Εισαγωγή στην συζήτηση με Δημήτρη Δημητριάδη

3

Click here to load reader

Upload: blaksane

Post on 04-Aug-2015

281 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

ερράτα, erratamag.blogspot.gr

TRANSCRIPT

Page 1: Εισαγωγή στην συζήτηση με  Δημήτρη Δημητριάδη

Υποχρεωτική Κυκλική Πορεία

Μια εισαγωγή στην συζήτηση με τον Δημήτρη Δημητριάδη

(Ιωάννα Μπαρτσίδη)

Täglich geh ich heraus, und such ein Anderes immer,Habe längst sie befragt, alle die Pfade des Lands;1

Friedrich Hölderlin, Menons Klagen um Diotima

Υπάρχει μία πορεία που ο Δημήτρης Δημητριάδης θέλει να αποκαταστήσει. Υπάρχει μία διαδρομή

στην ιστορία της ανθρωπότητας που κοστίζει πόνο και παρεξηγήσεις. Υπάρχει κάτι που κάνουμε

λάθος. Ή όχι;

«‘‘Υπάρχουν άντρες που ζητάνε από μια κοπέλα ανήθικα πράγματα, αλλά αρχίζω να πιστεύω

ότι αυτό που ζητάς εσύ από μένα είναι ακόμα πιο ανήθικο κι από αυτά που ζητάνε οι άλλοι άντρες

από μια κοπέλα’’. Ο Μούρκε αναστέναξε. ‘‘Θεέ μου’’ είπε ‘‘Ρίνα αγάπη μου, αυτό πρέπει να το κόψω

πάλι. Δείξου λογική, κάνε μου την χάρη και γράψε μου τουλάχιστον πέντε λεπτά σιωπής στην

μαγνητοταινία’’. ‘‘Να σου γράψω σιωπή’’ είπε η κοπέλα […] ‘‘Εγγραφή σιωπής, να κι άλλη μια

εφεύρεσή σου’’»2.

Ο Θεός της αγάπης είναι και ο Θεός της προσευχής. Οι σταγόνες της βροχής ακολούθησαν

πέφτοντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία, μια πορεία που μοιάζει φυσική. Πώς ανέβηκαν όμως

στον ουρανό; Ποιο αδιαχώριστο υγρό σύνολο υπήρξαν; Κάπου κάτω από τα άστρα βρίσκεται η

θάλασσα και αυτή είναι που γεμίζει με βροχή τον ουρανό. Ο Δημήτρης Δημητριάδης επιχειρεί το

περπάτημα προς την θάλασσα, την μεγάλη εκείνη, βουβή και απέραντη λεκάνη που οδηγεί στην

γραφή. Γιατί για εκείνον εν αρχή δεν ην ο Λόγος.

Η δεύτερη αρχή μιας κοσμογονικής αφήγησης. Τα ενωμένα χείλη, τα ενωμένα δάχτυλα

αποστέλλουν στον ουρανό μια προσευχή. Μα, η πράξη είναι ανάποδη. Ξεκινά κανείς με την αγάπη.

Ξεκινά κανείς με την παρουσία. Και στη συνέχεια γεννιέται η απώλεια. Δεν υπάρχει ex nihilo

δημιουργία. Υπάρχει ο κόσμος.

Ο κόσμος είναι σιωπηλός. Η περιδιάβαση του Δημήτρη Δημητριάδη μέσα στην σιωπή μας

καλεί όλους να θυμηθούμε μια κοινή εμπειρία. Αυτή των αδειανών χεριών. Ο βαθύς ύπνος, η

μεγάλη πείνα, τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας, η σταδιακή και η ολοτελής κώφωση, η

λήθη, η κατάδυση και η αναζήτηση μιας πέτρας στον βυθό της θάλασσας που δεν μπορούμε να

1 «Καθημερινά βγαίνω έξω, και ψάχνω κάτι το Άλλο πάντα, και τα έχω από καιρό ερωτήσει, όλα τα μονοπάτια της χώρας» Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Οι θρήνοι του Μένωνος για την Διοτίμα.

2 Heinrich Böll, Η συλλογή σιωπής του ντόκτορ Μούρκε και άλλες σάτυρες (μτφρ. Γ. Βελούδης), Αθήνα, Πατάκης, 1996, σ. 49.

1

Page 2: Εισαγωγή στην συζήτηση με  Δημήτρη Δημητριάδη

φέρουμε στο φως. Τα δάχτυλά μας κλείνουν μέσα στο νερό, η οπτική απάτη, το πράγμα βρίσκεται

πιο χαμηλά, ο κόσμος μας είναι αυτός της αναπνοής.

Η ερωτική απουσία μοιάζει να είναι το βασίλειο για το οποίο μας προετοίμασε μια μακρινή

παιδική ηλικία ελλείψεων. Κι εμείς, ανήσυχοι διάδοχοι, φοράμε πια αυτό το στέμμα. Το «υπέρτατο

της ύπαρξής»3 μας. Η απώλεια είναι καταλυτική. Η αίσθηση της αφής χάνεται. Αρχίζει η πορεία της

αντιστροφής.

Sic te amet Venus. Μακάρι να σε αγαπά η Αφροδίτη. Αλλιώς θα λατρέψεις άλλους θεούς,

θα λατρέψεις με άλλους τρόπους, θα αρχίσει η ζωή σου κάποιον άλλο, παράξενο ρυθμό να έχει.

«Λίγες ώρες νωρίτερα την είχε αφήσει δέκα λεύγες μακριά από την Μπεζανσόν. Είχε βλέμμα

και μάτια χαμένα. –Θέλω να τον δω, του είπε. Ο Φουκέ δεν είχε κουράγιο ούτε να μιλήσει, ούτε να

σηκωθεί. Της έδειξε με το δάχτυλο ένα μακρύ γαλάζιο μανδύα στο πάτωμα. Εκεί ήταν τυλιγμένο ό,τι

απόμενε από τον Ζιλιέν. Εκείνη έπεσε στα γόνατα. Η μνήμη του Μπονιφάς ντε Λα Μολ και της

Μαργαρίτας της Ναβάρας της έδωσε, δίχως άλλο, υπεράνθρωπο θάρρος.»4

Για τον Δημήτρη Δημητριάδη, είμαστε όλοι μια Ματθίλδη. Μια αρχαία προδοσία των

κεφαλών που κρατάμε. Προδομένοι, δίχως πρόσωπο, πενθούμε έναν μεγάλο πόνο, πενθούμε εκείνη

την απόσταση από το χαμένο, πενθούμε τον δρόμο προς την λέξη. Η υπεράνθρωπη σκληρότητα του

δρόμου προς την λέξη, το υπεράνθρωπο θάρρος που απαιτείται για να σταθεί κανείς απέναντι στην

απόσταση, στην έλλειψη, στην στέρηση και τον πόνο. Η λέξη είναι ένα κομμένο κεφάλι. Η λέξη

είναι η τροφή εκείνη που αφήνει η Αφροδίτη έξω από τα ιερά της για όσα παιδιά της δεν αγαπά.

Είναι λοιπόν μια μισητή τροφή και μια τροφή του μίσους.

Ο συγγραφέας αυτός σιωπηλά βαδίζει προς την επώδυνη θάλασσα, με ένα σκοπό. Φέρει τον

σκοπό του αυτό μέσα στην νύχτα, περπατά σαν αφέντης και σαν κλέφτης, φτάνει στο νερό, στο

νερό αυτό που του ανήκει ιδιωτικά, που μας ανήκει όλους, που δεν μπορεί κανείς μας να κατέχει. Ο

Δημήτρης Δημητριάδης προσπαθεί. Θέλει να περπατήσει πάνω στα ύδατα. Θέλει να χωρίσει τη

θάλασσα. Οι λέξεις του είναι περιεκτικές, γιατί περιέχουν. Είναι ολοστρόγγυλες, γιατί διαγράφουν.

Είναι συνεχείς, γιατί ο πόνος δεν έχει παύση, η επιφάνεια δεν έχει παύση, το δέρμα είναι συνεχές, η

ζωή σταματά μόνο μια φορά. Οι λέξεις του έχουν ήχο, γιατί τα αυτιά μας πρέπει να

ενεργοποιηθούν, πρέπει να βουίξουν, πρέπει να βουλιάξουν, πρέπει να συνηθίσουν σε μια άλλη

ατμοσφαιρική πίεση. Κυρίες και κύριοι, προσδεθείτε. Μεταφερόμαστε.

Και πραγματοποιούμε μια στροφή γύρω από τον εαυτό μας. Είπαμε πως έπρεπε να

αλλάξουμε πορεία. Πότε το είπαμε αυτό; Ο ιερέας αυτού του Θεού της προσευχής, ο συγγραφέας,

μοιάζει τώρα να μην απαντά. Διαγράψαμε έναν κύκλο. Κι όμως υπάρχει κάτι που πρέπει να

3 Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928. 4 Stendhal, Το κόκκινο και το μαύρο, (μτφρ. Γ. Σπανός), Εξάντας, Αθήνα, 1987, σ. 633.

2

Page 3: Εισαγωγή στην συζήτηση με  Δημήτρη Δημητριάδη

κατανοήσουμε. Εδώ υπάρχει ο κόσμος. Και ο κόσμος ήταν μια ζωή ο ίδιος. Η πορεία είναι μια.

Είναι υποχρεωτική. Είναι κυκλική. Είναι η πορεία προς την λέξη. Αυτή είναι φόρμα του Δημήτρη

Δημητριάδη. Η μεσολάβηση.

«Μεσολαβούσαν, επομένως, τυραννικά διαλείμματα, που ανίκανος να συμβιβαστεί με τον έξω

κόσμο, και καταπληγωμένος, επιζητούσε τη χαρά στον ίδιο του τον εαυτό και στο γράψιμο,

περνώντας περιόδους αφάνταστης πενίας-και τότε ήταν που βρίσκατε σεις την ευκαιρία να ορμήσετε

στο κουρασμένο του κορμί…»5.

Ο δρόμος προς τον εαυτό, ο δρόμος προς τα πράγματα. Ο δρόμος εκείνος που μένει

ατελής, που χάνεται στο βάθος, ο δρόμος του νεύματος προς τον αποδέκτη. Όχι ο δρόμος της

αγάπης αλλά ο δρόμος της προσευχής. Οι προσευχές όλων των ανθρώπων είναι ίδιες. Ακόμη και τα

δάκρυα μοιάζουν στο σχήμα. Ο Δημήτρης Δημητριάδης αναλαμβάνει να μεσολαβήσει ανάμεσα σε

μας και τα πράγματα, ανάμεσα σε μας και το χαμένο σώμα. Είναι ο συγγραφέας-ιερέας, ασκεί μια

τέχνη ατελέσφορη, βαδίζει πάνω στο νερό και βυθίζεται. Αξίζει να χαθεί αυτή η τέχνη των

ανθρώπων;

« Το καθένα είναι για το άλλο ο μέσος δια του οποίου μεσολαβεί τον εαυτό του […] μονάχα η

έκθεση της ζωής είναι δοκιμασία επαλήθευσης της ελευθερίας»6

Στην νέα αυτή σφαίρα δεν υπάρχουν πράγματα παρά μόνο πράξεις. Οι πράξεις των

ανθρώπων που νεύουν προς την έλλειψη, που μεσολαβούν για να μετατραπεί ο πόνος της απουσίας

σε λέξεις για την επιθυμία. Πρέπει να οδηγηθεί κανείς σε τούτο το συμπέρασμα. Είναι αυτή η

πράξη τρομερά σημαντική. Αυτή η πράξη διακινδυνεύει, όπως θα ‘λεγε κάποιος, τη ζωή.

Απαρνιέται τη ζωή, γυρνάει εντός. Υφίσταται αντί για ελευθερία, παίρνει την θέση αυτής.

Εφευρίσκει την τέχνη. Αποτελεί τον κόσμο. Είναι το νεύμα που γεννάει ταυτόχρονα και τις ίδιες τις

λέξεις και τα ίδια τα πράγματα. Είναι το νεύμα με το οποίο είμαστε εμείς, είμαστε ελεύθεροι,

είμαστε δημιουργοί των πάντων. Εν αρχή ην αυτή η πράξη.

Η ευτυχία στη ζωή, λέει ο Δημήτρης Δημητριάδης, δεν θα μας αποτρέψει από το να

φτιάξουμε καλή τέχνη. Ίσως ο κύριος Δημητριάδης, σε μια άλλη ζωή να έγραφε και πάλι

λογοτεχνία. Όχι όμως επειδή κάτι άλλο θα υπήρχε, αλλά επειδή κάτι άλλο και πάλι θα έλειπε.

5 Νίκος Καχτίτσης, «Ποιοι οι φίλοι» στο Ποιοι οι φίλοι-Η ομορφάσχημη-Το ενύπνιο, Στιγμή, Αθήνα, 1986, σ. 48. 6 Hegel, Φαινομενολογία του Νου, (μτφρ. Γ. Φαράκλας), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2007, σ. 189 και 191.

3