Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ

288
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ Η΄ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Τ.Θ. 107, 32100 Λεβαδειά ΗΛΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ: http://clups.pathfinder.gr/saints ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Upload: -

Post on 02-Jan-2016

170 views

Category:

Documents


1 download

TRANSCRIPT

Η ΖΩΗ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ

ΘΑΝΑΤΟΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ

ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Η΄ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τ.Θ. 107, 32100 Λεβαδειά

ΗΛΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ:

http://clups.pathfinder.gr/saints

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΉ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

ΖΩΗ

1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου

2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ B’

Ό ΧΩΡΙΣΜΌΣ ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ ΑΠΌ ΤΟ ΣΏΜΑ

1. Ορισμός της ψυχής

2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής

3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα

4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα

5. Ό τελωνισμός των ψυχών

6. Μέση κατάσταση των ψυχών

7. Ό θάνατος των νηπίων

8. Συμπέρασμα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΜΕΤΑΘΑΝΆΤΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΊΕΣ

1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες

2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική

3. Ή διάκριση των εμπειριών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Ή ΑΘΑΝΑΣΊΑ ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ

1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία

2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία

3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ

1. Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ

2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ

a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση

b) Υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση

c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ

d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός

e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου

f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο

g) Το αιώνιο πυρ είναι άκτιστο

3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ή ΔΕΥΤΈΡΑ ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΎ

1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού

2. Ή ανάσταση των νεκρών

3. Ή μέλλουσα κρίση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΠΑΡΆΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΌΛΑΣΗ

1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση

2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση

3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή

4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων

2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης

σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων

3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου

Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων

a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα

b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία

c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την

αιωνιότητα της Κολάσεως

d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων

e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της

Εκκλησίας

4. Συμπεράσματα

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Θ΄

Ή ΑΙΏΝΙΑ ΖΩΉ

1. Ή Βασιλεία του Θεού

2. Ή ανακαίνιση της κτίσεως

3. Η διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΉ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΊΑ

1. Ερμηνεία του ορού εσχατολογία

2. Ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη

3. Τα παρελθόντα και τα παρόντα των εσχάτων

α) Τι είναι η Βασιλεία του Θεού

β) Τα έσχατα ως τα πρώτα

γ) Τα έσχατα ως παρόντα

ΕΠΙΛΕΓΌΜΕΝΑ

ΤΟ ΔΕΊΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΊΑΣ

ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΛΏΝΙΑ

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΈΣ ΕΜΠΕΙΡΊΕΣ

Εισαγωγή

Έχει παρατηρηθεί από πολλούς ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την ζωή και τον θάνατο. Τον απασχολεί έντονα το μυστήριο του θανάτου. Φυσικά αυτό συνδέεται με τα λεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα, που αναφύονται σε όλους, αλλά ιδιαίτερα στους νέους, και περικλείονται στα εξής: Τι είμαι, ποιο είναι το νόημα της ζωής, που πάω μετά τον θάνατο, υπάρχει ζωή μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα κ.λ.π.

Είναι γνωστόν ότι όχι μόνον οι σύγχρονοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά, αλλά γενικά οι άνθρωποι όλων των εποχών και γενεών. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με την προέλευση της ζωής, την ύπαρξη της ψυχής, την είσοδο του κακού στον κόσμο και τον θάνατο. Έτσι τα θάματα αυτά ενώ

παρουσιάζονται ως σύγχρονα, απασχόλησαν ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου.

Αν σήμερα παρατηρείται κάποια έξαρση, οφείλεται περισσότερο στην ανασφάλεια που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πραγματικά όταν γκρεμίζονται όλες οι ασφάλειες, όταν ο άνθρωπος αισθάνεται απογοητευμένος από διάφορα γεγονότα, τότε είναι φυσικό να απασχολείται εντονώτερα με τα υπαρξιακά ερωτήματα.

Η Εκκλησία πάντοτε αντιμετώπιζε τέτοια ερωτήματα, και κυρίως το βασικότερο πρόβλημα, και το μεγαλύτερο μυστήριο, που είναι το μυστήριο του θανάτου. Ήδη η ενανθρώπηση του Χριστού είχε σαν σκοπό να νικηθεί το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Η θριαμβευτική νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο, έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να τον νικήσει και εκείνος στα όρια της προσωπικής του ζωής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία.

Όταν η Εκκλησία μιλάει για τον θάνατο, δεν το κάνει για να τρομάξει τους ανθρώπους και να τους δημιουργήσει πανικό, αλλά για να τους βοηθήσει να τον υπερβούν. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι το πρόβλημα του θανάτου δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ούτε είναι ένα απλό γεγονός. Γεννιόμαστε με την φθαρτότητα και την θνητότητα. Με την γέννηση γεννιέται ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, που πρόκειται να πεθάνει. Όλος ο ανθρώπινος βίος είναι μια διαδοχή θανάτων. Οι αρρώστιες και γενικά η φθαρτότητα του σώματος υποδηλώνουν ότι μεταφέρουμε και κουβαλάμε πάνω μας τον θάνατο. Και οι διάφορες άσχημες αντιδράσεις μας ανάγονται στην βίωση του θανάτου. Οπότε, όταν μιλάει ‘Εκκλησία για τα θέματα αυτά βοηθάει αποτελεσματικά τον άνθρωπο. Δεν του σκορπά φόβο και πανικό, αλλά ελπίδα και παρηγοριά. Με αυτόν τον τρόπο χαίρεται την ζωή.

Μερικά από τα ερωτήματα αυτά, που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο, όπως το τί είναι ο θάνατος, τι είναι η ψυχή, τι γίνεται όταν η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, μήπως διαλύεται η υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο, τι είναι το καθαρτήριο πύρ, τι είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, τι θα γίνη στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού κ.λ.π., θα αντιμετωπίσουμε στο βιβλίο αυτό.

Θα ήθελα στην εισαγωγή να κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις.

Κατ’ αρχάς τα όσα λέγονται στο παρόν βιβλίο εμπνέονται από την διδασκαλία της θείας Αποκαλύψεως, όπως φανερώθηκε στους αγίους κάθε εποχής και καταγράφηκε τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στους βίους και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες είναι φορείς της θείας Αποκαλύψεως.

Έπειτα, αναπτύσσοντας τα επιμέρους κεφάλαια, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν μερικές ταυτολογίες. Για παράδειγμα, όταν αντιμετωπίζει κανείς το θέμα του καθαρτηρίου πυρός κατά τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, απαραιτήτως πρέπει να μιλήσει για την Βασιλεία του Θεού, για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Όμως, πρέπει να υπάρχει και ειδικό κεφάλαιο που να αναπτύσσεται το θέμα του Παραδείσου και της Κολάσεως. Ακόμη, στο κεφάλαιο "διαχρονική εσχατολογία" οπωσδήποτε κάτι πρέπει να επαναληφθεί από τα προηγούμενα κεφάλαια. Άλλωστε ξέρουμε πολύ καλά ότι τα θεολογικά θέματα, όπως και αυτή η ίδια η ζωή δεν μπορούν να κατατμηθούν απόλυτα και να ερμηνευθούν αυτόνομα και αποσπασματικά.

Επί πλέον ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι μερικά σημεία του παρόντος βιβλίου είναι δυσκολότερα στην κατανόηση, γιατί δίνουν την θεολογική ερμηνεία και ανάλυση αυτών των θαμάτων. Δεν μπορούν όλα να απλοποιούνται. Όταν τα θέματα απλοποιούνται πολύ, τότε μάλλον παραχαράσσονται και υποβιβάζονται. Αν ο αναγνώστης συναντήσει μερικές τέτοιες δυσκολίες, να μην απομακρυνθεί, αλλά να συνεχίσει πιο κάτω, που θα γίνει ευκολότερη η ανάγνωση και θα αντιληφθεί καλά ποια είναι η θέση της Εκκλησίας πάνω στο θέμα της ζωής και του θανάτου, τι γίνεται μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα.

Όπως είναι φανερό, στο παρόν βιβλίο εξετάζουμε θέματα που κινούνται από την έξοδο της ψυχής μέχρι την ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αλλά αυτός ο "χώρος" είναι δύσκολος, γιατί κινείται μέσα στο μυστήριο. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, δεν είναι εύκολο όλα να ερμηνευθούν. Γνωρίζουμε μόνον ό,τι μας απεκάλυψε ο Χριστός και οι άγιοι. Επειδή συνάντησα μερικές δυσκολίες κατά την συγγραφή, γι’ αυτό ο αναγνώστης πρέπει να είναι επιεικής.

Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, είναι ο χώρος εκείνος που βιώνουμε την θριαμβευτική Του νίκη εναντίον του θανάτου και μετέχουμε από τώρα, ως εν αρραβώνι, της Βασιλείας του Θεού. Ευχή όλων μας είναι να ζούμε μέσα στην Εκκλησία, όπως ακριβώς το θέλει ο Χριστός, που είναι η Κεφαλή της, ώστε να αποκτήσουμε εμπειρίες της αιωνίου ζωής, οπότε δεν θα χρειάζονται διανοητικές αναλύσεις και λογική κατανόηση αυτών των εσχατολογικών θεμάτων. Θα ζούμε μια διαχρονική εσχατολογία.

Έγραφα στην Αθήνα την 4 Δεκεμβρίου 1993, εορτή του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του και

μελωδού των τροπαρίων της εξοδίου ακολουθίας

Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ

Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αυτού αναπτύσσονται διεξοδικά θέματα που έχουν σχέση με την μετά θάνατον ζωή, την εσχατολογία και την αιώνια ζωή. Η ανάπτυξη των θέσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι, φυσικά, εκφράζουν την ορθόδοξη διδασκαλία, αφού είναι φορείς της θείας Αποκαλύψεως. Όπου χρειάζεται, γίνεται και σχετική αναφορά στις θέσεις της φιλοσοφίας.

Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια γενική εισαγωγή στο θέμα που μας απασχολεί με όσο το δυνατόν εύληπτο τρόπο. Γι’ αυτό και στο κεφάλαιο αυτό, που προτάσσεται, με σύντομες σκέψεις και απλά λόγια αναπτύσσονται οι βασικές θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο", ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει επαρκώς το θέμα, και στην συνέχεια να προχωρήσει στην επιμελέστερη ανάγνωση και κατανόηση του.

Θεωρούμε ότι το καταλληλότερο βοήθημα για να οδηγήσουμε τον αναγνώστη στις θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο" είναι η περίφημη παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, που είπε ο Χριστός. Γι' αυτό στην συνέχεια θα αναλύσουμε με όσο το δυνατόν απλό τρόπο, αυτήν την παραβολή.

Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πολλά πατερικά χωρία, που ερμηνεύουν την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Δεν θα το κάνουμε όμως, γιατί όπως ελέχθη προηγουμένως, σκοπός των όσων ακολουθήσουν είναι να εισαγάγουμε τον αναγνώστη στην διδασκαλία της Εκκλησίας για την ζωή μετά τον θάνατο.

1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου

"άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ, απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το

άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ, τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά, νυν δε ώδε παρακαλείται συ δε οδυνάσαι, και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών μέγα χάσμα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δέ, ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου, έχω γαρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ, έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. ο δε είπεν, ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δε αυτώ, ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται".

(Λουκ. ιστ', 19-31)

2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής

Πολλά μπορεί κανείς να παρατηρήσει μελετώντας την περίφημη αυτή παραβολή του Χριστού. Μπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνική διάστασή της ή ακόμη να βγάλει πολλά ηθικά και ηθικολογικά συμπεράσματα. Όμως, θα επιμείνουμε περισσότερο στα θέματα που έχουν σχέση με την ζωή μετά τον θάνατο, δηλαδή θα δούμε την εσχατολογική ανάλυση της παραβολής.

Π ρ ώ τ ο ν. Όπως φαίνεται στην παραβολή δεν γίνεται λόγος για την ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά για την ζωή της ψυχής που παρεμβάλλεται μεταξύ του θανάτου του ανθρώπου, δηλαδή της εξόδου της ψυχής από το σώμα, και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Πρόκειται για το διάστημα εκείνο που λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Άλλοι λόγοι του Χριστού αναφέρονται στην Δευτέρα Παρουσία Του, όταν θα έλθει για να κρίνει τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως γίνει ανάσταση των σωμάτων και οι ψυχές εισέλθουν εκ νέου στα σώματα, ώστε ο άνθρωπος να απολαύσει εκείνα που έπραξε στην ζωή του.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Αναφέρεται ότι υπάρχει ο θάνατος στην ζωή του ανθρώπου. Ο Πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος απέθαναν. Θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός με τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατήργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβεί ζώντας μέσα στην Εκκλησία. Το ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μια προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλοι τους την

ελπίδα στον Χριστό, καθώς επίσης φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα.

Δεν δημιούργησε ο Θεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι παρέμβλητος στην φύση, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομακρύνσεώς του από τον Θεό. Υπάρχει σωματικός και ψυχικός θάνατος. Ψυχικός είναι η άρση της Χάριτος του Θεού από την ψυχή, και σωματικός είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στην ζωή μας. Ακόμη και σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι "τό υπάρχειν προς θάνατον".

Αν και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όμως αβέβαιη είναι η ώρα και η ημέρα του θανάτου. Κανείς δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνει. Το θέμα είναι να ζούμε σωστά, ώστε το π ω ς του θανάτου να συνιστά την αιώνια ζωή.

Στο κείμενο της παραβολής λέγεται: "εγένετο αποθανείν τον πτωχόν...", καθώς επίσης "απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη". Έτσι, ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δεν κάνει καμμιά εξαίρεση.

Τ ρ ί τ ο ν. Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άγγελοι, και φυσικά ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, ο προσωπικός του φρουρός, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις ψυχές των δικαίων ανθρώπων και τις οδηγούν στον Θεό.

Αντίθετα, σε άλλη παραβολή λέγεται ότι την ψυχή των αμετανοήτων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ο άφρων πλούσιος άκουσε φωνή από τον Θεό: "Άφρον, ταύτη τη νυκτι την ψυχήν απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας τινι έσται;" (Λουκ. ιβ', 20). Το ρήμα "απαιτούσιν" υποδηλώνει τους δαίμονας, οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, για να την κρατούν αιωνίως.

Επομένως, κατά την φρικτή ώρα του θανάτου, κατά την οποία η ψυχή βιαίως χωρίζεται από την αρμονία με το σώμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Τις ψυχές των αγίων τις παραλαμβάνουν οι άγγελοι, και τις ψυχές των αμαρτωλών οι δαίμονες. Στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας γίνεται λόγος για τα λεγόμενα τελώνια, που είναι οι δαίμονες, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία θέλουν και επιδιώκουν να κρατήσουν αιωνίως τις ψυχές

όλων των ανθρώπων. Φυσικά, οι ψυχές των αγίων, που ενώθηκαν με τον Χριστό και έχουν την σφραγίδα του Παναγίου Πνεύματος, δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες.

Με τα τελώνια, οι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούν τόσο το μίσος και την επιθετική μανία των δαιμόνων, όσο και την ύπαρξη των παθών, που ζητούν ικανοποίηση, αλλά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω της μη υπάρξεως του σώματος. Αυτή ακριβώς η κατάσταση πνίγει την ψυχή του ανθρώπου, η οποία αισθάνεται τρομακτική δυσφορία. Το βασανιστήριο αυτό της ψυχής ομοιάζει με την πλήρη απομόνωση ενός ανθρώπου στην φυλακή, χωρίς να έχει την δυνατότητα, να κοιμηθεί, να τραφεί, να συναντήσει άνθρωπο κ.λ.π. Τότε πραγματικά εξαγριώνονται τα πάθη και όλη η ύπαρξή του.

Το γεγονός ότι οι ψυχές των ανθρώπων παραλαμβάνονται τόσο από τους αγγέλους όσο και από τους δαίμονες έχει σχέση με την κατάστασή τους. Όπως λέγεται από τους Πατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Θεό έχουν κάτι υλικό. Γι’ αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Θεό. Είναι αθάνατη κατά Χάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Θεού σε αυτήν. Κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Η ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατι έτσι το θέλησε ο Θεός.

Τ έ τ α ρ τ ο ν. Ενώ η ψυχή του Λαζάρου πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και η ψυχή του Πλουσίου στον άδη, εν τούτοις ο Χριστός στην παραβολή λέγει ότι ο Λάζαρος πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και ο συγκεκριμένος Πλούσιος πήγε στον άδη. Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Πλούσιος "ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού".

Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται η υπόσταση - πρόσωπο του ανθρώπου. Βέβαια, η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, αλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το σώμα, και ακόμη, μόνη της η ψυχή δεν συνιστά τον άνθρωπο, ούτε το σώμα μόνο του συνιστά τον άνθρωπο. Όμως, παρά τον προσωρινό χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν διαλύεται ο άνθρωπος. Αυτό φαίνεται από το ότι η ψυχή διατηρεί την συνείδηση, και ακόμη, όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, η ψυχή του ανθρώπου γνωρίζει τα στοιχεία του δικού της σώματος, που παρέμειναν στην γή, και ενδεχομένως διεσκορπίστηκαν ή διαλύθηκαν στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκαν. Κατά την Δευτέρα Παρουσία η ψυχή, με την Χάρη του Θεού, θα επανενώση τα στοιχεία του σώματος, θα αποτελεστεί ολόκληρος ο άνθρωπος, και, φυσικά, τότε τα σώματα τόσο των δικαίων όσο και των αδίκων θα είναι πνευματικά, δηλαδή δεν θα

έχουν ανάγκη τροφής, δεν θα περιορίζονται από αποστάσεις και άλλους περιορισμούς. Η ανάσταση είναι ένα δώρο που χορηγείται σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους.

Πρέπει να παρατηρηθή ότι στην παραβολή αυτή ο Χριστός αναφέρει το όνομα του πτωχού, ενώ το όνομα του Πλουσίου το αγνοεί. Αυτό δείχνει ότι ο Λάζαρος, επειδή ζούσε με τον Θεό, ήταν σωτηριολογικά πρόσωπο, αληθινή υπόσταση, ενώ ο Πλούσιος, καίτοι ήταν άνθρωπος, εν τούτοις δεν ήταν υπόσταση σωτηριολογικά. Αυτό σημαίνει ότι πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει ψυχή, σώμα, αλλά και την Χάρη του Θεού μέσα στην ψυχή και το σώμα του. Ενώ ο άνθρωπος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, είναι οντολογικά πρόσωπο, όμως δεν είναι πρόσωπο εν σχέσει με τον Θεό, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει υποδουλωθεί στα πράγματα. Ο νούς του αντί να στρέφεται στον Θεό, στρέφεται στην ύλη και υποδουλώνεται σε αυτήν.

Π έ μ π τ ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον άδη είδε τον Αβραάμ "και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού". Με το πρόσωπο του Αβραάμ εννοείται ο Θεός. Το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους του Θεού σημαίνει να έχει κοινωνία με τον Θεό.

Στους κόλπους, πίσω από το στήθος, ευρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Η καρδιά, που είναι η πηγή της βιολογικής ζωής, είναι σύμβολο της αγάπης. Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη τόσο και μεγαλύτερη είναι η γνώση, αφού συνδέεται στενά η γνώση με την αγάπη. Και, βέβαια, αυτή η αγάπη συνιστά την κοινωνία και ένωση. Έτσι, το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους δηλώνει ότι συνδέεται με τον αγαπώμενο, υπάρχει ενότητα μεταξύ τους.

Η έκφραση, λοιπόν, ότι ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ δείχνει παραστατικά την κοινωνία του με τον Θεό, η οποία συνδέεται με την γνώση και την αγάπη. Κάνοντας λόγο για την γνώση του Θεού, εννοούμε την "κοινωνία εν τη υπάρξει". Δεν πρόκειται για μια εγκεφαλική γνώση, αλλά για εκείνη που συνδέεται με την αγάπη, με αυτήν την ίδια την ζωή.

Ο Λάζαρος δεν φαίνεται να στενοχωρήται για την φρικτή δοκιμασία του Πλουσίου, δεν βλέπει την Κόλαση, ενώ ο Πλούσιος βλέπει την δόξα του Παραδείσου. Πραγματικά, εκείνος που ζη μέσα στο άκτιστο Φως, στην μεγάλη θεωρία του Θεού, όπως λέγουν οι Πατέρες μας, ξεχνά τον κόσμο. Το Φώς είναι τόσο μεγάλο, τόσο εκτυφλωτικό που δεν αφήνει να δη κανείς και κάτι άλλο διαφορετικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άγιοι δεν προσεύχονται για ολόκληρο τον κόσμο. Προσεύχονται και παρακαλούν τον Θεό, έχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Του. Βρίσκονται όμως σε μια κατάσταση που δεν μπορούμε να

εννοήσουμε. Μόνο αν την εξετάσουμε μέσα από τις θείες εμπειρίες των αγίων, τότε μπορούμε να την καταλάβουμε.

Έ κ τ ο ν. Ενώ ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, ο Πλούσιος φλεγόταν στον άδη. Μάλιστα, θα παρακαλέσει τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να καταψύξη την γλώσσα του, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, "οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη".

Εδώ γίνεται λόγος για άδη και όχι για Κόλαση. Γιατί η Κόλαση θα αρχίσει μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών, μετά την έξοδό τους από το σώμα, βιώνουν τον άδη. Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ο άδης είναι ένας νοητός τόπος, είναι η πρόγευση της Κολάσεως, όταν ο άνθρωπος δέχεται την καυστική ενέργεια του Θεού.

Έγινε μεγάλη συζήτηση για τα θέματα αυτά στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντιας και διασώζονται οι απόψεις και η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που είναι αποκαλυπτικές. Το πυρ στο οποίο φλεγόταν ο Πλούσιος δεν ήταν το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ των Λατίνων, από το οποίο περνούν όλες οι ψυχές των ανθρώπων, δεν ήταν κτιστό πυρ αλλά άκτιστο. Δηλαδή και οι αμαρτωλοί δέχονται τις ακτινες του θείου Φωτός, αλλά επειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς να θεραπευθούν, βιώνουν την καυστική ενέργεια του Φωτός. Έτσι, κατά τον βαθμό της θεραπείας ή της ασθενείας, οι άνθρωποι δέχονται την ίδια Χάρη ή ως φως ή ως πυρ.

Πρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι ο Πλούσιος έβλεπε τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, έβλεπε την δόξα του Αβραάμ, αλλά δεν είχε μέθεξη αυτής της δόξης. Αντίθετα ο Λάζαρος και έβλεπε και είχε μέθεξη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο, γιατί δείχνει ότι στην άλλη ζωή όλοι θα δουν τον Θεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν κοινωνία, μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο λόγος του Χριστού για την μελλοντική δίκη. Εκεί όλοι θα δουν τον Κριτή, όλοι θα συνομιλήσουν μαζί Του, αλλά άλλοι θα απολαύσουν την δόξα Του, και άλλοι θα βιώσουν την καυστική ενέργεια της θείας Χάριτος.

Έ β δ ο μ ο ν. Ο Πλούσιος ενδιαφερόταν για τους ζώντας στον κόσμο αδελφούς του και παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να τους κηρύξει μετάνοια. Επομένως, παρά τον χωρισμό της ψυχής του ανθρώπου από τον παρόντα κόσμο, ωστόσο υπάρχει γνώση και κοινωνία, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον.

Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα στοιχεία δείχνει ό,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου δεν αναφέρεται στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή,

αλλά στην ζωή μετά θάνατο μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Σαφώς πρόκειται για την λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών.

Οι άγιοι ενδιαφέρονται σωτηριολογικά για τον κόσμο. Δια της Χάριτος του Θεού ακούν τις προσευχές μας, και τις αναβιβάζουν στον Θεό. Γι’ αυτό και εμείς προσευχόμαστε στους αγίους μας. Με τις εορτές που έχουμε καθιερώσει στην μνήμη τους δείχνουμε ότι είναι άγιοι, ενώθηκαν με τον Θεό, αναμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, τα οποία και από τώρα δέχονται, με την αφθαρσία τους, τα προοίμια του μέλλοντος αιώνος. Και εμείς ενδιαφερόμαστε για τους κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε στους αγίους για να προσεύχωνται για μας στον Θεό, ζητάμε τις πρεσβείες τους, ενώ προσευχόμαστε στον Θεό για όλους τους άλλους κεκοιμημένους για να ελεηθούν. Αυτό, εκτός του ότι είναι δείγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως εκφράζει και κάτι άλλο βαθύτερο.

Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όταν ο άνθρωπος εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, συνεχώς εξελίσσεται. Υπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στην λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών, όσο και στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οι βαθμοί της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Βέβαια, αυτά δεν πρέπει να νοηθούν ως στεγανοποιημένες καταστάσεις, αλλά ως μέθεξη της Χάριτος του Θεού. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται να καθαρθεί, τότε η Χάρη του Θεού που τον καθαρίζει λέγεται καθαρτική ενέργεια. Όταν ο νούς του είναι φωτισμένος, σημαίνει ότι δέχεται την ενέργεια του Θεού που τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική ενέργεια. Και όταν βρίσκεται στην θέωση, αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού που λέγεται θεοποιός. Η πορεία είναι διαρκής. Έτσι, όσοι μετανόησαν, πριν εξέλθει η ψυχή από το σώμα, αυτοί εξελίσσονται και γίνονται χωρητικότεροι στην άκτιστη Χάρη. Γι’ αυτό τελούμε τα μνημόσυνα και προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους.

Όσοι, όμως, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, δεν μετανόησαν, αυτοί, επειδή δεν έχουν πνευματική όραση, βιώνουν μόνο την καυστική ενέργεια του Θεού, και, βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να έχουν μέθεξη στο αγαθό. Προσευχόμαστε όμως για όλους, γιατί δεν ξέρουμε την εσωτερική τους πνευματική κατάσταση.

Ό γ δ ο ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι μεταξύ του τόπου που βρισκόταν ο Αβραάμ και του άδου, όπου βρισκόταν ο Πλούσιος, υπήρχε "χάσμα μέγα", και δεν ήταν δυνατόν να γίνει μετάβαση του ενός προς τον άλλο.

Φυσικά, δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρου χώρου, αλλά, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ενός ιδιαιτέρου τρόπου ζωής. Υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, ως ιδιαιτέρων τρόπων ζωής.

Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχει εξ επόψεως Θεού, αλλά εξ επόψεως ανθρώπου. Ο Θεός στέλλει την Χάρη Του προς όλους τους ανθρώπους, αφού αυτός "ανατέλλει τον ήλιον επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς". Αν ο Θεός μας δίνη εντολή να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας, το ίδιο κάνει και Εκείνος. Είναι αδύνατον να μη αγαπά και τους αμαρτωλούς. Όμως ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση, αισθάνεται διαφορετικά την αγάπη του Θεού.

Το φως έχει δύο ιδιότητες, ήτοι την φωτιστική και την καυστική. Εάν κάποιος άνθρωπος έχη καλή όραση ευεργετείται από την φωτιστική ιδιότητα του ηλίου, του φωτός, και χαίρεται όλη την δημιουργία. Αν όμως κάποιος άλλος στερήται οφθαλμού, δεν έχει όραση, τότε αισθάνεται την καυστική ιδιότητα του φωτός. Αυτό θα γίνει και στην μέλλουσα ζωή, καθώς επίσης και στην ζωή της ψυχής μετά την έξοδό της από το σώμα. Ο Θεός θα αγαπά και τους κολασμένους, αλλά αυτοί θα αδυνατούν να αισθανθούν αυτήν την αγάπη ως φως. Θα την αισθάνωνται ως πυρ, επειδή δεν θα έχουν πνευματικό οφθαλμό και πνευματική όραση.

Γίνεται κάτι ανάλογο με την θεία Κοινωνία. Όλοι μπορούν να κοινωνήσουν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καταλλήλους γίνεται φως και ζωή, για τους αναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα και κατάκριμα.

Αυτό η Εκκλησία το παρουσιάζει στην εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας. Βλέπουμε εκεί ότι από τον θρόνο του Θεού εξέρχεται το φως, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι άγιοι, και από τον ίδιο θρόνο πηγάζει ο πύρινος ποταμός, μέσα στον οποίο βρίσκονται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί.

Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στην θεραπεία του ανθρώπου. Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό Νοσοκομείο, θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον πνευματικό οφθαλμό, που είναι ο νους. Αυτός νοσεί και αυτός πρέπει να θεραπευθεί. Αυτό είναι όλο το έργο της Εκκλησίας.

Έ ν α τ ο ν. Στην παράκληση του Πλουσίου να στείλει ο Αβραάμ τον Λάζαρο στην γη και να κηρύξει στους αδελφούς του μετάνοια, ο Αβραάμ δεν ανταποκρίθηκε και δικαιολόγησε αυτή την θέση του λέγοντας ότι εφ’ όσον οι άνθρωποι δεν ακούν τον Μωϋσή και τους Προφήτας, τότε "ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται".

Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει όσα θαύματα κι’ αν δη στην ζωή του. Ζει μέσα σε θανατηφόρο ύπνο. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν ενεργοποιηθεί η ελευθερία του ανθρώπου, δεν υπάρχει μετάνοια. Τα πάντα γίνονται με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου.

Άλλωστε, το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία είναι η ενανθρώπηση του Χριστού, η Ανάστασή Του, και η ίδρυση της Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα του αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμπνευσθεί από αυτήν την συγκλονιστική πραγματικότητα, αν δεν μπορή να πεισθεί από την ζωή τόσων αγίων, που είναι μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, δεν θα πεισθή με το μεγαλύτερο θαύμα.

Η σωτηρία και αναγέννηση του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση ταχυδακτυλουργικών ενεργειών, αλλά καρπός ελευθέρας εκφράσεως του θελήματός του, καρπός πόνου, αγώνος και ιδρώτων πολλών. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας αρκούνται στα μαγικά, τα εξωτερικά γεγονότα. Το να πεισθεί κανείς για την ύπαρξη της άλλης ζωής είναι υπόθεση εσωτερικής πνευματικής ευαισθησίας. Γιατί, κι’ αν ακόμη αναστηθεί ένας άνθρωπος, είναι ενδεχόμενο να εκληφθεί ως φάντασμα.

Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για τις λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες. Μερικοί ισχυρίζονται ότι βγήκε η ψυχή τους από το σώμα ή ακόμη πλησίασε προς την έξοδό της και στην συνέχεια επέστρεψε στο σώμα. Διηγούνται τα όσα φοβερά είδαν και αντιμετώπισαν.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που επανήλθε η ψυχή στο σώμα, αναστήθηκαν, δηλαδή, με την δύναμη του Χριστού. Αυτά, όμως, είναι έκτακτα γεγονότα, που δεν συμβαίνουν στον καθένα. Υπάρχουν άγιοι που είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες, αφού έζησαν στην προσωπική τους ζωή τι είναι Κόλαση και Παράδεισος, βίωσαν τις φλόγες του άδου, είδαν αγγέλους και δαίμονες. Όταν επανήλθαν στον εαυτό τους, έζησαν ζωή μετανοίας και κήρυτταν σε άλλους την μετάνοια. Όμως λέμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες ή είναι δαιμονικές ή είναι καρποί απωθημένων βιωμάτων και επιθυμιών ή είναι φαντασίες ή ακόμη είναι αποτελέσματα των ηρεμιστικών και ναρκωτικών φαρμάκων, που δίνονται για να μη πονούν στην φρικτή δοκιμασία των ασθενειών τους. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση για να μπορεί κανείς να διακρίνει αυτές τις καταστάσεις, εάν προέρχονται από τον Θεό, από τον διάβολο ή από ψυχολογικές και σωματικές ανωμαλίες.

Εμείς στην Εκκλησία δεν περιμένουμε αναστάσεις αγίων ή εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων για να πιστεύσουμε, αλλά έχουμε την Αγία Γραφή, τους βίους των Προφητών, Αποστόλων και αγίων, έχουμε τους λόγους τους και τις διδασκαλίες τους, καθώς επίσης έχουμε και τα άγια λείψανά τους και πιστεύουμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή. Μερικές δε φορές ο καθένας μας αξιώνεται από τον Θεό να βιώσει μέσα στην καρδιά του τι είναι Κόλαση και τι είναι Παράδεισος.

Πέρα από αυτά τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να θεραπευθούμε, ώστε να λύσουμε πολλά υπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Η εφαρμογή των εντολών του Θεού μας καθιστά ισορροπημένους ανθρώπους.

Δ έ κ α τ ο ν. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου υποδεικνύεται και ο τρόπος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπευθούμε, και έτσι μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού να βιώσουμε τον Θεό ως φως και όχι ως πύρ. Ο Αβραάμ είπε στον Πλούσιο: "έχουσι Μωϋσέα και προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών". Πρέπει να τηρούμε τον νόμο και να υπακούουμε στους Προφήτες κάθε εποχής.

Προφήτης είναι αυτός που με την Χάρη του Θεού βλέπει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, γεύεται από τώρα την Βασιλεία του Θεού. Τέτοιοι Προφήτες υπήρχαν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Αυτοί έλαβαν την Αποκάλυψη, αυτοί έζησαν την Βασιλεία του Θεού, γνώρισαν τα μυστήριά της και στην συνέχεια τα απεκάλυψαν στον λαό.

Οι Προφήτες, που ταυτίζονται με τους πραγματικούς θεολόγους και τους πνευματικούς πατέρες, αναγεννούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν προς την ζωή. Η πνευματική καθοδήγηση συνδέεται και ταυτίζεται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να αναγεννηθεί, αν δεν συνδεθεί με έναν θεούμενο άνθρωπο, έναν Προφήτη.

Και στην εποχή μας υπάρχουν Προφήτες που κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τον νού μας προς τον Θεό, μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής. Κι’ αν δεν μπορέσαμε να συναντήσουμε έναν τέτοιο Προφήτη, όμως υπάρχουν οι λόγοι των Προφητών και μπορούμε διαβάζοντάς τους να μάθουμε τι είναι η Βασιλεία του Θεού και τι πρέπει να κάνουμε για να την απολαύσουμε.

Αυτές οι γενικές σκέψεις, που είναι τα βασικά σημεία της ορθοδόξου εσχατολογίας, διατυπώθηκαν εδώ πολύ συνοπτικά, με τρόπο απλό. Την λεπτομερή ανάλυση των θέσεων αυτών, τεκμηριωμένη από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, μπορεί ο αναγνώστης να βρει στα κεφάλαια που ακολουθούν. Έχοντας υπ’ όψη του τα βασικά αυτά σημεία θα κατανοήσει και όσα πρόκειται να αναγνώσει.

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ B’

Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα

Το κεφάλαιο αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί αποτελεί την βάση των όσων πρέπει να γνωρίζουμε για την ψυχή και την μετά θάνατον ζωή της. θα δούμε, λοιπόν, εδώ τι είναι ή ψυχή, πώς δημιουργείται, πώς χωρίζεται από το σώμα δια του θανάτου, που βρίσκεται, πώς μετά την έξοδο της από το σώμα διατηρείται ή υπόσταση του ανθρώπου, τι είναι τα τελώνια για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα, και άλλες αλήθειες. Γι’ αυτό και ελέχθη προηγουμένως ότι το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά σημαντικό, και αποτελεί την δάση του γενικού θέματος «ή ζωή μετά τον θάνατο».

1. Ορισμός της ψυχής

Δεν πρόκειται να παραμείνουμε πολύ στο σημείο αυτό, γιατί τα περί ψυχής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει και να τα μελετήσει σε άλλα κείμενα μου1. Εδώ πρέπει να σημειωθούν τα πλέον απαραίτητα πού μας εισαγάγουν στο θέμα μας.

Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας τον ορισμό της ψυχής λέγει ότι είναι ουσία κτιστή, ζώσα, νοερά, μεταδίδουσα στο οργανικό και αισθητικό σώμα ζωτική δύναμη και αντιληπτική των αισθητών, έως ότου βέβαια παραμένει το σώμα στην ζωή2. Ή ψυχή εισάγει ζωτική δύναμη στον σωματικό οργανισμό για την ενέργεια των αισθήσεων3. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα κινείται από την δύναμη και την ενέργεια της ψυχής. Έτσι η ψυχή είναι κτιστή, γενητή. Δημιουργημένη από τον Θεό, είναι νοερά και ζώσα ουσία, πού μεταδίδει την ζωή στο σώμα, έως ότου διατηρείται ή ενότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθεια και ενέργεια του Θεού. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Ουσία δε ψυχής έστιν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοις όφθαλμοίς μηδαμώς θεωρούμενη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, όργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αίσθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή»4.

Ό ορισμός αυτός φανερώνει μερικές αλήθειες. Κατ' αρχάς ότι ή ψυχή είναι κτιστή, δημιουργημένη από τον Θεό, και αυτό φαίνεται από το ότι είναι εθελότρεπτη, αυτεξούσια, έχει την δυνατότητα της επιλογής καλού και κακού. Ή δυνατότητα της επιλογής, πού συνιστά το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κτιστότητος, γι' αυτό και συνιστά την ατέλεια της φύσεως, εν σχέσει με το άκτιστο τον Θεό. Έπειτα παρουσιάζεται εδώ η οντολογία της ψυχής. Πραγματικά, ή ψυχή είναι αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, ασώματη και απλή. Δεν μπορεί κανείς με σωματικούς Οφθαλμούς να δη την ψυχή. πού σημαίνει ότι είναι νοερά, και εν σχέσει με το σώμα είναι απλή.

ΤΟ σώμα του ανθρώπου είναι σύνθετο, αποτελούμενο από διάφορα στοιχεία, ήτοι νερό, αέρα, χώμα και φωτιά, όπως υποστήριζαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Γι’ αυτό, το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό διαλύεται ατά στοιχεία από τα όποια συγκροτήθηκε. Ή ψυχή είναι απλή, δηλαδή δεν αποτελείται από διάφορα στοιχεία, γι' αυτό και δεν διαλύεται μετά την έξοδο της από το σώμα. Ή ψυχή, καίτοι είναι μία και αδιαίρετη, εν τούτοις είναι πολυδύναμη, έχει πολλές δυνάμεις. Ό νους είναι το καθαρότατο μέρος της ψυχής και προβολεύς του λόγου. Γι' αυτό και ή ψυχή είναι λογική και νοερά. Λόγω των δυνάμεων και ενεργειών της η ψυχή δίνει ζωή, κίνηση, αίσθηση και ενέργεια στο σώμα. Γι' αυτό και το σώμα συγκροτείται και συγκρατείται από την ψυχή. Το σώμα δεν εμπεριέχει απλώς την ψυχή, δηλαδή το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής, όπως έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αλλά η ψυχή ζωοποιεί και συγκρατεί το σώμα του ανθρώπου. Γι' αυτό και μόλις αποχωρίζεται με την βούληση του Θεού από το σώμα, τότε το σώμα πεθαίνει, διαλύεται.

2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής

Ένα από τα δασικά θέματα πού απασχόλησαν τόσο τους αρχαίους φιλοσόφους όσο και τους πρώτους θεολόγους είναι ή δημιουργία της ψυχής. Γενικά διατυπώθηκαν τρεις θεωρίες για την προέλευση της5.

Ή πρώτη θεωρία είναι της προυπάρξεως της ψυχής. Σύμφωνα με αυτήν όπως διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα, η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών, άρα προϋπήρχε του σώματος. Μετά την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή. Με την θεωρία της προυπάρξεως συνδέθηκε και η θεωρία της μετεμψυχώσεως, Ή Εκκλησία απέρριψε και την θεωρία της προυπάρξεως και την άποψη της μετεμψυχώσεως, ότι, δηλαδή, η ψυχή επανέρχεται εκ νέου σε άλλο σώμα, έως ότου καθαρθή. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης ελέγχει την άποψη ότι ή ψυχή προϋπήρχε και λόγω μιας ροπής προς την κακία κλείνεται μέσα στο σώμα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ούτε ο άνθρωπος ούτε κανένα ζώο δεν δημιουργείται, αν δεν εισέλθη κάποια ψυχή. Επειδή όμως η είσοδος της ψυχής σε αυτά συνεπάγεται την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών, η δε πτώση έχει ως αιτία την κακία, αυτό σημαίνει ότι η κακία είναι η αρχή της συστάσεως των όντων. Αυτή όμως η άποψη είναι αβάσιμη, απατηλή και ασεβής, αφού εμείς πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι η αίτια της δημιουργίας και όχι η κακία και η αμαρτία6. Η κακία δεν είναι πρεσβυτέρα της ζωής. Αρχή της ζωής είναι η σοφία του Θεού7. Η άποψη ότι η ψυχή δεν προϋπάρχει του σώματος δεν υπονοεί ότι δημιουργείται μετά την δημιουργία του σώματος, ότι δηλαδή η ψυχή είναι νεωτέρα της διαπλάσεως του σώματος, αφού κανείς δεν πιστεύει ότι το σώμα έχει αφ' εαυτού του κινητική και αυξητική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι μόνον δια της ψυχής. πού έχει ζωτική και κινητική ενέργεια,

ζωοποιείται και κινείται το σώμα. Έτσι, λοιπόν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι τόσο η ψυχή όσο και το σώμα δημιουργούνται από τον Θεό ταυτοχρόνως. «Μίαν και την αυτήν ψυχής τε και σώματος αρχήν της συστάσεως οίεσθαι»8.

Το δένδρο αναπτύσσεται όταν τεθεί το μόσχευμα στην γη. Όπως η γη δεν δίνει την ενέργεια και την δύναμη, αλλά παρέχει τις αφορμές προς την αύξηση, το ίδιο συμβαίνει και στο θέμα πού μελετάμε. Το σώμα προσφέρει τις αφορμές στην ψυχή για να δώσει ζωή και κίνηση. Η δύναμη της ψυχής φαίνεται ανάλογα με την σωματική ποσότητα, όπως ακριβώς η δύναμη του μοσχεύματος στο φυτό προχωρεί προς το τέλειο ολίγον κατ' ολίγον. Η ψυχή εμφανίζει κατ' αρχάς την θρεπτική και αυξητική δύναμη στα έμβρυα, στην κοιλία της μητρός τους, έπειτα δίνει την αισθητική χάρη σε αυτούς πού γεννιούνται και εξέρχονται στο φως, και στην συνέχεια παρουσιάζεται ως καρπός η λογική δύναμη, η οποία, βέβαια, αυξάνεται βαθμιαίως. Έτσι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι η σύσταση του ανθρώπου συντελείται με την συνύπαρξη ψυχής και σώματος, χωρίς να προηγήται η ψυχή του σώματος, ούτε το σώμα της ψυχής9.

Ή δεύτερη θεωρία για την δημιουργία της ψυχής είναι της μεταφυτεύσεως, σύμφωνα με την οποία «η ψυχή του νηπίου είναι βλάστημα της ψυχής των γονέων». Την θεωρία αυτήν διετύπωσαν τόσο οι Επικούρειοι φιλόσοφοι όσο και μερικοί αρχαίοι αιρετικοί. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ή ψυχή του εμβρύου είναι «απόκομμα της ψυχής των γονέων ως βλαστός από τον κλάδον του Αδάμ». Κάθε φορά πού συλλαμβάνεται ένα έμβρυο έχουμε την επανάληψη της πρώτης δημιουργίας, της πλάσεως του Αδάμ. Τότε ο Θεός έπλασε το σώμα του Αδάμ και αμέσως ενεφύσησε και «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν.β', 7). Το ίδιο γίνεται και τώρα, με την διαφορά ότι τώρα ο Θεός αντί να λαβή χουν από την γη, λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός, και αμέσως εμφυσά ψυχή. Άλλωστε, είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο Θεός διευθύνει προσωπικά τον κόσμο. Έτσι, ή ψυχή δεν είναι απορροή της ψυχής του ανδρογύνου, δεν μεταβιβάζεται από την ύπαρξη των γονέων, αλλά δημιουργείται από τον Θεό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και μια άποψη την οποία είχαν μερικοί αρχαίοι φιλόσοφοι και αιρετικοί, πού συνδέεται με αυτά πού λέμε εδώ σχετικά με την πρώτη θεωρία, περί προϋπάρξεως της ψυχής, όπως την αναλύει και την αναιρεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Λέγαμε προηγουμένως ότι κατά την θεωρία του Πλάτωνος οι ψυχές ανήκουν στον κόσμο των ιδεών και περικλείονται, λόγω της πτώσεως τους, σε σώματα. Υπήρχαν, λοιπόν, αιρετικοί πού ισχυρίζονταν ότι οι ψυχές πού έπεσαν από τον κόσμο των ιδεών παρακολουθούν τις συνευρέσεις των συζύγων για να εισχωρήσουν στα φυόμενα σώματα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί αυτήν

την θεωρία άτοπη, γιατί αν ο σύζυγος αρνήται την γαμική επαφή, η δε σύζυγος κρατεί τον εαυτό της ελεύθερο από την ανάγκη των οδυνών, τότε ή κακία θα πιέζη την ψυχή να πέση. Αν συμβαίνη αυτό, τότε ο γάμος δίνει αφορμή ώστε να δράση η άνω κακία επάνω στις ψυχές ή ακόμη και χωρίς να υπάρχη γάμος η κακία μπορεί να επηρεάζει τις ψυχές. Επίσης δημιουργείται και ένα άλλο πρόβλημα. Αν η ψυχή λόγω κακίας αποκοπή από τα ουράνια, και δεν βρει σώμα να εισχωρήσει, τότε θα περιπλανάται «άοικος εν μέσω και αλήτις», θα περιπλανάται διαρκώς χωρίς να βρίσκει τόπο να κατασκήνωση. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και αυτή η άποψη, κρινομένη λογικώς, είναι άτοπη και παράλογη10.

Ή τρίτη θεωρία για την ύπαρξη της ψυχής είναι η της δημιουργίας ότι, δηλαδή, η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό κατά την γένεση του σώματος και φανερούται ή εκφράζεται ανάλογα με την αύξηση του σώματος του εμβρύου, του νηπίου και γενικότερα του ανθρώπου. Αυτή είναι η πατερική και ορθόδοξη άποψη για την ύπαρξη της ψυχής. Μεταξύ των άλλων την υποστηρίζει και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Έτσι, η ψυχή είναι άυλη, δημιουργείται από τον Θεό, δεν είναι μέρος της ουσίας του θεοί, αλλά ο Θεός δια του Αγίου Πνεύματος δημιουργεί την ψυχή. Γι’ αυτό και η ψυχή είναι κτιστή, κτίσμα.

3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα

Κάνοντας λόγο για τον θάνατο και το προπατορικό αμάρτημα, δεν εννοούμε ότι προηγήθηκε ό θάνατος, σαν κάτι φυσικό στην ανθρώπινη φύση και ακολούθησε το προπατορικό αμάρτημα, αλλά ότι ο θάνατος συνδέεται στενά με το αμάρτημα του Προπάτορος Αδάμ, αφού είναι συνέπεια του. Είναι ανάγκη, λοιπόν, στο σημείο αυτό να κάνουμε λόγο για τον θάνατο, ο όποιος δεν ήταν εξ αρχής φυσικός για τον άνθρωπο, αλλά παρενεβλήθη στην ανθρώπινη φύση, και, επομένως, ενεργεί ως παράσιτο. Στην Άγια Γραφή επανειλημμένως λέγεται ότι δεν έκανε ο Θεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο δια της αμαρτίας του Αδάμ. Θα ήθελα να αναφέρω μόνον δύο αγιογραφικά χωρία. ΤΟ πρώτο προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη. Γράφεται: «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται έπ' απώλεια ζώντων, έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ εστίν εν αύταις φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί της γης... δικαιοσύνη γαρ αθάνατος εστίν» (Σοφ. Σολ. α', 13-25). Δεν είναι δυνατόν να προέρχεται το κακό από τον Θεό αφού ο Θεός είναι αγαθός. Γι’ αυτό και όταν έπλασε τον άνθρωπο δεν τον έπλασε για να πεθάνη. Φυσικά, όπως φαίνεται στήν πατερική παράδοση, δεν τον έπλασε ούτε θνητό ούτε αθάνατο, αλλά με την δυνατότητα να γίνη θνητός ή αθάνατος.

Το δεύτερο χωρίο προέρχεται από την προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «...δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον

κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν... άλλ' έβασίλευσεν ο θάνατος από του Αδάμ μέχρι Μωϋσέως...» (Ρωμ. ε', 12-14). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι ο θάνατος είναι παρέμβλητος, είναι παράσιτο της ανθρωπινής φύσεως, αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας του Αδάμ. Πρόκειται επομένως, για είσδυση του θανάτου μέσα στην ανθρώπινη φύση, και δι' αυτής σε όλη την κτίση.

Ή αμαρτία από την οποία γεννήθηκε ο θάνατος είναι η πτώση του Αδάμ στον Παράδεισο της τρυφής. Όταν ο Θεός έδωσε εντολή στον άνθρωπο να μη φάγη από τον απηγορευμένο καρπό, συγχρόνως του διεμήνυσε: «ή δ' αν ήμερα φάγητε άπ' αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β', 17). Και, πραγματικά, μετά την αμαρτία αυτή εισήλθε ο θάνατος στην ανθρώπινη φύση, πρώτα ο πνευματικός, πού είναι ο αποχωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό, και στην συνέχεια ο σωματικός, πού είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα στον κατάλληλο καιρό. Την ημέρα πού αμάρτησε ο Αδάμ πέθανε πνευματικά, και αργότερα πέθανε και σωματικά. Ενώ αυτή είναι η θέση της Αγίας Γραφής για τον θάνατο, και, βέβαια, μέσα σε αυτήν την προοπτική κινούνται και οι άγιοι Πατέρες, όπως θα δούμε στην συνέχεια, η δυτική θεολογία εξετάζει διαφορετικά τα πράγματα, θεωρεί τον θάνατο ως τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο, ένεκα της αμαρτίας του, την δε κληρονόμηση του θανάτου σε όλο το ανθρώπινο γένος, ως κληρονόμηοη της ένοχης. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης σε μια πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μελέτη του , ανέτρεψε τις εσφαλμένες αυτές απόψεις της δυτικής θεολογίας και παρουσίασε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων για τα θέματα αυτά. Οι δυτικοί θεολόγοι, επηρεασμένοι από τις προϋποθέσεις του Αυγουστίνου, θεωρούν τον θάνατο ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεώρηση ένοχο την ανθρωπότητα και να την τιμωρήση, λόγω της αμαρτίας την οποία διέπραξε ο Αδάμ. Μερικοί, μάλιστα προτεστάντες θεωρούν τον θάνατο ένα απλό γεγονός. Με τέτοιες όμως αντιλήψεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αίτιος του θανάτου είναι ο Θεός12.

Με την αντίληψη αυτή συνδέεται αναπόσπαστα και ή άλλη θεωρία, ότι ο διάβολος είναι όργανο του Θεού |στην εκτέλεση της αποφάσεως του να τιμωρήση το ανθρώπινο γένος. Βέβαια, με τέτοιες αντιλήψεις και απόψεις η δυτική θεολογία δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού, πού ήταν η κατάργηση του κράτους του διαβόλου και του θανάτου, ούτε μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τον σκοπό των μυστηρίων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής. Στην πατερική διδασκαλία, όπως αναφέραμε προηγουμένως, φαίνεται ότι ο θάνατος δεν είναι τιμωρία του Θεού, αλλά καρπός και αποτέλεσμα της αμαρτίας του Αδάμ. Με τον όρο «θάνατο» εννοείται η απομάκρυνση και ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι η πραγματική ζωή. Έτσι, όποιος απομακρύνεται από την ζωή, τον Θεό, νεκρώνεται,

πεθαίνει. Με αυτήν την έννοια ο πρώτος πού υπέστη τον θάνατο και την νέκρωση είναι ο διάβολος. «Ταύτην την νέκρωσιν πρώτος υποστάς ο Σατάν ως εγκαταλειφθείς δικαίως υπό του Θεού δι' απείθειαν», υπογραμμίζει ω άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ό νεκρωθείς διάβολος μετέδωσε την νέκρωση και στον άνθρωπο, επειδή ο τελευταίος υπήκουσε στην συμβουλή του, απείθησε στον Θεό και έχασε την Χάρη Του13.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πή ότι, όταν ομιλούμε για τον θάνατο, εννοούμε κυρίως τον χωρισμό από τον Θεό. Αυτός ο χωρισμός γίνεται δια της αμαρτίας, οπότε κέντρο του θανάτου είναι η αμαρτία. Δια τής παραβάσεως της εντολής του Θεού και δια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό «επηκολούθησεν εξ ανάγκης και ο του σώματος θάνατος»14.

Μέσα στα πλαίσια αυτά κινείται και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όταν ύπογραμμίζη ότι ή γένεση όλων των ανθρώπων προέρχεται από τον Θεό, η δε φθορά και η συνέπεια της, πού είναι ό θάνατος, προήλθαν από την δική μας κακία. «Δι' ανθρώπου δε μάλλον θάνατος, τουτέστι της του Αδάμ παραβάσεως, ομοίως και αι λοιπαί τιμωρίαι». Έτσι, η δημιουργία του άνθρώπου είναι έργο της δημιουργικής δυνάμεως του Θεού, η διαμονή είναι έργο της συνεκτικής δυνάμεως και ενεργείας Του, και ή κυβέρνηση είναι έργο της προνοητικής ενεργείας Του. Ό θάνατος είναι αποτέλεσμα της δικής μας προαιρέσεως και κακίας, όχι τιμωρία και ενέργεια του Θεού15.

Ό θάνατος, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό εισήλθε στον κόσμο «ώσπερ τι θηρίον άγριον και ανήμερον τον ανθρώπινον λυμαινόμενος βίον»16. Είναι πολύ ωραία αυτή η εικόνα, πού εκφράζει παραστατικά όλη την πραγματικότητα. Ό θάνατος ομοιάζει με ένα άγριο και ανήμερο θηρίο πού λυμαίνεται και καταστρέφει τον βίο των ανθρώπων. Και πραγματικά, όλοι γευόμαστε στα αγαπητά μας πρόσωπα αυτήν την αγριότητα του θανάτου. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, του οποίου την κεντρική άποψη πάνω στο θέμα πού μας απασχολεί είδαμε προηγουμένως. Ομιλεί πολύ παραστατικά και με θαυμαστή ακριβολογία. Όταν η Εύα άκουσε την συμβουλή του πονηρού διαβόλου, «είδεν, έπαθεν, έφαγεν, απέθανεν, έθελξε τον άνδρα, κοινωνόν έλαβε και του γεύματος και του πτώματος»17.

Φυσικά, λέγοντας ότι απέθανε ο Αδάμ δεν εννοούμε ότι καταστράφηκε ολοκληρωτικά η ανθρώπινη φύση. Άλλα ότι κατ' αρχάς μεν βίωσε τον πνευματικό θάνατο, στην συνέχεια βίωσε τον σωματικό θάνατο, χωρίς βέβαια, να κατάληξη στην ανυπαρξία. Ό άνθρωπος χωρίζεται από τον Θεό, βιώνει συνταρακτικά αυτές τις συνέπειες, χωρίς να καταστρέφεται ολοσχερώς. Όπως χαρακτηριστικά θα μας πή ο άγιος Μακάριος Αιγύπτιος, «ου λέγομεν δε ότι απώλετο το όλον και ηφανίσθη και απέθανεν από

του Θεού απέθανεν, τη δε ιδία φύσει ζή»18. Μετά την αμαρτία του Αδάμ ο Θεός με την μεγάλη Του αγάπη και ευσπλαχνία ενέδυσε τον άνθρωπο με δερμάτινους χιτώνες. Στην διδασκαλία των άγιων Πατέρων βλέπουμε ότι αυτοί οι δερμάτινοι χιτώνες είναι η φθορά και η θνητότητα πού εισήλθαν στο σώμα τού άνθρωπου μετά την αμαρτία, Η φθορά είναι οι ασθένειες, οι αδυναμίες και κακουχίες του ανθρωπίνου βίου, ο τρόπος με τον όποιο συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννιέται ο άνθρωπος, τελικά είναι η πορεία προς τον θάνατο19. Στην πραγματικότητα όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά διαδοχικών θανάτων, είναι ένας βραδύς θάνατος20.

Από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι δεν είναι αίτιος του θανάτου ο Θεός, αλλά η αμαρτία πού διέπραξαν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο με την ελεύθερη τους επιλογή. Στην πατερική διδασκαλία όμως είναι φανερό ότι ο Θεός επέτρεψε την είσδυση του θανάτου στην ανθρώπινη φύση από αγάπη και φιλανθρωπία. Κατ' αρχάς μπορούμε να πούμε ότι αμέσως μετά την αμαρτία του ο Αδάμ ήταν δυνατόν να πεθάνη και σωματικά. Επέτρεψε, όμως, ο Θεός την ζωή και μετά την αμαρτία, «τόπον μετανοίας παρεχόμενος», δηλαδή για να δοθή δυνατότητα μετανοίας και αποκτήσεως της πνευματικής ζωής21. Έτσι και όλες οι ταλαιπωρίες πού συνδέονται με την φθαρτότητα και θνητότητα γίνονται αφορμές για την επιπόθηση της άνω ζωής και της αποκτήσεως της κοινωνίας με τον Θεό. Κατά τον Μ, Βασίλειο ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο για να μη μείνει ο άνθρωπος αιωνίως ζωντανός νεκρός22. Την άποψη αυτή διετύπωσε η Εκκλησία σε μια συγχωρητική ευχή πού λέγεται από τον αρχιερέα, κατά την εξόδιο ακολουθία. Μεταξύ των άλλων λέγεται: «και δια τούτο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας την κράσιν και την μίξιν ταύτην και τον άρρηκτόν σου τούτον δεομόν, ως Θεός των Πατέρων ημών, τω θείω βουλήματι άποτέμνεσθαι και διαλύεσθαι»23. Έτσι ο Θεός, για να μη μείνη το κακό αθάνατο και αιώνιο, επέτρεψε φιλανθρώπως να διαλύεται, δια της βουλήσεως Του, ο άρρηκτος δεσμός ψυχής και σώματος, δηλαδή να συμβαίνη ό θάνατος.

Πρέπει να πούμε μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της κληρονομήοεως του θανάτου, γιατί και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά μεταξύ της δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας. Κατά την δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Αδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. Όμως στην διδασκαλία των άγιων Πατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Αδάμ, πού είναι η φθορά και η θνητότητα. Εφ' όσον με την αμαρτία του Αδάμ ασθένησε η ανθρώπινη φύση είναι φυσικό και κάθε άνθρωπος, πού είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της φύσεως να μην ξεφεύγη από

την φθορά πού βασιλεύει σε αυτήν. Άλλωστε, και όλες οι αμαρτίες και τα πάθη συνδέονται αναπόσπαστα με την φθορά και τον θάνατο. Ώστε ο θάνατος δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Αυτό το τελευταίο λέγεται από την άποψη ότι, λόγω της φθοράς και της θνητότητας πού κληρονομούμε από τους γονείς μας αναπτύσσονται τα διάφορα πάθη, όπως της φιληδονίας, φιλαργυρίας και φιλοδοξίας, και γενικά, λόγω της θνητότητας, περιπίπτουμε σε πολλές αμαρτίες24. Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μετάδοση του θανάτου, και όχι απλώς της ενοχής, όπως ισχυρίζεται η δυτική θεολογία. Ό Αυγουστίνος, πού επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Δύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, πού είναι η φθορά και η θνητότητα, οι όποιες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι εύλογη η βιολογική κληρονόμηση της φθοράς, πού εισήχθη στην ανθρώπινη φύση από τους απογόνους του Αδάμ. «Φθαρτοί γενόμενοι, τοιούτους και γεγενήκασι παίδας». Το ίδιο παρατηρεί και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας «Επειδή δε εις τούτον (τον θάνατον) πεσών επαιδοποίησε, οι γεγονότες εξ αυτού ως από φθαρτού, φθαρτοί γεγόναμεν»25. Μάλιστα, ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια «καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα», ώστε να προστεθή «αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος»26

Ή ενανθρώπηση του Χριστού έγινε για να καταργηθή ο θάνατος, η αμαρτία και να νικηθεί ο διάβολος. Πραγματικά, ο Χριστός προσέλαβε θνητό και παθητό σώμα για να νικήση τον θάνατο. Δια της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως Του νίκησε τον θάνατο και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα, αφού ενωθεί μαζί Του, να τον νικήσει και εκείνος στην προσωπική του ζωή. Αυτόν τον σκοπό επιτελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την λεγομένη ψυχολογική ενοχή, ούτε εξιλεώνουν τον Θεό για το αμάρτημα του Αδάμ. αλλά νικούν τον θάνατο. Δια του αγίου Βαπτίσματος γινόμαστε μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, και δια της θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού λαμβάνουμε το φάρμακο της αθανασίας. Όχι μόνον η ψυχή ενώνεται με τον Θεό, αλλά και το σώμα λαμβάνει αίσθηση αυτής της εσωτερικής ψυχικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως. Αυτό φαίνεται καθαρά στα λείψανα των αγίων της Εκκλησίας. Βέβαια, το ότι μετά το Βάπτισμα και την θεία Κοινωνία παραμένει ακόμη ο θάνατος έχει βαθειά σημασία. Γιατί, όπως εξηγεί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συμβαίνει και εδώ ο,τι και με την ζωή του Χριστού. Στην αναμάρτητη γέννηση του Χριστού παρέμεινε το φθαρτό του σώματος σκοπίμως, χάρη των σωτηριωδών παθών, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούσε να

νικηθεί ο θάνατος. Έτσι λοιπόν, και στον βαπτισθέντα παραμένει μετά το βάπτισμα το φθαρτό της φύσεως. Όχι ως καταδίκη της αμαρτωλής φύσεως, αλλά ως μέσο για την καταδίκη και την κατάργηση της αμαρτίας27. Με το Βάπτισμα δίνεται στον άνθρωπο ή δυνατότητα με την ελεύθερη επιλογή του να πολεμήση την αμαρτία, πού συνδέεται αναπόσπαστα με την φθαρτότητα και την θνητότητα του σώματος. Με αυτήν την έννοια ή σωτηρία του ανθρώπου είναι ενέργεια του Θεού, αλλά και συνεργεία του ανθρώπου.

Όλα αυτά πού παρουσιάσαμε έως τώρα εκτίθενται πολύ παραστατικά από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή. Δεν μπορούμε εδώ να κάνουμε πλήρη ανάλυση των όσων λέγονται από τον θειο Απόστολο, αλλά όμως επιγραμματικά θα τονίσουμε μερικά σημεία. Το χωρίο πού παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια είναι το εξής: «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου άντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; ευχαριστώ τω θεω δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ. Ζ΄. 22-25).

Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τα πλαίσια μέσα στα όποια λέγονται αυτά, θα διαπίστωση ότι ό Απόστολος αναφέρεται εδώ στην περίοδο του νόμου, όταν δια του νόμου του Θεού προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τον νόμο της αμαρτίας και δεν μπορούσε να το επιτυχή. Αυτό ακριβώς το επιτυγχάνει με την δύναμη του ενανθρωπήσαντος Χριστού. Φαίνεται, επομένως, εδώ ή αξία της ενανθρωπήσεως του Χριστού εν σχέσει με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, και ότι δεν σωζόμαστε με την τήρηση απλώς του νόμου, αλλά με την μέθεξη της Αναστάσεως του Χριστού στην προσωπική μας ζωή. Στο χωρίο πού παραθέσαμε είναι φανερό ότι ο έσω άνθρωπος δουλεύει στον νόμο του Θεού, συνήδεται στον νόμο του Θεού, πού σημαίνει ότι έχει εσωτερική ευχή, νοερά έλλαμψη. Ξέρουμε δε πολύ καλά ότι νοερά προσευχή είχαν και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη. Δια του νόμου καθαρίζεται ό άνθρωπος από τα πάθη και αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Ενώ, όμως, ο έσω άνθρωπος συνήδεται με τον νόμο του Θεού, εν τούτοις ταυτόχρονα ο άνθρωπος αισθάνεται και τον νόμο της αμαρτίας στην σάρκα. Αυτός ο νόμος της αμαρτίας είναι ή φθαρτότητα και ή θνητότητα, πού δημιουργούν αφορμές για την επικράτηση της αμαρτίας. Οι ασθένειες και οι κακουχίες, ή φορά και ή πορεία προς τον θάνατο δίνουν την δυνατότητα στα πάθη της ψυχής να εκφραστούν παρά φύση και ακόμη δίνουν αφορμές στον διάβολο να πολεμήση τον άνθρωπο. Αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριο των αγίων. Γι' αυτό ο θειος Απόστολος, εκφράζοντας τον αναστεναγμό όλων των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, πού βρίσκονταν μέσα στο κράτος του θανάτου και δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν δια

του νόμου, λέγει: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Ή ελευθέρωση αυτή έγινε με την ενανθρώπηση του Χριστού, με τα πάθη Του και την Ανάσταση Του, πού την βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού. Γι' αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να ευχαρίστηση εκ καρδίας τον Θεό. Και στην συνέχεια θα πή:«ό γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ. η', 2). Αυτό πού δεν μπορούσε να κάνη ο νόμος, το έκανε ο Χριστός με το να κατακρίνει στην σάρκα Του την αμαρτία και τον θάνατο (Ρωμ. η', 3). Έτσι ο άνθρωπος γίνεται και λέγεται πνευματικός.

Για να ολοκληρώσουμε το θέμα του θανάτου, θα λέγαμε ότι ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, δηλαδή ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Θεό θνητός, αλλά ο θάνατος εισήλθε στην ανθρώπινη φύση, σαν παράσιτο μετά την διάπραξη της αμαρτίας του Αδάμ, με την ανοχή και την αγάπη του Θεού, αφού δια του θανάτου δεν παραμένει αθάνατο και αιώνιο το κακό. Ό θάνατος κληρονομείται, λόγω της ασθένειας της ανθρωπινής φύσεως, και όχι ως ενοχή και τιμωρία του ανθρώπου από τον Θεό. Στον κατάλληλο καιρό ο Θεός με την ενανθρώπηση του Υιού Του έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να κατάργηση τον θάνατο. Στην αρχή καταργείται ο πνευματικός θάνατος, αφού ο άνθρωπος δια των μυστηρίων ενώνεται με το αναστημένο Σώμα του Χριστού και στην συνέχεια ελευθερώνεται και από τον σωματικό θάνατο.

4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα

Ό θάνατος ονομάζεται στην παράδοση της Εκκλησίας μυστήριο. Και πραγματικά είναι μυστήριο όχι με την έννοια των μυστήριων, δια των όποιων μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά από την άποψη ότι κατά την ώρα του θανάτου και μετά από αυτόν γίνονται μυστήρια πράγματα, τα όποια δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα.

Πέρα από αυτό, το μυστήριο του θανάτου έγκειται στο ότι διασπάται ή ενότητα ψυχής και σώματος. Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι υπάρχει στενή σχέση και μεγάλη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος. Ή ένωση αυτή έγινε με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψη του στην κοιλία της μητέρας του και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του θανάτου. Ό άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, πού σημαίνει ότι ή ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή κατά την οποία, λόγω του θανάτου, χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα. Ή ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος, γι' αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως, και αυτό είναι το μυστήριο του θανάτου. Εμείς, βέβαια, θεωρούμε ότι το μυστήριο του θανάτου

είναι φοβερό, γιατί διασπά την ενότητα μεταξύ των αγαπημένων, γιατί χάνουμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, πού την ζουν εκείνοι πού έχασαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το φοβερό του θανάτου είναι ότι επέρχεται αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Την αλήθεια αυτήν την βλέπουμε καθαρά σε ένα τροπάριο, πού ψάλλεται κατά την εξόδιο ακολουθία και είναι γραμμένο από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Λέγεται: «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμενεται»28. Εδώ παρουσιάζονται μερικές μεγάλες αλήθειες. Ή μία, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος και μεγάλη αρμονία. Ή δεύτερη αλήθεια, ότι αυτή ή σχέση διασπάται βιαίως. Και αυτό το βίαιο συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Γι' αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ή ψυχή τρέμει και δείλια. Ή τρίτη αλήθεια, ότι αυτή ή διάσπαση γίνεται με την βούληση του Θεού. Βέβαια, δεν είναι ο Θεός αίτιος του θανάτου, αλλά ο Θεός επέτρεψε να έλθη στην ζωή του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα Του.

Έτσι, λοιπόν, η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για κάθε άνθρωπο. Το φοβερό του θανάτου δεν έγκειται ακόμη στο ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον κόσμο, με τον όποιο είχαμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν διάφορα μυστήρια, τα όποια προηγουμένως με την παχύτητα των αισθητηρίων οργάνων του σώματος δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Τον κρίσιμο εκείνο καιρό ο άνθρωπος, χωρίς να το έχει προγραμματίσει, καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Παρουσιάζεται μπροστά του ολόκληρη η ζωή, πού έχει ζήσει, σαν κινηματογραφική ταινία. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πή ότι οι υπερήφανοι, πού νόμιζαν ότι ήταν απαθείς, «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»29. Δηλαδή, οι υπερήφανοι βλέπουν τότε την εσωτερική πνευματική τους πτώχεια. Πόσο μάλλον όσοι έχουν εμπλακή σε πολλές άλλες πράξεις, πού διαπράττονται με τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Ένας σύγχρονος Γέροντας λέγει ότι κατά την ώρα του θανάτου θα δη κανείς και την παραμικρή πράξη πού έκανε στην ζωή του, όπως βλέπει σε κλάσματα δευτερολέπτου κάποια μικρή ακαθαρσία μέσα σε ένα ποτήρι νερό.

Ό φόβος όμως προ του μυστηρίου του θανάτου έγκειται στο ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή για τον άνθρωπο. Και, φυσικά, αυτό συνδέεται και με την αιώνια κατάσταση της ψυχής και του σώματος του. Κατά τον όσιο Θεόγνωστο η ώρα του θανάτου είναι μια νέα γέννηση, αφού, ο άνθρωπος, ιδίως ο δίκαιος, εξέρχεται, σαν από κάποια άλλη δεύτερη μήτρα σκοτεινή και πορεύεται προς τα άυλα και φωτεινά. Γι' αυτό συνιστά ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, επειδή διαπορθμεύεται δια του θανάτου προς τα

ελπιζόμενα αγαθά. Παράλληλα όμως συνιστά να είναι προσεκτικός «δια τους κύκλω περιπατούντας ασεβείς δαίμονας», οι οποίοι επιδιώκουν μέχρι την τελευταία στιγμή να τον βλάψουν. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, γιατί οδηγείται στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, αλλά και να νήφη, να είναι προσεκτικός για το άδηλο του μέλλοντος, λόγω της τρεπτότητός του30. Είναι πολύ χαρακτηριστικό να λεχθεί ότι όχι μόνο μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά και όταν πλησιάζει ο καιρός να εξέλθει η ψυχή, κατά την μαρτυρία αγίων ανθρώπων, ο άνθρωπος βιώνει διάφορες εμπειρίες. Επειδή ζει σε οριακό σημείο, γι' αυτό δικαιολογούνται όλες αυτές οι καταστάσεις. Δηλαδή, μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, φως θεϊκό κ.λ.π. αλλά και οπτασίες δαιμόνων, οι όποιοι προσπαθούν να τον φοβίσουν περισσότερο και να τον κατάσχουν. Μέσα στην φιλανθρωπία του Θεού εντάσσεται και το γεγονός ότι οι δίκαιοι βλέπουν οπτασίες αγίων ανθρώπων, ώστε, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, να μη δειλιάσουν με την έλευση του θανάτου βλέποντας με ποιους πρόκειται να είναι συμμέτοχοι, και έτσι «εκ του δεσμού της σαρκός άνευ πόνου και φόβου απολυθώσι»31. Και εδώ φαίνεται αυτό πού λέγαμε προηγουμένως, ότι δημιουργείται πόνος από τον χωρισμό και δι' αυτού του τρόπου διασκεδάζονται και οι φόβοι και η δειλία.

Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο Διάλογο η περίπτωση μιας Ταρσίλας, η όποια, κατά τον καιρό της εξόδου της και ενώ βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι πλησίον της, είδε τον Ιησού ερχόμενον. Τότε με μεγάλη προθυμία και κραυγή έλεγε σε όλους τους παρευρισκομένους: «απόστητε, απόστητε, ο Ιησούς έρχεται». Και βλέποντας αυτήν την θεωρία εξήλθε η ψυχή της από το σώμα32. Αναφέρεται επίσης από τον ίδιο άγιο ότι κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Μούσα, πριν εξέλθη η ψυχή της, είδε την Θεοτόκο πού ερχόταν προς αυτήν. Τότε με βλέμμα κατακόκκινο από ντροπή και σεβασμό, και φωνή πραότατη αποκρίθηκε: «Ιδού Κυρία έρχομαι· ιδού Κυρία έρχομαι». Και με αυτόν τον τρόπο παρέδωκε το πνεύμα της33. Ενώ όμως οι δίκαιοι βλέπουν τέτοιες θειες οπτασίες πού τους χαροποιούν και τους δημιουργούν μεγάλη θυμηδία, αντίθετα οι αμαρτωλοί, όσοι δεν είχαν καθαρθή κατά την διάρκεια της ζωής τους, βλέπουν δαιμονικές οπτασίες. Διασώζονται πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην πατερική διδασκαλία, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο από αυτά.

Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο περίπτωση κάποιου πού βρισκόταν παραπλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. Ό ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα πού ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Παρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του.

Εκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Τότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «δότε ευχαριστίαν τω Θεώ ιδού γαρ ο δράκων ο λαβών με εις βρώσιν έφυγε δια των ευχών υμών και στήναι ενταύθα ουκ ηδυνήθη»34.

Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Γεροντικό, κατά το όποιο ένας γέροντας, εξερχόμενος του κελιού του για να πώληση το εργόχειρο του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Τότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι όποιοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, έφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, εισήλθαν στην οικία εκείνη. Ό άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησαν με και βοήθησαν με». Τότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση. «Και ούτω βιαίως ανασπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον»35. Πολλά μυστήρια διαδραματίζονται την ώρα πού ετοιμάζεται η ψυχή να εξέλθει από το σώμα, τα όποια για μας τώρα είναι άγνωστα και ίσως παράδοξα. Αλλά, όμως, δεν μπορούμε να τα αρνηθούμε, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες αγίων ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή του Χριστού πού αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο, ο όποιος κατά τον καιρό της εξόδου άκουσε φωνή από τον Θεό: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ'. 20). Γι' αυτό και δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή: «Όταν εξέλθει εκ του σώματος ψυχή ανθρώπου μυστήριον τι μέγα επιτελείται»36. Αυτά τα μυστήρια αρχίζουν να ενεργούνται όταν η ψυχή ετοιμάζεται για την έξοδο.

Δεν συμβαίνουν μυστήρια πράγματα μόνον πριν την έξοδο, αλλά και κατά την διάρκεια πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα. Υπάρχουν κείμενα Πατέρων πού μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα μερικές φορές κάνει έκδηλη την αναχώρηση της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο πού βρίσκεται ο κεκοιμημένος. Κυρίως αυτό γίνεται στους αγίους ανθρώπους. Τα όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν ότι η ψυχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια του σώματος, αλλά το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου πού δημιουργήθηκε από τον Θεό, και με την βούληση Του δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί.

Ό άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα. παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο όποιο βρισκόταν το σώμα του αγίου Γρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Μάλιστα λέγει ότι δύο λογάδες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο ένας ήταν ιερωμένος και ο άλλος μοναχός, με πολλές αρετές και οι δυο τους, είδαν την λαμπρότητα εκείνη «της ψυχής του σώματος απιούοης». Με άλλα λόγια, η ψυχή εξερχομένη του σώματος άφησε μια λαμπρότητα.

Όλος όμως ο λαός ήταν μάρτυρας της υπερφυούς αίγλης του προσώπου του. Και ο άγιος Φιλόθεος, θεολογικότατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι οφειλόταν στην Χάρη του Άγιου Πνεύματος πού βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα37. Φυσικά, η έλλαμψη του φωτός εκείνου ήταν συνέπεια του ότι ο άγιος Γρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Φωτός σε όλη του την ζωή.

Ό όσιος Βενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Θεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Αναφέρεται ότι ευρισκόμενος στο κελί του και ενατενίσας τους οφθαλμούς του στον ουρανό, είδε την ψυχή της όσιας αδελφής του «ως εν είδει περιστεράς αστραπτούσης αναγομένην εις ουρανόν». Και μια άλλη φορά, προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτος είδε ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Είδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μια ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην»38.

Σχεδόν το ίδιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Πορευόμενος ό Μέγας Αντώνιος προς τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο για να του προσφέρει την στολή του Μεγάλου Αθανασίου και ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Αποστόλων, χορούς Προφητών, τάξεις Μαρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του όσίου Παύλου να λάμπει περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής άνιουσαν της ευφροσύνης»39. Το ότι οι δύο άγιοι πού προαναφέραμε είδαν και ανεγνώρισαν την ψυχή των συγκεκριμένων άγιων, δείχνει ότι, παρά την έξοδο της ψυχής από το σώμα και την διάσπαση της ενότητας ψυχής και σώματος, δεν καταργείται ή υπόσταση. Οι άγιοι αναγνωρίζουν τους κεκοιμημένους, βλέποντας την ψυχή τους. Αλλά αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν καταργείται ή υπόσταση, θα το αναλύσουμε πιο κάτω. Εδώ απλώς το σημειώνουμε.

Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα. Ιδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων έξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Και αυτό γίνεται ώστε τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνονται πώς υπομένουσι»40. Κάποιος, ονομαζόμενος Σέρδουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «σιωπάτε· μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Και μάλιστα λέγεται ότι όταν ή ψυχή του εξήλθε από το σώμα. όλοι οι παριστάμενοι γέμισαν από την όσφρηση της ευωδιάς. Ευωδίασε ολόκληρος εκείνος ό τοπος41. Το ίδιο συνέβη και με την Ταρσίλα. Όταν εξήλθε ή ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστής ευωδιάς» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδιάς

αρχηγός»42. Το ίδιο συνέβη και με κάποια, ονομαζόμενη Ρεδέμπταν, αφού κατά την κοίμηση της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελλίου. Ακουγόταν ακόμη δυνατος ήχος και έτριζαν οι θύρες του κελλιου, σαν να εισερχόταν πλήθος μέσα στο κελλί43. Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε στην Εκκλησία μας ότι υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Στην Κοίμηση της Παναγίας βλέπουμε την έλευση όλων των Αποστόλων. Αλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμηση μεγάλων αγίων. Άγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. Όσο ό βίος είναι ένδοξος, τόσο και η κοίμηση του συγκεκριμένου αγίου είναι ένδοξη.

Μέχρι τώρα είδαμε ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζει ο θάνατος, και ακόμη ότι οι άγιοι αξιώθηκαν να αισθανθούν με ποικίλους τρόπους την ώρα πού η ψυχή των δικαίων εξέρχεται από το σώμα. Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονας. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος διδάσκει ότι αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος, «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί, και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουσι την ψυχήν εκείνην και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Αντίθετα, οι δούλοι του Θεού, οι όποιοι από τώρα είναι άγγελοι και τους κυκλώνουν πνεύματα αγαθά, αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «οι χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουοιν αυτάς τάς ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Κυρίω»44. Και σε άλλο σημείο ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι όταν η ψυχή δεν έχη τον αρραβώνα του Πνεύματος του Αγίου, κατά τον καιρό της εξόδου της από το σώμα, την κατέχουν οι δαίμονες και δεν την αφήνουν να ανέλθει στους ουρανούς45.

Επομένως, όσοι έχουν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικοί Χριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί έχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, πού είναι η δύναμη του Πνεύματος πού κατοικεί μέσα τους46. Ή διδασκαλία αυτή, όμως δεν προέρχεται μόνον από τους Πατέρες, αλλά επιμαρτυρείτε από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγεται ότι ο Λάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Αβραάμ. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ»(Λουκ. ιστ’. 22). Στην παραβολή όμως του άφρονος Πλουσίου μας διδάσκει ο Χριστός ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Αυτός είναι ο λόγος πού είπε στον άφρονα πλούσιο: «Αφρόν, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», δηλαδή οι δαίμονες (Λουκ. ιβ'. 20).

Ή παράδοση αυτή πέρασε και στην λατρεία της Εκκλησίας μας. Είναι χαρακτηριστικό ένα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία,

στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Ή ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήσει. Λέγεται στο τροπάριο αυτό: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε και ούχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει· προς τους ανθρώπους τάς χείρας έκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα»47. Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Χριστιανός, γι' αυτό κατά την ακολουθία του Αποδείπνου, πού διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθή, παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφυγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τάς σκοτεινός όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Πραγματικά, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα, τα όποια δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα όποια μας απεκάλυψαν οι άγιοι Πατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμασθούμε για την φρικτή αυτήν ώρα. Όλος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Φυσικά αυτή η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την Χάρη του Θεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή. Γιατί, όποιος ετοιμάζεται για την έξοδο του, γνωρίζει να αντιμετωπίζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος.

5. Ό τελωνισμός των ψυχών

Σχετική με το προηγούμενο είναι και η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των άγιων Πατέρων για τον τελωνισμό των ψυχών. Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε διεξοδικότερα το θέμα. πού έχει σχέση με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Και, φυσικά, αυτό θα γίνη, αφ' ενός μεν γιατί το συναντούμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε για να ετοιμαζόμαστε για την φοβερή ώρα του θανάτου. Τα επόμενα δεν γράφονται για να προκληθή αγωνία, αλλά για να αναπτυχθεί μετάνοια, ή όποια έχει συνέπεια την χαρά, γιατί εκείνος πού έχει την δωρεά του Άγιου Πνεύματος και είναι ενωμένος με τον Χριστό, αποφεύγει την φοβερή παρουσία και ενέργεια των τελωνίων.

Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθη δια των τελωνίων. Φυσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δίκαιους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Χριστό. Οι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και

δεν θα διακατέχωνται από τον φόβο τους. Όλα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων. Ό χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι είλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Είναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό.

Τελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Οι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Ή πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και ή δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ο Πλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Γι' αυτό, όταν ο Θεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεσι τελώναι και συκοφάνται». Οι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Πρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού η ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες, ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς -ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος· εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανελθείν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών· καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49.

Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Με το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Αλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους. Βασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Χριστό λίγο πριν το Πάθος Του: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ', 30). Ό άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Λέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. Ό Χριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Του. Αναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο. Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Χάριτος του Θεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. Β’, 1-2). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου.

Επίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Πατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ακόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας. Υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Το ένα προέρχεται από ψαλμό του Δαυίδ, όπου εκεί ο Προφητάναξ, αναφερόμενος στον Θεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Ψαλμ. ζ', 2 3). Το άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Προφήτου Ιερεμίου. Εκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10).

Ύστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία

τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Πρέπει να πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. Όπως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Χάρη του Θεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Οι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. Υπάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και ή ενέργεια των παθών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. Ό αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας.

Ό Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Εάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Γι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Χριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου». Και ο μεν Χριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50.

Ή ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματα του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Είναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ένορώσι τοις παρούσι». Δηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Ή ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Φως του Θεού νικά

τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Φως. Αυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Φως του Θεού. Πολύ περισσότερο θα γίνη κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Λέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Χριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Φως του Θεού. Πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ό άνθρωπος με το Φως. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ό σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52.

Οι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. Ό άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Ή ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του Θεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53. Έτσι, οι άγιοι Πατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Με την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Χριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. Ό διάβολος δεν έχει καμμιά εξουσία πάνω του.

Ό αββάς Ησαΐας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Διδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Τότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Την στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Γι' αυτό και ο αβάς Ησαΐας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Θεού και την δικαιοσύνη Του, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54.

Στο Γεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Οι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Επίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Τότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο. Αν νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Αν όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθή η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55.

Τις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Ό Ησύχιος ο Πρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Διδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Χριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57. Επίσης, ο όσιος Θεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον Θεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες.

Ό Μέγας Αντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δή προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Ευρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Κάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Τότε οι οδηγούντες τον Μ. Αντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο Θεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59.

Σε μια φοβερή διήγηση του Μ. Αντωνίου αναφέρεται το έξης: Κατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Μ. Αντώνιο και τον προέτρεψε να βγή από το κελλί του για να δη. Τοτε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερον», πού ήταν ο διάβολος, να στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζη τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Αποκαλύφθηκε δε στον Μ. Αντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60.

Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Στέφανος, πού ησκείτο στο όρος Σινά, κοντά στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Την παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι,όντως είναι αλήθεια· άλλ' ένήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί· όντως ψεύδεσθε,τούτο ουκ εποίησα». Άλλοτε «ναι,αληθώς τούτο· ναι· άλλ' έκλαυσα· αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Μερικές φορές έλεγε, «ναι άληθώς,ναι· και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω· εν τω Θεω εστί το έλεος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Το δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61.

Από όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Στην παράδοση, όμως της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του Θεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον Θεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Εάν στον Χριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Του. Γι' αυτό και οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Εκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Πατέρων μας, ώστε να μην έχει εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Το φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Δηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο Θεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον Θεό. Οι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Γι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Θεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Πραγματικά,

είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήση για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Θεού. Ή νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Γι' αυτό και η Εκκλησία εύχεται στον Θεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου».

Την ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Ή μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Στην Πατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται ή διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τα τελώνια.

Είπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του άνθρώπου πρόκειται να φυγή από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα οποία ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Είναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Τα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση.

Ή ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ό άγιος Γρήγορος ο Νύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Μακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Λέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σέ τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Οι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ακριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι’ αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Και ο άγιος Γρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι η ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Ή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63.

Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Τα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος. Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Τα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός.

Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως ή ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64.

Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια.

Το μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Δωρόθεος. Λέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Μπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη, μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. Σε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν,

παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών». Τότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση.

Στην συνέχεια ο αββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Αν κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Θεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Πραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Αυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Αν αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη. Χρησιμοποιεί ο αβάς Δωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αν σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Κολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Κόλαση65.

Τα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Αφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον όποιο είναι ενωμένη. Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να

θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της άκτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*. [*Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 423.]

6. Μέση κατάσταση των ψυχών

Ή ζωή της ψυχής μετά την έξοδο της μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, κατά την όποια θα ενωθεί με τα αναστημένα σώματα, λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Ή ψυχή, δηλαδή, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της εκ νέου επισυνάψεώς της με τα αφθαρτοποιημένα σώματα, μετά την ανάσταση τους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση πού δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζή χωριστά από το σώμα με το όποιο συνδέθηκε αμέσως μετά την δημιουργία της από τον Θεό.

Χρειάζεται πολλή προσοχή όταν χρησιμοποιούμε την φράση «μέση κατάσταση των ψυχών», γιατί οι Λατίνοι δίνουν άλλη σημασία. Ενώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μέση κατάσταση των ψυχών με την έννοια πού αναφέραμε προ ολίγου, οι Λατίνοι εννοούν την περίοδο εκείνη πού όλες οι ψυχές διέρχονται από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ, για να εξαγνισθούν. Κατά τους Λατίνους και οι ψυχές των δικαίων διέρχονται από αυτό το πυρ. Δεν θα επιμείνουμε στο θέμα αυτό, γιατί θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Στα επόμενα, λοιπόν, θα δούμε αναλυτικότερα πού ζουν οι ψυχές των ανθρώπων και πώς ζουν. Είναι ερωτήματα πού απασχολούν πολύ τους ανθρώπους της εποχής μας. Βέβαια, δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, αφού αυτά είναι μυστήρια, τα όποια στην τελειότητα τους θα αποκαλυφθούν στο μέλλον. Όμως οι άγιοι, πού αξιώθηκαν από τον Θεό να πληροφορηθούν μερικές αλήθειες από αυτά τα μυστήρια, μας τις απεκάλυψαν. Έτσι, στην συνέχεια, θα επιμείνουμε πάρα πολύ, όπως το κάνουμε συνήθως, στο τι λένε οι άγιοι Πατέρες για να πληροφορηθούμε τα μεγάλα αυτά γεγονότα.

Έχουμε αναφέρει ότι οι ψυχές είναι κτιστές, δηλαδή είναι δημιουργήματα του Θεού, πού σημαίνει έχουν μια ορισμένη αρχή, αλλά ο Θεός θέλησε να μην έχουν τέλος. Επίσης, η ψυχή συνιστά το νοερό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, ενώ το σώμα το αισθητό. Ή ψυχή είναι αόρατη από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά όμως δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλη. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι και οι άγγελοι λέγονται νοερά πνεύματα, έχουν νοητή ουσία, λέγονται ασώματοι, επειδή συγκρίνονται με την παχύτητα της ύλης. Γιατί στην πραγματικότητα «μόνον όντως το θείον άϋλόν τε και ασώματον»66.

Όταν κάνουμε λόγο για ασώματα, αόρατα και ασχημάτιστα το εννοούμε κατά δύο τρόπους. Αφ' ενός μεν κατ' ουσίαν, άφ' ετέρου δε κατά χάριν. Το κατ' ουσίαν συνιστά το κατά φύσιν, ενώ το κατά χάριν συνιστά την σύγκριση με την ύλη. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ασώματος, αόρατος και ασχημάτιστος κατά την φύσιν είναι μόνον ο Θεός, ενώ οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι ασώματοι, αόρατοι και ασχημάτιστοι κατά χάριν και «ως προς την της ύλης παχύτητα»67. Επομένως, οι ψυχές είναι νοερές, δεν είναι όμως πνεύματα, όπως ο Θεός. αλλά είναι κτιστές και αιθέριες. Όπως οι άγγελοι, καίτοι είναι λειτουργικά πνεύματα, λέγονται αιθέρια όντα, έτσι και οι ψυχές είναι αιθέριες. Με αυτήν την έννοια λέμε πώς οι ψυχές μετά την έξοδο τους από τα σώματα παραλαμβάνονται από τους αγγέλους ή τους δαίμονες. Αν ήταν απλώς νοερές, πώς θα γινόταν αυτό;

Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα από τους φιλοσόφους και τους διαφόρους θρησκευόμενους. Γιατί πάντοτε ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα της μετά τον θάνατο ζωής. Ό άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης καταγράφει τις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Λέγει ότι οι ανίεροι άνθρωποι έχουν διατυπώσει πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα. Άλλοι νομίζουν ότι μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι ότι διασπάται οριστικά ή συζυγία των ψυχών με τα σώματα, όποτε δεν μιλούν για την ανάσταση των σωμάτων και την εκ νέου ένωση ψυχής και σώματος, άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αφού, όπως πιστεύουν, οι ψυχές συνδέονται και με άλλες σαρκώσεις, όπως λέγει η θεωρία της μετενσάρκωσε ως της ψυχής η μετεμψυχώσεως των σωμάτων, και άλλοι θεωρούν την άλλη ζωή ως ομοειδή με την παρούσα ζωή, αφού κηρύσσουν ότι οι ισάγγελοι έχουν τροφές πού αρμόζουν σε φθαρτό βίο. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν οι Χιλιαστές. Όμως ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης όλες αυτές τις θεωρίες περί της ψυχής μετά τον θάνατο τις θεωρεί πλάνες, γι' αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέγει κανείς από τους ιερότατους άνδρες δεν θα περιπέση σε τέτοιες πλάνες68.

Υπάρχουν πολλά χωρία στην Αγία Γραφή πού δηλώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατον. Είναι γνωστό το θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας στά Σαρεπτά από τον Προφήτη Ηλία. Ό Προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό: «Κύριε ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν». Και μετά την προσευχή «εγένετο ούτως» και αναστήθηκε το παιδίον (Γ' Βας. ιζ', 21-23). Το ότι επέστρεψε η ψυχή του παιδίου σημαίνει ότι υπήρχε μετά τον θάνατο, δεν περιήλθε σε ανυπαρξία. Το ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στις αναστάσεις του Λαζάρου και του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου. Επέστρεψαν οι ψυχές τους με τον λόγο του Χριστού. Ή Αγία Γραφή, κατά την κοίμηση των μεγάλων

ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης συνήθως λέγει ότι προσετέθη το πνεύμα αυτών «εις τους πατέρας αυτών» (Γεν. κε', 8).

Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίστηκαν οι δύο μεγάλες προφητικές φυσιογνωμίες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας. Και ο Χριστός στον ληστή, πού τον ομολόγησε, διαβεβαίωσε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδεισω» (Λουκ. κγ', 43). Ό Χριστός με αυτόν τον λόγο διαβεβαιώνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή υπάρχει, δεν χάνεται, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά χωρία, αλλά θα περιοριστούμε μόνον σε αυτά. Ολόκληρη η πατερική παράδοση και η εκκλησιαστική εμπειρία διαβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, ώστε η αντίθετη σκέψη να αποτελεί ασέβεια και άρνηση της άποκεκαλ υμμένης πίστεως. Πραγματικά, όποιος παραδέχεται το αντίθετο κλονίζει τα θεμέλια της πίστεως, αφού αγωνιζόμαστε να τηρούμε τις εντολές του Χρίστου στην καθημερινή μας ζωή, για να μείνουμε αιωνίως με τον θεό. Ό Όσιος Νικήτας ό Στηθάτος θα πή: «Ζώσιν ουν, ως είρηται, πάντες οι ευσεβώς ζήσαντες καν ενθένδε απαλλαγώσι». Και για να μη δημιουργηθεί καμιά εντύπωση ότι μόνον οι ψυχές των ευσεβών ζουν μετά τον θάνατο συνεχίζει για να πή ότι αυτό γίνεται και με τις ψυχές των ασεβών και αδίκων ανθρώπων. Όχι μόνον οι ευσεβείς ζουν μετά τον θάνατο, «αλλά και οι ασεβείς αυτοί απεκδεχόμενοι τούτων έκαστος των έργων αυτού την άντιμισθίαν κατάλληλον»69.

Ένα ενδιαφέρον σημείο, πού τονίζεται στα έργα των αγίων Πατέρων, το οποίο στρέφεται σαφώς εναντίον της μετεμψυχώσεως είναι ότι, καίτοι η ψυχή του ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου. Εφ' όσον η ψυχή δημιουργείται από τον θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο.

Ή λέξη υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφίστημι και δηλώνει, στην αρχική της σημασία, το «ίστασθοι υποκάτω», εννοώντας την σταθερότητα, το θεμέλιο, την βάση, κ.λ.π. Στην θεολογική γλώσσα η υπόσταση δηλώνει κυρίως την ύπαρξη, την πραγματικότητα σε αντίθεση με το φαινόμενο70. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο όρος υπόσταση δηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την ύπαρξη και δεύτερον, την ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε ανθρώπου71. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι υπόσταση, έχει αληθινή ύπαρξη, αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ύπαρξη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους, από τις άλλες υποστάσεις. Ό άνθρωπος από την δημιουργία του συγκροτεί μια ιδιαίτερη υπόσταση-πρόσωπο, και αυτή η υπόσταση δεν καταργείται ακόμη και με τον θάνατο του. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η υπόσταση είναι η σύμπηξη εκ σώματος και ψυχής κατά την αρχή της υπάρξεως κάθε ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, τα οποία ενώθηκαν σε

μια υπόσταση από τον θεό κατά την αρχή της δημιουργίας του. Αυτή ή υπόσταση δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατο. Γι' αυτό, «ει γαρ και χωρίζεται η ψυχή του ανθρώπου εν τω θανάτω, άλλ' ή ύπόστασις αμφοτέρων μία και η αυτή εστίν». Έστω κι αν χωριστούν η ψυχή και το σώμα, εν τούτοις «μένει το τε σώμα και ή ψυχή, αεί μίαν την αρχήν της εαυτών έχοντα υπάρξεως τε και υποστάσεως»72.

Γι' αυτό και ο Κύριος στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, και όχι απλώς την ψυχή του Λαζάρου. Γιατί, αν και ή ψυχή του Λαζάρου βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, εν τούτοις είναι ο Λάζαρος, αφού δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο.

Ή διδασκαλία, ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, συναντάται και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Μάλιστα, ο ίδιος χρησιμοποιεί δύο καταπληκτικά παραδείγματα.

Το ένα παράδειγμα προέρχεται από την ζωγραφική τέχνη. Ό ζωγράφος προκειμένου να αποδώσει την μορφή κάποιου γεγονότος ή προσώπου, όχι μόνον γνωρίζει να αναμειγνύει τα αντίθετα μεταξύ τους χρώματα, αλλά και να διακρίνει τα μεμειγμένα. Έχει σαφή γνώση της ιδιοσυγκρασίας των χρωμάτων, του μαύρου, του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου, καθώς επίσης γνωρίζει και τι σχηματίζει η μείξη μερικών με τα άλλα. Επίσης και μετά την ένωση τους δεν χάνει την γνώση των αρχικών χρωμάτων. Αυτό γίνεται και με την ψυχή εν σχέσει με το σώμα, πού αποτελείται από πολλά στοιχεία.

Ή ψυχή γνωρίζει την φυσική ιδιότητα των στοιχείων τα όποια ενώθηκαν για την κατασκευή του σώματος και μετά την διάλυση τους. Και όταν ακόμη τα στοιχεία πού συγκροτούν το σώμα διασπαστούν και τεθούν σε διαφορετικά μέρη, και τότε τα γνωρίζει και με την γνωστική της δύναμη εφάπτεται αυτών, τα προσεγγίζει, έως ότου τα στοιχεία αυτά ενωθούν εκ νέου και γίνει αναστοιχείωση του διαλυθέντος σώματος. Αυτή ή επανένωση θα γίνει με τον λόγο του Θεού κατά την Δευτέρα Παρουσία. Αυτή είναι ή ανάσταση του σώματος. Το γεγονός είναι ότι ή ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα όποια αποτελείτο το δικό της σώμα.

Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από την κεραμική τέχνη και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, ή ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη μέσα σε άλλα ξένα στοιχεία το δικό της σώμα. Τα διάφορα πήλινα αντικείμενα κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό. Καίτοι προέρχονται από την ίδια ύλη, εν τούτοις κάθε ένα έχει την ιδιομορφία του, αφού το ένα είναι πιθάρι, το άλλο

αμφορεύς, το τρίτο πινάκιο ή τρίβλιο κ.λ.π. Όλα αυτά τα αντικείμενα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους. Αν όμως συντρίβουν και ανακατευθούν, τότε και πάλι αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει στον αμφορέα, ποιο ανήκει στο πιθάρι κ.λ.π., από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους. Αν ακόμη τα συντριβέντα πήλινα αντικείμενα ανακατευθούν με τον ακατέργαστο πηλό, και τότε γίνονται ευκολότερα φανερά από τους κατόχους τους.

Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή, ή όποια μετά την αναχώρηση της από το σώμα, και μετά την διάλυση του σώματος, γνωρίζει το δικό της σώμα έστω κι' αν αναμείχθηκαν τα μέλη του σώματος της με μέλη άλλων σωμάτων, έστω κι' αν ενώθηκαν με τα στοιχεία της ακατέργαστης ύλης, όπως το νερό, αέρα, κ.λ.π. Ή ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της γιατί είναι ενωμένη με αυτό. «Ή ψυχή αεί επισταμένη το ίδιον, οίον τε συνεστώς εν τω σχήματι ην»73.

Αυτό δείχνει ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος παραμένει παρά τον χωρισμό. Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι προσωρινή κατάσταση, αφού πάλι θα ενωθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Επομένως, δεν μπορούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να δεχθούμε τον θάνατο και την εξαφάνιση της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα, ούτε την μετενσάρκωση της σε άλλα σώματα. Κάθε σώμα συνδέεται με μια ψυχή, και κάθε ψυχή συνδέεται με ένα σώμα. και τα δυο μαζί αποτελούν την ιδιαίτερη υπόσταση, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Όταν χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο υπόσταση-πρόσωπο εννοούμε, εκτός των άλλων, και αυτήν την μοναδικότητα και σταθερότητα της υπάρξεως.

Ακριβώς δε αυτή η διδασκαλία περί της μη καταργήσεως της υποστάσεως αναιρεί κάθε θεωρία περί μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως. Γιατί τέτοιες απόψεις θεωρούν την μία ψυχή να έχει πολλά σώματα και πολλές άλλες υπάρξεις. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναιρώντας αυτήν την θεωρία, λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται τέτοια πράγματα «υβρίζουσι τη κοινότητι το ανθρώπινον», δηλαδή υβρίζουν την ανθρώπινη φύση, αφού παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή άλλοτε γίνεται ψυχή ανθρώπου, άλλοτε ζώου, ερπετού, φυτού, κ.λ.π. Τέτοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσοης «λήρος», δηλαδή φλυαρίες και ανοησίες. Και με σειρά επιχειρημάτων ανατρέπει αυτές τις απόψεις.

Λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο συγχέουν τις ιδιότητες της φύσεως, αφού αναμειγνύουν μεταξύ τούς το άλογο, το λογικό, το αισθητικό, το αναίσθητο. Γιατί, την ίδια ψυχή άλλοτε την θεωρούν λογική και διανοητική, άλλοτε ότι ζή στις φωλιές των ερπετών, άλλοτε να γίνεται σαρκοφάγο ή να συναγελάζεται με τα όρνεα, άλλοτε να μεταπίπτη στην κατάσταση των αναίσθητων και να

γίνεται φυτό ή να παράγη δηλητήρια κ.λ.π. Το φοβερό είναι ότι ο άνθρωπος, κι αν ακόμη δη ένα από τα δηλητηριώδη και σαρκοβόρα θηρία, θα θεώρηση ότι είναι ομόφυλο και συγγενές με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ή ζωή γίνεται πολύ δύσκολη, αφού άλλοτε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σέβεται τα πάντα ως ομόφυλα και συγγενή, και άλλοτε να συμπεριφέρεται σκληρά, αν νομίζη ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, κ.λ.π. Τότε πώς θα συμπεριφέρεται προς την φύση αν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτήν ενδεχομένως να υπάρχουν ψυχές ανθρώπων; Γι' αυτό έκτος από άλλους λόγους, η θεωρία περί μετεμψυχώοεως είναι «απόβλητος»74.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δεχόμαστε τέτοιες απόψεις. Υπάρχουν μάλιστα και καταδικαστικές αποφάσεις. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» μεταξύ των άλλων λέγεται: «Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και των άλλων κτισμάτων, άναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, α ν ά θ ε μ α». Αναθεματίζονται, δηλαδή, όσοι στο θέμα των ανθρωπίνων ψυχών αναμειγνύουν την ορθόδοξη πίστη με τα δόγματα των αρχαίων ειδωλολατρών.

Και σέ άλλον αναθεματισμό αναφέρεται: «Τοις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τάς τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζωοις ταύτας απολλύσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτο άνάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν άθετουοιν, α ν ά θ ε μ α»75.

Σε άλλο σημείο του κεφαλαίου αυτού είδαμε λεπτομερώς ότι η ψυχή των ανθρώπων μετά την έξοδο από το σώμα παραλαμβάνεται ή από αγγέλους και πορεύεται στους κόλπους του Αβραάμ ή από δαίμονες και πορεύεται στον Άδη. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας.

Όμως, τόσο οι δίκαιοι όσο και οι αμαρτωλοί δεν απολαμβάνουν τελείως του Παραδείσου και της Κολάσεως, αλλά προγεύονται της χαράς των δίκαιων και της οδύνης των αμαρτωλών αντίστοιχα. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι ή απόλαυση και ή μακαριότητα των αγίων, είτε την ονομάζουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Θεού, είτε βασιλεία, καίτοι απολαμβάνεται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην την ελπιζομένην αποκατάστασιν». Και είναι μερική και ελλιπής , γιατί οι ψυχές περιμένουν και τα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ώστε και με αυτά να δοξαστούν τελείως76.

Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα, αναμένει την έλευση του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, αλλά προαπολαμβάνει την κατάσταση εκείνη ανάλογα με τα έργα της, παραμένοντας στους ιδιαίτερους τόπους, οι όποιοι πρέπει να νοηθούν ως ιδιαίτεροι τρόποι ζωής.

Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί «είναι εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις». Οι μεν δίκαιοι ζουν άνέτοι και ελεύθεροι στον ουρανό με τους αγγέλους και τον Θεό στον Παράδεισο, από τον όποιο εξέπεσε ό Αδάμ, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται στον Άδη και ζουν με στενοχώρια και απαραμύθητη λύπη σαν κατάδικοι πού περιμένουν την απόφαση του κριτού. Ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως της Βασιλείας των Ουρανών, ούτε οι αμαρτωλοί της Κολάσεως77. Έτσι παρατηρούμε ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ Παραδείσου και Βασιλείας των Ουρανών, καθώς επίσης και μεταξύ Άδου και Κολάσεως. Οι δίκαιοι εισέρχονται στον Παράδεισο μετά τον θάνατο τους και αναμένουν την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών μετά την ανάσταση των σωμάτων. Και οι αμαρτωλοί εισέρχονται στον Άδη μετά τον θάνατο και θα εισέλθουν στην Κόλαση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την τελική κρίση.

Φυσικά, δεν πρόκειται περί αισθητών τόπων, αλλά νοερών. Ξέρουμε ότι η ψυχή πού εξέρχεται από το σώμα, δεν ενεργεί δια των αισθήσεων, δεν περικλείεται σε έναν αισθητό τόπο, δεν έχει ανάγκη των υπηρεσιών του σώματος. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θα πει ότι όταν λέμε ότι οι άγγελοι κατοικούν στον ουρανό, δεν εννοούμε έναν σωματικό τόπο «αλλά τον υπέρ αίσθησιν μάλλον και νοητόν τόπον», έστω κι αν τον αποκαλούμε τόπο. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας χωρίο του άγιου Ιωάννου του Δαμασκηνού, λέγει ότι νοητός τόπος είναι «ένθα νοείται και εστίν ή νοητή και ασώματος φύσις, ένθα πάρεσι και ενεργεί». Αυτός ο τόπος, πού είναι νοητός και ασώματος, υπερουράνιος και υπερκόσμιος είναι ο τόπος των αγγέλων και των άγιων. Νοητός τόπος είναι αυτός πού ενεργεί ο Θεός και φανερώνει την δόξα Του78.

Επομένως, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε έναν ιδιαίτερο τόπο πού κατοικούν οι ψυχές των άγιων και οι ψυχές των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούμε τους όρους Παράδεισος και Άδης για να δείξουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, αφού οι δίκαιοι μετέχουν της δόξης του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί δέχονται την καυστική ενέργεια του Θεού.

Ό άγιος Διάδοχος ο Φωτικής κάνει μια παρατήρηση πού πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε, γιατί συνδέεται με την κατάσταση των ψυχών μετά την έξοδο τους από το σώμα, σχετικά με τον υλικό κόσμο. Λέγει ότι ο άνθρωπος έχει την ολοκλήρωση του στην ενότητα ψυχής και σώματος, ενώ οι άγγελοι έχουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην απλότητα της φύσεως. Γι' αυτόν τον λόγο οι άγγελοι μπορούν να δουν όχι μόνον όσα βρίσκονται πάνω

από τον τόπο, αλλά και όσα βρίσκονται μέσα στον τόπο. Επειδή έχουν αραιά φύση, γι’ αυτό δεν βλέπονται από τα όντα πού έχουν πυκνή φύση, αλλά αυτοί μπορούν να βλέπουν τα όντα με την Πυκνή φύση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχές. Όταν η ψυχή χωρισθεί από το σώμα, λόγω του ότι δεν είναι ολόκληρη μόνο με τον εαυτό της, «ουκέτι τα εν τόπω δύναται οράν». Μετά τον χωρισμό «μηκέτι ταύτα οράν άπερ εώρα δια του σώματος»79. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ανάμνηση και δεν ενδιαφέρονται για μας. Ό Πλούσιος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του πού ζούσαν, καίτοι δεν μπορούσε να βοηθήσει. Δηλαδή, οι ψυχές των κεκοιμημένων θυμούνται, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στην ζωή, ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά βρίσκονται σε άλλη διάσταση χώρου και χρόνου. Οι ψυχές των αγίων, επειδή διαθέτουν αγάπη και έχουν κοινωνία με τον Θεό, δια του Θεού γνωρίζουν την κατάσταση μας, μας ακούν, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Θεό για μας. Αυτό γίνεται δια της Χάριτος, λόγω της ενότητας τους με τον Θεό. Δεν είναι η φυσική τους κατάσταση. Αλλά αυτό πού τόνισε ο άγιος Διάδοχος λέγεται για να φανή η διαφορά, ως προς το σημείο αυτό, μεταξύ των ψυχών των ανθρώπων και των αγγέλων.

Όπως είπαμε προηγουμένως, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών μετά την έξοδο τους βρίσκονται στον Άδη, πού είναι διάφορος από την Κόλαση. Ό Άδης είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος, όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι, για να δικαστούν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι με την ονομασία Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής, αειδή και ασώματη. «...Τον μνημονευθέντα νυν άδην μη τόπον τινά ούτως ονομαζόμενον οίεσθαι, αλλά τίνα κατάστασιν ζωής αειδή και ασώματον...»80. Με την ονομασία Άδη δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά «την εις το αειδές και αφανές μεταχώρησιν» της ψυχής»81. Υπό αυτήν την έννοια ο όσιος Νικήτας ό Στηθάτος χαρακτηρίζει με την λέξη Άδη -τους αφεγγείς και σκοτεινούς τόπους- δεσμωτήριο και φυλακή82.

Αν η ψυχή δεν είχε θεραπευθεί, όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, μετά την έξοδο της από αυτό υποφέρει και βασανίζεται από τα πάθη, δεν αισθάνεται καμμιά παράκληση και παρηγοριά, δεν μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, και αυτό είναι σκότος, αφεγγής τρόπος ζωής, μαρτύριο, βασανιστήριο. Αυτό λέγεται Άδης. Αντίθετα, οι δίκαιοι μετά την έξοδο τους από την ζωή αυτήν ζουν στον Παράδεισο, στους κόλπους του Αβραάμ, δηλαδή μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι οι ψυχές των αγίων, πού είναι καθαρές και ευώδεις, θεοειδείς και πεπληρωμένες ενθέου δόξης και ακραιφνέστατου φωτός, όταν εξέρχονται από το σώμα, λάμπουν όπως ο ήλιος από τα έργα της δικαιοσύνης, της σοφίας

και της καθαρότητας. Αυτές οι ψυχές πορεύονται «δια των απαγόντων φίλων αγγέλων προς το πρώτον φως»83.

Πρώτον Φως είναι ο Τριαδικός Θεός, η Θεότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δεύτερα φώτα είναι οι άγγελοι και οι δίκαιοι, πού μετέχουν του πρώτου Φωτός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλοι οι άγιοι Πατέρες, θα ήθελα να μνημονεύσω μόνον τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο όποιος, θέτοντας την ερώτηση που βρίσκονταν τα πνεύματα των απ’ αιώνος αγίων, άπαντα: «Ουκ εν τω υπερουρανώ φωτί μετά των αγγέλων της αυτής είσιν απολαύοντα φωτοχυσίας;»84. Οι ψυχές των αγίων βρίσκονται μέσα στο υπερουράνιο φως μαζί με τους αγγέλους και απολαμβάνουν την ίδια με αυτούς φωτοχυσία.

Λέγαμε προηγουμένως ότι οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον χωρισμό τους από το σώμα απολαμβάνουν τα όσα έπραξαν και έζησαν στην ζωή τους, δηλαδή βιώνουν καταστάσεις ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Αν έχουν καθαρθή, θα απολαύσουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ενώ αν δεν θεραπεύθηκαν, θα βιώσουν την καυστική ενέργεια του Θεού, θα εισέλθουν σε τόπο αφεγγή και σκοτεινό, πού ονομάζεται Άδης. Όμως υπάρχει ένα χωρίο του αγίου Ανδρέου Κρήτης στο όποιο αναφέρεται ότι από τον Άδη θα περάσουν και οι ψυχές των αγίων μετά την έξοδό τους από το σώμα. Ό ίδιος το συνδέει αυτό και με την Παναγία. Διδάσκει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ότι είναι σαφές και αναντίρρητο ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ακόμη δε και των αγίων «τον αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δε». Οι ψυχές των άγιων διέρχονται από τον Άδη χωρίς να κρατούνται, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον αφεγγή και αειδή εκείνον τόπο. Αυτό γίνεται ώστε οι άγιοι να διερευνήσουν και να μυηθούν στο ξένο μυστήριο της θείας οικονομίας, δηλαδή στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και ακόμη να γνωρίσουν την νίκη του Χριστου πάνω στον Άδη και τον θάνατο85.

Βέβαια, και αυτή η άποψη όταν τεθή μέσα στα πλαίσια των διδασκαλιών των άλλων Πατέρων, πού παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθεί ορθόδοξα, ότι δηλαδή, οι ψυχές των αγίων διερχόμενες με την Χάρη του Θεού δια του θανάτου, μυούνται μυστικά και αποτελεσματικά στην νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο και τους πονηρούς δαίμονες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη γνώση.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μέση κατάσταση των ψυχών είναι μια περίοδος αναμονής, κατά την διάρκεια της οποίας οι ψυχές προαπολαμβάνουν αυτά πού περιμένουν και τα όποια έχουν σχέση με όσα έζησαν, όταν βρίσκονταν ενωμένες με τα σώματα. Γι' αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, γιατί το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Σε αυτό

συντελούν τα μνημόσυνα και οι προσευχές της Εκκλησίας. Ωφελούνται οι ψυχές με τρόπο πού δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Πάντως, είναι καθήκον μας να τους μνημονεύουμε στις προσευχές μας. Αυτοί τώρα δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στον εαυτό τους. Εμείς πού ζούμε μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Να παρακαλούμε ακόμη και τους άγιους» γιατί αυτοί έχουν μεγάλη παρρησία στον Θεό, επειδή βρίσκονται μέσα στο άκτιστο Φως Του.

7. Ό θάνατος των νηπίων

Πριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, νομίζω ότι είναι καλό να δούμε και το θέμα του θανάτου των νηπίων, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν. Ή μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ο θάνατος με την γέννησή τους86.

Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια. Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.

Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή. Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ό άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.

Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ. Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6\ 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση

είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.

Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος. Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Θεού. Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.

Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.

Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού. Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της

ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.

Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.

Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του. Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.

Ό άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό. Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο

γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.

Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.

Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής

Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών. Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;

Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη

του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής. Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.

Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.

Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης. Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την

έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.

Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται». Ή σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ό άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.

Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.

Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.

Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.

Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.

Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από

την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.

Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου. Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.

Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού. Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να

καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.

8. Συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργείται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. Ό θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του Χρίστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.

Ό φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. Ό φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, έκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 91 και έξης

2. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 228

3. ενθ. άνωτ. σελ. 250

4. Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, εκδ.Παν.Χρήστου,Θεσσαλ.1957. σελ.98

5. Βλ. Άθηναγόρου Κοκκινάχη, Αρχιεπ. θυατείρων και Μ. Βρετανίας, εισαγωγή εις Γρηγορίου Νύσσης έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 84

6. Γρηγορίου Νύσοης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 330-332

7. ενθ. ανώι. σελ, 336

8. Γρηγορίου Νύσσης, ένθ. άνωτ. σελ. 342

9. ενθ. άνωτ. σελ. 342-344

10. Γρηγορίου Νύσσης, ενθ. ανώτ. σελ. 332-334

11. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικόν αμάρτημα, έκδ. Δόμος 1989

12. ένβ. άνωτ. «λ. 7-8

13 Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 437

14 Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β', σελ. 27

15. Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα- θεσσαλονίκη 1976, σελ. 194

16. ένθ. άνωτ. σελ. 208

17. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 542

18. Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 7ος, σελ. 200

19. Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, έκδ. Εποπτεία, Αθήνα 1979, σελ. 45 και εξής

20. Γεωργίου Μαντζαρίδου: Παλαμικά, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη σελ. 49

21. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία, τόμος δ'. σελ. 96

22. Βλ. Ολυμπίας Παπαδοπούλου - Τσανανα: Ή ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, θεσσαλονίκη 1970, σελ. 76

23. Μικρόν Ευχολόγιον, έκδ. Αποστολικής Διακονίας 1972, σελ. 213

24. Βλ. Ανάλυση εις Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, ενθ. άνωτ. σελ. 158 και εξής

25. Θεοδώρου Ζήση: Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, έκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελίτων, θεσσαλονίκη 1971, σελ. 120 και σημείωση 7

26. ένθ. άνωτ. σελ. 119

27. Ιερομόναχου Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: το μυστήριον της σωτηρίας κατά τον αγιόν Μάξιμον τον Ομολογητήν, Αθήνα 1975, σελ. 109

28. Μικρόν Ευχολόγιον, εδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. σελ. 205

29. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ. έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 111

30. Όσιου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 268

31. Ευεργετινός, έκδ. Ί. Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρας Αττικής, Αθήνα 1957, τομ. Α'. σελ. 70

32. ένθ. άνωτ, σελ, 74

33. ένθ. άνωτ. σελ. 75

34. ένθ. άνωτ. σελ. 82

35. ένβ. άνωτ. σελ. 86

36. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηστικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ- 7ος, σελ.. 370

37. ΦιλόΘεού Κόκκινου, βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ. σελ. 438

38. Εύεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 94-95

39. Ευεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 90

40. ένθ. άνωτ- σελ. 71

41. ενθ. άνωτ. σελ. 72

42. ένθ. άνωτ. σελ. 74

44. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ. 7ος, σελ. 370

45. ένβ. άνωτ. σελ. 308

46. ένθ. άνωτ. σελ. 124

47. Μικρόν Εύχολόγιον. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. ενθ. άνωτ. σελ. 205

48. Βλ. εκτενή ανάλυση εις Γ. Κωνσταντίνου; Λεξικόν των αγίων Γραφών, έκδ. Γρηγόρη, σελ. 966

49. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τομος 7ος, σελ. 580

50. Μ. Βασιλείου έργα. 5 ΕΠΕ, σελ. 44-46

51. Ιωάννου Χρυσοστομου έργο. 11 ΕΠΕ, σελ. 170

52. sc 174, σελ. 310

53. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 9ος, σελ, 286

54. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.1οι-102

55. ένθ. άνωτ. σελ. 102-103

56. Ησυχίου Πρεσβυτέρου. Φιλοκαλία. έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α', σελ. 166, ρξα'

57. ένθ. άνωτ. σελ. 164, ρμθ'

58. Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 267, ξα'

59. Ευεργετινός, ένθ. άνοτ. σελ. 99

60. ενθ. άνωτ. σελ. 100

61. Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 67

62. Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ. τομος 11, σελ. 168

63. Γρηγορίου Νύσσης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 298-300

64. ενθ. ανωτ. σελ. 310

65. Άββά Δωροθέου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 12, σελ. 496-498

66. Ιωάννου Δαμάσκηνου: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη, σελ. 148

67. ένθ. άνωτ. σελ. 152

68. Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 450

69. Νικήτα Στηθαίου Μυστικά συγγράμματα, έκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 122

70. Liddel -Scott: Μέγα Λεξικών της ελληνικής γλώσσης, έκδ. Σιδερής. Αθήναι, τόμος IV, σελ. 485

71. Ιωάννου Δαμασκηνού: Διαλεκτικά, έκδ. Παπαζήση, σελ. 116·117

72. ένθ. άνωτ. σελ. 161-162

73. Γρηγορίου Νύσσης Έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 280-288

74. ένβ. άνωτ. σελ. 322-326

75. Τριώδιον, έκδ. «Φως», σελ. 159

76. ΡΟ 15, σελ. 152

77. Μάρκου Ευγενικού, ΡΟ 15. σελ. 110

78. Μάρκου Ευγενικού. ΡΟ 15. σελ. 153

79. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 342

80. Γρηγορίου Νύσοης, ένθ. άνωτ. σελ. 296

81. ένθ. άνωτ. σελ. 274

82. Νικήτα Στηβάτου, ένθ. άνωτ. σελ. 125

83. Νικήτα Στηθαίου, ένθ. άνωτ. σελ. 123-124

84. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Παν. Χρήστου, τόμος Δ΄,σελ. 336

85. ΡG 97. 1049-1052

86. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Μεταθανάτιες εμπειρίες

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Οι άγιοι της Εκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Και όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ.

Στα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Να διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Θεό. Γι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τίς όποιες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Όπως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Και η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Συνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις

πού έκανε ο Χριστός (υιού χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιαείρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά, πού έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμη του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζή εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν.

Μια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Επειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Θεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά.

1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες

Υπάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Αμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Μούντυ. Μετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. Ό Μούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ανάλυση και κριτική των απόψεων τον Μούντυ έκανε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ σε σχετικό βιβλίο. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Σεραφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια.1 Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών

λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη.

Πολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. Όταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. Ό θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΤΟ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Αν ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Και το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2.

Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Αν πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Επομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Μούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Τα κοινά σημεία είναι τρία.

Πρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Μούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Σεραφείμ.

Ό ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Κάποιος άλλος διηγείται: «Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3.

Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Δηλαδή, όπως λέγει ο Μούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή:

«Ό γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4.

Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». Όλοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες.

Ένας διηγείται: «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».

Ένας άλλος διηγείται: «Βρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα

πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Στην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... Όταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5.

Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Δεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. Ό π. Σεραφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Παράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση. Δεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Μικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Τέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον Όρος. Μου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών.

Ας επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Γέροντος μου, Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Μετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Οι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Λειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Αν σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. Όλα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. Όταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Είχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Είδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Μάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Εκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο

τρισάγιο στον εαυτό του. Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. Βέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη*.

2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική

Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Συνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Αν κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Και, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. Βέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Κυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία

* Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 427

μας αφήνοντας το άγνωστο στην Πρόνοια του Θεού. Όμως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Προτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Χριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή "ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Εδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά.

Στο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Άβα Σισώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τίς αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Αντώνιος, μετά

ό χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7.

Στον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.

Το ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8.

Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Μάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Κατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Τότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Εκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Και αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.

Και τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Θεού. Γι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Γιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη

και ευλογία του Θεού. Μπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. Ό «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Συντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Πάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Οι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Δεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Οι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Στην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα.

Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. Υπάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Συνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Επίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11.

Ακόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Αυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Εκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση.

3. Ή διάκριση των εμπειριών

Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό

εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ίω. δ', 1). Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρη του Θεού. Πραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Θεό ή από τον εωσφόρο. Γι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Το ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ό Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12.

Οι άγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. Ό διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Το ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Αντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15.

Επομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16.

Όσα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Αυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του

διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Θεού και των αγίων. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών.

Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Ό Χριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Μαθητές Του: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Κάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Δεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Ματθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Αν μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. Όταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρη του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί.

Γι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Στα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Ευεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. Ό μοναχός Πέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. Ό άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοια Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ούχ υπολείπεται»17. Και ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών έφ' οίς έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Μετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Μάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατανυξη και το δάκρυ, ώστε μερικοί , που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18.

Δεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού το διαστρέφει και γίνεται σε

βάρος του. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Αλλά και στην περίπτωση του Γέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. Όμως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Δεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Θεού. Και όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Επανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Θεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Γι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Πάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Σε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Αυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση.

Σαν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. Όμως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Οδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Το ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. Όμως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Ό νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Γι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Κι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Οι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Θεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.

Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Και εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ό Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.

1.Hieromonk Seraphim Rose, the soul after death, Platina, California, 1977

2. ένθ. άνωτ. σελ. 11.12

3. ενθ. άνωτ. σελ. 1β-17

4. ένθ. άνωτ. σελ. 21

5. ένθ. άνωτ. σελ. 29

6. ένβ. άνωτ. σελ. 12

7. Γεροντικόν, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 111

8. Ευεργετινός, τόμος Α'. έκδ. Ί. Μονής Μεταμορφώσεως, Κουβαρά Αττικής. Αθήναι 1957, σελ. 80-81

9. ένθ. άνωτ. σελ, 15

10. Hieromonk Seraphim Rose, ενθ. ανωτ. σελ. 15

11. ένθ. άνωτ. σελ. 22

12. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία, εκδ. Παχαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 17, κε'

13. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών καί ασκητικών, έκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 11β

14. Ιωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 140

15. ένθ. άνωτ. σελ. 2, η'

16. ένθ. άνωτ. σελ. 124

17. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.81

18. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ. 87

19. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά έκδ. Ρηγοπούλου. σελ. 153

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Ή αθανασία της ψυχής

Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε διεξοδικά στο τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο σωματικός θάνατος. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, πού γίνεται λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας του άνθρώπου και είναι καρπός της αμαρτίας των Προπατόρων λέγεται θάνατος. Ωστόσο, όμως, παρά τον χωρισμό αυτόν, δεν καταργείται η υπόσταση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, δηλαδή άνθρωπος είναι το συναμφότερο. Ή ψυχή λέγεται ψυχή του ανθρώπου και το σώμα, σώμα του ανθρώπου. Όπως ο Θεός συντηρεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέργειες Του, έτσι και ή ψυχή συντηρεί το συνημμένο με αυτήν σώμα.

Στην πατερική θεολογία λέγεται ότι το κατ' εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ' εικόνα των αγγέλων, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και πνεύμα το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα, πράγμα το όποιο δεν γίνεται στους αγγέλους1.

Ή ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα παραμένει αθάνατη. Πραγματικά, πολλές φορές βλέπουμε σε κείμενα της λατρείας και σε κείμενα των Πατέρων να γίνεται λόγος για την αθανασία της ψυχής. Ή ψυχή του ανθρώπου δεν πεθαίνει ποτέ οντολογικά, δηλαδή δεν θα ύπαρξη χρόνος κατά τον όποιο θα παύση να υπάρχει οντολογικά. Βέβαια, και ή φιλοσοφία έκανε λόγο για την αθανασία της ψυχής, αλλά την έβλεπε μέσα σε άλλα πλαίσια και την ενέτασσε σε άλλη προοπτική. Γι' αυτό στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς η φιλοσοφία θεωρούσε την αθανασία της ψυχής και πώς την θεωρεί ή ορθόδοξη θεολογία. Αυτό είναι απαραίτητο για το θέμα πού μας απασχολεί.

1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία

Στην φιλοσοφία γίνεται ριζική διάκριση μεταξύ ύλης και πραγματικότητος. Είναι δασική διδασκαλία της φιλοσοφίας ότι αθάνατο και πραγματικό είναι μόνον το αγέννητο και αναλλοίωτο, γιατί ό,τι έχει αρχή εν χρόνω, αυτό έχει και τέλος2. Το σώμα του ανθρώπου ανήκει στον υλικό κόσμο, ενώ η ψυχή στον κόσμο της πραγματικότητας, στις ιδέες. Έτσι, η ψυχή είναι αθάνατη, εν αντιθέσει προς το σώμα πού είναι θνητό. Εφ' όσον η ψυχή είναι αθάνατη, έπεται, κατά την φιλοσοφία, ότι είναι και αγέννητη, αδημιούργητη, αφού άλλωστε ανήκει, στον κόσμο των ιδεών. Ή

ψυχή δεν έχει καμμιά σχέση με τα φθαρτά φαινόμενα, γιατί ανήκει στην αμετάβλητη και άναρχη πραγματικότητα3.

Ή κατάσταση της ψυχής στο σώμα, δηλαδή η παραμονή της ψυχής στο σώμα του ανθρώπου ή θεωρείται φυσική, «διότι η ψυχή είναι σπινθήρ της παγκοσμίου ψυχής και, επομένως, αθάνατος και αμετάβλητος και αγέννητος», όπως έλεγαν οι Στωικοί, και διότι «η ψυχή είναι το γεννητόν είδος του γένους και αχώριστον της ύλης»,όπως ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης, ή θεωρείται παρά φύσιν, «καθόσον το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής», όπως ισχυριζόταν ο Πλάτων4. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο. ότι κατά την αρχαία φιλοσοφία η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών και δεν έχει σχέση με την ύλη, μέρος της όποιας είναι το σώμα του ανθρώπου. Ιδίως πρέπει να επισημάνουμε την πλατωνική άποψη για την ψυχή, η όποια επικράτησε περισσότερο, και την οποία συναντούμε και σε ανατολικά θρησκεύματα, κατά την όποια η ψυχή έπεσε από τον κόσμο των ιδεών και περικλείστηκε στο σώμα, πού αποτελεί πλέον την φυλακή της ψυχής. Κατά την πλατωνική διδασκαλία, η πτώση του ανθρώπου έγκειται σε αυτόν τον φυλακισμό της ψυχής στο σώμα. Ή αθάνατη και αγέννητη ψυχή εγκλωβίστηκε στο θνητό και υλικό σώμα. Γι' αυτό η ψυχή πάσχει και υποφέρει. Ό Θεός, όμως, πού είναι το ένα ακίνητο κινούν, χωρίς το ίδιο να κινήται, ελκύει προς τον εαυτό του τα αγέννητα. Το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανεξήγητη ροπή προς τα μεταβλητά και την ύλη, δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση προς το ένα, το ακίνητο κινούν5. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή πού είναι αγέννητη και ήταν στον κόσμο των ιδεών, απομακρύνθηκε από τον κόσμο αυτόν της πραγματικότητος. Έκτοτε ο Θεός την ελκύει σε αυτόν τον αγέννητο και αναλλοίωτο κόσμο, την καλεί να επιστρέψει πάλι, αφού απαλλαγή από την φυλακή του σώματος, μέσα στο οποίο έχει περικλυσθεί. Και αυτό είναι σωτηρία της ψυχής, κατά την πλατωνική αντίληψη. Είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο. Αυτή σε πολύ γενικές γραμμές είναι η διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής, κατά την φιλοσοφία. Όπως βλέπουμε η ύλη φιλοσοφική αντίληψη για την αθανασία της ψυχής περικλείεται σε τρία σημεία.

Πρώτον ότι η ψυχή είναι αγέννητη, αφού ανήκει στον κόσμο των ιδεών, και επομένως άκτιστη. Δεύτερον, η ψυχή του ανθρώπου έχει μεγάλη αξία συγκριτικά με το σώμα δηλαδή επικρατεί ο λεγόμενος δυϊσμός, αφού υπερτονίζεται η ψυχή, ενώ υποτιμάται το σώμα, το όποιο θεωρείται αποτέλεσμα της πτώσεως και της φθοράς. Γι' αυτό, κατά την αρχαία φιλοσοφική αντίληψη, το σώμα δεν έχει καμμιά άξια και σπουδαιότητα, αντίθετα μάλιστα είναι πολύ κακό γιατί κρατά την αθάνατη και αγέννητη ψυχή στην ύλη και δεν την αφήνει να επιστρέψει στον κόσμο από τον όποιο προήλθε. Με τέτοια θεώρηση όμως διαλύεται ο άνθρωπος και η ύλη θεωρείται κακή και αποβλητέα. Και τρίτον δεν μπορεί να γίνη λόγος στην φιλοσοφία για την ανάσταση του σώματος. Γι' αυτό και, όταν ο

Απόστολος Παύλος επάνω στον Άρειο Πάγο ομίλησε για την ανάσταση των σωμάτων, τον εχλεύασαν. Ακριβώς γιατί αυτή η διδασκαλία του Χριστιανισμού κλόνισε όλα τα θεμέλια της μεταφυσικής.

2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία

Τονίσαμε προηγουμένως ότι η λέξη αθανασία συναντάται τόσο μέσα στην Αγία Γραφή όσο και στα κείμενα της παραδόσεως μας ήτοι στην λατρεία και την πατερική διδασκαλία. Έχει όμως πολύ διαφορετική σημασία από ό,τι στην φιλοσοφία, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, παρουσιάζοντας τίς τέσοερεις έννοιες πού έχει η λέξη αθανασία.

Ή πρώτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά φύσιν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού δεν έχει αρχή και τέλος. Με αυτήν την έννοια κατά φύσιν αθάνατος είναι μόνον ο Θεός, αφού ο Θεός δεν έχει αρχή και τέλος, είναι αΐδιος, δηλαδή πέραν των αιώνων. Γι' αυτό ψάλλουμε στην Εκκλησία «άγιος αθάνατος...». Ό Απόστολος Παύλος, κάνοντας λόγο για τον Χριστό, πού είναι Θεός αληθινός, λέγει: «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οίκων απρόσιτον» (Α' Τιμ. στ', 6).

Ή δεύτερη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά Χάριν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού έχει μεν αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατί ο Θεός έδωσε αυτήν την χάρη και δυνατότητα. Με αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για την αθανασία της ψυχής, πού συνδέεται με το αιώνιο. Αυτό σημαίνει ότι, ο,τι έχει αρχή, αναγκαστικά έχει και τέλος. Ή ψυχή του ανθρώπου δημιουργήθηκε από τον Θεό, επομένως, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά ο Θεός, δημιουργώντας την ψυχή θέλησε να μην έχη τέλος. Έτσι, ενώ ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος, ή ψυχή του ανθρώπου, αν και κτίσμα, είναι κατά Χάριν αθάνατη, δηλαδή είναι αιώνια και γι' αυτό δεν έχει τέλος. Αυτό γίνεται γιατί έτσι θέλησε ο Θεός να γίνη. Επομένως, ενώ με τον θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, ουσιαστικά δεν καταργείται η υπόσταση, η ψυχή δεν παύει να υπάρχει, αλλά ζή και αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να εισέλθει ατό αναστημένο σώμα, και έτσι να ζήση ολόκληρος ο άνθρωπος αιωνίως.

Ή τρίτη έννοια της αθανασίας της ψυχής συνδέεται με την ύπαρξη της Χάριτος του Θεού μέσα σε αυτήν. Υπάρχει η ψυχή, αλλά είναι και ενωμένη με την Χάρη του Θεού, ζή εν Θεώ. Και των αμαρτωλών οι ψυχές υπάρχουν οντολογικά, αλλά δεν έχουν την θεοποιό ενέργεια του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι ψυχές των αμαρτωλών ζουν αιωνίως, αλλά χωρίς Θεό. Αυτός είναι ο λεγόμενος πνευματικός θάνατος. Με αυτήν την σημασία ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ή αμαρτία είναι «θάνατος της αθανάτου». Όχι ότι πεθαίνει οντολογικά και χάνεται ή ψυχή, αλλά ότι, ενώ ζή, εν

τούτοις δεν έχει την Χάρη του Θεού. Ή τέταρτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με την αιωνιότητα ολοκλήρου του ανθρώπου (ψυχή τε και σώματι), όταν μετέχη αιωνίως της αναστάσεως του Χριστού.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, είναι αιωνία, είναι αθάνατη κατά Χάριν. Επειδή ο όλος άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, λόγω του ότι η ψυχή δεν είναι όλος ο άνθρωπος αλλά η ψυχή του ανθρώπου, και το σώμα δεν είναι όλος ο άνθρωπος, αλλά το σώμα του Ανθρώπου, γι’ αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, η ψυχή αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού για να εισέλθει στο αναστημένο σώμα και έτσι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, να ζήση ή την αθάνατη εν Χριστώ ζωή ή την αιωνιότητα, χωρίς την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι οι δίκαιοι θα ζήσουν το «αεί ευ είναι», δηλαδή την καλή αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το «αεί φευ είναι», δηλαδή την τραγική αιώνια ζωή,

Αντιπαραθέτοντας αυτά πού αναφέραμε στις απόψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής. μπορούμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στο θέμα της αθανασίας της ψυχής. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση η Ψυχή είναι αγέννητη, άκτιστη, ούτε υπήρχε πρώτα στον αναλλοίωτο κόσμο των ιδεών, αλλά είναι κτιστή, αφού δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Είναι αθάνατη η ψυχή, όχι όμως γιατί προϋπήρχε του σώματος, ούτε γιατί είναι φυσικό της ιδίωμα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Από την δημιουργία της ο Θεός της χάρισε το αθάνατο, δηλαδή, να μην έχη τέλος. Έτσι το αθάνατο είναι ιδίωμα της ψυχής, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν. Έπειτα, στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν χωρίζουμε την ψυχή από το σώμα διαλεκτικά, αφού δεν έχουμε δυϊσμό, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν είναι η ψυχή όλος ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή του ανθρώπου. Γι' αυτό και δεν δίνουμε προτεραιότητα στην ψυχή σε βάρος του σώματος. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας αγιάζουν ολόκληρο τον άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν θεωρούμε το σώμα φυλακή της ψυχής, άλλα δημιούργημα του Θεού, το όποιο μετά την πτώση φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και την θνητότητα. Με την ανάσταση του Χριστού όμως ολόκληρος ο άνθρωπος, και το σώμα, αποκτά την δυνατότητα της αναστάσεως. Έτσι από πλευράς σωτηριολογικής αυτό πού έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο η επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο, όσο η κατά Χάριν αθανασία, γιατί όλοι και οι αμαρτωλοί ακόμη θα ζήσουν, ούτε ακόμη η ανάσταση των σωμάτων, γιατί και τα σώματα των αμαρτωλών θα αναστηθούν, αλλά η εν Χριστώ ζωή και μετά τον θάνατο, και μετά την ανάσταση των σωμάτων. Επομένως, η αθανασία της ψυχής και του ανθρώπου μέσα στην Ορθόδοξη

σωτηριολογία αποκτούν ένα άλλο νόημα. Δεν είναι η παράταση της ζωής ούτε η ζωή μετά τον θάνατο, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, πού γίνεται με την εν Χριστώ ζωή.

ΤΟ Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι και λέγεται κατά τους Πατέρες «φάρμακον αθανασίας», γιατί αποκτούμε την δυνατότητα της αιώνιας ζωής εν Χριστώ. Γι' αυτό νοιώθουμε την αθανασία της ψυχής ως δωρεά του Θεού και την αθανασία ως μετοχή του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Αν δεν δούμε μέσα από αυτήν την προοπτική το θέμα της αθανασίας, τότε βρισκόμαστε έξω από την ορθόδοξη θεολογία και διακατεχόμαστε από την σύγχυση της φιλοσοφίας, πού αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο.

3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία

Στην αρχαία Εκκλησία από διαφόρους αιρετικούς κυρίως από γνωστικίζοντες, αναπτύχθηκε η αίρεση του θνητοψυχισμού, η όποια επηρέασε μερικούς αρχαίους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο σύγγραμμα του «περί αιρέσεων» χαρακτηρίζοντας τους θνητοψυχίτας, γράφει ότι ονομάζονται έτσι «οι την ανθρωπείαν ψυχήν εισάγοντες όμοίαν την των κτηνών, και τω σώματι λέγοντες συναπολλύσθαι αυτήν»6. Έτσι, λοιπόν, οι θνητοψυχίται ισχυρίζονταν ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι όμοια με την ψυχή των ζώων και ότι χάνεται μετά τον θάνατο, μαζί με το σώμα.

Βέβαια, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία, αφού σε όλη την Αγία Γραφή υπάρχουν χωρία στα όποια φαίνεται ότι η ψυχή μετά τον θάνατο, δηλαδή μετά την έξοδο από το σώμα, παραμένει αιωνία, με την βούληση του θεοί. καθώς επίσης ότι η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει σαφώς από την λεγομένη ψυχή των ζώων. Όπως γνωρίζουμε από την μελέτη Αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, η λέξη ψυχή στα ζώα έχει την έννοια της ζωής, και η ψυχή στα ζώα έχει μόνον ενέργεια και όχι ουσία. Τα ζώα έχουν μόνο το κατ' ενέργειαν της ψυχής, γι' αυτό δεν έχουν νου και λόγο, ενώ οι άνθρωποι έχουν ψυχή κατ' ουσίαν και ενέργειαν, γι' αυτό και έχουν νου, λόγο και πνεύμα, το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα. Παράλληλα με τους θνητοψυχίτας, πού πίστευαν ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα, πάλι, όμως, κατά τον καιρό της αναστάσεως του σώματος θα αναστηθεί και αυτή μαζί του, υπάρχει και η μετριότερη μορφή του θνητοψυχισμού η λεγομένη ψυχοπαννυχία σύμφωνα με την όποια μετά τον θάνατο οι ψυχές βρίσκονται σε κατάσταση λήθαργου και ύπνου. Φυσικά και τις δύο αυτές μορφές της αιρέσεως τις κατεδίκασε η Εκκλησία7. Στο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τον θνητοψυχισμό με αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, πού ετοίμαζε να υποβολή στην θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ή συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα

επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής. Σε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο «ο προορισμός του ανθρώπου» κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Αντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Εκκλησίας.

Στην διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν, αφού είναι κτιστή, δηλαδή έχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Αυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, πού ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8.

Οι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του πού είναι ορθόδοξες, δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, πού είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Δύσεως, ανεπίγνωστα. Τουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Περιττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, και από τις πρώτες μελέτες πού φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική. Π' αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Διατύπωσαν, λοιπόν, την άποψη ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με τους ισχυρισμούς του αυτούς αποδέχεται τις απόψεις των θνητοψυχιτών. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι, επηρεασμένοι από τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας και τις θέσεις της απολογητικής έναντι των διαφωτιστών, οι όποιοι ηρνούντο για άλλους λόγους την μεταφυσική της δυτικής θεολογίας. παρερμήνευσαν τις θέσεις του π. Ιωάννου. Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να διαπιστώσουν την ορθόδοξη διδασκαλία πού ανέπτυσσε στην διατριβή του. Απαντώντας σ' αυτές τις αιτιάσεις ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με επιστολές πού παραμένουν ανέκδοτες, υπογραμμίζει ενδιαφέροντα σημεία, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα πλέον σημαντικά.

Κατ’ αρχάς τονίζει ότι οι δυτικοί θεολόγοι έχουν εσφαλμένη αντίληψη για τον Θεό και τις ενέργειες Του στον κόσμο, καθώς επίσης και για την αθανασία της ψυχής. Προηγούμενος μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ποιες ήταν οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής, πού επηρέασαν και την δυτική σχολαστική θεολογία. Στην συνέχεια τονίζει ότι κανείς από τους Πατέρας δεν αμφιβάλλει για την αθανασία της ψυχής. Όμως στην διδασκαλία τους τονίζεται η άποψη ότι η ψυχή όταν χωρίζεται από την ζωοποιό ενέργεια του Θεού, «παρ' ό,τι ζή εις τον αιώνα εν κολάσει και τιμωρία είναι νεκρά. Κατά τον αυτόν τρόπον οι νυν βιούντες άνευ της ζωοποιού ενεργείας του Θεού, παρ' ό,τι ζουν

είναι νεκροί». Έτσι στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχής όχι από την άποψη της οντολογίας και της υπάρξεως της ψυχής, αλλά από την άποψη της μη μεθέξεως της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Αναφέροντας δε διάφορα χωρία αρχαίων συγγραφέων και Πατέρων, όπως του αγίου Ιουστίνου και αγίου Ειρηναίου, λέγει ότι ομιλούν για θάνατο της ψυχής, ως χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, χωρίς να είναι θνητοψυχίτες και τριχοτομικοί. Όπου αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει και πνεύμα, δεν εννοείται ότι αυτό είναι συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή, σώμα και πνεύμα, αλλά ότι αυτό το πνεύμα είναι ή Χάρη του Θεού, πού χάθηκε από τους Πρωτοπλάστους. Επομένως, ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, το δε πνεύμα είναι η Χάρη του Θεού.

Γι' αυτό καταλήγει συμπερασματικά: «Είναι μεγάλη αδικία να κατηγορούμαι επί θνητοψυχισμώ αφού και τόσοι Πατέρες δέχονται το φύσει θνητόν και χάριτι αθάνατον της ψυχής και των αγγέλων». Όλα αυτά λέγονται και από την άποψη ότι υπάρχει αιώνια κόλαση, επειδή την θέλει και την ανέχεται ο Θεός και είναι ανάλογη με τα έργα και την διαγωγή του ανθρώπου. Εάν ό άνθρωπος έχει θεραπευθεί, θα βιώνει την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, εάν όμως δεν έχει καθαρθή, θα βιώνει την καυστική ενέργεια της Χάριτος του Θεού. Επί πλέον ισχυρίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι την άποψη πού συναντούμε στα έργα των Πατέρων περί του θανάτου της ψυχής ως χωρισμού και στέρησης της Χάριτος του θεοί. και όχι ως μη υπάρξεως της ψυχής, την έχει επισημάνει και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τον όποιο ακολουθεί, «ο όποιος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζών δεν είναι ταyτόν. Ό άνθρωπος δύναται να αποθνήσκει τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθεί της ζωής, αλλά δεν δύναται όμως να στερηθεί της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός». Μελετώντας την διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, για το θέμα πού μας απασχολεί μπορούμε να εντοπίσουμε τρία γενικά συμπεράσματα.

Πρώτον, ότι μόνον ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος ως αυτοζωή, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι κατά Χάριν αθάνατοι. Άλλωστε, οι άγγελοι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι πάν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»9. Αυτό πού συμβαίνει με τους αγγέλους συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων, αφού και αυτές έχουν συγκεκριμένη αρχή και είναι κτιστές.

Δεύτερον, κατά την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη όχι γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός πού την δημιούργησε, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και κατά φύσιν αθάνατη. Κατά τους Πατέρες, όμως, η ψυχή είναι αθάνατη όχι γιατί είναι φυσική της ικανότητα, αλλά γιατί

έτσι το θέλησε ο Θεός. Επομένως «η αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται εκ της βουλήσεως και ενεργείας του Θεού, ουχί δε εκ της φύσεως της ψυχής καθ' εαυτήν». Ή ύπαρξη αιωνίου Παραδείσου και αιωνίας Κολάσεως οφείλεται στην βούληση του Θεού και εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου10.

Τρίτον, όσοι δεν έχουν την Χάρη του Θεού είναι, λέγονται και θεωρούνται, νεκροί πνευματικά, έστω κι αν ζουν αιωνίως, αφού ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναι πνευματικός θάνατος11.

Επομένως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για αθανασία της ψυχής, αλλά όχι μέσα από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας και της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως. Δεν πρέπει να γίνεται καμμιά σύγχυση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Από όσα είπαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός και πρέπει ο άνθρωπος πού αποτελείται από ψυχή και σώμα, να παραμείνει αιωνίως αθάνατος, μετέχοντας της άκτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.

1.Γρηγορίου Παλαμά, κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά, εις Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Δ', σελ. 143

2. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικό αμάρτημα, έκδ. Δόμος.Αθήνα 1989, σελ. 30

3. ένθ. άνωτ. σελ. 33

4. ενβ. άνωτ. σελ. 33

5. ένθ. άνωτ. σελ. 32

6. Ιωάννου Δαμάσκηνου έργα. 2 ΕΠΕ. σελ. 302

7. Βλ. Π. Τρεμπέλα: Δογματική, τόμος 1, εκδόσεις ΖΩΗ, Αθήνα 1959. σελ. 482, και θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος β, σελ. 52β

8. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικό αμάρτημα, ένθ. άνωτ. σελ. 124

9. ένθ. άνωτ. σελ. 124

10. ένθ. άνωτ. σελ. 126-127

11. ενθ. άνωτ. σελ. 127

[ΑΡΧΗ]

Κεφαλαιο Ε΄

ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ

Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πραγματικά ένα μεγάλο μυστήριο. Είδαμε προηγουμένως τί γίνεται όταν προσεγγίζη αυτή η ώρα, τί ακριβώς συμβαίνει όταν η ψυχή βρίσκεται σε οριακά σημεία, όταν, δηλαδή, προετοιμάζεται να εξέλθη από το σώμα του ανθρώπου, τί ακολουθεί μετά την έξοδό της. Αυτά είναι μυστήρια, τα οποία μας απεκάλυψε ο Χριστός και μας τα επιβεβαίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Στα δε συναξάρια βλέπουμε πολλά παραδείγματα, που αναφέρονται στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.

Οι Λατίνοι έχουν αναπτύξει την θεωρία περί καθαρτηρίου πυρός, ότι, δηλαδή, οι ψυχές όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, θα περάσουν, μετά την έξοδό τους από τα σώματα, από το λεγόμενο καθαρτήριο πύρ. Στην πατερική παράδοση γίνεται λόγος για κάθαρση της καρδιάς, αλλά εννοείται διαφορετικά. Η θεωρία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός είναι παρερμηνεία και διαστρέβλωση των σχετικών χωρίων της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς.

Είναι καλό να δούμε την διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι από τα θέματα εκείνα που μας ενδιαφέρουν στο βιβλίο αυτό.

Στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), που έγινε με αφορμή την λεγομένη ένωση των Εκκλησιών, μεταξύ άλλων θεμάτων, ετέθη σε συζήτηση και το θέμα του καθαρτηρίου πυρός και εκεί φάνηκε η διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο σημείο αυτό. Θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια αυτήν την συζήτηση, καθώς επίσης και τις θέσεις του αγίου Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.

Θεωρώ αναγκαίο στην αρχή να σημειώσω μερικές απαραίτητες διευκρινιστικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, το όλο θέμα θα αντιμετωπισθή βάσει της διδασκαλίας του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής, από ορθοδόξου πλευράς, στην Σύνοδο εκείνη, της οποίας οι τελικές αποφάσεις δεν έγιναν αποδεκτές από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Δεύτερον, πριν αναπτύξουμε λεπτομερώς την διδασκαλία του αγίου Μάρκου πρέπει να δούμε ιστορικά πώς άρχισε η Σύνοδος και πώς αντιμετωπίσθηκε το θέμα αυτό. Χωρίς αυτήν την ανάπτυξη θα είναι δύσκολη η παρακολούθηση της διδασκαλίας του.

Τρίτον, επειδή θα δούμε τις απόψεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός, εν συνδυασμώ με την Κόλαση και τον Παράδεισο, δεν θα κάνουμε πολλές αναφορές σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, τα σχετικά θέματα περί Παραδείσου, Κολάσεως, Βασιλείας του Θεού και αιωνίου ζωής θα αναλυθούν σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Τυχόν ταυτολογίες στα θέματα αυτά, που είναι αναπόφευκτες, θα μας βοηθήσουν να εμπεδώσουμε τις γνώσεις μας γύρω από τα σοβαρά αυτά ζητήματα.

1. Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ

Το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός ήταν το πρώτο το οποίο συζητήθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων και Λατίνων στην Φερράρα. Η πανηγυρική συνεδρίαση της Συνόδου αυτής άρχισε την 9ην Απριλίου 1438, αλλά οι συζητήσεις έγιναν αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Θα παρακολουθήσουμε αυτές τις συζητήσεις σύμφωνα με τα ελληνικά πρακτικά της Συνόδου και τις πληροφορίες του Συρόπουλου, που είναι αυθεντικές.

Από τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των "Εκκλησιών" προτιμήθηκε να αρχίσουν από το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός. Ο εκπρόσωπος των Λατίνων, Καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι, είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να αρχίσουν από την εξέταση της αρχής του Πάπα, δηλαδή του πρωτείου, αλλά θεωρούσε καλύτερο να συζητήσουν "περί του καθαρτηρίου πυρός ως αν τι καθαρθώμεν και ημείς δια των περί τούτου λόγων". Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμφώνησε με αυτήν την άποψη, αλλά ζήτησε να μάθη από που παρέλαβαν αυτές τις παραδόσεις οι Λατίνοι, από πότε τις πιστεύουν και ποιά συγκεκριμένα είναι η άποψή τους γι’ αυτό το θέμα1.

Πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, ο άγιος Μάρκος ρώτησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο πώς θα ήθελε να δίνωνται οι απαντήσεις στους Λατίνους, "αγωνιστικώτερον και ενστατικώς ή οικονομικώς;". Η απάντηση του Βασιλέως ήταν: "αγωνιστικώς λέγετε πάντα τα ημέτερα δίκαια"2. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια. προτιμήθηκε άλλη μέθοδος, δηλαδή η μέθοδος του συμβιβασμού, αφού εν τω μεταξύ ο άγιος Μάρκος εξαναγκάσθηκε να σιωπήση κατά τον διάλογο σχετικά με το καθαρτήριο πύρ.

Πραγματικά, συναντήθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες την τετάρτη του μηνός Ιουνίου για να εξετάσουν το ζήτημα αυτό. Τις απόψεις των Λατίνων εξέθεσε ο Καρδινάλιος Ιουλιανός. Συγκεκριμένα είπε: "ότι εστί πυρ καθαρτήριον ήγουν εν τω νυν αιώνι, καθαρίζονται των αμαρτωλών αι ψυχαί δια του πυρός, των εχόντων αμαρτήματα συγγνωστά, συνεργούσης και της εκκλησίας δια δεήσεως των

ιερέων, έτι δε και δια των λειτουργιών και ελεημοσυνών λυτρούνται των κολάσεων".

Αναλυτικότερα είπε ότι υπάρχουν τρεις τόποι και κατηγορίες. Η μία είναι των αγίων, των οποίων οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται στον ουρανό, η δεύτερη των αμαρτωλών και αμετανοήτων, που βρίσκονται στον άδη, όπως η ψυχή του Ιούδα, υπάρχει δε και ένας άλλος μέσος τόπος, στον οποίο βρίσκονται οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων που έχουν συγγνωστά αμαρτήματα, αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν των θείων μυστηρίων, αλλά όμως "χρεωστούσι κανόνα". Αυτών των ανθρώπων οι ψυχές περνούν από το καθαρτήριο πύρ3.

Κατά τον Συρόπουλο, μεταξύ των άλλων είπε ότι οι ψυχές των ανθρώπων που μετανόησαν και εξομολογήθηκαν γνησίως, αλλά δεν πρόφθασαν να εκπληρώσουν τον κανόνα που τους έβαλε ο πνευματικός τους, ούτε έδωσαν καρπούς μετανοίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων τους, "καθαίρονται δια του πουργατορίου πυρός, αι μεν θάττον, αι δε βραδύτερον, κατ’ αναλογίαν των ημαρτημένων, και μετά το καθαρθήναι απέρχονται εις την απόλαυσιν"4.

Οι Λατίνοι εξέθεσαν αυτές τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας διάφορα χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας της Εκκλησίας. Από την Αγία Γραφή παρέθεσαν το χωρίο του Αποστόλου Παύλου "καί εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Επίσης χρησιμοποίησαν και πολλά χωρία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας5.

Από τις απόψεις αυτές φαίνονται καθαρά τρία σημεία. Το πρώτον, ότι οι Λατίνοι μιλώντας για καθαρτήριο πυρ το διέκριναν σαφώς από το αιώνιο πύρ, γιατί μιλούσαν για πυρ "εν τω νυν αιώνι" και "εν τω ενεστώτι", πριν την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Το δεύτερον, ότι το πυρ αυτό είναι στην πραγματικότητα κτιστό, δεν είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, και το τρίτον, ότι οι ψυχές των ανθρώπων καθαρίζονται δια του πυρός αυτού. Τις θέσεις των Ορθοδόξων θα τις δούμε στον διάλογο, αλλά κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που θα παραθέσουμε σε άλλη ενότητα αυτού του κεφαλαίου.

Μετά την έκθεση των απόψεων από τον Καρδινάλιο Ιουλιανό ομίλησε ο άγιος Μάρκος. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος λέγει ότι μεταξύ των άλλων ο άγιος Μάρκος είπε ότι μέχρι τότε νόμιζαν ότι άλλα πρέσβευαν οι Λατίνοι, τώρα όμως ακούν διαφορετικά πράγματα. Μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: "από γαρ της αφηγήσεως της σής αιδεσιμότητος ολίγην ευρίσκω την μεταξύ

ημών διαφοράν εν τω κεφαλαίω τούτω, και ελπίζω διορθωθήναι κακείνην, ήν ο Θεός ευδοκήση". Φυσικά, όπως λέγει ο Συρόπουλος, αυτό το είπε κατ’ οικονομίαν για να δημιουργήση φιλική ατμόσφαιρα. "Και τόδε οικονομικώτερον οίον ειπείν ή φιλικώτερον ειρηκώς"6. Πάντως, ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους για να δώση την απάντηση.

Στα πρακτικά που παρατίθενται στον Mansi, αμέσως μετά τα λεχθέντα στην πρώτη αυτή συνεδρίαση, εκτίθενται τα όσα συζητήθηκαν κατά την επομένη συνεδρίαση, που έγινε την δεκάτη τετάρτη του μηνός Ιουνίου, κατά την οποία απήντησαν οι Ορθόδοξοι. Όμως ο Συρόπουλος διασώζει ένα περιστατικό, που δείχνει την όλη νοοτροπία που επικρατούσε, αλλά και παρουσιάζει ανάγλυφα το γιατί ο άγιος Μάρκος απέφυγε να απαντά στις συνεδριάσεις αυτές, ενώ ανέλαβε να εκθέση την ορθόδοξη άποψη ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων.

Έγιναν ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των Ορθοδόξων για το τί έπρεπε να απαντήσουν στις απόψεις των Λατίνων περί του καθαρτηρίου πυρός. Τελικά, ο άγιος Μάρκος και ο Νικαίας Βησσαρίων έγραψαν από ένα κείμενο, τα οποία ανεγνώσθησαν σε σύνοδο μεταξύ των Ορθοδόξων. Ο αυτοκράτορας έκανε επιλογή μεταξύ των δύο συγγραμμάτων. Διέταξε να λάβουν το προοίμιο του συγγράμματος του Βησσαρίωνος και ό,τι άλλο φανή χρήσιμο από αυτό και από το γραπτό του αγίου Μάρκου να λάβουν τα περισσότερα και τα καλύτερα, και έτσι να συντεθή το "δοθησόμενον σύγγραμμα". Από τότε "ήρξατο το σκάνδαλον μεταξύ του Εφέσου και του Νικαίας"7.

Ανέλαβε να μιλήση ο Βησσαρίων, αλλά παρενεβάλλοντο και άλλοι, γι’ αυτό λέγεται στα πρακτικά "απελογήθησαν εν εκείνοις τοις κεφαλαίοις οι Γραικοί"8. Φαίνεται, όμως, ότι στην αρχή τον κύριο λόγο είχε ο Νικαίας Βησσαρίων, από ό,τι μας πληροφορεί ο Συρόπουλος. Λέγει ότι ο άγιος Μάρκος συνέγραψε αρίστους λόγους, που ανασκεύαζαν τις απόψεις των Λατίνων. Οι Λατίνοι απαιτούσαν από τον άγιο Μάρκο να απαντήση ποιά είναι η άποψη και η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γι’ αυτούς που εκδημούν με τον θάνατο. Όμως ο άγιος Μάρκος "ουκ έλεγεν αυτήν κωλυόμενος εις τούτο παρά του βασιλέως". Οι Λατίνοι επέμεναν να μάθουν την αιτία για την οποία δεν μιλούσε ο άγιος Μάρκος και τον προκαλούσαν να μιλήση, αλλά ο άγιος "ήγχετο τω βασιλικώ κελεύσματι κωλυόμενος ωσπερεί χαλινώ τινι και εδυσχέραινεν". Τότε ανέλαβε να ομιλήση ο Βησσαρίων, και μάλιστα απεχώρησε από τον τόπο όπου καθόταν μαζί με τον άγιο Μάρκο "καί εις ίδιον εκάθισε τόπον, ένθα και οι άρχοντες οι προειρημένοι συγκλητικοί"*.

Φαίνονται και από αυτό το περιστατικό οι δύσκολες συνθήκες για τον άγιο Μάρκο, αφού και δεσμευόταν από τον Βασιλέα να

ομιλήση και δεχόταν τον φθόνο και το μίσος του Βησσαρίωνος. Ωστόσο όμως ο άγιος Μάρκος κατά την διάρκεια των επομένων συζητήσεων απαντούσε επιτυχώς. Ο Συρόπουλος γράφει: "Ημείς δ’ εθαυμάζομεν πώς ο Εφέσου ευθύς εδίδου τας λύσεις μετά παραστάσεων γραφικών, μη προειδώς ά προέθετο προτείνειν ο Ιωάννης"*.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε τον ενδιαφέροντα διάλογο που έγινε στην Φερράρα για το καθαρτήριο πυρ μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων.

Ο Βησσαρίων έλαβε εντολή από τον αυτοκράτορα να απαντήση στις απόψεις των Λατίνων. Άρχισε με την ανάλυση του αποστολικού χωρίου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Τα έργα τα οποία πρόκειται να κατακαούν, έλεγε, είναι οι πράξεις και ο βίος των ανθρώπων που έζησαν στον κόσμο αυτόν. Το πυρ για το οποίο γίνεται λόγος στο αποστολικό χωρίο είναι το αιώνιο πυρ του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο άλλο πύρ. "Το πυρ εκείνο ό λέγει ο απόστολος, δια τον μέλλοντα αιώνα λέγει, ουχί δε δια τον ενεστώτα". Επίσης, το ρήμα σωθήσεται δεν δηλώνει την σωτηρία, την αποκατάσταση, αλλά το "ουκ αφανισθήσεται". Αυτό σημαίνει ότι ο αμαρτωλός δεν θα αφανισθή, αλλά θα παραμείνη "εν τω πυρί βασανιζόμενος αιωνίως"*.

Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι υπάρχει και πυρ εν τω νυν αιώνι δια του οποίου επιτυγχάνεται ο καθαρισμός της ψυχής, και πυρ εν τω μέλλοντι αιώνι, το οποίο δεν είναι καθαρτικό, αλλά αιώνιο. Επίσης έλεγαν ότι το εν τω νυν αιώνι πυρ είναι καθολικό, δηλαδή, "πάντες δια του πυρός καθαρίζονται". Όποιος έχει πολλές αμαρτίες καθαρίζεται για πολύν καιρό, ενώ όποιος έχει λίγες αμαρτίες "ολιγώτερον και απολύεται, συνεργούσης και της εκκλησίας"*.

Από τις απαντήσεις των Λατίνων δικαιώνεται ο άγιος Μάρκος, ο οποίος, όταν άκουσε την αρχική εισήγηση του Καρδιναλίου Ιουλιανού, είπε ότι άλλη γνώμη είχαν για την διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ και άλλη άκουγαν στην εισήγηση αυτή. Όπως φαίνεται υπάρχει διαφορά. Το γεγονός είναι ότι κατά την συζήτηση απεδείχθη ότι γίνεται λόγος για δύο πυρά, το παρόν και το μελλοντικό, και ότι όλοι οι άνθρωποι περνούν από το καθαρτήριο πύρ.

Οι Ορθόδοξοι τότε απήντησαν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αιωνίου και παρόντος πυρός. Στην ορθόδοξη ερμηνεία του αποστολικού χωρίου εννοείται το αιώνιο πύρ, οι ψυχές των αμαρτωλών πορεύονται σε τόπο σκοτεινό, τόπο λύπης "καί λυπούνται μερικώς, και κολάζονται υστερούμενοι του

θείου φωτός", καθαίρονται δε δια των δεήσεων και των προσευχών της Εκκλησίας. Αυτή η κάθαρση και η αναψυχή δεν γίνεται δια κάποιου υπάρχοντος πυρός, αλλά δια της ενεργείας της προσευχής, της δεήσεως και της ελεημοσύνης.

Κατά τις συζητήσεις φάνηκαν δύο διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων. Η πρώτη συνίσταται στο ότι οι Ορθόδοξοι ομιλούσαν για τόπο κολάσεως και λύπης, αλλά όχι για πύρ, ενώ οι Λατίνοι ομιλούσαν δια "κόλασιν και καθαρισμόν δια πυρός". Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο ότι οι Ορθόδοξοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμετανοήτων αμαρτωλών δεν απέλαβαν τελείως τις κολάσεις από τώρα, αφού περιμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, όπως επίσης οι ψυχές των αγίων απέλαβαν από τώρα τα αγαθά, "αλλ’ ου τελείως". Θα απολαύσουν τελείως τα αγαθά, όταν κατά την ανάσταση των σωμάτων οι ψυχές ενωθούν με τα σώματα. Οι Λατίνοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμαρτωλών δεν κολάζονται τελείως, αφού περιμένουν και τα σώματα για να κολασθούν μετά των σωμάτων αιωνίως, όμως οι ψυχές των αγίων "τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς", τότε όμως θα ευφρανθούν αιωνίως "ενδυσάμενοι τα σώματα εαυτών"*.

Οι Λατίνοι εζήτησαν γραπτώς τις απόψεις των Ορθοδόξων για να τις επεξεργασθούν και να τις συζητήσουν αργότερα. Πραγματικά, έγιναν και άλλες συναντήσεις για να συζητήσουν αυτό το θέμα, όπως κατά την εικοστή πέμπτη του μηνός Ιουνίου και την εικοστή εβδόμη του ιδίου μηνός.

Στις πρώτες αυτές συναντήσεις κεντρικό θέμα ήταν το αποστολικό χωρίο που κάνει λόγο για την σωτηρία "ως δια πυρός". Οι Ορθόδοξοι στηρίζονταν στην ερμηνεία του χωρίου από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την οποία θα δούμε σε επόμενη ενότητα, όταν θα αναπτύξουμε διεξοδικά την διδασκαλία του αγίου Μάρκου για το καθαρτήριο πύρ. Πάντως, όταν οι Λατίνοι επανήλθαν στην συζήτηση, υποστήριξαν ότι το ρήμα σωθήσεται και το σώσον "επί καλού λέγεται ουχί δε επί κακού". Ανέφεραν δε αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι δια του σωθήσεται δηλώνεται η "σωτηρία, και βοήθεια, και λύτρωσις των κακών, και αναψυχή". Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Δαυΐδ "σώσον τον δούλόν σου ο Θεός μου τον ελπίζοντα επί σέ", καθώς επίσης και η κραυγή του Αποστόλου Πέτρου όταν καταποντιζόταν, "κύριε σώσόν με"*. Οι Ορθόδοξοι αντιπαρέταξαν άλλα χωρία με διαφορετική σημασία.

Στην πρώτη αυτή φάση των συζητήσεων οι Ορθόδοξοι δεν ήθελαν να φανερώσουν όλη την διδασκαλία τους για το θέμα, "αλλά μόνον ποιείσθαι τας ερωτοαποκρίσεις εκπλαγίως". Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να επιτύχουν την παράταση των εργασιών της Συνόδου, "έως ότου έλθωσιν οι πρέσβεις από των ρηγάδων"*. Είχαν αποσταλή πρέσβεις από τον Πάπα στους ρηγάδες της Βενετίας για την αποστολή βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν σε

μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι παρέτειναν τις συζητήσεις και δεν εξέθεταν τελείως και πλήρως τις απόψεις τους.

Ωστόσο όμως οι Ορθόδοξοι συζητούσαν μεταξύ τους για το "είπερ οι άγιοι απέλαβον τα αγαθά τελείως, ή ουκ απέλαβον". Αυτό έγινε την δεκάτη έκτη του μηνός Ιουλίου 1438. Ο Βασιλεύς ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους, και μάλιστα "πολλή εγένετο περί τούτου φιλονεικία". Τελικά επεκράτησε η άποψη "ότι απέλαβον και ουκ απέλαβον, απέλαβον μεν τελείως αι ψυχαί καθό ψυχαί, μέλλουσι δε απολαβείν και τελεώτερον εν τη αναστάσει μετά των σωμάτων των ιδίων, και τότε λάμψουσιν ως ο ήλιος, ή και ως το φως όπερ έλαμψεν ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν τω όρει Θαβωρίω"*.

Η συζήτηση για το καθαρτήριο πυρ συνεχίσθηκε και στην Φλωρεντία, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της Συνόδου. Δεν θα εξετάσουμε, βέβαια, στο κεφάλαιο αυτό όλα όσα συζητήθηκαν εκεί, αλλά μόνον όσα ελέχθησαν για το καθαρτήριο πύρ, που ήταν ένα από τα θέματα των συζητήσεων. Στην Φλωρεντία κατέληξαν σε μια πρόταση που φαίνεται ότι είναι συμβιβαστική. Κατά την πρόταση αυτή, "αι ψυχαί των δικαίων τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς, καθόσον εισί ψυχαί. και των αμαρτωλών, την τελείαν κόλασιν, αι δε μέσαι υπάρχουσι μεν εν βασανιστηρίω, και είτε πυρ εστιν, είτε ζόφος και θύελλα, είτε τι έτερον, ου διαφερόμεθα"*.

Η πρόταση αυτή είναι συμβιβαστική, γιατί φαίνεται ότι στις συζητήσεις οι Λατίνοι επανέρχονταν πάλι στα ίδια πράγματα. Οι Λατίνοι έδωσαν γραπτό κείμενο με την προτροπή να συμφωνήσουν οι Ορθόδοξοι και να το υπογράψουν και στην συνέχεια "γενέσθω η ένωσις". Στο κείμενο αυτό, σχετικά με το καθαρτήριο πύρ, λέγεται ότι υπάρχει αυτό το πύρ, το οποίο δέχονται οι μετανοήσαντες και εξομολογηθέντες. Είναι σημαντική μια ενδιαφέρουσα φράση, που δείχνει την διαφορά μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων. Οι Λατίνοι υποστήριζαν ότι η τάξη των αγίων που δεν χρειάζεται να περάσουν από το καθαρτήριο πύρ, "αμέσως ορά την ουσίαν του Θεού". Επίσης ισχυρίζονταν ότι όσοι καθαρθούν, αφού περάσουν μέσα από το καθαρτήριο πύρ, θα αξιωθούν και αυτοί "θεωρείν αμέσως την ουσίαν του Θεού"*.

Παρουσιάζεται εδώ η άποψη των Φραγκολατίνων ότι οι άγιοι βλέπουν την ουσία του Θεού, ενώ στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγεται σαφώς ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του. Το ότι στην διδασκαλία που εξετέθη στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας γίνεται λόγος για πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, που καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην μέθεξη της ουσίας του Θεού, δείχνει ότι το καθαρτήριο πύρ, κατά τους Λατίνους, είναι μια κτιστή πραγματικότητα και ότι

ο άνθρωπος φθάνει στην μέθεξη της ουσίας του Θεού. Όμως, στην Ορθόδοξη διδασκαλία ξέρουμε καλά ότι η κάθαρση είναι το αποτέλεσμα της καθαρτικής ακτίστου ενεργείας του Θεού, ενώ ο φωτισμός και η θέωση είναι μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετη από την αιρετική ταύτιση ουσίας και ενεργείας του Θεού, που είναι το κεντρικότερο ατόπημα των Λατίνων και η κυριότερη απόκλισή τους από την θεολογία των Πατέρων. Πραγματικά, αν εξετάση κανείς προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων, θα καταλάβη καλά ότι συγκεκριμενοποιούνται σε μία, στην αλήθεια περί της ουσίας και ενεργείας του Θεού.

Στις ανεπίσημες συναντήσεις που είχαν οι Ορθόδοξοι με τους Λατίνους και στις οποίες δόθηκε το κείμενο να υπογραφή, ώστε να επέλθη στην συνέχεια η ένωση, οι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την πρότασή τους περί του καθαρτηρίου πυρός, όχι όμως να απολογηθούν για το θέμα "περί της θείας ουσίας και ενεργείας". Γράφεται στα ελληνικά πρακτικά: "ηνάγκαζον γαρ ημάς δέξασθαι την γραφήν, αλλ’ ημείς ορισμόν μη έχοντες βασιλικόν, ουκ εδεξάμεθα αυτήν"*.

Γίνονταν πολλές συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ. Ενώ σε άλλα ζητήματα επήλθε συμφωνία, εν τούτοις διαφωνούσαν ακόμη στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός και της τελειώσεως των θείων δώρων. Μάλιστα, για το καθαρτήριο πυρ σε μια στιγμή είπαν οι Ορθόδοξοι: "τό καθαρτήριον, ούτε δι’ αυτό εσχίσθημεν, ούτε αναγκαίον εστί"*. Οι Λατίνοι ήθελαν να βάλουν το θέμα του καθαρτηρίου στον όρο της συμφωνίας και της ενώσεως. Υπήρχαν μέλη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας που ήθελαν να προσθέσουν και το περί καθαρτηρίου πυρός θέμα στον όρο για να τελειώνη αυτό το έργο, αλλά ο βασιλεύς αντιδρούσε*. Τελικά, στον όρο της Συνόδου ετέθη ότι οι δίκαιοι ευθύς προσλαμβάνονται με τον θάνατό τους στον ουρανό, οι υποπεσόντες σε θανάσιμη αμαρτία χωρίς να μετανοήσουν "ευθέως καταβαίνειν εις άδην", και οι αμαρτήσαντες και μετανοήσαντες, χωρίς να προλάβουν να δώσουν αξίους καρπούς της μετανοίας "τάς τούτων ψυχάς καθαίρεσθαι μετά τον θάνατον". Με τις προσευχές των ζώντων, με τις ιερές θυσίες και τις ελεημοσύνες ανακουφίζονται και ελευθερώνονται οι ψυχές τους από τις τιμωρίες*.

Φυσικά, τον όρο αυτόν δεν υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος Εφέσου, ο Ευγενικός, μερικοί που συμφωνούσαν μαζί του, καθώς επίσης και μερικοί που είχαν αναχωρήσει από την Φλωρεντία προηγουμένως. Η "Ένωση των Εκκλησιών" που έγινε στην Φερράρα - Φλωρεντία δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, και αυτό ήταν μια μεγάλη ευλογία για την Ορθοδοξία. Ο Ορθόδοξος λαός, Κληρικοί και λαϊκοί που

ζούσαν την Ορθόδοξη Παράδοση, αντέδρασαν σε αυτήν την ένωση καί, επομένως, τα όσα υπεγράφησαν σχετικά με το καθαρτήριο πυρ δεν είναι αποδεκτά.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 1722 σε εγκύκλιο προς τους ορθοδόξους Αντιοχείς μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι ένα συνοδικό κείμενο που έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα.

Λέγεται ότι, ενώ οι Λατίνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις τόποι όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αποθανόντων, "ημείς οι ευσεβείς, ακολουθούντες την αλήθειαν και τας τοιαύτας καινοτομίας αποστρεφόμενοι, δύο μεν τόπους δια τας ψυχάς των αποθαμένων, παράδεισον και κόλασιν, δια τους δικαίους και αμαρτωλούς, καθώς η θεία Γραφή μας διδάσκει, ομολογούμεν και αποδεχόμεθα. Τρίτον δε τόπον και πουργατόριον ουδόλως στέργομεν, επειδή και ούτε η Γραφή ούτε οι θείοι Πατέρες τοιούτόν τι μας εδίδαξαν. Πιστεύομεν όμως, ότι οι δύο αυτοί τόποι έχουσι πολλάς και διαφόρους μονάς... Και ουδείς των διδασκάλων της Εκκλησίας παρέδωκεν ή εδίδαξε το τοιούτον πουργατόριον, αλλά όλοι ένα και μόνον τόπον τιμωρητικόν λέγουσι, τον άδην, καθώς και ένα φωτεινόν και λαμπρόν διδάσκουσι, τον παράδεισον. Έχουσιν όμως και οι δύο τόποι μονάς διαφόρους ως είπομεν, και επειδή αι μεν των αγίων και των δικαίων ψυχαί πηγαίνουσιν αναμφιβόλως εις τον παράδεισον, αι δε των αμαρτωλών εις την κόλασιν, από τους οποίους αμαρτωλούς οι μεν ασεβείς και ασύγγνωστα αμαρτήσαντες κολάζονται αιωνίως, οι δε συγγνωστά και μέτρια πταίσαντες ελπίζουσι τυχείν ελευθερίας κατά την άφατον ευσπλαγχνίαν του Θεού, δια τούτο υπέρ των τοιούτων, των μέτρια δηλαδή και συγγνωστά αμαρτησάντων, γίνονται παρά της Εκκλησίας αι προσευχαί και δεήσεις, λειτουργίαι τε και μνημόσυνα και ελεημοσύναι, δια να λάβωσιν αι ψυχαί εκείναι ωφέλειαν και άνεσιν. Όθεν και όταν η Εκκλησία προσεύχεται δια τας ψυχάς των κεκοιμημένων, ελπίζομεν μεν να γίνεται άφεσις παρά Θεού εις τους τοιούτους, όμως όχι δια πυρός και πουργατορίου, αλλά δια της θείας φιλανθρωπίας, καθ’ όν τρόπον οίδεν η άπειρος του Θεού αγαθότης"*.

Από όσα ανεφέρθησαν φαίνεται σαφώς ότι στην διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία δείχνουν την διαφορά από την ορθόδοξη διδασκαλία. Το ένα ότι το καθαρτήριο πυρ ξεχωρίζεται από το αιώνιο πυρ της κολάσεως, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται πουθενά στην Αγία Γραφή και την Πατερική παράδοση. Το δεύτερον, ότι, επειδή λέγεται ότι δια του καθαρτηρίου οι άνθρωποι φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού, και επειδή στην διδασκαλία των Λατίνων ταυτίζεται η ουσία με την ενέργεια, αφού γίνεται λόγος για το actus purus και για κτιστή ενέργεια, γι’ αυτό το λεγόμενο

καθαρτήριο πυρ είναι κτιστό. Θα δούμε πιο κάτω από ποιές προϋποθέσεις ξεκίνησε αυτή η διδασκαλία των Λατίνων και τί συνέπειες έχει για την πνευματική ζωή. Όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι διαφέρει σαφώς από την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.

2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ

Ο άγιος Μάρκος, Μητροπολίτης Εφέσου, ήταν από τους πρωταγωνιστάς στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, εκφραστής της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας σε όλα τα θέματα. Μελετώντας κανείς την διδασκαλία του, θα διαπιστώση περίτρανα ότι είναι εκφραστής της ορθόδοξης διδασκαλίας και κυρίως είναι εκφραστής της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε την αξία της θεολογίας του.

Ήταν φυσικό να ασχοληθή και με το καθαρτήριο πυρ και να εκθέση τις ορθόδοξες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό. Επειδή είναι ενδιαφέροντα τα όσα λέγει και έχουν σχέση με πολλά θεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτό, γι’ αυτό θα κάνουμε ευρύτερη ανάλυσή τους.

Τα όσα θα αναλύσουμε βρίσκονται σε δύο ομιλίες του αγίου Μάρκου που σώζονται καί, φυσικά, είναι ομιλίες τις οποίες κατέθεσε σε συζητήσεις κατά την διάρκεια της Συνόδου στην Φερράρα, καθώς επίσης και μερικά κεφάλαια, που είναι περίληψη όλης της διδασκαλίας του, και με τα οποία αρνείται την διδασκαλία των Λατίνων περί υπάρξεως του καθαρτηρίου πυρός.

Η πρώτη ομιλία έχει τίτλο: "Του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Εφέσου κυρ Μάρκου του Ευγενικού αντίρρησις των Λατινικών κεφαλαίων, άπερ αυτοί προέτεινον, περί του περκατορίου πυρός"*. Όπως φαίνεται, πρόκειται για την ομιλία που συνέταξε ο άγιος Μάρκος αμέσως μετά την τοποθέτηση του θέματος, κατόπιν, βέβαια, εντολής του αυτοκράτορος. Η δεύτερη ομιλία έχει τίτλο: "τού σοφωτάτου και λογιωτάτου Εφέσου κυρ Μάρκου του Ευγενικού, απολογία προς τους Λατίνους δευτέρα, εν ή εκτίθησι και της των Γραικών Εκκλησίας την αληθή δόξαν"*. Τα κεφάλαια επιγράφονται ως εξής: "Συλλογισμοί δέκα δεικνύντες ότι ουκ έστιν πυρ καθαρτήριον"*.

Βέβαια, είναι δύσκολο να παρουσιάση κανείς αναλυτικά όλη την διδασκαλία του αγίου Μάρκου για το θέμα αυτό. Απαιτείται ιδιαίτερη διατριβή για να αναλυθούν όλες οι απόψεις. Θα επιδιώξω, όμως, στην συνέχεια να εκθέσω τις γενικές θέσεις του για το καθαρτήριο πύρ, προσπαθώντας να μην αλλοιώσω το περιεχόμενό τους. Το θεωρώ σημαντικό γιατί, δυστυχώς, για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός γνωρίζουμε ελάχιστα και όσα

παρουσιάζονται, εν πολλοίς δεν εκφράζουν ολοκληρωτικά την ορθόδοξη άποψη για το θέμα.

a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση

Αρχίζοντας την δεύτερη ομιλία του, ο άγιος Μάρκος υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της αληθινής έρευνας των δογματικών θεμάτων που αμφισβητούνται. Γράφει χαρακτηριστικά: "Πολλής μεν ως αληθώς ερεύνης δείται και συζητήσεως όσα των δογμάτων αμφισβητήσιμα και τους εφ’ εκάτερα λόγους ισχυρούς και γενναίους έχοντα"*.

Η έρευνα για αμφισβητούμενα δογματικά θέματα πρέπει να γίνεται με αλήθεια, χωρίς πονηρία, χρησιμοποιώντας κάθε φορά τα ισχυρότερα επιχειρήματα. Με μια τέτοια συζήτηση θα υπάρξη μεγάλο κέρδος, γιατί θα αποκαλυφθή η αλήθεια. "Πολύ δε άρα και το εκ της τοιαύτης συζητήσεως περιγινόμενον κέρδος"*. Φυσικά, ο άγιος ισχυρίζεται ότι το κέρδος θα είναι μεγάλο αν και τα δύο μέρη αποβλέπουν στην εύρεση της αλήθειας και όχι στην έριδα και αν δεν φροντίζουν να νικήσουν με κάθε μέσο, αλλά να ανέχωνται ακόμη και να νικηθούν καλώς*. Με όσα λέγονται γίνεται έλεγχος των Λατίνων, οι οποίοι επεδίωκαν ακριβώς τα αντίθετα. Δεν αναζητούσαν την αλήθεια για το καθαρτήριο πύρ, αλλά απλώς, όπως και σε άλλα θέματα, να επιβάλλουν τις απόψεις τους.

Αναφερόμενος στην αποστολική Σύνοδο που συνεκλήθη για να καθορισθή αν έπρεπε να περιτέμνωνται οι εξ Εθνών Χριστιανοί, και μάλιστα στην συζήτηση που έγινε μεταξύ των Αποστόλων, αλλά και την ομόνοια μετά την σύνοδο, λέγει ότι και οι ίδιοι σε αυτές τις συζητήσεις πρέπει να αποβλέπουν στην ειρήνη και την ομόνοια, έστω και αν γίνη πολλή συζήτηση*.

Έτσι, λοιπόν, είναι αναγκαία η δογματική συζήτηση, όταν υπάρχουν επιχειρήματα και όταν ενδιαφέρωνται για την ειρήνη και την ομόνοια. Αν όμως επικρατή έρις και προσπάθεια επιβολής κάθε απόψεως, τότε δεν μπορεί να υπάρξη ωφέλεια. Αυτό το μέτρο είναι αναγκαίο για κάθε δογματική συζήτηση. Γιατί, αν δεν ενεργή το Άγιον Πνεύμα, αν δεν επικρατή η ειρήνη κατά την διάρκεια των συζητήσεων, τότε είναι αδύνατον να ευρεθή η αλήθεια.

b) Υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση

Η διδασκαλία περί του καθαρτηρίου πυρός των Λατίνων σχετίζεται με την διδασκαλία περί Παραδείσου και Κολάσεως, γι’ αυτό και εξετάζεται και το θέμα αυτό.

Ο άγιος Μάρκος απορρίπτει την ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, που είπε ο Χριστός. Η ψυχή του Λαζάρου βρίσκεται

στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ η ψυχή του πλουσίου στον άδη. Ο Κύριος στην παραβολή αυτή, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, δια μεν του κόλπου του Αβραάμ φανέρωσε "τήν ακροτάτην κατάστασιν εν τη ευδαίμονι λήξει των τω Θεώ φίλων", δια δε του άδου παρέστησε "τών βασάνων την εσχάτην κατάκρισιν και αιωνίαν δίκην των αμαρτωλών". Και φυσικά με την παραβολή αυτή ο Χριστός "ουκ έτι μεταξύ τούτων έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα". Επομένως, υπάρχει Παράδεισος και Άδης και όχι κάποιος άλλος πρόσκαιρος τόπος βασάνου. Άλλωστε, υπάρχει χάσμα μέγα μεταξύ του Παραδείσου και του άδου, κατά την παραβολή αυτή*.

Πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται ότι αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα έχουμε Παράδεισο, Κόλαση και καθαρτήριο πύρ. Η ψυχή του ανθρώπου, όταν απαλλαγή από το σώμα ως ασώματη και άϋλη, "ουκ έστιν εικός υπό σωματικού πυρός κολάζεσθαι", αφού το σώμα της διεφθάρη. Μετά όμως την ανάσταση, αφού η ψυχή εισέλθη πάλι στο άφθαρτο σώμα και αλλοιωθή όλη η κτίση και αφού διαιρεθή το πύρ, δηλαδή θα διαιρεθή το φωτιστικό και το καυστικό του πυρός, τότε ο άνθρωπος θα γευθή της αιωνίου κολάσεως, όπως ακριβώς και οι δαίμονες, γιατί και εκείνοι έχουν κάποια ύλη και περιβάλλονται με μια παχύτητα και έχουν σώματα αέρια και πύρια*. Επομένως, μόνον Παράδεισος και Κόλαση υπάρχει και τίποτε ενδιάμεσο αυτών. Η πρόγευσή τους αρχίζει από την έξοδο της ψυχής από το σώμα.

Βεβαίως, στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος και για τον άδη πριν την ενανθρώπηση του Χριστού και πριν την κατάργηση του θανάτου, δια της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Αλλά και ο Άδης, όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή, δεν μπορεί να ταυτισθή με το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων. Ο Άδης είναι τόπος νοητός, γιατί οι ψυχές δεν έχουν σχήμα*. Οι ψυχές των δικαίων κρατούνταν στον άδη μέχρι την έλευση του Σωτήρος μόνον για την προγονική αμαρτία, "ουχ ως εν πυρί και κολάσει πάντως, αλλ’ ως εν δεσμωτηρίω και φυλακή"*. Επομένως, δεν πρόκειται περί καθαρτηρίου πυρός, όπως διδάσκουν οι Λατίνοι.

Η ύπαρξη ενός είδους καθαρτηρίου προσκαίρου πυρός μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, με την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως των πάντων, αφού καλλιεργεί την ραθυμία στους ραθύμους. Η αποκατάσταση των πάντων και το τέλος της αιωνίου Κολάσεως, όπως το δίδασκε ο Ωριγένης και πέρασε και σε μερικούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, αποκηρύχθηκε και αναθεματίσθηκε από την πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, επειδή καθιστά ραθυμοτέρους τους ραθύμους, που ελπίζουν στην λύτρωση εκ των βασάνων. Κατά τον ίδιο τρόπο και η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός πρέπει να αποβληθή από την Εκκλησία, επειδή καλλιεργεί την εντύπωση ότι δεν πρέπει να αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή, αφού αναμένουν μια άλλη

κάθαρση. "Δια τα αυτά τοίνυν και το προκείμενον δόγμα του καθαρσίου πυρός αποβλητέον αν είη της εκκλησίας, ως ραθυμίαν εμποιούν τοις σπουδαίοις και πείθον αυτούς μη πάσι τρόποις αγωνίζεσθαι κατά τον παρόντα βίον εαυτούς εκκαθαίρειν, ως προσδοκωμένης ετέρας καθάρσεως"*.

Αναλύοντας το θέμα του Παραδείσου και της Κολάσεως, ο άγιος Μάρκος, και εκφράζοντας την διδασκαλία της Εκκλησίας, λέγει ότι ούτε οι δίκαιοι μετά τον θάνατο κατέχουν ολοκληρωτικά την μακαρία εκείνη κατάσταση, ούτε οι αμαρτωλοί οδηγούνται στην αιώνιο κόλαση, όπου θα βασανίζωνται αιωνίως, αλλά και τα δύο αυτά "μετά την εσχάτην εκείνην ημέραν της κρίσεως και την ανάστασιν πάντων αναγκαίως γενήσεσθαι". Τώρα και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί "είναι μεν εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις", όμως οι μεν δίκαιοι βρίσκονται με άνεση και ελευθερία μαζί με τους αγγέλους στον ουρανό και προγεύονται της Βασιλείας των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται κεκλεισμένοι στον άδη, αναμένοντας με στενοχωρία και απαραμύθητη λύπη, σαν κατάδικοι, την απόφαση του Κριτού, βλέποντας όμως την αιώνια βάσανο*.

Φαίνεται από την διδασκαλία του αγίου Μάρκου ότι δεν υπάρχει μέση κατάσταση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι Λατίνοι, ότι, δηλαδή, παρεμβάλλεται μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως ένας ιδιαίτερος τόπος, όπου υπάρχει το καθαρτήριο πύρ, αλλά υφίσταται μια μέση κατάσταση των ψυχών από την άποψη ότι, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, οι μεν δίκαιοι αναμένουν την τελεία απόλαυση του Παραδείσου, οι δε αμαρτωλοί αναμένουν την τελική απόφαση του Κριτού και τον τελικό βασανισμό. Όμως η απόλαυση της θέας του Θεού από τους δικαίους, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ήταν κατά την παρούσα ζωή. Γράφει χαρακτηριστικά ότι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο απολαμβάνουν της μακαρίας θεωρίας του Θεού, "καί της εκείθεν εκπεμπομένης αίγλης τελεώτερόν τε και καθαρώτερον ή πρότερον εν τω βίω τυγχάνοντας"*.

Ο άγιος Μάρκος για να υποστηρίξη αυτήν την άποψη χρησιμοποιεί πολλά χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την τελική κρίση, που θα γίνη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οι δίκαιοι θα ακούσουν τον λόγο: "Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν". Αυτό σημαίνει ότι δεν την είχαν ακόμη κληρονομήσει αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Άλλωστε, εάν την είχαν κληρονομήσει, δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνη η ανάσταση των σωμάτων, η παρουσία του Κριτού και το φοβερό και παγκόσμιο εκείνο δικαστήριο*.

Επίσης ο Απόστολος Παύλος γράφει: "Πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα

δια του σώματος, προς ό έπραξεν, είτε αγαθόν, είτε κακόν" (Β' Κορ. ε', 10). Αυτό σημαίνει ότι πριν το Βήμα εκείνο και πριν εμφανισθούμε ενώπιον του Χριστού, και μάλιστα αφού η ψυχή ζη χωρίς το σώμα, "ουδείς απολαμβάνει προς ό δια του σώματος έπραξεν"*.

Ερωτηθείς ο Μ. Αθανάσιος αν οι δίκαιοι απολαμβάνουν μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα τα αγαθά και οι αμαρτωλοί την κόλαση, απαντά: "Ουδαμώς, όμως δε αυτή η χαρά, ήν έχουσι νυν αι των αγίων ψυχαί, μερική απόλαυσίς εστιν, ώσπερ και η λύπη, ήν οι αμαρτωλοί έχουσι, μερική κόλασις".

Και ο άγιος Μάρκος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως τα αιώνια εκείνα αγαθά, ούτε οι αμαρτωλοί δέχθηκαν την τελεία κατάκριση και έχουν παραπεμφθή στην Κόλαση. Άλλωστε, πριν την ανάσταση των σωμάτων είναι ατελείς "καί οίον ημίτομοι και του σώματος ελλιπείς". Μόνον μετά την είσοδο των ψυχών στα άφθαρτα σώματα θα λάβουν τα βραβεία και τους επαίνους των άθλων*.

Συνεπώς, μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως που προαπολαμβάνουν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, τον βιολογικό θάνατο, δεν υπάρχει κάποιο άλλο κτιστό καθαρτήριο πύρ. Το δόγμα αυτό των Λατίνων δεν μπορεί να στηριχθή στην εκκλησιαστική παράδοση.

c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ

Τα όσα ελέχθησαν δεν είναι το μόνο επιχείρημα για την μη ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός. Φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως ο άγιος Μάρκος, με επιχειρήματα ακλόνητα καταρρίπτει τις θεωρίες των Λατίνων και παρουσιάζει την ορθόδοξη άποψη για το θέμα.

Κατ’ αρχάς υποστηρίζει ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή και στην πατερική παράδοση για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός. Όπου γίνεται αναφορά για το θέμα αυτό, εννοείται το άκτιστο και αιώνιο πύρ, που θα δοκιμάσουν οι αμαρτωλοί μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι δεν υποστηρίζεται, και μάλιστα δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθή από την Αγία Γραφή η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ προ της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.

Η άποψη ότι είναι δυνατόν οι ψυχές δια καθαρτικών τιμωριών, τις οποίες προξενεί κάποιο πρόσκαιρο πύρ, να απαλλαγούν από την αμαρτία, "ουκέτι ρητώς γεγραμμένον ευρίσκομεν, ούτε εν ταις ευχαίς και τοις άσμασι τοις υπέρ αυτών γινομένοις, ούτε εν τοις των διδασκάλων λόγοις"*. Βεβαίως, σε μερικά κείμενα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι, γίνεται αναφορά στο θέμα αυτό, αλλά

παρερμηνεύονται, εντάσσονται, δηλαδή, σε άλλη ερμηνευτική παράδοση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω.

Μπορεί να συναντήση κανείς σε πατερικά κείμενα ότι οι αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες "κολάζονται μεν εκ μέρους", αλλά όχι ότι έχουν εκπέσει στην Κόλαση. Στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων γίνεται λόγος για λύπη των ευρισκομένων στην μέση κατάσταση, που τους κολάζει και τους τιμωρεί ή για αισχύνη και βάσανο της συνειδήσεως ή για μετάμελον ή συγκλεισμόν και σκότος ή για φόβο και αδηλία του μέλλοντος ή και μόνον αναβολή της θείας θεωρίας, αναλόγως των όσων έπραξαν, αλλά ποτέ δεν γίνεται λόγος για πυρ "σωματικόν ασωμάτους ψυχάς κολάζειν τε και καθαίρειν"*. Κανείς εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, που ερμήνευσαν τα σχετικά κείμενα της Αγίας Γραφής, δεν εξέλαβεν ότι γίνεται αναφορά στο καθάρσιο πύρ, που διδάσκουν οι Λατίνοι*.

Ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία Του λέγει ότι εκείνος που θα αποκαλέση τον αδελφό του μωρόν, "ένοχος έσται τη κρίσει". Και επεξηγεί ο άγιος Μάρκος ότι ο Κύριος δεν τον παραπέμπει "εις το καθαρτήριον, αλλ’ εις γέενναν". Θα αποδοθή λόγος για κάθε αργό λόγο "εν τω καιρώ της κρίσεως πάντως, αλλ’ ου καθαρθήσεσθαι δια πυρός διδάσκει"*.

Στην Αγία Γραφή λέγεται ότι η θέα του Θεού είναι τέλειο έπαθλο αυτών που καθάρισαν την καρδιά, κατά τον λόγο του Χριστού, "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται" (Ματθ. ε', 8). Φυσικά, υπάρχουν βαθμοί θεωρίας του Θεού, ανάλογα με τους βαθμούς της καθάρσεως. Επομένως, ούτε όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο βαθμό καθάρσεως, ούτε, φυσικά, υπάρχει ανάγκη του καθαρσίου πυρός, αν σε μερικούς η κάθαρση είναι ελλιπής. Σε όλη την Αγία Γραφή φαίνεται ότι "ήττον όψονται τον Θεόν οι ήττον κεκαθαρμένοι". Θα δούν τον Θεό οι άνθρωποι ανάλογα με τον βαθμό της καθάρσεως. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη άλλη κάθαρση μετά την έξοδο από αυτόν τον βίο*.

Έτσι, λοιπόν, ούτε λέγεται στην Αγία Γραφή ρητώς κάτι για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός προσκαίρου, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά ούτε και εναρμονίζεται με όλο το πνεύμα της αυτή η καινοφανής διδασκαλία των Λατίνων. Δεν υπάρχει καθαρτήριο πυρ μεταξύ του θανάτου κάθε ανθρώπου και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.

d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός

Οι ομιλίες του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός είναι πλουσιότατες καί, φυσικά, είναι δύσκολο να παρουσιασθούν σε αυτήν την συνοπτική ανάλυση της

διδασκαλίας του. Αναγκαστικά είμαστε σύντομοι και αποσπασματικοί. Όμως, παρά τις δυσκολίες της παρουσιάσεως της όλης διδασκαλίας του αγίου Μάρκου, αγωνιζόμαστε να μην την αλλοιώσουμε, αλλά να εξετάσουμε τις γενικές απόψεις του για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ.

Στο τέλος της πρώτης ομιλίας του εκθέτει ως συμπεράσματα τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατόν να υπάρχη το καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Λατίνοι, ως κτιστό, πρόσκαιρο και παρεμβαλλόμενο μεταξύ του θανάτου και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Π ρ ω τ ο ν. Αφού ο πόθος για το θείο, αυτή η ίδια η αγάπη καθαίρει τους ανθρώπους και τους καθιστά θεοειδείς, γιατί δεν μπορεί να συμβή το ίδιο και μετά τον θάνατο, να τους καθαρίση τα μικρά αμαρτήματα αυτός ο πόθος, αλλά χρειάζεται κάποιο καθαρτήριο πύρ;

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Αρμόζει στην αγαθότητα του Θεού να μην παραβλέψη το ολίγον αγαθόν ή να τιμωρήση την μικρά αμαρτία. Αλλά το ολίγον αγαθόν μεταξύ των μεγάλων αμαρτιών δεν επιτυγχάνει καμμία αμοιβή. Ούτε είναι ανάγκη το ολίγον κακόν γι’ αυτούς που έχουν κατορθώσει μεγάλα πράγματα να προσαχθή σε δίκη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη καθαρτήριο πύρ.

Τ ρ ί τ ο ν. Το ολίγον αγαθόν στους αμαρτωλούς δεν μπορεί να έχη ανταπόδοση, αλλά διαφορά κολάσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους. Το λίγο κακό σε αυτούς δεν δημιουργεί κόλαση, αλλά διαφορά απολαύσεως. Επομένως, εφ’ όσον υπάρχει διαφορά απολαύσεως για τους δικαίους και διαφορά κολάσεως για τους αμαρτωλούς, δεν υφίσταται λόγος για ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός.

Τ έ τ α ρ τ ο ν. Συνέχεια των προηγουμένων είναι ότι η όραση του Θεού επιτυγχάνεται ομοίως από όλους τους ανθρώπους, αλλά εξαρτάται από την διαφορά και τον βαθμό της καθάρσεως. Επομένως, σε αυτούς που έχουν ελλιπή κάθαρση "ουδ’ άρα χρεία του καθαρτηρίου πυρός".

Π έ μ π τ ο ν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον λόγο του στο Πάσχα αποφαίνεται ρητώς και καθαρώς ότι δεν υπάρχει κάθαρση "υπέρ την νύκτα ταύτην", δηλαδή δεν υπάρχει καμμία κάθαρση μετά τον βίο αυτόν, που χαρακτηρίζεται ως νύκτα.

Έ κ τ ο ν. Σε λόγο του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι προτιμότερο να καθαρισθούμε εδώ και όχι να παραπεμφθούμε στην βάσανο της κολάσεως, γιατί τότε "κολάσεως καιρός, ου καθάρσεως". Οπότε φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχει κάθαρση

μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά μόνον η αιώνια κόλαση.

Έ β δ ο μ ο ν. Ο Χριστός στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου μεταξύ του Παραδείσου και της Κολάσεως "ουκ έτι... έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα, αλλ’ ή χάσμα μέγα και αδιάβατον διείργον εκατέρους εξ αλλήλων και την άκραν και άμεσον εναντίωσιν παριστών".

Ό γ δ ο ο ν. Δεν είναι δυνατόν η ασώματη και άϋλη ψυχή μετά την απαλλαγή εκ του σώματος να κολάζεται από σωματικό πύρ. Αυτό το αιώνιο πυρ θα υπάρξη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και μετά την ανάληψη του αφθάρτου σώματος.

Έ ν α τ ο ν. Ο Άδης, στον οποίο κατέβαιναν οι ψυχές των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν ήταν στον τύπο του πυρός και της κολάσεως, αλλά στον τύπο του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Κατά τον ίδιο τρόπο τις ψυχές των μετρίως αμαρτησάντων "ο τοιούτος Άδης καθέξει μετά τον θάνατον". Δηλαδή, οι ολίγα αμαρτήσαντες μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα ζουν σαν σε δεσμωτήριο και φυλακή, αναμένοντας την τελική δίκη, οπότε θα αρχίση η Κόλαση. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι αναγκαίο να υπάρξη καθαρτήριο πύρ.

Δ έ κ α τ ο ν. Οι όσιοι Πατέρες που έζησαν την ισάγγελη πολιτεία στην γη και εμυήθησαν με οπτασίες και με ενύπνια και θαύματα στην ζωή της αιωνίου κολάσεως των ασεβών και των αμαρτωλών, όπως ζωγραφίζει και η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, "περί καθαρτικού προσκαίρου πυρός ουδέν ουδαμού διεσάφησαν".

Ε ν δ έ κ α τ ο ν. Πρέπει να αποβληθή το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός, διότι οδηγεί τους ανθρώπους στην ραθυμία και στο να μην αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή να καθαρθούν, αναμένοντας κάποια μελλοντική κάθαρση, όπως ακριβώς αποβλήθηκε και το περί αποκαταστάσεως δόγμα, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στα ίδια αποτελέσματα*.

Τα ίδια επιχειρήματα αναπτύσσει και στους συλλογισμούς του περί της μη υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός, όπου φαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να δεχθούμε την ύπαρξη τέτοιου πυρός, προσκαίρου και κτιστού. Στους συλλογισμούς αυτούς τα επιχειρήματα του αγίου Μάρκου επικεντρώνονται σε τρία σημεία.

Το πρώτον ότι, όπως διδάσκει όλη η Αγία Γραφή και η Παράδοση της Εκκλησίας, υπάρχει διαφορά οράσεως του Θεού, ανάλογα με την κάθαρση του ανθρώπου από την ζωή αυτή. Τελειότερα ορά την δόξα του Θεού ο περισσότερο κεκαθαρμένος. Οπότε υπάρχει μεγαλυτέρα και μικροτέρα θεωρία του Θεού, αναλόγως της καθάρσεως. Εκείνος που έχει και μερικά αμαρτήματα, "ορά και

αυτός τον Θεόν άνευ του καθαρτηρίου επιδεηθήναι πυρός", αρκούσης προς τούτο της φιλανθρωπίας του Θεού, σε ανάλογο, βέβαια, βαθμό. Η διδασκαλία, όμως, του καθαρτηρίου πυρός αναιρεί αυτήν την διαφορά της απολαύσεως της δόξης του Θεού. Διότι, εφ’ όσον οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής διέρχονται από το πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, έπεται ότι όλες οι ψυχές των δικαίων "εν τη αυτή θεωρία του Θεού είναι, όπερ εστίν η μακαριότης". Αυτό όμως είναι ψεύδος, γιατί ο Χριστός είπε ότι στην Βασιλεία του Πατρός Του "μοναί πολλαί εισιν" ('Ιω. ιδ', 2).

Το δεύτερον επιχείρημα είναι ότι δεν είναι δυνατόν να αλλαγή με κανένα καθαρτήριο πυρ η θέληση του ανθρώπου μετά την έξοδο από την ζωή αυτή. "Ή τε της θελήσεως κίνησις, ή τε των πραγμάτων εξ ανάγκης εν τω παρόντι συγκέκλεισται βίω". Η βούληση μπορεί να μεταβληθή όσο βρίσκεται ο άνθρωπος στη ζωή αυτή, όπου δε ευρεθή μετά τον θάνατο μένει ακίνητη. "Και άθλου ή δίκης δια ταύτα τυγχάνει, και μη δια του καθαρτηρίου οδεύουσα". Εφ’ όσον, λοιπόν, ζητείται για την μακαριότητα η ευθύτης της θελήσεως και εφ’ όσον το καθαρτήριο δεν μπορεί να μεταβάλη την θέληση από πονηρά σε αγαθή, επειδή αυτό γίνεται όσο ζη ο άνθρωπος στην βιολογική ζωή, γι’ αυτό προς την μακαριότητα "ουδέν συνεισφέρει το καθαρτήριον". Αυτό σημαίνει ακόμη ότι δεν μπορούν οι άνθρωποι να καθαρθούν με κανένα καθαρτήριο.

Το τρίτον επιχείρημα είναι ότι, όπως υπάρχει διαφορά απολαύσεως της Βασιλείας των Ουρανών, έτσι υπάρχει και διαφορά κολάσεως. Καί, όπως είπαμε πιο πάνω, το ολίγον αγαθόν των αμαρτωλών δεν είναι δυνατόν να δώση ανταπόδοση, "αλλά μόνον διαφοράν κολάσεως". Έτσι, και το ολίγον κακόν στους δικαίους "ου ποιήσει κόλασιν, αλλά μόνον διαφοράν απολαύσεως". Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Λατίνοι*.

e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου

Οι Λατίνοι για την υποστήριξη του καθαρτηρίου πυρός χρησιμοποίησαν διάφορα αγιογραφικά χωρία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στις ομιλίες αυτές, που είναι αντιρρητικές και χρησιμοποιήθηκαν στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, ερμηνεύει ορθόδοξα τα αγιογραφικά αυτά χωρία και αποδεικνύει ότι οι Λατίνοι στην πραγματικότητα τα παρερμήνευσαν για να κατοχυρώσουν την νέα τους δοξασία.

Το κυριότερο χωρίο στο οποίο στράφηκε ο λόγος είναι αυτό που προέρχεται από την Α' προς Κορινθίους επιστολή, στο οποίο γίνεται λόγος για την δοκιμασία του έργου δια του πυρός. Συγκεκριμένα εκεί ο Απόστολος Παύλος γράφει: "έκαστος δε βλεπέτω πώς εποικοδομεί, θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός. ει δε τις

εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται, η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 10-15).

Το χωρίο αυτό, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, ενώ φαίνεται ότι εισάγει το καθαρτήριο πύρ, εν τούτοις "μάλιστα δε πάντων αυτό αναιρεί". Οι λόγοι που το αποδεικνύουν είναι οι ακόλουθοι. Πρώτον, ο Απόστολος Παύλος το ονόμασε δοκιμαστικό και όχι καθαρτικό. Δεύτερον, όλα τα έργα, ακόμη και τα αγαθά και τιμιότατα θα περάσουν από αυτό το πύρ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν χρειάζονται όλα κάθαρση. Τρίτον, ο Απόστολος λέγει ότι ενώ τα έργα των πονηρών θα κατακαούν, αυτοί οι ίδιοι θα ζημιωθούν, κατά την ερμηνεία όμως των Λατίνων οι καθαιρόμενοι θα κερδίσουν. Τέταρτον, τα όσα λέγονται από τον Απόστολο θα γίνουν κατά την ημέρα της Κρίσεως και του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο καθαρτήριο πυρ μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως. Άλλωστε, πουθενά στην Αγία Γραφή δεν λέγεται αυτό. Μάλιστα ο Χριστός είναι κατηγορηματικός όταν λέγη: "απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον" (Ματθ. κε', 46).

Επομένως, πρόκειται ουσιαστικά για την άκτιστη Χάρη του Θεού, η οποία τους μεν δικαίους φωτίζει, τους δε αμαρτωλούς κατακαίει. Σε αυτό συνευδοκούν και τα χωρία της Αγίας Γραφής, τα οποία παραθέτει ο άγιος Μάρκος. Ο Προφητάναξ Δαυΐδ λέγει: "Πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα" (Ψαλμ. μθ', 3). Και ακόμη: "Πύρ εναντίον αυτού προπορεύσεται, και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού" (Ψαλμ. ζ', 3). Και ο Προφήτης Δανιήλ γράφει: "Ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού" (Δαν. ζ', 10).

Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η φράση του Αποστόλου Παύλου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός". Ο άγιος Μάρκος, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση, λέγει ότι το έργο που το πυρ θα κατακαύση και θα αφανίση τελείως είναι η πονηρά διάθεση ή ενέργεια. Το "ζημιωθήσεται" αναφέρεται στα πονηρά φορτία, τα οποία είχαν οι αμαρτωλοί, το δε "σωθήσεται" στην διατήρησή τους. Γράφει χαρακτηριστικά: "σώσει δε όμως, τουτέστιν εις το διηνεκές καθέξει τε και φυλάξει, μη συναπολλυμένους τη πονηρία"*.

Αυτό σημαίνει ότι η Χάρη του Θεού θα διατηρήση και τους αμαρτωλούς, θα αποκαταστήση την φύση τους και θα παραμείνουν και αυτοί αιωνίως στην Κόλαση. Επομένως, η σωτηρία αναφέρεται στην διατήρηση.

Αυτή η ερμηνεία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού δεν είναι αυθαίρετη, αλλά είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο άγιος Μάρκος αναφέρει την ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου και την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου για το πυρ του μέλλοντος αιώνος.

Ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος είναι το στόμα του Παύλου, όπως και ο Απόστολος Παύλος είναι στόμα Χριστού, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση του Αποστόλου Παύλου, γράφει ακριβώς: "σωθήσεται γαρ "φησίν" ο αμαρτωλός ως δια πυρός", τουτέστι διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί και ου συναπολείται τοις πονηροίς έργοις και διαθέσεσι"*. Αυτό δεν είναι άσχετο από την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, ότι δεν μπορεί ποτέ να οδηγηθή στην ανυπαρξία, στο μη όν και ότι ο Χριστός με την ανάστασή Του έδωσε σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, ως δώρο Του την ανάσταση, η οποία θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, ότι θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, όχι όμως της θελήσεως, και ότι ενώ οι δίκαιοι θα απολαύσουν το "αεί εύ είναι", οι αμαρτωλοί θα δεχθούν το "αεί φεύ είναι".

Ο Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό "φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός", λέγει ότι, επειδή το πυρ έχει δύο ιδιότητες, την φωτιστική και καυστική, η φωνή του Κυρίου θα διακόψη το πυρ αυτό "ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως διαμείναι"*.

Παρουσιάζοντας δε το χωρίο αυτό του Μ. Βασιλείου, ο άγιος Μάρκος λέγει ότι τα λαμπρά και φωτεινά έργα των δικαίων λαμπρότερα φαίνονται, οι δε δίκαιοι θα γίνουν κληρονόμοι του φωτός. Όμως οι αμαρτωλοί θα ζημιωθούν με την αποβολή των έργων τους, ενώ "σώζονται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, διηνεκώς εν τω πυρί μένοντες (τούτο γαρ σημαίνει κυρίως και η φωνή του σώζεσθαι), ίνα μη δόξωσι δια το φθαρτικόν του πυρός και αυτοί καθάπαξ απόλλυσθαι"*. Συγχρόνως, ο άγιος Μάρκος λέγει ότι αν υπάρχη κάποιος εξηγητής, ο οποίος με την λέξη σωτηρία εννοεί την απαλλαγή από την κόλαση, και με την διέλευση δια του πυρός εννοεί τον καθαρισμό, αυτός "παρανοήσας αυτό φαίνεται παντελώς"*.

Κατά τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, η ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου είναι η πλέον αξιόλογη και με αυτήν συμφωνούν όλοι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Έτσι, η χρυσοστομική ερμηνεία "πάντων εστίν ακριβεστέρα τε και αληθεστέρα"*. Μέσα στα πλαίσια αυτά προσθέτει και ο ίδιος μια ερμηνεία, που συνδέεται με τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στην Κόρινθο και έδωσαν την αφορμή στον Απόστολο Παύλο να πη αυτόν τον λόγο.

Ισχυρίζεται ο άγιος Μάρκος ότι ο Απόστολος Παύλος στην περίπτωση αυτή εννοεί τον Χριστιανό εκείνο της Κορίνθου που επόρνευσε. Ήταν ένας από τους διδασκάλους πού, ενώ έπεσε σε μεγάλο παράπτωμα, "τής διδασκαλικής αξίας όμως αντείχετο, σύστημα έχων υφ’ εαυτόν ουκ ευκαταφρόνητον και τη έξω σοφία και τω πλούτω θαρρών"*. Έτσι φαίνεται ότι ο Απόστολος είχε υπ’ όψη του κάποιον διδάσκαλο που ενώ είχε αμαρτήσει, εν τούτοις εξακολουθούσε να διδάσκη έχοντας εμπιστοσύνη στην έξω σοφία και τον πλούτο της διανοίας. Αυτό το εξάγει από τα όσα λέγονται στο σχετικό κεφάλαιο της επιστολής του Αποστόλου Παύλου.

Επομένως, κατά τον άγιο Μάρκο, ο λόγος αυτός "πρός τον πεπορνευκότα λοιπόν εμφαντικώς αποτείνεται". Ένας τέτοιος διδάσκαλος όχι μόνον δεν θα λάβη μισθό της διδασκαλίας του, αλλά και το έργο της διδασκαλίας θα κατακαή. Όμως αυτός θα παραμείνη να δικαστή για τις πράξεις του. "Αυτός γε μην ο τοιούτος διδάσκαλος ου συνδιαφθαρήσεται τω οικείω έργω, αλλά σωθήσεται και παραμενεί και τω κριτή παραστήσεται και λόγον υφέξει των πεπραγμένων και την αιώνιον υποστήσεται δίκην, μηδέν του έργου της διδασκαλίας εκείνης, άτε διαφθαρείσης, ονάμενος... και σωθήσεται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, βέλτιον γαρ ήν αυτώ ει μηδέ εγένετο μηδέ τότε εσώθη, τοιαύτην ύλην επιφερόμενος"*.

Πρέπει να σημειωθή ότι επανειλημμένως ο άγιος Μάρκος χρησιμοποιεί τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, ότι σωτηρία εννοείται το "περιλείπεσθαι". "...σωτηρίαν νοείσθαι τούτ’ αυτό μόνον, το μη τω έργω συνδιαφθείρεσθαι, περιλείπεσθαι δέ, εκείνου διαφθαρέντος". Ο άνθρωπος αυτός θα παρουσιασθή ενώπιον του Κριτού "περιπεφλεγμένος". Άλλωστε, το πυρ αυτό για το οποίο κάνει λόγο ο Απόστολος Παύλος είναι μόνον δοκιμαστικό, "αλλ’ ουκ αυτό εκείνο το τους αμαρτωλούς αιωνίως υποδεξόμενον"*. Σαφώς, δηλαδή, εδώ ο άγιος Μάρκος διακρίνει το δοκιμαστικό πυρ της κρίσεως, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, από το αιώνιον πυρ της κολάσεως. Φυσικά, το πυρ της κρίσεως δεν είναι κτιστό, αλλά άκτιστο. Νομίζω αυτή η διάκριση φανερώνει, αφ’ ενός μεν την δοκιμασία της κρίσεως, που γίνεται από τον Ίδιο τον Χριστό, αφ’ ετέρου δε την καυστική ιδιότητα της ενεργείας του Θεού, που οφείλεται στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.

Αντικρούοντας ο άγιος Μάρκος την άποψη ότι η λέξη σωτηρία δεν χρησιμοποιείται για τα κακά, αλλά μόνον για τα αγαθά, αναφέρει το σχετικό χωρίο από τον Ιώβ. Ο αγγελιοφόρος μετά την καταστροφή πήγε στον Ιώβ για να του αναγγείλη τα γενόμενα λέγοντάς του: "Σωθείς δε εγώ μόνος ήλθον του απαγγείλαί σοι" ('Ιώβ α', 15). Σώθηκε, διατηρήθηκε από την καταστροφή και πήγε να του αναγγείλη το κακό*.

Επομένως, ο αποστολικός λόγος δεν μπορεί να στηρίξη κανένα καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Λατίνοι. Αναφέρεται σαφώς στο μελλοντικό δικαστήριο, στην κρίση και την διατήρηση του αμαρτωλού, δηλαδή στην διέλευσή του δια του πυρός, χωρίς να καταστραφή μαζί με τα πονηρά του έργα.

f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο

Οι Λατίνοι για να υποστηρίξουν την καινοφανή διδασκαλία τους για το καθαρτήριο πυρ χρησιμοποίησαν κατά τον διάλογο και πατερικά χωρία. Και αυτό γιατί οι Ορθόδοξοι ζήτησαν να μάθουν που στηρίζουν την διδασκαλία τους, που είναι ξένη για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα δούμε όμως στην συνέχεια ότι οι Λατίνοι αλλοίωναν στην πραγματικότητα τα χωρία των Πατέρων, όπως, άλλωστε, έκαναν και με τα αγιογραφικά χωρία.

Δεν πρόκειται να κάνω μεγάλη ανάλυση αυτής της πλευράς του θέματος, απλώς θα την σχολιάσω, εξάγοντας και τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν "ρήματά τινα της πέμπτης οικουμενικής συνόδου", στα οποία φαίνεται ότι αποδέχεται την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου και του αγίου Αμβροσίου. Στην συνέχεια χρησιμοποίησαν χωρία του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, ευχές του Μ. Βασιλείου, ρητά του μακαρίου Γρηγορίου Νύσσης, καθώς επίσης ρητά του θείου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, του μεγάλου Επιφανίου και του θεορρήμονος Δαμασκηνού. Επίσης γίνεται αναφορά και στον μακάριο Θεοδώρητο*.

Χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα πατερικά χωρία, οι Λατίνοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η θεία δικαιοσύνη δεν αφήνει τίποτε ατιμώρητο, και γι’ αυτό είναι ανάγκη να υπάρχη ένας άλλος τόπος για όσους δεν τιμωρήθηκαν στην ζωή αυτή, ούτε πρόκειται να τιμωρηθούν στον ουρανό ή στον άδη, στον οποίο θα τιμωρηθούν και θα καθαρισθούν. Μετά από αυτά λέγεται από τους Λατίνους: "λείπεται δη τόπον έτερον είναι αφωρισμένον, ου δει την κάθαρσιν ταύτην γίνεσθαι, δι’ ής έκαστος καθαρός γενόμενος, εις την ουράνιον απόλαυσιν παραχρήμα ανάγεται"*.

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως και αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών και των πατερικών λόγων, αναλύει και ερμηνεύει ορθόδοξα όλα αυτά τα χωρία, καταρρίπτοντας τις απόψεις των Λατίνων. Αποδεικνύει περίτρανα ότι σε κανένα από τα πατερικά αυτά χωρία δεν αναφέρεται σαφώς ότι υπάρχει το λεγόμενο κολαστήριο πύρ. Επομένως, δεν δικαιολογείται από πουθενά η ύπαρξη του πουργατορίου, όπως έλεγαν οι Λατίνοι. Απλούστατα, στην προσπάθειά τους να το κατοχυρώσουν, αλλοίωναν, και παρερμήνευαν τους πατερικούς λόγους.

Έτσι, ο άγιος Μάρκος αποδεικνύει ότι άλλα από τα χωρία αυτά δεν ομιλούν καθαρώς για το καθαρτήριο πύρ, όπως τα χωρία τα προερχόμενα από τον Αυγουστίνο και τον άγιο Αμβρόσιο, άλλα ότι παρερμηνεύονται, όπως του Μ. Βασιλείου, του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κ.λ.π.

Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν ομιλεί περί αποκαταστάσεως των πάντων, κατά τρόπο φιλοσοφικό και αιρετικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν και μερικοί σύγχρονοι μελετητές, επηρεασμένοι από την δυτική ερμηνευτική παράδοση, αλλά εντάσσεται μέσα στην εκκλησιαστική Ορθόδοξη Παράδοση. Αυτό θα το δούμε σε άλλο κεφάλαιο.

Επίσης, και το ότι οι Λατίνοι χρησιμοποιούν χωρία της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου γίνεται αντικείμενο κριτικής και ελέγχου από τον άγιο Μάρκο, που ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να θεσπίζη τέτοια διδασκαλία η μεγάλη αυτή Οικουμενική Σύνοδος. Στην συνέχεια καταλήγει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάρκος: "ούτε γαρ η γραφή διπλήν κόλασιν και διπλούν πύρ, ουθ’ η πέμπτη των οικουμενικών συνόδων ημίν παραδέδωκεν"*.

Στην δεύτερη ομιλία του ο άγιος Μάρκος αναλύει διεξοδικά το θέμα αυτό, παρουσιάζοντας τόσο διάφορα πατερικά χωρία που αναφέρονται στα μέλλοντα, χωρίς να γίνεται σαφής λόγος για καθαρτήριο πύρ, όσο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και πώς η Εκκλησία αντιμετωπίζει το σοβαρό αυτό θέμα. Δεν είναι όμως ο κατάλληλος τόπος για την ανάπτυξή του.

Γενικά, ο άγιος Μάρκος ισχυρίζεται ότι οι Λατίνοι παρανοούν και παραχαράσσουν την πατερική διδασκαλία γύρω από το θέμα αυτό. Οι Λατίνοι δεν έχουν ορθόδοξες προϋποθέσεις για να κατανοήσουν τους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και αστοχούν κατά την ερμηνευτική παρουσίασή τους.

Βέβαια, στην ορθόδοξη διδασκαλία γίνεται λόγος για την άφεση των αμαρτιών και την αξία των μνημοσύνων. Αυτά τα δύο γεγονότα οι Λατίνοι δεν μπορούν να τα κατανοήσουν πραγματικά. Στην συνέχεια θα γίνη μία μικρή αναφορά στην σχετική διδασκαλία της Εκκλησίας.

Η ά φ ε σ η τ ω ν α μ α ρ τ ι ω ν στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι απαλλαγή από την κόλαση και την τιμωρία. Και αυτή η άφεση γίνεται με τρεις τρόπους και σε τρεις διαφόρους χρόνους. Η πρώτη κατά τον καιρό του Βαπτίσματος, η δεύτερη μετά το Βάπτισμα, δια της επιστροφής και του πένθους κατά την παρούσα ζωή, και η τρίτη μετά τον θάνατο, δια των ευχών και ευποιϊών και όσων επιτελεί η Εκκλησία του Χριστού.

Η άφεση δια του Βαπτίσματος είναι άμοχθος και ομότιμος σε όλους. Είναι έργο της Χάριτος και δεν απαιτείται έργον εκ μέρους του ανθρώπου παρά μόνον η πίστη. Η μετά το Βάπτισμα άφεση είναι επίπονη και απαιτεί μετάνοια και συντριβή του ανθρώπου. Η μετά τον θάνατο άφεση είναι μεν επίπονη και αυτή, διότι συνδέεται στενά με την μετάνοια "καί την συνείδησιν πλήττουσαν και την αποτυχίαν των αγαθών οδυνώσαν", αλλά είναι καθαρά από τιμωρία, αφού δεν είναι δυνατόν να είναι άφεση και συγχρόνως τιμωρία.

Στην πρώτη και τρίτη άφεση πλεονεκτεί η Χάρη του Θεού, συμβάλλουν και οι προσευχές, "ολίγον δε λίαν το παρ’ ημών εισφερόμενον". Η μεσαία άφεση γίνεται με την Χάρη του Θεού, αλλά περισσότερο από την δική μας έργασία: "η μέση δε τουναντίον ολίγον μεν το παρά της χάριτος έχει, πλείστης δε δείται της παρ’ ημών εργασίας". Επίσης, διαφέρει η πρώτη άφεση, δια του αγίου Βαπτίσματος, από την τελευταία άφεση, μετά τον θάνατο, γιατί η πρώτη άφεση είναι συγχώρηση όλων των αμαρτιών, η δε τελευταία είναι άφεση μόνον των μη θανασίμων, και μάλιστα εκείνων για τα οποία ο άνθρωπος μετανόησε κατά την διάρκεια της βιολογικής ζωής.

Αυτή είναι η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος, γι’ αυτό εύχεται για άφεση των κεκοιμημένων. Παρακαλεί τον Θεό να συγχωρήση τα αμαρτήματα των μετανοησάντων Χριστιανών, των τελειωθέντων εν τη πίστει, χωρίς να ορίζη καμμία τιμωρία, γιατί γνωρίζει ότι σε τέτοια αμαρτήματα "πολύ την θείαν αγαθότητα τον της δικαιοσύνης λόγον υπερνικάν". Έτσι, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για την αγαθότητα του Θεού και όχι για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης*.

Συναφές με την άφεση των αμαρτιών είναι και το θέμα των μ ν η μ ο σ ύ ν ω ν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους Χριστιανούς και εύχεται γι’ αυτούς στον Θεό, αλλά με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικό λόγο από τους Λατίνους. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθή το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων με τα μνημόσυνα, που γίνονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το πρώτον προϋποθέτει κάθαρση δια της τιμωρίας, το δεύτερον προϋποθέτει τελείωση στην ατέλεστη πορεία του ανθρώπου προς την θέωση. Ο άγιος Μάρκος δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το θέμα αυτό.

Τα μνημόσυνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνονται για όλους τους ανθρώπους που κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως και την πίστη στον Ιησού Χριστό. Και επομένως, τα μνημόσυνα και οι ευχές της Εκκλησίας ωφελούν όλους τους κεκοιμημένους, δικαίους και αδίκους, αγίους και αμαρτωλούς. Βέβαια, διαφέρει η ευχή που λέγεται για κάθε Χριστιανό. Και για τους αγίους, δηλαδή, κάνουμε μνημόσυνα και προσφέρουμε κόλλυβα στις μνήμες τους, αλλά,

επειδή έχουμε τεκμήρια αγιότητας και επειδή έχουν καταριθμηθή στον κατάλογο και την χορεία των αγίων, γι’ αυτό και διαφορετική είναι η ευχή. Δεν παρακαλούμε τον Θεό να τους ελεήση, αλλά προσευχόμαστε "εις τιμήν και μνήμην" και ζητούμε τις ευλογίες τους για μάς.

Ο άγιος Μάρκος γράφει για την ωφέλεια των ευχών των μνημοσύνων: "Υπέρ πάντων ομοίως ποιούμεθα των εν τη πίστει κεκοιμημένων, και πάσιν αυτάς συντελείν τι και συνεισφέρειν φαμέν προς άπαντας διαβαίνειν την απ’ αυτών δύναμιν και ωφέλειαν"*. Επομένως, οι ευχές γίνονται για όλους τους κεκοιμημένους εν τη ορθοδόξω πίστει.

Προσεύχεται η Εκκλησία κατ’ αρχάς για τους αμαρτωλούς, οι οποίοι έχουν κλειστή στον άδη, "ίνα μικράς τινος ανέσεως τύχωσιν, ει και μη τελείας απαλλαγής". Προσεύχεται κυρίως για τους κεκοιμημένους εν πίστει "κάν αμαρτωλότατοι είεν". Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις αγίων που προσευχήθηκαν και για ασεβείς, αλλά "η του Θεού εκκλησία των (μέν) τοιούτων ουδαμώς υπερεύχεται"*. Οι αμαρτωλοί και κεκλεισμένοι μετά τον θάνατο στον άδη ωφελούνται από τις ευχές αυτές, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τελικά καταδικασθή και ούτε ακόμη έχουν την τελεσίδικη απόφαση του δικαστού, αφ’ ετέρου δε γιατί ακόμη δεν έχουν πέσει στην κόλαση, πράγμα που θα γίνη μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αν αυτό ισχύη για τους αμαρτωλούς, πολύ περισσότερο ωφελούν τα μνημόσυνα και οι ευχές αυτούς που μετανόησαν, αλλά δεν πρόφθασαν να καθαρισθούν τελείως και να φθάσουν στον φωτισμό του νού. Αν αυτοί έχουν ελάχιστα ή κούφα αμαρτήματα, αποκαθίστανται στον κλήρο των δικαίων ή παραμένουν εκεί που βρίσκονται, δηλαδή στον άδη, και "κουφιούσι των δυσχερών και προς ελπίδας επανάξουσι χρηστοτέρας"*.

Τα μνημόσυνα, όμως, και οι ευχές της Εκκλησίας ωφελούν και τους δικαίους και τους οσίως βιώσαντας. Αυτή είναι κεντρική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάρκος ισχυρίζεται ότι οι ευχές της θείας Λειτουργίας αποδεικνύουν ότι "καί προς τους ήδη της παρά Θεώ μακαριότητος απολαύοντας η των ευχών τούτων και μάλιστα της μυστικής θυσίας δύναμις διαβαίνει". Αυτό φαίνεται σε σχετική ευχή κατά την θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου: "Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών, και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου". Έστω κι άν, προσευχόμενοι για τους αγίους, δεν ζητούμε γι’ αυτούς αγαθά, αλλά ευχαριστούμε γι’ αυτούς και "εις δόξαν αυτών τούτο ποιούμεν, και ούτω τρόπον τινά και υπέρ αυτών η θυσία γίνεται και προς αυτούς διαβαίνει"*.

Σε άλλο σημείο ο άγιος Μάρκος αναλύει διεξοδικότερα ποιά είναι η ωφέλεια των αγίων δοκιμάζοντας το πυρ που βρίσκεται πάντοτε με τον Θεό, και είναι η άκτιστη ενέργειά Του. Γράφει: "Το γαρ τοιούτον πυρ τους μεν αγίους, άτε μηδέν κακίαν έργον και γνώρισμα επιφερομένους λαμπροτέρους αποφανεί, καθάπερ χρυσόν εν καμίνω δοκιμασθέντας..."*. Είναι φανερό στο χωρίο αυτό, όπως και σε άλλα συναφή των αγίων Πατέρων, ότι οι άγιοι ελλάμπονται περισσότερο και καθίστανται χωρητικότεροι της μεθέξεως της δόξης του Θεού.

Ο άγιος Μάρκος χρησιμοποιεί και χωρίο του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, στο οποίο φαίνεται ότι ο ιεράρχης προσεύχεται και για τους τελειωθέντας κατά την θεία ζωή. Με την παράθεση του χωρίου αυτού ο άγιος λέγει ότι η δύναμη των ευχών και ιδίως της μυστικής θυσίας διαβαίνει "καί προς τους δικαίως τε και οσίως βιώσαντας". Και αυτό εξηγείται, γιατί εν σχέσει με την τελειότητα και οι άγιοι είναι ατελείς καί, επομένως, μπορούν να γίνουν χωρητικότεροι της θείας δόξης. Συγκεκριμένα γράφει: Διαβαίνει η δύναμη των προσευχών και της θείας Λειτουργίας και προς τους δικαίως και οσίως βιώσαντας "άτε και αυτούς ατελείς όντας και την προς ταγαθόν επίδοσιν αεί προσλαμβάνοντας και μήπω τελείας της μακαριότητος απολαύοντας"*.

Επομένως, οι ευχές της Εκκλησίας διαβαίνουν προς όλους, και τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, αλλά ενεργούν διαφορετικά στον καθένα, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που απέκτησε από την ζωή αυτή. Και καταλήγει ο άγιος: Επειδή σε όλους διαβαίνουν οι προσευχές της Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν είναι ανάγκη να δεχθούμε το καθαρτήριο πύρ. Την κάθαρση και σωτηρία ενεργεί η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού*.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Μάρκου είναι ορθόδοξη και απαντάται σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Δεν έχουμε την πρόθεση να την αναπτύξουμε διεξοδικά εδώ. Εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, υπάρχουν τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, ήτοι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νού και η θέωση του ανθρώπου. Η τελείωση του ανθρώπου είναι ατέλεστη. Πάντοτε ο άνθρωπος επιδέχεται βελτίωση στην πνευματική του κατάσταση. Η κίνηση αυτή θα συνεχίζεται και στον μέλλοντα αιώνα. Επομένως, όταν ο άνθρωπος δια της μετανοίας εισέρχεται στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά, λόγω του θανάτου δεν μπορεί να ολοκληρώση την κάθαρση και να πορευθή στον φωτισμό, αυτό θα γίνη με τις ευχές και τα μνημόσυνα που κάνει η Εκκλησία. Θα υπάρχη, δηλαδή, διαρκής εξέλιξη στην μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Έτσι πρέπει να εννοήσουμε πολλά περιστατικά που συναντούμε στην ζωή των αγίων, κατά τα οποία η προσευχή τους δικαίωσε τα πνευματικά τους παιδιά. Αν σκεφθούμε ότι δικαίωση είναι ο φωτισμός του νού, και φυσικά

αυτό είναι κυρίως και προ παντός η άφεση των αμαρτιών, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε αυτά τα περιστατικά.

g) Το αιώνιο πυρ είναι άκτιστο

Πουθενά στους Πατέρες δεν αναφέρεται ότι υπάρχει ένα κολαστήριο και τιμωρητικό πύρ, μέσα από το οποίο θα περάσουν οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους, κυρίως όσοι δεν πρόφθασαν να κάνουν τον κανόνα τους. Στην διδασκαλία των Πατέρων, όπως είδαμε, λέγεται σαφώς ότι υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και πρόγευση του Παραδείσου και της Κολάσεως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα, των οποίων η δύναμη διαβαίνει σε όλους τους εν πίστει κεκοιμημένους, είτε είναι αμαρτωλοί είτε είναι δίκαιοι και άγιοι. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι υπάρχει και καθαρτήριο πυρ για τους μετανοημένους, αλλά μη ολοκληρώσαντας την μετάνοια, Χριστιανούς.

Ο άγιος Μάρκος λέγει ότι, όπου στην Αγία Γραφή και στα πατερικά κείμενα γίνεται λόγος για πύρ, εννοείται το αιώνιο πυρ της Κολάσεως, το οποίο, βέβαια, είναι άκτιστο και όχι κτιστό. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για κάτι κτιστό, για κάποια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για την ενέργεια του Θεού, που βιώνεται από τους αθεραπεύτους ως φωτιά.

Σε ένα σημείο της πρώτης ομιλίας του ισχυρίζεται: "Ει δε που και πυρός εν τοις τοιούτοις άσμασι και ευχαίς μνήμη γέγονεν, ουχί προσκαίρου τινός και καθαρτικήν την δύναμιν έχοντος, αλλ’ αυτού του αιωνίου πυρός και της απεράντου κολάσεως αιτούσιν οι άγιοι τον Θεόν ρυσθήναι τους εν πίστει κεκοιμημένους..."*.

Το πυρ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στα εκκλησιαστικά κείμενα δεν είναι πυρ προσωρινό, αλλά το αιώνιο πύρ. Αναφέροντας χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, λέγει: "Ου πρόσκαιρον και διαβατικόν, αλλ’ επιπονώτερον και μακρότερον το πυρ εκείνό φησι"*.

Έτσι, το πυρ της κολάσεως δεν είναι σωματικό, κτιστό, αλλά άκτιστο. Το φως στους αξίους είναι θεωρία του Θεού, λέγει ο άγιος Μάρκος. Και φυσικά, το φως αυτό είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Ο άγιος Μάρκος συνδέει το άκτιστο φως και με το πυρ της κολάσεως. Λέγει, δηλαδή, ότι το πυρ το αιώνιο δεν είναι σωματικό, "καθάπερ και φως τοις αξίοις την αυτού θεωρίαν". Αναλύοντας αυτήν την άποψη υποστηρίζει ότι οι άγιοι της Εκκλησίας το αιώνιον πυρ και τις απέραντες κολάσεις "αλληγορικώτερον εξελάβοντο". Πρόκειται περί αλληγορίας, γιατί ούτε το φως των δικαίων είναι σωματικό, ούτε το πυρ των αμαρτωλών είναι κτιστό και σωματικό. Είναι πραγματικά γεγονότα και αληθινές

καταστάσεις, αλλά δεν είναι οι καταστάσεις που γνωρίζουμε από τον αισθητό κόσμο.

Βέβαια, η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί πολλές εικόνες για να δείξη την κατάσταση των κολασμένων, όπως το πύρ, τον σκώληκα, τα ερπετά και τον βρυγμό των οδόντων. Αυτά όλα εκφράζουν άλλες πραγματικότητες. Με το πυρ οι άγιοι εννοούν την άγνοια του Θεού: "ως μήτε πυρ εκεί σωματικόν νομίζεσθαι μήτε σκότος εξώτερον άλλο πλην ή την του Θεού άγνοιαν". Φυσικά, όταν ομιλή για την άγνοια του Θεού, εννοεί την μη μέθεξη του Θεού, αφού γνωρίζουμε ότι οι αμαρτωλοί θα βλέπουν τον Θεό, θα έχουν, δηλαδή, όραση του Θεού, αλλά όχι μέθεξη του Θεού, καί, επομένως, θα έχουν άγνοια. Άλλωστε, γνώση του Θεού στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι η μέθεξη του Θεού. Ο σκώληκας ή κάποιο ιοβόλο και σαρκοφάγο γένος των ερπετών δηλώνουν την βάσανο των ακολάστων από την συνείδηση και την πικρή εκείνη μεταμέλεια. Το ίδιο ακριβώς σημαίνει ο βρυγμός των οδόντων, δηλαδή δηλώνει την λύπη, τον πικρό οδυρό και την μανία των θυμομαχούντων*.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι, όπου γίνεται αναφορά σε πυρ μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, εννοείται το αιώνιο και άκτιστο πύρ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κάποιο πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, αλλά για την βίωση της ακτίστου Χάριτος ως πυρός, λόγω της ακαθαρσίας του ανθρώπου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Λατίνοι.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, όπως φαίνεται στις ομιλίες του κατά την Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, είναι εντεταγμένη οργανικά μέσα στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ζωή του ανθρώπου μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Ο άγιος Μάρκος είναι αυθεντικός ερμηνευτής της ορθοδόξου διδασκαλίας, γιατί είναι ο ίδιος φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Έτσι, αποδεικνύεται ότι το καθαρτήριο πυρ των Λατίνων είναι κενή δόξα, καινούρια διδασκαλία, καινοφανής δοξασία, που δεν μπορεί να υιοθετηθή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο άγιος Μάρκος αποδεικνύεται και σε αυτό το θέμα αυθεντικός ερμηνευτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ

Ένα ενδιαφέρον σημείο του θέματος που μας απασχολεί είναι τα αίτια που οδήγησαν τους Λατίνους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός. Αυτό είναι αναγκαίο, γιατί, καθώς πιστεύουμε, δεν είναι τυχαία η εμφάνιση αυτής της διδασκαλίας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως φαίνεται από την μελέτη του θέματος, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός εντάσσεται οργανικά μέσα στην όλη θεολογία των Λατίνων και αναπτύσσεται

μέσα σε όλη την ατμόσφαιρά τους. Επομένως, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά σύμπτωμα της θεολογίας της Δύσεως, όπως αναπτύχθηκε με την αποκοπή της από την ορθόδοξη θεολογία. Ήδη μας δόθηκε η δυνατότητα να το δούμε αυτό σε προηγούμενες αναλύσεις, αλλά τώρα θα το μελετήσουμε εκτενέστερα και αναλυτικότερα.

Μπορούμε να σημειώσουμε πέντε αίτια, τα οποία οδήγησαν την δυτική θεολογική σκέψη στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός.

Π ρ ω τ ο ν, η έλλειψη νηπτικής θεολογίας. Η δυτική θεολογία με την απομάκρυνσή της από την ορθόδοξη θεολογία, και κυρίως από την νηπτική παράδοση για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και την θεωρία του Θεού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναπτύξεως και της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός.

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι στην ησυχαστική - νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ενέργεια του Θεού, που ως πυρ καθαρίζει τον άνθρωπο. Ανάλογα με το ενέργημα η Χάρη του Θεού αποκτά και ένα ιδιαίτερο όνομα, λέγεται καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια. Με άλλα λόγια, όταν η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθαρίζη τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη λέγεται φωτιστική και όταν τον θεώνη λέγεται θεοποιός.

Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: "Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη!" (Λουκ. ιβ', 49). Ο δε Απόστολος Παύλος γράφει: "Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον" (Εβρ. ιβ', 29).

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εκφράζοντας όλη την νηπτική παράδοση πάνω στο θέμα αυτό, λέγει ότι βιώνουμε την Χάρη του Θεού πρώτα ως πύρ, φωτιά, και ύστερα ως φώς. Το υπερουράνιο πύρ, όταν επιδημή στην καρδιά, άλλους καταφλέγει για το ελλιπές της καθάρσεως και άλλους φωτίζει "διά το μέτρον της τελειότητος". Αυτό το ίδιο πυρ ονομάζεται "καί πυρ καταναλίσκον και φωτίζον". Γι’ αυτό άλλοι εξήλθαν από την προσευχή τους σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι έναν κουφισμό από τον ρύπο, και άλλοι, όταν τελειώνη η προσευχή, αισθάνονται σαν να εξέρχωνται πεφωτισμένοι από το φως και ημφιεσμένοι το ιμάτιο της ταπεινώσεως και αγαλλιάσεως*.

Σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι όλος ο κόπος μας καταβάλλεται έως ότου το πυρ του Θεού εισέλθη μέσα στο αγιαστήριο ημών, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας. Ο Θεός, που είναι πύρ, καταναλίσκει "πάσαν πύρωσιν και κίνησιν, και πρόληψιν, και πώρωσιν, και σκότωσιν, την εντός και εκτός, ορωμένην τε και νοουμένην"*.

Γενικά, σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση γίνεται λόγος για το πυρ που εισέρχεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή για την άκτιστη Χάρη του Θεού, που αισθάνεται κανείς μέσα στην καρδιά του να κατακαίη τα πάθη*. Βέβαια, αυτό το πυρ είναι άκτιστο, δηλαδή είναι η άκτιστη Χάρη του Θεού, που κατακαίει τα πάθη, καθαρίζει την καρδιά, γι’ αυτό και λέγεται καθαρτική Χάρη, και αυτό γίνεται κατά την διάρκεια του αγώνος του ανθρώπου για την θεραπεία του. Είναι ουσιαστικά το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής. Επίσης, αυτό το ίδιο το πύρ, δηλαδή η καθαρτική Χάρη του Θεού, θα ενεργή στους κεκοιμημένους εκείνους που εισήλθαν στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά όμως δεν πρόφθασαν να καθαρθούν. Έτσι, με τα μνημόσυνα και τις προσευχές της Εκκλησίας, όπως είπαμε πιο πάνω, καθαρίζεται ο άνθρωπος και ανέρχεται στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, αφού, άλλωστε, η τελείωση είναι ατέλεστη.

Οι Λατίνοι, επειδή έχασαν την νηπτική θεολογία και δεν βίωναν αυτές τις καταστάσεις εμπειρικώς, γι’ αυτό παρερμήνευσαν τα πατερικά κείμενα. Διαπίστωσαν ότι στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για πυρ που καθαρίζει τον άνθρωπο και ότι αυτό συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, γι’ αυτούς που ήδη είχαν εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, και μη διαθέτοντες πνευματική εμπειρία αυτής της διδασκαλίας, παρερμήνευσαν τα πατερικά χωρία. Έτσι, έφθασαν να μιλούν για κτιστό πυρ τιμωρίας, δια του οποίου θα περάσουν οι άνθρωποι. Αλλά είναι σαφές ότι άλλη έννοια έχει ο όρος στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία.

Δ ε ύ τ ε ρ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που δημιούργησε πολλά κακά στην Δύση.

Γνωρίζουμε καλά από την ορθόδοξη θεολογία ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Αν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, αν η ουσία είναι κτιστή, τότε και η ενέργειά της είναι κτιστή. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, γι’ αυτό λέμε ότι και η ενέργειά Του είναι άκτιστη. Η αγάπη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, κ.λ.π. είναι ενέργειες του Θεού, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι ανυπόστατες, αλλά ενυπόστατες, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ενέργεια χωρίς υπόσταση, λόγω του ότι ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Η θεολογική αυτή αλήθεια μας διαφυλάσσει από πολλούς κινδύνους και από αιρετικές αποκλίσεις.

Αντίθετα, στην Δύση δεν γίνεται αυτή η διάκριση. Οι σχολαστικοί θεολόγοι, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την απλότητα του Θεού και συγχρόνως ακεραία την διάκριση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, ταυτίζουν την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του, την αποκαλούν actus purus (καθαρά ενέργεια), και συγχρόνως

εκλαμβάνουν την προνοητική και σωστική ενέργεια του Θεού ως κτιστή. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός,κατά την δυτική θεολογία, δεν έχει πραγματική σχέση με τον κόσμο κατά την άκτιστη ενέργειά Του, αλλά μόνον με κτιστά μέσα και κτιστές ενέργειες. Αυτή, όμως, η διδασκαλία κλονίζει όλο το βάθρο και το περιεχόμενο της σωτηρίας του ανθρώπου*.

Αν εξετάσουμε προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Λατίνων, θα διαπιστώσουμε ότι οφείλονται σε αυτό το κρίσιμο θεολογικό ζήτημα. Αυτό ακριβώς φαίνεται και στην διδασκαλία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός. Κατ’ αρχάς κάνουν λόγο για την βίωση του καθαρτηρίου πυρός, που είναι κτιστό, αφού ο Θεός δεν έχει άμεση επικοινωνία με τα κτίσματα, και στην συνέχεια ομιλούν για την θέα της ακτίστου ουσίας του Θεού από τους καθαρθέντας. Αφού, δηλαδή, οι άνθρωποι περάσουν από το καθαρτήριο πύρ, φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού. Αλλά αυτή η διδασκαλία, εκτός των άλλων, εφ’ όσον ομιλεί για σωτηρία, αναγκαστικά αίρει την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ κατά φύσιν και κατά Χάριν.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως η σωτηρία ταυτίζεται με την μέθεξη υπό του ανθρώπου της ακτίστου θεοποιού Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Οπότε η σωτηρία είναι πραγματική και ο Θεός παραμένει Θεός.

Τ ρ ί τ ο ν, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός είναι συνάρτηση της όλης φραγκολατινικής παραδόσεως, όπως εκφράζεται από την λεγομένη σχολαστική θεολογία. Πραγματικά, όπως είπαμε και προηγουμένως, η σχολαστική θεολογία, που αποδεσμεύθηκε από την εμπειρική, ησυχαστική και νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γέννησε πολλά κακά στην Δύση.

Κατά την δυτική θεολογία, που στηρίχθηκε στον ιερό Αυγουστίνο, η προπατορική αμαρτία κληρονομείται από τον Αδάμ σε όλους τους απογόνους, και η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασε όλη την ανθρωπότητα στην Κόλαση και επέβαλε την ποινή του θανάτου*. Επομένως, κατά την φραγκολατινική παράδοση, η κόλαση και ο θάνατος είναι τιμωρία του Θεού και όχι ασθένεια, όπως διδάσκει η ορθόδοξη θεολογία.

Συνέπεια αυτής της διδασκαλίας είναι ότι οι Φραγκολατίνοι οδηγήθηκαν στην θεωρία περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός. Οι Φράγκοι, επειδή πίστευσαν ότι οι κολασμένοι δεν βλέπουν τον Θεό, εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την Κόλαση του Δάντη, όπου οι αμαρτωλοί θα βασανίζωνται από το κτιστό πυρ της Κολάσεως. Έτσι, οι Φραγκολατίνοι φαντάσθηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, αποτελούμενο από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες,

την μεταβλητή γη για την δοκιμασία των ανθρώπων και τα μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθαριζομένους*.

Φυσικά, οι Φραγκολατίνοι, όπως είδαμε προηγουμένως, ομιλούσαν και για την θέα της ουσίας του Θεού από τους δικαίους και τους καθαρθέντας. Με άλλα λόγια, οι σεσωσμένοι θα δούν, δια της χάριτος και της λογικής τους, τον Θεό και τα αρχέτυπα των όντων, που υπάρχουν σ’ Αυτόν. Με την όραση αυτή της θείας ουσίας θα απαλλαγούν οι ψυχές από το επιθυμητικό, το θυμοειδές και τα μεταβλητά και έτσι θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες*. Περιττό να τονίσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχεται αυτές τις απόψεις, αφού δεν υπάρχουν μέσα στον Θεό τα αρχέτυπα των όντων. Ο Θεός δημιουργεί, προνοεί και σώζει τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του.

Επίσης οι Φραγκολατίνοι δεν κατανόησαν ορθώς την αποφατική θεολογία και την εξέλαβαν περισσότερο ως στοχαστική θεολογία. Στην ορθόδοξη θεολογία η δόξα του Θεού αποδίδεται με αντιθετικούς όρους: φως και γνόφος, πυρ και σκότος. Η πρώτη αντίθεση δηλώνει την δόξα των δικαίων, η δεύτερη την κατάσταση των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούνται οι αντιθέσεις αυτές όχι επειδή στον Θεό υπάρχουν αντιθέσεις, αλλά για να εκφρασθή η αλήθεια, ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων*.

Πάντως οι προϋποθέσεις αυτές της φραγκολατινικής θεολογίας οδήγησαν τους δυτικούς θεολόγους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός, δια του οποίου θα τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί και μετανοούντες για να φθάσουν έτσι στην θέα της ουσίας του Θεού. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός των Λατίνων δεν είναι ανεξάρτητο από τις βασικές δομές της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως.

Τ έ τ α ρ τ ο αίτιο είναι η διδασκαλία των Λατίνων περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, η απαίτηση της τιμωρίας και η απαίτηση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ανάγκη της θείας φύσεως. Αντίθετα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, στους οποίους γίνεται λόγος για την αμαρτία ως ασθένεια και την σωτηρία ως αγάπη του Θεού, δια της οποίας επιτυγχάνεται η θεραπεία του ανθρώπου με την δική του, βέβαια, συνέργεια, ο Άνσελμος κάνει λόγο για την προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού και την εξιλέωσή της*.

Μια τέτοια θεώρηση εκ μέρους των Λατίνων για την σωτηρία του ανθρώπου ήταν επόμενο να τους οδηγήση στην περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία, στην διδασκαλία περί τιμωρίας του ανθρώπου για να εξιλεωθή ο Θεός. Φυσικά, η διδασκαλία αυτή αλλοιώνει όλη

την πνευματική ζωή, αφού την θέτει σε μια εμπορική συναλλαγή και σε σχέσεις προσβεβλημένων και πεπτωκότων.

Π έ μ π τ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η πολιτικοοικονομική διάρθρωση του Παπισμού. Αφού οι Φραγκολατίνοι έχασαν την εμπειρική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας και αποδεσμεύθηκαν από την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν επόμενο να περιπέσουν σε ανθρωποκεντρικές καταστάσεις. Η φεουδαλιστική αντίληψη για την συγκρότηση της κοινωνίας, ο κτιριακός οργασμός και η οικονομική ανύψωση, η σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, κ.λ.π. συνετέλεσαν στο δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός. Με αυτόν τον τρόπο και ο λαός καταπιέζεται, αλλά και βοηθείται η "Εκκλησία" στην ανοικοδόμηση κτισμάτων.

Η σύνδεση του καθαρτηρίου πυρός με υλικές προσφορές προκάλεσε την απογοήτευση του λαού από τον Παπισμό. Λέγεται ότι εφευρέθηκε το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, για την ολοκλήρωση του ναού του Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη και την συντήρηση της Παπικής αυλής. Πρέπει όμως να παρατηρηθή ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός δεν εφευρέθηκε απλώς για την εκμετάλλευση του λαού, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, εντάσσεται μέσα στην σχολαστική θεολογία των Φραγκολατίνων. Οπωσδήποτε, όμως, χρησιμοποιήθηκε και για οικονομικούς λόγους.

Ύστερα από αυτήν την ανάλυση, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα. Όπως η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί μία ενότητα, θα έλεγα έναν κύκλο, και όταν πλησιάση κανείς ένα σημείο του κύκλου συναντά όλο τον κύκλο, το ίδιο συμβαίνει και στην φραγκολατινική θεολογία. Όλα τα καινοφανή δόγματά της έχουν σχέση μεταξύ τους και προσδιορίζονται από την ίδια βάση.

Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια της ησυχαστικής θεολογίας, η απόρριψη της θεραπευτικής και εμπειρικής θεολογίας γέννησε πολλά κακά στην Δύση. Το δόγμα περί του καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετο με την απώλεια της διδασκαλίας περί της αδιαιρέτου διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό.

Το καθαρτήριο πυρ είναι καρπός και αποτέλεσμα της σχολαστικής θεολογίας των Φραγκολατίνων και δεν έχει καμμία σχέση με την ορθόδοξη θεολογία, όπως την δίδαξε ο Χριστός, την έζησαν οι Απόστολοι και μας την παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού

Όλα τα γεγονότα πού συνδέονται με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγονται εσχατολογικά, γιατί αναφέρονται στην εσχάτη ημέρα, δηλαδή σε όσα θα συμβούν μετά το τέλος του παρόντος κόσμου. Συνήθως ομιλούμε για το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό δεν εκφράζει πλήρως την πραγματικότητα, αφού ή Ιστορία δεν εξαντλείται μόνον στα ιστορικά γεγονότα, αλλά αναφέρεται και στην ζωή των αγίων. Ή ζωή των αγίων μετά θάνατον, καθώς επίσης και η ζωή των ανθρώπων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού δεν αποτελούν την λεγομένη μεταϊστορική εποχή, αλλά είναι ιστορική εποχή, πρόκειται για την ιστορία των αγίων. Όπως ο κόσμος δεν καταστρέφεται, αλλά ανακαινίζεται, όπως ο άνθρωπος δεν αφανίζεται, αλλά μεταμορφώνεται, έτσι και η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, αλλά αλλάζει περιεχόμενο και ζωή.

Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για εσχατολογικά γεγονότα, εννοούμε κυρίως όλα εκείνα πού θα συμβούν με την Δευτέρα έλευση του Χριστοί για να κρίνει τους ανθρώπους. Επομένως, αναμένουμε αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα, αλλά μπορούμε ακόμη να πούμε ότι από πλευράς τρόπου ζωής τα έσχατα ήδη είναι παρόντα, αφού οι άγιοι απολαμβάνουν την Βασιλεία του Θεού από την παρούσα ζωή. Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, οι άγιοι από τώρα προγεύονται όλα εκείνα πού πρόκειται να αποκαλυφθούν στους λεγόμενους έσχατους καιρούς. Χρονικά περιμένουμε τα έσχατα, τροπικά τα έσχατα έρχονται και βιώνονται από τους άγιους.

Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τρία συγκεκριμένα θέματα, πού συνδέονται με τα εσχατολογικά αυτά γεγονότα, πού έχουν σχέση με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Πρώτον θα αναφερθούμε γενικά στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεύτερον θα αναπτύξουμε την θεολογική αλήθεια περί της αναστάσεως των σωμάτων και τρίτον θα δούμε τα γεγονότα της κρίσεως, η οποία συνδέεται με την έλευση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων.

1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού

Σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση λέγεται ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει εκ νέου στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. Είναι μια αλήθεια πού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τους Χριστιανούς. Ό Ίδιος ο Χριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για την εκ νέου ένδοξη έλευση Του. Λέγει: «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού» (Ματθ. κε'. 31). Το «όταν» δεν είναι υποθετικό, αλλά χρονικό, πού σημαίνει ότι θα υπάρξει χρόνος κατά τον οποίο θα έλθει ο Χριστός στον κόσμο και μάλιστα με δόξα πολλή. Και σε άλλο σημείο ο Χριστός είπε: «και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις» (Μάρκ. ιγ'. 26).

Στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου περιγράφεται ή ανάληψη του Χριστού, λέγεται ότι οι άγγελοι είπαν στους έκπληκτους μαθητές: «άνδρες Γαλιλαίοι τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ούρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ούρανόν, ούτως έλεύσεται, όν τρόπον έθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. α', 11). Ό τρόπος με τον όποιο αναλήφθηκε θα είναι ο ίδιος με τον όποιο θα επανέλθει στην γη.

Ό Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι όσοι ζουν τότε, όταν θα έλθει ο υιός του ανθρώπου, και μάλιστα όσοι είναι δίκαιοι, θα αρπαγούν «εν νεφέλαις εις άπάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α' θεσ. δ', 17). Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένο: «Ιδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται αυτόν πάς οφθαλμός» (Αποκ. α', 7).

Τα χωρία αυτά, πού είναι αντιπροσωπευτικά, δηλώνουν ότι οι πιστοί πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Χριστός θα έλθη στην γη για να κρίνει τους ανθρώπους, όταν θα έλθει το τέλος αυτού του κόσμου και η αρχή

της νέας ζωής. Γι' αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως δίνουμε την ομολογία: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος». Στην Αγία Γραφή υπάρχουν πολλές εκφράσεις πού δηλώνουν την έλευση του Χριστού, θα παρουσιάσουμε μερικές από αυτές, τις πλέον ενδεικτικές.

Κατ' αρχάς η δευτέρα έλευση του Χριστού χαρακτηρίζεται ημέρα, και μάλιστα ημέρα του Κυρίου και ημέρα της Κρίσεως. Ό Απόστολος Πέτρος γράφει: «Ηξει δε η ημέρα Κυρίου» (Β' Πέτρ. γ', 10). Ό Απόστολος Παύλος άλλου την χαρακτηρίζει ημέρα «του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Κορ. α'. 8), άλλου «ημέρα Χριστού» (Φιλιπ. α', 10) και άλλου ημέρα η οποία θα δηλώσει τα πάντα (Α' Κορ. γ', 13). Ό δε Ευαγγελιστής Ιωάννης την ονομάζει ημέρα της κρίσεως (Α' Ίω. δ', 17). Λέγεται ημέρα, γιατί αυτή σε σχέση με την παρούσα ζωή, πού είναι σκότος, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα. Ή εικόνα της ημέρας δεν είναι άσχετη με την εικόνα του ηλίου. Επειδή ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Όποιος τότε θα εμφανιστεί, γι' αυτό λέγεται ημέρα.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης συνδέει την ημέρα αυτή με τα έσχατα και την χαρακτηρίζει εσχάτη ημέρα. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός κάνει λόγο για την εσχάτη ημέρα. Σε ένα σημείο λέγει ότι θα αναστήσει τον άνθρωπο «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39), και σε άλλο ότι ο λόγος Του θα κρίνει τους ανθρώπους «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ιβ', 48). Εδώ η λέξη ημέρα, πού συνδέεται με το εσχάτη, δείχνει περισσότερο την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της Βασιλείας του Θεού. Όποτε συνδέεται περισσότερο με το τέλος της παρούσης ζωής.

Ή ημέρα του Κυρίου συνδέεται αναπόσπαστα με την παρουσία του Χριστού. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούνται και άλλες εκφράσεις για να δηλώσουν αυτήν την πραγματικότητα. Χαρακτηρίζεται ως ημέρα της επιφανείας της δόξης του Θεού (Τιτ. 6', 13). Επίσης λέγεται ημέρα «της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Τιμ. στ', 14). Άλλοτε συνδέεται με την λέξη παρουσία, γιατί θα παραστεί ο Χριστός. Οι μαθητές ρώτησαν τον Χριστό: «και τι το σημείον της σής παρουσίας και της συντέλειας του αιώνος;» (Ματθ. κδ', 3). Κατά την ημέρα εκείνη θα γίνει η αποκάλυψη της δόξης του Θεού και όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί πού την αγνοούσαν προηγουμένως, θα την δουν. Ό Απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. (Α' Πέτρ. δ', 13) και ο Απόστολος Παύλος για την αποκάλυψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «απ’ ουρανού μετ' αγγέλων δυνάμεων αυτού» (Β' θεσ. α', 7).

Τα χωρία αυτά τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως, δείχνουν την πίστη της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται τόσο στους αποκαλυπτικούς λόγους του Ιδίου του Χριστού, όσο και στην βεβαιότητα των Αποστόλων ότι θα έλθει, οπωσδήποτε, η ημέρα κατά την οποία θα γίνει η συντέλεια αυτού του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός να κρίνει τους ανθρώπους, οι όποιοι θα έχουν αναστηθεί, αφού οι ψυχές τους θα εισέλθουν εκ νέου στα σώματα και θα παρουσιασθούν στο φοβερό βήμα του κριτού.

Ενώ είναι βέβαιο ότι θα έλθει ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, εν τούτοις, όπως φαίνεται στην Άγια Γραφή, είναι άγνωστη η ημέρα αυτή, η μεγάλη και επιφανής. Ό ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: «Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (Μάρκ. ιγ', 32). Και όταν μετά την Ανάσταση Του οι μαθητές νόμισαν ότι ήλθε η ημέρα εκείνη, ο Χριστός ελευθερώνοντας τους από εσφαλμένες αντιλήψεις, τους είπε: «ούκ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ό πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία...» (Πράξ. α'. 7).

Βέβαια, όταν λέγει ο Χριστός ότι κανείς άλλος δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη, εκτός από τον Πατέρα, δεν εννοεί ότι την αγνοεί και ο Ίδιος ως Θεός. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι και οι άγγελοι την αγνοούν. Αλλά όσα γνωρίζει ο Πατήρ γνωρίζει και ο Υιός. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει: «ουδείς οίδεν ει μη μόνη η Αγία Τριάς, η μία και αδιαίρετος Θεότης». Ό Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, πού έχουν κοινή ουσία και φύση, γνωρίζουν την ώρα πού θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός. Ό λόγος του Χριστού, ότι ο Υιός αγνοεί την ώρα αυτή, «κατά την της ανθρωπότητας αυτού φύσιν είπεν άγνοειν, ου κατά την της Θεότητας»1. Δηλαδή, εδώ ο Χριστός αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση και όχι στην Θεότητα Του, και σαφώς ήθελε να δείξει ότι το

κτιστό δεν μπορεί να γνωρίζει την ώρα και την ημέρα της συντέλειας του κόσμου και της ελεύσεώς Του. Ή ημέρα και η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού όχι μόνον είναι άγνωστη, αλλά θα έλθει και αιφνιδιαστικά. Ό Χριστός, αποκαλύπτοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι θα γίνει κατά τον τρόπο της αστραπής. Όπως η αστραπή εμφανίζεται ξαφνικά από την μια άκρη στην άλλη, «ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού» (Λουκ. ιζ', 24).

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί άλλη εικόνα για να δείξει το αιφνίδιο της ελεύσεως του Χριστού. Ή εικόνα αυτή προέρχεται από την ληστεία. Όπως ο κλέπτης δεν προειδοποιεί, αλλά εντελώς αιφνιδιαστικά εισέρχεται στο σπίτι, το ίδιο θα γίνη με την ημέρα εκείνη: «οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται» (Α' θεσ. ε'. 1-2). Κατά τον κατάλληλο καιρό «δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και ο κύριος των κυριευόντων...» (Α' Τιμ. στ', 15) την ημέρα της επιφανείας Του. Το αιφνιδιαστικό της ημέρας εκείνης φαίνεται και σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Διδάσκοντας ο Χριστός για το άγνωστο της μεγάλης ημέρας της επιφανείας Του λέγει ότι δύο άνθρωποι θα είναι στον αγρό και ο ένας θα παραληφθή ενώ ο άλλος θα αφέθη. Δύο γυναίκες θα είναι στόν μύλο και θα αλέθουν. Ή μία θα παραληφθεί και η άλλη θα αφεθεί (Ματθ. κδ', 40-41).

Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος σ' αυτήν την πραγματικότητα, λέγει ότι, όσοι την ημέρα εκείνη ζουν και δεν έχουν πεθάνει, θα αλλαγούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όσο αρκεί για να άνοιξη και να κλείση το βλέφαρο του ματιού. «Πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα. εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Α' Κορ. ιε'. 51-52).

Παρά το άγνωστο και αιφνίδιο της ημέρας εκείνης, υπάρχουν μερικά γνωρίσματα, πού δηλώνουν τον ερχομό της. Στην εντέλεια κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό το γεγονός, αλλά κατά τον βαθμό της ετοιμότητας, της νήψεως, μπορεί να καταλάβει κανείς την κρισιμότητα των καιρών από εξωτερικά γνωρίσματα. Αυτά περιγράφονται από τον Ίδιο τον Χριστό (Ματθ. κδ'). Τα βασικά σημεία, όπως τα περιγράφει ο Χριστός, είναι ότι θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, θα επικρατεί στην οικουμένη μεγάλη αποστασία των ανθρώπων και θα εμφανισθούν πολλοί ψευδοπροφήτες. Ό αντίχριστος, με τα θαύματα και τα σημεία πού θα επιτελεί, θα επιδιώκει να πλανά ακόμη και τους εκλεκτούς, θα επικρατούν πόλεμοι, διωγμοί, λιμοί, σεισμοί, κ.λ.π. Πρέπει όμως να πούμε ότι και από αυτά τα γεγονότα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το τέλος του κόσμου και η έλευση του Χριστού. Ή Εκκλησία καλλιεργεί το εσχατολογικό κήρυγμα, αλλά ταυτόχρονα καθορίζει ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να ερμηνεύονται τα γεγονότα κάθε γενεάς. Μόνον όσοι είναι φωτισμένοι και έχουν αποκάλυψη εκ μέρους του Θεού γνωρίζουν αμυδρώς ότι πρόκειται

περί γεγονότων πού προηγούνται της παρουσίας του Χριστού, με μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τον λαό στην μετάνοια και την επιστροφή στον Θεό. Αποτελεί, επομένως, πεποίθηση της Εκκλησίας ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει πάλι για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά όμως είναι άγνωστη αυτή η ημέρα και ώρα. Μόνον όσοι έχουν φωτισμένο νου μπορούν αμυδρώς να γνωρίζουν από τα διάφορα γεγονότα ότι πλησιάζουν οι ήμερες, αλλά και πάλι αγνοούν την έλευση αυτής της ημέρας, κατά την ρητή βεβαίωση του Χριστού. Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγουμε να καθορίζουμε χρόνους και καιρούς, κατά τους οποίους νομίζουμε ότι θα συμβούν αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και οι άγιοι Πατέρες. Στην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά σημεία από την πατερική διδαχή, πολύ ενδεικτικά.

Πρώτον. Ό λόγος για την κρίση των ανθρώπων, πού θα επακολούθηση της ελεύσεως του Χριστού, είναι «δυσερμήνευτος», κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, γιατί δεν πρόκειται για γεγονότα παρόντα και βλεπόμενα, αλλά για μελλοντικά και αόρατα. Γι’ αυτό, εκείνοι πού ομιλούν και εκείνοι πού ακούν έχουν ανάγκη πολλής προσευχής, πολλής σπουδής, πολλής καθαρότητας του νοός. Και αυτό είναι απαραίτητο, ώστε όσοι ομιλούν να τα γνωρίζουν καλά, όσοι δε ακούν να μπορέσουν να τα ακούν συνετώς2.

Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, πού θα τον υπενθυμίσουμε και αργότερα, όταν θα αναφερθούμε στο μελλοντικό δικαστήριο, πού θα στηθεί με την έλευση του Χριστού, έχει αρκετό ενδιαφέρον, γιατί γίνονται πολλά λάθη ως προς το θέμα αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι πού μιλούν για τα εσχατολογικά γεγονότα αρκετά ανθρωποκεντρικά και διαστρέφουν εν πολλοίς τα χωρία της Γραφής και των Πατέρων, και έτσι δημιουργούν πλάνες, αλλά και απελπισία στους ανθρώπους. Όπως υπάρχουν άλλοι πού τον λόγο των Γραφών και των Πατέρων τον αντιλαμβάνονται κατά τις αντιλήψεις τους. Γι' αυτό χρειάζεται πνευματική σύνεση, πολλή διάκριση για να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός και να οδηγήσει σε μετάνοια. Γιατί, ό,τι οδηγεί σε ψυχολογικό φόβο και κατά άνθρωπο απόγνωση δεν είναι Ορθόδοξο. Αντίθετα, το αληθινό και Ορθόδοξο οδηγεί τον άνθρωπο, δια του πνευματικού φόβου, στην κατά Θεόν ελπίδα, στην μετάνοια και την προσευχή.

Δεύτερο . Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι η ημέρα της ελεύσεως του Χριστού ονομάζεται ημέρα του Κυρίου, όχι γιατί είναι η τελευταία από τις επίγειες ήμερες, ούτε γιατί πρόκειται κατά την ημέρα αυτή να έλθει ο Χριστός, ούτε ακόμη γιατί την ημέρα αυτή θα γίνει η κρίση των ανθρώπων, «άλλ' επειδή αυτός ο των απάντων Θεός και δεσπότης λάμψει τηνικαύτα τη δόξη της ιδίας Θεότητας». Όποτε, η ημέρα αυτή λέγεται ημέρα Κυρίου για την λάμψη του φωτός της Θεότητας, και όχι για μια απλή

παρουσία. Όπως κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα αστέρια σβήνουν από την λάμψη του αισθητοί ήλιου, το ίδιο θα συμβεί και κατά την ημέρα εκείνη. Όλα τα ορατά θα υποχωρήσουν και θα δώσουν τόπο στον ποιητή

του ουρανού και της γης. Και αυτός πού τώρα είναι σε όλους αόρατος, τότε θα είναι ο μόνος «ημέρα τε και Θεός». Και έτσι για τους αγίους θα είναι ημέρα αϊδίου χαρμάνης. Για τους αμαρτωλούς, οι όποιοι δεν είδαν αυτό το φως στην ζωή τους δια της καθάρσεως ο Χριστός θα είναι απρόσιτος και στο μέλλον3.

Τρίτον. Στην Άγια Γραφή, όταν γίνεται λόγος για την έλευση του Χριστού, αναφέρονται αστραπές, νεφέλες, σάλπιγγες,, θρόνοι και άλλες εικόνες. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγει ότι ο λόγος περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού είναι συγκαταβατικός. Όλα αυτά τα γεγονότα, βέβαια, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη λογική και αίσθηση. Ό Χριστός γνωρίζει επακριβώς όλα αυτά πού πρόκειται να συμβούν, αλλά όμως «συγκαταβαίνει τη δυνάμει των διδασκομένων, συμμέτρους τους λόγους αποδιδούς»4.

Ή ανθρώπινη φύση έχει εξοικειωθεί με τα ανθρώπινα αυτά και αισθητά γεγονότα, και έτσι μπορεί να κατανόηση τα εσχατολογικά γεγονότα. Γι' αυτό και ο Χριστός από συγκατάβαση χρησιμοποιεί τέτοιες εικόνες και παραστάσεις. Θα υπάρχει, βέβαια, κρίση, θα υπάρχει ευφροσύνη των δικαίων και οδύνη των αμαρτωλών, θα υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος, αλλά αυτά δεν θα είναι αισθητά, αφού ξέρουμε πολύ καλά από την πατερική παράδοση ότι δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων. Ακόμη και το πυρ της Κολάσεως δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά άκτιστο. Ό αναγνώστης πρέπει να κάνη υπομονή έως ότου μελετήση το σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου με τίτλο «Παράδεισος και Κόλαση», για να διαπιστώσει πώς νοούνται όλες αυτές οι πραγματικότητες. Έτσι δεν πρέπει να στεκόμαστε στα αισθητά παραδείγματα και να χάνουμε την ουσία των λεγομένων. Ούτε, βέβαια, να βλέπουμε απλώς την ουσία των πραγμάτων αυτών, περιφρονούντες τα παραδείγματα. Γιατί, αφού ο Χριστός τα χρησιμοποίησε, πρέπει να παραμένουμε σε αυτά και να εξηγούμε το βαθύτερο νόημα τους, οδηγώντας τους ανθρώπους στην μετάνοια και όχι στην αφοβία.

Τέταρτον. Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού αντιπαρατίθεται προς την πρώτη παρουσία Του. Όταν ομιλούμε για Πρώτη Παρουσία, εννοούμε την ενανθρώπηση του Χριστού και όταν κάνουμε λόγο για την Δευτέρα Παρουσία, εννοούμε την έλευση του Χριστού για να κρίνει τους ανθρώπους. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ Πρώτης και Δευτέρας Παρουσίας.

Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ αυτών των δύο Παρουσιών, λέγει ότι κατά την πρώτη Παρουσία κρυπτόταν η δόξα της Θεότητας Του κάτω από την σάρκα, πού ανέλαβε από μας και για την σωτηρία μας. Ακόμη και τώρα η δόξα της Θεότητας Του κρύπτεται προς τον Πατέρα με την ομόθεη σάρκα Του. Τότε όμως, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, «πάσαν εκκαλύπτει την δόξαν». Τότε θα φανεί λαμπρός, περιαυγάζοντας τα πέρατα της οικουμένης με τις ακτίνες της Θεότητός Του. Και ερμηνεύοντας τον λόγο του Χριστού, «όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού», λέγει ότι κατά την πρώτη έλευση Του έφερε τους αγγέλους και περιβαλλόταν από τα αγγε λικά τάγματα, αλλά αφανώς, και συγκρατούσε τον ζήλο τους, εναντίον των θεομάχων. Όμως κατά την Δευτέρα Παρουσία θα έλθει φανερά με τους αγγέλους, με όλη Του την δόξα και μεγαλοπρέπεια5.

Πέμπτον. Στα έργα του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου μπορούμε να βρούμε και μια άλλη αλήθεια σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και ίδίως με την κρίση των ανθρώπων. Ό άγιος Συμεών διεξοδικώς αναλύει ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η μελλοντική δίκη θα γίνει κυρίως για τους αμαρτωλούς, πού ζουν μέσα στα πάθη και την αμαρτία, όχι όμως για τους άγιους, οι όποιοι από τώρα βιώνουν την Παρουσία του Χριστού. Όσοι είναι τέκνα του φωτός εκείνου και όσοι γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ημέρα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται», θα έλθει, βέβαια, ο Χριστός για να

κρίνει τους ανθρώπους, αλλά αυτοί έχουν κριθή από την ζωή αυτή και δεν θα ακολουθήσει δικαστήριο. Ή παρουσία του Χριστού θα είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης. Όταν ό Χριστιανός τηρεί εν φόβω και τρόμω τις εντολές του Χριστού και ζει με μετάνοια συγγενεύει με το φως εκείνο, και έτσι στην πραγματικότητα από αυτήν ακόμη την ζωή περνά από την κρίση. Ό Θεούμενος βαπτίζεται από το θειο πυρ και το Αγιον Πνεύμα «και γίνεται όλος καθαρός, όλος αμόλυντος, υιός φωτός και ημέρας, και ουχί έκτοτε ανθρώπου θνητού»6. Θα παραθέσω ένα καταπληκτικό χωρίο του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, γιατί δεν μπορώ να το προσπεράσω ασχολίαστο, αλλά και δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθεί με δικά μου λόγια. «Ό τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, προκέκριται γαρ· ουδέ υπό του φωτός εκείνου ελέγχεται, προπεφώτισται γαρ, ουδέ εν τούτω τω πυρί εισερχόμενος δοκιμάζεται ή καίεται, προδεδοκίμασται γαρ· ουδέ ως τότε φανεισαν ημέραν Κυρίου λογίζεται, όλος γαρ εκ της ομιλίας και της συνουσίας Θεού ημέρα φαεινή και λαμπρά γέγονεν»7.

Ό λόγος του αγίου Συμεών είναι καταπληκτικός. Θα ήθελα να σχολιάσω το γεγονός ότι η κρίση ουσιαστικά γίνεται από την ζωή αυτή, Ό άνθρωπος πού βλέπει το φως, βαπτίζεται με το Άγιον

Πνεύμα και δεν λογίζεται την ημέρα του Κυρίου, γιατί με την συνουσία του με τον Θεό, ολόκληρος είναι ημέρα φαεινή και λαμπρά. Πρέπει να σημειώσουμε την λέξη «συνουσία», πού δείχνει την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Πραγματικά, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος είναι φαεινή και λαμπρά ημέρα, αφού ολόκληρος είναι φως,δεν μπορεί να ξεχωρίσει την έλευση της ημέρας. Ή ημέρα αυτή είναι δικό του υπαρξιακό γεγονός. Έτσι, λοιπόν, η Δευτέρα Παρουσία θα φανεί κυρίως στους αμαρτωλούς, πού έζησαν κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με τα πάθη και δεν τήρησαν τις εντολές του Θεού. Για τους άγιους είναι φυσική κατάσταση, πού την βιώνουν από τώρα. Βέβαια, και οι άγιοι περιμένουν την Δευτέρα έλευση του Χριστού, για να αναστηθούν και τα σώματα τους, τα οποία και τώρα ζουν την αφθαρσία, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος να γευθεί τα πλούσια δώρα της μεγάλης ημέρας και ενδόξου επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επομένως, η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι γεγονός αναντίρρητο, αφού μαρτυριέται από τον αποκαλυπτικό λόγο του Θεού, από την επιβεβαίωση των Αποστόλων και από τα βιώματα των αγίων, οι όποιοι από τώρα ζουν την Βασιλεία του Θεού.

2. Ή ανάσταση των νεκρών

Στενά συνδεδεμένη με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, πού είναι βεβαιοτάτη πίστη της Εκκλησίας, γι' αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο πού το έδωσε από την αρχή ο Θεός. Τα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων.

Στο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, πού κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Ή κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Κατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, πού βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευση της από το σώμα. Με αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της.

Έτσι εξηγείται το ότι οι Αθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Πάγο. Ό

Απόστολος Παύλος έκανε λόγο για τον Χριστό πού θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Μεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Πράξεις των Αποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον' ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ιζ', 31-32). Ή αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι' αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων.

Όμως, σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι θα γίνει, οπωσδήποτε, η ανάσταση των σωμάτων για να συγκροτηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ο οποίος, βέβαια, και με τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν έχασε την υπόσταση του.

Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε με κάθε συντομία τι λέγει η Άγια Γραφή και η πατερική παράδοση για την ανάσταση των σωμάτων, αλλά και για το πώς θα είναι τα σώματα στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή. Θα φανεί ότι αυτό αποτελεί βεβαία πίστη και βασικό σημείο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, η πρόσληψη της ανθρωπινής φύσεως από τον Χριστό και η θέωσή της, το ότι η σάρκα πού προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία είναι ομόθεη, καθώς επίσης ότι η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στον Χριστό, δείχνουν την άξια του σώματος. Το σώμα δεν ήταν εξ αρχής κακό, δεν είναι φυλακή της ψυχής, είναι θετικό δημιούργημα του Θεού.

Κατ' αρχάς πρέπει να αναφέρουμε μερικά χωρία της Άγιας Γραφής στα οποία γίνεται λόγος για την ανάσταση των σωμάτων.

Ό Προφήτης Ησαΐας ομολογεί: «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ήσ. κστ'. 19). Στο βιβλίο του Προφήτου Ιεζεκιήλ παρουσιάζεται ένα καταπληκτικό γεγονός αναστάσεως σωμάτων, οπού φαίνεται ότι με τον λόγο του Θεού τα ξηρά οστά απέκτησαν νεύρα, σάρκες και δέρμα, και στην συνέχεια δόθηκε και το πνεύμα, δηλαδή, η ψυχή (Ίεζ. λζ', 1-14). Το υπέροχο αυτό θαυματουργικό γεγονός δείχνει πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, γι' αυτό η Εκκλησία διαβάζει αυτήν την περικοπή κατά την ακολουθία του επιταφίου, και μάλιστα όταν επιστρέφουμε στον Ναό μετά την περιφορά. Ή ανάσταση του Χριστού είναι προοίμιο της δικής μας αναστάσεως, αφού ο Χριστός με τον θάνατο και την Ανάσταση Του νίκησε το κράτος του θανάτου και έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ως δώρο την μελλοντική ανάσταση. Οι Ιουδαίοι είχαν ακλόνητη πεποίθηση ότι θα γίνει στο μέλλον η ανάσταση των νεκρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την συνάντηση του Χριστού με την Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Χριστός την διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της. Ή

Μάρθα τότε απήντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη άναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ια'. 22-23).

Οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός, δηλαδή της θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναϊν και του Λαζάρου, καθώς επίσης και η δική Του ανάσταση, πού έγινε με την Θεότητα Του, είναι βεβαιώσεις και προοίμια της αναστάσεως όλων των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στην διδασκαλία του Χριστού βρίσκουμε πολλά χωρία πού αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Σε μια ομιλία Του ο Χριστός είπε: «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ίω. ε', 28). Άλλοτε είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ίω, ια', 25). Την διδασκαλία αυτή παραλαμβάνουν οι άγιοι Απόστολοι, και είναι διάχυτη μέσα στις επιστολές τους. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές κάνει λόγο για την ανάσταση των σωμάτων στις επιστολές του, πού απηύθυνε στις Εκκλησίες πού δημιουργούσε, και οι όποιες, λόγω του ότι βρίσκονταν σε ειδωλολατρικά περιβάλλοντα, οπού ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το σώμα είναι κακό είχαν επηρεαστεί. Θα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά χωρία. Στους Ρωμαίους αναφέρεται στην απολύτρωση του σώματος, όπου σαφώς θίγει το θέμα της αναστάσεως του σώματος: «και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. η', 23). Στους Θεσσαλονικείς λέγει ότι η ανάσταση θα γίνει με την δύναμη του Χριστού, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. «Αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταθήσεται απ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον» (Α' Θεσ. δ', 16).

Στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά. Ξέρουμε από όλη την Ορθόδοξη Παράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. Ό Χριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα στοιχεία της σαρκικότητος. Είναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Θεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. Όμως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Λέγει ο Χριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται' ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ίσάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ', 35-36).

Τα σώματα των άγιων, ενώ από τώρα προγεύονται της δόξης του Θεού, επειδή έχουν την άχτιστη Χάρη του Χριστού, τότε θα

μεταμορφωθούν και θα γίνουν σώματα δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει ότι ό Χριστός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού...» (Φιλ, γ', 21). Όπως το σώμα του Χριστού λάμπει από την Θεότητα, έτσι θα λάμπουν και τα σώματα των δικαίων στον ουρανό, θα υπάρχει, βέβαια, μεγάλη διαφορά μεταξύ του σώματος του Χριστού και του σώματος των άγιων. Γιατί, το θεανθρώπινο σώμα έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ το σώμα των αγίων αγιάζεται από την Χάρη του Θεού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά από την παράδοση μας ότι ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, ενώ ο Χριστός ποιεί την θέωση.

Εκεί πού αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος την διδασκαλία περί της αναστάσεως των νεκρών είναι η Α' προς Κορινθίους επιστολή του. Φαίνεται ότι μερικοί Κορίνθιοι ήταν επηρεασμένοι από φιλοσοφικές ιδέες για το ανθρώπινο σώμα. Ό Απόστολος Παύλος γράφει ότι αν δεν πρόκειται να αναστηθούν τα σώματα τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών (Α' Κορ.ε'. 12-16). Έπειτα απαντά σε ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως έθεταν οι Κορίνθιοι, για το πώς θα αναστηθούν οι νεκροί και τι σώμα θα έχουν (Α' Κορ. ιε', 35-41). Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα φέρνει παράδειγμα από τον αισθητό κόσμο. Ό άνθρωπος σπέρνει ένα μικρό κόκκο και ο Θεός σε αυτόν τον κόκκο δίνει διαφορετικό σώμα. Το επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν φυτεύει σιτάρι, άλλα σπόρο και από τον σπόρο αυτόν εξάγεται διαφορετικό σώμα, ανάλογα με το σπέρμα. Αυτό θα συμβεί και κατά την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, με την δύναμη του Χριστού, και, φυσικά, τα σώματα ενώ θα είναι τα ίδια, εν τούτοις θα έχουν διαφορετική λειτουργία. Οι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέγει, «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσιαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α' Κορ. ιε', 53).

Είναι πολύ σημαντικό ότι ό Απόστολος Παύλος παρουσιάζει λεπτομερέστατα την κατάσταση των σωμάτων κατά την ανάσταση των νεκρών. Γράφει στους Κορινθίους: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη' σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. ιε', 43-44). Εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ του σώματος προ και μετά τον θάνατο του ανθρώπου και του σώματος μετά την ανάσταση, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Στο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Το ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Το δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Το τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με

το πρώτο, πού ήταν ψυχικό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Αν ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Οι Πατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Χριστού, πού εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πού εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διήνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λ.π. Βέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα Ή τροφή εκείνη κάηκε από την Θεότητα Του, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, πού είναι γνωρίσματα της φθαρτότητος και της θνητότητος.

Και το σώμα των αμαρτωλών θα αποβάλει την φθαρτότητα και την θνητότητα, αλλά δεν θα είναι πνευματικό και δοξασμένο, όπως των αγίων. Και, φυσικά και των αγίων το σώμα θα έχει δόξα ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής. Ό Απόστολος Παύλος θα πει: «αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε'. 41). Όπως άλλο είναι το φως του ηλίου, άλλο το φως της σελήνης και άλλο των αστέρων, το ίδιο θα συμβαίνει και με την δόξα των αγίων. Ανάλογα με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, πού απέκτησε ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή θα ακτινοβολεί και στην αιώνια ζωή. Δεν πρόκειται για κάποια προσωποληψία εκ μέρους του Θεού, αλλά ο άνθρωπος θα λαμβάνει την χάρη ανάλογα με την χωρητικότητα Του. Ό Θεός θα ατελή την χάρη Του σε όλους και ο καθένας θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι τότε θα αποκτήσουν μία ηλικία. Σε ένα τροπάριο ψάλλουμε: «και ηλικία μια πάντες γενήσονται». Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ηλικία ενός ώριμου ανθρώπου. Και το νήπιο πού κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, αλλά και εκείνος πού κοιμήθηκε σε βαθειά γηρατειά θα έχουν την ίδια ηλικία πού όπως λέγεται, θα είναι η ηλικία του Χριστού. Πάντως, είναι φυσικό να αποκτήσουν την ηλικία ενός ωρίμου ανθρώπου, πού βρίσκεται περίπου στην ηλικία των τριάκοντα ετών. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε ποίημα του γράφει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, πού θα ενωθούν πάλι με τα σώματα τους, «εκάστη κατ' αξίαν ευρίσκει το κατάλυμμα φωτός ή σκότους πλήρες». Όσες άναψαν την λαμπάδα τους από αυτήν την ζωή θα είναι σε φως ανέσπερο και όσες ήταν ακάθαρτες και είχαν τα μάτια της καρδιάς τυφλά δεν πρόκειται να δουν το θειο φως. Και τα σώματα των αγίων θα είναι άγια σκεύη του Αγίου Πνεύματος. Όπως ήταν

καθαρότατα εδώ, έτσι και θα εγερθούν δοξασμένα «λάμποντα, αστράπτοντα ως φως το θείον»8.

Θα μπορούσα να παραθέσω την διδασκαλία πολλών αγίων τόσο για την βεβαιότητα της αναστάσεως των σωμάτων και την αιώνια ζωή, όσο και για το πώς θα γίνει η ανάσταση τους. Θα αρκεστώ όμως στην παράθεση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων, θα δούμε μερικές πτυχές αυτής της διδασκαλίας. Πιστεύω πώς είναι αρκετά διαφωτιστική και χαρακτηριστική. Κατ' αρχάς ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι, όταν ομιλούμε για ανάσταση ή αναβίωση ή μετακόσμηση, και όταν χρησιμοποιούμε πολλά αλλά ονόματα, χαρακτηρίζουμε το σώμα πού υπόκειται στην φθορά και όχι την ψυχή, η οποία, ως άφθαρτη, ανώλεθρη και αθάνατη, δεν πρόκειται να αναστηθεί, γιατί δεν πεθαίνει9. Ή ανάσταση των σωμάτων συνδέεται και με την ανάσταση όλων των μελών πού με ποικίλες αιτίες καταστράφηκαν. Κατά την ημέρα της αναστάσεως και το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος το οποίο πριν από χιλιάδες χρόνια έφαγαν τα σαρκοβόρα πουλιά θα ευρέθη «μη λείπον». Αλλά και τα μέλη εκείνα τα οποία έφαγαν τα κήτη και τα σκυλόψαρα και όλα τα θαλάσσια ζώα θα συναναστηθούν με τον άνθρωπο. Τα σώματα πού κατέκαψε η φωτιά και κατέφαγαν τα σκουλήκια στους τάφους, και, γενικά, όλα τα σώματα τα οποία εξηφάνισε η φθορά, «ανελλιπή και ακέραια αναδοθήσεται εκ της γης»10. Επομένως, όλα τα ελλείποντα μέλη θα αναπληρωθούν και θα παρουσιασθεί ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε το δικό μας σώμα, το όποιο, όμως, δεν θα υπόκειται στην φθορά και τον θάνατο. Αυτό θα γίνει οπωσδήποτε γιατί συνδέεται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας. Και εάν ο ποιμήν των προβάτων θέλει να είναι υγιές το κοπάδι του και σχεδόν αθάνατο, εάν ο βουκόλος με διάφορες θεραπείες θέλει να αυξάνει τα βόδια του, εάν ο γιδοβοσκός εύχεται να γεννούν οι αίγες του δίδυμα και όλοι αποβλέπουν σε κάτι ωφέλιμο, το ίδιο θέλει και ο Θεός. Είναι φανερό από αυτά τα παραδείγματα ότι ο Θεός θέλει να ανάπλαση «το φθαρέν ποίημα»11.Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του αυτή πού εξεφώνησε κατά την ημέρα του Πάσχα και αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, υποστηρίζει ότι θα γίνει οπωσδήποτε η ανάσταση των νεκρών, ότι δεν είναι αδύνατη για τον Θεό, και επί πλέον αναλύει τον τρόπο με τον όποιο θα γίνει. Είναι πολύ σημαντικά όσα λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο, τα οποία θα παραθέσουμε με συντομία. Ή ανάσταση των σωμάτων δεν είναι αδύνατο να γίνει. Για πολλούς λόγους.

Π ρ ώ τ ο ν. Ό Θεός πού θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών είναι ο ίδιος πού δημιούργησε τον άνθρωπο από το χώμα. Εμείς, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, θεωρούμε δεδομένη την δημιουργία, όμως

αν σκεφθούμε καλύτερα θα δούμε ότι είναι κάτι το θαυμαστό. Πραγματικά, πώς ο λεπτός χους συγκεντρώθηκε και έγινε σάρκα, και από το ίδιο το υλικό έγιναν τα οστά, το δέρμα, το λίπος και οι τρίχες, δηλαδή, πώς ενώ είναι μια σάρκα εμφανίζονται διαφορετικά τα μέλη. Περιγράφει την διαφορετική υφή κάθε μέλους του σώματος. αφού ο πνεύμονας είναι απαλός, το συκώτι τραχύ και κόκκινο, η καρδία σφικτό όργανο κ.λ.π. Ακόμη, είναι πολύ παράδοξο ότι η Εύα έγινε από ένα μικρό μέρος, από την πλευρά του Αδάμ. Πώς, δηλαδή, η πλευρά έγινε κεφαλή, πόδια, χέρια, κ.λ.π. Ό Θεός πού δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτόν τον τρόπο έχει την δύναμη να τον αναδημιουργήσει πάλι και να διορθώσει το μέλος του σώματος πού εφθάρη. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Θεός είναι ο δημιουργός και της πρώτης κτίσεως και της δευτέρας μετακοσμήσεως Γι' αυτό είναι γνώρισμα των ευγνωμόνων και σωφρονούντων να πιστεύουν σε αυτά πού λέγει ο Θεός και να μην εξετάζουν τους τρόπους και τα αίτια, τα οποία ξεπερνούν τις δυνάμεις τους12.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Τα διάφορα παραδείγματα πού υπάρχουν στην φύση δείχνουν ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο και αμήχανο γι' Αυτόν. Ή παντοδυναμία του Θεού φαίνεται στην ποικίλη και πολυσύνθετη φύση. Ολόκληρη η φύση κηρύττει μεγαλοφώνως το μεγαλείο του Θεού και την δύναμη Του. Οι αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός, όπως του τετραημέρου Λαζάρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναστήσει κατά τον αυτόν τρόπο και όλους τους ανθρώπους, όταν εκείνος το θέληση. Ό τεχνίτης πού κατασκευάζει έναν ανδριάντα μπορεί να κατασκευάσει και άλλους. Έτσι και ο Χριστός πού ανάστησε τρεις ανθρώπους μπορεί να το κάνη και σε πολλούς άλλους. Γι' αυτό, στην ερώτηση, πώς ανασταίνονται οι νεκροί, άπαντα ερωτηματικώς: «πώς ο τετραήμερος ηγέρθη Λάζαρος;»13.

Όχι μόνον στην πρώτη δημιουργία, αλλά και στην συνέχεια, σε αυτήν πού συντελείται στην φύση φαίνεται η δύναμη και η παντοδυναμία του Θεού. Ξέρουμε ότι η γέννηση ενός ανθρώπου είναι καρπός της ενέργειας του Θεού. Δια της Χάριτος του Θεού ο άνθρωπος συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και μεγαλώνει. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ανάσταση των νεκρών μπορεί να γίνει κατά τον τρόπο πού γεννιέται ο άνθρωπος. Είναι αρκετά παράδοξο, κατά την ανθρώπινη λογική, πώς το σπέρμα, πού στην αρχή είναι άμορφο, αποκτά στην συνέχεια μορφή και δημιουργούνται τα επί μέρους μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Αν από το άμορφο σπέρμα γίνεται ο άνθρωπος, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο η ύλη πού βρίσκεται στους τάφους και η οποία είχε μια μορφή ευθύς να ανακαινισθεί στην παλαιά διάπλαση και να γίνει πάλι ο χους άνθρωπος, όπως έγινε κατά την πρώτη δημιουργία14.

Μερικοί άνθρωποι θεωρούν απίθανη την εξανάσταση των σωμάτων και τον απαρτισμό του ανθρώπου μετά τον θάνατο, και θεωρούν πολύ φυσική την διάπλαση του εμβρύου και την ανάπτυξη του ανθρώπου με την φυσική του γέννηση. Άλλα, αν το δεύτερο είναι δυνατόν να γίνει, το ίδιο δυνατό είναι και το πρώτο αφού ο Ίδιος Θεός είναι πού δημιουργεί και το Ένα και το άλλο. Χρησιμοποιεί ακόμη και την περίπτωση του κεραμοποιού, ο οποίος είναι δυνατόν, όταν κατασκευάζει από τον πηλό ωραία αντικείμενα, μετά από μια διαδικασία, να εισέρχεται κάποιος στο εργαστήριο του και να τα καταστρέφει. Ό καλός κεραμεύς όμως αν θέλει μπορεί να επανόρθωση αυτό πού συνέβη, κατασκευάζοντας πάλι τα ίδια αντικείμενα όχι κατώτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο κεραμοποιός, πού είναι τόσο μικρό κτίσμα της δυνάμεως του Θεού, μπορεί να κάνη κάτι τέτοιο και δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός μπορεί να ανακαινίσει τον νεκρό.

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την εικόνα του σπόρου του σιταριού πού πέφτει στην γη και πεθαίνει και από εκεί φυτρώνει ένα μεγάλο σιτάρι. Ό άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει θαυμάσια αυτήν την εικόνα. Αφού αναλύει διεξοδικά τι γίνεται από εκείνο τον μικρό σπόρο σίτου και πόσα μυστήρια κρύπτει μέσα του, λέγει ότι είναι θαυμαστό πώς ένας ξηρός κόκκος σίτου όταν σαπίζει θαυματουργεί, αφού μόνος του πέφτει στην γη και φυτρώνει πλήθος. Ή ανακαίνιση του ανθρώπου είναι ευκολότερη από την ανακαίνιση του σιταριού. Ό άνθρωπος με την ανάσταση του δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο από εκείνο πού είχε15.

Οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν πολλές εικόνες από την φύση και τις παρουσιάζουν στο ποίμνιο τους. Αυτό το βλέπουμε σε πολλές ομιλίες τους, και στην ομιλία του αγίου Γρηγορίου πού εξετάζουμε στο σημείο αυτό. Για να δείξει ότι είναι δυνατή η ανάσταση των νεκρών, αναλύει πολύ ωραία, ρεαλιστικά και παραστατικά, με ζωηρά χρώματα και λογοτεχνικό ταλέντο, πώς τα δένδρα κατά την διάρκεια του χειμώνας είναι ξερά και με την έναρξη της ανοίξεως ανθοφορούν και γίνονται χώρος, όπου συγκεντρώνονται τα πουλιά, πού ευχαριστούν τον άνθρωπο. Ακόμη και τα ερπετά και τα φίδια κρύβονται κατά την χειμερινή νάρκη στην γη, και μόλις έλθει ο κατάλληλος καιρός και ακουσθεί μια βροντή πού αντηχεί σαν σύνθημα ζωής, τότε αναπηδούν και εκτελούν τις εργασίες τους. Όπως τα φίδια ξυπνούν από την νάρκη τους με την ακοή αυτής της βροντής της ζωής, το ίδιο και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων θα δεχθούν τις ψυχές και θα αναστηθούν, όταν θα ακουσθεί η σάλπιγγα του Θεού. Κάνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατο του. Παρατηρεί ότι η ζωή των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υφίσταται την αλλοίωση και την μεταβολή. Ό άνθρωπος, μετά την γέννηση του, διαδοχικά αυξάνεται, αποκτά διάφορες λειτουργίες, και καθώς μεγαλώνει και φθάνει στο τέρμα της ζωής του γίνεται πάλι βρέφος πού ψελλίζει,

ανοητεύει και έρπει με τα χέρια και τα πόδια, όπως στην αρχή της ζωής του. Όλα αυτά δείχνουν ότι και προ του θανάτου ο άνθρωπος δέχεται μεταβολές επί μεταβολών, αλλοιώσεις και ανακαινίσεις16. Αυτό, φυσικά, θα γίνει και κατά την ανάσταση. Εφ' όσον το φθαρτό φθείρεται με τον νόμο της φθοράς, πολύ περισσότερο θα ανακαινισθεί με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Αλλά και ο ύπνος, πού είναι αναγκαίος για την καθημερινή μας ξεκούραση, καθώς επίσης και η έγερσή μας από τον ύπνο, δείχνουν το μυστήριο της αναστάσεως των νεκρών. Άλλωστε, ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου και η εγρήγορση είναι εικόνα της αναστάσεως. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ύπνο αδελφό του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος τότε μοιάζει σαν νεκρός, αναίσθητος. Δεν αναγνωρίζει φίλους και εχθρούς, δεν παρατηρεί όσους βρίσκονται γύρω του, γι' αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να βλάψει τους κοιμισμένους. Όταν ξυπνά ο άνθρωπος ανακτά βαθμιαία τις δυνάμεις του και φαίνεται σαν να έχει ζωντανεύσει. Αν στον άνθρωπο γίνονται αλλοιώσεις και εκστάσεις, κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, είναι πολύ ανόητο και φιλόνικο να μην πιστεύουμε στον Θεό πού επαγγέλλεται «τον έσχατον ανακαινισμόν»17.

Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πολύ φυσικό γεγονός η ανάσταση των σωμάτων. Όπως θεωρούμε φυσικό γεγονός την γέννηση του ανθρώπου, τις εναλλαγές στην φύση, την αύξηση των φυτών και, γενικά, όπως θεωρούμε φυσικά όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στην φύση, άλλο τόσο φυσικό πρέπει να θεωρήσουμε την ανακαίνιση και αναδημιουργία του ανθρώπου, την ανάσταση των σωμάτων. Γιατί ο Θεός πού έκανε τα πρώτα, μπορεί να κάνη και τα έσχατα.

Τ ρ ί τ ο ν. Το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό δεν καταστρέφεται ολοσχερώς. Διαλύεται μεν «εις τα εξ ων συνετέθη», αφού αποτελείται από τέσσερα στοιχεία, το νερό, τον αέρα, το πυρ και την γη, αλλά όμως δεν εξαφανίζεται. Σε άλλο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις όμως θυμάται τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος της, εφάπτεται με αυτά και στον κατάλληλο καιρό, με την δύναμη του Θεού, θα τα συγκέντρωση και θα αποτελεστεί το πνευματικό σώμα. Αυτό δείχνει ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Στην ομιλία αυτή πού μελετάμε, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το σώμα δεν αφανίζεται ολοσχερώς αλλά διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκε, «και εστίν εν ύδατι και αέρι και γη και πυρί». Το ότι παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και προσχωρούν σε αυτά όσα προέρχονται από εκείνα, μετά την διάλυση του σώματος, δείχνει ότι μέσα στα γενικά σώζονται και τα επί μέρους. Και όταν ακόμη τα τέσσερα αυτά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, προσχωρήσουν στα πρωτότυπα τους, και πάλι, σωζόμενα τα πρωτότυπα, σώζονται και τα ειδικά, τα επί μέρους. Ξέρουμε πολύ

καλά ότι όλος ό κόσμος έγινε από το μηδέν, από μη υπάρχουσα ύλη. Αν στον Θεό είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσει κάτι από το μηδέν, είναι ευκολότερο να δημιουργήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία. Έτσι, αφού υπάρχουν αυτά τα πρωτότυπα, είναι δυνατόν στον Θεό να κατασκευάσει πάλι τον άνθρωπο18.

Τ ε τ α ρ τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής του. Πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν πολύ φυσικό να μεταβαίνουν τα γνωρίσματα των σωμάτων πού σάπισαν, στους απογόνους τους, και ακόμη γνωρίσματα ξένων σωμάτων να μεταδίδωνται σε άλλα σώματα, και όμως δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανανεωθούν τα ίδια γνωρίσματα σε αυτούς πού τα είχαν κάποτε δικά τους. Θα παραθέσω τον λόγο του άγιου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί είναι άξιος παρατηρήσεως. Λέγει ότι είναι ακατανόητο «...τα δε ίδια και εξαίρετα περί αυτών των ποτέ κεκτημένων ανανεούσθαι και αναβιώσκεσθαι μη συνομολογείν»19. Παρατηρώντας αυτό το χωρίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την ανάσταση των σωμάτων οι άνθρωποι θα παραλάβουν το δικό τους σώμα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά όμως μεταμορφωμένα. Αφού το σώμα θα αναστηθεί «εν δυνάμει και αφθαρσία» σημαίνει ότι δεν θα έχει επάνω του τα στίγματα της φθοράς, της θνητότητας και της ασθενείας. Φυσικά, περισσότερες λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε πάνω σε αυτό το θέμα. αλλά νομίζω όσα παρατέθηκαν είναι πολύ εκφραστικά.

Π έ μ π τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης όμως, επιμένει πολύ ότι είναι αναγκαία η ανάσταση των νεκρών και για την καλή διαβιωοη των ανθρώπων. Γιατί, αν ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, τότε ο φονιάς, ο μοιχός, ο πλεονέκτης, ο επίορκος, ο ψεύτης, ο άσπλαχνος θα γίνονται χειρότεροι, θα αυξάνονται στην κακία. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει κρίση. Αν δεν υπάρχει κρίση, τότε χάνεται και ό φόβος του Θεού και, φυσικά, όπου δεν σωφρονίζει ο φόβος, «εκεί χορεύει μετά της αμαρτίας ο διάβολος»20.

Έτσι, όταν η Εκκλησία μιλάει για την μέλλουσα ζωή και το δικαστήριο, αυξάνει στους ανθρώπους τον φόβο του Θεού. Αυτός ο φόβος εξανθρωπίζει περισσότερο την ζωή. Γι' αυτό, η διδασκαλία περί του θανάτου και της αναστάσεως των σωμάτων κάνει τον άνθρωπο κοινωνικό στοιχείο. Όποιος εκδιώκει τον φόβο, αυτός γίνεται υποχείριος των δαιμόνων, παίγνιο όλων των παθών. Το συμπέρασμα είναι ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Αυτό μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, αυτό μας απεκάλυψε ο Θεός, αυτό επιβεβαιώνουν οι άγιοι με την ζωή και την διδασκαλία τους, αυτό μαρτυρεί και η ανθρώπινη πείρα. Γι' αυτό και στεκόμαστε με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα. Το σεβόμαστε, το αγαπούμε, αγωνιζόμαστε να καθαριστούμε από τις αμαρτίες, ώστε και αυτό να δοξαστεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ησυχασμός των

λεγομένων νηπτικών Πατέρων απέβλεπε και στο σώμα, το όποιο τιμούμε πολύ. Αυτό παρατηρούμε στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ό σεβασμός στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνεται και στον ενταφιασμό του. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υιοθετείται η καύση ή η αποτέφρωση των σωμάτων, αλλά ο ενταφιασμός τους. Βέβαια, όπως είπαμε προηγουμένως, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, και όσων τα σώματα κάηκαν, θα αναστηθούν, αλλά αν ο άνθρωπος με την δική του θέληση επιθυμεί την καύση του σώματος του δείχνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση του. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, εκεί πού επικράτησε η καύση των σωμάτων, επικρατούσαν αντιλήψεις ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, πού πρέπει να αποβληθεί, για να ελευθερωθεί η ψυχή. Εμείς σεβόμαστε το σώμα. το ενταφιάζουμε και περιμένουμε την ανάσταση του. Οι άγιοι κοιμούνται με την νοσταλγία της αναστάσεως. Ομολογούν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

3. Ή μέλλουσα κρίση

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η ανάσταση των νεκρών συνδέεται στενά με την μέλλουσα κρίση, το λεγόμενο μελλοντικό δικαστήριο. Όλοι οι άνθρωποι θα παραστούν ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού. Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός θα έλθει μετά δόξης «κρίναι ζώντας και νεκρούς». Αυτή η πεποίθηση αποτελεί κεντρική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως θα διαπιστώσουμε στα επόμενα. Μάλιστα, σε όλες τις λατρευτικές συνάξεις και στην θεια Λειτουργία γίνεται λόγος για την παράσταση μπροστά στον θρόνο του Θεού. Ό ιερεύς εύχεται: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν άπολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».

Θα δοθεί στην συνέχεια ευκαιρία να τονίσουμε ότι, καίτοι χρησιμοποιούμε εικόνες μέσα από δικαστήρια, όμως η κρίση θα έχει περισσότερο χαρακτήρα αποκαλύψεως και φανερώσεως της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Άλλωστε, όλες οι χρησιμοποιούμενες εικόνες έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Ό Χριστός και οι άγιοι, όπως θα δούμε, κάνουν χρήση τέτοιων εικόνων για να δώσουν στους ανθρώπους να καταλάβουν παραστατικά την φοβερή εκείνη ημέρα, κατά την οποία θα δουν την πραγματικότητα. Επομένως, χωρίς να καταργούμε τις εικόνες, πρέπει να εισχωρούμε στην ουσία τους και το εσωτερικό τους περιεχόμενο. Κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο «πολύς... ο περί της κρίσεως λόγος και δυσερμήνευτος, ότι ου περί ενεστώτων και δρωμένων εστίν, αλλά περί μελλόντων και αοράτων». Τα παρόντα είναι ορώμενα, τα μέλλοντα είναι αόρατα, γι' αυτό και

απαιτείται καθαρότητα νοός, πολλή προσευχή και πολλή σπουδή21.

Στην Αγία Γραφή γίνεται πολύς λόγος για την μέλλουσα κρίση, η οποία είναι αφετηρία για την αιώνια ζωή και την αιώνια Κόλαση. Είναι γνωστές οι παραβολές πού είπε ό Χριστός, των Δέκα Παρθένων, των ζιζανίων και των γάμων. Δεν είναι εύκολο και δυνατό να αναλύσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. Όμως θα παραθέσουμε τα πιο ενδεικτικά.

Ό Χριστός διαβεβαίωσε τον λαό ότι Αυτός θα κρίνει τους ανθρώπους στον μέλλοντα αιώνα. «Ουδέ ο Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιώ» (Ίω. ε'. 22). Και αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι ο Χριστός είναι το πρωτότυπο του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά και δια του Χριστού έγινε η αναγέννηση του ανθρώπου. Αυτός ενηνθρώπησε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Αυτός, λοιπόν, θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Ό Απόστολος Πέτρος σε ομιλία του δήλωσε ότι έλαβε εντολή από τον Χριστό να κήρυξη, ότι Αυτός θα είναι ό κριτής των ανθρώπων. «Και παρήγγειλεν ήμιν κηρύξαι τω λαω και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστίν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών» (Πράξ. ι'. 42). Την ίδια διδασκαλία κηρύττει και ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο, όταν είπε: «έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οίκουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ω ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. ιζ', 31).

Στα αποστολικά αυτά χωρία φαίνεται ότι ο Χριστός θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Παράλληλο χωρίο του Αποστόλου Παύλου είναι ή προτροπή του στον μαθητή του Τιμόθεο: «Διαμαρτύρομαι ουν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μέλλοντος κρίνειν ζώντας και νεκρούς κατά την επιφάνεια αυτού και την βαοιλείαν αυτού» (Β' Τιμ. δ', 1). Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγεται επιφάνεια και βασιλεία, πού συνδέεται με την κρίση νεκρών και ζώντων, όσων, δηλαδή, πέθαναν προηγουμένως και όσων θα ζουν εκείνη την ώρα. Ή σύνδεση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού με τον θρόνο δείχνει και το μεγαλείο του Θεού και την εξουσία του Χριστού να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά και τον φόβο των ανθρώπων ενώπιον της κρίσεως και του κριτού. Ό Χριστός χρησιμοποίησε αυτήν την εικόνα όταν είπε ότι μετά την έλευση Του με τους αγγέλους «καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού» (Ματθ. κε', 31).

Ό θρόνος, πού είναι σύμβολο του Θεού και της δόξης Του, αλλά και της εξουσίας πού έχει πάνω στους ανθρώπους, έχει την προέλευση του στην λατρεία των θεοτήτων της αρχαιότητος, και του Θεού - αυτοκράτορος των Ρωμαίων, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη. καθώς επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ήδη ο Προφητάναξ Δαυίδ γράφει σε έναν ψαλμό του: «ητοίμασεν εν

κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρίνει την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Ψαλμ. θ', 8-9). Υπάρχει δε μια παράσταση, πού λέγεται «ετοιμασία του θρόνου», η οποία συνδέθηκε με τον Γολγοθά. Από τον ΙΑ΄ αιώνα η παράσταση της «ετοιμασίας του θρόνου» συνδέθηκε με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο22. Ή έννοια του θρόνου, πού υπενθυμίζει τον αυτοκρατορικό θρόνο και τα δικαστήρια, συνδέθηκε στενά με την κρίση ζώντων και νεκρών από τον Χριστό και την συναντούμε σε πολλά χωρία των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Αναφερόμενος ο Απόστολος στο γεγονός ότι όλοι είμαστε ικέτες, δούλοι του Χριστού και δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, βεβαιώνει: «πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού» (Ρωμ. ιδ'. 10). Οι Χριστιανοί της Ρώμης, στους οποίους λέγεται αυτό. είχαν γνώση και πείρα τι σημαίνει θρόνος του αυτοκράτορος και του δικαστού. Το ιδιο λέγει και στους Χριστιανούς της Κορίνθου: «τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β' Κορ. ε', 10).

Επειδή θα συντελεσθεί η τελική κρίση των ανθρώπων, και επειδή ο πραγματικός Κριτής είναι ο Χριστός γι' αυτό οι Χριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν να κρίνουν τους συνανθρώπους τους, τους άλλους αδελφούς τους. Γράφει ό Απόστολος Παύλος: «ο δε ανακρίνων με Κύριος εστίν, ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθει ο Κύριος, ός και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τάς βουλάς των καρδιών» (Α' Κορ. δ', 5). Στο χωρίο αυτό εκτός του ότι λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός κριτής των ανθρώπων, συγχρόνως παρουσιάζεται και ο τρόπος με τον οποίο θα κρίνει. Αυτός πού είναι το φως το αληθινό, με την εμφάνιση Του θα αποκάλυψη όλα τα κρυπτά του σκότους και θα φανέρωση όλες τις δούλες και τις επιθυμίες πού υπάρχουν στην καρδιά. Σε άλλο σημείο ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην κρίση πού θα γίνει από τους αγίους. Γράφει: «Ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι;» (Α' Κορ.στ', 2). Αυτό το χωρίο δείχνει πάλι τον τρόπο πού θα γίνει η Κρίση. Δεν πρόκειται για ένα κοσμικό δικαστήριο όπου θα απαγγελθεί η κατηγορία, και θα υπάρχουν μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, και στην συνέχεια θα ακουσθεί η απόφαση. Ή εικόνα του μελλοντικού δικαστηρίου είναι παρμένη από την δικαστική εξουσία, αλλά το περιεχόμενο της είναι διαφορετικό. Ή εμφάνιση του ηλίου της δικαιοσύνης θα αποκαλύψει τα πάντα, όλοι θα απογυμνωθούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα, καθώς επίσης θα γίνει σύγκριση μεταξύ των αγίων και των αμαρτωλών. Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι και οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο. Όλα αυτά θα τα δούμε στην συνέχεια, όταν θα κάνουμε λόγο για το πώς οι Πατέρες ερμηνεύουν τα χωρία της Αγίας Γραφής, πού αναφέρονται στην μέλλουσα κρίση.

Είναι γνωστή η παραβολή των γάμων, πού είπε ο Χριστός. Όταν ο βασιλεύς εισήλθε στον χώρο πού ήταν οι κεκλημένοι για τους

γάμους του υιού του, είδε και κάποιον πού δεν είχε ένδυμα γάμου. Αφού τον επέπληξε, λέγοντας «εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου», διέταξε να του δέσουν χέρια και πόδια και να τον ρίψουν στο εξώτερο πυρ, οπού θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. κβ', 1-14). Κατά την ερμηνεία της παραβολής αυτής, πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο γάμος αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και στην Βασιλεία των Ουρανών. Ή είσοδος του Βασιλέως, πού είναι ο Θεός, είναι «η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως έκφανσις». Το ένδυμα του πνευματικοί γάμου πού ήταν απαραίτητο για τους προσκεκλημένους, είναι αρετή. Και, φυσικά, όταν μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την αρετή, εννοούν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και όχι μια επιφανειακή ανθρώπινη αρετή. Εκείνος πού δεν θα έχει το ένδυμα των αρετών όχι μόνον θα είναι ανάξιος της Βασιλείας του Θεού, αλλά και θα τιμωρηθεί. Όχι μόνον η ψυχή θα αποδειχθεί ανάξια της παστάδος εκείνης, αλλά και το σώμα, αν δεν έζησε με εγκράτεια, αγνεία και σωφροσύνη. Ή τιμωρία του μη έχοντος ένδυμα γάμου συνδέεται με την απομάκρυνση του από την κατοικία και την συναυλία των ευφραινομένων. Πρόκειται βασικά για χωρισμό από τον Θεό, και την μη μέθεξη της Χάριτος Του. Το ότι δένονται τα χέρια και τα πόδια, κατά διαταγή του Βασιλέως, δηλώνει την σύσφιγξη του ανθρώπου από σειρές αμαρτιών, πού συμβαίνει από την ζωή αυτή. Ή αφόρητη οδύνη και ο μεγάλος πόνος πού αισθάνεται ο άνθρωπος με την διάπραξη της αμαρτίας από τώρα, θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Το ότι εκβάλλεται στο πυρ το εξώτερο δείχνει το «πορωτέρω Θεού γινόμενος, ως μη φωτός έργα πράξας ενθάδε». Εφ' όσον από την ζωή αυτή δεν έπραξε έργα φωτός, δεν μπορεί να μεθέξη του φωτός, κατά την ημέρα εκείνη. Αυτό δηλώνει η φράση ότι αποχωρίζεται από τον Θεό. Το σκότος στο όποιο θα οδηγηθεί είναι συνώνυμο με το άσβεστο πυρ, τους ακοίμητους σκώληκας, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων. Όλα αυτά δείχνουν «τάς επικείμενος και ψυχής και σώματος καθαπτομένας αφόρητους οδύνας» και τις θρηνώδεις κραυγές από την ανωφελή και ατελείωτη μεταμέλεια, δηλαδή θα μετανοιώνουν για τα έργα πού έπραξαν αλλά δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να παρηγορηθούν, να ολοκληρωθεί η μετάνοια23.

Ή περικοπή της μελλούσης κρίσεως είναι ανεπανάληπτη και εκφραστικότατη και επειδή είναι διδασκαλία του Χριστού είναι πέρα ως πέρα αυθεντική. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και να θέλει να λέγεται Χριστιανός. Και αυτό γιατί ο λόγος περί της κρίσεως προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού (Ματθ. κε', 31-46). Δεν θα παρουσιάσουμε το κείμενο του Ευαγγελίου πού περιγράφει την μέλλουσα κρίση, αλλά θα αναφερθούμε στην ερμηνεία πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και μέσα από την ερμηνεία της θα δούμε και τα σχετικά γεγονότα. Ερχόμενος ο Χριστός μετά δόξης και με τους αγγέλους Του, θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως το κάνει ο ποιμήν, και οι

μεν δίκαιοι θα τοποθετηθούν στα δεξιά Του, οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί στα αριστερά Του. Ή κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη ή το μίσος πού έδειξαν απέναντι στους αδελφούς τους, πού βρίσκονταν σε δύσκολες περιστάσεις. Το ερώτημα είναι, γιατί το μόνο κριτήριο είναι η ελεημοσύνη; Και είναι τελικά δίκαιο να σωθούν οι άνθρωποι από την ελεημοσύνη, ενώ άλλοι να κατακριθούν στον αιώνιο θάνατο, μόνο και μόνο επειδή δεν έδειξαν συμπάθεια στους συνανθρώπους τους; Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναλύει θαυμάσια την περικοπή μέσα από την όλη εκκλησιαστική εμπειρία. Λέγει ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού όχι απλώς για μια μικρή ελεημοσύνη, την οποία επέδειξαν, αλλά για την όλη τους αναγεννημένη ύπαρξη. Αυτό φαίνεται από τρία πράγματα.

Πρώτον, από το ότι αποκαλούνται πρόβατα. Με τον ορό αυτόν δείχνει ότι είναι δίκαιοι, πραεϊς, επιεικείς και βάδισαν την ομαλή και πεπατημένη οδό των αρετών, ακολούθησαν, δηλαδή, τον Χριστό, πού είναι ο πραγματικός Ποιμήν των ανθρώπων. Και όχι μόνο τον ακολούθησαν, αλλά ομοιώθηκαν με Αυτόν, πού είναι ο αμνός του θεοί. Αυτό σημαίνει και ότι τήρησαν σε όλη τους την ζωή τις εντολές του Θεού, αλλά και ότι ήταν διαρκώς έτοιμοι «εις τον υπέρ του καλού θάνατον». Από αυτούς άλλοι είναι υιοί του Θεού, επειδή είναι φύλακες «της εκ Θεού μυστικής αναγεννήσεως», και άλλοι μισθωτοί, γιατί απέκτησαν την Χάρη πάλι με τους ίδρωτες της μετανοίας και της ταπεινώσεως.

Δεύτερον, οι δίκαιοι έζησαν στην ζωή τους την αγάπη πού είναι πλήρωμα νόμου, είναι η αρετή πού υπέρκειται όλων των άλλων αρετών και αποτελεί την κεφαλή τους. Ή φιλανθρωπία είναι έκφραση του αναγεννημένου ανθρώπου, ιδίως μάλιστα όταν ή φιλανθρωπία γίνεται μέσα στα πλαίσια της φιλοθεΐας.

Τρίτον, οι δίκαιοι χαρακτηρίζονται και από την ταπείνωση. Γιατί, καίτοι ο Χριστός τους υπενθυμίζει τι έκαναν, αυτοί δεν το αισθάνονται. Ή ταπείνωση συνδέεται με την αγάπη. Οι δίκαιοι αισθάνονται ανάξιοι των επαίνων. Επομένως, οι δίκαιοι με όλα αυτά τα γνωρίσματα δείχνουν ότι ήταν ενωμένοι με τον Θεό, αναγεννημένοι πνευματικά. Το αντίθετο συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, πού θα σταθούν στα αριστερά του Χριστού. Δεν καταδικάζονται απλώς για τις παραλείψεις μερικών μικρών έργων αγάπης και φιλανθρωπίας, αλλά για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους επαινέθηκαν οι δίκαιοι.

Πρώτον, αποκαλεί τους αμαρτωλούς ερίφια, «ως θρασείς και άτακτους και κατά κρημνών φερομένους της αμαρτίας». Όπως τα κατσίκια ανεβαίνουν σε κρημνώδεις τόπους, το ίδιο παρατηρεί κανείς στους αμαρτωλούς. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν απέκτησαν το φρόνημα του Χριστού, δεν έγιναν πρόβατα πού καθοδηγούνται από τον αληθινό ποιμένα, αλλά προτίμησαν την

άτακτη και θρασεία ζωή, δεν ομοιώθηκαν με τον αμνό του Θεού, πού σημαίνει δεν απέκτησαν το θυσιαστικό ήθος για τους αδελφούς τους.

Δεύτερον, δεν έδειξαν φιλανθρωπία και αγάπη, πού σημαίνει ότι δεν είχαν αναγεννηθεί από το Πανάγιο Πνεύμα. Αντίθετα έδειξαν μίσος. Όπως η αγάπη είναι πλήρωμα όλων των αρετών, έτσι και το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπάθητος τρόπος, και η αμετάδοτη γνώμη, «πλήρωμα εστί της αμαρτίας». Καταδικάζονται οι αμαρτωλοί από την μισανθρωπία, γιατί από αυτήν ακολουθούν όλες οι κακίες.

Τρίτον, οι αμαρτωλοί διακρίνονται για την υπερηφάνεια, πού είναι συνδεδεμένη με τον ασυμπαθή τρόπο. Και τότε πού κατηγορούνται για την ασυμπάθειά τους, αντί να προσέλθουν ταπεινωμένοι, αντιλέγουν και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Δείχνει ότι η μισανθρωπία είχε γίνει φύση τους. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεν δίκαιοι εισέρχονται στην Βασιλεία των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί αποστέλλονται στην Κόλαση.

Αναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν την αιώνια ζωή: «ζωήν έξουσι και περισσόν έξουσι». Ή «ζωή» αναφέρεται στην συνύπαρξη με τον Θεό, το «περισσόν» δηλώνει ότι είναι υιοί και κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή μετέχουν της ίδιας δόξης και βασιλείας. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Ταυτόχρονα, θα συνυπάρχουν με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ24.

Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτήν την περικοπή, λέγει ότι ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Το ότι ελέγχει τους αμαρτωλούς, επειδή πεινούσε και δεν τον έθρεψαν ή διψούσε και δεν του έδιναν νερό να πιει, σημαίνει ότι πεινούσε την σωτηρία τους και αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Ό άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό, ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Του, και με την είσοδο του στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού, είναι στενά συνδεδεμένος με τον Θεό. Ιδίως με τα μυστήρια ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Όταν λοιπόν, δεν ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού τότε είναι σαν να αφήνει πεινασμένο και διψασμένο τον Χριστό.

Αναλύοντας αυτήν την σκέψη του, ο άγιος Συμεών λέγει ότι ο Χριστός πείνασε την επιστροφή και μετάνοια του ανθρώπου και εκείνος δεν ικανοποίησε την πείνα Του. Έδίψησε την σωτηρία του, και δεν του έδωσε την δυνατότητα να την γευθεί. Ήταν γυμνός από τις ενάρετες πράξεις του, και δεν τον έντυσε, γιατί, αφού ο Χριστιανός είναι μέλος του Χριστού, όταν στερείται αυτών των αρετών είναι σαν να αφήνει γυμνά και έκθετα τα μέλη Του. Ήταν

κλεισμένος στην στενή, ακάθαρτη και σκοτεινή φυλακή της καρδίας του, και δεν θέλησε να τον επισκεφθεί ή να τον εξαγάγει στο φως. Γνώριζε ο Χριστιανός ότι ο Χριστός ήταν ασθενής, λόγω της ραθυμίας και της απραξίας του (του Χριστιανού), και δεν τον διακόνησε δια των αγαθών έργων και πράξεων25.

Πραγματικά, ο Χριστός θέλει την σωτηρία του ανθρώπου, πού είναι δικό του δημιούργημα και από αγάπη έπαθε πολλά για την σωτηρία του. Συγχρόνως. με το άγιο Βάπτισμα ο Χριστιανός είναι μέλος του σώματος Του. Και όταν δεν ανταποκρίνεται σ' αυτήν την επιθυμία του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι της αμαρτίας, τότε αυτοκαταδικάζεται. Κάνει εντύπωση αυτό πού λέγει, ότι βρίσκεται μέσα στην στενή, σκοτεινή και βρωμερή φυλακή της καρδίας. Πραγματικά, με το άγιο Βάπτισμα, η Χάρη του Θεού παραμένει μέσα στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Με τις αμαρτίες όμως τις όποιες διαπράττουμε, μετά την είσοδο μας στην Εκκλησία, καλύπτεται η θεία Χάρη. Έτσι ο Χριστός μοιάζει σαν φυλακισμένος μέσα στην καρδιά. Αυτό ακριβώς θα είναι και η Κόλαση του ανθρώπου. Συναφής με αυτά είναι και ή ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, πού είπε ο Χριστός. Κατά την παραβολή, οι πέντε φρόνιμες παρθένες πού είχαν λάδι μαζί με τις λαμπάδες τους, εισήλθαν στους γάμους, ενώ οι πέντε μωρές παρθένες, πού δεν είχαν λάδι, δεν αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης χαράς (Ματθ. κε', 1-13).

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η είσοδος στην Βασιλεία του Θεού, είναι συνάρτηση της παρθενίας, όχι απλώς του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Αυτήν την ψυχική παρθενία μπορούν όλοι να την βιώσουν. Ή παρθενία εξασκείται με την άσκηση, την εγκράτεια και τους ποικίλους αγώνες των αρετών. Χρειάζονται όμως και χέρια πού θα κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς επίσης και λάδι. Τα χέρια είναι το πρακτικό της ψυχής, δηλαδή η μετάνοια, η προσπάθεια για την κάθαρση της ψυχής. Λαμπάδες αναμμένες είναι ο οικείος νους μέσα στον oποιο θα υπάρχει η εμμέριμνος γνώση, πού στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής και αφιερώνεται δια βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από Εκείνον. Φαίνεται εδώ ότι πρόκειται για την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός. Ή νοερά προσευχή, η ακατάπαυστη κοινωνία με τον Θεό, συνδέεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από τον Θεό. Χρειάζεται όμως και άφθονο λάδι. πού είναι η αγάπη, η οποία είναι η κορυφή όλων των αρετών26.

Με αυτά πού αναφέραμε ως τώρα, αναλύοντας ενδεικτικά μερικά χωρία πού αναφέρονται στην κρίση και το μελλοντικό δικαστήριο, σύμφωνα με την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, φαίνεται ότι η μέλλουσα κρίση δεν είναι μια τυπική δικαστική διαδικασία, όπως την συναντούμε στα δικαστήρια, αλλά έκφραση και αποκάλυψη, δια του Χριστού, της εσωτερικής πνευματικής

καταστάσεως του ανθρώπου. Ό αναγεννημένο από το Πανάγιο Πνεύμα θα φανεί τότε καθαρά σε όλους τους ανθρώπους, θα αποκαλυφθεί η συγγένεια του με τον Χριστό πού θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ενώ ο μη αναγεννημένος, και μάλιστα εκείνος πού έχει σκοτεινό και αφώτιστο νου, θα αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους, αφού δεν θα έχει μέθεξη Θεού. Όπως η εμφάνιση του αισθητού ήλιου αποκαλύπτει τα πάντα, έτσι και η έλευση του αληθινού ηλίου της δικαιοσύνης θα είναι πραγματική αποκάλυψη των εσωτερικών διαθέσεων και επιθυμιών των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς θα το δούμε εκφραστικότερα, κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου.

Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί και πάλι ότι ο Χριστός είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός είναι το φως το αληθινό, το όποιο θα λάμψη κατά την έλευσή Του για να κρίνει τους ανθρώπους. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, αναφερόμενος στον Χριστό, λέγει: «Συ βασιλεία ουρανών, συ γη. Χριστέ, πραέων, συ χλόης ο Παράδεισος, συ νυμφών ο θειος, συ ο παστός, ο άρρητος, συ η τράπεζα πάντων, συ ης ο άρτος της ζωής, συ καινότατον πόμα...». Προσθέτει ότι ο Χριστός, πού είναι ο απρόσιτος ήλιος, θα λάμψη στο μέσον των αγίων, και τότε όλοι θα ελλαμφθούν κατά αναλογία της πίστεως, της πράξεως, της ελπίδος, της αγάπης, της καθάρσεως και του φωτισμού, πού προέρχεται από το Πνεύμα Του. Οι διάφοροι μοναί πού θα υπάρξουν στον Παράδεισο θα λογισθούν ως «τα μέτρα της αγάπης, της θεωρίας τε της σης»27.

Επομένως, ανάλογα με την πνευματική του καθαρότητα, ο άνθρωπος θα ακτινοβολεί την λάμψη του Θεού. Ή έλευση του ηλίου της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων θα αποκάλυψη τα πάντα. Έτσι νοείται και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και ημείς σύν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. γ'. 3-4). Παράλληλος είναι και ο άλλος λόγος του Αποστόλου Παύλου: «τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανερούται, πάν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Εφ. ε', 12-13). Όλοι όσοι διέπραξαν τα θεια στην ζωή τους θα βρίσκονται στο φως και οι εργάτες των φαύλων, όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, «εν σκότει δ' έσονται ποινών» μέσον δε αυτών θα υπάρχει μεγάλο χάσμα28.

Έτσι, ο Χριστός θα αποκάλυψη με την εμφάνιση Του τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, την όλη τους ύπαρξη, αυτό πού υπάρχει στο βάθος της καρδιάς. Αυτή η αποκάλυψη είναι αιώνια ζωή και αιώνια κόλαση, γιατί το πρώτο συνιστά την μέθεξη του Θεού, το δε δεύτερο συνδέεται με την μη μέθεξη και την μη κοινωνία με τον Θεό.

Αυτό πού θα γίνει στην άλλη ζωή, κατά την μέλλουσα Κρίση, γίνεται και από τώρα. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ό

Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, το ανέσπερο, αληθινό και αΐδιο φως. Μέσα σε αυτό βρίσκονται τώρα οι ψυχές των αγίων, ενώ τότε στην μέλλουσα ζωή, θα βρίσκωνται και τα σώματα τους. Όσοι δεν μετανοούν από τώρα, καίτοι απολαμβάνουν τον αισθητό ήλιο και παραμυθούνται από τα άλλα κτίσματα του Θεού, ζουν έξω από το Φως, τότε κατά την μέλλουσα ζωή, θα ευρεθούν πολύ μακρυά από τον Θεό και θα παραδοθούν στην αιώνια Κόλαση29.

Επομένως, εκείνο πού θα γίνει στην άλλη ζωή βιώνεται από τώρα. Γι' αυτό ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος ζητά από τον Θεό να του δώσει την Χάρη Του από τώρα, σάν σε άρραβώνα, ώστε να τον απόλαυση και στην μέλλουσα ζωή: «Και αξίωσον εντεύθεν θεραπεύσαί σε, σωτήρ μου, και λαβείν σου Πνεύμα θείον, αρραβώνα βασιλείας και εκείθεν απολαύσαι του νυμφώνος σου, της δόξης, καθορώντα σε Θεέ μου, εις αιώνας αιωνίους»30.

Αυτό απασχολεί όλους τους άγιους. Δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τα όσα θα συμβούν μετά από αυτόν, και κυρίως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Δεν τους απασχολεί τόσο ο χρόνος του θανάτου, όσο ο τρόπος με τον οποίο θα φύγουν, δηλαδή σε ποια κατάσταση θα είναι εκείνη την ώρα, γιατί αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες. Ό άγιος Συμεών λέγει ότι τον φοβίζει και του δημιουργεί τρόμο, αν πεθάνει έχοντας τυφλό τον νου. Έστω κι αν κανείς λάβει το αισθητό φως, το φως των οφθαλμών μετά την ανάσταση του, δεν έχει κανένα όφελος, αν δεν έχει πνευματικούς οφθαλμούς για να δη τον Θεό. Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος εξερχόμενος από το σκοτάδι ενδημεί πάλι στο σκοτάδι και θα είναι στους αιώνες χωρισμένος από τον Θεό31.

Έτσι, η εμφάνιση του Θεού ως ήλιου, θα αποκαλύψει την πνευματική γύμνωση του ανθρώπου. Τώρα έχουμε την δυνατότητα με διαφόρους τρόπους να καλύπτουμε την πνευματική μας γυμνότητα, ενώ τότε όλα θα αποκαλυφθούν. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε μια κατήχηση του παρουσιάζει την αλήθεια ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί ο άνθρωπος τότε από όλα τα υλικά, αισθητά, και διανοητικά χαρίσματα πού τυχόν έχει στην ζωή του θέτει πολλές ερωτήσεις, όπως π.χ. που θα είναι τότε τα δείπνα τα πολυτελή, τα διάφορα πολυτελή ενδύματα, η αλαζονεία των εξουσιαστών κ.λ.π. θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή σε αυτό πού λέγει, ότι τότε θα αποκαλυφθεί η ψυχική γυμνότητα του ανθρώπου. Ερωτά: «Που τα μεγάλα τότε ονόματα; Που ή αγιοσύνη η έχειν νυν νομιζόμεθα ή νομίζομεν; Που οι κόλακες και εμπαίκται, οι αγίους ημάς αποκαλούντες και την τρίβον των ποδών ημών εκταράσσοντες;»32.

Πολλοί από μας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε άγιοι, ότι είμαστε γεμάτοι από αρετές, αφού μάλιστα υπάρχουν και μερικοί κόλακες, πού καλλιεργούν αυτήν την κενοδοξία. Τότε όμως θα αποκαλυφθούν όλα, και όλοι οι άνθρωποι θα δουν την γυμνότητα

μας. Υπάρχουν πολλά πράγματα πού στην ζωή αυτήν καλύπτουν την τυφλότητα της καρδιάς και την γυμνότητα της ψυχής μας. Πολλές φορές αυτό γίνεται με την σοφία και την γνώση του κόσμου. Νομίζουμε ότι κάτι είμαστε, ενώ ουσιαστικά είμαστε νεκροί κατά Θεόν, δεν έχουμε τίποτε καλό. Τότε όλα θα φανερωθούν.

Ερωτά ο άγιος Συμεών ό νέος θεολόγος: «Που η δοκουσα φρόνησις των περιφανών εν τη γνώσει και τη σοφία του κόσμου; Που η οίησις και το δοκείν ειναι τι, μηδέν όντων ημών;»33. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τότε θα καταλάβει μεγάλος φόβος και τρόμος τους ράθυμους και χαύνους και οκνηρούς. Έτσι, μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος πού ζει με μετάνοια και θεωρεί τον εαυτό του «υποκάτω πάσης κτίσεως», γιατί «εκ δεξιών αυτού εστολισμένος τότε σταθήσεται»34. Μόνον οι στολισμένοι με την Χάρη του Θεού θα σταθούν στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Όταν ο άγιος Συμεών κάνη λόγο για ένδυμα και γυμνότητα, δεν εννοεί μόνον την ύπαρξη ή την έλλειψη των αρετών, αλλά το Άγιον Πνεύμα, το ίδιο το φως του Θεού. Τότε η νύκτα θα φωτισθεί ως ημέρα, κάθε οικία και σπήλαιο και ο ουρανός και η γη θα αρθούν, και έτσι όσοι δεν έχουν ενδυθεί τον Χριστό δηλαδή «οι μη λαβόντες το φως... και εν αυτώ προόντες και φως όντες», τότε θα φανούν γυμνοί και θα γεμίσουν από πολλή αισχύνη, θα φανεί κάθε πράξη κακή ή καλή, κάθε έννοια και ενθύμηση από την γέννησή μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Όλα θα αποκαλυφθούν ενώπιον των ανθρώπων35.

Κάνει εντύπωση εδώ ότι θα φανούν γυμνοί κυρίως όσοι δεν είδαν το φως από αυτήν την ζωή και δεν έγιναν φως. Όποτε το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά πνευματικό, οντολογικό. Ή γυμνότητα έχει σχέση με την μη μέθεξη του φωτός από αυτήν την ζωή. Γι' αυτό συνιστά ο άγιος Συμεών να αγωνίζονται να εισέλθουν δια της μετανοίας, στην στενή πύλη «και το ένδον ταύτης θεάσασθαι φως» από αυτήν την ζωή36.

Ή θεωρία του ακτίστου φωτός δεν είναι πολυτέλεια της πνευματικής ζωής, αλλά η ουσία και ο σκοπός της. Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου φαίνεται και κάτι άλλο, πούσυνδέεται με τα προηγούμενα. Όταν τηρούμε τις εντολές του Θεού, οδηγούμαστε στο Φως. Επομένως, η μη τήρηση των εντολών μας απομακρύνει από το φως και μας παραπέμπει στο σκοτάδι. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εντολές τον Θεού θα καταδικάσουν τον άνθρωπο.

Ό λόγος του Θεού είναι ζών και διαμένει στους αιώνες. Ό παραθεωρηθείς λόγος του Θεού «στήσεται κατά πρόσωπον ενός εκάστου τότε και έκαστον κατακρίνει μη φυλάξαντα τούτον». Ή Κρίση θα γένη με τις εντολές του Θεού, πού θα ελέγξουν πιστούς και απίστους. Στην πραγματικότητα, οι άπιστοι θα είναι αυτοκατάκριτοι για τα έργα πού έκαναν. Τότε δεν θα βοηθήσει τον

άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη σοφία και γνώση, ούτε η καλλιέπεια των λόγων ούτε τα χρήματα και η απόκτηση των επιγείων πραγμάτων37.

Στην Βιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε και έναν άλλο τρόπο με τον όποιο θα δικασθούν οι άνθρωποι στην μέλλουσα Κρίση. Λέγεται ότι οι άνθρωποι θα κατακριθούν από τους αγίους. Ήδη αυτό το συναντούμε στον λόγο του Χριστού προς τους μαθητές Του: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές με, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ό υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθήσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. ιθ', 28).

Οι μαθητές δηλαδή, θα καθίσουν σε δώδεκα θρόνους και θα κρίνουν τις φυλές του Ισραήλ. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Απόστολος Παύλος. Κατηγορώντας τους Χριστιανούς, ότι καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια για να λύσουν τις διάφορες υποθέσεις τους, λέγει: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούοι;» (Α' Κορ. στ', 2). Αλλά πώς νοείται αυτή η κρίση από τους αγίους;

Ό άγιος Συμεών δίνει και στο σημείο αυτό απάντηση. Λέγει ότι κάθε άνθρωπος, ευρισκόμενος μπροστά στην αιώνια ζωή και στο ανεκλάλητο εκείνο φως θα δη «τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτού». Όλοι οι άνθρωποι, πού έζησαν στην γη με διαφορετικούς τρόπους ζωής, θα συγκριθούν με άλλους ανθρώπους πού έζησαν μαζί τους με τις ίδιες συνθήκες ζωής. Και οι μεν έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οι δε αρνήθηκαν τις εντολές Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να ύπαρξη καμμιά δικαιολογία ότι οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες και γι' αυτό δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τα δικαιώματα του Θεού. Έτσι, οι πατέρες θα κριθούν από τους πατέρες, οι συγγενείς και φίλοι από τους συγγενείς και φίλους τους, οι αδελφοί από τους αδελφούς, οι πλούσιοι από τους πλουσίους, οι πτωχοί από τους πτωχούς, οι παντρεμένοι από αυτούς πού διέπρεψαν στον γάμο κ.λ.π. Όταν οι αμαρτωλοί δουν αμαρτωλούς πού μετανόησαν, οι πόρνοι πού δεν μετανόησαν δουν μετανοημένους πόρνους, όταν οι βασιλείς δουν βασιλείς άγιους κ.λ.π. και, γενικά, όταν ο καθένας δει τον όμοιό του, πού είχε την ίδια φύση, τα ίδια χέρια και οφθαλμούς, τις ίδιες συνθήκες ζωής ότι σώθηκε, αυτό θα αυτοκαταδίκη, δεν θα έχει κανένα επιχείρημα και καμμιά δικαιολογία38.

Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του άγιου Συμεών, τον όποιο θα παραθέσω ακριβώς: «Ούτως ουν έκαστος ημών των αμαρτωλών υπό έκαστου των άγιων κατακριθήσεται, ώσπερ οι άπιστοι υπό των πιστών και οι αμαρτήσαντες μεν, μη μετανοήσαντες δε, υπό των πλείονα ίσως αμαρτησάντων και θερμώς μετανοησάντων κατακριθήσονται»39.

Είναι φοβερό να βλέπει κανείς εκείνη την ώρα μέσα στην δόξα του Θεού «τον ποτέ μετ' αυτού συναποκαρέντα, και συνεσθίοντα και συμπίνοντα, τον ομοήλικα, τον όμότεχνον» να είναι όμοιος με τον Χριστό, ενώ αυτός το αντίθετο. Τότε δεν θα μπόρεση καθόλου να μιλήση40. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι θα κριθούμε από τους άγιους, θα μας ελέγξει η μετάνοια τους και το ότι έζησαν στις ίδιες με μας συνθήκες και όμως εκείνοι ανεδείχθησαν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, μιμήθηκαν κατά πάντα τον Χριστό. Δεν θα μπορούμε καθόλου να δικαιολογηθούμε.

Ένα άλλο σημείο πού βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου είναι ότι τότε, κατά την μέλλουσα Κρίση, θα στερηθούν της αιωνίου ζωής όσοι δεν έλαβαν το Άγιον Πνεύμα. Δεν θα στερηθούν τον Παράδεισο μόνον όσοι αμάρτησαν. Είναι ενδεχόμενο κάποιος να μην αμαρτήσει, αλλά αν δεν έχει τις αρετές, πού είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος. Θα στερηθεί της αιωνίου ζωής. θα εκβληθή του Παραδείσου και θα πορευθεί στην Κόλαση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Συμεών: «Καν αμάρτημα μη έχη, αρετών δ' υπάρχη δίχα ίσταται γεγυμνωμένος»41. Έτσι, και αμαρτίες αν δεν έχουμε διάπραξη, θα αποδειχθούμε ανάξιοι της δόξης του Θεού, αν δεν έχουμε αρετές.

Προχωρεί ακόμη περισσότερο για να τονίσει ότι δεν αρκούν μόνο αρετές, αλλά χρειάζεται και η δόξα του Θεού, η Χάρη του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αρετές δεν είναι απλά κατορθώματα της ατομικής προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά καρποί του Παναγίου Πνεύματος. Όπως ο Αδάμ επειδή δεν τήρησε τις εντολές του Θεού, απογυμνώθηκε από την θεία δόξα και στερήθηκε του Παραδείσου, έτσι και εκείνος πού θα ευρέθη «δόξης θείας ως εκείνος αληθώς γεγυμνωμένος», θα εξέλθει του παραδείσου της βασιλείας του Θεού και του ουρανίου νυμφώνος42.

Εκείνο πού χρειάζεται για να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, είναι η μέθεξη του Παναγίου Πνεύματος. Είναι φοβερά η ημέρα της Κρίσεως, γιατί εκτός από άλλα πράγματα, ο άνθρωπος θα μάθη «ότι οι μη έχοντες Πνεύμα το θείον εν διάνοια λαμπάδος δίκην λάμπον και εν καρδία ενοικούν ανεκφράστως τω αιωνίω παραπέμπονται σκότει»43.

Γι' αυτό οι επανειλημμένες προτροπές του άγιου Συμεών του νέου θεολόγου, ο όποιος θεωρείται δικαίως θεολόγος του φωτός, συνίστανται στην απομάκρυνση από τις κακίες και τα πάθη, στην ελευθέρωση της καρδιάς από κάθε ακαθαρσία, στην απόκτηση της καθαρότητος του νοός, την μέθεξη της θείας Χάριτος, την απόλαυση του θείου Φωτός. Όταν ο άνθρωπος ζει κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε όταν θα έλθει ο Χριστός, θα αποκαλυφθεί και θα είναι ανέκφραστη και ανεκλάλητη η χαρά. Θα έχει μέθεξη Θεού», ενώ ο αμαρτωλός θα δη τον Θεό, αλλά αυτό θα είναι αυτοκαταδίκη και αυτοτιμωρία, θα βίωση την καυστική ενέργεια του φωτός.

Συμπερασματικά λέμε ότι θα έλθει εκ νέου ο Χριστός στον κόσμο, και αυτό θα είναι η Δευτέρα Παρουσία Του. Θα ανακαινισθεί όλη η κτίση, θα αναστηθούν οι νεκροί, θα αλλοιωθούν όσοι θα ζουν τότε, και θα επακολουθήσει η κρίση των ανθρώπων. Όλα αυτά είναι αλήθειες, οι όποιες, οπωσδήποτε, θα συμβούν, αλλά δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα πού θα συμβούν.

Γι' αυτό ό Χριστός μας προτρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι. Όπως συνέβη με τον κατακλυσμό του Νώε. πού οι άνθρωποι ήσαν «τρώγοντες, πίνοντες, γαμούντες, εκγαμίζοντες» έως ότου μπήκε ο Νώε στην κιβωτό και τότε όλοι κατάλαβαν ότι ήλθε ο κατακλυσμός, το ίδιο θα συμβεί με την παρουσία του υιού του ανθρώπου. ΓΊ' αυτό λέγει ο Χριστός: «γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ', 37-42). Και στο τέλος της παραβολής των Δέκα Παρθένων ό Χριστός είπε: «γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. κε'. 13).

50 122, σελ. 344-346

50 129, σελ. 25β

SC29, σελ. 260

Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 110

5. ένθ. άνωτ. σελ. 120

6. 50 129. σελ. 266

7. ενθ. άνωτ. σελ. 268

5. ένθ. άνωτ. σελ. 120

6. 50 129. σελ. 266

7. ενθ. άνωτ. σελ. 268

8. 50 196. σελ. 178

9. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 10 ΕΠΕ. σελ. 436

10. ένθ. άνωτ. σελ. 410-412

11. ένβ. άνωτ. σελ. 416

12. ένθ. άνωτ. σελ. 416-418

13. ενθ. άνωτ. σελ. 420-422

14. ένθ. άνωτ. σελ. 422-424

15. ενβ. άνωτ. σελ. 424-426

16. ένθ. άνωτ. σελ. 428-430

17. ένθ. άνωτ. σελ. 430-432

18. ένθ. άνωτ. σελ. 432

19. ένθ. άνωτ. σελ. 442

20. ένθ. άνωτ. σελ. 434

21. SC 129, σελ. 258

22. Βλ. θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ.953-955

23. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 574-576

24. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 122 και εξής

25. SC 129, σελ. 306

26. Γρηγορίου Παλαμά Έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 126

27. SC 156, σελ. 168

28. SC 156, σελ. 166

29. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 186-188

30. SC 174, σελ. 70-72

31. SC 156, σελ. 164

32. SC 113, σελ. 188

33. ένθ. άνωτ. σελ. 190

34- ένθ. άνωτ. σελ. 190

35. SC 113. σελ. 140-142

36. ενθ. Άνωτ. σελ. 142

37. SC 174. σελ. 396-398

38. SC 96, σελ. 434-436

39. SC 96, σελ. 458

40. ένθ. ανώι. σελ. 458

41. SC 174, σελ. 46

42. SC 174, σελ. 44-46

43. SC 174, σελ. 146

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

Παράδεισος και Κόλαση

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η ανάσταση των σωμάτων, η παράσταση όλων των ανθρώπων μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού και, φυσικά, η τελική κρίση έχει κατάληξη τον Παράδεισο και την Κόλαση. Οι δίκαιοι θα αποκτήσουν τον Παράδεισο, την αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί την Κόλαση.

Ό Παράδεισος βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, ενώ στο τέλος θα υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση. Γι' αυτό σε όλη την Άγια Γραφή γίνεται λόγος τόσο για τον Παράδεισο όσο και για την Κόλαση. Βασική διδασκαλία της Αγίας Γραφής είναι ότι ο άνθρωπος μετά την δημιουργία του ετέθη στον Παράδεισο και έπειτα έχασε την κοινωνία του με τον Θεό. Έκτοτε μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η αναζήτηση αυτής της παραδείσιας ζωής. Ό Χριστός με την ενανθρώπησή Του έδωσε την δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο να επανέλθει στον Παράδεισο και να απόκτηση κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι ο άνθρωπος σε όλη του την ζωή, ιδίως αυτός πού ζει μέσα στην Εκκλησία και αγωνίζεται να τηρεί τις εντολές του Θεού και να μετέχει της Χάριτος Του, αγωνίζεται να σωθεί και να εισέλθει στον Παράδεισο.

Επομένως το θέμα «Παράδεισος και Κόλαση» είναι από τα κεντρικά της Άγιας Γραφής και της Εκκλησίας. Χρειάζεται όμως μελέτη και ανάλυση του τι ακριβώς είναι ο Παράδεισος και ή Κόλαση, πώς ερμηνεύονται στην Ορθόδοξη πατερική Παράδοση. Αυτό το έργο είναι αναγκαίο και απαραίτητο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι έτσι, όχι μόνον θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την Αγία Γραφή, αλλά και να δούμε το έργο της Εκκλησίας. Όπως θα φανεί στην συνέχεια, το θέμα αυτό είναι σπουδαιότατο, γιατί παρουσιάζει την ουσία και το έργο της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να δούμε την αποστολή της Εκκλησίας, αν δεν εξετάσουμε την

ορθόδοξη αντίληψη για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Επομένως, οι συνέπειες αυτής της ερμηνείας είναι πάρα πολύ μεγάλες.

1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση

Στην ενότητα αυτή δεν θα μας απασχόληση το θέμα για τον νοητό και αισθητό Παράδεισο, όπως μας τον περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, αλλά κυρίως για τον Παράδεισο και την Κόλαση στην διδασκαλία του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Υπάρχουν τρία χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για τον Παράδεισο. Το πρώτο χωρίο είναι η διαβεβαίωση του Χριστού στον ληστή επί του Σταυρού: «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ, κγ', 43). Ό Παράδεισος για τον όποιο κάνει λόγο ο Χριστός είναι η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι Βασιλεία του Θεού και Παράδεισος ταυτίζονται, αφού ό ληστής τον παρακαλεί «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ. κγ', 42) και ο Χριστός τον διαβεβαιώνει για την είσοδο του στον Παράδεισο. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία του ιερού Θεοφύλακτου για το θέμα αυτό: «ο γαρ ληστής εστί μεν εν Παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία, και ου μόνον αυτός, αλλά και πάντες ους αριθμείται ο Παύλος, ου μέντοι απήλαυσε της τελείας των αγαθών κληρουχίας»1.

Το δεύτερο χωρίο, στο όποιο γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο και είναι συνδεδεμένο με μια εμπειρία την οποία είχε ο θειος Απόστολος: «και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον' είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ι6. 3-4). Ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι «Παράδεισος είναι λέξις Περσική και θέλει να ειπεί κήπος κατάφυτος από διάφορα δένδρα...». Συγχρόνως λέγει ότι η αρπαγή του Αποστόλου Παύλου στον Παράδεισο, κατά μερικούς εξηγητές, σημαίνει το «καθ' ό,τι εμυήθη τους περί του Παραδείσου μυστικούς, και απορρήτους λογούς, οι τίνες μέχρι της σήμερον είναι απόκρυφοι εις ημάς». Τότε κατά την θεωρία, ο Απόστολος Παύλος ανέβει έως τρίτου ουρανού, δηλαδή πέρασε τους τρεις ουρανούς, την πρακτική φιλοσοφία, την φυσική θωριά, έφθασε στην μυστική θεολογία, πού είναι ο τρίτος ουρανός, και από εκεί ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Έτσι μυήθηκε στο τι ήταν το ξύλο της ζωής στο μέσον του Παραδείσου, τι ήταν το ξύλο της γνώσεως, τα Χερουβείμ και η φλόγινη ρομφαία πού φύλασσαν την πύλη της Εδέμ, τι ακριβώς ήταν τα δύο ξύλα της ζωής και της γνώσεως του καλού και του κακού, και όλες τις άλλες μεγάλες αλήθειες, πού παρουσιάζει ή Παλαιά Διαθήκη2.

ΤΟ τρίτο χωρίο υπάρχει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στον επίσκοπο της Εφέσου παραγγέλλεται μεταξύ των άλλων: «Τω

νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Αποκ. β', 7). Κατά τον Ανδρέα Καισαρείας, ξύλο της ζωής δηλούται περιφραστικώς η αιώνιος ζωή. Ό Θεός επαγγέλλεται «μετασχείν των του μέλλοντος αιώνος αγαθών»3. Επίσης, κατά τον Αρέθα Καισαρείας «Παράδεισον την μακαρίαν και αιωνίζουοαν εκληπτέον ζωήν»4. Επομένως, Παράδεισος, αιώνιος ζωή και Βασιλεία των Ουρανών είναι το ίδιο πράγμα. Δεν θα επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό μεγαλύτερη ανάλυση για το τι είναι Παράδεισος, αναφορικά με τους όρους Βασιλεία του Θεού και Βασιλεία των Ουρανών. Γεγονός είναι ότι Παράδεισος είναι ή αιώνια ζωή εν κοινωνία και ενότητι με τον Τριαδικό Θεό.

Ή λέξη Κόλαση προέρχεται από το ρήμα κολάζω και έχει δύο σημασίες. Ή μια δηλώνει το κλάδεμα, δηλαδή την αναχαίτιση των κλάδων των δένδρων, και η δεύτερη δηλώνει την τιμωρία. Με την δεύτερη κυρίως έννοια χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, από την άποψη όμως ότι δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά αυτοτιμωρείται ο άνθρωπος, γιατί δεν δέχεται την δωρεά του Θεού. Πάντως, η ακοινωνησία του ανθρώπου με τον Θεό είναι τιμωρία, όταν μάλιστα σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού, και αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του.

Δύο χωρία της Αγίας Γραφής αναφέρονται ρητώς στην Κόλαση. Το ένα υπάρχει στην Περικοπή του Χριστού για τήν μέλλουσα Κρίση. Ό Χριστός είπε: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αίώνιον» (Ματθ. κε', 46). Αν αυτό το χωρίο συνδυασθεί με το προηγούμενο «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αίώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε'. 41), φαίνεται ότι η Κόλαση ταυτίζεται με το αιώνιο πυρ, το οποίο ετοιμάσθηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του και όχι για τον άνθρωπο.

Το άλλο χωρίο της Άγιας Γραφής πού περιέχει την λέξη Κόλαση βρίσκεται στην επιστολή του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοδούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ίω. δ', 18). Βέβαια, δεν αναφέρεται ρητώς στην Κόλαση, δηλαδή στον τρόπο ζωής των αδίκων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά στην τιμωρία πού συνδέεται με τον φόβο και είναι αλλότρια της αγάπης.

Ή ζωή της Κολάσεως αποδίδεται στην Άγια Γραφή με άλλους όρους και άλλες εκφράσεις, όπως «πυρ αιώνιον» (Ματθ. κε', 41), «σκότος εξώτερον» (Ματθ. κε'.30), «γέεννα πυρός» (Ματθ. ε', 22). κ.λ.π. Δεν είναι όμως σκοπός μου εδώ να αναλύσω και αυτές τις σημασίες. Θα τις θίξουμε κάπως όταν σε άλλη ενότητα εξετάσουμε τις συνέπειες της περί Παραδείσου και Κολάσεως διδασκαλίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.

2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση

Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι φορείς της αμιάντου Παραδόσεως, και γι' αυτό η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Θεόπνευστη διδασκαλία τους. Άλλωστε, η Εκκλησία, πού είναι το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, γράφει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει. Ή γενική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Βεβαίως, υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση σαν δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Θεός πού τους δημιούργησε. Στην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς. Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Θεό. Πουθενά στην Άγια Γραφή δεν φαίνεται ότι Θεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο Χριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό.

Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Παράδοση ότι Θεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Αυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού και όχι ο Θεός του ανθρώπου. Ό άνθρωπος με την αμαρτία πού διαπράττει βλέπει τον Θεό οργισμένο και εχθρικό5. Αυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Πατέρων της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, ο όποιος κάνει λόγο για το τι είναι Παράδεισος και τι είναι Κόλαση. Μιλώντας για τον Παράδεισο λέγει ότι Παράδεισος είναι η αγάπη του θεοί. Και, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Γράφει: «Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν ή η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Αλλά αναφερόμενος και στην Κόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Γράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;»7.

Έτσι, η Κόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Θεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, πού έγινε σε βάρος της αγάπης του Θεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης»8. Πραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Είναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Αυτό αν το

συγκρίνουμε με την αγάπη του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Κολάσεως.

Και συνδέεται με εκείνο πού λέγει πάλι ο άγιος Ισαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού»9. Επομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Θεού. Ό Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη. Πάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Κόλαση είναι η απουσία του Θεού. Από αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Θεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Στον καθένα θα δοθεί από τον Δεσπότη Χριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Γιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος πού θα δώσει την Χάρη Του προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός. αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους. Ή αγάπη του Θεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατα διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει. Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου· τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή»10.

Επομένως, η ίδια η αγάπη του Θεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πώς όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; Ό Θεός είπε στον Μωυσή: «ελεήσω όν αν ελεώ, καί οίκτειρήσω ον αν οικτείρω» ("Εξ. λγ', 19). Ό Απόστολος Παύλος, αναφέροντας αυτό το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ', 18). Χρειάζεται να ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Πώς ο Θεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; Υπάρχει προσωποληψία στον Θεό;

Κατά την ερμηνεία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Θεού. Λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ' εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού· έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πώς σκληρύνει»11. Επομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και Ο Μ. Β α σ ί λ ε ι ο ς. Ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός. Ή

φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι' αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν». Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Παίδες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Στην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ πού ετοιμάσθηκε από τον Θεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή τον Κυρίου». Το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, γι' αυτό και καίει και φωτίζει. Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός. Γι' αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι»12.

Επομένως, το πυρ της Κολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Θεού. Οπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η ερμηνεία αυτή περί του Παραδείσου και της Κολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ισαάκ του Σύρου και του Μ. Βασιλείου, αλλά είναι γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής. Όταν μιλούμε για άποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Πατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων13. Και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Ορθοδόξων - Ρωμηών Πατέρων από τους Φραγκολατίνους, οι όποιοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές14.

Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν Αλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Συνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Εκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Και πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε Βασιλεία των Ουρανών, και σκότος «τοίς τυφλώττουσι το ήγεμονικόν», πού είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Θεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας»15. Ή αιώνια ζωή είναι φως γι' αυτούς πού

καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι' αυτούς πού είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι' αυτούς πού δεν φωτίσθηκαν από την ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. Ό ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν άμαυροι δε την ασθενούσαν». Όποτε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού. Το ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ένας είναι ο Χριστός «άλλ' εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι»16. Ό ίδιος και Αυτός Λόγος του Θεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις»17. Γι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ' ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως»18. Ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Θεού. Επομένως, καί κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος και Κόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Θεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Γι' αύτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ώ Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ώ Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει»19. Ό ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. Ό λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός. Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Γ ρ ηγ ό ρ ι ο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία.

Αναφερόμενος στον λόγο του Ιωάννου του Προδρόμου περί του Χριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανέρωση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' άξιαν εκάστου τής εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20.

Βέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Χάριτος του Θεού. Ό άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, άλλα όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό. Έτσι, η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξη της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ' εν όν τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ένιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται... εί και

μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21.

Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο πού επιτελεί. Εάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. Επίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Επομένως, όλη η κτίση μετέχει της άκτιστου Χάριτος του Θεού, αλλά διαφοροτρόπως. Και γι' αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Χάριτος πού μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Χάρη του Θεού στην αιώνια ζωή. Οι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Θεού.

Αυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Πρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, πού είναι η Χάρη του Θεού. Ή Χάρη του Θεού, πού δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι έλλειπες της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας»22. Βέβαια, η Χάρη του Θεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό πού λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συμβαίνει τώρα. Και είναι βεβαιωμένο από την Ασκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται τήν Χάρη του Θεού σαν φωτιά πού κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως.

Σύγχρονοι Θεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Χάριτι βιώνει την Κόλαση κατά την πορεία της ασκήσεως του, τόσο και αυτή (η Χάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Φως. Πρόκειται για την ίδια Χάρη του Θεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως. Επομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού.

3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή

Αυτά πού περιγράφουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας και αναλύσαμε πιο πάνω, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες μερικών μεγάλων Πατέρων, τα βλέπουμε καθαρά και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες, πού αναφέραμε, δεν είναι στοχαστές φιλόσοφοι, πού στοχάζονται πάνω στα

θέματα της πίστεως, αλλά ερμηνεύουν την εκκλησιαστική εμπειρία και είναι εκφραστές της αποκαλύψεως πού υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Δύο απλά παραδείγματα θα χρησιμοποιήσω για να δειχθεί ότι τα όσα αναφέραμε είναι κοινή διαπίστωση και εμπειρία της Εκκλησίας.

Το ένα παράδειγμα είναι η μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Ή θεία Κοινωνία ενεργεί αναλόγως με την κατάσταση του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος, τον κατακαίει, αν αγωνίζεται να καθαρθεί ή βρίσκεται στην θέωση, τότε ενεργεί αναλόγως.

Ό Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους για το θέμα αυτό: «ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. ια', 27). Για να βεβαιώσει στην συνέχεια: «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Α' Κορ. ια', 30). Και αυτό γίνεται γιατί «ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α' Κορ. ια', 29). Ή μετάληψη, δηλαδή, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ενώ για τους κεκαθαρμένους και θεουμένους γίνεται ζωή, για τους ακάθαρτους γίνεται κρίμα και θάνατος, ακόμη και σωματικός. Πολλές ασθένειες και θάνατοι, όπως βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος, προέρχονται από την αναξία μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω» (Α' Κορ. ια'. 28).

Αυτό το «δοκιμαζέτω», αν συνδυαστεί με το όλο πνεύμα του Αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο μέσα στην καρδιά πρέπει να έχει κανείς την Χάρη του Θεού, και με το χωρίο «καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Έβρ. ιγ', 9) δείχνει ότι πρέπει κανείς να εξετάζει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται για να πλησίαση στην Θεια Κοινωνία. Γιατί η Θεία Κοινωνία για ιούς καθαιρομένους γίνεται κάθαρση, για τους φωτιζομένους έλλαμψη, για τους θεουμένους θέωση και για τους ακάθαρτους και αμετανόητους γίνεται κρίμα και καταδίκη. Κόλαση. Γι' αυτό στις λειτουργικές ευχές ο ιερεύς παρακαλεί τον Θεό να μη γίνει η θεία Κοινωνία εις κρίμα και κατάκριμα, αλλά σε άφεση των αμαρτιών. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του ιερού Χρυσοστόμου: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, μετά καθαρού συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, ή εις κατάκριμα».

Το ίδιο πνεύμα μπορούμε να δούμε σε όλες τις ευχές της ακολουθίας της Μεταλήψεως τόσο πριν όσο και μετά την θεία

Κοινωνία. Αυτό πού γίνεται τώρα με την θεία Κοινωνία, θα γίνει στην Δευτέρα Παρουσία με την εμφάνιση του Θεού. Γι' αυτούς πού έχουν καθαρθεί και έχουν μετανοήσει ο Θεός θα είναι Παράδεισος, ενώ γι' αυτούς πού δεν έχουν καθαρθεί ο Θεός θα είναι Κόλαση. Το άλλο παράδειγμα είναι από την ιερά αγιογραφία, πού είναι, οπωσδήποτε, έκφραση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Βλέποντας την εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, όπως αγιογραφείται στους νάρθηκες των Ιερών Μονών, παρατηρούμε ότι από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται το φως, πού (κυκλώνει τους αγίους, και από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, πού κατακαίει τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Ή ίδια πηγή είναι, τόσο του φωτός, όσο και του πυρός. Και αυτό εκφράζει θαυμάσια την διδασκαλία των Πατερών της Εκκλησίας, πού είδαμε προηγουμένως, για την φωτιστική και καυστική ιδιότητα της θείας Χάριτος. Αυτό, βέβαια, συνδέεται με την κατάσταση του ανθρώπου.

4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας

Όλα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αλλά έχουν σχέση με την όλη εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, η διδασκαλία των άγιων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση είναι ένα κλειδί ερμηνείας τόσο της Άγιας Γραφής και των πατερικών κειμένων όσο και της εκκλησιαστικής ζωής. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις συνέπειες της ορθοδόξου θεωρήσεως του Παραδείσου και της Κολάοεως για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή.

α) Παράδεισος και Κόλαση είναι ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού, όπως την βιώνουν οι άνθρωποι, γι' αυτό και είναι άκτιστα. Κατά τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν υπάρχει άκτιστος Παράδεισος και κτιστή Κόλαση, όπως διδάσκει η φραγκολατινική παράδοση. Οι Φράγκοι, ακολουθούντες τον Αυγουστίνο, πίστευαν ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, και γι' αυτό εξέλαβαν το πυρ της Κολάσεως ως κτιστό. Είναι γνωστή η Κόλαση του Δάντη και οι περιγραφές των κολασμένων. Έτσι, οι Φράγκοι φαντάστηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, πού αποτελείται από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, μεταβλητή γη για να δοκιμάζωνται οι άνθρωποι και μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθοριζόμενους. Συνέπεια αυτής της απόψεως είναι και περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία των Φράγκων23.

Επομένως, Παράδεισος και Κόλαση υπάρχουν όχι με την μορφή απειλής και τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αλλά με την μορφή ασθενείας και θεραπείας. Οι θεραπευμένοι και κεκαθαρμένοι βιώνουν την φωτιστική ενέργεια της θείας Χάριτος, ενώ οι αθεράπευτοι και ασθενείς βιώνουν την καυστική ενέργεια του Θεού.

Στην Αγία Γραφή η δόξα του Θεού χαρακτηρίζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και πυρ - σκότος ή δόξα - νεφέλη και αστραπή - καπνός. Αυτοί πού έχουν Ανιδιοτελή αγάπη και είναι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεό «εν φωτι - γνόφω», ενώ οι ιδιοτελείς και ακάθαρτοι βλέπουν τον Θεό κριτή ως «πυρ - σκότος»24. Έτσι, λοιπόν, ο Παράδεισος καλείται και φως και γνόφος. Από γλωσσικής πλευράς φαίνεται ότι είναι αντίθετες έννοιες, γιατί το φως είναι αντίθετο από τόν γνόφο και ο γνόφος είναι αντίθετος από το φως. Βέβαια, στην πατερική παράδοση ο γνόφος είναι φως «δια την ύπερέχουσαν φανότητα». Επίσης, η Κόλαση χαρακτηρίζεται με τις εικόνες πυρ και σκότος. Αλλά και οι δυο αυτές εικόνες είναι αντίθετες. Γι' αυτό η Κόλαση δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως εμείς γνωρίζουμε τις πραγματικότητες αυτές. Και φυσικά ούτε ο Παράδεισος είναι φως και γνόφος, όπως εμείς γνωρίζουμε αυτές τις πραγματικότητες. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες προτιμούν την αποφατική ορολογία, για να μη γίνεται καμμία σύγχυση.

Το θέμα είναι ότι τόσο ο Παράδεισος όσο και η Κόλαση δεν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί θα δουν τον Θεό στην άλλη ζωή, αλλά, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη Θεου και κοινωνία, οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη. Αυτό φαίνεται στην παραβολή του άφρονος Πλουσίου. Ό Πλούσιος έβλεπε τον Άδραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, αλλά δεν είχε μέθεξη του Θεού και γι' αυτό φλεγόταν. Δεχόταν την καυστική ενέργεια της οράσεως του Θεού. Καίτοι είναι παραβολή, εν τούτοις εκφράζει την πραγματικότητα. Ή χρησιμοποίηση του είδους της παραβολής γίνεται για να εκφραστούν οι αλήθειες.

β) Εφ' όσον αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως οι άνθρωποι έχουν διαφορετική εμπειρία της θείας Χάριτος, άρα απαιτείται κάθαρση από αυτήν ακόμη την ζωή. Ή κάθαρση, κατά τους αγίους Πατέρες, γίνεται κυρίως στην καρδιά και στον νου του ανθρώπου. Ό νους είναι το ηγεμονικό της -ψυχής, δια του οποίου 0 άνθρωπος έχει μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Ό σκοτασμός του ηγεμονικού λέγεται αλλοτρίωση· όχι ότι αποχωρίζεται ο άνθρωπος τον Θεό αλλά ότι δεν έχει μέθεξη. Με την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία του ο νους σκοτίστηκε και ταυτίστηκε με την λογική, τα πάθη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Τώρα απαιτείται κάθαρση του νου.

Ό άγιος Γρηγόριος τονίζει επιγραμματικά: «Δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Αν κανείς θέληση να φθάσει στον Θεό και να απόκτηση την γνώση Του, χωρίς προηγουμένως να περάοη από σχετική δοκιμασία, πού είναι ή κάθαρση της καρδιάς, τότε θα συμβεί το ίδιο με τόσες άλλες περιπτώσεις πού συναντούμε στην Άγια Γραφή και τις οποίες αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα συμβεί ο,τι και στον Ισραηλιτικό λαό, πού δεν μπορούσε να δη το ελλαμπόμενο

πρόσωπο του Μωϋσέως από την Χάρη του Θεού. Ή θα συμβεί ό,τι και στον Μανωέ, πού φώναξε: «Απολώλαμεν, ώ γύναι, Θεόν εωράκαμεν». Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Πέτρο, ο όποιος μετά το θαύμα της θαυματουργικής αλιείας, είπε: «έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε».

Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος έχασε την όραση του, αφού είδε τον διωκόμενο από αυτόν Χριστό, χωρίς προηγουμένως να καθαρθεί από τούς διωγμούς. Ακόμη θα συμβεί ο,τι με τον εκατόνταρχο ο όποιος, καίτοι ζήτησε από τον Χριστό την θεραπεία, εν τούτοις Τον παρακαλεί να μην έλθει στο σπίτι του από δειλία, πού πάντως επαινείται από τον Χριστό. Λέγοντας αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, κάνει την εξής παρατήρηση. Αν κάποιος από μας είναι ακόμη εκατόνταρχος δουλεύοντας στον κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, και γι' αυτό είναι ακάθαρτος, ας το αισθανθεί και ας πει τον λόγο του εκατοντάρχου: «ουκ είμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην είσελθης». Ας μη μείνει όμως σε αυτήν την διαπίστωση. Αλλά αν θέλει να δη τον Χριστό, τότε ας κάνη αυτό πού έκανε ο Ζακχαίος. Ας δεχθεί τον Λόγο στο σπίτι του, αφοί προηγουμένως όμως ανεβεί επάνω στην συκομορέα, «νεκρώσας τα μέλη τα επί της γης και υπεραναβάς το σώμα της ταπεινώσεως».

Απαιτείται συναίσθηση της ακαθαρσίας μας, αλλά και αγώνας για την κάθαρση και την θεραπεία. Χρειάζεται να καθαρίσουμε και να κοσμήσουμε την ψυχή μας και ακόμη να φωτισθούμε με την δύναμη και την ενέργεια του Χριστού. Διότι, όταν τηρήσουμε την καρδιά μας με κάθε φυλακή, δηλαδή, όταν βάλουμε την νήψη στην καρδιά μας και όταν ετοιμάζουμε την καρδιά μας για αναβάσεις πνευματικές, τότε «φωτισθώμεν εαυτοίς φως γνώσεως- τηνικαύτα λαλώμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, και τοις άλλοις εκλάμπωμεν». Γι' αυτό επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Τέως δε καθαιρώμεθα και προτελώμεθα τω Λόγω, ιν' ότι μάλιστα αυτούς ημάς ευεργετώμεν, θεοειδείς εργαζόμενοι, και ήκοντα τον Λόγον υποδεχόμενοι»25. Έτσι, στην Ορθοδοξία γίνεται συνεχώς λόγος για κάθαρση και μετάνοια, κατά την διδασκαλία του Χριστού: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. δ', 17). Μόνο μέσα από την μετάνοια γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό εξ εμπειρίας, διότι ο Θεός δεν είναι γνωσιολογική θεωρία ή ιδέα, αλλά θέα.

γ) Το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο, να καθαρίζει τον νου και την καρδιά. Ό άνθρωπος, αφού καθαρθεί, στην συνέχεια πρέπει να αποκτήσει φωτισμένο νου, ώστε να δη τον Θεό και να γίνει γι' αυτόν Παράδεισος και Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια και την άσκηση. Και πραγματικά, αυτά τα δύο πρέπει να συνδυάζονται. Ή άσκηση, όπως φαίνεται στην πατερική παράδοση, προηγείται του Βαπτισματος και ακολουθεί μετά από αυτό, προηγείται της θείας

Κοινωνίας και ακολουθεί μετά από αυτήν. Όταν απομονώσουμε τα μυστήρια από την Άσκηση και την άσκηση από τα μυστήρια, τότε διαστρέφουμε την εκκλησιαστική ζωή.

Αν εξετάσει κανείς επισταμένως το ευχολόγιο της εκκλησίας, θα διαπίστωση ότι συνιστά μια θεραπευτική αγωγή. Είναι, θα λέγαμε λίγο παραβολικά, ένα πνευματικό Ιατρικό σύγγραμμα για την θεραπεία της ψυχή του ανθρώπου. Και, βέβαια, αυτή η θεραπεία, όπως φαίνεται καθαρά σε όλες τις ευχές των μυστηρίων, αποβλέπει κυρίως στην θεραπεία του νου, στον φωτισμό του νου. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν «κόβει» απλώς εισιτήρια για τον Παράδεισο, αλλά θεραπεύει τον άνθρωπο, ώστε όταν θα δει τον Θεό, να γίνει γι' αυτόν ο Θεός Παράδεισος και όχι Κόλαση, αφού όλοι θα δούμε τον Θεό και δίκαιοι και αμαρτωλοί. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά την φράγκικη «ασκητική», θα διαπιστώσει ότι αποβλέπει να οδήγηση τον άνθρωπο στην θέα του Θεού. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αφού όλοι θα δουν τον Θεό και θα συνομιλήσουν μαζί Του. Άλλωστε, αυτό περιγράφει ο Κύριος στην περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως. Το θέμα είναι να δει ο άνθρωπος τον Θεό θεραπευμένος.

Ή Ορθοδοξία έχει μια μέθοδο θεραπείας. Αυτό φαίνεται εκτός των άλλων και στον υπότιτλο της Φιλοκαλίας. Γράφεται: «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών εν ή δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ό νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται».

δ) Δεν πρέπει να έχουμε ζωηρή επιθυμία να δούμε την δόξα του Θεού, όπως κάνουν πολλοί περίεργοι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους, τον ανατολικό διαλογισμό και άλλες μεθόδους. Τέτοια περιέργεια εκτός τον ότι μπορεί να οδήγηση σε πλάνη, μπορεί επίσης να διαγράψει διαφορετική πορεία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ακριβώς επειδή ο Θεός γίνεται Κόλαση για τους ακάθαρτους, γι' αυτό αισθανόμαστε πρωταρχικό έργο το να καθαρθούμε ψυχικά. Ή κάθαρση συνδέεται με την θεραπεία του ανθρώπου, και φυσικά, η θεραπεία είναι η απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης.

ε) Κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, όπως συνήθως λέγεται, αλλά η παρουσία και θέα του Θεού ως φωτιάς. Και, φυσικά, όπως αναφέραμε σε άλλη ενότητα, από τώρα μπορούμε να γευθούμε τον Παράδεισο και την Κόλαση, θα μπορούσα να πω καλύτερα ότι από τον τρόπο με τον όποιο βιώνουμε από τώρα τον Θεό εξαρτάται και το πώς θα Τον βιώσουμε και στην Δευτέρα Παρουσία Του. Κατά τον όσιο Ηλία τον Πρεσβύτερο, Παράδεισος είναι η θεωρία των νοητών. Σε αυτήν την θεωρία ο γνωστικός, αυτός, δηλαδή, πού απέκτησε την γνώση του Θεού, «ως εν οικείω οίκω ένδοθεν εισέρχεται εν ευχή». Ό δε πρακτικός, αυτός, δηλαδή, πού βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, «ως παροδίτης οφθήσεται». αφού έχει μεν την επιθυμία να εισέλθει, αλλά εμποδίζεται από τον φραγμό

της πνευματικής του ηλικίας26. Ό Παράδεισος είναι η απάθεια, πού στην πραγματικότητα, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής. Ό όσιος Ηλίας ό Πρεσβύτερος λέγει ότι ό Παράδεισος της απάθειας είναι κρυμμένος μέσα μας. και αυτός «εικών εστί του μέλλοντος τους δικαιους υποδέχεσθαι»27.

Κατά τον όσιο Γρηγορώ τον Σιναϊτη, πυρ και σκότος και σκώληξ και τάρταρος, δηλαδή Κόλαση, είναι «η γενική ηδυπάθεια και η καθολική του σκότους άγνοια και ο εν πασι γαργαλισμός του στρήνους και ό τρόμος και ο βρώμας ο δυσώδης της αμαρτίας». Έτσι, η ηδυπάθεια, η άγνοια και το σκοτάδι, ο τρόμος και η βρωμιά τής αμαρτίας είναι βίωση της Κολάσεως από τώρα. Και όλα αυτά είναι «ως αρραβώνες και απαρχαί των κολάσεων» από την ζωή αυτή28.

Το συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι ή Εκκλησία είναι Νοσοκομείο και θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι και το βασικότερο έργο των Ιερέων. Έχοντας αυτήν την προοπτική μπορεί να ασχολείται και με άλλα έργα. Μπορεί, δηλαδή ο ιερεύς να ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα του λαού, για την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη κ.λ.π. αλλά το κυριότερο είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι το κατ' εξοχήν φιλάνθρωπο έργο, πού θα έχει αιώνιες συνέπειες. Γιατί, τι το όφελος να ενδιαφέρεται μόνον για τις υλικές ανάγκες και να αδιάφορη για το αιώνιο μέλλον του; Μια τέτοια Εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί και είναι πραγματικά μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ό άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξαντληθεί μόνον στο ενταύθα, αλλά να προχώρηση και στο επέκεινα. Έτσι, η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα.

Υπάρχουν μερικοί πού κατηγορούν την Εκκλησία ότι αδιαφορεί για τις κοινωνικές ανάγκες και απουσιάζει από κοινωνικούς και άλλους αγώνες. Κανείς δεν αντιλέγει ότι και σε αυτό το θέμα πρέπει να επεκταθεί η δραστηριότητα της Εκκλησίας. Άλλα τίθεται το ερώτημα. Ό θάνατος δεν είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα; Έκτος του ότι ταλαιπωρείται ο κάθε άνθρωπος με τον δικό του θάνατο, αφού τον κουβαλά μέσα του από την γέννηση του, επειδή γεννιέται για να πεθάνει, συγχρόνως βασανίζεται από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων. Δεν δημιουργεί κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα ο θάνατος; Η Εκκλησία ασχολείται με το φοβερό αυτό πρόβλημα του θανάτου και βοηθά τον άνθρωπο να τον υπερβεί με την εν Χριστώ ζωή.

Ακόμη, όταν ασχολείται η Εκκλησία με την θεραπεία του νου του ανθρώπου, αυτό έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. Ό θεραπευμένος άνθρωπος είναι ειρηνικός, ειλικρινής, απαθής και επομένως, καλός οικογενειάρχης, καλός πολίτης. Άλλωστε, όπως ένα Νοσοκομείο κατά την διάρκεια κοινωνικών ανωμαλιών

εξακολουθεί να θεραπεύει, έτσι και η Εκκλησία κατά την διάρκεια πολλών ανωμαλιών δεν ξεχνά τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και θεραπεύει τους ανθρώπους.

Γι' αυτό, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα πού έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο πού διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.

1. PG 123. στ. 1106

2. Νικόδημου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τάς ΙΔ' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, έκδ. άγ. Νικόδημος, Αθήνα 1971, τόμος Β'. σελ. 113, σημ. 3

3. ΡG 106. 233

4. ΡG 106, 529

5. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: Ρωμιοσύνη, έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ- 96, κ.έ.

6. Ισαάκ Σύρου: Ασκητικά, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 282

7. ένθ. άνωτ. σελ. 326

8. ένθ. άνωτ.

9. ένθ. άνωτ.

10. ένθ. άνωτ. σελ. 326-327

11. Νικόδημου Άγιορείτου: ένθ. άνωτ. τόμος Α', σελ. 110

12. Μ. Βασιλείου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 120-122

13. Ιωάννου Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99

14. ενθ. άνωτ. σελ. 96 κ.έ.

15. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 4 ΕΠΕ, σελ. 376

16. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 382

17. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 88

18. ένθ. άνωτ. σελ. 174

19. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 380

20. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 11 ΕΠΕ, σελ. 498

21. Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Β', Παναγ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 145

22. Ιωάννου Σιναϊτου: Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 163

23. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, ενθ. άνωτ. σελ. 96

24. Ίω. Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99

25. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 86-90

26. Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 305, νη'

27. ένθ. άνωτ. σελ. 101. ιβ'

28. Φιλοκαλία, τόμος Δ', σελ. 36, λ6'

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται συνεχώς λόγος για τον Παράδεισο και την Κόλαση, που είναι βασικό σημείο της πίστεώς μας, εν τούτοις από παλαιούς χρόνους αναπτύχθηκε από μερικούς η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, με την έννοια ότι δεν θα υπάρχη αιώνια Κόλαση.

Σύμφωνα με την θεωρία αυτή ο Θεός με την αγάπη και την φιλανθρωπία Του θα αποκαταστήση όλη την κτίση, όλη την δημιουργία, θα αφανίση το κακό, και κατά συνέπεια δεν θα υπάρξη αιώνια Κόλαση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν. Φυσικά, μια τέτοια θεώρηση της εσχατολογίας και της σωτηριολογίας ανατρέπει όλο το οικοδόμημα της πίστεως, και αναιρεί βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας, όπως εκφράζονται μέσα στην Αγία Γραφή και τα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να υποστηρίξη ότι μια τέτοια θεωρία αναιρεί και την ουσία της εκκλησιολογίας.

Διάφοροι δυτικοί ερμηνευτές υποστήριξαν ότι μια τέτοια θεωρία ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, και αυτή η άποψη έχει διοχετευθή και στον δικό μας χώρο. Έτσι οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο μεγάλος αυτός

Πατέρας της Εκκλησίας μας, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ακολούθησε παλαιές αιρετικές διδασκαλίες, επειδή μίλησε για αποκατάσταση της κτίσεως.

Το ερώτημα όμως είναι αν υποστηρίζη τέτοιες θεωρίες ο άγιος Γρηγόριος. Και άν, βέβαια, υπάρχουν μερικά σχετικά χωρία, τα οποία υπονοούν την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να ερμηνευθούν μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η έρευνα αυτή πρέπει να στραφή στην όλη προσωπικότητά του, καθώς επίσης και στην όλη ατμόσφαιρα της διδασκαλίας του. Αυτό θα επιχειρήσουμε στο κεφάλαιο αυτό.

Προκαταβολικά πρέπει να πούμε ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν διδάσκει την αποκατάσταση των πάντων, όπως το εννοούσε ο Ωριγένης, και είναι πεπλανημένη θεωρία, την οποία η Εκκλησία κατεδίκασε συνοδικώς. Ταυτόχρονα όμως θα δοθή η ευκαιρία να δούμε διάφορα θέματα, που συνδέονται με την ζωή των εσχάτων, που μας απασχολεί στο παρόν βιβλίο.

1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων

Στους αρχαίους λαούς παρατηρείται η θεωρία περί της φθοράς και αποκαταστάσεως του κόσμου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο κόσμος κινείται σε ένα ορισμένο χρονικό όριο, οπότε με διάφορα γεγονότα έρχεται η φθορά και η καταστροφή του, και στην συνέχεια αρχίζει νέα περίοδος ανασυστάσεως, ανασυγκροτήσεως και διακοσμήσεως του κόσμου. Έτσι, είχε αναπτυχθή από παλαιά η θεωρία της ανακυκλήσεως του κόσμου*. Αυτή δε η εκ νέου δημιουργία του κόσμου είναι γνωστή ως παλιγγενεσία ή αποκατάσταση του κόσμου*.

Τέτοιες αντιλήψεις συναντά κανείς σε αρχαίες φιλοσοφικές σχολές. Περί αυτών των θεμάτων μίλησε η προστωϊκή φιλοσοφία (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρειοι, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής), η στωϊκή φιλοσοφία, ο νεοπλατωνισμός*. Μέσα στην ανακύκληση του κόσμου συμμετέχει και η ψυχή του ανθρώπου, γι’ αυτό και τα περισσότερα φιλοσοφικά συστήματα κάνουν λόγο για μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, δηλαδή για την εκ νέου επάνοδο της ψυχής στον κόσμο για να καθαρθή. Δεν πρόκειται να κάνουμε μεγαλύτερη ανάλυση της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως αναπτυσσόταν στην αρχαία φιλοσοφία. Το γεγονός είναι ότι αποτελεί κοινό σημείο όλων των φιλοσόφων, εν συνδυασμώ με άλλες θεωρίες για την δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη του κακού, την δημιουργία του ανθρώπου και την μετενσάρκωση των ψυχών.

Ο Ωριγένης, ο μεγάλος αυτός θεολόγος του Γ’ μ.Χ. αιώνος, σαφώς στην διδασκαλία του ανέπτυξε την θεωρία περί της

αποκαταστάσεως των πάντων. Σε πολλά σημεία ο Ωριγένης είχε επηρεασθή από την φιλοσοφία, και ήταν εκφραστής του λεγομένου εξελληνισμένου Χριστιανισμού, ενώ οι άγιοι Πατέρες εξέφραζαν τον εκχριστιανισμένο ελληνισμό.

Σύμφωνα με την διδασκαλία του Ωριγένους, οι ψυχές των ανθρώπων προχωρούν δια της καθάρσεως σε συμφιλίωση με τον Θεό. Άλλες ψυχές φθάνουν στην κάθαρση και την συμφιλίωση με τον Θεό από την παρούσα ζωή, άλλες όμως χρειάζονται περισσότερο χρόνο, γι’ αυτό και επανέρχονται εκ νέου στην ζωή, με άλλη σωματική μορφή. Έτσι, γίνεται λόγος για διαδοχικές μετενσαρκώσεις, έως ότου επιτευχθή η τελεία κάθαρση κάθε ψυχής, και ένωση με τον Θεό. Με αυτό το πνεύμα οι τιμωρίες των ασεβών και των δαιμόνων θα είναι πρόσκαιρες. Όταν όλες οι ψυχές καθαρθούν, τότε θα ηττηθή ο διάβολος, θα υποταγούν όλα στον Θεό και θα γίνη η αποκατάσταση των πάντων, θα ακολουθήση η ανάσταση των ανθρώπων με πνευματικά σώματα. Με αυτήν την άποψη όλα θα επανέλθουν στην αρχέγονη κατάσταση.

Βασική αρχή του Ωριγένους είναι ότι το τέλος του κόσμου πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή του. Οι ποινές που επιβάλλονται από τον Θεό και αρχίζουν από την παρούσα ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο έως ότου γίνη η κάθαρση και η αποκατάσταση των πάντων, έως ότου όλα υποταγούν στον Θεό. Αυτή η κάθαρση γίνεται και δια του καθαρσίου πυρός, που καθαρίζει τον κόσμο από την φθορά και ανακαινίζει τα πάντα. Έτσι, θα αναιρεθή και θα καταργηθή τελείως η κακία, με την επικράτηση του αγαθού. Φαίνεται από όσα αναφέραμε ότι ο Ωριγένης συνδέει την αποκατάσταση των πάντων με την ανακύκληση των ψυχών*.

Η φράση "αποκατάσταση των πάντων" υπάρχει μια φορά στην Αγία Γραφή, και ιδιατέρως στην ομιλία του Αποστόλου Πέτρου στην στοά του Σολομώντος, μετά την θεραπεία του χωλού. Μεταξύ των άλλων ο Απόστολος Πέτρος ομίλησε περί μετανοίας και επιστροφής στον Θεό. Είπε: "μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας, όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Χριστόν Ιησούν, όν δει ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ών ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος" (Πράξ. γ', 19-21).

Η φράση όμως "αποκατάσταση πάντων" δεν σημαίνει εδώ την αποκατάσταση και την ανακύκληση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι φιλόσοφοι, αλλά την μέλλουσα Βασιλεία, που θα έλθη με την Δευτέρα έλευση του Χριστού, οπότε θα γίνη ανακαίνιση της κτίσεως. Υπάρχουν και άλλοι όροι στην Αγία Γραφή, όπως ανακαίνιση, παλιγγενεσία, ανακεφαλαίωση, οι οποίοι, άλλοτε

δηλώνουν την αναγέννηση και ανακαίνιση του κόσμου που έγινε με την έλευση του Χριστού, άλλοτε την αναγέννηση του ανθρώπου με την εισαγωγή του στην Εκκλησία, δια του αγίου Βαπτίσματος, και άλλοτε την παλιγγενεσία κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αφού, όπως γνωρίζουμε, θα υπάρξη αλλαγή του κόσμου από την φθορά, που είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας.

Άλλωστε, αυτό το αγιογραφικό χωρίο πρέπει, οπωσδήποτε, να ερμηνευθή μέσα σε όλη την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όπου γίνεται λόγος για την μοναδικότητα της ψυχής, για την ύπαρξη αιωνίας Κολάσεως, για το ότι το δικαστήριο με την έλευση του Χριστού θα έχη διπλή κατάληξη, δηλαδή αιώνιο Παράδεισο και αιώνια Κόλαση, ότι υπάρχει η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος που δεν πρόκειται να συγχωρηθή, ούτε στον νυν ούτε στον μέλλοντα αιώνα, ότι όλοι πρέπει να παρουσιασθούν ενώπιον του βήματος του Χριστού για να λάβουν τον καρπό των έργων τους, καλών ή κακών κ.λ.π.

Δεν είναι σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ όλα αυτά τα αγιογραφικά χωρία, γιατί ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να τα δη στα σχετικά κεφάλαια αυτού του βιβλίου, που γίνεται λόγος για τα θέματα αυτά. Γεγονός είναι ότι πουθενά στην Αγία Γραφή δεν μπορεί να σταθή η ιδέα περί αποκαταστάσεως των πάντων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα επανέρχωνται στην ζωή ως την τελική κάθαρση, ότι δεν θα υπάρξη αιώνια Κόλαση.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε και συνοδική καταδίκη της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων. Συγκεκριμένα, στο "Συνοδικό της Ορθοδοξίας" καταδικάζονται όσοι πιστεύουν στην θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όλων των άλλων θεμάτων που συνδέονται με αυτήν. Λέγεται: "Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την Βασιλείαν των Ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, παρέδοτο, και δια πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν, ότι και Κόλασις ατελεύτητος, και η Βασιλεία αΐδιος, δια των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γινομένοις, Α ν ά θ ε μ α"*.

Η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρείται "μάταιο και ελληνικό ρήμα", δηλαδή καρπός της ελληνικής φιλοσοφίας, που λυμαίνεται την Βασιλεία των Ουρανών, και καταργεί τον λόγο της Γραφής, που μιλά για ατελεύτητη Κόλαση. Όσοι δέχονται τέτοιες απόψεις όχι μόνον καταστρέφουν τον εαυτό τους, αλλά γίνονται πρόξενοι και αιτία καταστροφής και άλλων.

Γι’ αυτό ακριβώς αναθεματίζονται και αποβάλλονται από την Εκκλησία ως άρρωστα και σεσηπότα μέλη.

Φυσικά, αυτός ο αναθεματισμός του Συνοδικού της Ορθοδοξίας συνδέεται στενά με την καταδίκη από την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο των θεωριών του Ωριγένους, μεταξύ των οποίων και την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων.

2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ασχολήθηκε σε όλα τα γραπτά του με την ζωή μετά τον θάνατο, με το τί είναι η ψυχή, πώς μετά την έξοδό της από το σώμα διατηρείται η υπόσταση του ανθρώπου, πώς θα γίνη η ανάσταση των σωμάτων, τί είναι η Βασιλεία του Θεού κ.λ.π. Πολλές από αυτές τις απόψεις είδαμε σε άλλα κεφάλαια αυτού του βιβλίου.

Μέσα σε τέτοια εσχατολογικά θέματα συμπεριλαμβάνεται και η λεγομένη θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όλοι σχεδόν όσοι ασχολήθηκαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο άγιος στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων επηρεάστηκε από τον Ωριγένη. Βέβαια, όπως ισχυρίζονται, δεν δέχεται όλες τις θεωρίες του Ωριγένους για τα θέματα αυτά, αφού αρνείται την μετενσάρκωση, την ανακύκληση των ψυχών, αλλά όμως στην αποκατάσταση των πάντων ακολουθεί με μετριοπάθεια τις απόψεις του Ωριγένους. Έτσι, λέγουν, ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ομιλεί για την αποκατάσταση κατά τρόπο θετικό.

Θα δούμε σε γενικές γραμμές ποιά είναι η εντύπωση των διαφόρων ερμηνευτών σχετικά με τις θέσεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για το θέμα που μελετάμε, και στην συνέχεια θα εξετάσουμε αν τα συμπεράσματά τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Βέβαια, τα όσα σχολιάζουν και παραθέτουν οι ερμηνευτές λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, αλλά εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι δεν ερμηνεύονται μέσα στα αυθεντικά πλαίσια, και δεν κατανοείται, σε μερικά σημεία, η αλήθεια των λεγομένων. Γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ο άγιος Γρηγόριος δεν εννοεί αυτό που του αποδίδουν οι περισσότεροι από τους μελετητές του. Πραγματικά, για να κατανοήση κανείς την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου πρέπει να διαθέτη τα ανάλογα ερμηνευτικά κλειδιά και να εντάξη τα όσα λέγει μέσα στην όλη παράδοση της Εκκλησίας.

Ο βασικός σκοπός του ανθρώπου, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, είναι η θέωσή του. Μόνον μέσα από την προοπτική αυτή πρέπει να θεωρούμε την σωτηρία του ανθρώπου. Αλλά για να επιτύχη κανείς

αυτόν το ύψιστο σκοπό, πρέπει να περάση μέσα από την κάθαρση, η οποία είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο. Η κάθαρση είναι δυνατόν να επιτευχθή στην παρούσα ζωή. Αλλά, αν μερικοί δεν μπόρεσαν να την επιτύχουν εδώ, θα συνεχισθή και στην άλλη ζωή. Βέβαια, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν δέχεται την μετεμψύχωση, η οποία, κατά την άποψη του Ωριγένους, συνεχίζει την κάθαρση του ανθρώπου, αλλά, όμως, μιλώντας για κάθαρση, δέχεται ότι συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.

Η κάθαρση μετά τον θάνατο επιτυγχάνεται με το λεγόμενο καθάρσιο πυρ ή καθαρτήριο πύρ, το οποίο είναι θεραπευτικό. Έτσι, οι βάσανοι του άδου είναι θεραπευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι αιώνιες. Κάποτε θα σταματήση να υπάρχη ο Άδης. Οι ψυχές μετά την κάθαρσή τους, την οποία άλλες επιτυγχάνουν από την παρούσα ζωή και άλλες μετά τον θάνατο εισέρχονται στην αιωνιότητα.

Η κάθαρση και η σωτηρία επιτυγχάνεται με την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού. Ο Θεός, ως φιλάνθρωπος, παιδεύει τον άνθρωπο για να τον ανακαινίση.

Τα αγαθά που θα απορρεύσουν από την κάθαρση είναι πάρα πολλά. Η φύση του ανθρώπου ανακαινίζεται, αφού αποβάλλει όλα τα νόθα και ξένα στοιχεία, τα οποία προσετέθησαν σε αυτήν.

Μέσα στα πλαίσια αυτά θα καταργηθή και αυτός ο ίδιος ο θάνατος, το κακό θα αφανισθή και έτσι όλα θα υποταγούν στον Θεό. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη και την εξαφάνιση του κακού. Το κακό, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, δεν είναι οντολογικό γεγονός, γιατί είναι στέρηση του αγαθού. Το κακό είναι φθαρτό. Αλλά κάθε φθαρτό δεν είναι αγέννητο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν κακό, αλλά υπάρχει η ποιότητα του κακού. Επειδή η ποιότητα δεν συνιστά την ουσία, γι’ αυτό και το κακό δεν είναι ουσία.

Αυτό σημαίνει ότι το κακό δεν είναι αιώνιο, αλλά έχει προσωρινό χαρακτήρα. Δεν μπορεί το κακό, που είναι αγέννητο και φθαρτό, να υπερισχύση του αγαθού και αφθάρτου, που είναι ο Θεός. Επομένως, κάποτε το κακό, που δεν είναι ουσία, θα καταργηθή. Η εξάντληση και κατάργηση του κακού δεν προσκρούει στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί τότε η ανθρώπινη ελευθερία θα ήταν ισχυρότερη από τον αγαθό Θεό και την δύναμή Του, αφού θα είχε την δυνατότητα να παρατείνη επ’ άπειρο την πορεία του κακού. Επομένως, το κακό κάποτε θα εκλείψη.

Όχι μόνον θα καθαρθούν οι ψυχές των ανθρώπων και θα εξαλειφθή το κακό, αλλά ακόμη και ο διάβολος θα υποταγή στον Θεό, που σημαίνει ότι θα σωθή. Η απολύτρωση του Χριστού απεδείχθη τελικά σωτήρια και για τον διάβολο. Ο Χριστός προσέλαβε την

ανθρώπινη φύση και πέθανε στον Σταυρό, και ο διάβολος επειδή συνελήφθη από την σάρκα του Χριστού, όπως τα ψάρια με το αγκίστρι, εξαναγκάστηκε να αποδώση τις ψυχές που κατείχε. Έτσι αυτό αποδείχθηκε σωτήριο και για τον διάβολο.

Βέβαια, οι ερμηνευτές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σημειώνουν ότι σε όλο το θεολογικό του σύστημα υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Μια αντίφαση, την οποία προσπαθεί να απαλύνη ο άγιος Γρηγόριος είναι, πώς συμβιβάζεται η "αναγκαστική" κάθαρση και αποκατάσταση όλων των ανθρώπων, ακόμη και του διαβόλου, με την ελευθερία την οποία έχει τόσο ο άνθρωπος όσο και ο διάβολος. Μια άλλη αντίφαση είναι, πώς, ενώ κάνει λόγο για την κατάργηση του κακού και την τελική σωτηρία όλων των ανθρώπων, στα έργα του ομιλεί και για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Και πώς, ενώ δέχεται την αποκατάσταση των πάντων, που πρέσβευε ο Ωριγένης, συγχρόνως δεν αποδέχεται την ανακύκληση των ψυχών ή την λεγομένη μετενσάρκωση, η οποία συνδέεται με την κάθαρση της ψυχής και την αποκατάσταση των πάντων.

Έχω την γνώμη ότι ακριβώς σε αυτές τις λεγόμενες "αντιφάσεις", που εντοπίζουν οι μελετητές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, βρίσκεται και η παρερμηνεία της διδασκαλίας του αγίου από τους μελετητές του, αλλά και η πραγματική ερμηνεία των θέσεών του. Θα πρέπη να εξετάση κανείς προσεκτικά αυτές τις "αντιφάσεις", για να δη ποιά είναι η θεωρία του αγίου Γρηγορίου για την αποκατάσταση των πάντων.

Βέβαια, υπάρχουν και ερμηνευτές που προσπαθούν να δούν τις πραγματικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου και να αποδείξουν ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν διδάσκει ωριγενιστικές απόψεις. Όλα αυτά θα τα θίξουμε στην επόμενη ενότητα, όπου θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα πλαίσια της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί πιστεύουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος αδικείται. Πρέπει, λοιπόν, να γίνη αποκατάσταση και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την λεγομένη θεωρία της αποκαταστάσεως.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι με όσα θα λεχθούν εξαντλείται το θέμα αυτό, αλλά θα υπογραμμισθούν τα απαραίτητα σημεία, τα οποία, αν ο μελετητής του έργου του γνωρίζη, μπορεί να ερμηνεύση την διδασκαλία του αγίου*.

3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων

Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις "αντιφάσεις" που εντοπίζουν οι ερμηνευτές, όταν μελετούν την

διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί στο σημείο αυτό βρίσκεται η πραγματική ερμηνεία των έργων του.

Βέβαια, εξ αρχής πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τόσο η προβληματική των θεμάτων, όσο και η γλώσσα με την οποία γράφει ο άγιος Γρηγόριος είναι δύσκολη για τον σύγχρονο αναγνώστη. Πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψη μας ότι οι Πατέρες του τετάρτου αιώνα, ιδιαιτέρως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, είχαν να ασχοληθούν με ένα σοβαρό ζήτημα. Έπρεπε, δηλαδή, να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα των φιλοσόφων για τα κοσμολογικά, οντολογικά και σωτηριολογικά ζητήματα και να δώσουν απαντήσεις μέσα από την Αποκάλυψη. Εμείς σήμερα δεν ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα, γι’ αυτό και έχουμε δυσκολίες στην κατανόησή τους. Μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου μέσα από την εκκλησιαστική εμπειρία.

Θα προσπαθήσουμε να δούμε τα ερμηνευτικά πλαίσια της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί των εσχάτων και της αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από πέντε σημεία.

a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα

Ο άγιος Γρηγόριος ήταν πραγματικά ένα μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Όταν διαβάζη κανείς τα έργα του, χαίρεται την ευρύτητα της σκέψεώς του, την γονιμότητα της διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως και προ παντός, την μεγάλη του ευαισθησία. Ασχολείται με θέματα πολύ δύσκολα, και όμως δεν αφίσταται της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης συναντούμε την διδασκαλία ότι το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση, και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση. Βέβαια, και άλλοι Πατέρες αναλύουν αυτήν την πραγματικότητα, αλλά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επιχειρεί λεπτομερή ανάλυση. Στο έργο του "εις τον βίον Μωϋσέως", το οποίο είναι υπόδειγμα θεολογικού λόγου, κάνει θαυμάσιες προεκτάσεις και παρατηρήσεις.

Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, ασχολήθηκε με θέματα τα οποία ήταν δυσεπίλυτα για το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεγάλη του ευαισθησία, που φαίνεται στις συνομιλίες που είχε με την αδελφή του Μακρίνα, πριν εκείνη κοιμηθή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον θάνατό της, όπως και η στάση του απέναντι στον χωρισμό από την αδελφή του, κάνει τρομερή εντύπωση. Ήταν πραγματικά μεγάλος θεολόγος, αλλά και αρκετά ευαίσθητος πνευματικός πατέρας.

Η αξία της μεγάλης του προσωπικότητος αναγνωρίστηκε από όλη την Εκκλησία. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που έγινε το 379, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των Χριστολογικών αιρέσεων της εποχής του. Δυναμική ήταν η παρουσία του στην Σύνοδο της Αντιοχείας το 379 μ.Χ. καθώς επίσης και η αποστολή του στον Πόντο και την Αραβία για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος απέκτησε μεγάλο κύρος, και γι’ αυτό ενδιαφερόταν για την ρύθμιση διαφόρων εκκλησιαστικών υποθέσεων, κυρίως σε δογματικά ζητήματα.

Σημαντική ήταν η παρουσία του στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή επικράτησε η θεολογία του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε κοιμηθή δύο χρόνια πριν από την σύγκληση της Συνόδου, αλλά ο άγιος Γρηγόριος αποδείχθηκε ο θεολογικός εκφραστής της Συνόδου.

Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, ο άγιος Γρηγόριος ανέγνωσε μπροστά στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο μελέτη του, που αντέκρουε τις απόψεις του Ευνομίου, ο οποίος (Ευνόμιος) είχε καταφερθή εναντίον του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος έγραψε εναντίον των αιρετικών θέσεων του Ευνομίου. Η επιχειρηματολογία του Μ. Βασιλείου τόσο πολύ εξέπληξε τον Ευνόμιο, ώστε απήντησε μετά δεκατέσσερα χρόνια με το έργο του "απολογία υπέρ απολογίας". Τότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαντήση ο Μ. Βασίλειος, γιατί βρισκόταν προς το τέλος της ζωής του. Την αποστολή αυτή εξεπλήρωσε με επιτυχία ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Με τρία βιβλία του κονιορτοποίησε στην κυριολεξία τις απόψεις του Ευνομίου, υπερασπιζόμενος τόσο την ορθόδοξη πίστη, όσο και την μνήμη του αδελφού του. Τα συγγράμματα αυτά συγκαταλέγονται στα άριστα αντιαιρετικά κείμενα.

Στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ’ εξοχήν θεολόγος. Αυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Σύνοδο, εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που ήταν Πρόεδρος της Συνόδου, εξεφώνησε την ομιλία κατά την ενθρόνιση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Σύμβολο της Πίστεως, αυτός συνέταξε το άρθρο περί του Αγίου Πνεύματος: "Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλήσαν δια των Προφητών". Μάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Συνόδου.

Πριν από την λήξη τώς εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστεως για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.

Μετά την Σύνοδο ανέλαβε περιοδείες στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αραβία για την λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καθώς επίσης συμμετέσχε σε συνόδους για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως. Όλα αυτά δείχνουν ότι είχε μεγάλο κύρος στον ορθόδοξο χώρο. Μάλιστα, σε αυτόν ανατέθηκε να εκφωνήση τους επικηδείους λόγους στην βασιλόπαιδα Πουλχερία και την Βασίλισσα Πλακίλλα.

Πέρα από αυτά τα γεγονότα, που είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υπάρχουν και συνοδικά κείμενα που τον θεωρούν μεγάλο οικουμενικό πατέρα της Εκκλησίας. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσωπικότητος και της θεολογίας του, τον ονόμασε "άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον έν τε λόγοις και εν τρόποις". Η φράση αυτή εννοεί ότι ήταν δεύτερος μετά τον αδελφό του τον Μ. Βασίλειο. Αλλά και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του έδωσε τον μοναδικό τίτλο που δόθηκε σε θεολόγους της Εκκλησίας τον ονόμασε "πατέρα πατέρων". Μάλιστα, είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε ο Μ. Βασίλειος, όταν εκφράσθηκαν απορίες, γιατί έναν τέτοιον μεγάλης αξίας άνθρωπο τον έκανε επίσκοπο της ασήμου πόλεως Νύσσης, που φαίνεται ότι αναφέρεται στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και όχι στον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, επειδή υπάρχει η λέξη "αδελφός": "Έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού"*.

Μια τέτοια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, που η ίδια η Εκκλησία δια των Οικουμενικών της Συνόδων ονομάζει "πατέρα πατέρων" και άνδρα δεύτερον μετά τον Μ. Βασίλειο στους λόγους και τους τρόπους, και ένας τέτοιος άγιος, για τον οποίον γινόταν λόγος να συμπεριληφθή στην τριάδα των Τριών Ιεραρχών, δεν είναι δυνατόν να πέση σε τέτοιες σοβαρές πλάνες, όπως είναι η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. Επομένως, σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία κατεδίκασε. Πώς είναι δυνατόν να καταδικάζεται συνοδικώς η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όμως να επαινήται υπερβαλλόντως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης;

b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία

Πολλοί ερμηνευτές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης υποστηρίζουν ότι είναι ο φιλοσοφικότερος από τους Πατέρας της Εκκλησίας, από την άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σε πολλά ζητήματα, κυρίως στο περί της αποκαταστάσεως των πάντων, παρασύρθηκε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής του, όπως τον Ωριγένη.

Πρέπει να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν παρασύρεται στα γραπτά του από την φιλοσοφία και τις θεωρίες της, αφού ο ίδιος είναι μέτρο και κριτήριο ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Εκείνο που επεχείρησε ήταν να απαντήση στα οντολογικά ερωτήματα που έθεσε η φιλοσοφία. Η φιλοσοφία έθετε ερωτήματα: τί είναι το Όν, τί είναι τα όντα, ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ του Όντος και των όντων, τί είναι το κακό, πώς εισήλθε στον κόσμο, τί είναι η ψυχή κ.λ.π. Με αυτά, τα λεγόμενα οντολογικά ερωτήματα, ασχολήθηκε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και έδωσε απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία. Αυτό ήταν και το βασικό έργο των Πατέρων την κρίσιμη εκείνη εποχή*.

Κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίση φιλόσοφο, επειδή ασχολήθηκε με τα οντολογικά προβλήματα που έθετε η φιλοσοφία. Άλλωστε, τα τόσα ασκητικά συγγράμματά του, οι πνευματικές του ομιλίες και οι απαντήσεις που έδωσε σε πολλά ζητήματα της φιλοσοφίας, δείχνουν ότι η κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον του αγίου Γρηγορίου είναι ανεδαφική.

Η άποψή του για την φιλοσοφία είναι διατυπωμένη σε πολλά κείμενά του. Θα ήθελα όμως να παρουσιάσω τις απόψεις του για την φιλοσοφία, όπως φαίνονται στο κείμενό του "περί αρετής, ήτοι εις τον βίον Μωϋσέως".

Σχολιάζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το γεγονός ότι η μητέρα του Μωϋσέως για να σώση το παιδί της, που μόλις είχε γεννηθή, το έβαλε σε κιβωτό (καλάθι) και το έρριξε στο ποτάμι, λέγει ότι ποτάμι είναι τα κύματα της ζωής αυτής και κιβωτός είναι η μόρφωση από ποικίλα μαθήματα. Αν κανείς έχη τέτοια μόρφωση δεν θα βυθιστή στα κύματα, αλλά θα βγή στην στεριά.

Η κόρη του Φαραώ, που ήταν άγονη και στείρα, υιοθέτησε τον μικρό Μωϋσή. Αυτό συμβολίζει την έξωθεν φιλοσοφία, που ήταν άγονη και στείρα. Δεν μπορεί κανείς να αρνήται αυτήν την άγονη και στείρα παίδευση όσο είναι ατελής, όταν όμως ανεβή, όπως ο Μωϋσής, επάνω στο όρος, τότε "αισχύνην ηγήσεται της κατά φύσιν αγόνου παίς ονομάζεσθαι". Έτσι, όποιος ζήση την αποκάλυψη και φθάση στην θεοπτία αισθάνεται ντροπή και αισχύνη να ονομάζεται παιδί της φιλοσοφίας.

Μιλώντας αναλυτικότερα για την φιλοσοφία, ότι είναι άγονη και δεν ωφελεί τίποτε στην σωτηρία, γράφει: "Άγονος γαρ ως αληθώς η έξωθεν παίδευσις, αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω. Τίνα γαρ έδειξε καρπόν των μακρών ωδίνων η φιλοσοφία, ή τίνα τοσούτων τε και τοιούτων άξιον πόνων; Ου πάντες υπηνέμιοί τε και ατελέσφοροι πριν εις το φως ελθείν της θεογνωσίας αμβλίσκονται, δυνάμενοι ίσως γενέσθαι άνθρωποι, ει μη διόλου τοις κόλποις της αγόνου φιλοσοφίας ενεκαλύπτοντο;".

Στο καταπληκτικό αυτό χωρίο φαίνεται η άποψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την φιλοσοφία. Με τον όρο "έξωθεν παίδευσις" εννοεί την φιλοσοφία και όχι τα άλλα επιστημονικά μαθήματα. Η φιλοσοφία, ενώ πάντοτε αισθάνεται τους πόνους του τοκετού, ποτέ δεν γέννησε, αλλά παρέμεινε άγονη. Κανένα καρπό δεν προσέφερε στον άνθρωπο. Και μάλιστα παρατηρεί ότι θα μπορούσαν οι άνθρωποι να γίνουν πραγματικοί άνθρωποι, αν δεν είχαν κλεισθή μέσα στους κόλπους της άγονης αυτής σοφίας.

Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι μπορούμε να ασχολούμαστε κατά τον καιρό της μορφώσεως με τους έξωθεν λόγους, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να χωριζόμαστε από το γάλα του Ευαγγελίου που μας τρέφει. Καί, πραγματικά, εκείνος που μορφώνεται μόνο με την έξωθεν μόρφωση και δεν βλέπει την διδασκαλία και το ήθος των προγόνων του, αυτός θα τεθή στο μέσον μεταξύ δύο εχθρών.

Ο άγιος Γρηγόριος κάνει κριτική στην φιλοσοφία. Λέγει ότι στα μαθήματα της φιλοσοφίας υπάρχει κάτι το σαρκώδες και ακρόβυστο, το οποίο αν αφαιρεθή, θα απομείνη η ισραηλιτική ευγένεια. Και δίνει στην συνέχεια μερικά παραδείγματα. Η φιλοσοφία δέχεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά όμως ισχυρίζεται ότι μεταβαίνει από το ένα σώμα στο άλλο και από την λογική φύση στην άλογη. Ομιλεί και η φιλοσοφία για τον Θεό, αλλά τον θεωρεί υλικό. Κάνει λόγο για τον Θεό ως δημιουργό, αλλά νομίζει πώς έχει την ανάγκη της ύλης για την δημιουργία, δηλαδή ότι δεν δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν. Πιστεύει ότι ο Θεός είναι αγαθός και δυνατός, αλλά λέγει ότι υποχωρεί στην ανάγκη της ειμαρμένης. Έτσι, στην φιλοσοφία υπάρχει μια ευσέβεια, επειδή ασχολείται με τον Θεό, η οποία ταυτόχρονα έχει και κάτι σαρκικό*.

Όταν τέτοιες είναι οι απόψεις του αγίου Γρηγορίου για την φιλοσοφία, είναι άτοπο να τον θεωρούμε φιλόσοφο πατέρα, επηρεασμένο από τις απόψεις της φιλοσοφίας για την αποκατάσταση των πάντων. Τέτοιες αντιφάσεις δεν μπορεί κανείς να συναντήση όχι μόνον σε έναν άγιο θεούμενο, όπως ήταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αλλά ούτε σε έναν άνθρωπο που έχει υψηλά διανοητικά προσόντα και χαρίσματα που είχε ο άγιος Γρηγόριος. Μάλλον εμείς δεν διαθέτουμε τα δικά του προσόντα και δεν

μπορούμε να διεισδύσουμε στο περιεχόμενο της θεοπνεύστου διδασκαλίας του.

c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την αιωνιότητα της Κολάσεως

Ο άγιος Γρηγόριος σε πολλά κείμενά του κάνει λόγο για την ελευθερία, την προαίρεση του ανθρώπου, η οποία δεν καταργείται από τον Θεό, καθώς επίσης για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Και οι δύο αυτές θέσεις του αναιρούν κάθε άποψη για την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως την υποστήριζε ο Ωριγένης.

Στον μέγα κατηχητικό του λόγο, αφού αναφέρεται στην Κατήχηση και την αξία του Βαπτίσματος, στο τέλος επιμένει στο θέμα της αλλαγής όλης της υπάρξεως του ανθρώπου, που γίνεται με την προαίρεσή του. Γράφει ότι το άγιο Βάπτισμα λέγεται άνωθεν γέννηση, είναι, δηλαδή, αναγέννηση και αναστοιχείωση του ανθρώπου, όμως δεν μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Η ανθρωπότητα αυτή καθ’ εαυτήν δεν επιδέχεται "μεταβολήν εκ του Βαπτίσματος" και δεν μεταβάλλεται ούτε το λογικό, ούτε το διανοητικό, ούτε το γνωστικό ούτε κανένα άλλο χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό πρέπει να γίνη με τον αγώνα του ανθρώπου προ και μετά το Βάπτισμα. Η Χάρη του Θεού που λαμβάνουμε δια του Βαπτίσματος, δεν ενεργεί την αναγέννησή μας, αν δεν συνεργήσουμε και εμείς.

Φθάνει ο άγιος Γρηγόριος στο σημείο να τονίση κάτι τολμηρό, όπως ο ίδιος λέγει. Άν, παρά το Βάπτισμα, η ψυχή δεν απέβαλε τις κηλίδες, που σημαίνει, αν ο βίος μας μετά το βάπτισμα είναι ο ίδιος με τον βίο προ του βαπτίσματος, τότε το ύδωρ του βαπτίσματος είναι απλώς ύδωρ, "ουδαμού της δωρεάς του αγίου Πνεύματος επιφανείσης τω γινομένω". Δηλαδή, είναι σαν να μη έλαβε ο άνθρωπος την δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Όποιος διατυμπανίζει την αναγέννησή του δια του Βαπτίσματος, αλλά όμως διακρίνεται για τον ίδιο τρόπο ζωής, πρέπει να ακούση τον λόγο του Θεού που λέγει: "εί τις δοκεί είναι, μηδέν ών, φρεναπατά εαυτόν", και "όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι". Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι έλαβε τον Θεό, πρέπει να το αποδεικνύη δια της προαιρέσεώς του. "Δείξον εν σεαυτώ τον γεννήσαντα". Και ερωτά πολύ χαρακτηριστικά: "Ουκ έγνως ότι άνθρωπος ουκ άλλως υιός Θεού γίνεται, ει μη όσιος γένηται;". Για να γίνη κανείς τέκνο του Θεού πρέπει να είναι όσιος.

Όσοι δεν αλλάξουν τρόπο ζωής θα έχουν πολλές τιμωρίες. Η ζωή των αμαρτωλών στην άλλη ζωή δεν θα έχη ομοιότητα με τις θλίψεις της επιγείου ζωής. Ομιλεί ο άγιος Γρηγόριος για το κολαστήριο πύρ, που θα συναντήση ο αμαρτωλός και μη

αναγεννημένος στην άλλη ζωή. Γράφει χαρακτηριστικά: "Πύρ γαρ ακούων, άλλο τι παρά τούτο νοείν εδιδάχθης, εκ του προσκείσθαι τι τω πυρί εκείνω ό εν τούτω ουκ εστι". Το πυρ που θα δοκιμάση ο άνθρωπος στην άλλη ζωή θα είναι διαφορετικό από το πυρ της παρούσης ζωής. Το πυρ της ζωής αυτής σβύνεται με διαφόρους τρόπους, ενώ το πυρ της άλλης ζωής παραμένει άσβεστο. "Ουκούν άλλο τι, και ουχί τούτό εστι".

Και όταν ακόμη γίνεται λόγος για σκώληκα που θα κατατρώγη τον άνθρωπο, εννοείται εντελώς διαφορετικά από αυτό που υπάρχει στην γή. Διότι "η προσθήκη του ατελευτήτου είναι άλλην τινά φύσιν παρά την γινωσκομένην νοείν υποτίθεται"*.

Από την μικρή αυτή παρουσίαση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου περί της προαιρέσεως και της Κολάσεως εξάγονται μερικές αλήθειες. Πρώτη, ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δια του Βαπτίσματος, δεν άναγεννά τον άνθρωπο, αν δεν ενεργοποιηθή η προαίρεσή του. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία η προαίρεση του ανθρώπου. Δεύτερη, ότι υπάρχει Κόλαση στην οποία επικρατεί πυρ και σκώληξ, τα οποία δεν ομοιάζουν με την αισθητή πραγματικότητα. Πρόκειται για άκτιστες πραγματικότητες. Μάλιστα, το ότι δεν θα είναι όμοια τα τωρινά με τα της αιωνίου ζωής, και ότι ο σκώληξ είναι "ατελεύτητος", δείχνει ότι τόσο το καθαρτήριο πυρ όσο και η βασανιστική ενέργεια των σκωλήκων είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, που θα βιώνεται κολαστικά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν καθαρθή από την ζωή αυτή. Η σύνδεση των πόνων της μετά τον θάνατο ζωής με το ατελεύτητο, δείχνει ότι δεν θα υπάρξη τέλος καθάρσεως, όπως υπονοούν οι μελετητές του αγίου Γρηγορίου.

Σε άλλα κείμενά του κάνει λόγο για την μέθεξη του φωτός, δηλαδή του Θεού. Αναλύοντας τον βίο του Μωϋσέως και θεωρώντας ότι ο Μωϋσής είναι πρότυπο τελειώσεως για κάθε Χριστιανό, λέγει ότι ο Μωϋσής στην φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο είδε τον Θεό, αφού προηγουμένως απέβαλε τα υποδήματά του.

Προσαρμόζει αυτήν την περίπτωση στην θεοπτία, που μπορεί να έχη κάθε άνθρωπος. Ο Θεός είναι αλήθεια και αυτή η αλήθεια είναι φώς. Στην γνώση αυτή του μεγάλου φωτός οδηγεί η αγωγή της αρετής. Και για να μη νομισθή ότι ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για μια ανθρωπιστική και ουμανιστική αρετή, πρέπει να πούμε ότι συνδέει την αρετή με την κάθαρση της ψυχής. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ανεβή στο ύψος εκείνο, όπου θεάται το φως της αλήθειας, έχοντας δεμένα τα πόδια του. Γι’ αυτό πρέπει η ψυχή να ελευθερωθή από τις βάσεις αυτές. Δεν πρόκειται για την αποβολή του σώματος, αλλά για την ελευθέρωση της ψυχής από τους δερμάτινους χιτώνες, που περιβλήθηκε η φύση μετά την παρακοή. Έτσι, θα δη το φως της αλήθειας και η επίγνωση του όντος θα γίνη καθάρσια της υπολήψεως του μη όντος, αφού το μη όν είναι

ψεύδος και φαντασία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο ό,τι είναι εκτός του Θεού είναι μη όν, από την άποψη ότι είναι ψεύδος και φαντασία και όχι ότι είναι ανύπαρκτο*.

Και στην ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι δια της καθάρσεως ο άνθρωπος φθάνει στην γνώση του όντος και αποβάλλει το μη όν, που είναι το ψεύδος και η φαντασία. Αυτή η ερμηνεία θα φανή χρήσιμη, όταν αργότερα θα μελετήσουμε την άποψή του περί του κακού, που είναι μη όν. Δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται ο άνθρωπος εκείνος που βιώνει το κακό, αλλά ακριβώς, επειδή ζη μακράν του όντος, που είναι η αλήθεια, ζη μέσα στο ψεύδος. Υπάρχει ο άνθρωπος, αλλά δεν ζη κατά Θεόν. Υπάρχει διαφορά μεταξύ υπάρξεως και κατά Θεόν ζωής.

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συνδέει τον Παράδεισο και την Κόλαση με την προαίρεση του ανθρώπου. Γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει αιώνιος Παράδεισος και αιώνια Κόλαση. Άλλωστε, και αυτοί ακόμη οι επικριτές του δεν αρνούνται ότι ο άγιος Γρηγόριος σε πολλά σημεία των διδασκαλιών του δέχεται την αιωνιότητα της Κολάσεως. Ήδη προηγουμένως είδαμε μια τέτοια περίπτωση, όταν κάνη λόγο για ατελεύτητο σκώληκα. Αλλά, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην διδασκαλία της Εκκλησίας, διδάσκει ότι δεν υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Είναι θέμα προαιρέσεως και καταστάσεως του ανθρώπου. Μόνον αν μελετήσουμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μέσα από αυτές τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μπορούμε να την κατανοήσουμε.

Αναφερόμενος στην διπλή ενέργεια του φωτός τόσο στους Εβραίους όσο και στους Αιγυπτίους, λέγει ότι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης τους καταφώτιζε κατά τον ίδιο τρόπο με τις ακτίνες του, όμως "οι μεν Εβραίοι του φωτός κατετρύφων, οι δε αναισθήτως είχον της χάριτος". Και οι Αιγύπτιοι ελάμβαναν την Χάρη του Θεού, αλλά επειδή ήταν αναίσθητοι, την καταλάβαιναν σαν σκοτάδι.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Σε όλους τους ανθρώπους ακτινοβολεί η ίδια Χάρη, το ίδιο φώς, αλλά άλλοι βαδίζουν στο σκοτάδι, λόγω των πονηρών πράξεων και του ζόφου της κακίας και άλλοι λαμπρύνονται, ζώντες μέσα στο φως της αρετής.

Οι Αιγύπτιοι τιμωρήθηκαν, γιατί έτσι ενεργούσε η προαίρεσή τους, αφού αυτοί οι ίδιοι προκάλεσαν την δίκη του Θεού. "Πάντα ποιεί μεν κατά το προηγούμενον η Αιγυπτία προαίρεσις, επάγει δε η αδέκαστος του Θεού δίκη επακολουθούσα κατ’ αξίαν ταις προαιρέσεσι".

Το ίδιο συμβαίνει και με τις θλίψεις, που νομίζουμε ότι προέρχονται από τον Θεό. Δημιουργός των λυπηρών και των θλίψεων γίνεται ο καθένας με την δική του προαίρεση. "Έκαστος εαυτώ των πληγών γίνεται δημιουργός δια της οικείας προαιρέσεως". Το ίδιο θα γίνεται και στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτόν που έζησε αναμάρτητα δεν θα υπάρχη ούτε σκοτάδι ούτε σκουλήκι ούτε φωτιά. Ο ίδιος τόπος για τον ένα είναι συμφορά για τον άλλον όχι. Αυτό σημαίνει ότι είναι θέμα προαιρέσεώς τους. Γι’ αυτό, "δήλον αν είη το μηδέν των κακών δίχα της ημετέρας προαιρέσεως δύνασθαι συστήναι". Δεν μπορεί να υπάρξη κακό χωρίς την δική μας προαίρεση*.

Αυτή η ανάλυση δείχνει καθαρά ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν αρνείται την ύπαρξη της Κολάσεως, αλλά λέγει ότι είναι θέμα της προαιρέσεως του ανθρώπου. Για τον Θεό δεν υπάρχει Κόλαση, ούτε ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για την Κόλαση, αλλά όμως είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.

Στα έργα του αγίου Γρηγορίου αναφέρεται ότι πρέπει να εκβληθή το κακό από την ύπαρξη του ανθρώπου και "τό όντως μη όν, μηδέ είναι όλως". Αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξη περίοδος κατά την οποία θα παύσουν να υπάρχουν υπάρξεις που δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Άλλωστε, το κακό δεν έχει οντότητα αφ’ εαυτού του, αλλά είναι η στέρηση του αγαθού. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που έχει σκοτισθή, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος του Θεού, και έτσι θα είναι σαν να μην υπάρχη, ενώ θα ζη αιωνίως. Δεν θα δέχεται την φωτιστική ενέργεια του Θεού, αλλά την καυστική και κολαστική. Γράφει στα γραπτά του: "Επειδή γαρ έξω της προαιρέσεως η κακία είναι (η ύπαρξη) φύσιν ουκ έχει, όταν πάσα προαίρεσις εν τω Θεώ γένηται, εις παντελή αφανισμόν η κακία μεταχωρήσειε, τω μηδέν αυτής υπολειφθήναι δοχείον"*.

Τίθεται το πρόβλημα: τί θα γίνη αν ο άνθρωπος δεν παραχωρήση την προαίρεσή του στον Θεό; Αυτό είναι ένα ερώτημα για όσους ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος διδάσκει περί της αποκαταστάσεως των πάντων κατά τις απόψεις του Ωριγένους. Και νομίζουν ότι ο άγιος είναι αντιφατικός. Δεν υπάρχει όμως καμμιά αντίφαση στο έργο του, αρκεί να κατανοηθή η διδασκαλία του μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αυτό σημαίνει, ότι όσοι δεν δώσουν την προαίρεσή τους στον Θεό, δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Θα υπάρχουν χωρίς να έχουν μετοχή του Θεού. Και επειδή ο Θεός είναι ζωή και όν, γι’ αυτό εκείνοι, καίτοι θα υπάρχουν, θα ζουν στο μη όν, δεν θα έχουν κοινωνία με τον Θεό.

Επίσης, η ύπαρξη του κολαστηρίου πυρός, που είναι η Χάρη του Θεού που καθαίρει τον άνθρωπο, θα είναι η διαρκής εξέλιξη και θεραπεία του αγίου, που θα γίνη και στην άλλη ζωή. Το καθαρτήριο

πύρ, όπως έχουμε σημειώσει, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, είναι άκτιστο και ατελεύτητο, είναι η Χάρη του Θεού, που θα καθαρίζη και θα αγιάζη περισσότερο τον άνθρωπο, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη, όπως ο ίδιος διδάσκει. Με αυτήν την έννοια κάνει λόγο και για καθαρτήριο πυρ στους δικαίους*.

Επομένως, η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για τον Παράδεισο και την Κόλαση εντάσσεται μέσα στα πατερικά πλαίσια. Τουλάχιστον προσωπικά δεν διαπίστωσα παρέκκλιση από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία. Μόνον που ο λόγος του αγίου Γρηγορίου είναι δυσκολώτερος από τον λόγο των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, για το πώς ο Θεός γίνεται φως και πύρ, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Δεν είναι δυνατόν ο άγιος Γρηγόριος, που τόσο συμφωνούσε, αγαπούσε και σεβόταν τον Μ. Βασίλειο, να διαφοροποιόταν από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία.

d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων

Προηγουμένως εξετέθησαν οι βασικές απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την κάθαρση του ανθρώπου, που συνδέεται με την προαίρεσή του, την οποία δεν μπορεί να καταργήση ούτε ο Θεός, καθώς επίσης και για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Είδαμε πώς νοείται η κάθαρση και στην μετά τον θάνατον ζωή, και πώς η κατάργηση του κακού.

Πρέπει όμως να επανέλθουμε στην ερμηνευτική ανάλυση μερικών χωρίων που χρησιμοποιούνται από θεολόγους για να στηρίξουν την άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για την αποκατάσταση των πάντων κατά τις ωριγενιστικές αντιλήψεις. Μερικές ταυτολογίες θα βοηθήσουν στην κατανόηση του θέματος, αφού παραθέτουμε ερμηνευτικές αναλύσεις παραλλήλων χωρίων.

Μετά την πτώση του ανθρώπου εμφανίσθηκαν οι κηλίδες της αμαρτίας στην ψυχή. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να θεραπευθή από αυτές τις κηλίδες. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο "εν τη παρούση ζωή το της αρετής φάρμακον εις θεραπείαν των τοιούτων προσετέθη τραυμάτων". Με την αρετή, με τον αγώνα που κάνει ο άνθρωπος να τηρή τις εντολές του Θεού, καθαρίζεται. Αν όμως μείνη αθεράπευτος μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, "εν τω μετά ταύτα βίω ταμιεύεται η θεραπεία". Αν στο σώμα άλλες ασθένειες θεραπεύωνται ευκολώτερα και άλλες δυσκολώτερα, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Γι’ αυτό "η μετά ταύτα κρίσις εις θεραπείαν των της ψυχής αρρωστημάτων κατεπαγγέλλεται"*.

Το χωρίο αυτό χρησιμοποιείται από διαφόρους μελετητές του αγίου για να καταδείξουν ότι διδάσκει την συνέχιση της καθάρσεως και στην μετά τον θάνατο ζωή για τους αμετανοήτους αμαρτωλούς. Μπορεί κανείς να καταλήξη σε ένα τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα, αν δεν γνωρίζη την διδασκαλία ότι η εξέλιξη για τους θεουμένους στην άλλη ζωή θα είναι διαρκής, δεν θα σταματήση ποτέ.

Ο αναγνώστης στο επόμενο κεφάλαιο θα δη την διδασκαλία της Εκκλησίας πάνω στο σημείο αυτό. Σύμφωνα με την διδασκαλία των εγκύρων Πατέρων, αν ο άνθρωπος είχε εισέλθει στο στάδιο της μετανοίας, αλλά δεν πρόλαβε να καθαρισθή, σε αυτόν η θεραπεία θα συνεχίζεται "επ’ άπειρον", αφού η αρετή δεν έχει στάση. Αυτό, βέβαια, δεν πρόκειται να γίνη για εκείνους που με την προαίρεσή τους παρέμειναν ολοσχερώς αμετανόητοι, και δεν εισήλθαν στο στάδιο της μετανοίας. Άλλωστε, οι άγιοι διδάσκουν ότι και οι άγγελοι θα είναι χωρητικότεροι της θείας Χάριτος, οπότε και για τους αγγέλους μπορούμε να χρησιμοποιούμε την λέξη κάθαρση.

Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθή και το άλλο χωρίο του αγίου Γρηγορίου, που χρησιμοποιούν όσοι υποστηρίζουν ότι ο άγιος δέχεται την περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρία του Ωριγένους.

Στον κατηχητικό του λόγο γράφει ότι με την ψυχή του ανθρώπου θα γίνη ό,τι γίνεται και με το σώμα. Όπως οι σωματικά άρρωστοι υποφέρουν και δυσαρεστούνται με τους θεραπευτές, αλλά όταν θεραπευθούν και απολαύσουν την υγεία, τότε τους ευγνωμονούν, έτσι γίνεται και με την ψυχή. "Ταις μακραίς περιόδοις εξαιρεθέντος του κακού της φύσεως, του νυν αυτοίς καταμιχθέντος και συμφυέντος, επειδάν η εις το αρχαίον αποκατάστασις των νυν εν κακία κειμένων γένηται, ομόφωνος ευχαριστία παρά πάσης έσται της κτίσεως, και των εν τη καθάρσει κεκολασμένων, και των μηδέ την αρχήν επιδεηθέντων καθάρσεως"*.

Στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως στην αρχέγονη κατάσταση, για την απαλλαγή της από την κακία που ήλθε σε αυτήν σαν αποτέλεσμα της πτώσεως, και για την ομόφωνη από όλους ευχαριστία στον Θεό. Και στο χωρίο αυτό δεν διδάσκεται η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, που κατεδίκασε η Εκκλησία.

Πρώτα - πρώτα, πρέπει να ερμηνευθή μέσα στα πλαίσια της όλης διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου περί αιωνίου Κολάσεως, που εξαρτάται από την προαίρεση του ανθρώπου. Δεν μπορεί, δηλαδή, να ανεξαρτητοποιηθή από την όλη διδασκαλία του, γιατί τότε παρερμηνεύεται.

Έπειτα, πρέπει να υπογραμμισθή εδώ ότι η κάθαρση και η αποβολή της κακίας από την ανθρώπινη φύση και η αποκατάστασή της συνδέεται με την αποβολή των δερμάτινων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τώρα με την ενανθρώπηση του Χριστού και την βίωσή της, αλλά ιδιαιτέρως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα αποβληθή η φθορά και η θνητότητα. Αυτό σημαίνει ότι όλων τα σώματα θα αναστηθούν, και των δικαίων και των αδίκων, και όλα τα σώματα θα απολαύσουν την αθανασία και την αφθαρσία. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου για τον αμαρτωλό, "αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 15), στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων έχει την έννοια ότι "διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί", δηλαδή ο αμαρτωλός θα σωθή, δεν θα εξαφανισθή.

Επομένως, εδώ πρόκειται για την αποκατάσταση της φύσεως και όχι της θελήσεως, όπως θα πούμε πιο κάτω.

Με αυτήν την έννοια όλοι θα ευχαριστούν, δηλαδή, θα αναγνωρίσουν τον Θεό ως δημιουργό του κόσμου και ως αληθινό Θεό, και οι κολασμένοι "εν τη καθάρσει", και εκείνοι που δεν είχαν αρχή καθάρσεως, γιατί έζησαν στον φωτισμό του νού.

Έχω την εντύπωση, σύμφωνα με την όλη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η φράση "τών εν τη καθάρσει κεκολασμένων" εννοεί τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι λόγω της προαιρέσεώς τους βρίσκονται στο αιώνιο πύρ, που είναι η βίωση της Χάριτος του Θεού ως φωτιά. Δεν εννοείται, βέβαια, ότι θα έλθη κάποτε καιρός που θα εξαχθούν από την Κόλαση, αφού η Κόλαση είναι αιωνία, αλλά ότι, φλεγόμενοι από το άκτιστο αυτό πύρ, θα ομολογούν την ύπαρξη του Θεού. Η ευχαριστία ολοκλήρου της κτίσεως γίνεται είτε θετικώς είτε αρνητικώς.

Το ότι η αποκατάσταση των κολασμένων θεωρείται από τον άγιο Γρηγόριο ως η αποβολή των δερματίνων χιτώνων, της φθοράς και της θνητότητος, την οποία θα απολαύσουν και οι αμαρτωλοί, και ως αναγνώριση του Θεού, φαίνεται και σε άλλα παράλληλα χωρία του.

Μιλώντας περί της αναστάσεως των σωμάτων λέγει ότι η αφθαρσία, η δόξα, η τιμή και η δύναμη είναι γνωρίσματα της θείας φύσεως. Τα ίδια ήταν αρχικά γνωρίσματα και του ανθρώπου, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού, και ελπίζεται να γίνουν πάλι δικά του. Με την αμαρτία εισήλθε στην ανθρώπινη φύση η φθορά. Αλλά μετά την ανάσταση των σωμάτων θα απαλλαγή από αυτήν. Πρόκειται, δηλαδή, για την αποκατάσταση της φύσεως από την αμαρτία και όχι την αποκατάσταση της θελήσεως.

Είναι δύσκολο να ερμηνεύση κανείς το χωρίο στο οποίο αναφερόμαστε, αλλά μπορεί να το κάνη, αν το δη στην προοπτική

όλης της διδασκαλίας του. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ισχυρίζεται ότι όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα είναι ο μεν ένας ατελής στο σώμα, ο δε άλλος τέλειος. Όπως συμβαίνει να έχουν το ίδιο σώμα τόσο ο φυλακισμένος όσο και ο ελεύθερος, αλλά διαφέρουν ως προς την ηδονή και την λύπη, την ίδια διαφορά μπορούμε να δούμε και στην άλλη ζωή μεταξύ των αγαθών και των κακών. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν ελάττωση σωματική, αλλά στέρηση και αλλοτρίωση του Θεού. Οι δίκαιοι θα έχουν και δόξα και τιμή.

Εκείνο που θέλει να τονίση εδώ ο άγιος Γρηγόριος είναι ότι, ενώ όλοι θα αναστηθούν, διαφορετική θα είναι η πνευματική κατάσταση του καθενός, ανάλογα με την εσωτερική του διάθεση και προαίρεση. Οι λέξεις αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη, δεν αναφέρονται απλώς σε όλους τους ανθρώπους που θα αναστηθούν, αλλά σε εκείνους που έχουν καθαρισθή.

Γράφει: "Των τοιούτων ουν ταις δια πυρός ιατρείαις εκκαθαρθέντων τε και αφανισθέντων, έκαστον των προς το κρείττον νοουμένων αντεισελεύσεται, η αφθαρσία, η ζωή, η τιμή, η χάρις, η δόξα, η δύναμις και εί τι άλλο τοιούτον έν τε τω Θεώ επιθεωρείσθαι εικάζομεν, και τη εικόνι αυτού, ήτις εστιν η ανθρωπίνη φύσις"*.

Με τους λόγους του αυτούς αναφέρεται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου για το αναστημένο σώμα: "σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν" (Α' Κορ. ιε', 43-44).

Εκείνο που σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος είναι ότι, παρά την αποβολή της φθοράς και της θνητότητος, διαφορετική θα είναι η στάση των ανθρώπων. Οι έννοιες αυτές, αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη δεν αναφέρονται στην σωματική κατάσταση, αλλά κυρίως στην ψυχική, που έχει αντανάκλαση και στο σώμα, δηλαδή έχει σχέση με την κάθαρση που δέχθηκε η ψυχή από την ζωή αυτή. Δεν ομιλεί για όλους τους ανθρώπους, αλλά για εκείνους που θεωρούνται εκ των καλυτέρων, και όχι για τους μη όντας μετά του Θεού. Πρόκειται για την θεραπεία που έγινε με την δύναμη της ενεργείας του Θεού, η οποία στην αρχή φαίνεται ως πύρ, καθώς επίσης και με την συνέργεια της δικής τους προαιρέσεως.

Όπως φαίνεται εδώ, γίνεται διάκριση μεταξύ καθαρθέντων και αφανισθέντων. Οπότε δεν πρόκειται για αποκατάσταση των πάντων, όπως έλεγε ο Ωριγένης. Μπορεί κανείς να δη τις απόψεις αυτές μέσα σε ένα μικρό, αλλά ευσύνοπτο έργο του, στο οποίο αναλύει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: "όταν υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και Αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα" (Α' Κορ. ιε', 28). Εδώ αναφέρεται ότι ο Υιός θα υποταγή

στον Θεό Πατέρα Του, αφού πρώτα υποταχθούν τα πάντα σε Αυτόν.

Στην συνέχεια θα παραθέσουμε τις κεντρικές έννοιες αυτής της πραγματείας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί έχουμε την γνώμη ότι σε αυτές συνοψίζεται η διδασκαλία του για την εσχατολογία, δηλαδή την ζωή στα έσχατα.

Π ρ ω τ ο ν. Στην ανάλυση αυτή επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του κυρίως στην ερμηνεία της φράσεως "καί αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα". Η πραγματεία αυτή είναι περισσότερο χριστολογική, γιατί οι αιρετικοί της εποχής του χρησιμοποιούσαν το χωρίο αυτό για να τονίσουν ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού.

Λέγει, λοιπόν, ότι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται στην μελλοντική ανάσταση των νεκρών, όταν δια του Χριστού όλα θα υποταγούν στον Πατέρα.

Επομένως, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναλύει διεξοδικά ότι ο αποστολικός λόγος αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός και στην μελλοντική κατάργηση του θανάτου, της οποίας καταργήσεως απαρχή είναι η ανάσταση του Χριστού.

Ο άγιος Γρηγόριος αναλύει ότι το χωρίο αυτό αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αυτή υποτάσσεται στον Πατέρα, όπως και στην δική Του θεότητα, αφού δεν είναι άλλη η θεότητα του Πατρός και άλλη του Υιού. Η ανθρώπινη φύση ακολουθούσε πάντα την θεία φύση. Εν τω Χριστώ έγινε η υποταγή όλης της ανθρωπίνης φύσεως.

Επειδή εν τω Χριστώ γίνεται η προσαγωγή μας προς τον Πατέρα, γι’ αυτό και αυτή η ένωση λέγεται υποταγή του υιού προς τον πατέρα. "Η του σώματος τούτου υποταγή αυτού λέγεται είναι του Υιού υποταγή, του ανακεκραμένου προς το ίδιον σώμα, όπερ εστι η Εκκλησία"*. Και σε άλλο σημείο λέγει ότι η επίγνωση του όντος και η σωτηρία όλης της ανθρωπίνης φύσεως δηλώνουν την υποταγή του Υιού προς τον Πατέρα*.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Συνέπεια του προηγουμένου είναι ότι αυτή η υποταγή εννοείται ως σωτηρία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται δια του Χριστού και εν τω Χριστώ. "Και επειδή πάν το γενόμενον εν αυτώ σώζεται, η δε σωτηρία δια της υποταγής ερμηνεύεται", γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτούς που σώζονται*. Εδώ γίνεται λόγος για την σωτηρία ακόμη και των εχθρών του Θεού. "Σαφώς επ’ αυτών η σωτηρία τω ονόματι της υποταγής ερμηνεύεται"*.

Δια της προσληφθείσης και θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως και δια της μελλοντικής αναστάσεως των νεκρών, οπότε θα καταργηθή ο θάνατος, όλα θα υποταγούν στον Θεό.

Τ ρ ί τ ο ν. Συνάρτηση του προηγουμένου είναι ότι η σωτηρία και των αμαρτωλών ακόμη ερμηνεύεται και δηλούται ως κατάργηση του θανάτου και της φθοράς, των λεγομένων δερματίνων χιτώνων. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι ως έσχατος εχθρός θα καταργηθή ο θάνατος (Α' Κορ. ιε', 26). Γι’ αυτό και εμείς ελπίζουμε ότι στο τέλος θα καταργηθή ο θάνατος. Αφού η θεία ζωή περάσει σε όλα, "εξαφανίσαι καθόλου εκ των όντων τον θάνατον, προαναιρεθείσης αυτού της αμαρτίας, αφ’ ής, καθώς είρηται, την βασιλείαν κατά των ανθρώπων ο θάνατος έσχεν"*.

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για κατάργηση του θανάτου, αλλά και υποταγή των εχθρών του. Αυτή η υποταγή όλων, που θα γίνη εν Αυτώ, δεν θα είναι αναγκαστική και δουλική. Η υποταγή αυτή "ουχί δουλική νοείται ταπεινότης, αλλά βασιλεία και αφθαρσία και μακαριότης"*. Φαίνεται ότι η σωτηρία δεν είναι ανεξάρτητη από την διατήρηση της υπάρξεως ακόμη και των εχθρών. Δεν πρόκειται για αναγκαστική διατήρηση ή για εξαφάνιση της προαιρέσεως, αλλά για αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως, όχι όμως και της θελήσεως.

Η σωτηρία, λοιπόν, των αμαρτωλών εννοείται ως απαλλαγή από την φθορά, επειδή θα αφανισθή ο θάνατος καί, φυσικά, θα παύση να υπάρχη το κακό, αφού δεν θα μπορούν και οι αμαρτωλοί να αμαρτάνουν.

Εξ άλλου σε άλλο σημείο προσθέτει ότι ό,τι γίνεται στον άνθρωπο, γίνεται σε όλη την κτίση. Ο Χριστός είπε ότι το Ευαγγέλιο θα κηρυχθή σε ολόκληρο τον κόσμο, και αυτό σημαίνει ότι "ό επί του ενός εύρεν ο λόγος, τούτο και πάση τη κτίσει των ανθρώπων ευλόγως εφαρμοσθήσεται"*.

Τ έ τ α ρ τ ο ν. Με αυτήν την έννοια εννοείται και η εξαφάνιση του κακού. "Θεού δε υποταγή εστιν η παντελής του κακού αλλοτρίωσις"*. Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για την εξαφάνιση του θανάτου, που προήλθε από την αμαρτία. Αφού ελευθερωθή η κτίση από τον θάνατο και την φθορά, θα εισέλθη ο Θεός μέσα σε αυτήν και θα γίνη το πάν για τον καθένα. "Δήλον γαρ ότι τότε αληθές έσται το εν πάσι τον Θεόν είναι, όταν μηδέν κακόν ενθεωρήται τοις ούσιν"*. Αυτό επιτυγχάνεται από τώρα στην Εκκλησία που είναι το Σώμα Του.

Π έ μ π τ ο ν. Όσοι ενωθούν μαζί Του, αυτοί θα ζήσουν την δική Του ζωή. Εκείνοι οι οποίοι, κατά τον λόγο του Αποστόλου αποθέσουν τον παλαιό άνθρωπο μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες και δεχθούν μέσα τους τον Κύριο, "αναγκαίως ο εν

αυτοίς ζών ενεργεί τα αγαθά τα παρ’ εκείνων γινόμενα". Το ακρότατο αγαθό, που είναι η σωτηρία, γίνεται "διά της του κακού αλλοτριώσεως". Αλλά δεν μπορούμε διαφορετικά να χωρισθούμε από το κακό, αν δεν υποταγούμε στον Θεό*. Ο Χριστός δέχεται στον εαυτό Του όλους όσοι ενώνονται μαζί Του στο σώμα του, που είναι η Εκκλησία*.

Εκείνο που θέλει να τονίση στο κείμενο αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης νομίζουμε είναι ότι τελευταίος εχθρός που θα καταργηθή είναι ο θάνατος, από την άποψη ότι με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα αναστηθούν οι νεκροί, θα καταργηθή η φθορά και η θνητότητα που ακόμη υπάρχουν στην κτίση, και θα βασιλεύη ο Χριστός σε όλους. Όλοι θα παρουσιασθούν ενώπιον του Βήματός Του, όλοι θα Τον αναγνωρίσουν. Με αυτήν την έννοια καταργείται η αμαρτία που είναι αιτία του θανάτου, και όλοι θα Τον αναγνωρίσουν ως Θεό. Επειδή όμως δεν καταργείται η προαίρεση, γι’ αυτό οι άνθρωποι, ανάλογα με την κατάστασή τους, θα έχουν διαφορετική βίωση του Θεού. Οι θεραπευθέντες θα βιώσουν την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί την καυστική. Όλοι θα δούν τον Θεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη του Θεού. Πάντως, δεν θα υπάρχη το κακό ως οντότητα. Οι άνθρωποι θα γίνουν ό,τι ακριβώς ήταν κατά την ζωή αυτήν.

Επομένως, τότε όλα θα υποταγούν στον Χριστό και ο Χριστός θα υποτάξη, θα παραθέση την ανθρώπινη φύση στον Θεό Πατέρα. Αυτό αρχίζει να πραγματοποιήται από τώρα στην Εκκλησία.

e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της Εκκλησίας

Είναι γεγονός ότι οι άγιοι κατανοούνται από τους αγίους. Γίνεται και εδώ ό,τι με την αληθινή επιστήμη. Τον επιστήμονα ενός κλάδου τον αντιλαμβάνεται καλά ο επιστήμονας της ιδίας ειδικότητος. Ο Απόστολος Παύλος γράφει γι’ αυτό το θέμα: "ψυχικός δ’ άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού, μωρία αυτώ εστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται". Ο ψυχικός άνθρωπος, που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν μπορεί να κρίνη τους πνευματικούς. Τα πνευματικά πράγματα πρέπει να κρίνωνται με πνευματικά κριτήρια και πνευματικούς ανθρώπους. "πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες" (Α' Κορ. β', 13-15).

Έτσι και ο λόγος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης δεν πρέπει να κριθή βάσει της φιλολογικής αναλύσεως, ούτε βάσει της φιλοσοφικής σκέψεως, αλλά βάσει της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Το ότι η Εκκλησία χαρακτήρισε τον άγιο Γρηγόριο "πατέρα πατέρων" και τον θεωρεί τύπο πίστεως και ορθόδοξης διδασκαλίας, δείχνει ότι ερμήνευσε σωστά την διδασκαλία του.

Έχουμε όμως και μεγάλους Πατέρες οι οποίοι αναφέρθηκαν στην διδασκαλία αυτή. Όσα είπαμε προηγουμένως είναι αληθινά, γιατί στηρίζονται στον λόγο των θεουμένων. Ο ένας είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άλλος ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Θα αρχίσουμε από τον τελευταίο χρονικά και έπειτα θα δούμε πώς ερμηνεύει την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.

Οι Λατίνοι, κατά τον διάλογο με τους Ορθοδόξους στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας για το καθαρτήριο πύρ, χρησιμοποίησαν, εκτός των άλλων Πατέρων, και κείμενα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Γι’ αυτό ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε δύο ομιλίες του, παρουσιάζοντας τις ορθόδοξες απόψεις για το θέμα αυτό, ανατρέπει τα επιχειρήματα των Λατίνων.

Σχετικά με τα χωρία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, μεταξύ των άλλων παρατηρήσεων, σημειώνει δύο. Πρώτον, ότι όταν ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για το καθαρτήριο πυρ δεν εννοεί καθόλου αυτό που διδάσκουν οι Λατίνοι. Γιατί το καθαρτήριο των Λατίνων υπάρχει στην μέση κατάσταση των ψυχών και είναι κτιστό, ενώ το καθάρσιο πυρ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι αιώνιο και άκτιστο. Δεύτερον, και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ομιλεί για μια αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Λέγει ο άγιος Μάρκος: "Αλλά και ήν ο άγιος Μάξιμος επινοεί παραμυθίαν τη τοιαύτη της αποκαταστάσεως δόξη του θαυμαστού Γρηγορίου, εκθησόμεθα μεν ημείς ολοκλήρως". Και στην συνέχεια παραθέτει το κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού*. Είναι σημαντικό εδώ να υπογραμμισθή ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αποκαλείται από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό "θαυμαστός".

Και μετά την παράθεση του κειμένου του αγίου Μαξίμου ο άγιος Μάρκος, ερμηνεύοντας τους λόγους και των δύο αγίων, καταλήγει ότι όταν σε αρχαίους διδασκάλους γίνεται λόγος για καθάρσιο πυρ εννοείται το αιώνιο πυρ και όχι μια μέση κατάσταση των ψυχών. Συγκεκριμένα με τον όρο καθάρσιο πυρ εννοούν το αιώνιο πύρ, δηλαδή, αλληγορικότερον, τις αιώνιες κολάσεις, όπως φως καλούν την αιώνια θεωρία στους δικαίους. Ούτε στην μέλλουσα ζωή θα υπάρχη σκώληκας και κάποιο γένος ερπετών, ιοβόλο και σαρκοφάγο, αλλά "τήν των κολάσεων υπό της συνειδήσεως βάσανον και το πικρόν εκείνον μετάμελον". Και βρυγμός των οδόντων λέγεται αλληγορικότερον η μανία των θυμομαχούντων και η λύπη γι’ αυτήν και ο πικρός οδυρμός*.

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει το λεγόμενο καθάρσιο πυρ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Πρόκειται για το αιώνιο πυρ το οποίο δεν είναι πρόσκαιρο, ούτε κτιστό. Είναι η κολαστική ενέργεια του Θεού, που θα βιώνουν όσοι παραμένουν αθεράπευτοι, λόγω της δικής τους προαιρέσεως.

Θα δούμε τώρα το κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού στο οποίο γίνεται λόγος για την αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Γράφει ο άγιος Μάξιμος:

"Τρείς αποκαταστάσεις οίδεν η Εκκλησία, μίαν μέν, την εκάστου κατά τον της αρετής λόγον, εν ή αποκαθίσταται, τον επ’ αυτώ λόγον της αρετής εκπληρώσας, δευτέραν δέ, την της όλης φύσεως εν τη αναστάσει εις αφθαρσίαν και αθανασίαν αποκατάστασιν, τρίτη δέ, ή και μάλιστα κέχρηται εν τοις εαυτοίς λόγοις ο Νύσσης Γρηγόριος, την των ψυχικών δυνάμεων τη αμαρτία υποπεσουσών εις όπερ εκτίσθησαν πάλιν αποκατάστασιν".

Κατά τον άγιο Μάξιμο υπάρχουν τρεις αποκαταστάσεις. Η πρώτη, αυτή που γίνεται στον κάθε άνθρωπο με την εκπλήρωση του λόγου των αρετών. Η δεύτερη, είναι η αποκατάσταση όλης της φύσεως στην αφθαρσία και την αθανασία, με την ανάσταση του Χριστού. Και η τρίτη, είναι η αποκατάσταση των ψυχικών δυνάμεων στην προ της πτώσεως κατάστασή τους. Αυτήν την τρίτη αποκατάσταση εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Μάξιμος, έκανε υπερβολική χρήση. Δεν είναι λαθεμένη, αλλά την ανέπτυξε περισσότερο από όσο έπρεπε.

Στην συνέχεια ο άγιος Μάξιμος προσθέτει ότι, όπως η κτίση ελπίζει να επανέλθη στην αφθαρσία, το ίδιο θα συμβή και με όλες τις ψυχές. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλες οι ψυχές θα φθάσουν στην μέθεξη των αγαθών, όπως θα γίνη με τους αγίους. Οι ψυχές των αμαρτωλών θα αποκτήσουν επίγνωση των αγαθών και επιβεβαίωση ότι ο Θεός δεν ήταν αίτιος του κακού, ενώ δεν θα αποκτήσουν μέθεξη του Θεού. "Και ούτω τη επιγνώσει ου τη μεθέξει των αγαθών απολαβείν και εις το αρχαίον αποκαταστήναι, και δεχθήναι τον δημιουργόν αναίτιον της αμαρτίας"*.

Πρέπει να δούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Κατά τον άγιο Μάξιμο θα γίνη πλήρης αποκατάσταση της κτίσεως, αφού κατά μίαν απειροδύναμη βούληση της αγαθότητος του Θεού, "πάντας συνέξει και αγγέλους και ανθρώπους, αγαθούς τε και πονηρούς". Ενώ ο Θεός θα περιλάβη τα πάντα, εν τούτοις δεν θα έχουν όλοι την ίδια σχέση μαζί Του. Ο Θεός θα συνέξη στον εαυτό Του "αεί εύ είναι" τους αγίους αγγέλους και τους αγίους ανθρώπους, στο δε "αεί φεύ είναι" εκείνους που δεν συμπεριλαμβάνονται στους πρώτους*.

Έτσι και οι αμαρτωλοί θα αποκατασταθούν με την έννοια ότι θα δούν τον Θεό, χωρίς να έχουν μέθεξή Του. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας αυτήν την άποψη του αγίου Μαξίμου, λέγει ότι ο Θεός θα επιστρέψη στους αμαρτωλούς όσα έχασαν με την αμαρτία, αποκαθιστώντας τις ψυχές τους στην πληρότητα των

φυσικών δυνάμεων και ικανοτήτων τους, χωρίς να έχουν μέθεξη και θεουργό κοινωνία. Θα βιώνουν συνεχώς την έλλειψη της κοινωνίας μαζί Του, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο του δρόμου που πήραν, απορρίπτοντας την αγάπη του Θεού και έτσι θα αυτοκολάζωνται με την διεστραμμένη κίνηση της γνώμης τους*.

Επομένως, όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα αποκατασταθούν στο "αεί είναι", αλλά οι μεν δίκαιοι θα ζήσουν το "αεί εύ είναι", οι δε αμαρτωλοί το "αεί φεύ είναι". Στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου φαίνεται ότι το "αεί εύ είναι", είναι το "μόνον κυρίως αεί είναι"*.

Οι μαρτυρίες και οι διδασκαλίες τόσο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού όσο και του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που είναι στύλοι της Ορθοδοξίας, δείχνουν ότι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων διαφέρει σαφώς από την άποψη περί αποκαταστάσεως των πάντων την οποία συναντούμε στην αρχαία φιλοσοφία και την ωριγενιστική αντίληψη, που κατεδίκασε η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος.

4. Συμπεράσματα

Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου πρέπει να δούμε τα βασικότερα σημεία του θέματος που αναπτύχθηκε, τα οποία επέχουν θέση περιλήσεως.

Πρώτον. Την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων και καθαρτηρίου πυρός πρέπει να την δη κανείς μέσα από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Δεν μπορεί κανείς να τον απομονώση από τους άλλους δύο αγίους, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με αδελφικούς και φιλικούς δεσμούς. Ίσως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέπτυξε περισσότερο και με φιλοσοφική γλώσσα αυτές τις απόψεις, απαντώντας στα φιλοσοφικά ερωτήματα και προβλήματα, αλλά δεν αφίσταται της πραγματικότητος, όπως επιβεβαιώνουν και άλλοι άγιοι, δηλαδή ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός.

Δεύτερον. Η αγάπη, η φιλανθρωπία και η αγαθότητα του Θεού είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία θα στέλλεται και στους δικαίους και τους αδίκους κατά την μέλλουσα ζωή. Όμως διαφορετικά θα βιώνεται αυτή η αγάπη. Οι δίκαιοι θα μετέχουν του Θεού, ενώ οι αθεράπευτοι άνθρωποι θα βλέπουν τον Θεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία μαζί Του.

Τρίτον. Το κακό θα είναι ανύπαρκτο, αφού και σήμερα ακόμη το κακό είναι η απουσία και η αλλοτρίωση από το αγαθό. Η νύκτα δεν υπάρχει οντολογικά, αλλά είναι η απουσία του ηλίου. Όταν ο ήλιος

της δικαιοσύνης εμφανισθή, τότε δεν θα υπάρξη το κακό. Θα καταργηθή και ο θάνατος, από τον οποίο γεννιούνται άπειρα κακά, πολλά πάθη και αμαρτήματα. Το ότι το κακό θα είναι ανύπαρκτο, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν οι αμαρτωλοί και αθεράπευτοι ψυχικά. Άλλο είναι η ύπαρξη του ανθρώπου και άλλο είναι η μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό, που συνιστά την αληθινή ζωή.

Τέταρτον. Κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα γίνη η αποκατάσταση της φύσεως, αλλά όχι αποκατάσταση της θελήσεως. Όλοι θα αποκτήσουν την αθανασία, όλων τα σώματα θα αναστηθούν, αλλά δεν θα αλλάξη η θέληση, η προσωπική γνώμη του ανθρώπου. Ανάλογα με την προαίρεση με την οποία έζησαν στην βιολογική ζωή, θα συνεχίσουν και εκεί. Και οι αμαρτωλοί θα αποκτήσουν επίγνωση του Θεού, θα δούν τον Θεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη. Η κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η μη μέθεξη του Θεού, η παρουσία του Θεού ως φωτιάς.

Πέμπτον. Για τους ανθρώπους που εισήλθαν πριν πεθάνουν στο στάδιο της καθάρσεως, η τελείωση θα συνεχίζεται και στην άλλη ζωή. Η τελειότητα είναι ατέλεστη, δεν υπάρχει τέλος και πέρας. Άλλωστε, η ανθρώπινη φύση είναι πεπερασμένη, ενώ ο Θεός είναι άπειρος.

Έκτον. Υπάρχει μια αιρετική αποκατάσταση των πάντων, όπως την πρέσβευε ο Ωριγένης, και την οποία κατεδίκασε η Εκκλησία, και υπάρχει μια ορθόδοξη αποκατάσταση των πάντων, όπως την διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Σύμφωνα με την τελευταία όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν τον Θεό στην Δευτέρα Παρουσία, αλλά δεν θα έχουν όλοι μέθεξη του Θεού. Όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα δοξασθούν όλοι. Η ανάσταση του Χριστού είναι ένα δώρο που δόθηκε σε όλους, η ανάληψη όμως θα βιωθή μόνον από τους αγίους. Επομένως σε όλους θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, που θα παραμείνη αιώνια, αθάνατη, αλλά δεν θα υπάρξη αποκατάσταση της θελήσεως, αφού, κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την προαίρεσή του, θα αισθανθή τον Χριστό.

Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για τα έσχατα, για την Βασιλεία του Θεού, είναι διαφωτιστική και ορθόδοξη. Δεν μπορεί κανείς να λέγη ότι ο μεγάλος αυτός Πατέρας και θεολόγος ακολουθεί τις αιρετικές διδασκαλίες του Ωριγένους για την αποκατάσταση των πάντων, γιατί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης είναι εντεταγμένος οργανικά μέσα σε όλη την ορθόδοξη, εκκλησιαστική παράδοση.

[ΑΡΧΗ]

Κεφάλαιο Θ΄Ή αιώνια ζωή

Μετά την τελική κρίση, πού θα γίνει με την Δευτέρα έλευση του Χριστού, θα αρχίσει η αιώνια ζωή, η οποία θα βιωθεί με δύο τρόπους, ήτοι ως αιώνιος Παράδεισος και ως αιώνια Κόλαση. Ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα ονομάσει τον μεν Παράδεισο «αεί ευ είναι», την δε Κόλαση «αεί φευ είναι». Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις είναι «αεί είναι», διαφέρει όμως ο τρόπος βιώσεως, ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου.Ό Χριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για αιώνια ζωή. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. κε', 4β). Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν τελειώνει με τον θάνατο, ούτε ακόμη με το μελλοντικό δικαστήριο, αλλά η ζωή συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Ό αμαρτωλός δεν εκμηδενίζεται μετά την κρίση αλλά θα ζει αιωνίως, φλεγόμενος από την ενέργεια της θείας Χάριτος. Φυσικά, αυτό είναι αποτέλεσμα της ελευθέρας του επιλογής.Παρά το ότι και η Κόλαση είναι αιωνία, εν τούτοις ο όρος αιώνια ζωή συνδέθηκε περισσότερο με την ζωή εν Χριστώ, γιατί η ζωή μακράν του Θεού στην πραγματικότητα είναι και λέγεται θάνατος. Γι' αυτό ο Χριστός είπε: «αυτή δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ίω. ιζ', 3). Ή γνώση του Θεού και η κοινωνία με τον Ιησού Χριστό είναι και λέγεται αιώνια ζωή. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθεί και ο άλλος λόγος του Χριστού: «αμήν αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». (Ίω. ε', 24). Θάνατος λέγεται η παρούσα ζωή, ενώ πραγματική ζωή θεωρείται η υπέρβαση του θανάτου και η κοινωνία με τον Θεό. Ή αιώνια ζωή συνδέεται στενώτατα με την σωτηρία του ανθρώπου και την μέθεξη της δόξης του Θεού. Ό Απόστολος Παύλος, ενθυμούμενος τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες πού υπέφερε για την δόξα του Θεού, έγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο: «Δια τούτο πάντα υπομένω δια τους εκλεκτούς, ίνα και αυτοί σωτηρίας τύχωσι της εν Χριστώ Ιησού μετά δόξης αιωνίου» (Β' Τιμ. β', 10). Το ίδιο λέγει και ο Απόστολος Πέτρος: «Ό δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς...» (Α' Πέτρ. ε', 10). Επομένως, ο όρος αιώνια ζωή αποδίδεται περισσότερο στην κοινωνία και ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, στην μέθεξη του αιωνίου Θεού και την όραση του ακτίστου Φωτός. Μέσα από αυτό το πρίσμα θα δούμε όσα θα λεχθούν στην συνέχεια. Πρέπει και πάλι να υπογραμμιστεί ότι και η ζωή των αμαρτωλών και η Κόλαση είναι αιωνία, αφού και οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων είναι με την Χάρη Του Θεού αθάνατες. Αλλά εδώ αποδίδουμε τον ορό αιώνια ζωή κυρίως με την σωτηριολογική σημασία, ως κοινωνία και μέθεξη της δόξης του Θεού.Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού θα δούμε τρία σημεία.

Πρώτον, τι είναι η αιώνια Βασιλεία του Θεού. Δεύτερον τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για της κτίσεως και τρίτον ότι η ζωή των δικαίων στον Παράδεισο θα έχει μια διαρκή εξέλιξη.1. Ή Βασιλεία του ΘεούΣε αλλά κεφάλαια του παρόντος βιβλίου γίνεται διεξοδική ανάλυση του τί άκριβώς είναι και λέγεται Βασιλεία των Ουρανών. Γι' αυτό δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ μεγαλύτερη επεξήγηση. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τα σχετικά με τον Παράδεισο και στο επόμενο θα γίνει λόγος για την Βασιλεία του Θεού και την διαχρονική μέθεξη της. Εδώ θα υπογραμμίσουμε απλώς μερικές αλήθειες πού είναι ανάγκη να υπομνησθούν.Στην Αγία Γραφή και στα πατερικά κείμενα ταυτίζονται οι όροι Βασιλεία του Θεού, Βασιλεία των Ουρανών, Παράδεισος, αιώνια ζωή. Είναι όροι συνώνυμοι που σημαίνουν την μέθεξη της δόξης του Θεού από τον άνθρωπο. Αυτό αρχίζει από την ζωή αυτήν, συνεχίζεται στην μετά θάνατο ζωή και θα ολοκληρωθεί στην ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αφού εν τω μεταξύ αναστηθούν και τα σώματα των ανθρώπων.Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, μιλώντας για την Βασιλεία του Θεού, λέγει ότι Βασιλεία των Ουρανών «αυτός εστίν ο Θεός εν κατασχέσει γενόμενος» Ή φράση είναι αρκετά εκφραστική, Και μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος γίνεται θεατής αυτού του πλούτου της δόξης της Βασιλείας των Ουρανών. Ό Θεούμενος άνθρωπος λέγεται «ο τοιαύτης δόξης γενόμενος θεατής»1.Ή μέθεξη της Χάριτος του Θεού λέγεται μέθεξη της Βασιλείας. Πάλι ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος θα πει εκφραστικότατα: «Ή δε Βασιλεία των Ουρανών ή μετοχή υπάρχει του Παναγίου Πνεύματος»2. Ό Χριστός, πού θα έλθει κατά την Δευτέρα Του Παρουσία χαρακτηρίζεται «ο περιπόθητος ημών και γλυκύτατος βασιλεύς Ιησούς ο Χριστός και Θεός». Ή ύπαρξη του ουρανίου αυτού Βασιλέως και η ένωση του άνθρωποι με Αυτόν, πού έχει σαν συνέπεια να εκλάμπει ο Χριστός μέσα στους αγίους και κάθε άγιος να λάμπει ευρισκόμενος μέσα σε Αυτόν, είναι θέα και μετοχή της Βασιλείας. Θα μου επιτραπεί να παραθέσω τον λόγο του άγιου Συμεών του νέου Θεολόγου, γιατί δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί διαφορετικά. Βασιλεία των Ουρανών για τους δικαιους είναι «μόνον τον βασιλέα έχουσα του παντός πανταχού ορώμενον αυτοίς, συμπαρόντι εκάστω και συνόντα έκαστον αυτώ και εν εκάστω έκλάμποντι και έκαστον λάμποντα εν αυτώ»3.Φαίνεται, λοιπόν, ότι η λεγομένη Βασιλεία του Θεού είναι η αλληλοπεριχώρηση του Χριστού με τον πιστό. Ο Χριστός θα κατοικεί μέσα στον δίκαιο άνθρωπο, θα τον δοξάζει και ο δοξαζόμενος άνθρωπος θα ελλάμπεται ευρισκόμενος σε κοινωνία με το θειο και άκτιστο φως.Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, δεν είναι μια εγκοσμιοκρατική κατάσταση, αλλά μέθεξη της δόξης του Θεού. Αυτό πρέπει να λέγεται, γιατί σήμερα δίνονται πολλές ερμηνείες για την Βασιλεία του Θεού. Και έχουμε την γνώμη ότι η αλλοίωση της θεολογικής σημασίας της Βασιλείας του Θεού έχει

φοβερές συνέπειες και προεκτάσεις στην πνευματική και κοινωνική μας ζωή. Ή ηθικολογία δεν είναι άσχετη από αυτήν την θεολογική αλλοίωση. Ό άγιος Ανδρέας, επίσκοπος Κρήτης, διδάσκει ότι Βασιλεία του Θεού είναι το οράν και οράσθαι υπό του Θεού. «Θεόν τε ορών και ιρώμενος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μιλώντας για την μεταμόρφωση του Χριστού, πού είναι βίωση της Βασιλείας του Θεού, λέγει ότι στον μέλλοντα αιώνα «πάντοτε εν Κυρίω εσόμεθα, Χριστόν ορώντες τω φωτί αστράπτοντα της θεότητας»4.Μέσα στην ίδια προοπτική κινούνται όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο όποιος μπορεί να χαρακτηρισθεί θεολόγος του ακτίστου Φωτός, αναφέρεται στην «τελειότητα του μέλλοντος αιώνος». Χρησιμοποιώντας τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ότι, όταν ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, λέγει ότι τότε θα γίνουμε τέκνα Θεού, «λαμπρότητα Θεού ιδόντες και παθόντες και τη αυγή της Χριστού δόξης περιλαμπόμενοι τε και συνεκλάμποντες»5. Οι άγιοι θα περιλαμφθουν από την λαμπρότητα του Χριστού και θα συνεκλάμπουν μαζί με εκείνον. Έτσι η δόξα του Θεού θα γίνει και δόξα των δικαιων, με την διαφορά ότι η δόξα του Θεού είναι κατά φύσιν, ενώ των ανθρώπων θα είναι κατά Χάριν, δωρεά του Θεού.Καίτοι θα υπάρχει διαφορετική μετοχή της δόξης ανάλογα με την πνευματική κατάσταση των δικαίων εν τούτοις εκεί στην Βασιλεία των Ουρανών θα καταργηθούν όλες οι τάξεις των ανθρώπων, αφού δεν θα υπάρχει «διδάσκων και διδασκόμενος». Πράγματι, στην Βασιλεία του Θεού θα καταργηθούν «οι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων»6.Οι Πατέρες τονίζουν συνεχώς την αλήθεια ότι η βίωση της Βασιλείας των Ουρανών αρχίζει από αυτήν την ζωή. Ή απόλαυση των μελλόντων αγαθών αρχίζει «απ’ εντεύθεν»7.Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο πάνω στο σημείο αυτό, γιατί ο αναγνώστης θα βρει μεγαλύτερη ανάλυση αυτής της θέσεως σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Εκείνο το όποιο και πάλι πρέπει να τονιστεί είναι ότι όταν κάνουμε λόγο για την Βασιλεία του Θεού εννοούμε την μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Και επειδή αυτή η Χάρη μετέχεται ως Φως και έτσι δοξάζεται ο άνθρωπος, γι' αυτό και η Βασίλεια του Θεού είναι μέθεξη της δόξης του Θεού.2. Ή ανακαίνιση της κτίσεωςΕίναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η κτίση είναι δημιούργημα του Θεού, ότι δέχθηκε την φθορά από την πτώση του ανθρώπου και ότι και αυτή θα ελευθερωθεί από αυτήν την φθαρτότητα.Στην εκκλησιαστική παράδοση κάνουμε λόγο περισσότερο για κτίση παρά για φύση. Ή λέξη φύση αναφέρεται σε κάτι φυσικό, ενώ η λέξη κτίση δείχνει το κτιστό, κάτι πού δημιουργήθηκε, ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι, στην Εκκλησία δεν γίνεται λόγος για φυσικά και μεταφυσικά, αλλά για κτιστά και άκτιστα. Το

άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Το άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελείωση κάποτε. Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Δεν υπάρχει τίποτε όμοιο τους. Το μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο θεάνθρωπος Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό.Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η άπειρη ουσία και παντοδύναμη και δημιουργική των όντων» αυτή μόνον είναι απλή και μονοειδής, άποια και ειρηναία. Στην άκτιστη ουσία, δηλαδή στον θεό, δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση. Αντίθετα, η κτιστή φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα και είναι επιδεής της θείας Προνοίας8. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση και την συντηρεί με την άχτιστη πρόνοια Του. Ή υπεράγαθη Πρόνοια του Θεού «σωτηρία υπάρχει πάσης κτίσεως»9.Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος κτίση αναφέρεται στους αγγέλους, τους δαίμονες, τους ανθρώπους και την άλογη δημιουργία. Είναι ένας όρος πού αποδίδεται σε όλη την δημιουργία, λογική και άλογη. Ξέρουμε ότι ο Θεός δημιούργησε πρώτα τον νοερό κόσμο, έπειτα τον αισθητό και υλικό κόσμο και στην συνέχεια τον άνθρωπο, πού είναι ένωση των δύο κόσμων, νοερού και αισθητού. Όποτε ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, ή για να εκφρασθούμε καλύτερα, ο μεγαλόκοσμος, από απόψεως αξίας, μέσα στον μικρόκοσμο.Αλλά στο σημείο αυτό όταν κάνουμε λόγο για την κτίση και την ανακαίνιση της, θα εννοούμε περισσότερο την υλική και άλογη δημιουργία, η οποία με την Πρόνοια και την Χάρη του Θεού θα ανακαινισθεί στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει στην μελέτη μας αυτή. Στην Άγια Γραφή γίνεται λόγος για την πτώση της κτίσεως, αλλά και την ελευθέρωση της από την φθορά. Κλασσικό χωρίο είναι του Αποστόλου Παύλου, πού βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Θα το παραθέσουμε ολόκληρο γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό και θα μας βοηθήσει στην μετέπειτα επεξεργασία του θέματος.«Ή γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, τη γαρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, έπ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. η', 19-22).Στο χωρίο αυτό υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο αισθητός κόσμος, η υλική δημιουργία, λέγεται κτίση και όχι φύση, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη δημιουργού και, επομένως, δεν είναι αΐδια και αιώνια, όπως την θεωρούσαν μερικοί φιλόσοφοι. Δεύτερον, η κτίση υπετάγη στην φθαρτότητα όχι με την θέληση της, αφού η κτίση δεν έχει θέληση και ελευθερία, αλλά από την πτώση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος παρέσυρε όλη την

κτίση στην φθορά. Τρίτον, η κτίση συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο και αποζητά και ελπίζει ελευθέρωση. Τέταρτον, η αποκαραδοκία, δηλαδή η προσδοκία της, αναφέρεται στην αποκάλυψη των υιών του Θεού. Εφ' όσον ο άνθρωπος έγινε ή αιτία της πτώσεως της, πρέπει από τον άνθρωπο να προέλθει η της. Φυσικά, όταν λέμε από τον άνθρωπο, εννοούμε από τον άνθρωπο του θεανθρώπου, πού είναι τέκνο Θεού. Πέμπτον, δίνεται η βεβαιότητα ότι ολόκληρη η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά και θα εισαχθεί στην ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η κτίση θα απόλαυση τα αγαθά πού θα προέλθουν, όταν ο άνθρωπος απόκτηση μέθεξη της δόξης του Θεού. Στο χωρίο αυτό φαίνεται η αντίληψη και η διδασκαλία της Εκκλησίας για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα και την της κτίσεως. Αφορμή της πτώσεως είναι ο ανυπάκουος και αντάρτης άνθρωπος και αιτία της ανακαινίσεως της είναι ο υιός κατά Χάριν του Θεού, ο Θεούμενος. Αυτός θα την ελευθέρωση, θα την ανακαινίσει. Στην πραγματικότητα η Χάρη του Θεού, δια του ανθρώπου, θα μεταμορφώσει και την άλογη δημιουργία. Όταν βλέπει κανείς την της κτίσεως έξω από τον Θεούμενο ματαιοπονεί. Ό άνθρωπος πού ενώνεται με τον Χριστό είναι νέα, καινούρια κτίση, γι' αυτό και γίνεται αφορμή δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε', 17), Ό Απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στην συντέλεια του κόσμου, δεν ομιλεί για μια τελική και ολοσχερή καταστροφή, αλλά για και μεταμόρφωση, γι' αυτό λέγει: «καινούς δε ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β' Πέτρ.γ', 13). Εδώ βλέπουμε καθαρά ότι γίνεται λόγος για της κτίσεως και όχι για αφανισμό και καταστροφή. Θα θίξουμε το θέμα αναλυτικότερα πιο κάτω, όταν θα αναφέρουμε τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας.Μελετώντας τα αγιογραφικά χωρία, πρέπει να εξετάσουμε πώς έπεσε η κτίση και σε τι συνίσταται η της όπως τα αναλύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την ανάλυση αυτή πρέπει πάντα να έχουμε υπ' όψη μας τα χωρία της Αγίας Γραφής πού παραθέσαμε προ ολίγου. Κατ' αρχήν πρέπει να κάνουμε λόγο για την π τ ώ σ η της κτίσεως.Ό Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι ή κτίση δεν κατασκευάσθηκε ρευστή και φθαρτή, αλλά υπετάγη χωρίς να θέλει, στην φθορά, με την πτώση του Αδάμ10. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος για να παρουσιάσει αυτήν την αλήθεια χρησιμοποιεί μια ωραία εικόνα. Λέγει ότι, όπως όταν αιχμαλωτίζεται ένας βασιλεύς, αναγκαστικά ακολουθούν μαζί του και οι διάκονοι και οι υπηρέτες του. έτσι και όταν έπεσε ο Αδάμ, πού ήταν κύριος και βασιλεύς όλων των κτισμάτων, τα όποια τον υπηρετούσαν, συμπεριλήφθηκε και η κτίση πού τον διακονούσε και υπηρετούσε στην πτώση του11.Την τραγικότητα της κτίσεως, μετά την πτώση του Αδάμ και την είσδυση σε αυτήν της φθοράς, περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Γράφει ότι μετά την έξοδο του Αδάμ από τον Παράδεισο ολόκληρη η κτίση δεν ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο

και διακατεχόταν από οργή εναντίον του. Ή κτίση δεν ήθελε να υποταγή σε αυτόν. Ό ήλιος δεν ήθελε να λάμπει, η σελήνη να στέλλει το φως, τα αστέρια να ακτινοβολούν, οι πηγές να βρύουν, οι ποταμοί να τρέχουν. Ό αέρας δεν ήθελε να δώσει αναπνοή στον άνθρωπο, τα θηρία και όλα τα ζώα ετραχύνθησαν εναντίον του ανθρώπου, γιατί έχασε την δόξα πού είχε. Ό ουρανός ήθελε να πέσει δικαιως πάνω στον άνθρωπο και η γη δεν άντεχε να τον κρατά. Τότε ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός με την αγάπη Του και την φιλανθρωπία Του, και, αποβλέποντας στην ανάπλαση, δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού Του, συγκρατεί την κτίση με την δύναμη Του και αναστέλλει την ορμή των κτισμάτων εναντίον του ανθρώπου, έως ότου γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ώστε και αυτή να ελευθερωθεί από την φθορά, να συνανακαινισθή μαζί του, να αφθαρτοποιηθή και να γίνει πνευματική12. Εφ' όσον η πτώση της κτίσεως έγινε δια του ανθρώπου, και η της θα γίνει δια του Θεούμενού ανθρώπου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ νοερού και αισθητού κόσμου. Τα αγιογραφικά και πατερικά χωρία πού παραθέσαμε, αν ερμηνευθούν προσεκτικά, καταλήγουν στο ότι με την ανάσταση και αναγέννηση του ανθρώπου θα ανακαινισθεί και η κτίση από την φθορά. Αυτό το βλέπουμε έντονα σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Στην συνέχεια θα παραθέσουμε την διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου για την της κτίσεως. Τα όσα θα λεχθούν πρέπει να τα δούμε από την άποψη ότι ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης». Ό Θεός την έφερε στην ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η κτίση, η άλογη δημιουργία να καταστραφεί ολοσχερώς και να αφανισθεί. Ό Θεός δεν δημιουργεί κάτι για να το εξαφάνιση στην συνέχεια. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Άλλωστε, σε όλα τα αγιογραφικά χωρία, πού είδαμε προηγουμένως, γίνεται λόγος για «καινούς ουρανούς και καινήν γη», για ελευθέρωση της κτίσεως από την φθορά, για ανακαίνιση της. Αυτές οι εκφράσεις δεν μπορούν να δηλώσουν την ολοσχερή και πλήρη εξαφάνιση της.Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι αποκαλυπτικός ως προς το σημείο αυτό. Λέγει ότι όπως πρώτα δημιούργησε ό Θεός την κτίση άφθαρτη και στην συνέχεια τον άνθρωπο, έτσι πρώτα ή κτίση πρέπει να μεταποιηθεί, δηλαδή να αλλαγή, και μαζί με αυτήν να νακαινισθούν και τα φθαρέντα σώματα, ώστε και πάλι «πνευματικός και αθάνατος ο άνθρωπος γεγονώς εν αφθάρτω χωρίω και αϊδίω και πνευματικώ κατοικεί»13.Εδώ γίνεται λόγος για των σωμάτων, για αλλοίωση και μεταποίηση όλης της κτίσεως. Επίσης, αναφέρεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, μετά την ανάσταση του και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα κατοικεί σε πνευματικό, άφθαρτο και αΐδιο χώρο. Αυτό δείχνει ο,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Θεός δεν δημιούργησε την κτίση για να την εξαφανίσει στην συνέχεια.

Ό άγιος Συμεών συνδέει την των σωμάτων με την ανάπλαση της κτίσεως. Όπως τα σώματα, δια της αναστάσεως, θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αύτη πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Και όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ' ημών της εκείθεν λαμπρότητας»14. Όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξη της λαμπρότητας του Θεού. Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ή κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Το γεγονός είναι ότι και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί.Χρησιμοποιεί πολύ επιτυχώς το παράδειγμα του πεπαλαιωμένου χαλκίνου σκεύους, το οποίο ο τεχνίτης τοποθετεί πάλι στην φωτιά και καθαρίζεται, ανακαινίζεται, αφού απαλλαχθεί από την σκουριά. Το ίδιο θα συμβεί και με την κτίση. Επειδή παλαιώθηκε, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων, ο δημιουργός θα την τοποθετηση στο πυρ, και έτσι «αναχωνευθήσεται και αναστοιχειωθήσεται και λαμπρά και καινότερα ασυγκρίτως της νυνί ορωμένης γενήσεται»15. Εδώ γίνεται λόγος για αναστοιχείωση και αναχώνευση, πού θα την κάνει λαμπρότερη από αυτήν πού είναι σήμερα.Στο σημείο αυτό επιμένει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Λέγει ότι όταν ο Θεός θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον κάνη άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε «και αυτήν όλην την κτίσιν, φημί, συν αυτώ αλλοιώσει και αΐδιον και άϋλον ταύτην αποτελέσει»16. Ή κτίση θα γίνει άϋλη και αιώνια, θα αλλοιωθεί ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο, «συν αυτώ». Αυτό είναι σημαντικό, γιατί άκουσα κάποιον θεολόγο να λέγει ότι η κτίση θα μεταμορφωθεί εν τω ανθρώπω, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Δηλαδή δεν θα ανακαινισθεί όλος ο κόσμος. Αλλά μια τέτοια αντίληψη αντιβαίνει στους λόγους της Άγιας Γραφής περί ελευθερώσεως της κτίσεως από την φθορά και στον λόγο του άγιου Συμεών, πού ομιλεί για της «συν αυτώ» και όχι απλώς «εν αυτώ».Βέβαια, οι απόψεις αυτές του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου δεν ευνοούν καμιά χιλιαστική αντίληψη, γιατί η τελευταία ομιλεί περί επιγείου καταστάσεως. Για να μη φανεί ότι ο άγιος Συμεών βρίσκεται σε μια τέτοια προοπτική, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αναφέρεται σε υλικό και αισθητό τόπο, ούτε σε μια υλική και αισθητή κτίση, αλλά σε πνευματική.Υποστηρίζει ο άγιος Συμεών ότι, όταν κάνουμε λόγο για ανακαίνιση της κτίσεως, δεν εννοούμε ότι θα επιστρέψει στην κατάσταση πού ήταν στον πρώτο Παράδεισο, προ της παραβάσεως του Αδάμ. Τότε ο Αδάμ ήταν αισθητός και τρεπτός και είχε ανάγκη της τροφής. Όμως με την ανάσταση των σωμάτων ο Αδάμ θα είναι πνευματικός, αφού, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται πνευματικόν». Όπως ο Αδάμ θα είναι

πνευματικός και δεν θα έχει ανάγκη τροφής, έτσι και ολόκληρη η κτίση, με την ενέργεια του Θεού θα μεταποιηθεί «εις άϋλον και πνευματικόν υπέρ πάσαν αίσθησιν εν τη παλιγγενεσία... οικητήριον». Δεν θα είναι, λοιπόν, υλική και αισθητή, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ικανοποιεί τις τότε ανάγκες του Αδάμ. Ή κτίση θα είναι πνευματική και άϋλη, ώστε οι άνθρωποι, έχοντες ασώματα σώματα, και γενόμενοι «υπέρ αίσθησιν εν αισθήσει» και όντες «απερίγραπτοι εν απεριγράπτοις» θα έχουν «Άξιον… της εαυτών δόξης κατοικητήριον»17. Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για πνευματικό κατοικητήριο, και ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Επανειλημμένως ο άγιος Συμεών αναφέρεται σε κατοικητήριο ή σε οικητήριο, αφού όλη η κτίση θα γίνει Παράδεισος, θα αλλοιωθεί και θα ανακαινισθεί μαζί με τον άνθρωπο18.Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών δίνονται και μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητότερη αυτή η αντίληψη. Χωρίς να τα καταλαβαίνει η λογική του ανθρώπου, αφού υπερβαίνουν κάθε διάνοια, όλα θα γίνουν πνευματικά και θεια, θα ενωθούν με τα νοητά και θα γίνει «παράδεισος νοερός άλλος και Ιερουσαλήμ επουράνιος». Κανείς δεν παρέμεινε έως τώρα σε τέτοιο όμορφο χώρο. Και αναφέροντας διάφορα παραδείγματα λέγει ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια θα λάμπουν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο θα γίνει και με την γη, όλα θα ακτινοβολούν, θα μεταδίδουν το κάλλος και την ομορφιά, θα παρατεθεί ο ίδιος ο λόγος του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου: «Γη δε άφραστον και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον, άνθεοι δηλαδή φωτοειδέσι και ποικιλία πνευματική ωραιζομένη εν οίς δικαιοσύνη, κατά το όσιον λόγιον, κατοικεί»19.Κάνουμε λόγο για υπέρ αίσθησιν ένωση της επίγειας κτίσεως με την επουράνια. Ό άγιος Συμεών είναι πολύ εκφραστικός: «η επίγειος κτίσις, η ορωμένη αυτή και αισθητή, αλλοιωθήσεται και τοις επουρανίοις ήγουν τοίς αοράτοις και υπέρ αίσθησιν ενωθήσεται». Και τότε, όταν όλα τα επίγεια ενωθούν με τα επουράνια, δια της Χάριτος του Θεού, και «οι δίκαιοι την ανακαινινισθείσαν ταύτην κληρονομήσουσι γήν, ην οι μακαριζόμενοι πραείς παρά του Κυρίου κληρονομούσι»20.Από όλη αυτήν την διδασκαλία του άγιου Συμεών φαίνεται ότι, όταν μιλούμε για αιώνια ζωή και για ανακαίνιση της κτίσεως, εννοούμε μεταμόρφωση του ανθρώπου και παραμονή του σε έναν πνευματικό χώρο. Η κτίση δεν θα αφανισθεί, αλλά θα μεταποιηθεί, θα ανακαινισθεί, θα αλλοιωθεί.Αυτήν την θεολογία του αγίου Συμεών εκφράζει και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για την μελλοντική εκείνη ευφροσύνη των δικαίων. Βέβαια, επειδή αναφέρεται στον λαό είναι περισσότερο αναλυτικός, και απλός, αλλά όμως παρουσιάζει την θεολογική αλήθεια πού αναπτύξαμε προηγουμένως. Γράφει:«Γίνωσκε, ώ ακροατά, ότι την δεύτερον παρουσίαν μέλλει να ανακαινισθή ό κόσμος και να γίνη πολλά ωραιότερος και λαμπρότερος από τώρα. Τα στοιχεία θα καθαρισθώσιν από πάσαν

φθοράν, να είναι το πυρ λαμπρότερον, αμή να μη καιει, ότι η καύσις του όλη πηγαίνει είς την κόλασιν ό αήρ να καθαρισθή από πάν σκότος και σύννεφον. Το ύδωρ να λαμπρυνθή, να λάμπη ώσπερ καθρέπτης και κρύσταλλον. Ωσαύτως και ή γη θα λεπτύνη, θα γίνη καθαρά παντός ρύπου και ύλης βλαπτικής. Ότι όλα τα βλαβερά, όπου δίδουν θλίψιν και ασθένειαν, ήγουν η θέρμη του πυρός, το ψυχρόν του ύδατος, το σκότος του αέρος, η καύσις του θέρους και πάσα ακαθαρσία και βρώμα του κόσμου τούτου, να συναχθή εις την άβυσσον της κολάσεως, δια περισσοτέραν οδύνην των αθλίων αμαρτωλών. Και ούτω μένουσι τα στοιχεία κεκαθαρμένα, να είναι η γη όλη άβλαβος και ωραία, ως άλλος παράδεισος. Ωσαύτως οι ουρανοί και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα να δίδουσι λάμψιν θαυμασίαν και περισσότερον επταπλασίως, καθώς λέγει ο Ησαΐας, ότι θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και να στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και ησελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον»21.Ή μελλοντική ανακαίνιση της κτίσεως βιώνεται και από τώρα. Όπως από την παρούσα ζωή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεατής της δόξης του Θεού, έτσι και από τώρα μπορεί να αποκτήσει αίσθηση της μελλοντικής αλλοιώσεως της κτίσεως. Όταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού. Όταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Χάρη του Θεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση τής κτίσεως. Όλα του φαίνονται ωραία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάξουμε τις ωραίες περιγραφές της κτίσεως πού κάνουν οι άγιοι. Επειδή ο άνθρωπος είναι κέντρο της δημιουργίας, γι' αυτό η άχτιστη Χάρη δι' αυτού, διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι και τα άγρια ζώα υποτάσσονται στους άγιους, όπως διασώζεται στα συναξάρια της Εκκλησίας. Εκεί δε πού φαίνεται η βίωση της μελλοντικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως της κτίσεως είναι τα λείψανα των αγίων.Με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπηση Του έφερε στην γη την καινή κτίση, γιατί έδωσε την δυνατότητα από τώρα να αποκτήσουμε αίσθηση της ανακαινίσεώς της, αλλά και την αποκαραδοκία της μελλοντικής ανακαινίσεως. Γι' αυτό στην

Εκκλησία δεν έχουμε απλές ενδείξεις αυτής της ζωής. αλλά αποδείξεις.3. Η διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώναΉ αιώνια ζωή δεν είναι στάση, αλλά μια διαρκής κίνηση, γι' αυτό οι άγιοι συνεχώς θα γίνονται χωρητικότεροι στην μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού. Αυτή είναι μια αλήθεια πού τονίζεται στην βιβλικοπατερική Παράδοση.Ή θεολογική υποδομή της αλήθειας αυτής φαίνεται σε δύο σημεία. Το πρώτον, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού. Ή φράση «καθ' ομοίωσιν» δείχνει την κίνηση, την φορά προς τον Θεό. Και, φυσικά, αυτό υπονοεί ότι δεν θα υπάρχει τέλος της τελειώσεως, γιατί αυτό θα σήμαινε τελεία και πλήρη ομοίωση με τον Χριστό. Το δεύτερον, πού συνδέεται με το προηγούμενο, έχει σχέση με την διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό ποτέ δεν μπορεί να γίνει άκτιστο. Κινείται μεν το κτιστό προς το άκτιστο, αλλά δεν είναι δυνατόν να γίνει κατά φύσιν άκτιστο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πάντοτε θα κινήται και δεν θα υπάρχει τέλος και πέρας αυτής της κινήσεως.Οι άγιοι κατά την θεωρία του Θεού, καταλαβαίνουν πολύ καλά την κτιστότητα και την τρεπτότητα της φύσεως τους. Και αυτό το αισθάνονται ως πτώση. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι συγκρινόμενο το κτιστό προς το άκτιστο βλέπει την μηδαμινότητά του. Γι' αυτό όσοι είδαν τον θεό κατάλαβαν την φθαρτότητα, την θνητότητα και, όπως ο Αβραάμ, είπαν «εγώ ειμί γη και σποδός». Αυτή η διαρκής κίνηση και εξέλιξη φαίνεται σε πολλά αγιογραφικά χωρία. Ό ρηματικός τύπος του διαρκούς ενεστώτος πού χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις, όπως «μετανοείτε», «γρηγορείτε» κ.λ.π. δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια στάσιμη κατάσταση, αλλά για μια διαρκή εξέλιξη και από αυτήν ακόμη την ζωή.Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου υπάρχει προτροπή: «και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ. κβ', 11). Αυτό δεν συμβαίνει μόνον στην ζωή αυτή, αλλά θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Όποιος εισήλθε στο στάδιο τής καθάρσεως και της μετανοίας, αυτός θα προχωρεί από αγιασμό σε αγιασμό και από Χάρη σε Χάρη. Όσο ο άνθρωπος θα ευφραίνεται από την θεωρία της δόξης του Θεού, τόσο και περισσότερο θα αυξάνεται η αναζήτησή της. Άλλωστε, αυτή είναι η πορεία της αρετής. Ή αρετή δεν έχει τέλος, γιατί αυτό θα σήμαινε έναν κορεσμό, και, φυσικά, κάθε κορεσμός δημιουργεί κόπο, κούραση. Εφ' όσον οι αρετές είναι καρποί του Παναγίου Πνεύματος, και ποτέ δεν μπορούμε να φθάσουμε στην τελειότητα της ζωής του Χριστού, άρα, δεν υπάρχει όριο της αρετής. Με αυτές τις προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει πέρας μετανοίας, γιατί αυτό θα σήμαινε κατά φύσιν ομοιότητα με τον Χριστό.Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης υποστηρίζει ότι η αρετή δεν έχει τέλος. Ή τελειότητα για όλα τα πράγματα πού μετρώνται με τις αισθήσεις διαλαμβάνεται μέσα σε ορισμένα όρια, και φυσικά μετρώνται με μια μονάδα μετρήσεως. Για τα μεγάλα όμως αγαθά,

όπως την αρετή, δεν υπάρχει κανένα όριο. «Επί δε της αρετής έναν παρά του αποστόλου τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον». Ή αρετή δεν έχει όριο, πέρας. Και το τονίζει αυτό, έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Αποστόλου Παύλου; «ούχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ' ω και κατελήφθην υπό του Ιησού Χριστού αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι, εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού, όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν» (Φιλ. γ', 12-15). Ό Απόστολος Παύλος ενώ αισθάνεται ότι έχει καταληφθεί από τον Χριστό και ότι βρίσκεται στον δρόμο της τελειότητας, εν τούτοις αισθάνεται ότι δεν έχει φθάσει ακόμη. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφερόμενος σε αυτό τό αποστολικό χωρίο, λέγει ότι ο Απόστολος Παύλος τρέχοντας τον δρόμο της αρετής και επεκτεινόμενος προς τα εμπρός, δεν αισθανόταν ότι η πορεία του έληξε, γιατί δεν θεωρούσε ασφαλή την στάση του δρόμου. Το τέλος της αρετής είναι η κακία, όπως το τέλος της ζωής είναι ό θάνατος. Ό Θεός είναι το τέλειο αγαθό από την φύση του, πού δεν έχει καμμιά κακία. Γι' αυτό η θεία φύση είναι αόριστη και απεράτωτη, δηλαδή δεν έχει πέρας. Να ασκούμε την αρετή σημαίνει να μετέχουμε του Θεού. Όσοι λοιπόν, γνωρίζουν το κατά φύσιν καλό, έχουν την επιθυμία της μετουσίας του, αλλά επειδή το κατά φύσιν καλό δεν έχει όριο, πέρας, γι' αυτό η επιθυμία του μετέχοντος δεν μετέχει στο αμάρτημα. Επομένως, η αρετή έχει έναν όρο, το αόριστο, το ότι δεν έχει όριο. «Της δε αρετής εις ορός εστί, το αόριστον»22.Αν αυτό γίνεται στην ζωή αυτή, σημαίνει ότι θα συνεχιστεί και στην άλλη ζωή ακόμη περισσότερο, τότε πού ο άνθρωπος θα απόκτηση και μεγαλύτερη γνώση του Θεού, και αυτό θα αυξάνει την επιθυμία του εφέτου. Γιατί, όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι η γνώση. Και όσο μεγαλύτερη είναι η γνώση, τόσο αυξάνεται και η αγάπη, καθώς επίσης και η επιθυμία.Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι η ενοίκηση της Αγίας Τριάδος μέσα στην καρδιά των τελείων, «γνωστώς και ευαισθήτως», δεν είναι πλήρωση του πόθου, αλλά αιτία σφοδρότερου και μεγαλυτέρου πόθου. Ή επίσκεψη αυτή του Θεού δεν αφήνει τον άνθρωπο να ηρεμήσει, άλλα τότε φλέγεται από φωτιά. Επειδή ο νους δεν μπορεί να βρει τέλος του ποθούμενου, και επειδή δεν μπορεί να δώση κανένα μέτρο στον πόθο και την αγάπη και βιάζεται να μεθέξη του ατελέστου, γι' αυτό «ατέλεστον αεί τον πόθον και απλήρωτον την αγάπην εν εαυτώ περιφέρει»23.Έτσι, ο ορισμός της τελειότητας είναι να μην περιορίζεται σέ μέτρα. Υπάρχει μια ακατάπαυστη και αυξανόμενη αγάπη και ένας διάπυρος πόθος προς τον Θεό. Κάθε στάση είναι κακία. Γι' αυτό κατά τους Πατέρας η τελειότητα ορίζεται ως η «των τελείων ατέλεστος τελειότης».Στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την αιώνια ζωή και την μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού γίνεται λόγος για διαρκή

εξέλιξη. Ό άγιος Μάξιμος κάνει αναφορά στην αεικίνητη στάση των εφιε-μένων το εφετό. Κατά τον άγιο Μάξιμο η θέωση ταυτίζεται με την ομοίωση με τον Θεό και την μέθεξη του Θεού. Μιλώντας για την μέθεξη, την θεωρεί ως διηνεκή και διαρκή απόλαυση του εφετού. Εδώ γίνεται φανερό ότι μιλάει για διηνεκή απόλαυση, η όποια είναι αεικίνητη στάση. Χαρακτηριστικά γράφει: «Αεικίνητος δε στάσις περί το εφετόν των εφιεμένων έστιν ή του εφετού διηνεκής τε και αδιάστατος απόλαυσις,απόλαυσις δε διηνεκής και αδιάστατος του εφετού, ή των υπέρ φύσιν θειων καθέστηκε μέθεξις»24.Σε όλη την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου γίνεται φανερό ότι η πνευματική ζωή έχει μια διαρκή εξέλιξη και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει. Γι' αυτό γίνεται λόγος για συνεχή άνοδο και αύξηση στην μέθεξη του αγαθού. Στα έργα του πολύ συχνά συναντούμε τους όρους «αεικίνητος στάσις» και «στάσιμος κίνησις». Για να ερμηνεύσουμε όμως καλύτερα αυτήν την ουσιαστική του θέση, πρέπει να δούμε τα προβλήματα πού αντιμετώπιζε από την πλευρά της φιλοσοφίας. Γιατί, είναι γνωστόν ότι οι Πατέρες απήντησαν στα οντολογικά ερωτήματα των φιλοσόφων και έδωσαν σωστές απαντήσεις, προερχόμενες από την Αποκάλυψη του Θεού.Ό Ώριγένης, ακολουθώντας εν πολλοίς τις θεωρίες του Πλάτωνα, υποστήριζε ότι η κίνηση προϋπήρχε της γενέσεως του κόσμου και ότι έπειτα από την γέννηση ακολουθεί η στάση. Έλεγε ότι τα πνεύματα πού βρίσκονταν στον Θεό, αισθάνθηκαν κόρο, οπότε κινήθηκαν. Καρπός της κινήσεως ήταν η δημιουργία και η γένεση του κόσμου. Γι' αυτό, το κακό είναι αιτία της δημιουργίας του κόσμου. Όποτε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η επαναφορά της ψυχής στον Θεό, όπου θα υπάρξει η στάση. Έτσι το σχήμα είναι κίνηση, γένεση, στάση. Δηλαδή, πρώτα κινήθηκαν τα πνεύματα, έπειτα δημιουργήθηκε ο κόσμος και τέλος θα ακολουθήσει η στάση, όταν οι ψυχές, ελευθερωμένες από τα σώματα, θα αναπαυθούν στον Θεό25.Ό άγιος Μάξιμος, αντιμετωπίζοντας αυτήν την σειρά πού εξέθεσε ο Ωριγένης, ο όποιος εκινείτο μέσα σε πλατωνικές απόψεις για την δημιουργία και την σωτηρία του ανθρώπου, ενώ διατηρεί τους όρους κίνηση, γένεση, στάση, αλλάζει την σειρά και δίνει άλλο περιεχόμενο. Για τον άγιο Μάξιμο δεν προηγείται η κίνηση, αλλά η γένεση. Ό κόσμος είναι θετικό δημιούργημα του Θεού. Ό Θεός κατ' αρχάς δημιούργησε τον κόσμο, μέσα στον όποιο έβαλε την κίνηση. Χωρίς την κίνηση δεν θα μπορούσαν τα κτίσματα να ανεβούν στον Θεό. Έτσι, η κίνηση είναι καρπός της δημιουργικής ενεργείας του Θεού, πού ετέθη στον κόσμο, και όχι αιτία της γενέσεως και πτώσεως του ανθρώπου και του κόσμου. Κάθε κτιστό έχει από τον Θεό την δυνατότητα της κινήσεως, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε τελείωση. Γι' αυτό, η κίνηση δεν είναι αιτία πτώσεως, αλλά τρόπος ανυψώσεως. Είναι φυσικό να μην υπάρχει πέρας της κινήσεως, γιατί το άκτιστο, ο Θεός, δεν έχει πέρας, αφού είναι άπειρος. Ό άγιος Μάξιμος αντιμετώπισε το εξής προβλημα:

Αφού η κίνηση είναι φυσικό γνώρισμα του κτιστού, τότε πώς θα επικρατήσει η στάση, δηλαδή πώς θα σταματήσει κάποτε αυτή η κίνηση; Ακριβώς σε απάντηση αυτού του ερωτήματος, ο άγιος Μάξιμος εισήγαγε τον όρο «αεικίνητη στάση». Ό άνθρωπος θα παραμένει σε κοινωνία με τον Θεό, αλλά αυτή η στάση θα είναι μια διαρκής κίνηση. Ό λόγος είναι ότι δεν μπορεί ποτέ το κτιστό να ομοιωθεί κατά πάντα με το άκτιστο, δεν μπορεί το πεπερασμένο να ταυτισθεί πλήρως με το άπειρο.Έτσι, ο άγιος Μάξιμος, αντικρούοντας την Ωριγενική αντίληψη, κίνηση - γένεση - στάση, κάνει λόγο για γένεση - κίνηση - στάση, καθώς επίσης ότι η στάση θα είναι αεικίνητη. Φυσικά, πέρα από αυτήν την αλλαγή των λέξεων άλλαξε και το περιεχόμενο. Γιατί ο άγιος Μάξιμος με τον όρο αεικίνητη στάση δεν εννοεί την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και την παραμονή της στον Θεό, αλλά την αιώνια ύπαρξη όλου του ανθρώπου, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα και την διαρκή τελείωση του. Ή κτίση δεν μπορεί να κινηθεί προς την ανυπαρξία, προς το μη Ον, γιατί αυτό εμποδίζεται από την κυβερνητική ενέργεια του Θεού. Ή φυσική, λοιπόν, κίνηση είναι προς το ζην εν Χριστώ προς την εκπλήρωση του λόγου της δημιουργίας της.Μέσα στα πλαίσια αυτά θεολογούν και όλοι οι άγιοι Πατέρες. Στην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από δύο Πατέρες, πού αντιμετώπισαν το θέμα ότι στην άλλη ζωή θα υπάρξει μια διαρκής εξέλιξη για τους ανθρώπους πού θα μετέχουν της ακτίστου δόξης του Θεού.Ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης γράφει ότι στον μέλλοντα αιώνα οι άγιοι και οι άγγελοι ούτε θα μειωθούν στην έφεση των αγαθών, αλλά ούτε και θα παύσουν να προκόπτουν στην προσθήκη των χαρισμάτων. Ό μέλλων αιών δεν θα έχει ύφεση ή μείωση από την αρετή, και, φυσικά, δεν θα έχει στάση. Θα παρατεθεί το κείμενο για την κατοχύρωση αυτής της θέσεως: «Εν τω μέλλοντι αιώνι οι Άγγελοι και οι άγιοι, φασί, προκόπτοντες εν τη των χαρισμάτων προσθήκη ουδέποτε λήξουσιν, ή ένδώσουσι των αγαθών εφετώς έχοντες ύφεσιν γαρ ή μείωσιν από της αρετής επί κακίαν εκείνος ουκ έχει ό αιών»26.Μια τέτοια θέση αναπτύσσει και ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον φιλόσοφο Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ υποστήριζε ότι το να βρίσκεται ό άνθρωπος κατά την προσευχή υπέρ αίσθησιν, όπως αυτός το εννοούσε, είναι τελεώτατον δώρο του Θεού. Και γι' αυτό η προσευχή πού γίνεται με άλγος, πόνο κ.λ.π. δεν ανήκει στα τελεώτατα δώρα του Θεού.Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χρησιμοποιεί πολλά επιχειρήματα για να ανατρέψει αυτήν την θέση. Μεταξύ των άλλων λέγει ότι δεν υπάρχουν τελεώτατα δώρα του Θεού, δηλαδή απηρτισμένα και μη επιδεχόμενα αύξηση, γιατί είναι γνωστό και φανερό ότι οι άγιοι κατά τον μέλλοντα αιώνα θα προκόπτουν έπ' άπειρον κατά την θεοπτία. Ή έφεση των επιτυγχανόντων δεν σταματά ποτέ, η Χάρη πού λαμβάνουν οι άγιοι είναι δυναμοποιός, αφού τους οδηγεί προς την μετάληψη των μεγαλυτέρων, ο δε Θεός, πού δίνει την Χάρη Του

άφθονα, είναι άπειρος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ποιος τρόπος υπολείπεται «μη ουχί προκόπτειν τους υιούς του μέλλοντος αιώνος κατ' αυτήν έπ' άπειρον, χάριν εκ χάριτος κομιζομένους και την ακάματον επιτερπώς ανιόντας άνοδον;». Όλα τα δώρα πού δίνει ό Θεός δεν είναι τελεώτατα, αφού το τελειότατο δεν δέχεται καμμιά προσθήκη27.Έτσι, λοιπόν, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά θα υπάρχει διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα. Ή στάση ταυτίζεται με την κακία. Ή διαρκής εξέλιξη γίνεται και από αυτήν την ζωή, θα συνεχισθεί και στην άλλη, για τους δικαίους. Μετέχοντας της θείας δόξης, θα αποκτούν μεγαλύτερη έφεση και υψηλότερο πόθο. Άλλωστε, ο εράσμιος Θεός είναι άπειρος και είναι αδύνατον να περικλυστεί από την κτιστή ανθρώπινη φύση, όση δύναμη και αν διαθέτη. Και επειδή ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βασίζεται και σε χωρίο του άγιου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πρέπει να πούμε ότι ο θείος Διονύσιος στο σύγγραμμα του περί της ουρανίου Ιεραρχίας, οπού κάνει λόγο για τις τρεις τάξεις των αγγέλων, εκ των όποιων η πρώτη είναι η ανώτερη, πού βρίσκεται πλησιέστερη στον Θεό, η κατώτερη, πού βρίσκεται πλησίον των ανθρώπων, και η μεσαία τάξη πού δέχεται τις ελλάμψεις από την υψηλότερη, κάνει λόγο για την κάθαρση, τον φωτισμό και την τελείωση των αγγέλων, πού έχει σχέση με την χωρητικοτέρα έλλαμψη.Έτσι υπάρχει εξέλιξη στην θεοπτία και στις αγγελικές τάξεις, κατά τα διάφορα τάγματα τους. Ή πρώτη τάξη «καθαίρεται και φωτίζεται και τελεσιουργείται πάσης μεν υφέοεως αμιγής, πρώτου δε φωτός πλήρης και πρωτοδότου γνώσεως και επιστήμης μέτοχος αποτελουμένη», «της προτελείου τελεσιουργίας αναλόγως αύτη πληρουμένη». Και οι άγγελοι καθαρίζονται από την άγνοια με την γνώση των τελειοτέρων μυήσεων, πού δίνονται κατά τάξη. Ή τελειότερη μύηση προσφέρει περισσότερη γνώση, και αυτή η γνώση λέγεται κάθαρση από την προηγούμενη άγνοια. Το ίδιο γίνεται και με τις άλλες τάξεις των αγγέλων28.Πρέπει να προστεθεί ότι ο μέλλοντας αιώνας, κατά τον αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, λέγεται άληκτος, δηλαδή δεν τελειώνει ποτέ, όχι μόνον από την άποψη του χρόνου, αλλά και από την άποψη της προσθήκης των χαρισμάτων. Αναφερόμενος ό άγιος Γρηγόριος στην μεγάλη αξια της Παναγίας, αφού δι' αυτής επεδήμησε στον κόσμο ο Χριστός, υπογραμμίζει και την άξια της Θεοτόκου κατά τον μέλλοντα αιώνα. Γιατί, κάθε πρόοδος στην φωτοφάνεια και στην αποκάλυψη των μυστηρίων και στην προσθήκη των χαρισμάτων, θα είναι Αχώρητη χωρίς την Θεοτόκο: «Εις τον έξης άληκτον αιώνα πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος και πάσα μυστηρίων θείων αποκάλυψις και πάσα πνευματικών ίδέα χαρισμάτων άπασιν αχώρητος χωρίς αυτής»29.Επομένως, είναι απόσταγμα της πατερικής σοφίας ότι στην μέλλουσα ζωή για τους δικαίους δεν θα υπάρχει στασιμότητα, αλλά διαρκής εξέλιξη, και αυτό θα γίνεται έπ' άπειρον, αφού θα αυξάνεται ο πόθος του ανθρώπου από την μεγαλυτέρα γνώση του Θεού, και αφού δεν μπορεί να παύση να είναι κτιστός και να γίνει

κατά φύσιν άκτιστος. Μπορεί να βιώσει το κατά Χάριν άκτιστο, όχι όμως το κατά φύσιν, πού ανήκει αποκλειστικά στον Θεό, πού είναι αυτούπαρξη και αυτοζωή.Φυσικά, αυτό θα συμβεί γι' αυτούς οι όποιοι πριν πεθάνουν είχαν εισέλθει στο στάδιο της καθάρσεως και της μετανοίας. Αν, δηλαδή, ο άνθρωπος μετανόησε, εξομολογήθηκε, αλλά δεν πρόφθασε να θεραπευθεί, να φωτισθεί ο νους του, αυτός, με την Χάρη του Θεού θα αυξάνεται στην θεία γνώση. Δεν το εννοούμε αυτό μέσα στα πλαίσια της λατινικής θεολογίας, συμφωνά με την οποία όταν ο άνθρωπος μετανοήσει, αλλά δεν προφθάσει να κάνει τον κανόνα του, θα πέραση μέσα από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κάνουμε λόγο για ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, αλλά για είσοδο στο στάδιο της καθάρσεως και μετανοίας, έστω και αν δεν έχει τελειώσει η θεραπεία. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η θεία Χάρη θα βοηθήσει στην θεραπεία και μετά θάνατο, με την άποψη ότι οι μετανοήσαντες θα γίνουν χωρητικότεροι με την θεια Χάρη στην έλλαμψη και την μέθεξη της δόξης του Θεού.Αντίθετα, για όσους δεν μετανόησαν ούτε έδειξαν έμπρακτα την μετάνοια τους δεν θα υπάρχει εξέλιξη στο αγαθό και την αρετή. Δεν έχω εντοπίσει χωρία Πατέρων, πού δείχνουν ότι οι αμετανόητοι θα κινούνται προς βίωση μεγαλύτερης κακίας. Ξέρουμε, βέβαια, ότι όπως στον Παράδεισο, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, θα υπάρχουν διαβαθμίσεις, το ίδιο θα γίνεται και στην Κόλαση.Ό Χριστός, αναφερόμενος στην πόλη εκείνη που θα εκδιώξει τους Αποστόλους, λέγει: «αμήν λέγω υμίν ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γομόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» (Ματθ. ι', 15). Ή λέξη ανεκτότερο δείχνει ότι θα υπάρχουν διαβαθμίσεις και στην Κόλαση.Σαν συμπέρασμα πρέπει να πούμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή, πού βιώνεται ή ως αιώνιος Παράδεισος, ή ως αιώνια Κόλαση. Αυτό το αιώνιο πρέπει να μας προβληματίσει. Τα μεταμορφωμένα σώματα όλων των ανθρώπων θα ζουν την αιώνια ζωή. Όλων τα σώματα θα αναστηθούν, και των αμαρτωλών και των δικαίων.Η ανάσταση των σωμάτων είναι ένα δώρο πού δόθηκε σε όλους τους ανθρώπους με την ανάσταση του Χριστού. Μόνον πού οι δίκαιοι θα βιώσουν περισσότερο την ανάληψη, αφού θα αρπαγούν εν νεφέλαις «εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α' θεσ. δ', 17). Με την Δευτέρα έλευση του Χριστού θα γίνει και η ανακαίνιση της κτίσεως από την φθορά. Ή δε μέθεξη της Δόξης του Θεού για τους δικαίους θα είναι αυξανόμενη και διαρκής. Δεν θα υπάρχει στάσιμη κατάσταση, αλλά αεικίνητη στάση και στάσιμη κίνηση.Ό άνθρωπος πρέπει να βλέπει την φθαρτότητα και την προσωρινότητα της ζωής αυτής και να αποβλέπει στην αιωνιότητα. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας τα αγιογραφικά χωρία «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α' Κορ. ζ', 31) και «ο καιρός συνεσταλμένος εστί» (Α' Κορ. ζ', 29), λέγει: «Βραχύς ο

βίος, εγγύς ο θάνατος, φθαρτός ο κόσμος ούτος, ο αεί μένων έτερος». Ή καταφρόνηση του παρόντος κόσμου, η ετοιμασία για τον μέλλοντα κόσμο, η ζωή σύμφωνα με την πολιτεία του μέλλοντος αιώνος, όσο είναι δυνατόν, και η αποφυγή των βλαβερών του παρόντος κόσμου «παραπέμπει ημάς προς εκείνον εν ασφαλεία»30.Ή σκέψη μας πρέπει να είναι στραμμένη στην αιώνια ζωή, γιατί «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ', 20). Οι επίγειοι άνθρωποι μπορεί να κυβερνώνται από καπιταλιστικά, σοσιαλιστικά, και μαρξιστικά συστήματα, αλλά των Χριστιανών το πολίτευμα είναι ουράνιο. Σκοπός του ανθρώπου είναι η έφεση της αιωνίου ζωής και η μέθεξη της Βασιλείας του Θεού της όποιας «ουκ έσται τέλος». Ούτε θα υπάρχει τέλος της τελειώσεως άλλα η τελειότητα θα είναι ατέλεστη.

1. SC 129. σελ. 348-3502. SC 104, σελ. 223. SC 122, σελ. 2224. Βλ. Ιερομόναχου Αθανασίου Γιέβτιτς είς αγίου Ιωάννου

Δαμασκηνού: Ή Θεοτόκος, έκδ. Ίδρυμα «Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος». Αθήναι 1970, σελ. 262\

5. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 11 ΕΠΕ. σε. 4466. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, έκδ. Ρηγοχούλου, σελ. 3267. Άγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία, τόμος Β'. σε. 49, οη'8. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία τόμος Β', σελ. 42, θ΄9. Όσιος Θαλάσσιος, Φιλοκαλία τόμος Β', σελ. 208, ξα'10 Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία τόμος Δ', 32, ια'11 Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών,

εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 7ος. σελ. 18412. SC 122, σελ. 19013. SC 122, σελ. 20414. ενθ. ανώτ. σελ. 20615. ένθ. άνωτ. σελ. 2081β. ένθ. άνωτ. σελ. 21017. ενθ. άνωτ. σελ. 212-21418- ενθ. άνωτ- σελ. 21819. ενθ. άνωτ, σελ. 218-22020. ένβ. άνωτ. σελ. 22021. Νικόδημου του αγιορείτου: Χρηστοήθεια των Χριστιανών,

έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1974. σελ. 398-39922. Γρηγορίου Νύσσης έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 148-150 23. SC 51. σελ. 4224. ΡG 90. 608-60925. Βλ. ανάλυση Πρωτοπρ. Δημητρίου Στανιλοάε, εις αγίου

Μαξίμου Όμολογητου: Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, τόμος Α', έκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,

Αθήνα 1978, σελ. 21 κ.έ., καθώς επίσης Πρεσβ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ή Ευχαριστιακή οντολογία, εκδόσεις Δόμος, σελ. 217 κ.έ.

26. Γρηγορίου Σιναϊτον, Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος δ'. σελ. 38, νδ'

27. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 2 ΕΠΕ, σελ. 368-37028. Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Φιλοκαλία των Νηπτικών και

ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 3ος, σελ. 274 κ.έ29. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 10 ΕΠΕ, σελ. 46030. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 568

[ΑΡΧΗ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄

Διαχρονική εσχατολογία

Από την αρχή του βιβλίου έχουμε δηλώσει ότι θα ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με την ζωή του άνθρωπου μετά θάνατον. Παρακολουθήσαμε την ψυχή από την ώρα πού χωρίζεται από το σώμα, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και την ζωή της μετά την μέλλουσα κρίση.

Όλα αυτά τα θέματα περικλείονται στον όρο «εσχατολογία». Είναι γνωστόν ότι η εσχατολογία και όλα τα γεγονότα των εσχάτων απασχολούν πάρα πολύ τον άνθρωπο της εποχής μας. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι εκτός από την υγειά αναζήτηση είναι μια σύγχρονη μόδα να αφήνουμε τα παρόντα και να ασχολούμαστε με τα μέλλοντα. Ίσως αυτό να είναι τεκμήριο μιας παρακμής. Πραγματικά, σε εποχές πού υπήρχε τρομερή απογοήτευση από διάφορα κοινωνικά γεγονότα, οι άνθρωποι στρέφονταν στα μέλλοντα και αναζητούσαν με αγωνία να πληροφορηθούν γι' αυτά. Συνήθως, όταν τα κοινωνικά και ανθρωποκεντρικά συστήματα είχαν στερεές δόσεις, οι άνθρωποι προσκολλώνταν σ' αυτά και δεν αναζητούσαν τα μέλλοντα.

Αντίθετα, σε εποχές πού όλα κλονίζονταν, οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν κάτι βαθύτερο. Έτσι και από πλευράς ανθρωπίνης αναπτύσσεται σήμερα η επιστήμη της μελλοντολογίας, η όποια εξετάζει, το μέλλον της γης και προσπαθεί να ερευνήσει τις μελλοντικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων.

Το θέμα όμως είναι ότι γίνεται σήμερα μια τρομερή σύγχυση πάνω σε αυτήν την αναζήτηση. Πολλοί Χριστιανοί αναμειγνύουν την ορθόδοξη θεολογία περί εσχατολογίας με άλλες αιρετικές ερμηνείες της και ακόμη ασχολούνται με τρόπο πού θα το έκανε ένας οπαδός μιας άλλης θρησκείας ή ένας ουμανιστής. Περιπλέκονται τα θέματα, δεν τοποθετούνται στην πραγματική

τους διάσταση, και γι' αυτό είναι ανάγκη να δούμε το θέμα της εσχατολογίας από ορθοδόξου πλευράς. Μόνον κατ' αυτόν τον τρόπο θα ξεφύγουμε τον πειρασμό να την αναμείξουμε με ξένα στοιχεία, τα όποια βλάπτουν την Αποκάλυψη.

Ό όρος «διαχρονική εσχατολογία» δηλώνει ότι τα έσχατα στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν είναι απλώς τα μέλλοντα, δεν συνδέονται, δηλαδή, αποκλειστικά με τον χρόνο, αλλά με τον τρόπο ζωής. Έτσι, η εσχατολογία ταυτόχρονα είναι παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μιλώντας, λοιπόν, από ορθοδόξου πλευράς για εσχατολογία πρέπει να έχουμε πάντα υπ' όψη, ότι τα έσχατα, πού θα συμβούν στο μέλλον, είναι όπως τα αρχικά (τα πρώτα) και τα ενδιάμεσα.

1. Ερμηνεία του ορού εσχατολογία

Ό όρος εσχατολογία δηλώνει τον λόγο περί των εσχάτων, το να μιλάμε, δηλαδή, για τα έσχατα. Όπως ο όρος Χριστολογία δηλώνει τον λόγο περί του Χριστού, και ο όρος Εκκλησιολογία δηλώνει τον λόγο περί της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο εσχατολογία. Ή λέξη έσχατα χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες. Κατ' αρχάς, βέβαια, υποδηλώνει τον τελευταίο και τα τελευταία, και αυτό εκλαμβάνεται από πλευράς τόπου, βαθμού (ανώτερος - κατώτερος), καταστάσεως, προσώπου, χρόνου. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για έσχατο τόπο, για κατώτερο άνθρωπο, για ταπεινό και πρόστυχο άνθρωπο, για τα γεγονότα πού θα συμβούν στο μέλλον1.

Στην Καινή Διαθήκη μπορούμε να συναντήσουμε την λέξη έσχατα να δηλώνει πολλά πράγματα κάθε φορά. Θα ήθελα να αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ό Χριστός, μιλώντας για την δόξα των άγιων Αποστόλων, πού εγκατέλειψαν τα πάντα και Τον ακολούθησαν, είπε: «Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι» (Ματθ. ιθ', 30). Αυτό λέγεται από πλευράς αξίας. Οι Απόστολοι, πού εθεωρούντο τελευταίοι εν σχέσει με τους σοφούς και δυνατούς της εποχής τους, ανεδείχθησαν πρώτοι σε αξία. Με αυτήν την σημασία υπάρχουν πολλά χωρία στην Αγία Γραφή.

Σε άλλη περίπτωση ο Χριστός, αναφερόμενος στην διαγωγή κατά τα δείπνα, έλεγε ότι πρέπει ο άνθρωπος να επιλέγει τον τελευταίο τόπο, ώστε, αν χρειασθεί, να τον αναδεικνύει ο οικοδεσπότης: «όταν κληθείς, πορευθείς ανάπεσον εις τον έσχατον τόπον, ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε είπη σοι,φίλε, προσανάβηθι ανώτερον» (Λουκ. ιδ'. 10). Εδώ η λέξη έσχατος τίθεται κατ' αντιδιαστολή προς το ανώτερο, και σημαίνει τον κατώτερο τόπο. Δηλώνεται εκτός των άλλων και η ταπείνωση πού πρέπει να διακρίνει τους μαθητές του Χριστού. Γι' αυτό ο Κύριος συνιστούσε άλλου: «εί τις θέλει

πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ', 35).

Ή λέξη έσχατος χρησιμοποιείται καί από γεωγραφικής πλευράς για να δήλωση το τελευταίο όριο του ορίζοντος ή της γης. Ό Χριστός ανήγγειλε στους μαθητές Του: «άλλα λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος έφ' ημάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πράξ. α', 8), Με αυτόν τον λόγο ο Χριστός τους αναγγέλλει ότι θα λάβουν το Άγιον Πνεύμα και θα γίνουν μάρτυρες Του σε όλο τον κόσμο. Βέβαια ο όρος εσχατολογία χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει το τέλος του χρόνου. Και με αυτήν την σημασία υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Καινή Διαθήκη. Γι' αυτό θα δούμε στην συνέχεια μερικά από αυτά, χωρίς να αναφέρουμε τα χωρία πού δηλώνουν και άλλες έννοιες της λέξεως έσχατα.

Σε ομιλίες Του ο Χριστός συνδέει τα έσχατα με την ανάσταση των σωμάτων, και, φυσικά, με την Κρίση πού την ακολουθεί. Μιλώντας προς τους Ιουδαίους μεταξύ των άλλων έλεγε: «τούτο δε εστί το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, ίνα πάν ό δέδωκέ μοι μη απολέσω εξ αυτοί, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39). Αυτή ήταν και η πεποίθηση των Ιουδαίων, γι' αυτό και η αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, στην διαβεβαίωση του Χριστού «αναστήσεται ο αδελφός σου», απάντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάοει εν τη εσχάτη ήμερα» (Ίω. ια', 23-24). Και, όπως είπαμε προηγουμένως, η ανάσταση των νεκρών συνδέεται με την Κρίση πού θα ακολουθήσει. Γι' αυτό ο Χριστός έλεγε: «ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματα μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν ο λόγος ον ελάλησα εκείνος κρίνει αυτόν εν τη εσχάτη ήμερα» (Ίω. ιβ'. 48)

Τα έσχατα αναφέρονται και στην περίοδο προ της Δευτέρας ελεύσεως του Χριστού για να κρίνει τους ανθρώπους, στο τέλος, δηλαδή, του χρόνου, όταν οι άνθρωποι θα σκληρυνθούν και το κακό θα φθάσει στην μεγαλύτερη έξαψη του. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος διαβεβαιώνει τον μαθητή Του Τιμόθεο: «Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί» (Β' Τιμ. γ', 1). Στην ίδια προοπτική ευρίσκεται και ο Απόστολος Πέτρος, όταν υπενθυμίζει την αλήθεια: «τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι ελεύσονται επ’ εσχάτων των ήμερων εμπαίκται, κατά τάς ιδίας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι» (Β' Πέτρ. γ', 3).

Επομένως, ο όρος εσχατολογία χρησιμοποιείται για να δήλωση τους έσχατους καιρούς, το τέλος του χρόνου, τους καιρούς εκείνους πού θα εμφανισθεί ό Χρίστος για να κρινη τους ανθρώπους και όλα όσα θα ακολουθήσουν πρίν και μετά από αυτήν την εμφάνιση. Μπορούμε όμως να προσθέσουμε ότι ή εσχατολογία αναφέρεται και στην έξοδο της ψυχής από το σώμα, οπότε αρχίζει

αμέσως η μερική κρίση των ανθρώπων. Από τα λίγα αυτά εισαγωγικά φαίνεται ότι δεν ειναι τόσο εύκολο να περιορίζουμε την εσχατολογία σε ένα μόνον διάστημα χρόνου, γιατί στην ορθόδοξη αντίληψη περί χρόνου, ζούμε την ενότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αφού στους άγιους, πού είναι τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα διώνονται ως παρόντα. Γι' αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για διαχρονική εσχατολογία, αφού μάλιστα τα έσχατα είναι όπως τα πρώτα και τα ενδιάμεσα.

2. Ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη

Για να δούμε καθαρότερα την ορθόδοξη διδασκαλία για την εσχατολογία, πρέπει να εξετάσουμε για λίγο το θέμα του χρόνου κατά την ορθόδοξη αντίληψη. Αυτό θα μας βοηθήση να δούμε με πληρότητα το σπουδαίο και κρίσιμο αυτό θέμα, το όποιο είναι και σύγχρονο. Άλλωστε, η επικεφαλίδα του κεφαλαίου αυτού είναι «διαχρονική εσχατολογία».

Βέβαια, δεν πρόκειται να μελετήσουμε τον χρόνο από την επιστημονική του άποψη, αλλά από την εκκλησιαστική και, κυρίως, εν σχέσει με την αποκάλυψη του Θεού. Άλλωστε, και τα έσχατα τα μελετούμε πάντοτε σχετικά με την Δευτέρα έλευση του Χριστού και την μέλλουσα μακαριότητα.

Στην προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού περίοδο, ό χρόνος μπορούμε να πούμε ότι ήταν γραμμικός, αφού οι Ιουδαίοι περίμεναν τον Μεσσία, για να τους άπαλλάξη από την δουλεία και την αμαρτία. Στην εκκλησιαστική όμως περίοδο, αφού ό Χριστός ήλθε, ενηνθρώπησε και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να ζήσει την Βασιλεία του Θεού, δεν υφίσταται τόσο ό γραμμικός χρόνος, αλλά ό σταυρικός. Δεν οδηγούμαστε πλέον εμείς στην εύρεση της Βασιλείας του Θεού στο μέλλον, αλλά ό Χριστός και η Βασίλεια Του μετακινείται σε μας, δηλαδή έρχεται και μας συναντά σε κάθε χρονική στιγμή. Έτσι, την ζωή των εσχάτων μπορεί ό άνθρωπος να την ζει σε κάθε χρονική στιγμή.

Αν δε σκεφθούμε ότι με την ενανθρώπηση Του ό Χριστός επανέφερε τον Αδάμ στον Παράδεισο, και, φυσικά, τον άνέβασε στο ΰψος εκείνο στο οποίο θα έφθανε, αν δεν άμάρτανε, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα παρελθόντα και τα έσχατα βιώνονται στο παρόν, και έτσι ζούμε τον λεγόμενο λειτουργικό χρόνο. Ό χρόνος περιχωρείται από την αιωνιότητα.

Το ότι η ενανθρώπηση του Χριστού έφερε τα έσχατα στην Ιστορία και τον χρόνο, φαίνεται από πολλά χωρία της Αγίας Γραφής, θα ήθελα να μνημονεύσω τα βασικότερα.

Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στον τρόπο με τον όποιο ό Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του, γράφει: «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ό Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, έπ' εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Έβρ. α', 1). Με αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι οι έσχατες ημέρες είναι οι ήμερες της παρουσίας του Χριστού. Με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο άρχισε η Βασιλεία του Θεού.

Ό Απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στην λύτρωση πού επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Χριστού, γράφει: «ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε έπ' εσχάτων των χρόνων δι' υμάς» (Α' Πέτρ. α', 18-20). Ή έλευση του Χριστού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους προγνώστηκε προ καταβολής κόσμου, άλλα τελικά πραγματοποιήθηκε στούς έσχατους χρόνους. Οι άγιοι Απόστολοι πού αξιώθηκαν της μεγάλης Αποκαλύψεως, εισήλθαν στην ζωή των εσχάτων χρόνων. Τα τέλη των αιώνων στην Αγία Γραφή δεν αναφέρονται μόνον στό τέλος του χρόνου, αλλά και στην ενανθρώπηση του Χριστού, αφού μας δίνει την δυνατότητα να ζήσουμε την ζωή των εσχάτων. Κάνοντας λόγο ό Απόστολος Παύλος για τους πειρασμούς των Ιουδαίων στην Παλαιά Διαθήκη γράφει: «ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις, εγράφη δε προς νουθεσιαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν» (Α' Κορ. ι'. 11).

Ή βίωση των εσχάτων αναφέρεται και στην συζήτηση του Χριστού με την Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, πού μνημονεύσαμε προ ολίγου. Ό Χριστός την διαβεβαιώνει ότι θα αναστηθεί ό αδελφός της Λάζαρος. Εκείνη άπαντα οτι γνωρίζει καλά ότι θα αναστηθεί στην εσχάτη ήμερα. Τότε ό Χριστός λέγει: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ό πιστεύων εις έμέ, καν αποθάνη ζήσεται· και πάς ό ζών και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα», και υστέρα από λίγο ανέστησε τον Λάζαρο (Ίω. ια', 23 κ.έ.).

Αυτή η συνομιλία και το θαύμα πού ακολούθησε είναι εκφραστικά. Δείχνουν ότι Αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή, και, επομένως, με την έλευση Του στον κόσμο έφερε και την ανάσταση και την ζωή. Την ανάσταση του Λαζάρου πρέπει να την δούμε σε αυτήν την προοπτική. Ό Χριστός δεν άνέστησε τον Λάζαρο απλώς από φιλάνθρωπο αισθήματα, αλλά γιατί ήθελε να φανέρωση ότι είναι προοίμιο της αναστάσεως των ανθρώπων, ότι Αυτός ο ίδιος είναι η ανάσταση, ότι με την εναθρώπησή Του καταργείται ό θάνατος και, επομένως, με την ενανθρώπηση Του, ήλθε στον κόσμο η Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι, η Βασιλεία του Θεού δεν είναι η πέραν του χρόνου ζωή, αλλά ξ βίωση του Θεού από αυτήν εδώ την ζωή.

Μέσα στα πλαίσια αυτά τίθεται και ό χρόνος, καθώς επίσης και ή βίωση των εσχάτων και στην ορθόδοξη υμνογραφία. Σε ένα άναστάσιμο τροπάριο -ψάλλουμε: «Ό εκ Θεού Πατρός Λόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, έπ' έσχατων δε των χρόνων, ό αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, δια της εαυτού Αναστάσεως»2.

Έτσι, στην Καινή Διαθήκη η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μόνον μια εσχατολογική προσδοκία, αλλά ελθούσα πραγματικότητα. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, αναλύοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι στην Αγία Γραφή φαίνεται ότι η βίωση της Βασιλείας του Θεού γίνεται κατά τρεις τρόπους. Ό πρώτος τρόπος είναι ότι η Βασιλεία του Θεού έρχεται, και γι' αυτό απαιτείται μετάνοια, όπως κήρυττε ό Τίμιος Πρόδρομος και ό Χριστός. Ό δεύτερος τρόπος, ότι η Βασιλεία του Θεού ήλθε, και μάλιστα «εντός υμών εστίν» (Λουκ. ιζ', 21) και ό τρίτος τρόπος, ότι η Βασιλεία του Θεού θα έλθει σε όλη της την πληρότητα και δόξα. Βασιλεία του Θεού είναι Αυτός ο Ίδιος ό Χριστός και η θέα της άκτίστου Χάριτος. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών,Και ουκ ήγγισε μόνον, ... αλλά και μετ' ου πολύ περιφανέστερον παραγένεται,» Έπεί τοίνυν ή βασιλεία του Θεού και ήγγικε και εν ήμιν εστί, και μετ' ου πολύ παραγίνεται, ποιήοωμεν δια των της μετανοίας έργων εαυτούς αυτής άξίους»3.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και διότι ήλθε η Βασιλεία του Θεού, και διότι πρόκειται να έλθει στο τέλος του χρόνου, χωρίς να γνωρίζουμε πότε θα είναι, γι' αυτό κάθε χρονική στιγμή «εσχάτη ώρα εστί» (Α' Ίω, β', 18), κατά τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Επομένως, ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη δεν είναι γραμμικός με την έννοια ότι δεν περιμένουμε την Βασιλεία του Θεού στο μέλλον, δεν είναι ακόμη κυκλικός με την πλατωνική έννοια, ότι είναι άναρχος και ατελεύτητος, αλλά μπορούμε να πούμε ότι είναι σταυρικός. Δηλαδή, καιτοι οδηγούμαστε προς την μετά

τον θάνατο ζωή, στα μελλοντικά αγαθά, εν τούτοις αυτά τα μελλοντικά αγαθά μπορούμε να τα ζήσουμε από αυτήν ακόμη την ζωή. Άρα, ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη δεν λειτουργεί τόσο ως παρελθόν, παρόν και μέλλον, αλλά ως συμπεπυκνωμένος, σωτηριώδης και λειτουργικός χρόνος. Αυτό σημαίνει πρωτίστως ότι τα έσχατα στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν είναι η ζωή μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα έλευση του Χριστού, δεν είναι η ζωή του μέλλοντος αιώνος, αλλά η κοινωνία και ενότητα με τον Χριστό, πού γίνεται και από αυτήν ακόμη την ζωή. Μια εσχατολογία αποδεσμευμένη από το παρελθόν και το παρόν δεν είναι ορθόδοξη, είναι διαστρέβλωση της περί των εσχάτων διδασκαλίας της Εκκλησίας.

3. Τα παρελθόντα και τα παρόντα των εσχάτων

Μιλώντας για έσχατα, όπως έγινε φανερό, εννοούμε κυρίως τα όσα θα ακολουθήσουν στην μετά τον θάνατο ζωή και στην προ και μετά την Δευτέρα έλευση και Παρουσία του Χριστού στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. Όμως, στην Ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση, όπως θα δούμε στην συνέχεια δεν ζούμε τα έσχατα σαν μια μελλοντική προσδοκία, αλλά σαν παρούσα πραγματικότητα. Τα έσχατα, λοιπόν, είναι τρισδιάστατα, ανήκουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στους αγίους ανθρώπους. Αυτό θα το εξετάσουμε αναλυτικότερα στά επόμενα.

α) Τι είναι η Βασιλεία του Θεού

Σε όλη την Βιβλικοπατερική Παράδοση καθίσταται σαφές ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια εγκοσμιοκρατική κτιστή πραγματικότητα, αλλά η όραση του άκτίστου Φωτός. Επειδή δε η όραση του ακτίστου Φωτός είναι η θέωση του ανθρώπου και ένωση του με τον Θεό, γι' αυτό η Βασιλεία του Θεού είναι μέθεξη της δόξης του Θεού. Έτσι, η δόξα του Θεού θα είναι κοινή στον Χριστό και τους θεουμένους αγίους, με την διαφορά, όμως, ότι ο Χριστός, επειδή είναι Θεός, είναι πηγή της ακτίστου δόξης και βασιλείας, ενώ οι άγιοι θα είναι κατά Χάριν μέτοχοι της. Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα υπογράμμιση: «Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν, ότι εστί»4.

Ό Χριστός στην επί του Όρους ομιλία Του μακάρισε τους ταπεινούς και τους πραείς λέγοντας: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών», καθώς επίσης «μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν» (Ματθ. ε', 3-5).

Αναλύοντας αυτό το χωρίο, ο ησυχαστής άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, και ιδιαιτέρως τι είναι η Βασιλεία του Θεού, λέγει ότι «γη πραέων» είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Και επεξηγεί ότι Βασιλεία των Ουρανών είναι η θεανδρική κατάσταση του Χριστού, στην οποία έχουμε φθάσει ή φθάνουμε λαμβάνοντας την κατά Χάρη γέννηση της υιοθεσίας και την ανακαίνιση δια της αναστάσεως. Ακόμη, γη αγία είναι «η θεωθείσα φύσις», η οποία έφθασε στην θέωση ή απλώς στην κάθαρση. Επί πλέον γη αγία είναι η θεία γαλήνη, πού είναι η ειρήνη πάνω από κάθε αντίληψη και κατανόηση του νου5. Επομένως, ή Βασιλεία του Θεού είναι η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους θεουμένους άγιους.

Βέβαια, είναι γνωστόν ότι θα υπάρχουν διάφορες καταστάσεις των ανθρώπων ανάλογα με τον βαθμό της θεώσεώς τους. Ό άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης και στο σημείο αυτό είναι εκφραστικότατος. Αναλύοντας τον λόγο του Χριστού στους μαθητάς Του «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλοί εισίν» (Ίω. ιδ', 2), λέγει ότι μία είναι η Βασιλεία του θεού, αλλά έχει εσωτερικές πολλές διαφορές,

αναλόγως με «τάς διαφόρους άναβάσεις καί προκοπάς της έκεισε καταστάσεως». Όλοι θα λάμπουν στο στερέωμα, εν τούτοις «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη»,κατά τον θειο Απόστολο Παύλο (Α' Κορ. ιε', 41). Έτσι οι θεούμενοι, οι άγιοι θα λάμπουν, θα ακτινοβολούν «κατά τε την αρετήν και την γνώσιν, κατά τε το ποσόν της θεώσεως»6.

Αυτό το αναλύει ό ίδιος άγιος κατά το παράδειγμα της μωσαϊκής σκηνής. Ή σκηνή του Μωϋσέως είχε δύο χωρίσματα, δύο επί μέρους σκηνές. Έτσι και η Βασιλεία των Ουρανών ομοιάζει με την Θεότευκτη σκηνή του Μωϋσέως. Στην πρώτη θα εισέλθουν «όσοι Ιερείς Χάριτος». Στην δεύτερη, πού είναι η νοητή, θα εισέλθουν μόνον όσοι εισήλθαν από εδώ στον γνόφο της θεολογίας και λειτούργησαν τριαδικά, ως ιεράρχες τέλειοι, με τον νου, τον λόγο και το πνεύμα, έχοντες τελετάρχη και πρώτο Ιεράρχη τον Χριστό7.

Έτσι οι εν Χάριτι Ιερείς, δηλαδή οι άγιοι, οι όποιοι κατά την διάρκεια της ζωής τους εισήλθαν στον φωτισμό του νου, θα αξιωθούν να εισέλθουν στην πρώτη σκηνή, ενώ οι εν Χάριτι αρχιερείς, δηλαδή οι Θεόπτες και πραγματικοί θεολόγοι, θα εισέλθουν στην δεύτερη σκηνή, δεχόμενοι εμφανέστερα τίς ελλάμψεις. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογα με την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νου από αυτήν την ζωή θα αξιωθούν και της κατάλληλης και ισάξιας εμπειρίας. Όποτε εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Βασιλεία των Ουρανών είναι θέα του Θεού «πρόσωπον προς πρόσωπον», είναι κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι παραβολές του Χριστού για την Βασίλεια των Ουρανών. Σε πολλές παρομοιάζεται η Βασιλεία των Ουρανών με τον οικοδεσπότη πού κάνει γάμους, θα ήθελα να μνημονεύσω μία από αυτές. Ό Κύριος είπε: «Ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού, και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους» (Ματθ. κβ'. 2-3). Ό ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύοντας αυτήν την παραβολή, κάνει αξιόλογες παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί. Λέγει ότι, όταν εμείς ζούμε σαν άνθρωποι με πάθη και ελαττώματα, τότε και ο Θεός φαίνεται ως άνθρωπος. Όταν ζούμε ως κατά Χάριν Θεού, «τότε ίσταται ο Θεός εν συναγωγή θεών». Όταν ακόμη ζούμε σαν τα θηρία, τότε «γίνεται και εκείνος ημίν πάνθηρ, και άρκτος, και λέων». Στην παραβολή αυτή παρουσιάζεται ό Θεός σαν άνθρωπος, πού τελεί τους γάμους του υιού του. Επίσης, μιλά για γάμο του Υιού Του «συναπτών αυτόν πάση ψυχή ωραία, Νυμφίος γαρ ό Χριστός, νύμφη δε η Εκκλησία και η ψυχή».

Έτσι η παραβολή του γάμου δείχνει την ενότητα του Χριστού με τους ανθρώπους πού συνδέονται μαζί Του. Τους κάλεσε στους γάμους και το δείπνο. Ομοιάζει η Βασιλεία του Θεού με δείπνο «ως

εν έσχάτοις καιροίς τελείως φανέντος του τοιούτου γάμου, και προς τη εσπέρα ήτοι τω τέλει των αιώνων». Εδώ γίνεται σαφές ότι αναφέρεται κυρίως στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού όταν, δηλαδή, στο Πρόσωπο του Λόγου ενώθηκαν ατρέπτως, άσυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως η θεία με την ανθρώπινη φύση. Το δείπνο αυτό με το οποίο ομοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών λέγεται άριστο, «διότι και εν τοις προτέροις αιώσιν απεκαλύπτετο το μυστήριον ει και αμυδρότερον»8.

Το τελευταίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Βασιλεία του Θεού ήλθε με την ενανθρώπηση του Χριστού, και ακόμη ότι αυτό το μυστήριο αποκαλυπτόταν και προηγουμένους, έστω και αμυδρότερα, θα το δούμε στα επόμενα αυτό το σημείο. Αλλά και πάλι θέλω να επαναλάβω ότι Βασίλεια του Θεού και Βασιλεία των Ουρανών είναι συνώνυμα με την θέα του ακτίστου Φωτός, την θέωση του ανθρώπου και την ένωση του με τον Θεό.

β) Τα έσχατα ως τα πρώτα

Είναι σαφής διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο θνητό, δεν είναι, δηλαδή, αίτιος του θανάτου ο Θεός, αλλά τον δημιούργησε με την δυνατότητα να φθάσει στην θέωση και να ισχυροποιηθεί σε αυτήν. Συγκεκριμένα, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης θα πει ότι το σώμα του ανθρώπου κτίστηκε άφθαρτο «οίον και αναστήσεται», και η ψυχή κτίστηκε απαθής9. Με άλλα λόγια, το σώμα του ανθρώπου πλάστηκε από τον Θεό σε όποια κατάσταση θα ευρέθη μετά την ανάσταση των νεκρών, δηλαδή άφθαρτο. Και βέβαια η ψυχή ήταν απαθής. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αίτιος του κακού ο Θεός.

Άλλοι από τους αγίους Πατέρες τονίζουν ότι ο Αδάμ αμέσως μετά την δημιουργία του ήταν στο στάδιο του φωτισμού του νου και άλλοι από αυτούς τονίζουν ότι ήταν στην κατάσταση της θεώσεως. Και οι δύο αυτές παραδόσεις φαίνονται στην διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο όποιος, όπως είναι γνωστόν, έκανε μια σύνοψη της διδασκαλίας όλων των άγιων Πατέρων. Σε άλλη μελέτη μου ανέλυσα αυτήν την διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στην οποία φαίνεται, ότι ο Αδάμ βρισκόταν στον φωτισμό του νου και την θεωρία. Άλλωστε, ο φωτισμός είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας του Θεού10.

Επομένως, ο Αδάμ ζούσε στον αισθητό και νοητό Παράδεισο και είχε θεοκοινωνία, βίωνε την Βασιλεία των Ουρανών. Έπρεπε όμως να ισχυροποιηθεί σε αυτήν την κατάσταση και να προχωρήσει στην βρώση του ξύλου της ζωής. Απέτυχε να το πραγματοποίηση επειδή ήταν ακόμη αγύμναστος και άπειρος και δεν υπήκουσε στο θέλημα του Θεού. Εξ άλλου, ό τρόπος με τον όποιο ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ζωή του Αδάμ και της Εύας στον Παράδεισο της Εδέμ, φανερώνει ότι ο πρώτος

άνθρωπος ήταν γεμάτος από Άγιον Πνεύμα, δεν φορούσε τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητας, ήταν ενδεδυμένος με το Άγιον Πνεύμα, συνομιλούσε με τον Θεό, και όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανθρώπου θεουμένου, είναι γνωρίσματα των ανθρώπων της μελλούσης Βασιλείας των Ουρανών. Υπάρχει, βέβαια, διαφορά στο ότι τώρα η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση στο Πρόσωπο του Λόγου, αλλά εκείνη η ζωή ήταν μακαρία και αρχή της τελείας θεώσεως11.

Παρακάμπτοντας την διεξοδικότερη ανάλυση των δύο αναφερθέντων Πατέρων της Εκκλησίας, επειδή έγινε σε άλλες μελέτες μου, θα ήθελα να δούμε την περιγραφή της ζωής του Αδάμ στον Παράδεισο, πού κάνει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. Περιγράφοντας την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως, λέγει ότι είχε το Άγιον Πνεύμα και ήταν ενωμένος με τον

Λόγο. «ο Λόγος του Θεού συνήν αύτω». Καίτοι ήταν γυμνός, τον σκέπαζε ο Λόγος του Θεού: «αυτός γαρ ο λόγος ην αυτώ κληρονομιά, αυτός ένδυμα και δόξα σκέπουσα αυτούς, αυτός διδασκαλία». Αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος ήταν για τον Αδάμ τα πάντα, «είτε γνώσις είτε αίσθησις είτε κληρονομιά είτε διδασκαλία». Στην συνέχεια γράφει ότι όπως το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης «και εδίδασκεν αυτούς και έσωθεν αυτών ην και έξωθεν αυτοίς παρεφαίνετο, ούτω και εις τον Αδάμ». Το Άγιον

Πνεύμα τον δίδασκε, αλλά και ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού ήταν τα πάντα, και κατ' αυτόν τον τρόπο ο Αδάμ, όσο τηρούσε την εντολή, «φίλος ην Θεού»12. Ό Αδάμ στον Παράδεισο της Εδέμ είχε κοινωνία τόσο με τον Λόγο Χριστό, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όσο και με το Άγιον Πνεύμα. Ή παρατήρηση του άγιου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ότι στον Αδάμ προ της πτώσεως ενεργούσε το Άγιον Πνεύμα, όπως στους Προφήτες, «και εδίδασκεν αυτούς και έσωθεν αυτών ην και έξωθεν αυτοίς παρεφαίνετο», μας οδηγεί στο άλλο συμπέρασμα ότι, παρά την πτώση του Αδάμ και την έξοδο του από τον Παράδεισο, εν τούτοις ο Θεός εξακολουθούσε να έχει κοινωνία και σχέση με τους φίλους Του, και κατ' αυτόν τον τρόπο υπήρξαν πολλοί φίλοι του Θεού και πριν την ενανθρώπηση του Λόγου. Γι' αυτό, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η Χάρη του Θεού ενεργούσε προ του νόμου, μετά τον νόμο, προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού, κατά την ενανθρώπηση και μετά από αυτήν.

Ή Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από θεοφάνειες, δηλαδή από φανερώσεις του Θεού. Και, φυσικά, αυτές οι φανερώσεις δεν είναι οπτικές εμφανίσεις, αλλά αποκαλύψεις, θεοπτίες δια της θεώσεως. Γι' αυτό και υπήρχε θέωση στην Παλαιά Διαθήκη, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθεί οντολογικά ο θάνατος και δεν είχε ακόμη ενωθεί η ανθρώπινη φύση με την θεία φύση στην υπόσταση

του Λόγου. Γι' αυτό η θεοπτία γινόταν έσωθεν δια της θεώσεως, αλλά δεν υπήρχε ακόμη το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού και οι θεούμενοι δεν ήταν μέλη του Σώματος του Χριστού.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν εμφανίσεις του Λόγου, και μάλιστα του άσαρκου Λόγου, δεν ήταν εμφανίσεις του Πατρός. Δηλαδή, οι Προφήτες, πού ήταν φίλοι του Θεού, δεν έβλεπαν τον Πατέρα, αλλά τον Λόγο, όμως δια του Λόγου είχαν κοινωνία και με τον Πατέρα. Για να εκφραστούμε καλύτερα, θα λέγαμε ότι εν τω Λόγω έβλεπαν και τον Πατέρα.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην αρχή του Ευαγγελίου του: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε' ο μονογενής υιός ό ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ίω. α', 18). Ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό, αφ' ενός μεν το συνδέει με τον λόγο του Χριστού: «πάς ο ακούων παρά του πατρός και μαθών έρχεται προς με· ούχ ότι τον πατέρα τις εώρακεν, ει μη ό ων παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον πατέρα» (Ίω. στ', 45-4β), αφ' ετέρου δε το αναφέρει για την ουσία του Θεού, πού είναι αθεώρητη και αθέατη από τον άνθρωπο. Μάλιστα, χαρακτηριστικά σημειώνει: «μόνω γαρ Υιώ τω κατά φύσιν ορατός ο Πατήρ, και ούτως, ως αν τις εικάσαι θεοπρεπώς την θειαν οράν τε και οράσθαι φύσιν, ετέρω δε των όντων ουδενί»13.

Είναι γνωστόν ότι σε πολλά τροπάρια της Εκκλησίας μας αναφέρεται σαφώς ότι οι Αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του άσαρκου Λόγου. Υπάρχουν δε και αγιογραφικά χωρία. Ό Απόστολος Παύλος, μιλώντας για το πόμα το οποίο έπιναν οι Εβραίοι στην έρημο, γράφει: «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ό Χριστός» (Α' Κορ. ι', 1-4). Ό ίδιος δε ο Χριστός, αναφερόμενος στον άρτο πού έτρωγαν οι Εβραίοι στην έρημο, και παρακαλούμενος από τους ακροατές Του «Κύριε πάντοτε δός ήμιν τον άρτον τούτον», απήντησε: «εγώ ειμί ό άρτος της ζωής, εγώ ειμί ό άρτος ό καταβάς εκ του ουρανού» (Ίω. στ', 31-41). Ό Πατήρ έδωκε τον άρτο και αυτός ο άρτος είναι ο Λόγος. Έτσι, πολλά τροπάρια, πού εκφράζουν την θεολογία της Εκκλησίας, φανερώνουν αυτήν την μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή, ο αποκαλυφθείς Θεός στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη είναι ό Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, με μία διαφορά, ότι στην Παλαιά Διαθήκη ήταν άσαρκος, στην Καινή Διαθήκη σεσαρκωμένος. Σε ένα τροπάριο ψάλλουμε χαρακτηριστικά: «Δαυιτικήν προφητείαν εκπληρών, Χριστός μεγαλειότητα, εν Σιών την οικείαν Μαθηταίς εξεκάλυψεν αινετόν δεικνύς εαυτόν, και δοξαζόμενον αεί, συν Πατρί τε και Πνεύματι Αγίω· πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον, ύστερον δε δι ημάς σεσαρκωμένον»14.

Ό εμφανισθείς Θεός στο Σινά και στο Θαβώρ είναι ο ίδιος ο Λόγος: «Ό πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας επί του όρους Σινά δια συμβόλων. Εγώ ειμί, λέγων, ο 'Ων, σήμερον έπ' όρους Θαβώρ μεταμορφωθείς, επί των μαθητών έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν»15.

Ό Άγγελος πού εμφανίστηκε στους Τρείς Παίδας στην κάμινο είναι ο Λόγος πού σαρκώθηκε: «Ό παίδας εκ καμίνου ρυσάμενος γενόμενος άνθρωπος πάσχει ως θνητός»16. Αυτός πού καθοδήγησε τον Εβραϊκό λαό από την Αίγυπτο στην γη της επαγγελίας είναι ο Λόγος του Θεού ο οποίος έπαθε και ετάφη από τα παιδιά των τότε σεσωσμένων: «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, υπό γης έκρυψαν τών σεσωσμένων οι παίδες»17. Νομίζω ότι τα τροπάρια αυτά είναι εκφραστικότατα και δεν προσφέρουν διαφορετική ερμηνεία.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών, κατά τον Δ' αιώνα, υπήρχε απόλυτη συμφωνία ότι ο Άγγελος και Κύριος της δόξης πού εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν ό Λόγος, ό οποιος με την ενανθρώπηση Του φανέρωσε την δόξα του Πατρός στους Αποστόλους. Βέβαια, οι Ορθόδοξοι δίδασκαν ότι ο Λόγος, πού έβλεπαν οι Προφήτες, ήταν άκτιστος και Θεός, ενώ οι Αρειανοί έλεγαν ότι ο Λόγος αυτός ήταν κτίσμα, πού δημιουργήθηκε εκ μη όντος και δεν γεννήθηκε από την ουσία και την υπόσταση του Θεού Πατρός18.

Αν υπάρχουν μερικά χωρία Πατέρων στα όποια λέγεται ότι οι Προφήτες έβλεπαν τον Θεό Πατέρα, αυτά πρέπει να τα δούμε και να τα ερμηνεύσουμε μέσα από την θεολογία των τροπαρίων της Εκκλησίας μας, και, φυσικά, μέσα από την ερμηνεία του αγίου Κυρίλλου πού ανέφερα προ ολίγου. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ενέργεια και πάντοτε είναι ενωμένα κατ’ ούσίαν και κατά φύσιν. Δεν υπάρχει ο Λόγος άνευ του Πατρός και του Άγιου Πνεύματος, ούτε το Αγιον Πνεύμα άνευ του Πατρός και του Λόγου, ούτε ό Πατήρ άνευ του Λόγου και του Αγιου Πνεύματος. Έτσι, ό Λόγος εμφανίζεται στούς άγιους Προφήτες, Αποστόλους, και εν τω Λόγω βλέπουμε τον Πατέρα. Οσάκις, λοιπόν, λέγεται ότι στήν Παλαιά Διαθήκη υπάρχει δράση Πατρός, πρέπει να υπονοείται ως όραση Πατρός εν τω ασάρκω Λόγω.

Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Χριστού στην παράκληση και προτροπή του Φιλίππου «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν». «τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με Φίλιππε; ό εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα· και πώς συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ, ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. πιστεύετε μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί...» (Ίω. ιδ', 8-11).

Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα έσχατα, η βίωση της Βασιλείας του Θεού στο μέλλον, βιώνονταν από τον Αδάμ προ της πτώσεως και της εξόδου από τον Παράδεισο, και από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αφού έβλεπαν τον Θεό Λόγο και είχαν κοινωνία μαζί Του.

Βέβαια, επειδή ακόμη δεν είχε καταργηθεί ο θάνατος, γι' αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα οδηγούνταν στον Άδη, από τον οποίο τους ελευθέρωσε ο Χριστός, όταν κατέβηκε σ' αυτόν.

γ) Τα έσχατα ως παρόντα

Ή ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έδωσε άλλη δυνατότητα στον άνθρωπο και άλλαξε κυριολεκτικά την ιστορία. Με την ενωση της θείας και ανθρωπινής φύσεως στο Πρόσωπο του Λόγου, ο ανθρωπος απέκτησε υπόσταση αυτόν τον Ίδιο τον

Χριστό, και έτσι, έλαβε το φάρμακο της ζωής. Ή Εκκλησία, η οποία προηγουμένως ήταν πνευματική τώρα γίνεται σαρκική, γίνεται Σώμα Χριστού και ο Χριστός Κεφαλή της.

Πολλά τροπάρια της λατρείας μας φανερώνουν αυτήν την μεγάλη αλήθεια. Σε ένα στιχηρό του εσπερινού της εορτής των Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Σήμερον ο χρόνιος ελύθη δεσμός της καταδίκης του Αδάμ· ο Παράδεισος ημίν ηνεώχθη, ο όφις κατηργήθη· ην γαρ ηπάτησε πρώην, νυν εθεάσατο του δημιουργού γενομένην μητέρα»19. Σε ένα άλλο τροπάριο πάλι παρουσιάζεται η ενανθρώπηση του Χριστού ως αποκατάσταση του Αδάμ και επαναφορά του στον Παράδεισο. «Εν Βηθλεέμ γεννάται, ό του παντός Ποιητής, και την Εδέμ ανοίγει, ό προ αιώνων Βασιλεύς, η φλογίνη ρομφαία, τά νώτα δίδωσιν το μεσότοιχον του φραγμοί διαλέλυται· αι ουράνιαι δυνάμεις συν τοις επί γης αναμίγνυνται»20. Είναι δε γνωστό το τροπάριο: «Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ. Ευτρεπίζου Εφραθά ότι το ξύλον της ζωής, εν τω Σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου. Παράδεισος και γαρ, η εκείνης γαστήρ, εδείχθη νοητός, εν ω το θείον φυτόν εξ ου φαγόντες ζήσομεν, ουχί δε ως ο Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννάται, την πρίν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα»21.

Το ότι με την ενανθρώπηση του Χριστού ήλθε η Βασιλεία του Θεού πάνω στην γη φαίνεται από το κήρυγμα τόσο του Τιμίου Προδρόμου όσο και του Χριστου: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. γ', 2 και Ματθ. δ', 17). Ή ενανθρώπηση του Χριστού είναι το μέγα και απόκρυφο μυστήριο, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Όμολογητή, «δι' ο τα πάντα συνέστησαν τέλος», είναι ο «προεπινοούμενος θείος σκοπός» της αρχής των όντων και «προς τούτο το τέλος αφορών, τάς των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας». Ή ενανθρώπηση του Χριστού είναι το τέλος όλης της δημιουργίας. Έτσι όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος

προγνωρίστηκε και έγινε για την Κυρία Θεοτόκο, και η Κυρία Θεοτόκος έγινε για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, δηλαδή για την ενανθρώπηση Του, όπως αναλύει διεξοδικά ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης22.

Ή ενανθρώπηση όμως του Χριστού δεν μας άνοιξε μόνον τον κεκλεισμένο Παράδεισο, δεν μας έδειξε μόνον την δόξα του Αδάμ προ της πτώσεως, δεν μας φανέρωσε μόνον τον σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου, αλλά φανέρωσε ακόμη και την δόξα της Βασιλείας των Ουρανών μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτό φαίνεται καθαρά στην θεολογία της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Το Φως πού είδαν οι μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν φάσμα και αστραπή, δεν ήταν κάτι πού γίνεται και απογίνεται, δεν ήταν μια τρίτη κεκρυμμένη φύση στον Χριστό, αλλά η δόξα της ακτίστου ενεργείας. Όπως ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πού δίκαια αποκλήθηκε θεολόγος του Φωτός, το Φως αυτό ήταν η υπόσταση των μελλόντων αγαθών, αυτή η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Οι μαθητές επάνω στο θαβώρ είδαν την Βασιλεία των Ουρανών, και όχι μόνον την είδαν, αλλά την βίωσαν υπαρξιακά, αφού και αυτοί μεταμορφώθηκαν την ώρα εκείνη. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επεξηγεί ότι, όταν έλεγε ο Χριστός στους μαθητάς Του, «εισί τίνες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυϊαν εν δυνάμει» (Μάρκ θ', 1), εννοούσε την δόξα της Μεταμορφώσεως Του. Ερμηνεύοντας αυτό το Χριστολογικό γεγονός, λέγει ότι ο Βασιλεύς Χριστός είναι πανταχού και, επομένως, και η Βασιλεία Του είναι πανταχού. Έτσι, «το έρχεσθαι την αυτού Βασιλείαν ου το άλλοθεν αλλαχόθε παραγίνεσθαι δήλοι, αλλά το φανερουσθαι ταύτην τη δυνάμει του θείου Πνεύματος»23.

Ή Μεταμόρφωση του Χριστού και η μέθεξη αυτού του Φωτός από τους Μαθητές δείχνει ότι η Βασιλεία του Θεου και, επομένως, τα έσχατα δεν είναι μόνον γεγονότα του μέλλοντος αιώνος, αλλά παρούσα πραγματικότητα για τους θεουμένους. Κάθε άγιος πού μετέχει της Πεντηκοστής, μετέχει της Βασιλείας του Θεού και των εσχάτων από την ζωή αυτή. Άλλωστε, ο ύψιστος βαθμός της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή.

Οι άγιοι από τώρα απολαμβάνουν την Βασιλεία του Θεού και όλα τα έσχατα εν αρραβώνι, και αυτό φαίνεται από τον φωτισμό του νοός, την νοερά προσευχή, την θεωρία του Θεού, την έλλαμψη των ψυχών και των σωμάτων. Τα άγια λείψανα, τα όποια θαυματουργούν είναι φανερώσεις αυτής της πραγματικότητας. Ό Απόστολος Παύλος, κατά την ομολογία του, ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και από εκεί ηρπάγη στον Παράδεισο. Αυτό κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δείχνει τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, πού είναι η κάθαρση της καρδίας, ο φωτισμός του νου και η θέωση του ανθρώπου. Το ότι ηρπάγη στον Παράδεισο, κατά

τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, σημαίνει ότι εμυήθη σε όλα τα μυστήρια του Παραδείσου, στον όποιο ήταν ο Αδάμ και στον όποιο θα είναι οι δίκαιοι. Ό Απόστολος Παύλος είχε εμπειρίες βιώσεως των εσχάτων από την ζωή αυτή.

Από τα πολλά χωρία πού θα μπορούσα να αναφέρω πρέπει να σημειωθεί ένα πού δείχνει αυτήν την πραγματικότητα. Γράφει προς τους Κορινθίους: «άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Α' Κορ. ιγ'. 12-13). Πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως τα ρήματα «επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην». Τότε, δηλαδή, θα γνωρίοη αυτό πού γνώρισε στο παρελθόν. Και μόνον από αυτό το αποστολικό χωρίο φαίνεται ότι τα έσχατα είναι ως τα πρώτα. Ή Βασιλεία του Θεού είναι η όραση της δόξης του Θεού. Υπάρχουν στιγμές πού οι άγιοι, όπως ο Απόστολος Παύλος, γνώρισαν την μέλλουσα μακαριότητα από αυτήν την ζωή. Πρόκειται περί της ίδιας γνώσεως. Αλλά εφ' όσον φορούμε το σαρκίον, δεν είναι μόνιμη κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ του «επεγνώσθην» και του «επιγνώσομαι» περιλαμβάνεται το «άρτι γινώσκω εκ μέρους» και το «βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι». Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ της θεωρίας του Θεού, πού αξιώνονται από αυτήν την ζωή οι άγιοι σε μερικές στιγμές και μέρες, και της θεωρίας του Θεού μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ή ακόμη και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα υπάρχει ο φωτισμός, η επί μέρους γνώση, πού είναι η νοερά προσευχή. Ή εκκλησιαστική ζωή δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να βιώσει αυτήν την εσχατολογική πραγματικότητα ως παρούσα. Αυτό επιτυγχάνεται με τα μυστήρια και την άσκηση, αφού και τα δύο συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους.

Το άγιον Βάπτισμα μας εισάγει στην Εκκλησία και μας καθιστά μέλη του Σώματος του Χριστού. Το άγιο Χρίσμα μας δίνει τις δωρεές του Άγιου Πνεύματος και η θεία Κοινωνία μας χορηγεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού για να ζήσουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην θεία Λειτουργία, όταν συμμετέχουμε αξίως, και μέσα σε όλη την προοπτική πού προϋποθέτει αυτό το μυστήριο και όχι μαγικά, ζούμε όλα τα γεγονότα της ζωής του Χριστού και αυτής ακόμη της Δευτέρας Παρουσίας Του. Στην θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου ο ιερεύς προσεύχεται: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του Σταυρού, του Τάφου, της τριημέρου Αναστάσεως, της εις ουρανούς Αναβάσεως, της εκ δεξιών Καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας...». Μετά δε την θεία Κοινωνία, κατά την θεια Λειτουργία του Μ. Βασίλειου, ο ιερεύς ομολογεί: «Ήνυσται και τετέλεσται, όσον εις την ημετέραν δύναμιν, Χριστέ, ό Θεός ημών, το της σης οικονομίας μυστήριον έσχομεν γαρ του θανάτου σού την μνήμην, είδομεν της Αναστάσεως σου τόν τύπον ενεπλήσθημεν της ατελεύτητου σου ζωής απηλαύσαμεν της ακένωτου σου τρυφής' ης και εν τω μέλλοντι αιώνι παντός ημάς καταξιωθήναι ευδόκησον...».

Καίτοι με όσα αναφέραμε φαίνεται ότι η Βασιλεία του Θεού, τα έσχατα, βιώνονται και στο παρόν ως εν αρραβώνι, εν τούτοις θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση της διδασκαλίας μερικών αγίων, στην όποια φαίνεται εναργέστερα αυτή η αλήθεια, πού είναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας και, φυσικά, εμπειρία των αγίων.

Ό άγιος Ισαάκ ό Σύρος, αφού αναφέρει ότι η Βασιλεία των Ουρανών είναι θεωρία πνευματική, λέγει: «εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τρυφής εκείνης της Βασιλείας των ουρανών»24. Σε άλλο σημείο, περιγράφοντας την εμπειρία της ελεύσεως της θείας Χάριτος την τρυφή και την αγαλλίαση πού επιπίπτει σε όλο το σώμα του ανθρώπου, στην συνέχεια επιλέγει: «όταν επιδημήση τω ανθρώπω εκείνη η τρυφή η σφύζουσα εν όλω τω σώματι αυτού, ούτω νομίζει ό τοιούτος εν εκείνη τη ώρα, ως ουκ εστίν άλλο τι ή των ουρανών Βασιλεία, ή τούτο»25.

Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, για να παρουσιάσει την σχέση πού υπάρχει μεταξύ των μελλόντων αγαθών και των δωρεών της θείας Χάριτος, πού απολαμβάνει ο άνθρωπος από την ζωή αυτή, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των βασιλικών ανακτόρων. Ένας άνθρωπος, λέγει, πού συχνάζει στο παλάτι και γνωρίζει όλα τα μυστικά και την δόξα του βασιλέως, ούτε ξενίζεται, άλλα ούτε και φοβάται αν ο ίδιος γίνει βασιλιάς και στεφανωθεί. Το ίδιο γίνεται με τους πραγματικούς Χριστιανούς. «Εν εκείνω τω αιώνι μέλλοντες βασιλεύειν ου ξενίζονται, ήδη προεγνωκότες τα μυστήρια της χάριτος». Στην συνέχεια προσθέτει ότι, όπως τότε στον μέλλοντα αιώνα, οι δίκαιοι θα ζουν στην Βασιλεία του Θεού και στο φως και την δόξα, χωρίς να βλέπουν τίποτε άλλο, παρά μόνον τον Χριστό στα δεξιά του Πατρός, το ίδιο και οι δίκαιοι από τώρα βλέπουν τα κάλλη και τις θαυματουργίες της Βασιλείας του Θεού, αιχμαλωτισθέντες και αρπαχθέντες από τώρα στον αιώνα εκείνο. Χαρακτηριστικά γράφει: «...ουτω και ούτοι από του νυν εις εκείνον τον αιώνα αρπαχθέντες και αιχμαλωτισθέντες πάντα τα εκεί κάλλη και τάς θαυματουργίας ορώσιν»26.

Κατά τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο, όταν αισθανθεί κανείς ότι η φορά των παθών είναι άπρακτος, ανενεργός, και η κατάνυξη πηγάζει στους οφθαλμούς από την ταπεινοφροσύνη, τότε «γνώθι ότι ήλθεν η Βασίλεια του Θεού επί σε και εγκύμων εγένου του Αγίου Πνεύματος»27.

Αυτή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, πού εκφράζεται από πολλούς αγιους, φαίνεται εκφραστικότατα στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Ό ίδιος πολλές φορές ομολογεί ότι είδε το άκτιστο Φως και, επομένως, είδε την Βασιλεία του Θεού. Ή αναφορά σε αυτόν τον άγιο νομίζω θα καταστήσει το θέμα μας καταληπτότερο, θα δούμε την αλήθεια της μεθέξεως των μελλόντων αγαθών και των δωρεών της θείας Χάριτος από αυτήν ακόμη την ζωή.

Βλέποντας τον Χριστό και την Βασιλεία «παρ' εκείνου λαβόντες των ουρανών, ήτις εστί το Πνεύμα το Άγιον εντός ημών ταύτην αεί έξομεν»28. Ό ίδιος άγιος περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία και δίνει την μαρτυρία της οράσεως και μεθέξεως της Βασιλείας του Θεού. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά:

«Εκεί την μέλλουσαν είδον ζωήν και αφθαρσίαν, ην ό Χριστός χαρίζεται τοις αυτόν εκζητούσι, και βασιλείαν ουρανών ούοαν εντός μου ευρον, ήτις υπάρχει ό Πατήρ, ό Υιός και το Πνεύμα, θεότης αδιαίρετος εν τρισί τοις προσώποις, ην οι μη προτιμήσαντες αντί παντός του κόσμου και δόξαν ήγησάμενοι και τιμήν τε και πλούτον το προσκυνείν, το λειτουργειν και παρίστασθαι μόνον»29.

Ό άγιος Συμεών απορεί πώς είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού μετά τον θάνατο, αν δεν την έχει αποκτήσει αισθητώς από την παρούσα ζωή. Γράφει: «Ό μη εντός αυτού την βασιλείαν των ουρανών γνωστώς κτησάμενος, πώς εν αύτη μετά θάνατον είσελεύσεται; Ό μη μένοντα εν αυτώ δια τού Πνεύματος τον Υίόν ούν τω Πατρί θεασάμενος πώς μετ' αυτών εν τω μέλλοντι έσεται;»30. Ό λόγος αυτός είναι και αποκαλυπτικός και φοβερός. Δείχνει τό ύψος της πνευματικής ζωής, το μέτρο της βιώσεως και το τέλος του σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου. Δείχνει ακόμη και την βίωση των εσχάτων απο την ζωή αυτή.

Εκεί όμως πού είναι εκφραστικότερος ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι σε έναν λόγο του, ό οποιος τιτλοφορείται: «Περί της φοβέρας του Κυρίου ημέρας και της μελλούσης κρίσεως, ότι και προ του θανάτου εν ημίν ένθεν ήδη καθαιρομένοις δια δακρύων ενεργείται και εν οις αν εγγένηται κατά την παρούσαν ζωήν, κατά την μέλλουσαν ούκ υπαντά».

Όπως φαίνεται και στον τίτλο, όχι μόνον η Βασιλεία του Θεού απολαμβάνεται από τους θεουμένους από αυτήν την ζωή, αλλά και οι άγιοι πού καθαρίσθηκαν με τα δάκρυα της μετανοίας θα αποφύγουν και την κρίση31. Αυτό συμβαίνει γιατί, γι' αυτόν πού ζει ασκητικά, η κρίση γίνεται τώρα και, ουσιαστικά, γι' αυτόν έρχεται από τώρα η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Αναλύοντας την διδασκαλία αυτήν, ο άγιος Συμεών διδάσκει ότι η αποκάλυψη της θεότητας ουσιαστικά είναι κρίση γι' αυτούς στους οποίους αποκαλύπτεται. Έτσι, άλλοι άνθρωποι αισθάνονται την καυστική ιδιότητα της Χάριτος και άλλοι την φωτιστική,

όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες. Στους απίστους και εμπαθείς η Χάρη του Θεού παραμένει απρόσιτη και αόρατη, ενώ στους πιστούς, πού τηρούν τις εντολές του Θεού με φόβο και τρόμο και επιδεικνύουν μετάνοια αληθινή, οράται η θεία Χάρη

αποκαλυπτόμενη και προξενεί μέσα τους την μέλλουσα να πραγματοποιηθεί κρίση. Αυτόν τον άνθρωπο η θεία Χάρη τον καθαρίζει, γι' αυτό «και ο τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, κέκριται γαρ». Όσοι είναι τέκνα φωτός, μετά την κάθαρση από τα πάθη, και γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ήμερα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται' εν αύτη γαρ εισί αεί και δια παντός»32.

Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος την περικοπή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, λέγει ότι η συνομιλία του Χριστού με τους δικαίους και αμετανόητους αμαρτωλούς γίνεται από τώρα. «Ταύτα τοιγαρούν έρει, και νυν ο Κύριος λέγει...»33. «Ή γαρ παρουσία του Κυρίου εις τους πιστούς γέγονε και αεί γίνεται και εις πάντας τους βουλομένους εφέστηκεν»34.

Δεν αναμένουμε στον μέλλοντα αιώνα να δούμε την Βασιλεία του Θεού, αλλά μπορούμε να την δούμε από τώρα. Γράφει: «...ουκ εν τω μέλλοντι μόνω, αλλά πρώτον εν τώδε τω βίω, ειθ' ύστερον και εν τω αίώνι τω μέλλοντι». Βέβαια, θα υπάρχει διαφορά, ανάλογα με τον βαθμό της θεωρίας και μεθέξεως. «Ει και ενταύθα μεν αμυδρότερον κάκει τελεώτερον». Οι πιστοί λαμβάνουν τίς απαρχές της Βασιλείας του Θεού τρανώς από την ζωή αυτή. Αυτό σημαίνει ότι ούτε ολες τις επαγγελίες απολαμβάνουν από τώρα, ούτε ελπίζουν να τίς απολαύσουν στην άλλη ζωή, ενώ τώρα «των μελλόντων αγαθών άμοιροι τε και άγευστοι» μένουν35.

Σε ένα σημείο της θεολογικής του ομιλίας ο άγιος Συμεών λέγει ότι ο Χριστός είναι το φως του κόσμου. Και, επομένως, όσοι δεν ενδύονται το φως αυτό, δεν διαφέρουν σε τίποτε από έναν νεκρό: «Ει τοίνυν αυτός φως εστί, τους δε ενδεδυσκομένους αυτόν μη επαισθάνεσθαι λέγομεν, τι νεκρού διαφέρομεν;». Και στην συνέχεια μακαρίζει τους ανθρώπους εκείνους πού βλέπουν το φως και, επομένως, βιώνουν από τώρα την Βασιλεία του Θεού.

Δεν προτίθεμαι να αναφέρω όλους τους μακαρισμούς, αλλά μόνον μερικές φράσεις πολύ χαρακτηριστικές: «Μακάριοι οι το φως αυτού νυνί ενδυσάμενοι ότι το του γάμου ήδη περιεβάλοντο ένδυμα». «Μακάριοι οι το φως του Κυρίου, ως αυτόν εκείνον άπ' εντεύθεν ήδη γνωρίσαντες, ότι αυτοί ανεπαίσχυντος αύτω εν τω αιώνι τω μέλλοντι παραστήσονται». «Μακάριοι οι εν τω φωτί του Χριστού διάγοντες πάντοτε, ότι αυτοί και νυν και εις τους αιώνας αδελφοί και συγκληρονόμοι αυτού εισί τε και αεί έσονται»36.

Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου και οι θαυμάσιοι μακαρισμοί του δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια για να συνεχίσουμε το θέμα.

Κλείνοντας θα ήθελα μόνον να πούμε συμπερασματικά ότι η ορθόδοξη εσχατολογία είναι διαχρονική, πράγμα το όποιο σημαίνει

ότι η ζωή της Βασιλείας του Θεού, όλα τα γεγονότα των εσχάτων βιώθηκαν στο παρελθόν από τον Αδάμ και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, βιώθηκαν από τους αγίους, βιώνονται και στην παρούσα ζωή ως αρραβώνας και θα βιωθούν στον τέλειο βαθμό μετά την ανάσταση των σωμάτων. Εάν η εσχατολογία στερήται διαχρονικότητας και συνδέεται μόνον με το μέλλον δεν είναι ορθόδοξη.

Liddle Scott: Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Ίώ. Σιδέρη. Αθήνα, τόμος 2ος, σελ. 342

Παρακλητική, έκδ. «Φως», σελ. 406

Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 252-254

Ισαάκ Σύρου: Ασκητικά έκδ. Ρηγόπουλου, σελ. 70

Φιλοκαλία. τόμος Δ', εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 38,

Φιλοκαλία, τόμος Δ', σελ. 37, μ6'

Φιλοκαλία, τόμος Δ'. σελ. 37. μγ'

ΡG 123, στ. 384-385

Φιλοκαλία, τόμος Δ'. σελ. 43, «β'

Βλ. Αρχμ. Ιεροθέου Βλάχου: Καιρός του ποιήσαι, έκδ, Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, σελ. 94 κ.έ.

Βλ. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου: Ανατολικά τόμος Α', έκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτοκου, σελ, 130 κ.έ.

Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 206

ΡG 73,177

Παρακλητική, έκδ. «Φως», σελ. 351

Μηναίο Αυγούστου, έκδ. «Φως», σελ. 69-70

Πεντηκοστάριο, έκδ. «Φως», σελ. 4

Τριώδιον, εκδ. «Φως», σελ. 481

Πρωτ. Ίω. Ρωμανίδου: Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, έκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1973. σελ. 240-241

Μηναίο Δεκεμβρίου, έκδ. «Φως», σελ- 387

ένθ. άνωτ. σελ. 338

ενθ. άνωτ. σελ. 281

Νικόδημου αγιορείτου: Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, έκδ. Σχοινά,Βόλος 1969. σελ. 209 κ.έ.

Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 364

Ίσαάκ Σύρου: ένθ. άνωτ. σελ. 70

ένθ. άνωτ. σελ. 39

Μακάριος ο Αιγύπτιος: ενθ. άνωτ. σελ. 312-314

Φιλοκαλία, τόμος Γ', σελ. 341. νη'

SC 113, 236

SC 174, 106

SC 113, 276

SC 129,258

ένβ. άνωτ. σελ. 264-270

ένβ. άνωτ. σελ. 306

ένβ. άνωτ. σελ. 308

ένθ. άνωτ. σελ. 308-310

ένθ. άνωτ. σελ. 314-316

[ΑΡΧΗ]

ΕπιλεγόμεναΟ θάνατος είναι το φοβερώτερο μυστήριο που απασχολούσε ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Η θνητότητα, την οποία φέρουμε μέσα μας από την γέννηση, καθορίζει την πορεία της ζωής μας. Αν προσέξη κανείς τις αντιδράσεις του, θα διαπιστώση ότι

όλες ξεκινούν από το πρόβλημα του θανάτου. Οι ανασφάλειες, ο φόβος, η φιλαυτία, από την οποία γεννιούνται η φιλοδοξία, η φιλοκτημοσύνη και η φιληδονία, και πολλά άλλα πάθη, έχουν την προέλευσή τους στην βίωση του θανάτου.Ο θάνατος χωρίζει αγαπημένα πρόσωπα, διασπά την κοινωνία και ενότητα των οικογενειών, των αγαπημένων και σκορπίζει απελπισία και απόγνωση. Η αγάπη συνδέεται στενά με τον θάνατο. Αγαπά κανείς για να υπερβή το άγχος και την οδύνη του θανάτου που βιώνει στην ύπαρξή του, αλλά και όταν αγαπά και τότε αισθάνεται το πλησίασμα του θανάτου, ο οποίος κάποτε θα γίνη αιτία να σταματήση αυτή η αγάπη. Όποιος βλέπει τον έρωτα, την αγάπη έξω από την βίωση του θανάτου, τον αντιμετωπίζει εσφαλμένα, συναισθηματικά, γιατί η αγάπη συνδέεται με τον πόνο. Πόνο για την εύρεση της αγάπης, και πόνο για τον φόβο της στέρησης.Έτσι, ο άνθρωπος ο οποίος σκέπτεται τον θάνατο εκφράζει μια αληθινότητα. Κανένα γεγονός δεν είναι τόσο βέβαιο όσο ο θάνατος. Ένας μεγάλος φιλόσοφος του νοήματος του όντος ο Χάϊντεγκερ, θα πη ότι το υπάρχειν είναι "υπάρχειν - προς - θάνατον". Πραγματικά, "αυθεντικής υπάρχειν συμαίνει παραδοχή του υπάρχειν προς θάνατον".Ο Χριστιανισμός, που είναι η αληθινή φιλοσοφία, είναι μελέτη θανάτου. Οι άγιοι αντιμετώπισαν σωστά το μεγάλο αυτό πρόβλημα, που,βασανίζει τον άνθρωπο. Οι ασκητές της ερήμου είναι οι αληθινοί μελετητές του θανάτου. Όμως, αυτή η μελέτη γινόταν με την βίωση της Χάριτος του Θεού, και δεν σκορπούσε απελπισία και απόγνωση, αλλά ελευθερία, άνεση, αγάπη, ελπίδα, έξοδο από τα περιοριστικά όρια των αισθήσεων και των αισθητών. Γι’ αυτό και ήταν αληθινοί άνθρωποι και κατ’ εξοχήν κοινωνικοί.Οι άγιοι Πατέρες έδωσαν βαρύτητα στην μνήμη του θανάτου. Την θεώρησαν σαν το πλέον αποτελεσματικό μέσον για την απόκτηση του φόβου του Θεού, από τον οποίο γεννάται η μετάνοια. Γι’ αυτό επαινούν αυτόν που θυμάται την έξοδο από τον βίο αυτόν. "Μακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου".* Η διαρκής μνήμη του θανάτου είναι "χρηστός παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής".* Η έννοια του θανάτου, που μελετάται από τον Χριστιανό, είναι παρεκτική σωτηριώδους λύπης.* Η εναργής μνήμη του θανάτου είναι περιεκτική πολλών αρετών. Αυτός που θυμάται τον θάνατο εξασκεί πολλές αρετές. Η μνήμη του θανάτου γίνεται "΄γεννήτρια πένθους, προτροπή εγκρατώς έχειν εκ πάντων, υπόμνησις γεένης, μήτηρ ευχής και δακρύων, φυλακή καρδίας, απροσπάθεια του πηλού, ως πηλίνης, ...κάθαρσις λογισμών εμπαθών εκ καρδίας, περιεκτική πολλών εντολών δεσποτικών".*Έτσι, οι άγιοι Πατέρες είναι βέβαιοι ότι μέσα από την μελέτη του θανάτου περνά κανείς στην σωτηρία. Όπως είναι αδύνατον γι’ αυτόν που πεινάει να μην έχη την μνήμη του άρτου, έτσι είναι αδύνατον γι’ αυτόν που ενδιαφέρεται για την σωτηρία του "μνημονεύειν εξόδου και κρίσεως".*

Η σύσταση των Πατέρων είναι να έχουμε αδιάλειπτη μνήμη θανάτου, που θα μας συνοδεύη και στον ύπνο και στην εγρήγορση. "Μνήμη Θεού συγκοιμηθήτω σοι, και συναναστήτω σοι".* Η προτροπή τους είναι να θυμόμαστε τον θάνατο. "Και μνημονεύωμεν του θανάτου αεί".*Βέβαια, αυτή η μνήμη έχει στενή σχέση με την ενθύμηση όλων όσων θα ακολουθήσουν μετά τον θάνατο. Δεν πρόκειται για την αίσθηση ότι θα έλθη καιρός που θα πεθάνουμε, αλλά για γνώση ότι αυτή η στιγμή της εξόδου είναι καθοριστική για το αιώνιο μέλλον. Δεν πρόκειται, δηλαδή, μόνον για το γεγονός ότι θα στερηθή κανείς την παρούσα ζωή και τα αγαπητά του πρόσωπα, όπως το αισθάνονται οι φιλόσαρκοι, αλλά για γνώση ότι ακολουθεί κρίση και δικαστήριο, από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική ζωή. Αυτό είναι το φοβερό γεγονός.Η μνήμη του θανάτου βιώνεται με δύο τρόπους, όπως βλέπουμε στα έργα των αγίων Πατέρων.Ο πρώτος είναι η λογική μνήμη ότι έρχεται το τέλος της βιολογικής ζωής, και ακολουθεί η κρίση. Είναι σημαντική και αυτή η μνήμη, αφού λυτρώνει τον άνθρωπο από την προσκόλληση στα γήϊνα, τον ελευθερώνει από την προσπάθεια, δηλαδή την υποδούλωση στα υλικά και αισθητά.Ο δεύτερος τρόπος είναι η χαρισματική μνήμη ή μάλλον η υπαρξιακή αίσθηση του θανάτου. Πρόκειται για μεγάλο πνευματικό χάρισμα, το οποίο είναι αφ’ ενός μεν καρπός της εμπειρίας του Θεού, αφ’ ετέρου δε δύναμη τρομερή, που παρακινεί τον άνθρωπο σε διάπυρη προσευχή, σε ακράτητο στεναγμό, σε διαρκή αγώνα τηρήσεως των εντολών του Χριστού για να μεταμορφωθή όλος ο εσωτερικός κόσμος.Ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ με καταπληκτική ευχέρεια περιγράφει αυτόν τον δεύτερο τρόπο μνήμης θανάτου, που είναι ένα μεγάλο και ιδιαίτερο πνευματικό χάρισμα, το οποίο δίνει ο Θεός. Κατά παράδοξο τρόπο, εμπνεόμενος κανείς από την θεία Χάρη, βλέπει την εσωτερική ερήμωσή του, την αιωνία λήθη, την έλλειψη νοήματος για την ζωή. Βλέπει τον θάνατο μέσα του και γύρω του. Όλους τους ανθρώπους τους αισθάνεται θνητούς, όλη η κτίση πεθαίνει μαζί του. Σε αυτήν την κατάσταση αναπτύσσεται φλογερή και πύρινη προσευχή στον άναρχο και αθάνατο Θεό. Παραλληλα βιώνεται μια οδυνηρή αναζήτηση του ζωντανού Θεού.*Δεν πρέπει να θεωρηθή ότι μια τέτοια βίωση του θανάτου είναι τρομακτική και σκοτώνει το πνεύμα του ανθρώπου ή ότι του στερεί τις απαραίτητες ζωτικές ενέργειες και δυνάμεις για να συνεχίζη την ζωή του. Μπορεί και αυτό να συμβή, αν ο άνθρωπος το αντιμετωπίζει χωρίς την Χάρη του Θεού. Αλλά, αν μελετά τον θάνατο με πνευματική έμπνευση, δηλαδή με την ελπίδα στον Θεό, τότε ζωογονείται ακόμη περισσότερο. Δυνατές ενέργειες εισέρχονται μέσα στον ψυχοσωματικό ργανισμό του, αναπτύσσεται η ελπίδα για την αιώνια ζωή, για την υπέρβαση του θανάτου. Καλλιεργείται στην ύπαρξή του η απάθεια καί, γενικά, γίνεται ο πλέον κοινωνικός και αυθεντικός άνθρωπος. Και ξέρουμε

πολύ καλά ότι σήμερα η κοινωνία μας πάσχει από αυθεντικούς ανθρώπους.Οι Χριστιανοί ζουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλά "άλλου αιώνος εισιν, υιοί Αδάμ του επουρανίου, γέννημα καινόν, τέκνα Πνεύματος αγίου, αδελφοί Χριστού φωτεινοί όμοιοι τω πατρί αυτών Αδάμ, τω πνευματικώ και φωτεινώ, εκείνης της πόλεως, εκείνου του γένους, εκείνης της δυνάμεως". Και γι’ αυτό, έχοντας τον Κύριο μαζί τους, κατά τον καιρό της εξόδου, "εν μεγάλη χαρά έρχονται προς τους άνω, και δέχονται αυτούς οι του Κυρίου εκεί ευτρεπήσαντες αυτοίς οίκους και παραδείσους και ενδύματα ολολαμπρά και πολυτελή".*Η πραγματική πατρίδα είναι ο ουρανός. Και γι’ αυτό νικούν τον θάνατο με την δύναμη του Χριστού, ο οποίος τον νίκησε προηγουμένως, και διακατέχονται από ελπίδα, γιατί από τον πρόσκαιρο τόπο, από την εξορία, πηγαίνουν στην αληθινή πατρίδα.Έτσι, εν Χριστώ γίνεται υπέρβαση του θανάτου.. Όσοι ενώνονται με τον Χριστό δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τον θεωρούν μετάβαση στην ζωή. Αυτό το βλέπουμε σε δισεκατομμύρια αγίους, μάρτυρας, οσίους, εγγάμους, που έφυγαν με χαρά και ελπίδα προς τον Χριστό.Είναι χαρακτηριστικό το τέλος της αγίας Γοργονίας, της αδελφής του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, όπως το περιέγραψε ο ίδιος στον επιτάφιο που εξεφώνησε. Ποθούσε την ανάλυσή της (τόν θάνατο) λόγω της μεγάλης παρρησίας που είχε προς τον καλούντα. Είχε αναπτυχθή μέσα στην καρδιά της έρωτας προς τον ερώμενο, "προσθήσω δ’ ότι και τον εραστήν".Είχε πληροφορηθή την ημέρα της κοιμήσεώς της και όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, όταν ήλθε η καθορισμένη ημέρα, ετοιμάσθηκε για τον θάνατο και την εκδημία, "καί πληροί τον περί ταύτα νόμον δια της κατακλίσεως". Όταν κατάλαβε ότι έρχεται η ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα, κατακλίθηκε στο κρεββάτι και περίμενε τον θάνατο. Κοιμήθηκε, αφού προηγουμένως συμβούλευσε τον άνδρα, τα παιδιά και τους φίλους της, και ομίλησε λαμπρώς για τα όσα συμβαίνουν στον ουρανό και έκανε την τελευταία ημέρα "πανηγήρεως ημέρα". Η ημέρα της εξόδου της ψυχής έγινε γι’ αυτήν ημέρα πανηγυριού. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τον θάνατό της, λέγει ότι η αδελφή του "λύεται" ή μάλλον καλύτερα "προσλαμβάνεται ή αφίπταται ή μετοικίζεται ή μικρόν προαποδημεί του σώματος".Στο τέλος του επιταφίου αυτού ο άγιος Γρηγόριος μας παραθέτει και μια λεπτομέρεια, η οποία, όμως, είναι εκφραστική και δηλωτική της υπερβάσεως του θανάτου.Στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν η αγία Γοργονία, την ώρα που πλησίαζε να φύγη από τον κόσμο αυτόν, επικρατούσε "σιγή βαθεία και τελετή τις θανάτου". Είναι ωραιότατος αυτός ο χαρακτηρισμός της ώρας του θανάτου. Πρόκειται για τελετή. Κάτι ψέλλιζε η αγία. Ο πατέρας της πλησίασε για να ακούση τί ακριβώς έλεγε. Και διασώζει την πληροφορία ότι έψελνε τα εξόδια ρήματα, την νεκρώσιμη ακολουθία. "Ψαλμωδία το υπολαλούμενον ήν, και

ψαλμωδίας τα εξόδια ρήματα". Ο τρόπος κοιμήσεώς της ήταν, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, "μαρτυρία της παρρησίας", με την οποία γινόταν η έξοδός της.*Έτσι φεύγουν από τον κόσμο αυτόν οι άγιοι, όσοι έχουν παρρησία στον Θεό. Φεύγουν με την ελπίδα της αναστάσεως, με την βεβαιότητα ότι θα συναντήσουν τον εράσμιο Νυμφίο. Η ώρα της κοιμήσεως κρύβει ένα μυστήριο, γι’ αυτό και η ένταση τότε είναι μεγάλη. Επικρατούν ανάμεικτα αισθήματα. Μετάνοια, προσευχή, φόβος, ελπίδα, αναμονή συναντήσεως. Γι’ αυτό όχι μόνον αυτός που πεθαίνει πρέπει να προσεύχεται, αλλά και όσοι βρίσκονται γύρω του πρέπει να τον συνοδεύουν με τις προσευχές τους. Αυτήν την ιερή ώρα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με ιερό δέος και έμπνευση πνευματική.Αξιώθηκα από τον Θεό να βρεθώ σε όλη την διαδικασία της κοιμήσεως ενός αγίου ανθρώπου, του αειμνήστου Γέροντός μου Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου. Όλη του η ζωή ήταν περίοδος προετοιμασίας για τον θάνατο. Συνεχώς τον θυμόταν και τον απασχολούσε. Είχε έντονη μνήμη θανάτου και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλά περιστατικά.Όμως, από την ημέρα που εκδηλώθηκε η ασθένειά του μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε, επτά ολόκληρους μήνες, έζησα την διδαδικασία της τελετής του θανάτου ενός αγίου ανθρώπου. Επτά μήνες βρισκόταν, κατά κάποια αναλογία, στον κήπο της Γεθσημανή. Συνεχώς προσευχόταν για την συνάντηση με το ουράνιο κριτήριο. Ζούσε με ένταση πνευματική, διαρκή νήψη, αδιάλειπτη προσευχή. Έκανε τελεία υπακοή στο θέλημα του Θεού. Αξιώθηκε θείων εμπειριών. Όλα αυτά τα κατέγραψα σε βιβλίο που εξέδωσα για να τιμήσω την μνήμη του. Το γεγονός είναι ότι είδα πώς κοιμούνται τα "παλληκάρια" του Χριστού. Γνώρισα ένδοξη κοίμηση ενός αγνού και αγίου ανθρώπου. Βίωσα τί θα πη υπέρβαση του θανάτου."Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι" (Αποκ. ιδ’, 13).Μακάριοι, όσοι έζησαν με την βίωση της μνήμης του θανάτου. Μακάριοι, όσοι αισθάνθηκαν τον εγκάρδιο πόθο και έρωτα προς τον Νυμφίο Χριστό. Μακάριοι, όσοι πληροφορήθηκαν και γνώρισαν καλά ότι είναι άνθρωποι "άλλου αιώνος", άλλης πατρίδας, άλλου πολιτεύματος. Μακάριοι, όσοι ελκύσθηκαν από τον ερώμενον και τον εραστήν. Μακάριοι, όσοι υπερέβησαν τον θάνατο από την ζωή αυτή. Μακάριοι, όσοι κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως. Μακάριοι, όσοι έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, ομολογούντες "προσδοκώ ανάστασιν νεκρών". Μακάριοι, όσοι μπορούν να επαναλάβουν το ψαλμικό: "εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω". Μακάριοι, όσοι έζησαν ως νεκροί για την αμαρτία, και όσοι πέθαναν αναστημένοι από την αμαρτία. Μακάριοι, όσοι εξέρχονται από τον κόσμο αυτόν με την βεβαιότητα ότι πορεύονται στους πατέρας, στον λαό του Θεού."Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι".

Μακαρίζω τους ανθρώπους αυτούς που γνώρισαν την δύναμη της ζωής. Νοσταλγώ την μελέτη του θανάτου, που έζησαν, και συγκινούμαι μπροστά στον εγκάρδιο πόθο τους για τον ουρανό.. Και ζητώ τις ευχές τους για να με αγγίξη αυτός ο πόθος, τον οποίο υποψιάζομαι, για να κοιμηθώ εν ειρήνη και μετανοία. Είναι η πιο μεγάλη μου επιθυμία.Ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος σε μια προσευχή που συνέταξε, μεταξύ των άλλων συμπεριλάμβανε και δύο αιτήματα: Το ένα να παρατείνη ο Θεός τις ημέρες της ζωής του, έως ότου προσφέρει σε Αυτόν μετάνοια αληθινή. Το δεύτερο, όταν θα αποφασίση ο Θεός να τον παραλάβη να του προγνωρίση το τέλος, ώστε να προετοιμασθή για την συνάντησή Του."Χάρισαί μοι, Κύριε, του γνώναι την αλήθειάν Σου προ του απελθείν με εκ της ζωής ταύτης. Παράτεινον τας ημέρας μου, έως αν προσφέρω Σοι μετάνοιαν αληθινήν. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου, και όταν ευδοκήσης θείναι πέρας τη ζωή μου, προγνώρισόν μοι τον θάνατόν μου, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησίν Σου.Εν εκείνη τη ημέρα τη μεγάλη και ιερά δι’ εμέ, γενού μετ’ εμού Κύριε, και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού ή κρυφίου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί, και αξίωσόν με προσφέρειν Σοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματός Σου. Αμήν."*Αυτά τα δύο αιτήματα είναι οι πιο προσφιλείς δεήσεις μου.Παρακαλώ τον αναγνώστη να προσευχηθή για μένα στον Θεό για την εκπλήρωσή τους.

Αδιάλειπτη ας είναι η προσευχή μας:"Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών ενειρήνη και μετανοία εκτελέσαι παρά του

Κυρίου αιτησώμεθα"."Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώ-δυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήναπολογίαν την επί του φοβερού Βήματος

του Χριστού αιτησώμεθα".Διάπυρη ας είναι η κραυγή:

"Π α ρ ά σ χ ο υ Κ ύ ρ ι ε"

[ΑΡΧΗ]

Το Δείπνο της ΒασιλείαςΕί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και φαιδράς πανηγύρεως. Εί τις δούλος ευγνώμων εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού. Εί τις έκαμε νηστεύων απολαυέτω νυν το δηνάριον. Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω, και γαρ ουδέν ζημιούται. Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων. Εί τις εις μόνην έφθασε την

ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα, φιλότιμος γαρ ών ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον, καθάπερ και τον πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης, και τον ύστερον ελεεί, και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι, και τούτω χαρίζεται, και τα έεγα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται, και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί.Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημών, και πρώτοι και δεύτεροι, τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλψν χορεύσατε. Εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος.Μηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού, και τούτο προλαβών Ησαΐας εβόησεν, ο Άδης, φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Επικράνθη, και γαρ κατηργήθη. Επικράνθη, και γαρ ενεπαίχθη. Επικράνθη, και γαρ ενεκρώθη. Επικράνθη, και γαρ καθηρέθη. Επικράνθη, και γαρ εδεσμεύθη. Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Έλαβε γήν, και συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν, όπερ έβλεπε, και πέπτωκεν, όθεν ουκ έβλεπε.Που σου, θάνατε το κέντρον; που σου, Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος. Χριστός γαρ εγερθείς, εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.Αυτώ η δόξα, και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

[ΑΡΧΗ]

Για τα τελώνιαΥπάρχουν, βέβαια, μερικοί πού ισχυρίζονται ότι οι απόψεις περί τελωνίων και εναέριων πνευμάτων κλπ. έχουν περάσει στον Χριστιανισμό από γνωστικιστικές θεωρίες και παγανιστικούς μύθους, πού επικρατούσαν κατά την εποχή εκείνη.

Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι μπορεί κανείς να συνάντηση τέτοιες απόψεις σε πολλά γνωστικιστικά κείμενα, σε παγανιστικές θέσεις πού συναντώνται σε Αιγυπτιακούς και Χαλδαϊκούς μύθους. Όμως πρέπει να υπογραμμισθεί ότι πολλοί Πατέρες υιοθέτησαν την διδασκαλία περί τελωνίων, αλλά την καθάρισαν από ειδωλολατρικά και γνωστικιστικά πλαίσια και την ενέταξαν στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα. Οι άγιοι Πατέρες δεν φοβήθηκαν να κάνουν ένα τέτοιο δημιουργικό έργο.

Είναι γεγονός ότι οι Πατέρες σε πολλά θέματα εργάσθηκαν δημιουργικά και αποδοτικά, αφού προσέλαβαν πολλές απόψεις και θεωρίες από τον ειδωλολατρικό κόσμο, δίνοντας όμως εκκλησιαστικό περιεχόμενο. Είναι γνωστόν ότι την διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής, τα περί εκστάσεως του ανθρώπου και της απαθείας της ψυχής και του σώματος, την διδασκαλία περί του τριμερούς της ψυχής, και άλλα πολλά τα προσέλαβαν οι Πατέρες από τους αρχαίους φιλοσόφους, αλλά και τις αρχαίες παραδόσεις, σαφώς όμως έδωσαν άλλο περιεχόμενο και άλλη προοπτική. Δεν μπορούμε να αποβάλλουμε την διδασκαλία περί τηςαθανασίας της ψυχής, επειδή γι' αυτήν μιλούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Πρέπει να δούμε το περιεχόμενο πού έδωσαν σε αυτήν οι άγιοι Πατέρες.Επομένως, ό,τι έγινε σε άλλα θέματα έγινε και στο θέμα των τελωνίων. Βέβαια, είναι γεγονός ότι αρχαίες παραδόσεις και αιρετικές θεωρίες έκαναν λόγο για «άρχοντες της αστρικής σφαίρας», για «πύλες αστρικού ταξιδιού», για «εναέρια πνεύματα» κλπ. Μερικές από τις φράσεις αυτές τις συναντούμε στην Αγία Γραφή και σε πατερικά κείμενα. Όπως έχουμε αναφέρει στο κεφάλαιο αυτό, πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν για τελώνια, για εναέρια πνεύματα, αλλά όμως έδωσαν άλλο περιεχόμενο και σημασία. Η πατερική διδασκαλία περί τελωνίων πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από τα εξής τέσσερα σημεία.Πρώτον. Η συμβολική γλώσσα της Αγίας Γραφής χρειάζεται την απαραίτητη ερμηνεία. Όποιος παραμένει μόνον στις εικόνες πού χρησιμοποιούνται, αλλοιώνει το ευαγγελικό μήνυμα. Για παράδειγμα πρέπει να πούμε ότι τα όσα λέγει η Αγία Γραφή περί κολάσεως μπορούν να παρεξηγηθούν, αν δεν δούμε την θεολογική σημασία τους. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των τελωνίων. Δεν πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας μόνον την εικόνα των σημερινών τελωνίων, τα όποια υπάρχουν στα σύνορα των Κρατών, μέσα από τα όποια θα περάσουν όλοι οι άνθρωποι. Ή συμβολική εικόνα κάτι θέλει να παρουσιάσει, αλλά όμως πρέπει να ερμηνευθεί ορθόδοξα.Δεύτερον. Υπάρχουν δαίμονες, πού είναι άγγελοι σκότους, πού είναι πρόσωπα και γι' αυτό έχουν ελευθερία, και κατόπιν αδείας του Θεού, αλλά και κακής χρήσεως της ελευθερίας από τον άνθρωπο, απέκτησαν κυριαρχία πάνω σε αυτόν. Δηλαδή, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα οι δαίμονες απαιτούν να κατακτήσουν την ψυχή, την οποία, λόγω της αμετανοησίας, είχαν κυριαρχήσει. Στην γνωστή, παραβολή του Χριστού περί του άφρονος πλουσίου υπάρχει η φράση: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ', 20).Κατά την πατερική ερμηνεία, αυτοί πού απαιτούν να καταλάβουν την ψυχή του άφρονος πλουσίου μετά την έξοδό της από το σώμα είναι οι δαίμονες.

Τρίτον. Οι δαίμονες δεν έχουν καμμιά εξουσία πάνω στους ανθρώπους του Θεού. Όσοι είναι ενωμένοι με τον Θεό, και μέσα στήν ψυχή και την καρδιά έχουν

την άκτιστη ενέργεια του Θεού δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες. Έτσι, οι Θεούμενοι δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια.

Τέταρτον. Κατά την διδασκαλία των Πατέρων, όπως την είδαμε προηγουμένως, οι δαίμονες, πού είναι υπαρκτά πνεύματα, ενεργούν δια μέσου των παθών. Το ότι δεν μπορούν τα πάθη να ικανοποιηθούν, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αυτό είναι ένα πνίξιμο της ψυχής. Όταν εξετάζουμε τα τελώνια μέσα σε αυτά τα θεολογικά πλαίσια, τότε δεν είναι άστοχη η χρησιμοποίηση αυτής της διδασκαλίας. Ενώ, αν έχουμε άλλες αντιλήψεις, τότε οπωσδήποτε βρισκόμαστε σέ λαθεμένο δρόμο.

[ΑΡΧΗ]Για τις εξωσωματικές εμπειρίες

Στην Αμερική τον τελευταίο καιρό έγινε πολλή συζήτηση όχι μόνον για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, άλλα και για τις απόψεις του π. Σεραφείμ Ρόουζ, κυρίως από τον Λάζαρο Ρυhalο, Αρχιεπίσκοπο της αυτόνομης Ουκρανικής Εκκλησίας*. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν πρόκειται στο σημείο αυτό να κάνω λεπτομερή ανάλυση, γιατί οπωσδήποτε μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλά θεολογικά λάθη και πνευματικά σφάλματα.Κατ' αρχάς πρέπει να παρατηρήσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Λάζαρος επανειλημμένως στο βιβλίο του ισχυρίζεται ότι πάντοτε οι λεγόμενες εξωσωματικές εμπειρίες είναι δαιμονικές καταστάσεις, μερικές δε φορές είναι φυσικό επακόλουθο της ενεργοποιήσεως του σώματος μετά από την κωματώδη κατάσταση, και ακόμη είναι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, αλλά όμως, όπως ισχυρίζεται, στις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα δαιμονικών ενεργειών.Γενικά, οι θεολογικές του θέσεις βρίσκονται σε σωστό προσανατολισμό. Κυρίως μπορούμε να εντοπίσουμε τρία βασικά θεολογικά επιχειρήματα.Πρώτον, η πνευματική εμπειρία και η βίωση της Βασιλείας του Θεού δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από το σώμα του ανθρώπου, αφού το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Παναγίου Πνεύματος. Όποιος ομιλεί για εξωσωματικές εμπειρίες, αυτός αγνοεί την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, και βρίσκεται κάτω από την Λατινο-σχολαστικο-έλληνιστική επίδραση.Δεύτερον, οι «εξωσωματικές εμπειρίες» δεν είναι ποτέ πραγματικές, αλλά αποτέλεσμα είτε δαιμονικών παραισθήσεων, φαντασιώσεων, ή εξαπατήσεως, είτε ιατρικών παραισθήσεων, είτε διανοητικών ασθενειών.Όποιος επιδιώκει την έξοδο της ψυχής από το σώμα στην πραγματικότητα προβάλλει την φαντασία και τα συναισθήματα προς τον κόσμο των δαιμονικών πνευμάτων, τα όποια προσφέρουν

τις δικές τους αποκαλύψεις. Πρόκειται, δηλαδή, για εμπειρίες δαιμονικές.Τρίτον, οι εμπειρίες των Πατέρων της Εκκλησίας είναι νοερές εμπειρίες πού γίνονται μέσα στα βάθη του είναι τους, εκεί οπού βρίσκεται η Βασιλεία του Θεού.Έχοντας υπ' όψη του αυτές τις θεολογικές θέσεις ισχυρίζεται ότι όσοι ομιλούν για εξωσωματικές εμπειρίες συνδέονται με παγανιστικές μυστικές λατρείες, με τον Ινδουισμό και τον Σαμανισμό, προϋποθέτουν τον δυϊσμό της διδασκαλίας του Ωριγένους ή ακόμη και τον μανιχαϊσμό.Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ούτε αυτήν την γενική θεολογική τοποθέτηση, ούτε τα θεολογικά επιχειρήματα πού αναπτύσσει ο συγγραφεύς. Όμως πιστεύω ότι δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι, ούτε να συσχετίζουμε κάθε εμπειρία με ανάλογες εμπειρίες εξωχριστιανικές, αν δεν τις κρίνουμε από ορθοδόξου προοπτικής.Θα μπορούσα να εντοπίσω μερικά από τα χαρακτηριστικά σημεία.Όταν οι δυτικοί κάνουν λόγο για εξωσωματικές εμπειρίες, τις συνδέουν με τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, αναφέρονται, δηλαδή σε περιπτώσεις ανθρώπων πού πέθαναν ή νομίζουν ότι πέθαναν, και ύστερα επανήλθαν στην ζωή. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για προσπάθεια εξόδου του νου από το σώμα.Έπειτα τα χωρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Άσματος Ασμάτων πού χρησιμοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος Λάζαρος δεν αναφέρονται σε περιπτώσεις λεγομένων εξωσωματικών εμπειριών πού σχετίζονται με τον θάνατο, αλλά σε καταστάσεις εκστάσεως με την ορθόδοξη έννοια και σημασία. Πρόκειται για διαφορετικά πράγματα. Το χωρίο του Άσματος Ασμάτων «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» αναφέρεται στην κατάσταση της προσευχής. Επίσης, το χωρίο του αγιου Γρηγορίου του Παλαμά σύμφωνα με το όποιο το να οδηγηθεί ο νους έξω από το σώμα είναι «δαιμόνων εύρημα και ελλήνων παίδευμα» αναφέρεται στην έκσταση των αρχαίων Ελλήνων, πού ήταν δαιμονική κατάσταση. Ό Βαρλαάμ δίδασκε ότι κατά την προσευχή πρέπει ο νους να οδηγείται έξω από το σώμα, γιατί το σώμα είναι κακό. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε ότι αυτό είναι δαιμονικό, αφού ο νους πρέπει να επιστρέψει στην καρδιά, και από εκεί στον Θεό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η έκσταση δεν είναι η απομάκρυνση του νου από το σώμα, αλλά η απομάκρυνση του νου από το σαρκικό φρόνημα. Ό νους είναι η ενέργεια της ψυχής, ο οφθαλμός της ψυχής και όχι η ψυχή, όπως το μεταφράζει ο Αρχιεπίσκοπος Λάζαρος.Ακόμη, έχω προσέξει ο π. Σεραφείμ Ρόουζ επανειλημμένως κάνει διάκριση μεταξύ των πνευματικών και των δαιμονικών εμπειριών, πού προέρχονται από άλλες θρησκείες. Μάλιστα σε πολλά σημεία κάνει κριτικές παρεμβάσεις. Λέγει ότι τέτοια φαινόμενα μερικοί τα ερμηνεύουν άλλοτε μέσα από αποκρυφιστικές ή πνευματιστικές θεωρίες, άλλοτε μέσα από προτεσταντικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις όποιες οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται σε κατάσταση ασυνειδησίας, άλλοτε μέσα από τον δογματικό αθεϊσμό, πού

απορρίπτει την άποψη ότι η ψυχή ζει μετά τον θάνατο, και άλλοτε μέσα από μια «ορθόδοξη» συντηρητική άποψη ότι η Ορθοδοξία δεν έχει κάποια συγκροτημένη άποψη για το πώς είναι η μέλλουσα ζωή. Το συμπέρασμα του π. Σεραφείμ είναι ότι δεν πρέπει να περιμένει κανείς πολλά πράγματα από το βιβλίο του Μούντυ, αλλά να τα δει μέσα από την ορθόδοξη πατερική παράδοση.Επί πλέον υπάρχουν μερικά γεγονότα, όπως τα συναντούμε σε πατερικά κείμενα, στα όποια φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος πέθανε με την βούληση βεβαίως του Θεού, και στην συνέχεια επανήλθε στην ζωή. Σε αναστάσεις νεκρών στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη δεν έχουμε περιγραφές για το τι αισθάνονται εκείνη την περίοδο. Όμως σε μερικές περιγραφές, στα ασκητικά κείμενα, έχουμε μια μικρή διδασκαλία. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα.Βέβαια, δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι όλες οι απόψεις του π. Σεραφείμ Ρόουζ είναι ορθόδοξες, άλλωστε δεν έχω πρόθεση να γίνω απολογητής του, ούτε ακόμη ότι τα θεολογικά επιχειρήματα του Αρχιεπισκόπου Λαζάρου δεν είναι σωστά, άλλα θέλω να τονίσω ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Οι περισσότερες λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες είτε είναι δαιμονικές, είτε φυσικές λόγω φαρμάκων είτε, ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις.Υπάρχουν όμως και μερικές, έστω ελάχιστες, πού είναι αληθινές και αποδεικνύουν ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Ή πατερική διδασκαλία συνιστά ότι τίποτε δεν πρέπει να αρνούμαστε και τίποτε δεν πρέπει να δεχόμαστε, αν δεν το περάσουμε μέσα από την φωτιστική και διακριτική σκέψη και εμπειρία των θεουμένων. Γι' αυτό, στην επομένη ενότητα θα δούμε λίγο τοθέμα της διακρίσεως αυτών των εμπειριών.

Archbishop Lazar Puhalo: The soul, the body and death, synaxis press,Canada

[ΑΡΧΗ]