ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ, ΜΑΡΤΥΡΙΑ

41
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2014

Upload: voultos

Post on 21-Oct-2015

142 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

ΠΟΙΗΣΗ

TRANSCRIPT

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

2014

         

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΠΑΡΑΘΗΚΗ Ιδιωτική έκδοση, 2007 ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ Εκτός εμπορίου, 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

  

 

Όταν γενεί το ποίημα Καθρέφτης της ψυχής Το είδωλό σου μέσα του Αιώνια κομματιάζεται

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 1 ‐ 

 

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ  

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 2 ‐ 

 

I

 

Θάλασσα νεκρή Μετρά τις κατάρες μας Το καλοκαίρι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 3 ‐ 

 

II

Άδειασα το νου μου Από στοχασμούς Για να γεμίσει Δέντρα που λυγίζουν Στους αέρηδες

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 4 ‐ 

 

III

Μια ξαφνική λιακάδα Διάλειμμα στην καταιγίδα Για μια στιγμή τα χρειάστηκα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 5 ‐ 

 

IV

Δεν αντέχω την αυτάρκεια Την εγκράτεια Θέλω να ξοδεύομαι Να καταναλώνω Ονείρατα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 6 ‐ 

 

V Έξω στην καταιγίδα Με το φως της αστραπής Αντίκρισα Τον άνθρωπο Αλλαγμένο Απαλλαγμένο Απ΄ τους χιλιάδες Της ζωής του θανάτους

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 7 ‐ 

 

ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΟ Στον ίσκιο του χαμού Αποσταμένος Λόγια ξεπουλώ Γιατί μονάχα λόγια Μου ’χουν απομείνει Τα έργα μου Μια κάλπικη πραμάτεια Που τη σκορπά η νύχτα Τόσο πλατύς τούτος ο ίσκιος Και πολεμάω Δίχως όπλα Να φύγω στο φως

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 8 ‐ 

 

ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ Σε τούτο το βραχύ ταξίδι Γνώρισα δυο λογιών ανθρώπους Αυτούς που σπέρνουν Κι εκείνους που θερίζουν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 9 ‐ 

 

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Μνήμη Γεράσιμου Γαλιατσάτου Σε κείνο το περβόλι με τις πορτοκαλιές τις λεμονιές και το πηγάδι πλάι στο παλιό το σπίτι με τις πλίθρες Ο παππούς με την αξίνα περασμένα τα ογδόντα του απόβραδο τη γης να σκάβει Κι εγώ να τον ρωτώ - Γιατί παππού δεν ξαποσταίνεις Δε σου ’φτασαν οι κόποι μιας ολάκερης ζωής Κι εκείνος - Δεν είναι τούτη δω που κάνω δύσκολη δουλειά παιδί μου το σκέπασμά μου συγυρίζω Γιατί σε λίγο θα πλαγιάσω Τώρα πια Όρθιο τίποτα δε στέκει Ο παππούς έχει πλαγιάσει Το περιβόλι κάηκε Το σπίτι το ρήμαξε σεισμός Κι εγώ Έχω πάψει από καιρό τις ερωτήσεις

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 10 ‐ 

 

 

 

ΒΑΔΗΝ Στην αρχή βάδιζαν παρέα Όμως ανεπαίσθητα Άρχισε να προπορεύεται Να ξεμακραίνει Δεν έκανε σαν τους υπόλοιπους Πολλές στάσεις στην πορεία Δεν καθυστερούσε Κάποιες φορές όμως γυρνούσε - Ανθρώπινες αδυναμίες θα πεις - Κι έψαχνε τους συνοδοιπόρους Πισωδρομώντας Απ’ αυτούς άλλοι Παρίσταναν πως δεν τον γνώριζαν Άλλοι πως τον ξέχασαν Κι ήταν και κάποιοι τελευταίοι Που βάδιζαν Με το ρυθμό τους Που νόμιζαν Πως τον είχαν διαλέξει αυτοί Δίχως λοιπόν συνοδοιπόρους Άρχισε ξανά να ξεμακραίνει Με μόνη την ελπίδα Πως κάποιος Απ’ αυτούς που ακολουθούν Κάποια στιγμή Επιταχύνοντας Θα τον προλάβει

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 11 ‐ 

 

ΕΣΩΚΛΕΙΣΤΟΙ Τίποτα Δεν μπορεί Να γραφτεί Το μολύβι Όταν αγγίζει Το χαρτί Δεν αφήνει ίχνος Γιατί το χαρτί Είναι στον αέρα Στον αέρα Που δεν εξέρχεται Γιατί είμαστε Ερμητικά Εσώκλειστοι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 12 ‐ 

 

ΑΝΑΔΡΟΜΗ Κι έτσι όπως κάθεται Και στοχάζεται Το χρόνο που φεύγει Πώς θα προλάβει Έξαφνα Το Μεγάλο Ρολόι Απέναντι στον τοίχο Αντί να σταματήσει Ή να λειτουργήσει Βραδύτερα Όπως ευχόταν Αρχίζει να γυρίζει Τρελά Προς τα πίσω Κι αυτός Ασάλευτος Θεατής του θανάτου του Στην αναπόφευκτη πλέον Αναδρομή

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 13 ‐ 

 

ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ Αντιπαθούσε το χαρτί Απεχθανόταν το φως της μέρας Ήθελε τη νύχτα Τους στίχους του Να τους γράφει στον τοίχο Να τους στήνει στον τοίχο Και κατόπιν ο ίδιος Να τραβά τη σκανδάλη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 14 ‐ 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ Μνήμη Αλέξη Τραϊανού Ανεβασμένος στη ράχη του Πόνου Καλπάζει Στη γη του Εφιάλτη Βουλιάζει Στο αίμα του Πόθου Πνίγεται Κι ανασταίνεται Ελεύθερος Αλλότριος Αλλόκοσμος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 15 ‐ 

 

ΒΟΥΤΙΑ Βουτάει απ' τον ψηλότερο βράχο στο νερό Βουτάει απ' τον πέμπτο στο κενό Η θάλασσα αφρισμένη Ο δρόμος πολυσύχναστος Καθώς εκείνος Σηκώνεται Και περπατάει Στα κύματα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 16 ‐ 

 

ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ Κάθε πρωί Κάνει έναν ιδιότροπο περίπατο Στην προκυμαία Έχει τη συνήθεια Μαζί με τα κοχύλια Να μαζεύει Και τα συντρίμμια Απ’ τα ναυάγια Και στο σπίτι Κάθε βράδυ Να τα συναρμόζει Στην ψυχή του

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 17 ‐ 

 

ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ Καθώς κλεισμένος μες την κάμαρα Πολεμάω ν’ αρθρώσω λέξεις στο χαρτί Οι τοίχοι αρχίζουν να γαβγίζουν Δείχνοντας δόντια κοφτερά θανατηφόρα Τότε κι εγώ για να σωθώ Ποιήματα νεογέννητα τους ρίχνω Και τους ταΐζω

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 18 ‐ 

 

ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Μνήμη Δημήτρη Κατσαγάνη

Όπως πορευόμαστε Κάτω απ’ το μαύρο ουρανό Οι φίλοι ξεστρατίζουν Κι είναι φορές Που από μακριά Ακούμε τη φωνή τους Να παλεύει Με τη λησμονιά μας Μέχρι το τέλος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 19 ‐ 

 

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ Ταξίδευα στου χρόνου το τρένο Περνώντας Από χιλιάδες σταθμούς Τα πρόσωπα Συνεχώς εναλλάσσονταν Ανταλλάσσοντας τις αποσκευές τους Ο ελεγκτής Δεν ασχολιόταν με εισιτήρια Έπρεπε να ελέγχει τα πρόσωπα Και να δίνει εξιτήρια Ο ελεγκτής Περνούσε συχνά κι από μένα Όμως Κάθε που έγραφα κάτι στο χαρτί Αυτόματα το τρένο σταματούσε Κι ο ελεγκτής Γινόταν αόρατος Κι εγώ Άλλοτε κατέβαινα τη σκάλα Κι άλλοτε περνούσα Μες από το τζάμι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 20 ‐ 

 

ΑΙΜΑΣΣΩΝ Τα πρωινά Ο ποιητής Βγαίνει στη λιακάδα Να φέρει βόλτα Τα ποιήματά του Όμως αυτά Ατίθασα Απείθαρχα Τον παρατούν Και χάνονται Τις νύχτες Ο ποιητής Αφήνει το γραφείο του Βγαίνει από την κάμαρή του Παίρνει ένα μπαλτά Και γυρίζει Στους δρόμους Να βρει Τα χαμένα του ποιήματα Κι όποιο απ’ αυτά Συναντήσει ζωντανό Το αποκεφαλίζει Επί τόπου Και κρατώντας Από τα μαλλιά Το κομμένο κεφάλι Κι αφήνοντας πίσω του Τα ίχνη από το αίμα Επιστρέφει στο σπίτι του Μπαίνει στην κάμαρή του Κάθεται στο γραφείο του Και με το χαρτοκόπτη του Ανοίγει προσεκτικά το κεφάλι Που αιμάσσει ακόμη Τότε τρώει τα μυαλά του Και κατόπιν Ξερνάει Στίχους στους τοίχους

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 21 ‐ 

 

ΠΡΩΙΝΟ Ξύπνησε το πρωί Κι είδε τα εικονίσματα Κρεμασμένα ανάποδα Ο διάβολος – σκέφτηκε – Πέρασε από δω Και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 22 ‐ 

 

ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ Όταν ο Θάνατος Περνάει Έξω απ’ το σπίτι σου Και προσπερνάει Την πόρτα σου Μη βγεις Στο παραθύρι σου Περίεργος Να τον δεις

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 23 ‐ 

 

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ Από νωρίς το βράδυ Καθόταν στη γωνιά του καναπέ Αμίλητος όπως συνήθως Όλη την ώρα έπινε καφέ Κάπνιζε Και μας κοιτούσε Εμείς όπως συνήθως Κάναμε πως δεν τον βλέπαμε Κι όταν αποσυρθήκαμε Για να πλαγιάσουμε Αυτός παρέμεινε στη θέση του Εξακολουθώντας να πίνει καφέ Και να καπνίζει Το πρωί που σηκωθήκαμε Βρήκαμε μόνο Άδειες Τις κούπες του καφέ Γεμάτα Τα σταχτοδοχεία Ο Επισκέπτης Είχε φύγει Όπως είχε έρθει Όπως θα ξανάρχεται Και θα ξαναφεύγει Κάθε βράδυ Μέχρι την ανταπόδοση Της επίσκεψης

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 24 ‐ 

 

PROMOTION Ενθουσιάστηκε πολύ Από το ποίημα Που τέλειωσε τη νύχτα Έτσι πήρε την απόφαση Να κάνει το παν Για να το διαβάσουν Όσο το δυνατόν περισσότεροι Στην αρχή σκέφτηκε Είτε να το κάμει φέιγ-βολάν Και να το ρίχνει απ’ τις ταράτσες Των πολυκατοικιών Είτε να πληρώσει διανομείς Να το αφήνουν πόρτα – πόρτα Και να το πασάρουν Σε δρόμους και πλατείες Όμως εξετάζοντας καλύτερα το ζήτημα Βρήκε τον πλέον σίγουρο τρόπο Συσκεύασε το ποίημα Αεροστεγώς Και το φύτεψε Στο νεκροταφείο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 25 ‐ 

 

ΠΑΡΑ ΘΙΝ’ ΑΛΟΣ Τις νύχτες που δεν έχει ύπνο Έρχεται μονάχος του και κάθεται Στην ακρογιαλιά Κοιτάζοντας το πέλαγο Μοιάζει να γυρεύει Κάποιους από χρόνια Χαμένους συντρόφους Κι ύστερα από λίγο Βγαίνουν απ’ τη θάλασσα οι πνιγμένοι Των καραβιών που βούλιαξαν Σε τούτα τα νερά του τόπου του Έρχονται και κάθονται σιμά του Έχοντας τα σώματα Αντίθετα απ’ αυτόν Στραμμένα στη στεριά Ίσως περιμένοντας Να τον ακολουθήσουν Όταν θα θελήσει Να γυρίσει Πίσω Όμως εκείνος Τότε σηκώνεται Και μπαίνει μες τη θάλασσα Λέγοντας στους πνιγμένους Πως δεν υπάρχει γυρισμός Μέχρι να έρθει Η Ώρα τους

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 26 ‐ 

 

ΕΡΩΜΕΝΗ Κάθε βράδυ Στο κρεβάτι του Άλλαζε ερωμένη Κάθε πρωί Όταν ξύπναγε Έβλεπε δίπλα του Την ίδια γυναίκα Κι όταν σηκωνόταν Και κοιταζόταν Στον καθρέφτη Δεν έβλεπε κανέναν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 27 ‐ 

 

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ Άρχισε να καίει Όλα του τα χειρόγραφα Ένα προς ένα Τελετουργικά Τα ’ριχνε στο τζάκι Ώσπου ξαφνικά Ο καπνός Του καμένου χαρτιού Δεν έφευγε Από την καμινάδα Ερχόταν στο δωμάτιο Μαύρος Παίρνοντας το σχήμα Ενός τεράστιου φιδιού Που άρχισε να τον τυλίγει Και να τον σφίγγει Και να τον πνίγει Όπως θυμόταν Μόλις συνέφερε Πάνω από τα χειρόγραφα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 28 ‐ 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Ο ποιητής είναι νεκρός Κατόπιν εξαιρετικά σοβαρής νόσου Αποφάνθηκαν οι ειδικοί Παντελής απουσία της ζωογόνου εμπνεύσεως Πρόωρη γήρανση και ραγδαία απονέκρωση του στίχου Κατάρρευση όλων των λυρικών λειτουργιών Τα αίτια του θανάτου Αποφάνθηκαν οι κριτικοί Η εξόδιος ακολουθία του Θα πραγματοποιηθεί στα χέρια σας Όταν θα κρατάτε Το τελευταίο του βιβλίο Αποφάνθηκε ο νεκρός

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 29 ‐ 

 

ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 30 ‐ 

 

ΤΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ Μετά την κορυφαία του παράσταση στης αυλαίας το χειροκρότημα Εκείνος υποκλίνεται στην αποθέωση του πλήθους Την ίδια ώρα που ο ίδιος Κατεβαίνει απ’ τη σκηνή Φεύγει απ’ το θέατρο Κι αποσύρεται στη μονιά της ψυχής του Γιατί είναι πια αδύνατο να επιστρέψει μες στον άλλον που συνεχίζει να υποκλίνεται στης αυλαίας το χειροκρότημα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 31 ‐ 

 

ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Άκουσε τα μεσάνυχτα την πόρτα να χτυπά Αυτός δούλευε ακόμα στο εργαστήρι του Πάλευε να τελειώσει Χρόνια τώρα Τον πίνακα Του έλειπε Μια μικρή μονάχα λεπτομέρεια Το πρόσωπο ενός περαστικού Που βάδιζε στο φόντο Πίσω από την αυτοπροσωπογραφία του Σαν άνοιξε η πόρτα Ένας γέροντας σακάτης Με την αρρώστια της ζωής στα μάτια Ήταν ο επισκέπτης του «ήρθα να με ζωγραφίσεις» Ψιθύρισε σαρκαστικά ο γέρος «είμαι το πρόσωπο που λείπει» Και πέρασε στο εργαστήρι Και στάθηκε Πίσω απ’ το καβαλέτο Το πρωί Ο πίνακας ήταν τελειωμένος Μόνο που ο ζωγράφος Ήταν το πρόσωπο που βάδιζε στο φόντο Πίσω από τη μορφή του γέρου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 32 ‐ 

 

ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Ανέβηκε στο βήμα για ν’ απαγγείλει κάτι από την ποίησή του Στην αρχή θέλησε μ’ ένα κίβδηλο χαμόγελο να ζεστάνει την ατμόσφαιρα Όμως αυτό στα ξαφνικά μεταλλάχτηκε σε γέλωτα σφοδρό και νευρικό άγριο και φρικώδη Κατόπιν άρχισε ασύστολα να βλαστημά Θεούς και Δαίμονες Ζώντες και Νεκρούς Κι αφού ολοκλήρωσε νηφάλιος πλέον ευχαρίστησε θερμά τον κόσμο που ούτε στιγμή δεν είχε σταματήσει να τον επευφημεί αλλοπαρμένος στις άδειες θέσεις εμπρός από το άδειο βήμα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 33 ‐ 

 

ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΗ Δούλευε το σίδερο Φωτιά Σφυρί Οξυγόνο Πάλευε Να διαστρεβλώσει Τη φύση του υλικού Να σημάνει κάτι Ανθρώπινα ιδεώδες Και το πέτυχε Κατασκεύασε Ένα τέλειο Φουτουριστικό Πολυεδρικό Κλουβί Χωρίς πόρτα Με τον ίδιο μέσα κλεισμένο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 ‐ 34 ‐ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ 1 I 2 II 3 III 4 IV 5 V 6 ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΟ 7 ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ 8 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ 9 ΒΑΔΗΝ 10 ΕΣΩΚΛΕΙΣΤΟΙ 11 ΑΝΑΔΡΟΜΗ 12 ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ 13 ΑΝΑΣΤΑΣΗ 14 ΒΟΥΤΙΑ 15 ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ 16 ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ 17 ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ 18 Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ 19 ΑΙΜΑΣΣΩΝ 20 ΠΡΩΙΝΟ 21 ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ 22 ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 23 PROMOTION 24 ΠΑΡΑ ΘΙΝ’ ΑΛΟΣ 25 ΕΡΩΜΕΝΗ 26 ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ 27 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ 28

ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ 29 ΤΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ 30 ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ 31 ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ 32 ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΗ 33 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 34

  

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ

ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΤΟΥ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ

ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ

ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2014

ΚΟΣΜΗΜΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ

ΚΟΛΑΖ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ

© 2014 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ