Οι αθώοι - hermann broch

377

Upload: aiol

Post on 04-Apr-2016

267 views

Category:

Documents


2 download

DESCRIPTION

Οι "Αθώοι" μάς δίνουν την πιο βαθιά και πιο έγκυρη έκφραση της βιωματικής γνώσης του ναζισμού. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Χέρμαν Μπροχ ανέλυσε το ναζισμό πριν από την πολιτική του επικράτηση, καταδεικνύοντας την ύπαρξή του στην καθημερινή ζωή και τις διαπροσωπικές σχέσεις των κοινωνικών στρωμάτων που -ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση- τον εξέθρεψαν. Οι ήρωές του, εμπνευσμένοι από την όπερα του Μότσαρτ Ντον Τζιοβάνι, ζουν και δρουν χωρίς συνείδηση των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους, αμέτοχοι στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, "αθώοι" και συνάμα συνένοχοι στην επερχόμενη βαρβαρότητα. Είναι ένας νέος τύπος "πολιτών του 20ού αιώνα", που φέρνει στο νου τη σημερινή πραγματικότητα της αδιαφορίας και της πολιτικής απάθειας.

TRANSCRIPT

Page 1: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 2: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 3: Οι αθώοι - Hermann Broch

01 ΑΘΩΟΙ

Page 4: Οι αθώοι - Hermann Broch

Τίτλος Προποτύπον: Hermann Broch, Die Schuldlosen

© 1974 Suhrkamp Verlag Frankfurt a.M. Alle Rechte vorbehalten.

© 1989 για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ Α.Ε. Πατούσα 3, 106 77 Αθήνα, τηλ. 36.39.434.

Εικόνα Εξωφύλλου: GUSTAV KUMT, Judith II (Salome)

Page 5: Οι αθώοι - Hermann Broch

ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ

ΟΙ ΑΘΩΟΙ Μετάφραση Νίκος Λίβος

ΚΡΙΤΙΚΗ

Page 6: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 7: Οι αθώοι - Hermann Broch

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η παραβολή της φωνής 9 Οι προ-ιστορίες Φωνές 1913 17

I. Αρμενίζοντας (ττην απαλή αύρα 24 Π. Τεχνόυργημένο μεθοδικά 39

Οι ιστορίες Φωνές 1923 57

III. Απωλωλός υιός 61 IV. Η μπαλάντα του μελισσοκόμου 102 ν. Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε 114

VI. Μια ελαφρά απογοήτευση 147 VII. Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού σύμβουλου

Ζαχαρία 168 VIII. Η μπαλάντα της μαστροπού 208

IX. Εξαγορασμένη μητέρα 222

Οι ύστερες ιστορίες Φωνές 1933 285

χ. Ο πετρωμένος επισκέπτης 297 XI. Περαστικό σύννεφο 339

Χρονολογικός πίνακας 355 Λίγα λόγια για την συγγραφή του έργου 361

Page 8: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 9: Οι αθώοι - Hermann Broch

Η παραβολή της φωνής

Μια μέρα ήρθαν οι μαθητές και ρώτησαν τον Δάσκαλο Λε-βί μπαρ Σέμγιο που ζούσε δοξασμένος στην Ανατολή πριν πάνω από διακόσια χρόνια:

«Για,τί, Δάσκαλε, σαν άρχισε ο Κύριος, που άγιο είν' το όνομά Του, τη δημιουργία ύψωσε τη φωνή Του; Αν ήθελε να μιλήσει και να καλέσει με τη φωνή Του τη ζωή, το φως, τα ύδατα, τα άστρα και τη γη καθώς και τα όντα που ζουν επάνω της, με τρόπο που όλα τούτα να Τον ακούσουν και να ακολουθήσουν την εντολή Του, τότε θα έπρεπε για τον σκοπό αυτό να είναι κιόλας υπαρκτά. Ωστόσο τίποτα απ' όλα τούτα δεν υπήρχε* τίποτα δεν μπρρούσε να τον ακού-σει, εφόσον Εκείνος τα έφτιαξε αφού προηγουμένως είχε υψώσει τη φωνή Του. Κι αυτό είν' το ερώτημά μας».

Τότε ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμγιο σήκωσε τα φρύδια του κι απάντησε τελείως απρόθυμα:

«Γλώσσα του Κυρίου - άγια κατά τ' όνομά Του - είναι η σιωπή Του και η σιωπή Του είναι η γλώσσα Του. Η όρασή Του είναι τύφλωση κι η τύφλωσή Του είναι όραση. Η πρά-ξη Του είναι απραξία και η απραξία Του είναι πράξη. Πο-ρεύεσθε στο σπίτι σας και σκεφτείτε πάνω σ' αυτό».

Θλιμμένοι γιατί τον είχαν προφανώς εξοργίσει, έφυγαν εκείνοι και επέστρεψαν την άλλη μέρα δειλά και φοβισμέ-να:

«Συγχώρεσέ μας. Δάσκαλε», άρχισε εκείνος που είχαν επιλέξει για να μιλήσει, «μας είπες χθες πως για τον Κύριο, που είναι άγιο τ' όνομά Του, η πράξη και η απραξία είναι ένα και το αυτό. Πώς συμβαίνει όμως. Αυτός ο ίδιος να

Page 10: Οι αθώοι - Hermann Broch

χώρισε την Πράξη από την Απραξία Του, αφού την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε; Και πώς μπορεί Αυτός, που είναι σε θέση να εκτελέσει τα πάντα με μια και μοναδική πνοή, να κουράζεται και να χρειάζεται ανάπαυση; Του ήταν άραγε η δουλειά τής δημιουργίας τόσο κοπιαστική ώστε να θέλει ο ίδιος να παροτρύνει τον εαυτό Του με τη φωνή Του;»

Οι άλλοι έγνεψαν στα λόγια αυτά. Κι επειδή ο Δάσκαλος πρόσεξε πως τον παρατηρούσαν γεμάτοι φόβο μήπως δυ-σανασχετήσει και πάλι, έθεσε το χέρι του μπροστά απ' το στόμα του, ώστε να μην μπορούν να δουν το χαμόγελό του, και είπε:

«Άστε με να σας απαντήσω με μιαν αντερώτηση. Γιατί Αυτός, που μίλησε με τ' άγιο Του όνομα για τον εαυτό Του, ευδόκησε να Τον περιστοιχίζουν οι άγγελοι; Μήπως προς υποστήριξή Του, αφού δεν έχει καμιάς υποστήριξης ανά-γκη; Γιατί να περιβάλλεται με αυτούς, αφού ο ίδιος είναι αυτάρκης; Πορεύεσθε λοιπόν στο σπίτι σας και σκεφτείτε πάνω σε όλα αυτά».

Πήγαν στο σπίτι τους ξαφνιασμένοι με την αντερώτηση που τους είχε κάμει, κι αφού μισή νύχτα στάθμιζαν τα υπέρ και τα κατά, επέστρεαραν το πρωί στο Δάσκαλο και του ανήγγειλαν χαρούμενοι:

«Πιστεύουμε πως εννοήσαμε την ερώτησή σου και μπο-ρούμε να στην απαντήσουμε».

«Ας την ακούσουμε», είπε ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμ-γιο.

Κάθησαν τότε μπροστά του και ο εκπρόσωπός τους εξή-γησε αυτό που είχαν κατά την κρίση τους βρει:

«Επειδή, ω Δάσκαλε, κατά τη δική σου ερμηνεία για τον Κύριο, που άγιο τ' όνομά Του, σιωπή και λόγος, όπως άλ-λωστε κι ο,τιδήποτε αντιφατικό, είναι πάντοτε ένα και το αυτό, ώστε σε κάθε δική Του σιωπή να εμπεριέχεται κι ο λόγος Του, που όμως αποφάσισε, πως ένας λόγος τον οποίο κανείς δεν θ' άκουγε θα ήταν άσκοπος, όπως ακριβώς άσκοπη είναι μια πράξη που κινείται στο αδημιούργητο κε-νό, καταδέχτηκε, προκειμένου να πληρωθούν οι άγιες Του ιδιότητες, να Του είναι απαραίτητοι οι άγγελοι που θα Τον

10

Page 11: Οι αθώοι - Hermann Broch

περιστοιχίζουν ακούγοντας Τον. Για τον λόγο αυτό απηύ-θυνε σ' αυτούς τη φωνή Του όταν όρισε τη Δημιουργία, κι αυτοί, ακολουθώντας το μέγα έργο, εξαντλήθηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν ανάγκη αναπαύσεως* και τότε Αυτός αναπαύθηκε την έβδομη ημέρα μαζί τους».

Μεγάλος λοιπόν ήταν ο τρόμος τους, όταν εκείνη τη στιγ-μή ο Δάσκαλος μπαρ Σέμγιο ξέσπασε σε δυνατά γέλια* κι από τα γέλια γίνηκαν μικρότερα τα μάτια του πάνω από τη γενειάδα του:

«Ώστε έτσι λοιπόν, περνάτε τον Κύριο, που άγιο είναι το όνομά Του, για κάποιον γελωτοποιό μπροστά στους αγ-γέλους Του; Για κάποιον πανηγυριώτικο μάγο που χτυπά με το ραβδάκι του κι αναγγέλει τα κατορθώματά του; Κο-ντεύω να πιστέψω πως έφτιαξε μωρούς σαν κι εσάς, για να μπορεί μαζί τους να γελά, όπως τώρα δα κάνω κι εγώ, γιατί μα την αλήθεια, η σοβαρότητά Του είναι γέλιο και το γέλιο Του είναι η σοβαρότητά Του».

Εκείνοι ντράπηκαν, κι ωστόσο χαίρονταν που έβλεπαν τον Δάσκαλο τόσο εύθυμο, γι' αυτό και τον παρακάλεσαν:

«Βοήθησέ μας κομμάτι παραπέρα. Δάσκαλε». «Θα το κάνω», απάντησε ο Δάσκαλος, «θα το κάνω και

για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσω και πάλι μιαν αντε-ρώτηση. Γιατί χρειάστηκε ο Θεός, ο Πανάγιος, εφτά ημέ-ρες για τη Δημιουργία Του, ενώ θα μπορούσε να την τε-λειώσει στο απειροελάχιστο μιας στιγμής;»

Αυτοί πήγαν στο σπίτι τους για να συσκεφθούν, κι όταν την άλλη μέρα παρουσιάστηκαν μπροστά στο Δάσκαλο ήξεραν πως είχαν σχεδόν βρει τη λύση* ωστόσο μίλησε ο εκπρόσωπός τους:

«Μας έδειξες το δρόμο. Δάσκαλε, επειδή αντιληφθήκαμε πως ο κόσμος που έφτιαξε ο Κύριος, αγιασμένο τ' όνομά Του, υφίσταται εν χρόνω και πως επομένως και η Δημιουρ-γία, που ανήκε κιόλας σ' ό,τι έφτιαξε, χρειαζόταν μιαν αρ-χή κι ένα τέλος. Για να υπάρξει αρχή ωστόσο, έπρεπε να υφίσταται πριν απ' αυτήν κιόλας ο χρόνος, και για κείνο το κομμάτι του χρόνου πριν από την αρχή της Δημιουργίας στάθηκαν χρήσιμοι οι άγγελοι που διασχίζουν το χρόνο με

11

Page 12: Οι αθώοι - Hermann Broch

τις φτερούγες τους και τον φέρουν πάνω σ' αυτές. Χωρίς τους αγγέλους δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε το άχρονο τού Θεού, μέσα στο οποίο, κατά την άγια Του κρίση, κο-λυμπά ο χρόνος».

Ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμγιο έδειξε ικανοποιημένος και είπε:

«Τώρα είσαστε στο σωστό δρόμο. Εν τούτοις η πρώτη σας ερώτηση αφορούσε τη φωνή, την οποία ο Κύριος στην αγιότητά Του ύψωσε για τη δημιουργία - , τί έχετε να πείτε γι' αυτήν;»

Είπαν τότε οι μαθητές: «Κοπιάσαμε πολύ ωσότου φθάσουμε στο σημείο, για το

οποίο σου κάναμε λόγο προηγουμένως. Όμως δεν φθάσα-με μέχρι την τελευταία σου ερώτηση που ήταν η δική μας. πρώτη. Επειδή δείχνεις πάλι τώρα καλόγνωμος μαζί μας, ελπίζουμε πως θα μας δώσεις την απάντηση».

«Θα το κάνω», είπε ο Δάσκαλος, «και θα είμαι σύντο-μος».

Έτσι άρχισε να μιλάει: «Σε κάθε πράγμα που Εκείνος, τού οποίου το όνομα εί-

ναι άγιο, έφτιαξε ή πρόκειται να φτιάξει ενσωματώθηκε -και πώς να γινόταν αλλιώς - ένα κομμάτι από τις άγιες Του ιδιότητες. Ωστόσο τί είναι σιωπή και φωνή ταυτοχρόνως; Μα την αλήθεια, απ' όλα τα πράγματα που γνωρίζω είναι ο χρόνος εκείνο, στο οποίο ταιριάζει μια τέτοια διπλή ιδιότητα. Ναι, ο χρόνος είναι, και μολονότι μας εμπεριέχει και μας διαπερνά, παραμένει για μας άφωνος και σιωπη-λός* όταν όμως γεράσουμε και μάθουμε να ακούμε προς την αντίστροφη πορεία, τότε θ' αντιληφθούμε ένα ελα(ρρό μουρμούρισμα, κι αυτό είναι ο χρόνος που έχουμε αφήσει. Κι όσο περισσότερο ακούμε προς την αντίστροφη φορά, τόσο γινόμαστε και πιο ικανοί στην ακοή, τόσο σαφέστερα αντιλαμβανόμαστε τη φωνή των χρόνων, τη σιωπή του χρόνου, τον οποίον Εκείνος έφτιαξε εν τη δόξη Του για τ' όνομά Του και για δική σας χάρη, προκειμένου ο χρόνος να φέρει εις πέρας τη Δημιουργία μαζί μας. Κι όσο πιο πο-λύς χρόνος έχει διαρρεύσει, τόσο πιο ισχυρή γίνεται σε μας

12

Page 13: Οι αθώοι - Hermann Broch

η φωνή των χρόνων εμείς θα μεγαλώσουμε μαζί του κι όταν έρθει το τέλος του χρόνου, εμείς θα εννοήσουμε την αρχή του και θ' ακούσουμε τη φωνή τής Δημιουργίας, αφού τότε θα συλλάβουμε τη σιωπή του Κυρίου καθώς θ' αγιάζεται το όνομά Του».

Οι μαθητές σιωπούσαν αποσβολωμένοι. Όταν όμως ο Δάσκαλος δεν πρόσθεσε πλέον τίποτα άλλο, αλλά παρέμει-νε σιωπηλός με κλειστά τα μάτια, αυτοί βγήκαν αθόρυβα έξω.

13

Page 14: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 15: Οι αθώοι - Hermann Broch

Οί προ-ίστορίες

Page 16: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 17: Οι αθώοι - Hermann Broch

Φωνέζ 1913'

Χίλια εννιακόσια δεκατρία γιατί σαν ποίημα να το πεις;

Γιατ' είναι η νιότη σον και πρέπει να την ξαναδείς.

Γιός και πατέρας, με πόδια γυμνά πορεύονταν χρόνια: «κουράστηκα πια», λέει ξάφνου ο γιός, «πού τάχα οδηγεί; φριχτότερο γίνετ' απ' όσο η αρχή-βρέχει συνέχεια, τριγύρω τα χιόνια φοβέρα όι κίνδυνοι, στοιχειά και δαιμόνια». «Η πρόοδος μπρος μας, αυτή οδηγεί», λέει ο πατέρας, «ποιός δεν την πεθυμεί; όσ' αμφιβάλλεις στων φόβων τη δίνη τη διώχνεις. Κλείσε τα μάτια σε τυφλή Εμπιστοσύνη!» Κι ο γιός: «την καρδιά μου κάτι διαρκώς την

παγώνει ακόμα τ'αυτί σου σ' αυτό δεν ιδρώνει; Δεν βλέπεις; Ο δρόμος στοιχειωμένο μνημείο. Γυροφέρνουμε - ω πρόοδος! - στο ίδιο σημείο-το χώμα τράβηξε κάτ' απ' τα πόδια μας, πέρα, χνούδι πανάλαφρο απομείναμε στον ξένο αέρα. Πλάνη η κίνηση' της λείπει ο χώρος». Στα λόγια τούτα ο πατέρας του: «Δεν δίνει ο πόρος ουράνια στον άνθρωπο νέες εκτάσεις; "Πρόοδος" σημαίνει στ' ατέλειωτο να φτάσεις κι ας φαίνεταί σου σαν στοιχειό που θες να

περγελάσεις»,

17

Page 18: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Για μας κατάρα η πρόοδος, για μας η πρόοδος δώρο αφάνησ' ό,τ' είχαμε, μας πήρε τον χώρο, σου λείπει αυτός; Δεν γίνεται ποτέ να πας μπροστά.

Χωρίς τον χώρο ο άνθρωπος έμεινε αβαρύς. Κι αυτό ως νέο πρόσωπο στον κόσμο θα γενεί: Η πρόοδος απαραίτητη δεν είν' για την ψυχή ωστόσο αυτή χρειάζεται το βάρος για να ζει». Περπατώντας κουνάει το κεφάλι του ο πατέρας: «της αντίδρασης γίνηκε ο γιός μου αέρας».

Ω εσύ άνοιξη φθινοπωρινή-ποτέ δεν έγινε πιο όμορφη άνοιξη από εκείνην το φθινόπωρο. Για μια φοράν ακόμα άνθισε ό,τι υπήρξε παρελθόν, το κόσμιο, η πιο θελκτική γαλήνη πριν την καταιγί(\χ. Ακόμα κι ο Άρης χαμογελούσε.

Και μάλιστα, δεδομένου ότι μπροστά στην πληθώρα των πόνων που είναι ικανοί οι άνθρωποι να προξενήσουν ο ένας στον άλλον, ο πόλεμος δεν είναι το χειρότερο των κακών, σε κάθε όμως

περίπτωση είναι το δλακωδέστερο κι απ' αυτόν, τον πατέρα

των πάντων,

η βλακεία κληρονομιέται ακατάπαυστα στον κόσμο των ανθρώπων. Αλίμονο, ω αλίμονο! Επειδή η βλακεία είναι έλλειψη φαντασίας-φλυαρεί για πράγματα αφηρημένα, φλυαρεί για

το άγιο, φλυαρεί για το πάτριον έδαφος και την τιμή

τής χώρας, φλυαρεί για κάποιες γυναίκες και παιδιά

18

Page 19: Οι αθώοι - Hermann Broch

που πρέπει να υπερασπίσει. Όμως όπου το πράγμα γίνεται

πιο συγκεκριμένο, εκεί μένει άφωνη, και τα πετσοκομμένα

πρόσωπα, σώματα και μέλη των ανδρών της είναι το ίδιο ασύλληπτα όπως και η πείνα που επιβάλλει στις πιστές γυναίκες και στα

πολυαγαπημένα παιδάκια. Αυτή είναι η βλακεία, αλήθεια, μια ελεεινή βλακεία, μαζί μ' εκείνην των φιλοσόφων και των ποιητών, που στάζει το πνεύμα τους, τους στάζει το στόμα σαν παίρνουν ν' αδολεσχούν για την ιερότητα του

πολέμου-εννοείται πως αυτοί θα φυλαχτούν από τις σημαίες που τολμηρά αναρριπίζει ο αέρας στα

οδοφράγματα, αφού κι εδώ παραμονεύουν τ' αφηρημένα

φληναφήματα, η εγκυμονούσα τον όλεθρο αιματηρή - αιμολειχρής

ανευθυνότητα. Αλίμονο, ω αλίμονο!

Σε χώρο, που δεν μπορούσες χώρο να τον πεις, γιατί οι άγγελοι σύμπαντες είχαν θέση εκεί κι οι άγιοι όλοι έμεναν μαζί τους, θεϊκά κατοικούσε κάποτε η ψυχή' το χώμα δεν είχε ανάγκη ή κάποιαν κοιλότητα ή και πρόοδο ακόμα, αφού το βήμα της αιώρηση

ήταν, άνωθεν ορισμένη και υφασμένη απείρως κι αιωνίως με την πληρότητα. Κι ωστόσο εδώ, με το άπειρο κιόλας να του γνέφει, απεπέμφθη το πνεύμα πίσω ξανά στο χώρο τον εγκόσμιο - και τούτον πια απ' την αρχή ως κέρδος έπρεπε δικόν του να τον κάνει

19

Page 20: Οι αθώοι - Hermann Broch

αποδεχόμενος το Ύφος, το Εύρος και το Βάθος ως αναγκαίες-

του όντος μορφές: έτσι ήταν η γνώση τον που τώρα μ' αίμα, και μαρτύρια και συμβιβασμούς πρόοδος έγινε, και το ξαναρχίνισμά του με μάγια και μ' αιρέσεις συγχισμένο,

ακατέργαστο, στην πίστη διχασμένο βαθειά, χωρίς οίκτο βασανισμένο κολασμένα, κι όντας

ωστόσο μακριά από κάθε ανθρωπιά, πρόθυμο έδειχνε σε όποια έρευνα με την μπαρόκ του

γνώση το άπειρο θέλοντας ξανά να πιάσει μέσ' στην εικόνα

τού χοός. Όμως όμοια σαν άλλοτε η παράσταση -, ως τμήμα

του κιόλας απ' το πνεύμα προβάλλει το άπειρο, χώρους

δείχνοντας ακόμα πιο ξένους, στα όρια της γνώσης, στα παγερά εκείνα ονείρατα τ' άφωνου λόγου, τ' άπιαστου ήχου, όπου κι η ίδια η

εικόνα ξεθωριάζει: κανένα μέτρο δεν είναι πλέον μέτρο εδώ, ουδ' άγγελος στο μέρος κατοικεί, κι ούτ' όρκος πιάνει, χαμόκλαδα του ακατεύθυντου είναι, ένα θέριεμα

φρικωδώς ανταλλασσομένου Πλησίον κι Απόμακρου, στης

στρίγγλας το τσουκάλι ένα βράσιμο π' αλλάζει το Πύρινο με το Ψυχρό, γιατί

άχωρα αμέτρητος γεννιέται εδώ ένας χώρος, ο χώρος του

νέου χρόνου, ξανοίγεται πάλι σε βάσανα - ω φόβος μέγας της

καρδιάς -, ξανοίγεται πάλι σε πολέμους - ω κρίματα επί

κριμάτων -

20

Page 21: Οι αθώοι - Hermann Broch

για να προέλθει απ' όλα τούτα ακόμα μια φορά Ψυχή - η των πλασμάτων.

Αυτή είναι η μεγάλη εποχή της αστικής νεολαίας που στο μυαλό της έχει έρωτα, χρήμα και παρόμοιες

ιστορίες και πρόθυμη είναι απόλυτα για όλα τούτα πάμπολλες

θυσίες να κάμει ενώνοντας τον κόσμο της σε άλλους κόσμους

- με τη ζήλεια: Λπ' τα χρειώδη ο Θεός, καλός για ποιηματάκια· κ' η πολιτική για 'κείνον, που στην εφημερίδα την

αναζητεί και βλέπει την σαν άγος λαϊκό, την παλιά αυτή των

πριγκήπων αρετή, δεν είν' παρά κάτι αξιοπεριφρόνητο: αντίληψη, που

απ' το χρέος αποδεσμεύει. Και τούτα έτσι έγιναν το έτος χίλια εννιακόσια

δεκατρία, μ' άψυχες φανφάρες και χειρονομίες οπερετικές κι ωστόσο σ' όλα παρέμενε κάτι απ' τις πανάλαφρες

όμορφες πνοές της ιεροτελεστίας του έρωτα, απόηχος αλλοτινών

γιορτών, με περιλαίμιο κολλαριστό, κορσέδες και δαντέλες-ω

θέλγητρα στο φουστάνι με φουρό, ω τελευταία ήπια χρονιά μέσ' του Μπαρόκ τον

τελευταίον ασπασμό!

Ακόμα κι ό,τι εδώ και πολύν καιρό έχει επιζήσει κι έχει ήδη μουχλιάσει,

παίρνει στον αποχαιρετισμό το απαλό χρώμα της μελαγχολίας -

αχ, το Υπάρξαν! Ω Ευρώπη, ω χιλιετίες της Εσπερίας, η σ' επαρχίες διαιρεμένη ζωή της Ρώμης και η με

φρόνηση ελευθερία της Αγγλίας,

21

Page 22: Οι αθώοι - Hermann Broch

πον η μία σ' αντίθεση ήρθε με την άλλη, τώρα όμως απειλούνται να χαθούν κι

οι δυο, και πον τ' Αλλοτινό ξαναγεννιέται, η ξεκούραστη τάξη των γήινων συμβόλων, στα οποία - ω Εκκλησία κραταιά - απλωμένο αντανακλάται τ' Άπειρο, τ' αντικαθρέφτισμα του Σύμπαντος στην ηρεμία του

τρίηχου, της αρμονίας στις αργές του αποδιοργανώσεις και ομοφωνίες. Κι αυτή ήταν ακριβώς η κοσμιότης της Ευρώπης η δαμασμένη κίνηση, η διαίσθηση της ολότητας που εξελισσόμενη ακολουθούσε τις γραμμές μιας

μουσικής η οποία - ω χριστιανικό ήθος του Σεμπάστιαν Μπαχ

- άνωθρώσκει ως οφθαλμός των Εγκοσμίων, μορφοποιώντας ό,τι

επέκεινα είναι, ώστε να πραγματώνονται οι δεσμοί στα άνωθεν και

κάτωθεν, η πραγμάτωση της κόσμιας τάξης κι ελευθερίας εξαπλωμένη με σώφρονα κίνηση από σύμβολο σε

σύμβολο ως τους κρυφότερους των ήλιων του κόσμου της Δύσης. Και ξαφνικά αποδεικνύεται, πως όλα υπάρχουν

συγχρόνως, οι εικόνες ασύνδετες, ακίνητες από γρηγοράδα, σχεδόν χωρίς πια σύμβολα, πεπερασμένο κι άπειρο εν

ταυτώ, η παραφωνία ν' απειλεί και να δελεάζει. Η αρμονία καταντά ανυπόφορη και γελοία, μια παράδοση, που άλλο δεν μπορείς στους κόλπους

της να ζήσεις-Τα Ηλύσια σμίγουν με τα Τάρταρα, το ένα δεν μπορείς πια από τ' άλλο να διακρίνεις. Έχε γειά Ευρώπη' η όμορφη παράδοση έλαβε τέλος.

22

Page 23: Οι αθώοι - Hermann Broch

Γκλίν γκλαν δοξολογία, πηγαίνουμε στη μάχη-δεν ξέρουμε για ποιόν σκοπό αλλά στον τάφο ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα ίσως το βρούνε διασκεδαστικό. Αγάπη μου εσύ στο σπίτι μείνε και κλαίγε με πικρά-πικρά σαν ο στρατιώτης σου στα δάκρυα που θα χύνεις θε να γελά ιπποτικά. Κι όταν στ' εχθρού μας τις γραμμές σαν καταιγίδα το κανόνι θα ξεσπά με γκλιν και γκλαν και φωνές δοξαστικές. Κι αλληλούια, αλληλούια θε να 'χει. Τώρα πηγαίνουμε στη μάχη.

23

Page 24: Οι αθώοι - Hermann Broch

I. Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα

Κάτω από την τέντα με τις καφέ και τις λευκές ραβδώσεις, που είναι ακόμα και τώρα τη νύχτα απλωμένη, υπάρχουν τα ελαφρά ψάθινα τραπέζια και οι ψάθινες καρέκλες. Ανάμεσα στις σειρές των σπιτιών και στις δεντροστοιχίες με το καινούργιο φύλλωμα φυσά το νυχτερινό ανάλαφρο αεράκι, που θα σ' έκανε σχεδόν να πιστέψεις πως-έρχεται από τη θάλασσα. Όμως είναι μονάχα το υγρό λιθόστρωτο* μόλις πέρασε απ' τους άδειους δρόμους ο καταβρεχτήρας. Μερικές γωνίες πιο κάτω βρίσκεται η λεωφόρος* από εκεί ακούγεται το κορνάρισμα των αυτοκινήτων.

Ο νεαρός ίσως ήταν λιγάκι πιωμένος. Κατέβαινε το δρό-μο χωρίς καπέλο, χωρίς γιλέκο* είχε περάσει τα χέρια του στη ζώνη του, ώστε το σακάκι να μένει ανοιχτό στον αέρα και να τον αφήνει να φθάνει μέχρι την πλάτη* ένα είδος κρύου λουτρού. Αν δεν έχεις περάσει τα είκοσι, νιώθεις σχεδόν πάντοτε το ζωντανό μέσα στο σώμα σου.

Μπροστά το καφενείο το έδαφος είναι καλυμμένο με καφέ ψάθες από κοκκοφοίνικα και η μυρωδιά τους είναι ελαφρά αποπνικτική. Ο νεαρός πέρασε λίγο ανασφαλής ανάμεσα από τις ψάθινες καρέκλες, περιέφερε το βλέμμα του σ' ένα δυο πελάτες, πήρε ένα χαμόγελο που ζητούσε συγγνώμη κι έφθασε στην ορθάνοιχτη γυάλινη πόρτα.

Μέσα στο μαγαζί έκανε ακόμα περισσότερη ψύχρα. Ο νεαρός κάθισε σ' έναν καναπέ από δέρμα που ήταν τοποθε-τημένος κάτω από μια σειρά με καθρέφτες, κατά μήκος του τοίχου* κάθισε σκόπιμα απέναντι στην πόρτα, επειδή ήθελε κατά κάποιον τρόπο να δέχεται από πρώτο χέρι στα πνευ-μόνια του τα μικρά ρεύματα αέρος. Το γεγονός πως το

24

Page 25: Οι αθώοι - Hermann Broch

γραμμόφωνο πάνω στο τραπέζι του μπαρ σταμάτησε εκείνη ακριβώς την στιγμή να παίζει - συνέχισε για λίγο ακόμα να τρίζει καθώς ο δίσκος περιστρεφόταν, για ν' αφήσει κα-τόπιν την αίθουσα στους σχεδόν σιωπηλούς θορύβους του καφενείου - αυτό υπήρξε δυσάρεστα κακεντρεχές, κι ο νεαρός κοίταξε τα γαλανόλευκα μαρμάρινα πλακάκια του δαπέδου, που έφερναν στο νου μια βάση ντάμας' στο κέ-ντρο πάντως σχημάτιζαν ένα χιαστό σταυρό, σαν εκείνο του αγίου Ανδρέα, πράγμα που δεν χρειάζεται κανείς για να παίξει ντάμα - , μάλιστα, ήταν περιττός. Βέβαια, δεν πρέ-πει κανείς να ενοχλείται από κάτι τέτοια. Η επιφάνεια των τραπεζιών ήταν από λευκό μάρμαρο που έκανε αδιόρατες σκιάσεις· σ' ένα τραπέζι μπροστά του βρισκόταν ένα ποτή-ρι με σκουρόχρωμη μπύρα* οι φυσαλλίδες του αφρού διο-γκώνονταν κι έσκαγαν.

Στον ίδιο δερμάτινο καναπέ, μπροστά στο διπλανό τρα-πέζι, καθόταν κάποιος. Γινόταν μια συνομιλία, αλλά ο νεαρός βαριόταν να στρέψει προς τα 'κει το κεφάλι του. Ακούγονταν δυο φωνές, η αντρική πολύ αγορίστικη κι εκείνη της γυναίκας μ' ένα λαρυγγόφωνο-μητρικό τόνο. Πρέπει να πρόκειται για μια χοντρή και μελαχροινή κοπέ-λα, σκέφτηκε ο νεαρός, και τώρα σκόπιμα δεν έστρεψε το κεφάλι του προς αυτή την κατεύθυνση. Αν σου έχει μόλις πεθάνει η μάνα, τότε δεν ψάχνεις για άλλες μητρικές υπη-ρεσίες. Και προσπάθησε να σκεφτεί εκείνο το νεκροταφείο στο Άμστερνταμ, τον τάφο του πατέρα του εκεί πέρα, πράγμα που δεν ήθελε ποτέ να σκέφτεται και που έπρεπε εντούτοις τώρα να κάμει, αφού σ' αυτόν μέσα είχαν απο-θέσει κι εκείνη.

Η αντρική φωνή δίπλα είπε: «Πόσα χρήματα χρειάζεσαι;» Ένα σκοτεινό λαρυγγόφωνο γέλιο ήρθε ως απάντηση.

Ήταν πραγματικά μελαχροινή η γυναίκα εκεί; Απ' το μυα-λό του πέρασε μια φράση: σκοτεινή ωριμότητα.

«Έλα, πέσ' μου λοιπόν πόσα χρειάζεσαι!» Η φωνή τώρα έμοιαζε μ' εκείνην ενός εξοργισμένου αγοριού. Ο καθένας φυσικά θέλει να δώσει χρήματα στη μητέρα του. Κι αυτή

25

Page 26: Οι αθώοι - Hermann Broch

εδώ τα χρειάζεται. Η δική του δεν τα είχε ανάγκη* τα είχε όλα. Και θα ήταν ωραία να μπορούσε να τη φρόντιζε, αφού τα έσοδά του - εκεί κάτω στη Νότια Αφρική - αυξάνονταν διαρκώς. Τώρα ήταν ανώφελο. Ξεκάθαρο κι ανώφελο.

Ξανά δίπλα το σκοτεινό γέλιο. Ο νεαρός σκέφτεται: Τώ-ρα άπλωσε να πιάσει το χέρι του. Αμέσως μετά ακούει: «Πού βρήκες τόσα χρήματα; ...αλλά ακόμα κι αν τα είχες δεν θα τα έπαιρνα από σένα». Έτσι μιλάνε οι μανάδες* χρήματα δέχονται μόνο απ' τον πατέρα.

Γιατί δε γύρισε σπίτι μετά το θάνατο του πατέρα; Αυτό έπρεπε να κάμει. Για ποιό λόγο συνέχισε να τριγυρνά στην Αφρική; Και έμεινε εκεί χωρίς να σκεφθεί πως η μητέρα του θα μπορούσε να πεθάνει. Όμως τώρα αυτό έγινε. Βέ-βαια δεν του είχαν έγκαιρα τηλεγραφήσει, αλλά κανονικά θα έπρεπε να το είχε διαισθανθεί. Έξι εβδομάδες μετά το θάνατό της έφθασε στον Άμστερνταμ. Και τώρα, τί ζη-τούσε στο Παρίσι;

Ο νεαρός κοιτάζει το δαπέδο, κοιτάζει προς τον σταυρό του αγίου Ανδρέα. Ολόκληρη η επιφάνεια του δαπέδου καλύπτεται από πολύ μικρούς σωρούς πριονίδια που πυ-κνώνουν σε μικρές θίνες γύρω από το κάτω μέρος της σιδε-ρένιας πόρτας.

Μετά από λίγο ο νεαρός σκέφτεται: πιθανόν να μπορεί να ανταπεξέλθει με εκατό φράγκα. Αν ήξερα πώς να το κάνω, θα της έδινα ευχαρίστως τα εκατό, όχι, διακόσια, τριακόσια. Τώρα έχω, βλέπεις, και την ολλανδική κληρο-νομιά που δεν πρόκειται να της βάλω χέρι.

Ο πατέρας μου φοβόταν πάντα πως κάποτε θα την κατα-σπαταλούσα. Θα απογοητευόταν άραγε, αν μ' έβλεπε τώ-ρα; Όχι, δεν θα πειράξω τα λεφτά του. Όμιος τα έβαλα σε καλή μεριά, με προσοχή και βέβαια με τόκους. Θα τον εξέπληττε και αυτό. Και αναλογίστηκε ξανά τα πλεονεκτή-ματα και τα μειονεκτήματα των νέων του επενδύσεων σε κεφάλαια.

Με τις σκέ-ψεις αυτές έχασε τη συζήτηση δίπλα του. Τώ-ρα ακούει ξανά που η αγορίστικη φωνή λέει:

«Μα αφού σ' αγαπώ».

26

Page 27: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν πρέπει να μιλάς για λε-φτά».

Ο νεαρός σκέφτεται: και οι δυο τους αφήνουν τις φωνές τους να φύγουν, τα ατόματά τους στέλνουν την αναπνοή με τη φωνή, και λίγες σπιθαμές πιο μακριά, ας πούμε πάνω κιόλας απ' το τραπέζι τους κι οπωσδήποτε όχι πολύ πιο πέρα, σμίγουν οι φωνές που αναπνέουν για να παντρευτεί η μια την άλλη. Αυτό είναι στη φύση ενός ερωτικού ντουέ-του.

Και πραγματικά, ακούγεται πάλι: «Μα σ' αγαπώ, σ' αγαπώ τόσο πολύ». Πολύ σιγανή επιστρέφει η απάντηση: «Ω, μικρέ μου». Τώρα φιλιούνται, σκέφτεται ο νεαρός. Τι καλά που δεν

υπάρχει απέναντι κάποιος καθρέφτης* αλλιώς θα τους έβλεπα.

«Ξανά», λέει η βαθειά φωνή της γυναίκας. Θα ήθελα να της δώσω τετρακόσια φράγκα γι' αυτό,

σκέφτεται ο νεαρός και βεβαιώνεται για το αν το παραγε-μισμένο πορτοφόλι του ~ διάβολε, γιατί κουβαλώ πάντα τόσα λεφτά μαζί μου; σε ποιόν θέλω να κάνω εντύπωση μ' αυτό; - είναι πράγματι στη θέση του. Με τετρακόσια φρά-γκα θα μπορούσε να την κάνει κανείς ευτυχισμένη. Όμως η αγορίστικη φωνή τού παίρνει τη λέξη απ' τα χείλη:

«Τα χρειάζεσαι όλα με μιας;... θα μπορούσα ίσως να τά 'βρισκα με δόσεις».

Ο λεβέντης πρέπει να 'χει την ίδια ηλικία με μένα, σκέ-φτεται ο νεαρός, το πολύ λιγάκι νεότερος. Γιατί δεν βγάζει λεφτά; Θα έπρεπε να τού μάθουν πόσο εύκολο είναι να βγάζεις λεφτά. Θα ήθελα να του προτείνω να έρθει μαζί μου στο Κίμπερλαϊ. Κι αν θέλει ας την πάρει μαζί του.

«Καλύτερα να πεθάνω, παρά να δεχτώ χρήματα από σέ-να».

Έι, συλλογίζεται ο νεαρός, αυτό δεν είναι σωστό* με μέ-να δεν θα έπρεπε να μιλάει έτσι. Ξέρω, ξέρω θα ήθελε να μην τον βάλει σ' αυτόν τον κόπο, θα ήθελε να τον ταίζει καλύτερα, να τον ταΐζει με το κουτάλι, όμως θέλει να ζήσει,

27

Page 28: Οι αθώοι - Hermann Broch

πρέπει να ζήσει, και για τη ζωή χρειάζονται χρήματα, τα παλιοχρήματα. Όμως με ποιόν θέλει να ζήσει; Με ποιόν θέλει να ζήσει; Μαζί του; Αν της δώσω πεντακόσια, εξακό-σια φράγκα θα θέλει να ζήσει μαζί μου και θα τον'ταίζει αυτόν στα κρυφά. Αν έπαιρνε απ' αυτόν τα λεφτά, τότε ίσως να ζούσε μαζί του, αλλά δεν θα ήταν πια ο γιός της, και αυτό .θέλει,να το αποτρέχ|ιει. Και έτσι και αλλιώς είναι άσχημα. Φυσικά θα ήταν καλύτερα γι' αυτόν αν πέθαινε η ίδια* όμως δεν το κάνει, και πολύ περισσότερο δεν αυτο-κτονεί. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να προστατέψει κανείς το νεαρό από αυτή τη γυναίκα. Όμως αυτή η σκέψη δεν δίνει λαβή και σ' άλλες. Όταν έχεις πιεί κάμποσα πο-τηράκια δεν μπορείς να πας κάθε σκέψη ως το τέλος.

Αυτή η μπύρα δεν φαίνεται ν' αξίζει τίποτα. Ήπιε το τελευταίο ποτήρι αμυστί κι αισθάνεται λίγο άσχημα. Γύρω απ' το στομάχι έχει σκαλώσει κάτι παγωμένο, το πουκάμι-σο κολλάει, και η προηγούμενη ευεξία δεν επανέρχεται ού-τε και με βαθειές εισπνοές* θα ήταν ωραία να είχες στο πλευρό σου μια γυναίκα-μητέρα.

Γελά μόνος του: εάν αυτοκτονήσω εγώ και της αφήσω τα λεφτά μου, όλα τα όμορφα παλιοχρήματα, θα είναι σε θέση να ταίζει το παλικάρι, κι αν μάλιστα ο θάνατός μου της δώσει ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση, τότε σίγουρα ο μικρός θα είναι ελεύθερος απ' αυτήν έτσι ή αλλιώς είναι καλά ή θα ήταν καλά, μιας και δεν θέλω βέβαια να χάσω τη ζωή μου, ούτε που μου περνάει από το μυαλό να το κά-νω. Γιατί το σκέφτηκα τώρα;

Πίσω από το μπαρ κινήθηκε κάποια ηλικιωμένη ύπαρξη σ' ένα όχι και τόσο καθαρό ροζ φόρεμα. Όταν μιλούσε εκεί με τον σερβιτόρο, έβλεπε κανείς την κατατομή τού προσώ-που της, κι ανάμεσα στην άνω και την κάτω γνάθο σχημα-τιζόταν ένα τρίγωνο που άνοιγε και έκλεινε. Μια μεγάλη, χιονόλευκη γάτα Αγκύρας πήδηξε μ' ένα ανίεπαίσθητο άλ-μα πάνω στον πάγκο, καθαρίστηκε λίγο κι έμεινε κατόπιν ακίνητη να παρακολουθεί το μαγαζί με τη ροζ μύτη της και τα στρογγυλά, γαλάζια μάτια της.

Χαίρομαι που μπορώ να μη βλέπω τη γυναίκα εδώ δί-

28

Page 29: Οι αθώοι - Hermann Broch

πλα μου, σκεφτόταν, και ξαφνικά, «ξαφνικά» για τον ίδιο, είπε σχεδόν φωναχτά: «Μπορεί μια χαρά ν' αυτοκτονήσει κανείς».

Το είπε^ και τρόμαξε: έμοιαζε σαν απάντηση σ' ένα τη-λεφώνημα που είχε και δεν είχε πάρει, γνωρίζοντας παρ' όλα αυτά ότι τον είχαν φωνάξει με τ' όνομά του, μια διατα-γή να διακόψει το παιχνίδι, μια διαταγή να επιστρέψει στο σπίτι. Και σκέφτηκε: εάν δεν είχα ένα όνομα δεν θα μπο-ρούσε να με φωνάξει, τώρα όμως πρέπει να υπακούσω* πρέπει κανείς πάντοτε να υπακούει τη μάνα του; έτσι μού έμαθε, μέχρι μέσα στον τάφο πρέπει να την υπακούει, σαν να μην επιτρέπεται ούτε η επιβίωση. Όμως όσο κι αν ήταν τρομερό να πρέπει ν' αυτοκτονήσεις, δεν μπορούσες να κάμεις κι αλλιώς* αυτό είναι τό σωστό, είναι σωστό και πρέπει να το λέει κανείς ανοιχτά:

«Μόνον ο θάνατος θα^ιας σώσει από νέες διασυνδέσεις». Η φράση βρισκόταν προδήλως και σαφώς στον αέρα κα-

τά κάποιον τρόπο ως τμήμα του εγώ του, ήταν κατά κά-ποιον τρόπο εγχαραγμένη στον αέρα και αποτελούσε ταυ-τόχρονα μια απόδειξη για ό,τι ειπώθηκε. Γιατί τώρα έπρε-πε να περιμένει κανείς πως η εγχαραγμένη εκεί φωνή του θα διαπλεκόταν με τις φωνές εκείνων των δύο, κι αναμε-τρούσε σε ποιό σημείο του αέρα θα μπορούσε να συμβεί αυτό μπροστά του: η εγχάρακτη εικόνα βρισκόταν στη σω-στή ακριβώς θέση, περίπου οκτώ ή εννέα πόδια μακριά απ' αυτόν. Τώρα θα γίνει ένα τρίο, σκέφτηκε, κι έστησε αυτί να δει πώς θ' αντιδρούσαν οι δυο τους. Όμως αυτοί δεν έδωσαν σημασία, γιατί η γυναίκα είπε μισοπαίζοντας και μισοφοβισμένα:

«Αν ερχόταν τώρα!» «Θα μας σκότωνε», απάντησε η φωνή του νεαρού, «του-

λάχιστον θα σκότωνε εμένα, αν τον έφερνε ο δρόμος του προς τα δω... κι αυτό είναι τελείως απίθανο».

Οι δυο τους λένε βλακείες, σκέφτηκε ο νεαρός* μιλάνε για κάποιον που προφανώς θα είναι ένα είδος εκδικητή, ένα είδος εξεταστή και δικαστή, ένα είδος δημίου, που θα τους σκότωνε και τους δυο. Πρέπει να τους καθησυχάσω:

29

Page 30: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Δεν θα έρθει. Καρδιακή προσβολή πριν από τρία χρό-νια στο τρένο μεταξύ Άμστερνταμ και Ρόττερνταμ».

«Δος μου ένα τσιγάρο», λέει η γυναίκα, και η φωνή της ακούγεται πραγματικά καθησυχασμένη.

Αχά, το κατάλαβε, κάνει ένα νεύμα ο νεαρός, κι εγώ θα πιώ ένα δοοίοΐι στην υγειά του φόβου. Και δίνει στο σερβι-τόρο που φώναξε την παραγγελία.

Μετά αισθανόταν πραγματικά καλύτερα, και μάλιστα τελείως καλά. Ένα πράγμα ήταν τώρα σαφές: «γκαρσόν, ακόμα ένα!» Ναι, ας το συνεχίσουμε. Τι άθλιες κουταμά-ρες, αυτά που έλεγαν. Λένε πως οι νεκροί θα βγουν από τους τάφους τους για να τους σκοτώσουν. Ο Κομεντατόρε*, ο Πετρωμένος Ξένος. Αυτά γίνονται μόνο στην όπερα, κύ-ριοί μου, κι εκεί μονάχα στον Δον Ζουάν. Ξαφνικά ανα-τρίχιασε:

«Τώρα θα έρθει παρ' όλα αυτά και θα καθαρίσει τους λογαριασμούς του».

Όμως ήταν μονάχα ο σερβιτόρος, που στάθηκε μπροστά του με το ουίσκι, και ήταν τόσο αστείο, που αναγκάστηκε να επαναλάβει γελώντας: «Θα έρθει παρ' όλα αυτά, ήρθε κιόλας».

Φυσικά, η γυναίκα δίπλα το πήρε στα σοβαρά: «Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγουμε».

«Ναι», λέει ο νεαρός. Ίσως ήταν στ' αλήθεια σοβαρό, ίσως ήταν πράγματι ο Πετρωμένος Ξένος και όχι ο σερβι-τόρος, ο Απάγων, όχι ο Προσάγων.

«Μην πανικοβάλλεσαι», παρακαλεί η αγορίστικη φωνή, «είναι πιο πιθανό να τον συναντήσουμε στο δρόμο... σίγου-ρα δεν θα τον φέρει ο δρόμος του σε τούτο ακριβώς το μα-γαζί...»

Μην είσαι τόσο προπέτης, αγοράκι μου... αν τον έφερε ο δρόμος του στο νοσοκομείο, γιατί να μην τον οδηγήσει κι ως εδώ; Οι γιατροί στο νοσοκομείο είπαν πως η βαρειά εγχείριση στο στομάχι, που έπρεπε να τής γίνει, δεν άφηνε

* Ο Στρατιωτικός Διοικητής, από την όπερα του ^ . Α . ΜΟΖΗΓΙ, Οοη ΟίονΒηηί (σ.τ.Μ.).

30

Page 31: Οι αθώοι - Hermann Broch

σχεδόν καμιά ελπίδα ακόμα και για πολύ πιο δυνατούς ορ-γανισμούς* ωστόσο δεν αποδεικνύεται από πουθενά, πως αυτός δεν την εξανάγκασε παρ' όλα αυτά να αυτοκτονήσει.

Η γυναίκα παραδίπλα ανταπάντησε: «Στο δρόμο μπορεί κανείς τουλάχιστον να ξεφύγει». Δεν υπάρχει διαφυγή, αγαπητή μου. Αν του ξεφύγετε θα

σας πυροβολήσει πισώπλατα. Υπάρχει μονάχα μία προ-στασία και αυτή είναι η ανωνυμία. Όποιος δεν έχει πλέον όνομα, αυτόν δεν μπορούν να τον φωνάξουν, δεν μπορούν ν' απευθυνθούν σ' αυτόν. Δόξα τω θεώ, εγώ ξέχασα το όνο-μά μου. Διάλεξε ένα πούρο από την ταμπακιέρα του και το άναψε με ευχαρίστηση.

«Θα φύγουμε ταξίδι, γλυκιά μου, μακριά πολύ... κανέ-νας και τίποτα δεν θα μας φθάσει πια», είπε η αγορίστικη φωνή.

Α, το κατάλαβα λοιπόν πως πρέπει να πάμε στην Νότια Αφρική, και να βγάλουμε λεφτά. Εγώ δεν έχω αντίρρηση. Εκείνο μονάχα που με νοιάζει είναι ότι δεν μ' αρέσει το πούρο, δεν μ' αρέσει καθόλου. Φτου, διάβολε, έπρεπε να πιώ λίγο ζεστό γάλα.

Η γυναίκα στο διπλανό τραπέζι το κατάλαβε αμέσως: «Γκαρσόν, φέρτε μου λίγο ζεστό γάλα».

Τώρα βρισκόμαστε σε εξέλιξη, σκέφτηκε ο νεαρός* η δια-πλοκή των φωνών λειτουργεί άψογα, κι εκείνη των πεπρω-μένων θα ακολουθήσει. Τώρα θα έπρεπε να πάρω δρόμο. Γιατί να εμπλακώ κι άλλο στις τύχες αυτών των δύο; Θα ήθελα να της βάλω στην τσάντα ένα χαρτονόμισμα των χι-λίων φράγκων και να εξαφανιστώ. Δεν με ενδιαφέρουν κα-θόλου. Είμαι μόνος κι έτσι προστατεύομαι κατά τον καλύ-τερο τρόπο απ' αυτόν.

Αν μείνω μαζί τους, τίποτα δεν θα με σώσει απ' αυτόν. «Γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά...» πολιορκούσε δίπλα το αγο-

ράκι. Δεν μιλάνε μ' ονόματα μεταξύ τους αυτοί οι δύο; Μήπως ξέρουν κιόλας για το επικίνδυνο των ονομάτων; Θα ήταν κατανοητό* ωστόσο πρέπει να το ψέξω. Μάλιστα, αγαπητή μου, δεν φέρεστε μητρικά* οι μητέρες βρίσκουν ονόματα για το παιδί τους και τίποτα δεν τις σταματά από

31

Page 32: Οι αθώοι - Hermann Broch

το να το χρησιμοποιούν, οσονδήποτε μεγάλος κι αν είναι ο κίνδυνος.

«Βρισκόμαστε σ' ανοιχτό μαγαζί», δικαιολογήθηκε η γυ-ναίκα, κι ένιωθες πως έδειχνε το σερβιτόρο.

Ο σερβιτόρος είχε μια γυαλιστερή φαλάκρα. Όταν δεν ήταν απασχολημένος ακουμπούσε στον πάγκο και η ταμίας του μιλούσε ζωηρά, με στόμα που ανοιγόκλεινε χαρακτηρι-στικά. Από καλή τύχη δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγαν οι φωνές τους, διαφορετικά θα μπλέκονταν κι αυτοί στο κου-βάρι των πεπρωμένων με φωνές, των φωνών του πεπρωμέ-νου, θα είχαν όλα διαπλεχθεί, όμως θα έμεναν το καθετί και ο καθένας θεομόναχος: το κουβάρι μού κάθεται στο λαιμό* διιρώ τώρα πάλι τρομερά.

Η γυναίκα πήρε το γάλα που είχε παραγγείλει και η τα-μίας έχυσε το υπόλοιπο σ' ένα πιατάκι: «Αρουέτ», φώναξε τη γάτα Αγκύρας, «γάλα, εδώ, εδώ, Αρουέτ». Και η Αρουέτ κινήθηκε διστακτικά και μ' αξιοπρέπεια απ' τον πάγκο στο πιατάκι με το γάλα.

Πιθανόν να έπινε και η γυναίκα τώρα το γάλα της με μι-κρές ρουφιχτές γουλιές, επειδή η αγορίστικη φωνή έλεγε με θαυμασμό:

«Ω, πόσο σε αγαπώ... θα καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον πάντοτε».

«Καταλαβαίνω σημαίνει διασυνδέω», είπε ο νεαρός, «κι αυτή είναι δική μου δουλειά. Αν τα πράγματα δεν είχαν ονόματα, δεν θα τα καταλάβαινε κανείς, αλλά και δεν θα υπήρχε και καμιά κρίση».

Και σκέφτηκε: είμαι μεθυσμένος, ανωνύμως μεθυσμέ-νως, και δεν έχω πια κανένα όνομα* η μητέρα είναι νεκρή.

Είχε δώσει απάντηση η γυναίκα; Το έκανε: «Αγαπιόμαστε, αγαπιόμαστε έως θανάτου». «Θα έρθει και θα πυροβολήσει, ας μείνει ήσυχη γι' αυτό

η χάρη σας», κι ο νεαρός είναι πολύ ικανοποιημένος γιατί ανακάλυψε την αντανάκλαση της κεντρικής λάμπας στη φαλάκρα τού σερβιτόρου: μια φαλάκρα είναι μια φαλά-κρα, κι ένα φως είναι ένα φως, κι ένα ρεβόλβερ είναι ένα ρεβόλβερ, κι ανάμεσα στα ονόματα εκτείνεται το γεγονός,

32

Page 33: Οι αθώοι - Hermann Broch

έτσι ώστε χωρίς ονόματα ο κόσμος να έμενε σιωπηλός* όμως η δίψα μου είναι δίψα, και τι δίψα!

Στο μεταξύ μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας, ένας κάπως παχύς άντρας με μαύρο μουστάκι, στο πρόσωπο του οποί-ου οι κόκκινες φλέβες σ' έκαναν να σκεφθείς τον κίνδυνο αποπληξίας και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πήγε κα-τευθείαν στο μπαρ, ακούμπησε πάνω του, έβγαλε μια εφη-μερίδα από την τσέπη κι άρχισε να διαβάζει, ένας τακτικός πελάτης που δεν χρειάζεται να κάμει ιδιαίτερη παραγγε-λία* το βερμούτ τοποθετήθηκε μπροστά του από την ταμία μ' έναν τρόπο αυτονόητο.

Ο νεαρός σκέφτηκε: δεν τον βλέπουν. Και λέει δυνατά: «Τώρα αυτός είναι εδώ». Κι επειδή δεν κινείται τίποτα, κι ούτε κι ο άντρας γυρίζει

το κεφάλι του, φωνάζει δυνατά: «Γκαρσόν, ακόμα μια μπύρα». Μεταξύ της δίψας και της μπύρας, ονόματα και τα δύο,

εκτείνεται μ' ευχαρίστηση το γεγονός του πιοτού. Ο άνεμος έξω δυνάμωσε, οι άκρες της τέντας που κρέ-

μονταν πήγαιναν πέρα-δώθε κι όποιος διάβαζε εκεί στα ψάθινα τραπέζια εφημερίδα, ήταν αναγκασμένος να σιάζει συχνά το τσαλακωμένο απ' τον αέρα χαρτί με μια μικρή κί-νηση. Όπως και να 'χει, πολύ πιο ενδιαφέρων από τους αναγνώστες των εφημερίδων ήταν τούτος 'δω στον πάγκο, κι ο νεαρός που τον παρατηρούσε είχε ξαφνικά την εντύ-πωση, πως αυτός εκεί κρατούσε την εφημερίδα στα χέρια του ανάποδα· ήταν μια λανθασμένη, και μάλιστα μια προσ-βλητική εντύπωση, επειδή ο άνθρωπος, γυρισμένος προς την κοπέλα πίσω από τον πάγκο, συζητούσε μαζί της προφανώς για το περιεχόμενο εκείνου που είχε διαβάσει, μιας και χτυπούσε διαρκώς με το τριχωτό του χέρι και τα δάκτυλά του πάνω σ' ένα συγκεκριμένο μέρος της εφημερί-δας.

Τί είχε όμως διαβάσει που τον ερέθιζε τόσο πολύ; Έτεινε να πιστεύει κανείς πως από τον εκνευρισμό του θα μπο-ρούσε να πάθει πάλι εγκεφαλικό. Δ̂ εν υπήρχε αμφιβολία: ο άνθρωπος βρήκε τυπωμένη στην εφημερίδα τη δίκη του,

33

Page 34: Οι αθώοι - Hermann Broch

τη δίκη για την ιδιαζόντοος απεχθή ανθρο^ποκτονία του, κι αυτό ήταν παράξενο, ήταν τόσο πιο παράξενο, όσο με το γεγονός αυτό δεν προκαταλαμβανόταν μόνον το μέλλον, αλλά και κέρδιζε έδαφος μια αντιστροφή της ιεραρχικής τάξεως - πώς τολμούν να κάνουν μια δίκη σ' έναν δικαστή κι εξεταστή; Δεν είναι δικαίωμά του, φυσικό του δικαίω-μα, αΐ03νιο δικαίθ3μά του να σκοτο^σει το αγόρι, να σκοτώ-σει τη γυναίκα, να τους σκοτιόσει όλους; Κι ο νεαρός κοι-τάζει ακίνητος το μέρος, όπου είχαν διαπλεχθεί οι φωνές και τα πεπρωμένα όλιον, για να διαπλέκονται διαρκώς στο ίδιο μέρος κάθε φορά απ' την αρχή.

«Είμαστε εδοό», αναγγέλλει επιτέλους κι ανυπομονώντας τώρα ο νεαρός.

«Αν μπορούσα να βροο τα χρήματα», είπε η γυναίκα, «εί-ναι αργυρώνητος».

«Θα πληρώσω εγο», λέει ο νεαρός, «εγώ...», και βάζει στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων, θέλο-ντας κατά κάποιον τρόπο να δοκιμάσει αν φτάνει.

Ο ξένος στον πάγκο δεν δίνει καμιά προσοχή στη χειρο-νομία, στα χρήματα. Τα χρέη πρέπει να πληρώνονται με τη ζωή.

«Μην ανησυχείς, δεν θέλω να ανησυχείς», ηχεί ικευτευτι-κά η αγορίστικη φοονή, «εγώ...»

Τι σημαίνει Εγώ; εσύ σώπα* όποιος δεν έχει λεφτά, πρέ-πει να σιωπά. Μου είσαι αηδιαστική. Θέλω να πληρώσω και θα πληρώσω. Εγώ είμαι εγώ. Είμαι εγώ, ακόμα και δί-χως όνομα είμαι εγώ:

«Εδώ!» Το φώναξε ο νεαρός, το φώναξε ώστε ο ξένος εκεί, ο

ακίνητος ξένος να στραφεί επιτέλους και να βγάλει την αναμενόμενη, και μάλιστα διακαοος προσδοκο^μενη κραυγή αναγνωρίσεως, να ενώσει την κραυγή στην κραυγή, την μοίρα στη μοίρα, διαπλεγμένος στο κοινό σημείο συνενώ-σεώς τους.

Ωστόσο δεν συνέβη τίποτα. Δεν ερχόταν ούτε ο σερβιτό-ρος* ήταν απασχολημένος έξ(0 στην ταράτσα, και η λευκή του ποδιά πήγαινε πέρα-δώθε από τη δροσερή αύρα που

34

Page 35: Οι αθώοι - Hermann Broch

φυσούσε. Ο άνθρωπος στο μπαρ παραμένει ασυγκίνητος, παραμένει πετρωμένος, ασυγκίνητος και συνεχίζει να μιλά με την ταμία, στην οποία έδωσε το φύλλο της εφημερίδας. Αυτή ήταν η εκδίκησή του για την ανωνυμία - μια πετρω-μένη περιφρόνηση.

Η γυναίκα στο διπλανό τραπέζι λέει: «Δεν ανησυχώ, αντίθετα η καρδιά μου είναι γεμάτη ελ-

πίδα. Όμως τα πόδια και τα χέρια μου είναι βαριά, κι αν ερν,όταν αυτός, θα παρέλυα... είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι».

Ελπίδα; Ναι, ελπίδα. Όποιος δεν έχει όνομα πλέον, ζει στο μη γεγενημένο, και δεν μπορεί να του συμβεί τίποτα πια· έχει αποδεσμευτεί από όλες τις διασυνδέσεις: δεν έχω όνομα, δεν θέλω πια να έχω, αρκετά τριγύρησα με εκείνο που μου επέβαλαν και τώρα μου είναι όλα τα ονόματα αη-διαστικά. Μόνο, δεν είναι τούτο μια άχρηστη εξέγερση, και μάλιστα μια εξέγερση κατά της μητέρας που φώναξε το όνομα; Και σχεδόν κλαυθμηρίζοντας ανακεφαλαιώνει:

«Δεν ωφελεί...» «Ναι, ας γυρίσουμε σπίτι...», λέει η αγορίστικη φωνή. Να γυρίσεις σπίτι θέλεις; Χωρίς Εγώ; Χωρίς όνομα; Δεν

είναι δυνατόν, δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Ο νεαρός αισθάνε-ται πως τον ξανακυριεύει η αδυναμία, πως το πρόσωπό του - και ίσως και εκείνο του αγοριού παραδίπλα - έχει χλω-μιάσει, και, πιάνοντας το μέτωπό του, νιώθει τον κρύο ιδρώτα: έχω όλα τα ονόματα, όλα από το Α ως το Ζ* και γι' αυτό κανένα.

«Ω, γλυκιέ μου μικρέ...», λέει τώρα σιγανά η γυναίκα, ερωτευμένη, θλιμμένη.

Ο νεαρός έγνεψε. Τώρα τον αποχαιρετά. Κι εγώ θα απο-χαιρετήσω, έναν αποχαιρετισμό ανώνυμο. Θα κρεμάσω την αλυσίδα όλων των ονομάτων στο εγώ μου. Θα αρχίσω με το Α ώστε να με εξετάσω πρώτον, εξετάζων καρδίαν και νεφρούς,να με δοκιμάσω στη ζωήκαι στο θάνατο, ακόμα κι

* Το τελευταίο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου (σ.τ.Μ.).

35

Page 36: Οι αθώοι - Hermann Broch

αν αυτός εκεί έχει κιόλας έτοιμη την κρίση στην τσέπη του σακακιού του.

Και πράγματι, ο άνθρωπος στο μπαρ έβγαλε τώρα το ρε-βόλβερ και δείχνει στο σερβιτόρο πώς θα λειτουργήσει το όπλο. Η υπόθεση με την εφημερίδα ήταν συνεπώς η προε-τοιμασία, μια πολύ σωστή προετοιμασία - γιατί να μην γί-νουν μια φορά όλα αντίστροφα;

Ο σερβιτόρος ζυγιάζει το όπλο που τού δείχνουν στο χέ-ρι του και κατόπιν καθαρίζει την κάννη με μια πετσέτα, ώσπου να γυαλίσει. Όχι, ό,τι είναι υπερβολικό, είναι υπερβολικό. Τον σερβιτόρο δεν τον αφορά η υπόθεση κα-θόλου* ας ξεπλύνει αργότερα το αίμα από το μαρμάρινο δάπεδο κι ας σκορπίσει πριονίδια από πάνω. Και για να τον επαναφέρει στο καθήκον, ο νεαρός φωνάζει: «Ακόμα μια μπύρα!» Ταυτόχρονα σείει το χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων, ένα τελευταίο και την ίδια στιγμή απελπισμένο νεύμα στον οπλισμένο. Αυτός φυσικά δεν στρέφεται* σφίγ-γει διάφορες βίδες στο όπλο, το οπλίζει, αυτός, ο δικαστής, ο εξεταστής και ο δήμιος σ' ένα πρόσο3πο.

Η γάτα Αρουέτ, τέλεκοσε το γάλα της και κουλουριάστη-κε φρόνιμα για να κοιμηθεί, αφού πρώτα έγλυψε για λίγο ακόμα το μουστάκι, τον λαιμό και την ουρά.

Στο μεταξύ η κοπέλα άρχισε να τοποθετεί μια σειρά πο-τήρια στο τραπέζι του μπαρ, μια αλυσίδα από ποτήρια, και κάθε φορά που έβαζε κι από ένα ακουγόταν ένας σιγανός μελωδικός ήχος. Το ρεβόλβερ κάνει κρότους. Τα όργανα κουρδίζονται, σκέφτεται ο νεαρός, κι όταν όλες οι φονές συμπέσουν ηχητικά, τότε έφθασε η στιγμή του θανάτου: θα έχω τότε συντριβεί, χτυπημένος από τη σφαίρα που βρίσκε-ται τώρα μέσα στο γεμιστήρα, θα έχω πέσει συντετριμμένος στο μαρμάρινο δάπεδο, θα βρίσκομαι πεσμένος πάνω στο σταυρό του αγίου Ανδρέα σαν να ήμουν καρφωμένος σ' αυτόν, καρφωμένος πάνω στο όνομά μου. Δεν λεγόμουν κάποτε Αντρέας; Ίσως, δεν το ξέρω τώρα πια. Σε κάθε πε-ρίπτ(οση το Αντρέας αρχίζε με ένοι Α, και παρακάλεσε:

«Στο εξής πρέπει να με ονομάζετε Α».

36

Page 37: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο άνεμος που τώρα πάλι έμπαινε μέσα δυνατότερος, έφερνε μαζί του ίχνη αρώματος από ακακίες.

«Όμορφη είναι σήμερα η νύχτα κάτω από τα δέντρα, κάτω από τα μελωδικά άστρα», είπε η φωνή της γυναίκας με σκοτεινή τρυφερότητα.

«Κάτω από τα μελωδικά άστρα του θανάτου», αποκρί-θηκε ο νεαρός και δεν ήξερε αν ήταν αυτός που το είχε πει.

Η αγορίστικη φωνή όμως είπε: «Σε μια τέτοια νύχτα θα μπορούσα να πεθάνω στο στή-

θος σου». «Ναι», είπε ο νεαρός, «Ναι», είπε πολύ βαθειά η γυναικεία φωνή, «έλα». Και τότε κινήθηκε ο άνθρωπος στο μπαρ. Κινήθηκε χω-

ρίς την παραμικρή βιασύνη και με τη μεγαλύτερη δυνατή βραδύτητα. Πρώτα πήρε πίσω από τα χέρια τής ταμία το φύλλο της εφημερίδας για να ξαναχτυπήσει επιβεβαιώνο-ντάς το στο μέρος, όπου γινόταν αναφορά για τη δίκη του, και κατόπιν έστρεψε το πρόσωπό του αργά προς τους πα-ρόντες, κοιτώντας τυφλά πέρα απ' αυτούς, κι ωστόσο με την κρίση κιόλας στο στόμα του:

«Η εκτέλεση μπορεί να αρχίσει». Παρ' όλη την πραότητά της η δικαστική φωνή δεν ανε-

χόταν αντιλογίες· έφθασε ως το σημείο της διαπλοκής, μέ-χρις εκείνου του σημείου, πάνω στο οποίο ο νεαρός εξακο-λουθούσε γοητευμένος και με μεγάλο κόπο να έχει καρ-φωμένο το βλέμμα, που έμεινε να κρέμεται εκεί.

Ο Α. αντίθετα - γιατί έτσι θέλει να λέγεται στο εξής -λέει:

«Τώρα έκλεισε η αλυσίδα, γέννηση και τάφος, εδώ ό."τ(·»: κι εκεί η μητέρα».

Τον ξένο στο μπαρ δεν τον συγκινεί. Με μια μεγάλη, κι-κλική κίνηση σηκώνει το όπλο, το επιδεικνύει στα καρ((('>-μένα και παράλυτα βλέμματα τριγύρω, και μετά, κρύΟο-ντάς το πίσω από την πλάτη του, αρχίζει να κινείται, έρχε-ται πιο κοντά με μια πέτρινη αποφασιστικότητα, κατευθυ-νόμενος αμετάκλητα κι αναπόφευκτα - δεν ήταν αναμεν('>-μενο; - στο διπλανό τραπέζι. Κ« επειδή είχε φτάσει τώρ('

37

Page 38: Οι αθώοι - Hermann Broch

η στιγμή της καταστροφής, κι επειδή ο αντιστρόφως κι-νούμενος χρόνος είχε φθάσει στο τώρα, το σημείο-τώρα, το τώρα-σημείο του θανάτου, στο οποίο αυτός μεταπηδά από το μέλλον στο παρελθόν, ω, επειδή τώρα όλα ξαναγί-νονται παρελθόν, επιτρέπει ο Α. στον εαυτό του το όνειρο, που πρόκειται την επόμενη στιγμή να καταβροχθίσει κι αυ-τόν, για πρώτη και τελευταία φορά να τον αποκαλύψει, με τα μάτια του προσηλωμένα στον επερχόμενο, παρακολου-θώντας τον ίδιο και την κατεύθυνση που αυτός επέλεξε, να κοιτάξει στο διπλανό τραπέζι.

Το διπλανό τραπέζι ήταν αδειανό, το ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Και ταυτόχρονα άρχισε το γραμμόφωνο να παίζει το «Ρογο ά^ Ια ΥιοίοίΓΟ».

Ο σερβιτόρος είχε πάρει στο κατόπι, κουνώντας την πε-τσέτα του, τον ξένο που πλησίαζε. Ο Α. του έτεινε το χαρ-τονόμισμα των εκατό φράγκων:

«Πλήρωσαν οι κύριοι που κάθονταν εδώ;» Ο σερβιτόρος τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει. «Ήθελα να πληρώσω και γι' αυτούς». «Πληρώθηκαν όλα, κύριέ μου», είπε ο σερβιτόρος

αδιάφορα και χρησιμοποίησε την πετσέτα του, ώστε ο ξέ-νος με το μαύρο μουστάκι και το επικίνδυνο για την καρδιά του πάχος, που ετοιμαζόταν να καθίσει παραδίπλα στον καναπέ με το δέρμα, να βρει το τραπέζι καθαρό.

Ο ξένος χαμογελούσε με ολόκληρο το κοκκινωπό του πρόσωπο: «Μην είστε και τόσο τίμιος, φίλε μου».

Ποιόν εννοούσε; σκέφτηκε ο Α.: το σερβιτόρο ή εμένα; είμαι στ' αλήθεια μεθυσμένος, μεθυσμένος του θανατά!

Η ταμίας άρχισε τώρα να καθαρίζει τη σειρά με τα ποτή-ρια. Έπαιρνε το ένα ποτήρι μετά το άλλο* ηχούσαν μελω-δικά, και κάθε ποτήρι αντανακλούσε τα φώτα του μαγα-ζιού. Η Αρουέτ που είχε ξαναξυπνήσει προσπαθούσε μερι-κές φορές με τό παιχνιδιάρικο ποδαράκι της να πιάσει τις αντανακλάσεις. Και έξω ο άερας είχε πέσει.

38

Page 39: Οι αθώοι - Hermann Broch

II. Τεχνουργημένο μεθοδικά

Κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει παραδειγματικό περιεχό-μενο, να παρουσιάζει στη μοναδικότητά του την ενότητα και την παγκοσμιότητα του συνόλου γεγονότος: αυτό ισχύει στη μουσική, προπάντων σ' αυτήν, κι έτσι έπρεπε, όμοια μ' αυτήν, να μπορεί να οικοδομείται σε συνειδητή κατασκευή και αντιστικτικότητα ένα αφηγηματικό έργο τέχνης.

Αν υποτεθεί ότι οι έννοιες μέσης γενικότητας παράγουν μια πολύπλευρη ευφορία, τότε ο ήρωας εντοπίζεται στη με-σαία τάξη μιας μέσης επαρχιακής πόλης, περίπου δηλαδή σε μιαν από τις πρώην έδρες των μικρών γερμανών ηγεμό-νων - χρόνος 1913 - κι ας πούμε στο πρόσωπο ενός βοηθού καθηγητή γυμνασίου. Μπορεί επιπλέον να υποτεθεί πως ο ίδιος διδάσκει μαθηματικά και φυσική, πως μπήκε σ' αυτό το επάγγελμα λόγω ενός μικρού ταλέντου για δραστηριότη-τες ακριβείας, και πως έφερε σε πέρας τις σπουδές του με αφοσίωση, κόκκινα αυτιά κι ένα ωραίο αίσθημα ευτυχίας στην πάλλουσα καρδιά του, χωρίς εννοείται να σκέφτεται ή να επιδιώκει να μάθει τα υψηλότερα προβλήματα και τις αρχές της επιστήμης που επέλεξε, αλλά όντας μάλλον πε-πεισμένος πως με την επιτυχία του στις εξετάσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του ως καθηγητή δεν έφτασε μόνον τα κοινωνικά, αλλά πολύ περισσότερο και τα πνευ-ματικά όρια στο επάγγελμά του. Διότι ένας χαρακτήρας που είναι φτιαγμένος από μέτρια υλικά, δεν βάζει το μυαλό του να δουλέψει γύρω από την αληθοφάνεια των πραγμά-των και των γνώσεων, τού φαίνονται μάλιστα απλώς ιδιό-μορφα, γνωρίζει μονάχα τα προβλήματα χειρισμού τους,

39

Page 40: Οι αθώοι - Hermann Broch

προβλήματα κατανομής και συνδυασμού και ποτέ της ίδιας της ύπαρξης, κι αδιάφορα αν πρόκειται για εκφάνσεις της ζωής ή τύπους της άλγεβρας, βασικό του μέλημα παραμένει πάντα το «ν' αποδώσει σωστά». Κατά τη γνώμη του τα μα-θηματικά αποτελούνται από «ασ>ίήσεις» που πρέπει να λύ-σουν αυτός ή οι μαθητές του, και τέτοιου είδους ασκήσεις ακριβώς είναι τα προβλήματα του εβδομαδιαίου προγράμ-ματος ή οι οικονομικές του έγνοιες. Ακόμα και αυτές οι λε-γόμενες χαρές της ζωής είναι γι' αυτόν μια άσκηση και ένα δεδομένο προκαθορισμένο εν μέρει από την καταγωγή του και εν μέρει από τους συναδέλφους του. Προσδιορισμένος τελείως από τα πράγματα ενός επίπεδου έξω κόσμου, στον οποίον το μικροαστικό νοικοκυριό και η θεωρία του Μάξ-γουελ συνυπάρχουν μονιασμένα κα ισότιμα, εργάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος στο εργαστήριο, εργάζεται στο σχο-λείο, κάνει φροντιστήρια, μετακινείται με τον τροχιόδρο-μο, πίνει μερικές φορές τα βράδια μπύρα, πάει κατόπιν σε οικο ανοχής, έχει τους δικούς του γιατρούς και στις διακο-πές τρώει με τη μητέρα του στο πατρικό του σπίτι* πένθιμα νύχια στολίζουν τα χέρια του και κοκκινόξανθα μαλλιά το κεφάλι του, αηδιαστικά βρίσκει ελάχιστα πράγματα και δεν τον ενοχλούν τα κουρέλια από λινέλαιο στο πάτωμα.

Είναι δυνατόν τούτο το ελάχιστο προσωπικότητας, μπο-ρεί ένα τέτοιο Μη-Εγώ να γίνει αντικείμενο ανθρώπινου ενδιαφέροντος; Δεν θα μπορούσε το ίδιο καλά κανείς να αναπτύξει την ιστορία κάποιου νεκρού πράγματος, λόγου χάριν ενός φτυαριού; Τί το ουσιαστικό μπορεί να συμβεί μετά το μεγάλο γεγονός μιας τέτοιας ζωής, δηλαδή την επι-τυχία στις εξετάσεις για καθηγητής; Ποιές σκέψεις μπο-ρούν ακόμα να γεννηθούν στο κεφάλι του ήρωα - τα ονό-ματα δεν αλλάζουν την ουσία, ας τον πούμε λοιπόν Ζαχα-ρία - τώρα που ακόμα και το μικρό ταλέντο στα μαθηματι-κά αρχίζει αργά-αργά να παγώνει; Τί σκέφτεται τώρα; Τί σκεφτόταν; Έφτασε ποτέ η σκέψη του πιο πέρα από τις ασκήσεις των μαθηματικών, σε τομείς ανθρώπινους; Ας πούμε ναι: την εποχή που πέρασε τις εξετάσεις η σκέψη του κατάφερε να συμπυκνωθεί σε κάποιες ελπίδες για το μέλ-

40

Page 41: Οι αθώοι - Hermann Broch

λον* έβλεπε τότε, για παράδειγμα, τον εαυτό του σε ένα δι-κό του σπίτι, έβλεπε, έστω λίγο αόριστα, τη μέλλουσα τρα-πεζαρία, μέσα στο εσπερινό μισοσκόταδο της οποίας ξε-χώριζαν ευκρινέστερα οι γωνίες ενός όμορφου ξυλόγλυ-πτου μπουφέ και οι πράσινες ανταύγειες του χαλιού, και στον ίυΙαΓυιη βχΒΟίαιη των σχηματισμών αυτών διαισθανό-ταν κανείς πως στο σπίτι αυτό θα υπήρχε και κάποια σύ-ζυγος. Όμως όλα αυτά, όπως είπαμε, έμεναν σχέδια. Η παρουσία μιας γυναίκας τού ήταν κατά βάσιν μια υπόθεση αδιανόητη: ακόμα και όταν με την εικόνα της μέλλουσας συζύγου διαπερνούσαν το μυαλό του μερικά ερωτικά σύν-νεφα και τού 'λεγε μέσα του κάποια φωνή πως θα ξέρει όλες τις τελίτσες και τις τρυπίτσες στα εσώρουχά της, όπως τις ήξερε και στα δικά του, ακόμα λοιπόν και όταν εκείνη η γυναίκα τού παρουσιαζόταν άλλοτε με το στηθόδεσμο και άλλοτε με καλτσοδέτες - ένα πρόβλημα απεικονίσεως για τον αναπτυσσόμενο τότε εξπρεσσιονισμό - παρέμενε ωστόσο γι' αυτόν ασύλληπτο, το ότι κάποιο συγκεκριμένο κορίτσι ή μια γυναίκα, με την οποία θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για φυσιολογικά πράγματα σε φυσιολογικό συ-ντακτικό, πως αυτή λοιπόν θα μπορούσε να είχε και μια σεξουαλική περιοχή. Οι γυναίκες που ασχολούνταν με τέ-τοια πράγματα, βρίσκονταν τελείως στο περιθώριο, όχι χα-μηλότερα από τις άλλες, αλλά σ' έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, σ' έναν κόσμο που δεν είχε τίποτα το κοινό με αυτόν στον οποίο ζούσε, έτρωγε και μιλούσε. Απλώς ήσαν δια-φορετικές, ήσαν όντα με την πιο άγνωστη ιδιοσυγκρασία που μιλούσαν γι' αυτόν σε μιαν άφωνη ή τουλάχιστον ακα-τάληπτη και παράλογη γλώσσα. Σαν τις πλησίαζε δηλαδή κάποιος, ό,τι απέμενε να γίνει γινόταν με ιδιαίτερα μεθοδι-κή σβελτάδα και δεν θα πέρναγε ποτέ από το μυαλό τους να συζητήσουν, ας πούμε για ξεσκονόπανα - όπως η μητέ-ρα του - ή για τις εξισώσεις του Διοφάντου - όπως γυναί-κες συνάδελφοί του Για το λόγο αυτό τού φαινόταν ανε-ξήγητο το ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο πέρασμα από αυτά τα καθαρά αντικειμενικά θέματα στα περισσότε-ρο υποκειμενικά, εκείνα του Έρωτα. Γι' αυτόν αποτελούσε

41-

Page 42: Οι αθώοι - Hermann Broch

ένα χάσμα, του οποίου το Ή-το-ένα-ή-το-άλλο (πρωταρχι-κή πηγή κάθε ηθικολογίας περί το σεξ) εμφανιζόταν πα-ντού εκεί, όπου επικρατεί ερωτική αβεβαιότητα και που σύμφωνα με τ' ανωτέρω μπορεί να θεωρηθεί η αφορμή για την χαλαρότητα των ηθών που χαρακτήριζε τους καλλιτέ-χνες της εποχής, και μάλιστα πιο ειδικά για τον εταιρισμό, περί τον οποίο διέπρεπε ένα μεγάλο τμήμα της λογοτεχνίας της.

Στην κατά τα λοιπά συμπαγή παρουσία του Ζαχαρία στον κόσμο υπήρχε εδώ μια ρωγμή, που θα μπορούσε κάτω από ορισμένες συνθήκες, να μεταβάλλει τον υπόλοιπο αυ-τοματισμό των πράξεών του, σ' ένα είδος ανθρώπινου χρέους να αποφασίζει.

Προς το παρόν δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο φυσικά. Λί-γο καιρό μετά τις εξετάσεις του ο Ζαχαρίας διορίσθηκε σε μια θέση βοηθού καθηγητή για μια από παιδαγωγική άποψη καλύτερη λειτουργία και άρχισε να τεμαχίζει το σχεδόν πλήρες, περιποιημένο και εύχρηστο πακέτο των γνώσεών του σε μικρότερα πακέτα και να τα δίνει στους μαθητές του με σκοπό να ζητήσει την επιστροφή τους υπό τη μορφή αποτελεσμάτων στις εξετάσεις τους. Σε περίπτωση που ο μαθητής δεν ήξερε να πει λέξη, ο Ζαχαρίας σχημάτιζε την, έστω ασαφή γνώμη, πως ο μαθητής ήθελε να παρακρατήσει όσα τού δόθηκαν ως δάνειο, και γΓ αυτό τον κατσάδιαζε ως αναίσθητο και ένιωθε ο ίδιος ζημκομένος. Με τον τρόπο αυτό έγινε κάθε τάξη στην οποία εδίδασκε τόπος φυλάξεως ενός τμήματος του εγώ του, όπως ακριοιός και τ] ντουλάπα στο μικρό δωμάτιο που νοίκιαζε, η οποία φιλοξενούσε τα ρούχα του που έπρεπε κι αυτά να θειορούνται ως τμήματα του ίδου εγώ. Εάν ξανάβρισκε στην τρίτη τάξη την άσκηση με τις πιθανότητες και στο σπίτι τα παπούτσια του στην υποδηματοθήκη, τότε ένιωθε πιος ανήκει αναμφίβολα ολό-κληρος στον κόσμο και πως είχε συνδεθεί μαζί του.

Επειδή όμως μια τέτοια ζωή συνεχιζόταν για κάμποσα χρόνια τώρα, είχε έρθει ο καιρός να συμβεί το ερωτικό συγ-κλόνισμα που υπαινιχθήκαμε. Και θα ήταν μια αφύσικη και βεβιασμένη κατασκευή το να δινόταν ως σύντροφος

42

Page 43: Οι αθώοι - Hermann Broch

στον Ζαχαρία κάποιο άλλο απ' το πιο πρόχειρο ταίρι, δη-λαδή η θυγατέρα της σπιτονοικοκυράς του - ας την ονομά-σουμε Φιλιππίνη.

Το ότι ο Ζαχαρίας ήταν ικανός να ζήσει δίπλα σε μια κοπέλα, χωρίς την παραμικρή σκέψη ή επιθυμία, ανταπο-κρινόταν στην αντίληψη που είχε για τις γυναίκες, και στην περίπτωση ακόμα που η άρνηση αυτή δεν ανταποκρινόταν ίσως ούτε και στους πόθους της κοπέλας, σίγουρα δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος που θα καταλάβαινε τους κοριτσίστι-κους αναστεναγμούς. Επομένως μπορεί το δίχως άλλο να υποτεθεί ότι η φαντασία της Φιλιππίνης, μ' όποιον τρόπο κι αν είχε ή δεν είχε καταπιαστεί με τον Ζαχαρία, στο εξής θα στρεφόταν σε εκτός σπιτιού στόχους και δεν θα αστο-χήσει κανείς με το να της αποδώσει έναν ρομαντικό χαρα-κτήρα. Συνηθίζεται, για παράδειγμα, στις μικρές πόλεις να πηγαίνει κανείς καθημερινά στους σιδηροδρομικούς σταθ-μούς και να κοιτάζει τα τρένα που περνούν με μεγάλη τα-χύτητα, συνήθεια στην οποία η Φιλιππίνη υποτασσόταν ευ-χαρίστως. Εκεί ήταν πολύ εύκολο, κάποιος νεαρός που θα στεκόταν σ' ένα παράθυρο του τρένου που προσπερνούσε, να φώναζε στο όχι και τόσο άσχημο ανθρωπάκι: «Για δεν έρχεσαι μαζί μου!», ένα συμβάν που αρχικά θα μετέβαλε την Φιλιππίνη σ' ένα κούτσουρο με ηλίθιο χαμόγελο, σ' ένα κούτσουρο που θα γύριζε μετά στο σπίτι με βαρειά σαν από σίδερο πόδια, και που θα κουβαλούσε ωστόσο μαζί του ένα καινούργιο είδος ονείρων: νύχτα με τη νύχτα θα ήταν στο εξής υποχρεωμένη με κουρασμένα, αχ, πόσο κουρασμένα πόδια να τρέχει πίσω απ' τα τρένα που θά 'φευγαν, και που, μολονότι τόσο κοντά που αν άπλωνες τα χέρια σου θα τά 'γγιζες, βυθίζονταν ωστόσο σ' ένα τίποτα, χωρίς να αφήνουν κάτι άλλο πίσω τους εξόν από ένα τρομοκρατη-μένο πέταγμα απ' τον ύπνο. Όμως ακόμα και την ημέρα, καθώς θα ύψωνε το βλέμμα από το κέντημα και θα παρα-κολουθούσε για λίγο το νευρικό ζικ-ζακ πέταγμα των μυ-γών γύρω απ' τη λάμπα, θα έφερνε ξανά και ξανά στο μυα-λό της εκείνη τη σκηνή στο σταθμό, πιο ζωντανή τώρα και με περισσότερες λεπτομέρειες απ' ό,τι στο όνειρο, πιο

43

Page 44: Οι αθώοι - Hermann Broch

πλούσια ακόμα κι απ' αυτή τη χαμένη πραγματικότητα και ως δια μαγείας θα φαινόταν τότε στη Φιλιππίνη φυσικό, πως θα μπορούσε να είχε πηδήσει στο τρένο που έφευγε, βλέποντας τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε, βλέποντας, όχι, νιώθωντας τον τρομερό τραυματισμό που θα ήταν ανα-πόφευκτος με το παράτολμο άλμα της, και βλέποντας τον εαυτό της κατόπιν ξαπλωμένο στα μαλακά μαξιλάρια της 1ης θέσης μ' αυτόν να της κρατά το χέρι και τους δυο τους να ταξιδεύουν στη σκοτεινή νύχτα. Αυτά βλέπει η Φιλιπ-πίνη και κάνει ένα νεύμα να φύγει, χαιρετώντας δουλικά, τον ελεγκτή που έλαβε το πρόστιμο για το εισιτήριο που της έλειπε μαζί μ' ένα πλούσιο φιλοδώρημα, ώστε να μην της απομένει τώρα τίποτα άλλο, από το να διαλέξει αν θα πα-τήσει το φρένο της τιμής την κατάλληλη στιγμή ή δεν θα το κάνει, μιας και οι δυο επιλογές τής κόβουν το ίδιο την ανα-πνοή.

Ζώντας λοιπόν σε τέτοιες σφαίρες δεγ πρόσεχε πια σχε-δόν καθόλου τον Ζαχαρία, κι όχι φυσικά εξαιτίας των γκρίζων και μπαλωμένων απ' την ίδια καλτσών του - άλλω-στε και τον αγαπημένο της στο τρένο δεν τον φανταζόταν παρά με γκρίζες κάλτσες - όσο κυρίως εξαιτίας της 4ης θέ-σης (δηλαδή πεζή), στην οποία ο Ζαχαρίας πραγματοποι-ούσε τις κυριακάτικες εκδρομές του φορτωμένος το σακί-διό του. Η παρουσία του δεν της γινόταν πλέον σχεδόν κα-θόλου αντιληπτή, και ακόμα και η υπενθύμιση της σύντα-ξης που θα έπαιρνε δεν ήταν διόλου σε θέση να κάμει το αίμα της να τρέξει πιο γρήγορα.

Η αλήθεια είναι πως μόνο σε συμπτώσεις λόγω χώρου και χρόνου οφειλόταν το γεγονός πως αυτοί οι δυο άνθρω-ποι βλέπονταν ακόμα. Από πραγματική τύχη και μέσα σ' ένα ακατέργαστο σκοτάδι συναντιόντουσαν κάποτε τα χέ-ρια τους, και η επιθυμία που αναφλέγεται ξαφνικά ανάμε-σα στο χέρι του άντρα και της γυναίκας έπαιρνε και στην περίπτωσή τους φωτιά - προς μεγάλην έκπληξη και των δύο. Η Φιλιππίνη έλεγε την πιο άδολη αλήθεια όταν, κα-θώς κρεμόταν από τον λαιμό του, του επαναλάμβανε: «Μα

44

Page 45: Οι αθώοι - Hermann Broch

δεν είχα ιδέα πως σ' αγαπώ τόσο πολύ», αφού, πραγματι-κά, κάτι τέτοιο δεν το γνώριζε πρώτα.

Ο Ζαχαρίας ένιωθε κάπως ανήσυχα από τη νέα κατάστα-ση των πραγμάτων. Το στόμα του ήταν τώρα πάντοτε πλημ-μυρισμένο στα φιλιά και είχε μπροστά στα μάτια του διαρ-κώς τη γωνιά που αγκαλιάζονταν και το δωμάτιο που συ-ναντιόντουσαν. Στο μάθημα τον κυρίευε ξαφνικά ο ύπνος, παραμελούσε την ύλη που έπρεπε να διδάξει, άκουγε αφη-ρημένος τους εξεταζόμενους μαθητές και έγραφε στο μετα-ξύ «Φιλιππίνη» ή «σε αγαπώ» σε πρόχειρα χαρτιά, όχι όμως με τη φυσική σειρά των γραμμάτων, αλλά, προκειμέ-νου να μη γίνει γνωστό το μυστικό τής καρδιάς του, σκόρ-πιζε τα γράμματα με κανόνες που εφεύρισκε αυθαίρετα σ' ολόκληρο το χαρτί και διασκέδαζε διπλά κατόπιν με το να ξανασυνθέτει τις μαγικές λέξεις.

Η Φιλιππίνη όμως την οποία σκεφτόταν πάνω απ' όλα, ήταν μονάχα εκείνη των φευγαλέων ερωτοτροπιών τους: πίσω από τις πόρτες η αγαπημένη, όμως μπροστά σε άλλον κόσμο μια συνηθισμένη γνωστή του, με την οποία συζη-τούσε για το φαγητό και για το σπίτι. Η κοπέλα έγινε γι' αυτόν ένα ον με διπλή φύση και καθώς έγραφε στο χαρτί το όνομα τού ενός όντος γεμάτος πόθο, τον άφηνε το άλλο παντελώς αδιάφορο σαν να επρόκειτο για κάποιο έπιπλο. Μπορεί όμως οποιαδήποτε γυναίκα να μην προσέξει και να δεχθεί μια τέτοια συμπεριφορά; Όχι: ακόμα κι αν ήταν και η ίδια από την ίδια πάστα, θα της ήταν αδύνατο. Δέν ήταν δυνατόν ούτε και για τη Φιλιππίνη: δεν μπορούσε πα-ρά να το προσέξει. Κι έτσι συνέβη μια μέρα να συγκεντρώ-σει τη γυναικεία της διάγνωση στις σωστά επιλεγμένες και σωστά ειπωμένες λέξεις: «αγαπάς μονάχα το σώμα μου». Μπορεί βέβαια να μην ήταν σε θέση να πει και η ίδια τι άλλο θα μπορούσε ν' αγαπά κανείς πάνω της, πιθανόν μά-λιστα ν' απαγόρευε παραξενεμένη κάθε άλλο είδος αγάπης, αυτό όμως δεν ήταν ούτε σ' αυτήν ούτε σ' αυτόν γνωστό, κι έτσι ένιωσαν και οι δυο για το γεγονός που αποκαλύ-φθηκε προσβεβλημένοι.

Ο Ζαχαρίας το πήρε κατάκαρδα. Ενώ μέχρι τώρα το

45

Page 46: Οι αθώοι - Hermann Broch

ερωτικό τους παιχνίδι άρχιζε τ' απογεύματα, όταν αυτός επέστρεφε από το σχολείο και η μητέρα έλειπε από το σπίτι (κι ενώ κατά μια σιωπηρή τους συμφωνία αποκλείονταν οι πρωινές ώρες της σχετικής τους απλί^σιάς για την αισθητι-κότερη ερωτική τους δραστηριότητα), στο εξής κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποδείξει την πανταχού παρουσία τού έρωτά του με την επέκτασή του σ' όλες τις θ)ρες τής ημέρας. Ρουφώντας βιαστικά τον καφέ που του σέρβιρε λί-γο πριν φύγει για το σχολείο, δεν παρέλειπε εφεξής ποτέ να της σφυρίξει στο αυτί μερικές ενδόμυχες και παθιασμέ-νες λέξεις, ενώ οι συναντήσεις τους στη σοφίτα που προηα ήσαν απλώς ένα σύντομο κι αδιάκοπο σμίξιμο στομάτων, μεταβλήθηκαν τώρα σ' ένα αισθησιακό, σιωπηλό σφιχτα-γκάλιασμα. Όταν τα βράδια έμεναν μονάχοι σπίτι - η συ-χνή απουσία της μητέρας θα μπορούσε οπωσδήποτε να εξη-γηθεί από την προσδοκία τής σύνταξής του - τότε δεν έχα-ναν πλέον το χρόνο τους στις τρελές τους αγκαλιές, αλλά αντίθετα η Φιλιππίνη τον υποχρέωνε συχνά ν' αρκεσθεί στη διόρθωση των τετραδίων του, μια δουλειά που αυτός έκανε με το φως τής λάμπας πετρελαίου στο τραπέζι τής τραπεζα-ρίας. Αυτή περπατούσε τότε στα δάχτυλά της, καθάριζε το ξυλόγλυπτο ντουλάπι και σπάνια τον πλησίαζε για να φιλήσει - παρ' όλη την λίγη πιτυρίδα - την ξανθιά του χω-ρίστρα κάτω απ' τη λάμπα ή να καθίσει κοντά του αποθέ-τοντας εμπιστευτικά το χέρι της στον ώμο του ή στο πόδι του.

Μονάχα που τα πνευματικότερα αυτά πεδία, στα οποία πορευόταν τώρα συχνά ο έρωτάς τους, δεν ήσαν σε θέση να εξαλείψουν τη δυσφορία που συνδέεται αναπόφευκτα με κάθε άλυτο πρόβλημα. Επρόκειτο μάλιστα για κάτι πε-ρισσότερο από δυσφορία, αφού ο Ζαχαρίας κόντευε να χάσει τελείως το μυαλό του θέλοντας να εκπληρώσει τη μό-νιμη υποχρέωσή του να πλειοδοτεί στα αισθήματά του: όσο κι αν ήταν εκπληκτικό εκείνο το «σ' αγαπώ» του πρώτου φιλιού (ποι/ ειπώθηκε ωστόσο απλά), τόσο ένιωθε ανίκα-νος να το γεμίσει τώρα μ' ένα αδιάκοπα εντεινόμενο πάθος, το οπλοστάσιο του οποίου δεν προσφερόταν καθόλου στη

46

Page 47: Οι αθώοι - Hermann Broch

χρήση του· κι αν εξακολουθούσε, όπως πρώτα, να γράφει σε πρόχειρα χαρτιά αυτό το «σ' αγαπώ» και το όνομα της Φιλιππίνης, το έκανε τώρα χωρίς εσωτερική συμμετοχή και ούτε ήταν πλέον σε θέση να ξανασμίξει σε λέξεις τα γράμ-ματα που επιδέξια είχε σκορπίσει στο χαρτί, αλλά αντίθετα παρακολουθούσε με τεταμμένη την προσοχή του τους μα-θητές που ήξεραν τώρα πιο λίγα από ποτέ. Η ακατάπαυστη ένταση στα αισθήματά του μετατόπισε την έννοια του είναι του: ενώ δηλαδή πρώτα το είναι αυτό είχε ενταχθεί στη μι-κρή του μαθηματική γνώση, στην λίγη γνώση που αντάλ-λασσε με τους μαθητές, στο ρουχισμό του που φύλαγε συμ-φωνά με ορισμένους καλούς τρόπους, στην ευσυνείδητη ιεραρχικότητα με την οποία συναναστρεφόταν τους ανώτε-ρους και τους ομόβαθμους συναδέλφους του, τώρα αυτά τα αναμφίβολα δικαιολογημένα ενδιαφέροντα δεν είχαν πια καμιά θέση στο εγώ του (πράγμα που δεν τον έκανε αγαπητό). Το πρόολημα της Φιλιππίνης, στο οποίο είχε τε-λείως, τελείως όπως και σ' ο,τιδήποτε άλλο αφιερωθεί, ξε-περνούσε ακόμα και αυτή την αδύνατη λύση του, ήταν ένα πρόβλημα χωρίς τέλος, μιας και το να αγαπά κάτι περισ-α(')τι ρο από το σώμα της σήμαινε το να προσπαθεί να φτά-σΐ:ΐ έναν ατέλειωτο μακρινό στόχο, κι αν ακόμα ήθελαν ενεργοποιηθεί για τον σκοπό αυτό όλες οι δυνάμεις τής φτωχής, γήινης ψυχής του, ακόμα κι αν ήθελε παραιτηθεί αυτή η ψυχή από όλα εκείνα που σήμαιναν γι' αυτήν τον πραγματικό κόσμο, ολόκληρο δηλαδή το αναπεπταμένο και μεταφυσικό βίωμα των αξιών της, θα απελπιζόταν ωστόσο μπροστά στο άφθαστο και θα έπρεπε ν' αρνηθεί την αξία και την ύπαρξη τόσο του εαυτού της όσο κι ολό-κληρου του θαυμαστού φαινομένου τής συνειδητής ύπαρ-ξης τού είναι της.

Κάθε τι το ατέλειωτο είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Κι επειδή ο έρωτας τού Ζαχαρία προβαλλόταν ίσαμε το ατέλειωτο, έπρεπε κι αυτός να είναι μοναδικός κι ανεπα-νάληπτος. Αυτό όμως σκόνταφτε στις προϋποθέσεις εξελί-ξεώς του. Και δεν ήταν μόνο που είχε μετατεθεί τυχαία στο γυμνάσιο της πόλεως αυτής, δεν ήταν μόνο που είχε τυχαία

47

Page 48: Οι αθώοι - Hermann Broch

κάμει σπιτονοικοκυρά του τη μάνα της Φιλιππίνης: ήταν πολύ περισσότερο η τυφλή σύμπτωση τού τόσο ξαφνικά ολοκληρωμένου ερωτά τους, που τον ένιωθε τώρα πια ως κάτι το τερατώδες, και ήταν επιπλέον η επίγνωση πως ο πόθος, που ανάβρυσε κάποτε τόσο εκπληκτικά απ' τα χέ-ρια τους, δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από εκείνον που είχε ζήσει στ' αγκαλιάσματα εκείνων των γυναικών, τις οποίες σήμερα έβριζε ως πουτάνες. Βέβαια, αυτή την έλλειψη μο-ναδικότητας, στο μέτρο που αφορούσε τον ίδιο μονάχα, θα την παρέβλεπε στο τέλος, όμως έπρεπε, για να είναι συνε-πής, να τη θεωρήσει ως πραγματικότητα κι απ' την πλευρά της Φιλιππίνης κι αυτή ακριβώς η σκέψη τον πονούσε αφόρητα. Επειδή στη δίψα του για το ατέλειωτο ο άνθρω-πος μπορεί ενδεχομένως να φτάσει τη μοναδική κι ανεπα-νάληπτη παγκοσμιότητα του εαυτού του, θα ζητούσε όμως κανείς υπερβολικά πράγματα, εάν ήθελε κι ο σύντροφός του να κάμει το ίδιο: εδώ δεν μπορούσε παρά να σταθεί ανήμπορη η δύναμη του Ζαχαρία που είχε στραφεί στο ατέλειωτο, χωρίς να νιώθει τον έρωτα της Φιλιππίνης μο-ναδικό κι ατέλειωτο. Έβλεπε ασταμάτητα να υψώνεται τυ-φλά κι αθέλητα η φλόγα του πόθου του για τα χέρια τής Φιλιππίνης και μολονότι ήταν σίγουρος για την αφοσίωσή της, υπόφερε από το απλό ενδεχόμενο μιας απιστίας της πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα είχε κάνει αν του έλειπε ο,τι-δήποτε άλλο.

Έτσι δεν έγινε μονάχα στο σχολείο ανυπόφορος, αλλά και στην ίδια την κοπέλα του. Σαν καθόταν κατά τη συνή-θειά της δίπλα του και στηριζόταν πάνω του σαν κληματα-ριά, αυτός την τραβούσε συχνά επάνω του απότομα, της δάγκωνε τα χείλη μέχρι να ματώσουν ή, αντίθετα, την έσπρωχνε ωμά μακριά του.

Με λίγα λόγια εξεδήλωνε τη ζήλεια του με τον πιο άξεστο τρόπο. Η Φιλιππίνη, που δεν τη βάραινε καμιά ενοχή, υπόμενε, χωρίς να την καταλαβαίνει, αυτή την κρίση και μην ξέροντας τι να κάνει για να τον βοηθήσει. Κι αν αυτή κάποτε του πρόσφερε την τελευταία της χάρη, όπως την έλεγε, πράγμα που, αν λάβει κανείς υπόψη του ό,τι ευθύς

48

Page 49: Οι αθώοι - Hermann Broch

εξαρχής του είχε αυτονόητα εμπιστευθεί, θα το χαρακτήρι-ζε μάλλον ως μια συμβολικής σημασίας απόκτηση της κυ-ριότητας, κι αν την τελευταία αυτή χάρη που για πολύ και-ρό την κρατούσε και τού έδωσε μόνον όταν αυτός, προκει-μένου να της αποδείξει πόσο πνευματικά την αγαπά, δεν εξεδήλωνε πια κανενός είδους παρόμοιες επιθυμίες ή χει-ρονομίες, τώρα ωστόσο στον ευθύ δρόμο της φαντασίας της δεν βρισκόταν τίποτ' άλλο από την αναζή-ϋηση ενός γιατρι-κού στον απαγορευμένο σωματικό έρωτα^ χαρίξοντάς του πρόθυμα αυτό που άλλοτε με προειδοποιητικά υίψωμένο το δάχτυλο της του στερούσε. Δεν ήξερε η φτωχειά πως με κάτι τέτοιο έριχνε λάδι στη φωτιά. Επειδή μολονότι ο Ζα-χαρίας δεν καταφρονούσε τη χάρη που είπαμε, τα πράγμα-τα ήσαν ωστόσο κατόπιν ακόμα πιο άσχημα, μιας και αντι-λαμβανόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα πως αυτό που προ-σφέρθηκε σ' αυτόν θα μπορούσε με το ίδιο πάθος να είχε δοθεί και σ' οποιονδήποτε άλλον, στον καθένα απ' όλους αυτούς τους νεαρούς και κομψούς άνδρες, τους οποίους αυτός - που ποτέ παλιά δεν είχε δώσει προσοχή σε τέτοια πράγματα - έβλεπε ξαφνικά να περπατούν στους δρόμους μέσα στην πρώιμη καλοκαιριάτικη ζέστη.

Άρχισε να παίρνει τους δρόμους. Μήπως δεν κρυφογε-λούσαν όλοι εις βάρος του, αυτού που έψαχνε τ' ατέλειωτο κι αναζητούσε το Πέρα-από-τον-εαυτό-του; Δεν χαμογε-λούσαν αυτοί, οι διαβάτες, που, παραμένοντας στην ελα-φρότητα και στο μετρήσιμο είχαν τη δυνατότητα να απο-λαύσουν τον έρωτα όχι μόνον της Φιλιππίνης, αλλά και όλων των γυναικών! Δεν γελούσαν εις βάρος του, επειδή οι γυναίκες του φαίνονταν μέχρι τώρα απλησίαστες, ενώ αυτοί ανέκαθεν ήξεραν πως όλες τους δεν είναι τίποτ' άλλο από παλιογυναίκες; Άρχισε να προσέχει με δυσπιστία ακόμα και τους μαθητές των τελευταίων τάξεων. Σαν γύρι-ζε κατόπιν στη Φιλιππίνη την άρπαζε απ' το λαιμό εξαιτίας του ότι κανένας, ακούς τι σου λέω, κανένας δεν θα μπορέ-σει ποτέ κι ούτε πρόκειται να την αγαπήσει όσο αυτός, και τα δάκρυα τής τρομαγμένης και κολακευμένης κοπέλας έτρεχαν μαζί με τα δικά του, μαζί με την απόφαση πως

49

Page 50: Οι αθώοι - Hermann Broch

μόνον ο θάνατος μπορεί να τους λυτρώσει από αυτό το βά-σανο.

Το ρομαντικό αισθητήριο της Φιλιππίνης που είχε αιχ-μαλωτιστεί από τη λέξη του θανάτου, ζύγιαζε τα πλεονε-κτήματα των διαφόρων ειδών θανάτου. Οι βίαιες μορφές του έρωτά τους απαιτούσαν ένα βίαιο τέλος. Επειδή ωστό-σο δεν συνέβαινε τίποτα, κι ούτε ο σεισμός άνοιγε τη γη να την καταπιεί όπως επιθυμούσε, ούτε άρχιζε ο απέναντι λόφος να βρέχει λάβα πάνω από την πόλη , αλλ' αντίθετα ο Ζαχαρίας παρά τα απ' τον πόνο παραμορφωμένα χαρα-κτηριστικά του εξακολουθούσε να πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο και αυτή, η Φιλιππίνη, γεμάτη κιόλας από με-λανά σημάδια στον λαιμό και στα χέρια, τον παρακινούσε, για να δοθεί ένα τέλος, να αγοράσει ένα περίστροφο. Αυ-τός ένιωθε, όπως νιώθουμε κι εμείς που το παρακολουθού-με, πως με τον τρόπο αυτό είχε ριφθεί ο κύβος. Με στόμα στεγνό και χέρια υγρά μπήκε στο οπλοπωλείο, ψέλλισε αυ-τό που ήθελε ν' αγοράσει τραυλίζοντας ταυτόχρονα προς υπεράσπισή του ότι το χρειαζόταν για την προστασία του στους μοναχικούς του περιπάτους. Για πολλές ημέρες κρα-τούσε κρυμμένο αυτό που αγόρασε, και μόνον όταν η Φι-λιππίνη κάποιο πρωί, καθώς του έφερνε τον καφέ, του ψι-θύρισε με αναπεπταμένο κεφάλι: «πες μου πως με αγαπάς», απόθεσε ως απόδειξη το όπλο στο τραπέζι, δειλά μαζί και επιτακτικά και τυραγνισμένα.

Τα υπόλοιπα γίνηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Κιόλας την επόμενη Κυριακή συναντήθηκαν, κάνοντας, όπως τόσες φορές, πως πάνε επίσκεψη σε μια φίλη, στη γνωστή τους τοποθεσία, σαν να επρόκειτο για το συνηθισμένο κοινό τους περίπατο. Ωστόσο για να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για τελευταία φορά, διάλεξαν ένα ήσυχο ξέφωτο στο δάσος με ωραία θέα προς τα βουνά και την πεδιάδα, και προς τα 'κει βάδιζαν τώρα. Μονάχα που η θέα, η οποία μέχρι τώρα τους φαινόταν και την ένιωθαν όμορφη, δεν τους έλεγε πια μέσα στην στενοχώρια τους τίποτα. Περι-πλανήθηκαν χωρίς σκοπό στο δάσος μέχρι τ' απόγευμα, πεινασμένοι, μιας και το φαγητό δεν ταίριαζε στο θάνατο*

50

Page 51: Οι αθώοι - Hermann Broch

απόφυγαν τον δασικό καταυλισμό, μολονότι ή ίσως επειδή ακριβώς θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί γάλα, βούτυρο, μαύρο ψωμί και μέλι, απόφυγαν το παλιό αρχοντικό σπίτι των κυνηγών που με το κιτρινωπό του τείχισμα και τα πράσινα παραθυρόφυλλά του φάνηκε μέσα από τις φυλλω-σιές να τους προσκαλεί, άρχισαν να πεινούν όλο και πιο πολύ και ξάπλωσαν στο τέλος, εξαντλημένοι και χωρίς άλ-λη επιλογή ανάμεσα σε κάτι θάμνους. «Πρέπει να το κά-νουμε», είπε η Φιλιππίνη, και ο Ζαχαρίας έβγαλε το όπλο, το γέμισε με προσοχή^αι το απόθεσε δίπλα του. «Κάνε το γρήγορα», τον πρόσταξε εκείνη και δίπλωσε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του στο τελευταίο φιλί.

Από πάνω τους θρόιζαν τα δέντρα, το φως έσπαγε σε μι-κρά κομματάκια μέσα από τις φυλλωσιές, και ο καταγάλα-νος ουρανός δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου. Ο θάνατος βρισκόταν σ' απόσταση ενός χεριού, δεν είχε παρά να τον αρπάξει κανείς, τώρα ή σε δυο λεπτά ή σε πέντε, ήταν τε-λείως ελεύθερος να διαλέξει και η καλοκαιριάτικη μέρα έφτανε στο τέλος της, πριν ο ήλιος την κάνει πιο χλωμή. Με μια και μοναδική κίνηση μπορούσε κανείς να θέσει τέρμα στην πολλαπλότητα του κόσμου και ο Ζαχαρίας καταλά-βαινε πως γινόταν αισθητή μια καινούργια και ουσιαστική ένταση ανάμεσα σ' αυτόν και στο σύμπλεγμα εκείνο: αντί-κρυ στην ελευθερία μιας μονάχα και απλής απόφασης γι-νόταν ένα, και το βουλητικό αντικείμενο στρογγύλευε, έκλεινε τα χάσματά του και κλεινόταν στον εαυτό του. Ό -ντας εύχρηστο στην ολότητά του, δεν παρουσίαζε πια κανέ-να πρόβλημα* ήταν η γνώση του συνόλου, και περίμενε να το πάρεις ή να το αφήσεις. Μέσα του αναδύθηκε το περιε-χόμενο μιας απόλυτα ξεθωριασμένης τάξης, μιας λυτρωτι-κής σαφήνειας, μιας ανώτερης πραγματικότητας και που καταύγασε. Η ορατότητα του κόσμου απομακρύνθηκε και μαζί της βυθίστηκε κάτω από αυτόν και το πρόσωπο της κοπέλας· ωστόσο ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν εξαφανίστη-καν τελείως, αλλά αντίθετα αισθανόταν πιο έντονα δοσμέ-νος και συνδεδεμένος μ' εκείνον τον κόσμο και τη γυναίκα, τη γνώρισε πέρα και πάνω από κάθε επιθυμία. Τ' αστέρια

51

Page 52: Οι αθώοι - Hermann Broch

γυρόφερναν πάνω από την εμπειρία του αυτή, και πέρα και μέσα από τον ουρανό έβλεπε κόσμους από νέους ήλιους να περιφέρονται κατά το νόμο της γνώσης του. Η γνώση του δεν βρισκόταν πια στη σκέψη του κεφαλιού του, αρχικά νόμιζε πως ένιωθε τη φώτιση στην καρδιά του, αλλά η λάμ-ψη, υπερχειλίζοντας το εγώ του απλωνόταν πέρα από τα όρια του κορμιού του, ξεχυνόταν στ' αστέρια και πίσω ξα-νά, τον πυρπολούσε και τον πάγωνε με μια πολύ θαυμα-τουργή γλυκύτητα, ανοιγόταν και πλάταινε σ' ένα ατέλειω-το φιλί που δεχόταν από τα χείλη της γυναίκας, την οποία αυτός συνελάμβανε κι αναγνώριζε ως τμήμα του εαυτού του και μολοντούτο ως αιωρούμενη σ' αμέτρητη απόσταση: ο σκοπός του έρωτα είναι το απόλυτο, ο άφθαστος κι ωστόσο εφικτός σκοπός, όταν το εγώ διαρρήξει την αγεφύ-ρωτη, απέλπιδα μοναξιά και ιδεοληψία του, όταν αυτό, υπερυψούμενο των ιδικών του και των επίγειων δεσμών, αποκαθαίρεται και αφήνοντας πίσω του χρόνο και χώρο κερδίζει για τον εαυτό του την ελευθερία στο Αιώνιο. Συντυχαίνοντας στο ατέλειωτο, όμοια με την ευθεία που κλείνεται σ' έναν ατέρμονα κύκλο η γνώση του Ζαχαρία: «είμαι τα πάντα» συνενώθηκε μ' εκείνην της γυναίκας: «διαχέομαι στα πάντα» σ' ένα τελικό νόημα ζωής. Επειδή για τη Φιλιππίνη, που ξεκουραζόταν στη χλόη, το πρόσω-πο του άντρα ανυψώθηκε σε ολοένα κι ανώτερους ουρα-νούς και μολοντούτο εισχωρούσε όλο και πιο βαθειά στην ψυχή της, συγχωνεύθηκε με το θρόισμα του δάσους και τους τριγμούς τού ξύλου, με το βόμβο των εντόμων και το σφύριγμα της μακρινής ατμομηχανής στον πάλλοντα και ευφρόσυνο πόνο εκείνης της τέλειας αποκάλυψης του μυ-στικού, που βρίσκεται στη δεκτική και πολυτόκο γνώση της ζωής. Και καθώς την έθελγε το απεριόριστο της αύξουσας και γιγνώσκουσας αίσθησης, φοβήθηκε μήπως την τελευ-ταία στιγμή δεν μπορέσει να τη συγκρατήσει: με κλειστά μάτια έβλεπε μπροστά της το κεφάλι του Ζαχαρία, τό 'βλε-πε να περιστοιχίζεται απ' το θρόισμα και τ' αστέρια και κρατώντας τον, χαμογελώντας, τον πέτυχε στην καρδιά, το αίμα της οποίας παντρεύτηκε εκείνο των κροτάφων της.

52

Page 53: Οι αθώοι - Hermann Broch

Ναι, έτσι μπορούσε να σκεφτεί κανείς αυτό το μυστικό, έτσι μπορούσε να το συνθέσει, έτσι μπορεί να το ξανασυν-θέσει, μα θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά. Επειδή πρόκειται για ^ιια ξιπασμένη πλάνη των νατουραλιστών το γεγονός ότι πιστεύουν πως είναι σε θέση να προκαθορί-σουν με σαφήνεια τον άνθρωπο επί τη βάσει τού περιβάλ-λοντός του, τη διάθεση, την ψυχολογία του και παρόμοια συστατικά, και ξεχνούν πως δεν μπορεί ποτέ κανείς να συλλάβει όλα τα κίνητρά του. Ωστόσο εμείς δεν θ' αντιπα-ρατεθούμε εδώ με την υλιστική μικρόνοια, αλλά θα ση-μειώσουμε απλώς, πως ο δρόμος της Φιλιππίνης και του Ζαχαρία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην σπάνια έκ-σταση του θανάτου από έρωτα, για να βρουν σ' αυτόν εκείνο το ατέλειωτο μακρινό σημείο ενός έξω απ' το σ^όμα τους ευρισκομένου κι ωστόσο περικλεισμένου σ' αυτό σκο-πού τής συνένωσης, πλην όμως τούτος ο δρόμος από το φθαρτό στο αιώνιο αποτελεί για τον μέσο άνθρωπο μια εξαιρετική περίπτωση και μάλιστα μια «αφύσικα» εξαιρε-τική περίπτωση, και για το λόγο αυτό διακόπτεται κατά κανόνα πρόωρα ή, όπως συνηθίζει να λέει κανείς «έγκαι-ρα».

Σίγουρα από μόνη της η ετοιμότητα ενός από κοινού θα-νάτου είναι μια πράξη ηθικής απελευθέρωσης, και μάλιστα μπορεί να έχει τέτοια δύναμη, που για κάποιους ερωτευμέ-νους να κρατήσει μιαν ολόκληρη ζωή, να τους προσφέρει μια ολόκληρη ζωή τη δύναμη κάποιας πραγματικότητας αξιών, την οποία αλλιώς δεν θα ήσαν αυτοί ποτέ ικανοί να ζήσουν. Εντούτοις, η ζωή είναι μακρά, και η συζυγική ζωή κάνει να λησμονούμε. Κι έτσι πρέπει επί του παρόντος να υποθέσουμε απλώς πως τα πράγματα στην προκειμένη πε-ρίπτωση εκτυλίχθηκαν μέσα στους θάμνους ακριβώς με τη συνηθισμένη χονδροειδή αδεξιότητα, για να προχωρήσουν αμέσως κατόπιν στο φυσικό και κατάλληλο, πλην όμως όχι απαραίτητα κι ευτυχισμένο γι' αυτά τέλος. Αργά το βράδυ ο Ζαχαρίας και η Φιλιππίνη θα πρόφταιναν το τελευταίο τρένο, και σαν νά 'χαν μόλις παντρευτεί θα κάθονταν σ' ένα βαγόνι πρώτης θέσης για να γιορτάσουν την ημέρα

53

Page 54: Οι αθώοι - Hermann Broch

εκείνη, και θα γύριζαν πιασμένοι από το χέρι στο σπίτι. Θα παρουσιάζονταν και πάλι κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου μπροστά στη μητέρα της, που θα τους καρτερούσε γε-μάτη φόβους κι ανησυχία και έχοντας διατηρήσει τις περι-παθείς χειρονομίες του απογεύματος, θα γονάτιζε ο γα-μπρός με την πολλά υποσχόμενη σύνταξη πάνω στο χαλί με τις απ' το λιγοστό φως πρασινωπές ανταύγειες και θα δε-χόταν την ευχή της μητέρας* κι έξω στο δάσος μακριά, θα παρέμενε ένα δέντρο, στο φλοιό του οποίου θα είχαν χαρα-χτεί καλλιγραφικά απ' τον κοφτερό σουγιά του Ζαχαρία τ' αρχικά γράμματα Ζ και Φ. Όλα τα δεδομένα λένε πως κα-τά πάσαν πιθανότητα τα πράγματα εκτυλίχθηκαν έτσι ακριβώς.

Κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει ένα παραδειγματικό πε-ριεχόμενο, πρέπει να μπορεί στη μοναδικότητά του να κα-ταδείξει την ενότητα και την παγκοσμιότητα του συνολικού γεγονότος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως η μοναδι-κότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνει και κάποιαν αυστηρή ενάργεια νοημάτων: μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί κανείς πφς ακόμα και το μουσικό έργο τέχνης αποτελεί πάντοτε μία, και ίσως μία τυχαία λύση από το πλήθος των ενδεχομένων λύσεων που διαθέτει κανείς!

54

Page 55: Οι αθώοι - Hermann Broch

Οί ιστορίες

Page 56: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 57: Οι αθώοι - Hermann Broch

Φωνές 1923

Χίλια εννιακόσια είκοσι τρία -γιατί πρέπει να το πεις σαν ποίημα; Για να κάνεις όλων μας τις παραλείχρεις κτήμα.

Στην αγιότητα όμως και μόνον σ' αυτήν ξεπερνάει ο άνθρωπος τον εαυτό του, κι όταν αυτός, στην προσευχή του απορροφημένος, δοθεί σε κάτι Μεγάλο, τότε η μπροστινή πλευρά του κρανίου του, το πρόσωπό του θα γίνει ανθρώπινο, η ύπαρξή του θα γίνει ανθρώπινη και πλήρης, και θα γεμίσει ο κόσμος νόημα. Γιατί στην αγιότητα και μόνο σ' αυτήν θα 'βρει ο άνθρωπος την πεισμονή εκείνη, χωρίς την οποία τίποτα δεν έχει νόημα γι' αυτόν, την πειστικότητα της ευλάβειας στραμμένη προς το Μείζον κι ακριβώς γι' αυτό γνήσια απλότητα επί της γης: Η βοήθεια προς τον πλησίον είναι καλή,

ο φόνος κακός, η απλούστερη απολυτότητα, κι αγωνιζόμενο γι' αυτήν το Άγιο, ζυγώνει διαρκώς το μαρτύριο, υπερυψώνοντας εντός του τη γνήσια ευσχημοσύνη μιας πλήρους νοήματος ζωής, υπερυψώνοντας κι αυτήν προς τη μόνη ανεκτή πειθώ, προς τη γνήσια αγνότητα, προς την αγιοσύνη.

57

Page 58: Οι αθώοι - Hermann Broch

Όπου όμως αυτή η πειστικότητα και αγιότητά του, όπου αυτή η γνήσια ευπρέπεια φθίνει, όπου εκθρονίζεται, κι αντικαθίσταται από μιαν πολλαπλότητα παντοειδών πανάγιων πεποιθήσεων, από πολύχρωμες γνώμεςπα'να πει, που αυθαδιάζουν αγιότητα καμώνοντας, εκεί αρχίζουν είδωλα να προσκηνούνται, πολυθεία, που δεν αφήνει τον άνθρωπο πια να λατρέψει το Μείζον αυτού, όχι, τον χαμοκυλά στο Επουσιώδες, ώστε αυτός, με χαμένο πλέον Το-που-πρέπει-στους-ανθρώπους, περιάγεται σε αυτοσμίκρυνση, και στο τέλος με νόθα ευλάβεια λατρεύει τον εαυτό του, ασέβεια δείχνοντας σ' αληθινούς Ανθρώπους: εδώ υφαίνει τ' ανίερο το Κενό του κόσμου, που εντός του αδιάκριτα όλα το ίδιο βάρος αποκτούν, όλα κατέχουν την ίδια ανίερη ιερότητα. Μ' αυτόν τον τρόπο αδιάκριτα, ανίερα, ανευλαβώς εχθρεύονται οι πεποιθήσεις η μια την άλλη, κι η καθεμιά ως πανίερη κι ως αξεπέραστη τις άλλες θα ορέγεται να εξοντώσει και είναι για κάθε φόνο ικανή: μ' αυτόν τον τρόπο απ' την πολυμορφία των πεποιθήσεων και των φαλκιδευμένων αγιοτήτων γεννιέται φριχτά ο Τρόμος στη βραχνή θηριωδία του Κενού, κι ωστόσο ακόμα κι αυτός καπηλεύεται τ' Άγιο κι αξιώνει να δεχθούνε για χάρη του εκούσια, πολλοί, το μαρτύριο. Και σαν γύρισαν οι άντρες απ' τον πόλεμο, τα πεδία μάχης του οποίου η αδειοσύνη να βρυχόταν ήταν, βρέθηκαν τότε, στις πατρίδες τους, μπροστά στο ίδιο κακό, όμοια με τα κανόνια να βρυχάται το Κενό του τεχνικού πολιτισμού, κι όπως στα πεδία

της μάχης 58

Page 59: Οι αθώοι - Hermann Broch

όμοια έπρεπε τώρα να ζαρώσει ο ανθρώπινος πόνος σε κάποια γωνιά κενών δωμάτων, περιστοιχιζόμενος απ' τη βραχνάδα τον τρόμου τον, άσπλαχνα

περικλεισμένος από το άτεγκτο Τίποτα. Στονς άντρες φαινόταν σαν να μην είχαν πάψει τότε να πεθαίνονν, και ρωτούσαν εκείνο π' όλοι οι θνητοί ρωτούν: πού τάχατες, πού ανώφελα ξοδέψαμε τη ζωή μας; Τί ήταν πον μας έσπρωξε σε τέτοια αδειοσύνη και βορά μας προσφέρε στο Τίποτα; Αντός είναι, αλήθεια, τ' ανθρώπον ο προορισμός και η μοίρα του; Δεν είχε λοιπόν κανένα μα κανένα άλλο νόημα η ζωή μας πέρα από τούτο το Μη-νόημα; Ωστόσο, οι αποκρίσεις στα ερωτήματα δίνονταν απ' τον ς ίδιονς, και για τούτο ήσαν ξανά, και τούτες, άδειες κρίσεις, ξανά και μόνο ένα κενό Τίποτα, στρωμένο πάνω στο Τίποτα, πλασμένο απ' το Τίποτα και για τούτο προκαθορισμένο, έτοιμο να ξεφντρώσει πάλι και να σνγχίσει τις πεποιθήσεις πον

νποχρεώνονν τονς ανθρώπονς και πάλι να θνσιαστούν, και πάλι, όπως στον πόλεμο, και πάλι με έναν ανίερο και κούφιο ηρωισμό, και πάλι σ' έναν θάνατο όχι καθώς οι μάρτνρες, και πάλι μια θνσία κενή, πον ποτέ δεν ξεπερνά το τίποτα πον είναι. Αλίμονο στονς καιρούς των κούφιων πεποιθήσεων και φνραμένων θνσιών! Αλίμονο στον άνθρωπο της κενής ανιδιοτέλειας! Μπορεί βέβαια οι άγγελοι ακόμα και γι' αντόν να κλαίνε, μονάχα πον

τα δάκρνά τονς χύνονται για την ματαιότητά τον. Κάτω οι πεποιθήσεις! Κάτω των πεποιθήσεων

59

Page 60: Οι αθώοι - Hermann Broch

το χάος! Κάτω η ανίερη αγιότητα! Ω ευπρέπεια της απλής ζωής, ω απολυτότητά της! Ω δώστε της πάλι επιτέλους το δίκιο της, που αιώνια της ανήκει! Ω ευσεβείς πόθοι! Κανένας να σας εκπληρώσει

δεν μπορεί, μιας και ανεύθυνα υπεύθυνος για το ανεκπλήρωτό σας είναι ο καθένας: όμως αυτός που καπηλεύεται για ίδιον όφελος το φταίξιμο

των άλλων, αυτού το κρίμα μέλλει να κολαστεί. Θα τον χτυπήσει η κατάρα της απόδιωξης.

60

Page 61: Οι αθώοι - Hermann Broch

III. Απωλωλός υιός

Μπροστά σε μια σειρά από υπαλλήλους ξενοδοχείων στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού έμεινε αναποφάσι-στος. Τους προσπέρασε και παρέδοσε τις βαλίτσες του στη φύλαξη αποσκευών. Έξω έβρεχε. Μια λεπτή, σχεδόν απα-λή καλοκαιρινή βροχή, και ακόμα πιο λεπτή φαινόταν μια σκέπη από σύννεφα στον ουρανό. Τρία λεωφορεία των ξε-νοδοχείων, δυο γαλάζια κι ενα καφετί είχαν σταματήσει μπροστά απ' τον σιδηροδρομικό σταθμό. Λίγο πιο πέρα, στα δεξιά, τέλειωναν οι γραμμές του τραμ που είχε αφετη-ρία το σταθμό.

Ο Α., λίγο μουδιασμένος ακόμα απ' το ταξίδι, διέσχισε την άσφαλτο που λαμπύριζε και βρέθηκε στα όρια ενός κή-που. Χωρίς να σκεφτεί πολύ, στράφηκε στ' αριστερά ακο-λουθώντας το κράσπεδο που περιστοίχιζε τον κήπο. Αρχι-κά έβλεπε στα δεξιά του μόνο την υγρή χλόη και τους θά-μνους, ή μάλλον, τους οσφραινόταν, παραδομένος για λίγο στην ξαφνική ηρεμία που διαπερνούσε την υγρή ατμόσφαι-ρα και μιας και τα κλαδιά ενός χαμόδεντρου έβγαιναν έξω από τη σιδερένια περίφραξη, άπλωσε το χέρι του στο υγρό φύλλωμα και άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρύσουν πάνω του. Έπρεπε να περάσουν ακόμα λίγα λεπτά, ωσότου συ-γκεντρώσει ξανά το μυαλό του, τόσο που να είναι σε θέση να προσανατολιστεί.

Πίσω απ' αυτόν λοιπόν βρισκόταν ο σταθμός και σχημά-τιζε τη βάση μιας πλατείας που έμοιαζε μ' ένα μακρύ ισο-σκελές τρίγωνο, η κορυφή τού οποίου στρεφόταν στο κέ-ντρο της πόλης, για ν' αδειάσει σαν ένα χωνί σε μιαν από τις λεωφόρους εκεί, την ανύπαρκτη μεν αυτή την ώρα, πλην

61

Page 62: Οι αθώοι - Hermann Broch

όμως την κάποιες άλλες ώρες της ημέρας ενδεχομένως υπερβολική κίνηση των αυτοκινήτων. Αυτό ταίριαζε αρμο-νικά κι ευχάριστα με τον υγρό καιρό και ο νεοαφιχθείς θα μπορούσε το δίχως άλλο να φανταστεί τον εαυτό του σε μιαν ήσυχη αγγλική λουτρόπολη. Επειδή αυτή η πλατεία, που σίγουρα είχε σχεδιαστεί την εποχή του Μπάουχαους, περίπου δηλαδή μεταξύ 1850 και 1860, έφερε - παρά την ολοφάνερη πολεοδομική προνοητικότητα - τα ίχνη εκείνης της αυστηρής γοητείας, που σαν απόηχος της Αυτοκρατο-ρίας κατόρθωνε ακόμα, να συγχωνεύσει παιχνιδιάρικα τη νέα τεχνολογική εποχή με τα παλιά αρχοντικά στοιχεία, μιας και η κυριαρχία του ενός δεν είχε σβήσει ακόμα πα-ντελώς, του δε άλλου δεν είχε ακόμα επικρατήσει τελείως. Έτσι αυτή η πλατεία δημιουργούσε την εντύπωση ενός ψυ-χρού μεν, πλην όμως επίσημου προθάλαμου που σ' άφηνε να περιμένεις ακόμα πιο λαμπρά κτίσματα. Σχεδόν ομοιό-μορφα και χωρίς καμιάν εξαίρεση δυόροφα τα κτίρια στις δυο σειρές των σκελών του τριγώνου έκαναν εμφανή την απέριττη και σεμνή τεχνοτροπία εκείνης της εποχής, κι επειδή οι εκτάσεις του κήπου με το γρασίδι είχαν με περί-σκε-ψη κατασκευαστεί κατηφορικά, υψώνονταν τα σπίτια όπως θά 'καναν στις όχθες μιας πράσινης λιμνούλας, χωρι-σμένα απ' αυτήν μόνο από τους δυο δρόμους που οδηγού-σαν στην πόλη και των οποίων ο αριστοκρατικός χαρακτή-ρας - είχαν τώρα εξαφανιστεί από εκεί και όσοι είχαν φτά-σει με το τρένο - γινόταν έτσι ακόμα πιο εμφανής: σπάνια περνούσε κάποιο αυτοκίνητο, και μάλιστα κάποια στιγμή ακούστηκε ο καλπασμός ενός μονίππου.

Δυο συμμετρικά ελικοειδή μονοπάτια διέσχιζαν το τρί-γωνο του κήπου. Εκεί που διασταυρώνονταν υπήρχε ένα περίπτερο και πάνω από αυτό ένα μεγάλο ρολόι, οι τρεις δείκτες του οποίου στρέφονταν προς τους τρεις δρόμους της πλατείας. Οι δείκτες κινούνταν ανά λεπτό* δεκαεπτά και έντεκα σημείωσε ο Α. και σύγκρινε την ώρα με το ρολόι του, πέντε και, το όριο ανάμεσα στ' απόγευμα και το βρά-δυ. Και ξαφνικά έχασε κάθε όρεξη να δει περισσότερα απ' αυτήν την πόλη. Ο,τιδήποτε κι αν βρισκόταν πίσω από την

62

Page 63: Οι αθώοι - Hermann Broch

πλατεία αυτού του σταθμού, είχε χάσει τώρα το ενδιαφέ-ρον του. Ήταν σαν να είχε χτιστεί αυτός ο σταθμός μόνο για την τριγωνική αυτή περιοχή, σαν να σταματούσαν τα τρένα μόνο για τους δικούς της κατοίκους. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να μετακινηθούν με τα λεωφορεία. Και με μιας ο Α. είχε την έντονη επιθυμία ν' ανήκει σ' αυτούς τους κα-τοίκους.

Παρατηρούσε τα σπίτια. Δεν βρήκε ούτε ένα ξενοδοχείο ανάμεσά τους, δεν υπήρχε μάλιστα εκεί ούτε ένα κατάστη-μα. Κι αυτό του φαινόταν εντάξει. Αν δεν έκανε λάθος, εί-χε προσέξει ένα πανδοχείο πολύ κοντά στο σταθμό, αλλά αυτό όμως δεν βρισκόταν πάνω στην πλατεία. Η είσοδος και τα παράθυρά του έβλεπαν προς τον σταθμό. Εάν ήθελε κανείς να μένει στην πλατεία, να έχει παράθυρα που βλέ-πουν στην πράσινη και υγρή επιφάνεια του γρασιδιού, εάν ήθελε να περνά την ώρα του σ' αυτές τις «όχθες», έπρεπε να παραιτηθεί από κάθε είδους άνεση, με την οποία απα-λείφονται σ' όποιον φτάνει στο ξενοδοχείο οι φροντίδες για την παραπέρα τύχη του. Πάνω απ' όλα έπρεπε τώρα κανείς να περάσει μπροστά ένα ένα τα σπίτια και στις δυο κατευθύνσεις του δρόμου και να κοιτάξει μήπως βρισκόταν κάπου ένα μικρό ενοικιαστήριο. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ασφαλώς βολικό, όμως ο Α. συγχυσμένος ακόμα από τη σειρά εκείνη των υπαλλήλων ξενοδοχείου, απαρνήθηκε κάθε άνεση, και έτσι ή αλλιώς έπρεπε τώρα να υποστεί τις συνέπειες.

Ο Α. άρχισε λοιπόν να ψάχνει συστηματικά. Περπάτησε μέχρι την κορυφή του τριγώνου, έριξε μια σύντομη ματιά στη λεωφόρο που ξεκινούσε από εκεί και προχώρησε κα-τόπιν αργά-αργά στην αριστερή πλευρά του τριγώνου προς την κατεύθυνση του σταθμού ερευνώντας κάθε ξέπορτο μήπως βρει ενοικιαστήριο. Μόλις έφτασε στη βάση του τρι-γώνου, πήρε ένα από τα ελικοειδή μονοπάτια του κήπου που ξεκινούσε από εκεί, έφθασε πάλι έως την κορυφή και βάδισε από εκεί στη δεξιά πλευρά του τριγώνου, για να επιστρέψει πάλι στο σημείο απ' όπου είχε ξεκινήσει. Το ίδιο παιχνίδι επανέλαβε δυο φορές χωρίς ωστόσο, παρ' όλη

63

Page 64: Οι αθώοι - Hermann Broch

την προσεκτική έρευνα, να μπορέσει να ανακαλύψει έστω κι ένα σημείωμα. Μήπως έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει και να βεβαιωθεί για τρίτη φορά; Μήπως έφθαναν οι δυο φορές μέχρι τώρα; Κατά κάποιον τρόπο δεν τον ενοχλούσε που δεν είχε βρει τίποτα, γιατί η αηδία του για τα ξένα δω-μάτια και τις επαγγελματίες σπιτονοικοκυρές γινόταν όλο και πιο αισθητή, όσο περισσότερο ασχολείτο μ' αυτά τα σπίτια. Τα έβλεπε γεμάτα μ' ένα σωρό συσκευές, με κρεβά-τια και σερβίτσια φαγητού που τα είχαν κληρονομήσει από κάποιους ξένους προγόνους, έβλεπε το σύμφυρμα των μη-χανισμών της ζωής - ναι, σύμφυρμα ήταν η σωστή έκφραση εν προκειμένω - , το σύμφυρμα που, μοιρασμένο σ' όλα τα δωμάτια και μολοντούτο κάτι ενιαίο, γέμιζε τελείως τα σπίτια και των δύο πλευρών, έτοιμο να ξεχειλίσει πάνω από το καταπράσινο τρίγωνο.

Στο μεταξύ οι δείκτες πάνω απ' το περίπτερο έδειχναν κοντά έξι και στη δεξιά πλευρά τής πλατείας πήραν τα πα-ράθυρα μια χρυσή απόχρωση. Η βροχή είχε σταματήσει, η σκέπη από σύννεφα παρουσίαζε ρωγμές και το πράσινο των δέντρων και των θάμνων ακτινοβολούσε μια μεταλλική λάμψη. Η πλατεία άρχισε ν' αποκτά ζθ3ή, προφανώς επειδή τώρα έβγαιναν οι υπάλληλοι από τα γραφεία κι επειδή τέ-τοια ώρα περίπου αναχωρούσε ένα τρένο από το σταθμό: τουλάχιστον έβλεπε κανείς ένα πλήθος ανθρώπων να σπεύδουν προς την κατεύθυνση του σταθμού. Ωστόσο υπήρχαν και μερικοί, που δελεασμένοι από τη φρεσκάδα του πράσινου, κάθονταν στα παγκάκια, παρ' όλο που αυτά ήσαν ακόμα λίγο μουσκεμένα.

Χωρίς να συνειδητοποιεί πλήρως την ξαφνική μεταβολή που συνέβη στην πλατεία με τη συρροή τόσων ανθρώπινων όντων, ένιωθε τώρα κι ο ίδιος ο Α. αλλαγμένος. Γιατί όσο απομονωμένη και να είναι η ψυχή του ανθρώπου, κι όσο λίγο και να την απασχολεί το ότι κατοικεί σ' ένα σώμα εφο-διασμένο με στομάχι και εντόσθια, κι όσο κι αν της ήταν αδιάφορο, πως άλλα όμοια πλάσματα βρίσκονται επίσης πάνω στη γη, ωστόσο - τη στιγμή που θα δει ένα τέτοιο ον - περιέρχεται σε μια ακατανίκητη, σχεδόν υπόγεια συνένω-

64

Page 65: Οι αθώοι - Hermann Broch

ση μαζί του, χάνει την ενιαία της σύσταση και εκτείνετ((ΐ στο χώρο και παραμορφώνεται ταυτόχρονα, ανατανυσμένΐ) μεταξύ θλίψης και ευτυχίας στη συνειδητοποίηση του γήι-νου και του θανάτου. Κι ο Α. που είχε περάσει μια ώρα τόσο βαθειάς ταραχής σ' αυτή την πλατεία, την οποία είχαν φτιάξει ανθρώπινα χέρια στο όχι και τόσο μακρινό παρελ-θόν, μιας ταραχής που, ξεκομμένος απ' το σύνηθες είναι του, κόντευε να πιστέψει, πως δεν θα βρεθεί ποτέ πια κά-ποιο κρεβάτι ν' απλώσει σ' αυτό το κορμί του, και που είχε πραγματικά πιστέψει ότι δεν θα είχε ποτέ πια ανάγκη ενός τέτοιου κρεβατιού, πήγε ολόισια προς το περίπτερο, κάτω από το ρολόι, πρόσεξε τα πολυτελή περιοδικά, που, όντας απλωμένα έξω είχαν βραχεί λιγάκι απ' τη βροχή, κι αγόρα-σε την τοπική έκδοση του τεύχους ενός περιοδικού. Δίνο-ντας τα χρήματα ρώτησε την πωλήτρια εάν ήξερε εκεί κοντά - γιατί οπωσδήποτε προμηθεύονταν όσοι έμεναν εκεί κοντά τις εφημερίδες τους από το περίπτερο - κάποιο κατάλληλο δωμάτιο για να νοικιάσει.

Η κοπέλα στο περίπτερο σκέφτηκε λιγάκι και είπε κατό-πιν πως θα μπορούσε να ρωτήσει στη βαρώνη Β. η οποία (είπε δείχνοντας ένα σπίτι στην ανατολική πλευρά), έχει εκεί πέρα το διαμέρισμά της, και θέλει να δώσει κάπου ένα ή δυο δωμάτια που της περισσεύουν, υπό την προϋπόθεση φυσικά, πως κάτι τέτοιο δεν είχε κιόλας συμβεί.

Ο Α., με καρφωμένο το βλέμμα του στο σπίτι και στα παράθυρα που έλαμπαν στον ήλιο, εξεπλάγη που δεν είχε ρωτήσει εκεί ευθύς εξαρχής για ένα δωμάτιο. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία εκείνων, που ανάμεσα σ' άλλα ομοιόμορφα σπίτια της σειράς κατείχαν κι ένα μπαλκόνι πάνω ακριβώς από την εξωτερική πόρτα και σαν ένα δεύτερο σημάδι τού εξαιρετικού, στο μπαλκόνι αυτό, έκανε εντύπωση η διακό-σμησή του με λουλούδια: οι κόκκινες αρμπαρόριζες ακτι-νοβολούσαν αρμονικά με τα τζάμια των παραθύρων το φως, σαν να είχε γεννηθεί η ψυχή για ένα σωρό τέρψεις και σαν να υπήρχε ανέκαθεν και να συνέχιζε να είναι πα-ντοτινά. Φυσικά αυτό ήταν η πρόσοψη μονάχα, το ήξερε και ο Α., και δεν ήξερε λιγότερο πως πίσω και από την πιο

65

Page 66: Οι αθώοι - Hermann Broch

φωτεινή, θα έλεγε κανείς, και πιο άχρονη ακόμα πρόσοψ)) βρίσκονται σκοτεινά δώματα. Γνώριζε πως δεν υπάρχει χρώμα χωρίς την ουσία που να το φέρει, ωστόσο πάνω απ' όλη αυτή τη γνώση ξεχυνόταν - χαλαρώνοντας και δια-λύοντάς την - το γαλανό της ατμόσφαιρας και οι χαρούμενες αλλαγές του ουράνιου τόξου, κομμάτια του οποίου ήσαν τώρα ορατά πάνω από την πλατεία, διαπότιζαν το ίδιο από τη διαφάνεια και σ' άφηναν να διαισθάνεσαι το έρεβος και την απειροσύνη του σύμπαντος πίσω απ' αυτό: μια κλίμακα που συνδέει το ζοφερό και το γήινο, το ουσιαστι-κό και το περικλεισμένο με το αποφράσσουν φως του ουρα-νού και που εντούτοις ξαναοδηγεί στο έρεβος της απειρο-σύνης. Ίσως να τό 'ξερε αυτό και η κοπέλα στο περίπτερο, κι αν δεν το ήξερε αυτή η ίδια, το γνώριζε σίγουρα το χέρι της, με τις πολλές αρθρώσεις, τα νεύρα, τα μικρά οστά, το χέρι που αόρατα εκτεινόταν ως το σπίτι καθώς το έδειχνε ακόμα, μ' αόρατη την ενότητα ανάμεσα στη νεκρή αρχιτε-κτονική κατασκευή εκεί, και στο ζωντανό χέρι εδώ, μια α-νταλλαγή λάμψεων προς τα κει πέρα και προς τα δώθε, μέσα στην οποία οι λαμπερές αρμπαρόριζες κολυμπούσαν σαν σώφρονες διαμεσολαβητές. Έτσι λοιπόν φερόταν ο Α. από μερικά κρυφά ρεύματα, καθώς προχωρούσε στο σπίτι έχο-ντας το στόχο του μπροστά στα μάτια του, όπως κι ο καθέ-νας από τους πλανώμενους εδώ ανθρώπους είχε το στόχο στά μάτια του και φερόταν από το κατάδικό του ρεύμα ο καθένας· έτσι λοιπόν βάδιζε μέσα στο πλέγμα των ρευμά-των, αυτός, ένας γυμνός άνθρωπος με τις πολλές του αρ-θρώσεις, και νεύρα, και μικρά αυτιά κάτω από τα πλούσια ρούχα που τον βάραιναν.

Αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στους σταθμούς μιας ζωής κατά κανόνα λησμονιέται. Όμως καθώς ο Α. διάβαινε τώ-ρα το δρόμο και διέσχιζε το παλλόμενο ρεύμα εκείνων που έσπευδαν στο σταθμό, του πέρασε απ' το νου η ιδέα, πως δεν θα λησμονούσε ποτέ πια τούτη τη στιγμή κάι πως, α-ντίθετα, θα την κατέτασσε ανάμεσα σ' εκείνες που θά 'φερ-νε στη μνήμη του την ώρα του θανάτου, για να την πάρει μαζί του πέρα στην αιωνιότητα. Γιατί διάλεξε ακριβώς αυ-

66

Page 67: Οι αθώοι - Hermann Broch

την τη στιγμή, αυτή την ευμετάβλητη, τη σχεδόν ασύλληπτη στιγμή, αντί κάποιας άλλης ανώτερης και στέρεας, αυτό δεν θα μπορούσε να το προσδιορίσει, επειδή η ελαφράδα με την οποία διέσχιζε το δρόμο, μια θεία αλλαγή, του μεγα-λόπρεπου ουράνιου τόξου, αυτή η χαλάρωση στα μέλη, είχε μεν εισχωρήσει ως τη γνώση του δεν έφτασε όμως ως τις σκέψεις της συνείδησής του, κι αν τον ρωτούσε κανείς ποιό πράγμα σκεφτόταν τώρα, πιθανόν να μίλαγε για το ύψος του αναμενόμενου ενοικίου ή ίσως να προσπαθούσε να θυ-μηθεί τον πρακτικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πόλη εκείνη· πράγμα βέβαια που δεν θα πετύχαινε και τώρα πάντως στα σίγουρα, μιας και από την εξωτερική πόρτα του σπιτιού εμφανίστηκε μια γυναίκα. Θέλοντας αυτή να διαλέξει αμέσως το ρεύμα στο οποίο θα ήθελε να αφεθεί, έριξε μια ματιά προς τα πάνω και προς τα κάτω στο δρόμο* ή το έκανε μάλλον γιατί περίμενε τον ξένο και ήθελε να τον προφτάσει και να τον καλωσορίσει;

Και ο Α. το βρήκε φυσικό να τη ρωτήσει για τη βαρώνη Β. και το προς ενοικίαση δωμάτιο.

Εκείνη δίστασε σαν να τη βάρυνε κάτι: «Ναι, η μητέρα μου...», και πρόσθεσε κατόπιν απότομα:

«αλλά τώρα δεν νοικιάζουμε πια». Και χωρίς να περιμένει τίποτ' άλλο, χωρίς καν να προ-

σέξει τον Α., χωρίς να δει την απογοήτευσή του, εξαφανί-στηκε πάλι στο σπίτι, σαν να είχε να επιστρέψει εκεί για να προστατεύσει το σπιτικό της από τον παρείσακτο ξένο.

Αν αυτό είχε γίνει πριν από μια ώρα, όταν ακόμα έβρεχε, τότε θα το καταλάβαινε, πλην όμως τώρα η συμπεριφορά της δεσποινίδας - γιατί επρόκειτο προφανώς για δεσποινί-δα - ξέφευγε τόσο ενοχλητικά από τα μέτρα του γενικότε-ρου φυσικού πλαίσιου μέσα στο οποίο είχε λάβει χώρα, που ο Α. δεν ήθελε να το πιστέψει* είτε υπήρχαν ακόμα απόκρυφες σχέσεις εντός του εμφανούς και του εκπληρώ-σιμου, είτε επρόκειτο εδώ για κάποια πλάνη, για κάποια λάθος παρατήρηση. Ο Α. πήρε το θάρρος να προχωρήσει στο διάδρομο. Αυτός κατέληγε σε μια λευκή πόρτα με τζα-μαριοί που οδηγούσε στον κήπο, ο οποίος βρισκόταν στο

67

Page 68: Οι αθώοι - Hermann Broch

πίσω μέρος του σπιτιού και είχε αρκετό βάθος ώστε τα λευ-κά παγκάκια εκεί, να μην καλύπτονται πλέον από τον ίσκιο του σπιτιού, αλλά να φωτίζονται και να λάμπουν στην υγρασία τους κάτω από τον εσπερινό ήλιο.

Μια ευχάριστη μυρουδιά απ' την κουζίνα, σημάδι του έτοιμου βραδινού φαγητού, έσμιγε με τη μυρουδιά των φρεσκοβαμμένων τοίχων στο κλιμακοστάσιο και ο Α. ήξερε πως δεν είχε παρά ν' ανοίξει την πόρτα του κήπου, για να μπει μέσα και η μυρουδιά της υγραμμένης γης και των φυτών. Του φαίνονταν όλα τόσο καλά, ώστε ο Α. απέκτησε πάλι τελείως την αυτοπεποίθησή του και δίχως να το πολυ-σκεφτεί ανέβηκε τη σκάλα.

Βρέθηκε στον πρώτο όροφο μπροστά από μιαν επίσης φρεσκοβαμμένη λευκή πόρτα με τζαμαρία, στο πλευρό της οποίας υπήρχε μια μικρή στιλπνή πινακίδα από μπρούντζο με το όνομα του βαρώνου φον Β. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο της σκάλας που έβλεπε προς τον κήπο έδινε στον μπρούντζο χρυσές ανταύγειες, κάτω όμως από το παλιό μπρούτζινο κουδούνι υπήρχε ένα σύγχρονο ηλεκτρικό κουμπί, πράγμα που χάλαγε λίγο την ομοιομορφία. Ο Α. πε-ρίμενε λιγάκι και κατόπιν πάτησε αποφασιστικά το κουμπί.

Πέρασε αρκετή ώρα ωσότου ανοίξει η πόρτα. Μια ηλικιω-μένη γυναίκα, μ' ένα λευκό σκουφί καμαριέρας, έβγαλε το κεφάλι της απ' την πόρτα.

«Έρχομαι για το δωμάτιο», είπε ο Α. Η γριά καμαριέρα μπήκε μέσα. Μετά από λίγα λεπτά ξα-

ναφάνηκε και τον άφησε να μπει μέσα. Ο Α. βρέθηκε σ' ένα χωλ που δεν φωτιζόταν από πουθενά - υπήρχαν απλώς η πόρτα τής εισόδου και μια άλλη απέναντί της, των οποίων όμως τα τζάμια καλύπτονταν από κουρτίνες - κι επειδή μά-λιστα ήταν τελείως γεμάτο από έπιπλα, προξενούσε μια δυ-σάρεστη και μελαγχολική εντύπωση. Την εικόνα αυτή δεν άλ-λαζε το γεγονός πως εδώ δεν είχαν συγκεντρωθεί τα συνηθι-σμένα έπιπλα ενός χωλ, αλλά αντίθετα υπήρχε μιας πρώτης τάξεως επίπλωση. Η ηλικιωμένη καμαριέρα άρχισε να συγυ-ρίζει κάτι σε μια γωνιά, για να προσέχει τον ξένο που περί-μενε. Η διακριτικότητα αυτή την κούρασε σύντομα και γι'

68

Page 69: Οι αθώοι - Hermann Broch

αυτό κατέβασε το κεφάλι της και κάρφωοΓ το (ντονο βλέμμα της στον ξένο.

Εδώ μύριζε κλεισούρα* η καλή επομένως μυιΛ^υήιά που ερ-χόταν από την κουζίνα, έπρεπε να ανήκει οΐ: ('ιίλλό διαμέρι-σμα.

Ο Α., ο οποίος είχε φτιάξει στο μυαλό του ένα σχεδιά-γραμμα του σπιτού, συμπέρανε πως η τζαμωτή πόρτα οδη-γούσε στη μεγάλη μεσαία κάμαρα του σπιτιού - στην οποία έπρεπε να ανήκει και το μεγάλο μπαλκόνι το στολισμένο με τις αρμπαρόριζες - και είχε γεμίσει από ανυπομονησία να μπει επιτέλους μέσα.

Πίσω από την τζαμωτή πόρτα ακούστηκε μια συνομιλία* δυο σιγανές, ευγενικές, γυναικείες φωνές:

«Με τα κατεβασμένα νοίκια... δεν καταλαβαίνω το ότι σκέφτεσαι ακόμα να το νοικιάσεις. Αυτά που μας πληρώνουν σήμερα δεν έχουν αύριο καμιά αξία, το χρήμα έχασε τελείως την αξία του και καθημερινά την χάνει και περισσότερο... είναι να σου κόβεται η αναπνοή».

«Ωστόσο είναι κάποιο ποσόν». «Θα το ξοδέψουμε ξανά για την επισκευή των ζημιών». «Αχ, ας μην είμαστε τόσο απαισιόδοξες». «Κι ένας ξένος στο σπίτι... αν ήταν τουλάχιστον γυναίκα!

Θα πρέπει να φυλαγόμαστε συνέχεια». «Ίσως είναι καλό να έχουμε μιαν αντρική προστασία». Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε το σύρσιμο μιας καρέκλας. «Λοιπόν, αφού δεν θέλεις να καταλάβεις πως ζούμε στο

1923 και πως χάσαμε έναν πόλεμο... αφού δεν μπορώ, μ' άλ-λα λόγια, να σε πείσω...»

«Για το Θεό, μια απόπειρα κάνουμε, δεν καταλαβαίνω γιατί αντιστέκεσαι τόσο πολύ».

«Πολύ ωραία τότε, θα τον φωνάξω μέσα... αλλά εγώ θα φύγω. Δεν θέλω να έχω τίποτα να κάνω μ' αυτό. Να με συ-μπαθάς».

Όλα αυτά ειπώθηκαν με ευγένεια και ηρεμία, παρ' όλον ότι τα λόγια αυτά περιείχαν και μια δόση οργής. Κατόπιν ακούστηκαν βήματα, άνοιξε μια πόρτα και - προερχόμενη από τον στενό διάδρομο που πιθανόν να συνέδεε τα άλλα όω-

69

Page 70: Οι αθώοι - Hermann Broch

μάτια μπροστά - εμφανίστηκε στο χωλ η δεσποινίς. Η σκοτει-νιά τοί' χώρου την εμπόδισε να αναγνωρίσει αμέσως τον ξέ-νο. Μ' ένα σύντομο, αδιάφορο «παρακαλώ» υπέδειξε στην καμαριέρα να του επιτρέψει να περάσει μέσα, πλην όμως κοντά στην έξοδο αντιλήφθηκε ποιός στεκόταν μπροστά της. Φανερά ταραγμένη και αγανακτησμένη δεν βρήκε να πει τί-ποτ' άλλο από ένα:

«Δεν καταλαβαίνω». Ο Α. υποκλίθηκε. «Νόμισα πως πρόκειται για κάποια παρανόηση». Η δεσποινίς σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα: «Η μητέρα μου θα θύμωνε εάν φεύγατε τώρα, ωστόσο σας

συνιστώ επιμόνως...» Σκόπευε να συνεχίσει, όμως η γριά κα-μαριέρα είχε κιόλας πλησιάσει με προτεταμμένο και παρατη-ρητικό πρόσωπο, κι έτσι η δεσποινίς σιώπησε* μονάχα με μια μικρή, σχεδόν παρακλητική και μυστική χειρονομία έδωσε στον Α. να καταλάβει, πως έπρεπε να αναζητήσει στέγη κά-που αλλού. Εντούτοις αυτή ακριβώς η κρυφή σχέση ξύπνησε στον Α. καινούργια αυτοπεποίθηση, μιαν εμπιστοσύνη στο ότι κάποια κρυμμένη νομοτέλεια θα εξάγνιζε τις μικρές βλά-βες του κοσμικού συμβάντος, από το οποίο είχε τόσο εντυπω-σιαστεί το τελευταίο τέταρτο της ώρας.

Και μολονότι είχε βέβαια ακούσει πως η δεσποινίς δεν ήθε-λε πλέον να ξέρει τίποτα για την υπόθεσή του, ή ίσως μάλιστα ακριβώς γι' αυτόν το λόγο πήρε το θάρρος να την ρωτήσει, μήπως ήθελε και η ίδια να πάρει πάρει μέρος στη συζήτηση.

Πραγματικά αυτή το σκέφτηκε για λίγο* κατόπιν όμως είπε ψυχρά: «Ελπίζω πως δεν θα είναι απαραίτητο» και βγήκε έξω, ενώ η γριά άνοιγε την τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε στη μεγάλη μεσαία κάμαρα. Ο Α. δεν έκανε λάθος* ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με τρία παράθυρα και πόρτα που έβγαζε στο μπαλκόνι, πλημμυρισμένο στο φως του ήλιου που έδυε. Στη βάση του σιδερένιου κιγκλιδώματος έξω, έλαμπε πυρακτωμένο ανάμεσα απ' τα φύλλα, το κόκκινο χρώμα της αρμπαρόριζας· το χώμα ήταν μαύρο μέσα στα πράσινα παρ-τέρια. Προς τα εδώ είχε δείξει το χέρι τής κοπέλας στο περί-πτερο και ήταν να θαυμάζει κανείς, για το ότι αυτός που προ

70

Page 71: Οι αθώοι - Hermann Broch

ολίγου στεκόταν δίπλα στο περίπτερο ακολουθώντας προς τα εδώ την αόρατη γραμμή που του έδειχναν, είχε φτάσει τώρα στο άλλο της άκρο, φερμένος απέναντι από κάτι που δεν είχε σχεδόν καμιά σχέση με το σώμα και τα πόδια του σώματος, τα οποία είχαν φέρει σε πέρας τη δουλειά αυτή. Και το γεγο-νός πως η ηλικιωμένη κυρία, που καθόταν σε μια πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο και της οποίας το προφίλ διαγραφόταν σκούρο δίπλα στο εκτυφλωτικό φως, έτεινε τώρα κι αυτή το χέρι της, θέλοντας - κατά έναν σχεδόν απροσδόκητο τρόπο - να τον χαιρετήσει, ήταν κι αυτό μια από εκείνες τις ομοιό-τητες που ήθελαν όλο και πιο πολύ να τον εμπλέξουν σε κάτι και που όμως ήσαν ευχάριστες.

«Έχετε λοιπόν την πρόθεση να νοικιάσετε σε μας;» είπε η βαρώνη Β. μόλις κάθησε απέναντί της.

Ναι, αυτό ακριβώς σκόπευε. Κατά βάση τον ενοχλούσε η παρουσία της* ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται προς το μέ-ρος της, ενώ το βλέμμα του θα προτιμούσε να κατακυριεύσει το χώρο, ο οποίος έδινε μιαν κόσμια εντύπωση με το στιλπνό παρκέ και τα κάθε είδους έπιπλα και αντικείμενα τριγύρω. Από την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού έμπαινε μετριασμέ-νος ο θόρυβος της πλατείας* το κελάδημα των πουλιών στις κορυφές των γύρω δέντρων ακουγόταν πάντως περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο.

«Σας έδωσαν συστάσεις;... η κόρη μου είναι τελείως αρνη-τική ως προς την ενοικίαση... αν μας είχατε φέρει όμως κά-ποιες συστάσεις...»

«Έχω κιόλας συναντηθεί με την αξιότιμο δεσποσύνη», υπεξέφυγε ο Α.

«Α,' έτσι!», ακούστηκε κάπως ανήσυχα. «Μιλήσατε μαζί της;... ζούμε αποτραβηγμένες απ' τη ξωή, θα έλεγα σχεδόν μοναχικά».

«Κι εγώ αυτή την εντύπωση έχω», είπε ο Α., «και είναι αυτονόητο πως δεν θα δημιουργήσω προβλήματα στις συνή-θειές σας».

«Η θυγατέρα μου ανησυχεί για την ηρεμία μου... με φρο-ντίζει υπερβολικά, δεν είμαι ακόμα τόσο γριά».

Κανένας άνθρωπος δεν είναι γέρος. Τα χρόνια είχαν πε-

71

Page 72: Οι αθώοι - Hermann Broch

ράσει από το πρόσωπο και το όώμα της βαρώνης· ωστόσο το εγώ της ακουγόταν έξω από το χρόνο: δεν είμαι γριά. Και έξω από το χρόνο φυλάει η μνήμη καθετί παρελθόν. Το βρα-δινό άρχισε να γίνεται αισθητό, ωστόσο σαν έξω από το χρό-νο βρίσκονται τα έπιπλα και οι τοίχοι των δωματίων, ανθί-ζουν και μαραίνονται οι αρμπαρόριζες, τις μπάζουν το χει-μώνα μέσα, ο ύπνος πέφτει πάνω στους ανθρώπους, ο άν-θρωπος βαδίζει μέσα στους χώρους της κατοικίας του, πάει στο κρεβάτι του, προχωράει στην κατοικία του ύπνου του, όμως το εγώ του ζει αναλλοίωτο από ύπνο σε ύπνο, φερόμενο από ρεύματα και γραμμές που φθάνουν ως την πλατεία και τον κήπο, γραμμές συνδεδεμένες στο Είναι, και παρ' όλα αυ-τά βγάζουν ως το στερέωμα του ουράνιου τόξου.

Η βαρώνη είπε: «Από τότε που πέθανε ο άντρας μου, ζούμε στη μοναξιά». Αυτός αποκρίθηκε: «Το σπίτι σας είναι εξαιρετικά ειρηνικό, βαρώνη». Κατά παράξενο τρόπο η βαρώνη φάνηκε να κουνάει το

κεφάλι της. Ίσως όμως και να ήταν απλώς το τρέμουλο του κεφαλιού ενός γέρου. Γιατί χωρίς να απαντήσει επ' αυτού, σηκώθηκε με πολύ κόπο, πράγμα που έκανε τον Α. να πιστέ-ψει, πως η συζήτηση τους είχε τελειώσει* όμως καθώς ετοιμα-ζόταν να την αποχαιρετήσει, αυτή είπε:

«Σε κάθε περίπτωση μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο δω-μάτιο».

Και στηριζόμενη στο ελαφρύ της μπαστούνι προχώρησε ως την πόρτα, πάτησε το κουδούνι που βρισκόταν δίπλα της, περπάτησε μέχρι το χωλ, όπου έφθασε και η καμαριέρα, και οι δυο γυναίκες συνόδευσαν τον επισκέπτη μέσα από ένα σχετικά μεγάλο και σκοτεινό χώρο σ' ένα άφωτο δωμάτιο, τα σκούρα έπιπλα του οποίου ξεχώριζαν μέσα απ' το λευκό τού τοίχου. Και σαν να περίμεναν τον ξένο, είχαν τοποθετήσει πάνω στο λουλουδένιο κέντημα του στρογγυλού, μεσαίου τραπεζιού ένα ανθοδοχείο γεμάτο με φρέσκα μπλονέ και πα-παρούνες.

«Η κόρη μου φροντίζει ώστε να υπάρχουν πάντα λουλού-

72

Page 73: Οι αθώοι - Hermann Broch

όια», είπε η βαρώνη και κατόπιν έδωσε την εντολή: «Τσερλί-νε, άνοιξε το παράθυρο».

Η γριά Τσερλίνε το έκανε και με μιας γέμισε το δωμάτιο με τα γλυκά αρώματα του κήπου.

«Από παλιά ήταν εδώ ο ξενώνας μας», είπε η βαρώνη, «και δίπλα είναι το υπνοδωμάτιο».

Ακριβώς όπως θα έκανε εάν οδηγούσε τον γαμπρό στο δω-μάτιο της νύφης, η γριά Τσερλίνε γλίστρησε τώρα στο υπνο-δωμάτιο και με ιχια σχεδόν πονηρή κίνηση του αρθροπαθούς της χεριού, τον κάλεσε να περάσει μέσα και να δοκιμάσει το κρεβάτι, στο μέρος του οποίου έδειχνε τώρα.

Η βαρώνη είχε μείνει στο πρώτο δωμάτιο και φώναξε τώρα από εκεί:

«Τσερλίνε, είναι αδειανή η ντουλάπα; Την καθάρισες κα-λά;»

«Μάλιστα, κυρία βαρώνη, η ντουλάπα είναι αδειανή, και ακόμα και του κρεβατιού άλλαξα τα σεντόνια». Και με τα λόγια αυτά άνοιξε τη μια από τις δυο ντουλάπες και άγγιξε με το δάχτυλό της ένα ράφι για να πείσει τον εαυτό της και τον Α. πως τα πάντα έλαμπαν από καθαριότητα. «Ούτε ίχνος σκόνης», είπε καθώς κοίταζε το δάχτυλό της.

«Πρέπει να αερίσεις και το υπνοδωμάτιο». «Αυτό μόλις πήγαινα να κάνω, κυρία βαρώνη», και η

Τσερλίνε συνέχισε να μιλά: «γέμισα με φρέσκο νερό και τα δυο λαγίνια».

«Μάλιστα», είπε η βαρώνη, στην οποία προφανώς δεν ήταν εύκολο να δώσει κάποιον έπαινο, «πολύ ωραία, όμως το βράδυ μπορείς ν' αλλάξεις το νερό ξανά».

«Τα βράδυα φέρνω πάντοτε ένα λαγίνι με ζεστό νερό», υπερθεμάτισε η υπηρέτρια.

Ο Α. είχε πάει στο μεταξύ στο παράθυρο και ανέπνεε το άρωμα του κήπου. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα τελείως, αλ-λά στο ισόγειο είχαν ανάψει κιόλας το φως σ' ένα δωμάτιο και μια ακτίνα φωτός έπεφτε πάνω στις πρασιές με τα άνθη, και έδινε στα τριαντάφυλλα και στα χρώματά τους μιαν ό-ψη εξωπραγματική και μετέβαλε τα φύλλα τους σ' ένα βερνικω-μένο έλασμα μετάλλου. Πιο πίσω ωστόσο, εκεί που ήσαν τα

73

Page 74: Οι αθώοι - Hermann Broch

λευκά παγκάκια, τα χρώματα ήσαν ακόμα φυσικά όπως στο φως της ημέρας, μόνο τώρα λίγο πιο θαμπά στο εσπερινό φο^ς, και οι δυο πυκνοφυτεμένες σειρές με τα γαρύφαλα φαί-νονταν να σκύβουν με τους άτονους γαλαζοπράσινους μί-σχους τους πάνω από το μεσαίο μονοπάτι του κήπου. Στο μεταξύ, μ' όλη τη θαλπωρή που ανέδυε ο κήπος, ο Α. ξέφευγε απαλά από την αρχική του πρόθεση - το ένιωθε - και γι' αυτό έκανε τώρα μια χλιαρή προσπάθεια να επανορθώσει:

«Στην πραγματικότητα ζήταγα να βρω ένα δωμάτιο προς την πλευρά του δρόμου».

«Ο όμορφος ήλιος το πρωί είναι εδώ», είπε ως απάντηση η γριά Τσερλίνε, και καθώς αυτός χαμογελούσε συμφωνώ-ντας, είπε αυτή χαμηλόφωνα ώστε να μην το ακούσει η βα-ρώνη στο διπλανό δωμάτιο: «τώρα έχουμε έναν γιό».

Ο Α. ήθελε να γελάσει γι' αυτό που είπε, πλην όμως δεν μπορούσε. Επέστρεψε στο πρώτο δωμάτιο, όπου περίμενε ακόμα η βαρώνη, στηριζόμενη στο ραβδί της. Και σαν να υπήρχε μια υπόγεια διασύνδεση στις σκέψεις των δύο γυναι-κών, ακόμα μάλιστα κι εκεί όπου η μια έκρυβε κάτι από την άλλη, ρώτησε η βαρώνη:

«Αλήθεια, πόσων χρόνων είστε, κύριε Α.;» «Έχω περάσει τα τριάντα, βαρώνη». Ντρεπόταν πάντοτε λιγάκι σαν τον ρωτούσαν για την ηλι-

κία του. Όντας ξανθός, με τρυφερή, σχεδόν κομψή επιδερ-μίδα, με κάπως αδύνατο πηγούνι και στόμα, αλλά με ένα ξύ-πνιο βλέμμα στα γαλανά του μάτια, έδινε την εντύπωση ενός νεαρού, και δη κατά την άποψή του ενός υπερβολικά νεαρού ατόμου, και για να προσδώσει στον εαυτό του περισσότερο κύρος είχε αφήσει να του ξεφυτρώσει - πάντως με όχι μεγάλη επιτυχία - μια λεπτή μικροκαμωμένη, καλοκάγαθη γενειάδα.

«Πάνω από τριάντα», επανέλαβε αυτή, «πάνω από τριά-ντα, η κόρη μου...» Δεν ολοκλήρωσε* προφανώς ήταν έτοιμη να αποκαλύψει την ηλικία της κόρης της. Αντ' αυτού μετά από λίγο συνέχισε: «Και τί επαγγέλεσθε;»

Όπως θα έκανε μ' έναν πεισμωμένο εγωισμό, αλλά και για να δοκιμάσει πόσα πράγματα θα επιτρέπονταν σ' έναν γιό στο σπίτι των γονιών του και πόσα θα του συγχωρούνταν, ο

74

Page 75: Οι αθώοι - Hermann Broch

Α. θα ήθελε να πει κάποιο ψέμα και να δηλώσει πως ήταν κάποιος πολιτικός πράκτορας. Όμως για ποιόν λόγο να βά-λει ξανά σε κίνδυνο ό,τι είχε κιόλας επιτύχει; Είπε λοιπόν πως είναι έμπορος πολυτίμων λίθων. Ωστόσο ακόμα κι αυτό ήταν αρκετά τολμηρό. Επειδή η βαρώνη θα μπορούσε εύκολα να υποψιαστεί, πως κάτω από τον μανδύα του εμπόρου πο-λυτίμων λίθων κάνει κάποιο επικίνδυνο και αισχροκερδές εμπόριο ή ότι πολύ περισσότερο είχε συρθεί ως εδώ με στόχο τα οικογενειακά της κοσμήματα. Προς στιγμήν βέβαια, η βα-ρώνη δεν φάνηκε να σκέφτεται τόσο μακριά. Δεν της θύμιζε αυτή η λέξη απολύτως τίποτα, είχε την έκφραση του ανθρώ-που που δεν είχε ακούσει καλά και ένιωθε αμήχανος:

«Έμπορος πολυτίμων λίθων;» Η Τσερλίνε, που είχε επιστρέψει, επιβεβαίωσε αμέσως του

λόγου το ασφαλές: «Ναι, ναι, έμπορος πολυτίμων λίθων», όμως σε αντίθεση προς την κυρία της αυτή το είπε μ' έναν ενθαρρυντικό τόνο, σαν να είχε βγει στην επιφάνεια ένα πολύ έντιμο επάγγελμα με το οποίο μπορούσε κανείς άνετα να συμ-φωνήσει.

«Θα συζητήσουμε για τα περαιτέρω απέναντι», πήρε τελι-κά την απόφαση η βαρώνη, της οποίας η παραμονή στο δω-μάτιο ενός εμπόρου πολυτίμων λίθων της έγινε φοβερά δυ-σάρεστη, και έτσι πέρασε μαζί με τον Α. πίσω στο μεγάλο μεσαίο δωμάτιο, ενώ η Τσερλίνε εξαφανίστηκε στην κουζίνα.

Σαν βρέθηκαν ξανά ο ένας απέναντι στον άλλον, ρώτησε διστακτικά η βαρώνη:

«Ώστε εργάζεσθε ως κοσμηματοπώλης, κύριε Α.;» «Όχι, βαρώνη, ως έμπορος πολυτίμων λίθων αυτό είναι

κάτι διαφορετικό». Ίσως να ήταν η λέξη «έμπορος» που ενοχλούσε τη βαρώνη,

ίσως να την είχαν προειδοποιήσει για το ποιόν των λαχανε-μπόρων, των ανθρακεμπόρων και των λοιπών μικρεμπόρων, ίσως ένας έμπορος να μην είχε γι' αυτήν καμιά ελπίδα στην υψηλή κοινωνία. Και ίσως να μην μοιραζόταν το λουτρό της ούτε με έναν κοσμηματοπώλη. Έτσι λοιπόν είπε:

«Η κόρη μου ξέρει καλύτερα από μένα τα τής αγοράς. Δυ-στυχώς έχει βγει...»

75

Page 76: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο Α. που είχε αντιληφθεί το τι ακριβώς συμβαίνει, εξήγη-σε:

«Το εμπόριο με διαμάντια είναι ένα πολύ ωραίο επάγγελ-μα. Έχω μείνει για πολλά χρόνια στα αδαμαντορυχεία της Νότιας Αφρικής».

«Ω», είπε η βαρώνη και απέκτησε ξανά την εμπιστοσύνη της.

«Και όταν τελειώσω τις δουλειές μου στην Ευρώπη, θα επιστρέψω πάλι στην Αφρική».

«Ω», είπε η βαρώνη με αυξανόμενη εμπιστοσύνη και λη-σμόνησε να ρωτήσει για το είδος τής δουλειάς που τον είχε φέρει ως αυτή την πόλη, «δεν θα σας πέρναγα για Άγγλο».

«Είμαι Ολλανδός πολίτης». Αυτό υπήρξε η αποφασιστική πληροφορία. Η βαρώνη

ανέπνευσε. Σ' έναν ξένο, που έρχεται από πολύ μακριά, δίνει κανείς πιο εύκολα, πιο αυτονόητα, πιο πρόθυμα στέγη απ' ό,τι & έναν ντόπιο, κι αυτό που υπό άλλες συνθήκες καταλή-γει να είναι μια συναλλαγή μεταξύ φτωχών, αποκτά με κά-ποιον από τα ξένα το φωτοστέφανο μιας μεγαλόθυμης φιλο-ξενίας. Κι έτσι συνέβη, χωρίς να χρειαστεί καθόλου να το εκφράσουν με λόγια, να δημιουργηθεί ανάμεσα στους δυο τους και μέσα στο τελείως σκοτεινιασμένο πια δωμάτιο μια τέλεια ομοφωνία.

Οι χαλκογραφίες στους τοίχους με τα αρχιτεκτονικά θέμα-τά τους και τις κορνίζες τους από ξύλο κερασιάς είχαν συρ-ρικνωθεί τώρα σε σκοτεινές κηλίδες και μονάχα οι δυο ελαιο-γραφίες στους τοίχους εκατέρωθεν των παραθύρων που πα-ρουσίαζαν ρωμαϊκά τοπία έδειχναν ακόμα τις γραμμές τους και το σταχτί τους χρώμα. Θύμιση μιας μακρινής λάμψης. Έ-τσι όπως μερικές φορές τα βραδινά η μάνα κι ο γιός παραμέ-νουν μεταξύ τους σιωπηλοί, έτσι κάθονταν κι αυτοί εκεί, κα-θώς από τα παράθυρα φώτιζε μ' ένα μεταξένιο ανοιχτοπρά-σινο χρώμα ο ξάστερος πλέον ουρανός με ρόδινους ιριδι-σμούς πάνω από τις προς δυσμάς στέγες. Και μέσα σ' αυτή την οικειότητα που είχε δημιουργηθεί ο Α. ζήτησε την άδεια να βγει στο μπαλκόνι - και το έκανε. Μπροστά του βρισκό-ταν η τριγωνική πλατεία, όχι ακριβώς έτσι, αλλά σχεδόν έτσι

76

Page 77: Οι αθώοι - Hermann Broch

όπως περίπου το είχε συμπεράνει. Τα δέντρα του κήπου δια-κρίνονταν μουντά μέσα στην γκρίζα και τελείως στεγνή πια άσφαλτο των πλατειών δρόμων τριγύρω. Στο εσωτερικό του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν ανάψει κιόλας τα φώτα* εκεί βρίσκονταν ακόμη οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, αλλά ο Α. δεν σπαταλούσε πια τις σκέψεις του σ' αυτούς. Κοίταζε κάτω τους λιγοστούς ανθρώπους που πήγαιναν με αργά βήματα στα σπίτια τους, άκουγε το τρίξιμο τής άμμου κάτω από τα παπούτσια εκείνων που έκαναν περίπατο στον ελικοειδή δρόμο τού κήπου, και χαιρόταν να βλέπει τα σκυλιά που τα έβγαζαν βόλτα. Συχνά-πυκνά ακουγόταν το τερέτισμα κά-ποιου πουλιού, η ατμόσφαιρα ήταν γλυκειά, διαποτισμένη από την υγρασία, κάι κάπου-κάπου γαύγιζε ένας σκύλος. Να έχεις γεννηθεί από μια μάνα, το σώμα σου να έχει γεννηθεί από ένα άλλο σώμα, να είσαι ο ίδιος σώμα, ένα σαρκίον του οποίου τα πλευρά διαστέλλονται όταν αναπνέεις, ένα σαρ-κίον του οποίου τα δάχτυλα μπορείς ν' ακουμπήσεις στο σι-δερένιο κιγκλίδωμα για να κλείσεις το νεκρό μέσα στο ζωντα-νό, στην αέναη εναλλαγή του έμψυχου και του άψυχου, κα-θώς το ένα εγκρύπτεται στο άλλο μέσα σε μιαν ατέρμονα δια-φάνεια: ναι, να έχεις γεννηθεί και να κάνεις τον περίπατό σου έξω στον κόσμο, μέσα στους ειρηνικούς του δρόμους, το χέρι της μάνας αναπόσβεστο, μέσα στο οποίο έχει λουφάξει τό παιδικό χέρι* αυτή η πιο φυσική ευτυχία τής ανθρώπινης ύπαρξης του αποκαλύφθηκε έντονα, καθώς στεκόταν εδώ σ' ένα μπαλκόνι με τον τοίχο και τη θόιλπωρή τού σπιτιού στα νώτα του, κοιτάζοντας το σκοτεινό γρασίδι κάι τα μουντά δέντρα, πλην όμως με τη γνώση των θάμνων με τις τρια-νταφυλλιές στον κήπο πίσω απ' το σπίτι, των σειρών με τα σπί-τια ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό, ανάμεσα σ' ανά-πτυξη και ανάπτυξη, σειρές από πέτρα και ξύλο, άψυχα έργα του ανθρώπου, και μολοντούτο πατρίδα. Και ο Α. ήξερε πως του είχε επιτραπεί να επιστρέψει όποτε θελήσει, και πως αυ-τή που περιμένει στο δωμάτιο θα συνεχίσει να περιμένει υπο-μονετικά, τόσο υπονετικά όσο απαντέχει μια μάνα το παιδί της.

Γύρισε ξανά στον τόπο του, στο σκοτεινιασμένο χώρο και

77

Page 78: Οι αθώοι - Hermann Broch

στην παλιά του θέση απέναντι στη βαρώνη. Κι αυτή του χα-μογέλασε, και ύστερα, με μιαν ελαφρά υπόκλιση, του είπε:

«Είναι όμορφα εκεί έξω, δεν είναι έτσι;» «Ένα αλησμόνητα υπέροχο βραδινό. Όμως θα μας ξα-

νάρθει βροχή». «Η Χίλντεγκαρντ», (την αποκάλεσε για πρώτη φορά με τ'

όνομά της), «η Χίλντεγκαρντ βγήκε να κάνει έναν περίπα-το...», και σαν να ήταν μέλος της οικογένειας που έπρεπε, όπως αρμόζει, να μυηθεί στις συνθήκες του σπιτιού, συνέχι-σε: «... φυσικά εμένα με κρατά αιχμάλωτη εδώ».

Αυτός δεν εξεπλάγη καθόλου, δεν αμφέβαλε για ό,τι του έλεγε, ήθελε ωστόσο να δώσει μια πονεμένη χροιά στα λόγια της:

«Α, η βαρώνη είναι αιχμάλωτη». «Ναι, είμαι πραγματικά», απάντησε αυτή με σοβαρότητα,

«δεν θα διαφύγει της προσοχής σας, όταν εγκατασταθείτε εδώ, είμαι αιχμάλωτη».

Ο Α. έγνεψε. Γιατί ο καθένας κρατά αιχμάλωτο τον άλλον, και καθένας πιστεύει πως είναι ο μοναδικός αιχμάλωτος; Μήπως δεν ήταν κιόλας ο δικός του ζωτικός χώρος συρρι-κνωμένος σ' αυτήν την τριγωνική πλατεία, σ' αυτό το σπίτι, μήπως δεν είχε περιοριστεί χωρίς να είναι σε θέση να πει, ποιός το είχε προκαλέσει αυτό, ποιός τον κρατούσε αιχμάλω-το;

Η βαρώνη εξακολούθησε τις εξηγήσεις της: «Αφήνω και τις δυο στη θέλησή τους... λέω "στις δυο*", για-

τί η Τσερλίνε, το παλιό μου δουλικό, που είδατε, έχει κάνει κόμμα με την Χίλντεγκαρντ... ναι, τις αφήνω στη χαρά τους, γιατί εγώ πήρα το μερίδιό μου απ' τη ζωή, και η παραίτηση δεν με δυσκολεύει τώρα».

«Έχετε άλλες χαρές τώρα, βαρώνη», είπε ο Α. Όμως η βαρώνη συνέχισε:

«Η Τσερλίνε ήταν παλιά δουλικό της μάνας μου και πά-ντοτε στο σπίτι... το καταλαβαίνετε; Είναι μια γριά παρθέ-να...»

Σε ποιόν ανήκει ο έρωτας της γριάς παραδουλεύτρας; Στα έπιπλα που αγγίζει καθημερινά; Στο πάτωμα που εδώ και

78

Page 79: Οι αθώοι - Hermann Broch

σαράντα χρόνια καθαρίζει και ξανακαθαρίζει, και του οποί-ου ξέρει την κάθε σχισμή; Κοιμάται μονάχη της, και αν κά-ποτε, όταν ίσως ήταν ακόμα στο χωριό της, κρύφτηκε μ' ένα παλικάρι δίπλα απ' την πόρτα, έχει εδώ και πολύ καιρό λη-σμονηθεί, παρ' όλο που τίποτα δεν λησμονιέται στην αχρονί-κότητα του εγώ, ούτε λησμονιέται, ούτε συγχωρείται!

Ο Α. είπε: «Η αγάπη της Τσερλίνε ανήκει σ' εσάς, βαρώ-νη».

«Δεν μου το συγχωρεί», είπε η βαρώνη, «αυτή και το παι-δί, δεν μου το συγχωρούν...» και άνοιξε τις παλάμες της σαν νά 'θελε να δείξει τα χάδια που τα χέρια αυτά είχαν δώσει και είχαν λάβει. «Έκανα ό,τι μου πέρναγε από το χέρι να παρακινήσω την Τσερλίνε να μπει στο σπίτι μου* δεν μπο-ρούσε να υποφέρει ούτε το παιδί».

Κάτω από τον θόλο της λεπτοϋφούς διαφάνειας του στε-ρεώματος και ξαπλωμένη μέσα σε μια περιοχή που τη διαπερ-νούν δρόμοι και ράγες, απλώνεται η πόλη, ένα συμπυκνωμέ-νο τοπίο· όμως τοποθετημένο ανάμεσα στο γρασίδι της πλα-τείας και στο πράσινο του κήπου βρίσκεται το σπίτι, ενταγ-μένο μαζί με τα γειτονικά σπίτια σε μιαν ενότητα χώρου κι ανάμεσα στους άψυχους, ακίνητους τοίχους του σπιτιού απλώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αμετά-βλητες κι αυτές, απλώνεται ο λόγος από το στόμα στ' αυτί, μια πνοή, αιωρούμενη στον τα πάντα περιβάλλοντα αιθέρα, μέσα στον οποίο κρέμεται το ουράνιο τόξο.

«Τα πρώτα αστέρια», είπε ο Α. κι έδειξε προς το παράθυ-ρο.

Ο ουρανός είχε χάσει την ήπια σκληράδα της μεταξένιας ανταύγειας κι απέκτησε βάθος, το χρώμα του άλλαξε από πράσινο σ' ένα ξεθωριασμένο μενεξεδί χρώμα, ο ουρανός έπαιρνε μιαν ανάσα, γιατί πλησίαζε η ώρα της δικής του βίας, πλησίαζε η νύχτα.

«Σύντομα θα επιστρέψει και η Χίλντεγκαρντ», είπε η βα-ρώνη και σηκώθηκε, «ας ανάψουμε το φως».

Τρέκλισε λιγάκι καθώς έφερε πάνω στα σίγουρα αδυνατι-σμένα πόδια της τον γέρικο κορμό, μέσα στον οποίο κάποτε δημιουργήθηκε η κόρη, και το χέρι που κάποτε αγαπούσε,

79

Page 80: Οι αθώοι - Hermann Broch

έσφιγγε τώρα τη λαβή του μπαστουνιού. Ο χώρος ήταν σκο-τεινός, μόνο τα τρία ανοιχτά παράθυρα ήσαν φωτεινά, όμως δεν έδιναν πια φως και η πόρτα που οδηγούσε απέναντι στα υπνοδωμάτια κρεμόταν από τους μεντεσέδες της κλειστή.

Και επειδή το έξω είχε γίνει ξανά βίαιο, μιας και τη νύχτα ήταν να περιμένει και να φοβάται κανείς μιαν ανακατάταξη όλων των σχέσεων, έπρεπε τώρα τ' απομεινάρια, που βρί-σκονταν ακόμίχ έξω, να προσαρτηθούν στο αδιάσπαστο του υποστατού, πριν φθαρεί και τούτρ, και ο Α. φοβούμενος ότι μόνη η αφή του φωτός θα μπορούσε να φέρει τη φθορά, έσπευσε να ρωτήσει:

«Μπορώ τώρα να πω να μου φέρουν τις αποσκευές μου από το σταθμό;»

Η βαρώνη δίστασε για λίγο και κατόπιν είπε: «Η Χίλντεγκαρντ όπου να 'ναι θα 'ρθει... ανάψτε, σας πα-

ρακαλώ, στο μεταξύ το φως* ο διακόπτης είναι δίπλα στην πόρτα...», έμοιαζε να μην θέλει να τη βρουν στα σκοτεινά μαζί του, «... και χτυπήστε παρακαλώ το κουδούνι να 'ρθει η καμαριέρα».

Αυτός υπάκουσε* το φως, μια λάμπα μέσα στα κρύσταλλα ενός μπίντερμαγιερ πολυελαίου, είχε μια αμφίβολη φωτεινό-τητα, ενώ οι βυθισμένες πριν στο σκοτάδι γωνιές του δωμα-τίου έγιναν τώρα στο φως ισάξιες με τ' άλλα αντικείμενα · το φως έδωσε στον χώρο μιαν ελάχιστα μυστηριώδη, αυστηρή όψη, και μπορούσε με μιας ν' αντιληφθεί κανείς πως εδώ κα-τοικούσε η ανάμνηση σε κάποιαν αυστηρή και καθόλου αι-νιγματική αντρική σκιά και πως μάλιστα οι γυναίκες, που εί-χαν απομείνει εδώ, είχαν ανέκαθεν θέσει τον εαυτό τους στην υπηρεσία της. Και υπήρχαν εξεταστικά μάτια, που ο Α. τα ένιωθε στραμμένα πάνω του, αόρατα βεβαίως, αφού τόσο η βαρώνη όσο και η Τσερλίνε που είχε έρθει στο μεταξύ κι άρ-χισε να κλείνει τα παράθυρα, φαίνονταν ν' ασχολούνται με κάτι άλλα, εδώ και πολύ καιρό περασμένα. Όμως εκείνη τη γεμάτη λεπτή σιωπή και ένταση στιγμή ακούστηκε ν' ανοίγει η κάτω πόρτα.

«Αυτή είναι η Χίλντεγκαρντ», είπε η βαρώνη.

80

Page 81: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Δεν θα ήθελα να ενοχλήσω τη συζήτησή σας», είπε ο Α. και έκαμε να φύγει.

«Σας παρακαλώ, μείνετε», είπε η βαρώνη, «μόνο να μας συγχωρείτε μια στιγμή».

Βγήκε έξω. Η Τσερλίνε έκλεισε τις κουρτίνες και τακτο-ποίησε τις πτυχές τους. Φαινόταν κακόκεφη και πελιδνή κι όταν αυτός ήθελε να συναντήσει το βλέμμα της, αυτή κοίταζε αλλού. Πριν όμως τον εγκαταλείψει κι αυτή, πήρε από το βοηθητικό τραπεζάκι της βαρώνης μια εφημερίδα που βρι-σκόταν εκεί και την έφερε στον Α. Κατόπιν άναψε το λαμπα-τέρ, που βρισκόταν δίπλα στον καναπέ κοντά στη θερμά-στρα, έσβησε το κεντρικό φως και τα κατάφερε έτσι, ώστε ο Α., σαν να ήταν ο οικοδεσπότης που επιθυμεί να διαβάσει την εφημερίδα του, πήγε να καθίσει στη μεγάλη πολυθρόνα.

Δεν διάβασε όμως. Η εφημερίδα, τελευταίος χαιρετισμός της κοπέλας στο περίπτερο, ήταν ο έξω κόσμος, ενώ ο χώρος εδώ είχε περιορισθεί στον κύκλο που φωτιζόταν από το λα-μπατέρ. Ο Α. είχε σκύψει προς τα εμπρός και η εφημερίδα στο νωχελικό του χέρι κρεμόταν ανάμεσα στα γόνατά του. Και το εγώ, μέσα στο σκυμμένο προς τα εμπρός κεφάλι κοί-ταζε κάτω τον κορμό, που χωριζόταν στα πόδια στα δυο, μό-νο αυτός στο φως, που δεν ανήκε στο εγώ, βγαλμένος από τον περίγυρο, ενώ όσο και να είχε φωλιάσει μέσα στο σκοτά-δι τού νυχτερινού περίγυρου, το εγώ ήταν μονάχο.

Πάνω στο κομό το τικ-τακ ενός ρολογιού. Ακόμα κι αν σπάσουν όλες οι κλωστές που σε δένουν με τον περίγυρο, η κλωστή του χρόνου θα περάσει μέσα από την αχρονικότητα του εγώ, και το ατέλειωτο πλεχτό ατέρμονων κλωστών, ένα μονάχο του καμωμένο κι ωστόσο αναπόφευκτο δίχτυ θα χρη-σιμεύει απλώς για ν' αφανίσει την κλωστή του χρόνου, ώστε στην ατέλειωτη έκταση, στο ατέλειωτο ύψος του χώρου να ξαναγίνει το κάθε είναι άχρονο.

Το ρολόι χτύπησε τώρα οκτώ. Ο Α. άκουσε βήματα, στη βιασύνη τους σχεδόν θυμωμένα

βήματα, και αμέσως κατόπιν φάνηκε η Χίλντεγκαρντ, με μια έκφραση στο πρόσωπο που πραγματικά εξέφραζε όλη της τη δυσαρέσκεια.

81

Page 82: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Επιτύχατε λοιπόν τον σκοπό σας, κύριε Α.», άρχισε χωρίς περιστροφές, «σας συγχαίρω».

«Η τελική απόφαση είναι στο δικό σας χέρι, δεσποσύνη μου».

«Δεν ήταν πολύ δύσκολο να παρεισφρύσετε στην εμπιστο-σύνη δυο γριών γυναικών! Εάν θα έλεγα τώρα όχι, θα εξόρ-γιζα πολύ τη μητέρα μου» - αυτό το ξαναείπε σήμερα, σκέ-φτηκε ο Α. - «έτσι δεν μου απομένει τίποτα περισσότερο να κάνω από το να κανονίσω μαζί σας το οικονομικό».

«Δυστυχώς δεν ήσαστε παρούσα κατά τη συνομιλία μας* αλλιώς θα κρίνατε διαφορετικά τη συμπεριφορά μου».

«Σας παρακάλεσα να μην πραγματοποιήσετε το σχέδιό σας».

Τίποτα δεν μπορούσε να κατευνάσει την οργή της, την οποία εξέφραζε με το βλέμμα και το ύψος της φωνής συ-γκρατημένα και ίσως κάπως δασκαλίστικα - πράγμα που ταίριαζε με την υπόλοιπη μετρημένη και λίγο τραχειά συ-μπεριφορά της. Εδώ αντιστρατευόταν η μια μοίρα την άλλη και το ρήγμα μέσα στο φυσικό συμβάν δεν είχε κατά συνέ-πειαν ακόμα ξεκαθαρίσει. Γιατί του απαγορευόταν να ανα-ζητήσει κάπου αλλού στέγη; Γιατί κατά κάποιον τρόπο είχε γοητευθεί μ' αυτόν τον τόπο, δεσμώτης ενός συμβάντος που ασταμάτητα και αναπότρεπτα είχε φθάσει μέχρις εκείνο το σημείο: δεν συνέρρεε κάθε συμβάν, ακριβώς όπως οι δρόμοι, στο σημείο του εγώ του; Τού εγώ, που τώρα φωτιζόταν από το λαμπατέρ; Δεν έπρεπε στο σημείο αυτό να αποσαφηνι-στούν και να λυθούν όλες οι αντιθέσεις; Και για τούτο είπε στη δεσποινίδα που περίμενε ανάλγητη και τραχειά στη σκιά που έριχνε το φως του λαμπατέρ:

«Δεν με γνωρίζετε, παρ' όλα αυτά είστε γεμάτη αποστροφή εις βάρος μου. Είτε εγώ είτε κάποιος άλλος νοικάρης είναι αδιάφορο».

«Δεν πρόκειται για το πρόσωπό σας... το πολύ-πολύ να δεχόμουν μια γυναίκα στο σπίτι μου».

«Είχα την εντύπωση πως η βαρώνη επιθυμεί ακριβώς την αντρική προστασία - εάν δεν θεωρείτε εκ μέρους μου τολμη-ρό το να με βλέπω έτσι και να με θέτω στη διάθεσή σας».

82

Page 83: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Δεν έχουμε ανάγκη καμιάς προστασίας», είπε αυστηρά η δεσποινίς.

Ήταν κληρονομιά του γερο-βαρώνου και της αδιαλλαξίας του το γεγονός ότι οι γυναίκες είχαν μείνει μόνες τους; Ήταν η κόρη μαζί με την παραδουλεύτρα οι φύλακες αυτής της κληρονομιάς; Στην περίπτωση αυτή το ρήγμα στο φυσικό συμβάν θα ήταν κατανοητό: γιατί το μοιραίο, το αναπότρε-πτο είναι πάντοτε ο θάνατος, είναι πάντα το πεθαμένο που επεμβαίνει μέσα στη ζωή* είναι η αχρονικότητα του θανάτου που παίρνει τη θέση τής αχρονικότητας του εγώ, ψυχή κοκα-λιασμένη στο αρχιτεκτονικό έργο του θανάτου, ευτυχία του κοκαλώματος. Η δεσποινίς είπε αργά και άκαμπτα:

«Πρέπει να κανονίσω το οικονομικό μαζί σας». «Επ' αυτού θα συμφωνήσουμε σύντομα», είπε ο Α. «Θα

ήθελα απλώς να παρατηρήσω ακόμα, πως εγώ θα προξενήσω σίγουρα πολύ λιγότερες δυσκολίες απ' ό,τι μια γυναίκα, το αντίθετο, μπορείτε να υπολογίζετε πάντοτε στις υπηρεσίες μου».

«Μ' αυτά δελεάσατε μάλλον τη γριά Τσερλίνε», είπε η δε-σποινίς, «εμένα όμως δεν μου κάνουν εντύπωση κάτι τέ-τοια. .., ελπίζω πως ως αλλοδαπός θα είστε σε θέση να συμ-φωνήσετε σε μιαν αξιοπρεπή τιμή για το κατάλυμμα και τη σίτιση».

«Στην Ολλανδία θα κόστιζαν δυο τέτοια δωμάτια περίπου σαράντα φιορίνια το μήνα, και αυτά σας προσφέρω κι εγώ, με προπληρωμή του ενοικίου για τρεις μήνες και μάλιστα σε ολλανδικό νόμισμα, ώστε να μην έχετε φόβο από τον πληθω-ρισμό».

Γενικά με υλικά αντικείμενα δύσκολα μπ;ορεί κανείς να δώσει λύσεις* εδώ όμως τουλάχιστον υπήρξε μια αρχή:

«Εκατόν είκοσι ολλανδικά φιορίνια ως προπληρωμή;» ρώτησε σχεδόν δίχως να το πιστεύει η δεσποινίς.

«Βεβαίως», επανέλαβε ό Α. Το αυστηρό της, ευθυτενές και στην ειλικρίνειά του όμορ-

φο πρόσωπο κάτω από τα σκούρα καστανά της μαλλιά φωτίστηκε μ' ένα σχεδόν άπληστο και γι' αυτό ποθητό χα-

83

Page 84: Οι αθώοι - Hermann Broch

μόγελο, που αποκάλυψε δυνατά, λευκά, καθ' όλα έτοιμα να φάνε και πολύ συμμετρικά δόντια:

«Για εκατόν πενήντα φιορίνια παίρνω πίσω όλες τις δια-μαρτυρίες μου... βλέπετε, είμαι κι εγώ αργυρώνητη».

Τι εννοεί μ' αυτό, αναρωτήθηκε ο Α., πλην όμως δέχτηκε τα εκατόν πενήντα και δήλωσε σύμφωνος και με τους λοι-πούς όρους. Όταν μπήκε η βαρώνη και ρώτησε με αισιό-δοξη ευθυμία, εάν τακτοποιήθηκαν όλα, η κόρη της δεν μπορούσε παρά να απαντήσει θετικά.

«Χαίρομαι», είπε η βαρώνη, «τότε ο κύριος Α. μπορεί να δειπνήσει απόψε κιόλας μαζί μας».

«Για όσον καιρό ο κύριος Α. σκοπεύει να μένει εδώ, εξέ-φρασε την επιθυμία να λαμβάνει τα γεύματά του πάντοτε στο δωμάτιό του», αντείπε η Χίλντεγκαρντ, «μόλις τώρα δα το συμφωνήσαμε».

«Όμως γι' απόψε θα είσαστε ο καλεσμένος μας», επέμει-νε η βαρώνη και στράφηκε στην Τσερλίνε που στο μεταξύ είχε έρθει ν' αναγγείλει πως το δείπνο είναι έτοιμο:

«Ετοίμασε κι ένα σερβίτσιο για τον κύρ»Ό Α., Τσερλίνε». «Μάλιστα», είπε η Τσερλίνε, «το έκανα κιόλας». Λόγω καλής ανατροφής το άκουσαν χωρίς να δείξουν έκ-

πληξη και έκαναν σαν να ήταν η πράξη της Τσερλίνε κάτι απολύτως αυτονόητο, κάτι τόσο αυτονόητο, όσο τα λου-λούδια που είχαν από πριν τοποθετηθεί οτο δωμάτιο του Α. Πλην όμως αυτό που τότε φάνηκε αυτονόητο, τώρα, με την παρουσία της δεσποινίδας, δεν ήταν πλέον, ενώ είχε αρθεί και η χαρμόσυνη συμφωνία των πραγί̂ '̂̂ ^ων, μιας και δεν είχε ακόμα βρεθεί η λύση. Τουλάχιστον έκανε την εμφάνισή της τώρα αντί εκείνης μια άλλη συμφωνία, μια πολύ πιο επιφανειακή βέβαια: καθώς είχαν καθήσει κάτω από την ανθισμένη σκέπη της λάμπας το φως α-ντανακλώταν αλύπητα από το λευκοστρωμένο τραπέζι στα πρόσωπά τους, και η Τσερλίνε πηγαινοερχόταν με τα φαγητά γύρω από το τραπέζι και τα σέρβιρε φορώντας στα χέρια της λευκά γάντια, έγινε φανερό ότι τα πρόσωπα των τριών γυναικών έμοιαζαν μεταξύ τους, εν μέρει εξαιτίας της φυσικής συγγένειας, όπως εκείνα της βαρώνης και της

84

Page 85: Οι αθώοι - Hermann Broch

κόρης της, εν μέρει εξαιτίας της πολύχρονης συμβίωσης, όπως στην περίπτωση της Τσερλίνε. Τρεις παραλλαγές στον τύπο του ενός και του αυτού προσώπου σε διαφορετι-κά πρόσωπα! Βεβαίως υπήρχαν ακόμη πολύ περισσότερες δυνατότητες μιας παραλλαγής, αλλά κατά κάποιον τρόπο εδώ εμφανίζονταν τρεις βασικοί τύποι, όχι ανόμοιοι προς τα τρία δασικά χρώματα που στην τριάδα τους περιέχουν όλες τις λοιπές αποχρώσεις του ουρανίου τόξου, και αν η βαρώνη ο' αυτό το τρίγωνο ήταν το πραγματικά μητρικό στοιχείο, χότε τα άκληρα πρόσωπα της Τσερλίνε και της Χίλντεγκαρντ ήταν παράδοξα ενωμένα στη μοναστικότητά τους, βε6αία το ένα άξεστο και γέρικο, το άλλο εκλεπτυ-σμένο και νεανικό, πλην όμως και τα δύο, είτε γέρικα είτε νεανικά με μια καλόγερίστικη αχρονικότητα.

Οι κουρτίνες του δωματίου ήταν κλειστές* δεν γνώριζε κανείς κάτι για τα δέντρα έξω, τίποτα για τον κήπο πίσω από το σπίτι, άψυχο και μοναχικό στεκόταν το σπίτι, βρι-σκόσουν μέσα σ' ένα κελλί: κανείς δεν ήξερε από πού μπήκε η ζωή σ' αυτόν τον κόσμο των άψυχων πραγμάτων ακόμα λιγότερο ήξερε γιατί το ζωντανό, προερχόμενο εκ του χοός και εις χουν επιστρέφον, έχει την ικανότητα να δίνει σχήμα στο χώμα και μ' αυτό τον τρόπο να δημιουργεί ζωή.

Όμως όσο και να ήταν κανείς αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο, ή ακριβώς γι' αυτό, αποκλεισμένος από την πλατεία, με τον ουράνιο θόλο πάνω της, αποκλεισμένος από τον ^όσμο, αποκλεισμένος από τη γνώση και από κάθε δυνατότητα για γνώση, έγινε το μέρος καθρέφτης του όλου, έγινε ο χώρος και η περικλεισμένη από τους τοίχους ατμό-σφαιρα Τμήμα του απροσμέτρητου αιθέρα, η πολυπλόκαμη απειροσύνη κατανοητή στις σχέσεις του πεπερασμένου, και η εξωτερική ομοιότητα των τριών γυναικών μετεβλήθη σε απείκασμα, σε ελπίδα για μια λύση, που μόνο εδώ και ποτέ έξω δεν βα μπορούσε να βρεθεί.

Σαν χειμαρρώδης κλίμακα που συνδέει το σκοτεινό και γήινο, το υλικό και κλειστό με το ανοιγμένο φως του ουρα-νού και μολοντούτο το ξανασπρώχνει στη σκοτεινιά τού απροσμέτρητου, έτσι περιβρέχει η ατμόσφαιρα το κάθε εί-

85

Page 86: Οι αθώοι - Hermann Broch

ναι, έτσι περιβρέχει αιθερικά το σύμφυρμα των πραγμά-των. Τα μάτια του Α. πλανιόντουσαν στο γεμάτο με σκοτει-νό αέρα χώρο και προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τα πράγματα έξω από τον κύκλο που διέγραφε το φως. Ο αέ-ρας προσέκρουε στους τοίχους, προσέκρουε στα έπιπλα. Η Τσερλίνε εκινείτο σ' αυτόν το χώρο, εισερχόταν στο φωτι-σμένο κύκλο και γλιστρούσε ξανά πίσω στο σκοτάδι, εκεί που βρισκόταν η πλατειά τραπεζιέρα. Το εσωτερικό των ντουλαπιών είναι διαποτισμένο με αέρα που περιβρέχει και τους ανθρώπους, είναι μέσα τους, σε όλους τους κενούς χώρους του σώματός τους, εισπνέεται και εκπνέεται, και περνάει από τον έναν στον άλλο. Ένα μεταξύ, ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό, που φέρει εντός του την ψυ-χή, την περικλείει και την καλύπτει, δικαιολόγημα και ζωή, διαποτισμένη απ' το φως και τη διαφάνεια των βλεμ-μάτων. Εκεί, στο μέσον του τοίχου πάνω από την τραπε-ζιέρα, κρεμόταν ένας μεγάλος πίνακας, ένα πορτρέτο, και ο Α. αναγνώριζε τώρα πως παρουσίαζε έναν κύριο με επί-σημο ένδυμα ευγενούς. Η Χίλντεγκαρντ, που παρατηρούσε δύσθυμα και ασκαρδαμυκτί τον αντιπαθή ξένο, του είπε:

«Θα αναρωτιέστε γιατί έχουμε κρεμασμένο ένα πορτρέτο στην τραπεζαρία ...είναι η εικόνα του πατέρα μου».

«Το τοποθετήσαμε εδώ πέρα για να συντρώγει μαζί μας», είπε η βαρώνη.

Η Τσερλίνε που άκουγε προσεκτικά, άναψε σιωπηλά τις απλίκες που υπήρχαν αριστερά και δεξιά του πίνακα, και ενόσω και η ίδια κοίταζε αφοσιωμένη τα χαρακτηριστικά του μακαρίτη, ίσως να ένιωθε πως το πέρασμα απ' τη γη αυτού του ανδρός δεν υπήρξε γι' αυτήν παρά μια ταραχή χωρίς σταματημό. Γιατί παρ' όλη την αφοσίωση είχε ένα πρόσωπο ικανοποιημένο και προφανώς περίμενε να την επαινέσουν. Αντίθετα, ο άνδρας στο χρωματισμένο αέρα του πίνακα είχε τα ίδια μάτια όπως η κόρη του, και παρα-τηρούσε κι αυτός τους συνδαιτημόνες δύσθυμα και ασκαρ-δαμυκτί.

Τώρα έστρεψε και η Χίλντεγκαρντ το βλέμμα της στον πίνακα: σαν δυο δρόμοι παράλληλοι σύγκλιναν το δικό της

86

Page 87: Οι αθώοι - Hermann Broch

και της Τσερλίνε το βλέμμα στα μάτια του πατέρα, ενώ η βαρώνη, που όσο κανένας άλλος βρέθηκε κοντά του κοίτα-ζε σχεδόν ένοχα το πιάτο της. Και ο Α. που ήξερε από δι-καστήρια και είχε αναγνωρίσει από τη μεταξωτή κορδέλα τής τηβέννου το βαθμό του εικονιζόμενου δικαστή, είπε: «Ο βαρώνος Β. ήταν αρχιδικαστής».

«Ναι», ειπι η βαρ(«)νη. Όμοια όπιος ο ατοίχτιώτης, που πρέπει να είναι πάντοτε

έτοιμος για τον πόλεμο, να σκοτώσει ή να σκοτωθεί εκεί, όπως ο στρατηγός, που είναι πάντοτε έτοιμος να στείλει στη μάχη ανθρώπους, έτσι πρέπει και κάθε δικαστής να εί-ναι πρόθυμος, αν είναι ανάγκη, να επιβάλλει μια θανατική ποινή, ενώ οι πάμπολλες καθημερινές ποινές που επιβάλλει κάθε μέρα στους κοινούς μικροεγκληματίες δεν είναι παρά πάντοτε η προετοιμασία, η προσέγγιση στο στόχο, είναι το απεικόνισμα και το υποκατάστατο της υψίστης πράξεως που αποτελεί στη ζωή του δικαστή τη φοβερή κορύφωση. Αυτός που μέσα στους τέσσερις τοίχους τής αίθουσας του δικαστηρίου αναπνέει τον ίδιο αέρα ακόμα όπως και ο εγ-κληματίας, τυλιγμένος μέσα στον ίδιο αέρα, πρέπει να έχει την ετοιμότητα ν' αποκλείσει τον άλλον και να του πάρει την ψυχή.

Με το στόμα, που κάποτε είχε ακουμπήσει πάνω στο αυ-στηρό στόμα του δικαστή, με το στόμα, που κάποτε είχε πιεί την αναπνοή του δικαστή, με αυτό το στόμα, που η αναπνοή εξακολουθεί να δίνει σχήμα στα λόγια, έτρωγε τώρα η βαρώνη τα μικρά κομματάκια του φιλέτου της.

Και με το ίδιο στόμα είπε κατόπιν: «Τσερλίνε, μπορείς να σβήσεις τώρα τα φώτα». «Δεν είναι έτσι το δωμάτιο πιο γλυκό;», αντιμίλησε η

Χίλντεγκαρντ, και η Τσερλίνε, χωρίς να κλείσει το φως, έσπευσε να πάει στην κουζίνα, πριν προλάβει να ακούσει την απάντηση της βαρώνης. Γιατί το έκαναν αυτό οι δυο τους; Χωρίς αμφιβολία ήταν σύμφωνη με τη δεσποινίδα πως ο πίνακας έπρεπε να μείνει φωτισμένος* ίσως ως μια επίκληση στο νεοφερμένο να συμμορφωθεί προς τους νό-μους του σπιτιού. Η βαρώνη είπε:

87

Page 88: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Καλώς, ας αφήσουμε τον επίσημο φωτισμό γι' απόψε, προς τιμήν του φιλοξενουμένου μας».

«Δικαστής!», είπε ο Α., «πολύ υψηλό λειτούργημα». «Ναι», είπε η Χίλντεγκαρντ, «έτσι όπως κι ο ιερέας, πά-

νω από τους ανθρώπους. Στ' αλήθεια, ένας δικαστής δεν θα έπρεπε να παντρεύεται».

Η βαρώνη χαμογέλασε: «Ένας δικαστής πρέπει να δείχνει ανθρωπιά». Η Χίλντεγκαρντ κοίταξε τον πίνακα, τα χείλη της ήσαν

σφιγμένα: «Και οι ιερείς πρέπει να δείχνουν ανθρωπιά, αλλά αυτή

είναι μια γνησιότερη ανθρωπιά... μια αυστηρότερη». «Ο άντρας μου υπέφερε συχνά για την αυστηρότητα που

έπρεπε κάποτε να δείχνει. Ευτυχώς δεν βρέθηκε ποτέ στη θέση να πρέπει να επιβάλει μια θανατική ποινή».

Η Χίλντεγκαρντ φαινόταν σαν να ήθελε τώρα να επανορ-θώσει αντ' αυτού. Όμως τότε ξοτναμπήκε η Τσερλίνε με το επιδόρπιο, και κατά κάποιον τρόπο εκτελώντας σαν συμβι-βασμό εκ των υστέρων τη διαταγή της βαρώνης, έκλεισε τα φώτα δίπλα στον πίνακα.

«Τέλος στην επίσημη φωταψία», είπε ο Α. «Πρέπει να υποκύψουμε στο γεγονός», είπε η βαρώνη

και γέλασε λιγάκι, «είναι πάντοτε ισχυρότερο από την αν-θρώπινη βούληση».

Πλην όμως στην πραγματικότητα δεν ωφέλησε σε τίποτα που έσβησαν τα φώτα. Αντίθετα φαινόταν σαν να 'χει ο πίνακας τώρα μεγαλώσει λιγάκι πάνω στο σκοτεινό τοίχο, σαν να είχε προσμιχθεί τώρα ο χρωματισμένος αέρας με τον αέρα του χώρου, σαν να είχε ο αρχιδικαστής, περικλεισμέ-νος στον αέρα που τους περιέλουζε όλους, εισχωρήσει και σωματικά στο τρίγωνο των γυναικο)ν, σαν κεντρικό σημείο, παρ' όλο ότι αυτός ανήκε στο παρελθόν και κρεμόταν στον τοίχο· γιατί στις σχέσεις ανάμεσα στο εγώ και το εγώ κυ-ριαρχεί η αχρονικότητα, ενώ ο χώρος σμικρύνεται ατέλειω-τα και ταυτόχρονα εκτείνεται ατέλειωτα.

Η Χίλντεγκαρντ καθόταν ψυχρά κι έτρωγε ένα ροδάκι-νο. Το στενό της στόμα ήταν αφίλητο, η αναπνοή της δεν

88

Page 89: Οι αθώοι - Hermann Broch

είχε κάνει ακόμα κάποιον ευτυχισμένο. Σε ποιό σημείο της ζωής χάνει ένα στόμα το χάρισμα να κάνει κάποιον ευτυχι-σμένο; Πότε εκπίπτει σ' ένα όργανο φαγητού και μολον-τούτο εξευγενισμένο ακόμα με το δώρο του λόγου, που του ανήκει ως τα τελευταία γηρατεία;

Η βαρώνη πήρε τώρα το μπαστούνι της που το είχε ακουμπήσει στην καρέκλα της, και σηκώθηκε, ίσως για ξεφύγει απο τον κύκλο των σχέσεων που είχε γίνει πανί-σχυρος και τεταμένος. Παρ' όλα αυτά άπλωσε προς τον Α. το χέρι της και κατά κάποιον τρόπο σε αντικατάσταση μιας προπόσεως - κατά τα φ(χινόμενα το κρασί ήταν απρόσιτο σ' αυτό το σπίτι, ή ίσως να το είχε απαγορεύσει τελείως ο αρχιδικαστής - είπε:

«Ακόμα μια φορά καλώς ήρθατε, κύριε Α.» Η Τσερλίνε στεκόταν παραδίπλα και χαμογελούσε επι-

δοκιμαστικά. Έμοιαζε να είχε αναλάβει η βαρώνη την εκ-προσώπηση της και να εκτελούσε την εντολή της, ιδιαίτερα επειδή τώρα στράφηκε προς την κόρη της, και είτε θέλο-ντας ν' αποδώσει δικαιοσύνη είτε για να συμφιλιωθεί μαζί της, είτε για να δημιουργήσει μιαν αρμονία με ισότιμη με-ταχείριση και προς^τις δυο πλευρές και να συνδέσει την Χίλντεγκαρντ με τον Α., τη φίλησε στο μέτωπο. Η Τσερ-λίνε έλαβε μέρος στην τελετουργία αυτή ανοίγοντας διά-πλατα την πόρτα προς το μεσαίο δωμάτιο και ανάβοντας εκεί το φως.

Μιας και τώρα κυκλοφορούσαν ανεμπόδιστα τα ρεύματα του αέρα ανάμεσα στα δωμάτια δεν έγινε μόνο μικρότερο, μ' αυτήν την ξαφνική μεταβολή των ισορροπιών το βάρος της ατμόσφαιρας γύρω από τον πίνακα του αρχιδικαστή, δεν ελαττώθηκε απλώς μονάχα η βαρύτητα και η κυρίαρχη θέση που κατείχε στην κλειστή τραπεζαρία, αλλά πολύ πε-ρισσότερο, επειδή το)ρα ο αέρας εκινείτο ελάχιστα, επι-κράτησε χωρίς αμφιβολία μια κάποια χαλάρωση στην ψυ-χρότητα και μια κάποια αστάθεια στις σχέσεις, κι όλο το μίσος και η αγάπη ανάμεσα στις τρεις γυναίκες - που είχαν απωλέσει το ορατό τους κέντρο και την πραγματική τους πρωταιτία - ξαναβυθίστηκε στην ακηδία της καθημερινό-

89

Page 90: Οι αθώοι - Hermann Broch

τητας, μιας καθημερινότητας χωρίς επίσημες φωταψίες, κι ας ήταν τώρα κατάφωτο το μεσαίο δωμάτιο κι ας αντανα-κλώταν τώρα το φως δυνατά πάνω στα τζάμια των πινά-κων, ώστε να κάνει αγνώριστα τριγύρω πολλά αντικείμενα. Ο Α. θα ήθελε τώρα να καπνίσει, αλλά κανείς δεν τον πα-ρακίνησε να το κάνει. Μήπως το είχε απαγορεύσει κι αυτό ο αρχιδικαστής; Κάθονταν λίγο αναποφάσιστοι στο κέντρο του δωματίου με την απλή υποψία της παρουσίας τού μα-κρινού και σκοτεινού πορτρέτου τού αρχιδικαστή. Κι ενό-ψει αυτής της καταστάσεως ήταν επόμενο να πει ο Α.:

«Επιτρέψτε μου τώρα να καταλάβω το δωμάτιό μου και να πω να μου φέρουν τις αποσκευές μου».

«Ω, δεν είναι ακόμα εδώ;» τρόμαξε η βαρώνη, «τί μπο-ρούμε να κάνουμε γι' αυτό;» είπε κοιτάζοντας την Τσερλίνε για μια συμβουλή.

«Ο κύριος Α. θα πει να φέρουν τις αποσκευές του», είπε στεγνά η Χίλντεγκαρντ.

«Πολύ σωστά», είπε ο Α. και αποχαιρέτησε γρήγορα τις γυναίκες· προς το παρόν δεν είχε πλέον εδώ να ελπίζει σε τίποτα, πολύ περισσότερο έπρεπε να φοβάται κάτι, κι εκτός αυτού ήταν σώφρον να φτάσει το νωρίτερο δυνατόν στο σταθμό, επειδή αργότερα δεν θα έβρισκε εκεί ενδεχο-μένως κανέναν αχθοφόρο.

Όμως δεν μπορούσε να βρει το καπέλο του στο χωλ κι ούτε μπορούσε να το ανακαλύψει κάπου στην γκαρνταρό-μπα του διαδρόμου που οδηγούσε στην κουζίνα. Άρχισε να ανυπομονεί, γιατί καθώς έψαχνε εκεί γύρω ένιωθε πως έφταναν ως εκεί από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας λε-πτές κλωστές από φρέσκο αέρα του κήπου, και μόνο τότε πρόσεξε ότι χαιρόταν που μπορούσε να ρίξει από το διά-δρομο μια ματιά στον κήπο, κατόπιν να βγει έξω στο δρό-μο, να κάνει μια βόλτα ως το σταθμό, ίσως παίρνοντας το μονοπάτι μέσα απ' τον κήπο της πλατείας, με τα χαλίκια να τρίζουν κάτω απ' τα πόδια του, σαν άνθρωπος που έχει ένα σπίτι στο οποίο να μπορεί να ξαναγυρίσει, υφασμένος μέσα σε στέρεες σχέσεις και χωρίς το βάρος του γήρατος, και ότι όλα αυτά, για να πάρουν το αληθινό νόημά τους,

90

Page 91: Οι αθώοι - Hermann Broch

έπρεπε ν' αποτελούν τη λογική συνέχεια εκείνης της στιγ-μής, που η Τσερλίνε άνοιξε τις πόρτες τής τραπεζαρίας και είχε αποκαταστήσει τη σύνδεση τού κεκλεισμένου και πε-ριορισμένου με την απειροσύνη. Και ανυπομονώντας να δει την ενότητα αυτή να πραγματοποιείται, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει χωρίς καπέλο, όταν έφτασε εκεί γλιστρώντας σαν ίσκιος η Τσερλίνε:

«Ψάχνετε το καπέλο σας, κύριε Α., το έβαλα στη ντου-λάπα σας».

Αυτό ανταποκρινόταν στο αυτονόητο τής εδώ παρου-σίας του, κι ακόμα κι αν είχε γίνε με διαταγή τής Χίλντε-γκαρντ που δεν υπόφερε τ' αντρικά καπέλα στο χωλ, έδειχνε παρ' όλα αυτά, πως ακόμα κι αυτή είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός πως θα έμενε εδώ. Και πριν προφτάσει ο ίδιος να πάει να πάρει το καπέλο από το δωμάτιό του, το έφερε σκυφτά και σιγανά η Τσερλίνε, και λίγο έλειψε να του το βάλει κιόλας στο κεφάλι.

Με το καπέλο στο κεφάλι, μια περίεργη επιμήκυνση της σπονδυλικής στήλης, φορεμένο πάνω στα μαλλιά του, ο Α. κατέβηκε αργά τη σκάλα, και αφού χαιρέτησε απ' την τζα-μωτή πόρτα του διαδρόμου τής εισόδου τον κήπο, που φυσικά φαινόταν μόνο όσο τον φώτιζαν τα φώτα του σπι-τιού, βγήκε έξω στο δρόμο, τον διέσχισε γρήγορα καί μόνο σαν έφτασε στο άλλο άκρο, γύρισε να δει την περιοχή, στην οποία πριν από λίγες ακόμα ώρες περιπλανιόταν αμήχα-νος. Στάθηκε λοιπόν τώρα εκεί και παρατηρούσε ξανά το σπίτι και το φωτισμένο απ' το δρόμο μπαλκόνι με τις αρ-μπαρόριζες. Άρμοζε στην περίπτωση που στο μεταξύ η μπαλκονόπορτα επάνω είχε ανοίξει, κι έβλεπε τον πολυέ-λαιο με το κιτρινωπό του φως στο μεσαίο δωμάτιο, έβλεπε το πάνω μέρος από τις κορνίζες των ιταλικών τοπογραφη-μάτων και άλλων επίπλων, έβλεπε το λευκό ταβάνι του οποίου τη σκούρα απ' την πολυκαιρία κηλίδα πάνω από τη θερμάστρα ήξερε τόσο καλά, και εξέτασε με το βλέμμα του προσεκτικά τα δύο άψυχα παράθυρα της τραπεζαρίας, γνωρίζοντας και προσδιορίζοντας ακριβώς τη θέση, στην οποία κρεμόταν ο πίνακας του αρχιδικαστή. Όμως πάν(ο

91

Page 92: Οι αθώοι - Hermann Broch

από τα φώτα του δρόμου απλωνόταν το σκοτάδι τ' ουρα-νού, που φαινόταν δυο φορές σκοτάδι μ' αυτήν τη φωτα-ψία, ώστε να μην μπορεί να διακρίνει κανείς τα σύννεφα και τα λίγα αστέρια ανάμεσά τους, ενώ σατανικά κόκκινη, έλαμπε μια φωτεινή διαφήμιση πάνω από τις στέγες των σπιτιών στην είσοδο της πόλης· όμως μέσα σ' αυτόν το χώ-ρο του-σκότους φυσούσε ο ψυχρός αέρας της νύχτας.

Κι όπως είχε προγραμματίσει, ο Α. μπήκε στον κήπο, πήρε τον ελικοειδή δρόμο, στα παγκάκια του οποίου κά-θονταν τώρα ζευγαράκια, ίσκιοι που είχαν σμίξει στην κοι-νή αναπνοή, και πρόσεχε το θόρυβο που έκαναν τα χαλίκια κάτω από τα πόδια του. Σε τακτικά διαστήματα συναντού-σε φωτιστικά φανάρια που απέκοβαν τμήματα θάμνων και του γαλαζοπράσινου γρασιδιού από τη σκοτεινιά, ενώ ακίνητοι έμεναν οι κορμοί των δέντρων, στεφανωμένοι από μια παράξενα αεικίνητη στον άνεμο μαύρη φυλλωσιά, που μερικές φορές ανοιγόταν κι άφηνε να φανεί κάποιο αστέρι.

Όλα τούτα βρίσκονταν και γινόντουσαν μέσα στο κρα-σπεδωμένο τρίγωνο, ενώ ο Α. έφτασε τώρα στο περίπτερο. Το άνοιγμα μπροστά ήταν κλεισμένο μ' ένα καφέ σιδερένιο ρολό· το ρολόι όμως που υψωνόταν στο μεταλλικό του βά-θρο πάνω από το περίπτερο, φωτιζόταν στο εσωτερικό του και κυριαρχούσε με τους τρεις φωτεινούς του δείκτες πάνω από την άφωτη φύση τριγύρω, την περιέφρασσε, ένα φως καμωμένο από χέρια ανθρώπων, ένα φως άψυχο, όπως και τ' αστέρια τα ίδια, άψυχο όπως ο αέρας και ο παντού εκτει-νόμενος αιθέρας και παρ' όλα αυτά η κλίνη της ζωής. Έ-ντομα χόρευαν ψηλά γύρω από το ρολόι, ένα παλλόμενο σμήνος που ξεχυνόταν στο απροσμέτρητο. Εδώ αναδύο-νταν οι ψυχές από τα μάτια των νεκρών, απ' την πνοή των ερωτευμένων.

Εδώ όπου διασταυρώνονταν χιαστί οι δυο βασικοί δρό-μοι ήταν το κέντρο του κήπου, το κέντρο του διαγραφόμε-νου κύκλου. Ο Α., με τα χέρια στις τσέπες, έκανε τον κύκλο του περιπτέρου, και καθώς το βλέμμα του κατευθυνόταν στα πέρατα τ' ουρανού, είδε τη φωτεινή ανταύγεια αφ' ενός πάνω απ' το σταθμό κι αφ' ετέρου πάνω από το κέντρο της

92

Page 93: Οι αθώοι - Hermann Broch

πόλης, για να ανακαλύψει στο τέλος και τα αναμενόμενα σύννεφα που ξαναμαζεύονταν και συνωθούνταν πιο σκο-τεινά μέσα στο σκοτεινό ουρανό. Σε λίγο θα 'πιανε η βρο-χή, και ο Α. που δεν είχε πάρει μαζί του ούτε την καμπαρ-ντίνα ούτε την ομπρέλα του παρά μόνο το καπέλο, επιτά-χυνε το βηματισμό του για να φτάσει στο σταθμό.

Άφησε πίσω του τον κήπο, πέρασε την πλατεία όπου προηγουμένως περίμεναν τα λεωφορεία των ξενοδοχείων, πέρασε μέσα στο σταθμό που πνιγόταν στη μυρωδιά των ταξιδιών, στη μυρωδιά της κάπνας, στη μυρωδιά των φαγητών και της μπύρας από το εστιατόριο και στη μυρω-διά των αποχωρητηρίων και της σκόνης που σηκωνόταν από την ψύχρα του πλακοστρωμένου δαπέδου κι έπεφτε υγρή ξανά κάτω, στη μυρωδιά της κούρασης και της βια-στικής αναχώ^σης.

Οποία διαφορά! Εδώ, στη βάση του τριγώνου η ζέστη και η βρωμιά της αντάρας, όμως έξω η ψύχρα και η μετριο-πάθεια της πλατείας. Και στην κορυφή της πυραμίδας απειλητικός εκείνος, του οποίου η συγκρατημένη αυστη-ρότητα υψώνεται πάνω από την ανακατωσιά του ανθρώπι-νου είδους και της βρωμιάς, υπεράνω των ανθρώπων, αυ-τός, ο φύλακας της δικαιοσύνης! Μήπως ήταν προτιμότερο να πάρει ένα εισιτήριο, να εγκαταλείψει την ενότητα, τη μηδέποτε εφικτή και μηδέποτε πραγματοποιήσιμη και νά επιστρέψει πίσω στην πολυσημία και την ασυναρτησία του ατέλειωτου κόσμου, στον οποίο διασταυρώνονται όλοι οι δρόμοι και όλες οι γραμμές; Εδώ ήταν, στο σημείο της απόφασης, έπρεπε ή να αποτολμήσει ξανά την προσπάθεια ή να ξεφύγει.

Οι θυρίδες στο εκδοτήριο των εισιτηρίων, μέσα σ' ένα μπρούντζινο πλαίσιο χωρίς στιλπνάδα και με βρωμιά που αντανακλούσε θολά το φως των γυμνών γλόμπων μια θυ-ρίδα ήταν ανοικτή, πίσω από τις άλλες κρέμονταν μικρές πρασινωπές και βρώμικες κουρτίνες. Ο Α. πέρασε από μπροστά τους. Τα καρότσια των αποσκευών, βαμμένα καφέ με φαγωμένο το ξύλο στις γωνίες τους, ήταν συγκε-ντρωμένα μπουλουκηδόν σαν σε σταύλο. Οι αχθοφόροι, με

93

Page 94: Οι αθώοι - Hermann Broch

τα σκουφιά πίσω στους κοκκινισμένους τραχήλους, τους α-γκώνες στηριγμένους στα πόδια, τα τριχωτά χέρια σταυρω-μένα, κάθονταν σ' ένα παγκάκι με τα κεφάλια σκυμμένα. Ο Α. τους ρώτησε αν κάποιος απ' αυτούς μπορούσε να με-ταφέρει τις αποσκευές του λίγο πιο έξω από το σταθμό* η απάντηση ήταν πως δεν μπορούσαν, δεν επιτρεπόταν να φύγουν από το σταθμό, αλλά πως θα του έβρισκαν κά-ποιον.

Μέσα από ένα διάδρομο μπορούσες να δεις τα μακριά υπόστεγα της μισοφωτισμένης αποβάθρας, καθώς κι ένα χώρισμα, όπου κάποιος υπάλληλος στεκόταν κρατώντας βαρετά μια τανάλια στο χέρι.

Ω, είπε ο Α., δεν είναι ανάγκη να του βρούνε οι ίδιοι κάποιον, ας του πούνε μόνο πού θα μπορούσε αυτός να βρει. Οι αχθοφόροι σκέφτηκαν λιγάκι και μετά του είπαν πως απέναντι, στην ταβέρνα - του είπαν μάλιστα και τ' όνομά του - , καθόταν ένας κι έπινε την μπύρα του. Κι έτσι ακριβώς ήταν. Ο αχθοφόρος καθόταν εκεί, έπινε την μπύ-ρα του, κάπνιζε την πίπα του και δεν έκρυψε καθόλου στον Α. πως τον είχε ενοχλήσει. Στον Α. έκανε εντύπωση που η πάντοτε άσβεστη δίψα του για νικοτίνη δεν είχε ακόμα κά-νει την παρουσία της, και μιας και βρισκόταν στο σταθμό άναψε ένα τσιγάρο, ενώ συνόδευε ως τις αποσκευές τον αχθοφόρο που γκρίνιαζε και βλαστημούσε την υποτίμηση του χρήματος και το άσκοπο κάθε δουλειάς. Η απόφαση είχε ληφθεί, χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος, χωρίς να το σκεφθεί καθόλου. Μόνο όταν βγήκαν από το σταθμό το συ-νειδητοποίησε.

Ο άντρας περπατούσε δίπλα του με την ειδική στάση εκείνου που σπρώχνει ένα καρότσι: πόδι λυγισμένο, πλάτη καμπουριασμένη και χέρια κυρτά, στηριγμένα στο καρό-τσι. Οι ρόδες του κυλούσαν αργά κι έτριζαν, το σίδερό τους ηχούσε κούφια πάνω στην άσφαλτο. Ο δρόμος τώρα ήταν τελείως άδειος και ήρεμος, ακόμα κι από την πόλη δεν έφτανε πια ως εκεί σχεδόν κανένας θόρυβος. Η φλόγα τής φωτεινής διαφήμισης που πιο πριν φώτιζε διαμονισμέ-να την είσοδο της πόλης, ο εισοφάγος τη^ κόλασης στον

94

Page 95: Οι αθώοι - Hermann Broch

οποίον κατέληγε η πλατεία, φαινόταν τώρα πως πάει να σβήσει* το βέλος είχε στραφεί προς τη γαλήνη, και μάλιστα φαινόταν σαν να υψωνόταν απαλά ο δρόμος προς τα πάνω, λιγότερο όμ<ος απαλά για τον άντρα δίπλα του, που σε δια-φορετική περίπτωση δεν θα έπρεπε να σπρώχνει τόσο επί-πονα το καρότσι. Πίσω από τα κάγκελα του κήπου οι θά-μνοι μαυριδεροί, όμως οι κορυφές των μεγάλων δέντρων, μ' ένα εκθαμβωτικό πράσινο από τα φώτα του δρόμου, φαίνονταν σαν λωρίδα πάνω από μια μάζα ίσκιων. Ο άνε-μος είχε σιωπήσει, το ίδιο και ο ουρανός, επειδή τα σύν-νεφα που τον κάλυπταν είχαν τώρα τελείως συρρικνωθεί κι έμοιαζε σαν να χαμήλωνε ολοένα και περισσότερο για να ενωθεί με τον ανηφορικό δρόμο.

Και ο Α. ντράπηκε, που χωρίς τις σκοτούρες τής υποτί-μησης έκανε τόσο κομπασμένα τη βόλτα του, τη στιγμή που ο άντρας δίπλα του, έπρεπε να σπρώχνει σκυφτός το καρό-τσι* ωστόσο δεν μπορούσε να ξεκαρφώσει το βλέμμα του από εκείνο που γινόταν πάνω απ' αυτόν και που κατά κά-ποιον τρόπο ήταν και το σημαντικό. Οι φωτισμένες κο-ρυφές των δέντρων απέναντι, όπως και ο συννεφιασμένος ουρανός της νύχτας, όπως και οι ψηλές προσόψεις των σπι-τιών στα αριστερά του, όλα τούτα είχαν μιαν αυξανόμενη σημασία και καθώς τώρα έφτασαν στο σπίτι, στο οποίο αυ-τός γύριζε σαν από ταξίδι, έμοιαζε σχεδόν να επαληθεύε-ται κάτι: στο μπαλκόνι είδε μια φωτεινή μορφή, ήταν η δε-σποσύνη που στεκόταν εκεί στηρίζοντας και τα δυο της τα χέρια στο κιγκλίδωμα, έχοντας λυγίσει τη μέση της σε γω-νία σαν σπασμένο παλούκι, σκυμμένη πάνω από τις αρμπα-ρόριζες σαν να τον περίμενε - βέβαια ήξερε πως δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Όμως τώρα, καθώς σταμάτησε με τις απο-σκευές, αυτή εξαφανίστηκε από το μπαλκόνι και λίγο αρ-γότερα φάνηκε στην εξώπορτα η Τσερλίνε, υπό τις οδηγίες και τη βοήθεια της οποίας τα πράγματά του τακτοποιήθη-καν στο δωμάτιό του. Η πόρτα προς το μεσαίο δωμάτιο επάνω ήταν ανοιχτή κι εδώ ο Α. συνάντησε τη δεσποσύνη. Αυτή του είπε ειρωνικά: «Έπρεπε να σας περιμένουμε για-τί με όλες τις επισημότητες της υποδοχής σας, ξεχάσαμε να

95

Page 96: Οι αθώοι - Hermann Broch

σας δώσουμε τα κλειδιά του σπιτιού και του δωματίου σας».

«Κι έτσι σας προξένησα αμέσως κιόλας μπελάδες», είπε ο Α.

«Θα 'θελα να πιστεύω πως δεν θα υπάρξουν και χειρό-τερα», είπε η Χίλντεγκαρντ, και δεν μπορούσες να κατα-λάβεις αν το έλεγε με φιλική ή εχθρική διάθεση. «Βάλτε τις αποσκευές στο δωμάτιό σας και θα σας δώσω αμέσως μετά τα κλειδιά».

Κι έτσι έγινε. Ο Α. πλήρωσε τον άντρα και γύρισε κατό-πιν στο σαλόνι, του οποίου η πόρτα ήταν ακόμα ανοικτή, για να παραλάβει τα κλειδιά.

«Κι εγώ σκέφτηκα πως είχατε την πρόθεση να απολαύ-σετε στο μπαλκόνι τη βραδιά», είπε ο Α.

«Ίσως να έκανα και αυτό», είπε η Χίλντεγκαρντ. «Σας ζητώ και πάλι συγγνώμη», είπε ο Α., «ελπίζω πως

σίγουρα η παρουσία μου δεν θα σας ξαναενοχλήσει με κα-νέναν τρόπο».

Η Χίλντεγκαρντ έκανε μια κίνηση που θα μπορούσε να εκφράζει αμηχανία, απόγνωση ή ίσως και παρεσχημένη συγ-γνώμη και, βγαίνοντας στο μπαλκόνι, άφησε τον Α. μόνο του στο σαλόνι. Παρέμεναν ακόμα όλα ημιτελή, ακόμα δεν είχε ληφθεί η απόφαση, όσο κοντά κι αν είχε φανεί πως είναι. Ήταν κιόλας έτοιμος να αποχωρήσει, όταν παρατή-ρησε πως εκείνη στράφηκε προς το μέρος του.

«Κύριε Α.!», φώναξε. Αυτός πήγε κοντά της στο μπαλ-κόνι.

«Μιας και είσαστε τώρα εδώ, είναι προτιμότερο να σας δώσω ευθύς εξαρχής τις απαραίτητες διευκρινήσεις». Η ψυχική της έξαψη ήταν προφανής παρ' όλον ότι μιλούσε με τη συνηθισμένη στεγνή της φωνή και πολύ σιγανά.

«Σας είμαι πολύ ευγνώμων», είπε ο Α. «Η μητέρα μου σας δείχνει εμπιστοσύνη* είπε πως έρχε-

στε από τις αποικίες και πως είστε ένας τζέντλεμαν. Η μη-τέρα μου δείχνει εύκολα εμπιστοσύνη, υπερβολικά εύκο-λα..., αυτή τη φορά θα έχω κι εγώ».

96

Page 97: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Δεν σπαταλάτε την εμπιστοσύνη σας σε κάποιον που δεν την αξίζει», είπε ο Α.

«Λοιπόν», συνέχισε αυτή. «Εδώ δεν είσαστε ένας συνη-θισμένος νοικάρης».

«Αν κρίνω από μένα τον ίδιο, τότε δεν είμαι. Ήταν κατά κάποιον τρόπο υποταγή στη μοίρα το ότι έφτασα έως εδώ».

«Ή, η κάπως ακατανόητη επιμονή σας», διόρθωσε αυτή, «όμως δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό, αλλά για τη θέση στην οποία βρίσκεστε τώρα εξαιτίας της επιμονής σας».

«Μάλιστα», είπε ο Α. «Με μια λέξη, η μητέρα μου θέλει να με παντρέψει* πι-

στεύει πως έτσι εκπληρώνει το καθήκον της. Αναζητά πει-σματικά ένα νοικάρη, αλλά στην πραγματικότητα ψάχνει για ένα γαμπρό».

«Αυτό είναι παράξενο», είπε ο Α. που στ' αλήθεια παρέ-μενε αδιάφορος.

«Δεν είναι και πολύ παράξενο», αντείπε αυτή, «ανταπο-κρίνεται προς τις αντιλήψεις της γενιάς της».

«Όμως», είπε ο Α., «εσείς είστε σε θέση να ρυθμίζετε μόνη σας την τύχη σας».

«Όχι», είπε αυτή, «θα μπορούσα, αλλά δεν μου επιτρέ-πεται».

Ανάμεσα στο τρίγωνο του κήπου, του οποίου το σχήμα δεν διακρινόταν πια και πολύ, και του τριγώνου των σπι-τιών παρεισέφρησε τώρα ένα καινούργιο: το τρίγωνο με τις ηλεκτρικές λάμπες που βρισκόνταν στο μέσον των τριών δρόμων. Λίγες μόνο ήσαν κρυμμένες στην απέναντι πλευρά πίσω από τις κορυφές των δέντρων.

Μετά από λίγο είπε αυτός: «Θέλετε αύριο να φύγω από το σπίτι;» Η Χίλντεγκαρντ κούνησε το κεφάλι: «Δεν έχει νόημα...

τώρα είστε ήδη εδώ, κι άλλωστε η μάχη θα ξανάρχιζε πάλι από την αρχή».

«Η μάχη;» Η Χίλντεγκαρντ σιωπούσε. Κατόπιν σωριάστηκε στην

ψάθινη καρέκλα που βρισκόταν στο ένα άκρο του μπαλκο-νιού. Κάθησε με τα πόδια σε παράλληλες ευθείες και τα

97

Page 98: Οι αθώοι - Hermann Broch

χέρια της διπλωμένα ανάμεσα στα γόνατα της, ενώ κου-νούσε το σκυμμένο λίγο μπροστά κεφάλι της πέρα δώθε. Το γεγονός αυτό φανέρωνε, σε αντίθεση προς τη μέχρι τώ-ρα στάση της, μιαν ιδιαίτερη απαλότητα κι αυτό του έδωσε το θάρρος να ρωτήσει:

«Έχετε κάποιον που αγαπάτε;» Αυτή χαμογέλασε, χαμογέλασε για δεύτερη φορά σήμερα

και τα χείλη της ξαναγέμισαν, σχεδόν αισθησιακά, ενώ άφησαν να φανούν και πάλι τα δυνατά, ομοιόμορφα δό-ντια.

Δεν ήταν τα δόντια τής μητέρας της και ο Α. θα ήθελε πολύ να μάθει εάν και ο αρχιδικαστής στον πίνακα μπο-ρούσε να χαμογελάσει και εάν πίσω από τα ζωγραφισμένα λεπτά του χείλη κρύβονταν ακριβώς τα ίδια δόντια. Πόθος υφασμένος με σκληρότητα, συλλογίστηκε ο Α., απαλότητα σπαρμένη μέσα στην επιθυμία, άνεση μέσα σε αυστηρότη-τα. Η Χίλντεγκαρντ κουνούσε ακόμα το κεφάλι της πέρα δώθε και κατόπιν είπε σιγανά: «Η μητέρα μου θέλει να φύγω από το σπίτι* γι' αυτό θέλει να με παντρέψει. Αυτό το κρύβει ακόμα κι από τον εαυτό της κάτω από το αίσθη-μα του καθήκοντος».

«Ο κόσμος είναι όμορφος», είπε ο Α., «δεν είσαστε υπο-χρεωμένη να μένετε εδώ».

«Και τι θα γινόταν τότε η μητέρα μου; Ποιός θα τη φύλα-γε;» Αυτό έμοιαζε να λέγεται με πάθος.

«Η βαρώνη φαίνεται όμως απολύτως υγιής. Κι εκτός αυ-τού η φροντίδα της βρίσκεται κατά τη γνώμη μου σε καλά χέρια».

Από κάτω πέρασε μια μοναχική γυναίκα. Καθώς κινούσε τα πόδια της μέσα στο λικνιζόμενο φόρεμά της, έδινε μιαν ελάχιστα θηλυκή, μια σχεδόν αρσενική εικόνα.

Η Χίλντεγκαρντ σταύρωσε τα λεπτά της πόδια και είπε: «Η μητέρα μου είναι άβουλη. Και η Τσερλίνε υποχωρεί

εύκολα στις επιθυμίες της. Το είδατε και ο ίδιος». Καθόταν στο μπαλκόνι με το βλέμμα της στραμμένο στην

πόλη, το είχε προσηλωμένο στην είσοδό της, λες και αναζη-τούσε εκεί κάτι.

98

Page 99: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Η Τσερλίνε δεν έχει παιδιά», είπε αυτή, «δεν ξέρει ποιόν πρέπει να περιποιείται σαν παιδί, εμένα ή τη μητέρα μου». Και τώρα φαινόταν σαν να την ψάχνει ένα παιδί εκεί πάνω, όπου σμίγουν σε γωνία οι δυο δρόμοι του τριγώνου, ίσως το αγέννητο παιδί της Τσερλίνε, ίσως όμως και το δι-κό της. Και ο Α. σκέφτηκε: Με αυτόν τον τρόπο δεν πρό-κειται να το βρει.

«Σε λίγο θα βρέξει», είπε ο Α. «Ναι», είπε αυτή. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο σιγαλή, ώστε δεν καταλάβαινες

τη βροχή που είχε κιόλας πιάσει. Αυτοί προστατεύονταν από το γείσο του σπιτιού, έβλεπαν όμως τις μαύρες κηλίδες στην άσφαλτο διαρκώς να πυκνώνουν. Ο δρόμος ήταν έρη-μος* η γυναίκα που περπατούσε προηγουμένως είχε τώρα εξαφανιστεί πίσω απ' το σταθμό. Πέρα από τα σπίτια της δυτικής πλευράς τρεμόπαιζε μερικές φορές η λάμψη μιας αστραπής.

Ο Α. είπε: «Οι επιθυμίες της μητέρας σας σίγουρα δεν θα είναι τόσο

υπερβολικές, ώστε να πρέπει να τη φυλάει κάποιος μ' αυ-τόν τον τρόπο».

Η Χίλντεγκαρντ έμεινε διστακτική, μετά είπε: «Αν δεν ήταν τόσο εξασθενημένη θα τα παράταγε όλα...

θα ανακατευόταν με τους ανθρώπους και θα ταξίδευε στην τρίτη θέση για να γνωρίσει απλά τον κόσμο* αυτό το δήλω-σε επίσημα πολλές φρρές».

Ήταν αδύνατο λοιπόν να προξενούσε στη δεσποσύνη ο φόβος για την απώλεια της μητέρας της αυτού του είδους τις παράτολμες σκέψεις. Τώρα έπρεπε να φτάσει και η λύ-ση. Ο Α. ξαναστηρίχθηκε στο σιδερένιο κιγκλίδωμα* χωρίς κάλυμμα και αναπνέοντας κάτω από τα ρούχα του έσκυψε προς τα έξω, στη βροχή που γινόταν πιο δυνατή και πιο πυκνή, ενώ ακουγόταν σιγά το θρόισμα απ' τις φυλλωσιές των δέντρων. Η γη ανέπνεε απέναντι, η γη ανέπνεε πίσω από το σπίτι και η πνοή κάθε ύπαρξης υψωνόταν κι έσμιγε πάνω από τη στέγη του σπιτιού, μέσα στο οποίο είχαν φωλιάσει το ανθρώπινο και ό,τι φέρει ζωή. Δέσμες από

99

Page 100: Οι αθώοι - Hermann Broch

μέλη και κόκαλα και φλέβες αιωρούνταν εδώ στην πνοή της ζωής, υψωμένες πάνω από τη γη. Το να έχεις γεννηθεί από μια μάνα, και να μπαίνεις μέσα στη θαλπωρή και να βγαί-νεις από τη θαλπωρή του σπιτιού και να επιστρέφεις κάπο-τε οριστικά σ' αυτήν: ο φόβος του σώματος για το ότι δεν του επιτρέπεται να είναι πλέον παιδί, για το πάγωμα του άψυχου, για το ότι τώρα μόνο θα προστατεύει και δεν θα προστατεύεται άλλο, ο φόβος κάθε γυναίκας με το γυμνό της σώμα κάτω από τα ρούχα.

Κι αυτή, απ' την οποία είχε εξαφανιστεί και πάλι κάθε άνεση και απαλότητα, αυτή που καθόταν ξανά σαν καλό-γρια, με τα λεπτά της χείλη, και κοίταζε μ' ένα απλανές βλέμμα πέρα στην κορυφή τού τριγώνου που σχημάτιζαν οι δρόμοι, είπε:

«Ο πατέρας μου έφερε κάποτε την ειρήνη εδώ... πρέπει να φροντίσω να διατηρηθεί».

Ο Α. χάιδεψε την ξανθή, λεπτή του γενειάδα και απά-ντησε:

«Άξιον θαυμασμού και δύσκολο το καθήκον που διαλέ-ξατε!»

«Ναι», ήταν η δική της απάντηση. Από το σταθμό ακούστηκε το σφύριγμα μιας ατμομηχα-

νής* ο θόρυβος του τρένου ανακατεύθηκε με το θόρυβο της βροχής, ανακατεύθηκε με την πολύβουη ζωή απ' τις φυ̂ λ-λωσιές. Ο Α. κοίταξε κι αυτός τώρα προς την είσοδο της πόλης, σαν να περίμενε από κει τη φωνή εκείνη, που θα έδινε την τελική απάντηση στις φωνές από μακριά. Θα εί-ναι άραγε η φωνή του παιδιού ή του δικαστηρίου, θα φανεί εκεί το βλέμμα του παιδιού ή εκείνο του πατέρα; Ήταν και τα δυο ταυτόχρονα, επειδή ο φθίνων, σιγανός ήχος της βροντής που διαπερνούσε τώρα τον ουρανό και τύλιγε ε-ντός του την πόλη, απορροφούσε τόσο απαλά το θόρυβο που έκανε το τρένο κι έσβηνε τόσο σιγαλά στο θρόισμα των δέν-τρων, ώστε το Περασμένο και το Επερχόμενο έσμιγαν σε ένα, ενωμένα μέσα σε μια μόλις αντιληπτή ηχώ, βυθισμένα μέσα στο άχρονο και στην αιωνιότητα που είναι ταυτόχρο-να το χαμόγελο τής ζωής και του θάνατου.

100

Page 101: Οι αθώοι - Hermann Broch

IV. Η μπαλάντα τον μελισσοκόμου

Ήταν μηχανικός ειδών σχεδίου και κάθε πένα ιχνο-γραφίας που έβγαινε από το σβέλτο και πεπειραμένο του χέρι, μ' ένα απαστράπτον ασημί μέσα στο γαλάζιο βελούδο τής θήκης της, ήταν ένα έργο τέχνης, ήταν τέλεια στο απα-λό, ελαστικό και παρ' όλα αυτά σταθερό σχεδίασμα, ήταν τέλεια στην αξιοπιστία με την οποία συγκρατούσε ως την τελευταία σταγόνα τη σινική μελάνη, χωρίς ποτέ να φοβά-σαι μήπως αφήσει κάπου μια κηλίδα. Παντού, όπου το τε-χνικό σχέδιο εξασκείτο ακόμα ως τέχνη ήξεραν το όνομά του και τα προϊόντα του και ανάμεσα στους δυο χιλιάδες σπουδαστές του Πολυτεχνείου του Μεγάλου Δουκός, κο-ντά στο οποίο είχε το εργαστήριο και το κατάστημά του, είχε αποκτήσει μια σταθερή πελατεία* το εισόδημά του φαινό-ταν εξασφαλισμένο και φαινόταν επίσης πως οι αυξανόμε-νες οικονομίες του υπόσχονταν επαρκής κατοχύρωση για ήσυχα γηρατειά. Βέβαια μέχρι τότε θα περνούσε ακόμα αρ-κετός καιρός. Τότε ζούσε ακόμα η γυναίκα του, και όσον καιρό ζούσε ακόμα εκείνη - ω θύμιση, που δεν θα τον άφη-νες ποτέ πια - πήγαινε καθημερινά μετά το τέλος της δου-λειάς του στο χωριό, όπου αυτή είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, έναν οικοδόμο χωρικό, ένα μικρό σπίτι* τα απογεύματα και τις Κυριακές ασχολούνταν εκεί με τη με-λισσοκομία, την οποία αγαπούσαν και οι δυο. Ήταν χα-ρούμενοι κι οι δυο τους και συχνά τραγουδούσαν πρίμο-σι-γόντο ενόσω δούλευαν μαζί. Και για να συμπληρωθεί η ευ-τυχία τους, ήταν καθ' οδόν ένα παιδί. Τότε όμως συνέβη το φοβερό. Μετά από μια τελείως εύκολη εγκυμοσύνη, το παιδί γεννήθηκε νεκρό, πράγμα που κόστισε τη ζωή και

101

Page 102: Οι αθώοι - Hermann Broch

στη νεαρή μητέρα. Χτυπημένος απ' αυτό το πλήγμα δεν ήθελε να δει άλλο ούτε το σπίτι ούτε τα μελίσσια* πούλησε την περιουσία και μετακόμισε στην πόλη. Η επανάλειψη τής άλλοτε ευτυχισμένη ς ̂ ωή ς τού φαινόταν ακατόρθωτη, όλο και πιο πολύ, όσο περνούσαν τα χρόνια κι έτσι έμεινε χήρος, αντέχοντας το παρελθόν και το παρόν μαζί. Εντού-τοις, όσο κι αν επέλεξε και θέλησε ο ίδιος τη μοναξιά του, όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτή γινόταν όλο και πιο δύσκο-λη* μια μέρα πήγε στο βρεφοκομείο και πήρε ένα νεογέννη-το κοριτσάκι για δικό του παιδί. Πιστός στην παλιά του ευτυχία και χωρίς να ξεχάσει τη μελισσοκομική που ήταν ένα τμήμα εκείνης της ευτυχίας, βάφτισε τη μικρή Μελίττα, και καθώς τώρα είχε αποκτήσει μια λευκή γενειάδα, την έμαθε να τον φωνάζει παππού. Και για χάρη του παιδιού άρχισε τώρα ξανά να τραγουδά. Θα τραγουδούσε και για έναν γιό το ίδιο ευχάριστα; Ίσως όχι. Κι έτσι αποκαλύφθη-κε αυτός ως ένας από τους λόγους για τους οποίους πήρε την απόφαση για κάποιο κορίτσι, χωρίς να λάβει υπόψη του την επιθυμία να έχει απόγονο, όπως θα ανέτρεφε το γιό του. Όμως ποιός θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι αυτός θα έκανε στ' αλήθεια για την τέχνη τού μηχανικού ειδών σχεδίου;

Όπως και να 'χει αυτές οι σκέψεις ήσαν περιττές, τόσο πιο περιττές, όσο σύντομα αποδείχθηκε - ο καταστροφικός πόλεμος της Γερμανίας κατά της Αντάντ ήταν ακόμα απώ-τερο μέλλον - πως είχε αρχίσει μια καινούργια εποχή, μια εχθρική προς τους χειροτέχνες εποχή, μια εποχή εχθρική προς την ποιότητα που δεν της χρησίμευαν πια ούτε τα χει-ροποίητα εργαλεία σχεδίου. Είδη σχεδίου επωλούντο τώρα πλέον σε όλα τά χαρτοπωλεία, άχαρα βιομηχανικά προϊό-ντα, κοφτερές, ανελαστικές, άγαρμπες πάνω στο χαρτί γραφίδες, διαβήτες με λάθος κέντρο βάρους με τους οποί-ους ακόμα κι ένα επιδέξιο χέρι δεν θα μπορούσε να δια-γράψει έναν σωστό κύκλο, αντικείμενα με είτε πολύ δύ-σκαμπτες, είτε πολύ χαλαρές αρθρώσεις, συναρμολογημέ-νες με μια πολλή χοντρή ή μια πολλή λεπτή βίδα. Ποιός θα ήθελε να διαλέξει λοιπόν αυτό το επάγγελμα; Το παράτησε

102

Page 103: Οι αθώοι - Hermann Broch

κι έκλεισε το εργαστήρι και το κατάστημα. Και μήπως ήσαν αυτά τα σύνεργα φθηνότερα από τα δικά του; Θα μπορού-σε να είχε το δίχως άλλο διατηρήσει τις τιμές που είχε, αλλά δεν του έδινε πλέον η δουλειά χαρά. Η νέα γενιά δεν ήταν άλλο σε θέση να ξεχωρίσει τη μια πένα από την άλλη· κα-νένας δεν ήξερε πια να κάμει ένα σωστό διάγραμμα με πα-ράλληλες γραμμές, κανένας δεν έμπαινε πια σ' αυτόν τον κόπο, αντίθετα αρκούνταν όλοι σ' ένα φτηνό μουντζούρω-μα από νερομπογιές, το οποίο πέρναγαν στο περίπου πάνο3 στο χαρτί σαν να ήσαν μπογιατζήδες. Το να θέλεις να φτιάξεις για τη δουλειά αυτή λεπτά εργαλεία, σήμαινε το να εξευτελίζεις τον εαυτό σου* στην περίπτωση αυτή καλύ-τερα να ήσουν κάπου ένας απλός ανειδίκευτος εργάτης! Κι έτσι ακριβώς έκανε. Παρ' όλο το προχωρημένο της ηλικίας του, έπιασε αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου δουλειά ως εργάτης σε μια μεγάλη βιομηχανία λεπτών μηχανικών εργαλείων. Βέβαια, αρχικά το θεώρησε ως εκπλήρωση ενός χρέους του προς την πατρίδα, αργότερα όμως αποδείχτηκε πως ήταν σκληρή ανάγκη, γιατί χωρίς την πρόσθετη βοή-θεια τού μέρα με τη μέρα πιο εμφανούς, ξεδιάντροπου και ολοένα και πιο ακριβού λαθρεμπορίου δεν θα μπορούσε ένα παιδί - η Μελίττα ήταν στην αρχή του πολέμου εννέα χρόνων - να έχει να φάει όσο έπρεπε. Όμως το παιδί τού έδινε χαρά, το να το τρέφει του έδινε χαρά και κατά συνέ-πειαν και η δουλειά του έδινε πιο πολλή χαρά, ακόμα και για το ότι αυτός, πανύψηλος στο ανάστημα και παρ' όλα τα λευκά του μαλλιά, συνέχιζε να δουλεύει και να πληρώ-νεται ανάλογα, ώστε τώρα, μετά από μια κρίσιμη άμπωτι - και δεδομένου ότι το μάρκο συνέχιζε να είναι μάρκο έπαιζαν ρόλο μόνο οι αριθμοί ~ οι οικονομίες του άρχισαν πάλι κατά τα φαινόμενα να αυξάνονται. Μετά τη συνθηκο-λόγηση σκόπευε να ξεκουραστεί.

Εννοείται πως δεν μπόρεσε να το κάμει. Η ακρίβεια συ-νεχίστηκε και μετά τή συνθηκολόγηση, κι ακόμα χειρότερα πήρε να γίνεται όλο και πιο μεγάλη, κι όταν στο τέλος απο-δείχθηκε καλπάζων πληθίορισμός^ τότε οι οικονομίες του σε χαρτονομίσματα εξανεμίστηκαν. Έτσι καίτοι ηλικτιωμέ-

103

Page 104: Οι αθώοι - Hermann Broch

νος συνέχισε να δουλεύει στη βιομηχανία και σίγουρα όεν θα σταματούσε εάν στο τέλος δεν τον απέλυαν λόγω της με-γάλης του ηλικίας· οι πιο νέοι, κάτω από την απειλή τού να απολυθούν και οι ίδιοι, απαιτούσαν τα δικαιώματά τους και δεν ήθελαν να τον ανέχονται άλλο. Ευτυχώς που η Μελίττα ήταν τώρα αρκετά μεγάλη για να γίνει δεκτή σε σχολείο και ήταν επομένη»; σε θέον νΓ. συμβάλει στα έξοδα* άρχισε να δουλεύει ως βοηθός σ' ένα πλυντήριο. Όπως και να το κάνουμε αυτό ήταν κάποια ανακούφιση, και ο γέρος είχε τώρα λιγάκι άνεση ώστε να ψάξει για καινούργια δου-λειά. Όσο ήταν παντρεμένος διατηρούσε επαφές με την κρατική σχολή μελισσοκομίας στην κοντινή κωμόπολη* ακολουθώντας κάποια ξαφνική έμπνευση πήγε εκεί και ανέλαβε, μιας και ο πολύ γνωστός του διευθυντής ήταν ακόμα στην υπηρεσία, τη θέσή ενός επισκέπτη καθηγητή. Μολονότι πληρωνόταν μάλλον άσχημα, η θέση τού άφηνε κάποια προοπτική πρόσθετων απολαυών από τους χωρι-κούς· προπάντων όμως του δινόταν η ευκαιρία να γυ-ροφέρνει από τη μια άκρη στην άλλη την περιοχή και αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει κι ο ίδιος.

Ο πληθωρισμός του φαινόταν τώρα σαν θείο δώρο. Η προσκόλληση στα χρήματα, η προσκόλληση στην εξασφά-λιση της ζωής του, εξαιτίας των οποίων η ψυχή τού αν-θρώπου γίνεται πιο στενάχωρη και ανασφαλής, του φαί-νονταν τώρα οαν μια όλο και πιο αφύσικη εικόνα. Κι αν εξακολουθούσε τώρα να αγαπάει όπως πρώτα τις μέλισσες, αν συνέχιζε να θαυμάζει όλο και πιο έκπληκτος την λα-μπρά καλλιεργημένη ακρίβεια των τεχνικών και κοινωνικών τους μηχανισμών κι αν όπως παλιά συνέχιζε να απολαμβάνει το να διεισδύει με το επιδέξιο χέρι του σ' αυτόν το μηχανι-σμό ακριβείας ώστε τα μικρά τούτα όντα να μην τρομά-ξουν, αλλά αντίθετα να προσαρμόσει τη δραστηριότητά του στη δική τους, όμως ανακατευόταν παρ' όλα αυτά σ' αυτήν την αγάπη ένα είδος περιφρονητικού οίκτου για τον μελισσοκόμο, για τούτο το σύμβολο της αστικής προνοητι-κότητας, του αστικού αγώνα για την εξασφάλιση, της αστι-κής πειθαρχίας, του αστικού αποταμιεύειν, και του φαινό-

104

Page 105: Οι αθώοι - Hermann Broch

ταν, όπως άλλωστε και για κάθε οικόσιτο ζώο, πως το αφύσικο είχε εισβάλει μέσα στο φυσικό. Όμοια αισθήμα-τα έτρεφε και απέναντι στους χωρικούς, με τους οποίους ερχόταν σε επαφή και των οποίων η άπληστη τάση να κα-τέχουν τον γέμιζε με αποστροφή, ανεξάρτητα από την εκτίμησή του για την αγροτική ζωή. Συχνά σκεφτόταν πως μόνο ο τεχνίτης, όπως ένιωθε τον εαυτό του, ήταν στ' αλή-θεια απελευθερωμένος από τη φιλοκτημοσύνη, πως ούτε καν ο δεμένος με τη γη αγρότης και πολύ περισσότερο ο ασχολούμενος με το εμπόριο αστός ή ακόμα κι ο εξορισμέ-νος στα εργοστάσια εργάτης δεν θα μπορούσε να εξυψωθεί έως την αποδέσμευση της φυσικής δραστηριότητας, επειδή μόνο αυτός, συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο το έργο του Θεού, φτιάχνει με τα χέρια του το καινούργιο, για να μπο-ρέσει την έκτη μέρα να το κρίνει ως καλό, και πως ως εκ τούτου μόνον ο τεχνίτης είναι στ' αλήθεια ικανός να δεχθεί τη φύση του Θεού και να τη δοξάσει.

Και μερικές φορές συλλογιζόταν πως ο Θεός έστελνε τον πληθωρισμό για να εξολοθρεύσει τα εργοστάσια και το ε-μπόριο, να τα εξαλείψει από προσώπου γης, ώστε να α-νταποκριθεί στη βούληση του δημιουργού ένας απελευθε-ρωμένος από το χρήμα κόσμος από τεχνίτες και ολιγαρκείς αγρότες, από του νυν και έως του αιώνος. Ασφαλώς δεν πίστευε κάτι τέτοιο, όμως του άρεσε να το φαντάζεται έτσι.

Με τον τρόπο αυτό έγινε προϊούσης της ηλικίας όχι πε-ρισσότερο πιστός, τουλάχιστον όχι πιο πιστός όπως το α-ντιλαμβάνεται η εκκλησία, πλην όμως στράφηκε περισσό-τερο στο Θεό. Και τα μάτια του άνοιγαν κι έβλεπαν όλο και πιο πολύ τον απέραντο κόσμο του Δημιουργού. Όταν περπατούσε με τις ώρες πέρα στα χωράφια, τραγουδούσε. Δεν τραγουδούσε άλλο τα λαϊκά τραγούδια που κάποτε έλεγε με τη γυναίκα του, κι ακόμα λιγότερο τραγουδούσε πασίγνωστες άριες ή ας πούμε τραγούδια της μόδας και κούφια κομμάτια της τζαζ, που τώρα λέγονταν απ' όλα τα στόματα ακόμα και από εκείνα των κοριτσιών του χωριού. Μόνο οι τυφλοί τραγουδούν τα τραγούδια που έχουν μά-θει. Όμως αυτός που βλέπει (ακόμα κι αν απ' τα πολλά

105

Page 106: Οι αθώοι - Hermann Broch

που βλέπει τυφλωθεί στο τέλος, ιδίως τότε) τραγουδά ό,τι είναι αντικείμενο της όρασης, τραγουδά τα διαρκώς ανα-νεούμενα φαινόμενα της ζωής, τραγουδά το καινούργιο, και για το λόγο αυτό τραγουδά τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνο αυτός που βλέπει πραγματικά, τραγουδά πραγματι-κά. Κι ο,τιδήποτε ακούγεται στο τραγούδι του οδοιπόρου, ο βόμβος των μελισσών έως κάτω στο ζουζούνισμα του μπούρμπουλα κι ως πάνω στους απαλούς, μεταλλικούς αλαλαγμούς χαράς του κορυδαλού, δεν είναι ποτέ μια απο-μίμηση ήχων, αλλά είναι αντίθετα τα ιδωμένα σμάρια των μελισσών, τα ιδωμένα ύψη των κορυδαλών και ακόμα πιο πέρα: είναι το αόρατο στο ορατό που έγινε ήχος. Αυτό ήταν το τραγούδι του γέρου* ο ίδιος ήταν αυτό το τραγού-δι, γιατί τραγουδούσε ο,τιδήποτε έβλεπε κι ό,τι είχε ως τό-τε δει.

Με το αόρατο δηλίχόή, ο άνθρωπος κατορθώνει να φτά-σει στο έσχατο όριο της ικανότητάς του να βλέπει: σ' αυτό του έχει δοθεί να νιώθει το ζωντανό στο άψυχο, το ζωντα-νό στη δήθεν νεκρή ύλη, μια όραση που νιώθει. Το χέρι τού τεχνίτη καθοδηγείται από ευαίσθητη παρατήρηση όταν δί-νει στο υλικό του μια ζώσα μορφή, ώστε η ζωή του να γίνει πραγματικά ορατή στο μάτι. Αυτή είναι η εξομοίωση τού τεχνίτη με το Θεό, και λιγότερο, αλλά ίσως και ακόμα πιο προφανής αυτή του καλλιτέχνη, πιο προφανής επειδή η εκ μέρους του παρατήρηση τής μυστικά στο άψυχο επενερ-γούσας ζωής είναι περισσότερο εκτενής και - με μια σχεδόν ανεπαίσθητη ένταση - έχει κυριεύσει ολόκληρο το είναι του, ολόκληρη την προσωπικότητά του. Και για το λόγο ακριβώς αυτόν το τραγούδι, η μουσική, μπορεί να πάει ακόμα πιο πέρα, μπορεί και πρέπει να δεχθεί το ήδη ορατό, το ήδη φανερωμένο και μορφοποιημένο για να του αφαι-ρέσει τα τελευταία κατάλοιπα της νέκρας και να συνθέσει απ' αυτό μια σφίζουσα ζωή, ένα τραγούδι ορατό πέρα από ο,τιδήποτε ακούνε τ' αυτιά. Ω, μάτι του ανθρώπου, ζωή αφ' εαυτής, καρπέ δημιουργίας, ζωή μεστωμένη! Είναι στο μά-τι που η δημιουργία απέχει το πιο πολύ από το άψυχο κι (ι)στόσο ζωηφόρο χώμα, από το οποίο πήρε τη μορφή του

106

Page 107: Οι αθώοι - Hermann Broch

είναι το μάτι που βρίσκεται το πιο κοντά με την πράξη τής δημιουργίας, στην οποία οφείλει την ύπαρξή του, που την έκτη μέρα κρίθηκε ως «καλόν» και εφοδιάστηκε το ίδιο με τη δωρεά της δημιουργίας, ώστε να κρίνει και το ίδιο το έργο του ως «καλόν», το μάτι στο οποίο ανατέθηκε η αδέ-καστη κρίση πάνω σε κάθε ανθρώπινη γνώση, ανατέθηκε η απόφαση για τις δικές του πράξεις δημιουργίας, είτε αυ-τές των αριθμών, είτε αυτές της τέχνης, η λυδία λίθος και των δύο· στο μάτι συμπυκνώνεται το ανθρώπινο του αν-θρώπου, κι εδώ έγκειται η ανάπαυσή του αφού με την ικα-νότητα τ^ν ματιού να γνωρίζει, έγινε αυτός δημιουργός. Αγιοσύνη του ματιού, κι ωστόσο μόνο μια αγιοσύνη - ηχώ! Επειδή η πράξη δημιουργίας του ανθρώπου λειτουργεί σαν ηχώ, μόνο με την εικόνα αποδίδει τη ζωή που αισθάνεται, και ο άνθρωπος, γνωρίζοντας τον εαυτό του στο μάτι, κρί-νοντας με το μάτι τον εαυτό του και τα έργα του ως «καλά» αντιποιείται μιαν αμεσότητα που δεν διαθέτει* γίνεται στο μάτι ματαιόδοξος και επιστρέφει στη νέκρα, χάνει τη δω-ρεά τού να νιώθει τη ζωή και οι πράξεις του καταντούν μια απλή ανασκαφή της νεκρής ύλης, γίνεται ένα κακέκτυ-πο, μια κενή κακότητα. Η κίβδηλη απομίμηση του Θεού, η κενότητα και κακότητά της, αυτός είναι ο κίνδυνος του καλλιτέχνη κι όχι τόσο, καθόλου τόσο πολύ αυτός του τε-χνίτη, του οποίου η αίσθηση της ζωής παραμένει περιορι-σμένη στο έργο των χεριών του και σχεδόν συμβαίνει ο καλ-λιτέχνης, όσο πιο πολύ γίνεται δημιουργός, τόσο πιο πολύ να πρέπει να επιστρέψει στο περισσότερο σεμνό πεδίο της χειροτεχνίας ώστε να επιτύχει κάποτε το μεγάλο του έργο. , Και τούτο ακριβώς έμαθε κι αυτός, που μ' όλο του το

ύψος κι όλο του το τραγούδι διέσχιζε την περιοχή πέρα-δώθε κι απολάμβανε τον άνεμο.

Παλιά ναι, παλιά έμπαινε συχνά μέσα σε μια εκκλησία, όταν ακουγόταν από την ανοιχτή της πόρτα ο ήχος του εκ-κλησιαστικού οργάνου, κι αυτός τραγουδούσε μαζί του δυ-νατά όταν του άρεσε το τροπάριο* αλλιώς σιωπούσε. Πα-ρατηρούσε και τις εικόνες πάνω από την Αγία Τράπεζα και αν του άρεσε κάποια ήταν ικανός να κάθεται να την κοιτά-

107

Page 108: Οι αθώοι - Hermann Broch

ζει ώρα πολλή· τις κακότεχνες ούτε που τις πρόσεχε. Κι αν ήταν να πάει σε συναυλίες ή σε μουσεία ή στο θέατρο δεν θα είχε φερθεί διαφορετικά. Όπως ακριβώς ήξερε για κά-θε γραφίδα αν επρόκειτο για σωστή δουλειά ή ήταν ένα απλώς προορισμένο για το εμπόριο προϊόν εργοστασίου, έτσι ήξερε και τώρα με την πρώτη ματιά να ξεχωρίζει το καλό και το γνήσιο και ν' απορρίπτει τ' άχρηστα κακέκτυ-πα* ο χωρικός, μολονότι είναι κάποτε ικανός να φτιάξει ένα έργο τέχνης, δεν έχει αυτή την ευχέρεια του να ξεχωρί-ζει, και μάλιστα δείχνει μια κάποια προτίμηση για το γλυ-κανάλατο και το κιτς, και ο αστός έμπορος έχει ανάγκη τον ειδικό, ο οποίος κατά κανόνα, με^μεγαλύτερη ή μικρότερη αποτυχία, του μαθαίνει να βλέπει το καλλιτέχνημα, ενώ αυτός που κατέχει με το μυαλό και τα χέρια του το φυσικό αισθητήριο για τη χειροτεχνία, είναι σχεδόν ο μόνος που έχει άμεση πρόσβαση στη ζωντάνια του καλλιτεχνήματος και μπορεί χο^ρίς πολλή σκέψη να το απολαμβάνει. Έτσι έγινε κάποτε και μ' αυτόν, όμως αυτά πέρασαν τώρα του είχαν γίνει αδιάφορα και του γίνονταν όλο και πιο αδιάφο-ρα. Κανένα εκκλησιαστικό όργανο δεν κατάφερνε πια να τον δελεάσει στην εκκλησία, τίποτα απ' αυτά δεν τον προ-σήλκυε στο να ακούσει ή να προσέξει, και μάλιστα απέφευ-γε να βλέπει ή να ακούει, επειδή είχε αντιληφθεί πως ο ρό-λος της τέχνης είναι να αποτελεί απλώς την ηχώ και την ενδιάμεση αυτή λειτουργία δεν τη δεχόταν αυτός δεν είχε ανάγκη κάποιου διαμεσολαβητή. Απορρίπτοντας όλα αυτά από τη ζωή του, φτώχαινε, για να γίνεται πιο πλούσιος. Και πλησιάζοντας καθημερινά την αμεσότητα της ζωής, πλησίαζε και τη γνώση για το θάνατο, ο οποίος γίνεται πε-ρισσότερο αισθητός μόνο στο πιο άμεσο. Για το λόγο αυτό τραγουδούσε, τραγουδούσε στη μοναξιά μόνο για τον εαυ-τό του, ποτέ μπροστά σε άλλους, ποτέ για χάρη των άλλων: κάθε τρίτος θα άκουγε το τραγούδι της ζωής, μόνο το έμμε-σο δηλαδή και όχι την έσχατη πραγματικότητα, τη στιγμή που αυτός, βαθειά μέσα του, άκουγε το σιγοντάρισμα του θανάτου, ένα μυστικό που δεν του επιτρεπόταν να απεμπο-λήσει. Αν είχε την ικανότητα να κάνει το τραγούδι του νό-

108

Page 109: Οι αθώοι - Hermann Broch

τες, ίσως θα το είχε κάνει στα παλιότερα, νεανικά του χρό-νια, τώρα ασφαλώς όχι πλέον. Αυτός είχε ζήσει στη χειρο-τεχνία και πάντοτε - για τον ίδιο σχεδόν απαρατήρητο -στο κατώφλι των καλών τεχνών* τώρα τα είχε ξεπεράσει και τα δυο - κι αυτό το παραπέρα το ένιωθε. Και μαζί τους είχε ξεπεράσει την έπαρση του τεχνίτη και την κενοδοξία του καλλιτέχνη. Κάποτε ήταν υπερήφανος για τις πένες του, για τους ακριβέστατους διαβήτες του, τα γωνιόμετρα, τους χάρακες με τις πολλές κλίμακες μέτρησης* το καινούρ-γιο του Είναι όμως, η καινούργια του γνώση ήταν πιο πέρα απ' αυτά, ήταν μονάχα φυσικότητα. Ήταν επισκέπτης κα-θηγητής που μάθαινε στους άλλους τη μελισσοκομία, την κατασκευή και την συντήρηση των κυψελών, τη χρήση τε-χνητών και φυσικών κηρηθρών, τη μεταφορά των σμηνών, την τοποθέτηση βασιλισσών, τη συγκέντρωση ενός χαμένου σμήνους, την επίδραση των φυτευμάτων των κήπων και των χωραφιών πάνω στα διαφορετικά είδη και στην ποιό-τητα του μελιού, και μάλιστα λόγω του ότι τα κατάλληλα φυτεύματα αν δεν εμποδίζουν, τουλάχιστον όμως περιορί-ζουν την εξαφάνιση των σμηνών. Για να τα διδάξει αυτά πήγαινε από κτήμα σε κτήμα, έτρωγε μαζί με τους χωρι-κούς, καθόταν τα βράδια στην αυλή μαζί τους κάτω απ' τη φλαμουριά και τους έλεγε ιστορίες για περιπέτειες με μέ-λισσες* τους έλεγε για διαιρέσεις και μάχες ανάμεσα σε σμήνη, τους διηγόταν για την υπεράσπιση της μικρής οπής εισόδου στην κυψέλη, για τη γαμήλια πτήση της βασίλισσας και την εκτέλεση των κηφήνων, τους έλεγε για τη μυστική γλώσσα των μελισσών, με την οποία μεταδίδεται στο σμή-νος η εντολή για την αναζήτηση των ευνοϊκών τοποθεσιών με τροφή, ώστε να τις φτάσουν πετώντας με ακρίβεια στη σωστή κατεύθυνση και από τον συντομότερο δρόμο, και τους έλεγε για την αυτοθυσία και την μέχρι θανάτου αυτα-πάρνηση των μελισσών.

Τα παιδιά τον αποκαλούσαν παππού, ο παππούς με τις μέλισσες. Κι αυτός τους έδειχνε μια μέλισσα να περπατά πάνω στο χέρι του, χωρίς να τον τσιμπά. Αυτή ήταν η δου-λειά που έκανε, έτσι ήταν η κάθε του μέρα, αυτός ήταν ο

109

Page 110: Οι αθώοι - Hermann Broch

ίδιος, χωρίς να θέλει να είναι άλλο. Αλλά για τα παιόιά, που του ήταν αφοσιωμένα και έσπευδαν να τον προϋπα-ντήσουν όταν εμφανιζόταν στο χωριό φορτωμένος στην πλάτη τον γυλιό του με τα εργαλεία της δουλειάς του και τα συμπράκαλά του, για τα παιδιά ήταν κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από ένας απλός μάγος των μελισσών. Όσο κι αν ξαφνιάζονταν για το ότι οι μέλισσες δεν του έκαναν κακό, ήξεραν παρ' όλα αυτά ταυτόχρονα πως δεν υπήρχε πια απολύτως τίποτα που να μπορούσε να τον βλά-ψει. Ήταν άτρωτος απέναντι στις μέλισσες κι απέναντι στον κόσμο και ίσως ήταν κιόλας άτρωτος απέναντι στο θάνατο* αυτό το διαισθάνονταν, το ήξεραν. Μάλιστα άρχι-σαν να το αντιλαμβάνονται ακόμα και οι μεγάλοι, έστω και πιο αργά απ' ό,τι τα παιδιά και μάλλον έχοντάς το κολλή-σει από τα παιδιά. Εάν ο γέρος, που δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με το γιατρό και τον κτηνίατρο, δεν το είχε από σύνεση αρνηθεί, θα τον φώναζαν στο χωριό για κάθε ζώο και για κάθε άνθρωπο που θ' αρρώσταινε και ίσως να θε-ράπευε και τα μεν και τους δε. Επειδή η δύναμη της αρρώ-στειας, προερχόμενη από το βασίλειο του θανάτου θραύε-ται από τον οποιονδήποτε που με τη δύναμη του τραγου-διού του απέκτησε εξοικείωση με το θάνατο κι έγινε ένας καλός γείτονας του θανάτου, ώστε ο ίσκιος του, ο ίσκιος της κυριαρχίας του επί του θανάτου να φτάνει από εκεί ως εδώ πέρα, ως τη γη των ανθρώπων, των παιδιών και των ζώων. Τον έβλεπαν σαν κάποιον που έρχεται από την άλλη όχθη, τον έβλεπαν σαν ένα τμήμα του δάσους, τ(ον ποτα-μών, των λόφων, σαν ένα κομμάτι της φύσης, σ(/.ν ένα κομ-μάτι του θανάτου, ο ίδιος κιόλας μια ιαματική φύση, ο ίδιος κιόλας ένας ιαματικός θάνατος. Σε λίγο (^ιν τον ρώ-ταγε κανείς πια από πού ερχόταν δίσταζαν να οίοτήσουν, δίσταζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που τον περιέ-βαλε. Τους απέφευγε κι αυτός* τους μίλαγε για το χτεσινό, το προχθεσινό του κατάλυμα, τους έλεγε για το γειτονικό χωριό, πώς ήρθε από εκεί.

Παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να αποκρύψει την απόστα-σή του* του επιβαλλόταν εξαιτίας και της δυσθυμίας που

110

Page 111: Οι αθώοι - Hermann Broch

τον καταλάμβανε όταν σκεφτόταν την επιστροφή του στο σπίτι. Τα χρονικά διαστήματα της παραμονής του μακριά από το σπίτι γίνονταν ολοένα και πιο μακρά κι όλο βραχύ-τερα τα διαλείμματα ξεκούρασης που περνούσε στην αστι-κή κατοικία, την οποία είχε ξεμάθει. Ίσως να φοβόταν και να ανησυχήσει τη Μελίττα* την αγαπούσε σαν παιδί του, όμως δεν ήταν σάρκα και αίμα του και αυτή τώρα ήταν μια σχεδόν ώριμη νέα γυναίκα. Όμως πολύ περισσότερο φοβόταν πως ο αλλόκοτος χαρακτήρας του θα μπορούσε να στρέψει τη ζωή μιας τόσο νεαράς κι ακόμη ανασφαλούς ύπαρξης επίσης στο παράδοξο, ένας κίνδυνος τον οποίον έπρεπε ν' αποτρέψει. Όταν ετοιμαζόταν, μετά από σύντο-μη παραμονή του να ξαναφύγει, κι αυτή τον παρακαλούσε να μην βιάζεται έτσι πάντοτε, αυτός γελούσε:

«Το γέρικο βόδι και το νεαρό μοσχαράκι δεν κάνουν χω-ριό μαζί», και εν ριπή οφθαλμού της έδινε δυο δυνατά φιλιά στο μάγουλο και έβγαινε από την πόρτα. Αργότερα δεν επέτρεπε καν να φθάσουν σ' έναν τέτοιον αποχαιρετι-σμό, αλλά απλώς εξαφανιζόταν στέλνοντας με το ταχυδρο-μείο τον χαιρετισμό του. Όμως όταν βρισκόταν μετά από λίγο έξω από την πόλη, τότε ανέπνεε με ανακούφιση* το σπίτι του δεν ήταν πια εκεί, δεν είχε κανένα σπίτι, καμιά στέγη πια: δεν υπήρχε άλλη λύση κι όταν έκανε άσχημο καιρό, έπρεπε τότε να διανυκτερεύσει σ' αυτό ή σ' εκείνο το χωριό, σε τούτον ή στον άλλον χωρικό* ωστόσο, όταν αυτό αποδεικνυόταν έστω και ελάχιστα εφικτό, τότε κοι-μόταν στο ύπαιθρο, ξαπλωμένος πάνω στη διαπλοκή της ζωής με το θάνατο, που εισχωρούσε μέσα στον ύπνο του. Κι όταν άφηνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ή στα χαράμα-τα ελεύθερο το θαυμασμό της ψυχής του να εκτείνεται ως το στερέωμα του ουρανού ή να πιάνει τα μηνύματα της ήρε-μης γης, τότε γινόταν ο ίδιος ουράνια και ήρεμη αίσθηση του παντός, ο ίδιος γινόταν το παν που πληροί τον κόσμο και πληρούται απ' αυτόν: τα πετρώματα κάτω από τα πό-δια του και τα οστά στο σώμα του γίνονταν ένα με το ψυχρό φέγγος τιον άστρων; συνδέονταν μαζί του, συνδέονταν με την ετοιμότητα για ζωή της άψυχης ύλης, ενόσω η πολυμορ-

111

Page 112: Οι αθώοι - Hermann Broch

φία των όντων τριγύρω και μαςι της και αυτή του εαυτού του, της δικής του ζωντανής σάρκας, της δικής του ζωντα-νής καρδιάς μαζί με τους παλμούς της, φανέρωνε την ετοι-μότητά τους να επιστρέψουν στο άψυχο, κι αυτή η ατέλειω-τα έντονη ανταλλαγή ανάμεσα στους πόλους του ζωντανού και του άψυχου αποδεικνυόταν ως το Άμεσο κατ εξοχήν, ως το βαθύτερο φαινόμενο παλίρροιας και αμπώτιδος του παντός, ως η αμεσολάβητη ιερότητα της διάρκειας πον πη-γάζει από την ατέλειωτη εναλλαγή θανάτου και ζωής, ως η ιερότητα της αμεσολάβητης απόστασης πον δέχεται εντός της τους ανθρώπους, όταν αυτοί τής υποτάσσονται ανε-πιφύλακτα. Αυτός όμως της είχε υποταχθεί και το ξύπνημά του ήταν γνώση της ιερής απόστασης, μέσα στην οποία βρι-σκόταν. Ήταν κάποτε τεχνίτης, και τώρα ήταν ένας επι-σκέπτης καθηγητής. Όμως όταν περιδιάβαινε τραγουδώ-ντας την περιοχή, ένας πανύψηλος γίγαντας με λευκή γε-νειάδα και λευκά μαλλιά, τότε η απόσταση τον τύλιγε σαν ιερό χιτώνιο κι αυτός παρέμενε άτρωτος στις μέλισσες, άτρωτος στη ζωή και άτρωτος στο θάνατο.

112

Page 113: Οι αθώοι - Hermann Broch

ν. Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλινε*

Τα ρολόγια των εκκλησιών στην πόλη είχαν σημάνει δύο, ηχώντας άτακτα και ανάκατα. Οι μόνοι ήχοι που ξεχώρι-ζαν καθαρότερα προέρχονταν από την εκκλησιά του κά-στρου πάνω στο ομαλό ύψωμα της πόλης κι ακούγονταν σαν μουσική κωδωνοκρουσία σε ύφος μπαρόκ. Η καλοκαι-ριάτικη Κυριακή τραβούσε προς το τέλος της, πιο βαρετά κι ακόμα πιο αργά από τις καθημερινές, κι ο Α. παρακο-λουθούσε ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού του: το καταλάγιασμα της κίνησης του κόσμου έχει μεταδοθεί στον αέρα, κι όποιος δεν θέλει να επηρεαστεί θα 'πρεπε να γεμί-ζει τις Κυριακές του με διπλή και τριπλή δουλειά. Τις κα-θημερινές, ακόμα και σε πλήρη απραξία, δεν ακούς τα ρο-λόγια των εκκλησιών.

Δουλειά; Ο Α. σκέφτηκε το γραφείο που είχε ανοίξει στην εμπορική γειτονιά της πόλης* ήταν φορές που ανέ-πτυσσε πυρετώδη δραστηριότητα εκεί, συχνά πάντως οι μέρες του κυλούσαν σε απραξία, χωρίς βέβαια να παύουν οι σκέψεις του να περιστρέφονται γύρω από τα λεφτά και την απόκτησή τους. Αυτό τον ενοχλούσε. Το ένστικτό του να μυρίζεται το χρήμα είχε κάτι που τον φόβιζε: Πράγματι, του άρεσε να τρώει, να πίνει και να ζει μια σχετικά άνετη ζωή. Δεν αγαπούσε όμως τα ίδια τα λεφτά* απεναντίας, χαιρότανε να προσφέρει. Προς τι λοιπόν αυτή η φοβερή ευ-κολία να τραβάει το χρήμα, πέρα από τις ανάγκες του; Το

* Η μετάφραση της ιστορίας αυτής οφείλεται στον Γιώργο Κόκκινο. Έ-γιναν μόνο ελάχιστες επουσιώδεις αλλαγές για την προσαρμογή στο ύφος του υπόλοιπου βιβλίου.

113

Page 114: Οι αθώοι - Hermann Broch

ζήτημα της σωστής, της ασφαλούς τοποθέτησης των χρη-μάτων τον προβλημάτιζε ανέκαθεν περισσότερο από την απόκτησή τους. Τώρα αγόραζε οικόπεδα και σπίτια· πλη-ρώνοντάς τα με πληθωριστικά μάρκα, δεν του κόστιζαν σχεδόν τίποτα. Κι όμως, δεν το χαιρότανε* ήταν σαν μια ενοχλητική εκπλήρωση καθήκοντος.

Τα στόρια ήταν κατεβασμένα για τον πρωινό ήλιο και τώρα, παρά την απογευματινή σκιά, βαριότανε να τα ση-κώσει πάλι. Δεν πείραζε όμως καθόλου* συσκοτισμένο το δωμάτιο θα παρέμενε δροσερότερο, και το βράδυ θα άνοι-γαν τα παράθυρα. Πάντα σε καλό του έβγαινε η τεμπελιά. Ωστόσο δεν ήταν στ' αλήθεια νωθρός· απλώς απέφευγε να παίρνει αποφάσεις. Ήταν ανίκανος να προκαλέσει τη μοί-ρα του· αντίθετα, ας αποφάσιζε η μοίρα για λογαριασμό του κι αυτός θα υποτασσόταν, όχι βέβαια χωρίς εγρήγορ-ση, ή και κάποια πονηριά, απαραίτητη, αφού αυτός ο τρό-πος του να αποφασίζει είχε επιβάλει ένα περίεργο σύστημα συμπεριφοράς: τον έθετε ενώπιον κινδύνων που έπρεπε να αποφύγει, και η φυγή αυτή απέβαινε στη συνέχεια επικερ-δής. Ο τρελός φόβος που είχε για τις απολυτήριες εξετά-σεις, ο φόβος του για τους εξεταστές που θα τον έπιαναν αδιάβαστο, αυτούς που η μοίρα είχε τάξει να εμπνέουν το φόβο, που γνωρίζουν και το παραμικρό μυστικό τού εξετα-ζόμενου και τον ξετινάζουν σαν να μην είχε μάθει ποτέ του τίποτα, αυτός ο τρελός φόβος που είχε για τις εξετάσεις τον είχε αναγκάσει να φύγει για την Νότιο Αφρική πριν δεκα-πέντε χρόνια. Χωρίς δεκάρα αποβιβάστηκε στην ακτή του Κογκό - ο πατέρας, έξαλλος από τα φερσίματα του γιού, είχε πληρώσει μονάχα το ταξίδι-, πανί με πανί και ανα-ποφάσιστος, ωστόσο ευτυχισμένος, γιατί το απρόοπτο δεν χωράει εξεταστές, αλλά μοιρολατρεία: τότε ήταν που άρχι-σε να πιστεύει στο πεπρωμένο, κι αυτή η πίστη του έπαιρνε τη μορφή μιας νηφάλιας νωθρότητας· έτσι, ίσως λόγω της εγρήγορσης, ίσως λόγω της αδράνειας, ποτέ πια δεν του έλειψαν τα λεφτά. Είτε σαν βοηθός κηπουρού, είτε σαν σερβιτόρος ή υπάλληλος, έκανε καλά τη δουλειά του -και είχε περάσει από πολλές αρχικά- μόνο εφόσον δεν τον ρω-

114

Page 115: Οι αθώοι - Hermann Broch

τούσαν για τα προσόντα και τις γνώσεις του* μόλις του έθε-ταν τέτοιες ερωτήσεις, εγκατέλειπε αμέσως το πόστο του, κάθε φορά πάντως με κάπως μεγαλύτερο ποσό στην τσέπη, γιατί, όπως συχνά συμβαίνει στις αποικίες, του δίνονταν κάθε φορά ευκαιρίες για λογής λογής πάρεργα και σύντομα οι δουλειές αυτές έγιναν η κύρια ασχολία του. Βρέθηκε στο Κέιπ Τάουν, βρέθηκε στο Κίμπερλι, μπήκε σε μια εταιρία διαμαντιών, όπου έγινε μέτοχος, κι ήταν πάντα η μοίρα του που τον έριχνε εδώ κι εκεί, ήταν που απέφευγε τις δυσάρε-στες καταστάσεις, που απέφευγε να δίνει λογαριασμό για τις πράξεις του, όπως θα τού το ζητούσαν αλλού* δε θυμό-τανε να είχε επέμβει ποτέ ενεργητικά στη μοίρα του, απε-ναντίας, η επιτυχία του οφειλόταν μάλλον στην αναποφα-σιστικότητά του, σ' εκείνη τη δημιουργική νωθρότητα που ήταν η πίστη του στο πεπρωμένο και που χάρη σ' αυτήν τα είχε καταφέρει. «Ράθυμη χώνεψη ζωής, ράθυμη και της μοίρας», του έλεγε κάτι μέσα του και τον ξανάφερνε ικανο-ποιημένο στο παρόν: ας πάει κι αυτή η Κυριακή, ας μεί-νουν κλειστά τα στόρια, σε καλό θα βγει.

Τότε -ίσως μετά από ένα διστακτικό χτύπημα- άνοιξε η πόρτα μια σπιθαμή, όπου τεντωμένο σαν πουλί, πρόβαλε το γέρικο κεφάλι της υπηρέτριας Τσερλίνε:

«Κοιμόσαστε;» «Όχι, όχι... περάστε μέσα». «Κοιμάται αυτή». «Ποιά;» Ανόητη ερώτηση. Φυσικά, δεν μπορούσε παρά

να εννοεί την ηλικιωμένη βαρώνη. Μ' έναν αέρα περιφρόνησης πάνω απ' το ρυτιδιασμένο

πρόσωπο, είπε πονηρά: «Αυτή εκεί μέσα... κοιμάται βα-θιά». Και αμέσως πρόσθεσε, αφενός σαν απόδειξη πως το απόγευμα θα περάσει χωρίς να τους ενοχλήσουν, αφετέρου σαν το πρώτο μέρος του απογευματινού προγράμματος: «Η Χίλντεγκαρντ έχει βγει έξω..., το νόθο».

«Τί;» Είχε μπει πια για τα καλά στο δωμάτιο και στεκόταν με

σεβασμό σε κάποια απόσταση, τα αρθριτικά στα γόνατά της την ανάγκαζαν όμως να στηρίζεται με το ένα χέρι στην

115

Page 116: Οι αθώοι - Hermann Broch

άκρη του κομό: «Την έχοί κάνει με άλλον», αποκάλυψε, «η Χίλντεγκαρντ είναι νόθο».

Όσο και αν ήθελε ν' ακούσει κι άλλα, δεν του επιτρεπό-ταν νίι θίξει το θέμα: «Ακούστε Τσερλίνε, εδώ είμαι ενοι-κιαστής και οι υποθέσεις αυτές δεν με αφορούν... ούτε καν να τις ακούσω δεν μπορώ».

Του έριξε ένα βλέμμα κουνώντας το κεφάλι: «Αφού αυτό σκέφτεστε..., ή τι σκέφτεστε;»

Το εξεταστικό της βλέμμα τον ενόχλησε και τον ανησύ-χησε. Μήπως δεν ήταν καλά κουμπωμένο το παντελόνι του; Αισθάνθηκε άσχημα, σαν να τον είχαν πιάσει επ' αυτοφό-ρω, και θα προτιμούσε να της έλεγε πως σκεφτόταν τις δου-λειές του. Όμως με ποιό δικαίωμα θεωρούσε πως θα της έδινε λογαριασμό; Σώπασε. Εκείνη ένιωσε την αμηχανία του και επέμεινε: «Θα 'ρθει ο καιρός που θα γίνει υπόθεση δική σας, σαν έρθει στο κρεβάτι σας».

«Για ακούστε εδώ, Τσερλίνε, τί πράγματα είναι αυτά;» Εκείνη συνέχισε ανεπηρέαστη: «Όλο και ξεπορτίζει, και

να 'ταν για κάποιον πραγματικό αγαπητικό που να πλα-γιάζει μαζί του, χαλάλι της* γιατί τότε θα 'τανε πραγματική γυναίκα... αλλά είναι μια θεατρίνα, που δεν τη φτάνει κα-μιά... παριστάνει την πραγματική γυναίκ(ΐ που πάει στα κρυφά στον αγαπητικό της και το κρύβει όπως όπως, με αδέξια ψέματα.... Ακόμα και αδεξιότητα λοιπόν προσποι-είται και παίρνει μαζί της το προσευχητάρι- πως τάχα πάει στην εκκλησία-, ίσα ίσα επειδή όλοι ξέρουν πότε έχει λει-τουργία, κι επειδή όλοι θα μπούνε στο νόημα, γι' αυτό ακριβώς το κάνει... Τα δήθεν ψέματα που ξεστομίζει είναι δυο φορές ψέματα και κρύβουν πράγματα φοβερά... και το τι κάνει με το προσευχητάρι στο κρεβάτι που πηγαίνει, δε θέλω ούτε να το ξέρω, κι όμως θα το μάθω κι αυτό... όλα θα τα μάθω».

Περίμενε μια στιγμή, και καθώς ο Α., που σε ένδειξη άμυνας είχε κλείσει τα μάτια, δεν αποκρινόταν, πλησίασε μερικά βήματα γλιστρώντας με το ένα χέρι πάνω στην κορ-νίζα του κομό κι αφήνοντας το άλλο να κρέμεται σαν ξυ-

116

Page 117: Οι αθώοι - Hermann Broch

λιασμένο: «Όλα θα τα μάθω, όπως έμαθα τότε πώς η γρι..., η κυρά βαρώνη, έκανε το παιδί, και μάλιστα στο άψε σβήσε το 'μαθα. Γιατί δεν ήμουν πια και τόσο μικρή, ούτε κι εντελώς χαζή, κι ας έχει περάσει καιρός πολύς, πάνω από τριάντα χρόνια. Τότε ήμουνα, ναι, ήμουν ακόμα στης κυρίας στρατηγού... της κυρά βαρώνης τη μακαρίτισσα τη μητέρα. Αυτό κι αν ήτανε φίνο σπιτικό. Ήμουνα πρώτη καμαριέρα, κι η δεύτερη ήταν ο υπασπιστής μου να πούμε, κι είχαμε ακόμα μια μαγείρισσα κι ένα κορίτσι στην κουζί-να. Κι όσο ζούσε ο κυρεξοχότατος, ο κυρ στρατηγός, είχα-με για τις βαριές δουλιές του σπιτιού την ορντινάτσα του που βοήθαγε και στο σερβίρισμα. Τον καιρό εκείνο όμως είχε πια πεθάνει ο κυρεξοχότατος και μιαν ωραία πρωία -Φλεβάρης ήτανε, θυμάμαι σαν χτες το χιόνι που κόλλαγε στα τζάμια υγρό- χτυπάει το κουδούνι η κυρεξοχότατη, κι όπως ανέβηκα, "Τσερλίν" μου λέει, "Τσερλίν, ξέρεις πως πρέπει να μαζευτούμε κάτω στο σπίτι αυτό, εντούτοις δε θα 'θελα να σε χάσω εντελώς",.. .ναι μάλιστα, έτσι το 'πε..., "θα 'θελες να πας στης κόρης μου; Περιμένει παιδί και θα προτιμούσα εσένα στο σπίτι με το εγγόνι μου παρά μια ξένη γκουβερνάντα". Μάλιστα, έτσι μου μίλησε, κι εγώ υπάκου-σα και πήγα. Κι ας το 'κανα με βαριά καρδιά. Γιατί δεν ήμουν και κανένα κοριτσάκι πια και, μα το Θεό, θα προτι-μούσα να γεννούσα και να μεγάλωνα τα δικά μου παιδιά. Όταν όμως ένα κορίτσι γίνεται υπηρέτρια πρέπει να βγά-λει απ' το νου του τέτοιες ιδέες* το κορίτσι που έγινε υπη-ρέτρια, πρέπει να τα απαρνηθεί όλα τούτα, ένα παιδί είναι γι' αυτήν μια ατυχία που πρέπει πάντα να αποφεύγει. Ή-ταν κρίμα για μένα* μια ντουζίνα παιδιά θα μπορούσα να κάνω. Έβραζε το αίμα μου όταν με πήρε η κυρεξοχότα-τη...» - κι έκανε με το χέρι μια ζωηρή κίνηση σαν νά 'θελε να βγάλει μια κραυγή χαράς που ωστόσο πιο πολύ θύμιζε Γκόγια - «τότε έπρεπε να με βλέπατε* το κορμί μου όλο ήταν σφιχτό και γεμάτο, και τα στήθια μου τόσο στητά που όλοι ήθελαν να βάλουν χέρι. Ούτε ο κύριος βαρώνος, που τότε δεν ήταν ακόμα πρόεδρος αλλά ειρηνοδίκης μόνο, ού-τε κι αυτός μπόρεσε ν' αντισταθεί. Νομίζετε ότι δε θα 'πρε-

117

Page 118: Οι αθώοι - Hermann Broch

πε τάχα να το κάνει επειδή ήταν φρεσκοπαντρεμένος και δεν ταίριαζε του λόγου του; Α μπα, δεν ήταν γι' αυτό. Αυ-τός όμως ήταν υπεράνω ηδονής, από κείνους που για το καλό της ψυχής τους δεν κάνει να ποθήσουν καμιά γυναί-κα. Ίσως ούτε και τούτην» -έδειξε με τον αντίχειρα πίσω, προς την πόρτα- «να μην την πόθησε ποτέ. Ε, κι αυτή δεν έμπαινε δα σε μεγάλο κόπο να του κάνει τα κέφια. Εγώ, μάλιστα, θα μπορούσα να του κάνω τα κέφια, κι όμως δεν το θέλησα, κι ας ήταν ομορφάντρας· αντί γι' αυτόν, τρα-βιόμουνα με τον υπηρέτη του κυρεξοχότατου, και παρ' όλο που σχεδόν πάντα ευχαριστιόμουνα, ούτε κι αυτό ήταν ωραίο. Ποτέ σχεδόν κανονικά στο κρεβάτι, πάντα έτσι με τα ρούχα και στα γρήγορα στο σκοτεινό δωμάτιο, στο σα-λόνι, όταν έλειπαν τ' αφεντικά στο θέατρο. Για ένα κορίτσι που έρχεται στην πόλη για υπηρεσία, έτσι έχουν τα πράγ-ματα. Οι υπηρέτες είχαν τις κοπελιές τους στο χωριό και δε θα ξεμυαλίζονταν μαζί μου ακόμα κι αν με έκαναν πε-ρισσότερο κέφι, κι αν ήμουν εγώ ομορφότερη από κείνες* τα δίκια τα 'χει όποιος περιμένει. Έτσι ήτανε. Ο ανθός της νεότητος» -προφανώς κάπου το είχε διαβάσει- «είχε πα-ρέλθει. Πάνω από δώδεκα χρόνια ήμουνα στης κυρεξοχό-τατης, και τότε»- πάλι έδειξε πίσω της με τον αντίχειρα-«εκείνη ήταν που έμεινε έγκυος κι όχι εγώ. Κι ας κρατιό-μουνα εγώ πολύ καλύτερα. Αυτή νίκησε. Κι εγώ δέχτηκα να δουλέψω κοντά της, σ' αυτήν και το μπάσταρδό της».

Έκανε μια παύση για να ξεφουσκώσει. Και χωρίς να προσέχει και πολύ τον ακροατή της, που είχε στο μεταξύ ανακαθήσει στον καναπέ, συνέχισε να μιλάει:

«Όταν ήρθε στον κόσμο το παιδί, η Χίλντεγκαρντ, ο κύ-ριος βαρώνος ήταν ήδη στα πενήντα κι είχε γίνει πρόεδρος δικαστηρίου. Ίσως και να μην του πολυάρεσε που είχα έρ-θει στο σπιτικό τους, γιατί όπως κι εγώ ούτε κι αυτός θα το 'χε ξεχάσει πως κάποτε μου είχε πιάσει τα στήθια. Τέ-τοια πράγματα είναι έξω από χρόνο, σ' ακολουθούν στο μυαλό. Τώρα όμως, όσο καλά και αν κρατιόμουνα κι όσο καλοφτιαγμένη και αν ήμουν, δεν είχε πια μάτια για μένα. Είχε γίνει αυτό που ήτανε προορισμένος να γίνει, δηλαδή

118

Page 119: Οι αθώοι - Hermann Broch

κάποιος που δεν ποθεί πια γυναίκα. Ακόμα κι αν δεν μπο-ρούσε πια - δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν μπορούνε, κι αυ-τό είναι που τους κάνει να θέλουνε. Είναι οι χειρότεροι. Αυτός όμως δεν μπορούσε, επειδή δεν ήθελε, και γι' αυτό όλο και ομόρφαινε. Αν η Χίλντεγκαρντ ήτανε δικό του παι-δί, θα 'χε γίνει όμορφη γυναίκα».

Ο Α. αισθάνθηκε τώρα την ανάγκη να διαφωνήσει: «Μα, είναι όμορφη γυναίκα, κι όταν πρωτοείδα το πορτρέτο του προέδρου στην τραπεζαρία, πρόσεξα αμέσως την ομοιότη-τα».

Η Τσερλίνε κρυφογέλασε: «Εγώ και μόνο εγώ την έκανα να του μοιάζει. Πήγαινα και ξαναπήγαινα το παιδί μπρο-στά στον πίνακα και του 'μαθα να κοιτάζει όπως κι αυ-τός..., το βλέμμα είναι το μυστικό».

Οπωσδήποτε, αυτό ήταν εντυπωσιακό* ο Α. είπε σκεφτι-κός: «Θα πρέπει να έχει αποκτήσει και την ψυχή του μαζί με το βλέμμα».

«Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ, και πόσο το 'θελα..., είναι όμως γυναίκα κι έχει το αίμα του άλλου».

«Ποιός ήταν ο άλλος;» Η ερώτηση του ξέφυγε παρά τη θέλησή του κι ήταν πολύ περισσότερο από σκέτη περιέρ-γεια.

«Ο άλλος;» -η Τσερλίνε χαμογέλασε- «ναι ο άλλος ερχό-τανε πού και πού στης κυρεξοχότατης για τσάι και στην αρχή ούτε που το πρόσεξα καν πόσο συχνά ήταν κι η κυρά βαρώνη εκεί, και μάλιστα χωρίς τον άντρα της. Το ότι ο άλλος όμως, ο κύριος φον Γιούνα, ήτανε και πολύ όμορ-φος, αυτό το πρόσεξα αμέσως: Είχε ρουσοκάστανο γενάκι και μαλλιά, το δέρμα σαν σκούρο φίλντισι και μια μέση σαν χορευτής. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ήξε-ρε να τους διαλέγει έναν έναν η κυρά βαρώνη. Μόνο που σ' αυτόν εδώ, αν τον καλοκοίταζες, θα 'βλεπες πίσω από τ' όμορφο γενάκι, ακόμα και πίσω από τ' όμορφο το στόμα, να προβάλλει η ασχήμια τού προσώπου, ότι δεν μπορούσε κι όλο ήθελε, η απαίσια λαγνεία, που μέσα της φωλιάζει ο αδύναμος χαρακτήρας. Κάτι τέτοιους είναι εύκολο να τους καταφέρεις, κι αν μου άρεσε θα τον είχα» - έλιωσε στα δά-

119

Page 120: Οι αθώοι - Hermann Broch

χτυλά της μια φανταστική ψείρα - «από την πρώτη μέρα με το τίποτα. Η κυρεξοχότατη είπε πως του λόγου του όλο λείπει σε ταξίδια, σε διπλωματικές υπηρεσίες, πώς το λένε, διπλωμάτης. Ας είναι. Ήταν εγκατεστημένος στο Παλιό Κυνηγετικό Περίπτερο, έξω στο δάσος» - το χέρι της έδειξε κάπου μακριά - «όχι όμως για το κυνήγι, αλλά για τις γυ-ναίκες που πάντα σπίτωνε. Φυσικά, ο κόσμος περισσότερα ψιθύριζε παρά ήξερε* γιατί κι αυτός έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να τους πονηρέψει με τις εμφανίσεις και τις εξαφανίσεις του και με τις πολλές του τις γυναίκες. Ήμουνα κι εγώ περίεργη. Κι από τη γυναίκα τού δασοφύ-λακα που του φρόντιζε το σπίτι, δεν μπορούσα να βγάλω κουβέντα. Το κρατούσε κλειστό το στόμα της και θα μου 'κανε εντύπωση αν ποτέ την έδιωχνε* του ήτανε εντελώς απαραίτητη. Έτσι ζούσε λοιπόν, και το παιδί τού έμοιαζε απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Πώς όμως θα του το παρουσία-ζαν τώρα το παιδί; Ανυπομονούσα να μάθω. Ε, λοιπόν, ωραία το σκαρφίστηκε* το εγγονάκι θα 'κανε επίσκεψη στη γιαγιά για τα δίμηνα. Αυτό ήτανε. Πήγαμε λοιπόν στης κυ-ρεξοχότατης το σπίτι. Βάλαμε το παιδί να κοιμηθεί στον ξενώνα, κι ούτε με κλωτσιές δε θα 'βγαινα απ' το δωμάτιο, γιατί το 'ξερα καλά πως όπου νά 'ναι θα 'σκαγε μύτη ετού-τος, τυχαία δήθεν. Κι ότι τότε θα παρουσιαζόταν εκείνη, κι αυτό το είχα φανταστεί ακριβώς. Δεν χρειάστηκε να πε-ριμένω πολύ και μου ήρθανε σχεδόν γέλια βλέποντάς την να τον μπάζει σε λίγο μέσα* και μετά, πάλι δαγκώθηκα να μην γελάσω, εκεί που σκύβει αυτός πάνω απ' το κρεβάτι, ο μπαμπάς, και τούτη δεν μπορεί να κρύψει πια τη συγκί-νησή της και του πιάνει το χέρι. Ήταν ειλικρινής συγκίνη-ση, αλλά και πάλι ήταν κάλπικη. Εκείνος ήταν βέβαια πιο ξύπνιος* το πήρε είδηση πως τους παρακολουθούσα και βγαίνοντας μου ρίχνει μια ματιά, σαν να μπορούσε έτσι να ξεφορτωθεί την πατρότητά του, θέλοντας να μου πει ότι εγώ είμαι πλασμένη γι' αυτόν και όχι εκείνη. Κι εγο), χωρίς δισταγμό, του δείχνω πως κατάλαβα».

Το αρχικό της χαμόγελο κρύφτηκε μέσα στο πρόσωπο της και αχνόφεγγε πια σαν απόηχος, ζαρωμένο και μαρα-

120

Page 121: Οι αθώοι - Hermann Broch

μένο, γέρικο, κι έμοιαζε μόνιμο, σαν μια στάση ζωής. «Του έδωσα να το καταλάβει και το 'νιωσα κι εγώ η ίδια,

ένιωσα να μπαίνει μέσα του η ιδέα και να τον αναστατώνει, κι ακόμα πως δεν θα ησύχαζε πια αν δεν πλάγιαζε μαζί μου. Μου άρεσε αυτό. Τόσο πολύ με είχε ταράξει κι εμένα, παρ' όλο που ούτε αυτός ούτε κι εγώ το πηγαίναμε εκεί. Φτηνός που είναι ο άνθρωπος! Κι όχι μόνο η φτωχή χω-ριάτα υπηρέτρια, όλοι τους είναι φτηνοί. Μόνο ένας άγιος έχει τη σοφία και τη δύναμη να μην είναι σκάρτος. Αλλά και για να νιώσεις πόθο, όσο φτηνός κι αν είναι, χρειάζε-σαι δύναμη. Κι όσοι δεν παραδέχονται πόσο σκάρτοι είναι, μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν τη δύναμη και είναι ανίκα-νοι να νιώσουν πόθο, αυτοί είναι οι χειρότεροι. Παριστά-νουν τους εκλεκτικούς και καταντάνε ακόμα φτηνότεροι, ψεύτες απ' την πολλή φινέτσα, ψεύτες από αδυναμία, όλοι τούτοι που με το σαματά που κάνουν με τα σώψυχά τους προσπαθούν να πνίξουν τον πόθο επειδή δεν τους έρχεται και πολύ καθωσπρέπει. Και πιο συχνά ακόμα, επειδή δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει πόθος, νομίζουν τάχα πως με τις φιλολογίες μπορούν να τον προκαλέσουν και να τον κρα-τήσουν. Και με απάτη -δηλαδή με το νου- θέλουν να τον κερδίσουν, αυτόΤ που την ίδια στιγμή τον πνίγουν. Και η κυρά βαρώνη; Λέξη δεν έβγαζε τη μέρα, αλλά πάω στοίχη-μα, τη νύχτα όλο ψυχαντάρα θα ήτανε. Έχει βέβαια το ελαφρυντικό ότι δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα πραγματική κι ότι της ήταν αδύνατο να διδαχτεί τέτοια πράγματα από εκείνον τον αγνό και ενάρετο άνθρωπο, τον κύριο βαρώνο. Ήταν φυσικό λοιπόν να πέσει στα χέρια τού άλλου, του λάγνου. Το παιδί το σκάρωσε μαζί του στο τελευταίο ταξί-δι της στα λουτρά* το 'χω λογαριασμένο ακριβώς. Τώρα όμως; Γιατί δεν κλέφτηκε μαζί του; Γιατί δεν το 'σκασε για το εξοχικό του; Α, μπα! Ο πόθος της ήταν πολύ μικρός κι ο φόβος πολύ μεγάλος, ήταν χαρακτήρας αδύνατος και κάλπικος. Θα 'τανε το ίδιο σαν να της έλεγαν να πλαγιάσει μαζί του στη μέση της πλατείας. Θέλησα παρ' όλα αυτά να τη βοηθήσω, σε βάρος του δικού μου πόθου, δηλαδή χωρίς να λογαριάσω ζήλειες, αλλά δε γινότανε. Όταν τέλος ο

121

Page 122: Οι αθώοι - Hermann Broch

κύριος πρόεδρος πήγε κάποτε στο Βερολίνο, μπήκα κατευ-θείαν στο ψητό. "Κυραβαρώνη", είπα, "θα 'πρεπε να κα-λείτε και κανέναν άνθρωπο πού και πού". Μου απαντάει χαζά: "Κανέναν άνθρωπο; Σαν ποιόν;" Κι εγώ λέω δήθεν τυχαία: "Ε, ας πούμε τον κύριο φον Γιούνα". Τότε με στρα-βοκοιτάει και λέει: "Α όχι, όχι αυτόν". Ξέχνα το λοιπόν, σκέφτηκα. Κι όμως, της κάθησε στο μυαλό κι ύστερα από μερικές μέρες τον κάλεσε σε δείπνο. Μέναμε τότε ακόμα στην ωραία βίλα και οι χώροι υποδοχής με την τραπεζαρία βρίσκονταν στο ισόγειο* δεν είχαμε τέτοιο στρίμωγμα με τα έπιπλα όπως εδώ, που παντού σκοντάφτεις πάνω τους και δεν προλαβαίνεις τίποτα να τελειώσεις κι έχεις και τη Χίλ-ντεγκαρντ να μη δίνει ένα χεράκι. Ήτανε λοιπόν μια τρα-πεζαρία με τα όλα της κι η κυρά βαρώνη κάθησε μαζί του στο τραπέζι, παστρικά και φρόνιμα κι οι δυο τους· εγώ σερβίριζα κι ούτε που αποκρίθηκα στα βλέμματά του και έπειτα ζήτησα άδεια να αποσυρθώ. Η κάμαρά μου, πάνω στη σοφίτα, ήταν κι αυτή φυσικά πολύ καλύτερη απ' το δω-μάτιο που έχω εδώ. Όταν αργότερα κατέβηκα κάτω στις μύτες των ποδιών για να δω πώς είναι η κατάσταση, αντί-κρισα τα ίδια· κάθονταν φρόνιμα πλάι πλάι, στο σαλόνι τώρα. Χάζευε βαριεστημένος με τα ωραία τα παθιάρικα μάτια του κι ούτε όταν αυτή σηκώθηκε για να του ξαναγε-μίσει το φλιτζάνι δεν προσπάθησε να της χαϊδέψει το χέρι ή έστω να της το αγγίξει. Τον έχασε κι αυτόν λοιπόν, σκέ-φτηκα τότε μέσα μου. Όταν στριφογυρνάς στο κρεβάτι μόνο από αγάπη κι όχι από πόθο κάτι πάει στραβά. Ήτανε πια όλα χαμένα, κι εδώ που τα λέμε τους λυπόμουνα και τους δυο, ιδίως εκείνον, ήταν και το παιδί που τους έδενε. Κατά βάθος βέβαια ήμουν ευχαριστημένη, και γι' αυτό κιόλας τον περίμενα να περάσει, κρυμμένη μέσα στους θά-μνους στην πρασιά, έτσι που μόλις βγήκε από το σπίτι, χω-ρίς καθυστέρηση, χωρίς να πούμε κουβέντα, σαν αστραπή πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιληθήκαμε. Τόσο είχα κολλήσει στο στόμα του με τα χείλια μου, τα δό-ντια μου, τη γλώσσα μου, που σχεδόν λιποθύμησα, κι όμως κατάφερα να του αντισταθώ. Δεν μπόρεσα να το εξηγήσω

122

Page 123: Οι αθώοι - Hermann Broch

πώς και δεν κυλίστηκα στο χορτάρι μαζί του, κι ακόμα λι-γότερο πώς και δεν τον τράβηξα πάνω στην κάμαρά μου, σαν μου το ζήτησε με βραχνή φωνή, παρά του απάντησα "στο εξοχικό"· όταν όμως φάνηκε η τρομάρα στα μάτια του, σαν την τρέλα που πιάνει τα ζώα, καθώς μου φανέρω-σε πως έμενε με μια γυναίκα εκεί πέρα και πως του ζητούσα επομένως κάτι το αδύνατο, τότε είναι που κατάλαβα ότι σ' αυτό το αδύνατο αντιστεκόμουνα, ότι η επίμονη και ανε-λέητη περιέργεια για το εξοχικό μ' έτρωγε πιο πολύ κι απ' τον πόθο μου, κι ότι παρ' όλα αυτά ήταν κι εκείνη μέρος του πόθου, είναι η πίκρα και το σαράκι του».

Η ταραχή της που διαρκούσε ακόμα την ανάγκασε να καθήσει στηρίζοντας τους αγκώνες στο τραπέζι και το κεφάλι ανάμεσα στις γροθιές και να σωπάσει για λίγο. Ό -ταν ξανάρχισε την αφήγηση, η φωνή της ήταν εντελώς αλ-λαγμένη· ήταν ένας ψίθυρος, μια χαμηλόφωνη ψαλμωδία, λες και κάποιος άλλος μιλούσε μέσα της:

«Φτηνός είναι ο άνθρωπος κι η μνήμη του γεμάτη τρύπες που δεν θα μπορέσει ποτέ να τις μπαλώσει. Πόσα και πόσα απ' αυτά που θα λησμονηθούν για πάντα δεν πρέπει να συμβούν, για να σηκώσουν πάνω τους εκείνα τα λίγα που θα μείνουν για πάντα αξέχαστα. Ο καθένας μας ξεχνάει τα καθημερινά του. Τα δικά μου ήτανε όλα τούτα τα έπιπλα που ξεσκόνιζα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, όλα τα πιάτα που έπρεπε να πλυθούν, κι όπως όλοι καθόμουνα κι εγώ κάθε μέρα στο τραπέζι για να φάω. Όπως όλοι όμως, απλά τό ξέρουμε, χωρίς να το θυμόμαστε, σαν νά 'χει συμβεί χω-ρίς καιρό, ούτε με ήλιο ούτε με βροχή. Ακόμα και η ηδονή που έχω απολαύσει απόγινε χώρος δίχως καιρό, και παρ' όλο που κρατάω ακόμα μέσα μου ευγνωμοσύνη για τα σώ-ματα που μου τη χάρισαν, όλο και πιο πολύ σβήνονται τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά που κάποτε σήμαιναν για μένα πόθο, ακόμα κι αγάπη, βουλιάζουν μέσα σε μιαν ευ-γνωμοσύνη σαν ποτήρι χωρίς περιεχόμενο. Ποτήρια άδεια, κενά. Κι όμως, αν δεν υπήρχε το κενό, αν δεν ήταν η λη-σμονιά, δε θα βλάσταινε το αλησμόνητο. Η λησμονιά, με άδεια τα χέρια, κουβαλάει το αλησμόνητο και το αλησμό-

123

Page 124: Οι αθώοι - Hermann Broch

νητο κουβαλάει εμάς. Με τη λησμονιά ταίζουμε το χρόνο, το θάνατο, όμως το αλησμόνητο μας το χαρίζει ο θάνατος, και τη στιγμή που θα το δεχτούμε βρισκόμαστε ακόμα εδώ, αλλά ταυτόχρονα είμαστε κιόλας εκεί όπου ο κόσμος χάνε-ται στα σκοτάδια. Γιατί το αλησμόνητο είναι κομμάτι από το μέλλον, εκείνο το κομμάτι αιωνιότητας που μας έχει χα-ριστεί όσο ζούμε και που μας κρατάει και κάνει το πέσιμό μας στα σκοτάδια πιο απαλό, σαν νά 'ταν πέταγμα. Κι ό,τι συνέβηκε ανάμεσα σε μένα και τον κύριο φον Γιούνα δεν ήταν παρά ένα τέτοιο σκοτεινό, απαλό κι άχρονο δώρο θα-νάτου, κι όταν έρθει η ώρα θα βοηθήσει να με πάει σιγανά αλλού, ακουμπώντας κι αυτό σ' όλες μου τις αναμνήσεις. Θα πούνε όλοι πως ήτανε αγάπη, αγάπη ως το θάνατο. Όχι , δεν έχει τίποτα να κάνει με την αγάπη, κι ακόμα λι-γότερο με αισθηματισμούς και τέτοια. Πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν αλησμόνητα, να μας μεταφέρουν και να μας συνοδέψουν χωρίς ποτέ να είναι αγάπη ή να μπορέ^ σουν ποτέ να γίνουν αγάπη. Το αλησμόνητο είναι μια στιγ-μή ωριμότητας που βγαίνει από άπειρες προηγούμενες στιγμές, προηγούμενες ομοιότητες, και που υπάρχει μέσα σ' αυτές, είναι η στιγμή που νιώθουμε ότι καθώς διαμορ-φώνουμε, διαμορφωνόμαστε κι εμείς, πως έτσι σχηματιζό-μαστε. Είναι επικίνδυνο να το μπερδεύουμε με την αγάπη».

Έτσι τα άκουσε αυτά ο Α., αν και δεν ήταν βέβαιο ότι αυτά είχε πει η Τσερλίνε. Αρκετοί ηλικιωμένοι μιλάνε κα-μιά φορά σαν να ψέλνουν μονότονα και τότε είναι εύκολο να συμπληρώσει κανείς τις κουβέντες τους με τη βοήθεια της φαντασίας, ιδίως ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα του καλοκαιριού με τα στόρια κατεβασμένα. Ο Α. ήθελε να σι-γουρευτεί και περίμενε να ξαναρχίσει το τραγουδητό, η Τσερλίνε όμως γύρισε πάλι στη συνηθισμένη γεροντίστικη ομιλία της: «Εννοείται πως θα μπορούσε να ξεπεράσει την αντίστασή μου εκεί μέσα στις φυλλωσιές της νύχτας. Αν τό 'χε κάνει, θα τον είχα σίγουρα ξεχάσει ύστερα, όπως κα-μπόσους άλλους. Δεν τό 'κανε όμως. Οι αδύναμοι είναι συ-νήθως και υπολογιστές, κι είναι αδιάφορο αν έφυγε από αδυναμία ή υπολογισμό, εμένα πάντως με ξετρέλανε. Δεν

124

Page 125: Οι αθώοι - Hermann Broch

είχε φύγει καλά καλά κι εγώ άρχισίχ να τον περιμένω σαν τρελή και το πώς δεν του 'γραψα να γυρίσει αμέσως πίσω στην κάμαρά μου, μέσα μου, ήταν θαύμα. Θαύμα που βγή-κε πάντως σε καλό. Γιατί, προτού καν περάσει η βδομάδα έφτασε γράμμα του. Μου ήρθανε γέλια σαν το είδα. Είχε γράψει τη διεύθυνση με κεφαλαία πάνω σε φάκελο εμπορι-κής αλληλογραφίας για να μην προσέξει η κυρά βαρώνη πως γράφει και σε μένα, κι έλεγε πως θα με περίμενε το επόμενο βράδυ κιόλας κοντά στο τέρμα του τραμ για μια βόλτα με το αμάξι του. Και η βαρώνη να είχε λάβει γράμμα του, και να το διάβαζε κάτω στο σαλόνι, πάλι εγώ ήμουν η κερδισμένη, κι ας μην ανέφερε εκείνος τίποτα για το εξο-χικό -άρα το είχε ακόμα σπιτωμένο το θηλυκό-, ένας λόγος παραπάνω να βρεθώ την επομένη επί τόπου και προτού ακόμα καθήσω στο πλάι του, του τά 'πα όλα χύμα* τίποτα δεν μου απάντησε, κι επειδή η σιωπή του ήτανε σαν ομολο-γία τον φίλησα και του είπα "τράβα μπρος, οπουδήποτε εκτός από το εξοχικό, δυστυχώς". Λέει τότε αυτός "την επόμενη φορά στο εξοχικό". Τον ρωτάω τότε αν το υπόσχε-ται και λέει "ναι". "Στ' αλήθεια θα την διώξεις;" ρωτάω και λέει και πάλι "ναι". Και για να είμαι εντελώς σίγουρη, τον ρωτάω αν αυτή έχει περιποιημένα χέρια. "Ναι", λέει ξα-φνιασμένος, "γιατί;" Βγάζω τότε τα γάντια μου και ακου-μπάω τα δυο κόκκινα χέρια μου πάνω στην όμορφη υφα-σμάτινη κουβέρτα του αμαξιού που ήταν απλωμένη στα γόνατά μας και λέω "χέρια πλύστρας". Κοιτάζει τα χέρια χωρίς να δείξει αν τον πείραξε* απεναντίας λέει: "Κάθε άν-τρας χρειάζεται ένα τίμιο και δυνατό χέρι για να τον ξε-πλύνει από τις αμαρτίες". Παίρνει τότε τα χέρια μου και τα φιλάει, όχι όμως εκεί που ήταν κόκκινα, αλλά στους καρπούς, και τότε κατάλαβα πως τον είχε πειράξει, ώστε το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν "ξεκίνα", γιατί αλλιώς θα είχα κλάψει πολύ. Τραβήξαμε λοιπόν τον στενό δρόμο μέσα από τα θερισμένα χωράφια* μια κοίταζα πέρα το το-πίο και μια κάτω, τη στενή λουρίδα, το χορτάρι ανάμεσα στα σκονισμένα ίχνη των τροχών όπου τ' άλογά μας άφη-ναν κι άλλες πατημασιές με τις οπλές τους, αμολώντας κά-

125

Page 126: Οι αθώοι - Hermann Broch

που κάπου κοπριές. Ήτανε όπως ακριβώς και στο σπίτι μας, στο χωριό. Μόνο που έζεψε μαύρους δε μου άρεσε* ο μαύρος δεν είναι άλογο για να οργώνει ο αγρότης, αλλά για να χάνεται ο άνθρωπος στα σκοτάδια. Όμως σαν του τό 'πα γέλασε, "εσύ 'σαι το χωράφι μου και τ' άγνωστο μα-ζί", και μ' άρεσε τόσο πολύ αυτό που σφίχτηκα ολόκληρη πάνω του. Ακόμα και σήμερα, όσο γριά κι αν είμαι, νιώθω την λαχτάρα που είχε φουντώσει μέσα μου, νιώθω όλο και πιο πολύ πόσο ήθελα να μου κάνει ένα παιδί, πολλά παι-διά. Μη βάλεις στο μυαλό σου πως τον αγαπούσα. Να τον δεχτώ ήθελα, όχι να τον αγαπήσω* γιατί ήτανε ξένος και άγνωστος κι ακόλαστος. Κι ακόμα και στη δροσερή άκρη του δάσους όπου την ένιωθες κιόλας τη νύχτα κι ας ήτανε ακόμα αδιόρατη, κρεμασμένη ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, ούτε κι εκεί άκουσα τον πόθο μου* κράτησε τ' άλογα, εγώ όμως δεν κατέβηκα και για πονέσω και του δυο μας του θύμισα ότι με περιμένει το παιδί του κι ότι δεν πρέπει να καθυστερώ άλλο. ^Ανοησίες!" φώναξε, κι επειδή δεν ήταν ανοησίες έριξα κι άλλο λάδι στη φωτιά: "Όταν μου κάνεις παιδιά δικά μου, δεν θα το 'χω πια ανάγκη αυ-τό". Με κοίταξε σαν χαμένος, κι ήταν πάλι παγωμένα τα μάτια του απ' τον τρόμο, τη φορά αυτή βέβαια επειδή κα-τάλαβε πως είχε φορτωθεί και τρίτη γυναίκα, καινούρια γυναίκα με καινούριες απαιτήσεις, κι ας μην είναι αυτά για υπηρέτριες. Και για να κάνω τον κύριο φον-Γιούνα και την υπηρέτρια ξανά ίσα κι όμοια, κι επειδή ο πόθος του πάλευε άγρια με τον τρόμο του, τον φίλησα παθιασμένα, σαν να τον αποχαιρετούσα. Μετά απ' αυτό με γύρισε πίσω στο τραμ φρόνιμα και χωρίς δεύτερη κουβέντα. Παρ' όλο που είχαμε συμφωνήσει πως με το επόμενο γράμμα του θα με καλούσε στο εξοχικό, καθόλου δεν το πίστεψα, όσο και να το λαχταρούσα».

Προφανώς, ήταν πάλι ώρα για κάποιο διάλειμμα στην ένταση, ενώ η γλώσσα ύγραινε τα κουρασμένα χείλη της να πούνε κι άλλα:

«Κι επειδή καθόλου δεν περίμενα να έρθει εκείνο το γράμμα, μ' ενοχλούσε διπλά να παίρνει γράμματά του η κυ-

126

Page 127: Οι αθώοι - Hermann Broch

ρά βαρώνη -αυτή που για το εξοχικό ένιωθε πιο πολύ τρό-μο παρά λαχτάρα. Κι από γινάτι ήθελα να τ' αποκτήσω. Βέβαια, ήτανε ποστ ρεστάντ, αλλά θα μπορούσα ίσως να βρω έναν φάκελο με το σύνθημα. Ε, άρχισα λοιπόν κι εγώ να ψαχουλεύω καθημερινά στο καλάθι των αχρήστων τής κυρά βαρώνης και στο πι και φι τον βρήκα τον κωδικό. Φοβισμένοι ήταν, αλλά όχι και προσεχτικοί. Ούτε καν εξουσιοδότηση δε χρειάστηκε. Και για νά 'ναι σ' όλους φανερό, είχανε απλώς αλλάξει το Ελβίρε, πού 'ναι τ' όνομα της κυρά βαρώνης, σε Ιλβέρε* αυτό ήταν το σύνθημα. Από τότε λοιπόν, κάθε φορά που πήγαινα για ψώνια ή έβγαζα το παιδί με το καροτσάκι, έπαιρνα τα περισσότερα γράμ-ματα από τη θυρίδα, τα άνοιγα προσεχτικά στον αχνό κι αφού τα διάβαζα, τους κόλλαγα νέο γραμματόσημο και τά 'ριχνα και πάλι στο κουτί. Έκλεψα και μερικά. Μπροστά σ' αυτά που γράφανε δεν ήταν κλεψιά. Τι βρωμιές! Τι ψυ-χαντάρα! Εκτός απ' τη "βασίλισσα των ξωτικών", όπως εί-χε τώρα πια προβιβαστεί η "βασίλισσα Ελβίρα", τα γράμ-ματα ξεχειλίζαν από αγιοσύνες και αγνές μητρότητες και από το νεραϊδόπουλο και θείο τέκνο, και σαν να μην έφτα-ναν αυτά, είχα και το θείο νεραϊδόπουλο να ουρλιάζει δί-πλα μου για να το αλλάξω! Το φριχτότερο πάντως ήτανε τα κλαψουροκακαρίσματα για την άλλη γυναίκα, στο εξο-χικό. Τα κράτησα καλά στο μυαλό μου αυτά, και τα χειρό-τερα τα έκλεψα. Η γυναίκα αυτή ήταν, λέει, τέτοια "κολλι-τσίδα που δεν μπορεί να τη βγάλει από πάνω του", "φόρτω-μα της μοίρας", κάποια που "αρνείται ν' αδειάσει τη γω-νιά", "μια εκβιάστρια που στηρίζεται στην κολάσιμη αδυ-ναμία μου", κι απειλεί μετά πως θα βρει τρόπο να ξεκάνει σύρριζα το κακό* μάλιστα, αυτά της έγραφε, και στο τέλος της γραφής εύχεται "κι εσύ, αγαπημένη, να μπορούσες να πράξεις το ίδιο με τον τυραννικό σου σύζυγο". Φυσικά, πολλά από αυτά τά 'λεγε επίτηδες* μόνο με συναισθηματι-σμούς και αερολογίες μπορούσε να κάνει το καθήκον του απέναντι σ' ένα πρόσωπο σαν την κυρά βαρώνη κρατώντας την συνάμα σε απόσταση. Κι όσο για την άλλη, στο εξοχι-κό, τον πίστευα ευχαρίστως ότι ευχότανε να την πάρει ο

127

Page 128: Οι αθώοι - Hermann Broch

διάολος, ιδίως που εξαιτίας της δεν μπορούσε να πλαγιά-σει μαζί μου. Παρ' όλα αυτά το πράγμα με αηδίαζε. Ετούτο το σιχαμερό "πλύνε με και μη με βρέξεις". Ε, λοιπόν, εγώ, μια αγράμματη χωριατοπούλα, ντράπηκα για λογαριασμό του με τις ψευτιές που έλεγε ο καθωσπρέπει κύριος, και ντράπηκα ακόμα περισσότερο που ετούτος ήταν ο άντρας που λαχταρούσα μ' όλες μου τις αισθήσεις. Σχεδόν χαιρό-μουνα που δεν του ήμουνα αρκετά εκλεκτή για τέτοια παι-νεσιάρικα γράμματα και που δεν είχα λάβει κανένα. Αλλά να, το γράμμα ήρθε, έφτασε ξαφνικά, δυο αράδες μόνο, και με ρωτούσε πότε θα πάω στο εξοχικό. Ένας Θεός ξέρει πώς φτερούγισε η καρδιά μου. Τον κράτησε το λόγο του. Το πράγμα αυτό είχε σημασία για μένα, ειδικά μετά τα κουρελόχαρτά του που είχα διαβάσει εκείνες τις βδομάδες: είχε σημασία για μένα να μπορώ να τον εκτιμώ και να μην απογοητευτώ πάλι, ώστε συγκράτησα την τρελή μου ανυ-πομονησία και πίεσα τον εαυτό μου να περιμένει τρεις μέ-ρες ακόμα. Γιατί ήθελα, βλέπεις να πιάσω και το επόμενό του γράμμα στην κυρά βαρώνη. Κι άμα καυχιότανε γράφοντας πως για χάρη της τάχα έδιωξε την άλλη από το εξοχικό, ούτε που θα 'θελα πια να τον αντικρίσω. Με τρε-μάμενα χέρια παρέλαβα το γράμμα από τη θυρίδα* κόντεψε να μου πέσει στο νερό που έβραζε, όπως το άνοιγα, κι όταν πια είδα ότι δεν έγραφε λέξη πως έδιωξη τη λεγάμενη... δεν το χώραγε το μυαλό μου. Με τα πολλά το πίστεψα κι ανέ-βηκα τρέχοντας στης κυρά βαρώνης να της ζητήσω άδεια να πάω στο χωριό μου. Τέσσερις βδομάδες ζήτησα* μου έδωσε τρεις».

Ξαφνικά, επέστρεψε από το παρελθόν και αντιλήφθηκε πού βρισκόταν. Και με μεγάλη επιμονή άρχισε να -Ατιώνει το κάλυμμα από κρετόν κάτω από το ανθοδοχείο, ^το τρα-πέζι ^ιπροστά της, λες και είχε κάποια κρυμμένη τσάκιση που έπρεπε να αποκαλύψει ώστε να δώσει κάποιο νόημα στην άχρηστη κίνηση. Δεν είχε όμως ξεφύγει εντελώς από το παρελθόν: «Αυτή η ιστορία με συντροφεύει στο πέρασμα του χρόνου, τα χρόνια περνάνε και τούτο μένει, όσες φορές και να το διηγηθώ* λέω πως μπορώ, κι όμως δε γίνεται να

128

Page 129: Οι αθώοι - Hermann Broch

το ξεφορτωθώ». Κι όταν ο Α. θέλησε να πει κάτι, τον έκο-ψε καλόκεφα: «Θέλω όμως πράγματι να το ξεφορτωθώ;» Έτσι, ξανάπιασε το τραγούδι.

«Δε θα με πιστέψεις, αλλά τη λυπόμουνα την κυρά βα-ρώνη. Και μάλιστα από παλιά, από τότε που κρυφάκουγα έξω απ' την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, κι ούτε τρίξι-μο δεν ακουγόταν. Ακόμα κι αν χαιρόμουν που ο κύριος βαρώνος με την αυστηρότητά του έτσι το επιθυμούσε, αυτή πάντως χρώσταγε κάτι σ' εκείνον, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό. Μέχρι σήμερα τη νιώθω την κακομοιριά της. Κι όταν ύστερα έπεσαν στα χέρια μου τα γράμματα με όλες αυτές τις ψευτιές -όσο και να με πονούσε που της έγραφε και μάλιστα τέτοια πράγματα-, κι όμως τη λυπόμουνα ακόμα περισσότερο, ίσα ίσα επειδή δεν είχε καταλάβει τί-ποτα κι επειδή οι απαντήσεις της -που κι αυτές ήθελα τώρα να τις διαβάσω- θα ήτανε σίγουρα γεμάτες από ακόμα χει-ρότερες ψευτιές. Δεν ήμουν λοιπόν εγώ η πλούσια από τις δυο μας;»

Κοίταξε θριαμβευτικά τον Α., κι αυτός κατάλαβε πως αφηγούνταν τη μεγαλύτερη νίκη της ζωής της. Καταλάβαι-νε όμως επίσης πως τα γράμματα του κυρίου φον Γιούνα δεν ήταν και τόσο υποκριτικά, όπως ισχυριζόταν η γριά Τσερλίνε. Διότι το δαιμόνιο της ηδονής που τον είχε κατα-λάβει περιέχει αφενός, στην καλύτερή του πλευρά, τη σο-βαρότητα, την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της ηδονής του. Αφετέρου όμως είναι η ένοχη συνείδηση για τη συ-σκότιση του Εγώ, που ενυπάρχει σε κάθε δαιμόνιο. Ακόμα λοιπόν και όταν ο άνδρας που έχει αφεθεί στην ηδονή ειλι-κρινά τρομάζει και δικαιολογημένα απωθείται από την υποκρισία της ψυχρής γυναίκας, η ατέλειά της αυτή, -ιδίως όταν μεταστραφεί σε μητρότητα- θα του φανεί σαν κάτι το αιθέριο, που δεν το φτάνει ο νους του, κάτι το μυ-στηριώδες, μαγικό και εξώκοσμο που η χθόνια φύση του οφείλει να υπηρετεί. Κάτι από αυτά υπάρχει σε κάθ^ άν-τρα, και όχι μόνο σ' αυτόν που κυνηγάει την ηδονή, και με τον τρόπο αυτό ο Α. όχι μόνο κατανοούσε, αλλά και επιδο-κίμαζε τη συμπεριφορά του κύριου φον Γιούνα. Χωρίς να

129

Page 130: Οι αθώοι - Hermann Broch

αμφισβητεί καθόλου τα λεγόμενα της Τσερλίνε, έλαμπε ωστόσο και στα δικά του μάτια το φωτοστέφανο της νεράι-δας γύρω από τη μορφή της βαρώνης. Αδιάφορο, το ανα-κοινωθέν της νίκης συνεχίστηκε:

«Κράτησε το λόγο του κι εγώ ένιωθα ζάμπλουτη, κι ας κρατούσα μόνο μια βαλιτσούλα υπηρέτριας φεύγοντας από το σπίτι. Θα μπορούσα να είχα φύγει απ' το πρωί, ήθελα όμως να φτάσω νύχτα, κι έτσι είχε πια σκοτεινιάσει. Περί-μενε και πάλι στο τέρμα του τραμ με τους μαύρους ζεμέ-νους στο αμάξι του. Ήμασταν κι οι δυο μας σοβαροί. Ο πλούτος σε κάνει σοβαρό. Για μένα ο πλούτος ήταν η αιτία, κι ευχόμουνα να ήταν και γι' αυτόν. Βέβαια, ποιός ξέρει τι είναι αυτό που κάνει τον άλλο σοβαρό. Και πάνω στη δυσπιστία μου του δήλωσα μόνο δέκα μέρες άδεια, καθώς ανέβαινα για να καθήσω δίπλα του, στο κάθισμα του αμα-ξά. Αν περάσουμε ωραία θα του φανερώσω και τις υπόλοι-πες δέκα, σκέφτηκα, κι άμα θελήσει ο Θεός θα του προ-σφέρω την αιωνιότητα, μιαν ολάκερη ζωή. Αυτός δεν είπε τίποτα και παρέμεινε σιωπηλός και σοβαρός όταν τ' άκου-σε, κι έτσι αναγκάστηκα να καταπιώ στα γρήγορα την απο-γοήτευση μου που δεν έδειξε να λυπάται για το πόσο λίγο είναι δέκα μέρες. «Πάμε μια βόλτα με το αμάξι», τον παρα-κάλεσα τότε. Μπήκαμε έτσι με βηματισμό στο δάσος κι ανε-βήκαμε το λόφο· βρισκόμασταν σε δρόμο ξυλοκόπων κι ήτανε κατασκότεινος, κι ούτε αυτός έκανε να μ' αγκαλιάσει ούτε κι εγώ. Εκεί πάνω στην κορυφή μόλις που έφεγγε το σούρουπο* μπορούσες για λίγες στιγμές ακόμη να διακρί-νεις τις καμπανούλες που πλημμύριζαν το ξέφωτο, και έπειτα μόνο ο ουρανός πια ήτανε φωτεινός και πάνω του τα πρώτα αστέρια. Ακόμα κι οι σωροί των κορμών στην άκρη του ξέφωτου χάθηκαν γρήγορα στη μαυρίλα, αφήνο-ντας μόνο τη μυρωδιά τους σαν να την είχε μαγέψει το τε-ρέτισμα των γρύλλων. Γιατί, ότι και να ήταν, γρύλλοι, κα-μπανούλες κι αστέρια, το ένα κράταγε το άλλο χωρίς να αγγίζονται. Εκεί στη μέση σταθήκαμε με το αμάξι κι όλα όσα ήταν γύρω τα έκλεισα μέσα μου και θα τα έχω παντο-τινά φυλαγμένα, γιατί αυτά με κράτησαν και με κρατάνε

130

Page 131: Οι αθώοι - Hermann Broch

ακόμα. Κι όλα γύρω ήταν μέρος του πόθου μας* ο δικός του μέσα στον δικό μου, ο δικός μου στο δικό του, χωρίς το χέρι του ν' αγγίξει το χέρι μου ούτε εγώ το δικό του. "Πάμε σπίτι", είπα τότε. Κατηφορίζοντας ήτανε τώρα ακόμα πιο σκοτεινά. Οι μαύροι κατέβαζαν προσεχτικά τα πέταλά τους κι όταν χτυπούσαν κανέναν βράχο έβγαιναν σπίθες. Το χειρόφρενο ήταν τραβηγμένο ως επάνω* οι τρο-χοί σέρνονταν στη γη* κάπου κάπου ακούγονταν οι πέτρες να τρίζουν καμιά φορά με χτυπούσε στο πρόσωπο κάποιο κλαδί με νοτισμένα φύλλα* τίποτα απ' αυτά δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεχάσω. Και ξαφνικά, λασκάρει τα φρένα και είμαστε σε ίσιωμα, στεκόμαστε μπροστά στο σπίτι όπου δεν έφεγγε ούτε ένα φως. Με τη σκοτεινιά του στεκόταν μέσα στη μαυρίλα της νύχτας. Μέσα μου, όμως, έκαιγε το λαμ-πρό φως της ευτυχίας. Με βοήθησε να κατεβώ κι οδήγησε το αμάξι στο στάβλο* κι άμα δεν άκουγα τα πέταλα στο πάτωμα του στάβλου, σχεδόν θα το πίστευα πως δεν θα ξα-ναρχόταν πια σε μένα, τόσο σκοτεινά ήταν εκεί. Ξαναγύρι-σε και δεν ανάψαμε κανένα φως στο σπίτι. Κι ούτε κουβέ-ντα δεν είπαμε, τόσο σοβαρά ήτανε τα πράγματα».

Η φωνή της είχε βραχνιάσει από την ταραχή και ξανα-κουγόταν τώρα εκείνο το τραγόυδητό σαν ψαλμωδία:

«Ήτανε ο καλύτερος εραστής* κανείς άλλος δεν μπο-ρούσε να του παραβγεί. Σαν κάποιος που ψάχνει προσεκτι-κά να βρει το δρόμο του, έτσι αναζητούσε και τη δική μου απόλαυση. Ήτανε ανυπόμονος να με χαρεί. Σαν νά 'χε ρί-γος έτρεμε απ' την προσμονή, κι όμως συγκρατήθηκε και με συγκράτησε κι εμένα, περιμένοντας ώσπου να φτάσω στην άβυσσο, εκεί που ο άνθρωπος νιώθει τη στερνή του πτώση. Αν ήταν ρέμα αυτό που ξεχύθηκε και με συνεπήρε, το είχε νιώσει να 'ρχεται και το είχε αφουγκραστεί. Γυμνή ήμουνα και μ' έκανε γυμνότερη, σαν να γινόταν να βγουν κι άλλα ρούχα απ' τη γύμνια. Γιατί η ντροπή είναι κι αυτή σαν ρούχο. Και με τόση προσοχή τράβηξε από πάνω μου και το τελευταίο ίχνος ντροπής ως εκεί που η μοναξιά τού ανθρώπου σπάει, για να μπορέσει να ζευγαρωθεί ως τα κα-τάβαθα της. Σαν γιατρός καταγινόταν προσεχτικά μαζί

131

Page 132: Οι αθώοι - Hermann Broch

μου, αλλά για την απόλαυση μου ήταν δάσκαλος. Δίδαξε το κορμί μου να 'χει επιθυμίες και να δίνει διαταγές, σκλη-ρές όσο και τρυφερές, επειδή η απόλαυση έχει πολλές λε-πτές αποχρώσεις που η καθεμιά έχει και το λόγο της. Για-τρός ήτανε και δάσκαλος κι υπηρέτης της απόλαυσής μου συνάμα. Γιατί ήταν σαν να μη γνώριζε άλλη ευχαρίστηση από τη δική μου* κι όταν φώναζα από ηδονή, ήταν γι' αυ-τόν ο έπαινος που χρειαζότανε για να του ξανακεντρίσει την επιθυμία. Ήταν δυνατός κι ήταν τεράστιος στην αδυ-ναμία του. Κι ο πόθος μάς συνέπαιρνε όλο και πιο πολύ που γινήκαμε ένα σώμα, μια ψυχή. Ενωμένοι σε μια ύπαρ-ξη σταθήκαμε πάνω στην άκρη του γκρεμού εκείνα τα με-ρόνυχτα. Κι όμως, τό 'ξερα πως δεν ήτανε για καλό. Γιατί η γυναίκα οφείλει να υπηρετεί την ηδονή του άντρα, κι όχι ανάποδα. Καλά έκαναν τα παλικάρια που με ρίχνανε χάμω για να δοθούν στη δική τους ηδονή χωρίς να νοιαστούν για τη δικιά μου. Ακόμα κι όταν μιλούσαν για αγάπη ήταν τα λόγια τους αληθινά· τα δικά του χρειάζονταν το γυμνό κι άγριο κάλεσμα που πόθου μου για να 'ναι αληθινά, όσο πιο άγρια τα λόγια μου, τόσο πιο αληθινός ο έρωτάς του. Μ' όλα αυτά κατάλαβα γιατί κρέμονταν από πάνω του οι γυ-ναίκες και δεν ήθελαν να τον αφήσουν, κατάλαβα όμως ακόμα ότι δεν ήμουν σαν του λόγου τους εγώ και ότι έπρεπε να είχα φύγει από κοντά του, όσο και να τον λαχταρούσα».

«Έξυπνη που ήμουνα», είπε κουνώντας το κεφάλι στον εαυτό της και στον ακροατή της, χωρίς πάντως να περιμέ-νει τη συγκατάνευσή του* η ίδια της η διήγηση την ωθούσε να συνεχίσει:

«Τη γυναίκα του δασοφύλακα δεν την πήρε το μάτι μου καθόλου. Άμα θέλω όμως, κοιμάμαι ελαφριά* στις πέντε το πρωί ερχόταν στο σπίτι για να καθαρίσει και μου άφηνε και τα φαγητά για το καθημερινό μαγείρεμα στο τραπέζι της κουζίνας. Πιο πολύ μ' ενοχλούσε που πάταγε σχεδόν αμέσως στο σπίτι, μόλις εμείς βγαίναμε για περίπατο* επει-δή είχα συγυρίσει μόνη μου την κρεβατοκάμαρα πρόσεξα ότι είχε βάλει κι αυτή ένα χεράκι. Πώς την ειδοποιούσε λοιπόν; Το σύστημα δούλευε ρολόι, είχε ντρεσαριστεί στην

132

Page 133: Οι αθώοι - Hermann Broch

εντέλεια απ' τις πολλές επισκέψεις γυναικών σε μια τέτοια φάμπρικα κάθε γυναίκα γίνεται κατάσκοπος. Δεν ήταν δύσκολο για μένα. Το σπίτι ήταν παλιό και τα έπιπλα το ίδιο. Στη ντουλάπα ή στο γραφείο οι κλειδαριές Λαίζανε και μπορούσες εύκολα να τις ανοίξεις με λίγη πίεση. Έπει-τα, κάθε άντρας που εξαντλείται έτσι, χωρίς συγκρατημό, κοιμάται βαθειά. Και τώρα ήταν που τον είχα εξαντλήσει για τα καλά. Μόνο που με δυσκολία άφηνα το πλάι του τέτοιες στιγμές* μέσα στον ύπνο το πρόσωπό του δεν είχε αυτή την έκφραση της λαγνείας, ήταν όμορφο κι αψεγάδια-στο και καθόμουνα συχνά στην κόψη του κρεβατιού κοιτά-ζοντάς το ώρα πολλή, προτού καταπιαστώ με τις κατασκο-πείες μου. Ήταν θλιβερή και ζόρικη δουλειά. Η λεγάμενη, για να δείξει πως δεν ήτανε καμιά περαστική, είχε αφήσει όλα της τα ρούχα στις ντουλάπες, κι ήμουνα σίγουρη πως η οργή του όλη ενάντιά της δε θα 'φτανε να τον εμποδίσει -αν δεν τον κέντριζε κιόλας- να υποταχθεί στη θέλησή της, όταν θα τον πρόσταζε να υπηρετήσει την ηδονή της. Κι όσο περίεργη και νά 'μουνα πρωτύτερα για τα γράμματα της κυρά βαρώνης, τώρα πια με αηδίαζαν και μόνο. Φύρδην μίγδην βρίσκονταν στο συρτάρι, ανάκατα με τ' άλλα γράμ-ματα από γυναίκες που είχε, κι επειδή έτσι κι αλλιώς δε θα του λείπανε, πήρα όσα έπεσαν στα χέρια μου. Κάτσε να σου διαβάσω ένα».

Ψάχνοντας στην τσέπη της ποδιάς της έβγαλε τα γυαλιά της και μερικά τσαλακωμένα γράμματα και τράβηξε προς το παράθυρο:

«Άκου καλά, λοιπόν, για να δεις με τι άχρηστα και κού-φια σώψυχα γεμίζουνε την κούφια τους ζωή και τη βαριε-στημάρα τους. Πρόσεξε τη φτώχεια της, της κυρά βαρώνης. Δες ετούτη την άμοιρη, την κούφια κακία, άκου καλά!

'Τλυκίέ μου αγαπημένε, ο δεσμός μας δυναμώνει καθη-μερινά, ακόμα κι αν είσαι μακριά μου. Είσαι συνεχώς πα-ρών στο παιδάκι μας κι αυτό είναι για μένα η εγγύηση πως θα είμαστε για πάντα μαζί, κάτι που όπως γράφεις, επιτέ-λους, αργά ή γρήγορα, θα γίνει πραγματικότητα και για

133

Page 134: Οι αθώοι - Hermann Broch

μας. Να είσαι αισιόδοξος. Οι ουρανοί εννοούν τους ερω-τευμένους και θα σου σταθούν αρωγοί ώστε να απελευθε-ρωθείς από ης άρπαγες της μιαρής εκείνης γυναίκας που τόσο σε έχει πονέσει. Είθε, ω είθε, λέγω, να λυτρωθώ και εγώ εξίσου από τα συζυγικά μου δεσμά! Μολονότι ο σύζυ-γός μου είναι κατά βάσιν πολύ ευγενής άνθρωπος, δεν έχει ποτέ νιώσει την πληγωμένη μου καρδιά. Η εξήγηση μαζί του θα είναι οδυνηρή, αλλά θα βρω το κουράγιο να του το πω. Η αγάπη σου για μένα και η δική μου αγάπη για σένα που είναι πάντα παρούσα, αυτή μου δίνει εμπιστοσύνη για το μέλλον. Με την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα αυτή φιλώ τα όμορφα, τ' αγαπημένα μάτια σου.

Η νεράιδα η Ελβίρα σου"

Τ' άκουσες καλά; Με το τσουβάλι του άδειαζε τέτοιες αηδίες, σαν φουσκωμένος διάνος, κι εκείνος τ' ανεχότανε, μπορεί με οργή κι αποστροφή, τ' ανεχότανε πάντως. Θά 'θελα να τον μισούσα γι' αυτό. Γιατί όμως το ανεχότανε; Μα, μόνο και μόνο επειδή του λόγου του ήταν από κείνους που τις γυναίκες τις έχουνε συνάμα του ύψους και του βά-θους, και γι' αυτό τις υπηρετεί με το κορμί, ενώ πρέπει να τις αγνοεί στην ψυχή του μέσα. Δεν μπορεί ν' αγαπήσει, παρά μόνο να υπηρετεί. Στο πρόσωπο της κάθε γυναίκας που συναντάει, υπηρετεί εκείνην που δεν υπάρχει, αυτήν που θα αγαπούσε αν υπήρχε πραγματικά, που δεν είναι όμως παρά ένα κακό πνεύμα που τον τυραννάει. Κι επειδή τό 'ξερα πως δεν είχα τη δύναμη να τον βγάλω απ' αυτήν την κόλαση και πως πρέπει να φύγω από τη μέση, γι' αυτό η τρυφεράδα έδιωξε το μίσος και ξανάπεσα πλάι του στο κρεβάτι, τον έκλεισα μέσα μου με τα χέρια και τα πόδια μου, χωρίς συγκρατημό από μίσος και τρυφεράδα, ίσως πάλι επειδή η εξάντληση θα έκανε ευκολότερο και για τους δυο μας τον αποχαιρετισμό που σίμωνε. Στις δέκα μέρες πάνω τον ρώτησα πάντως αν ήθελε να μείνω κι άλλο - θα μπορούσα να τα κανονίσω. Σαν τ' άκουσε ξαναγύρισε στα μάτια του ο ξαφνικός τρόμος και η φρίκη όπως τότε, στον κήπο, και ψέλλισε: "Καλύτερα αργότερα, σε μερικές εβδο-

134

Page 135: Οι αθώοι - Hermann Broch

μάδες, όταν γυρίσω από το ταξίδι μου". Έλεγε ψέματα και του έβαλα τις φωνές: Εμένα δεν πρόκειται να με ξαναδείς αν δεν εξαφανιστούν από δω μέσα τα γυναικεία ρούχα!" Και τότε φέρθηκε για πρώτη φορά σαν άντρας, κι ας ήταν από δειλία: με πέταξε στο κρεβάτι και χωρίς να νοιαστεί για τη δική μου ηδονή, με πήρε με τέτοια αγριάδα που μ' έκανε να τον φιλήσω κι εγώ όπως τότε, στον κήπο. Δεν άλ-λαξε τίποτα, βέβαια, το μίσος είχε πατήσει πόδι. Και το βράδυ, χωρίς κουβέντες κατεβήκαμε με το αμάξι προς το τραμ, με το βαλιτσάκι μου στο πίσω μέρος».

Είχε τελειώσει μ' αυτή την ιστορία; Καθόλου, τώρα μόλις φαινότανε ν' αρχίζει, γιατί η φωνή της Τσερλίνε ακουγόταν πλέον καθαρή και σταθερή.

«Μπορεί το μίσος να 'τανε μόνο απ' τη μεριά μου. Μπο-ρεί η φοβέρα μου πως δε θα ξαναγυρίσω ποτέ πια να του 'κοψε τα αίματα γιατί κατάλαβε καλά πως δεν ήταν κου-ραφέξαλα και ψυχαντάρες. Μπορεί νά 'θελε να λευτερωθεί πραγματικά από το πρόσωπο αυτό που την επόμενη κιόλας μέρα θα ξαναγύριζε στα ρούχα της και θα μαγείρευε στην κουζίνα τα φαγητά που προορίζονταν για μένα. Κοντολο-γίς, λίγες βδομάδες αργότερα η πόλη ολόκληρη βρέθηκε στο πόδι, γιατί είχε πεθάνει ξαφνικά στο εξοχικό η μυστη-ριώδης ερωμένη του κυρίου φον Γιούνα. Ε, λοιπόν, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, αμέσως όμως άρχισαν τα κουτσομπολιά πως την είχε δηλητηριάσει. Και δεν ήμουν εγώ βέβαια, που τα κυκλοφόρησα* ήμουν ευχα-ριστημένη που δε με ανακατέψανε και που δε χρειάστηκε να μιλήσω για τίποτα, ούτε για τα γράμματα, ούτε για τα διάφορα μπουκάλια και μπουκαλάκια που είχε στο σπίτι του και που δεν μου πολυάρεσαν. Όπου όμως γίνεται κου-τσομπολιό, μπορείς εύκολα να το φουσκώσεις λίγο ακόμα και να πάει παρακάτω. Δεν παρέλειψα φυσικά να πάω τα μαντάτα στην κυρά βαρώνη· σαν το χιόνι πάνιασε αυτή και το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν: "'Δεν είναι δυνατόν". Κούνησα τους ώμους και της πέταξα ένα "τα πάντα είναι δυνατά". Στη σκέψη πως η Χίλντεγκαρντ είχε αίμα φονιά στις φλέβες της, κάτι άγριο και βίαιο έβραζε μέσα μου. Στο

135

Page 136: Οι αθώοι - Hermann Broch

μεταξύ, ο κόσμος όλο και περισσότερο έλεγε πως ο κύριος φον Γιούνα πρέπει να κάτσει στο σκαμνί, και πράγματι, λίγες μέρες αργότερα τον συλλάβανε. Κι όσο περισσότερο το γύριζα στο μυαλό μου, τόσο σιγουρευόμουν ότι αυτός την είχε ξεκάνει. Σήμερα μάλιστα είμαι ακόμα πιο σίγουρη από τότε. Και καθώς το 'χε κάνει εξαιτίας μου, όσο και να τον μισούσα, δεν ήθελα να τον δω στην καρμανιόλα, κι έτσι χάρηκα πολύ όταν άρχισαν οι ψίθυροι πως οι κατηγορίες δεν είναι αρκετές για να τον καταδικάσουν. Γιατί μαθεύ-τηκε βλέπεις, ότι το πρόσωπο, μια θεατρίνα από το Μόνα-χο, ήτανε προχωρημένη μορφινομανής που κρατιότανε στη ζωή με τις ενέσεις και τα δυνατά υπνωτικά και μόνο. Ένας τέτοιος οργανισμός δεν αντέχει πολύ, κι αν ακόμα ήταν θα-νατηφόρα η δόση των υπνωτικών, θα μπορούσε νά 'τανε σύμπτωση, νά 'τανε αυτοκτονία -ήταν σχεδόν αδύνατο ν' αποδειχτεί ο φόνος. Μόνο τα γράμματα θά 'τανε σοβαρό επιβαρρυντικό στοιχείο, αλλά τα είχα κλέψει. Ευτυχώς γι' αυτόν! Ευτυχώς για την κυρά βαρώνη! Στην αρχή μού φαι-νόταν πολύ σπουδαία η πράξη μου αυτή, ώσπου μου αστράφτει ξαφνικά πως δε θα του ήμουνα καθόλου απα-ραίτητη, μια και θά 'χε κιόλας κάψει την αλληλογραφία του πριν καν τον συλλάβουνε και; πως η απουσία των πιο επικίνδυνων γραμμάτων θα του έτρωγε τώρα το μυαλό. Κι είδα τον τρόμο στα μάτια του τόσο ξεκάθαρα που μ' έπιασε και μένα. Έκανα τότε κάτι που έπρεπε να τό 'χα κάνει νω-ρίτερα* πήρα αμέσως τα γράμματα και τα πήγα στους δυο δικηγόρους του - ο ένας είχε έρθει επί τούτου από το Βερο-λίνο- για να τον γλιτώσουν απ' τα βάσανα και τις αμφιβο-λίες. Μου προσφέρανε πολλά λεφτά, αλλά τα αρνήθηκα γιατί είχα αρχίσει τα όνειρα. Φανταζόμουν πως μετά την αθώωσή του θα με παντρευόταν από ευγνωμοσύνη· ένας Θεός ξέρει πόσο θα κόστιζε αυτό στη ματαιοδοξία του, και πιο πολύ ακόμα στην κυρά βαρώνη που, σαν να μην έφτανε από μόνο του, θά 'πρεπε από πάνω να συγχαρεί και τη δούλα της. Γι' αυτό ακριβώς και κράτησα κάποια γράμμα-τα, τα πιο επιβαρυντικά. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θα μπορούσε να πει αν έλειπε κανένα και λιγότερο απ' όλους

136

Page 137: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο ίδιος ο κύριος φον Γιούνα. Αυτά που είχα παραδώσει έφταναν και με το παραπάνω για να καθησυχάσουν τους φόβους και τα βάσανά του. Τα υπόλοιπα όμως τα χρειαζό-μουνα για να ονειρεύομαι τις παντρειές· άμα θες να παν-τρευτείς, καλό είναι νά 'χεις στα χέρια σου κάποιο καλό χαρτί, κι ακόμα και μετά το γάμο δε θά 'τανε καθόλου άχρηστο».

«Καλά κάνατε που σώσατε τον κύριο φον Γιούνα», πε-τάχτηκε ο Α., «μόνο που δεν θα έπρεπε να είσαστε τόσο σκληρή με την κακόμοιρη την κυρία βαρώνη». Της Τσερλί-νε δεν της άρεσαν οι διακοπές: «Το σπουδαιότερο δεν τό 'πα ακόμα», τον έκοψε, κι είχε δίκιο. Η διήγηση της, από παράπονο, έγινε κατηγορία και καταγγελία του εαυτού της, ξέφευγε τώρα από τα ίδια της τα πλαίσια:

«Τα όνειρα της παντρειάς ήτανε από μόνα τους αρκετό κακό, έτσι ξεγελούσα όμως τον εαυτό μου για να μην πέσω σε ακόμα μεγαλύτερη αμαρτία και χρησιμοποιήσω τα γράμματα. Τά 'χα χαμένα και δεν τό 'χα πάρει είδηση. Ποιός μ' είχε φέρει στην κατάσταση αυτή; Ο Γιούνα που τον είχα μέσα μου κι όμως δεν τον αγαπούσα; Η κυρά βα-ρώνη με το μπάσταρδο που ήταν παιδί δικό του; Ή μήπως ο ίδιος ο κύριος πρόεδρος, επειδή δεν άντεχα πια να τον βλέπω σαν κερατά που απ' την αγιοσύνη του είχε καταντή-σει χαζός, τυφλός κι ανήξερος για ό,τι συνέβαινε; Εγώ μό-νο θα μπορούσα να του ανοίξω τα μάτια. Κι όπως τώρα μαζί με τ- άλλα κυκλοφορούσε η φήμη πως αυτός ο ίδιος θ' αναλάμβανε την υπόθεση Γιούνα, τα 'χα πια για καλά χαμένα. Να βγάλει αυτός ο ίδιος αθώο, εκείνον που τρύπω-σε στα κρυφά στο σπιτικό του για να του σκαρώσει το νό-θο; Εγώ δε θα το άντεχα και μου ήταν αφόρητο που το γνώριζα γιατί ήτανε σαν συνενοχή που έκρυβε κάτι ακόμα χειρότερο, την αμαρτία. Και δεν ήτανε επειδή γνώριζα ή επειδή ήμουν συνένοχη, όχι* την αμαρτία ήθελα να ξεφορ-τωθώ για να ξαναβρεθώ πιο βαθιά μέσα στο κακό, για να ξαναγίνω άνθρωπος στο φως τη ημέρας με τις αμαρτίες μου μαζί. Κι όμως παραμένει σκοτεινό κι ανεξήγητο. Σαν να με είχανε διατάξει, μάζεψα αμέσως όσα γράμματα μου εί-

137

Page 138: Οι αθώοι - Hermann Broch

χανε απομείνει -και δικά του και της κυρά βαρώνης-όπου μιλούσαν για φονικά, τα έδεσα πακέτο και τα έστειλα στον κύριο πρόεδρο, ανώνυμα και με τη σύσταση σε κεφαλαία. Έπρεπε να το κάνω αυτό και γνώριζα τις συνέπειες. Στην πραγματικότητα, τα γράμματα προορίζονταν για τον ει-σαγγελέα, ώστε με το ντρόπιασμα της κυρά βαρώνης ν' αναγκαστεί να παραιτηθεί από τη δίκη ο κύριος πρόεδρος, ενώ του Γιούνα θα του κόβανε στα σίγουρα το κεφάλι. Και μπορεί και να ευχόμουνα μέσα μου, να σκοτωνότανε στην απόγνωση του πάνω ο κύριος πρόεδρος, παίρνοντας μαζί του την κυρά βαρώνη και το μπάσταρδο. Κι επειδή ήθελα να ομολογήσω τα πάντα, τη συνενοχή μου, αλλά και το κλέψιμο των γραμμάτων από το εξοχικό και την κρεβατο-κάμαρα της κυρά βαρώνης, πίστευα πως θα το άξιζα να με σκότωνε κι εμένα μαζί. Αυτή θά 'τανε πραγματική δικαιο-σύνη, επειδή για μένα ήτανε κι όχι για την κυρά βαρώνη που σκότωσε τη γυναίκα πέρα στο εξοχικό* γι' αυτή την ανώτερη δικαιοσύνη του ήθελα να τον θαυμάζω τον κύριο πρόεδρο. Ήτανε φοβερή η δοκιμασία όπου τον είχα βάλει και που θα 'πρεπε να την υποστεί για χάρη της δικαιοσύ-νης, για να πιστέψω άλλη μια φορά στο μεγαλείο και την αγιοσύνη του. Ήμουνα έτοιμη να πληρώσω και με τη ζωή μου ακόμα, κι όμως ήταν κακό αυτό που ζητούσα, αμαρτία που ακόμα δεν μπορώ να την καταλάβω».

Πήρε βαθιά ανάσα. Πράγματι, το σπουδαιότερο είχε ει-πωθεί* ήταν η ομολογία τής ζωής της. Και είχε προφανώς διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία για να παραδεχτεί την ενο-χή της* δεν το έκανε για να τονίσει ότι νίκησε τη βαρώνη, όσο κι αν η νίκη αυτή διαπερνούσε όλη τη διήγηση, ήταν αναπόσπαστο τμήμα της. Και πράγματι, η Τσερλίνε φαι-νόταν ανακουφισμένη. Αφού διάβασε το γράμμα έμεινε όρ-θια μπροστά στο πράθυρο, στάση που όπως φάνηκε στη συνέχεια είχε το λόγο της. Ξαναστήριξε με αργές κινήσεις τα γυαλιά στη μύτη της, έβγαλε άλλο ένα χαρτί και μετά από μια ακόμα βαθιά εισπνοή η φωνή της έγινε και πάλι δυνατή και σταθερή:

«Έστειλα το πακέτο με τα γράμματα στον κύριο πρόεδρο

138

Page 139: Οι αθώοι - Hermann Broch

και περίμενα, φοβόμουνα, έλπιζα πως θα συνέβαιναν φοβερά και τρομερά πράγματα. Οι μέρες περνούσαν χωρίς να γίνει τίποτα. Ούτε καν εμένα δεν ξεμονάχιασε, αν κι ο ανώνυμος αποστολέας δε θα μπορούσε να 'ταν άλλος. Πο-λύ με απογοήτεψε αυτό, επειδή κι ο κύριος πρόεδρος φάνη-κε κιοτής, ακόμα κι αυτός. Το δίκιο μέτραγε λιγότερο από το πόστο του και την υπόληψή του, που μάλιστα για χάρη της ακόμα και το μπάσταρδο ενός φονιά θ' ανεχόταν σπίτι του. Ωστόσο, βρήκα το δάσκαλό μου και πήρα ένα καλό μάθημα: Αυτός λοιπόν, που ήτανε τόσο λιγόλογος, αρχίζει ξαφνικά -την ώρα που σερβίριζα, για να τ' ακούσω όλα-να αγορεύει περί εγκλήματος και τιμωρίας. Κράτησα καλά στο μυαλό μου κάθε του λέξη κι αμέσως κάθησα να τα γρά-ψω. Θα στα διαβάσω τώρα για να τα εντυπωθείς κι εσύ. Άκου καλά, λοιπόν!

"Τα δικαστήρια ενόρκων που διαθέτομεν είναι ένας ση-μαντικός αλλά ταυτόχρονα και επικίνδυνος θεσμός. Επι-κίνδυνος, επειδή ο λαϊκός δικαστής μπορεί εύκολα να οδη-γηθεί από συναισθηματικά κίνητρα. Ιδίως δε σε δυσχερείς περιπτώσεις αρμοδιότητος ενόρκων, προπάντων δηλαδή σε κατηγορίες για δολοφονία, το αίσθημα της εκδικήσεως ̂ ιου τελικώς ενυπάρχει σε κάθε επιλογή ποινής, μπορεί να πα-ρεισφρύσει'και να επιβληθεί. Όταν όμως τα πράγματα φθάσουν πλέον ως εδώ, τότε λησμονείται ως επί το πλεί-στον ότι και αυτή η δικαστική πλάνη μπορεί να συνιστά δολοφονία· δεν συνεκτιμάται το αποτρόπαιο της θανατι-κής ποινής, πολλώ δε μάλλον εμφιλοχωρεί η απουσία εν-δοιασμών, που αρκετά συχνά στο παρελθόν έχει οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις αποδεικτικών στοιχείων προς χάριν εκδικητικότητος. Ο δικαστής οφείλει επομένως με διπλή και τριπλή προσοχή να προβεί στην αναγνώριση των αποδεικτικών μέσων και την αξιολόγησή των, ώστε να μην παρεισφρύσουν ανάλογες απόψεις. Ακόμα και τα ιδιοχεί-ρως γραμμένα ή υπογεγραμμένα από τον κατηγορούμενο έγγραφα επιδέχονται παρερμηνείες. Όταν, λόγου χάρη, γράφει κάποιος πως θα επιθυμούσε να "βγάλει από τη μέση' έναν άνθρωπο ή ότι θα ήθελε να τον 'ξεφορτωθεί', τούτο

139

Page 140: Οι αθώοι - Hermann Broch

καθόλου δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη δολοφονικής προ-θέσεως. Μόνο η εκδικητικότης θα διέκρινε εδώ απλώς και μόνον εγκληματική πρόθεση, η εκδικητικότης που απαιτεί να επιπέσει πέλεκυς και που διψά για το αίμα του θύματος.»

Έτσι μίλησε και κατάλαβα, κατάλαβα τόσο καλά που τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και παρά λίγο να μου πέσει η πιατέλα με το ψητό. Ήταν ακόμα πιο ανώτερος απ' ό,τι είχα ποτέ φανταστεί εγώ το χαζοθήλυκο* άγιος άνθρωπος. Είχε μαντέψει πως ήθελα να τον σπρώξω στην εκδίκηση, την εκδίκηση που παίρνει ο δήμιος και τό 'χε αρνηθεί. Τα ήξερε όλα. Τό 'χε όμως καταλάβει κι η κυρά βαρώνη ή το μυαλό της δεν έφτανε ούτε ως εδώ; Λιγάκι μόνο να θυμό-τανε τα γράμματα που είχε λάβει, θα της είχαν κάνει εντύ-πωση κάποιες εκφράσεις όπως "βγάζω απ' τη μέση" και "ξεφορτώνομαι". Κι ο κύριος πρόεδρος την κοίταζε, καλό-βολα και καλοσυνάτα, κι αν αυτή έκανε τότε να πέσει στα γόνατα μπροστά του δε θα παραξενευόμουνα. Όμως, ούτε που κουνήθηκε από τη θέση της* μόνο που πάνιασαν λιγάκι τα χείλια της. "Ω, η λαιμητόμος", λέει, "η θανατική ποινή, τι φρικτή επινόηση". Αυτό ήταν όλο κι ο κύριος πρόεδρος κοιτάει το πιάτο του. Έτσι ακριβώς ήτανε αυτή, τόσο κ,ού-φια. Κι όσα ακολούθησαν στη συνέχεια ούτε που με ξά-φνιασαν. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα έγινε η δίκη, κι ήτανε παιχνιδάκι για την υπεράσπιση, καθώς ο κύριος πρόεδρος τους βοήθησε και συγκρατούσε τον εισαγγελέα* ούτε ένα γράμμα δεν καταθέσανε στο δικαστήριο. Η αθώωση από τους ενόρκους ήταν σχεδόν ομόφωνη, έντεκα με έναν. Αυτή τη μία ψήφο θα μπορούσα και να την είχα ρίξει εγώ. Παρ' όλα αυτά χάρηκα που αθωώθηκε ο κύριος φον Γιούνα κι ακόμα πιο πολύ που εξαφανίστηκε αμέσως, χωρίς να μ' ευ-χαριστήσει ούτε να μ' αποχαιρετήσει και πήγε έξω, στην Ισπανία νομίζω, για να 'βρει μέρος να μείνει».

Αυτό ήταν και το τέλος της διήγησης και η Τσερλίνε ανα-στέναξε: «Μάλιστα, αυτή είναι η ιστορία μου με τον κύριο φον Γιούνα και δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Γλίτωσε απ' την καρμανιόλα, γλίτωσε κι από μένα, κι αυτή ήταν η μεγάλη του τύχη. Γιατί άμα είχε αγνά αισθήματα και με

140

Page 141: Οι αθώοι - Hermann Broch

παντρευότανε, θα του 'κανα τη ζωή μαρτύριο και αν ζούσε τώρα, εμένα θα 'χε ακόμα, τη γριά* για δες με». Προτού όμως μπορέσει ο Α. να πει κάτι πάνω σ' αυτά, είχε κιόλας αρχίσει ο επίλογος.

«Πολύς θόρυβος έγινε μετά την απόφαση. Οι εφημερίδες τα έβαλαν με τον κύριο πρόεδρο, ιδιαίτερα οι κόκκινες, που τον κατάγγειλαν για ταξική δικαιοσύνη. Έτσι, φάντα-ζε πολύ λογικό που αποτραβιότανε όλο και πιο πολύ απ' τον κόσμο στη μοναξιά του. Σπάνια ξεμύτιζε από το γραφείο του, σε λίγο μάλιστα άρχισα να του στρώνω εκεί τοΙίρεβάτι. Ένα χρόνο αργότερα υπέβαλε την παραίτησή του, γιά λόγους υγείας. Στην πραγματικότητα όμως ήταν λόγοι θανάτου* δεν είχε ακόμα πατήσει τα εξήντα, όταν τον βρήκε ο θάνατος κι ό,τι και νά 'πανε οι γιατροί, απ' τη ρα-γισμένη του την καρδιά πήγε. Ετούτη όμως έζησε, μαζί και το μπάσταρδό της. Γι' αυτόν το λόγο, γι' αυτή την αδικία, ανάθρεψα τη Χίλντεγκαρντ όπως την ανάθρεψα. Όφειλε να γίνει πραγματική κόρη του κύριου πρόεδρου, ώστε να τιμήσει το όνομά του και να πάψει πια το σπίτι να κρύβει το μπάσταρδό ενός φονιά. Από το αίμα τού φονιά που κυ-λούσε στις φλέβες της δεν μπορούσα, βέβαια, να την λεφτε-ρώσω, έπρεπε όμως τουλάχιστον να μάθει να στέκεται στο ύψος της σαν κόρη του κύριου πρόεδρου. Αν ήτανε καθο-λική, θα την έκλεινα σε μοναστήρι. Έτσι, αυτό που απέμε-νε ήταν να την παραδειγματίζω μπροστά στη σεμνή και άγια μορφή του μακαρίτη και να την παροτρύνω να του μοιάσει. Όσο περισσότερο την έκανα να του μοιάζει, τόσο εξιλεωνόταν για την ενοχή της, μαζί της και η μητέρα της, αν κι αυτής οι αμαρτίες θα μείνουν στον αιώνα χωρίς συ-χώρεση. Το κληρονόμησε η κόρη. Όσο δηλαδή δεχόταν το πνεύμα του πατέρα της, τόσο ρίζωνε μέσα της η επιθυμία να πάρει εκδίκηση. Την εκδίκηση που αυτός ο ίδιος, χωρίς καθόλου επιείκια στον εαυτό του, δεν την αποζήτησε ποτέ. Αλλά κι αυτή η ίδια τυραννιέται για να του μοιάζει* την έχω στρώσει εγώ. Επειδή όμως κανείς δεν μπόρεσε να της μεταδώσει την αγιοσύνη του κύριου πρόεδρου, πρέπει κι αυτή με τη σειρά της να τυραννάει κάποιον άλλον κι έτσι,

141

Page 142: Οι αθώοι - Hermann Broch

με τη βουβή εκδίκηση που κρύβεται μες στις φροντίδες για τη γηροκόμηση της μάνας της, την τυραννάει για να πλη-ρώσει τις αμαρτίες της. Το ένα δένει με τ' άλλο, κι έτσι το θέλησα, έτσι την ανάθρεψα, για το ξεπλήρωμα των αμαρ-τιών της. Αντιδράει, βέβαια, κι εξεγείρεται με το λάγνο αί-μα του αμετανόητου φονιά στις φλέβες της, αλλά τίποτε δεν μπορεί να καταφέρει».

«Μα, για όνομα του Θεού», φώναξε τότε ο Α., «γιατί πρέπει να πληρώσει, ποιά είναι η αμαρτία της; Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να θεωρηθεί αυτή υπεύθυνη για τους φυσικούς γονείς της, κι ούτε η αγάπη της κυρίας βαρώνης προς τον κύριο φον Γιούνα μπορεί αβασάνιστα να θεωρη-θεί έγκλημα!» Δέχτηκε ένα επιτιμητικό βλέμμα, ίσως όχι τόσο για όσα είπε -που κι αυτά θα 'πρεπε να ενόχλησαν την Τσερλίνε- όσο επειδή διέκοψε τον επίλογό της:

«Μήπως είσαι κι εσύ ώριμος να πέσεις στη λαγνεία της; Πρόσεχε καλά! Πάρε καλύτερα ένα σωστό κορίτσι που να σ' αρέσει να πλαγιάζεις μαζί της και να της αρέσει κι αυτής να πλαγιάζει με σένα* κι ας είναι και λιγάκι κόκκινα τα χέρια της^-είναι προτιμότερο από περιποιημένες αερολο-γίες. Ξέρεις γιατί δε σε ήθελε για νοικάρη; Ε, λοιπόν, δεν έχει μπει εδώ μέσα νοικάρης, που να μη στάθηκε η Χίλντε-γκαρντ κάθε νύχτα μπροστά στην πόρτα του» -κι έδειξε πίσω της, την πόρτα του δωματίου- «και κάθε νύχτα της έκοβε τα πόδια η διαταγή του πατέρα που δεν είναι ο δικός της ο πατέρας και δεν πάταγε το κατώφλι. Κι άμα δε με πιστεύεις, να πασπαλίσω απόψε αλεύρι στον προθάλαμο, όπως έχω κάνει ουκ ολίγες φορές, για να δεις αύριο τις δι-σταχτικές της πατημασιές. Είναι η τυραννία της ενοχής της· πρόσεξε μη μπλεχτείς. Γιατί όπως και η κακότητα της ψυχής μας, έτσι κι η ευθύνη μας είναι μεγαλύτερη από το μπόι μας. Κι όσο πιο βαθιά πρέπει να βυθιστεί ο άνθρωπος μέσα στην αμαρτία του για να βρει τον εαυτό του, τόσο πε-ρισσότερες ευθύνες πρέπει να φορτωθεί για εγκλήματα που δεν έκανε ο ίδιος. Αυτή είναι η μοίρα ολωνών, η δική σου, η δική μου και της Χίλντεγκαρντ, κι αυτή πρέπει να πλη-ρώσει για το αμάρτημα των φυσικών της γονιών. Η άλλη

142

Page 143: Οι αθώοι - Hermann Broch

όμως, η κυρά βαρώνη, που είναι φυλακισμένη και των δυο-νών μας, θα 'θελε να ξεφύγει από την υποδούλωση και ικε-τεύει τον κάθε νοικάρη να της παρασταθεί. Ταραγμένες ψυχές είναι, μάνα και κόρη, και την ταραχή τους αυτή εγώ τη δαύλισα και την έκανα θόρυβο διαβολικό για να τους πάρει τ' αφτιά· κι ετούτο το σπίτι κόλαση είναι πίσω απ' την καθωσπρέπει ηρεμία του. Ο άγιος και ο διάβολος, ο κύριος πρόεδρος και ο κύριος φον Γιούνα, που κι αυτός πρέπει νά 'χει πεθάνει πια, δυο σκιάχτρα που δεν το κου-νάνε από το πλάι τους και τις κατασπαράζουν. Μπορεί κι εμένα μαζί. Κι ούτε μου βγήκε σε καλό που είχα κι άλλους αγαπητικούς μετά τον κύριο φον Γιούνα, ίσα για να μην του μείνω πιστή. Καθόλου δε μού 'κανε καλό όταν σε λίγο πρόσεξα πως κάτι μ' έσπρωχνε να βρίσκω όλο και πιο μι-κρούς, στο τέλος μόνο αγόρια πλέον, που τα κανάκευα στον κόρφο μου για να πάψουν να φοβούνται τις γυναίκες και να γνωρίσουνε την ηδονή, το ξαπόσταμα του ανθρώ-που. Μόλις το κατάλαβα, τό 'κοψα οριστικά. Γι' αυτό και μόνο; Όχι. Θα 'πρεπε να τό 'χα κόψει από καιρό κι αν δεν ήταν η κυρά βαρώνη ίσως και να μην άνοιγα παρτίδες ούτε καν με τον κύριο φον Γιούνα. Είχα τον κύριο πρόεδρο μέσα μου* η εικόνα του παρέμεινε άσβηστη από τότε κι όλο και μεγάλωνε... ποιά ήτανε λοιπόν η χήρα του μετά το θάνατό του; Ποιά άλλη, έξω από μένα; Πάνω από σαράντα χρόνια περάσανε από τότε που έπιασε τα στήθια μου και τον αγά-πησα με την ψυχή μου, σ' όλη μου τη ζωή».

Η ιστορία είχε πλέον φτάσει στο φυσικό τέλος της, και ο Α. απόρησε λιγάκι πώς δεν το είχε μαντέψει από την αρ-χή. Αντίθετα η Τσερλίνε, αρκετά εξαντλημένη ανάλογα και με την ηλικία της, στήλωσε τα μάτια της για λίγο στο κενό, προτού πει με τους συνηθισμένους χης καλούς τρόπους τής καμαριέρας: «Αλλά με τη φλυαρία μου σας στέρησα τον απογευματινό σας ύπνο, κύριε Α., ελπίζω όμως να μπορέ-σετε παρ' όλα αυτά να τον αναπληρώσετε». Έτσι είπε και βγήκε από το δωμάτιο καμπουριασμένη και κουτσαίνο-ντας, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα σαν να κοιμόταν ήδη κάποιος μέσα.

143

Page 144: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο Α. είχε ξαπλώσει πάλι πίσω στον καναπέ. Ναι, σωστά του είπε, θά 'πρεπε να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Στο κάτω κά-τω 6εν ήταν και τόσο αργά, τα ρολόγια στα καμπαναριά είχαν μόλις σημάνει τέσσερις. Θα ήταν ό,τι πρέπει λοιπόν να του ξανάρχονταν εκείνες οι μισοκοιμισμένες σκέψεις που διέκοψε ο ερχομός της Τσερλίνε. Σε πείσμα του όμως, τα χρηματικά ζητήματα άρχισαν και πάλι να στριφογυρί-ζουν στο μυαλό του. Και βάλθηκε πάλι να εξιστορεί στον εαυτό του πώς άρχισε να κάνει λεφτά, τότε στη Γη του Ακρωτηρίου και πώς έκτοτε το χρήμα τον τραβούσε, χωρίς πια να καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες, από ήπειρο σε ήπειρο, από χρηματιστήριο σε χρηματιστήριο* κι αν λογά-ριαζε τη Νότιο Αμερική σαν ξεχωριστή ήπειρο, τότε είχε βρεθεί σε έξι μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, πράγμα που μας κάνει δυόμιση χρόνια ανά ήπειρο. Κι όλα ήταν σκέτη σύμ-πτωση. Σαν παιδί ήθελε για τη συλλογή γραμματοσήμων το τριγωνικό «Ακρωτήριον της Καλής Ελπίδος», μάταια το λαχταρούσε, κι από τότε του έμεινε η νοσταλγία για τη Νό-τιο Αφρική. Τα γραμματόσημα δεν ήταν και κακή τοποθέ-τηση κεφαλαίου, αλλά του είχε περάσει πια το μεράκι τού συλλέκτη. Μα τι ζητούσε, τελοσπάντων; Σπιτικό, γυναίκα, παιδιά; Τα παιδιά τα χαίρονται πραγματικά μόνο όι για-γιάδες. Τα παιδιά είναι εμπόδιο για την όποια άνετη ζωή, το ίδιο και οι περισσότερες ερωτικές ιστορίες, που επι-πλέον είναι και ακατανόητες. Αυτό που είχε κάνει η βαρώ-νη ήταν απλώς ανόητο* αν τη γνώριζε την εποχή εκείνη -όμως τότε δεν είχε καλά καλά γεννηθεί- θα την καλούσε στο Κέιπ Τάουν και θα την έσωζε από αυτό το υποκείμενο και την κακή του συμπεριφορά. Οι γυναίκες, βέβαια, δεν πηγαίνουν ευχαρίστως εκεί κάτω, εξ ου και η έλλειψη γυ-ναικών και τα σχετικά δράματα στα αδαμαντωρυχεία. Θα ήταν αδύνατο στον κύριο φον Γιούνα να αποκτήσει εκεί τη συλλογή γυναικών του. Καθόλου άνετη ζωή δεν έζησε* μή-πως όμως ήταν ο πρόεδρος σε καλύτερη θέση; Αν του είχαν τουλάχιστον κάνει του κερατά ένα γιό... Αλλά θα του έφευ-γε κι αυτός μάλλον για την Αφρική, όσο ανώφελη και να είναι κάθε απόδραση* γιατί η χήρα παραμένει πίσω στην

144

Page 145: Οι αθώοι - Hermann Broch

πατρίδα, σαν φυλακισμένη. Πρέπει κανείς να είναι πάντα γιός του εαυτού του. Δεν ήθελε κι αυτός ο ίδιος μετά το θάνατο του πατέρα να φέρει τη μητέρα στο Κέιπ Τάουν και να της χτίσει σπίτι; Ακόμα θα ζούσε, αν το είχε κάνει* εγ-γόνια πάντως θα είχε σίγουρα. Πρέπει να φτιάξει μια συλ-λογή γραμματοσήμων για τα παιδιά. Και το τριγωνικό «Α-κρωτήριον της Καλής Ελπίδος», θα το αποκτήσει κι αυτό. Ας πάει και τούτη η Κυριακή, του άρεσε τέτοια ζωή.

Ναι, ναι, έτσι θα πρέπει να σχεδιάζει κανείς τη ζωή του, ο Α. ήταν απόλυτα σίγουρος. Εκείνο που δεν ήξερε όμως, ήταν ότι μ' αυτές τις σκέψεις τον είχε πάρει ο ύπνος.

145

Page 146: Οι αθώοι - Hermann Broch

VI. Μια ελαφρά απογοήτευση

Ξαφνικά του πέρασε από το μυαλό, και μαζί τρόμαξε κιό-λας γιατί δεν το είχε προσέξει νωρίτερα* εκεί, ανάμεσα στα σύγχρονα καταστήματα του πολύβουου εμπορικού δρόμου υπήρχε ένα μικρό σπίτι που πρέπει να ήταν απ' τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα. Καθημερινά περνούσε από μπροστά του και δεν το είχε δει ποτέ, μολονότι ήταν χωμέ-νο σαν σπασμένο δόντι ανάμεσα στα δυο γειτονικά του σπίτια, σφηνωμένο ανάμεσα σε δυο τεράστιους πολύχρω-μους τοίχους κι αφήνοντας ένα κενό αέρα από πάνω μετα-ξύ τους, μέσα από το οποίο πρόβαλαν στο δρόμο - κι ας υψωνόταν ο σκελετός τής ηλεκτρικής διαφήμισης πάνω στην κορυφή τής καφετιάς κεραμιδένιας στέγης - κάποτε ο γαλανός ουρανός και κάποτε τα σύννεφα. Όμως οι με-γάλες πινακίδες των επιχειρήσεων, οι επιγραφές των ο-ποίων άρχιζαν στην πρόσοψη του αριστερού σπιτιού και εκτείνονταν ως πέρα στο δεξί, αυτές οι μεγάλες δύσκαμ-πτες λωρίδες ήσαν σίγουρα που εμπόδιζαν κάθε αυτόνομη έκφραση του σπιτιού και το κρατούσαν με τα δίπλα οικοδο-μήματα σε ενότητα, στην οποία ωστόσο αυτό δεν ανήκε. Και τώρα ξαφνικά ήταν εκεί, ανεξαρτητοποιημένο από το σύνολο στο οποίο ανήκε: όπως ακριβώς βρίσκεται κάτω από τα ρούχα όλων των ανθρώπων το ζωώδες-ανθρώπινο δέρμα, ένα γεγονός το οποίο σπάνια συνειδητοποιεί κα-νείς, έτσι κάτω από τις επιγραφές των εμπορικών πινακί-δων, ο τοίχος ξαναγινόταν ο πραγματικός τοίχος με τα τούβλα και το γκρίζο σοβάτισμα, όπως τό 'φτιαξε κάποτε το μυστρί του μάστορα, και η καφετιά στέγη ξαναγινόταν

146

Page 147: Οι αθώοι - Hermann Broch

παρούσα, με τις κλίσεις και τους κυματισμούς της ανάμεσα στις δοκούς και τα παλιά υποστηρίγματά της. Ίσως να εί-ναι πάντοτε τρομαχτικό όταν κάτι άγνωστο αναδύεται μέ-σα από το παρελθόν - ένας φόβος τού ανθρώπου που άφη-σε κάτι πίσω του χωρίς να το γνωρίζει, ο ίδιος πεταγμένος μέσα στο φόβο και μέσα στο χρόνο, που δεν αφήνει ποτέ πίσω του, και σ' ένα τέτοιο ιστορικής φύσεως αίσθημα ταί-ριαζε, βέβαια, και το ότι το βιβλιοπωλείο εξέθετε στη βι-τρίνα του εδώ μια χαλκογραφία που έδειχνε τον εμπορικό αυτό δρόμο, στη μορφή που είχε κάποτε υπάρξει, μια πλα-τειά, ήρεμη οδός με σπίτια, μια ευθεία από σπίτια με τις στέγες του το ένα δίπλα στο άλλο, μια ενότητα ενός παρελ-θόντος συνδέσμου. Και φέρνοντάς τα στη μνήμη του ο πα-ρατηρητής αυτής της χαλκογραφίας και έχοντας στο μυαλό του την παλιά αμαξιτή οδό, που τότε δεν είχε πεζοδρόμιο και λιθόστρωτο, αλλά ήταν.παντού χαραγμένη από τα ίχνη των αμαξών, περπατά τώρα το δρόμο με την καινούργια άσφαλτο και διασχίζει τις σιδερένιες ράγες του τραμ, ωθούμενος από την επιθυμία να μπει σ' εκείνο το παλιό σπίτι, παρακινούμενος ταυτόχρονα κι από την αόριστη ελ-πίδα πως μέσα σ' αυτό θα μπορέσει να ξεκουραστεί, όπως ξεκουράζεται κανείς, όταν φεύγει από μια κλειστή πυκνο-χτισμένη πόλη και περπατά σ' έναν αγροτικό δρόμο. Αν εί-χε συνηθίσει να δίνει προσοχή στις βαθύτερες επιθυμίες του, τότε θα διαπίστωνε ένα είδος νοσταλγίας μέσα στην καρδιά του, ακόμα κι αν αυτή δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια νοσταλγία της μύτης για τη δυνατή μυρωδιά του σανού, του λιπάσματος και της χωνεμένης κοπριάς, η νοσταλγία πως μέσα στο σπίτι θα μπορούσε κάπου να βρει λίγο σανό ή ίσως κίτρινα και καφετιά καλαμπόκια, δεμένα στη σειρά από τις δοκούς της στέγης για να ξεραθούν, όπως στο χω-ριό. Όμως εκεί, δίπλα στο κατώφλι καθόταν μια ζητιάνα και μια από τις γριές χωριάτισσες που αράζουν στο πα-γκάκι μπροστά στην είσοδο, γιατί δεν έχουν και τίποτ' άλ-λο να κάνουν, και δίσταζε να της δώσει μια ελεημοσύνη* μάλιστα λίγο έλειψε να βγάλει και το καπέλο του, όταν πέ-ρασε το κατώφλι που ήταν υπερβολικά στενό επειδή το εί-

147

Page 148: Οι αθώοι - Hermann Broch

χαν κατά το ήμισυ κλείσει για τις δουλειές τους. Οι τοίχοι της εισόδου ήταν επίσης γεμάτοι από εμπορι-

κές πινακίδες, το ίδιο και η σκάλα πάνω από την οποία μια παλιά ξεθωριασμένη επιγραφή έδειχνε «1η κλίμακα». Εδώ έφτανε ακόμα ο εμπορικός δρόμος, ήταν κατά κά-ποιον τρόπο σαν ο εμπορικός δρόμος να είχε συρθεί ως μέ-σα στο σπίτι* και σίγουρα σερνόταν ακόμα και σ' ολόκληρο τον πρώτο όροφο, με τις επιγραφές του να κρέμονται σε κάθε πλατύσκαλο. Ένα πανούργο τέχνασμα, σκέφτηκε απρόθυμα ο επισκέπτης, ένα πανούργο τέχνασμα, και μια και δεν ήταν πρόθυμος ν' αφήσει να τον ξεγελάσουν, απα-ξίωσε να κοιτάξει πάνω στη σκάλα και βγήκε από την εί-σοδο στην εσωτερική αυλή. Αυτή ήταν σκοτεινή κι έμοιαζε μ' ένα βαθύ πηγάδι μέσα στους τέσσερις ψηλούς τοίχους, ενώ από τα ανοιχτά παράθυρα των ορόφων ακούγονταν τα πλήκτρα φλύαρων γραφομηχανών. Όχι , αυτά δεν ήσαν ακόμα αυτό που έψαχνε, και παραλίγο να έφευγε, αν δεν υπήρχε στην αυλή το ήσυχο εργαστήριο επιδιορθώσεως γραφομηχανών. Το γεγονός ότι ο μάστορας έκανε εδώ την ελάχιστα φιλόδοξη δουλειά του με τους βοηθούς του, το ότι είχε τοποθετήσει απ' έξω την Λινακίδα του εργαστηρίου, που δύσκαμπτη και στεγνή έδειχνε μια γραφομηχανή όπως κάποτε ο τσαγκάρης ένςι παπούτσι και ο ράφτης ένα ψαλί-δι, το ότι παραδίπλα το εργαστήριο του βιβλιοδέτη, ήσυχο και σκοτεινό, είχε την πόρτα ανοιχτή, όλα τούτα μάκραι-ναν κάπως την πραγματική απόσταση από τον εμπορικό δρόμο, όχι βέβαια και πολύ, ίσως μόνον μερικά χιλιοστά ή ακόμα και πιο λίγο, πλην όμως αρκετά για να τον δελεάσει ελαφρά η επιγραφή «Προς την 2η κλίμακα», στη διπλανή στοά της πίσω πλευράς της εσωτερικής αυλής. Ξεπέρασε τους δισταγμούς του από τα πλήκτρα και διέσχισε γρήγορα την αυλή, γιατί ακόμα πιο δελεαστικό απ' ό,τι η επιγραφή φαινόταν το ότι η δεύτερη στοά ήταν χωρισμένη σε ένα σκοτεινό υπόγειο κι ένα κιτρινωπό, ηλιόλουστο τμήμα, πράγμα που χωρίς αμφιβολία σήμαινε πως πίσω απ' αυτήν έπρεπε να βρίσκεται και μια δεύτερη εσωτερική αυλή, στην οποία ο ήλιος έστελνε ανεμπόδιστα τις ακτίνες του. Φο-

148

Page 149: Οι αθώοι - Hermann Broch

βούμένος σχεδόν πως κάνει λάθος, βγήκε έξω στο ηλιόλου-στο μέρος γεμάτος πόθο και ήταν εκ των προτέρων απο-φασιμένος να μην χρησιμοποιήσει ούτε τη δεύτερη σκάλα, όντας πεπεισμένος πως δέν θα εύρισκε εκεί παρά μόνον τις πάντοτε κλειστές πίσω εξόδους των γραφείων. Δεν θά πρόσεχε ακόμα τη τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε από τη στοά στην σκάλα, όμως με το τρίξιμο της του απέσπασε την προσοχή του. Ήταν μια συνηθισμένη πόρτα από γυαλί της οποίας τα φύλλα προστατεύονταν από μια συρμάτινη καφέ σκάρα, και το γυαλί τσίριζε λιγάκι. Το σκούξιμο προερχό-ταν από ένα συνεχές, ελαφρύ ανοιγόκλειμα της πόρτας, ενώ η γραμμή ανάμεσα στο σκιερό και το λιόλουστο τμήμα της στοάς που επηρεαζόταν από την πόρτα ανοιγόκλεινε κι αυτή. Έμοιαζε μ' ένα ηλιακό ρολόι που δεν πήγαινε κα-λά, κι επειδή αυτό αγνοούσε κάθε έννοια τάξης, έμοιαζε με κάποια υπόσχεση, πως το σύνολο της πέτρινης τάξης, της σιδερένιας ακινησίας, θα μπορούσε να διαλυθεί σιωπη-λά* το ίδιο ήσυχα όπως τώρα πλημμυρισμένη στον ήλιο και ζεστή ήταν η καινούργια αυλή, στο άκρον της οποίας στε-κόταν. Τα πλήκτρα των γραφομηχανών δεν ακούγονταν πια, είχαν ξεφτίσει σ' ένα απομακρυσμένο βουητό μέσα στη σιωπηλή ατμόσφαιρα. Το γεγονός ότι ο ήλιος μπορούσε να λάμπει ελεύθερα εδώ, αυτό ήταν σίγουρα παράξενο και προερχόταν από το ότι η βάση της μεγάλης αυλής δεν κλει-νόταν από κάποιαν άλλη πτέρυγα κτιρίων, αλλά απλώς από ένα ψηλό τείχισμα. Φυσικά και αυτό το τείχισμα έρι-χνε τον ίσκιο του, όμως μια και τώρα κόντευε μεσημέρι, ήταν πολύ στενός κι εκτός αυτού μετριαζόταν, ναι, μετρια-ζόταν θα μπορούσε να πει κανείς από το ότι δεν έπεφτε στο λιθόστρωτρ, αλλά ακριβώς εκεί, δίπλα στο τείχισμα σαν σχισμή στο πέτρινο σώμα του εδάφους, σαν μια λωρίδα από χώμα. Ίσως κάποτε να είχαν προσπαθήσει να στηρί-ξουν εδώ φυτά σε παλούκι και δεν τα κατάφεραν λόγω του ίσκιου, ίσως όμως και να 'χαν κουρέψει το γρασίδι και να 'χαν απομείνει ίχνη γραμμών στο χώμα. Απ' όλα αυτά πά-ντως δεν μπορούσες τώρα να δεις τίποτα, μόνο τη γκρίζα /η με το χιλιοπατημένο χαλίκι, μικρούς συγκεντρωμένους

149

Page 150: Οι αθώοι - Hermann Broch

σωρούς από άμμο που έμοιαζαν ν' απόμειναν από κάποια παιδικά παιχνίδια, καθώς και ακαθαρσίες από σκυλιά. Κατά κάποιον τρόπο αυτό του ήταν θεωρητικά κατανοητό, μιας και τα σκυλιά προτιμούν για τη δουλειά αυτή το φυσι-κό έδαφος κι απεχθάνονται το λιθόστρωτο, σαν να ήθελαν μ' αυτόν τον τρόπο να εκφράσουν τη νοσταλγία τους για την εξοχή και για την παλιά τους ελευθερία, το ότι όμως στο εμπορικό αυτό σπίτι μπορούσαν να υπάρχουν παιδιά και σκυλιά, αυτό τον ανησυχούσε και τον έκανε ταυτόχρο-να να ελπίζει, πράγμα που βρισκόταν σε μια χαλαρή μεν, πλην όμως σαφή σχέση με την προσμονή του, ότι η πυκνο-χτισμένη πόλη ξανοίγεται εδώ στο εξοχικό και στο χωριά-τικο. Δεχόταν πως επρόκειτο για έναν ευχάριστο οιωνό το ότι είχε τυχαία βρεθεί μέρα-μεσημέρι εδώ πέρα, αφού και ο δρόμος του χωριού, όπως κι αυτή η αυλή, μένει ήσυχος κι έρημος το μεσημέρι, όταν οι οικογένειες που δεν δου-λεύουν άλλο στα χωράφια, μαζεύονται στο μεσημεριανό τραπέζι και τα* σκυλιά που περιμένουν τη μπουκιά τους κάθονται πάρα δίπλα, ή μισοκοιμισμένα τσακώνουν μύγες ή διπλώνονται και κοιμούνται στ' αλήθεια* μερικά έχουν ψώρα. Όχι γιατί δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο ακό-μα να περάσει την σκιερή, χαλικόστρωτη λωρίδα κατά μή-κος του τειχίσματος, αλλά αντίθετα επειδή έτσι τουλάχι-στον πίστευε, ήθελε να κοιτάξει πέρα από το τείχισμα, πα-ρέμενε στην απέναντι πλευρά κοντά στο ξαναμμένο απ' τον ήλιο τοίχο του σπιτιού. Ο τοίχος δεν είχε ανοίγματα στο ισόγειο, γιατί εκεί που κάποτε υπήρχαν πόρτες και παρά-θυρα, τώρα είχαν κλειστεί με τοίχο κι έπρεπε από πίσω να υπάρχει μάλλον κάποια αποθήκη, που θα ανήκε ίσως στο βιβλιοδετείο. Κάποια στιγμή έμεινε ακίνητος, τέντωσε τον λαιμό του, στάθηκε μάλιστα και στις μύτες των ποδιών του για να ρίξει ένα βλέμμα σ' αυτό που βρισκόταν πίσω από το τείχισμα. Δεν μπορούσε να δει και πολλά πράγματα, ωστόσο δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχε ένας τόσο μεγάλος χώρος ελεύθερος πίσω από τα εμπορικά καταστή-ματα, πλην όμως δεν μπορούσε και να να συμβαίνει και τί-ποτ' άλλο, μιας και τα κτίρια φαίνονταν να είναι σε μεγάλη

150

Page 151: Οι αθώοι - Hermann Broch

απόσταση από κει κι απ' αυτά διακρίνονταν μόνο οι πάνω όροφοι και οι σκεπές τους.

Στο κέντρο όμως του ελεύθερου, ανοιχτού χώρου υψω-νόταν μια κόκκινη καμινάδα εργοστασίου σαν ματωμένη τομή στη γαλανόλευκη επιφάνεια, κι αν έτεινε κανείς την προσοχή του προς τα κεί, θα άκουγε να δουλεύει κάποια μηχάνή με ατμό. Ίσως οι μεγάλοι εμπορικοίχ)ίκοι να έχουν εδώ, μέσα στους παλιούς κήπους, τους σταθμούς παραγω-γής ενέργειας και θέρμανσης, και ζήλεψε λιγάκι τους μηχα-νικούς που κάθονταν τώρα το μεσημέρι μπροστά από το μηχανουργείο και με χέρια ποιΓ μύριζαν λάδι έφερναν το τσιγάρο στο στόμα τους, ενώ άφηναν τις μηχανές, που δεν έπρεπε να φροντίζει κάποιος, να δουλεύουν. Καθώς τα σκεφτόταν αυτά, διέσχισε την αυλή. Όμως τώρα δεν είδε κάποια αψιδωτή πύλη, αλλά μονάχα μια τζαμόπορτα ίδια μ' εκείνη μπροστά στη δεύτερη σκάλα, και όταν μπήκε δεν βρήκε κάποια στοά αλλά έναν σχετικά στενό διάδρομο, ο οποίος - σαν να ήθελε ο αρχιτέκτονας να τονίσει την προϊ-ούσα σμίκρυνση όλων των μεγεθών - έβγαζε σε μια ακόμα πιο μικρή, μονόφυλλη τζαμωτή πόρτα, μια πόρτα ενός σχε-δόν ιδιωτικού χώρου, αφού της έλειπε η προστατευτική συρμάτινη σχάρα.

Έπρεπε να αποφασίσει. Δεξιά η σκάλα έβγαζε πάνω, και κάπως δοκιμαστικά, σαν να ήθελε να ελέγξει την αντο-χή της, πάτησε με το πόδι του το πρώτο σκαλί. Δεν μπο-ρούσε ωστόσο παρά να κοιτάξει εκείνη τη μικρή πόρτα, που τώρα βρισκόταν στα αριστερά του, μια και σχεδόν έμοιαζε να περιμένει από κει κάτι ακόμα πιο δελεαστικό. 'Ενας λευκός τοίχος, πάνω στον οποίο έπεφτε αλύπητα το φως τού ήλιου, θάμπωνε πίσω από τα βρώμικα τζάμια. Μήπως υπήρχε κι εκεί κάποια αυλή και μετά ακόμα μία και ξανά πάλι, η μία μετά την άλλη, μια πόλη από αυλές; Ξαφνικά κάθε οριζόντιο τού έγινε απεχθές· έμοιαζε σαν ολόκληρος ο φόβος να βρισκόταν σε κάτι οριζόντιο, όπως ένας λαβύρινθος. Έπρεπε να πάρει την απόφαση ν' ανέβει, και απομακρυνόμενος από την πόρτα, είπε: «Θα την αφή-σω στ' αριστερά μου». Αυτό το είπε στον εαυτό του δυνα-

151

Page 152: Οι αθώοι - Hermann Broch

τά, και επαναλαμβάνοντάς το, χάρηκε που η πολυχρησιμο-ποιημένη έκφραση πήρε ξαφνικά ένα τόσο χειροπιαστό και σαφές νόημα. Ίδια χαίρεται κάποιος που βρίσκει ξαφνικά ανάμεσα σε παλιά πράγματα κάτι χρήσιμο. Άφησε αριστε-ρά του την πόρτα και ανέβηκε το δεύτερο σκαλί. Μη μπο-ρώντας ωστόσο να αποχωριστεί ένα κομμάτι του εαυτού του τόσο εύκολα, κι επειδή ήταν ίσώς ακόμα πολύ επιεικής μαζί του, ενέδωσε κι αυτήν τη φορά, γύρισε το κεφάλι του, έσκυψε μάλιστα και λίγο, προκειμένου να ρίξει ξανά ένα σύντομο βλέμμα πίσω από τα τζάμια* και απ' αυτό το πλά-γιο βλέμμα μπόρεσε να διαπισπόσει πως εκεί υπήρχε μια μικρή αυλή, στην πραγματικότητα όχι αυλή, μα ένας μι-κρός κήπος, κατά το ήμισυ κάτω από τον ίσκιο ενός πράγ-ματος που δεν μπορούσε να αντιληφθεί, που θα μπορούσε όμως να ήταν μια σανίδα, ένας κήπος μέσα στον οποίο βρι-σκόταν ένας οίκος ανοχής, το ξύλο του οποίου ήταν γκρίζο από τις βροχές και τον ήλιο, τόσο γκρίζο όπως ήταν ένα σωρό παλιοπράγματα που ήσαν πεταμένα πάνω στον τοίχο του, μπροστά δε απ' αυτόν μαζί με κάθε είδους πρασινάδα είχαν φυτέψει και φούξιες. Δίπλα στις φούξιες είχαν χώσει προστατευτικά ξύλα στο χώμα, κάτω λεπτά και πάνω πλα-τειά παλούκια, πάνω στα οποία αναρριχώνταν οι φούξιες κι αν έσφαλε, έπρεπε να πετούν και σφήκες γύρω από το ξύλο του οίκου ανοχής. Μήπως ήταν ο δικός τους βόμ-βος, αυτό που πέρασε για το σβησμένο χτύπημα των πλή-κτρων από τις γραφομηχανές; Εδώ, πίσω από την ιδιωτική πόρτα πετούσαν σαν φύλακες, για να μην μπει κανείς στον ιδιωτικό κήπο. Ή μήπως δεν είναι οι γδούποι πάνω από το λαβύρινθο της πόλης όπως ο βόμβος από τα ζωύφια πά-νω από την κοπριά; Ένα κροτάλισμα του λεπρού φύλακα που τρομάζει τον πεζοπόρο και τον αναγκάζει ν' ακολου-θήσει άλλους τεθλασμένους δρόμους. Επομένως ήταν κατά κάποιον τρόπο μια εξαπάτηση το ότι ανέβαινε επάνω, το ότι απέφευγε δηλαδή τους φύλακες* και μ' αυτές τις σκέ-\|)εις τάχυνε το βήμα του, ανέβηκε την σκάλα ψηλά, κοίταξι αε κάθε όροφο τον μακρύ διάδρομο που εκτεινόταν κι από τις δυο πλευρές της σκάλας και στον οποίο παρατάσσο-

152

Page 153: Οι αθώοι - Hermann Broch

νταν οι ανοιχτόχρωμες πόρτες και τα προφυλαγμένα πίσω από κάγκελα παράθυρα της κουζίνας, και πρόσεχε ν' ακούσει μήπως υπήρχαν θόρυβοι στους χώρους πίσω από τις πόρτες. Αλλά δεν ακουγόταν τίποτα σχεδόν, κι αν κά-που σερνόταν κάτι, ίσως να ήταν ποντίκια και μάλιστα αρουραίοι. Βεβαίως η ησυχία αυτή θα μπορούσε να εξηγη-θεί με τον μεσημεριανό ύπνο, στον οποίο παραδίνονται τέ-τοιαν ώρα άνθρωποι και ζώα, τριγυρισμένοι από σφήκες και μύγες, αλλά ως εκεί δεν ήταν απαραίτητο να το πάει κανείς, αφού έπρεπε μάλλον να υποθέσει πως αυτούς τους χώρους τους είχαν υποβιβάσει σε αποθήκες των μεγάλων γραφείων, σίγουρα ελάχιστα χρησιμοποιούμενες αποθή-κες, τις οποίες είχαν απλώς νοικιάσει επειδή ήσαν φτηνές και πρόβλεπαν ότι θα μπορούσαν να επεκτείνουν το κατά-στημα σ' αυτές, και που τώρα σπανίως έμπαινε εκεί κά-ποιος υπάλληλος. Στην εκδοχή αυτή πάντως αντιστρα-τευόταν το ότι μπροστά από τον σωλήνα του νερού, στο δεύτερο όροφο, άστραφτε πάνω στα κίτρινα, σπασμένα πλακάκια του διαδρόμου μια μεγάλη λίμνη, και το ότι έσταζε και η βρύση. Αλλά γι' αυτά θα μπορούσε να βρεθεί κάποια ακόμα φυσική εξήγηση, ενώ θα ήταν γελοίο να αποδεχθεί κανείς για το λόγο αυτό μιαν ανόσια υπόθεση. Αντίθετα η θέα τού προξένησε δίψα και πήγε ως τη βρύση και όπως ένας ορειβάτης που φτάνει στην πηγή, έσκυψε για να πιεί από την χούφτα του νερό. Τότε ωστόσο κατάλαβε πως η βρύση δεν άνοιγε χωρίς το κατάλληλο κλειδί, και η επιγραφή «κάνετε οικονομία στο νερό» τον πληροφόρησε για ποιόν λόγο δεν μπορούσε να πιεί νερό. Έπρεπε να αρ-κεστεί στο να κρατήσει το χέρι του κάτω από τη βρύση ποί' έσταζε* πράγμα που έκανε πρώτα με το ένα χέρι, και όταν κράτησε και το άλλο χέρι και οι σταγόνες σχημάτισαν πάνω του μιαν ευχάριστη, υγρή λωρίδα, ένιωσε σαν να παίρνει μιαν αδικαιολόγητη και ίσως κλεμμένη ηδονή, παρ' όλον ότι δεν ήταν βέβαια αυτός, που παρά την επιγραφή, είχε κλείσει τόσο απρόσεκτα τη βρύση. Αδικαιολόγητος όμως ήταν που παρέμενε εδώ τόση ώρα, ακουμπούσε στον τοίχο και έκανε άσκοπες παρατηρήσεις, για παράδειγμα πως εδ(ί)

153

Page 154: Οι αθώοι - Hermann Broch

οι πόρτες δεν έτριζαν όπως συνηθίζουν να κάνουν οι πόρ-τες των πάνω ορόφων των σπιτιών στις μεγαλουπόλεις εξαιτίας της μεγάλης κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στους δρόμους. Θυμήθηκε πως η τζαμωτή πόρτα στη δεύτερη στοά, εκείνη πάνω από την οποία βρισκόταν η πινακίδα «2η κλίμακα» χτυπούσε σιγανά και ασταμάτητα, ενώ αυτές οι πόρτες εδώ ήσαν σαν χτισμένες στους τοίχους τους, σαν σφηνωμένες, χωρίς να ενοχλείται κανείς που έβλεπε κομ-μάτια ξύλου ανάμεσα στα τούβλα. Αυτή η σιγουριά της γης τού έδωσε καινούργιο θάρρος και μολονότι επιθυμούσε διακαώς να ρίξει ένα βλέμμα από το παράθυρο του δια-δρόμου, δεν το επέτρεψε παρ' όλα αυτά στον εαυτό του, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει. Έπρεπε να είχε κιόλας φτάσει στον τέταρτο όροφο, όταν άκουσε να ανοίγει μια πόρτα επάνω. Λιγότερο από την παρουσία ανθρώπων τρόμαξε για το ατέλειωτο ύψος αυτού του σπιτιού, όμως μια και εί-χε διαλέξει να ψάξει μόνος του, παρά να χαθεί και να τον πιάσουν να κρυφακούει, βιάστηκε τώρα ν' ανέβει τους τε-λευταίους ορόφους από τη χαλασμένη σκάλα, τρία σκαλο-πάτια στο κάθε του βήμα, έτσι ώστε να φτάσει σχεδόν με κομμένη την αναπνοή επάνω και παρολίγον να πέσει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που θέλοντας να χύσει έναν κουβά νερό στο αποχωρητήριο, διέσχιζε εκείνη τη στιγμή το διά-δρομο.

Στον επάνω όροφο ο διάδρομος ήταν πολύ φωτεινός -επώδυνα φωτεινός, σκέφτηκε* τα παράθυρα του διαδρό-μου ήσαν διάπλατα ανοιχτά και ο αέρας έμπαινε μέσα μαζί με τον ήλιο, τόσο ήρεμα κι όμως τόσο ζωηρά, όπως το με-σημέρι πάνω από μια γαλήνια θάλασσα. Σ' αυτό συντελού-σε και το ότι η γυναίκα ήταν ντυμένη απλώς με μια φούστα κι ένα πουκάμισο, ενώ τα πόδια της ήσαν γυμνά μέσα σε κάτι ξυλοπάπουτσα. Ναύτες που πλένουν το κατάστρωμα, συλλογίστηκε, καθώς την είδε μπροστά με τον κουβά. Αυτή είπε:

«Ποιόν θέλετε; - ο παππούς μου δεν είναι στο σπίτι». Τα μαλλιά της έπεφταν σ' έναν κακοφτιαγμένο κότσο πίσω στην πλάτη της και ήσαν ξανθά. Μπορούσε να δει και το

154

Page 155: Οι αθώοι - Hermann Broch

τρίχωμα στις μασχάλες της, ήταν πιο πυκνό απ' αυτό που συνήθως έχουν οι ξανθές. Απάντησε: «Δεν ήξερα πως υπάρχουν κι εδώ νοικάρηδες». - «Ναι», απάντησε αυτή, «μένουμε εδώ». Κοίταξε τις μασχάλες της και τα πόδια της, που πρόβαλαν γυμνά μέσα από τη φούστα, και είπε: «Είναι πολύ όμορφα εδώ που μένετε». - «Καλά είναι», απάντησε αυτή, και σαν να ήθελε ναχδώσει εξηγήσεις: «είμαι πλύ-στρα», και μιας και αυτός δε φάνηκε να καταλαβαίνει, πρόσθεσε: «το πλυντήριο είναι στην ταράτσα». Η εξήγηση ήταν κατά κάποιον τρόπο ικανοποιητική, πράγμα που κα-τάλαβε κι αυτός, αφού είπε: «Έτσι λοιπόν εκμεταλλεύθη-καν ακόμα και τις τελευταίες δυνατότητες που παρείχε αυ-τό το σπίτι». - «Αυτό δεν μπορώ να το εκτιμήσω εγώ», απάντησε αυτή, «επειδή δεν ενδιαφέρομαι για το τί κάνουν οι άλλοι». - «Καλά κάνετε», είπε αυτός, «όμως πρέπει να είναι κουραστικό ν' ανεβάσετε τόσο ψηλά μια ολόκληρη μπουγάδα». Αυτή χαμογέλασε: «Ω, όχι, έχουμε μια πολλή εξυπηρετική εφεύρεση», και του έδειξε μια γερή τροχαλία - θά 'λεγες πως ήταν φτιαγμένη για να σηκώνει άγκυρες -που βρισκόταν στο διάδρομο, μια γερή ξύλινη κατασκευή μ' ένα χοντρό διπλωμένο σχοινί, «μια εφεύρεση που χρησι-μοποιήθηκε κιόλας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τους παλιούς νοικάρηδες, κατά κανόνα δασκάλους στον τομέα του πλυσίματος ρούχων: δένουμε την μπουγάδα από το παράθυρο και την τραβάμε ψηλά ή την κατεβάζουμε ξα-νά από δω». Αυτός ζήτησε να μάθει: «Δεν κινδυνεύουν να πάθουν ζημιά μ' αυτόν τον τρόπο τα παράθυρα των κάτω ορόφων;» - «Καθόλου», απάντησε αυτή, «γιατί από το δέμα με τα ρούχα κρέμεται ένα πιο λεπτό σκοινί κι αυτός που κάθεται από κάτω το κρατά με τα χέρια του τεντωμένο. Ακόμα και με δυνατό αέρα μπορούμε μ' αυτόν τον τρόπο ν' ανεβοκατεβάζουμε το φορτίο μας». - «Αυτό είναι πολύ πρακτικό», είπε αυτός. - «Ναι, πολύ πρακτικό», απάντησε αυτή, «και μας γλυτώνει από τα πήγαιν' έλα. Δεν πάμε πο-τέ στην πόλη». Είπε «στην πόλη», σαν να ζούσε στην εξοχή, ενώ το σπίτι βρισκόταν σ' έναν από τους πιο πολυσύχνα-στους εμπορικούς δρόμους* όμως τού ίδιου του άρεσε που

155

Page 156: Οι αθώοι - Hermann Broch

το είπε, και άλλωστε του έδινε ένα σίγουρο, κι όχι μακριά από τους στόχους του αίσθημα σε συνδυασμό με το τρίχω-μα στις μασχάλες της, που έμοιαζε με σανό. Για να μην την ενοχλεί με τα βλέμματά του, στράφηκε προς την τροχαλία και στο παράθυρο, από το οποίο μεταφέρονταν τα φορτία. Από κει απλωνόταν σχεδόν αυτονόητα μια τεράστια σε έκταση θέα* το σπίτι ήταν προφανώς σ' αυτή την περιοχή το πιο ψηλό. Όσο αθέατο και χαμηλό φαινόταν από το δρόμο, τόσο πιο σίγουρα υψωνόταν όσο απλωνόταν στις πίσω αυλές του, και επειδή αυτές οι αυλές ήσαν πολύ με-γάλες, έπρεπε το σπίτι, δεδομένου του μήκους του οικοπέ-δου, να είναι χτισμένο εξαιρετικά ψηλά. Φαινόταν σαν μια αληθινή πανύψηλη βουνοπλαγιά, κι αυτό του έδινε ένα αί-σθημα εξαιρετικά μεγάλης ασφάλειας και φυσικότητας τώρα που είχε ανέβει ώς την κορυφή του. Αυτός είπε: «Θα ήθελα πολύ να ανέβω ακόμα ψηλότερα, στο πλυσταριό, στη σοφίτα» ~ «Δεν θα κερδίζατε και πολλά απ' αυτό», είπε αυτή, «επειδή σήμερα κάναμε μπουγάδα και θα είναι όλα γεμάτα ατμούς». - «Και για την υπόλοιπη σοφίτα, δεν υπάρχει πρόσβαση;» - «Όχι, ούτε σ' αυτή· όσο μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε, την έχουμε γεμίσει με τη μπου-γάδα, που είναι απλωμένη εκεί στα σχοινιά. Οι φεγγίτες είναι ανοιχτοί και στις δυο πλευρές ώστε ο αέρας να στε-γνώσει πιο γρήγορα τα ρούχα. Αν είχαμε, μια ταράτσα, όπως έχουν τα καινούργια σπίτια, λέει ο παππούς μου, τό-τε θ' απλώναμε την μπουγάδα μας τις λιόλουστες μέρες όπως τη σημερινή, και θα την αφήναμε ν' αποχτήσει ωραίο, λευ-κό χρώμα». - «Βεβαίως και θα μπορούσατε να το κάνετε», αντείπε αυτός, «πλην όμως ο καπνός από την καμινάδα θα έριχνε την καπνιά του πάνω στα λινά σας, και όλη σας η δουλειά θα πήγαινε στο βρόντο». Αυτή έκανε ένα μορφα-σμό γεμάτο έκπληξη: «Ποιά καμινάδα;» - «Μα...», είπε αυ-τός, που ήταν κιόλας κοντά στο παράθυρο, και ήθελε να απλώσει το χέρι του για να της την δείξει, πλην όμως έπρε-πε τώρα να διαπιστώσει πως ούτε από αυτό εδώ το παρά-θυρο, ούτε από κανένα άλλο του διαδρόμου, προς τα οποία πήγε να κοιτάξει, μπορούσε να δει το μεγάλο χώρο με το

156

Page 157: Οι αθώοι - Hermann Broch

μηχανουργείο στο μέσον αυτή ήταν σίγουρα μια μικρή απογοήτευση, επειδή είχε οπωσδήποτε υπολογίσει πως θα μπορέσει να δει ολόκληρο το μέρος από εκείνο το ύψος. Εδώ μπροστά του έκλεινε τη θέα το κλιμακοστάσιο, εκεί, κάποιο άλλο τμήμα του σπιτιού, πράγμα που έκανε απολύ-τως κατανοητό το ότι αυτή δεν γνώριζε τίποτα για την ύπαρξη της καμινάδας εκείνης. - «Φαίνεται πως πράγματι πηγαίνετε σπανίως στην πόλη», είπε αυτός, και του έκανε εντύπωση το ότι είχε χρησιμοποιήσει τα δικά της λόγια, «αλλιώς θα είχατε σίγουρα προσέξει την καμινάδα». ~ «Πολύ σπάνια* το θέατρο και τις άλλες διασκεδάσεις τα ξέρω μόνο εξ ακοής». Αυτό το είπε χωρίς θλίψη, κι αυτός δεν τόλμησε να την προσκαλέσει στο θέατρο, πράγμα που, ενόσω εκείνη μιλούσε, το σκέφτηκε για μια στιγμή. Πάντως όμως ρώτησε: «Και τι κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;» - «Δυστυχώς ο παππούς ταξιδεύει συχνά, όμως όταν είμαι εδώ, ο καιρός περνάει δίχως να το καταλάβω* συζητάμε συχνά και μερικές φορές τραγουδάμε πρίμο-σεγόντο, αφού έχει μια εξαιρετική φωνή. Περισσότερο απ' όλα και πιο συ-χνά μας αρέσει όμως να πηγαίνουμε βόλτα στην εξοχή, στο δάσος ή σ' ένα από τα χωριά που υπάρχουν εκεί». Γέλασε πρόσχαρα και η χαρά της μεταδόθηκε και σ' αυτόν: ~ «Αυ-τό το λέω εγώ "να ζει κανείς υπέροχα". Όμως τί κάνετε τις ώρες που νιώθετε μοναξιά;» - «Δεν νιώθω ποτέ μονα-ξιά», διόρθωσε αυτή, «το πολύ-πολύ να είμαι μονάχη. Και οι δουλειές δεν μου λείπουν ποτέ. Όμως αν για κάποιο λό-γο δεν έχω κάτι να κάνω ή αν με πιάσει τεμπελιά, ε, τότε κοιτάζω απλώς έξω από το παράθυρο». - «Αυτό αξίζει τον κόπο απ' εδώ, φυσικά», συμφώνησε κι αυτός κι έδειξε τη θέα που συνέχιζε να τραβά το βλέμμα του, και που ναι μεν κοβόταν στη μια πλευρά από το κλιμακοστάσιο, πλην όμως φαινόταν αρκετά μεγαλόπρεπη απ' το μέρος τους και άλ-λωστε ήταν σχεδόν αχανής. Και μολονότι ό,τι έβλεπε δεν του προξενούσε έκπληξη, ωστόσο μόλις που μπορούσε και να προσανατολιστεί, επειδή η τόσο οικεία του πόλη από το σημείο αυτό μόλις και μετά βίας του φαινόταν γνωστή, εκεί στα βουνά κάπως που τρεμούλιαζαν στο χρυσό μεσημεριά-

157

Page 158: Οι αθώοι - Hermann Broch

τικο φως, στα χωράφια που γεμάτα φως και λάμψεις απλώνονταν μπροστά τους, και παραέξω στα χωριά, που βρίσκονταν στις πλαγιές τους, και που νόμιζε κανείς πως άκουγε ως εδώ τη γαλήνη τους. Όσο όμως το βλέμμα πλη-σίαζε την πόλη, τόσο η περιοχή γινόταν και λιγότερο οι-κεία, κι αν δεν υπήρχε και η μαύρη γραμμή του τρένου, η οποία - ανάλογα με την περιοχή άλλοτε ξεπρόβαλε και (ίλλοτε εξαφανιζόταν πάλι - διέγραφε πλησιάζοντας την πόλη ένα ολόκληρο τόξο για να καταλήξει εδώ, κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο σταθμός, σ' ένα μπουλούκι κι από άλλες γραμμές, τότε θα πίστευε πως βρισκόταν σ' ένα ξένο μέρος, θα μπορούσε μάλιστα να πιστέψει πως η πόλη δεν ήταν παρούσα, ή πως είχε τουλάχιστον απομείνει μονάχα ένα μικρό κομμάτι, τίποτα περισσότερο από έναν υπαινιγ-μό τού εαυτού της. - «Τα βράδια και τα πρωινά», είπε εκείνη μισοζητώντας συγνώμη και μισοεπιπλήττοντάς τον, «κι όταν ο καιρός είναι καλός βλέπει κανείς πέρα τα χιονι-σμένα βουνά, όμως τώρα το μεσημέρι...». Αυτός έχασε κά-πως τη διάθεσή του επειδή εκείνη του προσήψε πως ήλθε μιαν ακατάλληλη ώρα, και καθώς τώρα μπήκαν από το πα-ράθυρο δυο σφήκες, την έκοψε: «Πολύ καλά, λοιπόν, μιαν άλλη φορά», και με το βλέμμα στον κουβά που βρισκόταν ακόμα δίπλα της είπε: «σας κράτησα άλλωστε αρκετά απ' τη δουλειά σας...» Αυτή πρόσεξε πως έψαχνε ένα όνομα, και είπε: «Λέγομαι Μελίττα». - «Πολύ ωραίο όνομα», είπε εκείνος, «σημαίνει "μικρή μέλισσα", και σας πάει θαυμά-σια». Και μολονότι μια τόσο ξαφνική οικειότητα δεν ταί-ριαζε σ' έναν κύριο με ψηλό γκρίζο καπέλο, συστήθηκε κι αυτός: «κι εγώ λέγομαι Αντρέας». Αυτή σκούπισε το χέρι της στη φούστα της, τού το έδωσε και είπε: «Χαίρω πολύ». - «Μπορώ να σας βοηθήσω;» είπε αυτός και έκανε να πάρει τον κουβά* όμως αυτή τον πρόλαβε: «Ω, όχι αυτή είναι δι-κή μου δουλειά», και χαμογελώντας του με οικειότητα, έπιασε κιόλας το χερούλι, κούνησε τον κουβά θαρραλέα πέρα-δώθε κάνοντας να πέσει λίγη από τη βρώμικη σαπου-δάνα πάνω στα κίτρινα πλακάκια και κουβάλησε τον κου-βά γρήγορα-γρήγορα ως το αποχωρητήριο, αφήνοντας την

158

Page 159: Οι αθώοι - Hermann Broch

πόρτα ανοιχτή, για να ακούγεται πως άδειασε εκεί το νερό και το πως αυτό κατέβαινε όλο αφρούς στα βάθη του σπι-τιού. Ο Αντρέας στο μεταξύ είχε πάει σ' ένα παράθυρο, κάτω από το οποίο κατά τη γνώμη του έπρεπε να βρίσκεται ο μικρός κήπος με τις σφήκες, και το βρήκε απολύτως ορθό να είναι τοποθετημένη ακριβώς σ' αυτό το παράθυρο μια γλάστρα με παλιό, χρησιμοποιημένο χώμα, μέσα στην οποΛα, σαν επανάληψη αυτού που ήλπιζε να δει κάτω, υπήρχαν μερικά λουλούδια. Τώρα όμως αποδείχθηκε πως η θέση του μικρού κήπου δεν ήταν καθόλου τόσο σαφής, όσο είχε πιστέψει* επειδή μολονότι ο τοίχος του κλιμακο-στασίου έδειχνε πέραν πάσης αμφιβολίας τη σωστή θέση, ωστόσο το κλιμακοστάσιο στους κάτω ορόφους είχε ένα σωρό πρόσθετα χτίσματα, κι αυτός έβλεπε τώρα διάφορες στέγες, άλλες με κεραμμύδια, άλλες μ' ένα απαίσιο μαύρο χαρτόνι κι άλλες ακόμα και με πλακάκια* βέβαια, όσο κι αν τον λυπούσε το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να βρει αυτό που ζητούσε, ήταν τουλάχιστον καθησυχαστικό το ότι οι τοίχοι δεν ήσαν χτισμένοι απότομα και ενιαία προς τα κά-τω, και αν κανείς έσπρωχνε από απροσεξία τη γλάστρα, αυτή δεν θα έπεφτε κατ' ευθείαν, κάτω όπως το νερό που χύνεται μέσα σ' έναν φωταγωγό, και δεν θα μπορούσε να σκοτώσει κανέναν, γιατί θα έσπαγε πρώτα απ' όλα χωρίς κανέναν κίνδυνο για ανθρώπους και θα διαλυόταν πάνω στις στέγες. Κι ενώ ο Αντρέας κοίταζε ακόμα τις μαύρες λωρίδες από τη βροχή πάνω στον τοίχο, είπε: «Αυτή η φούξια είναι σίγουρα από τον κήπο σας;» Αυτή μόρφασε πάλι από έκπληξη, και σαν να μην έφθανε η ερώτηση, ή σαν να μην κατάλαβε αμέσως τη λέξη που της είπε, ρώτησε: «Από ποιόν κήπο, κύριε Αντρέα;» Δεν θα έπρεπε να της πω αμέσως το όνομά μου, σκέφτηκε αυτός, όμως μια και αυτό είχε γίνει κιόλας και δεν μπορούσε πλέον να το ζητή-σει πίσω, είπε: «Μα, από τον κήπο, δίπλα στη σκάλα». Αυ-τή έκανε μια προσπάθεια να σκεφτεί, και μάλιστα έκλεισε για το σκοπό αυτό και λίγο τα μάτια της, ενώ το επίπεδο μέτωπό της έκαμε μερικές ρυτίδες πάνω από τη μύτη, και μετά έκανε μια κίνηση σαν για να πετάξει κάτι: «Αχ, αυτός

159

Page 160: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο κήπος είναι καινούργιος». Αυτή η εξήγηση ήταν αρκετή, παρ' όλα αυτά εκείνος στενοχωρήθηκε: «Νόμιζα πως ξε-κουραζόσαστε σ' αυτό το μέρος, τα απογεύματα της Κυρια-κής». - «Όχι», είπε εκείνη κοφτά, «ο κήπος είναι καινούρ-γιος». Αφού ήταν οριστικό, δεν μπορούσε αυτός ν' αλλάξει τίποτα* γι' αυτό ζήτησε απλώς να μάθει: «Και αυτή η φού-ξια;» Αυτή απάντησε ευγενικά: «Τη χρησιμοποιούμε σαν ηλιακό ρολόι* όταν πέφτει ο ίσκιος αυτού του κλαδιού σ' αυτή τη σχισμή του δαπέδου, που ο παππούς έβαψε με λίγο κόκκινο χρώμα, τότε είναι μεσημέρι, κι εκεί ακριβώς βλέ-πετε από ένα σημάδι για τις πρωινές και τις απογευματινές ώρες. Είναι πολύ εξυπηρετικό», και με κάποια οικεία φιλαρέσκεια πρόσθεσε: «δεν είναι έτσι, κύριε Αντρέα;» Τότε πρόσεξε πως ο κουβάς είχε αφήσει πάνω στα πλακά-κια έναν κύκλο από νερό, έσπευσε στην κουζίνα κι έφερε από εκεί ένα γκρίζο πανί, γονάτισε και άρχισε να καθαρί-ζει τα πλακάκια. Αυτός σκέφτηκε ξανά τους ναύτες^άνω στο κατάστρωμα, τώρα όμως μόνο για λίγο μιας και αυτή γονάτισε στα τέσσερα, σαν ζώο που θέλει να το βυζάξουν τα μικρά του* τα στήθη της φαίνονταν, ενώ μια λεπτή αλυ-σίδα μ' ένα μενταγιόν, με τη φωτογραφία ενός γέρου με λευκή γενειάδα κρεμόταν ανάμεσά τους, και το ανοιχτό-χρωμο τρυφερό δέρμα του στήθους με τις μελανές φλέβες είχε εκείνη τη χρυσή λευκότητα, που έχουν συνήθως οι ξαν-θές. Αν και αυτή δεν τού έδινε άλλο προσοχή, εκείνος έκα-νε σαν να μην ασχολείται καθόλου μαζί της, αλλά με τα ίχνη πάνω στο δάπεδο, και είπε: «Αν μπορώ να διαβάσω τώρα σωστά, πρέπει να είναι περασμένες μία. Οι δουλειές μου με καλούν». Αυτή σηκώθηκε γρήγορα και φάνηκε λίγο σασιστιμένη: «Θέλετε κιόλας να φύγετε; Θα έπρεπε να σας είχα προσφέρει έναν μεζέ... ή ίσως να θέλατε να ξεκουρα-στείτε. Στον παππού δεν θ' αρέσει, αν μάθει πως σας άφη-σα να φύγετε έτσι». Αυτός ευχαρίστησε. Μόνο λίγο νερό την παρακάλεσε να του δώσει, και έδειξε το σωλήνα του νερού, που χωρίς κλειδί δεν μπορούσε να πιεί, και που έφε-ρε και την προειδοποίηση πως έπρεπε να γίνεται οικονομία στο νερό. «Το νερό εδώ στους επάνω ορόφους δεν αξίζει

160

Page 161: Οι αθώοι - Hermann Broch

και πολύ», είπε αυτή, είναι χλιαρό». Και τούτο ήταν πάλι μια απογοήτευση, αλλά και αυτή η απογοήτευση είχε τόσο πολύ αραιώσει, είχε γίνει τόσο ελαφριά με τον άνεμο που τώρα γέμιζε ακόμα πιο δυνατά και ζωηρά απ' όλα τα ανοι-χτά παράθυρα το διάδρομο, έρρεε κι αυτή μαζί του στο χώρο που έμπαινε από τα βουνά μέσα και, παίρνοντας στην πνοή του κι αυτόν που ανέπνεε, απλωνόταν ξανά προς τα πίσω, έτσι που να σβήσει και η δίψα, σαν να ήταν άκαιρη, σαν να μην είχε κανένα δι>^αίωμα να διψάει. Κι ενώ αυτή ήρθε πρόθυμα με το κλειδί τής βρύσης και μ' ένα ποτήρι, ήταν ένα ποτήρι μπύρας με χερούλι κι άνοιξε τη βρύση αφήνοντας το νερό να τρέξει κελαρυστό ώστε να παγώσει λιγάκι, ο Αντρέας την εμπόδισε - δείχνοντάς της την επι-γραφή - να σπαταλά το νερό, και ήπιε λίγο, μόνο και μόνο για να μην την προσβάλλει. Όμως καθώς ήταν έτοιμος να την αποχαιρετήσει, δίστασε και πάλι λιγάκι, ίσως γιατί το φορτίο των απογοητεύσεων παραείχε γίνει μεγάλο, ίσως όμως και γιατί περίμενε κάτι. Θα την παρακαλούσε ξανά ν' ανέβει λίγο πιο ψηλά, αλλά δεδομένου ότι αυτό θα ήταν σαν να της έδειχνε πως δεν είχε πιστέψει στα λόγια της, της είπε απλώς: «Δεν μ' αρέσει να ξαναγυρίσω από τον ίδιο δρόμο». Αυτή συλλογίστηκε μερικά δευτερόλεπτα, και κα-τόπιν είπε: «Μέχρι τον πρώτο όροφο, ή αν θέλετε καλύτε-ρα, μέχρι τον ημιόροφο, κύριε Αντρέα, δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Εκεί όμως, προσπαθείστε να χτυπήσετε το κουδούνι στην πόρτα, που βρίσκεται απέναντι στην σκάλα. Αν μ' έχουν πληροφορήσει σωστά, είναι η πόρτα με τον αριθμό 9. Εάν σας ανοίξουν, τότε θα μπείτε στο δερματο-πωλείο του κυρίου Τσέλλχοφερ κι από εκεί θα βγείτε εύκο-λα στο δρόμο. Το ξέρω, επειδή ο παππούς μου συνηθίζει ν' αγοράζει εκεί το δέρμα για τα παπούτσια μας και μου διηγείται συχνά πόσο άνετα είναι γι' αυτόν να αποφεύγει τον πληκτικό δρόμο απ' το πέρασμα». - «Σας ευχαριστώ πολύ, Μελίττα», είπε εκείνος, και το ότι είπε το όνομά της ήταν ταυτόχρονα το ευχαριστώ και η φυγή, αφού είχε πά-ρει κιόλας να κατεβαίνει, πριν γυρίσει ακόμα μια φορά να την αποχαιρετήσει, και σαν να τον έσπρωχνε κάτι προς τα

161

Page 162: Οι αθώοι - Hermann Broch

κάτω, άρχισε να κατεβαίνει με μεγάλους διασκελισμούς τη σκάλα, παρατηρώντας μολαταύτα πως σε μερικές μεριές πάνω στον παλιό τοίχο είχαν ζωγραφιστεί σαν από παιδικό χέρι άσεμνες ζωγραφιές. Αυτό όμως επιτάχυνε το βήμα του ακόμα περισσότερο. Οι ίσκιοι έπεφταν τώρα μπροστά του, κι αυτός έπρεπε να πάει στο γραφείο του.

Παραλίγο να προσπεράσει μ' αυτή του τη βιασύνη τον πρώτο όροφο, και μάλιστα, όταν το αντελήφθη, πιάστηκε από τον τοίχο της σκάλας για να σταματήσει και να κοιτά-ξει τη σειρά από τις πόρτες. Ναι, η πόρτα απέναντι στη σκάλα έφερε πράγματι τον αριθμό 9, και αυτός χτύπησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να το κάνει περισσότερες φορές, ωσότου ακούσει βήματα. Ένας υπάλληλος, προφανώς, έβγαλε έξω το κεφάλι του και ρώτησε: «Γιατί δεν χρησιμο-ποιείτε την κανονική είσοδο; Είστε του σπιτιού;» - «Ναι», είπε ψέματα ο Αντρέας, παρ' όλον ότι αυτό δεν ήταν πια κι ένα σωστό ψέμα* «συνηθίζουμε ν' αγοράζουμε το δέρμα για τα παπούτσια μας σε σας». Μετά απ' αυτό ο άντρας του άνοιξε και τον άφησε να μπει μέσα. Τώρα λοιπόν ο Αν-τρέας μπορούσε να δει πώς ήταν διαμορφωμένος ο χώρος, σ' έναν επάνω όροφο τού οποίου κατοικούσε η Μελίττα, μιας και όλα τα διαμερίσματα στο σπίτι ήσαν, όπως συνη-θίζεται, χτισμένα σε όλους τους ορόφους με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος χώρος, όπου μπήκε, αντιστοιχούσε στην κουζί-να, κατόπιν μπήκε σ' ένα δεύτερο χώρο, που όπως και η κουζίνα οδηγούσε στο διάδρομο και κατόπιν κάνοντας μιαν ορθή γωνία έβγαζε σε δύο άλλους, πολύ χαμηλούς χώρους, των οποίων τα παράθυρα κοίταζαν σε μιαν άλλη αυλή ή ίσως στο δρόμο, δεν μπορούσε να αποφασίσει, επει-δή όλα τα παντζούρια ήσαν κλειστά και τα πάντα ήσαν σκοτεινά, γεμάτα με μια διαπεραστική, αηδιαστική μυρω-διά βυρσοδεψείου, ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να φα-νταστεί, πόσο φωτεινοί και ευάεροι πρέπει να ήσαν οι ίδιοι χώροι επάνω στην Μελίττα. Μάλιστα η θύμισή τους ξεθώ-ριαζε τώρα, επειδή σ' όλα αυτά τα δωμάτια εδώ, κρέμο-νταν παντού στεγνά δέρματα και τομάρια, σε σημείο που η ηλεκτρική λάμπα, η οποία έλαμπε θαμπά σε κάθε δωμάτιο

162

Page 163: Οι αθώοι - Hermann Broch

- παλιές, κακιάς ποιότητας λάμπες, που σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε κιόλας να τις είχαν αλλάξει - να κρύβεται σχε-δόν τελείως από τα πολλά κρεμασμένα εμπορεύματα. Τώρα έφτασαν σ' ένα στενό διάδρομο, στον τοίχο του οποίου ήταν γραμμένες μ' αδέξιο τρόπο οι λέξεις «σβηστέ το φως», κι από εκεί σ' έναν καινούργιο χώρο, ο οποίος ήταν επίσης γεμάτος από κρεμασμένα δέρματα. «Εδώ πρέπει να βρι-σκόμαστε σ' ένα από τα πρόσθετα κτίσματα», είπε ο Αν-τρέας, αλλά ο υπάλληλος με το καφέ λινό σακάκι και την πράσινη ποδιά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, σαν να μην κατάλαβε αυτό που του είπαν γύρισε το διακόπτη, είπε «προσοχή», και τον οδήγησε σ' ένα είδος σκάλας κινδύνου, την οποία κατέβηκαν τώρα προσεκτικά. Ακόμα και μετά απ' αυτήν, όμως, δεν είχαν ακόμα φτάσει στο ίδιο το κατά-στημα, αλλά σε μια καινούργια αποθήκη, που ίσως να ήταν εκείνη της οποίας τα πράθυρα τα είχαν χτίσει, γιατί, απ' όσο μπορούσε κανείς να καταλάβει στη σκοτεινιά, είχε τε-ράστιο μήκος, τουλάχιστον η επόμενη ηλεκτρική λάμπα πί-σω από τα δέρματα βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόστα-ση. Έκανε ψύχρα και η διαπεραστική μυρωδιά όλων αυ-τών των δερμάτων εμπόδιζε τις σφήκες να έρθουν να εγκα-τασταθούν εδώ* η ανάπαυση της νύχτας μετά το άγχος της ημέρας. Ο Αντρέας ένιωσε κουρασμένος και ήθελε να κα-θήσει σ' έναν από τους πάγκους που υπήρχαν τριγύρω για την επεξεργασία του δέρματος. Επειδή όμως ο οδηγός του δεν έδωσε σημασία, αλλά συνέχιζε να προχωρά απτόητος κλείνοντας καθώς προσπερνούσε και τους διακόπτες, διέ-τρεχε τον κίνδυνο, εάν υποχωρούσε στο αίσθημα κόπωσης, να μείνει μόνος του μαζί με τα ποντίκια στην αποθήκη, και ποιός ξέρει αν θα μπορούσε τότε να ξαναβρεί το δρόμο, αφού ακόμα και το να βρει κανείς ψηλαφητά τους διακό-πτες στους τοίχους, θα δημιουργούσε προβλήματα σε κά-ποιον που δεν ήξερε το χώρο. Έτσι κάθησε μονάχα για μια στιγμή σ' έναν απ' τους πάγκους, στην πραγματικότητα όμως γιατί δεν είχε ποτέ καθίσει σε ένα τέτοιο κάθισμα και γιατί δεν ήθελε ν' αφήσει πίσω του τίποτα που να μην ξέ-ρει* κατόπιν ακολούθησε και πάλι τον οδηγό του. Αυτός

163

Page 164: Οι αθώοι - Hermann Broch

έσπρωξε μια βαρειά σιδερένια πόρτα, και να που ο δρόμος, ο οποίος ούτως ή άλλως είχε κρατήσει πολύ, ώστε να είναι ακατανόητο το πώς ο υπάλληλος μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το χτύπημα του Αντρέα μπόρεσε να του ανοίξει, είχε τώρα φτάσει στο τέλος του: περνώντας από ένα γυάλινο χώρισμα απ' όπου ακούγονταν διστακτικά τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, μπήκαν μέσα στο κυρίως ε-μπορικό κατάστημα του κυρίου Τσέλλχοφερ. Εδώ όμως αποδείχθηκε πως ο υπάλληλος στην πραγματικότητα δεν ήταν υπάλληλος, αλλά ο αρμόδιος για τις πωλήσεις, και όσο κι αν μέχρι τότε φάνηκε να δυσανασχετεί ως οδηγός, τώρα φόρεσε αμέσως το πρόσχαρο χαμόγελο του πωλητή και ρώτησε υποχρεωτικότατα τον Αντρέα: «Σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε; Μήπως μ' ένα θαυμάσιο δέρμα για παπούτσια; Μόλις μας ήρθαν καινούργια». Όμως ο Αντρέας είχε αρκετά παπούτσια και συνήθιζε να τα αγο-ράζει έτοιμα· δεν ήξερε επομένως τι να κάνει ένα τέτοιο δέρμα.

Ωστόσο δεν ήθελε και ν' απογοητεύσει κάποιον που τον οδήγησε σ' έναν τόσο μακρύ δρόμο και να φύγει χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Εκείνος προσπάθησε να τον δελεάσει: «Έχουμε εξαιρετικό δέρμα για σάγματα* σε λίγο θα τα έχουμε όλα ξεπουλήσει». Ο Αντρέας θα ήθελε να του πει πως μόλις είχε δει ο ίδιος τις αποθήκες και πως για «ξε-πούλημα» δεν μπορούσε να γίνεται λόγος* όμως επειδή εκείνος έκανε μια τόσο αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο ρό-λο του ως οδηγού και σ' εκείνον ως πωλητή, φάνηκε και στον Αντρέα απρεπί;. νίί ανακατέψει το προηγούμενο με το τωρινό, και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει κάποιο δερ-μάτινο αντικείμενο που θα μπορούσε να χρειαστεί. Δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα για τομάρια από ζώα και για καφέ δέρματα και αν έπρεπε ν' αγοράσει κάτι, αυτό θα ήταν μό-νο ένα ανοιχτόχρωμο δέρμα.

«Θα ήθελα ν' αγοράσω ένα δέρμα από το οποίο να γί-νουν παπούτσια με αγκράφα ή μια τσάντα χειρός για μια νεαρή κοπέλα», εξήγησε στον άντρα. Ο πωλητής αντείπε προειδοποιώντας τον: «Δεν θέλετε λοιπόν δέρμα για σάγ-

164

Page 165: Οι αθώοι - Hermann Broch

ματα; Θα το μετανιώσετε, κύριέ μου... η αποθήκη σε λίγο καιρό θ' αδειάσει, ο χρόνος δεν περιμένει... ώρα με την ώρα πετά και φεύγει..., αλλ' όπως θέλετε, κύριέ μου», κι έφερε τα δέρματα που του ζητήθηκαν. Πάνω στον τεράστιο πάγκο απλώνονταν τώρα τα λευκά, τα γκριζωπά και γυα-λιστερά δέρματα και ο Αντρέας μπορούσε με το χέρι του να χαϊδέψει τη λεία και λεπτόκοκκη επιφάνειά τους. Ο πω-λητής είπε: «Κοιτάξτε πόσο εύκαμπτα είναι», και πήρε πρόθυμα στο χέρι του την άκρη ενός δέρματος και την τσα-λάκωσε μπροστά στα μάτια του Αντρέα* το δέρμα υποχώ-ρησε απαλά και χ(ορίς να τρίξει ή να σπάσει, ενώ ο πωλη-τής στον οποίον η (χπίχλότητα αυτή ήταν αρκούντως γνω-στή, επανέλαβε το τσαλάκωμα, αυτή τη φορά πλησιάζο-ντας το δέρμα στο αυτί του Αντρέα. Κατόπιν ίσιωσε την τσαλακωμένη επιψάνεκχ μ' ένα επίπεδο σίδερο που πήρε από ένα συρτάρι, κ(χι είπε: «Όπως βλέπετε, ούτε σπάσιμο, ούτε δίπλα, ούτε τσαλάκίομα... ένα δέρμα που δεν έχει απογοητεύσει κ(χνέν(χν. Ελέγξτε το κι ο ίδιος». Και με την επιμονή που χ(χρ(ΐκτηρίζει συχνά τους πωλητές πήρε το δάχτυλο τού Αντρέα και το πέρασε πάνω από τη λεία πλέον επιφάνεια. Όχι , δεν απογοητεύθηκε, ένιωσε την επιφάνεια τόσο λεία, όπίος νκόθει κανείς όταν ανακουφίζεται με δρο-σερό νερό μετά από μια μεγάλη δίψα, και εντούτοις ήταν μια απογοήτευση το ότι, αυτό που προσμένει κανείς δεν ανευρίσκεται ποτέ στην προσδοκώμενη μορφή, αλλά εκ-πληρώνεται πάντοτε με αλλαγμένη, ξένη μορφή: «Πουλάμε ντουζίνες από τέτοια δέρματα», είπε ο πωλητής. «Όμως εγώ χρειάζομαι ένα το πολύ... και μάλιστα ούτε κι αυτό», είπε ο Αντρέας. «Μπορεί να το χρειαστείτε», είπε ο πωλη-τής με επιτακτική φωνή, «τέτοια δέρματα δεν βρίσκετε πια».

Τώρα όμως ο Αντρέας έγινε δύσκολος· είχε δείξει την καλή του θέληση και εάν ο άλλος παρ(;τέντωνε το σκοινί, αυτό ήταν δικό του θέμα. Έκανε μια εκνευρισμένη κίνηση και στράφηκε στην έξοδο.

Με τη λεπτή αίσθηση που διαθέτουν οι πωλητές για τις αδιόρατες κινήσεις των πελατών σας, τον ικέτευσε τώρα

165

Page 166: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο άλλος: «Πάρετε τέσσερα κομμάτια, θα σας κάνω μια καλή τιμή, μιας και είστε του σπιτιού». - «Η ώρα πέρασε», είπε ο Αντρέας, «έχετε χάσει μέσα σ' αυτόν το σκοτεινό χώρο την αίσθηση του χρόνου* δεν πρέπει να με κρατάτε άλλο... θα πάρω ένα κομμάτι και μπάστα». - «Ωραία, ένα κομμά-τι», είπε ο πωλητής και σηκώνοντας τους ώμους του επα-νέλαβε σαν να επρόκειτο για κάτι ανήκουστο, «ένα κομμά-τι... ένα κομμάτι..., χάνετε μ' αυτό την έκπτωση...», τον κοίταξε σχεδόν με οίκτο κι ετοιμάστηκε να διπλώσει το πρώτο δέρμα σ' ένα χαρτί. - «Όχι βέβαια», είπε ο αγορα-στής, «δέχομαι να χάσω κάτι, πλην όμως... θέλω να διαλέ-ξω μόνος μου το δέρμα». Και πήρε ολόκληρο το δέμα από τον πάγκο και το μετέφερε στο ψεύτικο παράθυρο. Εκεί διάλεξε στην τύχη κάποιο δέρμα, ήταν γκριζόασπρο με μια γαλαζωπή βούλα, και κατόπιν είπε να του το τυλίξουν. Ό -ταν όμως πήγε να πληρώσει, σκέφτηκε πως με τις πληθωρι-στικές τιμές θα μπορούσε το δίχως άλλο να αγοράσει μερι-κές δωδεκάδες ακόμα ή και όλο το κατάστημα. Γιατί δεν το είχε κάνει; Γιατί άφησε να του ξεφύγει η ευκαιρία; Δεν το ήξερε· ήξερε μονάχα πως δεν ήθελε να έχει τομάρια από ζώα, κι έτσι έφτασε ως την πόρτα, την οποία του άνοιξε ο πωλητής μ' ένα «να μας ξανακάνετε σύντομα πάλι την τι-μή»·

Έξω έλαμπε ο λαμπρός μεσημεριάτικος ήλιος και τα μά-τια του τον πόνεσαν στο φως. Δεν μπόρεσε να προσανατο-λισθεί αμέσως. Μόνο όταν πέρασε ένα τραμ, κατάλαβε από την επιγραφή της κατευθύνσεώς του, πως βρισκόταν στην οδό Β., και εξεπλάγη για το ότι το σπίτι που μόλις είχε αφήσει, έφτανε ως τούτο 'δω το κάπως απόμερο σημείο της πόλης. Τώρα όμως, ήταν καιρός να πάει στο γραφείο του* έτρεξε πίσω από το τραμ και το πρόλαβε ευχαριστημένος στη στάση.

166

Page 167: Οι αθώοι - Hermann Broch

VII. Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία

Αφού ο καθηγητής μαθηματικών Ζαχαρίας, που τιμήθηκε με τον σιδηρούν σταυρό δευτέρας τάξεως, επέστρεψε από την πλούσια σε γεγονότα πλήξη του παγκοσμίου πολέμου στη φτωχότερη μεν σε γεγονότα, πλην όμως περισσότερο συνηθισμένη επαγγελματική και καθημερινή ζωή, και ο αυ-τοκράτορας είχε καταφύγει στην Ολλανδία, η σοσιαλδημο-κρατία που κέρδιζε συνεχώς έδαφος, πέτυχε να διατηρη-θούν οι κοινωνικές δομές της αυτοκρατορικής Γερμανίας άθικτες τόσο ως προς τα καλά όσο και ως προς τα κακά τους. Ως ένα βαθμό αυτό οφειλόταν στην αίσθηση για την ζωντανή παράδοση που συνέχιζε να λειτουργεί, σε έναν όμως ακόμα μεγαλύτερο βαθμό οφειλόταν στη μικροαστική αγάπη για κάθε τι το αποστεωμένο, μια αγάπη που ντρε-πόταν για τον εαυτό της και χρειαζόταν ως εκ τούτου κά-ποια πρόφαση, εν προκειμένω αυτήν ενός δήθεν μακιαβελ-λικού ζήλου απέναντι στις δυνάμεις των νικητών, ενώ κατά το μέγιστο τμήμα της οφειλόταν στην αποστροφή για την ρωσική βαρβαρότητα, ήταν μια τρομαχική αηδία απέναντι στους φόνους των μπολσεβίκων που αντέφασκαν με τη μη-χανική και αντιηρωική τους τεχνική σ' όλες τις ρομαντικές προσδοκίες περί επαναστάσεως κι απέναντι στους οποίους δεν ήσαν σε θέση παρά να αντιπαρατάξουν μια υπερτροφι-κή, απολίτικη, ανθρωπιστική στάση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι υπερτροφικές αντιδράσεις κάποτε γίνο-νται κενές περιεχομένου, και ακριβώς γι' αυτόν το λόγο συ-νηθίζουν να στρέφονται στο αντίθετό τους, υπερτροφικός ανθρωπισμός σε μιαν όχι λιγότερο κενή και επίσης όχι λι-

167

Page 168: Οι αθώοι - Hermann Broch

γότερο υπερτροφική βαρβαρότητα, η οποία μάλιστα θα έφτανε να ξεπεράσει κι αυτήν τη ρωσική. Βεβαίως, τα πρώτα εκείνα μεταπολεμικά χρόνια δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει τόσο μακριά τις μελλοντικές εξελίξεις.

Ο Ζαχαρίας, που είχε συνηθίσει να δέχεται χωρίς αντιρ-ρήσεις τις απόψεις του από τους εκάστοτε κρατούντες, εμφορούμενος κατά συνέπειαν από μια γνήσια δημοκρατι-κή εμπιστοσύνη στη σοφία της πλειοψηφίας του λαού, προσχώρησε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και κατόπιν αυτού προήχθη, όντας ακόμα σχετικά νέος, σε εκπαιδευτι-κόν σύμβουλο. Έβλεπε κιόλας τον εαυτό του γυμνασιάρχη. Στο αξίωμά του αυτό σκόπευε να εκπληρώνει αυστηρά τα καθήκοντά του, να προκαλεί την αποβολή από το σώμα των εκπαιδευτικών εκείνων που είχαν διαφορετική πολιτι-κή άποψη, προκειμένου να προστατεύσει το σχολείο από τις επιβλαβείς ανανεωτικές ιδέες, και με τη δύναμη της σι-δερένιας πειθαρχίας να σκληραγωγήσει τη νεολαία και να τη διαπαιδαγωγήσει στη δημοκρατία. Στα δικά του τα παι-διά, ένα εννιάχρονο κοριτσάκι, καθώς κι ένα οχτάχρονο και ένα πεντάχρονο αγοράκι - το τελευταίο καρπός μιας άδειας από τον πόλεμο - , οι παιδαγωγικές του αρχές, με την υποστήριξη και της συζύγου του, έφεραν τους πρώτους καρπούς· τα παιδιά υπάκουαν χωρίς την παραμικρή αντίρ-ρηση. Όλοι μαζί, μ' αυτόν ως πρότυπο και αρχηγό, φορούσαν στο ίτπίτι απαλές, χνουδωτές παντόφλες για να μη φθείρεται το λουστραρισμένο πάτωμα, ενώ έστρεφαν με σεβασμό τα βλέμματά τους στα πορτραίτα, τα οποία - στο κέντρο η ελαιογραφία με την τριανδρία των Γουλιέλμου II, Χίντεμπουργκ και Λούντεντορφ, περιστοιχισμένοι από τις μεγενθυμένες φωτογραφίες των σοσιαλδημοκρατικών ηγε-τών Μπέμπελ και Σάιντεμανν - στόλιζαν τον τοίχο πάνω από το ξυλόγλυπτο ντουλάπι. Εκείνη την εποχή άρχισαν σ' όλη τη Γερμανία συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της θεωρίας της σχετικότητας του Άινσταϊν, την οποία, κατά την άποψη τουλάχιστον των εθνικώς σκεπτομένων κύκλων, παραείχαν ανεχθεί χωρίς αντιρρήσεις. Ο Ζαχαρίας γνώρι-ζε μεν πως ο 'Αινσταϊν είχε πολλούς οπαδούς μέσα στο σο-

168

Page 169: Οι αθώοι - Hermann Broch

σιαλδημοκρατικό κόμμα και στην ηγεσία του, και πως μά-λιστα αν ελάμβανε χώρα κάποια ψηφοφορία εκεί, θα απέ-βαινε πιθανόν ομόφωνα υπέρ της θεωρίας της σχετικότη-τας, και ςιισθανόταν, όχι χωρίς την υπερηφάνεια του ειδι-κού, όπως ένας επαναστάτης, επειδή παρ' όλα αυτά έλαβε μέρος στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εξαίροντας το ότι, ως μαθηματικός και εκπαιδευτικός, είχε τόσο το δικαίωμα, όσο και την υποχρέωση να το κάνει. Αυτή καθαυτή βέβαια η θεωρία του Άινσταϊν, πέρα του ότι την απεχθανόταν γιατί του ήταν δυσνόητη, λίγο τον απασχολούσε, μιας και δεν είχε συμπεριληφθεί ακόμα στο διδακτικό πρόγραμμα των γυμνασίων όμως ακριβώς αυτό έπρεπε να παρεμποδι-σθεί, αδιάφορο αν ήταν σωστή ή όχι αυτή καθαυτή η θεω-ρία. Πώς θα μπορούσε να εκπληρώσει κανείς τις υποχρεώ-σεις του ως εκπαιδευτικός εάν ήταν υποχρεωμένος να μα-θαίνει διαρκώς καινούργια ύλη; Μήπως αυτό δεν εσήμαινε το να αφήνεται ελεύθερος ο μαθητής να κάνει συνεχώς τολ-μηρές ερωτήσεις που προξενούσαν αμηχανία στους καθη-γητές τους; Μήπως ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να απαι-τεί να είναι η γνώση του ολοκληρίομένη; Ποιόν άλλο σκοπό θα εξυπηρετούσαν οι εξετάσεις διορισμού τους ως δασκά-λων; Κανείς δεν θα αμφισβητήσει πως αυτές αποτελούν ορόσημο και δείχνουν ότι η φοιτητική εποχή έφθασε στο τέλος της, ενώ αρχίζει η εποχή τής διδασκαλίας και πως είναι, επομένως, ανεπίτρεπτο να ενοχλείται ο δάσκαλος με καινούργιες θεωρίες και μάλιστα μ' εκείνες, όπως αυτή του Άινσταϊν, που αμφισβητούνται ακόμα! Υπό το πνεύμα αυ-τό έλεγε την άποψή του στις συνελεύσεις, και αν και η με-τρίως αυστηρή ομιλία του φαινόταν σε μερικούς θερμόαι-μους υπέρ το δέον ήπια και πολύ λίγο αυστηρή, σε σημείο που να του φωνάξουν μερικές φορές τη φράση «εβραιόδου-λε», εν τούτοις η απόρριψη εκ μέρους του της μη υγιούς αναζητήσεως του νέου στην επιστημονική κοινότητα -«Πάμε με την πρόοδο, όχι με τη μόδα!» - κέρδιζε γενικά ευρεία αποδοχή, και στη συζήτηση που ακολουθούσε, η οποία εξελισσόταν με ζωηρό και κάποτε θυελλώδη τρόπο, επειδή οι οπαδοί του Άινσταϊν πίεζαν να γίνει αντικειμε-

169

Page 170: Οι αθώοι - Hermann Broch

νική αντιπαράθεση επιχειρημάτων και να ακουστούν εξη-γήσεις επί της ουσίας, σηκωνόταν ακόμα μια φορά και ρω-τούσε με αγανάκτηση, μήπως νόμιζαν πως οι δικές τους αναπτύξεις δεν ήσαν αντικειμενικές.

Μολοντούτο, το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε. Πρόφανώς οι άνθρωποι είχαν καταλάβει πως η στράτευσή του στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα τού επέβαλε μια διχα-σμένη στάση απέναντι στη θεωρία της σχετικότητας και γι' αυτό, μετά το τέλος της εκδήλωσης, καμία από τις δύο ομάδες δεν ασχολείτο με αυτόν. Αυτός σπρωχνόταν για να φύγει από κει που καθόταν, και παρατηρώντας το πλήθος των ομιλητών που έ<ρευγαν από την αίθουσα, διαπίστωνε με κάποιαν ικανοποίηση, πως ο αριθμός τους δεν έφτανε να γεμίσει την αίθουσα. Μια συνέλευση άνευ σημασίας. Και τότε, μετάνοιωνε που είχε έρθει. Η κομματική πειθαρ-χία είναι κομματική πειθαρχία, ακόμα κι όταν κανείς έχει δικαιολογημένες αντιρρήσεις κατά του Άινσταϊν. Ούτε καν μια τόσο μικρή αίθουσα, μια αίθουσα για μουσική δω-ματίου δεν μπόρεσε να γεμίσει σωστά. Απέναντι στα καλυ-πτόμενα κάθε απόγευμα από τις κουρτίνες με το δαμασκη-νό ύφασμα έξι παράθυρα, υπήρχαν έξι κοιλώματα στον τοίχο, μικροί χώροι για τις προτομές των ηρώων τής μουσι-κής Μότσαρτ, Χάυντν, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπραμς και Βάγκνερ, ο τελευταίος μ' ένα στραβό μπερεδάκι, όλοι τους χωρίς ζωή, κοιτάζοντας εκεί που υπήρχε ακόμα λιγότερη ζωή, και ο Ζαχαρίας, που ποτέ δεν είχε πάει στα σοβαρά σ' ένα κοντσέρτο, αναλογίστηκε το λαμπρό κοινό, που στριμωχνόταν εδώ κατά τη διάρκεια της μουσικής σαιζόν, και το οποίο - παραμένοντας στα ελαφρά μέτρα ενός εύθυ-μου και ενασμενιζομένου κόσμου - γι' αυτόν, τον αποκλει-σμένο, τον τυχαίο επισκέπτη, δεν θα του περίσσευε παρά απλώς ένα χαμόγελο. Όμο^ς, θα τους το πληρώσει.σίγουρα στα παιδιά τους· δεν πρόκειται να βρουν τίποτα πάνω σ' αυτόν, τον αυστηρό εξεταστή, που να τα κάνει να χαμογε-λάσουν. Αυτό τον έκανε να ευθυμήσει κάπως* εάν στερή-σουν σε κάποιον τις απολαύσεις του από τη μια μεριά, τότε

170

Page 171: Οι αθώοι - Hermann Broch

θα του τις αντικαταστήσουν από την άλλη. Η δικαιοσύνη που εξισορροπεί!

Η ευθυμία του αυξήθηκε σαν έφθασε στον αχρησιμο-ποίητο, λόγω του καλοκαιριού, χώρο της γκαρνταρόμπας και εδώ είδε κάποιον, ο οποίος με τη βοήθεια πολλών σπίρ-των, που άναβε το ένα μετά το άλλο, αναζητούσε επίμονα κάτι πίσω από τα τραπέζια και στις γωνίες της γκαρντα-ρόμπας· σταμάτησε για να τον παρατηρήσει με ικανοποίη-ση.

«Τα παρατάω», είπε ο άντρας, που τον είχε προσέξει. «Χάσατε τίποτα;» «Είχα βάλει εδώ πάνω το καπέλο μου* κάποιος θα το

πήρε και θα το φόρεσε κατά λάθος». «Όχι κατά λάθος», είπε ο Ζαχαρίας. Κατέβηκαν μαζί τη σκάλα* ο Ζαχαρίας έβγαλε το δικό

του καπέλο από το κεφάλι του, το καθάρισε στο γείσο του και μετά φύσηξε από πάνω του: «Ήταν καλό το καπέλο;» ρώτησε όχι με πολλή συμπόνια.

«Τελείως καινούργιο», απάντησε ο ασκεπής νεαρός άν-τρας, «μου συμβαίνει ξανά και ξανά* δεν έχω τύχη με τα καπέλα μου».

«Τύχη; Πρέπει να μάθετε να προσέχετε τα πράγματά σας».

«Δεν θα το μάθω ποτέ». Βρίσκονταν κιόλας έξω στο δρόμο κάτω από τα φώτα.

Ο Ζαχαρίας παρατηρούσε το νεαρό, ο οποίος, θα μπορού-σε να πει κανείς, αγνοούσε πολύ επιπόλαια την απώλεια του καπέλου του: κατά μήκος των αυτιών του είχε ξανθές λεπτές φαβορίτες, όπως αυτές που είχαν στην εποχή του Μπήντερμαγιερ και φαινόταν πως ανήκε σε υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, προφανώς σ' εκείνα που συνηθίζουν να έρχονται εδώ στα κοντσέρτα. Στον Ζαχαρία όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου:

«Είστε φυσικός;» Ο νεαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μαθηματικός;»

171

Page 172: Οι αθώοι - Hermann Broch

Και πάλι κούνησε το κεφάλι του, σαν να τον ενοχλούσαν με τις ερωτήσεις.

«Αντισημίτης;» «Δεν ξέρω... δεν το δοκίμασα ακόμα». «Αυτό δεν μπορείτε να το δοκιμάσετε», τον διόρθωσε ο

Ζαχαρίας, «ο Αντισημιτισμός είναι μια ιδεολογία». Υψώνοντας λίγο τις γωνίες των ματιών του για να τον

δει - επειδή ο Ζαχαρίας ήταν ψηλότερός του - ο νεαρός του χαμογέλασε:

«Μήπως έχετε την πρόθεση να με εξετάσετε για την ιδεο-λογία μου;»

Ο Ζαχαρίας ταρακουνήθηκε από ένα χωρίς λόγο δυνατό γέλιο: «Πρόκειται για μιαν επαγγελματική συνήθεια, μιαν αξιέπαινη πάντως... είμαι καθηγητής γυμνασίου και γνω-στός για την αυστηρότητά μου στις εξετάσεις».

Μια σχεδόν αδιόρατη λάμψη φοβισμένου πείσματος ανακατεμένη με μιαν εύθυμη απόρριψη γεμάτη αυτοπεποί-θηση πέρασε πάνω από το πρόσωπο του νεαρού: «Μαζί μου δεν θα έχετε δυστυχώς και μεγάλη τύχη, γιατί τελείως εμπιστευτικά σας το λέω... δεν επιτρέπω εύκολα να με εξε-τάζουν».

«Κανένας δεν το επιτρέπει εύκολα, κανένας...» - ο φόβος για τις εξετάσεις έδωσε νέα ώθηση στο γέλιο του Ζα-χαρία - «στ' αλήθεια κανένας... παρ' όλα αυτά ή ακριβώς για τον λόγο αυτό πρέπει να σας ρωτήσω για τους λόγους που σας έκαναν να έρθετε στη συνέλευση κατά του Αϊν-στάιν».

Ο νεαρός φάνηκε να το διασκεδάζει: «Ίσως να μου το βγάλετε μ' ένα ποτήρι κρασί, μ' άλλον τρόπο αποκλείεται... έχω μια τρομερή δίψα... θα έρθετε ασφαλώς μαζί μου;» Και χωρίς να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, πήρε να τον καθο-δηγεί.

Εκεί κοντά υπήρχε μια ταβέρνα, διαρρυθμισμένη η μισή για όσους ήθελαν να πιούν μονάχοι τους ένα ποτηράκι, και η άλλη μισή για ζευγαράκια, αφού το στενό κατάστημα είχε σ' όλο του το μήκος μικρά χωρίσματα, οι είσοδοι των οποίων, προκειμένου να εμποδίζουν τις ενοχλήσεις απ'

172

Page 173: Οι αθώοι - Hermann Broch

έξω, έκλειναν με ψευτο-ανατολίτικα παραπετάσματα, που όμως δεν ήσαν κατάλληλα για έρωτα, μιας και καθένα απ' αυτά τα χωρίσματα περιείχε, εκτός από το τραπέζι, και δύο μόνο στενά και σκληρά καθίσματα. Σε μια τέτοια μπεκρο-καμπίνα κάθησαν ο Ζαχαρίας και ο νεαρός, ενώ ο τελευ-ταίος παρήγγειλε κάποιο κρασί Βουργουνδίας και συμπε-ριφερόταν σαν να ήταν ο αμφιτρύων.

Γεμάτο σκόνες από την αποθήκευση και φερμένο μέσα σ' ένα καλαθάκι από λυγαριά, αφού επιδείχθηκε όπως έπρεπε στους δυο τους και ανοίχθηκε κατόπιν η μπουκάλα, απο-δείχθηκε πως το κρασί ήταν ένα πραγματικά ευγενές ποτό που έρρευσε σαν χάδι στα ποτήρια, ενώ ο νεαρός, με τη διστακτικότητα του ειδήμονος που θέλει να απολαύσει και τα τελευταία ακόμα ίχνη της διψασμένης του ελπίδας, εξέ-τασε το βαθύ κόκκινο του ποτηριού που είχε φέρει στο ύψος των ματιών του, ενώ ο Ζαχαρίας πήρε αμέσως το δικό του και είπε «εις υγείαν».

«Υγιαίνετε», απάντησε ο νεαρός άντρας και άφησε για λίγο στο στόμα του να σβήσει η πρώτη γουλιά.

Ο Ζαχαρίας δοκίμασε κι αυτός το κρασί: «Θαυμάσιο πο-τό* όταν ήμασταν στη χώρα τους ήπιαμε από τους Γάλλους ένα σωρό απ' αυτό».

«Α έτσι... ήσαστε λοιπόν στη Γαλλία». «Διατάξτε, ναι, ήμουν εκεί... έφθασα να γίνω υπολοχα-

γός και να τιμηθώ με τον σιδηρούν σταυρό... από τη σφαί-ρα στο πόδι, εξαιτίας της οποίας τιμήθηκα, κουτσαίνω ακόμα λιγάκι, τη νιώθω και με τις αλλαγές τού καιρού... και σεις, ήσαστε στη Γαλλία ή στη Ρωσία;»

«Ούτε στη μία ούτε στην άλλη· ήμουν στην Αφρική». «Αχά! Στο σώμα του Λέττοβ-Φόρμπεκ». «Όχι, είμαι Ολλανδός». «Ω, ουδέτερος... οι Βέλγοι δεν ωφελήθηκαν και πολύ

από τη λεγόμενη ουδετερότητά τους* κάθε άνθρωπος πρέ-πει να ξέρει πού ανήκει, αριστερά ή δεξιά».

«Σωστά», έγνεψε ο νεαρός, «και για να τιμωρηθούμε γι' αυτό έχουμε τώρα τον αυτοκράτορά σας».

Το να ασχοληθεί με τέτοια αστειάκια ουδετερότητας,

173

Page 174: Οι αθώοι - Hermann Broch

ήταν για κάθε γερμανό άντρα αναξιοπρεπές: «δεξιά ή αρι-στερά* μερικοί είναι υπέρ του Άινσταϊν και άλλοι εναντίον του, ακόμα κι εκεί δεν υπάρχει ουδετερότητα... γιατί ήρθα-τε στη συνέλευση;»

«Κι εσείς είστε εναντίον του; Αυτήν τουλάχιστον την ε-ντύπωση μου έδωσαν οι αναπτύξεις σας».

Γιατί δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος σε θέση να δώσει σε μια σαφή ερώτηση μια το ίδιο σαφή απάντηση; Ο Ζαχαρίας ήταν έτοιμος να του κάνει μιαν αυστηρή επίπληξη που να ήταν όλη δική του, όμως επειδή διψούσε για επαίνους, συ-γκρατήθηκε και ελπίζοντας ότι θα επακολουθούσε η επιδο-κιμασία: «Οι απόψεις μου ήσαν αρκετά σαφείς και υποθέ-τω πως τις δέχεστε κι εσείς».

«Όχι», είπε ο νεαρός άντρας, «καθόλου». Με μια κίνηση που συνήθιζε να κάνει στην περίπτωση

βαρειών παραπτωμάτων στο σχολείο, ο Ζαχαρίας έβγαλε τα γυαλιά του και κοίταξε τον απέναντί του επίμονα με τα μυωπικά μάτια του που ανοιγόκλειναν γρήγορα: «Επανα-λάβετε».

«Δεν συμφωνώ μαζί σας, γιατί δεν επιτρέπεται να απο-κρύπτονται στους μαθητές τα νέα επιστημονικά επιτεύγμα-τα* αυτό είναι όλο... στην υγεία της σχετικότητας* δεν θα επιτρέψει να μην γίνεται λόγος γι' αυτήν, κι έτσι είθε να ζήσει έτη πολλά... υγιαίνετε!»

«Είπα πως δεν θα γίνεται λόγος γι' αυτήν;», αντιμίλησε ο Ζαχαρίας με δριμύτατη αυστηρότητα, «σας λείπει η προ-σοχή... δεν τόνισα με κατηγορηματικό τρόπο, πως στρέφο-μαι απλώς κατά της μόδας, και όχι κατά της προόδου; Τολ-μώ να ισχυρισθώ πως είμαι άνθρωπος της προόδου. Είμαι μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και αυτό υπο-στηρίζει όλο μαζί τη θεωρία της σχετικότητας. Όμως η ανώριμη ακόμα εννοιολογική ικανότητα αντιλήψεως των μαθητών δεν πρέπει να σκοτίζεται με την πρόοδο. Το κατα-λάβατε τώρα;».

Μάλιστα, πολιτικά είστε υπέρ του Άινσταϊν, και επιστη-μονικά είστε εναντίον του. Κι εκτός αυτού δεν σας αρέσει κατά τα λοιπά και πολύ». Ένας αμετανόητος μαθητής,

174

Page 175: Οι αθώοι - Hermann Broch

σκέφτηκε ο Ζαχαρίας, και με ύπουλη αβρότητα ρώτησε: «Στους δικούς σας κύκλους συνηθίζεται μήπως να αμφι-σβητούνται οι ευλογίες της προόδου;»

«Δεν ξέρω ποιούς κύκλους υπονοείτε, αγαπητέ φίλε* όμως εγώ ο ίδιος, και να μην το πείτε παραέξω, προτιμώ να μην σκέφτομαι καθόλου την πρόοδο».

«Αυτό είναι οκνηρία σκέψης». «Το βρήκατε. Αυτό που μου δίνει η μοίρα, το αποδέχο-

μαι, ακόμα και την πρόοδο και τις ευλογίες της. Και μια και δεν μπορώ ν' αντισταθώ στη μοίρα, προσπαθώ να το διασκεδάζω. Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει την πρόο-δο. Επομένως πρέπει να την προωθήσουμε».

Ο Ζαχαρίας τον κοίταξε με δυσπιστία: «Ακούστε, μέχρι τώρα καταλάβαινα αμέσως αυτούς που με περνούσαν για ηλίθιο».

«Επειδή πιστεύω στην τύχη; Επειδή δέχομαι χωρίς μά και μού τις αναπόφευκτες ευλογίες τής προόδου, και είμαι μάλιστα και πρόθυμος να τις υποστηρίξω;»

«Μην λέτε ανοησίες», είπε ο Ζαχαρίας απότομα. Παρα-είχε πιεί γρήγορα το βαρύ κρασί και τώρα βρισκόταν στο στάδιο εκείνο που το οινόπνευμα κάνει τους ανθρώπους εριστικούς.

«Αχ», είπε ο νεαρός με θλίψη, «δεν κατορθώνουμε ποτέ να πούμε ανοησίες».

«Μα, κι αυτό είναι ανοησίες», τον διαφώτισε ο Ζαχα-ρίας, «δεν είσαστε προφανώς σε θέση να κρίνετε τι ανοη-σίες λέτε τόσην ώρα». Και μια και αυτός που είχε μόλις κα-τσαδιάσει δεν αντιμίλησε, συνέχισε: « Ή μήπως θεωρείτε σωστό να αποκαλούμε τη θεωρία της σχετικότητας ανα-πόφευκτο κακό;»

«Αναπόφευκτη ευλογία». «Σας παρακαλώ σταματήστε να μωρολογείτε. Τι σημαί-

νουν όλα αυτά;» Ο νεαρός απάντησε με ευγένεια: «Η ευλογία της γνώσης που μας πάει μπροστά εξαγορά-

ζεται με οδύνες».

175

Page 176: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Κενά λόγια. Πρέπει να μάθετε να εκφράζέσθε με περισ-σότερη ακρίβεια».

«Όχι», είπε ο νεαρός, «όταν πίνω, δεν μπορώ να είμαι ακριβής».

«Πάλι καλά που το παραδέχεσθε και ο ίδιος», θριάμβευ-σε ο Ζαχαρίας. Όμως ο θρίαμβος δεν κράτησε και πολύ, αφού ο άλλος συμπλήρωσε:

«Κάθε ακρίβεια φέρνει δυστυχία». «Βαρέθηκα τα λόγια σας* θα διακόψω τη συνομιλία

μας...» «Μια στιγμή...», είπε ο νεαρός που ανακάλυψε πως η

μπουκάλα με το κρασί είχε αδειάσει, και φώναξε τη σερβι-τόρα για να παραγγείλει μια δεύτερη. Κατόπιν στράφηκε ξανά προς τον Ζαχαρία:

«Πώς είπατε;» «Εξηγείστε μου αυτά που είπατε μ' ένα συγκεκριμένο πα-

ράδειγμα». «Το ότι παράγγειλα μια δεύτερη μπουκάλα; Μα... αυτό

είναι το δίχως άλλο πολύ συγκεκριμένο». «Κύριε των Δυνάμεων, εννοώ τα φληναφήματα περί

ακριβείας και τη δυστυχία που κατά τη γνώμη σας θα φέρει».

«Α, μάλιστα. Οι Γερμανοί είναι οι πιο ακριβείς απ' όλους τους λαούς της Ευρώπης, και για το λόγο αυτό έχουν προξενήσει στον εαυτό τους και σε όλη την Ευρώπη κάθε είδους δυστυχία».

«Αυτό ήταν λοιπόν», ξέσπασε με εριστικότητα ο Ζαχα-ρίας και έκαμε την πρώτη επίθεση, «νάτην λοιπόν η εχθρό-τητα των ουδετέρων κατά της Γερμανίας, που σας φαίνεται πως προξενεί τη δυστυχία, γιατί απειλεί προφανώς το μπα-καλίστικο πνεύμα σας, το φιλοχρήματο πνεύμα σας... δεν παίρνετε στ' αλήθεια καθόλου από λόγια;»

«Ω ναι, ασφαλώς», είπε ο νεαρός, «όμως εδώ δεν βλέπω τι θα μπορούσα να μάθω».

«Φτάνει πια», του πέταξε ο Ζαχαρίας κατά πρόσωπο, «όμως πριν φύγω πρέπει να σας πω τι πρέπει εσείς, μαζί με όλους τους άλλους ουδετέρους σας, να ξέρετε, τι θα

176

Page 177: Οι αθώοι - Hermann Broch

πρέπει όλοι να μάθετε». Ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και άρχισε μ' ένα περιφρονητικό βλέμμα να μιλάει στο νεαρό με ζέση:

«Για να αρχίσω, όπως αρμόζει, με ένα συγκεκριμένο πα-ράδειγμα, πρέπει, υπό την ιδιότητά μου ως καθηγητή και εκπαιδευτικού, αλλά και ως καλοπροαίρετος φίλος, να σας κατηγορήσω για την αποτρόπαια υποκρισία σας· πιστεύετε επειδή έχετε το πορτοφόλι σας γεμάτο και μπορείτε να βά-λετε στο τραπέζι σας ένα ακριβό κρασί, πως έχετε το δι-καίωμα να με περνάτε για τρελό, και το αμφισβητείτε με δόλιες και δειλές υπεκφυγές. Πρόκειται για την ίδια επηρ-μένη και από ηθική άποψη υποκριτική στάση, με την οποία αντιμετώπιζαν από παλιά εμάς τους Γερμανούς, και η οποία έχει στο μεταξύ γίνει κοινό κτήμα όλης της Ευρώπης. Τώρα όμως δώσαμε στην Ευρώπη να καταλάβει. Ήπια στη Λαόν και στο Σουασσόν το ίδιο ακριβώς κρασί και το πλή-ρωσα από την τσέπη μου» - χαμογέλασε λιγάκι - «βέβαια με δεσμευμένα γαλλικά φράγκα».

«Φυσικά στους Γάλλους δεν άρε;σαν αυτά τα χρήματα, κι ακόμα λιγότερο άρεσαν σε μας τους ίδιους. Επειδή όμως δεν ήθελαν και να μας κεράσουν το κρασί, έπρεπε είτε το ήθελαν είτε όχι να δεχτούν τα χρήματα, και πολύ περισσό-τερο κι εμάς στο μαγαζί τους. Βέβαια ούτε και σ' εμάς άρε-σαν αυτοί, ω όχι, παρ' όλο ότι κατά κάποιον τρόπο μας ήσαν αρκετά ευχάριστοι. Το μόνο που δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε ήταν το να ξεσηκώνονται εναντίον μας. Για κάτι τέτοιο παραήσαν κοντοί και μελαχρινοί και φλύαροι* λόγια του αέρα δεν πιάνουν σε μας... σας παρακαλώ, να το ση-μειώσετε αυτό. Κι από τη στιγμή που ο Αμερικάνος με τη βλακεία του έσπευσε να τους βοηθήσει και αυτοί από τότε καμώνονται τους νικητές, από τότε μας είναι διπλά αντιπα-θείς. Δεν ανεχόμαστε την υποκρισία, κι αυτοί παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Με τους Εβραίους άλλωστε συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα* θα μπορούσαμε να τους αγαπάμε αν δεν το έπαιζαν ψηλοί και ξανθοί και δεν νόμιζαν πως είναι ένας Θεός ξέρει τι. Κι ούτε μας αρέσει το ότι στη με-γαλομανία τους καταπιάνονται ν' αλλάξουν την εικόνα που

177

Page 178: Οι αθώοι - Hermann Broch

έχουμε για τη φύση και τον κόσμο και το ότι μας ενοχλούν με τα πρόωρα και ανασφαλή και για το λόγο αυτό ξιπα-σμένα συμπεράσματα της έρευνας τους* η αντίληψη μας για τον κόσμο αφορά εμάς και αν θελήσουμε να την αλλάξου-με, τότε θα φροντίσουμε γι' αυτό μ' έναν τρόπο πολύ πιο καλό και σοβαρό απ' ό,τι αυτοί, και χωρίς να κάνουμε και τόση φασαρία γι' αυτό. Αυτή είναι η δική μας ακρίβεια, η ακρίβεια της γερμανικής επιστήμης* θα τα καταφέρουμε μόνοι μας, μην ανησυχείτε, και χωρίς τη βοήθειά τους. Δεν αρμόζει στο μαθητή να διδάσκει το δάσκαλό του, και αν παρ' όλα αυτά ξεσηκώνεται σε τέτοιου είδους μεγαλομα-νία, υποκρισία και ξιπασιά, τότε θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Εμείς είμαστε ένας λαός δασκάλων, δασκάλων παγκοσμίου κύρους, και δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς που οι άλλοι, ακριβώς όπως κάνουν οι κακοί μαθητές, τα βάζουν με την αυστηρή μας ακρίβεια και συχνά την παίρ-νουν και για αδικία. Αφού κι εμείς, άλλωστε, μερικές φορές είμαστε στο σκοτάδι και θεωρούμε τους εαυτούς μας άδικους και κακούς, και γινόμαστε διστακτικοί υποχω-ρώντας μπροστά στην ίδια μας την εμμμονή και στις πρα-κτικές της εφαρμογές. Πλην όμως δεν μπορούμε να κάνου-με και διαφορετικά* πρέπει πάντοτε να διαβούμε μέσα από την αδικία για να φθάσουμε στη δικαιοσύνη, στην παγκό-σμια δικαιοσύνη, πρέπει πάντοτε να βυθιστούμε μέσα στο κακό για να υψώσουμε εαυτούς και αλλήλους σ' ένα επίπε-δο ευγενέστερης τελειότητας, και πάντοτε αποδείχθηκε προς μεγάλη μας έκπληξη πως εκ των υστέρων η αδικία με-ταβλήθηκε στα χέρια μας σε δικαιοσύνη. Επειδή εμείς εί-μαστε ο λαός της απεραντοσύνης και ακριβώς για τον λόγο αυτό ο λαός του θανάτου, ενώ οι άλλοι λαοί ξέμειναν στο πεπερασμένο, στο μπακαλίστικο πνεύμα, στο φιλοχρήματο πνεύμα, εγκλωβισμένοι μέσα στο μετρήσιμο, γιατί θέλουν απλώς να γνωρίσουν τη ζωή και όχι το θάνατο, κι επομέ-νως, όσο κι αν φαίνονται πως με ευκολία υπερβαίνουν τον εαυτό τους τόσο πολύ, αποδεικνύονται εν τούτοις ανίκανοι να διασπάσουν τα όρια του πεπερασμένου. Για τη σωτηρία τους πρέπει να εκτελέσουμε πάνω στο κορμί τους την ποινή

178

Page 179: Οι αθώοι - Hermann Broch

της θανατηφόρας απεραντοσύνης. Ένα αληθώς μέγα, ένα αληθώς σκληρό μάθημα! Είναι δύσκολο να υπακούσει κα-νείς σ' αυτό, και είναι ακόμα δυσκολότερο το να το διδάξει κανείς, και είναι τόσο πιο δύσκολο όσο εναποτέθηκε σε μας, τους δασκάλους, όχι μόνο το υψηλόν αξίωμα του δι-καστή, αλλά και το άχαρο καθήκον του δημίου. Επειδή στο απέραντο τα πάντα υφίστανται ταυτόχρονα, το υψηλόν και το ποταπό, αυτό που είναι ιερό και αυτό που θέλει να γίνει ιερό, αυτό που θέλει το καλό και αυτό που θέλει το κακό, και αυτή είναι η κατάρα της χάρης που δόθηκε σε μας, αυ-τός ο διφυής ρόλος, μέσα στον οποίο εμείς γινόμαστε σκο-τεινοί για τους εαυτούς μας και για τους άλλους· κάθε πυ-ροβολισμός, που είμαστε υποχρεωμένοι να ρίξουμε ενα-ντίον τους, πληγώνει και τη δικιά μας καρδιά, κάθε τιμωρία που πρέπει να τους επιβάλλουμε, είναι και δική μας τιμω-ρία. Η κατάρα μιας χάρης είναι το χρέος μας να είμαστε οι δάσκαλοι του κόσμου και μολοντούτο το αποδεχθήκαμε στο όνομα της φιλαλήθειας που εμφωλεύει στην απεραντο-σύνη, και συνεπώς και μέσα σε μας: το αποδεχθήκαμε ως Γερμανοί και δεν το αποποιηθήκαμε, αναλογιζόμενοι ότι είμαστε οι μόνοι, στους οποίους η υποκρισία είναι ξένη».

Είχε σηκωθεί και με αβέβαιο χέρι άδειασε το υπόλοιπο της μπουκάλας στα δυο ποτήρια, ήπιε το δικό του απνευστί και είπε:

«Τώρα θα φύγω». «Γιατί;» ρώτησε ο νεαρός. «Αυτά που είπα, θα μπορούσαν να σας είχαν πει το λό-

γο». «Όχι», είπε ο νεαρός, «θέλω να πιώ ακόμα λίγο». Αυτό φάνηκε στον εκπαιδευτικό σύμβουλο Ζαχαρία πο-

λύ πιο διαφωτιστικό απ' όσο ο λόγος του και σκέφτηκε για μια στιγμή αν θα έπρεπε να ξανακαθήσει. Τελικά πήρε την απόφαση:

«Παρ' όλα αυτά, φεύγω». «Μα για πού;» ρώτησε ο νεαρός όχι χωρίς ενδιαφέρον.

Και αυτό έδωσε το έναυσμα για το δεύτερο σημαντικό λόγο του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία:

179

Page 180: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Στο πρόσωπο σας διαβάζω τις ακόλαστες υποθέσεις σας. Πιστεύετε πως τώρα θα πάω κατευθείαν σε μια από εκείνες τις γυναίκες, τις οποίες δεν μου επιτρέπεται να χα-ρακτηρίσω πόρνες. Όχι , δεν θα το κρίνω. Και καθόλου δεν με συγκρατεί από κάτι τέτοιο ο φόβος πως πηγαίνοντας εκεί, θα μπορούσα να συναντήσω έναν ή περισσότερους μαθητές των ανωτέρων τάξεων, και ότι αυτοί κατόπιν, με μιαν απαίσια εκδικητικότητα εναντίον τού αυστηρού εξε-ταστή τους, θα μπορούσαν να καταστρέψουν την καριέρα μου και την οικογενειακή μου ζωή.

Λέω καθόλου, επειδή ωθούμενος από ό,τι σκοτεινό, ξε-πέρασα αρκετές φορές τέτοιου είδους φόβους. Και ίσως να ήταν φρονιμότερο να τους ξεπεράσω και σήμερα. Εάν δη-λαδή, επιστρέψω στο σπίτι μου όπως είναι επιθυμία μου, και στη γυναίκα μου τη Φιλιππίνη, θα μπορούσα με το ελα-φρύ μου μεθύσι να δώσω αφορμή και σε ένα τέταρτο παιδί, και μπορείτε απ' αυτό να καταλάβετε πως έχουμε κιόλας τρία. Παρ' όλα αυτά, όσο κι αν είναι προφανές ότι ο φόβος για ένα από οικονομικής απόψεως ασύμφορο τέταρτο παι-δί, είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που διαφαίνεται από μια συνάντησή μου με τους μαθητές των ανωτέρων τά-ξεων, δεν είναι μονάχα το οικονομικά ασύμφορο του παι-διού, δεν είναι μόνο η θλιβερή μας κατάσταση λόγω του πληθωρισμού, που ίσως θα μπορούσαμε άλλωστε να ξεπε-ράσουμε, αυτή που με κάνει να φοβάμαι ένα τέτοιο βήμα. Μακριά απέχω βέβαια από του να υποτιμώ την οικονομική ανασφάλεια, εδώ όμως η ανασφάλεια είναι ακόμα βαθύτε-ρη, εδώ πρόκειται, αν δεν κάνω λάθος, γι' αυτήν του απέ-ραντου μέσα στο οποίο ζούμε εμείς οι Γερμανοί, έτσι ώστε κάθε ζευγάρωμα να μας ρίχνει στο σκοτάδι της απεραντο-σύνης. Μιλάω σκόπιμα για ζευγάρωμα και δεν χρησιμο-ποιώ ενσυνείδητα τη λέξη αγάπη· άλλοι λαοί μπορούν να μιλάνε για αγάπη, όχι όμως εμείς πλέον. Κι ακριβώς επειδή εμείς, η καλή μου γυναίκα κι εγώ, κάποτε πήραμε μια γεύ-ση από το απέραντο με την αγκαλιά μας, ή για να το κάμω περισσότερο κατανοητό, επειδή η γνώση μου έφθασε μ' αυ-τήν την ευκαιρία ως τους πιο απόμακρους ήλιους κι έκαμε

180

Page 181: Οι αθώοι - Hermann Broch

να φαίνεται πως το φιλί μας αιωρείται στο σύμπαν, ακρι-βώς λοιπόν επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, τολμώ να συ-ναγάγω από αυτά το συμπέρασμα πως τότε ούτε εγώ υπήρ-χα γι' αυτήν, ούτε αυτή για μένα, αλλά πως αντίθετα είχαμε και οι δύο εξαλειφθεί, ο καθένας για τον εαυτό του και πο-λύ περισσότερο ο ένας για τον άλλον, εξαλειφθεί μέσα σε κάτι που ήταν μεγαλύτερο από το είναι μας, μεγαλύτερο από την οποιαδήποτε αγάπη, απείρως μεγαλύτερο από τον άνθρωπο και το πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η αγά-πη μας και χωρίς το οποίο δεν υφίσταται. Γνώριζε τότε το πρόσωπό μου αυτή, γνώριζα εγώ το δικό της; Όχι* ούτε καν τα σώματά μας, επιτρέψτε μου να προβάλλω αυτόν τον ισχυρισμό, δεν γνώριζαν το ένα το άλλο. Η εξάλειψη είναι μια σκοτεινιά, μια απέραντη σκοτεινιά. Βεβαίως ο άνθρω-πος, και μάλιστα εκείνος που έχει γοητευθεί από την απε-ραντοσύνη, προσπαθεί διαρκώς να φθάσει αυτήν και τη σκοτεινιά που αφαιρεί την ψυχή τής ψυχής του και το σώμα του σώματός του, και δεν είναι μονάχα πρόθυμος να πείσει τον εαυτό του πως ο πόθος τής σκοτεινιάς είναι αγάπη, όχι, είναι προσέτι πρόθυμος, αν δώσω βάση στη δική μου εμπει-ρία, να πάρει στα σοβαρά την αφαίρεση της ψυχής και του σώματος και να αυτοκτονήσει, προκειμένου να επισφραγί-σει έτσι την απεραντοσύνη της αγάπης του, όμως στ' αλή-θεια επισφραγίζει με τον τρόπο αυτό μόνο την απελπισία του γι' αυτήν αυτοκτονεί, ώστε η υποκρισία με την οποία νόμιζε πως αγαπάει, να μην βγει στην επιφάνεια, ή, εάν προτιμάτε μια ακόμα πιο παράδοξη διατύπωση, για να μην φέρει στο φως την υποκρισία η σκοτεινιά, και για να αποφύγει την ντροπή, την οποία αναπόφευκτα αφήνει πί-σω της, όπως εγώ πιστεύω, η υποκρισία. Έτσι κι εμείς, η Φιλιππίνη μου κι εγώ, έχουμε νιώσει τόσο μεγάλη ντροπή γι' αυτό που κάποτε μας συνέβη, που έκτοτε δεν κάναμε ποτέ πια λόγο γι' αυτό, και μάλιστα τόσο πιο λίγο, όσο ο καρπός τής δικής μας εκστασιασμένης αυτοεξάλειψης, η πιο μεγάλη μας κόρη, στην οποία δώσαμε το όνομα Βιλελ-μίνη για να τιμήσουμε τον μονάρχη μας, ζει με κάπως μειω-μένο το πνεύμα της και, αν το δει κανείς χωρίς καλή θέλη-

181

Page 182: Οι αθώοι - Hermann Broch

ση, κλίνει προς διανοητική αναπηρία. Κι αν δεν ήμουν λίγο μεθυσμένος, και το λέω αυτό τονίζοντας το επίρρημα λίγο, δεν θα τα αναπολούσα όλα αυτά εδώ τόσο αδιάντροπα, και πολύ περισσότερο δεν θα κόμπαζα έτσι δημόσια, αλλά θα έπαιρνα σιωπηλ^ός το δρόμο για τη Φιλιππίνη μου, που με περιμένει πιστή και υπομονετική και δεν θα βάλει αμέσως τις φωνές για το μικρό μου μεθύσι, αφού εδώ και πολύν καιρό έχει πλέον μάθει πως έχω υποχρέωση να πηγαίνω σε πολιτικές και επιστημονικές εκδηλώσεις* αχ, θα με δεχόταν όπως ακριβώς υποδέχεται μια κοπέλα του δρόμου τον πε-λάτη της, και εγώ θα την έπαιρνα όπως κάποια την οποία επισκέπτομαι στο σπίτι της, αχ, κι έτσι θα το κάναμε, απλώς επειδή αυτό κάποτε ήταν μεγαλύτερο απ' όσο εμείς και τώρα μικρότερο από εμάς, χωρίς να ήταν ποτέ αγάπη. Αχ, εμείς οι Γερμανοί δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε κι όταν θέλουμε αγάπη, δρέπουμε αυτοκτονίες και φόνο, κι αν δεν πάρουμε τέτοιου είδους αποφάσεις, τότε δεν μας απομένει τίποτα άλλο εκτός από το σκοτάδι της απεραντο-σύνης, τίποτα άλλο παρεκτός της ανασφάλειας του απεί-ρου, τίποτα άλλο από την ντροπή του απέραντου. Ω, είναι τόσο θλιβερό, τόσο θλιβερό...»

Καταβεβλημένος από τη θλίψη, κλαψουρίζοντας από θλίψη και απτόητος στο κλαψούρισμά του, βυθίστηκε στο κάθισμά του, ενώ άρχισε σιγά-σιγά να κλαίει με λυγμούς, καθώς το χέρι του τρέμοντας βρήκε την μπουκάλα αδειανή. Όταν όμως ο σύντροφός του, καθοδηγούμενος από την συμπάθεια που νιώθουν ο ένας για τον άλλον οι μεθυσμέ-νοι, του χάιδεψε απαλά τους ώμους θέλοντας να τον παρη-γορήσει, αυτός τον αποπήρε:

«Η απροσεξία οδήγησε κιόλας στον πρώιμο τάφο τους μερικούς μαθητές. Να... το κενό Τίποτα». Και προς από-δειξιν σήκωσε την μπουκάλα ψηλά.

Απότομα, με την ίδια ορμητικότητα και χωρίς οποιοδή-ποτε μεταβατικό στάδιο, η θλίψη του μεταβλήθηκε σε χα-ρά: σαν από μαγείας βρέθηκαν ξανά δυο γεμάτα ποτήρια πάνω στο τραπέζι, και έκπληκτοι βάλθηκαν και οι δυο να γελούν με την καρδιά τους, μια και δεν είχαν και οι δυο

182

Page 183: Οι αθώοι - Hermann Broch

προσέξει πως η σερβιτόρα με το ταχύτατο βλέμμα της, πήρε τις χειρονομίες του με την μπουκάλα σαν σημάδι για να φέρει μια καινούργια, και ο Ζαχαρίας έγνεψε: «υπάκουη, στο παραμικρό νεύμα* έτσι πρέπει να κάνει... θα έχει καλή επίδραση στο ενδεικτικό της».

«Στοπ», είπε ο νεαρός με τον επιτακτικό τρόπο κάποιου που ξέρει από πιοτό, «πριν συνεχίσετε να μεθοκοπάτε, πρέπει 7ΐ:ροηγουμένως να φάτε κάτι, και μάλιστα αρκετά* αλλιώς δεν πρόκειται να φύγουμε από 'δω πάνω στα δικά μας πόδια». Και παράγγειλε λουκάνικα με λάχανο τουρσί, μαύρο ψωμί και ελβετικό τυρί. Ο Ζαχαρίας ήταν ικανο-ποιημένος* κρατούσε το ποτήρι του και με τα δυο του χέ-ρια, πλην όμως δεν έπινε, αλλά περίμενε υπάκουα το φαγη-τό,

Όμως όταν σερβιρίστηκε το φαγητό, σηκώθηκε και κυ-ριαρχώντας πάνω στα πόδια του που έτρεμαν, προσπαθώ-ντας μάλιστα να πάρει μια στρατιωτική στάση, εκτέλεσε, με το ποτήρι στο αριστερό του χέρι, μια κατά το δυνατόν πιο σωστή υπόκλιση: «Ζαχαρίας, εκπαιδευτικός σύμβου-λος», συστήθηκε, «ας μιλάμε στον ενικό». Ο νεαρός είχε επίσης σηκωθεί και έτεινε το δεξί του χέρι σε μια θερμή χειραψία: «Μάλιστα, στον ενικό».

Κι αφού τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, σταύρωσαν τους βραχίονές τους για ν' αδειάσουν σ' αυτήν τη στάση τα πο-τήρια τους. Όμως μετά, σαν ξανακάθησε ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Ζαχαρίας ζήτησε να μάθει: «Και το όνομά σου;» Ο νεαρός έφερε, σαν για να αποσιωπηθεί κάποιο μυ-στικό, το δάχτυλο στα χείλη: «Σσσστ, μην με εξετάζεις σου είπα: δεν λέω στον εξεταστή μου ούτε καν το όνομά μου». Ο Ζαχαρίας ξανάπεσε μετά από αυτό σε θλίψη: «Εγώ όμως σου έχω πει το δικό μου... πού είναι η δικαιοσύνη;» - «Εσύ είσαι ο Ζ. και εγώ είμαι ο Α.* σαν αδέλφια πού είμαστε έχουμε όλα τα ονόματα, μάλιστα, όλα τα ονόματα από το Α έως το Ζ είναι δικά μας». Αυτό άρεσε εξαιρετικά στον Ζαχαρία, άρεσε και στον μαθηματικό και στον εκπαιδευτι-κό σύμβουλο μέσα του, κι έβαλε τα γέλια: «Όλα τα ονόμα-τα από το Α έως το Ζ» - «Πολύ ωραία» είπε ο νεαρός και

183

Page 184: Οι αθώοι - Hermann Broch

ύψωσε χαρούμενα το ποτήρι «στην υγεία των ονομάτων μας και στην υγεία της αγάπης που δεν ξέρει από ονόμα« τα!» Ο Ζαχαρίας κούνησε το κεφάλι: «Αγάπη; Όχι , αυτή δεν υπάρχει» - «Τότε, σε τί να πιούμε;» Αυτή ήταν μια δυ-σανάλογα δύσκολη ερώτηση, και ο Ζαχαρίας έπρεπε να καταβάλει κάποια προσπάθεια για να σκεφτεί, πριν βρει τη σωστή απάντηση: «Στην αδελφοσύνη» - «Κι αυτή υπάρ-χει;» - «Θα υπάρξει». Τσούγκρισαν λοιπόν τα ποτήρια τους στο όνομα της αδελφοσύνης και κατόπιν ο Ζαχαρίας άρχισε να τρώει τα λουκάνικά του, πιάνοντας κάθε μπου-κιά με το πηρούνι του και λίγο τουρσί και ποτίζοντας ταυ-τόχρονα το στόμα με αρκετό κρασί.

«Πιές το κρασί σου με το τυρί», είπε ο Α., «όχι με το τουρσί* το κρασί είναι πολύ καλό για να το πίνεις έτσι».

«Σωστά», συμφώνησε ο Ζαχαρίας, «κρασί και τυρί, έτσι τρώγαμε και στη Γαλλία. Όμως τώρα είμαστε στη Γερμα-νία».

«Οι κανόνες για το φαγητό και το ποτό δεν εξαρτώνται από σύνορα· είναι διεθνείς και με αυτούς αρχίζει η παγκό-σμια αδελφοσύνη».

Ο Ζαχαρίας χαμογέλασε με ένα αίσθημα ανωτερότητας: «Το διεθνές δεν είναι γερμανικό* γερμανική είναι η αδελφο-σύνη».

«Νόμιζα πως είσαι σοσιαλδημοκράτης». «Βεβαίως είμαι, ένας πιστός στην ιδεολογία του γερμα-

νός σοσιαλδημοκράτης». «Επομένως πρέπει να είσαι διεθνιστής». «Βεβαίως είμαι, ένας πιστός και άξιος στην ιδεολογία

του διεθνιστής, αυτό είμαι. Όμως εμείς οι Γερμανοί θα πρέπει να είμαστε οι ηγέτες τής Διεθνούς* δεν πρέπει κάτι τέτοιο να το κάνουν οι Ρώσοι, και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να το κάνουν οι Γάλλοι, τους υπόλοιπους ας τους αφήσουμε κατά μέρος. Στην αδελφοσύνη έγκειται ο δημο-κρατικός διεθνισμός και όχι σε μιαν επιπόλαιη κοινωνία των εθνών, και το δικό μας χρέος είναι να το βάλουμε αυτό μέσα στα κεφάλια του κόσμου, και προπάντων στις δήθεν νικήτριες δημοκρατίες της Δύσης».

184

Page 185: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Το μόνο πρόβλημα, είναι αν θα το δεχτούν όλοι αυτοί». Ο Ζαχαρίας έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα: «Οι νι-

κητές είναι οι ηττημένοι και οι μη-νικητές καθορίζουν την πορεία του κόσμου, κα >ρίζουν τη μορφή του και το δημο-κρατικό του πολίτευμα... κι αν δεν το κρίνουμε εμείς, τότε θα φροντίσουν γι' αυτό οι Ρώσοι».

«Ως δημοκράτες;» «Όπως το πάρει κανείς. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο πρέ-

πει να βιαστούμε. Οι δυτικές δυνάμεις παρλάρουν μονάχα, παρλάρουν μ' έναν φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, για να καλύψουν τις εμπορικές δοσοληψίες τους. Γι' αυτόν το λόγο κάνουν και τόσο θόρυβο με τον 'Αινσταϊν. Κενόν πε-ριεχομένου θόρυβο. Στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται μόνο για τις δουλειές τους και ακριβώς αυτό πρόκειται να τους εμποδίσουμε να κάνουν».

«Είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό». Τί είδους αντίρρηση ήταν αυτή; Ο Ζαχαρίας έδειξε αμέ-

σως τη δυσαρέσκειά του: «Κι εσύ ένας ουδέτερος είσαι, και τίποτ' άλλο, μπακάλης κι εσύ, θα εκπλαγείς κι εσύ όταν δεις πώς θα τα καταφέρουμε, εμείς, οι γερμανοί σοσιαλδη-μοκράτες και μαζί μας ολόκληρος ο γερμανικός λαός. Κά-ναμε κιόλας αρχηγό τού στρατεύματός μας τον στρατηγό φον Ζέεκτ».

«Σύμφωνοι λοιπόν», είπε ο Α., «ας αφήσουμε κατά μέ-ρος κάθε θεωρία περί σχετικότητας κι ας στραφούμε απο-κλειστικά στην παγκόσμια αδελφοσύνη... εντάξει;»

«Ναι». Ο Ζαχαρίας είχε τελειώσει το λουκάνικο και το τουρσί του, καθάρισε το πιάτο με το ψωμί του κι έκοψε τώρα ένα κομμάτι τυρί* γεμάτος ικανοποίηση είπε: «τώρα δεν είμαι πια μεθυσμένος· μπορούμε να παραγγείλουμε ακόμα μια μπουκάλα».

«Ευχαρίστως να το κάνουμε. Όμως, για να κρατήσει τώρα η νηφαλιότητά μας, σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να πάω στην τουαλέτα».

«Πολλή καλή η πρόταση», συμφώνησε ο Ζαχαρίας, «ας τη φέρουμε μαζί εις πέρας* θα έρθω μαζί σου».

Έτσι σηκώθηκαν και οι δύο και πήγαν στο πίσω μέρος

185

Page 186: Οι αθώοι - Hermann Broch

της ταβέρνας, όπου ήταν η τουαλέτα για τους άνδρες. Και σ' αυτόν τον τόπο, μπροστά από τον τοίχο όπου κατουρού-σε ο Ζαχαρίας, ένιωσε ξαφνικά να ανάγεται σε υψηλότερες σφαίρες, οι οποίες είναι κοινό κτήμα στον άνθρωπο, ή ακριβέστερα, στον άντρα και παραδόξως και στον πιστό αφοσιωμένο του τετράποδο φίλο, τον σκύλο: οι πρώτες τε-λετουργίες του ανθρώπου γεννήθηκαν με τη λατρεία τού δέντρου και της πέτρας, κι ακόμα και σήμερα προσθέτει επιβλητικούς γωνιόλιθους που φέρουν ρουνική γραφή στα μεγαλόπρεπα οικοδομήματά του* ακόμα και σήμερα δεν μπορεί παρά να εγχαράσσει τα αρχικά γράμματα της αγα-πημένης του στο φλοιό των δέντρων του δάσους - , μήπως λοιπόν το δέντρο και η πέτρα, όταν μάλιστα πρόκειται για γωνιόλιθο ακόμα πιο πολύ, δεν είναι και̂ για τον σκύλο κάτι το ιερό; Μήπως δεν είναι η δουλειά τής κενώσεως τής ουροδόχου κύστεώς του, για την οποία, σε αντίθεση προς όλα τα άλλα ζώα, μόνον σ' αυτόν είναι απαραίτητα το δέ-ντρο και η πέτρα, μήπως δεν είναι το προάγγελμα μιας ανώτερης ιεροτελεστίας, μιας τελετουργίας ραντισμού, με στενότατη συγγένεια προς εκείνη του έρωτα; Εδώ, όπως κι εκεί, πρόκειται για ιεροτελεστίες ανακαινισμού κι όσο κι αν στην περίπτωση του σκύλου - είναι πρωτόγονες, ώστε η ανίερη και η ιερή ανάγκη να μην διακρίνονται εδώ και μάλιστα να συρρέουν κυριολεκτικά σε ένα, είναι εν τούτοις ακόμα και στον άνθρωπο παρούσα η παράδοξη σύνδεσή τους, αφού με μιαν αξιοσημείωτη συγγένεια μεταξύ της αν-θρώπινης και της σκυλίσιας ιδιοσυγκρασίας, μεταξύ της ανθρώπινης και της σκυλίσιας ψυχής είναι από αρχαιοτά-τους χρόνους και σ' αυτόν το δέντρο ή η πέτρα απαραίτητα για τις ανίερες όπως και τις ιερές του πράξεις, και μά-λιστα παρωθείται αναπόφευκτα προς τις τελευταίες από τις πρώτες. Αυτό φανέρωνε σαφώς ο τοίχος, προς τον οποίο ο Ζαχαρίας κατά τη διάρκεια της ανίερης σωματικής του ανάγκης είχε καρφωμένο το βλέμμα, θαυμάζοντας την λακωνικά υψηλή εκφραστική δύναμη των ανθρώπων, και, όντας και ο ίδιος άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των αν-θρώπων, έβγαλε κάποια στιγμή ένα μολύβι από την τσέπη

186

Page 187: Οι αθώοι - Hermann Broch

του σακακιού του, και ζωγράφισε στον τοίχο, αφού πρώτα διάλεξε μια ελεύθερη θέση ανάμεσα στις άλλες λίγο ή πολύ επιτακτικές, λίγο ή πολύ άσεμνες, λίγο ή πολύ συμβολικές ρουνικές εκφράσεις και σχέδια, μια όμορφη καρδιά, μέσα στην οποία έγραψε, ενώμενα μ' έναν πνευματώδη τρόπο, τα αρχικά γράμματα Α και Ζ. Ο νεαρός, που παρακολού-θησε το γεγονός με μεγάλη προσοχή, τον επαίνεσε.

Κατόπιν ξανακάθησαν για την τέταρτη μπουκάλα κρασί. Η σερβιτόρα τούς έφερε μια κασετίνα με πούρα για να δια-λέξουν, και ο Ζαχαρίας που τώρα είχε ανοίξει το γιλέκο του λόγω της αποπνικτικής ζέστης και είχε ξεσφίξει τη γρα-βάτα του, άρχισε να καθαρίζει με προσοχή τα γυαλιά του για να δώσει χρόνο στον εαυτό του να διαλέξει το καλύτερο πούρο. Το πέτυχε. Το έφερε στη μύτη και το μύρισε, και το έδωσε στο σύντροφό του για να ακούσει και τη δική του γνώμη, και αφού βρέθηκε κι ένα δεύτερο με όμοιο χρώμα και όμοιο άρωμα, έκρυψε τα δύο πούρα κάτω από μια πε-τσέτα και ρώτησε πονηρά: «Λοιπόν, αριστερά ή δεξιά;» - «Αριστερά», είπε ο Α. Και ο Ζαχαρίας απάντησε θριαμ-βευτικά: «Λάθος! Εγώ είμαι ο άνθρωπος της αριστεράς, εσύ μείνε δεξιά* εγώ θα πάρω το αριστερό, κι εσύ το δεξί πούρο». Το έδωσε στο νεαρό και γέλασαν και οι δύο για το πετυχημένο πολιτικό αστείο. Σιωπηλοί εξαιτίας τής κούρασης και ασχολούμενοι τώρα μόνο με το να ανάψουν τα πούρα τους, κάθονταν ήρεμοι και κάπνιζαν με απόλαυ-ση, εισπνέοντας τον ακριβό καπνό σε αραιά διαστήματα και πλαταγίζοντας τη γλώσσα τους, ενώ δεν βιάζονταν κα-θόλου, αφού αυτή θα έπρεπε να ήταν τώρα σίγουρα η τε-λευταία τους μπουκάλα.

Και χωρίς κατά τα φαινόμενα, να τον έχουν προκαλέσει για κάτι τέτοιο ίσως όμως ενθυμούμενος τη διαπεραστική μυρωδιά των ούρων, η οποία απο την επίσκεψή τους στην τουαλέτα και μετά, έστω και μόνον ως υποψία^ είχε κολλή-σει στη μύτη του υπερνικώντας μάλιστα και τα ερεθίσματα από τον καπνό του πούρου, σαν να αποτελούσε την ανα-γκαία τους πρόσμιξη, μέσα λοιπόν σ'αυτόν τον αποπνικτικό καπνό ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχαρίας άρχισε τον

187

Page 188: Οι αθώοι - Hermann Broch

τρίτο του λόγο, αρχικά ήρεμα και προσεκτικά, κατόπιν όμως στην επαναφυπνιζόμενη μέθη με ολοένα και μεγαλύ-τερη ένταση:

«Τα πράγματα με την αδελφοσύνη είναι έτσι, που αυτή να μοιάζει με τον έρωτα κι ωστόσο να μη μοιάζει πάλι. Μοιάζει στον έρωτα αφού αυτή συμβάλλει όπως κι αυτός στην εξάλειψη του ανθρώπου. Ενώ όμως ο έρωτας εξα-λείφεται ο ίδιος μέσα στην απάλειψη τών δύο που επιδιώ-κει δείχνοντας και αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ανυπαρξία του, η ύπαρξη της αδελφοσύνης αρχίζει στην πραγματικότητα με την εξάλειψη. Επειδή μέσα στον έρωτα παίζει κανείς μόνο με την εξάλειψη και με το θάνατο, στον οποίο αυτή κορυφώνεται, και δεν μπορεί παρά να παίζει κανείς, αφού η ωραία διπλή^ αυτοκτονία, που ονειρεύεται ο έρωτας, δεν θα ήταν παρά αναπόφευκτα η δολοφονία τού μόλις συλληφθέντος και κυοφορουμένου παιδιού. Στην πραγματικότητα οι ερωτευμένοι φοβούνται το θάνατο και η ηδονή τους είναι ο μη-θάνατος, είναι η υπερνίκηση του θανάτου, είναι η υπερνίκηση της αποστροφής για το θάνα-το. Μα την αλήθεια, το αποκαλώ ανεύθυνο παιχνίδι με το θάνατο αυτό που κάνουν οι ερωτευμένοι, ένα παιχνίδι για την αύξηση της ηδονής, ένα παιχνίδι για την υπερνίκηση της αηδίας, από την οποία προέρχεται κάθε ηδονή, ένα παιχνίδι που σε εξαλείφει μέσα στο ζωώδες και στο σύ-μπαν, αφού ούτε μέσα στο ζωώδες ούτε μέσα στο σύμπαν έχει θέση η αηδία. Όμως ο θάνατος δεν ξεγελιέται με παι-χνίδια και χαλώντας τους στη μέση το παιχνίδι, εκσφενδο-νίζει τους ερωτευμένους από την̂ επίπλαστη εξάλειψή τους πίσω στην ανάνηψη, στην κόλαση της κατασβεσθείσας ηδο-νής, στην κόλαση της αηδίας. Με διπλό και τριπλό βάσανο αηδίας τιμωρούνται τότε οι ερωτευμένοι, ή, πιο σωστά, οι έτοιμοι να ερωτευθούν και παραφυλάνε ο ένας τον άλλον για να βρούνε τη μυρωδιά του θανάτου, τη μυρωδιά των επιθανάτιων γηρατειών τους, τη μυρωδιά των στομάτων τους κάι της σήψης τους που έχει κιόλας αρχίσει* είναι η τιμωρία της κόλασης με το θάνατο που ξαναπαρουσιάζεται με διπλή και τριπλή ένταση, κάτω από τη δική της σπάθη

188

Page 189: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο άνθρωπος γίνεται ανασφαλής, γίνεται τόσο ανασφαλής στα εγκόσμια και στα υπερκόσμια, ώστε αυτός, ο χαμένος του παιχνιδιού, αρχίζει να αμφιβάλλει για τα πάντα, στο τέλος ακόμα και για τα ονόματα των πραγμάτων, και έτσι αναγκάζεται να τους δίνει διαρκώς για τροφή τους νέες κα-τασκευές και θεωρίες, ενώ στο τέλος παραιτείται γεμάτος αηδία κι απ' αυτό, σκοτωμένος όχι από την ηδονή, μα από το μίσος και την αηδία για τον εαυτό του.

Αυτή είναι η μη-ύπαρξη του έρωτα, το παιχνιδιάρικο όνειρο του ζευγαριού για θάνατο - από - έρωτα και για το θαύμα της αυτοκτονίας, αυτό είναι το παιχνίδι τής επίπλα-στης εξάλειψης! Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την αδελφοσύνη! Σ' αντίθεση προς τα δυο φτωχά πλάσματα που θέλουν να εκμεταλλευθούν και να εξαντλήσουν τη γε-νετήσια διαφορά τους σε μιαν υπερ-ηδονή, η αδελφοσύνη είναι το όνειρο της μεγάλης κοινωνίας των ανδρών, είναι το υψηλό, ένα μέσα από την πολλότητα σχεδόν πραγματο-ποιημένο, πρωταρχικό όνειρο, το κατ' εξοχήν όνειρο του ανθρώπου, που συχνά-πυκνά φτάνει την πραγματικότητα, αφού την κάνει υποτελή του. Η αδελφοσύνη δεν θέλει να αποδιώξει με απατηλά μέσα και μια φαινομενική εξάλειψη το θάνατο και την αηδία για το θάνατο, όχι, δέχεται, θαρ-ραλέα το θάνατο και την αηδία για χάρη μιας γνήσιας εξά-λειψης. Κι αν οι γυναίκες κυοφορούν στα σπίτια τους το παιδί που συνέλαβαν, οι άντρες φέρουν εντός τους το θά-νατο και φέρονται απ' αυτόν, έχοντας εξαλειφθεί μέσα στην πολλότητα, που είναι η ηχώ του ατέρμονου, η παν-ηχώ. Πού μπορεί όμως να βρεθεί σήμερα τέτοια φιλία; Απαντήστε μου, λοιπόν περιμένω την απάντησή σας! Δεν μπορεί κανείς να μου δώσει μιαν απάντηση; Τότε πρέπει να δώσω εγώ την απάντηση και να σας επιστήσω την προ-σοχή στο θεσμό του σύγχρονου στρατού, οποίος είναι σή-μερα, και εν προκειμένω έχω υπόψη μου προπάντων το γερμανικό στρατό, ο εκλεκτότερος και ίσως μοναδικός τόπος της αληθινής κοινωνίας των ανδρών και της αληθινής αδελ-φοσύνης. Μπορείτε όμως να φαντασθείτε μια τέτοια κοι-νωνία, η οποία να μην εξαρτάται από μιαν αυστηρή μύηση:

189

Page 190: Οι αθώοι - Hermann Broch

Η απονέκρωση κάθε ανταρσίας είναι η πρώτη προϋπόθε-ση, και εκτός αυτής απαιτείται η απονέκρωση των αισθη-μάτων πόνου και αηδίας. Εάν ο έρωτας καταλήγει στην αη-δία, η αδελφοσύνη αρχίζει στην αηδία και με την αηδία. Κι αυτή για το στρατό κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Αρ-χίζει με τη δυσωδία, με τη βρώμα των στρατώνων και των αποχωρητηρίων τους, με τη δυσοσμία των προελαυνουσών στρατιωτικών φαλάγγων, με τη δυσοσμία των νοσοκο-μείων, με τη δυσοσμία του πανταχού παρόντος θανάτου. Η ηδονή δεν συγχωρεί τίποτα* η αδελφοσύνη συγχωρεί ήδη εκ των προτέρων, και καμιά κλανιά, όσο και να βρωμάει, δεν μπορεί να προσβάλλει τη συντροφικότητα των στρα-τιωτών. Πειθαρχημένος από την αηδία και παρακινούμε-νος να υπερνικήσει την αηδία ο νεοσύλλεκτος, πριν ακόμα το καταλάβει, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο της αυταπάρνη-σης και αυτοεξάλειψης και σύντομα είναι σε θέση να παρα-μερίσει το φόβο μπροστά στην οσμή της σήψης και μαζί της του θανάτου. Είναι έτοιμος για την πλήρη αυτοθυσία. Ο στρατός είναι ένα εργαλείο του θανάτου και όποιος πάει σ' αυτόν χάνει με την κατάταξή του την ψυχή του, είναι ελεύθερος ψυχής κι ωστόσο ευτυχισμένος, αφού το σώμα του, ενταγμένο μέσα στην ατέλειωτη σειρά των σωμάτων, χάνει το φόβο του όταν παύει να ζει ως σώμα. Εδώ αρχίζει η αληθινή εξάλειψη, όχι εκείνη η άλλη αυτο-εξάλειψη μέσα στην επίπλαστη απεραντοσύνη, που είναι ο στόχος, φαίνε-ται σαν ο στόχος του έρωτα, αλλά αντίθετα εδώ αρχίζει η εξάλειψη μέσα στην ολότητά της, που δεν βρίσκεται στα υπερκόσμια, αλλά στα εγκόσμια, και που με το μεγαλείο της είναι εφάμιλλη του απέραντου και μάλιστα προορίζε-ται και αυτή, όπως ετούτο, για την αιωνιότητα. Όλα εδώ είναι σαφή κι όσο πιο βαρειά είναι η πειθαρχία που επι-βάλλεται στο δόκιμο αρχικά, όσο πιο βαθειά μέσα στην αη-δία αρχίζει, τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη έχει την ολότητα, μέσα στην οποία, σαν να επρόκειτο για το ίδιο το σύμπαν, προώρισται αυτός, λυτρωμένος από την αηδία και το φόβο, να σβήσει. Γίνεται αποδέκτης των διαταγών του από την ολότητα χωρίς αντιρρήσεις, και η διαταγή

190

Page 191: Οι αθώοι - Hermann Broch

αποτελεί γι' αυτόν την εγγύηση για την ασφάλεια του λό-γου, των πραγμάτων και τφν ονομάτων, έτσι ώστε η πραγ-ματικότητα να μην χρειάζεται πλέον να αμφισβητείται, αποδεσμευμένη από κάθε άχρηστο θεώρημα και κάθε αμφιταλάντευση, η στραμμένη προς τον θάνατο ζωή της ολότητας αντανακλάται ως αδελφοσύνη στη ζωή του καθε-νός ατόμου, η εξάλειψή του και η ευτυχία του. Κι αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να ονομάσουμε γερμανική αδελφο-σύνη».

Στις τελευταίες του προτάσεις ο Ζαχαρίας είχε σηκωθεί και σαν να έβγαζε έναν από καθέδρας λόγο, συνόδευε εμφαντικά τα λόγια του με χτυπήματα του χεριού του στο τραπέζι. Μόλις τελείωσε φάνηκε να μην καταλαβαίνει πως απέναντί του καθόταν μόνο ο σύντροφός του και όχι μια ολόκληρη τάξη* τον κοίταζε μ' ένα απλανές βλέμμα, κι εκείνος τον κοίταζε το ίδιο, κουρασμένος και έκπληκτος, και μια και δεν ήξερε ακριβώς ποιός από τους δυο τους καθόταν και ποιός στεκόταν, διέταξε: «καθήστε».

Ο νεαρός, επηρεασμένος από το κρασί περισσότερο από τον ίδιο το λόγο, έψαξε μ' όλη του την προσοχή τα γόνατά του, διαπίστωσε τη σχέση ανάμεσα στο ξύλινο κάθισμα και στο τμήμα του σώματός του που ήταν σε επαφή μ' αυτό και με τον τρόπο τούτο έβγαλε το συμπέρασμα πως αυτός ήταν εκείνος που καθόταν, ένα αποτέλεσμα, το οποίο εξέφρασε αμέσως: «Μήπως θα ήθελε ο κύριος εκπαιδευτικός σύμβου-λος να καθήσει κι αυτός;»

Αποδοκιμάζοντάς τον ο Ζαχαρίας του πέταξε: «Όχι α-ντιρρήσεις, αν μου επιτρέπετε!»

Μετά απ' αυτό ο άλλος απέκτησε αρκετή νηφαλιότητα, ώστε να προσέξει πως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να συμβεί κάτι: «Ένα καφεδάκι, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, θα κάνει πολύ καλό και στους δυο μας». Ο Ζαχαρίας, με το πνεύμα του σε επιβράδυνση και ασχολούμενος με την μπουκάλα του κρασιού, μουρμούρισε μετά από λίγο: «Έ-νας μαθητής που αυτοπροσκαλείται μαζί μου για καφέ... οποία αυθάδεια, οποία αυθάδεια!» Στο μεταξύ, χωρίς να περιμένει την απάντηση, ο Α. είχε κιόλας φτάσει με πόδια

191

Page 192: Οι αθώοι - Hermann Broch

που τρέκλιζαν στον πάγκο για να παραγγείλει εκεί τον καφέ κι όταν γύρισε πίσω, ο Ζαχαρίας είχε εφεύρει μια καινούργια επίπληξη: «Σαν πολύ συχνά μού επισκέπτεσθε μέσα σε μιαν ώρα την τουαλέτα* θα τιμωρηθείτε αυστηρά, εάν κάνετε διάφορες απρέπειες στο αποχωρητήριο» είπε, ενώ στεκόταν ακόμα αλύγιστος κι έχοντας στηρίξει το χέρι του στην έδρα. Ο Α. στάθηκε προσοχή: «Δεν κάνω απρέ-πειες, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε» - «Δεν θα έπρεπε καν, όπως είστε σε θέση να γνωρίζετε, να φεύγετε από την αίθουσα χωρίς να έχετε πάρει προηγουμένως άδεια» - «Συγγνώμη, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, δεν πρόκειται να επαναληφθεί». Σε αντίθεση προς το νεαρό για τον Ζα-χαρία επρόκειτο για μιαν άκρως σοβαρή υπόθεση: «Θα αναφέρω το επεισόδιο στο ποινολόγιο» - «Δεν μπορεί ο κύριος εκπαιδευτικός σύμβουλος να δώσει στην επιείκεια και όχι στη δικαιοσύνη το προβάδισμα;» - «Η επιείκεια είναι εκθήλυνση, η επιείκεια είναι αντιαδελφοσύνη. Πρέ-πει να τιμωρηθείτε οπωσδήποτε». Όμως τη στιγμή εκείνη έφθασε στην μύτη του το άρωμα του καφέ που στο μεταξύ είχε σερβιρισθεί, κι αυτός ρώτησε μειλίχια: «Μα, πού βρή-κατε τον καφέ;» - «Τον έφε^ε ο κλητήρας, κύριε εκπαιδευ-τικέ σύμβουλε» - «Χμ, έχει καλώς* ας μην τον αφήσουμε να μας περιμένει». Κάθησαν και οι δυο. Κι αφού έτσι συ-ζήτησαν για λίγο, ανακάλυψαν ξαφνικά, σχεδόν ταυτόχρο-να, πως ξαναμιλούσαν ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό, παρ' όλο ότι λίγο πιο πριν είχαν πιεί στην αδελφοσύνη τους. Και μετά τα γέλια που επακολούθησαν γι' αυτό, είπε ο νεώτερος: «Τώρα θα έπρεπε να πιούμε ξανά στην αδελ-φοσύνη». - «Ναι, ναι, παράγγειλε μια μπουκάλα ακόμα». Αυτό όμως φάνηκε τώρα στον Α. κάπως υπερβολικό, και γι' αυτό άρχισε να εξηγεί δια μακρών, πως μετά τον καφέ δεν πάει το κρασί, δεν είναι σωστό να πιεί κανείς κρασί. Έτσι λοιπόν συμφώνησαν να πιούνε ένα ποτό κεράσι για να επισφραγήσουν τη νέα τους σταυραδερφοσύνη, αφού ένα σναπς ήταν ό,τι έπρεπε για ένα αξιοπρεπές επιστέγα-σμα της επιτυχημένης γιορτινής ημέρας.

Έτσι κι έγινε. Σηκώθηκαν κι οι δυο ξανά, σταύρωσαν

192

Page 193: Οι αθώοι - Hermann Broch

πάλι τα χέρια τους για να πιουν το αλκοόλ που θα τους εξασφάλιζε τον ενικό, και ξαναέδωσαν τα χέρια τους για μια θερμή χειραψία. Κι αφού έγινε κι αυτό και ο Α. πλή-ρωσε το λογαριασμό, ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχα-ρίας έδωσε τη διαταγή: «παραταχθείτε κατά ζυγούς, εμ-πρός, μαρς!»

Στο δρόμο άρχισε μια καινούργια διαμάχη, αφού εκεί φάνηκε ξανά πως ο νεαρός δεν φορούσε καπέλο. Ο Ζαχα-ρίας ήθελε να του βάλει στο κεφάλι το δικό του και θεώρη-σε πως η αντίσταση τρυ άλλου τον υποτιμούσε και τον προ-σέβαλε: «Μήπως δεν σου είναι αρκετά κομψό;» - «Όχι, μου παραείναι μικρό» - «Να μη φουσκώνεις τόσο πολύ το κεφάλι σου», διέταξε εκείνος, αφού προσπάθησε μερικές φορές να τοποθετήσει βίαια το καπέλο στη σωστή του θέση, κι αφού το κεφάλι του δεν έλεγε να συρρικνωθεί, έδωσε την σολομώντεια λύση, πως το καπέλο έπρεπε να μοιραστεί στα δύο. Έβγαλε το σουγιά του και τον βύθισε στην κο-ρυφή του καπέλου για να το κόψει στα δύο. Ο Α. τον ε-μπόδισε από το σχέδιό του: «Παλαβομάρες», είπε, «αν το κόψεις δεν θα έχει κανένας από τους δυο μας κάτι. Αν θέ-λεις να το μοιράσεις, πάρε εσύ το σκούφο του καπέλου και δώσε σε μένα το γύρο του». Αυτό ήταν απλό. Ο Ζαχαρίας φόρεσε το σκούφο του καπέλου, πλην όμως απογοητεύθηκε όταν είδε πως ο γύρος του καπέλου παραήταν πλατύς κι έπεφτε ως τη μύτη του νεαρού. «Ηλίθιε», τον αποπήρε, «το έκανες εξεπίτηδες* τώρα μίκρυνες το κεφάλι σου» - «Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο* μου είχε ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι, και τώρα με την ψύχρα μού ξανακατέβηκε.» Ο νεαρός είχε στενοχωρηθεί ειλικρινά* προσπαθούσε συνε-χώς να στερεώσει το γύρο του καπέλου* όμως του έπεφτε διαρκώς στη μύτη και ως κάτω στο λαιμό, μέχρι που στο τέλος παραιτήθηκε τελείως: «Θα τον φορώ ως κολάρο* μου πάει καλύτερα έτσι».

Αυτό άρεσε στον Ζαχαρία: «Κι όταν θα θέλεις να χαιρε-τάς, θα τον σηκώνεις ως το κεφάλι σου. Πολύ ωραίο αυτό, ε;» Κάπου κάπου τους κοίταζαν κάποιοι περαστικοί και διασκέδαζαν με το παράξενα ταιριαγμένο ζευγάρι, όμως οι

193

Page 194: Οι αθώοι - Hermann Broch

περισσότεροι από τους λιγοστούς διαβάτες αυτής της ώρας δεν τους πρόσεχαν καθόλου. Η νύχτα ήταν ζεστή και υγρή και κούραζε με τη βαρειά της ατμόσφαιρα. Βέβαια από κάπου φυσούσε ένα δροσερό αεράκι σαν πρώτη παρουσία της αυγής στην πεισματάρα νύχτα και στην πνιγηρή της ατμόσφαιρα, όμως αυτή αντιστεκόταν απτόητη, όπως ένα τεράστιο σμήνος από έντομα επιμένει να πετά γύρω από το λευκό φως μιας λάμπας, και ράντιζε την ανησυχία της πά-νω στη νυχτερινή γαλήνη νικώντας κατά κράτος με τον τρόπο αυτό την πρώτη δροσιά. Αυτή η ώρα φαινόταν να 'χει μια φύση διπλή, ακόμα περισσότερο, αφού κάποια σφυροκοπήματα και κρότοι γέμιζαν με τον ήχο τους το νυ-χτερινό κενό: κάποιοι δούλευαν τη νύχτα για να επιδορ-θώσουν τις ράγες του τραμ που τώρα δεν δούλευε. Τριγυ-ρισμένοι από μια τέτοια εργώδη νυχτερινή νέκρα βάδιζαν οι δυο τους - ο Ζαχαρίας τρεκλίζοντας λιγάκι - ατρόμητα ίσια μπροστά, ο ένας στηριζόμενος πάνω στον άλλον και παρ' όλα αυτά με στρατιωτικό βήμα, αποκτώντας μάλιστα σε κάθε τους βήμα ολοένα και πιο πολύ την αρχική τους νηφαλιότητα. Και καθώς μέσα στον νυχτερινό δεντροφυτε-μένο δρόμο-σήραγγα οι ασταμάτητοι χτύποι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί, είπε ο Α.:

«Το δρεπανηφόρο ροκάνισμα της μεγαλούπολης». Και ο Ζαχαρίας απάντησε: «Κολοκύθια». Λίγα λεπτά αργότερα είχαν φτάσει στην πηγή του ροκα-

νιστού θορύβου. Το συνεργείο που επιδιόρθωνε τις ράγες καλυπτόταν - εν μέρει για να μην θίγεται η αισθητική των περαστικών και εν μέρει για να προστατεύεται από τον αέ-ρα ~ από μια σκηνή, από τις ανοιχτές άκρες της οποίας αστραποβολούσε το φως της οξυγονοκόλλησης· στο εκτυ-φλωτικό αυτός φως οι λάμπες του φωτισμού τού δρόμου δεν φαίνονταν παρά σαν θαμπά, σιωπηλά φεγγαράκια. Στο συνεργείο δούλευαν μια ντουζίνα άνθρωποι* οι οξυγονο-κολλητές φορούσαν μαύρα βαριά γυαλιά που έμοιαζαν με μάσκες, και θέλοντας με τις φωνές τους να καλύψουν το θόρυβο της οξυγονοκόλλησης, ήσαν αναγκασμένοι να συ-νεννοούνται φωνάζοντας μέχρι βραχνιάσματος.

194

Page 195: Οι αθώοι - Hermann Broch

Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να δει κανείς. Παρ' όλα αυτά ο Ζαχαρίας είχε γοητευθεί στη θεά του συνεργεί-ου και σταμάτησε για να δει. Ως εκπαιδευτικός σύμβουλος όμως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Γιατί, έτσι όπως στε-κόταν, ψηλός κι αδύνατος με τα γυαλιά στη μύτη, το σκουφί του καπέλου στο κεφάλι, σε κάθε του σπιθαμί ένας αυστηρός, πλην άτολμος καθηγητής, δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί σύντομα πως οι άντρες του συνεργείου άρχι-σαν να τον παρατηρούν κι αυτοί με ενδιαφέρον άρχισε ο ένας να τον δείχνει στον άλλον, κι όλοι μαζί μετά με τα χο-ντρά τους δάχτυλα, ενώ στο τέλος ξέσπασαν όλοι τους σ' ένα τρανταχτό γέλιο, που δυνάμωνε καθώς χτυπούσαν τους μηρούς τους και κρατούσαν την κοιλιά τους, έως ότου εκείνος με δασκαλίστικη αυστηρότητα τους φώναξε: «Σας απαγορεύω αυτή την απρεπή συμπεριφορά».

Ο Α. δεν συμπεριλήφθηκε στο κροϊδευτικό τους γέλιο, πρώτον γιατί και ο ίδιος σιγογελούσε και δεύτερον γιατί ο γύρος του καπέλου που ήταν περασμένος στο λαιμό του δεν διακρινόταν και τόσο καλά* ωστόσο αισθάνθηκε την υπο-χρέωση να επιστήσει την προσοχή τού Ζαχαρία στην αστεία εμφάνιση του καπέλου του που προξενούσε τα γέ-λια, όμως το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απροσδόκητο, αφού ο θυμός του άλλου χρωματισμένος με θλίψη και πόνο, στράφηκε τώρα εναντίον του: «Και σύ Βρούτε, με παραδί-δεις εις τον γέλωτα του πλήθους, τη στιγμή που εγώ θυσία-σα για σένα το ωραίο μου καπέλο* ουκ έξεστιν... οποία αχαριστία!» Στο μεταξύ ο νεαρός είχε την ευκαιρία να δεί-ξει τώρα στον άλλον την πίστη, τη φιλία και την αφοσίωσή του: σύμφωνα με τις προηγούμενες οδηγίες του Ζαχαρία ανέσυρε το γύρο του καπέλου πάνω από το κεφάλι του και με μια μεγαλόπρεπη κίνηση χαιρέτισε αυτούς που γελού-σαν, προκαλώντας το χειροκρότημά τους, πράγμα που έκα-νε καλό και στον εκπαιδευτικό σύμβουλο.

Παρ' όλα αυτά, η ειρωνεία αφήνει στην ψυχή εκείνου προς τον οποίο κατευθύνεται το κεντρί της, κι έτσι έγινε τώρα με τον προσβεβλημένο Ζαχαρία. Μόλις είχαν προχω-ρήσει λίγα βήματα πιο πέρα από το εχθρικό γέλιο εις βάρος

195

Page 196: Οι αθώοι - Hermann Broch

τους, στάθηκε ακίνητος ακόμα μια φορά και είπε: «Είμαι γεμάτος αγανάκτηση, γεμάτος από βαθειά αγανάκτηση και ντροπή» - «Θεέ μου», είπε καλωσυνάτα ο νεαρός, «όποιος κάνει βαρειά δουλειά θέλει μερικές φορές να κάνει και την πλάκα του». Όμως ο εκπαιδευτικός σύμβουλος θύμωσε πολύ: «Θα τους μάθω εγώ να κάνουν πλάκα, να γελάνε σε βάρος των άλλων... αυτό λοιπόν είναι η αδελφοσύνη!» - «Όχι, η ελευθερία και η ισότη1:α» - «Αχά, από 'κει μας έρχεται ο αέρας... ελευθερία και ισότητα* ας την πούμε κα-λύτερα αγενή συμπεριφορά». Και θυμωμένος περπάτησε μερικά βήματα ακόμα.

Όμως η λέξη-κλειδί είχε ειπωθεί, και, σταματώντας ξα-νά, ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχαρίας άρχισε τον τέ-ταρτο λόγο του, κάνοντας στην πραγματικότητα μια ανα-κεφαλαίωση των τριών προηγούμενων, σαν ν' άφηνε τη διαθήκη του, προφανώς γιατί θεώρησε σημαντικό να μιλή-σει για τις κοινωνικές τους επιπτώσεις που αντιστοιχούσαν και στο προηγούμενο δυσάρεστο συμβάν:

«Η απρεπής συμπεριφορά παραμένει απρεπής συμπε-ριφορά. Εγώ, ένας φίλος τής εργατικής τάξης, εγώ, ένας σοσιαλδημοκράτης, εγώ, ένα ηγετικό στέλεχος της ενώσεως των διδασκάλων, δεν διστάζω να ιΐιχυριστώ κάτι τέτοιο* η απρεπής συμπεριφορά παραμένει απρεπής συμπεριφορά. Αυτοί εκεί, έχοντας αφήσει προ πολλού τη νεανική ηλικία συμπεριφέρθηκαν με τον απρεπέστερο τρόπο. Το ότι αυτή η ανεύθυνη, απρεπής συμπεριφορά στράφηκε και εναντίον μου, ας το υπενθυμήσω εδώ ως απλή υποσημείωση. Το πιο σημαντικό έγκειται όμως στην τρομακτική ανευθυνότητα, τρομακτική, πραγματικά τρομακτική για τον καθένα που παρακολουθεί την εξέλιξη του λαού μας. Πώς είναι δυνα-τόν, πρέπει να ρωτήσουμε, να γίνει ο λαός αυτός δάσκαλος του κόσμου, όταν η πιο αποφασιστική του τάξη, που δεν μπορεί παρά να είναι η εργατική, επιδεικνύει μια τόσο ανεύθυνη αντίληψη; Και θα πάω εν προκειμένω ένα βήμα πιο πέρα και θα ρωτήσω, αν μπορεί κανείς να αποκαλεί υπεύθυνο ένα συνδικάτο, το οποίο ως ανταπόδοση για το ότι πέτυχε να δώσει υψηλότερους μισθούς, απαιτεί απλώς

196

Page 197: Οι αθώοι - Hermann Broch

την παροχή μιας σοσιαλιστικής ψήφου; Άρτον και θεάμα-τα! Το μόνο που θέλουν είναι να έχουν ψωμί και την πλάκα τους και να κοιμούνται με τις γυναίκες τους. Αυτή είναι η ελευθερία και η ισότητα όπως την αντιλαμβάνονται. Πού είναι όμως το ατέρμονο, στο οποίο πρέπει ως Γερμανοί να υπηρετούν; Πού είναι η γνήσια δημοκρατία που οικοδο-μείται πάνω στο απέραντο μεγαλείο του θανάτου; Αυτό που ζητάνε είναι η εκθήλυνση και όχι η σκληραγωγία, ζη-τάνε τη ζωή, ζητάνε την άνεση της τύφλωσης μπροστά στο θάνατο ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν στα εγκόσμια, κι έτσι κιοτεύουν στο θάνατο και χάνουν τη γερμανική τους ψυχή, γίνονται εύκολη λεία για τις εκφυλισμένες δυτικές δημοκρατίες και τις θεωρίες τους που προσπαθούν να ξε-περάσουν κατά το δυνατόν την αηδία με εκθήλυνση αντί με μια γενναία μπρος στο θάνατο πειθαρχία. Μήπως είμα-στε κι εμείς καταδικασμένοι σε μια παρόμοια πλαδαρότητα κι επομένως στην αποτυχία; Όχι , χίλιες φορές όχι! Μόνον η ολότητα είναι πράγματι αληθινή, όχι το άτομο* αυτό υπόκειται, για να το εκφράσω με λακωνικό τρόπο, στις διαταγές της ελευθερίας, μιας ελευθερίας υψηλότερης, αφού μπορεί να μετέχει απλώς την ελευθερία τού όλου, και δεν μπορεί ποτέ, μα ποτέ, και μάλιστα δεν του επιτρέ-πεται καν να εγείρει δικές του αξιώσεις ελευθερίας. Η μπα-κάλικη ελευθερία πρέπει να ξεπεραστεί, και θα ήταν ακρι-βώς δουλειά των εργατικών συνδικάτων, το να συνεισφέ-ρουν εν προκειμένω στην αναγκαία παιδευτική εργασία. Χρειαζόμαστε μια σχεδιασμένη ελευθερία και ακριβώς για τον λόγον αυτόν η επίπεδη και χαώδης, ου μην αλλά και αήθης ελευθερία της Δύσεως πρέπει να αντικατασταθεί από μια καθοδηγούμενη και προσχεδιασμένη. Εδώ στέκο-μαι εγώ και φοράω στο κεφάλι με αυτοπειθαρχία ένα κατ' αυτούς γελοίο σκουφί από καπέλο χωρίς γύρο* το φοράω για να εκφράσω το αδελφικό μου φρόνημα και ανθίσταμαι στον γέλωτα της Δύσεως. Η δική μας ισότητα θα είναι μια ισότητα μπροστά στη διαταγή, μια ισότητα της πειθαρχίας και της αυτοπειθαρχίας, που θα ιεραρχεί τους πολίτες κα-τά την ηλικία, την τάξη και την απόδοσή τους, μια ισορρο-

197

Page 198: Οι αθώοι - Hermann Broch

πημένη πυραμίδα, ενώ ο εκλεκτότερος θα κληθεί στην κο-ρυφή της, ένας αυστηρός και σώφρων ταγός-αυθέντης που θα υπόκειται κι αυτός στην πειθαρχία ώστε να εγγυάται την αδελφοσύνη. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Σε κάθε αδελφοσύνη ανήκει ο πατέρας, ανήκουν οι πρό-παπποι, ανήκει ολόκληρη η σειρά των προγόνων ως εγγύη-ση για την ενότητα του συνόλου και για την ευστάθεια των πραγμάτων που αίρει πάσαν αμφιβολίαν. Ο δρόμος μας είναι στην αγάπη μέσω της πειθαρχίας κι οδηγεί σ' εκείνη την αενάως πρόθυμη στο θάνατο κι ως εκ τούτου το θάνατο υπερβαίνουσα αγάπη, στους κόλπους της οποίας, επέκεινα της αηδίας του θανάτου, συνέχονται αχρόνως το ζωώδες και το απέραντο. Αυτός είναι ο δρόμος, και το χρέος της γερμανικής δημοκρατίας θα είναι να τον βαδίσει μέχρι τέ-λους, πορευόμενη εν πειθαρχία στο προσκλητήριο για την ηγεσία της νέας Διεθνούς».

Ενώ μιλούσε ακούγονταν σιγανές βροντές και η ψύχρα που διαπερνούσε την άπνοια της νύχτας οφειλόταν στην μακρινή καταιγίδα που πλησίαζε. Τώρα αντιλήφθηκε και ο Ζαχαρίας το μακρινό μπουμπουνητό και η ψυχή γέμισε έκσταση: «Το σύμπαν, υπάκουο σε πειθαρχία μέσα στην απεραντοσύνη του, το μητρικό σύμπαν συμφωνεί μαζί μου... το ακούς; Ή μήπως δεν κατάλαβες πάλι για ποιό πράγμα πρόκειται;»

«Βεβαίως», είπε ο πιο νέος, «βεβαίως και το κατάλαβα* οι Γερμανοί θα έχουν ένα σωρό δουλειά να κάνουν».

«Δεν τους επιτρέπεται και δεν πρόκειται να την αποφύ-γουν».

«Εγώ όμως θα ήθελα ν' αποφύγω την καταιγίδα..., έλα, ας πάρουμε μια άμαξα* θα σε αφήσω στο σπίτι σου και με-τά θα συνεχίσω για το δικό μου».

«Όχι, θέλω να περπατήσω* πηγαίνω πάντοτε με τα πό-δια από το σχολείο για να πάρω αέρα. Άλλωστε, δεν είναι πια πολύ μακριά».

«Εγώ όμως είμαι κουρασμένος». «Οι στρατιώτες πρέπει να περπατούν. Μην είσαι νω-

198

Page 199: Οι αθώοι - Hermann Broch

θρός· όοο καλύτερα περπατάς, τόσο ασφαλέστερα θ' αποφύγεις την καταιγίδα».

Κι ο Ζαχαρίας άρχισε να προχωρά. Διέσχισαν τώρα ένα πάρκο. Αυτό αποτελούσε την κατοι-

κία ενός όχι ευκαταφρόνητου αριθμού εν μέρει καθιστών και εν μέρει ορθίων αδριάντων, καθένας τους περιστοιχι-σμένος από ένα πολύ γραφικό πράσινο, ενώ μέσα στο φως που έδιναν τα φώτα του πάρκου το μάρμαρό τους γινόταν ακόμα πιο λευκό και ο ορείχαλκος πιο αστραφτερός απ' ό,τι τη μέρα. Το επάγγελμα καθενός από τους παριστώμε-νους φαινόταν από τα συνηθισμένα κατά κανόνα σύνεργα, όπως το βιβλίο, η περγαμηνή με τους νόμους, το ξίφος, το πινέλο και η παλέττα, πλην όμως τώρα ξεπρόβαλε ένα γλυ-πτό που αντί όλων αυτών έφερε αλτήρα και κορύνη* από τις τεράστιες χάλκινες σωληνωτές μπότες που έφεραν τα δυο πόδια, το ένα για τη στήριξη του αγάλματος και το άλ-λο να προτείνεται μπροστά, πρόβαλε χάλκινος ένας άντρας με μακριά γενειάδα, κραδαίνοντας μια ρεμπούμπλικα στο χέρι, τα μαλλιά του κυματιστά μέσα στην άπνοια, και σαν έφθασαν κοντά οι δυο πεζοπόροι, ο Ζαχαρίας έδωσε τη διαταγή: «Προς χαιρετισμόν, κατεβάσατε τον γύρον του καπέλου!» Κι όλα έγιναν με τάξη, αφού ο Α. με τραβηγμένο το γύρο του καπέλου, πλησίασε τη βάση του αδριάντα για να αποκρυπτογραφήσει την επιγραφή που ήταν γραμμένη με τα μπεςδεμένα γοτθικά στοιχεία, και διάβασε: Ο ΠΑΤΕ-ΡΑΣ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΠΑΝ, 1778 ΕΩΣ 1852, ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Μπροστά του έπρεπε στ' αλήθεια να πάρει στάση χαιρετισμού, και ο Ζαχαρίας γέ-λασε: «Αυτός θα βρίσκεται εδώ ακόμα, όταν ο Άινσταϊν θα έχει εξαφανιστεί προ πολλού».

Έτσι βγήκαν από το πάρκο. Η βροντή ακούστηκε ξανά κι ο νεαρός θέλησε πάλι να κοιτάξει για καμιά άμαξα. Και ξανά τον τραβολόγησε ο μεγαλύτερος: «Έλα, έλα, σε λίγο είμαστε στο σπίτι» - «Ακριβώς γι' αυτό», απάντησε ο νεότερος, «ποιός ξέρει, αν μετά θα μπορέσω εγώ να βρω κάτι» - «Κάνεις μεγάλο λάθος, αντίθετα, τώρα είναι που σε χρειάζομαι για τα καλά», είπε ο Ζαχαρίας με φοβισμένη

199

Page 200: Οι αθώοι - Hermann Broch

δελεαστική πονηριά, «μάλιστα, τώρα ακριβώς σε χρειάζο-μαι, η σκάλα είναι κουραστική για έναν ανάπηρο πολέμου και η καλή μου γυναίκα, η Φιλιππίνη, θα σε ευγνωμονεί αν με βοηθήσεις να ανεΟώ» - «Αυτή την ώρα η σύζυγος σου θα κοιμάται σίγουρα» ~ «Κάνεις μεγάλο λάθος, αντίθετα, με περιμένει με μια τρυφερή αγωνία» - «Μα τότε, θα χαρεί ακόμα λιγότερο αν σε δει να φέρνεις κάποιον επισκέπτη». - «Κάνεις μεγάλο λάθος, το αντίθετο!», επέμεινε στη φράση του ο Ζαχαρίας, «δεν είσαι κάποιος επισκέπτης, αλλά ένας προστάτης, ένας επισκέπτης που προστατεύει και προστα-τεύεται, ένας από εκείνους, στους οποίους οι άγριοι προ-σφέρουν τη νύχτα την ίδια τους τη σύζυγο, και η Φιλιππίνη δεν θα μπορούσε να μη σε χαιρετήσει με ευγένεια!» Τη στιγ-μή εκείνη άρχισε να φυσά ελαφρά αλλά παρ' όλα αυτά απειλητικά ο αέρας της καταιγίδας, κάνοντας μια πρώτη και κατά κάποιον τρόπο δοκιμαστική κρούση. «Είναι πράγματι τόσο κοντά;» - «Μόνο μερικά βήματα ακόμα... κι αν θα ξεσπάσει στ' αλήθεια, τότε θα σε κρατήσουμε όλη τη νύχτα στο σπίτι μας».

Πραγματικά, δυο γωνίες πιο κάτω, σ' έναν τυπικό με-σοαστικό δρόμο, με κοκκινωπά περιφραγμένα σπίτια, με γρασίδι και δέντρα κατά μήκος της προσόψεως, έφθασαν κιόλας στο σπίτι που έμενε ο Ζαχαρίας. Αυτός άρχισε να ψάχνει στην τσέπη τού παντελονιού του για το κλειδί, αφήνοντας ταυτόχρονα να βροντήξουν τα αέρια του στο-μαχιού του - «συγγνώμη, συγχώρεσε την εξαέρωση, αδελφέ μου!» - κι αφού κατάφερε να βρει και την κλειδαρότρυπα, άναψε το φως τής σκάλας.

Είτε για να παραστήσει πως είχε ανάγκη βοήθειας, είτε γιατί ίσως η ικανότητά του ν' ανέβει τη σκάλα είχε πράγμα-τι μειωθεί από το αλκοόλ, είτε έτσι είτε αλλιώς, όσο ψηλό-τερα ανέβαινε ο Ζαχαρίας την ξύλινη σκάλα που έτριζε κι έσκουζε, τόσο πιο αργά μπορούσε ν' ανέβει, τόσο πιο πολύ λαχάνιαζε, τόσο πιο πολύ έδειχνε πως πονάει, και τόσο πιο συχνά έπρεπε ο Α. να τον στηρίζει. Επάνω όμως βρήκαν την πόρτα να τους περιμένει κιόλας ορθάνοιχτη* χωρίς αμφιβολία η κυρία εκπαιδευτικού συμβούλου τους είχε

200

Page 201: Οι αθώοι - Hermann Broch

ακούσει να έρχονται και πράγματι στεκόταν τώρα στο κα-τώφλι και τους περίμενε.

Ήταν γύρω στα τριάντα φαινόταν όμως λίγο παραπάνω επειδή ήταν κοντή και χοντρή* το πρόσωπό της, παρ' όλο το φούσκωμά του λόγω του λίπους και του λεπτού πεισμα-τάρικου στόματός της, δεν ήταν καθόλου άσχημο, και τα μαλλιά της, αραιά κάπως και άφτιαχτα, είχαν ένα καθαρό ξανθό χρώμα. Τα πόδια της κάπως υπερβολικά χοντρά, αλ-λά καλοσχηματισμένα τέλειωναν σε δυο χνουδωτές παντό-φλες. Πάνω από τη ροζ ρόμπα της φορούσε κάτι σαν μακρύ σακάκι^χπό σταμπαριστό με λουλούδια τσίτι, ενώ στο χέρι κρατούσε ένα ξεσκονιστήρι, με πολύχρωμα φτερά από κό-κορα δεμένα σ' ένα λεπτό καλάμι, ένα εργαλείο για τις δου-λειές του σπιτιού, με το οποίο αυτή, παρ' όλη την προχωρη-μένη ώρα - ήταν κιόλας περασμένα μεσάνυχτα - θα προ-σπαθούσε να συντομεύσει την αναμονή της. Στο μεταξύ και παρ' όλο ότι περίμενε, η υποδοχή της δεν ήταν καθόλου ευγενική, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ζαχαρίας, αλλά αντίθετα είπε μονάχα: «Δυο μεθύστακες».

Αν όμως λάμβανε κανείς υπόψη του την εικόνα που προ-ξενούσαν οι δυο τους, ανεβαίνοντας τη σκάλα, τότε η φρά-ση αυτή δεν ήταν ακατανόητη, επειδή ο σύζυγός της είχε στο κεφάλι του ακόμα το σκουφί τού καπέλου του χωρίς το γύρο, ενώ ο συνοδός του έφερε γύρω από τον λαιμό του ακριβώς τον γύρο αυτόν. Χωρίς να πει τίποτα άλλο, κι έχοντας τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές, το ένα να κρατά το ξεσκονιστήρι και το άλλο να στηρίζεται στη μέση της, τους περίμενε ν' ανεβούν τελείως τη σκάλα και κατόπιν τους έκανε με το σαγόνι της νόημα να μπουν στο σαλόνι και τους ακολούθησε κλείνοντας μ' έναν κρότο όλο απο-φασιστικότητα την πόρτα.

Εδώ, κάτω από τα μάτια των Μπέμπελ, Σάιντεμαν και Γουλιέλμου II, άρχισε να τους παρατηρεί μ' ένα παγερό βλέμμα. Ο εκπαιδευτικός σύμβουλος που στεκόταν με κα-τεβασμένα τα μάτια, τόλμησε να την κοιτάξει: «Φιλιππ...». Δεν ήταν όμως σε θέση να ολοκληρώσει. «Εμπρός, στη γω-νία!» τον έκοψε αυτή, κι αυτός ακολουθώντας προφανώς

201

Page 202: Οι αθώοι - Hermann Broch

κάποια παλιά τους συνήθεια, προχώρησε αμέσως σε μια γωνία του δωματίου. Ωστόσο η Φιλιππίνη, χωρίς να του δίνει πλέον προσοχή, στράφηκε στο νεαρό: «Είχατε, σίγου-ρα, μιαν αρκετά... "υγιή" συζήτηση απόψε στην ταβέρνα, ε; Και μάλλον θέλετε να τη συνεχίσετε κι εδώ. Το μόνο ωραίο είναι πως έφερε εσάς μόνο κι όχι καμιά δεκαριά ακόμα φίλους του επιστήμονες» - «Φιλιππίνη», ακούστη-κε κλαψιάρικα από τη γωνία. Η σύζυγος παρέμενε απτόη-τη. «Σώπα εσύ, το πρόσωπο στον τοίχο!» Κι αφού πείστηκε πως η διαταγή της είχε εκτελεστεί, περιέλαβε ξανά τον επι-σκέπτη: «Τι θέλετε λοιπόν να σας^ίάνω τώρα; Να βάλω και σας στη γωνία; Μήπως σας έφερε γι' αυτό μαζί του; Το κα-λύτερο που έχετε να κάνετε, είναι να πάτε το γρηγορότερο δυνατόν στο σπίτι σας». Και πάλι ακούστηκε από τη γωνία: «Φιλιππίνη, γλυκειά». - «Σώπα εσύ» - «Θα είμαι καλός* έλα να πάμε τώρα στο κρεβάτι» - «Μου φαίνεται πως δεν άκουσες τί σου είπα!» Η Φιλιππίνη γύρισε απότομα και κρατώντας το ξεσκονιστήρι από τα φτερά, εκσφενδόνισε το καλάμι στον πισινό τού συζύγου, ενώ αμέσως το ξαναπήρε και του έδωσε και μια δεύτερη, μ' αποτέλεσμα να γεμίσει ο χώρος σκόνη. Ο Ζαχαρίας έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στον τοίχο αναστέναξε, πλην όμως δεν κινήθηκε καθόλου. Αντίθετα, σκυμμένος λιγάκι μπροστά, φαινόταν να περι-μένει τη συνέχεια της διαδικασίας.

«Λοιπόν», είπε τώρα η Φιλιππίνη στο νεαρό, «δεν πι-στεύω πως θα θέλατε να γνωριστείτε κι εσείς μ' αυτό εκεί» - κι έδειξε το καλάμι του ξεσκονιστηριού στο χέρι της - , «επομένως είναι καλύτερα να του δίνετε».

«Μην τον διώχνεις», την ικέτευσε εκείνος από τη γωνία, και μιλώντας στραμμένος στον τοίχο συνέχισε: «άφησέ τον για χάρη μου εδώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ».

Η έκφραση αυστηρότητας στο πρόσωπο της Φιλιππίνης άλλαξε τώρα σε απροκάλυπτη οργή, μεταβλήθηκε σε μια άκρατη αποχαλίνωση. «Σκασμός, σκασμός», ξεφώνησε με οργισμένη φωνή «μην πεις λέξη, μην ξαναβγάλεις κιχ! Συ-νεννοηθήκαμε;» Και με την ορμή ενός παίκτη του γκολφ, ή καλύτερα ενός επαγγελματία δήμιου, άρχισε να τον χτυ-

202

Page 203: Οι αθώοι - Hermann Broch

πά, κάνοντας το καλάμι να λυγίζει και χωρίς να προσέχει πού ακριβώς χτυπά, στην πλάτη ή στον πισινό, πάλι και πάλι χωρίς διακοπή. Ο Ζαχαρίας, στην αρχή αμίλητος κι ακίνητος, με προτεταμένο τον αφεδρώνα, άρχισε ν' ανα-στενάζει: «Ναι, ναι... κι άλλο, ναι... κι άλλο, κι άλλο, βγά-λε μου την αηδία από το σώμα... κάνε με δυνατό λατρευτή μου... ξέχωσέ μουίΐ:ην αηδία από το κορμί... ναι, ναι... ω Φιλιππίνη, γλυκειά μου, την αηδία από το κορμί... ναι, ναι., ω Φιλιππίνη, γλυκειά μου, σ' αγαπώ... κι άλλο... κι άλλο...» Όταν όμως ετοιμάσθηκε να λύσει τις τιράντες του, το ξύλο διακόπηκε μονομιάς. Γύρισε κατάπληκτος να δει, και με γυάλινο βλέμμα, φορώντας ακόμα το σκουφί τού καπέλου στο κεφάλι, τραύλισε στη γυναίκα του: «Φι-λιππίνη, σ' αγαπώ».

Αυτή του έδωσε μια με το καλάμι και του πατήκωσε το σκουφί ενώ ταυτόχρονα τον εμπόδιζε να την πλησιάσει. Με το άλλο της χέρι όμως έπιασε το νεαρό από τον ώμο: «Ίσως ν' ανεβήκατε μαζί του επειδή έχετε καλή καρδιά* σίγουρα θα σας θερμοπαρακάλεσε κι εσείς θ' αποφασίσατε να τον βοηθήσετε. Και ίσως μάλιστα να θέλετε να βοηθήσετε κι εμένα τώρα. Όμως κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει κά-ποιον που βρίσκεται στην κόλαση. Εκεί που είναι η κόλαση τα πράγματα δεν μπορούν παρά να γίνονται όλο και χειρό-τερα. Και, πιστέψτε με, θα γίνουν χειρότερα* δεν έχουμε ακόμα φτάσει στην έσχατη κόλαση μέσα στην οποία πρέπει να μπούμε. Μάλιστα, νεαρέ, πήρατε κιόλας μια γεύση από την κόλαση, και τώρα πρέπει να τη σβήσετε από τη μνήμη σας. Ξεχάστε την!» Όλα τούτα ειπώθηκαν με ήρεμο ύφος* μόνο που επειδή ο νεαρός δεν κινήθηκε καθόλου, αυτή του πέταξε κατά πρόσωπο: «Έξω!»

Σαν άνοιξε κάτω την πόρτα, πλατάγισαν χοντρές σταγό-νες βροχής στο πρόσωπό του* ένα βήμα ακόμα και θα είχε γίνει τελείως μούσκεμα. Η καταιγίδα είχε τώρα ξεσπάσει για τα καλά. Η μια αστραπή ακολουθούσε την άλλη, ενώ το νερό σχημάτιζε ποτάμια πάνω στη μαύρη άσφαλτο που, μη μπορώντας να ξεπεράσουν το φράγμα των κρασπέδων, έπεφταν με ορμή στους υπονόμους. Τα φώτα τού δρόμου

203

Page 204: Οι αθώοι - Hermann Broch

κι εκείνα των σπιτιών από την απέναντι πλευρά του δρό-μου αντικατοπτρίζονταν στα μαύρα νερά του δρόμου, η ει-κόνα τους έφθανε βαθειά ως το ακίνητο, ενώ η κάθε αστρα-πή μεταβαλόταν σ' ένα υποβρύχιο πυροτέχνημα. Ο Α. κόλλησε στο κατώφλι της πόρτας και πρέπει να πέρασε πα-ραπάνω από μισή ώρα, ωσότου η καταιγίδα κοπάσει, οι αστραπές και οι βροντές αραιώσουν και η βροχή ξεθυμάνει, ώσπου να σταματήσει τελείως. Ο αέρας κόπασε και ξανά-πιασε η ψύχρα, ενώ ο Α., που τώρα είχε φύγει από το κα-ταφύγιό του, έριξε ένα βλέμμα επάνω, στο σπίτι του εκπαι-δευτικού συμβούλου: τα δυο παράθυρα του σαλονιού είχαν ακόμα δυνατό φως, το ίδιο και τα δυο γειτονικά του, που ίσως να ήταν εκείνα του υπνοδωματίου* μόνο που εδώ ήσαν κλειστές οι κουρτίνες.

Εκεί επάνω ήταν λοιπόν η κόλαση, το κέντρο της κόλα-σης, ίσως βέβαια όχι το μοναδικό, πλην όμως ένα από τα πολλά που είναι διασκορπισμένα στον κόσμο, ίσως στη Γερμανία πιο πυκνά από αλλού, παντού ωστόσο κλεισμένα μέσα στο άκακο, η απειλή της κόλασης κρυμμένη μέσα σ' ένα καβούκι. Μέσα στην ψυχρή, άκακη γαλήνη της κοιμό-ταν η πόλη και ο Α. έφτασε εύκολα στο σπίτι. Ένιωθες την πνοή των λόφων, την πνοή της εξοχής γύρω από την πόλη, και τις κατοικημένες κι όμως φυσικές περιοχές της μεγάλης χώρας. Πέρα από αυτές, εκτάσεις από χωράφια και το γερμανικό δάσος που δίνει ζωή σε δέντρα και σε αγρίμια, όπου το ζαρκάδι τρώει κλαδιά, ο κάπρος σκάβει με τη μουσούδα του και το ελάφι αφήνει τη γαύρα φωνή του να ακουστεί μέσα στον υγρό ίσκιο των δέντρων, όταν έρθει ο καιρός του. Το κουδούνισμα απ' τα κοπάδια των γελαδιών ακούγεται στα λαγκάδια, ενώ ο αγρότης πηγαίνει κάθε μέρα στη βαρειά του δουλειά αδιάφορος για το ποιά κυβέρνηση τον κυβερνά, αδιάφορος όμως και για το ποιά κολασμένα κι αιμοδιψή ένστικτα σαρώνουν την ψυχή του* ούτε το ένα, ούτε το άλλο τον αποσπούν από τη δουλειά του. Στη Γερμανία τα πράγματα εξελίσσονται πιο λογικά και συνετά από αλλού, κι ωστόσο πιο αχαλίνωτα, άπληστα και κολασμένα από αλλού. Το κάθε τι γίνεται λιγότερο

204

Page 205: Οι αθώοι - Hermann Broch

προσποιητά στη Γερμανία κι ωστόσο με μεγαλύτερη υπο-κρισία. Γιατί, μοιάζει στην ψυχή του Γερμανού να υπάρχει ένα παράδοξο πάθος για το απόλυτο, που τον κάνει να πε-ριφρονεί κάθε επιτυχημένη - εύθυμη τιθάσευση των ενστί-κτων του, πράγμα που φαίνεται ν' αποτελεί το στόχο ζωής του δυτικού ανθρώπου, μολονότι αυτός είναι περισσότερο παραδομένος στα ένστικτά του. Στον Γερμανό λείπει ολωσ-διόλου το χιούμορ, κι αν το έχει κάποτε, τότε πρόκειται για κάποιο άλλο, για ένα ανάποδο είδος χιούμορ, εκείνο ακριβώς του προσεκτικού ή-το-ένα-ή-το-άλλο, που χαρα-κτηρίζει τον γερμανικό τρόπο ζωής και που αποτελεί και τη χοντροκοπιά του, παρωθώντας άλλοτε στην τέλεια ασκητεία κι άλλοτε στην ακραία αποχαλίνωση: οι μέσες λύσεις περιφρονούνται από τον Γερμανό* τις θεωρεί υπο-κριτικές και απατηλές και δεν αντιλαμβάνεται πως με τον τρόπο αυτό επιβαρύνεται με μιαν ακόμα χειρότερη εξαπά-τηση, πως ναι μεν δεν φέρει ένα ψεύτικο φωτοστέφανο, τον τεχνητό φωτοστέφανο της Δύσης, πλην όμως - και αυτό εί-ναι ασφαλώς πολύ χειρότερο - πως κάνει το άδικο δίκιο μεταχειριζόμενος στο όνομα τού ή-το-ένα-ή-το-άλλο την αχαλίνωτη χοντροκοπιά του σαν δήθεν λογική εις βάρος

. του υπέρτερου δίκιου της ανθρώπινης ύπαρξης, και βιά-ζοντας μ' αυτόν τον τρόπο αυτό τούτο το δίκιο. Η ειλικρί-νειά του είναι εκείνη του βιαστή, ο οποίος θα ήθελε να εξα-λείψει την ψευτιά από τους απατεώνες που μισούν τη βία και ο οποίος νιώθει για το λόγο αυτό λίγο-πολύ ως ευεργέ-της, όμως είναι παρ' όλα αυτά καταδικασμένος να παρα-μείνει ολετήρας, επειδή η διδασκαλία του είναι εκείνη του δολοφόνου. Το ψέμα από 'δω και το ψέμα από 'κει, κι ανάμεσά τους ατέλειωτα στενό το μονοπάτι της αλήθειας, ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δυο κόσμους, προωρισμένο για τους Γερμανούς, όμως - εξαιτίας των ασταμάτητων στρα-βοπατημάτων και ολισθημάτων - προφανώς απροσπέλα-στο. Το γερμανικό μονοπάτι της αρετής; Όχι , μεγάλο λά-θος και αντίθετα, όπως θα έλεγε ο Ζαχαρίας, χωρίς να α-ντιλαμβάνεται ωστόσο την αλήθεια: το ότι δηλαδή πρόκει-ται για έναν δρόμο τρομερά βασανιστικό. Σε τί οφειλόταν

205

Page 206: Οι αθώοι - Hermann Broch

αυτό; Ο Α. δεν ήξερε την απάντηση. Κι άλλωστε τί τον εν-διέφερε αυτόν; Δεν έπρεπε να τον απασχολεί. Είχε φθάσει στο σπίτι του και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι* άξιος ο μι-σθός του.

206

Page 207: Οι αθώοι - Hermann Broch

VIII. Η μπαλάντα της μαστροπού

Η Μελίττα έλαβε από κάποιον νεαρό ένα δώρο. Κάτι τέ-τοιο δεν της είχε ξανασυμβεί. Το έφερε ο υπάλληλος ενός καταστήματος και της το έδωσε στο χέρι. Είναι μια τσάντα χειρός από λευκόγκριζο δέρμα με γαλαζωπές βούλες* η χρυσαφιά πόρπη αστραποβολά, το ίδιο και η λεπτή της λα-βή. Είναι λεπτοδουλεμένη και όμορφη. Αυτή την ψαχου-λεύει σ' όλες τις πλευρές· η χαρά τής αφής στα δάχτυλά της είναι το ίδιο μεγάλη όσο η χαρά τής όρασης στα μάτια της. Σχεδόν δεν τολμά ν' ανοίξει την πόρπη. Το εσωτερικό είναι φοδραρισμένο από ένα κατάλευκο μετάξι. Και δίπλα στο μικρό πορτοφόλι, κοντά στη μικρή πουδριέρα στο καπάκι της οποίας έχει εγχαραχθεί ένα μεγάλο Μ., δίπλα στο αστραφτερό κρα/γιόν και στο σημειωματάριο σαν τι να σημαίνει όμως «ϋαΐβδ»;-) υπάρχει ένα γράμμα, με το οποίο ο νεαρός ζητά να μάθει εάν και πότε θα μπορέσει να την ξαναδεί. Και αυτό ήταν επίσης κάτι που δεν της είχε ξανα-συμβεί ως τότε.

Θέλει να του απαντήσει αμέσως, όμως γι' αυτό χρειάζε-ται ένα πολύ όμορφο επιστολόχαρτο. Με τις απλές ταχυ-δρομικές κάρτες, με τις οποίες γράφει στον παππού κατά τη διάρκεια των συχνών και μακροχρόνιων ταξιδιών του, πως δόξα τω Θεώ είναι καλά στην υγεία της, δεν μπορεί τώρα να ευχαριστήσει, δεν μπορεί να γράψει κάτι της προ-κοπής κι έτσι τρέχει κάτω στο πιο κοντινό χαρτοπωλείο για ν' αγοράσει κάτι αντάξιό του. Βέβαια τώρα, που έχει κιόλας μπροστά της μιαν όμορφη κόλλα αλληλογραφίας, δεν ξέρει τί να κάνει. Πώς θα έπρεπε άραγε ν' αρχίσει; Θέ-

207

Page 208: Οι αθώοι - Hermann Broch

λει να του πει, πως η τσάντα της είναι το πιο όμορφο πράγ-μα στον κόσμο* θέλει να του πει, πως ναι, αμέσως - ή μή-πως θα ήταν καλύτερα αύριο ή μεθαύριο; - θα 'θελε να τον δει· θέλει να του πει, πως θα ήταν τόσο όμορφα να τον έχει κοντά της, πως όμως ίσως - αλλά γιατί τάχα; - δεν θα άρε-σε και πολύ στον παππού, όταν κάποτε επιστρέψει από το μακρινό του ταξίδι χωρίς προειδοποίηση, όπως συνήθως συμβαίνει, να βρει κάποιον επισκέπτη στο σπίτι* θέλει σ' αυτόν που δεν επιτρέπεται να είναι καλεσμένος της να πει οπωσδήποτε, πως δεν θα ήταν ένας συνηθισμένος επισκέ-πτης, πως παρ' όλα αυτά θα έπρεπε όμως να τον συναντή-σει κάπου αλλού, κάπου, είτε στον πύργο απέναντι στο λόφο, είτε κάτω στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου θέλει αυτός. Όμως πώς να βάλει τόσα πολλά πράγματα σε μια τάξη; Και πώς να τα πει όλα αυτά ώστε να νιώσει αυτός αλήθεια ό,τι σκέφτεται κι ό,τι θα ήθελε να του πει; Αχ, απ' την καρδιά στην πένα ο δρόμος είναι τρομερά μακρύς, ιδίως όταν δεν είσαι παρά μια μικρή πλύστρα και σε πιάνει φόβος πριν γράψεις ο,τιδήποτε. Όπως και ν' αρχίσει, της φαίνεται πως είναι λίγο.

Το πρωινό τελειώνει μέσα σε μεγάλη απελπισία. Το αρχι-νισμένο γράμμα βρίσκεται δίπλα στην τσάντα πάνω στο τραπέζι και παίρνει μια ολοένα και πιο απειλητική όψη. Δεν θέλει πλέον να κοιτάζει έξω. Το απόγευμα όμως της έρχεται η σωτήρια ιδέα, την οποία μάλιστα υλοποιεί, πριν καν την έχει. Ιίαι τούτο γιατί ξαφνικά άρχισε ν' αλλάζει τα ρούχα της από την κορυφή ως τα νύχια. Κι έτσι ανακα-λύπτει πως μπορεί να του πάει απλά η ίδια την απάντηση και πως αυτό πρέπει να το κάνει χωρίς να χάσει χρόνο.

Με το κυριακάτικό της φόρεμα, τα μαλλιά ακόμα βρεγ-μένα και χτενισμένα και την τσάντα της στο χέρι, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο. Αν δεν την απασχολούσε τόσο πολύ το γράμμα όταν πήγε στο χαρτοπωλείο, θα είχε προσέξει αυτό που πρόσεξε τώρα: είναι η πιο όμορφη ημέρα του Σεπτέμ-βρη που έζησε ποτέ της. Το βραδινό αεράκι, η ψυχρή αύρα του Σεπτέμβρη είχε κάμει κιόλας την παρουσία της αισθη-τή, ενώ κάτω από τον φωτεινό, αίθριο ακόμα ουρανό η

208

Page 209: Οι αθώοι - Hermann Broch

ψύχρα διασχίζει το δρόμο, κολλάει στις προσόψεις των κτιρίων και κάνει τους ανθρώπους να ζητούν ο ένας τη ζε-στασιά του άλλου. Για μια στιγμή η Μελίττα μένει ανα-ποφάσιστη - μήπως πρέπει να πάρει το τραμ για να πάει στην πλατεία του σταθμού; Εκεί μένει αυτός, κι αν πάρει το τραμ θα φτάσει νωρίτερα εκεί. Όμως ταυτόχρονα υπάρ-χει και η γλύκα της προσμονής, η μικρή στυφάδα που βρί-σκεται στο κατςοφλι της γλύκας, αρκεί μονάχα να μην το αναβάλλει για πολύ κι έτσι αποφασίζει να πάρει το δρόμο με τα πόδια.

Σ' όλο του σχεδόν το μήκος ο δρόμος περνάει μέσα από το εμπορικό κέντρο, που εκτός από τις Κυριακές, δεν είναι ποτέ έρημο, και που σήμερα φαίνεται να έχει ακόμα πιο πολύ και ακόμα πιο χαρούμενο κόσμο, απ' όσον άλλες φορές. Φαίνεται σαν όλοι οι άνθρωποι εδώ να είναι εφο-διασμένοι με τσάντες, ορατές και αόρατες τσάντες, για τις οποίες πρέπει να χρωστούν ευγνωμοσύνη στους βυρσοδέ-ψες. Η Μελίττα, περπατώντας κουνάει πέρα-δώθε τη δική της όχι μόνο για να δείξει πως κι αυτή ανήκει σ' όλους τους υπόλοιπους, αλλά επίσης, και μάλιστα πολύ περισσότερο γι' αυτό, για να δουν όλοι οι άλλοι πως η δικιά της τσάντα είναι η καλύτερη. Μερικές φορές στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα, ιδιαίτερα όταν εκεί υπάρχει και κάποιος καθρέ-φτης, μέσα στον οποίο να μπορεί να δει τον εαυτό της με τσάντα και σαν φ^ίάσει σε κάποια βιτρίνα, στην οποία να υπάρχουν τσάντες, τότε όλες αυτές, έτσι καθώς έχουν καθ' ομάδες ή η καθεμιά ξεχωριστά τοποθετηθεί, να συγκριθούν μία προς μία με τη δικιά της, που τις ξεπερνά όλες, παρ' όλο ότι αυτό της παίρνει πολύ χρόνο και ακονίζει παρα-πάνω απ' όσο αντέχει τη στυφάδα της προσμονής. Κι όταν επιτέλους βρεθεί στην ήρεμη πλατεία του σταθμού, θα ήθε-λε να επαναλάβει το ίδιο παιχνίδι εξαρχής* τόσο όμορφο ήταν. Όμως τώρα έφθασε στα όρια ανάμεσα στη γλύκα και στη στυφάδα της προσμονής* εάν γύριζε να ξανακάμει το γύρο με τις βιτρίνες, η στυφάδα θα γινόταν ανυπόφορη κι έτσι η Μελίττα παραιτείται.

Το σπίτι με τη διεύθυνση που κρατάει βρέθηκε αρκετά

209

Page 210: Οι αθώοι - Hermann Broch

σύντομα. Η Μελίττα απογοητεύθηκε λιγάκι σαν είδε πως στην πόρτα υπάρχει όχι το δικό του, μα ένα τελείως ξένο όνομα και σαστίζει τελείως όταν δεν της ανοίγει αυτός, αλλά μια γριά γκριζομάλλα γυναίκα, η οποία δεν κάνει μιαν ιδιαίτερα προσηνή εντύπωση κάτω από το λευκό σκουφί τής καμαριέρας, αλλ' αντίθετα ρωτάει τραχειά να μάθει τι ζητάνε, και στη διστακτική ερώτηση εάν ο κύριος Α. είναι εκεί, πάει κιόλας να κλείσει την πόρτα: «Ο κύριος Α. επιστρέφει μόνον τα βράδυα στο σπίτι».

«Ω», κάνει η Μελίττα, και τα δάκρυα τής έρχονται καυτά στα μάτια.

«Περί τίνος πρόκειται;» Η ερώτηση γίνεται σε πιο ήπιο τόνο, και η Μελίττα ξαναπαίρνει θάρρος.

«Πρέπει να του δώσω μιαν απάντηση». «Απάντηση; Από ποιόν;» «Από 'μένα». Το κεφάλι της γριάς στην πόρτα ξεσπά σ' ένα ξεδοντια-

σμένο γέλιο: «Ποιός στέλνει ποιόν; Μήπως στο μεταξύ μείνατε στο

σπίτι σας;» Χωρίς να καταλαβαίνει η Μελίττα την κοιτάζει και τα δάκρυα κοντεύουν να ξανακυλήσουν.

Η ευθυμία της γριάς μεταβάλλεται^γρήγορα σ' ένα ειρω-νικό χαμόγελο: «Πώς το 'πατε αυτό με την απάντηση; Δεν το κατάλαβα ακόμα». Η Μελίττα θα ήθελε να της εξηγήσει, όμως δεν τα καταφέρνει τελικά. Πρέπει μολοντούτο να εξηγηθεί, πρέπει μολοντούτο να δικαιολογηθεί κι επειδή επείγεται τόσο πολύ, της έρχεται μια έμπνευση: ανοίγει την τσάντα της, και μάλιστα την ανοίγει πολύ επιδεικτικά -γιατί να κρύψει κάτι, για το οποίο είναι τόσο υπερήφανη - και δίνει στην γριά το γράμμα.

«Μια στιγμή», λέει αυτή, και παίρνοντας το γράμμα, πη-γαίνει μαζί μ' αυτό στην κουζίνα που διακρίνεται πίσω από το χωλ, για να το διαβάσει με τη βοήθεια των γυαλιών της. Η Μελίττα, που δεν θέλει να της διαβάσουν το γράμμα, την ακολουθεί και μένοντας κατά κάποιον τρόπο έκπληκτη, είναι υποχρεωμένη να ακούσει ένα ανυπόμονο - επικριτικό κλαψούρισμα: «Μα, πού είναι τώρα αυτά τα γυαλιά...

210

Page 211: Οι αθώοι - Hermann Broch

αφού τα 'βαλα στο συρτάρι στο τραπέζι της κουζίνας... πες μου πού στο καλό είναι αυτά τα γυαλιά, αντί να κάθεσαι και να με κοιτάς τόσο ηλίθια.., όχι, πήγαινε πρώτα να κλείσεις την εξώπορτα...., φαίνεται πως δεν σ' έχουν μάθει να κλείνεις τις πόρτες... Κύριε των Δυνάμεων, τα γυαλιά μου... νάτα, αφού στο είπα πως είναι στο συρτάρι του τρα-πεζιού, και εδώ ακριβώς είναι».

Κατόπιν η γριά διαβάζει κοντά στο παράθυρο με πολλή προσοχή και διεξοδικότητα το γράμμα, ίσως και για δεύ-τερη φορά και όταν τελειώνει γνέφει επιδοκιμαστικά με το κεφάλι της: «Για δες... ώστε έτσι έχουν τα πράγματα... μπορείς να κλείσεις και την πόρτα της κουζίνας». Και λέ-γοντας αυτά ανάβει το μάτι της κουζίνας: «Πρώτα θα πιούμε μαζί καφέ. Σίγουρα δεν θα 'χεις πιεί σταλιά σήμε-ρα». Όχι , το φαί δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό της Μελίττας. «Βλέπεις λοιπόν... η γριά Τσερλίν τα ξέρει αυτά πώς είναι... Εγώ είμαι η Τσερλίν... το 'πιασες; Για βγάλε δυο φλυτζάνια από το ντουλάπι».

Μ' αυτά κάθησαν μαζί να πιούν καφέ* έβαλαν γάλα μέσα στον καφέ που μοσχοβολούσε, βούτηξαν και λευκό ψωμί και το ψάρεψαν κατόπιν με τα κουταλάκια, όπως γίνεται, και μέσα στο επόμενο τέταρτο της ώρας η Τσερλίνε είχε μάθει όλα όσα ήθελε να μάθει και όσα υπήρχαν για να μά-θει.

«Ώστε θέλεις να τον δεις σήμερα κιόλας;» Η Μελίττα έγνεψε πρόθυμα. «Θα σε κρατήσω εδώ για το βραδινό... ίσως η δεσποσύ-

νη μας να είχε αντιρρήσεις» - άφησε ένα σιγανό χαχάνισμα, αρκετά μοχθηρό - «όμως απόψε την έχουν έτσι κι αλλιώς καλέσει για δείπνο, κι ακόμα κι αν ερχόταν η κυρία βαρώ-νη στην κουζίνα, δεν πειράζει... είσαι απλώς μια συγγενής μου... καταλαβαίνεις;»

Κατόπιν έπλυναν και στέγνωσαν μαζί τα φλυτζάνια του καφέ: «καλή είσαι γι' αυτήν τη δουλειά», την παίνεψε η Τσερλίνε, «σίγουρα θα ήθελες να του φτιάχνεις καφέ έτσι...»

Η Μελίττα κοκκίνησε. Ναι, πολύ θα το 'θελε, είπε.

211

Page 212: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Δεν είσαι καθόλου», - η Τσερλίνε σήκωσε ελαφρά το σαγόνι της κοπέλας για να μπορέσει να παρατηρήσει κα-λύτερα το πρόσωπό της - , «μα το Θεό, δεν είσαι καθόλου άσχημη... μόνο μ' αυτά τα μαλλιά... πώς γυρίζεις έτσι;»

«Γιατί; Δεν είμαι καλή;» «Γιατί, γιατί... δεν πήγες ποτέ στον κινηματογράφο;

Εκεί θα έπρεπε να είχες δει, πώς πρέπει να είσαι...» «Ο παππούς δεν πάει ποτέ στον κινηματογράφο». «Μη με κάνεις ν' απελπίζομαι... είναι δυνατόν να πη-

γαίνεις σ' αυτήν την ηλικία με τον παππού στον κινηματο-γράφο;... έλα, μη μου παίρνεις αυτά τα τρομαγμένα μάτια* δεν σου είπα και τίποτα κακό. Έλα καλύτερα στο δωμάτιό μου* θα σου φτιάξω τα μαλλιά για να 'σαι όμορφη απόψε μαζί του».

Στον κήπο, μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας, κάποιος ραντίζει με νερό τις πρασιές, μέσα στον εσπερινό ήλιο, ενώ οι ακτίνες του νερού παίρνουν κάπου-κάπου το χρώμα του ουράνιου τόξου. Καθώς το νερό πέφτει πάνω στο γρασίδι, αυτό γίνεται για λίγο καταπράσινο σε μερικές μεριές, σχηματίζοντας λακούβες νερού που στεγνώνουν αμέσως και υπάρχει διάχυτη μια υγρή και ψυχρή μυρωδιά τριγύρω: «Μπορώ να καθήσω μαζί του εκεί από κάτω;» ρωτάει η Μελίττα.

«Γιατί όχι; Όμως τώρα θα τακτοποιήσουμε τα μαλλιά σου». Και τραβώντας τη μικρή στο διπλανό προς την κου-ζίνα ευρύχωρο δωμάτιό της - κι από 'δω μπορούσε κανείς να δει μέσα από το ανοικτό παράθυρο τον κήπο - τη βάζει να καθήσει μπροστά από το μικρό καθρέφτη, της βάζει γύ-ρω από το λαιμό ένα παλιό κάλυμμα που σίγουρα θα ήταν της βαρώνης, της λύνει τις πλεξίδες κι αφήνει τα δάχτυλά της να γλυστρήσουν χαϊδεύοντας κι εξετάζοντας τα μαλλιά της: «Έχεις δυνατά, καλά μαλλιά... είσαι μια από τις γυ-ναίκες που τους πάνε και κοντά».

«Στον παππού δεν αρέσουν τα κοντά μαλλιά». «Πάλι ο παππούς... τί λένε γι' αυτό οι άλλοι σου άντρες;» Η Μελίττα το σκέπτεται: «Νομίζω, πως δεν έχω κανέ-

ναν».

212

Page 213: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Τί; Θάθελα πολύ να μάθω τώρα πόσων χρόνων είσαι». «Δεκαεννέα». «Δεκαεννιά, δεκαεννιά...» - με επιδέξιες κινήσεις η

Τσερλίνε στερεώνει τα μαλλιά - «δεκαεννιά... και δεν έχεις πάει ακόμα με κανέναν στο κρεβάτι...»

Καμιά απάντηση. Η Μελίττα προσέχει τον εαυτό της στον καθρέφτη, και κοιτάζει πόσο έχει χλωμιάσει. Γιατί ρωτάει η γριά αυτά τα πράγματα;

Αυτή όμως συνεχίζει να μιλάει αδυσώπητα και σκληρό-καρδα:

«Άλλες κοπέλες είναι πιο επιτήδειες* αρχίζουν νωρίς, πολύ πιο νωρίς... για να μη μιλήσουμε και για την Τσερλίν και τα δικά της νειάτα... όμως με τον Αντρέα σου, θα πας μαζί του στο κρεβάτι... σε λίγο τελειώνουμε* θα κοιτάξω μονάχα μήπως μπορέσω να σου φτιάξω τις μπούκλες... Θεέ μου, τι έχεις τώρα πάλι;»

Από τα μάτια της Μελίττας ξέσπασε τώρα ένα ποτάμι από δάκρυα, ακράτητα δάκρυα, κι αυτή έκρυψε το πρόσω-πό της στα χέρια της.

Η Τσερλίνε, όρθια πίσω της, της φιλά τη χωρίστρα, την χαϊδεύει στο κεφάλι και στα μάγουλα: «Είναι τόσο κακό, μικρή μου; Μήπως φοβάσαι μπας και δεν τα καταφέρεις;... όχι, μικρή μου, όλες τα κατάφεραν ως τώρα».

Οι λυγμοί χειροτέρεψαν. Η Μελίττα κάθεται μαζεμένη και κάνει με το δεξί της χέρι νόημα στη γριά να σωπάσει.

Η γριά χαμογελά: «Άντε, άντε, μην κάνεις έτσι... είσαι μεγάλη γυναίκα πια».

«Ήταν τόσο όμορφη μέρα, και τώρα χάλασε* τώρα δεν θα ξαναγίνει ποτέ πια όμορφη».

Η Τσερλίνε λέει τότε αυστηρά, και λέγοντάς τα αυτά η συρρικνωμένη της μορφή φαίνεται να ξεδιπλώνει και να μεγαλώνει:

«Άμα το κάνεις όμορφα, θα γίνει όμορφα* δώσε τού το όμορφα για να σού το δώσει κι αυτός όμορφα... γι' αυτό γεννήθηκες και μ' αυτό θα γεννήσεις».

Και λέγοντάς τα αυτά ακούστηκε και κάτι ανείπωτο, κάτι δικό της ανείπωτο, και μολονότι έμεινε άρρητο, ήταν

213

Page 214: Οι αθώοι - Hermann Broch

πιο ισχυρό από το ειπωμένο και η δύναμή του ήταν αισθη-τή: σκέφτηκε το ίδιο το Άμεσο, σκέφτηκε την άμεση ετοι-μότητα για ζωή και για θάνατο που φέρει το γήινο, άγια η γήινη απεραντοσύνη που έχει δοθεί και έχει φορτωθεί κάθε θηλυκό μ' αυτήν, το βάρος και το μεγαλείο των εγκοσμίων στο αδυσώπητο άφευκτό τους, στην αδυσώπητη απλότητά τους. Αυτά σκεφτόταν η Τσερλίνε, και η Μελίττα το ένιωσε μαζί της και εξαιτίας της.

«Θα κάνω παιδιά;» «Ναι, αν θα είναι όμορφο... θα κάνεις,... όμως τώρα μου

ανακάτεψες πάλι τελείως τα μαλλιά σου». Η κοπέλα κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη τη γριά, πολύ

σοβαρά, όμως τώρα χαμογελώντας κι αυτή: «Κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει...»

«Τι πράγμα; Τα μαλλιά σου; Το να κάνεις παιδιά;» «Όχι, τα πάντα». «Σωστά», συμφωνεί και η Τσερλίνε, «κανένας δεν μπορεί

να το καταλάβει. Αν πας με πολλούς, είναι κακό* αν πας μτ Γ λίγους είναι κι αυτό κακό, κι αν δεν πας με κανέ-Υίΐν ΐ:ΐναι (χκόμα χειρότερο. Και γιατί πρέπει να κάνει κα-νείς τα παιδιά του με τον έναν και όχι με τον άλλον είναι τόσο ακατανόητα κακό, που σου '^χεται να τρελαθείς. Και παρ' όλα αυτά πρέπει να το δεχτεί κανείς, παρ' όλα αυτά πρέπει να το δεχτείς κι εσύ, παρ' όλα αυτά πρέπει να τους το δώσεις όμορφα. Γιατί γι' αυτόν το λόγο είμαστε γυναί-κες».

«Δεν θέλω να το σκέφτομαι», λέει η Μελίττα και σκου-πίζει τα τελευταία της δάκρια.

«Ναι, το να μην σκέφτεσαι και μονάχα να το κάνεις, αυ-τό σου ταιριάζει* έτσι το κάνουν όλες, το κάνουν και δεν σκέφτονται... έτσι... μη μου ξαναχαλάς τα μαλλιά... άντε τώρα έξω στον κήπο, και εγώ θα σε φωνάξω επάνω μόλις η δεσποσύνη μας γκρεμοτσακιστεί. Θα με βοηθήσεις εύν τότε να ετοιμάσω το δείπνο».

Η Μελίττα βγαίνει έξω, αλλά διστάζει να περπατήσει στον κήπο που βυθίζεται στο σκοτάδι. Εδώ στον κήπο θα 'θελε να κάθεται μαζί του, χέρι με χέρι, όμως το απεριόρι-

214

Page 215: Οι αθώοι - Hermann Broch

στο του πόθου της, χωρίς το οποίο αυτός δεν ήταν πόθος, χάλασε από τις σκληρές απαιτήσεις της Τσερλίνε. Στη θέση του φάνηκε - αναπόφευκτο - ένα άλλο, ένα καινούργιο, ένα πιο σκληρό ακόμα και πιο τίμιο απεριόριστο, το δίχως όρια απρόσωπο της ανθρώπινης ζωής. Απ' όλα τούτα αυτή δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, τίποτα απ' όλα δεν μπορεί να διατυπώσει σε μια φράση, όμως διαισθάνεται πως η όμορ-φη τσάντα έχασε την πρώτη αξία της, όχι μονάχα γιατί αυ-τό που συνέβη στο μεταξύ ήταν αμετάκλητο, αλλά, ακόμα περισσότερο γιατί δεν πρέπει πια ν' ανακληθεί. Ολόκληρη τη μέρα ποθούσε τον Αντρέα, κι ωστόσο απόδιωχνε τον πόθο, σαν να 'ταν ένα αθώο παιχνιδάκι, τον απωθούσε ελαφρά τη καρδία και χωρίς να χάσει τίποτα, αν τύχαινε στο μεταξύ να συμβεί κάτι, όπως λόγου χάριν η επιστροφή του παππού· τώρα ο πόθος είχε σβήσει, και μ' αυτόν η δυ-νατότητα απάρνησής του. Ω, ο πόθος που είχε γεμίσει την ημέρα της, είχε εμποτισθεί σε μια δίχως σύνορα ευθυμία, χαρίεσσα και φωτεινή η αδημονία του* τώρα η αδημονία έχει στραφεί, απογυμνωμένη από τον πόθο, στη σκοτεινιά, είναι μια λαχτάρα σχεδόν χωρίς σκοπό, μια αδημονία καθ' εαυτήν, και μολοντούτο ανυπόταχτη. Το ανυπόταχτο του κενού! Και η Μελίττα, η οποία θα είχε ευχαρίστως πάει μέχρι τα παγκάκια στην άκρη του κήπου, εκεί που θα ήθε-λε να κάθεται μαζί του, που όμως δεν πήγε παρά μόνο έως εκείνα που βρίσκονταν αμέσως πίσω από το σπίτι, κοιτάζει την πρώτη ομίχλη του φθινοπώρου, που αργά, πολύ αργά, ω, υπερβολικά αργά μεταβάλλεται σε σκοτεινιά, και όλα όσα ξέρει και σκέφτεται, είναι η γνώση της αδημονίας της, είναι η σκέψη της κενής της αδημονίας. Κατόπιν, επιτέλους - αχ επιτέλους! - η άδεια της αναμονή διακόπτεται: ακού-γονται βήματα να κατεβαίνουν την σκάλα πίσω της στο σπίτι* δεν μπορεί παρά να είναι η δεσποσύνη, και η άδεια ένταση τής Μελίττας χαλαρώνει λιγάκι, αφού όπου νάναι θα την φωνάξει τώρα η Τσερλίνε. Σωστά, η Τσερλίνε κατε-βαίνει κι αυτή τώρα. Στα χέρια της κρατά μια ψαλλίδα για τα λουλούδια και βρίζει που η δεσποσύνη δεν ήθελε με κα-νέναν τρόπο να ξεκουμπιστεί. «Όμως το όφελος είναι δικό

215

Page 216: Οι αθώοι - Hermann Broch

σου», λέει; «τώρα έχω κιόλας κάνει επά^ω όλη τη δουλειά, δεν θα χρειαστεί παρά να κάτσεις απλώς να φας.- Μόνο που θα μπορούσες στο μεταξύ να είχες κόψει εδώ λίγα λουλού-δια». Όμως αρνείται την προσφορά της Μελίττας να διορ-θώσει αυτοστιγμεί. Εκείνη σπεύδει στις πρασιές και μέσα στο μισοσκότεινο φως της ομίχλης τη βλέπει σκυμμένη, να κόβει με το ψαλλίδι τα λουλούδια* επιστρέφει καλοδιάθετη με μια μικρή ανθοδέσμη:

«Πάμε». Το τραπέζι είναι στρωμμένο στην κουζίνα για δύο*

υπάρχει και κρασί, ενώ η Τσερλίνε φέρνει ένα μεγάλο κρυ-στάλλινο βάζο με λουλούδια και το τοποθετεί με προσοχή στο τραπέζι. Πριν ακόμα καθήσουν, βάζει κρασί στα ποτή-ρια: «Να 'σαι καλά, μι>^ή, και καλότυχη», λέει συγκινημέ-νη και τσουγκρίζει με την Μελίττα. Και μιας και η άκρη τής ποδιάς της είναι καμωμένη γι' αυτόν το σκοπό, σκου-πίζει μ' αυτήν τα μάτια της.

Μη όντας συνηθισμένη στσ κρασί, η Μελίττα ξεχνά την στενοχώρια της προηγούμενης ώρας. Και ύστερα από μια μικρή πίεση αποφασίζει μάλιστα να φάει και λίγο, παρ' όλο ότι ήταν απολύτως πεπεισμένη πως δεν πρόκειται στην ζωή της να ξαναβάλει μπουκιά στο στόμα της. Μάλιστα, παραδέχεται σύντομα πως το φαί τής αρέσει κιόλας, πως ποτέ άλλοτε δεν έφαγε τόσο καλό φαί, ενώ η Τσερλίνε που παινεύει, της κολλάει στο μάγουλο ένα δυνατό φιλί: «Το καλύτερο που υπάρχει είναι ένα γαμήλιο φαγητό χωρίς τον γαμπρό... μπορείς να πιείς ακόμα ένα ποτήρι, φυσικά, πό-τε θα το κάνεις, αν δεν το κάνεις σήμερα...» Τώρα η Μελίτ-τα αφήνει τα νάζια καταμέρος· το ποτό τής αρέσει, ενώ ο χαρούμενος πόθος, ο πόθος δίχως την αδημονία ξανακάνει την εμφάνισή του. Κουρασμένες από το φαγητό και την πο-λυλογία κάθονται για λίγο ακόμα, ώσπου η Τσερλίνε μ' ένα βλέμμα της στο ρολόι της κουζίνας, καθορίζει το επόμενο σημείο του προγράμματος: «Είναι καιρός να πας να πλυ-θείς, αλλά πλύσου καλά... ή θέλεις μήπως να σε μάθω κι αυτό;» Και δείχνει στην κοπέλα το λουτρό και την τουαλέ-τα. Χωρίς αμφιβολία, αυτό της ήταν τώρα τελείως απα-

216

Page 217: Οι αθώοι - Hermann Broch

ραίτητο. Καθώς είναι έτοιμη να επιατρέ'ψει στην κουζίνα, φονάζουν τη Μελίττα από το άλλο άκρον του χωλ: «Απ' εδώ, Μελίττα!» Και αφού υπακούσει στο κάλεσμα, δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να καταλάβει πως η Τσερ-λίνε είναι απασχολημένη στα δωμάτια του Α. Η Μελίττα μπαίνει δειλά-δειλά, διασχίζει το πρώτο δωμάτιο και συ-ναντά στο δεύτερο την Τσερλίνε που ετοιμάζεται να στρώ-σει το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. Επικρατεί σχεδόν σκο-τάδι, αφού είναι μόνο η λάμπα του κομοδίνου αναμμένη, ενώ το κρυστάλλινο βάζο με τα λουλούδια βρίσκεται τώρα πάνω στον κομό. Όσο κι αν όλα αυτά είναι συνηθισμένα, δημιουργούν ωστόσο ενδοιασμούς, όμως αυτοί θα της φύγουν γρήγορα, αφού πριν καλά-καλά κοιτάξει γύρω της, η Τσερλίνε θα την αποπάρει με εύθυμη τραχύτητα: «Ακόμα δεν έμαθες να κλείνεις πίσω σου τις πόρτες... όχι, όχι αυ-τήν, την εξωτερική προς το χωλ». Αχ ναι, το είχε ξεχάσει, όμως στην πραγματικότητα δεν της αρέσει που το κάνει. Παρ' όλα αυτά το κάνει. Στο μεταξύ η Τσερλίνε ετοίμασε το κρεβάτι και τώρα πάει κουτσαίνοντας προς το μέρος της: «Γδύσου».

«Εγώ...;» Η Τσερλίνε γελάει: «Ποιός άλλος;» «Μα...» «Έλα τώρα, πρέπει να γδυθείς». Και καθώς η κοπέλα

διστάζει ακόμα, της ξεκουμπώνει την μπλούζα. Με αυτό έσπασε ο πάγος* η Μελίττα κάθεται υπάκουα στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι κι αρχίζει, σαν να 'ταν για να κοιμηθεί, να γδύνεται συστηματικά.

Ωστόσο, καθώς ετοιμάζεται να βγάλει το πουκάμισο, συγκρατείται:

«Μα δεν έχω νυχτικό...» - «Εμπρός, συνέχισε», την πιέ-ζει η Τσερλίνε, «τί το θέλεις απόψε το νυχτικό... όμως θα χρειαστείς ένα... θα σού το φέρω αμέσως μετά..., έλα, κου-νήσου, άφησε το ηλίθιο πουκάμισο να πέσει!»

Τώρα η Μελίττα είναι τελείως γυμνή. Τόσο γυμνή δεν ήταν ποτέ ως τώρα στη ζωή της. Η Τσερλίνε την παρατηρεί με μάτι ειδήμονος και τη χτυπά εδώ κι εκεί με τρυφερότη-

217

Page 218: Οι αθώοι - Hermann Broch

τα. «Όλα είναι μια χαρά», λέει και ανασηκώνει λιγάκι το στήθος της κοπέλας, «λίγο απαλά είναι, και λίγο βαρειά* τα δικά μου ήσαν περισσότερο τσιτωμένα στην ηλικία σου, αλλά κι έτσι καλή είσαι. Πολλοί άντρες θέλουν έτσι τις γυ-ναίκες, ξετρελαίνονται για κάτι τέτοια και ροζ θηλές^ σαν τις δικές σου τους φαίνονται σαν γλυκό γάλα». Προσέχει το λιγάκι πυκνό τρίχωμα στις μασχάλες της κοπέλας και το χνούδι στο εφήβαιο και δηλώνει πως και μ' αυτά είναι ικα-νοποιημένη:. «Απίστευτο, ένα τέτοιο κορίτσι να 'ναι ακόμα παρθένα... για κοιτάξου στον καθρέφτη, μπορείς να είσαι με τον εαυτό σου κι αυτόν που σ' έπλασε απολύτως ευχαρι-στημένη». Ναι, η Μελίττα είναι ευχαριστημένη, και είναι μια απολύτως καινούργια ευχαρίστηση, εκείνη που επι-στρέφει σ' αυτήν μέσα από το είδωλό της, έτσι που δεν κου-ράζεται να κοιτάζει και δεν θα 'θελε καν να σταματήσει: ξαφνικά γνωρίζει πώς ποθεί ένας άντρας, και τι είναι αυτό που ποθεί, και χαίρεται που είναι φτιαγμένη για να την πο-θούν. «Πού είναι η τσάντα μου;» ρωτάει ξαφνικά τρομαγ-μένη.

«Περίμενε, θα στη φέρω. Και θα σου φέρω και το νυχτι-κό, ένα όμορφο νυχτικό της δεσποσύνης μας».

Επιστρέφοντας δεν φέρνει μονάχα την τσάντα και το νυ-χτικό, αλλά και μια μεγάλη φιάλη με κολώνια κι ένα καπά-κι σαν στέμμα, που το ανοίγει κι αφήνει τη Μελίττα να μυ-ρίσει, κι απολαμβάνει την ευχαρίστησή της που δεν φαίνε-ται συνηθισμένη σ' αρώματα: «Γαλλικό... δώρο στην κυρία βαρώνη από τον Αντρέα σου* έχεις δικαιώματα δηλαδή σ' αυτό.

Ξαφνικά προσέχει όμως πως η κοπέλα έχει κρεμασμένη από το λαιμό της ακόμα τη λεπτή αλυσίδα με το μενταγιόν και τη φωτογραφία του παππού και γελώντας ειρωνικά της το βγάζει:

«Ο παππούς καλύτερα να σ' αφήσει απόψε ήσυχη* δεν είναι όμορφο να το φοράς».

Η Μελίττα δεν μπορεί να το παραδεχθεί* αφήνει τον παππού να γλυστρήσει στην τσάντα, κοιτάζει για ένα δευ-τερόλεπτο το σκοτάδι από πίσω του και με έκφραση πεν-

218

Page 219: Οι αθώοι - Hermann Broch

θούσας που στρέφεται να φύγει από φρεσκοσκαμμένο τάφο, κλείνει την πόρπη της τσάντας. Έγινε με εκείνο τον όμορφο, αυτονόητο τρόπο που συνοδεύει την αναγκαιότη-τα και που φέρει για τον λόγο αυτό και την σκληρότητά της. Κι αφού συνέβη, οι δυο γυναίκες νιώθουν πως κάθε τι το άμεσο είναι αδυσώπητο, και πως το ίδιο το άγιο, μέσα στο οποίο λαμπρύνεται η έσχατη αμεσότητα, δεν μπορεί να είναι ποτέ δίχως αυστηρότητα και σκληράδα. Γιατί η αγιό-τητα της αδιαμεσολάβητης εγγύτητας είναι άσπλαχνη, απλωμένη σε κάθε απόσταση, και παραμένουσα εντούτοις στο γήινο, ως η δωρηθείσα και επιβληθείσα σε κάθε θυληκό γήινη απεραντοσύνη, η οποία εμπεριέχει εντός της υπό την μορφή τής άτεγκτα αδίαμεσολάβητης αγιότητας των καρ-πών των φύλων το ανθρώπινο χρέος, το χρέος τής άνευ όρων ανθρωπιάς. Και τόσο η Μελίττα, όσο και η Τσερλίνε έγιναν πολύ σοβαρές.

Η Μελίττα σχεδόν δεν τολμά πλέον να κοιτάξει στον κα-θρέφτη, και κλείνει τα μάτια, τα κλείνει μάλιστα τελείως, μιας και η Τσερλίνε ετοιμάστηκε να της τρίψει το δέρμα, αρχίζοντας από πίσω απ' τ' αυτιά και δίχως ν' αφήσει σπι-θαμή ως τα γόνατα με την κολώνια, πράγμα που της προ-ξένησε ένα άγνωστό της έως εκείνη την στιγμή, και σκοτει-νό αίσθημα ευχαρίστησης. Ωστόσο πρέπει να δει το νυχτι-κό που της φοράει αμέσως μετά η Τσερλίνε, και πράγματι, δεν χορταίνει να βλέπει τον εαυτό της να το φοράει: Είναι πάρα πολύ μακρύ, είναι ολομέταξο, έχει, παρ' όλη την απαλή του άκρη πάνω από το στήθος, ένα μεγάλο ντεκολτέ κι αφήνει ώμους και βραχίονες ακάλυπτους. «Σωστή νυφούλα, όμορφη νύφη», λέει η Τσερλίνε καθώς την κοι-τάζει κι αυτή στον καθρέφτη, όμως αμέσως μετά, για τη Μελίττα υπερβολικά γρήγορα, χορταίνει το θέαμα και παίρνει την απόφαση: «Λοιπόν, τώρα πέσε στο κρεβάτι». Κι αφού έγινε κι αυτό, τη φιλάει ακόμα μια φορά, σβήνει το φως και βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα δίπλα στο σαλόνι ανοιχτή, κλείνοντας όμως με προσοχή την εξωτερική πόρτα που οδηγεί στο χωλ.

Η Μελίττα είναι στο κρεβάτι. Νιώθει όμορφα, νιώθει

219

Page 220: Οι αθώοι - Hermann Broch

κουρασμένη, νιώθει να νυστάζει. Όλη η αδημονία της έχει εξαφανιστεί, όμως ο πόθος έχει μεγαλώσει, το σκοτεινό δωμάτιο έγινε ένα όνειρο. Ισως να είχαν αποκοιμηθεί πραγματικά. Δεν ξέρει πόσο κράτησε ώσπου ξαφνικά, δια-κόπτοντας το άχρονο, απ' έξω - αν και σε πολλή μεγάλη απόσταση - ακούστηκε η φωνή της Τσερλίνε: «Μάλιστα, μάλιστα, ένα μυστικό, κύριε Α., μάλιστα, μάλιστα, μια με-γάλη έκπληξη για σας* μα, πηγαίνετε μέσα... μήπως δεν πι-στεύετε τη γριά Τσερλίνε; Εμπρός, πηγαίνετε και μην κά-νετε και πολλή φασαρία τη νύχτα... καταλαβαίνετε;»

Μετά με λίγο φως στο διπλανό δωμάτιο - ανοίγει η πόρ-τα, και προς μεγάλη έκπληξη της Μελίττας τα χέρια της λύνονται, υψώνονται απελευθερωμένα απ' αυτήν, στρέ-φονται στο μέρος του, ω, ψάχνουν να τον αγγίξουν, προς δική του έκπληξη, ναι, και προς έκπληξη δική του. Λευκά, σκοτεινόλευκα φέγγουν τα χέρια της μέσα στο μι-σοσκόταδο. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπουν τα μάτια της Μελίττας αυτήν τη νύχτα. Γιατί ακολουθεί η έκπληξη του πρώτου ιφιλιού, της πρώτης συνάντησης των εγώ, που φαίνεται ατέλειωτη καθώς η γλύκα παίρνει ν' αυ-ξάνει και ν' αυξάνει. Κι έπεται (μετά από μια μικρή, αδέ-ξια προσπάθεια και λίγο πόνο, ωστόσο με αυτονόητη σο-βαρότητα) η πρωταρχική - αρχέγονη έκπληξη, η έκπληξη της αιωνιότητας, η οποία - ακόμα κι όταν δεν γίνεται, όπως εδώ, για πρώτη φορά, αλλά καταντήσει οικεία και συνηθισμένη καθημερινότητα - διατηρεί τις ανταύγειες τής πρώτης φοράς, και μπορεί να γίνει μόνον έκπληξη ξανά, πρέπει να είναι έκπληξη: το αλληλοβύθισμα, το συνταίρια-σμα δυο ανθρώπινων σωμάτων.

220

Page 221: Οι αθώοι - Hermann Broch

IX. Εξαγορασμένη μητέρα

Μολονότι ήταν ένα σπίτι με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, είχε έναν αριστοκρατικό χαρακτήρα και γι' αυτό τα μι-σθωτήρια των ενοίκων του είχαν κάποια κοινωνική ιεραρ-χία. Ο κήπος π.χ., που βρισκόταν πίσω από το σπίτι σε με-γάλο βάθος ήταν μεν στενός, όμως έμοιαζε μ' ένα τμήμα κάποιου μεγάλου πάρκου, μια και όλα τα γειτονικά σπίτια είχαν παρόμοια διαμορφωμένα και το ίδιο στενά κηπάρια, αυτός λοιπόν ο κήπος ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στους ενοίκους του κεντρικού διαμερίσματος του κτιρίου, δηλα-δή στη βαρώνη Β. και στην κόρη της Χίλντεγκαρντ, ενώ οι ένοικοι του πάνω ορόφου δεν είχαν καμιά πρόσβαση σ' αυ-τόν και εκείνοι του ισογείου έπρεπε ν' αρκεστούν στην μι-κρή αυλή που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το σπίτι. Κά-θε χρόνο, ή ακριβέστερα κάθε φθινόπωρο η Χίλντεγκαρντ έδινε σ' αυτόν τον κήπο ένα Ιοα ραιίγ για να εγκαινιάσει τη χειμερινή σαιζόν έτσι έγινε κι εφέτος.

Την προηγούμενη ημέρα σε μια ιδιαίτερα βίαιη σκηνή ανάμεσα στη μητέρα και στην κόρη αποφασίστηκε και η συμμετοχή του υπενοικιαστή τους Α. στην εκδήλωση. Κι αυτό γιατί η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε τον νεαρό ως ένα ε-ντελώς ανήθικο άτομο, ενώ η βαρώνη δεν το αμφισβητούσε μεν αυτό τελείως, πλην όμως αντέτεινε, πως αυτό το πράγ-μα δεν έπρεπε ν' απασχολεί κανέναν. Μετά απ' αυτό η Χίλ-ντεγκαρντ άρχισε ν' ανυπομονεί: «Ω μητέρα, οι δικές σου ελευθεριότητες είναι πια ένα νίουχ μη- από νομική άποψη ανήκουν στο δέκατο όγδοο αιώνα, και εμείς έχουμε μάλλον ξεπεράσει πια αυτή την «ποχή» - «Είτε είναι δέκατος

221

Page 222: Οι αθώοι - Hermann Broch

όγδοος, είτε είναι εικοστός αιώνας, η κοινωνία δεν λει-τουργεί με τις προσωπικές απόψεις του καθενός, αλλά με γενικούς κανόνες και απλώς ξεγράφει όσους παραβαίνουν αυτούς τους κανόνες* όμως εσύ δεν μπορείς κατά τα φαι-νόμενα ν'αποδείξεις τέτοιου είδους παραβάσεις εκ μέρους του» - «Προς το παρόν δεν είναι ανάγκη ν' ασχολούμαστε μ' αυτό* εδώ έχουμε να κρίνουμε τις δικές μας υποθέσεις» - «Καθόλου* εάν, θέλω να πω, κρύψουμε τον κύριο Α. θα δώσουμε λαβή στην υποψία, πως είτε από φιλοχρηματία, είτε γιατί έχουμε οικονομικές^δυσκολίες, επιτρέψαμε σ' ένα κοινωνικά όχι ιδιαίτερα έντιμο άτομο να μένει στο σπίτι μας» - «Μα αυτό ακριβώς κάνουμε, δυστυχώς» - «Όποιος έχει γίνει δεκτός στο σπίτι μου, το οποίο βλέπω ακόμα και σαν σπίτι του μακαρίτη του πατέρα σου, αυτός είναι και έντιμο κοινωνικά πρόσωπο». Η υπενθύμιση του πατέρα, η άψογη ευθυδικία του αρχιδικαστή και η πάντοτε παρούσα σ' αυτό το σπίτι αυθεντία του παρέμενε ακταμάχητη και η Χίλντεγκαρντ δεν μπόρεσε να κάνει αλλιώς, από του να κα-λέσει και τον νοικάρη τους στο τσάι.

Η γιορτή, αν μπορεί κανείς να την ονομάσει έτσι, ευνοή-θηκε από εναν θαυμάσιο σεπτεμβριάτικο καιρό. Ο απογευ-ματινός ήλιος χρύσωνε τον κήπο και τη θαμπή πολυχρωμία των ανεμώνων του, το κουρασμένο πράσινο των θάμνων του, το τρυφερό ξεθώριασμα των όψιμων τριαντάφυλλών του και βάθαινε την αδιάφθορη γαλήνη του, γινόταν κατά κάποιον τρόπο και ο ίδιος αδιάφθορος, όπως κι αυτές ακόμα οι συγκεντρωμένες εδώ μορφές, όποια ρούχα κι αν φορούσαν, οι κυρίες εν μέρει με τα πολύχρωμα καλοκαιρι-νά τους ακόμα φορέματα κι εν μέρει με την ανοιχτόχρωμη ή σκουρόχρωμη φθινοπωρινή τους ενδυμασία, οι κύριοι, αντίθετα, ντυμένοι στην πλειοψηφία τους με σκούρα κο-στούμια, κι ανάμεσά τους ορισμένοι που είχαν φορέσει το παλιομοδίτικο πια φράκο, ένας νεαρός συνταγματάρχης με σκουροπράσινη στολή, κι όλα αυτά να περιστοιχίζονται από μια λαμπερή, μια σχεδόν επίσημα λαμπερή γαλήνη, πράγμα που εντεινόταν από τη στενότητα των μονοπατιών του κήπου, που εξανάγκαζε τους πάντες σε μιαν επίσημη

222

Page 223: Οι αθώοι - Hermann Broch

ακινησία. Στο μικρό, κυκλικό, ανθόφυτο μέρος στο βάθος του κήπου, αριστερά και δεξιά από ένα αψιδωτό, λευκο-βαμμένο παγκάκι, πίσω από το οποίο ο τοίχος καλυπτόταν τελείως από τον κισσό, δυο τραπεζάκια στρωμμένα με ένα δαμασκηνό ύφασμα είχαν μετατραπεί σε μπουφέ* στο αρι-στερό υπήρχε ένα ασημένιο σαμοβάρι που ζεσταινόταν με κάρβουνο, περιτριγυρισμένο από ένα ολόκληρο σερβίτσιο τσαγιού, δηλαδή από ζαχαριέρες, κρυστάλλινα φιαλίδια με χυμό λεμονιού, και ρούμι, το κανατάκι με τη σαντιγύ και μια σειρά από φλυτζανάκια λεπτής, παλιάς πορσελάνης, και στο δεξί τραπεζάκι είχαν τοποθετηθεί δίπλα στις μεγά-λες ασημένιες πιατέλες με τους μεζέδες μια σειρά από πιά-τα. Εδώ ακριβώς, με τη μαύρη στολή της καμαριέρας και το λευκό σκουφί στα γκρίζα της μαλλιά, τα λευκά της γά-ντια να κρύβουν τα αθριτικά της στα δάχτυλα, εκτελούσε η γριά πια υπηρέτρια Τσερλίνε την υπηρεσία της και χαιρό-ταν να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη επιφανή εκείνη κοινωνία, χαιρόταν την τόση επισημότητα αν και δεν ενέ-κρινε τις υπερβολικά κοντές φούστες των κυριών, κι ευχα-ριστιόταν για τον απόηχο του καλοκαιριού στις ζεστές ακτίνες του ήλιου.

Παρ' όλα αυτά, εκείνη η ζεστή, φιλική ακινησία του στιγμιότυπου δεν θα κρατούσε για πολύ* το ιδιαίτερο εκεί-νο περίγραμμα που έδινε στη συνολική εικόνα το εσπερινό φως ή ακριβέστερα, που την ωραιοποιούσε, ήταν κατά κά-ποιον τρόπο ξεπερασμένο, ναι ξεπερασμένο, ακριβώς όπως και ο κήπος ο ίδιος, μαζί με το συγκεντρωμένο πλήθος, ήταν ξεπερασμένος, ριγμένος μέσα στο σχεδόν ψεύτικο, όψιμο καλοκαιράκι, μέσα σε μια επίπλαστη παραμονή και παρουσία, μ' έναν λόγο, μέσα σε μια επίπλαστη ακινησία, η στατικότητα της οποίας εξαφανιζόταν αμέσως, αν κά-ποιος κοίταζε την εικόνα με μισόκλειστα μάτια: βέβαια ούτε και τότε άλλαζε κάτι στην αρχέγονη ενότητα κάθε ορατού που δημιουργεί το φως, κι ούτε μπορούσε ν' αλλά-ξει κάτι, όμως ενώ προηγουμένως, ας πούμε στην εξωτερι-κή επιφάνεια, το κινητό μεταβαλόταν σε ακίνητο, έτσι ώστε το ζωώδες να εισχωρεί στο φυτικό, το λουλουδένιο στο πε-

223

Page 224: Οι αθώοι - Hermann Broch

τρώδες, τώρα συνέβαινε ξαφνικά το αντίθετο, κι αν προη-γουμένως υπήρχε ένας κόσμος ακίνητων περιγραμμάτων, που μόνο σε μια κηλίδα χρωμάτων μπορούσε να διαλυθεί, τώρα γινόταν ένας κόσμος από κίνηση, μέσα στον οποίο και το πραγματικό, απ' ό,τι κι αν έχει τούτο γίνει, το πραγ-ματικό της πέτρας, του άνθους, της χρωματικής κηλίδας, της γραμμής, αρχίζει παντού να κινείται, να γίνεται δυνα-μικό όπως και το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπου, και να εν-τάσσεται σ' αυτό κι αναζητώντας τη γαλήνη του να ξεφεύ-γει διαρκώς από τη γαλήνη κι ακόμα και μέσα στη φυλάσ-σουσα μνήμη του να μην γίνεται στατικό, αλλά να κρατάει ό,τι φυλάσσεται σ' αυτήν απλώς με τη μορφή μιας αδιάλει-πτης έντασης και πράξης, πιστό στη μνήμη με μια δημιουρ-γική απιστία, αφού μονάχα η κίνηση δημιουργεί περιγράμ-ματα και πράγματα - ακόμα και το χρώμα είναι πράγμα -κι άρα δημιουργεί χρήματα και κόσμους. Κίνηση μεταλ-λαγμένη σε ένταση, ένταση μεταλλαγμένη σε γραμμή, γραμ-μή μεταλλαγμένη σε κίνηση, μ' ένα λόγο κίνηση μεταλλαγ-μένη σε νέα κίνηση, αυτό ήταν εκείνο που είδε ξαφνικά ο Α.: το αδιάσπαστο της μεταλλαγής στην κίνηση, το άχωρο στον χώρο, τον χώρο στο άχωρο. Ο Α. το έβλεπε χωρίς να το βλέπει, και κάτι μέσα του τον ρωτούσε, χωρίς να μπορεί και ο ίδιος να υποβάλλει στον εανίό του μια τέτοια ερώτη-ση: εννόησες με τον τρόπο αυτό κάποια βαθύτερη ενότητα του είναι; Δεν έπρεπε για κάτι τέτοιο να ξεπεράσεις τα όρια του ορατού;

Ναι, αυτά πέρασαν από τη σκέψη του Α., ή καλύτερα από το μάτι του, κι αυτός, ακίνητος στον χώρο και σκορπι-σμένος εντός του, διαπερνώντας τον σαν αστραπή, όπως ο χρόνος - πού βρισκόταν; Και σαν να μπορούσε ο χρόνος να του πει, κοίταξε το ρολόι του, που έδειχνε 17.1Γ. Μετά έπρεπε, βέβαια, να εκπληρώσει ξανά τις υποχρεώσεις που του είχαν εμπιστευθεί. Γιατί υπό την ιδιότητά του ως ένοι-κος είχε λίγο ως πολύ αναλάβει να παίζει το ρόλο του γιού* πήγαινε από παρέα σε παρέα και έκανε τις απαραίτητες συστάσεις, έφερνε φλυτζάνια του τσαγιού και πρόσφερε ψωμάκια, προσπαθούσε να βρει κι άλλα καθίσματα - δεν

224

Page 225: Οι αθώοι - Hermann Broch

υπήρχαν αρκετά - ώστε οι κυρίες να μπορούν να κάθονται με λουλουδένια ακινησία και καθώς αυτός ήταν απασχολη-μένος με αυτά, έφταναν στ' αυτιά του από παντού σαν έ-ντομα, σαν σμήνη εντόμων, μικρά κομμάτια από τις διά-φορες συζητήσεις, «...χωρίς καλούς τρόπους δεν μπορείς να κυβερνήσεις», έλεγε μια από τις ηλικιωμένες κυρίες που καθόταν δίπλα στη βαρώνη στο παγκάκι κοντά στον τοίχο με τον κισσό, «και ούτε κι αυτή η Αυλή στο Βερολίνο, έχου-με την ελευθερία πλέον να το λέμε, είχε τα παλιά καλά ήθη...» ~ «...ποιός είναι αυτός ο άντρας εκεί;» ρωτούσε ένας από τους μη-στρατιωτικούς και έδειξε διακριτικά τον νεαρό συνταγματάρχη, «ταχυδρόμος;». Ο ερωτώμενος γέ-λασε: «Ας είμαστε ευχαριστημένοι που υπάρχουν τουλάχι-στον ακόμα αξιωματικοί και που έχουμε κι εμείς έναν εδώ* λέω τουλάχιστον γιατί αν σκεφτεί κανείς...» - «...έχουμε ανάγκη από κάποιον, που να αναλάβει όλη αυτή την κρα-τική ανακατωσούρα, ώστε κι εμείς...» - «...φυσικά κερδί-ζουν, και μάλιστα αρκετά, αν το υπολογίσετε σε πραγματι-κές αξίες, όμως εγώ δεν νιώθω και τόσο καλά με κάτι τέ-τοια...» - «...μας προσάπτουν επιθετικότητα», έλεγε ο νεα-ρός συνταγματάρχης, «μας την προσάπτουν επειδή το αυ-τοκρατορικό γενικό επιτελείο αντιλήφθηκε πολύ σωστά, πως με τις γενικές προετοιμασίες της Ευρώπης για πόλεμο, εμείς, οι περισσότερο εκτεθειμένοι, μόνον τότε θα μπορού-σαμε να επιβιώσουμε, αν είχαμε εξασφαλίσει για τους εαυ-τούς μας το στρατηγικό πλεονέκτημα μιας αστραπιαίας επιθετικής πρωτοβουλίας, σίγουρα κάτι πολύ ριψοκίνδυ-νο, πρέπει όμως να αναλαμβάνουμε αυτόν τον κίνδυνο διαρκώς...» - «...και πού να βρείτε σ' αυτόν τον κόσμο προστασία και ασφάλεια...» - «...τότε την ερωτεύθηκε, όταν ήταν στο Βίσμπαντεν κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής κι αυτή ζει τώρα μαζί του στο Μπέρμιγχαμ». Η Χίλντεγκαρντ έγνεψε συμφωνώντας μ' αυτήν που της μι-λούσε και παρατηρούσε τις πρώτης τάξεως μεταξωτές κάλ-τσες που φαίνονταν κάτω από την κοντή της φούστα: «Α-σφαλώς, υπάρχουν ακόμα ορισμένες που κρατούν το σω-στό λαχείο στο γάμο, όμως...» - «...την εποχή του μεγάλου

225

Page 226: Οι αθώοι - Hermann Broch

Δούκα, όχι, όχι του τελευταίου, όχι, όχι, του παλιούν, τότε η χώρα μας ήταν ευτυχισμένη και ικανοποιημένη, δεν υπήρχε κανένας που να μην έχει έστω και κάποιο πενιχρό εισόδημα...» - «...Πώλα Νέγκρι...» - «...δεν μπορώ ν' ακούω και να διαβάζω άλλο όλες αυτές τις αηδίες για την πολιτική· τίποτα δεν φαίνεται να πηγαίνει μπροστά...» -«...τί μπορείτε να περιμένετε από μια νεολαία σαν κι αυ-τήν, αξιότιμε ιεροκήρυκα της Αυλής; Μετά από πολλά χρόνια χωρίς γάλα, χωρίς κρέας, χωρίς ζάχαρη το μόνο που έχουμε να της προσφέρουμε τώρα είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μη ικανοποιητικές ευκαιρίες για δόυ-λειά, κατά κανόνα μάλιστα ούτε καν κάποιο από τα δυο». - «Και αυτό που αξιώνω εγώ, και η εκκλησία μας, και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι να ξαναβάλουμε μονάχοι μας μια τάξη...» - «...όσο πιο ηθική είναι μια κοινωνία, τόσο περισσότερο μπορεί κάποιος να γίνει αντιληπτός με τη σιωπή του* σήμερα όμως πρέπει μόνο να ουρλιάζεις...» - «...ελβετικά φράγκα που μετέτρεψε σε πέσος...». Μάλι-στα, αυτά και άλλα πολλά λόγια περνούσαν σαν σμήνη από έντομα στ' αυτιά του Α., και μόνο λίγα από αυτά άφηναν τα ίχνη τους στη μνήμη του, πλην όμως άκουγε κάθε λέξη, κάθε πρόταση ξεπρόβαλε με το περίγραμμά της στατικά στη μνήμη, αναγνωριζόταν απ' αυτήν, κάθε νόημα λέξεων και προτάσεων μέσα στη δική του κίνηση και ένταση κι ωστόσο σβηνόταν σε μια δεύτερη πιο ανοιχτή κίνηση, σβη-νόταν μέσα σε κάτι ενιαίο που ακύρωνε κάθε επιμέρους νόημα: στον Α. φαινόταν ο ενιαίος αυτός βόμβος των ε-ντόμων σε κάθε μια από τις φαινομενικά ανεξάρτητες εκφάνσεις του σαν έκφραση μιας κοινής διαταγής, σαν ο μυρμηγκόκοσμος αυτός από φωνές να ανήκε σε ένα απέ-ραντα μεγάλο οργανικό σύνολο, το οποίο επιβάλλει τις μυ-στικές, αόρατες κι ακατάληπτες επιταγές σε κάθε επιμέ-ρους σωματίδιο, ανεξάρτητα από την ικανότητά του να κι-νείται μονάχο του, και ως εκ τούτου σαν όλα αυτά, παρ' όλο το φαινομενικά ξεχωριστό τους νόημα, και ακατάλη-πτα στον εαυτό τους και ακατάληπτα συναμεταξύ τους, σαν όλα αυτά λοιπόν να ανήγγελαν το ίδιο μυστικό και σαν

226

Page 227: Οι αθώοι - Hermann Broch

να εκινούντο εντός του μεταλλάσσοντας το νόημα σε κίνη-ση, μεταλλάσσοντας την κίνηση σε νόημα, μ' ένα λόγο με-ταλλάσσοντας το νόημα σε νέο νόημα, εγχαράσσοντας το άρρητο στη γλώσσα, όμως τη γλώσσα λαξεύοντας στο άρ-ρητο. Σαν να είχε συναντηθεί το κύμα τού τώρα με ένα ατέλειωτο ξένο κύμα χρόνου, έτσι και το νόημα κάθε ξεχω-ριστής πρότασης βρισκόταν στο συνολικό νόημα, σαν να υπήρχαν ξαφνικά εκατοντάδες και χιλιάδες κύματα χρόνου π;ου κινούνταν αστραπιαία κι ανεξήγητα μέσα στη χορωδία εντόμων των ανθρώπινων φωνών και των λόγων, και ο Α. άκουγε το αέναον της μεταλλαγής των κινήσεων: το άχρονο μέσα στο χρόνο, το χρόνο μέσα στο άχρονο. Ήταν στ' αλή-θεια το έτος 1923 αυτό που διανύαμε; Ήταν στ' αλήθεια Σεπτέμβριος;

Ο χρόνος είναι εγχαραγμένος στο χώρο και στο άχωρο, ο χώρος έχει έγχαραχθεί στο χρόνο και στο άχρονο, είτε υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν, ο χρόνος και ο χώρος είναι αναποσπάστως συνδεδεμένοι. Κάθε γεγονός, που λαμβάνει χώραν στο είναι - και μόνο ως γιγνόμενο υπάρχει το είναι - , κάθε κίνηση, κάθε ομιλία, κάθε μελωδία φέρει αυτήν την αναπόσπαστη σύμμιξη και φέρεται από αυτήν όμως μέσα στην αξεδιάλυτη πολυμορφία της κίνησης, σ' αυτήν την αληθινά αρμονική χορωδία εντάσεων και γραμμών, πραγ-ματικών και ιδεατών, ιδωμένων και ακουσμένων, η ανα-πόσπαστη σύμμιξη εκτείνεται σ' αυτό που είναι, στο πολυ-διάστατο, και μέσα στην χορωδιακή οντότητα του είναι, το πολυδιάστατο γίνεται ορατό στο μάτι ως τρισδιάστατο, μια πραγματικότητα πίσω από την πραγματικότητα, η δεύτερη - αν και καθόλου η τελευταία - αόρατη πραγματικότητα, μέρος τής οποίας είναι ο άνθρωπος, και μέσα στην οποία ζει, ανεξάρτητα από το εδώ του και το τώρα: ανεξάρτητα από το πώς φαίνονταν τα πρόσωπα αυτά στον κήπο, ανε-ξάρτητα από το πώς ήσαν ντυμένα, ανεξάρτητα από το αν τα ρούχα τους ήσαν σοβαρά ή πολύχρωμα, αδιάφορο από το ποιόν χαρακτήρα έκρυβαν κάτω από τα ρούχα τους, αδιάφορο από το αν ήσαν γέροι ή νέοι κι από το σε ποιο φύλο ανήκαν, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά των

227

Page 228: Οι αθώοι - Hermann Broch

προσώπων τους, όλοι μαζί ήσαν τώρα μεταφερμένοι σ' ένα επίπεδο κάποιας βαθύτερης και ουσιαστικότερης γύμνιας, και τόσο στο εξωτερικό τους όσο και στο εσωτερικό τους δεν ήσαν παρά σωματίδια και σταγόνες του μεγάλου, πολυ-διάστατου κύματος που τους διαπερνούσε και μολοντούτο τους εξύψωνε, κι ανεξάρτητα από τις επίλοιπες ιδιότητές τους ως ενσώματα πράγματα, άνθη, ζώα και τοπία - και το ίδιο ίσχυε για τα ίδια τα πράγματα, τα άνθη και τα το-πία - φέρονταν αδιακρίτως στη δυναμικότητα των ατέ-λειωτα πολλών διαστάσεων, εκεί όπου το υπάρχον αντανα-κλάται στο μη-υπάρχον και ακριβώς απ' αυτό κερδίζει νέα δύναμη για το είναι του, έναν κόσμο ατέλειωτα πολλών διαστάσεων.

«Ούπω και όμως ουκέτι», έλεγε κάτι μέσα στον Α.: ένι-ωθε την διάχυση του κόσμου στο πολυδιάστατο κι ένιωθε απολύτως πως και αυτός ο ίδιος, η δική του ύπαρξη θα επηρεαζόταν απ' αυτό* ωστόσο, αφού το γεγονός αυτό δεν συνοδευόταν από κάτι αφύσικο ή και φρικαλέο, αλλ' αντί-θετα οι άνθρωποι - προς γενική κατάπληξη - συνέχιζαν να υπάρχουν με σάρκα και αίμα, κι ακόμα και η δική του ζωή δεν γνώρισε κάποιαν άμεση αλλαγή ή κάποια φθορά, δεν έμοιαζε να είναι κανείς υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του το φαινόμενο, μολονότι ακριβώς η οικεία φυσικότητα με την οποία παρουσιάστηκε, εμπεριέκλειε τη βαθύτερη φρι-καλεότητά του. Φυσικό, κι ωστόσο φρικαλέο - μήπως δεν ήταν σαν την υπέροχη φρικαλεότητα των μεγάλων καλλιτε-χνικών έργων των γηρατειών, που δημιουργήθηκαν από την φυσική ωρίμανση μιας μακράς καλλιτεχνικής εμπει-ρίας, και που τώρα ανακαλύπτουν μέσα στο πιο αυτονόητο το πολυδιάστατο ολόκληρης της ύπαρξης; Φρικαλέο, κι ωστόσο φυσικό - μήπως τέτοιο δεν ήταν απλώς το ασύλλη-πτο τού φρικωδώς κι ωστόσο κατά φυσικόν τρόπο ωριμά-ζοντος θανάτου εντός μας; Και μήπως δεν είναι το πολυ-διάστατο καρπός θανάτου, πολύτιμος, βέβαια, καρπός θα-νάτου, το να κατορθώνεις δηλαδή καθώς γερνάς να καταυ-γάζεσαι από γνώση, υπομονετικά αποδεχόμενος το θνησι-γενές σου είναι; Ο Α. απόδιωξε τη σκέψη πριν καν την ολο-

228

Page 229: Οι αθώοι - Hermann Broch

κληρώσει* σαν ένα επίμονο υπόλοιπο, και μάλιστα παρά-δοξα ενισχυμένο κι ανανεωμένο, του έμεινε το σέβας για τα γηρατειά, και καθοδηγούμενος απ' αυτό, πλησίασε προ-σεκτικά το παγκάκι στο βάθος του κήπου, και με την τρυφερότητα ενός αληθινού γιού, κι όχι απλώς του παρα-γιού, σαν ρόλος που έπρεπε να παίζει, είπε ψιθυριστά στη βαρώνη να του κάνει νόημα, αν κάποια στιγμή αισθανθεί κούραση και θελήσει ν' αποσυρθεί. «Αχ, ναι, αγαπητέ Α.», απάντησε εκείνη, «νομίζω πως είναι καιρός», και ζητώντας συγγνώμη αποχαιρέτησε διακριτικά την παρέα της και ση-κώθηκε: στηριζόμενη στο μπαστούνι της έπιασε αλα μπρα-τσέτα τον Α. και προσποιούμενη πως κάνει έναν μικρό πε-ρίπατο διέσχισε το πλήθος· μερικές φορές σταματούσε κι ανασήκωνε με το μπαστούνι της ένα λουλούδι, μίλαγε λίγο σε όσους παραμέριζαν στο διάβα της με σεβασμό ή τους έλεγε ένα μικρό αστείο, κι έτσι έφθασαν σιγά-σιγά στα όρια του ίσκιου - ήταν περίπου έξι η ώρα - που τώρα κάλυπτε γρήγορα τον κήπο κι από εκεί στη μεγάλη, λευκή, τζαμωτή πόρτα, τα φύλα της οποίας ήσαν ορθάνοιχτα λόγω της γιορτής, και αμέσως μετά στον ψυχρό διάδρομο και στη σκάλα, το ύψος της οποίας φόβιζε κρυφά την ηλικιωμένη βαρώνη και τον Α. που τη συνόδευε, και που όμως, έστω και με αρκετό κόπο,κατάφεραν στο τέλος ν' ανέβουν δίχως προβλήματα. «Μα την αλήθεια», είπε εκείνη σαν ανέβηκε πάνω και προσπάθησε να ξαναβρεί τη φυσιολογική της αναπνοή, «μα την αλήθεια, αυτό είναι κατόρθωμα για όποιον γερνά* για μένα αυτό έχει κιόλας τον χαρακτή-ρα μιας δύσκολης ορειβασίας, και νιώθω την ίδια υπε-ρηφάνεια σαν εκείνον που ανέβηκε την κορυφή του Λευκού Όρους». Ο Α. γέλασε ευγενικά: «Όχι ακόμα το Λευκό Ό -ρος, βαρώνη, αλλά πάντως μια καλή προσπάθεια γι' αυτό. /Ισως μάλιστα ο άνθρωπος να πετύχει κάποτε να φτιάξει έναν κόσμο έξω από χώρο κι από χρόνο, δηλαδή έναν αβα-ρή κόσμο». Η βαρώνη σήκωσε το ραβδί και το χέρι της εξορκίζοντάς τον: «Σταματήστε τα αυτά* καλύτερα να μου κόβετε η αναπνοή και να 'χω ταχυπαλμία ανεβαίνοντας μόνο τη σκάλα».

229

Page 230: Οι αθώοι - Hermann Broch

Το σαλόνι, μέσα στο οποίο μπήκαν, κολυμπούσε στο φως και τη ζέστη του ήλιου που έδυε, γιατί μέσα στη γιορτή ξέ-χασαν να κλείσουν τις κουρτίνες των δύο παραθύρων και της μπαλκονόπορτας, όπως έκαναν κάθε απόγευμα. Ο Α. άνοιξε αμέσως την πόρτα και η βαρώνη κάθησε στη συνη-θισμένη πολυθρόνα της κοντά στο δεξιό παράθυρο, μ' έναν ελαφρύ αναστεναγμό: «Η κούραση είναι μια κλίμακα αδέ-καστη... μ' αυτήν ξέρει κανείς με μεγάλη ακρίβεια, πόσο σμικραίνει ο ορίζοντας της ζωής μας». «Ο ορίζοντας μπο-ρεί να μικραίνει, ωστόσο στη θέση του αυξάνει η ένταση», είπε ο Α.

Η ηλικιωμένη κυρία το σκέφτηκε: «Δεν θα το έλεγα έντα-ση· είναι κάτι διαφορετικό... το ασήμαντο γίνεται για μας μ' έναν τόσο απερίγραπτο τρόπο πολυσήμαντο και μυστη-ριώδες, ώστε όλα εκείνα, όσα αξιολογούνται συνήθως ως μεγάλα και σημαντικά^να θεωρούνται ως άνευ σημασίας».

«Ξέρω», είπε ο Α., αφού από το απόγευμα εκείνο ήξερε πράγματι μερικά πράγματα. Ήταν παράδοξο, αλλά σκέ-φτηκε εκείνη τη στιγμή το όμορφο πρόσωπο της Χίλντε-γκαρντ. Πόσα στρώματα κρύβονταν κάτω απ' αυτό; Κά-που-κάπου, αρκετά σπάνια, ξανοιγόταν σ' ένα φωτεινό, σχεδόν ποθητό χαμόγελο, που έκανε τα λευκά συμμετρικά της δόντια να λάμπουν, όμως ακόμα κι αυτό παρέμενε στα-τικό, παρέμενε κλειστό και αδιαπέραστο σε μια κρυστάλλι-νη ακινησία. Όμως η βαρώνη συνέχισε να μιλάει: «Και για το λόγο αυτό ακριβώς, το δήθεν πραγματικό περιεχόμενο της ζωής γίνεται για μας που γερνάμε ή που είμαστε κιόλας γέροι σχεδόν πληκτικό* για μας, θέλω να πω, έχει χάσει το θέλγητρο του μυστικού. Αντίθετα ό,τι είναι τύπος γίνεται για μας όλο και πιο μυστηριώδες και προσελκύει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον μας... ο τύπος είναι η περι-πέτεια του γέρου, ακόμα κι αν για πολλούς από μας δεν πρόκειται παρά μόνον για κοινωνικούς τύπους...»

«Ναι», συμφώνησε ο Α., «όσο περισσότερο γερνάει ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο προσέχει τύπους και σχή-ματα».

Κι εκείνη συνέχισε: «Στο παιχνίδι μας με το μυστήριο

230

Page 231: Οι αθώοι - Hermann Broch

των τύπων εμείς οι γέροι μοιάζουμε στα παιδιά, τόσο παι-χνιδιάρηδες, όσο κι αυτά και τόσο ανήθικοι όσο αυτά... στο βασίλειο των τύπων, ακόμα και σ' αυτό των κοινωνι-κών, δεν υπάρχει ηθική, το πολύ-πολύ κανόνες που μοιά-ζουν ηθικοί* το αν επιτρέπεται ή όχι να φονεύσεις, εδώ εί-ναι αδιάφορο, μόνο ο τρόπος που το κάνεις έχει πέραση, ενώ οι διάφορες παραβάσεις τιμωρούνται... το παιδί δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τον τύπο, εμείς όμως που έχουμε αφήσει πίσω μας το βασίλειο της ουσίας, εμείς επιστρέφου-με σ' αυτόν... κι αν δεν ήμασταν τόσο παιχνιδιάρηδες και κατά τα λοιπά αδιάφοροι στην πραγματικότητα, εμείς οι γέροι θα διακρινόμασταν όλοι από μιαν εγκληματική απρονοησία και αναξιοπιστία, θα ήμασταν πέρα για πέρα εγκληματίες...» - γέλασε λιγάκι, - «...όμως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσα να το έλεγα στον άντρα μου* μόνο που δεν το ήξερα ακόμα τότε στη βλακεία μου... αχ, μα γιατί δεν κάθεστε λοιπόν;»

Παίρνοντας μια καρέκλα από εκείνες κοντά στη θερμά-στρα, ο Α. κάθησε κοντά στη βαρώνη: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι γέρος, κυρία βαρώνη... στα λίγα χρόνια που του δίνονται το εγώ, η ι|̂ υχή δεν προφταίνει ν' αλλάξει».

«Όπως το δει κανείς, αγαπητέ Α. Εξαρτάται πάντοτε μόνο από τις αποχρώσεις* η νεότητα έχει ό,τι χρειάζεται για να είναι ηθική, όμως με τα ένστικτά της, με την ανα-πόφευκτη προσκόλλησή της στην ουσία της ζωής και με κάμποσα ακόμα, παρεμποδίζεται διαρκώς στην ηθική της, ενώ εμείς οι γέροι, που επιτέλους καταφέραμε να φτάσουμε πέρα από την ηθική, χάσαμε το ενδιαφέρον μας γι' αυτήν, όχι μονάχα εξαιτίας της αδυναμίας μας, όχι, αλλά μάλλον επειδή το ενδιαφέρον μας έφυγε από την ουσία και στράφηκε στον τύπο. Ό,τι απόμεινε, αυτό είναι ακριβώς κάποιες αποχρώσεις ηθικής μονάχα, κάτι πάντα λίγο καλό και λίγο κακό ταυτόχρονα, όπως το δει κανείς που λέγαμε. Και» - γέλασε πάλι λιγάκι μονάχη της - «ίσως να πρόκειται απλώς για αλλαγές στις αποχρώσεις της βλακείας μας».

«Θέλετε να πείτε, λοιπόν, βαρώνη, πως μερικοί με βα-

231

Page 232: Οι αθώοι - Hermann Broch

ρειά συνείδηση είναι ανήθικοι, ενώ άλλοι με όχι λιγότερο βαρειά συνείδηση είναι ηθικοί;»

«Χμ, χμ, αυτό περίπου εννοώ». «Μπορεί να είναι κι έτσι, βαρώνη. Αλλά τί θέλετε να γί-

νει σ' αυτήν την περίπτωση; Εγώ, φερ' ειπείν, δεν ξέρω να πω εάν είμαι ανήθικος με ελαφρά συνείδηση ή μήπως με βαρειά συνείδηση είμαι στ' αλήθεια ηθικός».

Αυτή τον κοίταξε προσεκτικά: «Η νέα γενιά δεν το ξέρει σήμερα πραγματικά* φαίνεται δηλαδή πως έχει γεννηθεί με τα ηθικά συμπτώματα των γέρων».

«Σωστά βαρώνη* αυτό ακριβώς είμαστε: τυπολάτρες και ανασφαλείς ως προς την ουσία και αναξιόπιστοι».

«Και η Χίλντεγκαρντ σας θεωρεί ανήθικο». Ο Α. έμεινε εμβρόντητος: «Μου το αναγνωρίζει ή μου το

προσάπτει;» «Πιθανόν και τα δύο... εσείς τί γνωρίζετε περί αυτού;

Για πείτε μου* εδώ μ' ενδιαφέρει κατ' εξαίρεσιν η ουσία». «Δεν είμαι άξιος ούτε για να μου αναγνωρίζουν, ούτε για

να μου προσάπτουν κάτι». «Υπεκφυγές, αγαπητέ Α., εκεί που υπάρχει καπνός,

υπάρχει και φωτιά... με ποιά σας επομένως πράξη ερεθίσα-τε στην κόρη μου την αγανάκτηση;»

Επρόκειτο φυσικά για τη Μελίττα, για τη γλυκιά αυτή μικρή κοπέλα, που εδώ και δυο μέρες τώρα ήταν η αγαπη-μένη του και κατά έναν τελείως ανήθικο τρόπο είχε κοιμη-θεί τις δυο τελευταίες νύχτες στο διαμέρισμά του: όλα έγι-ναν με τη συνδρομή και μάλιστα την πρόθυμη μεσολάβηση της Τσερλίνε, πρόθυμη, όχι μόνον εξαιτίας αυτού καθαυ-τού του γεγονότος, αλλά πολύ περισσότερο γιατί θεωρούσε κοινωνικά ίση με την ίδια τη Μελίττα, που βέβαια δεν ήταν παρά μια απλή πλύστρα, κι επομένως μια τελείως κατώτε-ρη γυναίκα για την κοινωνική τάξη του Α. Και η Χίλντε-γκαρντ το είχε αναμφισβήτητα καταλάβει. Γιατί μέσα στην ψυχρή και περίεργη δυσπιστία της απέναντί του θα είχε σίγουρα παραμονέψει πίσω από την πόρτα του και φυσικά θα είχε ψαρέψει και την Τσερλίνε, τη διακριτικότητα της οποίας δεν μπορούσε να εμπιστεύεται - πολλώ μάλλον όταν

232

Page 233: Οι αθώοι - Hermann Broch

αυτη ήλπιζε με αυτόν τον τρόπο να πάρει μια μικρή εκδί-κηση από τη δεσποσύνη της. Και για όλα αυτά φυσικά δεν έπρεπε να γίνει ο παραμικρός λόγος στη γριά κυρία, αλλά έπρεπε, ακόμα και με τον κίνδυνο ενός μικρού σοκ, να στραφεί η προσοχή της σε κάποιο άλλο θέμα: «Βαρώνη, πρόκειται για μια τηλεπαθητική αγανάκτηση της αξιότιμης νεαράς δέσποινας».

«Τι σημαίνει αυτό; μήπως προέβη σε τηλεπαθητική διά-γνωση της ανηθικότητάς σας; Πιστεύω πως συνεχίζετε να μιλάτε με υπεκφυγές».

«Πραγματικά, είναι μια τηλεπαθητική διάγνωση. Επειδή τις ανήθικες προθέσεις μου δεν τις έχω έως τώρα αποκαλύ-ψει σε κανέναν».

«Και ποιές είναι αυτές;» «Δεν θα μπορέσω να κάνω διαφορετικά, θα πρέπει να

εγκαταλείψω τον Οκτώβριο το πολύ αγαπητό μου σπίτι σας».

«Όχι!» Η βαρώνη ήταν φανερά τρομοκρατημένη. Τα χέ-ρια της πραγματικά έτρεμαν.

«Κι όμως, βαρώνη* νοίκιασα το παλιό σπίτι των κυνηγών στο δάσος, και μάλιστα με δικαιώματα προαγοράς, επειδή σκέφτομαι να εγκατασταθώ μόνιμα σ' αυτό».

«Μα είναι φοβερό, πολύ φοβερό... κι επιπλέον το παλιό σπίτι των κυνηγών!»

«Θεέ μου, βαρώνη, δεν είναι και τόσο φοβερό. Το αντί-θετο μάλιστα, ευθύς μόλις εγκατασταθώ ελπίζω πως θα έχω την τιμή να σας υποδεχθώ σ' αυτό ως τον επισκέπτη που τιμώ περισσότερο απ' όλους».

Η βαρώνη είχε χάσει τελείως τα λόγια της: «Ποτέ δεν πήγα εκεί πέρα... όμως πέρασε καιρός... όχι, όχι, ποτέ δεν πήγα εκεί... κι ύστερα θα πρέπει να βρούμε για εδώ έναν καινούργιο νοικάρη... γνώριζα τότε κάποιον που έμενε εκεί...»

«Δεν είναι ανάγκη να σας απασχολεί το πώς θα βρείτε καινούργιον ενοικιαστή εδώ, βαρώνη· εάν μου επιτρέπετε, θα κρατήσω για κάποιο χρονικό διάστημα τα δωμάτια εδώ ως κατάλυμα για τις επισκέψεις μου στην πόλη».

233

Page 234: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Ω, αυτό είναι καλό». «Και τούμπαλιν θα έχετε και έσείς στο δικό μου σπίτι

εκεί έξω το κατάλυμα σας. Σκεφτείτε μόνο πόσα χρόνια τώρα είστε προσκολλημένη χωρίς διακοπή με την πόλη και με αυτό το σπίτι».

«Ναι, όμως...» - η βαρώνη προσπάθησε να ξαναβρεί κα-τά κάποιον τρόπο την αυτοκυριαρχία της - «το σπίτι των κυνηγών... δεν θα με αφήσουν ούτε η Χίλντεγκαρντ, ούτε η Τσερλίνε να βγω έξω... φοβούνται πάντοτε πως θα μπο-ρούσα να βλάψω την υγεία μου... και στο κάτω-κάτω δεν έχουν και τελείως άδικο* στην ηλικία μου δεν είναι απα-ραίτητες σε κάποιον οι αλλαγές περιβάλλοντος, πολύ πε-ρισσότερο κάποιες περιπέτειες... όχι, έχουν δίκιο οι δυο τους που με μεταχειρίζονται σα αιχμάλωτη...» Έκανε μια κίνηση σχεδόν σαν να ζητάει ελεημοσύνη - μια ζητιάνα κοντά στην πύλη της φυλακής, σκέφτηκε ο Α.

«Σε κάθε περίπτωση εγώ θέλω να σας απαγάγω στην ελευθερία· και μάλιστα θα πάρουμε και τις δυο δεσμοφύ-λακές σας».

«Μετά από μερικές δεκαετίες στην αιχμαλωσία δεν ξέρει κανείς τι να την κάνει την ελευθερία... ούτε μπορεί, ούτε θέλει να βγει νικητής από την περιπέτεια... το σπίτι των κυνηγών θα ήταν μια περιπέτεια και παρ' όλα αυτά δεν ήταν πλέον καμιά... δυστυχώς κέρδισα τη σοφία, τη μισή σοφία...»

Είχε αρχίσει κιόλας να σκοτεινιάζει πολύ και κάτω στο διάδρομο του σπιτιού ακούστηκαν πολλά βήματα κι αμέ-σως μετά ένας απροσδιόριστος θόρυβος από πολλές φωνές μαζί, στο πεζοδρόμιο κάτω από το μπαλκόνι: «Οι προσκε-κλημένοι σας άρχισαν να φεύγουν, βαρώνη».

«Οπωσδήποτε είναι ώρα, είναι ώρα να δειπνήσουμε* ελ-πίζω να έρθει σύντομα η Τσερλίνε». Το σοκ ξεπεράστηκε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τους γέρους, και στην περί-πτωση αυτή με τη σκέψη για το φαγητό* και ο Α. ησύχασε.

«Για πιό γρήγορα θα βοηθήσω λιγάκι κι εγώ να συμμα-ζέψουμε, κυρίως για να έχουμε μεταφέρει μέσα τα σερβί-τσια πριν γίνει τελείως σκοτάδι».

234

Page 235: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Ναι, ναι», έσπευσε νά συμφωνήσει η βαρώνη, «και προ-σοχή όταν θα μετεφέρετε μέσα τα πανάκριβα φλυτζάνια».

Ο Α. βιάστηκε να κατέβει στον κήπο* οι δυο δεσμοφύλα-κες ασχολούνταν κιόλας με το συμμάζεμα, ενώ η Τσερλίνε, με το αυτονόητο ύφος του ειδήμονος του έδειξε με το σα-νόνι της έναν δίσκο που περίμενε γεμάτος με πορσελλάνινα και κρυστάλλινα αντικείμενα. «Μπορείτε να τον μεταφέρε-τε κατ' ευθείαν επάνω... αλλά προσοχή!» Ο Α. έκανε ό,τι τον διέταξαν, κι αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα. Όταν πλέον όλα είχαν μεταφερθεί επάνω, είχε σβήσει και η απαλότητα του τελευταίου εσπερινού φωτός το οποίο α-ντικατέστησε το πιο σκληρό μη-φως των αστεριών, που τώ-ρα με αυξανόμενη ταχύτητα σκέπαζαν τον ουρανό. Κι ο Α., που έστεκε στην πόρτα μεταξύ κουζίνας και χωλ, πρό-τεινε τώρα να ψάξουν με τη βοήθεια του φακού του για κάποια πράγματα που ίσως είχαν ξεχαστεί έξω. «Είναι πε-ριττό», αποφάσισε η Τσερλίνε, «θα τα μετρήσω πρώτα, και ό,τι λείπει, θα το βρω αύριο το πρωί* τη νύχτα δεν πρόκει-ται να το κλέψει κανείς». Επειδή όμως εκείνος ήθελε να τους φανεί παρ' όλα αυτά χρήσιμος, έδειξε τους δυο βαρει-ούς μπουφέδες που έκλειναν το χώρο στο χωλ: «Να βάλω τάξη εκεί;» Αυτή τον κοίταξε με περιφρόνηση: «Έτσι άπλυτα, όπως είναι; Όμως γι' αυτά δεν πρόκειται να σκο-τιστώ τώρα. Προς το παρόν πρέπει να ετοιμάσω το δείπνο, αλλιώς η κυρία βαρώνη θα χάσει μαζί μου την υπονονή της... θα βγείτε έξω απόψε;»

Ναι, θα έβγαινε, είπε αυτός. Εκείνη χαμήλωσε τη φωνή της: «Με τη Μελίττα;» Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Για ποιόν λόγο; Μη μου πείτε πως βαρεθήκατε κιόλας

ο ένας τον άλλον». Η παρατήρηση δεν του ήταν ευχάριστη, όμως είπε την

αλήθεια: «Την έπιασε ξαφνικά ο φόβος πως απόψε θα επέ-στρεφε ο παππούς της. Εάν δεν έχει επιστρέψει ως μεθαύ-ριο, τότε η επόμενη επίσκεψή του μάλλον δεν θα γίνει νω-ρίτερα από τον Οκτώβριο. Ωστόσο αυτή δεν πρόκειται να κινηθεί από το σπίτι έως μεθαύριο».

235

Page 236: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Ώστε για δυο νύχτες νιξ... στην αρχή φοβόμαστε βέ-βαια όλες· έτσι είναι οι νέες κοπέλες, κι αυτή είναι έτσι κι αλλιώς εντάξει».

«Αν είναι λέει... κι άλλωστε εδώ δεν μπορούμε να συνε-χίσουμε έτσι. Μεθαύριο θα δειπνήσουμε μαζί και μετά θα δούμε ποια πράγματα μπορούμε ν' αλλάξουμε».

«Σωστά* στο μεταξύ θα μπορέσει να κοιμηθεί λιγάκι... σήμερα το πρωί έφυγε στις πέντε».

«Είστε σε θέση να κάμετε κάποιον να σας φοοί'ιίται, Τσερλίνε... Δεν βρίσκετε ησυχία, αν δεν μάθετε πραγματικά με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα».

«Και βέβαια θα τα μάθω* κοιμάμαι ελαφρά... όταν θέ-λω».

Στα μάτια της φάνηκε ξανά το εύθυμο βλέμμα τής μα-στροπού. Αυτός έκαμε ν' ανοίξει την πόρτα. «Έτσι, χωρίς καπέλο;» τον επέπληξε. - «Αφού ξέρετε, Τσερλίνε, πως χάνω πάντα τα καπέλα μου. Προτιμώ λοιπόν για κάθε εν-δεχόμενο να αφήνω το καινούργιο μου καπέλο στο σπίτι». - «Ένας κομψός άντρας, όπως εσείς, δεν βγαίνει χωρίς κα-πέλο από το σπίτι* πάρτε το μαζί σας». Στο μεταξύ, κι ενώ ήταν έτοιμος ν' ακολουθήσει την προτροπή της, μπήκε μέσα σαν σίφουνας η Χίλντεγκαρντ. Το λεπτό της στόμα τού φάνηκε ακόμα πιο λεπτό και πιο ωχρό απ' όσο συνήθως, ήταν το φιλντισένιο χρώμα του προσώπου της: «Αυτό μας έλειπε τώρα», σφύριξε καθώς πέρασε μπροστά από τον Α. κλείνοντας πίσω της με κρότο την πόρτα της κουζίνας. - «Ωραία λοιπόν, αυτό ήταν», είπε η υπηρέτρια όχι χωρίς κάποια ικανοποίηση, ενώ η έκφραση του προσώπου της κάτω από το λευκό σκούφο της καμαριέρας έμοιαζε μ' εκείνην ενός κλόουν σε μια αποτυχημένη παράσταση. Τον Α. τον πιάσανε τα γέλια: «Ναι, αυτό ήταν, και υποθέτω πως βάλατε κι εσείς το χεράκι σας». - «Εγώ; Δεν μού 'φυγε ούτε κουβέντα!» - «Ωστόσο μαντέψατε εκπληκτικά γρήγο-ρα, αυτό που εννοούσα». - «Μαντεύω τα πάντα εκπληκτι-κά γρήγορα· παρ' όλα αυτά δεν έβγαλα κιχ». - «Στη ζωή σας, Τσερλινούλα;» - «Στη ζωή μου. Κύριε Α..., στοπ, κύ-

236

Page 237: Οι αθώοι - Hermann Broch

ριε Α., στοπ, το καπέλο σας...» Όμως αυτός είχε κιόλας εξαφανιστεί - χωρίς καπέλο.

Στο δρόμο αναρωτήθηκε πού να πήγαινε. Η ταβέρνα του σιδηροδρομικού σταθμού ήταν από όλες τις υπό συζήτηση άλλες αυτή με την πιο λίγη φαντασία, ενώ η πλησιέστερη προς αυτήν είχε μαζί με τ' άλλα και το πλεονέκτημα να δια-θέτει και νόστιμους μεζέδες, πλην όμως ο Α. προς μεγάλη του ντροπή, σε μια έμπνευση γαστρονομικής κακογου-στιάς, διέσχισε τη λεωφόρο για να πάει μέσα από τον κήπο της πλατείας του σιδηροδρομικού σταθμού στην εκεί τα-βέρνα. Και καθώς βρέθηκε τώρα από την άλλη μεριά του δρόμου και μέσα στην αναπνοή του κήπου και του πράσι-νου με την υγρασία και την ομίχλη, κατελήφθη και πάλι από το ασύλληπτο, από το πολυδιάστατο του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι: κι ενώ το απόγευμα κυριεύθηκε απ' αυτό μέσα στο ανθρώπινο πλήθος, μέσα στην πολυμορ-φία των προσώπων που είχε δει και ακούσει, τώρα όλα συνέβησαν περισσότερο έντονα αν και όχι ακόμα με πλήρη συνείδηση του κενού τής τόσο γνωστής του τρίγωνης πλα-τείας, η οποία τώρα παρ' όλη, ή εξαιτίας τής έρημής της ησυχίας απεκδυόταν το χώοο και μεταβαλόταν σε ένταση και σε γεγονός. Η διαδικ^. ^ία της μεταμόρφωσης, η διαδι-κασία της γύμνωσης, η διαδικασία μιας συρροής του ενός μέσα στο άλλο και μιας εκροής του ενός μέσα από το άλλο όλων των σωματιδίων του σύμπαντος είχε αρχίσει ξανά, η διαδικασία του μη-είναι, μέσα στην οποία το είναι προά-γεται σε γνώση και αυτοαναιρείται διαρκώς, η διαδικασία του επίκεντρου και της ακτινοβολίας του. Μήπως δεν φαι-νόταν το κεντρικό περίπτερο στο σταυροδρόμι των δυο με-γαλύτερων μονοπατιών του πάρκου σαν ένας τάφος; Μή-πως δεν έδειχναν οι τρεις πλάκες του ρολογιού, που το έστεφαν την αιώνια θέση του θανάτου; Ω, γιατί να υπάρ-χουν τα ρολόγια, γιατί να υπάρχει η ακρίβεια της τρισδιά-σταστης βίας τής τεχνικής; Ο άνθρωπος της αρχαιότητας δεν χρειαζόταν ρολόγια, και ο ανατολίτης, αν δεν ένιωθε ν' απειλείται από τη Δύση, δεν θα τα είχε και σήμερα ανά-γκη, γιατί έχει αποδεχθεί το πολυδιάστατο του είναι και

237

Page 238: Οι αθώοι - Hermann Broch

του θανάτου* μόνο η Δύση - ίσως εξαιτίας του θνησιμαίου της χαρακτήρα - δεν μπορεί να συμφιλιωθεί μ' αυτό: κρύ-βει το θάνατο μέσα σε θόρυβο, απ' την μια στο θόρυβο των εκκωφαντικών για τη ψυχή λόγων που επιτάσσουν την κα-ταστροφή της ζωής υπέρ του τρισδιάστατου, όπως λόγου χάριν, υπέρ πατρίδος και παρομοίων γήινων πραγμάτων, απ' την άλλη στον ανελέητα επιτακτικό θόρυβο της τεχνι-κής που αδιάκοπα τον ξεγελά με το ότι το αδιάστατο δεν θα άρει ποτέ την ακρίβεια του χρόνου, και ότι το πολυδιά-στατο δεν θα καταργήσει ποτέ τη συνοχή του χφρου, χωρίς βέβαια τα λόγια με την επικάλυψη του θανάτου, η τεχνική με την υποτίμηση του θανάτου - πόσο στενά συνδέονται με-ταξύ τους - να είναι ποτέ σε θέση να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, έτσι καθώς είναι και τα δυο δειλά, τυφλά μπροστά στο ατέλειωτο και θνησιμαία. Και γι' αυτόν ακρι-βώς το λόγο ο δυτικός άνθρωπος πρέπει να συμβουλεύεται πάντοτε το ρολόι του, για να βεβαιώνεται πως δεν έχει χά-σει τον χρόνο και μαζί του το τρισδιάστατο, για να μετρά το χρόνο που τον οδηγεί στον τάφο. Καθώς ο Α. πλησίαζε το κεντρικό περίπτερο με το ρολόι από πάνω του, του φαι-νόταν πως υπήρχε κάτι που του έδειχνε το δρόμο στο επί-κεντρο του εαυτού του, το δρόμο προς την ανοικτή στην αιωνιότητα, παρθένα ησυχία του πιο εσωτερικού του εγώ, στην αγνότητα της πιο εσωτερικής γνώσης και στην ευαί-σθητη τόλμη της που δίνει την ικανότητα να κυριαρχήσει σ' ό,τι πιο αδιανόητο: ω, είναι αδιανόητο να αποσπάται το εγώ σου πεθαίνοντας από τον κόσμο που μένει, όμως αδιανόητο και το μη-είναι αυτό καθαυτό το ολοκληρωτικό μη-είναι που εμπεριέχει κι εκείνο της φαντασίας, το είναι του μη-διαστατού μέσα στο οποίο αναλύεται στο τέλος κι αυτό των ατέλειωτα πολλών διαστάσεων, κι όποιος εγγίζει το ακραίο αυτό όριο της φαντασίας, αυτός κατορθώνει τη στιγμή εκείνη, και πάντως μόνο για εκείνην τη μία στιγμή, να γίνει μη-είναι, να ξεπεράσει το θάνατο για αυτή τη μια στιγμή. Αυτή είναι η υπέρβαση του θανάτου από αυτόν που πεθαίνει, στον οποίον δόθηκε η χάρις μιας πλήρως συ-νειδητής ζωής γ,αι τώρα δίνεται εκείνη ενός πλήρως συνει-

238

Page 239: Οι αθώοι - Hermann Broch

δητού θανάτου, και ίσως είναι και η υπέρβαση του θανά-του από το έργο τέχνης, αφού ο καλλιτέχνης βρίσκεται πιο κοντά απ' όλους σ' αυτόν που πεθαίνει, πιθανόν μάλιστα να είναι και αυτή εκείνου του αρχιτέκτονα, που κάποτε σχεδίασε αυτήν εδώ την πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού, καθοδηγούμενος από την ένταση του μη-είναι, καθοδηγούμενος από την ένταση των απέραντα πολλών διαστάσεων, των οποίων το κοσμοθέτον και κοσμοαναι-ρούν γεγονός γινόταν παντού τριγύρω ορατό. Από τα σπί-τια της πόλης στην κορυφή του τριγώνου μέχρι το σταθμό στη βάση του τριγώνου, από τη φωτεινή διαφήμιση πάνω στα σπίτια εκεί μέχρι τους τεχνητούς θορύβους του σταθ-μού εδώ, εσείετο το κενό της πλατείας, μια συρροή μέτρων και σχέσεων να αντιπαραβάλλεται στο απέραντο, πλην όμως ο Α. ήταν αδύνατος άνθρωπος και δεν το άντεχε άλ-λο. Κοίταξε την ώρα, που έδειχνε πως πλησιάζει οκτώ και με το στομάχι του να γουργουρίζει από πείνα - τα ψωμάκια που έφαγε στο πάρτυ δεν ήσαν αρκετά - περπάτησε ως την ταβέρνα του σταθμού.

Η μεγάλη αίθουσα της ταβέρνας αυτής ήταν ένας τερά-στιος και πολύ ψηλός χώρος που με το ξύλινο εσωτερικό του και τη διακόσμησή του με κέρατα ζώων καθώς και με τις μεγάλες δοκούς που συγκρατούσαν τη στέγη, ήθελε προφανώς να δημιουργήσει την εντύπωση μιας αρχαίας γερμανικής βασιλικής αίθουσας, ενώ ήταν γεμάτη από έναν υπερβολικό θόρυβο, όχι, μα την αλήθεια, από εκείνον της ψυχής, κι ούτε καν απ' αυτόν της τεχνικής - που δεν εισέ-βαλε παρά δευτερευόντως στην αίθουσα με τη συχνή αναγ-γελία των τρένων - αλλά από εκείνον που προξενεί το φαγοπότι της μάζας. Βέβαια υπήρχε και μια διπλανή, πε-ρισσότερο ήσυχη «αίθουσα πρώτης θέσεως» με τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα, πλην όμως για μεν τους αστούς τοίίογλύφους ο χώρος αυτός δεν ήταν και τόσο εξαιρετικός, για δε τους χωρικούς, που μαζί με τους πρώ-τους ήσαν και οι μόνοι που μπορούσαν να πληρώσουν με-γάλους λογαριασμούς, ο χώρος αυτός τούς ήταν υπερβολι-

239

Page 240: Οι αθώοι - Hermann Broch

κά λεπτού γούστου* έτσι η αίθουσα του εστιατορίου ήταν μια μουσειακή ανάμνηση κάποιας πιο ωραίας εποχής με περισσότερη συνοχή στις ιεραρχίες της, η προσωποποίηση του παλιού καλού καιρού, χωρίς για το λόγο αυτό και να είναι πραγματικά επιθυμητή ή και επιδιώξιμη κιόλας η επι-στροφή της από τον οποιονδήποτε (εκτός από τα ξεπερα-σμένα και εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα της αριστοκρα-τίας και της μεσαίας κοινωνικής τάξεως). Ωστόσο η νέα εποχή έκανε το ίδιο φανερά αισθητή την παρουσία της στην αρχαιοπρεπή γερμανική βασιλική αίθουσα, που φαινόταν μάλιστα πως μόλις τώρα εξεπλήρωνε τον αρχιτεκτονικό της προορισμό, αφού είχε τώρα γίνει ο τόπος μιας μόνιμης σχε-δόν φιλεπιδειξίας από τους χωριάτες, εξαιτίας και του θαυμάσιου λάχανου τουρσί με πατάτες και αγγούρια, που ανέκαθεν υπήρξε η σπεσιαλιτέ της ταβέρνας του σταθμού και μάλιστα για έναν λόγο παραπάνω, δηλαδή επειδή εδώ σερβιρόταν μια δυνατή μαύρη μπύρα. Από τη λαϊκή αυτή επισημότητα και καλοφαγία επηρεάστηκε και ο Α.: κάθησε δίπλα στους αγρότες με τη δυσνόητη προφορά, στο ξύλινο ροζιασμένο τραπέζι, του οποίου η επιφάνεια καθαριζόταν κάθε φορά που κάποιος έφευγε, κάθησε εκεί σαν κάποιος από την πόλη που επισκέπτεται ένα πανηγύρι στο χωριό, βέβαια ένα εν προκειμένω μάλλον ξενέρωτο πανηγύρι, για-τί όσο κι αν τώρα, όπως σ' ένα σωστό πανηγύρι, οι συζητή-σεις στρέφονταν κυρίως γύρω από παροχές και τιμές, έλει-πε εδώ παρ' όλα αυτά εκείνο το κάτι άλλο της κανονικής γιορτής, εκείνο το πολύχρωμο-εύθυμο γλέντι, μ' ένα λόγο έλειπε η μαγεία του εξαιρετικού. Όχι λιγότερο όμως έλειπε και η επαφή με την εκκλησία, η γειτνίαση με τους στάβλους και τα ζώα, η γειτνίαση με τους αχυρώνες και τον μαζεμένο καρπό, η εγγύτητα της επόμενης εργάσιμης ημέρας με τον μόχθο της· εδώ όλα αυτά ήσαν απόντα, είχαν όλα, μαζί με το χωριό, μετακινηθεί σ' ένα απίθανα μακρινό κάπου, και στη θέση τους είχε όλη κι όλη απομείνει η σκοτεινή-αγροί-κα ατμόσφαιρα ενός χρηματιστηρίου: παντού έδιναν κι έπαιρναν οι αγοραπωλησίες και κάθε τόσο έβγαινε από κάπου ένα γεμάτο χαρτονομίσματα πορτοφόλι με το δύ-

240

Page 241: Οι αθώοι - Hermann Broch

σκολα προσδιορίσιμο περιεχόμενο του οποίου πληρωνόταν κάτι το μη-υπαρκτό.

Και τώρα ανακάλυψε ξάφνου ο Α., πως δεν ήταν μόνο το φαγητό, αυτό που τον έφερε εδώ, αλλά πως και η Μελίτ-τα, κυρίως η Μελίττα έπαιξε κάποιον ρόλο. Πράγματι, όπως χθες έτσι και σήμερα συνέβη στη μνήμη του κάτι πα-ράξενο. Όπως χτες έτσι και σήμερα, δηλαδή η κοπέλα, που έφυγε το πρωί, τον άφησε τα χαράματα κι έφυγε, εξαφανί-στηκε αμέσως κι από τη μνήμη του* βέβαια ήξερε ποιά ήταν η εξαφανισθείσα, ήξερε τη σαστισμάρα τής πρώτης και τη γλύκα τής δεύτερης νύχτας, κι ακόμα περισσότερο γνώριζε για τη μαγεία και τον έρωτα που αναπτύχθηκε μέσα από την εκπληκτική γλυκειά απορία, όμως, παρ' όλα αυτά, η εικόνα έμενε ξεθωριασμένη, αφενός μεν επειδή βέβαια δεν μπορεί σε κανέναν να εντυπωθεί η εικόνα κάποιου που γνώρισε μόνο στο κρεβάτι, αφετέρου όμως, κι αυτό ξεπερ-νά κατά πολύ το προηγούμενο, επειδή του έλειπε ο πόθος, η νοσταλγία για 'κείνο το ξένο εγώ, στο οποίο είχε εναπο-τεθεί το - γενόμενο με αληθινά γαλήνΐϊτ ταπείνωση δεκτό - θαυμαστό χρέος της αυτοαποκαλύψεως, και αυτή η έλλει-ψη νοσταλγίας έκανε τον Α. να δυσπιστεί κι απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό: η εμφάνιση της Μελίττας τον παρέδωσε στα νύχια μιας συνένοχης οικειότητας με την Τσερλίνε, εναντίον της οποίας εξεγείρετο - μέσα στις συνεχείς της ερωτήσεις που τον καλούσαν να της απολογηθεί η Μελίττα μεταβλήθηκε τελείως στην ασθενική του μνήμη σε έναν αποξεχασμένο ίσκιο - και σχεδόν ένιωθε σαν να 'θελε να τιμωρήσει την κοπέλα για την υποβάθμιση της αξιοπρέ-πειάς του, που δικαιολογημένα ή όχι αισθανόταν για τη συ-νενοχή του, κι αυτό το έκανε με το να επεκτείνει εις βάρος της τα μειωτικά του αισθήματα και με το να μην θέλει να θυμάται τουλάχιστον τις ημέρες στο καθώς πρέπει σπίτι της βαρώνης και της Χίλντεγκαρντ εκείνη την απλή αγάπη, ενώ στην πραγματικότητα ακόμα και η κομψή κοινωνία στο ΙΟΗ-ρ̂ ΐΓΐγ δεν ήταν γι' αυτόν παρά η αφορμή για τη νομιμο-ποίηση της επιθυμίας του να λησμονήσει, να διαλύσει κάθε εσωτερικό και εξωτερικό είναι τόσο αποτελεσματικά μέσα

241

Page 242: Οι αθώοι - Hermann Broch

στο μη-διαστατό και στο πολυδιάστατο, που να μην μπορεί παρά να εξαλειφθεί και κάθε θύμιση γι' αυτήν. Δεν ήταν λοιπόν αναγκαίο και φυσικό να αναζητήσει ένα απλό, και για τον ίδιο λόγο και λαϊκό περιβάλλον, προκειμένου μέσα στο δικό του ακλόνητα τρισδιάστατο και γήινο χώρο να αναζητήσει την απωλεσθείσα μνήμη του και ίσως να την ξαναβρεί κιόλας; Ακριβώς οι αδιάκριτες ερωτήσεις της Τσερλίνε ήσαν εκείνες, όπως διαπίστωνε τώρα, που αφύ-πνησαν μέσα του μια τέτοια απόφαση.

Μόνο που όλα αυτά αποτελούσαν μια λανθασμένη υπό-θεση. Βέβαια, η αρχαιοπρεπής γερμανική βασιλική αίθου-σα απλωνόταν μέσα στις τρεις της διαστάσεις ανάλογα με τη γήινη υφή τους, ενώ καμιά αμφιβολία δεν μπορούσαν να γεννούν για το τρισδιάστατό τους οι μορφές των χωρι-κών, ακόμα και των πιο κοκαλιάρικων, και πολύ περισσό-τερο εκείνες των κοιλαράδων σφαίρες από κεφάλια και σφαίρες από στομάχια, πρίσματα σωμάτων, κύβοι οπι-σθίων και σωλήνες βραχιόνων γέμιζαν το πρίσμα του χώ-ρου που αποτελείτο από τους κώνους του φωτός και που παρ' όλα αυτά φύτρωνε από όλα τα τρισδιάστατα σχήματα, ακριβώς επειδή αυτά ήσαν με τόση ακρίβεια ευδιάκριτα, και το πολυδιάστατό τους εύκολα διαγνώσιμο, ενώ όλοι μαζί, έτσι όπως κάθονταν με τα τραπέζια τους, τα παζαρέ-ματά τους, τις κραυγές τους, ακριβώς με όλα αυτά μεταπη-δούσαν στο επίπεδο εκείνης της έντασης που διαπερνά το σύμπαν: ήσαν γήινα κορμιά χωρικών και παρέμεναν γήινα κορμιά χωρικών κι ωστόσο είχαν πάψει κιόλας να είναι, δεν μπορούσαν να ξαναγίνουν ποτέ πια, ακόμα κι αν από την άθεη και αφύσικη παρουσία τους εδώ επέστρεφαν στην καταδική τους φύση, πέρα, στην προς τη γη στραμμένη και προς τη γη γερμένη τους δουλειά με τ' αλέτρι και τη σβάρ-να, σαν γύριζαν στις οικείες τους ασχολίες στον σταύλο και στη φρονιμάδα της ευσεβούς τους αναπαύσεως τις Κυρια-κές. Επειδή ο παρατηρητής τους άλλαξε και δεν μπορεί να τους δει άλλο σαν αυτό που κάποτε υπήρξαν και άλλαξαν κι αυτοί οι ίδιοι και δεν μπορούν πλέον να νιώσουν τους εαυτούς τους σαν αυτό που κάποτε ήσαν το ένα συνδέεται

242

Page 243: Οι αθώοι - Hermann Broch

με το άλλο κι αυτός που θέλει να θυμάται, θα πρέπει να βρει μια καινούργια μνήμη, αλλαγμένη κι αυτή. Η φυγή σ' αυτό το μέρος δεν οφέλησε καθόλου τον Α.* δεν μπορούσε να βρει εδώ τη Μελίττα.

Αντίθετα η μνήμη του σχετικά με την Χίλντεγκαρντ πα-ρέμενε ανεξίτηλη, μολονότι ασφαλώς αυτή δεν ταίριαζε με το τουρσί και τις πατάτες και την υπόλοιπη συνάθροιση εδώ. Μήπως λοιπόν αυτό ήταν κιόλας το νέο είδος της μνήμης μέσα στο πολυδιάστατο; Η Χίλντεγκαρντ ήταν κα-τά παράδοξο τρόπο συνυφασμένη, ίσως μάλιστα και ταυ-τόσημη, με τον κήπο πίσω από το σπίτι, και με την πλατεία του σταθμού έξω, πλην όμως του ήταν πέρα για πέρα αδια-νόητο να τη φανταστεί ως σύντροφό του στο κρεβάτι, δεν ήταν ποτέ ερωμένη του και δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ -και μόνον η σκέψη για κάτι τέτοιο του προξενούσε φόβο -κι έτσι του φαινόταν παράλογο το ότι μπορούσε να θυμά-ται αυτήν αντί της Μελίττας, μάλιστα, τελείως παράλογο! Και ξαφνικά ήξερε, ξαφνικά το ξέρει: σ' όποιον διαλύο-νται οι διαστάσεις του είναι, σ' αΰτόν αφαιρείται και η δυ-νατότητα να ξαναπέσει στο κρεβάτι με μια γυναίκα. Μή-πως αυτό είναι η μέλλουσα κατάσταση της ανθρωπότητας, δηλαδή το τέλος της; Ο θάνατός της μέσω της γνώσεως; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η διχασμένη στάση του ανθρώπου, βέβαια, μόνο του δυτικού ανθρώπου και ιδιαίτερα του Γερμανού, εν' όψει της γνώσεως που αποτε-λεί γι' αυτόν κέρδος ζωής και συνάμα κέρδος θανάτου, δέ-λεαρ και φόβο; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η κακότητα της Δύσης; Όπως και να 'χει, ο άνθρωπος θα βρει έναν τρόπο να σώσει εαυτόν από παρόμοιο δίλημμα* δεν θ' αφήσει να του ληστέψουν τόσο γρήγορα τη νωθρό-τητά του και μάλιστα θα την προσαρμόσει έτσι ακριβώς στη νέα γνώση, όπως θα πρέπει να προσαρμόσει και τη μνήμη του. Μόνο για την παρούσα στιγμή του κόσμου υφίσταται το δίλημμα, μόνο για αυτήν υφίσταται ο κίνδυνος διαλύ-σεως του είναι, μόνο για αυτήν θα ήταν ενδεδειγμένο να φύγει με τη Μελίττα. Φυγή; Προς τα πού; Μήπως ακόμα και στην Αφρική; Ο Α. πίνει αργά-αργά από το πήλινο κύ-

243

Page 244: Οι αθώοι - Hermann Broch

ΛΕΚΟ της μπύρας, το αδειάζει ενώ σκέφτεται στα σοβαρά να επιτρέψει στον εαυτό του να πιει κι ένα ακόμα. Μια φυγή από τη διάλυση του είναι; Η φυγή προς τα εδώ απέ-τυχε* η Μελίττα παρέμενε αόρατη, ενώ η Χίλντεγκαρντ ανεκαλείτο χωρίς δυσκολία στη μνήμη. Θα παραγγείλει για συμβιβασμό ένα κύπελό μπύρα ακόμα* το να ξεφύγεις είναι μια δύσκολη υπόθεση.

Και σαν για να επιβεβαιωθεί βλέπει την Χίλντεγκαρντ να εμφανίζεται τώρα εδώ, μέσα σ' αυτήν τη λαϊκή καπνού-ρα. Ο Α. μένει κατάπληκτος. Αυτή διέσχισε με ταχύ βήμα την αίθουσα και πήγε στο εστιατόριο πρώτης θέσεως και μόνο σαν το βρήκε άδειο, άρχισε να εποπτεύει τη γερμανι-κή Αίθουσα* ο Α. σηκώθηκε όρθιος για να τον προσέξει, και πράγματι αυτή τόν ανακάλυψε γρήγορα* με τις κινήσεις της να σχηματίζουν γωνίες, αλλά μ' ένα σχεδόν αβαρή βη-ματισμό πήγε σ' αυτόν «εδώ υπάρχει πολλή φασαρία», εί-πε, «πληρώστε κι ελάτε να πάμε στην αίθουσα αναμονής».

Και σαν έγιναν όλα αυτά και κάθησαν τώρα στις δερμά-τινες καρέκλες της αίθουσας αναμονής, αυτή άρχισε: «Πρόσεξα από το μπαλκόνι πως πήρατε την κατεύθυνση προς το σταθμό* δεν χρειαζόταν και πολλή φαντασία για να σας βρω εδώ. Θα ήθελα να μιλήσω μαζί σας χωρίς ωτα-κουστές».

Ο Α. ήταν πεπεισμένος πως θα άκουγε κατηγορίες για τις δυο νυχτερινές επισκέψεις της Μελίττας και γι' αυτό οπλίστηκε να τις αντιμετωπίσει. Όμως η Χίλντεγκαρντ εί-πε απλώς: «Ώστε αγοράσατε λοιπόν το παλιό σπίτι των κυ-νηγών;»

Δεν μπορούσε παρά να το επιβεβαιώσει. «Και προσκαλέσατε εκεί στ' αλήθεια τη μητέρα μου;» Δεν μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει και αυτό. «Και γιατί δεν με ενημερώσατε προηγουμένως σχετικά;» «Δεν υπέγραψα παρά μόλις σήμερα το πρωί». «Κι έπρεπε πριν κρυώσει το φαί, να σπεύσετε να πάτε στη

μητέρα μου... αυτό το θεωρώ πραγματικά έλλειψη τακτ. Η υπόθεση την έχει αναστατώσει υπερβολικά, και ήταν χρέος σας να το αποφύγετε».

244

Page 245: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Η κυρία βαρώνη εξεπλάγη κάπως για τη μετακόμιση που σχεδιάζω, και ακριβώς αυτό θέλησα να απαλύνω με την πρόσκληση μου».

«Ένας ηλικιωμένος ωθείται σε κάτι από πολλών ειδών κίνητρα, τα οποία υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι και επικίνδυνα γι' αυτόν, εάν κάποιος τον μεταχειριστεί με αδέξιο τρόπο κι ακόμα κι αν έχετε μείνει κάμποσο κιόλας χρονικό διάστημα στο σπίτι μας, ώστε να έχετε μάθει ορι-σμένα πράγματα, ιδιαίτερα μάλιστα αφού η καλή μας Τσερλίνε δεν γνωρίζει κανέναν ενδοιασμό, δεν γνωρίζετε ωστόσο πόσα πράγματα μπορούν να έχουν επικίνδυνες επι-πτώσεις πάνω στη μητέρα μου. Κανένας τρίτος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, και για το λόγο ακριβώς αυτόν κρα-τώ, όσο μπορώ, τη μητέρα μου μακριά από τις επιρροές τρίτων. Με παρακάμψατε, και ίσως να έπρεπε μάλιστα να πω, πως σκόπιμα με αποφύγατε και πως διαπράξατε εν προκειμένω μιαν ανεύθυνη σχεδόν επέμβαση στη ζωή τής μητέρας μου. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως είμαι έτοιμη να δεχθώ, δεν είχατε οποιοδήποτε άλλο κίνητρο, θα έπρεπε εν τούτοις να είχατε σκεφτεί, πως τα γέρικα δέντρα ίσως να μη μεταφυτεύονται... παίζετε με τη ζωή της ηλικιωμένης αυτής γυναίκας».

«Προσδίδετε σε μιαν απλή, και, δεν θα ήθελα να πω κοι-νωνική, σίγουρα όμως φιλική πρόσκληση, υπερβολικά σο-βαρές συνέπειες».

«Μην καμώνεσθε σας παρακαλώ τον ανίδεο. Το γεγονός πως η μητέρα μου θεωρεί την πρόσκλησή σας διαρκείας, δεν μπορεί να σας έχει διαφύγει. Εάν πάει μια φορά έξω στο σπίτι των κυνηγών, τότε κανένας πια δεν πρόκειται να την κάνει να γυρίσει πίσω».

«Αυτό μου ήταν άγνωστο, και το μαθαίνω με ειλικρινή χαρά».

«Ελπίζω να την εννοείτε σοβαρά αυτή τη χαρά. Επειδή θα έπεφτε σε σας πλέον η άμεση φροντίδα της μητέρας μου. Ας ελπίσουμε πως θα αντέξει το σοκ της μεταβολής, εφό-σον δεν κατορθώσω προηγουμένως να την κάνω να το αποφύγει· μάλιστα, ας το ελπίσουμε... θα είσαστε μήπως

245

Page 246: Οι αθώοι - Hermann Broch

τότε πρόθυμος και αε θέση να παράσχετε κάθε αναγκαία βοήθεια κατά το δειλινό της ζωής της που θα επακολουθή-σει και που, όπως ελπίζουμε, θα είναι μακρόν;»

«Εάν εννοείτε την οικονομική πλευρά, τότε είμαι ευχα-ρίστως πρόθυμος να σας δώσω επαρκείς εγγυήσεις».

Τα λεπτά και σφιγμένα χείλη στο στόμα της δεσποσύνης άφησαν να διαφανεί ένα χαμόγελο που μερικές φορές το έκαναν τόσο όμορφο:

«Αυτό είναι οπωσδήποτε... ωστόσο στα οικονομικά αναφερόμουν μόνο σε δεύτερη μοίρα... αυτό που σκεφτό-μουν ήταν ότι μια ωραία ημέρα λόγου χάριν θα θελήσετε να παντρευτείτε, κι αυτό θα δημιουργούσε μια απαράδεκτη κατάσταση για τη μητέρα μου* θα ήταν παραδομένη τόσο υλικά όσο και ψυχικά στις καλές και στις ανάποδες όψεις της γυναίκας σας. Και εναντίον αυτού του ενδεχομένου δεν υπάρχουν εγγυήσεις».

Ο Α. συμφώνησε διασκεδάζοντας: «Όχι, εναντίον των κακών νυφάδων, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις».

«Πότε σκέφτεστε να παντρευτείτε;» Να, λοιπόν που πρόκειται για τη Μελίττα, σκέφτηκε ο

Α., πρόκειται γι' αυτήν ακόμα και με έμμεσο τρόπο, και είπε: «Τα σχέδια για το γάμο μου μού είναι αγαπητή μου το ίδιο άγνωστα όπως είναι και σε σας».

Το χαμόγελο της επιδοκιμασίας παρέμεινε στο πρόσωπό της: «Οπωσδήποτε κάποια ελπίδα... κι αν γινόταν παρ' όλα αυτά;»

«Λοιπόν, για να μιλήσουμε σοβαρά, οι οικονομικές εγ-γυήσεις θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, ώστε το να είναι πα-ραδομένη στις καλές και στις κακές όψεις, όπως τις λέτε, να μη συμβεί καθόλου. Εκτός αυτού θα είσαστε κι εσείς κοντά, και, επιτέλους, και η γριά καμαριέρα σας* θα μπο-ρούσε να πει κανείς, πως αρκούν αυτά».

«Εγώ δεν λαμβάνομαι υπόψιν. Χάνομαι από προσώπου γης. Εξαφανίζομαι».

Ο Α. φάνηκε να θίγεται σ' ένα παράδοξα άγνωστό του, παράδοξα βαθύ επίπεδο: «Πώς το εννοείτε αυτό;»

246

Page 247: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Μα είστε στ' αλήθεια τυφλός, κύριε Α.; Δεν αντιλη-φθήκατε ακόμα πως με όλα τούτα δεν είστε παρά ένα μπα-λάκι στα χέρια τής Τσερλίνε;»

Επρόκειτο σίγουρα για μιαν εκπληκτική εκμυστήρευση. Με ποιόν τρόπο τον είχε άραγε παρακινήσει η Τσερλίνε στην αγορά του σπιτιού των κυνηγών; Σίγουρα όχι βέβαια με τη μαστροπική διευκόλυνση των συναντήσεών του με τη Μελίττα! Κανένας, ούτε καν αυτός ο ίδιος, δεν θα μπορού-σε να είχε προβλέψει πως οι φαντασιώσεις του σχετικά με μια ερωτική φωλιά, θα είχαν να κάνουν με ένα κάποιο σπί-τι, και δη με αυτό το σπίτι των κυνηγών. Όλα όσα έλεγε η δεσποσύνη, εκινούντο επί ξυρού του απιθάνου και αυτό εδώ ήταν σίγουρα των απίθανων απίθανο. Μολοντούτο ένιωθε να πατά σε ανασφαλές έδαφος: «Κατά τη γνώμη μου δεν επηρεάστηκα στις αποφάσεις μου από κανέναν, και πιο πολύ από την Τσερλίνε».

«Δεν ανάγεται λοιπόν η αγορά του παλιού σπιτιού των κυνηγών σε ακριτομύθιες της Τσερλίνε;»

«Απ' όσο γνωρίζω όχι. Μπορεί βέβαια τη μια ή την άλλη φορά να ανέφερε την ύπαρξη αυτού του σπιτιού. Όμως αυτό είναι όλο».

«Υποτιμάτε την εξυπνάδα της Τσερλίνε. Το γεγονός πως αγοράζετε οικόπεδα και σπίτια είναι γενικά γνωστό και ως προς την εντιμότητα ενός επαγγέλματος σαν κι αυτό δεν θα τολμήσω να εκφέρω κρίση. Όμως είναι σίγουρο πως ακο-λουθείτε κάθε ίχνος που σας οδηγεί στην ευνοϊκή αγορά κάποιου αντικειμένου. Η Τσερλίνε λοιπόν σας έδειξε ένα τέτοιο ίχνος».

«Δε βλέπω ποιο όφελος θα απεκόμιζε, με το να με παρα-κινήσει σε μια τέτοια πράξη».

«Και η δήθεν ανάγκη της μητέρας μου για ανάπαυση για την οποία σας μίλησε ενδεχομένως αυτή η ίδια, και πάντως ασφαλώς η Τσερλίνε, δεν είναι παρά δική της επινόηση».

«Μα πώς είναι δυνατόν να θυμάμαι κάθε κουβέντα που είπε μέχρι σήμερα η Τσερλίνε... και προπαντός τί νόημα έχουν όλα αυτά;»

«Η στραβομάρα σας είναι πραγματικά εκπληκτική...

247

Page 248: Οι αθώοι - Hermann Broch

πρέπει λοιπόν να σας το πω ώστε να το αντιληφθείτε επιτέ-λους, το ότι δηλαδή εγώ είμαι το εμπόδιο στην αρχομανία της Τσερλίνε... θέλει να εξουσιάζει τους πάντες, κι εσάς, κι εμένα, και πάνω απ' όλους τη μητέρα μου, και ακριβώς αυτό θα καταφέρει να κάμει στην απομόνωση του σπιτιού των κυνηγών, τουλάχισ1:ον να επιτύχει καλύτερα απ' όσο εδώ, όπου έχει να υπολογίζει κι εμένα... και το ότι εσείς αποτελείτε μια μικρότερη ενόχληση από μένα, αυτό απο-δεικνεύεται, βέβαια, από την προθυμία με την οποία εκ-πληρώσατε τις επιθυμίες σχετικά με το σπίτι των κυνηγών, της το δείξατε με τον καλύτερο τρόπο... το αντιλαμβάνε-στε, επιτέλους τώρα;»

«Αυτά όλα τα θεωρώ κάπως περίεργα, μου φαίνονται λίγο υπερβολικές δολοπλοκίες...»

«Δολοπλοκίες... χα!» Η Χίλντεγκαρντ γέλασε σκωπτικά. «Εντάξει, όχι δολοπλοκίες... αλλά όλα αυτά θα τα ξε-

περνούσαμε με τον πιο απλό τρόπο, εάν ερχόσαστε κι εσείς εκεί».

«Από τότε που ήμουν παιδί κάνω το χρέος μου εδώ... όμως το να συμβάλλω σε μια ολοσχερή νίκη της Τσερλίνε, δηλαδή σε μια μετοίκηση στο σπίτι των κυνηγών... αυτό εί-ναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Γι' αυτού του είδους τον αγώνα παραείμαι κουρασμένη. Ας αναλάβει εκεί το ρόλο μου η σύζυγός σας...»

Μια σπίθα ερευνητικής φιλαρέσκειας διαφάνηκε στα λόγια της, μόνο μια σπίθα.

Ο Α. κούνησε αρνητικά το κεφάλι του: «Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει αποδειχτεί... εξαντλείστε σε υποθέσεις που εκλαμβάνετε κατόπιν ως γνώση περί την πραγματικότητα».

«Η λεγόμενη πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσό-τερο από μια χονδροειδή εκδοχή των υποθέσεών μας».

«Και τί θέλετε να γίνει τώρα με αυτήν την πραγματικό-τητα; Ποιές είναι, αλήθπα, οι επιθυμίες σας;»

«Ακυρώσετε την α^/οοά οας». Ήταν απολύτως σαφής. Ο Α. κλονίστηκε: «Και θέλετε τώρα αμέσως μια θετική απάντηση;» «Αν είναι δυνατόν, ναι».

248

Page 249: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Πρέπει παρ' όλα αυτά να καταλάβετε και να με συγχω-ρήσετε που θα σας ζητήσω κάποιον χρόνο να το σκεφτώ».

«Δεν θα σας τον έδινα ευχαρίστως* επειδή, όσο πιο πολύ πιστεύει η μητέρα μου στην ειδυλλιακή προσφορά του ο^πι-τιού των κυνηγών, τόσο πιο δελεαστική θα της φαίνεται, και η αναπόφευκτη στο τέλος απογοήτευση θα πάρει γι' αυτήν καταστροφικές διαστάσεις. Σας προειδοποιώ επο-μένως. Μπορώ να δράσω κι εγώ. Δώστε μου την απάντησή σας ει δυνατόν αύριο κιόλας».

Ετοιμάστηκε να φύγει, και ο Α. σηκώθηκε κι αυτός. «Όχι», είπε εκείνη. «Προτιμώ να μείνετε λιγάκι ακόμα και να μη με συνοδεύσετε* δεν θέλω να γυρίσω μαζί σας στο σπίτι». Και γνέφοντάς του με το κεφάλι έφυγε από την αί-θουσα αναμονής.

Αυτά για τα οποία του είχε μιλήσει κινούνταν στο χείλος του πιθανού, ωστόσο είτε αριστερά, είτε δεξιά, είτε σωστά, είτε θεότρελα, ήσαν και στις δυο περιπτώσεις τρομερά - σε τι μπέρδεμα είχε μπλέξει και πόσο βαθύτερα έμελλε να μπλέξει ακόμα! Έμελλε;· Όχι, ήθελε! Επειδή το γεγονός ότι σχετικά με την επιθυμία της Χίλντεγκαρντ, την οποία θα μπορούσε το δίχως άλλο να εκπληρώσει - πολλώ μάλλον αφού εδώ επρόκειτο για δικαίωμα προαγοράς και όχι για τετελεσμένη αγορά - κατόρθωσε να κερδίσει κάποιον χρό-νο για να το σκεφτεί, αποτελούσε ένδειξη για την αμετακί-νητη απόφασή του να μετακομίσει στο σπίτι των κυνηγών. Με ποιόν; Με τη Μελίττα; Με τη βαρώνη; Ίσως και με τις δύο, και κατά τούτο οι υποθέσεις της Χίλντεγκαρντ ήσαν σωστές* κατά κάποιον τρόπο η ιδέα της νύφης γύριζε σαν φάντασμα μέσα στο κεφάλι του, μια εκ των προτέρων μη-πραγματώσιμη εμπλοκή της Μελίττας σ' εκείνο το μπλέξι-μο, το οποίο έπρεπε από νρμική άποψη να αποφύγει, να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και μάλιστα ίσως να φύγει μαζί με τη Μελίττα, όμως να μην τη φέρει ασφαλώς στο σπίτι των κυνηγών. Γιατί λοιπόν να τ' αναλάβει όλα υπ' ευθύνη του; Εδώ τα πράγματα γίνονταν σκοτεινά συ-γκεχυμένα και θολά για τον ίδιο. Ωστόσο η συζήτηση έφερε τώρα ξανά στην επιφάνεια την εικόνα της Μελίττας, όχι με

249

Page 250: Οι αθώοι - Hermann Broch

μεγάλη διαύγεια, βέβαια, αλλ' εν πάση περιπτώσει. Ο Α,, μετά από το βαρύ φαγητό δίψαγε για νικοτίνη, και γι' αυτό έβγαλε ένα πούρο και το άναψε. Γιατί δεν το είχε κάνει εδώ και τόση ώρα; Μήπως από σεβασμό για τη δεσποσύνη; Τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω στην επιγραφή που απα-γόρευε το κάπνισμα, την είχε βέβαια κιόλας δει, αλλά δεν την είχε προσέξει και επειδή ήταν καλός πολίτης και δεν παρέβαινε τις απαγορευτικές πινακίδες ακόμα κι εκεί, όπου δεν υπήρχαν μάρτυρες για να τον δουν, βγήκε με το πούρο του έξω στην αποβάθρα ώστε να περάσει και κά-ποιος χρόνος ανάμεσα στην επιστροφή της δεσποσύνης στο σπίτι και στη δική του.

Εδώ λοιπόν στην αποβάθρα βρίσκονταν οι χωριάτες και περίμεναν να φτάσει σε λίγο το τελευταίο τοπικό τρένο, που θα τους ξεφόρτωνε κατόπιν κατά μπουλούκια σταθμό με σταθμό. Περίμεναν σαν μια μεγάλη μαύρη-σιωπηλή μά-ζα, σκοτεινή αυτή καθαυτήν, και ακόμα πιο σκοτεινή, εξαιτίας του ελλειπούς φωτισμού της αποβάθρας, και δεν θα εξεπλήσσετο κανείς αν είχαν όλοι τους σκυμμένα τα κεφάλια. Ένα κοπάδι από φταίχτες που είχαν συνείδηση της ενοχής τους ήσαν, ένα κοπάδι μαυρίλας· ακόμα και το κοκκινόματο άναμμα των τσιγάρων τους, φωτίτσα εδώ, φωτίτσα εκεί, συμμετείχε στη μαύρη συνείδηση της ενοχής τους. Από την ταβέρνα, μέσα στην οποία ακουγόταν τώρα το γήινο τσούγκρισμα των ποτηριών της μπύρας, βγήκε έξω εκείνη τη στιγμή η οπισθοφυλακή, τρεκλίζοντας και με τα ουρλιαχτά έτοιμα να ξεσπάσουν από τα λαρύγγια τους, όπως θα έκαναν φεύγοντας κι από το πανηγύρι του χωριού τους, όμως τώρα, μέσα στη μάζα, οι φωνές χάθηκαν στην ένοχη συνείδηση και το τρέκλισμα στην ακινησία. Περίμε-ναν, φέροντες τον όλεθρο* αν κάποιος τους καλούσε να δο-λοφονήσουν και να σκοτώσουν, θα τον ακολουθούσαν δί-χως όρους, κατακαίγοντας κι ερημώνοντας τα πάντα, αφήνοντας ό,τι τους βασάνιζε να ξεσπάσει στην επιθυμία τους να βασανίσουν. Γιατί όποιος αποτελεί για τον ναντό του τη συμφορά, αυτός αποτελεί το ίδιο και για τους αν-θρώπους, και αν εδώ - βέβαια με άκραν απλοποίηση - ήταν

250

Page 251: Οι αθώοι - Hermann Broch

μονάχα η βαρειά από τα γεμάτα πορτοφόλια συνείδηση, εκείνο που επιδρούσε τόσο μελαγχολικά, ανήκε και ανήκ^ παρ' όλα αυτά στην κοινή για όλην την υφήλιο συνείδηση της ενοχής, της οποίας η ύπαρξη να υποτεθεί ίσως μπ:ορεί, όχι όμως και να αποδειχθεί, το πολυδιάστατο του κακού, το οποίο υπεισέρχεται ως τα τελευταία κομμάτια του σώ-ματός του στον άνθρωπο, και του οποίου αποτελεί ο ίδιος το φέρον σώμα, ο πρώτος φορέας του κακού με το στίγμα του Κάιν στο μέτωπό του. Βέβαια, ο άνθρωπος ως άτομο - και προς τούτο ακριβώς θα είχε επιλεγεί ο χωριάτης, με την επιπλέον εξαίρεση του τεχνίτη - δεν πλάστηκε μόνο για να φέρει τον όλεθρο, όχι, πλάστηκε και για τη σωτηρία,' πλάστηκε για το σύμβολο, το οποίο παριστά στο τρισδιά-στατο το αιώνιο και να κάνει και τον ίδιο ένα σύμβολο, ωστόσο ανακατωμένος στη μάζα ο άνθρωπος είναι τυφλός και κουφός στη σωτηρία, και μολονότι εδώ η μάζα των χω-ρικών περίμενε απλώς την αναγγελία του τρένου, τελείως μυστικά και ασυνείδητα σε όλους, η αναμονή αυτή ήταν στραμμένη στο ανεπαίσθητο ακόμα σφύριγμα της κόλασης, που θα τους καλούσε στον όλεθρο. Τα σφυρίγματα των τρένων που ακούγονταν εδώ κι εκεί στο χώρο του σταθμού, έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο μ' ένα δοκιμαστικό συνα-γερμό, ενώ το φορτηγό-τρένο που πέρασε το σταθμό χωρίς να σταματήσει και χάθηκε με φρικαλέους κρότους στα σκο-τάδια της νύχτας, φάνηκε σαν να ερχόταν απ' την κόλαση και σαν κατόπιν να επέστρεφε ξανά σ' αυτήν πίσω του άφησε μια μαύρη σημαία καπνού, η μπόχα της οποίας έσμι-ξε μ' εκείνη των τσιγάρων, της μπύρας και του ιδρώτα της μάζας. Από την ταβέρνα ακουγόταν, αν και τώρα λιγότερο έντονα, το τσούγκρισμα των ποτηριών και ο θόρυβος των πιατικών, που όλο και εξασθένιζε, ενώ μεμονωμένοι ήχοι πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπήρουνο3ν που ακούγονταν ακόμα, έσβησαν σε λίγο εντελώς* κατόπιν έπεσε κι εκεί σκοτάδι - με εξαίρεση λίγων μονάχα γλόμπων που έφεγγαν ακόμα. Έξω περίμενε όμως ακίνητη η μαύρη μάζα των σω-μάτων, γεμάτη μπύρα, γεμάτη λεφτά, γεμάτη ενοχή, γεμάτη κακία, περίμενε ακίνητη, ώσπου τα φώτα της αποβάθρας

251

Page 252: Οι αθώοι - Hermann Broch

ξαφνικά και σιωπηλά πήραν με τη σειρά να λάμπουν έντο-να, σημάδι πως έφτανε το τρένο* τότε οι μορφές άρχισαν να κινούνται και αργά-αργά το ανθρώπινο κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται, οι άνθρωποι περνούσαν από τα ακυρωτικά μηχανήματα που ηχούσαν σαν τους λεπτοδείκτες των ρολο-γιών.

Ο Α., που βρισκόταν μέσα στη μάζα, σπρωχνόταν μαζί της προς την αποβάθρα και αυτό του φαινόταν απολύτως φυσικό. Μήπως ήταν και γι' αυτόν γραμμένο να ταξιδέψει εκείνη τη νύχτα; Μήπως δεν έπρεπε να κάνει ακριβώς αυ-τό; Τον περίμεναν διάφορα χωριά μέσα στη νύχτα και αν θα κατέβαινε από το τρένο σε κάποιον άγνωστο σταθμό, θα έφτανε κατόπιν σ' έναν έρημο από ανθρώπους δρόμο του χωριού - οι ελάχιστοι συνταξιδιώτες του, μαύροι μέσα στο σκονισμένο λευκό του φεγγαριού θα είχαν σε λίγο εξαφανιστεί στα σπίτια τους και στα σοκάκια - και θα άνοιγε με ένα άγνωστο κλειδί την άγνωστη πόρτα ενός άγνωστου σπιτιού, κι εδώ, στο πολύχρωμο, χωριάτικο, πουπουλένιο κρεβάτι ενός άγνωστου δωματίου θα ξανά-βρισκε τη Μελίττα και ολόκληρη τη γλύκα της. Ω, έτσι θα γινόταν! Και όταν με το σπρώξιμο έφτασε στα ακυρωτικά μηχανήματα και μάλιστα σπρώχτηκε και ο ίδιος, στο τέλος, για να φτάσει σ' αυτά, τότε έψαξε πραγματικά στην τσέπη του να βρει το φανταστικό εισιτήριο, έψαχνε πράγματι να το βρει, έτσι που όσοι τον ακολουθούσαν άρχισαν κιόλας να διαμαρτύρονται, και μόνον όταν αντιλήφθηκε το μά-ταιον της αναζητήσεώς του κατάλαβε το μάταιον του ονεί-ρου του. Ανασήκωσε τους ώμους και στράφηκε να φύγει, πράγμα όχι και τόσο εύκολο αν λάβει κανείς υπόψη του το ρεύμα των ανθρώπων που με την αδιαφορία μιας αγέλης ζώων προσπαθούσαν να πάνε μπροστά, κι αφού επιτέλους το πέτυχε, στάθηκε κοντά στην πόρτα της αίθουσας αναμο-νής: κοίταξε το τρένο, μέσα στο οποίο οι χωρικοί, κάτω από τις φωνές των ελεγκτών, στριμόχνωνταν τώρα, και μό-νο όταν ολόκληρη η σειρά με τα βαγόνια, μετά από τα πρώτα δύσκολα, κρώζοντα τινάγματα, είχε κυλήσει και χάθηκαν τα κόκκινα πίσω φώτα του τρένου μέσα στην σκο-

252

Page 253: Οι αθώοι - Hermann Broch

τεινή νύχτα, στράφηκε, χωρίς να δώσει πλέον άλλη προσο-χή στην ηχώ του τρένου, προς την έξοδο του σταθμού, επι-στρέφοντας στο οικείο τοπίο της πόλης.

Επειδή η πρόσοψη του σταθμού προς την πλευρά τής αποβάθρας και προς την πλευρά της πόλης είναι δυο κό-σμοι διαφορετικοί, η πρώτη με το δίχτυ των σιδηροδρομι-κών της γραμμών, παρ' όλη την προέλευση των τελευταίων από την τεχνική, ανήκει κιόλας στην ύπαιθρο, την οποία δεν μπορεί κανείς να φανταστεί χωρίς τις πολυδαίδαλες γραμμές του τρένου, όπως δεν μπορεί να τη φανταστεί χω-ρίς τους χωματόδρομους, ή τα γεφύρια ή το χωριό με το καμπαναριό και το νεκροταφείο, ενώ αντίθετα η πρόσοψη του σταθμού προς την πλευρά τής πόλης αποτελεί αναντίρ-ρητα ένα τμήμα της εικόνας που έχουμε γι' αυτήν. Κι ακό-μα κι αν οι χωρικοί, που μόλις είχαν πάρει δρόμο, δεν φαί-νονταν παρά σαν μορφές από την κόλαση, μορφές που ξέφυγαν από την κόλαση και ξαναγύρισαν σ' αυτήν, η πόλη παρέμενε εντούτοις μια άλλη μορφή της κόλασης και ίσως μάλιστα μια πιο συμπαγής. Βέβαια, η φεγγαρόλουστη πλα-τεία του σταθμού με το ρολόι της να λάμπει στο κέντρο του τριγώνου ήταν τώρα ειρηνική, καθώς είχε αποδεσμευτεί από κάθε δυναμικό γεγονός, ήταν μια γαλήνια ζώνη ανά-μεσα σε κόλαση και κόλαση, όμως η φωτεινή διαφήμιση α-ντίκρυ στην κορυφή του έδειχνε την πυρακτωμένη κι απελ-πιστική είσοδο στην κόλαση και το ότι κάπου εκεί, περιτρι-γυρισμένο κατά κάποιον τρόπο από πόλη ήταν στημμένο το κρεβάτι της Μελίττας, ήταν σχεδόν ασύλληπτο. Αφή-νοντας κατά μέρος κάθε λογής παππού έπρεπε τώρα να μπει στο σπίτι της και να την απαγάγει μέσα από τη ζεστα-σιά του ύπνου της! Όχι , δεν θα ανταποκριθεί στην επιθυ-μία της Χίλντεγκαρντ, δεν θα ακυρώσει την αγορά, αλλά αντίθετα θα σπεύσει να ασκήσει το δικαίωμα αγοράς που είχε. Όχι , δεν έπρεπε να πάρει υπόψη του παράλογες επι-θυμίες ή και απειλητικές προειδοποιήσεις. Το σπίτι των κυνηγών πρέπει να είναι πραγματικά η τελευταία χαρά της βαρώνης στα γηρατειά της, ενώ για τη Μελίττα θα βρεθεί κάποια άλλη ειρηνική μέση λύση. Τα πάντα είναι ζήτημα

253

Page 254: Οι αθώοι - Hermann Broch

δημιουργίας ενδιαμέσων ζωνών ανάμεσα στις διάφορες μορ-φές της κόλασης, και τίποτα περισσότερο. Το μπερδεμένο σκοτάδι άρχισε ξαφνικά να διαλύεται. Ο Α., χωρίς καπέ-λο, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του έκοβε βόλ-τες πάνω κάτω κατά μήκος του δρόμου του κήπου, έριχνε κάπου-κάπου ένα βλέμμα στο σπίτι της βαρώνης, στο μπαλκόνι που δεν κοσμούσαν πλέον τα άνθη της αρμπαρό-ριζας, στα παράθυρα, πίσω από τα οποία δεν έφεγγε τώρα κάποιο φως - ακόμα και η Χίλντεγκαρντ πρέπει να είχε πέσει τώρα για ύπνο - και φαινόταν σαν να τα αποχαιρετά. Από κάποια μακρινή και άγνωστη ανατολή έπνεε τώρα μια απαλή αύρα, και συνένωνε κάθε τοπίο σε μια μεγάλη ενό-τητα, συνέδεε το τοπίο της εξοχής με εκείνο της πόλης κι αλάφρωνε την αναπνοή. Η ατέλειωτη πολυμορφία τού εί-ναι φαινόταν να υπάγεται σε μια νέα ενότητα, σε μια αέρι-νη, χωρίς εντάσεις ενότητα, μια ψυχρή ελπίδα του φθινο-πώρου κ(χθώς γινόταν αισθητό μέσα στη νύχτα.

Ο Α., που κρύωνε λιγάκι, πήγε στο σπίτι απέναντι και άνοιξε την εξώπορτα* οι δουλειές της μέρας του είχαν τε-λειώσει, όμως χρειαζόταν τώρα κι ένα τυπικό τέλος. Και για το λόγο αυτό κάθησε στο γραφείο του, προκειμένου να γράψει μια δωρεά, με την οποία έκανε, με ορισμένες επιφυ-λάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες του δικαιώματος να κατοικεί και να διαθέτει τους χώρους του σπιτιού του σε τρίτους, τη βαρώνη ιδιοκτήτρια του παλιού σπιτιού των κυνηγών, και της έδινε επίσης το δικαίωμα να το αφήσει κληρονομιά σε όποιον αυτή ήθελε, με τον περιορισμό όμως στο δικαίωμά της να το πουλήσει, έτσι ώστε, μετά το θάνα-τό της, και εφόσον αυτός επισυνέβαινε πριν από εκείνον της γριάς Τσερλίνε, να μπορούσε αυτή να μένει για όσο ακόμα θα ζούσε στο σπίτι. Έτσι η Μελίττα δεν είχε καμιά σχέση με το σπίτι, κι αυτό δεν ήταν άσχημο* για λόγου της έπρεπε να φροντίσει με άλλον τρόπο, πράγμα που ήταν απλό και δεν χρειαζόταν να κάνει ειδικές σκέψεις. Έτσι λοιπόν περιορίστηκε στο να γράψει ένα ερωτικό γράμμα, στο οποίο σύγκρινε την αποψινή μοναχική του νύχτα με την τόσο διαφορετική χθεσινή και προσέβλεπε με χαρά στη με-

254

Page 255: Οι αθώοι - Hermann Broch

θαυριανή, όχι στην αυριανή - μιας και τα μεσάνυχτα είχαν εδώ και πολλή ώρα περάσει - νύχτα, κατά την οποία επρό-κειτο να συναντηθούν πάνω στην πλατεία του πύργου. Ναι, αυτή δεν ήταν χωμένη μέσα στις δολοπλοκίες, όπως η δεσποσύνη, που κοιμόταν τώρα απέναντι και την οποία μπορούσε, μ' όλο του το δίκιο, να την αγνοήσει. Και μετά απ' αυτή τη διαπίστωση ξάπλωαι να ξεκουραστεί.

Κι επειδή έπεσε τόσο αργά, άργησε να ξυπνήσει την άλλη μέρα. Σαν ξεπρόβαλε από το δωμάτιό του, η Τσερλίνε, με την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή, ασχολείτο κιόλας με την προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού* της είπε μια «καλημέρα», κι αυτή του έγνεψε να πάει κοντά της: «Φαί-νεσαι πως σας χρειάζεται ακόμα ύπνος. Δυο νύχτες με μια κοπέλα και είσαστε κιόλας εκτός μάχης. Θα έπρεπε να ντίρεπόσαστε. Νέος άντρας!» Όμως όλα αυτά δεν φαίνο-νταν να είναι παρά καλόγνωμα αστεία* στην πραγματικό-τητα κοίταζε ανήσυχη και κακόκεφη. Και χωρίς να δώσει σημασία στην απάντησή του «Ναι, ναι, είμαστε, βλέπετε, μια αδύναμη γενιά», έκανε ένα νεύμα όλο σημασία στο δια-μέρισμα μπροστά: «Τα ξέρει όλα» - «Φυσικά, είχα αρκετές ευκαιρίες χθες να το αντιληφθώ» - «Σας είχα πει να μην κάνετε τόσο θόρυβο* έστησε ξανά αφτί στην πόρτα σας». - «Μπορεί πάντως να έχει κανείς φαντασιώσεις και για πράγματα που δεν έχει ακούσει». - «Ναι, το ότι όμως αγο-ράσατε το σπίτι των κυνηγών και το ότι η κυρία βαρώνη μπορεί να μετακομίσει, αυτό δεν είναι φαντασίωση». -«Αυτά όλα είναι σωστά... αλλά είναι άλλου παπά ευαγγέ-λιο». - «Όχι, του ίδιου». - «Α, έτσι! Γιατί αυτό; Μήπως δεν σας αρέσει το σπίτι των κυνηγών;» - «Μου αρέσει...» - «Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα;» - «Η Μελίττα δεν πρέ-πει να 'ρθει μαζί σας... θα την πάρετε κι αυτήν;» Μολονότι ο Α. ήταν αποφασισμένος να μη φέρει τη Μελίττα στο σπίτι των κυνηγών, αποφάσισε να αντιδράσει: «Αρχίζετε κι εσείς μ' αυτά τώρα, Τσερλίνε; Τί σας πέρασε από το μυα-λό;» - «Έχετε το δικαίωμα να κοιμόσαστε μαζί της όποτε θέλετε κι όσο συχνά θέλετε κι όπου θέλετε ακόμα κι εδώ, όχι όμως στο σπίτι των κυνηγών». Τον Α. τον πιάσανε τα

255

Page 256: Οι αθώοι - Hermann Broch

γέλια: «Αυτές κι αν είναι κατηγορηματικές δηλώσεις!» ~ «Δεν υπάρχει τίποτα για γέλια... εγώ είμαι εδώ για να σας προφυλάξω». - «Κανένας δεν σας το ζήτησε. Τσερλίνε». -«Για να σας προφυλάξω είμαι καλή... όμως χωρίς εμένα δεν θα είχατε ούτε το σπίτι των κυνηγών ούτε τη Μελίτ-τα...» - «Μήπως το αμφισβήτησα αυτό ποτέ;» - «Η κοπελί-τσα με έκανε να τη λυπηθώ, και γι' αυτό της επέτρεψα να μπει μέσα». - «Στοπ, σας άρεσε και τη συμπαθάτε* μου το είπατε εσείς η ίδια». - «Φυσικά και την συμπαθώ». - «Ε, λοιπόν, όλα είναι τότε μια χαρά...» - «Τίποτα δεν είναι μια χαρά... η Μελίττα δεν είναι καλύτερή μου, κι αν έρθει στο σπίτι των κυνηγών τότε θα πρέπει να υπηρετώ κι αυτήν... όμως δεν πρόκειται να δεχτώ διαταγές απ' αυτήν». - «Θεέ μου, η φτωχιά, μικρή Μελίττα και να δίνει διαταγές!» -«Δεν θα 'πρεπε να το αποπειραθεί* αλλιώς θα της κόστιζε ακριβά». Ο Α. τρόμαξε από τη σχεδόν άγρια όψη της: «Μην είσαστε τόσο κακή μαζί της· δεν σας έκανε και τίπο-τα». - «Δεν ανέχομαι να γίνω υπηρέτριά της... θα ζήμιωνε, κι αυτό θα με λυπούσε, επειδή τη συμπαθώ...» - «Μα... Τσερλίνε, παρατραβάτε το σκοινί... δεν το καταλαβαίνε-τε;» Αυτή επανέλαβε πεισμωμένα: «Δεν της επιτρέπω να έρθει στο σπίτι των κυνηγών». - «Τί θα λέγατε, Τσερλίνε, αν ακύρωνα απλώς την αγορά; Θα δίναμε μεγάλη χαρά στη δεσποσύνη μας και σεις θα είσαστε σίγουρη, πως η Μελίττα δεν θα ερχόταν εκεί ποτέ». Τώρα όμως η Τσερλίνε αγρίεψε για τα καλά: <̂Α, ώστε σας τύλιξε κιόλας η Χίλντεγκαρντ, ε; Μην τολμήσετε! Μην τολμήσετε να κάνετε κάτι τέτοιο τώρα στην κυρία βαρώνη!» - «Ήταν μια απλή πρόταση, Τσερλίνε». Εκείνη ησύχασε κάπως: «Η κυρία βαρώνη χαί-ρεται πολύ γι' αυτό* θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα εκεί έξω... μαζί σας, κύριε Α.» - «Και πού θα περάσει τα Χρι-στούγεννα η Μελίττα;» Αυτή ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της: «Πάντως, όχι εκεί». Αυτό έκαμε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον Α.: «Ίσως να σας κάμω μια χριστουγεν-νιάτικη έκπληξη και να σας καλέσω στο γάμο μου». Η Τσερλίνε γύρισε απότομα και τον κοίταξε: «Μιλάτε σοβα-ρά;» - «Γιατί όχι; Ούτε και εγώ δέχομαι διαταγές, όπως κι

256

Page 257: Οι αθώοι - Hermann Broch

εσείς». Ένα παγωμένο βλέμμα τον κάρφωσε: «Για δες, για δες, η Χίλντεγκαρντ έχει λοιπόν δίκιο... πολύ ωραία». - «Φεύγω», είπε ο Α., «τα βαρέθηκα αυτά». - «Κι ο καφές σας; Θα φύγετε χωρίς το πρωινό σας;» - «Μάλιστα, χωρίς πρωινό». Ένα κακό και κοροϊδευτικό χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της* κατόπιν γύρισε ξανά στις κατσαρόλες της.

Γρήγορα ξέχασε το θυμό του, και μάλιστα τον ξέχασε τόσο πιο γρήγορα, όσο στη λίγη μέρα που του απέμενε ακόμα έπρεπε να διεκπεραιώσει ένα σωρό υποθέσεις του: πήγε στο δημαρχείο για να κάνει χρήση του δικαιώματος προαγοράς που είχε στο σπίτι των κυνηγών, τακτοποίησε αμέσως και το θέμα της πληρωμής, πράγμα που του φάνηκε πως ήταν αρκετά λογικό αν λάβει κανείς υπόψη του τις φήμες που πλήθαιναν σχετικά με τη σταθεροποίηση του νο-μίσματος, κι από ένα τέτοιο βήμα κανενός είδους γυναικο-κουβέντες δεν θα μπορούσαν να τον είχαν εμποδίσει* κα-τόπιν πήγε στο γραφείο του, όπου είπε να του καθαρογρά-ψουν το σχέδιο του εγγράφου δωρεάς που είχε κάνει και τέλος επισκέφτηκε το δικηγόρο του, αφενός γιά να τον συμ-βουλευτεί για έναν κατά το δυνατόν λιγότερο επιβαρυμένο με φόρους και τέλη τρόπο δωρεάς και αφετέρου για να κα-τοχυρώσει με κάθε δυνατό νομικό τρόπο το οικονομικό μέλλον της Μελίττας, στη διάθεση της οποίας έθεσε ένα με-γάλο ποσόν χρημάτων σε ξένο νόμισμα, που θα το εδικαι-ούτο και σε περίπτωση που δεν θα την παντρευόταν. Ό -ταν, ύστερα από όλα αυτά, βρέθηκε ξανά στο δρόμο ήταν απολύτως ευχαριστημένος με τον εαυτό του: είχε φροντίσει για όλους με τον καλύτερο τρόπο κι αν τώρα εξαφανιζό-ταν, δίχως να το πει σε κανέναν από την πόλη, θα ήταν μια πολύ εντάξει αναχώρηση, η αναχώρηση ενός ευγενούς. Και τι άλλο να έκανε εδώ; Οι αγορές ακινήτων δεν ήταν παρά μια δουλειά αμηχανίας, προκειμένου να νομιμοποιήσει την εδώ παραμονή του, κι αν το νόμισμα εσταθεροποιείτο, τότε και η δουλειά αυτή θα έπαιρνε τέλος. Και η Μελίττα; Όσο κι αν την ποθούσε στο σπίτι του, στο κρεβάτι, εδώ, στη μέ-(Τί) του εμπορικού αυτού δρόμου, η σκέψη πως αύριο θα

257

Page 258: Οι αθώοι - Hermann Broch

συναντιόντουσαν μαζί πάνω στην πλατεία του πύργου, του προξενούσε σχεδόν δυσαρέσκεια. Θα την αναγνωρίσει άραγε στην αστική της φορεσιά; Και δεν θα κάθονται αμή-χανοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν παιδιά από δυο δια-φορετικούς κόσμους, χωρίς γέφυρα που να τους ενώνει; Και μετά απ' αυτό; Σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιο εστια-τόριο, σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιον κινημαγράφο; Και στο τέλος, μια και δεν ήθελε πλέον να την ξαναπάρει μαζί του στο σπίτι του, σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιο ξενοδο-χείο; Η μοναδική αξιοπρεπής λύση ήταν να φύγουνε μαζί από την πόλη, όμως αυτή συναντούσε εμπόδιο στον θρυ-λικό παππού της* μια αγάπη χωρίς αξιοπρέπεια ήταν αυτό, και ήταν καταθλιπτικό. Όμως ενώ σκεφτόταν, παρατήρη-σε πως βάδιζε στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης, όπου σκόπευε να την φέρει αύ^ιο. Μια πρόβα τζενεράλε, σκέ-φτηκε. Και πράγματι έγινε μια θαυμάσια γενική πρόβα με πέντε πιάτα, που τον έκανε να ξεχάσει ολωσδιόλου τη Με-λίττα και αφού μετά τον καφέ και το κονιάκ πήγε και στον κινηματογράφο, ανακάλυψε πως μια ιδωμένη στην οθόνη ερωτική ιστορία ήταν με απόσταση πολύ πιο όμορφη από μια βιωμένη. Στο τέλος του έργου η μητέρα έδωσε την ευχή της στη νέα της νύφη, εναντίον της οποίας επί δύο ώρες προέβαλε αντίσταση η ευχή της μάνας, μάλιστα, αυτό ήταν το σημαντικό.

Με αυτόν τον τρόπο η βραδινή ή, σωστότερα, η νυχτερι-νή επιστροφή στο σπίτι ήταν για τον Α. πολύ πιο ευχάριστη από την πρωινή του έξοδο από αυτό. Από τα δέντρα του κήπου φύσαγε ένας φθινοπωριάτικος αέρας, ο πόθος είχε υφανθεί με τη σκληρότητα, η απαλότητα με την επιθυμία, η χαλάρωση με την αυστηρότητα, το αβαρές μέσα στη βα-ρύτητα κι όλα αυτά ήσαν καλά. Μόνο το γεγονός ότι τα φώτα πάνω στο σαλόνι ήσαν ακόμη ανοιχτά δεν του άρεσε* όποιος κι αν ήταν ακόμη ξύπνιος - πιθανόν η Χίλντεγκαρντ - είχε αρκετά συνομιλήσει με όλες τους χθες και δεν είχε όρεξη για άλλες κουβέντες, είχε αποχτήσει το δικαίωμα να πάει κατευθείαν στο κρεβάτι του για έναν ήσυχο ύπνο.

Όμως, όλα αυτά αποδείχτηκαν ανώφελα. Δεν είχε προ-

258

Page 259: Οι αθώοι - Hermann Broch

λάβει να ξεκλειδο)σει και να 'σου φάνηκε η Χίλντεγκαρντ στην πόρτα του σαλονιού: «Ελάτε», είπε μονολεκτικά, και δεν μπορούσε παρά να την ακολουθήσει. Έδειξε τις πολυ-θρόνες κοντά στη θερμάστρα κι αφού αυτός κάθησε απέ-ναντι της, τον ρώτησε: «Ήσαστε στην αγαπητηκιά σας;»

Σκέφτηκε για μια στιγμή, και μολονότι η ερώτηση τον εξόργιζε, θύμωνε ακόμα περισσότερο που δεν μπορούσε τώρα να ξαναβρεί τη χαμένη νοσταλγία του για τη Μελίττα, το χαμένο του πόθο, σαν να επρόκειτο για μια πρόωρη νο-σταλγία, έναν πρόωρο πόθο, μια πρόωρη δίψα: «Την έψα-ξα, αλλά δεν τη βρήκα», απάντησε αυτός λέγοντας την αλήθεια.

Αυτό φάνηκε να της προξενεί ευθυμία. Το σαγηνευτικό της χαμόγελο εμφανίστηκε για μια στιγμή, για να εξαφανι-στεί αμέσως κατόπιν.

Μια παράξενα προσεκτική ένταση κυριαρχούσε στο πρόσωπό της, μια συγκέντρωση όλων της των νεύρων, και κάτι που ήταν ακόμα πιο παράδοξο: είχε πιεί. Στο κυλιό-μενο τραπεζάκι σερβιρίσματος δίπλα της ήταν το κονιάκ, από το οποίο πριν από λίγο καιρό είχε φέρει στη βαρώνη δυο μπουκάλες, κατά κάποιον τρόπο ως έκφραση σεβα-σμού απέναντι στο σύζυγό της, που συνήθιζε, όπως έλεγε εκείνη κάνοντας κάποια αναφορά, εν μέρει με θαυμασμό κι εν μέρει απολογούμενη, κατά το αγγλικόν ήθος, να κλεί-νει την ημέρα του μ' ένα ποτηράκι κονιάκ. Αντίθετα η Χίλ-ντεγκαρντ δεν είχε πιεί ένα μονάχα ποτηράκι κονιάκ, αλλά χωρίς αμφιβολία κάμποσα απ' αυτά* πάνω από το ένα τρί-το της μπουκάλας ήταν αδειανό. Γιατί είχε πιεί ξαφνικά, αυτή που δύσκολα έπινε μια σταγόνα κρασί; Από τα δυο κρυστάλλινα ποτηράκια δίπλα στην μπουκάλα το ένα είχε ακόμα λιγάκι ποτό και σαν αρχάρια εκείνη το ξαναγέμισε, χωρίς προηγουμένως να το αδειάσει* κατόπιν γέμισε και το δεύτερο ποτηράκι και του το έδωσε: «Θα πιείτε, ασφαλώς, λίγο κονιάκ... είχα εξαιτίας σας μια δύσκολη μέρα και δεν μπορώ να μείνω μόνη* έχετε συνεπώς υποχρέωση να μου κάνετε συντροφιά».

«Κι εγώ φταίω για τη δύσκολη μέρα σας;»

259

Page 260: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Ασφαλώς* αλλά δεν έχω διάθεση να συνεχίσω τη χθεσι-νή μας συζήτηση... δεν θέλω καν να σας ρωτήσω για τις αποφάσεις, που ενδεχομένως πήρατε σχετικά με το σπίτι των κυνηγών».

«Εγώ...». «Πάψτε, αν δεν θέλετε να με σκοτώσετε... πρόκειται

ασφαλώς για σπίτι δολοφόνων, αυτό που θέλετε να πάτε την μητέρα μου, αυτό όμως δεν πρέπει να μπείτε στον κόπο να το αποδείξετε και σε μένα...»

«Μα, αξιότιμη δεσποινίς...» «Επιθυμία μου είναι να με σκέπτεστε εκεί* ειδικά όταν

θ' αρχίσουν να σας επισκέπτονται τα φαντάσματα, τότε πρέπει να με σκέπτεστε... καταλαβαίνετε πως δεν θέλω ν' αφήσω τη μητέρα μου να έρθει σ' ένα σπίτι δολοφόνων και φαντασμάτων;»

Είναι μεθυσμένη, σκέφτηκε ο Α., πιο πολύ κι από όσο είχα φανταστεί, και της είπε: «Εάν εξακολουθήσετε να πί-νετε το δυνατό κονιάκ, θ' αρχίσετε να βλέπετε ακόμα κι εδώ φαντάσματα* δεν θα χρειάζεστε για κάτι τέτοιο το σπίτι των κυνηγών».

«Καλύτερα να μην μιλάτε για το σπίτι των κυνηγών... εί-ναι ένα σπίτι δολοφόνων, ένα σπίτι φαντασμάτων, δεν θέ-λω ν' ακούσω τίποτα γι' αυτό».

Έκανε μια κίνηση άρνησης με το χέρι που άφησε το μα-νίκι τού κιμονό της να πέσει πίσω στο βραχίονά της· αυτός ήταν λευκός και καλοσχηματισμένος, το χέρι που έλεγε όχι ήταν άψογο στη λεπτότητά του κι ασφαλούς και τα πόδια της - μέσα στα ασημένια πασουμάκια της - δεν θα ήσαν λιγότερο άψογα στην κατασκευή τους. Ήταν καλοφτιαγ-μένη και όμορφη, και μολοντούτο γεροντοκορίστικη, κι ακόμα και η ένταση που την περιέβαλε είχε κάτι το βαθειά μη νεανικό. Το ίδιο μη νεανική ήταν τώρα η απροσδόκητη και ξαφνική πρόσκλησή της:

«Σας επιτρέπω όμως να με φλερτάρετε». Δύσκολη η θέση του, σκέφτηκε ο Α., πολύ δύσκολη, τη

στιγμή που ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο* ωστόσο έπρεπα να της πει την αλήθεια:

260

Page 261: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Πώς να σας φλερτάρω τη στιγμή που για μένα είστε πο-λύ πιο ωραία απ' όσο θα μπορούσα, θα μού επέτρεπα να σας αγαπήσω; Υπάρχουν κίνδυνοι που δεν θα τολμούσα να αντιμετωπίσω».

«Έκτακτα, όχι αγάπη... είμαι σύμφωνη, απολύτως σύμ-φωνη. Όμως τι γίνεται ^̂ ε την επιθυμία; Μήπως είμαι υπερβολικά ωραία και γι' αυτήν;»

Με μισόκλειστο βλέμμα, το βλέμμα μιας μεθυσμένης, τον κοίταξε* παρ' όλα αυτά το βλέμμα που ξεπρόβαλε από τα βλέφαρά της είχε μια ξεμέθυστη ψυχράδα, ενώ η φωνή της δεν είχε χάσει τίποτα από τη συνηθισμένη της ενδιαφερό-μενη-αδιάφορη στέγνα.

Έκανα λάθος, συλλογίστηκε ο Α., δεν είναι μεθυσμένη, όχι, ανήκει σ' αυτούς που δεν μπορούν να μεθύσουν, ακό-μα κι αν το θέλουν πολύ, κι αντ' αυτού νιώθουν απότομα ναυτία. Ας ελπίσουμε πως δεν θα της έρθει τώρα ναυτία. Άφησε το ποτήρι του: «Δεν μπορώ να το πιστέψω* δεν πι-στεύω πως θέλετε να σας επιθυμούν».

«Κι όμως... το μόνο που δεν θέλω, είναι να μ' αγαπούν». Με μια μικρή κίνηση άφησε το κιμονό της - ήταν γκριζο-πράσινο - να ανοίξει λιγάκι και να φανούν οι άκρες του νυχτικού της· όλα έμοιαζαν μ' ένα πολύ γνωστό παιχνίδι, πολλώ μάλλον που οι κινήσεις της γίνονταν με μια παράξε-να αργή απρέπεια.

«Ασφαλώς, δεν θέλετε να σας αγαπούν. Κι απ' τον πολύ φόβο σας μπροστά της σκοτώνετε και την επιθυμία. Φοβά-στε να διακινδυνεύσετε ο,τιδήποτε».

«Την σκοτώνω; Την σκοτώνω...» - την πήραν τα γέλια -«την σκοτώνω, τον σκοτώνω... μπορούμε να το τροπο-ποιήσουμε κι άλλο... τον σκοτώνουμε, το σκοτώνουμε... μου φαίνεται πως πρόκειται για δολοφονία... η μομφή τού φόνου επιστρέφει λοιπόν σ' εμένα;»

«Φυσικά και είναι φόνος. Στην καλύτερη των περιπτώ-σεων μια ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Κι αν υποθέσει κα-νείς πως θα σας αναγνωρίσουν κι ελαφρυντικά».

«Έχετε άδικο, δεν χρειάζομαι τα ελαφρυντικά-σας, όχι, (̂ ^̂ ν τα χρειάζομαι καθόλου... η επιθυμία ακολουθεί τα ίχνη

261

Page 262: Οι αθώοι - Hermann Broch

του αίματος, κι ο φόνος αυξάνει την επιθυμία... και μάλι-στα σκοτώνουμε την επιθυμία μας για να γίνει μεγαλύτε-ρη». Με μια μονάχα γουλιά άδειασε το ποτήρι της.

Μια αιμοχαρής αμαζώνα είναι, συλλογίστηκε ο Α., θέλω να πάω να κοιμηθώ τώρα* είμαι κατάκοπος. Ωστόσο είπε: «Μόλις τώρα δα μιλήσατε γεμάτη βδελυγμία για το σπίτι των δολοφόνων...»

«Δεν θέλω να ξανακούσω λέξη για το σπίτι». Έχωσε τα χέρια της μέσα στα πυκνά μαόνινα μαλλιά της και βούλωσε τ' αυτιά της* τα μανίκια του κιμονό τραβήχτηκαν πίσω στους βραχίονές της.

Τι ανείπωτη προσπάθεια είναι η επιθυμία, όταν αφήνε-ται στη συνείδηση, ω, τι τρομαχτική προσπάθεια είναι η επαναφορά του μη-όντος στο ον, που ο άνθρωπος πρέπει συνέχεια να αναζητεί, αν θέλει ν' αναπνέει! Και ο Α. είπε:

«Δεν θέλετε να επιτρέψετε στην αγάπη να υπάρχει, αν όμως μου επιτρεπόταν να σας αγαπήσω, αν το επιτρέπατε εσείς, όπως και η μοίρα, κι εγώ ο ίδιος, τότε θα περπατού-σα μαζί σας χέρι με χέρι το δρόμο απ' το ον στο μη-ον και ξανά πίσω στο ον...»

«Στους πεθαμένους και ξανά πίσω;» «Μπορεί κι έτσι», συγκατένευσε αυτός, μολονότι το εν-

νοούσε διαφορετικά. «Χέρι με χέρι μαζί σας στο βασίλειο των νεκρών», γέλασε

εκείνη, «κι όταν ξαναγυρίσουμε στον κόσμο, τότε η επιθυ-μία δεν θα σταματήσει ποτέ πια... θα κάνουμε λοιπόν αυτή τη συμφωνία; Μου το υπόσχεστε πως όλα θα γίνουν έτσι;»

« Όχι, όχι, δεν σας το υπόσχομαι, θα το διακινδυνεύσου-με».

Το πρόσωπό της σοβάρεψε: «Έναν ηγέτη-οδηγό στο βα-σίλειο των νεκρών, έναν ηγέτη-οδηγό στο μη ον για να φθάσουμε στο ον, αυτό είναι εκείνο που χρειαζόμαστε όλοι... βέβαια» - τον κοίταξε μ' ένα ψυχρό υπολογιστικό βλέμμα «εσείς δεν είστε τέτοιου είδους ηγέτης-οδηγός».

«Κι ούτε θα ήθελα να είμαι* είμαι άτολμος στις απο-φάσεις μου και άτολμος στη μοίρα μου».

262

Page 263: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Τότε γιατί μιλάτε για το ον στο μη-ον; Μήπως δεν ξέρε-τε πως πρόκειται για όλεθρο, φόνο και αυτοκτονία;»

«Ίσως να το ξέρω, αλλά δεν θέλω να το ξέρω». Κάτι πα-γερό του διαπέρασε την καρδιά και ήταν φριχτό. Το μακά-βριο της δημιουργούσε προφανώς ευθυμία: «Ένας ηγέτης-οδηγός παρά τη θέλησή του λοιπόν και /αυΐ© άο ιηίουχ*;» Ή μακάβρια έντασή της μεταδόθηκε και σ' αυτόν: «Μη με ρωτάτε πολλά».

«Και παρ' όλα αυτά χέρι με χέρι;» Πολύ προσεκτικά και αργά, ψηλαφώντας τον αέρα με τ' ακροδάχτυλά της, τον πλησίασε το χέρι της. Και σαν τον άγγιξε, αυτός φίλησε τα λεπτά της ακροδάχτυλα.

Αυτή του παρέδωσε το χέρι της, έτσι άβουλο, χωρίς μύες και κόκαλα, ένα πανάλαφρο, ενδοτικό πραγματάκι σαν πε-ταλούδα που μπορούσε να το διπλώσει, να το κλείσει και να το στριφογυρίσει όπως ήθελε για να το φιλήσει απ' όλες του τις πλευρές· το έκανε αργά-αργά, το φιλούσε σε κάθε του εκατοστό, ενώ τα χείλη του, που στο τέλος κόλλησαν πάνω στην παλάμη της, ένιωθαν τον πυρετό της: το δέρμα της έκαιγε και παρ' όλα αυτά ήταν ψυχρό, απλωμένο πάνω από ένα ψυχρό - νηφάλιο μη-ον, που διαπερνούσε εν τού-τοις ο πυρετός· ποθώντας ζεστασιά, ποθώντας κάτι αν-θρώπινο χάιδεψε τον παγωμένο της βραχίονα ως πάνω στη σχεδόν χωρίς χνούδι μασχάλη της, και ακόμα κι εκεί ήταν παγωμένη.

«Κοντά», την παρακάλεσε, «πιο κοντά», και αντί απα-ντήσεως αυτή του έδωσε και το δεύτερο χέρι της κι αυτός τα κρατούσε τώρα και τα δύο σαν κάποιος που κοιμάται μέσα στο τρένο, με τους αγκώνες του στα γόνατα και τις γροθιές του κάτω από το σαγόνι. Έτσι κάθησαν αρκετή ώρα, ώστε το άχρονο άρχισε να κυλάει στο χρόνο και ο χρόνος στο άχρονο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν πια. Η πυρε-τώδης ένταση του κορμιού της και της ψυχής της στάλαζε σιγά-σιγά μέσα του, και υπήρχε ένα κοινό τρέμουλο, δίχως ίχνος αγάπης, δίχως κάποια επιθυμία, κι ωστόσο δυνατό.

ελλεί\|)ει καλυτέρου

263

Page 264: Οι αθώοι - Hermann Broch

που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό και τον κυρίευε, τον κυρίευε όλο και πιο πολύ, ώσπου εκτός από αυτό σε λίγο δεν ένιωθε τίποτα άλλο, ούτε καν το πώς τα σκληρά της μυτερά νύχια χώνονταν μέσα στο πρόσωπό του. Ο πόνος δεν τον έπιασε σιγά-σιγά* τον ένιωσε ξαφνικά, διαπεραστι-κό και αναπόφευκτο, μιας και τα χέρια της τον ακολου-θούσαν σ' όλες του τις κινήσεις. «Στέφανος εξ ακανθών», γέλασε εκείνη. «Στέφανος εξ ακανθών», και τότε μόνο χα-λάρωσε την πίεση, όταν άρχισαν να τρέχουν οι πρώτες στα-γόνες αίματος πάνω στα μάγουλά του* σχεδόν τρυφερά και γλύφοντας λιγάκι του φίλησε το μικρό ποταμάκι τού αίμα-τος, και όταν οι σταγόνες σταμάτησαν αυτή παραπονέθηκε με την πιο τρυφερή της θλίψη:

«Δεν τρέχει άλλο αίμα». Κατόπιν άνοιξε το κιμονό της και έφερε το κεφάλι του, έτσι όπως ήταν γονατισμένος μπροστά της, στο στήθος της, άφησε το τρέμουλό του να καταλαγιάσει πάνω στο δικό της, δίχως ίχνος αγάπης, δί-χως κάποιαν επιθυμία και οι δυο τους, τρέμοντας και οι δυο μέσα στην ψύχρα του φθινοπωριάτικου αέρα, που έ-μπαινε μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα κι έκανε την απέναντι τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε στο χωλ να χτυπάει απαλά.

«Κρυο)νω» είπε αυτή στο τέλος, «έλα». Και τον έσυρε στο σκοτεινό της υπνοδωμάτιο. Στο λιγοστό φως του δρό-μου που έμπαινε από τις κουρτίνες την είδε ν' αφήνει το κιμονό της να πέφτει, να βγάζει το κομπιναιζόν της και να πέφτει τελείως γυμνή στο κρεβάτι, καθώς όμως αυτός πήγε να καθήσει στο άκρο του, αυτή έκανε μια ανυπόμονη και νευρική χειρονομία: «Όχι έτσι, όχι έτσι... έλα στο κρεβά-τι». Είναι εύκολο να γδυθείς όταν σε περιμένει η αγάπη, δυσκολότερο όμως όταν περιμένεις την αγάπη, και πιο δύ-σκολο απ' όλα όταν δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλ-λο* αυτά συλλογιζόταν ενώ σ' έναν γελοίο, βιαστικό αγώνα προσπαθούσε ν' απαλλαχθεί από τα ρούχα του, ενός αγώνα που όλοι είχαν διεξαγάγει με επιτυχία και κανένας με αξιο-πρέπεια, η αντρική αναξιοπρέπεια αυτή καθαυτή, το νι-κηφόρο προηγούμενο της ήττας, που πρέπει βιαστικά να

264

Page 265: Οι αθώοι - Hermann Broch

ξεχαστεί, και που ξέχασε και αυτός, καθώς μέσα στο κρε-βάτι τώρα πέρασε γύρω της τα χέρια του.

«Αχ, έχετε την καλοσύνη να με σκεπάσετε, σας παρακα-λώ», κλαψούρισε εκείνη, «κρυώνω» - «Τι ψυχροί καλοί τρόποι», είπε αυτός προσπαθώντας, παρ' όλη την κατά-πληξη του, να το πάρει στα αστεία. Εκείνη όμως παρέμενε σοβαρή: «Κρυώνω πραγματικά* έπρεπε να το είχατε κατα-λάβει». Φυσικά και το είχε καταλάβει* την ένιωθε ακόμα πιο παγωμένη από πριν. «Σας παρακαλώ κρατείστε με δυ-νατά στα χέρια σας και τραβείξτε την κουβέρτα πάνω από τους ώμους μου». Παρ' όλη την ευλυγισία του σώματός της, αυτό παρέμενε σαν ένα μπαστούνι καθώς τώρα σφιγγόταν στο δικό του κι έτσι κάθονταν και οι δυο ξαπλωμένοι, μια λεπτή, σκληρή, παρθένα ένωση, ακίνητη κι ασυγκίνητη. Κι όσο περισσότερο κοίταζαν τώρα στο ταβάνι, τις λεπτές λω-ρίδες που προέρχονταν από το φωτισμό του δρόμου μέσα από τις κουρτίνες, τόσο περισσότερο το δωμάτιο διασπει-ρόταν στο πολυδιάστατο και φαινόταν να αιωρείται. Τότε άρχισαν να αιωρούνται κι αυτοί, απορροφημένοι από τον μη-χώρο, και όπως ακριβώς σ' αυτόν οι ψυχές των πεθαμέ-νων, πέρα από κάθε μεταξύ τους κοινότητα, αιωρούνται δίπλα και μέσα η μια στην άλλη, χωρίς ωστόσο να εγγίζο-νται, έτσι ακριβώς συνέβαινε τώρα και μ' αυτούς. Μήπως είχε κάνει κιόλας την παρουσία του το μη-είναι, δυσ-διάκριτο ακόμα μέσα στην αχλύ απόμακρων οριζόντων, και μολοντούτο εδώ, ένα άμεσο δέλεαρ και μια άμεση απει-λή; Το χέρι της γλίστρησε αργά από την κουβέρτα πάνω στο κεφάλι του, στο μέτωπό του, και, χαϊδεύοντάς τον σχε-δόν, πάνω από τα μάγουλά του: «Εδώ ήταν το αίμα», μουρ-μούρισε σαν να μιλούσε μόνη της, «τώρα πάει πια». Έτσι κάθονταν ξανά σιωπηλοί, προσέχοντας το ταβάνι, ακού-γοντας τους μακρινούς θορύβους, ακούγοντας τη γη, και παντού διέκριναν το ίδιο πράγμα, αφού όλα τα πράγματα αλληλοεπιχωρούσαν κι όλα ήσαν μεταξύ τους ανταλλάξι-μα. Μετά από λίγο αυτή είπε: «Το κρύο υποχωρεί». Και πράγματι την ένιωθε τώρα λιγάκι πιο ζεστή.

Όμως δεν έκανε ακόμα καμιά κίνηση* απλώς ηρεμούσαν

265

Page 266: Οι αθώοι - Hermann Broch

και σχεδόν νύσταζαν, ενώ λίγο έλλειψε να τον πάρει εκεί-νον ο ύπνος,,έτσι καθώς τον βάρυνε στα κόκαλά του η κού-ραση αυτής της μέρας και το άφθονο οινόπνευμα στο κεφάλι του. Αλλά ξαφνικά εκείνη έσπασε τη γαλήνη: «Τώ-ρα μπορείτε να με πάρετε». Αν είναι δυνατόν! αποκρίθηκε κάτι μέσα του και το ότι δεν το είπε φωναχτά, πράγμα βέ-βαια που θα ήταν και το μόνο σωστό να κάμει, έγκειτο στον υψηλόφρονα τρόμο τού γενετήσιου ενστίκτου, που ακόμα και μέσα στο κρύο, ακόμα και στην ξεδιαντροπιά, ακόμα και στο κωμικό, ακόμα και στο αλλόκοτο - και όλα τούτα συμπεριέχονταν στην ψύχραιμη προτροπή της Χίλντεγκαρντ - προξενεί στον άνθρωπο ανατριχίλα και του παίρνει τη φωνή. Ωστόσο δεν μπορούσε να ξεφύγει* ήταν σαγηνεμένος από τη δύναμη αυτού τού περίεργα κρυμμένου ανέραστου ερωτισμού* παρέμενε σιωπηλός, σχεδόν παράλυτος. Τότε αυτή επανέλαβε: «Τώρα μπορείτε να με πάρετε». - «Όχι δίχως αγάπη», κατάφερε να της απαντήσει. «Εάν με πάρε-τε», και διόρθωσε, «εάν καταφέρετε να με πάρετε σας υπό-σχομαι την πιο βαθειά ηδονή που δέχθηκε ποτέ ένας άν-τρας από μια γυναίκα». Αυτό τον κέντρισε* στράφηκε στο μέρος της και αναζήτησε τα χείλη της. «Όχι έτσι, αυτό εί-ναι αγάπη». Σαν μέσα από μια άβυσσο αναδύθηκε εντός του η θύμιση της ψυχρής της ομορφιάς και τον ερέθισε: «Θέλω την αναπνοή σου, θέλω το στόμα σου, το στόμα σου». - «Αργότερα. Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πως πρέπει να με βιάσετε;» Δεν άκουγε πλέον τη διαταγή της, δεν ήθε-λε να την ακούσει κι ωστόσο ετοιμαζόταν να την εκτελέσει. Σφίγγοντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι της, έψαχνε να βρει το στόμα της, όμως κάθε φορά που της πλησίαζε τα χείλη, αυτή κατάφερνε να γυρίσει αλλού το κεφάλι της ή να τον δαγκώσει ώσπου να πονέσει, στα μάγουλά του, στη μύτη του, όπου τελοσπάντων μπορούσε, φαινομενικά όπου μπορούσε και συνάμα με σκόπιμη πανουργία. Αυτός την άφησε και προσπάθησε να φιλήσει το στήθος της, τις μα-σχάλες της, την κοιλιά της, αυτή τον τραβούσε από το στή-θος, τις μασχάλες, την κοιλιά της, έστριβε σαν φίδι, του ξέφευγε με αστραπιαία επιδεξιότητα, συνεχίζοντας παρ'

266

Page 267: Οι αθώοι - Hermann Broch

όλα αυτά να τον προκαλεί ακατάπαυστα στο λαχάνιασμα της: «Βιάστε με, βιάστε με». Και τότε του φάνηκε σαν, πέ-ρα από κάθε ηδονή και από κάθε υπόσχεση ηδονής, μόνο η υπερβολική συγκέντρωση της προσοχής του σ' αυτή τη γυναίκα, σ' αυτή μόνο τη γυναίκα, θα μπορούσε να του φέρει τη νίκη, πως εκτός απ' αυτήν δεν θα μπορούσε πλέον να γνωρίσει καμιάν άλλη, στο εξής και για πάντα, πως έπρεπε να ξεφουλκίσει από το είναι του το εγώ του για να κερδίσει τρ δικό της και όλη του η δύναμη συγκεντρώθηκε σε μια μονάχα κραυγή, βραχνή από ένταση: «Σ' αγαπώ!» - «Σώπασε», αναστέξανε αυτή σ' απάντησή του, «πρέπει να με βιάσεις». Όμως ήδη το ξανααποχτημένο εσύ τού φάνηκε σαν νίκη* και, πεσμένος πάνω της, τα δάχτυλά του συσπασμένα στο λαρύγγι της, το ένα γόνατο να πιέζει ανά-μεσα στα δικά της, νόμισε πως την είχε καταβάλει. Μόνο που, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, την άγρια εκείνη στιγμή της παραλίγο νίκης, τον έπιασε κρύος ιδρώτας, και, θέλεις επειδή η ταραχή και η ένταση, στην οποία εκείνη τον είχε σπρώξει, παραήταν μεγάλη γι' αυτόν, θέλεις επειδή ο αγώ-νας για την ύπαρξη στο ανύπαρκτο παραείχε κρατήσει πο-λύ, ξαφνικά χάθηκαν όλα. Έπεσε ανάσκελα: «Δεν μπορώ άλλο».

«Δεν μπορείς άλλο;» Από το προηγούμενό της λαχάνια-σμα δεν φαινόταν να έχει απομείνει τίποτα* ήταν όλη μια ψυχρή περιέργεια.

«Δεν μπορώ άλλο». Με κάποια συμπόνοια, κι ωστόσο μ' έναν αναμφισβήτη-

τα χαιρέκακο τόνο τον ρώτησε: «Έχεις προσβληθεί;» «Δεν ξέρω. Όλα έσβησαν». Ένα μικρό γέλιο φάνηκε στο πρόσωπό της: «Το μη-ον;

Στο βασίλειο των νεκρών;» «Ίσως». «Τι σκέφτεσαι; Ποιές σκέψεις κάνει κάποιος, όταν έχει

πεθάνει;» «Δεν ξέρω...» Τον πλησίασε προσεκτικά και βεβαιώθηκε για την ανι-

κανότητά του: «Σκέφτεσαι εμένα;»

267

Page 268: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Κι εσένα, αλλά και το σπίτι, και τη μητέρα σου...» «Μ' αγαπάς;» Και πάλι ακούστηκε χαιρέκακα, μια νι-

κηφόρα χαιρεκακία, ακριβώς επειδή του το ψιθύρισε με τρυφερότητα.

«Ναι, σ' αγαπώ* σ' αγαπώ ατέλειωτα, αλλά δεν μπορώ άλλο».

Και τότε ακούστηκε ένα τραχύ βογγητό απ' τον λαιμό της, μια αληθινά βραχνή φωνή θριάμβου:

«Ωωω, ωωω, δεν μπορείς άλλο, δεν μπορείς άλλο! Ωωω. Σε σκότωσα εγώ. Ω, δεν το ξέρεις; Σε σκότωσα. Δεν θα μπορέσεις ποτέ πλέον, ακόμα και με την πιο όμορφη γυ-ναίκα δεν θα είσαι πια ικανός* καμιά γυναίκα δεν θα κατα-φέρει ποτέ να σου ξαναδώσει τη δύναμή σου, και πάντοτε, πάντοτε θα σκέφτεσαι εμένα, εμένα που στην πήρα!»

Ήταν οι πανηγυρισμοί της νίκης και ήταν η ηδονή, το απόλυτα κτηνώδες, μια πέρα για πέρα κτηνώδης ηδονή. Έκανε μιαν αμήχανη κίνηση φυγής, αμήχανη: τον κρατού-σε ακίνητο, ενώ τα δόντια της είχαν βυθιστεί μέσα στους ώμους του, ώσπου έτρεξε αίμα* κάθε του κίνηση αύξαινε τον τρελό του πόνο. Στο μεταξύ εκείνη, όταν αντιλήφθηκε πως αυτός υποτάχθηκε και παραιτήθηκε, αποκοιμήθηκε, αποικοιμήθηκε εντελώς ξαφνικά.

Στον ύπνο της χαλάρωσε το δάγκωμά της και του έδωσε τη δυνατότητα να τη βγάλει από πάνω του χωρίς βία* οι πόνοι σίγασαν και πριν να το καταλάβει τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος. Μετά από ελάχιστο, προφανώς, χρονικό διάστημα - ακόμα ήταν βαθειά νύχτα - ξύπνησε, ίσως γιατί ένιωσε ξανά τον πόνο από το δάγκωμα, ίσως γιατί το γυ-ναικείο σώμα δίπλα του καθώς ανέπνεε, προς ευχάριστη έκπληξή του, τον ξαναγέμισε με πόθο. Επειδή όμως την α-γκάλιασε με αγάπη, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση, ούτε θετική ούτε αρνητική: εκείνη κοιμόταν σαν κούτσουρο, όχι, σαν πέτρα, σαν να ήταν νεκρή, και του φάνηκε πως ανέπνεε μόνο με το δέρμα κι όχι με τους πνεύμονες* είτε αυτό που ένιωθε ήταν πόθος που αγαπά, είτε-ήταν αγάπη που ποθεί, έσβησε μέσα στην ανίερη σκέψη πως εδώ πρό-κειται για βεβήλωση ενός πτώματος. Κατάλαβε το άκαρπο

268

Page 269: Οι αθώοι - Hermann Broch

των προσπαθειών του. Και μαζεύοντας τα πράγματα του, τα παπούτσια στο χέρι του και τα ρούχα ριγμένα στο βρα-χίονα του, γλίστρησε μέσα από το χωλ στο δωμάτιο του, όπου κι ο ίδιος θα μπορούσε επιτέλους να κοιμηθεί ως το πρωί σαν ένα κούτσουρο, σαν πέτρα, σαν νεκρός.

Το πρωί, και μάλλον υπερβολικά νωρίς αν λάβαινε κα-νείς υπόψη την ανάγκη που είχε ακόμα να κοιμηθεί, τον ξύπνησε κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Ήταν η Τσερλίνε: «Σήμερα δεν θα μου ξεφύγετε πάλι χωρίς καφέ, κύριε Α.», είπε πολύ ευγενικά, σαν να μην είχαν ψυχρανθεί, ποτέ, και του έβαλε το δίσκο με το πρωινό του κάτω από τη μύτη του . Και μετά πρόσθεσε με την ίδια καλή διάθεση:

«Μια πολύ, πολύ όμορφη ημέρα σήμερα». Εντάξει λοιπόν, καλύτερα φίλοι παρά μουτρωμένοι. Όμως όταν ντύθηκε, ακούστηκε από μπροστά, στο σα-

λόνι, μια φωνή, μια φωνή από το στόμα της Τσερλίνε και αμέσως κατόπιν όρμησε μέσα και ρίχτηκε κλαίγοντας στο στήθος του: «Πέθανε, πέθανε», έλεγε με λυγμούς. «Ποιός; Η βαρώνη!» Εκείνη δεν μπορούσε να δώσει καμιάν απά-ντηση κι έπεσε στον καναπέ, ενώ αυτός έσπευσε στο χωλ.

Εδώ βρήκε, κατάπληκτος, την Χίλντεγκαρντ να παίρνει τελείως ήρεμη το πρωινό της, και όταν τον είδε, του έτεινε μόνο - με το γαλαζοπράσινο μανίκι του κιμονό να τραβιέ-ται ξανά πίσω οτο λευκό της μπράτσο, όπως χθες - την εφημερίδα, την οποία μόλις είχε διαβάσει. Με έναν συνδε-τήρα για να εφιστά την προσοχή του, βρήκε εκεί να διαβά-σει μια μικρή είδηση, τυπωμένη με μικρά τυπογραφικά στοιχεία. Η είδηση έλεγε:

(Ατύχημα) Ένα θλιβερό ατύχημα προκάλεσε χθες το βράδυ το θάνατο της 19χρονηςΜελίτταςΕ., η οποία ερ-γαζόταν στην πόλη μας σ' ένα μικρό στεγνο-καθαριστή-ριο στο σπίτι τον παππού της, του επισκέπτη καθηγητή Λέμπρεχτ Έντεγκουτ. Μετά την αναχώρηση μιας πελά-τισσάς της. της βαρώνη ς Χίλντεγκαρντ Β., η Μελίττα προσπάθησε να τραβήξει τα σχοινιά της απλώστρας στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, και φαίνεται πως με τον τρόπο αυτό έπεσξ στο κενό. Η αυτόπτης μάρτυς βα-

269

Page 270: Οι αθώοι - Hermann Broch

ρώνη Β., υπέβαλε αναφορά τον γεγονότος στην αστυνο-μία. Ο παππούς του θύματος λείπει εδώ και μερικές βδομάδες από την πόλη και ο τόπος διαμονής του δεν κατέστη έως τώρα δυνατόν να εξακριβωθεί. Έτσι ακριβώς ήταν στην εφημερίδα. «Μελίττα», είπε ο

Α., και ένιωσε τα γόνατα του να παραλύουν. Όμως η Χίλ-ντεγκαρντ είπε με έναν αδιάφορο τόνο στη φωνή της: «Αχ, σας παρακαλώ, κλείστε την πόρτα του δωματίου σας, κα-θώς και αυτήν εδώ. Αν άκουγε η μητέρα μου την Τσερλίνε να κλαίει εκεί, θα βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση». Αυτός υπάκουσε μηχανικά, επέστρεψε μηχανικά και κάθησε α-ντίκρυ στην Χίλντεγκαρντ* του φαινόταν σαν όνειρο* μια αυτοκτονία, εξαιτίας του μια αυτοκτονία, και παρ' όλα αυ-τά στην πραγματικότητα ένας φόνος που έκανε η ^ίλντε-γκαρντ - δεν χρειαζόταν και πολλά για να το καταλάβει και τα γεγονότα της νύχτας αποτελούσαν την πλήρη επιβε-βαίωση των υ^ποθέσεών του. Η οργή απέναντι στη φόνισσα τον κυρίευσε, καθώς την έβλεπε ν' αποθέτει το φλυτζάνι του καφέ της:

«Είναι δική σας αυτή η πράξη, Χίλντεγκαρντ». Αυτή τον κοίταξε με ψυχρό βλέμμα: «Ναι, κύριε Α.» «Και πίνετε τον καφέ εδώ μ' όλη σας την ησυχία». «Ποιά γεύματα σκέφτεστε εσείς να μην πάρετε σήμερα;

Ακόμα κι αν νηστέψετε το μεσημέρι, το βράδυ το φαγητό θα σας φανεί πολύ πιο νόστιμο».

«Εγώ δεν σκότωσα». «Κάνατε κάτι χειρότερο. Εισβάλατε ξεδιάντροπα σ' αυτό

το σπίτι, εισβάλατε μέσα στη ζωή μου και ετοιμάζεστε τώ-ρα να εισβάλετε και σ' εκείνην της μητέρας μου. Έχει κα-λώς, πλην όμως σε μια τέτοια κατάσταση δεν αρχίζει κανείς ερωτοδουλειές με μια μικρή πλύστρα».

«Το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιήσω τη φράση σας, εισέβαλα σ' αυτό το σπίτι ήταν καθαρή τύχη* όλα τ' άλ-λα...»

«Ήταν επίσης καθαρή τύχη. Είναι το μόνο που σας ανα-γνωρίζω ως ελαφρυντικό. Όμως σας κάλεσα να προβάλετε αντίσταση κατά της... τύχης αυτής* σας είχα προειδοποιή-

270

Page 271: Οι αθώοι - Hermann Broch

σει. Και το φταίξιμο σας, το βαρύ φταίξιμο σας είναι πως αγνοήσατε τις προειδοποιήσεις μου. Σας είχα πει πως συ-νηθίζω να κάνω καθαρούς λογαριασμούς».

«Γι' αυτό λοιπόν ο φόνος; Έτσι, δίχως τίποτ' άλλο, φόνος;»

«Ξέρετε το ίδιο καλά, όπως κι εγώ, πως η τελευταία αυτή συνέπεια δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Οι πλύστρες έχουν γενικά πολύ πιο ανθεκτική κατασκευή, μπορούνε επομένως να αντέξουν και σε μια μικρή ερωτική απογοήτευση. Και το ότι αυτή ήταν αναπόφευκτη, το γνωρίζετε επίσης το ίδιο καλά δπως κι εγώ. Γιατί βέβάια, θα αφήνατε κάποτε οπωσ-δήποτε την κοπέλα»,

«Έλαβα όλα τα μέτρα μου, ώστε να εξασφαλίσω κατά τον πιο ευτυχή γι' αυτήν τρόπο το μέλλον της».

«Ο,τιδήποτε κι αν κάνατε, έπρεπε να ελαφρύνετε τη βα-ρειά σας συνείδηση. Γιατί το μέλλον της μητέρας μου δεν ήταν μόνο για μένα πολύ πιο σημαντικό από εκείνο της μι-κρής αυτής προλετάριας... όχι, ήταν και για σας».

«Παρ' όλα αυτά, ο τρόπος που ενεργήσατε ήταν διαβολι-κός. Τί ακριβώς είπατε σ' αυτή την φτωχιά;»

«Την αλήθεια». «Ποιά αλήθεια;» «Το ότι μ' αγαπάτε και το ότι με το παραμικρότερο δείγ-

μα τής συγκατάθεσής μου θα με παντρευόσαστε αμέσως. Τις σχετικές αποδείξεις μού τις προσφέρατε απανωτά χθες το βράδυ. Μόνο η συγκατάθεσή μου δεν έχει ακόμα δοθεί και δεν πρόκειται να σας δοθεί».

«Και μετά τι έγινε; Μη μου κρύψετε τίποτα. Έχω δι-καίωμα να το μάθω».

«Ασφαλώς έχετε το δικαίωμα. Λοιπόν, το σπίτι εκεί το γνωρίζετε. Ανέβηκα τους τέσσερις ορόφους και τη βρήκα να δουλεύει. Ήταν γλυκιά και όμορφη και δεν μου ήταν πολύ εύκολο να της πω τις πληροφορίες μου, αλλά αυτή τις δέχτηκε, έστω και λίγο ωχρή, με ηρεμία και μάλιστα με κάλεσε και να κάτσω. Μάλιστα, μου εμπιστεύθηκε και μια μικρή τσάντα που της είχατε δωρίσει, και που με παρακά-λεσε να σας επιστρέψω. Ήλπιζα λοιπόν πως τα πράγματα

271

Page 272: Οι αθώοι - Hermann Broch

με όλα αυτά είχαν βρει την καλύτερη τους κατάληξη, εάν μπορώ να το διατυπώσω έτσι. Δεν πρόφτασα όμως να κα-τέβω κι άκουσα το σώμα της να πέφτει σαν σφαίρα, σ' ελά-χιστη απόσταση από μένα. Ξαφνικά βρέθηκε κάτω με έναν τρομερό τρόπο, το πρόσωπό της ήταν όμως ακόμα όμορφο* μόνο το κρανίο της είχε σπάσει».

«Και τη διεύθυνσή της τη μάθατε από την Τσερλίνε;» «Φυσικά. Και φυσικά ήταν τόσο πονηρή, ώστε να κατα-

λάβει και για ποιόν σκοπό τη χρειαζόμουνα. Όμως χτες, χωρίς να συντρέχει λόγος, την εξοργήσατε τόσο πολύ, που» - χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της σε ψίθυρο - «θέλησε να σας.παίξει ένα άσχημο παιχνίδι* σας έχω κιόλας πει πό-σο αρχομανής και εκδικητική είναι. Κι έτσι μου αποκάλυ-ψε αμέσως τη διεύθυνση. Το ότι αυτό θα ήταν η αιτία για μια τόσο τραγική έκβαση των πραγμάτων, το πρόβλεψε τό-σο λίγο αυτή όσο κι εγώ. Δεν μπορείτε λοιπόν να την κα-τηγορήσετε. Ας την αφήσουμε να κλάψει τώρα όσο θέλει* είναι μια από τις διασκεδάσεις της».

«Θα ήθελα να μένατε λιγότερο ασυγκίνητη. Είναι σχεδόν απάνθρωπο. Προτιμώ ακόμα και τη χθεσινή σας συμπε-ριφορά».

«Χθες έγινε το ατύχημα μπροστά στα μάτια μου, χθες έσκυψα πάνω από το πτώμα, και χθες» - ξαναφάνηκε το φωτεινό, σαγηνευτικό και παράδοξα διεγερτικό της χαμό-γελο - «χθες ήταν διαφορετικά* σας αγαπούσα ακόμα... μάλιστα, κύριε Α.»

«Με αγαπούσατε;» Αυτή έγνεψε σοβαρά: «Με μια λιγότερο μεν συναισθημα-

τική, πλην όμως με μια ίσως καταλληλότερη για σας αγάπη από εκείνη της μικρής Μελίττας...»

«Χίλντεγκαρντ! Για όνομα του Θεού, η συμπεριφορά σας σίγουρα δεν ήταν αυτή μιας γυναίκας που αγαπά!»

«Τις εκ των υστέρων αναλύσεις τις θεωρώ απρεπείς. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω πως όταν ήρθατε σε μένα, είσα-στε ποτισμένος με την επιθυμία μιας άλλης γυναίκας... πάο να σας φέρω τώρα τη μικρή της τσάντα». Σηκώθηκε κ(χι πήγε στο δωμάτιο της.

272

Page 273: Οι αθώοι - Hermann Broch

Η όψιμη ερωτική εξομολόγηση τον συγκλόνισε. Η Χίλ-ντεγκαρντ δεν ήταν η γυναίκα που έλεγε ψέματα, ακόμα κι αν συχνά σκάρωνε η ίδια διάφορα ψέματα για τον εαυτό της. Πίστευε λοιπόν σ' αυτήν την αγάπη. Μήπως τη χρεια-ζότανε για να δικαιολογήσει το φόνο; Μήπως χρειάστηκε τη νύχτα για να κάμει την ερωτική αυτή εξομολόγηση που θα δικαιολογούσε το φόνο της; Ή μήπως το μόνο που ήθε-λε τώρα και αφού του είχε πάρει για πάντα την επιθυμία, ήταν να τον κεντρίσει με το αγκάθι της αιώνιας απώλειας, της απώλειας μιας αγάπης που θα ήταν κατάλληλη γι' αυ-τόν; Τι εννοούσε με την αντάξια αυτή αγάπη; Και τότε κα-τάλαβε μονομιάς: εννοούσε την αγάπη που γεννιέται από το μη-είναι, την αρχέγονη αγάπη που βγαίνει από το Τίπο-τα, μιαν άγρια και κτηνώδη και κακή αγάπη, που τα κα-ταργεί όλα αυτά και ανέρχεται στο είναι, ανεβαίνει στο αν-θρώπινο, που είναι το χρέος και ο πόθος της. Το ανθρώπι-νο - έξω υπήρχε ακόμα μια ελαφρά πρωινή ομίχλη πάνω από τις κορυφές των δέντρων του πάρκου* τα σπίτια στην απέναντι πλευρά του πάρκου λούζονταν στον πρωινό ήλιο - ήταν μέρα. Μετά ξαναμπήκε η Χίλντεγκαρντ, κρατώντας την πολύ γνωστή του τσάντα. «Ορίστε», είπε και του την έδωσε, «θ' αποτελεί σίγουρα κειμήλιο για σας. Οι μεγάλες μαύρες κηλίδες εδώ στο άκρον είναι το αίμα της. Είχα την τσάντα στο χέρι όταν έσκυψα πάνω της και αυτή ακούμπη-σε λίγο τη λίμνη αίματος γύρω της. Το έκανα άθελά μου και ωστόσο το γεγονός είχε την σημασία του, για σας εν-νοώ».

Το αφτιασίδωτο της πληροφορίας τον έκανε ν' ανατρι-χιάσει* δεν τόλμησε ν' αγγίξει τις κηλίδες του αίματος: «Κι όμως είναι φόνος».

Μια αγριότητα, που του έφερε στη μνήμη την περασμένη νύχτα, κάτι πραγματικά αχαλίνωτα βίαιο, ξέσπασε από μέσα της:

«Μην υποκρίνεσθε τώρα πως απεχθάνεστε το φόνο, πως απεθχάνεστε το αίμα... θα υπάρξει πολύ ακόμα αίμα και πολλοί ακόμα φόνοι στον κόσμο, κι εσείς θα το αποδεχθεί-τε όπως αποδεχθήκατε τον πόλεμο, και μάλιστα ελαφρά τη

273

Page 274: Οι αθώοι - Hermann Broch

καρδία... ναι, θα πρέπει να υπάρξουν πολλοί ακόμα φόνοι, μεγαλύτεροι φόνοι, χειρότεροι φόνοι κι εσείς το γνωρίζε-τε, ίσως να το επιθυμείτε κιόλας, και παρ' όλα αυτά συνε-χίζετε να υποκρίνεσθε... τη στιγμή που αυτός εδώ, στο μέ-τρο που μπορεί κανείς να τον ονομάσει φόνο, ήταν τουλά-χιστον προς όφελός σας...»

«Προς όφελός μου;» «Ναι, η ζωή σας θα ξαναγίνει απλή». «Θα πρέπει να την ξαναχτίσω από την αρχή». Κοίταξε

τις χαλκογραφίες στον τοίχο* είχαν ένα απόλυτα σίγουρο τρισδιάστατο και ακόμα κι αυτές, στην ηρεμία τους, ξεπερ-νούσαν το θάνατο.

«Δεν μπορείτε ν' αφήσετε τις υποκρισίες; Πού είναι αυτό που ξαναχτίζετε; Μήπως δεν έχετε εδώ και πολύ καιρό λά-βει τις αποφάσεις σας... αυτό μόνο, και τίποτα άλλο δεν ήταν ο χρόνος που θέλατε για να σκεφθείτε! Εσείς, όπως και η Τσερλίνε, επιβάλατε και οι δυο τη θέλησή σας και η μητέρα μου θα μετακομίσει στο σπίτι των κυνηγών τη στιγ-μή που θα το διατάξει η Τσερλίνε. Εγώ δεν μπορώ παρά να το αποδεχθώ και να ελπίσω τουλάχιστον πως η επιχεί-ρηση θα εξελιχθεί κατά το δυνατόν χωρίς καταστροφές».

«Δεν χρειάζεται να επαναλάβω πως εμένα η απλή έλλει-ψη καταστροφών δεν μου αρκεί, και πως οι δικές μου προσπάθειες πάνε πολύ πιο πέρα... κατά τα λοιπά θα σας παραδώσω αύριο τα έγγραφα για τις σχετικές οικονομικές εγγυήσεις».

Η Χίλντεγκαρντ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, πλην όμως όχι και δίχως ευχαρίστηση: «Ίσως εκεί έξω να υόιάρ-ξει για όλους σας ένα είδος... θαλπωρής», είπε και γέλασε λιγάκι, «ένα ζεστό καινούργιο σπίτι και πιστεύω σχεδόν πως θα έπρεπε κανείς να πει κάτι στη μητέρα μου που πε-ριμένει με αγωνία αυτή τη στιγμή... όπου να 'ναι θα έρθει. Πάρτε το λοιπόν στο μεταξύ αυτό από δώ». Και με τα λόγια αυτά έδειξε την τσάντα της Μελίττας.

Ο Α. πήρε την τσάντα στο δωμάτιό του και την έκρυψε στο συρτάρι που κλείδωνε, και που μαζί με τα μυστικά του έγγραφα έκρυβε και το ρεβόλβερ του. Όταν επέστρεψε, η

274

Page 275: Οι αθώοι - Hermann Broch

βαρώνη μόλις είχε καθήσει στην πολυθρόνα της και είπε: «Πρέπει να φωνάξουμε και την Ταερλίνε μαζί μας». Η τε-λευταία σκηνή μιας όπερας, σκέφτηκε ο Α., και μάλιστα μιας τραγικής όπερας, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μιας κωμικοτραγικής. Έκλεισε, συμφωνώντας, λιγάκι τα μάτια του, και η εικόνα μετακινήθηκε πάλι, το είναι μετα-τοπίσθηκε, μετατοπίσθηκε χωρίς να χάσει σε συνοχή στην ανώτερη πραγματικότητα του μη-πραγματικού. Μήπως έπρεπε η βαρώνη και η Χίλντεγκαρντ, καθώς και η Τσερλί-νε που μπήκε εκείνη τη στιγμή, να θεωρηθούν ως ύποπτες, αφού το κοινό τους παιχνίδι φαινόταν να καθοδηγείται από μία και μοναδική ανώτερη θέληση, που δεν ήταν δα και τόσο... θεϊκή; Και μήπως δεν ήταν κι αυτός μέρος του κοινού αυτού παιχνιδιού, αυτός που μπήκε ή μάλλον που εισέβαλε στον κόσμο τους, για να φτάσει ακριβώς μαζί μ' αυτές στο μη πραγματικό και να διαλυθεί μέσα σ' αυτό; Αυτό ακριβώς ήθελε. Και παρ' όλα αυτά, ω, παρ' όλα αυτά παρέμενε ο ίδιος, επέμενε στο δικό του, καταδικό του εί-ναι. Αυτό ήταν το νόημα αυτής της σκηνής της όπερας, κά-θε σκηνής της όπερας: τη στιγμή που το διαπιστώνεις να γίνεσαι μη-ον και παρ' όλα αυτά να εμμένεις στο ονΐ Κι αυτός, ένας άνθρωπος γυμνός, με κόκαλα και μ' αρθρώ-σεις, που δεν ήταν παρ' όλα αυτά παρά μια οπερετική μα-ριονέττα κάτω από τα ρούχα του, εκινείτο προς το μέρος τους.

«Μου φέρεσθε σαν να 'στε γιός μου», τον χαιρέτησε η βαρώνη, και καθώς αυτός έσκυψε για το χειροφίλημα, αυ-τή απέθεσε το χέρι της στο κεφάλι του σαν να 'θελε να του δώσει την ευχή της. «Πραγματικά σαν γιός μου», είπε κα-τόπιν, «και θα 'θελα να ήσασταν στ' αλήθεια* θα εκπληρω-νόταν τότε μια από καρδίας επιθυμία μου». Την ίδια στιγ-μή όμως σαν η από καρδίας επιθυμία να ήταν το σύνθημα για το σύρισμα μιας φανταστικής κατσαρόλας - ίσως όμως και να σύριζε πραγματικά μία - η Χίλντεγκαρντ αναπήδη-σε ξαφνικά και έτρεξε στην κουζίνα φωνάζοντας «το νερό θα χυθεί!» Αλλά η βαρώνη την κοίταξε να φεύγει και είπε συγκινημένη: «Αυτό που δεν έγινε, μπορεί όμως να γίνει».

275

Page 276: Οι αθώοι - Hermann Broch

Η βαρώνη έδωσε αντίθετα το χέρι της στον παραλίγο γιο της για μιαν εγκάρδια χειραψία· αν σήμαινε αυτό τα συλλυ-πητήρια ή τα συγχαρητήρια της, ή αν επρόκειτο απλώς για έκφραση της χαράς της για τη σχεδιαζόμενη μετακόμιση στο σπίτι των κυνηγών, στο παλιό σπίτι των κυνηγών, το οποίο δεν απειλούσε τώρα κανένας κίνδυνος της Μελίττας, αυτό φυσικά δεν μπορούσε να το ξέρει.

Αργότερα αποφάσισαν πως ο Α. θα έπρεπε για να προε-τοιμάσει την μετακόμιση να εγκατασταθεί τις προσεχείς μέρες στο σπίτι, ώστε να επιτηρεί τις εργασίες ευπρεπισμού του, ώστε, όπως είχε προτείνει η Τσερλίνε, να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα εκεί. Και ναι μεν η Χίλντε-γκαρντ παρέμενε σιωπηλή σ' όλα αυτά, δεν έφερνε όμως κι-όλας αντιρρήσεις, έτσι ώστε η ελπίδα για μια συμμετοχή της στη γιορτή να μην αποκλειστεί.

Σύμφωνα με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς έπρεπε να μείνει λίγο ακόμα με τη βαρώνη μετά από αυτό το ιστο-ρικής σημασίας γεγονός, και θα μπορούσαν μάλιστα από νομική άποψη να κρατούν ο ένας το χέρι τού άλλου, μητέρα και γιός σ' ένα σιωπηλό, εμπιστευτικό διάλογο. Αυτό πάλι απαγορευότανε από τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και έτσι δεν κρατούσε ο ένας το χέρι τού άλλου, αλλά κάθονταν σε ευπρεπή απόσταση ο ένας απ' τον άλλον, μια όμως και δεν τους απαγορευότανε η χωρίς λόγια-εμπιστευτική σιω-πή, μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους, και ίσως και των δυο οι σκ^έψεις να στρέφονταν προς την ίδια κατεύθυνση, στο άκουσμα του φυσικού, στη φυσική ευτυχία τής ανθρώπινης ύπαρξης: το να έχεις γεννηθεί, το να έχεις γεννηθεί από μια μητέρα, το να έχεις βγει από ένα σώμα και να είσαι αίμα ο ίδιος, ένα σώμα του οποίου τα πλευρά διαστέλλονται, όταν αναπνέεις, ω, ευτυχισμένη παρουσία στο είναι, ευτυ-χισμένη πορεία κατά μήκος του κόσμου και των γαλήνιων δρόμων του, με το χέρι της μάνας πάντοτε παρόν και μέσα σ' αυτό αφημένο μ' εμπιστοσύνη το παιδικό χέρι* ω, από την παιδική ηλικία αναδύεται κι αυξάνει η σιγουριά που νιώθει κανείς μια ολόκληρη ζωή, η σιγουριά που δεν είναι (/.ιχμαλωσία, αλλά φέρει μέσα της το σπόρο της ελευθερίας.

276

Page 277: Οι αθώοι - Hermann Broch

Είπε λοιπόν εκείνη: «Δεν είμαι τώρα πια αιχμάλωτη». Αυτός της χαμογέλασε: «Αντίθετα, εγώ παραδίδομαι

τώρα στη δική μου αιχμαλωσία, και το πόσο ευχαρίστως το κάνω, βαρώνη, δεν χρειάζεται να σας το εξηγήσω ιδιαί-τερα». Κι αυτό ήταν βεβαίως πολύ σωστό. Επειδή ο ζωτι-κός του χώρος εδώ είχε συρρικνωθεί, είχε εκούσια συρρι-κνωθεί στην τριγωνική πλατεία έξω από το σπίτι και μέσα σ' αυτό το σπίτι, αυτός όμως δεν ήταν σε θέση να πει ποιός το είχε προκαλέσει αυτό, ποιός τον κρατούσε αιχμάλωτο. Όμως τώρα το γνώριζε: ο επαναπατρισμός. Και η εκούσια αιχμαλωσία του θα παραμείνει καθοριστική στη ζωή τού-το παλιό σπίτι των κυνηγών δεν θα αλλάξει τίποτα σ' αυτό. Τα κλαδιά των δέντρων κινούνταν ελαφρά στον απαλό σε-πτεμβριάτικο αέρα* τα φύλλα τους είχαν κιόλας κιτρινίσει. Τα χελιδόνια πετούσαν από πάνω τους, έτοιμα να αποδη-μήσουν και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από τιτιβίσματα. Και το δικό της βλέμμα περιπλανήθηκε πάνω από την αρι-στοκρατική πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού.

«Γυρίζουμε πάντοτε πίσω στη μεγάλη αναπνοή, ώστε να μπορούμε κι εμείς να αναπνέουμε, γυρίζουμε πάντοτε πίσω στη μεγάλη επαγρύπνηση, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βλέπουμε και πάντοτε αναζητάμε τη μεγάλη αλυσίδα που ξεκινά από τους προγόνους και φθάνει ως τα δισέγγονά μας, ψάχνουμε το βραχύ εκείνο τμήμα ανάμεσα στη μάνα και στο παιδί, κρατιόμαστε απ' αυτό ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε* εγώ περίμενα, κι αυτό υπήρξε η δική μου ανα-ζήτηση, όμως, το αν αυτό έγινε με δεσμεύσεις ή με ελευθε-ρία - ποιός θα μπορούσε να δώσει μιαν απάντηση σχετικά^ Σίγουρα ήταν και τα δυο μαζί ταυτόχρονα».

Έχοντας τη λεπτή διαφάνεια του ουρανού ως θόλο μέσα σ' ένα τοπίο που διασχίζουν οι δρόμοι και οι ράγες, υπάρ-χει η πόλη, ένα συμπυκνωμένο τοπίο η ίδια* όμως ανάμεσα στο γρασίδι της πλατείας μπροστά, και στο πράσινο του κήπου από πίσω, κι έτσι ανάμεσα σ' ανάπτυξη και σ' ανά-πτυξη, κι ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό βρίσκεται το σπίτι, ενταγμένο ανάμεσα στα γειτονικά σπίτια σε μιαν ενότητα στην πλατεία, και ανάμεσα στους άψυχους και

277

Page 278: Οι αθώοι - Hermann Broch

ακίνητους τοίχους του σπιτιού απλώνεται το ζωντανό γε-γονός, η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, ζωντανή κι ωστόσο, φέροντας αναλλοίωτη εντός της το άψυχο με τη δύναμη του πολυδιάστατου, απλώνεται η αγάπη και το μί-σος, που συγχωνεύονται ξαφνικά σε ένα, απλώνεται ο λό-γος από το στόμα στο αυτί, η πνοή, που αιωρείται στον τα πάντα πληρούντα αιθέρα, και στέκεται, ορατή ή αόρατη, σαν μια υπόσχεση αβαρούς τάξεως των ουράνιων τόξων. Κάι τότε είπε η βαρώνη: «Ας κάνουμε με ευγνωμοσύνη μνη-μόσυνο στους νεκρούς».

Αυτός έγνευσε. Μήπως εννοούσε τη Μελίττα; Εκείνη όμως σηκώθηκε και ως δείγμα οικειότητας δεν

χρησιμοποίησε το μπαστούνι της, αλλά το χέρι του που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει ώστε να ισορροπήσει όρθια* στηριζόμενη στο βραχίονά του αυτή άρχισε να περπατά. Με τον επίσημο αυτό τρόπο βάδισαν μέχρι την τραπεζαρία όπου μπροστά στο πορτρέτο του αρχιδικαστή - ο Α. ένιωσε την έντονη επιθυμία να κάνει μια επίσημη υπόκλιση μπρο-στά του - σταματήσανε τελετουργικά. Βέβαια η βαρώνη δεν αντιλαμβανόταν καθόλου το κωμικόν της υποθέσεως* κι ενώ τακτοποιούσε με πολλή φροντίδα τα λουλούδια μέ-σα στο κρυστάλλινο βάζο κάτω από το πορτρέτο, άρχισε να του λέει με μελαγχολική σοβαρότητα, πως ο μακαρίτης ήθελε πάντοτ€ να έχει ένα γιό, κοιτάζοντας ταυτόχρονα μια τα χαρακτηριστικά της εικόνας και μια εκείνα του συνοδού της, σαν να υπήρχε ελπίδα να ανακαλύψει κάποια ομοιό-τητα. Ο Α. το έβρισκε δυσάρεστο* ούτε ήθελε να είναι ο εικονιζόμενος κύριος με την τήβεννο εκεί πάνω ο γεννήτο-ράς του, ούτε ήθελε καθόλου να του μιλάνε για τις γενεαλο-γικές επιθυμίες του βαρώνου, και εκτός αυτού θεωρούσε άδικο το ότι η βαρώνη είχε στην κατοχή της κάποια εικόνα του συζύγου της, ενώ από τη Μελίττα, που δεν ήταν λιγό-τερο νεκρή από εκείνον, δεν είχε απομείνει, παρά η αστα-θής εικόνα της θύμισης που ήταν καταδικασμένη να ξεθω-ριάζει μέρα παρ' ημέρα. Και σχεδόν μη μπορώντας να τη διώξει, ζωντάνευε μέσα του η επιθυμία να πάει να την δει ακόμα μια φορά, να πάει στο νεκροτομείο, στον ψυχρό

278

Page 279: Οι αθώοι - Hermann Broch

χώρο του οποίου βρισκόταν τώρα αυτή: αχ, τώρα έπρεπε να συγκρατήσει στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά του άλ-λοτε, τα θαμπά χαρακτηριστικά από τις δυο νύχτες.

Η βαρώνη, έχοντας ακόμα περασμένο το χέρι της στο μπράτσο του για να στηρίζεται, ένιωσε την ξαφνική του ανυπομονησία και τον αποδέσμευσε. «Θα τα ξαναπούμε απόψε στον δείπνο, αγαπητέ Α. είναι αυτονόητο πως απόψε θα είσαστε ο καλεσμένος μας». Αυτός δέχτηκε την πρόσκληση ευχαριστώντας.

Στο χώλ πήρε το καπέλο του και ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα για να βγει, όταν τον πρόλαβε η Τσερλίνε από την κουζίνα. Μόλις τον είδε με το καπέλο στο κεφάλι χα-χάνισε ευχαριστημένη: «Λοιπόν, και μια φορά, κατ' εξαί-ρεσιν, μην το ξεχάσετε». Όμως, κατόπιν απόρησε: «Για πού το βάλατε;» Αυτός δεν της έδωσε απάντηση και αυτή του άρπαξε το καπέλο από το κεφάλι: «Μην το κάνετε. Μην πάτε σ' αυτήν. Χαρίστε της την ανάπαυσή της· την κέρδισε την ανάπαυση. Αυτό θα έκανα εγώ* κι αυτό θα κάνω. Εδώ και όχι εκεί» - έδειξε πρώτα στην καρδιά του και μετά στα μάτια του - «εδώ και όχι εκεί ας κατοικήσει, πρέπει να κατοικήσει, όπως την είδατε την τελευταία φορά, προχθές στις πέντε το πρωί. Αν πάτε εκεί, θα εξαφα-νιστεί. Κι αυ-̂ ό που θα μείνει, θα είναι στα μάτια, ποτέ πια στην καρδιά, όπως πρέπει». Και καθώς αυτός παρέμενε σιωπηλός, εκείνη πρόσθεσε: «Την αγάπησα κι εγώ... υπο-σχεθείτε μου πως δεν θα πάτε εκεί,., δος μου την υπόσχεσή σου!» Αυτός το υποσχέθηκε.

Αργότερα βγήκε από το σπίτι, χωρίς καπέλο· όμως κρά-τησε την υπόσχεσή του και δεν πήγε στη Μελίττα. Θα υπήρχε ποτέ μια επιστροφή από εκείνον τον τόπο, θα έπρε-πε να υπάρξει; Αυτός όμως ήθελε να επιστρέψει, ήθελε να γυρίσει στον τόπο του, ήθελε να μείνει εκεί. Όποιος επι-στρέφει στον τόπο του, κηρύσσεται αθώος! Κάθησε σ' ένα από τα παγκάκια κοντά στο περίπτερο τού κήπου τού σιδη-ροδρομικού σταθμού ώσπου να νυχτώσει, και με το επι-τάφιο, τριπρόσωπο ρολόι του θανάτου, με το τριπλό πρό-σωπο του επικέντρου μπροστά του, έκανε μνημόσυνο στη

279

Page 280: Οι αθώοι - Hermann Broch

Μελίττα, που σκότωσε η ανελευθερία, η ανελευθερια τιον μαριονεττών, επειδή αυτή η ίδια ήταν ελεύθερη. Επειδή κάθε φονικό γίνεται μέσα σε ανελευθερία* αυτή είναι που σκοτώνει. Το πέρα-δώθε των μαριονεττών γέμιζε την πλα-τεία, γέμιζε τα σπίτια τριγύρω του, και παρ' όλη τη μόνιμα τρίγωνη μορφή της ξανάγινε η πλατεία ένα σύμφυρμα, το σύμφυρμα της πόλης, ένα σύμφυρμα από πράγματα που χαρακτηρίζει τις μαριονέττες, χωρίς πατρίδα και χωρίς ελ-πίδα. Κι ωστόσο αυτός που καθόταν εδώ, διατηρούσε την ελπίδα τού επαναπατρισμού, την ελπίδα της εκούσιας ανε-λευθερίας, παράδοξα δεμένη με την ελευθερία της Μελίτ-τας, την ελπίδα του ανάλαφρου αποχαιρετισμού. Τη σκε-φτόταν όλο και πιο πολύ, ώσπου εκείνη, αυτοδιαλυόμενη απορροφήθηκε τελείως απ' αυτόν, και σαν άναψαν το βράδυ τα φώτα, τότε στην κορυφή απέναντί του, εκεί όπου συνέκλιναν τα σκέλη του τριγώνου δεν βρέθηκε το σημάδι της κρίσης, αλλ' εκείνο της επιστροφής στο γενέθλιο τόπο και της αθωότητας, το σημάδι του παιδιού - που ξέφυγε από την κόλαση.

Μετά από δυο μέρες μετακόμισε στο παλιό σπίτι των κυ-νηγών. Και προτού προλάβει να πέσει το πρώτο χιόνι -ήταν μέσα Νοεμβρίου και πάνω στην άσφαλτο της πλατείας του σταθμού σχημάτιζαν με τον άνεμο σωρούς τα φύλλα που έπεσαν από τα γυμνά τώρα δέντρα - αυτός πήγε να πάρει και τη βαρώνη. Βέβαια, με τη μετακόμισή της συν-δέονταν πολλών ειδών μεγαλύτερες ή μικρότερες δυσκολίες και αναταραχή, γιατί μολονότι το μεγαλύτερο μέρος των αποσκευών της είχαν κιόλας μεταφερθεί και ό,τι έλλειπε θα μπορούσε να σταλεί εκ των υστέρων, τα πράγματα που έπρεπε να μπουν στο αυτοκίνητο ήσαν τόσα πολλά, που δεν ήξεραν πού να τα βάλουν, και η Χίλντεγκαρντ, η οποία βοήθησε εδώ και δυο βδομάδες στη φασαρία .τού πακετα-ρίσματος και φαινόταν τώρα τελείως εξαντλημένη, επιτέ-θηκε με θυμό κατά του Α. «Ορίστε, τώρα αρχίζουν οι δυ-σκολίες όπως ακριβώς το είχα προβλέψει κι ένας Θεός ξέ-ρει πώς θα τελειώσουμε». Αλλά η εύθυμη διάθεση της βα-ρώνης την έβγαλε γρήγορα ψεύτρα. Στο τέλος η μετακόμιση

280

Page 281: Οι αθώοι - Hermann Broch

έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Η βαρώνη δεν έχασε την ευ-θυμία της, και μάλιστα τις βδομάδες που ακολούθησαν γι-νόταν συνεχώς και πιο ευδιάθετη. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί τόσο όμορφα, βεβαίωνε ξανά και ξανά. Μέσα στην ευθυμία αυτή γιορτάσθηκαν τα Χριστούγεννα* από τα παράθυρα πρόβαλε ένα κάτασπρο στο χιόνι δάσος. Μόνο το ότι η Χίλ-ντεγκαρντ δεν ήταν παρούσα, γιατί κρυολόγησε την τελευ-ταία στιγμή, θόλωσε κάπως τη γενική διάθεση. Αλλά όχι για πολύ.

281

Page 282: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 283: Οι αθώοι - Hermann Broch

Οί ύστερες ιστορίες

Page 284: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 285: Οι αθώοι - Hermann Broch

Φωνές 1933

Χίλια εννιακόσια τριάντα τρία - γιατί στη μορφή των ποιημάτων;

Τον αποχαιρετισμού υπεσχημένη χώρα, ω διαίσθηση βαθύτερων στρωμάτων!

Δεν θέλουμε αυταπάτες δεν θα ήμαστε ποτέ καλοί-από μεθύσι σε μεθύσι κάτι εντός μας στο μαρτύριο και στο αίμα μάς ωθεί.

Των ποινών αγαπούμε την εσχάτη με βούρδουλα, σκοινί, ξεφωνητά-μετά από πενήντα μαστιγώσεις χάσκουν ελεύθερα η πλάτη, τα πλευρά.

Της κρεμάλας το σίδερο αργά τσακίζει το λαιμό σας, κι απ' του κακούργου το τσουλούφι μπλάβο προβάλλει ένα κομμάτι γλώσσας.

Στις ακαταπόνητές μας λαιμητόμους πολλά χρωστάει η πρόοδός μας-κι οι ηλεκτρικές καρέκλες είναι μόνο για να εκπληρώνουν όμοιο σκοπό μας.

Κατασκευές ατσάλινες αγχόνης, το κλέος του γερμανικού στρατού.

285

Page 286: Οι αθώοι - Hermann Broch

για δυο κι ως τέσσερις νομάτονς καταφέρνει την περιποίηση με μιας τον κεφαλιού.

Στο σχεδιαστήριο οι πένες ζωγραφίζουν, και κανένας, μα κανένας δεν διστάζει, αστραφτερό, κυρτόν στα άκρα έναν καινούργιο του Γολγοθά σταυρό να φτιάξει από μούχλα και σωλήνες με ακρίβεια για να γίνει πιστευτός ώστε κατόπιν οι μηχανικοί πάνω του Εκείνον να βιδώσουν. Στάσου ασκεπής κι ένα μνημόσυνο στα θύματα κάνε. Γιατί μόνο αυτός που νιώθει κιόλας το σκοινί στο

λαιμό, προσέχει την καλαμιά που σειέται με τον άνεμο στο πλακόστρωτο κάτω από την κρεμάλα. Ω, αυτοί που χαίρονται, αυτοί που χύνουν αίμα! Το δαιμονικό είναι τυφλό, το ανεπίτρεπτο είναι τυφλό, τα φαντάσματα είναι τυφλά, τυφλά σ' ό,τι μπουμπουκιάζει γιατί τα ίδια δεν μεγαλώνουν. Και όμως, κάποτε ήταν ο καθένας τους παιδί. Μην εξυμνείς ποτέ το θάνατο, μην εγκωμιάζεις το θάνατο που προξενεί ο ένας στον

άλλον μην εξυμνείς το απρεπές. Αλλά έχε το θάρρος να λες Σκατά, όταν κάποιος για χάρη των λεγόμενων πεποιθήσεών του ξεσηκώνει στο σκοτωμό τού συνανθρώπου- γιατί

αλήθεια, τότε, ο δολοφόνος-λήσταρχος, που δεν έχει

ιδεολογία, είναι προτιμότερος: ω, η εξευτελιστική, η αυτοεξευτελιζόμενη κραυγή για το δήμιο, η κραυγή κρυφού φόβου, η κραυγή όλων των κακοχτισμένων ιδεολογιών.

286

Page 287: Οι αθώοι - Hermann Broch

Ανθρωπε, μείνε ασκεπής και μνημόνευσε τα θύματα! Το κακό στρέφεται στο κακό: η φρικαλέα ανθρωποθυσία, ποιός την κάνει; - ένα φάντασμα-βρίσκεται στο δωμάτιο, κάτι ανεπίτρεπτο υπάρχει

εδώ, σφυρίζει αμέριμνο, το φάντασμα του μικροαστού το φάντασμα που συνήθισε στην τάξη! Έμαθε γραφή κι ανάγνωση, χρησιμοποιεί οδοντόβουρτσα, πάει στο γιατρό όταν είναι άρρωστο, τιμά φορές-φορές πατέρα και μητέρα, και κατά τα λοιπά ασχολείται με τον εαυτό του και μολοντούτο είναι φάντασμα.

Αναδύθηκε από το χθες και έχει παραδοθεί ρομα-ντικά στο χθές, όμως μυρίζοντας το σημερινό όφελος και μη χάνοντάς το από τα μάτια του, ένα φάντασμα, που δεν είναι πνεύμα, ένα σάρκινο φάντασμα χωρίς αίμα, και γι' αυτό ακριβώς αιμοδιψές με μια δίχως καθόλου μίσος ψυχραιμία, άπληστο για δόγματα, άπληστο για τα κατάλληλα συνθήματα και κινούμενο απ' αυτά σαν μαριονέττα (στο μεταξύ όμως κι από εκείνα της προόδου), ωστόσο πάντοτε θρασύδειλα δολοφονικό, μα κάνοντας την Παναγία, αυτός είναι ο μικροαστός: Ω αλίμονο, αλίμονο!

Ω, ο μικροαστός είναι το ίδιο το Δαιμονικό- το όνειρό του - είναι μια απαρέγκλιτα σε χθεσινούς στό-χους στραμμένη, άκρως εξελιγμένη και σύγχρονη τε-χνική- το όνειρό του είναι το τεχνικά υπερτέλειο κιτς-το όνειρό του είναι η επαγγελματική δαιμονοληψία του δεξιοτέχνη που παίζει για χάρη του βιολί- το όνει-ρό του είναι η μέσα στη ρομαντική φαντασμαγορία της φωτιάς μαγεία της όπερας που λάμπει και αστρά-φτει- το όνειρό του είναι μια μίζερη μεγαλοπρέπεια.

287

Page 288: Οι αθώοι - Hermann Broch

Λχ, πόσο μας πήρε ο τρόμος, έσκιζε σαν βέλος τα Βερολίνα-φάντάσματα, Μικροαστοί του αυτοκράτορα, βίρα πάνω Αποκάλυψη του πορφυρού κιτς εποχούμενοι και με γούνες ακριβές, με σάλπιγγες και μπαρόκ μουσική και με μεγάλες λιμουζίνες-τσουγκρίσαμε με νόημα τους ώμους μας κι ο τρόμος μας έγινε γέλιο. Κι ωστόσο ήταν μονάχα η αρχή- κι όταν μετά από

τρεις δεκαετίες το κτήνος πλησίασε και είπε τα μεγάλα λόγια, κάνοντας το λόγο του να μοιάζει με ρόχαλο, τότε χάσαμε το δικό μας λόγο' η λέξη έγινε ένα στεγνό

Κάτι, κι έμοιαζε σαν να είχαμε για πάντα χάσει την επικοινωνία: όποιος έγραφε ακόμα ποιήματα, ήταν τρελός για

περιφρόνηση, που παράγει από καρπούς μαραμένα λουλούδια. Ξεχάσαμε το γέλιο, και βλέπαμε τη μάσκα του τρόμου, το επικήδειο κιτς, δεμένο μπροστά στο πρόσωπο του μικροαστού

δημίου, μάσκα πάνω στη μάσκα, το αφύσικο να επικαλύπτει

το αφύσικο, το πρόσωπο της αδυναμίας να δακρύζεις.

Ύ)μως οι επαναστάσεις, εξεγέρσεις της φύσης κατά τον αφύσικου, κατά του φρικαλέου και του ριζικά ανεπίτρεπτου, αλλά και κατά της πολυμορφίας των πεποιθήσεων, οι οποίες με τη βοήθεια της σκυθρωπής κι οργίλης φλόγας του τρόμου και του αναγκαστικού προσυλητισμού θέλουν να ξεσπαθώσουν όλες, οι επα-ναστάσεις όμως γίνονται κι οι ίδιες φρικαλέες, γιατί κάθε τρόμος φέρνει μια καινούργια μικροαστική τάξη στα πράγματα, κάνοντας επίκαιρο τον κερδοσκόπο

288

Page 289: Οι αθώοι - Hermann Broch

της επανάστασης, τον μικροαστό της επανάστασης, τον δεξιοτέχνη ειδικό του τρόμου, τον αιώνια βδελυ-ρό που ατιμάζει κάθε έννοια δικαιοσύνης: Αλίμονο, ω αλίμονο!

Ω επαναστατική δικαιοσύνη! Από την επανάσταση γεννιέται η δαιμονική επανάσταση - απομίμηση του μικροαστού, θρασύδειλη και χειρότερη παρ' όλα αυ-τά, αφού η έλλειψη ιδεολογίας την κάνει ωμή δύναμη-δεν πρόκειται τότε πλέον για στράτευση οπαδών ή για αναγκαστικό προσυλητισμό, αλλά για το αίσχος που εμφωλεύει μέσα σ' όλες τις πεποιθήσεις, για το τεχνι-κά αρτιότατο εργαλείο του τρόμου αυτό καθαυτό, για το στρατόπεδο συγκεντρώσεως καί για το θάλαμο βα-σανιστηρίων - εργαστήριο, ώστε, με την αναχθείσα τώρα σε υπέρτατο νόμο παρανομία, με την αναχθείσα σε αλήθεια ψευτιά των φαντασμάτων, να επιτευχθεί ένα σχεδόν αφηρημένο σκλάβωμα των πάντων, ανοί-κειο σε κάθε τι το ανθρώπινο.

Με χαμένο το είναι, δεν μπορούμε να το κρίνουμε: Ένα ήμουν τότε στην κούνια μου, ένα θα είμαι και την ώρα του θανάτου μου, ίσως ακόμα κι όταν, πίσω από συρματοπλέγματα, θα περιμένω να με πάνε στον τόπο εκτελέσεως, γιατί αν και οι δικές μας οι ψυχές δεν είναι παρά

αφημένες στο Τίποτα και δεν ξέρουν προς ποιά κατεύθυνση να στρέψουν

την προσευχή τους, μουρμουρίζουν παρ' όλα αυτά μέσα σε μιαν ευσεβή

μοναξιά, σαν το είναι να αποσιωπούσε την ύπαρξή του μέσα

στο Τίποτα.

Γι' αυτό, εσύ που είσαι ακόμα ζωντανός, βγάλε το καπέλο

και μνημόνευσε τα θύματα, ακόμα και τα μελλοντικά-η ανθρώπινη σφαγή δεν έχει τελειώσει ακόμα:

289

Page 290: Οι αθώοι - Hermann Broch

Αλίμονο, για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανά την υφήλιο!

πολλαπλασιάζονται, όπως κι αν λέγονται* επαναστατικά ή αντιεπαναστατικά, φασιστικά ή αντιφασιστικά, είναι η μορφή τής εξουσίας των μικροαστών, που θέλουν να σκλαβώνουν και να σκλαβώνονται. Αλίμονο στην τύφλωση!

Το δάσος και το λιβάδι φτάνουν στα κάγκελα του στρατοπέδου,

στα σπίτια των δημίων κελαηδούν τα καναρίνια-ένας ουρανός από άνθη υψώνεται σαν θόλος πάνω

απ" τις εποχές, και το ουράνιο τόξο φαίνεται με τα χρώματα της

ελπίδας -το σύμπαν χλευάζει μέσα σε ασυμβίβαστα και ρωτάει τους ανθρώπους: θα τ' αντέξεις κι άλλο; Τί είναι ορατό για σένα; Και τί είναι επίπλαστο; Αυτός που πάει στο θάνατο το βλέπει- τίποτα δεν τον

πικραίνει πια, και η χαριστική βολή είναι γνήσια. Βγάλε το καπέλο σου και μνημόνευσε τα θύματα.

Η τομή στο γήινο - μια φορά ακόμη. Η όχθη πέφτει απότομα στη θάλασσα-

το τοπίο δεν είναι πλέον ενιαίο, και πάνω από τους ορίζοντες πέρα

υπάρχει κάτω από τη θάλασσα η ομίχλη της μεταμόρφωσης.

Γιατί τα πράγματα έγιναν μέτρο των ανθρώπων και το χθες ξεφεύγει πριν ακόμα το πάρει η βάρκα. -Πήγαινε στο λιμάνι-κάθε βράδυ οι βάρκες περιμένουν, αόρατες, βέβαια, μεταφέροντας το στόλο του ανθρώπινου προς

ανατολάς, στο άγνωστο τής νύχτας: ω τομή μέσω του χρόνου!

290

Page 291: Οι αθώοι - Hermann Broch

Υπήρξε ποτέ το χθες; Μήπως σε λοιδορεί; Υπήρξε ποτέ η μάνα; Ω, υπήρξε αυτό που κάποτε σε

κρατούσε; Υπάρχει επιστροφή στον γενέθλιο τόπο; Ω, δεν

υπάρχει επιστροφή, πάντοτε στη συνάντηση συναντάς αυτό που σ' έχει στο στόχαστρό του, Γι' αυτό μην ψάχνεις, αλλά βλέπε- βλέπε το ήρεμο

αργοκύλισμα, βλέπε τη μεταμόρφωση πάνω στην κόψη, το διάλειμμα ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο,

μέσα στο οποίο διαλύεται, τα πράγματα που έγιναν από το χέρι

επιστρέφουν σ' αυτό, αδύνατα στο τέλος της δύναμης. Εδώ αυτό φτάνει ως

απέναντι. -Πήγαινε στο λιμάνι-όταν το βράδυ εγγίζει το μώλο και τον ήρεμο

καθρέφτη της θάλασσας, βλέπε εκεί που θα φτάσει το χθες και θα γίνει αύριο πριν καν ακόμα φθάσει. Το τοπίο είναι κομματιασμένο, όμως η γνώση σου είναι μεγαλύτερη από σένα- σπιρούνισε

την αντίληψή σου, για μια φορά ακόμα ώστε να φθάσει στη γνώση σου, πριν πέσει το βράδυ.

Δεν αρκεί που δεν σμιλεύεις την εικόνα του προσώπου Μου'

σκέφτεσαι παρ' όλα αυτά με εικόνες, ακόμα κι όταν αναφέρεσαι σ' Εμένα.

Δεν αρκεί που διστάζεις να λες το όνομά Μου' η σκέψη σου είναι γλώσσα, ένα όνομα ο σιωπηλός σου

δισταγμός. Δεν αρκεί που δεν πιστεύεις σ' άλλους θεούς εκτός

από Μένα: η πίστη σον όεν μπορεί παρά να φτιάχνει είδωλα. Με βάζει στην ίδια σειρά μ' αυτά,

291

Page 292: Οι αθώοι - Hermann Broch

κι αυτή εξαρτάται από τούτα και ποτέ από Μένα, Εγώ υπάρχω, και δεν υπάρχω, επειδή υπάρχω. Είμαι πέρα από την πίστη σου-Το πρόσωπό Μου δεν είναι Μη-πρόσωπο, η γλώσσα

Μου μη-γλώσσα, και τούτο το γνώριζαν οι προφήτες Μου: Αμετροέπεια είναι κάθε λόγος για την ύπαρξη ή τη

μη-ύπαρξή Μου, και η αναίδεια του αρνητή όπως και η υποταγή του

πιστού είναι και οι δύο υπερφίαλη γνώση-η πρώτη αποφεύγει το λόγο των προφητών, κι η

δεύτερη τον παρανοεί, εκείνη ξεσηκώνεται εναντίον Μου, ετούτη παραέχει

οικειότητα μαζί Μου

στην άνετη λατρεία της, και γι' αυτό απορρίπτω την πρώτη, ενώ η δεύτερη αναζωπυρώνει

την οργή Μου -δεν Μ' αρέσουν αυτοί που παραδείχνουν δικοί Μου. Εγώ είμαι ο μη ων, μια καιομένη βάτος και καμιά, αλλά σ' αυτούς που ρωτάνε Ποιόν να λα-ζρέψουμε; Ποιός είναι στην κορυφή μας; σ' αυτούς έχουν απαντήσει οι προφήτες Μου: Λατρέψατε! Λατρέψτε το άγνφστο, που είναι έξω, έξω από το περιβόλι σας' εκεί βρίσκεται ο κενός

θρόνος Μου άφθαστος στον κενό μη-χώρο, στην κενή μη-σιγή

χωρίς σύνορα. Μην προσπαθήσεις να πλησιάσεις. Αν θέλεις να

μικρύνεις την απόσταση, τότε μεγάλωσέ την με τη θέλησή σου,

και με τη θέλησή σου κρύψου στη μετάνοια, εκεί που δεν προσεγγίζεις τον εαυτό σου'

292

Page 293: Οι αθώοι - Hermann Broch

μόνο εκεί είσαι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν Μου. Αλλιώς θα σε κάνουν να μετανιώσεις. Δεν θα είμαι

Εγώ αυτός που θα κραδαίνει τη μάστιγα πάνω απ' τα

κεφάλια σας- εσείς οι ίδιοι την προκαλείτε, και κάτω απ' τα δικά της αγγίγματα θα χάσετε το καθ' ομοίωσιν, τη γνώση σας. Γιατί όσο υπάρχω και καθ' όσον θα υπάρχω για σένα, βύθισα τον μη-τόπο της ύπαρξης Μου σε σένα το πιο μακρινό έξω στο πιο βαθύ μέσα -ώστε η αντίληψη σου να φθάσει να διαισθανθεί τη γνώση

σου, εσύ όμως μπορείς μέσα στην μη-πίστη σου να

πιστεύεις-γνώρισε τη δυνατότητά σου να γνωρίζεις- ρώτησε τη

δυνατότητά σου να ρωτάς, τη λάμψη της σκοτεινιάς σου, τη σκοτεινιά της

λάμψης σου, χωρίς να μπορεί να φωτισθεί, να σκοτισθεί: εδώ είναι

το μη-είναι Μου, και πουθενά αλλού. Έτσι το δίδαξαν, σαν έφθασε.το πλήρωμα του

χρόνου, οι προφήτες Μου, και με πείσμα, απλώς γιατί ήσαν οι εκλεκτοί Μου το κατάλαβαν ορισμένοι και πίστεψαν σ' αυτό. Ακουσε το άγνωστο με προσοχή, άκουσε τα σημάδια

της νέας ωριμότητας, πως θα είσαι παρών, όταν αυτή προβάλλει στην

αντίληψή σου. Εκεί στρέψε την ευσέβειά σου, την προσευχή σου. Σε Μένα μην κάνεις προσευχές- δεν τις ακούω: γίνε για χάρη Μου ευσευβής, χωρίς να "χεις πρόσβαση

σε Μένα-αυτό ας είναι η κοσμιότητά σου, η υψηλόφρων

ταπεινότητα

293

Page 294: Οι αθώοι - Hermann Broch

που σε κάνει άνθρωπο. Και ιδού, αυτό αρκεί.

Ω, για τον άνθρωπο τα πάντα είναι ο κόσμος τον ήλιου,

κι ο αποχαιρετισμός τού πέφτει δύσκολος, εκτός εάν προφτάσει να δει τη γη της επαγγελίας, χωρίς βέβαια να μπορέσει να

μπει α' αυτήν, χωρίς να πρέπει να μπει σ' αυτήν, τη στιγμή του αποχαιρετισμού.

Ξένε αδελφέ, εσένα που στη μοναξιά μου δεν γνωρίζω ακόμα, ας ετοιμαστούμε - είναι καιρός -ν' ανέβουμε το όρος Πισγκά λίγο λαχανιασμένοι μεν (όπως συχνά στην ηλικία μας), πλην όμως θα τα καταφέρουμε, και κατόπιν στην κορυφή Νεβώ εκεί ας αναπαυθούμε. Ούτε οι πρώτοι θα είμαστε εκεί πάνω ούτε οι τελευταίοι- όχι, διαρκώς, θα προστίθενται στη συντροφιά μας κάποιοι όμοιοι μ' εμάς, και με μιας θα πούμε τότε: Εμείς, και θα ξεχάσουμε το Εγώ. Εδώ όμως ας μιλήσουμε ως εξής: Εμείς, το πιο ευγενές φύλο, εμείς, το φύλο μέσα στην καινούργια και παντοδύναμη μεταμόρφωση, εμείς οι πεινασμένοι, οι διψασμένοι, οι σκονισμένοι, οι κατάκοποι οδοιπόροι της ερήμου (κι ας ξεχάσουμε

εδώ τα ζωύφια και όλες τις αρρώστιες, που επέπεσαν με τον χειρότερο τρόπο πάνω μας), εμείς οι πλάνητες, οι αναζητούμενοι και γι αυτό τον γενέθλιο τόπο αναζητούντες,

ορισμένοι

294

Page 295: Οι αθώοι - Hermann Broch

για την ευτυχία του Προορισμού και της Όρασης, ορισμένοι για τη φρίκη της νηφάλιας θέας, εμείς είμαστε οι προικισμένοι, για τους οποίους η νύχτα μίκρυνε τόσο πολύ, που το χθες να φθάνει στο αύριο και μεις να τα βλέπουμε ένα, υπέροχο δώρο τού ταυτόχρονου. Ας μας δοθεί, λοιπόν (ενόσω αυτοί εκεί κάτω μέσα στους άγριους καυγάδες της αναχώρησης ετοιμάζουν τις αποσκευές τους) εδώ να περιμένουμε, επάνω, ευτυχείς και απαλλαγμένοι από ελπίδες στο μεγάλο αποχαιρετισμό της Όρασης, το φίλημα του Αγνώστου έντονο κι απαλό πάνω στο μέτωπό μας, πάνω στα μάτια μας.

295

Page 296: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 297: Οι αθώοι - Hermann Broch

χ. ο πετρωμένος επισκέπτης

Εδώ και δέκα κιόλας χρόνια ζούσε ο Α. με την αρκετά τώ-ρα γερασμένη βαρώνη Β. και με την όχι πολλή νεότερή της, αλλά εντυπωσιακά πιο καλοστεκούμενη, και μάλιστα όλο και πιο ακμαία καμαριέρα της Τσερλίνε στο παλιό σπίτι των κυνηγών μέσα στο δάσος. Κοντά στα σαρανταπέντε, αυτός είχε τώρα παχύνει πολύ, και γι αυτό δεν έφταιγε μο-νάχα το γεγονός ότι δεν εκινείτο πολύ ή, πιο σωστά, το ότι σιχαινόταν το πολύ πήγαιν' έλα με τον τρόπο που είχε δια-λέξει να υπάρχει, όχι, κάθε άλλο, απλώς τον τάιζαν σαν θρεφτάρι: από τότε που είχαν μετακομίσει στο παλιό σπίτι των κυνηγών έπιασε την Τσερλίνε η φιλοδοξία να κάνει τον εαυτό της και τους δυο συγκατοίκους της κινούμενα βαρέ-λια* το μαγείρεμα και η ετοιμασία του τραπεζιού έγιναν ένα από τα πιο σοβαρά καθήκοντα στη ζωή της κι ακόμα και αν οι σιτιστικές της προσπάθειες δεν είχαν παρά μικρή επιτυχία στη βαρώνη, είχαν ωστόσο μια τόσο μεγαλύτερη επιτυχία στον Α. και τη μέγιστη δυνατή στον εαυτό της, αφού είχε το δίχως άλλο διπλασιάσει κιόλας το βάρος της και βρισκόταν στον καλύτερο δρόμο για να το τριπλασιά-σει.

Ο Α. την κοίταζε κατάπληκτος. Για την περαιτέρω ικα-νοποίηση τού πάθους της να ταΐζει κάποιον και ύστερα από εντολή της, ο Α. αγόρασε ένα σωρό μικρά ζώα. Τρεις καλοθρεμμένοι σκύλοι, δυο κυνηγετικοί και ένα σπάνιελ, καθώς και ένα λόγω αναπαραγωγής διαρκώς αυξανόμενο πλήθος από γάτες είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι, και μαζί με τα πουλερικά, μεταξύ των οποίων αυτή έδειχνε προτίμη-

297

Page 298: Οι αθώοι - Hermann Broch

ση στα σιτεμένα καπόνια, υπήρχαν και μερικές χήνες, που τάιζε όπως έπρεπε για να της δώσουν πολύ συκώτι. Κά-που-κάπου ιδιαίτερα όταν την πονούσαν τα αρθριτικά της, τον καλούσε στο κοτέτσι για να τη βοηθήσει να τα ταΐσει, καλώς όμως εχόντων των πραγμάτων τη δουλειά αυτή την έκανε μόνη της* όσο πιο πολύ πάχαινε τόσο πιο σβέλτα και δραστήρια γινόταν και τόσο πιο πλήρης, πειστική και ανα-γνωρισμένη ήταν η εξουσία της πάνω σε ανθρώπους και ζώα. Ακόμα και οι δυο κυνηγετικοί σκύλοι, που ελάχιστα εντυπωσιάζονταν από τις διαταγές τρίτων, την υπάκουγαν αμέσως, ενώ όταν αυτή ήταν στο δωμάτιο, τότε άρχιζαν να χουρχουρίζουν οι γάτες.

Ακόμα και για τα λαχανικά του κήπου η παρουσία της ήταν απολύτως αναγκαία* ο εργάτης που τον βοηθούσε συ-νήθως στις διάφορες ασχολίες του, ζητούσε για κάθε μι-κροδουλειά τη συμβουλή της. Μετά περισσότερο από σαράντα χρόνια ζωής στην πόλη το παλιό χωριάτικο αίμα της είχε ξαναζωντανέψει και μαζί μ' αυτό και η χωριάτικη απληστία της· μιας και ήταν αδύνατον να καταναλωθεί όλος ο πλούτος σε αυγά, πουλερικά, λαχανικά και φρούτα, πράγμα που προτιμούσε να είχε γίνει, όλα αυτά τα προϊό-ντα έπαιρναν με διαφόρους τρόπους το δρόμο για την αγο-ρά, στο μεγαλύτερο μέρος τους για να πουληθούν ή να α-νταλλαχθούν με άλλα, και μόνο στο μικρότερο μέρος τους για να γίνουν δώρα - μερικά από καλή διάθεση κι άλλα από σκοπιμότητα (τις περισσότερες φορές στα παιδιά, που κάθονταν με τις ώρες μαζί της στην κουζίνα, και, αν δεν ήθελε να τη βοηθήσουν, τα 'φηνε να την χαζεύουν), όμως από τα κέρδη αυτού του μικρεμπορίου ο Α. δεν έβλεπε ούτε δεκάρα* προφανώς τα μάζευε μέσα σε καμιά κάλτσα. Πά ντως δεν τα ξόδευε για τον εαυτό της* φορούσε ακόμα τα ίδια ρούχα όπως και πριν από δέκα χρόνια, μόνο που τώρα οι φούστες της δεν έκλειναν πουθενά και συγκρατούνταν παντού με παραμάνες, μιας και το να τις δώσει για φάρδε-μα δεν είχε πλέον εδώ και πολύν καιρό κανένα νόημα πια. Εάν ο Α. της χάριζε τα Χριστούγεννα ή σε καμιά άλλη ευ-καιρία κάποιο καινούργιο ρούχο, τότε αυτή περνούσε εξε-

298

Page 299: Οι αθώοι - Hermann Broch

ταστικά τα δύσπιστα δάχτυλα της πάνω στο ύφασμα και ερευνούσε την αντοχή του, ενώ κατόπιν πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη για να δει πώς της πήγαινε, και αυτό ήταν όλο* το ρούχο εξαφανιζόταν κι αυτή συνέχιζε να φοράει τα παλιά της ρούχα, θέλοντας ίσως μεταξύ των άλλων να παρουσιάζει στον Α. από καιρού εις καιρόν μιαν απτή απόδειξη της φτώχειας της: «Δεν μπορώ να αγοράσω για τον εαυτό μου τίποτα* εσείς φροντίζετε την κυρία βαρώ\η, ενώ εγώ σας είμαι αδιάφορη».

Πραγματικά, ο Α. φρόντιζε τη βαρώνη* την φρόντιζε και την πρόσεχε σαν γιός της. Το να ενδιαφέρεται γι' αυτήν, που είχε γίνει η θετή του μητέρα, το να της διαβάζει την εφημερίδα, να παίζει τα βράδυα μαζί της χαρτιά ή ν' ακούει ραδιόφωνο με τη συντροφιά της, αυτό ήταν ολοένα και περισσότερο το νόημα που αποχτούσαν οι μέρες του. Κι αυτό του ήταν αρκετό, επειδή ήταν και σ' αυτήν αρκετό, σχεδόν σαν οι δικές του απαιτήσεις από τη ζωή να μην ήθε-λαν να ξεπεράσουν τις δικές της. Στην περίπτωσή τους, βέ-βαια δεν μπορούσε να γίνει λόγος για μιαν αληθινή εμπι-στευτική σχέση μητέρας-γιού και η εδώ και δέκα χρόνια αμετάβλητη και φιλοπαίγμων τελετουργικότητα με την οποία ο ένας μεταχειριζόταν τον άλλον, μολονότι τύπος, είχε γίνει το περιεχόμενο της σχέσεώς τους, που όμως είχε τέτοια αποκλειστικότητα, ώστε η βαρώνη ξέχναγε ολοένα και περισσότερο την προηγούμενη ζωή της: ο χρόνος του γάμου της και προπάντων εκείνος της πρώιμης χηρείας της κυλούσε στο πουθενά* οι τόποι τής παρουσίας της στη γη καί βέβαια του σπιτιού της στην πόλη, όπου τόσα πολλά χρόνια είχε ζήσει με τη θυγατέρα της, την Χίλντεγκαρντ, και που τώρα η τελευταία το νοίκιαζε σε ραγίη§ βυοδίδ, αυ-τοί οι τόποι ξεθώριαζαν στον ορίζοντα, κι αυτό το σβήσι-μο, αυτό το σχεδόν ποθητό στη γαλήνη του σβήσιμο, που απλωνόταν ακόμα κι ως την Χίλντεγκαρντ, την μετέβαλε ολοένα και περισσότερο σε μια ξένη, της οποία οι όχι και πολύ συχνές επισκέψεις έλαβαν τελικά τον χαρακτήρα μιας ανεπιθύμητης ενόχλησης. Ο Α. απέφευγε ν' αλλάξει τίποτα σ' όλα τούτα* επειδή και οι δυό τους έπαιζαν ένα παιχνίδι

299

Page 300: Οι αθώοι - Hermann Broch

συγκαλύψεων και κάθε ανάκληση του παρελθόντος θα πα-ραβίαζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Έτσι λοιπόν ξεχά-στηκε και το δικό του παρελθόν. Το γεγονός ότι κάποτε τα-ξίδεψε στις πέντε ηπείρους, το ότι κάποτε ο δρόμος του τον έφερε μέσα στη ζούγκλα των χρηματιστηρίων και των διε-θνών τιμών χρηματιστηρίου και μέσα στις ερημιές των οι-κονομικών κύκλων και των κερδοσκόπων που παραμονεύ-ουν, με κίνητρο μια ηδονή που είναι ταυτόχρονα αυτή του ερευνητή κι εκείνη του παίχτη, επειδή συνεχώς - και πολ-λές φορές μάλιστα με διανοητική τόλμη - ιχνηλατεί τις πι-θανότητες που προκύπτουν από το συνδυασμό του είναι και του γεγονότος, όλα αυτά λοιπόν είχαν τώρα ξεθωριάσει και απωθηθεί στο βασίλειο των σκιών, είχαν όλα υποσκελι-σθεί από την καθημερινότητα, μέσα στην οποία όλο και πάχαινε κι έπαιρνε βάρος, αλλά παρ' όλα αυτά έσβηνε μέ-σα στο αβαρές και το σκιώδες και για τον ίδιό λόγο έσβηνε μαζί και το εγώ τού ανθρώπου, και μάλιστα ήρετο σε κά-ποιαν σφαίρα της πιο παράδοξης κατάστασης μιας μη-επι-θυμίας· ακόμα και οι ερωτικές επιθυμίες είχαν σβήσει, ενώ τού ήταν ακατανόητο το γεγονός ότι κάποτε είχε γυναίκες και τις αγαπούσε κι ακόμα πιο ακατανόητο το ότι κάτι τέ-τοιο θα μπορούσε κάποτε να επαναληφθεί. Όμως το πιο ακατανόητο απ' όλα ήταν ότι εξαιτίας του - ω, να έγινε άραγε εξαιτίας του; - μια νέα κοπέλα είχε αυτοκτονήσει, αυτή, η τελευταία του ερωμένη, σήμερα μονάχα ένα όνομα πια, ένα όνομα στο χείλος της λησμονιάς, για το οποίο τώ-ρα δεν ήταν καν βέβαιο, αν πραγματικά λεγόταν Μελίττα. Τίποτα δεν είχε απομείνει* μόνο ένα τώρα δίχως τίποτα να συμβαίνει τα τελευταία δέκα χρόνια, κι όταν η βαρώνη έλε-γε: «Ας μιλήσουμε για τα περασμένα χρόνια», τότε και οι δυο εννοούσαν μ' αυτό τις ημέρες της πρώτης τους συνάν-τησης* δεν υπήρχε παρά μονάχα ένα αμοιβαίο «θυμάσαι;», που φυσικά γι' αυτούς, και σύμφωνα με τον τυπικό τρόπο που είχαν να εκφράζονται, ήταν ένα «θυμάστε;». Κι ήταν σχεδόν φόβος μπροστά στη μνήμη* αν κάποια στιγμή ανοι-γόκλεινε με θόρυβο στο ρεύμα του αέρα μια πόρτα, τους έπιανε και τους δυο ανατριχίλα: κατόπιν συνήθιζαν - εάν

300

Page 301: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο καιρός το επέτρεπε - να βγαίνουν στον κήπο για να κά-νουν εκεί έναν μικρό περίπατο και να επισκεφθούν τα ση-μεία που είχε ο Α. τελευταία εξωραΐσει, όπως το ηλιακό ρολόι στο μέσον του κυκλικού ανθόφυτου μέρους του κή-που ή τη φρεσκοφυτεμένη βραγιά με τις φούξιες μπροστά στην πρόσοψη της κουζίνας, ενώ με γαληνεμένη την ψυχή τους επέστρεφαν αργότερα στο σπίτι, ιδίως όταν η Τσερλί-νε τους φώναζε πως το φαγητό ήταν έτοιμο.

Έτσι ήταν η ζωή εδώ, εδώ στο σπίτι των χοντρών αν-θρώπων και της παχειάς καθημερινότητας κι ο Α. δεν ήθε-λε πια να την αλλάξει χαιρόταν μάλιστα ν' αφήνει τα χρό-νια να κυλούν και να παρέρχονται στάλα-στάλα μ' αυτόν τον τρόπο και δεν πρόσεχε πια, μάλιστα του άρεσε κιόλας η μυρωδιά της σήψης που ένιωθε σ' αυτή την καθημερινό-τητα. Συχνά έλεγε στον εαυτό του πως στην πραγματικότη-τα τώρα αποτελεί κυριολεκτικά ένα μέλος τής ΐ6ίδΐΐΓ6 οΙαδδ και πως δυστυχώς θα ετιμωρείτο γι' αυτό - ήταν όμως δικό του το φταίξιμο που η κερδοφόρα τοποθέτηση των χρημά-των του πετύχαινε συνεχώς; Βέβαια το διεθνές εμπόριο διαμαντιών είναι πολύ πιο προσοδοφόρο από την κοπια-στική αναζήτησή τους στην περιοχή του Κίμπερλυ - όμως είναι λόγος αυτός να μιλάει κανείς για τα έσοδα ενός ανέρ-γου; Όχι , παρ' όλη του την ραθυμία, η πραγματική τεμπε-λιά τού ήταν ανέκαθεν άγνωστη κι ακόμα και σήμερα στη συνεχή του σχόλη δεν είχε καταφέρει να την αποκτήσει, αλλ' έπρεπε, πολύ περισσότερο, να αναζητά διαρκώς το ςυί νίνβ, έπρεπε να παρακολουθεί κάθε μέρα τις τιμές των ε-μπορευμάτων και του συναλλάγματος, ώστε να είναι σε θέση να δώσει εγκαίρως εντολές στους χρηματιστές του και στις τράπεζες, κι αφού τώρα είχε μαζί μ' αυτά να υπολογίζει και με την άνοδο πολιτικών ανισόρροπων τύπου Χίτλερ, έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικός, αν δεν ήθελε να γίνει ξαφνικά ζητιάνος. Μέχρι τώρα όμως είχε χειρισθεί σωστά τις υποθέσεις του* είχε απαλλαχθεί από την ακίνητη πε-ριουσία του, κυρίως τη γερμανική, είχε ρευστοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των χρηματιστηριακών τίτλων που κατείχε και άρχισε να επενδύει σε αμερικανικά χρηματιστήρια, ενώ

301

Page 302: Οι αθώοι - Hermann Broch

το ότι όλα αυτά τα πέτυχε σχεδόν χωρίς καμιά ζημιά, τα πέτυχε παρ' όλη την οικονομική κρίση και ύφεση, τα πέτυ-χε αντίθετα προς όλες τις αυστηρές διατάξεις περί συναλ-λάγματος που εμπόδιζαν παντού τις διεθνείς συναλλαγές, μ' έναν λόγο, τα πέτυχε υπό συνθήκες, τις δυσκολίες των οποίων δεν θα μπορούσε ποτέ να^ίχε φαντασθεί ο πατέρας του, αυτό αποτελεί έναν θρίαμβο εις βάρος αυτού του τόσο σίγουρου για τον εαυτό του ανθρώπου, που είχε προφη-τεύσει πως ο γιός του θα του έτρωγε την περιουσία. Και έναν όχι μικρότερο θρίαμβο αποτελούσε η επιτυχημένη οι-κονομική εξασφάλιση της βαρώνης· βέβαια θα έκανε ειδι-κότερη μνεία στη διαθήκη του σε μια πλειάδα αγαθοεργών ιδρυμάτων, προπάντων, φυσικά, σε εκείνα της πατρίδας του της Ολλανδίας, ωστόσο η πιο προνομιούχος κληρονό-μος θα ήταν η βαρώνη, στο όνομα της οποίας είχε κιόλας γράψει σε περίπτωση θανάτου του το παλιό σπίτι των κυ-νηγών, ένα από τα ελάχιστα υπόλοιπα της ακίνητης πε-ριουσίας του. Ανησυχίες βέβαια του δημιουργούσε το τί θα γινόταν σε περίπτωση περαιτέρω οξύνσεως της καταστά-σεως, όπως σε περίπτωση απειλής πολέμου - θα μπορούσε τότε να ταξιδέψει εκεί που είχε τα λεφτά του; Θα μπορούσε να ζητήσει από τη γριά γυναίκα που φρόντιζε μια τέτοια μεταφύτευση, η οποία γι' αυτήν θα ήταν καταστροφική; Ή μήπως θα ήταν γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αναγκαίο να πα-ραμείνει εδώ και να διακινδυνεύσει να χάσει την περιουσία που είχε κιόλας μεταφέρει, μια όψιμη εκπλήρωση της προφητείας τού πατέρα του για την κατασπατάλιση της πε-ριουσίας; Ωστόσο όλα αυτά τώρα ήσαν ενδεχομένως υπερ-βολικά απαισιόδοξες υποθέσεις, μολονότι ένας προσεκτι-κός πεσσιμισμός είχε ανέκαθεν αποδειχθεί ως προσοδοφό-ρος* προς το παρόν όμως η κατάσταση βελτιωνόταν πα-ντού: η διεθνής ένταση που επικρατούσε σε πολιτικό και οι-κονομικό πεδίο ήταν σε ύφεση, η καλοθρεμμένη από την Τσερλίνε γαλήνη του σπιτιού των κυνηγών φαινόταν προς το παρόν να μην απειλείται από κανενός είδους ενοχλήσεις, ο εθνικοσοσιαλισμός έχανε ψηφοφόρους, η διεθνής οικονο-μική γραφειοκρατία άρχιζε να μπαίνει στην ρουτίνα ως

302

Page 303: Οι αθώοι - Hermann Broch

προς την ερμηνεία των διατάξεων για το συνάλλαγμα, ενώ η ζωή του Α. συνέχιζε να κυλάει κατά τον ήδη γνωστό του και ευχάριστο τρόπο. «Ράθυμη χώνεψη ζωής, ράθυμη και τής μοίρας» συνήθιζε να λέει, ενώ οι φούξιες με τα σμήνη από σφήκες τριγύρω τους στον τοίχο της κουζίνας και οι αρμπαρόριζες στο περίπτερο του κήπου τον γέμιζαν χα-ρά: «πρέπει να μάθει κανείς ν' αδιαφορεί για τον κόσμο». Μερικές φορές, στην ψυχρή ακόμα ζέστη ενός καλοκαι-ριάτικου πρωινού ή και το φθινόπωρο, όταν το κιτρινωπό φύλλωμα των δέντρων έμενε ασάλευτο μέσα στη μεγάλη διαφάνεια της ατμόσφαιρας, αυτός επιχειρούσε έναν μικρό περίπατο στο δάσος βαδίζοντας αργά ανάμεσα στους κορ-μούς απ' τις οξυές και σταματώντας συχνά για να ψηλαφί-σει τον σχεδόν λείο, γκριζοπράσινο φλοιό τους και να δει τα καφετιά και μαύρα αρχικά γράμματα και τις καρδιές που είχαν χαράξει πάνω τους οι εκδρομείς από την πόλη. Συχνά τον συνόδευε στους περιπάτους του η εικόνα τού πατέρα καθώς κι εκείνη της βαρώνης, όχι οι πραγματικές τους εικόνες, όχι, αυτή τού πατέρα του εμφανιζόταν υπό την μορφή των οικονομικών προβλημάτων, κι εκείνη της βαρώνης υπό τη μορφή κωδικέλλων της διαθήκης του, ενώ το δάσος αποδεικνυόταν και για τις δυο εικόνες ως ο ιδεώ-δης χορηγός καινούργιων απόψεων. Όμως όσο έξυπνες κι αν ήσαν οι βελτιώσεις της διαθήκης με τις οποίες ασχολεί-το, δεν του πέρασε παραδόξως καθόλου από το μυαλό το ότι ο θάνατος της γριάς κληρονόμου του πριν από αυτόν ανήκε στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Ο θάνατός της τού φαινόταν πως μπορούσε να αποτραπεί, πως μπορούσε να αναβληθεί επ' άπειρον, μ' έναν λόγο, πως μπορούσε να συγκαλυφθεί, στο μέτρο που την προφύλασσε κάποιος από όλα τα καταστροφικά ενδεχόμενα που αποτελούσαν κιν-δύνους για την ίδια, κι αυτό κατά βάσιν δεν σήμαινε τίποτ' άλλο, από το ότι δεν έπρεπε αυτός να ζήσει ούτε μέρα πα-ραπάνω από εκείνη. Τίποτα δεν θα έπρεπε πλέον να αλλά-ξει, κι όσον καιρό αυτός ζούσε σ' αυτό τον κόσμο, θα έπρε-πε να ζει κι εκείνη. Σ' ένα από τα δέντρα είχε χαραχθεί «πιστοί ως το θάνατο» και ικκ την αλήθεια, δεν ήθελε και

303

Page 304: Οι αθώοι - Hermann Broch

πολύ ακόμα για να βγάλει τον σουγιά του και να της αφιε-ρώσει την επιγραφή με το όνομά της: «Ελβίρα». Έτσι λοι-πόν συγχωνεύονταν μέσα του οι δείκτες τιμών και το κλη-ρονομικό δίκαιο με το θρόισμα του δάσους, με το τρίξιμο του ξύλου, με το βόμβο των εντόμων, με το σφύριγμα του μακρινού τρένου αλλά και με κάθε τι ορατό στις σκοτεινιές και στα ξέφωτα του δάσους· μέσα του συγχωνεύονταν οι πραγματικότητες που είχε δει και ακούσει και σκεφτεί σε ένα σύνολο ατέλειωτα πολλών διαστάσεων, στην υψηλότε-ρη πραγματικότητα του οποίου μεταμορφώνεται κάθε τι το άμεσο, αίροντας το αδιαμεσολάβητα ανθρώπινο με το γήι-νο και το γενετήσιο της οντότητάς του, και μολοντούτο φυλάσσοντάς το για την πλήρη αποκάλυψη του μυστικού του στο Τέλος, κατά την άχρονη κι αιώνια στιγμή, κατά την οποία ο χρόνος και ο χώρος θα γκρεμιστούν.

Σαν γύριζε από αυτούς τους περιπάτους σπίτι, δεν πα-ρέλειπε ποτέ να διηγηθεί στη βαρώνη τις διάφορες εμπει-ρίες του στη φύση. Την άνοιξη της έφερνε τους πρώτους γαλάνθους του χιονιού και τα γιούλια και τους κίτρινους κρόκους από τις παρυφές του δάσους, ενώ το φθινόπωρο γέμιζε την αγκαλιά του με τρικοκκιές για να λάμπει το κα-τακόκκινο χρώμα των καρπών τους τα βράδια μέσα στα αν-θοδοχεία. «Μην κουράζεσθε πολύ», συνήθιζε τότε να λέει η βαρώνη καθώς κοίταζε καλόγνωμα την ολοένα και πιο παχειά του φιγούρα καθώς και το στρογγυλό και χοντρό του πρόσωπο, τα ροζ στίγματα πάνω από τα ζυγωματικά του, που συνήθως εμφανίζονται στους ξανθούς μιας προχω,-ρημένης ηλικίας και αυξανόμενου πάχους, και συνδέονται συχνά, όπως στην περίπτωσή του, με προϊούσα τριχόπτω-ση, ενώ η ικανοποίησή της ξεπήγαζε από την αγάπη της, η οποία πάντοτε, και μάλιστα ιδιαίτερα μετά από μακρά συμβίωση, μετατρέπει τα ελαττώματα του άλλου σε πλεονε-κτήματα. «Όχι», επαναλάμβανε τότε με ευχαρίστηση, «δεν επιτρέπεται να κουράζεσθε: φθάνετε όπου να 'ναι στην ηλικία που πρέπει ν' αρχίσει κανείς να προσέχ^Λ τον εαυτό του». Εκείνη την εποχή αυτός είχε μόλις περασμένα τα σα-ράντα και μάλιστα με μια χωρίς προβλήματα υγεία, όμως

304

Page 305: Οι αθώοι - Hermann Broch

συγκινημένος από τη μητρική φροντίδα άρχισε να πιστεύει πως είχε ανάγκη προσοχής, και μολονότι η αντίθετη επιτα-γή της Τσερλίνε πως «Η κίνηση στον φρέσκο αέρα φέρνει όρεξη» του φαινόταν απολύτως λογική, άρχισε να περιορί-ζει την απόσταση των περιπάτων του, χωρίς βέβαια να χά-σει παρ' όλα αυτά την όρεξή του* αντίθετα μάλιστα, όχι σπάνια έμπαινε κρυφά στην τραπεζαρία για να κλέψει από κει με την ηδονή ενός κλέφτη κάτι φαγώσιμο.

Έτσι καθόταν συνήθως στο δωμάτιό του και κοίταζε από το παράθυρο τό δάσος. Με τις συχνές διακοπές των διαλειμμάτων που έκανε για να ξεκουραστεί στον καναπέ, εδώ αφοσιωνόταν στις οικονομικές του υποχρεώσεις, τον χρόνο όμως που του έμενε, και ήταν αρκετός, τον περνούσε με το διάβασμα, και μιας και διάβαζε γρήγορα και είχε και πολλά ενδιαφέροντα - σχεδόν κάθε εβδομάδα έφθανε ένα πακέτο με βιβλία από τον βιβλιοπώλη του στην πόλη - τα βιβλία γέμιζαν τον χώρο, ώστε το δωμάτιό του να μοιάζει σε λίγο με σωστή βιβλιοθήκη. Βέβαια, μερικές φορές δεν έκανε τίποτα, και μολονότι οι στιγμές αυτές έμοιαζαν από-κοσμες, δεν τον πήγαιναν πουθενά, ήταν το απόκοσμο ενός τίποτα, και για το λόγο αυτό του φαίνονταν να έχουν μια αμαρτωλά πένθιμη και παρ' όλα αυτά σχεδόν ψυχαγωγική γοητεία. Τέτοιες στιγμές τον έπιαναν ιδιαίτερα τον χειμώ-να. Υπακούοντας στη συμβουλή της Τσερλίνε για τον φρέ-σκο αέρα και τις ερεθιστικές για την όρεξη ιδιότητές του, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να αφήνει συνέχεια ένα από τα δυο παράθυρα του δωματίου ανοιχτό, πράγμα που έκανε ακόμα και τον χειμώνα, όντας ωστόσο υποχρεωμένος αφε-νός μεν να ανοίγει στο φουλ τη θέρμανση αφετέρου δε να τυλίγεται κι αυτός καλά μέσα στα χειμωνιάτικα ρούχα του* έχοντας για προστασία τής εξαιτίας της τριχόπτωσης έτοι-μης να κρυοπαγήσει χωρίστρας του μια παλιομοδίτικη σκούφια και φορώντας στα χέρια του τα γάντια ( που του είχε πλέξει η βαρώνη) και στα πόδια του τις γούνινες πα-ντόφλες, καθόταν στο γραφείο του και έπεφτε εκεί, κατά κανόνα τελείως ξαφνικά και μάλιστα πάντοτε χωρίς συγκε-κριμένο εξωτερικό λόγο, στη φρικιαστική κατάσταση μιας

305

Page 306: Οι αθώοι - Hermann Broch

παραλύουσας τα μέλη του αναχώρησης στο τίποτα, χωρίς να μπορεί τότε ούτε καν ο παγερός χιονιάς που έμπαινε από το παράθυρο με τις νυφάδες του χιονιού, να τον παρα-κινήσει να το κλείσει, αλλ' αντίθετα έμοιαζε, χωρίς να το κουνήσει από τη θέση του, σαν να ήθελε να τον αντέξει ως το καλοκαίρι, να τον υποστεί ως τη μεγάλη ζέστη τού καλο-καιριού, που θα του επέτρεπε τότε να κάθεται εδώ μόνο μ' ένα πουκάμισο και να ονειρεύεται τον χειμώνα. Είτε επρό-κειτο δηλαδή για χιονιά, είτε για καύσωνα, είτε για το κύ-μα του βορά, είτε για εκείνο του νότου, σ' αυτόν τον ανα-χωρητή, φαινόταν να είναι το ίδιο πάντοτε ρεύμα που ει-σχωρούσε από το παράθυρό του και τον συνέπαιρνε, φέρ-νοντας μαζί του και την πνοή του δάσους, έτσι ώστε να τον διαπερνά και να τον εκχύνει προς τη διαίσθηση, επειδή η πνοή του δάσους ήταν αυτή ενός εσώτατου κόσμου, ήταν αυτή του σκοτεινού εδάφους με τις ρίζες και είχε παρ' όλα αυτά υψωθεί ως την υγεία, ήταν η διαίσθηση για εκείνη την απόμακρη και σχεδόν αβαρή πραγματικότητα που αποτε-λεί την τάξη. Και κάποτε έμοιαζε με τραγούδι, μακρινό τραγούδι του αβαρούς.

Και μια μέρα έγινε πραγματικό τραγούδι. Αρχικά, έμοιαζε σαν να τραγουδάει βαθειά μέσα στο δάσος ένας ξυ-λοκόπος που δουλεύει. Κατόπιν, ανακατευόταν στο τρα-γούδι του το τερέτισμα και το τιτίβισμα των πουλιών, πράγμα αδύνατο, βέβαια, γιατί ήταν Μάρτιος. Αργότερα γινόταν ξανά ησυχία και το μόνο που άκουγε κανείς ήταν το πώς έπεφταν τα κομμάτια του χιονιού καθώς έλιωναν και έπεφταν από τα κλαδιά και το πώς έσταζε το νερό από τις στέγες. Αλλά μετά από λίγο ξανάρχιζε. Ο Α. ένιωθε να τον ενοχλούν και είχε και το δικαίωμα να το κάνει. Μήπως δεν κρίνονταν τώρα πολύ σοβαρότερα ζητήματα από το βλακώδες αίνιγμα του ποιός τραγουδούσε; Μήπως δεν είχε προείδει τα πάντα πολύ σωστά πριν από τρία κιόλας χρό-νια με τον προφητικό του πεσσιμισμό; Τώρα ο παλαβός Χίτλερ ήταν ήδη στην εξουσία και στη σκοτεινιασμένη μο-νομιάς παγκόσμια πολιτική σκηνή υπέφωσκε ο κίνδυνος του πολέμου* βέβαια, μπορούσε ακόμα κι αυτό να το έβλε-

306

Page 307: Οι αθώοι - Hermann Broch

πε υπερβολικά απαισιόδοξα, ωστόσο όμως η φρόνηση του επέβαλε να μετατρέψει όσες στερλίνες είχε ακόμα σε δολ-λάρια, και ο Α., ο οποίος ετοιμαζόταν να συνδέσει τις τ^άπεζές του στο Λονδίνο με εκείνες στη Νέα Υόρκη, ανα-ρωτιόταν μήπως και το ελβετικό φράγκο δεν είχε καταστεί επισφαλές και αναξιόπιστο, μάλιστα, ακόμα και αυτό το ελβετικό φράγκο. Δεν μπορούσε το τραγούδι να περιμένει ωσότου ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του; Μήπως δεν ήξερε αυ-τός που τραγουδούσε πόσα πράγματα έπρεπε να διευθετη-θούν ακριβώς εκείνη τη στιγμή; Πέραν αυτού ο απογευμα-τινός ύπνος τού είχε γίνει απολύτως απαραίτητος μετά το πλούσιο γεύμα* με το κεφάλι του βαρύ - ένας θεός ήξερε γιατί σήμερα ένιωθε τέτοια νύστα - δεν μπορούσε να πάρει καμιάν απόφαση. Οι χτύποι από το τσεκούρι δεν τον ενο-χλούσαν ήσαν ένα φυσικό τμήμα του δάσους, ενώ το τρα-γούδι ήταν αφύσικο, ακόμα κι όταν, όπως συνέβαινε τώρα, χανόταν μέσα στο σκοτάδι και δεν διακρινόταν από το βόμβο των μελισσών. Ο βόμβος δεν είναι τραγούδι, είναι κάτι φυσικό, δεν τον είχε ενοχλήσει ποτέ κι ούτε και σήμε-ρα θα τον ενοχλούσε. Ανοησίες, σμήνη μελλισών μέσα στον Μάρτη! Το καλοκαίρι είναι κάτι το φυσικό, τον χειμώνα πρόκειται για τραγούδι. Παρ' όλα αυτά πρέπει να το υπο-στεί* η δουλειά του ξυλοκόπου είναι βαρειά κι αν εκείνος ήθελε να τραγουδάει στη δουλειά του, δεν μπορούσε τού-τος να αντλήσει από τον μεσημεριανό του ύπνο το δικαίω-μα - και τώρα τραγουδούσε έξω φωνή - να του το απαγο-ρεύσει. Όμως ήταν άραγε ο ξυλοκόπος αυτός που έκανε το τραγούδι του ν' ακούγεται τόσο πολύ; Δεν έρχονταν οι χτύποι του τσεκουριού και το τραγούδι από διαφορετικές κατευθύνσεις, το ένα ξεχωριστά από το άλλο και παρ' όλα αυτά συνταιριασμένα το ένα στό άλλο; Ακουγόταν σαν ένα χορωδιακό με πολλές φωνές. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν παρά μια μόνο φωνή εκείνη που υπερίσχυε της χορωδίας και τούτο γινόταν αντιληπτό όσες φορές αυτή, επιμηκύνοντας τον ήχο της, έμοιαζε με κάτι σαν άρια. Επρόκειτο αναμφι-σβήτητα για μία και μοναδική φωνή, για τη φωνή ενός άν-τρα , και αναμφισβήτητα πλησίαζε αφήνοντας το τραγούδι

307

Page 308: Οι αθώοι - Hermann Broch

της να προηγείται, με την συνοδεία και τη μουσική του κε-λαδητού των πουλιών και κάτω από έναν τεράστιο ιριδισμό του χιονιού. Ένα τραγούδι των ξυλοκόπων, ένα χορωδια-κό εμβατήριο, ένας ιραλμός, ένας ύμνος παρηγοριάς, ήταν όλα αυτά ταυτόχρονα και εξαιρετικής ομορφιάς επίσης. Ο Α. δεν μπορούσε παρά να λυπηθεί, όταν σταμάτησε, κι όταν αμέσως κατόπιν τα επτά χρώματα της ίριδας έγιναν γρήγορα τρία για να ξεθωριάσουν τελικά και αυτά ώσπου νά γίνουν αόρατα. Οι χτύποι του τσεκουριού κράτησαν ακόμα λιγάκι και σώπασαν αμέσως κατόπιν κι αυτοί. Ύ-στερα ακούστηκαν τα βήματά του, βήματα βαρειά, κανονι-κά, χωρίς διακοπές, σαν να μην περπατούσε μέσα στο χιόνι που έλιωνε, αλλά πάνω σε κανονικό έδαφος. Με κατεύθυν-ση προς το σπίτι, τα βήματα σταμάτησαν κάποτε μπροστά στην είσοδο της κουζίνας.

«Καλή σας ώρα!», είπε ο άντρας στην Τσερλίνε, η οποία, έχοντάς τον προφανώς δει να έρχεται, είχε βγει στην πόρ-τα.

«Για δες ποιός είναι!», τον χαιρέτησε εκείνη με την έκπλη-ξη που αισθάνεται κανείς στην ξαφνική εμφάνιση ενός πα-λιού γνωστού.

«Ναι, ναι», συμφώνησε εκείνος μ' έναν σχεδόν απολογη-τικό τόνο, «ήταν πια καιρός».

Πριν από λίγο καιρό η Τσερλίνε είχε δηλώσει την πρόθε-ση της να καλέσει τον κτηνίατρο, επειδή ένα από τα σκυλιά κόντευε να τυφλωθεί, όμως το να έχει ο κοντός και λιπό-σαρκος κτηνίατρος μια τόσο ισχυρή φωνή για τραγούδι, αυτό τού ήταν τελίως ακατανόητο. Όχι , δεν ήταν αυτός. Και πολύ σωστά αυτή τον ρωτούσε τώρα: «Ποιόν έρχεσθε να δείτε; Όχι βέβαια εμένα, ε;»

Η φωνή της ακούστηκε χαρούμενη και φιλική, ακόμα και φιλάρεσκη, παρ' όλα αυτά όμως με κάποιαν απόχρωση μι-κρής ανησυχίας. Πάντως δεν θα μπορούσε να είχε κάνει σ' έναν κτηνίατρο αυτή την ερώτηση.

«Δυστυχώς όχι εσάς», γέλασε ο άγνωστος. «Μα δεν με ρωτήσατε καν αν θα μπορέσω να σας δεχθώ».

308

Page 309: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Και γιατί να σας ρωτούσα πρώτα; Δεν δείχνετε σαν να μην χρειάζεσθε κάποιον σαν κι εμένα».

Τέτοιου είδους αστεία κάνουν οι ηλικιωμένοι, συλλογί-στηκε ο Α.· κάνουν πάντοτε σαν να 'θελαν να κοιμηθούν μαζί, κι ωστόσο θα βρίσκονταν σε πραγματική αμηχανία, αν θα ήσαν υποχρεωμένοι και να το κάνουν κιόλας. Όμως, διάβολε, τι σήμαιναν όλα τούτα; Από κάτω συνεχίζονταν οι αψιμαχίες, καθώς η Τσερλίνε παρατήρησε κολακευμένη στον ξένο: «Ε, ας μην υπερβάλλουμε κιόλας· δεν είστε δα ακόμα και τυφλός».

«Βεβαίως, αυτός ακριβώς είμαι», απάντησε εκείνος με μια πειρακτική αφοπλιστικότητα, «εμείς του συναφιού μας πρέπει να είμαστε».

«Τυφλός ξετυφλός, τα μάτια σας σάς βοήθησαν να φθά-σετε ως εδώ και πρέπει σίγουρα να πεινάτε μετά από αυτόν το δρόμο... ελάτε λοιπόν μέσα, θα φάτε κάτι καλό».

«Θερμές ευχαριστίες», απάντησε ο ξένος, «δεν χρειάζε-ται».

«Δεν χρειάζεται, δεν χρειάζεται», τον κορόιδεψε εκείνη, «όλοι πρέπει να φάνε, όλοι θέλουν να φάνε, αλλιώς θα πέ-σουν χάμω. Ακόμα κι ο θάνατος πρέπει να θραφεί, αν θέλει ν' αξίζει κάτι».

Ο ξένος γέλασε, και στο γέλιο του αντήχησε ξανά το τρα-γούδι:

«Τί καλό έχετε;» «Θέλετε έναν καφέ; Ή θέλετε να φάτε κάτι;» «Αν γινόταν και τα δυο». Αυτή χαχάνισε: «Έτσι κάνουν στο τέλος πάντοτε όσοι

στην αρχή λένε πως δεν χρειάζεται. Στην πραγματικότητα θέλουν όλοι».

«Μα δεν θα χρειαζόταν. Όποιος έρχεται για δουλειές δεν είναι φιλοξενούμενος».

«Ελάτε τώρα, δουλειές. Ποιός θα σας πληρώσει... φάτε πρώτα* κι αν θέλετε μετά, μπορείτε να κάνετε τις δουλειές σας μ' αυτήν», διόρθωσε αμέσως, «με την κυρία βαρώνη».

Τί είδους δουλειές; Ήταν κάποιος χρηματιστής; Ο Α. αποφάσισε πως έπρεπε να προφυλάξει την άπειρη στις ε-

309

Page 310: Οι αθώοι - Hermann Broch

μπορικές δουλειές βαρώνη από τέτοιες περιπέτειες. Ωστό-σο, αμέσως κατόπιν άκουσε: «Και ποιός σας είπε πως ήρθα γι' αυτήν; Δεν έχετε δίκιο». Ευτυχώς, σκέφτηκε ο Α., ο άν-θρωπος έκανε εδώ απλώς έναν σταθμό και μετά το φαγητό θα συνεχίσει το δρόμο του.

«Α, ώστε έτσι, δεν ήρθατε γι' αυτήν», είπε τώρα λίγο έκ-πληκτη η Τσερλίνε, «ας είναι, δεν μ' ενδιαφέρει, φάτε πρώτα».

Άκουσε που πήγαν και οι δυο στην κουζίνα, από την οποία τώρα δεν προερχόταν παρά ο συνήθης για την προε-τοιμασία του φαγητού θόρυβος, ανάμεικτος με το χαχάνι-σμα της Τσερλίνε, που, όπως φαινόταν, ριχνόταν άσχημα στον ξένο.

Το ότι αυτός ο ξένος, αυτός ο περίεργος τραγουδιστής έτρωγε τώρα κάτω το φαί της Τσερλίνε,-για να συνεχίσει αμέσως κατόπιν το δρόμο του σε άγνωστους στόχους, σε άγνωστες δουλειές, αυτό ακριβώς δεν ελάττωνε το παράδο-ξο του τραγουδιού του. Ίσως να μην ήταν τελικά αυτός, εκείνος που είχε τραγουδήσει. Και ίσως να μην είχε τρα-γουδήσει απολύτως κανείς. Ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος σε κάθε είδους πλάνες, ιδιαίτερα όταν νυστάζει και τώρα δεν συνόδευε κανένα τραγούδι τους χτύπους από το τσε-κούρι του ξυλοκόπου, που είχε ξαναρχίσει τη δουλειά του Ο Α. έσπρωξε αθέλητα κάποιο βαρύ αντικείμενο που ξα-φνικά βρέθηκε στο τραπέζι, κάτω από τα χαρτιά του - μα πού στο διάβολο το είχε ψαρέψει; - κι άρχισε ξανά να υπο-λογίζει τα χρήματα που διέθετε σε στερλίνες και ελβετικά φράγκα. Αυτή είναι η δουλειά μου, ψιθύρισε μόνος του.

Μετά ακούστηκε η φωνή της Τσερλίνε: «Το φαγητό σάς άρεσε, αλλά δεν θέλετε να παραδεχθείτε πως είχε και πολ-λή δουλειά». Αμέσως κατόπιν άνοιξε λιγάκι την πόρτα -μέσα από την οποία βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο η Αρουέτ, η μαύρη γάτα Αγκύρας που κατά κάποιον τρόπο ήταν η προσωπική του γάτα - και με κρυφό χαμόγελο, σαν να επρόκειτο για κάποιαν έκπληξη, του ανήγγειλε με τη γέρικη φωνή της: «Εδώ είναι κάποιος που θα ήθελε να σας μιλήσει... είναι τυφλός».

310

Page 311: Οι αθώοι - Hermann Broch

Τότε μπήκε μέσα ένας πανύψηλος και πολύ ηλικιωμένος άντρας, μ' ένα κεφάλι που περιέβαλε μια κατάλευκη χαίτη από μαλλιά και μια κατάλευκη γενειάδα, και καθώς ο Α. έσπρωξε την καρέκλα του για να σηκωθεί και να τον βοη-θήσει, αφού δεν έβλεπε, αυτός σήκωσε το μεγάλο του χέρι που αξίωνε βαθύτατο σεβασμό: «Να μην σας ενοχλώ, να μην σας ενοχλώ». Όμως ούτε κι αυτός φάνηκε να ενοχλεί-ται* σαν να ήταν κάποιος που έβλεπε, προχώρησε κατευ-θείαν στη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο τού Α., χωρίς καθόλου να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι, το οποίο προφανώς κρατούσε στο χέρι του μονάχα σαν το σύμβολο του οδοιπόρου κι αφού κάθησε με όλο του τον όγκο αλλά όχι και για τον λόγο αυτό άχαρα στην πολυθρό-να, άπλωσε τα πόδια του με τις νωπές ακόμα από το χιόνι σωληνωτές μπότες του:

«Να μας λοιπόν, εδώ είμαστε,και δεν χρειάζομαι και πολλά για να καταλάβω πως με κοιτάζετε με μάτια που ζη-τάνε εξηγήσεις· θα σας δώσω λοιπόν αμέσως την εξήγηση και θα σας προτείνω να ελέγξετε μαζί μου τους λογαρια-σμούς σας... θα συμφωνήσετε μαζί μου, ε;»

Ήταν κάποιος υπάλληλος από την εφορία; Ένας τυφλός εφοριακός με βιβλική ηλικία; Και μαζί μ' όλα τούτα και ένας γνωστός της Τσερλίνε; Κι αν παρέβλεπε κανείς το τρα-γούδι του στο δάσος, πόσο παράξενος, πόσο τελείως πα-ράξενος για έναν εφοριακό ήταν ο τρόπος που μιλούσε! Μα την αλήθεια, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο καφές που ήπιε στην κουζίνα, θα μπορούσε να τον περάσει κανείς για ένα πνεύμα, για κάποιο εφοριακό πνεύμα, για το πνεύμα ενός οικονομικού επιθεωρητή. Και χωρίς να αντιλαμβάνεται πως μίλαγε κι αυτός σαν πνεύμα, ρώτησε ο Α.: «Ποιός σας δίνει το δικαίωμα να θέλετε να με ελέγξετε; Δεν δέχομαι κανενός είδους έλεγχο* τα βιβλία μου είναι απολύτως ε-ντάξει. Ποιός είσαστε;»

«Ναι, ναι», παραδέχθηκε ο γέρος, «μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα τών εγγραφών στα βιβλία σας.... όμως τί υπάρχει ανάμεσα στα ψηφία των βιβλίων σας;»

311

Page 312: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Τίποτα... αλλιώς θα ήσαν λάθος». «Τίποτα; Και δεν είναι το τίποτα δικό σας φταίξιμο;» «Τίποτα σημαίνει, πως δεν χρωστάω τίποτα* δεν χρω-

στάω σε κανέναν τίποτα». «Τι μου λέτε! Έτσι λοιπόν! Τα βιβλία σας γνωρίζουν τα

πάντα και γράφουν από μόνα τους όσα δεν περνάει σ' αυτά το χέρι σας... ένας λόγος παραπάνω για σας να κάμετε έναν έλεγχο, ή, ακόμα καλύτερα, να τον επιτρέψετε σε άλλον...»

«Μα ποιός είστε και τολμάτε να μου φορτώνεστε έτσι; Ποιός σας στέλνει; Τί είσαστε; Είσαστε δικαστικός;»

«Μεγάλα λόγια, πολύ μεγάλα λόγια...» «Ωραία... ας περιορισθούμε λοιπόν στο ελάχιστο* πρέπει

να μου επιτρέπεται να ρωτήσω τουλάχιστον για το όνομά σας... πώς να σας ονομάζω;»

«Σαν γεράσει κανείς, πολλά πράγματα ξεκολλάνε από πάνω του και δεν τα θυμάται σχεδόν καθόλου πια* όσοι έχουν τελείως γεράσει μένουν δίχως όνομα, ακόμα και για τους εαυτούς τους... πάντως, λέγετε με παππού, μιας κι αυ-τό κάνουν πολλοί».

Παππού; Σκέφτηκε τον πατέρα της βαρώνης, για τον οποίον όμως δεν μπορούσε να σχηματίσει κάποιαν εικόνα* σκέφτηκε τους δικούς του παππούδες, που γνώρισε στην παιδική του ηλικία, χωρίς όμως να 'χει συγκρατήσει απ' αυτούς κάτι περισσότερο από ελάχιστες λεπτομέρειες, τη λάμψη μιας χρυσής αλυσίδας ρολογιού πάνω στο στομάχι, τις αντανακλάσεις δυο ομματογυαλιών, τη μυρωδιά τού καπνού που έβγαινε από μια πίπα. Ξαφνικά όμως του πέ-ρασε μια σχεδόν επώδυνη υποψία από το μυαλό, επώδυνη, επειδή έτσι ανασκαλευόταν κάτι, από το οποίο νόμιζε πως είχε εδώ και χρόνια απαλλαχθεί, η θύμιση, η θαμμένη θύ-μιση για την αυτοκτονία της Μελίττας, για την οποία αυτός έφταιγε χωρίς να φταίει: αυτό, ω, αυτό θα μπορούσε βέ-βαια να είναι το ανοιχτό του χρέος στο λογαριασμό του, το οποίο είχε υπαινιχθεί ο γέρος!

«Είσαστε ο παππούς τής Μελίττας». Ειπώθηκε έτσι, χω-ρίς τη σύμπραξή του κι αυτό είχε μια σκοτεινή κι ευτυχίός ανεξήγητη σχέση που δεν ήθελε να δει, με το βαρύ α-

312

Page 313: Οι αθώοι - Hermann Broch

ντικείμενο - καλύτερα να μην το έβλεπε κι αυτό - που βρι-σκόταν εκεί μπροστά του, στο τραπέζι.

«Μπορεί να είναι κι έτσι, μπορεί να είναι κι έτσι. Αν το θεωρείτε .σημαντικό, τότε ναι, ήμουν. Βρισκόμαστε εκείθεν της μνήμης». Και βέβαια ήταν σημαντικό. Είχαν αναβλύσει τώρα ξαφνικά στη Γερμανία κάθε είδους θολές πηγές και είχαν αρχίσει να γίνονται κάποιοι εκβιασμοί. Εάν αυτός ήταν ο παππούς της Μελίττας, τότε ευχαρίστως θα φρόντι-ζε και γι' αυτόν, όμως έπρεπε να προσέξει να μην πέσει στην παγίδα κανενός εκβιασμού. Όσο τρομερή κι αν ήταν η αφυπνισθείσα μνήμη τής Μελίττας, ο Α. ένιωθε τελείως απαλλαγμένος και μάλιστα ευτυχισμένος που είχε βρει τον μίτο, με την βοήθειά του οποίου θα μπορούσε να ξεφύγει από όλα τα παράδοξα συμβάντα και να επιστρέψει κατά κάποιον τρόπο πίσω στη ζωή. Και τώρα που το μυαλό του, δόξα τω Θεώ, άρχισε και πάλι να λειτουργεί, θυμήθηκε πως η Μελίττα είχε στο μενταγιόν της μια φωτογραφία του παππού· βέβαια, σήμερα δεν ήταν πλέον δυνατόν να ανα-γνωρίσει απ' αυτήν την ταυτότητα του προσώπου που είχε μπροστά του - η λευκή γενειάδα παραμένει λευκή, ήταν από τότε κιόλας και φυσικά είναι για έναν λόγο παραπάνω και σήμερα, μετά από μιαν ολόκληρη δεκαετία - πλην όμως αυτό έπρεπε να αναλάβει να το κάνει ο ίδιος ο γέρος, και η Τσερλίνε, η οποία μπλεκόταν με την υπόθεση κατ' ανεξή-γητον ακόμα τρόπο, έπρεπε να του δώσει κάθε πληροφο-ρία:

«Με ενδιαφέρει ασφαλώς να μάθω εάν είσαστε ο παπ-πούς της Μελίττας... αν υπήρχε πράγματι κάποιο δικαιο-λογημένο χρέος μου απέναντί σας, ακόμα κι αν δεν το ξέ-ρω, τότε, παρ' όλη την καθυστερημένη απαίτησή του θα κάνω τα πάντα για να το ξεπληρώσω».

«Μην κάνετε τόσο πολύ τον σπουδαίο, γιέ μου», είπε απλώς ο γέρος. Μια τρομερή ντροπή κυρίευση τον Α. και τον απογύμνωσε. Κι αυτό ήταν ακόμα χειρότερο από το να ντρέπεται για τη γύμνια του. Και για ποιόν λόγο υπήρχε εκείνο το βαρύ αντικείμενο στο τραπέζι; Ποιός το είχε βά-λει εκεί; Ή μήπως το είχε στείλει μπροστά του ο γέρος; Αν

313

Page 314: Οι αθώοι - Hermann Broch

μπορούσε να το έβλεπε, ίσως να γινόταν μικρότερη η ντρο-πή του.

«Λοιπόν, συμφωνούμε στο ότι όσα και να πληρώσετε δεν θα μπορέσετε να ξεπληρώσετε το χρέος σας... έτσι δεν εί-ναι;»

«Ναι», είπε ο Α., και τα μάτια του συνάντησαν το τυφλό βλέμμα που έβγαινε από τα ζαρωμένα και άχρωμα τώρα πια, πλην όμως βαθειά ακόμα μάτια του γέρου, και στάθη-κε πάνω τους.

«Και συμφωνούμε στο ότι είναι πλέον προφανές, ή πά-ντως αρκετά φανερό, πως ο χρόνος σου τέλειωσε, και πως θα έπρεπε τώρα να καταπιαστούμε μ' αυτό το ζήτημα, είναι ανάγκη να καταπιαστούμε... ή μήπως διαφωνείς;»

«Όχι... παππού». «Και σου είναι σαφές πως'αυτό που εκπληρώνεται τώρα

είναι η εκπλήρωση της δικής σου επιθυμίας; Ή μήπως όχι;» Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο προφανές για τον Α. Είχε βέβαια ασχοληθεί ασυνήθιστα πολύ με διαθήκες, αλλά το να προσβλέπει κιόλας στην εκπλήρωση της διαθήκης του, ε όχι, αυτό δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Αντίθετα, μάλιστα, οι διαθήκες τού φαίνονταν πως ανή-κουν σ' εκείνον τον προσεκτικό πεσσιμισμό, από τον οποίο είχε τις καλύτερες εμπειρίες και ο οποίος στους σημερινούς ανήσυχους καιρούς ήταν διπλά επιβεβλημένος. Περίμενε λοιπόν να συνεχίσει ο γέρος να μιλάει και η αναμονή του έμοιαζε με την επίσημη σιωπή που προηγείται της απαγγε-λίας μιας δικαστικής αποφάσεως.

Και μήπως δεν επρόκειτο τώρα για κάτι τέτοιο; Επειδή ο λόγος του γέρου είχε τώρα ως εξής:

«Δεν θέλησες να γίνεις πατέρας, ήθελες να μείνεις πά-ντοτε και αποκλειστικά γιός. Αυτή ήταν η επιθυμία σου, η υπόσχεση σχεδόν στον εαυτό σου, μια υπόσχεση που θέλη-σες και που δεν επρόκειτο να σπάσεις. Σύνδεσες το είναι σου με εκείνο που έγινε για σένα μητέρα, και με το δικό του σβήσιμο θα πρέπει βέβαια να φύγεις κι εσύ. Δεν άφη-σες καμιάν άλλη επιλογή για τον εαυτό σου».

Ναι, έμοιαζε με την απαγγελία μιας δικαστικής απο-

314

Page 315: Οι αθώοι - Hermann Broch

φάσεως, λίγο σκοτεινή όπως κάθε δικαστική απόφαση, και παρ' όλα αυτά όχι τρομακτική, πολύ λιγότερο επειδή τώρα έμπαινε μέσα ένα παγερό και υγρό ρεύμα αέρος που έπαιρ-νε τα χαρτιά με τους λογαριασμούς σε ελβετικά φράγκα και στερλίνες, έτσι ώστε ο Α., στη μάταιη προσπάθειά του να τα συγκρατήσει, μόλις που άκουσε τη θανατική του κατα-δίκη. Κι αυτό που έμοιαζε με σημαντικό αποδεικτικό στοι-χείο πάνω σε δικαστικό έδρανο - μήπως ήταν το οοτραδ ά^-Ιίοΐί, ήταν μήπως η σπάθη του δημίου ή μήπως και τα δυο μαζί; - φάνηκε τώρα ξαφνικά λιγότερο τρομακτικό. Όμως το ρεύμα του αέρα ενόχλησε και τον γέρο, αφού παρ' όλο το σκληροτράχηλο παρουσιαστικό του άρχισε προφανώς να κρυώνει, επειδή έβγαλε ένα μάλλινο σκουφί από την τσέπη του - ή μήπως το καπέλο του δικαστή που είναι απα-ραίτητο για την απαγγελία της αποφάσεως - και κάλυψε μ' αυτό την κατάλευκη χαίτη των μαλλιών του.

Δεν υπήρχε επισημότητα κι ωστόσο επρόκειτο για την απαγγελία μιας αποφάσεως. Κι επειδή αυτός είναι ο κανό-νας, ο γέρος συνέχισε με το ξερό ύφος του δικαστή να εξη-γεί τα δικαιώματα στον κρινόμενο: «Είναι αποκλειστικά δικό σας πρόβλημα, το αν θα το δεχθείτε ή όχι* είμαι ο τε-λευταίος που θα σας πίεζα. Αν το βρίσκετε άδικο, μπορείτε να το απορρίψετε και δεν χρειάζεται να νιώθετε δεσμευμέ-νος απ' αυτό. Η θέλησή σας παραμένει αδέσμευτη και τα πάντα εναποτίθενται στη δική σας κρίση».

«Εάν λοιπόν το βρίσκω άδικο, θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω;» θέλησε να μάθει ο Α.

«Αν θα μπορέσεις; Θα είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις να ζεις».

«Και θα πρέπει να πεθάνω εάν το βρίσκω δίκαιο;» «Θα πρέπει; Θα το κάνεις εκουσίως, ωθούμενος από την

πιο ελεύθερη θέλησή σου». «Ίσως όμως τότε και η πιο ελεύθερη θέλησή μου να εκτε-

λέσει εύκολα έναν αθώο στο πρόσωπό μου». «Αυτή είναι μια σκέψη η οποία δεν θα σου συγχωρεθεί

ούτε σ' αυτήν ούτε στην επόμενη ζωή», γέλασε ο γέρος. «Πόσο φοβερά άδικο», είπρ ο Α., «αφού η κρίση μου εί-

315

Page 316: Οι αθώοι - Hermann Broch

ναι ασθενική και αργή και μπορεί σήμερα να κρίνει δίκιο, αυτό που μετά από βαθύτερη σκέψη θ' αποδειχθεί αύριο πως είναι άδικο. Στο μέτρο που η ελεύθερη θέλησή μου θέ-λει ν' αποφύγει σημαντικές, δηλαδή ανεπανόρθωτες, εσφαλ-μένες αποφάσεις, δεν θα έπρεπε ν' αποφασίσει καθόλου», θόλου».

«Μην ανησυχείς. Αυτό που εσύ λες σκέψη, είναι ασήμα-ντο για τη θέλησή σου. Τούτη έχει πάρει την απόφασή της πριν εσύ αρχίσεις να σκέφτεσαι, ώστε να είναι σε θέση να κρίνει αποκλειστικά επί τη βάσει του πιο βαθειού σου εγώ, που ποτέ, μα ποτέ, ακόμα και αν το ήθελε, δεν θα μπορού-σε να εξαπατά με ψευτιές τον εαυτό του, και του οποίου τμήμα αποτελεί η θέληση, ψυχή τε και σώματι. Οι σκέψεις σου κουτσαίνουν και συχνά κουτσαίνουν εξαιτίας τους μέ-σα στην ψευτιά, για να σε μπερδεύουν τουλάχιστον στις λι-γότερο σημαντικές περιπτώσεις. Εδώ όμως, που παίζονται όλα για όλα, δεν υπάρχει μπέρδεμα».

«Μα πώς μπορείτε να το λέτε αυτό! Είτε ένοχος είτε αθώος, δεν αισθάνομαι πως μπορώ να πάρω εδώ μια από-φαση. Η υπόθεση είναι τόσο μπερδεμένη, όσο δεν γίνεται άλλο».

«Δεν θα είναι πια, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να αφήσεις το πιο βαθύ σου εγώ και τη γνώση σου να μιλή-σουν αληθινά».

«Κι άλλος ένας εσφαλμένος ισχυρισμός! Είναι ακριβώς η πιο εσωτερική μου γνώση εκείνη που αντιλέγει σ' όσα λέ-τε κι έχει κάθε λόγο να το κάνει. Θέλω να πω πως τής είναι ακατάληπτο, το ότι το ελάχιστο καλό που έκανε κανείς σε τούτη τη ζωή, είναι ακριβώς αυτό που φανερώνει την ενοχή του. Το να είσαι μάλιστα καλός γιός, είναι μια εντολή της Βίβλου».

Ο γέρος ξαναγέλασε: «Δεν έχω αντίρρηση, το να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου είναι θείος νόμος, και μιας και ο άνθρωπος πρέπει να εϊναι ευχαριστημένος αν με τις ατέλειές του μπορεί να τηρεί έστω και κατά το ήμισυ τον νόμο αυτό, μπορούμε με κάμποση επιτηδειότητα να υπο-στηρίξουμε πως εσύ έβαλες κατά μέρος τον πατέρα. Καλύ-

316

Page 317: Οι αθώοι - Hermann Broch

τερα το μισό παρά απολύτως τίποτα. Σε κατάλαβα καλά;» «Ναι, μπορεί να το πει κανείς κι έτσι». «Ωραία λοιπόν, ας το ξεχάσουμε αυτό το σημείο». Ο Α. δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τόσο άμεση υπο-

χώρηση: «Φυσικά, δεν αρνούμαι πως και εδώ υπάρχουν στοιχεία

ενοχής». «Και ποιά θα ήσαν αυτά;» «Πήρα υπερβολικά κατά λέξιν την ευτυχία επί της γης,

για την οποία έχει δοθεί υπόσχεση στον άνθρωπο στην πε-ρίπτωση τηρήσεως της εντολής, και πλούσια καρπώθηκα την αμοιβή μου. Καίτοι δεν υπήρξα άσωτος στη ζωή μου, προσπάθησα να περάσω πολύ καλά μία προς μία τις ημέρες μου πάνω στη γη. Αγαπώ το καλό φαί και το ποτό, ενώ μεγάλο ρόλο παίζει ή έπαιξε για μένα η άνετη ζωή ~ έτσι θα έπρεπε μάλλον να το διατυπώσω σήμερα. Η φυγή μου προς τη μητέρα ξεπήγασε από την τάση μου να ζω μια άνε-τη ζωή».

«Και μήπως ο άνθρωπος πρέπει να τρώει και να πίνει άσχημα; Μήπως έχεις την πρόθεση να εξομολογηθείς όλες σου τις αρετές; Πώς μπορείς λοιπόν να μιλάς για φυγή; Απλώς η Τσερλίνε μαγειρεύει καλά, και αυτό είναι όλο».

«Για την επί της γης ευτυχία δεν μπορεί να φέρει κάποιος ευθύνη. Ανέκαθεν υπήρξα ευθυνόφοβος και αναποφάσι-στος και όσο κι αν ήθελα να αναλάβω την ευθύνη για τη μητέρα, τόσο παρέμεινα, αφότου κατέφυγα σ' αυτήν, κλει-στός για ο,τιδήποτε άλλο».

«Αυτό ακούγεται πιο καλά απ' το άλλο που είπες. Μόνο που πρέπει όλοι να περιορίσουν τον κύκλο της ευθύνης τους· η ανάληψη υπερβολικά πολλών ευθυνών οδηγεί στην ανευθυνότητα».

«Όλη μου η προσπάθεια όμως στράφηκε ευθύς εξαρχής προς τη φυγή και την ανευθυνότητα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν γνώρισα ποτέ τη γνήσια αγάπη* δεν αγάπησα πο-τέ, Και όταν κάποτε μου έγνεψε πραγματικά η δυνατότητα για φυγή, τότε παράτησα χωρίς πολλά-πολλά την αγαπη-μένη μου, έτσι που αυτή...»

317

Page 318: Οι αθώοι - Hermann Broch

Ξαφνικά κόμπιασε. Μονομιάς αναγνώρισε το αντικείμε-νο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι: ήταν η δερμάτινη τσάντα της Μελίττας. Και είχε ένα απειλητικό, ακατάληπτο βάρος.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο γέρος. Ο Α. έδειξε το αντικείμενο: «Της το είχα χαρίσει, και αρ-

γότερα μου το κληρονόμησε. Η μαύρη κηλίδα εκεί δα είναι το αίμα της. Την παράτησα, και αυτή υποχρεώθηκε να σκο-τωθεί. Είμαι ένας δολοφόνος».

«Μην υπερβάλλεις. Όλοι οι άνθρωποι υπερβάλλουν, όταν μιλούν για τις ερωτικές τους ιστορίες, γιατί, είτε αυ-τές έχουν ευτυχή, είτε έχουν ατυχή έκβαση, πάντως παρα-μένουν στη ζωή τους η αδιάκοπη διασκέδασή τους. Με τέ-τοιου είδους ασήμαντα πράγματα δεν είναι ανάγκη ν' ασχολούμαστε τώρα* υπάρχουν τόσα πολλά από -δαύτα σ' αυτόν τον κόσμο. Η Μελίττα σου θα έπρεπε απλώς να ψά-ξει να βρει έναν άλλον άντρα».

«Ήμουν ο πρώτος που συνάντησε κι ως εκ τούτου υπήρ-ξα γι' αυτήν ο μοιραίος άντρας. Μη δίνοντάς της το δι-καίωμα να έχει παιδί, που γι' αυτήν θα σήμαινε τη ζωή, της πήρα τη ζωή την ίδια».

«Έτσι σου λέει η ματαιοδοξία σου, που δεν σ' αφήνει να παραδεχθείς, πως θα μπορούσε να έκανε και με κάποιον άλλον παιδιά. Όταν όμως κάποιος έχει καταντήσει ο ίδιος ένα παχουλό παιδί, όπως έκαμες χωρίς παρεξήγηση, εσύ, τότε μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια κου-τοφιλαρέσκεια».

Ο Α. ένιωσε προσβεβλημένος: «Είμαι κάπως παχύς, αλ-λά δεν είμαι παιδί... το παιδί δεν έχει δισταγμούς να πρά-ξει με ανεύθυνο τρόπο, ενώ εγώ με το φόβο μου απέναντι στις ευθύνες φθάνω στο σημείο ν' αποφεύγω ακόμα και την ανευθυνότητα, δηλαδή το αμάρτημά της* το παιδί δεν έχει δισταγμούς όταν αφήνει να του δώσουν τροφή, ενώ εγώ παίρνω όσα χρειάζομαι μονάχος μου, χωρίς να έχω δεχθεί ποτέ από κανέναν και πολύ περισσότερο από τον πατέρα μου, έστω και μια δεκάρα, επειδή δεν θέλω να έχω κανένα χρέος απέναντι σ' οποιονδήποτε».

318

Page 319: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Είσαι αξιέπαινος», είπε ο γέρος, «έκανες τη δουλειά ενός άντρα και δεν είσαι κατά συνέπειαν παιδί».

«Και πάλι έπεσες έξω», θριάμβευσε ο Α., «γιατί ναι μεν το έργο μου είναι αντρίκιο, αλλά δεν έκανα τη δουλειά ενός άντρα και αυτό μεγαλώνει το φταίξιμό μου».

«Πώς έτσι;» Ο Α. συλλογίστηκε λιγάκι και κατόπιν εξήγησε: «Χωρίς δεκάρα στην τσέπη έφυγα νεαρό παλικάρι για

τα τροπικά δάση της Αφρικής... το τί σημαίνει η βαρειά δουλειά το έμαθα εκεί, προπαντός στα νοτιοαφρικάνικα ορυχεία· αργότερα ανακάλυψα πως παντού το ίδιο πράγμα συμβαίνει, στις αποικίες λίγο χειρότερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική λίγο καλύτερα, αλλά κατά βάσιν το ίδιο, παντού και πάντα βαρειά δουλειά που γίνεται κάτω από το μαστίγιο της πείνας και είναι για το λόγο αυτό ανα-πόφευκτη, και δεν πρόκειται να κερδίσει απ' αυτήν ποτέ κανείς αρκετά προς το ζειν και πολύ περισσότερο κάποια ασφάλεια στη ζωή. Το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα, εάν δεν είχα πολύ γρήγορα ανακαλύψει το κόλπο του εύκολου χρήματος, το κόλπο του να κάνεις ε-μπόριο με προσοχή. Αυτό το οφείλω στην τάση μου για άνετη ζωή και συνδέεται βέβαια και με κάποια άγρυπνη πονηριά. Μ' έναν λόγο, από τότε δεν ξανααμοίφθηκα για τη δουλειά μου ποτέ κάτω απ' αυτό που άξιζε, αλλά κατά παράδοξο τρόπο πάντοτε παραπάνω. Χαρακτήρισα αυτή μου τη δραστηριότητα ως εργασία, επειδή χρειαζόμουν κάποιαν εσωτερική νομιμοποίηση για το κέρδος που κάθε φορά αποχτούσα· παντού μυριζόμουν τους παραπλανητι-κούς ελιγμούς και πίστευα πως έπρεπε να τους αντισταθώ, όμως στην πραγματικότητα ήμουν εγώ εκείνος που προκα-λούσα τους παραπλανητικούς ελιγμούς και υποκρινόμουν πως εργάζομαι, ώστε να μπορώ να αρκεσθώ στη φαινομε-νική μου δουλειά. Κι αυτό αποκαλώ φταίξιμο».

«Στοπ», τον έκοψε ο γέρος, «είναι και η μη-εργασία το δίχως άλλο φταίξιμο; Και είναι η δουλειά μόνο κάτι που μας κάνει να υποφέρουμε και να μην το κάνουμε ευχάριστα και για το οποίο δεν πληρωνόμαστε καλά; Δεν το πιστεύω.

319

Page 320: Οι αθώοι - Hermann Broch

Για ποιόν λοιπόν λόγο έκανες εσύ τη μη-εργασία σου;» «Για την εξασφάλιση μου», είπε ο Α. κάπως απορημένος,

«και επίσης για να παράσχω κάποια εξασφάλιση και στη μητέρα σ' αυτούς τους ασταθείς καιρούς».

«Και δεν είναι δικαιολογημένο αυτό; Μήπως δεν θα έκα-νε το ίδιο ο καθένας από τους εκατοντάδες σκλάβους που δουλεύουν αν είχε τη δική σου πονηριά κι αν εύρισκε, όπως έκανες εσύ, το κόλπο με τα λεφτά; Ασφαλώς και δεν ^ίναι αθώα η ζωή που κάνουν οι κηφήνες, όμως το φταίξιμο δεν είναι τόσο βαρύ, όσο το παρουσιάζεις».

Ο Α. θύμωσε για τους κηφήνες ακόμα πιο πολύ κι από την υποτίμηση της ομολογίας για την ενοχή του: «Τόσο πο-λύ εύκολα πια, όσο τα λέτε εσείς εδώ, δεν ήταν δα τα πράγ-ματα για μένα. Ένας θεός ξέρει πόσο με κούρασε το εμπό-ριο, πολλές φορές μάλιστα σκέφτηκα πως μια βαρειά χει-ρωνακτική εργασία θα μου έπεφτε πιο εύκολη. Ως προς το πού οφείλεται αυτό, στην ιδιοσυγκρασία μου ή σε κάποια αρρώστια και την ανάγκη να προσέχω, δεν μπορώ να το κρίνω εγώ και σε τελευταία ανάλυση είναι αδιάφορο. Πά ντως ακόμα και η πιο σύντομη επαγγελματικής φύσεως επι-στολή με κουράζει υπερβολικά.

Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα η οικονομική μου εξα-σφάλιση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη απ' όσο είναι σήμερα, γιατί θα είχα επεκτείνει σε πολλούς τομείς τις δουλειές μου και δεν θα είχα κάμει συνήθειά μου το ν' αφήνω απλώς τα πράγματα να έρχονται σε μένα. Όλα αυτά ίσως να δίνουν την εντύπωση του ράθυμου, όμως η εντύπωση αυτή είναι επιπόλαιη· αν δει κανείς από πιο κοντά τα πράγματα θα φανεί πως είμαι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κηφήνας».

«Τόσο το λιγότερο λοιπόν το φταίξιμο». Οι συνεχείς αντιρρήσεις του γέρου άρχισαν να δίνουν

στα νεύρα του Α.: «Λάθος και πάλι λάθος! Μα δεν καταλα-βαίνετε πως αυτή η εμπορική δραστηριότητα, όσο κι αν ήταν κουραστική για μένα, δεν οδηγεί παρά απλώς στο ότι παριστάνω πως δουλεύω; Είναι ένα ψέμα κι αυτό παίζει εδώ ρόλο. Επειδή πέτυχα σ' ένα πρόσχημα δουλειάς που μου έφερε και κέρδη, οχυρώθηκα κι ο ίδιος πίσω από την

320

Page 321: Οι αθώοι - Hermann Broch

δικαιολογία πως είμαι πολύ πιο ψηλά από τον όχλο. Εγώ ήμουν ο νικητής* αυτά που έκαναν οι ηττημένοι δεν με εν-διέφεραν πια. Ακόμα και αν το μαστίγιο της πείνας σφύ-ριζε πάνω από τα κεφάλια τους ακόμα κι αν ψόφαγαν μέσα στην αθλιότητα, ακόμα κι αν το αίμα τους έτρεχε αυλάκι, εγώ δεν ήταν ανάγκη να τους βλέπω· ο δικός μου δρόμος είχε κιόλας χαραχθεί, μακριά από τον ιδρώτα της δου-λειάς, απ' τον ιδρώτα του μόχθου των άλλων γι' αυτή την ιδιαίτερη θέση εγώ ήμουν ο εκλεκτός της θείας χάριτος. Ο πόλεμος λυσσομανούσε στην Ευρώπη κι εγώ έκανα λεφτά* η ρωσική επανάσταση μετέβαλε την πρώην τάξη των νικη-τών στην χώρα σε μια τάξη ηττημένων, ή καλύτερα σε μια βουνοσειρά από πτώματα, ενώ εγώ έκανα λεφτά* το πολι-τικό τέρας, ο Χίτλερ, ανέβαινε βήμα-βήμα στην εξουσία μπροστά στα μάτια μου κι εγώ έκανα λεφτά. Αυτό ήταν το αντρίκιο έργο μου, ένα λάθος πείσμα και ένα αληθινό φταίξιμο. Πραγματικά, ακόμα κι αν η μη-εργασία δεν ήταν αμάρτημα, η υποκρισία είναι. Κι αυτό πρέπει να το κατα-λάβετε».

«Κι αν ήσουνα στην Ρωσία θα έπρεπε αναπόφευκτα να πληρώσεις με τη ζωή σου όλον αυτό το σωρό των αστικών παραπτωμάτων και των λαθεμένων στάσεών σου, στις οποίες πρέπει, για να υπάρξει πραγματική κάθαρση, να συμπεριλάβουμε και την αποπλάνηση της φτωχιάς Μελίτ-τας. Μήπως είναι αυτή η ομολογία της ενοχή σου;»

«Όχι», είπε ο Α. προς κατάπληξιν και του ίδιου του εαυτού του.

«Μ' έναν λόγο πρόκειται τότε από το Α ως το Ω για ψεύ-τικες ανοησίες, παρ' όλο που φάνηκαν να είναι λογικές. Έ-τσι δεν είναι;»

Ο Α. αισθάνθηκε να τον ξεγυμνώνουν ξανά, παρ' όλα αυτά όμως φαινόταν πως όλα τα κύματα του χρόνου που κάλυπταν με ένα φρικαλέο κενό το τώρα άρχιζαν να ξεκα-θαρίζουν.

«Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεστε τόσο πολύ», τον καλό-πιασε ο γέρος, σαν να είχε αντιληφθεί με τα τυλφωμένα του μάτια το ότι ο Α. είχε γίνει κατακόκκινος, «έχω κι εγώ ένα

321

Page 322: Οι αθώοι - Hermann Broch

μερίδιο ευθύνης σ' όλα αυτά* όσο πιο ανόητος είναι κανείς, τόσο πιο πολύ κάνει τον άλλο να παραλογίζεται. Όμως, ας γυρίσουμε ξανά στο πραγματικό μας ζήτημα... δεν κρύ-βετε άραγε στην περίεργη καταφυγή σας κοντώ στη μητέρα ένα σημαντικό τμήμα της ενοχή σας μαζί με την ομολογία της τελευταίας;»

«Ναι», είπε ο Α. Ο γέρος έγνεψε: «Αυτό πιστεύω κι εγώ». Κατόπιν ο Α. παρακάλεσε: «Θα ήθελα να προσπαθήσω

να το διατυπώσω εγώ». «Εμπρός, κάνε το* γι' αυτόν το λόγο είμαστε εδώ». Έγινε μια παύση. Ο άνεμος συνέχισε να σφυρίζει μπαί-

νοντας μέσα στο δωμάτιο, άλλοτε δυνατότερα κι άλλοτε σι-γανότερα, ενώ τα χαρτιά που συνεπαίρνονταν στο φύσημά του, ανέμιζαν πέφτοντας στο πάτωμα και μερικά έμεναν οριστικά εκεί* η επιφάνεια του γραφείου ήταν τώρα τε-λείως αδειανή.

Κατόπιν άρχισε να μιλάει ο Α.: «Τα παραπτώματα, για τα οποία κατηγόρησα τον εαυτό

μου, και τα οποία ξεκινώντας από τη στάση μου απέναντι στην Μελίττα, φθάνουν έως την κοινωνική και πολιτική μου συμπεριφορά, δεν είναι ψεύτικα, και ψεύτικη δεν είναι ούτε καν και η προθυμία μου να μετανοήσω. Ψεύτικη είναι η ερμηνεία που σας έδωσα και που στην πραγματικότητα δεν ερμηνεύει τίποτα* ψεύτικη είναι και η εύκολη ετοιμό-τητα να μετανιώνεις, που λειτουργώντας σαν ένα επανα-στατικό δικαστήριο θέλει να τιμωρήσει με κάθε τρόπο τις ποινικά ανεπίληπτες και τις δεμένες με τις περιστάσεις, που τις παρήγαγαν ή τις απλώς ανθρώπινες πράξεις, και είναι έτοιμο για το σκοπό αυτό να δεχθεί το δίχως άλλο ως κατάλληλη οποιαδήποτε αιτιολογία, ακόμα κι αυτήν κά-ποιας παροκαθορισμένης ταξικής καταγωγής. Και γι' αυ-τόν ακριβο)ς τον λόγο έπραξα ορθά όταν κατηγόρησα τον εαυτό μου για υποκρισία* τόσο η μη-αιτιολογία όσο και η λάθος αιτιολογία φέρουν το στίγμα της υποκρισίας και εί-ναι επομένως επικίνδυνες.

Ποιά όμως πρέπει να θεωρείται ως επαρκής αιτιολογία

322

Page 323: Οι αθώοι - Hermann Broch

για την ενοχή και τη συνείδηση της ενοχής; Ακόμα και σ' έναν μη θρήσκο προβάλλει εδώ υποχρεωτικά η σκέψη για την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από κοινωνικές τάξεις και έμφυτου στον άνθρωπο κακού, η σκέψη του χριστιανικού προπατορικού αμαρτήματος. Πρόκειται για απαράμιλλες στην ακρίβειά τους διατυπώσεις και δεν είμαι εγώ εκείνος που θα ήθελε να τις εκσυγχρονίσει. Ωστόσο θέλω να μάθω τη συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία εμφανίζεται στους καιρούς μας το κακό κι αν αναζητήσω εδώ τον κοινό παρο-νομαστή των δικών μου σφαλμάτων, τότε βρίσκω την πιο βαθειά και αξιοκατάκριτη ενοχή μου στη ριζική μου αδιαφορία. Είναι μια αρχέγονη αδιαφορία, αυτή δηλαδή εις βάρος της ίδιας της ανθρωπιάς μου* η αδιαφορία όμως μπροστά στον πόνο του συνανθρώπου είναι απλώς συνέ-πειά της. -

Όταν ο άνθρωπος χάσει τα όριά του, τότε γίνεται και για τον ίδιο του τον εαυτό ένα θαμπό μόρφωμα, και δεν βλέπει πλέον τον συνάνθρωπό του.-

Μιλάω και δεν γνωρίζω, εάν είμαι εγώ ο ίδιος αυτός που μιλάει· σχεδόν μου φαίνεται σαν να μιλούν μέσα μου άλλοι* οι άνθρωποι αυτής της πόλης, οι άνθρωποι αυτής της χώ-ρας, πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, μολονότι γνωρίζω πως και σ' αυτό δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς και σ' εμένα, και πως κανένας δεν ξέρει σε ποιού το όνομα μιλάει, κι αν ο λόγος που ακούει να βγαίνει από το στόμα του, είναι δικός του. Ο άνθρωπος υπερέβη τα όριά του και εισήλθε στην πολυμορφία των διαστάσεων, σε μια καινούρ-για κατοικία του εγώ του, όπου παραμένει χαμένος και πε-ριπλανώμενος, χαμένος μέσα στην αδυναμία του να κατα-λάβει τον κόσμο. Όλοι εμείς γίναμε ένα Εμείς όχι επειδή ζούμε στην ίδια κοινωνία, αλλά επειδή τα όρια του ενός εισχωρούν μέσα στα όρια του άλλου.-

Πού, μα πού βρισκόμαστε λοιπόν;-Οι δυνατότητες τής σκέψης μας είναι χωρίς όρια, πιο

αχανείς ακόμα κι από τις δυνάμεις των φυσικών φαινομέ-νων, όμως εκεί που οι δυο πολυμορφίες αυτές συμπίπτουν μπορεί να συμβεί να ενωθούν μαζί σε μια νέα πραγματικό-

323

Page 324: Οι αθώοι - Hermann Broch

τητα, που θα είναι κι αυτή δίχως όρια ελευθερωμένη απότ ις απειροσύνες του ανθρώπινου εγώ και περιέχοντας εντρς της μαζί μ' αυτό και το τίποτα, καθώς παραδόξως το ένα θα αποτελεί τον όρο ύπαρξης του άλλου και παραδόξως το ένα θα συμφύρεται με το άλλο. Η δυνατότητα του να κοι-τάζει από την κλειδαρότρυπα, το να κοιτάζει από την πα-τρίδα την ξενητειά κι από το περιορισμένο το απεριόριστο έχει αφαιρεθεί από τον άνθρωπο* αντ' αυτού δόθηκε σ' αυ-τόν κάτι που δύσκολα μπορεί να το πει κανείς βλέμμα, αφού λαμβάνει χώραν μέσα στο άπειρο και μοιάζει με επι-στροφή στο μαγικό, στην μαγεία της αλληλοεπιχωρήσεως του έξωθεν με το μέσα, με λιγότερο μεν περιεχόμενο απ' όσο η μαγεία του Αλλοτινού και μολοντούτο όχι λιγότερο τρομαχτικό.-

Ω, πορεία προς την καινούργια πατρίδα του ανθρώ-που.-

Εσείς, πατέρα και παππού, μού δείξατε το δρόμο προς το πιο εσωτερικό εγώ. Γιατί ασφαλώς έχω ένα εγώ. Με συ-νοδεύει από την παιδική μου ηλικία και σ' αυτό χρωστάω τη συνοχή και τη διάρκεια της ζωής μου. Είμαι το εγώ μου. Και κατέχοντας το εγώ μου διαφέρω από το ζώο, έχω εξο-μοιωθεί με το θείο, γιατί στη βάση τού εγώ έχει ζευγαρώσει το άπειρο με το τίποτα, άπιαστα και τα δυό τους στο ζώο, αλλά για τον Θεό και μόνς γι' αυτόν να γίνονται ένα και τα δυό τους. Δεν είναι άραγε τούτος ο εσαεί αναλλοίωτος πυρήνας του ανθρώπινου είναι μου; Κι ωστόσο δεν είμαι σε θέση, δεν είμαστε πλέον ικανοί να το κατακτήσουμε. Ω, ποιά υπέρβαση των ορίων θα είναι τόσο ισχυρή ώστε να μεταβάλλει το αμετάβλητο;»

Και η απάντηση ήρθε: «Κάθε δυο χιλιάδες χρόνια συμπληρώνεται ο κύκλος των

κόσμων. Και η ορμή της πλήρωσης δεν συγκλονίζει μόνον το κόσμο, αλλά συγκλονίζει το ίδιο και ίσως ακόμα περισ-σότερο το εγώ της ανθρωπότητας... πώς θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς; Ο χρόνος του τέλους είναι αυτός της γέν-νησης και μέσα στο αμετάβλητο εκτυλίσσεται η μεταβολή η καταστροφή της ανάπτυξης. Ευλογημένη και καταραμέ-

324

Page 325: Οι αθώοι - Hermann Broch

νη είναι η γενιά της αλλαγής^ πρέπει αυτή να κάμει το χρέος της».

Ο γέρος έμεινε σιωπηλός. Ύστερα είπε: «Συνέχισε». Και ο Α., με το βλέμμα καρφωμένο στο κειμήλιο της νε-

κρής κοπέλας, ξανάρχισε την εξομολόγηση: «Πώς να φέρουμε εις πέρας ένα τέτοιο χρέος! Με αλλαγ-

μένο τον κόσμο και με το εγώ αλλαγμένο, τα δυό τους να μεταβάλλουν το ένα το άλλο, και τα δυό τους να εγγίζουν το απεριόριστο, ω, με ποιόν τρόπο θα μπορούσαμε εμείς, προκειμένου να επιβιώσουμε, να αποκαταστήσουμε και πάλιν τη σχέση ανάμεσά τους; Αλλοίμονο, άλυτο, ναι, άλυ-το είναι το πρόβλημα, ενώ ο κίνδυνος του τέλους δίχως μια καινούργια αρχή επικρέμαται πάνωί από τα κεφάλια μας. Αλήθεια, μας απειλεί, και μάλιστα είναι τη γενιά μας που απειλεί το να εκδιωχθεί ο άνθρωπος από τον περίγυρο του θείου μέσα στο κτηνώδες, όχι, ακόμα πιο πολύ, να βυθιστεί κάτω κι από το ζώο, αφού αυτό δεν είχε ποτέ ένα εγώ για να χάσει. Μήπως δεν αποτελεί η αδιαφορία μας μια ένδει-ξη για το γλύστριμά μας μέσα στο κτηνώδες που έχει κιόλας αρχίσει; Γιατί το ζώο μπορεί να κλαψουρίζει, αλλά δεν θα φθάσει ποτέ να βοηθήσει, δεν πρόκειται καν να προθυμο-ποιηθεί να βοηθήσει* είναι δεσμευμένο από την σοβαρότη-τα της αδιαφορίας και δεν μπορεί να χαμογελάσει. Δεν χα-μογελά πια για μας ο κόσμος, δεν χαμογελά πια το εγώ. Ο φόβος μας μεγαλώνει.-

Το λιμάνι καταστράφηκε, δεν είναι πια λιμάνι. Και παρ' όλα αυτά είναι δύσκολο να τ' αφήσεις και να τολμήσεις το απεριόριστο.-

Το χρέος μας παραείναι μεγάλο και γι' αυτό οπλίζουμε τους εαυτούς μας μέσα στην τυφλή αδιαφορία. Η εκρηκτι-κή δύναμη του εγώ μας παραείναι βαρειά για τους ώμους μας. Με μια αχαλιναγώγητη συνέπεια και τρομερή λογική έφτιαξε έναν κόσμο, η πολυμορφία του οποίου μας έγινε ακατάληπτη, όντας και αυτή αχαλιναγώγητη στις δυνάμεις που αποδέσμευσε. Η συνέπεια του καταστροφικού μας έρ-γου μάς έμαθε το πόσο αναπόφευκτο είναι το γεγονός της ύπαρξης κι απ' αυτό μάθαμε να αντιμετωπίζουμε την εξέ-

325

Page 326: Οι αθώοι - Hermann Broch

λιξή του αδιάφορα* ακόμα και μπροστά στους φόνους, που γίνονται παντού μέσα στα χαμόκλαδα του αδιόρατου, εμείς κλείνουμε τα μάτια και τ' αφήνουμε να γίνεται. Ό,τι έχου-με κάνει παραλύει ό,τι κάνουμε, μας επέβαλε την υποταγή και μας υποβίβασε σε βαθειά τρομαγμένους μοιρολάτρες, έτσι ώστε να καταφύγουμε πίσω στη μάννα, στη μοναδική σχέση που έμεινε χωρίς να μας τρομάζει και να μας μπερ-δεύει μέσα στην ανεξήγητη σε μας πολυμορφία, σαν να ήταν το σπίτι της μάννας ένα νησί τού τρισδιάστατου μέσα στο άπειρο και πέρα από κάθε μας χρέος.-

Έχοντας παραλύσει από το βαρύτατο χρέος δεν θέλουμε πλέον να αναλάβουμε κι αυτό του να γίνουμε πατέρες* ανί-κανοι οι ίδιοι να νομοθετούμε, δεν θέλουμε κάποιον νομο-θέτη, δεν ανεχόμαστε πια κανέναν πατέρα, και όντας γιοί των μαννάδων μας μέσα στην ανομία, καλούμε το ζώο να μας διατάξει.-

Έχοντας παραλύσει, αποφεύγουμε την αδράνεια και πέφτουμε σ' ακόμα χειρότερη αδράνεια, αποφεύγουμε την μοναξιά και πέφτουμε σε μιαν ακόμα χειρότερη μοναξιά* μας έχεις παραλύσει η μοναξιά. Επειδή η κοινωνία των αν-θρώπων που ως τώρα ήταν το όνειρό μας, το όνειρο της φιλαλληλίας μας χάθηκε χειρότερα από κάθε άλλη φορά, κι αν οι επαναστάσεις πίστεψαν πως ήσαν πάντοτε ένα τολ-μηρό ξύπνημα, στο τέλος δεν πέτυχαν, παρά, με μεγαλύτε-ρη ή λιγότερη κάθε φορά επιτυχία, μιαν περισσότερο ισορ-ροπημένη και πιο δίκαιη θέση στον ύπνο, κι ακόμα κι αν προέκυψαν μέσα από την απογοήτευση που τους δημιούρ-γησε η χιμαιρική φιλαλληλία των ανθρώπων, δεν μπόρεσαν να οραματισθούν μιαν άλλη κοινωνία κι έτσι άρχισαν, πολ-λώ μάλλον αφού η μοναξιά δεν κατανικάται και η ζωή δεν έχει νόημα δίχως κάποιο όνειρο, να δίνουν συνέχεια σ' αυ-τήν, αντικαθιστώντας απλώς τους παρόντες συνανθρώπους μας από την επόμενη και τη μεθεπόμενη γενιά, από τα παι-διά και τα εγγόνια τους, χάριν των οποίων επετράπη ο φόνος, και από τα οποία σε αντάλλαγμα περιμένουν, μ' έναν ας πούμε συντηρητισμό που προβάλλουν πάνω τους, να συνεχίσουν την κοινωνία της επανάστασης και να την

326

Page 327: Οι αθώοι - Hermann Broch

τελειοποιήσουν... μπορείς όμως να περιμένεις κάτι τέτοιο σήμερα; Δεν παραμένει το όνειρο μιας τέτοιας κοινωνίας εγκλωβισμένο στο τρισδιάστατο, από τους κόλπους του οποίου γεννήθηκε, έτσι ώστε το χτίσιμό του ψηλά ως το απεριόριστο να έχει καταστεί απολύτως αδύνατο; Και μή-πως έτσι δεν καταντά να είναι κάθε επανάσταση μια λυπη-ρή σφαγή δίχως νόημα; Ίσως αύριο να υπάρξει κάποιο καινούργιο όνειρο για μια κοινωνία που να ταιριάζει στο απεριόριστο, ίσως για ένα τέτοιο καθήκον να απαιτηθεί η δύναμη στην μοναξιά και στο μοναχικό θάνατο που ο άν-θρωπος όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα... ωστόσο ποιός θα τολμούσε να προβλέψει, να το σχεδιάσει και να το θέσει στόχο για τον οποίο ν' αγωνισθεί; Εμείς δεν θέλουμε πια να κουνήσουμε τα χέρια μας. Αφενός περιφρονούμε αυτόν που δραστηριοποιείται στην πολιτική επειδή θέλει παιδιά-στικα να επιβάλλει τις τρισδιάστατες αντιλήψεις του στην απεριόριστη πολυμορφία του κόσμου κι αφετέρου τείνουμε να υποθέσουμε πως παρ' όλα αυτά θα μπορούσε αυτός να αποτελέσει το μυστικό εργαλείο μιας πραγματικότητας που ανανεώνεται. Και γι' αυτό αφήσαμε τα πάντα στη διάθεση του Χίτλερ, που γεύεται τους καρπούς της αδράνειάς μας.-

Στη βάση όμως του εγώ, έχει ζευγαρώσει το ατέλειωτο με το τίποτα, άπιαστα και τα δυό για το ζώο. Κι ανάμεσα στο ατέλειωτο και στο τίποτα βρίσκεται σκαλωμένη η ύπαρξη του κόσμου, του κόσμου εκείνου που γνωρίζει και που δημιούργησε ο άνθρωπος, και που μένει άπιαστος στο ζώο και βέβαια και στο πολιτικό ζώο. Κι ανάμεσα στο άπειρο και στο τίποτα σκαλωμένος απλώνεται ο χώρος της ανθρώπινης ευθύνης, άπιαστη κι αυτή στο ζώο.-

Οι συμβιβασμοί μας είναι αηδιαστικοί και εναι ακόμα πιο αηδιαστικοί, καθώς προέρχονται από το ότι αφήνουμε τα πράγματα στη διάθεση ορισμένων. Πάμε στον πόλεμο, σαπίζουμε μέσα στα χαρακώματα, εκθέτουμε τα πρόσωπά μας και το φως των ματιών μας στις φρικτές φλόγες ώσπου να γίνουν κάρβουνο, βλέπουμε τα σωθικά μας να ξεχύνον-ται από τις ξεσχισμένες μας κοιλιές, πλην όμως ο Ερυθρός Σταυρός βρίσκεται πάντοτε στην θέση του ενώ τα στρατκο-

327

Page 328: Οι αθώοι - Hermann Broch

τικά μας νοσοκομεία είναι σε μεγάλο τους μέρος εξοπλι-σμένα με σύγχρονα όργανα, κι όποιος είναι τυχερός φεύγει από 'κει με μια καινούργια μύτη, ένα καινούργιο στόμα ή ένα ασημένιο κομμάτι κρανίου. Αυτοί είναι οι συμβιβασμοί που κάνει το ζώο για χάρη μας και που αποδεχόμαστε εμείς για τους εαυτούς μας και για τους συνανθρώπους μας, με την παρηγοριά πως η Αποκάλυψη παραμένει πάντως υποφερτή. Κι όταν στο τέλος το ζώο θα πετάξει κι αυτήν τη μάσκα, ώστε σε αντικατάσταση αυτής της απολυμασμέ-νης λαιμητόμου, και για να αφήσουμε κατά μέρος την ηλε-κτρική καρέκλα, ξαναρχίσει να κάνει τις εκτελέσεις του με το μαστίγιο, με την πυρά και με την σταύρ(οση, εμείς θα εξακολουθήσουμε να το θεωρούμε υποφερτό, γιατί αλλκός θα χανόμασταν μέσΙ̂ στην αηόία για τον εαυτό μας.-

Αδιάφοροι για τον ξένο πόνο, αδιάφοροι για την δική μας μοίρα, αδιάφοροι για το εγώ στον άνθρωπο και για την ψυχή του. Είναι αδιάφορο ποιός πριότος θα συρθεί κάτ(θ από σπαθί τού δημίου. Σήμερα εσύ, αύριο εγώ.-

Μερικές φορές κάνουμε το καλό* φροντίζουμε τις μαν-νάδες μας, κάποτε και για τους αρρώστους και τους ανά-πηρους, και συχνά μας κυριεύει η συμπόνια. Όλα αυτά εί-ναι συμβιβασμοί. Τα καλά μας έργα είναι συμβιβασμοί. Το καλό είναι αυτονόητο, αλλά είναι συγκεχυμένο, και μόνο μέσα στο τρισδιάστατο αποκτά μορφή, μόνο εδώ είναι, μό-νο εδώ ήταν υπακοή στην διαταγή, που σαν ένα απόλυτο και θείο κάλεσμα για ανάληψη ευθύνης έστρεψε το ανθρώ-πινο έργο προς το άπειρο* αντίθετα το καλό χάνει την δύ-ναμη που το χαρακτηρίζει, χάνει ακόμα και την ίδια του την ουσία, αφού ο άνθρωπος έχει πλέον ο ίδιος αναχθεί στο απεριόριστο κι επειδή στην πολυμορφία των διαστά-σεων δεν υπάρχουν πια στόχοι, η απόλυτη κατεύθυνση δεν καθορίζεται πλέον από την στροφή σε κάτι, αλλά αντίθετα μόνο από την αποστροφή σέ κάτι, δηλαδή όχι πλέον από την στροφή προς το καλό, αλλά αντίθετα από την απο-στροφή από το γήινο κακό, μ' έναν λόγο με την καταπολέ-μηση του ζωώδους και του χαμαιπετούς που ετοιμάζεται να επιτύχει το μέγιστον ύψος του, την πραγματικά συγκε-

328

Page 329: Οι αθώοι - Hermann Broch

κριμένη του απολυτότητα. Μια συγκεκριμένη κήρυξη πο-λέμου στο εδώ και το τώρα του Κτήνους τής Αποκαλύ-ψεως, αυτή είναι η νέα ευθύνη, την απόλυτη ισχύ τής οποίας πρέπει να αναγνωρίσουμε, κι αποδεχόμενοι την διαταγή για την ενεργό αντίσταση κατά του κακού και μέ-νοντας έτσι μακριά (χπό την βλακώδη και απατηλή καλο-σύνη της άνευ όρων ειρηνολατρείας και της βλακώδους αλ-λά γνήσιας αγωνιστικής διάθεσης, η οποία στέργει και ευ-νοεί την αιματοχυσία για το καλό των γενεών που έρχονται και του τοπίου με τα όνειρά τους, και με τον τρόπο αυτό φέρεται και ίδια σαν ζώο, ν' αναλάβουμε πέρα από τούτο ή εκείνο το ουτοπικό μεγαλείο το χρέος τής απλής ευπρέ-πειας, μια ευπρέπειας της παρούσας στιγμής, μια και πάν-τοτε μόνο η καθαρότητα της εκάστοτε στιγμής στον κόσμο παίζει ρόλο, όταν το καλό και το κακό ξαναξεχωρίζονται από την ανίερη καί καταστροφική τους σύμμιξη. Τίποτα δεν μπορεί να μας απαλλάξει από το επιθετικό αυτό χρέος τής ευπρέπειας, ούτε καν η απέλπιδα προοπτική κατά την στιγμή που αρχίζουμε την εκτέλεσή του, ενώ αντίθετα κάθε παράβασή του, ακόμα και η πιο δικαιολογημένη θ' αποτε-λέσει διακήρυξη της αδιαφορίας μας και δεν πρόκειται να απαλειφθεί από καμιάν ύστερη καλή μας πράξη.-

Αυτή είναι η μνήμη μου που ξαναβρήκα, κι αυτός είναι ο λόγος που έχω να δώσω. Να δώσω λόγο για την απώλεια του Εγώ, λόγο για τον κίνδυνο αποκτήνωσης, τον οποίον διατρέχω, τον οποίο διατρέχει ο κόσμος, εγώ εξαρτώμενος από τον κόσμο κι αυτός από εμένα μέσα στον κοινό κίνδυ-νο.-

Δεν εναπόκειται σε εμένα να κρίνω εάν, η απλή ευπρέ-πεια, μολονότι σημαίνει αποφυγή του γήινου κακού και τής απολυτότητάς του, και μάλιστα απόλυτη αποφυγή τού χα-μαιπετώς ζωώδους, θα είναι ήδη από μόνη της σε θέση να επαναφέρει τον κόσμο κοντά στον Θεό. Ωστόσο, είναι σί-γουρο πως δεν πρόκειται να έρθουμε ποτέ κοντά του όσον καιρό επιμένουμε ν' αδιαφορούμε και, επαυξάνοντας το φταίξιμό μας, αφηνόμαστε στό γλίστρημα, στην ακατάπαυ-στη ολίσθηση του κόσμου στο Εγκληματικό και το ζωώδες.

329

Page 330: Οι αθώοι - Hermann Broch

Το προπατορικόν αμάρτημα και η προπατορική ευθύνη εί-ναι πράγματα συγγενή και το ερώτημα για το ποιός είναι ο φονιάς του αδελφού μας απευθύνεται σε όλους εμάς, ακόμα κι αν δεν έχουμε ιδέα για το έγκλημα. Έχουμε γεν-νηθεί υπεύθυνοι και τούτο αποκλειστικά, αποκλειστικά και μόνον ο μαγικός τόπος της γέννησής μας και τού είναι μας αποφασίζει για μας* μονάχα η αυτοθυσία μας ως δείγ-μα της ασίγαστης εναντίωσής μας θα μπορούσε να αποσεί-σει την κατηγορία από πάνω μας. Εγώ είμαι ο υπεύθυνος για τους φόνους που ίσως έγιναν κάποτε σε τούτο το σπίτι, είμαι υπεύθυνος για τους φόνους που φρικιαστικά θα πολ-λαπλασιάζονται γύρω μας και που θα διαπράττονται από άλλους χωρίς δική μου συμμετοχή. Γιατί με το Εγώ μας συντρίμμια μέσα στο απεριόριστο και ξεγυμνωμένο από τα όρια τού Εγώ έχουμε καταντήσει, εξαιτίας ακριβώς της έλ-λειψης μιας κοινωνίας στην οποία να ανήκουμε, ένα ψυχρό μαγικό σύνολο, ψυχρά συγκολλημένοι στην καθολική ανευ-θυνότητα και στην αδιαφορία ώστε να μοιραζόμαστε όλοι και το φταίξιμο και την ποινή, μια μαγική στην ψυχρότητά της καινούργια βεντέττα, δίκαιη ωστόσο, αφού κανένα από τα θύματά της δεν ξεσηκώθηκε εναντίον της. Νόμιζα πως είχα ξεφύγει από την ανευθυνότητα, στην πραγματικότητα όμως ήταν η ευθύνη αυτό το οποίο είχα αποφύγει. Κι αυτό είναι το φταίξιμό μου. Παραδίδομαι λοιπόν στην δικαιο-σύνη, κι ακόμα κι αν η αυτοθυσία μου έρχεται αργοπορη-μένη, είμαι ωστόσο έτοιμος γι' αυτήν».

Με αυτά τέλειωσε ο Α. την εξομολόγησή του. Ο άνεμος συνέχιζε να σφυρίζει μέσα από το παράθυρο

κι έκανε τα τζάμια να τρίζουν δυνατά* η φωτιά τής σόμπας είχε σβήσει, λίγες μόνο σπίθες αναπηδούσαν που και που μέσα από την στάχτη και στο δωμάτιο επικρατούσε τρομε-ρή παγωνιά.

Όμως μέσα από ακριβώς αυτή την παγωνιά αναδυόταν μια άγνωστη ως τώρα ελπίδα, η προσμονή τής πλήρους αποκάλυψης του μυστικού. Κι ο Α. επανέλαβε, σχεδόν σε έκσταση εξαιτίας της παγωνιάς και της προσμονής αυτής:

«Είμαι έτοιμος».

330

Page 331: Οι αθώοι - Hermann Broch

«Το ξέρω, Αντρέα, είσαι εδώ και πολύν καιρό έτοιμος». Και καθώς ο γέρος του μίλησε με τ' όνομα του ένιωσε

κάποιαν ανακούφιση μέσα στον εντεινόμενο φόβο του, στον φόβο που ήξερε πως περιέκλειε τον σπόρο τής αυτο-καταστροφής και το όπλο της. Ο άνεμος παρέσυρε ακόμα λίγα φύλλα πάνω στο πάτωμα κι ο Α., παρατηρώντας τα, ρώτησε: «Και ποιος θα φροντίζει μετά την γριά Βαρώνη;»

«Φαίνεται πως δεν σου κόβει και πολύ Αντρέα». Αυτός το παραδέχθηκε* μόνο που δεν ήθελε να το κατα-

λάβει. Επειδή η ανησυχία του για την μητέρα έκρυβε τον δικό του φόβο μπροστά στον θάνατο. Κι ο φόβος μεγάλω-νε: «Βοήθησέ με, παππού», τον παρακάλεσε. Τότε απλώθη-κε προς το μέρος του το γέρικο χέρι, που ως εκείνη την στιγμή ξεκουραζόταν μεγαλόπρεπα στο τραπέζι, κι αυτός το άγγιξε. Και παρόλο που ήταν ψυχρό και σκληρό σαν διαμάντι, αυτός δεν τρόμαξε. Το αντίθετο μάλιστα, έμοια-ζε με μια πρόσκληση πίσω στον κόσμο των ανθρώπων, κι αναρωτήθηκε μήπως ο γέρος, παρόλου που είχε μόλις φάει το φαΐ τής Τσερλίνε, ήταν και στο εσωτερικό του φτιαγμέ-νος από διαμάντια. Όμως ακουγόταν κι όλας τώρα η απάντηση, σιγανή και χαμογελαστή, με τρόπο που να ανα-κατεύεται στον ήχο της ξανά και το τραγούδι, που μόλις ακουγόταν και πάλι τώρα:

«Αν ήμουν ένα πνεύμα κι όχι άνθρωπος, όπως εσύ, κα-μωμένος από αίμα και σάρκα, δεν θα ήμουν σε θέση να σου μεταφέρω ένα μήνυμα και να σου δώσω βοήθεια* ο λόγος φέρεται στα εγκόσμια, σε γήινο χώρο, ομιλείται από γήινα στόματα κι ακούγεται από γήινα αυτιά».

Κι αυτό ακόμα ήταν παρηγοριά, βέβαια μια γήινη παρη-γοριά, κι έτσι ο Α. ρώτησε μέσα στον θανατικό του φόβο:

«Γιατί να γίνω εγώ τό εξιλαστήριο θύμα; Γιατί νά είμαι ακριβώς εγώ;»

«Όλοι κάνουν την ίδια ερώτηση, όταν βρίσκονται στην ίδια θέση».

«Ποιός βρίσκεται σ' αυτή την θέση;» «Ίσως είναι η χάρη. Επειδή η εξιλέωση για το φταίξιμο

γίνεται μέσα στον καθαρμό κι όχι στην τιμωρία, σαν να

331

Page 332: Οι αθώοι - Hermann Broch

επρόκειτο για ποινή. Δεν είσαι εγκληματίας. Δεν πρόκει-ται να τιμωρηθείς. Όμως η αμοιβή είναι μυστικό».

«Θα το μάθω ποτέ;» «Εγώ μπορώ απλώς να σε βοηθήσω. Τα υπόλοιπα θα

πρέπει να τα κερδίσεις μόνος σου». Το χέρι του γέρου κρατούσε γερά το δικό του, το χέρι

του πατέρα μέσα στο οποίο το χέρι του παιδιού, το χέρι του γιού, απολαμβάνει παντοτινής προστασίας, και μέσα στη σκληρή, κοκκαλιάρικη και ανθιστάμενη στον χρόνο γέρικη παλάμη ένιωθε ολόκληρη την τάξη που έδυε και που δίνει με όλες τις διαστάσεις το τελευταίο στήριγμα σε κάθε πραγματικότητα. Έμοιαζε με υπόσχεση και η φωνή τού υποσχέθηκε: «Θα μείνω κοντά σου, ώσπου να καταλαγιά-σει ο φόβος σου».

Κάθονταν λοιπόν έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον, και η γαλήνη έρρεε από το χέρι του πατέρα στο δικό του. Είχε τα μάτια του κλειστά και περίμενε να κατασιγάσει ο φόβος του· άρχισε να σβήνει αθόρυβα, πέφτοντας όπως η άμμος στην κλεψύδρα* ήταν ο προπάτοράς του, ο πρώτος πατέρας του, που έσκυψε πάνω του με την γενειάδα του ν' ανεμίζει στο ρεύμα του αέρα, και του φίλησε το μέτωπο με τα αδα-μάντινα χείλη του για να τον ξυπνήσει, καλώντας τον τρεις φορές με τ' όνομά του, σαν να 'θελε να αποσπάσει, όμοια με πατέρα, το παιδί του από το Ανομάτιστο.

«Δεν είναι δύσκολο, Αντρέα». «Το ξέρω, παππού». Είχε τώρα σηκωθεί κι αυτός και, βγάζοντας το σκουφί

του, έσκυψε το κεφάλι του και στάθηκε μπροστά στον τυ-φλό σε στάση παρακλητική, φοβούμενος τον αποχαιρετι-σμό και την εγκατάλειψη που προηγούνται τής μοναξιάς, ενώ οι χειρονομίες του ήσαν μια ικεσία.

Όμως με την όλο μάτια γνώση του τυφλού εκείνος στή-ριξε απλώς το χέρι στον ώμο του:

«Δεν είσαι μόνος. Ξαναβάλε σε παρακαλώ το σκουφί σου. Κάλυψε το κεφάλι σου μπροστά στο αιώνιο, λέει κά-που, κι αυτό κάνει ο ιερέας, αυτό κάνει κι ο δικαστής. Αυ-τός που ομολογεί την ενοχή του, είναι ο κλητός».

332

Page 333: Οι αθώοι - Hermann Broch

Κι επειδή ήταν σάρκα και αίμα η σκάλα άρχισε να τρίζει κάτω από τις σωληνωτές του μπότες. Αυτό θά έκαναν βέ-βαια και στην περίπτωση που θα ήταν κάποιο αδαμάντινο πνεύμα.

Κατόπιν όμως ξανακούστηκε το τραγούδι, συνοδευόμε-νο στον ρυθμό του από τους χτύπους που έκανε το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Το τραγούδι του ξυλοκόπου, ένα χορωδια-κό εμβατήριο, ένας ψαλμός κι ένας ύμνος παραμυθίας, το δάσος που τραγουδούσε. Και πάνω από το δάσος στον γκρίζο ουρανό τού χιονιά που τον σκέπαζε κιόλας το πρώ-το αχνό ακόμα φως του εσπερινού και μέσα σ' ένα παρ' όλα αυτά σχεδόν επώδυνα φωτεινό πλην αόρατο φως πάνω από ολάκερη την βορεινή πλευρά του δάσους, σχηματιζόταν με ήπιες γκρίζες γραμμές μέγα και παρήγορο ένα τρίγωνο από το κέντρο του οποίου κοίταζε προς τα κάτω με σεβάσμια οικειότητα διαυγής και άγρυπνος, άχρωμος και ανεξιχνία-στος κι άχρονα γέρικος ο οφθαλμός τού κόσμου, ως προς τα πάντα τυφλός και τα πάντα καθορών και γιγνώσκων. Διαπερόμενο από μιαν τρομακτική πραγματικότητα έρρεε γύρω εκεί στα όρια τού τριγώνου το μη-είναι, η αποσύνθε-ση του τρισδιάστατου και, φερόμενο από το τυφλό βλέμμα του κέντρου, εκβάλλοντας στο βλέμμα, περιβαλλόμενο από αόρατα άστρα, τριγυρισμένο από αθέατους κεντρικούς ήλιους, με το αόρατο ορατό και τα άστρα να ηχούν, έπεφτε προς τα κάτω σαν καταρράκτης, απορροφούμενο από το τραγούδι το οποίο τώρα αντηχούσε σε ατέλειωτα πολλές διαστάσεις. Άρχισε να χιονίζει αθόρυβα, ενώ μέσα στην απαλότητα του χιονιού χανόταν ο ουρανός, χανόταν το τραγούδι, χανόταν το εντεύθεν και το επέκεινα, παραμέ-νοντας ωστόσο αδιαλείπτως παρόντα, μένοντας στην συγ-χορδία των άστρων του σύμπαντος και ηχώντας στο αδιά-λειπτο τού κοινού τους πλέον επικέντρου.

Η παγωνιά μέσα στο δωμάτιο φαινόταν να πλησιάζει στο αποκορύφωμά της, όμως το δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Το ρολόι του τοίχου σταμάτησε να χτυπά* έδειχνε 5.11, όμως δεν υπήρχε πια, μαζί με τον χρόνο που έδειχνε, αφού όλα τα κύματα τού χρόνου, αλληλοαναιρούμενα, είχαν συρ-

333

Page 334: Οι αθώοι - Hermann Broch

ρεύσει στο επίκεντρο του είναι, είχαν εκβάλει στις σφαίρες του αβαρούς και το παρήγαγαν. Δεν ήταν άραγε το επίκεν-τρο του εγώ αυτό που επίσης είχε κατορθώσει; Δεν ήταν άραγε αυτό το αβαρές του είναι ταυτόχρονα κι εκείνο της ψυχής; Δεν ήταν μήπως το απολύτως έμφυτο σε κάθε έμβιο ον αβαρές, το απαλλαγμένο από την βαρύτητα του θανά-του; Όποιος μένει ακόμα προσκολλημένος στο σωματικό, φέρει εντός του το βάρος τού θανάτου, ενώ καθώς έχει αποσπασθεί από το αβαρές, μέσα στο οποίο αιωρείται, όχι, μέσα στο οποίο στέκεται, κάνει την ψυχή του να γίνεται νοσταλγία, ακατανίκητος ο πόθος της να ξεπεράσει τον διαχωρισμό αυτό: εάν κατορθώσει να εξαλείψει και το τε-λευταίο ίχνος γήινου βάρους, τότε μεταβάλλεται σε αυτοα-ναίρεση τού εντός της παρόντος θανάτου και αποδεσμεύει το ανθρώπινο κληρονομικό φορτίο που οφείλει την διάρ-κεια της παρουσίας του στις δυνάμεις της αυτοκατα-στροφής, εισέρχεται και γίνεται δεκτή στο βασίλειο των ανεπαίσθητων φωνών, επαναπτυσσόμενη στην επταχρωμία με την δύναμη του αόοΓαοιν. Το ίόιο συμβαίνει και με την γλώσσα, είναι κι αυτή προσκολλημένη στο σωματικό και στην βαρύτητα, αφού ομιλείται από στόματα που ανήκουν στο σώμα και δέν κάνει λόγο παρά για πράγματα υλικά, κι αξιώνει την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή της, ώστε, καθώς λέγει, να καθαρίσει τους λογαριασμούς της και να δημιουργήσει χώρο στην αδιαίσθητη και υπερβαί-νουσα την γλώσσα, καθαρή σκέψη. Συνέβη χωρίς τίποτα το φρικαλέο, ναι μεν στον μη-χώρο του κέντρου και πέρα από ύψος, πλάτος και βάθος, ωστόσο όμως στο εντεύθεν, και συνέβη με τρόπο φυσικό. Γιατί καθώς ήταν ακόμα πα-ρόν στο δικό του το σώμα και στην δική του μνήμη, το τρισ-διάστατο αναζήτησε την εξάλειψή του, ενο) η βαρυνόμενη με μνήμη και διακριτή μόνο στις αιμάτινες κηλίδες τής θύ-μισης, αλλ' όχι πλέον και στο σχήμα της μορφή, όπως φαι-νόταν μπροστά στα μάτια που έβλεπαν ακόμα, αιωρούμενη πάνω από το ανύπαρκτο πλέον τραπέζι, θέλησε να συμμε-τάσχει κι αυτή, θέλησε να ξεφορτωθεί κι αυτή το δυσβά-στακτο βάρος: έκανε να την πιάσει; Μήπως του την μετέφε-

334

Page 335: Οι αθώοι - Hermann Broch

ρε αέρας που φύσαγε, μήπως τον πρόφτασε ωθούμενη από μια τρομακτική δύναμη, την δύναμη τού κέντρου που αρ-μόζει το σώμα σε σώμα; Ποιός είχε ανοίξει την βαρύτητα; Ποιός έσκιασε την υλικότητα; Ποιός την είχε μετατρέψει σε όπλο; Συνέβη δίχως απειλή: δεν ήταν φοβερό και συνέβη με φυσικό τρόπο.

Στεκόταν με τα πόδια του ανοιχτά σαν για να κρατιέται από κάπου μέσα στο αιωρούμενο, μέσα στο αβαρές, μέσα στο μη-διαστατό. Έβγαλε το σκουφί του και το απέθεσε μπροστά του στο μη υπάρχον. Πρόφτασε να δει πώς παρα-σύρθηκε από τον αέρα, όμως να που βρέθηκε κι όλας με διάτρητο τον κρόταφο από την σφαίρα, τα πόδια του διά-πλατα ανοιχτά και τα χέρια του απλωμένα το ένα από 'δω και τ' άλλο από 'κει σαν νά 'τανε να τον καρφώσουν στον σταυρό τού Αγιαντρεός.

Η Τσερλίνε άκουσε τον πυροβολισμό και έσπευσε επάνω. «Τς, τς, τς» έκανε το γέρικο στόμα της όταν είδε το πτώμα, όμως στην πραγματικότητα δεν είχε εκπλαγεί. Έσυρε προς το μέρος της μια καρέκλα και κάθησε με την άνεσή της μπροστά στον νεκρό, προσέχοντάς το με εντεινόμενη προ-σοχή, καθώς της φαινόταν ξαφνικά αδυνατισμένος, σχεδόν σαν να είχε επιστρέψει στο ξανθό παιδικό του πρόσωπο, [χε το οποίο τον είχε γνωρίσει εδώ και πάνω από δέκα χρό-νια: «Εξιλεώθηκε», είπε στο τέλος με δυνατή φωνή και δεν ήξερε καθόλου τί ήθελε να πει μ' αυτό και γιατί έπρεπε να το φωνάξει αυτό τόσο δυνατά. Καθώς όμως η συζήτηση εί-χε έτσι πάρει μιαν αρχή, συνέχισε να μιλάει: «Σήμερα έπρε-πε να γίνει, σαν μαγείρεψα κοτόπουλο ραγκού που του άρεσε τόσο πολύ για το λευκό κρασί που τού έβαζα μέσα και για τις τρούφες... ξαφνικά έγινε βιαστικός». Μετά συ-νέχισε να μουρμουρίζει κάτι μόνη της, και στο τέλος πήρε την απόφαση: «Πρέπει να τον αφήσουμε ξαπλωμένο, έτσι όπως είναι* αυτό ζητάει η αστυνομία».

Παρόλα αυτά δεν θέλησε να ειδοποιήσει αμέσως την αστυνομία· αντίθετα κατέβηκε κάτω για να ετοιμάσει το τραπέζι για το βραδυνό. Και για κάθε ενδεχόμενο έστρωσε δυο σερβίτσια όπως συνήθως.

335

Page 336: Οι αθώοι - Hermann Broch

Σαν ήρθε και κάθησε η βαρώνη στο τραπέζι περίμενε κάμποσα λεπτά* κατόπιν χτύπησε ανυπόμονα το κουδούνι για νά 'ρθει η Τσερλίνε: «Μα πού είναι ο κύριος Α.;»

«Αχ, ξέχασα να το πω στην κυρία βαρώνη... τον φωνά-ξανε με κατεπείγον τηλεφώνημα πριν από μισή ώρα στην πόλη». Και με ασύσπαστο πρόσωπο πήρε το δεύτερο σερ-βίτσιο από το τραπέζι.

«Παράξενο... γιατί δεν ήρθε να με χαιρετήσει; δεν συνη-θίζει να φεύγει έτσι στα καλά καθούμενα... αυτός που έχει πάντοτε τόσο καλούς τρόπους...»

«Νομίζαμε πως η κυρία βαρώνη κοιμάται». Στην βαρώνη δεν φάνηκαν ν' αρέσουν όλα αυτά. Όμως

δεν είπε τίποτα άλλο και πήγε την συνηθισμένη της ώρα για ύπνο.

Μόλις η Τσερλίνε βεβαιώθηκε πως η βαρώνη αποκοιμή-θηκε, ειδοποίησε τον γιατρό και την αστυνομία, σερβίρον-τας και στους δυο το ψέμα πως μόλις εκείνη την στιγμή είχε βρει το πτώμα, κι αυτό όχι μόνον επειδή ο Α., προφανώς για να μπορέσει ανενόχλητος να εκτελέσει την πράξη του, προφασίστηκε πως θα πήγαινε στην πόλη και δεν δημιούρ-γησε έτσι καθόλου υποψίες το γεγονός ότι δεν ήταν παρών στο δείπνο, αλλά κι επειδή με το δυνατό αέρα που φυσούσε το απόγευμα δεν θα μπορούσε κανείς να είχε ακούσει τον πυροβολισμό* έτσι μόλις τώρα ανέβηκε επάνω για να φτιά-ξει το κρεβάτι. Δεν υπήρχε λόγος να μην την πιστέψει κα-νείς ενώ με δική της εντολή το πτώμα μεταφέρθηκε κιόλας την ίδια νύχτα στο νεκροτομείο της πόλης.

Την επομένη ημέρα η βαρώνη ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Η Τσερλίνε της είπε πως ο Κι3ριος Α. δεν είναι πια μικρό παιδί που πρέπει να κάθεται διαρκώς στο σπίτι κοντά στην μάννα του. Άλλωστε ακόμα και στα παιδιά πρέπει να δίνει κανείς κάποιαν ελευθερία. «Ναι, αλλά δεν τα συνηθίζει αυτά», παραπονιόταν η γρια βαρώνη. «Ωραία λοιπόν, τότε απόχτησε καινούργιες συνήθειες», τής απάντησε απότομα η Τσερλίνε. Το απόγευμα μπήκε με χαρούμενο και καθησυ-χαστικό πρόσωπο στο δωμάτιο της βαρώνης: «Λοιπόν, μό-λις τηλεφώνησε* ρώτησε να μάθει τί κάνει η κυρία βαρώνη

336

Page 337: Οι αθώοι - Hermann Broch

και ζητά συγνώμη γιατί εξαιτίας κάποιας επισκέψεως από έξω δεν θα μπορέσει να έρθει παρά μόνον αύριο. Βλέπετε, κυρία βαρώνη, άδικα ανησυχήσατε τόσο πολύ». Εκείνη όμως άρχισε να δυσπιστεί: «Δεν άκουσα να χτυπήσει το τη-λέφωνο» - «Το άκουσα όμως έγω», την έκοψε η Τσερλίνε κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στην κουζίνα. Στο δείπνο η βα-ρώνη παραπονέθηκε πως δεν πεινούσε καθόλου. «Σας πι-στεύω», την επέπληξε η Τσερλίνε, «αυτό είναι το αποτέλε-σμα* μ' αυτή την ανησυχία σας, κυρία βαρώνη. θ'αρρω-στήσετε στο τέλος, και δεν έχετε κανέναν λόγο για κάτι τέ-τοιο» - «Κανέναν λόγο;» - «Αφο̂ '» σα,ς είπα κι όλας* έχει μεγαλώσει πια, να δείτε που θα επιστρέψει μια χαρά. Αυτό το σκυλί εκεί πέρα μ' ανησυχεί εμένα περισσότερο». Και μ' αυτά έδειξε το αφύσικα παχύ και σχεδόν τυφλό σπάνιελ που ήταν ξαπλωμένο δύσθυμα μπροστά στην σόμπα. Η Βα-ρώνη κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της* κάθησε για λίγο ακόμα στο τραπέζι, δοκίμασε το φαγητό και κατόπιν πήγε να καθήσει κοντά στα σκυλιά, τα χάιδεψε και πήρε στα πόδια της την Ζίντη, την μιαν από τις δυο γάτες Αγκύρας με την ξανθή τιγροειδή γούνα, ενώ η άλλη, η μαύρη Αρουέτ κρύφτηκε κάτω από μια καρέκλα και ήταν αδύνατο να ξα-ναβγεί από κει, πράγμα που έδωαε αφορμή, όταν η Τσερ-λίνε μπήκε ξανά στο δωμάτιο, σε καινούργια παράπονα: «Λείπει και στην Αρουέτ* πήγε και κρύφτηκε» - «Η Αρού μας έχει ανέκαθεν τις ιδιοτροπίες της» - «Όχι, όχι, τα ζώα τον έχουν χάσει* το ξέρω» - «Και γιατί να μην συμβαίνει το αντίθετο; Τί βάζει πάλι στο νου της η κυρία βαρώνη.. η Ζίντη μας χουρχουρίζει πανευτυχής». Η βαρώνη έριξε ένα βλέμμα στη Ζίντη: «Είναι κάτι άλλο* υπάρχει κάτι ανη-συχητικό στα ζώα». Μετά απ' αυτό απόθεσε προσεκτικά την γάτα σε μια καρέκλα και πήγε να ξεκουραστεί: «Δώσε μου το σκονάκι μου, Τσερλίνε* δεν θέλω να περάσω όλη μου την νύχτα άγρυπνη» - «Καλή ιδέα, κυρία βαρώνη» -«Δώσε μου δύο» - «Ας είναι και δύο* σίγουρα δεν θα σας κάνουν κακό». Και η Τσερλίνε διάλυσε την σκόνη σ' ένα ποτήρι νερό. Την άλλη μέρα η γρια βαρώνη βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της. Τηλεφώνησαν νά 'ρθει η Χίλντεγκαρντ*

337

Page 338: Οι αθώοι - Hermann Broch

όντας προετοιμασμένη αυτή εδώ και χρόνια για τον θάνατο τής μητέρας της τον δέχτηκε χωρίς να συγκλονισθεί ιδιαί-τερα. Στην κηδεία της παρευρέθησαν μερικοί παλιοί φίλοι* ήσαν πολύ λίγοι όχι μόνο γιατί ο παλιός κύκλος των γνω-στών της είχε αραιώσει αρκετά, αλλά και γιατί η μακαρί-τισσα εξαιτίας της απομόνωσής της στο σπίτι των κυνηγών είχε σχεδόν ξεχαστεί τελείως. Τάφηκε δίπλα στον σύζυγό της, που ξεπέρασε τρεις ολόκληρες δεκαετίες σε ζωή. Στον διπλανό νεοσκαμμένο τάφο αναπαυόταν ο αυτόχειρας Α.

Σύμφωνα με τις διατάξεις τής διαθήκης του η Τσερλίνε ανέλαβε τώρα κι ως το τέλος τής ζωής της το κουμάντο στο σπίτι των κυνηγών μόνο αφού πέθαινε κι αυτή θα μπορού-σε η Χίλντεγκαρντ να την ακολουθήσει σ' αυτό.

«Μα την αλήθεια, το αξίζατε», είπε η Χίλντεγκαρντ κα-θώς την αποχαιρετούσε. «Έτσι πιστεύω κι εγώ», απάντησε η Τσερλίνε* θέλησε να προσθέσει «νεαρή κυρά μου», όμως κρατήθηκε την τελευταία σττιγμή.

Σαν ανέλαβε το σπίτι των κυνηγών η Τσερλίνε φρόντισε να αυξήσει σ' αυτό τα κατοικίδια ζώα* τα πιο μεγάλα ήσαν δυο αγελάδες, που τις έβαλε στο παλιό αμαξοστάσιο. Δεν ανέλαβε όμως να κάνει και όλες τις δουλειές που είχαν τώ-ρα πολυστέψει* αντίθετα άρχισε να ελαττώνει την παρου-σία της στο κτήμα. Φορούσε όλα τα καινούργια ρούχα που ο Α. τις είχε κατά καιρούς χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια και που είχε καταχωνιάσει στα σεντούκια, ενώ είχε στην υπη-ρεσία της και μερικούς υπηρέτες.

338

Page 339: Οι αθώοι - Hermann Broch

XI. Περαστικό σύννεφο

Παράξενο, είπε το ένα κομμάτι της ψυχής της κοπέλας στο άλλο, είναι παράξενο πόση ώρα χρειάζεται ο άντρας για να με συναντήσει. Ο δρόμος απλωνόταν μπροστά της. Κάποιο αυτοκίνητο χάθηκε στο βάθος του. Ήταν ένα φωτεινό πρωινό, αρχές του καλοκαιριού. Τα δέντρα κατά μήκος της δεντροστοιχίας του δρόμου έριχναν πάνω του τον πυκνό τους ομοιόμορφο ίσκιο ενώ μετά από μικρή κιό-λας απόσταση ενώνονταν σε μια σκοτεινή γραμμή. Στα πε-ζοδρόμια δεν φαινόταν ψυχή πουθενά* μόνο ο άντρας 'κει πέρα κατέβαινε τον δρόμο, ερχόταν να την συναντήσει και ήταν παράξενο που χρειάζονταν τόση ν ώρα γι' αυτό.

Η κοπέλα πήγαινε για την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία του πύργου. Στο γαντοφορεμένο της χέρι είχε το προσευχητάρι της* το κρατούσε πιέζοντάς το στο σώμα της γιατί εκτός από αυτό έπρεπε να κρατάει και την τσάντα της. Το σύνολο έδινε μια σεμνή εικόνα και η κοπέλλα δεν διέφερε σ' αυτό από όλες τις άλλες γυναίκες που πήγαιναν στην εκκλησία, κι όχι μόνο από εκείνες, που την ίδια εκείνη στιγμή πήγαιναν στις άλλες εκκλησίες της κεντρικής Ευ-ρώπης, αλλά και από όλες τις άλλες, που εδώ και πολλούς αιώνες έκαναν το ίδιο πράγμα. Η στάση τού σώματός της ήταν πολύ συντηρητική.

Όταν ανέβει κανείς τον δρόμο ως την κορυφή του χαμη-λού λόφου βλέπει να συγκλίνουν οι γραμμές των σπιτιών και να σταματούν, η σειρά με τις πόρτες και εκείνη με τα παράθυρα να γίνονται καθησυχαστικά παράλληλες, ενώ σε κοντινή απόσταση φαίνεται και η πλατεία του πύργου,

339

Page 340: Οι αθώοι - Hermann Broch

στην οποία καταλήγει ο δρόμος. Στο τέλος ο πύργος τού Μεγάλο-υ Δουκός υποδέχεται το βλέμμα τού διαβάτη στην όμορφη μπαρόκ πρόσοψή του. Καθώς ο συμπαγής όγκος των σπιτιών τέμνονταν από τους κάθετους δρόμους ήταν αρκετά δύσκολο να υπολογισθεί η ταχύτητα του άντρα που ερχόταν να την συναντήσει. Αυτό δεν της ήταν και τόσο ευχάριστο και η κοπέλα σκέφτηκε να περάσει στην απέναν-τι πλευρά του δρόμου. Μιας όμως και η πρόθεσή της δεν ήταν αρκετά ξεκαθαρισμένη, και μάλιστα χάθηκε μετά από λίγο, όταν το βλέμμα της πρόσεξε τον ήλιο που έκαιγε χω-ρίς να εμποδίζεται εκεί από την φυλλωσιά των δέντρων, η κοπέλα παρέμεινε στο πεζοδρόμιο που ήταν, κι απλώς μί-κρυνε το βήμα της σαν να έπρεπε κι αυτή - ήταν ο φόβος ή η προσμονή; - να κινηθεί προς το μέρος αυτού που ερχό-ταν να την συναντήσει το ίδιο αργά μ' αυτόν.

Ίσως βέβαια η ειρηνική ησυχία της κυριακάτικης λεωφόρου να επέβαλλε τις αργές κινήσεις ακόμα κι όταν επρόκειτο για μια επιφανειακή ησυχία, επειδή στα ανώτε-ρα στρώματα του αέρα οι λευκοί θύσσανοι από τα σύννεφα έσμιγαν σε λεπτές λωρίδες ωθούμενοι προς τα μπρος με με-γάλη ταχύτητα και κάθε φορά που μια τέτοια λωρίδα έκρυ-βε πίσω της τον ήλιο η μέρα σκοτείνιαζε για λίγο, σαν να επρόκειτο για κάποια νεανική θλίψη που δεν πρόσεχε κα-νείς αφού κανείς δεν παραδέχεται πως οι εναλλασσόμενες συνθήκες της νεφώσεως επηρεάζουν την ζωή του, και που παρόλα αυτά δεν είναι για τα μάτια και την ψυχή τού αν-θρώπου παρά αγγελιαφόροι των μεγάλων κοσμικών γεγο-νότων.

Στο μεταξύ βέβαια είχαν φανεί κι άλλοι διαβάτες στο πε-ζοδρόμιο. Όμως η κοπέλα είχε στο μάτι της μόνον εκείνο τον αργό ξένο που ερχόταν προς το μέρος της από τον πύρ-γο, ή καλύτερα έκανε προς το μέρος της τον περίπατό του, και ακριβώς αυτός ο περίπατος, τον συνέδεε με τον πύργο, τον συνέδεε με το αναμενόμενο μπαρόκ σκηνικό εκεί πάνω στο τέλος τού δρόμου μ' έναν ακόμα δυσεξήγητο και ίσως κι ανεξήγητο τρόπο. Όχι βέβαια πως η κοπέλα υπέθετε στην μορφή που πλησίαζε κάποιον από τους πρώην διπλω-

340

Page 341: Οι αθώοι - Hermann Broch

μάτες ή κάποιον από τους αξιωματικούς που έβλεπε κανείς συχνά εδώ πριν από τον πόλεμο - τότε που αυτή ήταν ακό-μα παιδούλα - και αισθανόταν μεγάλη χαρά γι' αυτό: τέ-τοιου είδους χαρές όμως είχε ξεχάσει εδώ και αρκετόν και-ρό η κοπέλα, που ναι μεν έδειχνε ακόμα πολύ νέα, πλην όμως φύλαγε την αξιοπρέπειά της, κι άλλωστε τώρα είχε ακόμα λιγότερες ευκαιρίες να τις ξαναζήσει, όταν, απ' όσο μπορούσε τώρα να θυμηθεί, όλα όσα είχαν να κάνουν με την Αυλή δεν έκαναν καθόλου μια σεμνή, αλλά αντίθετα μια ζωηρή, ή τουλάχιστον μια κομψή εντύπωση, ενώ εδώ στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο* για-τί ακριβώς όπως φαινόταν τώρα σαν οι θύσσανοι των νεφών που περνούσαν από πά^^ω να αποτελούν τμήματα ενός αόρατου ακόμα τοίχου από σύννεφα, έτσι φαινόταν και το αργό πλησίασμα αυτού του ανθρώπου στον οποίο θα μπορούσε κανείς θαυμάσια να αποδώσει το δουλικό κούτσαμα κάποιου ηλικιωμένου αυλικού, σαν να εκπέμπει εκείνη την σεμνότητα που είναι ενσωματωμένη στην μεγα-λόπρεπη πρόσοψη του πύργου.

Πρέπει σίγουρα να είναι κανείς πολύ δεμένος με μια πό-λη και τον τρόπο που αυτή έχει χτιστεί αν κάνει τέτοιες σκέψεις. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, και κάποιος είναι έτσι πολύ δεμένος μαζί της, τότε οι σκέψεις αυτές σχηματί-ζουν μια φυσική ατμόσφαιρα έτσι που να μην τις παίρνει κανείς είδηση. Στην κοπέλα η οποία είχε ζήσει από τις πρώτες μέρες της παιδικής της ηλικίας σ' αυτήν την πόλη ο πύργος είχε για περισσότερους λόγους σημασία. Λόγους, από τους οποίους πάντως οι αρχιτεκτονικοί έπαιζαν έναν υποδεέστερο ρόλο, κι έτσι δεν ήξερε για ποιον λόγο ένιωσε απογοήτευση όταν επιτέλους είδε κατά πρόσωπο τον άν-τρα. Το γεγονός ότι δεν περπάταγε και τόσο αργά, όσο αυ-τή είχε αρχικά υποθέσει, δεν ήταν εν προκειμένω και τόσο σημαντικό, αντίθετα η απογοήτευση οφειλόταν στο ότι ο άντρας είχε μια μάλλον μικροαστική εμφάνιση που δεν ήταν πάντως εκείνη ενός αυλικού. Για κάποιον που προσέ-χει την εμφάνισή του και που βρίσκεται καθ' οδόν προς την εκκλησία του πύργου για κάποιον πού θλίβεται καθημερι-

341

Page 342: Οι αθώοι - Hermann Broch

νά για το ότι ο παλιός πύργος των Μεγάλων Δουκών άλλα-ξε την πατρογονική γαλήνη ενός ιδιόκτητου χώρου με την δημοσιότητα ενός μουσείου, και για το ότι τα υπνοδωμά-τια, στα οποία είχε συλληφθεί και γεννηθεί μια μακραίωνη και πολυδαίδαλη σειρά πριγκήπων, ήταν ανοιχτά σήμερα στον καθένα που δεν του επιτρεπόταν να μπαίνει μέσα μό-νο με βρώμικες μπότες, αλλά και με βρώμικες σκέψεις, όπως λόγου χάριν οι σκέψεις για ερωμένους που κρύβον-ταν ντροπιασμένοι στα ντουλάπια τριγύρω, μ' έναν λόγο για μια κυρία, που θεωρεί την εχεμύθεια τού μπουντουάρ ως έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της παγκό-σμιας εξελίξεως, είναι με μιαν ήπια έκφραση τουλάχιστον οδυνηρό να έχει επικεντρώσει την προσοχή της σ' έναν άν-θρωπο που μ' όλη του την ύπαρξη εκφράζει το αντίθετο από μια τέτοια στάση ζωής. Σχεδόν κατάπληκτη και επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει στα σοβαρά, αλλ' επίσης και επει-δή από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια κράτησε την συνή-θειά της να κοιτάζει τους άντρες απαιτητικά και εξεταστι-κά στα μάτια χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό της, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο πρόσωπο αυτού που ερχόταν καταπάνω της, είχε μάλιστα στρέψει τα μάτια της κατευ-θείαν μέσα στα μυωπικά δικά του, και ήταν ένα απαιτητικό και παρόλα αυτά άδειο βλέμμα, το οποίο μόλις τής ανταπο-δόθηκε από το δικό του, θόλωσε και βυθίστηκε στο τίποτα που αντίκρυζε το πρόσωπο, στα πέρατα τού ορίζοντα που απλώνονταν πίσω απ' αυτό. Και ναι μεν η κοπέλα αισθάν-θηκε να συγκλονίζεται από την λίγο δειλή και λίγο επιτα-κτική, στην πραγματικότητα όμως πάσχουσα έκφραση αυ-τού τού συνηθισμένου άντρα, και για μια στιγμή ξέχασε να σπρώξει το βλέμμα της στο απρόσωπο, αμέσως μετά όμως τα κατάφερε, την στιγμή που η έκπληξή της συναντούσε εκείνην τού άλλου: το βλέμμα της έγινε τότε, όπως το συ-νήθιζε, άθωρο, ενώ με μια σταθερή αδιαφορία είχε κιόλας μεταβληθεί σε μια κυρία δίχως ψεγάδι και παραλίγο σε κα-λόγρια.

Μπροστά της ο δρόμος απλωνόταν τώρα τελείως αδεια-νός, και ήταν μια μορφή απέλπιδας αδειοσύνης. Βέβαια

342

Page 343: Οι αθώοι - Hermann Broch

δεν θα έπρεπε κάποιος να τα παραλέει: στο κάτω-κάτω ο δρόμος που είχε τώρα να κάνει δεν ήταν πια μακρύς και σε λίγο θα έφτανε στην πλατεία του πύργου και την εκκλη-σία. Ωστόσο η αδειοσύνη παρέμενε απελπιστική και η απελπισία αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στον λίγο δρόμο που είχε ακόμα να κάνει, αλλά αφορούσε ολόκληρη την ζωή. Γιατί ακόμα κι αν υποτεθεί πως ερχόταν ξανά μια μο-ρφή να την συναντήσει, οσοδήποτε αργά ή οσοδήποτε γρή-γορα, η κοπέλα δεν θα είχε πια το θάρρος να ξαναδείξει ενδιαφέρον για το πρόσωπο αυτό και να εκτεθεί εκ νέου σε μια τέτοια απογοήτευση. Βέβαια δεν έπαιρνε και όρκο, μολονότι στην ψυχή μιας κοπέλας που θέλει να είναι αγνή γρήγορα παίρνει κάτι την μορφή ενός όρκου, όμως είτε έτσι είτε αλλιώς, η κοπέλα, καθώς τώρα συνέχιζε να περπατά, ένιωσε τελείως ξαφνικά το αίσθημα της πίστης χωρίς καν να είναι σε θέση να ξέρει σε ποιόν αλήθεια ανήκε αυτή. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου τετελεσμένο και η κοπέλα ένιωθε εκτός αυτού τώρα και πολύ ζημιωμένη, επειδή κά-ποιος εσωτερικός και εξωτερικός νόμος την είχε εμποδίσει ν' αφήσει το βλέμμα της να σταθεί λίγο περισσότερο στο έτοιμο να της απαντήσει πρόσωπο. Μια βαθειά αδικία χα-ρακτήριζε την περίσταση μέσα στην οποία είχε περιέλθει ενώ ελλόχευε και μεγάλος κίνδυνος, αφού χωρίς αμφιβολία ο άντρας θα σταματούσε τώρα πίσω από την πλάτη της, θα την κοίταζε για να την πάρει μετά από πίσω, χωρίς να επι-τρέπεται και στην ίδια να στρέψει το κεφάλι και να βε-βαιωθεί.

Συνηθισμένη από την αγωγή και τις πεποιθήσεις της να αντέχει στις δύσκολες συνθήκες η κοπέλα συνέχισε να περ-πατά* δεν προσπάθησε να ξεφύγει, πράγμα που θα ήταν άλλωστε άχρηστο, αφού ο άγνωστος θα μπορούσε το δίχως άλλο να την προφτάσει. Κρατούσε το προσευχητάρι της πιεσμένο στο σώμα της, όχι επειδή από την επαφή της αυτή με τον Θεό περίμενε μιαν ιδιαίτερη δύναμη, αλλά γιατί η πίεση τής παρείχε κάποια σιγουριά και ένιωθε να τής κατα-πραΰνει την φοβερή ανησυχία στην ζώνη αυτή τού σώματός της. Ωστόσο όμως άκουγε ξεκάθαρα πίσω της τα βήματα

343

Page 344: Οι αθώοι - Hermann Broch

του άντρα να σταματούν ένιωθε το βλέμμα του στην πλάτη της και λίγο αργότερα άκουσε να την ακολουθεί σε μικρή απόσταση το ελαφρό του κούτσαμα. Ήταν έτοιμη σχεδόν να περπατήσει ακόμα πιο αργά αφού η άνοδος στον δρόμο της φαινόταν σήμερα πιο κουραστική από άλλες φορές, αλ-λά ένιωσε πως ήταν επίσης σωστό να εξαναγκάσει αυτόν που την ακολουθούσε να την προσπεράσει. Όμως είχε φτάσει τώρα κιόλας στην κορυφή του μικρού λόφου* οι γραμμές των βάσεων των σπιτιών και των παραθύρων τους έγιναν παράλληλες, ενώ πολύ κοντά της ο δρόμος ανοιγό-ταν στο μεγάλο οβάλ της πλατείας του πύργου, στο κέντρο της οποίας υψωνόταν ο αδριάντας του Δούκα με το άλογο έτοιμο σ' έναν γρήγορο καλπασμό προς την λεωφόρο και δεν εμποδιζόταν παρά μόνο από τις βαρειές σιδερένιες αλυσσίδες που, σε μικρότερο οβάλ και με τα λιθάρια τρι-γύρω, περιέβαλλαν το άγαλμα.

Μα πώς ήταν άραγε το πρόσωπο του άντρα; Δεν ήταν πια και πολύ νέος, ίσως γύρω στα πενήντα. Σίγουρα ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη, ένας σχεδόν προλετάριος και παρόλα αυτά είχε μιαν επιτακτική έκφραση στο πρόσωπο. Εάν δεν είχε ο Χίτλερ εξολοθρεύσει τους κομμουνιστές, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, θα μπορούσε να το είχε κάνει κάποιος σαν κι αυτόν. Το παρουσιαστικό του έδειχνε άνθρωπο που πάσχει και θρασύ, σαν παλιός γυμνα-σιάρχης με τα γυαλιά του και το κοκκινωπό του μουστάκι - , ή ήταν κιόλας λευκό; Τί ζητούσε ο άνθρωπος αυτός εδώ στον πύργο; Η πλατεία αριστερά βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο της εκκλησίας του πύργου ενώ οι ίσκιοι των δυο πυρ-γίσκων έφθαναν ως πέρα στον αδριάντα. Αντίθετα δεξιά βρισκόταν η μεγαλοπρεπής πύλη που έβαζε στον κήπο του του πύργου· τα σιδερένια και πλούσια σε διακόσμηση πορ-τοφυλλά της ήσαν ανοιχτά και μπορούσε να δει κανείς τις ηλιόλουστες, ευθείες δεντροστοιχίες και τα κάθε είδους γλυπτά από αμμόλιθο καθώς και τα σιντριβάνια. Κάποια γκουβερνάντα έσπρωχνε εκείνη την στιγμή ένα καροτσάκι μέσα από την πύλη* κάποτε αυτό (χπαγορευόταν, επειδή τα καροτσάκια και το ανήσυχο περιεχόμενό τους δεν είχαν

344

Page 345: Οι αθώοι - Hermann Broch

καμιά δουλειά σ' εκείνη την ζώνη της αρχοντικής ευπρέ-πειας, και για μια στιγμή η κοπέλλα ξέχασε πως ακόμα και οι ηγεμόνες αποκτούσαν απογόνους: όποιος βρίσκεται πά-νω από τους ανθρώπους δεν πρέπει πλέον ν' ανακατεύεται καθόλου με τ' ανθρώπινα, κι όσο πιο χαμηλά βρισκόταν μια κοινωνική τάξη, τόσο πιο άφθονα φαίνονταν στην κο-πέλα πως φουντώνουν τα απαίσια γενετήσια ένστικτα. Η στρωμάτωση του καθαρού πάνω από το μη-καθαρό είχε ανατραπεί από τον εκδημοκρατισμό του κόσμου κι ακόμα κι αν η κοπέλα δεν είχε συνείδηση όλων αυτών των πραγ-μάτων, ωστόσο ήξερε ξεκάθαρα, πως σ' ένα ευνομούμενο κράτος δεν ήταν επιτρεπτό να καταδιώκεται μια κυρία από τα επίμονα βήματα ενός χαμηλοκλασσάτου. Κάποτε μπρο-στά στον πύργο στέκονταν δυο σκοποί, και σαν η προστα-σία τους να εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχει, η κοπέλα αισθανόταν εδώ πιο ασφαλής: ένας φωτογράφος είχε ανοίξει τήν μηχανή του με το μαύρο πανί εκεί μπροστά στην είσοδο περιμένοντας τους ξένους που θα ήθελαν να φωτογραφηθούν μπροστά στό άγαλμα - ένας ατελής αντι-καταστάτης των δύο σκοπών όμως η κοπέλλα ένιωθε ασφαλής. Διέσχισε την πλατεία σε ευθεία γραμμή μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας με την πεποίθηση ότι αυτός που την παρακολουθούσε δεν θα τολμούσε να εκδηλώσει τις ξε-διάντροπες προθέσεις του στον ανοιχτό αυτό χώρο, και ότι θα έπρεπε να αρκεσθεί στο να την παρακολουθήσει από το άκρον της πλατείας με το βλέμμα του. Και πράγματι, τα βήματα που ακούγονταν πίσω της σταμάτησαν, όμως, όπως και προηγουμένως, δεν μπορούσε να στραφεί και να βε-βαιωθεί: ο λαιμός της την πονούσε από την προσπάθειά της ν' αντισταθεί στην πίεση που ένιωθε να γυρίσει και να κοι-τάξει, και δεν αλάφρωσε ούτε όταν έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, όπου κατοικούσε ο Θεός κι όπου τραβούσαν τα σύννεφα τον δρόμο τους* ωστόσο ήταν κι ένα μικρό ευ-χαριστώ που είχε περάσει ο κίνδυνος.

Μα πώς ήταν το πρόσωπο αυτού τού ανθρώπου; Δεν φορούσε αλήθεια - η μνήμη της άρχισε τώρα να καθαρίζει - το έμβλημα τού κόμματος, και μάλιστα το χρυσό; Αν αυτό

345

Page 346: Οι αθώοι - Hermann Broch

ήταν σωστό τότε θα ήταν σίγουρα ένας από τους πρώτους οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού και όχι ασφαλώς κομμου-νιστής. Παρόλα αυτά της φάνηκε θρασύς. Από τότε που πήραν στα χέρια τους την εξουσία η χυδαία τους συμπε-ριφορά γίνεται όλο και πιο φανερή. Δεν είναι τίποτα πε-ρισσότερο από ένας συρφετός διοπτροφόρων και ξεδιάν-τροπων ανθρώπων. Δεν θέλει όμως να σκέφτεται αυτόν τον άνθρωπο άλλο και δεν χρειάζεται πια και να τον σκέφτε-ται.

Ωστόσο, όταν μπήκε στην εκκλησία και θέλησε να πάει να καθήσει στη Θέση της, ένιωσε ξανά να την τραβά κάτι στο λαιμό της, ένιωθε πως κάποιο βλέμμα έπεφτε φλογερό πάνω της. Στάθηκε αναποφάσιστη· επρόκειτο για βλασφη-μία αντίκρυ στον Θεό, το να την βρωμίζει το βλέμμα ενός άθεου, κι αυτή καρφωμένη κάτω απ' αυτό το βλέμμα που δεν μπορούσε να αποφύγει και που δεν μπορούσε να ξεχά-σει, να πρέπει να παρακολουθήσει την θεία λειτουργία. Ο χώρος ήταν γεμάτος ανθρώπους· άλλωστε είχε έρθει αρκε-τά αργά, και μπορούσε κάλιστα να διαφύγει. Η κοπέλα προχώρησε αργά-αργά ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους μπροστά και προς ένα πλάγιο κλίτος όπου τα βήματα, εάν προχωρούσε κανείς με τ' ακροδάχτυλά του, δεν έκαναν τό-σον μεγάλο θόρυβο πάνω στα πλακάκια, όπως έκαναν πά-νω στις σανίδες του δαπέδου του κεντρικού κλίτους. Κα-τόπιν γλίστρησε ανάμεσα στους κίονες του ναού κι έφτασε ως την πλαϊνή έξοδο που παλιότερα χρησιμοποιούσαν οι άρχοντες, έσπρωξε την πόρτα με την δερμάτινη επένδυση, την άνοιξε, κι όταν αυτή έκλεισε απαλά πίσω της μ' έναν ελαφρύ και ξέπνοο αναστεναγμό, τότε αναστέναξε και η ίδια και έπιασε τον λαιμό της, είτε γιατί ήθελε να σκουπίσει εκεί κάτι, είτε για να τρίψει λίγο την θέση που την πονούσε. Βρισκόταν στην μικρή αυλή ανάμεσα στην εκκλησία και στην πλαϊνή πτέρυγα του πύργου, και, ω τι απολυτρωτικό, εδώ ήταν επιτέλους τελείως μόνη. Η μικρή αυλή έμοιαζε με ένα είδος λιτής και επίσημης αίθουσας χωρίς στέγη, με ένα τελείως ισόπεδο και καλοφτιαγμένο λιθόστρωτο, ενώ ο σπουργίτης που χοροπηδούσε εκεί διστακτικά, δεν είχε κα-

346

Page 347: Οι αθώοι - Hermann Broch

μιά δουλειά σ' αυτά τα μέρη. Αν υπήρχε ένα παγκάκι θα μπορούσε κανείς να μείνει εδώ, παρόλο ότι ο σιγανός ύμνος που ακουγόταν τώρα από την εκκλησία έμοιαζε με μια προειδοποίηση. Η κοπέλα προχώρησε διστακτικά ως την διπλή κιονοστοιχία που ήταν το ίδιο επίσημη και το ίδιο λιτή και έβγαζε έξω στην πλατεία του πύργου και κά-πως υστερόβουλα άφησε τα μάτια της να την γυροφέρουν. Ο φωτογράφος ήταν ακόμα εκεί, κοντά στο άγαλμα στεκό-ταν τώρα ένα ζευγάρι ξένων προφανώς ενώ απέναντι περ-πατούσαν μερικές γυναίκες. Εκτός από αυτούς δεν υπήρχε κανένας άλλος. Είχε λοιπόν ξεφύγει από τον άνθρωπο που την παρακολουθούσε, είχε ξεφύγει κι από τον Θεό, αφού τώρα μπορούσε να κοιτάξει εκεί, όπου προηγουμένως δεν τής επιτρεπόταν να δει* διέγροίψε ένα τόξο για να μπορέσει να κοιτάξει προς τα πίσω, που τα είχε καταφέρει. Όχι , δεν την ακολουθούσε κανένας πια, παρόλο ότι ο λαιμός της πο-νούσε ακόμα, παρόλο ότι ένιωθε ακόμα το φλογερό βλέμμα στην πλάτη της, και σαν νά θελε να νιώσει μια για πάντα ασφαλής, σαν νά θελε να διώξει από πάνω της τον κίνδυνο κάθε ανασφάλειας και υποψίας που βρισκόταν πίσω της, ακούμπησε σε μιαν από τις δυο κολώνες τής πύλης, ή σω-στότερα την πλησίασε τόσο πολύ, που ένιωσε την δροσερή ακτίνα τής σκιάς της στην πλάτη της. Δεν μπορούσε ν' ακουμπήσει εδώ και να κοιτάξει τήν όμορφη πλατεία; Δεν μπορούσε να στηριχθεί εδώ στα όρια ανάμεσα στην υποψία τής σκιερής αυλής πίσω της και στην ηλιόλουστη πλατεία μπροστά της; Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό; Πολλοί άν-θρωποι είχαν κοιτάξει από εδώ ή δίπλα από τα σκαλιά τής εκκλησίας την πλατεία, είχαν κοιτάξει αντίκρυ τους κή-πους που οι δεντροστοιχίες τους χάνονταν στην πλαγιά του λόφου, ενώ τώρα ερχόταν από το άγαλμα προς το μέρος της και το ζευγάρι: τα πόδια τους βάδιζαν κοντά-κοντά, τέσσερα πόδια που έφεραν πάνω τους δυο σώματα και δυο κεφάλια· στο χέρι του ο άντρας κρατούσε έναν κόκκινο τουριστικό οδηγό. Η μηχανή του φωτογράφου πάνω στον τρίποδά της, ενώ το κυρτό πόδι του αλόγου στον αδριάντα δείχνει τον αέρα, δείχνει με την οπλή του στον καταγάλανο

347

Page 348: Οι αθώοι - Hermann Broch

ουρανό, που σκεπάζει ως βαθιά τους κήπους σαν να τον ρουφά χαμένη μέσα στο απεριόριστο τού Κάτω η γη. Ο αμερικάνος σύζυγος της κυρίας ανοίγει τον τουριστικό οδηγό κι αφήνει και την γυναίκα του να κοιτάξει, να δει τα γράμματα, πάνω στα οποία συναντώνται τώρα τα βλέμ-ματα και των δυό τους.

Όποιος προχωράει αλλάζοντας διαρκώς πορεία μπορεί ν' αποφύγει το κακό, γιατί ο διάβολος, έτσι καθώς είναι κουτσός, παρόλη την πονηριά του δεν μπορεί παρά νά τρέ-ξει μόνο σε ευθεία, και γι' αυτό στο τέλος αποδεικνύεται πάντοτε πως είναι ο αρχιβλάκας.

Η κοπέλα στηρίζεται στην κολώνα, και σε περίπτωση που ο διώκτης της έβγαινε ως την αυλή - αλλά δεν το κάνει, ώ, σίγουρα δεν θα το κάνει δεν θα μπορούσε να την δει, αφού η κολώνα την κρύβει τελείως πίσω της. Όμως τώρα αφήνει το χέρι με το προσευχητάρι να πέσει, κι επειδή νιώ-θει λίγο κουρασμένη, κάνει να πιάσει την κολώνα* μόλις που αγγίζει την ψυχρή γωνία με το μικρό της δαχτυλάκι και λίγο αδέξια γιατί το προσευχητάρι ανοίγει μέσα από το μαύρο του περιτύλιγμα και - ω τι τρομερό! - ίσως ο διώ-κτης της με το κόκκινο βλέμμα μέσα απ' τα γυαλιά του να έβλεπε όχι μόνο το δάχτυλό της πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, αλλά ακόμα να διάβαζε και τα γράμματα! Η κοπέλα τρα-βάει γρήγορα το χέρι και το βιβλίο. Μα γιατί το κάνει; Δεν θα έδιωχνε αλήθεια το άγιο βιβλίο το κακό; Ή μήπως φοβόταν πως αυτός ήταν πιο δυνατός και πως το βλέμμα του θα μπορούσε να βεβηλώσει το βιβλίο; Μήπως.φοβάται πως θα τον παντρευτεί, μήπως φοβάται πως θα παντρευτεί τον διάβολο, εάν συναντιόταν το βλέμμα της μαζί με το δι-κό του πάνω στα γράμματα; Ω, δεν πρέπει να κουνήσει το χέρι της, αλλιώς θα μπορούσε να είχε συμβεί! Στον ιστό τής σημαίας στο κεντρικό αέτωμα τού πύργου - σαν σύμβολο της ρήξης με την παράδοση - έχει υψωθεί η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Μέσα στη νηνεμία που επικρατεί είναι πεσμένη ακίνητη κατά μήκος του ιστού, μια λεπτή κόκκινη γραμμή που ξεχωρίζει μέσα στο γαλάζιο τού ουρανού, ενώ αυτό το κόκκινο εκεί πάνω συνδέθηκε ξαφνικά μ' εκείνο

348

Page 349: Οι αθώοι - Hermann Broch

του βιβλίου, που κρατούσαν οι δυο ταξιδιώτες εκεί απέ-ναντι, που ζούσαν μαζί και μαζί κοιτούσαν σ' αυτό, εδώ όπως κι εκεί το κόκκινο των κοινωνικά ανερχομένων, το κόκκινο των ευτελών.

Κάτω από την αψίδα της πύλης τερετίζουν οι σπουργί-τες. Το ζευγάρι πλησιάζει* είναι παντρεμένοι κι επομένως εξομοιωμένοι κοινωνικά. Έρχονται να δουν την οβάλ πλα-τεία, και να θυμηθούν τον αρχιτέκτονά της* γι' αυτούς ση-μαίνει την τάξη, και μόλις έμαθαν από το κόκκινο βιβλίο τους πως αυτό εδώ είναι μια όμορφη αρχιτεκτονική κατα-σκευή. Ο διώκτης στην αυλή είναι ένας άντρας κατώτερης κοινωνικής τάξεως, και παρόλα αυτά δεν μπορεί να του ξεφύγει, παρόλα αυτά είναι ακίνητη εδώ στην κολώνα σαν μια ζητιάνα. Η κοπέλα ξαναπίεσε τώρα το προσευχητάρι πάνω της, όμως ξέρει την ίδια στιγμή πως η καρδιά, πάνω στην οποία πιέζει το βιβλίο, δεν μπορεί να διαβάζει τις λέ-ξεις και πως ανάμεσα στα δυο μαύρα εξώφυλλα δεν υπάρ-χουν παρά ένα σωρό γράμματα πάνω σε λευκές σελίδες. Το στρόγγυλο του ουρανού αντανακλάται στο στρόγγυλο της πλατείας, το στρόγγυλο της πλατείας αντανακλάται στον κύκλο γύρω από το άγαλμα, ο ύμνος των αγγέλων αντανα-κλάται στόν ύμνο που ακούγεται από την εκκλησία, και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι υπάρχουν στο βιβλίο και πάνω στην καρδιά της, όμως πρέπει να το ξέρει πως έτσι είναι τα πράγματα, πρέπει να ξέρει πως ο Θεός αντανακλάται στον άρχοντα, κι ο άρχοντας στον θνητό άνθρωπο που διασχίζει την πλατεία: εάν δεν το ξέρει τότε το στρόγγυλο γύρω από το άγαλμα δεν είναι ποτέ ο ουρανός, τα λόγια στο προσευ-χητάρι ποτέ ο ύμνος των αγγέλων, και τότε μπορούν τα παιδικά καροτσάκια να περνούν την πύλη του πάρκου, και, τί ντροπή, να μην ενοχλείται κανείς. Μαύρα είναι τα παιδικά καροτσάκια, τόσο μαύρα όσο το κόκκινο βλέμμα της μαύρης φωτογραφικής μηχανής που κρατάει τα πάντα δέσμια της εικόνας της, ω, τα κρατάει για να μην γκρεμι-στεί το ένα πάνω στο άλλο, για να μείνουν γη και ουρανός χωρισμένοι, όπως διέταξε ο Θεός την πρώτη ημέρα, χωρι-σμένοι κι εντούτοις ενωμένοι στον Λόγο του Θεού.

349

Page 350: Οι αθώοι - Hermann Broch

Από πάνω κατέβηκε στην γη ο Σωτήρας, θεός και άν-θρωπος συνάμα, ώστε ο σαρκωθείς Λόγος να κηρύξει στην γλώσσα των ανθρώπων την θεϊκή αλήθεια και να λυτρώσει τον κόσμο με την θυσία του ως πάσχων άνθρωπος. Έτσι ακριβώς γκρεμίζονται από πάνω και οι άγγελοι που στα-σίασαν, μέσα στις πύρινες αβύσσους της κακίας, για να ξα-ναανέβουν από εκεί με ανθρώπινη μορφή, ναι μεν αείποτε ηττηθέντες, πλην όμως ορεγόμενοι ανθρώπινα θύματα που παραδίδονται ξανά και ξανά μέσα στην γήινη αδυναμία τους, στον πλάνο τους βιασμό και ενδίδουν στον πειρασμό που τους βιάζει, ένας μάγος και μάγισσες δεμένοι με την σαρκωθείσα αμαρτία, σίγουρα όπως κι αυτή καταδικα-σμένοι ν' αφανισθούν και πάντως ανίσχυροι μπροστά στην πράξη του εξιλασμού, μολοντούτο αενάως επαπειλώντας την και κληρονομώντας το κακό από γενιά σε γενιά μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας.

Δεν είναι όμως το κάθε σύννεφο ένας μεσίτης ανάμεσα σ' ουρανό και γη; Δεν ανοίγει την γη, και δεν τραβά τον ουρανό προς τα κάτω για να αποθέσει την στρογγυλάδα του πάνω στα σπίτια και πάνω στα τείχη των πλατειών, για να τα γκρεμίσει, το παράνομο στρόγγυλο της απομίμησης; Λευκοί οι τοίχοι, λευκά τα σύννεφα που προηγούνται στα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας, μαύρα τα βιβλία και τα λόγια τους, όμως το βλέμμα που βγαίνει μέσα από το σπή-λαιο της υποψίας είναι κόκκινο και φλογισμένο, ρουφάει το εγώ όλο και πιο πίσω μέσα από την θορυβώδη πύλη του θανάτου, όλο και πιο πίσω στην φλογισμένη παγωνιά του ερέβους. Οι ολόισοι δρόμοι του πάρκου σμίγουν, φτιά-χνουν τόξα, περιπλέκονται σε ένα άτακτο κουβάρι, στο οποίο είναι τα πάντα αδιάφορα, και όντας έτσι μπερδεμέ-νοι καταβροχθίζει ο ένας τον άλλον, γεννώντας ο ένας τον άλλον πάλι και πάλι. Δεν ωφελεί εδώ κανένας φρουρός, τίποτε δεν οφελεί όταν ένα κόκκινο βιβλίο προσπαθεί να αντικατοπτρίσει το φλεγόμενο, επειδή η αντανάκλαση του μεγάλου πάνω στο μικρό έχει αρθεί: καταργήθηκε το ωραίο και η ομορφιά, τα άλογα των μνημείων ξέφυγαν από την ομορφιά της ακινησίας τους και καλπάζουν μακριά* τα

350

Page 351: Οι αθώοι - Hermann Broch

πνευμόνια των ανθρώπων πνίγονται μέσα στους χώρους των εκκλησιών και καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να κρα-τήσει δέσμιο της αυτό που συμβαίνει, αφού ό,τι μυστικότε-ρο βγαίνει και ξεχύνεται στους δημόσιους χώρους. Και χω-ρίς να προσέχει το ότι αυτός που την παρακολουθούσε θα την άρπαζε τώρα, θά πιάνε τα χέρια της και θα την έσπρω-χνε πάνω του και μέσα στα βάθη του, η κοπέλα ανοίγει τα χέρια της, κάνει να πιάσει προς τα πίσω, και ακουμπισμέ-νη, κολλημένη στην κολώνα, που είναι το μοναδικό της στήριγμα τώρα, την αγκαλιάζει χωρίς να δίνει σημασία στο γεγονός ότι έτσι λερώνει το σκούρο παλτό της στον τοίχο. Το τερέτισμα των σπουργιτιών πάνω στην αψίδα γίνεται όλο και πιο έντονο, έχει πάρει τις διαστάσεις ενός σφυρι-χτού σίφουνα, και μοιάζει σαν να έχει ξεκολλήσει από τον κόσμο, κάθε ίσκιος να έχει πετάξει μακριά, κάθε ίσκιος, από τον κόσμο, που δεν είναι πια κόσμος, αφήνοντάς τον σε μιαν ανυπόφορη γύμνια, λεία τίον κοινωνικά ανερχόμε-νων και των ποταπών, βορά του διαβόλου. Αναπόφευκτος ο βιασμός! Στον λαμπρό ήλιο αρχίζει το συνάφι του διαβό-λου τώρα τον κυκλικό του χορό, τον άνισκιο χορό του κου-τσού, με τον οποίο όπου νάναι θα την πιάσει αυτός που την κυνηγάει με το δουλικό του κούτσαμα και την δουλική του υπόκλιση, άφευκτος είναι ο βιασμός της.

Στο μεταξύ, το ζευγάρι των ξένων, τα τέσσερα πόδια τους, είχαν τώρα φθάσει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, με τον χάρτη τού τουριστικού οδηγού ανοιχτό ακόμα στα χέρια τους και μάλιστα ετοιμάζονταν να μπουν στην αυλή. Ίσως να ήταν πια χωρίς ενδιαφέρον ας γίνει ας ανακαλύ-ψουν εκεί οι άνθρωποι το μυστικό και την ντροπή, τον διώκτη που τραγουδά* σίγουρα ήταν αδιάφορο, αφού δεν υπήρχε πια ίσκιος, κι ακόμα και η αυλή, όπου στεκόταν και διέταζε εκείνος, ένας άντρας χαμηλής καταγωγής και μολοντούτο να εξέχει στο κέντρο της αυλής σαν μνημείο, ακόμα και η αυλή είχε απογυμνωθεί τώρα από κάθε ίσκιο. Και ίσως για να προστατέψει τον διώκτη τού οποίου θύμα και σύντροφος και μάγισσα εκείνη ήταν πρόθυμη από τώρα και στο εξής να γίνει, ίσως για να φύγει μαζί του πριν να

351

Page 352: Οι αθώοι - Hermann Broch

είναι αργά, ίσως για να τον κρύψει από τους δυο ξένους, αυτή άφησε με μεγάλη προσπάθεια τον τοίχο και στράφηκε προς την αυλή: όμως - ω, απογοήτευση και ανακούφιση -η αυλή μπροστά της ήταν άδεια και σκιερή, έτσι όπως την είχε αφήσει, και το σπουργίτι βρισκόταν ακόμα πάνω στο λιθόστρωτο. Οι τοίχοι έκλειναν το τετράγωνο λιτοί και ψυ-χροί, σαν μια ευχάριστη φωτεινή σκίαση της ημέρας, ενώ για έναν άνθρωπο κατώτερης κοινωνικής τάξεως ή για έναν κομμουνιστή ή άλλους σαν κι αυτόν δεν υπήρχε εδώ κανένας χώρος. Η αυλή ήταν διαβολικά άδεια. Τότε η κο-πέλα αποτόλμησε να ξανακοιτάξει στην πλατεία του πύρ-γου και φάνηκε πως ήταν κι αυτή διαβολικά άδεια. Κανέ-νας δεν χόρευε εκεί. Η σημαία κρεμόταν στον ιστό της, ενώ ο βιασμός είχε για μια φορά ακόμα αποτραπεί, ίσως είχε αναβληθεί μονάχα, πάντως σήμερα είχε σίγουρα αποτρα-πεί. Ένα είδος θλιμμένης χαιρεκακίας γέμισε την ψυχή της κοπέλας. Πραγματικά, η ψυχρή ομορφιά του παρελθόντος και του δημιουργημένου είχε ξανά νικήσει, ίσως για τελευ-ταία φορά, τους άθλιους κουτσούς δαίμονες και την αρχι-βλακώδη τους ασκήμια. Η πλατεία τού πύργου απλωνόταν σ' ένα μεγάλο, ωραίο οβάλ μπροστά από την μεγαλοπρεπή πρόσοψη του κτιρίου κι αντανακλούσε, μία πλήρης εμπει-ρία, το στρόγγυλο και την ειρηνική γαλήνη τού ουρανού* οι ίσκιοι των πυργίσκων μόλις που έφθαναν τώρα στο μι-κρό οβάλ του μνημείου, το άλογο του άρχοντα στεκόταν σε μιαν όμορφη ακινησία στα τρία του πόδια, σε τρίποδο στη-ριζόταν και η μηχανή του φωτογράφου, ενώ οι δεντροστοι-χίες του πάρκου με τους μαύρους, ευθείς ίσκιους των δέν-τρων, έφθαναν ως κάτω χαμηλά στον λόφο, με τον φωτεινό γαλάζιο θόλο του ουρανού από πάνω τους και τα σύννεφα να γλιστρούν αργά πάνω του μια καθαρότητα που επικα-λύπτει κάθε ακαθαρσία από κάτω.

Από την εκκλησία ακουγόταν η χορωδία. Και η κοπέλα, γεμάτη πίστη, διέσχισε την μικρή αυλή και μπήκε από τήν ίδια πόρτα στην εκκλησία, από την οποία κάποτε συνήθιζε να μπαίνει στην εκκλησία και η οικογένεια των αρχόντων, και από την οποία, αν είναι θέλημα θεού, θα συνεχίσει

352

Page 353: Οι αθώοι - Hermann Broch

αδιάκοπα να μπαίνει. Κανένα κομμάτι της ψυχής της κο-πέλας δεν χρειαζόταν πια να μιλήσει με το άλλο, με μια φωνή μιλούσαν τώρα μέσα της τα κομμάτια, ενώ η κοπέλα, γεμάτη από μια γλυκειάν απελπισία, δεν ήταν πια σε θέση να σκέφτεται τον εαυτό της: με προθυμία μον(Γ/ής άνοιξε τώρα το προσευχητάρι της.

353

Page 354: Οι αθώοι - Hermann Broch
Page 355: Οι αθώοι - Hermann Broch

Χρονολογικός πίνακας της συγγραφής του έργου

1913/14 Κάτω από την επίδραση του Καρ^ Κράους γράφε-ται το ποίημα «Οαηίοδ 1913». Σ' αυτό ο Μπροχ στρέφεται κατά της αντιδραστικής και μιλιταριστικής πολιτικής του Γουλιέλμου II. και κατά του φιλοπολε-μικού ενθουσιασμού των ποιητών και των φιλο-σόφων. Η ιστορικοφιλοσοφική σύλληψη του ποιήμα-τος αποτελεί προμήνυμα για το έργο «Παρακμή των αξιών», για τα πιο σημαντικά σχεδιάσματα του οποί-ου ο συγγραφέας εργάζεται τον καιρό αυτό και τα χρόνια του πολέμου που θα ακολουθήσουν.

1917/18 Την άνοιξη του 1917 γράφεται το «Μια μεθοδολο-γική νουβέλλα» που δημοσιεύεται έναν χρόνο αργότε-ρα στο περιοδικό δυπιπίΗ που εκδίδει ο Φράντς Μπλάι. Όπως και στο δοκίμιο που έγραψε το 1916 «Η προκατάληψη του Ζολά» (μια απάντηση στο άρ-θρο για τον Ζολά του Χάινριχ Μάν) με το οποίο στρέφεται από θεωρητική άποψη κατά του νατουρα-λισμού, έτσι κάνει και σ' αυτό εδώ με ποιητικό τρόπο, σατιρίζοντας τη νατουραλιστική συνθετική μέθοδο.

1920/21 Ο Μπροχ ασχολείται με τον Χασσιδισμό και δια-βάζει την Καββάλα. Τις γνώσεις του αυτές τις χρησι-μοποιεί, το 1949/50 όσο δουλεύει το «Ποίημα των προφητών» στις «Φωνές 1933» και στην «Παραβολή της φωνής».

1932/33 Μετά την αποπεράτωση των Υπνοβατών το 1932 γράφει την νουβέλλα «Μια ελαφρά απογοήτευση» υπό την επίδραση του <Ι>ο((ντς Κάφκα, για τον οποίο

355

Page 356: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο Μπροχ εκφράζεται θετικά το 1933 στο λογοτεχνικό περιοδικό της Πράγας Οίο λΥοΙΙ ίηι λΥοΓΐ: (ο κόσμος στον λόγο). Τη νουβέλλα την δημοσιεύει το 1933 στο Νουο Κυη(3δθΗ3υ. Στις αρχές του 1933 ο Μπροχ επη-ρεασμένος από τις πολιτικές εξελίξεις στην Αυστρία γράφει την κοινωνικοκριτική του νουβέλλα «Περα-στικό σύννεφο», που έχει συνθέσει ως παραβολή για την γέννηση του αυστριακού φασισμού. Δημοσιεύεται την ίδια χρονιά στην εφημερίδα ΡΓαη1<:ίυΓΐ:6Γ Ζ€ί1αη§. Μετά το τέλος και των δυο αυτών έργων ο Μπροχ προτείνει τον Μάρτιο του 1933 στον εκδότη του την έκδοση ενός τόμου με τις νουβέλλες του, για τον οποίο γράφει το3ρα κι άλλα διηγήματα. Τον ίδιο μήνα γράφει την νουβέλλα «Ένα βράδυ φόβος», στην οποία συνεχίζει την κοινωνικοκριτική τάση του «Πε-ραστικού σύννεφου» φωτίζοντας τις παρανοϊκές συ-νέπειες ενός ολοκληρωτικού συστήματος μ' ένα πα-ράδειγμα. Η νουβέλλα δημοσιεύεται τον ίδιο χρόνο στο περιοδικό ΒογΗπογ ΒοΓδοη-ΟοιιποΓ. Α π ό τον Μάιο έο)ς τον Νοέμβριο ο Μπροχ εργάζεται με αρκε-τές διακοπές στην επόμενη νουβέλλα του «Η επι-(ττροφή». Κατά την συγγραφή αυτού του διηγήματος σχεδιάζει τον «τόμο με τις νουβέλλες» ως μια απλή συλλογή διαφορετικών διηγημάτων προς ένα «μυθι-στόρημα από νουβέλλες» με ενιαία θεματική και τε-χνική. Στον Πέτερ Ζούρκαμπ, εκδότη τού Νοιιο ΚυηάδοΗαα, στο οποίο δημοσιεύεται το 1933 η νουβέλ-λα, γράφει ο Μπροχ πως έχει σχεδιάσει την «Επι-στροφή» ως το μεσαίο έργο του προγραμματισμένου μυθιστορήματός του από νουβέλλες. Υπό την επίδρα-ση του Κ. Γκ. Γιουγκ, που είχε γνωρίσει μέσω τού εκ-δότη του Μπροντύ, ασχολείται τώρα σ' αυτήν καθώς και στις νουβέλλες που θα ακολουθήσουν με «αρχέτυ-πα σύμβολα» και με «αρχετύπους» του ψυχικού βιώ-ματος που θέλει να περιγράψει ποιητικά. Για να εξη-γήσει στον Ζούρκαμπ την ποιητική θεωρία στην οποία βασίζεται η «Επιστροφή», ο Μπροχ του στέλνει

356

Page 357: Οι αθώοι - Hermann Broch

τον Νοέμβριο του 1933 τις «Παρατηρήσεις στα διηγή-ματα του "Ζωδιακού κύκλου"». Το καλοκαίρι του 1933 γράφει δυο ακόμα κείμενα για το μυθιστόρημα από νουβέλλες, δηλαδή το «Η επιφάνεια της θάλασ-σας» που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο στο Όιο λΥοΙΙ ίιη ν^οΐΧ, και το «ΕδροΓαηοο» που δεν πρόκειται πλέον να δημοσιεύσει ο Μπροχ.

1934/35 Στις αρχές του 1934 ο Μπροχ σκέφτεται να συνεχί-σει το γράψιμο του μυθιστορήματος από νουβέλλες που είχε σχεδιάσει, ωστόσο όμως ασχολείται με την διεκπεραίωση άλλων σχεδίων του, επειδή τού φαίνε-ται ως σύνολο πολύ «εσωτερικό». Μόνο το φθινόπω-ρο του 1935 θα ξανακαταπιαστεί με το αρχικό του σχέδιο. Άλλωστε εγκατέλειψε το σχέδιο ενός μυθι-στορήματος όπως το ήθελαν οι παρατηρήσεις του στον «Ζωδιακό Κύκλο», και το μόνο που θέλει τώρα είναι να εκδοθούν οι έξι έτοιμες νουβέλλες του σε έναν τόμο. Το σχέδιο αυτό δεν πρόκειτι^ιι προσωρινά να έρθει εις πέρας στις αρχές του 1936.

1935/36 Το καλοκαίρι του 1935 ο Ερνστ Σένβιζε, εκδότης του αυστριακού λογοτεχνικού περιοδικού <3αδ δϋϋοΓ-ϋοοΐ (η ασημένια βάρκα), παρακαλεί τον Μπροχ να του δώσει την άδεια να ξαναδημοσιεύσει την «Μεθο-δολογική νουβέλλα» του 1917/18. Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο Μπροχ ξαναδουλεύει τη νουβέλλα και περιο-ρίζει σημαντικά τους υπαινιγμούς σε συγκαιρινούς του συγγραφείς. Με τη νέα της μορφή η νουβέλλα δη-μοσιεύεται το 1936 στο δϋΙ^οΛοοΙ. Αυτή είναι η μορφή που ο Μπροχ χρησιμοποίησε το 1949 όταν δούλευε στους Αθώους,

1946 Ο Μπροχ γράφει μια ποιητική συγκεκριμενοποίηση και προσωποποίηση του θέματος του θανάτου ως ηθι-κής βαθμίδας κρίσεως στο ποίημα «Ο πρώτος σύν-τροφος». Ο «πετρωμένος ξένος» στην ομώνυμη νου-βέλλα των Αθώων φέρει τα βασικά χαρακτηριστικά τού «πρώτου συντρόφου» και αποτελεί μια πεζο-

357

Page 358: Οι αθώοι - Hermann Broch

γραφική επεξεργασία του θέματος με το οποίο ασχο-λείται το ποίημα.

1946/47 Το φθινόπωρο του 1946 εκφράζει ο Ερνστ Σένβιζε το ενδιαφέρον του στην επανέκδοση των διηγημάτων της δεκαετίας του '30. Ο Μπροχ όμως δεν δέχεται. Ο Χέρμπερτ Μπούργκμυλλερ, εκδότης του από τον εκ-δοτικό οίκο του Βίλλυ Βάισμαν του Μονάχου εκδι-δόμενου λογοτεχνικού περιοδικού Οίο Ρδ1ΐΓ€ (το πορ-θμείο) (αργότερα ως Ι̂ ίΙΟΓΗΠδοΙιο Κονυβ - Λογοτεχνι-κή Επιθέωρηση) εφιστά την προσχή του Βάισμαν στον Μπροχ. Ο εκδότης δείχνει κατ' αρχάς ενδιαφέ-ρον για το πολιτικό βιβλίο που γράφει ο Μπροχ. Ανάμεσα στο τέλος του 1946 και την αρχή του 1951 αναπτύσσεται μια έντονη αλληλογραφία μεταξύ στον Μπροχ και Βάισμαν.

1948 Αρχές του 1948 ο Βάισμαν θέλει να εκδόσει τα ποιή-ματα του Μπροχ. Το σχέδιο ναυαγεί κι έτσι τον παρα-καλεί τον Μάρτιο να εκδόσει τις παλιές του νουβέλ-λες, συγκεντρωμένες σε έναν τόμο. Ο Μπροχ δέχεται διστακτικά. Τον Αύγουστο ο Μπροχ γράφει το ποίη-μα «Η τομή στα γήινα», το οποίο αργότερα - με μι-κρές αλλαγές και προσθήκες - συμπεριλαμβάνει στις «φωνές 1933». Όπως σε πολλά λυρικά και επικά έργα τού Μπροχ οι κεντρικές μεταφορικές εικόνες αυτού του ποιήματος είναι η θάλασσα και το λιμάνι. Τον Σε-πτέμβριο ο Μπροχ προτείνει στον εκδότη του Βάι-σμαν να εκδόσει έναν συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματά του, τα φιλοσοφικά του δοκίμια και τα διη-γήματά του. Ο Βάισμαν όμως δείχνει να ενδιαφέρεται μόνο για έναν τόμο που θα περιέχει αποκλειστικά διηγήματα.

1949 Την άνοιξη ο Βάισμαν δίνει στην στοιχειοθεσία τις τέσσερες παλιές νουβέλλες «Αντίγονος, έκτακτος κα-θηγηγής των μαθηματικών. Μια μεθοδολογική νου-βέλλα», «Μια ελαφρά απογοήτευση», «Περαστικό σύννεφο» και «Η επιστροφή». Η συλλογή προβλέπε-ται να φέρει ως τίτλο τον «Περαστικό σύννεφο». Αρ-

358

Page 359: Οι αθώοι - Hermann Broch

χές Μαΐου ο Μπροχ παίρνει να διορθώσει τα στοι-χειοθετημένα δοκίμια. Αρχικά έχει την πρόθεση να τα επεξεργασθεί, κατόπιν όμως σκέφτεται αντ' αυτού να γράψει άλλες τρεις νουβέλλες για να συμπληρώσει τον τόμο* ένα μήνα αργότερα σχεδιάζει κι όλας τέσσερα συμπληρωματικά διηγήματα που στο τέλος γίνονται έξι. Η πρώτη μορφή των «Η μπαλλάντα του μελισσο-κόμου» και η «Ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε» εί-ναι στις αρχές του Ιουνίου 1949 έτοιμες. Ο «Μελισσο-κόμος» προσωποποιεί την ηθική ακεραιότητα και συμβολίζει αυτό που ο Μπροχ εννοεί με την φράση «το γήινα απόλυτο», για τον λόγο δε αυτό αναλαμβά-νει σ' ένα από τα διηγήματα που θα ακολουθήσουν τον ρόλο του «πετρωμένου ξένου». Στο ομώνυμο διή-γημα καθώς και στο σχετικό με αυτό «Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε» και της «Μπαλλάντας της μα-στροπού» ο Μπροχ παραλλάσσει το θέμα του Δον Ζουαν με το οποίο είχε ήδη ασχοληθεί μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο («Οφηλία», «Ο πετρωμένος ξέ-νος») και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 30 (στο σχέδιο «Φίλσμαν»). Τον Ιούνιο του 1949 ο Μπροχ παίρνει την νουβέλλα του «Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα» που τού στέλνει ο εκδότης του Μπροντύ και αποφασίζει να την βάλει στην αρχή του τόμου. Μέσα σε έναν μήνα ο Μπροχ έχει τελειώσει ως τα τέλη Ιουλίου τέσσερες ακόμα νουβέλλες στην αρχική τους μορφή: «Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού συμ-βούλου Ζαχαρία», «Η μπαλλάντα της μαστροπού», «Εξαγορασμένη μητέρα» και «Πετρωμένος ξένος». Με τον «Ζαχαρία», ο Μπροχ συνεχίζει την σάτιρά του για τους μικροαστούς της «Μεθοδολογικής νουβέλ-λας», ενώ η «Εξαγορασμένη μητέρα» συνεχίζει την αφηγηματική γραμμή της «Απαλής αύρας». Τέλος Ιουλίου είναι έτοιμος στην πρώτη του μορφή ολόκλη-ρος ο κύκλος με τις νουβέλλες. Περιλαμβάνει μαζί με την παλιά «Μεθοδολογική νουβέλλα» τα διηγήματα του μυθιστορήματος από νουβέλλες που ο Μπροχ είχε

359

Page 360: Οι αθώοι - Hermann Broch

σχεδιάσει το 1933 (εκτός των «Η επιφάνεια της θά-λασσας» και «Εδρ€Γ2ΐηοο>), καθώς και έξι καινούργια διηγήματα. Ως τίτλο της συλλογής ο Μπροχ σκέφτεται να βάλει Το σύννεφο. Αναγνώσματα, σχεδόν ένα μυ-θιστόρημα. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1949 ο Μπροχ ξαναδουλεύει και τις έντεκα νουβέλλες και αφαιρεί τις μεταξύ τους ασυμφωνίες. Τέλη Σε-πτεμβρίου έχει τελειώσει κι αυτή η γενική αναπρο-σαρμογή. Την ίδια εποχή ανακαλύπτει ξανά το παλιό του ποίημα «Οαηίοδ» κι έτσι ολοκληρώνεται το σχέδιο για τα λυρικά ενδιάμεσα των διηγημάτων «Φωνές 1913, 1923, 1933». Η επεξεργασία των ποιητικών αυ-τών συνόλων γίνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμ-βριο 1949. Η μετατροπή του «Οίΐηίοδ» τον κάνει να ξαναασχοληθεί με τον Καρλ Κράους. Η κριτική του κατά της κοινωνίας διαφαίνεται σε γενικές γραμμές στα «ΟαπΙοδ», πιο συγκεκριμένη όμως γίνεται στην επίθεσή του κατά του εθνικοσοσιαλισμού στα «Οαηίοδ 1933». Τον Νοέμβριο ο Μπροχ προσθέτει στα «Ο^ηίοδ 1933» το ποίημόι «Η τομή στα γήινα», το «Ποίημα του προφήτη», και το «Ποίημα του Νεβώ». Παραλλήλως προς το «Ποίημα του προφήτη» γράφεται εννέα περί-που μήνες αργότερα η «Παραβολή της φωνής», ενώ και στις δυο εργασίες ενσωματώνεται αρκετή θεωρία του Χασσιδισμού. Στο «Ποίημα του Νεβώ» που κλεί-νει τα «Οαηίοδ 1933» διατυπώνεται - όπως και στο τέ-λος του μυθιστορήματος των Υπνοβατών - η αρχή της ελπίδας στην φιλοσοφία τού «Εμείς» του Μπροχ, πού έχει ως στόχο της μια καινούργια θρησκευτικότητα, στο επίκεντρο της οποίας δεν θα υπάρχει ένας εκτός κόσμου Θεός, αλλά το «γήινα απόλυτο». Στο ποίημα αυτό ο Μπροχ επεξεργάζεται συνάμα την εμπειρία του από την εξορία.

Τον Νοέμβριο ο Μπροχ αποφασίζει οριστικά για τον τίτλο Οι αθώοι. Την πρώτη βδομάδα του Δεκεμ-βρίου στέλνει το έτοιμο χειρόγραφο στον εκδότη του

360

Page 361: Οι αθώοι - Hermann Broch

Βάισμαν. Το χειρόγραφο περιέχει και τον «χρονολο-γικό πίνακα».

1950 Από τον Φεβρουάριο και μετά ο Μπροχ παίρνει τα στοιχειοθετημένα δοκίμια και κάνει αρκετές διορθώ-σεις σ' όλα σχεδόν τα ποιήματα και τα δοκίμια. Τον Απρίλιο μετονομάζει τα «Οαπίοδ» σε «Φωνές». Για ένα διάστημα σχεδίαζε να τα ονομάσει «Τραγούδια του Μελισσοκόμου» για να δείξει την σύνδεση τους με τον πρωταγωνιστή της «Μπαλλάντας του Μελισσο-κόμου». Τον Μάιο συζητάει την μορφή που θα έχει το εξώφυλλο του μυθιστορήματος, στο οποίο θέλει να υπάρχει κάποιος πίνακας με περιεχόμενο την κοινω-νική κριτική όπως αυτοί του Γκέοργκε Γκρος ή του Μαξ Μπέκμαν. Μόλις τον Αύγουστο ο Μπροχ γράφει την εισαγωγική «Παραβολή της φωνής» που αποτελεί το ομόλογο κείμενο στο «Ποίημα του προφήτη». Ό-πως αυτό κλείνει - όμοια με τον «Επίλογο» στους Υπνοβάτες - με την προτροπή να διατυπωθούν τα όρια της νέας ηθικής τού μέλλοντος, έτσι τελειώνει και η «Παραβολή» με μιαν αναφορά στις «Φωνές των καιρών» που ακούγονται όταν σκέφτεται κανείς πάνω στο παρελθόν. Όπως και στους Υπνοβάτες, ερευνών-ται στους Αθώους μερικές δεκαετίες της νεότερης γερμανικής ιστορίας κάτω από μια ηθική οπτική γω-νία, ενώ και τα δύο μυθιστορήματα είναι απόπειρες να διαγνωσθούν οι τάσεις μιας διαγραφόμενης Ηθι-κής-τού-«Εμείς» που θα αφορά το μέλλον. Μόλις τον Νοέμβριο τελειώνουν και οι τελευταίες επιμέρους διορθώσεις, ενώ στα μέσα τού Δεκεμβρίου το μυθι-στόρημα δημοσιεύεται ταυτόχρονα από τους εκδοτι-κούς οίκους Βάισμαν του Μονάχου και Ρήνου της Ζν-ρίχης.

Όσον αφορά την μέχρι τώρα επίδραση των Αθώων αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί στην έκτασή της με εκείνη του Βιργιλίου ιί\ των Υπνοβατών. Θεωρούμενο συχνά και λανθασμένα ως δευτερεύον λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, δεν έχει γνωρίσει ως σήμερα κα-

361

Page 362: Οι αθώοι - Hermann Broch

νένα βιβλίο που να το αναλύει συστηματικά ενώ έχουν γραφτεί γι' αυτό και λίγα σχετικά άρθρα και διδακτορικές διατριβές. Μένει λοιπόν ακόμα να ανα-καλυφθεί το ώριμο αυτό έργο που αποτελεί την ποιη-τική, φιλοσοφική και κριτική σύνοψη των απόψεων τού συγγραφέα.

362

Page 363: Οι αθώοι - Hermann Broch

Λίγα λόγια για την συγγραφή τον έργου*

Οι «Αθώοι» δημιουργήθηκαν μ' έναν κάπως περιπετειώδη τρόπο. Μια σειρά από νουβέλες του συγγραφέα είχαν δη-μοσιευθεί πριν περισσότερο από είκοσι χρόνια σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες* οι περισσότερες χάθηκαν και μάλιστα τις ξέχασε και ο ίδιος. Έτσι ο εκδοτικός οίκος σχεδίασε να ψάξει και να βρει τα παλιά αυτά έργα προκει-μένου να ξαναδημοσιευθούν σ' έναν ειδικό επί τούτου τό-μο. Το ψάξιμο στέφθηκε από επιτυχία. Επρόκειτο για τα διηγήματα «Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα», «Τεχνουρ-γημένο μεθοδικά», «Απωλωλός υιός», «Μια ελαφρά απο-γοήτευση» και «Περαστικό σύννεφο» (ο χρονολογικός πί-νακας συγγραφής τους δημοσιεύεται σ' αυτόν τον τόμο). Όταν όμως τα πέντε αυτά μικρά έβγα εστάλησαν στον συγ-γραφέα υπό μορφή τυπογραφικών δοκιμίων προς διόρθω-ση στην Αμερική, αυτός δεν ένιωσε ιδιαίτερη χαρά όταν τα ξαναδιάβασε. Πράγματι, εκτός από την προσήλωσή τους στην εποχή τους και την πιστή απόδοση της ατμόσφαιρας των χρόνων του μεσοπολέμου στην Γερμανία, εκτός δηλαδή από αυτό το ονειρικό και σχεδόν χιμαιρικό τους στοιχείο που σιγόφεγγε σ' όλα τα διηγήματα σαν ένας υπαινιγμός του ΖοίΙ§οίδΙ** από το οποίο προήλθαν, τίποτα άλλο δεν

* Το «χρονικό συγγραφής του έργου» που Λαρατίθεται εδϋ) συντάχθηκε από τον ίδιο τον Μπροχ τον Οκτώβριο του 1950 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στους Αθώους το 1950. Το χρονικό αυτό ο Μπροχ το είχε επεξεργαστεί περισσότερες φορές (λ.χ. τον Ιούνιο του 1950) και σχεδίαζε να το δημοσιεύσει μαζί με τον πίνακα περιεχομένων του έργου, ο οποίος και θα προηγείτο του χρονικού.

** Πνεύμα των καιρών (σ.τ.Μ.)

363

Page 364: Οι αθώοι - Hermann Broch

φαινόταν να δικαιολογεί την επανέκδοση τους. Όμως αυ-τή η δικαιολογία δεν ήταν άραγε αρκετή; Υπήρχε οπωσδή-ποτε η δυνατότητα να ξαναδούλεψει κανείς αυτό το φαι-νόμενο του ΖοίίβοίδΙ και μετά από μικρόν δισταγμό απετολ-μήθη μια καινούργια προσπάθεια: προκειμένου να εξαρθεί η κοινή νοηματική και ατμοσφαιρική συνάφεια γράφτηκαν έξι επιπλέον διηγήματα και όλα μαζί εντάχθηκαν κατόπιν σ' ένα λυρικό πλαίσιο. Με την μέθοδο αυτή τα παλαιότερα διηγήματα όπως είχαν δημοσιευθεί δεν υπέστησαν καμιάν αλλαγή ως προς το περιέχενό τους (με εξαίρεση ελάχιστων τεχνικής φύσεως τροποποιήσεων όπως λ.χ. της άρσεως της ασυμφωνίας στα ονόματα). Μόνο το πρώτο και το τελευ-ταίο διήγημα, δηλαδή τα «Αρμενίζοντας στην απαλή αύ-ρα» και «Περαστικό σύννεφο» εμπλουτίστηκαν με σημαντι-κές προσθήκες ως προς το κείμενό τους. Με τον τρόπο αυτό διαπιστώθηκε πως η δομή της υποθέσεως των παλαιότερων έργων ήταν απολύτως σε θέση να συμπεριλάβει και τα μο-τίβα των νέων διηγημάτων η ενότητα του συνόλου ήταν συνεπώς εξασφαλισμένη.

Το αν όμως μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το έργο αυτό, όπως προέκυψε με τον τρόπο που περιγράφηκε, ως ένα μυ-θιστόρημα και, πολύ περισσότερο, το αν θα πρέπει να το ονομάσει κανείς έτσι, αυτό είναι ένα τελείως διαφορετικό ορολογικό ζήτημα. Το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος - και μάλιστα ακόμα και εκείνα τα ψυχαγωγικά αφηγημα-τικά κατασκευάσματα που δημιουργούνται χωρίς ιδιαίτε-ρες λογοτεχνικές φιλοδοξίες - έχει τα τελευταία χρόνια αλ-λάξει ριζικά: όπως και κάθε άλλο είδος τέχνης έτσι και το μυθιστόρημα πρέπει να παρουσιάσει έναν ολόκληρο κό-σμο, και ειδικά αυτό έχει να ασχοληθεί με την ζωή στην ολότητά της των προσώπων που το απασχολούν και αυτό ακριβώς το αίτημα γίνεται με την αυξανόμενη αποσπασμα-τικότητα και πολυπλοκότητα του κόσμου ολοένα και πιο δύσκολο να εκπληρωθεί* το μυθιστόρημα χρειάζεται σήμε-ρα μια μεγαλύτερη θεματική ευρύτητα απ' όσο παλαιότερα και συνάμα, για να μπορέσει να δαμάσει το υλικό αυτό, μια περισσότερο ευαίσθητη αφαιρετικότητα και οργανωτι-

364

Page 365: Οι αθώοι - Hermann Broch

κότητα. Το παλιό μυθιστόρημα κάλυπτε επιμέρους τομείς· ήταν ηθογραφικό, κοινωνικό, ψυχολογικό μυθιστόρημα και ανάμεσα στα επιτεύγματά του πρέπει να αναγνωρισθεί και το γεγονός, πως στους επιμέρους αυτούς τομείς λει-τούργησε πολλές φορές ως ο πρόδρομος της επιστήμης και ιδιαιτέρως της Ψυχολογίας. Σήμερα, σε μια εποχή τρομε-ρής ριζοσπαστικότητας, δεν υπάρχει πλέον κανενός είδους λογοτεχνική ψευτοεπιστημονικότητα και οι σχετικές γνώ-σεις που παρέχονται μέσω του μυθιστορήματος αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, λαϊκότροπες κοινοτοπίες. Αν-τίθετα η επιστήμη δεν είναι σε θέση να παράσχει συνολικές θεωρήσεις, αλλά πρέπει αυτό να το εναποθέσει στην αρμο-διότητα της τέχνης, κι επομένως και του μυθιστορήματος. Το αίτημα προς την τέχνη για μια συνολική θεώρηση απέ-κτησε με τον τρόπο αυτό μιαν απροσδόκητη για τους πα-λαιότερους καιρούς ριζοσπαστικότητα, και προκειμένου να ανταποκριθεί σ' αυτό το μυθιστόρημα έχει ανάγκη μιας πολυμορφίας, για την επίτευξη της οποίας η παλιά νατου-ραλιστική τεχνική κρίνεται ασφαλώς ανεπαρκής: ο άνθρω-πος πρέπει να παρουσιασθεί στην ολότητά του, πρέπει να ολόκληρη η κλίμακα των δυνατών βιωμάτων του, αρχής γε-νομένης από τα σωματικά και συναισθηματικά έως τα ηθι-κά και τα μεταφυσικά, πράγμα που καθιστά επίκαιρο το λυρικό στοιχείο, αφού μόνο αυτό είναι σε θέση να δώσει την απαιτούμενη εν προκειμένω σαφήνεια. Κι αυτός είναι επίσης ένας από τους λόγους που οδήγησαν εδώ στην πα-ρεμβολή των λυρικών «<ί>ωνών», πολύ περισσότερο αφού οι νουβέλες αυτές καθαυτές δεν προσφέρουν συνολικές θεωρήσεις για την ζωή αλλά μόνον συνολικές θεωρήσεις επιμέρους καταστάσεων, πράγμα που δεν μεταβάλλει βε-βαίως η παράθεση περισσότερων από αυτές εδώ μαζί, μπο-ρεί όμως να αποκαλυφθεί περαιτέρω το νόημά τους εφό-σον, όπως ακριβώς έγινε εδώ, ενταχθούν σ' ένα λυρικό μέ-σον, το οποίο λειτουργεί στην περίπτωσή τους ως νοηματο-δότης φορέας. Στο μέτρο που ο στόχος αυτός επετεύχθη, μπορεί η επιχειρούμενη εδώ παρουσίαση μιας συνολικής θεωρήσεως να χαρακτηρισθεί ως μυθιστόρημα.

365

Page 366: Οι αθώοι - Hermann Broch

Λίγα λόγια τώρα για το θεματικό πρόβλημα του παρόν-τος μυθιστορήματος σε σχέση προς την αναφερθείσα «πο-λυμορφία» του:

Στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται γερμανικές καταστά-σεις και γερμανικοί χαρακτήρες της προχιτλερικής περιό-δου. Οι μορφές που επελέγησαν είναι σε μεγάλο βαθμό «α-πολιτικές»· εάν και όταν εμφορούνται από κάποιες πολιτι-κές ιδέες, τότε αυτές παραμένουν μετέωρες στο αόριστο και νεφελώδες. Κανένας από αυτούς δεν «ευθύνεται» άμεσα για την χιτλερική καταστροφή. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο φέρει ως τίτλον του «Οι αθώοι». Ωστόσο είναι αυτή ακρι-βώς η πνευματική και ψυχική στάση εκείνη, από την οποία - όπως έγινε άλλωστε και στην πραγματικότητα - ο Ναζι-σμός άντλησε τις σημαντικότερες γι' αυτόν δυνάμεις. Η πο-λιτική αδιαφορία δηλαδή αποτελεί ηθική αδιαφορία και συγγενεύει σε τελευταία ανάλυση με την ηθικά ανώμαλη προσωπικότητα. Μ' έναν λόγο, οι πολιτικά ανεύθυνοι και πολιτικά αθώοι βρίσκονται χωμένοι κι όλας με την προσω-πικότητά τους αυτή βαθειά μέσα στην ηθική ενοχή και υπαιτιότητα. Η παρουσίαση και εσωτερική θεμελίωση αυ-τού του γεγονότος αποτέλεσε έναν από τους στόχους του παρόντος βιβλίου και για τον σκοπό αυτό μια πολυμορφική μέθοδος ήταν αναγκαία. Γιατί αυτού του είδους η ένοχη αθωότητα εξικνείται αφενός έως πάνω στις μαγικές και τις μεταφυσικές σφαίρες των αντιλήψεων, αφετέρου δε έως κάτω στα πιο σκοτεινά ένστικτα. Αυτή ακριβώς η «αθωό-τητα» δεν είναι πουθενά τόσο εμφανής όσο στην περίπτωση του μικροαστού* ακόμα και ως εγκληματίας δρα ωθούμε-νος σταθερά από τα πιο ευγενή κίνητρα. Το μικροαστικό πνεύμα, μια μετεμψύχωση του οποίου υπήρξε ο Χίτλερ -αν λάβει κανείς υπόψη του μιαν από τις πρωταγωνιστικές μορφές του βιβλίου θα μπορούσε να κάνει λόγο και για το πνεύμα της ράτσας του Ζαχαρία αποκαλύπτεται συχνά-πυκνά ως το πνεύμα του σεμνότυφου αρπακτικού ζώου που αποδέχεται χωρίς δισταγμούς οποιαδήποτε θηριωδία, επομένως ακόμα και τις φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και των θαλάμων αερίων, ενώ αντίθετα αι-

366

Page 367: Οι αθώοι - Hermann Broch

σθάνεται προσωπικά θιγμένο και 6αθειά προσβεβλημένο σ' οποιαδήποτε αναφορά γενετησίων πραγματικοτήτων, και πολύ περισσότερο όταν αυτές δεν είναι «φυσικές», προδί-δοντας, βέβαια, με τον τρόπο αυτό το ποιόν του. Προς εξήγηση του κακού αυτού φαινομένου θα μπορούσε κά-ποιος ν' αναφέρει περισσότερους λόγους, όπως λ.χ. την αποδιίνάμωση της δυτικής παραδόσεως των αξιών καθώς και την παρεπόμενη ψυχική ανασφάλεια και αστάθεια, από την οποία ασφαλώς θίγονται περισσότερο απ' όλα τα άλλα τα χωρίς σταθερή παράδοση ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα των μικροαστών. Εάν η εξήγηση αυτή είναι σω-στή, τότε φαίνεται σχεδόν φυσικό το ότι ήταν προωρισμένα ακριβώς αυτά τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα να ανέλ-θουν στην εξουσία, αφού, εξαιτίας της ήττας του 1918, η αποσύνθεση των αξιών εδώ είχε προχωρήσει πιο πολύ απ' οπουδήποτε αλλού, και θα μπορούσε μάλιστα να κάνει λό-γο κανείς για ένα πλήρες κενό αξιών, κι αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν ακούει κανένας κανέναν, η επικοινωνία από άνθρωπο σε άνθρωπο έπρεπε να συρρικνωθεί στην πιο ωμή, την πιο ανάλγητη και την πιο αφηρημένη βία. Τί φρι-χτή πρόοδος είναι αυτή, στην κορυφή της οποίας πορεύε-ται ο μικροαστός! Και που κατά τα φαινόμενα συνεχίζει ακάθεκτος να πορεύεται. Παντού στον κόσμο τα στρατόπε-δα συγκεντρώσεως πολλαπλασιάζονται, παντού ο τρόμος εντείνεται, σαν να ήταν το ναζιστικό πνεύμα του μικροα-στού ν' αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για ολόκληρη την ανθρωπότητα, που είναι πρόθυμη ν' αναζητήσει στις αφηρημένες δολοφονίες αν όχι το νόημα για το οποίο αξί-ζει να ζει κανείς, τουλάχιστον το νόημα για το οποίο αξίζει να πεθαίνει. Για ποιό λόγο λοιπόν να θέλει κάποιος να βά-λει το γένος των μικροαστών μπροστά σ' έναν καθρέφτη υπό την μορφή του μυθιστορήματος; Να το κάνει μόνο στο όνομα της καλλιτεχνικής απολαύσεως; Να το κάνει μόνο για να δείξει πως μέσα σ' έναν κόσμο του τρόμου και της αφηρημένης δολοφονίας τίποτα το παραδοσιακό δεν έχει πλέον λόγον ύπαρξεως, και πως και το μυθιστόρημα με τα παραδοσιακά αφηγηματικά μέσα δεν μπορεί πια να αντα-

367

Page 368: Οι αθώοι - Hermann Broch

ποκριθεί στους στόχους του; Πέραν αυτού πως το νατου-ραλιστικό (αφηγηματικό) τοπίο (στο οποίο το μυθιστόρημα παρέμεινε πιστό περισσότερο από όλα τα άλλα είδη της τέ-χνης) παρόλη του την ακρίβεια και την έντιμη πρόθεση χρειάζεται τώρα μια - αν θέλετε αφηρημένη - συμπλήρωση; Πως με έναν λόγο δεν επιτρέπεται πλέον στην έντιμη καλ-λιτεχνική πρόθεση να συνεχίσει να αρκείται στα δεδομένα που είναι άμεσα ορατά και ακουστά, αλλά πως πρέπει αν-τίθετα να βυθιστεί στο Απρόσιτο, για να ανιχνεύσει εδώ την αόρατη μορφή, τον ανεπαίσθητο στ' αυτιά του λόγο του ανθρώπου; Σ' όλα τούτα τα ερωτήματα έδωσε κι όλας ο Ιογθ€ απαντήσεις με μιαν επιβλητική εγκυρότητα* απέδειξε με το έργο του πως ένας υπερβολικά πολύπλοκος κόσμος δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια κατά προσέγγιση παρουσία-ση της ολότητάς του, παρά μόνον εφόσον χρησιμοποιηθούν πολυδιάστατα μέσα, ιδιαίτερες συμβολικές κατασκευές και συμβολικές αφαιρέσεις. Θα αναγνώριζε όμως ο μικροα-στός (εάν υποτεθεί πως διάβαζε μυθιστορήματα) τον εαυτό του μέσα σ' έναν λογοτεχνικό καθρέφτη που κατασκευά-στηκε επί τη βάσει τέτοιων αρχών; Αντιλαμβάνεται ποιός είναι αυτός που συμβολίζει ο Βίοοιη*; Επειδή δεν είναι καν σε θέση να αναγνωρίσει τον εαυτό του στην πιο απλή γε-λοιογραφία, αφού συνεχίζει να μην θέλει κατά κανέναν τρόπο να δει αυτό που κρύβεται κάτω κι από την πιο εξω-τερική ακόμα επιφάνεια. Τι χρειάζεται λοιπόν ένα τέτοιο μυθιστόρημα;

Το ερώτημα αυτό θίγει ένα ουσιαστικό πρόβλημα της τέ-χνης, δηλαδή το πρόβλημα της κοινωνικής της διαστάσης. Ποιον θέλει να βάλει μπροστά σ' έναν καθρέφτη; Τι ελπίζει απ' αυτό; Μιαν αφύπνιση; Μιαν εξύψωση; Ποτέ έως τώρα δεν κατάφερε ένα έργο τέχνης να κάνει κάποιον να «μετα-νιώσει». Το αστικό κοινό είχε δείξει ενθουσιασμό για τους «Υφαντές» και για τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ, δεν με-ταβλήθηκε όμως για τον λόγο αυτό σε σοσιαλιστικό κι ούτε

* Ήρωας του μυθιστορήματος υΐ>'55€δ του (σ.τ.Μ)

368

Page 369: Οι αθώοι - Hermann Broch

κέρδισε καινούργιους πιστούς ο καθολικισμός με τον Κλωντέλ ή η αγγλικανική εκκλησία με τον Έλιοτ. Πάντοτε μόνο ο συγγραφέας είναι αυτός που εκφράζει τις απόψεις του· όμως ο συγκλονισμός που προκαλεί δεν ξεφεύγει από ένα αισθητικό πλαίσιο* μόνον ο ήδη πεπεισμένος είναι αυ-τός που πείθεται. Το εάν πάνω στην σκηνή κάπόιος θρη-σκευτικός ήρωας θυσιάζεται για τούτη ή για εκείνη την πί-στη είναι παντελώς αδιάφορο στο κοινό* σημαντικό είναι μόνο το θεατρικό γεγονός του μαρτυρικού του θανάτου. Γιατί όποιας λογής και να είναι η ηθική πρόθεση κάποιου καλλιτεχνικού έργου, το εάν στρέφεται δηλαδή κατά των θρησκευτικών διωγμών ή κατά των ηθικών παραπτωμάτων ή ακόμα και κατά των μεγάλων εγκλημάτων, στο τέλος θα αναζητά πάντοτε το αισθητικό αποτέλεσμα κάτω από το οποίο θα υποτάσσει κάθε τι το ηθικό. Και γι' αυτόν ακρι-βώς τον λόγο δεν υπάρχει από την σκοπιά αυτή πρόσβαση στον άνθρωπο εκείνο, του οποίου η ενοχή έγκειται απλώς στην ριζική αδιαφορία αντίκρυ στην ίδια του και την ξένη μοίρα, αντίκρυ στον δικό του και τον ξένο πόνο* σε περί-πτωση που θα στιγματισθεί ως αξιόποινος εγκληματίας, τότε εξεγείρεται μ' όλο του το δίκιο, ενώ η εξιλέωση και ο εξαγνισμός, τα οποία, σε αντίθεση με τον τρόπο που οι νο-μικοί βλέπουν το έγκλημα και την τιμωρία του, αξιώνει να λάβουν χώρα η ηθική ενοχή, του είναι παντελώς ακατανόη-τα, αφού δεν αισθάνεται πως η κατηγορία που του επιρί-πτουν τον αφορά. Παρόλα αυτά: όσο λίγο κι αν είναι σε θέση το έργο τέχνης να δώσει σε κάποιον την ευκαιρία να μετανιώσει ή να παραδεχθεί την ενοχή του σε μια συγκεκρι-μένη περίπτωση, η ίδια η διαδικασία του εξαγνισμού ανή-κει εντούτοις στον καλλιτεχνικό χώρο* η δυνατότητα να την «παραστήσει» είναι ίδιον του έργου τέχνης - ο «Φάουστ» αποτελεί εν προκειμένω το κλασσικό παράδειγμα - ενώ με την ικανότητά αυτή να παριστά και (πράγμα πολύ πιο ση-μαντικό) να μεταδίδει τον εξαγνισμό η τέχνη κατορθώνει να αποκτήσει μια κοινωνική σημασία που εξικνείται έως το μεταφυσικό.

Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνά κανείς πως το έργο τέχνης

369

Page 370: Οι αθώοι - Hermann Broch

-και ο «Φάουστ» το δείχνει αυτό με τον παραστατικότερο τρόπο - δεν λειτουργεί ως όργανο θρησκευτικότητας ή ως εργαλείο ενός ηθικολογούντος κηρύγματος, αλλά κατά κά-ποιον τρόπο ως όργανο του ίδιου του του εαυτού. Επειδή μέσα στην ολότητα του Είναι που αποτελεί έργο τέχνης (με το να την παριστά), εμπεριέχεται κατ' ουσίαν τόσο το άπει-ρο όσο και το τίποτα* και τα δύο στοιχειοθετούν την προϋ-πόθεση του εννοιολογικού διαγιγνώσκειν και συγκροτούν τον (ανέφικτο στο ζώο) όρο για την πιο ανθρώπινη από όλες τις ανθρώπινες ικανότητες, δηλαδή εκείνη του να μπο-ρεί να λέει Εγώ, είναι επομένως και τα δυο για τον άνθρω-πο αναπόσπαστα με την ουσία του και απόλυτα, εντούτοις όμως έξω από την σφαίρα εκείνου που μπορεί αυτός ποτέ να γνωρίσει, τόσο μάλιστα πιο απόμακρα, όσο να του πα-ρέχεται μεν η ικανότητα να στοχάζεται και να προσβλέπει στο άπειρο και στο τίποτα, χωρίς όμως με την σκέψη ή τα οράματά του να τα φθάνει ποτέ, αφού οι τελευταίες προϋ-ποθέσεις προς τούτο της παρουσίας του στον κόσμο (δια-φορετικά δεν θα ήσαν οι τελευταίες) εντοπίζονται σε μια δεύτερη λογική σφαίρα του εν λόγω ακατόρθωτου και δεν είναι κατά συνέπειαν εφικτές με τα μέσα της πρώτης σφαί-ρας: αυτό είναι το Απόλυτο, άφθαστο στην ουσία του κι ωστόσο πρωτογενώς παρόν στο έργο τέχνης, άμεσα προσ-βάσιμο, ένα Θαύμα του ανθρώπου ως ανθρώπου, το Ωραίον, μια πρώτη απόπειρα της ανθρώπινης ψυχής για τον εξαγνισμό*. Το Εγώ έχει αμετάκλητα εμβαπτισθεί στο Απόλυτο, κι όσο κι αν ο άνθρωπος παραμένει εκτεθειμένος στην ανασφάλεια και την αστάθεια, στην ερήμωση, στην εγκατέλειψη και στην γύμνια του, όσο κι αν έχει χωθεί βα-θιά μέσα στην αδιαφορία, ανεξαρτήτως του εάν αυτή αφο-ρά τον ίδιο ή τον συνάνθρωπό του. Και φταίχτης κατά συ-νέπειαν γι' αυτό, κρατάει ωστόσο - για όσο χρονικό διά-στημα τουλάχιστον κατορθώνει να λέει Εγώ - άσβεστη εν-

* Η γερμανική λέξη «1.3υΐ€Γΐι移 θα μπορούσε εν προκειμένω να απο-δοθεί και ως ανάβαση, εξύψωση (της ψυχής), αφού οι απόψεις του Μπροχ εδώ απηχούν εκείνες του πλατωνικού Συμποσίου, 2110- (σ.τ.Μ.)

370

Page 371: Οι αθώοι - Hermann Broch

τός του την σπίθα της απολυτότητας που τον χαρακτηρίζει, έτοιμος να ανάψει απ' αυτήν μια πυρκαγιά, ώστε να μπο-ρέσει - κι ας γίνει αυτό σ' ένα νησί του Ροβινσώνα - να συστοιχηθεί ξάνά προς το Εγώ του και προς Εγώ του πλη-σίον του: μ' αυτόν τον τρόπο κινούμενη ανάμεσα σε σπίθι-σμα και σύφλογο πραγματώνεται ο εξαγνισμός, και το έργο τέχνης - όχι το οποιοδήποτε, αλλά πάντως σίγουρα εκείνο που πλησιάζει την ολότητα χωρίς να πρέπει για τούτο να είναι και «Φάουστ» - κατέχει αυτή την δύναμη του σύφλο-γου, άλλοτε μόνο μ' ολόκληρον τον πλούτο της αναπνοής του, κι άλλοτε ήδη με μία και μοναδική πνοή, μ' ένα ανε-παίσθητο νεύμα, κι αν έχει τύχη, μ' ένα και μοναδικό, τε-λείως αμυδρό σημάδι από την Αρουέτ, την γάτα.

371

Page 372: Οι αθώοι - Hermann Broch

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Θ Η Κ Η

ΝΤΕ ΣΑΝΤ : Ο δήμιος και το θύμα του - Επιλογή κειμένων, εισα-γωγή και σχόλια Ντίτερ Χόφμαν (μετάφραση Γιώργος Κόκ-κινος)

ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ : Μια σκοτεινή υπόθεση - Αστυνομικό μυ-θιστόρημα (μετάφραση Νάγια Παπασπνρον-Υφαντή)

ΝΤΑΝΙΈΛ ΝΤΕΦΟΟΥ : Η πανούκλα στο Λονδίνο - Μυθιστορηματι-κό χρονικό (μετάφραση Τάσος Σνμεωνίδης)

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ : Ο χρυσοκάραβος - Έξι ιστορίες μυστηρί-ου (μετάφραση Εμμανουήλ Ροΐδης)

ΣΤΑΝΑΕΫ ΕΑΛΙΝ κ.ά. : Ιστορίες της σκακιέρας - Διηγήματα (με-τάφραση Γλύκα Μαγκλιβέρα, επιμέλεια Αλέκος Τσίτσοβιτς)

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ : Οι δουλειές του κυρίου Ιουλίου Καίσαρος - Μυθιστόρημα (μετάφραση Ιωσήφ Τερζιάν, επιμέλεια Θ. Παρασκευόπονλος)

ΡΐΚΑΡΝΤΟ ΜΠΑΚΕΛΙ : Ο διάβολος στο Ποντελοΰνγκο - Μυθιστό-ρημα (μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin)

ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ : Τσερλίνε - Μια διήγηση (μετάφραση Γιώργος Κόκκινος)

ΓΙΑΚΟΜΠ ΒΑςΕΡΜΑΝ : Το χρυσάφι της Καχαμάλκα - Διήγημα (με επτά γκραβούρες - μετάφραση ΑΙ. Τσίτσοβιτς)

ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΊΝΟ : Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου - Διή-γημα (μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin)

ΓΐΟΖΕΦ Ροτ : Ο ιστός της αράχνης - Μυθιστόρημα (μετάφραση Τούλα Σιετή)

EP IK ΑΜΠΛΕΡ : Παιχνίδι με τον κίνδυνο - Μυθιστόρημα (μετά-φραση Χρήστος Κεφαλής)

EPIK ΑΜΠΛΕΡ : Υπόθεση Ντελτσώφ - Πολιτικό θρίλερ (μετάφρα-ση Λννίτα Παναρέτου)

ΑΛΕΞΕΪ ΤΟΛςΤΟΪ, ΟΡΕΣΤΗ ΣΟΜΟΦ : Δυο διηγήματα φαντασίας (μετάφραση Χρήστος Κεφαλής)

Page 373: Οι αθώοι - Hermann Broch

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ, ΑΛΕΞΆΝΤΕΡ ΠΟΥςΚΙΝ κ.α. : Ρώσικες ιστορίες μυστηρίου - (μετάφραση Ελένη Αστεριού)

ΤΟΜΑΣ MAN : Τα αλλαγμένα κεφάλια - Νουβέλα (μετάφραση Νίκος Λίβος)

ΤΟΜΑΣ MAN : Η απατημένη, Αναστάτωση και πρώιμος πόνος, Το αίμα των Βέλζουνγκεν (μετάφραση Γιάννης Κοίλης)

ΑΝΤΑΑΜΠΕΡΤ ΣΤΙΦΤΕΡ : Η φοβερή τροπή των πραγμάτων - Νου-βέλες (μετάφραση Ρωξάνη Κοτσιφού)

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Η Φ Α Ν Τ Α Σ Ι Α

Μηχανές που σκέφτονται - Διηγήματα (μετάφραση Μάκης Βαϊνάς) ΙΣΑΑΚ ΑςΙΜΟΦ, κ.ά. : Η Αυτοκρατορία των αυτομάτων - Διηγή-

ματα (μετάφραση Μάκης Βαϊνάς)

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Α Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

ViTTORlO GASSMAN : Κάτω από τη σκάλα - Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία (μετάφραση Ιόνια Τσίτσοβιτς-Καάίη)

ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ : Οι Αθώοι - Μυθιστόρημα (μετάφραση Νίκος Λίβος)

ARNO SCHMIDT : Από την ζωή ενός φαΰνου - Μυθιστόρημα (με-τάφραση Γιάννης Κοίλης)

ITALO CALVINO : Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι - Πέντε δοκίμια (μετάφραση Αγγελική Ξύδη)

ΑΑΕΞΑΝΤΡ ΚΑΜΠΑΚΟΦ : Χωρίς επιστροφή - Διήγημα (μετάφρα-ση Σταύρος Κουρεμένος)

ROBERTSON DAVIES : Έκπτωτοι άγγελοι - Μυθιστόρημα (μετά-φραση Κώστας Θεολόγου)

ALFONSO ROJO : Ημέρες πολέμου - Ημερολόγιο (μετάφραση Κι-κή Καψαμπέλη)

Page 374: Οι αθώοι - Hermann Broch

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Α Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α

FERDINAND GREGOROVIUS : Μεσαιωνική ιστορία των Αθηνών -Τρεις τόμοι (μετάφραση Άγις Τσάρας)

Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η Σ Κ Ε Ψ Η

ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΟΥΚΑΤς : Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία (μετά-φραση και εισαγωγή Αλέκος Τσίτσοβιτς)

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ Τ έ ο -ντορ Αντόρνο, Μαξ Χορκχάιμερ (επιμ.) : Κοινωνιολογία -εισαγωγικά δοκίμια(μετάφραση Διονύσης Γράβαρης)

ΝΙΚΟΛΑΪ ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ : Η πολιτική οικονομία του εισοδηματία -(μετάφραση Παύλος Κόλλιας)

ΜΑΞ ΧΟΡΚΧΑΪΜΕΡ : Η έκλειψη του Λόγου (μετάφραση Θέμις Μί-νογλον)

ΚΑΡΑ ΣΜΙΤΤ : Η έννοια του Πολιτικού (μετάφραση-εισαγωγή Αλί-κη Ααβράνον, επιμέλεια Γιώργος Σταμάτης)

ΝΑΤΑΑΙ ΜΟςΚΟΒςΚΑ : Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις (με-τάφραση Παύλος Κόλλιας, επιμέλεια και εισαγωγή Γιώργος Σταμάτης)

ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Για την αξία (μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια Γιώργος Σταμάτης)

ΓΙΏΡΓΟς ΣΤΑΜΑΤΗς : Σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικο-νομίες

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΡΙΚΑΡΝΤΟ, ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Αξία και υπεραξία (μετάφρα-ση Θέμις Μίνογλον, Παναγιώτης Μαυρομμάτης, επιμέλεια Θέμις Μίνογλον)

ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Εμπόρευμα και χρήμα [Κεφάλαιο I της πρώτης έκ-δοσης του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου» και αντίστοιχο πα-ράρτημα «Η αξιακή μορφή»] (εισαγωγή, μετάφραση και σχό-λια Γιώργος Σταμάτης)

Page 375: Οι αθώοι - Hermann Broch

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ KANT κ.ά.: Τι είναι Διαφωτισμός; (επιμέλεια Έρχαρ-ντ Μπαρ, μετάφραση Ν. Μ Σκουτερόπονλος)

ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ : Τρεις μελετες για τον Χέγκελ (μετάφραση και επιμέλεια Νικόλαος Λιβός)

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ : Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικο-νομίας» του Adolph Wagner (μετάφραση Κώστας Σιδηρά-πονλος, θεώρηση Γιώργος Σταμάτης)

ΟΥΙΛΙΑΜ ΤΖΕΗΜς : Το αίσθημα ορθολογικότητας (μετάφραση Αθανάσιος Χριστακόπονλος)

ISAAC RUBIN .- Ιστορία Οικονομικών Θεωριών (μετάφραση Χρή-στος Βαλλιάνος, επιμέλεια Γιάννης Μηλιάς)

Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Α

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΑΑΑΡΟΠΟΥΑΟς : Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857 - Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις - Δυο τόμοι

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ο Πενηντοδραχμοΰλης (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Εικόνες Έρση Δρίνη)

Το ταξίδι του Ευωδιά (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Εικόνες Έρση Δρίνη)

ϊτροΟμπας ο μικρός αρκοΰδος (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Ει-κόνες Έρση Δρίνη)

Page 376: Οι αθώοι - Hermann Broch

τ ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ ΟΙ ΑΘΩΟΙ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΥ ΛΙΒΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ Ι.ΕΧΙΚΟΝ Ο.Ε, ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑ ΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΑ-ΦΛΩΡΟΥ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1989 ΓΙΑ

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΡΙΤΙΚΗ

Page 377: Οι αθώοι - Hermann Broch

ο Χέρμαν Μπροχ είναι ένας μεγάλος μοντέρνος συγγραφέας του αιώνα μας, ο οποίος διακατέχεται, όπως ο Προυστ και ο Μούζιλ, από την ι&έα να χρησιμοποιήσει την ποίηση με σκοπό τη γνώση, να.εξυψώσει την τέχνη στο επίπεδο της επιστήμης και να δώσει στη φιλοσοφία τη διάσταση της τέχνης.

Το μϋθιστόρημά του Οι Αθώοι γράφτηκε αποσπασματικά από το 1913 έως το 1949 και αποτελείται από μια παραβολή, τρία ποιη-τικά σύνολα και έντεκα αφηγηματικά μέρη, που συγκροτούν τη φιλοσοφία, το πλαίσιο και την πλοκή του.

Οι Λ θώοι συνιστούν την πιο βαθιά και πιο έγκυρη έκφραση της βιωματικής γνώσης του ναζισμού. Με τους Αθώους ο Χέρμαν Μπροχ ανέλυσε το ναζισμό πριν από το ναζισμό, πριν δηλαδή από την πολιτική του επικράτηση, καταδεικνύοντας την ύπαρξή του στην κοινωνική πρακτική, στην, καθημερινή ζωή και στις διαπρο-σωπικές σχέσεις των «φορέων» του, των κοινωνικών δηλαδή στρωμάτων "που, αναξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, τον εξέθρεψαν και τον εστήριξαν.

Το ότι ζουν και δρουν χωρίς συνείδηση και γνώση των κοινωνι-κών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους ή αδιαφορώντας για το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο εν-τάσσοντάι εκ των πραγμάτων με τις πράξεις τους, αποτελεί το κοι-νό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αυτού του νέου είδους «πο-λιτών ίου 20ού αιώνα» άύτών των «αθώων» που έδωσαν και τον τίτλο στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μπροχ.

ΙδΒΝ 960-218-017-Χ