθροί τοΰ μαρξισμού καταφεύγουν καί σέ μιάν αλλη μέθοδο πάλης κατά τής υλιστικής διαλεκτικής.
Μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο διαδόθηκε σέ πολλές καπιταλιστικές χώρες, καί ώς σήμερα δέν εχει χάσει τήν έπιρροή του, ενα από τά πιό αντιδραστικά ρεύματα τής ΐδεα- λιστικής φιλοσοφίας, ό ν ε ο χ ε γ κ ε λ ι α ν ι σ μ ό ς . ΟΙ έκπρόσωποί του διαστρέβλωσαν τήν ίδεαλιστική διαλεκτική τοϋ Χέγκελ, πέταξαν δ,τι πραγματικά πολύτιμο είχε καί προσπάθησαν νά τή χρησιμοποιήσουν στόν αγώνα τους κατά τής μαρξιστικής φιλοσοφίας, γιά νά στηρίξουν μέ σοφίσματα τίς άντεπιστημονικές καί πολιτικά αντιδραστικές τους ιδέες.
Μερικοί νεοχεγκελιανοί, Ιδιαίτερα, αρχισαν νά Ισχυρίζονται δτι στή ζωή, από τήν Ιδια τήν ουσία της, ένυπάρχουν αξεπέραστοι ανταγωνισμοί καί τραγικές συγκρούσεις, δτι έξαιτίας τής «τραγικής διαλεκτικής» τής ανθρώπινης ζωής οί άνθρωποι ποτέ δέ Οά μπορέσουν δήθεν νά ξεπεράσουν τίς αΐίόνιες αντιθέσεις πού κατασπαράζουν τήν κοινωνία, ποτέ δέ θά μπορέσουν νά χτίσουν τή ζωή τους πάνω σέ λογικές καί δίκαιες αρχές.
Αυτοί οί φιλόσοφοι δηλώνουν δτι ή προσπάθεια τών έρ- γατών ν’ αντικαταστήσουν τό καπιταλιστικό σύστημα καί τίς αντιθέσεις του μέ τό σοσιαλιστικό σύστημα είναι δήθεν ξνας ουτοπικός «φιναλισμός», μιά απόπειρα νά μπεϊ τέρμα στή διαλεκτική άνάπτυξη τής κοινωνίας.
Ερμηνεύοντας ετσι τίς αντιθέσεις, αυτοί οί αστοί φιλό- οοφοι προσπαθούν νά διαιωνίσουν τόν καπιταλισμό καί ταυτόχρονα νά δυσφημήσουν τόν αγώνα τής έργατικής τάξης γιά τόν κομμουνισμό.
108
Στήν πραγματικότητα, όποιαδήποτε συγκεκριμένη μορ- μή αντιθέσεων, καθώς καί οί κοινωνικές αντιθέσεις, λύνεται τελικά. Οί νίκες τοΰ σοσιαλισμού στήν Ε Σ Σ Λ καί στίς άλλες χώρες αποδείχνουν πειστικά δτι οί αντιθέσεις πού ένυπάρ- χουν στόν καπιταλισμό δέν είναι αΙωνιες, δπως δέν είναι αΐώ- νιος καί ό ίδιος ό καπιταλισμός, καί δτι αύτές οί αντιθέσεις μπορούν νά ξεπεραστοΰν.
4. Ή διαλεκτική άνάπτυξη άπ ό τό κατώτερο σ τό άνώτερο.
Ό υλικός κόσμος υπάρχει αιώνια. Αύτή δμως ή αιώνια ζωή τής υλης άποτελεΐται άπό αδιάκοπη μεταβολή τών διάφορων μορφών της. Οί μορφές αύτές έμφανίζονται, υπάρχουν καί έξαφανίζονται, αντικαθίστανται μέ άλλες μορφές.
"Αστρα δημιουργοΰνται καί έξαφανίζονται στίς άπειρες έκτάσεις τοΰ σύμπαντος, οί γεωλογικές έποχές τής ιστορίας τής Γής αντικαθιστούν ή μιά τήν αλλη, έμφανίζονται καί έξαφανίζονται τά είδη τών φυτών καί τών ζώων στήν ατέλειωτη έναλλαγή τών γενεών πού γεννιούνται καί πεθαίνουν. Οΰτε καί οί μορφές τής κοινωνικής ζωής είναι αΙώνιες. Κι αύτές έμφανίζονται, αναπτύσσονται, έδραιώνονται, καί υστέρα γερνούν καί αντικαθίστανται από άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Έ τσι σήμερα βλέπουμε τήν αντικατάσταση τού καπιταλισμού άπό τό σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα.
Μέ τήν αδιάκοπη γέννηση όλοένα νέων μορφών καί μέ τήν ασταμάτητη αντικατάσταση τών γερασμένων μορφών μέ νέες, έκδηλώνεται ή αιώνια κίνηση καί άνάπτυξη τής ΰλης.
Ή διαλεκτική άρνηση.
Ό Χέγκελ, κατά τήν έπεξεργασία τής ΐδεαλιστικής διαλεκτικής του, είσήγαγε τόν δρο «άρνηση». Ό Χέγκελ Ισχυριζόταν δτι κατά τή λογική άνάπτυξη τής απόλυτης Ιδέας, ή μιά κατηγορία «άρνεϊται» τήν ΰλλη, διατηρώντας ώστόσο δ,τι πολύτιμο περιέχεται σ’ αυτήν. Στή μαρξιστική διαλεκτική μέ τόν δρο άρνηση έννοοΰμε τή νομοτελειακή αντικατάσταση τής παλιάς ποιότητας άπό μιά νέα, πού γεννιέται άπό τήν
10»
παλιά στήν πορεία τής άνάπτυξης. Συχνά αύτή ή αντικατάσταση τής παλιάς ποιότητας μέ νέα στήν πορεία τής άνάπτυξης εχει χαρακτήρα περάσματος ένός πράγματος στό άν- τίθετό του.
Ό Μάρξ εγραφε δτι «σέ κανένα τομέα δέ μπορεΐ νά συν- τελεσθεΐ άνάπτυξη πού νά μήν άρνιέται τίς προηγούμενές της μορφές ύπαρξης»*. Ή άρνηση τής παλιάς ποιότητας άπό τή νέα στήν πορεία τής άνάπτυξης είναι φυσικό άποτέλεσμα τής ένέργειας τοϋ νόμου τής ένότητας καί τής πάλης τών άντιθέσεων. Σέ κάθε άντικείμενο, φαινόμενο ή λειτουργία, διεξάγεται πάλη πλευρών καί τάσεων πού αποκλείουν ή μιά τήν αλλη καί αύτή ή πάλη, στό τέλος, καταλήγει στήν «άρνηση» τοΰ παλιοΰ καί στήν έμφάνιση τοΰ νέου. Ή άνάπτυξη δμως δέ σταματάει δταν ενα φαινόμενο τό «άρνεΐται» ενα άλλο, πού Ερχεται νά τό άντικαταστήσει. Τό νέο φαινόμενο πού Ιρχεται στό φώς περικλείνει μέσα του νέες άντιθέσεις. ’Αρχικά αυτές όϊ άντιθέσεις μπορεΐ νά είναι άκόμα απαρατήρητες, μέ τόν καιρό δμως έκδηλώνονται υποχρεωτικά. Ή «πάλη τών άντιθέσεων τοποθετείται τώρα σέ νέα 6άση καί τελικά όδηγεί άναπόφευκτα σέ νέα «άρνηση». Ό άντικειμενικός κόσμος στό σύνολό του είναι αιώνιος καί άπειρος, δλα δμως τά πράγματα πού τόν άποτελούν είναι περιορισμένα στό χώρο καί στό χρόνο, είναι πεπερασμένα, ΰπόκεινται σέ «άρνηση». Καμιά «άρνηση» δέν είναι ή τελευταία. Ή άνάπτυξη συνεχίζεται καί κάθε έπόμενη «άρνηση» ΰπόκειται κι αύτή μέ τή σειρά της σέ «άρνηση».
Στήν υλιστική διαλεκτική έννοούμε φυσικά οχι όποιαδή- ποτε, άλλά τή διαλεκτική «άρνηση», δηλ. τήν άρνηση πού μ’ ■αυτήν συντελεϊται ή π α ρ α π έ ρ α ά ν ά π τ υ ξ η τοΰ άντικειμένου, τοϋ πράγματος, τοϋ φαινομένου.
Αύτή τήν «άρνηση» πρέπει νά τήν διακρίνουμε άπό τή μηχανική «άρνηση», δταν δηλ. έκεΐνο πού ΰπόκειται σέ «άρνηση» έκμηδενίζεται υστέρα άπό έπέμβαση άπό εξω. “Οταν σκοτώνουμε ?να έντομο ή άλέθουμε τό σιτάρι, αύτό είναι μηχανική «άρνηση». Ή άρνηση αυτή μπορεΐ νά μήν είναι ασκο-
* Κ. Μάρξ χα! Φ. ’ Βν-ροελς «Άπαντα», τόμ. 4, 1966, οελ. 297.
110
πη (δπως στό δοσμένο παράδειγμα, ή εξόντωση τών έπιβλα- βών έντόμων καί ή μετατροπή τοΰ σταριού σέ αλεύρι) σταματάει δμως τήν άνάπτυξη τοΰ αντικειμένου.
«Στή διαλεκτική — λέει ό "Ενγκελς — άρνηση δέ σημαίνει νά λέμε άπλά «δχι», ή νά κηρύσσουμε Ινα πράγμα ανύπαρκτο ή νά τό έκμηδενίζουμε μέ όποιοδήποτε τρόπο»*.
' / / συνέχεια στήν άνάπτυξη.
Ή διαλεκτική «άρνηση» προϋποθέτει δχι μόνο τήν έκμη- δένιση τοΰ παλιοΰ, άλλά καί τή διατήρηση τών βιώσιμων στοιχείων τών προηγούμενων βαθμιδών τής άνάπτυξης, προϋποθέτει κάποια σχέση άνάμεσα στό παλιό πού φεύγει καί στό νέο πού ερχεται νά τό άντικαταστήσει.
"Οταν στά έρείπια τής καπιταλιστικής κοινωνίας οίκο- δομεΐται τό σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα, «άρνηση» τοΰ καπιταλισμού δέ σημαίνει δλοκληρωτική έκμηδένιση δλων δσα δημιούργησε ή ανθρωπότητα στήν έποχή τού καπιταλισμού. Διατηρούνται καί άναπτύσσονται άκόμα περισσότερο ο! παραγωγικές δυνάμεις καί τά πολύτιμα έπιτεύγματα τής έπιστήμης καί τού πολιτισμού. "Ο,τι θετικό δημιούργησε ό καπιταλισμός δχι μόνο δέν καταστρέφεται άπό τήν προλεταριακή έπανάστάση, άλλά, άντίθετα, χρησιμεύει σάν βάση γιά τήν παραπέρα κίνηση πρός τά έμπρός, γιά τήν οίκοδόμηση τού σοσιαλισμού.
Ό Λένιν, έπικρίνοντας δσους άρνοΰνταν τή σημασία πού εχει γιά τό σοσιαλισμό ό παλιός πολιτισμός, πού δημιουργή- θηκε στή διάρκεια τού καπιταλιστικού συστήματος, ελεγε δτι ό νέος, σοσιαλιστικός πολιτισμός δέ μπορεϊ νά δημιουργηθεΐ άπό τό τίποτα, δτι «δέν άναπηδάει ξαφνικά άγνωστο άπό πού», άλλά «πρέπει νά είναι νομοτελειακή άνάπτυξη τών άπο- Οεμάτων τής γνώσης, πού έπεξεργάστηκε ή ανθρωπότητα κάτω άπό τό ζυγό τής καπιταλιστικής κοινωνίας. ..».**
Ό μηδενισμός, ή δλοκληρωτική δρνηση, ή μή κατανόηση τής διαδοχικής σχέσης τοΰ νέου μέ τό παλιό καί τής ά-
* Φ. ΈνγχβΧς «Άντι - N-nJpivpc, 196α, « λ . 133.** Β. I. Aévcv «"Απαντα», ·οάμ. 3d, oal_ 060.
111
νάγκης νά διατηρηθεί μέ φροντίδα τό θετικό περιεχόμενο πού άποκτήθηκε στά προηγούμενα στάδια τής ανάπτυξης, δχι μόνο είναι θεωρητικά λάθη, αλλά όδηγοϋν καί σέ μεγάλα λάθη στήν πρακτική δράση.
«Ή γυμνή άρνηση, ή απερίσκεπτη άρνηση, ή σ κ ε- π τ ι κ ι σ τ ι κ ή άρνηση — εγραφε δ Λένιν — δέν είναι χαρακτηριστικά καί ουσιαστικά γνωρίσματα τής διαλεκτικής, πού περιέχει βέβαια τό στοιχείο τής άρνησης καί μάλιστα σάν τό πιό σημαντικό στοιχείο της. Ή άρνηση στή διαλεκτική είναι στοιχείο σχέσης, στοιχείο ανάπτυξης, πού διατηρεί δ,τι θετικό υπάρχει»*.
Ή «άρνηση» τής παλιάς ποιότητας άπό τή νέα ποιότητα είναι καθολική νομοτέλεια τής πραγματικότητας. 'Όσο γιά τό πώς συγκεκριμένα γίνεται ή «άρνηση», ποιά είναι ή μορφή καί ό χαρακτήρας της, δλα αυτά είναι έξαιρετικά πολύμορφα καί καθορίζονται από τήν ούσία τοϋ αντικειμένου πού ΰπόκειται σέ άρνηση, από τό χαρακτήρα τών άντιθέσεών του, καθώς καί άπό τίς συνθήκες τής άνάπτυξης αύτοΰ τοϋ αντικειμένου. Έτσι, π.χ., στήν άνάπτυξη τών μονοκύτταρων οργανισμών, πού πολλαπλασιάζονται μέ τή διχοτόμηση σέ δυό νέους όργανισμούς, ή «άρνηση» γίνεται διαφορετικά άπό δ,τι στήν άνάπτυξη τών πολυκύτταρων όργανισμών, πού πεθαίνουν άφοΰ δόσουν ζωή σέ νέους όργανισμούς. Ειδικές μορφές «άρνησης» μάς δίνει καί ό άνόργανος κόσμος, καθώς καί ή Ιστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας στά διάφορα στάδια άνά- πτυξής της.
Ό àνοδικός χαρακτήρας τής άνάπτνξΐ]ς.
Άφοΰ στήν πορεία τής άνάπτυξης ΰπόκειται σέ «άρνηση» μόνο αύτό πού γέρασε καί κάθε τι υγιές καί βιώσιμο διατηρείται, ή άνάπτυξη είναι άνοδική κίνηση, άνέβασμα άπό τίς κατώτερες βαθμίδες στίς ανώτερες, άπό τό άπλό στό σύνθετο, μέ αλλα λόγια είναι π ρ ό ο δ ο ς .
Στήν πορεία αυτής τής άνάπτυξης συχνά γίνεται κάτι πού μοιάζει μέ έπιστροφή σέ προηγούμενες βαθμίδες, δταν
* Β. I. Λένιν «Άπαντα», τ&ι. 38, stX. 218 - 219.
112
στή νέα μορφή έπαναλαμβάνονται μερικά γνωρίσματα ξεπερασμένων μορφών, πού έχουν άντικατασταΟεί. Ό Φ. Ένγκελς δίνει παραστατικά αύτή τή θέση μέ τό πλατειά γνωστό παράδειγμα. «νΑς πάρουμε — γράφει ό “Ενγκελς οτό «Άντι - Ντύριγκ», — π.χ., ενα σπόρο κριθαριού. Δισεκατομμύρια τέτοιοι σπόροι αλέθονται, βράζονται, χρησιμοποιούνται γιά τήν παρασκευή μπύρας καί ύστερα καταναλώνονται. νΑν δμως I- νας τέτοιος σπόρος κριθαριού βρει κατάλληλες συνθήκες, αν πέσει σέ ευνοϊκό έδαφος, τότε μέ τήν έπίδραση τής θερμότητας καί τής υγρασίας, παθαίνει ιδιόμορφες αλλαγές: βλασταίνει. Ό σπόρος παύει νά υπάρχει σά σπόρος, υποβάλλεται σέ άρνηση καί στή θέση του έμφανίζεται τό φυτό πού μεγαλώνει, ή άρνηση τοΰ σπόρου. Ποιά είναι ή όμαλή πορεία τής ζωής αυτού τοΰ φυτού; 'Αναπτύσσεται, ανθίζει, καρποφορεί καί τελικά παράγει καί πάλι σπόρους κριθαριού. Μόλις ώριμάσουν αύτοί οί σπόροι τό στέλεχος μαραίνεται, δηλ. υποβάλλεται μέ τή σειρά του σέ άρνηση. Σάν αποτέλεσμα αυτής τής άρνησης τής άρνησης εχουμε ξανά τόν αρχικό σπόρο τοΰ κριθαριού, δμως δχι εναν, άλλά δέκα, είκοσι ή τριάντα»*.
Είναι αλήθεια δτι τά είδη τών δημητριακών μεταβάλλονται άργά καί οί σπόροι τής νέας συγκομιδής, συνήθως, λίγο διαφέρουν άπό τούς σπόρους πού σπάρθηκαν. Ωστόσο, μπορούμε νά δημιουργήσουμε καί συνθήκες ύπαρξης, ώστε ή άλλαγή τους νά γίνεται πολύ γρηγορότερα καί τό άποτέλε- σμα τής «άρνησης τής άρνησης» νά είναι ποιοτικά διαφορετικό άπό τό σημείο άφετηρίας, νά είναι, π.χ., ενα νέο είδος (ρυτού.
Τέτοια φαινόμενα, δπου γίνεται δήθεν έπιστροφή στό παλιό, υπάρχουν, καί στή γνώση, καί στήν ιστορία τής κοινωνίας.
Έτσι, π.χ., τό πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, πού δέ γνώριζε έκμετάλλευση, στήν πορεία τής Ιστορίας άντικατα- στάθηκε άπό τήν Εκμεταλλευτική κοινωνία (τή δουλοκτητική, τή φεουδαρχική, τήν καπιταλιστική). Μέ τό πέρασμα δ μως στό σοσιαλισμό, ή έκμετάλλευση άνθρώπου άπό ανθρω-
* Φ. Ένγκελς . ’Αντ: - Ντιΐρινγχ-, Ü9&7, σελ. 137-128.
1138
πο έκμηδενίζεται καί απ’ αυτή τήν άποψη ή σοσιαλιστική κοινωνία μοιάζει μέ τήν κοινωνία τοΰ πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος. 'Ωστόσο, κάτω άπό αυτά τά χαρακτηριστικά τής δμοιότητας κρύβεται τεράστια, ουσιαστική διαφορά, κρύβεται ή Ιστορία τής προοδευτικής άνάπτυξης τής κοινωνίας στή διάρκεια πολλών χιλιετηρίδων.
Ή άνάπτυξη λοιπόν τής κοινωνίας γίνεται δχι σέ καμπύλη ουτε σέ ευθεία γραμμή, αλλά σέ σ π ε ι ρ ο ε ι δ ή : άναπαράγονται μερικά γνωρίσματα τοΰ παρελθόντος, άλλά σέ ασύγκριτα ανώτερο Ιπίπεδο. «Ή άνάπτυξη (ραίνεται σά νά έπαναλαμβάνει τά στάδια πού διανύΟηκαν, τά Επαναλαμβάνει δμως διαφορετικά, σέ άνώτερη βάση («άρνηση τής άρνησης»), ή άνάπτυξη γίνεται, μπορούμε νά πούμε, σέ σπει- ροειδή καί δχι σέ ευθεία γραμμή.. .»*, αύτά, εγραφε δ Λένιν, είναι τά ουσιαστικά γνωρίσματα τής διαλεκτικής άντίλη- ψης γιά τήν άνάπτυξη.
Στήν πορεία τής άνάπτυξης μπορεϊ νά υπάρχουν, καί υπάρχουν, άποκλίσεις άπό τήν ανοδική γραμμή, ζίκ - ζάκ, παλινδρομικές κινήσεις, μπορεϊ νά υπάρχουν περίοδοι προσωρινής στασιμότητας. 'Ωστόσο, δπως άποδείχνει ή Ιστορία, ή ανοδική κίνηση, τελικά, κατανικάει δλες αύτές τίς προσωρινές άποκλίσεις καί τά έμπόδια καί άνοίγει τό δρόμο της. Όποιαδήποτε φυσική ή κοινωνική μορφή πού υπάρχει σήμερα εχει μακρόχρονη, πού φτάνει ως στό μακρινό παρελθόν Ιστορία, είναι άποτέλεσμα τής μεγάλης πορείας τής άνάπτυξης, τής άνοδικής κύησης άπό τό απλό στό σύνθετο, τής άνόδου άπό τό κατώτερο στό άνώτερο.
Τό ηλιακό σύστημα σχηματίσθηκε άπό τήν κοσμική σκόνη. Οί σημερινοί φυτικοί καί ζωικοί όργανισμοί άναπτύχθη- καν άπό τούς άρχικούς άπλούστατους δργανισμούς. Ή κοι- vojvia πέρασε μιά μακρινή πορεία άπό τό πρωτόγονο γένος &ς τίς σημερινές μορφές τής κοινωνικής ζωής. Ή τεχνική προοδεύει άδιάκοπα, άπό τά πρώτα πρωτόγονα έργαλεϊα ε- φτασε στίς μηχανές. ’Από τίς άνάμικτες μέ φαντασία είκα- σίες τών άρχαίων φιλοσόφων ή άνθρώπινη γνώση εφτασε στό σημερινό σύνθετο καί καταμερισμένο σύστημα έπιστη-
* Β. I. Λένιν «"Απαντα·, -οόμ. 2Λ, «λ . 36.
114
μών, πού αγκαλιάζει δλους τούς τομείς τής πραγματικότητας.Ή υλιστική διαλεκτική, παρακολουθώντας αύτή τήν ανο
δική άνάπτυξη τής φύσης, τής κοινωνίας καί τής ανθρώπινης νόησης, έξοπλίζει τούς ανθρώπους μέ έπιστημονικά θεμελιωμένη ιστορική αισιοδοξία καί τούς βοηθάει στόν αγώνα γιά νέες, ανώτερες μορφές ζωής καί κοινωνικής όργάνωσης.
5. Ή διαλεκτική σάν μέθοδος γνώσης καί μετασχηματισμού τοΰ κόσμου.
Ή υλιστική διαλεκτική, αποκαλύπτοντας τούς πιό γενικούς νόμους τής άνάπτυξης τής φύσης, τής κοινωνίας καί τής άνθρώπινης νόησης, δίνει Ετσι στούς ανθρώπους μιάν έπιστημονική μέθοδο γνώσης καί τή βασιζόμενη σ' αύτή τή γνώση μέθοδο γιά τόν πρακτικό μετασχηματισμό τοΰ πραγματικού κόσμου.
Ή οημαοία τής διαλεκτικής γιά τήν ίπιατήμη καί τήν πρακτική.
01 νόμοι τής διαλεκτικής, έξαιτίας τοΰ καθολικοΰ τους χαρακτήρα, έχουν μεθοδολογική σημασία, είναι δδηγοί γιά τήν Ερευνα, πυξίδες στό δρόμο τής γνώσης.
Πραγματικά, άφοΰ δλα στόν κόσμο γίνονται σύμφωνα μέ τούς νόμους τής διαλεκτικής, γιά νά καταλάβουμε όποιοδήπο- τε φαινόμενο, πρέπει νά τό έξετάσουμε άπό τίς θέσεις τής διαλεκτικής. Ή γνώση γιά τό πώς γίνεται ή άνάπτυξη, δδη- γεί στή γνώση γιά τό πώς πρέπει νά μελετάμε τήν άναπτυσ- σόμενη πραγματικότητα καί πώς πρέπει νά ένεργονμε γιά νά τήν άλλάξουμε. Αύτή είναι ή τεράστια σημασία τής διαλεκτικής γιά τήν έπιστήμη καί γιά τήν πρακτική άνάπλαση τού κόσμου.
Βέβαια, ή υλιστική διαλεκτική δέ μπορεΐ νά ύποκαταστή- σει τίς διάφορες έπιστήμες καί νά λύνει γιά λογαριασμό τους τά είδικά ζητήματα καί προβλήματα. Κάθε έπιστημονική θεωρία, είναι άντανάκλαση τοΰ άντικειμενικοΰ κόσμου, είναι
11&
άνάλυση καί γενίκευση τών δεδομένων τής Εμπειρίας, προϋποθέτει τή χρησιμοποίηση γενικών έννοιών, τήν τέχνη δμως νά χρησιμοποιούμε τίς γενικές εννοιες μάς τή διδάσκει ή διαλεκτική. Είναι άλήθεια δτι καί ό Επιστήμονας πού δέν ξέρει διαλεκτική, μπορεΐ, ακολουθώντας τή λογική τοϋ πραγματικού υλικού πού μελετάει, νά φθάσει σέ σωστά συμπεράσματα. Ωστόσο, ή συνειδητή χρησιμοποίηση τής διαλεκτικής μεθόδου δίνει ανεκτίμητη βοήθεια στόν Επιστήμονα, διευκολύνει τήν Εργασία του.
01 θέσεις καί οί νόμοι τής υλιστικής διαλεκτικής δέν απορρέουν από τά δεδομένα μιας ιδιαίτερης έπιστήμης, αλλά είναι γενίκευση δλης τής Ιστορίας τής γνώσης τοΰ κόσμου. Ή γνώση τής διαλεκτικής Επιτρέπει στόν Επιστήμονα, κατά τή λύση τών προβλημάτων τής δικής του Επιστήμης, νά στηρίζεται σέ μιάν έπιστημονική μεθοδολογία καί Επιστημονική κοσμοθεωρία καί νά κάνει αύτή ή Εκείνη τή συγκεκριμένη ερευνά, χρησιμοποιώντας τή γενικευμένη πείρα δλων τών Επιστημών, δλης τής κοινωνικής πρακτικής.
Ή διαλεκτική δξύνει τήν διορατικότητά μας στή μελέτη τών γεγονότων καί τών νόμων τής πραγματικότητας. Ε φοδιάζει τό νοΰ τοΰ Επιστήμονα, τοΰ πολιτικού, τοΰ τεχνικού, τοΰ παιδαγωγού, τοΰ καλλιτέχνη μέ όξυδέρκεια καί μέ τήν απαραίτητη γι’ αυτούς, σάν τόν αέρα πού αναπνέουν, ευστροφία, εύλυγισία καί δεκτικότητα απέναντι στά νέα φαινόμενα. ’Απαγκιστρώνει τό νοΰ άπό τά δόγματα, τίς προλήψεις, τίς προκατειλημμένες γνώμες, τίς ψεύτικες «αιώνιες αλήθειες», πού αλυσοδένουν τή σκέψη καί Επιβραδύνουν τούς ρυθμούς τής Επιστημονικής άνάπτυξης. Μάς διδάσκει ν’ άφουγκρα- ζόμαστε τή ζωή, νά μήν μένουμε προσκολλημενοι στό παρελθόν, νά βλέπουμε τό νέο καί νά προχωρούμε πάντα μπροστά.
Ή διαλεκτική Εκφράζει τό Ιδιο τό πνεΰμα τής Επιστημονικής ερευνάς, τό άδιάκοπα ανικανοποίητο από τίς γνώσεις πού αποκτήσαμε, τήν αΙώνια ανησυχία καί τόν αμείωτο πόθο γιά τήν αλήθεια, γιά τήν δλο καί πιό βαθειά γνώση της πραγματικότητας.
Ή διαλεκτική αποκλείει κάθε υποκειμενισμό, στενότητα καί μονομέρεια, Επεξεργάζεται μιά πλατειά άποψη γιά τόν κόσμο καί μάς συνηθίζει νά αγκαλιάζουμε συνολικά τά φαινόμενα πού μελετάμε. Μάς υποχρεώνει νά Εξετάζουμε τά
116
πράγματα αντικειμενικά, όλόπλευρα, στήν κίνηση καί στήν ανάπτυξή τους, στίς σχέσεις καί στίς εμμεσες συνάφειές τους, στά αμοιβαία τους περάσματα. Μάς διδάσκει παράλληλα μέ τήν έξωτερική δψη, νά βλέπουμε καί τήν έσωτερική, νά μελετάμε δχι μόνο τή μορφή, άλλά καί τήν ούσία τοΰ φαινομένου, νά μήν περιοριζόμαστε στήν περιγραφή αυτού πού παρουσιάζεται στήν έπιφάνεια τοΰ φαινομένου, άλλά νά εισχωρούμε μακρύτερα, βαθύτερα, στήν ούσία, χωρίς νά ξεχνάμε ωστόσο δτι ή έξωτερική πλευρά είναι κι αύτή ουσιαστική καί δέν πρέπει νά τήν περιφρονοΰμε. Ή διαλεκτική στρέφει τήν προσοχή μας στίς άντίθετες τάσεις, πού αποκαλύπτονται σέ κάθε αναπτυσσόμενο φαινόμενο. Μέσα στό μεταβλητό ή διαλεκτική διακρίνει τό σταθερό, καί σ’ αύτό πού φαίνεται αμετάβλητο βλέπει τό σπέρμα τών μελλοντικών αλλαγών.
Ή διαλεκτική, εγραφε ό Λένιν, είναι «ζωντανή, πολύπλευρη (μέ αιώνια αυξανόμενο άριθμό πλευρών) γνώση, μέ άπειρες άποχρώσεις στόν τρόπο πού άντιμετωπίζουμε καί πλησιάζουμε τήν πραγματικότητα.. .»*.
Ή μελέτη τής διαλεκτικής καί ή χρησιμοποίησή της στήν πράξη είναι Ισχυρό μέσο άγωγής. Ή διαλεκτική μάς καλλιεργεί Ιδιαίτερο τρόπο σκέψης καί δουλειάς, πού ερχεται σέ άν- τίθεση μέ τόν υποκειμενισμό, τήν άποστέωση, τό δογματισμό, καί ευνοεί τό νέο, αύτό πού άναπτύσσεται, τό πρωτοπόρο.
Ή διαλεκτική είναι ή πραγματική ψυχή τοΰ μαρξισμού. Ή μελέτη τής υλιστικής διαλεκτικής προσφέρει μεγάλη βοήθεια δχι μόνο στόν έπιστήμονα ή στόν πολιτικό, άλλά καί σέ κάθε άνθρωπο πού θέλει νά καταλάβει βαθειά τά γεγονότα πού συμβαίνουν γύρω του καί νά πάρει συνειδητά μέρος στήν κοινωνική ζωή.
Στήν έποχή μας οί πρωτοπόροι έπιστήμονες, παρακινούμενοι άπό τήν ίδια τήν πορεία άνάπτυξης τής έπιστήμης καί τής κοινωνικής ζωής, άρχίζουν δλο καί πιό πολύ νά απελευθερώνονται άπό τίς προλήψεις τους γιά τή διαλεκτική καί νά καταλαβαίνουν τήν τεράστια σημασία της γιά τήν έπιστήμη καί τή ζωή.
* Β. I. Λίνιν ‘ ‘ Απο/τα», τίμ,. 38, ααΧ. 360.
117
Γ ιά τή δημιουργική χρησιμοποίηση τής διαλεκτικής.
Ή σωστή χρησιμοποίηση τής διαλεκτικής στήν έπιστήμη καί στήν πρακτική δράση δέν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Ή διαλεκτική δέν είναι Εγχειρίδιο μέ τυπωμένες, Ετοιμες απαντήσεις στά προβλήματα τής έπιστήμης καί τής πρακτικής, άλλά ζωντανή, εύστροφη, προσαρμοζόμενη στή ζωή καί τίς τάσεις της, καθοδήγηση γιά δράση.
Τούς νόμους καί τίς θέσεις τής διαλεκτικής δέν πρέπει νά τους φανταζόμαστε σάν κάποια σχήματα, που μπορούμε αυθαίρετα νά «προσαρμόσουμε» σ’ αυτά, τά γεγονότα τής πραγματικότητας. Αύτή ή άποψη είναι λαθεμένη, σχολαστική καί δογματική.
01 νόμοι τής διαλεκτικής είναι καθολικοί, Ισχύουν γιά τήν άνάπτυξη δλων τών πραγμάτων καί φαινομένων. Ταυτόχρονα δμως είναι απαραίτητο νά εχουμε ΰπόψη δτι αυτοί οί ■νόμοι ένεργοΰν διαφορετικά στούς διάφορους τομείς τοΰ υλικού κόσμου, στά ποιοτικά διάφορα φαινόμενα. Στόν όργανικό κόσμο Εμφανίζονται μέ άλλες μορφές άπό αύτές πού Εμφανίζονται στή μή ζωντανή (ρύση. Στήν άνάπτυξη τής κοινωνίας αποκτούν αλλο χαρακτήρα καί αλλο στήν Εξέλιξη τών είδών. Στή ζωή τής σοσιαλιστικής κοινωνίας Εκδηλώνονται διαφορετικά καί δχι δπως Εκδηλώνονται στή ζωή τής καπιταλιστικής κοινωνίας.
Γιά νά Εφαρμόζουμε τή διαλεκτική στή διαδικασία τής γνώσης καί στήν πρακτική δράση δέν άρκεΐ μόνο ή άφο- μοίωση τών θέσεων τής ίδιας τής διαλεκτικής, άλλά χρειάζεται καί βαθειά γνώση τών συγκεκριμένων γεγονότων καί τών συνθηκών κάθε περίπτωσης. Μόνο υστέρα άπό πολύ προσεκτική καί συστηματική μελέτη κάθε συγκεκριμένης κατάστασης μπορούμε νά άνακαλύψουμε πώς καί μέ ποιά μορφή Εκδηλώνονται οί νόμοι τής διαλεκτικής στό δοσμένο τομέα, στή δοσμένη περίπτωση, ποιά πρέπει νά είναι ή Εκτίμηση τής κατάστασης, ποιά πρέπει νά είναι ή κατεύθυνση τής δράσης, δν θέλουμε νά καταλήξουμε σέ Επιτυχία. Γι* αύτό, ή χρησιμοποίηση τ ή ς δ ι α λ ε κ τ ι κ ή ς ε ί ν α ι π ά ν τ α δ η μ ι ο υ ρ γ ι κ ό κ α θ ή κ ο ν .
Ή Εκπλήρωση αυτού τοΰ καθήκοντος διευκολύνεται άπό
118
τό δτι βρίσκουμε σημαντικά πρότυπα χρησιμοποίησης τής μεθόδου τής υλιστικής διαλεκτικής στά εργα τών ιδρυτών τοΰ μαρξισμού - λενινισμού, τού Μάρξ, τοΰ Ένγκελς καί τοϋ Λένιν, στίς αποφάσεις καί στή δράση τού Κομμουνιστικοί κόμματος τής Σοβιετικής Ένωσης καί τών άλλων κομμουνιστικών καί έργατικών κομμάτων.
Τό Κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης καί τά αλλα μαρξιστικά κόμματα έξασφάλισαν μεγάλες νίκες. Μιά άπό τίς βασικές αίτιες αυτών τών νικών είναι δτι τά μαρξιστικά κόμματα καθοδηγούνται στήν πολιτική καί σέ δλη τους τή δράση άπό τή μέθοδο τής υλιστικής διαλεκτικής, ά- ναπτύσσοντάς τη δημιουργικά. Ή άπομάκρυνση άπό τό διαλεκτικό υλισμό, ή παραγνώριση τών νόμων καί τών θέσεών του, όδήγησαν καί δδηγοΰν σέ τελευταία ανάλυση σέ άποτυ- χία, καί στή θεωρητική μελέτη καί στήν πρακτική δράση. Στή Διακήρυξη τής διάσκεψης τών άντιπροσώπων τών κομμουνιστικών καί έργατικών κομμάτων τών σοσιαλιστικών χωρών, που εγινε στή Μόσχα στίς 14 -16 Νοεμβρίου 1957, ά- ναφέρεται πολύ σωστά:
«νΑν ?να μαρξιστικό πολιτικό κόμμα, έξετάζοντας τά διάφορα προβλήματα, δέν ξεκινάει άπό τή διαλεκτική καί τόν υλισμό, θά καταλήξει στή μονομέρεια καί στόν υποκειμενισμό, στήν αποστέωση τής σκέψης, στήν άπόσπαση άπό τήν πρακτική καί στήν άπώλεια τής Ικανότητας νά αναλύει δπως πρέπει τά πράγματα καί τά φαινόμενα, σέ άναθεωρητικά ή δογματικά σφάλματα καί σέ σφάλματα πολιτικής»*.
Ή διαλεκτική δέν είναι μόνο μέθοδος γιά τή μελέτη τής πραγματικότητας, άλλά είναι καί μέθοδος έπαναστατικής αλλαγής τής πραγματικότητας. Τονίζει τή σημασία τής δραστήριας καί άποτελεσματικής σχέσης πρός τό γύρω μας κόσμο. Στήν πρακτική — στήν έργα αία, στήν ταξική πάλη καί στήν οίκοδόμηση τοΰ κομμουνισμοΰ — έπαληθεύονται οί θέσεις καί οΐ νόμοι τής υλιστικής διαλεκτικής. Ή πρακτική μάς δίνει πλουσιότατο υλικό γιά τήν παραπέρα άνάπτυξη τής διαλεκτικής, γιά τή συγκεκριμενοποίηση τών θέσεών της, γιά
* 'Προγραμματικέ ντοκουμέντα τοΟ άγώνα γιΛ τήν ειρήνη, τή όημοχρατ(α χαΐ ·τύ βοοιαιλιαμό>, Μόσχα, 1961, σελ. 14.
119
3θό πλήρη καί βαθειά ανακάλυψη τών νόμων της. Γι’ αυτό ή δημιουργική χρησιμοποίηση τής υλιστικής διαλεκτικής συνίσταται, πρίν απ’ δλα, στό νά τήν χρησιμοποιούμε σάν έργαλεΐο γιά τήν πρακτική μας δράση, σά μέσο μετασχηματισμού τής ζοϊής.
120
3
Ή θεωρία τής Γνώσης
Ή γνώση τοΰ γύρω κόσμου άπό τόν άνθρωπο εχει μεγάλη Ιστορία. Ή Ιστορία αύτή είναι ή βαθμιαία κίνηση άπό τήν αγνοια στή γνώση, από τήν μή πλήρη, άτελή γνώση στήν όλοένα πληρέστερη καί βαθύτερη γνώση. Οί ιδιομορφίες καί οί νομοτέλειες αυτής τής πορείας αποκαλύπτονται άπό τή μαρξιστική θεωρία τής γνώσης.
Μπορούμε νά καταλάβουμε τούς νόμους τής γνώσης μόνο δταν τήν έξετάζουμε στήν ανάπτυξή της, στό γίγνεσθαι, στόν αγώνα τών έσωτερικά αντιφατικών τάσεων. "Οπως κάθε πορεία άνάπτυξης, ετσι καί ή γνώση υποτάσσεται στούς καθολικούς νόμους πού ανακάλυψε ή υλιστική διαλεκτική. Ή διαλεκτική, εγραφε δ Λένιν, είναι ή θεωρία τής γνώσης τοΰ μαρξισμού. Ή διαλεκτική αντιμετώπιση τών προβλημάτων τής γνώσης ξεχωρίζει τήν μαρξιστική θεωρία τής γνώσης από δλες τίς άλλες διδασκαλίες, πού ανάπτυξαν οί υλιστές πρίν άπό τόν Μάρξ.
1. Ή πρακτική είναι ή 6άση καί 6 σκοπός τής γνώσης.
Ή γνώση τοΰ γύρω μας κόσμου — ή ερευνά τών μακρινών αστερισμών, τών γαλαξιών, καί τών πιό μικρών σωματιδίων τής ΰλης, ή μελέτη τής προέλευσης τής ζωής πάνω στή Γή καί τής Ιστορίας τών αρχαίων πολιτισμών, ή λύση τών
121
πιό σύνθετων μαθηματικών προβλημάτων καί ή ανάλυση τής κοσμικής ακτινοβολίας κτλ. — δλα αύτά είναι συναρπαστικές απασχολήσεις, πού δίνουν τεράστια Ικανοποίηση στόν έρευ- νητή καί, συχνά, άποτελοΰν τό νόημα τής ζωής του. Οί άνθρωποι δμως ασχολούνται μέ τήν έπιστήμη δχι μόνο γιά ευχαρίστηση. Ή γνώση παρέχει στόν άνθρωπο τεράστια δύναμη γιά τήν καθημερινή του έργασία καί γιά τόν άγώνα του μέ τή φύση, καθώς καί γιά τήν κοινωνική του δράση, δηλ. γιά δλα τά πρακτικά ζητήματα, άπό δπου έξαρτΰται ή ύπαρξη κάθε ξεχωριστού άνθρώπου καί δλης τής κοινωνίας γενικά.
Οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι προσπάθησαν συχνά νά άνιιπα- ραθέσουν τή γνώση στήν πρακτική δράση, νά τήν άποσπά- σουν άπό τήν πρακτική. Οί φιλόσοφοι αυτοί, ή ξεκινούσαν άπό τήν άποψη δτι ή γνώση είναι καρπός τής αιώνιας τάσης τοΰ άνθρώπινου πνεύματος πρός τήν αλήθεια καί δέν έξαρ- τάται άπό τήν πρακτική, ή Ισχυρίζονταν δτι, τάχα, ή πρακτική δράση δέ συνδέεται καθόλου μέ τή γνώση τού κόσμου, δτι δ νούς τοΰ άνθρώπου προορίζεται μόνο γιά νά αναλαμβάνεται τά πράγματα καί νά έξασφαλίζει άποτελεσματική δράση, ένώ ή άληθινή γνώση τοΰ κόσμου ή είναι άδΰνατη γενικά (Φ. Νίτσε κ. α .), ή είναι δυνατή μόνο μέ τήν ένόραση (Α. Μπέρξον).
Καί ή μιά καί ή άλλη δποψη διαστρεβλώνουν τήν πραγματική σχέση τής γνώσης καί τής δράσης, τής θεωρίας καί τής πρακτικής.
Ή Ιστορία τής γένεσης καί τής άνάπτυξης τών έπιστη- μών άποδείχνει πειστικά δτι ή έπιστήμη καί ή γνώση γενικά, γεννιούνται άπό τίς άνάγκες της πρακτικής, δτι ή πρακτική άποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση καί βάση τής γνώσης.
Στήν πρακτική του δράση ό άνθρωπος ερχεται σέ άμεση έπικοινωνία μέ τό γύρω του κόσμο. ’Επηρεαζόμενα καί μετασχηματιζόμενα, τά πράγματα καί τά φαινόμενα αποκαλύπτουν καί παρουσιάζουν στόν άνθρωπο τίς πρίν άγνωστες σ’ αυτόν Ιδιότητές τους. Ή χρησιμοποίηση τών πραγμάτων είναι ταυτόχρονα καί γνώση τους. "Οσο πιό πλούσια καί πολύπλευρη είναι ή πρακτική, τόσο πιό πλατειές είναι οί δυνατότητες τής γνώσης.
"Ολες οί έπιστήμες, καί οί πιό άφηρημένες άκόμα, έμφα-
122
νίσθηκαν σάν απάντηση στίς ώριμες άνάγκες τής πρακτικής ζωής τών ανθρώπων. Ή γεωμετρία, δπως δείχνει καί τό ίδιο τό δνομά της, αρχικά συνδεόταν μέ τή μέτρηση τών διαφόρων έκτάσεων γης, ή αστρονομία μέ τή ναυσιπλοΐα, μέ τόν υπολογισμό τών έποχών τοϋ έτους γιά τή γεωργία καί μέ τή δημιουργία τοΰ ημερολογίου, ή μηχανική μέ τήν οικοδομική τέχνη καί τά όχυρωματικά Ιργα κτλ.
Ή έξάρτηση τής γνώσης από τήν πρακτική δέν είναι φαινόμενο πού παρουσιάσΟηκε μόνο στή βαθειά αρχαιότητα. Ή έπιστήμη γιά τή φύση εκανε τεράστια βήματα πρός τά μπρός, ακριβώς άπό τότε πού μέ τήν έμφάνιση τοϋ καπιταλισμού δρχισε ή θυελλώδης άνάπτυξη τής βιομηχανίας. Καί τώρα ή έπιστήμη συνδέεται άδιάρρηκτα μέ τήν πρακτική ζωή. Γιά τούς άφηρημένους θεωρητικούς της κλάδους αύτή ή σχέση Ιγινε πιό σύνθετη καί εμμεση. Ωστόσο, ή πρακτική ήταν πάντα καί είναι ή πιό βαθειά βάση τής γνώσης, τό βασικό της κίνητρο καί ή κινητήρια δύναμή της.
Μιά άπό τίς πιό σοβαρές άδυναμίες δλου τοΰ ύλισμοΰ πριν άπό τόν Μάρξ ήταν ή άνικανότητά του νά καταλάβει τή σχέση άνάμεσα στή γνώση καί στήν πρακτική. Είναι άλή- θεια δτι ο'ι υλιστές φιλόσοφοι μιλοϋσαν συχνά γιά τή σημασία πού εχει ή έπιστημονική γνώση γιά τή ζωή. Άκόμα άπό τό 17ο αιώνα π.χ., ό γενάρχης τής φιλοσοφίας τών νέων χρόνιων αγγλος υλιστή; Φ. Βάκων, διακήρυσσε δτι ό πιό βασικός σκοπός της έπιστήμης είναι ή έπίτευξη τής κυριαρχίας πάνω στή φύση, γιά νά βελτιωθεί καί νά γίνει πιό εύκολη ή ζωή τών άνθρώπων. Ένώ δμως οί παλιοί υλιστές μάντευαν τί μπορεΐ νά δόσει ή γνώση στήν πρακτική, δέν εφτα- σαν στό σημείο νά καταλάβουν τί δίνει ή πρακτική στή γνώση. Ό παλιός, προμαρξιστικός υλισμός ήταν θ ε ω ρ η τ ι κ ό ς . Γιά τούς Εκπροσώπους του ή γνώση ήταν καθαρά θεωρητική δράση τοϋ έπιστήμονα, πού παρατηροΰσε τή φύση καί σκεφτόταν πάνω σ’ αύτή.
Οί υλιστές αυτοί δέν εβλεπαν τή σχέση τής γνώσης, ουτε μέ τήν κοινωνική καί πολιτική, ουτε μέ τήν παραγωγική δράση τών μαζών, καί θεωροΰσαν σάν φυσικό καί άναπόφευκτο γεγονός τό δτι ή γνωστική ένέργεια είναι προνόμιο τών λίγων, ένώ ή «κατώτερη» πρακτική δράση καί ή χειρωνακτική έργασία είναι ή μοίρα τής άμόρφωτης πλειονότητας.
123
Μόνο ό Μάρξ καί ό Ένγκελς, έλεύθεροι από τίς προκαταλήψεις πού χαρακτηρίζουν τούς θεωρητικούς τών έκμε- ταλλεντικών τάξεων, είδαν τόν αποφασιστικό ρόλο τής πρακτικής δράσης τών ανθρώπων στήν πορεία τής γνώσης. Οί θεμελιωτές τοΰ μαρξισμού κατάληξαν στό συμπέρασμα δτι ή καθημερινή, πρακτική, παραγωγική δράση τών ανθρώπων, δημιουργώντας τήν υλική βάση τής ΰπαρξης τής κοινωνίας, εχει ταυτόχρονα καί τεράστια θεωρητική, γνωστική σημασία. Διαπίστωσαν, δπως τόνιζε ό Λένιν, δτι «ή άποψη τής ζωής, τής πρακτικής, πρέπει νά είναι ή πρώτη καί βασική άποψη τής θεωρίας τής γνώσης»*.
Σέ διάκριση άπό τόν προηγούμενο υλισμό, ό μαρξισμός π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι τ ή ν π ρ α κ τ ι κ ή σ τ ή θ ε ω ρ ί α τ ή ς γ ν ώ σ η ς , έξετάζει τήν πρακτική, σάν β ά σ η κ α ί σ κ ο π ό τής πορείας τής γνώσης, άλλά καί σάν κ ρ ι τ ή ρ ι ο γ ι ά τ ή ν ά ξ ι ο π ισ τ ί α τ ή ς γ ν ώ σ η ς .
Είσάγοντας στή θεωρία τής γνώσης τήν άποψη τής ζωής, τής πρακτικής, δ μαρξισμός συνδέει αμεσα τή γνώση μέ τή βιομηχανία καί τήν άγροτική οίκονομία, μέ τά έπιστημονικά έργαστήρια, μέ τήν κοινωνική δράση τών μαζών. Ό μαρξισμός αντιλαμβάνεται τή θεωρία δχι σάν κάτι ριζικά διαφορετικό άπό τήν πρακτική, άλλά σάν άνάλυση καί γενίκευση τής πρακτικής έμπειρίας τών άνθρώπων.
Ή πρακτική καί ή θεωρία είναι άντίθετες ή μιά στήν άλλη, δπως άντίθετες είναι ή υλική καί ή πνευματική δράση τών άνθρώπων. Ταυτόχρονα δμως αύτές ο'ι άντιθέσεις εισχωρούν ή μιά στήν αλλη καί σχηματίζουν μιά ένότητα, σάν δυό άδιάρρηκτα συνδεόμενες καί άλληλοεπηρεαζόμενες πλευρές της κοινωνικής ζωής.
Γιά τήν ένότητα τής ΰεωρίας χαί τής πρακτικής
Ή πρακτική δέ βάζει μόνο προβλήματα στή θεωρία, στρέφοντας τήν προσοχή τοΰ έπιστήμονα στή μελέτη τών
* Β. I. Αένιν «'Ajoavm·, τάμ. Μ, «Λ. 130.
124
πλευρών, τών λειτουργιών καί τών φαινομένων τοϋ άντικει- μενικοΰ κόσμου πού έχουν σημασία γιά τήν κοινωνία, αλλά δημιουργεί καί τά υλικά μέσα γιά τή γνώση τους. Ή πρακτική, καί πρώτα - πρώτα ή βιομηχανία, έξασφαλίζει στήν έπιστήμη έργαλεΐα καί συσκευές, δίνει τή δυνατότητα στόν έπιστήμονα νά κάνει πειράματα πού άπαιτούν έξαιρετικά πολύπλοκο έξοπλισμό.
Ή υλική παραγωγή έπιτρέπει στόν άνθρωπο νά όξύνει σέ τεράστιο βαθμό τά όργανα τών αίσθήσεών του καί νά πολλαπλασιάζει τίς γνωστικές του δυνατότητες. Τό μικροσκόπιο μεγεθύνει τήν εικόνα τών αντικειμένων πού παρατηρούμε κατά έκατοντάδες καί χιλιάδες φορές καί τό ήλεκτρο- νικό μικροσκόπιο ακόμα καί κατά έκατοντάδες χιλιάδες φορές, δίνοντας έτσι τή δυνατότητα νά παρατηρούμε καί νά φωτογραφίζουμε τά απειροελάχιστα σωματίδια τής ΰλης, πού δέ μπορούμε νά τά δούμε μέ γυμνό μάτι. Μέ τή βοήθεια τοϋ τηλεσκοπίου ό άνθρωπος μπορεΐ νά συλλάβει τό φώς τών άστρων, πού απέχουν από τή Γή έκατοντάδες έκατομμύρια ετη φωτός. Ή σύγχρονη ραδιοτεχνική μάς δίνει τή δυνατότητα νά παίρνουμε σήματα καί έπιστημονικές πληροφορίες από τούς δορυφόρους καί τούς κοσμικούς πυραύλους πού βρίσκονται σέ απόσταση έκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα άπό τή Γή.
Μπορεΐ νά νοηθεί ή σύγχρονη έπιστήμη χωρίς συγχρο- φαζοτρόνια πού δίνουν στά μικροσωματίδια ένέργεια δισεκατομμυρίων ήλεκτροβόλτ, χωρίς ατομικούς αντιδραστήρες, χωρίς Ισχυρά τηλεσκόπια, χωρίς ηλεκτρονικές υπολογιστικές μηχανές πού μπορούν νά κάνουν δεκάδες χιλιάδες αριθμητικές πράξεις στό δευτερόλεπτο; ’Ασφαλώς δχι.
Καί ή έπιστήμη δμως, πού γεννήθηκε άπό τίς πρακτικές άνάγκες, άσκεΐ ισχυρότατη καί όλοένα αύξανόμενη αντίστροφη έπίδραση στήν πρακτική. Οί τεράστιες τεχνικές έπιτυ- χίες καί ή μεγάλη άνάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων πού Ιγινε στόν 20ό αίωνα, κατορθώθηκαν μόνο χάρη στήν πλατειά καί όλόπλευρη εισαγωγή τών έπιστημονικών άνακα- λι'ημεων στή βιομηχανία, στήν άγροτική οικονομία, στίς μεταφορές καί στά μέσα έπικοινωνιών, σάν άποτέλεσμα τής έ- φαρμογής τών νόμων καί τών κανόνων τής έπιστήμης στούς
12 &
μηχανισμούς καί στίς συσκευές, στούς κανόνες τών τεχνολογικών φαινομένων.
Ό ανθρώπινος νους, πού γνωρίζει τούς νόμους τής .φύσης καί κατευθύνει τήν υλική παραγωγική δράση τών ανθρώπων, γίνεται δύναμη ικανή νά μεταμορφώνει τή γύρω από τόν άνθρωπο πραγματικότητα. Μ’ αύτή τήν έννοια ό Λένιν Ελεγε δτι «η συνείδηση τοϋ ανθρώπου δχι μόνο αντανακλά τόν αντικειμενικό κόσμο, αλλά καί τόν δημιουργεί»*.
Έτσι, ή σχέση καί ή αλληλεπίδραση της θεωρίας καί τής πρακτικής, τής έπιστήμης καί τής παραγωγής, δπου ή πρακτική παίζει τόν πρώτο ρόλο, άποτελεϊ τήν απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν υλική καί τεχνική πρόοδο τής κοινωνίας.
Καί ή κοινωνική καί πολιτική ζωή άποτελεϊ μιάν εικόνα τής σταθερής αλληλεπίδρασης τής θεωρίας καί τής πρακτικής. Καί σ’ αύτό τόν τομέα ή θεωρία γεννιέται σάν απάντηση στίς άνάγκες τής κοινωνικής ζωής, τής ταξική; πάλης, καί μέ τή σειρά της ασκεί έπίδραση στήν κοινωνική πορεία. Είναι αλήθεια δτι ή πραγματική έπιστήμη γιά τήν κοινωνία, δημιουργήθηκε μόνο από τόν Μάρξ. Ωστόσο καί πρίν άπό τόν Μάρξ οί πρωτοπόρες κοινωνικές θεωρίες, μ’ δλο πού περιείχαν έλάχιστα στοιχεία έπιστημονικής γνώσης, έπαιξαν Εξαιρετικά προοδευτικό ρόλο, βοήθησαν τίς προοδευτικές δυνάμεις τής κοινωνίας νά γνωρίσουν τούς άμεσους πρακτικούς τους σκοπούς καί τά αμεσα καθήκοντα, ένίσχυσαν καί έμψύ- χωσαν αύτές τίς δυνάμεις στόν άγώνα τους κατά τής άντί- -δρασης καί τών άπαρχαιωμένων θεσμών.
Μετά τή θεμελίωση άπό τό Μάρξ καί τόν Ένγκελς τής έπιστημονική; υλιστικής έρμηνείας τής κοινωνίας, μεγάλωσε άφάνταστα ή σημασία τής θεωρίας γιά τήν κοινωνική ζωή καί τίς σχέσεις άνάμεσα στούς άνθρώπους.
Ή νίκη τής σοσιαλιστικής έπανάστασης καί τά τεράστια Επιτεύγματα τής Ε Σ Σ Δ καί τών άλλων χωρών τοϋ σοσιαλιστικού στρατοπέδου δέν θά ήταν δυνατό νά πραγματοποιηθούν αν τά κομμουνιστικά κόμματα δέν καθοδηγούνταν σέ δλη τους τή δράση άπό τή θεωρία τοΰ μαρξισμοΰ - λενινισμού, ■από τήν άρχή τής Ενότητας τής θεωρίας καί τής πρακτικής.
* Β. I. Λίκιν «’Atovto», τάμ. 38, σβλ. 204.
190
Ή θεωρία βοηθάει τόν αγώνα τής έργατική; τάξης, ή πρακτική φωτίζει τό δρόμο της μέ τή θεωρία. Στήν άντίθε- τη περίπτωση βλάπτονται καί ή θεωρία καί ή πρακτική. Ή θεωρία, άποσπασμένη από τήν πρακτική, μετατρέπεται σέ άγονο λουλούδι καί ή πρακτική που δέν φωτίζεται από τή θεωρία είναι καταδικασμένη νά πλανιέται στά σκοτάδια.
Στίς συνθήκες τοΰ σοσιαλισμού ή άνάπτυξη τής θεωρίας καί οί έπιτυχίες τής πρακτικής προχωρούν χέρι μέ χέρι. Ή πρακτική τής οίκοδόμησης τού σοσιαλισμού καί τοϋ κομμουνισμού στίς χώρες τοΰ σοσιαλιστικού στρατοπέδου καθοδηγείται άπό τή μαρξιστική - λενινιστική θεωρία καί ή θεωρία πλουτίζεται άπό τήν πρακτική τών μαζών, πού οικοδομούν τή νέα κοινωνία. «Κάθε πρακτικό ζήτημα τής σοσιαλιστικής οικοδόμησης— λέει ό Ν. Σ . Χρουστσώφ — είναι ταυτόχρονα καί θεωρητικό ζήτημα, πού εχει άμεση σχέση μέ τή δημιουργική άνάπτυξη τοΰ μαρξισμοΰ - λενινισμοΰ. Είναι άδύνα- το νά άποσπάσουμε τό ενα άπό τό αλλο»*.
Τό γεγονός ότι 6 μαρξισμός παραδέχεται δτι ή πρακτική είναι ό τελικός σκοπός τής έπιστημονικής γνώσης, δέν Εχει τίποτε κοινό μέ τήν υποτίμηση τής θεωρίας, μέ τό στε- ■νό πρακτικισμό καί τόν ωφελιμισμό. Τό αίτημα τής σχέσης τής έπιστήμης μέ τή ζωή στρέφεται κατά τής άπόσπασης τής έπιστήμης άπό τά πρακτικά προβλήματα, κατά τής μετατροπής τής θεωρίας σέ στείρους διαλογισμούς, αύτό δμως δέ σημαίνει καθόλου έγκατάλειψη τής προοπτικής καί περιορισμό τών προβλημάτων τής θεωρητικής ερευνάς μέ σκοπό τήν έξυπηρέτηση τών άμεσων πρακτικών αναγκών. Γιά τήν αδιάκοπη άνάπτυξη τής έπιστήμης καί τής τεχνικής είναι άπαραίτητες βαθειές «άνιχνευτικές» θεωρητικές Ερευνες, πού άνακαλύπτουν νέες σχέσεις καί νόμους τής πραγματικότητας, πού δημιουργούν Ενα θεωρητικό «σκαλοπάτι» γιά τήν έπόμε- νη έπιστημονική καί τεχνική πρόοδο. Πολύ περισσότερο 6 μαρξισμός δέν άνέχεται καμιά προσπάθεια διαστρέβλωσης τής έπιστημονικής άλήθειας πρός δφελος τών άναγκών τής στιγμής.
* Ν. Σ. Χροοοτοώφ *ΓιΛ τή νίκη στήν ε(ρη>ηαή Αμιλλα μέ τΛ* χαχι-ΚΕλιαμό», Κρατικά; πολιτικές έχδόοεις, Μάσχα, 19ΕΘ, οελ. 33Θ.
127
Τό μαρξιστικό αίτημα τής κομματικότητας στρέφεται κατά τής παραβίασης τής αντικειμενικότητας τής ερευνάς, κατά τής παραμόρφωσης τών γεγονότων, δποια κι αν είναι. 'Η εργατική τάξη, τόσο στήν περίοδο τής πάλης γιά τήν απελευθέρωσή της από τήν καπιταλιστική έκμετάλλευση, δσο καί στίς συνθήκες τής σοσιαλιστικής καί τής κομμουνιστικής οικοδόμησης, ένδιαφέρεται ζωτικά γιά τήν αληθινή γνώση, καθώς καί γιά τή γνώση τών νόμων τής κοινωνικής άνάπτυξης, γιατί αύτοί είναι οί νόμοι τής αναπόφευκτης τελικής νίκης της.
Ή άστική τάξη εχει χάσει άπό πολύν καιρό κάθε ένδια- φέρον γιά άνιδιοτελή έπιστημονική ερευνά, ιδιαίτερα στόν τομέα τών κοινωνικών έπιστημών. Βασική της φροντίδα είναι σήμερα ή άνατροπή τοΰ μαρξισμού καί ή αναζήτηση έπιχει- ρημάτων πρός δφελος τοΰ καπιταλιστικού συστήματος.
Ακόμα καί στίς φυσικές έπιστήμες τήν άστική τάξη τήν ένδιαφέρει δχι τόσο ή άληθινή γνώση, δσο τά αμεσα κέρδη πού μπορεϊ νά άντλήσει άπό αύτή. Ή στάση της άπέναντι στήν έπιστήμη είναι καθαρά ωφελιμιστική. Φυσικά, έννοοΰμε τήν άστική τάξη σ ά ν τ ά ξ η , καί δχι τούς έντιμους, αδέκαστους έπιστήμονες πού υπάρχουν καί στίς χώρες τοΰ κεφαλαίου.
Στή σοσιαλιστική κοινωνία ή έπιστημονική ερευνά δέ συναντά έμπόδια. Ή άντίληψη δτι ή γνώση τοΰ κόσμου δέν είναι άτομική υπόθεση τοΰ κάθε έπιστήμονα, άλλά υπόθεση πού εχει τεράστια κοινωνική σημασία, έμπνέει δλους τούς τίμιους παράγοντες τής έπιστήμης στήν άφοσιωμένη καί άφι- λοκερδή υπηρεσία τής άλήθειας.
2. Ή γνώση είναι άντανάκλαση τοΰ Αντικειμενικού κόσμου.
Ή μαρξιστική θεωρία τής γνώσης είναι ή θ ε ω ρ ί α τ ή ς α ν τ α ν ά κ λ α σ η ς . Αύτό σημαίνει δτι ή μαρξιστική θεωρία θεωρεί τή γνώση σάν άντανάκλαση τής άντι- κειμενικής πραγματικότητας στόν έγκέφαλο τοΰ άνθρώπου. 01 άντίπαλοι τοΰ διαλεκτικού υλισμού καταπολεμούν, συνή
128
θως, αύτή τήν αντίληψη γιά τή γνώση. Ισχυρίζονται, π.χ., δτι δέν εχει κανένα νόημα νά μιλάμε γιά αντανάκλαση νόμων τής φνσης πού δέ μπορούμε νά τούς δούμε, δτι οί μαθηματικοί τύποι καί οί λογικές κατηγορίες (π.χ. «ουσία»), καθώς καί οί ηθικές εννοιες («δικαιοσύνη», «ευγένεια»), δέν έχουν στόν κόσμο καμιάν αντίστοιχη πραγματικότητα πού Οά μπορούσαν νά τήν αντανακλούν. Αυτές δμως καί άλλες παρόμοιες άντιρρήσεις στηρίζονται σέ μιάν έξαιρετικά πρωτόγονη, απλοϊκή έρμηνεία τής αντανάκλασης.
Ό διαλεκτικός υλισμός, δταν λέει δτι ή γνώση είναι αντανάκλαση, εχει ύπόψη δτι ή γνώση, άφού είναι αναπαραγωγή τής πραγματικότητας στή συνείδηση τού ανθρώπου, δέ μπορεΐ νά είναι τίποτε αλλο παρά άντανάκλαση τού άντικει- μενικού κόσμου. Στή συνείδηση τοϋ άνθρώπου δέ βρίσκονται τά Ιδια τά πράγματα, οί Ιδιότητες καί οί σχέσεις τους, άλλά νοητές, ιδεατές μ ο ρ φ έ ς ή εικόνες, πού μέ περισσότερη ή λιγότερη άκρίβεια άποδίδουν τά γνωρίσματα τών αντικειμένων πού γνωρίζουμε καί πού μ’ αύτή τήν έννοια είναι δμοιες μ’ αυτά τά άντικείμενο.
Ή υλιστική θεωρία τής αντανάκλασης ξεχωρίζει τή συνείδηση άπό τήν ΰλη, τή γνώση άπό τό άντικείμενο τής γνώσης, άλλά ταυτόχρονα άπορρίπτει τήν άπόλυτη άντιπαράΟεση τής συνείδησης καί τής ΰλης, άφού στήν άνθρώπινη συνείδηση αντανακλάται ή άντικειμενική πραγματικότητα καί ή Ιδια ή συνείδηση είναι ιδιότητα τής ΰλης.
Ή άναγνώριση δτι ό άνΟρώπινος ψυχικός κόσμος είναι ιδιότητα τής σέ άνώτερο βαθμό όργανωμένης ΰλης, τού έγκε- φάλου, όδηγεΐ στό συμπέρασμα δτι δέν υπάρχει κι ούτε μπορεΐ νά υπάρξει κανένα βασικό αξεπέραστο δριο ανάμεσα στή νόηση καί στόν υλικό κόσμο.
Βέβαια, άντικείμενο τής γνώσης μπορεΐ νά είναι δχι μόνο τά υλικά άντικείμενα, άλλά καί τά πνευματικά, τά ψυχικά φαινόμενα. Τό γεγονός δμως αυτό δέν αλλάζει καθόλου τήν ουσία τής γνώσης, άφού καί αύτά τά φαινόμενα άποτελούν άντανάκλαση τής άντικειμενικής πραγματικότητας καί βρίσκονται εξω άπό τή συνείδηση.
Έκτός άπό αύτό, οί γνωστικές ικανότητες τού άνθρώπου δέν είναι μυστηριακό δώρο δοσμένο άνωθεν, άλλά άποτέλε- σμα μακρόχρονης άνάπτυξης πού εχει συντελεστεΐ άκριβως
1299
στήν πορεία τής γνώσης, ή τής αντανάκλασης τοΰ υλικού κόσμου, μέ βάση τήν πρακτική δράση. Σ ’ αύτή τήν πορεία αναπτύχθηκαν τά όργανα τών αισθήσεων καί τελειοποιήθηκε ή νόηση.
Αυτές είναι ο! πρωταρχικές θέσεις τής μαρξιστικής φιλοσοφίας γιά τό ζήτημα τής γνώσης. Ή μαρξιστική φιλοσοφία ξεκινάει από τήν άναγνώριση δτι δ άνθρωπος είναι Ικανός νά γνωρίζει, νά άντανακλά τό γύρω του κόσμο, καί άνοίγει άπεριόριστες προοπτικές αύξησης τών άνθρώπινων γνώσεων.
Κατά τον άγνωοτιχιαμον.
Πολλοί φιλόσοφοι τοΰ ΐδεαλιστικοΰ στρατοπέδου, άκόμα καί μερικοί έπιστήμονες πού έχουν έπηρεαστεί άπό αυτούς, άγωνίζονται κατά τής υλιστικής διδασκαλίας πού παραδέχεται δτι είναι δυνατή ή γνώση τοΰ κόσμου.
Οί φιλόσοφοι αύτοί υποστηρίζουν τήν άποψη τοΰ ά γ ν ω- σ τ ι κ ι σ μ ο ΰ. Ό άγνωστικιστής δέ λέει πάντα δτι δέ μπορούμε νά μάθουμε τίποτε. Συχνά Ισχυρίζεται « μ ό ν ο » δτι υπάρχουν δήθεν κ α τ ’ ά ρ χ ή ν αλυτα προβλήματα, δτι υπάρχουν τομείς τής πραγματικότητας πού Οά μείνουν κ α τ ’ ά ρ χ ή ν άπρόσιτοι στή γνώση, δσο καί δν άναπτυχθεΐ ή έπιστήμη καί ή τεχνική, δσο καί üv τελειοποιηθεί τό άνθρώπινο λογικό.
Ό αγγλος άγνωστικιστής τοΰ 18ου αιώνα Χιούμ, Ισχυριζόταν, π.χ., δτι μόνο τά αισθήματα μας είναι προσιτά σέ μάς καί δτι δλο τό καθήκον τής έπιστήμης περιορίζεται μόνο στό νά ταξινομεί καί νά συστηματοποιεί αύτά τά αισθήματα. Γιά τό τί δμως βρίσκεται εξω άπό τά αίσθήματά μας, τί τά προκαλεί, κατά τή γνώμη του, δέ μποροΰμε νά ξέρουμε τίποτα. Γι’ αύτό ό Χιούμ διακήρυσσε δτι τό βασικό ζήτημα τής φιλοσοφίας είναι άλυτο. Έλεγε: δέν είμαστε σέ θέση νά ποΰμε ποιά είναι ή βάση τοΰ κόσμου, ή ΰλη ή τό πνεΰμα, ή συνείδηση. Αύτό δέν τό ξέρουμε κι ουτε θά τό μάθουμε ποτέ, γιατί δέν είμαστε σέ θέση νά βγοΰμε εξω άπό τόν κύκλο τών αίσθημάτων μας.
Ό γερμανός φιλόσοφος Κάντ, πού εζησε στόν ίδιο αίώνα, δέν άρνιόταν δτι τά αίσθήματά μας προκαλοΰνται άπό τά
130
πράγματα, χού υπάρχουν άνεξάρτητα άπό τόν δνθρωπο καί τή συνείδησή του. 'Τποστήριζε ώστόσο δτι δήθεν αυτά τά πράγματα (πού τά όνόμαζε «πράγματα καθ’ έαυτά»), είναι κατ’ άρχήν απρόσιτα στή γνώση.
Ό αγνωστικισμός εχει στενή συγγένεια μέ τή διδασκαλία τής έκκλησίας που λέει δτι είναι «άγνωστοι αΐ βουλαί τοϋ Κυρίου», δτι τό ανθρώπινο λογικό είναι ανίσχυρο καί δτι είναι απαραίτητος ενας δλλος, μή έπιστημονικός δρόμος πρός τήν αλήθεια. ΙΙολΰ σωστά όμολογοΰσε ό Κάντ δτι ήθελε «νά περιορίσει τή γνώση, γιά νά δόσει θέση στήν πίστη». Οί αγνωστικιστές φιλόσοφοι είναι πάντα σύμμαχοι τής έκκλησίας, άκόμα καί στίς περιπτώσεις πού οί ίδιοι δέν πιστεύουν στό θεό. Γιατί δ αγνωστικισμός, καλλιεργώντας τήν ψεύτικη αντίληψη δτι δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τόν κόσμο, υπονομεύει τή θέση τής έπιστήμης καί ένισχύει τή θέση τής θεολογίας, σπρώχνει τόν άνθρωπο στήν τυφλή πίστη καί τόν παρακινεί νά πιστεύει τή διδασκαλία τής έκκλησίας.
Τόν αγνωστικισμό, όποιαδήποτε μορφή καί αν εχει, τόν απορρίπτει ή ζωή. Ή 'ιστορία τής έπιστήμης δείχνει πώς δ άνθρωπος, στήν αρχή αργά, αλλά υστέρα όλοένα γρηγορότερα, προχώρησε άπό τήν αγνοια στή γνώση, πώς ή φύση άποκάλυψε βαθμιαία μπροστά του τά μυστικά της, πού φαίνονταν απρόσιτα.
Άκόμα πριν άπό πεντακόσια χρόνια οΐ άνθρωποι πίστευαν δτι ή Γή είναι τό κέντρο τοΰ πεπερασμένου κόσμου καί τά αστέρια κρέμονται άπό τόν ουρανό, πού μοιάζει μέ σφαιρικό κρυστάλλινο Ούλο. Οί μεγάλοι στοχαστές τής έπο- χής τής άναγέννησης — ό Ν. Κοπέρνικος, ό Τζ. Μπροΰνο, ό Γ. Γαλιλαίος — άπέριψαν αυτές τίς ψεύτικες άντιλήψεις, γκρέμισαν τά κρυστάλλινα τείχη τοΰ σύμπαντος καί τά μετατόπισαν στό άπειρο. Ωστόσο, καί πριν άπό έκατό χρόνια μερικοί άνθρωποι νόμιζαν δτι ή σύσταση καί ή δομή τών ουρανίων σωμάτων Οά μείνει γιά πάντα δλυτο αίνιγμα. Ό Οετικι- στής Α. Κόντ, υποστήριζε κατηγορηματικά δτι ή άνθρωπό- τητα ποτέ δέ Οά μάθει άπό τί άποτελοΰνται τά αστέρια. Μόλις δυό χρόνια δμως μετά τό θάνατο τοΰ Κόντ, στά 1859, ανακαλύφθηκε ή μέθοδος άνάλυσης τοΰ φάσματος, πού εβαλε τίς βάσεις γιά τήν Ερευνα της χημικής σύστασης τών ουρανίων σωμάτων. Στίς άρχές τοϋ 20οΰ αιώνα ή άστρονομία δέ
131
μπορούσε ακόμα νά 6γεϊ άπό τά δρια τοΰ γαλαξία μας. Τώρα, τά νεότερα μέσα ερευνάς άποκάλυψαν γιά τήν έπιστήμη έκατομμύρια αλλα άστρικά συστήματα καί εδοσαν στόν άνθρωπο τή δυνατότητα νά σχηματίσει μιάν Ιδέα γιά τή δομή τοΰ σύμπαντος σέ άπόσταση πού δέν τή φτάνει οΰτε ή φαντασία μας.
Ό άνθρωπος εισχωρεί δχι μόνο στίς άχανεΐς έκτάσεις τοΰ διαστήματος, άλλά καί στά έγκατα τοΰ μικρόκοσμου, καί άνακαλύπτει όλοένα βαθύτερα τό μυστικό τής προέλευσης τής ζωής. Παντοΰ, σέ δλους τούς τομείς τής έπιστήμης, βρίσκουμε άποδείξεις γιά τήν απεριόριστη δύναμη τής έπιστημονικής γνώσης.
Ή πιό πειστική δμως άνατροπή τοΰ αγνωστικισμού είναι ή πρακτική, ή άνθρώπινη δράση, ή παραγωγή. Ό Ένγκελς λέει δτι άπό τή στιγμή πού, σύμφωνα μέ τήν ιδέα πού εχουμε σχηματίσει γιά κάποιο φαινόμενο, τό προκαλοϋμε ή τό παράγουμε έμείς οί ίδιοι καί τό υποχρεώνουμε νά υπηρετήσει τούς σκοπούς μας, άπό αύτή τή στιγμή πειθόμαστε δτι, μέσα σέ όρισμένα δρια, ή ιδέα μας γι’ αύτό τό φαινόμενο ήταν πραγματική, άξιόπιστη γνώση*.
Οί φυσικοί έπιστήμονες, αρχίζοντας άπό τά έργαστηρια- κά πειράματα καί τούς θεωρητικούς υπολογισμούς, έμαθαν δχι μόνο νά προκαλοϋν τήν αλυσιδωτή άντίδραση τής διάσπασης τοΰ ατόμου τοΰ ουρανίου, άλλά καί νά κατευθύνουν αύτή τήν άντίδραση στίς άτομικές στήλες. Ή παραγωγή ατομικής ένέργειας στούς άντιδραστήρες βιομηχανικού τύπου ά- πόδειξε δτι οί θέσεις τής θεωρητικής φυσικής, δπου στηρί- χθηκαν οί έπιστήμονες στήν έργασία τους, είναι σωστές, ά- πόδειξε δτι εχουμε άληθινή γνώση μερικών νομοτελειών άπό τίς έσωπυρηνικές διαδικασίες.
Ή θεωρητικά θεμελιωμένη υπόθεση τού Τσιολκόφσκι δτι είναι δυνατό νά χρησιμοποιηθούν οί άεριωθούμενοι κινητήρες καί οι πύραυλοι γιά τήν πτήση στό διάστημα εβαλε, γιά
* Βλ. Ψ. Ένγχελς «Ή άν±πτυξη τοΰ σοο-.χλ'.ομ/Λ Από ουτοπία ai έπιστήμη», Κροατικές πολιτιχές ixîôœ ij, 1)960, -χλ. 1S. ΤοΟ Mtou ·Ό Λουδοβίκος ΦόΟβ ι̂Μχχ *αί τό τέλος τής χλαοιχής γερμανι- χής φιλοσοφίας», Κρατικές πολιτιχές Ιχύύοβις, Μόσχχ, 1966, οελ. 1β.
132
μάς, τίς βάσεις τής αστροναυτικής. Ή άνάπτυξη τών άεριω- θουμένων άεροπλάνων, ή δημιουργία τών τεχνητών δορυφόρων τής Γής καί τών διαστημοπλοίων, άπόδειξε τήν δρθότη- τα τών απόψεων τοΰ Τσιολκόφσκι καί τών όπαδών του, τή βασιμότητα τών υπολογισμών τους.
'Όλη ή σύγχρονη τεχνική καί ή βιομηχανία μάς δίνουν απειράριθμες αποδείξεις γιά τή δύναμη τής γνώσης.
3. Ή θεωρία γ ιά τήν άλήθεια.
Τό πρόβλημα τής άλήΟειας είναι τό κεντρικό πρόβλημα τής γνωσιολογίας καί τό σπουδαιότερο ζήτημα κάθε έπιστήμης. νΑν μιά θεωρία δέ μάς δίνει άληθινή γνώση, δέν Ιχει καμιάν άξία.
Τό ζήτημα γιά τήν άλήθεια μπαίνει κάθε φορά πού πρόκειται νά βροΰμε τή σχέση τής γνώσης μας καί τής άντικει- μενικής πραγματικότητας. ’Αφοΰ ό άντικειμενικός κόσμος υπάρχει άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση, είναι φανερό δτι στήν πορεία τής γνώσης οί παραστάσεις μας, οί Ιδέες καί οί θεωρίες πρέπει νά άντιστοιχοΰν πρός τήν πραγματικότητα. Δέν πρέπει νά προσαρμόζουμε τά γεγονότα στίς παραστάσεις πού εχουμε γι’ αύτά. Άντίθετα, πρέπει νά φροντίζουμε ώστε οί παραστάσεις μας νά βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τά αντικειμενικά γεγονότα. 'Όποιος δέν τό κάνει αύτό, καταλήγει όπωσδήποτε στόν κενό υποκειμενισμό, χάνει τήν αίσθηση τοΰ πραγματικοΰ, θεωρεί τίς έπιθυμίες του γιά πραγματικότητα καί τελικά άποτυχαίνει άναπόφευκτα στήν πρακτική δράση.
“Αν τά αίσθήματά μας, οί άντιλήψεις, οί παραστάσεις, οί εννοιες καί οι θεωρίες άντιστοιχοΰν στήν άντικειμενική πραγματικότητα, τήν άπεικονίζουν σωστά, τότε λέμε δτι αυτές είναι ά λ η θ ι ν έ ς . Τίς άληθινές κρίσεις, συλλογισμούς ή θεωρίες τίς όνομάζουμε ά λ ή θ ε ι α .
Συχνά λέμε δτι σκοπός τής γνώσης είναι νά βρει τήν ά- λήθεια, νά άνακαλύψει τήν άλήθεια κτλ. Αύτές τίς έκφράσεις δέν πρέπει βέβαια νά τίς άντιλαμβανόμαστε μέ τήν Ιννοια δτι
133
ή αλήθεια υπάρχει αύτή καθεαυτή καί δ άνθρωπος προσκρούει πάνω της ή τή βρίσκει. Σημαίνουν μόνο δτι σκοπός τής γνώσης είναι ή έπίτευξη τής αληθινής γνώσης. Αυτό είναι απαραίτητο νά τό Εχουμε ΰπόψη, γιατί δρισμένοι Ιδεαλιστές φιλόσοφοι Ισχυρίζονται δτι οί αλήθειες έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη καί δτι ό άνθρωπος μπορεΐ κάτω άπό όρισμένες συνθήκες νά τίς ατενίσει καί νά τίς περιγράψει. Στήν πραγματικότητα ή έννοια «αλήθεια» Εχει σχέση μόνο μέ τήν ανθρώπινη γνώση, μέ τίς Ιδέες, τίς θεωρίες, τίς Εννοιες κτλ. Στόν Αντικειμενικό κόσμο υπάρχουν δχι αλήθειες, αλλά πράγματα, φαινόμενα, σχέσεις, λειτουργίες κτλ., πού αντανακλώνται στίς αληθινές παραστάσεις καί ιδέες τοϋ ανθρώπου.
Ή άντικειμενική άλή&εια.
Μ’ δλο πού ή άλήθεια έμφανίζεται στήν πορεία της άν- θρώπινης γνώσης, οί Ιδιότητες καί οί σχέσεις τών πραγμάτων πού αντανακλώνται σ’ αύτή, δέν έξαρτώνται από τόν δνθρωπο. Γι’ αύτό λέμε δτι ή αλήθεια είναι αντικειμενική.
Κατά συνέπεια μέ τόν δρο άντικειμενική άλήθεια έννοού- με τό περιεχόμενο τής άνθρώπινης γνώσης, πού αντανακλά πιστά τόν αντικειμενικό κόσμο, τίς νομοτέλειες καί τίς ίδιό- τητές του, καί μ’ αύτή τήν Εννοια, δπως Ελεγε δ Λένιν, «δέν έξαρτάται άπό τό υποκείμενο, δέν έξαρτάται ουτε άπό τόν άνθρωπο, ουτε άπό τήν άνθρωπότητα.. .»*. Ό άνθρωπος £έν εϊναι έξουσιαστής τής αλήθειας. Μπορεΐ νά άλλάζει τό γύρω του κόσμο, μπορεΐ νά άλλάζει τίς συνθήκες τής ζωής του, δέ μπορεΐ δμως νά άλλάζει αυθαίρετα τήν άλήθεια, γιατί ή άλήθεια άντανακλά αύτό πού υπάρχει άντικειμενικά.
Κάθε άλήθεια είναι άντικειμενική άλήθεια. ’Από αύτή πρέπει νά ξεχωρίζουμε τήν υποκειμενική γνώμη, πού δέν άν- τιστοιχεΐ στήν πραγματικότητα, τήν έπινόηση, τήν αυταπάτη. Καθετί πού οί δνθρωποι θεωρούσαν ή θεωρούν άληθι- νό, δέν είναι καί στήν πραγματικότητα άλήθεια. Γιά πολλά χρόνια, π.χ., πίστευαν δτι δ “Ηλιος περιφέρεται γύρω άπό τή Γή. Αύτή ή άποψη δμως ήταν λαθεμένη. ’Αντίθετα, ή
* Β. J. Aivtv «’ Arasvux», τέμ. 14, σ&λ. 110.
134
θεωρία τής σύγχρονης αστρονομίας, πού σύμφωνα μ’ αύτή κέντρο τοΰ συστήματος μας είναι ό “Ηλιος καί γύρω του περιφέρονται, δ καθένας στήν τροχιά του, ο! πλανήτες, καθώς καί ή Γή, είναι ή αντικειμενικά αληθινή θεωρία. Γιατί; Γιατί ή θεωρία αύτή αντανακλά σωστά τήν πραγματικότητα, τήν πραγματική διάταξη τοϋ ηλιακού συστήματος, πού δέν έξαρ- τάται άπό τόν άνθρωπο.
Ό δρόμος τής γνώσης.
Τήν άντανάκλαση τοϋ άντικειμενικοΰ κόσμου στή συνείδηση τοΰ άνθρώπου δέν πρέπει νά τήν άντιλαμβανόμαστε μεταφυσικά, σάν ένέργεια πού συντελειται μονομιάς. Ή γνώση είναι λειτουργία πού Ιχει πολλές πλευρές καί περιλαμβάνει διάφορες ξεχωριστές, άλλά καί άλληλοσυνδεόμενες βαθμίδες. Ό Λένιν, χαρακτηρίζοντάς τη, εγραφε: «Άπό τή ζωντανή θεώρηση στήν άφηρημένη νόηση καί ά π ό α ύ τ ή σ τ ή ν π ρ α κ τ ι κ ή , αύτή είναι ή διαλεκτική πορεία τής γνώσης τής ά λ ή θ ε ι α ς, τής γνώσης τής αντικειμενικής πραγματικότητας»*.
"Οπως είπαμε παραπάνω, ή γνώση άποκτάται άπό τόν άνθρωπο δχι τόσο μέ τήν παθητική άντίληψη της γύρω πραγματικότητας, δσο μέ τήν πορεία τής δραστήριας πρακτικής σχέσης πρός τά πράγματα. Ακριβώς στήν πρακτική, πού φέρνει σέ άμεση σχέση τόν άνθρωπο μέ τόν έξωτερικό κόσμο, γεννιούνται τά διάφορα αισθήματα, πού άποτελοΰν τό άφετηριακό σημείο τής γνωστικής δραστηριότητας τοΰ ξεχωριστού άνθρώπου καί τής Ιστορίας τής άνθρώπινης γνώσης γενικά. Έτσι, ή πρώτη βαθμίδα τής γνώσης είναι τά αισθήματα.
Τά αίαόήματα είναι είχόνες τών πραγμάτων χαίτώ ν Ιδιοτήτων τονς.
Άφοΰ κάθε γνώση σέ τελευταία ανάλυση ξεκινάει άπό τά αισθήματα, τό ζήτημα fiv είναι άληθινή αύτή ή γνώση
* Β. I. Δένιν «*Anma», τάμ. 16, σελ. 161.
136
έξαρτάται πρώτα απ’ δλα από τό αν είναι αληθινά τά αίσθή- ματά μας, αν μπορούν νά αντανακλούν πιοτά τά υλικά πράγματα καί τίς ιδιότητες τους. Ή μαρξιστική θεωρία τής γνώσης, στηριζόμενη στίς βασικές αρχές τού διαλεκτικού υλισμού, μάς δίνει σ’ αύτό τό έρώτημα πειστική απάντηση: σέ κάθε γεγονός τή; ανθρώπινης γνώσης, αρχίζοντας άπό τά αισθήματα, υπάρχει αντικειμενικά άληθινό περιεχόμενο. Τά αισθήματα τού ανθρώπου, δπως καί ο'ι αντιλήψεις καί οί παραστάσεις του, είναι αντανάκλαση ή εικόνες τών πραγμάτων καί τών Ιδιοτήτων τους.
Ωστόσο, υπάρχουν φιλόσοφοι καί φυσικοί έπιστήμονες πού τό άρνούνται αύτό.
Στά μέσα τού 19ου αιώνα, ό γνωστός γερμανός φυσιολόγος Γιόχαν Μύλλερ, έρευνώντα; τό μηχανισμό τών αισθητηρίων δργάνων μας, άπόδειξε δτι τό αίσθημα τού φωτός, π.χ., δημιουργεΐται στόν άνθρωπο δχι μόνο άπό τήν έπίδρα- οη τών φωτεινών άκτίνων, άλλά καί μέ τόν έρεθισμό τού όπτικού νεύρου άπό ηλεκτρικό ρεύμα, άπό μηχανική έπίδρα- ση πάνω σ’ αύτό κτλ. Άπό αύτή τή διαπίστωση ό Μύλλερ εβγαλε τό βαθειά λαθεμένο συμπέρασμα δτι τάχα τά αίσθή- ματά μας μεταδίνουν μόνο τήν κατάσταση τών αντίστοιχων αισθητηρίων όργάνων, καί δέ μάς λένε τίποτε γιά τά πράγματα καί τίς Ιδιότητες τους πού βρίσκονται εξω άπό μάς. Ή θεωρία τοΰ Μύλλερ εγινε γνωστή με τό δνομα «φυσιολογικός Ιδεαλισμός».
Δυσπιστία γιά τίς ένδείξεις τών αισθητηρίων όργάνων έξέφρασε καί ενας άλλος μεγάλος γερμανός έπιστήμονας τού 19ου αιώνα, ό Ε. Χέλμολτς.
'Όσοι υποστηρίζουν τίς απόψεις αύτών τών έπιστημόνων πιστεύουν δτι τά αισθήματα δέν είναι εικόνες, άλλά μόνο συμβατικά σήματα, σύμβολα, Ιερογλυφικά, πού υ π ο δ η λ ώ ν ο υ ν αύτά ή έκεΐνα τά φαινόμενα, π α ρ έ χ ο υ ν έ ν δ ε ί ξ ε ι ς γι’ αύτά, δέν αντανακλούν δμως τήν άντι- κειμενική του; ούσία. Ή άποψη αύτή μετατρέπει τά αίσθή- ματα άπό γέφυρα πού συνδέει τόν άνθρωπο μέ τόν έξωτερι- κό κόσμο, σέ αξεπέραστο έμπόδιο πού φράζει τό δρόμο πρός αύτόν: άπό αύτή τήν άποψη ή γνώση τών πραγμάτων είναι άδύνατη. Καί κάτι περισσότερο, αύτή ή άγνωστικιστική άποψη μπορεΐ νά όδηγήσει στήν άρνηση τή; άντικειμενικής ν-
136
παρξης τών πραγμάτων, άφοΰ ή αντικειμενική πραγματικότητα δέν είναι ανάγκη νά αντιστοιχεί δπωσδήποτε σέ ενα συμβατικό σημείο ή σύμβολο. Στήν Ιστορία τής φιλοσοφίας, ά- κριβώς, ή άρνηση τοϋ γεγονότος δτι τά αίσθήματα είναι άν- τανάκλαση τών αντικειμενικών ιδιοτήτων τών πραγμάτων δ- δήγησε στόν υποκειμενικό ιδεαλισμό. Αύτή ή άρνηση δμως αντιφάσκει κατηγορηματικά σέ δλη τήν πείρα τής ανθρωπότητας καί στά δεδομένα τής έπιστήμης.
Ή μελέτη τής έξέλιξης τοϋ ζωικοΰ κόσμου αποδείχνει δτι τά αισθητήρια όργανα τών ζώων, καί υστέρα καί τοϋ ανθρώπου, διαμορφώθηκαν καί τελειοποιήθηκαν στήν πορεία τής αλληλεπίδρασης τοΰ δργανισμοΰ μέ τό περιβάλλον. Τά δργα- να τών αισθήσεων, κατά τή μακρόχρονη έξελικτική τους πορεία, προσαρμόσθηκαν τόσο στόν έξωτερικό κόσμο, ώστε νά Εξασφαλίζουν τό σωστό προσανατολισμό στίς γύρω συνθήκες. Ό Λένιν εγραφε δτι «δ άνθρωπος δέ θά μποροϋσε βιολογικά νά προσαρμοσθεΐ στό περιβάλλον αν τά αίσθήματά του δέν τοϋ έδιναν α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ά σ ω σ τ ή παράσταση γι’ αυτό»*.
'Αν τά αισθήματα δέ μάς έδιναν μιά, λιγότερο ή περισσότερο, σωστή γνώση γιά τά πράγματα καί τίς ιδιότητες τους, ουτε ή νόηση δέ θά μποροϋσε νά είναι αληθινή, γιατί ξεκινάει άπό τά αίσθήματα καί στηρίζεται σ’ αυτά. Τότε γενικά δέ θά είχαμε καμιάν αληθινή γνώση, δ άνθρωπος Οά ζοΰσε μέσα σ’ Ιναν κόσμο φαντασμάτων καί ανταπάτης, καί ή ζωή του θά γινόταν άδΰνατη.
Βέβαια, στά αισθήματα υπάρχει καί ενα υποκειμενικό στοιχείο, γιατί συνδέονται μέ τή λειτουργία τών αισθητηρίων Λργάνων καί τοΰ νευρικοΰ συστήματος τοΰ άνθρώπου, μέ τόν ψυχικό του κόσμο. Καμιά εΙκόνα δέ μπορεΐ νά είναι ταυτόσημη με τό πράγμα πού απεικονίζει, άποδίδει πάντα τά χαρακτηριστικά του λίγο - πολύ κατά προσέγγιση καί δχι μέ πληρότητα. Τά αισθήματα δμως δέν είναι μόνο υποκειμενικές καταστάσεις τοΰ ψυχικού κόσμου τοΰ ανθρώπου: «Τό αίσθημα είναι υποκειμενική εικόνα τοΰ αντικειμενικού κόσμου».**
* Β. 1. Λένιν «Άηχντα», τόμ.. 114. σελ. 166.·* Β. 1. Λένιν ·Ά τλγλ * , ο5μ. 1(4, <χΧ. 106.
137
Κατά συνέπεια, τά αισθήματα περιέχουν τήν αντικειμενική αλήθεια. Αύτή είναι ή μοναδικά έπιστημονική υλιστική άποψη. «Τό νά είσαι υλιστής — τόνιζε δ Λένιν— σημαίνει δτι παραδέχεσαι τήν αντικειμενική αλήθεια, πού μάς άπο- καλύπτουν τά αισθητήρια δργανα»*.
Τά αισθήματα, οί αντιλήψεις καί οί παραστάσεις πού ά- ποκτάμε μέ τήν αισθητηριακή έμπειρία, άποτελοΰν τήν αρχή τής γνώσης, τό άφετηριακό της σημείο. Ή γνώση δμως δέ σταματάει σ’ αύτό, αλλά προχωρεί καί παραπέρα, υψώνεται ώς τό έπίπδο τής ά φ η ρ η μ έ ν η ς ν ό η σ η ς .
Ή νόηση είναι η γνώση τής ουσίας των φαινομένων.
Ή μαρξιστική θεωρία τής γνώσης παραδέχεται πώς υπάρχει ποιοτική διαφορά άνάμεσα σ’ αύτές τίς δυό βαθμίδες, δέν τίς άποσπά δμως, άλλά τίς βλέπει στή διαλεκτική τους σχέση.
Ή νόηση, μ’ δλο πού είναι άνώτερη μορφή γνωστικής δραστηριότητας, υπάρχει καί στήν αισθητηριακή βαθμίδα: δ άνθρωπος δταν αισθάνεται, σκέπτεται κιόλας, συνειδητοποιεί τά άποτελέσματα τών αίσθητηριακών άντιλήψεων, καταλαβαίνει αύτό πού άντιλαμβάνεται. "Αλλωστε μόνο τά αΐ- σθήματα καί ο! άντιλήψεις δίνουν στή νόηση τό έμπειρικό υλικό, πού άποτελεΐ τό θεμέλιο δλων τών γνώσεών μας.
01 δυνατότητες τής αισθητηριακής γνώσης είναι περιορισμένες. Τά φαινόμενα πού είναι άπρόσιτα στά αίσθήματα τά γνωρίζουμε μέ τήν άφηρημένη νόηση. Δέ μπορούμε, π.χ., αμεσα μέ τά αισθήματα νά άντιληφθοΰμε ή νά φαντασθοΰ- με τήν ταχύτητα τοΰ φωτός, πού είναι 300 χιλιάδες χιλιόμετρα στό δευτερόλεπτο. Αύτή δμως ή ταχύτητα υπάρχει καί μπορούμε νά τή σκεφθοΰμε. Καί κάτι περισσότερο, στηριζό- μενοι σέ θεωρητικούς υπολογισμούς, μπορούμε νά μετρήσουμε αύτή τήν ταχύτητα μέ τή βοήθεια συσκευών. Δέν είμαστε σέ θέση νά συλλάβουμε τό χρονικό διάστημα μερικών έκατοντάκις έκατομμυριοστών τοΰ δευτερολέπτου πού στή διάρκειά του υπάρχουν, π.χ., δρισμένα στοιχειώδη σωματί-
* Β. I. Δένιν «Άπαντα», τόμ. Μ, οελ. 120.
138
δια, δπως τά μεσόνια. Μπορούμε δμως νά τό σκεφθοΰμε. Τά μαθηματικά ασχολούνται αδιάκοπα τόσο μέ απειρα μεγάλα, δσο καί μέ απειρα μικρά μεγέθη, πού είναι αδύνατο νά τά φαντασθοΰμε παραστατικά.
Στοιχειώδεις γενικεύσεις γίνονται κιόλας στή βαθμίδα τής αισθητηριακής γνώσης. Αντιλαμβανόμαστε ενα γενικό γνώρισμα, π.χ., τή λευκότητα πού έχουν διάφορα σώματα δπως τό χιόνι, τό αλάτι, ή ζάχαρη, δ άφρός, τό χαρτί κτλ. Ή αισθητηριακή γνώση δμως δέ μάς αποκαλύπτει καί τήν έσωτερική ούσία τών φαινομένων, τούς αναγκαίου; δεσμούς καί σχέσεις τους. Γιά νά άνακαλύψουμε τούς νόμους πού διέπουν τά φαινόμενα, γιά νά εισχωρήσουμε στήν ούσία τους, δηλ. γιά νά αποκτήσουμε έπιστημονική γνώση τοΰ γύρω μας κόσμου, είναι απαραίτητη μιά ποιοτικά διαφορετική γνωστική δραστηριότητα, δηλαδή ή νόηση, πού λειτουργεί μέ τή μορφή έννοιών, κρίσεων, συλλογισμών, υποθέσεων καί θεωριών.
Κανένας νόμος δέ γίνεται αντιληπτός, σάν νόμος, από τά αισθήματα. Οί άνθρωποι άπειρες φορές παρατηρούσαν τήν πτώση τών σωμάτων στή γή, χρειάστηκε δμως μεγάλη άνάπτυξη τής έπιστήμης καί δλη ή μεγαλοφυής δύναμη τής σκέψης τοΰ Νεύτονα γιά νά άνακαλυφθεί καί νά διατυπωθεί ό νόμος τής παγκόσμιας έλξης, πού περιλαμβάνει δλα αύτά τά αναρίθμητα γεγονότα καί άποτελεί τή βάση τους.
Ξέρουμε δτι τά αισθήματα, πού έμφανίζονται σάν άποτέλεσμα τής άμεσης έπίδρασης τών πραγμάτων πάνω στά at- σθητήρια όργανα, είναι υποκειμενικές εικόνες τοΰ άντικει- μενικοΰ κόσμου καί, κατά συνέπεια, περιέχουν τήν άντικει- μενική άλήθεια. Μπορούμε δμως νά ποΰμε τό ίδιο καί γιά τά προϊόντα τής νόησης, πού είναι άφηρημένες εννοιες καί δέ συνδέονται αμεσα μέ τά νλικά πράγματα; Βέβαια, μπορούμε.
Τά αισθήματα καί οί άντιλήψεις έχουν σχέση μέ τά ξεχωριστά, συγκεκριμένα γεγονότα, μέ τήν έξωτερική πλευρά τών φαινομένων: δλα αύτά τά άντανακλοΰν μέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ακρίβειας. Οί άφηρημένες Ιννοιες είναι κι αύτές άντανάκλαση τής πραγματικότητας καί περιέχουν άν- τικειμενικήν άλήθεια. Οί άφηρημένες Ιννοιες δμως άντανακλοΰν τό βαθύτερο, τό έσωτερικό «στρώμα» τής πραγματικότητας, δέν περιορίζονται άπό τήν έξωτερική, αίσθητηριακή
139
πλευρά τών φαινομένων, άλλά διακρίνουν τίς ουσιαστικές σχέσεις καί δεσμούς πού άποτελοϋν τή βάση τους. Τά αισθήματα μάς δείχνουν, π.χ., δτι μετά τήν αστραπή καί τό μπουμπουνητό ακολουθεί ραγδαία βροχή. Αύτή ή γνώση μπορεΐ νά είναι αρκετή γιά μερικές πρακτικές ένέργειες, π.χ., γιά νά χωθούμε κάτω από ?να υπόστεγο μόλις ξεσπάσει ή μπορά. Ή γνώση δμως αύτή είναι έντελώς ανεπαρκής γιά νά έξη- γήσουμε τά φαινόμενα τής καταιγίδας. Γιά νά τό κάνουμε αύτό, χρειάζεται ή νόηση μέ άφηρημένες εννοιες.
Οί σχέσεις τού καπιταλιστή μέ τόν έργάτη στίς διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορούν νά πάρουν τίς πιό ποικίλες μορφές: άπό τήν ανοιχτή καταπίεση ώς τήν έπιφα- νειακή νομιμότητα, δημοκρατικότητα, φιλικότητα. Ή ούσία ίίμως τής σχέσης τοΰ καπιταλιστή μέ τόν έργάτη μένει πάντα ή ίδια — ή έκμετάλλευση. Γιά νά φανερωθεί αύτή ή αληθινή ούσία τών ταξικών σχέσεων, δέν αρκεί νά περιγραφούν τά διάφορα συγκεκριμένα γεγονότα καί περιπτώσεις, χρειάζεται πιό βαΟειά θεωρητική ανάλυση, πού νά άποκαλύψει τήν ούσία τοΰ καπιταλισμού, είναι .απαραίτητες άφηρημένες εννοιες πού νά μπορούν νά έκφράσουν τούς νόμους του.
Ό Λένιν εγραφε: «ή νόηση, άνεβαίνοντας άπό τό συγκεκριμένο στό άφηρημένο, δέν απομακρύνεται.. . άπό τήν ά- λήθεια, άλλά πλησιάζει πρός αύτήν. Οί άφηρημένες εννοιες ΰ λ η , ν ό μ ο ς τής φύσης, ά ξ ί α κτλ., μέ λίγα λόγια δ λ ε ς οί έπιστημονικές (σωστές, σοβαρές, δχι παράλογες) αφαιρέσεις, άντανακλούν τή φύση βαθύτερα, πιστότερα, π λ η ρ έ σ τ ε ρ α»*.
Ή δύναμη τής νόησης συνίσταται στήν Ικανότητά της νά κάνει αφαιρέσεις, νά άποσπάται άπό τίς μερικότητες καί νά υψώνεται σέ γενικεύσεις πού έκφράζουν τό πιό βασικό, τό πιό ουσιαστικό στά φαινόμενα.
Ή δύναμη τής νόησης συνίσταται στήν ικανότητά της νά βγαίνει έξω άπό τά δρια τής παρούσας στιγμής καί, στηρι- ζόμενη στούς αντικειμενικούς νόμους πού άνακάλυψε, νά έρ- μηνεύει τό παρελθόν καί νά προβλέπει τή μελλοντική έξέλι-
* Β. 1. Λένιν τόμ. 38, οελ. 161.
140
ξη τών γεγονότων. Ή νόηση είναι ένεργός λειτουργία, λειτουργία πού δημιουργεί εννοιες καί τίς χρησιμοποιεί. 'Η νόηση δμως καί τά προϊόντα της, οί εννοιες, δέ συνδέονται μέ τόν αντικειμενικό κόσμο αμεσα, αλλά εμμεσα, διά μέσου τής πρακτικής δραστηριότητας καί τών αίσθημάτων. Τό πλεονέκτημα τών έννοιών είναι δτι δέ συνδέονται μ’ αύτό ή έκείνο τό αισθητηριακό γεγονός, άλλά διαθέτουν κάποια σχετική ανεξαρτησία άπό αύτό. Χάρη σ’ αύτό ή νόηση άπο- κτάει τή δυνατότητα γιά όλόπλευρη έξέταση καί άνάλυση τών φαινομένων, γιά απεριόριστη προσέγγιση πρός τή συγκεκριμένη πραγματικότητα, γιά δλο καί πιό ακριβή άντανάκλαση τοΰ κόσμου.
Ταυτόχρονα δμως πάντα υπάρχει ό κίνδυνος άπόσπασης τής σκέψης άπό τήν πραγματικότητα, ανεδαφικής φαντασιοπληξίας καί μετατροπής τής λειτουργίας τής νόησης σέ κάτι άνεξάρτητο, σέ αύτοσκοπό. Αύτός είναι ό δρόμος πρός τόν Ιδεαλισμό.
Τό μοναδικό άντίδοτο γι’ αύτό είναι ή σχέση μέ τήν πρακτική, μέ τή ζωή, μέ τήν παραγωγή, μέ τήν πείρα τών μαζών. Ή πραγματική έπιστήμη αναπτύσσεται χάρη στό δτι δσο πολύ ψηλά καί δν πετάει ή θεωρητική σκέψη τοΰ έπι- στήμονα επιστρέφει σταθερά στήν αισθητηριακή έμπειρία, στήν πρακτική. Ή σταθερή άλληλεπίδραση τής πρακτικής, τοΰ πειράματος καί τής θεωρητικής σκέψης είναι έγγύηση γιά τήν έπιτυχή άνάπτυξη τής έπιστήμης.
Χάρη στήν άπό κοινοΰ έργασία τών χεριών καί τοΰ έγκε- φάλου, ό άνθρωπος μπόρεσε νά άνακαλύψει πολυάριθμους νόμους τής φύσης, νά τούς υποτάξει στή θέλησή του καί νά γίνει ό κυρίαρχος τής φύσης καί τών τεράστιων δυνάμεων της.
Ή άπειρη γνώαη τον άπειρον χόομον.
'Η άνθρώπινη γνώση στό σύνολό της είναι μιά άναπτυπ- σόμενη καί δπειρα συνεχιζόμενη πορεία.
Ό αντικειμενικός κόσμος πού περιβάλλει τόν δνθρωπο είναι άπειρος. ’Αλλάζει καί άναπτύσσεται άδιάκοπα, γεννάει αιώνια άπειρο πλήθος νέων μορφών. "Οσο μακριά κι δν είσχωρήσει ή γνώση στό άχανές σύμπαν, μπροστά της πάν
141
τα θά μένει ανεξάντλητο πεδίο γιά νέες ερευνες καί γενικεύσεις, γιά τήν ανακάλυψη νέων νόμων, γιά τή μελέτη όλοένα πιό ουσιαστικών, βαΟειών καί καθολικών σχέσεων.
Καμιά έπιστήμη, από αύτές πού εχει στή διάθεσή τώυ ό δνθρωπος, δέν ανακάλυψε ακόμα στήν πληρότητά τους δλα τά φαινόμενα καί τίς νομοτέλειες τοϋ τομέα της καί ποτέ δέν θά τά ανακαλύψει έντελώς, γιατί ή φύση είναι άπειρη. Τό νά γνωρίσουμε τόν κόσμο ώς τό τέλος, αύτό Οά ήταν, δπως είπε ό Ένγκελς, ένας ώς έκ θαύματος υπολογισμός τοΰ απείρου. 'Όπως είναι αδύνατο νά υπολογίσουμε δλη τήν απειρία τών αριθμών, ετσι είναι αδύνατο καί νά έξαντλήσουμε τή γνώση δλης τής φύσης.
Ή γνώση είναι άπειρη δχι μόνο γιατί είναι άπειρα πολύμορφο τό άντικείμενο τής γνώσης — ή φύση καί ή κοινωνία— άλλά γιατί καί ή ίδια ή γνώση εχει άπειρες δυνατότητες. 'Η άσταμάτητη άνάπτυξη τής παραγωγής καί τών κοινωνικών σχέσεων 6άζει άδιάκοπα στήν έπιστήμη νέα τεχνικά καί θεωρητικά προβλήματα, δημιουργεί νέες άνάγκες. Ή τάση τής άνθρωπότητας γιά γνώση δέν Ιχει δρια. Κάθε καινούρια άλήθεια πού άνακαλύπτουν οί άνθρωποι, άνοίγει μπροστά τους νέες προοπτικές, βάζει νέα προβλήματα, τούς παρακινεί νά έμβαθύνουν άκόμα περισσότερο στό άντικείμε- νο τής γνώσης καί νά τελειοποιήσουν τίς γνώσεις πού άπό- κτησαν προηγούμενα.
Ή διδασκαλία τοΰ διαλεκτικού ύλισμοϋ γιά τό άνεξάντλη- το τοΰ κόσμου καί γιά τό άπειρο τής γνώσης είναι έχθρική σέ κάθε άγνωστικισμό. Ό διαλεκτικός υλισμός παραδέχεται τόν ιστορικά περιορισμένο χαρακτήρα τής γνώσης σέ κάθε έποχή, άλλά καί άπορρίπτει άποφασιστικά τήν ψεύτικη ιδέα δτι υπάρχουν κάποια κατ’ άρχήν άπόλυτα δρια, πού δέ θά μπορέσει νά τά ξεπεράσει ή έπιστήμη.
Ή άνθρώπινη γνώση είναι πανίσχυρη, δέν έχει δρια καί περιορισμούς. Αύτή δμως ή πανίσχυρη γνώση έπιτυγχάνεται άπό τούς ξεχωριστούς άνθρώπους, πού οί δυνατότητές τους περιορίζονται άπό τίς Ικανότητές τους, άπό τό έπίπεδο τών γνώσεων τής έποχής τους, άπό τήν ύπάρχουσα τεχνική κτλ.
Αύτή ή άντίθεση άνάμεσα στίς περιορισμένες γνωστικές δυνατότητες τοϋ ξεχωριστού άνθρώπου καί στήν κατ’ άρχήν Απεριόριστη γνώση ξεπερνιέται μέ τήν άλλεπάλληλη διαδοχή
142
τών γενεών καί μέ τή συλλογική έργασία δλης τής ανθρωπότητας σέ κάθε ξεχωριστή στιγμή τής ύπαρξής της. Ή ανθρώπινη νόηση «υπάρχει μόνο σάν ατομική νόηση τών πολλών δισεκατομμυρίων ανθρώπων τοϋ παρελθόντος, τοΰ παρόντος καί τοϋ μέλλοντος»*, λέει ό Ένγκελς.
Οί αλήθειες τής έπιστήμης δέν έμφανίζονται μονομιάς σέ τέλεια μορφή, άλλά διαμορφώνονται βαθμιαία υστέρα άπό μακρόχρονη πορεία άνάπτυξης τής έπιστήμης καί συσσώρευσης τών γνώσεων πολλών γενεών άνθρώπων. «Ή γνώση είναι αιώνια, άπειρη προσέγγιση τής νόησης πρός τό άντικείμενο. Τ ή ν ά ν τ α ν ά κ λ α σ η τής φύσης στή νόηση τοϋ άνθρώπου δέν πρέπει νά τήν έννοοϋμε σάν "νεκρή” , "άφηρη- μένη” , χ ω ρ ί ς κ ί ν η σ η , χ ω ρ ί ς ά ν τ ι θ έ - σ ε ι ς, άλλά σάν αιώνια πορεία κίνησης, έμφάνισης άντι- θέσεων καί λύσης τους».**
Ά π ό λ ν χ η καί αχετική άλήϋεια .
Σ έ κάθε δοσμένη Ιστορική στιγμή, ot αποκτημένες άπό τήν έπιστήμη γνώσεις διακρίνονται γιά κάποια μή πληρότητα, μή τελειότητα. Ή πρόοδος στή γνώση τής άλήθειας συνί- σταται στό γεγονός δτι αύτή ή μή πληρότητα, ή μή τελειότητα τής άλήθειας παραμερίζεται βαθμιαία, μειώνεται, ένώ ή άκρίβεια καί ή πληρότητα τής άντανάκλασης τών φαινομένων καί τών νόμων τής φύσης αυξάνουν όλοένα.
Πρέπει νά διακρίνουμε τό συνειδητό ψέμα, δπου καταφεύγουν πολύ συχνά ο'ι έχθροί τής έπιστημονικής προόδου, άπό τά λάθη καί τίς πλάνες πού έμφανίζονται στήν πορεία τής γνώσης έξαιτίας άντικειμενικών συνθηκών: τής άνεπάρ- κειας τοΰ γενικοΰ έπιπέδου τών γνώσεων στό δοσμένο τομέα, τής άτέλειας τών τεχνικών μέσων πού χρησιμοποιοΰνται στίς έπιστημονικές ερευνες κτλ. Ή διαλεκτική άντιφατικό- τητα τής γνώσης έκδηλώνεται μέ τό γεγονός δτι ή άλήθεια άναπτύσσεται συχνά παράλληλα μέ τήν πλάνη καί μερικές φορές συμβαίνει όρισμένες μονόπλευρες, ή άκόμα καί λαθε
• Φ. Ένγχελς «Άντι - N-oSpivpc», 1957, <χΧ. 81.** Β. I. Aévw «"Απαντα», τήμ. 38, οελ. 1ά6.
145
μένες θεωρίες, νά χρησιμεύουν σάν μορφή άνάπτυξης τή; αλήθειας.
Στή διάρκεια τοΰ 19ου αιώνα ή φυσική ξεκινούσε άπό τήν κυματοειδή θεωρία τοΰ φωτός. Στίς άρχές τοΰ 20οΰ αιώνα αποδείχθηκε δτι ή κυματοειδής θεωρία τοΰ φωτός είναι μονόπλευρη καί ανεπαρκής, γιατί τό φώς εχει ταυτόχρονα καί κυματοειδή καί σωματοειδή ούσία. Ή μονόπλευρη δμως κυματοειδής θεωρία εδοσε τή δυνατότητα νά γίνουν ενα σωρό σπουδαίες ανακαλύψεις καί νά έξηγηθούν πολλά οπτικά φαινόμενα.
Σάν παράδειγμα άνάπτυξης τής αλήθειας μέ τή μορφή λαθεμένης θεωρίας μπορεΐ νά χρησιμεύσει καί ή έπεξεργα- σία από τό Χέγκελ τής διαλεκτικής μεθόδου πάνιο σέ ψεύτικη Ιδεαλιστική βάση.
Ή μή πληρότητα καί μή τελειότητα τής ανθρώπινης γνώσης καί τών αληθειών πού κατάκτησε 6 άνθρωπος χαρακτηρίζονται συνήθως σάν σ χ ε τ ι κ ό τ η τ α τής γνώσης. Σ χ ε τ ι κ ή α λ ή θ ε ι α είναι ή μή πλήρης, μή ολοκληρωμένη, δχι τελική αλήθεια.
'Ωστόσο, αν σταματούσαμε στήν άποψη δτι ή ανθρώπινη γνώση είναι σχετική καί δέν προχωρούσαμε περισσότερο στό πρόβλημα γιά τήν απόλυτη αλήθεια, θά πέφταμε στό λάθος πού πολύ συχνά κάνουν πολλοί σύγχρονοι φυσικοί καί τό Εκμεταλλεύονται μέ έπιτηδειότητα οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι. 01 φιλόσοφοι αύτοί βλέπουν στήν άνθρώπινη γνώση μόνο τή σχετικότητα, τήν άδυναμία καί τή μή τελειότητα καί γι’ αύτό καταλήγουν στήν άρνηση τής άντικειμενικής αλήθειας, στό σχετικισμό καί στόν αγνωστικισμό. Άπό τήν άποψη αυτού τοΰ μονόπλευρου σχετικισμού μπορεΐ νά δικαιολογηθεί κάθε σόφισμα, κάθε έπινόηση — αφού δλα είναι σχετικά, δέν υπάρχει τίποτα απόλυτο!
Ό Λένιν ελεγε δτι ή υλιστική διαλεκτική παραδέχεται τή σχετικότητα δλων τών γνώσεών μας, τήν παραδέχεται δμως «δχι μέ τήν έννοια δτι άρνεΐται τήν αντικειμενική αλήθεια, αλλά μέ τήν έννοια τής Ιστορικής έξάρτησης τών όρίων προσέγγισης τών γνώσεών μας πρός αυτή τήν αλήθεια»*.
* Β. I. Λέν.ν ·<"Απαντα», -όμ. 14, οελ. 124.
144
Στή σχετική μας γνώση υπάρχει πάντα Ενα αντικειμενικά αληθινό περιεχόμενο, πού διατηρείται στήν πορεία τής γνώσης καί χρησιμεύει σάν στήριγμα γιά τήν παραπέρα άνάπτυξη τής γνώσης. Αύτό τό σταθερό περιεχόμενο, πού υπάρχει μέσα στίς σχετικές αλήθειες τής άνθρώπινης γνώσης, όνομάζεται απόλυτα άληθινό περιεχόμενο, ή άπλούστερα α π ό λ υ τ η ά λ ή θ ε ι α .
Ή παραδοχή τής άπόλυτης αλήθειας άπορρέει άπό τήν παραδοχή τής άντικειμενικής άλήθειας. Πραγματικά, αν ή γνώση μας άντανακλά τήν άντικειμενική πραγματικότητα, τότε, παρά τίς άναπόφευκτες άνακρίβειες καί άστοχίες, πρέπει σ’ αύτή νά υπάρχει καί κάτι πού Εχει άνεξάρτητη, απόλυτη σημασία. Ό Λένιν τόνιζε δτι «δταν παραδεχόμαστε τήν άντικειμενική, δηλ. πού δέν έξαρτδται άπό τόν άνθρωπο καί άπό τήν άνθρωπότητα άλήθεια, σημαίνει δτι, ετσι ή άλλοιώς, παραδεχόμαστε καί τήν απόλυτη άλήθεια»*.
01 υλιστές φιλόσοφοι τής άρχαίας Ελλάδας δίδασκαν κιόλας δτι ή ζωή προήλθε άπό τή μή ζωντανή ΰλη καί ό Sv- Ορωπος άπό τό ζώο. Έτσι, κατά τή γνώμη τοΰ ’Αναξίμανδρου (Coç al. π. X .), τά πρώτα ζωντανά δντα σχηματίστηκαν άπό τή λάσπη τής θάλασσας καί ό άνθρωπος προήλθε άπό τό ψάρι. Ή άνάπτυξη τής έπιστήμης άπόδειξε δτι οί άντλήψεις τών άρχαίων φιλοσόφων γιά τόν τρόπο πού γεν- νήθηκε ή ζωή καί έμφανίσθηκε ό άνθρωπος ήταν πολύ ά- πλοϊκές καί δχι σωστές. Παρ’ δλα αύτά δμως στίς διδασκαλίες τους υπήρχε κάποια άπόλυτη άλήθεια: ή Ιδέα γιά τή φυσική προέλευση τής ζωής καί τοΰ άνθρώπου, πού ή έπιστήμη τήν έπαλήθευσε καί τή διατήρησε.
Ή παραδοχή τής άπόλυτης άλήθειας ξεχωρίζει καθαρά τό διαλεκτικό υλισμό άπό τίς απόψεις τών άγνωστικιστών καί τών σχετικιστών, πού δέ θέλουν νά δοΰν τή δύναμη τής άνθρώπινης γνώσης, τήν άκατανίκητη δύναμή της, πού μπροστά της δέ μποροΰν ν’ άντισταθοΰν τά μυστικά τής φύσης.
Συχνά λένε δτι στήν άνθρώπινη γνώση δέν υπάρχουν πολλές απόλυτες άλήθειες καί δτι οί αλήθειες αύτές περιορί-
• Β. I. Λέν.Μ «"Απαντα», τάμ. 14, ο*λ. ISO.
14510
ζονται σέ μερικές τετριμμένες, δηλ. πασίγνωστες θέσεις. Θέσεις, π.χ., δπως «δυό φορές τό δύο ίσον τέσσερα» ή «ό Βόλγας χύνεται στήν Κασπία θάλασσα», είναι απόλυτες, τελικές αλήθειες, δέν έχουν δμως, λένε, καμιά Ιδιαίτερη αξία. ·
Σ ’ αύτό μπορούμε νά άντιτάξουμε τό γεγονός δτι στήν πραγματικότητα ή ανθρώπινη γνώση περιέχει πολλές, έξαι- ρετικά σημαντικές, απόλυτα αληθινές θέσεις, πού δέν Οά τίς αλλάξει ή παραπέρα πρόοδος τής ίπιστήμης. Τέτοια, π.χ., είναι ή διαπίστωση τοΰ φιλοσοφικού υλισμού δτι πρώτο είναι ή ύλη καί δεύτερο ή συνείδηση. ’Απόλυτα αληθινή είναι ή θέση δτι ή κοινωνία δέ μπορεΐ νά υπάρχει καί νά Αναπτύσσεται χωρίς νά παράγει υλικά άγαθά. ’Απόλυτη αλήθεια είναι καί ή ιδέα τής άνάπτυξης τών όργανικών είδών καί τής προέλευσης τοϋ ανθρώπου από τά ζώα, πού περιέχεται στή θεωρία τοΰ Δαρβίνου.
Τέτοιες απόλυτες αλήθειες υπάρχουν στίς θεωρίες καί στούς νόμους τής έπιστήμης καί από αυτές καθοδηγούνται οί άνθρωποι στήν πρακτική καί θεωρητική τους δραστηριότητα.
Ό διαλεκτικός υλισμός, πού έξετάζει τή γνώση σάν διαλεκτική πορεία, αντιμετωπίζει μέ τόν ίδιο τρόπο καί τήν απόλυτη αλήθεια. Μιλώντας γι’ αυτήν, ή μαρξιστική φιλοσοφία εχει ύπόψη δχι μόνο δρισμένες τελικές αλήθειες δπως «δ Ναπολέων πέθανε στίς 5 Μαΐου 1821», αλλά δίνει στήν έννοια τής απόλυτης αλήθειας καί πιό πλατύ νόημα. Ή απόλυτη αλήθεια είναι τό σταθερά συσσωρευμένο απόλυτα αληθινό περιεχόμενο πού βρίσκεται μέσα στή σχετικά αληθινή γνώση, είναι ή πορεία τής όλοένα πληρέστερης, βαθύτερης καί άκριβέστερης αντανάκλασης τοΰ άντικειμενικοΰ κόσμου.
Ή διαλεκτική ενότητα τής άπόλντης καί τής αχετικής άλήΰειας.
Στήν Ιστορία τών έπιστημών βλέπουμε παντοΰ δτι μέσα στίς αρχικά διαμορφωμένες σχετικές αλήθειες υπάρχει £να απόλυτα αληθινό περιεχόμενο, υπάρχει δμως καί Ινα αλλο περιεχόμενο πού στήν παραπέρα άνάπτυξη παραμερίζεται σάν λαθεμένο. Βλέπουμε πώς κατά τήν άνάπτυξη τής άλή- θειας εύρύνεται καί αυξάνει τό απόλυτα αληθινό περιεχόμενο, ένώ τά στοιχεία τής πλάνης περιορίζονται δλοένα περισ
146
σότερο, πώς ή σχετική αλήθεια προσεγγίζει όλοένα περισσότερο τήν απόλυτη αλήθεια, πώς από τό σύνολο τών σχετικών αληθειών δημιουργεΐται ή απόλυτη ανθρώπινη γνώση.
«Έτσι, — λέει δ Λένιν — ή ανθρώπινη νόηση άπό τή φύση της είναι Ικανή νά μάς δόσει, καί μάς δίνει, τήν curé- λυτή αλήθεια, πού διαμορφώνεται από τό σύνολο τών σχετικών αληθειών. Κάθε βαθμίδα στήν άνάπτυξη τής έπιστήμης προσθέτει νέα σπέρματα σ’ αύτό τό σύνολο τής απόλυτης αλήθειας, τά δρια δμως τής αλήθειας κάθε έπιστημονικής θέσης είναι σχετικά, έπειδή πότε προωθούνται καί πότε συμπτύσσονται άπό τήν παραπέρα άνάπτυξη τής γνώσης»*.
Αύτή ή διαλεκτική άντίληψη γιά τήν άπόλυτη άλήθεια είναι έξαιρετικά σοβαρή γιά τόν άγώνα κατά τής μεταφυσικής καί τοϋ δογματισμού στήν έπιστήμη. ΙΙάρα πολλοί φιλόσοφοι καί έπιστήμονες είχαν τήν τάση νά διακηρύσσουν δτι ή γνώση πού έξασφάλισαν είναι ή αιώνια, τελική, άπόλυτη άλήθεια, πού δέν Ιχει ανάγκη ουτε άπό παραπέρα ανάπτυξη, ούτε άπό όποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Ό Χέγκελ, π.χ., άντιφάσκοντας μέ τήν ίδια τή διαλεκτική του μέθοδο, δήλωνε δτι δλο τό περιεχόμενο τού ίδεαλιστικοϋ φιλοσοφικού του συστήματος είναι άπόλυτη καί αιώνια άλήθεια. Ή μεταφυσική στή γνώση συνίσταται στό νά μήν καταλαβαίνει κανείς δτι καί ή άπόλυτη άλήθεια άναπτύσσεται καί άποτελεϊ μιά διαλεκτική πορεία.
Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς δημιούργησαν μιά νέα μορφή υλισμού, τό διαλεκτικό υλισμό, πού είναι άπαλλαγμένος άπό τίς άδυναμίες τοΰ προηγούμενου, μεταφυσικού υλισμού. Αύτό δμως δέ σημαίνει δτι ό Μάρξ καί ό “Ενγκελς ολοκλήρωσαν τήν άνάπτυξη τής φιλοσοφίας καί έξάντλησαν ολες τίς φιλοσοφικές άλήθειες. Ό Β. I. Λένιν ελεγε: «Δέ Οεωροΰμε καθόλου τή θεωρία τοΰ Μάρξ σάν κάτι τελικό καί απαραβίαστο. Είμαστε βέβαιοι, άντίθετα, δτι αύτή ή θεωρία εβαλε μόνο τόν ακρογωνιαίο λίθο τής έπιστήμης, πού οί σοσιαλιστές π ρ έ π ε ι νά τήν προωθήσουν πιό μακριά σέ δλες τίς κατευθύνσεις, αν δέ θέλουν νά μείνουν πίσω άπό τή ζωή».**
* Β. I. Λίνιν «'Απιντα», τώμ. 14, οϊλ. 122.** Β. I. Λέν·.ν *"Araww», τόμ. 4, ιελ. 191.
147
Αύτό Ισχύει καί γιά τούς νόμους καί τίς αρχές τής μαρξιστικής διαλεκτικής; ’Ασφαλώς Ισχύει. Ή διαλεκτική είναι έπιστήμη, καί δέ μπορεϊ παρά νά αναπτύσσεται. Ή κατανόηση τών γενικών νόμων καί τών κατηγοριών τής διαλεκτικής, ακριβώς δπως καί τών νόμων τών άλλων έπιστημών, δέ μπορεϊ παρά νά βαθαίνει μέ τήν αλλαγή τής πρακτικής καί τήν ανάπτυξη τής έπιστήμης, δέ μπορεϊ παρά νά πλουτίζεται μέ καινούρια πείρα, μέ νέες γνώσεις. Οί γενικοί νόμοι τής διαλεκτικής έκδηλώνονται διαφορετικά στίς διάφορες 'ιστορικές συνθήκες καί γι’ αύτό ή γνώση τους πλουτίζεται μέ βάση τήν ερευνά αύτών τών νέων συνθηκών.
Ή ανάπτυξη υμως τής διαλεκτικής, σάν έπιστήμης, δέ μπορεϊ νά διαγράψει τίς βασικές θέσεις πού έχουν γίνει αντικείμενο έπεξεργασίας στήν πορεία τής μακρόχρονης καί δύσκολης Ιστορίας τής άνθρώπινης σκέψης, άλλά σημαίνει μόνο διαρκώς βαθύτερη καί πιό όλόπλευρη κατανόηση αύτών τών αρχών.
Ό συγκεκριμένος χαρακτήρας τής άλήθειας.
Οί αλήθειες πού έχουν έπιτευχθεΐ άπό τήν ανθρώπινη γνώση δέν πρέπει νά έξετάζονται άποσπασμένα, ξεκομμένα από τή ζωή, αλλά σέ σχέση μέ τίς συγκεκριμένες συνθήκες. Αύτό είναι τό νόημα μιας έξαιρετικά σημαντικής θέσης τής υλιστικής διαλεκτικής: άφηρημένη άλήθεια δέν υπάρχει, ή α λ ή θ ε ι α ε ί ν α ι σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η .
Είναι άληθινή αραγε ή γεωμετρία τοϋ Ευκλείδη, που μαθαίνουμε στό σχολείο; ’Ασφαλώς είναι άληθινή, άλλά μόνο μέσα στά πλαίσια πού τή χρησιμοποιούμε συνήθως. Στό μι- κρόκοσμο δμως καί στό διάστημα άνάμεσα στούς γαλαξίες, αύτή ή γεωμετρία γίνεται άνεπαρκής. Σ ’ αύτούς τούς το- μεϊς χρησιμοποιούνται κιόλας μή εύκλείδειες γεωμετρίες, δπως, π.χ., ή γεωμετρία τοΰ Ρίμαν.
Ό Λένιν, δταν μιλούσε γιά τήν άστική δημοκρατία, τόνιζε δτι ήταν τεράστια πρόοδος σέ σχέση μέ τό καθεστώς τής δουλοπαροικίας. Ή κοινοβουλευτική δημοκρατία καί τό καθολικό έκλογικό δικαίωμα στίς συνθήκες τής καπιταλιστικής κοινωνίας εδοσαν τή δυνατότητα στό προλεταριάτο νά δημιουργήσει τίς οικονομικές καί πολιτικές του όργανώσεις, πού
148
μ’ αυτές διεξάγει συστηματικό αγώνα κατά τοϋ κεφαλαίου. «Τίποτε παρόμοιο, οΰτε κατά προσέγγιση, δέν υπήρχε στό δουλοπάροικο αγρότη — γιά τούς δούλους δέ μπορεϊ βέβαια νά γίνει οΰτε λόγος γιά κάτι τέτοιο»*.
Ταυτόχρονα δ Λένιν, ξεσκέπαζε μέ δλη του τή δύναμη τή στενότητα, τόν περιορισμένο χαρακτήρα τής άστικής δημοκρατίας σέ σχέση μέ τή σοβιετική δημοκρατία, τή δημοκρατία γιά τήν τεράστια πλειοψηφία τοΰ λαοΰ, πού δημιουρ- γήΟηκε σάν άποτέλεσμα τής έπαναστατικής δημιουργίας τών πλατειών λαϊκών μαζών.
Ή θέση τής υλιστικής διαλεκτικής δτι ή αλήθεια είναι συγκεκριμένη, μάς διδάσκει νά μήν αντιμετωπίζουμε τά γεγονότα μέ γενικές φόρμουλες καί τεχνητά σχήματα. Ή διαλεκτική μάς διδάσκει νά παίρνουμε ΰπόψη τά γεγονότα, νά μελετάμε τή συγκεκριμένη σχέση τών φαινομένων, νά αναλύουμε τίς μεταβαλλόμενες συνθήκες καί νά ένεργοΰμε μέ βάση αύτές τίς συνθήκες. Ή διαλεκτική απαιτεί νά έφαρ- μόζονται οί γενικές Αρχές καί οί νόμοι ανάλογα μέ τή συγκεκριμένη κατάσταση. Αύτή ακριβώς ή αντιμετώπιση άντα- ποκρίνεται στίς άνάγκες τής πρακτικής.
Ή σημασία τής μαρξιστικής διδασκαλίας γιά τήν d- λή&εια στήν im aτήμη καί στήν πρακτική.
Ή διδασκαλία τής υλιστικής διαλεκτικής γιά τήν απόλυτη καί σχετική αλήθεια καί γιά τό συγκεκριμένο χαρακτήρα τής αλήθειας Εχει τεράστια σημασία γιά τήν έπιστήμη καί τήν πρακτική.
Ό Λένιν, αναλύοντας τήν άνάπτυξη τής φυσικής στό τέλος τοΰ 19ου καί στίς άρχές τοΰ 20οΰ αίώνα, τόνιζε δτι τά ίδεαλιστικά λάθη πολλών έπιστημόνων αυτής τής περιόδου όφείλονται στό γεγονός δτι αύτοί οί έπιστήμονες δέν κατάλαβαν τή διαλεκτική τής γνωστικής λειτουργίας. Ό άνθρωπος πού σκέπτεται μεταφυσικά υποθέτει, είτε δτι ή αλήθεια είναι απόλυτη, είτε δτι δέν υπάρχει καθόλου. 01 έπιστήμονες πίστευαν, γιά πολύν καιρό, δτι οί θεωρίες τής κλασικής φυσι
* Β. I. Αένμν «'Aaaav-si», -ώμ. 39, οελ. 440.
U9
κής είναι απόλυτες αλήθειες. "Οταν οί νέες ανακαλύψεις γκρέμισαν τίς παλιές έπιστημονικές εννοιες καί άπόδειξαν τήν ανεπάρκεια τών προηγούμενων θεωριών, τότε, μερΛοί Επιστήμονες Επαθαν σύγχυση. Άρχισαν νά νομίζουν δτι γενικά δέν ύπάρχει ούτε άπόλυτη αλήθεια, ούτε άντικειμενική άλήθεια, δτι δλη μας ή γνώση είναι σχετική, συμβατική, υποκειμενική. Αύτή ή σχετικιστική θέση συνετέλεσε ώστε αυτοί οί έπιστήμονες νά γίνουν αιχμάλωτοι τής Ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.
Ή γνώση τής διαλεκτικής έπιτρέπει στούς έπιστήμονες δχι μόνο νά άποφεύγουν τά Ιδεαλιστικά λάθη, άλλά καί νά ξεπερνούν τίς δυσκολίες πού όρθώνονται μπροστά στήν έπι- στήμη.
Ή διαλεκτική άντίληψη γιά τήν άπόλυτη καί τή σχετική άλήθεια μάς δίνει τή δυνατότητα νά άντιμετωπίζουμε σωστά τά λάθη πού διαπράττονται στήν πορεία τής γνώσης, στήν έπιστήμη. Ή άλήθεια δέ γεννιέται μεμιάς, μέ Ιτοιμη μορφή. Ή γνώση είναι δύσκολη, σύνθετη πορεία καί σ’ αυτήν είναι δυνατά τά λάθη, οί πλάνες, οί μονόπλευρες θεωρίες καί απόψεις. Οί ιδέες δμως πού διατυπώνει ή έπιστήμη περνούν, σιγά - σιγά, άπό τό κόσκινο τής κριτικής, δοκιμάζονται στό καζάνι τής πρακτικής καί καθετί τό ψεύτικο, τό λαθεμένο, άπορρίπτεται, πετιέται, ένώ τό άντικειμενικά άληθινό, τό άπόλυτο περιεχόμενο μένει καί σχηματίζει τό χρυσό απόθεμα τής έπιστήμης.
Κανείς δέ μπορεΐ νά ισχυριστεί δτι είναι άπόλυτα αλάθευτος. Τό γεγονός δμως δτι τά λάθη είναι άναπόφευκτα στή γνωστική δραστηριότητα τοϋ άνθρώπου, δέ σημαίνει καθόλου δτι κάθε συγκεκριμένη πράξη γνώσης κάθε ξεχωριστού έπιστήμονα πρέπει υποχρεωτικά νά συνοδεύεται μέ λάθη. Ό επιστήμονας μπορεΐ καί πρέπει νά παίρνει μέτρα γιά νά μήν κάνει λάθη στήν ερευνά του. Αύτό θά τό πετύχει δταν θά άφομοιώσει τή διαλεκτική μέθοδο έπιστημονικής Ερευνας, δταν Εχει στενή σχέση μέ τήν πρακτική, δταν μελετάει όλό- πλευρα τό κάθε ζήτημα, μέ τή συλλογική συζήτηση τών προβλημάτων καί τών προτεινομένων λύσεων κτλ.
Κανείς δέν είναι άπαλλαγμένος άπό λάθη. Τό ζήτημα δμως είναι, πρώτο, νά μήν κάνουμε χοντρά λάθη, καί δεύτερο, νά μήν έπιμένουμε στό λάθος, δταν διαπιστωθεί.
150
Ή άνάπτυξη τής κριτικής καί τής αυτοκριτικής είναι ή δύναμη πού μειώνει τή δυνατότητα τών λαθών τόσο στή γνώση, δσο καί στήν πρακτική δράση, καί άποκαλύπτει τό λάθος #ταν διαπράττεται. Ή πάλη τών γνωμών στήν έπιστήμη, ή αυτοκριτική κάθε έπιστήμονα γιά τήν έργασία του, ή προσοχή πρός τήν κριτική πού τοϋ γίνεται, είναι οΐ προϋποθέσεις γιά τήν καλή δουλειά κάθε έπιστήμονα. Ή φίμωση τής κριτικής, μέ όποιαδήποτε μορφή, προξενεί τεράστια ζημιά καί στόν ίδιο τόν έπιστήμονα καί στήν έπιστήμη.
Ή διαλεκτική άντίληψη γιά τήν άλήθεια βοηθάει καί στόν άγώνα κατά τοΰ δογματισμού καί τοΰ άναθεωρητισμοΰ, πού είναι έχθροί τοΰ μαρξισμοΰ καί παραγνωρίζουν τή διδασκαλία τοΰ διαλεκτικοΰ ύλισμοΰ γιά τό σχετικό καί τό συγκεκριμένο χαρακτήρα τής άλήθειας, άκόμα καί δταν, στά λόγια, δρκίζονται πίστη σ’ αυτήν. Ό δογματισμός θεωρεί τίς θεωρητικές θέσεις σάν απόλυτη, καθολική άλήθεια, πού μπορούμε νά τήν χρησιμοποιούμε σέ δλες τίς περιπτώσεις μέ τόν ίδιο τρόπο, χωρίς νά υπολογίζουμε τή συγκεκριμένη κατάσταση, χωρίς νά υπολογίζουμε τήν έμφάνιση νέων φαινομένων. Αντίθετα, δ αναθεωρητισμός, άπό τήν άποψη τής μεθοδολογίας του, συμπίπτει μέ τόν άκρο σχετικισμό, αποδίνει μόνο σχετικό χαρακτήρα σέ όποιαδήποτε άλήθεια καί άπαρνεΐται τίς βασικές άρχές τοΰ μαρξισμοΰ, πού άποτελοΰν τήν έπαναστατική του ούσία.
Ή μαρξιστική διαλεκτική αποκαλύπτει τά μεταφυσικά σφάλματα καί τοΰ δογματισμού καί τοϋ άναθεωρητισμοΰ. Ή διαλεκτική, άναγνωρίζοντας τό σχετικό χαρακτήρα τής γνώσης μας, δέν άφήνει ουτε μιά θεωρητική φόρμουλα νά άπο- στεωθεΐ καί νά μετατραπεΐ σέ δόγμα, άλλά άπαιτεΐ τή συγκεκριμένη έφαρμογή δποιασδήποτε γενικής άλήθειας. Ταυτόχρονα, ή διαλεκτική ξεκινάει άπό τό γεγονός δτι στήν πορεία τής γνώσης διαμορφώνονται καί συσσωρεύονται οί κρύσταλλοι τής άπόλυτης άλήθειας. Σ ’ αυτούς περιλαμβάνονται καί οί άκρογωνιαΐες άρχές τής μαρξιστικής - λενινιστικής διδασκαλίας. Αύτές τίς άρχές μπορούμε καί πρέπει νά τίς αναπτύσσουμε, νά τίς πλουτίζουμε καί νά τίς συγκεκριμενοποιούμε άνάλογα μέ τά δεδομένα τής κοινωνικής πρακτικής καί τής έπιστήμης, δέ μπορούμε δμως νά τίς άρνηθσΰμε, γιατί αύτό θά ήταν προδοσία τής άλήθειας.
151
4 . Ή πρακτική εΤναι τό κριτήριο τής άλήθειας.
Γιά νά μπορέσει ή Ιδέα ή ή έπιστημονική θεωρία νά έξυπηρετήσει τήν κοινωνία, πρέπει νά είναι αληθινή. Γιά νά διαπιστωθεί αν είναι άληθινή ή ψεύτικη μιά δοσμένη θεωρία, πρέπει νά τή συγκρίνουμε με τήν πραγματικότητα καί νά διαπιστώσουμε αν αντιστοιχεί στήν πραγματικότητα.
Πώς θά γίνει δμως αύτό; Αύτό τό πρόβλημα σωστά αναγνωρίστηκε σάν ?να άπό τά πιό δύσκολα προβλήματα καί γιά μεγάλο χρονικό διάστημα οί φιλόσοφοι δέ μπόρεσαν νά 6ροΰν σωστούς τρόπους γιά τή λύση του. Μόνο ό Μάρξ κατόρθωσε νά τό λύσει. *0 Μάρξ κατάλαβε δτι είναι μάταιες οί προσπάθειες νά βρεθεί Ενα κριτήριο τής άλήθειας μόνο στή συνείδηση τοΰ άνθρώπου καί διαπίστωσε δτι δ δνθρωπος μπορεΐ νά αποδείξει τήν άλήθεια, τή δύναμη τής νόησής του, μόνο στήν πορεία τής πρακτικής δράσης.
Πραγματικά, δ άνθρωπος δέν Εχει άλλον τρόπο γιά νά διαπιστώσει αν οί γνώσεις του είναι άληθινές. ’Ακριβώς ή πρακτική δραστηριότητα, έπειδή είναι ή βάση καί ό τελικός σκοπός τής γνώσης, είναι καί δ άνώτερος ρυθμιστής γιά τό ποιες άπό τίς γνώσεις πού άποκτήσαμε είναι άληθινές καί ποιές ψεύτικες. Κ ρ ι τ ή ρ ι ο τ ή ς ά λ ή θ ε ι α ς ε ί ν α ι ή π ρ α κ τ ι κ ή .
Ό διαλεκτικός υλισμός θεωρεί τήν πρακτική σάν πορεία πού στή διάρκειά της ό άνθρωπος, τό υλικό όν, έπηρεάζει τή γύρω του υλική πραγματικότητα. Πρακτική είναι δλη ή δραστηριότητα τών άνθρώπων πού μεταβάλλει τόν κόσμο, καί πρίν άπ’ δλα ή παραγωγική καί ή κοινωνική - έπαναστατική τους δραστηριότητα.
Στή βιομηχανική παραγωγή ή πιό διαδομένη μορφή πρακτικής έπαλήθευσης τών έπιστημονικών καί τεχνικών ΐδεών είναι οί δοκιμές στά έργοστάσια καί ή μαζική χρησιμοποίηση αυτών ή έκείνων τών μηχανών, τών συσκευών καί τών τεχνολογικών διαδικασιών.
Στίς έπιστημονικές ερευνες ή πρακτική συχνά παίρνει χαρακτήρα π ε ι ρ ά μ α τ ο ς , δηλ. ένεργοΰ έπέμβασης τοΰ άνθρώπου στά φυσικά φαινόμενα, δταν μέ βάση όρισμέ- νες θεωρητικές προϋποθέσεις δημιουργοΰνται τεχνητά οί
152
δροι γιά τήν αναπαραγωγή ή, αντίθετα, τή διακοπή τοϋ φαινομένου πού Εξετάζεται.
Στίς περιπτώσεις που ή άμεση Επίδραση στό Εξεταζόμενο αντικείμενο, π.χ., σέ Ενα άστρο, είναι αδύνατη, ή Επαλήθευση τών άντιλήψεών μας γι’ αύτό γίνεται μέ τή σύγκρισή τους μέ δλο τό σύνολο τών αποτελεσμάτων τών αστρονομικών παρατηρήσεων, καθώς καί μέ τά δεδομένα τών γειτονικών κλάδων τής έπιστήμης. (π.χ. τής φυσικής).
Μερικές φορές οΐ καινούριες ιδέες μπορούν νά Επαλη- θευθούν καί μέ Εμμεσο τρόπο, δηλ. μέ νέα σύγκρισή τους μέ τίς Επιστημονικές θεωρίες καί νόμους πού έχουν κιόλας χαρακτήρα αντικειμενικών αληθειών. Τό σύστημα τών γνώσεων που διαθέτει ή ανθρωπότητα, σέ πολλές περιπτώσεις μάς δίνει τή δυνατότητα νά κρίνουμε γιά όρισμένες ιδέες χωρίς νέα πειράματα. νΑν Ενας Εφευρέτης, π.χ., προτείνει Ινα νέο σχέδιο «αιώνιου κινητήρα», κανένα Επιστημονικό ίδρυμα στόν κόσμο δέ Οά δεχτεί, ουτε νά κατασκευάσει τό μοντέλο του γιά πρακτική Επαλήθευση, ουτε, γενικά, νά Εξετάσει αυτό τό σχέδιο. Ή Ιδέα τού «αΙώνιου κινητήρα» Ερχεται σέ αντίθεση μέ τούς θεμελιακούς νόμους τής φύσης, είναι δλοφάνε- ρα λαθεμένη καί δέ χρειάζεται καμιά νέα Επαλήθευση. Αυτό δέ σημαίνει δτι στή δοσμένη περίπτωση δέν υπάρχει τό κριτήριο τής πρακτικής. "Οχι, υπάρχει καί σ' αύτή τήν περίπτωση, χρησιμοποιείται δμως δχι αμεσα, αλλά Εμμεσα, διά μέσου τών άληθειών πού έχουν κιόλας διαπιστωθεί καί Επα- ληθευθεΐ, διά μέσου τής Εμπειρίας τών Επιστημόνων τών περασμένων γενεών.
Ή πρακτική είναι κριτήριο τής αλήθειας καί στίς κοινωνικές Επιστήμες. Στίς Επιστήμες αυτές μέ τόν δρο πρακτική Εννοούμε δχι τίς Ενέργειες τών μεμονωμένων ατόμων, άλλά τή δράση τών μεγάλων κοινωνικών δμάδων, τών τάξεων, τών κομμάτων. Τήν προσωπική πρακτική Εμπειρία, πού είναι αναπόφευκτα στενή καί περιορισμένη, είναι απαράδεκτο νά τήν άντιπαραθέτουμε στή συλλογική πείρα τής τάξης, τοΰ κόμματος. Κριτήριο τής αλήθειας τών κοινωνικών θεωριών μπο- ρεΐ νά είναι μόνο ή παραγωγική καί ή πρακτική Επαναστατική δραστηριότητα τών μαζών.
Ή μεγάλη ’Οκτωβριανή σοσιαλιστική Επανάσταση ήταν λαμπρή Επαλήθευση τής ανάλυσης πού Εκανε δ Μάρξ γιά τόν
153
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής καί τοϋ συμπεράσματος γιά τήν αναπόφευκτη πτώση τοΰ καπιταλισμού καί τήν αντικατάστασή του άπό τό σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.
Θεωρώντας τήν πρακτική δράση σάν κριτήριο τής αλήθειας, ό διαλεκτικός υλισμός δέν παραγνωρίζει καθόλου τή σημασία τή; νόησης. Ό Μάρξ εγραφε δτι δλα τά μυστικά της θεωρίας «βρίσκουν τήν όρΟολογική τους λύση στήν ανθρώπινη πρακτική καί στήν έρμηνεία αυτής τής πρακτικής»*. Γιά νά καθοριστεί αν ο! ιδέες καί οί θεωρίες είναι άληθινές, ή νόηση παίζει έξαιρετικά σημαντικό ρόλο. Ή πρακτική σάν κριτήριο τής άλήθεια; δέν είναι καμιά συσκευή πού ό δείκτης της μάς δείχνει αυτόματα τό «αληθινό» ή τό «ψεύτικο». Οί άνθρωποι μέ τήν πρακτική τους δράση φθάνουν σέ δρι- σμένο άποτέλεσμα πού πρέπει νά καταλάβουν καί νά κρίνουν τή σημασία του.
“Ετσι, π.χ., μέ βάση τίς άποτυχίες κατά τήν πρώτη δοκιμή ένός νέου μοντέλου ή μιας έφεύρεσης δέ μπορούμε πάντα νά βγάλουμε τό συμπέρασμα δτι τό σχέδιο είναι άχρηστο. Μόνο ή προσεκτική άνάλυση τής βασικής του Ιδέας καί δλων τών δρων τής πραγματοποίησής της μάς έπιτρέπει νά κρίνουμε σωστά τό άποτέλεσμα.
'II πρακτική δέ στέκεται στό ίδιο σημείο, άλλάζει άδιά- κοπα, άναπτύσσεται, προχωρεί μπροστά. Τό πεδίο δράσης τοϋ άνθρώπου καί ή δυνατότητά του νά εισχωρεί στό γύρο) κόσμο έπεκτείνονται αδιάκοπα. Μερικές φορές περνάει πολύς καιρός ώσπου νά μπορέσει ή πρακτική νά έπαληθεΰσει αύτή ή εκείνη τήν ιδέα. Ά ργά ή γρήγορα δμως ή άληθινή ιδέα θά έπιβεβαιωΟεί όπωσδήποτε. Έτσι, π.χ., ή ιδέα γιά τή σφαιρικότητα τής Γής γιά μεγάλο χρονικό διάστημα προκα- λοΰσε τή δυσπιστία καί άποριπτόταν σάν αιρετική, ώσπου τελικά ό περίπλους τού Μαγγελάνου στά 1519 -1522 έκμη- δένισε μιά γιά πάντα δλες αύτές τίς άμφιβολίες.
Άφοΰ ή πρακτική άναπτύσσεται, προοδεύει, μπορεϊ καί σ’ αύτή νά υπάρχει παλιό καί νέο. Γι’ αύτό κάθε πρακτική δέν είναι σίγουρο κριτήριο τής άλήθειας. Καί οί άνθρωποι
* Κ. Μ4ρς καί Φ. ΈνγκεΧί «"Απαντα», τόμ. 3, 1956, αελ. 3.
154
ui συντηρητικά φρονήματα, στόν αγώνα τους κατά τών νέων ιδεών, προσφεύγουν κι αυτοί συχνά στήν πρακτική, άλλά στήν ξεπερασμένη πρακτική. Ή πρωτοπόρα θεωρία στηρίζεται στήν πρωτοπόρα πρακτική, γιατί ακριβώς αυτή μάς δίνει τή δυνατότητα νά κρίνουμε δν ή θεωρία είναι αληθινή, μάς δίνει νέο υλικό γιά τήν έπιστήμη, ξυπνάει τή σκέψη καί τήν κινεί πρός τά μπρός.
"Οποκ στή σχετική άλήθεια υπάρχει καί κάποιο άπόλυ- το περιεχόμενο, ετσι καί ή πρακτική, πού είναι Ιστορικά περιορισμένη σέ κάθε δοσμένη στιγμή, εχει καί μιά σταθερή σημασία, έπειδή είναι σταθερή καί αναγκαία μορφή σχέσης τοϋ άνθρώπου μέ τόν άντικειμενικό κόσμο.
Ό πραγματισμός είναι ή «φιλοσοφία τον κέρδους».
Στίς καπιταλιστικές χώρες, καί ιδιαίτερα στίς ΗΠΑ, είναι διαδομένη ή φιλοσοφική τάση πού λέγεται «πραγματισμός». 'Ιδρυτής αυτής τής τάσης ήταν δ Τσάρλς Πήρς, μεγάλος άμερικανός έπιστήμονας, ειδικός στόν τομέα τής λογικής, πού δημιούργησε ?να περίπλοκο καί άντιφατικό Ιδεα- λιστικό φιλοσοφικό σύστημα, δπου προσπάθησε νά συνδυάσει μερικές έπιστημονικές άντιλήψεις μέ τά θρησκευτικά ένδια- φέροντα. Τό δόγμα τοΰ πραγματισμού, πού τό έπεξεργάσθη- κε στή δεκαετία 1870 - 1880, άποτελοΰσε ενα τμήμα αύτοΰ τοΰ συστήματος. "Τστερα άπό 20 χρόνια ό γνωστός άμερικα- νός ψυχολόγος Ούίλλιαμ Τζέιμς τράβηξε αύτό τό δόγμα άπό τή λησμονιά καί άφοΰ τό προσάρμοσε στόν πνευματικό δρί- ζοντα τοΰ άμε ρ ικανού έπιχειρηματία καί μικροαστού, τό ερι- ξε στήν «άγορά ιδεών», δπου ό πραγματισμός εγινε γρήγορα τής μόδας καί καθιερώθηκε σάν έπίσημη σχεδόν φιλοσοφία τοΰ άμερικανικοΰ τρόπου ζωής.
Μερικοί αστοί φιλόσοφοι προσπαθούν νά προσεγγίσουν τόν πραγματισμό καί τό μαρξισμό μέ τό πρόσχημα δτι ό πραγματισμός μιλάει άδιάκοπα γιά τή δράση καί στηρίζεται στήν πρακτική έπαλήθευση τών Ιδεών καί τών θεωριών. ’Ακολουθώντας τήν άστική προπαγάνδα, αρχισαν καί οί ρεβι- ζιονιστές νά συκοφαντούν τό μαρξισμό, κατηγορώντας τον δτι είναι τό Ιδιο μέ τόν πραγματισμό. Στήν πραγματικότητα δ μαρξισμός δέν Ιχει τίποτα κοινό μέ τόν πραγματισμό, αύ-
155
τή τήν ψεύτικη Ιδεαλιστική θεωρία τών Ιδεολόγων τής Ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης. Ένώ μιλάει γιά τήν πρακτική καί παριστάνει τόν έαυτό του σάν «φιλοσοφία τής δράσης» δ πραγματισμός υποστηρίζει τήν αστική άτομικιστική, υποκειμενική έρμηνεία τής πρακτικής, που βασίζεται στή μή έπιστημονική αντίληψη γιά τόν ίρρασιοναλισμό καί τήν μή δυνατότητα γνώσης τοΰ κόσμου.
Λάιτ - μοτίβ τής φιλοσοφίας τοΰ πραγματισμού είναι ή Ιδέα δτι ό άνθρωπος άναγκάζεται νά δρά μέσα σ’ εναν κόσμο, πού γι’ αυτόν δέν μπορεΐ νά μάθει τίποτε άξιόπιστο. Κατά τήν άποψη τοΰ πραγματισμού, δ προσιτός σέ μάς κόσμος είναι Ενα χάος αισθημάτων καί βιωμάτων, πού δέν Ιχει καμιά έσωτερικήν ένότητα καί δέν έπιδέχεται δρΟολογική γνώση. «"Οπως φαίνεται — εγραφε ενας άπό τούς θεμελιωτές τοΰ πραγματισμού, δ Τζέιμς — βρισκόμαστε στόν κόσμο δπως τά σκυλιά καί οί γάτες στίς βιβλιοθήκες μας' βλέπουν τά βιβλία καί άκούν τίς συζητήσεις, χωρίς νά καταλαβαίνουν τίποτα γιά δλ’ αυτά»*.
Άπό τί δμως πρέπει νά καθοδηγείται ό άνθρωπος, δν δέν εχει γνώση; Ό Τζέιμς προτείνει τήν αντικατάσταση τής γνώσης μέ τήν άσύνειδη Ιρρασιοναλιστική πίστη, καί πριν άπ’ δλα μέ τή θρησκευτική πίστη, πού αποκλείει τή λογική σκέψη.
"Αλλοι πραγματιστές, μέ Επικεφαλής τόν Ντιούι, συνι- στούν τήν «Ενόργανη» ή «πειραματική λογική», πού άνάγε- ται ουσιαστικά στήν αναζήτηση, μέ τή μέθοδο τών δοκιμών καί τών λαθών, τών πιό ώφέλιμων στή δοσμένη κατάσταση τύπων συμπεριφοράς. Κατά τήν δποψη τών πραγματιστών, ή νόηση δέν παρέχει γνώσεις, άλλά μόνο τήν Ικανότητα νά βρίσκει κανείς διέξοδο άπό μιά δύσκολη κατάσταση καί νά Εξασφαλίζει Επιτυχία.
Σύμφωνα μ’ αύτή τήν άποψη, οί πραγματιστές ισχυρίζονται δτι οί Επιστημονικές εννοιες, νόμοι καί θεωρίες δέν είναι άντανακλάσεις ή άντίγραφα τής αντικειμενικής πραγ
* OÛ. Τζέιμς *Τ<5 ούμπα·* άπό vfr* ιΛοοραλιοτιχή 4ποψη», H6- οχα, MTU, oeX. 17.
156
ματικότητας, άλλά μόνο «σχέδια δράσης», «έργαλεϊα» ή «όργανα» γιά τήν έπίτευξη αυτών ή έκείνων τών σκοπών. Ά ν μιά Ιδέα ή μιά θεωρία «πιάνει» καί μάς έπιτρέπει νά έξασφα- λίσουμε έπιτυχία, τότε είναι καλή, δηλ. αληθινή. 'Αν δχι, τότε είναι κακή, δηλ. ψεύτικη.
Τίς θέσεις τής θρησκείας ό πραγματισμός τίς θεωρεί έξαιρετικά ώφέλιμες, γι’ αύτό καί αληθινές. Τήν αρχή τοΰ ώφελιμισμοΰ οί πραγματιστές τήν έπεκτείνουν δχι μόνο στή γνώση, άλλά καί σέ δλες τίς μορφές τής πνευματικής καί τή; πρακτικής δράσης. Τό παλιό έμβλημα τών Ιησουιτών «δ σκοπός αγιάζει τά μέσα» έκφράζει καθαρά τήν ούσία τοΰ τρόπου πού άντικρύζουν τή ζωή.
Άρνούμενοι τήν αντικειμενική πραγματικότητα τοΰ γύρω κόσμου, οί πραγματιστές τόν θεωροΰν σάν πρώτη υλη, σάν ακαθόριστο υλικό «πειραματισμού», πού παίρνει δποια- δήποτε μορφή άνάλογα μέ τούς σκοπούς τών άνθρώπων. Ό κόσμος, λένε, είναι «εύπλαστος», είναι πάντα δπως τόν φτιάχνουμε, «δέχεται πρόθυμα τήν άνθρώπινη βία». Λέν υπάρχουν κανενός είδους άντικειμενικά, «σταθερά» γεγονότα, υπάρχουν μόνο οί έρμηνεΐες πού δίνουμε γι’ αύτά. 'Όλη ή πραγματικότητα βρίσκεται, λοιπόν, σέ πλήρη έξάρτηση από τό υποκείμενο καί τή θέλησή του.
Έ τσι ή φιλοσοφία τοΰ πραγματισμού ξεκινάει άπό μιά διαστρεβλωμένη άντίληψη γιά τήν πρακτική, παραφουσκώνει υπέρμετρα τόν ένεργητικό, βουλητικό χαρακτήρα τής άνθρώ- πινης δράσης καί τήν μετατρέπει σέ βάση τής πραγματικότητας. Ωστόσο, παρά τούς ισχυρισμούς τών πραγματιστών. ή δράση τοΰ ανθρώπου δέ δημιουργεί τό γύρω κόσμο, άλλά μόνο τόν μεταβάλλει, μετασχηματίζει τήν πραγματικότητα πού υπάρχει άνεξάρτητα άπό τόν άνθρωπο. Γιά νά στεφθεΐ μέ έπιτυχία, ή συνειδητή δράση τοΰ άνθρώπου πρέπει νά στηρίζεται στή γνώση τών άντικειμενικών Ιδιοτήτων τών πραγμάτων καί τών νόμων πού τά κατευθύνουν. Ή δράση δέν άποκλείει τή γνώση, δπως βγαίνει άπό τή θεωρία τών πραγματιστών, άλλά τήν προϋποθέτει. Φυσικά μπορεϊ νά υπάρξουν όρισμένες περιπτώσεις δπου, μ’ δλο πού καθοδηγούμαστε άπό ψεύτικες Ιδέες, μπορούμε νά έξασφαλίσου- με μιά μερική, προσωρινή έπιτυχία. Αύτοΰ τοΰ είδους ή έπιτυχία δμως είναι συνήθως έφήμερη, δπως έφήμερη ήταν ή
157
«επιτυχία» τοϋ χιτλερισμού, πού στηρίχτηκε στήν ψεύτικη φασιστική μυθοπλασία.
Ή φιλοσοφία τοϋ πραγματισμού, πού παριστάνει δλο τόν κόσμο σάν «πλαστική», απόλυτα εύκαμπτη πραγματικότητα, καλλιεργεί τήν ψεύτικη Ιδέα δτι ή θέληση, ή ένεργητικότη- τα καί ή αποφασιστικότητα στή δράση μποροΰν νά έξασφα- λίσουν στόν άνθρωπο τήν έπίτευξη όποιουδήποτε σκοποϋ, άσχετο άπό τίς αντικειμενικές συνθήκες καί νόμους.
Ό πραγματισμός έκφράζει πρίν απ’ δλα τήν κοσμοθεωρία τών «δραστήριων άπληστων», τών μεγιστάνων τοΰ χρήματος καί τών μονοπωλητών τών ΗΠΑ, πού θεωροΰν τούς έαυτούς τους παντοδύναμους αφέντες τοΰ καπιταλιστικού κόσμον'. Ή ΐδεαλιστική φιλοσοφία τοΰ πραγματισμοΰ, παραγνωρίζοντας τά Αντικειμενικά γεγονότα, καλλιεργεί τυχοδιωκτικές καί έπιθετικές τάσεις στήν πολιτική σκέψη καί δίνει τό θεωρητικό 6άθρο τής πολιτικής «από Οέσεως ισχύος». Ό πραγματισμός, μή αναγνωρίζοντας τήν αντικειμενική διαφορά ανάμεσα στήν αλήθεια καί στό ψέμα καί ταυτίζοντας τό αληθινό μέ τό ώφέλιμο, ένθαρρύνει τήν ελλειψη αρχών καί δίνει τή δυνατότητα στούς ίδεολόγους τής κυρίαρχης τάξης νά δικαιολογούν όποιοδήποτε ώφέλιμο γι’ αυτήν ψέμα ή όποιαδήποτε έγκληματική ένέργεια. Ή δικαίωση τής έπι- Οετικότητας, τής βίας καί τής άπάτης, πού απορρέουν άπό τήν ίδια τήν ούσία τής φιλοσοφίας τοΰ πραγματισμοΰ, άντα- ποκρίνονται στά συμφέροντα τών πιό άντιδραστικών ιμπεριαλιστικών κύκλων. Δέν είναι τυχαίο τό γεγονός δτι ό Μουσ- σολίνι παραδεχόταν δτι διάβασε πολύ τόν Τζέιμς καί θεωρούσε τόν πραγματισμό σάν «άκρογωνιαΐο λίθο τοΰ φασισμού».
Ταυτόχρονα, ό πραγματισμός, υποτάσσοντας δλη του τήν πρακτική καί θεωρητική δράση στούς σκοπούς τοΰ άμεσου κέρδους, ευνοεί τήν άνάπτυξη τής υποκειμενικής, στενά έπι- χειρηματικής, όππορτουνιστικής άντίληψης γιά τή ζωή. Στό έργατικό κίνημα ό πραγματισμός σημαίνει προπαγάνδα γιά μικροζητήματα καί «πάλη γιά πενταροδεκάρες», άπώλεια τής προοπτικής καί προδοσία τών ταξικών συμφερόντων τοΰ προλεταριάτου.
Ή φιλοσοφία τοΰ πραγματισμοΰ είναι άνειρήνευτη, έχ- Ορική πρός τήν έπιστημονική προοδευτική κοσμοθεωρία.
158
Ή μεγάλη σημασία τής μαρξιστικής φιλοσοφίας συνί- σταται στό γεγονός δτι έξοπλίζει τούς έργαζόμενους μέ τη γνώση τών νόμων τής άνάπτυξης τοΰ αντικειμενικού κόσμου, τών νόμων τοΰ μετασχηματισμού του. Ή μαρξιστική φιλοσοφία είναι ισχυρό δπλο στόν αγώνα γιά τήν απελευθέρωση τών έργαζομένων άπό δλες τίς μορφές τής καταπίεσης, γιά τή δημιουργία μιας νέας, έλεύθερης ζωής.
Είναι δμως δυνατή ή έλευθερία τοΰ άνθρώπου; Είναι Ικανός ο άνθρωπος νά γίνει κυρίαρχος τής μοίρας του; Αύτά τά έρωτήματα βασάνιζαν πάντα τούς άνθρώπους, κανείς δμως δέ μπορούσε νά δόσει πειστική άπάντηση σ’ αύτά.
Οί φιλόσοφοι, συζητώντας τό πρόβλημα τής έλευθερίας, κατέληξαν σέ διαφορετικά, άλλά τό ίδιο λαθεμένα συμπεράσματα.
'Ορισμένοι άπό αυτούς υποστήριζαν τή θέση τοΰ φαταλισμού, πού άρνεΐται τήν έλευθερία. Ό φαταλισμός παραδέχεται δτι είναι προκαθορισμένες δλες οί ένέργειες τοΰ ανθρώπου. Ό θρησκευτικός φαταλισμός (στή μωαμεθανική θρησκεία, στόν Καλβινισμό) ισχυρίζεται δτι ή βούληση τοΰ άνθρώπου είναι προκαθορισμένη άπό τό θεό. Οί παλιοί μεταφυσικοί υλιστές, (π.χ., ό Χόλμπαχ), μιλοΰσαν γιά φυσική άναγκαιότητα τής φύσης, πού κρατάει τάχα έντελώς δέσμιο τόν άνθρωπο καί δέν τοΰ άφήνει έλευθερία δράσης.
Πολλές ίδεαλιστικές τάσεις, άφοΰ παραδέχονται δτι δλό- κληρος ό κόσμος προέρχεται άπό τή συνείδηση, άπό τή βούληση τού άνθρώπου, άρνοΰνται τή φυσική άναγκαιότητα. ’Α ναγνωρίζουν τήν πλήρη έλευθερία τοΰ άνθρώπου καί φθάνουν στό σημείο νά υποστηρίζουν τήν άπόλυτη αυθαιρεσία. Αύτές οί φιλοσοφικές θεωρίες γιά τήν έλευθερία είναι Ιντε- τερμινιστικές. Σάν παράδειγμα μποροΰμε νά άναφέρουμε τή «φιλοσοφία τής ΰπαρξης» πού έξετάσαμε παραπάνω.
Άπό τούς φιλοσόφους τής προμαρξιστικής έποχής τήν πιό βαθειά λύση τοΰ προβλήματος τής έλευθερίας καί τής άναγκαιότητας τήν Εδοσε ό Χέγκελ, τήν άνάπτυξε δμως, δπως καί δλη του τή διδασκαλία, πάνω σέ ίδεαλιστική βάση. Ό Χέγκελ προσπάθησε νά συνδέσει τήν έλευθερία καί τήν άναγ-
5. Ή άναγκαιότητα καί ή ανθρώπινη έλευθερία.
159
■καιότητα, όρίζοντας την Ελευθερία σάν άναγκαιότητα πού εχει γίνει γνωστή. Μέ τόν δρο δμως άναγκαιότητα ό Χέγκελ Εννοούσε τήν άναγκαία άνάπτυξη τής απόλυτης ιδέας. Ή Ελευθερία, σύμφωνα μέ τή θεωρία του, πραγματοποιείται μόνο στόν τομέα τοΰ πνεύματος.
Ή δασική αδυναμία τής διδασκαλίας τοΰ Χέγκελ καί δλων τών Ιδεαλιστών είναι δτι τήν Ελευθερία τήν Εννοούν άπο- ■κλειστικά σάν Ελευθερία στό πνεύμα, στή συνείδηση, καί παρακάμπτουν Εντελώς τό ζήτημα γιά τίς πραγματικές συνθήκες τής ζωής τοΰ άνθρώπου. Ταυτόχρονα, αύτοί οί φιλόσοφοι άσχολοΰνται πάντα μέ τήν Ελευθερία τοΰ ξεχωριστού ατόμου καί παραγνωρίζουν τό ζήτημα τής άπελευθέρωσης τών μαζών.
Ό διαλεκτικός υλισμός δίνει έπιστημονική λύση τοΰ ζητήματος γιά τίς σχέσεις Ελευθερίας καί άναγκαιότητας. 'Η υλιστική διαλεκτική, παίρνοντας τήν άναγκαιότητα σάν βάση, παραδέχεται, ταυτόχρονα, τή δυνατότητα τής Ελευθερίας τοΰ άτόμσυ. Ή πραγματική Ελευθερία τοΰ άνθρώπου βρίσκεται όχι στή φανταστική άνεξαρτησία του άπό τούς φυσικούς καί κοινωνικούς νόμους (τέτοια άνεξαρτησία στήν πραγματικότητα δέ μπορεΐ νά υπάρξει), άλλά στή γνώση αυτών τών νόμων καί στίς Ενέργειες πού βασίζονται σ’ αύτή τή γνώση.
Οί άνθρωποι δέν είναι υπερφυσικά δντα, ούτε μπορούν νά βγούν Ιξω άπό τά δρια τών νόμων τής φύσης, δπως δέ μπορούν νά μήν άναπνέουν. Έκτός άπ’ αύτό, οί άνθρωποι ζούν στήν κοινωνία, καί δέ μπορούν νά ξεφύγουν άπό τήν Ενέργεια τών νόμων τής κοινωνικής ζωής. Δέ μπορούν αυθαίρετα, ουτε νά καταργήσουν τούς υπάρχοντες νόμους τής κοι- -νωνικής άνάπτυξης, οϋτε νά είσάγουν νέους.
Οί άνθρωποι δμως μπορούν νά γνωρίσουν τούς νόμους τής φύσης καί τής κοινωνίας καί, ξέροντας τό χαρακτήρα χαί τήν κατεύθυνση αυτών τών νόμων, μπορούν νά τούς χρησιμοποιήσουν γιά τήν Εξυπηρέτηση τών συμφερόντων τους, νά τούς υποτάξουν στήν υπηρεσία τους.
Τό γεγονός δτι μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε τούς νόμους τής φύσης, νά τούς υποχρεώσουμε νά υπηρετούν τούς σκοπούς τοΰ άνθρώπου, άποδείχνεται άπό δλη τή σύγχρονη τεχνική, πού δημιουργήθηκε δχι γιά νά παραγνωρίζει τούς νόμους τής φύσης, άλλά γιά νά τούς χρησιμοποιεί σκόπιμα.
160
ΙΙολύ πιό δύσκολο είναι γιά τόν άνθρωπο νά κυριαρχήσει στούς νόμους τής κοινωνικής ζωής, πού γιά χιλιετηρίδες μάς έξουσίαζαν σάν μιά ξένη, έχθρική δύναμη. Ό έργαζόμενος άνθρωπος ήταν υποδουλωμένος καί στούς αυθόρμητους νόμους τής κοινωνικής ζωής, καί στήν έξουσία τών κυρίαρχων Εκμεταλλευτικών τάξεων.
Ή απελευθέρωση τοΰ άνθρώπου από τήν κοινωνική, ταξική σκλαβιά καί ή έπίτευξη τής έλευθερίας είναι μιά μακρόχρονη καί δύσκολη Ιστορική πορεία. Μόνο στήν έποχή μας αυτή ή πορεία έπιταχύνθηκε καί έπεκτάθηκε σέ πολλά έκα- τομμύρια μάζες ανθρώπων, πού έμπνέονται από τή διδασκαλία τοΰ μαρξισμοΰ - λενινισμού στόν αγώνα τους γιά τόν κομμουνισμό. Ή δημιουργία τής κομμουνιστικής κοινωνίας θά είναι Ενα αλμα τής ανθρωπότητας από τό βασίλειο τής αναγκαιότητας στό βασίλειο τής έλευθερίας.
Στήν πορεία τής μακραίωνης άνάπτυξης τής άνθρώπινης κοινωνίας, οί άνθρωποι, ΰποτασσόμενοι στήν άντικειμενική αναγκαιότητα, πού δέν έξαρτάται άπό τή δική τους θέληση, δαμάζουν όλοένα περισσότερο τίς στοιχειακές δυνάμεις τής φύσης καί δημιουργούν τίς προϋποθέσεις γιά τήν κοινωνική τους απελευθέρωση. Αύτή ή Ιστορική πορεία υποτάσσεται σέ είδικούς κοινωνικούς νόμους, διαφορετικούς άπό τούς νόμους τής φύσης. Μέ τή μελέτη αυτών τών νόμων, πού κατευθύνουν τήν άνάπτυξη τής άνθρώπινης κοινωνίας, άσχολεί- ται Ιδιαίτερο τμήμα τής μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας, ό Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς υ λ ι σ μ ό ς , πού θά τόν άνα- πτύξουμε στή συνέχεια αύτοΰ τοΰ βιβλίου.
161
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗΣΐ-.ρά 11964
Λένιν: Ό αριστερισμός, παιδική αρρώστια τοΰ κομμουνισμού.
» : Ό ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο τοΰ καπιταλισμού.
» : Τί νά κάνουμε;» : Γιά την ειρηνική συνύπαρξη (Συλλογή κει
μένων).Οί βάσεις τοΰ μαρξισμού - λενινισμού:
1. 01 φιλοσοφικές βάσεις τής μαρξιστικής - λενινι- οτικής κοσμοθεωρίας.
2. Ό Ιστορικός υλισμός.3. Ή πολιτική οίκονομία τοϋ καπιταλισμού.4. θεωρία καί τακτική τοϋ διεθνούς κομμουνιστι
κού κινήματος — Μέρος Α '.5. θεωρία καί τακτική τοϋ διεθνούς κομμουνιστι
κού κινήματος — Μέρος Β '.6. Σοσιαλισμός καί κομμουνισμός.
01 ·Φιλο:ος>:κίς βάτχ.ις μαρξι<πικΐ)ς - Xe'iivioti.xfjç το»μοθ£(ο- Ρ'λϊ», πρβτο μέρος τοΟ βιβλίου ΒΑΣΕΙ2 ΤΟΓ ΜΑΡΞΙΣΜΟΓ - ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΙ", -fflM Κουουσίνβν, ’Αρμχι£τωφ, Μπ&λιαχώφ %. I ., στοίχε ιο- θβτήθηοα -χαΐ τυπώβηρ» στό τοπογρβφβto «20ός αΙώνας» ΚολωνοΟ 3 ri Νοέμβρη τοΟ 1064, γιά λογαριασμό τ/jW ix£ôce<ι>ν «ΘΕΜΕΛΙΟ»,
Άχαίημίας 6/7, τκ)λ. 630.799. — ’Εξώφυλλο ιί)ς 2βφ4ς:Γ. Βοαιρτζής.