Τέσσερις θαμπές μπάλες

37

Upload: piraeus-bank-group-cultural-foundation-piop

Post on 07-Apr-2016

216 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

 

TRANSCRIPT

Page 1: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 2: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Τεσσεριςθαμπες

μπαλες

Page 3: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Το παραμύθι απέσπασε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό συγγραφής και εικονογράφησης παιδικού βιβλίου από ενήλικες, που προκήρυξε η Βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας (Απρίλιος 2014).

Το ψηφιακό βιβλίο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των προγραμμάτων για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.

ISBN 978-960-244-167-1© 2014 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣΑγγ. Γέροντα 6, 105 58 Αθήνατηλ.: 210 3218015, fax: 210 3218145www.piop.gr, [email protected]

Page 4: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Τεσσεριςθαμπες

Δέσποινα Μανώλαρουεικονογράφηση

μπαλεςΚέλυ Κατσή

Page 5: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Ξημέρωνε Χριστούγεννα. Η Ελισάβετ, μικρούλα και υπναρού, ανακάθισε στο κρεβάτι της. Γύρω όλα ήταν ακόμα σκοτεινά, αλλά η χαρά που ένιωθε για τη σημερινή μέρα δεν την άφηνε να κοιμηθεί λεπτό παραπάνω. Είχε φτάσει επιτέλους η στιγμή που θα στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο! Έτρεξε στο σαλόνι. Η μαμά της βρισκόταν ήδη εκεί, και γύρω της πολλά κουτιά γεμάτα πολύχρωμα στολίδια.«Μαμά, δεν πιστεύω να άρχισες χωρίς εμένα;». Η μητέρα της χαμογέλασε.«Ξύπνησες κιόλας, κορίτσι μου; Έλα, σε περιμένω να στολίσουμε μαζί».«Αρχίζουμε;».«Πρώτα θα πλυθείς και θα φας πρωινό».«Πειράζει να πλυθώ μόνο; Δεν πεινάω».«Όχι, Ελισάβετ μου. Αν δεν πιεις το γάλα σου, πώς θα έχεις δυνάμεις για να στολίσεις όμορφα το δέντρο και το σπίτι μας;».

Page 6: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 7: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Το πρόσωπο της μικρής πήρε μια έκφραση που φανέρωνε ανυπομονησία. Παρ’ όλα αυτά, υπάκουσε. Έκανε γρήγορα γρήγορα όσα της είχε πει η μητέρα της και βιάστηκε να πάει να τη βρει. Γεμάτες ενθουσιασμό και οι δυο, άρχισαν να στολίζουν το σαλόνι. Ούτε κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα. Στάθηκαν κουρασμένες, αλλά και πολύ περήφανες, να θαυμάσουν το αποτέλεσμα. Όλα ήταν υπέροχα, και κυρίως το δέντρο. Έλαμπε ολόκληρο. Δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν. Όμως… Όμως τέσσερις μπάλες ήταν λίγο θαμπές. Δεν είχαν την ίδια λάμψη με τις υπόλοιπες.

Page 8: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Η Ελισάβετ πλησίασε μια θαμπή μπάλα για να την περιεργαστεί καλύτερα. Καθώς την κοίταζε, τα ματάκια της άνοιξαν διάπλατα με απορία και έκπληξη. Μέσα στην μπάλα… Μέσα στην μπάλα διέκρινε ολοκάθαρα…

...ένα μικρό αγοράκι. Περπατούσε ξυπόλυτο. Τα κουρέλια που φορούσε δεν το προστάτευαν από τον παγωμένο άνεμο και από το χιόνι που είχε αρχίσει να πέφτει. Ήταν φανερό πως δεν είχε πού να πάει. Ο Ιάσονας –αυτό ήταν το όνομα του αγοριού– είχε χάσει τους γονείς του μικρός. Για χρόνια κοιμόταν όπου έβρισκε. Αυτή τη μέρα, που το διαπεραστικό κρύο περόνιαζε τα κόκαλά του, ο Ιάσονας περιφερόταν ασταμάτητα, μήπως και κατάφερνε να ζεσταθεί. Αδύνατον. Πονούσε σε όλο του το σώμα. Και πόσο πεινούσε! Κοίταξε γύρω του απελπισμένος. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινε ένα σπίτι μ’ έναν μικρό κήπο γεμάτο δέντρα. «Ίσως εκεί βρω κάπου να ξεκουραστώ. Κάποια κόγχη, λίγο πιο ζεστή», σκέφτηκε.

Page 9: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 10: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Πλησίασε διστακτικά, άνοιξε την εξώπορτα, και μπήκε στον κήπο. Στο βάθος διέκρινε ένα σπιτάκι που έμοιαζε με αποθήκη. Προχώρησε γρήγορα προς τα εκεί. Φτάνοντας, γύρισε με λαχτάρα το σκουριασμένο πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Τι ανακούφιση για το μικρό αγόρι! Για μερικά λεπτά έμεινε ακίνητο να περιεργάζεται το χώρο. Υπήρχαν παντού παλιά πράγματα, εργαλεία, μεγάλα κουτιά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ξάπλωσε στο ξύλινο πάτωμα, και εξουθενωμένο αποκοιμήθηκε. Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα κοιμόταν, αλλά κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο του άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Πετάχτηκε πάνω. Το πρώτο που αντίκρισε ήταν ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι που τον κοίταζαν με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Έπειτα, τα δυο παιδιά όρμησαν έξω από την αποθήκη και άρχισαν να τρέχουν προς το σπίτι φωνάζοντας: «Μπαμπά, μαμά, ελάτε γρήγορα!». Ο Ιάσονας τρόμαξε. Θα έφερναν την αστυνομία; Θα τον έδιωχναν κακήν κακώς; Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.

Page 11: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 12: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Σχεδόν αμέσως τα παιδιά επέστρεψαν, μαζί με τους γονείς τους. Οι μεγάλοι κοίταξαν τον Ιάσονα καλά καλά, και μετά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Καταλάβαιναν ότι το παιδί είχε τρυπώσει στην αποθήκη τους γιατί δεν είχε πού αλλού να πάει. Η μητέρα έπιασε το αγόρι από το χέρι και το βοήθησε να σηκωθεί. Το οδήγησε στο σπίτι. Του έδωσε ζεστό γάλα και μπισκότα. Τρώγοντας, ο Ιάσονας διηγήθηκε την ιστορία του. «Μαμά, δεν μπορεί να μείνει μαζί μας;», ρώτησαν στο τέλος τα παιδιά με μια φωνή. «Εσύ θα το ήθελες;», ρώτησε τον Ιάσονα ο πατέρας. Εκείνος είχε μείνει άφωνος, να τους κοιτάζει. Πού κρυβόταν όλη αυτή η καλοσύνη τόσα χρόνια; «Πολύ», απάντησε δειλά. Κι έτσι, το αγόρι δεν ξαναπείνασε ούτε ξανακοιμήθηκε στο κρύο. Βρήκε αυτό που όλοι θέλουν: μια οικογένεια που τον λάτρευε και που τη λάτρευε κι εκείνος.

Page 13: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 14: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Η Ελισάβετ πλησίασε προσεχτικά την επόμενη θαμπή μπάλα. Στύλωσε το βλέμμα της στη στρογγυλή επιφάνεια και είδε…

…ένα μικρό κοριτσάκι, την Ευτυχία. Ένα κοριτσάκι με τρυφερή ψυχή, που όμως ένιωθε συνέχεια λυπημένο. Το αντίθετο, δηλαδή, από το όνομά του. Η Ευτυχία στεναχωριόταν γιατί ο κόσμος την κορόιδευε. Την πίκραιναν τα λόγια των ανθρώπων, και κυρίως των παιδιών. Όμως ποτέ δεν αντιδρούσε άσχημα γιατί ήταν καλόψυχη.

Page 15: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 16: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Ένα βράδυ, εκεί που κοιμόταν, αισθάνθηκε ένα απαλό χτύπημα στον ώμο. Άνοιξε τα ματάκια της και τι να δει; Μια νεραϊδούλα στεκόταν μπροστά της, χαμογελώντας τρυφερά. «Γεια σου, Ευτυχία».«Ποια είσαι; Πώς ξέρεις το όνομά μου;».«Είμαι η νεράιδα Καλή και γνωρίζω τα ονόματα αυτών που έχουν καλή ψυχή. Ήρθα να σε βοηθήσω». Το κοριτσάκι την κοιτούσε απορημένο. «Τι λες, λοιπόν; Θέλεις να σε βοηθήσω;».«Μπορείς;», ρώτησε η Ευτυχία γεμάτη λαχτάρα.«Φυσικά και μπορώ! Αλλιώς δεν θα σου χάλαγα τον ύπνο».«Πώς, όμως;».

Page 17: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 18: Τέσσερις θαμπές μπάλες

«Είναι πολύ εύκολο. Το πρώτο που θα κάνεις είναι να δώσεις ένα από τα αγαπημένα σου παιχνίδια σ’ ένα φτωχό παιδάκι. Το δεύτερο είναι να δώσεις το φαγητό σου σε δυο παιδάκια που δεν έχουν να φάνε. Το τρίτο, και τελευταίο, είναι να χαρίσεις πέντε ρουχαλάκια σου σε πέντε παιδάκια που κρυώνουν. Όταν τα κάνεις αυτά, θα ξανάρθω στον ύπνο σου να σε ανταμείψω». «Εντάξει», απάντησε η Ευτυχία, με μάγουλα κατακόκκινα από ενθουσιασμό.Την επομένη το πρωί η μικρή πήρε, αντί για ένα, δύο από τα αγαπημένα της παιχνίδια και τα χάρισε σε δυο παιδάκια. Τους έδωσε και το φαγητό της. Έπειτα, πήρε αρκετά από τα ρούχα της και τα πήγε σε ένα κοντινό ορφανοτροφείο. Ύστερα γύρισε στο σπίτι, γεμάτη χαρά.

Page 19: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 20: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Βιαζόταν να πέσει να κοιμηθεί για να ξαναδεί τη νεραϊδούλα. Την πήρε ο ύπνος, κι έπειτα από λίγη ώρα ένιωσε ένα απαλό χτύπημα στον ώμο. Η Ευτυχία πετάχτηκε αμέσως όρθια. «Μπράβο σου! Τα κατάφερες!», της είπε η Καλή. «Τώρα λοιπόν, όπως σου υποσχέθηκα, θα διώξω το βάρος από την ψυχή σου». Κούνησε τρεις φορές το μαγικό ραβδάκι της και ένα σύννεφο χρυσόσκονης τύλιξε την Ευτυχία. Το κοριτσάκι ένιωσε μια γλυκιά ζάλη. Δεν κατάλαβε πώς ξαναβρέθηκε στο κρεβάτι του να κοιμάται. Το πρωί που ξύπνησε, υπήρχε χρυσόσκονη παντού στο δωμάτιο. Έτρεξε στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Ένιωθε ανάλαφρη, περήφανη, γεμάτη χαρά. Η Ευτυχία ήταν επιτέλους ευτυχισμένη!

Page 21: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 22: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Τώρα η Ελισάβετ κοίταζε την τρίτη μπάλα. Και μέσα σε αυτήν είδε…

…έναν άντρα, που βοηθούσε το μικρό του αγόρι να περπατήσει. Ο Δημήτρης –έτσι έλεγαν το αγόρι– είχε κινητικές δυσκολίες. Δεν έβγαινε ποτέ να παίξει με άλλα παιδάκια της ηλικίας του. Τώρα ο Δημήτρης είχε σταθεί και, με λαχτάρα, είχε στυλώσει το βλέμμα του σε μια αλάνα, όπου κάποια αγόρια της ηλικίας του έπαιζαν ποδόσφαιρο.

Page 23: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 24: Τέσσερις θαμπές μπάλες

«Μπαμπά, πάμε να τους δούμε; Σε παρακαλώ!».Ο άντρας συγκινήθηκε από τη βουβή λαχτάρα που έκρυβε η ερώτηση του γιου του. Πατέρας και γιος πλησίασαν αργά στην αλάνα. Τα μάτια του μικρού ήταν γεμάτα παράπονο. Έμειναν να κοιτάζουν έτσι, μέχρι που κάποια στιγμή τα παιδιά αντιλήφθηκαν την παρουσία τους. Με μια ματιά κατάλαβαν και το πρόβλημα του αγοριού. Σταμάτησαν το παιχνίδι και τους πλησίασαν.«Θέλεις να παίξεις μαζί μας;», ρώτησαν τον Δημήτρη.Εκείνος τούς κοίταξε απορημένος. Πρώτη φορά τού συνέβαινε κάτι τέτοιο.«Μα δεν… δεν θα μπορέσω. Δεν θα τα καταφέρω…», ψέλλισε.«Θα τα καταφέρεις, θα δεις», επέμεναν τα παιδιά.

Page 25: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 26: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Διστακτικά, σηκώθηκε και τους ακολούθησε. Το παιχνίδι ξανάρχισε. Όλα τα παιδιά προσάρμοσαν τα βήματά τους στο ρυθμό του Δημήτρη. Συνεννοούνταν με τα μάτια και έκαναν ό,τι ήταν δυνατό ώστε να μην αισθάνεται άσχημα. Και τα κατάφεραν! Το πρόσωπο του αγοριού έλαμπε! Ο πατέρας του, ο οποίος όλη αυτήν την ώρα παρακολουθούσε το παιχνίδι, συγκρατούσε με κόπο τα δάκρυά του. Δάκρυα χαράς. Όταν μάλιστα, με τη συνεργασία όλων των παιδιών, ο Δημήτρης κατάφερε και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα, το τι έγινε δεν περιγράφεται! Τα παιδιά σήκωσαν ψηλά τον Δημήτρη, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του. Όταν ήρθε η ώρα να χωριστούν, εκείνος τα χαιρέτησε ένα ένα. «Σήμερα ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής μου. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ», τους είπε.

Page 27: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 28: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Η χαρά της Ελισάβετ μεγάλωνε όσο πέρναγε η ώρα. Τα μάτια της την έκαιγαν λιγάκι, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Πάντως, συνέχισε να ψάχνει για την τέταρτη και τελευταία μπάλα που της είχε φανεί θαμπή. Τη βρήκε, την πλησίασε, και σχεδόν ακούμπησε το προσωπάκι της σε αυτήν. Και είδε…

…ένα παιδάκι πάρα πολύ λυπημένο, τον Ααρίφ. Ο Ααρίφ ένιωθε μεγάλη μοναξιά, και η αιτία γι’ αυτό ήταν το χρώμα του δέρματός του. Στο σχολείο που πήγαινε, οι συμμαθητές του δεν τον έπαιζαν, ούτε τον καλούσαν στα σπίτια τους.

Page 29: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 30: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Μια μέρα, την ώρα του διαλείμματος, άρχισε να φυσάει πολύ δυνατός αέρας. Ο Ααρίφ, ως συνήθως, καθόταν μόνος σ’ ένα πεζουλάκι του σχολείου, παρακολουθώντας τα άλλα παιδιά. Εντελώς τυχαία παρατήρησε ένα μεγάλο κομμάτι σοβά, που είχε σχεδόν ξεκολλήσει από τον τοίχο του πρώτου ορόφου του σχολείου και φαινόταν έτοιμο να πέσει. Κάτω ακριβώς από το σοβά στεκόταν μια συμμαθήτρια του Ααρίφ. Με ένα σάλτο το αγόρι όρμησε προς τα εκεί, έπεσε πάνω στην κοπέλα, και την έσπρωξε μακριά από το σοβά που εκείνη τη στιγμή έπεσε με θόρυβο καταγής. Για λίγες στιγμές, τα βλέμματα όλων έμειναν καρφωμένα στα δυο παιδιά.

Page 31: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 32: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Έπειτα, όλοι πλησίασαν τον Ααρίφ και τον κύκλωσαν. Ένιωθαν μετανιωμένοι για τη μέχρι τότε συμπεριφορά τους. Ο ξένος είχε γίνει πια φίλος. Καταλάβαιναν ότι σημασία δεν έχει το χρώμα του δέρματος, αλλά τα χρώματα της καρδιάς. Και τα χρώματα της καρδιάς είναι για όλους ίδια.

Page 33: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 34: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Η Ελισάβετ έκλαιγε. Στράφηκε πρώτα στη μητέρα της, και έπειτα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν υπήρχε ούτε μία θαμπή μπάλα εκεί. Η μητέρα, σαν να διάβασε τη σκέψη της μικρής της κόρης, είπε:«Άκου, Ελισάβετ. Οι μπάλες αυτές καθάρισαν από τα δάκρυά σου. Κατάλαβες πολύ καλά όσα είδες σε καθεμιά από τις μπάλες, και οι ιστορίες τους σε βοήθησαν να σκεφτείς πώς θα γίνεις ακόμα καλύτερος άνθρωπος. Γι’ αυτό λάμπουν όλες οι μπάλες τώρα! Να θυμάσαι λοιπόν, και να το κάνεις πυξίδα στη ζωή σου: η χαρά που νιώθουμε όταν δίνουμε ευτυχία στους άλλους είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Γιατί η ευτυχία είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου, είναι δικαίωμα κάθε παιδιού».«Έχεις δίκιο, μανούλα. Ναι, η ευτυχία είναι δικαίωμα κάθε παιδιού».

Page 35: Τέσσερις θαμπές μπάλες
Page 36: Τέσσερις θαμπές μπάλες

Το ψηφιακό βιβλίοΤεσσερις θαμπες μπαλες

εκδόθηκε από τοΠολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

τον Δεκέμβριο του 2014

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Ανδρέας Παππάς

ΠΑΡΑΓΩΓΗPOLARIS Εκδόσεις

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ & ΕΞΩΦΥΛΛΟΥΜαρία-Χριστίνα Κατσίχτη

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝΔέσποινα Παπαγιαννοπούλου

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΥπηρεσία Εκδόσεων ΠΙΟΠ

Page 37: Τέσσερις θαμπές μπάλες