3ο Τεύχος

36
Ευάγγελος Ευθυμίου Αντώνης Γιαννόπουλος Θοδωρής Τσαφής Εύη Μαρκάτη Νίκος Φωτιάδης Κώστας Πάτρας Ελένη Μπάρκα

Upload: -

Post on 24-Mar-2016

232 views

Category:

Documents


5 download

DESCRIPTION

Το πρώτο τευχός τυπομένο με 2 χρωματα.

TRANSCRIPT

Page 1: 3ο Τεύχος

Ευάγγελος ΕυθυμίουΑντώνης Γιαννόπουλος

Θοδωρής ΤσαφήςΕύη Μαρκάτη

Νίκος ΦωτιάδηςΚώστας ΠάτραςΕλένη Μπάρκα

Page 2: 3ο Τεύχος
Page 3: 3ο Τεύχος

editorial αντί × λόγου

Και να λοιπόν που είμαστε πάλι εδώ. Επιμέ-νουμε. Όχι γιατί ο επιμένων νικά -εντάξει και γι’ αυτό- αλλά κυρίως γιατί μας αρέσει. Μας αρέσει να επιμένουμε; Όχι τόσο. Μας αρέσει αυτό που κάνου-με, μας αρέσει να γράφουμε ιστορίες και κείμενα, μας αρέσει η δημιουργία του εξωφύλλου, η επιμέ-λεια του περιοδικού, η αναμονή της εκτύπωσης του τεύχους, το να μοιράζουμε το τεύχος, το να αγωνι-ούμε για τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Μας α-ρέσει, και δεν πρόκειται να παρατήσουμε την προ-σπάθεια αυτή. Μονάχα, όπως είπα και στο δεύτερο τεύχος, η συχνότητα θα είναι μικρή - το κόστος για τις τσέπες μας είναι αρκετά μεγάλο.

Μάρτιος 2009 Ιωάννινα

ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Εύη Μαρκάτη Αντώνης Γιαννόπουλος Ελένη Μπάρκα Σε αυτό το σημείο φυσικά θα ήθελα να ευχαρι-

στήσω τους χορηγούς μας, διότι έκριναν πως αξίζει να στηρίξουν το περιοδικό μας για να συνεχίζει να κυκλοφορεί. Έτσι, ο καθένας με τη δική του προ-σφορά ξεχωριστά, μας στήριξε, και όλοι μαζί κάλυ-ψαν ένα μέρος του κόστους των εξόδων που χρειά-ζεται για την εκτύπωση του τεύχους. Και όσον αφο-ρά τους χορηγούς, θα ήθελα να ευχαριστήσω ξεχω-ριστά έναν άνθρωπο που μπήκε στην παρέα και ανέλαβε το πιο δύσκολο πόστο του περιοδικού κατ’ εμέ. Αυτό του υπεύθυνου marketing. Είναι ο Βασί-λης Στέφος και χωρίς αυτόν το περιοδικό θα είχε καθυστερήσει κι άλλο την έκδοσή του.

Θοδωρής Τσαφής Κώστας Πάτρας διόρθωση : Εύη Μαρκάτη υπεύθυνος marketing: Βασίλης Στέφος υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης

Τέλος, ελπίζουμε να σας αρέσουμε. Κάθε κείμε-νό μας και κάθε δημιουργία μας είναι ένα ξεχωρι-στό παιδί για εμάς και το αγαπάμε όπως η μητέρα το παιδί της, αλλά ακούμε και την κριτική πάνω σε αυτό, όπως ακούει ένα παιδί της πρώτης δημοτικού τη δασκάλα του. Θέλει δηλαδή να μάθει από αυτή. Γι’ αυτό, ερωτήσεις, παρατηρήσεις, αντιρρήσεις και οποιεσδήποτε άλλες ρήσεις σε σχέση με το περιοδικό θα ήταν χαρά να φτάσουν σ’ εμάς.

τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: [email protected]

Καλή ανάγνωση.

Ευάγγελος Ευθυμίου

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα διηγή-ματα του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοι-νωνήσει μαζί μας.

ΥΓ. η sold out team συνεχίζει να διαβάζει αντί × λόγου και την ευχαριστούμε θερ-μά...

editorial αντί × λόγου

3

Page 4: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου σαν περιεχόμενα

σελ.6 - Το άλσος της φαντασίαςΤο Setter είναι μια ράτσα κυνηγόσκυλου που χρησιμοποιείται συχνότερα για κυνήγι ορτυκιού, φα-

σιανού, και αγριόγαλου. Παίρνει το όνομά του από τη διακριτική θέση ’’σκύβω’’ (set). Τα περισσότερα Setter γεννιούνται με μια φυσική ροπή στο κυνήγι. Τα σκυλιά που παρουσιάζουν ενθουσιασμό για τα πουλιά ονομάζονται και birdy, και οι εκπαιδευτές αναζητούν κουτάβια που παρουσιάζουν αυτό το ιδιαί-τερο γνώρισμα. Η εκπαίδευσή τους γίνεται συνήθως με εξημερωμένα περιστέρια.

4

σελ.12 – φωτογραφία Η κούνια είναι ένα κάθισμα που κρέμεται,

το οποίο βρίσκεται συνήθως σε παιδικές χα-ρές, σε τσίρκα για ακροβασία, ή σε βεράντες για χαλάρωση. Το κάθισμα της κούνιας μπορεί να είναι δεμένο με αλυσίδα ή με σκοινί. Από τη στιγμή που η κούνια κινείται, συνεχίζει να τα-λαντεύεται σαν εκκρεμές μέχρι κάποια εξω-τερική παρέμβαση ή έλξη να την κάνει να στα-ματήσει.

σελ.13 – φωτογραφία Το θυροτηλέφωνο είναι ένα ηλεκτρονικό

σύστημα επικοινωνιών προορισμένο για περι-ορισμένο ιδιωτικό διάλογο. Χρησιμοποιείται ακόμη για την κατεύθυνση, τη συνεργασία ή τις ανακοινώσεις. Οι ενδοσυνεννοήσεις μπο-ρούν να είναι φορητές ή τοποθετημένες μόνι-μα σε κτίρια και οχήματα.

σελ.14 - Η νύχτα της 13ης Απριλίου -Sex on the Beach

Υλικά: 1 μεζούρα σναπς ροδάκινο, 1 μεζούρα βότκα, χυμός πορτοκάλι, χυμός cranberry, μια ιδέα χυμός λεμόνι, 5 παγάκια, 1 φέτα πορτοκάλι.

Ετοιμασία: Θρυμματίζουμε τον πάγο και τον βάζουμε στο σέικερ. Χτυπάμε με τον πάγο τη βότκα και το χυμό λεμόνι. Σερβίρουμε σε ποτήρι high-ball. Συμπληρώνουμε με χυμό πορτοκάλι και cranberry. Γαρνίρουμε με φέτα πορτοκάλι.

σελ. 18 Ο Γεώργιος Σεφέρης γεννήθηκε στα

Βουρλά, κοντά στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1914 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ολο-κλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση του. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι από το 1918 ως το 1925, μελετώντας νομικά στη Σορβόννη. Το 1922 η Σμύρνη κατελήφθη από τους Τούρκους. Ο Σεφέρης δεν την επισκέ-φτηκε έως το 1950. Η αίσθηση της εξορίας από το σπίτι της παιδικής ηλικίας του, δια-πνέει ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του.

Page 5: 3ο Τεύχος

σαν περιεχόμενα αντί × λόγου

σελ.22 - Those haunting eyesΤο YouTube ( www.youtube.com ) είναι ένας ιστοχώρος, όπου οι χρήστες μπορούν να φορτώσουν,

να δουν και να μοιραστούν βιντεοκλίπ. Το YouTube δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 2005 από τρεις πρώην υπαλλήλους της PayPal. Η υπηρεσία, η οποία εδρεύει στο San Bruno της Καλιφόρνια, χρη-σιμοποιεί την τεχνολογία Adobe Flash Video για να αναπαράγει μια ευρεία ποικιλία βιντεοκλίπ, προϊόντα κυρίως των χρηστών του ιστοχώρου, συμπεριλαμβανομένων κινηματογραφικών τρέιλερ, τηλεοπτικών προγραμμάτων και μουσικών βίντεο, καθώς επίσης και ερασιτεχνικού περιεχομένου. Τον Οκτώβριο του 2006, η Google ανήγγειλε ότι είχε φθάσει σε συμφωνία για την απόκτηση της επιχείρησης για 1.65 δισεκατομμύριο αμερικάνικα δολάρια σε μετοχές της Google. Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2006.

5

σελ.30 - Ο άρχοντας των μυγώνΟ Sir William Gerald Golding (19

Σεπτεμβρίου 1911 - 19 Ιουνίου 1993) ήταν Βρετανός μυθιστοριογράφος, ποιητής και βρα-βευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας. Έγινε γνω-στός με τo μυθιστόρημα Lord of the Flies. Του απονεμήθηκε επίσης το βραβείο Booker λογοτεχνίας το 1980, για το μυθιστόρημα Rites of Passage, το πρώτο βιβλίο της τρι-λογίας To the Ends of the Earth.

www.darklyrics.com/lyrics/ironmaiden/thexfactor.html#2

σελ.24 - Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή... Ακολουθώ

Το One Canada Square (επίσης γνωστό ως πύργος Canary Wharf) είναι ένας ουρα-νοξύστης στην περιοχή Canary Wharf του Λονδίνου. Είναι το πιο ψηλό κτίριο στο Ηνω-μένο Βασίλειο με 244 μέτρα επάνω από τη στάθμη της θάλασσας, ή 235 μέτρα επάνω από το έδαφος. Είναι το έβδομο πιο ψηλό κτί-ριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το ενδέκατο πιο ψηλό κτίριο στην Ευρώπη.

σελ.34 - Σκέψεις εν ώρα κούρας ομορφιάς Τα ιατρικά γάντια είναι ιατρικά εργαλεία

ασφαλείας, τα οποία εξασφαλίζουν την προ-στασία των ασθενών από έκθεση σε μολυ-σματικούς παράγοντες. Επίσης προστατεύουν τους προσφέροντες ιατρικές υπηρεσίες από τη μετάδοση ασθενειών μέσω της επαφής με τα σωματικά υγρά των ασθενών. Τα ιατρικά γά-ντια κατασκευάζονται από λατέξ και λιπαί-νονται με σκόνη από άμυλο καλαμποκιού, το οποίο τα καθιστά πιο εύκολα στη χρήση.

σελ.32 - Αγνή φαντασίωση – Άστατη φιλοδοξία

«Στο μάκρος 25 αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα».

Οδυσσέας Ελύτης.

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: www.wikipedia.com , www.hungry.gr

Page 6: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

Το άλσος της φαντασίας Ο Μπόμπι, το σκυλί του κυρ-Νίκου του μανάβη, το είχε

σκάσει για άλλη μια φορά από την αυλή του. Ήταν ένα Σέττερ, με-γάλο σε ηλικία, το οποίο γαύγιζε όχι και πολύ συχνά και χαιρόταν να τριγυρνά ελεύθερο και να παίζει. Ο κυρ-Νίκος παλαιότερα, όταν είχε βαρεθεί για μια περίοδο την κηπουρική, πήγαινε μαζί του για κυνήγι. Αυτή η περίοδος όμως δε διήρκεσε για πολύ -μιας και ο Κυρ Νίκος κατάλαβε πως είναι έξω από τα νερά του- και έτσι ο Μπόμπι τα τελευταία χρόνια περιφερόταν συχνά πυκνά ανάμεσα από την αυλή του και το γειτονικό άλσος.

Δίπλα από το σπίτι του κυρ-Νίκου έμενε ο Παντελής με την οικογένειά του. Ο Παντελής ήταν ένα μικρό αγόρι που πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού και εκείνη την μέρα, κατά τα τέλη της ά-νοιξης, είχε μαζευτεί με τους φίλους του - το Γρηγόρη, το Γιάννη και το μικρόσωμο Πέτρο - σπίτι του για να παίξουν. Φυσικά, τίποτα δεν τους κρατούσε μέσα αν η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έτσι και οι τέσσερίς τους αποφάσισαν να κατεβούν την εξωτερική σκάλα του σπιτιού του Παντελή έως την αυλή.

«Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρώτησε ο Γρηγόρης. «Έχει ωραία μέρα πάλι».

«Μπορούμε να πάμε για μπάλα στην αλάνα δίπλα από το σχολείο» πρότεινε ο Γιάννης. «Θα είναι εκεί και τα τριτάκια. Πάμε να τους μάθουμε άλλη μια φορά πώς μπαίνει η μπάλα στα δίχτυα»

«Αφού δεν έχουμε δίχτυα στην αλάνα… τι λες…» πετάχτηκε ο Γρηγόρης.

«Εγώ, που κάθισα μια μέρα με τον μπαμπά μου και είδαμε αθλητικά, άκουσα πως έτσι το λένε οι μεγάλοι. Εντάξει; Είναι κάτι σαν… σαν… σαν…»

«Παροιμία;» «Όχι παροιμία ρε, αλλά κάτι τέτοιο». «Καλύτερα να πάμε από την πλατεία πρώτα» είπε ο Παντε-

λής, ο οποίος βρισκόταν για άλλη μια φορά καβάλα στη μηχανή του μπαμπά του που ήταν παρκαρισμένη στην άκρη της σκάλας. «Μπορεί να είναι και κάποιος εκεί».

«Ναι, αλλά μπορεί όμωθ να είναι αυτοί οι βλάκεθ ρε Παντε-λή, από το άλλο δημοτικό, που δε μου αρέθουν καθόλου» παραπο-νέθηκε ο Πέτρος.

«Ε σιγά… Κι αν είναι; Δε θα μας κάνουν και τίποτα. Το πή-ρανε το μάθημά τους την προηγούμενη φορά».

«Χα χα, ναι ναι» γέλασε ο Πέτρος πονηρά κοιτώντας το πά-τωμα. «Πάμε, πάμε» είπε και προχώρησε πρώτος τρέχοντας.

Βγαίνοντας οι άλλοι από την αυλόπορτα τον βλέπουν κοκα-λωμένο να κοιτάει τον φράχτη του γείτονα. Τότε εκείνος γυρνάει α-πότομα και απευθυνόμενος στον Παντελή του λέει:

«Θόργκοθ, τι έγινε εδώ;» Στο άκουσμα του ονόματος σταματάνε και οι τρεις και αλ-

λάζει αμέσως το ύφος στο πρόσωπό τους και η στάση στο σώμα τους.

«Γρήγορα, κρυφτείτε κάτω από αυτούς τους βράχους» έδωσε αμέσως εντολή ο Παντελής και όλοι τους κάθισαν σκυφτοί κολλητά στην άκρη της μάντρας.

«Τι είδες Γκέντεν, πολυμήχανε νάνε και με φώναξες;» Ο Πέτρος κοίταξε και τους τρεις τους κατάματα. Γνώριζε

πως ήξεραν τι θα τους πει, αλλά παρόλα αυτά περίμεναν με ανυ-πομονησία τη δήλωσή του.

6

Page 7: 3ο Τεύχος

«Γενναίε Θόργκοθ έχω άθχημα νέα. Το τέραθ Μπουγκ δρα-πέτευθε κθανά από τη φυλακή του»

Ο Παντελής, αν και χάρηκε πολύ με τα νέα αυτά προ-σπάθησε να δείξει λυπημένος.

«Μην στενοχωριέσαι Γκ ντεν. Η ομάδα μας θα ο αντ μετω ί-σει για ακόμη μία φορά. Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι Φάενφαρ; Έ-τσι δεν είναι Μο;».

έ τ ι π

α

«Έτσι είναι!» φώναξαν και οι τρεις τους με μια φωνή σηκώνο-ντας τις γροθιές τους ψηλά στον αέρα.

«Πρέπει όμως να ετοιμαστούμε πρώτα και να μη χάνουμε χρόνο. Φάενφαρ, γοργοπόδαρε, εσύ που κατάγεσαι από τη μεγάλη γενιά των ξωτικών του Βόρειου δάσους και που τα μάτια βλέπουν σαν αυτά των μεγάλων αετών που ζούνε στα Ασημένια βουνά. Εσύ λοιπόν πήγαινε να φέρεις τα όπλα μας που είναι κρυμμένα στο μυστικό μας οπλοστάσιο. Και κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς». Και ο Γρηγόρης φεύγει τρέχοντας προς το σπίτι του Παντελή.

Και εκεί, κάτω από τη σκάλα, σκεπασμένα με ένα μουσαμά βρισκόταν μια μαγκούρα, ένα σκουπόξυλο, ένα κυρτό κλαδί δέντρου και ένας παλιός πλάστης. Τα αρπάζει αμέσως με ένα τε-ράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και τρέχει γρήγορα πίσω στους άλλους.

Φτάνοντας, πιάνει τη μαγκούρα και τη δίνει στον Παντελή. «Ορίστε άχροντα… άρχοντα Θόργκοθ το σπαθί σου. Το θηλυ-

κό… θρυλικό Αστέρι της Ανατολής. Το σπαθί των Βασιλέων, που περνάει από πατέρα σε γιο γενιές ολόκληρες και που άξια κρατάς χρόνια τώρα υρπεραψί… υπεραψί… υπεραψίζοντ ς… υπερασπίζο-ντάς μας».

Στη συνέχεια στρέφεται στο Γιάννη και του δίνει το σκου-πόξυλο.

«Και για εσένα σοφέ Μο, μεγάλε μάγε και υπεραψιστή της α-λήθειας, για εσένα φέρνω το ραβδί σου, το Φωτιστή». Ο Γιάννης αρ-πάζει με χαρά το σκουπόξυλο και το σηκώνει στον αέρα.

Ο Πέτρος δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και αρπάζει από το χέρι του Γρηγόρη τον πλάστη.

«Φέρ’ το εδώ αυτό φλύαρο κθωτικό. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο τα λόγια θου. Ούτε εγώ, ούτε ο Μπλαθτ, ο κοφτερόθ πέλεκύθ μου» και κοίταξε τον πλάστη με μάτια λαμπερά σαν να είχε μπροστά του έναν ολόκληρο θησαυρό.

Ο Γρηγόρης φυσικά γέλασε γιατί περίμενε την αντίδραση του Πέτρου και σκοπίμως τον άφησε τελευταίο. Όμως δε σταμάτησε να μιλά. Ήθελε να παρουσιάσει και το δικό του όπλο.

«Και φυσικά» είπε κοιτώντας με την ίδια έξαψη σαν των υπο-λοίπων το κλαδί που είχε απομείνει στα χέρια του «το Μάτι. Το τόξο μου. Το τόξο που φαχ… φτιαχ… φτιάχτηκε από την αρχαία γενιά των ξωτικών του Βόρειου Δάσους και που μονάχα ξωτικό μπορεί να το κρατήσει και να σοχ… στοχ… στοχεύσει με αυτό».

«Τώρα που έχουμε τα όπλα μας δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα» είπε ο Παντελής «και πρέπει αμέσως να ξεκινήσουμε την απόστολή μας, αλλά πρώτα να βρούμε προς τα πού πρέπει να πάμε». Στρέφεται προς το Γιάννη και του λέει. «Μάγε Μο, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις».

Ο Γιάννης με την άκρη του σκουπόξυλου διέγραψε ένα νοητό κύκλο πάνω στο πεζοδρόμιο και στάθηκε στο κέντρο του κλείνοντας τα μάτια. Άρχισε τότε να μουρμουράει κάτι λόγια και στο τέλος είπε,

διήγημα αντί × λόγου

7

Page 8: 3ο Τεύχος

«Το Μπουγκ βρίσκεται στο δάσος της σκιάς. Έχει κρυφτεί ανάμεσα στα δέντρα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί στα γειτονικά χωριά. Πρέπει να βιαστούμε, γιατί βλέπω πως γρήγορα μαζεύει δυνάμεις. Ο κοντινότερος δρόμος προς το δάσος είναι και ο πιο δύσκολος. Θα χρειαστεί να περπατήσουμε ως το τέρμα το μονοπάτι των φόβων, στη συνέχεια να διασχίσουμε τη μαύρη πηγή και τέλος να μπούμε στο δάσος της σκιάς».

«Δύσκολος δρόμος» είπε ο Παντελής «αλλά ήρωες του κόσμου του Ιώαν δεν πρέπει να σας τρομάζει τίποτα. Τα πάντα στηρίζονται πάνω μας. Πρέπει να δείξουμε αυτό που πραγματικά είμαστε, πρέ-πει να υπερασπίσουμε όσους πιστεύουν σε εμάς, πρέπει να τιμωρή-σουμε το κακό. Γι’ αυτό λοιπόν ακολουθήστε με στη νίκη».

Αυτά είπε ο Παντελής και κατέβηκε το πεζοδρόμιο, πέρασε στην άλλη μεριά του δρόμου και κατευθύνθηκε αριστερά προς το άλσος. Οι άλλοι αναφώνησαν ένα δυνατό «Ναι» και τον ακολούθη-σαν.

Προχωρούσαν αργά επάνω στο πεζοδρόμιο με τον Παντελή

να προπορεύεται και το Γρηγόρη στην οπισθοφυλακή. Κοιτούσαν συνεχώς τριγύρω τους ανιχνεύοντας τον περίγυρό τους. Κάποια στιγ-μή ο Παντελής σταματάει και κοιτάζει μπροστά του. Το πεζοδρόμιο στο σημείο εκείνο ήταν κατεστραμμένο και οι περισσότερες πλάκες που το σχημάτιζαν έλειπαν.

«Προσέξτε» λέει στους υπόλοιπους «τα βράχια σε αυτό το σημείο είναι πολύ επικίνδυνα. Μπορεί κάποιο από αυτά να υπο-χωρήσει. Κοιτάξτε εδώ» και δείχνει μία μοναχική πλάκα. Πλησιάζει επιφυλακτικά και με την άκρη της μαγκούρας σπρώχνει σιγά σιγά την πλάκα. Εκείνη υποχωρεί και από κάτω της εμφανίζονται μικρά έντομα που είχαν βρει καταφύγιο στη σκιά της.

«Πίσω γρήγορα» τους φωνάζει και κάνει μερικά βήματα παρασέρνοντας του υπόλοιπους με τα χέρια του. «Μικροί δράκοι βρίσκονται κάτω από αυτό τον βράχο. Μονάχα ένα τσίμπημά τους μπορεί να μας σκοτώσει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα».

«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε ο Γρηγόρης. «Θόργκοθ, προτείνω να αποφύγουμε την οδό αυτή και να

πάμε από το γύρο» λέει ο Γιάννης. «Θα είμαστε ασφαλείς από τα θα-νατηφόρα τσιμπήματα των μικρούτσικων αυτών διαβόλων».

«Μπορεί να αποφύγουμε τους μικρούθικουθ δράκουθ, αλλά τότε θα πέθουμε πάνω στα γιγαντιαία θηρία της μακρόθτενηθ κοιλά-δαθ» είπε ο Πέτρος. «Δεν κθέρω αν θα ήταν το θωθτό να αλλάκθουμε τον αρχικό μαθ δρόμο».

«Μπορούμε να περιμένουμε στην άκρη της μακρόστενης κοιλάδας και όταν σιγουρευτούμε πως κανένα από τα γιγαντιαία θηρία δε βρίσκεται κοντά, θα τρέξουμε γρήγορα ως την άλλη άκρη των βράχων. Αλλά για να είμαστε σίγουροι ότι τίποτα δε βρίσκεται στον ορίζοντα θα πρέπει ο Φάενφαρ να ανέβει κάπου ψηλότερα και με τα αετίσια μάτια του να ελέγξει την περίμετρο».

«Ναι. Έτθι θα είναι θίγουρα πιο αθφαλέθ» είπε ο Πέτρος. «Πού όμωθ να ανεβεί;».

«Προγουμένως ανάμεσα στα βράχια είδα ένα ύψωμα. Αν γυρίσουμε λιγάκι πίσω πιστεύω θα κραταφ… κραταφέρω… μπορέσω να το ανέβω και να δω την περιοχή» είπε ο Γρηγόρης.

«Τότε ας βιαστούμε» είπε ο Παντελής και κατευθύνθηκε προς τα πίσω, από εκεί που είχαν έρθει.

αντί × λόγου διήγημα

8

Page 9: 3ο Τεύχος

Κάποια στιγμή λίγο πιο πίσω, στην άκρη του πεζοδρομίου βρισκόταν ένας κάδος απορριμμάτων με το καπάκι του κλειστό.

«Να ο λόφος που είδα. Είναι ένα βωρμερό… βρωμερό με-ρος γεμάτο λάψες… λάσπες, αλλά κάνει για τη δουλειά μας».

«Ανέβα τότε πάνω και έλεγξε το τοπίο. Εμείς θα είμαστε εδώ κάτω σε θέσεις επιφυλακής για να σε προστατεύσουμε σε πε-ρίπτωση που χρειαστεί».

Ο Γρηγόρης άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στον κάδο και οι άλλοι τρεις στάθηκαν τριγύρω από αυτόν, κοιτώντας σε διαφορε-τικές κατευθύνσεις. Όταν, τέλος, ανέβηκε στάθηκε στα γόνατά του και έβαλε την παλάμη του πάνω από τα μάτια για να κάνει σκιά,

«Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Παντελής. εριμ… περιμένουμε λίγο

ακόμα.τερόλεπτα, ο Γρηγόρης φώναξε

«Γήργορ

στηρίζονται από τη μεριά τ

να απομακρύνεται, ο Παντελής φώναξε στους υπόλοι

ότομη κίνηση, όλοι τους άρχισαν να τρέχουν στην άκ

φ, δεν είναι αυτά μέρη για έναν γέρο μάγο» είπε. «Σίγουρ

α είμαστε ασφαλε

ώτος από το

Παντελής σταμάτ

«Δεν βλέπω κάτι τώρα, αλλά ας πρ Ίσως κάτι να παραφυλάει». Και αφού πέρασαν λίγα δευα όλοι πίσω από τον λόφο! Ένα γιγαντιαίο θηρίο πηλσιάζει!

Και είναι παργματικά γιγαντιαίο!». Όλοι τότε, με τρομαγμένα πρόσωπα, ου πεζοδρομίου με την πλάτη τους στον κάδο. Ξαφνικά το

έδαφος άρχισε να σείεται και ο μεταλλικός κάδος έκανε ένα δυ-νατό συνεχόμενο θόρυβο από το τράνταγμα. Τα παιδιά κάθονταν κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο περιμένοντας να περάσει το γι-γαντιαίο θηρίο, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα φορτηγό που περνούσε από το δρόμο και που με το βάρος του έκανε την ά-σφαλτο να τρέμει.

Όταν άρχισεπους «Γρήγορα! Δεν πρέπει να το ρισκάρουμε άλλο και να

μείνουμε εδώ. Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε μέχρι την άλλη μεριά τον βράχων!».

Και με μια απρη του δρόμου, δίπλα από το πεζοδρόμιο. Όταν πέρασαν

το χαλασμένο του κομμάτι, ανέβηκαν ξανά επάνω και συνέχισαν να τρέχουν μέχρι ένα παγκάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά. Πρώτος έφτασε ο Γρηγόρης και κάθισε βγάζοντας μια ανάσα ανα-κούφισης. Στη συνέχεια έφτασαν ο Παντελής και ο Πέτρος και τέ-λος ο Γιάννης, ο οποίος λαχάνιαζε πολύ περισσότερο από τους άλλους.

«Ουα θα πάω από αυτά τα τρεχαλητά που κάνουμε και όχι

από κάποιο σπαθί ή ξόρκι μέσα στο πεδίο της μάχης». «Κάνε κουράγιο Μο και ξεκουράσου. Για τώρίς ανάμεσα σε αυτούς τους κορμούς δέντρων» του είπε ο

Παντελής που καθόταν δίπλα του. «Ας πάρουμε όλοι μας κάποιες ανάσες που τις χρειαζόμαστε, γιατί μπορεί να διασχίσαμε το μονοπάτι των φόβων χωρίς να πάθουμε τίποτα, αλλά μπροστά μας βρίσκεται η μαύρη πηγή. Η πηγή που μαγεύει όλους τους περαστικούς και τους φυλακίζει στην αγκαλιά της». Ύστερα από πέντε λεπτά, σηκώθηκε ο ίδιος πρπαγκάκι και λέει στους υπόλοιπους «Ήρθε η ώρα. Ετοιμαστείτε». Σηκώθηκαν όλοι, άρπαξαν τα όπλα τους που τα είχαν αφήσει στο έδαφος και συνέχισαν την πορεία τους προς το άλσος.

Ύστερα από δυο τρία λεπτά περπάτημα, οησε και σήκωσε ψηλά το χέρι του, κάνοντας νόημα και

στους άλλους να σταματήσουν. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και τους ξαναέκανε νόημα για να κατευθυνθούν δεξιά, σε μια ανοιχτή αυλή ενός σπιτιού. Ξάπλωσαν μπρούμυτα στο γρασίδι και κοίταξαν ευθεία προς τα κάτω, μιας και ο δρόμος άρχιζε να γίνεται κατηφορικός.

διήγημα αντί × λόγου

9

Page 10: 3ο Τεύχος

«Κοιτάξτε» είπε ο Παντελής. «Εκεί είναι. Εκεί είναι η μαύρη πηγή. Και όπως το περιμέναμε. Έχει φυλακισμένους στην αγκαλιά της κάποιους άτυχους περαστικούς και τυχοδιώκτες που δεν γνώριζαν για αυτήν. Πες μας Φάενφαρ, βλέπεις τίποτα παραπάνω που δεν μπορού-με να διακρίνουμε εμείς;»

«Βλέπω έξι άτυχους να βιρσκ… βρίσκονται πολύ κοντά της και μου μοιάζουν πολύ αδύναμοι για να ξεφύγουν. Και βλέπω και άλλους δύο να τους κρατάει στο στόμα της και να είναι έτοιμη να τους καστα-τά… κατασραρά… κατασραράξει… φάει».

Στο τέρμα της κατηφόρας βρισκόταν ένα σιντριβάνι και, μιας και η μέρα ήταν αρκετά ζεστή, είχαν μαζευτεί τριγύρω του αρκετά άτο-μα για να αναζητήσουν λίγη δροσιά. Δυο γεροντάκια κάθονταν σε ένα από τα παγκάκια που κύκλωναν το σιντριβάνι και μια οικογένεια με τα δυο της παιδιά σε ένα διπλανό. Στο πεζούλι που σχημάτιζε τον πέ-τρινο κύκλο της λεκάνης του σιντριβανιού καθόταν και χαζολογούσε έ-να νεαρό ζευγαράκι.

Όλοι τους κάθισαν για λίγο σιωπηλοί. Ύστερα μίλησε πάλι πρώτος ο Παντελής.

«Μπορεί η αποστολή μας να είναι να βρούμε και να φυλακί-σουμε το τέρας Μπουγκ, αλλά εγώ δεν μπορώ να βλέπω τους συναν-θρώπους μας να βρίσκονται ένα βήμα πριν το θάνατο. Η καρδιά μου και η τιμή μου δε με αφήνουν να κάθομαι εδώ χωρίς να κάνω τίποτα. Και το ίδιο πιστεύω πως νιώθετε και εσείς».

«Το ίδιο νιώθουμε και εμείθ γενναίε Θόργκοθ. Τα ίδια ακριβώθ πράγματα λένε και η δική μαθ καρδιά και τιμή» είπε ο Πέτρος. «Πεθ μαθ λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε;».

«Λέω να δώσουμε ένα καλό μάθημα σε αυτήν την πηγή. Ένα τέτοιο μάθημα, ώστε να μην ξαναπροσπαθήσει να φυλακίσει τους άτυ-χους περαστικούς. Γι’ αυτό λοιπόν ετοιμάστε τα όπλα σας. Θα κατε-βούμε σε μάχη».

Και αμέσως μετά άρχισαν να κατεβαίνουν την κατηφόρα κρα-τώντας ο καθένας το «όπλο» του στον αέρα και φωνάζοντας «Δύναμη!».

Όταν τα γεροντάκια άκουσαν τις φωνές γύρισαν προς το μέρος των παιδιών και φανερά ανήσυχος ο ένας λέει στο διπλανό του «Πάλι αυτά τα παιδιά, κουνήσου να φύγουμε πριν μας κάνουν μούσκεμα». Και σηκώθηκαν για να απομακρυνθούν από την περίμετρο του σιντρι-βανιού.

Οι υπόλοιποι όμως έμειναν να κοιτάζουν ένα τσούρμο παιδιά που φώναζαν «Δύναμη» και που πλησίαζαν προς το μέρος τους κρατώντας κλαδιά και σκουπόξυλα. Παγωμένοι καθώς ήταν από την έκπληξη δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν πριν εκείνα πλησιάσουν το σι-ντριβάνι.

Και φτάνοντας, άρχισαν να χτυπούν με τα αντικείμενα που κρατούσαν το νερό, φωνάζοντας κραυγές σαν «Φάε αυτήν μαύρη πηγή» και «Άσε ελεύθερους τους άτυχους περαστικούς αν θέλεις να ζήσεις». Όπως ήταν αναμενόμενο, το νερό που εκτόξευαν τα χτυπήματα πετα-γόταν παντού τριγύρω και κατάβρεξε και το ζευγαράκι που στεκόταν πάνω στο σιντριβάνι, αλλά και την οικογένεια που βρισκόταν λίγα με-τρα μακριά.

Εκείνοι, για να προφυλαχτούν από το νερό, σηκώθηκαν γρήγο-ρα από εκεί που κάθονταν και έτρεξαν μακριά, όπως είχαν κάνει πριν από λίγο τα δυο γεροντάκια, για να μη βραχούν χειρότερα.

Με το που τα παιδιά είδαν τους ανθρώπους γύρω να φεύγουν άρχισαν να φωνάζουν «Ζήτω! Τους ελευθερώσαμε όλους! Ζήτω! Η μαύ-ρη πηγή υποχώρησε και αναγνώρισε την ανωτερότητά μας». Και κατέ-βηκαν από το πεζούλι για να σταθούν σε έναν κύκλο με κάτι τεράστια χαμόγελα καρφωμένα στο πρόσωπό τους.

αντί × λόγου διήγημα

10

Page 11: 3ο Τεύχος

«Μπράβο μαχητές» είπε ο Παντελής «καταφέραμε να περάσουμε

το δίκαιο και να καταπλακώσουμε το κακό. Τα σημάδια της μάχης βρί-σκονται ακόμα πάνω μας» και δείχνει τα νερά που είχαν καταβρέξει πα-ντού και τους ίδιους «και αυτά είναι η απόδειξη της γενναιότητάς μας. Έ-να ζήτω για τη νίκη μας».

«Ζήτω!» φώναξαν όλοι μαζί. «Και τώρα πάμε όλοι μέσα στο δάσος της σκιάς για να αιχμαλωτί-

σουμε το τέρας Μπουγκ. Πάμε να δείξουμε σε αυτή τη μύξα πως δεν μπορεί να κυκλοφορεί έτσι ελεύθερη και πως πρέπει να πληρώσει για τα εγκλήματα της».

Και μπήκαν μέσα στο άλσος οπλισμένοι με χαρά και φαντασία για να βρούνε το σκυλί του κυρ-Νίκου του μανάβη.

Είχαν απλωθεί και οι τέσσερεις ανάμεσα στα δέντρα περιμένοντας να ανακαλύψουν ένα στοιχείο που θα τους οδηγούσε στον Μπόμπι. Προχωρούσαν με πολλή προσοχή και δεν τους ανησυχούσαν καθόλου τα βρεγμένα ρούχα τους.

«Οποιαδήποτε κίνηση και να δείτε να την αναφέρετε» είπε ψιθυρι-στά ο Παντελής, αλλά τόσο ώστε να τον ακούσουν οι υπόλοιποι.

Στο πέρασμά τους κάποια σπουργίτια φτερούγισαν μακριά. «Ο τόποθ εδώ είναι γεμάτοθ νυχτερίδεθ βρυκόλακεθ» είπε ο Πέ-

τρος καθώς τα παρατήρησε να πετούν μακριά. «Φύγετε μακριά μας δαί-μονεθ» είπε φωναχτά και έτεινε τον πλάστη που κρατούσε προς το μέρος τους.

Εκείνη τη στιγμή, πάνω στην προσπάθειά του να διώξει τα σπουρ-γίτια, δεν πρόσεξε πως μερικά δέντρα πιο πέρα βρισκόταν ο Μπόμπι, και πως με του που ο σκύλος άκουσε τις φωνές του όρμησε κατά πάνω του για να παίξει -μιας και γνώριζε τα παιδιά από τις προηγούμενες περιπέ-τειές τους.

Ο Πέτρος δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθόλου. Ούτε καν είδε τον Μπόμπι να τρέχει προς αυτόν. Και ο σκύλος με τη φόρα που είχε δε δυ-σκολεύτηκε να ρίξει κάτω το μικροκαμωμένο Πέτρο, και έτσι βρήκε την ευκαιρία για να αρχίσει να τον γλείφει στο πρόσωπο.

«Βοήθεια!» άρχισε να φωνάζει ο Πέτρος «Θώθτε με!». Αμέσως οι άλλοι έτρεξαν κατά πάνω του και έδιωξαν λίγα μέτρα

μακριά το σκύλο ο οποίος συνέχιζε να χοροπηδάει όλο χαρά. Μπροστά από τον πεσμένο Πέτρο στάθηκε ο Παντελής και ο Γρηγόρης, ενώ από πάνω του έσκυψε ο Γιάννης.

«Σε πλήγωσε πολύ σοβαρά» του είπε «και εκτός αυτού έφτυσε πά-νω σου το φαρμακερό του δηλητήριο».

Ο Πέτρος έβηξε επιτηδευμένα και στη συνέχεια με προσποιητή δυσκολία είπε «Κάνε κάτι Μο, κάνε κάτι για να με κάνειθ καλά και να μπορέθω να θηκωθώ και να πάρω την εκδίκηθή μου».

«Μην κουνιέσαι» του λέει «Εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πρέπει να σε μεταφέρουμε μακριά».

Τότε, από την άκρη του άλσους ακούγεται μια φωνή. «Παντελή! Είστε εδώ;» Ήταν η μαμά του Παντελή, που έψαχνε την παρέα των παιδιών. Ο Παντελής κοιτάζει απογοητευμένος το έδαφος, στεναχωρημένος

που του έκοψαν το παιχνίδι και φωνάζει ένα μακρόσυρτο «Εδωωωωώ». «Ελάτε σπίτι καλέ. Τι κάνετε εδώ μέσα στα δέντρα πάλι; Ο μπα-

μπάς σου αγόρασε παγωτά για όλους και νοίκιασε και τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» για να δείτε».

«Τον άρχοντα;;;» είπαν όλοι μαζί με μια φωνή και έτρεξαν προς το μέρος της μαμάς του Παντελή αφήνοντας τον Μπόμπι πίσω τους να παί-ζει με ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι.

-- Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

διήγημα αντί × λόγου

11

Page 12: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου φωτογραφία

12

η χαλάρωση του φωτογράφου… (εναλλακτικό εξώφυλλο) του Ευάγγελου Ευθυμίου

Page 13: 3ο Τεύχος

φωτογραφία αντί × λόγου

13

Τσέχικα ονόματα που δεν ξέρω να διαβάσω, κάδρο φωτογραφίας που δεν μπορώ να πετύχω.

της Εύης Μαρκάτη

Page 14: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

Η νύχτα της 13ης Απριλίου Η νύχτα της 13ης Απριλίου μας ισοπέδωσε σαν

θανατηφόρα αλήθεια. Μας τσάκισε και πληγωμένους μας γκρέμισε στην άβυσσο του σήμερα.

Όπως κάθε βράδυ, έτσι κι εκείνο το βράδυ περ-πατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, έ-χοντας πλεγμένα σφιχτά τα δάχτυλά μας. Έτσι που δεν ξεχώριζαν ποια είναι ποιου. Εγώ βάδιζα, σχεδόν πάντα, με κάπως σκυμμένο το κεφάλι, ενώ εκείνη α-γέρωχα ατένιζε το δρόμο μπροστά μας.

Ποτέ δεν είχα προσέξει, μέχρι σήμερα, πως το βάδισμά μου είχε έναν αρκετά περίεργο εναρμονισμό με το χώρο. Κάθε βήμα μου φρόντιζα ασυναίσθητα να πατά στο κέντρο των τετραγώνων του πεζοδρομί-ου. Ποτέ δεν πατούσα τις ανάγλυφες γραμμές που τα σχημάτιζαν, λες και ποιος ξέρει τι θα γινόταν.

Παρατήρησα τα δικά της βήματα. Πατούσε τις γραμμές.

Η πόλη, πριν το σημερινό χαλάζι, είχε να δει χαλάζι γύρω στα 9 χρόνια. Φυσικό επακόλουθο οι λα-σπωμένοι δρόμοι και η άνοδος της θερμοκρασίας. Η νύχτα ζεστή και βρώμικη παλλόταν κάτω από τις ή-συχες ζωές μας. Κι εμείς τη σεργιανίζαμε…

Χανόμασταν στο σκοτάδι σαν δυο σκιές έξω α-πό τους κανόνες του κόσμου. Σκιές υπάκουες στο φως και το σκοτάδι. Πήραμε την παραλιακή λεωφόρο και κατεβήκαμε προς την αμμουδιά.

Κόντευε δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η απόλυτη γαλήνη βασίλευε στην έρημη παραλία. Βγάλαμε πα-πούτσια και ρούχα και ξαπλώσαμε γυμνοί ο ένας δί-πλα στον άλλο. Αν και Απρίλης, η άμμος ήταν λιγάκι κρύα. Το γυμνό σώμα της Αγγελικής με ζέσταινε και με συνέπαιρνε ταυτόχρονα. Έγειρε το κεφάλι της και τα στήθη της στο στήθος μου και ψιθύρισε.

«Μ’ αγαπάς;» «Αφού το ξέρεις βρε μωρό μου, γιατί ρωτάς»,

είπα εγώ. «Μ’ αρέσει να τ’ ακούω». «Σ’ αγαπώ πολύ». «Και θα έκανες τα πάντα για μένα;» ρώτησε

παιχνιδιάρικα θέλοντας απεγνωσμένα να με κάνει να πω αυτό που ήθελε να ακούσει.

«Τα πάντα», αποκρίθηκα συγκαταβατικά στο παιχνίδι της θέλοντας να δω την κατάληξη που θα εί-χε.

14

Page 15: 3ο Τεύχος

διήγημα αντί × λόγου

15

«Εντάξει λοιπόν», μου είπε. «Ήρθε η ώρα να μου αποδείξεις πόσο μ’ αγαπάς».

Σηκώθηκε και τρέχοντας βούτηξε στη θάλασ-σα. Μετά τη βουτιά της αναδύθηκε και άρχισε να μου φωνάζει.

«Αν μ’ αγαπάς έλα μέσα». Μου την είχε σκάσει άσχημα. Εγώ δε συμπαθώ

τη θάλασσα τον Αύγουστο και θα κολυμπήσω Απρίλη μηνα, μες στα κρύα; σκέφτηκα. Η Αγγελική συνέχισε να μου γνέφει να μπω φωνάζοντας :

«Κύριε Τοπάλη, πρέπει να τηρήσετε την υπό-σχεση που μου δώσατε. Ένας άντρας ποτέ δεν πατά το λόγο του». Και έπειτα άρχισε να τραγουδά ρυθ-μικά αυτοσχεδιάζοντας.

Είσαι ένα μικρό ψαράκι. Έλα μέσα στο νεράκι. Άκου αυτό το τραγουδάκι κι έλα μέσα στο νεράκι.

Ήταν πάντα τόσο αυθόρμητη, τόσο γεμάτη ζω-

ή. Σαν δεκαεξάχρονο κοριτσάκι. Με μακριά ξανθά, φουντωτά μαλλιά κι ένα χαμόγελο ολόλευκο. Μερικές φορές δεν μπορούσε να βάλει γλώσσα μέσα. Μιλούσε ασταμάτητα και σου έφτιαχνε το κέφι όσο θλιμμένος και μόνος αν ένιωθες.

,

«Μωρό μου, το ξέρεις πως σιχαίνομαι τη θα-λασσα», απάντησα μετά τις μικρές μου σκέψεις.

«Μα μου το είχες υποσχεθεί πως το πρώτο μπάνιο φέτος θα το κάναμε μαζί».

«Πότε το υποσχέθηκα αυτό;», ρώτησα δήθεν προβληματισμένος.

«Πριν δυο βδομάδες ρε μωρό μου, στα γενέ-θλια του Νίκου», απάντησε η Αγγελική με ευφράδεια και φωνή που ξεχείλιζε από νάζι.

«Ναι, αλλά ο Νίκος γιορτάζει 1η Απριλίου». «Ε και;», αποκρίθηκε τελείως απορημένη και

μισοβυθισμένη. «Είπα ψέματα, αφού ήταν πρωταπριλιά», της

φώναξα και έτρεξα, χωρίς να το πολυσκέφτομαι, προς τη θάλασσα.

Μόλις μπήκα στο νερό ένιωσα ένα κρύο και ά-γριο ράπισμα σε όλο μου το κορμί. Με ένα περίεργο τρόπο κολύμπησα και βρέθηκα κοντά στην Αγγελική. Άνοιξε τα χέρια της φτιάχνοντας μια αγκαλιά, όμως όταν βρέθηκα μέσα της με γράπωσε και με βύθισε

Page 16: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

στον πάτο. Ανταπέδωσα πιάνοντάς της τα πόδια και πετάγοντάς την στον αέρα. Έσκασε στη επιφάνεια του νερού, καθώς εγώ έβγαινα στην επιφάνεια.

Έτριψα τα μάτια μου που έτσουζαν από το α-λάτι και τίναξα πίσω τα μαλλιά μου. Κοίταξα προς την Αγγελική. Το ανασάλεμα της επιφάνειας είχε κοπάσει μετά τη βουτιά της, όμως αυτή δεν είχε ακόμη φανεί. Η σκοτεινή θάλασσα άρχισε ξαφνικά να με τρομάζει. Πανικοβλήθηκα. Περπατούσα αργά, λόγω της αντί-στασης του νερού, κοιτώντας προσεκτικά γύρω. Κα-τάφερα να πλέξω δυο κουβέντες στα χείλη μου :

«Αγγελική;» … «Αγγελική, δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Αρκετά με

τρομοκράτησες». Η ησυχία ήταν απόλυτη. Ήθελα να ουρλιάξω,

να πιω όλη τη θάλασσα και να χαθεί για πάντα. Κάτι ήξερα κι από μικρός τη μισούσα. Κι εκεί γυμνός στη μέση του πουθενά, στη μέση μιας άγριας και σκο-τεινής θάλασσας, στη μέση μιας αδυσώπητης και σκοτεινής νύχτας, για πρώτη φορά ένιωσα να μην υ-πάρχω.

Κάτι γλοιώδες, αλλά συνάμα απαλό τυλίχθηκε γύρω από το πόδι μου. Ένιωθα ένα διεγερτικό γαρ-γαλητό να ταλανίζεται στη βουβωνική μου χώρα. Το κορμί μου άρχισε να μουδιάζει. Κοίταξα τα δάχτυλά μου που είχαν μελανιάσει από το κρύο κι άγγιξα τα χείλη μου που είχαν πρηστεί. Το γαργαλητό άρχισε να γίνεται δυνατότερο. Το απολάμβανα.

Δύο χέρια αρπάχτηκαν από τους βρεγμένους μου ώμους και δυο πόδια αναρριχήθηκαν γύρω από τα δικά μου καρφώνοντας στο τέλος τις φτέρνες τους στη μέση μου. Τα μάτια της Αγγελικής με κοι-τούσαν λάγνα και αθώα.

Κόλλησε το στόμα της στο λαιμό μου φιλώντας απαλά το δέρμα μου. Αγκάλιασα τους γοφούς της και μπήκα μέσα της. Το σώμα της ταλαντευόταν στο ύ-ψος της θάλασσας. Τα στήθη μας σαν ένα σώμα α-ντάλλασσαν αισθήσεις και ερωτικά χρώματα. Ο παλ-μός του κύματος και ο ήχος του νερού έμοιαζαν να είναι ο παλμός του έρωτά μας και ο ήχος της ηδονής μας. Παραδομένοι τελείως στη μεθυστική αυτή πλά-νη, τελειώσαμε καγχάζοντας ιδρωμένοι.

Βγήκαμε στην αμμουδιά και πέσαμε ξεροί στην άμμο, που μετά το κρύο ράπισμα της θάλασσας έ-μοιαζε αρκετά ζεστή. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Αγαπιό-

16

Page 17: 3ο Τεύχος

διήγημα

μασταν κι ήταν αρκετό. Άραγε ήταν; Η ανασφάλεια με έπνιγε. «Αγγελική;» «Πες μου». «Θα σου κάνω μια σοβαρή ερώτηση, θέλω

όμως να μου απαντήσεις ειλικρινά. Το υπόσχεσαι;» «Τι είναι αγάπη μου, με τρομάζεις». «Το υπόσχεσαι;» συνέχισα επιτακτικά εγώ. «Το υπόσχομαι και θα τηρήσω την υπόσχεσή

μου, όπως κι εσύ βούτηξες μαζί μου. Λοιπόν, τι θες να με ρωτήσεις;»

«Να, δηλαδή… μπορεί να σου φανεί χαζό αλλά μη γελάσεις. Θέλω να σε ρωτήσω, ειλικρινά, αγαπάς τον Πέτρο ή τον κ. Τοπάλη;»

«Τι εννοείς μωρό μου, δε σε καταλαβαίνω…» «Αγαπάς έμενα ή τα λεφτά του πατέρα μου;»

είπα με μια ανάσα και γεμάτος ενοχές. Η Αγγελική έδειξε ξαφνικά πολύ σοκαρισμένη.

Και πώς να μην ήταν άλλωστε. Έσπευσα να διορ-θώσω την γκάφα μου, αλλά εκείνη με διέκοψε από-τομα με αρκετή διάθεση να απαντήσει.

«Ομολογώ πως με ξαφνιάζει κάπως η ερώτησή σου, αλλά μιας και υποσχέθηκα να απαντήσω με ειλι-κρίνεια θα το κάνω. Είναι αλήθεια πως όταν σε πρω-τογνώρισα με συνάρπασε το πόσο εύκολα ξόδευες. Τα ακριβά σου δώρα, οι πολύκροτες έξοδοί σου και η πολυτέλεια στη ζωή σου, ήταν σίγουρα κάτι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον και με έσπρωξε να ασχοληθώ μαζί σου».

Κόντευα να πέσω από τα σύννεφα. Ούτε λίγο ούτε πολύ παραδεχόταν πως ήρθε κοντά μου για τα λεφτά. Είχε το θράσος να μου το λέει κατάμουτρα. Ένιωθα τις φλέβες μου να βράζουν και τα μηλίγγια μου να χτυπάνε σαν τρελά. Εκείνη συνέχιζε.

«Έπειτα όταν γνωριστήκαμε και «δεσμευτήκα-με», δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου με τα δώρα που μου έκανες, τα ταξίδια που με πήγες. Δεν αρνούμαι πως ο πλούτος που μου πρόσφερες απλό-χερα, άρχισε να μ’ αρέσει και κάποιες φορές να μου γίνεται απαραίτητος».

Ήθελα να την πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Το είχε παρατραβήξει το σκοινί, δεν ανέπνεα.

«Όμως, ποτέ μέσα στα τρία και κάτι χρόνια που είμαστε μαζί δεν ένιωσα πιο όμορφα από όσο ένιωσα σήμερα. Σήμερα, που κάναμε μια καθημερινή

αντί × λόγου

17

…συνέχεια στην σελίδα 20

Page 18: 3ο Τεύχος

πρόσωπα αντί × λόγου

Γράφει η Ελένη Μπάρκα

18

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες

μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς

μακριὰ ἀπ' τὸν τόπο τὸ δικό σου.

-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο· τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια

κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι

κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις· θ' ἀνηφορίσουμε μαζὶ

στὰ γνώριμά σου μονοπάτια θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ

κάτω ἀπ' τὸ θόλο τῶν πλατάνων σιγά-σιγὰ θὰ 'ρθοῦν κοντά σου τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι μὲ τ' ἀψηλὰ τὰ παραθύρια

σκοτεινιασμένα ἀπ' τὸν κισσὸ γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.

Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ' αὐτὴ τὴ στάνη; οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους

κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

Είναι αλήθεια ότι ως Έλληνες έχουμε την «πολυτέλεια» να υπερηφανευόμαστε για τη λογοτεχνική μας παράδοση. Παρασυρμένη από αυτή την περηφάνια πέρασα αρκετό καιρό προσπαθώντας να αποφασίσω για ποιον από τους μεγάλους μας λογοτέχνες να μιλήσω στο παρθενικό μου άρθρο σ’ αυτό το περιοδικό. Ώσπου η λύση ήρθε μέσα από τα θέματα του πολύ πρόσφατου Διαγωνισμού του ΑΣΕΠ φιλολόγων.

Με μεγάλη μου χαρά είδα ότι επιλέχτηκε για την ενότητα της διδακτικής ένα από τα ωραιότερα γραπτά μνημεία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας γραμμένο από έναν από τους κορυφαίους παγκοσμίως ποιητές. Αναφέρομαι στον «Γυρισμό του ξενιτεμένου» του Γιώργου Σεφέρη.

Ο μικρασιατικής καταγωγής Γιώργος Σεφεριάδης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, αποτυπώνει στο ποίημα αυτό με μοναδικό τρόπο και απαράμιλλη γλαφυρότητα την εικόνα της Ελλάδας του 1938, μιας Ελλάδας δοκιμασμένης, μιας Ελλάδας ταλαιπωρημένης από τις συνεχείς πολιτικές ανατροπές, μιας Ελλάδας στο κατώφλι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ξενιτεμένος γυρίζει στην πατρίδα του διαπιστώνοντας ότι το ψηλό του σπίτι έχει μετατραπεί σε στάνη, ο κήπος του έχει μαραθεί, το πράσινο, που υπήρχε σε αφθονία γύρω του, τώρα πια δεν υπάρχει. Εικόνα ερήμωσης και μαρασμού επικρατεί γύρω του και τον πνίγει. Όχι! Δεν είναι αυτή η ανάμνηση που είχε από την παλιά του γειτονιά…Δεν είναι αυτό το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, το περιβάλλον το οποίο νοσταλγούσε όσο έλειπε στην ξενιτιά…Όχι! Αυτός θυμόταν ανθρώπους περήφανους, ανθρώπους αγέρωχους και όχι ανθρωπάκια σκυμμένα που προσεύχονται συνέχεια για κάτι καλύτερο…

Οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Ποιητή, η αισιοδοξία που προσπαθεί να του μεταδώσει και η σιγουριά του ότι σιγά-σιγά θα προσαρμοστεί ξανά στα ελληνικά δεδομένα δε φαίνεται να καταλαγιάζουν το αίσθημα ανασφάλειας, θλίψης και απογοήτευσης που κατακλύζει τον Ξενιτεμένο.

Αυτό το χαμόσπιτο, λοιπόν, με τον κατεστραμμένο κήπο, με τους ανθρώπους που προσεύχονται ανήμποροι, δεν είναι τίποτα άλλο από την Ελλάδα και τους πολίτες της. Ο Ξενιτεμένος δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι επέστρεψε σε μια Ελλάδα που δε θυμίζει σε τίποτα τη χώρα την οποία είχε αφήσει πίσω του. Βρίσκει ένα έθνος αφημένο στη δικτατορία Μεταξά, ένα λαό εξαθλιωμένο οικονομικά και ψυχικά, ένα κράτος – φάντασμα.

Page 19: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου πρόσωπα

Πρόκειται για μια αλήθεια, στην οποία αδυνατεί να προσαρμοστεί, για μια πραγματικότητα που είναι πολύ «έξω» από αυτό που βίωσε στο εξωτερικό τα χρόνια του ξενιτεμού

του. Ανακαλύπτει ότι το «νόστιμον ήμαρ» δεν είναι παρά μια ουτοπία, μια νοσταλγία που διαψεύστηκε μερικά μόλις λεπτά

μετά την άφιξή του στην πολυαγαπημένη του πατρίδα. -Παλιέ μου φίλε δὲ μ' ἀκοῦς; σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις

τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;

σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι νὰ καταλάβω τί μου λὲς ὅσο μιλᾶς τ' ἀνάστημά σου ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις

ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους

ἔξω ἀπ' τὴ γῆς κι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους.

-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος παράξενο πῶς χαμηλώνουν ὅλα τριγύρω κάθε τόσο

ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη '38

Ποιος είναι όμως ο Ξενιτεμένος; Δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Ποιητή. Δεν πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα

στον Ποιητή και στον φίλο του που επέστρεψε από την ξενιτιά, αλλά για τον ίδιο το Σεφέρη, ο οποίος προβαίνει σε

ένα διάλογο ψυχής με τον εαυτό του. Ας μη ξεχνάμε πως ο ποιητής διετέλεσε πολλά χρόνια

διπλωμάτης. Ως εκ τούτου, ταξίδευε συνεχώς και ζούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Ελλάδας και σίγουρα

ακόμα πιο εκτός από τη σκληρή Ελληνική πραγματικότητα. Αυτή λοιπόν η επιστροφή, εκείνη τη δεδομένη ιστορική

περίοδο, η απότομη προσγείωση στην ελληνική αλήθεια, στην ελληνική πραγματικότητα έδωσε στο Σεφέρη την αφορμή να

συνθέσει το συγκεκριμένο έργο. Είχε συνηθίσει να ζει διαφορετικά, να ζει «εύκολα»,

χωρίς να χρειάζεται να προσεύχεται καθημερινά για το καλύτερο που δε λέει να’ρθει, για την ελπίδα που φαίνεται να ξέχασε την πάλαι ποτέ ένδοξη Ελλάδα, για την αλλαγή εκείνη που θα ξανακάνει τη στάνη σπίτι με ψηλά παράθυρα, που θα

κάνει τα γύρω δέντρα να ξαναφυτρώσουν και να προστατεύσουν ξανά με τον ίσκιο τους το «σπιτικό» μας.

Προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι όλα θα φτιάξουν, ότι θα μάθει να ζει και μ’ αυτόν τον τρόπο. Ψάχνει

απεγνωσμένα μια αχτίδα φωτός, ένα μονοπάτι οπτιμισμού. Ζητάει από τον εαυτό του μια σανίδα σωτηρίας.

Και ο άλλος του εαυτός, αυτός που προσπαθεί να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να

τα παρουσιάσει όλα πιο ρόδινα. Στο τέλος όμως εγκαταλείπει, η στάση του σώματος, που όλο και χαμηλώνει προς το έδαφος,

τον προδίδει. Προδίδει την ανάγκη του για παραίτηση. Το ίδιο του το σώμα τώρα φαίνεται να «μιμείται» την πορεία της πατρίδας του, που όλο σκύβει και χαμηλώνει. Μιας πατρίδας που έχει χαμηλώσει τόσο πολύ που δε μας χωράει όρθιους,

μόνο σκυφτούς, γονατιστούς να προσευχόμαστε. Μέσα, λοιπόν, από αυτόν τον εξαιρετικό συμβολισμό, με τη χρήση απλής γλώσσας και λιτών σχημάτων περνάει το

μήνυμά του. Εκφράζεται τόσο καίρια που μάταια θα προσπαθήσει κανείς να βρει άλλες φράσεις να αποδώσουν

καλύτερα αυτό που προσπαθεί να πει. Κλείνοντας, παραθέτω κάτι ακόμα, γραμμένο από τον

ίδιο το Σεφέρη, το οποίο συνοψίζει σε λίγες μόνο γραμμές το μεγαλείο της σεφερικής ποίησης και αποδεικνύει πόσο

συνεπής ήταν πάντα στο μήνυμα που στόχευε να μεταδώσει μέσα από τα έργα του.

19

Page 20: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

βόλτα στην παραλία. Σήμερα, που ξεπέρασες τον ε-αυτό σου για να μου δείξεις την αγάπη σου. Σήμερα, που μου έκανες έρωτα χωρίς κανόνες και όρια. Ούτε και το πιο ακριβό κόσμημα δε φτάνει σε λάμψη, ούτε και το πιο εξωτικό μέρος δε φτάνει σε ομορφιά, ούτε και η πιο ακριβοπληρωμένη στιγμή δε φτάνει σε μο-ναδικότητα το σήμερα που έζησα δίπλα σου».

Με κομμάτιασε. Αυτά τα της ήταν αρκετά για την αγαπάω για το υπόλοιπο και της επόμενής μου ζωής.

λόγια

Πήγε τέσσερις το πρωί. Φορέσαμε τα ρούχα μας και ανεβήκαμε πάλι στην παραλιακή. Η Αγγελική έτρεχε μπροστά και μου φώναζε.

«Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πολύ». Την ίδια στιγμή ένα μαύρο αυτοκίνητο εμφα-

νίστηκε με μεγάλη ταχύτητα στην παραλιακή οδό. Η Αγγελική έχοντας πλάτη στο δρόμο, παραπάτησε στο πεζοδρόμιο κι ο οδηγός του μαύρου οχήματος έ-χοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα μπούτια της γκόμενας δίπλα του και το μυαλό του πνιγμένο στο αλκοόλ, καρφώθηκε πάνω της.

Η Αγγελική πετάχτηκε πέντε μέτρα από το α-μάξι, που είχε φρενάρει μπροστά μου. Έτρεξα από πάνω της. Αιμόφυρτη στην άσφαλτο ψυχορραγούσε, ενώ ο τύπος με την μαύρη κούρσα προσπαθούσε να στηριχτεί όρθιος βγαίνοντας από το αμάξι. Την άρπα-ξα στα χέρια μου και ρίχνοντας μια βίαιη σπρωξιά στον καριόλη τον οδηγό, μπήκα στο αμάξι του και ξε-κίνησα για νοσοκομείο.

Αυτή τη φορά πραγματικός πανικός με είχε κα-ταβάλει. Η κατάσταση ήταν σοβαρή. Δεν ήταν ένα παιχνίδι της Αγγελικής, ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας. Ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.

Για καλή μου τύχη πέτυχα με τη μία το εφημε-ρεύον νοσοκομείο. Μπαίνοντας στην είσοδο άρχισα να φωνάζω πως κουβαλάω έναν τραυματία σε σοβα-ρή κατάσταση. Δύο νεαροί τραυματιοφορείς με ένα φορείο με βρήκαν στην είσοδο του κεντρικού κτι-ρίου. Την πήραν. Μάλλον για το χειρουργείο. Δεν εί-παν.

Πήρα από το κινητό μου τον πατέρα μου τηλέ-φωνο. Του εξήγησα τι συνέβη. Ταράχτηκε και προς στιγμήν τα έχασε. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί πως θα βάλει λυτούς και δεμένους να σώσουν την Αγγε-λική. Ορκίστηκε.

Ώρα πέντε το πρωί. Το άδειο νοσοκομείο γέμι-

20

Page 21: 3ο Τεύχος

διήγημα

σε από γιατρούς και νοσοκόμες μετά τα τηλέφωνα του πατέρα μου. Κι ακόμη τηλεφωνεί εδώ δίπλα μου από το κινητό του. Η μάνα μου συντετριμμένη στέκει πλάι στους γονείς της Αγγελικής που σπαράζουν. Εγώ δεν τολμώ να σκεφτώ. Θα τρελαθώ.

Γιατροί φέρνουν βόλτα πάνω κάτω τους δια-δρόμους. Η πόρτα του χειρουργείου ανοιγοκλείνει σχεδόν ασταμάτητα. Τι γίνεται; ρωτάμε τους για-τρούς που περνάνε. Δεν απαντά κανείς. Ο πατέρας μου πιάνει έναν από το γιακά και τον στριμώχνει.

«Λυπάμαι κύριοι, η κοπέλα δεν τα κατάφερε». Ξαφνικά η αίθουσα αναμονής έγινε ένα τερά-

στιο, λευκό κι απρόσωπο δωμάτιο που εκτεινόταν ως τους τέσσερις ορίζοντες. Όλοι γύρω ήταν τόσο μα-κριά. Το μόνο που έβλεπα ήταν οι κάτασπροι τοίχοι του νοσοκομείου.

Ούτε κι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου δεν μπορεί να γλιτώσει από το θάνατο.

§

Μετά από ένα μήνα σε κώμα ξύπνησα στο δω-μάτιο μιας κλινικής στην Αγγλία. Δεν ξαναμίλησα για την Αγγελική, μα ακόμη και τώρα τη θυμάμαι.

Γιαννόπουλος Αντώνιος

αντί × λόγου

21

Page 22: 3ο Τεύχος

ταινία αντί × λόγου

Φοβάμαι πως είναι πιθανό να πέσει κανείς στην παγίδα της βαρεμάρας. Ή να θυμώσει νιώθο-ντας ότι βλέπει κάτι εξωφρενικά αλλόκοτο. Αξίζει ό-μως να μείνει μέχρι το τέλος. Ζαλισμένη κι εγώ από την ιλλιγγιώδη εναλλαγή, εντελώς συνεπαρμένη από τη μελαγχολία της πράξης αυτής, κάποιες στιγμές τον είδα (ή είχα την ανάγκη να τον δω) να μειδιά ανεπαί-σθητα, ή να συνοφρυώνεται ελαφρώς. Δεν άλλαζε ό-μως κάτι. Τα μάτια του ήταν αυτά που με υπνώτισαν, και με τρόμαξαν, και περνώντας τα λεπτά με άφηναν ανήμπορη να αντιδράσω σαν να τον είχα μπροστά μου. Ήταν πολύ σκληρό όλο αυτό. Κι όταν είδα και την τελευταία φωτογραφία, έμεινα να κοιτώ την οθό-νη μη μπορώντας να σκεφτώ κάτι καν. Τα λόγια κά-ποιου που σχολίασε το βίντεο άρθρωσαν προς στιγ-μήν και τη δική μου σκέψη :

«Those eyes, those haunting eyes»

«THOSE HAUNTING EYES» Σκεφτείτε πόσες μέρες έχει ένας χρόνος. Πό-

σες μέρες έχουν έξι χρόνια μαζί. Σκεφτείται μία φω-τογραφία την ημέρα για έξι σχεδόν χρόνια. 11 Ιανου-αρίου 2000 μέχρι 31 Ιουλίου 2006. Έχουμε 2356 με-ρες. 2356 φωτογραφίες.

Στο Υoutube υπάρχει μια ταινία που έχει παί-ξει 11.753.342 φορές μέχρι αυτήν ακριβώς τη στιγμή και λέγεται «Everyday». Είναι μια ταινία μικρού μη-κους, διαρκεί 5 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα και είναι από τα πιο περίεργα πράγματα που έχω ποτέ μου δει. Με μια υπέροχη πιανιστική υπόκρουση από την Carly Comando, τρέχουν οι 2356 φωτογραφίες, 6 ανά δευ-τερόλεπτο, του αμερικανού φωτογράφου Noah Kali-na – φωτογραφίες του εαυτού του, τις οποίες τράβα-γε ο ίδιος καθημερινά και ανελλιπώς για 6 χρόνια.

Η εικόνα τρέχει πάρα πολύ γρήγορα, η μου-σική είναι καταιγιστική και μόνο ένα μένει απαράλ-λαχτο. Ο ίδιος. Μέσα σε αυτό το διάστημα έχει φυ-σικά αλλάξει μαλλιά, ρούχα, backgrounds, αλλά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς η έκφραση και το βλέμμα του είναι ολόιδια κάθε στιγμή, σε βαθμό που να νομίζει κανείς ότι με κάποιο κόλπο της τεχνολογί-ας συμβαίνει όλο αυτό, ότι στην πραγματικότητα η φωτογραφία του προσώπου υπήρξε μία και μοναδι-κή. Στο κέντρο του κάδρου, με την ίδια ματιά κοιτά απευθείας το φακό και ο πίσω χώρος αλλάζει μανια-σμένα, σχεδόν μοιάζει να κινείται κυκλικά, σε ένα κύ-κλο όπου το κέντρο είναι ο νεαρός άντρας. Ανέγ-γιχτος από τα σημάδια του χρόνου και με την ίδια πάντα εμμονή. Να σε κοιτά κατάματα.

έργο του φωτογράφου Noah Kalina

22

Page 23: 3ο Τεύχος

Τώρα δεν μπορώ να βρω, μα ούτε και θέλω, το λόγο αυτής της δημιουργίας. Ούτε και θα αναλύ-σω εδώ μια άποψη για το αν αυτό είναι τέχνη ή όχι, με αφορμή τις μεγάλες συζητήσεις που προέκυψαν μετά τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου έργου, αλλά και άλλων δημιουργιών της νέας γενιάς. Θα πω μόνο πως με έκανε να μείνω άναυδη η αντίθεση α-νάμεσα στον άνθρωπο εκείνο και σε όσα συνέβαιναν πίσω από αυτόν. Το θάρρος του να συρράψει τις το-σες εικόνες του σε ένα μοντάζ, επομένως να δει τοσες πολλές φορές το είδωλό του. Η έκφραση, η μη – έκφρασή του. Και ο αμείλικτος χρόνος που, αν υπάρχει, σε έναν απολογισμό μοιάζει με μια ανάσα, με ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών... Άραγε, όσο περ-νά ο χρόνος, μας αλλάζει ή όχι; Αλλάζουμε οι αν-θρωποι; Ή μήπως όσοι δεν αλλάζουν έχουν κάποιο πρόβλημα; Αλλάζω; Ζω; Αυτό που είδα μου άρεσε και με μαγνήτισε. Μπήκα στον πειρασμό να το διακόψω, μα έμεινα. Άραγε γιατί πρέπει πάντα να καλοπιάνουμε τους εαυτούς μας με πράγματα που μας αρέσουν, μας βολεύουν ή δε μας φέρνουν σε συναισθηματική αμηχανία; Δεν έχω καμιά απάντηση. Έχω όμως ερωτήσεις μετά από το «Εveryday»... Αυτό πιστεύω είναι καλό.

Εύη Μαρκάτη

www.youtube.com/watch?v=6B26asyGKDo www.noahkalina.com

ταινία αντί × λόγου

23

Page 24: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

''Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή... Ακολουθώ''

Ο Ουΐλιαμ Ντερβ έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος τη θυελλώ-δη νύχτα μέσα από το σπασμένο παράθυρο του ψηλότερου κτιρίου του Λονδίνου. Κάπου 200 ορόφους πιο κάτω βρισκόταν το σώμα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Είχε μερικά λεπτά ακόμα μέχρι να α-πόφασίσει. Ο δυνατός κρύος αέρας που έμπαινε με ορμή στο δω-μάτιο δεν τον βοηθούσε καθόλου σε αυτό.

Είδε ότι ο πράσινος σάκος του Κένεθ βρισκόταν πεσμένος δί-πλα του, δεν είχε προλάβει. Πίσω από το μεγάλο γραφείο ο Κένεθ Μπράνι έκλεισε το βιβλίο και το τοποθέτησε σε κάποιο κενό της τε-ράστιας βιβλιοθήκης.

Το Λονδίνο ήταν το ίδιο πνιγμένο από φώτα, κτίρια και αν-θρώπους.

«Λοιπόν αποφάσισες;» η φωνή ήταν του Κένεθ. Το ταξίδι βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. O Ουΐλιαμ

Ντερβ ήταν ορφανός, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στην ίδια πό-λη. Από πολύ μικρός δούλευε ως πεταλωτής αλόγων στην αυλή του Βασιλιά. Ήταν πολύ καλός στην τέχνη του, ο Βασιλιάς πάντα εμπι-στευόταν σε αυτόν τα πιο εκλεκτά του άλογα. Ο Ουΐλιαμ ήταν ικα-νοποιημένος από αυτήν την κατάσταση και δεν τον ένοιαζε που δεν έβγαζε σχεδόν καθόλου χρήματα από αυτό, αρκεί που ο Βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος μαζί του.

Εκείνη την εποχή το Βασίλειο γνώριζε μέρες δόξας. Οι πόλε-μοι με τα γειτονικά Βασίλεια είχαν τελειώσει, το εμπόριο ανθούσε, κάθε αγρότης είχε ένα κομμάτι γης να καλλιεργεί μαζί με ένα κά-ρο, όλοι οι δράκοι εκτός από έναν είχαν σκοτωθεί. Γενικά όλοι εκεί ήταν για κάποιο λόγο χαρούμενοι.

Μια μέρα όμως ο Ουΐλιαμ πληροφορήθηκε από έναν υπηρέ-τη ότι δεν τον χρειάζονταν άλλο στους στάβλους και ότι θα έπρεπε να φύγει από την πόλη. Ο Ουΐλιαμ τα χάσε. Προσπάθησε να μάθει το λόγο που τον διώχναν, μα όλοι του φέρονταν επιθετικά, κανείς δεν ήθελε να του μιλήσει. Δοκίμασε να πάει ακόμα και στον ίδιο τον Βασιλιά, μα βρήκε μπροστά του τις λόγχες των φρουρών που ε-κτελούσαν τις διαταγές του.

Έψαξε τότε να βρει κάποια άλλη δουλειά στην πόλη, όμως και εδώ συνάντησε την ίδια αντίδραση. Όλοι τον απέφευγαν. Ένας φρουρός του είπε ότι εκεί δε θα έβρισκε δουλειά και ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να φύγει από την πόλη. Έτσι ένα πρωί, μην έχοντας άλλη επιλογή, μάζεψε σε ένα τσουβάλι τα λιγοστά υπάρχοντά του και πέρασε τα κατακόκκινα τείχη της πό-λης.

Μετά από ώρες περπάτημα βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, ό-που ο δρόμος χωριζόταν στα δύο. Εκεί, πάνω σε ένα κομμένο κορ-μό δέντρου καθόταν ένας παράξενος τύπος.

«Καιρός ήταν να φανείς» είπε ο παράξενος τύπος μόλις είδε τον Ουΐλιαμ. Μετά από αυτό ο Ουΐλιαμ έπιασε την κουβέντα μαζί του. Έμαθε ότι το όνομά του ξένου ήταν Κένεθ Μπράνι και ότι πε-ρίμενε εκεί ένα ξεχωριστό άτομο που θα δεχόταν να έρθει μαζί του. Όταν ο Ουΐλιαμ τον ρώτησε ποιος ήταν ο προορισμός του, ο Κένεθ απάντησε ότι πήγαινε στο Λονδίνο και ότι σκόπευε να αλλάξει τον Κόσμο.

«Και πώς θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Ου-ΐλιαμ. Τότε ο Κένεθ έβγαλε από έναν πράσινο σάκο πολλά χαρτιά, σημειώσεις, πάπυρους και μερικά βιβλία και τα άπλωσε μπροστά του.

24

Page 25: 3ο Τεύχος

διήγημα αντί × λόγου

25

«Και πώς θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Ου-ΐλιαμ. Τότε ο Κένεθ έβγαλε από έναν πράσινο σάκο πολλά χαρτιά, σημειώσεις, πάπυρους και μερικά βιβλία και τα άπλωσε μπροστά του.

Ο παράξενος Κένεθ άρχισε να μιλά. «Όπως ξέρεις ο Κόσμος εί-ναι γεμάτος από ανθρώπινο πόνο. Πόλεμοι, πείνα, φόνοι, σκοτω-μοί, αδικίες, φτώχεια, ανεργία, σεισμοί, πυρκαγιές, αρρώστιες, επιδη-μίες. Η λίστα είναι ατέλειωτη. Οι άνθρωποι του Κόσμου υποφέρουν λόγω αυτών. Δεν άντεχα άλλο. Βλέπεις νοιάζομαι πολύ για το συνάν-θρωπό μου, έτσι άρχισα να αναζητώ το λόγο που συμβαίνουν όλα αυ-τά. Πολλά χρόνια ερευνούσα και παρατηρούσα τα γεγονότα. Πάντα όλες οι έρευνές μου κατέληγαν σε ένα άτομο, τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.»

Σ 'εκείνο το σημείο ο Κένεθ έδειξε στον Ουΐλιαμ τα απλωμένα στον δρόμο χαρτιά. Έκπληκτος ο Ουΐλιαμ είδε ότι ο Κένεθ είχε δί-κιο (χρειάστηκε να του δείξει βέβαια μερικά πράγματα για την μα-γεία και για τους χορούς που κάνουν οι πέτρες). Είδε ότι σε κάθε γνωστό πόλεμο ήταν μπλεγμένο το όνομα του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Κάθε ανθρώπινος φόνος γινόταν λόγω εντολής του Σερ Λά-μπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι Βασιλιάδες και οι Άρχοντες ορίζονταν από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Οι επιδημίες ξεσπούσαν όταν ο Σερ Λά-μπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ το ήθελε. Πίσω από κάθε κακό βρισκόταν και το όνομα Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.

Ο Ουΐλιαμ τότε ανέφερε τον δικό του διωγμό από την πόλη. Ο Κένεθ συμβουλεύτηκε το σημειωματάριό του και είπε ότι : εκεί-νο το διάστημα στην πόλη, βρισκόταν ως φιλοξενούμενος του Βα-σιλιά ο Βαρόνος Άξιλ, ο οποίος ήταν συμμέτοχος σε ένα μεγάλο εμπορικό-ναυτικό κατάστημα που ανήκε στον Δούκα Ζακ-Φινίξ. Ο Δούκας Ζακ-Φινίξ είχε αγοράσει πρόσφατα από τον Τσάρ Αλεξάντρ Λοβόφ τρία νησιά στον Ατλαντικό Ωκεανό, ενώ παλιά ο Τσαρ Αλε-ξάντρ Λοβόφ είχε κάνει δώρο στον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ δώδεκα χρυσωρυχεία και εφτά αδαμαντορυχεία που βρίσκονταν στα βόρει-α της περιοχής του.

Ο Ουΐλιαμ τότε θυμήθηκε ότι ένα πρωί του έφεραν να πετα-λώσει το άλογο του Βαρόνου Άξιλ και ότι είχε κάνει ένα μικρό σχό-λιο για την κακή κατάσταση του ταλαίπωρου αλόγου.

«Τα τελευταία χρόνια ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ μένει στο ψηλό-τερο κτίριο του Λονδίνου. Από εκεί δίνει τις εντολές του. Θα σταματή-σω το Κακό που κάνει στους ανθρώπους, πάω να τον σκοτώσω. Έλα μαζί μου, πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό.» είπε ο Κένεθ.

Η συζήτηση που ακολούθησε κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ο Κένεθ μιλούσε με υπερβολική ζεστασιά και με κάθε ευκαιρία το-νιζε την ανάγκη για βοήθεια και ενδιαφέρον προς το συνάνθρωπο. «Όταν μπορείς να βοηθήσεις έναν συνάνθρωπό σου, τότε δεν πρέπει να το σκεφτείς καθόλου. Πρέπει να γίνεται αντανακλαστικά, όπως όταν σε χτυπά κάποιος στο νεύρο του ποδιού». Ο Ουΐλιαμ τον άκουγε με προσοχή, λίγα είχε να πει αυτός, εξάλλου μια ζωή δεν ήταν πα-ρά μόνο ένας απλός πεταλωτής. Ο Ουΐλιαμ Ντερβ δέχτηκε την πρόταση του Κένεθ σκεπτόμενος ότι θα μάθαινε πολλά πράγματα δίπλα του.

«Όμως Ουΐλιαμ να ξέρεις ότι θα είναι ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι, που μπορεί να διαρκέσει πάρα πολλά χρόνια, θα στερηθούμε πολλά πράγματα». Όμως ο Ουΐλιαμ Ντερβ είχε πάρει την απόφασή του. Αυτός και ο Κένεθ θα άλλαζαν τον Κόσμο.

Έτσι ξεκίνησαν για το Λονδίνο. Τα μόνα πράγματα που κου-βαλούσαν μαζί τους ήταν ο πράσινος σάκος του Κένεθ και το τσου-

Page 26: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

βάλι του Ουΐλιαμ. Κάθε μέρα περπατούσαν για πολλές ώρες, ταυ-τόχρονα ο Κένεθ εξηγούσε στον Ουΐλιαμ τις σκοτεινές επιρροές του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ουΐλι-αμ ανάφερε διάφορα γεγονότα που θυμόταν και ο Κένεθ τα συνέδε-ε με τον τρόπο του με τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.

Για φαγητό τρώγανε κυρίως καρπούς και κάπου κάπου κυ-νηγούσαν ή ψάρευαν. Όταν στον δρόμο τους τύχαινε να συναντή-σουν άλλους ανθρώπους ο Κένεθ ρωτούσε για τα νέα της Περιοχής και των Αρχόντων της. Μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, από κάθε πόλη που περνούσαν, ο Κένεθ έπαιρνε πάντα εφημερίδες και τις διάβαζε με πολλή προσοχή, έπειτα κρατούσε αποκόμματα από αυτές ή σημείωνε κάτι στα τετράδιά του.

Μια μέρα ο Ουΐλιαμ διάβασε σε μια εφημερίδα ότι οι άνθρω-ποι τώρα θα μετακινούνταν πολύ πιο γρήγορα, λόγω μιας μηχανής που λειτουργούσε με ατμό και κινούνταν πάνω σε ράγες. Η πρώτη μεταφορική γραμμή τρένου (έτσι ονόμαζαν τη μηχανή) ξεκίνησε α-πό το Λονδίνο. Αργότερα θα μάθαινε ότι τα εργοστάσια του Λονδί-νου λειτουργούσαν με την ίδια ακριβώς μηχανή. Η εφημερίδες τότε έγραφαν για το ξημέρωμα μιας Νέας Εποχής, πιο άνετης για τον άνθρωπο. Αργότερα το πετρέλαιο και η βενζίνη θα αντ καθιστούσαν τον ατμό.

ι

Μετά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εφημερίδες άρχι-σαν να γράφουν για Επαναστάσεις και Εξεγέρσεις, σε χώρες όπως Γαλλία, η Ισπανία και η Ρωσία. Όταν όμως ο Ουΐλιαμ ρώτησε τον Κένεθ για αυτά τα γεγονότα, ο Κένεθ του έδειξε μια φωτογραφία ε-νός πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα, που ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σί-ζαρ Νάϊτ, και του εξήγησε ποιος έδωσε τις πολιτικές ιδέες και τα χρήματα για να ξεκινήσουν όλες αυτές οι Επαναστάσεις / Εξεγέρ-σεις. Οι εφημερίδες βέβαια έγραφαν ότι αυτές γίνονταν και πάλι για το Καλό του ανθρώπου.

Μετά τις Επαναστάσεις/Εξεγέρσεις, όλος ο κόσμος συγκλονί-στηκε από αριθμημένους Πολέμους μεταξύ χωρών. Και πάλι η φω-τογραφία του πολύ ψηλού ασπρομάλλη άντρα εμφανιζόταν στο πα-ρασκήνιο των γεγονότων. Τότε ο Ουΐλιαμ κλαίγοντας με βαθύ πόνο για τον χαμό τόσων πολλών ανθρώπων, ζήτησε από τον Κένεθ να του πει με ποιο τρόπο θα σταματούσε έναν τόσο παντοδύναμο αν-δρα.

Ο Κένεθ νιώθοντας τον πόνο του Ουΐλιαμ άνοιξε τον πράσινο σάκο του, έψαξε για λίγο στις διπλανές θήκες και τελικά έβγαλε μια ξύλινη μπλε σβούρα. Η σβούρα είχε δύο γραμμές που ήταν χαραγμένες κάθετα στον άξονα της. Εκεί τύλιγες το νήμα. Η μπλε σβούρα ήταν πλημμυρισμένη από τις ευωδιές της Γης. Ο Κένεθ εί-πε: «Αυτή εδώ είναι το όπλο μας, είναι φτιαγμένη από τα όνειρα, τε-λείως αγνή, ένα παιχνίδι των παιδιών». Χαμογέλασε. «Θα σου δείξω πώς τη χρησιμοποιούν». Η σβούρα δρούσε μέσω μιας παράξενης τε-λετουργικής διαδικασίας. Και είχε αποτέλεσμα μόνο όταν αυτή γι-νόταν σε σημείο που δεν την έβλεπε κανείς. Ο Κένεθ ξανάβαλε την μπλε σβούρα μέσα στο πράσινο σάκο του.

Κάποτε οι εφημερίδες σταμάτησαν να γράφουν για τους Πο-λέμους και άρχισαν να δείχνουν ψηφιακές εικόνες από την ζωή. Όλες ήταν καλλωπισμένες, φανταχτερές, λαμπερές, μα και τόσο ψεύτικες, υποκριτικές, παραπλανητικές. Προϊόντα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, κατασκευασμένες από τον Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ.

Όσο το ταξίδι τους συνεχιζόταν και η ιστορία γραφόταν από το χέρι του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ, τόσο το μίσος τους για αυτόν μεγάλωνε.

26

Page 27: 3ο Τεύχος

διήγημα αντί × λόγου

27

Κάποτε οι δυο τους έφτασαν στο Λονδίνο. Από τους γύρω λό-φους είδαν τα σπίτια, τον Τάμεση και τις κινήσεις των βιαστικών ανθρώπων. Ακριβώς στο κέντρο του Λονδίνου ξεχώριζε ένα πανύ-ψηλο κτίριο καλυμμένο από γυαλί, με μια γυάλινη πυραμίδα στην κορυφή του. Εκεί έμενε ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Από κει μπο-ρούσε να παρατηρεί και να παρακολουθεί όλο το Λονδίνο, ακόμα και το πιο σκοτεινό στενό δρομάκι.

Ο Κένεθ έβγαλε από τον πράσινο σάκο έναν οικοδομικό χάρ-τη του κτιρίου και είπε στον Ουΐλιαμ : «Θα μπούμε από αυτήν εδώ την πίσω πόρτα η οποία οδηγεί κατευθείαν στο γραφείο του». Του έ-δειξε για ποια μιλούσε. «Είναι αιώνες τώρα ξεχασμένη και πολύ λίγα άτομα γνωρίζουν για αυτήν. Θα πάμε τη νύχτα» .

Στα μέσα της νύχτας ο Ουΐλιαμ και ο Κένεθ βρίσκονταν μπροστά από την πόρτα. Είχαν διασχίσει την πόλη πολύ προσεκτι-κά και με την ίδια προσοχή άνοιξαν την πόρτα. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Ο Κένεθ προχώρησε μπροστά και έψαξε για παγίδες. Έκα-νε ένα νεύμα στον Ουΐλιαμ για να τον ακολουθήσει. «Μου φαίνεται παράξενο που είναι αφύλαχτος» είπε ο Κένεθ. Ο διάδρομος ήταν γε-μάτος σκόνη και ιστούς αράχνης, φαινόταν ότι είχε πολύ καιρό να περάσει άνθρωπος από εκεί. Ο Ουΐλιαμ άναψε ένα φακό. Περπά-τησαν για πολλές ώρες ώσπου έφτασαν σε μια μικρή ξύλινη πόρτα.

Με προσοχή ο Κένεθ άνοιξε την πόρτα και βρέθηκαν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που στην αριστερή πλευρά του είχε παράθυρα, μέρος της γυάλινης τζαμαρίας του κτιρίου. Το φως των αστεριών γέμιζε το δωμάτιο. Οι άλλες τρεις πλευρές του δωματίου αποτελού-σαν μέρος μιας τεράστιας βιβλιοθήκης σε σχήμα Π. Το δωμάτιο είχε στα δεξιά ακόμη μία μεγάλη πόρτα, ενώ στην απέναντι πλευρά του δωματίου υπήρχε ένα γραφείο με μια αναμμένη λάμπα πάνω του. Το φως της λάμπας φώτιζε έναν πολύ ψηλό ασπρομάλλη άντρα. Ήταν ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ. Καθόταν στο γραφείο και διάβαζε ένα από τα χαμένα βιβλία του Ηράκλειτου.

«Ήρθε το τέλος της Βασιλείας σου, Λάμπλεϊ παλιοκάθαρμα» φώναξε ο Κένεθ και αμέσως έβαλε το χέρι του στον πράσινο σάκο. Ο Ουΐλιαμ ετοιμάστηκε να ορμήξει.

Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ ατάραχος σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Κύριοι, αποδέχομαι όλες τις κατηγόριες που μου προσάπτετε. Παρακαλώ. Ζητάω μόνο λίγα λεπτά να εξηγήσω τους λόγους μου. Θα μου το επιτρέψετε;»

Ο Κένεθ και ο Ουΐλιαμ πάγωσαν. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ φαινόταν τελείως ακίνδυνος. Ο Κένεθ απάντησε σε έναν πολύ ει-ρωνικό τόνο: «Από πότε η Προσωποποίηση του Κακού σε αυτόν τον Κόσμο ικετεύει; Το ίδιο έκαναν σε σένα χιλιάδες γενιές ανθρώπων, το μόνο που τους πρόσφερες ήταν ο Θάνατος».

Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ χαμογέλασε. «Κύριοι, βλέπω πως δεν έχετε καταλάβει κάποια πράγματα. Επιτρέψτε μου λοιπόν. Καταρχάς παρόλο που ο χαρακτηρισμός σας ''Προσωποποίηση του Κάκου'' με κολακεύει, δεν είμαι παρά ένας εκμεταλλευτής της υπάρχουσας, εδώ κάτω, κατάστασης. Ένα όργανο του Κακού με πολύ περιορισμένες δυνατότητες».

Το χέρι του Κένεθ βρήκε αυτό που έψαχνε μέσα στον σάκο. Χρειαζόταν να κερδίσει ακόμα λίγο χρόνο. «Πόσο περιορισμένες μπορεί να είναι οι δυνατότητές σου βρωμιάρη, όταν όλος ο κόσμος έχει κατακλυστεί από το Κακό σου!»

«Εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί αγαπητέ!» Με αργά βήματα ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο παράθυρο. «Το Κακό υπήρ-

Page 28: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου διήγημα

χε σε αυτά τα επίπεδα πάντα. Αυτή είναι η καλά κρυμμένη αλήθεια». «ΕΙΣΑΙ ΨΕΥΤΗΣ» φώναξε ο Ουΐλιαμ και με σφιγμένες τις γρο-

θιές πήγε προς το μέρος του. Ο Κένεθ όμως τον συγκράτησε. «Περί-μενε λίγο Ουΐλιαμ» είπε.

Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ κάγχασε: «Αυτό που δε γνωρίζετε εσείς οι άνθρωποι είναι ότι όλος ο κόσμος που ζείτε είναι δημιούργη-μα του Κακού». Γύρισε την πλάτη του και κοίταξε κάτω το φωτισμέ-νο Λονδίνο. «Αυτόν που αποκαλείτε εσείς Θεό είναι ένα αιμοδιψές πλάσμα που λατρεύει τον πόνο. Αυτός δημιούργησε τη Γη και τον άνθρωπο, αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ είμαι ένα μικρό όργανό του».

Μετά από μερικά λεπτά σιωπής ο Κένεθ θολωμένος είπε : «Δε σε πιστεύω παλιοκαθίκι. Τα λες αυτά για να μας μπερδέψεις, να μας αποθαρρύνεις. Τόσα χρόνια εξουσίας πάνω στο ανθρώπινο γένος σε 'καναν να πιστεύεις ότι είσαι άτρωτος».

Το κακό με τη σβούρα ήταν ότι ο Λάμπλεϊ έπρεπε να κοιτάξει στα μάτια αυτόν που την γύριζε, έτσι μόνο θα ήταν αποτελεσματι-κή. Εκείνη όμως την στιγμή ο Λάμπλεϊ κοίταζε έξω από το παράθυ-ρο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να του τραβήξει την προσοχή.

«Γιατί τότε υπάρχει και Καλό σε αυτόν τον δημιουργημένο από το Κα

εξηγήσω έτσι: Το Κακό δημιούρ-γησε

εις, έτσι δεν είναι;

στεκόταν οι δυο τους και κοίταξε στα μ

ο Κένεθ όταν είδε δύο διαπεραστικές λάμ-ψεις

τα χέρια του παραμέ-ρισε τ

που βρι-σκότα

κό Κόσμο;» ρώτησε ο Κένεθ. «Είναι απλό κύριοι, θα σας τοαυτόν τον Κόσμο. ΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΥΓΙΗ

ΑΥΤΟΝ ΚΑΚΟ ΚΟΣΜΟ. Το Καλό είναι παράσιτο, μια ελεγχόμενη από μας επιδημία». Καμία αντίδραση από τους άλλους.

«Όμως εσείς οι άνθρωποι χρειάζεστε πάντα αποδείξΞέρετε, δεν είστε οι μόνοι που ήρθαν εδώ. Υπήρχαν και άλλοι

πριν από σας και θα συνεχίσουν να έρχονται. Όλοι για τον ίδιο ακρι-βώς λόγο. Γι' αυτό άλλωστε αφήνω αφύλαχτο αυτόν τον μαγικό διά-δρομο, από όπου ήρθατε και εσείς. Όλοι βέβαια απέτυχαν. Αρκετά όμως, ορίστε οι αποδείξεις σας».

Γύρισε προς το μέρος πουάτια τον Κένεθ. Τώρα, σκέφτηκεπου σιγά-σιγά έγινα ένα με τα αστέρια, ένα μέρος του νυχτε-

ρινού ουρανού. Το αγόρι κράτησε ζεστά το χέρι της, επιτέλους μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Οι δυο τους καθόταν σε ένα παγκάκι του πάρκου, ήταν άνοιξη. Το κορίτσι κρατούσε ένα βιολετί βιβλίο, οι σελίδες του οποίου ήταν από ροδοπέταλα. Έκοψε ένα ροδοπέ-ταλο από το βιβλίο και με αυτό χάιδεψε τρυφερά τα χείλια του α-γοριού, κι ύστερα, με τον ίδιο τρόπο που τα χάιδεψε, τον φίλησε.

«Μη σταματάς, σ' αγαπώ. Πάντα μαζί». «Και εγώ σ' αγαπώ» είπε το αγόρι και μεα μαύρα μαλλιά της. Έφερε απαλά το μέτωπό της στα χείλη

του, την φίλησε και το στόμα του γέμισε αίμα. Ένα μεταλλικό κομμάτι ήταν καρφωμένο στη θέσην το δεξί μάτι του κοριτσιού, το μέταλλο είχε διαπεράσει το

κρανίο και από την πληγή πεταγόταν ζεστό αίμα. «Αν μονάχα αυτός ο ασυνείδητος πρόσεχε λίγο στο δρόμο, δε θα σου συνέβαινε αυτό». Το κορίτσι έκλεισε το ένα της μάτι και είπε «Κρίμα που θα διαμελι-στείς από μια νάρκη στον ερχόμενο πόλεμο και δεν θα μπορέσεις να δεις το γιο μας». Το αγόρι μάζεψε τα σκορπισμένα έντερά του και με το μοναδικό του τώρα χέρι, σκούπισε το γεμάτο αίματα πρόσω-πο του κοριτσιού. «Ο γιος μας θα γεννηθεί νεκρός, όταν θα λεηλατεί ο εχθρός την πόλη. Λόγω της κοιλιάς σου δε θα καταφέρεις να ξεφύ-γεις. Θα σε πιάσουν». Το κορίτσι τώρα θήλαζε το νεκρό παιδί της. Ο Κένεθ είδε στο πρόσωπό του ότι αυτός ήταν ο ασυνείδητος οδηγός,

28

Page 29: 3ο Τεύχος

διήγημα αντί × λόγου

29

η ανθρώπινη νάρκη, ο βιαστής εχθρός. Δεν μπορούσε να κάνει κά-τι να σταματήσει όλα αυτά, η ιστορία συνεχιζόταν, παρακάτω ακο-λουθούσαν πολύ πιο τρομαχτικά πράγματα. Τρελαίνεται. Πτώμα-πτώμα τρελαίνεται. Μακάβριες λεπτομέρειες που δεν τις ελέγχει. Τον τρελαίνουν, παρακαλεί να σταματήσουν, δεν μπορεί. Κι άλλα πτώματα, κι άλλος πόνος. Φωνές του λένε να πηδήξει. «Πήδα». Ίσως να είναι η σωτηρία του, ίσως σταματήσουν. «Πήδα».

Ο Ουΐλιαμ είδε τα μάτια του Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ να καρ-φώνουν τον Κένεθ. Μια παράξενη δύναμη υπνώτισε και αυτόν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είδε να πέφτει από τα χέρια του Κένεθ ο σάκος. Η σβούρα βρισκόταν ακόμα μέσα. Μετά, μπροστά στα έκ-πληκτα μάτια του είδε τον Κένεθ να ψηλώνει. Μόλις σταμάτησε, τα μαλλιά του Κένεθ άρχισαν να ασπρίζουν, το πρόσωπό του να αλλά-ζει και να αντικαθίσταται από το μισητό πρόσωπο του Λάμπλεϊ. Ό-μως είχε μια έκφραση τρομερού πόνου.

Με ένα ξαφνικό πέταγμα ο αλλαγμένος Κένεθ έσπασε το πα-ράθυρο, έπεσε στο κενό.

Γύρισε το βλέμμα του στον Λάμπλεϊ. Ο Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ είχε πάρει το πρόσωπο και το σώμα του Κένεθ. Μαζί με ένα διεστραμμένο χαμόγελο. «Τι.... τι έκανες στον Κένεθ μπάσταρδε» ούρλιαξε ο Ουΐλιαμ.

Ατάραχος ο αλλαγμένος Σερ Λάμπλεϊ Σίζαρ Νάϊτ πλησίασε στο γραφείο. «Όπως είπα, η φύση του ανθρώπου είναι κακή, ο αν-θρωπος πάντα θα καταστρέφει την ευτυχία του άλλου».

«Στον φίλο σου έδειξα λίγη από την Κοσμική Συνείδηση. Ένα μέρος του εαυτού μου. Δεν άντεξε βλέπω την αλήθεια. Αγαπητέ, έτσι είναι τα πράγματα στον Κόσμο, το Κακό σε βρίσκει παντού. Το Καλό αντιθέτως...» άφησε εσκεμμένα έναν μικρό αναστεναγμό.

«Όσο για σένα σου δίνω μερικά λεπτά να επιλέξεις. Ανάμεσα σε ένα Πανανθρώπινο Ενδιαφέρον για το Καλό άγνωστων σε σένα αν-θρώπων ή σε μια αποδοχή της αλήθειας, πράγμα που σημαίνει και τη στράτευσή σου σε αυτήν». Κοίταξε το βιβλίο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. «...Διάλεξε» είπε.

ΤΕΛΟΣ

Το διήγημα “Ξέρω ότι δεν υπάρχει επιλογή… Ακολουθώ” γράφτηκε από τον Θοδωρή Τσαφή και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2005 στο 9ο τεύχος του περιοδικού Com-X (Κομ-εξ). www.comx.gr

Page 30: 3ο Τεύχος

Πού να το ήξερε ο Ουίλιαμ όταν έγραφε τον ’’Άρχοντα των Μυγών’’ πως ένας άσημος ως τότε συγγραφέας θα γινόταν τόσο γρήγορα γνω-στός και θα μνημονευόταν ακόμη κι από εμένα! Έναν άλλο άσημο. Αρθρογράφο αυτού του πε-ριοδικού που αισίως έκλεισε τα τρία. Το περιοδι-κό, όχι ο αρθρογράφος.

Ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ λοιπόν και το βι-βλίο του ’’Άρχοντας των Μυγών’’ που κυκλοφό-ρησε το 1954 παρακαλώ και φυσικά στην Αγγλία, είναι η σημερινή μου πρόταση. Αν και ήθελα να πω αυτήν την πρόταση: το αγιόκλημα του θερι-νού εσπερινού ευωδίασε τον άνεμο. Αλλά ας μην ξεφύγω τόσο. Το βιβλίο λοιπόν που σας προ-τείνω σήμερα είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο. Μια διαδρομή στην πρωτόγονη εξέλιξη και στον αρ-χέγονο πολιτισμό του ανθρώπου. Τώρα θα μου πείτε βέβαια, και οι μύγες στον τίτλο που κολλάν. Θα καταλάβετε παρακάτω.

σ μ

Το βιβλίο είναι μια πρωτότυπη και ρηξι-κέλευθη ματιά στην αγωνία του ανθρώπου για ε-πιβίωση, στον ανταγωνισμό, στην ανάπτυξη πο-λιτισμού, αλλά και στον αιώνιο πόλεμο μεταξύ του καλού και του κακού. Του βίαιου και του ει-ρηνικού. Του άγριου και του σοφού. Του αίματος και της αρετής. Καθαρά αλληγορικός ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ με τη βοήθεια του γνωστού ποιητή Έ-λιοτ καταφέρνει να εκδώσει το μυθιστόρημα στην Αγγλία. Το μεγάλο μπαμ γίνεται ωστόσο δύ-ο χρόνια μετά την Α ερική, όταν κυκλοφορεί και κάνει πάταγο επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και προκαλώντας τεράστια αίσθηση, κυρίως στη νεολαία.

Εγώ θα το χαρακτήριζα ως ένα πολύ α-ναρχικό και άναρχο συνάμα μυθιστόρημα. Μια ει-ρωνική ματιά στα ειδυλλιακά τοπία των μαγευ-τικών νησιών και των κοραλλένιων βυθών. Ένας έμμεσος αλλά ευθύς τρόπος να καταδείξει τη βα-σική αρχή που μέχρι σήμερα ο αχόρταγος αν-θρωπος φαίνεται να πιστεύει και να προσκυνά α-κατάπαυστα. Θάνατός σου η ζωή μου. Θάνατός σου. Ζωή μου. Ζωή μου. Μου.

αντί × λόγου βιβλίο

30

Page 31: 3ο Τεύχος

Για τους τηλεορασάκηδες το βιβλίο θα

θυμίσει Lost και για τους βιβλιοφάγους θα γίνει προσκέφαλο για τουλάχιστον ένα πενταήμερο ή μάλλον πεντόνυχτο. Με λίγα λόγια η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε ένα έρημο νησί, όπου ένα αεροπορικό δυστύχημα αναγκάζει μια ομάδα παιδιών που επέζησαν να το αποικίσει. Όχι όχι. Μην πάει μακριά το μυαλό σας. Δεν υπάρχουν οι Άλλοι εκεί όπως στο παρατραβηγμένο τηλεοπτικό πρόγραμμα Lost, αλλά αυτό που υπάρχει είναι παρθένα φύση. Άγρια και επικίνδυνη ζούγκλα. Τα παιδιά προσπαθούν να επιβιώσουν σχηματίζοντας ομάδα και τηρώντας αρχές και ηθικές που τους έμαθαν οι ενήλικες να τηρούν. Κι όπως είναι φυσι-κό σε μια τόσο τεταμένη και ακραία κατάσταση, έχθρες και διαφωνίες ενδυναμώνονται και γίνονται άλυτα προβλήματα. Οι ηθικοί φραγμοί καταρρέουν και η ομάδα των παιδιών αρχίζει να λειτουργεί με το νόμο της φύσης. Το νόμο της επιβίωσης αλλά και το φρικτό νόμο του ισχυρού.

Ο δυνατός παύει να νοιάζεται τον αδύνατο και τον καταδυναστεύει. Ο αρχηγός θέλει να γίνει όλο και πιο δυνατός. Όλο και πιο ισχυρός. Όλο και πιο διάσημος. Και για να το πετύχει γίνεται όλο και πιο βίαιος. Πιο απόλυτος. Πιο πρωτόγονος. Ή απλά πιο αδίστακτος, όπως άλλωστε και οι σημερινοί αρ-χηγοί που μας καταδυναστεύουν. Ή μήπως όχι;

Η γουρουνοκεφαλή. Τα σπασμένα γυαλιά. Το ακόντιο με τις δύο ακονισμένες άκρες. Τα χυ-μένα μυαλά στα βράχια. Λίγα από τα σύμβολα που θα συναντήσετε στο βιβλίο και θα σας κάνουν να αναρωτηθείτε το πραγματικό τους νόημα.

Το μυθιστόρημα μπορεί άνετα να χαρακτη-ριστεί μια μικρογραφία ακόμα και της σημερινής ε-ποχής του ανθρώπου που είχε και πάντα θα έχει την ίδια απαρέγκλιτη πορεία. Επιβίωση - Ακμή - Παρακμή - Επιβίωση. Ένα κυκλικό απαράβατο μο-τίβο για κάθε ανθρώπινη κοινωνία είτε αυτή τη γνωρίσαμε μόνο μέσα από τα ιστορικά βιβλία είτε τη ζούμε.

*Για τους λάτρεις των ταινιών υπάρχει και

η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου από το γνωστό σκηνοθέτη Πίτερ Μπρούκ.

Γιαννόπουλος Αντώνης

βιβλίο αντί × λόγου

31

Page 32: 3ο Τεύχος

Αγνή φαντασίωση, άστατη φιλοδοξία

Η απορία για το άγνωστο “κρεμόταν” για μέρες. Ξεκινήσαμε σχεδόν σπασμωδικά, ροή ασύνδετη, συνεπαρμένη από

νοσταλγία και φανταστικά σύνδρομα.

«Θα σταματούσα για το τίποτα» μου είπες ψιθυριστά, όμως στη

θέα της παλλόμενης λάμψης, το ξαφνιασμένο σου βλέμμα διαπερνά η χαρά.

Παράδοξη στιγμή, σαν μια ανάκρουση ανεξέλεγκτη, μυστηριακό

σύμπλεγμα… και μια λάμψη που διστάζει να ξεχυθεί. Παρατηρώντας τους παρατηρητές σιωπώ μυσταγωγικά, γιατί

γνωρίζω πως κοιτάζουν σκωπτικά. Περπάτησα με τη φήμη στην πάροδο των αναμνήσεων και ποτέ

δεν βρήκα το δρόμο, το παρόν μου κατρακύλησε απ’ την κορυφή αποζητώντας μελλοντική αύρα καθάριας πραότητας.

Τα λόγια σου ξαναζωντάνεψαν

«Θα σταματούσα για το τίποτα…» μαζί με την αφήγηση για τα

αδιαπέραστα όνειρά σου:

«Κάποια μέρα θα με βρεις παγιδευμένη σε “άπιαστα” τοπία, ξύπνα με την αυγή και ρώτησέ με πού βρισκόμουν.

Άφησε να περάσω τα όρια της ήσυχης ζωής μας περνώντας απ’ τη διάβαση της φαντασίας.

Οι στιγμές είναι ήδη παρελθόν και μένει ένας συσσωρευμένος πόθος ανεκπλήρωτων ορέξεων.

Η ανέμελή σου φύση παραδίδεται, η νύχτα δεν μπορεί να είναι η ίδια και το απίθανο είναι πιθανό να συμβεί.

Η γιορτή που επινόησα, μοιάζει με χρυσή ευκαιρία, ικανοποίηση για κάθε επιθυμία.»

αντί × λόγου αγνή φαντασίωση

32

Page 33: 3ο Τεύχος

άστατη φιλοδοξία αντί × λόγου

Ακούω την αλλαγμένη σου πλευρά… Αγνή φαντασίωση, άστατη φιλοδοξία. Αναγνωρίζω το χρώμα σου, Αναγνωρίζω τη φωνή σου, Αναγνωρίζω πως δεν έχω άλλη επιλογή. Είμαι φίλος σου και δολοφόνος για το καλό σου, μα έχω το

χαμόγελο που δεν “κολλάει” μ’ αυτά. Υποθέτω πως είδες τις σπίθες να πετάγονται… Κι ιλιγγιώδης ταχύτητα μοιάζει με τέλεια συνομωσία που με ωθεί

βαθιά. Κουράστηκα να βλέπω τους καπνούς, θέλω να πλησιάσω πιο

κοντά, διακρίνω φως στην άκρη του τούνελ μα η αίσθησή μου με γελά… Η αθωότητα χρησιμοποιείται επανειλημμένα στο τέλος ενός

σκηνοθετημένου παιχνιδιού και οι τριγμοί είναι αναπόφευκτοι, κάτι που δεν μπορείς να αγνοήσεις.

Ξέρεις… δεν είμαι στο άγνωστο Απέδρασα… από ένα εξαιρετικό “δέσιμο” Απέδρασα… Σε ένα παράξενο κράτημα χωρίς βαρύτητα προβάλλω στον αέρα,

απ’ τα σκοτεινά περάσματα διασχίζω τις σκιές. Κι ανάσα του πρωινού με κάνει να ξεχνιέμαι. Γλυκόπικρες σκέψεις μένουν αναλλοίωτες ξυπνώντας άδολα

ένστικτα και ανάγκες χαράς.

Κώστας Πάτρας

33

Page 34: 3ο Τεύχος

αντί × λόγου

34

αντί × λόγου

αντί × λόγουαντί × λόγου

Σκέψεις εν ώρα κούρας ομορφιάς Κάθε φορά που βάζει κρύο απότομα, έχω ένα πρόβλημα. Σκίζεται

το δέρμα στα χέρια μου. Στην αρχή λίγο τραχύ και μετά σαν να ’χει βαθιές χαρα- κιές και αιμορραγεί. Πονάει και μελανιάζει και είναι βέβαια αντιαισθητικό. Το ήξερα καιρό το κόλπο, αλλά απόψε είπα να το δοκιμάσω: κρέμα και πλαστικά γάντια μιας χρήσης, μέσα στο σπίτι, για όσο αντέξω.

Αν δεν είσαι χειρουργός ή γιατρός, ή αν δεν το απαιτεί η εργασία που θέ-

λεις να κάνεις, είναι περίεργο ξαφνικά να απομακρύνεσαι από την υφή των πραγ- μάτων. Ό, τι και να αγγίζω το νιώθω απόμακρο απότομα, και γύρω από τη μύτη μου ένα σύννεφο αποστειρωμένης πλαστικίλας με υπνωτίζει. Πεινάω...Πάω να πλύ- νω ένα μήλο με τα γάντια. Η πράξη μοιάζει αμαρτωλή – άραγε αν υπήρχαν γάντια από αρχής κόσμου θα την είχε γλιτώσει του παραδείσου η Εύα; Παραλογίζομαι, α- δυνατώ να αγγίξω τα μαλλιά μου, ανατριχιάζω, άξαφνα αδυνατώ να πράξω όσα έπραττα μια ώρα πριν. Απομακρύνομαι σιγά σιγά από τη νόρμα της ζωής μου...

Σκέφτομαι πως τα χέρια όπως και το πρόσωπό μας είναι το μέρος του εαυτού

μας που εκθέτουμε στους άλλους πιο συχνά και πιο μη-ενοχικά από όλα τα άλλα του μέρη. Γι’ αυτό δε μας σοκάρει η γύμνια τους, αντίθετα η απόκρυψή τους μας δίνει αυτόματα ένα ρόλο ή μια αλλόκοτη εξουσία : του σωτήρα – βλέπε γιατρός – ή του αφανιστή – βλέπε δολοφόνος! Άρα κάτι πολύ σπουδαίο ή κάτι πολύ ύπο- πτο κάνουμε με τα πλαστικά γάντια. Κάτι πολύ αλτρουιστικό ή κάτι πολύ απ- άνθρωπο κάνουμε καλύπτοντας τη γύμνια των χεριών μας. Κάτι πολύ άγιο ή κάτι πολύ μεμπτό.

Αν αυτή τη στιγμή που φορώ τα πλαστικά γάντια σκέφτομαι όλες τις δι- στακτικές χειραψίες που αντάλλαξα με ανθρώπους, όλα τα λουλούδια που εγωιστικά έκοψα, όλους της ζωής μου τους λεκέδες που αγχωμένα έπλυνα, όλους τους σπόρους που δεν έριξα στη γη, όλα τα φιλιά που δεν έστειλα από μακριά, όλα αυτά που ήταν δίπλα και δεν άγγιξα, τότε τα καλυμμένα μου χέρια που γλιστρούν πρωτόγνωρα γράφοντας στο πληκτρολόγιο κά- νουν ένα τεράστιο καλό. Στερώντας μου την άμεση επαφή με τα πράγ- ματα, με φέρνουν ασφυκτικά κοντά στην ανάγκη μου για αυτά. Κι αν γράφω με καλυμμένα χέρια, γράφω πιο διαφανής από ποτέ. Για όσο αντέξω.

Εύη Μαρκάτη

Page 35: 3ο Τεύχος
Page 36: 3ο Τεύχος