Για μια κριτική της (μετα) μοντέρνας φωτογραφίας

3
Προϊστορία Η φωτογραφία βέβαια έχει υπάρξει, και μπορεί να υπάρξει και σήμερα, ως τέχνη. Σύμφωνα με τον Μπωντριγιάρ «φωτογραφικό είναι μόνο το παραβιασμένο, το αιφνιδιασμένο, το ξεσκεπασμένο, το φανερωμένο παρά τη θέλησή του, αυτό που δεν θα παριστανόταν ποτέ, επειδή δεν έχει εικόνα ούτε συνείδηση του εαυτού του.» 1 Για να επιτευχθεί όμως ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να δράσει ένα ειδικό βλέμμα, ένα βλέμμα που δεν θα αποσκοπεί στην κατανάλωση του πραγματικού αλλά θα πηγαίνει πέρα από τον ρεαλισμό και θα αναζητά την αισθητική. Η απλοποίηση της φωτογραφικής τεχνικής και η συνακόλουθη μετατροπή της σε μια μορφή «μαζική τέχνης» τις τελευταίες δύο δεκαετίες και ειδικότερα μετά την εμφάνιση των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών μοιάζει να προωθεί όλο και περισσότερο την επί τούτου αποτύπωση της πραγματικότητας ως έχει -κορυφαίο παράδειγμα οι εξολοκλήρου εκτός νοήματος ταυτοτικές selfies-, παρά τον αιφνιδιασμό και την «εμφάνιση αυτού που δεν θέλει να φανερωθεί». Όμως η τάση προς την πιστή και ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας στις αναπαραστατικές τέχνες έχει μακρά ιστορία στον δυτικό πολιτισμό. Ξεκινά στην Αναγέννηση όταν ο ρεαλισμός και η αυστηρή, με κάθε λεπτομέρεια, απεικόνιση της φύσης και του ανθρώπινου σώματος γίνεται κανόνας για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αυτόνομη. Συνδέεται με την ανάδυση στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας του 15 ου αιώνα της δυναμικής νέας τάξης των εμπόρων και τραπεζιτών οι οποίοι αναλαμβάνουν πλέον τα ηνία και στην καλλιτεχνική παραγωγή χρηματοδοτώντας έργα και πατρονάροντας μεγάλους δημιουργούς. Αυτή η νέα τάξη έχει πλουτίσει και ανέλθει κοινωνικά μέσω της ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας και της ευρείας ποσοτικοποίησης των αξιών που επιφέρει το γενικευμένο εμπόριο και η αγορά χρήματος. Τα μαθηματικά και η γενικότερη ορθολογικοποίηση του κόσμου είναι η ιδεολογική πανοπλία των νέων ισχυρών στρωμάτων και περνώντας μέσα από τα φίλτρα των μεγάλων αναγεννησιακών ζωγράφων καθίσταται κανόνας. Η δυναμική αυτού του αναπαραστατικού κανόνα φτάνει στο ζενίθ της στην όψιμη Αναγέννηση όταν και εμφανίζονται περιστατικά μάλλον 1 Jean Baudrillard, Η διαφάνεια του κακού. Δοκίμιο πάνω στα ακραία φαινόμενα (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), Αθήνα, Εξάντας, 1996, σ. 166

Upload: paradoyleytra

Post on 15-Feb-2016

3 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Ανάλυση των σύγχρονων εκδοχών της σχέσης υποκειμένου και κόσμου.

TRANSCRIPT

Page 1: Για μια κριτική της (μετα) μοντέρνας φωτογραφίας

Προϊστορία

Η φωτογραφία βέβαια έχει υπάρξει, και μπορεί να υπάρξει και σήμερα, ως τέχνη. Σύμφωνα με τον Μπωντριγιάρ «φωτογραφικό είναι μόνο το παραβιασμένο, το αιφνιδιασμένο, το ξεσκεπασμένο, το φανερωμένο παρά τη θέλησή του, αυτό που δεν θα παριστανόταν ποτέ, επειδή δεν έχει εικόνα ούτε συνείδηση του εαυτού του.»1 Για να επιτευχθεί όμως ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να δράσει ένα ειδικό βλέμμα, ένα βλέμμα που δεν θα αποσκοπεί στην κατανάλωση του πραγματικού αλλά θα πηγαίνει πέρα από τον ρεαλισμό και θα αναζητά την αισθητική. Η απλοποίηση της φωτογραφικής τεχνικής και η συνακόλουθη μετατροπή της σε μια μορφή «μαζική τέχνης» τις τελευταίες δύο δεκαετίες και ειδικότερα μετά την εμφάνιση των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών μοιάζει να προωθεί όλο και περισσότερο την επί τούτου αποτύπωση της πραγματικότητας ως έχει -κορυφαίο παράδειγμα οι εξολοκλήρου εκτός νοήματος ταυτοτικές selfies-, παρά τον αιφνιδιασμό και την «εμφάνιση αυτού που δεν θέλει να φανερωθεί».

Όμως η τάση προς την πιστή και ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας στις αναπαραστατικές τέχνες έχει μακρά ιστορία στον δυτικό πολιτισμό. Ξεκινά στην Αναγέννηση όταν ο ρεαλισμός και η αυστηρή, με κάθε λεπτομέρεια, απεικόνιση της φύσης και του ανθρώπινου σώματος γίνεται κανόνας για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αυτόνομη. Συνδέεται με την ανάδυση στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας του 15ου αιώνα της δυναμικής νέας τάξης των εμπόρων και τραπεζιτών οι οποίοι αναλαμβάνουν πλέον τα ηνία και στην καλλιτεχνική παραγωγή χρηματοδοτώντας έργα και πατρονάροντας μεγάλους δημιουργούς. Αυτή η νέα τάξη έχει πλουτίσει και ανέλθει κοινωνικά μέσω της ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας και της ευρείας ποσοτικοποίησης των αξιών που επιφέρει το γενικευμένο εμπόριο και η αγορά χρήματος. Τα μαθηματικά και η γενικότερη ορθολογικοποίηση του κόσμου είναι η ιδεολογική πανοπλία των νέων ισχυρών στρωμάτων και περνώντας μέσα από τα φίλτρα των μεγάλων αναγεννησιακών ζωγράφων καθίσταται κανόνας. Η δυναμική αυτού του αναπαραστατικού κανόνα φτάνει στο ζενίθ της στην όψιμη Αναγέννηση όταν και εμφανίζονται περιστατικά μάλλον παρακμιακά, που μας θυμίζουν σημερινά φαινόμενα. Ο Gombrich αναφέρει πως τα ρωμαϊκά τοπία του Κλωντ Λοραίν ήταν τόσο τέλεια και πιστά ζωγραφισμένα, ώστε για πολλά χρόνια αργότερα οι περιηγητές αξιολογούσαν το πραγματικό τοπίο με βάση τα κριτήρια του Γάλλου ζωγράφου (!).2

Η φωτογραφία εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου πλέον οι εμπορευματικές σχέσεις κυριαρχούν δίχως κανένα εμπόδιο. Αποτελεί στοιχείο του καινούργιου και ομογενοποιημένου πεδίου κατανάλωσης και κυκλοφορίας με το οποίο ο Ευρωπαίος πολίτης βρίσκεται καθημερινά συνδεδεμένος. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν πως η ανάδυση του «φωτογραφικού φαινομένου» θα πρέπει να ιδωθεί ως συστατικό στοιχείο της καινούργιας πολιτιστικής οικονομίας της αξίας και της ανταλλαγής και όχι ως μέρος και συνέχεια μιας «ιστορίας της οπτικής αναπαράστασης».3 Με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να μορφοποιηθεί μια ιδιαίτερη αναλογία ανάμεσα στη φωτογραφία 1 Jean Baudrillard, Η διαφάνεια του κακού. Δοκίμιο πάνω στα ακραία φαινόμενα (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), Αθήνα, Εξάντας, 1996, σ. 1662 Ε. Η. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης (μτφρ. Λ. Κάσδαγλη), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 21998, σ. 397

3 Jonathan Crary, Techniques of the Observer. On vision and modernity in the nineteenth century, MIT Press, 1992, σ. 13

Page 2: Για μια κριτική της (μετα) μοντέρνας φωτογραφίας

και το χρήμα όπως αυτό παρουσιάζεται στη μαρξική ανάλυση. Και τα δύο είναι «μαγικές μορφές», οι οποίες εγκαθιδρύουν ένα καινούργιο πλέγμα αφηρημένων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα αντικείμενα και την ίδια στιγμή επιβάλλουν αυτές τις σχέσεις ως «πραγματικές».4 Έτσι, ολόκληρος ο πλούτος και η ποικιλία του κοινωνικού κόσμου περιορίζεται, συγκροτείται και αναπαρίσταται αποκλειστικά από σημεία.

Αυτή η ιδιαίτερη ομογενοποίηση του κόσμου και η αύξηση του αισθήματος του «ομοειδούς» για κάθε τι που αποτελεί τον κόσμο είναι σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν βασικό στοιχείο της αισθητηριακής αντίληψης των σύγχρονων μαζών. Ο άνθρωπος προσπαθεί να εξουσιάσει τα αντικείμενα με την εικόνα, ή μάλλον με το αντίγραφο της εικόνας. Η τεχνική αναπαραγωγή έχει καταστήσει εφικτή την απόσπαση αυτού του στοιχείου του «ομοειδούς» ακόμη και από το ανεπανάληπτο.5 Συνεχίζοντας αυτήν τη λογική στις σημερινές συνθήκες, θα μπορούσαμε να δούμε πως οι σύγχρονες ψηφιακές μηχανές, ενσωματώνοντας μια δυνατότητα τεχνικής αναπαραγωγής η οποία υψώνεται στον κύβο συγκρινόμενη με την εποχή που έγραφε ο Μπένγιαμιν, αναστέλλουν ή αποτρέπουν από τα πριν τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου συμβάντος. Μέσα από μια τέτοια θεώρηση, και παρ’ όλη την αίσθηση απόγνωσης που προκαλούν, περιστατικά όπως αυτά(https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_selfie-related_injuries_and_deaths) θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ασυνείδητες ανακλαστικές άμυνες των σύγχρονων υποκειμένων απέναντι στον αποκλεισμό του ανεπανάληπτου -ταυτόχρονα βέβαια και ως ιδιαίτερες πραγματικές εμφανίσεις της τραγικής αποτυχίας της κριτικής θεωρίας.

4 Jonathan Crary, ό. π.5 Walter Benjamin, «Συνοπτική ιστορία της φωτογραφίας» [1931], στο Δοκίμια για την τέχνη (μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ), Αθήνα, Κάλβος, 1978, σ. 60