ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ - Ο άσωτος υιός

10
PLATYPUS DEAN KOONTZ & KEVIN J. ANDERSON DEAN

Upload: platypus-publications

Post on 16-Mar-2016

214 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Dean Koontz

TRANSCRIPT

PLATYPUSD E A N K O O N T Z & K E V I N J . A N D E R S O N

DEAN

KOONTZ

ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ

Ο Α

ΣΩ

ΤΟ

Σ Υ

ΙΟΣ

Από τον μετρ του τρόμου, Dean Koontz, έρχεται η συνέχεια της πιο κλασικής ιστορίας τρόμου όλων των εποχών. Αν νομίζετε πως

γνωρίζετε την ιστορία, ξέρετε μόνο τη μισή αλήθεια.

Ετοιμαστείτε για το μυστήριο, το μύθο, τον τρόμο και τη μαγεία του ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ: Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Η κάθε πόλη κρύβει τα μυστικά της. Όμως κανένα δεν είναι τόσο τρομερό όσο αυτό.

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι υποφέρω...»

PLATYPUSΕ Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η

Αρτέµιδος 1β’, 15342 Αγία Παρασκευή Τηλ. 210 6002605, Fax 210 [email protected]://www.platypus.gr

Το όνομά του είναι Δευκαλίωνας και το μισό κατεστραμμένο του πρόσωπό κρύβεται πίσω από

ένα περίτεχνο τατουάζ. Ένας δεξιοτέχνης του υπερφυσικού, η προέλευσή του είναι μυστηριώδης και έχει ταξιδέψει στους αιώνες κουβαλώντας ένα

μυστικό πιο φριχτό κι απ’ το θάνατο.Ποιος στ’ αλήθεια είναι;

Οδηγημένος από το πεπρωμένο του φθάνει σε μια πόλη βυθισμένη στον τρόμο και τον πανικό από τη

δράση ενός δολοφόνου, ο οποίος επιλέγει προσεκτικά τα θύματά του γυρεύοντας να βρει

μέσα τους την ανθρωπιά που λείπει από τον ίδιο.

Η ντετέκτιβ Ο’ Κόνορ είναι ψύχραιμη, και κυνική. Ο συνεργάτης της, Μάικλ, της είναι τόσο πιστός

και αφοσιωμένος που δε θα δίσταζε να την ακολουθήσει και μέχρι την Κόλαση αν χρειαζόταν

–και εκεί ακριβώς ίσως να καταλήξει αυτή η υπόθεση. Αφού αίφνης, η αστυνομικός με την τετράγωνη λογική, αρχίζει να μιλάει για μια

συνωμοσία εκατοντάδων ετών, για την ύπαρξη μιας νέας ράτσας σχεδόν αθάνατων όντων, για

δολοφόνους που μοιάζουν –λίγο πολύ– με ανθρώπους. Σύντομα θα αποδειχτεί πως όσο

παράλογη κι αν ακούγεται, η αλήθεια είναι πολύ πιο απειλητική. Γιατί ο αντίπαλός τους δεν είναι

απλά ένας μανιακός δολοφόνος, αλλά ο παρανοϊκός δημιουργός του.

“Ο Koontz είναι άφταστος στον τρόπο που υφαίνει την πλοκή του και σμιλεύει την πρόζα του.

Καταγράφει τους φόβους και τις ελπίδες του σύγχρονου ανθρώπου, ζωγραφίζοντας με τη

γραφίδα του, πότε με αδρές πινελιές και πότε με εξαιρετική λεπτομέρεια, και χρησιμοποιεί τη λαϊκή

λογοτεχνία για να ανασύρει και να φωτίσει την ανθρώπινη φύση καταδεικνύοντας πως ο

πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται στα τέρατα και τα φαντάσματα, αλλά στην ψυχή του ανθρώπου.”

-USA Today

ΚΡΙΤΙΚΕΣ“Ίσως περισσότερο από τον οποιονδήποτε άλλο

συγγραφέα, ο Koontz γράφει μυθιστορήματα που ταιριάζουν γάντι στην ψυχοσύνθεση του μέσου

ανθρώπου: ιστορίες που αναδεικνύουν την αλήθεια αλλά και την επιμονή του κακού, μα κι απ’ την άλλη τη δύναμη του καλού –την επιβράβευση του απλού

ανθρώπου– ψυχαγωγώντας τον αναγνώστη, μα και παράλληλα ανεβάζοντας το ηθικό του.”

Publisher’s Weekly

“Ο Koontz έχει το χάρισμα να κάνει το παράξενο και το απίθανο να μοιάζει τόσο οικείο και συνηθισμένο όσο η

ανατολή του ήλιου. Επιγραμματικά: ο Πρύτανης του σασπένς”

People

“Αν ο Stephen King είναι οι Rolling Stones του μυθιστορήματος, τότε σίγουρα ο Koontz είναι οι Beatles.”

Playboy

“Ο Koontz είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς ο συγγραφέας ενός συγκεκριμένου είδους

μυθιστορημάτων. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων, η αναζήτηση νοημάτων, δουλεμένα όπως είναι με

μοναδικό τρόπο, αποτελούν την πεμπτουσία της τέχνης του. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα βιβλία του θα

διαβάζονται ακόμη κι όταν τα φαντάσματα και τα τέρατα των άλλων συγγραφέων του είδους θα έχουν βρει

μόνιμη θέση στο πατάρι.”Tampa Tribune

“Ο Dean Koontz δεν είναι απλώς ο άρχοντας των πιο σκοτεινών ονείρων μας, αλλά κι ένας λογοτεχνικός

μάγος.” The Times (Λονδίνου)

“Ο Dean Koontz γράφει θρίλερ που κάνουν τον αναγνώστη να μην προλαβαίνει να γυρνάει σελίδες, και

τα βράδια να μην προλαβαίνει να κοιτάζει πίσω του. Ξέρει να αγγίζει την καρδιά μας, αλλά και να… κόβει

τα ήπατά μας.”The Washington Post Book World

“Ο Koontz είναι αριστοτέχνης του ψυχολογικού δράματος.” Larry King, USA Today

“Ο περιγραφικός λόγος του Koontz είχε ανέκαθεν μια δύναμη που αγγίζει την αντίστοιχη ενός Ντίκενς και μια ικανότητα να μας ‘τραβάει’ από τη μια σελίδα στην άλλη

που λίγοι συγγραφείς διαθέτουν.”Los Angeles Times

ISBN 978-960-6665-13-4

9 789606 665134

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

O Δευκαλίων σπάνια κοιμόταν, μα όταν το κατάφερνε, έβλε-πε όνειρα. Κάθε του όνειρο ήταν εφιάλτης. Κανένας δεν τον τρόμαζε. Άλλωστε ο Δευκαλίων ήταν ο ίδιος γόνος εφιαλ-τών. και ήξερε τον τρόμο έχοντας ζήσει όλη του τη ζωή μέσα σε αυτόν.

Την ώρα του μεσημεριανού του ύπνου, μέσα στο λιτό κι απέριττο κελί του, είχε ονειρευτεί πως κάποιος χειρουργός είχε ανοίξει το στομάχι του για να του βάλει μέσα μια μυστη-ριώδη μάζα που σάλευε. Ξύπνιος, αν και δεμένος πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι, ο Δευκαλίων άλλο δεν μπορούσε να κάνει από το να υπομένει την όλη διαδικασία.

Κι όταν τέλειωσε ο γιατρός και τον έραψε ξανά, ένιωσε κάτι να έρπει μέσα στα σωθικά του, ψαχουλεύοντας ανάμε-σα στα έντερά του όλο περιέργεια.

Πίσω από τη μάσκα του, ο χειρουργός έσκυψε κοντά του και του είπε: «Να, βλέπω να ζυγώνει ένας αγγελιοφόρος. Η ζωή αλλάζει μ’ ένα γράμμα».

Ο Δευκαλίων ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη του, ξέροντας κιό-

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΡΟΜΠΟΥΚ

ΘΙΒΕΤ

12 Dean Koontz

λας πως ήταν προφητικός. Όχι πως είχε ικανότητες μέντιουμ, τουλάχιστον με την κλασική έννοια του όρου, ωστόσο ενίοτε στον ύπνο του τού χτυπούσαν την πόρτα κάποιοι οιωνοί.

Σε τούτα τα βουνά του Θιβέτ ένα οργιαστικό ηλιοβασίλεμα δημιουργούσε την ψευδαίσθηση χυμένου χρυσαφιού όπως το φως χτυπούσε πάνω στους παγετώνες και τις σκεπασμέ-νες από χιόνια εκτάσεις. Ένα οδοντωτό λεπίδι από βουνο-κορφές των Ιμαλαΐων, με το Έβερεστ στολίδι στη λαβή του, έκοβε κατάσαρκα τα ουράνια.

Μακριά από τον πολιτισμό, τούτο το πανόραμα γαλήνευε τον Δευκαλίωνα. Ήταν κάμποσα χρόνια που είχε επιλέξει να αποφεύγει τους ανθρώπους, εκτός από τους βουδιστές μοναχούς, σε τούτη την ανεμοδαρμένη οροφή του κόσμου.

Αν κι είχε πολύ καιρό να σκοτώσει, βαθιά μέσα του συ-νέχιζε να ελλοχεύει η ανθρωποκτόνος μανία. Εδώ που ήταν τώρα πάσχιζε να κρατάει τιθασευμένες τις καταχθόνιες πα-ρορμήσεις του, γυρεύοντας την εσώτερη ηρεμία και προσδο-κώντας να βρει την πραγματική γαλήνη.

Από ένα ανοιχτό, πέτρινο μπαλκόνι του ανεμοδαρμένου μοναστηριού, όπως αγνάντευε το λουσμένο στο ηλιόφως παγωμένο τοπίο έκανε τη σκέψη –και δεν ήταν η πρώτη φορά– πως αυτά τα δυο στοιχεία, δηλαδή, του πάγου και της φωτιάς, καθόριζαν τη ζωή του.

Στο πλάι του όπως έστεκε, ο Νέμπο, ένας ηλικιωμένος μοναχός, γύρισε λίγο και τον ρώτησε: «Τα βουνά κοιτάς –ή μήπως πέρα απ’ αυτά, σε ό,τι άφησες πίσω σου;»

Μόλο που ο Δευκαλίων στη διάρκεια της μακρόχρονης

13Φράνκενσταϊν: Ο Άσωτος Υιος

παραμονής του εδώ είχε μάθει κι ήξερε να συνεννοείται σε κάμποσες θιβετιανές διαλέκτους, αυτός κι ο γέρος μοναχός μιλούσαν συχνά αγγλικά, μιας κι έτσι, ό,τι έλεγαν, έμενε με-ταξύ τους.

«Δεν είναι και πολλά αυτά που νοσταλγώ από εκείνο τον κόσμο. Η θάλασσα. Τα θαλασσοπούλια. Ελάχιστοι φίλοι. Τα Τσιζ-Ιτς…»

«Τσιζ; Μα τυριά έχουμε κι εδώ πέρα». Ο Δευκαλίων χαμογέλασε και συλλάβισε τη σύνθετη λέξη

πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. «Τα Τσιζ-Ιτς είναι κράκερ με γεύση τυριού τσένταρ. Εδώ, σε αυτό το μοναστήρι επι-ζητούμε τη φώτιση, την ουσία των πραγμάτων, το νόημα, το Θεό. Μα απ’ την άλλη ακόμη και τα πιο απλά καθημερινά πράγματα, οι πιο μικρές απολαύσεις, σχεδόν καθορίζουν την ύπαρξή μου. Φοβάμαι πως, σαν μαθητής, διακρίνομαι από ρηχότητα, Νέμπο».

Σφίγγοντας το μάλλινο ράσο του γύρω από το κορμί του κόντρα στον παγωμένο αέρα, ο Νέμπο του έριξε μια λοξή ματιά και είπε: «Ίσα-ίσα. Ποτέ μου δεν είχα κάποιο μαθητή λιγότερο ρηχό απ’ όσο εσύ. Ακούγοντας γι’ αυτά τα Τσιζ-Ιτς, έχεις εξάψει και το δικό μου ενδιαφέρον».

Ένα φαρδύ, μάλλινο ράσο τύλιγε το κακοπαθημένο και γεμάτο σημάδια κορμί του Δευκαλίωνα, τι κι αν δεν ενοχλεί-το ακόμη και κόντρα στον πιο ανελέητα παγωμένο αέρα.

Το σε σχήμα Μάνταλας μοναστήρι όμπουκ –ένα αρχιτε-Μάνταλας μοναστήρι όμπουκ –ένα αρχιτε- μοναστήρι όμπουκ –ένα αρχιτε-όμπουκ –ένα αρχιτε- –ένα αρχιτε-κτονικό θαύμα από κόκκινο τούβλο με πανύψηλους πυργί-σκους και περίτεχνες στέγες– έμοιαζε επίφοβα κολλημένο σε μια άδενδρη κι απότομη βουνοπλαγιά: επιβλητικό, μεγα-λόπρεπο, κρυμμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Ίδια με κα-ταρράκτες σκαλιά χύνονταν προς τα κάτω από τις πλευρές

14 Dean Koontz

των τετράγωνων πυργίσκων μέχρι τα κυρίως επίπεδα του μοναστηριού που έμπαζαν στους εσωτερικούς αυλόγυρούς του.

Ζωηρόχρωμες κίτρινες, λευκές, κόκκινες, πράσινες και γαλάζιες παντιέρες προσευχής, όλες τους συμβολικές των φυσικών στοιχείων, αναδεύονταν στο φύσημα του αέρα. Σούτρες γραμμένες με περισσή σπουδή κοσμούσαν τα λά- γραμμένες με περισσή σπουδή κοσμούσαν τα λά-βαρα, έτσι ώστε κάθε φορά που το ύφασμά τους κυμάτιζε στον αέρα, κάποια απ’ αυτές τις προσευχές όδευε συμβολι-κά προς τα ουράνια.

Παρά τον όγκο και το αλλόκοτο σουλούπι του, ο Δευκα-λίων είχε τύχει της αποδοχής των μοναχών. ουφούσε σαν σφουγγάρι τα όσα είχαν να τον διδάξουν, περνώντας τα από το φίλτρο των δικών του μοναδικών εμπειριών. Με τον καιρό τον είχαν πλησιάσει κι εκείνοι θέτοντάς του διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα, γυρεύοντας τη δική του ξεχωριστή γνώμη και άποψη.

Δεν ήξεραν ποιος ήταν ή πούθε κρατούσε η σκούφια του, όμως έτσι περισσότερο από ένστικτο καταλάβαιναν πως δεν ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους.

Ο Δευκαλίων έμεινε αμίλητος για κάμποσο. Κι ο Νέμπο περίμενε υπομονετικά στο πλάι του. Ο χρόνος είχε λίγη ση-μασία στο δίχως ρολόγια και χρονόμετρα κόσμο των βουδι-στών μοναχών, και, μετά από διακόσια χρόνια ζωής, κι άλλα τόσα κι ίσως ακόμη περισσότερα μπροστά του, δεν ήταν λί-γες οι φορές που ο Δευκαλίων ζούσε δίχως να έχει συναί-σθηση του χρόνου.

Ακούστηκε το στράκισμα από τροχούς προσευχών όπως αναδεύονταν στο φύσημα του ανέμου και χτυπούσαν μεταξύ τους. Καλώντας για την εσπερινή προσευχή, κάποιος μονα-

15Φράνκενσταϊν: Ο Άσωτος Υιος

χός στάθηκε στο παράθυρο ενός ψηλού πυργίσκου και σάλ-πισε με μια τρομπέτα καμωμένη από όστρακο. Βαθιά από το εσωτερικό του μοναστηριού άρχισαν να αντιλαλούν υμνω-δίες που πότιζαν και διαπερνούσαν την ψυχρή και κρύα πέ-τρα.

Ο Δευκαλίων κοίταξε κάτω τα λουσμένα στο πορφυρό λυκόφως φαράγγια, στα ανατολικά του μοναστηριού. Αν έπεφτε κανείς από κάποιο από τα παράθυρα του όμπουκ, η πτώση ως κάτω στα βράχια μπορεί και να ήταν τριακόσια-και-βάλε μέτρα.

Και μέσα στο λυκόφως, μια απόμακρη σιλουέτα φάνηκε να ζυγώνει.

«Ένας αγγελιοφόρος», είπε. «Ο χειρουργός στ’ όνειρο έλεγε την αλήθεια».

Στην αρχή ο γέρος μοναχός δεν μπόρεσε να διακρίνει τον επισκέπτη. Τα μάτια του, που ήταν στο χρώμα του ξιδιού, σαν να είχαν ξεθωριάσει χτυπημένα απ’ το αμόλευτο, σε τέτοια ακραία υψόμετρα, φως του ήλιου. Ύστερα άνοιξαν διάπλατα. «Πρέπει να πάμε να τον προϋπαντήσουμε κάτω, στις πύλες».

Σαλαμάνδρες από δαδιά σκαρφάλωναν στις δεμένες με ατσάλι δοκούς της κεντρικής πύλης και τους τούβλινους τοί-χους που την περιέβαλαν.

Λίγο πιο μέσα απ’ την πύλη, στον εξωτερικό ακάλυπτο πε-ρίβολο ο μαντατοφόρος έστεκε και κοιτούσε εκστατικός τον Δευκαλίωνα. «Γέτι», ψέλλισε, το όνομα δηλαδή που είχαν δώσει οι Σέρπα στον τρισκατάρατο χιονάνθρωπο.

16 Dean Koontz

Η φωνή του έβγαινε τυλιγμένη στους ατμούς της παγωμέ-νης του ανάσας, όπως άνοιξε το στόμα του ο Νέμπο και είπε: «Είναι τώρα το έθιμο να προηγείται του μηνύματος ένα ανά-γωγο σχόλιο;»

Έχοντας κυνηγηθεί κάποτε σαν χτήνος, έχοντας ζήσει για διακόσια χρόνια ωσάν ο υπέρτατος απόκληρος, ο Δευ-καλίων είχε πάθει πια ανοσία σε κάθε λογής κακότητα και μοχθηρία. Κι οι προσβολές, όπως έμπαιναν απ’ το ένα του αυτί, απ’ το άλλο έβγαιναν.

«Αν ήμουν κι εγώ ένας Γέτι», είπε μιλώντας στη γλώσσα του μαντατοφόρου «μπορεί να είχα το μπόι που έχω τώρα». Ήταν κοντά στα δυο μέτρα. «Και μπορεί να ήμουν το ίδιο στιβαρός. Μα ασφαλώς θα ήμουν πολύ πιο τριχωτός, δε νο-μίζεις;»

«Ναι… ναι, μάλλον».«Ύστερα, ένας Γέτι δεν ξυρίζεται ποτέ». Γέρνοντας πιο

κοντά στον άλλο σαν να ετοιμαζόταν να του σκάσει κάποιο μυστικό, του είπε τώρα ο Δευκαλίων: «Κάτω από τόσο πυκνό τρίχωμα, το δέρμα ενός Γέτι είναι πολύ ευαίσθητο. οδαλό και μαλακό… έτοιμο να ερεθιστεί στο άγγιγμα και μόνο του ξυραφιού».

Επιστρατεύοντας το απαιτούμενο κουράγιο, ο αγγελι-οφόρος άνοιξε τελικά το στόμα του και ρώτησε: «Τι είσαι τότε;»

«Μεγαλοπόδης», αποκρίθηκε ο Δευκαλίων στα αγγλικά, κι ο Νέμπο χαμογέλασε, όμως ο μαντατοφόρος δεν κατάλα-Νέμπο χαμογέλασε, όμως ο μαντατοφόρος δεν κατάλα- χαμογέλασε, όμως ο μαντατοφόρος δεν κατάλα-βε.

Νιώθοντας αμήχανα από το γέλιο του μοναχού, και τρέ-μοντας σύγκορμος, αν και όχι μόνο απ’ το αφόρητο κρύο, ο νεαρός έβγαλε ένα δέμα τυλιγμένο με ένα κομμάτι φθαρμέ-

17Φράνκενσταϊν: Ο Άσωτος Υιος

νο πετσί και δεμένο σφιχτά με ένα δερμάτινο κορδόνι. «Να. Εδώ μέσα. Για σένα».

Ο Δευκαλίων τύλιξε το ένα από τα δυνατά του δάχτυλα γύρω από το δερμάτινο κορδόνι σαν γάντζο, το έσπασε τραβώντας το, και ξετύλιξε το περιτύλιγμα από κατσικίσιο τομάρι, αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο του πακέτου, που ήταν ένας φάκελος, μια τσαλακωμένη και λερή επιστολή από καιρό κάπου παρατημένη.

Η διεύθυνση του αποστολέα ήταν κάπου στη Νέα Ορλεά-νη. Το όνομα κάποιου παλιού κι έμπιστου φίλου, του Μπεν Τζόνας.

Εξακολουθώντας να ρίχνει κλεφτές ματιές ανήσυχος στο σακατεμένο μισό του προσώπου του Δευκαλίωνα, ο μαντα-τοφόρος προφανώς έκρινε πως κάλλιο η συντροφιά ενός Γέτι, από το ταξίδι της επιστροφής απ’ το βουνίσιο μονοπάτι, μέσα στην άγρια νύχτα και το ανελέητο κρύο. «Γίνεται να με βάλετε κάπου να βγάλω τη νύχτα;»

«Όποιος διαβεί τούτες τις πύλες» τον διαβεβαίωσε ο Νέμπο «μπορεί να έχει ό,τι χρειάζεται. Κι αν μας βρίσκο- «μπορεί να έχει ό,τι χρειάζεται. Κι αν μας βρίσκο-νταν, θα σε φίλευα μέχρι και Τσιζ-Ιτς».

Φεύγοντας από τον εξωτερικό περίβολο, πέρασαν από την εσωτερική πύλη διαβαίνοντας την πέτρινη ράμπα. Δυο νεαροί μοναχοί με φαναράκια φάνηκαν να ζυγώνουν για να συνοδεύσουν το μαντατοφόρο στον ξενώνα, ανταποκρινό-μενοι, θα έλεγε κανείς, σε κάποιο τηλεπαθητικό κάλεσμα.

Μέσα στην αίθουσα υποδοχής που φώτιζαν κεριά, σ’ ένα κοίλωμα στον τοίχο που μύριζε σανταλόξυλο και λιβάνι, ο Δευκαλίων άνοιξε και διάβασε το γράμμα. Γραμμένες δια χειρός Μπεν με μπλε μελάνι, οι λέξεις μετέφεραν ένα σημα-Μπεν με μπλε μελάνι, οι λέξεις μετέφεραν ένα σημα- με μπλε μελάνι, οι λέξεις μετέφεραν ένα σημα-ντικότατο μήνυμα.

18 Dean Koontz

Μαζί με το γράμμα υπήρχε και το απόκομμα μιας εφημε-ρίδας, της Νιου Ορλίνς Τάιμς-Πικάυν. Ο τίτλος και το άρθρο σήμαιναν πολύ λιγότερα για τον Δευκαλίωνα από τη φωτο-γραφία που τα συνόδευε.

Τι κι αν οι εφιάλτες δεν τον τρόμαζαν με τίποτα, τι κι αν από καιρό είχε πάψει να φοβάται τον οποιονδήποτε άνθρω-πο, τώρα το χέρι του φάνηκε να τρέμει. Το πολυκαιρισμένο χαρτί της εφημερίδας έβγαλε έναν ανεπαίσθητο ήχο, όπως όταν ένα σκαθάρι γυροφέρνει ανάμεσα σε ξεραμένα φύλλα, καθώς το κρατούσε ανάμεσα στα τρεμάμενα δάχτυλά του.

«Άσχημα μαντάτα;» τον ρώτησε ο Νέμπο. «Πέθανε κα-Νέμπο. «Πέθανε κα-. «Πέθανε κα-νείς;»

«Τρεις φορές χειρότερα. Κάποιος βρίσκεται ακόμη εν ζωή». Ο Δευκαλίων κοίταξε τη φωτογραφία μ’ ένα ύφος, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, νιώθοντας μια παγωμάρα πιο έντονη κι απ’ αυτή ακόμη του ατόφιου πάγου. «Πρέπει να φύγω από το όμπουκ».

Τα λόγια του ήταν φανερό πως στενοχώρησαν τον Νέμπο. «Πάει καιρός τώρα που με ανακούφιζε η σκέψη πως θα έλε-γες εσύ τις προσευχές στο νεκροκρέβατό μου».

«Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, γι’ αυτό και δε βλέπω να μας αφήνεις σύντομα», αντιγύρισε ο Δευκαλίων. «Καλοδιατη-ρημένος σαν την πίκλα στην άλμη. Χώρια που εγώ είμαι ο τελευταίος στη γη που θα εισακούσει ο Θεός».

«Ή ο πρώτος ίσως», αντίτεινε ο Νέμπο μ’ ένα αινιγμα-Νέμπο μ’ ένα αινιγμα- μ’ ένα αινιγμα-τικό, αν και όλο σημασία χαμόγελο. «Εντάξει, όμως. Αν το αποφάσισες να επιστρέψεις στον κόσμο που βρίσκεται πέρα από ετούτα τα βουνά, άσε με πρώτα να σου κάνω ένα δώρο».