film noir - 53rd thessaloniki film festival issue - part deux

Post on 20-Mar-2016

222 Views

Category:

Documents

3 Downloads

Preview:

Click to see full reader

DESCRIPTION

A special issue for the 53rd Thessaloniki Film Festival - Part deux

TRANSCRIPT

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ΘεσσαλονίκηςΕιδική έκδοση για το 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης2 Νοεμβρίου 2012φιλμ νουάρ

ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑΝΑΙΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑΟΧΙ

ΠΑΡΟΝΕτυμολογίαπαρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών

Ουσιαστικόπαρόν

το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχομε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον

Εκφράσεις(δεν) είναι του παρόντος : (δε) σχετίζεται με τη στιγμήεπί του παρόντος : σε σχέση με το τώραπρος το παρόν : μέχρι αυτή τη στιγμή, προσωρινά

Όλα είναι σινεμά!

φεστιβάλ 2

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

φιλμ νουάρ www.filmnoir.gr

Ειδική έκδοση για το 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2 Νοεμβρίου 2012Διανέμεται δωρεάν Διεύθυνση Λώρη Μαργαρίτη 6 Τηλέφωνο 2310 267484 e-mailcontact@filmnoir.gr facebook https://www.facebook.com/filmnoirmag twitter@filmnoirmag issuu issuu.com/filmnoir

Υπεύθυνη έκδοσης και διαφήμισης Χριστίνα Μυλωνοπούλου Αρχισυντάκτες Θόδωρος Για χουστίδης Δημοσθένης Ξιφιλίνος Σχεδιασμός εντύπου Θάνος Πάππας Εκτύπωση Παντελής Γαλανόπουλος Το φιλμ νουάρ κυκλοφορεί σε 18.000 αντίτυπα και μοιράζεται δωρεάν

Στο ειδικό τεύχος “53ο Φ.Κ.Θ.” γράφουν: Γιάννης Ν. Γκακίδης, Κώστας Καρδερίνης, Αλέξανδρος Μιλκίδης, Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος, Γιώργος Παπαδημητρίου, Ρωμανός Σκλαβενίτης - Πιστοφίδης

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΟΥΝΤΖΙΟΥ

Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια

Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να ονομά-

ζεται- στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως γνωστός το

2007 όταν κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις

εβδομάδες και δύο ημέρες».

Ο Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία. Στη

συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε σκηνοθεσία.

Το 2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση».

Είχαν προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του Παουλίστα»

(1998), «Τίποτα στην τύχη» (1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ»

(2000). Αμέσως μετά γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005).

Το θέμα της «Δύσης» είναι το όνειρο των νέων Ρουμάνων να εγκαταλείψουν τη χώρα και

να αναζητήσουν την τύχη τους στις δυτικές χώρες. Η Σορίνα, αρραβωνιασμένη με τον

Λούτσι, βρίσκει στο πρόσωπο ενός νεαρού Γάλλου την ευκαιρία να φύγει. Ο Λούτσι κάνει

ό,τι περνά από το χέρι του να ξανακερδίσει την αγαπημένη του. Έξυπνο σενάριο με έντονο

χιούμορ και σκηνοθεσία που κατακτά το θεατή.

Η ιστορία της ταινίας «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες», εκτυλίσσεται

στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη

βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για

να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν

παράνομες. Στη συγκλονιστική ταινία του, ο Μουντζίου δεν καταγγέλλει, αλλά περιγράφει

τον τρόπο που επηρεάζονται οι άνθρωποι από τις καταστάσεις. Βαθιά ανθρώπινο σενάριο

και λιτή σκηνοθετική γραμμή που εντυπωσιάζει με τη δυναμική που κρύβει...

Το 2009 είχε σειρά η ταινία «Μνήμες από τη χρυσή εποχή». Χρυσή Εποχή ονομάστηκε

από το καθεστώς η εποχή Τσαουσέσκου. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που

αποτελείται από πέντε χιουμοριστικά επεισόδια, βασισμένα σε αντίστοιχους αστικούς

μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πολιτών στην εποχή Τσαουσέσκου. Το σενάριο

είναι του Μουντζίου, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την τελευταία από τις ιστορίες αυτές.

Πέρα από ένα νοσταλγικό ύφος, το οποίο κυρίως προσλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι, που

άλλωστε έζησαν εκείνα τα χρόνια, η ταινία έχει χιούμορ. Έτσι, ενώ αναπαράγει με απόλυτη

πιστότητα την εποχή, μπαίνει συχνά σε σουρεαλιστικές καταστάσεις που δημιουργούσε

η καθημερινότητα της Χρυσής Εποχής. Διασκεδαστικό φιλμ, άλλοτε σοβαρό και άλλοτε

αστείο, με στρωτή αφήγηση.

Φέτος ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία

«Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν και

Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Η ταινία, βασισμένη στη νουβέλα

της Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός εξορκισμού, που

συνέβη στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο χωριό Τανάκου της Ρουμανίας. Κεντρικοί

χαρακτήρες είναι δύο φίλες, η Αλίνα και η Βοϊκίτσα. Η πρώτη έφυγε στη Γερμανία και η

δεύτερη έγινε καλόγρια. Όταν η Αλίνα επιστρέφει και θέλει να

πάρει μαζί της τη φίλη της, συναντά την αντίδραση του ιερέα της

μονής και των υπόλοιπων μοναχών. Η απάντηση είναι σαφής:

όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει επιστροφή. Και

όταν η Αλίνα επιμένει να τα βάζει με όλους προκειμένου να πάρει

πίσω τη φίλη της, οι μοναχοί υποψιάζονται διαβολικές δυνάμεις

και αποφασίζουν να επέμβουν δυναμικά. Η ταινία έχει επιλεγεί

να εκπροσωπήσει τη Ρουμανία στη διεκδίκηση του ξενόγλωσσου

Όσκαρ.

Το σινεμά του Κριστιάν Μουντζίου βαδίζει στο δρόμο του ρεαλι-

σμού. Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως η αγαπημένη του ταινία

είναι ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα. Οι ταινίες του

είναι ανθρωποκεντρικές και τοποθετεί τους ήρωές του μέσα σε

ένα περιβάλλον του οποίου τις συνέπειες υφίστανται. Υπάρχει

μια κριτική ματιά απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, αλλά

χωρίς κραυγές και εύπεπτες πολιτικολογίες. Ο Μουντζίου εξετάζει

κυρίως πώς το όλο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι επηρεάζει τις

ζωές των ηρώων του, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην ταινία

«Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες».

Σκηνοθετεί με στιβαρότητα, κατέχει την τέχνη της αφήγησης και

μαζί με τη συγκίνηση μπορούμε ενίοτε να διακρίνουμε και λεπτές

αποχρώσεις χιούμορ. Είναι λιτός κι απέριττος, συχνά μινιμαλιστι-

κός, αποφεύγει την πολυλογία, παραμένοντας φανατικός οπαδός

της άποψης πως ο κινηματογράφος -πάνω απ’ όλα- είναι εικόνα.

Όταν σκηνοθετεί ταινίες για το παρελθόν της χώρας του, δεν

δημαγωγεί ούτε πέφτει στην παγίδα της εύπεπτης καταγγελίας.

Αντίθετα, προσεγγίζει με σεβασμό τους ανθρώπους που έζησαν

εκείνα τα χρόνια αλλά και τα βιώματά τους.

Με λίγα λόγια, ο Κριστιάν Μουντζίου είναι ένας από τους κορυ-

φαίους σκηνοθέτες στη Ρουμανία αλλά κι ένας από τους πιο

σημαντικούς -όπως φαίνεται- στην Ευρώπη.

Στράτος Κερσανίδης

φεστιβάλ 3

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Πέρα από τον... Έβρο

Μερικές φορές οι συγκρίσεις πληγώνουν, ειδικά σε τομείς που είχες παλαιότερα τη

βεβαιότητα ότι είσαι πολύ μπροστά. Αν, λοιπόν, ο θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου

ήρθε να αφαιρέσει ένα μεγάλο κεφάλαιο από την ελληνική κινηματογραφική ιστορία,

το θλιβερό είναι ότι, παρά τα στομφώδη λόγια περί του αντιθέτου, το ελληνικό σινεμά

δεν βλέπει φως στο βάθος της σήραγγας. Τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού

καλά ετήσια δείγματά του, αντιπαρατιθέμενα με όμορες κινηματογραφίες (γεωγραφικά

εννοούμε) υστερούν απελπιστικά και προδίδουν ότι δεν ξεπέρασε τον εγκλωβισμό

του, σε γραφές ή θεματικές. Ιδιαίτερα, μάλιστα, η τριπλέτα των τούρκικων ταινιών που

εμφανίστηκε στο φετινό φεστιβάλ να συμμετέχει στις «Ματιές στα Βαλκάνια» είναι

μπροστά από κάθε προσπάθεια των δικών μας σκηνοθετών...

Ένα φιλμ που έκλεψε τις εντυπώσεις στο πρώτο μισό της 53ης διοργάνωσης είναι

αναμφίβολα το «Πέρα από το λόφο» (Tepenin ardi). Ο Εμίν Αλπέρ, στα 38 του χρόνια,

γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία και προκύπτει αριστούργημα! Αφού

συμμετείχε στο 6ο φόρουμ συμπαραγωγών CROSSROADS του δικού μας Φεστιβάλ

το 2010 και αφού προβλήθηκε στο πρόγραμμα προβολών της Αγοράς «Works in

Progress» ξανά εδώ το 2011, απέσπασε φέτος το βραβείο Καλιγκάρι (Ειδική Μνεία

Πρώτης Μεγάλου Μήκους Ταινίας) στο Βερολίνο, καθώς και τη Χρυσή Τουλίπα και

το βραβείο της FIPRESCI στην Κωνσταντινούπολη. Καθόλου τυχαίες διακρίσεις!

Βραδυφλεγές ψυχολογικό θρίλερ για έναν αόρατο εχθρό. Θέμα του είναι το τι συμ-

βαίνει όταν απομονώνεσαι από τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε η παραμικρή υποψία

προσέγγισης από κάποιους αγνώστους, ακόμα κι αν δεν είναι χειροπιαστή, λαμβάνει

τη μορφή απειλής και γεννά το φόβο. Η διατάραξη της σιωπής, σε ένα από τη φύση

του άγριο τοπίο, που δεν σου επιτρέπει να δεις τι τρέχει «Πέρα από το λόφο», παράγει

εντάσεις, που δυναμώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Η παρουσίαση των χαρακτή-

ρων που εντάσσονται σε τούτο το χώρο είναι αφοπλιστικά πλήρης, οι ιδιαιτερότητές

τους μάλιστα πείθουν για το πώς μπορεί να ξεκινήσει ένα κυνήγι φαντασμάτων, που

θα βγάλει στη φόρα σταδιακά τα κουσούρια των «ηρώων». Πώς να κοιμηθεί κανείς

ήσυχος, πώς να περάσει την ώρα του, αν δεν βρει κάτι να ασχολείται, έστω κι αν αυτό

το κάτι είναι που θα τον τρομάξει και θα τον φέρει στα όριά του;

Ο πάτερ φαμίλιας του έργου εκφράζει την παράδοση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό

από τους δυο του γιους, ειδικά μάλιστα από εκείνον που επέλεξε να ζήσει στην πόλη

κι έχει έρθει απλά ως επίσκεψη, ενώ και τα εγγόνια κινούνται στα χνάρια των γονιών

τους αντίστοιχα. Οι κρίκοι της οικογενειακής αλυσίδας φαίνονται στον αρχηγό της

οικογένειας χαλαροί και πασχίζει να τους στερεώσει, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία

που θεωρεί πως του προσφέρει ο έξωθεν κίνδυνος, μια ευκαιρία για επαναφορά

στις δικές του αξίες, αλλά και επέκταση πέρα από τον τόπο που έχει αρχίσει να τον

πνίγει: Έτσι θα οδηγήσει το «στρατό» του σε νέα εδάφη.

Ακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας τα χνάρια του γουέστερν, με την Ανατολία

να κυριαρχεί όπως στο περσινό κομψοτέχνημα του Τσεϊλάν, ο σκηνοθέτης πυροβολεί

κατά ριπάς προς το φινάλε, διαλύοντας κάθε ψεύτικη εικόνα ηρεμίας...

Σταθήκαμε κυρίως στο θαυμάσιο φιλμ του Αλπέρ, αλλά και οι άλλες δυο τούρκικες

δημιουργίες έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να καταθέσουν: στη «Νύχτα σιωπής» (Lal

gece), ο Ρέις Τσελίκ πιάνει κι αυτός το θέμα της παράδοσης ως καταστροφέα ζωών.

Ένα 14χρονο κορίτσι αναγκάζεται να παντρευτεί έναν 60χρονο άρτι αποφυλακισθέντα,

επειδή... έτσι πρέπει κατά το εθιμικό «δίκαιο» της περιοχής. Η πρώτη νύχτα γάμου,

στην κάμαρα που φυσιολογικά θα έπρεπε να φιλοξενεί χαρές και έρωτες, είναι η

απόλυτα τραυματική εμπειρία. Αρχικά νομίζουμε ότι αυτό ισχύει αποκλειστικά γα την

πιτσιρίκα, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον ως τραγική ηρωίδα, αλλά μια εντυπωσιακή

ανατροπή στην πορεία, καταδεικνύει το ακόμα τραγικότερο μιας χαμένης ζωής από

την πλευρά του γαμπρού. Οι συμβάσεις δεν μπορούν να ξεπεραστούν, οι πρωταγω-

νιστές φαίνονται καταδικασμένοι, μη δυνάμενοι να κάνουν βήμα πίσω, η λύση δεν

δίδεται με «από μηχανής Θεό». Κάθε άλλο, η τραγωδία είναι αναπόφευκτη. Ο λογικός

περιορισμός στον κλειστό χώρο του δωματίου κάνει θεατρικό το εγχείρημα, παρότι

ο Τσελίκ διαλέγει τακτικά περίεργες γωνίες για να στήσει την κάμερα. Αυτό είναι και

το μόνο αρνητικό που μπορεί να καταλογίσει κανείς στην ταινία...

Η τρίτη αντιπροσώπευση της άσπονδης φίλης χώρας είναι το «Μέσα» (Yeralti) του

πεπειραμένου Ζέκι Ντεμιρκουμπούζ. Πολύ επηρεασμένος από τον Φίοντορ Ντοστο-

γέφσκι, ο σκηνοθέτης περιγράφει τη μάχη ενός αποτυχημένου στη ζωή, στη φιλία,

στην εργασία, στα πάντα... Μάχεται πρώτα και κύρια με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά

συγκρούεται μέχρις εσχάτων, έστω και νοερά, και με τους γύρω του. Ζηλεύει, φθονεί,

νιώθει αδικημένος. Δεν έχει συναισθήματα, έχουν πνιγεί στο «Υπόγειο» της ψυχής

του και δεν είναι αντιληπτό πώς θα τα επαναφέρει αναίμακτα. Πνιγηρό φιλμ, δύσκολα

«καταπίνεται» μετά τη θέασή του, αλλά είναι εξόχως ενδιαφέρον...

Είδαμε ακόμα και το «Στιγμιότυπο» (Klip), σέρβικο φιλμ της ωραίας Μάγια Μίλος,

με την κουκλίτσα μικρή Ισιδώρα Σιμιόνοβιτς αρκούντως προκλητική, σε περιπέτειες

που θυμίζουν ανάλογα εφηβικά φιλμ του αμερικανικού ή και γαλλικού σινεμά. Εκμο-

ντερνισμένη, βέβαια, η σέξι κοπέλα της ταινίας τραβάει κάθε ερωτική της περίπτυξη

με το κινητό, δίνοντας την ευκαιρία στη Μίλος να ξεπεράσει τον σκόπελο του (σοφτ)

πορνό, που καταδοκούσε. Η σκιαγράφηση του περιβάλλοντος και της γενικότερης

αρρώστιας που αποπνέει υπάρχει, αλλά δεν αρκεί για να απογειώσει το «Στιγμιότυπο»:

μένει στα ρηχά...

Δημοσθένης Ξιφιλίνος

Πέρα από το λόφο

φεστιβάλ 4

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Διεθνές διαγωνιστικό: Ώριμοι πρωτάρηδες

Μούχλα

Ξεκίνημα με την καλύτερη στιγμή του Διεθνούς Διαγωνιστικού, τουλάχιστον με βάση

τα όσα έχουμε δει ως και την πέμπτη ημέρα του Φεστιβάλ. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο

του Αλί Αϊντίν, με τον τίτλο «Μούχλα» (Küf), έχει δικαίως κερδίσει τις εντυπώσεις. Με

μετρημένο ρυθμό και αξιοζήλευτη εκφραστική και αφηγηματική οικονομία, ο Αϊντίν

μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι λύτρωσης από τραύματα και ενοχές του παρελθόντος.

Τα βάθη της Ανατολίας είναι ιδανικός καμβάς για αυτή τη διαδρομή εξιλέωσης και

περισυλλογής. Από τη μια η σαρωτική δύναμη της απώλειας, η μόνιμη αίσθηση ενός

δυσαναπλήρωτου κενού που ματώνει την καρδιά. Από την άλλη, οι υποδόριες τύψεις για

τη σιωπή χρόνων που έχει εξισωθεί με υποταγή και συνενοχή. Ένα προσωπικό δράμα

λειτουργεί ως παλέτα για να ζωγραφιστεί το αντίστοιχο συλλογικό. Είναι πορτρέτο

μιας χώρας που δεν ήρθε ποτέ σε ειλικρινή διάλογο, μήτε με το παρελθόν μήτε με

το παρόν της, αφήνοντας σε αβέβαια χέρια το μέλλον της. Ο πρωταγωνιστής Ερτζάν

Κεσάλ παραδίδει ένα tour de force τραχύτητας και συσσωρευμένου πόνου. Άκαμπτο

πρόσωπο, αιώνια θλιμμένο βλέμμα. Τον θυμόμαστε εξάλλου από την στιβαρή του

ερμηνεία στην πρόσφατη ταινία «Κάποτε στην Ανατολία», του κορυφαίου Τούρκου

σκηνοθέτη Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, επομένως ουδεμία έκπληξη. Αν υπάρχει μία

ευχάριστη έκπληξη, αυτή δεν είναι άλλη από την ωριμότητα της σκηνοθετικής ματιάς

του Αλί Αϊντίν, ο οποίος αφήνει πολλές και ευχάριστες υποσχέσεις. Ο δημιουργός μας

κάνει να αδημονούμε από τώρα για τη δεύτερή του ταινία, ένα από τα ομορφότερα

πράγματα που μπορούν να συμβούν κατά τη θέαση ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ.

Από τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, ας περάσουμε τώρα και στη μεγαλύτερη απογοήτευση.

Στο πρόσφατο φεστιβαλικό παρελθόν, έχουμε πολλές φορές ανακαλύψει διάφορα

διαμαντάκια του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό

συχνότητας που είχαμε προφανώς κακομάθει. Εξ ου και η δυσάρεστη αμηχανία

που μας επιφύλαξε η ταινία «Ένας μήνας στην Ταϊλάνδη» (O luna in Thailanda),

του Παούλ Νεγκοέσκου. Τι περιμέναμε; Κάτι από τα στοιχεία που έχουν αναδείξει

και καθιερώσει το άτυπο «νέο ρουμάνικο κύμα». Όπως ένα νατουραλισμό που να

αναδύεται φυσικά και αβίαστα. Ή ένα αιχμηρό σχόλιο κοινωνικού προβληματισμού,

δοσμένο μέσα από σφήνες χιούμορ και πρωτοτυπίας. Το μόνο που κατορθώνει η

παραπάνω ταινία είναι να φανεί εύπεπτα ευχάριστη, χωρίς να γίνει ούτε για μια στιγμή

πιο τολμηρή ή διεισδυτική.

Απογοητεύσεων συνέχεια, με το μεξικάνικο «Εδώ κι εκεί» (Aquí y allá), του Αντόνιο

Μέντεζ Εσπάρζα, αν και οφείλουμε σαφώς να διαχωρίσουμε τις δύο περιπτώσεις,

καθώς η δεύτερη είναι απλώς μία διάψευση υψηλών προσδοκιών. Δωρική σκηνο-

θεσία, λιτό και απέριττο ύφος, αλλά από την πολύ λιτότητα, κάπου χάνεται και το

στοίχημα της ανάπτυξης, για να είμαστε και στο πνεύμα των ημερών. Το ουμανι-

στικό story χάσκει κάπως μετέωρο και ορφανό, χωρίς κορυφώσεις, αλλά και χωρίς

λανθάνουσες κινητήριες δυνάμεις.

Συνέχεια με τη δανέζικη περιπέτεια «Μια πειρατεία» (Kapringen), η οποία σαφώς

και λαμβάνει θετικό πρόσημο. Στο σκηνοθετικό πηδάλιο ο Τομπίας Λίντχολμ, ο

οποίος έφτιαξε το κινηματογραφικό του όνομα πλάι στον Τόμας Βίντερμπεργκ,

υπογράφοντας τα σενάρια τόσο του «Submarino» όσο και του πολύ-αναμενόμενου

«Hunt». Προσεγμένο σενάριο και μεθοδική σκηνοθετική προσέγγιση σε μια ιστορία

που θα μπορούσε πολύ άνετα να μετατραπεί σε πολλάκις αναμασημένο θέαμα.

Οξυδερκής αποτύπωση των σφυγμών που ανεβαίνουν, της λεπτής κλωστής που

διαχωρίζει την τραγωδία από το χάπι εντ. Παράλληλα επίπεδα κλειστοφοβίας και

αγωνίας και μία κοντινή ματιά στην επώδυνη διαδικασία στάθμισης συμφερόντων...

Όσο περνά η ώρα, γίνεται φανερό πως είναι απαραίτητο να μπει λίγο κρασί στο νερό

κάθε τομέα. Η προσωπική ηθική και η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής δεν μπορούν

να ξεφύγουν από τον κανόνα, παίζουν κι αυτές στο ίδιο παιχνίδι.

Κλείνουμε με την ταινία «Τα παιδιά της Κινσάσα», του Βέλγου Μαρκ-Ανρί Βαϊν-

μπέργκ, η οποία πασχίζει να ισορροπήσει αρμονικά μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκι-

μαντέρ. Όπως σε πλείστες άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, η ταινία πέφτει στην

προφανή παγίδα και καταλήγει να μην είναι ούτε ένας επιτυχής συγκερασμός ούτε να

αφήνεται στη θαλπωρή και την ασφάλεια του ντοκιμαντέρ. Οι εικόνες ενός κόσμου

βουτηγμένου στην απελπισία και στη φρίκη, τον οποίο όλοι εμείς επιλέγουμε να

αγνοούμε είναι τόσο χειροπιαστές που ανά στιγμές σου αφήνουν ένα δυσβάσταχτο

αίσθημα μουδιάσματος. Από την άλλη, δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν μία

συμπαγή ταινία, όσο καλές κι αγνές κι αν είναι οι προθέσεις. Η δύναμη των εικόνων

δεν μετουσιώνεται σε κινηματογραφική μαγεία και η λύση του πατροπαράδοτου

ντοκιμαντέρ μάλλον θα ήταν προτιμότερη.

Γιώργος Παπαδημητρίου

φεστιβάλ 5

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Μούχλα

Ταμπούρ

Η ταινία «Οι μικρές μας διαφορές» (Die feinen Unterschiede) της Σιλβί Μισέλ επισκέ-

φθηκε το φεστιβάλ με αφετηρία τη Γερμανία. Ένας διαζευγμένος γιατρός, που εργάζεται

σε κλινική γονιμότητας στο Βερολίνο, θα περάσει μια μικρή κρίση όταν η Βουλγάρα

οικιακή βοηθός του αγχώνεται υπερβολικά μετά την έξοδο του έφηβου γιου του για-

τρού με την 20χρονη κόρη της ένα βράδυ, καθώς δεν επιστρέφουν στα σπίτια τους και

φαίνονται εξαφανισμένοι… Στις καλύτερες στιγμές της η ταινία, εκεί που δυναμώνει η

ένταση, είναι όταν χειρίζεται την υπόθεσή της ως θρίλερ, με το «Τι απέγινε η Έλι» να μας

έρχεται στο μυαλό. Η σκηνοθέτιδα, όμως, προτιμά να καταδείξει τις διαφορές ανάμεσα

στους ιθαγενείς κατοίκους της Γερμανίας και τους μετανάστες και ότι αυτή η ισορροπία

είναι πολύ εύθραυστη, ακόμα κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με ξενόφοβους ρατσιστές.

Καλό πρωτογενές υλικό, περιμέναμε κάτι βαθύτερο ως αποτέλεσμα.

Η «Αγάπη» (Milosc) του Πολωνού Σλάβομιρ Φαμπίτσκι δεν έχει καμία σχέση με την ομώ-

νυμη ταινία του Χάνεκε και είναι από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο διαγωνιστικό

τμήμα του φεστιβάλ. Βασικό ερώτημα που θέτει η ταινία είναι πώς μπορεί να αντέξει μια

σχέση και δη η αγία οικογένεια έναν βιασμό της συζύγου από τον δήμαρχο της πόλης

στην οποία ζει με τον σύζυγό της, λίγες εβδομάδες πριν γεννήσει το πρώτο της παιδί.

Το φάντασμα του Κισλόφσκι πλανάται στον αέρα, ο σκηνοθέτης έχει τρομερή ικανότητα

να βγάζει ένταση με πολύ σφιχτά κοντινά πλάνα, υπάρχουν σκηνές απλά εξαιρετικές

(όπως εκείνη στην οποία η μητέρα του πρωταγωνιστή στο νεκροκρέβατό της ζητά τη

μητέρα της, ο γιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο και την κατάσταση παίρνει

στα χέρια της η σύζυγός του που ουσιαστικά νανουρίζει την πεθερά της), η καταγραφή

της πραγματικότητας στη σχέση ενός ζεύγους στο οποίο εισδύει ένα παιδί είναι αψεγά-

διαστη, ε, μπορούμε να κάνουμε και τα στραβά μάτια σε κανά δυο περιπτώσεις. Όπως,

π.χ. καμία μάνα δεν παρατά επ’ ουδενί το καροτσάκι με το μωρό της για να κρυφτεί (!),

όπως κάνει κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια. Και το φινάλε δεν είναι όσο αμφίσημο

απαιτούν οι περιστάσεις να είναι –απλά επιλέγει να εκθειάσει την αγία οικογένεια.

Το «Ταμπούρ» (Taboor) του Βαχίντ Βακιλιφάρ από το Ιράν αποτέλεσε τεράστια θετική

έκπληξη για τον γράφοντα. Ιδιοσυγκρασιακό φιλμ, που δεν έχει να κάνει με το σινεμά

του Ντέιβιντ Λιντς όπως αναφέρει το δελτίο τύπου του φεστιβάλ, αλλά με το σινεμά του

Ζακ Τατί και του Ρόι Άντερσον. Σουρεαλισμός της καθημερινότητας, κάτι τόσο basic κι

όμως τόσο πρωτοποριακό και μοντέρνο, ταινία απίστευτη, που ο έχων υπομονή αντα-

μείβεται και με το παραπάνω παρακολουθώντας την. Ήρωάς της είναι ένας ψηλόλιγνος

μεσήλικας άντρας που ζει σε ένα κουβούκλιο έξω από την Τεχεράνη. Βγάζει το ψωμί του

κάνοντας απεντομώσεις (κι απ’ ότι αποκαλύπτεται στο διάβα της ταινίας, όχι μόνον από

αυτές), ενώ η πανταχού παρούσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία πειράζει την υγεία του,

ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του αίματός του. Μόνη του προστασία αποτελεί μια στολή

που έχει φτιάξει από αλουμινόχαρτο –την οποία φοράει κάτω από τα ρούχα του– και το

γεγονός ότι έχει επενδύσει το κουβούκλιό του επίσης με αλουμινόχαρτο. Ο σκηνο-

θέτης αφηγείται την ιστορία με ελάχιστα λόγια, αλλά με τρελή φαντασία. Οι σκηνές

θέλουν το χρόνο τους (και τραβάνε πολύ σε χρόνο!), κάτι εντελώς… αντιτουριστικό

για τη μεγάλη πλειοψηφία των θεατών. Κι όμως: το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει το

δημιουργό του! Μπορείς λοιπόν να βλέπεις επί πέντε λεπτά τον πρωταγωνιστή να

καπνίζει στο απόλυτο σκοτάδι, παρακολουθώντας μόνο την κάφτρα του τσιγάρου, ή

να περπατάει επί ώρα σε διαδρόμους... ή να παρακολουθείς μια μπριζόλα να ψήνε-

ται (!), κι όμως κάτι τόσο απλό (και… κουραστικό) είναι απολύτως συναρπαστικό και

υπνωτιστικό (κι όχι υπνωτικό – mesmerizing θα το χαρακτήριζαν οι Αγγλοσάξωνες).

Βοηθάει και η εξαίσια μουσική, ο καταπληκτικός φωτισμός, η τρομερή φωτογραφία.

Ο ήρωας επισκέπτεται μια πολυκατοικία, ένα φτωχόσπιτο, ένα νοσοκομείο κι ένα

πλουσιόσπιτο. Στο τελευταίο είναι ό,τι πιο κοντινό σε Λιντς (εντέλει) διαθέτει η ταινία:

ένας… νάνος με μπαστούνι οδηγεί τον ήρωα σε έναν χώρο, ο ήρωας μένει με τα

εσώρουχά του, βάζει… τενεκέ στο κεφάλι του και ο νάνος τον πυροβολεί με αεροβόλο

όπλο! Και μετά περιποιείται τις πληγές του!!! Πλούσιο σε νοήματα και ερμηνείες, με

εκπλήξεις κάθε στιγμή (π.χ. το… 5 διαστάσεων βιντεογκέιμ στο κέντρο της Τεχεράνης

δεν υπάρχει πουθενά στη Θεσσαλονίκη) και με μόνο μείον για το πλατύ κοινό τον

χρόνο που εκκρεμεί, έγινε αμέσως η αγαπημένη μας ταινία!

Τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σ’ αυτό το κείμενο είναι η ρωσική

«Ζωή» (Zhit) του Βασίλι Σιγκάρεφ. Μια ταινία απίστευτης δύναμης, με κάποιες εικόνες

που κόβουν την ανάσα. Όμως καταλήγει στο τετριμμένο: και η ζωή συνεχίζεται... Μια

κοπέλα παντρεύεται τον αγαπημένο της, αλλά η ευτυχία τους αμαυρώνεται από τη

βία. Ένα μικρό αγόρι που ζει σ’ ένα σκληρό περιβάλλον λαχταρά τον απόντα πατέρα

του. Μια αλκοολική μητέρα περιμένει με αγωνία να της επιστραφούν οι δίδυμες

κόρες της, οι οποίες βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Πρόνοιας. Και οι τρεις αυτοί

χαρακτήρες θα βιώσουν την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου και θα την

αντιμετωπίσουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Η κατάληξη είναι κοινότυπη, αυτό

όμως που ενθουσιάζει στη -σπουδαία συνολικά- ταινία είναι το παράπλευρο κοινω-

νικό σχόλιο. Όταν ο αγαπημένος της πέφτει θύμα ληστείας και άγριου ξυλοδαρμού

μέσα στο τρένο η έκκληση της κοπέλας για βοήθεια στους συνεπιβάτες της δεν έχει

κανένα αποτέλεσμα. Μια κοινωνία σε λήθαργο, μια κοινωνία ζωντανών νεκρών που

δεν μπορούν ούτε αυτό, να βοηθήσουν δηλαδή τον διπλανό τους. Από την άλλη,

πολύ εύκολα ένας νεαρός παίρνει το ποδήλατο ενός αυτόχειρα, μόλις το βρίσκει

μπροστά του, αδιαφορώντας για την τύχη του ιδιοκτήτη του ποδηλάτου. Υπάρχουν

στιγμές που σου σφίγγεται η καρδιά από τον πόνο και την απώλεια, υπάρχουν κι

άλλες που μένεις με το στόμα ανοιχτό. Συνολικά, μια ακόμα πολύ καλή ταινία στο

φετινό διαγωνιστικό τμήμα.

Θόδωρος Γιαχουστίδης

(τα κείμενα αυτής της σελίδας έχουν δημοσιευτεί στο www.agelioforos.gr)

φεστιβάλ 6

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Τα πάντα είναι σινεμά

Η ομορφιά σου δεν αξίζει τίποτα

Η ύλη έρχεται και φεύγει. Γεννιέται και πεθαίνει. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν.

Μόνο οι ψυχές περιφέρονται γύρω μας, μέσα μας κι ανάμεσά μας. Και οι εικόνες.

Άπαξ και γεννηθεί μια ιστορία δεν πεθαίνει ποτέ. Περιφέρονται λοιπόν κι οι εικόνες

σαν ψυχές ανάμεσά μας; Οι ταινίες είναι ψυχές, έχουν ψυχές, είναι φαντάσματα. Στο

πανί γίνεται η προβολή των σωμάτων τους κι ύστερα σκορπίζουν στον αέρα. Κατά

τη διάρκεια μιας κούρσας θέασης κινηματογραφικών ταινιών σε κινηματογραφικές

αίθουσες -και όχι στο σπίτι μας- επαναδιαπιστώνουμε την τεράστια δύναμη που έχει ο

κινηματογράφος. Γιατί οι ταινίες απ’ τη στιγμή που θα γεννηθούν μας συντροφεύουν

πάντα. Ταινίες φίλοι, ταινίες σύντροφοι, ταινίες που κινητοποιούν το συναίσθημα και

τη σκέψη. Ταινίες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Δημιουργημένες από ανθρώπους

διαφορετικού χρώματος, γλώσσας, έθνους, κουλτούρας, αλλά με την ίδια αγάπη.

Γιατί, όσα πράγματα κι αν αλλάζουν στους ανθρώπους από τόπο σε τόπο κι από

χρόνο σε χρόνο, ένα πράγμα δεν αλλάζει ποτέ. Η αγάπη.

Το είπε ο Χουσείν Ταμπάκ στην παρουσίαση της ταινίας του «Η ομορφιά σου δεν

αξίζει τίποτα» (Deine Schönheit ist nichts wert), μιας από τις καλύτερες ταινίες του

φετινού προγράμματος των Ανοιχτών Οριζόντων. Είναι φυσικά αυτονόητο, αλλά στους

γύψινους καιρούς που διανύουμε καλό είναι να επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα.

Έτσι, για να μην ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι, όσο κι αν θέλουν κάποιοι να μας

αποκτηνώσουν. «Η ομορφιά σου», λοιπόν, «δεν αξίζει τίποτα, εάν δε σ’ αγαπάω εγώ».

Έτσι λέει ένα παλιό τούρκικο τραγούδι. Το έγραψε ένας καλλιτέχνης πάμπτωχος και

τυφλός, που αναγνωρίστηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και σήμερα αγαπιέται

πολύ στην Τουρκία. Το τραγούδι αυτό στέκεται η αφορμή για να ξεδιπλωθεί μπροστά

μας μία από τις πιο όμορφες ιστορίες παιδικού έρωτα που έχουμε δει τα τελευταία

χρόνια στο σινεμά. Ταυτόχρονα θίγεται το ζήτημα της μετανάστευσης και κυρίως το

πώς τη βιώνουν τα παιδιά που βρίσκονται ανάμεσα σε κράτη που τους διώχνουν, το

κάθε ένα με τον τρόπο του. Ποιοτικό και εμπορικό σινεμά μαζί: Μια γλυκιά, εύπεπτη,

συναισθηματική ιστορία που μπορεί να δει ο πολύς κόσμος κρατώντας τα επίπεδα

της ποιότητας ψηλά. Να σημειώσουμε πως η ταινία αποτελεί την πτυχιακή εργασία

του σκηνοθέτη και πως όσοι δούλεψαν γι’ αυτήν υπήρξαν φοιτητές και όχι επαγγελ-

ματίες, κάτι που, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, της προσδίδει παραπάνω εύσημα.

Συνεχίζοντας με τα καλά, οφείλουμε να σταθούμε οπωσδήποτε στο ισραηλινό «Δωμάτιο

514» (Heder 514) του Σαρόν Μπαρ-Ζιβ. Μέσα από την προσπάθεια μιας πεισματώδους

στρατονόμου καταγγέλλονται τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού απέναντι στον

πολύπαθο λαό της Παλαιστίνης. Όμως, αυτό μονάχα σε ένα πρώτο επίπεδο. Κατ’

επέκταση το φιλμ ασκεί μια οξυδερκή κριτική στο μηχανισμό του στρατού ευρύτερα

και στο πώς εκμηδενίζει την ανθρωπιά για να δημιουργήσει μηχανές υπακοής και

πειθαρχίας στην εξουσία την οποία υπηρετεί. Διότι στο στρατό δεν υπάρχει κανείς

κερδισμένος. Ακόμη και το ανίδεο παιδί που θα παραπλανηθεί ότι υπηρετώντας

βοηθάει την πατρίδα και την οικογένειά του, στο τέλος θα γίνει αναλώσιμη λεία προς

την εξυπηρέτηση των ανώτερων συμφερόντων. Δηλαδή, της ομαλής λειτουργίας του

βίαιου, κατασταλτικού και απάνθρωπου μηχανισμού της εξουσίας, για την προστασία

του οποίου συντάσσεται πάντα η στρατιωτική δύναμη. Το φιλμ, με μεγάλα εσωτερικά

μονοπλάνα και βασιζόμενο μονάχα στην πρόζα, θα μπορούσε εύκολα να κουράζει,

όμως χάρη σε μια αξιοθαύμαστη αίσθηση του εσωτερικού ρυθμού του μοντάζ και

της σκηνοθεσίας, και φυσικά με καμβά τους καλογραμμένους διαλόγους, κυλά

αβίαστα όντας εν τέλει ένα αγωνιώδες πολιτικό θρίλερ. Ειδική μνεία αξίζει στην

πρωταγωνίστρια, που εκτός από κούκλα είναι και εξαιρετικά καλή στο ρόλο της.

Από τα φιλμ που μας εντυπωσίασαν περισσότερο, το μέγα βραβείο αξίζει στον συνήθη

ύποπτο του αλλόκοτου, του παράξενου και του ανοίκειου, τον Γκάι Μάντεν. Με την

«Κλειδαρότρυπα» (Keyhole), την τελευταία του ταινία, φιλοτεχνεί μια χαοτική, λαβυ-

ρινθώδη και αιρετική αλληγορία, εκκινώντας από μια ολόδική του εκμοντερνισμένη

εκδοχή της Οδύσσειας του Ομήρου. Η θραύση όλων των κανόνων της αφήγησης

και του ακαδημαϊκού μοντάζ κυριαρχεί στο αλλοπρόσαλλο αυτό φιλμ, που ή θα το

αγαπήσεις ή θα το μισήσεις. Αυτό γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί η καταβύθισή

μας στον αδιέξοδο κόσμο του ασυνείδητου. Όμως όχι με τον αργό και υπνωτιστικό

τρόπο ενός Λιντς, αλλά -αντίθετα- με ένα φρενήρες μοντάζ και μια σκηνοθετική

φόρμα που παραπέμπει στα νουάρ και στα b movies τρόμου των δεκαετιών του

‘30, του ‘40 και του ‘50. Υπέροχη φωτογραφία σε άσπρο και μαύρο, οιδιπόδεια

συμπλέγματα, ψυχολογία και σινεμά. Η χαρά του Φρόιντ δηλαδή, αλλά και του

σινεφίλ. Οι ήρωες, εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα σπίτι, στη δική τους προσωπική μετά

θάνατον ζωή, πολιορκούνται από τους έξω, το συνειδητό, τη μνήμη, το παρελθόν,

την πρότερη ζωή τους. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι πολύ καλτ και όχι για όλα τα

γούστα. Μου θύμισε και «Singapore Sling» του αθάνατου αγαπημένου Νικολαϊδη.

Προσωπικά, το θεωρώ ίσως το καλύτερο φιλμ που είδα μέχρι σήμερα στο φεστιβάλ.

Εξαιρετική και η «Νεκρή Ευρώπη» (Dead Europe) του Τόνι Κράβιτς, με επίκαιρο τίτλο

και εξίσου επίκαιρο νόημα. Η προσωπική και η συλλογική ιστορία συμπορεύονται για

να γίνει ένα σχόλιο επάνω στις ευθύνες της Ευρώπης για τη σημερινή κατάσταση. Τη

δική της, αλλά και του κόσμου. Γιατί, βλέπετε, η νεκρωμένη Ευρώπη του ρατσισμού

και της ξενοφοβίας που ζούμε σήμερα δεν γεννήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη,

αλλά χτίστηκε ύπουλα μες στο πέρασμα του 20ου αιώνα. Πολύ καλή σκηνοθεσία

φεστιβάλ 7

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Δωμάτιο 514

και σενάριο, σε ένα φιλμ που σε κρατάει ως το τέλος με τη δομή του θρίλερ.

Κοινωνικά, πολιτικά, καλτ, αλλά και γουέστερν. Διότι και γουέστερν είχαμε στο φετινό

πρόγραμμα των “Ανοιχτών Οριζόντων” και μάλιστα με αρετές. Το «Φορτίο του νεκρού»

(Dead Man’s Burden), του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάρεντ Μοσέ, είναι ένα κλασικό

γουέστερν όχι τόσο δράσης όσο ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Με αφορμή την

πώληση του κτήματός της, μια ολόκληρη οικογένεια θα ξεκληριστεί, ερχόμενη σε

απόλυτη εσωτερική σύγκρουση. Βλέπετε, τα συμφέροντα ποικίλλουν και η σκληρότητα

της φύσης μερικών ανθρώπων προτάσσει το εγώ και όχι την έγνοια για τους άλλους,

την αγάπη και την κατανόηση. Ακόμη κι αν αυτοί οι άλλοι κάποιες φορές είναι μέλη

της οικογένειας. Καλή η προσπάθεια του δημιουργού, αν και σώζεται κυρίως χάρη

στους τραχείς διαλόγους και στο ενδιαφέρον θέμα, διότι η σκηνοθεσία πάσχει σε

δύναμη και ρυθμό. Στα επίπεδα του ικανοποιητικού πάντως το αποτέλεσμα...

Η «Προδοσία» (Izmena) του Κίριλ Σερεμπρένικοβ ξεκινάει πολύ δυνατά. Δραμα-

τουργικά, από την αρχή του φιλμ δημιουργείται μια νοητή σύνδεση με τα σενάρια

των Κισλόφσκι – Πισίεβιτς, δίχως αυτό να σημαίνει πως έχεις την εντύπωση ότι

παρακολουθείς κάτι εξίσου καλό. Το story σε πιάνει πολύ νωρίς εξ απήνης, έχει

ανατροπές και μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις με έναν ελκυστικό τρόπο. Δυστυχώς

όμως, τα ευρήματα στερεύουν από νωρίς και δίνουν τη θέση τους στα τετριμμένα,

με αποτέλεσμα το δεύτερο μισό του φιλμ να είναι λιγότερο ενδιαφέρον, με αποκο-

ρύφωμα το αναμενόμενο φινάλε. Το θέμα της ταινίας; Η υποκρισία και ο εγωισμός

ορισμένων ανθρώπων, που οδηγούν σε αλληλουχία γεγονότων και για μια ακόμη

φορά αποδεικνύεται πως είμαστε πάντα υπεύθυνοι για τις πράξεις μας και πως αυτές

έχουν επιπτώσεις στο κοινωνικό μας σύμπαν, αλλά πάνω απ’ όλα, αργά ή γρήγορα,

με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, έχουν επιπτώσεις σ’ εμάς τους ίδιους.

Το «Στα βαθιά» (Djupio) του Μπαλτάσαρ Κορμακούρ είναι καλό, αλλά όχι σπουδαίο.

Μας άρεσε περισσότερο γιατί έχει παγωμένο φόντο στη σκηνογραφική του δουλειά

κι εμείς λατρεύουμε το χειμώνα, τα φαινόμενά του και τα τοπία του. Πρόκειται για τη

δραματοποίηση της αληθινής ιστορίας ενός ψαρά, που κατάφερε το ακατόρθωτο,

μετά από ναυάγιο του αλιευτικού στο οποίο επέβαινε: Να κολυμπήσει για ώρες μέσα

στα παγωμένα ισλανδικά νερά, ωσότου φτάσει στο σπίτι του.

Ο «Παράνομος έρωτας» (Infancia clandestina) του Μπέντζαμιν Αβίλα είναι άλλο

ένα φιλμ που, όπως και το «Η ομορφιά σου δεν αξίζει τίποτα», μιλά για την παιδική

ηλικία με ένα πολιτικό υπόβαθρο. Αυτή τη φορά έχουμε ένα παιδί που μεγαλώνει σε

οικογένεια αριστερών αγωνιστών ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής,

που επιβλήθηκε αμέσως μετά το θάνατο του Χουάν Περόν. Βέβαια, ενώ εδώ υπάρχει

ο πρώτος έρωτας της πρώιμης εφηβείας, δεν αποτελεί το βασικό θέμα του φιλμ

και η πιο πιστή απόδοση του αληθινού τίτλου θα ήταν «Παράνομη εφηβεία». Φιλμ

όμορφο και στρατευμένο, με σκηνοθετικές αρετές και καρδιά.

Για να μην αφήσουμε μια κακή ταινία για το τέλος, ας πούμε δυο λόγια για το «Η

τελευταία φορά που είδα το Μακάο» πριν κλείσουμε με το εξαιρετικό «Τα παιδιά

του πολέμου». Το «Η τελευταία φορά που είδα το Μακάο» (A Última Vez Que

Vi Macau) λοιπόν απλά δεν είναι σινεμά. Ντοκιμαντερίστικα πλάνα της πόλης

(και μάλιστα τις περισσότερες φορές όχι ιδιαίτερα καλοστημένα και καλαίσθητα)

έρχονται και παρέρχονται, ενώ μια συνεχής voice over αφήγηση μας εξιστορεί

ό,τι θα έπρεπε να βλέπουμε με εικόνες. Εάν τα όσα ακούμε γίνονταν αφήγηση με

εικόνες, δηλαδή αληθινός κινηματογράφος, πιθανότατα θα είχαμε να κάνουμε με

ένα εξαιρετικό φιλμ νουάρ. Τώρα είναι σαν να έχουμε κάποιον που μας διαβάζει

ένα βιβλίο. Πραγματικά κακό.

Για το τέλος αφήσαμε τα «Παιδιά του πολέμου» (Lore) της Κέιτ Σόρτλαντ, που

μαζί με την «Κλειδαρότρυπα» είναι ίσως τα δύο καλύτερα φιλμ του φετινού φεστι-

βάλ, απ’ όσα είδαμε μέχρι τώρα. Θεματικά, η ταινία είναι εξαιρετικά πρωτότυπη.

Για πρώτη φορά δεν βρίσκονται στο επίκεντρο τα θύματα του Ολοκαυτώματος,

οι Εβραίοι, αλλά κάποια άλλα θύματα. Τα παιδιά των ναζί, που γεννήθηκαν και

μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα αισχρού ρατσιστικού μίσους. Τα παιδιά που έμαθαν

από τα κτήνη-κηδεμόνες τους να δρουν και να λειτουργούν σε μία συγκεκριμένη

τάξη πραγμάτων, η οποία κατεδαφίστηκε όταν βρέθηκαν αυτά τα ίδια κυνηγημένα

από τις συμμαχικές δυνάμεις που κατέλαβαν τη Γερμανία μετά την πολιορκία του

Βερολίνου και την πτώση του ναζισμού. Κινηματογράφηση υψηλής αισθητικής,

απίστευτες ερμηνείες από τους ανήλικους πρωταγωνιστές, υπέροχη μουσική, υπέ-

ροχη φωτογραφία, σκληρές και συνάμα πανέμορφες εικόνες. Όλα αυτά συνθέτουν

ένα κινηματογραφικό ποίημα, που εκτός των άλλων βρίθει νοημάτων και ουσίας.

Με τα πολλά καλά, τα λίγα εξαιρετικά και τα ακόμη πιο λίγα άσχημα, συνεχίζεται

η κινηματογραφική γιορτή της πόλης μας. Ως και την Κυριακή, που με τη γνωστή

αίσθηση μελαγχολίας θα ξεκινήσουμε για άλλη μια χρονιά την αντίστροφη μέτρηση

για το επόμενο φεστιβάλ.

Αλέξανδρος Μιλκίδης

φεστιβάλ 8

53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Ο ερχομός ενός παιδιού είναι αναμφισβήτητη χαρά, εκτός από τις αυτονόητες περι-

πτώσεις όπως ο βιασμός. Κι όμως! Κι αυτός, τουλάχιστον κατά τον ρεπουμπλικάνο

Ρόμνι, είναι θέλημα Θεού! Ποιος μπορεί να προβάλλει αντίρρηση στη θεϊκή βουλή;

Ιδιαίτερα σήμερα, που απ’ ότι φαίνεται έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας σ’ αυτόν,

τον Θεό, ακόμη κι αν δεν υπάρχει...

Η κ. Τάδε αποφάσισε να τεκνοποιήσει. Επέλεξε έναν 19χρονο ταχυδρόμο και από

την τέρψη της συνεύρεσης προέκυψε και η ποθητή εγκυμοσύνη. Αποφασίζοντας

μονομερώς, ικανοποίησε την ανάγκη της για μητρότητα, χωρίς ποτέ να ενημερώσει

τον εραστή ή ακούσιο «σπερματοδότη», ούτε για την κύηση ούτε και για το όμορφο

κοριτσάκι που γεννήθηκε. Είκοσι χρόνια μετά, το κορίτσι -ενήλικο πια- αναζητά και

συναντά τον πατέρα της, ο οποίος βρίσκεται σε διάσταση κι έχει και μια 14χρονη κόρη.

Με ευαισθησία, ενάργεια και αληθοφάνεια ο Νίκος Κορνήλιος στο «11 συναντήσεις με

τον πατέρα μου» μας παρουσιάζει ένα φαινόμενο της εποχής μας, θέτοντας σοβαρά

ερωτήματα για τον γυναικείο εγωκεντρισμό, τη γυναικεία έπαρση χάριν της κυριαρχίας

της ελέω της φυσιολογίας, την ιδιοτέλεια και την ελαφρότητα στην αντιμετώπιση της

τεκνοποίησης. Η φύση δίνει το δικαίωμα στη μητέρα να αποφασίζει και την τύχη μιας

ζωής, αλλά δεν νομιμοποιείται ηθικά να αγνοεί την επιθυμία και θέληση του πατέρα.

Παράλληλα, θίγεται και το θέμα της επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα σε εν

διαστάσει και διαζευγμένους, όπου εκ νέου το μονοπώλιο των αποφάσεων ανήκει

πάλι στην μητέρα. Πέρα από την αμηχανία και τα ερωτήματα του ενήλικου παιδιού,

έχουμε και την θλίψη του περιθωριοποιημένου πατέρα.

Την ίδια θεματική έχει και η «Τηλεμάχεια» του Αλεξάντερ Νάλι, την πατρική απουσία

όπως τη βιώνει ένα αγόρι αυτή την φορά, επίσης στην πρώτη μετεφηβική φάση του. Η

ιστορία είναι μια μορφή «σμίκρυνσης» της ομηρικής Οδύσσειας. Εδώ βέβαια παρει-

σφρέει στην αφήγηση και λίγο καρύκευμα σαπουνόπερας, με το αγόρι να ερωτεύεται

την ετεροθαλή αδελφή του. Ωστόσο, το εγνωσμένο τέλος, με τον Ηλία - Οδυσσέα

να διώχνει τους μνηστήρες της Πηνελόπης απ’ το «παλάτι», οδηγεί στη συμφιλίωση

γιου και πατέρα.

Στον αντίποδα τώρα, η ανάγκη της μητρότητας θα οδηγήσει στα άκρα μια γυναίκα η

οποία απαγάγει ένα βρέφος από το μαιευτήριο και στο διάστημα των ολίγων ημερών

που το φροντίζει, παρατηρούμε μιαν άκρως τρυφερή μητέρα. Η χαρά της παρουσίας

ενός μωρού στην αγκαλιά μιας γυναίκας σηματοδοτεί από μόνη της τη σπουδαιότητα

για μια γυναίκα στην έκφραση μητρικών συναισθημάτων, ανεξάρτητα από το αν είναι

φυσική ή θετή. Νομίζω πως ο Ηλίας Γιαννακάκης στη «Χαρά» εμφαίνει δυναμικά

την ανάγκη για μητρότητα, που μπορεί να φτάσει και στην ψυχοπαθολογία. Από την

άλλη, έχουμε τη φυσική μητέρα, που -πέρα από το αυτονόητο σοκ της απαγωγής- στη

συνέχεια εκφράζει εγωκεντρισμό και έπαρση. «Γιατί διάλεξε το δικό μου παιδί;»...

Κι ενώ αυτά είναι κομμάτια της σύγχρονής πραγματικότητας πάμε να δούμε πώς αυτή

εκφράζεται μέσα από την οικονομική κρίση. Ένας άνεργος νεαρός των Αθηνών κατα-

λήγει να τρέφεται με το καναβούρι του καναρινιού του στην ταινία «Το αγόρι τρώει το

φαγητό του πουλιού». Ο Έκτορας Λυγίζος προσπαθεί εμφατικά να δώσει ανάγλυφα

τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, άλλοτε με πειστικά παραδείγματα και άλλοτε

με υπερβολικά έως αναληθοφανή. Δεν διευκρινίζονται τα αίτια της απουσίας γονικής

συνδρομής, κάτι ασύνηθες για τους σύγχρονους Ελληνόπαιδες, αλλά και η περίπτωση

της «σπερματοσίτισης» έχει τη χροιά του φαιδρού. Δίνεται με μινιμαλιστικό τρόπο η

πιθανολογούμενη για το άμεσο μέλλον οδυνηρή πραγματικότητα της οικονομικής

κρίσης, αλλά μερικοί βιώνουν ήδη ζοφερές μέρες.

Ο Κάρολος Ζωναράς με το «Μπιγκ χιτ», αφ’ ενός μεν αποτίει φόρο τιμής στον Φριτζ

Λανγκ και την ομότιτλη ταινία, αφ’ ετέρου χρησιμοποιεί το στόρι της ταινίας ως οδηγό

στη δημιουργία της δικής του. Πρόκειται για μια ιστορία θρίλερ -με διαπλοκή, διεφθαρ-

μένους αστυνομικούς, μαφιόζους, εκμεταλλευόμενες γυναίκες. Στον καμβά επίσης

η δεσπόζουσα μορφή της φαμ φατάλ, σύμφωνα με τις επιταγές του φιλμ νουάρ, και

ο έντιμος αστυνομικός που φροντίζει για την κάθαρση. Καλή αφηγηματική ροή, καλή

ασπρόμαυρη φωτογραφία, αξιόπιστη δομή και υποβλητική ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ. Η

επιλογή του ντουμπλαρίσματος των ηθοποιών, ως αισθητική επιλογή ή ως αντιστοίχιση

παλιού και καινούργιου, λειτουργεί παράξενα και αποξενωτικά, υποβαθμίζοντας έτσι

τη σπουδαιότητα της αυθεντικής υποκριτικής. Όλα τα παραπάνω για την τρέχουσα

κοινωνική πραγματικότητα, γιατί έχουμε και τη φαντασία, επιστημονική και μη, που

φρόντισε να καταγράψει τα οδυνηρά μελλούμενα μιας άλλης πραγματικότητας. «Κίτρινη

πόλη» του Σάββα Κατιρτζίδη και «Red City» του Μάνου Τσίζεκ. Το πρώτο, αρκετά

εγκεφαλικό και νωχελικό, το δεύτερο με ποιητική διάθεση και καλές προθέσεις. Εξάλ-

λου, η ποίηση μεταφέρεται με εικόνες και όχι με απαγγελία, στο σινεμά τουλάχιστον.

Γιάννης Ν. Γκακίδης

ΕΛΛΗΝΙΚEΣ ΤΑΙΝIΕΣ

Χαρά στη μητρότητα, θλίψη στην πατρότητα και το παιδί στη μέση

11 συναντήσεις με τον πατέρα μου

top related