ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤa Συλλογή b΄ · kαι με το...

Post on 30-Aug-2019

4 Views

Category:

Documents

0 Downloads

Preview:

Click to see full reader

TRANSCRIPT

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ

ΠΟΙΗΜΑΤA Συλλογή B΄

2012

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ

ΠΟΙΗΜΑΤA - Συλλογή Β΄

2012

Η παρούσα αυτοέκδοση περιλαμβάνει επιλογή είκοσι τέσσερα (24) ποιημάτων από την χρονική περίοδο 1994-2006. Δατίθεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε ηλεκτρονική μορφή με άδεια Creative Commons [Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή, Ελλάδα 3.0] από το http://nerantzis.wordpress.com .

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤA - Συλλογή Β΄

2012

Σχεδιασμός & Επιμέλεια Έκδοσης : Νικόλαος Νεράντζης

ISBN 978-618-80156-0-9

v.2

{Είδα μια γυναίκα να κλαίει,κρατούσε παιδί στην αγκαλιά.Είδα μια γυναίκα να κλαίει,είδα το σύννεφο να γίνεται φωτιά.

06

{Kαι με το αναυθαίρρετο δικαίωμα της ηδονήςτον πόνο θα σου δώσω.

τί κι αν άλλο αστέρι μού ’κραξεεκεί να πάω να παίξω.

τί κι αν άλλος ένας Θεός – Υδράργυροςξανά με κυνηγάει.

Kρα

υγάζ

ωγα

λάζι

ο

πουλ

ί που

περ

νά,

κραυ

γάζω

και τ

άζω

στ

ην γ

υμνή

που

περ

νά,

το Γ

ΑΛ

ΑΖ

ΙΟ.

07

{αλλάζει το τοπίο για να ζήσειζητάει αρσενικά για να καταβροχθίσει

πονά όταν ηδονίζεταιπετά όταν χαίρεται,

μια λίμνη στον καθρέφτη

08

Σα το μικρό βαθραχάκι της αυλήςΣα το μικρό αμπέλι – που απλώθηκε νωρίςΣα τη μικρή ανεμώνη που γέρνειΣα το δάκρυ της μικρής μου ενοχής

Είχες την ευκαιρία ν’ απλώσεις το χέριΕίχες την ευκαιρία να μου δώσεις το φωςμα εσύ κρατούσες το σύννεφοκαι παρακαλούσες να βρέχειόταν έρθω σαν όνειρο σα λέξη σάν, επιτέλους, ο απομηχανής σου θεός {{

09

Δύο πνοέςσα τη κρυφή ζωήτου Αδαμάστορα

Η πρώτη είναι λες σα παραμύθι :

Κόρη αγάπησε μα στην αγκαλιά του ποτέ δε τη κράτησε.Του Δία η βουλήμαχαίρι, βόλι, στερνή κραυγή.

Τώρα, μόνοι μάρτυρες τα βράχιατο άψυχο κορμί - όπως λένε - του Αδαμάστορανα σημαδεύουνκαι νιους να παιδεύουνκαθώς κόντρα πηγαίνουνστις βουλές του Πρωτομάστορα,αχ Αδαμάστορα.

{{

10

{{

Εδώ που περπατάμεδε φαινόμαστε,τομόνο που βλέπειςείναι η ομίχληκαιμεις,σαν άλλοι εραστές της Ιππολύτης,περπατάμεσχεδόν ακροβατώνταςή πετώνταςξορκίζοντας το αύριο

11

Τα 5 σημάδια

καθώ

ς το

σπέ

ρμα

του

ακού

μπησ

ε τη

γη

κάτω

από

τον

ευκά

λυπτ

οξε

πετά

χτηκ

ε η

ξεσκ

ισμέ

νη ε

λπίδ

ακα

ι το

μισο

καμέ

νο τη

ς Ή

ρας

κουτ

ίπο

υ μο

υ θυ

μίζο

υν ε

σένα

πο

υ δε

ξέρ

ω αν

είσ

αι 2

(δύο

)δε

ν ξέ

ρω κ

αν α

ν εί

σαι 4

(τέσ

σερα

)μο

υ θυ

μίζε

ις πά

ντως

μια

ετα

ίρα

που

γνώρ

ισα

στο(

ν) B

abyl

on-4

12

{ Πολύχρωμος Ακροβάτης

του χτίστη χωροβάτηςτου κορμιού σου ο διαβάτηςένα πράγμα όλο κι’ όλοέμαθα και θα στο πωπέτρα τη(ν) πέτρα πόνο το(ν) πόνοτοίχο το(ν) τοίχο σε κοιτάω και λιώνω.

Παρα-πονώ

η νύχτα είναι γλυκειά απόψε, λέω να έρθω να σε βρω

στα δύο επιτέλους κόψετο παρα-πονώπου έκανες χαρταετό.

14

μικρά φιλιάκοφτές ανάσεςο κόκκινος αεροπόροςκαι ο χρόνος- ο χρυσός δολοφόνος:αργούνε και δέ μ’ αρέσει.

άδειες καρέκλεςστήθη ατίθασαοι κορμοράνοι ξεδιψούν με τον ήλιοτα μυστικά της θάλασσας δεν τα βρήκακαι την Πυθία θα πάρω τηλέφωνονα μη λοξοδρομήσω από τις υπερβατικές της προσταγές.

15

I

Πνίγεις την κραυγή, σηκώνεις τα κύματα,σαν αερικό διαβαίνειςτο δρόμο για το ξωκλήσι.

Πότε άλλωτε ήταν τόσο όμορφη η άνοιξη ;

Πότε άλλωτε ήταν τόσο ζεστό το φιλί ;

Μέσα στη νύχτα οι Μοίρεςσυναντήθηκαν με τις Μούσες - τις Ήμερες - τις Άχραντες - τις, έτσι κι’ αλλιώς, Αθάνατεςσήκωσαν τα χέριαέβαψαν με κόκκινο χρώματα μάτια

και ήρθαν στο ξωκλήσι

16

να διαβάσουν τα ίχνη της σαλαμάνδρας.

II

Στο άσπρο ξωκλήσιέχουν να φανούν οι Μοίρεςαπό τότε που πήραμε τα ίχνητης σαλαμάνδραςκαι τα είπαμε “ευτυχία”.

Πνίγεις την κραυγή, σηκώνεις τα κύματα,σαν αερικό διαβαίνειςτο δρόμο για το ξωκλήσι.

Πότε άλλωτε ήταν τόσο όμορφη η άνοιξη ;

Πότε άλλωτε ήταν τόσο ζεστό το φιλί ;

17

{Βιάζεται το φθινόπωρο,βιάζεται να φύγει. Βιάζεται το φθινόπωρο,και με το φασματοσκόπιό τουμετρά κάθε κόκκινη απόχρωσηκαι ορίζει τον πόνο, τον πόνο της φυγής.

Βιάζεται το φθινόπωρο.Αγαπά το φθινόπωρο.Αγαπά, όπως αγαπώ και ’γω.

18

{Κάθομαι κάτω στην παραλία,αντικρύζοντας τα χαμηλά βουνά της Σαλαμίνας - μπύρα, σκάκι.Απέναντι το μοναστήρι της Φανερωμένηςμε τη κάτασπρη εκκλησία.Δεξιά η φλόγα από τα έργα για το φυσικό αέριο.Η θάλασσα είναι τόσο ήρεμηπου ούτε ο γλάρος τολμάνα την αγγίξει.Που και που, περνά κανένα καράβι.Η μηχανή του δίνει ρυθμό στα όνειρα.Έπεσε ομίχλη,η Αττική ίσα ίσα που ξεχωρίζεικι έτσι τρομάζουν οι ελπίδεςκι έτσι τρομάζει κι ο χρόνος- στο χέρι του κρατάει την μαύρη τσάντα που γράφει «πόνος».

19

Και Ύστερα Ρώτησες :Όλα Σάπισαν ; πάνω στη πλαγιά του ονείρουτα κρουστά κρατούν γεράτην ουράτου φαλλοκράτη Κύρου.

20

o ήλιος θανατώνει την σιωπή της νύχταςτα αστέρια ένα ένα κρύβονται πανικόβλητα και τα αρτόδεντρα ξυπνούν η ευχή σου ανήμπορη να μαλώσει με την μοίρακόβει λαιμούς και φοινικόδεντρα

• • •

είσαι οπτασίαή μήπως εικόνα μαγικήμες του μυαλού μου τα αιθερικά πηνία;

έτσι στα ολόλευκα ντυμένημοιάζεις από άλλον κόσμο εδώ διαπιστευμένη

• • •

Χθες βράδυ η σελήνη καιτα αστέρια αναθάρρησαν,είχαν καιρό να δουν νέο έρωτακάτω από το αστεροσκοπείο.

21

ένα πρωίάρχισε να κλαίει- έκλεγε και η θάλασσα

ένα παιδί με μεγάλο καπέλοτο γύρισε ανάποδαγια να μαζέψει τα δάκρυα

ένας γλάρος βιαστικόςτου έταξε μηνύματακι’ ένας τρελλός διακονιάρης καημόςτου έκαιγε τα στήθια,όλα τελικά ήταν αλήθεια

22

λημονησμένος αυτόχειρδίχως αστρολάβοκαράβι χαμένο...

εντός δύο ήμερών το κάτωθι μπιλιέτο θα λάβω

ποτέ δεν (μου) είπαν πως οι ανεκπλήρωτοι έρωττες πρέπει οπωσδήποτε να γράφονται με κεφαλαία μα πρωτίστως βουστροφηδόν.

23

έπεσα,καθώς δεν είχα μαζί μου τις διόπτρες προστασίαςγια τα πελώρια και συμπαγή ψέμματά σου

αλοίμονο στην ομορφιά σου.

25

στο χρόνο που σπατάλησατις υποσχέσεις σου μάζευα μία μίακαι στην πληθώρα των ερωτήσεων κατέρρευσα

εσύ, φόρεσες το φωτεινό σου μειδίαμακαι μου ζήτησες την ύπαρξή μου να σχάσω

κι όσο κι αν το αρνείσαι, τελικά ομοιάζειςμε εκείνα τα λιτά και ποντοπόρα πλοίαπου, με την κατάμαυρη μα σκουριασμένη γάστρα,αναζηττούν ό,τι ξέφυγε απ’ τη λήθη

αργότερα, ήσυχος πια(και) ξανακοιτώντας καθώς αρχειοθετούσα μία μία τις υποσχέσεις σουδε χρειάστηκε γλαύκες να αναζητήσωώστε να τις κομίσωστα παραθαλάσσια θέρετρα της ηδονής μου.

26

εσύ, ετοίμασε τη λαιμητόμο και το πετράδι για το στέμμα σουστα δύο να κόψεις το δάκρυκαι το μικρό μου εξάεδροκαι τη μεγίστη ποινή να ζητήσεις– άνευ αμφιβολιών – από τον απέναντί μου πάρεδροή απλά τα μάτια σου κλείσεκαι από τον χάρτη του χρόνου σουεμένα πια σβήσε.

28

δώστε μας τους γίγαντεςδώστε μας τις ελπίδες τουςίσως έτσι (να) δούμε πιο καθαράίσως έτσι κοιτάξουμε, επιτέλους, προς τα πάνω να δούμε το πουλί ακίνητο κόντρα στον αορατοδύναμο βοριά με το μυριόποδο γιρλάντα στο ράμφος τουίσως έτσι ξεχαστούμε και χαμογελάσουμε για τα μικρά της ζωής μαςκαι δώσουμε, επιτέλους, τους γίγαντες στα αγέννητα παιδιά μας.

29

έτσι, με τρυφερές θωπείεςέτσι, σαν έκπτωτος άγγελος έτσι, με κατάρτι σπασμένοέτσι, σαν ομηρικός ήρωας που την οργή του μόνο οι θεοί κατασβαίνουνέτσι, και με μια γαλάζια κάρτα κομμένη η αγάπη ως ηδονή επιμένει – έτσι, και η ιδροωστεφής παραζάλη πονά,έτσι κι αλλιώς, τι θα πει ‘νωρίς’ και τι θα πει ‘αργά’;

30

Είδα μια γυναίκα να κλαίει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . και με το αναυθαίρρετο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κραυγάζω / γαλάζιο /. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . αλλάζει το τοπίο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σα το μικρό βαθραχάκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δύο πνοές /σα τη κρυφή ζωή /του Αδαμάστορα . . . . . . .Εδώ που περπατάμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα 5 σημάδια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πολύχρωμος Ακροβάτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Παρα-πονώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . μικρά φιλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . άδειες καρέκλες / στήθη ατίθασα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πνίγεις την κραυγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βιάζεται το φθινόπωρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάθομαι κάτω στην παραλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Και / Ύστερα / Ρώτησες: / Όλα / Σάπισαν; . . . . . . . . . . . . . ο ήλιος θανατώνει τη σιωπή της νύχτας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ένα πρωί /άρχισε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . λημονησμένος αυτόχειρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . έπεσα /αφού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . στο χρόνο που σπατάλησα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .εσύ ετοίμασε τη λαιμητόμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . δώστε μας τους γίγαντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . έτσι, με τρυφερές θωπείες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

1994 19981999 2000

200220032005

2006

6 7789 10111214141515161819202122232526 28 29 30

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α χ

ρ ο

ν ο λ

ο γ ι

κ ά

άδειες καρέκλες / στήθη ατίθασα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . αλλάζει το τοπίο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Βιάζεται το φθινόπωρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δύο πνοές /σα τη κρυφή ζωή /του Αδαμάστορα . . . . . . δώστε μας τους γίγαντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εδώ που περπατάμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Είδα μια γυναίκα να κλαίει . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ένα πρωί /άρχισε . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . έπεσα /αφού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . εσύ ετοίμασε τη λαιμητόμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . έτσι, με τρυφερές θωπείες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάθομαι κάτω στην παραλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . και με το αναυθαίρρετο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Και / Ύστερα / Ρώτησες: / Όλα / Σάπισαν; . . . . .. . . . . . . . Κραυγάζω / γαλάζιο /. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .λημονησμένος αυτόχειρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . μικρά φιλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .ο ήλιος θανατώνει τη σιωπή της νύχτας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Παρα-πονώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πνίγεις την κραυγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πολύχρωμος Ακροβάτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Σα το μικρό βαθραχάκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . στο χρόνο που σπατάλησα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα 5 σημάδια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

15 81810 2911 62225283019720723152114161492612

Αα

Ββ Δδ

Εε Κκ ΛλΜμ Οο Ππ

Σσ Ττ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

α λ φ

α β

η τ

ι κ ά

ISBN 978-618-80156-0-9

top related