© Κώστας Βουλαζέρης isbn: 978-960-89578-4-8 Για τα πνευµατικά...

783

Upload: others

Post on 23-Jun-2020

4 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

  • Κώστας Βουλαζέρης

    Ο ∆ιαιρεµένος ΘεόςΟ ∆ιαιρεµένος ΘεόςΟ ∆ιαιρεµένος ΘεόςΟ ∆ιαιρεµένος Θεός

    Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

  • © Κώστας Βουλαζέρης

    http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

    ISBN: 978-960-89578-4-8

    Για τα πνευµατικά δικαιώµατα αυτού του κειµένου ισχύουν οι όροι του Creative

    Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

    • Επιτρέπεται να το διανέµετε ελεύθερα, στην παρούσα του µορφή και µόνο.

    • ∆εν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε µε οιονδήποτε τρόπο.

    • ∆εν επιτρέπεται να το χρησιµοποιήσετε για διαφηµιστικούς ή εµπορικούς λόγους.

    Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις

    είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποια-δήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συ-

    μπτωματική.

  • ¬È‚ÎflÔ –Ò˛ÙԬȂÎflÔ –Ò˛ÙԬȂÎflÔ –Ò˛ÙԬȂÎflÔ –Ò˛ÙÔ

    ‘·ÓÈ‰Â˝ÔÌÙ·Ú ÛÙÈÚ ‘·ÓÈ‰Â˝ÔÌÙ·Ú ÛÙÈÚ ‘·ÓÈ‰Â˝ÔÌÙ·Ú ÛÙÈÚ ‘·ÓÈ‰Â˝ÔÌÙ·Ú ÛÙÈÚ ƒÈ·ÛÙ‹ÛÂÈÚ ÂÌ¸Ú ƒÈ·ÛÙ‹ÛÂÈÚ ÂÌ¸Ú ƒÈ·ÛÙ‹ÛÂÈÚ ÂÌ¸Ú ƒÈ·ÛÙ‹ÛÂÈÚ Â̸Ú

    »ÒıÏÏ·ÙÈÛÏ›ÌÔı ”˝Ï�·ÌÙÔÚ»ÒıÏÏ·ÙÈÛÏ›ÌÔı ”˝Ï�·ÌÙÔÚ»ÒıÏÏ·ÙÈÛÏ›ÌÔı ”˝Ï�·ÌÙÔÚ»ÒıÏÏ·ÙÈÛÏ›ÌÔı ”˝Ï�·ÌÙÔÚ

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    3

    .1.

    H Ιωάννα είχε μόλις επιστρέψει από τη Διάσταση του Φωτός. Διάσταση του Φωτός… Το όνομα ακουγόταν όμορφο. Έφερνε κάτι ωραίο και ευγενές στο μυαλό. Ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα το ωραίο και, σίγουρα, τίποτα το ευγενές σ’εκείνο το μέρος, όφειλε να παρατη-

    ρήσει η Ιωάννα. Επρόκειτο για έναν κόσμο πλημμυρισμένο από δυνατό φως, το οποίο κατερχόταν διαρκώς από τον ουρανό, δίχως να σβήνει

    ποτέ: δίχως να υπάρχει μέρα, δίχως να υπάρχει νύχτα. Μόνο το φως. Τόσο έντονο που, κατευθείαν, τύφλωνε τα μάτια και έκαιγε το δέρμα,

    το έκανε να πετά φουσκάλες και να σκίζεται. Για να επιβιώσει κάποιος στη Διάσταση του Φωτός, έπρεπε να φορά σκούρα γυαλιά και πέτσινη στολή, ειδικής κατασκευής.

    Και το φως, φυσικά, πύρωνε ό,τι βρισκόταν από κάτω του: τις πέ-τρες, το χώμα, τα φυτά που μπορούσαν να ζουν σ’έναν τέτοιο κόσμο.

    Τα πλάσματα που κατοικούσαν στη Διάσταση του Φωτός ήταν όλα εκ γενετής τυφλά· χρησιμοποιούσαν, όμως, άλλες αισθήσεις για να

    «βλέπουν». Η Ιωάννα, στην αποστολή της εκεί, είχε δει πανύψηλα, αόμματα ελεφαντοειδή όντα με μακριές προβοσκίδες και γλοιώδες

    δέρμα· πελώριους και μικροσκοπικούς τυφλοπόντικες με δηλητηριώ-δη δόντια· πουλιά με μεγάλες φτερούγες και κεραίες στο κεφάλι –

    κεραίες αντί για μάτια. Το χειρότερο, πάντως, απ’όλα στη Διάσταση του Φωτός ήταν ότι ορι-

    σμένοι από τους νόμους της διέφεραν τελείως από τους νόμους άλλων διαστάσεων· έτσι, για παράδειγμα, τα περισσότερα όπλα δεν λειτουρ-

    γούσαν εκεί. Το πιστόλι που τώρα κρεμόταν επάνω στο γοφό της Ι-ωάννας ήταν άχρηστο σ’εκείνον τον πυρωμένο κόσμο: πατούσες τη σκανδάλη κι ακουγόταν μόνο ένα κούφιο, μηχανικό κλικ, χωρίς τί-ποτ’άλλο να συμβαίνει. Ενώ εδώ, στην Αλβέρια, θα μπορούσε εύκολα να είχε τινάξει τα μυαλά

    του οποιουδήποτε στον αέρα.

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    4

    Η Ιωάννα αισθανόταν περίεργα, έχοντας επιστρέψει από τη Διάστα-

    ση του Φωτός. Αισθανόταν όπως μια γάτα που την έχεις πάρει από το φούρνο και την έχεις, ξαφνικά, πετάξει μέσα σ’ένα βαρέλι με παγωμέ-νο νερό.

    Παρ’όλ’αυτά, όφειλε να ομολογήσει πως η αλλαγή κλίματος ήταν ευ-χάριστη. Δε θα ήθελε με τίποτα να περάσει κι άλλες ώρες σ’εκείνο τον

    διαβολεμένο, παντοτινά φωτεινό κόσμο. Το κλίμα της Αλβέρια ήταν γλυκό και υγρό, και υπήρχε πλούσια βλά-

    στηση και δροσερές ακτές. Δεν ήταν, επομένως, τυχαίο που εταιρείες είχαν γεμίσει ετούτη τη διάσταση με ξενοδοχεία. Πάρα πολλοί εύποροι

    και ευγενείς έρχονταν εδώ για να κάνουν τις διακοπές τους. Ορισμένοι, μάλιστα, κατοικούσαν μόνιμα στην Αλβέρια.

    Η Ιωάννα πιάστηκε από τις σιδερένιες ράβδους της προβλήτας και βγήκε από τη μικρή βάρκα, τινάζοντας τα ξανθά της μαλλιά στο δρο-

    σερό αεράκι. «Υπάρχει ένα μήνυμα για σας στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του Αλι-γάτορα, κυρία. Στο όνομα ‘Μαγδαληνή_33’,» της είπε ο βαρκάρης που την είχε φέρει μέχρι εδώ, και έπιασε τους δύο σάκους της, σηκώνοντάς τους πάνω απ’το κεφάλι.

    Η Ιωάννα τούς πήρε απ’τα χέρια του και πέρασε τον έναν στον ώμο, ενώ τον άλλο τον κράτησε από το πέτσινό του χερούλι. «Σ’ευχαριστώ.

    Πόσο σου χρωστάω;» «Τα έξοδα είναι πληρωμένα, κυρία.»

    Η Ιωάννα, παρ’όλ’αυτά, πήρε ένα νόμισμα απ’την τσέπη της και το τίναξε με τον αντίχειρα προς τον βαρκάρη.

    Εκείνος το έπιασε. «Υποχρεωμένος, κυρία!» χαμογέλασε. Η Ιωάννα έφυγε από την προβλήτα και βάδισε δίπλα από την παρα-

    λία, επάνω στην αμμουδιά της οποίας πρέπει να βρίσκονταν ξαπλωμέ-νοι τουλάχιστον είκοσι λουόμενοι. Αντιλαμβανόταν ότι εκείνη, αναμ-

    φίβολα, θα φαινόταν πολύ περίεργη, ντυμένη ακόμα καθώς ήταν με τη δερμάτινη στολή που φορούσε στη Διάσταση του Φωτός. Φυσικά, είχε

    βγάλει τη μάσκα, την κουκούλα, τα γυαλιά, και τα γάντια, μα το υπό-λοιπο σώμα της ήταν τυλιγμένο με καφετί δέρμα, και στα πόδια της υπήρχαν μπότες που ήταν επίσης καφετιές και φτιαγμένες από το ίδιο

    δέρμα.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    5

    Το χειρότερο, όμως, δεν ήταν ότι φαινόταν περίεργη, αλλά ότι το συ-

    γκεκριμένο δέρμα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ενοχλητικό επάνω της, εδώ στην Αλβέρια, όπου το κλίμα δεν ήταν ξηρό και θερμό, αλλά γλυκό και υγρό. Και δε θέλω ούτε καν να αναλογίζομαι πώς θα μυρίζει σε λίγο η στολή μου, σκέφτηκε η Ιωάννα. Εντάξει, αυτό ήταν αρκετό! Δε θα έμπαινε στο πολυτελές ξενοδοχείο

    «Ο Αλιγάτορας» σαν να είχε βγει από καρναβάλι, ακόμα και για να πά-ρει μόνο ένα μήνυμα από την Επανάσταση. Επιπλέον, σχεδόν οποιαδή-ποτε άλλη αμφίεση θα ήταν αποδεκτή εδώ. Οποιαδήποτε εκτός απ’αυτήν. Η Ιωάννα άλλαξε δρόμο. Πριν από λίγο είχε αρχίσει ν’ακολουθεί το λιθόστρωτο μονοπάτι που

    οδηγούσε στον Αλιγάτορα, αλλά τώρα το άφησε πίσω της και χώθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση της Αλβέρια: κρύφτηκε πίσω από τους

    λυγιστούς κορμούς και τα δέντρα με τις πλούσιες φυλλωσιές. Σε λίγο, βγήκε από εκεί, φορώντας μόνο τα εσώρουχά της και ένα

    ζευγάρι μαύρα γυαλιά (όχι αυτά που φορούσε στη Διάσταση του Φω-τός). Τα ξανθά της μαλλιά τα είχε δέσει κότσο και είχε τυλίξει ένα πορφυρό μαντίλι με κίτρινα αστεράκια γύρω τους. Τον ένα της σάκο

    εξακολουθούσε να τον έχει στον ώμο και τον άλλο στο χέρι. Όπλα δεν κουβαλούσε τώρα επάνω της· εξάλλου, ήταν μάλλον απίθανο ότι θα

    της χρειάζονταν εδώ, σ’ένα μέρος σαν την Αλβέρια. Όπως αποδείχτηκε, όμως, έκανε λάθος.

    Καθώς πλησίαζε την κεντρική πύλη του Αλιγάτορα, είδε δύο άντρες με στολές φυλάκων να τη ζυγώνουν. Κι αυτό, σίγουρα, δεν ήταν κάτι το

    συνηθισμένο. Τα ξενοδοχεία εδώ είχαν φύλακες, κυρίως, για τυπικούς λόγους· δεν τους είχαν για να σταματούν τον καθένα που ήθελε να

    μπει στο οίκημα. Επομένως, γνωρίζουν περισσότερα για μένα απ’ό,τι θα έπρεπε να γνωρίζουν. Και έχουν διαταγές που δεν έρχονται μόνο από τον Διευθυντή του Αλιγάτορα, αλλά από ακόμα πιο ψηλά –από την ίδια την Παντοκράτειρα, πιθανώς. Η Ιωάννα έριξε μια μάτια πάνω απ’τον ώμο της και, όπως το περίμενε, είδε από πίσω της άλλους δύο να πλησιάζουν: έναν άντρα και μια γυ-ναίκα, ντυμένους με μαγιό. Είχαν πιστόλι στο χέρι, και φορούσαν γυα-

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    6

    λιά. Πράκτορες της Παντοκράτειρας, αναμφίβολα. Θα την είχαν δει να

    περνά με τη στολή της Διάστασης του Φωτός. Σκατά! Έπρεπε να τόχα σκεφτεί! Δεν πιστεύω, όμως, αυτοί οι τύποι να νομίζουν ότι θάναι τόσο εύκολο να παγιδέψουν μια Μαύρη Δράκαινα –κι εγώ πρέπει οπωσδήποτε να πάρω το μήνυμα από το τηλεπικοινωνιακό κέντρο. «Μας συγχωρείτε, κυρία,» είπε ο ένας φύλακας του ξενοδοχείου, κα-θώς τη ζύγωναν, «αλλά πρέπει να σας ζητήσουμε να μας ακολουθήσε-

    τε.» «Για ποιο λόγο;»

    «Για λόγους ασφάλειας– Ουχ!» Η Ιωάννα τον κλότσησε –μια αντίδραση που εκείνος, προφανώς, δεν

    περίμενε σ’ένα μέρος σαν την Αλβέρια–, και ο άντρας διπλώθηκε. Ο άλλος φύλακας τράβηξε το ρόπαλο απ’τη ζώνη του.

    Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ύψωσαν τα πιστόλια τους. Πυροβόλησαν.

    Αλλά όχι με θανατηφόρα πυρά, ασφαλώς. Όπως ήταν αναμενόμενο, εκτόξευσαν μικροσκοπικά βέλη με παραλυτικό δηλητήριο. Η Ιωάννα είχε ήδη, μ’έναν γρήγορο ελιγμό, αποφύγει το ρόπαλο του

    φύλακα, προτού εκείνος προλάβει καν να το τραβήξει, και είχε βρεθεί πίσω του.

    Τα βέλη πέτυχαν εκείνον. Τα μάτια του αναποδογύρισαν, καθώς το παραλυτικό άρχισε να δρα αμέσως μέσα στον οργανισμό του, και τα

    γόνατά του λύγισαν. Η Ιωάννα δεν περίμενε να τα δει όλα τούτα να συμβαίνουν. Βρισκό-

    ταν ήδη μες στην πυκνή βλάστηση, τρέχοντας. Αν μη τι άλλο, εκείνο που είχε μάθει πολύ, πολύ καλά όσο βρισκόταν

    ανάμεσα στις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας ήταν να μη χάνει ποτέ χρόνο. Η ζωή και ο θάνατος ήταν, πολλές φορές, θέμα δευτερο-

    λέπτων. Δυστυχώς, έπρεπε να εγκαταλείψει τους σάκους της για να ξεφύγει·

    κι αυτό σήμαινε πως ήταν άοπλη για τα καλά τώρα. Στοιχεία για τον λόγο της παρουσίας της στη Διάσταση του Φωτός δεν είχε αφήσει πίσω της, όμως· αν οι πράκτορας της Παντοκράτειρας

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    7

    έψαχναν τα πράγματά της, δε θα έβρισκαν τίποτα που να τους ενδια-

    φέρει αληθινά.

    «Υψηλότατε.»

    Ο πράκτορας –ο οποίος τώρα δε φορούσε μαγιό και μαύρα γυαλιά, αλλά ήταν ντυμένος με ελαφριά επίσημη ενδυμασία– έκανε μια σύντο-

    μη υπόκλιση μπροστά στον Τάμπριελ, που καθόταν σε μια ξύλινη πο-λυθρόνα των διαμερισμάτων του στο ξενοδοχείο «Ο Αλιγάτορας». Η πράκτορας –η οποία, επίσης, δε φορούσε μαγιό και γυαλιά, αλλά ήταν παρόμοια ντυμένη με τον συνάδελφό της, αν και σύμφωνα με τη

    γυναικεία μόδα της Αλβέρια– έκανε κι αυτή μια εξίσου σύντομη υπό-κλιση, δίχως όμως να αρθρώσει κουβέντα.

    «Η αποστάτισσα πέρασε από την παραλία, φορώντας μια στολή που έδειχνε ότι πρέπει να ήρθε από τη Διάσταση του Φωτός,» συνέχισε ο

    πράκτορας. «Προσπαθήσαμε να την παγιδέψουμε με τη βοήθεια των φυλάκων του ξενοδοχείου, αλλά τη χάσαμε.» «Τη χάσατε,» είπε ο Τάμπριελ, επίπεδα, και σηκώθηκε από την πολυ-

    θρόνα. Στο δεξί του χέρι βαστούσε το κοντό ραβδί του, που είχε εβένι-νο στέλεχος και στο πέρας του βρισκόταν μια γυάλινη σφαίρα, μέσα

    στην οποία φαινόταν, συνεχώς, ν’αναδεύεται μια μαύρη ομίχλη. Ο σύ-ζυγος της Παντοκράτειρας ήταν ένας ερυθρόδερμος, ψηλός άντρας –

    ψηλότερος και από τους δύο πράκτορες εμπρός του– και είχε μακριά, λευκά μαλλιά δεμένα κοτσίδα, καθώς κι ένα μικρό γένι στο σαγόνι.

    Παρά τα φαινόμενα, όμως, δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και ψυχρά. Σπάνια χαμογελούσε.

    «Δυστυχώς, Άρχοντά μου. Έχουμε, όμως, τα πράγματά της.» Ο πρά-κτορας κοίταξε τους δύο σάκους που βρίσκονταν στα πόδια του.

    «Δε νομίζω να έχει αφήσει εκεί μέσα κάτι που δεν ήθελε πραγματικά να πέσει στα χέρια μας,» είπε ο Τάμπριελ. «Ωστόσο, αξίζει να ερευνή-

    σουμε· ίσως, παρ’ελπίδα, μάθουμε κάτι. »Προς τα πού πήγε, όταν σας ξέφυγε;» «Χώθηκε στη βλάστηση, Άρχοντά μου.»

    «Προτού κρυφτεί μέσα στη βλάστηση, προς τα πού κατευθυνόταν;»

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    8

    «Προς το ξενοδοχείο. Γι’αυτό κιόλας ειδοποιήσαμε τους φύλακες να

    τη συλλάβουν. Αλλά, όπως αποδείχτηκε, περισσότερο εμπόδιο μάς στάθηκαν αυτοί παρά μας βοήθησαν.» Ο Τάμπριελ ρουθούνισε. «Ζητήσατε απ’τους φύλακες του ξενοδοχεί-

    ου να σταματήσουν μια Μαύρη Δράκαινα; Πρέπει να έχετε χάσει το μυαλό σας!

    »Τέλος πάντων. Αφού ερχόταν προς τον Αλιγάτορα, πρέπει να ήθελε να μπει για κάποιο λόγο. Πιθανώς, για να μεταφέρει κάποια πληροφο-

    ρία, για να πάρει κάποιο μήνυμα, ή για να ανεφοδιαστεί. Πράγμα που σημαίνει πως θα ξαναπροσπαθήσει να έρθει.

    »Φροντίστε να είστε έτοιμοι γι’αυτήν. Ειδοποιήστε τους φύλακες του ξενοδοχείου ότι μια επικίνδυνη αποστάτισσα θα επιχειρήσει να ει-

    σβάλλει, και πρέπει να την πιάσουν με κάθε κόστος –ζωντανή, κατά προτίμηση. Ειδοποιήστε τους πράκτορές μας να της στήσουν κάποια

    παγίδα. Και εγώ ο ίδιος θα έχω το… νου μου να περιφέρεται σ’ολόκληρο το οικοδόμημα.»

    Αυτό το τελευταίο δεν έβγαζε και πολύ νόημα για τους δύο πράκτο-ρες, ωστόσο δεν το σχολίασαν. Ο Πρίγκιπας Τάμπριελ ήταν γνωστό ότι, ώρες-ώρες, μιλούσε περίεργα· όπως επίσης και ότι, κάποιες στιγ-

    μές, μιλούσε μόνος του. Οι περισσότεροι που τον ήξεραν τον φοβό-νταν· ορισμένοι τον θεωρούσαν τρελό, ορισμένοι προικισμένο, ορισμέ-

    νοι δαιμονισμένο. «Πηγαίνετε τώρα,» πρόσταξε ο Τάμπριελ, κάνοντας μια απότομη κί-

    νηση με το ραβδί του· η μαύρη ομίχλη μέσα στη γυάλινη σφαίρα ανα-δεύτηκε, σπειροειδώς.

    Οι πράκτορες έφυγαν απ’τα διαμερίσματά του, αφήνοντάς του τους σάκους της Μαύρης Δράκαινας.

    Η Ιωάννα περίμενε, κρυμμένη μέσα στη βλάστηση, μέχρι να πέσει η

    νύχτα· και, όταν ο ουρανός ήταν σκοτεινός, βγήκε πίσω από μερικούς θάμνους κοντά στην ακτή και κοίταξε δεξιά κι αριστερά, στενεύοντας τα μάτια.

    Ερημιά.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    9

    Κανείς δε φαινόταν. Λογικό, άλλωστε, αφού, εκτός απ’το γεγονός ότι

    ήταν νύχτα, ετούτο το μέρος δεν είχε αμμουδιά· και οι παραθεριστές της Αλβέρια χρησιμοποιούσαν τις αμμουδιές για να περνάνε ξαπλωμέ-νοι τις ώρες τους, ακόμα κι αν προτιμούσαν τις αχτίνες του γαλανού

    φεγγαριού επάνω στο γυμνό τους δέρμα αντί για τις αχτίνες του ζε-στού ήλιου.

    Η Ιωάννα γλίστρησε, σιωπηλά, μες στο νερό κι άρχισε να κολυμπά προς το ξενοδοχείο «Ο Αλιγάτορας» με αργές, επιδέξιες κινήσεις των χεριών και των ποδιών. Γνώριζε πως, κατά πάσα πιθανότητα, οι εχθροί της θα την περίμεναν.

    Γνώριζε πως θα είχαν, αναμφίβολα, καταλάβει ότι, για να πηγαίνει ε-ξαρχής στον Αλιγάτορα, κάποια δουλειά θα είχε στο ξενοδοχείο· και θα σκέφτονταν πως, αφού βρισκόταν εδώ για δουλειά, δε θα την άφηνε ανολοκλήρωτη.

    Και είχαν δίκιο. Η Ιωάννα, σίγουρα, δε θ’άφηνε τη δουλειά της ανολο-κλήρωτη.

    Μια Μαύρη Δράκαινα ποτέ δεν άφηνε τις δουλειές της ανολοκλήρω-τες. Ακόμα κι αν είχε αποστατήσει από το τάγμα και ενταχθεί στην Επανάσταση. Κάποια πράγματα γίνονται ένα με το είναι σου. Η εκπαί-

    δευσή σου γίνεται εσύ· και εσύ γίνεσαι η εκπαίδευσή σου. Ετούτη η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τώρα δεν ήταν κάτι το

    πρωτόφαντο για εκείνη. Έπρεπε να μπει σ’ένα μέρος που το περι-φρουρούσαν. Συνηθισμένη αποστολή.

    Θα προτιμούσε, όμως, να είχε τον εξοπλισμό της. Θα το προτιμούσε. Αυτό δε σήμαινε πως και χωρίς τον εξοπλισμό της

    ήταν ανίκανη να φέρει εις πέρας την αποστολή. Εξάλλου, μπορούσε πάντα να βρει εξοπλισμό καθοδόν. Από τους ε-

    χθρούς της. Η Ιωάννα έβαλε το κεφάλι της κάτω απ’το νερό και κολύμπησε υπο-

    βρυχίως, καθώς ζύγωνε το μικρό λιμάνι του Αλιγάτορα. Πέρασε κάτω από βάρκες, επάνω στις οποίες –ήταν σίγουρη– υπήρχαν φρουροί, αν

    και, πιθανώς, κρυμμένοι· απέφυγε τους προβολείς που ερευνούσαν τη θάλασσα, παραμένοντας στο σκοτάδι· και έφτασε πλάι σε μια προβλή-τα. Την αναπνοή της δεν είχε πρόβλημα να την κρατά για μεγάλα χρο-

    νικά διαστήματα. Ήταν εκπαιδευμένη σ’αυτό.

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    10

    Υψώνοντας το βλέμμα, παρατήρησε ότι, από πάνω της, ένας φρουρός

    στεκόταν στην άκρη της προβλήτας. Κολύμπησε έτσι ώστε να βρεθεί πίσω του, και έβγαλε το πρόσωπό της απ’το νερό, για να κοιτάξει. Ο άντρας ατένιζε απ’την άλλη· δεν την

    είχε πάρει είδηση. Οι φύλακες του Αλιγάτορα ήταν σαν κοιμισμένα ά-λογα μπροστά της. Σίγουρα, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν

    περίμεναν ότι θα την εμπόδιζαν μέσω αυτών. Σίγουρα, δεν ήταν τόσο αφελείς.

    Κάποιο άλλο σχέδιο θα είχαν κατά νου. Κι αυτό σήμαινε ότι όφειλε να είναι πολύ επιφυλακτική.

    Σκαρφάλωσε πάνω στην προβλήτα και πέρασε, σκυφτή και καλυμμέ-νη στις νυχτερινές σκιές, ανάμεσα από δύο βάρκες.

    Παρατήρησε πως, αναμενόμενα, το μικρό λιμάνι του ξενοδοχείου ή-ταν γεμάτο φύλακες.

    Τα όπλα ενός απ’αυτούς θα τα χρειαζόταν. Εντόπισε έναν, σχετικά απομακρυσμένο από τους υπόλοιπους, και

    γρήγορα τον πλησίασε, γλιστρώντας από σκιά σε σκιά. Μ’ένα γερό χτύπημα στον αυχένα, τον ξάπλωσε μπρούμυτα, αναίσθητο, δίχως ε-κείνος να προλάβει να βγάλει άχνα. Πήρε τη ζώνη του –απ’την οποία

    κρεμόταν ένα πιστόλι– και την πέρασε γύρω απ’τη μέση της. Τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη μπότα του και το πήρε στο χέρι. Το τουφέκι του το

    άφησε· δε θα το χρειαζόταν. Έφυγε απ’το λιμάνι και μπήκε στον κήπο του ξενοδοχείου. Απέφυγε

    δύο φρουρούς και, γλιστρώντας μέσα από ένα παράθυρο, εισέβαλε στο μεγάλο οικοδόμημα, για να βρεθεί σ’έναν από τους φαρδείς δια-

    δρόμους του, που ήταν στολισμένοι με όμορφες, λαξευτές λάμπες και πίνακες από καλλιτέχνες δεκάδων διαστάσεων.

    Από μία απ’τις πόρτες του διαδρόμου, η Ιωάννα μπορούσε ν’ακούσει δύο άντρες να συζητάνε.

    «Λες ότι θα την πιάσουν, δηλαδή; Εγώ δεν το νομίζω.» «Μα, για να ερχόταν εδώ, μάλλον θα ήθελε κάτι…»

    «Ναι, αλλά, αφού είδε πως την πήραν πρέφα, θα έφυγε· δε θάμεινε για να τη μαγκώσουν. Θα βρίσκεται τώρα εκατό διαστάσεις μακριά από την Αλβέρια. Οι αποστάτες δεν είναι ανόητοι.»

    «Για να έχει βάλει η Διεύθυνση, όμως, τόσους φρουρούς….»

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    11

    Η Ιωάννα –που είχε, ασφαλώς, καταλάβει ότι δεν μπορεί να μιλούσαν

    παρά για εκείνη– απομακρύνθηκε, μην έχοντας κανένα ενδιαφέρον ν’ακούσει τη συνέχεια της κουβέντας τους. Εξάλλου, ο προορισμός της μέσα στο ξενοδοχείο ήταν συγκεκριμένος.

    Το τηλεπικοινωνιακό κέντρο. Και ήξερε ακριβώς πού βρισκόταν.

    Όπως, αναμφίβολα, γνώριζαν κι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Η Ιωάννα περίμενε να τους συναντήσει εκεί, καθώς το τηλεπικοινωνιακό

    κέντρο ήταν ένα από τα μέρη που, μάλλον, θα υπέθεταν πως ήθελε να πάει.

    Συνέχισε να διασχίζει τους διαδρόμους και τις αίθουσες του ξενοδο-χείου, που ήταν άδεια από πελάτες –καθότι νύχτα– αλλά ασυνήθιστα

    γεμάτα από φύλακες –καθότι ανέμεναν την εισβολή της. Η Ιωάννα απέφυγε έναν απ’αυτούς, περνώντας, κυριολεκτικά, πίσω

    απ’την πλάτη του, όταν εκείνος γύρισε. Έναν άλλο τον σκότωσε με το ξιφίδιό της, σχίζοντάς του το λαιμό απ’το ένα αφτί ώς το άλλο.

    Ύστερα, έφτασε μπροστά στη μισάνοιχτη, δίφυλλη θύρα του τηλεπι-κοινωνιακού κέντρου, η οποία ήταν καμωμένη από γυαλιστερό, λαξευ-τό ξύλο.

    Ο Τάμπριελ καθόταν στην πολυθρόνα του, μπροστά σ’ένα αναμμένο

    τζάκι· οι φλόγες έκαναν το δέρμα του να μοιάζει ακόμα πιο κόκκινο απ’ό,τι ήταν, ενώ χρωμάτιζαν και τα λευκά μαλλιά και γένια του με μια

    πορφυρή απόχρωση. Τα βλέφαρά του ήταν κλειστά, κι επάνω στα γό-νατά του βρισκόταν ακουμπισμένο το ραβδί του. Δεν το είχε αφήσει,

    όμως, απ’τα χέρια του· οι γροθιές του έσφιγγαν γερά το εβένινό του στέλεχος.

    Η γυάλινη σφαίρα στο πέρας του ραβδιού ήταν τώρα άδεια. Η μαύρη ομίχλη δεν αναδευόταν στο εσωτερικό της· δεν υπήρχε καν, σαν να

    είχε φύγει, να είχε ταξιδέψει κάπου αλλού…

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    12

    Η Ιωάννα κρυφοκοίταξε μέσα στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο, και είδε

    μια γυναίκα κι έναν άντρα να κάθονται μπροστά σε τηλεπικοινωνια-κούς διαύλους. Η γυναίκα είχε ένα ζευγάρι ακουστικά στ’αφτιά της και μιλούσε, σιγανά, σ’ένα μικρόφωνο. Ο άντρας πληκτρολογούσε κάτι,

    κοιτάζοντας την οθόνη αντίκρυ του. Κανείς τους δε φαινόταν να φέρει όπλα.

    Αποκλείεται, όμως, να μην υπάρχει παγίδα εδώ. Το μέρος φωνάζει ΠΑ-ΓΙΔΑ! από μακριά. Κατ’αρχήν, κανένας φύλακας δεν βρισκόταν στο δωμάτιο, το οποίο ήταν περίεργο, δεδομένης της τωρινής κατάστασης.

    Πρέπει, όμως, να μπω και να πάρω το μήνυμα. Δε γίνεται αλλιώς. Μια Μαύρη Δράκαινα δεν κάνει ποτέ πίσω: φέρνει εις πέρας την αποστολή της, ή πεθαίνει προσπαθώντας. Τράβηξε το πιστόλι απ’τη μέση της και, βαστώντας αυτό στο ένα χέρι

    και το ξιφίδιό της στο άλλο, πέρασε το κατώφλι της εισόδου. Ο άντρας και η γυναίκα στράφηκαν στο μέρος της, ξαφνιασμένοι, με

    τα μάτια τους γουρλωμένα. Ή ίσως να παριστάνουν τους ξαφνιασμέ-νους. Η Ιωάννα ύψωσε το πιστόλι της. «Μη φωνάξετε. Μην κάνετε την πα-

    ραμικρή κίνηση να ειδοποιήσετε κανέναν.» Και έκλεισε την πόρτα πί-σω της, με τη φτέρνα.

    «Τι… τι συμβαίνει;» είπε η γυναίκα, έχοντας βγάλει τ’ακουστικά από τ’αφτιά της.

    «Ποια είσαι;» ρώτησε ο άντρας. «Η αποστάτισσα που ψάχνουν;» «Ελάτε κι οι δύο στο κέντρο του δωματίου,» πρόσταξε, ήρεμα, η Ι-

    ωάννα. Και, όταν το είχαν κάνει: «Γονατίστε, και βάλτε τα χέρια στο πάτωμα.»

    Υπάκουσαν. Ωραία, σκέφτηκε η Ιωάννα. Πολύ ωραία για νάναι αλήθεια. Ωστόσο, δεν μπορούσε ν’αντιληφτεί τίποτα επικίνδυνο να βρίσκεται κοντά. Τίποτα απολύτως.

    Τότε, γιατί αισθανόταν τις τρίχες της ορθωμένες, σαν ένα αόρατο μα-χαίρι να ήταν υψωμένο πίσω απ’την πλάτη της; Αγνοώντας το ενοχλητικό προαίσθημα, πλησίασε έναν δίαυλο, λέγο-

    ντας στους δύο ενοίκους του ξενοδοχείου (που, μάλλον, ήταν πράκτο-

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    13

    ρες· δεν μπορεί να ήταν κάτι άλλο!): «Μην κουνηθεί κανένας σας,» ενώ

    εξακολουθούσε να τους σημαδεύει με το πιστόλι. Εκείνοι έμειναν σιωπηλοί. Και τελείως ακίνητοι. Αφύσικα ακίνητοι, ίσως· αν επρόκειτο για δύο κανονικούς ενοίκους, αμάθητους σε τέ-

    τοιες καταστάσεις, θα είχαν ώς τώρα φανερώσει πολύ περισσότερο πανικό. Στημένοι είναι, σίγουρα. Αλλά τι σκατά παγίδα είν’αυτή που μου έχουν ετοιμάσει; Προσπαθούν να δουν τι θέλω από εδώ; Άσε τους να δουν, λοιπόν! Έτσι κι αλλιώς, δε θα καταλάβαιναν τίποτα. Αφήνοντας το ξιφίδιό της παραδίπλα, πάτησε το πλήκτρο ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

    στον δίαυλο και βρήκε το όνομα ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ_33, κάτω από το οποίο υπήρχε καταχωρημένο ένα μήνυμα. Πάτησε το πλήκτρο ΑΝΑΓΝΩΣΗ και

    είδε το περιεχόμενό του. Όπως το περίμενε, ήταν κωδικοποιημένο μ’έναν από τους αναγνωστικούς κώδικες της Επανάστασης. Η Ιωάννα

    το αποκωδικοποίησε με το μυαλό της, καταλαβαίνοντας αμέσως τι της ζητούσε, καθώς και από ποιον ήταν γραμμένο.

    Μειδίασε, λεπτά. Ανδρόνικε… Και ξαφνικά, μια σκοτεινιά απλώθηκε μπροστά της, σαν μαύρο σύν-

    νεφο. Θεοί! Η Ιωάννα τινάχτηκε όπισθεν, πιάνοντας, ενστικτωδώς, το ξιφίδιό της και σπαθίζοντας, ημικυκλικά.

    Η κίνησή της δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, σαν η λεπίδα της να είχε στοχεύσει πολύ μακριά: σαν η σκοτεινιά να βρισκόταν πάρα πολύ κο-

    ντά της για να μπορεί να τη χτυπήσει. Ένα δυνατό βουητό γέμισε το κρανίο της.

    Και πίσω απ’τη μαυρίλα είδε τους δύο πράκτορες να έχουν ήδη ορ-θωθεί και να ορμούν καταπάνω της, τραβώντας μικρά πιστόλια μέσα

    απ’τα ρούχα τους. Η Ιωάννα, αγνοώντας το αλλόκοτο σκοτάδι μπροστά στα μάτια της,

    πυροβόλησε, ενώ, συγχρόνως, άφηνε τον εαυτό της να πέσει πίσω απ’τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο. Η βολή της Μαύρης Δράκαινας πέτυχε τον άντρα στο στήθος, σωριά-

    ζοντάς τον. Η βολή της πράκτορος της Παντοκράτειρας αστόχησε, κα-

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    14

    ταστρέφοντας μια οθόνη κι εκτοξεύοντας θραύσματα στον αέρα και

    στο πάτωμα. Πράγμα που σήμαινε ότι οι φύλακες του ξενοδοχείου θα έρχονταν σχεδόν αμέσως από τον θόρυβο, που, σίγουρα, θα είχε αντηχήσει

    σ’όλους τους διαδρόμους του Αλιγάτορα. Το βουητό είχε πάψει μέσα στο κεφάλι της Ιωάννας: τώρα, δεν ήταν

    παρά ένας ψίθυρος· και η σκοτεινιά είχε, επίσης, αρχίσει να χάνει τη δύναμή της: διαλυόταν, σαν ομίχλη.

    Η Ιωάννα πυροβόλησε τα πόδια της αντιπάλου της, που φαίνονταν κάτω απ’το έπιπλο του τηλεπικοινωνιακού διαύλου. Εκείνη σωριά-

    στηκε, ουρλιάζοντας. Τα βήματα των φυλάκων ακούγονταν να έρχονται.

    Η Ιωάννα σηκώθηκε κι έτρεξε προς ένα παράθυρο, ανοίγοντάς το με μια απότομη κίνηση και πηδώντας έξω.

    Το τηλεπικοινωνιακό κέντρο βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του ξε-νοδοχείο, πράγμα που σήμαινε ότι, κανονικά, κανένας λογικός άνθρω-

    πος δε θα πηδούσε από εδώ. Πολλοί, όμως, είχαν, κατά καιρούς, υπο-στηρίξει ότι όλες οι Μαύρες Δράκαινες έπασχαν από παραφροσύνη. Η Ιωάννα κάρφωσε το ξιφίδιό της στον κορμό ενός δέντρου, καθώς

    έπεφτε. Η λεπίδα έσχισε, κάθετα, αρκετά εκατοστά ξύλου, προτού σταματήσει· και η Ιωάννα κρεμάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα από

    εκεί· έπειτα, άφησε και το πιστόλι και το ξιφίδιό της, για να πιαστεί από ένα κλαδί, και μετά από ένα άλλο, κι ένα άλλο.

    Ώσπου βρέθηκε στο έδαφος του κήπου. Και τώρα, έπρεπε να φύγει από εδώ, χωρίς κανείς να την ακολουθή-

    σει, όπως τόνιζε το μήνυμα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    15

    .2.

    Δε δυσκολεύτηκε να προσπεράσει τους φύλακες του ξενοδοχείου γι’ακόμα μια φορά, να φτάσει στο λιμάνι, και να γλιστρήσει μέσα σε

    μια μικρή βάρκα, τυλιγμένη στο σκοτάδι. Ένας προβολέας πλησίασε προς τη μεριά της, και η Ιωάννα κρύφτηκε

    πίσω από ένα απ’τα καθίσματα του σκάφους, για ν’αποφύγει την α-κτινοβολία του που διέλυε τη γλυκιά νύχτα της Αλβέρια.

    Ένας φύλακας ακούστηκε να περνά μερικά μέτρα παραδίπλα, κοντά σε μια από τις αποβάθρες. Η Ιωάννα παρέμεινε ακίνητη, αφήνοντας τα

    βήματά του ν’απομακρυνθούν. Συγχρόνως, με τις άκριες των ματιών της, μπορούσε να δει ότι μια σκιά στεκόταν επάνω σε μια γειτονική βάρκα, κρατώντας το τουφέκι της έτοιμο: ακόμα ένας φύλακας.

    Η Ιωάννα τράβηξε το πιστόλι της (που το είχε πάρει από το χώμα του κήπου, όταν είχε κατεβεί από το δέντρο) από την περισκελίδα της και

    το απασφάλισε, κρατώντας το με το δεξί χέρι. Με το αριστερό ψαχού-λεψε, μες στο σκοτάδι, το σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται το ενερ-

    γειακό κέντρο της βάρκας. Τα πάντα ήταν όπως όφειλαν: η μπαταρία στη θέση της, και ο διακόπτης σηκωμένος (κι επομένως, το κύκλωμα

    ανοιχτό). Επιπλέον, το σκάφος δεν ήταν κλειδωμένο· μάλλον, ανήκε σε κάποιον από τους εύπορους που έκαναν τις διακοπές τους στην Αλβέ-

    ρια και ήθελαν να έχουν τα μεταφορικά τους μέσα έτοιμα ανά πάσα στιγμή. Εξάλλου, κανένας τους δεν περίμενε ότι εδώ κάποιος θα τα

    κλέψει. Η Ιωάννα κατέβασε τον διακόπτη, αφήνοντας την ενέργεια της μπα-

    ταρίας να διατρέξει τα κυκλώματα της βάρκας και ν’ανάψει ένα σωρό φωτάκια επάνω της… …τα οποία, αναπόφευκτα, τράβηξαν την προσοχή του κοντινού

    φρουρού. Η Ιωάννα τον πυροβόλησε, καθώς εκείνος στρεφόταν στο μέρος της.

    Η κραυγή του έσχισε τη νύχτα, κι ύστερα το σώμα του ακούστηκε να πέφτει στο νερό.

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    16

    Φωνές και βήματα άρχισαν αμέσως ν’αντηχούν.

    Η Ιωάννα πήδησε στη θέση του οδηγού, έπιασε το τιμόνι, και πάτησε το πετάλι δυνατά με το δεξί πόδι. Η βάρκα ξεκίνησε μ’ένα έντονο βου-ητό, σχίζοντας το νερό και βγαίνοντας απ’το λιμάνι.

    Πίσω της, πυροβολισμοί αντήχησαν. Η Ιωάννα κράτησε το κεφάλι της κατεβασμένο, μήπως, παρ’ελπίδα, κανένας απ’τους διώκτες της ήταν

    εύστοχος. Σύντομα, ξανοίχτηκε και βγήκε από το πεδίο βολής τους.

    Τώρα, βρισκόταν στην ανοιχτή θάλασσα της Αλβέρια, αλλά δε σκό-πευε να πάει ακόμα πιο μακριά· γιατί μπορεί ετούτη η διάσταση να

    φαινόταν όμορφη και ήρεμη κοντά στις ακτές της, μα, όταν κανείς α-πομακρυνόταν πολύ απ’αυτές, ήταν γνωστό πως τα νερά γίνονταν ε-

    πικίνδυνα, ειδικά για μικρά σκάφη. Ο λόγος δεν ήταν μόνο ο άστατος καιρός που επικρατούσε εκεί, μα και τα πλάσματα που κυκλοφορού-

    σαν, και που μπορούσαν άνετα να ανατρέψουν οποιοδήποτε σκάφος. Η Ιωάννα ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει. Είχε ανοιχτεί λιγάκι, α-

    πλά και μόνο για να τη χάσουν οι διώκτες της (που, υπέθετε, θα έστελ-ναν σκάφη για να την κυνηγήσουν)· έτσι τώρα έστρεψε ξανά τη βάρκα της προς τις ακτές της Αλβέρια, χωρίς, ασφαλώς, να ζυγώσει τον Αλι-γάτορα. Πήγε σ’ένα μέρος όπου δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, καθώς εδώ η βλάστηση ήταν εξαιρετικά πυκνή, και τα πλάσματα που τριγύριζαν

    μέσα της επικίνδυνα. Η Ιωάννα έβαλε τη βάρκα της σ’έναν ποταμό, ρίχνοντας μια ματιά

    πάνω απ’τον ώμο της, για να δει μήπως κανείς την παρακολουθούσε. Κανένας, διαπίστωσε. Οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας την είχαν χάσει. Και τώρα, βρισκόταν στο μέρος όπου ο Ανδρόνικος τής είχε ζητήσει

    να έρθει. Ο ποταμός, επάνω στον οποίο έπλεε το σκάφος της, περνούσε κάτω

    από πανύψηλα δέντρα με μπλεγμένες φυλλωσιές, που δυσκόλευαν το γαλανό φως του φεγγαριού να περάσει.

    Η Ιωάννα στένεψε τα μάτια της, παρατηρώντας το νερό. Δεν ήταν εύκολο να προσέξεις το υδροπλαστικό. Εξάλλου, αυτός ήταν ο σκοπός του: να κρύβεται, να γίνεται ένα με το νερό· μια μεμβράνη,

    διαφανής αλλά πολύ, πολύ σκληρή. Μπορούσες να τη δεις μονάχα με

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    17

    έναν τρόπο: το νερό έχανε λίγη από την ορμή του περνώντας από μέσα

    της. Η Ιωάννα οδηγούσε τώρα τη βάρκα της με ελάχιστη ταχύτητα, για να μην της ξεφύγει εκείνο που έψαχνε μες στη νύχτα.

    Και το βρήκε. Το σημείο όπου η ορμή του νερού κοβόταν ελαφρώς.

    Το υδροπλαστικό. Οδήγησε το σκάφος της επάνω του, και έβγαλε το κεφάλι της από την

    άκρη της κουπαστής, γνωρίζοντας πως εκεί, μέσα στο υδροπλαστικό, υπήρχαν τηλεοπτικοί πομποί που την έβλεπαν, και το πρόσωπό της θα

    αναγνωριζόταν αμέσως. Και, φυσικά, αναγνωρίστηκε.

    Και το υδροπλαστικό κινήθηκε. Η μεγάλη, διαφανής, σκληρή μεμβρά-νη, που απλωνόταν απ’τη μια όχθη του ποταμού ώς την άλλη, λύγισε, κάνοντας τα νερά ν’ανοίξουν κάτω απ’τη βάρκα της Ιωάννας, δημι-ουργώντας μια μεγάλη, μαύρη τρύπα, μέσα στην οποία το σκάφος κα-

    ταδύθηκε, ομαλά, γλιστρώντας επάνω σε μια ράμπα υδροπλαστικού.

    Ο Σέλιρ πάντοτε φοβόταν τον εγκαταλειμμένο πύργο στους πρόποδες

    των χαμηλών, ξερών λόφων. Ήταν ένα ερείπιο από χρόνους ξεχασμέ-νους, πανάρχαιο και τρομακτικό. Οι Διαλογιστές δεν το πείραζαν· ορι-

    σμένοι ισχυρίζονταν πως εντός του υπήρχαν δυνάμεις απόκρυφες, που ακόμα κανείς δεν είχε καταφέρει ν’αποκαλύψει· άλλοι έλεγαν πως υ-

    πήρχαν θύρες οι οποίες οδηγούσαν σε διάφορες διαστάσεις. Ο Σέλιρ δεν είχε διαπιστώσει ποτέ τίποτα από τα δύο…

    …τώρα, όμως… τώρα, μπορούσε να αισθανθεί κάτι να έρχεται από εκεί. Μπορούσε να το δει. Στεκόταν πάλι στο πέρας του λιθόστρωτου μονοπατιού κι αντίκριζε την πύλη του πύργου, η οποία δεν ήταν σκοτεινή, όπως συνήθως, μα

    ένα δυσοίωνο, πορφυρό φως εκπεμπόταν απ’τα βάθη της… κι από το φως, σαν δαίμονας, σαν καταραμένος θεός, σαν στοιχειό των βουνών, ένας μαύρος άνεμος ήρθε, παρατηρώντας τον Σέλιρ με διάπυρα μάτια,

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    18

    και βγάζοντας μια διαπεραστική φωνή, μια κολασμένη τσυρίδα, που

    του τρυπούσε το κρανίο– Τινάχτηκε επάνω στο κρεβάτι, πιάνοντας τις πλευρές του κεφαλιού του, κραυγάζοντας.

    Και διαπίστωσε πως δεν ήταν ο μόνος που κραύγαζε. Πλάι του, η Άν-μα είχε επίσης ανασηκωθεί, έχοντας τα δικά της χέρια γαντζωμένα στα

    σεντόνια και ουρλιάζοντας. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα, καθώς στράφηκε να τον κοιτάξει· η

    ανάσα της λαχανιασμένη. Το χρυσαφένιο δέρμα της έμοιαζε να φω-σφορίζει στον ασθενικό φωτισμό του δωματίου, καθώς ιδρώτας γυά-

    λιζε πάνω στο πρόσωπό της. «…Σέλιρ,» είπε. «Είσαι ξύπνιος…»

    «Ονειρευόσουν;» ρώτησε ο Σέλιρ, που η μορφή του ίσα που διακρινό-ταν μες στο μισοσκόταδο, καθώς το δικό του δέρμα ήταν μαύρο, κα-

    τάμαυρο, σαν πίσσα. Μονάχα τα μάτια του ξεχώριζαν, και ήταν δια-σταλμένα, όπως της Άνμα’ταρ.

    Εκείνη νόμιζε, ορισμένες στιγμές, πως ο εραστής της δεν ήταν παρά μια σκιά, που τη γεννά η νύχτα και οι ψευδαισθήσεις. Επί του παρόντος, ένευσε. «Ναι, ονειρευόμουν…» μουρμούρισε. Και το

    όνειρό της το θυμόταν καλά: πολύ, πολύ καλά. Δεν πίστευε ότι ήταν ένα απλό όνειρο. Είχε δει ότι περιπλανιόταν πάλι στους διαδρόμους

    του Παντοτινού Ανακτόρου –όπου κατοικούσε προτού μπει στην Επα-νάσταση–, προσπαθώντας να ξεφύγει από κάτι που δεν μπορούσε να

    κατονομάσει, κάποιο αόρατο κακό που πλησίαζε από παντού γύρω και που το έβλεπε μονάχα από στροφές και γωνίες, σαν μαύρη ομίχλη. Το

    γέλιο του, ύστερα, είχε γεμίσει το κεφάλι της, και η Άνμα το είχε αι-σθανθεί ν’αγκαλιάζει τους ώμους της μ’ένα παγερό, τόσο παγερό, άγ-

    γιγμα. Και είχε ξυπνήσει.

    Ξεροκατάπιε. «Τι έβλεπες;» ρώτησε τον Σέλιρ’χοκ, έχοντας μια υπο-ψία ότι πιθανώς τα όνειρά τους να είχαν πολλά κοινά σημεία.

    Εκείνος, έχοντας ακριβώς την ίδια υποψία, της είπε.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    19

    Το υδροπλαστικό έκλεισε από πάνω της, καθώς η βάρκα της Ιωάννας

    καταδυόταν μέσα στη σήραγγα, στα βάθη του ποταμού. Μια ατσάλινη πόρτα άνοιξε εμπρός της, και το σκάφος της γλίστρησε στο εσωτερικό μιας πέτρινης αίθουσας, που φωτιζόταν από ενεργειακές λάμπες και

    που φρουρείτο από τέσσερις φρουρούς, ντυμένους με αλεξίσφαιρους θώρακες. Στα χέρια τους κρατούσαν τουφέκια, κι από τις ζώνες τους

    κρέμονταν ξίφη. Ανάμεσά τους βρισκόταν ένας ψηλός, όμορφος άντρας με μακριά,

    ξανθά μαλλιά και μούσι. Φορούσε έναν λευκό χιτώνα, και μια χρυσα-φένια ζώνη τυλιγόταν γύρω από τη μέση του. Όπλα δε φαινόταν να

    κουβαλά. Ο Ανδρόνικος, ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας και πρω-

    τεργάτης της Επανάστασης. «Ιωάννα,» είπε, χαμογελώντας. «Καλωσόρισες. Ελπίζω να μη δυσκο-

    λεύτηκες με το μήνυμά μου.» «Καθόλου,» αποκρίθηκε εκείνη, βγαίνοντας από τη βάρκα. «Αν και

    οφείλω να ομολογήσω ότι με περίμεναν.» Πλησίασε, ασφαλίζοντας το πιστόλι της και περνώντας το μέσα στην περισκελίδα της. Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Σε περίμεναν;»

    Η Ιωάννα ένευσε. «Οι πράκτορές της με εντόπισαν, κι έβαλαν τους φύλακες του Αλιγάτορα να με κυνηγήσουν. Μην ανησυχείς, όμως, δεν πήραν εκείνο που βρήκα στη Διάσταση του Φωτός. Το έχω επάνω μου.»

    «Ωραία. Έλα μαζί μου.» Η Ιωάννα τον ακολούθησε μέσα στους διαδρόμους του υποποτάμιου

    άντρου των επαναστατών. Ησυχία επικρατούσε παντού γύρω, καθώς ετούτες τις ώρες οι περισσότεροι επαναστάτες κοιμόνταν· εκτός από

    αυτούς που στέκονταν φρουροί ή που ήταν σταλμένοι σε νυχτερινές αποστολές. Αλλά η Ιωάννα αμφέβαλλε αν κανένας άλλος, πέραν από

    εκείνη, βρισκόταν απόψε σε αποστολή. Ο Ανδρόνικος την οδήγησε στο καθιστικό των διαμερισμάτων του·

    και, μόλις η πόρτα είχε κλείσει πίσω τους, την αγκάλιασε απ’τη μέση και τη φίλησε, δυνατά.

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    20

    Η Ιωάννα μειδίασε. «Μπροστά στους άλλους πάντα τυπικός, ε;» τον

    πείραξε, πιάνοντας το ξανθό του γένι ανάμεσα σε δύο δάχτυλά της και τραβώντας το ελαφριά. «Φοβάμαι μήπως ζηλέψουν,» ανταπέδωσε εκείνος, χαμογελώντας.

    «Και, με ξέρεις εμένα, δε θέλω νάχω τέτοιες αντιπαλότητες ανάμεσα στους ανθρώπους μου.»

    «Αχά,» είπε μόνο η Ιωάννα, και τον ξαναφίλησε, σταυρώνοντας τους πήχεις της πίσω απ’το λαιμό του.

    Ύστερα, τον ρώτησε: «Μήπως θέλεις, παρεμπιπτόντως, να σου δώσω κι αυτό που βρήκα;»

    «Θα έλεγα πως τώρα είναι η σωστή ώρα.» Η Ιωάννα πλησίασε το ξύλινο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου.

    Τράβηξε το πιστόλι απ’την περισκελίδα της και το άφησε εκεί. Κάθισε σε μια καρέκλα και έβγαλε το μαντήλι απ’τα μαλλιά της. Τα έλυσε και

    έφερε μια τούφα τους μπροστά της, αρχίζοντας να την ψηλαφίζει. Ο Ανδρόνικος κάθισε πλάι της. «Το είχε, τελικά, μοριακά πεπιεσμένο,

    όπως υποπτευόμουν, ε;» «Ναι,» είπε η Ιωάννα, εξακολουθώντας να ψηλαφίζει τα μαλλιά της. «Στα μαλλιά του;»

    «Ναι.» «Ήταν νεκρός, έτσι;» είπε ο Ανδρόνικος με χαμηλωμένη φωνή.

    «Ναι.» Η δική της φωνή παρέμεινε ουδέτερη. Δεν τον γνώριζε τον Α-ρίσταρχο από παλιά. Πρώτη φορά τον είδε… είδε το πτώμα του, ουσι-

    αστικά, κλεισμένο σ’ένα όχημα που είχε καταστραφεί μες στη μέση της Διάστασης του Φωτός.

    «Τι τον σκότωσε; Μπόρεσες να καταλάβεις;» «Νάτο!» Η Ιωάννα έπιασε μια μακριά, ξανθιά τρίχα ανάμεσα στον

    δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού της χεριού, και τράβηξε κάτι από εκεί, ελευθερώνοντάς το απ’τα μαλλιά της και ρίχνοντάς το πάνω στην

    επιφάνεια του τραπεζιού. Το μικρό αντικείμενο πήρε αμέσως το χρώ-μα του ξύλου και κόλλησε επάνω του. «Δεν τον σκότωσε κάποιο όπλο,

    Ανδρόνικε. Ούτε κανένα θηρίο. Τουλάχιστον, δεν είχε τέτοια σημάδια στο σώμα του. Απ’ό,τι κατάλαβα, το όχημά του χάλασε. Χάλασε η μο-νωτική του ιδιότητα, και η ακτινοβολία της Διάστασης του Φωτός πέ-

    ρασε, μ’αποτέλεσμα να τον σκοτώσει.»

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    21

    Τα φρύδια του Ανδρόνικου έσμιξαν. «Ο Αρίσταρχος δε θ’άφηνε κάτι

    τέτοιο να συμβεί. Δεν ήταν ανόητος.» Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ, πάντως, δεν μπορώ να εξη-γήσω αλλιώς το θάνατό του.»

    «Κι αποκλείεται να κάνεις λάθος. Ούτε εσύ είσαι ανόητη. Έτσι όπως μου τα λες τα πράγματα, όμως, μπορώ να υποθέσω μόνο ότι πρόκειται

    για σαμποτάζ.» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων.» Έπιασε το μοριακά πε-πιεσμένο αντικείμενο και το έσυρε προς το μέρος του. «Θα πρέπει να

    φέρω τον Σέλιρ’χοκ, για να μας το μεγεθύνει και να δούμε τι είχε βρει ο Αρίσταρχος.»

    «Και μετά;» «Μετά, βλέποντας και κάνοντας. Σίγουρα, θα πρέπει να κοιτάξουμε

    προσεκτικά ό,τι πληροφορίες μάς έχει αφήσει εδώ. Για σένα, όμως, έχω μια άλλη δουλειά, Ιωάννα.»

    «Τι άλλη δουλειά;» «Θα ταξιδέψεις στις Αιωρούμενες Νήσους.»

    Παραξενεύτηκε. «Στις Αιωρούμενες Νήσους; Μη μου πεις ότι κι άλλος πράκτοράς σου χάθηκε εκεί…» «Όχι, δε χάθηκε πράκτοράς μου εκεί. Όμως έχουμε στοιχεία ότι σ’ένα

    απ’αυτά τα νησιά υπάρχει ένα απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο. Τη θεωρία του Ενιαίου Κόσμου τη γνωρίζεις, έτσι δεν είναι;»

    Η Ιωάννα ένευσε. «Τη γνωρίζω.» Η εν λόγω θεωρία έλεγε ότι κάποτε δεν υπήρχαν οι δεκάδες διαστάσεις που υπάρχουν τώρα και που η μία

    είναι τόσο ανόμοια της άλλης, αλλά το σύμπαν ήταν ενωμένο· ήταν ένας κόσμος, ένας ενιαίος κόσμος: και μετά, συνέβη κάτι που τον θρυμμάτισε. Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό το κάτι, όμως πολλές υπο-θέσεις ακούγονταν από τους φιλοσόφους, τους επιστήμονες, και τους

    μάγους. «Τι εννοείς, όμως, ότι βρέθηκε απομεινάρι από τον Ενιαίο Κό-σμο;»

    «Κατ’αρχήν, δεν είπα ότι βρέθηκε· είπα ότι έχουμε στοιχεία πως σ’ένα από τα νησιά υπάρχει ένα τέτοιο απομεινάρι.»

    «Το οποίο τι είναι;» «Κάποιο τεχνολογικό κατασκεύασμα, υποθέτω. Θα σου πω περισσό-τερα μετά, όμως· κάτσε τώρα να ειδοποιήσω τον Σέλιρ’χοκ, για να μας

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    22

    αποσυμπιέσει αυτό που μου έφερες.» Σηκώθηκε απ’την καρέκλα του

    και πλησίασε έναν επικοινωνιακό δίαυλο. Η Ιωάννα ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός της–

    –κι αισθάνθηκε να ζαλίζεται, και το κεφάλι της να βαραίνει. Βλεφάρισε και έτριψε με τις παλάμες της το πρόσωπό της.

    «Είσαι καλά;» Ύψωσε το βλέμμα. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, και η όρασή της καθά-

    ρισε. Ο Ανδρόνικος στεκόταν από πάνω της. «Είσαι καλά;» την ξαναρώτη-

    σε. «Ναι… ναι. Δεν ξέρω… Πρέπει να ζαλίστηκα. Δεν είναι τίποτα. Τον ει-

    δοποίησες τον μάγο;» «Ναι.» Ο Ανδρόνικος κάθισε. «Μου είπε ότι έρχεται, μαζί με την Άν-

    μα’ταρ.» «Του μίλησες, δηλαδή;» Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ναι, γιατί;» Η Ιωάννα μόρφασε. Μα τους θεούς, δε σ’άκουσα καθόλου να του μι-λάς… Πρώτη φορά τής συνέβαινε κάτι τέτοιο. Για λίγο, ήταν σα να είχε χαθεί… σα να είχε χαθεί κάπου… Πού; «Σίγουρα είσαι καλά;»

    «Ναι, μια χαρά.» Πώς είναι δυνατόν να μην τον άκουσα να μιλάει; Πώς σκατά είναι δυνατόν; «Θες να σου φέρω να φορέσεις κάτι; Μια ρόμπα;» Η Ιωάννα ένευσε.

    Ο Ανδρόνικος πήγε στην κρεβατοκάμαρα και επέστρεψε. Η πόρτα χτύπησε μόλις η Ιωάννα είχε φορέσει τη μεταξένια, γαλανή

    ρόμπα και δέσει την πάνινη ζώνη γύρω απ’τη μέση της. «Περάστε,» είπε ο Ανδρόνικος.

    Η πόρτα άνοιξε, και ο Σέλιρ’χοκ –κατάμαυρος, πρασινομάλλης, ντυμέ-νος με ολόλευκο χιτώνα– και η Άνμα’ταρ –χρυσόδερμη, μελαχρινή,

    ντυμένη με πορφυρό φόρεμα– μπήκαν. «Ιωάννα,» είπε η μάγισσα. «Επέστρεψες.» «Καλώς σε βρίσκω, Άνμα.»

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    23

    Ο Σέλιρ’χοκ έκλινε το κεφάλι του προς το μέρος της. «Ιωάννα–» Τα

    λόγια του διακόπηκαν απότομα, καθώς τα μάτια του στένεψαν και τα φρύδια του έσμιξαν. «Άνμα!» είπε, έντονα, δίχως να στραφεί στη μά-γισσα.

    «Ω θεοί…» έκανε εκείνη. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

    «Ιωάννα,» είπε αμέσως η Άνμα’ταρ, «δεν είσαι μόνη εδώ. Έφερες κάτι μαζί σου–»

    «Κάτι;» απόρησε εκείνη. «Τι εν–;» Ένα βουητό γέμισε το κεφάλι της, και η αφύσικη μαυρίλα που είχε δει

    και στο ξενοδοχείο «Ο Αλιγάτορας» επέστρεψε, θολώνοντας την όρασή της. Ούρλιαξε, παραπατώντας και υψώνοντας τα χέρια της εμπρός της.

    Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε ούτε να δει τη μαυρίλα ούτε ν’ακούσει το βουητό. «Ιωάννα. Τι είναι; Τι–;»

    Οι μάγοι, όμως, μπορούσαν να διακρίνουν την οντότητα που βρισκό-ταν μέσα στην Ιωάννα, τυλιγμένη σπειροειδώς γύρω απ’την ψυχή της,

    σαν παράσιτο. «Υψηλότατε, μην πλησιάζετε!» προειδοποίησε ο Σέλιρ’χοκ, και, υψώ-νοντας τα χέρια του, ξεκίνησε να αρθρώνει τα λόγια για ένα Ξόρκι

    Πνευματικής Εκδιώξεως. Η Άνμα’ταρ έκανε ακριβώς το ίδιο, γιατί γνώριζε πως, συνδυάζοντας

    τις δυνάμεις τους, θα είχαν καλύτερες πιθανότητες να απομακρύνουν την οντότητα από την Ιωάννα.

    Εν τω μεταξύ, η Ιωάννα άκουγε το βουητό να δυναμώνει μέσα στο κεφάλι της, και έβλεπε τη μαυρίλα να πυκνώνει παντού γύρω. Παρα-

    πάτησε, ουρλιάζοντας· σκόνταψε πάνω στην καρέκλα και σωριάστηκε στο χαλί του πατώματος. Αισθανόταν το κρανίο της να είναι έτοιμο να

    σπάσει. Κι όχι μόνο αυτό. Αισθανόταν κάτι να… κάτι να ξεριζώνεται από τα τρίσβαθα του είναι της. Τι στους χειρότερους δαίμονες τής είχε

    συμβεί; Πώς είχε βρεθεί αυτό το πράγμα, αυτή η κατάρα, επάνω της; Ο Ανδρόνικος, ακολουθώντας τη συμβουλή του Σέλιρ’χοκ, είχε απο-

    μακρυνθεί από τη Μαύρη Δράκαινα, αν και με δισταγμό. Στην αρχή, δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Δεν είχε ιδέα τι την έκανε να πονά, και, βλέποντάς την να ταλαιπωρείται έτσι, ένιωθε την καρδιά

    του να σχίζεται στα δύο. Μετά, όμως, είδε έναν καπνό να βγαίνει από

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    24

    μέσα της, λες και προερχόταν από τους ίδιους τους πόρους του δέρμα-

    τός της. Έναν κατάμαυρο καπνό, που βρυχιόταν σαν ζωντανό πλάσμα, και κάπου μέσα του δύο μάτια φαίνονταν να λαμπυρίζουν. Για κάποιο λόγο, κάτι τού θύμιζε ετούτη η οντότητα· κάτι που τώρα

    αδυνατούσε να συγκεκριμενοποιήσει. Η Ιωάννα λιποθύμησε απ’τον πόνο.

    Ο καπνός υψώθηκε μέχρι την οροφή του δωματίου, βρυχούμενος δυ-νατότερα από πριν και κάνοντας έναν παγερό άνεμο να σηκωθεί, πα-

    ρασέρνοντας χαρτιά και ρούχα. Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ συνέχιζαν να χρησιμοποιούν το Ξόρκι

    Πνευματικής Εκδιώξεως, στέλνοντας όλη τους τη δύναμη σ’αυτό. Η μάγισσα έπεσε στο ένα γόνατο, κουρασμένη· αλλά δεν παραδόθηκε:

    τρίζοντας τα δόντια, εξακολούθησε να επιτίθεται στη μαύρη οντότητα. Και το πνεύμα αποχώρησε, περνώντας μέσα από την οροφή του δω-

    ματίου, σαν αυτή να μην υπήρχε: σαν η πέτρα να μην το εμπόδιζε στο ελάχιστα.

    Η Άνμα’ταρ έπεσε στα χέρια και στα γόνατα, λαχανιασμένη. Ο Σέ-λιρ’χοκ στεκόταν ακόμα όρθιος, μα κι η δική του αναπνοή ακουγόταν δυνατά μέσα στην ξαφνική ησυχία που είχε γεμίσει το δωμάτιο.

    Ο Τάμπριελ κρατούσε το εβένινο ραβδί σφιχτά στα χέρια του. Τα μά-

    τια του ήταν κλειστά, και ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό του. Τα δόντια του έτριζαν. Η όψη του έμοιαζε με την όψη θηρίου· ήταν ικανή να τρο-

    μάξει τον οποιονδήποτε. Μια μαύρη ομίχλη μπήκε στο δωμάτιο, και γλίστρησε μέσα στη γυά-

    λινη σφαίρα στο πέρας του ραβδιού. Ο Τάμπριελ άνοιξε τα μάτια του, τα οποία είχαν γίνει κατακόκκινα·

    σχεδόν τόσο κόκκινα όσο και το δέρμα του. Ξεφύσησε.

    Οι τρισκατάρατοι μάγοι! Παραλίγο το Μακρύ Πόδι της Σήραγγας να ξεφύγει απ’τον έλεγχό του, εξαιτίας τους. Δεν τον πείραζε, όμως. Είχε μάθει όσα ήθελε να μάθει. Και ίσως πε-

    ρισσότερα.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    25

    Σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του και τεντώθηκε, για να ξεπιαστεί. Οι

    κλειδώσεις του έκαναν κρακ· οι μύες του πόνεσαν από την ξαφνική κίνηση, ύστερα από τόση ώρα ακινησίας. Ο Τάμπριελ χαμογέλασε. Είχε βρει το άντρο της Επανάστασης στην

    Αλβέρια· η Παντοκράτειρα θα έμενε πολύ ικανοποιημένη.

    «Τι δαίμονας ήταν αυτός;» απαίτησε ο Ανδρόνικος. «Πώς είχε μπει μέ-σα στην Ιωάννα;»

    «Δεν ξέρω, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε, λαχανιασμένα, ο Σέλιρ’χοκ. «Αλ-λά το είχαμε αισθανθεί από πριν, καθώς περνούσε τη Μαγγανεία

    Πνευματικής Διαισθήσεως που προστατεύει το άντρο… Και ήταν πολύ καλά κρυμμένο… Ίσα που το καταλάβαμε. Μες στον ύπνο μας, αντιλη-

    φτήκαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: και εγώ και η Άνμα, συγχρόνως. Ξυπνήσαμε, από εφιάλτες.»

    Ο Ανδρόνικος γέμισε δύο ποτήρια νερό, και τα άφησε πάνω στο τρα-πέζι, για τους μάγους. Ύστερα, γονάτισε πλάι στη λιπόθυμη Ιωάννα. «Και τώρα έφυγε; Για τα καλά;»

    «Ελπίζουμε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, και ήπιε μια γουλιά νερό. «Όμως αυτή η οντότητα την ακολουθούσε από έξω…»

    «Πράγμα που σημαίνει,» πρόσθεσε η Άνμα’ταρ, που είχε μόλις ορθω-θεί, «ότι κάποιος τώρα γνωρίζει πού βρίσκεται το άντρο μας: κάποιος

    ο οποίος είχε στείλει το συγκεκριμένο πνεύμα, Υψηλότατε. Γιατί» –ήπιε νερό– «δεν ήταν αυτόβουλο. Και… δεν το διώξαμε εμείς ακριβώς.»

    Ο Ανδρόνικος πήρε τα μάτια του από την Ιωάννα και, εξακολουθώ-ντας να βρίσκεται γονατισμένος πλάι της, έστρεψε το κεφάλι του

    στους δύο μάγους. «Ποιος το έδιωξε;» «Εκείνος που το είχε στείλει. Το έδιωξε γιατί… γιατί, μάλλον…»

    «…φοβόταν μην ξεφύγει απ’τον έλεγχό του,» τελείωσε ο Σέλιρ’χοκ. «Η οντότητα αυτή ήταν πολύ ισχυρή, Υψηλότατε. Πανίσχυρη.»

    Η Άνμα’ταρ κατένευσε, και ήπιε νερό. Ο Ανδρόνικος ορθώθηκε. «Φαίνεται, λοιπόν, πως πρέπει να εγκατα-λείψουμε το άντρο,» είπε, δυσαρεστημένα.

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    26

    «Θα έλεγα πως αυτό είναι το συνετότερο που μπορούμε να κάνουμε,

    Υψηλότατε,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ.

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    27

    .3.

    Οι επαναστάτες δεν άργησαν να εκκενώσουν το υποποτάμιο άντρο

    τους στην Αλβέρια. Εξάλλου, τέτοιου είδους καταστάσεις –όπου έπρε-πε, γρήγορα, να φύγουν, προτού έρθουν οι δυνάμεις της Παντοκράτει-

    ρας– δεν ήταν πρωτόγνωρες γι’αυτούς. Ήταν πάντοτε έτοιμοι να ε-γκαταλείψουν ένα μέρος για να πάνε σ’ένα άλλο, ασφαλέστερο.

    Τώρα, συγκεντρώθηκαν όλοι τους μέσα στο υποβρύχιο, αφού είχαν μαζέψει τα πράγματα και τους εξοπλισμούς τους, τα οποία δεν ήταν

    πολλά, ούτε δύσκολο να τα μετακινήσουν: ο τρόπος ζωής των επανα-στατών το έθετε κι ετούτο ως προϋπόθεση, έτσι κι αλλιώς. Ο Ανδρόνικος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο υποβρύχιο,

    κρατώντας τη λιπόθυμη Ιωάννα στα χέρια. Την πήγε στην καμπίνα του μέσα στο σκάφος –η οποία ήταν σαφώς μικρότερη από τα διαμερί-

    σματά του στο άντρο– και την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ύστε-ρα, φώναξε έναν γιατρό, καθώς οι επαναστάτες συνέχιζαν να επιβιβά-

    ζονται στο υποβρύχιο. «Τι συμβαίνει, Υψηλότατε;» ρώτησε ο χρυσόδερμος Φαρνέλιος, που ο

    Ανδρόνικος τον γνώριζε από παλιά –από προτού γίνει σύζυγος της Πα-ντοκράτειρας– και τον εμπιστευόταν απόλυτα. Ήταν ένας γηραιός ά-

    ντρας με μακριά, λευκή γενειάδα και επίσης λευκά μαλλιά, δεμένα α-λογοουρά πίσω απ’το κεφάλι του. Τα μικρά, αλλά έξυπνα, μάτια του

    βρίσκονταν πίσω από ένα ζευγάρι μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά. «Είναι κάποιος χτυπημένος;»

    «Ναι, η Ιωάννα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, και τον οδήγησε στο ε-σωτερικό της καμπίνας του, όπου η Μαύρη Δράκαινα ήταν ξαπλωμένη. Ο Φαρνέλιος κάθισε πλάι της στο κρεβάτι, και έπιασε το σφυγμό της.

    «Τι της συνέβη, Πρίγκιπά μου; Δε φαίνεται τραυματισμένη.» «Ένα… ένα πνεύμα– κάποιου είδους οντότητα είχε εισβάλλει μέσα

    της· και, καθώς ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ την έδιωξαν, η Ιωάννα λι-ποθύμησε.»

  • ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

    28

    «Χμμμ…» έκανε ο Φαρνέλιος, κοιτάζοντας τον Ανδρόνικο πάνω

    απ’τον ώμο του. Δεν εμπιστευόταν τους μάγους· ούτε τους συγκεκρι-μένους, ούτε κανέναν μάγο γενικά· ανέκαθεν έτσι ήταν. Έστρεψε την προσοχή του πάλι στην Ιωάννα και άγγιξε το πρόσωπό της με τα δύο

    χέρια: τα μάγουλά της, το μέτωπό της. Έπειτα ορθώθηκε, λέγοντας: «Καλά, μου φαίνεται. Μάλλον, πρόκειται για μια απλή λιποθυμία· τί-

    ποτε περισσότερο.» «Είσαι βέβαιος, Φαρνέλιε;»

    Εκείνος ένευσε. «Όσο βέβαιος μπορεί να είναι κανείς, όταν μάγοι έ-χουν μπλεχτεί στην όλη ιστορία.»

    Αυτό ο Ανδρόνικος ήξερε πως σήμαινε Ναι, είμαι βέβαιος, οπότε ένευ-σε και είπε: «Σ’ευχαριστώ.»

    Ο Φαρνέλιος έκλινε το κεφάλι και αποχώρησε. Ο Ανδρόνικος έμεινε να κοιτάζει τη λιπόθυμη Ιωάννα για μερικές

    στιγμές, αλλά, ύστερα, βγήκε κι αυτός από την καμπίνα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

    Βάδισε στους στενούς διαδρόμους του υποβρυχίου, που ονομαζόταν Δύτης, για να εποπτεύσει την κατάσταση. Και είδε ότι οι τελευταίοι επαναστάτες έμπαιναν, μεταφέροντας τους εξοπλισμούς τους στους

    ώμους τους. Πλησίασε έναν εύσωμο άντρα με κοντοκουρεμένα μαλλιά και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Το δέρμα του ήταν όπως το δέρμα

    του Ανδρόνικου: λευκό, ή, μάλλον, ροζ, γιατί υπήρχαν και άνθρωποι με πραγματικά λευκό δέρμα, λευκό σαν το χιόνι. Τα μάτια του ήταν κατά-μαυρα και σταθερά· παρατηρητικά, επίσης. Ονομαζόταν Οδυσσέας, και φορούσε τη στολή που τον αναγνώριζε ως Πρόμαχο του υποποτάμιου

    άντρου της Αλβέρια (το οποίο, σύντομα, δε θα ήταν πλέον υπό τον έ-λεγχο της Επανάστασης).

    «Υψηλότατε,» είπε, βλέποντας τον Ανδρόνικο, «τα πάντα βρίσκονται σε ετοιμότητα. Αναμένουμε μόνο τη διαταγή σας για να ξεκινήσουμε.»

    Ανέκαθεν τυπικός. Ο Ανδρόνικος τον ήξερε κι αυτόν από παλιά, όπως τον Φαρνέλιο, κι όμως ο Οδυσσέας εξακολουθούσε να του μιλά στον

    πληθυντικό, παρά τα όσα είχαν περάσει μαζί. «Οι μάγοι είναι στις θέσεις τους;» «Έτσι νομίζω. Επιθυμείτε να ελέγξω;»

  • Ο ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ

    29

    «Όχι,» είπε ο Ανδρόνικος, «θα πάω εγώ.» Και στράφηκε, βαδίζοντας

    προς το ενεργειακό κέντρο του σκάφος. Κανονικά, δε θα είχε καμία ανησυχία· ήταν βέβαιος πως η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ ήταν παραπάνω από ικανοί να ωθήσουν τον Δύτη. Ω-στόσο, ύστερα από την πάλη τους με τη μαύρη οντότητα, αισθανόταν πως θα ήταν καλύτερα να τους μιλήσει. Είχαν κι οι δυο τους εξουθε-

    νωθεί από εκείνη τη σύγκρουση, και ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να έχει τίποτα άσχημες εκπλήξεις στο σύντομο μέλλον: αν ήταν να τον προει-

    δοποιήσουν για κάτι που πιθανώς να συνέβαινε, προτιμούσε να τον προειδοποιήσουν από νωρίς.

    Το ενεργειακό κέντρο βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο του σκά-φους. Ο Ανδρόνικος κατέβηκε μερικά ξύλινα σκαλοπάτια και έφτασε

    εκεί, σ’έναν θάλαμο που δεν ήταν επενδυμένος με ξύλο, όπως τα πε-ρισσότερα άλλα μέρη του υποβρυχίου, αλλά γυμνός, με το μέταλλο

    των τοιχωμάτων του να γυαλίζει στο φως των λαμπών. Το δωμάτιο ήταν οκτάγωνο, και σε κάθε του γωνία υπήρχε από μια μεγάλη, κυλιν-

    δρική ενεργειακή φιάλη· οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι καλώδια και κυ-κλώματα. Ωστόσο, όλες αυτές οι συσκευές δεν ήταν ικανές να δώσουν ζωή στο θηρίο που έφερε το όνομα Δύτης, αν κάποιος μάγος δεν τις ενεργοποιούσε μέσω μιας Μαγγανείας Κινήσεως. Τα περισσότερα με-γάλα μηχανικά κατασκευάσματα, εκτός από τα πιο απλοϊκά φτιαγμέ-

    να, είχαν πάντοτε ανάγκη αυτή την επιπλέον δύναμη για να κινηθούν. Χωρίς τους μάγους, ο Δύτης στοίχημα ήταν αν θα κατόρθωνε να κ