ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

35
ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ Τα Θεία Πάθη του Χριστού συγκίνησαν πολλούς καλλιτέχνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης σε όποια εποχή κι αν έζησαν . Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα: “Η Βάπτιση του Χριστού”

Upload: tapaidiatonkaision

Post on 19-Jul-2015

332 views

Category:

Education


5 download

TRANSCRIPT

Page 1: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Τα Θεία Πάθη του Χριστού συγκίνησαν πολλούς καλλιτέχνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης σε όποια εποχή κι αν

έζησαν .

Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα: “Η Βάπτιση του Χριστού”

Page 2: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: “Η Βάπτιση του Χριστού”

Page 4: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

ο γάμος στην Κανά

Έτσι είχαν γίνει όλα τακτικά και στο γάμο της Κανά, όταν, έξαφνα, στο φαγί απάνω έλειψε το κρασί.

Η Μαρία το έμαθε και, κατασυγχισμένη, πήγε στο γιο της ζητώντας βοήθεια.-Δεν έχουν κρασί, του είπε.

Ο Ιησούς εννόησε τι του ζήτησε, αλλά δε θέλησε εκείνη την ώρα να το κάνει. Της αποκρίθηκε:

-Τι θέλεις από μένα, μητέρα; Δεν ήλθε ακόμα η ώρα μου.

Η Μαρία όμως δε στενοχωρέθηκε με τα λόγια αυτά του γιου της. Το ήξερε πως εκείνο που του ζητούσε θα το έκαμνε, και η καρδιά της ήταν όλο πίστη σ’

εκείνον.Και είπε στους υπηρέτες:

-Ό,τι και αν σας πει κάνετέ το.Ήταν εκεί έξι μεγάλα πιθάρια πέτρινα, με νερό που χρησίμευε στο πλύσιμο των Εβραίων, πριν και μετά

το φαγητό.Ο Ιησούς είπε στους υπηρέτες:-Γεμίσετε τα δοχεία με νερό.

Και τα γέμισαν οι υπηρέτες ως απάνω.Και τους λέγει ο Ιησούς:

-Αντλήσετε τώρα και φέρετέ το στον αρχιτρίκλινο.

Στον αρχιτρίκλινο πήγαν οι υπηρέτες το νερό που έβγαλαν από τα πιθάρια και που είχε γίνει κρασί, και, καθώς το γεύθηκε αυτός, φώναξε το γαμπρό

και του είπε:-Όλος ο κόσμος δίνει πρώτα το καλό κρασί, και όταν μεθύσουν, τότε βγάζει το χειρότερο. Εσύ

εκράτησες το καλό κρασί ως τώρα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»

Βερονέζε: “Ο γάμος εν Κανά”

Page 6: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω

Σ’ αυτήν όμως την περίσταση, δεν ήταν η αμφιβολία που τους έφερνε, παρά μόνο η πονηριά,

και η δόλια ελπίδα πως ο πονόψυχος Ιησούς δε θα ήθελε να καταδικάσει τη γυναίκα, και έτσι θα τον έπιαναν ως αιρετικό

που δε σέβεται το νόμο του Μωυσή.

Μα ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε, ούτε την κοίταξε. Σκυμμένος,

έγραφε κάτι με το δάχτυλο στο χώμα.

Οι Φαρισαίοι τον κοίταζαν και ανυπομονούσαν και πάλι,

επιμένοντες, τον ξαναρώτησαν.Τότε, σήκωσε ο Ιησούς το

κεφάλι και τους αποκρίθηκε:-Ο αναμάρτητος από σας ας της

ρίξει πρώτος την πέτρα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ

«Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»

Τιντορέτο (1518-1594): “Ο Χριστός και η μοιχαλίδα”

Page 7: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Στο σπίτι του Σίμωνα

Το γεύμα που πρόσφερε στον Ιησού ο Σίμωνας, κατά τη διάρκεια του οποίου η Μαγδαληνή, μετανοούσα, έβρεξε με τα δάκρυά της τα πόδια του Χριστού, τα στέγνωσε κατόπιν με τα μαλλιά της και τα άλειψε με

αρωματικό λάδι.

Μπερνάρντο Στρότσι: “Γεύμα στο σπίτι του Σίμωνα”

Page 8: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Η μεταμόρφωση του Ιησού

Οι μαθητές κουρασμένοι, με βαριά από τον ύπνο μάτια, κοίταζαν τον Ιησού όρθιο στο φως των άστρων,

παραδομένο στην έκσταση της προσευχής.

Και, έξαφνα, μπροστά τους μεταμορφώθηκε. Τα ρούχα Του έγιναν φωτεινά και αστραφτερά

σαν το χιόνι, άσπρα, όσο λευκαντής στη γη δεν μπορεί να λευκάνει, και το πρόσωπό Του, φωτισμένο από φως θεϊκό, έλαμπε σαν τον ήλιο.

Κοντά Του, δυο άντρες όρθιοι μιλούσαν μαζί Του, και του έλεγαν

για το θάνατό Του που θα γίνουνταν στην Ιερουσαλήμ. Ήταν

οι άντρες αυτοί οι Ηλίας και ο Μωυσής.

Με το όραμα αυτό ξύπνησαν ολότελα οι μαθητές, και

κατατρομαγμένοι κοίταζαν τους τρεις άντρες.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»

Ραφαήλ: “Η Μεταμόρφωση του Ιησού”

Page 12: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Λεονάρντο ντα Βίντσι: “Μυστικός Δείπνος”(Τρίτος εκ δεξιών του Χριστού είναι ο Ιούδας) Για να δώσει ο Λεονάρντο το

γεγονός του δείπνου, διάλεξε το επεισόδιο που θα μπορούσαμε να τ’ ονομάσουμε επεισόδιο της κατηγορίας και για τον ίδιο ειδικά: “Αυτός που βάζει το χέρι του στο πιάτο…”. Ο Ιησούς και ο Ιούδας, κατάλαβαν ο ένας

τον άλλον και συνεννοήθηκαν μεταξύ τους εκείνη τη στιγμή. Οι απόστολοι βρίσκονταν ακόμη κάτω από την τρομαχτική επίδραση της κατηγορίας κι είναι τόσο αναστατωμένοι απ’ αυτή την αποκάλυψη. Η εμπιστοσύνη που μέσα της ζούσε η αποστολική κοινότητα κομματιάστηκε μονομιάς. Αν δε

συνήλθαν ακόμη απ’ αυτή τη συγκίνηση, δε θ’ άκουσαν ίσως, την απάντηση που θα δώσει ο Χριστός στην ανήσυχη ερώτησή τους: “Ποιος είναι;…” Για την ώρα θα ‘λεγε κανείς ότι ο καθένας τους δεν σκέφτεται

παρά τον εαυτό του. Μήπως είμαι εγώ; Ως ποιο σημείο μπορούμε να προδώσουμε χωρίς να το ξέρουμε και χωρίς να το θέλουμε; Όχι, δεν είμαι

εγώ!

Page 14: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Τα γεγονότα στο Όρος των Ελαιών συνέβησαν την Μ.

Πέμπτη.

Η ευαγγελική σκηνή απεικονίζει τον Χριστό να προσεύχεται στον κήπο

της Γεθσημανή λίγο πριν φτάσουν οι στρατιώτες, οδηγούμενοι από τον

προδότη Ιούδα, και τον συλλάβουν. Οι τρεις

μαθητές που τον έχουν ακολουθήσει, ο Πέτρος, ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος,

κοιμούνται βαθιά, ξαπλωμένοι στο έδαφος,

αφήνοντας τον Ιησού μόνο την οδυνηρή στιγμή που εγκαταλείπεται στη

θέληση του Θεού.

Αντρέα Μαντένια: “Ο Χριστός στο Όρος των

Ελαιών”

Page 15: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Καραβάτζιο “Η σύλληψη του Χριστού”

Page 20: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Αντονέλο ντα Μεσίνα: “Ο Χριστός στον κίονα”

Page 24: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: “Ο Χριστός κουβαλάει το σταυρό”

Page 25: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δομήνικος Θεοτοκόπουλο

ς:

“Ο διαμερισμός των ιματίων του Χριστού”

Page 27: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δομήνικος Θεοτοκόπουλ

ος:

“Η Σταύρωση”

Page 28: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Μιχαήλ Άγγελος: “Πιετά”

Page 29: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Τιτσιάνο: “Πιετά”

Page 30: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Καραβάτζιο “Η ταφή του

Κυρίου”

Page 31: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος “Η Ανάσταση”

Page 32: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Κώστας Βάρναλης – Ανάσταση Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σιούνε.

Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι

κόκκινο αυγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.

Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.

Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθήτε οχτροί μαζί και φίλοι.

Κ.Παρθένης-

Ανάσταση

Page 33: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

Δ. Σολωμός: «Η ημέρα της Λαμπρής»

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσετης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσετ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρηκαι από κει κινημένο αργοφυσούσετόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε

μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρεςμε το φως της χαράς συμαζωχτήτε

ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρεςομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!

Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες

γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδεςλάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφιαπό το φως που χύνουνε οι λαμπάδες

κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».

Page 34: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

 

Α. Σικελιανός, «Ανάσταση»

«Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη

καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα…

 Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου…

Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα».

Page 35: ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ –ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΗΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκόςκι είχες τις χάρες όλες,

όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητοσαν τρυφερούλι ελάφι, πάταγε το κατώφλι μαςκι έλαμπε σαν χρυσάφι.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνακι ακόμη αχνογελούσα,

τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω,

που απόμεινα ξερό δεντρίσε χιονισμένο κάμπο;

Πώς θα γυρίσω μοναχήστο ερμαδιακό καλύβι;

Έπεσε η νύχτα στην αυγήκαι το στρατί μού κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτέςκαι δεν μπορεί να γίνει

να καίγουνται τα χείλια μουκαι νάμαι μπρος στην κρήνη.

ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ

Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε η πλάση.

Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνάουδέ σε παρατάει.

Την άχνα απ’ την ανάσα σουνιώθω στο μάγουλό μου,

αχ, κι ένα φως, μεγάλο φωςστο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει ταμια φωτεινή παλάμη.

Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μουστο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα.

Φως ιλαρό λεβέντη μουμ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου.

Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σουκαι παίρνω τη φωνή σου.

ΓΙΕ ΜΟΥ ΣΠΛΑΧΝΟ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΝΩΝ

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου

καρδούλα της καρδιάς μουπουλάκι της φτωχιάς αυλής

ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ’ αγόρι μουπού πήγε, πού μ’ αφήνει.Χωρίς πουλάκι το κλουβί

χωρίς νερό η κρήνη.

Πώς κλείσαν τα ματάκια σουκαι δεν θωρείς που κλαίωκαι δε σαλεύεις δε γρικάςτα που πικρά σου λέω.