Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

150
1 Πάντα ζήλευα τα κορίτσια που κρατούσαν ημερολόγιο και έγραφαν όλα τους τα μυστικά. Έτσι κι εγώ, ήθελα να κάνω ένα, μα δεν έβρισκα το χρόνο. Τώρα που νιώθω πως είμαι πια μια γυναίκα γεμάτη από ευτυχία και όλα γύρω μου κυλούν αρμονικά, αποφάσισα να το κάνω. Ίσως το θεωρώ σαν μια εξομολόγηση ή κάτι τέτοιο, γι’ αυτά που πέρασα. Είναι ωραίο να κρατάς τις παλιές σου αναμνήσεις, όμορφες ή άσχημες δεν έχει σημασία, γιατί η ζωή είναι τόσο μικρή, που καμιά φορά και τ’ άσχημα, στο τέλος σου φαίνονται ωραία. Όμως δεν είναι ένα απλό ημερολόγιο, είναι κατάθεση ψυχής! Αν του έδινα ένα όνομα, θα ήθελα να το λένε «στο σύμπλεγμα της αράχνης» και ο λόγος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μόνοι. Περνούν μια ολόκληρη ζωή κυνηγώντας το απόλυτο. Την απόλυτη αλήθεια, την απόλυτη ελευθερία, την απόλυτη φιλία και τον απόλυτο έρωτα. Λίγο πριν φύγουν από τη ζωή, διαισθάνονται ότι τελικά αυτό που κυνηγούσαν, δεν υπήρχε… Ή τουλάχιστον, όχι στο βαθμό που θα ήθελαν. Μένουν μόνο να κοιτούν τον ουρανό, με ένα πικρό χαμόγελο. Παρόλα αυτά, δε φαίνεται να μετανιώνουν ούτε για μια στιγμή, για όλα τα χρόνια που έχασαν. Θαρρώ, πως και πάλι αν άρχιζαν τη ζωή τους απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν. Ακόμα, κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό. Ένα μυστικό που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να μάθει και μένει βαθειά τρυπωμένο στην ψυχή τους. Ένα μυστικό, που όταν φεύγουν, το παίρνουν μαζί τους, σαν το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο. Και όλα αυτά, γιατί η ζωή έχει γυρίσματα που μπορούν να σε κάνουν να βρεθείς από τη μια πλευρά στην άλλη, χωρίς να καταλάβεις το πώς και το γιατί. Αυτό όμως που τρομάζει περισσότερο, είναι να βρεθείς εγκλωβισμένος «στο σύμπλεγμα της αράχνης», γιατί ενώ νόμιζες ότι ήσουν θύτης, γίνεσαι ξαφνικά, θύμα!

Upload: -

Post on 15-Jan-2016

42 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Πάντα ζήλευα τα κορίτσια που κρατούσαν ημερολόγιο και έγραφαν όλα τους τα μυστικά. Έτσι κι εγώ, ήθελα να κάνω ένα, μα δεν έβρισκα το χρόνο. Τώρα που νιώθω πως είμαι πια μια γυναίκα γεμάτη από ευτυχία και όλα γύρω μου κυλούν αρμονικά, αποφάσισα να το κάνω. Ίσως το θεωρώ σαν μια εξομολόγηση ή κάτι τέτοιο, γι’ αυτά που πέρασα. Είναι ωραίο να κρατάς τις παλιές σου αναμνήσεις, όμορφες ή άσχημες δεν έχει σημασία, γιατί η ζωή είναι τόσο μικρή, που καμιά φορά και τ’ άσχημα, στο τέλος σου φαίνονται ωραία. Όμως δεν είναι ένα απλό ημερολόγιο, είναι κατάθεση ψυχής!Αν του έδινα ένα όνομα, θα ήθελα να το λένε «στο σύμπλεγμα της αράχνης» και ο λόγος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μόνοι. Περνούν μια ολόκληρη ζωή κυνηγώντας το απόλυτο. Την απόλυτη αλήθεια, την απόλυτη ελευθερία, την απόλυτη φιλία και τον απόλυτο έρωτα. Λίγο πριν φύγουν από τη ζωή, διαισθάνονται ότι τελικά αυτό που κυνηγούσαν, δεν υπήρχε… Ή τουλάχιστον, όχι στο βαθμό που θα ήθελαν. Μένουν μόνο να κοιτούν τον ουρανό, με ένα πικρό χαμόγελο. Παρόλα αυτά, δε φαίνεται να μετανιώνουν ούτε για μια στιγμή, για όλα τα χρόνια που έχασαν. Θαρρώ, πως και πάλι αν άρχιζαν τη ζωή τους απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν. Ακόμα, κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό. Ένα μυστικό που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να μάθει και μένει βαθειά τρυπωμένο στην ψυχή τους. Ένα μυστικό, που όταν φεύγουν, το παίρνουν μαζί τους, σαν το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο.

TRANSCRIPT

Page 1: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

1

Πάντα ζήλευα τα κορίτσια που κρατούσαν ημερολόγιο και έγραφαν όλα τους τα μυστικά. Έτσι κι εγώ, ήθελα να κάνω ένα, μα δεν έβρισκα το χρόνο. Τώρα που νιώθω πως είμαι πια μια γυναίκα γεμάτη από ευτυχία και όλα γύρω μου κυλούν αρμονικά, αποφάσισα να το κάνω. Ίσως το θεωρώ σαν μια εξομολόγηση ή κάτι τέτοιο, γι’ αυτά που πέρασα. Είναι ωραίο να κρατάς τις παλιές σου αναμνήσεις, όμορφες ή άσχημες δεν έχει σημασία, γιατί η ζωή είναι τόσο μικρή, που καμιά φορά και τ’ άσχημα, στο τέλος σου φαίνονται ωραία. Όμως δεν είναι ένα απλό ημερολόγιο, είναι κατάθεση ψυχής!

Αν του έδινα ένα όνομα, θα ήθελα να το λένε «στο σύμπλεγμα της αράχνης» και ο λόγος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μόνοι. Περνούν μια ολόκληρη ζωή κυνηγώντας το απόλυτο. Την απόλυτη αλήθεια, την απόλυτη ελευθερία, την απόλυτη φιλία και τον απόλυτο έρωτα. Λίγο πριν φύγουν από τη ζωή, διαισθάνονται ότι τελικά αυτό που κυνηγούσαν, δεν υπήρχε… Ή τουλάχιστον, όχι στο βαθμό που θα ήθελαν. Μένουν μόνο να κοιτούν τον ουρανό, με ένα πικρό χαμόγελο. Παρόλα αυτά, δε φαίνεται να μετανιώνουν ούτε για μια στιγμή, για όλα τα χρόνια που έχασαν. Θαρρώ, πως και πάλι αν άρχιζαν τη ζωή τους απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν. Ακόμα, κουβαλούν μια κατάρα μέσα τους. Κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό. Ένα μυστικό που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να μάθει και μένει βαθειά τρυπωμένο στην ψυχή τους. Ένα μυστικό, που όταν φεύγουν, το παίρνουν μαζί τους, σαν το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο.

Και όλα αυτά, γιατί η ζωή έχει γυρίσματα που μπορούν να σε κάνουν να βρεθείς από τη μια πλευρά στην άλλη, χωρίς να καταλάβεις το πώς και το γιατί. Αυτό όμως που τρομάζει περισσότερο, είναι να βρεθείς εγκλωβισμένος «στο σύμπλεγμα της αράχνης», γιατί ενώ νόμιζες ότι ήσουν θύτης, γίνεσαι ξαφνικά, θύμα!

Page 2: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

2

Κοιτούσα από το παράθυρο του γραφείου μου, την ηρεμία που σου χαρίζει η ευτυχία και μονολογούσα: «Είναι ήσυχα αυτή την ώρα. Είναι η ώρα που η νύχτα παραδίδει τη σκυτάλη στη μέρα και τα αρώματα της αυγής με κάνουν να ζαλίζομαι από μέθη». Σκεφτόμουν ότι ο κάθε άνθρωπος που συναντάμε στη ζωή μας, έρχεται για κάποιο σκοπό και από τον καθένα μαθαίνουμε και κάτι. Για μένα, όσοι συνάντησα, έκαναν πολλά και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Θα τα κρατάω για πάντα, κάπου θαμμένα στα βάθη της ψυχής μου. Μ’ έμαθαν να γελάω και να λέω «πάμε», την ώρα που τα παρατούσα. Μου έδειξαν πώς να ξεπερνάω τους φόβους μου και πώς να τους αντιμετωπίζω. Μου έμαθαν πώς να έχω θάρρος, δύναμη και θέληση. Μ’ έκαναν να νιώθω πως είμαι άνθρωπος με αξίες και δυνατή προσωπικότητα. Μα το μεγαλύτερο που έκαναν για μένα, είναι ότι με αγάπησαν. Τόσο πολύ, που θυσίασαν και τον ίδιο τους τον εαυτό! Οι μεγάλες αγάπες έρχονται στη ζωή μας χωρίς συστάσεις, χωρίς ταυτότητα. Σου δίνουν εκείνο το απίστευτο και αδιαμφισβήτητο συναίσθημα της βεβαιότητας. Δεν έλεγαν πολλά λόγια, αλλά παρέμεναν αμίλητες δίπλα μου, κάνοντας σιωπηλά το έργο τους. Οι μεγάλες αγάπες μου, είναι αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου και πάντα επίκαιρες στην ψυχή μου. Όσο και να εξελίσσομαι, εκείνες είναι πάντα μέσα μου, για να με συντροφεύουν σε κάθε βήμα. Μου κάνουν παρέα στα δύσκολα, μου δημιουργούν όνειρα. Δε σταματούν ποτέ και δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι εκείνη η φλόγα, που επίμονα τρεμοπαίζει στο σκοτάδι της ψυχής μου. Είναι εκείνο το χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη μου, καθώς θυμάμαι. Είναι το τραγούδι που θ’ ακούω και οι στίχοι που άλλοτε θα με κάνουν να χαμογελώ και άλλοτε να δακρύζω. Οι μεγάλες αγάπες στη ζωή μου, είναι ανίκητες στο πέρασμα του χρόνου. Όταν τις σκέφτομαι, τα μάτια μου θολώνουν και ένα δάκρυ κυλά στο πρόσωπό μου. Είναι όμως περιττό να κλαίω για το χθες που έχει τελειώσει… Όλα άρχισαν πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου. Ήμουν μια γυναίκα τριάντα χρόνων. Τα ξανθά μου μαλλιά, τα γαλάζια μου μάτια και το λυγερό μου κορμί, έκαναν τους άντρες να με φλερτάρουν διαρκώς. Αν και οι περισσότεροι μ’ έβρισκαν εκθαμβωτική, εγώ είχα άλλη άποψη για τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν άσχημη, αλλά ούτε και ωραία. Απλώς έβλεπα τον εαυτό μου σαν μια συνηθισμένη γυναίκα.

Όμως ήμουν αρκετά επιτυχημένη στο χώρο της δουλειάς μου, ως συγγραφέας. Τη δουλειά μου τη λάτρευα και αφιέρωνα πολλές ώρες. Τα μυθιστορήματά μου, αναφερόταν τις περισσότερες φορές, σε ιστορίες ερωτικού πάθους.

Οι φίλες μου ήταν αρκετές και τα βράδια, που σταματούσα το γράψιμο, βγαίναμε για ποτό. Εκείνες οι ώρες, ήταν για μένα ένα ευχάριστο διάλειμμα. Γελούσαμε και σχολιάζαμε καθετί που μας έκανε εντύπωση, είτε ωραίο, είτε άσχημο. Γενικά ήμασταν μια τρελοπαρέα.

Πάντα, ήμουν από τους ανθρώπους που τους άρεζε να δίνουν, παρά να παίρνουν. Μ’ ευχαριστούσε όταν μπορούσα να προσφέρω, οτιδήποτε κι να ήταν αυτό, παρά να παίρνω κάτι απ’ τους άλλους. Πάντοτε έβαζα τη λογική και μετά το συναίσθημα, με

Page 3: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

3

αποτέλεσμα, αυτό να με κάνει, πολλές φορές, να νιώθω μπερδεμένη με τη συμπεριφορά των γύρω μου. Πολλοί με αποκαλούσαν φαντασμένη, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν αυτή μου τη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να με πληγώνουν. Ίσως ο Θεός με προίκισε με πολλά χαρίσματα. Ένα από αυτά ήταν να ξεχνάω εύκολα αυτούς που με πλήγωναν… Αλλά πάντοτε κρατούσα μέσα μου ακόμα και τις άσχημες αναμνήσεις, σαν πολύτιμο θησαυρό.

Οι άντρες στη ζωή μου ήταν εφήμεροι. Μου άρεζαν μόνο, επειδή μου έδιναν τα ερωτικά τους παιχνίδια. Μετά ήθελα να είμαι και πάλι μόνη μου, χωρίς άλλες υποχρεώσεις. Οι φίλες μου το απέδιδαν αυτό, στο ότι δεν είχα βρει ακόμα αυτόν τον άντρα, που θα έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει παράφορα.

Ένα πρωί, καθώς κοιμόμουν, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά επίμονα. - Ναι, απάντησα. - Στεφανία! - Ναι, ποιος είναι; ρώτησα μέσα από τη λήθη του ύπνου μου. - Έλα Στεφανία κορίτσι μου. Ο Άγγελος είμαι. Συγνώμη που σε ξύπνησα τόσο πρωί, αλλά θα έρθει ο κύριος Τόμας από την Αγγλία. - Καλά, αυτός δε θα ερχόταν την επόμενη εβδομάδα; - Ναι, αλλά κάτι του έτυχε και με ειδοποίησε χθες το βράδυ, ότι θα έρθει σήμερα το πρωί με το πρώτο αεροπλάνο. Πρέπει να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. - Καλά θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ετοίμασέ μου ένα καφέ και σε λίγο θα είμαι εκεί.

Έκλεισα το τηλέφωνο με μια άσχημη διάθεση. Ένας επίμονος πονοκέφαλος τρυπούσε το μυαλό μου, καθώς ντυνόμουν όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο κύριος Τόμας Άντερσεν, ήταν για μένα ο μεγάλος δρόμος προς τη δόξα. Ήταν ο άνθρωπος που θα μου άνοιγε το δρόμο προς το εξωτερικό. Τα μυθιστορήματά μου θα έφταναν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και δεν ήμουν διατεθειμένη να χάσω μια τέτοια ευκαιρία. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα για το γραφείο του Άγγελου.

Η διαδρομή ήταν προκαθορισμένη. Βγήκα στον κεντρικό δρόμο και κατευθύνθηκα προς το φανάρι. Η ουρά των αυτοκινήτων μου φάνηκε σαν ένα μεγάλο φίδι, που λες και είχε μόλις φάει και έκανε ράθυμες κινήσεις. «Ωχ… Πώς έμπλεξα έτσι; Τι κίνηση είναι αυτή; Έτσι όπως πάνε, ούτε μέχρι αύριο δε θα είμαι στο γραφείο του Άγγελου. Μου αρέσει που μου είπε να κάνω και γρήγορα, μόνο που ξέχασε να μου στείλει το τζετ», μονολογούσα και σκεφτόμουν κάποιο τρόπο να ξεμπλέξω. Άρχισα και πατούσα επίμονα την κόρνα, κάνοντας συνεχώς ζιγκ-ζακ, μια αριστερά και μια δεξιά, θυμίζοντας λίγο από Σουμάχερ… Άλλοι με έβριζαν και άλλοι με κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα. Εγώ όμως κοιτούσα ευθεία μπροστά μου κάνοντας την αδιάφορη. Κάποια στιγμή όμως έπεσα σε μποτιλιάρισμα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο. Κοίταξα γύρω μου και έδωσα κουράγιο στον εαυτό μου. «Tι να κάνουμε Στεφανία; Μήπως μόνο εσύ βιάζεσαι; Όλοι γύρω σου στις δουλειές τους πάνε. Κουράγιο λοιπόν, κουράγιο». Έπειτα, κοίταξα άθελα στον καθρέφτη, και διαπίστωσα ότι στο πίσω αυτοκίνητο, ο οδηγός, ένας κύριος αρκετά ώριμος, με κοιτούσε ψάχνοντας να βρει το βλέμμα μου, χαμογελώντας. Δεν έδωσα σημασία, γιατί εκείνη τη στιγμή, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν πώς να φτάσω γρήγορα

Page 4: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

4

στον προορισμό μου. Τα λεπτά περνούσαν, αλλά τ’ αυτοκίνητα είχαν κολλήσει στο ίδιο σημείο. Ο κύριος στο πίσω αυτοκίνητο, συνέχισε να ψάχνει διαρκώς το βλέμμα μου, μέσα απ’ τον καθρέφτη. Είχα καιρό όμως να παρατηρήσω ένα αντρικό βλέμμα να με κοιτάζει τόσο επίμονα…

Ασυναίσθητα, έφτιαξα τα μαλλιά μου. «Μα τι κάνω; Τι χαζή που είμαι… Φτιάχνομαι, λες και θα με δει από κοντά». Μάλωσα αμέσως τον εαυτό μου και συνέχισα το μονόλογο: «Δε φτάνει που έχω πονοκέφαλο απ’ το πρωί, είναι κι αυτό το πήξιμο στο δρόμο. Και αυτά τα παυσίπονα, τύπου DEPON, έχουν πάψει από καιρό να με ανακουφίζουν. Και σαν να μη μου έφταναν όλα αυτά, τώρα έχω και αυτό το αυτοκίνητο πίσω μου, που ο οδηγός του με κοιτάζει συνέχεια», μουρμούριζα νευριασμένα.

Ευτυχώς μετά από λίγο είχαμε ξεκινήσει και σιγά-σιγά φτάσαμε ως το φανάρι. Έκανα έναν ελιγμό και στάθηκα στην αριστερή πλευρά. Το αυτοκίνητο του κυρίου στάθηκε δίπλα μου και o οδηγός του με κοιτούσε τώρα χωρίς τη μεσολάβηση του καθρέφτη... Είχα σκοπό να περάσω πρώτη, οριακά, μόλις το φανάρι θα άναβε πράσινο. Ο κύριος με κοιτούσε ακόμα. Έβγαλα φλας και έμοιαζε ότι θα στρίβαμε ταυτόχρονα, αλλά την τελευταία στιγμή, μου έκανε νόημα να περάσω πρώτη. Του χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι μου, θέλοντας να τον ευχαριστήσω για την προτεραιότητα που μου παραχώρησε.

Όταν άναψε το πράσινο, ξεκίνησα κανονικά, ενώ εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει. Ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό «μπαμ». «Ωχ! τι ήταν αυτό; Δεν το πιστεύω! Πόσο μαλάκας είναι ο άνθρωπος… Κοίταζε εμένα και όχι το δρόμο, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω μου… Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω», μουρμούριζα και έβριζα συνεχώς. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, καθώς τα μάτια του είχαν κολλήσει πάνω μου.

Ευτυχώς οι υλικές ζημιές ήταν μικρές και σωματικές δεν υπήρχαν. Δεν καλέσαμε την τροχαία, παρά κάναμε στην άκρη, για να μην εμποδίζουμε την κίνηση και ανταλλάξαμε τηλέφωνα και ασφάλειες αυτοκινήτων. - Συγχωρέστε με κυρία μου, αλλά κοιτούσα το όμορφο προσωπάκι σας και όχι την άκρη του αυτοκινήτου σας, μου είπε χαμογελαστά ο γραβατωμένος μεσήλικας άντρας με τη σκούρα PORSCHE. - Μπορούσατε να κοιτάτε το πρόσωπό μου χωρίς να χρειαστεί να τρακάρουμε, του είπα μέσα απ’ τα νεύρα μου, αλλά με ένα γλυκό χαμόγελο. - Ναι, αλλά τώρα έχω την ευκαιρία να σας γνωρίσω από κοντά. - Λυπάμαι πολύ που δεν έχω περισσότερο χρόνο, αλλά έχω μια σημαντική δουλειά που πρέπει να τελειώσω, του είπα και μπήκα στο μικρό μου αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς το γραφείο του Άγγελου.

Όταν έφτασα, ο Άγγελος μού είπε: - Άντε κορίτσι μου, πού είσαι; Από στιγμή σε στιγμή έρχεται ο Τόμας κι εσύ πας με το πάσο σου; - Καλημέρα και σ’ εσένα Άγγελε. Ο καφές μου είναι έτοιμος; Με μια κουταλιά ζάχαρη και γάλα… - Εδώ ο πισινός μας έχει πάρει φωτιά και εσύ ψάχνεις τον καφέ σου; - Α! Όλα κι όλα, μια απόλαυση έχω στη ζωή και εσύ προσπαθείς να μου τη στερήσεις; Ένα φλιτζάνι καφές το πρωί, είναι πιο απολαυστικός από τον πιο τέλειο εραστή του κόσμου.

Page 5: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

5

-Στέφι, χρειάζεσαι επειγόντως παντρειά! Τι είναι αυτά που λες κοριτσάκι μου; - Ότι περνώ και μόνη μου καλά και δεν έχω την ανάγκη κανενός! - Αχ! Η αγαμία σε χτύπησε κατακούτελα μου φαίνεται και δεν ξέρεις τι λες. - Λέγε ό,τι θέλεις, σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα. Σε λίγο θα είναι εδώ ο Τόμας και θ’ ανοίξουν οι ορίζοντες για μένα. Αυτό μου φτάνει, του είπα και ετοίμασα μόνη μου ένα μεγάλο φλιτζάνι ζεστό καφέ.

Έπειτα από λίγο είχε έρθει και ο Τόμας Άντερσεν. Ήταν ένας γοητευτικότατος άντρας, που θα έκανε τ’ όνειρό μου πραγματικότητα. Τα βιβλία μου θα κυκλοφορούσαν και στο εξωτερικό και ένα από αυτά θα γινόταν και ταινία κινηματογράφου. Έτσι, έφυγα χαρούμενη για το σπίτι μου, ξεχνώντας τη βουλιαγμένη πόρτα του αυτοκινήτου μου.

Το ίδιο βράδυ, καθώς ήμουν καθισμένη στη γωνιά του σπιτιού μου και έγραφα στον

υπολογιστή το καινούριο μου βιβλίο με τίτλο «Παράφορος Έρωτας», χτύπησε το τηλέφωνο.

- Παρακαλώ. - Στεφανία! - Ποιος είναι; - Είμαι ο Φίλιππος Γεωργίου, που σε χτύπησα το πρωί με το αυτοκίνητό μου. - Α μάλιστα. Κύριε Γεωργίου για να είμαι ειλικρινής, δεν το κοίταξα καθόλου αυτό το θέμα. Αύριο κάποια στιγμή, θα πάω το αυτοκίνητό μου στο συνεργείο και έπειτα θα σας τηλεφωνήσω… - Μα εγώ δε σε πήρα τηλέφωνο για να μάθω τι έκανες με το αυτοκίνητο. - Τότε; - Για να σε προσκαλέσω σε δείπνο. - Σας ευχαριστώ πολύ. Ίσως μια άλλη φορά, γιατί με βρίσκετε απροετοίμαστη. - Μια τόσο όμορφη κοπέλα, πιστεύω πως και απροετοίμαστη να είναι, πάλι θα είναι τέλεια. - Με κολακεύουν τα λόγια σας, αλλά… - Δεν ακούω τίποτα. Λοιπόν, σε μια ώρα θα είμαι κάτω από το σπίτι σου. - Μου ανατρέπετε όλα μου τα σχέδια αυτή τη στιγμή… - Σε μία ώρα θα τα πούμε, μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Έμεινα κυριολεκτικά με το ακουστικό στο χέρι και το κοίταζα σαν χαμένη. «Μωρέ μπράβο επιμονή ο άνθρωπος! Τι να πω τώρα εγώ; Τουλάχιστον να ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια νεότερος, καλά θα ήταν», μονολογούσα και έψαχνα στην ντουλάπα μου να βρω τι ρούχα να φορέσω. Τα μαλλιά μου πετούσαν κι όλα μου τα ρούχα ήταν ακατάλληλα για μια τέτοια περίσταση. Όσο και να έψαχνα, δεν μπορούσα να βρω τίποτα καλό για να φορέσω. Δεν ήμουν από εκείνες τις γυναίκες που αφιέρωναν ώρες ατελείωτες στα κομμωτήρια και

Page 6: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

6

διαλέγοντας ακριβά ρούχα. Τα δικά μου ρούχα ήταν απλά και πάντοτε σπορ. Τελικά φόρεσα ένα κόκκινο μπλουζάκι και ένα μαύρο παντελόνι. Έβαλα λίγο ζελ στις άκρες των μαλλιών μου και έκανα ένα ελαφρύ μακιγιάζ, ίσα-ίσα να τονίσω λίγο περισσότερο τα γαλανά μου μάτια. «Κούκλα είσαι Στέφανι. Και στο κάτω-κάτω δε θα βγω και με τον Μπραντ Πιτ, ούτε με τον Τομ Κρουζ», είπα χαμογελαστά στον καθρέφτη μου, ρίχνοντας την τελευταία μου ματιά.

Έπειτα κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και περίμενα να φανεί. Η σκουρόχρωμη Porsche εμφανίστηκε και σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου. Άνοιξα

την πόρτα του συνοδηγού και έμεινα κατάπληκτη, καθώς ο κ. Φίλιππος Γεωργίου ήταν ντυμένος με ένα σκούρο κουστούμι και παπιγιόν. - Ουψ... ε… Καλησπέρα, είπα αμήχανα. - Έλα μέσα Στεφανία. - Μήπως θα ήταν καλύτερα ν’ αφήναμε το βραδινό μας γεύμα για μία άλλη φορά; - Όπως θέλεις. - Αχ! σας ευχαριστώ πολύ, γιατί πριν πάρετε τηλέφωνο είχα φάει, δικαιολογήθηκα αμέσως. - Λοιπόν, πού προτιμάς να πάμε; με ρώτησε χαμογελαστά. - Μου αρέσει πολύ η θάλασσα. Αν δεν είχατε εσείς αντίρρηση, θα μου άρεζε να καθόμασταν κάπου κοντά στη θάλασσα. - Όπως θέλεις, μόνο μια θερμή παράκληση. Να μη μου μιλάς στον πληθυντικό, σε παρακαλώ. - Όπως θέλεις Φίλιππε. - Έχεις κάποιο μέρος στο νου σου που είναι κοντά στη θάλασσα και θέλεις να πάμε; - Ε… Μμ… - Αυτό ειδικά το μέρος, δεν το ξέρω καθόλου. - Έλα, μη με πειράζεις σε παρακαλώ. - Καλά, καλά. Εσύ όμως όταν πηγαίνεις στη θάλασσα, πού πηγαίνεις; - Πηγαίνω κάπου που να έχει ωραία θέα και κάθομαι μέσα στο αυτοκίνητο. Μου αρέσει να βλέπω τη θάλασσα, γιατί μου δίνει μια παράξενη γαλήνη και ηρεμία. Φυσικά μου αρέσει και το βουνό, αλλά δεν μπορώ να το συγκρίνω με τη θάλασσα. - Ωραία, τότε αφού προτιμάς τη θάλασσα, πάμε θάλασσα, μου είπε χαμογελαστά. - Γιατί γελάς; - Μου θυμίζει κάποιο παλιό τραγούδι. - Τραγούδι; - Ναι. Θέλεις να το ακούσεις; - Γιατί όχι; - Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα κι εγώ ποτέ χατίρι δεν του χάλασα… - Τραγουδάς πολύ ωραία. - Χα, χα, χα, μόνο αυτό δεν κάνω καλά, πίστεψέ με. - Εγώ πάντως ακούω, αν όχι έναν επαγγελματία τραγουδιστή, μια πολύ καλή φωνή! - Μόνο αυτό δεν περίμενα ν’ ακούσω. Πάντως σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Page 7: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

7

Εκείνη τη βραδιά, ξεδιπλωνόταν από αυτόν τον άνθρωπο, ένας υπέροχος χαρακτήρας. Ήταν αληθινός, ειλικρινής, έξυπνος και με απεριόριστο χιούμορ. Πραγματικά μ’ εντυπωσίαζε και μ’ έκανε να τον θαυμάζω. Μετά από τρεις ώρες περίπου, με γύρισε και πάλι στο σπίτι μου. - Σ’ ευχαριστώ Στεφανία για την υπέροχη βραδιά. - Δεν ξέρω κατά πόσο καλά πέρασες μαζί μου, τρεις ώρες κλεισμένος στο αυτοκίνητο, αλλά εγώ πέρασα πραγματικά υπέροχα. - Το να περνάς ωραία, δε σημαίνει πως πρέπει να είσαι απαραίτητα σ’ ένα ακριβό χώρο και όλοι να σου συμπεριφέρονται άψογα. Μπορείς να περάσεις υπέροχα και μ’ ένα όμορφο κορίτσι πλάι σου και ας κάθεσαι τρεις ώρες στο κάθισμα του αυτοκινήτου. - Όπως και να χει, εγώ πέρασα πολύ ωραία. - Αυτό μου κάνει να ελπίζω πως θα μου δώσεις τη χαρά να βρεθούμε και αύριο. - Πολύ ευχαρίστως, του είπα αμέσως χωρίς να το πολυσκεφτώ. - Θα σου τηλεφωνήσω. Καλή σου νύχτα. - Καληνύχτα Φίλιππε.

Έκανα δυο βήματα, γύρισα το κεφάλι μου πίσω και τον χαιρέτισα. Δεν ξέρω τι του έβρισκα, αλλά εκείνη τη στιγμή τον έβλεπα με πολλή συμπάθεια και θαυμασμό. Αν ήταν κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου, θα γελούσα με τον εαυτό μου. Και ποιος να μου το έλεγε άλλωστε, ότι αυτός ο ώριμος άντρας με τη φαλακρίτσα, τα γυαλιά και το γκριζωπό μουσάκι θα με γοήτευε τόσο πολύ! Άσε που ήταν και πιο κοντός από μένα.

Γύρισα στο σπίτι με ένα πλατύ χαμόγελο, λες και μου είχαν τάξει τον ουρανό με τ’ άστρα. Ένιωθα τόσο όμορφα που δεν ήθελα ούτε να γράψω. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου, απορώντας με τον εαυτό μου. «Μα τι έχω πάθει; Πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι μ’ έναν άντρα. Ίσως να φταίει το χιούμορ του, ίσως ο ευγενικός χαρακτήρας του, ίσως πολλά ακόμα που κρύβει η ψυχή του. Ποιος ξέρει άραγε; Πάντως εμένα μ’ έκανε να τον λατρέψω, τον γλυκούλη μου Φίλιππο. Και να έλεγα πως είμαι καμιά πρωτάρα με τους άντρες, θα υπήρχε μια δικαιολογία. Αλλά αυτός ο άνθρωπος, μ’ έκανε να τρελαθώ μαζί του, με αυτόν το γλυκό του τρόπο», μονολογούσα για αρκετές ώρες, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Όταν άνοιξα, είδα ένα νεαρό που κρατούσε στα χέρια του ένα καλάθι με κόκκινα τριαντάφυλλα. - Η κυρία Στεφανία; με ρώτησε μόλις άνοιξα την πόρτα. - Μάλιστα. - Αυτά είναι για σας. - Ευχαριστώ πολύ.

Κράτησα το εντυπωσιακό πλεκτό καλάθι στα χέρια μου, που το διακοσμούσε μια χρυσοκόκκινη κορδέλα και κοίταξα την κάρτα που είχε πάνω. Σου εύχομαι η μέρα σου να είναι όμορφη όπως και η δικιά μου. Και αυτό το χρωστάω σε σένα, γιατί χθες

Page 8: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

8

μου χάρισες μια τόσο διαφορετική βραδιά. Θα χαρώ πολύ, το μεσημέρι να τρώγαμε μαζί. Θα σου τηλεφωνήσω. Αργότερα. Με εκτίμηση Φίλιππος. «Το μεσημέρι; Ναι γιατί όχι; Αλλά πρέπει να πάω ν’ αγοράσω κανένα ρούχο της προκοπής, γιατί αν μου έρθει πάλι ντυμένος σαν κοράκι, την έβαψα. Άντε χθες δικαιολογήθηκα, σήμερα τι θα κάνω; Πάλι τη χορτάτη θα παραστήσω»; μονολογούσα και ντυνόμουν γρήγορα, ενώ η ματιά μου δεν ξεκολλούσε πάνω από τα πανέμορφα τριαντάφυλλα.

Έπειτα κατέβηκα στην αγορά, αποφασισμένη να βρω ένα ωραίο φόρεμα που θα

ταίριαζε στην περίσταση. Όσο όμως και να έψαχνα, δεν έβρισκα τίποτα που να μ’ ενθουσίαζε. Τα πολύ ωραία φορέματα ήταν και πολύ ακριβά και αυτά που μπορούσα να τα πληρώσω, δεν μου άρεζαν καθόλου. Τελικά αγόρασα ένα μπλε φόρεμα που έκανε αντίθεση με τα μάτια μου και μια άσπρη ζώνη, που τόνιζε τη λεπτή μου μέση. Ήταν ένα αρκετά ωραίο φόρεμα, που όμως δε θα το αγόραζα ποτέ αν δεν ήταν να βγω με το Φίλιππο. «Το μόνο που μου χρειάζεται ακόμα, είναι ένα κομμωτήριο», είπα στον εαυτό μου και μπήκα στο πρώτο που βρήκα μπροστά μου.

Χωρίς να το καταλάβω, είχε πια μεσημεριάσει. Γύρισα στο σπίτι και άρχισα τις

ετοιμασίες. Ήθελα να γίνω όμορφη και κομψή για να τον εντυπωσιάσω. Μέσα μου ένιωθα μια αλλόκοτη ταραχή και η αμηχανία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. «Μα τι στο καλό έχω πάθει; Ούτε να πήγαινα πρώτη φορά ραντεβού δε θα ένιωθα έτσι… Ήρεμα Στέφανι, ήρεμα», έδινα κουράγιο στον εαυτό μου. Έριξα και την τελευταία ματιά στον καθρέφτη και το αποτέλεσμα που έβλεπα, μου φάνηκε ικανοποιητικό.

«Ωραία! Τώρα το μόνο που απομένει είναι να πάρει τηλέφωνο ο Φίλιππος και να συναντηθούμε» και χωρίς να προλάβω να το σκεφτώ, εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο χτύπησε. - Ναι. - Τι κάνει το όμορφο κορίτσι; - Είναι καλά και περιμένει ένα γοητευτικό κύριο να πάνε για φαγητό. - Πολύ ωραία. Σε πόση ώρα να περάσω να σε πάρω; - Όποτε μπορείς. - Οπότε ξεκινάω και σε λίγο θα είμαι εκεί. - Θα σε περιμένω.

Page 9: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

9

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα χέρια μου ίδρωναν. Κοιτούσα συνεχώς στον καθρέφτη, μήπως και μου είχε ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια. Ύστερα από μισή ώρα περίπου, χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπε ότι ήταν κάτω από το σπίτι και με περίμενε. Κατέβηκα τρέχοντας. Πλησίασα σιγά-σιγά την πόρτα του αυτοκινήτου, σαν μια όπως καθωσπρέπει κυρία. Ο Φίλιππος ήταν ντυμένος πιο απλά, αλλά εξίσου κομψά. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο με προσοχή. - Είσαι μια κούκλα, μου είπε εντυπωσιασμένος από την εμφάνισή μου. - Σ’ ευχαριστώ πολύ. - Ελπίζω να μην έφαγες; - Όχι. - Ωραία λοιπόν, πάμε για φαγητό. - Φίλιππε… - Ορίστε. - Με τι ασχολείσαι; - Με καράβια. - Μμ! Ακούγεται ενδιαφέρον. - Επειδή σου αρέσει η θάλασσα το βρίσκεις ενδιαφέρον; Ή σε ενθουσιάζουν τα καράβια; - Μπορεί και τα δύο. Εγώ… - Ξέρω, ξέρω. Αν και δε βρίσκω χρόνο για να καθίσω να διαβάσω κάποιο βιβλίο, γνωρίζω όμως ότι είσαι μια πολύ καλή συγγραφέας. - Θα με κάνεις να κοκκινίσω. - Γιατί; Δε νομίζω πως το λέω μόνο εγώ αυτό; Θα πρέπει να σου το έχουν πει και άλλοι. - Ναι, όσο γι’ αυτό δεν μπορώ να πω. Έχω ακούσει πολλά και καλά λόγια. Αν και πιστεύω, πως όταν διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο, θέλει να είναι απλό και λιτό. Να χάνεται μέσα σε αυτό και πολλές φορές, να βρίσκει μέσα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, λίγο τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, συναρπάζεται πιο εύκολα ο αναγνώστης και το διαβάζει με περισσότερο ζήλο. - Μιλάς με τόσο πάθος για τη δουλειά σου, που σε θαυμάζω. - Αυτό που αποκαλείς εσύ δουλειά, για μένα είναι πάθος, χόμπι, ξεκούραση, χαλαρωτικές στιγμές και πολλά ακόμα. Γράφω από μικρή, γιατί μου αρέσει και δίνω όλο μου το είναι σε ένα μυθιστόρημα. Είναι σαν να βγαίνει από μέσα μου ένας άλλος εαυτός. Και να σου πω την αλήθεια; Πολλές φορές που κάθομαι και διαβάζω παλαιότερα μυθιστορήματά μου, ενθουσιάζομαι τόσο πολύ, που δεν πιστεύω πως τα έχω γράψει εγώ. - Θα πρέπει να έχεις πολλή φαντασία. - Μπα, μην το λες αυτό. Στη ζωή μου είμαι ένας απλός άνθρωπος, αλλά όταν γράφω βγαίνει από μέσα μου μια πηγή έμπνευσης και όλα γίνονται μαγικά. Οι λέξεις έρχονται από μόνες τους και οι καταστάσεις εμφανίζονται δια μαγείας. Πολλές φορές ξυπνάω μέσα στο ύπνο μου και γράφω κάτι που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή… Ας σταματήσω όμως να σου μιλάω για τα δικά μου, γιατί το πάθος που νιώθω για το γράψιμο θα σε κάνει να με βαρεθείς. - Κάθε άλλο. Θα έλεγα ότι με κάνεις να σε θαυμάζω περισσότερο. Δε βρίσκεις πολλούς ανθρώπους που να μπορούν να παθιάζονται τόσο πολύ με τη δουλειά τους. - Για πες μου και κάτι όμως για σένα;

Page 10: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

10

- Τι θέλεις να σου πω; - Είσαι μόνος; - Εδώ και πολλά χρόνια. Στη ζωή μου μπορώ να πω πως πέρασαν πολλές γυναίκες, μα δε θέλησα να βάλω στο σπίτι μου καμία . - Και ο λόγος; - Τους λόγους να λες. Πολλοί και διάφοροι. Σημασία έχει ότι είμαι μόνος και έρημος. - Δεν παντρεύτηκες ποτέ; - Είχα παντρευτεί κάποτε πριν από πολλά χρόνια και ήμουν ευτυχισμένος. Λάτρευα τη γυναίκα μου και τη μοναχοκόρη μου, αλλά η ζωή ζηλεύει την απόλυτη ευτυχία και σε μια στιγμή σου τα διαλύει όλα. - Τι έγινε; - Θα με συγχωρέσεις, αλλά δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. - Καλά, αρκετά μελαγχολήσαμε. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να μελαγχολούν. Το αντίθετο θα έλεγα μάλιστα, είμαι τόσο γκαφατζού, που όλους τους κάνω να γελούν. - Χαίρομαι πραγματικά γι’ αυτό, γιατί έχω ανάγκη από έναν άνθρωπο που θα με κάνει να ξεχνάω τα προβλήματά μου. - Νομίζω πως βρήκες τον καλύτερο. Αν ανοίξεις το λεξικό, δίπλα στη λέξη που λέει γέλιο, είναι γραμμένο τ’ όνομά μου. - Χα, χα, χα!

Πραγματικά, ο Φίλιππος εκτός από μια ξεχωριστή ύπαρξη, μ’ έβρισκε και χαριτωμένη. Γελούσε διαρκώς μαζί μου, ξεχνώντας πολλές φορές και τους καλούς του τρόπους. Και εγώ ήμουν πολύ ενθουσιασμένη μαζί του. Είχε έναν τρόπο να με κάνει να γοητεύομαι όλο και περισσότερο. Το τρακ που είχα, είχε φύγει εντελώς και ένιωθα κοντά του, σαν να τον ήξερα από χρόνια.

Ειδικά, όταν πήγαμε να φάμε σ’ ένα κινέζικο ρεστοράν, ο Φίλιππος γελούσε συνεχώς μαζί μου, γιατί μου έφευγε το φαγητό από τα ξυλάκια και σε μια στιγμή όταν πήγα να καρφώσω με την άκρη του ξύλου κάτι που έμοιαζε με στρόγγυλο κεφτεδάκι, πετάχτηκε στο απέναντι τραπέζι. Τότε όχι μόνο ο Φίλιππος γελούσε, αλλά και από τα διπλανά τραπέζια, τα γέλια αντηχούσαν τρανταχτά. Περιττό να πω, ότι εγώ λίγο έλειψε να βάλω το κεφάλι μου κάτω απ’ το τραπέζι.

Η υπόλοιπη μέρα μας πέρασε με καφεδάκι και ευχάριστη κουβεντούλα. Το βράδυ που με γύρισε σπίτι, του υποσχέθηκα να του κάνω εγώ το τραπέζι της επόμενης μέρας.

Έτσι, το επόμενο πρωινό, όταν ξύπνησα, έτρεξα ν’ αγοράσω ό,τι μου ήταν

απαραίτητο για το μεσημεριανό τραπέζι. Ήξερα μια καταπληκτική συνταγή που είχα μάθει από τη μητέρα μου, με μελιτζάνες και μικρά σουτζουκάκια στο φούρνο. Όπως και κοτόπουλο με σάλτσα σουφλέ και τέσσερα τυριά. Αν και ήταν μπελαλίδικο φαγητό, άξιζε τον κόπο. Έστρωσα το τραπέζι μ’ ένα άσπρο τραπεζομάντιλο και έβαλα δύο σερβίτσια. Άναψα τα κηροπήγια και έβαλα τη σαμπανιέρα στο πλάι, με δυο μπουκάλια, κόκκινο και λευκό κρασί, ενώ η απαλή μουσική με τραγούδια του Έρος Ραμαζότι, απλωνόταν στο χώρο. Φόρεσα ένα πλεκτό σύνολο, κάθισα στον καναπέ και περίμενα με αγωνία.

Page 11: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

11

Κατά τις 2, άκουσα το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει. Άνοιξα γρήγορα.

- Ελπίζω πως δεν άργησα; μου είπε ο Φίλιππος καθώς έμπαινε μέσα και στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι με κρασιά και ένα κουτί με γλυκά. - Όχι καθόλου. Πέρασε. - Τελικά κάθε μέρα σε βρίσκω όλο και πιο όμορφη. - Μου φαίνεται τώρα πως τα παραλές. - Όχι, αλλά με κάνεις κάθε μέρα να σε θαυμάζω και περισσότερο, μου είπε και τα μάτια του με κοιτούσαν με πάθος.

Καθίσαμε στο τραπέζι και του σέρβιρα τις σπεσιαλιτέ μου. Ο Φίλιππος δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο καλή μαγείρισσα ήμουν. «Έχω δοκιμάσει τις κουζίνες όλου του κόσμου, όμως το φαγητό σου μου φάνηκε νοστιμότερο απ’ όλα. Πάντα μου άρεζαν τα σπιτικά φαγητά φτιαγμένα από τα χέρια μιας οικοδέσποινας, όμως ποτέ δε βρήκα κάποια γυναίκα που να ξέρει να μαγειρεύει τόσο καλά. Οι περισσότερες δεν ήξεραν ούτε αυγό να βράσουν και πάντα παράγγελναν από κέτερινγκ», μου είπε ενθουσιασμένος.

Μετά το φαγητό, συνεχίσαμε με κρασί στον καναπέ του σαλονιού. Μιλούσαμε ασταμάτητα για αρκετές ώρες και για διάφορα θέματα. Η οικειότητα που γεννήθηκε ανάμεσά μας, εξακολουθούσε να μεγαλώνει. Νόμιζες ότι γνωριζόμασταν από παλιά. Ίσως από κάποια άλλη ζωή...

Ο Φίλιππος δεν ήταν από τους άντρες που ξανοιγόταν εύκολα. Πολύ περισσότερο για να μιλήσει για τη ζωή του και την πρώην γυναίκα του. Ήταν συγκρατημένος και δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους, παρόλο που ήταν κοινωνικότατος. Είχε αριστοκρατική καταγωγή, από πάππου προς πάππου. Όμως κοντά μου, ξεχνούσε όλα όσα έκρυβε μέσα του. Γελούσε με την καρδιά του σαν μικρό παιδί. Και εμένα, αυτό με μάγευε ακόμα περισσότερο. «Είσαι απίστευτα όμορφη, απίστευτα αγνή και συγχρόνως απίστευτα ποθητή», μου είπε και ένιωθα ότι λαχταρούσε να με σφίξει στην αγκαλιά του. «Πώς όμως μπορώ να πλανέψω έναν άγγελο; Γιατί άγγελος είσαι. Νιώθω πως θα διαπράξω αμαρτία», μου ξαναείπε και με πλησίασε ακόμα περισσότερο.

Η ώρα είχε περάσει και έξω η νύχτα έριχνε το σκοτεινό της μανδύα. Τα δυο μπουκάλια κρασί είχαν τελειώσει, ενώ το σιροπιαστό γλυκό στεκόταν άθικτο… Ο Φίλιππος έκανε μια κίνηση και κράτησε το μικρό πιάτο, δάγκωσε το μισό γλυκό και το υπόλοιπο μου το πρόσφερε. Το σιρόπι έτρεχε από τα χείλη μου. Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου και οι αναπνοές μας ενώθηκαν. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου και με φίλησε με πάθος, παίρνοντας όλο το σιρόπι από τα χείλη μου. Ξαπλώσαμε στον καναπέ και μου έβγαζε με βιασύνη τα ρούχα. Ήξερε τι ήθελε, το διεκδικούσε με πάθος και αυτό τον ερέθιζε ακόμα περισσότερο. Ήταν άντρας με πείρα πάνω στον έρωτα και αυτό μου άρεζε. Ήξερε πώς να κάνει μια γυναίκα να φτάσει στον απόλυτο οργασμό. Όταν το σκληρό του όργανο με τρύπησε βαθιά και η ηδονή ξεχείλισε από μέσα μου, δε με άφησε περισσότερα περιθώρια για να σκεφτώ τα υπόλοιπα προσόντα του.

Εκείνη το βράδυ, απολαύσαμε πολλές φορές ο ένας τον άλλον. Στο πάτωμα, στον καναπέ, στο κρεβάτι, παντού. Στο τέλος κοιμηθήκαμε σφιχταγκαλιασμένοι ως το επόμενο πρωί. Το πρωί που ξύπνησα, ένιωθα πως ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Ετοίμασα πρωινό και τον ξύπνησα τρυφερά, μ’ ένα φιλί.

Page 12: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

12

- Το πρωινό σου είναι έτοιμο, του είπα γλυκά. - Το πρωινό μου; Ποιο πρωινό μου; με ρώτησε όλο απορία. - Αυτό που σε περιμένει στο τραπέζι. Βούτυρο, μαρμελάδα, καφές ζεστός και τοστ. - Α! Με κακομαθαίνεις… - Το πρωινό είναι ότι καλύτερο. - Έχω να φάω πρωινό από τότε που ήμουν παιδί και με φώναζε η μητέρα μου. - Έλα σήκω, γιατί δεν έχω όρεξη να κάνω τη μαμά σου. - Καλά, μπορεί να περιμένει λίγο, μου είπε και με αγκάλιασε, ρίχνοντάς με στο κρεβάτι, όπου ο έρωτάς μας ξεδιπλώθηκε για άλλη μια φορά.

Έτσι, από εκείνη τη μέρα άρχισε η σχέση μας. Ο έρωτάς μας ξετυλιγόταν σιγά-σιγά και όλο με περισσότερο πάθος. Στην αρχή, όταν κατάλαβα τι μου συμβαίνει, μπορώ να πω ότι φοβήθηκα. Εγώ ήμουν αυτή που δεν ήθελα να κάνω ένα σταθερό δεσμό; Εγώ ήμουν που τους άντρες τους ήθελα μόνο για τον έρωτά τους; Και εκείνη τη στιγμή ένιωθα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου! Όταν ειδικά με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μια ώρα και με ρωτούσε «τι κάνει το κοριτσάκι μου»; εγώ έλιωνα, ακουμπισμένη στο ακουστικό του τηλεφώνου. Τελικά είχα καταλάβει πως η ομορφιά ενός ανθρώπου δε βρισκόταν στην εξωτερική του εμφάνιση, αλλά σε αυτά που κρύβει η ψυχή του.

Οι φίλες μου έβλεπαν αυτή τη σχέση με στραβό μάτι, γιατί ο Φίλιππος ήταν 58 χρόνων, ενώ εγώ 30. Αλλά ένιωθα και πως με ζήλευαν, γιατί με πρόσεχε και με κοιτούσε γλυκά στα μάτια κι εγώ, κάθε φορά που με κοίταζε μ’ εκείνο το βλέμμα, χανόμουν σ’ ένα ταξίδι ευτυχίας και απόλυτης ηρεμίας. Όπου και να στεκόμουν μιλούσα μόνο για εκείνον. Ήταν ο άνθρωπός μου, τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ανάμεσα σε αυτή τη σχέση υπήρχε μόνο αγάπη, αλληλοεκτίμηση και ειλικρίνεια. Ζούσαμε με αγάπη και τρυφερότητα.

Έπειτα από τρεις μήνες, ένα βράδυ που ήρθε στο σπίτι μου, με κοίταξε στα μάτια και

μου είπε: «Στεφανία, έχεις αλλάξει όλη μου τη ζωή από τη μέρα που σε γνώρισα. Η πρώτη και η τελευταία έννοια μου είσαι εσύ και πήρα την απόφαση να μοιραστώ μαζί σου την υπόλοιπη ζωή μου. Αν και εσύ το θέλεις, δέξου αυτό το δαχτυλίδι σαν ένδειξη της αγάπης μου». Τον αγκάλιασα και τον φίλησα γλυκά. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η αγάπη του για μένα ήταν τόσο δυνατή. Ήξερα ότι με αγαπούσε σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό, αλλά δεν το περίμενα ποτέ αυτό.

Όταν άνοιξε το μικρό κουτάκι που κρατούσε, έμεινα έκπληκτη, καθώς από μέσα εμφανίστηκε ένα δαχτυλίδι, με ένα μαύρο μεγάλο διαμάντι. Εκείνη τη στιγμή έχασα τα λόγια μου.

- Είναι… Είναι… - Είναι πραγματικά αμύθητης αξίας, αλλά θέλω να το φοράς στο χέρι σου, για να σου θυμίζει πόσο μεγάλη είναι η αγάπη που νιώθω για σένα, μου είπε τρυφερά. - Σ’ ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοια κοσμήματα…

Page 13: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

13

- Δεν πειράζει, σιγά-σιγά εγώ θα σου τα μάθω όλα, γιατί θέλω η γυναίκα μου να είναι η τελειότερη του κόσμου. - Ωραία λοιπόν, είμαι όλη δικιά σου.

Χαμογέλασε και με φίλησε. Το πρώτο που μου ζήτησε ήταν να μείνω μαζί του. Μάζεψα τα λιγοστά μου πράγματα και ξεκινήσαμε για το σπίτι του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερα ούτε πού μένει. Τις φορές που συναντιόμασταν, ήταν πάντα στο μικρό μου διαμέρισμα ή πηγαίναμε βόλτες έξω και κοιτούσαμε με τις ώρες τη θάλασσα.

Το δικό μου διαμέρισμα βρισκόταν στο Μοσχάτο και στην οδό Ρήγα Φεραίου. Από εκεί κατευθυνθήκαμε προς τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Περάσαμε το παλαιό Φάληρο και προχωρήσαμε για Βουλιαγμένη. Στη Λεωφόρο Κωνσταντίνου Καραμανλή, εκεί στη μικρή χερσόνησο στην οδός Απόλλωνος, σταματήσαμε μπροστά σε μια βίλα, που ούτε στην πιο τρελή μου φαντασία δεν είχα ονειρευτεί.

- Αυτό είναι το σπίτι σου; τον ρώτησα έκπληκτη. - Ναι και από σήμερα θα είναι και δικό σου, μου είπε και μου κράτησε το χέρι. - Και μένεις εδώ μόνος σου; - Ε όχι ακριβώς. Μένει και το προσωπικό που το φροντίζει.

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και χάζευα με κάθε λεπτομέρεια όλα αυτά που υπήρχαν τριγύρω μου. Αν και η πολυτελής βίλα έκλεβε τις ματιές μου, θαύμαζα και τον υπέροχο κήπο που απλωνόταν μπροστά της, καθώς και την εντυπωσιακή πισίνα. Αυτό όμως που μ’ ενθουσίασε περισσότερο, ήταν το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και η όμορφη θέα του τοπίου.

Φτάνοντας κοντά στην βίλα, η αίσθηση της πολυτέλειας και της ηρεμίας έγινε αντιληπτή από την πρώτη στιγμή.

Προχωρούσα μαγεμένη απ’ όλα αυτά, όταν άκουσα τη φωνή του Φίλιππου να μου λέει: - Από εδώ είναι η Σοφία. Η μαγείρισσα του σπιτιού. Φροντίζει το φαγητό, την κουζίνα και ό,τι άλλο χρειάζεται. - Γεια σου Σοφία, είπα στην 50χρονη συμπαθητική γυναίκα. - Καλώς ήρθατε κυρία, μου είπε και μου χαμογέλασε.

Page 14: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

14

- Από εδώ είναι η Σιμόν. Η Σιμόν φροντίζει και επιβλέπει το υπόλοιπο σπίτι και ελέγχει τη Δέσποινα και τη Μαρία, όπως και τους υπόλοιπους που εργάζονται εδώ. Είναι η παλαιότερη απ’ όλους και την έχω κοντά μου πάρα πολλά χρόνια, είπε ο Φίλιππος. - Γεια σου Σιμόν. - Καλημέρα κυρία, είπε η Σιμόν και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν μια γυναίκα αυστηρή και αγέλαστη.

Η Δέσποινα και η Μαρία, ήταν οι δυο καμαριέρες που κρατούσαν το σπίτι στην εντέλεια, κάτω από το άγρυπνο και αυστηρό βλέμμα της Σιμόν. - Από εδώ είναι ο Σπύρος. Ο Σπύρος φροντίζει την ομορφιά του κήπου μας και φυσικά όλα όσα είναι έξω από το σπίτι. - Γεια σου Σπύρο. - Καλώς ήρθατε, μου είπε με ενθουσιασμό ο γεροδεμένος άντρας. - Και τελευταίος ο Άλκης. Ο Άλκης είναι ο οδηγός ή ό,τι χρειάζεται έξω από το σπίτι. Λογαριασμούς, αγορά και λοιπά. - Γεια σου Άλκη. - Πάντα στη διάθεσή σας κυρία, μου είπε ο 35χρονος άντρας που συμπλήρωνε το προσωπικό. - Και από εδώ είναι η Στεφανία. Η γυναίκα που σε λίγες μέρες θα γίνει κυρία Γεωργίου. Από σήμερα θα έχετε να κάνετε μόνο μαζί της. Αν θέλει κάτι ν’ αλλάξει, ν’ αφαιρέσει ή να προσθέσει, το σπίτι είναι όλο δικό της. Ελπίζω να καταλάβατε τι εννοώ… - Μάλιστα κύριε, είπαν όλοι μαζί.

Προχωρήσαμε προς το εσωτερικό του σπιτιού, που μ’ ενθουσίασε ακόμα περισσότερο, καθώς παντού επικρατούσε το λευκό μάρμαρο. Υπήρχαν έξι είδη προσωπικής υγιεινής, κουζίνα, δύο σαλόνια, δύο τραπεζαρίες, απολαυστικό μίνι μπαρ, αυθεντικά έργα τέχνης, μεταξωτές κουρτίνες, θερμαινόμενη εσωτερική πισίνα και πολλά δωμάτια, που τα περισσότερα είχαν θέα προς το πέλαγος. Υπήρχε ακόμα μια μεγάλη αίθουσα, όπου εκεί γινόταν κάποιες έκτακτες συνεδριάσεις.

Για μια στιγμή μου ήρθε να βάλω τα γέλια. Πού ζούσα τελικά όλα αυτά τα χρόνια; Ίσως σε κάποια γωνιά του κατώτερου κόσμου… Όταν λέμε «την υγεία μας να χουμε και τίποτα περισσότερο», ίσως δεν ξέρουμε από περισσότερα... Ένιωθα ξαφνικά σαν να άνοιξα μια κλειστή πόρτα και μπήκα σε μια άλλη ζωή. Όλοι με αποκαλούσαν κυρία, ή κυρία Στεφανία. Με πρόσεχαν, με φρόντιζαν και με υπολόγιζαν. Αν και στην αρχή το έβρισκα αστείο και ντρεπόμουν με όλη αυτή τη συμπεριφορά, στο τέλος το συνήθισα.

Από εκείνη την ημέρα η ζωή μου άλλαξε. Είχα καθημερινά τον προσωπικό μου κομμωτή, που ερχόταν και με χτένιζε στο σπίτι. Όπως και μια κοπέλα που επιμελούταν το μακιγιάζ μου. Τα ρούχα μου ήταν από επώνυμους σχεδιαστές και πανάκριβα κοσμήματα στόλιζαν το σώμα μου. Είχα γίνει μια τέλεια, σικάτη κυρία. Το σπίτι παρέμεινε όπως ήταν, εκτός από ένα δωμάτιο που έβλεπε προς τη θάλασσα, όπου εκεί έγινε το γραφείο μου. Σε εκείνον το χώρο είχα όλα τα πράγματα της δουλειάς μου. Εκεί καθόμουν και έγραφα τα μυθιστορήματά μου όταν ο Φίλιππος ήταν στη δουλειά, ενώ άλλες φορές κοιτούσα τη θάλασσα, απολαμβάνοντας το τσιγάρο μου.

Page 15: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

15

Αυτό όμως που με χαλάρωνε πραγματικά, ήταν όταν καθόμουν στην πισίνα και ηρεμούσα μ’ ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι.

Όλα αυτά ήταν πραγματικά μια μεγάλη αλλαγή για μένα. Ήθελα όμως να κάνω και κάτι πιο έντονο. Έτσι πήρα την απόφαση, την επόμενη μέρα που θα ερχόταν ο Κλαούντιο, ο κομμωτής μου, ν’ αλλάξω το χρώμα των μαλλιών μου. - Κλαούντιο πες μου, τι χρώμα θα μου πήγαινε να βάψω τα μαλλιά μου; τον ρώτησα αποφασιστικά. - Μμ… Θα σου πρότεινα κάτι σε σκούρο καστανό, για να κάνει αντίθεση με τα όμορφά σου μάτια. - Λες να μου πηγαίνει; - Θα σου προσθέσει αρχοντιά και κύρος. Άσε που θα μοιάζεις σαν θεά, καλή μου. - Ωραία, λοιπόν τι περιμένεις; Ξεκίνα Κλαούντιο, ξεκίνα.

Πραγματικά αυτή η αλλαγή μ’ έκανε να αισθανθώ διαφορετικά. Είχε τελικά δίκιο ο Κλαούντιο. Μου είχε προσθέσει αρχοντιά και γοητεία το σκούρο χρώμα των μαλλιών μου και με το κατάλληλο μακιγιάζ, έδειχνα ακόμα πιο όμορφη. Ήθελα όμως εκτός από όμορφη, να είμαι και εντυπωσιακή. Κατέβηκα στην αγορά και πήγα και αγόρασα ένα χρυσαφί μεταξωτό φόρεμα του Βερσάτσε, που τόνιζε ακόμα περισσότερο τα γκριζογάλανα μάτια μου. Ήταν λίγο πιο κάτω από το γόνατο και ιδιαίτερα στενό στη μέση μου, μ’ ένα αποκαλυπτικό άνοιγμα μπροστά, καθώς άφηνε να φαίνεται, ελκυστικά, το στήθος μου. Δε φορούσα κανένα κόσμημα, εκτός από το διαμαντένιο μαύρο δαχτυλίδι.

Μπήκα στην εταιρία του Φίλιππου και βάδιζα με την άνεση της μεγάλης κυρίας, κάνοντας τον κόσμο, από την κατάμεστη αίθουσα, να στρέφει τα κεφάλια του στο πέρασμά μου. - Παρακαλώ πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε; με ρώτησε μια γραμματέας. - Θα ήθελα να μου δείξετε ποιο είναι το γραφείο του Φίλιππου. - Λυπάμαι πολύ, αλλά αυτή τη στιγμή ο κύριος Γεωργίου είναι στην αίθουσα συσκέψεων. Αν θέλετε μπορείτε να τον περιμένετε εδώ. - Άκουσε γλυκιά μου, δε θέλω τον κύριο Γεωργίου, θέλω να μου δείξεις το γραφείο του, της είπα. - Δεν μπορείτε να μπείτε, από τη στιγμή που ο κύριος Γεωργίου δεν είναι μέσα. - Καλά, δείξε μου το γραφείο του και δε θα μπω. - Αυτή η πόρτα εκεί είναι. - Ευχαριστώ. - Μα πού πάτε; Σας είπα ότι δεν μπορείτε να μπείτε… - Καλά, καλά. Βγες έξω, κλείσε την πόρτα και να μη με ενοχλήσει κανείς.

Η άμοιρη κοπελίτσα, μόνο που δεν έκλεγε από την ταραχή της. Έκλεισε την πόρτα, έτρεξε γρήγορα στην αίθουσα σύσκεψης και φώναξε το Φίλιππο. Στο μεταξύ εγώ κάθισα στο δερμάτινο καναπέ σε μια προκλητική στάση και περίμενα ν’ ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο Φίλιππος.

Μετά από μερικά λεπτά άκουσα τη φωνή του Φίλιππου, που έλεγε: - Μα πώς αφήνεις κάποια άγνωστη να μπαίνει στο γραφείο μου;

Page 16: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

16

- Συγχωρέστε με κύριε Γεωργίου, αλλά δεν μπόρεσα να τη σταματήσω, απολογούταν η κοπελίτσα.

Ο Φίλιππος άνοιξε αμέσως την πόρτα. - Στεφανία! - Κύριε Γεωργίου δε φταίω εγώ… - Εντάξει, εντάξει παιδί μου. Αυτή η κυρία μπορεί ν’ ανοίγει όποια πόρτα θέλει χωρίς να ρωτάει κανέναν, γιατί σε λίγες μέρες θα γίνει η κυρία Γεωργίου, είπε ο Φίλιππος και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. - Μάλιστα κύριε Γεωργίου, είπε η κοπέλα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. - Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω απ’ τη δουλειά σου, απλώς ήθελα να σου κάνω έκπληξη. - Και πίστεψέ με, ήταν η καλύτερη. Είσαι μια οπτασία! Είσαι… - Η γυναίκα σου, αυτό είμαι. - Πραγματικά δε χορταίνω να σε κοιτάζω και αυτή η αλλαγή στο χρώμα των μαλλιών σου είναι υπέροχη. - Το ήξερα ότι θα σου αρέσει. - Και αυτό το φόρεμα σε κάνει να δείχνεις ακαταμάχητη. - Μόνο που σου στοίχησε λίγο ακριβά, γιατί είναι του Βερσάτσε… - Χαλάλι σου, αν είναι να νιώθεις όμορφη, ας έπαιρνες και τον ίδιο τον Βερσάτσε, μου είπε χαμογελώντας. - Τελικά ήρθα και σε αναστάτωσα. - Αναστάτωσες εμένα, όχι τη δουλειά μου. Περίμενε ένα λεπτό ν’ ακυρώσω το συμβούλιο και έρχομαι.

Μετά από λίγο, αφού ήρθε, φύγαμε από την εταιρία. Είχαμε διάθεση για ουζάκι και βόλτα. Ο ουρανός ήταν λαμπερός και ο ήλιος μας έδινε μια ευχάριστη νότα. - Πού πάμε; τον ρώτησα. - Όπου μας βγάλει η άκρη. Έτσι και αλλιώς Παρασκευή είναι σήμερα και δεν είχα καθόλου διάθεση για δουλειά. Σε σκεφτόμουν διαρκώς. - Τότε καλά λένε ότι τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται, γιατί κι εγώ σε σκεφτόμουν.

Ο δρόμος μας, μας έβγαλε στο Βόλο! Εκεί στα φημισμένα τσιπουράδικα, απολαύσαμε το ουζάκι μας κάτω από το λαμπερό ήλιο.

Ο Βόλος είναι μια όμορφη πόλη, Χειμώνα Καλοκαίρι. Περπατήσαμε στην παραλία και ήπιαμε τον καφέ μας σαν ξένοιαστα παιδιά.

Page 17: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

17

Από εκεί ανεβήκαμε στο Πήλιο, με τα στενά δρομάκια και τα γραφικά σπίτια. Προορισμός μας ήταν η πανέμορφη Πορταριά και το υπέροχο ξενοδοχείο, όπου και μείναμε. Η εξαιρετική θέα προς το Βόλο και τον Παγασητικό κόλπο, ήταν ότι καλύτερο. Το βράδυ γευτήκαμε την εκλεκτική κουζίνα και το παραδοσιακό σπεντζοφάι. Το δωμάτιο ήταν υπέροχα διακοσμημένο και εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις.

Το επόμενο πρωί περπατήσαμε στα πέτρινα καλντερίμια της Μακρυνίτσας, ήπιαμε τον καφέ μας κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας και είδαμε το μουσείο του Θεόφιλου. Το μεσημέρι αναζωογονηθήκαμε στο Spa και έπειτα χαλαρώσαμε …με τον παθιασμένο έρωτά μας.

Το απόγευμα της Κυριακής πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα. Αυτό το τριήμερο, ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί. Στην επιστροφή, ο Φίλιππος μού είπε: - Ξέχασα να σου πω, ότι οι άδειες του γάμου μας είναι έτοιμες. Όταν είσαι και εσύ έτοιμη, μπορούμε να παντρευτούμε. - Από αύριο κιόλας θα ψάξω για νυφικό. - Εντάξει λοιπόν, σε δύο εβδομάδες παντρευόμαστε!

Τον κοίταξα και χαμογέλασα. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, που είχα ξεχάσει εντελώς την αντίδραση που θα έκανε η μητέρα μου, όταν θα μάθαινε ότι η μονάκριβη κόρη της, θα παντρευόταν έναν άντρα συνομήλικο δικό της! Αυτό ήταν κάτι που το φοβόμουν πολύ.

Η μητέρα μου ζούσε στην Καστοριά. Εκεί που γεννήθηκα κι εγώ. Αν και η πόλη μου είναι πανέμορφη, είναι δύσκολο για κάποιον νέο άνθρωπο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του στην επαρχία. Έτσι μετά από τις σπουδές μου, είχα έρθει μόνιμα στην Αθήνα και κάπου-κάπου ανέβαινα στην Καστοριά για να βλέπω τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρή. Πολλές φορές είχα πει στη μητέρα μου να έρθει και εκείνη στην Αθήνα κοντά μου, μα δεν άφηνε για τίποτα τον τόπο της. «Πού να έρθω εγώ εκεί στη ζούγκλα, που ούτε καλημέρα δε σου λένε. Να σε δουν στο δρόμο να πεθαίνεις, ούτε θα σε κοιτάξουν», μου έλεγε. Με αυτές τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου, είχαμε φτάσει.

Το επόμενο πρωί, έψαχνα ήδη για νυφικό. Το παραμυθένιο όνειρο κάθε κοπέλας, γινόταν και για μένα πραγματικότητα. Είχα βρει ένα νυφικό όπως το ονειρευόμουν, όμορφο και εντυπωσιακό. Το μόνο που είχε απομείνει, ήταν να έκανα ένα ταξίδι μέχρι την Καστοριά.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας με περίμενε μια έκπληξη. - Κυρία. Σας ζητάει ο κύριος, μου είπε η Σιμόν μόλις μπήκα από την πόρτα και μου έδωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. - Έλα αγάπη μου, τι έπαθες; τον ρώτησα ανήσυχη. - Τίποτα. - Γιατί δε με παίρνεις στο κινητό μου; - Γιατί… Τι έκανες τελικά; Βρήκες νυφικό; - Ναι βρήκα. Αλλά δε θα σου πω περισσότερες πληροφορίες, γιατί δεν κάνει. Θα με δεις στο γάμο.

Page 18: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

18

- Και εγώ τελείωσα τις υπόλοιπες ετοιμασίες. Έχω όμως κι ένα δώρο για σένα. - Δώρο; - Είναι το δώρο μου για το γάμο μας. - Να ρωτήσω τι είναι ή θα μου κάνεις έκπληξη; - Όχι δε θα με ρωτήσεις. Θα βγεις, θα το δεις και θα μου πεις αν σου αρέσει. - Εννοείς να βγω από το σπίτι; - Ναι μωρό μου. - Περίμενε… Α! Δεν το πιστεύω! Είναι, είναι… - Δικό σου. Μια και χάλασα το δικό σου αυτοκίνητο, σου αγόρασα ένα καινούριο. - Αγάπη μου, τι να πω; - Τίποτα. Μόνο που πρέπει να σε αφήσω, γιατί έχω δουλειά. Θα τα πούμε αργότερα.

Πέταξα το ακουστικό από το χέρι και έτρεξα να χαρώ το υπέροχο δώρο που μου χάρισε ο γλυκός μου Φίλιππος. Ήταν μία διθέσια κάμπριο PORSCHE, σε μπλε μεταλλικό χρώμα.

Πάντα ονειρευόμουν ένα ωραίο αυτοκίνητο, μα τα οικονομικά μου, μου έκαναν να το ξεχνάω γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή όμως το είχα μπροστά μου. Το χάιδευα και το κοιτούσα. Νόμιζα πως ήταν ένα όνειρο και πως αν ανοιγόκλεινα τα μάτια μου, θα εξαφανιζόταν. - Καλοτάξιδο κυρία, μου είπε ο Άλκης, ο οδηγός. - Αχ! Σ’ ευχαριστώ Άλκη. - Σας τρόμαξα; Συγνώμη. - Απλώς ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου. - Είναι πολύ ωραίο αυτοκίνητο. - Ναι, μοιάζει κουκλίστικο. Εσύ δεν έχεις ρεπό σήμερα; - Ναι, αλλά μου είπε ο κ. Φίλιππος να φέρω το αυτοκίνητό σας. - Α! μάλιστα. Εσύ κρύβεσαι πίσω από την έκπληξή μου. - Εγώ απλώς μετέφερα την έκπληξή σας. - Τι θα γίνει τώρα, θα παίζουμε με τις λέξεις; - Έτσι είναι κυρία. - Οπότε, τώρα είσαι ελεύθερος να συνεχίσεις το ρεπό σου. - Σας ευχαριστώ, αν και δεν έχω κάπου να πάω. - Δεν έχεις παρέα, κοπέλα, οικογένεια;

Page 19: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

19

- Οι παρέες μου είναι λίγες και αυτή την ώρα δουλεύουν. Κοπέλα δεν έχω, γιατί περνάω πολλές ώρες εδώ στη δουλειά μου και όσο για την οικογένειά μου, ζουν στη Θεσσαλονίκη. Οπότε πού να γυρίζω μεσημεριάτικα; - Ναι είναι και αυτό μια άποψη. - Αν με χρειαστείτε, μπορείτε να με φωνάξετε. - Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Έμεινα εκεί και κοιτούσα με τις ώρες το καινούριο μου αυτοκίνητο, κάνοντας σαν μικρό παιδί. Όταν πια βαρέθηκα, απομονώθηκα στο γραφείο μου και συνέχισα να γράφω το μυθιστόρημά μου. Περνούσα αρκετές ώρες μόνη μου, γιατί ο Φίλιππος τις περισσότερες φορές ερχόταν το βράδυ.

Οι ώρες περνούσαν και το μυαλό μου είχε κολλήσει στη μητέρα μου. Το βράδυ που είχε έρθει ο Φίλιππος, του ανακοίνωσα πως έπρεπε να πάω στην Καστοριά, εξηγώντας το λόγο. - Να πας. Και φυσικά να πας. Δεν είναι σωστό να μάθει η γυναίκα πως η κόρη της παντρεύεται την τελευταία στιγμή, μου είπε σοβαρά. - Σε τρεις μέρες το πολύ, θα είμαι πίσω. - Αν θέλεις μπορείς να καθίσεις και παραπάνω. - Καλά, θα δω. - Να πάρεις το τζιπ, γιατί μπορεί να θέλει να έρθει και η μητέρα σου μαζί. - Εγώ θέλω να πάω με το καινούριο μου αυτοκίνητο. - Και τη μαμά σου πού θα τη βάλεις; - Θα καθίσει δίπλα μου. - Θέλεις να πεις ότι θ’ ανεβείς μέχρι την Καστοριά και θα οδηγήσεις μόνη σου; - Μα φυσικά. - Αυτό αποκλείεται. Θα σε πάει ο Άλκης. Στο κάτω-κάτω, γιατί τον πληρώνουμε; - Μα μπορώ να πάω και μόνη μου… - Δε θέλω ν’ ακούσω λέξη Στεφανία, μου είπε απότομα. - Και εγώ που νόμιζα… - Είπα! Ούτε λέξη.

Κατέβασα το κεφάλι μου στενοχωρημένη. Ο Φίλιππος είχε καταλάβει πως ήθελα σαν τρελή να βγω στο δρόμο και να γουστάρω το όμορφο αυτοκίνητό μου, αλλά αυτό ήταν κάτι που τον τρόμαζε. Έτσι, το επόμενο πρωί, πήρα μια μικρή βαλίτσα και ξεκινήσαμε μαζί με τον Άλκη για Καστοριά.

Ο δρόμος μού φαινόταν τόσο βαρετός. Όταν δεν οδηγούσα τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Σε κάποια στιγμή είπα στον Άλκη. - Κάνε σε παρακαλώ στην άκρη. - Μάλιστα κυρία, χρειάζεστε κάτι;

Δεν του μίλησα, παρά βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα στην πόρτα του οδηγού. - Βγες σε παρακαλώ έξω, του είπα. - Μάλιστα. Μα τι κάνετε; μου είπε και με κοιτούσε σαν χαμένος. - Δε βλέπεις; Θα οδηγήσω εγώ. - Μα κυρία… - Κόψε αυτό το κυρία ρε Άλκη και μπες μέσα να φύγουμε.

Page 20: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

20

- Συγνώμη, μα μου είναι δύσκολο… - Ποιο από τα δύο; Να κόψεις το κυρία ή να μπεις μέσα και να φύγουμε; - Να πω την αλήθεια και τα δύο.

Τον κοίταξα μ’ έναν άγριο τρόπο, που τον ανάγκασε να μπει γρήγορα μέσα στο αυτοκίνητο και να κάτσει στη θέση του συνοδηγού. - Αυτό είναι! Άλλο πράγμα είναι όταν κρατάς το τιμόνι, είπα με ευχαρίστηση. - Επειδή και μένα μου αρέσει, δεν μου δίνετε να το κρατήσω; - Ναι γλυκέ μου Άλκη. Θα σου το δώσω όταν φτάσουμε έξω από το σπίτι μας στην Αθήνα. Μέχρι τότε, απόλαυσε τη βόλτα σου ή άμα θέλεις κοιμήσου. - Άσε καλύτερα. Αν πάω στον άλλον κόσμο, ας πάω με τα μάτια ανοιχτά. - Χα, χα, χα. Φοβόμαστε, φοβόμαστε; - Λιγάκι, λιγάκι…

Εκείνη τη στιγμή μάς έκανε προσπέραση ένα αυτοκίνητο, περνώντας πολύ κοντά μας, πατώντας και κόρνα. - Να μαλάκα! φώναξα και του έδωσα ένα φάσκελο. - Κυρία… - Ναι Άλκη. - Με ξαφνιάζετε. - Ίσως, γιατί δε με ξέρεις ακόμα καλά. - Μπορώ όμως να σας καταλάβω. - Πάλι καλά. Και σε παρακαλώ κόψε επιτέλους τον πληθυντικό και αυτό το κυρία. Με λένε Στεφανία ή Στέφανι και για τους φίλους Στέφι. - Δε μου είναι πρέπον να σου μιλάω στον ενικό, ούτε να σε αποκαλώ με το μικρό σου όνομα, χωρίς να χρησιμοποιώ το κυρία. - Τουλάχιστον όταν είμαστε μόνοι μας, μπορείς να μου μιλάς πιο απλά; - Εντάξει κυρ… Στέφανι. - Ωραία. Ας απολαύσουμε τώρα το ταξίδι μας. - Και ο Θεός βοηθός, είπε ο Άλκης και έκανε το σταυρό του. - Είπες κάτι; - Όχι. Πάντως είσαι πολύ ξεχωριστή γυναίκα. - Γιατί το λες αυτό; - Μέχρι τώρα, απ’ όσες γυναίκες έχω γνωρίσει με τις οποίες συναναστρεφόταν ο κύριος Φίλιππος, εσύ ξεχωρίζεις. - Τι το διαφορετικό έχω; τον ρώτησα όλο περιέργεια. - Ο κύριος Φίλιππος είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος και στα χρόνια που είμαι κοντά του έχω δει πολλές γυναίκες να είναι δίπλα του. Μικρές, μεγάλες, όμορφες και με χαρίσματα, αλλά καμιά από αυτές δεν ήταν άξια να τον φτάσει μέχρι το γάμο. Για να πάρει μια τέτοια απόφαση μαζί σου, αυτό πάει να πει ότι είσαι πολύ ξεχωριστή γυναίκα. - Με κολακεύεις. - Λέω απλώς την αλήθεια. - Ποτέ ο κύριος Φίλιππος δεν έφερε καμιά γυναίκα από αυτές στο σπίτι. Τις συναντούσε έξω, μα ποτέ στο σπίτι. - Και εσύ τις γνώριζες;

Page 21: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

21

- Σχεδόν όλες. - Και πώς ήταν; - Πάντα όμορφες. - Μμ! Θα με κάνεις να ζηλεύω τον άντρα μου. - Δεν είπα ότι ήταν πιο όμορφες από σένα… - Έλα, έλα, κόψε κάτι. - Κι άλλα να κόψω; Δε φτάνει τόσα που έκοψα για σήμερα; Την οδήγηση την έκοψα, τον πληθυντικό τον έκοψα. Φτάνει πια. Ας αφήσουμε τίποτα και για αύριο…

Τελικά ο Άλκης ήταν πολύ ευχάριστη παρέα. Πότε φτάσαμε στην Καστοριά, ούτε που το καταλάβαμε. Γελούσαμε και σχολιάζαμε τα πάντα. Μπορώ να πω ότι είχαμε γίνει δυο φιλαράκια. Αν και ο Άλκης δεν πίστευε στη φιλία ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα, εγώ όμως τον θεωρούσα φίλο μου. Άλλωστε μου είχε πει: «Γίνεται το σπίρτο να το βάλεις κοντά στη φωτιά και να μην ανάψει»;

Όταν έφτασα στην Καστοριά, ένιωσα μια απεριόριστη νοσταλγία να ξεχειλίζει από

μέσα μου. Κοίταξα τη μεγάλη λίμνη, που πάντα με γοήτευε με τα γαλήνια νερά της. Ακολουθούσα το γραφικό δρόμο στις όχθες της. Σε αυτό το δρόμο δεν υπάρχουν πολλά σημεία που μπορείς να σταθμεύσεις το αυτοκίνητο, αλλά έστω και μέσα από αυτό, η θέα είναι μαγευτική όπου και να κοιτάξεις. Στο δρόμο αυτό υπάρχει η Μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας, που είναι χτισμένη από την εποχή της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Εκεί, πάντα σταματούσα κάνοντας την προσευχή μου, για να μου πάνε όλα καλά στη ζωή. Έτσι έκανα κι εκείνη τη μέρα. Έπειτα συνέχισα με προσοχή το μονόδρομο, που η ομορφιά του με άφηνε πάντα άφωνη. Τα πολύχρονα δέντρα ένωναν τα κλαδιά τους σχηματίζοντας μια αψίδα, ενώ στα δεξιά απλώνονταν η λίμνη, στις άκρες της οποίας καθρεφτιζόταν τα φυλλώματα των δέντρων. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε στην άλλη μεριά της Καστοριάς, η οποία είναι χτισμένη πάνω σε μια χερσόνησο. Μια πόλη που θυμίζει έντονα βυζαντινή καστροπολιτεία. Εκεί βρισκόταν και το πατρικό μου σπίτι. Όλη αυτή η ομορφιά και η ήρεμη φυσιολογική ζωή, μου είχαν λείψει πολύ.

Όταν έφτασα κάτω από το σπίτι μου, κάτι μέσα μου έκανε «κρακ». Ανέβηκα

τρέχοντας τα σκαλάκια και άνοιξα την πόρτα. - Μαμά! φώναξα δυνατά. - Στεφανία! Παιδάκι μου! - Μαμά μου, μανούλα μου σε αποθύμησα, της είπα και τη σφιχταγκάλιασα.

Page 22: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

22

- Αχ! κορίτσι μου, πώς ήταν αυτό το ξαφνικό; - Παντρεύομαι μανούλα μου και ήρθα να σε πάρω. - Αχ! θα με τρελάνεις εσύ… Γιατί δεν μου το είπες να ράψω κανένα φουστάνι. - Μην ανησυχείς, όλα θα τα κάνουμε. - Μα για να σε δω. Είσαι μια κούκλα!

Καθώς η μητέρα μου με καμάρωνε, ο Άλκης είχε μπει με τη βαλίτσα μου στο χέρι. - Αχ! Παναγιά μου! Το παλικάρι έξω το έχεις; Έλα εδώ γαμπρέ μου να σε φιλήσω, είπε η μητέρα μου και πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, είχε πιάσει από το λαιμό τον Άλκη και τον φιλούσε σταυρωτά. - Μαμά, μαμά, ηρέμισε. - Ε καλά ντε, δε θα τον φάω. - Δεν κατάλαβες μανούλα μου. Δεν είναι αυτός ο γαμπρός. - Αχ κακό που με βρήκε… Μήπως είναι ο ταξιτζής; - Όχι, ούτε ο ταξιτζής είναι. Απλώς είναι ο σοφέρ. - Τι σοφέρ παιδάκι μου; Τι μου λες τώρα; - Θα σου τα εξηγήσω όλα.

Έτσι άρχισα να εξηγώ στη μητέρα μου, το τι μου είχε συμβεί από την αρχή μέχρι και σήμερα. - Τι; 58 χρόνων! Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου, τρελάθηκες; Τι θα τον κάνεις αυτόν τον άνθρωπο; Εσύ είσαι μια κούκλα. Τι θα κάνεις εσύ κοντά του; Για νοσοκόμα ψάχνει; - Μαμά, τον αγαπώ! - Μήπως αγαπάς τα λεφτά του; - Δεν ξέρεις τι λες, είπα και κοίταξα τον Άλκη που στεκόταν λίγο παραπέρα και με κοίταζε σκεφτικός, ενώ ένα χαμόγελο ήταν τυπωμένο στα χείλη του, καθώς άκουγε αυτά που έλεγε η μητέρα μου. - Τι μαμά παιδί μου. Σε μένα τα πουλάς αυτά; Ο άνθρωπος σε φλόμωσε με τα λεφτά του και εσύ έπεσες σαν ώριμο φρούτο. - Μαμά… - Άκουσε παιδί μου, καλά τα λεφτά δε λέω, αλλά τι θα κάνεις σε λίγα χρόνια που αυτός ο άνθρωπος δε θα μπορεί να πάρει ούτε τα πόδια του; - Μη με στεναχωρείς σε παρακαλώ. Τον αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κοντά του βρήκα κάτι το ξεχωριστό. Άφησέ με να ζήσω το σήμερα, γιατί ποτέ και κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο. - Καλά κορίτσι μου, κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ θα σταθώ δίπλα σου να σε καμαρώσω νυφούλα και από εκεί και πέρα η απόφαση είναι δική σου, μου είπε η μητέρα μου και πήγε στην κουζίνα. - Έλα μη στενοχωριέσαι. Πάντα όλοι οι γονείς αλλιώς βλέπουν τα πράγματα, μου είπε ο Άλκης. - Αυτό που με στεναχωράει περισσότερο, είναι ότι όλοι έχουν αυτή την εντύπωση. Μπορώ και το βλέπω στα μάτια τους. Με τη μόνη διαφορά, ότι όλοι οι υπόλοιποι δε μου το λένε κατάμουτρα, αλλά πίσω απ’ την πλάτη μου. - Μη δίνεις σημασία, γιατί το μόνο που θα καταφέρεις είναι να έχεις έλκος στο στομάχι.

Page 23: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

23

- Σαν να μην έχεις άδικο. - Λοιπόν εγώ θα σε αφήσω, θα πάω σε κάποιο ξενοδοχείο και αν με χρειαστείς πάρε με τηλέφωνο. - Εντάξει Άλκη, σ’ ευχαριστώ.

Όταν έφυγε ο Άλκης, κάθισα στα σκαλάκια του σπιτιού μου, σκεφτόμενη όλα αυτά που μου είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό και μονολογούσα: «Άραγε η μητέρα μου έχει δίκιο σε αυτά που λέει ή μήπως εγώ δε θέλω να παραδεχτώ την πραγματικότητα; Μήπως είμαι όντως θολωμένη από αυτά που με προσφέρει απλόχερα ο Φίλιππος και νιώθω μέσα μου τόσο ενθουσιασμό που τον μετατρέπω σε αγάπη; Τι είναι άλλωστε η αγάπη; Η αγάπη μοιάζει με βάσανο και πολλές φορές με φυλακή. Ή μήπως είναι η ακτινοβολία που ανεβαίνει από μέσα μας και κάνει το πρόσωπό μας να λάμπει; Η πραγματική αγάπη είναι προσφορά και ανιδιοτέλεια. Η αγάπη σε κάνει να νιώθεις γεμάτη μέσα σου και να χαίρεσαι αυτόν που αγαπάς.

Όταν αγαπάς αληθινά, αγαπάς και τις ατέλειες, γιατί η αληθινή αγάπη είναι απαλλαγμένη από αυτά! Και εγώ το Φίλιππο τον αγαπώ, γιατί είναι ακριβώς έτσι όπως είναι. Γιατί είναι ενθουσιώδης, παθιάζεται με το καθετί και το παραμικρό. Γιατί εκτιμά ακόμα και το δευτερόλεπτο που περνάμε μαζί. Γιατί μου δείχνει συνεχώς το πόσο πολύ μ’ αγαπά. Γιατί τα μάτια του λάμπουν όταν με κοιτάζει. Γιατί δε χορταίνει να με φιλά. Γιατί έχει δύναμη, γιατί έχει πίστη, γιατί με κάνει να νιώθω ζήλια μέσα μου…

Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει αυτό το συναίσθημα, το πώς είναι να ζηλεύεις κάποιον. Στην αρχή μου φαινόταν κάπως... Μπέρδευα την έννοια της ζήλειας, με την έννοια της εμπιστοσύνης. Και όντως είναι πολύ λεπτή και μικρή η διαφορά τους, αλλά με τον καιρό κατάλαβα πως το αίσθημα της δικής μου ζήλειας πηγάζει από τον έρωτα κι από την αγάπη που του έχω. Και μου αρέσει αυτό όσο κι αν δεν το έχω ποτέ παραδεχθεί. Ναι, μου αρέσει που τον ζηλεύω, γιατί αυτό σημαίνει το πόσο τον θέλω. Τον αγαπώ, γιατί όλα μαζί του δείχνουν όμορφα, πιο χρωματιστά και πιο μυρωδάτα. Όταν είμαι δίπλα του όλες οι αισθήσεις μου είναι τεταμένες, γεύομαι, μυρίζω και νιώθω τα πάντα πιο έντονα. Γιατί όπου και να βρίσκομαι, δε σταματάω να τον σκέφτομαι.

Οι στιγμές που έχω περάσει μαζί του μου έχουν μείνει αξέχαστες και ξέρω πως τα καλύτερα έρχονται. Αξίζει την αγάπη μου και θα συνεχίσω να τον αγαπώ όπως με αγαπάει και εκείνος, δυνατά, χωρίς όρια, χωρίς φραγμούς, χωρίς πισωγυρίσματα, γιατί είναι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί στη ζωή μου και δεν πρόκειται να το αφήσω να μου φύγει! Γιατί το ξέρω πως δεν μπορεί άλλος να μ’ αγαπήσει και να μ’ ερωτευτεί όπως ο Φίλιππος. Να μου δώσει τα πάντα και στο μεγαλύτερο βαθμό, όπως το κάνει μόνο εκείνος και γι’ αυτό είμαι σίγουρη.

Είναι ο φύλακας-άγγελός μου. Με προσέχει και θέλει πάντα να με περιποιείται και εγώ τον αγαπώ, γιατί είναι ο πασάς μου. Θέλω να τον προσέχω και να τον κανακεύω, να μη του χαλάω χατίρι και να μην τον στεναχωρώ. Να τον κάνω να νιώθει πως κάθε στιγμή που βρίσκεται κοντά μου, είναι υπέροχη. Όταν βρίσκομαι μαζί του, μου βγαίνει ένα αίσθημα ευθύνης. Νιώθω υπεύθυνη και επιδιώκω να τον φροντίζω, να τον περιποιούμαι, να τον χαϊδεύω, να τον παίρνω στην αγκαλιά μου και να τον κάνω να τα ξεχνάει όλα. Νιώθω πως χωρίς το Φίλιππο δε ζω, απλά υπάρχω. Όταν είμαι μακριά του έρχονται στιγμές που νομίζω πως δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω, πως πνίγομαι, πως όλα όσα υπάρχουν γύρω μου πέφτουν

Page 24: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

24

και με πλακώνουν. Πως δεν μπορώ ν’ αντιδράσω όσο και να το θέλω. Πως είμαι αδύναμη και ανήμπορη να λειτουργήσω χωρίς εκείνον στο πλάι μου. Τον αγαπώ γιατί με κάνει να εκπληρώνω τις φαντασίες μου, γιατί με κάνει να νιώθω ζωντανή! Γιατί στα μάτια μου είναι ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου. Νιώθω υπέροχα όταν κυκλοφορώ μαζί του, γιατί πιστεύω πως ταιριάζουμε. Δεν χρειάζεται να μοιάζουμε για να είμαστε μαζί. Οι μικρές διαφορές μας είναι που δίνουν γεύση στη σχέση μας. Μια γεύση ξεχωριστή, μοναδική όπως η δική μας. Τον αγαπώ γιατί είναι αμέτρητοι αυτοί οι λόγοι. Τον αγαπώ, γιατί είμαι τυχερή που τον γνώρισα, που είναι στη ζωή μου, που μ’ αγαπά τόσο πολύ. Τον αγαπώ, γιατί δε θέλει ν’ ακούει το ευχαριστώ για τα δώρα που μου χαρίζει. Τον αγαπώ για όλα αυτά μαζί και θα σου το φωνάζω για πάντα. Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!» - Ποιον αγαπάς παιδί μου; με ρώτησε η μητέρα μου που ήρθε ξαφνικά από πίσω μου. - Το Φίλιππο μαμά μου, το Φίλιππο αγαπώ. Και ό,τι και να πιστεύεις εσύ, εγώ δε θα πάψω να τον αγαπώ. - Καλά βρε παιδάκι μου, καλά. Εσύ ξέρεις και αν είπα κάτι παραπάνω, συγχώρα με, για το καλό σου το είπα. - Το ξέρω μανούλα μου, αλλά κοίταξέ με. Ζω σαν βασίλισσα, με προσέχει και με φροντίζει, με αγαπάει και με κανακεύει σαν μωρό. Μου έχει ένα σπίτι τέλειο που ίδιο δε νομίζω πως υπάρχει. Ποιος άλλος θα μου πρόσφερε τόσα πολλά; - Τι να σου πω βρε παιδί μου, αν είναι όπως τα λες; - Και ακόμα περισσότερα από αυτά που σου λέω. - Εσύ ξέρεις. - Θα τα μάθεις και εσύ τώρα που θα έρθεις μαζί μας. - Αα… - Δε θέλω α, ο γάμος μου θα γίνει την επόμενη εβδομάδα και χρειάζομαι κάποιον δικό μου στο πλάι μου. Αύριο το πρωί ξεκινάμε για Αθήνα.

Η μητέρα μου μην έχοντας άλλη επιλογή, είπε τελικά το ναι κι εγώ ένιωθα επιτέλους ευτυχισμένη. Παρέμεινα καθισμένη εκεί στα σκαλάκια και κοίταζα την ομορφιά της Καστοριάς, που την τύλιγε η νύχτα.

Έπειτα σχημάτισα τον αριθμό του τηλεφώνου του Φίλιππου. - Τι κάνει το μωρό μου; με ρώτησε μόλις σήκωσε το τηλέφωνο. - Σε σκέφτομαι με φόντο την ομορφιά της Καστοριάς. - Πόσο θα ήθελα να ήμουν μαζί σου και να τη θαυμάζαμε παρέα…

Page 25: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

25

- Θα γίνει και αυτό. - Πώς τα περνάς; - Πληκτικά χωρίς την παρουσία σου. - Και εγώ το ίδιο νιώθω. Η Αθήνα μου φαίνεται τόσο μικρή, που νιώθω πως δε χωράω μέσα της. Όλα μοιάζουν πληκτικά χωρίς τη μορφή σου. - Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου, αύριο το πρωί ξεκινάμε για την Αθήνα. - Θα μετράω τις ώρες που θα σε έχω και πάλι στην αγκαλιά μου. - Σ’ αγαπώ Φίλιππε! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ… - Και εγώ μωρό μου…

Η κουβέντα μας συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Παρόλο που μας χώριζαν 500 τόσα χιλιόμετρα, ήταν σαν να ήμασταν μαζί.

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Η διαδρομή, μου ήταν ευχάριστη και η

ευτυχία μ’ έκανε να χαμογελάω συνεχώς. Η μητέρα μου έμεινε άφωνη, καθώς φτάσαμε στο σπίτι. Δεν μου είπε όμως τίποτα, γιατί μέσα της πίστευε όλα εκείνα όσα μου έλεγε στην Καστοριά και ειδικά όταν γνώρισε το Φίλιππο. Τα χαρακτηριστικά αμφιβολίας στο πρόσωπό της, ήταν εμφανή. Στο κάτω-κάτω την ήξερα καλά. Μάνα μου ήταν άλλωστε. Το μόνο που δεν μπορούσε να πει ήταν για την αγάπη που μου έδειχνε ο Φίλιππος. Αλλά και για αυτό, πάλι έβρισκε να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια της: «Μια τέτοια κοπελάρα, όλοι θα την αγαπούσαν. Τυχερός ο γερομπισμπίκης… Θα ήθελα να ήξερα τι του βρίσκει; Αχ! Καλά λένε στραβός είναι ο έρωτας, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει καθόλου μάτια». - Είπες κάτι μαμά; τη ρώτησα κάνοντας πως δεν την άκουσα. - Τίποτα κοπέλα μου, τίποτα. Κάτι δικά μου έλεγα. Δε μου λες Στεφανία μου, δεν πιστεύω ο άντρα σου να θέλει να με φωνάζει μαμά; - Τι λες ρε μάνα; Θες και τα λες ή σε ξεφεύγουν; - Ξέρω κι εγώ βρε παιδάκι μου; Όχι τίποτα άλλο, αλλά να… Δε θα ήταν σωστό να με φωνάζει μαμά και να είμαστε συνομήλικοι. - Μαμά… - Καλά δεν είπα και τίποτα. Ωχ πια. Όλο μαμά και μαμά είσαι… Δε σου έμαθε το πουρό και τίποτε άλλο να λες; - Μαμ… - Ξέρω, ξέρω. Μαμά. Το έπιασα το υπονοούμενο…

Αυτό γινόταν για δυο εβδομάδες, μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα που όλα γύρω μου ήταν λαμπερά και χαρούμενα. Μέσα στο λευκό μου νυφικό, έμοιαζα σαν πραγματική πριγκίπισσα, ενώ το διαμαντένιο μου κολιέ με τα ασορτί σκουλαρίκια, μου έδιναν μια αρχοντική γοητεία. Σε μια στιγμή είδα τη μητέρα μου που δάκρυσε. «Είσαι μια πραγματική πριγκίπισσα», μου είπε και σκούπισε το δάκρυ από τα μάτια της.

Page 26: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

26

Έξω από την πόρτα με περίμενε μια μαύρη λιμουζίνα και ένας κόκκινος στρωμένος

διάδρομος, ενώ ο Άλκης ντυμένος άψογα, περίμενε ανυπόμονα να με συνοδέψει.

Ο γάμος μας έγινε στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, με κάθε δόξα και τιμή. Ο Φίλιππος ήταν τόσο ευτυχισμένος που χαμογελούσε διαρκώς. Το μικρό ξωκλήσι

ήταν κατάμεστο και οι καλεσμένοι ερχόταν διαρκώς. Όταν έφτασα, τα μάτια όλων καρφώθηκαν πάνω μου. Ο θαυμασμός τους ήταν για το πόσο νεότερη ήμουν, παρά για οτιδήποτε άλλο. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Μπορώ να πω ότι το απολάμβανα κιόλας.

Έπειτα από την τελετή, πραγματοποιήθηκε και η γαμήλια δεξίωση που τους άφησε όλους άφωνους, καθώς πολλοί σεφ ετοίμαζαν εκείνη τη στιγμή το φαγητό. Όλα ήταν τόσο τέλεια, που έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από παραμύθι.

Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε για το γαμήλιο ταξίδι μας, με προορισμό τις Μαλδίβες. Οι Μαλδίβες ήταν μια εμπειρία που δε θα την ξεχάσω ποτέ, καθώς αυτό το μέρος είναι ένας πραγματικός παράδεισος στη γη. Είναι γνωστές σαν ένα από τα πιο εξωτικά και πολυτελή μέρη του πλανήτη. Κάτι που τις κάνει να είναι ο τέλειος προορισμός για ονειρεμένες διακοπές.

Μια σειρά από διάσπαρτα μαργαριτάρια, πάνω στο βαθύ γαλάζιο του Ινδικού Ωκεανού, ήταν η πρώτη γεύση που λάβαμε από ψηλά. Ήταν ένα συναρπαστικό σύμπλεγμα κοραλλιογενών νησιών, που αποτελούν ίσως τα πιο όμορφα τροπικά νησιά του πλανήτη, καθώς το 99% της έκτασής τους, καλυπτόταν από θάλασσα.

Τα 1190 νησιά όπως μας είπε και η αεροσυνοδός, ήταν διασκορπισμένα σε 26 κοραλλιογενείς κυκλικούς σχηματισμούς, περικλείοντας έτσι μια λιμνοθάλασσα, η οποία έδινε στις Μαλδίβες τη μοναδική παραδεισένια όψη της. Από αυτά τα νησιά, μόνο τα 200 είναι κατοικημένα, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούν τουριστικά θέρετρα. Τα ακατοίκητα, τα χρησιμοποιούν και για την ξήρανση ψαριών.

Μέσα από το αεροπλάνο, τα νησάκια φάνταζαν σαν πολύτιμα πετράδια μπρος στα

έκπληκτα μάτια μας. Η έκπληξη όμως ήταν, όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο. Το

Page 27: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

27

αεροδρόμιο ήταν κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά… Και όταν λέω στη μέση του πουθενά το εννοώ. Γύρω από το αεροδρόμιο υπήρχε παντού θάλασσα και οι μετακινήσεις προς τα ξενοδοχεία γινόταν με ταχύπλοα ή υδροπλάνα.

Με την άφιξή μας εκπλαγήκαμε, με το πόσο γραφικό και ήσυχο ήταν αυτό το μέρος,

καθώς ήταν η επιλογή για πολλά νεόνυμφα ζευγάρια που ήθελαν να ζήσουν πολυτελείς διακοπές, μακριά απ’ την πολυκοσμία και το συνωστισμό.

Το ιδιωτικό υδροπλάνο μάς παρέλαβε και μας πήγε στις φημισμένες βίλες, που βρισκόταν πάνω από τα πεντακάθαρα κρυστάλλινα νερά. Ο ξενοδοχοϋπάλληλος, ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα, μας υποδέχτηκε μ’ ένα ποτό καλωσορίσματος. Ο χυμός του ήταν φτιαγμένος από λουλούδια καρύδας. Ήταν κάτι σαν τελετουργία, που αποτελούσε τον πρόλογο της θρυλικής φιλοξενίας των κατοίκων. Μαλδίβες, στα σανσκριτικά σημαίνει γιρλάντα ή στεφάνι και ήταν το ιδανικότερο μέρος για ρομαντικές διακοπές

Όταν φτάσαμε στην εξωτική βίλα, εντυπωσιαστήκαμε ακόμα περισσότερο, καθώς

υπήρχε τζακούζι με γυάλινη επιφάνεια, για να κοιτάς τον πυθμένα.

Το καθαρό περιβάλλον και το γαλάζιο της θάλασσας, μας έδινε μια απόλυτη ηρεμία. Τα βράδια χαλαρώναμε μ’ ένα απολαυστικό δείπνο στο μπαλκόνι, με θέα τη θάλασσα ή ακόμα, υπό το φως των κεριών, στην παραλία.

Οι Μαλδίβες μάς μάγεψαν. Πιστεύω πως είναι ο τελευταίος παράδεισος πάνω στη γη. Η ηρεμία ήταν αυτό που ζητούσαμε. Υπήρχαν παραλίες, όπου συναντούσαμε μόνο μερικούς ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, ακούγοντας μόνο τον ήχο των νερών να χάνεται στο βάθος του ωκεανού.

Page 28: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

28

Παραλίες με αστραφτερή άσπρη άμμο, πυκνές φοινικιές, λιμνοθάλασσες με

διαφορετικά βάθη και με άπειρες αποχρώσεις του μπλε και του τιρκουάζ. Τροπικά ψάρια και πολύχρωμα κοράλλια, δημιουργούσαν ένα σκηνικό που έμοιαζε με όνειρο.

Κάπου μέσα μας νιώθαμε σαν να ήμασταν μοντέρνοι Ροβινσώνες. Ακόμα φημιζόταν για τη σπάνια ομορφιά της και στους υποβρύχιους τόπους. Τα εκθαμβωτικά χρώματα και η αφθονία της υποθαλάσσιας ζωής δε με άφησαν αδιάφορη, αφού γνώρισα από κοντά επαγγελματικά σχολεία καταδύσεων με πολύγλωσσους εκπαιδευτές, που έδιναν ειδικά μαθήματα σε αρχάριους.

Άλλες φορές, με τις παραδοσιακές βάρκες και με πολύχρονη εμπειρία στην εξυπηρέτηση, μας πήγαιναν στα γύρω νησάκια και γευόμασταν την απόλυτη ομορφιά της φύσης.

Κάναμε βόλτα στα μικρά νησιά και είδαμε πως ζουν οι ντόπιοι στα ψαροχώρια τους, μακριά από τα τουριστικά θέρετρα. Όλοι τους ήταν πολύ ευγενικοί και ζούσαν ήσυχα. Ήταν περήφανοι για τον πολιτισμό και την ανεξαρτησία τους. Τα σπίτια τους ήταν λιτά, φτιαγμένα από κοραλλιογενή πέτρα. Οι άντρες ψάρευαν ή επισκεύαζαν ξύλινες βάρκες, ενώ οι γυναίκες και τα παιδία έμεναν στο σπίτι, απολαμβάνοντας τη δροσιά των φοινικόδεντρων και την ομορφιά της τροπικής φύσης. Η θρησκεία τους, τους επέτρεπε να χωρίζουν πολύ εύκολα, γι’ αυτό και υπήρχαν άντρες που είχαν παντρευτεί πάνω από είκοσι φορές! Τις μέρες που θέλαμε να ζήσουμε πιο έντονα, παρακολουθούσαμε φολκλορική βραδιά με μουσική και χορό. Οι παραδοσιακοί χορευτές συνοδευόταν συνήθως από έξι τυμπανιστές και οι κοπέλες με τις ελκυστικές παρουσίες τους χόρευαν, λικνίζοντας τα κορμιά τους στο ρυθμικό σκοπό.

Τα περισσότερα τοπικά εδέσματα, ήταν μίγμα ψαριού σε κουρκούτι από ρυζάλευρο

και αλεύρι καρύδας. Ήταν τηγανιτά και συνήθως πικάντικα με τσίλι, σκόρδο και κρεμμύδια. Για γλυκό υπήρχε στικς καρύδας, τηγανιτές μπανάνες με κρέμα, συνοδευόμενη από παπάγια, μάγκο και άλλα εξωτικά φρούτα. Υπήρχαν ακόμα και μπανάνες κόκκινες και μαύρες. Τα περισσότερα κοκτέιλ ήταν φτιαγμένα από καρύδα και μπανάνες.

Page 29: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

29

Με το υδροπλάνο πήγαμε μέχρι την πρωτεύουσα των Μαλβίδων, το Μαλέ. Το Μαλέ βρισκόταν περίπου στη μέση του κοραλλιογενούς συμπλέγματος των Μαλδίβων και ήταν ένα νησί γεμάτο ζωή. Μια πόλη με έντονο ινδικό χρώμα και αραβικές επιρροές.

Μαγευτήκαμε από το χρυσό τρούλο, που δέσποζε στο Ισλαμικό κέντρο και είδαμε το παλάτι του σουλτάνου που λειτουργούσε ως μουσείο και φιλοξενούσε κοστούμια, θρόνους, πανοπλίες και νομίσματα.

Ψωνίσαμε χειροποίητα ξύλινα μικροαντικείμενα, παραδοσιακά όργανα και

φορέματα με έντονα χρώματα και ινδική φινέτσα.

Αυτές οι τρεις εβδομάδες που ήμασταν στις Μαλδίβες, μας έκαναν να αγαπηθούμε ακόμα περισσότερο. Αλλά όπως όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν γρήγορα, έτσι και οι διακοπές μας τελείωσαν χωρίς να το καταλάβουμε. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, τις πρώτες εβδομάδες μας φαινόταν όλα μουντά και πληκτικά. Αυτό μας έκανε να τρέχουμε στις ακροθαλασσιές, αναζητώντας ηρεμία και γαλήνη. Ο Φίλιππος μού είχε υποσχεθεί ότι θα ξαναπηγαίναμε, γιατί οι Μαλδίβες ήταν ένας όμορφος σταθμός της αγάπης μας. Από τότε, πήγαμε εκδρομές σε πολλά μέρη, όπως Ισπανία, Αυστρία, Ρωσία, Αμερική, Βραζιλία και πολλά ακόμα, αλλά στις Μαλδίβες δεν ξαναπήγαμε.

Η ρουτίνα της δουλειάς γρήγορα ξαναμπήκε στις ζωές μας. Ο Φίλιππος έπεσε με τα μούτρα, γιατί ήθελε να κερδίσει το χρόνο που έχασε στις διακοπές μας. Έφευγε πρωί και γυρνούσε αργά, ενώ εγώ όλη την ημέρα ή ασχολιόμουν με τα μυθιστορήματά μου ή γυρνούσα μέσα στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, προσπαθώντας να σκοτώσω τις ώρες μου.

Οι μόνες διασκεδάσεις που είχαμε, ήταν οι βαρετές δεξιώσεις. Αυτές τις βαριόμουν αφάνταστα, γιατί έπρεπε πάντα να χαμογελάω και κυρίως να ακούω τα διάφορα σχόλια γύρω από τ’ όνομά μου, χωρίς να μπορώ να πω τίποτα. Αυτό όμως που με νευρίαζε περισσότερο ήταν τα φλας των φωτογράφων, που άστραφταν για μια φωτογραφία, όπου την επόμενη μέρα την έβλεπα στα κουτσομπολίστικα περιοδικά, να λανσάρει σε πρώτο πλάνο.

«Ο μεγαλοεπιχειρηματίας Φίλιππος Γεωργίου και η πανέμορφη κατά 28 χρόνια μικρότερη σύζυγός του Στεφανία, ερωτευμένοι και

ευτυχισμένοι, όσο ποτέ άλλοτε».

Page 30: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

30

«Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν πόσο νεότερη είμαι εγώ και όχι να βγάλουν φωτογραφίες», ξεφώνιζα και πετούσα τα περιοδικά. - Κυρία σας συμβαίνει κάτι; με ρώτησε η Σιμόν και μάζεψε το περιοδικό απ’ το πάτωμα. - Όχι Σιμόν, σ’ ευχαριστώ. - Πάντως μη δίνετε σημασία σε όσα γράφουν. Το κάνουν μόνο και μόνο για να γεμίζουν τα φύλλα τους.

Την κοίταξα και δε μίλησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η γυναίκα μού προκαλούσε μια ανεξήγητη αντιπάθεια. Τα ήξερε όλα και είχε γνώμη για όλα, αλλά αυτό που με έκανε περισσότερο να την αντιπαθώ, ήταν το ύφος της, που δεν έφευγε ούτε στιγμή από πάνω μου. Ο καιρός περνούσε και εγώ βαριόμουν όλο και περισσότερο. Τουλάχιστον αν είχα ένα παιδάκι, η ζωή μου θα γέμιζε με νόημα και χαρά, αλλά όσο και να προσπαθούσαμε να το αποκτήσουμε, μου φαίνονταν ένα μακρινό όνειρο. Άρχισα να πηγαίνω στους γυναικολόγους και υποβλήθηκα σε όλες τις εξετάσεις, μα απ’ όλους άκουγα τα ίδια λόγια: «Δεν έχετε κάποιο πρόβλημα, μα θα ήταν καλό να έκανε και ο σύζυγός σας μια εξέταση, για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα». Έλεγα ένα ξερό «ευχαριστώ» και έφευγα.

Το είχα συζητήσει με το Φίλιππο, μα εκείνος ήταν ανένδοτος . - Είναι από το άγχος σου. Δεν ξέρεις ότι όταν θέλεις κάτι τόσο επίμονα, αυτό δεν έρχεται; μου έλεγε. - Μα γιατί δε θέλεις να πάμε σ’ ένα γιατρό; - Στέφανι έχω πιο σημαντικές δουλειές να κάνω από το να τρέχω στους γιατρούς. - Δεν μπορείς να με καταλάβεις Φίλιππε. - Σε καταλαβαίνω μωρό μου, αλλά προσπάθησε να καταλάβεις και εσύ λίγο κι εμένα. Τι θα πουν αν με δουν να βγαίνω από ένα γυναικολόγο; Είναι δύσκολη η θέση μου. - Και σε νοιάζει η γνώμη του κόσμου και όχι εγώ; - Ξέρεις ότι σε αγαπώ πολύ, αλλά μη μου ζητάς τέτοια πράγματα… - Σκέψου τι όμορφα που θα είναι αν έχουμε ένα μωράκι μέσα στο σπίτι μας, πλασμένο από την αγάπη μας… - Ναι πραγματικά θα ήταν πολύ ωραίο και θα γίνει μόλις σου φύγει το άγχος που έχεις.

Όσο και να προσπαθούσα να τον πείσω, εκείνος πείσμωνε όλο και περισσότερο και η ελπίδα για την ύπαρξη ενός μωρού στο σπίτι, γινόταν ολοένα και πιο μακρινή. Έτσι αποφάσισα να διώξω το άγχος και να αφοσιωθώ και πάλι στη δουλειά μου, που και αυτή τον τελευταίο καιρό μ’ έπνιγε.

Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη μας είχε μετατραπεί σε συνήθεια. Ο έρωτας που έκαιγε κάποτε την καρδιά μας, είχε πια ξεθωριάσει. Τον αγαπούσα το Φίλιππο μα όχι όπως τον πρώτο καιρό. Πιο πολύ ένιωθα συμπάθεια, κατανόηση, συνήθεια, παρά αγάπη. Ήξερα τι του άρεζε και τι τον ενοχλούσε, τι ήθελε και τι ζητούσε και ήμουν εκεί σαν ακλόνητος βράχος να του τα προσφέρω. Και εκείνος όμως μου χάριζε ό,τι λαχταρούσα. Εκτός φυσικά από ένα παιδί, που το ήθελα όσο τίποτε περισσότερο στη ζωή μου.

Page 31: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

31

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, εγώ γινόμουν όλο και πιο γοητευτική. Είχα μπει πια ολοκληρωτικά στο πετσί της ακριβής ζωής. Η παιδική αθωότητα είχε φύγει εντελώς από πάνω μου και μέσα μου κυριαρχούσε η αριστοκρατική γυναίκα.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που αντιλαμβανόμουν τις ματιές των γύρω αντρών να με

κοιτάζουν μ’ ένα παράξενο τρόπο και να με γδύνουν με τα μάτια τους, αλλά ποτέ και κανείς δεν είχε το θάρρος να το δείξει. Για πολλούς ήμουν μια φαντασίωση στα τρελά όνειρά τους, ενώ στο ξύπνιο τους, η κυρία Στεφανία, σύζυγος του Φίλιππου Γεωργίου.

Ο μόνος που είχε το θάρρος να με μιλάει ελεύθερα και να με θαυμάζει αδιάκοπα, ήταν ο Άλκης. Μπορώ να πω πως ήταν κοντά μου στις πιο άσχημες στιγμές της ζωής μου και πάντοτε είχε ένα καλό λόγο να μου πει. Πιο πολύ τον ένιωθα σαν φύλακα-άγγελο στο πλευρό μου, παρά για κάποιον υπάλληλο του σπιτιού.

Αυτός ο άντρας, ξυπνούσε τον κοιμισμένο πόθο που έκρυβα μέσα μου. Ποτέ δε σκέφτηκα ν’ απατήσω το Φίλιππο, γιατί θεωρούσα το γάμο το πιο σοβαρό μυστήριο, μα τα τελευταία χρόνια, ο Φίλιππος μου έκανε έρωτα όλο και πιο σπάνια, με αποτέλεσμα ν’ αναζητάω τον έρωτα μόνο στα όνειρά μου, μ’ έναν ανύπαρκτο εραστή.

Ένα πρωί μόλις ξύπνησα…

- Κυρία. Σας ζητάει ο κύριος Φίλιππος στο τηλέφωνο. - Εντάξει Σιμόν σ’ ευχαριστώ. Έλα Φίλιππε. - Σήμερα θέλω να γίνεις όσο πιο όμορφη μπορείς. - Μη μου πεις πάλι ότι έχουμε καμιά βαρετή δεξίωση το βράδυ; - Όχι, απλώς σου έχω μια έκπληξη. - Θα με βοηθούσες πολύ αν μου έλεγες περί τίνος πρόκειται. - Μα τότε τι έκπληξη θα ήταν γλυκιά μου; - Καλά, θα κάνω ότι μπορώ για να μείνεις ευχαριστημένος. - Εσύ περιποιήσου μόνο τον εαυτό σου και τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ. - Με ξαφνιάζεις Φίλιππε… - Αυτό θέλω, μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

«Τι ήταν πάλι αυτό; Έχω να τον ακούσω το Φίλιππο έτσι, εδώ και πολλά χρόνια. Τι έκπληξη άραγε να μου ετοιμάζει»; αναρωτιόμουν καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω ντους. - Κυρία… - Τι είναι πάλι Σιμόν; - Έχει έρθει ένα δέμα για σας. - Καλά, έρχομαι.

Page 32: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

32

Φόρεσα τη ρόμπα μου και κατέβηκα στο σαλόνι. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τέσσερα κουτιά, σε διαφορετικά μεγέθη και χρώματα. Άνοιξα το πρώτο που το στόλιζε μια ροζ κορδέλα. Μέσα υπήρχαν δώδεκα ροζ τριαντάφυλλα και μια καρτούλα, που έγραφε: Στην πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου… Στη γυναίκα μου. Χρόνια μας πολλά!

«Θεέ μου! Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Σήμερα έχουμε την επέτειο του γάμου μας.

Κλείνουμε δέκα χρόνια παντρεμένοι. Τελικά ο Φίλιππος πάντα βρίσκει τρόπο να με εκπλήσσει», μονολογούσα.

Στο δεύτερο κουτί υπήρχε μια πανάκριβη λευκή τουαλέτα με αρκετή διαφάνεια μπρος και πίσω, ενώ στο τρίτο, υπήρχε ένα υπέροχο ζευγάρι παπούτσια, κεντημένα με πολύτιμα διαμαντάκια κι ένα μικρό τσαντάκι στο ίδιο σχέδιο. Το τέταρτο και μικρότερο κουτάκι, έδενε όλο το πακέτο της έκπληξης. Ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια και ένα βραχιόλι στο ίδιο στιλ, όπως και μια καρτούλα, που έλεγε: Θέλω να τα φοράς σήμερα το βράδυ, όπου θα σε περιμένω στο Roof Garden του ξενοδοχείου President στον 21ο

όροφο, στις εφτά ακριβώς.

«Αχ! Αυτές οι εκπλήξεις σου Φίλιππε, πάντοτε με τρέλαιναν». - Θέλετε κάτι κυρία; - Ναι Σιμόν. Ανέβασε αυτά τα πράγματα στο δωμάτιό μου. - Μάλιστα.

Έκανα ένα γρήγορο ντους και έπειτα πήγα για spa, κομμωτήριο, μανικιούρ και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο, ακολουθώντας τις οδηγίες του Φίλιππου.

Τo απόγευμα ετοιμάστηκα για το ραντεβού που είχα με το Φίλιππο. Ο Άλκης με

συνόδεψε μέχρι το ξενοδοχείο. - Σήμερα μοιάζεις σαν οπτασία αγγέλου, μου είπε πριν βγω απ’ το αυτοκίνητο. - Σ’ ευχαριστώ πολύ. - Αυτό το φόρεμα φτιάχτηκε για ν’ αγκαλιάζει μόνο το δικό σου κορμί. - Ναι πραγματικά είναι πολύ εντυπωσιακό φόρεμα. Πάντα ο Φίλιππος είχε άψογο γούστο. - Ναι όσο γι’ αυτό δεν μπορώ να πω. Εφόσον παντρεύτηκε εσένα, τον συγχαίρω για το γούστο του. - Και πάλι σ’ ευχαριστώ, εκ μέρους του Φίλιππου. Τώρα όμως θα πρέπει να πάω κοντά του, γιατί έχω αργήσει.

Page 33: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

33

Ο Άλκης μού άνοιξε την πόρτα και μόλις βγήκα έξω, ένιωσα το βλέμμα του σε όλο μου το κορμί. Και αυτό φυσικά ήταν σίγουρο, γιατί η πανάκριβη τουαλέτα μου, κάλυπτε μόνο τα ουσιώδη μέρη που δεν έπρεπε να φαίνονται, αφήνοντας προκλητικά, να ξεχωρίζει το καλλίγραμμο σώμα μου.

Όταν έφτασα στο Roof Garden του ξενοδοχείου, η έκπληξη ήταν πραγματικά μεγάλη. Οι εκλεκτοί καλεσμένοι έριχναν τις ματιές τους πάνω μου και ο Φίλιππος ευτυχισμένος, μου χαμογελούσε. Στη μέση υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω του μία τριώροφη τούρτα, στολισμένη με ροζ τριαντάφυλλα.

Η πισίνα ήταν στολισμένη με νούφαρα και αναμμένα κεριά και η πανοραμική θέα

που έφτανε ως τη θάλασσα, έδινε μια ανάσα δροσιάς στον Αθηναϊκό ορίζοντα. Το εξειδικευμένο προσωπικό και οι έμπειροι σεφ, εγγυόταν την επιτυχία της δεξίωσης.

Ο Φίλιππος ήρθε κοντά μου και με φίλησε τρυφερά. - Χρόνια μας πολλά μωρό μου, μου είπε. - Πάνω απ’ όλα να είναι ευτυχισμένα. - Να ζήσετε, να ζήσετε, μας ευχόταν όλοι.

Το χαμόγελο ήταν χαραγμένο πάνω μου. Τελικά αυτός ο άνθρωπος έβρισκε πάντα τον τρόπο να με κάνει να νιώθω πραγματικά ευτυχισμένη.

Σβήσαμε το κεράκι με τον αριθμό 10 και κόψαμε την τούρτα. Η σαμπάνια έρεε άφθονη και όλοι γελούσαν, έτρωγαν και σχολίαζαν το καθετί. Ο Φίλιππος βρισκόταν στο φυσικό του περιβάλλον, αλλά εγώ κοιτούσα τους δείκτες του ρολογιού που προχωρούσαν με αργό ρυθμό…

Στάθηκα στην άκρη, μακριά απ’ όλους, ακουμπισμένη στα κάγκελα και κοιτούσα την Αθήνα που τη σκέπαζε το μαγικό πέπλο της νύχτας και ταξίδευα μακριά, εκεί που η πλανεύτρα φαντασία με πήγαινε. «Πριν από δέκα χρόνια σαν σήμερα, ήμασταν στις Μαλδίβες. Εκεί όταν σκοτεινιάσει ο ουρανός, το μόνο φως είναι τ’ αστέρια, που μοιάζουν σαν μικρές πυγολαμπίδες, ενώ σαν προβολέας, έτσι έμοιαζε τη νύχτα το φεγγάρι, μας κρατούσε συντροφιά. Θα’ θελα τούτη τη νύχτα να ήμασταν μαζί αγκαλιά, έξω στη φύση, στην αμμουδιά και να μετρούσαμε τ’ αστέρια μαζί με τα φιλιά μας. Να ακούγαμε μόνο την ανάσα μας, μαζί με τους χτύπους της καρδιάς μας. Είναι μαγεία η νύχτα τελικά. Όταν κοιτάς τον άλλον στα μάτια αληθινά, τότε τα λόγια είναι περιττά. Φτάνουν μόνο τα βλέμματά μας. Αυτά θα λένε πιο πολλά όταν συναντιούνται τη νύχτα, ενώ εμείς θα χαζεύουμε το σκοτεινό πέπλο με τ’ άστρα να τρεμοσβήνουν μόλις θα χαράξει και πάλι η αυγή», μονολογούσα, θέλοντας να ξεφύγω λίγο απ’ όλους αυτούς που ήταν γύρω μου.

Page 34: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

34

- Πού ταξιδεύεις; - Αχ! Άλκη… Με τρόμαξες. - Τρόμαξες, γιατί το ταξίδι σου θα ήταν μακρινό. - Πραγματικά ήταν πολύ μακρινό και παλιό. - Ίσως να μην αξίζει τον κόπο να γυρίζεις τόσο πίσω. Να κοιτάς μόνο μπροστά σ’ αυτά που έρχονται και να αντιμετωπίζεις με θάρρος αυτά που σκοπεύουν να έρθουν. - Τι λες; Δε σε καταλαβαίνω; - Στεφανία, όλα αυτά που ζεις είναι ένα ωραίο περιτύλιγμα, αλλά μέσα δεν ξέρεις τι κρύβει. Εσύ είσαι μια γυναίκα με αισθήματα, ρομαντική, αυθόρμητη, έξυπνη, γλυκιά και τρυφερή… -Τι λέτε εσείς εδώ; ρώτησε ο Φίλιππος με την αυστηρή φωνή του, καθώς μας πλησίασε. - Ευχόμουν στην κυρία να είστε ευτυχισμένοι κύριε Φίλιππε, δικαιολογήθηκε ο Άλκης. - Σ’ ευχαριστούμε Άλκη. Και δε θα σε χρειαστούμε άλλο γι’ απόψε, μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι. - Μάλιστα κύριε. Και πάλι σας εύχομαι χρόνια σας πολλά και κάθε ευτυχία. - Σ’ ευχαριστούμε, σ’ ευχαριστούμε, είπε βιαστικά ο Φίλιππος. - Γιατί τον έδιωξες τον άνθρωπο τόσο βιαστικά; Ούτε να μας ευχηθεί δεν τον άφησες. - Μας ευχήθηκε. Φτάνει, για χόρταση είναι; - Τι συμβαίνει Φίλιππε; Ζηλεύουμε, ζηλεύουμε; - Ε όχι να ζηλεύω και τον Άλκη… Αλλά δεν μου αρέσει να ξεμοναχιάζουν τη γυναίκα μου. - Πρώτον, αγάπη μου, δεν με ξεμονάχιασε κανείς. Μόνη μου ήρθα εδώ στην άκρη και σκεφτόμουνα πριν από δέκα χρόνια που ήμασταν στις Μαλδίβες και δεύτερον μου αρέσει που με ζηλεύεις. - Σου είπα, δε ζηλεύω και έπειτα ο Άλκης είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου. - Πόσα χρόνια δουλεύει για σένα; - Πρέπει να τον έχω 23 χρόνια περίπου. Ο πατέρας του δούλευε σ’ ένα από τα καράβια μου και όταν αρρώστησε, λίγο πριν πεθάνει, με παρακάλεσε να πάρω το γιό του κοντά μου. Τότε είχε τελειώσει ο Άλκης από το στρατό, ήθελα κι εγώ έναν οδηγό και έτσι τον προσέλαβα. Είναι καλό παιδί, σοβαρό και τυπικό. Βλέπει, ακούει πολλά και δε μιλάει… Και αυτός είναι και ο λόγος που τον έχω κρατήσει τόσα χρόνια. - Ναι είναι πραγματικά καλό παιδί. - Αν έχεις όμως κάποιο παράπονο, μπορούμε να προσλάβουμε κάποιον άλλον. - Όχι αγάπη μου, τι παράπονο να έχω; Ίσα-ίσα που ο Άλκης είναι ο καλύτερος μέσα στο σπίτι. - Θέλω η γυναίκα μου να είναι ευχαριστημένη με όλα. - Είμαι μωρό μου, είμαι. Ευχαριστημένη και ευτυχισμένη και αν περνούσαμε και περισσότερες ώρες μαζί, δε θα ήθελα τίποτε άλλο στο κόσμο. - Οι δουλειές μου με κρατούν πολλές ώρες στο γραφείο και αυτό το ξέρεις. Οπότε μη μου παραπονιέσαι. - Το ξέρω και το κατανοώ, αλλά θέλω τον άντρα μου περισσότερο μαζί μου, κακό είναι; - Όχι μωρό μου. - Το ξέρεις ότι έχουμε να κάνουμε πάνω από δύο μήνες έρωτα; Φεύγεις νωρίς και γυρίζεις αργά.

Page 35: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

35

- Το ξέρω, μα έτσι είναι οι δουλειές. Μετά όμως σου έχω μία έκπληξη… - Τι είναι; - Θα τη δεις και θα σου αρέσει.

Έπειτα από λίγο - πραγματικά ήταν έκπληξη για μένα, άλλα όχι αυτή που εννοούσε ο Φίλιππος - η σουίτα του ξενοδοχείου μάς περίμενε με σαμπάνια και διάφορα φρούτα.

Ο Φίλιππος άνοιξε τη σαμπάνια και έβαλε στα ποτήρια. - Στην υγειά μας μωρό μου, μου είπε. - Στην αγάπη μας.

Έπειτα έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο. «Δε θ’ αργήσω, σε λίγο θα είμαι κοντά σου», μου είπε. Το κουστούμι του ήταν πάνω στο κρεβάτι και καθώς το σήκωσα για να το βάλω στην κρεμάστρα, από μέσα έπεσε ένα κουτί βιάγκρα! Υπέθεσα ότι οι επιδόσεις του στον έρωτα είχαν μειωθεί και έπαιρνε τα φάρμακα για να με ευχαριστήσει. Ήθελα να δω από κοντά αυτό το μπλε θαυματουργό χαπάκι και έτσι άνοιξα το κουτί. Διαπίστωσα ότι από μέσα έλλειπαν μερικά…

Άρχισα να κάνω βόλτες πάνω-κάτω μέσα στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρω μια

λογική εξήγηση. «Μα τι κάνω τελικά; Προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα; Αυτό είναι φως φανάρι! Ο Φίλιππος δείχνει τις ερωτικές του τρελίτσες και σε κάποια άλλη γυναίκα. Και φυσικά με τη βοήθεια αυτού του κατασκευάσματος. Εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω; Να τον αφήσω να πιστεύει πως ζω μέσα στα μαύρα σκοτάδια ή να τον ξεμπροστιάσω»; αναρωτιόμουν εκνευρισμένη.

Όταν άκουσα το νερό της βρύσης που σταμάτησε, έβαλα και πάλι το κουτί με τα θαυματουργά χάπια στην τσέπη του σακακιού του και φόρεσα το πιο γλυκό μου χαμόγελο, κάνοντας την ανήξερη. - Σου είμαι έτοιμος, μου είπε χαμογελαστά φορώντας τη λευκή πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. - Ωραία, περίμενε να κάνω και εγώ ένα ντουζάκι και σου έρχομαι. Άτακτό μου αγόρι…

Μπήκα στο μπάνιο και δεν ήθελα να βγω. Αισθανόμουν τόση αηδία, που μου ερχόταν να κάνω εμετό. Δεν ξέρω αν αυτό που ένιωθα ήταν ζήλια, μίσος ή κάτι άλλο πιο δυνατό. Δεν ήξερα τι αισθανόμουν και τι ζητούσα. Να διεκδικούσα ξανά τον άντρα μου με νύχια και με δόντια ή ν’ άνοιγα την πόρτα και να έφευγα τρέχοντας από κοντά του.

Όταν βγήκα από το μπάνιο, τον πλησίασα με δισταγμό. - Απόψε θέλω να σου κάνω έρωτα και όλοι οι αδένες μας να φτάσουν στο μέγιστο της ηδονής, μου είπε, καθώς γύρω απ’ το κρεβάτι υπήρχαν αναμμένα κεράκια που έδιναν στην ατμόσφαιρα μια χαλαρωτική διάθεση. - Φίλιππε μ’ αγαπάς; - Σουτ μη μιλάς… Απόψε θέλω κάτι το διαφορετικό, κάτι το αλλιώτικο, το συναρπαστικό, το μεθυστικό, το γευστικό, σαν να μην είμαι εγώ και σαν να μην είσαι εσύ…

Page 36: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

36

- Φίλιππε με τρομάζεις. - Θέλω τα χέρια σου δεμένα. Τα μάτια σου κλειστά και εγώ να κυριαρχώ πάνω στο κορμί σου.

Μου κράτησε το χέρι και με τράβηξε στο κρεβάτι με τα μεταξωτά σεντόνια. Έδεσε τα χέρια μου στις άκρες του κρεβατιού και μ’ ένα μαντίλι έκλεισε τα μάτια μου και όπως έλεγαν και στον τόπο μου, «ό,τι δεν μπορείς να το αποφύγεις, κάτσε και απόλαυσέ το». Με τα μάτια κλειστά και τα χέρια δεμένα, άρχισα να ονειρεύομαι ένα διαφορετικό Φίλιππο να κυριαρχεί στο κορμί μου… Με μπράτσα στιβαρά, δέρμα σφιχτό και αδιαπέραστο. Σώμα νεανικό και ιδρωμένο.

Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να με αγγίζουν τα χέρια ενός άγνωστου άντρα. Στο μυαλό μου, σαν δαίμονας, κυριαρχούσε αυτή η τρελή φαντασίωση. Και όμως μου άρεζε. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, έκανα πάντα έρωτα με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας το Φίλιππο στα μάτια, ενώ τώρα, που ίσως να έφταιγε η κατάσταση ότι ο Φίλιππος με απατούσε, ένιωθα διαφορετικά. Ήταν σαν να ήθελα να τον εκδικηθώ με τον ίδιο τρόπο. Άφησα τη φαντασία μου λοιπόν να καλπάζει μαζί με τον άγνωστο εραστή μου και αφέθηκα ολοκληρωτικά στα χάδια του…

Ήταν μια ηδονή διαφορετική. Κάτι που δε συγκρινόταν με τίποτα. Με ανέβαζε στα

ουράνια αγγίζοντας την υπόφυση και ένιωθα σαν να μου ψιθύριζε λόγια άνομα στο αυτί. Μ’ έκανε να ανατριχιάζω ολόκληρη και να τρέμω. Ηδονιζόμουν αφάνταστα. Οι ρόγες μου σκλήραιναν. Αντίφαση και αντίθεση, παράδοση και εξουσία. Ο νους και το κορμί μου, αφήνονταν σε κάθε τρελή σκέψη. Μ’ άγγιζε και πέθαινα. Με κοίταζε και τελείωνα. Όλοι οι αδένες μου ήταν σε πόλεμο πρωτιάς. Από τα παθιασμένα του φιλιά, ξεψυχούσα μέσα στην αγκαλιά του. Δε μιλούσα, ήταν σαν να μου είχε κλέψει τη λαλιά.

Ήθελα όμως να κάνω κι εγώ κάτι για εκείνον και μπορούσα να το πετύχω μόνο αν αντέστρεφα τους όρους. Εγώ πλέον αρχηγός στο κορμί του. Βίαζα το νου του και λεηλατούσα κάθε πτυχή του νεανικού του κορμιού, δίνοντάς του την πλήρη απόλαυση. Αυτός ο έρωτας ήταν ένα είδος παραληρήματος, κάτι σαν μανία ή δαιμονισμός. Στο ζενίθ του έρωτά μας, βιώσαμε τη μέγιστη συναισθηματική εμπλοκή. Ήταν οι ορμόνες αυτές που καθοδηγούσαν τις πιο μύχιες σκέψεις και πράξεις μας. - Σ’ ευχαριστώ. Ήσουν καταπληκτική! - Τι; - Στεφανία, τι έπαθες; - Τίποτα, τίποτα, του είπα, καθώς διαπίστωσα ότι ο άντρας που ήταν δίπλα μου γυμνός και μου μιλούσε, ήταν ο Φίλιππος και όχι ο άγνωστος νέος εραστής μου.

Είχα ξεχάσει πως αυτός ο νεαρός άντρας ήταν μόνο στη φαντασία μου, γεννημένος απ’ το μυαλό μου και τις μύχιες σκέψεις μου. Έκλεισα τα μάτια και άφησα τη φαντασία

Page 37: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

37

μου να τον αναζητήσει, χωρίς να πω τίποτε άλλο στο Φίλιππο. Μ’ ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη μου, ο ύπνος με πήρε γρήγορα.

Το επόμενο πρωί έλαμπα ολόκληρη. - Καλημέρα μωρό μου. - Καλημέρα. - Χθες το βράδυ ήσουν καταπληκτική! - Κι εσύ το ίδιο. Ήταν… Ήταν σαν να ήσουν ένας άλλος άντρας. - Και σου άρεσε; - Πολύ! - Μμ, θα με κάνεις να ζηλέψω. - Ας πρόσεχες αγάπη μου, ας πρόσεχες. Στο κάτω κάτω εσύ είπες ότι ήθελες κάτι το διαφορετικό, κάτι το αλλιώτικο, το συναρπαστικό, το μεθυστικό, το γευστικό, σαν να μην ήμασταν εμείς, αλλά κάποιοι άλλοι. Έτσι δεν είναι; - Ναι, αλλά… - Δεν έχει αλλά αγάπη μου. Εσύ έβαλες τους όρους και εγώ απλώς σε ακολούθησα. Γι’ αυτό κοίτα να συμμορφωθείς και να μη ζητάς περιπετειούλες, γιατί μπορεί να με κλέψει κανένας φανταστικός εραστής.

Μεταξύ σοβαρού και αστείου, του έλεγα ότι θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα αν δε σταματούσε τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. Ο Φίλιππος ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος που πάντα τον θαύμαζα για την εξυπνάδα του και ήμουν σίγουρη, ότι το μήνυμά μου το είχε λάβει.

Έτσι, από εκείνη τη μέρα και μετά, όλα άλλαξαν. Είχα ξαναβρεί τον παλιό καλό Φίλιππο. Τα μεσημέρια τρώγαμε μαζί, πότε στο σπίτι και πότε σε ακριβά εστιατόρια, έτσι όπως του άρεζε, ενώ τα βράδια γυρνούσε νωρίς στο σπίτι. Τα Σαββατοκύριακα, πηγαίναμε μικρές εκδρομές στα κοντινά νησιά του όμορφου Αιγαίου.

Ήταν Παρασκευή μεσημέρι κι εγώ είχα έτοιμη τη μικρή βαλίτσα για τις κοντινές μας εξορμήσεις, όταν ήρθε ο Άλκης και μου είπε: - Κυρία, είπε ο κύριος Φίλιππος να σας κατεβάσω κάτω. - Γιατί, δε θα έρθει εδώ; - Δεν ξέρω. Το μόνο που μου είπε είναι να πάρετε μαζί σας και τα πράγματα. - Έτοιμα τα έχω. Βάλε σε παρακαλώ τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο και έρχομαι.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς τον Πειραιά. «Άλκη, πού πάμε από εδώ»; τον ρώτησα, μα ο Άλκης δε μου απάντησε. - Σε ρωτάω παιδί μου, πού πάμε; - Σε πηγαίνω στον άντρα σου. - Και τι δουλεία έχει εδώ ο άντρας μου; - Εγώ διαταγές εκτελώ. - Ξέρεις, αλλά δε μου λες. - Μπορεί να είναι και έτσι… - Τουλάχιστον πες μου πού πάμε;

Page 38: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

38

- Όταν φτάσουμε θα δεις. Όσο και να προσπαθούσα να ξεκλέψω έστω και μια κουβέντα από το στόμα του,

εκείνος δε μου έλεγε τίποτα, παρά μόνο με κοιτούσε χαμογελαστός. Έπειτα από λίγα λεπτά είχαμε φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά, όπου με περίμενε ο Φίλιππος. - Τι έγινε αγάπη μου; Άλλαξε κάτι στα σχέδιά μας; τον ρώτησα όλο περιέργεια. - Για θύμισέ μου, πού είχαμε πει ότι θα πηγαίναμε; - Λέγαμε να πάμε Αίγινα. - Μόνο Αίγινα θέλεις να πάμε; - Μωρέ εγώ παντού θέλω να πάμε, αλλά εσύ λες ότι δεν μπορείς λόγω δουλειάς. - Πώς θα σου φαινόταν αν γυρνούσαμε όλα τα νησιά του Αιγαίου; - Αν μου κάνεις πλάκα Φίλιππε, καλύτερα να τη σταματήσεις τώρα. - Όχι μωρό μου δε σου κάνω πλάκα, απλώς είπα να σου κάνω δώρο, ένα μήνα διακοπές! - Αχ Φίλιππε! Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, του έλεγα και από τη χαρά μου χοροπηδούσα. - Δεν είναι όμως αυτό το δώρο μου που σου είπα… - Τότε ποιο; - Αυτό! μου είπε και μου έδειξε μια θαλαμηγό που ήταν πίσω μας. - Μ’ αυτό θα πάμε διακοπές; - Ναι, γιατί αυτό από σήμερα ανήκει σε σένα. - Σε μένα; είπα με έκπληξη, καθώς έβλεπα μια υπέροχη μεγάλη θαλαμηγό σε μπλε και άσπρο χρώμα που έγραφε με χρυσά γράμματα ‘’Στεφανία’’. - Ναι μωρό μου. Είπα μια και σου αρέσει τόσο πολύ η θάλασσα, θα ήταν το πιο κατάλληλο δώρο. - Δεν ξέρω τι να πω… - Ένα ευχαριστώ φτάνει. - Φίλιππε… - Μωρό μου τι θα γίνει; Θα μας καλέσεις στη θαλαμηγό σου να ξεκινήσουμε την κρουαζιέρα ή θα τη βγάλουμε στο λιμάνι του Πειραιά ένα μήνα να κοιτάζουμε τη θαλαμηγό;

Ο Φίλιππος είχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ ώρες-ώρες που μ’ έκανε να τα χάνω. Ο Άλκης πήρε τη βαλίτσα απ’ το αυτοκίνητο και την ανέβασε πάνω. Με το που ανεβήκαμε, ένα επταμελές πλήρωμα ήταν στη σειρά και με καλωσόρισε, ενώ το τελευταίο άτομο κρατούσε ένα δίσκο με δυο ποτήρια σαμπάνια. - Στην υγειά μας μωρό μου και καλοτάξιδη η καινούρια σου θαλαμηγός. - Στην αγάπη μας και να είναι πάντα καλά ο άντρας μου, να με κάνει τέτοια δώρα.

Καθώς επεξεργαζόμασταν όλους τους χώρους του σκάφους, οι μηχανές πήραν μπρος και το έμπειρο πλήρωμα ήταν έτοιμο να μετατρέψει το ταξίδι μας σε μια πραγματική απόλαυση. - Έλα απ’ εδώ, μου είπε ο Φίλιππος και μου κράτησε το χέρι. Αυτό είναι το σαλόνι για τους καλεσμένους. - Είναι πολύ όμορφο και αυτό το λευκό χρώμα που κυριαρχεί παντού, το κάνει να φαίνεται ακόμα πιο όμορφο. - Ήξερα ότι προτιμάς το λευκό χρώμα.

Page 39: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

39

Πραγματικά είχε μια διακόσμηση, που θα ζήλευαν πολλές βίλες των βορείων προαστίων. - Πάμε να σου δείξω και την τραπεζαρία. - Τα έχεις σκεφτεί όλα βλέπω. - Και ακόμα δεν είδες τίποτα. Λοιπόν, πώς σου φαίνεται; μου είπε και μπροστά μου ανοιγόταν ένας υπέροχος χώρος μ’ ένα μεγάλο τραπέζι και οχτώ καρέκλες. - Μμ… Είναι άψογη και φινετσάτη. - Χαίρομαι πραγματικά που σου αρέσει. - Τι άλλο έχει; - Πάμε πάνω και θα δεις. Και ας αρχίσουμε πρώτα απ’ έξω. Εδώ είναι, ας πούμε η βεράντα μας. Μπαμπού σαλόνι με λευκά μαξιλάρια, όπως σου αρέσει και μικρότερα μαξιλαράκια σε μπλε χρώμα, για να θυμίζουν ότι είμαστε πάνω σε σκάφος. - Εντυπωσιακό. - Πάμε τώρα μέσα. Αυτό είναι το ιδιωτικό μας σαλόνι και όπως βλέπεις και αυτό είναι σε λευκό χρώμα. Εδώ μπορούμε να ξεκουραζόμαστε, να βλέπουμε τηλεόραση ή να διαβάζουμε τα βιβλία σου που βρίσκονται στη βιβλιοθήκη. - Αυτό πραγματικά δεν το περίμενα… Έχεις εδώ τα βιβλία μου; - Όλα. Έλα, ακολούθησέ με να σου δείξω και κάτι που θα σ’ ενθουσιάσει ακόμα περισσότερο. - Θα με τρελάνεις τελικά. - Αυτό θέλω. Λοιπόν, αυτό είναι το γραφείο σου. Εδώ μπορείς να κάθεσαι και να γράφεις στον υπολογιστή σου, που διαθέτει και ιντερνέτ. - Πραγματικά τώρα εξεπλάγην… Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα! - Και δίπλα ακριβώς είναι η ερωτική μας φωλιά. Το διάλεξα επίτηδες, να είναι μπροστά, για να έχει γύρω-γύρω παράθυρα και όταν ξαπλώνουμε να βλέπουμε τη θάλασσα. - Μια φωλιά με θέα τη θάλασσα; - Έτσι ακριβώς. Φυσικά υπάρχουν και άλλες κρεβατοκάμαρες σε περίπτωση καλεσμένων, όπως και αυτές του πληρώματος. Έλα-έλα, πάμε και πιο πάνω. Εδώ είναι ο σημαντικότερος χώρος. Από εδώ ο καπετάν Γιώργης, που θα μας αρμενίζει στα πέλαγα. - Γεια σου καπετάνιε. - Καλησπέρα κυρία, μου είπε ο καπετάνιος με την άσπρη του στολή. - Και το καλύτερο, σου το άφησα για το τέλος. Το μέρος όπου η χαλάρωση με συνδυασμό τις ακτίνες του ήλιου και την πισίνα, θα σε κάνουν να αισθάνεσαι υπέροχα. Όσο για το προσωπικό, είναι το καλύτερο. Σου έχω διαλέξει τους πιο άψογους. Θα μπορούσαν να κοντραριστούν άνετα, με το προσωπικό ενός πεντάστερου ξενοδοχείου. - Πολύ ωραία! Αφού όλα λειτουργούν στην εντέλεια, νομίζω πως θα ήταν καλά ν’ αρχίσουμε τις διακοπές μας από αυτό εδώ το σημείο. - Εγώ θα προτιμούσα ν’ αρχίζαμε από την τραπεζαρία πρώτα, μου είπε χαμογελαστά ο Φίλιππος και έτριβε με κυκλικές κινήσεις το στομάχι του.

Καθώς η θαλαμηγός μάς ταξίδευε με προορισμό την Άνδρο, εμείς γευόμασταν τα εκλεκτά εδέσματα που μας είχε ετοιμάσει ο Σεφ.

Page 40: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

40

Έπειτα ανεβήκαμε στην πισίνα και απολαύσαμε τις καυτές ακτίνες του ήλιου, που

μας συνόδευαν στο ταξίδι μας. Το απογευματάκι φτάσαμε στην Άνδρο. Το βορειότερο νησί των Κυκλάδων, με τις υπέροχες αμμουδερές παραλίες, αλλά και τις βραχώδες ακτές.

Κάνοντας μια βόλτα στο νησί, θαυμάσαμε τα όμορφα νεοκλασικά αρχοντικά, τους

πλακόστρωτους πεζόδρομους και απολαύσαμε την ηρεμία του νησιού. Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και εξερευνήσαμε τις πανέμορφες παραλίες και τα χωριά. Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο, διαπιστώσαμε ότι το νησί έκρυβε μυστικά και ανεξερεύνητα μονοπάτια. Εκείνο όμως που μας ενθουσίασε περισσότερο, ήταν η παραλία λίγο έξω από το Κόρθι, που είχε το αστείο όνομα «της γριάς το πήδημα». Και σήμα κατατεθέν της, ο ψηλόλιγνος βράχος που ξεφύτρωνε μέσα από τη θάλασσα, απ’ όπου είχε πηδήξει …κάποια γριά, μάλλον.

Η χώρα ήταν ξεχωριστή και φυσικά προσέλκυε πολλούς φιλότεχνους τουρίστες,

χάρη στις εξαιρετικές εκθέσεις που διοργάνωνε το μουσείο Γουλανδρή.

Μετά από δύο μέρες ξεκινήσαμε για τη Σκύρο. Όταν ταξιδεύεις, η ζωή σου γεμίζει από αγάπη και ενέργεια. Η ομορφιά σε πλημμυρίζει και νιώθεις πως χάνεσαι μέσα της. Οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, κάνουν τη διαφορά,

Page 41: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

41

σημαδεύοντας τον έρωτα και το πάθος, για αμαρτωλά παιχνίδια. Και τα νησιά, το ένα μετά τ’ άλλο μας μάγευαν, με μία άλλη γεύση και αίσθηση, που δεν περιγράφεται εύκολα.

Όταν φτάσαμε στη Σκύρο, το ζεστό χαμόγελο των κατοίκων και η φημισμένη φιλοξενία τους, μας γοήτευσε.

Πραγματικά, η ομορφιά και η αρχιτεκτονική αυτού του Κυκλαδίτικου τόπου ήταν

απερίγραπτη. Τα κατάλευκα αμφιθεατρικά σπίτια, με τις ανθοστόλιστες αυλές και τα φιδωτά καλντερίμια, που έδιναν μια εικόνα άλλης εποχής, μας γέμιζαν με μια νότα ξεκούρασης.

Η ωραιότερη ομορφιά όμως της Σκύρου, ήταν η πρωτεύουσά της, η χώρα. Ήταν χτισμένη στον ψηλό βράχο, που δέσποζε σχεδόν στο κέντρο της Σκύρου και κάτω από το βυζαντινό καστρομονάστηρο του Αγίου Γεωργίου. Από εκεί απολαύσαμε την πανοραμική θέα, που έφτανε μέχρι τα παράλια της Πουριάς.

Ο επόμενος σταθμός μας μετά τη Σκύρο, ήταν η Σκόπελος. Το τέλειο στολίδι για τα

νερά του Αιγαίου.

Σ’ αυτό το νησί σμίγει το πράσινο του πεύκου, με το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού, δημιουργώντας μια εικόνα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς. Πανέμορφες τοποθεσίες, γαλαζοπράσινες παραλίες, σπηλιές, καταπράσινα δάση, γραφικοί οικισμοί,

Page 42: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

42

εκκλησάκια, λιθόστρωτα σοκάκια και παραδοσιακά τσιπουράδικα, είναι μόνο λίγες από τις εικόνες που μας πρόσφερε απλόχερα η Σκόπελος.

Για πότε πέρασε μία εβδομάδα σ’ αυτό το πανέμορφο νησί, ούτε που το καταλάβαμε. Έτσι ξεκινήσαμε και πάλι το ταξίδι μας, με προορισμό το Βόρειο Αιγαίο. Ο καπετάνιος μας, έβαλε πλώρη προς το νησί της Θάσου. Αρμενίζαμε το Αιγαίο και νιώθαμε σαν τα πουλιά που πετούν ελεύθερα, χωρίς όρους και χωρίς περιορισμούς, λες και διασχίζαμε τους αιθέρες. Ήλιος, ζέστη, φεγγάρι και αστερόσκονη, ήταν η μόνη έννοια μας. Αγάπη και πάθος, ο λογισμός μας.

Όταν φτάσαμε στο νησί της Θάσου, που συνδύαζε βουνό και θάλασσα νιώσαμε τη γαλήνη να εισχωρεί σαν θεραπευτική αντιβίωση μέσα μας.

Υπήρχαν οργανωμένες παραλίες και απόμεροι κολπίσκοι. Έντονη κοσμική ζωή, αλλά και δυνατότητα για απομόνωση.

Τα γραφικά χωριουδάκια, αποκαλύπτονταν το ένα μετά το άλλο και το καθένα είχε τη δική του ομορφιά. Ο πρώτος σταθμός μας, τα Λιμενάρια στη νότια Θάσο, μάς γοητεύσαν περισσότερο, γιατί τις εντυπώσεις μας, τις έκλεψε το πασίγνωστο «παλατάκι» στην κορυφή του μικρού λόφου, που στέκονταν αγέρωχο πάνω από το γραφικό λιμανάκι.

Γυρίσαμε όλο το νησί σπιθαμή προς σπιθαμή, παίρνοντας ότι είχε να μας δώσει. Στο

Λιμένα όπου ήταν και η πρωτεύουσα σου νησιού, επισκεφτήκαμε το ναό του Ποσειδώνα, τα εντυπωσιακά τείχη του κάστρου, τις πύλες του Σειληνού, την αψίδα του Καρακάλα, το αρχαιολογικό μουσείο και το αρχαίο θέατρο.

Page 43: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

43

Όσο εμείς εξερευνούσαμε τις ομορφιές αυτού του τόπου, οι κλεφτές ματιές του

Άλκη έπεφταν διαρκώς πάνω μου, όταν τον συναντούσαμε τυχαία. Είχε τύχει και άλλες φορές που με κοίταζε παράξενα, μα το τελευταίο διάστημα ένιωθα πως είχε κάτι το διαφορετικό στο βλέμμα του, κάτι το σαγηνευτικό που έπεφτε πάνω μου σαν πυρωμένη λάβα. - Πώς σου φαίνεται το νησί; τον ρώτησε ο Φίλιππος. - Όμορφο και ενδιαφέρον όπως όλα τα νησιά, απάντησε ο Άλκης και με κοίταξε χαμογελώντας. - Και αυτά τα ταβερνάκια είναι υπέροχα. - Θα μου επιτρέψετε να σας κεράσω μια ρετσίνα; - Γιατί όχι; Πριν από λίγο μου έλεγε η Στεφανία ότι πεινάει. - Ε… εγώ ήθελα να πηγαίναμε βόλτα πρώτα και μετά να καθόμασταν για φαγητό, δικαιολογήθηκα αμέσως. - Μα τώρα δεν μου έλεγες ότι πεινάς; με ρώτησε ο Φίλιππος. - Ε καλά πάμε, να μη σας χαλάσω και την παρέα, του είπα ειρωνικά.

Έπειτα από λίγο καθίσαμε σ’ ένα ταβερνάκι δίπλα στο παλιό λιμάνι και τρώγαμε τα εκλεκτά ορεκτικά και όσο ο Φίλιππος με τον Άλκη συζητούσαν διάφορα, εγώ έπινα τη ρετσίνα σαν το νερό. Πραγματικά αυτό το γευστικό ποτό ήταν τόσο ευχάριστο. Αν και δεν ήμουν από τους ανθρώπους που έπιναν, εκείνη την ημέρα νομίζω πως το είχα παρακάνει. - Ε, ε… Τι κάνεις; Ρετσίνα είναι αυτή και όχι νερό, μου είπε ο Φίλιππος που με είδε να κατεβάζω τα ποτηράκια το ένα πίσω από τ’ άλλο και να κοιτάζω σαν χαμένη το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν μέσα στη θάλασσα. - Ε; Τι είπες; τον ρώτησα καθώς διέκοψε τις σκέψεις μου. - Είπα, να μην πίνεις έτσι τη ρετσίνα. Θα σε πειράξει. - Μπα. Μια τόσο ευχάριστη παρέα που είστε, πηγαίνει και η ρετσίνα… - Καλά, καλά, το πιάσαμε το υπονοούμενο. - Α! Ωραία… Θυμηθήκατε ότι είμαι κι εγώ εδώ; - Συγνώμη μωρό μου, αλλά συζητούσαμε για τη δουλειά. - Εντάξει, το έσωσες το θέμα. - Και για ν’ αλλάξουμε κουβέντα, τι θα λέγατε να πηγαίναμε αύριο στην Καβάλα; μας ρώτησε ο Άλκης. - Δεν την έχω επισκεφτεί ποτέ αυτή την πόλη, του είπα αμέσως.

Page 44: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

44

- Είναι μια όμορφη πόλη που σου κλέβει την καρδιά από την πρώτη ματιά, καθώς συνδυάζει βουνό και θάλασσα και είναι κτισμένη αμφιθεατρικά, κατά τέτοιο τρόπο που λες και το ένα σπίτι είναι πάνω στο άλλο. - Μμ, ακούγετε ενδιαφέρον. Τι λες και εσύ αγάπη μου; - Ναι είναι πολύ όμορφη πόλη. - Έχεις έρθει; - Πάνε αρκετά χρόνια.

Όσο ο Άλκης μάς μιλούσε για την ομορφιά της Καβάλας, τα μάτια του με κοίταζαν έντονα, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπά παράξενα. Στο μυαλό μου γύριζαν διάφορες σκέψεις: «Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου, αλλά νομίζω πώς έτσι όπως γελάει και με κοιτάει ο Άλκης, η πείνα της σεξουαλικής μου απόγνωσης νομίζω πως καθρεφτίζεται στα μάτια του. Και γι’ αυτό άρχισε ξαφνικά να μου την πέφτει... Χριστέ μου τι λέω; Σιγά να μην έβρισκε τόσο θάρρος και τόσο θράσος να το κάνει αυτό στο αφεντικό του. Πώς όμως θα το καταλάβω; Μήπως αν του έκανα ένα τεστ για να δω τι καπνό φουμάρει; Ή θα ήταν καλύτερα να τον κοιτάζω και εγώ με αυτό το επίμονο βλέμμα, μπας και κομπλάρει. Νομίζω τελικά ότι μου αρέσει αυτό το παιχνιδάκι. Το βρίσκω καλόγουστο και εκλεκτικό», σκεφτόμουν διαρκώς. - Τι λες μωρό εσύ γι’ αυτό; με ρώτησε ο Φίλιππος ξαφνικά, διαλύοντας τις πονηρές μου σκέψεις. - Ε… Ναι, ναι, συμφωνώ. - Για ποιο πράγμα; - Με αυτό που λες. - Στεφανία είσαι καλά; με ρώτησε και με κοίταξε γεμάτος απορία. - Νομίζω πως με ζάλισε λίγο η ρετσίνα… - Μα εγώ σου είπα να μην πίνεις έτσι, αλλά εσύ νόμιζες ότι ήταν νερό. - Ναι πραγματικά, νιώθω αρκετά ζαλισμένη, αλλά δεν είναι και άσχημα… «Υπ, υπ, υπ». - Ωχ! Άρχισε και ο λόξιγκας, καλά πάμε.

Τελικά με γύρισαν αγκαλιά εκείνο το βράδυ στη θαλαμηγό. Από τη μια γελούσα και από την άλλη τραγουδούσα.

Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι η αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς να σε βγάλω.

Με τη βοήθεια του Φίλιππου και του Άλκη, είχα φτάσει με χίλια ζόρια μέχρι την

καμπίνα μου.

Page 45: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

45

- Και τώρα μόνοι, είπα στο Φίλιππο και έβγαλα μονομιάς τα ρούχα που φορούσα. - Μα μωρό μου… Είσαι ζαλισμένη… - Ε… και τι με αυτό; Φοβάσαι μήπως με αποπλανήσεις; - Είμαστε κουρασμένοι, όλη την ημέρα γυρνούσαμε… - Εγώ όμως θέλω παιχνιδάκια και δεν ακούω τίποτα, του είπα και έβαλα όλη την θηλυκότητά μου, αρχίζοντας να τον πιπιλάω πρώτα από το αυτί, κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω. - Στεφανία σταμάτα. - Μμ… - Σταμάτα σου λέω, μου είπε αυστηρά και με έσπρωξε με δύναμη πάνω στο κρεβάτι. - Τι θέλεις αγάπη μου; Τρελίτσες πάνω στο κρεβάτι; τον ρώτησα ναζιάρικα. - Δε θέλω τίποτα. Θέλω να με αφήσεις να κοιμηθώ. - Έλα ζουζουνάκι μου… - Στεφανία κοφ’ το, μου είπε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.

Έμεινα εκεί, σαν παγοκολόνα, να κοιτάζω την κλειστή πόρτα, με τον πόθο να κοχλάζει μέσα μου. Δεν ήξερα για πόση ώρα ήμουν εκεί καθισμένη. Από το μυαλό μου περνούσαν διάφορες σκέψεις και εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα λόγια που μου είχε πει η μητέρα μου: «Τι θα κάνεις σε λίγα χρόνια που αυτός ο άνθρωπος δε θα μπορεί να πάρει ούτε τα πόδια του». «Μωρέ τα πόδια του μια χαρά τα παίρνει, σε άλλα πράγματα έχουμε πρόβλημα», μονολογούσα και σηκώθηκα από τη θέση μου.

Ένα κρύο ντους ηρέμισε τις ερωτικές μου επιθυμίες για λίγο. Όταν όμως πήγα και πάλι στο κρεβάτι, η ακόρεστη πείνα για σεξ επανήλθε! Χαϊδευόμουν μόνη μου και η σκέψη μου έτρεχε σαν τρελή στο σφιχτοκαμωμένο σώμα του Άλκη. Δεν ήμουν από εκείνες τις γυναίκες που τις άρεζαν να φαντασιώνονται. Ήθελα, με το σύντροφό μου, να κάνω κάθε επιθυμία μου πραγματικότητα και όχι να φαντάζομαι ψεύτικους παρτενέρ. Δεν ήθελα να λειτουργώ με φαντασιώσεις, να βλέπω ερωτικές ταινίες και να παίζω σ’ ένα παιχνίδι ρόλων με φανταστικούς ηθοποιούς. Μπορεί να προσθέτει μια ιδιαίτερη γοητεία αυτό, δε λέω, μα εμένα μου φαινόταν σαν ανία, σε περιτύλιγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ένιωθα σαν να υποτιμούσα το σύντροφό μου και ήταν σαν να του έλεγα κατάμουτρα: «Σε βαριέμαι φριχτά, αλλά τι να κάνω; Μόνο εσένα έχω». Μπορεί και να κάνω λάθος… Νομίζω όμως πώς όταν αρχίζουν οι φαντασιώσεις, είναι σαν να μπαίνει το λιθαράκι της απομάκρυνσης και αργά ή γρήγορα, κάποια ψιλοφαντασίωση θα σου γίνει έμμονη ιδέα. Όπως αυτή που είχα και εγώ τον τελευταίο καιρό με τον Άλκη. Αλλά δε νομίζω πως έφταιγα μόνο εγώ γι’ αυτό. Θα έλεγα μάλιστα πως το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης το είχε ο Φίλιππος και ο λόγος ήταν ότι τον τελευταίο καιρό απέφευγε συστηματικά τα ερωτικά μας παιχνίδια. Και ο μόνος που έμπαινε σαν δαίμονας στη σκέψη μου και κόλαζε την ψυχή και το κορμί μου, ήταν ο Άλκης.

Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωθα τα χέρια του να ζυμώνουν το κορμί μου, την καυτή του ανάσα να περιφέρεται σ’ όλο μου το σώμα και το στυγερό του όργανο, ανελέητα να μπαίνει άγρια μέσα μου, χωρίς να ρωτάει τίποτα, ούτε αν πρέπει, ούτε αν δεν πρέπει. Να με θέλει και να με ποθεί ταυτόχρονα. Ένιωθα τα δύο σώματά μας να πλέουν σ’ άλλη διάσταση, σ’ ένα μοναδικό και αόρατο έρωτα, με δυνατό πάθος βγαλμένο μέσα από τον πόθο της ψυχής. Επιθυμούσα ένα θαύμα που θα μετέτρεπε τη φαντασίωση σε πράξη.

Page 46: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

46

Καθώς οι αισθήσεις μου ήταν ανεξέλεγκτες από την ηδονή, άκουσα την πόρτα της καμπίνας ν’ ανοίγει. Ο Φίλιππος μπήκε βιαστικά μέσα και κατέστρεψε ό,τι όμορφο είχα στο μυαλό μου. Αυτό ήταν και η αιτία για να περάσω όλο το βράδυ μου ανήσυχα.

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για την Καβάλα. Δεκαέξι ναυτικά μίλια από το λιμάνι του Λιμένα, βρισκόταν η πανέμορφη Καβάλα. Ο καιρός ήταν υπέροχος και η θάλασσα ήταν σαν κρύσταλλο που λαμποκοπούσε, σχηματίζοντας μικρά φωτεινά διαμαντάκια, κάνοντας τα δελφίνια να παίζουν τριγύρω μας το ξένοιαστο παιχνίδι τους. Αν και είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο, προσπαθούσα να ηρεμίσω διαβάζοντας ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Ο Φίλιππος με πλησίασε και μου έφερε ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. - Είσαι θυμωμένη μαζί μου; με ρώτησε με ήρεμη φωνή. - Όχι αγάπη μου, για ποιο λόγο να είμαι θυμωμένη; - Χθες το βράδυ η συμπεριφορά μου ήταν λίγο απότομη. - Δεν πειράζει, μη νιώθεις ενοχές, άνθρωποι είμαστε. Χθες ήσουν εσύ κουρασμένος, αύριο μπορεί να είμαι εγώ. Ποιος το ξέρει αυτό; - Πάντως όπως και να έχει σ’ ευχαριστώ για την κατανόηση. Τι διαβάζεις; - Κάτι για να περνάω την ώρα μου. - Για να δω… «ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΝΟΧΕΣ», αυτό θα έλεγα είναι ένα από τα πιο ωραία σου βιβλία. - Μερικές φορές με εκπλήσσεις. - Γιατί μωρό μου; - Απορώ πότε βρίσκεις χρόνο και τα διαβάζεις… - Μου αρέσει να ξέρω τι σκέφτεται η γυναίκα μου και εκτός από αυτό, πιστεύω πως είσαι άψογη σ’ αυτό που κάνεις. - Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Και για να πω την αλήθεια, όταν γράφω δημιουργώ ένα δικό μου κόσμο, τον πλάθω όπως θέλω εγώ και αυτό με συναρπάζει. Κάνω τους ανθρώπους να φαίνονται κακοί, άλλες φορές ρομαντικοί με πολύ πάθος και άλλες, να βγάζουν όλη την κακία από μέσα τους, φτάνοντας και μέχρι το έγκλημα. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς νιώθω όταν γράφω ένα μυθιστόρημα… Είναι σαν να παίζω σε μία κινηματογραφική ταινία και να είμαι εγώ η πρωταγωνίστρια, ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης… - Πραγματικά έχεις μια λάμψη στα μάτια σου και ένα μυστήριο πάθος όταν μιλάς για τα μυθιστορήματά σου. - Είναι κάτι που βγαίνει από μέσα μου, που ξεχειλίζει και γεμίζει γύρω μου εικόνες και διάφορες ιστορίες. Πριν ακόμα τελειώσω ένα μυθιστόρημα που γράφω, έχω ήδη σχηματίσει στο μυαλό μου ένα καινούργιο. Αυτό, πολλές φορές, με κάνει να απορώ και εγώ με τον εαυτό μου. - Ίσως το ταξίδι μας σε βοηθήσει να γεμίσεις με περισσότερες εικόνες και το επόμενο μυθιστόρημά σου να έχει πολύ πάθος. Ή μήπως όχι; - Θα δείξει… Α! Αυτή θα πρέπει να είναι η Καβάλα! - Ναι αυτή είναι. - Είχε τελικά δίκαιο ο Άλκης που την παίνευε τόσο. Είναι πραγματικά πανέμορφη, είπα καθώς μπαίναμε στο λιμάνι, όπου και δέσαμε.

Page 47: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

47

Ήταν πραγματικά, ένας εκπληκτικός συνδυασμός βουνού και θάλασσας που με

μάγεψε από την πρώτη ματιά. Ήταν χτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του μικρού βουνού και μέσα στην αγκαλιά της κρατούσε τις πιο όμορφες γαλάζιες παραλίες, όπου οι κάτοικοι μπορούσαν και απολάμβαναν τη δροσιά της θάλασσας, λίγα μόνο μέτρα μακριά από τα σπίτια τους. Πραγματικά ήταν ένας αληθινός παράδεισος. Μια μικρή Εδέμ… - Θέλω να πάμε παντού! ξεφώνησα χαρούμενη. - Ωχ μωρό μου, μόνο σήμερα μη μου πεις να πάμε πουθενά. Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο και κάτι δουλειές που πρέπει να τελειώσω. - Δεν πιστεύω να μιλάς σοβαρά; - Αν θέλεις πάρε τον Άλκη και πήγαινε βόλτα, εγώ δε θα μπορέσω να βγω σήμερα. - Ε δεν τρώγεσαι ρε Φίλιππε, δεν τρώγεσαι, του είπα φοβερά ενοχλημένη.

Σηκώθηκα απότομα και πήγα στην καμπίνα, φόρεσα κάτι πρόχειρο στα γρήγορα και είπα στον Άλκη: - Ψάχνω για έναν καλό ξεναγό, για να μου δείξει αυτή την όμορφη πόλη. Μήπως ξέρεις πού θα τον βρω; - Τον έχεις ήδη μπροστά σου. - Μμ… Από πού θα ξεκινήσουμε; - Από το κέντρο της πόλης. Ο κύριος Φίλιππος δεν θα έρθει μαζί μας; - Είναι απασχολημένος σήμερα με κάτι δουλειές που έχει να τελειώσει. Ίσως έρθει αργότερα να μας βρει. - Πολύ καλά, ας ξεκινήσουμε τότε. - Πάμε. Ε! περίμενε ένα λεπτό, ξέχασα το κινητό μου στην καμπίνα. - Να πάω να σου το φέρω; - Όχι προς Θεού, θα πάω μόνη μου.

Έτρεξα γρήγορα μέχρι την καμπίνα για να πάρω το κινητό μου, όταν άκουσα το Φίλιππο που μιλούσε εκνευρισμένα στο τηλέφωνο. Πλησίασα όσο γινόταν αθόρυβα τη μισάνοιχτη πόρτα και προσπάθησα να κρυφακούσω. Μου είχε κάνει τόσο εντύπωση ο τρόπος που μιλούσε, γιατί δε φαινόταν να ήταν ένα επαγγελματικό τηλεφώνημα και ακόμα, γιατί ήταν κρυμμένος μέσα στην καμπίνα, ενώ θα μπορούσε να ήταν στο γραφείο του.

Τον άκουσα να λέει: «Σου είπα πως δε θέλω να με ξαναενοχλήσεις και δε θα σου το ξαναπώ. Ελπίζω πως θα είναι η τελευταία φορά και δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα».

«Με ποιον άραγε μιλάει στο τηλέφωνο; Και γιατί είναι τόσο ενοχλημένος; Από τον τρόπο που μιλάει, φαίνεται πως είναι κάποια γυναίκα, αλλά πού οφείλεται όλη αυτή του η

Page 48: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

48

αντίδραση»; αναρωτιόμουν χωρίς να μπορώ να καταλάβω τίποτα. Έπειτα άνοιξα την πόρτα κάνοντας ότι δεν άκουσα τίποτα. - Ωχ! Μωρό μου… είπε ξαφνιασμένος και έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. - Μήπως είδες πού άφησα το κινητό μου; - Ε… όχι δεν το είδα. - Πού στο καλό το άφησα πάλι; αναρωτιόμουν κάνοντας την αδιάφορη. - Ε… να’ το, εδώ είναι. - Αχ, σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Όταν τελειώσεις με τις δουλειές σου, πάρε τηλέφωνο να σου πω πού θα είμαστε. - Καλά.

Έφυγα χωρίς να πω τίποτε άλλο, αν και το συναίσθημα της ζήλιας είχε τρυπώσει μέσα μου και μ’ ενοχλούσε παράξενα. Ο Φίλιππος έδειχνε ένοχος και σαστισμένος και αυτό ήταν κάτι που με γέμισε υποψίες. Πολύ θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να πάρω το κινητό του τηλέφωνο και να δω πού τηλεφωνούσε, αλλά αυτό στον κύκλο μας ήταν «κατινίστικο» και μία κίνηση που κάνουν οι γυναικούλες που ζηλεύουν παράφορα τους άντρες τους και όχι για μια καθώς πρέπει κυρία. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα.

Ο Άλκης με περίμενε ανυπόμονα. - Τι έχεις; με ρώτησε μόλις τον πλησίασα. - Τίποτα, είμαι μια χαρά. - Αυτά να τα πεις αλλού και όχι σε μένα. Όταν μπήκες ήσουν χαρούμενη και τώρα… - Τώρα τι το διαφορετικό έχω; - Φαίνεσαι απόμακρη και σαν να σε έχουν ζώσει χιλιάδες φίδια. - Ξέρεις κάτι; Αδικείσαι που κάνεις αυτή τη δουλειά. Εσύ αγόρι μου ψυχολόγος έπρεπε να γίνεις, του είπα χαριτολογώντας. Κάπου όμως, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αυτό ήταν αλήθεια. Ο Άλκης μπορούσε και με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, άσχετα αν πάντα εγώ τον έβγαζα τρελό. - Τι θα γίνει, θα αφήσεις να σε ξεναγήσει στην πόλη ο αυριανός ψυχολόγος; - Φυσικά.

Αρχίσαμε, γελώντας, να προχωράμε προς το κέντρο της πόλης. Μετά από λίγο φτάσαμε στο παλιό υδραγωγείο.

Ήταν τόσο γραφικά και όμορφα. Μια σειρά από ομοιόμορφες πέτρινες καμάρες χώριζαν τη μια μεριά της πόλης από την άλλη, δίνοντας μια ξεχωριστή φινέτσα. Ήταν ένα αξιοθαύμαστο ιστορικό μνημείο που λειτουργούσε τα παλιά χρόνια ως υδραγωγείο, φέρνοντας νερό στην πόλη από μια πηγή που βρισκόταν στην απέναντι κορυφή, τη

Page 49: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

49

σημερινή συνοικία του Τιμίου Σταυρού. Βγάλαμε απεριόριστες φωτογραφίες και ανηφορίσαμε προς το κάστρο και στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια της Παναγίας με τα παραδοσιακά σπίτια, που θαρρείς είχαν ξεφύγει από κάποιο παλιό σκονισμένο βιβλίο.

Φτάσαμε στο επιβλητικό φρούριο, που πρόβαλε στην κορυφή του λόφου, αγέρωχο.

Ήταν αυτό που τραβά τη ματιά του κάθε επισκέπτη. Οι παλιές φυλακές και οι πολεμίστρες, έδεναν αρμονικά με το καινούριο θεατράκι, όπου γινόταν πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ η πανοραμική θέα της πόλης που απλώνονταν μπροστά μας, ήταν ιδανική για αναμνηστικές φωτογραφίες.

Κατηφορίζοντας ανάμεσα στα στενά δρομάκια, συναντήσαμε το Ιμαρέτ και έπειτα

το σπίτι του Μεχμέτ Αλή, όπου υπάρχει το μπρούτζινο άγαλμά του, ως «καβαλάρης», ενθύμιο ενός από τους λάτρεις και ευεργέτες της πόλης.

Λίγο πιο πέρα, βρίσκονταν ένας από τους πιο όμορφους ναούς της Καβάλας. Ο Ιερός

Ναός της Παναγίας και μερικά μέτρα μακρύτερα, ξεπρόβαλε ο φάρος, τοποθετημένος σ’ ένα σημείο με τη μαγευτικότερη θέα. Ίσως ήταν μια από τις πιο αγαπημένες γωνιές που μπορούσαν και απολάμβαναν οι ντόπιοι τις ρομαντικές τους βόλτες και την ηρεμία τους.

Στάθηκα εκεί και άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στην ομορφιά αυτού του τόπου. «Επιτέλους αυτό είναι το ξεχωριστό μέρος που ονειρευόμουν από παιδί, που ποθούσα στα όνειρά μου, που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Σε αυτό το μέρος που ο ουρανός θα είναι πάντα γαλάζιος, που οι απέραντες αμμουδιές και τα νερά του πελάγους θα είναι πάντα κρυστάλλινα και καθαρά. Σε αυτό το μέρος που τα πουλιά θα κελαηδούν χαρούμενα, που ακόμα και η βροχή όταν θα πέφτει, θα είναι απαλή και φιλική», σκέφτηκα.

Page 50: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

50

- Και τι δε θα έδινα, για να μπορούσα να μοιραστώ αυτά που σκέφτεσαι, μου είπε ο Άλκης. - Αν κάτι μπορεί να συγκριθεί με αυτό το μέρος, είναι μόνο ο παράδεισος. Δεν υπάρχει άλλη αμφιβολία και επειδή όλοι θέλουν ένα κομμάτι στον παράδεισο, έτσι και εγώ θέλω να μείνω εδώ. Με την πρώτη ευκαιρία θα αγοράσω ένα σπίτι εδώ και θα μείνω μόνιμα, μακριά απ’ όλους και όλα. Αυτά σκεφτόμουν. - Νόμιζα πως είσαι ένας άνθρωπος που λατρεύει την Αθήνα. - Λάθος κάνεις. Γεννήθηκα σε μια ήσυχη πόλη και μεγάλωσα με ηρεμία. Αναγκάστηκα να έρθω στην Αθήνα, για να μπορέσω να βρω δουλειά και να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου, αλλά τώρα που δεν μου λείπει τίποτα, μπορώ να ζήσω σ’ αυτόν τον παράδεισο. - Σε ζηλεύω. - Γιατί; - Πάντα με μάγευε αυτή η πόλη και πάντοτε ήθελα να γυρίσω εδώ. - Καλά θα κανονίσω να έρθεις και εσύ μαζί μας. - Ω! Σας ευχαριστώ πολύ κυρία μου που σκέφτεστε και μένα. - Έλα, άσε το δούλεμα σε παρακαλώ.

Ο Άλκης ήταν ευχάριστος και περνούσαμε όμορφα μαζί. Αρχίσαμε να πειραζόμαστε και να κάνει ο ένας αστεία στον άλλον. Μέχρι και το Φίλιππο ξέχασα, που ούτε ένα τηλέφωνο δεν είχε πάρει. Φεύγοντας από την παλιά πόλη, κατευθυνθήκαμε προς το σύγχρονο κομμάτι της Καβάλας, που και αυτό άφηνε τις δικές του μοναδικές πινελιές, με τα όμορφα ξεχωριστά σημεία. - Αυτό τι είναι; ρώτησα τον Άλκη. - Αυτό είναι το Δημαρχείο. - Τελικά αυτή η πόλη ξέρει να ξεχωρίζει.

Στάθηκα και κοίταζα με θαυμασμό το ξεχωριστό κτήριο του Δημαρχείου που έμοιαζε σαν παλάτι, λες και βγήκε από κάποιο παραμύθι. Και όσο το κοιτούσα, νόμιζα πως θα άνοιγε η πόρτα και θα εμφανιζόταν η σταχτοπούτα…

- Έλα, έχω να σε πάω κάπου που θα σε κάνει να μαγευτείς ακόμα περισσότερο. - Υπάρχει τέτοιο μέρος; - Ναι. Και είναι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει.

Έπειτα από λίγο νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο, γιατί μας ήταν απαραίτητο όπως είπε ο Άλκης και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε όλη την πόλη. - Πού πάμε από εδώ; τον ρώτησα όλο περιέργεια, καθώς η πόλη έμενε πίσω μας και εμείς κατευθυνόμασταν προς το βουνό. - Σε λίγο θα φτάσουμε και θα δεις την ομορφιά ν’ απλώνεται μπρος στα πόδια σου.

Page 51: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

51

Και δεν είχε άδικο. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, βρισκόμασταν ακριβώς πάνω από την Καβάλα. Ένας γιγάντιος σταυρός υψώνονταν στην κορυφή του βουνού, λες και προστάτευε όλη την πόλη,

ενώ η θέα που απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας, ήταν φανταστική. Βλέπαμε από τη μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη, ενώ στο βάθος ξεχώριζε και το νησί της Θάσου.

- Από όποια μεριά και αν κοιτάξεις, αυτή τη πόλη σε κάνει να τη λατρέψεις. Οπότε δεν έχω άδικο που σκέφτομαι να έρθω να μείνω εδώ. - Ο Φίλιππος τι θα πει γι’ αυτή σου την απόφαση; - Πιστεύω πως δε θα μου χαλάσει το χατίρι. - Το εύχομαι.

Εντελώς τυχαία, έκανα ένα βήμα και παραπάτησα. «Ωχ! Πρόσεχε», μου είπε ο Άλκης και με κράτησε σφιχτά. Το πρόσωπό μου ήρθε κοντά στο δικό του, οι ματιές μας αλληλοκαρφώθηκαν με μια παράξενη λάμψη και οι καρδιές μας χτυπούσαν ανεξέλεγκτα. Χωρίς να το καταλάβουμε, τα χείλη μας ενώθηκαν και το κρυμμένο πάθος μας βγήκε στην επιφάνεια!

Page 52: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

52

Τα χέρια του με κρατούσαν σφιχτά και περιφερόταν σε όλο μου το κορμί, κάνοντας

τον πόθο μου να ξεχειλίζει. Η λογική μου φώναζε, «όχι δεν πρέπει, δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις», μα η καρδιά μου, μου έλεγε «συνέχισε και μη σταματάς». Μέσα μου ένας άγγελος και ένας δαίμονας πάλευαν.

Αυτό όμως που ένιωθα, ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου και απόλυτα συμβατό με

την ηδονή και την παραζάλη του ερωτικού πόθου. Ήταν η διαπίστωση πως ήμουν ακόμα μια ποθητή γυναίκα. Το μυαλό μου είχε κολλήσει και ήθελα τόσο πολύ να κάνω έρωτα, να νιώσω και πάλι ένα σφιχτοκαμωμένο αντρικό κορμί να με παρασέρνει στην κόλαση μαζί του. Και εκείνη τη στιγμή ήμουν πρόθυμη, αν και ήξερα πως αυτό που έκανα δεν ήταν το σωστό. Το σώμα μου έβραζε σαν εκρηκτικό και το καυτό κορμί του Άλκη με ερέθιζε όλο και περισσότερο, καθώς κολλούσε πάνω μου. Ένιωθα τον αντρισμό του που με πίεζε επίμονα. Με μια απότομη κίνηση ήρθε πίσω μου. Τράβηξε τα μαλλιά μου στο πλάι και τα χείλη του υγρά και φλογερά, φυλούσαν το λευκό μου λαιμό, ενώ τριβόταν διαρκώς πάνω στο κολλητό μου τζιν. Τα χέρια του περασμένα γύρω μου, χάιδευαν την επίπεδη κοιλιά μου. Άρχισα κι εγώ να του χαϊδεύω το γόνατο, πηγαίνοντας όλο και πιο πάνω, ώσπου έφτασα να ψηλαφίζω το πρησμένο όργανό του. Με γύρισε, βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο και φιλιόμασταν με όλο και περισσότερο πάθος. Τράβηξε απότομα το μπλουζάκι που φορούσα κάνοντας το στήθος μου να πεταχτεί έξω! Μια διαφορετική ηδονή μάς τύλιξε και τους δύο. Συμπεριφερόμασταν παράξενα. Έβαλε το στόμα του στο αυτί μου και μου είπε: «Τώρα θα σε πάρω».

Αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα με σήκωσε και με ακούμπησε στο ξύλινο τραπέζι του κιόσκι, που ήταν δίπλα. Τράβηξε με δύναμη το τζίν και το μικροσκοπικό μου κιλοτάκι. Έπειτα αφαίρεσε το σουτιέν και χάιδευε τις ρόγες μου, μια με το χέρι του και μια με τη γλώσσα του. Οι ανάσες μου γινόταν βαριές και γρήγορες, καθώς ήμουν έτοιμη να ξεψυχήσω από την απόλυτη ηδονή. Το δάχτυλό του έμπαινε βαθιά μέσα στον υγρό μου

Page 53: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

53

κόλπο και μ’ έκανε να μουγκρίζω ακόμα περισσότερο. Όταν αντιλήφθηκε την επιθυμία μου, κατέβασε το παντελόνι του και απελευθέρωσε αυτό που κρυβόταν μέσα… Άνοιξε διάπλατα τα πόδια μου και ακούμπησε το ερεθισμένο όργανό του πάνω μου, κάνοντας πρώτα ένα τρελό παιχνίδι. Έπειτα άρχισε και με τρυπούσε σιγά-σιγά, ενώ έβγαζε σιγανές κραυγές απόλαυσης. Στην αρχή μπαινοέβγαινε αργά μέσα μου, αλλά μετά οι κινήσεις του γινόταν όλο και πιο γρήγορες. Ένιωθα πως με άνοιγε στα δύο! Από τα χείλη μου το μόνο που ακουγόταν ήταν «μμ… αα… αα… αα…» και τίποτε άλλο. Ήθελα να του φωνάξω «μη σταματάς... γάμα με, γάμα με μέχρι να πεθάνω», αλλά πίστευα ότι θα με περνούσε για τρελή. Ουρλιάζαμε και βογκούσαμε και οι δύο μαζί. Δε θέλαμε και πολύ για να φτάσουμε σε οργασμό.

Όταν πια ο Άλκης τελείωσε, έπεσε αποκομμένος πάνω στην αγκαλιά μου αφήνοντας

την τελευταία του βαριά ανάσα. Ο ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπό του, με κοίταξε και μου έδωσε ένα φιλί. Μείναμε έτσι για αρκετή ώρα, γυμνοί ο ένας πάνω στην αγκαλιά του άλλου, εκστασιασμένοι από το δυνατό και παράνομο έρωτα. Εγώ είχα κλείσει τα μάτια μου και αφέθηκα στις πρώτες μου τύψεις.

Ο Άλκης επειδή κατάλαβε ότι είχα ψιλοσοκαριστεί, με σήκωσε και με χάιδεψε τρυφερά. Ντυνόμουν γρήγορα και οι κινήσεις μου έδειχναν ένοχες. Με κράτησε στην αγκαλιά του και μου είπε: - Δεν είμαστε παιδιά, μπορούμε ν’ αποφασίσουμε μόνοι μας τη ζωή μας και αν πρέπει να κρύψουμε κάτι, μπορούμε να το κάνουμε. Μη νιώθεις ενοχές και τύψεις. Απλώς ήταν κάτι ωραίο που το θέλαμε και οι δύο. - Νιώθω πως αν γυρίσουμε πίσω και με δει ο Φίλιππος, θα με καταλάβει αμέσως. - Ηρέμισε. Τι είναι αυτά που λες; - Δεν ξέρω… - Για να σε δω. Έλα σε παρακαλώ. Εσύ κοκκίνισες…

Όχι μόνο είχα κοκκινίσει, αλλά είχα πάρει όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου μαζί!

Εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν στην πιο δύσκολη θέση που μπορούσα να βρεθώ πότε στη ζωή μου και πάνω απ’ όλα, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Σαν την Μαρία Αντουανέτα λίγο πριν από την γκιλοτίνα, αισθανόμουν. Η αστραφτερή λεπίδα έκοβε το κεφάλι της φιλίας μας που είχα με τον Άλκη κι εγώ ήμουν ο δήμιος.

Page 54: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

54

Και εκτός απ’ αυτό, μ’ έπνιγαν και οι φοβερές τύψεις απέναντι στο Φίλιππο. - Σε παρακαλώ μην κάνεις έτσι. Εγώ φταίω. Έπρεπε να είχα σεβαστεί τα τόσα χρόνια που με έχει κοντά του ο κύριος Φίλιππος. - Όχι, όχι. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου και μόνο δικό μου. - Έλα σε παρακαλώ, δε θα μαλώσουμε κιόλας για το ποιος είναι ο φταίχτης. Στο κάτω-κάτω δεν κάναμε και κανένα έγκλημα. Περάσαμε λίγο ευχάριστα. Αυτό είναι όλο. Και να σου πω κάτι που ίσως σε κάνει να νιώσεις καλύτερα; Εγώ σ’ αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε πρωτοαντίκρισα. Σε ήθελα και σε ονειρευόμουν σαν κολασμένος, ζήλευα τα χέρια του που σε κρατούσαν και μισούσα ακόμα και την ανάσα του που ένιωθες πάνω σου. - Άλκη… Τι… Τι είναι αυτά που λες; - Την αλήθεια Στεφανία! Η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, αλλά δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου πάνω σου, γιατί εγώ είμαι μόνο αυτό που βλέπεις και τίποτα περισσότερο. Ένας απλός σοφέρ. Ένας υπάλληλος του κυρίου Γεωργίου με τρεις και εξήντα το μήνα. Πώς μπορούσα λοιπόν να συναγωνιστώ εγώ, όλα αυτά που σε προσφέρει εκείνος σε μία ώρα; Εγώ θα ήθελα μια ολόκληρη ζωή να δουλεύω και πάλι δεν θα μπορούσα να σε προσφέρω ούτε το δαχτυλίδι που φοράς και όχι όλα αυτά που έχεις. Η επιλογή είναι δική σου και μόνο δική σου. Αν θέλεις, εγώ μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα για χάρη σου. Από το να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και να ξεχάσω μια για πάντα ό,τι έγινε πριν από λίγο, μέχρι το να φύγουμε αυτή τη στιγμή και να μην γυρίσουμε ποτέ πίσω! - Τι λες; Αυτό δε γίνεται… - Όλα μπορούν να γίνουν, αρκεί να το θέλουμε και οι δυο. - Αυτό θα ήταν σαν αυτοκτονία. Ο Φίλιππος ποτέ δεν θα μας το συγχωρούσε και θα μας κυνηγούσε μέχρι να πατήσουμε μαύρο χιόνι. Δεν τον ξέρεις εσύ καλά, είναι αδίστακτος όταν το θέλει. - Ναι όσο γι’ αυτό έχεις δίκαιο, αλλά δε με νοιάζει τίποτα. Μπορώ να τον αντιμετωπίσω ως άντρας προς άντρα. - Σε παρακαλώ ας μη βιαστούμε. Ίσως μπορέσω εγώ να βρω κάποια ευκαιρία και θα του το πω με τρόπο. - Καλά όπως θέλεις.

Μείναμε εκεί πάνω για αρκετή ώρα, με το βλέμμα μας να κοιτάζει την απέραντη ομορφιά. Άρχισα να σκέφτομαι: «Μπορεί να είχα την ανάγκη να κάνω έρωτα μ’ ένα

Page 55: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

55

νεότερο άντρα από το Φίλιππο, να νιώσω και να αισθανθώ το πάθος και την ορμή του σεξ, αλλά δεν ήμουν διατιθεμένη να παρατήσω τον άντρα μου. Και στο κάτω-κάτω ένα γαμήσι έκανα με τον Άλκη, δεν είπα να τον παντρευτώ κιόλας. Ο Φίλιππος για μένα ήταν το παν. Ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο πονούσα με τον πόνο του και γελούσα με τη χαρά του και πάνω απ’ όλα, τον αγαπούσα τον άντρα μου. Άσχετα αν τον τελευταίο καιρό ένιωθα πως το κεφάλαιο έρωτας πήγαινε πίσω, γιατί είχε μπει κάποια άλλη γυναίκα στη ζωή του». - Να σε ρωτήσω κάτι Άλκη; - Πες μου, τι θέλεις; - Εσύ είσαι αρκετές ώρες με το Φίλιππο, μήπως έχεις αντιληφθεί αν… - Αν τι; - Πώς να σου το πω τώρα… - Σε απλά ελληνικά. - Αν… Αν παίζει κάτι με κάποια άλλη γυναίκα; - Εννοείς αν ο Φίλιππος έχει γκόμενα; - Όχι… Δηλαδή… - Απλώς αν σου τα φοράει; - Τέλος πάντων. Έχει ή δεν έχει; - Στεφανία σ’ αγαπώ, αλλά μη μου ζητάς να σου πω κάτι τέτοιο. - Αυτό τώρα τι σημαίνει; Ότι έχει κάποια και εσύ του κάνεις πλάτες ή απλώς δεν ξέρεις; - Είναι δύσκολη η θέση μου για να μιλήσω για κάτι τέτοιο. Σε παρακαλώ ας σταματήσουμε αυτή την κουβέντα. - Κατάλαβα, απλώς δεν θέλεις να μου πεις. - Μην το παίρνεις στραβά. Είναι ότι δεν ξέρω. - Καλά, καλά.

Μπορεί ο Άλκης να μην ήθελε να μου μιλήσει, αλλά εγώ ήμουν διατεθειμένη να μάθω την αλήθεια. Και μάλιστα είχα σκοπό, όταν γυρίζαμε πίσω, μετά από το υπέροχο ταξίδι μας, να έβαζα κάποιον ντέντεκτιβ για να ανακαλύψει το τι γινόταν πίσω από την πλάτη μου. - Άρχισα να πεινάω, είπα στον Άλκη και χάιδεψα το στομάχι μου. - Υπάρχουν κάτι υπέροχα ταβερνάκια με φρέσκα ψάρια. Αν θέλεις μπορούμε να πάμε. - Φύγαμε.

Μπήκαμε στο νοικιασμένο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Έπειτα από λίγο ήμασταν σ’ ένα γραφικό λιμανάκι όπου η περιοχή λεγόταν «σφαγεία». Οι τόσο όμορφες ταβερνούλες, η μία δίπλα στην άλλη, έδιναν τη δική τους ομορφιά. Καθίσαμε σε μία από αυτές και παραγγείλαμε ότι το πιο φρέσκο υπήρχε. - Στην υγειά της πιο όμορφης γυναίκας του κόσμου, μου είπε ο Άλκης και με κοίταξε με πάθος. - Στην υγειά μας, αλλά γίνεται να μη φωνάζεις τόσο δυνατά; - Γιατί; Ποιος θα μας ακούσει; - Και όλοι αυτοί που είναι τριγύρω μας, τι είναι; - Άγνωστοι. - Ας έχουμε εμείς το νου μας καλύτερα, για να είμαστε πιο σίγουροι. - Τον αγαπάς το Φίλιππο ε;

Page 56: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

56

- Δε θέλω να σε κοροϊδέψω, γιατί σε θεωρώ τον πιο καλό μου φίλο, αλλά με το Φίλιππο μας δένει κάτι δυνατό. Μην ξεχνάς ότι είμαστε και τόσα χρόνια μαζί. Δεν μπορείς να διαγράψεις τόσο εύκολα μια αγάπη και ειδικά όταν πρόκειται για τον άνθρωπο που είσαι δεμένος με τα δεσμά του γάμου. - Σε καταλαβαίνω. Οπότε πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι ζήσαμε μαζί. - Θα το κρατήσουμε μέσα στις καρδιές μας σαν ένα όμορφο όνειρο και θα συνεχίσουμε την παρέα μας όπως και πρώτα. - Εμένα, θα μου επιτρέψεις να το κρατήσω σαν την ωραιότερη στιγμή της ζωής μου. - Ας πιούμε στη φιλία μας λοιπόν. - Όπως θέλεις.

Η παρέα του Άλκη και το υπέροχο ουζάκι, μας έκαναν να γυρίσουμε στη θαλαμηγό αργά το απόγευμα. - Τι έγινε γυρίσατε όλη την Καβάλα ή και τα περίχωρα μαζί; μου είπε ο Φίλιππος που ήταν φαρδιά πλατιά ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα απολαμβάνοντας το ουίσκι του με τα πολλά παγάκια. - Εσύ γιατί δεν πήρες ένα τηλέφωνο να δεις μήπως αφήσαμε καμιά περιοχή που δεν την είδαμε; - Στεφανία! - Φίλιππε άντε τώρα! Μη ψάχνεις να βρεις ποιος φταίει. - Καλά. Ίσως να έχεις και δίκαιο. - Έχω και το ξέρεις. - Εντάξει πάω πάσο. Έλα τώρα να σου κάνω μια αγκαλιά.

Καθίσαμε αγκαλιασμένοι και μιλούσαμε για διάφορα θέματα ως αργά το βράδυ. Το δικό μου όμως μυαλό γυρνούσε συνεχώς στο τηλέφωνο του Φίλιππου. Ήθελα με την πρώτη ευκαιρία να το πάρω και να δω σε ποιο νούμερο τηλεφώνησε το πρωί.

Έτσι όταν πήγαμε για ύπνο, περίμενα μέχρι να αποκοιμηθεί. Έπειτα σηκώθηκα σιγά-σιγά, πήρα το τηλέφωνό του, βγήκα έξω από την καμπίνα και προχώρησα στο σαλόνι. Ένας δυνατός κόμπος επικρατούσε στο στομάχι μου, ένα σφίξιμο στο λαιμό μου και τα χέρια μου ίδρωναν από την αγωνία. «Τι κάνεις Στεφανία»; είπα στον εαυτό μου. «Δεν είναι πράγματα σωστά αυτά που κάνεις. Αυτά είναι για τις γυναίκες που ζηλεύουν παράφορα τους άντρες τους, που τους δίνουν δικαιώματα. Εσένα ο Φίλιππος ποτέ δε σου έδωσε το δικαίωμα ν’ αμφιβάλλεις. Αντίθετα με σένα, που εσύ σήμερα τον έκανες τάρανδο τον άνθρωπο», μονολογούσα και σηκώθηκα μετανιωμένη να βάλω ξανά το κινητό στη θέση του. Μα όταν έφτασα έξω από την πόρτα της καμπίνας, είπα στον εαυτό μου: «Μωρέ τι μας λες! Ζηλεύω και ζηλεύω πολύ μάλιστα! Αρρωσταίνω και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να ποθεί κάποια άλλη πέρα από μένα. Και όποια και να είναι αυτή. Καμιά καραπουτανάρα θα είναι. Θα την αρπάξω από το μαλλί και θα τη βάλω να φάει χώμα! Νιώθω μέσα μου μια απύθμενη ζήλια να καίει τα σωθικά μου».

Πήγα και πάλι πίσω στο σαλόνι και έψαξα στις κλήσεις. Και επιτέλους την είχα βρει! Πάτησα το κουμπί στα γρήγορα και περίμενα με ανυπομονησία να σηκώσουν το τηλέφωνο. Όταν άκουσα ένα νυσταγμένο, «μπα το μετάνιωσες και με πήρες τηλέφωνο»; από μια νεαρή φωνή, έμεινα κάγκελο. Περίμενα πως θα άκουγα κάποια αντρική φωνή από την άλλη μεριά του τηλεφώνου ή αυτό τουλάχιστον έλπιζα. Δεν είπα τίποτα, παρά μόνο

Page 57: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

57

έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά. Έσβησα την κλήση που πήρα και έτρεξα να αφήσω το κινητό ξανά στη θέση του.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ. Ένιωθα τα νεύρα μου πως ήταν έτοιμα να πεταχτούν. Κοιτούσα το Φίλιππο που ροχάλιζε πλάι μου και μου ερχόταν να του βάλω το μαξιλάρι στα μούτρα του, μπας και σκάσει. Δεν άντεχα ούτε να τον ακούω. Αφού παιδεύτηκα για αρκετή ώρα πάνω στο απαλό κρεβάτι, στο τέλος σηκώθηκα, βγήκα έξω και κάθισα.

Το απαλό βραδινό αεράκι που με έλουζε, έκανε το κορμί μου ν’ ανατριχιάζει και την

καρδιά μου να παγώνει. Ήθελα τόσο πολύ να φωνάξω «γιατί, γιατί, γιατί». Μα τι νόημα θα είχε; Έπρεπε να το πάρω απόφαση πως ο άντρας μου με απατούσε και μάλιστα με μια μικρούλα πουτανίτσα, που το μόνο που θ’ αναζητούσε από εκείνον ήταν τα λεφτά του και τίποτε άλλο. - Δεν κρυώνεις; - Αχ! Με τρόμαξες ρε Άλκη. - Συγνώμη. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και είπα να κάνω μια βόλτα, αλλά από ότι βλέπω και εσύ δεν πας πίσω. - Ναι. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει, αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ. - Μήπως απασχολούν το μυαλό μας τα ίδια πράγματα; - Δε νομίζω, αλλά ποιος ξέρει καμιά φορά γίνεται κι αυτό. - Εγώ πάντως θα ήθελα να σε κάνω μια στοργική αγκαλιά. Να νιώσεις τη θαλπωρή και το αίσθημα της ασφάλειας. Να λύσω μονομιάς όλα σου τα προβλήματα και να σε κάνω να τα ξεχάσεις όλα. Μην το πάρεις πονηρά, απλά σαν φίλος. - Θα το θυμάμαι αυτό, να είσαι σίγουρος. Μόνο που αυτή τη στιγμή δυστυχώς δεν μπορώ ν’ απολαύσω αυτή τη στοργική σου αγκαλιά, γιατί όποιος μας δει θα μας παρεξηγήσει και δε θα έχει άδικο. - Σωστά. - Πρέπει να σε αφήσω, γιατί νύσταξα. - Καληνύχτα Στεφανία.

Τον κοίταξα και του χαμογέλασα, χωρίς να του πω τίποτα. Το επόμενο πρωί, προς το μεσημέρι δηλαδή, ξύπνησα μ’ έναν πονοκέφαλο

αναθεματισμένο. Το κεφάλι μου βούιζε και το στομάχι μου πονούσε. Έριξα την ρόμπα πάνω μου και βγήκα από την καμπίνα φωνάζοντας: «Καφέ, καφέ, καφέ» και όλοι έτρεξαν να με εξυπηρετήσουν. - Τι έπαθες; με ρώτησε ο Φίλιππος. - Μη μου μιλάς, γιατί έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο. Το μόνο που θέλω είναι να πιω έναν καφέ και να μου κάνει κάποιος μασάζ. - Ό,τι θέλει το κορίτσι μου.

Page 58: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

58

Έπειτα από λίγο, μια κοπέλα από το προσωπικό, μου έκανε ένα υπέροχο μασάζ και ο συνδυασμός με το δυνατό καφέ, με ανακούφισαν κάπως από τον πονοκέφαλο που με ταλαιπωρούσε. - Αισθάνεσαι καλύτερα; με ρώτησε ο Φίλιππος. - Ναι, τουλάχιστον δεν υποφέρω πια. - Έχεις όρεξη να βγούμε ή θέλεις να καθίσουμε εδώ; - Ίσως λίγο αργότερα. - Όπως θέλεις.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του. «Ναι», απάντησε αυστηρά ο Φίλιππος και πήγε λίγο παραπέρα. «Τι είναι αυτά που λες; Μάλλον δεν ξέρεις τι σου γίνεται μου φαίνεται! Και σου είπα ότι δε θέλω να με ξαναενοχλήσεις, θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου όταν γυρίσω». Μιλούσε χαμηλόφωνα. Εγώ φυσικά έκανα πως δεν είχα ακούσει τίποτα και όταν ήρθε και πάλι κοντά μου, τον ρώτησα τρυφερά: - Ποιος ήταν αγάπη μου; - Τίποτα μωρό μου. Κάτι δουλειές του γραφείου, μου απάντησε σαστισμένα. - Και τι σου είπαν και αναστατώθηκες τόσο πολύ; - Χαζομάρες. Απλώς δεν ξέρουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. - Α! Ε καλά, μην κάνεις έτσι. Όταν πρόκειται για μεγάλα πάρε-δώσε, συμβαίνουν αυτά. Μόνο να προσέχεις, γιατί οι γυναίκες είναι ύπουλες. - Πώς ξέρεις εσύ ότι μιλούσα με γυναίκα; - Το υπέθεσα. Γιατί μόνο μια γυναίκα μπορεί να καταφέρει έναν άντρα να τον κάνει να χάσει την αυτοσυγκράτησή του. - Έχεις δίκαιο, ήταν γυναίκα. - Απ’ το γραφείο σου; - Όχι από μια δουλειά που συνεργάζομαι μαζί της. - Και πόσων χρόνων είναι αυτή που έχει σχέση με τη δουλειά σου; - Μεγάλη γυναίκα είναι. Ε… τι θα γίνει, γι’ αυτή θα μιλάμε; είπε ο Φίλιππος προσπαθώντας ν’ αλλάξει τη συζήτηση.

Εγώ όμως, αυτό που ήθελα να μάθω, το έμαθα. Ο Φίλιππος μού έλεγε ψέματα, γιατί η γυναικεία φωνή που είχα ακούσει εγώ το προηγούμενο βράδυ, άνηκε σε κάποια νεαρή, ενώ εκείνος μου είπε πως αυτή ήταν μεγάλη σε ηλικία. Το μόνο που μου έλλειπε, ήταν να βρω ποια ήταν αυτή. Παρακάλεσα το Φίλιππο να συντομέψουμε το ταξίδι μας, γιατί υποτίθεται, πως με πήραν τηλέφωνο από τον εκδοτικό οίκο για μια επείγουσα δουλειά.

Έτσι, την ίδια κιόλας μέρα, ξεκινήσαμε για τον Πειραιά. Περάσαμε από τη Λήμνο και μετά από τη Λέσβο, χωρίς όμως να σταματήσουμε. Ο επόμενος προορισμός μας ήταν το νησί της Σαντορίνης. Αν και είχα ξανάρθει παλιότερα στη Σαντορίνη, το αγαπούσα αυτό το νησί. Θες γιατί ήταν προϊόν της καταστροφικής μανίας της φύσης; Θες λόγω των γραφικών παραδοσιακών οικισμών της και της έντονης κοσμοπολίτικης ζωής; Πάντως το νησί φιγουράριζε στα μάτια μου ως μια πολύ ξεχωριστή επιλογή για τις διακοπές μας.

Page 59: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

59

Η Λευκαδίτικη αρχιτεκτονική, τα γραφικά χωριά με τα στενά πλακόστρωτα

δρομάκια, οι μικρές πλατείες και οι εκκλησίες του, όπως και η θέα προς τη σκουρόχρωμη παρουσία του ηφαιστείου και το ηλιοβασίλεμα, συνέθεταν ένα ανεπανάληπτο σκηνικό, που μ’ έκανε να νιώθω όμορφα.

Βγήκαμε στο παλιό λιμάνι και ο προορισμός μας ήταν για μια ρομαντική βόλτα στο ψηλότερο σημείο της Θηραϊκής καλντέρας. Έπρεπε όμως πρώτα να ανεβούμε στα Φηρά και για να γίνει αυτό δύο επιλογές υπήρχαν. Είτε με το τελεφερίκ, είτε με τα γαϊδουράκια που ανεβαίνουν το φιδωτό καλντερίμι. Εμείς φυσικά διαλέξαμε το τελεφερίκ, γιατί λυπόμασταν τα καημένα τα ζώα και γιατί δεν αντέχαμε την έντονη πολυκοσμία.

Οι γειτονιές των γοητευτικών Φηρών, θύμιζαν το γνωστό κυκλαδίτικο σκηνικό με τα κάτασπρα σπίτια και τις εκκλησίες με τους γαλάζιους τρούλους.

Περπατήσαμε στα γραφικά σοκάκια της πρωτεύουσας και χαζέψαμε τις βιτρίνες των

καταστημάτων. Στη συνέχεια καθίσαμε για καφέ με θέα τον όρμο της Θήρας και φάγαμε σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο. Απολαύσαμε ένα απ’ τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της Σαντορίνης, ανεβαίνοντας στο υψηλότερο σημείο της πόλης, στο Φηροστεφάνι.

Την επόμενη μέρα πήραμε το καΐκι, το οποίο μας πήγε δίπλα σχεδόν στο θορυβώδες κοσμοπολίτικο κομμάτι της Σαντορίνης, στη Νέα Καμένη, στο νησί του ηφαιστείου. Στο σημείο όπου ένα θηρίο κοιμόταν… Δε φοβηθήκαμε όμως να πατήσουμε, έστω δειλά-δειλά, το πόδι μας πάνω του. Περπατούσαμε ανάμεσα στα μαύρα ηφαιστειακά πετρώματα και είδαμε τον κρατήρα. Η ατμόσφαιρα όμως μύριζε έντονα θειάφι.

Page 60: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

60

Όσο για κολύμπι, πήγαμε στην τεράστια παραλία της Περίσσα, με την κατάμαυρη

άμμο και τα πεντακάθαρα νερά. Αλλά εκείνο που μας εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν η έντονη χρωματική εικόνα στην παραλία «το Ακρωτήρι» με τους κόκκινους βράχους. Μέχρι και τα βότσαλα ήταν κοκκινωπά.

Δύο μέρες δεν ήταν αρκετές για να γευτούμε την ομορφιά της Σαντορίνης, αλλά στο δικό μου το μυαλό προέτρεχαν άλλες καταστάσεις. Όπως ο ναυαγός ζητάει απεγνωσμένα στεριά, όπως ο φτωχός χρήματα για να επιβιώσει, όπως ο ναρκομανής τη δόση του, έτσι ήμουν και εγώ. Ήθελα το Φίλιππο κοντά μου, γιατί ήταν η στεριά στο ναυάγιό μου, τα χρήματα για την επιβίωσή μου, και η δόση μου… Λες και είχα πάθει εξάρτιση απ’ αυτόν.

Όταν πατήσαμε το πόδι μας στον Πειραιά, ένιωσα μια δόνηση κάτω από τα πόδια μου. Ήταν σαν να σχιζόταν η γη ολόκληρη. «Τι περίεργο συναίσθημα είναι αυτό»; έλεγα στον εαυτό μου. - Τι είπες; με ρώτησε ο Φίλιππος που ήταν πίσω μου. - Τίποτα, τίποτα. - Μου φαίνεται πώς σε πείραξε λίγο η θάλασσα. - Ναι, μπορεί να είναι και αυτό, του δικαιολογήθηκα.

Ο Άλκης έφερε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το σπίτι. Όταν φτάσαμε ένα ντους ήταν αυτό που ζητούσα. Έβγαλα τα ρούχα μου βιαστικά και ρίχτηκα στο ζεστό νερό, αφήνοντάς το να χαϊδεύει το σώμα μου. Καθώς το νερό έπεφτε πάνω μου και τα χέρια μου έτριβαν το κορμί μου, η επιθυμία μου για σεξ, επανήλθε.

Ήθελα τόσο πολύ τα χέρια του Φίλιππου ν’ άγγιζαν το κορμί μου, να με κρατούσαν

και πάλι στην αγκαλιά του και να μου χάριζαν στιγμές απόλαυσης και ηδονής. Ήξερα ότι του άρεζε και ήμουν έτοιμη να το κάνω. Σκουπίστηκα γρήγορα και πήρα μια κλασική πόζα, λίγο φτηνή και πρόστυχη, μα πάντα ήξερα ότι του αρέσει. Το μόνο που φορούσα ήταν μια στάλα άρωμα και τα ψηλοτάκουνα πέδιλα μου που του άρεζαν πολύ. Ξάπλωσα πάνω στο

Page 61: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

61

δερμάτινο καναπέ μπρούμυτα, μια και ήξερα καλά ότι είχε αδυναμία στο πίσω μέρος του κορμιού μου και τον φώναξα γλυκά και παθιασμένα. - Φίλιππε, Φίλιππε… - Έρχομαι μωρό μου, μου απάντησε από το διπλανό μπάνιο.

Μπήκε μέσα, αλλά ήταν ντυμένος και έτοιμος να φύγει. Με πλησίασε και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στο γυμνό μου σώμα. - Είσαι υπέροχη, μου είπε και με χάιδεψε τρυφερά. Μα τα χέρια του επέμεναν μόνο σε ένα και μοναδικό σημείο, πάνω στα οπίσθιά μου. - Σε θέλω Φίλιππε! Σε θέλω τόσο πολύ! - Είσαι υπέροχη, μα πρέπει να φύγω γιατί έχω δουλειά. - Ας περιμένει λίγο η δουλειά σου. Προτεραιότητα έχω εγώ. - Δε γίνεται μωρό μου. Πρέπει να φύγω, μου είπε. Έσκυψε και με έδωσε ένα φιλί και έφυγε βιαστικά.

Έμεινα εκεί για άλλη μια φορά μόνη, με τις καυτές ορέξεις να καίνε το κορμί μου. Έπειτα ντύθηκα γρήγορα και πήγα στην εσωτερική πισίνα. Πίστευα πως το χλιαρό νερό της θα με ηρεμούσε λίγο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξα μέσα, καταπραΰνοντας έτσι κάθε πόθο που είχα.

Ξαφνικά άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Κοίταξα περίεργα, γιατί αυτός ο χώρος ήταν αυστηρά προσωπικός και απαγορευμένος για να μπει ο οποιοσδήποτε. - Άλκη! Τι κάνεις εσύ εδώ; - Σκέφτηκα πως θα χρειαζόσουν ένα ποτό. - Μα εγώ σπάνια πίνω. - Το ξέρω. Μα μετά είμαι σίγουρος πως θα σου είναι απαραίτητο. - Δε σε καταλαβαίνω;

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερώτησή μου και ο Άλκης μ’ ένα γρήγορο ελιγμό ήταν μέσα στην πισίνα. - Μα τι κάνεις, τρελάθηκες; - Σουτ, μη μιλάς. Ξέρω πως το έχουμε και οι δύο ανάγκη.

Με κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου. Και όμως πάντα τα κατάφερνε. - Σ’ αγαπώ και σε θέλω τρελά, μου είπε και έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. - Φίλα με κι άλλο, του είπα με φωνή ξεψυχισμένη από την ηδονή, όταν εκείνος πήρε τα χείλη του πάνω από τα δικά μου. - Εγώ κάνω κουμάντο εδώ. Εσύ, απλά απολαμβάνεις, μου ψιθύρισε στο αφτί.

Μύριζε τα μαλλιά μου. Το χαρακτηριστικό άρωμα που φορούσα, πλημμύριζε τον εγκέφαλό του. Με τράβηξε στη ρηχή μεριά της πισίνας, εκεί όπου το νερό δεν ξεπερνούσε τα είκοσι εκατοστά. «Κλείσε τα μάτια σου» με πρόσταξε, καθώς το χέρι του περνούσε πάνω από τις ερεθισμένες μου θηλές. Ηλεκτρισμένη απ’ το άγγιγμά του, τεντώθηκα. «Ηρέμισε μωρό μου και απόλαυσε», μου είπε και οδήγησε την γλώσσα του ανάμεσα στα πόδια μου. Απόλαυση! Ναι, ναι η απόλυτη απόλαυση! Μόνο που δεν ήξερα, δική μου ή δική του; Ή και των δυο μας; Αυτός ήταν άλλωστε και ο σκοπός του. Η γλώσσα του έκανε

Page 62: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

62

ένα τρελό παιχνίδι, που μ’ έκανε να σπαρταράω. Η μύτη του, εξερευνούσε τα αρώματα που συνόδευαν τις εκκρίσεις μου. «Ταξίδι στη χημεία του έρωτα» το ονόμαζε και δεν έπεφτε έξω. Εξάλλου, για αυτή τη χημεία δε μιλούν όλοι; Έχουμε χημεία. Ταιριάζουμε στη χημεία. Η χημεία μας ταιριάζει και άλλα τέτοια.

Ένιωθα ένα κάψιμο να με διαπερνά. Άφηνα τον εαυτό μου στα χάδια του και δε σκεφτόμουν τίποτε άλλο. Αυτός ο άντρας με ερέθιζε τόσο πολύ, που μ’ έκανε να παραληρώ και να εκστασιάζομαι. Τον ήθελα μέσα μου, σχεδόν τον παρακαλούσα. Δεν είχα παρακαλέσει ποτέ και κανέναν, όμως αυτός ήταν διαφορετικός. Όσο υποτιμητικό κι αν φαίνεται, άφηνα τον εαυτό μου να το ζητάει και του έλεγα: «Πάρε με τώρα. Σε θέλω μέσα μου». Κι εκείνος δεν αργούσε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμά μου, γιατί ήταν και αυτός πολύ ερεθισμένος. Έμπαινε μέσα μου με παλμικές κινήσεις, εισχωρώντας όλο και πιο βαθιά. Δεν ήθελε να όμως να τελειώσει έτσι…

Σταματούσε, ξάπλωνε δίπλα μου και με ανέβαζε από πάνω του. Οι κινήσεις του σώματός μου, καθοδηγούταν από τους ήχους μιας πανάρχαιας μελωδικής ερωτικής συνεύρεσης, που μόνο εμείς ακούγαμε. Τρανταζόμουν ολόκληρη πάνω του. Τα μαλλιά μου έπεφταν ελεύθερα μπροστά στο πρόσωπό μου, δίνοντας μου μια όψη εξωτικής γοητείας. Αισθανόμουν να παραμορφώνομαι από την ένταση της ηδονής. Οι κινήσεις μου γινόταν εντονότερες και δυνατότερες και δεν άργησε να βγει από τα βάθη του λαιμού μου μια κραυγή εκτόνωσης: - Τελειώνω, τελειώνω! - Και εγώ μαζί σου!

Έγειρα το κεφάλι μου πάνω του και εκείνος με φίλησε στο μέτωπο. Έκαιγα. Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε τον ήχο της καρδιάς μου. - Είσαι μια φλόγα αναμμένη που καίει νύχτα μέρα και με κάνει να την ποθώ, μου είπε τρυφερά. - Και εσύ δεν πας πίσω. Σε παρακαλώ μη σε πάρουν χαμπάρι όταν θα βγαίνεις από εδώ, του είπα και βγήκα από την πισίνα.

Με κοίταξε και χαμογέλασε.

- Ξέρω πολύ καλά να κρατάω μυστικά. Μείνε ήσυχη. - Σ’ ευχαριστώ πολύ. - Για ποιο πράγμα μ’ ευχαριστείς; Που ξέρω να κρατάω τα μυστικά ή… - Για όλα. - Χαρά μου, πάντα να σε εξυπηρετώ.

Πήγα στο σαλόνι και ξάπλωσα. «Άραγε ποιος είναι περισσότερο ένοχος, ο Φίλιππος ή εγώ»; αναρωτιόμουν. - Μήπως προτιμάτε να σας φέρω κάτι να πιείτε; - Όχι σ’ ευχαριστώ Σιμόν. Θα φύγω. Πρέπει να πάω σε μια δουλειά που έχω.

Page 63: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

63

- Όπως θέλετε κυρία. Έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου και άρχισα να ντύνομαι. «Πρέπει να βρω έναν

ντέντεκτιβ. Πού όμως; Θα πρέπει να είναι έμπιστος και ειδικά προσεκτικός με αυτό που έχω να του αναθέσω», παραμιλούσα και συγχρόνως ετοιμαζόμουν. Στο τέλος έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και διαπίστωσα πως το αποτέλεσμα ήταν καλό. «Μια χαρά είσαι Στεφανία και ας ελπίσουμε πως όλα θα πάνε καλά», είπα στον εαυτό μου, δίνοντάς μου κουράγιο.

Όταν βγήκα έξω, ο Άλκης με φώναξε: - Στεφανία θέλεις να σε πάω κάπου; - Όχι σ’ ευχαριστώ. Είναι μια δουλειά που πρέπει να την κάνω μόνη μου. - Δε με έχεις εμπιστοσύνη; - Κάθε άλλο. Θα έλεγα μάλιστα ότι σου έχω απόλυτη, αλλά αυτή τη δουλειά πρέπει να την αρχίσω και να την τελειώσω μόνη μου. - Κυρία Στεφανία. - Ναι Σπύρο. - Σας ζητάει μία κοπέλα. - Εμένα; - Μάλιστα. - Πες της να περάσει σε παρακαλώ. - Μάλιστα, είπε ο Σπύρος ο κηπουρός και πήγε να φέρει την άγνωστη κοπέλα μέσα. - Γιατί σου έκανε τόση εντύπωση που σε ζητάει μια κοπέλα; με ρώτησε ο Άλκης. - Γιατί οι γνωστές μου, προτιμούν να με ειδοποιούν πριν έρθουν μέχρι εδώ. - Γεια σου Στεφανία, άκουσα μια φωνή πίσω μου.

Γύρισα και κοίταξα με απορία. - Εμένα ψάχνεις; - Εσύ δεν είσαι η Στεφανία; - Εγώ είμαι. Εσύ ποια είσαι; - Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως; Αν κι εγώ δεν έχω ιδιαίτερο πρόβλημα… - Σε παρακαλώ Άλκη, μπορείς να μας αφήσεις για λίγο; - Ευχαρίστως.

Είδα πως ο τρόπος που κοιτούσε ο Άλκης τη νεαρή κοπέλα, ήταν κάπως μυστήριος, αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν περίεργη να μάθω τι με ήθελε η κοπελιά που στεκόταν απέναντί μου. - Λοιπόν, τι έχεις να μου πεις; τη ρώτησα. - Ας συστηθούμε πρώτα. Ονομάζομαι Αμάντα. Αμάντα Γεωργίου και είμαι η κόρη του άντρα σου.

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Ήμουν έτοιμη να καταρρεύσω και με χίλια ζόρια κράτησα την ψυχραιμία μου. - Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, της είπα με όση φωνή μου είχε απομείνει.

Page 64: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

64

- Ας μη λέμε ψέματα. Δε χαίρεσαι καθόλου, αλλά δεν έχεις και τίποτα καλύτερο να κάνεις. Εφόσον παντρεύτηκες τον πατέρα μου, θα πρέπει να υποστείς και την πρώην οικογενειακή του ζωή… Εξάλλου το βλέπω και στο πρόσωπό σου ότι έμεινες έκπληκτη. - Ναι αυτό είναι αλήθεια, γιατί ο πατέρας σου δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για σένα. - Πάντως απ’ ότι βλέπω, σ’ έχει κυρά κι αρχόντισσα εδώ μέσα, μου είπε και κοίταξε ολόγυρά της το σπίτι. - Ναι πραγματικά, δε μου λείπει τίποτα. - Εκείνος σου τα παρέχει όλα, εσύ τι του παρέχεις; - Ορίστε; Δε σε καταλαβαίνω, τι θέλεις να πεις; - Με απλά ελληνικά. Εκείνος σου χαρίζει μια άνετη και πλούσια ζωή. Αυτή που θα επιθυμούσε κάθε έξυπνη γυναίκα. Εσύ όμως, τι είναι αυτό που του προσφέρεις εκτός από την ομορφιά σου; - Την αγάπη, την αφοσίωση και τη γαλήνη που χρειάζεται κάθε άνθρωπος. - Μάλιστα, μάλιστα. Το μεγάλο λάθος που κάνει κάθε παντρεμένη ελληνίδα γυναίκα… - Ορίστε; - Όλες οι παντρεμένες γυναίκες κάνετε ακριβώς το ίδιο λάθος. Νομίζετε ότι έχετε δέσει το γάιδαρό σας και τον φλομώνετε με οικογενειακή γαλήνη και άλλες τέτοιες αηδίες και ξεχνάτε το σημαντικότερο, που είναι ο έρωτας. Πόσες φορές σε πηδάει ο μπαμπάς μου; Από καμία έως μία το πολύ το μήνα και αυτό κοιτάζει να τελειώσει σε λίγα λεπτά. Αν και είμαι σίγουρη ότι εκείνη τη στιγμή ή θα σκέφτεται κάποια άλλη ή τις δουλειές του στο γραφείο. - Σε παρακαλώ. Δε νομίζω πως εσύ είσαι η κατάλληλη να μιλήσω για την ερωτική ζωή που έχω με τον άντρα μου, της είπα αρκετά ενοχλημένη. - Εγώ για καλό σου το είπα. Αν εσύ θέλεις να μείνεις στην ερωτική σου γαλήνη, είναι δικαίωμά σου. - Πάντως σε πληροφορώ ότι θα είμαι εδώ αν θελήσεις ποτέ να κουβεντιάσεις αυτό το θέμα. Και πίστεψέ με, εγώ μπορεί να είμαι είκοσι χρόνων και εσύ σαρανταφεύγα, αλλά βάζω το χέρι μου στη φωτιά, ότι έχω περισσότερες εμπειρίες στους άντρες απ’ όσες εσύ.

Εκείνη τη στιγμή, μου ήρθε να της δώσω ένα χαστούκι, αυτής της ξανθομαλλούσας κουκλίτσας, που θα το θυμόταν μια ολόκληρη ζωή, αλλά συγκρατήθηκα. Όχι επειδή μου τα έχωνε κανονικά, αλλά γιατί έτσι ήταν τα πράγματα! Ίσως ήταν αλήθεια όλα αυτά που μου έλεγε. Απλώς εγώ δεν ήθελα να τα παραδεχτώ. Άφησα να βγει για άλλη μια φορά ο καλός μου χαρακτήρας και χαμογέλασα. - Πάμε να μου δείξεις το δωμάτιό μου, γιατί πρέπει να τακτοποιήσω τα ρούχα μου, μου είπε. - Ο πατέρας σου το ξέρει ότι είσαι εδώ; - Όχι. Σκέφτηκα να του κάνω έκπληξη. - Α μάλιστα. Αν και δεν του αρέσουν και πολύ οι εκπλήξεις; - Δεν πειράζει, αυτή που θα του κάνω εγώ θα τη θυμάται μέχρι το τέλος της ζωής του. - Πού ήσουν μέχρι τώρα Αμάντα; - Ζούσα στην Αμερική. - Και η μητέρα σου;

Page 65: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

65

- Δε ζει πια. Δεν ήθελα να θίξω άλλο αυτό το θέμα, γιατί σίγουρα θα προκαλούσε πόνο.

- Αυτό είναι το δωμάτιό σου, της είπα και της έδειξα το δωμάτιο του ξενώνα. - Μήπως με αδικείς λίγο; - Προς το παρόν βολέψου εδώ και αργότερα βλέπουμε. - Καλά. - Σήμερα ήρθες από Αμερική; τη ρώτησα όλο απορία. - Όχι είμαι στην Ελλάδα περίπου μία εβδομάδα, αλλά ο γλυκός μου μπαμπάς δεν ήθελε να σου χαλάσει το ταξίδι και με άφησε να περιμένω.

Στο μυαλό μου ήρθαν τα μυστικά τηλεφωνήματα του Φίλιππου και της νεαρής φωνής που άκουσα από το τηλέφωνο. Έμοιαζε τόσο πολύ με τη φωνή της Αμάντας, που άρχισα τελικά να νιώθω φοβερές τύψεις. - Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς και θα τα πούμε αργότερα, της είπα και έφυγα γρήγορα από το δωμάτιο.

Παρόλα αυτά όμως, διαισθανόμουν πως ένα πέπλο μυστηρίου επικρατούσε γύρω από αυτή την απρόσμενη επίσκεψη. Τηλεφώνησα στο Φίλιππο όσο πιο γρήγορα μπορούσα. - Φίλιππε. - Έλα κορίτσι μου, τι έγινε; - Πρέπει να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. - Τι έπαθες Στεφανία, τι σου συμβαίνει; - Σε παρακαλώ έλα. Άφησε ό,τι έχεις να κάνεις και έλα γρήγορα. - Στεφανία με τρομάζεις, πες μου σε παρακαλώ τι έπαθες; - Θα σου πω μόλις έρθεις, του είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Ήμουν τόσο αναστατωμένη. Από τη μια η κόρη του Φίλιππου που ήρθε στα ξαφνικά και από την άλλη οι τύψεις που είχα. «Πόσο χαζή μπορεί να είμαι; Ο καλός μου ο Φίλιππος δεν μου είπε τίποτα για να μη μου χαλάσει τις διακοπές και αρνιόταν ακόμα και την κόρη του για χάρη μου κι εγώ το μόνο που έκανα ήταν να τον υποψιάζομαι και να τον απατάω! Θεέ μου… Τι χαζομάρα ήταν αυτή που έκανα; Τι μπορώ να κάνω για να με συγχωρέσει»; αναρωτιόμουν και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.

Ευτυχώς μετά από λίγο, ο Φίλιππος ήρθε. - Τι έχεις κορίτσι μου, τι έπαθες; με ρώτησε φοβερά αναστατωμένος μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο. - Ότι και να σου πω δεν πρόκειται να με καταλάβεις… - Έκπληξη! ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Αμάντας και έτρεξε και τον αγκάλιασε. - Τι… τι κάνεις εσύ εδώ; ξεφώνισε άγρια ο Φίλιππος. - Έλα μπαμπάκα μου, μην κάνεις έτσι, του είπε όλο νάζι η Αμάντα. - Τι; Έλα εδώ, της είπε ο Φίλιππος και την έπιασε από το χέρι και πήγαν πιο πέρα.

Άρχισαν να μιλάνε στην αρχή έντονα, μα αργότερα οι τόνοι κατέβηκαν. Ο Φίλιππος φαινόταν ακόμα αναστατωμένος, μα έδειχνε πιο ήρεμος από πριν. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και κάπου-κάπου τραβούσε τη γραβάτα που τον έπνιγε στο λαιμό. Καθόμουν εκεί και τους κοιτούσα ,νιώθοντας μια περίεργη ζήλια, ενώ από την άλλη, ένιωθα μια παράξενη συμπάθεια γι’ αυτό το κορίτσι. Μπορεί να φαινόταν λίγο παράξενο, λόγο του εκκεντρικού

Page 66: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

66

της ντυσίματος, αλλά κατά βάθος, έμοιαζε σαν μια εύθραυστη πριγκίπισσα του παραμυθιού.

Όταν τελείωσαν την κουβέντα τους, είπα στο Φίλιππο:

- Πρέπει να μιλήσουμε. - Ναι. - Φίλιππε τι έχεις; τον ρώτησα καθώς τον έβλεπα ανήσυχο. - Όλη αυτή η κατάσταση με αναστάτωσε λίγο. - Μη νιώθεις άσχημα. Εντάξει καταλαβαίνω, έπρεπε να μου το είχες πει για την Αμάντα, αλλά δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου. Και εγώ, για να πω την αλήθεια, χαμένα τα έχω. Μπερδεύω ακόμα τις λέξεις και τα λόγια μου, μα η Αμάντα είναι ένα παιδί και εδώ δε μιλάμε για οποιοδήποτε παιδί, αλλά για το παιδί σου. - Είσαι τόσο καλή, που πίστεψέ με, θα το διορθώσω αυτό. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. - Εντάξει, να προσέχεις.

Ο Φίλιππος πήρε μαζί του τον Άλκη και έφυγαν. Κι εγώ όμως δεν ένιωθα και τόσο καλά. «Μια βόλτα στη θάλασσα θα με ηρεμούσε λίγο», σκέφτηκα και δίχως άλλο μπήκα στο αυτοκίνητό μου.

Ο καθαρός αέρας και η αλμύρα της θάλασσας μ’ έκαναν να σκεφτώ πιο ώριμα. «Στο

κάτω-κάτω τι φταίει η Αμάντα για κάποια λάθη που ίσως, έκαναν στο παρελθόν οι γονείς της», αναρωτήθηκα. Δεν ξέρω για πόσες ώρες καθόμουν εκεί στην ακροθαλασσιά, κόβοντας βόλτες πάνω-κάτω και κοιτώντας τα κύματα. Παραμιλούσα μοναχή μου σαν τη χαζή, όταν διαπίστωσα ότι ο καιρός χαλούσε.

Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Πήγα και έκλεισα το αυτοκίνητό μου, στάθηκα κάτω από τη βροχή και άφηνα τις μικρές σταγονίτσες να πέφτουν πάνω μου. Ήταν σαν λύτρωση, σαν να μου έπαιρναν από πάνω μου κάθε αμαρτία που είχα κάνει. Πάντα μου άρεζε η βροχή και κάθε φορά εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να κάνω βόλτες ανάμεσα στις ψιχάλες. «Όλα είναι πιο ωραία όταν βρέχει και ειδικά όταν έχει αυτό το ψιλόβροχο, που τυλίγει τα πάντα σε μια λεπτή ασημένια ομίχλη. Τα χρώματα φαίνονται πιο έντονα, σαν να χρωματίστηκαν με παιδικές κηρομπογιές και τα φώτα χτυπούν θαμπωμένα. Κι αυτή η μυρωδιά… Το βρεγμένο χώμα αναδίδει ένα υπέροχο άρωμα, που με κάνει να μη θέλω να γυρίσω στο σπίτι», μονολογούσα και κοίταζα ψηλά στον ουρανό τις μικρές σταγόνες που έπεφταν πάνω μου.

Page 67: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

67

Άρχισε να νυχτώνει, η βροχή συνέχιζε κι εγώ καθόμουν ακόμα εκεί, περιμένοντας να δω τις μικρές λιμνούλες που θα σχημάτιζε η βροχή στο έδαφος, κλείνοντας στην αγκαλιά τους τ’ αστέρια του ουρανού. «Αυτή η καταραμένη η ρομαντική διάθεση, έχει αρχίσει και μου κάνει ζημιά», παραμιλούσα, καθώς από το νου μου περνούσε η μορφή του Άλκη. «Όχι δεν πρέπει, δεν πρέπει. Δεν πρέπει να τον σκέφτομαι. Είμαι παντρεμένη μ’ έναν υπέροχο άνθρωπο και πρέπει να βγάλω από το μυαλό μου τις στιγμές που πέρασα με τον Άλκη», ξεφώνισα δυνατά.

Τα φώτα από ένα αυτοκίνητο που ερχόταν προς το μέρος μου, διέκοψε τις σκέψεις μου. - Στεφανία τι κάνεις εδώ μέσα στη βροχή; μου είπε ο Φίλιππος και βγήκε από το αυτοκίνητό του. - Πώς με βρήκες; - Πάμε σπίτι και θα το συζητήσουμε αργότερα αυτό.

Μπήκα στο αυτοκίνητό μου σαν βρεγμένη γάτα και ξεκινήσαμε για το σπίτι. Όταν

φτάσαμε, δεν υπήρχε πάνω μου ούτε ένα σημείο στεγνό. - Καλά τι είναι αυτά που κάνεις; Ούτε τα μικρά παιδιά δεν κάνουν έτσι. - Είπα και εγώ λίγο να ριλαξάρω. - Εντάξει το καταλαβαίνω να θες να ριλαξάρεις, αλλά εσύ όπως πας θα τα τεζάρεις, με τόση βροχή που έπεσε πάνω σου. - Υπερβολές. Η Αμάντα τι κάνει; - Στεφανία. Θα κανονίσω το γρηγορότερο να φύγει από εδώ η Αμάντα, μου είπε και μου κράτησε τα χέρια. - Δεν σε καταλαβαίνω; Τι σε πειράζει; Εδώ εμένα και δεν μ’ ενοχλεί, εσένα γιατί σ’ ενόχλησε τόσο πολύ; - Σ’ αυτό το σπίτι, χωράει μόνο η δική μας αγάπη και κανενός άλλου. Γι’ αυτό θα σε παρακαλέσω να μην ανακατευτείς σ’ αυτό το θέμα. - Καλά, όπως θέλεις.

«Πριν από λίγο καιρό ήθελα τόσο πολύ να κάνω παιδιά και να μεγαλώσει η οικογένειά μας, αλλά μετά απ’ αυτή τη συμπεριφορά που κρατάει ο Φίλιππος απέναντι στην κόρη του, έχω αρχίσει να προβληματίζομαι», σκεφτόμουν και δεν πίστευα αυτά που άκουγα.

Η επόμενη μέρα ήταν διαφορετική. Ο Φίλιππος έφυγε νωρίς για τη δουλειά και εγώ κλείστηκα στο γραφείο μου γράφοντας το καινούριο μου μυθιστόρημα, με τίτλο «ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ». Ξαφνικά άκουσα την πόρτα του γραφείου μου ν’ ανοίγει. - Καλημέρα. - Καλημέρα Αμάντα. - Ελπίζω πως δεν σ’ ενοχλώ; - Για να πω την αλήθεια, όταν γράφω θέλω να είμαι πάντα μόνη μου και να υπάρχει απόλυτη ησυχία, αλλά μπορώ να κάνω κι ένα διάλειμμα. - Α ωραία, γιατί ήθελα να σου δώσω αυτό. - Τι είναι;

Page 68: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

68

- Ορίστε το έκανα για σένα, δεν είμαι και τόσο καλή στο να σκιτσάρω, αλλά νομίζω πως τα καταφέρνω κατά κάποιο τρόπο. - Είναι υπέροχο, μπράβο σου! Πού έμαθες να ζωγραφίζεις τόσο ωραία; - Νομίζω πως η ζωγραφική είναι ταλέντο και δε μαθαίνεται. Όπως και εσύ άλλωστε. Δεν μπορεί ο καθένας να γράφει βιβλία. Πρέπει να το έχεις μέσα σου. - Έχεις δίκαιο. - Εσύ τι γράφεις; - Βασικά το έχω τελειώσει και κάνω τις τελευταίες διορθώσεις, πριν το δώσω να το τυπώσουν. - Α! πολύ ωραία. Να σε αφήσω τότε να συνεχίσεις, μου είπε και έφυγε αθόρυβα όπως είχε έρθει.

Συνέχισα τη δουλειά μου, μα η ματιά μου έπεφτε συνεχώς πάνω στον σκιτσαρισμένο πίνακα. Κοιτούσα και ξανακοιτούσα το σκίτσο που μου έδωσε η Αμάντα και παραξενευόμουν όλο και περισσότερο. Γιατί, εκτός από το ότι η γυναίκα πάνω στον καμβά μου έμοιαζε πολύ και το καπέλο που ήταν στο σκίτσο, ήταν δικό μου. Το είχα φορέσει το χειμώνα και όχι περισσότερο από δύο με τρεις φόρες. Πώς ήξερε η Αμάντα, ότι εγώ έχω τέτοιο καπέλο;

Πήρα το κάδρο και πήγα στο δωμάτιό μου. Έψαξα μέσα στην ντουλάπα και βρήκα το

καπέλο μου, το φόρεσα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήμουν ίδια με το σκίτσο! Και άντε καλά το πρόσωπό μου. Το καπέλο, πού το ήξερε; «Μα πώς είναι δυνατόν; Η Αμάντα μου είπε ότι ήρθε από την Αμερική πριν από μια εβδομάδα και εγώ αυτό το καπέλο το είχα φορέσει πριν από έξι μήνες. Τι γίνεται τελικά εδώ; Ποιος λέει ψέματα και ποιος αλήθεια; Τι παιχνίδι παίζεται πίσω από την πλάτη μου»; αναρωτιόμουν. Μα όσο πιο πολύ αναρωτιόμουν, τόσο πιο πολύ μπερδευόμουν. Έψαξα να τη βρω για να τη ρωτήσω, μα όταν πήγα στο δωμάτιό της, ήταν άδειο και πάνω στο κομοδίνο βρισκόταν μία σκιτσογραφία της σε κάδρο, σαν κι αυτό που έδωσε σε μένα. Υπήρχαν ακόμα και δύο φωτογραφίες. Στη μία θα πρέπει να ήταν η μητέρα της, γιατί της έμοιαζε και στην άλλη που ήταν παλαιότερη, θα πρέπει να ήταν η μητέρα της και η Αμάντα μωρό.

Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν τα διάφορα ρούχα που ήταν πάνω στο κρεβάτι. Το πιο περίεργο όμως ήταν, ότι αυτά τα ρούχα έμοιαζαν περισσότερο με σέξι αποκριάτικα! - Στεφανία τι θέλεις στο δωμάτιό μου; μου είπε καθώς μπήκε ξαφνικά.

Page 69: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

69

- Ε… Συγνώμη, αλλά σε έψαχνα. Κορίτσι μου πώς γυρίζεις έτσι; Τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; τη ρώτησα καθώς έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν την αντίκρισα. Τα ρούχα που φορούσε έμοιαζαν με στολή υπηρεσίας, μόνο που ήταν πολύ σέξι, ενώ από την πίσω μεριά ήταν εντελώς γυμνή! - Σε παρακαλώ πρόσεχε την εμφάνισή σου, γιατί μέσα σ’ αυτό το σπίτι δε ζούμε μόνοι μας. Ζουν κι άλλοι άνθρωποι. - Συγνώμη αλλά δε θα μου πεις πώς να κυκλοφορώ μέσα στο σπίτι μου. - Στο σπίτι σου όχι, δεν μπορώ να σε κάνω έλεγχο. Αλλά μέσα στο δικό μου το σπίτι, μπορώ ν’ απαιτήσω να το σεβαστείς.

Βγήκα νευριασμένη έξω απ’ το δωμάτιο και ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω. «Γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα; Τι είναι όλα αυτά που γίνονται; Κάποιος προσπαθεί να παίξει μαζί μου και γελάει πίσω από την πλάτη μου; Τελικά μήπως έχει δίκαιο ο Φίλιππος; Μήπως πρέπει η Αμάντα να φύγει όσο γίνεται πιο γρήγορα από εδώ μέσα»; παραμιλούσα νευριασμένα. - Στεφανία είσαι καλά; με ρώτησε ο Άλκης. - Εσύ τι λες; Δείχνω να είμαι καλά; - Τι έχεις πάθει; - Άσε με ρε Άλκη κι εσύ…

Κάθισα έξω στο κήπο και κοιτούσα τα λουλούδια, προσπαθώντας να ηρεμίσω, όταν άκουσα τη φωνή της Αμάντας: - Οδηγέ, οδηγέ... - Εμένα φωνάζεις; τη ρώτησε ο Άλκης. - Εσύ δεν είσαι ο οδηγός; - Εγώ είμαι. - Ωραία, τότε πάρε το αυτοκίνητο και πάμε. - Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να φύγω έτσι. Πρέπει να πάρω άδεια. - Άδεια; Από ποιον; - Πού θέλεις να σε πάω; - Ε δε θα σου δώσω και λογαριασμό. - Δεν έχουμε άλλο αυτοκίνητο στη διάθεσή μας δεσποινίς. - Και αυτό εκεί τι είναι; - Αυτό είναι της κυρίας Στεφανίας. - Αν δεν θέλεις να με πας εσύ, δώσε μου τα κλειδιά, δε με χαλάει… - Δεν κατάλαβες… - Άσε Άλκη, θα εξηγήσω εγώ την Αμάντα κάποια πράγματα, είπα και την πλησίασα. Άκουσε Αμάντα εδώ υπάρχουν κάποιοι κανονισμοί… - Δε με χαλάνε καθόλου οι κανονισμοί σας. Εγώ θέλω να πάω να ψωνίσω μια και μου έδωσε ο μπαμπάς μου λεφτά. - Α μάλιστα! Εντάξει, θα σε πάω εγώ. Δε νομίζω να σε χαλάει που θα είμαι εγώ και όχι ο Άλκης; - Θα προτιμούσα φυσικά τον παιδαρά, αλλά εντάξει. - Πάλι καλά.

Page 70: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

70

Εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν: «Να τη φουντάρω μόνη της ή να την πετάξω μαζί με το αυτοκίνητό μου από κανένα ψηλό σημείο»; Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Ήταν ευδιάθετη και χαρούμενη, μέχρι τη στιγμή που κάποιος μας κοίταξε από ένα διπλανό αυτοκίνητο. Η Αμάντα σήκωσε επιδεικτικά το χέρι της και τέντωσε το μεσαίο της δάχτυλο. - Κάθισε εδώ πάνω μαλάκα, του είπε. - Αμάντα! Τι είναι αυτά που κάνεις; - Γιατί εσύ δεν το έχεις κάνει; - Ναι. Μπορεί να βρίζω κάποιες φορές, αλλά για κάποια σοβαρή αιτία. - Δε σε ρώτησα αν βρίζεις, σε ρώτησα αν έχεις κάνει πρωκτικό έρωτα. - Τι είναι αυτά που λες τώρα; - Είναι… - Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. - Μα γιατί; Πάντως το Σπύρο, τον ενθουσιάζει πολύ αυτό…

Πάτησα απότομα το φρένο και καλά που φορούσαμε ζώνες ασφαλείας, γιατί θα είχαμε βγει έξω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. - Ο Σπύρος; Ο… ο κηπουρός; - Ναι καλέ. Πώς κάνεις έτσι; Πού νομίζεις ότι ήμουν το πρωί ντυμένη σαν καμαριέρα με τη ροζ στολή; Ή νόμιζες ότι βγήκα για σφουγγάρισμα γυμνή; - Θεέ μου τι είναι αυτά που ακούω; - Η ομορφιά της ζωής. - Ομορφιά το λες εσύ αυτό; Μια σταλιά κοριτσάκι να πηγαίνει με το Σπύρο; - Και αν δεν ερχόσουν εσύ μαζί μου αυτή τη στιγμή, θα περνούσαμε υπέροχα και με τον Άλκη… - Ιιι! - Γιατί κάνεις έτσι; Μήπως και εσύ τα ίδια δεν έκανες με τον πατέρα μου; Πόσο ήσουν όταν τον γνώρισες; - Αμάντα, τέλος αυτή η συζήτηση. - Μπα! Σ’ ενοχλεί όταν ακούς την αλήθεια; - Είπα, τέλος. - Τι; Θέλεις να με κάνεις να πιστέψω ότι εσύ δεν πηδήχτηκες ποτέ σου με τον Άλκη ή με το Σπύρο; - Όχι φυσικά, γιατί έχω μια άριστη σχέση με τον πατέρα σου. - Χα, χα, χα. Αυτό άστο θα το κρίνω εγώ. Χα, χα, χα!

Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Άκουγα την Αμάντα που χαχάνιζε δίπλα μου και εκνευριζόμουν ακόμα περισσότερο. Έτσι μου ήρθε να τη ρωτήσω: «Γιατί γελάς κορίτσι μου, μήπως πηδάς και τον μπαμπά σου»; αλλά κράτησα για μια ακόμα φορά το στόμα μου κλειστό. Πάτησα με δύναμη το γκάζι και έκανα την κάμπριο Πόρσε να γίνει πύραυλος, ενώ η Αμάντα δίπλα μου ξεφώνιζε: «Γιούχου! Γουστάρω την ταχύτητα»! «Άμα σε στουκάρω πουθενά! Θα σου πω εγώ τι θα γουστάρεις μετά», σκεφτόμουν διαρκώς.

Η Αμάντα είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο ντυσίματος, κάτι που την έκανε να ξεχωρίζει. Όπως φυσικά και ο τρόπος ο όποιος μιλούσε. Έμοιαζε ακαταλαβίστικος και σχεδόν ήθελες διερμηνέα για να καταλάβεις τι έλεγε ή καλύτερα τι εννοούσε. Όπως για παράδειγμα όταν

Page 71: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

71

έλεγε: «Ντάγκλοσα, χαρμάνιασα, Κλάιν μάιν,» και άλλες πολλές και διάφορες τέτοιες λέξεις. Έπειτα έβγαλε επιδεικτικά από το μικρό της τσαντάκι μια στοίβα κολλαρισμένα ευρώ και τα κρατούσε στο χέρι, για να μου δείξει ότι της τα έδωσε ο Φίλιππος. Τα χρήματα ήταν αρκετά και πρέπει να ξεπερνούσαν τις πέντε χιλιάδες ευρώ. Αν και το έβρισκα αρκετά μεγάλο πόσο για ένα παιδί που ήθελε ν’ αγοράσει ρούχα, εμένα όμως δεν μου έπεφτε λόγος. Κόρη του ήταν και είχε όλο το δικαίωμα να της δώσει χρήματα.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, η Αμάντα φώναξε τη Σιμόν ν’ ανεβάσει τις σακούλες με τα ψώνια στο δωμάτιό της. Αυτό ήταν κάτι που ούτε εγώ το είχα κάνει, αλλά κατά βάθος το είχα ευχαριστηθεί, γιατί τη Σιμόν δεν τη χώνευα και πολύ. Αυτή η μικρή είχε τσαμπουκά μέσα της και ήξερε καλά τι ζητούσε από τη ζωή.

Όταν ανέβηκε στο δωμάτιο, δοκίμαζε ένα-ένα όλα τα ρούχα και με ρωτούσε συνέχεια: - Πώς σου φαίνεται αυτό; Αυτό; Αυτό; - Τι να σου πω βρε κορίτσι μου, αυτά τα ρούχα είναι κάπως… - Μοντέρνα, μου είπε και χαμογέλασε. - Δε θα το έλεγα, αλλά αφού το λες εσύ, κάτι παραπάνω θα ξέρεις.

Όλα αυτά τα ρούχα, εμένα μου φαινόταν αταίριαστα και άκομψα. Φούστα με τούλι μαύρο και μπλούζα με νεκροκεφαλές με κόκκινο καλσόν. Σπορτέξ ή καρό μπλε φούστα με άσπρο πουκάμισο, διχτυωτό μαύρο καλσόν και άσπρες κάλτσες μέχρι το γόνατο, με γόβες! Τι να πω; Ή εγώ είχα γεράσει ή αυτή δεν ήξερε να ντυθεί. Αυτό όμως που με είχε κάνει εντύπωση πάνω της, ήταν τα τατουάζ με το σχήμα της αράχνης. Τα είχε στα πλευρά της, στην πλάτη της, λίγο κάτω από το γόνατό της και στο πόδι της.

- Τόσο πάθος έχεις με τις αράχνες; τη ρώτησα. - Ναι, μου αρέσουν φοβερά. - Εμένα με ανατριχιάζουν και τα θεωρώ σιχαμερά έντομα. - Εγώ αντίθετα τις βρίσκω πανέξυπνες και μοναδικές. Έχουν έναν ειδικό τρόπο να στήνουν τις παγίδες τους και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να έρθει το θύμα τους και να πέσει μόνο του στην παγίδα. Έπειτα δε βιάζονται να το φάνε, παρά μόνο το ρουφούν σιγά-σιγά μέχρι και την τελευταία του σταγόνα, πριν το αποτελειώσουν. - Ακούγεται ενδιαφέρον. - Και φυσικά, είναι μοναδικό. Αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να γίνω αράχνη.

Πραγματικά η Αμάντα ήταν τόσο παθιασμένη με τις αράχνες, που πολλές φορές νόμιζα πως με τυλίγει στο σύμπλεγμά της…

Page 72: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

72

Οι μέρες περνούσαν όπως και οι μήνες. Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Ο παράξενος χαρακτήρας της Αμάντας ξεσήκωνε τους πάντες. Τα χρηματικά ποσά που τις έδινε ο Φίλιππος γινόταν κάθε φορά και μεγαλύτερα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το γιατί. Οι αδιάκοπες ματιές που μου έριχνε ο Άλκης, πολλές φορές με ανησυχούσαν, γιατί δεν ήθελα να δώσω το δικαίωμα σε αυτό το κακομαθημένο κοριτσόπουλο να καταλάβει ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας.

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά στη ζωή μας. Οι παραλίες ήταν πλέον άδειες και ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια του από νωρίς. Το καινούριο μυθιστόρημά μου «ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ», είχε γίνει γνωστό και αυτό ήταν το μόνο που με χαροποιούσε, καθώς η σχέση μου με το Φίλιππο ήταν λίγο αδιάφορη και ψυχρή. Όσο και να προσπαθούσα να τον φέρω κοντά μου, αντιμετώπιζα ένα μεγάλο χάος, που από την πλευρά του, δεν ήταν πρόθυμος να το καλύψει. Και εγώ όμως, όσο και να προσπαθούσα, ήταν σαν να έμπλεκα όλο και περισσότερο στον αόρατο ιστό της αράχνης, που λεγόταν Αμάντα.

Όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθα πως οι αντοχές μου μετρούσαν μέρες, για να κάνω

το ολοκληρωτικό «μπαμ». Κοιμόμουν ελάχιστα και ζούσα μέσα στην παράνοια. Ένα βράδυ που τριγυρνούσα σαν χαμένη μέσα στο σπίτι, νιώθοντας μια θηλιά να με πνίγει στο λαιμό, βγήκα έξω. Ήταν ξημερώματα και τα φώτα στους δρόμους ήταν ακόμα αναμμένα. Μια πάχνη ήταν σκορπισμένη στο φθινοπωρινό ουρανό και αχνά στον ορίζοντα, διαφαινόταν ότι χάραζε. Η υγρασία είχε νοτίσει τα φύλλα που έμοιαζαν σαν δακρυσμένα. Είχαν όμως μια γλυκιά μυρωδιά που με ταξίδευαν. Όλος ο κήπος ήταν μια υπέροχη πανδαισία, καθώς τα χρυσάνθεμα με τα διάφορα χρώματά τους είχαν μια απαλή μεθυστική μυρωδιά, τόση, που μ’ έκαναν να ξεχνώ κάθε μου πρόβλημα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα το άρωμα της φύσης να εισχωρήσει μέσα μου. Σαν μαγεμένη μπήκα στο αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα χωρίς προορισμό. Τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά και ο δρόμος έμοιαζε έρημος. «Θ’ απολαύσω τη διαδρομή», σκέφτηκα και άνοιξα το ραδιόφωνο. Η μουσική ήταν απαλή και τα τζαζ τραγούδια μ’ έκαναν να νιώθω ακόμα πιο όμορφα. Χάζευα τη θάλασσα, καθώς άρχισε να χαράζει. Στον ορίζοντα τα χρώματα της αυγής ήταν πανέμορφα. Λευκό, ασημί, ροζέ και έντονο πορτοκαλί, έδιναν μια ξεχωριστή ομορφιά. «Τελικά η ανθρωπότητα κοιμάται όρθια. Όταν υπάρχει τόση ομορφιά αυτή την ώρα και κρατάει μόνο για λίγα λεπτά, όλος ο κόσμος κοιμάται και χάνει αυτή την τόσο ιδιαίτερη μαγεία που πραγματικά σε κάνει να εκστασιάζεσαι», μονολογούσα.

Όταν είδα στην παραλία 3-4 άτομα, έκοψα ταχύτητα και πήγα λίγο πιο σιγά. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν λουόμενοι! «Μα τόσο πρωί; Μπράβο, χαράς το κουράγιο

Page 73: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

73

τους. Εγώ μέσα στο αυτοκίνητο και κρυώνω και αυτοί κάνουν μπάνιο», παραμιλούσα και έκανα τον σταυρό μου.

Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και κοίταζα την ηρεμία της θάλασσας. Μερικά σύννεφα στο βάθος ήταν, λες και ύφαιναν, για να διαβεί το άρμα του χρυσοποίκιλτου πυρφόρου βασιλιά. Ποιανού ζωγράφου η παλέτα θα μπορούσε όλα αυτά να τα αποθανατίσει; Η θαλασσινή αύρα με συνέπαιρνε, φυσούσε γλυκά και έκανε λίγο ψύχρα, αλλά εγώ στεκόμουν ακόμα εκεί. Έσφιξα τη ζακέτα πάνω μου σκεφτόμενη: «Τι ευλογημένο δώρο που είναι η ζωή»… Φυσώντας το αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά μου και ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά-δειλά να χρυσίζει πάνω στα ήρεμα νερά, με τόσο όμορφες αποχρώσεις, σαν πινελιές ακριβοπληρωμένου πίνακα. Αγνάντευα το πέλαγος που ήταν μπροστά μου γεμάτο μεγαλοπρέπεια. «Μια κορδέλα είναι η ζωή», συλλογίστηκα. «Μια μακρόστενη κορδέλα, που από τη μια τυλίγεται και από την άλλη απλώνεται. Χιλιάδες τόσες ζωγραφιές, χίλια-δυο χρώματα και εμείς επιμένουμε να βλέπουμε μόνο το μαύρο και το άσπρο. Τι γρήγορα που περνάει ο καιρός και η δική μου κορδέλα τυλίχτηκε τόσο γρήγορα; Ούτε που το κατάλαβα... Η πορεία μου ξετυλίχτηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Έφτασα στα σαράντα και κάτι και νομίζω πως ήταν μόνο μια στιγμή. Καλά έλεγε η μάνα μου, «να’ ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γερατειά καμία». Πόσο δίκαιο είχε… Όταν είσαι μικρός, θέλεις να μεγαλώσεις. Όταν είσαι νέος, θέλεις να ωριμάσεις και όταν ωριμάσεις, θέλεις να ξαναρχίσεις από την αρχή».

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, ούτε που είχα καταλάβει για πότε πέρασε η ώρα. Κοίταξα το ρολόι και η ώρα είχε πάει οχτώ. «Πω-πω, πώς ξεχάστηκα έτσι; Αυτά παθαίνω όταν βρίσκομαι κοντά στη θάλασσα. Με καταγοητεύει τόσο, που ξεχνώ τα πάντα. Με ταξιδεύει σε αταξίδευτα ταξίδια του νου και της ψυχής, γαληνεύω και ηρεμώ κοντά της. Νιώθω τη σιωπή της, οσμίζομαι την αλμύρα της και βλέπω τον ήλιο να τη χαϊδεύει απαλά και εκείνη λικνίζεται μέσα στην αγκαλιά του. Αλήθεια τι παιχνίδια και τι σκέρτσα κάνει η θάλασσα στον ήλιο; Αλλά θα μου πεις, θηλυκό δεν είναι; Όλα τα θηλυκά έχουν αυτό το κάτι μέσα τους, που κάνει όλα τα αρσενικά να χάνουν το μυαλό τους. Θηλυκό; Είπα θηλυκό και σκέφτηκα την Αμάντα. Δεν έχω καμία απολύτως όρεξη να γυρίσω στο σπίτι. Τη σημερινή μου μέρα θέλω να την περάσω εδώ. Να κλάψω και να εκμυστηρευτώ τα μυστικά μου στη θάλασσα, γιατί είναι η μόνη που δε θα με προδώσει». Έτσι παρέμενα σ’ εκείνο το σημείο για αρκετές ώρες, χαμένη στην ηρεμία και στις σκέψεις μου. Όταν το στομάχι μου άρχισε να γουργουρίζει, κοίταξα και πάλι το ρολόι μου. Η ώρα έδειχνε δύο το μεσημέρι. Τότε θυμήθηκα πως δεν είχα μαζί μου το κινητό μου τηλέφωνο και ο Φίλιππος θ’ ανησυχούσε. Φεύγοντας από εκεί και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, αμέσως πέρασε από τη σκέψη μου, πως αυτή η βόλτα μου έφερε γαλήνη και ότι τίποτα δε θα μπορούσε να μου τη χαλάσει.

Όταν έφτασα στο σπίτι, το πρώτο που έκανα ήταν να κοιτάξω το τηλέφωνο μου. «Μόνο μια κλήση. Τόσο πολύ ενδιαφέρθηκε για μένα»; αναρωτήθηκα και ασυναίσθητα πάτησα το κουμπί. Η ώρα που μου είχε τηλεφωνήσει ήταν στις 6:30 το πρωί. Μετά, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. «Όχι, όχι, τίποτα δε θ’ αφήσω να χαλάσει τη μέρα μου», είπα κατηγορηματικά στον εαυτό μου και πήγα προς το γραφείο μου.

Page 74: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

74

Όταν άνοιξα την πόρτα, είδα την Αμάντα να κάθεται και να διαβάζει ένα από τα βιβλία μου.

- Δε νομίζω να σ’ ενοχλεί που δανείστηκα ένα από τα βιβλία σου; με ρώτησε χαμογελαστά. - Όχι δε με πειράζει, αλλά γιατί δεν πηγαίνεις καμιά βόλτα; Δε βαρέθηκες τόσο καιρό μέσα στο σπίτι; - Μου αρέσει η ηρεμία. Βαρέθηκα τη φορτισμένη ζωή που ζούσα, εξάλλου αποφάσισα να σας αδειάσω το χώρο. Τον μπαμπά μου τον αποχαιρέτισα χθες αργά και περίμενα να έρθεις και εσύ για να σε αποχαιρετίσω. - Γυρίζεις πίσω στην Αμερική; - Ναι, με περιμένει και η δουλειά μου άλλωστε. - Και τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα όλο περιέργεια, αφού δεν ήξερα τίποτε για εκείνη. - Είμαι στρίπερ. - Εννοείς κάνεις στριπτίζ; - Ναι. Εκεί είναι το πολύ χρήμα. Να κρατάς μία σωλήνα και να επιδεικνύεις τα κάλλη σου.

- Αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενα να ακούσω. Και όλα αυτά τα καρναβαλίστικα σέξι ρούχα που έχεις, πού τα χρησιμοποιείς; - Α καλά! Αυτά είναι τα εργαλεία της δουλειάς μου. Έχω κάτι πλούσιους καλόγερους, που γουστάρουν παιχνιδάκια, αλλά δε θέλουν τα συνηθισμένα. Δηλαδή να ανοίγεις τα πόδια σου και να κάθεσαι λέγοντας μόνο «αχ, αχ, αχ». Αυτοί πληρώνουν και απαιτούν κι εγώ πρέπει να τους κάνω όλα τα γούστα. Έρχονται στιγμές που σιχαίνομαι τον ίδιο μου τον εαυτό όταν απλώνουν τα χέρια τους πάνω μου ή όταν μου λένε κάνε αυτό ή κάνε εκείνο. Σε θέλω ντυμένη σαν νοσοκόμα ή σαν μαθήτρια και χίλια-δυο ακόμα που μπορεί να κατεβάσει ο νους σου. Τελικά αυτό που με ευχαριστεί περισσότερο, είναι όταν ανοίγουν τα χοντρά τους πορτοφόλια και μου δίνουν ό,τι ζητάω.

Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, με όλα αυτά που άκουγα. Ποτέ δε φανταζόμουν ένα τόσο νέο κορίτσι να κάνει τέτοια πράγματα. Τελικά εγώ έγραφα βιβλία και άλλοι είχαν φαντασία. Αποχαιρέτισα την Αμάντα και πήγα στο δωμάτιό μου παραμιλώντας. «Είπαμε

Page 75: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

75

Στεφανία, τίποτα δε θα σου χαλάσει τη μέρα σήμερα. Ό,τι και ν’ ακούσεις, ό,τι και να δεις», έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου.

Όμως, όπως λένε και στον τόπο μου, «Κυριακή, κοντή γιορτή»… Δεν είχα προλάβει να νιώσω και πάλι την ελευθερία της κυριαρχίας μέσα στο σπίτι μου και η Σιμόν με ειδοποίησε πως δύο αστυνομικοί με ζητούσαν. Κατέβηκα τη σκάλα με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. - Ορίστε, τι θέλετε; τους ρώτησα. - Είστε η κυρία Στεφανία Γεωργίου; - Μάλιστα… - Συλλαμβάνεστε για το φόνο του άντρα σας. Έχετε το δικαίωμα να μη μιλήσετε, γιατί ό,τι πείτε θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σας. - Μα τι λέτε; Για ποιο φόνο μού μιλάτε; Εμένα ο άντρας μου είναι στο γραφείο… - Παρακαλώ να μας ακολουθήσετε ήρεμα.

Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα. Τους παρακάλεσα να με αφήσουν να ντυθώ και να πάρω την τσάντα μου. Ένιωθα τόση ντροπή, μα περισσότερη ήταν η ταραχή που ένιωθα μέσα μου. Πώς ήταν δυνατόν ο Φίλιππος να είναι νεκρός; Οι αστυνομικοί με συνόδεψαν μέχρι το τμήμα, όπου άρχισαν να με ανακρίνουν. - Λοιπόν κυρία Γεωργίου, πού ήσασταν το πρωί; - Είχα πάει μια βόλτα… - Πού; - Δεν ξέρω ακριβώς… - Θέλετε να μας πείτε ότι πήγατε βόλτα, αλλά δεν ξέρετε πού; - Μάλιστα… Κάτι τέτοιο δηλαδή… - Τι ώρα; - Δε θυμάμαι, πρέπει να ήταν 5:15 ή 5:45, δεν ξέρω ακριβώς. Τι να σας πω; - Ξέρετε τι μου λέτε κυρία μου; Δεν ξέρετε τι ώρα φύγατε από το σπίτι σας; με ρώτησε με αυστηρή φωνή και χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο. - Δε θυμάμαι. Εεε… Δεν κρατούσα και το ρολόι στο χέρι μου. Σας παρακαλώ… - Πολύ καλά! Και εσείς το συνηθίζετε να πηγαίνετε βόλτες στις πέντε η ώρα το πρωί; - Τον τελευταίο καιρό πάσχω από τρομερές αϋπνίες και αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που βγήκα σήμερα το πρωί έξω. - Συνεχίστε. - Κάθισα για λίγο στον κήπο και απόλαυσα την πρωινή αύρα. Ήταν ακόμα νύχτα, γιατί θυμάμαι ότι τα φώτα στους δρόμους ήταν ακόμα αναμμένα. Δεν ξέρω τι ώρα ήταν, γιατί απλά δεν είχα δει καθόλου το ρολόι μου. Άλλωστε δεν μ’ ενδιέφερε η ώρα. - Και μετά, πού πήγατε; - Πήγα στο αυτοκίνητό μου, μπήκα μέσα και έβαλα μπρος. Ήθελα τόσο πολύ να φύγω από το σπίτι, γιατί ένιωθα σαν κάτι να μ’ έπνιγε. - Σας είδε κανείς άλλος; - Δεν ξέρω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Τι να σας πω; - Και μετά τι κάνατε; - Πήρα το δρόμο προς την παραλιακή, χωρίς να έχω συγκεκριμένο προορισμό. Μου έκαναν τόση εντύπωση τα πρώτα χρώματα της ανατολής, που σταμάτησα στην άκρη του δρόμου

Page 76: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

76

για να τ’ αγναντέψω καλύτερα, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν η θάλασσα. Εκεί έμεινα σχεδόν μέχρι το μεσημέρι. Την είχα ανάγκη αυτή την ηρεμία. Ήθελα τόσο πολύ να βγάλω από μέσα μου όλα αυτά που κρατούσα, χωρίς να μπορεί να με ακούσει κανείς άλλος. - Τι άλλο κάνατε; - Τίποτα το ιδιαίτερο. Όταν πείνασα γύρισα στο σπίτι μου. Στην διαδρομή θυμήθηκα ότι δεν είχα το κινητό μαζί και ούτε καν την τσάντα μου. Όταν πήγα στο σπίτι είδα ότι είχα μια κλήση από τον άντρα μου στις 6:30 το πρωί. Αυτό ήταν όλο. Έπειτα αποχαιρέτισα την κόρη του που έφευγε για Αμερική και ξάπλωσα στο δωμάτιό μου, μέχρι τη στιγμή που ήρθαν οι αστυνομικοί και με πήραν. - Γιατί ήσασταν τόσο αναστατωμένη και θέλατε να φύγετε από το σπίτι; - Τον τελευταίο καιρό, δηλαδή από τη μέρα που ήρθε η κόρη του, είχαμε μια αναστάτωση μέσα στο σπίτι, γιατί ήταν ένα παιδί λίγο περίεργο. - Είπατε η κόρη του; - Μάλιστα, η κόρη του η Αμάντα.

Ο Αστυνομικός έκανε νόημα σ’ έναν άλλο αστυνομικό, που τον πλησίασε. Του είπε κάτι στο αφτί και έπειτα συνέχισε να με ρωτάει. - Αυτό το βιβλίο, δικό σας δεν είναι; - Μάλιστα. - Εσείς το έχετε γράψει; με ξαναρώτησε. - Μάλιστα. - «ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ». Τότε θα ξέρετε τι γράφει στη σελίδα 182. - Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς γράφει σ’ αυτή τη σελίδα. - Να σας τη θυμίσω εγώ τότε: «Τον αγαπούσε τον άντρα της και ένιωθε πως η ζωή της θα ήταν άδεια χωρίς τη δική του παρουσία. Είχε μια σχέση αγάπης που έμοιαζε περισσότερο μ’ εξάρτιση, παρά με συζυγική αγάπη. Όλα τα είχε κανονισμένα. Για εκείνη, καλύτερα ήταν να τον είχε νεκρό, παρά να τον βλέπει στην αγκαλιά της ερωμένης του. Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε σ’ αγαπώ. Άφησε το τελευταίο της δάκρυ να κυλίσει καυτό πάνω στο γερασμένο πρόσωπό της και τον αγκάλιασε με πάθος. «Πέρασα μια όμορφη ζωή πλάι σου και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό», του είπε και τον άφησε να φύγει. Εκείνος πήγε κάτι να της πει, μα δεν τον άφησε να μιλήσει. «Μη πεις τίποτα, μόνο φύγε», του είπε τρυφερά. Γύρισε και τον κοίταξε. «Αυτός ο άνθρωπος ήταν τα πάντα για μένα, η ζωή και το τέλος μου. Δεν μπορώ τόσο εύκολα να τον χαρίσω σε κάποια άλλη», σκέφτηκε. Άφησε το μαχαίρι να κυλίσει από το μανίκι της και το κράτησε σφιχτά. Τον πλησίασε αθόρυβα και του έδωσε με δύναμη πάνω στην πλάτη, πέντε μαχαιριές! Ο Θάνατος ήρθε σχεδόν αμέσως»…

Θέλετε να συνεχίσω και άλλο; μου είπε ο αστυνομικός.

- Όχι, την ξέρω τη συνέχεια. - Πώς σας φάνηκε;

Page 77: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

77

- Εντυπωσιακό και διαβάζετε πολύ ωραία! - Κυρία μου με δουλεύετε; μου είπε και με κοίταξε άγρια. - Όχι κύριε δε σας δουλεύω, μα δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση έχει το βιβλίο μου με όλα αυτά; Μου είπατε ότι ο άντρας μου δε ζει, με κατηγορείτε για κάτι που δεν έκανα και στο τέλος μου διαβάζετε και κομμάτια από το βιβλίο μου. Μήπως μπορείτε να μου πείτε τι συμβαίνει; - Αυτό που συμβαίνει είναι ότι σκοτώσατε τον άντρα σας επειδή σας απατούσε, με τον ίδιο τρόπο που το περιγράφετε και στο βιβλίο σας. - Μα τι λέτε; - Απλά, γιατί είχατε μετατρέψει τη συζυγική σας αγάπη, σε αγάπη εξάρτισης μαζί του. - Δεν πάτε καλά μου φαίνεται… Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το βιβλίο; Και στο κάτω-κάτω, ο Φίλιππος δε με απατούσε. - Μας είπατε ότι φιλοξενούσατε την κόρη του στο σπίτι σας; - Μάλιστα. Την Αμάντα. - Περιμένετε λίγο. Σε παρακαλώ φέρε μου μέσα το χαρτί, είπε σ’ έναν αστυνομικό που ήταν πίσω μου.

Έπειτα από λίγα λεπτά μου είπε: - Ορίστε, διαβάστε και από μόνη σας. Ή μάλλον αφήστε θα σας πω εγώ τι λέει. Ότι ο Φίλιππος Γεωργίου, γυρίζοντας από μια εκδρομή που είχαν πάει στο Ναύπλιο με προορισμό το σπίτι του, οδηγούσε μεθυσμένος. Έχοντας μέσα στο αυτοκίνητο την σύζυγό του Ιωάννα και την πεντάχρονη κόρη του, βγήκε στο αντίθετο ρεύμα, όπου τους παρέσυρε μια νταλίκα, με αποτέλεσμα να χάσουν ακαριαία τη ζωή τους η σύζυγός του και η μικρή τους κόρη. Αυτό φυσικά έγινε στις 16 Αυγούστου, πριν 25 χρόνια. Ορίστε και το επίσημο έγγραφο. - Τι… Τι μου λέτε; Λίγο νερό σας παρακαλώ…

Εκείνη τη στιγμή είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω όλα αυτά που άκουγα. Όταν μπόρεσα και βρήκα λίγο αργότερα το κουράγιο, ρώτησα με φωνή που έτρεμε: - Μήπως ξέρετε να μου πείτε ποια ήταν αυτή η κοπέλα που ήταν τόσο καιρό στο σπίτι μου; - Από κάποιες έρευνες που κάναμε πριν από λίγο, μας είπανε ότι ήταν η ερωμένη του. - Όχι, όχι, δεν μπορεί… Δεν μπορεί ο Φίλιππος να μου έπαιξε τέτοιο παιχνίδι. Όχι, όχι… - Λυπάμαι πολύ. - Πού το ξέρετε; Ποιος σας το είπε αυτό; - Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν μπορώ… - Σας παρακαλώ πρέπει να ξέρω… Σας παρακαλώ, είχα κρεμαστεί εντελώς πάνω του και τον θερμοπαρακαλούσα. Έπρεπε να μάθαινα την αλήθεια, γιατί όλο αυτό φαινόταν σαν ένα κακόγουστο αστείο. Φαινόταν σαν ένας διάφανος ιστός που τυλιγόταν γύρω μου και θα μου κατέστρεφε τη ζωή.

Page 78: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

78

- Ο οδηγός σας μας το είπε, μου είπε, έπειτα από τα τόσα παρακάλια μου. - Ο Άλκης; - Μάλιστα. Φαίνεται πως ξέρει πολλά, μόνο που δεν ανοίγει το στόμα του να μας τα πει. - Σας παρακαλώ αφήστε με να μιλήσω εγώ μαζί του, γιατί νομίζω πως με έχουν μπλέξει σε μια απίστευτη πλεκτάνη. - Αυτό δε γίνεται. - Μα αυτό, μας βολεύει και τους δύο. Εσείς θα μάθετε αυτά που κρατάει φυλαγμένα και εγώ θα μάθω την αλήθεια. - Και αν δε σας μιλήσει; - Είμαι σίγουρη πως σε μένα θα τα πει όλα, ενώ εσείς μπορεί να μη μάθετε ποτέ τίποτα.

Η συμφωνία είχε κλείσει. Σ’ ένα ειδικό δωμάτιο με κρυφές κάμερες, έγινε η συνάντησή μου με τον Άλκη. Φυσικά εκείνος δεν ήξερε τίποτα ή τουλάχιστον δεν κατάλαβε ότι ήμουν κι εγώ στο κόλπο. - Άλκη… - Στεφανία! Είσαι καλά; - Προσπαθώ… Πες μου σε παρακαλώ τι γίνεται; Τι συμβαίνει; Γιατί με κατηγορούν; - Δεν ξέρω… - Ποια ήταν Άλκη αυτή η κοπέλα που ήταν τόσο καιρό μέσα στο σπίτι μου;

Ο Άλκης κατέβασε ένοχα το κεφάλι του. Ήξερε, μα ντρεπόταν να μου πει. - Αυτή τη στιγμή μιλάμε για τη ζωή μου και εδώ δεν υπάρχουν μυστικά. Είσαι υποχρεωμένος να μου πεις, του είπα με ύφος που δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. - Εντάξει, ηρέμισε και θα σου τα πω όλα.

Πήρα την καρέκλα και κάθισα δίπλα του. - Σε ακούω, του είπα πιο ήρεμα. - Όταν ήρθα κοντά στο Φίλιππο ήμουν σχεδόν παιδί. Ο πατέρας μου δούλευε σ’ ένα από τα καράβια του, για πολλά χρόνια, τα οποία ταξίδευαν στο εξωτερικό. Πάντα τον θαύμαζε τον Γεωργίου και πάντα είχε ένα καλό λόγο να πει. Όταν αρρώστησε βαριά ο πατέρας μου, τον είχε παρακαλέσει να με πάρει κοντά του, γιατί έτσι θα έκλεινε τα μάτια του ήσυχος. Έτσι και έγινε. Ο Γεωργίου μού έδωσε μια θέση στο σπίτι του και παράλληλα στη ζωή του. Με τον όρο ότι θα ακούω, θα κοιτάω και δε θα μιλάω.

Όταν ήρθα εγώ κοντά του, ο Γεωργίου ήταν εντελώς συντετριμμένος. Άλλα άκουγα εγώ από τον πατέρα μου και άλλα έβλεπα. Ο πατέρας μου, πάντα μιλούσε για ένα διαφορετικό άνθρωπο που υπήρχε μέσα σε αυτή την κοινωνία. Γελαστό, καλόψυχο, πρόσχαρο, ανοιχτοχέρη με χιούμορ, μα πάνω απ’ όλα με καρδιά μικρού παιδιού. Παρόλη την αμύθητη περιουσία του, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Εγώ όμως, αυτό που έβλεπα, ήταν εντελώς αντίθετο. Θα τον χαρακτήριζα έναν άνθρωπο που δε γελούσε σχεδόν ποτέ, παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο και αυτό μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο που έσβηνε γρήγορα από τα χείλη του. Ήταν μοναχικός, κακόψυχος και ιδιότροπος. Μ’ ένα φοβερό πάθος στο ποτό! Μερικές φορές αναρωτιόμουν: «Τον ήξερε ο πατέρας μου καλά ή έτσι ήθελε να μας τον παρουσιάζει στα μάτια μας»; Ο Γεωργίου δεν οδηγούσε σχεδόν ποτέ, παρά τα τρία αυτοκίνητα που είχε. Εγώ τον πήγαινα στη δουλειά, εγώ τον γύριζα πίσω. Εγώ τον πήγαινα

Page 79: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

79

στα ταξίδια του, εγώ ξενυχτούσα μαζί του. Όλο αυτό μου έκανε εντύπωση, μα δεν τολμούσα ποτέ να τον ρωτήσω. Είπαμε εγώ άκουγα, κοιτούσα και δεν μιλούσα.

Ένα βράδυ μου λύθηκαν όλες σχεδόν οι απορείς που είχα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν αργά το βράδυ και μόνος του στη βεράντα έπινε. Κανείς δεν τολμούσε να του πάρει το μπουκάλι με το ποτό από τα χέρια. Όσοι ήταν μέσα στο σπίτι καθόταν και τον κοιτούσαν με λύπηση. Τους έκανα νόημα να πάνε για ύπνο, γιατί ήταν ήδη πολύ αργά. Εγώ θα καθόμουν μαζί του, μήπως και χρειαζόταν κάτι.

Μετά από αρκετή ώρα, με αντιλήφθηκε και με φώναξε:

- Άλκη, έλα να μου κάνεις παρέα. Πάρε και ένα ποτήρι. - Δεν πίνω κύριε. - Σήμερα θα πιεις, με πρόσταξε. - Μάλιστα κύριε, του είπα και πήρα ένα άδειο ποτήρι, έβαλα μέσα λίγο ουίσκι και έκανα ότι έπινα.

Η μάνα μου έλεγε ότι το μεθυσμένο, τον είδε ο τρελός και τον φοβήθηκε. Εγώ τι μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή; Ο Γεωργίου όσο έπινε, τόσο γελούσε. Ήταν πια σε ανεξέλεγκτη κατάσταση. Σε μια στιγμή τον είδα που σοβάρεψε και σκέφτηκα: «Δόξα το Θεό, μάλλον θα νύσταξε και θα πάμε για ύπνο». Εσύ είσαι όμως που το λες; Εκεί που ήταν σοβαρός, άρχισε ξαφνικά να κλαίει. - Κύριε Γεωργίου τι πάθατε; τον ρώτησα. - Εγώ φταίω, εγώ και μόνο εγώ… - Γιατί το λέτε αυτό;

Στην αρχή νόμιζα πως μιλούσε το ποτό ή έλεγε τις χαζομάρες που λένε όσοι είναι μεθυσμένοι. Μετά όμως, κατάλαβα ότι αυτά που έλεγε ήταν η ζωή του. - Εγώ τις σκότωσα και το καταραμένο πάθος μου… - Δεν σας καταλαβαίνω κύριε Γεωργίου, τι λέτε; Ποιους έχετε σκοτώσει; τον ρώτησα όλο απορία. - Πριν από ένα περίπου χρόνο, ήμουν ευτυχισμένος με τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Είπαμε να πάμε μια εκδρομή σ’ ένα φιλικό σπίτι, λίγο πιο έξω από το Ναύπλιο για το δεκαπενταύγουστο. Εκεί ήταν και άλλοι φίλοι και γνωστοί. Ένας από την παρέα, ο οποίος γιόρταζε, είχε την ιδέα να πηγαίναμε σ’ ένα μπαρ το βράδυ. Έτσι, αφήσαμε τα γυναικόπαιδα στο σπίτι και εμείς οι τέσσερεις άντρες, πήγαμε. Η Ιωάννα μου, ήταν όμορφη γυναίκα, αλλά πολύ ζηλιάρα. Κατάλαβε αμέσως τι σχεδιάζαμε και μου έκανε φασαρία, ώστε να μην πάω.

Page 80: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

80

Εγώ όμως δεν μπορούσα να κάνω κάτι το διαφορετικό, γιατί θα φαινόμουν γελοίος

στα μάτια των φίλων μου. Φυσικά, εκεί που πήγαμε δεν ήταν μπαρ, αλλά το σπίτι ενός φίλου μας, που είχε διοργανώσει μια σέξι βραδιά με διάφορα κορίτσια. Για αρχή, μας περίμεναν τρεις αιθέριες υπάρξεις, που με τα σαγηνευτικά τους σώματα, άρχισαν να χορεύουν γύρω μας. Το κακό όμως δεν σταμάτησε εκεί. Παρουσιάστηκαν και άλλες κοπέλες οι οποίες ήταν στα υπόλοιπα δωμάτια. Και συγκεκριμένα, δύο για τον καθένα μας. Εγώ είχα μια τρέλα με τις νεαρές γυναίκες. Μου άρεζαν πάρα πολύ και μου ήταν δύσκολο να αντισταθώ. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά μου μια Κινεζούλα κουκλίτσα, που δεν ξεπερνούσε τα 18 χρόνια. Έμεινα εκεί, στυλωμένος να την κοιτάζω. Ήταν μισόγυμνη και με κοιτούσε με χάρη.

«Άντε Φίλιππε τι το σκέφτεσαι; Για σένα είναι! Ειδική παραγγελία, γιατί ξέρουμε ότι

έχεις αδυναμία στα πιπίνια», άκουσα έναν από τους φίλους μου να φωνάζει. Την έπιασα σφιχτά στα χέρια μου και άρχισα ένα τρελό παιχνίδι μαζί της. Δεν ήξερα όμως ότι αυτό θα ήταν και η καταστροφή μου. Η Ιωάννα μάς είχε παρακολουθήσει και την κατάλληλη στιγμή, μπουκάρισε μέσα στο σπίτι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα σαν δαίμονας. Οι υπόλοιποι ήταν στις κρεβατοκάμαρες και μόνο εγώ είχα παραμείνει στο σαλόνι. Δεν μου είπε τίποτα, παρά μόνο έκανε αισθητή την παρουσία της. Έτρεξα σαν αλαφιασμένος πίσω της, ζητώντας να με συγχωρέσει. Δεν με μιλούσε καθόλου, παρά μόνο έκλαιγε.

Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε για την Αθήνα. «Πες μου κάτι, βρίσε με, χτύπησέ με,

μόνο σταμάτα να κρατάς αυτή τη στάση. Αυτή η σιωπή σου με τρελαίνει. Δεν την αντέχω πια», της έλεγα συνεχώς. Μα εκείνη ήξερε πώς να μου σπάει τα νεύρα. Δεν την κατηγορώ, είχε δίκαιο και το ήξερα. Σε κάποια στιγμή η κόρη μου ζήτησε να σταματήσουμε, γιατί είχε ζαλιστεί. Σταματήσαμε για να της πάρουμε κάτι να φάει. Εγώ πήρα ένα ποτήρι διπλό ουίσκι και αφού το ήπια μονοκοπανιά, παρήγγειλα άλλο ένα. Ήθελα να ηρεμίσω τα νεύρα μου και να σπάσω τη σιωπή της Ιωάννας. Μπήκαμε και πάλι στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Page 81: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

81

- Πες κάτι σε παρακαλώ. Ό,τι θέλεις, μόνο πες μου, της είπα. - Αφού θέλεις να σου πω, θα σου πω. Θέλω διαζύγιο! - Τι; - Διαζύγιο Φίλιππε! Διαζύγιο και μετά κάνε ό,τι θέλεις με το κάθε γύναιο. - Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά; - Με βλέπεις να γελάω;

Τελικά, προτιμούσα πρώτα που δεν μιλούσε, παρά να ακούω αυτά που άκουγα. Αγαπούσα την Ιωάννα και την κόρη μου και δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά τους, μόνο και μόνο για μια ανοησία. Για μια στιγμή τρέλας και πάθους. Θόλωσα.

Οδηγούσα νευρικά και απρόσεχτα. Στο μυαλό μου ήταν η λέξη διαζύγιο... Δεν ξέρω πώς, μα για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου. Ο ήχος μιας διαπεραστικής κόρνας μ’ έκανε να τ’ ανοίξω, καθώς άκουσα τη φωνή της Ιωάννας γεμάτη πανικό: «Πρόσεχε»! Τότε είδα μια νταλίκα να έρχεται πάνω μας… Τίποτε δεν μπορούσα να κάνω, ήταν πλέον αργά. Όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτων.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν:

Με αίμα βάφτηκε η άσφαλτος χθες στην εθνική οδό Αθηνών-Ναυπλίου. Από άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο, το Ι.Χ. αυτοκίνητο του εφοπλιστή Φίλιππου Γεωργίου μπήκε στο

αντίθετο ρεύμα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με μια νταλίκα. Έχασαν τη ζωή τους η σύζυγος του Ιωάννα και η πεντάχρονη κόρη τους. Ο οδηγός του αυτοκινήτου Φίλιππος

Γεωργίου, τραυματίστηκε ελαφρά. - Ο Θεός με εκδικήθηκε Άλκη και με άφησε μόνο με ένα σπασμένο πόδι και κάτι γρατζουνιές, αλλά με πολλές τύψεις.

Και o Άλκης συνέχισε να διηγείται: Αυτή ήταν μια δραματική εξομολόγηση της ταραγμένης ζωής του Φίλιππου Γεωργίου, που με μαθηματική ακρίβεια, οδήγησε την οικογένειά του στην καταστροφή. Μέσα από την αφήγηση εκείνης της νύχτας, ξεδιπλώθηκε η ολισθηρή και επικίνδυνη ζωή που επέλεξε να ζήσει. Οι αταίριαστες γνωριμίες, το ποτό και οι τύψεις, τον έκαναν καθημερινά να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού.

Μετά από αρκετά χρόνια άρχισε σιγά-σιγά να το ξεπερνάει. Η εργασιοθεραπεία ήταν ο καλύτερος γιατρός. Το πάθος του όμως για τις νεαρές γυναίκες ήταν κάτι που δε γιατρευόταν εύκολα. Τις αγαπούσε, τις λάτρευε και τον μεθούσαν. Ήξερε να ξεχωρίζει τις γυναίκες και ήταν απαιτητικός μαζί τους. Μα αυτά που ζητούσε από μια γυναίκα πάνω στο σεξ, δεν μπορούσε να τα βρει εύκολα, παρά μόνο με τα χρήματα. Έτσι μόνο μπορούσε να

Page 82: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

82

ευχαριστηθεί τον έρωτα και μετά τις πετούσε σαν «στημένες λεμονόκουπες». Πάντοτε απαιτούσε πολλά από αυτές και πάντα έβαζε εμένα να ελέγχω το ντύσιμό τους. Τις έπαιρνα και τις πήγαινα σε διάφορα ξενοδοχεία, απαιτούσα κατόπιν παραγγελίας του συχωρεμένου να ντύνονται ανάλογα και όταν ήταν έτοιμες, του τηλεφωνούσα και ερχόταν για να κάνει τα ερωτικά του παιχνίδια .

Φυσικά, το ντύσιμό τους ήταν ανάλογο με τη διάθεσή του. Όπως για παράδειγμα, που μια φορά ήθελε να του φέρω τέσσερεις γυναίκες με σέξι ρούχα. Τα κορίτσια έβαλαν ό,τι ήταν καλύτερο, για να ικανοποιήσουν το δύσκολο πελάτη του.

Μια άλλη φορά, μου ζήτησε οι κοπέλες να φορούν ρούχα σαν την κοκκινοσκουφίτσα ή από λαγουδάκι, ό,τι είχε τέλος πάντων, σχέση με παραμύθι. Ήταν φυσικά δύσκολο να βρεθούν τέτοια ρούχα, αλλά όποιος πληρώνει, πάντα βρίσκει αυτό που ζητάει. Το δυσκολότερο απ’ όλα, ήταν όταν με έστειλε στην Τουρκία να του φέρω χανουμάκια και όχι ότι κι ότι, αλλά φημισμένες χορεύτριες της κοιλιάς. Εκεί μπορώ να πω, ότι το ευχαριστήθηκα κι εγώ. Όχι πως έκανα κάτι με τις κοπέλες, αλλά τουλάχιστον είδα έναν από τους χορούς τους. Αυτό το είδος της ανθρώπινης εκμετάλλευσης και του βίτσιου που είχε, τον έκαναν να νιώθει ζωντανός. Η άνετη οικονομική κατάστασή του, δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει με όποια μικρή του άρεζε. Θυμάμαι μια φορά που τον ρώτησα: - Καλά δε νιώθετε άσχημα; Αυτές οι κοπέλες είναι τόσο μικρές που… - Γιατί να νιώθω άσχημα Άλκη μου; με διέκοψε απότομα και συνέχισε: Απλά ξέρουν ότι εγώ έχω τη δύναμη και μου κάθονται. Εγώ θέλω σεξ με νεαρές και αυτές μου το δίνουν με αντάλλαγμα διάφορα όνειρα που έχουν. Τελικά όμως παίρνουν πάντα αυτό που θέλω εγώ! - Και πώς αισθάνεστε; - Ωραία! Γιατί εμένα μου αρέσει το ωραίο. Αφού εκείνες ψάχνονται για λίγα χρήματα, εγώ γιατί να νιώθω άσχημα; Είναι απλώς κοριτσάκια με όνειρα και ανοιχτά πόδια, που έμαθαν να βγάζουν το ψωμί τους με αυτόν τον τρόπο και δεν τους αρέσουν τα ζόρια της δουλειάς. - Ναι έχετε δίκαιο. - Και να σου πω και κάτι ακόμα; Είναι άλλο πράγμα να πηδάς μια γκόμενα 17-25 χρόνων και άλλο μια μεγαλύτερη. Σου δίνει άλλη γεύση η ζωή με τα μικρούλια. Μα αυτό που μου αρέσει περισσότερο, είναι ότι φοράνε πάντα ψηλά τακούνια, δε μιλάνε μα νιαουρίζουν και όταν θέλουν κάτι, κολλάνε το στήθος τους πάνω σου και παίζουν με τα μαλλιά τους, παίρνοντας ένα ναζιάρικο ύφος. Και τότε εγώ γίνομαι σκλάβος τους… Ενώ μια μεγάλη γυναίκα θα σου μιλήσει απότομα, αυτό που θέλει θα σου το πει στα ίσια και στο τέλος θα σε γκρινιάξει κιόλας. Κούνησα το κεφάλι μου συμφωνώντας μαζί του. Ήξερε τελικά να χαίρετε τη ζωή του.

Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο άντρα σου και έτσι ήταν η ζωή του, μέχρι την μέρα που γνώρισε εσένα. Εσύ ήσουν διαφορετική. Τον μάγεψες από την πρώτη στιγμή που σε είδε. - Και πού το ξέρεις εσύ αυτό; Σου το είπε; - Όχι φυσικά, το κατάλαβα από μόνος μου. Όταν ήταν να βγει με κάποια γυναίκα, εγώ ήμουν αυτός που του κανόνιζε τα ραντεβού. Είχε τόσες δουλειές στο κεφάλι του, δεν μπορούσε να έχει και τη διασκέδαση. Όταν όμως γνώρισε εσένα και είδα ότι άρχισε να

Page 83: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

83

βγαίνει χωρίς να μου λέει τίποτα, κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Ούτε ξενοδοχεία, ούτε διάφορες ενδυμασίες, τίποτα. Τίποτα απολύτως. Ήμουν σίγουρος ότι βρήκε πια τον έρωτα της ζωής του και δεν έπεσα έξω. Όταν σε έφερε στο σπίτι για πρώτη φορά, αν και έμοιαζες σαν χαμένη, όλοι είδαμε έναν αγνό και αθώο άγγελο, που θα γέμιζε με χαρά όλους μας.

- Ε όχι και όλους σας, η Σιμόν μόνο που δεν μ’ έπνιξε εκείνη τη μέρα. - Η Σιμόν πάντα είναι έτσι με όλους. - Και μετά; Μετά τι έγινε; Τι στράβωσε στην πορεία; - Δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ο Φίλιππος σε αγαπούσε σαν πολύτιμο θησαυρό. Κάτι όμως άλλαξε μέσα του… - Τι; - Ίσως η ανάγκη να νιώσει και πάλι νέος ή το παλιό του πάθος να φούντωσε ξαφνικά. Τι να σου πω, δεν ξέρω; Αυτό μάλλον εσύ θα το ξέρεις καλύτερα από μένα. Πάντως εδώ και καιρό, είχε αρχίσει ξανά και αναζητούσε νεαρά κορίτσια. Το γουρούνι και τη μούρη του να του κόψεις, πάλι γουρούνι θα είναι. Το πάθος του το καταλάβαινα όταν ήταν ελεύθερος και μπράβο του. Αλλά μετά γιατί; Είχε μια πανέμορφη γυναίκα πλάι του, σωστή και άξια. Τι τις ήθελε όλες αυτές τις πουτανίτσες; Προσπάθησα να σου μιλήσω τότε που είχατε την επέτειο του γάμου σας, αλλά δεν πρόλαβα. Και άλλες φορές ήθελα να σου μιλήσω, μα πάντα σταματούσα την τελευταία στιγμή. Ήθελα να σε προστατέψω, αλλά δεν ήξερα πώς. Φοβόμουν μήπως σου κάνω κακό, αν τα μάθαινες όλα αυτά. - Πώς μπήκε αυτή η κοπέλα στη ζωή του; - Αυτό δεν το ξέρω. Πώς και από πού τη γνώρισε. Εκείνη όμως την ημέρα που παρουσιάστηκε αυτή η σουρλουλού στο σπίτι, κάτι μου θύμισε. Δεν ήμουν όμως σίγουρος. Βλέπεις τόσες κοπέλες που είχα γνωρίσει από τον μακαρίτη, πού να τις θυμόμουν όλες. Όταν μου ζήτησες να φύγω και να σας αφήσω μόνες, προσπαθούσα να θυμηθώ που την είχα δει, μα όταν θυμήθηκα και ήρθα να σου το πω, ήταν πια αργά. Ο Φίλιππος ήταν εκεί και η μικρή δολοπλόκα άρχιζε το παιχνίδι της, λέγοντάς τον μπαμπά. - Εσύ πού την ήξερες; - Την είχα δει να κάνει πιάτσα. Μου έκανε εντύπωση, γιατί εκείνη την ημέρα έκανε κρύο κι αυτή ήταν στημένη στη γωνιά του δρόμου, με ένα κοντομάνικο μπλουζάκι τρέμοντας από το κρύο. Φορούσε ένα ροζ-μαύρο μπλουζάκι και σορτσάκι στο ίδιο χρώμα, όπως και γόβες ροζ. Έμοιαζε με την Barbie. Μετά, φαίνεται η μικρή με κατάλαβε και είπε στο Φίλιππο να με προειδοποιήσει να μην πω τίποτα σε σένα. Όταν ο Φίλιππος έφυγε, με ζήτησε να πάω μαζί του και μου είχε πει:

Page 84: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

84

- Άλκη ο όρος ακούς, βλέπεις και δε μιλάς ισχύει. - Μάλιστα κύριε Γεωργίου, αλλά επιτρέψτε με να σας ρωτήσω και εγώ κάτι που θέλω. - Ελεύθερα. - Τόσα χρόνια είμαι κοντά σας και δε νομίζω πως έχετε κάποιο παράπονο από μένα. - Εννοείται. - Γιατί το κάνετε αυτό στην κυρία Στεφανία; Θα σας ζήλευαν πολύ που έχετε μια τόσο όμορφη και καλή γυναίκα πλάι σας. Γιατί την προδίδετε με αυτό τον τρόπο και μάλιστα μέσα στο ίδιο σας το σπίτι; - Έχεις δίκαιο Άλκη. Αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση σου, αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι θα μπορούσα να του κάνω, αλλά επειδή σε ξέρω τόσα χρόνια και επίσης ξέρω ότι αυτό που μου λες, το λες για καλό μου, θα σου πω. Έχω μπλέξει πρώτη φορά στη ζωή μου και μάλιστα τόσο γερά που φοβάμαι για τη ζωή της γυναίκας μου. Και θα ήθελα όσο μπορείς να είσαι κοντά της, μέρα-νύχτα. Αν είναι δυνατόν να γίνεις η σκιά της και τα βράδια να κοιμάσαι αν γίνεται, κάτω από το κρεβάτι της… - Μα τι φοβόσαστε τόσο πολύ κύριε Φίλιππε; - Δεν μπορώ να σου πω Άλκη. Υπόσχομαι όμως, ότι όταν με το καλό τελειώσουν όλα αυτά, πέρα από τη γυναίκα μου δε θα κοιτάξω ούτε θηλυκή γάτα.

Εκείνη τη μέρα μ’ έκανε ν’ ανησυχήσω πραγματικά. Όχι για εκείνον, αλλά για σένα. Έτσι από τότε είχα γίνει η σκιά σου, όχι μόνο εγώ, αλλά και κάποιος σωματοφύλακας που προσέλαβε ο Γεωργίου για να σε προσέχει, αν σε περίπτωση σ’ έχανα από τα μάτια μου. Ήξερε το θύτη του, μόνο που δε λογάριασε ποιος θα ήταν το θύμα. Εκείνος φοβόταν για τη δική σου ζωή και δε λογάριαζε τη δική του. - Θέλεις να πεις ότι σήμερα το πρωί που εγώ έφυγα από το σπίτι, εσύ με ακολούθησες; - Φυσικά. Αυτές τις εντολές είχα από το Γεωργίου. - Και με ακολουθούσε και ο σωματοφύλακας; - Ναι. Και μάλιστα συναντηθήκαμε και χαιρετηθήκαμε κιόλας. - Σ’ ευχαριστώ Άλκη, σ’ ευχαριστώ. - Στεφανία είσαι καλά;

Δεν πρόλαβα να του απαντήσω, όταν ένας αστυνομικός ήρθε μέσα στο δωμάτιο και μας είπε να φύγουμε, γιατί ήμασταν ελεύθεροι. Είχαν καταλάβει ότι εγώ και ο Άλκης, δεν είχαμε καμιά σχέση με τη δολοφονία του Φίλιππου. - Άλκη, μπορείς να με περιμένεις κάτω σε παρακαλώ; του είπα και ένιωσα μέσα μου μια ανακούφιση. - Μάλιστα κυρία.

Πήγα στο γραφείο όπου ήμουν και πριν. - Λοιπόν τι έχετε να πείτε; ρώτησα τον αστυνομικό. - Σας οφείλουμε μια συγγνώμη… - Δε μ’ ενδιαφέρει η συγγνώμη σας, όσο με ενδιαφέρει να βρεθεί αυτός ή αυτή που σκότωσε τον άντρα μου. - Όσο γι’ αυτό μείνετε ήσυχη. Σας διαβεβαιώνω ότι θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Πείτε μου όμως κάτι; Γιατί ήθελε ο φονιάς να ενοχοποιήσει εσάς; - Ο χαζός ο φονιάς να λέτε… - Γιατί χαζός; με ρώτησε όλο απορία ο αστυνόμος.

Page 85: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

85

- Γιατί αν είχα σκοτώσει εγώ τον άντρα μου, πρώτον δε θα το έγραφα σ’ ένα βιβλίο που ξέρω πως θα γίνει επιτυχία και δεύτερον δε θ’ άφηνα ένα βιβλίο μου στον τόπο του εγκλήματος. Θα ήταν σαν να έβαζα την υπογραφή μου με τα ίδια μου τα χέρια. - Τώρα καταλαβαίνω γιατί είστε μια τόσο επιτυχημένη συγγραφέας. - Γιατί; - Απλά διαθέτετε απόλυτη φαντασία. - Μπα μη το λέτε αυτό, τη φαντασία μου τη χρησιμοποιώ μόνο όταν γράφω. - Πώς θα λέγεται το επόμενο μυθιστόρημά σας; - Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα, μα θαρρώ πώς θα το ονομάσω «ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ». - Ακούγεται ενδιαφέρον. Να σας δώσω μια συμβουλή; - Παρακαλώ. - Θα ήταν καλά να φύγετε για ένα διάστημα, χωρίς να πείτε πουθενά πού θα πάτε και εγώ θα σας κρατάω ενήμερη για κάθε νέα εξέλιξη. - Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας, αλλά πιστέψτε με, αυτό ακριβώς είχα στο μυαλό μου να κάνω. - Και πού λέτε να πάτε; - Είπαμε ότι δεν θα το πω σε κανένα. - Σωστά, πολύ σωστά! Για δοκιμή το έκανα. - Αφήστε, δεν το σώζετε…

Φεύγοντας από το γραφείο, είδα το μαχαίρι με το όποιο είχαν σκοτώσει το Φίλιππο. Είχε ακόμα το αίμα του πάνω. Πήρα μια ανάσα και προχώρησα. «Τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο», συλλογίστηκα.

Ο Άλκης με περίμενε στο αυτοκίνητο ανυπόμονα.

- Χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι και πάλι ελεύθερη, μου είπε και τα μάτια του άστραψαν μ’ έναν τρόπο μαγικό. - Στην αρχή είχαν κάποιες αμφιβολίες, μα αργότερα κατάλαβαν ότι έκαναν λάθος. - Είσαι ελεύθερη και μόνη. - Ούτε που να το σκέφτεσαι. - Μα γιατί; Πάντα ήξερες για την αγάπη που νιώθω για σένα! - Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, μα αυτή τη στιγμή έχω τόσα πολλά στο κεφάλι μου που πρέπει να κάνω και δεν έχω χρόνο ν’ ασχοληθώ με καινούριες αγάπες. - Πιστεύεις πως αυτό το κοριτσόπουλο η Αμάντα, σκότωσε το Φίλιππο; - Δεν το νομίζω, αν και πιστεύω πως αυτή η κοπελιά έπαιξε έναν παρά πολύ καλό ρόλο για να τον παγιδέψουν. - Ποιος όμως κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του; - Κάποιος που αποσκοπούσε στην περιουσία του.

Page 86: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

86

- Πάει κάπου ο νους σου; - Μπορεί να είναι ο καθένας. Ακόμα κι εσύ. - Εγώ; Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ; - Έλα, έλα, πλάκα κάνω. Μην το παίρνεις πατριωτικά. - Με τρομάζει το μπλακ χιούμορ σου. - Ίσως, γιατί η κατάσταση είναι πολύ φορτισμένη από το μαύρο χρώμα.

Οι επόμενες μέρες ήταν αρκετά δύσκολες. Για τους περισσότερους, μια κηδεία σημαίνει λίγο από το χρόνο τους, ένας αναστεναγμός, ίσως ένας καλός λόγος και ένα «Θεός σχωρές τον». Για μένα όμως, ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ο άνθρωπος μου, η ζωή μου, τα πάντα μου. Πολλές φορές με είχε κάνει να αισθάνομαι ότι όλα ήταν μια επιτυχημένη παράσταση και πρωταγωνιστές ήμασταν μόνο εμείς οι δυο. Φαίνεται όμως, ότι ο άτυχος Φίλιππος Γεωργίου, είχε γράψει ο ίδιος το σενάριο του τέλους του.

Όταν τελείωσαν όλα αυτά, ένιωθα γύρω μου έναν αδιόρατο τρόμο να με πλησιάζει

και όσο ο δολοφόνος του Φίλιππου ήταν ακόμα ελεύθερος, ένιωθα πως το κακό παραμόνευε έξω από την πόρτα μου. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του αστυνόμου που μου είχε πει να φύγω για λίγο καιρό. «Ναι, αυτό είναι. Θα φύγω για να νιώσω ελεύθερη. Θα πρέπει να γίνω δυνατή για να μπορέσω να ξεπεράσω τους φόβους μου, γιατί μόνο η ελευθερία δε φτάνει. Ίσα-ίσα που όταν είμαι ελεύθερη και άνετη, κινδυνεύω πολύ. Εδώ νιώθω πως πνίγομαι, πως μειώνεται το οξυγόνο μου, πως αλυσίδες δένουν τα πόδια μου και βουλιάζω χάνοντας τη ζωή μου. Αλλά πού να πάω; Πού μπορώ να πάω να μη νιώθω αυτόν το φόβο μέσα μου; Μια καλή επιλογή είναι να πάω στην Καστοριά, κοντά στη μανούλα μου, αλλά όχι. Δεν μπορώ να βάλω τη μάνα μου στο στόχαστρο. Ο δολοφόνος είναι αδίστακτος και το πρώτο που θα σκεφτεί είναι να με εκβιάσει με τη ζωή της μητέρας μου. Όχι, όχι, ούτε λόγος να γίνεται. Πρέπει να βρω ένα μέρος που να είμαι ασφαλής. Να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια και να μην έχω επαφή με πολύ κόσμο. Θεέ μου τι έχω πάθει; Έχω χάση την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους, βλέπω παντού δολοφόνους να με κυνηγούν. Δεν εμπιστεύομαι πια κανέναν», σκεφτόμουν και κοίταζα γύρω μου τρομαγμένη.

Ξαφνικά είχα σκεφτεί το τέλειο μέρος που θα μπορούσα να ηρεμίσω. Μάζεψα ό,τι μου ήταν απαραίτητο και το επόμενο πρωί έδωσα τις τελευταίες οδηγίες στο προσωπικό του σπιτιού. - Όπως είπα Σιμόν. - Μάλιστα κυρία. - Εσείς δε χρειάζεται να με παίρνετε τηλέφωνο, θα σας παίρνω μόνο εγώ. - Κυρία πού θα πάτε;

Page 87: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

87

- Δεν ξέρω Σιμόν, δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. - Μήπως θα ήταν καλύτερα αν μένατε εδώ; - Θέλω να φύγω, να ηρεμίσω, να ξαναβρώ πάλι τον εαυτό μου και όχι επειδή φοβάμαι. - Εσείς ξέρετε.

Αποχαιρέτισα και τους υπόλοιπους και πήγα να φύγω. - Στεφανία, με φώναξε ο Άλκης και ήρθε κοντά μου. - Ναι Άλκη. - Άφησέ με να σε συνοδέψω. - Μη μου λες τίποτε άλλο σε παρακαλώ. Μόνο άφησέ με να φύγω και να έχεις το νου σου στο σπίτι. - Και αν… - Ξέρω τι θέλεις να μου πεις, αλλά θα είμαι πιο σίγουρη και θα νιώθω καλύτερα αν φύγω μόνη μου. - Εντάξει, όπως θέλεις. - Και πού είσαι; Όχι τώρα που θα φύγω να αρχίσεις να με παρακολουθείς, γιατί σου τα έκοψα τα πόδια κακομοίρη μου! - Μάλιστα αφεντικό! - Έτσι μπράβο, να ξεχωρίζουμε ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα. - Μάλιστα.

Μπήκα στο ταξί που με περίμενε και έφυγα. - Πού πάμε; με ρώτησε ο ταξιτζής. - Ξεκίνα και θα σου πω.

Έπειτα από δέκα λεπτά του είπα. - Σταμάτα στην πιο κοντινή πιάτσα ταξί. - Μάλιστα.

Φόρτωσα τις βαλίτσες μου στο επόμενο ταξί και κράτησα το ίδιο σύστημα. Εκείνη τη μέρα, πέντε ταξί άλλαξα μέχρι να πάω στο αεροδρόμιο. Νόμιζα πως ο κάθε ταξιτζής ήταν και ο δολοφόνος.

Όταν πια μπήκα στο αεροπλάνο, ένιωσα πως άφηνα πίσω μου κάθε κακό που με κυνηγούσε. Εδώ που τα λέμε αν ήταν στο χέρι μου να άλλαζα και πέντε διαφορετικά αεροπλάνα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, θα το έκανα. Η μόνη μου παρέα ήταν πια το laptop μου. Ένιωθα στην κυριολεξία ότι αυτό δε θα μπορούσε να με βλάψει. Έβλεπα στην οθόνη του, τις ευτυχισμένες μέρες που είχαμε ζήσει μαζί με το Φίλιππο και άφηνα ένα δάκρυ να κυλίσει από τα μάτια μου.

Page 88: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

88

Σίγουρα η ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο, όμως καμιά φορά συννεφιάζει εκεί που δεν το περιμένεις, ακόμα κι αν σχεδιάζεις χρωματιστά. Η καθημερινή πραγματικότητα με κούραζε και αυτό το ταξίδι ήταν για μένα μια διαφορετική αλλαγή. Μα πάνω απ’ όλα, ήθελα από εκεί που άρχισαν τα όνειρά μου, εκεί και να τελειώσουν. Άλλωστε,

πάντα ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι. Όχι φυσικά μόνη μου, αλλά με το Φίλιππο στο πλάι μου. Η ζωή όμως είχε τα δικά της σχέδια.

Έπειτα από αρκετές ώρες πτήσης, είδα την ομορφιά των Μαλδιβών από ψηλά! Τα μαργαριταρένια διάσπαρτα νησάκια πάνω στο βαθύ γαλάζιο του Ινδικού ωκεανού, μ’ έκαναν να χαμογελάω όπως και τότε… Οι Μαλδίβες ήταν μια εμπειρία αξέχαστη, καθώς αυτός ο παράδεισος ήταν πάντα χαραγμένος στο μυαλό μου. Παρόλο που ήταν Δεκέμβριος, το κλίμα στις Μαλβίδες ήταν ζεστό. Κι αυτό φυσικά, γιατί εκεί υπάρχει τροπικό κλίμα, με ζεστές θερμοκρασίες όλη τη διάρκεια του χρόνου και μεγάλη ηλιοφάνεια.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, το υδροπλάνο που θα με πήγαινε στο καταφύγιό μου, με περίμενε.

Ευτυχώς υπήρχαν θέρετρα για κάθε γούστο και κάθε πορτοφόλι. Νησιά που προσφέρονταν για θαλάσσια σπορ και καταδύσεις, νησιά απομονωμένα που δε φιλοξενούσαν περισσότερα από δέκα άτομα και νησιά ακατοίκητα, όπου εκεί μπορούσες να απολαύσεις μόνο τη φύση. Αυτά φυσικά ήταν και τα πιο ακριβά, γιατί σε έφερναν πρωί, μεσημέρι και βράδυ ό,τι χρειαζόσουν και ξαναέφευγαν γρήγορα στην άλλη μεριά του νησιού, χωρίς να σε ενοχλούν. Μόνο αν τους καλούσες εσύ να έρθουν για κάτι έκτακτο, τότε ερχόταν. Ένα τέτοιο νησί ήταν και το δικό μου καταφύγιο, μακριά από τα βλέμματα όλων. Μακριά από το καθετί που θα μπορούσε να ταράξει την ψυχική μου ηρεμία.

Στάθηκα εκεί, μ’ ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και κοίταζα τα γαλαζοπράσινα νερά.

Page 89: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

89

«Ναι, ναι, ναι! Αυτό είναι γαλήνη. Να μπορείς να ξεφωνίζεις χωρίς να σε ακούει κανείς. Γιουχου»! ξεφώνιζα χαρούμενα. Παρά τη γαλήνη και την ελευθερία που ένιωθα σε αυτό το απομονωμένο νησάκι, στο μυαλό μου είχα συνέχεια τη μορφή του Φίλιππου. Έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές να μιλάει μαζί του, σαν να ήταν εκεί, σαν να ήταν παρών, δίπλα μου, κοντά μου, μαζί μου… Ένιωθα την ανάσα του και αισθανόμουν τα χέρια του πάνω στο κορμί μου, καθώς του έλεγα: «Κοίτα! Πήρα αυτά τα εσώρουχα που σου αρέσουν. Το μαύρο σετ με τα κόκκινα τελειώματα. Κοίτα! Το σουτιέν κάνει το στήθος μου σφιχτό και πετάγονται δύο βουναλάκια από πάνω. Θυμάσαι που έβαζες το δάχτυλό σου εκεί ανάμεσα και χάιδευες το σχήμα τους; Μια φορά μου είχες ρίξει σιρόπι βύσσινο που με άρεζε και μου είπες ‘’εγώ θα σε γλύφω και εσύ θα με κοιτάς’’. Και το έκανες! Και έγιναν τα χείλη σου κόκκινα και εγώ τρελαινόμουν από την ηδονή! Κοίτα και πιο κάτω… Ναι, εκεί που το εσώρουχο μπαίνει μέσα μου… Εκεί που πάντα σου άρεζε να με κοιτάς… Που ήμουν μια πρόκληση, ένα κάλεσμα και μια επιπλέον ηδονή για σένα και μόνο για σένα. Θα ανοίξω τα πόδια μου για να νιώσω το κοίταγμά σου ξανά. Άραγε μπορείς να με δεις; Πού να’ σαι; Μακάρι να μπορούσες να με δεις και να με αγγίξεις… Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται, εγώ όμως θέλω να παίξω με τη σκέψη μου, να σου μεταδώσω την αίσθησή μου και ας μην είσαι πια στη ζωή! Κοίτα… Σκύβω για να με δεις κι από πίσω. Όμορφο το μαύρο πάνω μου; Μου έλεγες ότι κι εσένα σου αρέσει… Κουνιέμαι πέρα δώθε… Πάνω-κάτω… Κυκλικά. Σα να’ σαι μέσα μου… Σαν… Σαν… Τινάζω πίσω τα μαλλιά μου. Θυμάσαι που μου τα έπιανες με δύναμη; Μ’ άρεζε αυτό. Και συ ένιωθες κυρίαρχος. Περίεργο… Σε νιώθω εδώ… Μπορώ να μυρίσω το άρωμά σου, να ακούσω την ανάσα σου και να αισθανθώ το βλέμμα σου πάνω μου… Πώς όμως; Πώς γίνεται αυτό; Μήπως τελικά αρχίζω να τρελαίνομαι»; μονολογούσα και χαϊδευόμουν μόνη μου. «Μήπως θα είναι καλύτερα να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, πριν μου στρίψει τελείως»; έλεγα στον εαυτό μου. Και πραγματικά, όταν βρισκόμουν έξω από το σπίτι, ήμουν καλύτερα. Τα ήρεμα νερά με γαλήνευαν και τα μικρά πολύχρωμα ψαράκια ξεκούραζαν το μυαλό μου, από τις επίμονες σκέψεις που με τριβέλιζαν, ενώ άλλες φορές χανόμουν στα έμπειρα χέρια μιας μασέρ, που ηρεμούσε το κορμί μου.

Οι περιποιήσεις των ανθρώπων σε εκείνο το μέρος, μ’ έκαναν να αισθάνομαι μοναδική πάνω στον πλανήτη, καθώς με κακομάθαιναν θα έλεγα, με τους απίθανους τρόπους τους. Με σερβίριζαν τη σαμπάνια στη μέση της θάλασσας, καθώς ήμουν ξαπλωμένη πάνω σε μια αιώρα, όσο και απίθανο ν’ ακούγετε αυτό. Αυτοί οι πιστοί φύλακες, ήξεραν να κλέβουν τις εντυπώσεις, ενώ άλλες φορές μου έφερναν το μεσημεριανό μου στην άκρη της θάλασσας, κάτω από μια ομπρέλα.

Page 90: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

90

Οι δυο εβδομάδες είχαν περάσει και εγώ είχα προσαρμοστεί απόλυτα στην υπέροχη ζωή. Τα φαντάσματα του παρελθόντος σιγά-σιγά ξεθώριαζαν από τη μνήμη μου και η ζωή μου έπαιρνε και πάλι τον κανονικό της ρυθμό.

Ένα βράδυ ξύπνησα τρομαγμένη. Ήταν μια τραγική φιγούρα μέσα στο μισοσκόταδο, χαμένη στις προηγούμενες, όμορφες σκηνές, που είχε πλάσει το μυαλό μου. Ένα ρίγος είχε διαπεράσει το κορμί μου και ένας λυγμός έκαιγε στα σωθικά μου. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, πάνω στα χλωμά μάγουλά μου. Έβλεπα τη ζωή μου να κυλά σαν κινηματογραφική ταινία. «Πού πήγαν τόσα χρόνια γάμου»; αναρωτήθηκα. «Πού πήγε η ευτυχία; Χάθηκε έτσι ξαφνικά μέσα σε λίγα λεπτά. Χάθηκες και εσύ, μέσα στη σιωπή της νύχτας, αφήνοντάς με μόνη. Χωρίς να ξέρω τι και πού… Δε θέλω τη ζωή μου χωρίς εσένα πλάι μου… Με ακούς; Ε; Με ακούς; Δεν είσαι εδώ… Το αισθάνομαι, έχεις φύγει… Μόνο την ηχώ μου ακούω και το πήγαινε-έλα των κυμάτων… Γιατί τα γκρέμισες όλα; Πού βρήκες το κουράγιο και το σθένος να πετάξεις τόσα που ζήσαμε μαζί; Δε σκέφτηκες τι θα απογίνω τώρα μόνη; Σε μισώ Φίλιππε, σε μισώ με όλο το είναι της καρδιάς μου! Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ! Αλλά και σε αγαπώ! Ακόμα επιμένω να σκέφτομαι τη μορφή σου, να πίνω στ’ όνομά σου, να σου γράφω γράμματα και να έρχομαι στο ίδιο μέρος διακοπές, όπως τότε που είχαμε έρθει μαζί. Τότε που νιώθαμε τόσο ευτυχισμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κάνω τα πάντα όπως και τότε, όχι απλά για να μη σε ξεχάσω, αλλά για να σε κρατήσω στο μυαλό μου όσο γίνεται περισσότερο. Έτσι όπως κάνω και με τα όμορφα όνειρα, που το απότομο ξύπνημα μου τα στερεί. Αγαπημένε μου Φίλιππε ξέρω πως δεν γίνεται να έρθεις κοντά μου, αλλά σίγουρα εγώ θα έρθω κάποτε. Ως τότε όμως θα σ’ ερωτεύομαι ατέλειωτες φορές, θα σε ανακαλύπτω σε άπειρες μορφές, σε ποικιλία ονομάτων, ηλικιών και χαρακτήρων, μα πάντοτε θα είσαι ένας και μοναδικός. Ο ξεχωριστός μου Φίλιππος»! ξεφώνιζα δυνατά.

Μου ήταν αδιανόητο να συνηθίσω στην ιδέα πως έπρεπε να ξεπεράσω τον πόνο, τη θλίψη, την πίκρα και την απογοήτευση που ένιωθα. Δεν μου ήταν εύκολο να ξεχάσω και ν’ αφήσω πίσω μου τόσα χρόνια γάμου. Πώς έπρεπε τελικά να κάνω το επόμενο βήμα στη ζωή μου μόνη μου, όταν όλα γύρω μου, μου θύμιζαν το χθες; Όταν τόσες αναμνήσεις στοίχειωναν στο μυαλό μου; Πώς μπορούσα να συνεχίσω να ζω με μια αγάπη που μέσα μου δεν πέθαινε ποτέ;

Κυλιόμουν πάνω στα σεντόνια και σκούπιζα τα δάκρυά μου που κυλούσαν και αυτά. Το δωμάτιο μού φαινόταν μικρό, τόσο που δε χωρούσα. Βγήκα έξω τρέχοντας. Ξάπλωσα πάνω στην υγρή άμμο, καθώς το νερό της θάλασσας έβρεχε το γυμνό μου κορμί. Έτσι εκεί, απλά με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα, όταν οι καυτές ακτίνες του ήλιου έκαιγαν το λευκό μου δέρμα. «Πώς είμαι

έτσι; Τι κάνω εδώ»; αναρωτήθηκα. «Ελπίζω να μη με είδε κανείς σ’ αυτά τα χάλια», είπα στο εαυτό μου και πήγα γρήγορα μέσα και έβαλα το μαγιό μου. «Δεν μπορώ πια, δεν

Page 91: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

91

αντέχω να ζω σ’ αυτή την παράνοια. Όσο έκλαψα, έκλαψα. Όσο πόνεσα, πόνεσα. Φτάνει πια! Λυπάμαι πολυαγαπημένε μου Φίλιππε, αλλά δε θα σε αφήσω να με τρελάνεις και να με πάρεις μαζί σου στον άλλον κόσμο! Θα καταχωνιάσω την αγάπη σου στα συρτάρια της καρδιάς μου και θ’ ανοίξω τα μάτια μου στο μέλλον που απλώνεται μπροστά μου». Την τελική απόφαση την είχα πλέον πάρει. Άπλωσα το αντηλιακό πάνω μου και άφησα τον ήλιο να κάνει τη δουλειά του. Έκλεισα τα μάτια μου και απολάμβανα τα καυτά του χάδια.

Τα πουλιά σιγοτραγουδούσαν και εγώ χαιρόμουν το μικρό μου παράδεισο. Ένα κύμα δροσιάς έπεσε ξαφνικά πάνω μου και μ’ έκανε να ξεφωνίσω «Αχ! Τι ήταν αυτό»; γύρισα και κοίταξα ξαφνιασμένη. «Ωπ! Τι έχουμε εδώ; Πατρίδα; Πατρίδα»; μου είπε ένας νεαρός που εμφανίστηκε ξαφνικά μ’ ένα τζετ σκι.

Βγήκε στην παραλία, έβγαλε το σωσίβιο-γιλέκο του και κάθισε δίπλα μου. «Τι ήταν

πάλι αυτό; Και από πού ακούστηκε; Ή έχω παραισθήσεις ή δεν άκουσα καλά», ψιθύριζα τρομαγμένη. Είχα μείνει ακίνητη και ένιωθα πως το αίμα μου είχε κρυσταλλώσει. - Είσαι από την Ελλάδα ή λάθος κατάλαβα; με ξαναρώτησε. - Ε… ναι. Από την Ελλάδα είμαι, του είπα ακόμα πιο τρομαγμένη, καθώς στο μυαλό μου ήρθε ο δολοφόνος του Φίλλιπου. - Επιτέλους να μιλήσω και λίγο ελληνικά. Όχι πως μου έλειψαν δηλαδή, αλλά άλλο πράγμα όταν μιλάς με έναν πατριώτη ή καλύτερα με μια τόσο γοητευτική πατριώτισσα και άλλο να μιλάς ξένα, μου είπε. - Ναι, άλλο πράγμα, του είπα και έκανα ένα μορφασμό νευρικότητας. - Ενοχλώ; Δε νομίζω να ενοχλώ; - Κάνε δουλειά σου.

«Τι να του πεις τώρα; Μόνος του ρωτάει, μόνος του απαντάει. Παιδί είναι και δεν ξέρει από τρόπους», σκεφτόμουν. - Να συστηθούμε. Με λένε Μανούσο κι’ μαι απ’ τη Κρήτη. - Έλα! - Ναι μα θες! Εσένα όμορφη κυρά, με τα μελιά τα μάτια, πες μου τ’ όνομά σου και κάνε με κομμάτια! - Όπα, όπα, αρχίσαμε και τις μαντινάδες; - Αν κρητικός δεν πει, μια μαντινάδα τη μέρα, πώς θ’ αστράφτει η γη και θα γυρίζει όλη μέρα; - Ναι σωστά, είναι και αυτό. Πρέπει να γυρίζει και η γη, πώς θα γίνει; Στεφανία με λένε. - Το όνομα σου κοπελιά, είναι σαν το στεφάνι, που το στολίζουν τη μαγιά και ο λογισμός μάς πιάνει. - Ξέρεις και άλλες τέτοιες μαντινάδες; - Ου! Θέλεις ν’ ακούσεις; - Για ν’ ακούσω.

Page 92: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

92

- Όλου του κόσμου τις χαρές, βλέπω στο κοίταγμά σου και χάνομαι όταν βρεθώ, φως μου στην αγκαλιά σου! Άκου και ακόμα μία: Όταν σ’ έπλαθε ο Θεός, δεν είχε φέξει ακόμα, γι’ αυτό έχουν τα μάτια σου, του ουρανού το χρώμα! - Είναι πραγματικά πολύ ωραίες. Μπράβο Μανούσο! - Εσύ διακοπές κάνεις εδώ; - Κάτι τέτοιο… - Μόνη ή έχεις και ταίρι; - Μόνη, μόνη! Μόνη και έρημη… - Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές, πολλές χαρές θωρούνε, τσι πίκρες και τα βάσανα, με θάρρος ξεπερνούνε! - Καλή η μαντινάδα σου, αλλά δυστυχώς είμαι και θα παραμείνω μόνη. - Μήπως έχει αποθάνει; - Ναι Μανούσο, έχει αποθάνει. - Ε… Ε… Για να σε δω. Δε θέλω να τα ξαναδώ, τα μάτια σου κλαμένα, πες μου τονε τον πόνο σου, να κλαίω εγώ για σένα! - Ε… Δεν το πιστεύω! Τι κάνεις; Έχεις μαντινάδα για κάθε περίσταση; - Σωστά το είπες, γιατί τις μαντινάδες δεν τις βγάζουν αυτοί που έχουν πτυχία, αλλά αυτοί που έχουν πόνο ή χαρά στην καρδιά τους. - Τελικά ξέρεις κάτι; Μου έφτιαξες τη μέρα μου και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. - Να σου πω κι εγώ κάτι; Να χαμογελάς πιο πολύ, γιατί σου πηγαίνει. - Σ’ ευχαριστώ. - Και εδώ ταιριάζει μια μαντινάδα που λέει: Όμορφο σαν την άνοιξη, είναι το πρόσωπό σου, και σαν ηλιοβασίλεμα, κάθε χαμόγελό σου! - Η κοπέλα σου θα είναι ευτυχισμένη που θα της λες τέτοιες μαντινάδες. - Δεν έχω κοπέλα, είμαι με κάτι φίλους μου εδώ, αλλά ούτε που βλεπόμαστε. - Και εγώ που νόμιζα ότι σ’ αυτά τα μέρη έρχονται ερωτευμένα ζευγαράκια… - Και εγώ το ίδιο νόμιζα, αλλά βλέπω πως ήρθες μόνη σου! - Ε… ναι. - Είπες κάτι; - Όχι. - Τότε θα πω εγώ. Δε λέω, ωραίος ο παράδεισος εδώ. Αλλά επειδή στον παράδεισο δεν μπορεί να μείνει κανείς μόνος του, προτείνω να σε ξεναγήσω στη γύρω περιοχή. Τι λες; - Είναι πολύ ωραία η ιδέα σου και σ’ ευχαριστώ, αλλά θα προτιμήσω να μείνω εδώ. - Ωραία! Τότε θα μείνω κι εγώ μαζί σου. - Ε; Αυτό δε γίνεται. - Γιατί; - Οι φίλοι σου, τι θα πουν; Θ’ ανησυχήσουν για σένα. - Μπα, ούτε καρφάκι δε θα τους καεί. Εξάλλου ο ένας δουλεύει σε κάποιο ξενοδοχείο και οι άλλοι γυρίζουν από εδώ και από εκεί.

Μπορεί με το Μανούσο να περνούσε ευχάριστα η ώρα, όμως εγώ ένιωθα πως είχα μπλέξει. Εκτός ότι ήταν ένα παιδί, ήταν και ξεροκέφαλος. Αν έβαζε κάτι στο μυαλό του, δεν μπορούσες να το βγάλεις με τίποτα.

Page 93: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

93

- Λοιπόν, πού θα μου κάνεις το τραπέζι; Μέσα; Έξω; Στη θάλασσα ή κάτω από τους φοίνικες; με ρώτησε χαμογελαστά. - Βρε πού έχω μπλέξει… - Τι είπες; - Είπα, διάλεξε εσύ το μέρος που θέλεις να φάμε. - Εγώ προτιμώ εκεί. Στη μέση της θάλασσας! - Μου είσαι και εκλεκτικός, ψιθύρισα μέσα από τα δόντια μου.

Έπειτα από λίγο έδωσα την παραγγελία για να μας φέρουν το φαγητό στη μέση της θάλασσας, όπου υπήρχε μια ψάθινη ομπρέλα με τραπεζάκι και μικρά σκαμπό.

Τελικά ο Μανούσος ήταν υπέροχος. Και όσο η ώρα περνούσε, με έκανε να γελάω

συνέχεια. Λίγο οι απίθανες μαντινάδες του, λίγο ο Κρητικός του τρόπος, λίγο τα ξένοιαστα νιάτα του. Ήταν ένας ευχάριστος μπελάς! Μου μιλούσε για τις ομορφιές της Κρήτης, για τους δικούς του και τόσα άλλα.

- Μανούσο, πόσων χρόνων είσαι; τον ρώτησα. - 25. - 25 ε; Πω-πω! Η καλύτερη ηλικία του ανθρώπου. Είναι μια περίοδος που όλα σου φαίνονται όμορφα και λαμπερά. - Μπα μη το λες αυτό. Ωραία τα αστεία και οι χαζομάρες, μα είναι δύσκολη ηλικία για έναν άντρα. Δεν ξέρει ποιο δρόμο να τραβήξει και πώς να σταθεί στα πόδια του. Είναι ένα μεγάλο δίλημμα, γιατί περνάς από τα τελευταία στάδια της εφηβείας, στα πρώτα στάδια της αντρικής ζωής. Και κάθε πράγμα που είναι καινούριο, είναι και δύσκολο.

Τον άκουγα που μιλούσε και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ήταν σαν να είχα μπροστά μου δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Από τη μια ένα ξένοιαστο παιδί και από την άλλη έναν σοβαρό άντρα! Εκείνη τη μέρα περάσαμε όμορφα. Μετά το φαγητό κολυμπήσαμε, περπατήσαμε και μέχρι που χορέψαμε! Ήταν μια ευχάριστη παρένθεση για μένα, που μ’ έκανε να νιώσω υπέροχα.

Ήταν σαν τους πρίγκιπες του παραμυθιού, που έρχονται και φεύγουν ξαφνικά, πάνω στο άσπρο τους άλογο. Έτσι και ο Μανούσος, ήρθε ξαφνικά από εκεί που δεν το περίμενα,

Page 94: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

94

στη μέση του πουθενά και γέμισε με χαρά λίγες από τις ώρες μου. Έφυγε με τον ίδιο τρόπο που ήρθε, πάνω στο τζετ-σκι του, ξεσηκώνοντας τα ήρεμα νερά της θάλασσας. Για όλον τον κόσμο μπορεί να ήταν ένας ξένοιαστος νεαρός, για μένα όμως ήταν ένας μοντέρνος πρίγκιπας.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα με άλλη διάθεση. «Μμ! Ο ήλιος λάμπει και η νύχτα ήταν υπέροχη. Είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ τόσο ωραία. Φαίνεται η παρέα του Μανούσου, μου έκανε καλό. Αλλά πρέπει να γυρίσω και λίγο στα παλιά. Έχω τρεις μέρες να πάρω τηλέφωνο τον αστυνόμο, για να μάθω νέα και τώρα είναι η καλύτερη ευκαιρία», μονολογούσα και σχημάτισα το νούμερο του τηλεφώνου του αστυνόμου Λαμπράκη. - Ναι… Κύριε Λαμπράκη. - Γεια σας κυρία Γεωργίου. - Τι κάνετε; - Καλά. - Είχαμε κανένα νέο; - Ασφαλώς. - Πείτε μου σας παρακαλώ. - Βρήκαμε τελικά την Αμάντα. - Και; - Και τίποτα. - Πώς τίποτα κύριε Λαμπράκη; - Αποτυπώματα δε βρέθηκαν πάνω στο μαχαίρι και η Αμάντα σύμφωνα με τις ομολογίες του υπαλλήλου σας, εκείνη την ώρα ήταν στο σπίτι σας. - Του υπαλλήλου μου είπατε; - Μάλιστα κυρία Γεωργίου. Του κηπουρού σας. - Μα πώς; Δε σας καταλαβαίνω. - Ο κηπουρός σας και η νεαρή Αμάντα είχαν κοιμηθεί μαζί εκείνο το βράδυ. Το πρωί τους είδε και η μαγείρισσα να βγαίνουν από το δωμάτιο μαζί. - Τελικά μόνο εμένα δεν πήδηξε το βρωμοθήλυκο, είπα νευριασμένα. - Τι είπατε κυρία Γεωργίου; - Τίποτα. Οπότε δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα για το ποιος σκότωσε τον άντρα μου; - Λυπάμαι πολύ. - Αν λυπάστε εσείς κύριε Λαμπράκη, εγώ τι πρέπει να κάνω; - Σας καταλαβαίνω. - Τίποτα δεν καταλαβαίνετε. Τέλος-πάντων, θα σας ξαναπάρω τηλέφωνο και ελπίζω να έχετε κάτι να μου πείτε. - Το εύχομαι.

Έκλεισα το τηλέφωνο και ένιωσα μια ανατριχίλα να με διαπερνά. «Σκέψου Στεφανία. Αν ήταν όλο αυτό ένα από τα μυθιστορήματά σου, ποιον θα μπορούσες να κάνεις δολοφόνο; Ποιος θα είχε το κίνητρο για να σκοτώσει ένα Φίλιππο Γεωργίου»; ρωτούσα και ξαναρωτούσα τον εαυτό μου, αλλά μια σωστή απάντηση δεν μπορούσα να δώσω. Όλοι μου φαινόταν ύποπτοι.

Βγήκα έξω και περπατούσα πάνω στη ζεστή άμμο, ενώ το μυαλό μου προσπαθούσε να βρει μια άκρη σε αυτήν την τόσο μπερδεμένη υπόθεση. «Τι σχέδιο είχε η Αμάντα εκτός

Page 95: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

95

απ’ το ότι ήταν ερωμένη του Φίλιππου; Και ποιος ήταν αυτός τελικά που ήθελε να τον βγάλει από τη μέση; Και γιατί; Τελικά νομίζω πως βρίσκομαι ανάμεσα σ’ ένα από τα πιο δύσκολα παζλ. Ενώ έχω βρει τις άκρες, μου λείπουν τα σημαντικά κομμάτια της μέσης, για να τα ενώσω. Γιατί ο Φίλιππος έδινε τόσο σημασία στη δική μου ζωή και όχι στη δική του; Μήπως τελικά το είχε σίγουρο ότι εγώ θα ήμουν το θύμα; Γιατί εκείνος είχε εμπιστοσύνη στο δολοφόνο; Γιατί τον γνώριζε καλά ή ήταν τόσο σίγουρος ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα του έκανε ποτέ κακό; Και αν ναι, ποιος ήταν»; αναρωτιόμουν και περπατούσα με το κεφάλι σκυμμένο.

«Ωχ! Ο Μανούσος! Αυτό είναι του Μανούσου», είπα ξαφνικά και είδα μια ζωγραφισμένη καρδιά πάνω στην άμμο, που μέσα είχε έναν κόκκινο ιβίσκο.

- Κι ο ουρανός κι η θάλασσα, κι όλα τσι γης τα μέρη, το μαρτυρούν πως σ’ αγαπώ και θα σε κάμω ταίρι. - Αχ! Με τρόμαξες Μανούσο. - Πού ταξίδευε ο λογισμός σου; - Σε άσχημα πράγματα. - Γι’ αυτό ήρθα και εγώ, για να σε κάνω να τα ξεχάσεις όλα. - Αχ! Καλέ μου Μανούσο… Μακάρι να μπορούσες να με κάνεις να βγάλω από μέσα μου αυτά που έχω ή να μπορούσα να βρω αυτό το κουμπάκι που γράφει Delete, να το πατούσα και να έσβηναν μια για πάντα όλα και να ξανάρχιζα από την αρχή. - Θέλεις; Να σου δόκω μια στην κεφαλή, να τα ξεχάσεις ούλα; - Θα τα ξεχάσω ή θα τα θυμάμαι και θα έχω και καρούμπαλο;

Τα γέλια μας ακούστηκαν σε όλο το νησί. Όταν ο Μανούσος θυμόταν τη γλώσσα της πατρίδας του, ήταν πραγματικά μια αποθέωση. - Θέλω να σε πάω σε ένα μοναδικό μέρος, που νομίζω πως δεν το έχεις ξαναδεί. - Περίμενε Μανούσο. Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά σήμερα. Ίσως κάποια άλλη φορά. - Στεφανία τι φοβάσαι; - Τίποτα. Πώς σου ήρθε αυτό; Δείχνω πως φοβάμαι κάτι; - Ναι. - Έλα χαζομάρες. - Από ποιον προσπαθείς να κρυφτείς; - Από κανέναν. - Δε με κοροϊδεύεις εμένα. - Μα τι είναι αυτά που λες; - Γιατί δε φεύγεις τότε από εδώ; - Μα εδώ ήρθα για να μπορέσω να ηρεμίσω. - Ποιος σου είπε ότι εγώ θα σε πάω κάπου που δε θα είσαι ήρεμη; - Δεν είναι αυτό.

Page 96: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

96

- Τότε τι είναι; - Δε θα νιώθω και τόσο ωραία που θα κυκλοφορούμε μαζί. - Γιατί; Τι έχω; - Εσύ τίποτα. Εγώ γεννήθηκα καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα. - Τι είναι αυτά που λες; Εγώ μπροστά μου έχω μια πανέμορφη γυναίκα, που δίπλα της δεν μπορούν να συγκριθούν, ούτε δέκα εικοσάρες! - Θα με κάνεις να κοκκινίσω… - Θα σου πηγαίνει πολύ το κόκκινο.

Εκείνη τη στιγμή έσκυψε και με φίλησε.

Το φιλί του ήταν τόσο διαφορετικό που έκανε το κορμί μου να παραλύει, την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και τους παλμούς μου ν’ ακούγονται σε όλο το κοραλλιογενές σύμπλεγμα των Μαλδιβών… - Όχι, όχι. Δεν είναι σωστό αυτό που κάνουμε, του είπα και τραβήχτηκα απότομα. - Δεν κάνουμε κάτι κακό. Ενήλικες είμαστε. - Όχι, όχι. Αυτό είναι απαγορευμένο για μένα. - Μου είπες ότι ο άντρας σου δε ζει. Τι είναι τότε αυτό που σε σταματάει; - Ό,τι και να σου πω δεν θα με καταλάβεις… - Δοκίμασέ με. - Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω και εξάλλου είσαι τόσο μικρός. Αυτό είναι απαγορευμένο. Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.

Με κοίταξε και χαμογέλασε.

- Λέγε ό,τι θες. Εγώ σε αγαπώ! Και αυτό που νιώθω, δεν μπορείς να το βγάλεις από την καρδία μου. Αν ήσουν παντρεμένη θα έκανα πίσω, αλλά τώρα δε με σταματάει τίποτα. - Δεν μπορώ. - Γιατί; - Φοβάμαι. - Τι φοβάσαι; - Φοβάμαι μην πληγωθώ.

Page 97: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

97

- Και τι θα κάνεις; Δε θα ξαναφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο στα χέρια κάποιου; Δε θα αγαπήσεις ξανά; - Δεν ξέρω; Δεν ξέρω τι είναι αυτό που θέλω. - Δε θες να αγαπηθείς; - Φοβάμαι μη νιώσω τον ίδιο φρικτό πόνο στην καρδιά μου, που είναι σαν να της έχει καρφώσει κάποιος ένα μαχαίρι και να το στριφογυρνά! Όχι δεν το θέλω... - Θες να μείνεις μόνη σου; - Θέλω να βρω αυτόν που αγάπησα, που ένιωσα κοντά του όμορφα... - Και πώς θα τον βρεις; Θα ψάξεις; Θα τον αναζητήσεις; Αφού δεν υπάρχει πια. - Δεν ξέρω. Φοβάμαι να νιώσω ξανά την αγάπη μέσα μου. Κι αν τελικά κάνω λάθος; Αν τελικά δε βρω ανταπόκριση; Ο πόνος θα μείνει εκεί κρυμμένος, μέχρι τη στιγμή που θα μείνω τελείως μόνη, έως ότου έρθουν να με στοιχειώσουν και πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος. - Είναι προτιμότερο να πονέσεις για κάτι που αγάπησες, παρά για κάτι που το άφησες να φύγει χωρίς να το γευτείς. Τη γεύση που σου αφήνει η αγάπη, δεν την αλλάζεις με τίποτα, είναι μοναδική και κάθε φορά και διαφορετική.

Κάπου μέσα στο παραμύθι και στη ρομαντική ομίχλη του μυαλού μας, όλα αυτά που μου έλεγε ο Μανούσος ήταν πραγματικά. Άσχετα αν εγώ ήθελα να τα βγάλω λανθασμένα. Ήταν μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελα να τον μπλέξω σε αυτή τη συνομωσία. Στην πραγματικότητα είχε απόλυτο δίκαιο, γιατί ο Φίλιππος με θεωρούσε δεδομένη και είχε ξεχάσει πως ήμουν κι εγώ άνθρωπος. Ήξερε μόνο να παίζει με τα τρελά παιχνίδια της ερωμένης του και δε θυμόταν ότι σε αυτή τη ζωή, δεν μπορούμε να θεωρούμε τίποτα δεδομένο.

Για την αγάπη έχουν μιλήσει πάρα πολλοί, ο καθένας με τον τρόπο του, τα βιώματά του, τις μύχιες σκέψεις του. Ανάλογα με τη στιγμή. Ανάλογα με το αν ήταν μόνος του. Καπνίζοντας ή πίνοντας. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι για όλα ευθύνονται οι ενδορφίνες. Η επιστήμη ούτε συμφωνεί, ούτε διαφωνεί. Απλώς σηκώνει τα χέρια ψηλά. Δεν μπορεί να δώσει μια σαφή απάντηση, αλλά ούτε και μια καθαρή ερμηνεία. Και να σκεφτούμε ότι ο λόγος γίνεται για μια λέξη, που περιδιαβαίνει σε στόματα αλλότρια, σε γλώσσες που μιλάνε, υποκινούμενες από διαφορετικές «συστάσεις» του εγκέφαλου και από διαφορετικές κουλτούρες, οι οποίες είναι εμποτισμένες από διαφορετικούς πολιτισμούς.

Αγάπη. Μία λέξη τόσο απλή και όμως τη λένε καθημερινά δισεκατομμύρια άνθρωποι, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη. Αγάπη λένε και λιώνουν ανδρόγυνα, παιδιά, αδέλφια, φίλοι και κολλητοί. Μα περισσότερο τη λένε οι εραστές. Η αγάπη εμπεριέχει τον έρωτα, αλλά και την τρυφερότητα. Μπορεί να αποτελεί το γινόμενο ενός έρωτα, έστω προσωρινό, αλλά είναι τόσο δυνατή, που μπορεί να υπάρξει και χωρίς ταίρι. Για τους απανταχού εραστές, συνοψίζεται ως το καμίνι που θέλουν να μπουν μέσα και να εξαϋλωθούν, επιθυμώντας διακαώς, στην κυριολεξία, να ενσαρκωθούν στο πλατωνικό ανδρόγυνο του μύθου. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η αγάπη είναι το όνειρο της απόλυτης ένωσης και κάποιες φορές είναι τόσο δυνατή, που τη ληξιαρχική της πράξη, έρχεται να την υπογράψει ο θάνατος! Μη μας αγχώνει αυτό… Και ο θάνατος μέσα στη ζωή είναι. Και αν ήταν να έρθει για μένα, τουλάχιστον ας με έβρισκε γεμάτη από ζωή και όχι κρυμμένη σε πανάκριβα καταφύγια.

Page 98: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

98

Έτσι, μετά από εκείνη τη μέρα, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο ν’ αγαπήσει. Μάλλον για να το πω καλύτερα, τον άφησα ν’ αγαπηθεί. Κάπου μέσα μου, ήξερα ότι δε θα μπορούσε πια κανείς να ξαναπάρει ολόκληρη την καρδιά μου, αλλά τουλάχιστον θα ζούσα όμορφα. - Πού ήθελες να με πας; ρώτησα το Μανούσο. - Παντού! - Και γιατί είμαστε ακόμα εδώ;

Ένα λαμπερό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. - Έτσι σε θέλω, όμορφη και αποφασιστική, μου είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του. - Από πού θα αρχίσουμε; - Από αυτό, μου είπε και μου έδειξε ένα μικρό ιστιοφόρο που ήταν λίγο πιο πέρα.

Από εκείνη τη στιγμή, άρχισα να αισθάνομαι ποιος ήταν τελικά ο πραγματικός παράδεισος. Μπαίνοντας στο ιστιοφόρο, τα κορμιά μας πήραν φωτιά. Καιγόμασταν με το πάθος του έρωτα. Μου έβγαλε τα λιγοστά μου ρούχα βιαστικά, ενώ με φιλούσε με πάθος. Ξεστόμιζε αισχρές λέξεις και εγώ έκλεινα τα μάτια μου από ντροπή. Αυτό το αγόρι ήξερε πώς να κάνει μια γυναίκα να νιώσει από βασίλισσα, πουτάνα.

Τελικά ο σύντροφος που επιλέγεις, καθορίζει και τη συμπεριφορά σου. Νομίζω τελικά η σεξουαλική ωριμότητα της γυναίκας είναι εκεί γύρω στα 40 και είναι μια περίοδος που τα θέλει να τα δώσει και να τα πάρει όλα. Πιο πριν, απλά παίζει τη μεγάλη, υπακούγοντας τις εντολές του συντρόφου της.

Έπειτα από τον θεσπέσιο έρωτα που κάναμε, κολυμπήσαμε στα ήσυχα νερά μιας λιμνοθάλασσας, ενώ ο καυτός ήλιος μάς έκαιγε από ψηλά.

Το μεσημεράκι φτάσαμε στη βίλα που νοίκιαζε. Ένα υδρομασάζ στη βεράντα, μας

έκανε να νιώσουμε καλύτερα. - Η παρέα σου πού είναι; τον ρώτησα περίεργη. - Τους έδιωξα για σήμερα. Τους είπα ότι θα φέρω το κορίτσι μου και ότι θέλω να μείνω μόνος μαζί της. - Ε τότε να φύγω και εγώ, αφού θα έρθει το κορίτσι σου, του είπα χαριτολογώντας.

Με κράτησε σφιχτά στα γεροδεμένα χέρια του και με φίλησε με ακόμα πιο δυνατό πάθος. «Με τρελαίνεις, με κάνεις να σε θέλω κάθε λεπτό. Θέλω να σε γαμάω συνέχεια», μου ψιθύριζε και μ’ έκανε και μένα να τον θέλω πολύ. Για μια ακόμα φορά ο έρωτάς μας πήρε φωτιά, κάνοντας το στρογγυλό υδρομασάζ να μοιάζει με το καζάνι της κόλασης.

Ξεθεωμένοι πια από τον αχόρταγο έρωτά μας, αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό.

Page 99: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

99

- Θα σε πάω κάπου, που θα σου μείνει αξέχαστο, μου είπε ο Μανούσος. - Τι θα είναι αυτό που θα κάνει τη διαφορά; - Η ομορφιά, το απίθανο, το ακραίο. Όλα αυτά μαζί και ίσως και περισσότερα! - Είμαι περίεργη να δω αυτό το μέρος, που τα συνδυάζει όλα αυτά μαζί.

Ο τόπος της απορίας μου, δεν ήταν παρά το υποβρύχιο εστιατόριο, που βρισκόταν ολόκληρο μέσα σε γυάλα, συνώνυμο της πολυτέλειας, μια και ήταν τμήμα εξέχοντος ξενοδοχείου, του Hilton Resort στο νησί Ρανγκάλι. Από τη στιγμή που περπατήσαμε στον ξύλινο διάδρομο του Ινδικού, μπήκαμε στον προθάλαμο του ρεστοράν και καθώς αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, νιώσαμε να μας τυλίγει η λάμψη του ωκεάνιου γαλάζιου, κάνοντας το μυαλό μου να τρέχει σε ονειρεμένα παραμύθια της Ατλαντίδος, του Ποσειδώνα με τις γοργόνες του και του Κάπτεν-Νέμου.

«Καλώς ήρθατε στην πολυτελή περιπέτεια του θεάματος και της γεύσης. Στο lthaa

που στην τοπική μας διάλεκτο Dhivehi σημαίνει μαργαριτάρι», μας καλωσόρισε ένας σερβιτόρος που καθόταν στην πόρτα και μας είπε να τον ακολουθήσουμε.

Κατεβήκαμε 32 σκαλοπάτια που μας οδήγησαν σ’ έναν ονειρικό κόσμο. Ο διάδρομος ήταν στολισμένος και από τις δυο μεριές με άνθη ‘’φρανγκιπάνι’’ και η είσοδος στον κυρίως θάλαμο ήταν εντυπωσιακή. Ήταν η ώρα που το φως του ήλιου διαθλάται, δημιουργώντας διάφορα φωτεινά παιχνιδίσματα μέσα στο νερό.

Η λέξη ομορφιά, ήταν λίγη μπροστά σε αυτό που βλέπαμε! Η εμφάνιση

πολυάριθμων σαλαχιών κι άλλων εκπροσώπων του σιωπηλού κόσμου, αιχμαλώτιζαν το βλέμμα μας και διέλυαν κάθε άλλη σκέψη, ακόμα κι εκείνης της κλειστοφοβίας.

Page 100: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

100

- Και μετά; ρώτησε ο Μανούσος αποσπώντας την προσοχή μου από τα χλωμά διαστημικά σαλάχια, που έγλειφαν στην κυριολεξία, την οροφή του ρεστοράν. - Μετά τι; - Πού θα πάμε μετά; - Ξέρω και εγώ; Μαζί σου η ζωή μοιάζει με μια τεράστια έκπληξη. Δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους, πού μπορεί να είμαστε μετά. - Σωστά το έθεσες, γιατί μετά έχω σκοπό να σε απαγάγω! - Με τρομάζεις. - Κάθε άλλο. Αλλά επειδή κατάλαβα ότι σου αρέσει λίγο η απομόνωση, σκέφτηκα να σε πάω σ’ ένα μέρος που θα είμαστε τελείως απομονωμένοι. Εσύ, εγώ και η φύση. - Και ο Θεός βοηθός… - Τι ψιθυρίζεις; - Είπα… ότι θα είναι φανταστικά.

Και ήταν! Ο Μανούσος ήξερε να με εντυπωσιάζει, λες και ο Θεός τον είχε στείλει την κατάλληλη στιγμή, για να μου αλλάξει τη ζωή. Όταν τελειώσαμε από το μαγευτικό ρεστοράν, πήραμε δύο ποδήλατα και γυρνούσαμε όλο το νησί σαν ξένοιαστα παιδιά. Αργά το βράδυ, η επόμενη έκπληξη του Μανούσου με άφησε πραγματικά άφωνη. Με μια μικρή βαρκούλα πήγαμε σ’ ένα απομονωμένο νησάκι, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν ένα ξυλόσπιτο στην άκρη της παραλίας, ενώ οι φοίνικες πίσω του μάγευαν την άγρια ομορφιά. Οι ιβίσκοι σε διάφορα χρώματα, έδιναν τη δική τους πινελιά και το ολόγεμο φεγγάρι έκανε τα πάντα να μοιάζουν παραμυθένια.

- Τι έχεις να πεις για αυτό; με ρώτησε ο Μανούσος και πέταξε από πάνω του την μπλούζα που φορούσε. - Τα λόγια περισσεύουν μπροστά σ’ αυτό που βλέπω. - Το ήξερα ότι θα σου άρεζε. - Μα τίνος είναι αυτό το σπίτι; - Του φίλου μου, που σου είχα πει ότι δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο. - Και δε θα του λείψει; - Του παραχώρησα το δικό μου κρεβάτι στη βίλα. - Τι πονηρό έχεις στο μυαλό σου; - Πολλά! Πάρα πολλά! - Μμ… Μου αρέσει!

Όταν μπήκαμε μέσα στο μικρό ξύλινο σπιτάκι, ενθουσιάστηκα ακόμα περισσότερο, καθώς όλος ο χώρος ήταν ζωγραφισμένος όπως και έξω. Στη μέση υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι και στις άκρες δύο απλά κομοδίνα, τα οποία διακοσμούσαν πορτατίφ με

Page 101: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

101

φοινικόφυλλα. Το πιο όμορφο όμως, ήταν ότι πίσω ακριβώς από το κρεβάτι, η ζωγραφιά αναπαριστούσε ένα κομμάτι από τις Μαλδίβες. Μέχρι και το μικρό του μπάνιο ήταν ζωγραφισμένο σαν ξύλινη καλύβα και το ταβάνι, μ’ ένα κομμάτι ουρανού.

- Καλά αυτό είναι… Είναι… - Το πιο όμορφο όνειρο, μου είπε ο Μανούσος. - Και λίγα λες. Τυχερός ο φίλος σου. - Όχι πιο τυχερός από μένα που έχω εσένα… - Κόλακα.

Περιττό να πω, το τι είχε συμβεί εκεί στην απομόνωση. Ο έρωτάς μας φούντωνε κάθε στιγμή και λεπτό. Πρωινά μπανάκια στα πορτοκαλοκίτρινα νερά και κάθε λογής τρέλα, κάτω από τους φοίνικες.

Η ξένοιαστη ζωή, μας έκανε να ξεχνάμε καθετί υπήρχε γύρω από μας. Τα απογεύματα απολαμβάναμε το ειδυλλιακό δειλινό, το οποίο άφηνε μια γλυκιά αύρα στη προηγούμενη μέρα μας.

Με τον παράφορο έρωτα του Μανούσου, που έμοιαζε σαν να ήμουν διαρκώς σε ένα

λούνα-παρκ και με την ομορφιά του παράδεισου γύρω μου, είχα ξεχάσει εντελώς πώς είχαν περάσει δύο εβδομάδες. Και το κυριότερο ήταν, που δεν είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο στον αστυνόμο Λαμπράκη.

Ένα βράδυ καθώς κοιμόμασταν, ξύπνησα από ένα όνειρο. Ήταν τόσο ζωντανό που έμεινα ασάλευτη για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν όνειρο και όχι αλήθεια. Ο ιδρώτας κυλούσε σαν ποτάμι πάνω μου και εγώ ένιωθα μια θηλιά στο

Page 102: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

102

λαιμό μου να με πνίγει. Σηκώθηκα όσο πιο σιγά μπορούσα και δραπέτευσα μέσα από τη γλυκιά φυλακή της αγκαλιάς του. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Καθώς κοιμόταν, είχε μια γλυκιά και αθώα έκφραση μικρού παιδιού. Του έριξα μια ματιά ακόμα και ένα χαμόγελο θαυμασμού χαράχτηκε στα χείλη μου.

«Μου θυμίζεις τόσο το Φίλιππο… Τα αστεία σου, ο γλυκός σου χαρακτήρας, το γέλιο σου, η συμπεριφορά σου, ακόμα και η αγάπη σου! Ακόμα και αυτή μου τον θυμίζει. Θα έβαζα στοίχημα πως είσαι ένα κομμάτι δικό του. Σάρκα από τη σάρκα του, αίμα από το αίμα του και πάθος από την αγάπη του! Μα τι χαζομάρες λέω; Τι έπαθα πάλι και σκέφτομαι το Φίλιππο; Ίσως γιατί ο νέος μου έρωτας, μου πήρε τα μυαλά και ξέχασα εντελώς όλα μου τα προβλήματα. Μέχρι και τον άγνωστο φονιά του άντρα μου ξέχασα, που ίσως είναι κάπου εδώ και καραδοκεί να σκοτώσει και μένα», ψιθύριζα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, που το φώτιζε το θαμπό φως του φεγγαριού.

Μια ανατριχίλα είχε αρχίσει να με τυλίγει. Η επιδερμίδα μου έσφιγγε κλείνοντας τους πόρους της, αντιδρώντας έτσι στη διαφορά θερμοκρασίας. Έβαλα βιαστικά το μαγιό μου και βγήκα έξω. Η νύχτα έμοιαζε ανάλαφρη, σαν να ήταν πουπουλένια. Οι σκέψεις στο μυαλό μου πολλές. Χωρίς όμως νόημα και απαντήσεις. Σκεφτόμουν πολλά και διάφορα ψιθυρίζοντας: «Να μπορούσα μόνο να καταλάβω ποιος ήταν αυτός που σε σκότωσε και γιατί; Τι ζητούσε από σένα ρε Φίλιππε; Και με τι σε απειλούσε, που νόμιζες ότι ήθελε να μου κάνει κακό; Εκτός και αν… Όχι δεν μπορεί, σαχλαμάρες σκέφτομαι… Όχι, όχι, είναι καλύτερα να κάνω μια βουτιά στο νερό μπας και συνέλθω λίγο, γιατί το μυαλό μου οργιάζει» και δίχως άλλο ρίχτηκα στα γαλανά νερά της θάλασσας. Δεν ξέρω για πόσες ώρες κολυμπούσα, απολαμβάνοντας την ηρεμία να με τυλίγει…

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, με είχαν βρει ξαπλωμένη εκεί που σκάει το κύμα. Από τη μια σκεφτόμουν όλα αυτά που με ταλαιπωρούσαν με το δολοφόνο φάντασμα και από την άλλη σκεφτόμουν, πως όλα τα ωραία πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης. «Καλός είναι ο έρωτας του Μανούσου και με γεμίζει με ευτυχία, αλλά δεν μπορώ να τον συνεχίσω. Νιώθω ένα δίκοπο μαχαίρι να μου σχίζει την καρδιά, γιατί και εγώ το ερωτεύτηκα αυτό το παλιόπαιδο, μα είναι δύσκολο ο έρωτάς μας να συνεχιστεί παρά πέρα. Εδώ είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και δε μου καίγεται καρφί. Τι θα γίνει όμως αν γυρίσουμε στην Ελλάδα; Πώς μπορώ να περάσω και πάλι τα ίδια και ίσως και χειρότερα; Θα μπορούσε κάλλιστα ο Μανούσος να ήταν γιος μου ή αν είχα κόρη, να ήταν το αγόρι της! Πώς μπορώ

Page 103: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

103

να τον παρουσιάσω σαν εραστή μου; Θεέ μου… Αυτό έπρεπε να το σκεφτώ πριν υποκύψω στον πειρασμό», μονολογούσα. - Εδώ είσαι και σε ψάχνω; άκουσα τη φωνή του Μανούσου. - Ναι εδώ. - Μη μου το ξανακάνεις αυτό, μου είπε αυστηρά και απότομα. - Τι σου έκανα; - Έφυγες από κοντά μου και όλα ερήμωσαν, μου είπε και ξάπλωσε δίπλα μου. - Άκουσέ με Μανούσο… - Εσύ να με ακούσεις, με διέκοψε και μου σφράγισε τα χείλη μου με το χέρι του. Σ’ αγαπώ, δεν ξέρω γιατί; Ίσως γιατί είσαι ένα όνειρο που πάντα ονειρευόμουν. Ήρθες στη ζωή μου ξαφνικά και όλα άλλαξαν. Δες με λιγάκι. Δες μέσα μου, εσένα έχω μόνο. Στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, παντού. Εσύ είσαι η ζωή από εδώ και πέρα. Δε με νοιάζει κανείς και τίποτα. Είσαι ο άγγελός μου, τα μάτια μου, η ανάσα μου η αρχή και το τέλος μου! Όλα είσαι εσύ. Εσύ και μόνο εσύ. Θέλω να σου χαρίσω τα πάντα και να ακούω το γέλιο σου. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις κι εγώ θα το κάνω μόνο για χάρη σου. - Σ’ ευχαριστώ Μανούσο μου, αλλά δε θέλω τίποτα. Μου φτάνουν όλα αυτά που μου δίνεις. - Εγώ θέλω να σου δώσω κι άλλα, ακόμα περισσότερα. - Ίσως κάποια στιγμή να μου δώσεις την κατανόησή σου, μα τώρα μου φτάνει που σ’ έχω κοντά μου.

Τα λόγια του έπεφταν σαν φωτιά πάνω στην παγωμένη μου καρδιά και έλιωναν αυτά που είχα μέσα μου. Πώς μπορούσα εκείνη τη στιγμή να του πω ότι η αγάπη του ήταν φάρμακο για μένα, αλλά δεν την ήθελα γιατί μας χώριζαν τα διπλάσια χρόνια; Αυτό όμως που με πονούσε περισσότερο, ήταν ο φόβος που ένιωθα μην τυχόν και η σκιά του δολοφόνου καταλάβαινε την αδυναμία που του είχα και θέλοντας να μ’ εκδικηθεί, έκανε κακό στο Μανούσο.

Για μια ακόμα φορά αφέθηκα στην αγκαλιά του και στον τρελό και τόσο παθιασμένο έρωτά του. Ίσως ήθελα να γευτώ τις τελευταίες αγαπημένες μας στιγμές, πριν φύγω για πάντα από κοντά του.

Page 104: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

104

- Σ’ αγαπώ Στεφανία! - Κάποτε είχα διαβάσει, δε θυμάμαι όμως πού, ότι ο έρωτας σε σκοτώνει και πίστευα ότι ήμουν θύτης. Κανείς όμως δεν μου είπε, ότι από θύτης θα βρισκόμουν και εγώ στη θέση να νιώθω τον εαυτό μου σαν θύμα. - Εγώ θα είμαι πάντα κοντά σου και θα σου δίνω μια διαφορετική αγάπη, που δεν πρόκειται να σε βλάψει ποτέ. - Μπορεί όμως να βρεθείς ξαφνικά εσύ σε αυτή τη θέση. - Δηλαδή; - Μπορεί για χάρη της αγάπης μας, να θέλουν να σε βλάψουν… - Όσοι φορούν μαύρα πουκάμισα, βαστούνε και πιστόλι και στο δικό μου το χωριό, μαύρα φορούνε όλοι. Ποιος θα τολμήσει να μας πειράξει; Ξέρεις τι λένε στα Σφακιά; Αν τολμήσεις και πειράξεις Κρητικό ή πολύ θάρρος έχεις ή κουζουλός θα είσαι! - Αχ Μανούσο μου, εσύ καλά τα λες, αλλά η ζωή αλλιώς τα σχεδιάζει.

Τον άκουγα που με μιλούσε για την αγάπη και ένιωθα να τον αγαπώ ακόμα περισσότερο. Το ίδιο βράδυ, κάναμε έρωτα όπως δεν είχαμε ξανακάνει ποτέ άλλοτε. Ήθελα να κρατήσω μέσα μου για πάντα, όλα αυτά που μου χάριζε με αυτόν το μοναδικό τρόπο.

Τα χαράματα, λίγο πριν φέξει, σηκώθηκα σχεδόν αθόρυβα, ντύθηκα γρήγορα και πήρα τη βαλίτσα μου. Έριξα μια τελευταία ματιά πάνω στο κρεβάτι και με μισή καρδιά έφυγα, αφήνοντας ένα γράμμα πάνω στο τραπέζι.

Φεύγω. Όχι γιατί το θέλω, αλλά επειδή αυτό πρέπει να γίνει. Αν δε φύγω, θα καώ απ’ τη φωτιά σου ακόμα πιο πολύ. Αναρωτιέμαι όμως αν μπορώ να καώ περισσότερο. Δεν είναι σωστό να είμαστε μαζί, γιατί μας χωρίζουν πολλά. Μη με ψάξεις, γιατί θεωρώ πως θα είναι άδικος ο κόπος. Πολλές γυναίκες θα βρεθούν να σ’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν από σένα. Κοντά σου ένιωσα την αγάπη στο μέγιστο βαθμό. Ήταν σαν φλόγα που έλιωσε την παγωμένη μου καρδιά και σ’ ευχαριστώ

Page 105: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

105

πολύ γι’ αυτό. Η φωτιά σου μ’ έκαψε αρκετά, αλλά αν μείνω κι άλλο κοντά σου θα με σκοτώσει. Πονάω που φεύγω, αλλά θα πονούσα περισσότερο αν έμενα. Ίσως κάποτε να με καταλάβεις…

Σ’ αγαπώ!

Άφησα ένα γενναίο φιλοδώρημα στον άνθρωπο που με περίμενε για να με πάει στο αεροδρόμιο και πήρα την πρώτη πτήση για Ελλάδα. Όταν το αεροπλάνο ξεκίνησε, έριξα μια τελευταία ματιά. Ο ουρανός είχε ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα και ήταν σαν να έκλεγε και αυτός μαζί με μένα, που άφηνα πίσω μου ό,τι πιο ωραίο ήρθε στη ζωή μου. Έκρυβα μέσα μου μια θλίψη και το συναίσθημα ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστο. Είναι άσχημο πολύ να διώχνεις ό,τι σε κάνει ευτυχισμένο. Το ότι ο Μανούσος δεν ήξερε τίποτα για μένα, ούτε το επώνυμό μου, ούτε πού μένω, ήταν κάτι που με έκανε να σκέφτομαι ότι θα ήταν ακατόρθωτο να βρεθούμε ξανά μαζί. Όμως πάντα θα τον ένιωθα κοντά μου, δίπλα μου. Θα έκλεινα τα μάτια μου και θα σκεφτόμουν το γλυκό του προσωπάκι και το πανέμορφο χαμόγελό του. Τα παιδιαρίσματα του και τις αντρικές του επιθυμίες. Τα βράδια που γινόμασταν ένα. Τις ατελείωτες βόλτες στις ακρογιαλιές και ο διαρκής πόλεμος με το Μορφέα, για να κερδίσουμε περισσότερο χρόνο.

Με αυτές τις σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό μου, είχα φτάσει στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πόσο άσχημη μου φαινόταν πια η Αθήνα… Το καυσαέριο τρύπωνε στα σωθικά μου και στο λαιμό μου ένιωθα ένα περίεργο κάψιμο. Το κρύο ήταν τσουχτερό και μου χαλούσε κάθε διάθεση. Κοίταξα πίσω μου προς το αεροπλάνο και η καρδιά μου, ήταν σαν να μου έλεγε: «Γύρνα πίσω, στο μικρό σου παράδεισο, στη μυστική σου Εδέμ, στον αγαπημένο σου Μανούσο». Η λογική όμως επικρατούσε. Όσο και να ήθελα να ξαναγυρίσω πίσω, ήξερα ότι αυτό θα ήταν μια μεγάλη βλακεία, που ίσως θα την πλήρωνα πολύ ακριβά. Η σκέψη μου γύρισε και πάλι στο Μανούσο: «Αχ αγαπημένε μου, τώρα πια θα έχεις διαβάσει το γράμμα μου και θα νιώθεις τον πόνο στην καρδιά σου. Συχώρεσέ με αγάπη μου, μα έτσι θα είναι καλύτερα και για τους δυο μας», είπα και συνέχισα προς τα ταξί.

Όταν έφτασα στο σπίτι, με υποδέχτηκαν όλοι με τον καλύτερο τρόπο και φυσικά ο Άλκης, ο οποίος χαμογελούσε συνεχώς. Παράτησα τη βαλίτσα μου και ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιό μου. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένα ντους. Το ζεστό νερό που έπεφτε πάνω μου, ήταν μια ανακούφιση. Κάθε μικρή σταγονίτσα, ήταν σαν δάκρυ που έπεφτε πάνω από το σώμα μου και έδιωχνε τη χαρά μου. Όμως ανακούφιζε τον πόνο μου. «Κλάψε Στεφανία, κλάψε. Δεν είναι κακό να κλαίει κάποιος για την αγάπη», ψιθύρισα στον εαυτό

Page 106: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

106

μου και ξέσπασα σε λυγμούς. Στο τέλος τυλίχτηκα με το λευκό μου μπουρνούζι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Φαινόμουν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Όμως κατά βάθος, έβλεπα το είδωλό μου να μου χαμογελά. Σκούπισα το θολωμένο καθρέφτη και είπα: «Τι γελάς και εσύ; Πού βρίσκεις το κουράγιο; Όλα μαζεύτηκαν στο μυαλό μου και πάει να σπάσει, όλα μαζεύτηκαν στην καρδιά μου και μ’ έχουν κουράσει. Δεν μπορώ πια, δεν αντέχω, νομίζω πως θα τρελαθώ».

Ξαφνικά, άκουσα την πόρτα του δωματίου μου ν’ ανοίγει. - Άλκη! Τι θέλεις; του είπα αυστηρά. - Ήρθα να πιούμε ένα ποτηράκι για το καλώς όρισες, μου είπε και κρατούσε ένα μπουκάλι σαμπάνια με δυο ποτήρια. - Σ’ ευχαριστώ πολύ Άλκη, αλλά το ταξίδι μου ήταν πολύ κουραστικό και αισθάνομαι εξαντλημένη. - Στεφανία τι έχεις; - Σου είπα, είμαι… - Όχι δεν είναι αυτό, με διέκοψε γρήγορα και συνέχισε. Φαίνεσαι να λάμπεις ολόκληρη, ενώ μέσα σου κρύβεις έναν παράξενο πόνο. Κάτι σαν… Σαν να μπήκε ένας νέος έρωτας στην καρδιά σου ή κάτι τέτοιο. - Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται. - Ξέρω πολύ καλά τι λέω και τι βλέπω. - Α ναι; Τότε πήγαινε στο καλό, γιατί θέλω να κοιμηθώ. - Άσε με να σε νανουρίσω εγώ μέσα στην αγκαλιά μου. - Ούτε που να το σκέφτεσαι. - Γιατί Στεφανία; Κάποτε σου άρεζαν τα χάδια και τα φιλιά μου. Τώρα γιατί δεν τα θες; - Αν θέλεις να κρατήσεις ακόμα τη θέση που έχεις ως σοφέρ και δε θες από αύριο να ψάχνεις για καινούρια δουλειά, να ξεχάσεις μια για πάντα ότι κάποτε μου άρεζαν τα χάδια και τα φιλία σου. Και πάνω απ’ όλα, δε θέλω να με ξαναενοχλήσεις με αυτό το θέμα. Ελπίζω να έγινα κατανοητή. - Μάλιστα κυρία. - Άφησε τη σαμπάνια και φύγε σε παρακαλώ. - Μάλιστα κυρία, όπως επιθυμείτε.

Ούτε γι’ αστείο δεν ήθελα ν’ αγγίξει κανείς το κορμί μου. Ήμουν εγκλωβισμένη στη δίνη του πάθους του Μανούσου και μόνο τα δικά του χέρια επιθυμούσα. Γέμισα το ποτήρι μου σαμπάνια και το σήκωσα ψηλά: «Στην υγεία σου Μανούσο, στην υγεία σου και χαρά σε αυτή που θα σε χαρεί μετά από μένα», είπα και το ήπια μονορούφι. Έπειτα το γέμισα ξανά και ξανά, μέχρι που έγινα κοινώς φέσι και δεν αισθανόμουν τίποτα!

Page 107: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

107

Το επόμενο πρωί, πήγα να βρω τον αστυνόμο Λαμπράκη. - Ω! Κυρία Γεωργίου, γυρίσατε βλέπω. - Ναι κύριε Λαμπράκη, γιατί έχω αφήσει και κάτι δουλειές πίσω μου που πρέπει να τελειώσουν. Το να κάθομαι σ’ ένα απομονωμένο μέρος, για να μη με βρει ο δολοφόνος του άντρα μου και σκοτώσει και μένα, αυτό δεν είναι ζωή. - Έχετε δίκαιο, αλλά πρέπει να προσέχετε. Δεν ξέρουμε ακόμα τα κίνητρα του δολοφόνου και τι έχει στο μυαλό του για σας. Έχουμε εξαντλήσει κάθε πιθανότητα για να βρούμε ποιος τελικά κρύβεται πίσω από αυτή τη δολοφονία, μα δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτα. Όλοι λίγο-πολύ έχουν άλλοθι. - Εκτός αν αυτός που τον σκότωσε, ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. - Πάει κάπου ο νου σας; - Όχι. Απλώς σενάρια κάνω κι εγώ. - Για να το λέτε όμως αυτό κυρία Γεωργίου, κάτι θα έχετε σκεφτεί. - Σκέφτομαι πολλά, αλλά κάθε φορά που πάω να καταλήξω κάπου, στο τέλος βρίσκω ένα γιγάντιο τοίχο και ξεκινάω πάλι από την αρχή. Αυτή η κοπελίτσα η Αμάντα, τι σας είπε; - Ότι παρουσιάστηκε μόνο και μόνο, για να του φάει χρήματα και τίποτα περισσότερο. - Και δεν της έφταναν αυτά που της έδινε; Ήθελε και άλλα, τόσα ώστε να παίξει την μοναχοκόρη του; - Τον εκβίαζε λέγοντάς τον, πως θα τ’ αποκάλυπτε όλα σ’ εσένα. Γι’ αυτό ήρθε και στο σπίτι σας, για να μπορεί να τον έχει περισσότερο στο χέρι. - Όχι, όχι, αυτό είναι μια φθηνή δικαιολογία. Τον ήξερα πολύ καλά εγώ τον άντρα μου. Αν ήταν μόνο αυτό, ο Φίλιππος θα έβρισκε κάποια λύση. Μπορεί να φαινόταν γλυκός, καλός, πονόψυχος, αλλά κατά βάθος ήταν αδίστακτος. Ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχούλα του, αλλά έτσι ήταν. Θα μπορούσε να τακτοποιήσει αυτή τη μικρή τσουλίτσα, όπως της άξιζε. Από ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που ούτε στον ύπνο της δεν θα το ονειρευόταν, μέχρι και να τη βγάλει από τη μέση. Θα μπορούσε κάλλιστα να πληρώσει έναν επαγγελματία δολοφόνο και ούτε γάτα ούτε ζημιά. - Τι λέτε κυρία Γεωργίου; - Την αλήθεια κύριε Λαμπράκη. Και μην κάνετε τον ξαφνιασμένο, γιατί ξέρετε πολύ καλά, πώς γίνονται αυτά με τους πλούσιους ανθρώπους. Κανείς και ποτέ δεν μαθαίνει τίποτα. Πιστεύω πως αυτή η μικρή, ήταν απλώς το δόλωμα και τίποτα περισσότερο. Κάποιος άλλος έχει περισσότερο συμφέρον να έχει το Φίλιππο στο χώμα και μένα φυσικά, ενώ την περιουσία του ελεύθερη. - Κυρία Γεωργίου, αρχίζω να σας θαυμάζω και να σας φοβάμαι ταυτόχρονα. - Γιατί κύριε Λαμπράκη; - Σας θαυμάζω για το σκεπτικό σας και σας φοβάμαι γιατί θα μου φάτε τη θέση… - Μη στεναχωριέστε κύριε Λαμπράκη. Θα κρατήσω μόνο το θαυμασμό σας γι’ αυτά που σκέφτομαι και θα αφήσω τη θέση μόνο για σας. Έχω τόσες δουλειές, που δεν σκέφτομαι να κάνω και τον αστυνομικό…

Ο Λαμπράκης γέλασε. - Καλά τ’ αστεία, αλλά για πείτε μου. Υπήρχαν άλλοι συγγενείς του συζύγου σας; - Απ’ ό,τι ξέρω όχι. Τουλάχιστον σ’ αυτά τα χρόνια που ήμουν μαζί του, δεν είχε παρτίδες με κανένα και ούτε εγώ έχω γνωρίσει κάποιον.

Page 108: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

108

- Οπότε για μια ακόμα φορά βρισκόμαστε μπροστά σε τοίχο. - Έτσι ακριβώς κύριε Λαμπράκη βρίσκομαι κι εγώ. Εκτός κι αν… - Αν τι; - Έχω μια τρελή σκέψη, που με τριγυρίζει εδώ και μέρες, αλλά κάθε φορά που πάω να την αναλύσω, λέω πάντα: «Όχι δεν μπορεί». - Πείτε μου κυρία Γεωργίου, μπορεί καμιά φορά από μια λεπτομέρεια να γίνει η διαφορά και να βρεθούμε μπροστά σε αυτό που αναζητάμε. - Μου έχει περάσει από το μυαλό… Φυσικά μόνο σκέψεις κάνω, όχι ότι έχω κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο… Ότι… - Ότι; Τι είναι αυτό που σας έρχεται το μυαλό; - Πρώτον, αυτός που τον σκότωσε, δεν ήταν άγνωστος προς το Φίλιππο, γιατί ή ήταν μαζί του εκείνη τη στιγμή, που προφανώς ο Φίλιππος έψαχνε να με βρει και δεύτερον, τον ακολούθησε μέσα από το σπίτι. - Ποιον υποπτεύεστε; - Δεν ξέρω ακόμα. - Ξέρετε και δε θέλετε να μου πείτε. - Μπορεί να είναι και έτσι. - Σκεφτήκατε το ενδεχόμενο ότι κινδυνεύετε; - Για να πω την αλήθεια, από χθες που γύρισα έχω έναν αδιόρατο φόβο, ότι είμαι διαρκώς στη σκιά του δολοφόνου. - Ένα παραπάνω, να μου πείτε ποιον υποψιάζεστε. - Την οικονόμο, τη Σιμόν. - Μάλιστα. Και γιατί πάει το μυαλό σας σε μια ηλικιωμένη γυναίκα; - Μη με περάσετε για τρελή, αλλά αν όλο αυτό το έγραφα μυθιστόρημα, τη Σιμόν θα έβαζα για δολοφόνο. - Εσείς, όχι η ζωή. Αυτή καμιά φορά έχει άλλα σχέδια. - Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λέτε. Τι να πω; Λοιπόν ας φεύγω. Αρκετά σας κούρασα για σήμερα, του είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα να φύγω. - Κυρία Γεωργίου, με φώναξε ο Λαμπράκης. - Ορίστε; - Έχετε δουλειά; - Όχι κάτι που δεν μπορεί να περιμένει. - Πολύ ωραία. Τότε καθίστε λίγο ακόμα. - Μα δε νομίζω πως έχουμε να πούμε τίποτε άλλο. - Ε πώς; Ρίξατε την τορπίλη και φεύγετε; - Την τορπίλη; Ποια τορπίλη; - Την τορπίλη που ακούει στο όνομα Σιμόν. - Μα απ’ ό,τι κατάλαβα δεν με πήρατε και τόσο στα σοβαρά που σας το είπα αυτό. - Κάθε άλλο μάλιστα. Εκτιμώ πάρα πολύ το σκεπτικό σας. Και σας το ξαναείπα αυτό. - Ωραία λοιπόν, ας καθίσω και πείτε μου. Τι ακριβώς θέλετε να μάθετε; - Καφεδάκι να κεράσω; - Α! Θα πάει μακριά η βαλίτσα βλέπω. Ένα Νες μέτριο με γάλα.

Page 109: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

109

- Μάλιστα. Παρακαλώ ένα Νες μέτριο με γάλα και γρήγορα, είπε ο Λαμπράκης και συνέχισε. Και για πείτε μου, πώς σας ήρθε να κάνετε τη Σιμόν δολοφόνο; - Για τον απλούστατο λόγο, ότι πρώτα πρέπει να μιλούσε ο Φίλιππος με το δολοφόνο του, γιατί ήταν έξω από το αυτοκίνητο, όπως είχατε πει και εσείς. Και δεύτερον, οι μαχαιριές ήταν στην πλάτη. Πράγμα που δείχνει ότι ο δολοφόνος δεν είχε το θάρρος να τον αντιμετωπίσει κατάματα. Ή γιατί δεν είχε την δύναμη ή το ανάλογο θάρρος. - Και η οικονόμος; Πού κολλάει σε όλο αυτό; - Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μικρή, την Αμάντα εννοώ, είπατε ότι ήταν με το Σπύρο τον κηπουρό. Και μάλιστα ήταν μαζί όλο το βράδυ στο δωμάτιό του. - Μάλιστα. Αυτό μας το διαβεβαίωσε η ίδια, ο κηπουρός, όπως και η μαγείρισσα που τους είχε δει και ακούσει. - Οπότε έχουμε τρία άτομα εκτός παιχνιδιού. Την Αμάντα, το Σπύρο και τη Σοφία, εννοώ την μαγείρισσα. - Για πάμε παρακάτω. - Ο Άλκης και ο πληρωμένος σωματοφύλακας, ήταν κάπου τριγύρω από μένα και εγώ στην κοσμάρα μου. - Ο καφές που παραγγείλατε, είπε ένας αστυνομικός που μπήκε μέσα. - Άφησέ τον παιδί μου και να μην μας ενοχλήσει κάνεις. Συνεχίστε κυρία Γεωργίου.

Ήπια μια γουλιά ζεστό καφέ και συνέχισα. - Η Δέσποινα και η Μαρία είναι δυο κορίτσια ήσυχα και εργατικά. Κοιμούνται μαζί στην ίδια κρεβατοκάμαρα και δεν είχαν κανένα θάρρος με το Φίλιππο. Οπότε, το μόνο άτομο που δεν είδε κανείς εκείνο το πρωί, ήταν η Σιμόν. Εμφανίστηκε στα ξαφνικά πολύ αργότερα και είπε σε όλους ότι κοιμόταν, γιατί είχε πονοκέφαλο. - Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να τη χαρακτηρίσουμε δολοφόνο. Μπορεί όντως να είχε πονοκέφαλο. - Μα φυσικά. Απλώς εγώ κάνω κάποιες υποθέσεις. Και απ’ ό,τι ξέρω, η Σιμόν ήταν κοντά στο Φίλιππο πολλά χρόνια. Και η μόνη που… - Που; Γιατί σταματήσατε; - Η μόνη που δε με συμπαθεί εκεί μέσα. Υπάρχει περίπτωση να γνωρίζει πολλά από τα μυστικά του. - Γι’ αυτό τη θέλετε για δολοφόνο; - Σας παρακαλώ κύριε Λαμπράκη. Ποτέ δε θα έφτανα στο σημείο να κατηγορήσω κανέναν, αν δεν απειλούταν η ίδια μου η ζωή. - Εντάξει, σας καταλαβαίνω. - Εγώ αυτά είχα να σας πω, από εδώ και πέρα νομίζω πως είναι δική σας δουλειά. - Πείτε μου και κάτι ακόμα; - Παρακαλώ. - Ποιο μυστικό νομίζετε μπορούσε να κρατάει καλά κρυμμένο η Σιμόν, ώστε να φτάσει στο σημείο να απειλήσει το ίδιο της το αφεντικό; Ή να το πω καλύτερα, που θα μπορούσε να σκοτώσει το ίδιο της το αφεντικό; - Τι να σας πω; Αν το ήξερα, μάλλον θα ήμουν φακίρης. - Πάντως αν μάθετε ή σκεφτείτε κάτι άλλο, θα χαρώ να σας ακούσω. - Θα τα ξαναπούμε κύριε Λαμπράκη, να είστε σίγουρος γι’ αυτό.

Page 110: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

110

Έφυγα από το γραφείο του Λαμπράκη με τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου.

Το κεφάλαιο Σιμόν, ήταν ένα αδιερεύνητο μυστήριο για μένα. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι η Σιμόν ήταν σαν μια εκρηκτική βόμβα, που περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να σκάσει. Μόνο που δεν ήξερα, πού θα σκορπιστούν τα κομμάτια και ποιους θα διαμελίσουν.

Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητό μου και τράβηξα προς την παραλία. Το κρύο ήταν

τσουχτερό, μα δε μ’ ένοιαζε. Μου άρεζε που η αύρα της θάλασσας έπεφτε πάνω μου. Περπατούσα στην άμμο και τα πόδια μου άφηναν τα ίχνη τους πάνω της. Όμως δεν ήταν δύο, ήταν τέσσερα… Ήταν και οι δικές του πατημασιές, γιατί τον αισθανόμουν δίπλα μου. «Μανούσο, Μανούσο», ξεφώνισα. «Μπορεί να σε ξέρω τόσο λίγο, όμως σε αγαπώ τόσο πολύ! Πώς θα βρω το κουράγιο να σε βγάλω από μέσα μου; Πώς; Τελικά δεν ξέρω αν χαίρομαι ή αν λυπάμαι που δεν έχουμε ανταλλάξει τα στοιχεία μας. Ίσως αυτό με κάνει να σε ξεχάσω πιο εύκολα. Εσύ εκτός από το όνομά μου, δεν ξέρεις τίποτε άλλο για μένα κι εγώ το μόνο που γνωρίζω, είναι ότι σε λένε Μανούσο και είσαι από την Κρήτη. Ίσως τελικά και η ίδια η μοίρα να μην ήθελε να προχωρήσει αυτή η σχέση. Μάλλον πρέπει να γυρίσουμε σελίδα στη ζωή μας και να προχωρήσουμε ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του. Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε ξανασυναντηθούμε», είπα και έσφιξα πάνω μου το δερμάτινο μπουφάν που φορούσα.

Γύρισα απότομα και προχώρησα με βιαστικά βήματα προς το αυτοκίνητό μου. Όταν έφτασα, έριξα μια τελευταία ματιά προς την παραλία και σαν ζωγραφιά, είδα την ανέμελη ζωή μου στις Μαλδίβες. Τότε που η ευτυχία ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό μου, δίπλα στους πιο αγαπημένους μου άντρες της ζωής μου. Τι σύμπτωση όμως… Στις Μαλδίβες πέρασα την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου με το Φίλιππο και στο ίδιο μέρος γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, το Μανούσο! Μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την εταιρία που μου άφησε ο άντρας μου. Αν και δεν ήξερα τίποτε απ’ αυτά, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθα αρκετά. Καθώς οι μέρες περνούσαν, εγώ είχα μπει για τα καλά στο ρόλο του επιχειρηματία. Το άγχος μου όμως ήταν μεγάλο, γιατί όπως λένε, «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες». Έτρωγα, έπινα και κοιμόμουν ελάχιστα. Ο χρόνος μου ήταν τόσο περιορισμένος και δεν έβρισκα χρόνο, ούτε για να γράψω το μυθιστόρημά μου.

Page 111: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

111

Ένα πρωί πήγα στο γυναικολόγο μου, γιατί το άγχος με είχε επηρεάσει σοβαρά. - Έλα Στεφανία, μου είπε ο γιατρός. - Καλημέρα γιατρέ. - Τι έπαθες; Σε άκουσα ανήσυχη από το τηλέφωνο. - Ανήσυχη όχι. Αγχωμένη ναι. - Τι έπαθες; - Καλύτερα ρώτησέ με τι δεν έπαθα, γιατί αν αρχίσω και λέω όλα αυτά που έπαθα, εσύ θα χρειαστείς, μετά από εδώ, ψυχίατρο! - Ότι δεν έχεις χάσει το χιούμορ σου, αυτό δείχνει ότι αντέχεις ακόμα. - Μπα, πίστεψέ με, με έχει εγκαταλείψει και αυτό. Αυτό όμως που μ’ ενοχλεί περισσότερο, είναι ότι έχει να μου έρθει η περίοδός μου εδώ και δύο μήνες. - Το άγχος είναι ένας βασικός παράγοντας για πολλές διαταραχές στον οργανισμό μια γυναίκας. - Το ξέρω, μα είναι κάτι που δεν μπορώ να το αποβάλλω. Όλα τον τελευταίο καιρό έπεσαν πάνω μου. Τα βράδια ξυπνάω απότομα απ’ τον ύπνο μου και θέλω να τρέξω όσο πιο μακριά γίνεται. Από τη μια, ακόμα φοβάμαι για τη ζωή μου μέχρι να βρεθεί ο δολοφόνος του Φίλιππου και από την άλλη, οι δουλειές με κάνουν να τρέχω σαν τρελή. Σκέφτηκα να πάω σε κάποιον ψυχίατρο, μπας και μπορέσω να ηρεμήσω λίγο, γιατί αλλιώς, το συνολάκι το άσπρο που δένει πίσω, θα μου ταιριάζει γάντι! Και δεν ξέρω και σε τι ύφασμα το βγάζουν… Άραγε ο Βερσάτσε θα μου κάνει τη χάρη να μου ράψει ένα; - Έλα Στεφανία μου να σε εξετάσω πρώτα και μετά βλέπουμε ποιος μόδιστρος θα σου ράψει το ζουρλομανδύα. - Ναι καλά, καλά, κορόιδευε εσύ. Εγώ θα τον φορέσω σύντομα. Το μόνο που με χαροποιεί είναι ότι μου πάνε τ’ άσπρα.

Έπειτα από λίγο ο γιατρός μού είπε: - Στεφανία. Έχω ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο νέο να σου ανακοινώσω. Από ποιο θέλεις να αρχίσω πρώτα; - Ωχ! Πόσος καιρός μού μένει ακόμα; - Πολύς. Πάρα πολύς. - Ε τότε αρχίνα από το δυσάρεστο. - Στεφανία είσαι έγκυος! - Τι; Και το ευχάριστο ποιο είναι; - Ότι θα αποκτήσεις το μωρό που λαχταρούσες τόσα χρόνια. - Στάσου Στάθη. Όπα, όπα… Είπαμε ότι μου πηγαίνουν τ’ άσπρα, αλλά εσύ θα με στείλεις μια και έξω. Τι μου λες; Ότι μέσα μου έχω ένα μωρό; - Ακριβώς! Είσαι περίπου τριών μηνών έγκυος. - Θα… θα τρελαθώ! Δεν ξέρω τι να κάνω… - Προς το παρών ντύσου και μετά βλέπουμε.

Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν ήμουν ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη. Αν ήθελα να κλάψω ή να γελάσω, να φωνάξω ή να τσιρίξω. Αυτό το μωρούλι που είχα μέσα μου, το ήθελα τόσα χρόνια και παρακαλούσα μέρα-νύχτα να έρθει για να μου αλλάξει τη ζωή. Και τώρα που δεν το περίμενα, ήρθε και μου τα έφερε όλα πάνω-κάτω! - Λοιπόν Στεφανία, τι σκέφτεσαι να κάνεις; με ρώτησε ο γιατρός.

Page 112: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

112

- Ως τι με ρωτάς; Ως φίλος ή ως γιατρός; - Πρώτα ως φίλος και μετά ως γιατρός. - Δεν ξέρω. Η ειρωνεία της τύχης είναι αυτή. Όταν το ήθελα δεν ερχόταν και τώρα κοντεύει να μου πει «γεια σου μαμά». - Κράτησέ το. Θα σε γεμίσει χαρά και θα δώσει νόημα στη ζωή σου. - Αυτά είναι λόγια γιατρού. - Και φίλου. - Σκέφτεσαι τι έχει να γίνει ρε Στάθη; - Γράψ’ τους όλους και προχώρα μπροστά. Πρώτον είναι κάτι που το λαχταρούσες τόσο πολύ και δεύτερον είναι μια ζωούλα που δε φταίει σε τίποτα. - Τώρα μιλάει ο γιατρός. - Ναι Στεφανία, σαν γιατρός σου λέω να το κρατήσεις και σαν φίλος σου λέω πως αυτό το μωρό θα σε κάνει να νιώσεις όμορφα, πολύ όμορφα. - Μην επιμένεις άλλο. Δεν είχα την πρόθεση να το ρίξω, γιατί αυτό το μωρό σημαίνει πολλά για μένα, είπα και χάιδεψα την κοιλιά μου. - Έτσι μπράβο. Για μια στιγμή τρόμαξα. Νόμιζα πως… - Ούτε να το σκέφτεσαι. - Να τολμήσω να σε ρωτήσω για τον πατέρα; - Τι είναι αυτό, τρώγεται; Ο γιός μου είναι μόνο δικός μου. - Ο ποιος; - O γιος μου φυσικά. - Α! Καλά…

Και όπως είχε πει και ο Στάθης ο γυναικολόγος μου, όλα άλλαξαν από εκείνη τη

στιγμή. Ζούσα και ανάπνεα μόνο για το μωρό μου. Μετρούσα μια-μια τις μέρες, πότε θα το κρατούσα στην αγκαλιά μου και θα το νανούριζα τρυφερά. Ο φόβος όμως μέσα μου είχε διπλασιαστεί, γιατί όσο ο δολοφόνος ήταν ελεύθερος, εγώ κινδύνευα ανά πάσα στιγμή. Αν το κίνητρό του ήταν η περιουσία του Φιλίππου, τότε εγώ ήμουν ο επόμενος στόχος. Και αν μάθαινε ότι από πίσω μου ερχόταν ένας κληρονόμος, τότε θα έπρεπε να με βγάλει από τη μέση πριν γεννήσω. Έτσι τα περιθώρια μου δεν ήταν αρκετά. Μπορεί να ήμουν αρκετά αδύνατη, αλλά μετά από ένα μήνα, η κοιλιά μου θα άρχιζε να ξεχωρίζει. «Καταραμένη αστυνομία. Τι κάνετε και δε βρήκατε ακόμα το δολοφόνο; Περιμένουν να πάει από μόνος του να παραδοθεί»; μουρμούριζα νευριασμένα.

Έπειτα πήρα τηλέφωνο τον αστυνόμο Λαμπράκη. - Ναι. - Αστυνόμε είστε στο γραφείο σας; - Καλημέρα κυρία Γεωργίου. - Αφήστε τις καλημέρες για να μου τις πείτε από κοντά. - Σας ακούω νευριασμένη. - Είμαι. Σε λίγο έρχομαι από εκεί. - Θα σας περιμένω.

Page 113: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

113

Πέταξα το τηλέφωνο στη θέση του συνοδηγού και πάτησα λίγο περισσότερο το γκάζι. Έπειτα σταμάτησα στο κόκκινο φανάρι. Η ουρά των αυτοκινήτων ήταν μεγάλη. Κοίταξα άθελα τον καθρέφτη πίσω μου, όταν διαπίστωσα ότι στο πίσω αυτοκίνητο ο οδηγός με κοιτούσε χαμογελώντας, ψάχνοντας να βρει το βλέμμα μου. Άνοιξα την πόρτα νευριασμένη και βγήκα έξω. Πλησίασα το πίσω αυτοκίνητο κι ενώ ο οδηγός με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω χαμογελώντας με τη σιγουριά του κατακτητή στο βλέμμα του, βάρεσα το χέρι μου με δύναμη στο καπό του αυτοκινήτου του. - Ούτε να το σκέφτεσαι, του είπα απότομα. - Τι έπαθες κυρία μου; με ρώτησε σαστισμένος. - Μη με ξανακοιτάξεις έτσι μέσα από τον καθρέφτη, γιατί δεν ξέρεις τι είμαι ικανή να κάνω, του είπα ακόμα πιο άγρια. - Ε ρε, πού να έρθει και το καλοκαίρι… Τι έχουμε να πάθουμε… Λίγες ζέστες μας χτύπησαν και ο κόσμος τρελάθηκε, έλεγε ο άνθρωπος.

Μπήκα και πάλι στο αυτοκίνητο και χαμογέλασα. «Αχ ρε Στεφανία. Ο χριστιανός θα σε πέρασε για τρελή. Πού να ήξερε όμως, ότι μια τέτοια ματιά πριν από χρόνια, σ’ έβαλε σε αυτούς τους μπελάδες που ζεις τώρα», μονολογούσα. Ο φουκαράς ο άνθρωπος, όχι μόνο δε με ξανακοίταξε, αλλά εξαφανίστηκε από πίσω μου. Και εγώ, με τα μοναδικά μου ζιγκ-ζακ κόλπα, πέρασα αρκετά μπροστά.

Όταν έφτασα στο αστυνομικό τμήμα, κατευθύνθηκα στο γραφείο του αστυνόμου Λαμπράκη. - Κυρία Γεωργίου… - Λαμπράκη κόψε τις γλύκες και άκουσε τι έχω να σου πω. Αν το λιγότερο μέσα σε ένα μήνα δε βρεις το δολοφόνο του άντρα μου, θα κανονίσω να σε στείλουν στον Έβρο, για να ψάχνεις να βρεις ποιος έκλεψε την κατσίκα του αλλουνού. - Σας παρακαλώ κυρία Γεωργίου… - Αρχίσαμε και τα παρακάλια; Μπράβο! Γιατί μέχρι τώρα σας παρακαλούσα εγώ. - Μα τι θέλετε να κάνουμε; - Ό,τι είναι δυνατό. - Προσπαθούμε. - Πώς; Εγώ έχω έναν καλύτερο τρόπο. Γιατί δε βάζετε ανακοίνωση ότι ζητείται ο δολοφόνος του Φίλιππου Γεωργίου, μπας και έρθει από μόνος του, γιατί εσείς δεν πρόκειται να τον βρείτε. - Μα τι λέτε; - Εγώ ξέρω τι λέω. Εσείς δεν ξέρετε τι να κάνετε. - Ηρεμίστε σας παρακαλώ. - Πώς να ηρεμίσω Λαμπράκη, όταν κοιμάμαι με το ένα το μάτι ανοιχτό και όταν προχωράω κοιτάω συνεχώς γύρω μου; - Λυπάμαι πολύ, αλλά ο δολοφόνος ήξερε τι έκανε. Τα οργάνωσε όλα με τέτοια ακρίβεια, ώστε να μην μπορούμε να τον εντοπίσουμε εύκολα ή σχεδόν καθόλου. - Πολύ ωραία… Μέχρι να καθαρίσει και μένα; - Μη λέτε τέτοια. Δε θα επιτρέψουμε κάτι τέτοιο. - Α ναι; Και πώς θα τον σταματήσετε; Από το σπίτι σας ή από την καρέκλα που κάθεστε; - Θα σας δώσουμε προστασία.

Page 114: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

114

- Έλα Λαμπράκη, δε γίνονται αυτά που λες. - Πάντως οι ανακρίσεις συνεχίζονται. - Οι ανακρίσεις μπορεί να συνεχίζονται, μα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Για πείτε μου, τι δικαιολογία σας είπε η Σιμόν για εκείνη τη μέρα; - Μας είπε ότι ήταν στο δωμάτιό της με ένα φοβερό πονοκέφαλο. - Μάλιστα. Λοιπόν Λαμπράκη, περιμένω να μου πεις καλά αποτελέσματα αυτή τη φορά και δίχως δεύτερη κουβέντα, άνοιξα την πόρτα και έφυγα, αφήνοντάς τον να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Αν ο δολοφόνος δεν έχει χτυπήσει ακόμα, ένας είναι ο μόνος λόγος. Ότι θέλει να ηρεμίσουν πρώτα τα πνεύματα και μετά να κάνει την επόμενη κίνηση. Εγώ όμως δεν μπορώ να το ρισκάρω, γι’ αυτό μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Οι πονηροί ψαράδες πρώτα παίρνουν πληροφορίες για το πού είναι τα ψάρια, μετά ρίχνουν ένα καλό δόλωμα και περιμένουν υπομονετικά να πιάσουν το μεγάλο ψάρι. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ, αρχίζοντας πρώτα από τις πληροφορίες», μονολογούσα καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ. Και ο μόνο που μπορούσε να μου δώσει όποια πληροφορία ήθελα, ήταν ο Άλκης.

Έτσι, δίχως να χάσω χρόνο, πήγα στο σπίτι και πήρα τον Άλκη μαζί μου. - Πώς ήταν αυτό το ξαφνικό να πάμε για καφέ; με ρώτησε όλο περιέργεια ο Άλκης. - Είχα λίγο χρόνο και σκέφτηκα να τον περάσω μαζί σου, μια και τον τελευταίο καιρό έχω παραμελήσει αρκετά τους γύρω μου. - Μμ… Αυτό αρχίζει να μου αρέσει. - Ε… Μην παίρνεις θάρρος. Για έναν καφέ είπαμε να πάμε. - Εντάξει, το έπιασα το υπονοούμενο.

Καθώς πηγαίναμε για καφέ, μέσα στο αυτοκίνητο επικρατούσε μια ωραία και ζεστή ατμόσφαιρα. Ο Άλκης ήταν φιλικός, όπως πάντα, μαζί μου. Γελούσαμε και λέγαμε κάθε ειδών αστεία. Το μυαλό μου όμως, ήταν κολλημένο στον προκαθορισμένο στόχο. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία τον ρώτησα: - Πάντως μπράβο τη Σιμόν, που τόσα χρόνια έμεινε πιστή στη δουλειά της και δεν θέλησε να κάνει δική της οικογένεια. - Ναι πραγματικά. Και μένα μερικές φορές μου κάνει εντύπωση, που δε ξεκόλλησε από το Φίλιππο. - Δεν έχει αδέλφια, φίλους, συγγενείς, κάποιους ανθρώπους που να θέλει να τους δει; - Τι να σου πω; Αυτή η γυναίκα είναι σαν το κουτί της Πανδώρας. Κρατάει τόσα πράγματα μέσα της, που αν ανοίξει το στόμα της, λες και θα γίνει η καταστροφή του κόσμου. - Έτσι ήταν πάντα; - Να μην σου πω και χειρότερα. - Πάντως στα νιάτα της, θα πρέπει να ήταν ωραία γυναίκα. - Ναι ήταν. Θυμάμαι που με είχε φέρει ο Γεωργίου για πρώτη φορά στο σπίτι. Η Σιμόν με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Καλώς ήρθες Άλκη», μου είπε. Την κοίταξα με θαυμασμό. Ήταν μια γυναίκα με αυστηρό ύφος, αλλά με μια ιδιαίτερη ομορφιά. - Πόσων χρόνων ήταν τότε; - Πάνω κάτω γύρω στα 32 με 35. Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί αυτή η ηλικία είναι πολύ μπερδεμένη. Όταν μια γυναίκα καλλωπίζεται, δείχνει πάντα μικρότερη και η Σιμόν ήταν

Page 115: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

115

από τις γυναίκες που πάντα πρόσεχε τον εαυτό της. Μπορεί όμως να ήταν λίγο μεγαλύτερη. Τι να σου πω; - Και μετά τι έκανες; Την ερωτεύτηκες; - Στην αρχή, μπορώ να πω, πως έχανα τον ύπνο μου για χάρη της, μα εκείνη είχε μάτια μόνο για το Γεωργίου και για κανέναν άλλον.

«Όπα! Τι ήταν αυτό; Αρχίζουμε και μαθαίνουμε πού έχει τελικά ψάρια! Λίγο ακόμα και θα μάθω πού είναι και τα μεγάλα», σκεφτόμουν. - Μα τι να έκανε η γυναίκα; Μόνη αυτή, χήρος αυτός και που δεν τα ταιριάξανε πολύ είναι, δικαιολόγησα την κατάσταση για να μην αφήσω υποψίες. - Ο Γεωργίου εκείνο το διάστημα ήταν πραγματικά διαλυμένος και δεν έψαχνε να για μια σοβαρή σχέση. - Πού το ξέρεις; Πιο πριν, μπορεί να είχε κάτι με τη Σιμόν; - Μπορεί. Δεν το απορρίπτω, γιατί η Σιμόν είχε πολύ θάρρος μαζί του και πάντα κρατούσε μια συμπεριφορά οικοδέσποινας μέσα στο σπίτι. Πολλές φορές κλεινόταν με τις ώρες στο γραφείο οι δυο τους και συζητούσαν διάφορα και όταν έβγαινε από εκεί, κρατούσε πάντα ένα σεβαστό χρηματικό ποσό στα χέρια της. - Δεν πήρε ποτέ το αφτί σου τι λέγανε; - Μπα. Αυτό όμως που με έκανε εντύπωση, ήταν ότι κάθε τόσο έφευγε και γυρνούσε μετά από μια εβδομάδα. - Πού πήγαινε; - Στο νησί της. - Και γιατί έφευγε κάθε τόσο; - Μια φορά την άκουσα που μιλούσε στο τηλέφωνο και έλεγε: «Η ζωούλα μου τι κάνει; Να το προσέχεις το μωρό μου». Από μέσα της έβγαινε μια άλλη Σιμόν, αυτή της αγάπης, σαν της μάνας που δεν έχει κοντά το μωρό της. - Άρα έχει κάποιο μωρό. - Ναι, αυτό κατάλαβα κι εγώ. - Και πώς είπες ότι το έλεγε; - Ζωούλα. - Δηλαδή Ζωή. - Ναι. Μάλλον κάπως έτσι. - Και ο άντρας της; - Δεν ξέρω και ούτε την άκουσα να μιλάει ποτέ με κανέναν άντρα. - Ποτέ; - Ποτέ. - Ρε συ Άλκη, μήπως η Αμάντα είναι η κόρη της Σιμόν; - Σιγά να μην είναι. - Γιατί το αποκλείεις; - Πρώτον, η Αμάντα είναι ένα… Άντε να μην το πω. Πράγμα απίθανο να έχει μάνα τη Σιμόν και να γίνει μια του δρόμου και ακόμα, δε θα το επέτρεπε ποτέ η Σιμόν η κόρη της να πάει με τον άντρα που η ίδια ήταν ερωτευμένη μαζί του. - Ναι, σωστά. Έχεις δίκαιο. Άρα αυτό το κοριτσάκι θα πρέπει να είναι πάνω από 24 χρονών. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνω, είναι γιατί το κρατάει μυστικό.

Page 116: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

116

- Μπορεί να το κρατάει μυστικό, γιατί δεν θέλει να μαθευτεί η αλήθεια. - Ποια αλήθεια; Ένα μωρό είναι πάντα ευτυχία. Δίνει χαρά και αλλάζει όλη τη ζωή σου. - Όταν πρόκειται να γεννηθεί από τον άντρα σου που σε αγαπάει και τον αγαπάς και όχι από μια απαγορευμένη αγάπη. Μπορεί η Σιμόν να το έχει κάνει με κάποιον, ο οποίος δεν ήθελε να το αναγνωρίσει. - Ναι σωστά. Τότε ντρέπεσαι και θέλεις να το κρύψεις απ’ όλους. - Και ειδικά αν είναι το παιδί κάποιου που τους χώριζαν κοινωνικές τάξεις. - Άλκη, κατάλαβες τι είπες μόλις τώρα; - Τι είπα; - Τίποτα, τίποτα. Εγώ θυμήθηκα ότι έχω μια επείγουσα δουλειά. Εσύ κάθισε, πιες το καφεδάκι σου και μετά γύρνα σπίτι. - Ε Στεφανία, πού πας; - Γεια, γεια… - Είναι τρελή! Αλλιώς δεν εξηγείται, είπε ο Άλκης και με κοιτούσε σαστισμένος.

Έφυγα τρέχοντας, αφήνοντας πάνω στο τραπεζάκι της καφετέριας 50 €. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και έβγαλα μια τσιρίδα χαράς. «Επιτέλους αρχίζει το κουβάρι να ξετυλίγεται… Ναι! Ναι! Ναι! Σε έχω στο χέρι τώρα Σιμόν. Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να βάλω το δόλωμα και το ψαράκι μου θα είναι έτοιμο να πιαστεί. Το ήξερα από την αρχή ότι εσύ ήσουν πίσω από όλα αυτά. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε. Κάπου θα έχεις κάνει λάθος και θα σε πιάσω, πού θα πάει. Αυτό τώρα που χρειάζομαι είναι η βοήθεια του Λαμπράκη».

Χωρίς να χάσω χρόνο πήγα στο Λαμπράκη. - Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, του είπα. - Τι έγινε; - Νομίζω ότι σου έχω το δολοφόνο στη λαδόκολλα. - Μα πώς είναι δυνατόν; - Βλέπετε ο Θεός, εσάς τους άντρες σας έδωσε μυϊκή δύναμη, ενώ εμάς τις γυναίκες, ο διάολος μας έδωσε σατανικό μυαλό και λίγο από τη χάρη του. Γι’ αυτό όλα αυτά ήταν καλά στημένα. Επειδή τα σχεδίασε μια πονηρή γυναίκα. Δεν ήξερε όμως ότι ο διάβολος δεν έφτιαξε μόνο εκείνη. Έφτιαξε κι εμένα!

- Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής; - Προς το παρόν όχι, γιατί μας πιέζει ο χρόνος. Αργότερα θα τα καταλάβεις όλα μόνος σου. Αυτό που θέλω από σένα είναι να δώσεις εντολή να μπλοκάρουν το τηλέφωνο του σπιτιού μου. θέλω να το παρακολουθείτε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Και έπειτα να δώσεις διαταγή να συλλάβουν την Αμάντα. - Μα με ποια κατηγορία; - Έλα Λαμπράκη, δεν θα την κάνει κακό να λείψει και λίγο από την πιάτσα.

Page 117: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

117

- Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις. - Και πολύ καλά μάλιστα. - Το ελπίζω. - Γρήγορα, γρήγορα… Ανυπομονώ να χαρώ με την επιτυχία μου. - Το ρεζίλι φοβάμαι εγώ… - Ναι, με αυτά δε γίνεστε ρεζίλι; Με άλλα γίνεστε…

Έπειτα από λίγα λεπτά, ο Λαμπράκης έδινε διαταγή να φέρουν την Αμάντα στο τμήμα. - Και τώρα θα σου πω τι ακριβώς θα τη ρωτήσετε. Θέλω να είστε αυστηροί έως αιμοβόροι μαζί της, να μην την αφήσετε να πάρει ανάσα και να την έχετε όλο στην πίεση, μέχρι να σπάσει και να τα ομολογήσει όλα. Θέλω να την κοιτάω και ν’ ακούω, αλλά εκείνη να μην αντιληφθεί ότι είμαι εδώ ή ότι ξέρω κάτι. Αυτά που θα πει θέλω να καταγραφτούν και μετά να την αφήσετε να κάνει ένα τηλεφώνημα, το όποιο θα μαγνητοφωνηθεί και αυτό. - Μάλιστα αρχηγέ, τίποτε άλλο; - Ναι κάτσε και άκου τι θα τη ρωτήσεις.

Άρχισα να λέω και να εξηγώ ακριβώς στο Λαμπράκη, αυτά που έπρεπε να ρωτήσει την Αμάντα, ώστε να τη φέρουν αντιμέτωπη με την αλήθεια, αλλά και να πέσει στη δική μου παγίδα. Ή καλύτερα, να τσιμπήσει στο δικό μου δόλωμα.

Ήμουν τόσο ανυπόμονη που έκοβα βόλτες πάνω-κάτω. - Κάθισε λίγο, μου είπε ο Λαμπράκης. - Αυτή τη στιγμή, το μόνο που θέλω είναι να ξεσκεπαστεί η αλήθεια και να κοιμηθώ επιτέλους ήσυχα στο κρεβάτι μου.

Ο Λαμπράκης με κοίταξε και δε μίλησε. Ήξερε πως αυτό που ένιωθα ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Ένιωθα την αγωνία να ξεχειλίζει από μέσα μου και τα λεπτά μού φαινόταν αιώνες. Ξαφνικά άκουσα το Λαμπράκη που μου είπε: - Έλα κυρία Γεωργίου, την έφεραν. - Θυμάσαι τι πρέπει να τη ρωτήσεις; - Μην ανησυχείς, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ένιωθα τα χέρια μου να τρέμουν και από το πρόσωπό μου να κατρακυλάει κρύος ιδρώτας. Είχα φτάσει τόσο κοντά στο τέλος, που δεν ήξερα αν τελικά αυτό ήταν καλό ή κακό. Στάθηκα σ’ ένα μικρό χώρο, όπου με χώριζε από την Αμάντα ένα τζάμι. Εκείνη φυσικά δεν μπορούσε να με δει. Φαινόταν ήρεμη, αλλά μέσα της πρέπει να έκρυβε μια παράξενη ανησυχία.

Όταν ο Λαμπράκης μπήκε μέσα στο δωμάτιο όπου ήταν η Αμάντα, αυτή τον κοίταξε και τον ρώτησε: - Γιατί με φέρατε εδώ; - Σήμερα εγώ θα ρωτάω και εσύ θα απαντάς. - Θα παίξουμε το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων; - Είπαμε. Εγώ θα ρωτάω και εσύ θ’ απαντάς. Λοιπόν. Για πες μου, ποιος σε πλήρωσε να παραστήσεις την κόρη του Γεωργίου; - Τι;

Page 118: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

118

- Μη μου κάνεις τη χαζή Αμάντα, πες μου αμέσως ποιος σου έδωσε χρήματα για να κάνεις αυτή την παράσταση; - Δεν καταλαβαίνω τι μου λες; - Γιατί πήγες στο σπίτι του Γεωργίου; Πόσο καιρό τον γνώριζες; - Αρκετό. - Πόσο; - Περίπου ένα χρόνο. - Σε πηδούσε; - Ναι. - Σε πλήρωνε καλά; - Ναι. - Και σκέφτηκες να του φας κι άλλα λεφτά; - Ναι. - Και μετά; - Μα σας τα έχω πει αυτά, γιατί με ξαναρωτάτε; - Τα ξεχάσαμε και είπαμε να μας τα ξαναθυμίσεις. Για λέγε, μετά τι έγινε; - Σκέφτηκα ότι με αυτόν τον τρόπο θα μου έδινε περισσότερα χρήματα. - Και πού ήξερες εσύ για την κόρη του; - Μου το είπε. - Ψέματα, είπε δυνατά ο Λαμπράκης και χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο τραπέζι, κάνοντας την Αμάντα να κουνηθεί από τη θέση της και συνέχισε: Ο Γεωργίου δε μιλούσε ποτέ και σε κανέναν γι’ αυτό το θέμα και μου λες ότι το είπε σ’ εσένα; - Ναι. - Αμάντα, μη με φτάνεις στα όρια μου. Πες μου ποιος σου το είπε; - Δεν ξέρω. - Ποιος; - Δε θυμάμαι, κάπου τ’ άκουσα. - Και είπες να το χρησιμοποιήσεις; - Κάπως έτσι. - Ποιος κρύβετε πίσω από σένα Αμάντα; Γιατί μας κρύβεις στοιχεία; - Εγώ δεν… - Το ξέρεις ότι με αυτό που κάνεις θα κατηγορηθείς για απόκρυψη στοιχείων. Θα πας στη φυλακή για κάτι που δεν έχεις κάνει και όταν θα βγεις από εκεί μέσα όλοι θα λένε τα χειρότερα για σένα. Και επειδή εμείς ξέρουμε ποιος σ’ έβαλε να το κάνεις αυτό, είναι καλύτερα να το παραδεχτείς από μόνη σου.

Η Αμάντα κατέβασε το κεφάλι της χωρίς να πει τίποτα. Το ύφος της ήταν θλιμμένο και οι αντοχές της έδειχναν να υποχωρούν. - Λοιπόν θα μιλήσεις; τη ρώτησε ο Λαμπράκης. - Ναι, αλλά πρώτα θα ήθελα να πάρω ένα τηλέφωνο. - Μα φυσικά… Παρακαλώ φέρτε μου μέσα ένα τηλέφωνο. Εγώ να σε αφήσω να κάνεις το τηλεφώνημά σου με την ησυχία σου και τα λέμε σε λίγο.

Page 119: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

119

Η Αμάντα έμεινε μόνη της και άρχισε να παίρνει τηλέφωνο, χωρίς όμως να ξέρει ότι θα καταγραφόταν η συνομιλία που θα είχε. Σχημάτισε ένα νούμερο κινητού και περίμενε. Μαζί της όμως περιμέναμε και εμείς με κομμένη την ανάσα. - Ναι, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. - Εγώ είμαι, είπε η Αμάντα. - Τι θέλεις; Δε σου είπα ότι θα σε παίρνω μόνο εγώ; - Η αστυνομία έμαθε κάτι για σένα; - Όχι. Γιατί ρωτάς; - Μου είπαν ότι τα ξέρουν όλα. - Δεν ξέρουν τίποτα. Απλά ρωτάνε. Και να θυμάσαι. Δεν σε ξέρω, δε με ξέρεις. - Εντάξει, είπε η Αμάντα και έκλεισε το τηλέφωνο.

Την ίδια στιγμή στο διπλανό γραφείο όπου ακούγαμε τη συνομιλία, ο Λαμπράκης είπε: - Βρείτε μου γρήγορα σε ποιον ανήκει αυτό το τηλεφωνικό νούμερο που πήρε η Αμάντα. - Θα σου πω εγώ. - Εσύ; - Ναι σου φαίνεται τόσο παράξενο. Στη Σιμόν τηλεφώνησε. - Πώς ξέρεις ότι η φωνή ήταν της Σιμόν; Δεν είπε όνομα. - Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Πάντως όχι ένας σκύλος που μαθαίνει ξένες γλώσσες, γιατί αυτό είναι για τα παιδιά. Εγώ σου το έλεγα Λαμπράκη από την αρχή ότι η Σιμόν ήταν πίσω από τη δολοφονία του άντρα μου. Εσύ όμως δεν με άκουγες. - Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι μια γυναίκα μπόρεσε να σκοτώσει το Γεωργίου. - Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το λες αυτό; Υπάρχει κάτι που δεν ξέρω; - Ναι υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν το είχαμε πει. - Τι είναι αυτό; - Τον άντρα σου τον σκότωσαν έξω από το αυτοκίνητό του, με πέντε μαχαιριές στην πλάτη και έπειτα τον έβαλαν μέσα. - Τι; - Το τηλεφωνικό νούμερο ανήκει σε κάποια Ασημένια Γαργανουράκη, είπε ένας αστυνομικός που μπήκε με φόρα μέσα. - Εντάξει, ευχαριστώ. Η Σιμόν είναι, μου είπε ο Λαμπράκης. - Δεν είχα αμφιβολία. - Τι έπαθες; - Με προβλημάτισε αυτό που μου είπες. - Πίστευα πως θα ήταν ο κρυμμένος άσος στο μανίκι μου. - Και το έπαιξες πολύ καλά. - Πάμε να τελειώσουμε με τη μικρή και βλέπουμε. Ίσως όλα αυτά να έχουν σχέση μεταξύ τους.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα, πως ήμουν λίγα μόνο λεπτά πριν από το τέλος. Όμως ξαφνικά έβλεπα μπροστά μου να ορθώνεται ένας τεράστιος τοίχος, που μου ήταν δύσκολο να τον προσπεράσω. «Ποιος τελικά σκότωσε το Φίλιππο και γιατί; Αν δεν ήταν η Σιμόν, τότε ποιος το έκανε; Δεν είναι και εύκολο να σηκώσεις έναν άντρα 95 κιλών και

Page 120: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

120

μάλιστα αναίσθητο. Εκτός αν ήταν δύο γυναίκες μαζί. Μα και πάλι μου φαίνεται δύσκολο. Τότε ποιος»; σκεφτόμουν και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.

Ο Λαμπράκης, έδωσε διαταγή να φέρουν και τη Σιμόν στο αστυνομικό τμήμα και ξαναπήγε στο δωμάτιο που ήταν η Αμάντα. - Λοιπόν Αμάντα, τελείωσες με το τηλεφώνημά σου; - Ναι. - Ωραία. Πες μου λοιπόν, πόσα χρήματα σου έδωσαν για να το κάνεις αυτό; - Δεν μου έδωσε κανείς και τίποτα. - Αρχίσαμε βλέπω από την αρχή ε;

Εκείνη σήκωσε τότε το κεφάλι της, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: - Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις για τίποτα. - Έτσι λες; - Ναι. - Ούτε ότι σε πλήρωσε η Σιμόν; - Τι; - Δεν το άκουσες; Να σου το ξαναπώ. Η Σιμόν σου έδωσε χρήματα, δεν ξέρω πόσα, αλλά φαντάζομαι ένα αρκετά ικανοποιητικό ποσό για να υποδυθείς την κόρη του Γεωργίου. Λοιπόν, γιατί δε μιλάς; - Δεν έχω να πω τίποτα. - Μπα! Μέχρι τώρα έλεγες. Και έλεγες και πολλά, τώρα δεν έχεις να πεις τίποτα; - Πώς το μάθατε εσείς αυτό; - Α… Ξέχασες ότι τις ερωτήσεις τις κάνω μόνο εγώ; Αλλά επειδή είσαι καλό κορίτσι θα σου απαντήσω. Σου είπα πως τα ξέρω όλα και ακόμα ότι πριν από λίγο πήρες τηλέφωνο στη Σιμόν. Οπότε είναι άδικο να τυραννιόμαστε. Πες μου για ποιο λόγο σου έβαλε να το κάνεις και μετά είσαι ελεύθερη να φύγεις. - Δεν ξέρω και πολλά. Μια μέρα ήρθε ένας κύριος και μου είπε: - Πόσο πάει η βραδιά; - Εκατό ευρώ. - Θα πάρεις διακόσια, αν πας στο ξενοδοχείο που γράφει σ’ αυτό το χαρτί και στο δωμάτιο 252. - Θα πάω, του είπα. Μετά αυτός έφυγε. «Τι ανωμαλίες πάλι με περιμένουν»; σκέφτηκα. Περίμενα εκεί μέχρι να περάσει ένα ταξί. Έπειτα είπα στον ταξιτζή να με πάει στο ξενοδοχείο, για να δω τι έκπληξη με περίμενε. Όταν έφτασα, πήγα στο δωμάτιο 252, χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε μια γυναίκα. Είχε ένα ύφος παγερό που σπάνια συναντάς και μ’ έκανε ν’ ανατριχιάζω. «Αμάντα πελάτης είναι και πρέπει να την ευχαριστήσεις», σκέφτηκα. Δεν πηγαίνω με γυναίκες, αλλά σήμερα θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί πληρώνετε καλά, της είπα. - Μη βιάζεσαι μικρή μου. Δεν θέλω τις χάρες σου. Άλλα θέλω από σένα. - Σαν τι; τη ρώτησα περίεργη. - Θα πάρεις ένα μεγάλο ποσό, τόσο που δεν μπορείς να φανταστείς, αν φυσικά φερθείς έξυπνα.

Page 121: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

121

- Μου αρέσει σαν αρχή, για συνέχισε. - Εδώ σου έχω τη διεύθυνση όπου θα πας. Ο κύριος στη φωτογραφία θα γίνει ο πελάτης σου και ονομάζεται Φίλιππος Γεωργίου. Θα τον πλησιάσεις και θα τον ρωτήσεις τάχα για μια διεύθυνση. Έχει ένα τζιπ PORSCHE χρώματος μολυβί. Είσαι έξυπνη κοπέλα και νομίζω πως θα τα καταφέρεις. Θέλω να τον κάνεις να κυλιέται στα πόδια σου. Και φυσικά θα πληρώνεσαι καλά. Είναι από τους ανθρώπους που κάνουν μεγάλα δώρα. Ό,τι μπορέσεις και πάρεις, χαλάλι σου. Πρόσεξε όμως. Θέλω να τον κάνεις να λιώνει για σένα. Το κατάλαβες; - Μάλιστα. - Ωραία. Το τηλέφωνο μου είναι αυτό. Μπορείς να το χρησιμοποιείς σ’ έκτακτες περιπτώσεις, γι’ αυτό είναι καλύτερα να μου δώσεις το δικό σου νούμερο για να σε παίρνω εγώ. - Να σε ρωτήσω κάτι; - Πες μου. - Τι σας είναι αυτός ο άνθρωπος; - Άκουσε καλή μου. Όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο καλύτερα θα τα πάμε. - Εντάξει. - Θα τα πούμε σύντομα. Α! και πού είσαι; Το δωμάτιο είναι πληρωμένο. Μπορείς να μείνεις και αυτά είναι δικά σου, μου είπε και μου έδωσε τα διακόσια ευρώ. Και αυτά είναι αλλά διακόσια ν’ αγοράσεις κανένα ρούχο της προκοπής. Μην πας έτσι ντυμένη, γιατί ούτε που θα γυρίσει να σε κοιτάξει. Έπειτα άνοιξε την πόρτα και έφυγε δίχως να πει τίποτε άλλο.

Έμεινα με τη φωτογραφία του κ. Φίλιππου Γεωργίου στα χέρια μου. «Τρομάρα του, τον αποκάλεσα και κύριο… Ποιος ξέρει τι κουμάσι θα είναι; Που του αρέσουν οι μικρούλες… Άκου εκεί κύριος! Έτσι είναι κυρά μου οι κύριοι»; έλεγα στον εαυτό μου και πέταξα τη φωτογραφία πάνω στο κρεβάτι.

Έκανα ένα ζεστό μπάνιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πρώτη φορά έβγαζα χρήματα τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα. Έπειτα κοίταξα ξανά τη φωτογραφία. «Λοιπόν παππούλη, από αύριο θα σε τρώω στη μάπα και εσύ θα χαμουρεύεις το γλυκό μου κορμάκι», είπα και ακούμπησα τη φωτογραφία στο δίπλα μαξιλάρι.

Την επόμενη μέρα πήγα και αγόρασα κάτι της ‘’προκοπής’’, όπως μου είπε και η κυρία και την έστησα έξω από το αυτοκίνητό του. Όταν τον είδα να πλησιάζει του φώναξα: - Ε… Συγγνώμη κύριε… Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε; - Τι θέλετε; - Δεν είμαι από εδώ και μάλλον έχω χαθεί. Ψάχνω τη διεύθυνση Αριστοτέλους… - Είναι λίγο πιο πάνω από εδώ. - Μήπως σας είναι εύκολο να με πάτε; Αν δε σας βάζω σε κόπο… - Αν και είναι αντίθετα από το δρόμο μου, θα σας πάω. - Αχ! Χίλια ευχαριστώ. Δεν ξέρω πώς να σας το ξεπληρώσω… - Εντάξει δεν έκανα και τίποτα, τρία στενά πιο πάνω θα σε πάω. - Ε πώς; Αν δεν ήσασταν εσείς, ακόμα θα έψαχνα. Τι θα λέγατε αν σας κερνούσα ένα καφεδάκι για να έβγαζα την υποχρέωση που σας έχω;

Page 122: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

122

- Καφεδάκι ε; - Ναι. Τι λέτε; - Ίσως μια άλλη φορά. - Α όχι. Τι θα πει μια άλλη φορά; Αύριο είναι καλά; - Δεν ξέρω… Η δουλειά μου… - Δεν ακούω τίποτα. Αύριο θα σας περιμένω εδώ που σας είδα και σήμερα, στις έξι ακριβώς. Και αν δε θέλετε να πάμε για καφέ, θα στεναχωρηθώ πολύ. - Λοιπόν φτάσαμε δεσποινίς στην οδό που θέλετε. - Αμάντα με λένε. - Χάρηκα πολύ Αμάντα. - Και εγώ. Το δικό σας όνομα; - Φίλιππος. - Λοιπόν Φίλιππε, θα τα πούμε αύριο στις έξι.

Βγήκα από το αυτοκίνητο και εκείνος χάθηκε πατώντας το γκάζι. «Μου κάνεις τον δύσκολο, αλλά που θα πάει; Θα πέσεις. Τόσους άντρες έχω ρίξει, εσύ θα μου αντισταθείς; Κομματάκι δύσκολο», είπα στον εαυτό μου. Περίμενα την επόμενη μέρα με ανυπομονησία. Ήθελα να τον ρίξω αυτόν τον άντρα. Και γιατί το πήρα εγωιστικά και γιατί ήθελα να πάρω τηλέφωνο την ‘’ξινή’’ να της πω ότι άρχισε η συνεργασία μας.

Στις πέντε λοιπόν, στήθηκα δίπλα στο αυτοκίνητό του και τον περίμενα. Φυσικά πήγα μια ώρα πριν, μην τυχόν και μου την κοπανίσει. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, αλλά μπροστά στα φράγκα, τι αξία έχει να φας λίγο κρύο; Μετά από μια ώρα περίπου τον είδα να βγαίνει. - Φίλιππε! - Γεια σου Αμάντα. Για να πω την αλήθεια σε ξέχασα. - Σου το συγχωρώ και δεν πιστεύω ν’ αρνηθείς την πρότασή μου; - Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. - Μα γιατί; Έναν καφέ είπα να κεράσω, τόσο κακό είναι; - Αν το αφήναμε ίσως για κάποια άλλη φορά; - Δεν ακούω τίποτα! Θα πάμε τώρα. - Καλά, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. - Δεν πειράζει, όσο χρόνο έχεις.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του και ξεκινήσαμε. Στην αρχή ήταν κάπως κουμπωμένος και ένιωθε αρκετά αμήχανα. Με ρώτησε από πού ήμουν και του είπα από την Αμερική και ότι ήρθα εδώ να συναντήσω κάποια φίλη μου, που θα με έβρισκε δουλειά και σπίτι, αλλά δυστυχώς δεν τη βρήκα. Έδειξε ενδιαφέρον για την περίπτωσή μου και φυσικά ούτε λόγος να πληρώσω εγώ. Στην αρχή παραγγείλαμε εγώ καφέ και εκείνος ένα ουίσκι και μετά δεύτερο και τρίτο. Περνούσαμε ωραία, γελούσαμε και του έλεγα διάφορες ιστορίες από την Αμερική δήθεν. Μετά του είπα ότι πεινάω και του πρότεινα να πάμε να φάμε. Μετά τα λόγια είναι περιττά. Το ένα έφερε το άλλο και το ποτό έκανε τη δουλειά του. Για πότε βρεθήκαμε στο ξενοδοχείο, ούτε που το καταλάβαμε. Στον έρωτα ήταν απαιτητικός και του άρεζαν διάφορα σκέρτσα. Ζητούσε πολλά, όπως και έδινε πολλά. Όσο γι’ αυτό δεν έχω παράπονο.

Page 123: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

123

Έτσι άρχισε μια συνεργασία ‘’πηδήματος’’. Εγώ έδινα τα νιάτα μου, το κορμί μου και εκείνος έπαιρνε. Έπαιρνε ευχαρίστηση. Αυτός όμως που έβγαινε κερδισμένος, ήταν η Σιμόν, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα έκανε όλα αυτά. Στην αρχή ήταν τυπική και το μόνο που μου έλεγε ήταν «καλά τα πας». Όσο όμως ο καιρός περνούσε, μου έλεγε: «Κράτησέ τον όσο μπορείς περισσότερο». Δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο. Εκείνη ήταν το αφεντικό και εκείνη διάταζε. Όχι πως περνούσα άσχημα, προς Θεού. Αν πω κάτι τέτοιο, θα πέσει φωτιά να με κάψει. Αλλά είχα βαρεθεί αρκετά. Μπορώ να πω ότι και ο Φίλιππος το ίδιο ένιωθε.

Μια μέρα τον ρώτησα αν είναι παντρεμένος και εκείνος μου είπε: - Με μια υπέροχη γυναίκα. - Τότε τι κάνεις μαζί μου; - Πραγματικά δεν ξέρω. Είμαι ένας ηλίθιος που δεν σέβεται τίποτα. - Δεν σου κάθετε; Γι’ αυτό έρχεσαι μαζί μου; - Σκάσε! Μην τολμήσεις και ξαναπείς τίποτα για τη γυναίκα μου, γιατί θα σε σκοτώσω. - Καλά ντε! Δεν τη θίξαμε την κυρά σου.

Αυτό ήταν. Σηκώθηκε και μου άστραψε ένα χαστούκι, που βρέθηκα στον απέναντι τοίχο. Έπειτα ντύθηκε και μου είπε: - Ούτε στο νυχάκι της δεν είσαι άξια να της μοιάσεις. Έπειτα άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

Τότε κατάλαβα τι μαλακία έκανα. Τι θα έλεγα στην Σιμόν; Ούτε που ήθελα να φανταστώ. Έτσι έκανα το κορόιδο. Εξ’ άλλου μαζί της μιλούσα μόνο απ’ το τηλέφωνο. Τις περισσότερες φορές με τηλεφωνούσε εκείνη, εγώ μόνο σ’ έκτακτες περιπτώσεις. Αφού να φανταστείς, ούτε τ’ όνομά της δεν ήξερα.

Μετά από μια εβδομάδα που είχε γίνει εκείνη η φασαρία με το Φίλιππο, η Σιμόν μου τηλεφώνησε και μου είπε να συναντηθούμε. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, ένα «ωχ» βγήκε από τα χείλη μου.

Η συνάντησή μας ήταν σε ουδέτερο έδαφος και όταν ήρθε, μου είπε άγρια: - Τι συμβαίνει; Γιατί αυτός γυρίζει πάλι νωρίς στο σπίτι; - Ίσως να με βαρέθηκε. - Δε με κοροϊδεύεις εμένα κοριτσάκι, αυτά να τα πεις στις όμοιές σου. - Μα τι να κάνω; Να τον κλειδώσω μέσα στο δωμάτιο; - Παρ’ τον τώρα τηλέφωνο και μίλησέ του γλυκά, τρυφερά και ναζιάρικα, μου είπε.

Τι να έκανα; Υπάκουσα στις εντολές της, μα μόλις ο Φίλιππος μ’ άκουσε, μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω. Η Σιμόν μόνο που δεν πήδηξε από τα νεύρα της. - Αφού έτσι το θέλει, θα το αλλάξω και εγώ το παιχνίδι… Λοιπόν Αμάντα, θα τον παίρνεις καθημερινά τηλέφωνο και θα τον απειλείς. Θα του πεις ότι αν δεν χωρίσει από τη γυναίκα του, θα τα ομολογήσεις όλα. Ότι είσαι ερωμένη του, ότι σε αγαπάει και αλλά τέτοια. Κατάλαβες; - Ναι, αλλά φοβάμαι. - Τι φοβάσαι; - Αν θελήσει να μου κάνει κακό; - Τίποτα δε θα σου κάνει. Ούτε μύγα δεν μπορεί να πειράξει. - Θα προσπαθήσω, αλλά δε σου υπόσχομαι τίποτα.

Page 124: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

124

- Να μην ακούω χαζομάρες. Θα κάνεις αυτό που είπαμε κι εγώ από την πλευρά μου θα δώσω το δικό μου αγώνα.

Δεν είχα περιθώρια ν’ αρνηθώ. Υπάκουσα γι’ άλλη μια φορά στις διαταγές της. Έτσι από εκείνη τη μέρα έκανα τη ζωή του Φίλιππου δύσκολη. Το καλοκαίρι είχε έρθει και ο κλοιός έσφιγγε όλο και περισσότερο. Η Σιμόν άλλαξε το σχέδιο, γιατί έβλεπε ότι δεν είχε αποτέλεσμα. Όχι τουλάχιστον αυτό που επιθυμούσε. Μου είπε να παραστήσω την κόρη του, για να μπορώ να μπαίνω στο σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα πιο εύκολα να τους κάνω να μαλώνουν με τη γυναίκα του. Μου είπε ακόμα ότι έλλειπαν σε διακοπές και μόλις θα γυρνούσαν, έπρεπε να υποδυθώ το ρόλο μου άψογα.

Όταν τελικά πήγα στο σπίτι και είδα τη σύζυγό του, τα έχασα. Αυτήν τη γυναίκα την είχα δει αρκετές φορές και μου είχε κάνει εντύπωση. Ήταν πανέμορφη και τόσο γλυκιά, που την είχα πρότυπό μου. Στο πρόσωπό της, έβλεπα τη μητέρα που αναζητούσα.

Όσο και να ήθελα να της κάνω κακό, δεν μπορούσα. Παρεμπιπτόντως, μου άρεζε να σκιτσάρω και ειδικά όταν έβλεπα κάτι που με ενθουσίαζε. Έτσι είχα σκιτσάρει και το πρόσωπο της Στεφανίας. Πραγματικά τη θαύμαζα αυτή τη γυναίκα και πολλές φορές αναρωτιόμουν τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε.

Το προηγούμενο βράδυ, πριν από τη δολοφονία του Φίλιππου, είχα πάρει την απόφαση να φύγω από το σπίτι. Δεν άντεχα πια άλλο αυτήν την κοροϊδία. Είπα στη Σιμόν ότι τα παρατάω και όσο για τα χρήματα, δεν ήθελα ούτε δεκάρα. Εκείνη φυσικά ήταν έξαλλη μαζί μου, αλλά δεν της έδωσα σημασία. Ήρθε στο δωμάτιο όπου κοιμόμουν και μου έκανε φασαρία. Την έβγαλα έξω σχεδόν σκουντώντας την και μετά από λίγο πήγα στο δωμάτιο του Σπύρου του κηπουρού. Το πρωί σηκωθήκαμε αργά, κλείστηκα στο γραφείο της Στεφανίας και διάβαζα ένα από τα βιβλία της μέχρι να έρθει. Δεν ξέρω πού ήταν, μα ένιωθα υποχρεωμένη να την αποχαιρετίσω. Ίσως με τον τρόπο μου ήθελα να της ζητήσω συγνώμη, για τον πόνο που της προκάλεσα.

Έτσι έχουν τα πράγματα με αυτούς τους ανθρώπους. - Εντάξει Αμάντα, μπορείς να φύγεις. - Ευχαριστώ.

Ο Λαμπράκης ήρθε κοντά μου και μου είπε: - Τι έχεις να πεις; - Τίποτα. Απολύτως τίποτα. - Εγώ είμαι περίεργος να δω τι θα πει η Σιμόν. - Δεν έχει άλλη επιλογή, παρά να πει την αλήθεια. Αστυνόμε… - Ναι. - Λυπάμαι που το λέω, αλλά ούτε η Σιμόν σκότωσε τον άντρα μου. - Πώς το λες με τόση σιγουριά; - Πες το διαίσθηση ή όπως αλλιώς θέλεις, αλλά η Σιμόν δεν είναι. - Πες μου τώρα ότι κατάλαβες ποιος είναι ο δολοφόνος; Και πίστεψέ με θα παραιτηθώ. - Θέλω ν’ ακούσω τι θα πει και η Σιμόν και μετά θα σου πω, αλλά με την υπόσχεση ότι δε θα παραιτηθείς. - Ρε θα με τρελάνεις εσύ… - Πάντα μου το έλεγαν αυτό. Είχα αυτό το κάτι που τρέλαινα τους άλλους…

Page 125: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

125

- Φέρτε μου μέσα την κυρία Ασημίνα Γαργανουράκη, φώναξε ο αστυνόμος Λαμπράκης και εγώ πήρα πάλι τη θέση μου στο μυστικό δωμάτιο. - Καθίστε κυρία Σιμόν. Λοιπόν, τι έχετε να μας πείτε; - Εσείς τι θέλετε να ακούσετε; του είπε ψυχρά και με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη της. - Τι είναι αυτό το βιβλίο που κρατάτε; - Κάτι προσωπικό. - Σας βρίσκω πολύ ψύχραιμη. - Δεν έχω λόγο να μην είμαι.

Κοιτούσα τη Σιμόν και μου έκανε εντύπωση, το πόσο πραγματικά ψυχρή ήταν αυτή η γυναίκα. Μέχρι και εκεί μέσα φαινόταν η ψυχρότητα που έβγαζε. Ήμουν τόσο περίεργη ν’ ακούσω, γιατί με μισούσε τόσο πολύ. Αν και ο νους μου πήγαινε κάπου, δεν ήμουν όμως σίγουρη. - Για να μην σας κουράζω, θα σας πω ότι γνωρίζουμε τα πάντα σε ό,τι αφορά τη σχέση σας με την Αμάντα. Αυτό που θέλω είναι να μου πείτε, είναι γιατί έχετε τόσο κακία απέναντι στην κυρία Γεωργίου; - Φυσικά θα με θεωρείτε ένοχη για τη δολοφονία του Φίλιππου… - Εσείς αν ήσασταν στη θέση μου, ποιον θα θεωρούσατε; - Σας καταλαβαίνω, αλλά δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος, αν και θα το ήθελα πολύ. - Τόσο πολύ τον μισούσατε; - Κάθε άλλο. Τον αγαπούσα, τον λάτρευα, ήταν όλη μου η ζωή. Το άλφα και το ωμέγα στη ζωή μου! Μα πολλές φορές, την αγάπη τη χωρίζει μια τόσο λεπτή γραμμή από το μίσος, που στο τέλος δεν ξέρεις αν αγαπάς ή αν μισείς τον άνθρωπό σου. Είναι ένα συναίσθημα που βγαίνει από μέσα σου χωρίς να μπορείς να το ελέγξεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να μισήσεις κάποιον άνθρωπο που αγάπησες πολύ, γιατί το μόνο που θα καταφέρεις είναι να τον αγαπήσεις περισσότερο. Το ίδιο έπαθα και εγώ. - Μου λέτε ότι τον αγαπούσατε, γι’ αυτό τα κάνατε όλα αυτά; - Γιατί να το κρύψω άλλωστε; Εδώ που φτάσαμε πρέπει να λέγονται μόνο αλήθειες. Και για να καταλάβετε, πρέπει να σας τα πω από την αρχή. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη. Οι γονείς μου όπως και τ’ αδέλφια μου, ήταν άνθρωποι αυστηροί και με αρχές. Το σπίτι μας ήταν ένα μεγάλο αρχοντικό, που το είχαμε κληρονομήσει από τη γιαγιά μου. Οι γονείς μου το μετέτρεψαν σ’ έναν όμορφο ξενώνα, όπου τα καλοκαίρια ερχόταν ευκατάστατες οικογένειες, για να περάσουν όμορφα τις διακοπές τους. Εγώ τότε ήμουν παιδάκι, περίπου 13 χρόνων. Εκείνο το καλοκαίρι σημαδεύτηκε όλη μου η ζωή. Στο αρχοντικό μας ήρθε για να περάσει τις διακοπές τους, μια οικογένεια από την Αθήνα. Αυτή η οικογένεια είχε και ένα κοριτσάκι που ήταν στην ηλικία μου, την πανέμορφη Ιωάννα.

Ήταν ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από μένα, που όταν το κοιτούσα το θαύμαζα. Τα μαλλιά της ήταν σκούρα καστανά και στις άκρες σχημάτιζαν μπούκλες. Το δέρμα της ήταν λευκό και τα μάτια της γκριζογάλανα. Όλα πάνω της έδειχναν πανέμορφα,

Page 126: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

126

αντίθετα από μένα, που ήμουν μια ξερακιανή μαυροκαμμένη νησιοτοπούλα. Τα μαλλιά μου ήταν ίσια μέχρι την άκρη του λαιμού και πάντοτε η μάνα μου τα μάζευε με ένα τσιμπιδάκι στην άκρη. Τα μάτια μου ήταν έντονα και μεγάλα και το ντύσιμο μου απλό.

Αυτά όμως δεν ήταν λόγος για να σταματήσει η φιλία μας. Γνωριστήκαμε αμέσως

και η μία συμπλήρωνε την άλλη. Η Ιωάννα ήταν καλή στο να διαβάζει, να παίζει διάφορα μουσικά όργανα, να χορεύει μπαλέτο και να τρώει με μαχαιροπίρουνο. Εγώ έπαιζα μπάλα με τα αδέλφια μου και τ’ αλλά αγόρια της γειτονιάς, πήγαινα βόλτες με τη βάρκα του μπαμπά μου και σκαρφάλωνα στα δέντρα σαν αγριοκάτσικο, όπως έλεγε και η μάνα μου. Έτσι εγώ μάθαινα από εκείνη και εκείνη από μένα. Τρέχαμε, παίζαμε, γελούσαμε και πηγαίναμε μικρές κρουαζιέρες με τη βάρκα του μπαμπά μου στη διπλανή παραλία, παίρνοντας μαζί μας, ψωμί, τυρί, ντομάτα και ένα μπουκάλι νερό. Μέχρι και τα βράδια κοιμόμασταν μαζί. Εγώ της έκανα δώρο ένα κολιέ από κοχύλια που το είχα φτιάξει μόνη μου και η Ιωάννα μου χάρισε ένα από τα πιο όμορφα φορέματά της και ένα μπουκαλάκι άρωμα. Όταν οι διακοπές τους τελείωσαν, κλαίγαμε επειδή θ’ αποχωριζόμασταν. Φυσικά ανταλλάξαμε διευθύνσεις και έτσι θα επικοινωνούσαμε με αλληλογραφία. Αυτό μας έκανε να αισθανόμαστε πιο κοντά.

Το επόμενο καλοκαίρι, την περίμενα με ανυπομονησία και όταν ήρθαν, η χαρά μας ήταν απερίγραφτη. Αυτό κράτησε πολλά καλοκαίρια. Όταν έγινα 20 χρόνων, η Ιωάννα με κάλεσε στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα μόνη μου. Ήταν Χριστούγεννα και όλα έμοιαζαν μαγικά. Στολίδια, φώτα, οι βιτρίνες των καταστημάτων, τραγούδια και τόσα άλλα που με έκαναν να μένω με το στόμα ανοιχτό.

Το σπίτι της ήταν σαν παλάτι, τουλάχιστον για τα δικά μου μάτια. Όμορφο και με πολλά χριστουγεννιάτικα στολίδια. Έξω από την κεντρική είσοδο υπήρχε ένα στολισμένο δέντρο με πολύχρωμα φωτάκια και κόκκινα λουλούδια.

Page 127: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

127

Και μέσα στο σπίτι υπήρχαν πανέμορφα διακοσμητικά. Σε μια γωνιά ξεχώριζε το τζάκι και δίπλα του στεκόταν λαμπερό το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις κόκκινες κορδέλες και τα δώρα που ήταν από κάτω.

«Θεέ μου! Γιατί οι πλούσιοι να τα έχουν όλα»; σκέφτηκα. Η Ιωάννα ήταν τόσο

χαρούμενη που ήμασταν και πάλι μαζί, που δεν μπορούσε να καταλάβει την έκπληξή μου. Την παραμονή των Χριστουγέννων την περάσαμε στην αγορά. Αγοράσαμε πανάκριβα φορέματα, δώρα των γονιών της. Πήγαμε κομμωτήριο, όπου μας επιμελήθηκαν και το μακιγιάζ. Ποτέ άλλοτε δεν είχα δει τον εαυτό μου πιο όμορφο. Αλλά και η Ιωάννα ήταν μια πραγματική κούκλα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι κοιτούσα και ξανακοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τον καμάρωνα. Τα μαλλιά μου ήταν τέλια χτενισμένα, τα φρύδια μου βγαλμένα, τα μάτια μου μακιγιαρισμένα άψογα και τα χείλη μου έντονα κόκκινα. Αισθανόμουν σαν να μην ήμουν εγώ. Μπροστά μου έβλεπα μια σταρ του κινηματογράφου. Και η ομορφιά της Ιωάννας όμως ήταν ασύγκριτη. Το ίδιο βράδυ πήγαμε για ρεβεγιόν στο σπίτι ενός φίλου της, το οποίο ήταν γεμάτο από νέους ανθρώπους. Όλοι πάνω-κάτω ήταν στην ηλικία μας. Οι κοπέλες έμοιαζαν σαν να βγήκαν από παραμύθι, ντυμένες με τα πανέμορφα φορέματά τους και τα παλικάρια καλοντυμένα κομψά, τις συνόδευαν. Ήμουν αμήχανη και ντρεπόμουν πολύ. Μα ανάμεσα στο πλήθος, η ματιά μου ξεχώρισε ένα παλικάρι που στεκόταν σε μια γωνιά. Φαινόταν μεγαλύτερος απ’ όσους ήταν εκεί μέσα, μα είχε μια ξεχωριστή γοητεία.

Η ματιά μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω του. Με το που μπήκαμε και μας αντιλήφτηκαν, ακούστηκε «παιδιά η Ιωάννα» και όλοι έτρεξαν κοντά μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα καταλάβει πόσο σημαντική ήταν η φίλη μου. Η Ιωάννα τους είπε: «Θα ήθελα να σας συστήσω την καλύτερή μου φίλη, την… Σιμόν», είπε και μου έκανε ένα ματάκι. Μετά έσκυψε με τρόπο και μου ψιθύρισε στο αυτί: - Καλύτερο δεν είναι το Σιμόν από το Ασημούλα; - Ναι, το βρίσκω πολύ σικ, της είπα χαμογελαστά.

Εκείνη την ημέρα ένιωθα σαν να είχα ξαναγεννηθεί. Με καινούριο όνομα και καινούρια εμφάνιση. Όλοι με χαιρετούσαν και με καλοδεχόταν στην παρέα τους. - Έλα να σου γνωρίσω έναν ξεχωριστό μου φίλο, μου είπε η Ιωάννα και προχωρήσαμε λίγα βήματα πιο πέρα. - Από εδώ είναι η φίλη μου η Σιμόν και από εδώ ο ξεχωριστός μου φίλος ο Φίλιππος.

Page 128: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

128

- Χαίρομαι που σε γνωρίζω Σιμόν, μου είπε και μου έκανε μια χειραψία. - Και εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω Φίλιππε, του είπα και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.

Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν και ο λαιμός μου στέγνωνε. «Άντε παιδιά τι κάθεστε; Χορός! Χορός και ποτό, Χριστούγεννα έχουμε», ακούστηκε μια φωνή. Η μουσική άρχισε να παίζει και ο καθένας έβρισκε και από μια ντάμα. Ο Φίλιππος κοίταξε ολόγυρά του, με μια γρήγορη ματιά και μου είπε: «Θα μου χαρίσεις αυτόν το χορό»; Από το τρακ που ένιωθα, δεν μπορούσα να μιλήσω. Κούνησα μόνο το κεφάλι μου λέγοντας «ναι». Τα χέρια του με κρατούσαν σφιχτά και με παρέσερναν στα βήματα του χορού. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι για έναν άντρα. Εκείνη τη στιγμή και στη φωτιά να μου έλεγε να πέσω, θα το έκανα. Άρχιζαν μέσα μου να παλεύουν τα συναισθήματα. Ένιωθα πως τον αγαπούσα. Από την πρώτη ματιά και με το πρώτο χαμόγελο.

Όλο το βράδυ τα μάτια μου δεν ξεκόλλησαν από πάνω του και όσο πιο πολύ τον κοιτούσα, τόσο και περισσότερο ένιωθα την καρδιά μου να σχίζεται για εκείνον. Χόρεψα και με άλλα παλικάρια πιο όμορφα, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του. Στο τέλος της βραδιάς, ένας από την παρέα πρότεινε να πάμε όλοι μαζί για πρωτοχρονιά, σ’ ένα χειμωνιάτικο θέρετρο. Οι υπόλοιποι συμφωνήσαν και έτσι έκλεισε η βραδιά μας.

Ο Φίλιππος, μας γύρισε μέχρι το σπίτι με το αυτοκίνητό του και μας είπε ότι πέρασε υπέροχα. Εκείνο το βράδυ δεν είχα κοιμηθεί καθόλου. Σκεφτόμουν συνέχεια το χαμόγελό του, τα μάτια του και ονειρευόμουν τη στιγμή που θα τον ξανάβλεπα.

Την επόμενη μέρα η Ιωάννα με ρώτησε: - Πώς πέρασες χθες; - Υπέροχα, υπέροχα, υπέροχα! - Ε… Τι έπαθες εσύ; - Σου χρωστάω πολλά. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια βραδιά. - Ε… Σιγά! Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και τόσο αξιόλογη. - Και εμείς περνάμε καλά στην Κρήτη, αλλά όχι έτσι. - Σου άρεσε μάλλον κάποιο παλικάρι, γι’ αυτό το λες. - Ναι. Ήταν κάποιος που ξεχώρισα. Εσένα δε σου αρέσει κανένας; - Μου αρέσουν όλοι, αλλά εδώ και καιρό μου αρέσει ένας που είναι πολύ ξεχωριστός. - Και; - Τι και; - Και τι έγινε; - Ακόμα τίποτα. Απλώς τον παιδεύω. - Γιατί, δεν σου αρέσει; - Πολύ, αλλά θέλω να είμαι σίγουρη για την αγάπη του. Τον θέλουν πολλές κοπέλες, αλλά εκείνος λέει ότι έχει μάτια μόνο για μένα. Θα φανεί. Αν όπως λέει με αγαπάει πραγματικά, θα το δείξει. - Κορίτσια, το πρωινό είναι έτοιμο, φώναξε η μαμά της Ιωάννας διακόπτοντας τη συζήτηση.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το ορεινό χωριό. Δεν ξέρω πού πηγαίναμε. Ούτε που μ’ ένοιαζε. Φυσικά, εγώ, η Ιωάννα, η Μαρίνα και ο Τάκης ήμασταν με το αυτοκίνητο του Φίλιππου. Η διαδρομή ήταν υπέροχη και εγώ

Page 129: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

129

προσπαθούσα να ξεκλέψω μια ματιά του μέσα από τον καθρέφτη, μα κάθε φορά που μας κοιτούσε έλεγε: «Κορίτσια είστε εντάξει»; Μετά πάλι συνέχιζε να μιλάει με τον Τάκη.

Όταν φτάσαμε στο μικρό χιονισμένο χωριό, η έκπληξή μου ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια μου. Τα σπιτάκια λες και βγήκαν από παραμύθι. Ήταν στολισμένα με κάθε ειδών στολίδια. Όλα λειτουργούσαν σαν ξενοδοχεία. Και το χιόνι έξω έπεφτε ακατάπαυστα, κάνοντας όλα να μοιάζουν μαγικά.

Μοιραστήκαμε τα δωμάτιά μας και καθίσαμε για φαγητό. Το βράδυ όλοι ντυμένοι

με τα καλά μας ρούχα, διασκεδάζαμε στη μεγάλη σάλα. Άλλοι χόρευαν, άλλοι έπαιζαν χαρτιά και άλλοι καθόταν γύρω από το αναμμένο τζάκι, περιμένοντας να πάει δώδεκα η ώρα, για να καλωσορίσουμε το νέο έτος. Εγώ είχα κολλήσει στο παγωμένο παράθυρο και κοίταζα την ομορφιά της νύχτα, περιμένοντας να γίνει ένα μαγικό θαύμα και να έρθει κοντά μου να μου μιλήσει ο Φίλιππος. Για μια στιγμή το βλέμμα μου καρφώθηκε στο σκοτεινό ουρανό. Νόμιζα πως είδα το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη και παραλίγο θα ξεφώνιζα, «ο Αϊ Βασίλης, ο Αϊ Βασίλης»… Η φαντασία του έρωτα βλέπετε!

Φυσικά δεν έλειψαν και οι εκπλήξεις της βραδιάς. Ένας από την παρέα ντύθηκε Αϊ Βασίλης και μοίρασε σε όλους μας δώρα. Αυτό όμως που τράβηξε το ενδιαφέρον όλων, ήταν η Χριστίνα. Με τα προκλητικά ρούχα, ντυμένη σαν Άγιο Βασίλισσα, άρχισε και μας έκανε στριπτίζ,

Page 130: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

130

ενώ φωνές, σφυρίγματα και χειροκροτήματα ακουγόταν παντού. Τα αγόρια άναβαν από πόθο. Εκείνη τη βραδιά, ήμουν έτοιμη να κάνω κάθε φαντασίωση του Φίλιππου αληθινή, αν μου το ζητούσε. Γύρισα και τον κοίταξα με πάθος και έμεινα με το στόμα ανοιχτό, όταν είδα την Ιωάννα να τον κρατά σφιχτά από το κεφάλι και να τον φιλά με πάθος. «Θεέ μου! Δεν μπορεί, θα ονειρεύομαι Αυτός λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που ενδιαφερόταν για εκείνη; Όχι, όχι δεν μπορεί. Κάποιο παιχνίδι μου παίζει η μοίρα», ψιθύρισα. - Μόνη σου μιλάς Σιμόν; με ρώτησε ένας από την παρέα. - Ωχ παράτα με κι εσύ, του είπα και έφυγα τρέχοντας από τη μεγάλη σάλα.

Εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερα τι πραγματικά γινόταν μέσα μου. Όλη η αγάπη που ένιωθα για την αδελφική μου φίλη την Ιωάννα, είχε μετατραπεί σε απεριόριστο μίσος! Τη μισούσα με όλο μου το είναι. Τόσο, που θα ήθελα να τη σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια.

Έπειτα από λίγα λεπτά ο ουρανός έλαμπε από τα πυροτεχνήματα και όλοι καλωσόριζαν με χαρά το νέο έτος. Εγώ όμως καλωσόριζα τη λύπη στην καρδιά μου και μια αγάπη που έληξε πριν ακόμα αρχίσει…

Η Ιωάννα έψαχνε να με βρει. - Πού είσαι; Έφαγα όλο τον κόσμο να σε ψάχνω, μου είπε καθώς με βρήκε να είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. - Δεν αισθανόμουν καλά και είπα να ξαπλώσω, της δικαιολογήθηκα. - Τι έπαθες; - Αισθάνομαι καλύτερα, πήγαινε εσύ στην παρέα σου και εγώ θα έρθω αργότερα. - Όχι θα μείνω κοντά σου. - Η παρέα σου όμως θα σε ψάχνει. - Δε με νοιάζει. Για μένα περισσότερη αξία έχεις εσύ, μου είπε και με αγκάλιασε, κάνοντας τα συναισθήματά μου να μπερδεύονται ακόμα περισσότερο.

Θα ήθελα πολύ εκείνη τη στιγμή να την αγκαλιάσω κι εγώ, αλλά παρέμεινα σαν παγοκολόνα μέσα στην αγκαλιά της. - Γιατί δεν πλησιάζεις το αγόρι που σου αρέσει; με ρώτησε ξαφνικά. - Ε… Νομίζω πως έχει άλλη κοπέλα. - Ποιος είναι; - Τι σημασία έχει; Από τη στιγμή που ενδιαφέρεται γι’ άλλη.

Η Ιωάννα ήταν πάντα τυπική και ποτέ δεν επέμενε να ρωτάει για κάτι που δεν την ενδιέφερε. - Έλα πάμε κάτω, της είπα μια και δεν είχε σκοπό να με αφήσει μόνη μου.

Έκρυψα καλά τα συναισθήματά μου και προσπαθούσα να χαμογελάω, γιατί δεν ήθελα να δείξω ότι μου συμβαίνει κάτι. Και τι άλλωστε να μου συνέβαινε, αφού όλα ήταν μόνο στο δικό μου το μυαλό; Ποτέ ο Φίλιππος δε μου έδωσε κανένα δικαίωμα και ούτε ήξερε ότι εγώ τον είχαν σαν Θεό μου.

Ο χορός είχε ανάψει για τα καλά και εγώ προσπαθούσα να γλεντήσω όσο μπορούσα περισσότερο. Η ματιά μου όμως σαν κολασμένη, έψαχνε να βρει τον Φίλιππο, που εκείνος ξεμονάχιαζε όσο μπορούσε την Ιωάννα.

Αργά το απόγευμα της επόμενης μέρας, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μια και δεν αισθανόμουν το ίδιο όπως και πριν, αποφάσισα να φύγω πίσω στο νησί μου. Η Ιωάννα

Page 131: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

131

έκανε ότι ήταν δυνατό να μείνω κι άλλο μαζί της, μα αυτό ήταν δύσκολο για μένα, γιατί δεν μπορούσα να προσποιούμαι τη χαρούμενη. Έτσι γύρισα και πάλι πίσω.

Ποτέ και κανείς δεν έμαθε για την ανεκπλήρωτη αγάπη μου. Για το κρυμμένο πάθος που έκρυβα μέσα μου και τον παράφορο πόνο μου. Η Ιωάννα μού έστελνε συχνά γράμματα και μου έλεγε πόσο θα ήθελε να ήμασταν μαζί.

Το καλοκαίρι ήρθε σύντομα και ένα πρωί, χωρίς καμιά ειδοποίηση, την είδα μπροστά μου. - Ιωάννα! - Ήθελα να σου κάνω έκπληξη και βλέπω πως τα κατάφερα. - Ναι… Πραγματικά… Άλλαξες πολύ… Και ομόρφυνες περισσότερο! - Τα παραλές. - Πες μου τι κάνεις; - Τώρα που είμαι εδώ, είμαι καλά. - Γιατί το λες αυτό; - Θα σου τα πω. Όλα θα σου τα πω, αλλά πρώτα θέλω μια σφιχτή αγκαλιά. Αγκαλιαστήκαμε και μείναμε εκεί, η μία να κοιτάζει την άλλη. Η Ιωάννα έδειχνε πανέμορφη. Είχε βάψει τα μαλλιά της κάπως προς το ξανθό και το πρόσωπό της φωτιζόταν ακόμα περισσότερο. Οι γονείς μου χάρηκαν που την είδαν και της έδωσαν το πιο ωραίο δωμάτιο. Φυσικά και τα αδέλφια μου ήταν μέσα στη χαρά και της τραγουδούσαν Κρητικές μαντινάδες. - Τα αδέλφια μου έχουν χάσει τα λογικά τους μαζί σου, της είπα θέλοντας να μάθω πώς πήγαινε η ερωτική της ζωή. - Είναι πανέμορφοι, αλλά… - Ο Φίλιππος τι κάνει; - Απ’ ό, τι ξέρω καλά. - Γιατί, τι έγινε; - Χωρίσαμε. - Νόμιζα… - Κακώς νόμιζες. - Μα γιατί χωρίσατε; - Έλα τώρα για το Φίλιππο θα μιλάμε. Πες μου πώς τα περνάς εσύ; Δε μου έστελνες συχνά γράμματα και είχα ανησυχήσει.

Άρχισα να της λέω τα δικά μου και μέσα μου ένιωθα μια παράξενη χαρά. Το γεγονός ότι δεν ήταν πια μαζί με το Φίλιππο, μου έδινε κουράγιο και ελπίδα ότι μπορούσα να κάνω καινούρια όνειρα. Η Ιωάννα έμεινε στο νησί περίπου δύο μήνες. Ήμασταν και πάλι όπως και πριν. Κοιμόμασταν μαζί και πηγαίναμε για μπάνιο. Κάναμε βαρκάδες, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και τα βράδια πηγαίναμε βόλτες και βλέπαμε τα παλικάρια που χόρευαν πεντοζάλη.

Page 132: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

132

Ενώ άλλες φορές πηγαίναμε στον μπάρμπα Σήφη, ο οποίος μας έλεγε ιστορίες από τα παλιά χρόνια.

Όταν ήρθε η μέρα για να φύγει η Ιωάννα, της είπα:

- Εδώ και καιρό πήρα μια απόφαση και θέλω να με βοηθήσεις. - Ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για σένα. Μπορεί ο Θεός να μη μου έδωσε άλλα αδέλφια, αλλά εγώ σε θεωρώ σαν αδελφή μου. Πες μου, τι είναι αυτό που σε απασχολεί; - Θέλω να έρθω στην Αθήνα. Να βρω μια δουλειά και να είμαστε μαζί. - Το λες αλήθεια; - Ναι.

Η Ιωάννα με αγκάλισε και χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί από τη χαρά της. Φυσικά κι εγώ μαζί της. Μόνο που η δική μου η χαρά ήταν άλλη. Θα ξαναέβλεπα και πάλι τον μεγάλο μου έρωτα και αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένη να τον κατακτήσω με κάθε κόστος. Οι γονείς μου φυσικά είχαν τις αντιρρήσεις τους, μα γρήγορα τους έπεισα.

Έτσι, για μια ακόμα φορά ταξίδευα προς την Αθήνα. Με καινούρια όνειρα και καινούριες δυνάμεις. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της Ιωάννας και ανακοινώσαμε στους γονείς της ότι ήθελα να δουλέψω, ο πατέρας της που με θεωρούσε σαν δικό του παιδί, ήταν αντίθετος με αυτή μου την απόφαση. Εγώ όμως επέμενα και τελικά για να μου κάνουν το χατίρι και για να είμαι κοντά στην Ιωάννα, μου έδωσαν τη θέση της οικονόμου στο σπίτι. Δεν έκανα σχεδόν τίποτα! Μόνο επέβλεπα αν όλα ήταν σωστά και καθαρά και το τι φαγητό θα μαγείρευε η μαγείρισσα. Ακόμα έπρεπε να θυμάμαι να πληρωνόταν οι λογαριασμοί στην ώρα τους. Τα χρήματα που έπαιρνα, όχι απλώς μου έφταναν, αλλά άνοιξα και δικό μου βιβλιάριο στην τράπεζα. Το δωμάτιο όπου κοιμόμουν, ήταν δίπλα στο δωμάτιο της Ιωάννας και ήταν εξίσου όμορφο με το δικό της.

Οι μέρες περνούσαν και εγώ άρχιζα και προσαρμοζόμουν στην καινούρια μου ζωή. Όλα πια είχαν πάρει το δικό τους ρυθμό και το μόνο που μου έμενε, ήταν να κατακτήσω το Φίλιππο.

Ένα βράδυ αποφάσισα να βγω έξω μόνη μου. - Πού θα πας; με ρώτησε η Ιωάννα. - Είναι κάτι φίλες μου εδώ από την Κρήτη και είπαμε να συναντηθούμε, της δικαιολογήθηκα. - Α! Καλά…

Page 133: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

133

- Θα σου έλεγα να έρθεις και εσύ, αλλά φοβάμαι ότι θα πλήξεις μαζί μας. Είναι λίγο χωριάτισσες και βαρετές. - Καλά. Να μη σε φέρω και σε δύσκολη θέση. - Θα τα πούμε το πρωί. - Τόσο αργά θα γυρίσεις; - Δεν ξέρω, μπορεί να βαρεθώ κι εγώ και να γυρίσω γρήγορα.

Πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, άνοιξα την πόρτα και έφυγα τρέχοντας. Στο μεταξύ, είχα φροντίσει να μάθω πού δούλευε ο Φίλιππος, πού σύχναζε και με ποιους. Είχα φορέσει ένα κόκκινο πουκάμισο, μια μαύρη στενή φούστα και είχα μάθει πώς να μακιγιάρομαι για να φαίνομαι πιο γοητευτική.

Πήγα στο κλαμπ όπου σύχναζε. Έριξα μια γρήγορη ματιά και τον είδα που καθόταν μόνος σε μια γωνιά να πίνει. Τον πλησίασα, με τη διάθεση που έχει κάποιος όταν βλέπει κάποιον γνωστό του ξαφνικά. - Φίλιππε! - Ω! Γεια σου Σιμόν. Μόνη σου είσαι; με ρώτησε και έριξε μια ματιά πίσω μου. - Ναι… Δηλαδή όχι… - Ναι ή όχι; - Ήταν να συναντηθούμε με κάτι φίλες μου, αλλά φαίνεται πως τελικά δε θα έρθουν. - Κάθισε. Τι να σε κεράσω; - Ό,τι πίνεις. - Ένα ουίσκι με πάγο σε παρακαλώ. Λοιπόν, πώς τα περνάς; - Καλά. Μπορώ να πω καλύτερα από ποτέ… - Χαίρομαι. Είχα πολύ καιρό να σε δω, τι έγινες; - Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά είμαι από την Κρήτη και ήμουν εκεί, αλλά εδώ και ενάμιση μήνα, είμαι μόνιμος κάτοικος Αθηνών. - Πολύ ωραία. Η φίλη σου η Ιωάννα, τι κάνει; - Καλά. Πολύ καλά. - Έχω να τη δω πολύ καιρό. - Ήμασταν μαζί στην Κρήτη και περάσαμε τέλεια. Όλη η Κρήτη θαύμαζε την ομορφιά της και τα παλικάρια ήταν έτοιμα να σφαχτούν για χάρη της.

Και όσο εγώ παίνευα τις χάρες της Ιωάννας, τόσο εκείνος έσφιγγε τις γροθιές από θυμό. Τον κοιτούσα και από μέσα μου γελούσα. Γελούσα από ικανοποίηση. Τον ήθελα αυτόν τον άντρα. Και τον ήθελα σαν κολασμένη. Ονειρευόμουν τη στιγμή που θα με κρατούσε στα χέρια του και θα μ’ έκανε δικιά του. Ονειρευόμουν εκείνη τη στιγμή που το πάθος του θα φούντωνε μόνο για μένα.

Εκείνο το βράδυ ήπιαμε τόσο πολύ, που γίναμε «λιώμα». Εκείνος περισσότερο, γιατί εγώ προσπαθούσα να κρατήσω τις ισορροπίες. Μια και δεν μπορούσε να οδηγήσει, πήραμε ένα ταξί. Μέσα στη ζάλη του, φώναζε το όνομα της Ιωάννας και αγκάλιαζε εμένα. Είπε την οδό στον ταξιτζή και πήγαμε σπίτι του. Ήταν πανέμορφο. Εκείνο το βράδυ είχα σκοπό να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, όταν από τα γέλια και τα τραγούδια μας, άκουσα μια γυναικεία φωνή πίσω μου: - Κύριε Φίλιππε! Σας ευχαριστούμε που τον φέρατε μέχρι εδώ δεσποινίς.

Page 134: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

134

- Ε… Ναι… - Καλά είμαι, καλά, έλεγε ο Φίλιππος και συνέχιζε το τραγούδι. - Πέτρο, Πέτρο. Έλα να πάμε τον κύριο Φίλιππο στο κρεβάτι του, ξαναφώναξε η κοπέλα που ήταν του σπιτιού.

Κατάλαβα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο και έφυγα. Την επόμενη μέρα είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο. Το κεφάλι μου γύριζε και

αισθανόμουν απαίσια. - Θα πάω κομμωτήριο, θα έρθεις; με ρώτησε η Ιωάννα. - Θα βγούμε; - Έχει γενέθλια η Χριστίνα και κάνει πάρτι. - Ποια είναι η Χριστίνα; Εκείνη που τα βγάζει όλα στη φόρα; - Ναι. Θα έχει πλάκα. - Θα έρθω, της είπα και σκέφτηκα πως θα ήταν σε αυτό το πάρτι και ο Φίλιππος.

Περίμενα το βράδυ με ανυπομονησία. Μέχρι και καινούριο φόρεμα είχα αγοράσει, για να δείχνω όμορφη και λαμπερή. Έφτιαξα και τα μαλλιά μου να μοιάζουν σαν της Ιωάννας και ήμουν έτοιμη. - Είσαι πανέμορφη σήμερα, μου είπε η Ιωάννα. - Σ’ ευχαριστώ, θέλω απόψε τα μάτια όλων να είναι στραμμένα πάνω μου. - Αχ φιλενάδα… Γιατί δε λες καλύτερα ότι θέλεις μόνο δύο ματάκια να σε κοιτάξουν και να τους κλέψεις την καρδιά; - Ακριβώς αυτό θέλω.

Η συζήτησή μας συνεχίστηκε σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της Χριστίνας. Όταν μπήκαμε μέσα, τα μάτια όλων έπεσαν πάνω μας. Ένας από την παρέα ήρθε κοντά μας και μας κράτησε αγκαζέ. «Είστε δυο πανέμορφες κούκλες», μας είπε και μας έφερε από ένα ποτήρι ποτό. Ο Φίλιππος μάς κοιτούσε και έπινε το ένα ποτό πίσω από τ’ άλλο. Έπειτα από λίγο χαμήλωσαν τα φώτα και μια μεγάλη τούρτα με αναμμένα κεράκια μπήκε στο τραπέζι. Η Χριστίνα έκλεισε για λίγο τα μάτια της και έκανε μια ευχή, ενώ φύσηξε δυνατά τα αναμμένα κεριά. Όλοι άρχισαν να τραγουδούν: «Να ζήσεις Χριστίνα και χρόνια πολλά».

Εγώ πλησίασα το Φίλιππο και τον ρώτησα: - Πώς αισθάνεσαι σήμερα; - Καλά. - Μην πίνεις θα σε πειράξει. - Με προσέχεις ή μου φαίνεται; - Δεν θέλω να παραστήσω τη μαμά σου, αλλά το ποτό δεν είναι καλό. - Άσε τα λόγια και έλα να χορέψουμε, μου είπε και πριν προλάβω να πω τίποτα, ήμουν ήδη μέσα στο χορό.

Τα χέρια του με κρατούσαν σφιχτά και με έσφιγγε με δύναμη πάνω του. Η Ιωάννα ήταν λίγο πιο πέρα και γελούσε με το κόρτε που της έκανε ένας από την παρέα.

Ξαφνικά ο Φίλιππος με παράτησε και έτρεξε κοντά της. Γονάτισε κάτω και την κράτησε από τη μέση. - Σ’ αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Μη με αφήνεις σε παρακαλώ, της έλεγε και τη θερμοπαρακαλούσε. - Φύγε από κοντά μου Φίλιππε. Δε σε αντέχω πια.

Page 135: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

135

- Σ’ αγαπώ και θα κάνω ό,τι θέλεις. - Και εγώ σε αγαπώ, αλλά δε σε αντέχω όταν πίνεις. Μόνο αν με υποσχεθείς εδώ μπροστά στους φίλους μας, ότι δεν θα πιείς ποτέ πια, τότε μόνο θα είμαστε και πάλι μαζί. - Στο υπόσχομαι.

Τότε όλοι χειροκρότησαν και φώναξαν «φιλί, φιλί, φιλί». Τα χείλη τους ενώθηκαν και μια αγκαλιά σφράγισε την αγάπη τους. Εγώ ένιωθα πως ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Χειρότερα δε θα μπορούσα να ήμουν. Έπρεπε όμως να πνίξω για άλλη μια φορά τον πόνο μου και να συνεχίσω τη ζωή μου.

Η επόμενη μέρα ήταν μια πραγματική κόλαση για μένα. Ο Φίλιππος ήρθε μαζί με τους γονείς του στο σπίτι και ζήτησαν και επίσημα το χέρι της Ιωάννας. Όλοι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας και μόνο εγώ ήμουν στις μαύρες μου. Ο καιρός περνούσε και οι ετοιμασίες του γάμου είχαν ολοκληρωθεί. Όλα έμοιαζαν παραμυθένια. Αν και δεν το άντεχα αυτό, ήμουν όμως υποχρεωμένη να το αποδεχτώ, γιατί η Ιωάννα ήταν η καλύτερή μου φίλη. Ήμουν κοντά τους περίπου δυο χρόνια και δε θα ήταν σωστό να φύγω στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της. Μέχρι και οι γονείς μου ήρθαν στο γάμο. Και φυσικά μπορώ να πω, ότι από εκείνη τη μέρα που ο Φίλιππος έδωσε την υπόσχεση ότι δε θα πιεί ξανά, την κράτησε.

Τη μέρα του γάμου, η Ιωάννα έλαμπε ολόκληρη, τόσο, που έμοιαζε σαν πραγματική πριγκίπισσα.

Έπειτα από τη λαμπρή τελετή, η Ιωάννα μού είπε ότι θα με πάρει κι εμένα μαζί της στο καινούριο της σπίτι. Πραγματικά δεν πίστευα στα αφτιά μου με αυτό που άκουγα. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό και είπα μέσα μου: «Υπάρχει τελικά Θεός».

Έτσι από εκείνη τη μέρα, η Ιωάννα και εγώ εγκατασταθήκαμε και μόνιμα στο λαμπρό σπίτι του Φίλιππου Γεωργίου. Τη θέση μου ως οικονόμος την κράτησα και ο μισθός μου μεγάλωνε, όπως και ο πόθος που ένιωθα για το Φίλιππο. Και όσο τα χρόνια περνούσαν και η Ιωάννα δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, η ελπίδα μου πως αυτός ο γάμος θα έληγε, με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά όμως, η αγάπη του για την Ιωάννα, μεγάλωνε καθημερινά .

Μια μέρα, μόλις τελειώσαμε το μεσημεριανό φαγητό, η Ιωάννα μάς είπε: - Θα ήθελα να σας αναγγείλω κάτι που με κάνει πολύ χαρούμενη. - Πες μας τι είναι αυτό; τη ρώτησε ο Φίλιππος. - Είμαι έγκυος. - Τι; Σοβαρά το λες μωρό μου; είπε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.

Δεν ήξερα τελικά ποιος με είχε καταραστεί και πήγαιναν όλα στραβά στη ζωή μου. Τι ήταν αυτό που ζητούσα; Μόνο λίγη ευτυχία και τίποτα περισσότερο. Τους ευχήθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου. Εκείνη τη μέρα δεν ήθελα να δω κανέναν.

Οι μήνες πέρασαν γρήγορα και η Ιωάννα έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ο Φίλιππος είχε χάσει πραγματικά το μυαλό του. Ούτε στη δουλειά δεν πήγαινε, παρά μόνο καθόταν στο σπίτι και έπαιζε με τη μικρή Εμμανουέλλα. Της είχαν δώσει το όνομα της γιαγιά της, δηλαδή της μητέρα του Φίλιππου. Η Εμμανουέλλα ήταν ένα παιδάκι γλυκό και πανέμορφο που όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και περισσότερο στη

Page 136: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

136

μαμά της. Εγώ όμως το μισούσα αυτό το παιδί, γιατί ήταν πραγματικά η καταστροφή μου. Φυσικά και εκείνο δεν πήγαινε πίσω, γιατί όταν με έβλεπε, έκλεγε διαρκώς και μόνο στην αγκαλιά της μαμάς της ηρεμούσε.

Μετά από τρία χρόνια περίπου, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μπήκε ο δαίμονας μέσα

μου. Σηκώθηκα σιγά-σιγά και πήγα στο δωμάτιο της μικρής. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και άφησα το τσουχτερό κρύο να κάνει τη δουλειά του.

Τα χαράματα που σηκώθηκε η Ιωάννα και πήγε στο δωμάτιο της μικρής, βρήκε την μπαλκονόπορτα ορθάνοιχτη και τη μικρή Εμμανουέλλα να ψήνεται στον πυρετό. - Φίλιππε, Φίλιππε! έβαλε τις φωνές και εκείνος έτρεξε αμέσως κοντά της, όπως φυσικά κι εγώ. - Τι έγινε; τη ρώτησε αγχωμένος. - Το μωρό έχει πυρετό και βρήκα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. - Μα πώς έγινε αυτό; Γρήγορα το γιατρό…

Τηλεφώνησα όσο μπορούσα πιο γρήγορα στο γιατρό και εκείνος ήρθε σχεδόν αμέσως. «Πρέπει να πάει το μωρό στο νοσοκομείο, έχει πάθει πνευμονία», τους είπε. Η μικρή Εμμανουέλλα νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και παρέμεινε εκεί περίπου είκοσι μέρες. Φυσικά η Ιωάννα δεν έφυγε ούτε λεπτό από κοντά της. Και τις είκοσι μέρες ήταν εκεί μαζί της.

Ο καημός του Φίλιππου ήταν μεγάλος κι ένα βράδυ που καθόταν μόνος στο σαλόνι, του πρόσφερα ένα ποτήρι ουίσκι. Με κοίταξε και κοίταξε και το πότο. - Δεν κάνει κακό ένα ποτηράκι, σε μια τέτοια στιγμή, του είπα. - Όχι, όχι. Έχω δώσει μια υπόσχεση στη γυναίκα μου και πρέπει την τηρήσω. - Μα για ένα ποτηράκι κάνεις έτσι; Εξάλλου δεν είναι τώρα εδώ. Πού θα σε δει; - Όχι Σιμόν, μην επιμένεις. - Καλά αφού δε θέλεις θα το πιώ εγώ. Στην υγεία της Εμμανουέλλας λοιπόν.

Ο Φίλιππος με κοίταξε και έγλυψε τα χείλη του. - Δεν θα μου κάνεις παρέα; Ούτε για να ευχηθείς στην υγεία της κόρης σου; - Καλά βάλε ένα, μόνο και μόνο για την υγεία της.

Έτσι το ένα ποτήρι έφερε το άλλο και αδειάσαμε όλο το μπουκάλι. Γελούσαμε, τραγουδούσαμε και πειραζόμασταν διαρκώς. Στο τέλος τον βοήθησα να πάει στο κρεβάτι του. Έκλεισα την πόρτα και τον βοήθησα τάχα να βγάλει τα ρούχα του. Είχαμε έρθει τόσο κοντά που οι ανάσες μας είχαν γίνει ένα.

Την περίμενα τόσα χρόνια εκείνη τη στιγμή, που λίγο έλειψε να σωριαστώ στο πάτωμα. Τον άρπαξα και τον φίλησα με πάθος, ξεχνώντας καθετί που υπήρχε στον κόσμο.

Page 137: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

137

Ήταν για μένα κάτι παραπάνω από έρωτας. Κάτι ιερό, κάτι όμορφο, κάτι που με έκανε να γίνω και να αισθανθώ πραγματικά γυναίκα, αφού ήταν η πρώτη φορά που με άγγιζε άντρας στη ζωή μου!

Το πρωί ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Σηκώθηκα όταν ακόμα ο Φίλιππος κοιμόταν και του ετοίμασα πρωινό. Μετά από λίγο τον άκουσα που κατέβαινε τις σκάλες. Τον πλησίασα και του είπα: - Χθες ήσουν υπέροχος! - Χθες; - Ναι μωρό μου, χθες το βράδυ… - Σιμόν σε παρακαλώ. Καλύτερα να ξεχάσουμε το τι έγινε χθες. Ήταν μια στιγμή αδυναμίας, κάτι που δεν έπρεπε να γίνει ποτέ. - Για σένα Φίλιππε, όχι για μένα. Εμένα ήταν η πρώτη μου φορά που πήγα με άντρα και αυτό που νιώθω δεν περιγράφεται. - Η πρώτη σου φορά; Γι’ αυτό υπήρχε αίμα πάνω στο κρεβάτι; Σε παρακαλώ να καθαριστεί αμέσως και κουβέντα πουθενά. Α! και να μην ξεχάσω. Την αγαπώ την γυναίκα μου. Καλή σου μέρα, μου είπε και έφυγε γρήγορα. - Θα μου το πληρώσεις αυτό. Όλοι σας θα μου το πληρώσετε, ξεφώνισα δυνατά.

Την επόμενη μέρα η Ιωάννα με τη μικρή Εμμανουέλλα είχαν γυρίσει σπίτι και με τις οδηγίες του γιατρού η μικρή ήταν και πάλι καλά. Φυσικά δεν την άφησαν να ξανακοιμηθεί μόνη της στο δωμάτιο. Κοιμόταν και οι τρεις μαζί.

Μετά από δύο μέρες, άφησα να φανεί το άδειο μπουκάλι από το ουίσκι. - Σιμόν, με φώναξε η Ιωάννα. - Με φώναξες; - Πού πήγε το ουίσκι; - Ε… Το ήπια. - Εσύ; - Ναι εγώ, γιατί απαγορεύεται; - Έλα Σιμόν, πες μου σε παρακαλώ. - Τι να σου πω; - Μην τον καλύπτεις. Άρχισε πάλι ο Φίλιππος να πίνει; - Όχι, πώς σου ήρθε αυτό; - Ναι καλά, αφού εσύ δεν πίνεις. Το πολύ-πολύ να πιεις ένα ποτηράκι, όχι και όλο το μπουκάλι.

Όσο εγώ προσπαθούσα να δικαιολογήσω την κατάσταση, η Ιωάννα τσατιζόταν ακόμα περισσότερο.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρα, μόλις ο Φίλιππος μπήκε στο σπίτι, του είπε αμέσως: - Τι έγινε Φίλιππε; Το ρίξαμε πάλι στο ποτό; - Ε… Όχι. Πώς σου ήρθε αυτό; - Τότε τρύπησε το μπουκάλι και χύθηκε το ποτό… - Έλα αγάπη μου σταμάτα τις χαζομάρες.

Το ένα έφερε το άλλο και άρχισε μεταξύ τους ένας καυγάς που σταματημό δεν είχε. Τρεις μέρες ήταν μαλωμένοι και δε μιλούσαν. Έτσι, από εκείνη τη μέρα, είχα βάλει το

Page 138: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

138

δαίμονα μέσα τους. Μετά από δύο μήνες κατάλαβα ότι ήμουν έγκυος. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ένα παιδί δικό του, μεγάλωνε μέσα μου!

Το πρώτο που έκανα, ήταν να πάω να το πω στο Φίλιππο και φυσικά πήγα στο γραφείο του. - Τι; Τρελάθηκες Σιμόν; Τι είναι αυτά που λες; μου είπε και πετάχτηκε από τη θέση του σαν ελατήριο. - Την αλήθεια Φίλιππε, περιμένω το παιδί σου! - Και τι θέλεις να κάνω; Να διαλύσω την οικογένειά μου και να σε παντρευτώ; - Δεν ξέρω. - Άκουσε Σιμόν. Ήταν μια στιγμή αδυναμίας. Κάτι που έγινε χωρίς να το καταλάβουμε, δεν μπορώ όμως να σου προσφέρω τίποτα, κατάλαβέ με. Την Ιωάννα την αγαπώ πιο πάνω και από τη ζωή μου. Οπότε αυτό το παιδί δεν μπορεί να γεννηθεί. - Είσαι τρελός για να λες κάτι τέτοιο! Δεν μπορεί να το εννοείς αυτό; Κοίταξέ με λίγο. Είμαι 34 χρόνων και έχω μείνει κοντά σας μόνο και μόνο επειδή σε αγαπώ! Είμαι ερωτευμένη μαζί σου Φίλιππε! Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, από το πρώτο λεπτό που σε πρωτοαντίκρισα. Έφυγα από τον τόπο μου, που ήμουν βασίλισσα, για να έρθω εδώ στην Αθήνα, μόνο και μόνο για να είμαι κοντά σου, δίπλα σου. Περίμενα ένα σου βλέμμα τόσα χρόνια για να νιώσω και εγώ γυναίκα, μα εσύ το μόνο που έκανες ήταν να κοιτάς την Ιωάννα στα μάτια και τίποτε άλλο. Και τώρα μου ζητάς να σκοτώσω ότι πολυτιμότερο έχω από σένα; Θα είσαι τρελός μου φαίνεται… - Έλα λίγο στη θέση μου και πες μου τι να κάνω; Ή μήπως θέλεις να πω στη γυναίκα μου ότι το παιδί που κουβαλάς στα σπλάχνα σου είναι δικό μου και θα ζήσουμε όλοι μαζί σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια; - Μα τόσα χρόνια αυτό δεν κάναμε; Ένα παιδί παραπάνω θα μας πειράξει; - Μου φαίνεται ότι εσύ τελικά είσαι η τρελή!

Έφυγα από το γραφείο του Φίλιππου και τον άφησα να παραμιλάει. Μπορεί εκείνος να τα είχε χαμένα και να μην ήξερε τι να κάνει, εγώ όμως ήξερα. Και ήμουν αποφασισμένη να κρατήσω αυτό το παιδί και να το μεγαλώσω σωστά, μα πάνω απ’ όλα με το όνομα Γεωργίου.

Οι μήνες περνούσαν και η κοιλιά μου όσο πήγαινε και φούσκωνε. - Τελικά θα μου πεις ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού σου; με ρώτησε ένα πρωί η Ιωάννα, καθώς ήμασταν μόνες και πίναμε τον καφέ μας. - Τι σημασία έχει ποιος είναι ο πατέρας, από τη στιγμή που δε θέλει, ούτε αυτό, ούτε εμένα. - Είναι ένα απάνθρωπο κτήνος. Γιατί δε μας λες ποιος είναι να πάει ο Φίλιππος να τον κανονίσει. - Δε θέλω να του κάνω κακό. Κάποια στιγμή θα το καταλάβει από μόνος του και όλα θα φτιάξουν. - Εγώ πάντως δε θα μπορούσα να κουβαλήσω έναν τέτοιο σταυρό μόνη μου. Μπράβο σου! - Ελπίζω πως κάποια μέρα θα μου χαμογελάσει και μένα η ζωή.

Οι μέρες περνούσαν κι εγώ περίμενα τον πελαργό να μου φέρει το μωράκι μου.

Page 139: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

139

Η ψυχολογία μου είχε αλλάξει και όλα τα έβλεπα διαφορετικά. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μέχρι που ένιωθα και φοβερές ενοχές για το κακό που είχα προκαλέσει στη μικρή Εμμανουέλλα.

Ένα βράδυ μ’ έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Η Ιωάννα ήταν διαρκώς δίπλα μου και δε με άφησε ούτε στιγμή μόνη. Μετά από αρκετές ώρες πόνου και αγωνίας, γέννησα ένα πανέμορφο αγοράκι. Όταν το κράτησα στα χέρια μου όλη μου η ζωή είχε αλλάξει. Ήταν τόσο όμορφο και έμοιαζε πολύ με το Φίλιππο. Η Ιωάννα επέμενε πως ήταν πια καιρός να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια για την ταυτότητα του πατέρα του παιδιού μου. Τι να της έλεγα όμως; Ότι ο πατέρας του παιδιού σου και του δικού μου παιδιού, είναι ο ίδιος;

Ένα πρωί με επισκέφτηκε ο Φίλιππος. - Θα έχει το μωρό σου ό,τι χρειάζεται από μένα, αρκεί να το κρατήσεις μακριά από το σπίτι μου. - Σου μοιάζει πολύ, του είπα. - Σιμόν δε μ’ ενδιαφέρει αυτό το παιδί, πώς να σου δώσω να το καταλάβεις; - Δε θέλεις να τον δεις; Είναι ο γιός σου. - Σε παρακαλώ, κράτα όσο γίνεται μακριά αυτό το παιδί από μένα. - Μα γιατί; Τι κακό μπορεί να σου κάνει; - Αν λες πως μ’ αγαπάς, μην το βάζεις στη ζωή μου, σε παρακαλώ.

Θα μπορούσα γι’ αυτόν τον άνθρωπο να δώσω ακόμα και τη ζωή μου. Όταν πια είχα βγει από το νοσοκομείο, πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Κρήτη, όπου με περίμενε ένας καινούριος Γολγοθάς. Οι γονείς μου μόνο που δεν έπαθαν εγκεφαλικό, όταν με είδαν με το μωρό στην αγκαλιά. Τα αδέλφια μου τρελάθηκαν και ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν αυτός που με παράτησε μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Για μέρες δεν μπορούσα να ησυχάσω, μα στο τέλος όλοι τον αγάπησαν, γιατί ήταν πραγματικά σαν άγγελος.

Έτσι πήρα την απόφαση ν’ αφήσω το μοναχοπαίδι μου στην Κρήτη, για να

μεγαλώσει με αγάπη και φροντίδα και εγώ γύρισα στην Αθήνα. Κάθε τόσο όμως, έστελνα όλο και περισσότερα χρήματα, για να μην του λείπει τίποτα και όταν μπορούσα πήγαινα και το έβλεπα. Τα βράδια, παρακαλούσα την Παναγιά να στέλνει έναν άγγελο να μου το προσέχει.

Page 140: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

140

Ο πόνος στην καρδιά μου ήταν μεγάλος, καθώς το μωρό μου μεγάλωνε και εγώ δεν

μπορούσα να το χαρώ. Ο αδελφός μου, μου έστελνε φωτογραφίες του και τον καμάρωνα, καθώς γινόταν ένα πανέμορφο και δυνατό αγοράκι.

Πολλές φορές πήγαινα και αγκάλιαζα τη μικρή Εμμανουέλλα, κλείνοντας τα μάτια

μου. Έτσι, νόμιζα πως αγκαλιάζω το γιό μου. Με αυτόν τον τρόπο έμαθα να ζω μακριά του. Ο Φίλιππος, από την ημέρα που γεννήθηκε το μικρό μου αγγελούδι, άλλαξε ριζικά. Ήταν μέσα στα νεύρα και είχε σταματήσει να κάνει έρωτα με την Ιωάννα, η οποία νόμιζε πως ο άντρας της την απατούσε. Δεν έδινε ποτέ το δικαίωμα ο Φίλιππος, όμως πάντα είχε μια αδυναμία στις μικρότερες γυναίκες. Και η Ιωάννα όμως ήταν πολύ ζηλιάρα και πάντα τον έκανε έλεγχο πού πήγαινε και με ποιους μιλούσε.

Το καλοκαίρι είχε έρθει και εγώ τους είπα πως ήθελα να περάσω λίγες μέρες με το

γιό μου. Φυσικά δε μου έφεραν αντίρρηση. Ίσα- ίσα που η Ιωάννα μού ψώνισε πολλά δώρα για το μικρό μου αγγελούδι και ο Φίλιππος μου έδωσε ένα τραπεζικό βιβλιάριο με το όνομά μου, που είχε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό. «Αυτά είναι για το γιό σου», μου είπε.

Ο τόπος μου, ο γιός μου και όλοι οι δικοί μου ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά μέσα μου. Ένιωθα σαν να είχα ξαναγεννηθεί, σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Το δεκαπενταύγουστο περάσαμε ωραία, όπως μόνο εμείς οι Κρητικοί ξέρουμε να ζούμε. Με χορούς, τραγούδια και πολλή τσικουδιά.

Page 141: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

141

Μετά από δυο μέρες ένα τραγικό γεγονός αναστάτωσε τη ζωή μου, η εφημερίδα που κρατούσα στα χέρια μου μ’ έκανε να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτά που είχε γραμμένα:

Με αίμα βάφτηκε η άσφαλτος χθες στην εθνική οδό Αθηνών-Ναυπλίου. Από άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο, το Ι.Χ. αυτοκίνητο του εφοπλιστή Φίλιππου Γεωργίου μπήκε στο

αντίθετο ρεύμα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με μια νταλίκα. Έχασαν τη ζωή τους η σύζυγος του Ιωάννα και η πεντάχρονη κόρη τους. Ο οδηγός του αυτοκινήτου Φίλιππος

Γεωργίου, τραυματίστηκε ελαφριά. Έφυγα κατευθείαν για την Αθήνα. Μπορεί να ζήλευα τόσα χρόνια την Ιωάννα, όμως μου είχε μείνει και ένα κομμάτι ανθρωπιάς μέσα μου, που μ’ έκανε να νιώθω άσχημα για τον τραγικό χαμό της. Βρήκα το Φίλιππο στο νοσοκομείο σε άσχημα χάλια, όχι τόσο σωματικά, όσο ψυχικά. Την επόμενη μέρα γύρισε στο σπίτι και εκεί ήταν που ανοιγόταν μπροστά μου μια πραγματική κόλαση. Όλη την ημέρα έκλεγε και έπινε ασταμάτητα, κρατώντας στα χέρια του τη φωτογραφία της μικρής Εμμανουέλλας και της Ιωάννας.

Άλλες φορές στεκόταν μπροστά στο τζάκι με τις ώρες και μιλούσε με τη μεγάλη φωτογραφία της Ιωάννας: «Εγώ φταίω και κανένας άλλος. Εγώ και μόνο εγώ».

Όσο και να προσπαθούσα ν’ απαλύνω τον πόνο του, αυτό ήταν αδύνατο. Από τον καημό που είχε μέσα του, άσπρισαν τα μαλλιά του και του έπεφταν. Τόσα χρόνια περίμενα τη στιγμή που θα έμενε για πάντα δικός μου, τότε όμως, αν μπορούσα θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για να του φέρω πίσω την αγαπημένη του Ιωάννα και τη μικρή Εμμανουέλλα. Μόνο και μόνο για να μην τον έβλεπα σε αυτά τα χάλια. Μπορεί ν’ ακούγεται τρελό, μα έτσι αισθανόμουν.

Μετά τον πήρε η κάτω βόλτα. Ό,τι τρελό υπήρχε το έκανε. Βασικά άρχισε από το σπίτι. Το πούλησε και αγόρασε άλλο, όπως και καινούρια έπιπλα. Μέχρι και το προσωπικό του σπιτιού είχε αλλάξει. Μέσα σ’ ένα χρόνο αλλάξαμε τρία διαφορετικά σπίτια. Όλα του έφταιγαν και τα έβαζε με όλους. Είχε γίνει ιδιότροπος, άσπλαχνος και κακός. Το ποτό ήταν το πρώτο πράγμα που έπιανε στα χέρια του και το τελευταίο πριν κοιμηθεί. Φυσικά μετά από χρόνια άρχισε σιγά-σιγά να ηρεμεί. Του έλεγα πως ήταν καιρός να φέρω κοντά μας το

Page 142: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

142

μονάκριβο γιό μας, που όσο μεγάλωνε του έμοιαζε και περισσότερο, μα εκείνος ήταν ανένδοτος και δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα.

Ο Φίλιππος άλλαξε όταν γνώρισε τη Στεφανία. Έγινε διαφορετικός, ήρεμος καλός και χαμογελαστός. Ίσως στο πρόσωπό της να έβλεπε την αγαπημένη του Ιωάννα. Αυτό όμως ήταν κάτι που με ανησυχούσε τρομερά. Πρώτον, γιατί ο γιός μου δεν είχε τ’ όνομά του και όλη η περιουσία του θα πήγαινε στα χέρια της Στεφανίας και δεύτερον, γιατί ακόμα τον αγαπούσα. Έτσι αποφάσισα για μια ακόμα φορά να διαλύσω το γάμο του. Είχα σκεφτεί πολλά, μα τίποτα δε σκίαζε την αγάπη τους. Έτσι σκέφτηκα να βάλω μπροστά την Αμάντα. Με ένα κορίτσι όμορφο και μικρό, ο Φίλιππος δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί και με αυτόν τον τρόπο η Στεφανία θα έφευγε από κοντά του. Όταν όμως είδα ότι αυτό το κόλπο δεν πιάνει, σκέφτηκα να τη φέρω στο σπίτι. Με τον άστατο χαρακτήρα της μικρής, θα κατάφερνα να διαλύσω το γάμο τους. Μα και εκεί έπεσα έξω. Πήγα στο γραφείο του Φίλιππου και του είπα πως ήταν πια καιρός ν’ αναγνωρίσει το γιό μας και να του δώσει τελικά το όνομά του. Μαλώσαμε άσχημα εκείνη τη μέρα και ανταλλάξαμε λόγια πικρά. Τον απείλησα πως αν δεν το κάνει, θα τα αποκάλυπτα όλα στη γυναίκα του. Έφτασα στο σημείο να του πω, πως ήμουν έτοιμη να τη σκοτώσω, προκειμένου να φύγει από τη μέση. Και αυτό ήταν κάτι που τον ταρακούνησε αρκετά.

Τη μέρα που δολοφόνησαν το Φίλιππο, είχα πραγματικά έναν τρομερό πονοκέφαλο. Γύριζα στο κρεβάτι σαν τρελή. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως κάτι κακό θα συμβεί. Πήγα να σηκωθώ, γιατί δεν άντεχα άλλο, όταν είδα τη Στεφανία να βγαίνει από το σπίτι. «Πού πάει αυτή πρωί-πρωί»; αναρωτήθηκα. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ίσως να είχε κανένα γκόμενο, αλλά μετά την είδα που πήρε το αυτοκίνητό της και έφυγε. Έκανα έναν καφέ και κάθισα στο σαλόνι. Μετά από ώρα, είδα το Φίλιππο να κατεβαίνει τις σκάλες. - Είδες τη Στεφανία; με ρώτησε. - Έφυγε. - Σου είπε πού πάει; - Και να τη ρωτούσα, θα μου έλεγε;

Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του τηλέφωνο και της τηλεφώνησε. Το άκουσε όμως να χτυπάει μέσα στο σπίτι. «Το ξέχασε εδώ», είπε αμέσως. Έπειτα άνοιξε την πόρτα και έφυγε γρήγορα. Έτρεξα πίσω του. - Περίμενε, του φώναξα. - Τι θέλεις Σιμόν; - Δε σ’ ενδιαφέρει πια τίποτε άλλο, εκτός από τη γυναίκα σου; - Προς το παρόν μ’ ενδιαφέρει μόνο εκείνη, μου είπε και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.

Πρόλαβα και μπήκα μέσα. - Πού πας; Βγες έξω σε παρακαλώ, μου είπε αυστηρά. - Δεν πάω πουθενά. - Κατάλαβε με, θέλω να πάω να τη βρω - Θα έρθω κι εγώ μαζί σου. - Αμάν ρε Σιμόν, κάνεις σαν μωρό παιδί, μου είπε και ξεκίνησε. Έπειτα από λίγο φτάσαμε σε μια παραλία. - Μα πού είσαι ρε Στεφανία; μονολογούσε. - Μπα! Εδώ έρχεστε και βγάζετε τα μάτια σας;

Page 143: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

143

- Σιμόν, μη μου σπας τα νεύρα, αρκετά πια. Κάτσε εκεί που είσαι και βούλωσέ το. - Άκου να σου πω, δε σου δίνω το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Στο κάτω-κάτω τι σου έχω φταίξει, μου λες;

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Το πρωινό αεράκι όμως τον έκανε γρήγορα να ξαναμπεί μέσα. Άνοιξε το ντουλαπάκι και έβγαλε από μέσα ένα βιβλίο και άρχισε να το διαβάζει. Στο εξώφυλλο έγραφε «ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ». «Το έχω διαβάσει και εγώ», του είπα. Δε με απάντησε, μόνο συνέχισε να διαβάζει. «Για ένα πράγμα που την συγχαίρω είναι ότι γράφει πολύ ωραία και ειδικά αυτό το βιβλίο, μου χάραξε την καρδιά. Έχει πολλά κοινά από τη ζωή μου. Μπράβο της», του ξαναείπα. Μα για μια ακόμα φορά δεν πήρα απάντηση. - Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. - Ο δρόμος είναι εκεί και ξεκίνα, μου είπε με απάθεια. - Πήγαινέ με στο σπίτι. - Εγώ θα κάτσω εδώ να διαβάσω, αν θέλεις να φύγεις, στο καλό. - Είσαι… Είσαι… Άντε να μην το πω.

Άνοιξα τσατισμένη την πόρτα και έφυγα. Περπάτησα αρκετά, όταν μετά από ώρα είδα ένα ταξί, το πήρα και γύρισα σπίτι. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλαιγα για την καταραμένη την τύχη μου. Τι μου έφταιγε και η φουκαριάρα η Στεφανία; Και αυτή ένα θύμα της αγάπης του Φίλιππου ήταν και τίποτα περισσότερο. Στη ζωή μου είχα κάνει πολλά λάθη και δεν είχα πια τις αντοχές να κάνω άλλα. «Στα κομμάτια να πάει η περιουσία του Φίλιππου και αυτός μαζί. Όπως μεγάλωσα τόσα χρόνια το γιό μου και δεν του έλειψε τίποτα, έτσι θα συνεχίζω να τον μεγαλώνω από εδώ και πέρα και δε χρειάζομαι τίποτε από σένα Φίλιππε», μονολογούσα ώσπου με πήρε ο ύπνος.

Αυτή ήταν η ιστορία μου από τότε που ήμουν παιδί, μέχρι και τη μέρα που έφυγε

μια για πάντα ο Φίλιππος από τη ζωή μου. - Εντάξει κυρία Σιμόν, σ’ ευχαριστώ πολύ, είπε ο αστυνόμος Λαμπράκης και μετά ήρθε κοντά μου. - Οπότε μάθαμε πώς βρέθηκε το βιβλίο μου μέσα στο αυτοκίνητο και πού ήταν η Σιμόν το πρωί εκείνης της μέρας. - Και τι έχεις να πεις αρχηγέ γι’ αυτό; - Πως έχω μπλέξει στο σύμπλεγμα της αράχνης. - Τι; Σε ποιο; Πού έμπλεξες; - Στο σύμπλεγμα της αράχνης. Πριν από καιρό έμαθα πως η αράχνη δεν τρώει τα θύματά της, παρά μόνο όταν αυτά πιάνονται στον ιστό της, ρουφάει σιγά-σιγά το αίμα τους, μέχρι και την τελευταία τους σταγόνα. Στην προκειμένη περίπτωση εγώ είμαι το θύμα, με τη μόνη διαφορά ότι η αράχνη δεν είναι μία, αλλά πολλές! Και νιώθω πως έχουν πάρει καλαμάκια και ρουφούν το αίμα μου απ’ όλες τις πλευρές. Η καθεμιά μάλιστα για διαφορετικούς λόγους, αλλά όλες μαζί με κατασπαράζουν. - Ό,τι πεις, σου χαλάω εγώ χατίρι; - Μπορεί να μη με καταλαβαίνεις Λαμπράκη, αλλά έτσι αισθάνομαι. - Δε μου λες διάνοια; Τελικά ούτε η Σιμόν ήταν ο δολοφόνος, ούτε η Αμάντα. Ποιος όμως να είναι;

Page 144: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

144

- Αυτός που έμεινε τελευταίος. - Δηλαδή; - Ο Άλκης. - Ο Άλκης; - Ναι. - Μα ο Άλκης σε παρακολουθούσε; Και γιατί να το κάνει; Τι συμφέρον είχε από την περιουσία του μακαρίτη; - Είπαμε Λαμπράκη. Το σύμπλεγμα γερό και οι αράχνες πολλές, αλλά δεν ήξεραν ότι εγώ κρατάω ψαλίδι και θα κόψω τα δεσμά που με κρατούν φυλακισμένη. - Ε… Πάει πια! Μέχρι εδώ ήταν, θα βγω στη σύνταξη, δεν αντέχω άλλο! Θα αράξω στο σπίτι μου και θα κοιτάω σαπουνόπερες στην τηλεόραση και κάπου-κάπου το καλοκαίρι θα πηγαίνω και κανένα ψάρεμα με το φίλο μου το Νίκο τον καθηγητή, έτσι τον φωνάζουμε. Θα πηγαίνουμε εκεί στην όμορφη Θάσο και θα ηρεμεί το κεφάλι μου. - Α πολύ ωραία. Θα έρχομαι κι εγώ μαζί σας, γιατί σκέφτομαι να γίνω μόνιμος κάτοικος Καβάλας. - Ναι ε; Μωρέ τι μας λες; Με έχεις τρελάνει εδώ, θέλεις να με τρελάνεις και εκεί. Τόσα χρόνια είμαι σ’ αυτή την υπηρεσία και έχουν δει τα μάτια μου ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μα τέτοιο μπέρδεμα πρώτη φορά μου συνέβη. Άντε εξήγησέ μου, ποιο συμφέρον είχε ο Άλκης; Τη Σιμόν την καταλαβαίνω, άντε και την Αμάντα. Ο Άλκης πού κολλάει; - Αυτός παντού κολλάει. Και κολλάει τόσο άσχημα, σαν τσίχλα στο παπούτσι σου… - Ε; - Ναι! - Κάτι μου διαφεύγει; - Λοιπόν, αν θες σου το πηγαίνω και ένα στοιχηματάκι, του είπα αλλάζοντας τη συζήτηση. - Εξήγησέ μου μόνο, γιατί ο Άλκης και όχι οποιοσδήποτε άλλος; - Είναι απλό. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών δεν είναι, γιατί με όλους ήταν εντάξει. Τη Σιμόν, που την είχα πρώτη στη λίστα, τη βγάλαμε. Την Αμάντα την αφαιρέσαμε. Άρα, ποιος μένει; - Ο Άλκης! - Ακριβώς. - Ναι, αλλά γιατί; - Αυτό μπορεί να μας το πει μόνο ο ίδιος. Πηγαίνει κάπου ο νους μου, αλλά… - Αλλά; - Μετά την κατάθεση της Σιμόν ή καλύτερα να πω, μετά την εξομολόγηση της, κατάλαβα πόσα μπορεί να κρύβει μια ερωτευμένη ψυχή! Τόσα που μπορεί να φτάσει μέχρι και στο θάνατο. Να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. - Γρήγορα να μου φέρετε τον Άλκη εδώ, φώναξε ο Λαμπράκης και με ρώτησε: Ο Άλκης ήταν ερωτευμένος μαζί σου; - Λένε πως της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος. Πότε σε ανεβάζει και πότε σε κατεβάζει. Αυτό όμως που δεν μπορούμε να καταλάβουμε εμείς οι γυναίκες, είναι του άντρα η καρδιά. Και ο λόγος είναι, όταν ένας άντρας δείχνει ότι σε αγαπάει και κάνει τα πάντα για σένα, γιατί μετά τον πιάνεις να ξενοπηδάει; Και το κακό δεν είναι αυτό. Εφόσον κάνει ότι κάνει, μετά γυρίζει στο σπίτι του και όλα μέλι γάλα. Ενώ μια γυναίκα είναι πιο ντόμπρα. Αν ερωτευτεί άλλον, τα μαζεύει και φεύγει! Άσχετα αν θα παραμείνει και στο

Page 145: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

145

μέλλον με τον καινούριο της εραστή. Οπότε, πώς μπορείς να καταλάβεις μια αντρική καρδιά αν σου λέει αλήθεια ή ψέματα;

Ο Λαμπράκης με κοίταξε και δε μίλησε. Παρέμεινε σιωπηλός και περίμενε να του φέρουν τον Άλκη. Όταν τελικά τον έφεραν, ο καθένας πήρε τη θέση του και η ανάκριση άρχισε. - Τέρμα τ’ αστεία Άλκη. Ξέρω τελικά πως εσύ σκότωσες το μακαρίτη το αφεντικό σου, του είπε χαμηλόφωνα ο Λαμπράκης και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. - Μα… - Μην το αρνείσαι. Τσάμπα ο κόπος. Κακό πράγμα ο έρωτας. Πολύ κακό. Από τη μια σε ανεβάζει και από την άλλη σε κατεβάζει. Και τι; Όλα για την καρδιά μιας γυναίκας. Αχ! Άβυσσος η γυναικεία ψυχή…

«Μα τι στο καλό κάνει ο Λαμπράκης, με δουλεύει; Αυτά που του έλεγα εγώ το πρωί, τα λέει αυτός το βράδυ»; σκεφτόμουν και απορούσα, με τη νέα μέθοδο ανάκρισης. - Πώς το καταλάβατε ότι εγώ σκότωσα το Γεωργίου; ρώτησε με απορία ο Άλκης. - Σημασία δεν έχει πώς το κατάλαβα, σημασία έχει πως έχασα το στοίχημα. - Τι είπατε; - Τίποτα, τίποτα… Κάτι δικά μου λέω. Και για πες μου; Τι σ’ έκανε να φτάσεις στ’ άκρα;

Και πριν ο Άλκης προλάβει να πει, παρουσιάστηκα κι εγώ μέσα στο μικρό δωμάτιο. - Στεφανία! ξεφώνισε ο Άλκης και σηκώθηκε από τη θέση του. - Θέλω ν’ ακούσω και εγώ, τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να σκοτώσεις τον άντρα μου, του είπα.

Ο Άλκης κατέβασε το κεφάλι του στενοχωρημένος, άφησε να βγει από τα χείλη του μία βαριά ανάσα και μου είπε: - Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ. - Το ξέρω πως λυπάσαι. Γιατί όμως τον σκότωσες; Είχες σκοπό να σκοτώσεις και μένα; - Όχι! Προς Θεού! Τι είναι αυτά που λες; Καλύτερα να μου κοπούν και τα δυο μου χέρια, παρά να σου κάνω κακό. - Τότε; - Εκείνη τη μέρα δεν ξέρω τι είχε συμβεί. Εγώ πάντως ήμουν κάπου εκεί κοντά σου στην παραλία. Σε κοιτούσα και ήθελα να έρθω να σε αγκαλιάσω, μια και η πρωινή αύρα ήταν λίγο δροσερή. Φαινόσουν χαμένη στις σκέψεις σου. Λίγο παραπέρα ήταν και ο σωματοφύλακας, κοιταχτήκαμε και καλημερίσαμε ο ένας τον άλλον από μακριά. Τότε χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο, ήταν ο Γεωργίου. - Καλημέρα. Πού είναι; με ρώτησε. - Σε μια παραλία και κάνει βόλτες. - Μόνη; - Μόνη και χαμένη στις σκέψεις της. - Τα μάτια σου ανοιχτά Άλκη. - Μην ανησυχείτε, την προσέχουμε. - Πού ακριβώς είστε; - Στο δεύτερο μόλο. - Πού να το ήξερα; Εγώ είμαι λίγο πιο κάτω από σας. - Τι κάνετε; Πρωί-πρωί τις παραλίες πιάσατε;

Page 146: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

146

- Φαίνεται πως τελικά όταν κοιτάζεις τη θάλασσα, τα προβλήματα μειώνονται. Πρόσεχέ την σε παρακαλώ, γιατί έχω μπλέξει με τρελούς ανθρώπους γύρω μου, μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τόση οργή μέσα μου και χωρίς να το σκεφτώ έβαλα μπρος το αυτοκίνητο. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν πολύ μικρή, σχεδόν πεντακόσια μέτρα. Πήγα και τον βρήκα. Καθόταν μέσα στο αυτοκίνητο και διάβαζε το καινούριο βιβλίο. - Τι έγινε; μου είπε όταν με είδε. - Τι έχετε κάνει που μπορεί να βλάψει την κυρία Στεφανία; Ποιοί σας κυνηγούν και πρέπει να πληρώσει εκείνη; τον ρώτησα νευριασμένα. - Δεν έχεις άδικο. Εγώ έφταιξα και εκείνη θέλουν να σκοτώσουν. Όλα τελικά γίνονται για το χρήμα. Αυτό το καταραμένο χρήμα. Αν δεν ήμουν εγώ στη μέση, η Στεφανία θα ήταν εντάξει. - Γιατί δεν τη χωρίζεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο δε θα κινδυνεύει η ζωή της. - Το σκέφτηκα και αυτό, μα δεν μπορώ να ζήσω μακριά της, είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο, θέλοντας να πάρει καθαρό αέρα. Μαζί του όμως βγήκα κι εγώ. - Είσαι εγωιστής Φίλιππε… - Σε παρακαλώ, πώς μου μιλάς έτσι; - Το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι να την έχεις κοντά σου, να την κερατώνεις με την κάθε πουτάνα που σε γυαλίζει, να την ξεφτιλίζεις σαν άνθρωπο και να βάζεις τη ζωή της σε κίνδυνο. - Σταμάτα. - Είσαι ένα απάνθρωπο γουρούνι και τίποτα περισσότερο. - Σταμάτα σου είπα. - Γιατί; Φοβάσαι να δεις ποιος πραγματικά είσαι; - Θα μου το πληρώσεις αυτό. - Τι θα κάνεις, θα με απολύσεις; Δε θα προλάβεις, γιατί θα φύγω μόνος μου, αλλά μαζί μου θα πάρω και τη Στεφανία. - Τι λες ρε; - Αυτό που άκουσες Γεωργίου. Γιατί εγώ την αγαπώ! Μπορεί να μην την έχω ντυμένη με χρυσά, αλλά κοντά μου θα είναι ευτυχισμένη και γεμάτη χαρά. - Θα σε σκοτώσω, μου είπε και με μια κίνηση τράβηξε ένα μαχαίρι που το είχε στο ραφάκι της πόρτας και άρχισε να με χτυπάει.

Οι δυνάμεις του όμως ήταν λίγες και μπόρεσα εύκολα και του το πήρα από τα χέρια. Τότε, καθώς έσκυψε να πάρει μια πέτρα από κάτω, βρήκα την ευκαιρία και τον κάρφωσα στην πλάτη! Τα νεύρα μου όμως δεν αρκέστηκαν μόνο σε μια μαχαιριά. Έβαζα και έβγαζα το μαχαίρι με μίσος μέσα του, μέχρι που έπεσε νεκρός. Τότε συνειδητοποίησα το κακό που είχα προκαλέσει. Τον τράβηξα και τον έβαλα στο αυτοκίνητο. Σκούπισα τ’ αποτυπώματα μου από το μαχαίρι και το αυτοκίνητο και έφυγα. Εσύ ήσουν ακόμα εκεί. Ήθελα να έρθω να σου πω πως ήσουν επιτέλους ελεύθερη, μα παρέμεινα στη θέση μου και μόνο σε κοίταζα. Μη νομίζεις, δεν το έκανα μόνο για σένα, το έκανα και για τον εαυτό μου. Πάντα με αηδίαζε αυτός ο άνθρωπος. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να κάνει και να λέει τα πράγματα όπως τα ήθελε.

Page 147: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

147

Αν σε πόνεσα Στεφανία σου ζητώ συγνώμη, μα πιστεύω πως τώρα θα είσαι πια ελεύθερη να τραβήξεις το δρόμο σου. Αυτά είχα να πω αστυνόμε. Τώρα μπορείτε να κάνετε το χρέος σας.

Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να πω ευχαριστώ στον Άλκη, που τελικά με

απάλλαξε από αυτό το μαρτύριο. Φεύγοντας από εκεί, ο Άλκης με φώναξε: «Στεφανία. Δεν το μετάνιωσα και ούτε θα το μετανιώσω ποτέ αυτό που έκανα. Να είσαι καλά και ζήσε τη ζωή σου από εδώ και πέρα». Τον κοιτούσα που τον έπαιρναν και χαμογέλασα. «Πάντα ήσουν και θα είσαι ένας καλός μου φίλος», ψιθύρισα.

Γύρισα στο σπίτι και μέσα μου ένιωθα ένα παράξενο κενό. Με το που άνοιξα την πόρτα, συνάντησα τη Σιμόν. - Γυρίσατε κυρία Στεφανία, μου είπε. - Ναι καλή μου Σιμόν γύρισα, της είπα και την αγκάλιασα. - Κυρία Στεφανία τι πάθατε; - Έχω την ανάγκη να αγκαλιάσω κάποιον. Κακό είναι; - Όχι κυρία, αλλά… - Ξέρω Σιμόν τι θα μου πεις, εμείς ποτέ δεν τα πήγαμε καλά. Ε; - Κάτι τέτοιο κυρία. - Μήπως είναι καιρός να βάλουμε τα παλιά στην άκρη και να κάνουμε μια καινούρια αρχή; - Θα το ήθελα πολύ αυτό. - Ωραία λοιπόν, φίλες από εδώ και πέρα. Ε Σιμόν; - Όχι φίλες κυρία, γιατί ακόμα και στις πιο καλές φιλίες μπαίνει ο δαίμονας μέσα και τα κάνει όλα να γίνονται άνω-κάτω. Καλύτερα να σε θεωρώ σαν κόρη μου. Άλλωστε αν είχα παντρευτεί την εποχή που έπρεπε, θα είχα ένα παιδί στην ηλικία σου, μα πάνω απ’ όλα θα το είχα κοντά μου. - Όπως θέλεις καλή μου Σιμόν, αλλά σταμάτα αυτό το κυρία. Η μάνα μου δε θα με φώναζε έτσι, αλλά με τ’ όνομά μου. - Καλά κορίτσι μου, θα σε φωνάζω όπως θέλεις. Άντε τώρα να φας και να ξεκουραστείς, γιατί θα είσαι κουρασμένη.

Έτσι από εκείνη τη μέρα, όλα άλλαξαν μέσα στο σπίτι. Εγώ ήμουν πιο ήρεμη και οι περιποιήσεις της Σιμόν μου έδιναν χαρά. Πλήρωσα έναν καλό δικηγόρο και η ποινή του Άλκη είχε μειωθεί αρκετά. Ίσως αυτό να ήταν κάτι σαν ένα ευχαριστώ από μέρος μου, για όσα μου είχε προσφέρει. Και όποτε μπορούσα τον επισκεπτόμουν, ως μια καλή φίλη.

Ο καιρός περνούσε, η κοιλία μου φούσκωνε και όλοι χαιρόταν γι’ αυτό. Κανείς όμως δε με ρωτούσε ποιανού είναι το παιδί.

Page 148: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

148

Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και εγώ μετρούσα μέρες ώστε να κρατήσω το μωρουδάκι στα χέρια μου. Η ζέστη με έκανε να αισθάνομαι άσχημα, ο τόπος δε με χωρούσε και έτσι σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα με τα πόδια, μια και ο γιατρός μού είχε πει να περπατάω. Έτσι βγήκα από το σπίτι και προχωρούσα, ενώ στο μυαλό μου είχα μόνο το Μανούσο. Προχωρούσα, κοίταζα τη θάλασσα και παραμιλούσα: «Πόσο θα ήθελα να βρεθώ στα ξεχασμένα μονοπάτια του μυαλού σου… Έχω ξεχάσει πόσο ωραία είναι η φωνή σου. Προσπαθώ με δυσκολία να κοιτάξω μέσα από τη γυάλινη σφαίρα μου, γιατί εκεί μέσα βρίσκομαι από τότε που όλα τελείωσαν μεταξύ μας. Τι να σκέφτεσαι όταν ξαπλώνεις τα βράδια; Με σκέφτεσαι; Πόσο θα ήθελα να μάθω; Πολλές φορές ταξιδεύω στο χαμόγελό σου, στο βλέμμα σου και νιώθω τις δονήσεις του κορμιού σου. Φοβάμαι… Φοβάμαι πολύ. Βλέπω που μεγαλώνει αυτή η ζωούλα μέσα μου και θα ήθελα να ήσουν εδώ».

Τις σκέψεις μου, τις σταμάτησε ένα αυτοκίνητο που στάθηκε δίπλα μου. - Συγνώμη, μήπως μπορείτε να μου πείτε που είναι η οδός…

Γύρισα και κοίταξα τον οδηγό του αυτοκινήτου. - Μανούσο! - Στεφανία… Στεφανία μου! - Μανούσο, δεν το πιστεύω! Εσένα σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή. - Μωρό μου, γιατί με άφησες και έφυγες; Ποιος σου είπε ότι ήθελα να μείνω μόνος μου; Σε αγαπώ Στεφανία, σε αγαπώ και θέλω να ζήσουμε μαζί. Δεν μπορώ άλλο αυτό που νιώθω… - Μανούσο… - Προσπάθησε να με καταλάβεις λίγο… - Μανούσο είπα! - Έλα, τι θες; Στεφανία τι είναι αυτό; με ρώτησε δείχνοντας το σώμα μου. - Η κοιλιά μου Μανούσο. - Και τι έπαθε; - Από μόνη της δεν έπαθε τίποτα, αλλά εσύ μου την κατάντησες έτσι. - Εγώ; - Ναι Μανούσο εσύ. Τότε που ήμασταν στις Μαλδίβες. - Μωρό μου θέλεις να πεις ότι θα κάνουμε μωράκι; - Μαζί όχι, αλλά μόνη μου θα το κάνω σίγουρα. - Καταλαβαίνεις τι λες Στεφανία; Στα σπλάχνα σου έχεις το παιδί μου και μόνο αυτό μου φτάνει για να με κάνει να είμαι κοντά σου. Γιατί θέλεις να με κρατήσεις μακριά σου; - Θα είναι δύσκολο για σένα να είμαι στο πλάι σου. Τι θα πει ο κόσμος που θα μας βλέπει μαζί; Τι θα πουν οι δικοί σου, αν τους παρουσιάσεις τη γυναίκα που αγαπάς και δουν πως έχει τα διπλάσια χρόνια από σένα; Θα σου πω εγώ. Θα βγει από μέσα τους μια υστερία και θα κάνουν τη ζωή μας μια πραγματική κόλαση, ώσπου να μας χωρίσουν. Και τότε θα είναι πιο δύσκολος ο χωρισμός. - Μπες μέσα. - Πού θες να πάμε; - Να διαπιστώσουμε αν όλα αυτά που λες θα βγουν αληθινά. - Δε σε καταλαβαίνω Μανούσο. - Ψάχνε…

Page 149: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

149

- Τι να ψάχνω; - Για τη διεύθυνση που γράφει σε αυτό το χαρτί, μου είπε και μου έδωσε το χαρτί. - Μα τι γίνεται; Δεν καταλαβαίνω; Τι το θέλεις ρε Μανούσο αυτό το σπίτι; - Στάσου να το βρούμε και θα σου πω. - Εδώ είναι, του είπα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. - Α ωραία. Βγες τώρα έξω.

Είχα τρελαθεί! Ποιος έπαιζε μαζί μου; Τι καμώματα ήταν αυτά που μου έκανε η ζωή; Στεκόμασταν στη μέση της αυλής του σπιτιού μου και ο Μανούσος με κρατούσε από το χέρι, ψάχνοντας και εγώ δεν ήξερα τι… - Στάσου βρε Μανούσο, γιατί εσύ θα με τρελάνεις. Ποιον ψάχνεις μέσα σε αυτό το σπίτι; Και πριν προλάβει να μου πει, είδα τη Σιμόν που έτρεχε προς το μέρος μας. - Αγόρι μου! ξεφώνιζε χαρούμενη. - Μάνα! - Μάνα; Αγόρι μου; Θα μου πει και μένα κάποιος τι συμβαίνει; είπα καθώς τα είχα πραγματικά χαμένα. - Μάνα, από εδώ είναι η γυναίκα που αγαπάω και σε λίγο θα σε κάνουμε και γιαγιά. - Τι λες παιδί μου; Ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα; - Η γυναίκα μου. - Η κυρία Στεφανία. Η γυναίκα του πατέρα σου. - Ίντα είπες ορέ μάνα, θα με κουζουλάνεις μα θες; - Αχ που έμπλεξα… Δεν το πιστεύω, έλεγα και ξανάλεγα. - Στεφανία, τι λέει η μάνα μου; με ρώτησε ο Μανούσος. - Για σταματήστε και οι δυο, για να μπορέσω να καταλάβω κι εγώ τι γίνεται εδώ πέρα. Σιμόν, ο Μανούσος είναι ο γιός σου; - Ναι Στεφανία και ο πατέρας του ήταν ο Φίλιππος. - Αχ Θεέ μου! Εσύ μου έδειχνες το χαμόγελό του, το χαρακτήρα του, την αγάπη του και τόσες άλλα, αλλά εγώ δεν το καταλάβαινα, έλεγα και κοίταζα ψηλά. - Εμένα θα μου εξηγήσει κανείς; Πού γνωριστήκατε εσείς οι δύο, μας ρώτησε η Σιμόν. - Θα τα πούμε όλα Σιμόν.

Καθίσαμε και κάναμε ένα παιχνίδι με ανοιχτά χαρτιά, εξηγώντας το περίεργο παιχνίδι που μας έπαιξε η ζωή. Και το αποτέλεσμα ήταν να παντρευτώ για δεύτερη φορά κάποιον από την ίδια οικογένεια!

Ο γάμος μας έγινε σ’ ένα μικρό ξωκλήσι με λίγους καλεσμένους

και μετά από δέκα μέρες ευτυχίας, ήρθε στη ζωή μας και το μωράκι μας. Ήταν ένα πανέμορφο αγοράκι με γαλανά μάτια, σαν τα δικά μου και σκούρα μαλλιά, σαν του Μανούσου.

Page 150: Στο Σύμπλεγμα Της Αράχνης

150

Αυτό το μωρό ήρθε και άλλαξε τη ζωή όλων μας, μα περισσότερο άλλαξε τη ζωή της

Σιμόν. Όλη τη μέρα το κρατούσε στην αγκαλιά της, θέλοντας έτσι να γεμίσει τα κενά της ζωής της, από τα τόσα χρόνια που είχε μακριά το γιό της.

Ο Μανούσος ανάλαβε τη ναυτιλιακή εταιρία του πατέρα του και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έγινε ένας σωστός επιχειρηματίας, όπως άλλωστε ήταν και το όνειρο της Σιμόν. Εγώ συνέχισα να γράφω μυθιστορήματα και το πρώτο άτομο που τα διάβαζε ήταν η πεθερά μου η Σιμόν. Φυσικά πραγματοποίησα και το όνειρό μου, που δεν ήταν άλλο από ένα σπίτι στην όμορφη Καβάλα. Εκεί πηγαίναμε όταν θέλαμε να νιώσουμε τη γαλήνη μέσα μας. Έξω από την πόρτα βάλαμε μια μικρή πινακίδα που έγραφε: «Η μικρή Εδέμ».

Τώρα πια δεν ονειρεύομαι αόρατους εραστές, παρά μόνο βλέπω και θαυμάζω το κορμί του άντρα μου. Είναι αυτό που αναζητούσα πάντα στις κρυφές μου σκέψεις. Ανοίγω το παράθυρο και ακούω τα πουλιά που κελαηδούν, τη φύση που μας κάνει συντροφιά και τους αγγέλους που γελούν με τη δική μας χαρά. Επειδή η ζωή μου ήταν συναισθηματικά κουρασμένη από τα ερωτικά μπερδέματα, το μόνο που ήθελα, ήταν να βρω και πάλι το χαμένο εαυτό μου. Αυτόν που είχα χάσει όλο αυτόν τον καιρό και στιγματίστηκα βαθιά. Κάποτε είχα πει πως η ζωή είναι απόλαυση. Αυτό ισχύει, αρκεί όμως να ξέρεις να τη ζήσεις ανάλογα.

Θα κλείσω το βιβλίο αυτό, κομματιάζοντας το παρελθόν. Από εδώ και πέρα θα πλάσω το μέλλον μου, μόνο από ευτυχία.

Δεν είναι ημερολόγιο. Είναι κατάθεση ψυχής!

Τ Ε Λ Ο Σ ΑΣΗΜΙΔΟΥ ΑΘΗΝΑ