Συγκείμενα - users.uoa.gr

39
ΜΕΡΟΣ Ι Συγκείμενα 1. Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα: σύνοψη και συνέχεια 1.1 Η ιδέα της έννομης τάξης σε αλυσιδωτά κεφάλαια. Η βασική διαδοχή των κεφαλαίων, κατά τις προδιαγραφές της εισαγωγής (και όπως θα αναπτυχθεί εκτενέστερα, από ουσιαστική άποψη, στην επόμενη ενότητα), θα είχε περιληπτικά από μορφική άποψη ως εξής: Κάποιοι τίτλοι είναι σε μας, ως πρόσωπα, ήδη έμφυτοι: π. χ., η εξουσία επί του σώματός μας, ακριβώς επειδή το πρόσωπο γεννιέται 1 . Ωστόσο, το δίκαιο της προσωπικότητας αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα: πώς δύναμαι να αποκτήσω τίτλο επί των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου με όρους αποκλειστικότητας και αποκλεισμού των άλλων. Ή, με άλλα (εγελιανά) λόγια, να επεκτείνω προς τον εξωτερικό κόσμο την ίδια την προσωπικότητά μου υπό όρους αμοιβαιότητας. Οι τίτλοι επί των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου δεν μου είναι έμφυτοι. Η απάντηση στο προκείμενο ερώτημα είναι το εμπράγματο δίκαιο, του οποίου (εν στενή εννοία) οργανωτική αρχή είναι ιδίως η κατάληψη αδεσπότου (ως πρωτότυπη κτήση τίτλου). Και πάλι, ερωτάται: δύναται το καθόλου δίκαιο να παύσει στο δίκαιο της προσωπικότητας και των πραγμάτων; Αν, χάριν της επιχειρηματολογίας, ναι, τότε, κατ’ αρχάς, θα ήταν κανονιστικά αδύνατη η μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων (και η στέρηση της σχετικής ελευθερίας θα μας προκαλούσε δικαϊκή βλάβη): υπό την ισχύ των μέχρι τώρα δύο πρώτων κεφαλαίων, η απόκτηση ενός υφιστάμενου τίτλου προϋποθέτει την εγκατάλειψή του από τον τιτλούχο∙ ωστόσο, η κρίσιμη μεταβίβαση πρέπει να συντελεστεί, ακριβώς ως παράγωγη και όχι ως πρωτότυπη κτήση, όταν και επειδή το πράγμα βρίσκεται, ούτως ειπείν, στα χέρια αμφοτέρων των μερών της συναλλαγής. Τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω μεταβίβαση προϋποθέτει τη σύμπτωση των βουλήσεων των μερών (ή των δηλώσεών τους βουλήσεως)∙ η αρχή αυτή αποτελεί, αντιστοίχως, την οργανωτική αρχή ενός επόμενου κεφαλαίου: του δικαίου των συμβάσεων. Ομοίως, η περίπτωση της προκλήσεως βλάβης προϋποθέτει τίτλο του προσώπου, ο οποίος μετατρέπεται σε αξίωση αποζημίωσης: ούτε η εν λόγω διπολική σχέση ενάγοντος και εναγομένου δύναται να αναχθεί στη σχέση κυρίου προς μη κύριο, σε μια σχέση, δηλαδή, εμπραγμάτου δικαίου, ή σε μια σχέση 1 Πρβλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σς 108 επ.

Upload: others

Post on 29-Nov-2021

3 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

ΜΕΡΟΣ Ι

Συγκείμενα

1. Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα: σύνοψη και συνέχεια

1.1 Η ιδέα της έννομης τάξης σε αλυσιδωτά κεφάλαια. Η βασική διαδοχή

των κεφαλαίων, κατά τις προδιαγραφές της εισαγωγής (και όπως θα

αναπτυχθεί εκτενέστερα, από ουσιαστική άποψη, στην επόμενη ενότητα),

θα είχε περιληπτικά από μορφική άποψη ως εξής: Κάποιοι τίτλοι είναι σε

μας, ως πρόσωπα, ήδη έμφυτοι: π. χ., η εξουσία επί του σώματός μας,

ακριβώς επειδή το πρόσωπο γεννιέται1. Ωστόσο, το δίκαιο της

προσωπικότητας αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα: πώς δύναμαι να

αποκτήσω τίτλο επί των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου με όρους

αποκλειστικότητας και αποκλεισμού των άλλων. Ή, με άλλα (εγελιανά)

λόγια, να επεκτείνω προς τον εξωτερικό κόσμο την ίδια την

προσωπικότητά μου υπό όρους αμοιβαιότητας. Οι τίτλοι επί των

πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου δεν μου είναι έμφυτοι.

Η απάντηση στο προκείμενο ερώτημα είναι το εμπράγματο δίκαιο,

του οποίου (εν στενή εννοία) οργανωτική αρχή είναι ιδίως η κατάληψη

αδεσπότου (ως πρωτότυπη κτήση τίτλου). Και πάλι, ερωτάται: δύναται το

καθόλου δίκαιο να παύσει στο δίκαιο της προσωπικότητας και των

πραγμάτων; Αν, χάριν της επιχειρηματολογίας, ναι, τότε, κατ’ αρχάς, θα

ήταν κανονιστικά αδύνατη η μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων (και η

στέρηση της σχετικής ελευθερίας θα μας προκαλούσε δικαϊκή βλάβη): υπό

την ισχύ των μέχρι τώρα δύο πρώτων κεφαλαίων, η απόκτηση ενός

υφιστάμενου τίτλου προϋποθέτει την εγκατάλειψή του από τον τιτλούχο∙

ωστόσο, η κρίσιμη μεταβίβαση πρέπει να συντελεστεί, ακριβώς ως

παράγωγη και όχι ως πρωτότυπη κτήση, όταν και επειδή το πράγμα

βρίσκεται, ούτως ειπείν, στα χέρια αμφοτέρων των μερών της

συναλλαγής.

Τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω μεταβίβαση προϋποθέτει τη

σύμπτωση των βουλήσεων των μερών (ή των δηλώσεών τους βουλήσεως)∙ η

αρχή αυτή αποτελεί, αντιστοίχως, την οργανωτική αρχή ενός επόμενου

κεφαλαίου: του δικαίου των συμβάσεων. Ομοίως, η περίπτωση της

προκλήσεως βλάβης προϋποθέτει τίτλο του προσώπου, ο οποίος

μετατρέπεται σε αξίωση αποζημίωσης: ούτε η εν λόγω διπολική σχέση

ενάγοντος και εναγομένου δύναται να αναχθεί στη σχέση κυρίου προς μη

κύριο, σε μια σχέση, δηλαδή, εμπραγμάτου δικαίου, ή σε μια σχέση

1 Πρβλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σς 108 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

13

συμβατική· ως εάν, δηλαδή, η αδικοπραξία να αποτελεί έναν εξωτικό

τρόπο κτήσεως τίτλων διά της αποζημιώσεως του κυρίου. Η συμμετρική

σχέση ενάγοντος και εναγομένου, αξιώσεως αποζημιώσεως και βλάβης,

σημαίνει εν προκειμένω την οργανωτική αρχή ενός επόμενου κεφαλαίου,

του δικαίου των αδικοπραξιών ως κανονιστικά διακριτού κλάδου του

ιδιωτικού δικαίου. (Παραλείπονται, για λόγους οικονομίας, το

οικογενειακό και το κληρονομικό δίκαιο, διότι μάλλον αποτελούν

κανονιστικές διακλαδώσεις του ιδιωτικού δικαίου∙ ως προς το

οικογενειακό, π. χ., το κρίσιμο ερώτημα είναι: πώς δύναμαι να αποκτήσω

τίτλο επί ενός προσώπου; Όχι βέβαια, ακριβώς με εμπράγματο τρόπο, με

κυρίευση: η απόκτηση συζύγου, π. χ., με τη σύναψη γάμου προϋποθέτει το

δίκαιο των συμβάσεων. Παραλείπεται και ο φαινομενικά σκανδαλώδης

καντιανός ορισμός του γάμου2…)

Περαιτέρω, στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε κανείς, κατά τα

προαναφερθέντα, να θέσει το κρίσιμο επόμενο ερώτημα της θεσμικής

επάρκειας των μέσων του ιδιωτικού δικαίου ως προς την πλήρη εγγύηση

του status μας ως ελεύθερων και ισότιμων προσώπων: δύναται, π. χ., να

εγγυηθεί το ιδιωτικό δίκαιο το εν λόγω status μας έναντι του δόλου (όχι

ίσως και της αμέλειας) του κοινωνού του δικαίου, ο οποίος αρέσκεται μεν

να προσβάλλει τη σωματική ακεραιότητα των άλλων, είναι όμως

διατεθειμένος να καταβάλλει χρηματικά (τι άλλο;) πλήρη αποζημίωση

και να ικανοποιήσει ομοίως κάθε αξίωση ηθικής βλάβης των θυμάτων

του; Η δικαϊκή απάντηση έγκειται στο επόμενο μεγάλο κεφάλαιο (ή μέρος

του αφηγήματος της έννομης τάξης), στο ποινικό δίκαιο, το οποίο, π. χ. διά

της φυλακίσεως (τι άλλο;) του δράστη, καθιστά θεσμικώς ανενεργά τα

εξωδικαϊκά πλεονεκτήματά του∙ εν προκειμένω, αναιρεί την υπέρ του,

έστω δικαϊκά πλήρως δικαιολογημένη, οικονομική (ή ταξική) ανισότητα.

Εκδήλωση του ότι το κεφάλαιο του ποινικού δικαίου έπεται, κατά τα

ανωτέρω, αποτελεί, π. χ., η διάταξη του άρθρου 77 του Ποινικού Κώδικα,

κατά την οποία, σε περίπτωση αδυναμίας του καταδικασθέντος σε

χρηματική ποινή να καταβάλει και τη συγχρόνως επικαδικασθείσα

αποζημίωση, προηγείται η καταβολή της τελευταίας.

Τέλος, η έννομη τάξη δεν φαίνεται ότι δύναται κανονιστικά να

παύσει στο ιδιωτικό και το ποινικό δίκαιο, ορθά βασισμένο στην αρχή που

ποινικοποιεί πράξεις των κοινωνών του δικαίου λόγω της προσβολής

κάποιων θεμελιωδών καθηκόντων μας, συνυφασμένων με την ειρηνική

συμβίωσή μας υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας, συν, σε

ένα επόμενο κεφάλαιο, τις εύλογες λειτουργίες της αστυνόμευσης και της

απονομής δικαιοσύνης (όπως επιχειρηματολογεί με ιδιαίτερη

ευρηματικότητα ο Robert Nozick3). Τούτο διότι, με την απόλαυση των

2 Ό. π., σ. 105. 3 Βλ. Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia (New York: Basic Books, 1974), passim.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

14

προαναφερθέντων τίτλων μας και παρά το ποινικό δίκαιο και τις

προαναφερθείσες κρατικές λειτουργίες, ο θεσμικός κόσμος που θα

διαπλασθεί ενδέχεται να είναι, εν τέλει, πολύ αφιλόξενος∙ π. χ., για τα

μέλλοντα πρόσωπα. Ενδέχεται, δηλαδή, για να μιλήσουμε παραστατικά,

ολόκληρη η επικράτεια να μη αποτελεί παρά άθροισμα ατομικών καθ’

εαυτές ιδιοκτησιών∙ ώστε, π. χ., ελλείψει πραγμάτων εκτός συναλλαγής,

να μη είναι δυνατό να τη διασχίσουν ελεύθερα οι κοινωνοί της, καθότι

αυτό προϋποθέτει κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή οδούς ή πλεύσιμους

(δικαϊκά!) ποταμούς, πράγμα που ήδη μας προκαλεί δικαϊκή βλάβη.

Η εν λόγω ιδέα της ζητούμενης ακεραιότητας της επικράτειας

πρέπει, εν συνεχεία, να μεταφρασθεί, για λόγους κανονιστικούς, στην ιδέα

της ακεραιότητας της αγοράς: η διανομή, δηλαδή, του κοινωνικού πλούτου

πρέπει να επιτρέπει στον καθένα μας, ως ισότητα πόρων (ιδίως ίσων

ευκαιριών) και όχι ως ισότητα ευημερίας, τη συμβίωσή του με τους άλλους

υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας. Τούτο σημαίνει πρωτίστως, για τη

διασφάλιση κάποιων πρωταρχικών αγαθών, το επόμενο κεφάλαιο της

φορολογίας επί των ιδιωτικών τίτλων, οι οποίοι κανονιστικά, προ της

φορολογίας, δεν αποδεικνύονται παρά προσωρινοί, αν και ισχυροί: ουδείς

δύναται, να μας τους αφαιρέσει, επιλέγοντάς μας ως εναγομένους βάσει,

π. χ., επιτακτικότερου συμφέροντος.

Περαιτέρω, αν πρέπει, π. χ. οι πρόσφυγες, να βρουν τη θέση τους

στην εν λόγω επικράτεια, το κράτος του παραδείγματός μας πρέπει να

είναι ικανό να ανταποκριθεί σε κάποια θεμελιώδη κοσμοπολιτικά

καθήκοντα, και αυτά αποτελούν ζήτημα του δικαίου των λαών, για να

χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Rawls4, το οποίο ως ακροτελεύτιο

κεφάλαιο (ή μέρος) θα ολοκλήρωνε με ηθική αισιοδοξία, δηλαδή ελπίδα,

το αλυσιδωτό αφήγημα της έννομης τάξης ως ρεαλιστικής ουτοπίας.

1.2 Μη διανεμητική δικαιοσύνη. Η ιδέα της έννομης τάξης σε αλυσιδωτά

κεφάλαια θα μπορούσε να εκτεθεί λεπτομερέστερα, αν συνόψιζα τον

κρίσιμο, για τη συνέχεια των αναπτύξεων, προβληματισμό της

μονογραφίας μου, Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα, διότι η σύνοψη αυτή μας

εισάγει άμεσα στην προβληματική της παρούσας5. Στο επίκεντρο της

σύλληψης της μονογραφίας (όπως θα τεκμηριωθεί εκτενέστερα στο τρίτο

μέρος) βρίσκεται το απαραβίαστο του status του προσώπου∙ το status αυτό

4 Βλ. John Rawls, The Law of Peoples (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1999),

passim. 5 Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση που ακολουθεί τη σύνοψη του κυρίως κειμένου είναι,

επομένως, ενδεικτική.Σημειωτέον ότι στην εν λόγω σύνοψη βασίσθηκα και για να

εκθέσω μια κατασκευοκρατική σύλληψη της έννομης τάξης στη μονογραφία μου,

Ενοράσεις και κατασκευές στην ηθική και το δίκαιο (κεφ. 3ο: «Δικαιοσύνη και αφηρημένο

δίκαιο»): η συγγένεια μιας μη απλώς τυποκρατικής νομικής κατασκευοκρατίας με την

εδώ ιδέα της έννομης τάξης σε αλυσιδωτά κεφάλαια είναι εγγενής.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

15

εγγυώνται μόνο τα (ευάριθμα θεμελιώδη) δικαιώματά του ως τίτλοι6. Η

ιδέα των τίτλων είναι εν πρώτοις μη συνεπειοκρατική: το εν λόγω

απαραβίαστο σημαίνει ακριβώς ότι το status του προσώπου συνυφαίνεται

με αλυσιδωτούς λόγους που δεν μας επιτρέπουν να φέρουμε στον κόσμο

τα βέλτιστα δυνατά, από μια απρόσωπη οπτική γωνία, αποτελέσματα∙ με

άλλα λόγια, πρόκειται για το διακριτόν και την αυτοτέλεια των

προσώπων. Κατά την περίφημη διατύπωση του Rawls7, οι ωφελιμιστικές

αντιλήψεις, ως συνεπειοκρατικές, αποβλέποντας στη μεγιστοποίηση της

ωφέλειας των περισσοτέρων, δεν λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους το

διακριτόν των προσώπων∙ και γι’ αυτό ενδέχεται να προσβάλουν την

ακεραιότητά τους8 και να υπονομεύσουν, βέβαια, την ίδια την ευθύνη τους.

Το εν λόγω status συνυφαίνεται με αρχές δικαιοσύνης∙ δηλαδή,

κανονιστικές και θεσμικές προϋποθέσεις συμβιώσεώς μας υπό συνθήκες

ελευθερίας και ισότητας.

Η προαναφερθείσα μονογραφία είχε τον διευκρινιστικό υπότιτλο:

ιδιοκτησία και μη διανεμητική δικαιοσύνη, μιλώντας δε για αρχές μη

διανεμητικής δικαιοσύνης, καλούμαστε να τις συλλάβουμε, από την

οπτική γωνία του αλυσιδωτού αφηγήματος της έννομης τάξης (το

εγχείρημα του οποίου απαιτεί και κάποια φιλοσοφική γνώση), μάλλον

κατά τον τρόπο που ερμηνεύει ο Kant τα τρία περιώνυμα προστάγματα

του Ουλπιανού9. Υπό τη μορφή αντικειμενικών κανόνων (norms) δικαίου,

δεν πρόκειται παρά για τρεις μόνες αρχές: πρώτον, ουδείς κοινωνός του

δικαίου δύναται να χρησιμοποιηθεί απλώς ως μέσον για την επίτευξη

οποιουδήποτε (αγαθού) σκοπού (honeste vive)∙ δεύτερον, ουδείς κοινωνός

επιτρέπεται να υποστεί βλάβη (neminem laede)∙ και τρίτον, ό,τι κάθε

κοινωνός διαθέτει πρέπει δικαίω ήδη να του ανήκει ως τίτλος και ό,τι ήδη

δικαίω του ανήκει ως τίτλος πρέπει ο ίδιος να το διαθέτει – έστω ως αξίωση

έναντι των άλλων (suum cuique tribue). Η τρίτη αρχή αποτελεί, κατά τις εδώ

αναπτύξεις, το μη διανεμητικό θεμέλιο της διανεμητικής δικαιοσύνης, από

κοινού δε οι τρεις αρχές καλούνται να ορίσουν αλυσιδωτά το ζητούμενο

κανονιστικό πεδίο του δικαίου.

Η πρώτη αρχή ορίζει το πρωταρχικό πεδίο της ηθικής

προσωπικότητας στο πλέον αφηρημένο επίπεδο λόγου: ότι το πρόσωπο,

6 Για τη σύγχρονη συζήτηση βλ. τις λαμπρές αναπτύξεις των F. M. Kamm, Intricate Ethics:

Rights, Responsibilities, and Permissible Harm (Oxford: Oxford University Press, 2007), σς 237

επ., Thomas Nagel, «The Value of Inviolability», in Paul Bloomfield (ed.), Morality and Self-

Interest (Oxford: Oxford University Press, 2008), σς 102 επ., και Paul Sourlas, Rechtsprinzipien

als Handlungsgründe: Studien zur Normativität des Rechts (Baden - Baden: Nomos

Verlagsgesellschaft, 2011), ιδίως σς 49 επ., 144 επ. 7 Θεωρία της δικαιοσύνης, σ. 55. 8 Πρβλ.την κλασική πλέον πραγμάτευση του Bernard Williams, «A critique of

utilitarianism», in J. J. C. Smart και του ιδίου, Utilitarianism: for and against (Cambridge:

Cambridge University Press, 1973), ιδίως 93 επ., 108 επ. 9 Μεταφυσική των ηθών, σς 58 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

16

δηλαδή, δικαίω είναι απαραβίαστο, ακριβώς ως υποκείμενο δικαιωμάτων.

Η δεύτερη αρχή συνυφαίνεται, κατ’ αρχήν, με το είδος δικαιοσύνης που ο

Αριστοτέλης το συλλαμβάνει ως διορθωτική10, το οποίο, βέβαια,

προϋποθέτει διαπροσωπικά (φυσικά11) καθήκοντα. Πρόκειται για

αριθμητική αναλογία ή ισότητα ποσού, κατ’ αντιδιαστολήν προς τη

γεωμετρική αναλογία ή την (αν)ισότητα προσωπικής αξίας, δηλαδή την

ισότητα στη διαφορά της διανεμητικής δικαιοσύνης (κατά τις – σημειωτέον

– προνεωτερικές μη προσωποκεντρικές αντιλήψεις∙ στο τέλος της

παρούσας ενότητας θα επανέλθω στο ζήτημα): η γεωμετρική αναλογία

διέπει τις διανομές, η αριθμητική τις διαφορές. Η μεν πρώτη συσχετίζει

πρόσωπα και πράγματα βάσει κλασματικών λόγων, δηλαδή διανεμητικών

(ποιοτικών) κριτηρίων, η δε δεύτερη απλώς απαιτεί την επαναφορά των

πραγμάτων (μια, ούτως ειπείν, γραμμική12 ή ποσοτική επαναφορά) σε μια

προτέρα κατάσταση, ανεξαρτήτως της ισχύος διανεμητικών κριτηρίων: η

αποζημίωση του θύματος της αδικοπραξίας δεν προϋποθέτει, δηλαδή,

διατάραξη μιας (δίκαιης) καταστάσεως διανεμητικής δικαιοσύνης· π. χ.

την αθέμιτη αύξηση του πλούτου του δράστη. Η ίδια μη διανεμητική

αντίληψη δικαιοσύνης (πρέπει να) διέπει , συνεπώς, και τις ανταλλαγές:

διαφορετικά, μια προσβολή τίτλου, αν δεν υφίστατο ανταλλακτική αξία,

δεν ήταν ενδεχομένως επανορθώσιμη.

Κατά τις αξιολογήσεις της διορθωτικής δικαιοσύνης13, οι έννομες

σχέσεις των προσώπων είναι πάντοτε διμερείς και απολύτως

10 Βλ. τη λαμπρή ανάπτυξη του Ernest J. Weinrib, The Idea of Private Law (Cabridge, Mass.:

Harvard University Press, 1995), σς 56 επ. 11 Για την ιδέα των φυσικών καθηκόντων βλ. John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, σς 148

επ. 12 Πρβλ. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1132b, 4 επ. 13 Βλ., από όσους ακολουθούν την καντιανή και εγελιανή φιλοσοφία του δικαίου,

πρωτίστως τις σχετικές αναπτύξεις των φιλοσόφων του δικαίου της Σχολής του Toronto,

ιδίως του Ernest J. Weinrib, The Idea of Private Law και Corrective Justice (Oxford: Oxford

University Press, 2012), του Peter Benson, «Misfeasance as an Organization Normative Idea

in Private Law», The University of Toronto Law Journal 60 (2010), σς 731 επ., «Philosophy of

Property Law», in Jules Coleman και Scott Shapiro (eds), The Oxford Handbook of Jurisprudence

& Philosophy of Law (Oxford: Oxford University Press, 2002), σς 752 επ., «The Unity of

Contract Law», in του ιδίου (ed.), The Theory of Contract Law: New Essays (Cambridge:

Cambridge University Press, 2001), σς 93 επ. και «The Basis of Corrective Justice and its

Relation to Distributive Justice», Iowa Law Review 77 (1992), σς 515 επ, Alan Brudner, The

Unity of the Common Law: Studies in Hegelian Jurisprudence (Berkeley: University of California

Press, 1995), και Arthur Ripstein, Private Wrongs (Cambridge, Mass.: Harvard University

Press, 2016). Από την πρόσφατη αγγλόφωνη βιβλιογραφία επί της Μεταφυσικής των

Ηθών βλ. πρωτίστως Sharon Byrd και Joachim Hruschka, Kant’s Doctrine of Right

(Cambridge: Cambridge University Press, 2010), και Arthur Ripstein, Force and Freedom:

Kant’s Legal and Political Philosophy (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2009). Από

την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Παύλου Σούρλα, «Βλάβη και ζημία: μία αναγκαία

διάκριση στο δίκαιο του αδικήματος», in Τιμητικό Τόμο Φιλίππου Δωρή (Αθήνα -

Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2015), σς 1467 επ., καθώς και τη μονογραφία του

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

17

συμμετρικές: π. χ., σε μια διαφορά (κατ’ αντιδιαστολήν προς ένα ουδέτερο

ζήτημα διανομής) ο ενάγων δικαιούται ακριβώς να αξιώσει την

αποζημίωσή του λόγω της αποκαταστατέας βλάβης που πράγματι του

προξένησε ο εναγόμενος. Διανεμητικά κριτήρια, κατά τη ρήτρα συμφώνως

προς..., είναι απολύτως αδιάφορα για τον προσδιορισμό της αξίας της

βλάβης και της αποζημίωσης. Τόσο οι συμβάσεις όσο και οι αδικοπραξίες

έχουν μεν διανεμητικές συνέπειες, ωστόσο, οι σχετικοί λόγοι τους ισχύος

δεν είναι διανεμητικοί. Οι λόγοι της υπαιτιότητας, π. χ., δεν δικαιολογούν,

κατά το περιεχόμενό τους, την επίτευξη οικονομικής

αποτελεσματικότητας14, ως διανεμητικής συνέπειας, αλλά το μέτρο της

φροντίδας ή επιμέλειας που πρέπει αμοιβαίως να επιδεικνύει κάθε

ελεύθερος και ισότιμος κοινωνός του δικαίου για τα αγαθά των άλλων.

Συναφώς προς την ιδέα αυτή, ό,τι δύνανται διαπροσωπικά να αξιώσουν οι

κοινωνοί του δικαίου προϋποθέτει πάντοτε βλάβη.

Ωστόσο, η ίδια η κανονιστική δυνατότητα βλάβης με τη σειρά της

προϋποθέτει ότι ο ενάγων έχει ήδη στη δικαιοκτησία του τον τίτλο που

απετέλεσε το αντικείμενο προσβολής. Πώς πράγματι τον απέκτησε

δικαίω; Ειδικότερα, αν και η δίκαιη ιδιοποίηση των πραγμάτων, π. χ. ενός

αδεσπότου, δεν βλάπτει κανέναν από τους κοινωνούς του δικαίου, πώς

αυτή είναι δυνατή βάσει αρχών μη διανεμητικής δικαιοσύνης; Το δίκαιο,

δηλαδή, των προσώπων και των αδικοπραξιών αδυνατεί να απαντήσει

στο πρότερο αυτό ερώτημα: αφ’ ενός η νομή των πραγμάτων δεν είναι

σύμφυτη της προσωπικότητας, αλλά επίκτητη15, αφ’ ετέρου η ιδιοποίηση

καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί, βέβαια, εννοιολογικά αδικοπραξία. Για μια

κανονιστική απάντηση απαιτείται η σύλληψη ενός κλάδου του δικαίου μη

αναγώγιμου στο δίκαιο της προσωπικότητας και των αδικοπραξιών∙ ούτε

όμως και στο δίκαιο των συμβάσεων: η πρωτότυπη ιδιοποίηση, π. χ. και η

δημιουργία ενός έργου τέχνης ως αντικειμένου τίτλου, δεν αποτελεί

εννοιολογικά σύμβαση, αλλά μονομερή ενέργεια. Η μεταβίβαση, δηλαδή,

του πράγματος, ενόσω βρίσκεται στην εξουσία του δικαιούχου, δεν

προϋποθέτει, όπως ήδη επισημάνθηκε, τη μονομερή αποξένωση του

μεταβιβάζοντος και την ομοίως μονομερή ιδιοποίηση του αποκτώντος,

αλλά τη σύμπτωση των (δηλώσεων των) βουλήσεων αμφοτέρων16,

ανεξαρτήτως – και πάλι – της ισχύος αυτοτελών διανεμητικών κριτηρίων.

Πρόκειται, κατ’ αντιδιαστολήν προς τον κλάδο του δικαίου των

Γεωργίου Λαδογιάννη, Η θεμελίωση του αδίκου: δικαιοθεωρητικές βάσεις της

αδικοπρακτικής ευθύνης και ερμηνευτικές προεκτάσεις στο θετικό δίκαιο (Αθήνα:

Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε. Ε., 2016). 14 Πρβλ. Richard Posner, «A Theory of Negligence», Journal of Legal Studies 1 (1972), σ. 33. 15 Βλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σς 59 επ. 16 Πρβλ. Immanuel Kant, ό. π., σ. 69.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

18

συμβάσεων και των αδικοπραξιών, για τον προϋποτιθέμενο κλάδο του

εμπραγμάτου δικαίου17:

Συστατική του εμπραγμάτου δικαίου είναι, κατά τα

προαναφερθέντα, η αρχή της καταλήψεως αδεσπότου ή της πρωτότυπης

κτήσεως. Και η εν λόγω αρχή είναι μη διανεμητική: αρκεί η φυσική

εξουσίαση του (προηγουμένως αδεσπότου) πράγματος για την απόκτηση

σχετικού τίτλου επ’ αυτού, ανεξαρτήτως των αναγκών, των συμφερόντων

ή των αρετών των υπολοίπων κοινωνών του δικαίου. Ωστόσο, αν η

εμπράγματη σχέση ήταν σχέση φυσικής εξουσιάσεως (αρχή της

αμεσότητας, κατά την εγελιανή σύλληψη της σχέσεως της αφηρημένης

προσωπικότητας προς τον κόσμο των εξωτερικών πραγμάτων18), τότε

κάθε προσβολή της δεν θα αποτελούσε παρά ζήτημα σωματικής

ακεραιότητας. Για να τίθεται ζήτημα εμπράγματης προστασίας του

δικαιούχου, πρέπει η νομή του πράγματος να μη είναι σωματική, αλλά

νοητή (αρχή της αποκλειστικότητας, κατά την καντιανή αντίληψη ενός

επιτρεπτικού εν προκειμένω νόμου χάριν της ελευθερίας19): η

χωροχρονική, δηλαδή, απόσταση του δικαιούχου από το πράγμα (ή η

αναποτελεσματική φύλαξή του κ. λπ.) δεν πρέπει να αλλοιώνει τον τίτλο

του, ούτε, βέβαια, η συρρίκνωση του πληθυσμού μιας επικράτειας σε δύο

μόνα πρόσωπα δύναται να μεταβάλει τους, κατά το αντικείμενό τους,

(απόλυτους) τίτλους τους in rem σε (σχετικούς) τίτλους in personam20, παρ’

ότι, από καντιανή σκοπιά, όλοι οι τίτλοι, είναι, κατά το υποκείμενο και

τους αποδέκτες τους, πάντοτε in personam21: οι in rem προς κάθε υπαρκτό ή

μελλοντικό πρόσωπο ή, καλύτερα, τουλάχιστον όσοι και τα υπαρκτά

πρόσωπα.

Η θεμελίωση του προαναφερθέντος επιτρεπτικού νόμου δεν

έγκειται, κατά τον Kant, παρά σε ένα αίτημα του πρακτικού λόγου22: η

νομική αδυναμία ιδιοποιήσεως των αδεσπότων θα αποτελούσε έναν

εντελώς ανεύλογο περιορισμό της ελευθερίας μας ως προσώπων, ο δε

περιορισμός των εμπραγμάτων τίτλων σε μια συγκυριακή, χάριν των

άλλων, χρήση του πράγματος23, όπως στη χρησιμοποίηση, κατά χρονική

17 Η καλύτερη ανάπτυξη των σχετικών ζητημάτων είναι του Peter Benson, «Philosophy of

Property Law», σς 752 επ. 18 Βλ. G. W. F. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, in Werke, τ. 7ος, σς 92 επ. 19 Βλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σς 72 επ. [σημ. 76]. 20 Πρβλ. Immanuel Kant, ό. π., σς 85 επ. 21 Βλ. την κλασσική πραγμάτευση του Wesley Newcomb Hohfeld, Fundamental Legal

Conceptions as Applied in Judicial Reasoning [1921] (Burlington: Ashgate, 2001), ιδίως σς 64 επ.

(Η κρίσιμη τυπολογία του δικαιώματος, κατά τον Hohfeld, θα εξεταστεί στο τρίτο μέρος.) 22 Βλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σς 72 επ. [σημ. 76]. 23 Βλ., π. χ., Kenneth R. Westphal, «Do Kant's Principles Justify Property or Usufruct?»,

Jahrbuch für Recht und Ethik 5 (1997), σς 141 επ., αλλά και την κριτική των B. Sharon Byrd και

Joachim Hruschka, «The Natural Duty to Recognize Private Property Ownership: Kant’s

Theory of Property in his Doctrine of Right», University of Toronto Law Journal 56 (2006), σ. 252

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

19

προτεραιότητα, των διαθεσίμων προς όλους (εν προκειμένω προς την

ανθρωπότητα) θέσεων του θεάτρου για όσο διαρκεί η εκάστοτε

παράσταση (για να επικαλεσθούμε την υποβλητική εικόνα των

Στωικών24), θα συνιστούσε προσβολή της αυτοτέλειας του προσώπου. (Στο

ζήτημα θα επανέλθω ευσύνοπτα στο τέλος της παρούσας ενότητας.)

1.3 Τίτλοι και φόροι. Έστω, λοιπόν, ότι οι ανωτέρω αρχές της πρωτότυπης

κτήσης και της μεταβίβασης των αγαθών, υπό την επιφύλαξη της

αποζημιώσεως ένεκα αδικοπραξίας, αποτελούν τις μόνες αρχές

(δικαιοσύνης) που ορίζουν τη συμβίωσή μας υπό συνθήκες ελευθερίας και

ισότητας. Η φορολογία (επί του εισοδήματος από εργασία) δικαίως δεν θα

αποτελούσε τότε παρά μορφή αναγκαστικής εργασίας, οι δε επιλογές των

άλλων, εφ’ όσον θα ήταν ελεύθερες (όχι, δηλαδή, αποτέλεσμα πλάνης,

απάτης ή απειλής κ. τ. τ.) δεν θα έθεταν ζήτημα δικαίου. Το επιχείρημα

έχει – το ανέφερα προηγουμένως – αναπτυχθεί πλήρως και κατά τρόπο

πράγματι εντυπωσιακό από τον Nozick.

Κατά τον Nozick, εφ’ όσον ουδείς κοινωνός του δικαίου δικαιούται

διαπροσωπικά να αξιώσει ο,τιδήποτε από έναν άλλο, επικαλούμενος

ιδίως τα συμφέροντα και τις ανάγκες του, πώς γίνεται να ευσταθεί το

αντίθετο στο μακροεπίπεδο των πολλών; Ένα κράτος που

νομιμοποιημένα θα είχε δημιουργηθεί βάσει των εν λόγω αρχών μη

διανεμητικής δικαιοσύνης (πρωτότυπης κτήσης, μεταβίβασης και

αποζημίωσης των τίτλων), συν μια κάποια αρχή θεσμικής

αποτελεσματικότητας, ιδίως του λεγομένου μονοπωλίου ασκήσεως

νομιμοποιημένης βίας, θα ήταν ελάχιστο: δεν θα εξυπηρετούσε μεν μόνο

τους πελάτες του (όπως ένα υπερελάχιστο), ωστόσο, η προς όλους

συνδρομή του δεν θα αφορούσε παρά μόνο στην παροχή προστασίας είτε

από βία, απειλή και – έστω (παρά την αρχή του caveat emptor) – εξαπάτηση,

λόγοι που εξ άλλου καθιστούν άκυρη τη σύναψη σχετικών συμβάσεων,

είτε από πλημμελή εκπλήρωση των τελευταίων (εγκύρων).

Ωστόσο, η συμβίωσή μας υπό θεσμικές συνθήκες, όχι απλώς

ακραίας φτώχειας για κάποιους κοινωνούς, αλλά χωρίς οι ίδιοι να

διαθέτουν ουδεμία (μη διανεμητική) αξίωση παροχής κάποιων

πρωταρχικών αγαθών και εγγυήσεων, δεν προσβάλλει άραγε, εν όψει του

απαραβιάστου του status προσώπου, τις αρχές μη διανεμητικής

δικαιοσύνης; Μια έστω οιονεί καντιανή απάντηση, προς την οποία

σημ. 170. Βλ., επίσης, Arthur Ripstein, Force and Freedom, σ. 104, και Louis - Philippe

Hodgson, «Kant on Property Rights and the State», Kantian Review 15 (2010), σς 57 επ. 24 Βλ. A. A. Long, «Stoic Philosophers on Persons, Property-Ownership, and Community», in

From Epicurus to Epictetus: Studies in Hellenistic and Roman Philosophy (Oxford: Clarendon

Press, 2006), σς 350 επ., καθώς και Julia Annas, «Cicero on Stoic Moral Philosophy and

Private Property», in Miriam Griffin και Jonathan Barnes (eds), Philosophia Togata: Essays on

Philosophy and Roman Society (Oxford: Clarendon Press, 1997), ιδίως σς 167 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

20

συνηγορούν οι επόμενες αναπτύξεις, επικεντρωμένη στην προκείμενη

τρίτη αρχή διανομής βάσει των μη διανεμητικών τίτλων (suum cuique tribue)

συμβιώσεως των προσώπων υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και

ισότητας, είναι δικαιολογημένα, όπως θα δούμε στο τρίτο μέρος, μάλλον

καταφατική.

1.4 Η ιδέα της επικράτειας. Το εμπράγματο δίκαιο, η ιδέα, δηλαδή, της

ιδιοκτησίας, αποτελεί, από την εν λόγω καντιανή σκοπιά, το κλειδί για

την κατανόηση του κράτους και του δικαίου. Εμπράγματο δίκαιο σημαίνει

πρωτίστως την εξουσιοδότηση των προσώπων προς μια ατομική κατ’

αποκλειστικότητα ιδιοποίηση εδάφους. Η τελευταία δεν έχει, ωστόσο,

άραγε σκανδαλώδη χαρακτήρα, ακριβώς επειδή το στερεί από άλλα

πρόσωπα, υπαρκτά ή μελλοντικά; Πώς είναι, λοιπόν, δικαίω δυνατή;

Η επικράτεια που ορίζουν οι κατά Nozick αρχές δικαιοσύνης

πράγματι μοιάζει με μια φέτα ελβετικού τυριού25. Η συγκρότησή της

εξαρτάται από το τι συγκυριακά εισφέρει κανείς για τη σύσταση του

ελάχιστου κράτους, κατά τη διαδικασία της λεγόμενης αοράτου χειρός26,

ασκώντας κάποιες προπολιτικές εξουσίες του προς ιδιοκτησία (εν ευρεία

εννοία), ως αντάλλαγμα για την παροχή απολύτως νομιμοποιημένων

υπηρεσιών (που δεν προσβάλλουν τους τίτλους ιδιοκτησίας των άλλων), ή

αξιώνει από τους άλλους, υποκείμενος στην εξουσία του εν λόγω μόνου

νομιμοποιημένου ελάχιστου κράτους. Η πρωτογενής ύπαρξη, π. χ.,

πραγμάτων εκτός συναλλαγής είναι κανονιστικά μάλλον αδύνατη. Η

σύλληψη του Kant είναι ριζικά αντίθετη. Το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου,

παράθεμα από τη Μεταφυσική των ηθών έχει ως εξής27:

Επειδή το έδαφος είναι ο ανώτατος όρος υπό τον οποίο και μόνον είναι δυνατόν

να έχει κάποιος ως δικά του εξωτερικά πράγματα, των οποίων η δυνατή νομή και

χρήση αποτελεί το πρώτο δικαίωμα που μπορεί να αποκτηθεί, για τούτο κάθε

τέτοιο δικαίωμα θα πρέπει ορθότερα να συνάγεται από τον ηγεμόνα ως αρχηγό

της χώρας [, καλύτερα] ως ανώτατο κύριο (dominus territorii)... [Η] ανώτατη τούτη

κυριότητα είναι μόνο μια ιδέα της πολιτικής ένωσης, ώστε να αντιληφθούμε

σύμφωνα με έννοιες του δικαίου την αναγκαία συνένωση της ιδιωτικής

κυριότητας όλων των πολιτών… υπό έναν δημόσιο γενικό νομέα με σκοπό τον

προσδιορισμό της ατομικής κυριότητας, όχι σύμφωνα με αρχές άθροισης (η οποία

προχωρεί εμπειρικά από τα μέρη προς το Όλον), αλλά σύμφωνα με την

αναγκαία τυπική αρχή της διαίρεσης (διαίρεσης του εδάφους). Σύμφωνα με τις

έννοιες αυτές του δικαίου, ο ανώτατος κύριος δεν μπορεί να έχει ιδιωτική

κυριότητα σε κάποιο έδαφος (διότι τότε θα γινόταν ιδιωτικό πρόσωπο), αλλά το

έδαφος ανήκει μόνο στο λαό (και μάλλιστα θεωρούμενο όχι συλλογικά αλλά

διανεμητικά)…

25 Βλ. Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia, σ. 55. 26 Βλ. Robert Nozick, «Invisible-Hand Explanations», in Socratic Puzzles (Cambridge, Mass.:

Harvard University Press, 1997), σς 191 επ. 27 Σ. 161.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

21

Κατά την καντιανή (αντ)επιχειρηματολογία, η επικράτεια δεν

δημιουργείται με την αθροιστική συνένωση προϋφισταμένων

ανεξαρτήτως αυτής ιδιοκτησιών, αλλά κάθε ατομική ιδιοποίηση εδάφους

αποσπά νοητώς ένα τμήμα της επικράτειας (προϋποτιθεμένης ως) ήδη

διανεμητικώς, βάσει αρχών μη διανεμητικής δικαιοσύνης, συγκροτημένης.

Κατ’ αντιδιαστολήν προς τη σύλληψη του Nozick, τα εκτός συναλλαγής

πράγματα (π. χ. οι πλεύσιμοι ποταμοί), η ύπαρξη των οποίων είναι

αναγκαία για τη συμβίωση των προσώπων υπό θεσμικές συνθήκες

ελευθερίας και ισότητας, είναι συστατικά της επικράτειας. Πράγματι, εφ’

όσον η γέννηση ενός προσώπου δεν αποτελεί βλάβη για οποιονδήποτε,

βάσει δε των μέχρι τώρα αρχών μη διανεμητικής δικαιοσύνης η

επικράτεια καθ’ ολοκληρίαν ανήκει διανεμητικώς σε πρόσωπα, πώς θα

μπορούσε το πρόσθετο στον πληθυσμό πρόσωπο να συμβιώσει ως

ελεύθερος και ισότιμος κοινωνός του δικαίου εντός αυτής; Η ιδέα της

επικράτειας δεν συνυφαίνεται παρά με εκείνη της σφαιρικότητας της

Γης28:

Όλοι οι άνθρωποι έχουν πρωτογενώς (δηλαδή πριν από κάθε έννομη πράξη της

προαίρεσης) σύννομη νομή του εδάφους, δηλαδή, έχουν το δικαίωμα να είναι εκεί

όπου τους τοποθέτησε η φύση ή η τύχη (χωρίς τη βούλησή τους). Η νομή

(possessio) τούτη… είναι κοινή νομή, λόγω της ενότητας όλων των τόπων στην

επιφάνεια της Γης ως σφαιρική επιφάνεια.

Όπως καθένας μας πρέπει, λοιπόν, να βρει τη θέση του, ως

ελεύθερο και ισότιμο πρόσωπο, εντός της σφαιρικής (πεπερασμένης) Γης,

πρέπει ομοίως να την βρει και εντός της πεπερασμένης επικράτειας ή

μιας κοινωνίας που δεν χαρακτηρίζεται (όπως μια άπειρη Γη) από

αφθονία αγαθών (όπως η λεγόμενη αταξική). Εν τούτοις, δεν πρόκειται για

έναν εμπειρικό περιορισμό29, αλλά για το κανονιστικό ζήτημα της

συμβιώσεως των προσώπων υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και

ισότητας. (Και στην αταξική κοινωνία της αφθονίας μάλλον τίθεται

ευλόγως ζήτημα σωματικής ακεραιότητας). Εφ’ όσον η δυνατότητα

ιδιοποιήσεως εξωτερικών πραγμάτων, διακριτών από τα πρόσωπα, δεν

αποτελεί παρά τη δυνατότητα αποκλεισμού των άλλων από τη χρήση

τους, και εφ’ όσον δεν δύναμαι να επιβάλλω στους άλλους υποχρεώσεις,

όχι όμως και φυσικά καθήκοντα30, παρά μόνο με τη συναίνεσή τους, τα

πρόσωπα πρέπει να βρίσκονται σε αντίστοιχες δικαϊκές σχέσεις νοητές,

28 Immanuel Kant, ό. π., σ. 87. 29 Αντίθετα προς την Katrin Flikschuh, Kant and Modern Political Philosophy (Cambridge:

Cambridge University Press, 2000), σς 121 επ., 129 επ., η οποία εκμαιεύει εν προκειμένω,

όχι αβίαστα, μια (εγελιανή) αντινομία μεταξύ ελευθερίας (επιτρεπτικού νόμου) και φύσης

(σπανιότητας των αγαθών). 30 Πρβλ. John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, σς 388 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

22

προ και ανεξαρτήτως κάθε εμπειρικού αλληλοσυσχετισμού και

αλληλεπιδράσεώς τους· άλλως, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνάψουν

σχέσεις εμπραγμάτου, αλλά πάντοτε ενοχικού δικαίου (δηλαδή, βάσει

συμβάσεως ή ένεκα αδικοπραξίας). Η ιδέα της Γης ως αδέσποτης καθ’

εαυτήν είναι, από την οπτική γωνία του πρακτικού λόγου, ασυνάρτητη.

Υπ’ αυτήν ακριβώς την έννοια η Γη πράγματι δεν αποτελεί μάννα εξ

ουρανού, όπως όμως και το χρήμα31.

1.5 Η ιδέα της ακεραιότητας της αγοράς. Κατ’ αντιδιαστολήν προς θεωρίες

καταγωγής του χρήματος, παράλληλες προς εκείνες της καταγωγής του

κράτους μέσω μιας διαδικασίας αοράτου χειρός, όπου το χρήμα απλώς

αντιπροσωπεύει το πλέον αποτελεσματικό για τις ανταλλαγές είδος,

όπως, π. χ., κατά τη θεωρία του Carl Menger32, σύμφωνα με μια καντιανή

αντίληψη, η ισχύς του χρήματος (η ίδια η ιδέα, δηλαδή, της υποχρεωτικής

και εξαναγκαστής συναλλαγής σε χρήμα) δεν συνυφαίνεται παρά με την

ιδέα του κοινωνικού πλούτου∙ ενός κατασκευασμένου πλανήτη33,

αντίστοιχου της προδεδομένης από τη φύση σφαιρικής Γης. Το χρήμα

νοείται εν προκειμένω, όχι απλώς ως μέσον ανταλλαγής, αλλά επίσης ως

«απόθεμα αξίας, και ως μέτρο κατά το οποίο αποτιμώνται, περισσότερο ή

λιγότερο αυστηρά, δάνεια και άλλες νομικές υποχρεώσεις, συνήθειες,

αντιλήψεις και συναλλακτικά ήθη, εν ολίγοις όλα τα είδη σχέσεων μεταξύ

ανθρώπων»34. Ο κοινωνικός πλούτος δεν θα αποτελούσε κατά τον Kant

παρά την αποτύπωση σε χρήμα των σχέσεων ελεύθερων και ισότιμων

προσώπων. Γι’ αυτό το μαρξικό (-καντιανό35!) ερώτημα πώς είναι δυνατή η

αύξηση του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή το κέρδος, δεν είναι εν

προκειμένω κρίσιμο για μια θεωρία δικαιοσύνης.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόσθετη στο αλυσιδωτό μας αφήγημα

ιδέα της ακεραιότητας (integrity) της αγοράς, δηλαδή της φορολογίας, μόνη

η ύπαρξη πραγμάτων εκτός συναλλαγής (πρέπει να) επιδρά στην

ανταλλακτική αξία των πραγμάτων εντός συναλλαγής (και εμπορίου).

Ενώ, κατά τις αρχές δικαιοσύνης του Nozick, καθένας δικαιούται την αξία

των αγαθών του, όπως αυτά αποτιμώνται σε οποιαδήποτε αγορά, κατά τις

οιονεί καντιανές αρχές δικαιοσύνης, την ιδιάζουσα θεμελίωση της

διανεμητικής δικαιοσύνης σε μη διανεμητικό θεμέλιο, η εν λόγω αξία

31 Πρβλ. Karl Polanyi, The Great Transformation (Boston: Beacon Press, 1957), σ. 72. 32 Βλ. Carl Menger, Grundsätze der Volkswirthschaftslehre: Erster Allgemeiner Theil (Wien:

Wilhelm Braumüller, 1871), σς 250 επ. 33 Πρβλ. Susan Meld Shell, The Rights of Reason: A Study of Kant’s Philosophy and Politics

(Toronto: University of Toronto Press, 1980), σ. 147, 34 Η φράση από μιά κριτική του Piero Sraffa στη μονογραφία Prices and Production του

Friedrich A. Hayek (London: George Routledge and Sons, 1931), «Dr. Hayek on Money and

Capital», The Economic Journal 42 (1932), σ. 43. 35 Πρβλ. Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia, σς 261 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

23

εξαρτάται από την ακεραιότητα της αγοράς. Η φορολογία, χάριν της

παροχής πραγμάτων εκτός συναλλαγής (που αδυνατεί να παράσχει η

υφιστάμενη αγορά προς όλους), ή κάποιων πρωταρχικών αγαθών, υπό την

έννοια του Rawls, δηλαδή, ιδίως ίσων ευκαιριών και μέσων παντός σκοπού

(όπως το λεγόμενο ελάχιστο εισόδημα)36, δεν αποτελεί αναγκαστική

εργασία ή επίσημη κλοπή, αλλά μετασχηματίζει μια τυχαία και

ενδεχομένως ηθικά αυθαίρετη αγορά σε ακέραιη, διασφαλίζοντας τη

συμβίωση των προσώπων υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και

ισότητας37. Γι’ αυτό ακριβώς η ανταλλακτική αξία των πραγμάτων εντός

συναλλαγής (των εμπορευμάτων) δεν αποτελεί παρά πράγματι μια

δημόσια κρίση∙ την κρίση του κοινού των ελεύθερων και ισότιμων πολιτών.

Η έννοιά μας της διανεμητικής δικαιοσύνης δεν αφορά, δηλαδή, σε

αυτοτελείς διανομές – αντιθέτως έπεται της έννοιας της μη διανεμητικής

δικαιοσύνης – ούτε στην ουσιαστική ισότητα ως ισότητα ευημερίας∙ οι δε

τρέχουσες συλλήψεις της αρχής της ισότητας, βάσει επινοημάτων

βασισμένων είτε στην ιδέα του ρωλσιανού κοινωνικού συμβολαίου είτε

στην ιδέα μιας ασφαλίσεως κατόπιν φρονίμου κρίσεως, συνυφασμένης με

μια διαδικασία ακριβοδίκαιου πλειστηριασμού38 κ. λπ., προϋποθέτουν μια

ανεξάρτητη θεμελίωσή της∙ δηλαδή τον αμοιβαίο σεβασμό των προσώπων

που καλούνται να συμβιώσουν υπό κατάλληλες προς το status τους

θεσμικές συνθήκες. Η απόσταση πλέον από μια ιδιοκτησιακή δημοκρατία

(ή μια δημοκρατία ιδιοκτητών∙ property-owning democracy), σύμφωνα με τη

διευκρινιστική ρωλσιανή απόρριψη του λεγόμενου κοινωνικού κράτους ως

ανεπαρκούς για τις αρχές της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας39, δεν είναι

μεγάλη.

1.6 Η εννοιολογική διαδοχή. Οι ιδέες, π. χ., της επικράτειας ή της

ακεραιότητας της αγοράς δεν αποτελούν, από την εδώ οπτική γωνία,

παρά αφηγηματικές επινοήσεις, οι οποίες καλούνται να εναρμονίσουν

αλυσιδωτά στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις κρίσιμες εν προκειμένω

έννοιες, π. χ. των τίτλων της κυριότητας και των δημοσίων βαρών:

διαφορετικά, κάθε έννοια θα είχε το δικό της αυθαίρετο κανονιστικό πεδίο

εφαρμογής, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρχές μη διανεμητικής

δικαιοσύνης που δικαιολογούν πλήρως την κυριότητα θα αναιρούνταν

από αυτοτελείς αρχές διανεμητικής δικαιοσύνης που θα δικαιολογούσαν

την επιβολή δημοσίων βαρών: δηλαδή, την κατανομή ανερξαρτήτως της

παραγωγής. Τούτο θα καθιστούσε αδύνατη μια κανονιστικά αβίαστη

36 Bλ. John Rawls, π. χ., «Social Unity and Primary Goods», in Collected Papers, σς 359 επ. 37 Πρβλ. T. M. Scanlon, Why Does Inequality Matter? (Oxford: Oxford University Press, 2018),

σ. 115. 38 Βλ. Ronald Dworkin, Sovereign Virtue (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2000),

σς 65 επ. 39 Βλ. John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, σς 13 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

24

συγγραφή του αλυσιδωτού αφηγήματος της έννομης τάξης. H επικράτεια,

όπως και ο κοινωνικός πλούτος, πρέπει να είναι, δηλαδή, συναρθρωμένη,

όχι συσσωρευμένη· να αποτελεί articulatio, όχι coacervatio40.

Κατά τον Kant, η μονομερής ιδιοποίηση, αν και πλήρως

νομιμοποιημένη, θέτει ένα σοβαρό ζήτημα δικαίου, όχι ως προς το

περιεχόμενο (ή την εμπειρική διάσταση) των ιδιοκτησιακών τίτλων, αλλά

κατ’ ανάγκην ως προς τη μορφή τους (ή τη νοητή διάστασή τους).

Πράγματι, με τη μονομερή ιδιοποίησή μου ενδέχεται – ίσως το πιθανότερο

– να μη βλάπτω κανέναν (δηλαδή, κανένα υπαρκτό πρόσωπο)∙ ωστόσο, η

διατήρηση της ιδιοκτησίας μου ως μονομερούς προκαλεί τη μέγιστη

δυνατή βλάβη∙ μια βλάβη μορφικής φύσεως41. Η διατήρηση των

μονομερών ιδιοκτησιών καθ’ εαυτήν εμποδίζει τη συγκρότηση της

δικαϊκής τάξεως∙ εν προκειμένω, την απρόσκοπτη συνέχεια του

αλυσιδωτού αφηγήματος της έννομης τάξης στο κανονιστικό πεδίο της

διανεμητικής δικαιοσύνης. Ως τέτοια, επομένως, πάντοτε αποβαίνει

βλαπτική για τις νοητές δικαϊκές σχέσεις μεταξύ προσώπων (υπαρκτών ή

δυνητικών).

Η όλη αφηγηματική μας προσπάθεια καλείται, συνεπώς, να

επκεντρωθεί στη σύλληψη των σχέσεων μη διανεμητικής και

διανεμητικής δικαιοσύνης και υπό ένα αβίαστο σχήμα εννοιολογικής

διαδοχής42. Εφ’ όσον εντός των αρχών της μη διανεμητικής δικαιοσύνης

τίθενται ζητήματα διανεμητικής (π. χ., καταστάσεως ανάγκης), οι αρχές

της διανεμητικής (εν ολίγοις το δημόσιο δίκαιο) αποτελούν τη λύση των εν

λόγω πρακτικών προβλημάτων. Σε αντιδιαστολή, π. χ., προς τη λοκιανή

αξιολόγηση της πολιτικής κοινωνίας ως εγγυήτριας προϋφιστάμενων

πλήρων τίτλων43, η πολιτική κοινωνία καλείται εν προκειμένω, κατά τoν

Kant, να άρει τη μονομέρεια της ιδιοποιήσεως βάσει αρχών μη

διανεμητικής δικαιοσύνης. Ή, με άλλα, λόγια, το δημόσιο δίκαιο καλείται

να καταστήσει τους τιτλούχους και κοινωνούς της έννομης τάξης υπό

όρους αμοιβαιότητας, μετασχηματίζοντας τις (μονομερείς ή διμερείς) μη

οριστικές σχέσεις ιδιωτικού δικαίου σε μια κοινωνία τίτλων.

1.7 Ειδικά, το σύνταγμα. Ποια είναι, λοιπόν, ειδικότερα η θέση του

συντάγματος, του σημαντικότερου ίσως κεφαλαίου ή μέρους, στην

προκείμενη οριζόντια αφηγηματική διαδοχή της έννομης τάξης; Το

σύνταγμα δεν συλλαμβάνεται σε κανονιστικό κενό, η δε κανονιστική

πηγή του εν λόγω κεφαλαίου έγκειται ιδίως στην εναρμόνιση των αρχών

40 Πρβλ. Immanuel Kant, Kritik der reinen Vernunft, Β 860 επ. 41 Πρβλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σ. 141. 42 Πρβλ. Ernest J. Weinrib, «Deterrence and Corrective Justice», University of California at Los

Angeles Law Review 50 (2002), σς 629 επ., 43 Βλ. Παύλου Κ. Σούρλα, «Πρόσωπα και πολίτες: όψεις του φιλελευθερισμού και του

κοινωνικού συμβολαίου», Ισοπολιτεία 1 (1997), σς 128 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

25

μη διανεμητικής δικαιοσύνης που διέπουν ιδεοτυπικά την ακολουθία των

κεφαλαίων του ιδιωτικού δικαίου με τις (μη αυτοτελείς) αρχές

διανεμητικής δικαιοσύνης που καλούνται να ιδρύσουν ιδεοτυπικά την

ακολουθία των κεφαλαίων του δημοσίου δικαίου. (Αφήνεται για το τρίτο

μέρος, για λόγους οικονομίας, η προβληματική των αρχών ανταποδοτικής

δικαιοσύνης που ιδρύουν, κατά τα προαναφερθέντα, το ποινικό δίκαιο.)

Ωστόσο, το σύνταγμα ήδη καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που δεν

δύνανται να απαντηθούν ικανοποιητικά από τα προηγούμενά του

κεφάλαια: κατ’ αρχάς, υφίσταται η θεσμική πρόκληση να αρθεί κάποια

αξιοσημείωτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου∙ π. χ., ως προς τον

τύπο κάποιων δικαιοπραξιών, ως προς την περιγραφή του εγκλημάτων

και τον καθορισμό των ποινών, ως προς τα οποία και οι πλέον καλόπιστοι

ενδέχεται ευλόγως να διαφωνούν, ή ως προς την ίδια την εφαρμογή του

δικαίου, καθότι η αυτοδικία δεν αποτελεί μορφή απονομής δικαιοσύνης.

Τούτα δικαιολογούν, κατά τις καλύτερες θεωρίες του νεότερου φυσικού

δικαίου, την πρόβλεψη, συνταγματικής πλέον τάξεως, ενός νομοθέτη και

μιας δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας∙ δηλαδή, τη μετάβαση από τη

φυσική κατάσταση που, αν δεν συμμεριζόμαστε την απαισιόδοξη πολιτική

φιλοσοφία του Thomas Hobbes, είναι κατάσταση δικαίου (έχουμε, δηλαδή,

κάτι να επικαλεσθούμε κατά της προσβολής μας, και όχι απλώς να

αντιτάξουμε τη δύναμή μας), στην πολιτική κοινωνία: στο κατάλληλο

βάσει των προηγουμένων κεφαλαίων πολίτευμα.

Το σύνταγμα, περαιτέρω, έχει και αυτό, από το ίδιο το περιεχόμενό

του και όχι για εξωγενείς λόγους, τις κανονιστικές διακλαδώσεις του. Ως

προς το λεγόμενο οργανωτικό μέρος του συντάγματος, κατ’

αντιδιαστολήν προς το μέρος των συνταγματικών δικαιωμάτων, φαίνεται,

όπως επισημαίνει ο Rawls44, ότι διαθέτουμε μια αξιοσημείωτη διακριτική

ευχέρεια στη συγγραφή μας. Μια σπουδαία πάντως νομοθετική

διακλάδωση αποτελεί το, ούτως ειπείν, δίκαιο των διαδικασιών: σε αυτό

εντάσσονται πρωτίστως το διοικητικό δίκαιο και οι δικονομίες. Και εδώ η

συνέχεια των αντίστοιχων κεφαλαίων της έννομης τάξης, των

διαδικαστικών, πρέπει να είναι κανονιστικά αβίαστη: π. χ., η διάθεση του

αντικειμένου της πολιτικής δίκης ή η κατανομή του βάρους της

επιχειρηματολογίας υπέρ του κατηγορουμένου προϋποθέτουν την

κατάλληλη εκ μέρους μας συγγραφή προηγουμένων κεφαλαίων, των

ουσιαστικών: π. χ., ως προς το τεκμήριο αθωότητας.

Ως προς τους συνταγματικούς τίτλους μας, εφ’ όσον τους

λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας και δεν τους ανάγουμε, όπως θα

εξετάσουμε στο τρίτο μέρος, σε συμφέροντα, ο σχετικός κατάλογος είναι

μάλλον ανελαστικός. Οι συνταγματικοί μας τίτλοι στην ονομαστική τους

αξία είναι πάντοτε έναντι του κράτους, προστατεύοντάς μας ιδίως από

44 Political Liberalism (New York: Columbia University Press, 1993), σ. 228.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

26

την κρατική αυθαιρεσία, π. χ. την αυθαίρετη ποινικοποίηση:

χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η ελευθερία του λόγου με τα δύο

εγγενή όριά της, την εξύβριση και τη δυσφήμηση. Αν έχουμε αποτύχει στο

συγγραφικό μας εγχείρημα, ιδίως ως προς το κεφάλαιο του ποινικού

δικαίου, δεν θα πρόκειται, όπως θα διαπιστώσουμε, για εγγενή όρια, αλλά

για εξωγενή εμπόδια των ελευθεριών μας. Ως προς την αφηγηματική

κατάστρωση του εν λόγω καταλόγου τίτλων, έστω, π. χ., ότι λόγοι

δημοσίου συμφέροντος πράγματι συνηγορούν υπέρ της στερήσεως της

ιδιοκτησίας κάποιου: τότε, για να χρησιμοποιήσω μια παλαιά μεν, αλλά

παραστατικότερη διατύπωση από τον όρο: αναγκαστική απαλλοτρίωση,

πρόκειται για περίπτωση αναγκαστικής πωλήσεως45. Σε αυτό ακριβώς

έγκειται η προστασία ενός συνταγματικού τίτλου ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν

είναι τίτλος προς ιδιοκτησίαν, αλλά τίτλος εκ της ιδιοκτησίας46. Το

κανονιστικό ερώτημα ως προς τον τίτλο προς ιδιοκτησίαν έχει ήδη

απαντηθεί στα προηγούμενα του συντάγματος κεφάλαια (ή στο μέρος)

της μη διανεμητικής δικαιοσύνης.

Το κεφάλαιο (ή το μέρος) της κοινής νομοθεσίας έπεται όχι μόνον

του κεφαλαίου του συντάγματος, αλλά και των προηγουμένων, και τούτο

αποτελεί μια κρίσιμη πτυχή του: σε ένα λογοτεχνικό αφήγημα

δικαιολογείται, αν δεν είναι επιβεβλημένο, ο συγγραφέας να

συμπληρώνει αργότερα, κρατώντας σε αγωνία τον αναγνώστη, στοιχεία

της ιστορίας που θα έπρεπε, αν περιέγραφε πλήρως τα συμβάντα, να

έχουν ήδη εμφανισθεί σε προηγούμενα κεφάλαια. Ο συγγραφέας της

έννομης τάξης δεν μπορεί εδώ να τον μιμηθεί χωρίς να γελοιοποιηθεί: τι

έχει να κερδίσει από αυτό το τέχνασμα (που δεν ανταποκρίνεται σε καμία

εξ αντικειμένου πρόκληση); Τα κεφάλαια της έννομης τάξης, για να

χρησιμοποιήσω την ορολογία της ρωλσιανής Θεωρίας της δικαιοσύνης,

πρέπει να είναι σε λεξικογραφική σειρά47. Μόνο, δηλαδή, αν ικανοποιηθεί

κανονιστικά πλήρως το προηγούμενο κεφάλαιο της ακολουθίας έχουμε

τη δυνατότητα να θέσουμε το κρίσιμο ερώτημα που οδηγεί αβίαστα στο

επόμενο. Συνεπώς, ζητήματα, π. χ., τριτενέργειας των συνταγματικών

τίτλων, υπό την έννοια της εκ των υστέρων συμπληρώσεως των

προηγουμένων κεφαλαίων του ιδιωτικού δικαίου, δεν δύναται να τεθούν,

χωρίς να πληγεί η πλοκή και η εξέλιξη του αλυσιδωτού αφηγήματος της

έννομης τάξης. Η λεγόμενη τριτενέργεια των συνταγματικών

δικαιωμάτων δεν ιδρύει, δηλαδή, νέο κεφάλαιο του ιδιωτικού δικαίου,

45 Πρβλ. Hugo Grotius, De jure belli ac pacis libri tres, II.II, §§ xix επ., και, ενδεικτικώς, από τη

δευτερεύουσα βιβλιογραφία Gerald J. Postema, «Risks, Wrongs, and Responsibility:

Coleman’s Liberal Theory of Communicative Justice», The Yale Law Journal 103 (1993), σς 891

επ. 46 Πρβλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα (Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεςις Αντ. Ν.

Σάκκουλα, 2η έκδ. 2005), σ. 1040. 47 Θεωρία της δικαιοσύνης, σς 72 επ.∙ επίσης, βλ. του ιδίου, Political Liberalism, σς 259 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

27

αλλά, κατά τη γνώμη μου (όπως θα δούμε στο τρίτο μέρος), νέο κεφάλαιο

του διοικητικού δικαίου, στο οποίο ανήκει, π. χ., και το λεγόμενο δίκαιο του

καταναλωτή.

1.8 Addenda. Η ανωτέρω μονογραφία προκάλεσε ευσύνοπτες μεν, αλλά

πολύ περιεκτικές και καίριες βιβλιοκρισίες48. Παρ’ ότι δεν υφίσταται

διαφωνία σε ζητήματα αρχής, κάποιες διευκρινίσεις ίσως είναι κρίσιμες

για τη συνέχεια της επιχειρηματολογίας:

Η ιδέα περί του πρωτείου της μη διανεμητικής δικαιοσύνης

βασίζεται στο απαραβίαστο του προσώπου και – θεωρώ ότι – είναι ηθικά

πρωταρχική: ουδείς (από όλη την ανθρωπότητα) δύναται να αξιώσει

οτιδήποτε από εμένα εδώ και τώρα διαπροσωπικά, επικαλούμενος

οποιοδήποτε (το τονίζω: οποιοδήποτε49) (αυτοτελές) κριτήριο διανεμητικής

δικαιοσύνης ανεξαρτήτως των αρχών της μη διανεμητικής. Εν πάση

περιπτώσει, δεν του επιτρέπεται να (με) επιλέξει (ως) εναγόμενο. Δεν

αντιλέγει πάντως κανείς στο ότι ότι το ζήτημα της επιχειρηματολογικής

αφετηρίας, όπως ήδη τονίσθηκε, δεν είναι μόνο γνώσεως, αλλά και

κρίσεως (ή φρονήσεως∙ εν προκειμένω, δεν θα ήταν ιδιαίτερα

εποικοδομητική η διαφωνία μας με το κανονιστικό περιεχόμενο των

μακρόβιων θεμελιωδών αρχών του ιδιωτικού δικαίου)∙ οι δε

συνεπειοκρατικές αντιλήψεις, καθ’ εαυτές πάντως εύλογες, αδυνατούν,

εκτός του πλαισίου μιας μη συνεπειοκρατικής θεμελίωσης, να εγγυηθούν

τη ζητούμενη συνεκτικότητα του αφηγήματός μας. Η εν λόγω ιδέα της μη

διανεμητικής δικαιοσύνης δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, παρωχημένη,

δηλαδή, προρωλσιανή, αλλά μεταρωλσιανή. (Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο

Rawls, όπως και ο Dworkin50, δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα ζητήματα

μη διανεμητικής δικαιοσύνης ως ζητήματα αρχών του ιδιωτικού δικαίου.

Και τούτο δεν αποτελεί ασφαλώς πλεονέκτημα των θεωριών τους για τη

δικαιοσύνη ούτε για την ισότητα και τα δικαιώματα51.)

48 Πρόκειται, κατ’ αλφαβητική σειρά, για τις κριτικές των εξαιρετικών συναδέλφων

Δημήτρη Κυρίτση, «Ιδιοκτησία και δικαιοσύνη», The Books’ Journal 80 (Σεπτέμβριος 2017),

σς 74 επ., Γιώργου Παυλάκου, «Βασιλόγιαννης: Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα», Κριτικά

2017 (http://www.philosophica.gr/critica/2017-08.html), Κωστή Σεμερτζάκη, «Ο

εμπράγματος λόγος», Σύγχρονα Θέματα 137 (Απρίλιος - Ιούνιος 2017), σς 128 επ,. και

Δημήτρη Τσαραπατσάνη, «Μπορεί η ατομική ιδιοκτησία να είναι δίκαιη;», The Athens

Review of Books 78 (Νοέμβριος 2016), σς 60 επ. 49 «Οὐδέν γάρ διαφέρει, εἰ ἐπιεικής φαῦλoν ἀπεστέρησεν ἤ φαῦλoς ἐπιεικῆ, oὐδ’ εἰ

ἐμoίχευσεν ἐπιεικής ἤ φαῦλoς»…∙ Αριστοτέλους, Ηθικά Νικoμάχεια, 1132a, 2 επ. 50 Πρβλ., πάντως, Ronald Dworkin, Law’s Empire, σς 276 επ. 51 Πρβλ. την πρόσφατη κριτική αποτίμηση του Samuel Scheffler, «Distributive Justice, the

Basic Structure and the Place of Private Law», Oxford Journal of Legal Studies 35 (2015), σ. 222:

«τα ζητήματα της διανεμητικής δικαιοσύνης τόσο πολύ κυριάρχησαν στη θεματολογία

της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, ώστε οδήγησαν πολλούς από μας να αγνοήσουμε

τον ρόλο που διαδραματίζουν οι αρχές της μη διανεμητικής».

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

28

Η προκείμενη επιχειρηματολογία κινείται πρωτίστως σε

πρωτοβάθμιο ηθικό επίπεδο: η νομική αδυναμία ιδιοποιήσεως των

αδεσπότων θα αποτελούσε, π. χ., έναν εντελώς ανεύλογο περιορισμό της

ελευθερίας μας ως προσώπων, ο δε περιορισμός των εμπραγμάτων

τίτλων μας σε μια συγκυριακή, χάριν των άλλων, χρήση του πράγματος,

όπως στη χρησιμοποίηση, κατά χρονική προτεραιότητα, των διαθεσίμων

προς όλους (εν προκειμένω προς την ανθρωπότητα) θέσεων του

προαναφερθέντος στωικού θεάτρου, θα υπονόμευε την αυτοτέλεια των

προσώπων, προς τα οποία, ως κυρίους, πρέπει κατ’ αρχήν, υπό συνθήκες

ελευθερίας και ισότητας, δηλαδή αμοιβαίου σεβασμού, να είναι πάντοτε

διαθέσιμα τα δικαίω ιδιοποιηθέντα. Η ιδέα είναι ριζικά νεωτερική52:

52 Πρβλ., ως αντιπαράδειγμα, Μεγάλου Βασιλείου, «Ομιλία εις το ρητόν του κατά Λουκάν

Ευαγγελίου∙ Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω∙ καὶ περὶ πλεονεξίας»,

in J. - P. Migne (ed.), Patrologiae graecae tomus XXXI (Parisiis: Apud Garnier Fratres, editores,

1885), σς 276 επ.: «Τίνα, φησίν, ἀδικῶ συνέχων τὰ ἐμαυτοῦ; Ποῖα, εἰπέ μοι, σαυτοῦ; πόθεν

λαβὼν εἰς τὸν βίον εἰσήνεγκας; Ὥσπερ ἂν εἴ τις, ἐν θεάτρῳ θέαν καταλαβών, εἶτα

ἐξείργοι τοὺς ἐπεισιόντας, ἴδιον ἑαυτοῦ κρίνων τὸ κοινῶς πᾶσι κατὰ τὴν χρῆσιν

προκείμενον∙ τοιοῦτοί εἰσι καὶ οἱ πλούσιοι. Τὰ γὰρ κοινὰ προκατασχόντες, ἴδια ποιοῦνται

διὰ τὴν πρόληψιν. Ἐπεὶ εἰ τὸ πρὸς παραμυθίαν τῆς ἑαυτοῦ χρείας ἕκαστος κομιζόμενος,

τὸ περιττὸν ἠφίει τῷ δεομένῳ, οὐδεὶς μὲν ἂν ἦν πλούσιος, οὐδεὶς δὲ πένης, οὐδεὶς ἐνδεής.

Οὐχὶ γυμνὸς ἐξέπεσας τῆς γαστρός; οὐ γυμνὸς άλιν εἰς τὴν γῆν ὑποστρέψεις; Τὰ δὲ

παρόντα σοι πόθεν; Εἰ μὲν ἀπὸ ταυτομάτου λέγεις, ἄθεος εἶ, μὴ γνωρίζων τὸν κτίσαντα,

μηδὲ χάριν ἔχων τῷ δεδωκότι∙ εἰ δὲ ὁμολογεῖς εἶναι παρὰ Θεοῦ, εἰπὲ τὸν λόγον ἡμῖν δι' ὃν

ἔλαβες. Μὴ ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ἀνίσως ἡμῖν διαιρῶν τὰ τοῦ βίου; Διὰ τί σὺ μὲν πλουτεῖς,

ἐκεῖνος δὲ πένεται; Ἢ πάντως, ἵνα καὶ σὺ χρηστότητος καὶ πιστῆς οἰκονομίας μισθὸν

ὑποδέξῃ, κἀκεῖνος τοῖς μεγάλοις ἄθλοις τῆς ὑπομονῆς τιμηθῇ; Σὺ δέ, πάντα τοῖς

ἀπληρώτοις τῆς πλεονεξίας κόλποις περιλαβών, οὐδένα οἴει ἀδικεῖν τοσούτους

ἀποστερῶν; Τίς ἐστιν ὁ πλεονέκτης; Ὁ μὴ ἐμμένων τῇ αὐταρκείᾳ. Τίς δέ ἐστιν ὁ

ἀποστερητής; Ὁ ἀφαιρούμενος τὰ ἑκάστου. Σὺ δὲ οὐ πλεονέκτης; σὺ δὲ οὐκ ἀποστερητής;

ἃ πρὸς οἰκονομίαν ἐδέξω, ταῦτα ἴδια σεαυτοῦ ποιούμενος; Ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμένον

ἀπογυμνῶν λωποδύτης∙ ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων, δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης

τινός ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ κατέχεις∙ τοῦ

γυμνητεύοντος τὸ ἱμάτιον, ὃ σὺ φυλάσσεις ἐν ἀποθήκαις∙ τοῦ ἀνυποδέτου τὸ ὑπόδημα, ὃ

παρὰ σοὶ κατασήπεται∙ τοῦ χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας ἔχεις. Ὥστε τοσούτους

ἀδικεῖς, ὅσοις παρέχειν ἠδύνασο». Κατά την πλέον χαρακτηριστική απόφανση του

Γρηγορίου Θεολόγου (ίσως στα όρια της ύβρεως ), «Περί φιλοπτωχίας», in ό. π., σ. 892:

«Ἀλλά σύ βλέπε μοι τήν πρώτην ἰσονομίαν, μή τήν τελευταίαν διαίρεσιν∙ μή τόν τοῦ

κρατήσαντος νόμον...∙ γενοῦ τῷ ἀτυχοῦντι θεός»! Συναφώς, ως προς την προ της

ιδιοκτησίας και των συνυφασμένων με αυτή λοιπών κακών Χρυσή Εποχή της

ανθρωπότητας βλ., αντί άλλου, τον πλούσιο ερμηνευτικό υπομνηματισμό του Τάσου

Νικολαΐδη στις §§ 37 επ. της Επιστολής 90 του Σενέκα (Αθήνα: Στιγμή, 2002), σς 197 επ.

Οι σχετικές αντινεωτερικές πολιτικές ιδέες αποτυπώνονται γλαφυρά στην

περιγραφή του Νικολάου Γ. Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί

Τουρκοκρατίας (Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1882), σς 83, 84: «Ο

τρόπος… της εκλογής ήτο ο δι’ επιφωνήσεως και ουχί διά ψηφοφορίας… [O]υδεμία

υπήρχεν… δημοκρατική αντίδρασις κατά των προκρίτων… [Α]ι ευπορούσαι οικογένειαι,

ου μόνον δεν διακρίνονται αποτόμως από των απόρων, αλλά τουναντίον συζώσιν εν

αρμονία μετ’ αυτών, ώστε ο εργάτης π.δ.χ. ευρίσκεται εις σχέσιν οικογενειακής

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

29

αποτελεί ασφαλώς ένα παράδοξο της ιστορίας των ιδεών ότι το δικαίωμα

ιδιοκτησίας, στο πλαίσιο της διαμάχης Παπικών και Φραγκισκανών, ίσως

επινοήθηκε, πρωτίστως από τον Γουλιέλμο του Occam, ακριβώς για να

δικαιολογήσει την περιώνυμη ακτημοσύνη των τελευταίων53. Εν πάση

περιπτώσει, το αργότερο ο Grotius, ίσως ο σημαντικότερος νομικός όλων

των εποχών, αρχίζει την περιώνυμη πραγματεία του, De jure belli ac pacis,

διακρίνοντας αυστηρά το jus ως ηθική ικανότητα του προσώπου προς το

πράττειν από το jus ως το απλώς, και μάλλον αρνητικά, σύννομο (της

ρωμαϊκής παράδοσης).

Η ιδιοκτησία δεν επιλύει το πρόβλημα της ωφέλειας ή της

χρησιμότητας των πραγμάτων, αλλά της χρήσης τους54. Εξ άλλου, η

εναλλακτική ιδέα της κοινοκτησίας και κοινοχρησίας, εκτός του ότι

πρέπει να αγνοήσει κάποια από τα προηγούμενα κεφάλαια του

αλυσιδωτού μας αφηγήματος, και όχι απλώς του εμπραγμάτου δικαίου,

μάλλον προϋποθέτει μια εκ των προτέρων καταγραφή των δυνατών

χρήσεων προδεδομένων πραγμάτων55, εγχείρημα που είναι

γραφειοκρατικά τερατώδες και αλυσιτελές (δεν γίνεται να μη

συμμερισθεί κανείς κάποιες από τις ανησυχίες του Nozick ως προς την

ελευθερία μας56) – σημειωτέον δε ότι ένα από τα βασικά ελαττώματα και

κακά της γραφειοκρατίας είναι η έλλειψη φαντασίας. Η κατάσταση, αν

και δεν τίθεται ζήτημα σπανιότητας, φαίνεται ότι έχει κάποιες αναλογίες

προς εκείνη της λεξιχρησίας: εκτός του ότι το τέλειο λεξικό είναι

αδύνατο, η φύση του είναι κατά το μάλλον ή ήττον παθητική εν συγκρίσει

προς την ενεργητική της λεξιχρησίας. Εν πάση περιπτώσει, η ψιλή

δυνατότητα καθολικευσιμότητας, εν προκειμένω της χρήσεως των

πραγμάτων, προσδιοριζομένης από τις ενεστώσες ανάγκες όλων,

σύμφωνα με κριτήρια κατανομής συμφώνως προς το μέτρο των αναγκών

εκάστου και όλων57 κ. τ. τ., κατ’ αντιδιαστολήν προς τις ιδιοκτησιακές

σχέσεις αποκλειστικότητας και αποκλεισμού, δεν είναι ηθικά κρίσιμη∙ και

αν ακόμη δεν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τις περιώνυμες περιστάσεις της

δικαιοσύνης (ιδίως τις υποκειμενικές, δηλαδή το status του προσώπου –

εξαρτήσεως από του διδόντος την εργασίαν, και ο υπηρετών συντρώγει μετά του κυρίου,

παρ’ ου αγαπάται ως τέκνον, αγάπην ην εκείνος ανταποδίδει δι’ απεριορίστου

σεβασμού… [Κ]οινωνικαί διαμάχαι εισίν αδύνατοι». 53 Πρβλ. Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα, σς 126 σημ. 24, 131 σημ. 51. 54 Βλ. Arthur Ripstein, «Possession and Use», in James Penner και Henry E. Smith (eds),

Philosophical Foundations of Property Law (Oxford: Oxford University Press, 2013), σ. 181, και

Ernest J. Weinrib, «Ownership Use, and Exclusivity: The Kantian Approach», Ratio Juris 31

(2018), σ. 131. 55 Πρβλ., ωστόσο, A. J. Julius, Reconstruction (αδημοσίευτο χειρόγραφο:

http://www.ajjulius.net/reconstruction.pdf), σς 114 επ. 56 Βλ. Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia, σς 149 επ. 57 Μια τέτοια χώρα έχει ήδη όνομα: Utilitaria!∙ βλ. Steven Lukes, Τhe Curious Enlightenment of

Professor Caritat: A Comedy of Ideas (New York: Verso, 1995), σς 42 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

30

ακόμη και στην αταξική κοινωνία της αφθονίας τα πρόσωπα έχουν τίτλο

σωματικής ακεραιότητας), πρέπει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του τις, ούτως

ειπείν, περιστάσεις της ανθρώπινης αυτουργίας (agency)58. Αφ’ ενός η

ρήτρα της αμοιβαιότητας και αφ’ ετέρου το μη διανεμητικό status του

προσώπου, προς το οποίο πρέπει πάντοτε να είναι διαθέσιμο το πράγμα

(διαφορετικά, ο εν λόγω περιορισμός της ελευθερίας του αποτελεί δικαϊκή

βλάβη), καθιστούν καθολικεύσιμη μεν τη μη διανεμητική ιδιοκτησία στην

ονομαστική αξία της, όχι όμως και τη διανομή των χρήσεων των

πραγμάτων αναλόγως των αναγκών εκάστου κ. λπ.

Κρίσιμη για την αφηγηματική εναρμόνιση των αρχών της μη

διανεμητικής και της διανεμητικής δικαιοσύνης είναι η ιδέα της

επικράτειας και οι συνυφασμένες με αυτή ιδέες του κοινωνικού πλούτου

και της ακεραιότητας της αγοράς: η επικράτεια, όπως είδαμε,

προϋποτίθεται των εκάστοτε μονομερών ιδιοποιήσεων και δεν αποτελεί

το άθροισμά τους∙ δύναμαι να ιδιοποιηθώ, επειδή το δύνασαι59. Και,

βέβαια, δεν υφίσταται κανονιστικά επικράτεια χωρίς πράγματα εκτός

συναλλαγής ούτε ακέραιη αγορά χωρίς πρωταρχικά αγαθά, δηλαδή

φορολογία. Κατ’ αναλογίαν προς τη (νοητή) επικράτεια της ηθικής επί της

Γης60, η επικράτεια του δικαίου σχηματίζεται ανταποκρινόμενη

δευτερευόντως προς το καθήκον εύνοιας και πρωτευόντως προς το

καθήκον σεβασμού.

Κατά την εδώ καντιανή (αντ)επιχειρηματολογία, προτεραιότητα

του προσώπου σημαίνει ακριβώς πρωτείο της μη διανεμητικής

δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως μεν της συστάσεως της πολιτείας (πρόκειται

για ηθική προτεραιότητα, όχι για γνωσιοθεωρητική ή μεταφυσική),

ωστόσο, η ιδιοποίηση των πραγμάτων, ως εξουσία αποκλεισμού των

άλλων και εξαναγκασμού, νομιμοποιείται πλήρως μόνο στην προοπτική

(διανεμητικής) συστάσεως της πολιτείας ή στην προοπτική μιας

επικράτειας στην οποία καθένας διαθέτει πράγματι ό,τι του ανήκει.

Δηλαδή, κάθε πράξη ιδιοποίησης (του εδάφους, π. χ., της σελήνης) δεν

διευρύνει την επικράτεια, αλλά – κανονιστικά, όχι εμπειρικά – την

προϋποθέτει. Δεν πρόκειται για αντινομία, αλλά για τους λόγους της

συμβιώσεώς μας υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας. Ή, με

άλλα, λόγια, ναι μεν η ιδιοκτησία αποτελεί ζήτημα ελευθερίας του

προσώπου, ωστόσο, μόνο στο πλαίσιο της ισότητας, ως ισότητας ως προς

το status (όχι, π. χ., ως προς τον πλούτο), καθίσταται απαραβίαστη61.

58 Αναπτύσσω τα σχετικά ζητήματα στην προαναφερθείσα στον πρόλογο μονογραφία

μου, Person's Dominion: Inviolability, Method, and Value. 59 Πρβλ. Ernest J. Weinrib, «Ownership Use, and Exclusivity», σ. 135. 60 Πρβλ. Immanuel Kant, Μεταφυσική των ηθών, σ. 308. 61 Πρβλ. (από το οπισθόφυλλο της ως άνω μονογραφίας μου) την απήχηση του

γερμανικού ιδεαλισμού στην απόφανση του Νικολάου Ι. Σαριπόλου, Πραγματεία τοῦ

Συνταγματικοῦ Δικαίου, (Εν Αθήναις 1851),σς 15-18: «Ἄν… ἀπὸ τῶν ὁμοίων του ὁ

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

31

Καλούμαστε αφηγηματικά, όπως κάθε έγκριτος αστικολόγος, να

συλλάβουμε, κατ’ αρχήν, το ζήτημα της ιδιοκτησίας μάλλον αγνοώντας,

όπως θα θεμελιωθεί στο τρίτο μέρος, την κατασκευή της κατάχρησης

τίτλου (δικαιώματος) και τις συναφείς σταθμίσεις συμφερόντων62. (Οι

σύγχρονες θεωρίες της διορθωτικής ή μη διανεμητικής δικαιοσύνης

αναιρούν, όπως θα δούμε ομοίως στη συνέχεια, τη σύγχρονη νομική

εργαλειοκρατία, ιδίως τη λεγόμενη οικονομική ανάλυση του δικαίου,

βασιζόμενες ακριβώς σε κρίσιμες αντιλήψεις ως προς την έννοια του

τίτλου63.) Ωστόσο, όπως τονίσθηκε, η κοινωνία που δημιουργείται βάσει

αρχών ιδιωτικού δικαίου αδυνατεί να εγγυηθεί πλήρως τη συμβίωσή μας,

ως προσώπων, υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας. Συνεπώς,

δεν δικαιούμαστε, π. χ., να θέσουμε στα μέλλοντα μη ευνοημένα

πρόσωπα το δίλημμα: αυτή είναι η κοινωνία της ελευθερίας, ως μη

διανεμητικής δικαιοσύνης (χωρίς τη διανεμητική), και, αν δεν σας

ικανοποιεί, δεν έχετε παρά να την εγκαταλείψετε και να ιδρύσετε, χωρίς

εμάς τους ήδη ευνοημένους, την ουτοπία της ισότητας. Τα εγγενή όρια της

εν λόγω κοινωνίας της ελευθερίας δεν είναι εν τέλει παρά εκείνα της

ἄνθρωπος περιφέρῃ τὸ βλέμμα ἐπὶ τῆς λοιπῆς δημιουργίας, ...κατανοεῖ ὅτι τὰ ὄντα ταῦτα

οὐδεμίαν ἔχουσι προσωπικότητα... Θέλει λοιπὸν καλέσει τα ὄντα ταῦτα πράγματα, θέλει

δὲ μετατρέψει αὐτὰ πρὸς ἰδίαν του χρῆσιν. Ἀφοῦ ὅμως ἐπιβάλῃ ἐπ' αὐτῶν τὴν χεῖρά του,

μεταδίδωσιν εἰς τὰ πράγματα αὐτὰ χαρακτῆρός τινος, περιάπτει αὐτὰ εἰς ἑαυτὸν,

καθίστησι δηλονότι αὐτὰ κοινωνὰ τῆς ἀνθρωπικότητος αὑτοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου σεβαστὰ

ὡς ἑαυτὸν... Ἰδοὺ λοιπὸν ἄλλο τῆς ἐλευθερίας ἐξαγόμενον, τὸ ἐπὶ τῶν πραγμάτων

δίκαιον... Ἀνώτερα..., ἀναμφισβήτητα καὶ ἐκτὸς παντὸς πολιτικοῦ συναλλάγματός εἰσι

τὰ δύο ταῦτα ἱερὰ τοῦ ἀνθρώπου δικαιώματα, ἐλευθερία (ἧς μέρος καὶ ἡ ἀσφάλεια) καὶ

ἰδιοκτησία. ...[Ἡ] ἀνθρωπότης ὅλη ἀπαρτίζει μίαν μεγάλην ὁμογενῆ φυσικὴν κοινωνίαν,

ἡ δὲ ἑνότης αὕτη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ὁ φυσικὸς τῆς ἰσότητος λόγος, ἡ δὲ ἰσότης

αὕτη εἶναι τὸ συμπλήρωμα τῆς ἐλευθερίας, ἄλλως δὲ ἡ ἐλευθερία ἄνευ τῆς ἰσότητος

κενὸν ὅλως ἤθελεν εἷσθαι ὄνομα. Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ τῆς ἰδιοκτησίας δίκαιον, ὃ

παράγεται ἐκ τῆς ἐπὶ τῆς ὕλης ἐνεργείας τῆς ἐλευθερίας, ἔχει ἀπόλυτον τῆς ἰσότητος

ἀνάγκην εἰς τὰς ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπον σχέσεις, διότι ναὶ μὲν τὴν ἐλευθερίαν ἔχει

βάσιν ἡ ἰδιοκτησία, ἀλλ' ἡ ἰσότης μόνη καθίστησιν αὐτὴν ἱεράν... Ἡ πολιτεία λοιπὸν ἤτοι

ἡ πολιτικὴ κοινωνία, δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀποτέλεσμα συναγελασμοῦ τυχαίου ἀριθμοῦ

τινος ἀνθρώπων εἰς δοθέν τι γῆς μέρος». 62 Πρβλ. G. W. F. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, σς 96 επ.: «Το αφηρημένο

δίκαιο, εν αναφορά προς τα συγκεκριμένα ενεργήματα, τις ηθικές σχέσεις και τα ήθη,

αποτελεί, έναντι του περαιτέρω περιεχομένου των τελευταίων, μόνο μια δυνατότητα∙ γι’

αυτό ο δικαϊκός καθορισμός δεν έγκειται παρά σε ευχέρειες ή εξουσίες. Η αναγκαιότητα

του εν λόγω δικαίου περιορίζεται, για τον ίδιο λόγο του αφηρημένου χαρακτήρα του,

στην αρνητικότητα∙ στο ότι, δηλαδή, η προσωπικότητα και τα προϊόντα της είναι

απαραβίαστα. Υπάρχουν, λοιπόν, μόνο δικαϊκές απαγορεύσεις, η δε θετική μορφή των εν

λόγω απαγορεύσεων, κατά το κρίσιμο περιεχόμενό της, έχει ως βάση την απαγόρευση». 63 Βλ. την περιεκτική παρουσίαση των Donal Nolan και Andrew Robertson, «Rights and

Private Law», in των ιδίων (eds), Rights and Private Law (Oxford: Hart Publishing, 2012), σς 1

επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

32

σφαιρικής Γης, την οποία αδυνατούμε να την κατοικήσουμε από τη

σκοπιά της αιωνιότητας.

Τέλος, πράγματι, ακολουθώντας πιστά τη δομή του προκείμενου

αφηγήματος, δεν δύναται να συμμεριστεί κανείς μια ενθουσιαστική

έννοια κοσμοπολιτισμού. Κατά τη μονογραφία, οι λαοί (όχι ακριβώς τα

έθνη και τα κράτη) είναι ηθικά υποκείμενα, έχοντας πλήρως

νομιμοποιημένα εξωτερικά σύνορα, ακριβώς επειδή έχουν κάποια

εσωτερικά όρια. Ως προς διαφέρει άραγε, κατά τις πλέον έγκριτες ηθικές

διαισθήσεις μας, η θέση των προσφύγων από εκείνη των (παράτυπων ή

μη) μεταναστών; Η εκπλήρωση των καθηκόντων μας προς τους πρώτους

δεν απαιτεί τη μεσολάβηση κανενός (άλλου) κράτους, διότι αυτοί

αντιμετωπίζουν τον πολιτικά θανάσιμο κίνδυνο να καταστούν απόλιδες.

Η εκπλήρωση των υπαρκτών καθηκόντων μας προς τους δευτέρους

προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, τη μεσολάβηση των (άλλων) κρατών.

Τα πρώτα καθήκοντα είναι ακριβώς μη διανεμητικής δικαιοσύνης.

2. Συγκριτική φιλοσοφία και οικογένειες δικαίου

2.1 Αναλυτική και ηπειρωτική φιλοσοφία. Σε τι έγκειται η συγκριτική

φιλοσοφική εξέταση των ανωτέρω ζητημάτων; Κατ’ αρχάς, η εν λόγω

συγκριτική σκοπιά αφορά τα συστήματα του αγγλοαξωνικού κοινοδικαίου

και του ηπειρωτικού αστικού δικαίου. Για την έρευνα αυτή και μόνο, και

φυσικά όχι για άλλες έρευνες (συγκριτικού δικαίου ή ανθρωπολογίας κ.

λπ.) η σύγκριση κρίνεται ως αναγκαία. (Ο ισχυρισμός ότι είναι και

επαρκής θα ήταν εκτεθειμένη στη μομφή της προκατάληψης64.)

64 Η άγνοια, π. χ., μάλλον δικαιολογούσε την αγνόηση της κινεζικής και γενικότερα της

φιλοσοφίας της Ανατολής από τους πλέον προβεβλημένους φιλοσόφους της Δύσης, αν

όχι (και) οι προκαταλήψεις τους ή (και) ο εξεζητημένος τρόπος τους να φιλοσοφούν. Ιδού

ορισμένα ηχηρά (αντι)παραδείγματα, σταχυολογημένα από Bryan W. Van Norden, Taking

Back Philosophy: A Multicultural Manifesto (New York: Columbia University Press, 2017), σς 12

επ., 25: Κατά τον Martin Heidegger, π. χ., ο όρος δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία αποτελεί

ταυτολογία. Χειρότερο από την αγνόηση λόγω άγνοιας είναι, βέβαια, το να προβείς –

υποτίθεται – σε φιλοφρόνηση προς το ακροατήριό σου στο Πεκίνο, ισχυριζόμενος ότι «η

Κίνα δεν έχει φιλοσοφία», δηλαδή την «αρχαιοελληνική επινόηση» (Jacques Derrida).

Πρόσφατα, ο δεδικαιωμένος από της αμαρτίας Antonin Scalia, στην απόφαση Obergefell v.

Hodges του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (για τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ

προσώπων του ιδίου φύλου), ειρωνεύτηκε άγαρμπα την επίκληση του Κομφουκίου από

την πλειοψηφία, όχι όμως - σημειωτέον - και του Κικέρωνος. Ιδού, λοιπόν, μερικά προ

Χριστού φιλοσοφικά επιχειρήματα, συνοδευόμενα από εξωτικά κύρια ονόματα: α) περί

της φυσικής καταστάσεως για τη νομιμοποίηση της κρατικής αυθεντίας, του Διδασκάλου

Μο (5ος αι. π. Χ.)∙ β) της εις άτοπον απαγωγής ως προς το μη αναγώγιμον της

ανθρωπίνης φύσεως στις ορέξεις, του Μενκίου (sic) (4ος αι. π. Χ.)∙ της σκεπτικιστικής εις

άπειρον αναγωγής, του Διδασκάλου Τσουάν (ύστερος 4ος αι. π. Χ.)∙ δ) περί του ότι ο

σχεδιασμός των πολιτικών θεσμών δεν πρέπει να βασίζεται στην αρετή των πολιτικών,

του Διδασκάλου Χαν Φεΐ (3ος αι. π. Χ.). Υπ’ όψιν ότι στο όχι και τόσο δημοφιλές στους

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

33

Διευκρινίζεται, λοιπόν, ότι η συγκριτική φιλοσοφία του κοινοδικαίου δεν

συμμερίζεται εν προκειμένω μια διαδομένη ιδέα περί ασυμφωνίας

αγγλοσαξονικής και ηπειρωτικής φιλοσοφίας: ίσως είναι το αντικείμενο,

το ίδιο το δίκαιο, που υπονομεύει τέτοιες διαφορές.

Ειδοποιός διαφορά, κατά τη γνώμη μου, μεταξύ αναλυτικής και

ηπειρωτικής φιλοσοφίας δεν υφίσταται. Φαίνεται ότι (και εδώ…) τα

απόλυτα κριτήρια αποτυγχάνουν. Μόνον ένας φανατικός θα

τακτοποιούσε κατά έναν αντίστοιχο προς την προκείμενη διάκριση

προκρούστειο τρόπο (per genus et differentiam) τη σύγχρονη ιστορία της

δυτικής φιλοσοφίας. Το κριτήριο δεν δύναται να είναι γεωγραφικό ή

εθνολογικό: π. χ., ο Γερμανός Gottlob Frege δεν προηγείται άραγε του

Bertrand Russell, μιας εμβληματικής μορφής της αναλυτικής φιλοσοφίας,

που η ίδια δεν νοείται χωρίς το αναθεωρητικό (της ιδεαλιστικής

βρετανικής παραδόσεως) παράδειγμά του, όπως και χωρίς εκείνο του G. E.

Moore; Ούτε το κριτήριο δύναται να είναι γλωσσικό: αν και η αναλυτική

φιλοσοφία είναι, κατά βάση, αγγλοσαξονική, δεν υπάρχει μυστηριώδης

σχέση αναλυτικής φιλοσοφίας και αγγλικής γλώσσας (όπως δεν υπάρχει

μυστηριώδης σχέση των αρχαίων ελληνικών με τη σκέψη του Πλάτωνος

και του Αριστοτέλους)∙ π. χ., ως προς τη σαφήνεια. Η σαφήνεια μάλιστα

δεν προοιωνίζεται τη φιλοσοφική ευκολία: το αντιπαράδειγμα ως προς

αυτό είναι ασφαλώς ο Αυστριακός Ludwig Wittgenstein, ένα υπόδειγμα ως

προς τη σαφήνεια, γράφοντας ακριβώς στα γερμανικά (τη γλώσσα του

Kant και του Hegel)∙ ούτε, βέβαια, προοιωνίζεται την εμπορική επιτυχία: οι

αναλυτικοί φιλόσοφοι, αν και κατά κανόνα γράφουν πολύ καλύτερα,

μάλλον υστερούν σε πωλήσεις έναντι των ανταγωνιστών τους65. Εν

τούτοις, μεταξύ των φιλοσόφων που κατατάσσονται, όπως οι

προαναφερθέντες, στην αναλυτική παράδοση υπάρχουν κάποιες

αξιοσημείωτες ομοιότητες ως προς τα θέματα και τον οιονεί επιστημονικό

(ή μη λογοτεχνικό) τρόπο που τα πραγματεύονται∙ ωστόσο, τούτα δεν

αποδείχθηκαν ικανά να δημιουργήσουν κάποιου είδους στεγανά (ναι μεν,

κάποια παραδειγματικά κείμενα της ηπειρωτικής παραδόσεως, π. χ., της

φαινομενολογικής σχολής, ενδέχεται να αδυνατούμε να τα διαβάσουμε

μεγαλοφώνως ενώπιον ακροατηρίου, ωστόσο, προϋποθέτουν την

καλλιεργημένη φιλοσοφική ικανότητα που επιτρέπει στο φιλοσοφικό μάτι

να επιτυγχάνει εκεί που αποτυγχάνει το φιλοσοφικό αυτί)66.

επισκέπτες ανατολικό αέτωμα του κτιρίου όπου στεγάζεται το προαναφερθέν Ανώτατο

Δικαστήριο, δεξιά και αριστερά του Μωϋσέως διακρίνεται ο Κομφούκιος και ο Σόλων... 65 Βλ. το πολύ ωραίο άρθρο του Jerry Fodor, «Water’s water everywhere», London Review of

Books 26/20 (21.10.2016), σς 17 επ. 66 Ως προς το εν λόγω ζήτημα βλ., πάντως, λεπτομερώς Michael Beaney (ed.), The Oxford

Handbook of the History of Analytic Philosophy (Oxford: Oxford University Press, 2013) και από

μια αυτοβιογραφική σκοπιά Thomas Nagel, «Analytic Philosophy and Human Life»,

Economia Politica 26 (2009), σς 3 επ.∙ από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Στέλιου

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

34

Ασχέτως παραδόσεως, τουλάχιστον στο πεδίο της ηθικής και

πολιτικής φιλοσοφίας, δεν θα ήταν φρόνιμο να αποκλείσει κάποιος εκ

προοιμίου από τη μελέτη του οποιαδήποτε φιλοσοφική σχολή. Η αξιόπιστη

ηθική και πολιτική επιχειρηματολογία είναι ικανή να επικοινωνεί με όλες

τις φιλοσοφικές (θεματικές ή μεθοδολογικές) παραδόσεις. Ωστόσο, ενώ

υπάρχει ένας και μόνος τρόπος να καλλιεργήσει κανείς την ηθική και

πολιτική φιλοσοφία, και αυτός είναι ο σωκρατικός, υπάρχουν πολλοί

τρόποι να μη την καλλιεργήσει: με το να μη ασχολείται με κανένα ηθικό

και πολιτικό ζήτημα! Και ως προς αυτό, η αναλυτική μεταηθική θα

μπορούσε αβίαστα να συναντηθεί με την ηπειρωτική, ούτως ειπείν,

μεταφυσική: αμφότερες δύνανται να είναι φιλοσοφικά αδιάφορες κατά

τρόπο πρωτότυπο, ασχολούμενες, π. χ., με τα όρια της γλώσσας (κάθε

γλώσσας…) ή τον Θεό ως εμμενή αιτία, αλλά με κανένα γνήσιο ηθικό και

πολιτικό ερώτημα όπως ακριβώς τίθεται στον αυτουργό. Ως προς αυτό, η

προαναφερθείσα πραγματεία του Rawls (ασχέτως κριτικών αποτιμήσεων

και συναφών επιφυλάξεων) υπήρξε πράγματι υποδειγματική. Η

ρωλσιανή Θεωρία της δικαιοσύνης τόσο μεθοδολογικά όσο και υφολογικά

μάλλον δεν ανήκει, ωστόσο, στην αναλυτική παράδοση67. (Ο Burton

Dreben, στενός φίλος του Rawls, συνέκρινε τον μεθοδολογικό ολισμό του

τελευταίου με τον εγελιανό και παρατήρησε ότι η Θεωρία διαβάζεται σαν

να έχει μεταφρασθεί από γερμανικό πρωτότυπο68.)

Αν, τέλος, από την ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση, ο Kant και ο

Hegel, ιδεοτυπικά μιλώντας, προκαλούν με το παράδειγμά τους έναν

αξιοσημείωτο κίνδυνο ως προς τη φιλοσοφική γραφή, ο Marx προκαλεί

ομοίως έναν κίνδυνο ως προς την ευκολία της κριτικής ως καταγγελίας.

Και ο μεν Marx κέρδισε τον σεβασμό. Μαρξικώ τω τρόπω, ωστόσο, χωρίς,

δηλαδή, την προσήκουσα στο εκάστοτε ζήτημα επιχειρηματολογία, ουδείς

δύναται να αποκτήσει φιλοσοφικούς τίτλους. Αριστοκρατικοί φιλοσοφικοί

τίτλοι, όπως θα έλεγε ο Kant, δεν υφίστανται. Ως προς αυτό, η υπεροχή

του λεγόμενου αναλυτικού μαρξισμού (έναντι των άλλων μαρξισμών) δεν

είναι ασφαλώς τυχαία∙ και γι’ αυτό η επί του περιεχομένου κριτική του

στις αρχές (μη διανεμητικής) δικαιοσύνης θα προκαλέσει το ενδιαφέρον

μας στο τρίτο μέρος.

2.2 Συστήματα δικαίου. Οι επόμενες αναπτύξεις καλούνται να

αντιμετωπίσουν την πρόκληση ενός φιλοσοφικού αναπροσανατολισμού της

Βιρβιδάκη, «Αναλυτική και ηπειρωτική φιλοσοφία: κριτήρια αναγνώρισης και διάκρισης»,

Νεύσις 14 (2005), σς 3 επ. Για την καντιανή φιλοσοφία ως επίκεντρο της εν λόγω

διακρίσεως βλ. Αντώνη Χατζημωυσή, Φιλοσοφικά πορτρέτα (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις,

2017), σς 23 επ. 67 Βλ. Samuel Freeman, Rawls (London: Routledge, 2007), σ. 28. 68 Ό. π. Πρβλ. επίσης, Bernard Williams, «The Moral View of Politics», in Essays and Reviews:

1959–2002 (Princeton: Princeton University Press), σς 119 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

35

επιστήμης του δικαίου, μετά την παρακμή του παραδοσιακού νομικού

θετικισμού∙ μετά την εγκατάλειψη, δηλαδή, των θέσεων ότι αφ’ ενός

υφίσταται εννοιολογική διάκριση ηθικής και δικαίου και αφ’ ετέρου ότι η

πηγή και η ισχύς του τελευταίου δεν αποτελεί παρά κοινωνικό γεγονός.

Για λόγους που θα καταστούν σαφείς στη συνέχεια, ούτε μια ηθικά

άχρωμη, ως προς το κανονιστικό περιεχόμενό της, συνύφανση του δικαίου

με την ηθική θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, αν λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν

μας, ανεξαρτήτως εννόμου τάξεως και συστήματος δικαίου, κάποιες

τελευταίες κατακτήσεις της λεγόμενης αναλυτικής φιλοσοφίας στο πεδίο

της ηθικής και μεταηθικής, ιδίως ως προς τους λόγους προς το πράττειν

(reasons for action), δηλαδή την κανονιστικότητα, οι οποίες συνηγορούν υπέρ

της βαρύνουσας σημασίας της νομικής επιχειρηματολογίας ακριβώς ως

ηθικής και πολιτικής. Γιατί όμως ανεξαρτήτως εννόμου τάξεως και

συστήματος δικαίου;

Παράλληλα προς τη διαδεδομένη μεν, αλλά σχηματική

αντιδιαστολή μεταξύ αναλυτικής και ηπειρωτικής φιλοσοφίας, κινείται

και η αντιδιαστολή μεταξύ του αγγλοσαξονικού και του ηπειρωτικού

συστήματος δικαίου και των αντίστοιχων φιλοσοφικών προσλήψεών

τους69: στο νομικό σύστημα της ηπειρωτικής Ευρώπης θα προσδοκούσε

κανείς, χαλαρά μιλώντας, να συναντήσει, σε μια εν τέλει αυθαίρετη

ερμηνεία του νόμου, μια νοοτροπία που έχει κάτι από τον μυστηριώδη και

σκοτεινό χαρακτήρα της μεταφυσικής, ενώ στο νομικό σύστημα της

αγγλοσαξονικής παράδοσης να συναντήσει τη νοοτροπία του φωτεινού

πραγματιστικού πνεύματος που είναι προσανατολισμένο στη χρηστική

επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Στο πλαίσιο της ίδιας αντιδιαστολής

θα προσδοκούσε κανείς, ενώ το ηπειρωτικό σύστημα δικαίου και η

επιστήμη του να μη δανείζεται κάποιες κρίσιμες έννοιες, όπως π. χ. η

έννοια του προσώπου και του δικαιώματος, από καμμία (άλλη) επιστήμη,

ιδίως από την κοινωνιολογία και τα οικονομικά, ή, εν πάση περιπτώσει, να

μη τις ανάγει πλήρως, κατά το κανονιστικό περιεχόμενό τους, σε έννοιες

των εν λόγω επιστημών, το αγγλοσαξονικό σύστημα δικαίου, η

νομολογία και η θεωρία του (jurisprudence∙ εδώ δεν ταιριάζει μάλλον η

λέξη επιστήμη [science]), να εκλαμβάνει ως δυνατή και ίσως επιθυμητή μια

τέτοια πλήρη εννοιολογική αναγωγή. Ωστόσο, τα φιλοσοφικά και

μεθοδολογικά ζητήματα του δικαίου είναι τουλάχιστον διατλαντικά και

θέτουν σε δοκιμασία τις σχολικές διακρίσεις, λαμβανομένης υπ’ όψιν και

της άνευ προηγουμένου καλλιέργειας της ηθικής και πολιτικής

φιλοσοφίας στον αγγλοσαξονικό κόσμο, μετά την έκδοση της

69 Για την ιστορικά πρόσφατη εξέλιξη των δύο παραδόσεων στη φιλοσοφία του δικαίου βλ.

Gerald J. Postema, Legal Philosophy in the Twentieth Century: The Common Law World, in Enrico

Pattaro (ed.), A Treatise of Legal Philosophy and General Jurisprudence, τ. 11 (Dordrecht: Springer,

2011) και το αντίστοιχο συλλογικό Legal Philosophy in the Twentieth Century: The Civil Law

World, in ό. π., τ. 12 (ό. π., 2016).

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

36

εμβληματικής πραγματείας του Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, στην

οποία οφείλεται εν πολλοίς η κρίση προσανατολισμού της σύγχρονης

επιστήμης του δικαίου.

Σύμφωνα με μια κοινώς παραδεδεγμένη αντίληψη, ενώ ο δικαστής

της ηπειρωτικής Ευρώπης βασίζει την κρίση του στον νόμο, ο δικαστής του

αγγλοσαξονικού κοινοδικαίου καλείται να τη βασίσει σε προηγούμενες

δικαστικές αποφάσεις. Αυτή η διαφορά των συστημάτων δικαίου

συνεπάγεται, κατά μία συναφή αντίληψη, και μια κρίσιμη μεθοδολογική

διαφορά στην απονομή δικαιοσύνης∙ ίσως μια διαφορά μεταξύ

απαγωγικής (ή σημασιολογικής τάξεως) και αναλογικής (ή

πραγματολογικής τάξεως) εφαρμογής των κανόνων δικαίου. Ωστόσο, από

την οπτική γωνία της ηθικής και πολιτικής επιχειρηματολογίας, κάτι

τέτοιο, όπως θα δούμε, δεν ευσταθεί: Αμφότερα τα συστήματα διέπονται

από κοινές θεμελιώδεις αρχές, και ενώπιον του δικαστηρίου, ανεξαρτήτως

συστήματος, οι έγκριτοι νομικοί καλούνται να επικαλεσθούν τους

καλύτερους λόγους που συνηγορούν υπέρ των ισχυρισμών τους,

επιβεβαιώνοντας εμπράκτως τον θεμελιωδώς επιχειρηματολογικό

χαρακτήρα του δικαίου και της γνώσεώς του. Οι εν λόγω διαφορές,

δηλαδή, δεν είναι μεθοδολογικές, αλλά απλώς θεσμικές ή, περαιτέρω,

αντικείμενο κάποιων θεμιτών κοινωνιολογικών ή ιστορικών

ενδιαφερόντων. Όπως θα υποστηριχθεί στο πέμπτο μέρος, μία και μόνη

φαίνεται ότι είναι η αξιόπιστη μέθοδος θεμελιώσεως και των νομικών

κρίσεων: η μέθοδος της αναστοχαστικής ισορροπίας (reflective equilibrium).

Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα, στο εδώ εισαγωγικό

πλαίσιό μας, από την οπτική γωνία του νομικού της ηπειρωτικής Ευρώπης

και των προσλαμβανουσών παραστάσεών του. Στο τελευταίο κεφάλαιο

του βιβλίου του Karl Engisch, Εισαγωγή στη νομική σκέψη, με

χαρακτηριστικό τίτλο: Από το νόμο στο δίκαιο, ο συγγραφέας, επιφανής

Γερμανός νομικός του προηγούμενου αιώνα, ο οποίος μέχρι το εν λόγω

κεφάλαιο έχει παρουσιάσει τον τρόπο σκέψεως των νομικών της

ηπειρωτικής Ευρώπης, με επίκεντρο τη σχετική συζήτηση στη Γερμανία,

θίγει το ζήτημα της υπάρξεως μεθόδων ανευρέσεως του δικαίου που να

είναι «ελεύθερες από τον νόμο». Με αυτό δεν εννοεί το παρωχημένο

κίνημα της (ηπειρωτικής) Σχολής του ελευθέρου δικαίου, αλλά τον τρόπο

σκέψης των νομικών στον χώρο του αγγλοσαξονικού δικαίου.

Ήδη όμως κατά τη Σχολή του ελευθέρου δικαίου70, σημαντικότερο

του νόμου είναι το ελεύθερο του νόμου δίκαιο που δημιουργούν οι ορθές

δικαστικές αποφάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η νομική δεν είναι

επιστήμη (γνώσεως του νόμου), αλλά τέχνη (επιλύσεως πρακτικών

προβλημάτων), κατά την οποία «ο δικαστής πρώτα σχηματίζει την

70 Βλ., ευσύνοπτα, Ιωάννου Π. Αραβαντινού, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου

(Αθήναι: Έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2η έκδοση 1983), σς 195 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

37

απόφασή του με βάση την διαίσθησή του ως προς το τι ανταποκρίνεται

στα συναισθήματά του περί δικαίου… και ωφελίμου»71. Στα

συμφραζόμενα αυτά, ορθή είναι η δικαστική απόφαση, όταν «ένας άλλος

δικαστής θα είχε αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Ένας άλλος δικαστής

σημαίνει εδώ τον εμπειρικό τύπο του συγχρόνου νομομαθούς»72. Τούτο

πώς δύναται όμως να αληθεύει, πώς, δηλαδή, η εν λόγω σύμπτωση των

δικανικών κρίσεων θα μπορούσε να είναι κρίσιμη, ως κριτήριο ορθότητας,

χωρίς κάποιες κανονιστικές εγγυήσεις, ανεξάρτητες από τον εσωτερικό

κόσμο του δικαστή;

Επικαλούμενος ο Engisch μια σχετική μελέτη του μεγάλου Gustav

Radbruch, περιγράφει τον αγγλοσαξονικό τρόπο σκέψης ως τρόπο

ανευρέσεως του δικαίου με τη βοήθεια των παλαιότερων δικαστικών

αποφάσεων επί λέξει ως εξής:

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του case law συνίσταται στο ότι το έρεισμα που ο

δικαστής της ηπειρωτικής Ευρώπης το βρίσκει συνήθως στο νόμο εδώ υπάρχει

στις παλαιότερες αποφάσεις του ίδιου ή ενός ανώτερου δικαστηρίου…, και

μάλιστα όχι μόνο όταν οι νόμοι σιωπούν απολύτως… Αν η περίπτωση που

πρόκειται να κριθεί είναι παρόμοια με την περίπτωση που έχει ήδη κριθεί από

ένα δικαστήριο που περιβάλλεται με αντίστοιχη αυθεντία, η νέα περίπτωση

πρέπει να κριθεί με τον ίδιο τρόπο. Τώρα είναι αυτονόητο ότι κάθε περίπτωση

παρουσιάζει ιδιομορφίες, έτσι που πάντα ανακύπτει το ερώτημα αν η νέα

περίπτωση είναι στα ουσιώδη σημεία της όμοια με την περίπτωση που λύθηκε με

παλαιότερη απόφαση. Εκτός από αυτό, ο κανόνας που περιέχεται σε μιά

παλαιότερη απόφαση «είναι δεσμευτικός μόνο στο βαθμό που ήταν αναγκαίος

γιά την απόφαση στην τότε νομική περίπτωση∙ αν τότε διατυπώθηκε ευρύτερα

απ’ ό,τι ήταν αναγκαίο, και στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν είναι μιά

‘ratio decidenti’ που έχει αποφασιστική σημασία γιά το μέλλον, αλλά απλώς ένα

χωρίς σημασία ‘obiter dictum’ του δικαστή». Σημειώνουμε ότι σ’ εμάς υπάρχουν

διάφορα σημεία στηρίξεως γιά να «αποφεύγει κανείς ως μη δεσμευτικές

παλαιότερες αποφάσεις», ενώ ο Άγγλος δικαστής μόνο σπάνια και όχι

ευχαρίστως αποφασίζει «να κρίνει αντίθετα με μιά παλαιότερη απόφαση

(overrule), όταν είναι «προφανώς παράλογη» (plainly unreasonable)73.

Βάσει των ανωτέρω, ο Engisch συνάγει τα εξής «μεθοδολογικά

αξιοσημείωτα»74: κατά μία «παρόμοια μέθοδο» και στη Γερμανία της

εποχής του (η πρώτη έκδοση του βιβλίου του ήταν του έτους 1956), η

απόκλιση των ανωτάτων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων

71 Ό. π. 72 Carl Schmitt, Gesetz und Urteil [: Eine Untersuchung zum Problem der Rechtspraxis (Berlin:

Verlag von Otto Liebmann, 1912)], σ. 71∙ παραπομπή: ό. π., σ. 195. 73 Βλ. Karl Engisch, Εισαγωγή στη νομική σκέψη, μετ. Διονυσίου Δ. Σπινέλλη (Αθήνα:

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1981), σ. 216. 74 Βλ. ό. π., σς 216 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

38

από την παλαιότερη νομολογία τους γιά παρόμοιες περιπτώσεις χωρίς να

απαγορεύεται βέβαια, πάντως γίνεται πιό δύσκολη. Έτσι ανακύπτουν

παρεμφερή ερωτήματα, δηλαδή τα εξής: Μιά περίπτωση που πρόκειται να κριθεί

τώρα μοιάζει στα ουσιώδη σημεία της με μιάν άλλη που έχει ήδη κριθεί από το

Ανώτατο Δικαστήριο; Η νομική άποψη που διατυπώθηκε σε μιά προηγούμενη

απόφαση αποτέλεσε και το θεμέλιο αυτής της αποφάσεως, ή πρόκειται μόνο γιά

ένα obitur dictum;… Η αγγλοσαξωνική μέθοδος της μεταφοράς της νομικής

απόψεως της προηγούμενης αποφάσεως στην περίπτωση που πρόκειται να

κριθεί τώρα έχει προφανώς κάποια συγγένεια στη δομή με τη δική μας αναλογία,

αφού πρόκειται γιά διαλογισμό από το μερικό στο μερικό και μάλιστα έπειτα από

αναγωγή στη βασική σκέψη, στην οποία στηριζόταν η παλαιότερη απόφαση.

Χαρακτηριστικό θεσμικό παράδειγμα αποτελεί και η νεαρά ελληνική

νομοθεσία ως προς το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως γιά την

αναίρεση (μιας δικαστικής αποφάσεως) ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας. Σύμφωνα με την ισχύουσα § 3 του άρθρου 53 του Προεδρικού

Διατάγματος 18/1989:

Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με

συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν

υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της

προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της

Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση

διοικητικού δικαστηρίου.

Πρόκειται, άραγε, για μια έμμεση καθιέρωση της νομολογίας, εν

προκειμένω της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πηγής

του δικαίου; Μόνο κάποιος που σκέφτεται κοινωνιολογικά, και όχι νομικά,

θα απαντούσε, κατά τη γνώμη μου, καταφατικά. Στο ανωτέρω θεσμικό

πλαίσιο η μεταστροφή της νομολογίας δεν αποτελεί νομοθετικό ενέργημα.

Όπως γίνεται φανερό από μια προσεκτική ανάγνωση των

προκείμενων παραθεμάτων από το βιβλίο του Engisch, ο αγγλοσάξονας

δικαστής, όπως θα δούμε αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, δεν θέτει

δίκαιο (ως νομοθέτης)75. Δηλαδή, ακόμη και αν δεν υφίσταται νόμος, ad hoc

νομολογία ή έθιμο, πράγμα που ασφαλώς συνέβαινε σε κάποιες

χρονολογικά πρώτες κρίσιμες αποφάσεις, τις οποίες έχει ήδη σκεπάσει η

σκόνη του ιστορικού χρόνου, ο δικαστής εξακολουθεί να δεσμεύεται από

το δίκαιο ή, με άλλα λόγια, ο δικαστής δεν είναι εξουσιοδοτημένος να το

θεσπίσει, αλλά να το ανακαλύψει. Σε μια περίπτωση, δηλαδή, ανυπαρξίας

νόμου, ad hoc νομολογίας ή εθίμου, ο δικαστής, ο οποίος δεσμεύεται

απολύτως από τη θεμελιώδη απαγόρευση της αρνησιδικίας, πρέπει να

μπορεί να επικαλεσθεί ήδη ισχύον δίκαιο. Και εδώ αναδεικνύεται ο 75 Βλ., αναλυτικά, Paul Sourlas, «Le rôle des précédents: Quelques réflexions générales

inspirées de l'exemple grec», in Ewoud Hondius (ed.), Precedent and the law, in General reports

of the XVIIth Congress of the International Academy of Comparative Law (Bruxelles: Bruylant,

2007), σς 211 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

39

κρίσιμος ρόλος των αρχών του δικαίου. Οφείλεται ακριβώς στην

παραγνώριση της βαρύνουσας σημασίας των αρχών του δικαίου η μάλλον

θετικιστικής εμπνεύσεως διατύπωση της περιώνυμης § 2 του άρθρου 1 του

ελβετικού Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο ο δικαστής, όταν δεν υφίσταται

νόμος ούτε έθιμο, αποφαίνεται «σύμφωνα με τον κανόνα που θα έθετε ως

νομοθέτης», ακολουθώντας την κρατούσα θεωρία και την παγία

νομολογία. Είναι , επίσης, χαρακτηριστικό ότι κάποιες πρώιμες

θετικιστικές απαντήσεις στη ριζική κριτική του νομικού θετικισμού από

τον Dworkin, επικαλούνται την οιονεί εθιμική φύση των αρχών76. (Μια

ηπειρωτική θετικιστική παρανόηση εκλαμβάνει το κοινοδίκαιο ως

εθιμικό, ακριβώς επειδή η πηγή του δεν είναι ο νόμος.) Μια τέτοια φύση

των αρχών θα ήταν όμως, όπως και πάλι θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο,

ασυνάρτητη, όπως είναι, βεβαίως, και το ίδιο το έθιμο ως πρωτογενής πηγή

του δικαίου. Τούτων δοθέντων, πού οφείλεται η εντύπωση της εν λόγω

αντιδιαστολής; Πρέπει να διακρίνουμε εν προκειμένω το πώς πράγματι

σκέφτεται (που ισοδυναμεί με το πώς πρέπει να σκέφτεται…) ο έγκριτος

νομικός (δικαστής ή δικηγόρος) με το πώς ίσως νομίζει ότι σκέφτεται. Ως

προς αυτό η κρατούσα σχολική έκθεση του ζητήματος από την ηπειρωτική

παραδοσιακή μεθοδολογία του δικαίου είναι εντελώς ανεπαρκής και

παραπλανητική.

Αναφερθήκαμε προηγουμένως στο φωτεινό πραγματιστικό

πνεύμα, κατ’ αντιδιαστολήν προς τις σκοτεινές μεταφυσικές αναζητήσεις:

π. χ., ως προς την τήρηση των συμβάσεων, βεβαίως συντρέχουν λόγοι που

το πραγματιστικό πνεύμα τους φέρνει αβίαστα στο φως: αν καθένας δεν

υποχρεούται να τηρεί τις συμβάσεις, ποιός θα εμπιστευόταν τις

υποσχέσεις του άλλου; Ωστόσο, η εν λόγω δικαιολόγηση απέχει πολύ από

το είναι πλήρης∙ να συλλάβει, δηλαδή, τους προσωποκεντρικούς λόγους

τηρήσεως των συμβάσεων, η επίκληση των οποίων απαιτείται, για να

είναι μια ετυμηγορία επί των ενστάσεων του αναρχικού σκεπτικιστή

εμπεριστατωμένη: η εν λόγω δικαιολόγηση πρέπει να συνυφαίνεται με το

απαραβίαστο του προσώπου – πρέπει, δηλαδή, να έχει και κάτι από

μεταφυσική.

3. H πρόκληση της διεπιστημονικότητας

3.1 Πανεπιστήμιο. Ο θεσμός του πανεπιστημίου χαρακτηρίζεται από

καταμερισμό πνευματικής εργασίας∙ είναι, δηλαδή, οργανωμένο ανά

επιστημονικό κλάδο. Ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους το

πανεπιστήμιο αποτελείται από τις τρεις ανώτερες σχολές, τη Θεολογική,

τη Νομική και την Ιατρική (που είναι ανώτερες, κατά μία καντιανή

76 Βλ. Joseph Raz, «Legal Principles and the Limits of Law», in Marshall Cohen (ed.), Ronald

Dworkin and Contemporary Jurisprudence (Totowa, NJ: Rowman & Allanheld, 1984), σ. 77.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

40

ειρωνεία, επειδή παράγουν δημοσίους υπαλλήλους) και την κατώτερη

Φιλοσοφική, επιφορτισμένη με την κριτική του λόγου (γενική

υποκειμενική!), στην οποία συστεγάζονται και όλες οι (λοιπές) επιστήμες∙

αναχρονιστικά μιλώντας, τόσο οι λεγόμενες φυσικές όσο και οι λεγόμενες

πνευματικές (ή ερμηνευτικές), ή οι μακρινοί συγγενείς της προϊστορίας

τους. Η απελευθέρωση των επιστημών από τη βαριά σκιά της φιλοσοφίας

υπήρξε, ως πνευματικό γεγονός, ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα της

αδυναμίας της παραδοσιακής, κατά βάση αριστοτελικής, φιλοσοφίας να

ανταποκριθεί στην πρόκληση της επιστημονικής προόδου και της

συνεπακόλουθης «απομάγευσης» του κόσμου (κατά την προσφυή

έκφραση του Max Weber). Από φιλοσοφική σκοπιά, την πλέον ριζική

απάντηση στο σκάνδαλο της εναρμόνισης της επιστημονικής προόδου με

την (χριστιανική) πίστη την έδωσε ο πανθεϊσμός του Baruch Spinoza και

την πλέον ισορροπημένη (και ασφαλώς συμβιβαστική) ίσως η κριτική

φιλοσοφία του Kant (η επιρροή της οποίας, ως προς τα φιλοσοφικά

ζητήματα του δικαίου και της επιστήμης του, είναι, βέβαια, εμφανής και

στις εδώ σκέψεις).

Ως προς την επιστήμη του δικαίου, αυτή, ακόμη και προς τα μέσα

του (γερμανικού) 19ου αιώνα, θεωρείται ως γνήσια φιλοσοφία: jurisprudentia

est vera philosophia. Αυτό το διαπιστώνει διαβάζοντας, π. χ., κανείς (έστω

και ανάμεσα στις γραμμές) την περίφημη από 10.11.1937 επιστολή του

νεαρού Marx προς τον πατέρα του – ο Marx είναι τότε ένας χαρισματικός

δευτεροετής φοιτητής της Νομικής, ο οποίος έχει ξεκινήσει να μεταφράζει

στα γερμανικά τον Πανδέκτη και έχει ήδη συντάξει ένα Σύστημα δικαίου –

ως γνωστόν, τα συστήματα του σύγχρονου (!) ρωμαϊκού δικαίου, ήταν τότε

του συρμού. Όπως επισημαίνεται, ο Marx, στην επιστολή του, δεν

διακρίνει την επιστήμη του δικαίου από τη φιλοσοφία (του δικαίου), διότι η

ταύτισή τους «ήταν μεταξύ των πρώτων που διδάσκονταν οι σπουδαστές

του δικαίου»77 – εν προκειμένω, ο Marx το είχε διδαχθεί, ως πρωτοετής,

από τον σπουδαίο καθηγητή του Friedrich Carl von Savigny, τον ιδρυτή της

λεγόμενης Ιστορικής σχολής του δικαίου. Αυτή η άμεση σύνδεση, αν όχι

ταύτιση της επιστήμης του δικαίου με τη φιλοσοφία (του δικαίου),

διασπάται προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ο πολύς Rudolph von Jhering (ο

οποίος όμως – σημειωτέον – «δυσκολευόταν να συλλάβει την

κανονιστικότητα»78, όπως όλες οι εκδοχές της νομικής εργαλειοκρατίας),

στο ύστερο έργο του, όπως θα δούμε στο πέμπτο μέρος, στρέφεται κατά

της νομικής εννοιοκρατίας των πανδεκτιστών (στους οποίους ο ίδιος

πρωτίστως ανήκε με το πρώιμο έργο του), των κληρονόμων της Ιστορικής

77 Donald R. Kelley, «The Metaphysics of Law: An Essay on the Very Young Marx», in Bob

Jessop και Russell Wheatley (eds), Karl Marx's Social and Political Thought: Critical Assessments,

τ. 5ος (London: Routledge, 1999), σ. 44. 78 Παύλος Κ. Σούρλας, Δίκαιο και δικανική πράξη, σ. 677 σημ. 26.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

41

σχολής του δικαίου, υποστηρίζοντας θέσεις που αργότερα θα οδηγήσουν

στην επικράτηση της λεγόμενης Σχολής της στάθμισης των συμφερόντων.

Η εν λόγω Σχολή συλλαμβάνει τις ρυθμίσεις του (ρωμαϊκού) δικαίου, όχι

πια εννοιοκρατικά (μεν, αλλά συγχρόνως και, κατά βάση, καντιανά∙ ως

ρυθμίσεις, δηλαδή, της συμβιώσεώς μας, ως προσώπων, υπό θεσμικές

συνθήκες ελευθερίας και ισότητας), αλλά, λειτουργιστικά, ως

προσήκουσες, κατά τον σκοπό τους, διευθετήσεις συμφερόντων και

πρωτίστως του κοινωνικού συμφέροντος, και αλλάζει, όπως είναι φυσικό,

ριζικά το δίκαιο, χωρίς – σημειωτέον – να προϋποθέτει ουδεμία αλλαγή

των πηγών ή των διατάξεών του. Η ριζική αλλαγή, δηλαδή, είναι απλώς

μεθοδολογική. Η επιστήμη του δικαίου συλλαμβάνεται πλέον (και) ως

κοινωνική επιστήμη.

Είχε προηγηθεί, στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο του καταμερισμού

πνευματικής εργασίας εντός του πανεπιστημίου, η απόσπαση και της

οικονομικής επιστήμης από τη νομική. Ήδη, βέβαια, η αριστοτελική

jurisprudentia, επικεντρωμένη στην ιδέα της ισότητας ως προς την αξία, τις

δίκαιες τιμές και τα συναφή της μακράς αρχαιότητας, δηλαδή και του

μεσαιωνικού κόσμου, δεν θα μπορούσε να σταθεί ευπρεπώς σε έναν

κόσμο ελευθερίας των συναλλαγών∙ δηλαδή, σε μια νεωτερική έννομη

τάξη εξ ορισμού προσωποκεντρική, όπου η ασυμμετρία υπέρ της υπαίθρου

έχει μεταβληθεί σε ασυμμετρία υπέρ των πόλεων: κατά το περιώνυμο

βορειοευρωπαϊκό νομικό ρητό, ο αέρας της πόλης σε καθιστά ελεύθερο79.

Αλλά και η ιδέα της ελευθερίας των συναλλαγών αδυνατεί να

επεξεργασθεί στο εννοιολογικό πλαίσιό της, κατά βάση το πλαίσιο του

ρωμαϊκού δικαίου80, ζητήματα της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς,

χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η ορθολογικότητα καθ’ εαυτήν είναι

απλώς εργαλειακή. Π. χ., στο κανονιστικό πεδίο του ποινικού δικαίου, αν οι

εγκληματικές δραστηριότητες αποδίδουν μακροπρόθεσμα περισσότερα

79 Πρβλ. Παύλου Κ. Σούρλα, «Συζήτηση», in Σταύρου Ζουμπουλάκη (επιμ.), Δικαιοσύνη

και Δίκαιο (Αθήνα: Άρτος Ζωής, 2015), σς 505 επ.: «Αναφορικά με το δημόσιο δίκαιο, ότι

δηλαδή στις συμβατικές σχέσεις το ζητούμενο είναι το quid pactum και όχι το pacta sunt

servanda, επιμένω ότι είναι το pacta sunt servanda. Η θεωρία του justum pretium στις

συμβάσεις, που υπάρχει στο ρωμαϊκό δίκαιο, είναι εντελώς προνεωτερική, δεν έχει καμία

σχέση με τη νεότερη φιλελεύθερη σύλληψη της σύμβασης, αλλά προϋποθέτει ότι

υπάρχουν κριτήρια γιά το ποιά είναι η δίκαιη παροχή και η αντιπαροχή εκτός της

συμφωνίας, και ενδεχομένως σήμερα ο δικαστής μπορεί να αλλάξει τη συμφωνία, ότι

έτσι έπρεπε να είναι και όχι αλλιώς. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή αντίληψη

περί δικαιοσύνης στις συμβάσεις. Το θεωρώ ριζικά λαθεμένο, αν και ο μέσος δικαστής

δεν ξέρω αν τα έχει ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα στη σκέψη του. Σκεφθείτε, γιά

παράδειγμα, ένα σύστημα όπου το αντικειμενικό σύστημα αξιών υπάρχει σε όλα τα

αγαθά και επιβάλλεται δικαστικά. Αυτό θα ήταν το quid pactum, η προτεραιότητα του

quid pactum. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο». 80 Βλ. Joseph A. Schumpeter, History of Economic analysis (Oxford: Oxford University Press,

1954), σς 26 σημ. 2, 67 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

42

από τις σύννομες, τούτο δεν οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι τυγχάνουν

ανορθολογικοί (και δεν επιλέγουν τις πρώτες, όπως οι κατ’ επάγγελμα

εγκληματίες, ώστε να επέλθει εξίσωση των κρίσιμων αποδόσεων), αλλά

στο ότι θεωρούν ότι έχουν ηθικούς λόγους να μη διαπράττουν εγκλήματα,

ακόμη και αν έτσι πρόκειται να βελτιώσουν τη κοινωνική και οικονομική

θέση τους81. Εν πάση περιπτώσει, οι αναγωγιστές μαρξιστές είχαν

(έχουν…) άραγε δίκιο επί της αρχής, όχι όμως και την ορθή

(ορθολογιστική…) θεωρία περί των οικονομικών κινήτρων ούτε τα

κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία; Ένας λενινιστής θεωρεί πάντως την

πολιτική ως συμπυκνωμένη οικονομία.

Ενώ, λοιπόν, αποτελεί αναμφίβολα πνευματική πρόοδο ο εν λόγω

καταμερισμός εργασίας (με όρους εγελιανούς, η προηγούμενη κατάσταση

αποτελούσε ενότητα χωρίς διαφοροποίηση), στις μέρες μας φαίνεται ότι

υφίσταται μια ισχυρή τάση να υπερβούμε την εν λόγω κατάτμηση με τα

στεγανά της ανάμεσα στους επιστημονικούς κλάδους (με τους ίδιους

όρους, ως διαφοροποίηση χωρίς ενότητα), εργαζόμενοι διεπιστημονικά∙

αναζητώντας, δηλαδή, την ενότητα μέσα στη διαφορά (ομοίως, την

ενότητα με διαφοροποίηση), ως εάν κάθε επιστήμη, με την ίδια τη

μερικότητα της σχετικής προσεγγίσεώς της, να καλείται να συμβάλλει σε

μια κατά προσέγγιση απόλυτη αλήθεια. Η διεπιστημονικότητα μάλλον

αξιολογείται ως μεταρρυθμιστική πρόοδος και, συγχρόνως, επαναστατική

πρόκληση.

Το ζήτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, φιλοσοφικό. Ακόμη και αν το

αίτημα διατυπώνεται εντός μιας επιστήμης, η οποία πρέπει ασφαλώς να

υπερηφανεύεται για μόνη τη θέση του ζητήματος στο εσωτερικό της, οι

81 Πρβλ. την εύστοχη ανάλυση του Robert Nozick, Philosophical Explanations (Cambridge,

Mass.: The Belknap Press of Harvard University Press, 1981), σς 374 επ. σημ. *. Πρβλ.,

επίσης, Albert O. Hirschman, «Against Parsimony: Three Easy Ways of Complicating Some

Categories of Economic Discourse», in The Essential Hirschman (Princeton: Princeton

University Press, 2013), σ. 252, ως προς τη μονομέρεια των ερμηνευτικών σχημάτων

κάποιων οικονομολόγων, εν προκειμένω των Gary S. Becker και George Stigler («De

Gustibus Non Est Disputandum», American Economic Review 67 [1977], σς 76 επ.):

«Εξισώνοντας τις μεταστροφές στις προτιμήσεις με τις μεταστροφές ως προς ό,τι οι ίδιοι

αποκαλούν ‘ανεξέταστες και ενίοτε ιδιότροπες ορέξεις’, βρίσκουν, ορθότατα, ελάχιστο

ερευνητικό ενδιαφέρον σε οποιαδήποτε μεταστροφή στις ορέξεις. Ωστόσο, επιζητώντας

στη συνέχεια να εξηγήσουν κάθε μεταστροφή στη συμπεριφορά μέσω των διαφορών

στις τιμές και το εισόδημα, αγνοούν μια κύρια πηγή των εν λόγω μεταστροφών: την

αυτόνομη, αναστοχαστική μεταστροφή ως προς τις αξίες. Π. χ., στην ανάλυση των

επωφελών και επιβλαβών εξαρτήσεων, εκλαμβάνουν την καμπύλη της ατομικής

ζητήσεως για μουσική ή για ηρωίνη ως δεδομένη και, από ό,τι φαίνεται, αμετάβλητη.

Πώς όμως θα μπορούσαμε να μη λάβουμε υπ’ όψιν μας το ότι μεταστροφές ως προς τις

αξίες λαμβάνουν πράγματι χώρα από καιρού εις καιρόν στη ζωή των ατόμων, ή εντός

μιας γενιάς και από γενιά σε γενιά, και το ότι αυτές οι μεταστροφές και οι συνέπειές

τους στη συμπεριφορά αξίζει να ερευνηθούν – ότι, εν ολίγοις, de valoribus est

disputandum;».

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

43

λόγοι που το δικαιολογούν είναι φιλοσοφικοί. Ποιοί είναι αυτοί οι λόγοι

ειδικά στο δίκαιο και την επιστήμη του (πεδίο στο οποίο εδώ

περιοριζόμαστε);

3.2 Δίκαιο και οικονομία. Το έτος 1973, ο Dworkin, συμμετέχοντας σε ένα

ειδικό αφιέρωμα περιοδικού, έγραψε ένα άρθρο αφιερωμένο στην πρόοδο

της νομικής έρευνας82. Ο Dworkin διακρίνει τη βρετανική – και ηπειρωτική,

θα προσθέταμε – (συντηρητική) προσέγγιση της διεπιστημονικότητας,

κατά την οποία, για τον καλλιεργημένο νομικό, η σχέση της επιστήμης

του δικαίου με τις λοιπές επιστήμες, ιδίως τις κοινωνικές, είναι απλώς ένα

ζήτημα ευκταίας εγκυκλοπαιδικής γνώσης, από την αμερικανική

(αναθεωρητική), κατά την οποία η διεπιστημονική προσέγγιση είναι

αναγκαία, προκειμένου να επιλύσουμε με τον καλύτερο τρόπο τα

προβλήματα της νομικής θεωρίας και πράξης. Το τότε παράδειγμα του

Dworkin (τονίζω τη λέξη τότε, διότι έχει κυλήσει εν τω μεταξύ πολύ νερό

κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα) ήταν η πολλά υποσχόμενη

οικονομική ανάλυση του δικαίου, η πλέον σύγχρονη εκδοχή της νομικής

εργαλειοκρατίας μέχρι να καταστεί – υποθέτω – ήδη παρωχημένη από την

εν τω μεταξύ πρόοδο της κοινωνιοβιολογίας και των νευροεπιστημών,

δηλαδή την επέκταση του πεδίου των ερευνών τους και στο δίκαιο.

Γράφοντας, βέβαια, ο Dworkin πριν από την ανάπτυξη του καίριου

αντιλόγου των θεωριών της διορθωτικής δικαιοσύνης κατά την επόμενη

δεκαετία, επισημαίνει – ορθώς – ότι το ζήτημα της προκείμενης

διεπιστημονικότητας δεν αφορά στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου μας,

αλλά στη (ζητούμενη) διεύρυνση του τρόπου σκέψεώς μας ως νομικών. Με

τα λόγια του ιδίου, οφείλουμε, ως ένα ζήτημα ακαδημαϊκής επάρκειας, να

καταστούμε (δι)επιστημονικά αμφιδέξιοι.

Το να είμαι όμως αμφιδέξιος δύναται να σημαίνει απλώς τη

δυνατότητά μου να προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις, όπως όταν

καλούμαι, ως οδηγός, να οδηγήσω για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα

δεξιοτίμονο αυτοκίνητο στο Λονδίνο. Η αμφιδεξιότητά μου, ως ζήτημα

προσαρμογής, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο ετοιμότητάς μου να

ανταποκριθώ σε μια εξ αντικειμένου πρόκληση. Δεν κατασκευάζω τον

κόσμο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνεται στην ετοιμότητά μου,

δηλαδή κατά τις επιθυμίες μου. Ο Dworkin προτείνει, λοιπόν, να

πειραματιστούμε στο πρόγραμμα των νομικών σπουδών (ζήτημα με το

οποίο θα ολοκληρωθεί το παρόν μέρος), υιοθετώντας την ιδέα κάποιων

κοινών διεπιστημονικών σεμιναρίων (τα οποία πάντως – και ίσως

καλύτερα – καλούνται να προσφέρουν οι ίδιες οι νομικές σχολές σε μη

νομικούς κοινωνικούς επιστήμονες). Στο πεδίο, π. χ., των αδικοπραξιών, οι

διδάσκοντες πρέπει να είναι νομικοί, οικονομολόγοι και ηθικοί φιλόσοφοι

82 Βλ. Ronald Dworkin, «Legal Research», Daedalus 102/2 (Άνοιξη 1973), σς 53 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

44

και το διεπιστημονικό αντικείμενό τους οι αρχές δικαιοσύνης και

οικονομικής αποτελεσματικότητας και η επιθυμητή διαπλοκή τους.

Αντιστοίχως, στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου διδάσκουν νομικοί,

πολιτικοί επιστήμονες (αν και, κατά τον ίδιο τον Dworkin, τα κρίσιμα

ζητήματα στο εν λόγω πεδίο δεν είναι εμπειρικά) και (πολιτικοί)

φιλόσοφοι.

Ερωτάται, π. χ.: σε τι έγκειται η πρόκληση της διεπιστημονικότητας,

το εξ αντικειμένου πρόβλημα στην ονομαστική αξία του, στο πεδίο των

αδικοπραξιών; Για να χρησιμοποιήσω, και πάλι, την ίδια αφοριστική

διατύπωση, στο δίκαιο των αδικοπραξιών83, δεν επιλέγουμε εναγομένους,

για να αναζητήσουμε αποζημίωση – το δίπολον, δηλαδή, ενάγοντος και

εναγομένου αποτελεί το ουσιώδες γνώρισμα του εν λόγω κλάδου του

δικαίου που δεν δύναται να παρακαμφθεί παρά με κατασκευές πολύ

εξεζητημένες για να είναι πειστικές. Ενώπιον του δικαστηρίου εκθέτουμε

ένα ιστορικό ως προς τη βλάβη μας (τι και πώς μας προξένησε ο

εναγόμενος στο παρελθόν – και ενδεχομένως χρειαζόμαστε τη βοήθεια

ενός οικονομολόγου για να προσδιορίσουμε το ακριβές ποσό της ζημίας

μας) και πάνω σε αυτό βασίζουμε το αιτητικό μας. Δηλαδή, η βάση της

αγωγής μας προϋποθέτει τίτλο μας και ό,τι ζητούμε ήδη μας ανήκει, αν και

δεν βρίσκεται στα χέρια μας, όπως θα έπρεπε να βρίσκεται. Περαιτέρω, η

υπαιτιότητά μας προϋποθέτει την παραβίαση ενός καθήκοντός μας

επιμέλειας: αποτελεί, δηλαδή, προκειμένη και όχι συμπέρασμα του

σχετικού δικανικού συλλογισμού84. Ο δικαστής, δηλαδή, δεν καλείται να

προβεί σε κάποιου είδους διανομή ή να στρέψει τη δικαιολόγησή του προς

το μέλλον (π. χ., προς την πρόληψη των ατυχημάτων). Τα εν λόγω

προβλήματα είναι, δηλαδή, προβλήματα μη διανεμητικής δικαιοσύνης και

εκτιμήσεις ως προς το ποια κατανομή των αγαθών ή της ευθύνης κ. λπ.

μεγιστοποιεί τον πλούτο (όπως όταν, στη βέλτιστη κατάσταση, τα

περιουσιακά αγαθά βρίσκονται μόνο στα χέρια αυτών που τα εκτιμούν

περισσότερο, πράγμα που μεταφράζεται σε χρήμα ως αξία ανταλλαγής),

αν γίνουν δεκτές, διαστρέφουν την ηθική θεμελίωση του ιδιωτικού δικαίου

– και γι’ αυτό αδυνατούν, στο κανονιστικό πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, να

αποτελέσουν ερμηνευτική πρόκληση. Αν οι αξιολογήσεις της μη

διανεμητικής δικαιοσύνης μπορούσαν να μοιραστούν το ίδιο κανονιστικό

πεδίο των λόγων με εκείνες της βέλτιστης οικονομικής αποδοτικότητας,

θα είχαμε ενώπιόν μας το όγδοο θαύμα, ένα νομικό θαύμα, όπως, κατ’

83 Βλ. Παύλου Κ. Σούρλα, «Βλάβη και ζημία: μία αναγκαία διάκριση στο δίκαιο του

αδικήματος», in Τιμητικός Τόμος Φιλίππου Δωρή (Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν.

Σάκκουλα, 2015), ιδίως σς 1491 επ. ως προς την οικονομική ανάλυση του δικαίου. 84 Βλ., ενδεικτικά, Gregory C. Keating, «Is the Role of Tort to Repair Wrongful Losses?», in

Donal Nolan και Andrew Robertson (eds), Rights and Private Law, σς 367 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

45

αναλογίαν, ο Dworkin χαρακτήρισε προσφυώς τον ίδιο τον Richard

Posner85, έναν εκ των αρχηγετών της οικονομκής ανάλυσης του δικαίου.

Κατ’ αντιδιαστολήν, αποτελεί πάντως σπουδαία ερμηνευτική

πρόκληση η μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας, και επειδή σέβεται

– και στον βαθμό που σέβεται – το εννοιολογικό πλαίσιο του δικαίου και

της επιστήμης του86. Ως γνωστόν, κατά τον Marx, είναι η ίδια η ελευθερία

των συναλλαγών που καθιστά δυνατή την εκμετάλλευση, ως ζήτημα

ισότητας ως προς την αξία (ανταλλαγής), καθότι η λεγόμενη εργασιακή

δύναμη, ως εμπόρευμα, έχει τη μάλλον φυσική παρά κοινωνική ιδιότητα

να παράγει, με την κατανάλωσή της (την αξιοποίησή της εντός του χώρου

που δεν επιτρέπεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασίαν…), μεγαλύτερη

αξία από την (αγοραία) αξία της αναπαραγωγής της, τη διαφορά της

οποίας (ως υπεραξία) καρπώνεται ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής

απλώς βάσει του τίτλου του. Πρόκειται για πρόκληση, ακριβώς διότι μας

καλεί να αναστοχασθούμε, π. χ., το αν οι επιλογές των άλλων αποτελούν

αθέμιτο περιορισμό της ελευθερίας μας – που καθ’ εαυτές δεν αποτελούν∙

διαφορετικά, οι αρχές της μη διανεμητικής δικαιοσύνης θα έπρεπε να

απολέσουν την κανονιστική αυτοτέλειά τους, το πρωτείο τους, προ των

ακαταγώνιστων αρχών της αυτοτελούς διανεμητικής – πρωτίστως της

τριαδικής διαιρέσεως κεφαλαίου, γης και εργασίας (της τελευταίας ως της

μόνης πηγής της αξίας). (Θα αφήσω τον αναγνώστη με την αγωνία της

επόμενης παραγράφου87!)

Αν το ενδιαφέρον μας αφορά το εξ αντικειμένου ερμηνευτικό

πρόβλημα στην ονομαστική του αξία, η νομική εργαλειοκρατία αγνοεί

τόσο την ερμηνευτική φύση του δικαίου όσο και τη φιλοσοφική φύση της

ερμηνείας του. Δεν θα έπρεπε, επομένως, να μας εντυπωσιάζει το ότι η

αποτυχία της νομικής δογματικής (της οποίας σύμπτωμα αποτελεί η κακή

τυποκρατία) να αναδείξει τα ηθικά θεμέλια του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως ως

προς την ασυλία του προσώπου έναντι οποιασδήποτε διαπροσωπικής

85 Ronald Dworkin, «Philosophy & Monica Lewinsky», New York Review of Books, 47/4 (9

Μαρτίου 2000), σ. 48. 86 Κατά τον Weber (ο οποίος υπήρξε, βέβαια, «θαυμαστής της εννοιοκρατικής νομικής

σκέψης και μάλλον δεν θα ήταν ενθουσιασμένος από τη στροφή προς τον λειτουργισμό

ως τρόπο εργασίας των νομικών της πράξης»∙ Παύλος Σούρλας, Δίκαιο και δικανική

πράξη, σ. 676 σημ. 23), «[π]ρο παντός… διαφέρει… ο κοινωνιολογικός από τον νομικόν

τρόπον θεωρήσεως… Εάν τώρα η κοινωνιολογία είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιή

πολύ συχνά [τας οξείας νομικάς εκφράσεις, αίτινες είναι τοιαύται επειδή ερείδονται επί

μιάς συλλογιστικής ερμηνείας των κανόνων,] την ιδίαν λέξιν με την νομικήν επιστήμην,

βεβαίως η νομικώς ορθοτέρα αυτής έννοια δεν είναι η παρ’ αυτής νοουμένη» («Περί

ωρισμένων κατηγοριών της κατανοούσης κοινωνιολογίας», in Δοκίμια επί της θεωρίας

των κοινωνικών επιστημών, τ. Β', μετ. Α. Γρηγορογιάννη [Αθήναι: Εθνικόν Κέντρον

Κοινωνικών Ερευνών, 1972], σς 24, 25.). 87 Βλ., Πρόσωπα, λόγοι και πράγματα, σς 234 επ., και για δύο καίρια αντεπιχειρήματα του

Nozick, ό. π., σς 107 επ..

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

46

αξιώσεως που δεν οφείλεται σε σύμβαση ή αδικοπραξία (εδώ πρόκειται

για την καλή, δηλαδή την καντιανή τυποκρατία), θα την καθιστούσε

ευάλωτη σε συλλήψεις της νομικής ως κοινωνικής επιστήμης,

προσανατολισμένης στη στάθμιση και την ικανοποίηση συμφερόντων.

Πώς όμως δύναται να αποβεί ερμηνευτικά κρίσιμη η μεγιστοποίηση

οποιωνδήποτε αγαθών, χωρίς να δειχθεί προηγουμένως ότι πράγματι η εν

λόγω μεγιστοποίηση αποτελεί, π. χ., συνταγματικό σκοπό και, συνεπώς,

καθήκον του δικαστή και ότι βαρύνει τον κάθε συναλλασσόμενο με το

βάρος να μη την εμποδίζει, αν όχι να την προάγει, ακριβώς στο

ανταγωνιστικό πεδίο της ελευθερίας των συναλλαγών; Η ισχύς

μεγιστοποιητικών λόγων στο κανονιστικό πλαίσιο των διαπροσωπικών

σχέσεων θα δικαιολογούσε τη μονομερή αλλοίωση των δικαιωμάτων των

κοινωνών του δικαίου. Όπως επισημαίνεται88, και θα αναπτύξουμε

αναλυτικά στο τρίτο μέρος, ένα πρόσωπο ενδέχεται να έχει δικαιώματα

χωρίς να έχει συμφέροντα, οι δε κρίσεις περί δικαιωμάτων δεν ανάγονται

σε κρίσεις περί συμφερόντων, όπως υποβάλλει η παραπλανητική εικόνα

της σταθμίσεως (συμφερόντων), καθ’ εαυτήν, στη μεταφορική χρήση της,

ίσως αθώα∙ ωστόσο, ενδέχεται η ίδια να αποβεί επικίνδυνη, προσδίδοντας

στην αυθαιρεσία των μοιραία ad hoc συναφών κρίσεων μια επίφαση

θεμελιώσεως ή δικαιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, αρκεί προς το

παρόν η επισήμανση ότι, κατά κάποιο ασφαλώς μαγικό τρόπο, έχει

επιλυθεί το ζήτημα των (αοράτων) κοινών μέτρων και σταθμών∙ καθότι

αντ’ αυτών στη μία πλευρά του ζυγού διαπιστώνει κανείς ότι έχει τεθεί

ένας σάκος με φιστίκια και στην άλλη ψήγματα μεν, αλλά χρυσού. Γιατί

άραγε οι έγκριτοι συνταγματολόγοι μας δεν εξέφρασαν τον ενθουσιασμό

των ασφαλώς έγκριτων αστικολόγων μας ως προς τη (συνταγματική)

νεαρά της καταχρήσεως δικαιώματος89;

Ηθικό δίδαγμα; Δύο καίριες μεθοδολογικές επισημάνσεις του Rawls,

ως προς τη θεωρία και το αντικείμενό της και τη συναφή χρήση

αντιπαραδειγμάτων90, διατηρούν τη σημασία τους και στα εδώ

συμφραζόμενα του δικαϊκού συστήματος: Θα μπορούσαμε να

καταστρέψουμε ένα ισχύον, κατά το μάλλον ή ήττον συνεκτικό σύστημα

88 Βλ. F. M. Kamm, «Rights beyond Interests», in Intricate Ethics: Rights, Responsibilities, and

Permissible Harm (Oxford: Oxford University Press, 2007), π. χ., σς 248, 262, 281 σημ. 65. 89 Πρβλ. Γ. Κ. Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος: Επίμετρο στο Σύνταγμα της Ελλάδος

των Α. Ι. Σβώλου - Γ. Κ. Βλάχου (Αθήναι - Κομοτηνή: Έκδοσις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1979), σ.

75: «Το θεμελιώδες δικαίωμα ταυτίζεται μάλλον με τη συνταγματική επιταγή που το

θεμελιώνει ως ‘απαραβίαστο’ πρότυπο και για τα άτομα ή τις ομάδες και για την

αντικειμενική έννομη τάξη. Χωρίς αυτή την ‘ιερότητα’ δεν νοούνται καν θεμελιώδη

δικαιώματα και ελευθερίες. Η θεωρία της καταχρήσεως [δικαιώματος] είναι άρνηση

αυτής της ιερότητας, μία χειροπιαστή contradictio in terminis». 90 Πρβλ. David A. Reidy, «From Philosophical Theology to Democratic Theory: Early

Postcards from an Intellectual Journey», in Jon Mandle and David A. Reidy (eds), A Companion to

Rawls (Oxford: Wiley Blackwell, 2014), σ. 9, και John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, σ. 83.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

47

ιδιωτικού δικαίου, αν το επιβαρύναμε με τη λύση όλων των προβλημάτων

(π. χ. ποινικού και δημοσιονομικού ενδιαφέροντος) της έννομης τάξης.

Πρέπει δε να είμαστε προσεκτικοί στη χρήση αντιπαραδειγμάτων: δεν θα

γνωρίσουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε ήδη, ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει τέλειο

σύστημα. Το ζήτημα έγκειται απλώς στο πόσο συχνά σφάλλει και στο

πόσο σημαντικά είναι τα σφάλματά του.

Κατ’ αναλογίαν προς το ότι δεν επιλέγουμε εναγομένους στο

δίκαιο των αδικοπραξιών, προς το ότι, συνεπώς, αδυνατούμε να το

καταστήσουμε δημόσιο δίκαιο91, μιμούμενος την ίδια αφοριστική

διατύπωση, θα έλεγα ότι και στο δημόσιο δίκαιο δεν επιλέγουμε

φορολογουμένους, προκειμένου να ικανοποιήσουμε κάποια

μεγιστοποιητική αρχή, και ειδικά στο ποινικό δίκαιο κατηγορουμένους. (Η

στρατευμένη τέχνη και η στρατευμένη οικονομία αποτελούν ομόλογα.) Για

τους δημοσιονομικούς θεσμούς χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο αρχών

δικαιοσύνης, που να εγγυώνται το status μας ως προσώπων στο

ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον. Ως προς αυτό, ασχέτως των τυχόν

επί μέρους επιφυλάξεων ή διαφωνιών, οφείλει κανείς να αρκεσθεί, σε

γενικές γραμμές, στις αναπτύξεις του 5ου κεφαλαίου της Θεωρίας της

δικαιοσύνης του Rawls, ως προς τον δίκαιο χαρακτήρα των οικονομικών

συστημάτων (ως προς το πώς, δηλαδή, μια θεωρία δικαιοσύνης πλαισιώνει

τις θεωρίες της πολιτικής οικονομίας, απλώς προϋποθέτοντας στοιχειώδη

οικονομικά), με τίτλο ακριβώς: διανεμητικά μερίδια92. Δεν υφίστανται,

δηλαδή, σκοποί του κράτους που να είναι απλώς αντικείμενο μιας υπό

στενή έννοια πολιτικής (ή ιδεολογικής) επιλογής. Διεπιστημονικότητα μεν

και για το συνταγματικό δίκαιο, αλλά ως προς τι; Ήδη, συναφώς, ο Rawls

μας προειδοποίησε ότι ακόμη και η ιδανική πολιτική διαδικασία βρίσκεται

στον αντίποδα του προτύπου της ιδανικής αγοράς:

Η ιδανική αγορά αποτελεί, από τη σκοπιά της αποδοτικότητας, μια τέλεια

διαδικασία… [Σ]υγκρινόμενη με την ιδανική πολιτική διαδικασία… επιτυγχάνει

ένα αποδοτικό αποτέλεσμα ακόμη και αν καθένας επιδιώκει το συμφέρον του…

[Η] νομοθετική διαδικασία, ακόμη και στην ιδανική της εκδοχή, παραμένει

ατελής… [Μ]ολονότι ένας πολίτης έχει το καθήκον να συμμορφώνεται με τις

εκάστοτε νομοθετικές επιλογές, δεν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένος να πιστεύει

ότι οι επιλογές αυτές είναι και δίκαιες. Θα ήταν άλλωστε λάθος εκ μέρους του να

υποβά[λ]ει την κρίση του αυτή στη δοκιμασία της ψηφοφορίας… Προς το παρόν,

πάντως, δεν υπάρχει θεωρία του δίκαιου συντάγματος ως διαδικασίας που οδηγεί

σε δίκαιους νόμους, η οποία να αντιστοιχεί στη θεωρία της ανταγωνιστικής

αγοράς ως διαδικασίας που οδηγεί σε αποδοτικό αποτέλεσμα… [Η] πολιτική

συμπεριφορά επηρεάζεται, όπως και θα πρέπει να συμβαίνει σε κάθε βιώσιμη

91 Για τους συναφείς κινδύνους από την προϊούσα «συνταγματοποίηση του αστικού

δικαίου» βλ. Παναγιώτη Α. Παπανικολάου, Σύνταγμα και αυτοτέλεια του αστικού δικαίου

(Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005), passim. 92 Βλ. John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, σς 308 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

48

κοινωνία, από το αίσθημα δικαιοσύνης…[Η] οικονομική θεωρία δεν

εναρμονίζεται με την ιδανική διαδικασία93.

Μπορούμε, άραγε, αζημίως να επεκτείνουμε το πλαίσιο μιας κάποιας

νομικής εργαλειοκρατίας, ως συλλήβδην μεθόδου ερμηνείας και

εφαρμογής και του συνταγματικού δικαίου; Ας αναστοχασθούμε το

παραδειγματικό ζήτημα της απαγορεύσεως των βασανιστηρίων: η

απαγόρευση δεν είναι παρά απόλυτη λόγω ακριβώς της απαξίας των

βασανιστηρίων ως έσχατου κακού. (Αγνοώ την περίπτωση της άμυνας – εν

προκειμένω απόκοσμη – ως λόγο άρσεως του αδίκου.) Ο λόγος, δηλαδή,

της απαξίας πρέπει να είναι τέτοιος, ως προς την υποχρεωτικότητά του,

ώστε να δικαιολογεί την κύρωση της απόλυτης απαγόρευσης (Και πάλι ,

θα αφήσω τον αναγνώστη με την αγωνία της επόμενης παραγράφου94!)

Ασχέτως των τυχόν επιφυλάξεων ως προς το αν και κατά πόσον στο

επόμενο παράθεμα αποδίδεται πράγματι το πνεύμα της οικονομικής

ανάλυσης των δικαϊκών θεσμών, εν προκειμένω της αποτιμήσεως των

βασανιστηρίων (από μια οπτική γωνία που καθιστά πάντως ανεπιθύμητο

το «ωφελιμιστικό τέρας»)95, εν τούτοις τίθεται με ενάργεια το ζήτημα του

αν η απόλυτη συνταγματική απαγόρευση των βασανιστηρίων, επειδή

ακριβώς είναι αποτρόπαια, δύναται να αναχθεί σε ξένες προς την

αυτοτελή ηθική απαξία τους αποτιμήσεις.

Ήδη, κατά προηγούμενα κεφάλαια του αλυσιδωτού αφηγήματος

της έννομης τάξης, μια σύμβαση βασανισμού του αντισυμβαλλομένου, με

την οποία, δηλαδή, ο τελευταίος θέτει το σώμα του στην απόλυτη διάθεση

του άλλου μέρους, είναι άκυρη ως προς το περιεχόμενό της, ανεξαρτήτως,

δηλαδή, του αν συνάπτεται υπό όρους ελευθερίας και ισότητας, διότι

αντίκειται σε θεμελιώδη απαγορευτική αρχή. Επιπόλαια, λοιπόν, τίθεται

το δημοφιλές ερώτημα ότι, εφ’ όσον το θύμα του βασανισμού έχει δώσει

τη συναίνεσή του, γιατί να πάσχει η εν λόγω σύμβαση από κάποιο μη

διαδικαστικό ελάττωμα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για την εκούσια

συμμετοχή σε μια γενετήσια δραστηριότητα, όπως ένα όργιο. (Και εδώ,

ωστόσο, το δίκαιο επιτάσσει την άνευ ετέρου διακοπή της, εφ’ όσον ο

συμμετέχων σε αυτή δεν επιθυμεί να συνεχίσει, παρ’ ότι ενδεχομένως

παραβιάζεται συμφωνία των μερών.) Το θύμα των βασανιστηρίων, στην,

ούτως ειπείν, καθαρή μορφή τους, δεν δύναται να υποστεί βασανισμό,

χωρίς να τεθεί στο έλεος του θύτη, χωρίς να απωλέσει πλήρως την ελπίδα

και την εμπιστοσύνη του στον κόσμο: από τα χέρια του θύτη δεν θα βγει

93 Ό. π., σς 419, 420. 94 Βλ. τη μελέτη μου, «Το ανεπίτρεπτον των βασανιστηρίων», in Δίκαιο, ηθική και

βιοηθική: πρακτικά διλήμματα (χειρόγραφο διαθέσιμο στην προαναφερθείσα προσωπική

ιστοσελίδα μου, στη στήλη των προδημοσιεύσεων). 95 Βλ. Richard A. Posner, The Economics of Justice (Cambridge, Mass.: Harvard University

Press, 1981), σ. 82.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

49

παρά ως ζωντανός νεκρός. Δεν δύναται, δηλαδή, να υποστεί βασανισμό,

όπως και βιασμό, υπό όρους δικαίου, ακριβώς επειδή ο επιτυχής

βασανισμός του προϋποθέτει την απουσία και δικαϊκών ορίων.

(Βασανιστήριο υπό όρους δικαίου αποτελεί απλώς απάνθρωπη ή

εξευτελιστική μεταχείριση. Το αν και η τελευταία πρέπει να

απαγορεύεται απολύτως αποτελεί εδώ ζητούμενο.) Κατ’ αναλογίαν,

αδυνατούμε να καταστούμε δούλοι υπό την αίρεση ανακτήσεως της

ελευθερίας μας οποτεδήποτε το θελήσουμε. Η τελευταία περίπτωση

αποτελεί κατάσταση απλώς πραγματικής δουλείας. Δεν πρόκειται,

βέβαια, για την ίσως πατερναλιστική απαγόρευση του αυτοβασανισμού

(αν αυτός ήταν εφικτός), αλλά για ένα ζήτημα διαπροσωπικών σχέσεων, οι

οποίες προϋποθέτουν το απαραβίαστον του status του προσώπου (των

άλλων): τα βασανιστήρια είναι δικαίω αδύνατα.

Ιδού, λοιπόν, ο κρίσιμος ισχυρισμός (από μια οπτική γωνία –

σημειωτέον – φιλική προς την εν λόγω εργαλειακή σύλληψη των δικαϊκών

ρυθμίσεων):

Στον ακραίο κόσμο του Posner, δεν αναρωτιόμαστε αν είναι ορθό ή κακό να

βασανίζει κάποιο πρόσωπο ένα άλλο, απλώς εμμένουμε στο ότι η απόφαση γιά

το επιτρεπτόν των βασανιστηρίων πρέπει να ληφθεί σε μια ακηδεμόνευτη

αγορά∙ δηλαδή, ουδείς δύναται να εξαναγκασθεί να υποβληθεί σε βασανισμό, ο

δε θύτης και το εκούσιο θύμα των βασανιστηρίων πρέπει ελεύθερα να

συμφωνήσουν σε μια τιμή που να αντανακλά τη σύμπτωση των αμοιβαίων

προτιμήσεών τους. Επειδή οι πλείστοι δεν προτιμούν να υποβληθούν σε

βασανιστήρια, η τιμή του βασανισμού θα εκτοξευθεί στα ύψη και οι σχετικές

συμπεριφορές θα τεθούν εκτός συναλλαγής λόγω ακριβώς της τιμής που

αντανακλά την αποστροφή των πλείστων να υποβληθούν σε βασανισμό (και την

απροθυμία τους να καταβάλουν το υψηλό τίμημα για να βασανίσουν κάποιον

άλλο), και όχι από τους νόμους που απαγορεύουν τα βασανιστήρια καθ’ εαυτά…

Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός των

βασανιστηρίων ως «κακού» αποτελεί ένα περιττό, κανονιστικά βεβαρημένο

συνώνυμο του «αντιδημοφιλούς»96.

Τα βασανιστήρια θέτουν, άραγε, για να επικαλεσθούμε την περιώνυμη

καντιανή αντιδιαστολή97, ένα ζήτημα αδύνατης καταβολής του τιμήματος

και όχι ένα ζήτημα μη αντικαταστατής αξίας, δηλαδή αξιοπρέπειας; Τα

ανωτέρω μεθοδολογικώς ανοίκεια δύνανται ασφαλώς να

πολλαπλασιαστούν με αξιοσημείωτο τρόπο.

Εν κατακλείδι, τα εν λόγω πειραματικά διεπιστημονικά σεμινάρια

(ίσως με άλλη μορφή από εκείνη που πρότεινε ο Dworkin) θα είχαν, κατά

τη γνώμη μου, θέση σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, με

96 Morris B. Hoffman, «The neuroeconomic path of the law», in Semir Zeki και Oliver

Goodenough, Law & the Brain (Oxford: Oxford University Press, 2004), σς 4 επ. 97 Πρβλ. Immanuel Kant, Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών, μετ. Κώστα

Ανδρουλιδάκη (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017), σς 84, 85 επ.

Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης Ολιγονομία Ι. Συγκείμενα

50

τριετείς, ωστόσο, προπτυχιακές νομικές σπουδές, επικεντρωμένες στον

δεοντοκρατικό πυρήνα των βασικών κλάδων του δικαίου. Εξηγούμαι: Αν οι

νομικές σχολές δεν είναι σχολές δικαστικών σπουδών, αλλά

προσανατολισμένες στην καλλιέργεια της επιστήμης του δικαίου, και όχι

στην αποστήθιση μιας στείρας και – σημειωτέον – συγκυριακής γνώσης

(των νόμων), τότε το ζητούμενο πρόγραμμα σπουδών δεν πρέπει παρά να

αποτελεί την προσήκουσα έκφραση του ίδιου του περιεχομένου τους∙ της

συστηματικής καλλιέργειας, δηλαδή, της επιστήμης του δικαίου.

Ακολουθώντας ως προς το πρόγραμμα σπουδών τα προαναφερθέντα

αλυσιδωτά κεφάλαια της έννομης τάξης, το εν λόγω πρόγραμμα, όπως

και η ίδια η νομική επιχειρηματολογία, πρέπει να διαθέτει μη

συνεπειοκρατικό επίκεντρο: το δίκαιο των προσώπων ως προς το πώς

δύναμαι να συμβιώσω με τους άλλους υπό συνθήκες ελευθερίας και

ισότητας, το δίκαιο των πραγμάτων ως προς το πώς δύναμαι να αποκτήσω

τίτλους επί των πραγμάτων, να τους μεταβιβάσω και να τους

προστατεύσω, το ποινικό δίκαιο ως προς το αν αρκεί, για τη συμβίωσή μας

υπό συνθήκες ελευθερίας και ισότητας, η πλήρης αποζημίωση και

χρηματική ικανοποίηση των προσώπων που υφίστανται τη βλάβη και το

δίκαιο των διαδικασιών98. (Τα υπόλοιπα – πρέπει να – αποτελούν

αντικείμενο μεταπτυχιακής εξειδίκευσης στην ίδια σχολή, πρακτικής

άσκησης στον οικείο δικηγορικό σύλλογο ή παρακολούθησης μιας

εθνικής σχολής δικαστών).

Τα προκείμενα μη συνεπειοκρατικά ζητήματα δεν δύνανται να

τύχουν της εις βάθος πραγματεύσεως που τους αξίζει παρά από την

οπτική γωνία της φιλοσοφίας και της μεθοδολογίας του δικαίου. Η

διεπιστημονικότητα, δηλαδή, στο δίκαιο και την επιστήμη του σημαίνει

πρωτίστως την εγγενή διαπλοκή της τελευταίας με την ηθική και

πολιτική φιλοσοφία: γι’ αυτό, jurisprudentia est vera philosophia.

98 Κατά το πρότυπο του σπουδαίου εγχειριδίου του Νικολάου Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις

έννοιες της ποινικής δίκης (Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας, 4η έκδ. 2012).