pnixon kurie ton laon sou - tzompe kobata
Post on 31-Dec-2015
39 Views
Preview:
TRANSCRIPT
ΠΝΙ 10Ν Κ)'ΡΙ ·11 1) 1)
ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟ)'
ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ �
ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ
ΠΝΙΞΟΝ, ΚΥΡΙΕ,
ΤΟΝ ΛΑΟΝΣΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΝΑ ΔΟΥΚΟΥΡΗ
ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Σεπτέμβριος 2000
Εικόνα Εξωφύλλου: Γιάννης Ρουμπούλιας
Σχέδια: Davide Vecchiato
Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου: Giobbe Covatta, Dio lί [α e ροί lί αccoppα
Ημέρα πρώτη
Εν αρχή έστι το σκότος. Είναι τρεις το πρωί και έρεβος τυλίγει το σπίτι του
Ροζάριο. Έχει τόση λαύρα σαν να είναι Ιούλιος, και αυτό ακριβώς συμβαίνει: ένας ιδιαίτερα ζεστός Ιούλιος. Ο Ροζάριο κοιμάται, ή τουλάχιστον το παλεύει. Στάλες ιδρώτα, μεγάλες σαν νταμιτζάνες των 24 λίτρων, στολίζουν το πρόσωπό του. Ο Ροζάριο στο σπίτι του δεν έχει ένα κοινό κλιματιστικό, έχει αρκουδίσιον: η μπόχα από τον ιδρώτα έχει κάτι από αρκουδίλα. Για να έχει λίγη ψύξη, έχει αφήσει ανοιχτή την κατάψυξη με τον ανεμιστήρα μέσα. Μολοντούτο, τα σεντόνια του είναι τόσο μουσκεμένα, λες και σφούγγισαν όλα τα αμαρτήματα του κόσμου. Κάτω από το κρεβάτι υπάρχει μια τόσο μεγάλη λακκούβα με νερό, ώστε ο ένοικος του από κάτω διαμερίσματος έχει κιόλας ειδοποιήσει τον διαχειριστή.
Η φανέλα και η πιτζάμα του Ροζάριο έχουν κολλήσει επάνω του σαν γιγαντοαφίσες. Από το παράθυρο αναβοσβήνει το φως μιας πιτσαρίας που προβάλλει στον τοίχο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την επιγραφή «Τζιτζίνο ο γκέι, η πίτσα που καίει». Και
7
μόνο η επιγραφή θα έκανε έναν Μασάι να ιδρώσει. Το μοναδικό δραστήριο πράγμα είναι τα κουνούπια, μεγάλα σαν τσοπανόσκυλα, ή μάλλον σαν τσοπαναραίοι. Είναι λαίμαργα σαν αλιγάτορες και τόσα πολλά, ώστε από τον πύργο ελέγχου εκπονείται σχέδιο πτήσης για να αποφεύγονται τα αεροπορικά δυστυχήματα. Ολόκληρος ο τοίχος έχει γίνει πουά, σαν σκυλί της Δαλματίας, από τα κουνούπια που ο Ροζάριο κατάφερε να κάνει λιώμα με το παπούτσι του τις τελευταίες ώρες. Ένα κουνούπι με μάστερ στην αεροναυπηγική, με τον αριθμό 913 κολλημένο στο στήθος και βάρους 18 κιλών, ετοιμάζει επίθεση. Ο Ροζάριο, στον ύπνο του, εκτοξεύει ένα μοκασίνι χρησιμοποιώντας την ίδια δύναμη που βάζει ο Μακενρό. Ένας καινούριος λεκές 1 ,34 τετραγωνικών μέτρων αποτυπώνεται στον τοίχο. Δύο κατσαρίδες, για να αποφύγουν την κίνηση, ξεκινούν για τις διακοπές τους στις τρεις και πέντε τα χαράματα: το ιδανικό ωράριο για να μην πέσουν σε μποτιλιάρισμα στους υπονόμους. Τότε ακούγεται μια φωνή: «Γενηθήτω φως!» Αμέσως το πορτατίφ του κομοδίνου ανάβει, αλλά ο Ροζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε ακούγεται ξανά η φωνή: «Γενηθήτω περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβει το πολύφωτο του δωματίου, αλλά ο Ροζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε η φωνή ακούγεται ανυπόμονη: «Γενηθήτω πολύ περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβουν όλες οι λάμπες του σπιτιού, η τηλεόραση, το βίντεο, ο ηλεκτρικός φακός, ο φούρνος, το φωτάκι του θερμοσίφωνα, και από τον ουρανό κατεβαίνει καταπάνω στο πρόσωπο του Ροζάριο ένας
8
στροβοσκοπικός προβολέας με φωτορυθμικά σε στιλ ντισκοτέκ. «Ποιος ε ίναι;» μουρμουρίζει ο Ροζάριο στον ύπνο του.
Και η φωνή: «Ροζάριο, τι κάνεις, κοιμάσαι;» «Μπα, φαίνεται;» «Ροζάριο, σταμάτα να κοιμάσαι!» «Μμμμ .. . Μα ποιος είναι; .. . Ποιους είσ'; ... Τι θέ';» «Ροζάριο, ξύπνα! Είμαι ο Θεός». «Ποιος;» «ο Θεός!» «Μμμμ . . . Κι εγώ ε ίμαι η Αφροξυλάνθη Μπισμπι
ρίκου». «Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε το φως! » «Ναι αμέ. Κι εγώ είμαι αυτός που πλήρωσε τον
λογαριασμό! » «Εγώ ε ίμαι αυτός που έπλασε τα ζώα!» « . . . Με τη Μαντλίν Ολμπράιτ πάντως το παράκα
νες, το ίδιο και με τα κουνούπια». Και λέγοντας αυτά ο Ροζάριο, στην προσπάθειά του να σκοτώσει ένα, δίνει στον εαυτό του ένα τόσο γερό χαστούκι, που βγάζει νοκ-άουτ τρεις τραπεζίτες.
Ο Θεός συνεχίζει: «Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε τ' άστρα και τους πλανήτες και τα έβαλε να περιπλανιούνται».
«Κι εγώ περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα. Είμαι Πρωταθλητής Ευρώπης σ' αυτό. Σκέψου ότι είμαι αναγκασμένος να κάνω μπάνιο με το διαβατήριο στο στόμα γιατί, τόσο που περιπλανιέμαι, θα διασχίσω καμιά ώρα την Αδριατική χωρίς να το καταλάβω και θα φτάσω στην Αλβανία».
9
Ο Θεός αρχίζει να χάνει την υπομονή του: «Εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, στη γη και παντού».
«Τυχεράκια! Εγώ είμαι πάντα εδώ, ακόμη και τον Δεκαπενταύγουστο».
«Εγώ είμαι ο πανταχού παρών!» «Είσαι παντού;» «Ναι». «Σε κάθε μέρος;» «Ναι». «Ακόμη και στην τουαλέτα, όταν κάποιος κάνει
τσίσα του;» «Ναι». « .. . Πανα"ίτσα μου, τι αδιακρισία και τούτη !» Τώρα ο Θεός έχει χάσει για τα καλά την υπομο-
10
νή του: «Εγώ είμαι ο Προαιώνιος: δημιουργημένος εκ του μηδενός!»
«Κι εγώ νιώθω ένα μηδενικό. Αμάν πια!» «Εγώ ε ίμαι αυτός που μετενσαρκώθηκε σε άν
θρωπο!» «Κι εγώ κάποιες Απόκριες ε ίχα ντυθεί θεός, αλ-
λά έχει περάσει πολύς καιρός από τότε». «Εγώ ε ίμαι αυτός που ε ίναι Ένας και Τρεις !» «Κι εγώ είμαι αυτός που πεινάει για τρεις». «Εγώ είμαι ο πάνσοφος!» «Αυτός που τρώει τα πάντα;» «Αυτός λέγεται παμφάγος, βλάκα. Κόψε τα μα
σκαραλίκια, ως εδώ και μη παρέκει! Η απέραντη υπομονή μου έχει και τα όριά της !» Ο θεός εκδηλώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και οργανώνει πάραυτα έναν παγετώνα: ο ιδρώτας στερεοποιείται στο μέτωπο του Ροζάριο και τα μουσκεμένα σεντόνια γίνονται σκληρά σαν ελενίτ. Αρχίζει να χιονίζει από το ταβάνι, η λακκούβα με το νερό κάτω από το κρεβάτι μεταμορφώνεται σε πίστα του πατινάζ και οι δυο κατσαρίδες αναβάλλουν την αναχώρηση και ξεκινούν έναν αγώνα χόκε"ί. Τα κουνούπια φοράνε τα άνοράκ τους και μερικά βάζουν κι εφημερίδες από κάτω. Η πόρτα του διαμερίσματος ανοίγει και μπαίνει ένας Λάπωνας μ' ένα έλκηθρο που το σέρνουν σκυλιά, ο οποίος ζητάει ν' ανεβάσουν τη θέρμανση. Ο Ροζάριο, κατατρομαγμένος, κατεβαίνει με κόπο από το κρεβάτι και πέφτει σε μια χαράδρα, όπου έχει παραισθήσεις: βλέπει τον Άγιο Βερνάρδο να ελευθερώνει τον λύκο και να φωνάζει «Η μέρα φεύγει, το
1 1
Johnny Walker έρχεται !» Βγαίνει aπό τη χαράδρα σε κακό χάλι: το φανελάκι και το παντελόνι της πιτζάμας του ε ίναι σκληρά σαν κατεψυγμένα μπακαλιαράκια και τα κοκαλωμένα γένια και το μουστάκι του τον κάνουν να μοιάζει με διασταύρωση φώκιας και Άγιου Βασίλη . Τα δόντια του χτυπούν σαν καστανιέτες και παίζει ένα ανδαλουσιάνικο φλαμέγκο. Με λίγα λόγια, ο Ροζάριο ε ίναι τρομοκρατημένος λες και ε ίδε ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, και κάτι παραπάνω: λες και ε ίδε τον Ντάριο Αρτζέντο αυτοπροσώπως. Πέφτει στα γόνατα και αναφωνεί: «Ήμαρτον Κύριε, δεν σε αναγνώρισα! Νόμιζα πως ε ίσαι ο Μικέλε Πελέκια, ο τύπος του τετάρτου ορόφου που μου σκαρώνει χωρατά μέσα aπ' τον σωλήνα του καλοριφέρ. Ξέρω τώρα πως από εκδίκηση θα με λιώσεις στο χώμα σαν σκουλήκι, θα με γδάρεις σαν κουνέλα, θα με ψήσεις σαν αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, θα με aπoκεφαλίσεις σαν .. . »
«Βρε συ ... Ποιος σου 'πε πως έχω τέτοιον χαρακτήρα;»
Ένας κεραυνός πέφτει από το πολύφωτο και ανοίγει έναν μικρό κρατήρα στο κέντρο του δωματίου. Ο Ροζάριο τινάζεται: «Γνωρίζω τον άνθρωπο και, καθώς ξέρω ότι τον δημιούργησες κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, νόμιζα πως ισχύει και το αντίθετο ... »
«Ε όχι! Ο άνθρωπος δημιούργησε εμένα κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν του».
Το πολύφωτο πέφτει στον κρατήρα που ε ίχε αφήσει ο κεραυνός. Ο Θεός συνεχίζει: «Και τώρα, Ροζάριο, ας αφήσουμε κατά μέρος αυτά τα ασήμαντα και
12
ας περάσουμε στα σοβαρά: πώς είναι το επίθετό σου;»
«Σάνσα». «Πότε γεννήθηκες;» «Στις 11 Ιουνίου 1956». «Πού;» «Στη Νάπολη, αλλά . . . » Ο Ροζάριο είναι aπορημέ
νος: « .. . είσαι σίγουρος πως είσαι ο Κύριος και δεν είσαι του Ανακριτικού;»
«Μα καλά, χαζός είσαι;» «Συγγνώμη, αλλά κάνεις κάτι ερωτήσεις !» «Αυτό είναι άνω ποταμών: εγώ, του Ανακριτικού!
Πού να το πω και να με πιστέψουν! Μπρος, δίπλωμα και άδεια κυκλοφορίας! Φtoυ! . .. Τι με βάζεις και λέω; Α, ρε Ροζάριο!»
Η βροντερή φωνή του Θεού κάνει-τον Ροζάριο,
που μόλις έχει αρχίσει να ξεψύχεται, να τρέμει: «Μάλιστα, Κύριε !»
«Έχω ένα σχέδιο που σε αφορά. Εγέρθητι!» Ο Ροζάριο σηκώνεται: «Ευχαριστώ, Κύριε». «Λοιπόν, άκουσέ με. Θυμάσαι τον Νώε;» «Βεβαίως», αυτοσχεδιάζει ο Ροζάριο, <<τον αξέ-
χαστο Νώε: τον σεντερφόρ της Ουντινέζε!» «Ροζάριο, τι λες; Βλάκα!» «Όχι ε; Στάσου, στάσου ... » Ο Ροζάριο ξαναδοκι
μάζει: «Νώε: ο σπουδαίος τενίστας!» «Αυτός είναι ο Νοά, ηλίθιε !» «Σωστά, ο Νοά! Τότε μήπως ο Νώε είναι . .. ο τρα
γουδιστής στο κυριακάτικο σόου της τηλεόρασης;» «Όχι, ζώον!»
13
Ο Ροζάριο μουρμουρίζει: «Μα το ξέρω!. .. Ήθελα να δω αν το ήξερες εσύ! Ο Νώε δεν είναι τραγουδιστής, είναι ... ο μοναχικός ταξιδευτής;»
«Μπράβο, σωστά! Ο μοναχικός ταξιδευτής». Ο Ροζάριο ανακουφισμένος παίρνει μια βαθιά α
νάσα: «Ωραία, και τώρα που θυμηθήκαμε τον Νώε, Κύριε, τι κάνουμε;»
«Σκεφτόμουν να κάνω άλλον έναν κατακλυσμό». Ο Ροζάριο πανικοβάλλεται. «Άλλον έναν κατα
κλυσμό;» «Ναι, Ροζάριο, και οι άγιοί μου θα με βοηθήσουν
σ' αυτό! Ο Άγιος Υπάτιος θα στείλει τα ύδατα, η Αγία Βαρβάρα τους κεραυνούς, η Μαντόνα θα κάνει τη μουσική επένδυση και ο Άγιος Γεώργιος ... »
Ο Ροζάριο επεμβαίνει: «Θα στείλει αλεύρι από τους μύλους του ... !» Έπειτα, με παραπονεμένη φωνή: «Κύριε, σε παρακαλώ, άκουσέ με ... Γιατί θέλεις να κάνεις άλλον έναν κατακλυσμό;»
«Το ρωτάς κι από πάνω; Δεν βλέπεις τι μπάχαλο που έχει γίνει η γη; Εκμεταλλευτήκατε μια στιγμή αφηρημάδας μου και καταστρέψατε τα πάντα!. .. Και να σκεφτεί κανείς πως δεν έλειψα πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες χρόνια! Ίσα ίσα για να τακτοποιήσω τα πράγματα στον πλανήτη Μανόκιο, στο σύστημα του Σκουακουερόνε, στον αστερισμό του Γκουιντερντόνε ... Οι ένοικοι έκαναν φασαρία όλη νύχτα, και στον πλανήτη Φράπολα, στον από κάτω όροφο, παραπονιόντουσαν. Αναγκάστηκα να τους διακόψω το μισθωτήριο και να κάνω κι εκεί έναν κατακλυσμό. Ύστερα γύρισα, και κοίτα δω καταστροφή! Αλλά ως
14
εδώ και μη παρέκει: σε επτά ημέρες δημιούργησα τα πάντα και σε άλλες επτά θα τα καταστρέψω!»
«Κύριε, με όλο τον σεβασμό: αυτό δεν μοιάζει με θρησκευτική έννοια, αλλά με το καταστατικό της μαφίας!» φωνάζει απελπισμένο ς ο Ροζάριο. «Κύριε, σ' . εξορκίζω, μην το κάνεις! Κι ύστερα το ξέρω ότι το τέλος θα 'ναι όπως στον Τιτανικό, θα σωθούν μόνο αυτοί της πρώτης θέσης!»
«Σώζονται μόνο αυτοί που διαλέγω εγώ! Κι εγώ διάλεξα εσένα, Ροζάριο! Μόνο εσύ είσαι άξιος να κατασκευάσεις την κιβωτό που θα σε σώσει!»
Ο Ροζάριο τα χάνει: «Εγώ ... στην κιβωτό; Μα ... μα γιατί, τι δουλειά έχω 'γω;»
Ο Θεός χαμογελά μεγαλόψυχα: «Μη μου κάνεις τον σεμνό, Ροζάριο! Σε βρήκα στον "Χρυσό Οδηγό" και ξέρω ότι είσαι πολύ έμπειρος με τις ψυχές!»
Ο Ροζάριο δεν καταλαβαίνει: «Με τις ψυχές;» «Μα βέβαια! Είσαι ο διευθυντής του πρακτορεί
ου "Ψυχαγωγία και Αναψυχή", ή δεν είσαι;» Ο Ροζάριο τα παίζει. «Ναι, ναι, αλλά ... φοβάμαι
πως έγινε κάποιο λάθος!» «Κανένα λάθος! Εσύ θα είσαι ο μόνος που θα σώ
σω, γιατί από σένα, που φροντίζεις και μελετάς τις ψυχές, θ' αρχίσει μια καινούρια φυλή, θεοσεβούμενη καταπώς πρέπει ... Εμπρός, Ροζάριο, ετοιμάσου!»
Ο Ροζάριο κομπιάζει, ψάχνοντας τα κατάλληλα λόγια για να εξηγηθεί: «Κύριε, σ' ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που τρέφεις στο άτομό μου, όμως ... έχει γίνει παρεξήγηση. Εγώ δεν ασχολούμαι με ψυχές, αλλά με θεάματα!»
15
«Ω, να πάρ' η οργή!» βρίζει ο Ύψιστος. «Γιατί, αμαρτία είναι;» ρωτάει ο Ροζάριο. «Όχι, δεν νομίζω πως είναι ... Ή μπορεί και να
είναι, εξαρτάται ... Τι είδους θεάματα;» «Μανατζάρω αρτίστες ... Αρτιστάρες, για να είμα
στε ειλικρινείς! Έχω έναν καταπληκτικό Σιτσιλιάνο μάγο. Καταπληκτικό ... Χμ, φυσιολογικό θα έλεγα! Είναι και μάντης: κάνει προβλέψεις, αλλά δεν καταφέρνει να μαντέψει ούτε τον καιρό. Τον πήρα γιατί ήταν ένα φυτό: μαστουρωνόταν και τον λυπήθηκα. Χάρη σ' εμένα έκοψε τα ναρκωτικά κι έγινε ένας μαλάκας. Έτσι τώρα του δίνω λεφτά για να μαστουρώνει πάλι. Καλύτερα φυτό παρά μαλάκας, Κύριέ μου. Άσε που η μαστούρα έχει και τα προτερήματά της: επί παραδείγματι, είναι άριστος στην ύπνωση ... κοιμάται με τις ώρες, χάρη στα ψυχοφάρμακα. Σαν μάγος, δε, είναι εξαιρετικός: εξαφανίζει τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ χωρίς να χτυπήσει ο συναγερμός. Εξαφανίζει και τα ραδιοκασετόφωνα από τ' αυτοκίνητα κι ύστερα τα επανεμφανίζει μετά μία εβδομάδα στο παζάρι της Φορτσέλας. Η παράστασή του είναι υπέροχη: μια φορά ήταν πάνω στη σκηνή, φώναξε κάποιον, του πήρε το ρολόι, το έσπασε μέσα σ' ένα κουτί, ύστερα πήρε ένα κρουασάν, και ξέρεις τι υπήρχε μέσα στο κρουασάν, Κύριε;»
«Το ρολόι, υποθέτω». «Όχι. Γέμιση κρέμα βανίλιας, Κύριε. Το ρολόι α
κόμη το ψάχνει ο ιδιοκτήτης του. Όταν πηγαίνει να δώσει παράσταση, αφήνει το αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή έξω από το θέατρο, γιατί δεν ξέρεις τι .
16
γίνεται. Στη μέση της παράστασης, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος, περνάει από την γκαρνταρόμπα, εξαφανίζει τις γούνες, βγάζει το κουνέλι από το καπέλο, το γεμίζει βραχιόλια και την κοπανάει. Η πιο λαμπρή στιγμή της καριέρας του ήταν όταν εξαφάνισε μερικά έγγραφα των Μυστικών Υπηρεσιών: ήθελαν να τον κάνουν πρόεδρο της Δημοκρατίας!»
Ο Κύριος είναι αμήχανος. «Κι αυτός είναι ο μοναδικός αρτίστας του πρακτορείου σου;»
Ο Ροζάριο τον καθησυχάζει: «Όχι, Κύριε, υπάρχει κι ένας φακίρης, πολύ καλός. Λέγεται Καρμίς Κα· πέ, είναι από τη Βομβάη. Όχι μέσα από τη Βομβάη ... από το Καστελαμάρε ... δηλαδή από τα περίχωρα της Νάπολης. Είναι Ινδός, ή τουλάχιστον ινδουιστής: το αληθινό του όνομα είναι Κάρμινε Σκαπέτσε. Καταφέρνει να κάνει έξοχα πράγματα: μπορεί να καταπιεί ένα κουτί μπαταρίες (η)λιθίου χωρίς να πάθει (η)λιθίαση, τρώει λάμπες και ό,τι δίνουν στο αεροπλάνο, μέχρι και στην Μπρίτις Αίργουέης! Είναι ικανός να κρατάει την αναπνοή του με τις ώρες: μπορεί, για παράδειγμα, να πάρει το τρένο τον Δεκαπενταύγουστο, μέσα στον συνωστισμό, και να κάνει τη διαδρομή Νάπολη-Τορίνο χωρίς να βγάλει ποτέ το κεφάλι του από το παράθυρο. Εκπληκτικό! Βέβαια, έχει πρόβλημα σε μερικά μέρη όταν του φωνάζουν: «Fuck-ίρη, Fuck-ίρη ... Πόσο πάει;» Είναι όμως άνθρωπος με ισχυρή θέληση: είναι σε θέση να δει ολόκληρο σόου της Ραφαέλας Καρά χωρίς ν' αλλάξει κα�
17
θόλου κανάλι. Κάνει και βιο-ενεργητική: τον βοηθάει να ενεργείται καλύτερα ... »
Ο Θεός μουρμουρίζει: «Καταλαβαίνω .. . »
Ο Ροζάριο συνεχίζει: «Έχω συμβόλαιο και με μια πεταχτούλα σουμπρέτα. Ήθελε να βρει ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, κάπως παιχνιδιάρικο, και τώρα λέγεται Τομπ Ράιντερ. Ξέρει να κάνει τα πάντα, ακόμη και μιμήσεις, αλλά όχι εκείνες των διασήμων, όπως κάνουν όλοι! Μιμείται πολύ καλά τη μοδίστρα της ή τον μπακάλη της. Όταν την πήρα, δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο: έμοιαζε με διασταύρωση της υπουργού Γερβολίνο και ενός σωσίβιου. Έκανε το μανεκέν σε τρακτέρ κι εγώ την είχα προσέξει στο περιοδικό "Γυναίκες και μηχανές", απαθανατισμένη επάνω σ' ένα όχημα. Στην πραγματικότητα δεν κατάλαβα αμέσως ποιο ήταν το όχημα και ποιο το κορίτσι, έτσι τα πήρα και τα δυο. Από πλευράς σασί όμως το τρακτέρ ήταν πιο ελκυστικό, γιατί αυτή ήταν συν τοις άλλοις και εντελώς επίπεδη! Έβαζε δυο ψωμάκια στο σουτιέν της και, όταν έβγαινε ραντεβού, έβαζε μέσα και λίγο σαλάμι, αφού ήξερε ότι θα της το δαγκώσουν. Την έπεισα να φτιαχτεί λίγο με σιλικόνη, όμως, επειδή δεν είχε αρκετά χρήματα, προς το παρόν έφτιαξε μόνο το ένα βυζί: όταν έρθει το δάνειο από την τράπεζα, θα φτιάξει και το δεύτερο, έτσι για την ώρα μπορεί να δουλεύει μόνο προφίλ! Έχω κι έναν καταπληκτικό εγγαστρίμυθο: δεν κουνάει τα χείλη του ούτε ένα χιλιοστό. Βέβαια, είναι ο μοναδικός εγγαστρίμυθος που έχει κωφάλαλη μαριονέ-
18
τα, όμως είναι στ' αλήθεια εκπληκτικός: χορεύει κλακέτες χωρίς να κινεί ούτε έναν μυ του προσώπου του.
»Έπειτα υπάρχει ένας Ναπολιτάνος τραγουδιστής, του ρεύματος των νεομελωδικών και επιπλέον άνεργος. Είναι, δε, ο μοναδικός Ναπολιτάνος τραγουδιστής από την Μπρέσια: μέχρι που κατέληξε και στο βιβλίο Γκίνες, γιατί είναι ο μοναδικός μετανάστης από την Μπρέσια στη Νάπολη.
»Όμως το καμάρι του πρακτορείου μου είναι ένας απίθανος πορνοστάρ: τον φωνάζουν "CX", συντελεστή διεισδύσεως. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα τελευταία, θα ήθελε να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών: λέει πως έχει τα κατάλληλα προσόντα! Κατά τη γνώμη μου το έχει καβαλήσει λίγο το καλάμι: νομίζει πως είναι ο μοναδικός στον κόσμο σε θέση να σπείρει παιδιά. Όταν είδε πως είχαν δημογραφική αύξηση στην Κίνα, μου είπε: 'Έμ βέβαια, εκεί πήγα πέρυσι διακοπές!" Ακόμη κι όταν η Ντόλυ, η προβατίνα, απέκτησε παιδί, το σχόλιό του ήταν: "Εγώ το 'κανα"».
Ο Ροζάριο θα συνέχιζε να μιλάει με τις ώρες, αν ο Προαιώνιος δεν επενέβαινε: «Καλά, καλά, Ροζάριο, κατάλαβα. Επομένως, όλες εκείνες οι κασέτες είναι το αρχείο των καλλιτεχνών σου ... »
Ο Ροζάριο τα χάνει και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο: «Ποιες κασέλες; Αυτές εκατέρωθεν του κομό;»
«Όχι, Ροζάριο, όχι κασέλες. Κασέτες, αυτές που είναι εκεί πίσω ... » ,
Ο Ροζάριο, φοβερά αμήχανος, κοιτάζει γύρω του
19
στρίβοντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά: «Κασόνια; Α, μήπως ... εκείνα με τα φρούτα!»
«Όχι, Ροζάριο! Εκείνες εκεί: τις βιντεοκασέτες!» «Ααα, εκείνες, Κύριε;» Ο Ροζάριο μουρμουρίζει:
«Εκείνες είναι ντοκιμαντέρ». «Α ... άρα το Καυτή και ιδρωμένη είναι ένα ντοκι
μαντέρ». Ο Ροζάριο, που τα 'χει βρει σκούρα: «Μάλιστα,
Κύριε: για τη γρίπη. Άμα κάποιος έχει γρίπη, γίνεται καυτός και ιδρωμένος .. . »
«Και το Στο κρεβάτι με το γαϊδούρι;» «Μάλιστα, Κύριε: δυνατός βήχας, πώς λέμε ... γα'ί
δουρόβηχας!» «Κατάλαβα ... Για να δούμε: Ορεξάτο λαρύγγι,
Wαt-εμα 69 ... » Τα σκούρα για τον Ροζάριο γίνονται μαύρα:
«Ό ... 'Οχι ... α ... αυτές αφορούν τις εξελίξεις της ωτορινολαρυγγολογίας από το 1969 και μετά ... » -
«Κι αυτό το Τρελές γλώσσες;» «Αυτό είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις διαλέκτους
όλου του κόσμου, Κύριε. Διότι στη θήκη του, όπως βλέπεις, υπάρχουν νέγροι, Κινέζοι ... Λίγο πολύ όλες οι φυλές».
«Ροζάριο, μα είσαι σίγουρος;» Τα μαύρα γίνονται άραχλα: «Κύριε, δεν είμαι σί
γουρος ... δεν ξέρω. Δεν τις έχω δει ποτέ μου ... » «Ροζάριο, μην ψεύδεσαι, αλλιώς θα σε κεραυνο
βολήσω, μα τον Θεό!» Οι τοίχοι του σπιτιού τρέμουν, πέντε πλακάκια του δαπέδου εκτοξεύονται. Η τσα- -ντίλα του Κυρίου φτάνει την έκτη βαθμίδα της κλίμα-
20
κας Ρίχτερ. Ο Ροζάριο γίνεται αλοιφή στο πάτωμα. «Κύριε, φτάνει, σε παρακαλώ! Σκέψου τον πόνο μου: αν με κεντήσεις, δεν θα ματώσω; ... Κι αν με χτυπήσεις, δεν θα κλάψω; ... Και μήπως δεν κλαίω όταν η Νάπολη πέφτει στη Β' Εθνική; Κι όταν τελειώνουν οι μπαταρίες του κινητού, δεν υποφέρω όπως όλοι; Κύριε, σε παρακαλώ, άκουσε: άκουσε τον πόνο μου!»
Και ο Προαιώνιος φαίνεται να τον ακούει: «Σωστά, Ροζάριο, έχεις δίκιο! Δεν αξίζει τον κόπο να χάνω χρόνο μαζί σου. Έχω καταλάβει πως δεν είσαι αυτό που νόμιζα. Δεν σου αξίζει να σωθείς, είσαι χειρότερος από τους άλλους. Και θα πεθάνεις μαζί τους!»
Σ' αυτά τα λόγια ο Ροζάριο χλομιάζει τρομοκρατημένος: «Κύριε, σε παρακαλώ, περίμενε! Μη φεύγεις έτσι! Να το συζητήσουμε μια στιγμή! Ποιος είπε πως ούτε εγώ σου κάνω; Ξέρεις, είμαι καλός χριστιανός ... »
«Και από πού το συμπεραίνεις αυτό;» Έπειτα από σύντομη σκέψη ο Ροζάριο την αμο
λάει: «Δεν διάβασα ποτέ ούτε τη Βίβλο ούτε το Ευαγγέλιο ... όπως όλοι οι καλοί χριστιανοί!»
«Αυτό δεν φτάνει!» βροντοφωνάζει ο Θεός θρυψαλιάζοντας όλο το σερβίτσιο των ποτηριών.
Ο Ροζάριο στύβει το μυαλό του: «Περίμενε, περίμενε, το βρήκα ... Δεν είμαι ρατσιστής! Μάλιστα, εγώ τους αγαπώ τους έγχρωμους: είμαι εντελώς νεκρόφιλος. Μικρός, όταν μου έλεγε η μαμά μου: "Άμα δεν κοιμηθείς, θα 'ρθει ο αράπης", εγώ έμενα επίτηδες ξύπνιος. Και όπως βλέπεις, κατέφθασαν στη χώρα μου σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια από δαύτους! Κι ε-
21
γώ τους αγαπώ όλους: στο φανάρι, όταν ο μαυροτσούκαλος έρχεται να μου πλύνει τα τζάμια του αυτοκινήτου, και τα τζάμια είναι βρόμικα γιατί μου τα έπλυναν στο προηγούμενο φανάρι, εγώ δεν λέω τίποτα. Καταφθάνει μ' αυτό το νερό που είναι ένα σίχαμα και, βζουμ βζουμ βζουμ, μου γεμίζει όλα τα τζάμια οριζόντιες και κάθετες γραμμές, κι εγώ δεν λέω τίποτα. Και την επόμενη φορά σταματάω τέσσερα μέτρα πριν από το φανάρι, για ν' αφήσω τον κακομοίρη τον μαυροτσούκαλο να ξεκουραστεί λιγάκι, όμως αυτός έρχεται καταπάνω μου και κοιταζόμαστε στα μάτια: εγώ πάω τέσσερα μέτρα πιο μπροστά, όμως αυτός με προλαβαίνει και μου πλένει τα τζάμια. Μήπως εγώ τσαντίζομαι, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζομαι».
Σιγά σιγά, καθώς ο Ροζάριο μιλάει, το δέρμα του γίνεται όλο και πιο μαύρο, με επιθυμία του Θεού, που διασκεδάζει πολύ παρακολουθώντας τη μεταμόρφωση. Ο Ροζάριο δεν το έχει πάρει είδηση και συνεχίζει να μιλάει: «Αγαπώ ακόμη και τον Αλβανό πρόσφυγα, εκείνον που περνάει με την ταμπελίτσα ''Είμαι πρόσφυγας και έχο έξι αδέρφια", και το έχω με όμικρον, για να δείξει πως είναι πραγματικός πρόσφυγας κι έτσι να εκμεταλλευτεί την προνομιακή του θέση ως πρόσφυγας. Και όταν μου λέει: "Ήρθα με το φουσκωτό ... " τσαντίζομαι εγώ, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζομαι, παρόλο που φουσκωτό έχω κι εγώ, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να πηγαίνω και να σπάω τ' αρχίδια του κοσμάκη!»
Ο Ροζάριο πλέον εκπέμπει μελανίνη απ' όλους
22
τους πόρους του. Είναι μαύρος σαν το άλογο του Ζορό. «Κι όταν με πλησιάζει ο Κούρδος πρόσφυγας μοστράροντας τη φωτογραφία των παιδιών του και μου λέει: "Δεν έχω λεφτά για να τα θρέψω", εγώ μένω ήρεμος, βγάζω τη φωτογραφία της πρώην συζύγου μου και απαντώ: "Ούτε εγώ έχω λεφτά για τη διατροφή αυτηνής!" Και τότε αυτός βγάζει όλο το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και μου λέει: "Εμείς οι μουσουλμάνοι έχουμε έξι ή εφτά πρώην συζύγους", τσαντίζομαι, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζομαι».
Ο Ροζάριο έχει γίνει πια μαύρος σαν το αυτοκίνητο του Μπάτμαν. Και ιδού, ως εκ θαύματος αρχίζει στο διαμέρισμά του μια συνέλευση της Κου Κλουξ Κλαν. «Κι αυτό αρκεί για ν' αποδείξεις πως είσαι καλός χριστιανός;» επεμβαίνει ο Θεός ακριβώς τη στιγμή που τέσσερις κουκουλοφόροι έχουν στριμώξει τον , Ροζάριο και πάνε να του βάλουν φωτιά.
«Όχι μόνο αυτό!» ουρλιάζει ο Ροζάριο πανικόβλητος, ενώ προσπαθεί να σβήσει τη φλεγόμενη πιτζάμα του. «Κύριε, είμαι και ειρηνιστής. Το σύνθημά μου είναι "Οι βίαιοι δηλητηριάζουν κι εσένα: απάνω τους!" Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, έλαβα μέρος σε μια διαδήλωση για την ειρήνη: ήταν υπέροχη! Κάναμε δυο ημέρες νηστεία, έπειτα ντυθήκαμε όλοι στα λευκά και κρατώντας πυρσούς κάναμε μια πορεία 25 χιλιομέτρων. Ξαφνικά κάτι νεοναζί σκίνχεντ που μας ακολουθούσαν από το δωδέκατο κιόλας χιλιόμετρο άρχισαν να μας φτύνουν. Ο ειρηνιστής που ήταν μπροστά από μένα έσκυψε και η ροχάλα με πέτυχε στο μάτι. Κοίταξα τον νεοναζί και του είπα: "Πρέπέι
23
να σου σπάσω τα δόντια με τον κασμά και να σου ανοίξω την κούτρα σου, για να σου δώσω να καταλάβεις πως είμαι κατά της βίας;" Αυτός ξανάφτυσε, ο ειρηνιστής ξανάσκυψε, και η ροχάλα με πέτυχε και στο άλλο μάτι».
Όσο ο Ροζάριο μιλάει, με επιθυμία του θεού γίνεται όλο και πιο μικρός, αλλά δεν το αντιλαμβάνε-· ται: «"Δέξου το στωικά", μου είπε ο ειρηνιστής που ήταν δίπλα μου. "Δεν έχω κασμά", απάντησα εγώ, "αλλά έχω πυρσό!" Και καθώς, αν κάποιος με χτυπήσει στο ένα μάγουλο, εγώ φροντίζω να τον ματοκυλίσω, του επιτέθηκα με τον πυρσό και προσπάθησα να του βάλω φωτιά. Αυτός την κοπάνησε, αλλά τον κυνήγησα ... »
«Ροζάριο, μα τι κάθεσαι και λες;» τον διακόπτει ο Πανάγαθος, κάπως σκανδαλισμένος.
«Συγγνώμη, Κύριε, συγχώρεσέ με, παρασύρθηκα από τον ενθουσιασμό ... » Ο Ροζάριο έχει πια δυόμισι πόντους ύψος και βρίσκεται μούρη με μούρη με την κατσαρίδα πατινέρ. Κοιτάζει τη μικρή Τερέζα και παραλίγο να πέσει ο ίδιος τέζα. Τον καταλαμβάνει τρόμος, τα μαλλιά του σηκώνονται κάγκελο. Η έκπληξη είναι μεγάλη και για την κατσαρίδα. Ξανακούγεται η φωνή του θεού: «Απορρίπτεσαι και ως φιλειρηνιστής, Ροζάριο! Και τώρα πρέπει οπωσδήποτε να �
πηγαίνω ... » Με τα μαλλιά ακόμη όρθια από τον φόβο, αλλά
ξανά στο 1,74 ύψος, ο Ροζάριο παίζει τα τελευταία του χαρτιά: «Κύριε, σε παρακαλώ, μια στιγμή! Ακόμη δεν σου έχω μιλήσει για την οικολογική μου στρά-
24
τευση! Στην οικολογία είμαι άπιαστος: έχω μαύρη ζώνη στην οικολογία! Είμαι πράσινος! Είμαι Οlκολόπαιδο». Πράγματι, μετά την εμπειρία με την κατσαρίδα, το χρώμα του Ροζάριο είναι πράσινο εμετί: «Έχω κάνει και εφευρέσεις που είχαν στόχο τη διάσωση του πλανήτη μας: σχεδίασα έναν πύραυλο πυρηνικής κεφαλής με αμόλυβδη, για να αποφεύγεται η μόλυνση. Εφηύρα και ένα κυνηγετικό ντουφέκι με την κάννη γυρισμένη 360 μοίρες, έτσι ώστε, όταν ο κυνηγός πυροβολεί, να αυτοκτονεί κατευθείαν. Είμαι πρώτης τάξεως οικολόγος, Κύριε: είμαι new age».
«Ψεύτη! Είσαι σαν όλους τους άλλους ανθρώπους: ένας ηλίθιος που καταστρέφει τον πλανήτη του! Το ξέρεις ότι είστε οι πιο μεγάλοι παραγωγοί σκουπιδιών του σύμπαντός μας;»
«Κύριε, δεν φταίω εγώ ... οι πολιτικοί αναπαράγονται από μόνοι τους, εγώ δεν έχω καμία σχέση!»
«Κρετίνε! Μιλάω για τα απορρίμματα!» «Μα εγώ δεν αφήνω ούτε απορρίμματα ούτε υπο
λείμματα ... μέχρι και παπάρες κάνω στη σάλτσα, για να μην αφήνω τίποτα όταν τρώω! Και με το μπαρδόν, αλλά δεν είσαι καλά πληροφορημένος: το σκουπιδαριό εμείς οι δυτικοί το στέλνουμε όλο στον Τρίτο κόσμο ... »
«Ντροπή σας! Έχετε δηλητηριάσει φυτά και ζώα. Το κρέας των μοσχαριών είναι τίγκα στις ορμόνες!»
«Το ίδιο και ο ξάδερφός μου η Μπέτυ, αλλά δεν παραπονιέμαι».
«Έχετε μολύνει όλη τη θάλασσα!» «Και βέβαια είναι μολυσμένη η θάλασσα, Κύριε!
2S
Όσο ο κόσμος συνεχίζει να φτύνει στη μάσκα του πριν πάει να βουτήξει, και να μην κάνει ντους πριν μπει στο νερό, η θάλασσα γεμίζει πιτυρίδα!»
«Βλάκα! Η θάλασσα είναι δηλητηριασμένη από τις δεκάδες τόνους πετρελαίου που πετάτε μέσα κάθε χρόνο. Σου φαίνεται σωστό;»
«Μα φυσικά και δεν είναι σωστό, Κύριε! Εγώ τους μισώ όσους το κάνουν αυτό! Έχω ένα Βόλβο δεκαέξι ετών που καίει σαν Ντακότα της Αεροπορίας. Ξέρεις πόσες φορές θα το φουλάριζα με όλο αυτό το πετρέλαιο;»
«Ηλίθιε! Τα ποτάμια είναι γεμάτα αφρό!» «Να βάλουμε μπουγάδα, Κύριε. Ας το εκμεταλ
λευτού με!». «Σκάσε, κρετίνε! Εσείς φταίτε για το φαινόμενο
του θερμοκηπίου ... » «Πάντα το 'λεγα, Κύριε: ο κόσμος θα πρέπει να
πάψει ν' αναπνέει, αυτοί οι κρετίνοι που κυκλοφορούν πεζοί στους δρόμους δημιουργούν μια ανυπόφορη φωτοσύνθεση. Πες τους να το κόψουν! Δεν τους το σύστησε δα και ο γιατρός ν' αναπνέουν!»
«Μα δεν καταλαβαίνεις ότι λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου η θερμοκρασία στον πλανήτη έχει αυξηθεί έναν βαθμό συγκριτικά με πριν από εξήντα χρόνια;»
«Το καταλαβαίνω, Κύριε, αν όμως οργανωθούμε λίγο, θα 'μαστε εντάξει ... Εγώ θα βγάλω τις κάλτσες μου!»
«Και για το Ελ Νίνιο δεν ανησυχείς;»
26
«Μα φυσικά, Κύριε, για τον Νίνιο, για τη Νίνια, για την Πίντα και για τη Σάντα Μαρία, αλλά ... »
«Το ξέρεις πως το επίπεδο της θάλασσας αυξάνει τρία εκατοστά κάθε χρόνο;»
«Ησύχασε, Κύριε! Θα βάλω την πετσέτα λίγο πιο ψηλά και λύνεται το πρόβλημα».
«Υπάρχουν πυρκαγιές παντού. Κάθε χρόνο καίγεται η Ελβετία!»
«Ας ευχαριστήσουμε την Παναγιά, Κύριε, που καίγεται η Ελβετία».
«Μα όχι, βρε κρετίνε, τι κατάλαβες; Εννοώ μια επιφάνεια ίση με της Ελβετίας! Δεν καταλαβαίνεις απολύτως τίποτα και δεν σου αξίζει να σωθείς! Θα πνιγείς μαζί με όλους τους άλλους. Τέτοια τιμωρία σάς αξίζει που μου τρυπήσατε το όζον με τα ηλίθια τα αποσμητικά σας! Αντίο, Ροζάριο, θα ξανασυναντηθούμε στον ουρανό!»
Ο Ροζάριο κλαίει, ξεσπάει σε αναφιλητά: «Κύριε, περίμενε! Έλεος, εμείς δεν θέλαμε να τρυπήσουμε το όζον, αλήθεια! Πάντως τα αποσμητικά δεν είναι ηλίθια όπως λες εσύ ... Μιλάς έτσι γιατί δεν βρέθηκες ποτέ σε λεωφορείο τον Αύγουστο. Υπάρχει κόσμος που έχει σταλακτίτες κρεμασμένους από τις μασχάλες του! Εγώ, σου τ' ορκίζομαι, δεν χρησιμοποιώ αποσμητικό' χρησιμοποιώ το Αρμπρ Μαζίκ, εντάξει; Εντάξει, Κύριε; Κύριε; ... Μ' ακούς; Κύριε;»
Αλλά ο Κύριος δεν απαντάει. Ο Ροζάριο επιμένει: «Κύριε, πού είσαι;» Παντού σιωπή. Ο Ροζάριο κοιτάζει σε όλα τα δωμάτια, όμως από τον Πανάγαθο δεν υπάρχει ίχνος. Τότε ανοίγει διάπλατα τα Πά-
27
ράθυρα και κοιτάζει ψηλά, με την ελπίδα μήπως καταφέρει κάτι να δει, να συλλάβει ένα ίχνος απ' ό,τι μόλις έγινε. Αλ.λά δεν βλέπει τίποτα: η ημέρα έχει σχεδόν τελειώσει, ο ήλιος δύει και ο ουρανός έχει το κόκκινο της φωτιάς. Ο Ροζάριο αναστενάζει σιγανά και παρατηρεί: «Ξημερώνει και βραδιάζει, και η ζωή μας δεν αλλάζει». Έπειτα κατεβάζει μια νταμιτζάνα Ταβόρ και πέφτει στο κρεβάτι.
Και ο Θεός βλέπει πως όλα αυτά είναι αποκαρδιωτικά. Και είναι και πάλι νύχτα.
28
Ημέρα δεύτερη
Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο έχει μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του είναι τόσο έντονοι, ώστε δεν έχει σακούλες κάτω από τα μάτια του: τις έχει από πάνω. Το πρόσωπό του έχει ένα θλιβερό πράσινο-ακτινιδί χρώμα. Το κεφάλι του τον πονάει, τα αφτιά του σφυρίζουν και στο στόμα του έχει μια γεύση από μύδια σαγανάκι που τους παράπεσε το πιπέρι. Ο Ροζάριο παραπονείται: «Παναιτσα μου, τι νύχτα και τούτη! Και τι ονείρατα ... Ο κατακλυσμός, η τρύπα του όζοντος, οι κατσαρίδες, και ο Πανάγαθος να μιλάει, να μιλάει ... Σκέτος εφιάλτης!» Και να σου που βροντάει ξανά η γνωστή φωνή:
«Καιρός σου ήταν να ξυπνήσεις!» Ο Ροζάριο τινάζεται και δίνει μια κεφαλιά στον
καθρέφτη, που σπάει με πάταγο σε χίλια κομμάτια. Ο Ροζάριο σηκώνει το πρόσωπό του προς τον Κύριο και ουρλιάζει: «Ω Θε μου, ώστε είναι αλήθεια!»
Ο Πανάγαθος τον κοιτάζει στο πρόσωπο και ουρλιάζει κι αυτός με τη σειρά του: «Ω, εαυτέ μου! Μα τι σου συνέβη; Έχεις το μαύρο σου το χάλι!!»
'
29 .
«Εσύ ειδικά με ρωτάς τι μου συνέβη; Πρώτα με τρομοκρατείς με την ιστορία του κατακλυσμού, έπειτα εξαφανίζεσαι λέγοντας ότι δεν θα ξαναγυρίσεις πια, έπειτα γυρνάς και, κοίτα να δεις γκαντεμιά: σπασμένος καθρέφτης σημαίνει εφτά χρόνια γρουσουζιά! Κι αυτή δεν είναι παρά μόνο η δεύτερη ημέρα! /Ιντα ματαγυρεύγεις επαέ;»
Ο Πανάγαθος δεν καταλαβαίνει: «Πώς είπες;» Ο Ροζάριο δυσφορώντας: «Μα τι πάνσοφος είσαι,
που δεν ξέρεις ούτε ξένες γλώσσες; Ρώτησα τι κάνεις πάλι εδώ! Δεν ήθελες να ψάξεις για κάποιον πιο κατάλληλο από μένα να τον σώσεις;»
Ο Πανάγαθος συγκατανεύει απαρηγόρητος. «Και αυτό έκανα! /Εψαξα πρώτα στον "Χρυσό Οδηγό", στην κατηγορία Καλοί άνθρωποι, αλλά δεν βρήκα κανέναν. Τότε κοίταξα στη λέξη Κατασκευαστές κιβωτών, αλλά δεν υπάρχει καν η κατηγορία ... βρήκα μόνο Κατασκευαστές κιβωτίων, αλλά τι να τους κάνω; Από κιβώτια έχει γεμίσει ο κόσμος! Σκέφτηκα να κοιτάξω στη λέξη Υδραυλικοί, όμως είναι σκέτη αντίφαση, κι ύστερα όλοι το ξέρουν: τους υδραυλικούς δεν τους βρίσκεις ποτέ! Τότε άφησα τον "Χρυσό οδηγό" και υιοθέτησα την τεχνική του πόρτα-πόρτα, όμως δεν μου πέτυχε καθόλου. /Εναν τον ξύπνησα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα κι έπαθε έμφραγμα. /Ενας άλλος μου είπε: ''Είμαι άθεος. Θα μ' αφήσεις να κοιμηθώ ή θα φωνάξω την αστυνομία;" Τότε σκέφτηκα να πάω σ' έναν παπά. Τον ξύπνησα, όμως αυτός μου είπε: "Δεν το πιστεύω, δεν πά' να κατέβει κι ο ίδιος ο Πανάγαθος!" Επιτέλους βρήκα έναν που κάθισε να
30
με ακούσει και του μιλούσα για μία ώρα. Καθόταν πολύ προσεχτικός, αλλά δεν καταλάβαινε τι του γίνεται. Στο τέλος ανακάλυψα πως ήταν Κινέζος και μάλιστα ταο'ίστής! Απευθύνθηκα και σ' ένα παιδάκι: εμφανίστηκα μπροστά του από το πουθενά και, για να το καθησυχάσω, του εξήγησα πως δεν πειράζω κανέναν, δεν πυροβολώ, δεν σκοτώνω τέρατα, και ξέρεις τι μου απάντησε; Πως είμαι μια παλιά και ξεπερασμένη δισκέτα και με έσβησε μ' ένα μαραφέτι που λέγεται Joyshick!»
Ο Ροζάριο επεμβαίνει διορθώνοντάς τον: «Λέγεται Joystick, Κύριε ! »
Ο Πανάγαθος μοιάζει μπερδεμένος και πικραμένος: «Μα εγώ δεν δημιούργησα τίποτα τέτοιο! Τι σόι πράγμα ε ίναι;»
«Τι θα πει τι σόι πράγμα είναι, Κύριε ! Είναι δυνατόν να μην ξέρεις το PlayStation;»
Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του απαρηγόρητος: «Συνειδητοποίησα πως δεν ξέρω ένα σωρό πράγματα, Ροζάριο. Αυτός ο κόσμος έχει ξεφύγει από τον έλεγχό μου, δεν τον καταλαβαίνω πια! Κάποιος θα 'πρεπε να μου εξηγήσει, να με διδάξει . . . Ένας καθηγητής, εν ολίγοις!»
«Άσ' το καλύτερα !» τον διακόπτει ο Ροζάριο. «Δεν τους ξέρεις εσύ τους καθηγητές».
«Κακές εμπειρίες;» ρωτάει ο Πανάγαθος. «Αξέχαστες», απαντάει ο Ροζάριο. «Πώς θα μπο
ρούσα, ω Κύριε, να ξεχάσω τη φιλόλογό μου; Ήταν αστοιχείωτη σαν κούτσουρο: λεγόταν Μαρίνα Παρωλαυτά. Είχε ορθογραφικό λάθος ακόμα και στο όνό-
31
μά της! Δίδασκε Νέα, Αρχαία και Λατινικά, γιατί ήταν πτυχιούχος της γεωπονικής με ε ιδίκευση στην οινολογία. Το μόνο που ήξερε από λατινικά ήταν ''!η νίηο veritas"! Μας έδινε πάντα το ίδιο θέμα έκθεσης: Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Ήταν πάντα μεθυσμένη, και όταν δεν ήταν μεθυσμένη, ήταν θυμωμένη: τη φωνάζαμε Υ στερίξ, η κότα. θυμάμαι και την καθηγήτρια των αγγλικών: Τερέζα Τσερέτα από την Κατάνια. Ύστερα από οκτώ χρόνια αγγλικών ξέραμε μόνο πού ήταν το στυλό, και ήταν πάντα "οη the table", και ότι το σκυλί της θείας μου λεγόταν Μπομπ. Άσε, δε, που αυτή η πληροφορία ήταν ψεύτικη: η θεία μου ποτέ δεν είχε σκύλο! Είχε τέτοια αγγλική προφορά που, και να 'χαμε μάθει στην εντέλεια ό,τι μας δίδασκε, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ούτε με το καστ της ταινίας Ο Νονός. θυμάμαι όταν μας έλεγε: "Πάρτε το βιβλίο και ανοίξτε το στη σελίδα σισιουάν" ... Έμοιαζαν πιο πολύ κινέζικα παρά εγγλέζικα! Για να μάθουμε πέντε κουβέντες, στα δεκάξι μας υποχρεωθήκαμε να πάμε και να μαστουρώσουμε στο Λονδίνο. Στην εποχή μας τα αγγλικά δεν ήταν η γλώσσα των κομπιούτερ, ήταν η γλώσσα των Μπιτλς. Αλλά χάρη στην Τσερέτα δεν καταλαβαίναμε ούτε τα τραγούδια των Γουές και Ντόρι Γκέτσι, που μιλούσαν πάνω κάτω στη γλώσσα μας. Ήταν ωστόσο πανέμορφη κοπέλα: περνούσαμε όλη μας την ώρα κοιτώντας κάτω από την έδρα, προσπαθώντας να δούμε την κιλότα της, και κάθε φορά που έλεγε: "Προσοχή πού βάζετε τη γλώσσα σας", στην τάξη γέλαγε και το παρδαλό κατσίκι. Πάντως, κάτι η κιλότα
32
και κάτι η προφορά της Τσερέτα, ακόμη και σήμερα δεν καταφέρνω να καταλάβω ούτε ότι το σωσίβιο βρίσκεται κάτω από το κάθισμα.
»Έπειτα είχαμε τον Έκτορα Λορούσο, τον μαθηματικό. Σήκωνε πάντα στον πίνακα την Ντανιέλα Μολάτσα και της ζητούσε να γράψει όσο πιο ψηλά μπορούσε. Όσο περισσότερο η Ντανιέλα τεντωνόταν για να γράψει πιο ψηλά, τόσο περισσότερο η μίνι φούστα της ανέβαινε και τόσο αυτός γλιστρούσε προς τα κάτω στην καρέκλα του και γέμιζε σάλια και ιδρώτα: ήταν ένα είδος καθηγητή λυκάνθρωπου. Παρά τα ξόρκια και τα μαντζούνια, μόλις έβλεπε την Ντανιέλα και τη φούστα της μεταμορφωνόταν: μάκραινε η γλώσσα του, τα μαλλιά του καρφώνονταν σαν πρόκες στο κρανίο του και έπεφτε σε έχσταση: σαν δαιμονισμένος. Η Ντανιέλα όμως ε ίχε ε ίκοσι στα μαθηματικά, κι ας μην ήξερε ούτε πώς γράφεται τό
33
είκοσι. Μπορεί να ήξερες να υπολογίσεις ένα ολοκλήρωμα απέξω κι ανακατωτά, μα χωρίς το μίνι δεν έπιανες ούτε τη βάση. Εγώ όχι μόνο δεν φόραγα μίνι, αλλά ούτε που ήξερα να υπολογίσω το ολοκλήρωμα! Από δω το 'χα από κει το 'χα, εξαιτίας του μίνι της Ντανιέλας, σήμερα δεν ξέρω ούτε την προπαίδεια! Αν η Μαίρη Κουάντ δεν είχε εφεύρει το μίνι την περίοδο που πήγαινα σχολείο, ίσως σήμερα να ήμουν μηχανικός, με πτυχίο από τη Φιλαδέλφεια, έχοντας υποστηρίξει τη διπλωματική μου εργασία στ' αγγλικά. Δε βαριέσαι! Έπειτα υπήρχε και ο καθηγητής της γυμναστικής: Ο Νικόλα Κολαπίκο. Τα αγαπημένα του σπορ ήταν: ίππος, σουιπστέικ, τζόκερ και λόττο. Ήταν απόφοιτος του ΙΣΕΦ*, Ινστιτούτο Στοιχημάτων για Επίτιμους Φαυλόβιους. Ερχόταν μια φορά στις εφτά. Κάποτε μας έστειλαν τον αναπληρωτή του, γιατί ο ίδιος είχε ζητήσει άδεια μητρότητας. Δεν ερχόταν στο σχολείο ντυμένος σαν καθηγητής της γυμναστικής, αλλά σαν υπάλληλος του υποθηκοφυλακείου: γκρι κουστούμι, μοκασίνια, λευκά καλτσάκια και δάχτυλα κίτρινα από την απαραίτητη νικοτίνη. Καθόταν σε μια καρέκλα κι έλεγε: "Παιδιά, σήμερα δεν θα σας πω τίποτα: θέλω να δω τι μάθατε τις προηγούμενες μέρες!", φόραγε τα μαύρα του γυαλιά και το 'ριχνε στον ύπνο. Όταν είχε καλό καιρό, παίζαμε μπάλα στην αυλή, όταν είχε κακό καιρό, παίζαμε μπάλα στον διάδρομο. Η μόνη απαίτηση για την ώρα
* Σ.τ.Μ.: ISEF: είναι τα αρχικά της Ιταλικής Γυμναστικής Ακαδημίας.
34
της γυμναστικής ήταν να ιδρώνουμε, κι εμείς τα καταφέρναμε περίφημα: πλακωνόμασταν στο ξύλο από την αρχή της ώρας μέχρι το τέλος, ή τρέχαμε πίσω από τα κορίτσια στις γυναικείες τουαλέτες. Δεν θυμάμαι ποιον είχαμε καθηγητή στα θρησκευτικά, αλλά στο σχολείο μου, και ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης να ήταν, κανείς δεν θα είχε φέρει αντίρρηση. Η διαφορά ανάμεσα σε παιδαγωγό και παιδόφιλο δεν υπήρχε, αυτά τα δυο ταυτίζονταν. Για να διδάξει κανείς στο σχολείο μας, έπρεπε να περάσει εξετάσεις βιασμού και άσκησης βίας. Το συμβούλιο των καθηγητών μας θα μπορούσε κάλλιστα να συνεδριάζει στην Τρανσυλβανία και να έχει επίτιμο προσκεκλημένο τον Γκοτζίλα! Όποιος ήξερε να γράφει ή να διαβάζει δεν έκανε για καθηγητής και αποκλειόταν. Όπως λέει και η παροιμία "Ξύλο απελέκητο για δασκαλίκι πήγε", και στο σχολείο μας αυτό το ακολουθούσαν κατά γράμμα! Θυμάμαι μια φορά, έγινε ένα συνέδριο ενάντια στην εργασία των ανηλίκων. Όλοι οι καθηγητές μας ήταν, βέβαια, κατά της εργασίας των ανηλίκων: προτιμούσαν τη δουλεία και ευχαρίστως θα μας πουλούσαν στους Τουαρέγκ. Θα μας έβαζαν να ράβουμε μπάλες, αλλά όχι όπως γίνεται τώρα στον Τρίτο κόσμο: θα μας έβαζαν να τις ράψουμε από το εσωτερικό, έτσι ώστε να μείνουμε κλεισμένοι μέσα! Στον πολιτισμένο κόσμο η διδασκαλία είναι μια πράξη αγάπης: για τους δικούς μου καθηγητές ήταν η τελευταία τους ελπίδα».
«Χμ», σχολιάζει ο Θεός, «αν πρέπει να βρω έναν
35
τέτοιο καθηγητή, καλύτερα να κρατήσω εσένα γι' αυτή τη δουλειά!»
«Κύριε, ε ίμαι πραγματικά ενθουσιασμένος για την εκτίμηση που δείχνεις στο άτομό μου και μπροστά στην επιμονή σου οφείλω να υποχωρήσω αναγκαστικά.. . Θα αναλάβω εγώ να σου εξηγήσω πώς πάνε τα πράγματα πάνω στη γη, σύμφωνοι; Και ίσως σε πείσω να μην κάνεις αυτόν τον κατακλυσμό, τι λες;» Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του, όμως ο Ροζάριο επιμένει. «Χμ, βέβαια, εφτά ημέρες είναι λίγες, αλλά . . . »
«Έξι ημέρες, Ροζάριο! Αυτή τη στιγμή μάς μένουν μόνο έξι ημέρες !»
«Αμάν, Θεούλη μου! Κατακλυσμός ε ίναι αυτός ή γραμμάτιο; Λοιπόν εμπρός, ας μη χάνουμε χρόνο. Τι θέλεις να σου εξηγήσω που δεν κατάλαβες;»
Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του κι έπειτα: «Κατ' αρχάς, γιατί όταν ξυπνούσα τον κόσμο τη νύχτα, μου έλεγαν κάτι πολύ παράξενα πράγματα;»
Ο Ροζάριο όλο περιέργεια: «Σαν τι δηλαδή, Κύ-. ριε;»
«Ένας μου είπε: "Συγχαρητήρια για την εκπομπή σας !" Ένας άλλος επέμενε: "Μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο;" Ένας τρίτος με ρώτησε : "Μήπως είσαι ο Πάολο Μπονόλις, ο τηλεπαρουσιαστής;" Κι εγώ του είπα: "Όχι, εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, στη γη, απανταχού". Κι αυτός: "Άρα είσαι ο Μπονόλις! "»
«Πρέπει να τους συγχωρέσεις», απαντά ο Ροζά-
36
ριο. «Δεν είναι συνηθισμένοι να μιλούν με τον Πανάγαθο, νόμιζαν πως βρίσκονται στην τηλεόραση !»
«Και τι είναι αυτό;» ρωτάει ο Θεός. «Τι είναι ποιο;» λέει ο Ροζάριο. «Η τηλεόραση, Ροζάριο, αυτό το πράγμα που εί
πες: η τηλεόραση. Τι είναι;» «Η τηλεόραση, Κύριε: πώς είναι εκείνο το φωτει
νό τρίγωνο που έχεις εσύ στο κεφάλι σου; Ε, εμείς έχουμε ένα φωτεινό τετράγωνο στο σαλόνι μας. Κατάλαβες;»
«Όχι! Όμως κάτι έτυχε ν' ακούσω . . . Α ναι: μου έχουν πει πως είναι πολύ βίαιη, είναι αλήθεια;»
«Όχι, Κύριε, το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Ένα σίχαμα είναι η τηλεόραση, αυτό είναι το πρόβλημα! Ειδικά κάποιες ώρες. Είναι βράδυ, κάθεσαι να φας ένα πιάτο μακαρόνια, ανοίγεις την τηλεόραση και το πρώτο πράγμα που εμφανίζεται στην οθόνη ποιο είναι; Μια όμορφη κοπέλα καβάλα σ' ένα στρώμα, με τη φίλη της να την κατσαδιάζει: "Μα πώς, ακόμη χρησιμοποιείς σερβιέτες αυτών των διαστάσεων; Κοίτα, σήμερα τις φτιάχνουν μικρούτσικες και με φτερά! " Επομένως, Κύριε, αν δεις κάποιον να πετάει, δεν είναι άγγελος: είναι γυναίκα που έχει περίοδο! Και αυτό σου το εξηγούν ακριβώς πάνω στην ώρα του βραδινού, ενώ εσύ τρως τη μακαρονάδα σου. Έπειτα εξαφανίζονται οι κοπέλες και στην οθόνη εμφανίζεται μια κυρία μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, να λέει σε μια φίλη της: "Κοίτα εδώ τον κώλο του μωρού μου: μοιάζει με ουρακοτάνγκου ! Έχω δοκιμάσει τα πάντα: σφυρί, σμίλη, καλέμι . . . δεν γίνεται τίποτα! Κι εί-
37
ναι και θεοβρόμικο! " Και η φίλη της: "Πρέπει να δοκιμάσεις τις πάνες Όμορφο Μωρό: το παιδάκι μπορεί να πνίγεται εκεί μέσα, όμως απέξω δεν βγαίνει τίποτα!" Εσύ κοιτάς η μακαρονάδα σου, που με τη σειρά της κοιτάζει εσένα, και οι δυο μαζί κοιτάτε τον κώλο του μωρού. Η πείνα αρχίζει να σου φεύγει. Παίρνεις ένα ποτήρι γκαζόζα, για να καταπιείς το μακαρόνι που σου 'χει κάτσει στον λαιμό, και στο μεταξύ στην οθόνη εμφανίζεται ένα άλλο παιδάκι που σε κοιτάζει και λέει: 'Ή μασέλα του παππού μου βγάζει φυσαλίδες !" Σ' αυτό το σημείο, η γκαζόζα σού βγαίνει και από τα αφτιά. Όμως το πράγμα δεν λέει να τελειώσει εδώ, γιατί το παιδάκι μοιάζει με αγγελούδι, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα καθαρματίδιο, μια και δεν χρησιμοποιεί την οδοντόκρεμα με έξτρα-σούπερ-δυνατό φλουοράιτ! Κατά συνέπεια έχει μια ανάσα που δεν είναι απλώς βαριά: είναι ένα ε ίδος φλόγας για οξυγονοκόλληση ! Οι μαργαρίτες στο πέρασμά του δεν μαραίνονται: αποκτούν απευθείας περμανάντ. Η πείνα σού έχει πλέον περάσει εντελώς, το στομάχι σου αρχίζει να κλείνει, όταν στην οθόνη εμφανίζεται ένα σμήνος νοικοκυρές, ιδρωμένες σαν μεταλλωρύχοι, που βρίζουν σαν φορτηγατζήδες και καθαρίζουν μια κουζίνα που είναι σκέτος βόθρος. Και ιδού, καταφθάνει ένας σούπερήρωας που μ' ένα πέρασμα αυξάνει την κουζίνα κατά εφτά τετραγωνικά μέτρα, τόση ήταν η γλίτσα που ε ίχε μαζευτεί πάνω στους τοίχους. Ο σούπερ-ήρωας πετάει μετά προς τον καμπινέ, όπου κρύβονται οι τρομεροί, φοβεροί, φρικτοί εχθροί της υγιεινής. Εσύ
38
σκέφτεσαι: θα είναι σωστά τέρατα, κι όμως όχι! Είναι κάτι μικρούτσικα, έως και συμπαθή ανθρωπάκια, μόνο που κατοικούν στον καμπινέ: με τα σπιτάκια τους, τις ομπρελίτσες τους, κάνουν ηλιοθεραπεία: μέσα στη λεκάνη ! Που έτσι και συννεφιάσει, Κύριέ μου, δεν θέλω ούτε να σκεφτώ τι πρόκειται να συμβεί. Και κάθονται και ψαρεύουν! Ψαρεύουν μέσα στη λεκάνη, που εάν και εφόσον τσιμπήσει κάτι, αυτό το ψάρι ποιος θα το φάει; Τότε εσύ ξανακοιτάς τη μακαρονάδα σου και η μακαρονάδα ξανακοιτάζει εσένα. Το στομάχι σου έχει δεθεί κόμπος. Η πείνα σού έχει περάσει σχεδόν εντελώς, έλα όμως που θέλουν να σου δώσουν τη χαριστική βολή . Στην οθόνη εμφανίζεται κάποιος που δεν χρησιμοποιεί τη σωστή αλοιφή κι έχει στη μούρη του κάτι μπιμπίκια μεγάλα σαν πίτσες ναπολιτέν, σαν σου με κρέμα, σαν ριγκατόνι με σάλτσα ντομάτας. Και καθώς δεν χρησιμοποιεί ούτε το σωστό σαμπουάν, έχει τόση πιτυρίδα στο σακάκι του . . . μα τόση πολλή, που τα Χριστούγεννα στήνει τη φάτνη στον ώμο του, με ολόκληρο σκι-λιφτ που ανεβαίνει μέχρι το αφτί του . . . »
Ο Κύριος, αηδιασμένος, τον διακόπτει: «Μα καλά, αυτή η τηλεόραση δεν έχει έναν διακόπτη για να κλείνει;»
«Αμέ ... » απαντά ο Ροζάριο. «Αλλά δεν την κλείνουμε ποτέ . . . το πολύ πολύ να αλλάξουμε κανάλι! »
«Και με τα άλλα κανάλια σού ξανάρχεται η όρεξη;»
«Όχι, Κύριε, με τα άλλα κανάλια γίνεσαι τελείως ανορεξικός !»
39
Ο Πανάγαθος ξεσπά: «Μα τότε είστε κρετίνοι! Ευτυχώς που πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, όταν ήρθε ο γιος μου στη γη, αυτό το πράγμα δεν υπήρχε, αλλιώς κοίτα: αν τον έπιανα να βλέπει τηλεόραση;. Θα τον έκανα τουλούμι στο ξύλο!»
«Κοίτα», απαντά ο Ροζάριο, «αν ο γιος σου ξαναγεννιόταν σήμερα, όχι μόνο τηλεόραση θα έβλεπε κάθε μέρα, αλλά μ' έναν πατέρα τόσο διάσημο θα ήταν πάντα μέσα! Θα του έκαναν τον βίο αβίωτο . . . Το φαντάζομαι κιόλας. "Από το κατά Αιμίλιον Ευαγγέλιο: και τώρα ένα έκτακτο δελτίο για να αναγγείλουμε στον κόσμο ότι σ' έναν σταθμό του μετρό γεννήθηκε ένα παιδί! Περισσότερες λεπτομέρειες μετά τις διαφημίσεις". Εν τω μεταξύ δέκα τηλεοπτικά συνεργεία καταγράφουν τη σκηνή κατά την οποία οι Τρεις Μάγοι, μαζί με τους χορηγούς, επισκέπτονται το μωρό. Είναι μια συγκινητική σκηνή, που μεταδίδεται από τη Γιουροβίζιον: οι Τρεις Μάγοι χτυπούν και ο, Ιωσήφ ρωτάει: "Ποιος είναι;" "Οι Μάγοι", απαντούν αυτοί. "Με τα δώρα;" "Αν έχετε μαζέψει όλα τα κουπόνια! " Και η χορωδία των αγγέλων τραγουδά νανουρίσματα: "Don't cry for us, Jesus! " Και μετά τους Τρεις Μάγους καταφθάνει ο Μάικλ Τζάκσον, αλλά οι σεκιουριτάδες τον σταματούν: "Εσύ καλύτερα να μείνεις μακριά από το μωρό . . . " Και όλα τα πρόσωπα της φάτνης κάνουν καριέρα: Ο Ιωσήφ είναι μόνιμος προσκεκλημένος σε όλα τα τοκ-σόου. Η Παναγία εμ_· φανίζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού "Το παιδί μου κι εγώ". Ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαφημίζει πατατάκια. Το βόδι προσλαμβάνεται διευθυντής φιλο-
40
δεξιάς εφημερίδας και ο γάιδαρος εκλέγεται δήμαρχος σ' ένα χωριό κοντά στο Μπέργκαμο. Στη συνέχεια ο Ιησούς μεγαλώνει και πάει στο σχολείο, και ο διπλανός του στο θρανίο τον ρωτάει:
»"Πώς σε λένε;" »"Ιησού. Εσένα;" »"Εμένα Πιερσίλβιο", απαντάει ο συμμαθητής
και συνεχίζει: "Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;" »"Είναι Θεός. Ο δικός σου;" »"Το ίδιο", απαντάει ο Πιερσίλβιο. »"0 δικός μου ο μπαμπάς δημιούργησε τη Γη",
λέει ο Ιησούς. »''0 δικός μου τη Φίνινβεστ"* . »"0 δικός μου ο μπαμπάς είναι αδιάφθορο πνεύμα". »"Άσε καλύτερα", λέει ο Πιερσίλβιο, "ας μην α-
σχοληθούμε μ' αυτό το θέμα". »''0 μπαμπάς μου έχει μια αυλή με χιλιάδες αγί
ους", επιμένει ο Ιησούς. »"Τον μπαμπά μου", απαντά ο Πιερσίλβιο, "τον
φλερτάρει πολύ ο Άγιος Βίκτωρ"* *. »''0 μπαμπάς μου υπήρχε από πάντα και θα υ
πάρχει για πάντα", λέει ο Ιησούς. »"Γαμώτο", σκέφτεται από μέσα του ο Πιερσίλ
βιο, "συνάντησα τον γιο του Αντρεότι!" Το σκέφτε-
* Σ.Τ.Μ.: Όμιλος εταιρειών του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. ** Σ.Τ.Μ.: Ονομασία φυλακής του Μιλάνου, στην οποία κα
τέληξαν πολλοί επιχειρηματίες και πολιτικοί αναμεμειγμένοι στην υπόθεση Καθαρά Χέρια.
41
ται λίγο και προσθέτει αλαζονικά: ''Ο μπαμπάς μου είναι ιδιοκτήτης της Μίλαν".
»"Κι είχα μια σκασίλα!" απαντά ο Ιησούς. "Εγώ ε ίμαι οπαδός της Π.Α.Ε. Βηθλεέμ!"
»"Τότε ο Πιερσίλβιο ξεσπά: "Α γαμήσου, κομουνιστή ! ! ! "
»Περνά ο καιρός, ο Ιησούς μεγαλώνει και συχνάζει στην ντισκοτέκ της οικογένειάς του: "The Paradise". Κι εδώ αρχίζει τα θαύματα. Πηγαίνει στο μπαρ και παραγγέλνει: "Τρία Νεγκρόνι!" "Μα εσείς είστε δώδεκα!" ενίσταται ο μπάρμαν. Τότε ο Ιησούς εκ θαύματος μετατρέπει τα τρία Νεγκρόνι σε δώδεκα νεγράκια που αρχίζουν να χορεύουν μπρέικ ντανς και τα δώδεκα. Ύστερα ο Ιησούς παίρνει το ψωμί, το κομματιάζει και λέει: "Παιδιά, φέρτε μου τη Μερέντα, γιατί όταν καπνίζω τσιγαρλίκια, μου ανοίγει η όρεξη και από την πείνα με βλέπω φαντάρο!" Τότε και ο Ματθαίος λέει: "Κι εγώ έχω μια πείνα που δεν σε βλέπω", και εκ θαύματος ο Ιησούς τα καταφέρνει έτσι ώστε η πείνα να βλέπει. "Θαύμα!" λένε όλοι. "Ξανάδωσε το φως στην πείνα!" Και ο Ματθαίος πανηγυρίζει: "Θαύμα, τώρα έχω μια πείνα που σε βλέπω! " Φουντωμένος από ενθουσιασμό ο Πέτρος έχει μια ιδέα: "Παιδιά, πάμε όλοι να το γιορτάσουμε πετώντας πέτρες από τη γέφυρα! " /Ομως ο Ιησούς τον μπλοκάρει: "Πέτρο, εσύ είσαι ο Πέτρος, όμως αν σε πιάσω να πετάς μια πέτρα στον κόσμο που περνάει κάτω από τη γέφυρα, θα σε βάλω να περάσεις έξι χιλιάδες χρόνια στο καθαρτήριο μόνος σου με συντροφιά τη Θάτσερ!" Και προσθέτει: "Παιδιά, αφήστε τις
42
βλακείες . . . ακολουθήστε με κι εγώ θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων!" Και αμέσως η Μαγδαληνή, με τις γόβες-στιλέτο, φωνάζει ενθουσιασμένη: "Ν' αγιάσει το στόμα σου". Ώσπου ο Ιησούς ενηλικιώνεται, αρχίζει το κήρυγμα και ιδού η καταστροφή. Ο Ιησούς αρχίζει να λέει: "Είναι πιο δύσκολο ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, παρά μια γκαμήλα στη σχισμή μιας βελόνας! " Και να που αρχίζει η κάμψη σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου, μέχρι που στην Τζένεραλ Μότορς κατασκευάζουν μια βελόνα τριάντα έξι μέτρα ύψος με μια σχισμή δώδεκα τετραγωνικών μέτρων, και τα χρηματιστήρια ανακάμπτουν. Ο Ιησούς λέει: "Μακάριοι οι πτωχοί!" Κι όλοι: "Έχει χαβαλέ ο τύπος ! Άκου τι βλακείες τσαμπουνάει !"
»0 Ιησούς συνεχίζει: ' 'Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω". Του 'ρχεται μια τουβλιά κατευθείαν στα δόντια και όλοι μαζεύονται γύρω του και λένε : "Σμάιλ, είναι η κάντιτ κάμερα!" Μέχρι που μια μέρα τον προσλαμβάνουν στη Φίνινβεστ για να κάνει το περίφημο νούμερο με τον Λάζαρο. Σε απευθείας μετάδοση ο Ιησούς διατάζει: "Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει !" Αλλά ο παραγωγός τον διακόπτει: "Στοπ! Σταματήστε ! Ακούστε να δείτε, εμείς έχουμε σπόνσορα, επομένως εσείς θα πρέπει ευγενικά να πείτε: 'Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει άνετα με τα Λάμπερτζακ', και μην κοιτάτε την κάμερα δύο, κοιτάτε την τρία . .. "
»Όμως ο Ιησούς αρνείται. Τότε οι χορηγοί αφήνουν την εκπομπή. Ο Σύλλογος Βιομηχάνων καταδικάζει τον Ιησού εις θάνατον. Ο Ιούδας κρεμιέται στο
43
δέντρο. Ο Πέτρος, πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές, κλείνει συμβόλαιο με τη RAI για μια σειρά ντοκιμαντέρ ιχθυολογικού ενδιαφέροντος: Τα χρυσόψαρα, οι λιβανωτοί οξύρρυγχοι και οι σμύρνες. Ο Ιησούς λόγω συμβολαίου δεν μπορεί ν' αναστηθεί σε τρεις ημέρες, αλλά στις δεκαεφτά Νοεμβρίου, στις 20.50, κατά τη διάρκεια του βραδινού δελτίου ειδήσεων ... Αυτά, Κύριε, θα συνέβαιναν εάν ο γιος σου γεννιόταν σήμερα!»
Ο Πανάγαθος συγκατανεύει, αρκετά εντυπωσιασμένος: «Οφείλω να παραδεχτώ πως ε ίσαι πολύ πειστικός, Ροζάριο ... Το ξέρεις ότι έμοιαζες με επαγγελματία σπίκερ;»
Του Ροζάριο του φωτίζεται το πρόσωπο: «Α, Κύριε, σε λίγο καιρό θα ε ίμαι ! Μέχρι τώρα έκανα μόνο κάτι μικροπράγματα για το TMC . . . » «Το TeleMonteCarlo;» ρωτάει ο Πανάγαθος, και ο Ροζάριο: «Όχι, Κύριε, το TeleMonteColopetinitsa, έναν τοπικό σταθμό, αλλά με μεγάλη ακροαματικότητα . . . Κάνω την περιγραφή σε τουρνουά με ποδοσφαιράκια, σε διαγωνισμούς χορού, σακοδρομίες, τουρνουά τάβλι, ροπαλομαχίες, καλλιστεία σκύλων . . . Ό,τι μου δώσουν να δω εγώ το διηγούμαι τόσο καλά, που κάνω και τους τυφλούς να το παρακολουθούν με γουρλωμένα μάτια! Τώρα είμαι έτοιμος για το ποιοτικό άλμα: έκανα ένα δοκιμαστικό για αθλητικογράφος στη RAI και πήγε περίφημα! Σε λίγο θ' αλλάξω ζωή, Κύριε! Εξάλλου αυτό ήταν το πάθος μου από μικρό παιδί. Περίμενα ν' ακούσω τη μαμά και τον μπαμπά να κάνουν έρωτα και αμέσως άρχιζα .. . » Η φωνή του
44
Ροζάριο παίρνει τη χαρακτηριστική χροιά των αθλητικών συντακτών: «Αγαπητοί τηλεθεατές, σας μιλάει ο Ροζάριο Σάνσα πίσω από τη στρατηγική θέση της κλειδαρότρυπας. Μπαίνουν στο γήπεδο οι ομάδες: με την πιτζάμα υπ' αριθμόν 1 βλέπουμε τον μπαμπά, που κατεβάζει τα σώβρακα, ντριμπλάρει και μετά χιμάει στη μαμά. Η μαμά εκτελεί προσποίηση, μετακινείται στην πλάγια γραμμή του κρεβατιού, ο μπαμπάς προωθείται, ντριμπλάροντας πάντα, κι εκεί που πάει να ολοκληρώσει τη φάση, η μαμά ντριμπλάρει και ο μπαμπάς εξαπολύει μια τρομερή κεφαλιά στη ράχη του κρεβατιού ! Πέναλτι της μαμάς και απαρηγόρητο μούγκρισμα του μπαμπά, που ξαναβάζει την πιτζάμα του. Η μαμά επιτέλους μπορεί να κοιμηθεί. Η συνάντηση, ως συνήθως, τελειώνει μηδέν-μηδέν!»
Ο Θεός συγκατανεύει: «Χμ, Ροζάριο, είσαι πράγματι καλός. Κρίμα που δεν κατάφερες να γίνεις σπίκερ».
Και ο Ροζάριο: «Μα, Κύριέ μου, δεν ε ιπώθηκε ακόμη η τελευταία λέξη. Εγώ ακόμη ελπίζω, ίσως σε κάνα χρόνο, ποιος ξέρει !»
Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του: « Σε έξι μέρες το πολύ πολύ να μπορε ίς να κάνεις ραδιοφωνική αναμετάδοση αγώνα κολύμβησης! Ξεχνάς τον κατακλυσμό;»
Ο Ροζάριο γκρινιάζει. «Μα Κύριε, δεν χαλαρώνεις ποτέ σου εσύ, ε ; Κι έπειτα, συγγνώμη, αλλά αυτή σου η μεγαλομανία: παγκόσμιος κατακλυσμός! Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις; Θα έπρεπε να ε ίσαι πιο επιλεκτικός, λίγο πιο ακριβής, άκουσε κι εμένα!
45
Τον κατακλυσμό, αν πρέπει να τον κάνεις οπωσδήποτε, κάν' τον στα σωστά μέρη. Εδώ στον τόπο μας ταλαιπωρούμαστε με τους σεισμούς και τις κατολισθήσεις. Μόνο ο κατακλυσμός μάς έλειπε ! Πήγαινε κάνε τον στην Ελβετία: τους δίνεις ακριβές ωράριο και αυτοί σου ετοιμάζουν τα πάντα για τον κατακλυσμό. Στις 7.25; Τα πάντα έτοιμα για τις 7.25 ! Στις 9.40; Τα πάντα έτοιμα για τις 9.40! Ή πήγαινε κάνε τον στις Φιλιππίνες .. . Όχι, όχι, στις Φιλιππίνες όχι. Άσε καλύτερα, γιατί μετά δεν θα βρίσκεται ούτε υπηρέτρια ! . .. Πήγαινε καλύτερα και κάν' τον στην Αμερική ! Η Αμερική ε ίναι το σωστό μέρος για να κάνεις τον κατακλυσμό. Έχεις πάει ποτέ σου στην Αμερική;»
«Έχω πάει στον ουρανό, στη γη, απανταχού», απαντά ο Θεός.
«Α μάλιστα, το ε ίχα ξεχάσει ότι ε ίσαι χειρότερος κι από τον Πάπα! Εγώ, πάλι, δεν έχω πάει ποτέ μου στην Αμερική. Τη γνωρίζω μόνο από την τηλεόραση, αλλά μου είναι αρκετό. Ήδη από τον τίτλο των σίριαλ καταλαβαίνεις ότι οι Αμερικάνοι ε ίναι άλλη ράτσα: αυτοί έχουν την Εντατική, εμείς έχουμε την Κυρά μας τη μαμή, αυτοί έχουν Το αστυνομικό τμήμα της Χιλ Στριτ, εμείς στην Ευρώπη έχουμε τον Επιθεωρητή Κλουζό . . . Δεν γίνεται σύγκριση ! Ο Αμερικάνος αστυνομικός λέγεται Τζο Μακ Άλλαν, και όταν ακούς έναν τίτλο όπως Ένα 44 για τον Τζο Μακ Άλλαν, αμέσως σκέφτεσαι ένα φονικό όπλο. Ο Ιταλός αστυνομικός ε ίναι διαφορετικός: λέγεται Τσίρο Σκαπέτσε, και όταν ακούς έναν τίτλο όπως Ένα 44 για
46
τον Τσίρο Σκαπέτσε, αμέσως σκέφτεσαι ένα ζευγάρι πολύ μεγάλα παπούτσια. Ο Τζο Μακ Άλλαν, ύστερα από μια καταδίωξη στην οποία κατέστρεψε τετρακόσια αυτοκίνητα και εξήντα αεροπλάνα και σκότωσε σαράντα πέντε μαφιόζους, αλλά όχι με το πιστόλι του, γιατί του ε ίχαν τελειώσει οι σφαίρες, παρά με δαγκωνιές στ' αφτιά, επιτέλους γυρίζει σπίτι του: μια λευκή βιλίτσα με πράσινα παράθυρα, όπου ένα παιδάκι έξι ετών έχει αφήσει το ποδηλατάκι του στον κήπο. Και ο Τσίρο Σκαπέτσε, ύστερα από οχτώ ώρες τρεχαλητό πίσω από τους τσαντάκηδες στην πλατεία Δάντη, γυρνά στο σπίτι, αλλά στον κήπο του δεν υπάρχει κανένα παιδικό ποδήλατο, για τουλάχιστον τρεις σοβαρούς λόγους: πρώτον, αν το παιδί αφήσει το ποδήλατο στον κήπο, δεν θα το ξαναβρεί. Δεύτερον, ίσως ο Τσίρο να μη βρει ούτε το παιδί. Τρίτον, πού διάολο να τον βρει τον κήπο ο Τσίρο Σκαπέτσε με τον μισθό του αστυφύλακα;
»0 Τζο Μακ Άλλαν μπαίνει στο σπίτι και φωνάζει τη γυναίκα του: "Ντόνα! " Η Ντόνα έχει στραμμένη την πλάτη της, γυρίζει από μπροστά: είναι μια φουσκωτή κούκλα με τρία κιλά μαλλί ξανθό αλά Ραφαέλα Καρά, εκατόν τριάντα δόντια λευκό-κοκα·ίνί, τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα χείλη κόκκινο-ρουμπινί! Στα μέρη μας, τέτοια γυναίκα δεν μπορεί να την έχει ούτε ο υφυπουργός Δημοσίων Έργων, πληρώνοντας, φυσικά. Ο Τσίρο Σκαπέτσε μπαίνει στο σπίτι και φωνάζει τη γυναίκα του: "Φιλουμένα!" Η Φιλουμένα έχει γυρισμένη την πλάτη της και καλύτερα να μη στρίψει μπροστά: και να το κάνει, η διαφορά εί�
47
ναι ελάχιστη. Η Φιλουμένα έχει τρία κιλά μπικουτί, πέντ' -έξι δόντια από τα οποία τρία κίτρινο-μωσα"ίκί, τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα χείλη λόγω έρπητος. Η Ντόνα κοιτάζει τον Τζο και ρωτάει: "Δύσκολη μέρα, αγάπη μου;" "Όχι", απαντά ο σύζυγος. "Όχι, κούκλα μου, τα συνηθισμένα" ... Μωρ' τι μας λες; Έκανες τέτοιο μπουρδέλο, τέτοια σφαγή, που στον τόπο μας ούτε αν περάσει κανείς τρεις μέρες στο αεροδρόμιο του Μιλάνου δεν του συμβαίνει ό,τι σου συνέβη εσένα τα τελευταία πέντε λεπτά, και λες "τα συνηθισμένα;" Ανάθεμα τη φάρα σου!
»Η Ντόνα χαμογελάει στον Τζο. Η Ντόνα είναι ένα μνημείο ορμονών που, αν ένας Ιταλός αστυνομικός, συμπεριλαμβανομένου και του Τσίρο Σκαπέτσε, τη δει, δεν επιβιώνει. Η Φιλουμένα είναι ένα μνημείο κυτταρίτιδας που, αν ένας Ιταλός αστυνομικός, συμπεριλαμβανομένου και του Τσίρο Σκαπέτσε, τη δει, δύσκολα επιβιώνει.
»0 Τζο διασχίζει όλο το σπίτι για να φτάσει στην κουζίνα. Του παίρνει ε ίκοσι λεπτά, μένει σ' ένα σπίτι που θυμίζει παλάτι των Βερσαλλιών. Φτάνει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, πίνει ένα τριπλό ουίσκι με μέσα έξι αβγά και σερβίρεται ένα ποτήρι γάλα των είκοσι τεσσάρων λίτρων: οι τιμές του γάλακτος στην Αμερική ε ίναι το κάτι άλλο. Ο Τσίρο Σκαπέτσε μπαίνει στο σπίτι του και βρίσκεται ήδη στην κουζίνα. Ανοίγει το ψυγείο, κοιτάζει μέσα και βάζει τα κλάματα.
»0 Τζο Μακ Άλλαν κοιτάζει την Ντόνα: "Είσαι ο τύπος μου, κούκλα. Θα φταίνε τα μάτια σου . . . " Ο Τσί-
48
ρο Σκαπέτσε κοιτάζει τη Φ ιλου μένα: "Μοιάζεις με Φίατ Τύπο, κούκλα μου, ή μάλλον με 127. Θα φταίνε τα γυαλιά σου". Η Ντόνα βγάζει προκλητικά ένα νεγκλιζέ που στα μέρη μας δεν έχει τη δυνατότητα να το αγοράσει ούτε η γυναίκα ενός μαφιόζου, πόσο μάλλον η γυναίκα ενός αστυνομικού. Από μέσα εμφανίζεται ένα δαντελένιο βρακάκι τριών κιλών και ένα σουτιέν που κοστίζει όσο ολόκληρος ο δέκατος τρίτος μισθός. Η Ντόνα μοιάζει με την Μπάρμπι: η μόνη διαφορά είναι το ύψος. Η Φιλουμένα βγάζει κα- . τα·ίδρωμένη το φούτερ με τη βοήθεια ενός γερανού και από κάτω εμφανίζονται δυο μάλλινα γκρι σοσόνια. Η Φιλουμένα μοιάζει με τον Κάσσιους Κλέυ. Η μόνη διαφορά είναι το μουστάκι: Ο Κάσσιους Κλέυ δεν είχε ποτέ του.
»Τέλος πάντων, Κύριέ μου, οι Αμερικάνοι πρέπει να πνιγούν, όχι εμείς! Εμείς είμαστε αρκετά τιμωρημένοι, το καταλαβαίνεις; Πήγαινε να τον κάνεις στην Αμερική τον κατακλυσμό, Κύριε . . . Κάνε μου αυτή την προσωπική χάρη . . . Κύριε, θα μου την κάνεις αυτή τη χάρη;» Μα ο Κύριος δεν απαντά. Ο Ροζάριο γυρνά προς το μέρος του και αντιλαμβάνεται πως ο Πανάγαθος δεν τον ακούει πια: έχει το απλανές και αποβλακωμένο βλέμμα ατόμου που έχει καρφωθεί στην τηλεόραση, και αυτό ακριβώς κάνει. Ο Ροζάριο υψώνει τη φωνή του: «Κύριε ! Μα τι γίνεται . . . τώρα δα δεν ε ίπες ότι η τηλεόραση είναι μια αηδία, ότι εμείς οι άνθρωποι ε ίμαστε κρετίνοι που την παρακολουθούμε . . . Κύριε ! Σ' εσένα μιλάω, μ' ακούς;»
Ο Πανάγαθος τον κάνει να σωπάσει με μια κίνη-
49
ση: «Σσσσστττ! Κοιτάζω αυτή την εκπομπή οικολογικού ενδιαφέροντος, λέγεται Κουάρκ . . . »
Ο Ροζάριο δυσανασχετεί: «Το ξέρω πώς λέγεται, όμως είναι σε επανάληψη, Κύριε, ξαναζεσταμένη σούπα!»
«Ξαναζεσταμένη για σένα, ίσως! Εγώ ένα τόσο αλλοπρόσαλλο ζώο δεν το δημιούργησα ποτέ και πρώτη μου φορά το βλέπω! »
Ο Ροζάριο ρίχνει μια ματιά στην οθόνη κι έπειτα, λίγο αμήχανος: «Κύριε, αυτό δεν είναι ζώο. Είναι ο γιος του παρουσιαστή»,
«Α!» σχολιάζει ο Κύριος. «Είπα κι εγώ . . . Πάντως, Ροζάριο, μην ανησυχείς και πήγαινε για ύπνο . . . »
«Για ύπνο, Κύριε; Μα είναι τέσσερις το απόγευμα! »
«Και λοιπόν;» επιμένει ο Θεός, που θέλει την ησυχία του. «Πήγαινε ντε, θα την κλείσω εγώ». Και προσθέτει: «Γενηθήτω το σκότος». Και ο ήλιος απότομα δύει.
Και ο Θεός βλέπει τηλεόραση με την ησυχία του όλη τη νύχτα, αφού είναι και πάλι νύχτα.
50
Ημέρα τρίτη
Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο ξεφυλλίζει μανιασμένα την εφημερί
δα: «Μα . . . πού διάολο τη βάζουν; Α, να εδώ: πρόγνωση του καιρού ... λοιπόν, για να τσεκάρω: Άμστερνταμ, Βηρυτός, Μπουένος Άιρες, Κάλγκαρυ! Μπα! Τι είναι το Κάλγκαρυ; Θα 'ναι το Κάλιαρι! Μείον δεκαπέντε βαθμούς; Παναγίτσα μου, τι κρύο που κάνει στη Σικελία! Τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε . . . Γενεύη, Ελσίνκι, Κάιρο . . . μα πού ε ίναι οι αμερικανικές πόλεις; Να τες! Νέα Υόρκη: 5-7 βαθμοί, αίθριος! Λες να άρχισε από την άλλη μεριά; Για να δούμε: Σαν Φραντσίσκο: 12- 16 βαθμοί, αίθριος ! » Ο Ροζάριο κλείνει την εφημερίδα μ' έναν αναστεναγμό ανακούφισης: «Ευτυχώς, γιατί θα στενοχωριόμουν! Βέβαια, οι Αμερικάνοι ε ίναι ό,τι ε ίναι, αλλά και να πνιγούν .. . σαν πολύ μου φαίνεται! Έπειτα έχω κι έναν θείο στην Αμερική: "τον Αμερικάνο θείο !" Μόνο που ο δικός μου, σε αντίθεση με τους άλλους, ε ίναι άφραγκος. Έχει όμως ένα αγοράκι, μικρούλικο, ξανθό: ομορφούλικο. Μέχρι εδώ μου φτάνει !» Ο Ροζάριο δείχν�ι με το χέρι του μέχρι τον μηρό του κι εκείνη τη στιγ-
51
μή η γνωστή φωνή φτάνει από ψηλά: «Νάνος είναι;» Ο Ροζάριο υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό: «Όχι, ε ίναι φυσιολογικός: είναι τεσσάρων χρόνων . . . παιδάκι! »
«Α, βέβαια», σχολιάζει ο θεός. «Εσείς ο ι άνθρωποι κάνετε και παιδιά».
«Για την ακρίβεια, οι γυναίκες», τονίζει ο Ροζάριο.
«Κι εσείς οι άνδρες δεν κάνετε τίποτα;» «Όχι και τίποτα, Κύριε. Ο άνδρας και η γυναίκα
συμμετέχουν με 50% ο καθένας στη δημιουργία. θα 'πρεπε να το ξέρεις, δεν είσαι πάνσοφος;» Ο Ροζάριο τα 'χει χάσει.
Ο Κύριος είναι λίγο εκνευρισμένος: «Ναι, αλλά είμαι και παναφηρημένος! Το ξέχασα, εντάξει; Ξέρεις, πέρασε πολύς καιρός από τότε που, τυχαία, γεννήθηκαν τα δυο πρώτα δείγματα του ανθρώπου . . . θα συμπληρωθούν δυο εκατομμύρια και εφτακόσιες ςJαράντα εννιά χιλιάδες χρόνια τον Ιούνιο !»
«Ήταν δίδυμοι;» ρωτάει ο Ροζάριο. «Όχι, ήταν σύζυγοι», απαντάει ο θεός. «Κύριε, αναφερόμουν στο ζώδιό τους! » επεξηγεί
ο Ροζάριο. Ο θεός, ανυπόμονος: «Τέλος πάντων, θα μου πεις
πώς αναπαράγεστε ή όχι;» «Μα Κύριε... Ντρέπομαι λίγο να σου πω τώρα
πώς κάνουμε παιδιά». «Έλα τώρα ... » τον παρακινεί ο θεός, «εμένα μπο
ρείς να μου το πεις: εγώ είμαι ο θεός σου !» «Λοιπόν .. . » ξεκινάει ο Ροζάριο με την έκκριση
52
σιέλου μειωμένη στο μηδέν, «το ζευγάρωμα, δηλαδή η επιχείρηση που παράγει τα παιδιά, ε ίναι και μια ερωτική πράξη που δεν συνδέεται μόνο με την αναπαραγωγή . . . »
«Ήξερα πως τα 'χα φτιάξει καλά τα πράγματα», σχολιάζει ο θεός από μέσα του.
«Δεν ξέρω αν έχεις ποτέ δει», συνεχίζει ο Ροζάριο, «μια ταινία με τον Αντόνιο Μπαντέρας και τη Μέλανι Γκρίφιθ: κάτι τέτοιο στο περίπου! Το Σάββατο ο ηρωικός μπαμπάς, σαν τον Μπαντέρας, διανύει μια ηρωική νύχτα τριών-τεσσάρων λεπτών με τη μαμά, όπως εξάλλου κάνουν όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας . . . »
«Όλοι με τη μέλλουσα μαμά;» ρωτάει έκπληκτος ο θεός.
«Μα όχι, Κύριε ! Ο καθένας με μια "ενδεχόμενη" δική του μαμά. Με το εμπρός μαρς, όλοι αρχίζουν μ' αυτή τη νύχτα που θυμίζει τις "χίλιες και μια νύχτες". Κατά πρώτον, ο μπαμπάς εμφανίζεται στην κρεβατοκάμαρα χωρίς την πιτζάμα του. Ειλικρινά, δεν μοιάζει και πολύ στον Μπαντέρας . . . »
«Γιατί, ξέρεις εσύ πώς είναι ο Μπαντέρας χωρίς πιτζάμα;» τον διακόπτει ο θεός.
«Όχι, Κύριε, αλλά ξέρω πώς ε ίναι ο μπαμπάς: κάτι σαν λουκάνικο Φρανκφούρτης εβδομήντα πέντε κιλών, από το οποίο προεξέχει κάτι σαν τουλουμπίτσα, σαν σουτζουκάκι, σαν σκουληκάκι. . . Κάτι πάντως που, όταν πρόκειται για τον Μπαντέρας, μιλάμε για πούρο, ενώ όταν πρόκειται για τον μπαμπά, το πολύ να μιλάμε για τσιγαράκι άφιλτρο!»
53
«Ροζάριο, παρακαλώ, γίνε πιο επιστημονικός!» τον παρακινεί ο Θεός. «Εμένα μου φαίνεται ότι το όργανο του άνδρα λέγεται πέος ... »
«Μάλιστα, Κύριε, όμως στη μεν περίπτωση του Μπαντέρας θυμίζει μάλλον "βιολοντσέλο", στη δε περίπτωση του μπαμπά θα ήταν πιο σωστός ο όρος "μπαγλαμαδάκι". Αυτό το μπαγλαμαδάκι πρήζεται υπέρμετρα, θες από μια ποσότητα τεστοστερόνης ισοδύναμη με όση βρίσκουμε στα μπαρμπούνια, θες από την υπέροχη θέα της μαμάς . . . »
«Α, βέβαια ! Και φαντάζομαι πως η μαμά κοιμάται ντυμένη στα μετάξια και με μόνο δυο σταγόνες Σανέλ 5, έτσι;» ρωτάει πονηρά ο Πανάγαθος.
«Όχι, Κύριε, αυτή ε ίναι η Μέλανι Γκρίφιθ. Αντιθέτως η μαμά όλο κρυώνει, ακόμη και τον Ιούλιο στην Υ εμένη, επομένως κοιμάται με τις μπότες του σκι και με το κτήνος, που στην περίπτωσή μας δεν είναι ο μπαμπάς αλλά η γούνα της ! Και τώρα σε παρακαλώ, Κύριε, μη με ξαναδιακόψεις, γιατί μπερδεύομαι . . . Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»
«Στο μπαγλαμαδάκι!» υπενθυμίζει ο Θεός. «Α, μάλιστα! Λοιπόν . . . Το μπαγλαμαδάκι του
μπαμπά φουσκώνει υπέρμετρα, μέχρι να φτάσει τις υπερβολικές διαστάσεις των 8-9 εκατοστών: ένα τεράστιο κατασκεύασμα που πάει να κουρνιάσει ακριβώς κάτω από την κοιλιά και εξαφανίζεται ανάμεσα στα ξίγκια! Ο μπαμπάς όμως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την τραγωδία . . . το αντίθετο: υπερήφανος, μ' ένα σατανικό γελάκι, λέει στη μαμά: "Τώρα θα σου δείξω εγώ!" Η μαμά κοιτάζει τον μπαμπά, αρχίζει να
54
γελάει μέχρι αηδίας και κάνει εμετό. Αυτή η συμπεριφορά διαπιστώνεται τα δυο πρώτα χρόνια του γάμου. Μετά τον δεύτερο χρόνο, η μαμά συνήθως λέει: "Αχ Θεέ μου, να τα μας πάλι! Μα τι θέλει αυτός από μένα κάθε εφτά μήνες;" Ο μπαμπάς τότε κατηγορεί τη μαμά για έλλειψη φαντασίας και κάνει διάφορες προτάσεις: "Γιατί δεν δοκιμάζουμε να το κάνουμε σε παράξενα μέρη; Να πούμε . . . στο τραμ 38, στη διαδρομή από την πλατεία των Μαρτύρων ως την οδό των Δικαστηρίων, αλλά χωρίς να μιλάμε στον οδηγό. Ή σε μια πίστα για έλκηθρα, προσέχοντας λιγάκι όσους περνούν . . . " Αλλά η μαμά δεν συμφωνεί και κατηγορεί τον μπαμπά για έλλειψη ρομαντισμού: "Δεν μιλάς ποτέ όταν κάνουμε έρωτα, καημό το 'χω να μου πεις καμιά φορά ότι σ' αρέσω". Η αυτονόητη απάντηση του μπαμπά είναι: "Είμαι εδώ προφανώς γιατί μ' αρέσεις. Αν ήμασταν έντεκα άτομα, θα μπορούσα να το καταλάβω, αλλά είμαστε μόνο δυο, γι' αυτό αν δεν μ' αρέσεις εσύ, ποιος να μ' αρέσει;"
»Η μαμά και ο μπαμπάς στο τέλος τσακώνονται και, για να μονοιάσουν, επιτέλους κάνουν έρωτα ... Αρχίζουν με τα προκαταρκτικά, κατά τα οποία το όργανο της μαμάς προετοιμάζεται για τη διείσδυση: υγραίνεται και γίνεται σαν μύδι. Με το σύνθημα: "Άνοιξε σουσάμι !" αρχίζει η καθαυτό ερωτική πράξη. Ο μπαμπάς κάνει σαν φυσερό και η μαμά προσπαθεί να βρει κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση. Ο μπαμπάς ζητάει από τη μαμά περισσότερη συμμετοχή: ας μη βγάλει το παλτό της, τουλάχιστον να κλείσει την ομπρέλα. Και μέσα σ' αυτό το ερωτικό και αισθησιά-
55
κό κλίμα, ενώ η μαμά παρακολουθεί τις ειδήσεις, επέρχεται η συνουσία».
Ο Κύριος, μπερδεμένος, ρωτάει: «Η συνουσία έ-χει να κάνει με τους μαφιόζους;»
«Εκεί μιλάμε για συμμορία», απαντά ο Ροζάριο. «Α μάλιστα! Και πόσο διαρκεί αυτή η συνουσία;» Ο Ροζάριο, λίγο ντροπαλά: «Πόσο διαρκεί; . . .
Διαρκεί όσο το σήμα των ειδήσεων: στην τελευταία νότα της σάλπιγγας, προτού εμφανιστεί η φάτσα του τηλεπαρουσιαστή, έρχονται οι οργασμοί. Ο οργασμός ε ίναι αυτό το πράγμα που έρχεται πριν από την ολική κατάρρευση: ο μπαμπάς αγκομαχάει λες και χάλασε το ασανσέρ κι αυτός μένει στον έκτο όροφο, κι ύστερα σκάει κάτω σαν πεπόνι . . . »
Ο Κύριος μοιάζει να ενδιαφέρεται πολύ: «Δηλαδή ένα είδος εμφράγματος!»
«Μπράβο!» απαντά ο Ροζάριο. «Πράγματι, μερικές φορές συμβαίνει κι αυτό, αλλά μόνο στον μπαμπά».
«Και η μαμά;» ρωτάει ο Κύριος με ανησυχία. «Χμ», απαντά αμήχανα ο Ροζάριο, «ο οργασμός
της μαμάς ε ίναι πιο περίπλοκος, γιατί μπορεί να είναι διαφόρων τύπων: κλειτοριδικός, κολπικός και πολλαπλός. Για τους δυο πρώτους κάτι γράφουν τα σανσκριτικά κείμενα του 3000 Π.Χ. που βρέθηκαν στο Νεπάλ. Για τον πολλαπλό οργασμό μιλάει μόνο ο Ασίμωφ στο βιβλίο Ένας πλανήτης χιλιάδες έτη φωτός μακριά».
Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του, προσπαθώντας να
56
βάλει σε τάξη τις ιδέες του. «Καλά, εντάξει, αλλά . .. η αναπαραγωγή πότε συμβαίνει;»
«Όταν σπάσει το προφυλακτικό!» απαντά ο Ροζάριο. «Εκατομμύρια μικροσκοπικοί πρόσφυγες την κοπανάνε από παντού, και ποιος τους πιάνει».
«Ποιοι πρόσφυγες;» ρωτάει ο Κύριος ακόμη πιο μπερδεμένος.
«Τα σπερματοζωάρια: αυτά τα ζουδάκια που είναι χειρότερα κι από τους Κινέζους, γιατί σ' ένα κυβικό χιλιοστό σπέρματος υπάρχουν τριακόσια εκατομμύρια! Και από τόσα που ε ίναι, μόνο ένα φτάνει στο ωάριο, παρόλο που πολλά σχολεία απήργησαν κατά του περιορισμένου αριθμού των εισακτέων! Όπως λέει και ο Τζιάννι Μοράντι στο τραγούδι του, Ένας στους χίλιους τα καταφέρνει, μα πόσο σκληρή είναι η ανηφόρα ! Πράγματι, για να φτάσουν στη μήτρα, παίρνουν τον ανηφορικό δρόμο μέσα από τη σάλπιγγα της μαμάς και κολυμπούν με ταχύτητα δεκαέξι εκατοστών την ώρα .. . Κι αν έπρεπε να κάνουν τον δρόμο Κάπρι-Νάπολη, δεν θα 'χαμε πρόβλημα: πριν περάσουν διακόσια χρόνια δεν θα συνέβαινε η σύλληψη, αλλά δυστυχώς, για να φτάσουν στο ωάριο, μία ώρα ε ίναι αρκετή, κι εσύ έχεις καταστραφεί, γιατί παρόλο που κολυμπούν αργά, δεν τα πιάνεις όσο και να χτυπιέσαι! Κι έτσι το πιο γρήγορο γονιμοποιεί το ωάριο και εγκαθίσταται στον πλακούντα, ο οποίος, όπως όλοι ξέρουν, κάνει καλό στα μαλλιά, μολονότι κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί τότε τα παιδιά γεννιούνται φαλακρά. Σ' αυτό το σημείο, με την επέμβαση του Αίνστάιν, του ζεύγους Κιουρί, του Νεύ-
57
τωνα και μιας σειράς από άλλες μεγαλοφυοιες, αρχίζει αυτό που λέγεται ακριβώς "γενετική ανάπτυξη".
»Αυτή η ανάπτυξη συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, που λέγεται έτσι γιατί εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους. Μερικές φορές αναρωτιόμαστε: "Το να κάνεις έρωτα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης κάνει κακό;" Η απάντηση είναι: ναι. Κάνει κακό στον μπαμπά, κυρίως αν το κάνει με άλλη γυναίκα, γιατί η μαμά είναι πολύ νευρική σ' αυτή τη φάση και του κόβει και τα δυο μπαλάκια, που χρησιμεύουν ακριβώς στην παραγωγή των σπερματοζωαρίων, και επομένως ο μπαμπάς δεν θα μπορεί ποτέ πια να κάνει παιδιά. Όσο περνάει ο καιρός, το μωρό δέχεται όλο και περισσότερα εξωτερικά ερεθίσματα και, ακόμη και μέσα από την κοιλιά, καταφέρνει να σχηματίσει μια ιδέα για τον μπαμπά του, τη μαμά του και το περιβάλλον που το περιμένει. Και καθώς δεν είναι χαζό, μετά εννιά μήνες στρεσαρίσματος, να που έρχεται το λευτέρωμα, που λέγεται έτσι ακριβώς γιατί το παιδί προσπαθεί να ξεφύγει και να πάει όσο πιο μακριά μπορεί. Συνήθως όμως το βουτάνε μόλις ξεμυτίσει, και από εκείνη τη στιγμή γίνεται το έλα να δεις, γιατί τα μωρά γεννιούνται χωρίς προσπέκτους με οδηγίες και δεν καταλαβαίνεις πού πάν' τα τέσσερα.
»Ιδίως στην περίπτωση του πρώτου παιδιού, επικρατεί το απόλυτο χάος. Ο μπαμπάς εκδηλώνει έναν επικίνδυνο διχασμό, που τον μεταμορφώνει σ' ένα είδος δόκτορος Τζέκιλ και κυρίου Χάιντ. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ημέρας συμπεριφέρεται σαν φυσιο-
58
λογικός, στοργικός μπαμπάς, και μάλιστα εντελώς ηλίθιος: περνάει τη μέρα του κάνοντας γκριμάτσες και λέγοντας με ψιλή φωνή "Γκούρουγκούρουγκούρου, γκάραγκάραγκάρα, γκίριγκίριγκίρι" . . . Το μωρό νομίζει πως γεννήθηκε σε οικογένεια καθυστερημένων, κοιτάζει γύρω του και λέει: "Μαμώτο! Ούτε ένας φυσιολογικός σ' αυτήν την οικογένεια! ;" Συχνά ο μπαμπάς Τζέκιλ έχει και παραισθήσεις και λέει στη μαμά, με αλλοπαρμένη φάτσα ηλιθίου: "Άκουσες τι είπε; Είπε: 'Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ και ε ίσαι ο καλύτερος μπαμπάκας του κόσμου! ' " "Είπε μόνο 'Ντουντού"', παρατηρεί η μαμά με τα μάτια γεμάτα οίκτο και ανησυχία. "Ναι", επιμένει ο μπαμπάς, "αλλά 'ντουντού' σημαίνει 'Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ και είσαι ο καλύτερος μπαμπάκας του κόσμου ! ! ' " Όλ' αυτά συμβαίνουν κοιτάζοντας ένα θορυβώδες και ξεδοντιασμένο βατραχάκι τυλιγμένο σε μια πάνα που ζέχνει.
»Τη νύχτα, δε, επέρχεται η μεταμόρφωση σε διαβολικό κύριο Χάιντ.
»0 μπαμπάς με γουρλωμένα μάτια αναμασά σκοτεινές σκέψεις: "Μα ποιος ε ίναι αυτός τέλος πάντων; Πάνε τρεις εβδομάδες που έχει έρθει και ήδη δεν αντέχω πια. Συν τοις άλλοις, προβάλλει και αξιώσεις στα βυζιά της γυναίκας μου ! " Αν μάλιστα το νεογέννητο είναι κορίτσι, οι σκέψεις του είναι ακόμη πιο μαύρες.
»Έτσι ο κακομοίρης, που σε όλη του τη ζωούλα σκεφτόταν "Αν στην επόμενη ζωή γεννηθώ γυναίκα, θα κοιμάμαι με τον οποιονδήποτε", από εκείνη τη
59
στιγμή σκέφτεται: "Αν την πιάσω στο κρεβάτι με κανέναν, θα τη στείλω κατευθείαν στον άλλο κόσμο!" Όταν επιτέλους νικημένος από την κούραση ο κακομοίρης αποκοιμιέται, το φιντανάκι μπήγει τα κλάματα. Γιατί το νεογέννητο έχει ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: είναι αντιστρόφως ανάλογο με τους γονείς του και, μόλις εκείνοι κοιμηθούν, αυτό ξυπνά και ουρλιάζει. Τότε πια ο μπαμπάς Χάιντ εκδηλώνεται σε όλη του τη διαβολικότητα. Σηκώνεται και λέει στη μαμά: "Άφησε, αγάπη μου, θα πάω εγώ".
»Πηγαίνει στο δωματιάκι του μωρού, παίρνει μια καρφίτσα, τσιμπάει το παιδί, που φυσικά κλαίει πιο δυνατά, γυρίζει στη μαμά και λέει με αγγελικό ύφος: "Θησαυρέ μου, δοκίμασα τα πάντα για να το κάνω να σταματήσει, αλλά θέλει εσένα". Κι έτσι ο μπαμπάς καταφέρνει να κοιμηθεί ήσυχα μέχρι το πρωί.
»Και όσο για το μαμ και τα κακά, ο κύριος Χάιντ έχει μια τελείως δική του τεχνική: παίρνει λίγο φαγητό, αν ταιζει το τέρας, ή λίγα κακά, αν του αλλάζει την πάνα, και τα πασαλείβει παντού. Τρώει μια ξεγυρισμένη κατσάδα από τη μαμά, που του λέει πως είναι βλάκας και δεν ξέρει να κάνει τίποτα, όμως η ανταμοιβή του ε ίναι ότι μπορεί να γυρίσει ικανοποιημένος στις συνηθισμένες του δραστηριότητες: την τηλεόραση.
»Επομένως, από εκείνη τη στιγμή και μετά, το παιδί θα το φροντίζει μόνο η μαμά του, που δεν ε ίναι ηλίθια όπως ο δόκτωρ Τζέκιλ και ούτε διαβολική όπως ο κύριος Χάιντ: ε ίναι όμως εντελώς υστερική. Λέει και κάνει πράγματα που στερούνται νοήματος.
60
Μια από τις αγαπημένες της φράσεις είναι: "Έλα δω! Σταμάτα να παίζεις, έχεις κατα'ίδρώσει", Είναι λογικό: έστειλε το κακόμοιρο, Ιούλιο μήνα, να παίξει ντυμένο σαν αλπακά! Ή: "Άλλαξε βρακί, γιατί έτσι και σε πατήσει κανένα τρακτέρ και σε πάνε στο νοσοκομείο, θα ρεζιλευτούμε ! " Πρώτον: έτσι και δεις το τρακτέρ να φτάνει από μακριά, ακόμη κι αν το βρακί σου είναι καθαρό, πάει χαμένος ο κόπος. Δεύτερον: μέχρι να σε πάνε στο νοσοκομείο, το βρακί σου έχει αποσυντεθεί και δεν το βρίσκει πια ούτε η σήμανση.
»Μια άλλη φράση της μαμάς είναι: "Φά' το όλο, για να γίνεις σαν τον μπαμπά σου!" Και ναι μεν υπάρχουν παιδιά που στους εννιά μήνες ζυγίζουν εβδομήντα τέσσερα κιλά, αλλά ο γιος του Λαμπέρτο Ντίνι τι θα έπρεπε να σκεφτεί μπροστά σε μια τέτοια προτροπή;
»Η συνεχής συναναστροφή με γονείς αυτού του είδους προκαλεί εύλογες συνέπειες στο παιδί που μεγαλώνει, ούτως ώστε πλησιάζοντας το κακόμοιρο στην εφηβεία ορκίζεται πως δεν θα γίνει ποτέ σαν τον μπαμπά και τη μαμά του, ορκίζεται πως δεν θα παντρευτεί ποτέ, ορκίζεται πως ούτε που θα αρραβωνιαστεί. Ώσπου συναντά μια εκπρόσωπο του αντίθετου φύλου, ξεχνάει αμέσως κάθε καλή πρόθεση και αποφασίζει πως, για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του, το καλύτερο είναι να μην έχει καθόλου. Και στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση, Για να ξεπεράσει τον φόβο του, μεθάει, κάτι που δεν έκανε ποτέ πριν, και με ένα Καμπάρι πετυχαίνει τέτοιο απο: τέλεσμα που άλλοι το καταφέρνουν μόνο στην Κίνα,
61
στους τεκέδες του όπιου: ξερνάει σαν πετρελαιοπηγή για ώρες. Αφού σταματήσει τον εμετό, πλένει τα μούτρα του και τα δόντια του, ενώ εκείνη νιώθει τα πρώτα της συναισθήματα αηδίας και περιφρόνησης.
»Όταν επιτέλους συνέρχεται, πέφτει το πρώτο φιλί. Ο κακομοίρης δεν ξέρει πώς γίνεται: έχει μόνο ακούσει να μιλάνε για τη γλώσσα στο στόμα, και στα ντοκιμαντέρ έχει δει τον μυρμηγκοφάγο. Προσπαθεί λοιπόν να συγχωνέψει αυτές τις δυο πληροφορίες και αρχίζει με την κοτολέτα του να βόσκει στη στοματική κοιλότητα της παρτενέρ του, με μοναδικό αποτέλεσμα να βρεθεί με την τσίχλα της στα δόντια του.
62
Βρίσκει ευκαιρία να ζουλήξει τις τελευταίες σταγό� νες γεύση φράουλα και μετά την ξαναπασάρει στο στόμα της φιλενάδας του, αλλά η τσίχλα - οποίον δράμα - κολλάει, στα σιδεράκια της. Ε ίκοσι μόνο λεπτά δουλειάς και η βοήθεια μερικών ειδικών διαλυτικών από φαναρτζίδικο κατορθώνουν να επαναφέρουν την κατάσταση στην ομαλότητα. Οι δυο τους ξαναρχίζουν τις περιπτύξεις, και μετά μερικές ώρες αγώνα βρίσκεται, ο καψερός, σχεδόν γυμνός, φορώντας μόνο τις κάλτσες του και το ρολόι του. Έφτασε η μοιραία στιγμή: τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει την πρώτη του επαφή! Εδώ τον κυριεύει ο τρόμος . . . Θυμάται τα μαθήματα σεξουαλικής αγωγής: βάζω Α στο Β! Διατηρεί την ψυχραιμία του, τοποθετεί το Α στο Β κι ύστερα από τρία δευτερόλεπτα και δυο δέκατα ρωτάει: "Σου άρεσε;" Εκείνη γελάει, γελάει, γελάει, αποδεικνύοντας ότι σ' αυτό ε ίναι ολόιδια η μητέρα της. Το κακόμοιρο το παιδί αντιλαμβάνεται τότε πως διέπραξε δυο σφάλματα: 1) η ταχύτητα της εκτέλεσης: τρία δευτερόλεπτα και δυο δέκατα είναι όντως λίγα. Στη συνέχεια, με την πείρα, θα καταφέρει να φτάσει το ρεκόρ του μπαμπά του: τέσσερα δευτερόλεπτα κι οκτώ. 2) αντιλαμβάνεται πως το Β εις το οποίο εισήγαγε το Α δεν ήταν ακριβώς το σωστό και της κατέστρεψε όλο το σακίδιο σε σχήμα γάτου Σιλβέστρου. Σ' αυτό το σημείο, για να βρει λίγο την αξιοπρέπειά του, καπνίζει ένα τσιγάρο, το πρώτο όλης του της ζωής. "Μπα, καπνίζεις;" ρωτάει αυτή. "Βέβαια, χαζούλα!" απαντά αυτός, και πριν τελειώσει τη φράση του, αρρωσταίνει και ξερνάει για κάτι ώρες
63
,
σαν πετρελαιοπηγή. Τέλος πάντων, η πρώτη φορά της ζωής του αρχίζει ξερνώντας και τελειώνει ξερνώντας!»
Ο Κύριος μοιάζει συγκλονισμένος: «Μα δεν μπορώ να το πιστέψω! Δεν είναι δυνατόν να κάνετε τέτοια μαρτυρική ζωή . . . Κατά τη γνώμη μου τα βγάζεις από το μυαλό σου!»
«Μα ποιο μυαλό μου, Κύριε;» προσβάλλεται ο Ροζάριο. «Θα ήταν ποτέ δυνατόν να κάθομαι και να διηγούμαι ε ιδικά σ' εσένα παραμύθια;»
«Παραμύθια; Και τι είναι τα παραμύθια;» «Ω, υιέ σου, Κύριε ! Τα παραμύθια .. . αυτά που λέ
νε στα παιδάκια για να κοιμηθούν!» «Αλήθεια; Και τα παιδιά κοιμούνται;» ρωτάει ο
Κύριος. «Χμ, συνήθως ναι, αλλά . . . μη μου πεις ότι δεν ά
κουσες ποτέ σου παραμύθι!» «Όχι. Πες μου ένα». «Μα τι λες, Κύριε ! Έχω κάπου σαράντα χρόνια
ν' ακούσω παραμύθια! Δεν τα θυμάμαι, δεν έχω γερό μνημονικό . . . »
Ο Πανάγαθος χάνει την υπομονή του: «Ροζάριο, μη με βάζεις να σε παρακαλάω! Δεν ταιριάζει στη θέση μου ! ! Είναι το άκρον άωτον . . . »
«Εντάξει, Κύριε, μη θυμώνεις συνέχεια, τι στο καλό ! Ν' αρχίσω;»
«Άρχισε ! » Ο Ροζάριο παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κυνηγός κι ένα πολύ τυχερό κοριτσάκι, που λεγόταν Χιονάτη. Ο μπα-
64
μπάς της ε ίχε πεθάνει, η μαμά της ε ίχε πεθάνει, οι συμμαθητές της είχαν όλοι τους πεθάνει σ' ένα ατύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Και οι θείοι της τα είχαν τινάξε ι όλοι τους. Ως και οι μαύροι γάτοι, όταν συναντούσαν τη Χιονάτη, έφτυναν στον κόρφο τους.
»Η μητριά της διέταξε τον κυνηγό να τη σκοτώσει. Τότε ο κυνηγός πήγε τη Χιονάτη στο δάσος κι έπειτα γύρισε στη μητριά. Και η μητριά τον ρώτησε: "Της πήρες το κεφάλι;" "Όχι. Της πήρα λίγο τις μυτούλες γιατί ε ίχε ψαλίδα!" απάντησε ο κυνηγός και, για να γλιτώσει από την οργή της μητριάς, κρύφτηκε στο δάσος κι αναζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπιτάκι. Βρήκε ένα όπου έμεναν τα τρία μικρά γουρουνάκια: ο Τίντο Μπρας, ο Μπίγκας Λούνα και ο Πολ Βερχόφεν. Εκεί που πήγαινε να μπει μέσα, έφτασε ο λύκος, φύσηξε κι έριξε κάτω το σπιτάκι. Τα τρία μικρά γουρουνάκια πήγαν να ζήσουν σ' ένα λυόμενο για είκοσι χρόνια, και κάθε φορά που χιόνιζε τους έκαναν ρεπορτάζ στις ε ιδήσεις. Τότε ο κυνηγός έψαξε να βρει καταφύγιο σ' ένα άλλο σπιτάκι, όπου κατοικούσαν εφτά μικρά κατσικάκια. Ετοιμάζονταν να του ανοίξουν την πόρτα τους, αλλά έφτασε ξανά ο λύκος. Αμέσως τα εφτά μικρά κατσικάκια κρύφτηκαν κάτω από έναν πάγκο και ψόφησαν και τα εφτά. Ο κυνηγός τότε ζήτησε καταφύγιο σ' ένα άλλο σπιτάκι, αλλά ξανάρθε ο λύκος. Τότε ο κυνηγός τον πυροβόλησε κι όλοι ανακουφίστηκαν.
»0 κυνηγός μπόρεσε επιτέλους να μπει στο σπιτάκι, όπου ήταν ο Τζεπέτο, ο μπαμπάς του Πινόκιο, και καταγινόταν με μια λίμα κι ένα κομμάτι ξύλο. Και
65
ο κυνηγός τον ρώτησε: "Τι κάνεις μ' αυτή τη λίμα;" "Παιδι-κιούρ", απάντησε ο Τζεπέτο. "Συγχαρητήρια !" ε ίπε ο κυνηγός. "Είσαι ο πρώτος που τα καταφέρνει !"
»Έπειτα κοίταξε γύρω του και είδε στην κρεβατοκάμαρα μια πριγκίπισσα ξαπλωμένη πάνω σε μια στοίβα στρώματα. "Πώς πάει;" ρώτησε ο κυνηγός. "Είμαι άβολα", απάντησε η πριγκίπισσα, "γιατί τα εφτά μου στρώματα πλακώνουν ένα μπιζέλι". Τότε ο κυνηγός τής έδωσε μερικές συμβουλές για το πώς παίζεται το πλακωτό και η πριγκίπισσα, πάνω σε ένα μόνο στρώμα με εφτά μπιζέλια από πάνω της, ήταν πολύ πιο βολικά. Ο δε χαρακτήρας της ε ίχε βελτιωθεί πολύ και η πριγκίπισσα τραγουδούσε χαρούμενα. Ο γάτος, όμως, που ήταν στο σπιτάκι, παρέμενε λυπημένος. Τότε ο κυνηγός τον ρώτησε: "Τι σου συνέβη;" "Ήμουν μέλος ενός ροκ συγκροτήματος", ε ίπε ο γάτος, " 'Οι τέσσερις μουσικοί της Βρέμης', αλλά με διώξανε γιατί, όταν έπαιζα εγώ, δεν χόρευε κανένας. Τώρα, από τότε που έφυγα εγώ, λένε πως χορεύουν τα ποντίκια και ε ίναι όλοι πολύ πιο χαρούμενοι".
»Και να σου εμφανίζονται δυο βατράχια: "Κι εσείς ποιοι είστε;" ρώτησε ο κυνηγός.
»"Εμένα με λέγανε Φίλιππο Β', ώσπου μια μάγισσα μου έκανε μάγια!" ε ίπε ο πρώτος βάτραχος.
»Και ο δεύτερος είπε: "Εγώ λεγόμουν Αντρεότι". »"Κι εσένα σε μεταμόρφωσε μάγισσα;" ρώτησε ο
κυνηγός.
66
»"Όχι. Εμένα όλα μου τα έκανε η δικαιοσύνη", απαντά ο δεύτερος βάτραχος.
»Και να που έφτασε ο Πήτερ Πάν-περς με τα κατρουλιάρικα μωρά, σε αέναη μάχη με τον κάπτεν Χουκ, που ήθελε να του αλλάξει πάνα. Αλλά το να πέσεις στα χέρια του κάπτεν Χουκ και να σου αλλάξει πάνα με τον γάντζο του ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο!
»Εν τω μεταξύ, την πριγκίπισσα-που-πλάκωνε-τομπιζέλι την πήρε ο ύπνος, και ενώ κοιμόταν, ακούστηκε ένας μάγος να λέει: "Λέγε λέγε το μπιζέλι κάνει τη μικρή να θέλει !" Η πριγκίπισσα, που είχε πια καλοσυνηθίσει, ξύπνησε αμέσως ανήσυχη κι άρχισε να αναζητάει αυτό που ήθελε .
»Ξαφνικά ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα: "Ντάπα ντούπα! Ντάπα ντούπα! Ντάπα ντούπα!" : ήταν οι αδελφές Χάνσελ και Γκρέτελ Μπρόγερ μαζί με τον Κοντορεβιθούλη, που ήταν πολύ διψασμένος και, θέλοντας κάτι να πιει, μπήκε σ' ένα καφέ. Και πνίγηκε.
»Στο καφέ ζούσε όμως ένα τεράστιο καλαμάρι με μακριά μαλλιά ... "Κι αυτό πού κολλάει;" μπορεί να πει κάποιος. "Δεν είναι παραμύθι!" "Σωστά! Αυτό δεν κολλάει πουθενά!" ε ίπε η πριγκίπισσα-που-πλάκωνε-το-μπιζέλι, κοιτώντας τον δράκο που έβγαζε το σώβρακό του.
»Κι εκείνη τη στιγμή κατ έφτασε ο μαστρο-Κεράσης, ένας καλός φίλος του Τζεπέτο, με το "Πεντχάουζ" παραμάσχαλα. Στο πόστερ του περιοδικού ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, ολόγυμνη και με σκισμένο φό-
67
ρεμα. "Εσύ πού ήσουν;" ρώτησε ο κυνηγός, που δεν τον είχε δει μέσα στο σπιτάκι. "Στην τουαλέτα", απάντησε ο μαστρο-Κεράσης, "για να κάνω παιδικιούρ, σαν τον Τζεπέτο".
»Τότε ο κυνηγός πήγε στην κουζίνα και συνάντησε μια άλλη πριγκίπισσα που κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό παπάκι. "Πώς σε λένε;" τη ρώτησε ο κυνηγός. "Γκριζομπούτα. Αχ, συγγνώμη, μπέρδεψα τα μπούτια μου .. . Σταχτομπούτα ήθελα να πω!" απάντησε η πριγκίπισσα. "Κι έχω τρεις ετεροθαλείς αδελφές: τη Ναόμι, τη Σίντι και την Κλόντια, με κάτι μακριά κανιά άλλο πράμα .. . " Στο μεταξύ το παπάκι, που δεν ήθελε να καταλήξει στο τηγάνι, βρήκε ευκαιρία να την κοπανήσει. Ο κυνηγός βλέποντάς το ε ίπε: "Μα εσύ ε ίσαι το ασχημόπαπο!" "Όχι!" απάντησε το στεγανόποδο. "Είμαι ο Βάλτερ Βελτρόνι, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης". Και την κοπάνησε από το παράθυρο. "Πρέπει να έχω κάνει λάθος παραμύθι", είπε ο κυνηγός και, εκνευρισμένος, έβγαλε τα τσιγάρα του. Αμέσως ήρθε να του ανάψει το κοριτσάκι με τα σπίρτα, μια μικρή Σλάβα, τυχερή από κούνια, που είχε έρθει στην Ιταλία για να βρει ακόμα καλύτερη τύχη. Κούνια που την κούναγε !
»Στο μεταξύ ο Τζεπέτο είχε τελειώσει τον Πινόκιο, που όμως δεν του βγήκε της προκοπής, γιατί ο Τζεπέτο ως ξυλουργός ήταν αρπακολλατζής. Η πριγκίπισσα-που-πλάκωνε-το-μπιζέλι, που την Αρπακόλλα την ήξερε χρόνια χωρίς ποτέ να έχει πολλές οικειότητες μαζί της, της όρμηξε, με τη γλώσσα να της κρέμεται μια σπιθαμή έξω. Μέσα στη σύγχυση η κα-
68
λή Νεράιδα κωλοκάθισε στη μούρη του Πινόκιο. Όλο αμηχανία βάλθηκε να φωνάζει: "Πινόκιο, Πινόκιο, γρήγορα, πες κάνα ψέμα ώστε να διασκεδάσουμε λιγάκι όλοι μας" . . .
»0 κυνηγός, που βαρέθηκε όλη αυτή τη σύγχυση, ανέβηκε στην άμαξα που πριν ήταν κολοκύθα και πήγε στη Χώρα των Θαυμάτων. Εκεί το μετρό περνούσε κάθε τέσσερα λεπτά, δεν υπήρχαν άνεργοι, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι λειτουργούσαν γιατί κανείς δεν ξερίζωνε το ακουστικό. Μέχρι που και ο Μπερλουσκόνι είχε πάει στη φυλακή. Ήταν πράγματι η Χώρα των Θαυμάτων. Στη μέση της πλατείας του χωριού ο κυνηγός είδε την Ωραία Κοιμωμένη . Ξέροντας πως έτσι κι αλλιώς αυτή δεν θα ξύπναγε , άρχισε να της βγάζει το ρολόι και την αλυσιδούλα της. Όμως εκείνη άνοιξε το ένα της μάτι και είπε: "Βρε κατεργάρη, τι πας να κάνεις;" "Μα εσύ δεν κοιμάσαι για πάντα;" ρώτησε ο κυνηγός. "Όχι !" είπε η κοπέλα. "Έναν υπνάκο έπαιρνα μόνο". Ο κυνηγός ε ίχε μπερδευτεί: "Μα καλά, εσύ δεν είσαι η Ωραία Κοιμωμένη;" Όλοι όσοι ήταν τριγύρω είπαν κοιτώντας τον: "Σου φαίνεται όμορφη;"
»Έτσι η κοπέλα φώναξε τον Μολυβένιο Χωροφύλακα, που ήρθε με τενεκεδένιο περιπολικό και με ένα σιδερένιο γκλομπ έκανε το ένα πόδι του κυνηγού γύψινο. Ο κυνηγός αναγκάστηκε να πάει στο μαγεμένο παράρτημα του ΙΚΑ, όπου τον περιποιήθηκαν και βγήκε υγιής: ήταν όντως η Χώρα των Θαυμάτων!»
Σ ' αυτό το σημείο ο Ροζάριο παίρνει μια ανάσα και ξεσπά: «Αμάν, Κύριε, δεν τα θυμάμαι τα παρα-
69
μύθια, σου το είχα πει! Τα 'χω κάνει θάλασσα! ! Έτσι όπως τα λέω, είναι λογικό κανένα παιδί να μην κοιμάται, ε ; Κύριε . . . Κύριε;»
Μόνο τότε ο Ροζάριο αντιλαμβάνεται πως ο Θεός κοιμάται βαθιά, μ' ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη του. Ο Ροζάριο τον κοιτάζει, κουνάει το κεφάλι του: «Ένα παιδί όχι, αλλά .. . » Και λέγοντας αυτά τον σκεπάζει απαλά, για να μην κρυώσει, και σβήνει το φως.
Και ο Θεός βλέπει πως όλα είναι πολύ όμορφα, ακριβώς όπως πάντα επιθυμούσε να είναι. Όμως απλώς ονειρεύεται, γιατί ε ίναι και πάλι νύχτα.
70
Ημέρα τέταρτη
Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο είναι ακόμα στο κρεβάτι. Ανοίγει τα
μάτια του, τεντώνεται, κι ύστερα κοιτάζει γύρω του. «Κύριε; Κύριε, πού είσαι;» Ο Ροζάριο ξύνει το κεφάλι του: από τον Θεό ούτε ίχνος. «Μπορεί να είναι πανταχού παρών, όμως όταν τον φωνάζεις δεν είναι ποτέ εδώ!» Ο Ροζάριο σηκώνεται, πηγαίνει στην κουζίνα να φτιάξει καφέ και μουρμουρίζει από μέσα του: «Μα πού εξαφανίζεται κάθε φορά; Δεν καταλαβαίνω .. . Ίσως κάνει διπλή ζωή ! Μπα ... δεν καταλαβαίνω τίποτα . . . » Ο Ροζάριο βάζει την καφετιέρα πάνω στο μάτι της κουζίνας: «Για να είμαι ειλικρινής, αυτά που δεν καταλαβαίνω είναι αρκετά. Όποιο ζήτημα και να αντιμετωπίσω, βρίσκω πάντα κάτι που δεν καταλαβαίνω ... και συχνά δεν καταλαβαίνω ούτε το ζήτημα! Παραδείγματος χάρη: δεν κατάλαβα ποτέ ποιος είναι αυτός που φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ!
»Αν πάλι μιλήσουμε για σεξουαλικά θέματα, αυτά που δεν καταλαβαίνω είναι αναρίθμητα ... Δεν καταλαβαίνω αυτούς που ξεκινούν το σεξ νωρίς νωρίς, στις 5.30 το πρωί, ή αυτούς που φοβούνται τις αρρ<ό-
71
στιες και κάνουν τηλεματικό σεξ, όμως για σιγουριά βάζουν προφυλακτικό και στο joystick! Δεν καταλαβαίνω ούτε γιατί φτιάχνουν προφυλακτικά με γεύση φράουλα ή βατόμουρο. Μήπως για πιο δροσερή αναπνοή; Δεν καταλαβαίνω τις οδηγίες στα προφυλακτικά, εκεί όπου είναι γραμμένο "Μην το φοράτε προτού επέλθει στύση" . . . Για καθυστερημένους μάς περνάνε; Είναι απαραίτητο να γράφουν ότι δεν χρησιμοποιούνται σαν το κόκαλο των παπουτσιών; Δεν καταλαβαίνω επίσης τις γυναίκες που χρησιμοποιούν το διάφραγμα: θα βγάλουν παιδιά με πρόβλημα εστίασης. Ή τις γυναίκες των 65 ετών που κάνουν τεχνητή γονιμοποίηση . . . Ίσως γιατί δεν βρίσκεται άνθρωπος να τους κάνει τη φυσιολογική. Δεν καταλαβαίνω σε τι χρησιμεύει η γενετική μηχανική: θα χρησίμευε πριν από τη γέννηση του Καρόλου ή της Καμίλλας, μα τώρα ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Δεν καταλαβαίνω το Βιάγκρα, το όνειρο των συνταξιούχων! Πώς να τα βγάλουν πέρα οι άνθρωποι; Το δεκαχίλιαρο που έχουν στη διάθεσή τους ή θα το ξοδέψουν για το Βιάγκρα ή θα το ξοδέψουν για να πάνε στις πουτάνες . . . Δεν μπορούν να κάνουν και τα δύο! Δεν καταλαβαίνω αυτούς που φέρνουν τη φιλενάδα τους στην οικογένειά τους κι ύστερα εκπλήσσονται που η γυναίκα τους τσαντίζεται . . .
»Κι αν πεις για τα ναρκωτικά, είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω. . . Δεν καταλαβαίνω αυτούς που σκοτώνουν για τη μαστούρα τους, αλλά ούτε κι αυτούς που νοιάζονται μόνο για την αγιαστούρα τους. Δεν καταλαβαίνω αν γίνεται καλύτερη η μπου-
72
γάδα βάζοντας σκόνη με μπλε και πράσινους κόκκους, αλλά δεν καταλαβαίνω ούτε πώς γίνεται καλύτερη η ζωή με την άσπρη σκόνη. Δεν καταλαβαίνω πώς καταφέρνουν οι διαβητικοί ναρκομανείς να μαστουρώνουν: ίσως βαράνε ενδοφλέβια ζαχαροκάλαμα. Αλλά λιγότερο απ' όλους καταλαβαίνω αυτούς που λένε πως, για να εξαλειφθεί το πρόβλημα των ναρκωτικών, αρκεί να εξαλειφθεί ο ναρκομανής.
»Δεν καταλαβαίνω την ηλεκτρονική: τα κομπιούτερ που θα έπρεπε να βοηθούν στη λύση των προβλημάτων, και στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημα είναι αυτά τα ίδια! Είναι σαν την τέως σύζυγό μου: ο μισός μισθός για να τους αγοράσεις αξεσουάρ, και κάθε λάθος που διαπράττεις το κάνουν ανατολικό ζήτημα και το κρατούν στη μνήμη τους για πάντα. Δεν καταλαβαίνω γιατί, όταν αγοράζω ένα κινητό, την επόμενη ημέρα βγαίνει ένα πιο ωραίο που κοστίζει τα μισά. Δεν καταλαβαίνω τους εικονικούς ναύτες, που όλη νύχτα σερφάρουν στο Ίντερνετ, ενώ οι σύζυγοί τους στους μόλους αγναντεύουν ανήσυχες και μόνες τούς ορίζοντες της τεχνολογίας.
»Δεν καταλαβαίνω τις πινακίδες. Για παράδειγμα, γιατί, αν σε μερικά φορτηγά είναι γραμμένο "Προσοχή-άλογα ιπποδρομιών", σε μερικά πούλμαν δεν ε ίναι γραμμένο: "Προσοχή-μεταφορά χούλιγκαν"; Αφηνιάζουν περισσότερο και δεν ξέρουν ούτε να τρέχουν. Δεν καταλαβαίνω σε τι χρειάζεται η πινακίδα "Προσοχή-πτώση βράχων": πρέπει να ανοίξω ομπρέλα όταν περνώ από κάτω;
•
»Δεν καταλαβαίνω τις διαφημίσεις και τον κόσμο
73
που τις πιστεύει, σαν κι αυτούς που αγοράζουν τις λοσιόν για να ξαναβγούν τα μαλλιά τους: η λοσιόν τούς φέρνει καρκίνο, πρέπει να κάνουν χημειοθεραπεία. και η χημειοθεραπεία τούς κάνει να χάσουν τα μαλλιά τους. Δεν καταλαβαίνω το φέιγβολάν κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του αυτοκινήτου, που όταν το βλέπεις από μακριά σου 'ρχεται έμφραγμα, γιατί νομίζεις πως είναι πρόστιμο, ώσπου να ανακαλύψεις πως η Σιλβάνα άνοιξε κομμωτήριο στο Φορλί. Και ξέρεις, χέστηκα: εγώ μένω στη Νάπολη !
»Κι έπειτα δεν καταλαβαίνω ένα σωρό άλλα πράγματα: δεν καταλαβαίνω αυτούς που λένε: "Νικήσαμε παγκοσμίως την πείνα, δόξα τω Θεώ", και πράγματι αυτοί που πείναγαν είναι σχεδόν όλοι πεθαμένοι. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει όταν λέμε ότι οι νεοναζί σήκωσαν κεφάλι: αυτό σημαίνει ότι τους σηκώθηκε;
»Δεν καταλαβαίνω γιατί, όταν στη Γερμανία ντεραπάρει μια Μερσεντές, καταργούν το αυτοκίνητο. και όταν στον τόπο μας ανατρέπεται ένα τρένο, καταργούν τον οδηγό. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που αναρωτιούνται αν είναι καλύτερα να πλένεις τα χέρια σου πριν ή αφού κάνεις τσίσα σου: να κάνουν σαν κι εμένα, να τα πλένουν κατά τη διάρκεια. Και δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς που λένε: "Είμαι φίλαθλος, βλέπω τον αγώνα στην τηλεόραση !" Τότε λοιπόν εγώ ε ίμαι δημοσιογράφος επειδή βλέπω τις ειδήσεις; Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ακούμε πια να μιλάνε εδώ και λίγο καιρό για τη μαφία, την Μπρουκ Σίλντς και τους Take That. Ποιος ξέρει τι σκαρώνουν πάλι;
74
Δεν καταλαβαίνω τους ψεύτικους ανάπηρους: άνθρωποι υγιείς που εργάζονται παριστάνοντας τον άρρωστο. Μα κυρίως δεν καταλαβαίνω κάποιους πολιτικάντηδες της κακιάς συμφοράς, που ε ίναι διανοητικά ανάπηροι και δουλεύουν παριστάνοντας τους υγιείς. Δεν καταλαβαίνω γιατί κλείνουν οι χωματερές: τα νεογέννητα πού θα τα πετάει κανείς; Δεν καταλαβαίνω τις εγκύους που φωτογραφίζονται γυμνές στα εξώφυλλα: μήπως τους έχουν πει ότι κάνει καλό στο έμβρυο; Δεν καταλαβαίνω . . . »
Τη στιγμή εκείνη τον διακόπτει το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Ροζάριο τρέχει να απαντήσει: «Εμπρός, εδώ πρακτορείο "Ψυχαγωγία και Αναψυχή" ! . .. Πώς είπατε, κυρία μου; Σόου; Βεβαίως, κυρία μου, γι' αυτό είμαστε εδώ!»
Η γνωστή φωνή φτάνει απρόσμενα από ψηλά: «Όχι, Ροζάριο, εσύ είσαι εδώ για να φτιάξεις την κιβωτό, το ξέχασες;»
Ο Ροζάριο υψώνει τα μάτια του στον ουρανό και αμέσως ξαναρχίζει να μιλάει στο ακουστικό: «Όχι, κυρία, μην ανησυχείτε, ήταν μια παρεμβολή . . . »
Η φωνή του Θεού ακούγεται συγχυσμένη : «Τι είμαι;»
Ο Ροζάριο μιλάει προσπαθώντας να καλύψει το ακουστικό: «Μάλιστα, κυρία μου, απ' όλα έχει το σόου». Ενώ ο Ροζάριο μιλάει στο ακουστικό, εκ θαύματος αυτό αρχίζει να ζεσταίνεται. Ο Ροζάριο το περνάει από το ένα χέρι στο άλλο, ενώ συνεχίζει να μιλάει. «Έχουμε και μια σουμπρέτα. Στέκεται μόνο
75
προφίλ, αλλά είναι αρκετό. Γιατί προφίλ; Γιατί είναι Αιγύπτια, αγαπητή κυρία».
Από ψηλά έρχεται ένα ηχηρό «Ψεύτη !» ενώ το ακουστικό εκ θαύματος έχει γίνει καυτό. Ο Ροζάριο το κρατάει μ' ένα μαξιλάρι, προσέχοντας να μην καεί: «Και για πότε, αν επιτρέπετε, κυρία; Α, σε δυο βδομάδες . . . »
«Πολύ αργά!» βροντά ο Θεός. Το ακουστικό είναι πια πυρακτωμένο, το μαξιλά
ρι βγάζει καπνούς. «Χμ, κυρία μου, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε σε δυο εβδομάδες. Πού σκέπτεστε να το κάνουμε, στη θάλασσα; Α, στο χιονοδρομικό κέντρο της Κορτίνας. Ε, τότε ίσως τα καταφέρουμε». Ο Ροζάριο στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό ρωτώντας: «Θα πάρει λίγο καιρό μέχρι ν' ανέβει το νερό, έτσι;»
Έπειτα, καταλαβαίνοντας τι ε ίπε: «Όχι, όχι, κυρία μου, μιλούσα με τον υδραυλικό».
Ο Θεός ουρλιάζει, φανερά οργισμένος: «Με ποιον;»
Το ακουστικό αρχίζει να λιώνει και ο Ροζάριο μιλάει φουριόζος: «Αγαπητή κυρία, ας κάνουμε το εξής: ξαναπάρτε με αν δεν βρέξει . . . Εντάξε ι; Ευχαριστώ και με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να σας αφήσω, έχω και τον Κύριο του από πάνω ορόφου που πιέζει λίγο . . . Μάλιστα κυρία μου, έχετε δίκιο, είναι φορτικός, αλλά ... »
«Ποιος σου 'δωσε το δικαίωμα, Ροζάριο ! ! » Αυτή τη φορά ο Θεός είναι πραγματικά έξαλλος και ξεσπάει με όλη του τη δύναμη: στην κουζίνα ακούγεται
76
ένα Μπιγκ Μπανγκ, το ψυγείο εκρήγνυται με όλο του το περιεχόμενο (που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και σπουδαίο), και πασαλείβει την απεραντοσύνη που καλύπτουν τα πλακάκια, ενώ ένας χείμαρρος από το προχθεσινό γιουβέτσι αργοκυλάει στο κούφωμα της πόρτας. Ο Ύψιστος είναι έξω φρενών, όχι μόνο γιατί ο Ροζάριο δεν τον σεβάστηκε, αλλά και γιατί το γιουβέτσι γίνεται χωρίς ρίγανη.
«Ήμαρτον, Κύριε ! Υπόσχομαι στο μέλλον να μην ξαναβάλω ρίγανη», ικετεύει ο Ροζάριο πεσμένος καταγής. «Συγχώρα με και που σ' έκανα να θυμώσεις, αλλά προσπάθησε να με καταλάβεις, Κύριε. Έχω πανικοβληθεί: δεν έχω φτιάξει ποτέ μου κιβωτό και δεν νομίζω πως ε ίμαι ικανός. Μικρός ούτε τα Λέγκο δεν ήξερα να στήνω!»
«Θα σε βοηθήσω εγώ!» τον διακόπτει ο Θεός. «Συγχώρα με, ω Ύψιστε. Μην προσβληθείς, αλ
λά εσύ δεν ε ίσαι και πολύ πρακτικό μυαλό. Εδώ το πρόβλημα δεν είναι η κατασκευή, αλλά η πλεύση ! Εμένα με ζαλίζει η θάλασσα, ακόμη και στο φεριμπότ για τη Σαρδηνία . . . »
«Εμ βέβαια!» τον διακόπτει ο Θεός. «Με όσα σου δίνουν να φας σ' αυτά τα σαπιοκάραβα . . . ! »
«Μα όχι, Κύριε, δεν είναι αυτό. Κοίτα, σ' ευχαριστώ που διάλεξες εμένα ανάμεσα σε χίλιους κι άλλους χίλιους, αλλά . . . »
«Σου έχω ήδη εξηγήσει ότι έγινε λάθος ! Πάντως, αν προτιμάς να πνιγείς με όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, θα σου κάνω το χατίρι!»
Ο Ροζάριο χλομιάζει κι αμέσως αλλάζει τόνο:
77
«Μα όχι, Κύριε, πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα από το μυαλό; Εγώ είμαι το καταλληλότερο πρόσωπο για την κιβωτό σου ! Βασίσου πάνω μου».
Ακούγεται η βροντερή φωνή του Κυρίου: «Μα αφού μόλις είπες ότι σε πειράζει η θάλασσα!»
«Ε καλά . . . Θα πάρω μια δραμαμίνη !» Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του δύσπιστος: «Και
με τα ζώα τι θα κάνουμε; Νομίζω ότι τα ζώα δεν σ' αρέσουν, έτσι δεν είναι Ροζάριο;»
«Εγώ λατρεύω τα ζώα, Κύριε: ήμουν αρραβωνιασμένος με μια μουρούνα εφτά χρόνια! Κάποτε δεν ήμουν έτσι: ήμουν κακός άνθρωπος. Δεν αγαπούσα τις κότες. Σκέψου ότι, τα πρωινά, έκανα τ' αβγά τους στραπατσάδα! Ώσπου κατάλαβα και υιοθέτησα ένα αβγό εξ αποστάσεως: ένα μαύρο αβγό, ένα αβγό Κίντερ. Δημιούργησα, δε, κι έναν σύλλογο για την προστασία της ταινίας της μονήρους, που κανένας δεν πάει ποτέ να της κάνει παρέα. Θα φταίει και το μέρος όπου μένει: προφανώς είναι λίγο άβολο να πας και να τη βρεις. Πέρυσι μάζεψα ένα κουτάβι σκουληκιού. Θα 'πρεπε να το δεις τώρα: τριγυρνά στο σπίτι και μοιάζει με χέλι! Άρα, Κύριε, από αυτή την άΠΟψη μπορείς να μείνεις ήσυχος: εγώ είμαι ο άνθρωπός σου, ο πιο κατάλληλος για να σώσει τα ζώα».
«Εντάξει, Ροζάριο, με έπεισες», λέει ο Θεός. Θα φτιάξεις εσύ την κιβωτό».
«Ευχαριστώ, Κύριε. Και πόσα ζώα θα πρέπει να φορτώσω επάνω;»
«Όλα, δύο από κάθε είδος!» απαντά ο Πανάγαθος.
78
Ο Ροζάριο χλομιάζει: «Όλα όλα;» Ο Κύριος γνέφει καταφατικά. Ο Ροζάριο επιμέ
νει: «Και τι θα γίνει με την μπόχα;» «Θα συνηθίσουν», απαντά γαλήνια ο Πανάγαθος.
«Όπως άρχισα να συνηθίζω κι εγώ». Ο Ροζάριο προσβάλλεται, αλλά κάνει πως δεν
τρέχει τίποτα: «Μα αν φορτώσω μόνο τα ζώα, Κύριε, δεν θα έχω τίποτα για γαρνιτούρα! Χώρια τα πρακτικά προβλήματα που θα δημιουργηθούν: ποιος θα τα"ιζει την τίγρη, και κυρίως τι θα την ταΙζω; Τα άλλα ζώα θα είναι ανήσυχα κατά τον διάπλου! Και τι θα κάνω με τους ελέφαντες; Αυτοί τρώνε τρεις τόνους χόρτο την ημέρα! Για να πιάσουμε ένα τεφτέρι: δυο ελέφαντες κάνουν έξι τόνους χόρτο, επί σαράντα ημέρες μάς κάνουν διακόσιους σαράντα τόνους χόρτο. Μόνο για τους ελέφαντες, Κύριε, θα πρέπει να φορτώσω περισσότερο χόρτο απ' όσο κατανάλωσαν οι Ρόλινγκ Στόουνς σε όλη τους την καριέρα! Και για να μη μιλήσουμε για το ξεδίψασμα: και καλά η γκαμήλα, που έτσι κι αλλιώς το φροντίζει μόνη της, όμως με την καμηλοπάρδαλη τι θα κάνω; Θα κουβαλάω και κουτάκια Σπράιτ;»
Ο Κύριος αρχίζει να χάνει ξανά την υπομονή του: «Αμάν, Ροζάριο! Μα είναι δυνατόν να βλέπεις μόνο τις πιο δύσκολες πλευρές; Σκέψου το πάντα, που καταναλώνει λίγο».
«Κύριε, αυτό είναι το Φίατ Πάντα. Κι ύστερα δεν είναι μόνο το πρόβλημα της πείνας και της δίψας: σκέψου τις σχέσεις ανάμεσα στα ζώα. Τι θα κάνω;
79
Θα το πεις εσύ στο πρόβατο ότι θα έρθει και ο λύκος;»
Ο Κύριος τον κόβει απότομα: «Ροζάριο, σταμάτα τα παράπονα: τα ζώα πρέπει να σωθούν όλα και πρέπει να είναι δύο από κάθε είδος, ώστε να αναπαραχθούν».
Μα ο Ροζάριο δεν έχει ακόμη πεισθεί: «Εντάξει, Κύριε. Παρόλο που ... »
«Παρόλο που;» βροντοφωνάζει ο Κύριος. «Παρόλο που, με όλο τον σεβασμό, αν σ' ένοιαζε
τόσο η αναπαραγωγή τους, θα μπορούσες να είσαι πιο προσεχτικός στον σχεδιασμό».
«Τι θες να πεις, Ροζάριο;» «Χμ, Κύριε, ας είμαστε τίμιοι: υπάρχουν κάτι ζώα
που, τα κακόμοιρα, κάνουν τεράστιο κόπο να αναπαραχθούν, εξαιτίας λαθών στον σχεδιασμό τους».
«Μα για ποια λάθη μιλάς;» «Να, για παράδειγμα, υπάρχουν πολύ αργά ζώα,
Κύριε ! Σκέψου τον βραδύποδα: τόσο αργός, σκυφτός, αποβλακωμένος. Τον φαντάζομαι πάνω στα δέντρα: "Έχεις ένα δεκάρικο, να πάω να βρω τη γιαγιά μου;" Πώς έχεις την απαίτηση να αναπαραχθεί ένα τόσο αργό ζώο; Σκέψου πόσον χρόνο χρειάζεται για να πάρει πρωτοβουλία: "Θ-έ-λ-ε-ι-ς ν-α φ-ά-μ-ε μ-α-ζ-ί α-π-ό-ψ-ε;" κι έχει κιόλας ξημερώσει! Άσε πια το ζευγάρωμα! Μπορεί να του πάρει 18 με 22 ώρες, και μερικές φορές τον παίρνει και ο ύπνος! Θα μου πεις: "Συμβαίνει και στον άντρα ν' αποκοιμηθεί!" Ναι, αλλά μετά, σχεδόν ποτέ κατά τη διάρκεια. Είναι φανε-
80
ρό, Κύριέ μου, ότι ένα τέτοιο ζώο οδηγείται στην εξαφάνιση !
»Έπειτα υπάρχουν ζώα πολύ ντροπαλά! Σκέψου, για παράδειγμα, τη στρουθοκάμηλο: εκείνη ντρέπεται, χώνει το κεφάλι της στην άμμο, ο στρουθοκάμηλος έρχεται από πίσω και . . . γκντούπα της! Με λίγα λόγια: δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση, δεν υπάρχει συναίσθημα! Από την άλλη μεριά, ζώο είναι κι ο στρουθοκάμηλος, έχει κι αυτός τις αδυναμίες του !
»Κι έπειτα υπάρχουν ζώα πολύ φιλύποπτα! Για παράδειγμα, το βιζόν νομίζει ότι η θηλυκιά κάθεται μαζί του μόνο για τη γούνα του, και δημιουργούνται κι εκεί σοβαρά προβλήματα κατανόησης.
»Με άλλα ζώα το πρόβλημα δεν είναι στον χαρακτήρα τους, είναι καθαρά διαδικαστικό. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζώα πολύ μεγάλα: σκέψου την κακομοίρα την ιπποποταμίνα, όταν βλέπει τον σύζυγό της να την πλησιάζει! "Παναγιά μου ! Αυτός τώρα θα ν' ανέβει πάνω μου;" σκέφτεται απαρηγόρητη. Κι έπειτα ο ιπποπόταμος, Κύριε, έχει εκείνο το πράμα που μοιάζει με ηλεκτρικό τρενάκι, μα τι λέω: με υπερταχεία! Εδώ που τα λέμε, δεν είναι κι εύκολο να το κουμαντάρεις, ειδικά με μια θηλυκιά χοντρή σαν και τούτη, όλο ζάρες και δίπλες. Έχεις ιδέα τι χρειάζεται για να ψάξεις ανάμεσα σ' όλες αυτές τις δίπλες λίπους και να βρεις το θηλυκό σημείο της ιπποποταμίνας;
»Δώσ' του από δω, δώσ' του από κει, αρσενικό και θηλυκό, έτσι χοντρά που είναι, μετά την τέταρτη προσπάθεια το παθαίνουν το έμφραγμα και τα δύο!
81
Ακ6μη και 6ταν δεν τους έρχεται έμφραγμα, η επαφή είναι πολύ επώδυνη: φαίνεται συχνά στα ντοκιμαντέρ 6τι η ιπποποταμίνα έχει ανοιχτ6 το στ6μα της: γιατί το αρσενικ6 πέτυχε λάθος στ6χο! !»
Ο Κύριος ξεφυσά, φανερά ενοχλημένος: «Ροζάριο, αυτό είναι χάσιμο χρ6νου! Τα ζώα θ' ανεβούν 6-λα στην κιβωτό και, στο τέλος του κατακλυσμού, θα είναι καθήκον δικό σου και της γενιάς σου να βοηθήσετε τα ζώα με περισσότερες δυσκολίες να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή».
«Και πώς θα γίνει αυτ6, Κύριε;» «Υ ιοθετήστε τα, Ροζάριο. Όπως κάνετε σήμερα
με τον σκύλο, τη γάτα, την αγελάδα . . . » «Μια κουβέντα είναι! » αντιδρά ο Ροζάριο. <�Φα
ντάζεσαι τους ιδιοκτήτες ενός αρσενικού κι εν6ς θηλυκού ελέφαντα, που συναντιούνται στο πάρκο για να τους ζευγαρώσουν; Θα καταστραφούν όλα τα παρτέρια, δεν είναι σαν το χάμστερ! Άσε που, όταν γεννιούνται τα κουτάβια, πού να βρεις μπανιέρα να τα πνίξεις αν είναι πολλά; Τα μυρμήγκια τι τα βάζεις να κάνουν, τους φύλακες; Ο πρώτος κλέφτης που θά 'ρθει θα σου τα ποδοπατήσει όλα! Κι έπειτα, μπολάκι Κιτ&Κατ τόσο μικρό δεν βρίσκεται, το σπιτάκι στον κήπο χάνεται μέσα στη χλόη, για να το πας β6λτα με το λουρί πρέπει να πηγαίνεις σκυφτ6ς . . . Πάρα πολλά προβλήματα! Και ο ρινόκερος του σαλονιού; Θα σου καταστρέψει όλον τον καναπέ. Κι άντε μετά να τον πείσεις να κάνει τις ανάγκες του στο κασονάκι στην τουαλέτα! Και με τον κυναίλουρο τι θα κάνουμε; Θα του μάθουμε πώς να σέρνει έλκηθρο; Δεν
82
έχει γερά κρατήματά στις στροφές . . . Βλέπω κιόλας πλήθος Εσκιμώους να γίνονται χαλκομανία πάνω στα δέντρα! Αμάν πια, Κύριε, δεν μπορείς να αναθέσεις σ' εμένα την ευθύνη να λύσω τα προβλήματα που δημιούργησες εσύ στον σχεδιασμό!»
Ο Κύριος τον διακόπτει: «Μα τι ξέρεις εσύ από σχεδιασμό, Ροζάριο; Εσύ ούτε που φαντάζεσαι τι προσπάθειες έκανα προτού βρω κάποιες λύσεις: εσείς νομίζετε ότι σε μία μέρα έπλασα τα πάντα . . . Από πού κι ως πού; Χρειάστηκε πολύς χρόνος κι ένα σωρό πειράματα.
»Πάρε για παράδειγμα τα πουλιά: αν ήξερες τι χαμός έγινε για να τα τελειοποιήσω! Έριχνα στον αέρα ένα κουνέλι και φώναζα: "Πέτα!" κι αυτό μπανταμπούμ! Φαρδύ πλατύ στο χώμα. Έριχνα έναν κροκόδειλο: "Πέτα!" κι αυτός μπανταμπούμ! Φαρδύτερος πλατύτερος στο χώμα. Μετά τα πρώτα αυτά πειράματα, δημιούργησα επίτηδες τον "Κοδρικίελο τον ερυθρόκερκο". Ωραίο πουλί, αλλά είχε μόνο μία φτερούγα . . . Ξέρεις τώρα, η απειρία! Μπορούσε να πετάει, αλλά μόνο κυκλικά.
»Μετά τα πουλιά πέρασα στα ψάρια, αλλά κι εκεί έπρεπε να δεις πόσα ζώα μού πνίγηκαν πριν τα φτιάξω σωστά! Κατάλαβα πως έπρεπε να προχωρήσω βαθμηδόν, αλλά δεν ήταν εύκολο. Πάρε για παράδειγμα το ψαροπούλι, τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε ψάρια και πουλιά: δεν ξέρεις πόσα προβλήματα μου δημιούργησε στην αρχή ! Σκέψου ότι έφτιαχνε τη φωλιά του πάνω στα δέντρα και τα πουλιά διαμαρτύρονταν γιατί βρόμαγε μπακαλιαρίλα. Τέλος πά-
83
ντων . . . αναγκάστηκα να του ζητήσω να μείνει στο νερό!
»Και πού να σου λέω τι τράβηξα για να φτιάξω τη γαλοπούλα!
»Στην αρχή υπήρχε ο "Στερπακόδιλος ο πρωτεύων". Ήταν ένα ωοτόκο ζώο που έκανε μόνο ένα αβγό, όμως το έκανε τόσο μεγάλο όσο μια μπάλα του ράγκμπι, και μέσα υπήρχε ένας Στερπακόδιλος πρωτεύων που είχε κιόλας τις διαστάσεις ενός ενήλικα. Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν δύο: ή φάρδαινα τον κώλο ή μίκραινα το αβγό. Αν φάρδαινα τον κώλο, θα δημιουργούσα ρεύμα αέρος και η Στερπακοδιλίνα θα πέθαινε από κρύωμα. Αν μίκραινα το αβγό, δεν θα χώραγε πια μέσα ο Στερπακόδιλος ο πρωτεύων. Αναγκάστηκα να εξαφανίσω τα πάντα και να ξαναφτιάξω από την αρχή τη γαλοπούλα.
»Και το "Σιμαγλίνο το χρυσούν" και το "Σιμαγλίνο το διάστικτον" αναγκάστηκα να τα αντικαταστήσω με την καμηλοπάρδαλη ! Για την ακρίβεια ήταν ίδια με την καμηλοπάρδαλη, μόνο που έκαναν αβγά: έσπαγαν όλα.
»Δημιούργησα και μια στρωματόβια ψείρα μεγάλη σαν Φορντ Τράνζιτ: έτρωγε τέσσερα στρώματα την ημέρα. Αναγκάστηκα να τη βγάλω από τη μέση εξαιτίας των πιέσεων από τα συνδικάτα της Περμαφλέξ.
»Ένα άλλο ζώο που αναγκάστηκα να εξαφανίσω ήταν η "Σκόντα η ευδαίμων": ένα οστρακόδερμο σκέτο σίχαμα! Ευτυχώς για τα άλλα ζώα, δεν χρειάστηκε να προστρέξω σε ριζικές λύσεις: ήταν αρκετές κάποιες μετατροπές για να φτάσω σε καλά αποτελέσμα-
84
τα. Για παράδειγμα, ο ελέφαντας στην αρχή είχε μικρά αφτιά και δεν άκουγε τίποτα: ήταν πρόβλημα, γιατί τα άλλα ζώα ξελαρυγγιαζόντουσαν φωνάζοντας "πρόσεχε πού πατάς! " κι αυτός τίποτα . . . πού ν' ακούσει! Είχαμε ένα σωρό ποδοπατημένα ζώα, έως ότου αναγκάστηκα να του αλλάξω τ' αφτιά. Και οι φάλαινες στη αρχή ήταν διαφορετικές: τις είχα κάνει πετσί και κόκαλο, σαν τις αντσούγιες, αλλά δεν μου άρεσαν και τις άλλαξα.
»Και τι να πω για τον τυφλοπόντικα; Ο τυφλοπόντικας μου βγήκε αόμματος, και τότε σκέφτηκα: θα του δώσω ένα σκυλί κι έτσι λύνεται το πρόβλημα. Το σκυλί όμως δάγκωνε όλους τους τυφλοπόντικες, και τότε οι τυφλοπόντικες έκαναν διαδήλωση: απεργίες, φασαρίες . . . Στο τέλος λοιπόν αφαίρεσα το σκυλί και σκέφτηκα: μια που δεν βλέπουν την τύφλα τους, θα τους βάλω κάτω από τη γη, όπου ούτως ή άλλως είναι σκοτεινά, κι έτσι θα λύσω το πρόβλημα. Και πάλι διαδήλωση από τους τυφλοπόντικες: απεργίες, φασαρίες . . . όμως έτσι κι αλλιώς έγιναν όλα κάτω από τη γη, κανείς δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, λίγο μετά ηρέμησαν και τώρα είναι ακόμη εκεί . . .
»Μ' αυτούς βρήκα τη λύση, αλλά με τόσα άλλα είδη ζώων δεν τα κατάφερα: αφανίστηκαν χωρίς να μπορέσω να κάνω τίποτα. Φοβερή ξεφτίλα.
»Για παράδειγμα, η "Βατραχεία" και η "Κυκλωπεία" αφανίστηκαν στον προηγούμενο κατακλυσμό, εκείνον του Νώε, γιατί ήταν πολύ καλές . . . »
«Στον χαρακτήρα;» ρωτάει ο Ροζάριο με περιέ�γεια.
85
«Όχι», απαντάει ο Θεός, «στη γεύση. Ο Νώε τρελαινόταν για δαύτες και τις έφαγε όλες κατά τον διάπλου».
Η περιέργεια του Ροζάριο φουντώνει όλο και περισσότερο: «Και πώς ήταν φτιαγμένες;»
«Ήταν καταπληκτικά ζώα ... » αναστενάζει ο Πανάγαθος. «Η "Βατραχεία" αποτελούνταν από ένα μόνο πόδι. Μια ωραία γάμπα, λεία, χωρίς τρίχες. Γεννιόταν έχοντας κιόλας πάνω της λίγο λαδάκι και τρεφόταν με σκόρδο, κάππαρη, ελιές και μια πρέζα αλατοπίπερο. Είχε έναν μεγάλο, μοναδικό, φυσικό εχθρό, εκτός από τον Νώε: τον φούρνο!
»Η δε "Κυκλωπεία" αντίθετα, ήταν το μικρότερο από τα θηλαστικά: τα ενήλικα είχαν τις διαστάσεις
86
και το σχήμα που έχουν οι γίγαντες, τα φασόλια. Αυτή η ομοιότητα στάθηκε μοιραία: μια ωραία πρωία ο Νώε έχωσε στο ταψί όλη την οικογένεια μαζί με όλα τα απαραίτητα μυρωδικά κι έτσι σερβίρισε ωραιότατους γίγαντες πλακί.
»Ακόμη νιώθω ότι μου λείπουν, όπως και τόσα άλλα αφανισμένα ζώα με τα οποία ήμουν συνδεδεμένος. Πάρε για παράδειγμα το αξιαγάπητο "Γοητουδάκιον το ραβδωτόν", που τρεφόταν μόνο με σουφλέ πατάτας. Άντεξε μέχρις ότου η τιμή του σουφλέ έφτασε τις 4500 λιρέτες η μερίδα, μετά το έφαγε η μαρμάγκα: ε ίναι λογικό.
»Και ο μικρός "Πεντάβραχυς ο διοπτροφόρος"; Το πιο φοβητσιάρικο ζώο που έπλασα! Οτιδήποτε τον τρομοκρατούσε : η φωτιά, το φως, η μοναξιά, οι δικαστές. Νοσηλεύτηκε έξι μήνες σε κλινική, με ισχυρά καταθλιπτικά σύνδρομα, ώσπου αφανίστηκε.
»Και τι να πει κανείς για τον κακόμοιρο τον "Ρεμέντζο τον δενδρόβιον"; Είχε ένα σωρό φυσικούς εχθρούς: μετά την πρώτη προειδοποίηση της μαφίας, η αστυνομία τον βρήκε έξω από το σπίτι του, τον έβγαλαν από τη μέση με τέσσερις σφαίρες. Δεν ε ίχε προλάβει να αναπαραχθεί: εξαφανίστηκε.
»0 δε "Βασιλίσκος ο κολλαριστός", σ' έναν κόσμο σε εξέλιξη, εξελίχθηκε με την εξυπνάδα οπαδού της Λίγκας του Βορρά από τη Βαλ Μπρεμπάνα! Έλεγε: "Α πά' αινε από κει, χωριάταρε ! " επί εφτά μήνες σ' ένα αυστραλέζικο καγκουρό.
»Ώσπου εξαφανίστηκε μόνος του χωρίς ν' αφήσει ίχνη.
87
»Και οι δεινόσαυροι . . . Τι κρίμα!» Ο Ροζάριο επεμβαίνει ξανά: «Μετεωρίτης, έτσι
δεν είναι;» «Καλέ, ποιος μετεωρίτης !» γελάει ο Κύριος. «Έ
γινε ένα απλο'ίκό λάθος: το αρσενικό, που ζύγιζε πάνω από 500 τόνους, το είχα πλάσει μ' ένα μαραφετάκι 24 γραμμαρίων . . . Εξαφανίστηκαν γιατί τα θηλυκά πέθαναν όλα από τα γέλια».
Ο Ροζάριο έχει μείνει άναυδος: «Παναγίτσα μου, αν το ήξερε ο Πιέρο Άντζελα!»
«ο Πιέρο Άντζελα είναι αυτός που έχει εκείνον τον παράξενο γιο;» ρωτάει ο Θεός.
«Ναι», απαντάει ο Ροζάριο. «Είναι αυτός που κάνει τα ντοκιμαντέρ. Λέει ότι καταγόμαστε από τους πιθήκους».
Αυτή τη φορά είναι η σειρά του Θεού να μείνει άναυδος: «Στ' αλήθεια κατάγεστε από τους πιθήκους;»
«Γιατί, Κύριε, έτσι δεν είναι;» «Πού να ξέρω 'γώ; Αν το λέει αυτός ο Πιέρο Ά
ντζελα . . . Μόνο που δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Η εξέλιξη των ειδών ήταν σκέτο μπάχαλο, μου έγιναν όλα αχταρμάς. Μου φαίνεται ότι κατάγεστε από κάποιον, αλλά δεν θυμάμαι από ποιον . . . Ίσως από το σαλιγκάρι!»
«Αυτό είναι!» φωνάζει ο Ροζάριο. «Το σαλιγκάρι είναι παρόμοιο με τον άνθρωπο: του τρέχουν τα σάλια όταν βλέπει θηλυκό, έχει δυο γουρλωτά μάτια σαν τον θείο μου τον Πασκουάλε κι έχει και κέρατα σαν τον θείο μου τον Ευγένιο».
88
Ο Κύριος μοιάζει να το σκέφτεται, κι έπειτα, διόλου σίγουρος, προσθέτει: «Χμ, μπορεί και να κατάγεστε από το τραμ!»
«Ναι, έχει κι αυτό κέρατα!» λέει ειρωνικά ο Ροζάριο, που μετά προσθέτει: «Μα, Κύριε, τι 'ν' αυτά που λες; Τι σχέση έχει το τραμ;»
«Τι να σου πω, Ροζάριο . . . Δεν θυμάμαι, εντάξει; Πάντως ένα είναι βέβαιο: γίνατε ό,τι γίνατε με εντελώς τυχαίο τρόπο!»
Και λέγοντας αυτά ο Θεός, προφανώς κουρασμένος από μια τόσο αποκαρδιωτική συζήτηση, εξαφανίζεται. Ο Ροζάριο μένει πάλι μόνος του, με τις ιδέες του ακόμη πιο μπερδεμένες. Κάθεται και καρφώνει με το βλέμμα του ένα κουνούπι που πετάει τριγύρω και σκέφτεται: «Λες να 'ναι ο παππούς μου αυτό;» Και αυτός ο συλλογισμός τον συνοδεύει έως ότου, εξαντλημένος, αποκοιμιέται.
Μόνο τότε ο Πανάγαθος επιστρέφει και ξαπλώνει δίπλα του, περιμένοντας να κουβεντιάσουν κι άλλο.
Και ο Θεός δεν βλέπει την ώρα να ξυπνήσει ο Ροζάριο, αλλά προς το παρόν ε ίναι και πάλι νύχτα.
89
Ημέρα πέμπτη
Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο κοιμάται βαθιά. Και ο Κύριος κοιμά
ται. Ο Ροζάριο στριφογυρίζει ιδρωμένος στο μαξιλάρι του. Κι ο Θεός το ίδιο. Ο Ροζάριο φυσάει και ξεφυσάει. Κι ο Θεός το ίδιο. Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Ο Ροζάριο βλαστημάει. Ο Θεός τού χώνει μια κλοτσιά που τον κάνει να κυλήσει κάτω από το κρεβάτι ξυπνώντας τον. «Εεε, μα τι τρόποι είναι αυτοί!» διαμαρτύρεται ο Ροζάριο καθώς σηκώνεται. «Επειδή είσαι ο Πανάγαθος, νομίζεις πως μπορείς να κάνεις ό,τι σου γουστάρει, ε ;» Ο Θεός τον αποστομώνει αμέσως: «Πάψε, βλάσφημε υβριστή ! Και πήγαινε στην κουζίνα να φτιάξεις καφέ, είναι πια ώρα ν' αρχίσει η κατασκευή της κιβωτού ! Μένουν μόνο δύο ημέρες, το θυμάσαι;»
Ο Ροζάριο εξανίσταται. «Και βέβαια το θυμάμαι! Αλλά δύο μέρες είναι πολύ λίγες . . . Χρειάζομαι τουλάχιστον είκοσι! »
«Δύο!» απαντά ο Πανάγαθος. «Να τις κάνουμε δεκαπέντε;» προτείνει ο Ροζά
ριο.
90
«Δύο, ούτε μία παραπάνω. Φτάνει!» «Εεε, μα αυτή είναι δικτατορία! Το ξέρεις, έτσι
δεν είναι;» Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του, και μετά: «Όχι ... » «Τι όχι;» ρωτάει ο Ροζάριο. Ο Πανάγαθος, αμήχανα, εξηγεί: «Όχι, δεν το ξέ
ρω, δεν ξέρω τι είναι αυτή η δικτατορία, εντάξει;» «Α ... είπα κι εγώ ... Τότε να σου το εξηγήσω: δι
κτατορία είναι όταν πηγαίνεις στην κόλαση αν δεν κάνεις ό,τι λέει ο δικτάτορας. Το 'πιασες;» Έπειτα, κοιτώντας την έκφραση του Θεού, προσθέτει αμέσως: «Μην το πάρεις τοις μετρητοίς . . . Ο λόγος το λέει . . . Τέλος πάντων, για να συνεννοηθούμε: η δικτατορία είναι το αντίθετο της δημοκρατίας. Το 'πιασες τώρα;»
Ο Θεός συγκατανεύει, έπειτα: «Και τι είναι η δημοκρατία;»
Ο Ροζάριο ξεσπάει: «Ω, μα τον εαυτό σου ! Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε . . . Συγκεντρώ-σου, σε παρακαλώ. Δημοκρατία είναι . . . » ο Ροζάριο κοιτάζει για λίγο συλλογισμένος το άπειρο και προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση: «Δημοκρατία είναι όταν όλοι αποφασίζουν ποιος θα αποφασίσει και, ανάλογα με τα πιστεύω τους, αποφασίζουν ποιον και τι θα σταυρώσουν. Πες πως όλοι λένε "Βαραββάν, Βαραββάν, Βαραββάν": σταυρώνουν τον Ιησού ! Η αντιπολίτευση θέλει να ρίξει την κυβέρνηση: παρακινεί τους εργάτες να σταυρώσουν τα χέρια τους! Η Σάρον Στόουν θέλει να ρίξει τον Μάικλ Ντάγκλας: σταυρώνει τα πόδια της! Πιστεύω πως έτσι είναι τα πράγματα, Κύριε . . . »
91
,
«Μα συγγνώμη . . . » απαντάει αμήχανα ο Θεός, «ΚΙ αν δεν ε ίναι όλοι σύμφωνοι; Αν κάποιος θέλει Ιησού και κάποιος Βαραββά, τι συμβαίνει;»
«Πάμε σε ψηφοφορία!» απαντάει ο Ροζάριο. «Και πώς ψηφίζετε;» «Χμ . . . » ο Ροζάριο ξύνει το κεφάλι του, «εξαρτά
ται από το ε ίδος των εκλογών: έχουμε την ενισχυμένη αναλογική, το εγγλέζικο πλειοψηφικό, την πρώτη κατανομή αβγολέμονο, την τριπλή συμμαχία γιαχνί, τη στρεβλή ενισχυμένη με σπετζοφάι . . . »
Ο Θεός τον διακόπτει: «Κι όλ' αυτά για να διαλέξετε ανάμεσα σε Ιησού και Βαραββά;»
«Όχι, Κύριε ! Όλ' αυτά για να εκλέξουμε τους γερουσιαστές και τους βουλευτές!»
Ο Θεός επιμένει: «Κι αυτοί θα διαλέξουν ανάμεσα σε Ιησού και Βαραββά;»
«Μερικές φορές, εκτός κι αν γίνει δημοψήφισμα!»
Ο Θεός αρχίζει να χάνει την υπομονή του: «Και τι ε ίναι το δημοψήφισμα;»
«Είναι μια εφεύρεση κατά την οποία, αν σ' αρέσει κάτι και θέλεις να πεις ναι, γράφεις "Όχι", ενώ αν δεν σ' αρέσει και θέλεις να πεις όχι, γράφεις "Ναι". Κατάλαβες;»
«Όχι», ξεσπάει ο Θεός. «Ούτε εγώ, Κύριε ! » παραδέχεται ο Ροζάριο. Και ο Θεός: «Και με αυτό το δημοψήφισμα δια
λέγετε τελικά μεταξύ Ιησού και Βαραββά;» «Ναι ... και συνήθως κερδίζει ο Πιλάτος! » αναστε
νάζει ο Ροζάριο.
92
Ο Θεός ε ίναι πολύ αποκαρδιωμένος: «Λυπάμαι, Ροζάριο, αλλά εγώ απ' αυτή τη δημοκρατία δεν κατάλαβα τίποτα!»
«Ε», τον παρηγορεί ο Ροζάριο. «Δεν είναι κι εύκολο πράγμα. Ίσως είναι καλύτερα να σου δώσω κάποιο σημείο αναφοράς από την πραγματικότητα . . . Για παράδειγμα . . . θυμάσαι την απαγωγή του Άλντο Μόρο; Ο τότε Υπουργός Εσωτερικών επιβραβεύτηκε για τη λαμπρή του αποτυχία και εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οργάνωσε, δε, και μια συνομωσία σε μορφή χορού μεταμφιεσμένων με θέμα τους αρχαίους Ρωμαίους, που λεγόταν 'Ή Ρομφαία". Είκοσι χρόνια μετά, είχε δεν είχε, βρίσκεται να συμμαχεί μαζί σου. Ορίστε: αυτή είναι η δημοκρατία. Η RAI ετοιμάζει μια νέα σειρά επεισοδίων της εκπομπής Τα Μυστήρια, για να καταλάβουμε πώς συνέβη . . . »
Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σίγουρος ότι μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»
«Όχι, Κύριε, μην το λες αυτό! Η δημοκρατία είναι η βάση του πολιτισμένου βίου . . . Σε μια υγιή δημοκρατία ε ίναι εγγυημένη και η ελευθερία του τύπου: σκέψου ότι μέχρι και ο Τζουλιάνο Φεράρα έχει εφημερίδα!»
«Και ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Θεός «Κύριέ μου, αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις α
μέσως: λόγω όγκου, είναι ο μοναδικός στον κόσμο που έχει μπιντέ με καθρεφτάκι για την όπισθεν! Για να συνεννοούμαστε: είναι αυτός που, όταν πήγε να γίνει δωρητής οργάνων, τον διώξανε κακήν κακώς! ι
Ωστόσο», συνεχίζει ο Ροζάριο, «επειδή έχουμε δημο-
93
κρατία, ένας τέτοιος άνθρωπος μέχρι που έγινε υ· πουργός των Σχέσεων με το Κοινοβούλιο . . . »
Ο Θεός τον διακόπτει: «Κοινοβούλιο; Μα εσείς δεν είχατε βασιλιά;»
Ο Ροζάριο σηκώνει τα μάτια του προς τον ουρα· νό αποθαρρημένος: «Μα Κύριε, οι απόγονοι του οί· κου της ΣαβοΤας είναι στην εξορία εδώ και πενήντα χρόνια! Ζήτησαν να γυρίσουν στην Ιταλία, αλλά τι γυρνάνε να κάνουν τώρα που η Ιταλία μπαίνει στην Ευρώπη; Δεν θα βρουν κανέναν!»
Ο Θεός ε ίναι όλο και πιο μπερδεμένος: «Τότε ... στη θέση του βασιλιά ποιον έχετε ;»
«Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως όλα τα με· γάλα δημοκρατικά κράτη ! Φυσικά, το καθένα έχει τον πρόεδρο που του αξίζει: για παράδειγμα, ο Πρό· εδρος των Ηνωμένων Πολιτειών λέγεται Κλίντον, και αν κάνει μουρνταριές με καμιά γραμματέα, γίνεται σκάνδαλο. Ο δικός μας Πρόεδρος λέγεται Σκάλφα· ρο, και αν κάνει τίποτα μουρνταριές με μια γραμμα· τέα, είναι θαύμα. Δύο διαφορετικά μοντέλα δημο· κρατίας . . . »
«Μα τι σχέση έχει το σεξ με τη δημοκρατία, Ρο· ζάριο;»
«Κύριέ μου, το σεξ ε ίναι καθοριστικό! Για παρά· δειγμα, η Μόνικα Λεβίνσκι αναγκάστηκε να κάνει φουλ περιποίηση στον Κλίντον, για να τον καταδικά· σουν. Ο μαφιόζος Ριίνα αρκέστηκε να δώσει ένα φι· λάκι στον Αντρεότι .. . »
Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σί· γουρος ότι μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»
94
Ο Ροζάριο έχει αγανακτήσει: «Άντε πάλι! Σου το ξανάπα: μην το λες αυτό! Άμα σου πω ότι για τη δημοκρατία αγωνίστηκαν χρόνια ολόκληρα, από τον προηγούμενο κιόλας αιώνα, ο Καβούρ, ο Βιτόριο Εμανουέλε, οι αδελφοί Ντάντολο . . . »
«Ποιοι ε ίναι πάλι αυτοί;» τον ξαναδιακόπτει ο Θεός.
Ο Ροζάριο βρίσκεται καθαρά σε δύσκολη θέση: «Κύριε, εγώ την ιστορία δεν την είχα εμπεδώσει και πολύ! Πάντως, αν θυμάμαι καλά, ο Καβούρ είναι πλατεία, ο Βιτόριο Εμανουέλε λεωφόρος και οι αδελφοί Ντάντολο . . . χμ! Θα έπρεπε να δούμε τον οδικό χάρτη, Κύριε. Δεν τα θυμάμαι όλα, όμως ξέρω ότι ήταν μεγάλοι πατριώτες . . . Νομίζω ότι αργότερα μεγαλούργησαν και στην Αμερική: στο Φαρ-Ουέστ όλοι ήξεραν τους αδελφούς Ντάλτον. Έδωσαν ένα σωρό μάχες για τη δημοκρατία. Περίφημος κι ο αγώνας στο Παστρένγκο: Ιταλία-Γερμανία 4-0, τους ξε-παστρέψαμε. Αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, ίσως ήταν μια ομάδα εφήβων. Αργότερα ο αγώνας επαναλήφθηκε στο Μπελφιόρε, όταν βρίσκονταν στο φιόρε της ηλικίας τους! Έπειτα θυμάμαι πως υπήρχε η ομάδα του Πιζακάνε: ήταν τριακόσιοι, ήταν νέοι και δυνατοί, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε υποτίμηση κι έγιναν χίλιοι. Τους οδηγούσε ο Γκαριμπάλντι, αυτός που είχε έναν βοηθό, τον Μπίξιο, που τσάντιζε άγρια τον Γκαριμπάλντι, γιατί επαλήθευε τ' όνομά του ακόμη και με την κυρία Γκαριμπάλντι: ήταν φοβερός μπήχτης. Όταν έφτασαν στο Παλέρμο, ι
το 1860, συνάντησαν τον Ροζολίνο Πίλο, που νομίζω
95
πως ήταν ο παππούς του Τζιάνι Πίλο, αυτουνού που κάνει τα γκάλοπ για το κόμμα του Μπερλουσκόνι, και βέβαια τους οργάνωσε αμέσως μια δημοσκόπηση: προέκυψε ότι 1 17 καινούριοι Ιταλοί στους 100 πίστευαν πως ο Γκαριμπάλντι ήταν κομουνιστής, 103 καινούριοι Ιταλοί στους 100 προτιμούσαν τον Μπερλουσκόνι από τον Γκαριμπάλντι, 109 Ιταλοί στους 100 ήθελαν τον Μπερλουσκόνι πρώτο βασιλιά της Ιταλίας, στη θέση του Βιτόριο Εμανουέλε Β'».
«Μα ο Μπερλουσκόνι δεν είχε γεννηθεί ακόμη!» αναφωνεί ο Ύψιστος.
«Ε και; Στη δημοσκόπηση ο Ροζολίνο Πίλο έλεγε ότι οι καινούριοι Ιταλοί είναι στραμμένοι προς το μέλλον».
«Μα επιτέλους ποιος είναι αυτός ο Μπερλουσκόνι; Αυτός που λέει πως είναι εγώ, έτσι;» ρωτάει ο Θεός ψιλοτσαντισμένος.
«Μάλιστα, αυτός είναι». Ο Πανάγαθος κάνει μια γκριμάτσα: «Άντε από
κει! Αυτός από πολιτική δεν ξέρει τίποτα: είναι καινούριος, ισχύει ακόμα η εγγύηση».
«Ίσως έχεις ακούσει πως είναι έξω με εγγύηση, πράγμα πολύ διαφορετικό», διευκρινίζει ο Ροζάριο.
«Ναι, τον θυμάμαι αυτόν τον Μπερλουσκόνι», συνεχίζει ο Κύριος σκεφτικός. «Την ημέρα που γεννήθηκε έγινε χαμός από πυροτεχνήματα».
«Κουμπουριές ήταν, Κύριε. Και αξιωματικός του τιμητικού αγήματος ήταν ο Αντρεότι, αυτός που αποφάσισε ν' ανοίξει το θέμα του αγώνα κατά της μαφίας. Ανάλογη ήταν και η απάντηση των μαφιόζων: ά-
96
νοιξαν σαν καρπούζι τη Lancia Themα του δικαστή Φαλκόνε με τόνους δυναμίτη. Ο Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύτηκε τον πανζουρλισμό που ακολούθησε, για να κάνει μια κυβέρνηση στην οποία ο ίδιος ήταν πρωθυπουργός, ο Φεράρα υπουργός και ο Σγκάρμπι βουλευτής. Μόνο ο Μίκυ Μάους γερουσιαστής μάς έλειπε. Μαζί μ' αυτούς ο Μπερλουσκόνι έκανε με όλους τους Ιταλούς ό,τι έκανε ο Κλίντον μόνο με τη Μόνικα Λεβίνσκι: είναι άνθρωπος με μεγαλόπνοα σχέδια! Χάρη στην καθοδήγησή του το πολιτικό ιταλικό σύστημα είχε αναδομηθεί ριζικά. Κατά πρώτον είχε καταργήσει το Κοινοβούλιο, που το θεωρούσε απλό αξεσουάρ, και το είχε αντικαταστήσει με τη συμμορία του. Για να νομοθετούν δεν συνεδρίαζαν στη βουλή, αλλά κατευθείαν στην τραπεζαρία του : στην κεφαλή του τραπεζιού ο ίδιος, δεξιά του ο Τζιάνι Λέτα και γύρω γύρω όλα τα λεβεντόπαιδα. Κατά τη διάρκεια του δείπνου έπαιρναν τις αποφάσεις: για παράδειγμα, κατάργηση των φόρων και των φορολογικών επιβαρύνσεων, επαναφορά του πετσώματος. Ή, πριν ακόμη από τη γέννηση του Ευρώ, καθιέρωση ενιαίου νομίσματος. Είχε όντως προτείνει: "Να ψηφίσουμε για το ενιαίο νόμισμα. Όλοι σύμφωνοι;" "Ναι! " είχαν απαντήσει τα λεβεντόπαιδα. "Ζήτω το ενιαίο νόμισμα: το δικό μου ! " είχε καταλήξει χαρούμενος.
»Είχε ανανεώσει και το δικαστικό σύστημα. Ο παλιός αστικός και ποινικός κώδικας, αναχρονιστικός και τόσο ξεπερασμένος, είχε ελαφρύνει και α- , πλοποιηθεί, έτσι ώστε είχε παραμείνει ένας μόνο νό-
97
μος, που έλεγε: μπορούν να σε παραπέμψουν σε δίκη μόνο υπό τον όρο ότι θα σε αθωώσουν . Αν μία στις τόσες προκύψει καταδίκη, την ποινή πρέπει να την εκτίει ένας αδελφός ονόματι Πάολο. Αν δεν υπάρχει αδελφός ονόματι Πάολο, το αδίκημα παραγράφεται. Ύστερα υπήρχε μια παράγραφος που πρόσθετε : αυτός ο νόμος ισχύει μόνο αν δεν είσαι κομουνιστής. Είναι κομουνιστές μόνο όσοι δεν σκέφτονται σαν τον Ντον Σίλβιο».
Ο Πανάγαθος τον διακόπτει: «Μα . . . ο κόσμος τού έδινε σημασία;»
Ο Ροζάριο ξεσπά: «Αν του έδινε σημασία; ! ; ! Ο λεγάμενος είναι συνέχεια στην τηλεόραση, όλη μέρα, κάθε μέρα, όλες τις ώρες, και μάλιστα δωρεάν, γιατί οι τηλεοράσεις είναι δικές του ! Αυτός με την τηλεόραση κάνει τα πάντα: πολιτική προπαγάνδα, εκκλήσεις, λόγους, μέχρι και θρησκευτικά κηρύγματα».
«Ποιας θρησκείας;» ρωτάει ο Θεός. «Της χριστιανοδημοκρατικής, με ιδιαίτερη λα
τρεία στην Παναγιά τη Μιζαδόρισσα. Κάθε Φλεβάρη εκατομμύρια τηλεθεατών τιμούν τη χάρη της με μια περίλαμπρη πανήγυρη, την πασίγνωστη Σαν Ρεμο-ύλα».
«Είναι τρομερό!» σχολιάζει ο Θεός αηδιασμένος. «Και πού 'σαι ακόμη. Σκέψου ότι χρησιμοποιεί
την τηλεόραση για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Γι' αυτό στις τηλεπωλήσεις προωθεί καταπληκτικά αντικείμενα, όπως φλιτζανάκια του καφέ με τρύπα στον πάτο, ή χαρτάκια χωρίς κόλλα για τον αγώνα ενάντια στα ναρκωτικά. Έτσι ο ναρ-
98
κο μανή ς στρίβει το τσιγαριλίκι του, αλλά η κόλλα δεν πιάνει και όλο το περιεχόμενο πέφτει κάτω. Και, προσφορά σε όποιον αγοράζει τα χαρτάκια χωρίς κόλλα, υπάρχει ένας δίσκος με βρισιές, έτσι ο ναρκομανής να μη βρίζει μόνος του. Ή το πιπέρι στην κοκαΙνη, έτσι ώστε όποιος σνιφάρει να φταρνίζεται και να μη μαστουρώνει πια. Ή ακόμα, σε όσους αγοράζουν δυο μεγάλα φέρετρα μέσω των τηλεπωλήσεων, προσφορά ένα μικρό».
Ο Κύριος είναι λίγο αμήχανος: «Μα πού νομίζει ότι θα φτάσει ένας τέτοιος τύπος;»
«Δεν ξέρω, Κύριε. Φαντάζομαι στο Χαμαμέτ της Τυνησίας με τον αυτοεξόριστο Κράξι».
Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σίγουρος αν μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»
Ο Ροζάριο διαμαρτύρεται: «Αυτό το έχεις ξαναπεί, Κύριε ! Μα δεν καταλαβαίνεις ότι η δημοκρατία είναι και αυτό; Παρέχεται η εγγύηση στον καθένα να λέει και να κάνει μαλακίες».
«Στον οποιονδήποτε;» υπογραμμίζει ο Θεός. Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Στον οποιονδή
ποτε, μέχρι και σε κάποιον σαν τον Μπόσι. Τι άλλο θες;»
«Γιατί; Ποιος είναι πάλι αυτός ο Μπόσι;» «ο Ουμπέρτο Μπόσι, Κύριε: ο αρχηγός της Λί
γκας του Βορρά». «Και τι είναι η Λίγκα του Βορρά;» «Η Λίγκα του Βορρά είναι ένα πολιτικό κόμμα,
αυτό που έχει για σύμβολο μια πολική αρκούδα καθισμένη πάνω σ' ένα ιγκλού. Και η αρκούδα λέει στον
99
Εσκιμώο που είναι μέσα: "Γύρνα σπίτι σου, καράβλαχε ! " Μάλιστα, γιατί ο Μπόσι είναι ένας από εκε ίνους τους κρετίνους που, μιας και το 2001 ενώνεται η Ευρώπη, αποφάσισε να χωρίσει το Μπέργκαμο».
«Μη μου πεις ότι τέτοιας λογής άνθρωπος είναι δημοκρατικός !» επεμβαίνει ο Θεός.
«Μα και βέβαια είναι: αφού υποστηρίζει το δικαίωμα ψήφου. Μπορείς να ψηφίσεις όποιον θέλεις, αρκεί να ψηφίσεις τον Μπόσι. Ο οποίος, εκτός του ότι προτείνει τον εαυτό του για αρχηγό της Λίγκας, αρχηγό του κράτους και θρησκευτικό αρχηγό, αυτοπροτείνεται και σαν θεότητα. Όσον αφορά το νόμισμα, αποφάσισε ότι, με την κατάργηση του φράγκου και του μάρκου, μένει μόνο το Ουμπέρτο, που απεικονίζει την αφεντομουτσουνάρα του με τον φρύγιο σκούφο στο κεφάλι. Τυπώθηκαν και μερικά πλαστά με προφυλακτικό στη θέση του σκούφου, αλλά κανείς δεν το αντιλήφθηκε».
«Εμ βέβαια!» σχολιάζει ο Θεός, και προσθέτει: «Μα όλοι έτσι είναι μέσα στο κόμμα του;»
«Σχεδόν όλοι, Κύριε ! Η πιο ζωηρή ήταν η Πιβέτι, αλλά ευτυχώς, από τότε που παντρεύτηκε, κάθεται φρόνιμη . . . »
Και ο Κύριος: «Και τότε γιατί δεν βρίσκετε ένα βαρβάτο παλικάρι να περιποιηθεί και τον Μπόσι, για να φρονιμέψει και του λόγου του;»
«Μα Κύριε, τι 'ν' αυτά που λες; Από σένα δεν το περίμενα!»
Ο Κύριος ξεσπαθώνει: «Εεε, δεν βγήκε μόνο το
100
ξύλο από τον παράδεισο! Απ' όσο κατάλαβα, αυτός ο Μπόσι λέει μόνο μαλακίες !»
«Χμ, όχι . . . » αντιλέγει ο Ροζάριο. «Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, μια σωστή ιδέα την είχε κι αυτός . . . »
«Δηλαδή;» ρωτάει ο Θεός. «Να αντικατασταθεί ο εθνικός μας ύμνος μ' έναν
ωραίο ύμνο του Λούτσιο Μπατίστι, για παράδειγμα "Οι ξανθές πλεξούδες, τα γαλάζια μάτια κι ύστερα .. . ", που τον ξέρουν όλοι, ακόμη και οι ποδοσφαιριστές, έτσι όταν είναι στη μέση του γηπέδου, θα μπορούν να τραγουδούν χωρίς να γίνονται ρεζίλι των σκυλιών!»
«Κι αυτό είναι όλο κι όλο το πολιτικό του πρόγραμμα;» ρωτάει ο Θεός.
«Α, όχι ... το σλόγκαν του κόμματός του είναι: "ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΦΟΡΟΥΣ"».
«Κατά τη γνώμη του, κανένας δεν πρέπει να πληρώνει τους φόρους;» ρωτάει ο Θεός.
«/Οχι, μόνο οι κάτοικοι της Βόρειας Ιταλίας, για να πατσίσουν με τους Νότιους».
«Μα τι να πατσίσουν;» ρωτάει έκπληκτος ο Θεός.
«Είναι παλιά ιστορία, Κύριε. Ο Μπόσι υποστηρίζει ότι οι Νότιοι Ιταλοί από την εποχή της ενοποίησης της χώρας εκμεταλλεύονται τους Βόρειους. Διότι στο Μιλάνο πολέμησαν 5 ημέρες για την ανεξαρτησία τους, ενώ στον Νότο ξελάσπωσαν μόνο με τι� 4 η μέρες της Νάπολης. Εκείνη την επιπλέον ημέρα
101
της επανάστασης ο Μπόσι δεν τη χώνεψε ποτέ. Υποστηρίζει ότι στον Νότο εργάζεται μόνο το 2% του πληθυσμού, κι αυτοί οι δύο είναι πάντα άρρωστοι. Οι μόνοι εργατικοί Νότιοι μεταναστεύουν στον Βορρά, με αποτέλεσμα να κλέβουν τη δουλειά από τους Βόρειους. Γιατί ο κάτοικος της Νότιας Ιταλίας έχει δυο φοβερά ελαττώματα: κλέβει και, πράγμα ακόμη πιο σοβαρό, τραγουδά! Άρα κλέβει δουλειά από τους τραγουδιστές του Βορρά: οι Ρόλινγκ Στόουνς έχουν σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας του Αλ Μπάνο».
«Τέλος πάντων», καταλήγει ο Θεός, «οι άνθρωποι της Λίγκας είναι ρατσιστές !»
«Προς Θεού, Κύριε ! Αν σ' ακούσουν, θα γίνει .. . του Μπόσι. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν είναι καθόλου ρατσιστές !»
«Αλήθεια; Και τι λέει ακριβώς αυτός ο Μπόσι;» «Χμ, δεν είναι εύκολο να μεταφράσω όσα λέει,
γιατί αυτός ο πολιτισμικός επαναστάτης αντικατέστησε τον προφορικό λόγο με το γρύλισμα! Η τελευταία του ομιλία, πάντως, έλεγε πάνω κάτω τα εξής: "Μας κατηγορούν ότι είμαστε ρατσιστές, αλλά δεν είναι αλήθεια. Πράγματι, για να το αποδείξουμε, καλέσαμε στην ποδοσφαιρική μας ομάδα δυο Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν. Για να τους προπονήσουμε, τους βάζουμε φυσικά να τρέχουν. Αυτοί μπροστά αλυσοδεμένοι, κι εμείς από πίσω με το ρόπαλο. Τους μεταχειριζόμαστε σαν ανθρώπινα όντα, παρόλο που πρέπει να τους έχουμε υπό έλεγχο, αλλιώς μπορεί να μας κλέψουν τις λευκές γυναίκες μας. Τώρα άρχισαν να παίρνουν τις συνήθειες του Βορρά: τρώνε με μαχαι-
102
ροπίρουνα και πίνουν με το ποτήρι. Το βράδυ τούς δίνουμε καμιά ώρα ελεύθερης εξόδου, έτσι ώστε να μπορούν να πηγαίνουν και να κάνουν κλεψιές, σύμφωνα με τα τοπικά τους έθιμα. Ας ελπίσουμε ότι αυτή μας η χειρονομία θα διδάξει τη μακροθυμία στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Κατά συνέπεια, όταν η Νάπολη έρχεται να παίξει στον Βορρά, αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας τους οπαδούς μας που τα πανό τους γράφουν "Βεζούβιε, δώσ' μας ένα χεράκι". Όχι, όχι, και πάλι όχι: πρέπει να τα καταφέρουμε μόνοι μας! Ή εκείνα τα πανό που γράφουν "Γυρίστε στην Αφρική". ΟΧΙ! Αντιτίθεμαι: με τόσα προβλήματα που έχει η Αφρική με τους νέγρους, της έλειπαν μόνο οι Ναπολιτάνοι, με το μπαρδόν!
»Κι επειδή ο Τύπος μάς αγνοεί, όμως έτσι κι αλλιώς για μας είναι το ίδιο, γιατί δεν ξέρουμε να διαβάζουμε, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε την τηλεόραση για να διαδώσουμε τις ιδέες μας. Γι αυτόν τον σκοπό ανοίξαμε ένα τηλεοπτικό κανάλι μόνο για Νότιους, ακριβώς για να αποδείξουμε ότι αγαπάμε αυτούς τους ανθρώπους. Η τηλεόραση λέγεται "RAI", δηλαδή "Remalia Anathematismena sto Ikrioma", και είναι γεμάτη υπέροχες εκπομπές. Για παράδειγμα, μεταδώσαμε ένα ντοκιμαντέρ για τις ομορφιές της ιδιαίτερης πατρίδας τους, με τίτλο Η κρυφή γοητεία της Μπουρτζοβλαχίας. Προβάλλουμε επίσης και πολλές ταινίες, για παράδειγμα το Εφιάλτης στον δρόμο με τους Νότιους, την ιστορία μερικών Ναπολιτάνων, με το μπαρδόν, που τις φεγγαρόφωτες νύχτες έρχονται στο Μιλάνο: σκέτος εφιάλτης! Την Κυ-
103
ριακή υπάρχει μια εκπομπή για τις νοικοκυρές, οι Χρυσές συνταγές, όπου βλέπουμε χίλιους κι έναν τρόπους για να μαγειρέψουμε Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν. Το δε Σάββατο υπάρχει ένα τηλεπαιχνίδι, Ο τροχός της μαστίχης, όπου μια ρόδα περιστρέφεται πάνω σε κάτι Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν, και τους πατάει σαν τσιχλόφουσκες. Για τα παιδιά έχουμε το Ό, τι καλύτερο, όπου βλέπουμε τα παιδάκια των Βορείων που τους σηκώνεται εξ απαλών ονύχων, και Τα μικρά τερατάκια, που αναφέρεται στα παιδάκια του Νότου. Αλλά το καμάρι μας είναι ένα σίριαλ για την έκρηξη του Βεζούβιου, με τίτλο Ευτυχισμένες μέρες. Όλα αυτά είναι έργο του πανάξιου Φορμεντίνι, μεγάλου ειδικού και μελετητή του προβλήματος των καναλιών, γιατί βλέπει Τόλμη και Γοητεία από το πρώτο επεισόδιο. Χάρη σ' αυτόν έχουμε στο πρόγραμμά μας και μια εκπομπή για τον Σπερόνι, το πρωτοπαλίκαρό μου: Ποτέ δεν είναι αργά !» Ο Ροζάριο παίρνει ανάσα και καταλήγει: «Ιδού, Κύριε, αυτό ε ίναι λίγο πολύ το ζουμί της σκέψης του Μπόσι».
«Αμάν πια!» αναφωνεί ο Κύριος, «μα αυτοί που ψηφίζουν έναν τέτοιο τύπο είναι ηλίθιοι !»
«Γι' αυτό τον ψηφίζουν, Κύριε. Και καθώς έχουμε δημοκρατία, το κόμμα του βρέθηκε και στην κυβέρνηση ! Ο Μαρόνι ήταν υπουργός Εσωτερικών . . . σαν να λέμε ότι είχε εκλεγε ί ο Αλ Καπόνε υπουργός Δικαιοσύνης ! Και ήταν και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μαζί με τον Ταταρέλα, το δεξί χέρι του Φίνι . . . »
Ο Πανάγαθος χλομιάζει: «Του Φίνι; ; Θέλεις να πεις ότι και οι φασίστες ανέβηκαν στην κυβέρνηση;»
104
Ο Ροζάριο τον καθησυχάζει: «Ηρέμησε, Κύριε, δεν είναι όπως νομίζεις! Η σημερινή Δεξιά δεν έχει καμία σχέση με τον αλλοτινό φασισμό, είναι όλα διαφορετικά . . . »
«Αλήθεια; Άρα τέρμα πια ο εθνικισμός, ο ρατσισμός . . . »
Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του και τον διακόπτει: «Απολύτως! Υπάρχει πλέον μεγάλη ανοχή και από την πλευρά της Δεξιάς για τους τριτοκοσμικούς μετανάστες. Ο Φίνι, δε, λέει: "Οι μετανάστες, με το μπαρδόν, είναι μια πηγή διατροφής για τη χώρα μας: ας τους φάμε! Θα είναι δύσκολοι στο καθάρισμα, όμως ας προσπαθήσουμε! Και δεν το λέω υποτιμώντας τους, το αντίθετο μάλιστα! Εγώ ο ίδιος πήρα σπίτι μου δυο κουτάβια μεταναστών, με το μπαρδόν, γιατί, όπως λέει και η παροιμία, ο μετανάστης, με το μπαρδόν, είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου ! Πάντως, τους έσωσα από τον μπόγια των μεταναστών: ήταν χωρίς το σηματάκι στη γραβάτα και χωρίς το τατουάζ κάτω από τη πατούσα τους, γι' αυτό αναγκάστηκα να πληρώσω ένα σεβαστό ποσόν για να τους πάρω σπίτι μου. Από τότε έχουν δεθεί τόσο πολύ μαζί μου ! Κάθε τόσο τους πάω στο πάρκο, αλλά υπάρχει πρόβλημα γιατί, όταν τους πετάω το μπαστούνι, αυτοί αντί να το φέρουν πίσω το κλέβουν. Τώρα έχουν μεγαλώσει, αλλά δυστυχώς λερώνουν ακόμη, γιατί, όντας μετανάστες, με το μπαρδόν, δεν είναι συνηθισμένοι να πηγαίνουν στον κήπο για την ανάγκη τους και τα κάνουν όπου λάχει. Μέχρι που μια μέρα έγινε κάτι απίστευτο: έφυγα, έλειψα από το σπί-
105
τι για μια εβδομάδα περίπου και, όταν γύρισα, είχαν γίνει εκατοντάδες χιλιάδες! Εν μέρει γιατί, κατά τη συνήθειά τους, είχαν αναπαραχθεί ασύστολα, και εν μέρει γιατί είχαν στείλει πρόσκληση και στους υπόλοιπους τριτοκοσμικούς συγγενείς τους. Τέλος πάντων, αναγκάστηκα να τους πάω και να τους αφήσω στο βουνό, αλλά δεν έγινε τίποτα: τη νύχτα επέστρεψαν. Κι όμως, παρ' όλες αυτές τις δυσκολίες, εμείς θέλουμε ίσα δικαιώματα μεταξύ Ιταλών και μεταναστών, με το μπαρδόν. Εγώ λέω το εξής: φτάνουν οι ανισότητες στην αντιμετώπιση! Όταν εμείς οι Ιταλοί, για παράδειγμα, πηγαίνουμε στην Αφρική, μένουμε μία ή δύο εβδομάδες το πολύ. Τότε γιατί, όταν αυτοί από την Αφρική έρχονται εδώ, πρέπει να μένουν για πάντα; Κάτω η ανισότητα! Εμείς πηγαίνουμε στη Γιουγκοσλαβία στο καζίνο; Πηγαίνουμε στο Μαρόκο για ηλιοθεραπεία; Κάνουμε βόλτες με τις γκαμήλες; Ωραία. Ας έρθουν κι αυτοί για προσκύνημα στο Πρεντάπιο, τη γενέτειρα του Μουσολίνι, παρόλο που είναι νέγροι. Ας κάνουν τη βολτίτσα τους με την γκαμήλα κι ας γυρίσουν σπιτάκι τους. Τέρμα η ανισότητα!"» Ο Ροζάριο παίρνει μια ανάσα και ο Κύριος βρίσκει ευκαιρία να επέμβει: «Είναι τρομερό ένα τέτοιο κουμάσι να βρίσκεται στην κυβέρνηση !»
«Μα όχι, Κύριε, τώρα δεν είναι πια. Τώρα στην κυβέρνηση είναι ο Ντ' Αλέμα», του εξηγεί ο Ροζάριο, χωρίς να φαντάζεται τι θα ξεσπάσει. Πράγματι, στο άκουσμα και μόνο αυτού του ονόματος η οργή του θεού εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο: «ο Ντ' Αλέμα, ο κομουνιστής! ! ! ! »
106
Πέφτει σκοτάδι, φαίνεται μόνο η λάμψη από τις αστραπές μέσα στην ντουλάπα, το κομπιούτερ επάνω στο τραπέζι εκρήγνυται με τη μία. Ο καναπές και η πολυθρόνα τυλίγονται από θε"ίκό πυρ και σκάνε σαν οβίδες. Τα κομοδίνα στο υπνοδωμάτιο εκτοξεύουν λάβα που τυλίγει τις παντόφλες, όπως στην Πομπηία. Οι κατσαρίδες την κοπανάνε, φωνάζοντας ακαταλαβίστικα. Όλο το σπίτι έχει ρημάξει από το καταστροφικό πυρ. Ο Ροζάριο έχει γίνει πάλι αλοιφή στο πάτωμα, σαν κέτσαπ επάνω σε χάμπουργκερ, όμως πιο τρομοκρατημένος από την κέτσαπ, και σκούζει: «Όχι, Κύριε : σου τ' ορκίζομαι στην άνοδο του δείκτη Dow-Jones! Ο Ντ' Αλέμα δεν είναι κομουνιστής! Αφού να φανταστείς, ψήφισε ένα νομοσχέδιο για την κατάργηση της λέξης "αριστερά": τώρα στη Βουλή υπάρχει η κεντροδεξιά και η κεντρο-απο-την-άλλη. Πρότεινε ακόμη και την κατάργηση των αριστερόχειρων: δεν θέλει ούτε ν' ακούσει πια! Καταργήθηκε και η λέξη "σύντροφος" γενικότερα! Τώρα λέμε: ''ο μετ'
εμού τρεφόμενος". Πλήρης κατάργηση του κόκκινου, ακόμη και από τη σημαία: έγινε αστερόεσσα».
«Λευκή και κόκκινη;» ωρύεται ο Θεός, που ε ίναι ακόμη έξω φρενών.
«Όχι, Κύριε: λευκή και φούξια, σου τ' ορκίζομαι. Και όσον αφορά τη διατροφή, έχουν αλλάξει τα πάντα: κάποτε οι Ρώσοι έτρωγαν παιδιά, αφού όμως τα παιδιά έφαγαν τους Ρώσους, ακόμη και ο Ντ' Αλέμα προσαρμόστηκε. Τώρα τρώει χάμπουργκερ: από του Μακ Ντόναλντ'ς».
107
«Παραμένει όμως κομουνιστής!» του Πανάγαθου η τσαντίλα δεν του έχει ακόμα περάσει.
«Μα όχι, Κύριε, τουναντίον! Θυμάσαι τους παλιούς συντρόφους που έκλαιγαν όταν πέθανε ο Μπερλινγκουέρ; Τώρα κλαίνε γιατί είναι ζωντανός ο Ντ' Αλέμα! Μείνε ήσυχος, Κύριε, η αριστερά σε όλη την Ευρώπη ανεβαίνει στην κυβέρνηση, αλλά εμείς είμαστε ασφαλείς: ο Ντ' Αλέμα κάνει ό,τι ε ίναι δυνατόν για να μη συμβεί αυτό κι εδώ στην Ιταλία».
Ο Κύριος μοιάζει αρκετά καθησυχασμένος: «Άρα συμμετέχει κι αυτός στη δημοκρατία;»
«Βέβαια, Κύριε. Επέτρεψε στους άλλους να θάψουν τα σκάνδαλά τους κι αυτός έθαψε το παρελθόν. Άλλαξε και ο ύμνος: τώρα τραγουδούν "Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τις χιλιάκριβες τις μετοχές ! " Θέλεις να μάθεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ Φίνι και Ντ' Αλέμα; Η γραβάτα».
Ο Ύψιστος έχει επιτέλους ησυχάσει: «Αλήθεια ε ίναι. Τώρα που το σκέφτομαι, γι' αυτόν τον Ντ' Αλέμα μού έχουν μιλήσει εδώ στον Παράδεισο οι αδελφοί Μαρξ. Λένε ότι σε κάνει να πεθαίνεις στα γέλια».
«Ε, αν το λένε αυτοί, που είναι κωμικοί ... » σχολιάζει ο Ροζάριο.
«Μα ποιοι κωμικοί! Εγώ μιλάω για τους πρώτους αδελφούς Μαρξ: τους Κάρολο, Ένγκελς, Μπακούνιν και Γκράμσι! Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους πάντως, όλο και κάποιος κομουνιστής υπάρχει ακόμα εδώ κάτω. Περί τίνος πρόκειται;»
Ο Ροζάριο σηκώνει τους ώμους του: «Τρίχες, Κύ-
108
ριε ! Υπάρχει η νεοφώτιστη Άλμπα Παριέτι, η τηλεπαρουσιάστρια, που συνεχίζει να λέει: "Είμαι κομουνίστρια, ακολουθήστε το παράδειγμά μου !" Ο σκληροπυρηνικός Μπερτινότι την ακολουθεί κατά γράμμα και ξαναφτιάχνει τα βυζιά του. Κι έπειτα υπάρχει ο παλαιοκομματικός Κοσούτα, που κάθεται ακόμη και ξεροσταλινιάζει, όμως αν δεν του βρουν κάτι ν' ασχολείται, θα το ρίξει στη μαστούρα .. . Όχι, Κύριε, άκου με που σου λέω. Όσον αφορά τους κομουνιστές, μπορείς να είσαι ήσυχος. Είναι άλλοι οι πολιτικοί από τους οποίους πρέπει να φυλάγεσαι!»
«Δηλαδή;» ρωτάει ο Θεός. Ο Ροζάριο το σκέφτεται λίγο κι έπειτα: «Να, στο
Υπουργείο Υγείας υπάρχει η Ρόζι Μπίντι, η πάπια των Χριστιανοδημοκρατών. Αρκεί ένα ψέκασμα, και στο υπουργείο μπορείς ακόμη και να φας από την πολλή πάστρα. Έπειτα έχουμε το "ζυγούρι" ... το φασιστόμουτρο» .
«Α, το απολωλός πρόβατο . . . » λέει ο Κύριος. «Μάλιστα, Κύριε, απολωλός, αλλά το ξαναβρί
σκουν πάντα. Κι έπειτα υπάρχει ο Παν έλα, των ριζοσπαστικών, που έχει μία και μοναδική σπουδαία δραστηριότητα: δωρίζει χασισάκι. Το πρόβλημα είναι ότι εμένα δεν με πετυχαίνει ποτέ! Κατόπιν υπάρχει ο Μπουτιλιόνε που, συμπάθα με που σ' το λέω, Κύριέ μου, αν μας έπλασες κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, είσαι ένα μαύρο χάλι! »
«Εγώ δεν έπλασα κανέναν Μπουτιλιόνε !» «Κι όμως υπάρχει, δυστυχώς». «Μα όλα όσα υπάρχουν δεν τα έπλασα εγώ!»
109
«Τότε πλάστηκε μόνος του, με αυτανάφλεξη: αυτοφτιάχτηκε ! »
«Τέλος πάντων, θα μου πεις ή όχι ποιος είναι αυτός ο Μπουτιλιόνε;»
«Κύριε, τον Μπουτιλιόνε τον ξέρουν οι πάντες: είναι μυθολογική μορφή, μισός άνθρωπος και μισός Κοσίγκα».
«Δεν τον ξέρω». «Είναι αυτός που του συνέλαβαν τον κουρέα για
προσβολή της δημοσίας αισθητικής, αυτόν τον κουρέα που του έκανε ένα χτένισμα σαν καθικάκι».
«Δεν τον ξέρω». «Έχει και μια αδελφή που έλεγε τις ειδήσεις στην
τηλεόραση, και μετά σταμάτησε, γιατί ντρεπόταν ν' αναφέρει τις παπαριές που έλεγε ο αδελφός της στην τηλεόραση».
«Δεν τον ξέρω!» «Μην ανησυχείς, Κύριε. Καλύτερα για σένα»: «Φτάνει πάντως. Λυπήσου με», καταλήγει ο Θε-
ός, που έχει πλέον γύρω από τα μάτια του κάτι μαύρους κύκλους μεγάλους σαν τα στεφάνια της Μ. Πα-ο ρασκευής, «έτσι κι αλλιώς, από ό,τι μου εξήγησες, το μόνο πράγμα που κατάλαβα είναι πως, αν τους πνίξω όλους μ' έναν κατακλυσμό, δεν θα είναι τιμωρία αρκετά τρομερή».
Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Για μια φορά είμαστε σύμφωνοι, Κύριε . Φαντάζομαι πως για την ημέρα της Τελικής Κρίσης θα μας φυλάς ωραίες εκπλήξεις, ε ;»
«Αμάν πια μ' αυτή την ημέρα της Κρίσεως!» ξε-
1 10
σπά ο Πανάγαθος. «Συνέχεια η ίδια ιστορία! Εγώ το 'πα μια φορά έτσι, για να πω κάτι, κι όλοι με πήραν στα σοβαρά! Μα μπορώ εγώ ν' ασχολούμαι μ' αυτά τα πράγματα;»
«Εγώ όμως ασχολούμαι και παραασχολούμαι !» επεμβαίνει ο Ροζάριο. «Τη φαντάζομαι κάπως σαν τις προφορικές απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου: όλοι έξω από μια μεγάλη πόρτα, να περιμένουν να βγει ο εξεταζόμενος που είναι μέσα, και μόλις βγαίνει να τον ρωτάνε: "Τι σε ρώτησε; Τι σε ρώτησε;", "Κάνει ερώτηση κρίσεως;", "Αν την κάνει, εγώ θέλω να ερωτηθώ επί του 'ου ψευδομαρτυρήσεις' '' . Και όλοι γυρίζουν και του λένε: "Ρε Κλίντον, ηλίθιος είσαι; Βρες ένα άλλο θέμα! Κάτι για τη μάνα σου, τον πατέρα σου, κάτι τέλος πάντων. Μη δίνεις στόχο! "»
«Κι εγώ τι κάνω στο αναμεταξύ;» τον διακόπτει ο Κύριος, που κάθεται και τον ακούει με προσοχή.
«Εσύ θα είσαι μέσα, Κύριε, να κρίνεις. Κι εγώ θα μπορούσα να κάνω τον βοηθό σου», προσθέτει ο Ροζάριο, ελπίζοντας πως ο Κύριος δεν θα προσβληθεί από την τόλμη του. Όμως ο Κύριος δεν μοιάζει καθόλου προσβεβλημένος, το αντίθετο μάλιστα: «Καλή ιδέα!» απαντά. «Λοιπόν, αρχίζουμε !»
Ο Ροζάριο δεν καταλαβαίνει καλά: «Μα τι, Κύριε; Ακόμη δεν έπεσε ούτε μία σταγόνα νερό κι εσύ θέλεις να κάνεις τη Δευτέρα Παρουσία;»
«Ησύχασε, Ροζάριο, θέλω απλώς να κάνω μια πρόβα τζενεράλε, για την πρεμιέρα έχουμε χρόνο. Και καθώς εσύ στην αναμετάδοση είσαι καλός, ε-
111
μπρός, πες τα μου όλα λεπτομερώς, κι εγώ στο μεταξύ θα κρατάω σημειώσεις . . . »
Ο Ροζάριο είναι αμήχανος, αλλά και συγκινημένος. «Εντάξει, αλλά . . . θα τους κρίνουμε όλους ανεξαιρέτως;»
«Βεβαίως!» απαντά ο Κύριος. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κόλλησε γρίπη, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του ! Είσαι έτοιμος;»
«Πανέτοιμος !» Ο Ροζάριο καθαρίζει τον λαιμό του κι έπειτα, αλλάζοντας τόνο στη φωνή του: «Κυρίες και Κύριοι, θα σας μεταδώσουμε τη Δευτέρα Παρουσία. Στα δεξιά σας μπορείτε να δείτε τον Πανάγαθο, με τήβεννο και δικαστικό σκούφο, και στα αριστερά σας τον καλό μας Ροζάριο Σάνσα, τον βοηθό του. �Oλα είναι έτοιμα, πέφτουν οι νότες της μουσικής εισαγωγής και αρχίζουμε. Ο λόγος στον Ροζάριο, που αμέσως απευθύνεται στον Πανάγαθο: "Να τους βάλω μέσα, Κύριε;"
-
»"Βάλ' τους!" απαντά ο Θεός. »"Πρώτος: Ιωάννης Παύλος Β'». »Και ο Κύριος: "Μην τα μπερδεύουμε από τώρα.
Είναι ο πρώτος ή ο δεύτερος; Εμπρός, εσείς ποιος είστε;"
»"Εγώ είμαι ο Πάπας". »"Ένας Πάπας μα ποιος Πάπας;" »"Τι θα πει ποιος Πάπας; Εγώ, ο αντιπρόσωπος
του Πέτρου!" » 'Ή πόρτα για τους αντιπροσώπους ε ίναι από πί
σω". »"Είμαι ο διάδοχος του Πέτρου! "
1 12
»"Πέτροοο! ! ! " φωνάζει ο Κύριος. "Πέτρο, έλα δω! Έχεις εγγόνια;"
»"Όχι", λέει ο Πέτρος. "Αυτόν ούτε που τον ξέρω." »"Λοιπόν, μπορούμε να μάθουμε ποιος είστε;" »"Εγώ είμαι ο Θεός επί της γης." »"Πέτρο! Αυτός είναι ναρκομανής! Με φούστα
και σικάτος, αλλά πάντως ναρκομανής. Πάρ' τον έξω, Ροζάριο ! Συνόδεψέ τον κάτω, με τους αλαζόνες!"
»Και ο Ροζάριο: "Ελάτε, κύριε Πάπα, ελάτε μαζί μου . . . "
»Οι δυο τους κατεβαίνουν προς την Κόλαση, όπου για να μπεις υπάρχει μια πόρτα με την επιγραφή "Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα, εγώ στη φυλακή του Ποτζιορεάλε, εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες"* . . . Και μπροστά στην πόρτα υπάρχει ένα φοβερό τέρας, κάτι σαν τον Αλ Μπάνο με τρία κεφάλια: η Αλ-ερναία Μπαν-ύδρα. Οι δυο τους το προσπερνούν και φτάνουν στον κύκλο με τους αλαζόνες, όπου οι κολασμένοι έχουν μαζευτεί σ' ένα τεράστιο δωμάτιο και λέει ο ένας στον άλλον: "Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;" Και ο άλλος απαντά: "Όχι. Εσείς ξέρετε ποιος ε ίμαι εγώ;" Και ο τρίτος λέει: "Εσείς οι δυο ξέρετε ποιος είμαι εγώ;", και κάθε δυο λεπτά από ένα μεγάφωνο ακούγεται μια φωνή που λέει: "Είστε μια τούρλα από σκατά".
»0 Ροζάριο αφήνει τον Πάπα και ρίχνει μια ματιά γύρω του. Ο διπλανός κύκλος είναι των λάγνων.
* Σ.Τ.Μ.: παράφραση στίχων της Θείας Κωμωδίας του Δά- ι ντη, Κόλαση, Γ, 1-3.
1 13
Ο Ροζάριο ρωτάει με περιέργεια τον φύλακα διάβολο: "Ποιος είναι εδώ μέσα;" Αυτός απαντά: ''Ο Φέντε και ο Λιγκουόρι". ' 'Ο Φέντε και ο Λιγκουόρι, οι δημοσιογράφοι, στον κύκλο των λάγνων;" εκπλήσσεται ο Ροζάριο. "Βέβαια!" του επιτίθεται το δαιμόνιο. "Έφεραν ένα πιστοποιητικό που έγραφε "κωλογλείφτες", πού έπρεπε να τους βάλω;" "Σωστά, σωστά! Μην τσαντίζεστε, κύριε διάβολε !" Και λέγοντας αυτά ο Ροζάριο ρίχνει μια ματιά μέσα. Το θέαμα είναι τρομερό: οι κολασμένοι είναι όλοι ο ένας πίσω από τον άλλον, γονατιστοί, και ο από πίσω γλείφει τον κώλο του μπροστινού του, από δε τον κώλο του μπροστινού βγαίνουν φωτιές. Μεταξύ των κολασμένων βρίσκεται όλη η ιταλική τηλεόραση. Λίγο πιο πέρα υπάρχει ο κύκλος των ναρκισσιστών: ψυχές που εις τους αιώνας των αιώνων είναι καταδικασμένες να βρίσκονται ξαπλωμένες στα σολάριουμ, και κάθε τό-
114
σο έρχεται ένας διάβολος, τους γυρίζει πλευρό και τους χώνει ένα καρότο στον κώλο. Ο Ροζάριο σπεύδει να φύγει και πέφτει πάνω στον κύκλο των τηλεοπτικών μαΟίντανών, καταδικασμένων να περιφέρονται στην αιωνιότητα με τεράστιες καρέκλες από τη μια εκπομπή στην άλλη με ένα σακί στο κεφάλι τους, και μόλις εκφέρουν μια γνώμη, ένα κοινό, που δεν αμείβεται, σφυρίζει, τους πετάει ντομάτες, τους φτύνει κατάμουτρα και τους κάνει τουλούμι στο ξύλο. Αυτοί είναι αναγκασμένοι να παίρνουν την τεράστια και ασήκωτη καρέκλα τους και να κατευθύνονται προς μια άλλη εκπομπή, όπου η ιστορία επαναλαμβάνεται "εις τον αιώνα τον άπαντα".
»Ακριβώς εκεί δίπλα υπάρχει ο κύκλος των διανοούμενων, που είναι κλεισμένοι σ' ένα τεράστιο ψυγείο με την επιγραφή "Στον πάγο, επειδή κατέστησαν ψυχρό οποιοδήποτε θέμα". Καταδικασμένοι εις την αιωνιότητα να ζοχαδιάζονται, γιατί απ' έξω χιλιάδες ψυχές πληβείων θα ήθελαν να μπουν στην κατάψυξή τους, που προσπαθούν να την υπερασπίσουν με κόπο. Κι έξω απ' αυτόν τον κύκλο, απομονωμένος σε μια γωνιά, διαμαρτύρεται ο αθλητικογράφος Άλντο Μπισκάρντι, που μια ζωή είχε πρόβλημα με τη γραμματική, καταδικασμένος στην αιωνιότητα να τον δαγκώνουν τριχωτές υποτακτικές και λυσσασμένες ευκτικές.
»Πιο μπροστά βρίσκεται ο κύκλος των γραφειοκρατών και των λογιστών, που καίγονται σε μια ενιαία πυρά από έντυπα Ε2, χαρτονομίσματα και χαρτόσημα. Γύρω γύρω υπάρχει ο κύκλος των οδηγών
1 15
αυτοκινήτων, με χιλιάδες άδεια πάρκιν. Κάθε φορά όμως που ένας απ' αυτούς αποφασίζει να παρκάρει, υπάρχει ένας διάβολος μ' ένα Όπελ Καντέτ που του τρώει τη θέση. Έτσι οι ψυχές των κακόμοιρων των αυτοκινητιστών είναι καταδικασμένες αιωνίως να περιφέρονται, χωρίς να βρίσκουν μια θέση να παρκάρουν.
»Ζαλισμένος ο Ροζάριο γυρίζει επάνω και φέρνει ενώπιον του Θεού έναν άλλο υποψήφιο. "Εσείς ποια είστε;" ρωτάει ο Θεός.
»"Καλημέρα, είμαι η τζέσικα Ρίτσο, η πορνοντίβα." »"Και τι κάνετε;" »"Πατάσσω το φίδι." »"Μπράβο!" σχολιάζει ο Κύριος. 'Ή πάταξη του
συμβόλου του κακού είναι πράγμα καλό κι ευλογημένο ! Και πώς το κάνετε, με το πόδι σας;"
»"Όχι, όχι ακριβώς", απαντά η τζέσικα, που πλησιάζει τον Κύριο και του μιλάει στ' αφτί. Ο Κύριος την κοιτάζει και σχολιάζει κάπως αμήχανα: "Είστε πολύ θεοσεβούμενη, δεσποινίς, υπερβολικά θεοσεβούμενη ! Με το πόδι θα ήταν υπεραρκετό". Μετά, απευθυνόμενος στον βοηθό του που περιμένει: "Ροζάριο, καθώς δεν υπάρχει κύκλος γι' αυτήν τη δεσποινίδα, θα τη στείλουμε στον κύκλο των ενοίκων".
»Και ο Ροζάριο: "Ποιος είναι ο κύκλος των ενοίκων, Κύριε;"
»Και ο Κύριος με βροντερή φωνή: ''Είναι αυτός όπου βρίσκονται σαράντα τρεις μέσα σ' ένα ασανσέρ με την πινακίδα "Μέγιστη χωρητικότητα τέσσερα άτομα", και αλληλοσπαράσσονται στην αιωνιότητα,
116
γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ποιος αφήνει αναμμένο το φως του υπογείου !"
»'Έντάξει, Κύριε, θα τη συνοδέψω". »"Περίμενε !" τον ξαναφωνάζει ο Κύριος. ''Υπάρ
χει και άλλη μία κυρία στην ουρά!" Ο Ροζάριο τη βά-ζει μέσα και ο Θεός τής απευθύνει τον λόγο: "Καλημέρα. Εσείς ποια είστε;"
»"Είμαι η Ρόζι Μπίντι, Υπουργός Υγείας και παρθένα! "
»0 Κύριος την κόβει από πάνω μέχρι κάτω κ ι ύστερα: 'Έμ βέβαια. Ακόμη και να θέλατε, πού να τον βρείτε τον εθελοντή;" Κατόπιν απευθύνεται στον Ροζάριο: "Αυτή να τη στείλουμε στον κύκλο των αρρώστων και των συνταξιούχων, να τη χορέψουν στο ταψί!"
»Και ο Ροζάριο: "Μάλιστα, Κύριε. Καλή ιδέα!" »Κι έτσι επιστρέφει κάτω για να συνοδεύσει τις
δυο κυρίες. Όπως γυρνάει πίσω, πέφτει στον κύκλο αυτών που κάποτε χρηματίζονταν και τώρα είναι αναγκασμένοι να τρώνε συνέχεια μέχρι σκασμού, βυθισμένοι σ' έναν χυλό από χοιρινό λίπος και σοκολάτα. Και κάθε φορά που σταματούν το καταβρόχθισμα, τους μπουκώνουν, με τεράστιες σύριγγες και με τεράστια χωνιά, κάτι σκελετωμένες ψυχές καταδικασμένες να μη δοκιμάσουν τίποτα στον αιώνα τον άπαντα, παρόλο που υπάρχει και του πουλιού το γάλα. Και ο Ροζάριο ρωτάει τον διάβολο: "Αυτοί που δεν μπορούν να φάνε ποιοι είναι;" "Οι δωροδόκοι", απαντά εκείνος. Και ο Ροζάριο βγαίνει γρήγορα και πέφτει πάνω στον Αντρεότι και τον Ριίνα, που κάθο-
1 1 7
νται εκεί απ' έξω. Ο Ροζάριο ρωτάει με αφέλεια: ''Εσείς γιατί είστε εδώ; Για τι σας έχουν καταδικάσει;" Αυτοί τον κοιτάζουν και γελάνε: "Καταδικάσει! Εμείς είμαστε οι ιδιοκτήτες τις επιχείρησης. Άκου καταδικάσει !" Ο Αντρεότι εξηγεί: ''Ο Ριίνα είναι στην κουζίνα κι εγώ σερβίρω στην αίθουσα. Όταν υπάρχει καλή θέληση, όλα γίνονται".
»0 Ροζάριο απομακρύνεται βιαστικά και βρίσκεται πλάι στην πηγή της Στυγός, που τροφοδοτείται από εκατό, διακόσιες, τριακόσιες, πεντακόσιες χιλιάδες νέγρους που χέζουν, και μέσα είναι βυθισμένοι μέχρι τον λαιμό ο Μπόσι και τα πρωτοπαλίκαρά του, ο Μαρόνι και ο Σπερόνι. Ο Ροζάριο πλησιάζει και ρωτάει: "Γιατί είστε εδώ;" Ο Μπόσι απαντά: "Γιατί προσβάλαμε τη ράτσα". Και ο Σπερόνι: "Ναι, αλλά κι αυτή η ράτσα είναι πολύ εύθικτη: οι καλικάντζαροι δεν είχαν ποτέ προσβληθεί!" Κι εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ένας διάβολος που τους φωνάζει και τους διατάζει: "Ελάτε! Θα σας πάω στη φυλακή!" Κι αυτοί κλαίνε και οδύρονται και ικετεύουν: "Όχι, σας παρακαλώ. Όχι στις φυλακές του Μιλάνου!" Και ο διάβολος ανταπαντά: "Όχι, όχι εκεί. Στις φυλακές της Νάπολης, ανάμεσα στους τσαμπουκάδες και μάλιστα χωρίς βαζελίνη ! "
»Ακριβώς δίπλα στην πηγή της Στυγός υπάρχει και η πηγή της Στυγοπούλας, λίγο πιο μικρή, την τροφοδοτούν μόνο χίλιοι, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες νέγροι, μα όλοι τους χωρίς άδεια παραμονής. Μέσα είναι ο Φίνι, βυθισμένος μέχρι τα μάτια, που θα ήθελε
118
να μιλήσει αλλά δεν μπορεί, γιατί το στόμα του είναι κάτω από το επίπεδο της πλημμυρίδας.
»0 Ροζάριο λακίζει από την μπόχα και βρίσκεται σε μια αχανή χώρα γεμάτη θρανία, και σ' ένα θρανίο βλέπει έναν που σηκώνεται από τη μέση και πάνω και του απευθύνει τον λόγο: "Εσύ, που πας μες στης φωτιάς το κάστρο, έτσι ναπουλιτάνικα μιλώντας, για καταδέξου εδώ να σταματήσεις" * . "Τι θέλεις από με, ελεεινέ αγύρτη;" τον ρωτάει ο Ροζάριο, κι ύστερα τον αναγνωρίζει ξαφνικά: πρόκειται για τον Σαρνέλι, τον Ευγένιο Σαρνέλι! Τον διπλανό του στο θρανίο, που ήταν ένας αρχίδης και μισός από τότε που πήγαιναν στο Δημοτικό, γιατί δεν τον άφηνε ποτέ να αντιγράψει. Ήταν ένας φύτουλας με εγγλέζικα παντελονάκια, αυτά με τα κουμπιά στους μηρούς. Τώρα, για τιμωρία του, θα είναι παντοτινά στο ίδιο θρανίο με τον Πασκουάλε Μπάρα, τον επονομαζόμενο "το κτήνος", που εκτός του ότι δεν τον αφήνει ποτέ να αντιγράψει, είναι επίσης πολύ ερωτευμένος μαζί του και κάθε δέκα λεπτά τού το δείχνει κάτω από το θρανίο, κι αυτός κάθε φορά ουρλιάζει σαν κολασμένος. Ο καθηγητής τον μαλώνει: "Σαρνέλι, αν δεν σταματήσεις τις φωνές, θα σε βάλω τιμωρία!" όμως αυτός συνεχίζει να φωνάζει και μαζεύει τόσες τιμωρίες, ώστε κάθε χρόνο τον κόβουν. Μα καθώς κόβουν και τον Πασκουάλε Μπάρα, τον επονομαζόμενο "το κτήνος", ο Σαρνέλι και ο Πασκουάλε Μπάρα ο επο-
* Σ.Τ.Μ. : παράφραση στίχων της Θείας Κωμωδίας του Δqντη, Κόλαση, Ι, 22-24.
1 19
νομαζόμενος "το κτήνος" θα κάθονται στο ίδιο θρανίο στον αιώνα τον άπαντα. Στον δε Πασκουάλε Μπάρα τον επονομαζόμενο "το κτήνος" αποδίδεται η περίφημη φράση ''Αγάπη, που τον αγαπό τον βιάζει ν' ανταγαπάει, γι' αυτόν με πήρε τόσο σφοδρή, που ακόμα, ως βλέπεις, δε μ' αφήνει" * , που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε ακριβώς τι σημαίνει.
»Έπειτα ο Ροζάριο, αναθαρρημένος από τη θεία δίκη, επιστρέφει πάλι επάνω στον Κύριο, που τον περιμένει ανυπόμονα. "Να περάσει ο επόμενος!" λέει ο Ροζάριο, και μπαίνει η Σαμπρίνα Φερίλι, η θεογκόμενα, και όλοι οι άγγελοι εν χορώ: "Μέσα! Μέσα! Μέσα!"
»Και ο Κύριος: "Σιωπή εσείς! Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο!"
»Και οι άγγελοι: "Φύλο όχι, αλλά γλώσσα ναι! Μέσα! Μέσα! Μέσα!"
»"Σταματήστε, γουρούνια! ! ! Να περάσει ο επόμενος!" λέει ο Κύριος. Και μπαίνει ο Ντίνι. Ο Κύριος περιεργάζεται το πρόσωπό του και αναρωτιέται: "Ποιος ξέρει σε τι χάλια ήταν το αυτοκίνητο μετά το τρακάρισμα, αν η φάτσα του είναι έτσι".
»"Όχι, Κύριε", του εξηγεί ο Ροζάριο. "Αυτός έτσι είναι φτιαγμένος." Ο Κύριος τον κοιτάζει καλά κι έπειτα, για να ξεγλιστρήσει, λέει: "Χμ, το πρωτότυπο δεν ήταν άσχημο. Μετά βέβαια, κατά τη μαζική παραγωγή, όλο και κάποιος βγαίνει ούτω πως. Γιατί
.. Σ.Τ.Μ.: Δάντης, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, Ε, 103-105, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης.
120
δεν τον αλλάζατε όσο ίσχυε ακόμη η εγγύηση;" Και ο Ροζάριο: "Κύριε, πού θα τον στείλουμε;"
»"Πού θα τον στείλουμε; Αυτόν θα τον πετάξουμε κατευθείαν! Κάνε και μια παλικαριά: πήγαινέ τον κάτω, υπάρχει ένας σκουπιδοτενεκές, βόλεψέ τον εκεί μέσα."
»"Μάλιστα, Κύριε !" υπακούει ο Ροζάριο, που γυρνάει πάλι κάτω και βρίσκεται σ' έναν διάδρομο γεμάτο πόρτες. Στην πρώτη είναι γραμμένο ''Ο Δράκος της Φλωρεντίας". Ο Ροζάριο την ανοίγει και μέσα είναι ο τζεφιρέλι. Στη δεύτερη ε ίναι γραμμένο: "Καταδικασμένος εις την αιωνιότητα για ευρωφαγία": ο Ροζάριο ρίχνει μια ματιά και μέσα ε ίναι ο Τσιάμπι, που έκανε σαν λυσσασμένος για την ένταξη στην ΟΝΕ. Στην τρίτη είναι γραμμένο ''Ηλεκτρικές σκούπες". Τότε ρωτάει τον φύλακα διάβολο: "Ποιος είναι εδώ μέσα;" ''Ο Μαραντόνα! " απαντάει αυτός. ''Α, τον καταδικάσατε επειδή σνιφάριζε κοκαίνη;" ρωτάει ο Ροζάριο. "Ναι", λέει ο διάβολος, "αλλά κυρίως επειδή τον ανακάλυψαν! " "Και ποια ε ίναι η τιμωρία;" "Είναι τρομερή ! Εδώ μέσα είναι γεμάτος ο τόπος κοκα"Ινη". "Μα αυτό δεν είναι μαρτύριο !" αναφωνεί ο Ροζάριο. "Και βέβαια ε ίναι", χαμογελά σαρδόνια εκείνος. "Γιατί μέσα έχει τέτοιο αέρα, που ο Τζιάνι Ανιέλι έχει ακόμη και τη μύτη του ξεχτένιστη".
»Στην τέταρτη πόρτα ε ίναι γραμμένο: "Παπαί Τελεστέτ, Παπαί Τελεστέτ αλέπε"*. Ο Ροζάριο ανοίγει
* Σ.τ.Μ.: παράφραση στίχου της Θείας Κωμωδίας του Δά- ' 'Vt'Ij, Κόλαση, Ζ,1.
121
και βρίσκεται στον κύκλο των τηλεφωνόπληκτων: ό
λοι τους με το κινητό στο χέρι προσπαθούν να πιάσουν γραμμή, και μόλις την πιάνουν προσπαθούν να τηλεφωνήσουν, αλλά η σύνδεση πέφτει αμέσως. Είναι καταδικασμένοι να μην καταφέρνουν να λένε αιωνίως ούτε μια λέξη στο τηλέφωνο, ακριβώς όπως τους συνέβαινε και στη ζωή.
»Στην πέμπτη πόρτα είναι γραμμένο: "Μέγιστη τιμωρία". Ο Ροζάριο την ανοίγει και βρίσκεται μπροστά στη Ναόμι Κάμπελ, την Εύα Χερτζίγκοβα και την Κλόντια Σίφερ, ολόγυμνες, συντροφιά με τον Τζόμπε Κοβάτα, έναν κακομοίρη κωμικό. Έκπληκτος ρωτάει τον φύλακα διάβολο: "Αυτή, για τον Τζόμπε Κοβάτα, δεν είναι μέγιστη τιμωρία: είναι επιβράβευση!" Εκείνος γνέφει καταφατικά: "Σωστά. Μέγιστη τιμωρία είναι για τη Ναόμι, την Εύα και την Κλόντια". Και ο Ροζάριο, μια και του 'τυχε, θα 'θελε κι αυτός να τις μπαλαμουτιάσει λιγουλάκι και τις τρεις, αλλά ο Θεός βροντοφωνάζει επιτακτικά από ψηλά και τον ανακαλεί στο καθήκον: "Ροζάριο, τρέξε !"
»0 Ροζάριο γυρνά επάνω τρέχοντας και βλέπει ενώπιον του Θεού έναν δαιμονισμένο που φωνάζει: "Αυτή δεν είναι η Δευτέρα Παρουσία! Αυτή είναι δίκη με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν φέρονται έτσι σ' έναν βουλευτή! Επικαλούμαι τη συνθήκη . . . " Αηδιασμένος ο Κύριος, απευθύνεται στον Ροζάριο: "Ποιος είναι πάλι αυτός;" ''Αυτός, Κύριε, είναι ο Βιτόριο Σγκάρμπι. Πού θα τον στείλουμε;" Ο Ροζάριο και ο Κύριος κοιτάζονται, συνεννοούνται μ' ένα νεύμα κι
122
έπειτα, με μια φωνή: "Αυτόν θα τον στείλουμε να γαμηθεί και καθαρίσαμε !"»
Επιτέλους ο Ροζάριο σωπαίνει, για να πάρει μιαν ανάσα και για να δει τις αντιδράσεις του Θεού, που μοιάζει υπνωτισμένος από την αφήγησή του. Για λίγες στιγμές έχουμε απόλυτη ησυχία, ώσπου από το στόμα του Θεού βγαίνει ένα γελάκι, αρχικά πνιχτό και αβέβαιο, έπειτα σιγά σιγά όλο και πιο σίγουρο, μέχρι που ξεσπά σ' ένα λυτρωτικό και ασυγκράτητο γέλιο. Ο Θεός ξεκαρδίζεται και με δάκρυα στα μάτια λέει και ξαναλέει: «Ροζάριο, σε πάω πολύ ! ! » Σύγκορμος ο Πανάγαθος τραντάζεται από τα γέλια. «Εκατομμύρια χρόνια είχα να γελάσω έτσι».
Ο Ροζάριο τον κοιτάζει έκπληκτος και λίγο προσβεβλημένος. «Γελάς μ' εμένα;» τον ρωτάει. Ο Θεός συνέρχεται, ηρεμεί, σκουπίζει τα μάτια του και τελικά του απαντά σοβαρός: «Όχι, Ροζάριο, γελάω μαζί μ' εσένα. Είναι διαφορετικό !»
Χαμογελά ο ένας στον άλλον και κάνουν "κόλλα το". Έπειτα ο Θεός κοιτάζει την ώρα και βλέπει πως έχει πάει αργά. Είναι πράγματι και πάλι νύχτα.
123
Ημέρα έκτη
Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο ανοίγει τα μάτια του, τεντώνεται λίγο,
έπειτα αντιλαμβάνεται τον Θεό που, καθισμένος στα πόδια του κρεβατιού, τον κοιτάζει. Αρχικά ο Ροζάριο δεν καταλαβαίνει, ώσπου βλέπει έναν δίσκο α- · κουμπισμένο στα σεντόνια και γουρλώνει τα μάτια του: ο Θεός τού έχει φέρει πρωινό στο κρεβάτι! Συγκινημένος ανακάθεται, για να παρατηρήσει τι υπάρχει στον δίσκο. Το θέαμα του παγώνει το αίμα: υπάρχουν παστές σαρδέλες, γαρνιρισμένες με μαρμελάδα βατόμουρο, δυο σταγόνες ταμπάσκο και έξι κουταλιές παγωτό βανίλια και σοκολάτα. Ακολουθεί ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά από το προηγούμενο βράδυ, που ο Κύριος τα ξαναζέστανε στο τηγάνι προσθέτοντας γαρίδες και φράουλες. Και τέλος υπάρχει μια φρουτοσαλάτα με φρεσκοπλασμένα φρούτα, γαρνιρισμένη με μπούκοβο, σκόρδο και μια γεμάτη χούφτα αλεσμένον καφέ. Ο Ροζάριο ξεροκαταπίνει, ενώ ο Κύριος σχολιάζει: «Εγώ τα ετοίμασα όλα! Σκέφτηκα πως έπρεπε να πάρεις ένα υγιεινό και θρεπτικό πρωινό . . . σήμερα σε περιμένει πολλή δουλειά!» Ο Ροζά-
124
ριο συμφωνεί απαρηγόρητος: «Ναι, ναι . . . το ξέρω! Πρέπει
'να φτιάξω αυτή την ευλογημένη την κιβωτό,
αλλά . . . » Ο Ροζάριο ψάχνει να βρει τα σωστά λόγια, προσέχοντας να μην προσβάλει τον Κύριο, κι έπειτα, ενώ σηκώνεται από το κρεβάτι, προσθέτει σιγανά: «Κύριε, εκτιμώ την καλή σου πρόθεση, όμως . . . αυτά τα πράγματα δεν μπορώ ούτε να τα βλέπω! Πόσο μάλλον να τα φάω!» Και λέγοντας αυτά προχωράει προς την κουζίνα, με τον δίσκο στο χέρι, ακολουθούμενος από τον Θεό, που είναι λίγο προσβεβλημένος: «Τι πά' να πει αυτό; Είναι όλα υγιεινά και φρέσκα . . . »
Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του, ενώ τα πετάει όλα στον σκουπιδοτενεκέ: «Κύριε, άκου με κι εμένα, είναι ένα αίσχος ... Ξέρω που σου λέω, έχουν δει εμένα τα μάτια μου αίσχη !» και συνεχίζει να μιλάει ενώ ανοίγει το ντουλάπι υπό το βλέμμα του Θεού. «Τα μύρια όσα έχω δει, Κύριε ! ! » προσθέτει ο Ροζάριο, ενώ βγάζει ένα κουτί ντοματοπελτέ. «Για παράδειγμα;» ρωτάει ο Θεός, ενώ ο Ροζάριο του βάζει στα χέρια του ένα κρεμμύδι κι ένα μαχαίρι. «Αααχ», αναστενάζει ο Ροζάριο ανοίγοντας το κουτί, όσο ο Θεός τεμαχίζει το κρεμμύδι. «Έχω δει να κλέβουν τους συνταξιούχους έξω από τα ταχυδρομεία. Έχω δει τους συνταξιούχους να κλαίνε για την κλοπή κι έχω δει τους κλέφτες να κλαίνε για τις συντάξεις !» Στο μεταξύ κι ο Θεός κλαίει εξαιτίας των κρεμμυδιών, ενώ ο Ροζάριο συνεχίζει: «Έχω δει κόσμο που δεν ξέρει πόσο νόστιμο είναι το τυρί με τις τρύπες. Έχω δει κόσμο που συνεχίζει να τρυπιέται και το έχει χεσμένο το τυρί! /Εχω δει έναν Πολωνό Πάπα . . . »
125
Ο Θεός τον διακόπτει σκουπίζοντας τα μάτια του: «Είναι αλήθεια λοιπόν πως οι μετανάστες από τις ανατολικές χώρες σάς κλέβουν τις καλύτερες θέσεις εργασίας!» Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά ενώ χύνει το λάδι στο τηγάνι, και συνεχίζει: «Έχω δει γυναίκες για τις οποίες δωρεά οργάνων στην επιστήμη σημαίνει να πλαγιάσουν με τον γιατρό τους! Είδα επιστήμονες να κλωνοποιούν ανθρώπους κι αυτό είναι πρόβλημα, Κύριε, γιατί έτσι μπορούν να αναπαραχθούν κάτι θεούσες σαν τη Ρόζι Μπίντι και τον Φορμιγκόνι! Είδα την εκκλησία να χρυσώνει το χάπι για να βγουν κλωνοποιημένα παιδιά, είδα το άγαλμα της Παναγίας να κλαίει στην Τσιβιταβέκια, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μωάμεθ κατουριέται από τα γέλια!» Ύστερα στρέφεται προς τον Κύριο, που τον ακούει, και του λέει: «Ρίξε το κρεμμύδι . . . » Ο Πανάγαθος εκτελεί και ταυτόχρονα τον ρωτάει: «Μα αν έχεις δει όλ' αυτά τα πράγματα, μπορώ να μάθω γιατί σε εκπλήσσει τόσο η ιδέα ενός κατακλυσμού;»
Ο Ροζάριο βάζει το νερό για τα μακαρόνια να βράσει και κατόπιν απαντάει: «Κύριε, δεν είναι έκπληξη: φόβος είναι. Χέζομαι από τον φόβο μου και μόνο στην ιδέα να φτιάξω μια κιβωτό, ν' ανέβω με όλα τα ζώα και να βλέπω όλο τον κόσμο γύρω μου να πεθαίνει. Μα .. . όλοι τους πρέπει να πεθάνουν;»
Ο Πανάγαθος γνέφει καταφατικά, ενώ του δίνει ένα καπάκι. Ο Ροζάριο ξεσπά: «Κύριε, μα γιατί το κάνεις αυτό;» Και στο μεταξύ ρίχνει την ντομάτα στα τσιγαρισμένα κρεμμύδια.
«Τι θα πει γιατί;» απαντά ο Θεός. «Επειδή οι άν-
126
θρωποι δεν σέβονται πια τους νόμους μου ! Πρέπει να κάνω αυτόν τον κατακλυσμό, γιατί είστε κακοί».
«Κύριε, δεν είναι αλήθεια. Δεν είμαστε κακοί! Εσύ είσαι αυτός που μας σχεδίασε έτσι, ανάθεμα στην ελεύθερη βούληση ! Ο κόσμος δεν σέβεται τον νόμο σου γιατί είσαι υπερβολικός: έφτιαξες τα θανάσιμα αμαρτήματα! Είναι καθαρή υπερβολή ! Θα μπορούσες να κάνεις τα σοβαρά τραυματισμένα αμαρτήματα, τα ετοιμοθάνατα αμαρτήματα, τα "Παναγιά μου Μπαρμπουνιώτισσα μου ' ρχεται να πεθάνω" αμαρτήματα, αλλά όχι και τα θανάσιμα αμαρτήματα! Άσε που, με αυτά τα αμαρτήματα, οι πλούσιοι είναι ευνοημένοι. Είναι γνωστό εξάλλου: εσείς οι πλούσιοι βοηθιέστε πάντα μεταξύ σας . . . »
«Ροζάριο, μα τι κάθεσαι και λες;» λέει προσβεβλημένος ο Κύριος, ενώ στρώνει το τραπέζι.
«Έλα τώρα, έτσι είναι! Το ξέρεις! Από την πρώτη κιόλας εντολή δημιουργείται η αδικία: "Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού". Είναι πιο εύκολο για τους πλούσιους να το πιστέψουν! Πήγαινε να ρωτήσεις κάνα φτωχαδάκι: "Πιστεύεις στον Θεό;" Θα σου απαντήσει: "Μπα, γιατί; Ο Θεός πιστεύει σ' εμένα;"»
Ο Θεός τον διακόπτει, δίνοντάς του τα μαχαιροπίρουνα: «Ροζάριο, θυμήσου τη ρήση: ακόμη και οι πλούσιοι κλαίνε !» Και ο Ροζάριο: «Ναι, αλλά πιο σπάνια. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κακομοίρη τον Μικέλε Πελέκια, του τελευταίου ορόφου. Τι είναι, σιντο'ίστής;»
127
«Τι σχέση έχει τώρα το άρωμα;» επεμβαίνει αμή-χανα ο Κύριος, ενώ ξεβουλώνει το κρασί.
«Ποιο άρωμα;» ρωτάει έκπληκτος ο Ροζάριο. «Σιντο"ίστής», απαντά ο Πανάγαθος. «Το άρωμα λέγεται ''Egoiste'', Κύριε, "Εγωι
στής". Με αφήνεις όλο και πιο κολοσσιαία ε μβρόντητο! Πάντως, αυτός δεν ε ίναι ούτε σιντο"ίστής ούτε τίποτα. Ο κακομοίρης ο Μικέλε Πελέκια πιστεύει στον Θεό, κι όμως του φέρθηκες σαφώς χειρότερα απ' ό,τι σε κάτι επιχειρηματίες που κατάντησαν από δήμαρχοι κλητήρες».
Ο Θεός σηκώνει τους ώμους του ξεπλένοντας δυο ποτήρια και ο Ροζάριο συνεχίζει: «Κι εκείνο το άλλο πάλι: "Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω", και σ' αυτό οι πλούσιοι πλεονεκτούν! Παραδείγματος χάρη, σου κόβουν ένα πρόστιμο: ο πλούσιος πληρώνει κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, ο φτωχός πληρώνει και επικαλείται μάταια το όνομα του Θεού .. . Και ούτε και τόσο μάταια: λίγη ικανοποίηση την παίρνει ! Λοιπόν, Κύριε, εσύ είσαι παντοδύναμος: άλλη φορά, να μην αφήνεις να του βάζουν πρόστιμο!» Ο Ροζάριο σταματάει για να ελέγξει αν βράζει το νερό, έπειτα ξαναρχίζει: «Το άλλο πάλι: "Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν". Οι φτωχοί, για ν' αγιάσουν, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να πάνε στο γήπεδο, κι εκεί όχι μόνο είναι δύσκολο ν' αγιάσεις, αλλά σου ρίχνουν κι ένα μπερντάχι ξύλο!» Ο Ροζάριο κάνει μια παύση για να ρίξει αλάτι στο νερό, έπειτα ξαναρχίζει: «Μια εντολή που δεν κατανοώ είναι η έκτη, δηλαδή το "Ου μυγιεύ-
128
σεις". Γιατί το μύγιασμα είναι αμάρτημα, Κύριε;» Ο Θεός, που σερβίρει λίγο κρασί, αναπηδά: «Κρετίνε! Η έκτη εντολή λέει: "Ου μοιχεύσεις"».
«Μυγιεύοντας;» εκπλήσσεται ο Ροζάριο. «Μα για ποιες μύγες μού τσαμπουνάς;» ξεσπάει
ο Θεός κι αδειάζει το ποτήρι του. «Όχι, γιατί δεν μου κόλλαγε ! Συγγνώμη, Κύριε,
άρα ούτε το "Ου μα·ίμουδεύσεις" θα ισχύει ... Καλά, ας τ' αφήσουμε. Πάντως, και ως προς αυτό, οι πλούσιοι θα ε ίχαν κάποια πλεονεκτήματα. Πρώτον γιατί καταφέρνουν να βγάζουν απ' τη μύγα ξίγκι· δεύτερον γιατί, αν είσαι φτωχός, ούτε μύγα στον κόρφο σου· τρίτον γιατί οι πλούσιοι, όταν δεν μυγιάζονται, παίζουν γκολφ, κάνουν κρουαζιέρα με το κότερο ή πάνε για σκι. Αν οι φτωχοί δεν μυγιάζονται, κάθονται με τη ρόμπα στον καναπέ και βαράνε μύγες, τουτέστιν βλέπουν στην τηλεόραση τους πλούσιους να παίζουν γκολφ, να κάνουν κρουαζιέρα με το κότερο ή να πηγαίνουν για σκι. Όπως και να το κάνουμε, οι πλούσιοι πλεονεκτούν».
«Ροζάριο, δεν νομίζω ότι έχω όρεξη να σ' ακούσω . . . » Λέγοντας αυτά ο Θεός βουλώνει τ' αφτιά του και αρχίζει να σιγοτραγουδά: «Λαλαλά, λαλαλά, λαλαλά . . . »
Και ο Ροζάριο, με δυο πακέτα μακαρόνια στα χέρια του: «Ριγκατόνι ή σπαγκέτι;» Μα ο Πανάγαθος μοιάζει να μην ακούει και συνεχίζει να σιγοτραγουδά: «Λαλαλά, λαλαλά ... » Ο Ροζάριο σηκώνει τους ώμους του κι ετοιμάζεται να ρίξει τα μακαρόνια στην κατσαρόλα: «Λοιπόν, θ' αποφασίσω μόνος μου: ριγκατόνι!»
129
Η φωνή του Κυρίου τον σταματά: «Σπαγκέτι! !» Ο Ροζάριο γυρνά απότομα: «Αχά! Ακούς, ε; Τό
τε άκου, και σε σχέση με εκείνο το άλλο, "Ουκ επιθυμήσεις . . . όσα τω πλησίον σου εστίν . . . "» Ο Πανάγαθος σηκώνει τους ώμους και του παίρνει τα μακαρόνια, για να τα ρίξει στο νερό που βράζει. Στο μεταξύ ο Ροζάριο συνεχίζει: «Αν όλοι είχαν τα ίδια θα ήταν σωστό, όμως αν ένας έχει λίγα επειδή είναι φτωχός, ε ίναι ευνόητο να επιθυμεί τα αγαθά εκείνου που έχει περισσότερα, δηλαδή του πλούσιου ! Και θα ήθελε να τ' αγοράσει, αλλά είναι φτωχός και δεν μπορεί. Τότε μερικές φορές τα κλέβει, αλλά τον συλλαμβάνουν. Έτσι ο φτωχός αμάρτησε τέσσερις φορές: 1) γιατί επιθύμησε ' 2) γιατί έκλεψε ' 3) γιατί θα τον ρίξουν στη φυλακή, και τότε μαύρη μύγα που τον έφαγε' 4) γιατί είναι αναγκασμένος να ονοματίσει εσένα, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και όλους τους συγγενείς σου μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, την ώρα που τον πηγαίνουν στη φυλακή του Ποτζιορεάλε ! Με παρακολουθείς;» Ο Κύριος κάνει νόημα πως όχι και εξηγεί δείχνοντας τη σάλτσα: «Θέλει λίγο αλάτι . . . » Κι ενώ ο Πανάγαθος ασχολείται με το αλάτι, ο Ροζάριο συνεχίζει: «Και δεν θέλω ούτε καν να μιλήσω για εκείνη την εντολή : "Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου". Εδώ έχουμε μια ακόμη απόδειξη της απόλυτης υπεροχής του πλούσιου επί του φτωχού. Έχεις υπόψη σου τον Μπρους Γουίλις;» Ο Ύψιστος, έχοντας στο στόμα του μια μπουκιά ψωμί που βούτηξε στη σάλτσα, μουγκρίζει: «Μμμμ . . . »
«Είναι ένας ηθοποιός με μια σύζυγο πολύ γκομε-
130
νάρα . . . την Ντέμι Μουρ. Έχεις υπόψη σου την Ντέμι Μουρ;»
«Φυσικά και την έχω υπόψη μου. Εγώ την έφτιαξα!» απαντά ο Θεός.
«Πώς! ; Την αύτωσες; ! » «Μα τ ι λες, Ροζάριο! Την έφτιαξα! ! Την έπλα
σα! ! ! » «Α, είπα κ ι εγώ. Αν και, εδώ που τα λέμε, αν ή
μουν ο Πανάγαθος, ένα κουτουπωματάκι με την Ντέμι Μουρ θα το 'χα ρίξει. Τέλος πάντων. Έχεις υπόψη σου τον Μικέλε Πελέκια, του τελευταίου ορόφου;» ρωτάει ο Ροζάριο καθώς ετοιμάζει το σουρωτήρι: «Αμάν πια μ' αυτόν τον Μικέλε Πελέκια, ρε Ροζάριο !» φωνάζει ο Θεός δίνοντάς του τις πιάστρες.
«Καλά. Έχεις υπόψη σου τη γυναίκα του;» «Όχι, δεν την έχω υπόψη μου». «Μπα; Την Ντέμι Μουρ την είχες υπόψη σου και
τη γυναίκα του Μικέλε Πελέκια όχι; Λοιπόν, έχουμε και λέμε : ε ίναι μια γυναίκα που φέρνει περισσότερο σε παλαιστή του σούμο παρά σε θηλυκό. Όποιος τη βλέπει κλάνει μαλλί, γι' αυτό και το σπίτι τους έχει γεμίσει με μάλλινα πουλοβεράκια. Ο κακομοίρης ο Μικέλε Πελέκια έκανε το πείραμα με το κέρμα κάτω από το στήθος της, για να δει αν .θα πέσει. Το έκανε πριν από τρία χρόνια και ακόμη παραμερίζει τις δίπλες για να το βρει! Η γυναίκα του Μικέλε Πελέκια έχει κάτι κιρσούς σαν κρασοβάρελα, έτσι ο γιατρός της στην τελευταία εξέταση της έδωσε παραπεμπτικό, για να πάει σε βαρελά να της αλλάξει τα τσέρκια. Αυτή ε ίναι λοιπόν η γυναίκα του Μικέλε Πε�
131
λέκια!» και λέγοντας αυτά ο Ροζάριο σουρώνει τα μακαρόνια και σηκώνεται ένα σύννεφο ατμού.
«Α, αυτή είναι η γυναίκα του;» Ο Κύριος κάνει λες και του ήρθε θεία φώτιση: «Νόμιζα πως ήταν το κομό!» και χύνει τη σάλτσα στο μπρίκι.
Ο Ροζάριο συμφωνεί μαζί του: «Οποιαδήποτε είναι καλύτερη από τη γυναίκα του Πελέκια: η Υ πουργός Γερβολίνο, η μαμά του Τζίτζι απ' το Ζαχαροπλαστείο, η Χίλαρι Κλίντον, η Τιτσιάνα Παρέντι η δικαστίνα, η Καντσελιέρι η δημοσιογράφος: οποιαδήποτε ! Όταν η γυναίκα του Πελέκια ρωτάει τον κακομοίρη τον Πελέκια: "Αγάπη μου, ποια προτιμάς: εμένα ή την Ντέμι Μουρ;" τι πρέπει ν' απαντήσει ο φουκαράς; Απαντά: "Εσένα, αγάπη μου !" Άρα ο Πελέκια, πέραν του ότι επιθυμεί τη γυναίκα του πλησίον του, ψευδομαρτυρεί κιόλας! Έτσι ο Μπρους Γουίλις κουτουπώνει την Ντέμι Μουρ, και ο Πελέκια πάει στην κόλαση ! ! »
Ο Ροζάριο σταματάει για λίγο, για να πάρει την παρμεζάνα και να ψάξει για τον τρίφτη. Ο Θεός βρίσκει ευκαιρία και, νομίζοντας ότι θα πιάσει τον Ροζάριο να φαλτσάρει, λέει: «Όσον αφορά την ψευδομαρτυρία, θα πρέπει να παραδεχτείς πως οι πλούσιοι ε ίναι λίγο σε μειονεκτικότερη θέση».
«Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχεται ο Ροζάριο τρίβοντας το τυρί. «Αυτό ε ίναι το μόνο αμάρτημα στο οποίο οι φτωχοί έχουν κάποιο πλεονέκτημα. Όχι μόνο στα σημαντικά θέματα όπως η δίκη του Αντρεότι ή η υπόθεση Ούστικα, αλλά και στα μικρά πράγματα. Αυτοί που πουλάνε περσικά χαλιά και πέφτουν έ-
132
ξω κάθε χρόνο την ίδια εποχή. Πώς είναι δυνατόν, Κύριε; Κι εκείνο το άλλο: "Κύριε Πρέσβη, μας κακομαθαίνετε . . . " Σιγά που οι πρέσβεις προσφέρουν Φερέρο Ροσέ! Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, μαντάμ! Αμ εκείνη η κοπελιά, που είναι όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, αλλά έχει πιάσει ένα υγρό για τα πιάτα για γκόμενο και το διαφημίζει όλο χαρά! Ή στην εκπομπή Μπράβο καλώς σμίξατεΙ, όπου όλο και κάποιος υπάρχει που έχει σαράντα χρόνια να πάει και να δει τη μάνα του. Τι Μπράβο και πράσιν' άλογα, Κύριε; Μπράβο στο κωλόπαιδο; Δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι τους πλούσιους όταν μιλάνε, Κύριε. Και γιατί εμένα, τόσες χιλιάδες φορές που έχω πάει στο σούπερ μάρκετ, δεν μου έχουν προσφέρει ποτέ δύο απορρυπαντικά στην τιμή του ενός;»
Ο Ροζάριο σταματάει να μιλάει, βλέποντας ότι ο Θεός τέλειωσε με το ανακάτεμα της παρμεζάνας στα μακαρόνια, που περιμένουν αχνιστά στο πιάτο. Κοιτάζει ο ένας τον άλλον: «Θα φάμε;» ρωτάει ο Θεός.
133
Ο Ροζάριο κάθεται και του κάνει νόημα: «Αμέ». Σερβίρονται κι αρχίζουν να τρώνε με όρεξη.
«Νόστιμα!» σχολιάζει ο Θεός μασώντας. Ο Ροζάριο τον κοιτάζει, ενώ βάζει στο στόμα του άλλη μια πιρουνιά: «Σου αρέσει, ε ; Το βλέπεις λοιπόν πως δεν είσαι τέλειος! Διέπραξες το αμάρτημα της λαιμαργίας! Αμάρτημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πλουσίων: οι φτωχοί, το πολύ πολύ, να θέσουν τον λαιμό τους σε αργία ή έστω ημιαργία, όμως αυτό δεν αποτελεί αμάρτημα, αν και μπορεί να τους οδηγήσει στον άλλο κόσμο . . . άμα το παρακάνουν».
Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του κατεβάζοντας άλλη μια μπουκιά: «Τι δουλειά έχουν τα θανάσιμα αμαρτήματα με κάποιες παρασπονδίες στο τραπέζι;» «Α, όπως σας βολεύει!» απαντά ο Ροζάριο με γεμάτο το στόμα. «Τα πράγματα όπου οι πλούσιοι μειονεκτούν δεν είναι αμαρτήματα, είναι απλά βίτσια! Άρα οι φτωχοί είναι θανάσιμα αμαρτωλοί, ενώ οι πλούσιοι είναι απλώς βιτσιόζοι, έτσι;» Ο Θεός τον διορθώνει κοιτώντας τον που τρώει: «Όχι μόνο οι πλούσιοι, Ροζάριο . . . » Ο Ροζάριο ακουμπάει κάτω το πιρούνι προσβεβλημένος: «Κύριε, άλλο η λαιμαργία, άλλο η πείνα! Άλλο αχόρταγος, άλλο αχόρταστος. Οι φτωχοί δεν αμαρτάνουν με το φαΙ, καμιά φορά αμαρτάνουν με το πιοτό, πίνουν όμως για να ξεχάσουν: για να ξεχάσουν πως είναι φτωχοί. Και σίγουρα δεν πίνουν απεριτίφ, γιατί δεν το έχουν ανάγκη. Δόξα τω Θεώ, από πείνα άλλο τίποτα! Πίνουν γιατί πεινούν! Υπάρχουν κάτι φτωχαδάκια που, αν πήγαινε να τα βρει ο Τσελεμεντές με τις συνταγές του, θα τρώγανε
134
κατευθείαν τον ίδιο! Οι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη από δίαιτα: τους φτάνει το ταμείο ανεργίας. Οι πλούσιοι, αντίθετα, διαπράττουν το αμάρτημα της λαιμαργίας και όχι μόνο: και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι χαρακτηριστικά των ισχυρών σαν κι εσένα. Το λέει η ίδια η λέξη : (αμ)άρτυμα. Πού να το βρουν οι φτωχοί το άρτυμα άμα τους λείπει ακόμη κι ο ίδιος ο άρτος; Πάρε την πλεονεξία: αν οι πλούσιοι δεν ήταν πλεονέκτες, δεν θα ήταν καν πλούσιοι. Ακόμη κι εσύ είσαι πλεονέκτης, άντε τώρα μην ανοίξω το στόμα μου: η γη της επαγγελίας . . . η γη της επαγγελίας . . . Την υποσχέθηκε ς τέσσερις ή πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, κι ακόμη τίποτα! Χώρια που υποσχέθηκες γη αλλουνού . . . Ας τ' αφήσουμε καλύτερα ! Κι εκείνος εκεί ο άλλος, ο Πάπας, που λέει: "Μακάριοι οι πτωχοί, μακάριοι οι πτωχοί! " το λέει όμως μέσα από το jacuzzi. Λέει επίσης: "Θα προσευχηθώ για τον πεινασμένο λαό αλλά μετά το φαγητό, αλλιώς θα μου κοπεί η όρεξη"».
135
Ο Κύριος επεμβαίνει γεμίζοντας το ποτήρι του: «Ροζάριο ! Μιλάς έτσι γιατί είσαι ζηλόφθονος!»
«Όχι, Κύριε, δεν την πατάω: και η ζηλοφθονία είναι των ισχυρών. Οι ισχυροί και οι πλούσιοι φθονούνται μεταξύ τους, οι φτωχοί τι να φθονήσουν ο ένας του άλλου; Άκουσες ποτέ κάποιον να λέει: "Κοντσέτα, σκάω από τη ζήλια μου για τον Τσίρο και τη Στεφανία, που είναι άνεργοι, ζουν σ' ένα δωμάτιο με τέσσερα παιδιά, το ένα είναι πρεζόνι, η κόρη τους είναι τσούλα και βρομάει το χνότο τους από την πείνα!" Το πολύ πολύ να φθονήσουν τον Ριτζ από το Τόλμη και
136
Γοητεία, αλλά αυτό δεν είναι αμάρτημα, είναι απλώς μαλακία, Κύριε! »
Ενώ ο Ροζάριο καταβροχθίζει δυο πιρουνιές μακαρόνια, ο Θεός κάνει παπάρα στη σάλτσα που είχε απομείνει στην άδεια πλέον κατσαρόλα. Ο Ροζάριο συνεχίζει να λέει: «Και τώρα ας περάσουμε στη λαγνεία. Για τους φτωχούς λέμε ότι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι: σε ποιο κεφάλι νομίζεις ότι αναφερόμαστε; Οι πλούσιοι δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν κι ακουμπούν τα μέλη τους όπου τους καπνίσει. Κοίτα τη Μεγάλη Αικατερίνη . . . »
137
«Τι σχέση έχει η Μεγάλη Αικατερίνη τώρα!» ρωτάει ο Ύψιστος βάζοντας τα πιάτα και την κατσαρόλα στο νεροχύτη.
«Ζευγάρωνε με τα άλογα! Οι φτωχοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Το πολύ να βρούμε κάνα βοσκό να ζευγαρώνει με τα πρόβατα, αλλά το πρόβατο είναι πολύ πιο μικρό από το άλογο, άρα και το βίτσιο ε ίναι πιο μικρό. Για να μη μιλήσουμε για την έπαρση. Έλα τώρα, Κύριε ! "Είμαι ο Κύριος και απόλυτος άρχων του ουρανού και της γης" . . . Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για τη συνιδιοκτησία!»
Ο Κύριος, δίνοντάς του τα πιατάκια του φρούτου, προσπαθεί ν' αλλάξει θέμα: «Άσε τη λαγνεία. Για την οκνηρία τι έχεις να μου πεις;» Ο Ροζάριο αμήχανος, ξύνει το κεφάλι του: «Χμ, κάτι θα μπορούσα να σου πω . . . αν ήξερα τι σόι πράμα είναι . . . » .
Ο Κύριος καταπνίγε ι έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ενώ βάζει στο τραπέζι ένα πανεράκι με φρούτα. «Εντάξει, άντε να τελειώνουμε μ' αυτά τα θανάσιμα αμαρτήματα . . . »
Ο Ροζάριο όμως δεν έχει πειστεί. «Ε όχι! Τι θα
138
πει να τελειώνουμε; Κάποιο λείπει .. . Μα ποιο; Τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι σαν τους εφτά νάνους και τους εφτά βασιλείς της Ρώμης . . . όλο και κάποιο ξεχνάς!» Ώσπου το πρόσωπό του φωτίζεται: «Η . οργή ! Την οργή δεν την είχα πει!» Ο Θεός σηκώνει τους ώμους του: «Και λοιπόν; Μη μου πεις ότι και η οργή είναι αμάρτημα των ισχυρών, ε;» Και συνεχίζει να ξεφλουδίζει το μήλο του, με την πεποίθηση πως τη γλίτωσε. Ο Ροζάριο όμως ξεσπά: «Και βέβαια είναι! Θυμάσαι τι φασαρία που έκανες για τούτο δω;» Και λέγοντας αυτό, του βουτάει το μήλο από τα χέρια. «Για ένα μήλο έγινε χαλασμός κόσμου! Εγώ και το τελευταίο να 'ταν . . . » και, με το που το λέει, ελέγχει το πανεράκι, «άσε που είναι δηλαδή, τι να κάνω, να τσαντιστώ; Όχι! Θα φάω ένα πορτοκάλι και θα είμαι εντάξει . . . Εσύ όμως τι σκάρωσες σ' εκείνα τα δυο κακόμοιρα που το έφαγαν; Το θυμάσαι;»
«Χμ, χμ ... » Ο Κύριος ξεροβήχει φανερά αμήχανος, μετά του προσφέρει το καθαρισμένο μήλο: «Θέλεις το μισό;» Με μισή καρδιά ο Ροζάριο δέχεται, συν τοις άλλοις επειδή το πορτοκάλι τού φέρνει πάντα ξινίλες.
Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον μασουλώντας. Ο Θεός σπάει πρώτος τη σιωπή, όταν και το μήλο έχει τελειώσει. «Να βάλω για καφέ;» Ο Ροζάριο σηκώνεται: «Άσε, δεν τα καταφέρνεις ... » Ο Θεός το δέχεται και τον κοιτάζει, ενώ ετοιμάζει την καφετιέρα με έμπειρες κινήσεις, σαν να εκτελεί μια ιεροτελεστία. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι η ναπολιτάνικη καφετιέρα είναι ωραία εφεύρεση . . . Μια από τις λίγες! !» Ο
139
Ροζάριο γυρίζει συνοφρυωμένος: «Τι θες να πεις;» «Εεε,» απαντάει ο Θεός, «ας ε ίμαστε ειλικρινείς, Ροζάριο, εγώ μπορεί να έχω κάνει λάθη στον Δεκάλογο, αλλά εσείς εδώ κάτω εφεύρατε κάτι μαλακίες, ε;» Ο Ροζάριο ανάβει το μάτι και κάθεται ν' ακούσει: «Για παράδειγμα;»
«Για παράδειγμα ο τηλεφωνητής! Ένα ηλίθιο μηχάνημα όπου σου αφήνουν τα πιο απίθανα μηνύματα! "Εμπρός, εγώ είμαι, πάρε με." Εγώ ποιος, βλάκα;; ΠΟΙΟΣ εγώ;; Πες όνομα κι επίθετο! Κρετίνοι που χάνουν σαράντα πέντε λεπτά σε χαζομάρες: "Χάι! Γεια σου, τι κάνεις; Σε παίρνω από τηλεφωνικό θάλαμο, όμως σήμερα είναι ωραία μέρα και κάνω μια βόλτα. Πάρε με στο τηλέφωνο, στο 5742 . . . " Κλικ, και τελειώνει ο χρόνος! Και δεν θα μάθεις ποτέ σε ποιον αριθμό πρέπει να την πάρεις, γιατί όταν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πάντα πρόκειται για γυναίκα. Και αυτό μόνο όταν δέχεσαι μηνύματα! Αλλά έχω δει και τι συμβαίνει όταν το μήνυμα πρέπει να το αφήσεις εσύ: βρίσκεις τηλεφωνητές με ολόκληρες οικογένειες με παιδιά, σκυλιά και παπαγάλους, ώρες ολόκληρες χαρούμενης οικογενειακής ζωής: "/Ει, αφήστε μας μήνυμα, εμείς είμαστε ! " Κόσμος που αφηγείται τα προσωπικά του: "Κάνω ντους γιατί είμαι ιδρωμένος κι έχω να πλυθώ από χτες, γι' αυτό αφήστε μήνυμα". Χεστήκαμε ! ! Χωρίς να μιλήσουμε και γι' αυτούς που ε ίναι πραγματικά βλαμμένοι και, όταν δεν θέλουν να απαντήσουν, κλείνουν τη μύτη τους και προσποιούνται ότι έχουν τηλεφωνητή : "Σας ομιλεί ο αυτόματος τηλεφωνητής . . . " Κι από την άλλη μεριά ακούς: "Άντε,
140
άσε τις βλακείες! " "Πώς το κατάλαβες ότι δεν ήταν τηλεφωνητής;" ''Ηλίθιε, ε ίμαστε στο θυροτηλέφωνο! "»
Ο θόρυβος της καφετιέρας διακόπτει τον Θεό. Ο Ροζάριο κλείνει το μάτι της κουζίνας, ενώ σχολιάζει: «Το παραδέχομαι, κάνα δυο χαζομάρες τις έχουμε κάνει κι εμείς, στη γη».
Ο Θεός ξεσπαθώνει: «Κάνα δυο χαζομάρες! Εσείς είστε παγκόσμιοι πρωταθλητές των ηλίθιων εφευρέσεων! Να μιλήσουμε γι' αυτά τα μοντέρνα τρένα, που ε ίναι χειρότερα από τα παλιά, αλλά πάνε να το παίξουν ανώτερα κι από τ' αεροπλάνα; Αν δηλαδή κάνα τρένο γκρεμοτσακιστεί σε κάποια γέφυρα, θα πουν ότι έπεσε σε κενό αέρος; Μ' αυτά τα υπερσύγχρονα βαγόνια, όπου εξακολουθεί να απαγορεύεται να σκύβεις από το παράθυρο, αλλά όχι τη νύχτα, όταν όλοι βγάζουν τα παπούτσια τους και τότε, όπως στα παλιά τρένα, το σκύψιμο από το παράθυρο γίνεται υποχρεωτικό. Υπερταχείες γεμάτες κόσμο που τηλεφωνεί, που συνεχίζει να λέει μόνο: "Εμπρός, ε ίμαι σε τούνελ! Μ' ακούς; Ήθελα να σου πω ότι.. . Εμπρός; Υπάρχει κι άλλο τούνελ . . . " Έντεκα εκατομμύρια εφτακόσιες χιλιάδες λιρέτες λογαριασμός, μόνο για να πληροφορήσεις τον άλλον για όλα τα τούνελ της γραμμής. Και παρ' όλους τους νεωτερισμούς και τους εκσυγχρονισμούς, ένα πράγμα παρέμεινε αναλλοίωτο: το καλοριφέρ ε ίναι αναμμένο το καλοκαίρι και σβηστό τον χειμώνα! Και αν αντί για το τρένο θέλεις να πας με το αυτοκίνητο, πέφτεις επάνω σε μια άλλη ιδιοφυή εφεύρεση: τα διόδια με ηλεκτρονί-
141
κή κάρτα, όπου μια φωνή σού λέει "Γεια σας, να οδηγείτε προσεκτικά". Το διανοείσαι; Μια μηχανή που σε χαιρετά και σου δίνει συμβουλές! Δεν σε χαιρετά πια ούτε ο υπάλληλος με σάρκα και οστά, σε χαιρετά το μηχάνημα! Και κάθε φορά φτάνει ένας αυτοκινητιστής πιο ηλίθιος από σένα, που σταματάει στην αυτόματη θυρίδα κι έπειτα ανακαλύπτει ότι δεν έχει την κάρτα και πρέπει να γυρίσει πίσω. Στο μεταξύ έχει δημιουργηθεί μια ουρά δυο χιλιομέτρων και τετρακοσίων μέτρων! Εξάλλου, πώς τα καταφέρνετε να βρίσκετε αυτήν την κάρτα μέσα σε τόσες άλλες που έχετε; Μία για να τηλεφωνείτε, μία για να παρκάρετε, μία για να ταξιδεύετε, μία για να μπαίνετε στην τράπεζα . . . αν καταφέρετε ποτέ κάτι τέτοιο. Είδα ότι, για να περάσετε από τον ανιχνευτή μετάλλων, είστε αναγκασμένοι να βγάζετε κλειδιά, κινητό, μέχρι και τις χρυσές θήκες των δοντιών σας, αλλιώς δεν σας βάζουν μέσα . . . Μα σου φαίνεται λογικό, Ροζάριο; Δεν έχεις τίποτα να πεις;»
Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Πόση ζάχαρη;» και δείχνει το φλιτζανάκι του καφέ προσθέτοντας: «Θα κρυώσει . . . » Ο Θεός βάζει ζάχαρη και ρουφάει τον καφέ του γουλιά-γουλιά με μακάριο ύφος: «οφείλω να το παραδεχτώ! Εδώ κάτω σ' εσάς είναι πολύ καλύτερος απ' ό,τι σ' εμάς!» Και ο Ροζάριο ανταπαντά: «Εδώ σ' εμάς σχεδόν τα πάντα είναι καλύτερα απ' ό,τι σ' εσάς! Ναι, είναι αλήθεια, δεν είμαστε τέλειοι, αλλά να μας πνίξεις γι' αυτό, μου φαίνεται πραγματικά υπερβολικό ! Κι έπειτα, εμένα η τελειότητα δεν μ' αρέσει, ε ίναι βαρετή, προβλέψιμη, μονό-
142
τονη . . . Σας φαντάζομαι εκεί πάνω όλη μέρα με τις ψαλμωδίες σας "Αλληλούια, Αλληλούια" . . . αμάν, αδερφάκι μου !»
«Μα τι μου τσαμπουνάς!» τον διακόπτει ο Κύριος. «Στον Παράδεισο διασκεδάζουμε, αστειευόμαστε, παίζουμε, κάνουμε αθλητισμό ... » Ο Ροζάριο επεμβαίνει ειρωνικά: «Ναι, το φαντάζομαι . . . ο Σεν-Μόριτζ πρωταθλητής στο χειμερινό σκι και ο Σεν-Τροπέ στο θαλάσσιο! »
«Ροζάριο, μην κάνεις τον χαζό!» τον κόβει ο Κύριος. Ο Ροζάριο βρίσκει ευκαιρία για να πάρει δυο ποτηράκια κι ένα μπουκάλι και να τ' ακουμπήσει στο τραπέζι. Ο Θεός συνεχίζει να μιλάει: «Χτες, για παράδειγμα, ο γιος μου έλαβε μέρος στα εκατό μέτρα ελεύθερης κολύμβησης και κέρδισε κιόλας». Και ο Ροζάριο: «Χαίρω πολύ. Αφού τρέχει πάνω στα νερά, ε ίναι άκυρο!» Και ο Θεός ανταπαντά: «Τι λες, καλέ; Στο σπίτι είμαστε όλοι αθλητικοί τύποι: εγώ συμμετείχα προσωπικά στο πρωτάθλημα άλματος εις ύψος, με τους αγγέλους. Δυστυχώς, εξαιτίας του ότι έχουν φτερά χάθηκαν εφτά. Έφυγαν και δεν τους ξαναβρήκαμε. Κάναμε και πρωτάθλημα σφαιροβολίας, όμως αναγκαστήκαμε να το καταργήσουμε, γιατί στη Γη κάνατε φασαρία με τις θεωρίες για τους μετεωρίτες. Και την τοξοβολία αναγκαστήκαμε να καταργήσουμε, γιατί ο Άγιος Σεβαστιανός δεν άντεχε άλλο. Όμως στην ορειβασία τα πάμε περίφημα: ο Μωυσής δεν παραιτείται εύκολα, ανεβοκατεβαίνει τα όρη σαν παιδάκι!»
Ο Ροζάριο τον διακόπτει δίνοντάς του ένα ποτη-
143
ράκι: «Ένα σπιτικό λικέρ λεμόνι;» Ο Θεός κοιτάζει το μπουκάλι λίγο αμήχανος: «Τι σόι πράμα είναι;» «Μια αηδία που φτιάχνουμε εδώ στα μέρη μας, έτσι ώστε να δηλητηριαζόμαστε οικολογικά. Θες;» Ο Θεός δέχεται, χωρίς να ε ίναι και πολύ σίγουρος: «Για να το δοκιμάσουμε !» Ο Ροζάριο γεμίζει τα ποτήρια και κάνουν πως τσουγκρίζουν: «Εις υγείαν», λέει ο Θεός, και ο Ροζάριο: «Ειδικά εσύ μου το εύχεσαι;» Πίνουν παρέα, αδειάζοντας τα ποτηράκια. Ο Θεός έχει μια αηδιασμένη έκφραση: «Είναι απαίσιο !» Ο Ροζάριο συμφωνεί, ενώ βάζει ακόμη λίγο: «Το ξέρω, αλλά έχει ένα καλό: έχει μέσα τόσο αλκοόλ και τόση ζάχαρη, που γλυκαίνει κάθε θλίψη . . . ! » Και προσθέτει κοιτάζοντας τον Θεό: «Εσένα θα σου έκανε καλό . . . » Ο Θεός πίνει κι άλλο και απαντά: «Γιατί; Νομίζεις πως είμαι θλιμμένος;» Ο Ροζάριο ξεσπά: «Με ρωτάς κι από πάνω; Εφηύρες την πιο θλιβερή θρησκεία του σύμπαντος, Κύριέ μου ! Οι συνάδελφοί σου, οι ανταγωνιστές σου ε ίναι πολύ πιο εύθυμοι από σένα. Όσον αφορά τη χαρά, σου 'χουν βάλει τα γυαλιά οι ανταγωνιστές σου, Κύριε ! Πάρε τον Μανιτού: ε ίναι τελείως άλλο πράμα! ! ! Χορεύει και τραγουδάει από το πρωί ως το βράδυ: "Λα κουκαράτσα! Λα κουκαράτσα!" Όλο μπρίο και ζωντάνια! Οι Χάρε Κρίσνα χορεύουν, τραγουδούν και παίζουν μουσική κι αυτοί όλη μέρα με τα ταμπούρλα τους . . . Η αλήθεια είναι ότι όλοι τούς κορσ"ίδεύουν επειδή μοιάζουν σαν χαζοί, ε ίναι όμως χαρούμενοι! Κάθε λιτανεία τους είναι σαν πανηγύρι! Έχεις δει ποτέ δική μας λιτανεία; Τι μελαγχολία! Τη μοναδική φορά που κατάφερα
144
να χαμογελάσω σε λιτανεία ήταν το '64, όταν αυτοί που κουβαλούσαν την Αγία Μπριτζίτα σκόνταψαν και το άγαλμα έπεσε πάνω στον παπά της ενορίας και τον έλιωσε . Ακόμη και ο Βούδας είναι πιο χαρούμενος: στρουμπουλός στρουμπουλός μ' εκείνη την κοιλιά! Απ' το φαΊ είναι, δεν έχει θυρεοειδή. Μοιάζει με το ανθρωπάκι της Μισελέν, είναι όμως χαρούμενος. Τι να πει κανείς για τον Κο μφούκιο, Κύριέ μου; Ε; Κομφούκιος . . . Κομφούκιος ... Χμ! Δεν ξέρω τίποτα για τον Κομφούκιο. Καλά, ας τον αφήσουμε τον Κομφούκιο. Εμείς όμως, Κύριε, έχουμε μια πέρα ως πέρα θλιβερή θρησκεία. Το ίδιο κι αυτοί που μας τη δίδαξαν: κάτι μελαγχολικές καλόγριες, με γένια και μουστάκια, που έμοιαζαν περισσότερο καραμπινιέροι παρά νύμφες του υιού σου! Και μας μιλούσαν για κάτι αγίους βουτηγμένους στη θλίψη, την γκαντεμιά και τη στενοχώρια ... Τι μαυρίλα, Κύριέ μου !»
Ο Ροζάριο σταματά, για να κατεβάσει μονοκοπανιά άλλο ένα ποτήρι λικέρ. Ο Θεός, που ήταν ήδη στο τρίτο ποτηράκι, τον κοιτάζει αμήχανα: «Αλήθεια λες; Τόσο θλιβερά είναι όλα;»
«Κι ακόμη περισσότερο», απαντά ο Ροζάριο, ο οποίος αρχίζει να μπερδεύει τα λόγια του. «Οι άγιοι πέθαιναν όλοι. Δεν θυμάμαι ακριβώς τις ιστορίες τους, αλλά ήταν φοβερές! Ο άγιος Παρθεναγόρας, παρθένος και μάρτυρας. Μάρτυρας επειδή ήταν παρθένος: είχε ζήσει εξήντα οκτώ χρόνια με δεκαπέντε χορεύτριες του καν-καν και δεν είχε καταφέρει να τις αγγίξει ούτε με το καλάμι του ψαρέματος!» Ξανατρατάρονται και πίνουν γουλιά-γουλιά το λικέρ.
145
Ύστερα ο Ροζάριο ξαναρχίζει: «Ή ο άγιος Πάπυλος ο Χαλεπλής, του οποίου έκοψαν τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά και κάνα δυο άλλα πραματάκια που δεν θα αναφέρω, και πέθανε από κρυολόγημα μερικές μέρες μετά». Ο Ροζάριο πίνει ακόμη λίγο και συνεχίζει: «Ή εκείνος ο άλλος, ο άγιος Καρτέριος, μάρτυς και αδελφός της οσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας, αυτός που κάθε μέρα οι δήμιοί του τον έγδερναν ζωντανό με μεγάλο πόνο, και τη νύχτα ο άγγελος Κυρίου τού ξανάβαζε το δέρμα. Την επόμενη μέρα οι δήμιοί του τον ξανάγδερναν και ο άγγελος τη νύχτα τού ξανάβαζε το δέρμα . . . » Ο Θεός αδειάζει το ποτήρι του κι επεμβαίνει: «Ίσως ήταν καλύτερα να του βάλουν φερμουάρ!» Χασκογελάνε παρεούλα. Ο Ροζάριο χάνει όλο και πιο πολύ τα λόγια του: «Ε, μα οι δήμιοι δεν ήταν δα χαζοί! Τότε θα είχαν αλλάξει βασανιστήριο και θα του έβγαζαν τα μάτια!» Και ο Θεός, μπερδεύοντας τα λόγια του: «Κι εγώ εκ θαύματος θα του έδινα ένα σκυλί για τυφλούς!» Και ο Ροζάριο ακουμπώντας το ποτήρι του, που είναι πάλι άδειο: «Που, εκ θαύματος, θα ήταν ένα σκυλόψαρο!» Και ο Θεός: «Έτσι ο Καρτέριος θα κέρδιζε εκ θαύματος τα τετρακόσια μέτρα πεταλούδα!» Γελούν κι οι δυο τους αδειάζοντας τα ποτήρια, και στον Θεό, που δεν αντέχει το αλκοόλ, έρχεται και λόξιγκας.
Μετά άλλα δέκα λεπτά με αφηγήσεις από τους βίους των αγίων έχουν πέσει στον καναπέ, και ο Ροζάριο, με δάκρυα στα μάτια, λέει: «Δεν μπουρώ άλλο! ! Πππάφτε, καλέ Κύριε, κάντε μ' τη χάρ'. . . » Και ο Θεός ανταπαντά: «Πάψ' εσύ, Ρουζά! Μα την πίστη μ',
146
δεν λες να το βουλώσεις, κι ελόγου μ' δε νιώθω καλά .. . »
Σ' αυτά τα λόγια ο Ροζάριο μπλοκάρεται και, ανακτώντας στιγμιαία τη διαύγειά του, ρωτάει τον Θεό: «Κύριε, μα . . . από πού κατάγεσαι ακριβώς;»
«Απ' έξω από την Καζέρτα. Από ένα χωριουδάκι, το Καζαντρίνο, για να είμαστε ακριβείς».
«Άρα είμαστε συγχωριανοί, λοιπόν», αναφωνεί ο Ροζάριο, και δώσ' του αγκαλιές, χτυπούν ο ένας τις πλάτες του άλλου κι αρχίζουν να μιλούν για το χωριό τους και τους κοινούς φίλους.
Και ο Ροζάριο βλέπει πως κατά βάθος ο Θεός είναι καλός άνθρωπος, και ο Θεός βλέπει πως ο Ροζάριο κατά βάθος είναι καλό ανθρωπάκι. Και είναι και πάλι νύχτα.
147
Ημέρα έβδομη
Ξημέρωσε και πάλι: η τελευταία ημέρα. Ο Θεός και ο Ροζάριο έχουν ξυπνήσει με φοβε
ρό πονοκέφαλο και τώρα είναι καθισμένοι στην κουζίνα, βογκάν ε και πίνουν καφέ. «Κύριε», ψελλίζει ο Ροζάριο, «έχω το μαύρο μ' το χάλι . . . σήμερα μη μου ζητήξεις τίποτις, γιατί δεν θα μπορέσ' να σου ξηγήσ' τίποτις . . . » Ο Θεός ρουφάει τον καφέ του και συμφωνεί: «Σήμερα δεν έχει μάθημα, Ροζάριο, σήμερα είναι η έβδομη ημέρα. Δεν θα κοπιάσουμε ! Ξεκούραση και ησυχία!» Ο Ροζάριο τον κοιτάζει στραβομουτσουνιάζοντας: «Εμ βέβαια . . . η ηρεμία πριν από την καταιγίδα, έτσι;» Ο Θεός συμφωνεί αμήχανα: «Χμ, πράγματι σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, όμως . . . »
Ο Ροζάριο τον διακόπτει κοιτώντας το ρολόι: «Αλήθεια, σήμερα είναι Κυριακή . . . Τέτοια ώρα έπρεπε να είμαι κιόλας στο γήπεδο!» «Να κάνεις το σπικάζ;» ρωτάει ο Θεός. «Μα ποιο σπικάζ, Κύριε ! Να δω την ομάδα της Νάπολης ! Μπα, γιατί; Εσύ το πίστεψες όντως ότι με έβαζαν να κάνω την περιγραφή των ποδοσφαιρικών αγώνων στην τηλεόραση; Ποιον, εμένα;»
148
Ο Πανάγαθος μοιάζει να το 'χει πάρει σοβαρά: «Και γιατί όχι; Είσαι καλός, σου αρέσει το ποδόσφαιρο . . . Θα σου πω, δε, και το εξής: εγώ μπορώ και να σε φανταστώ στις κερκίδες των δημοσιογράφων, στο γήπεδο Σαν Σίρο, να λες στο μικρόφωνο . . . » Και ο Πανάγαθος μιμείται τη φωνή του Ροζάριο όταν κάνει πως σπικάρει: «Σας μιλά ο Ροζάριο Σάνσα από τη Νάπολη, όπου ετοιμάζεται ν' αρχίσει ο αγώνας Νάπολη-Γιουβέντους! . . . »
Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του μ' ένα πικρόγελο. Ο Πανάγαθος δυσφορεί: «Γιατί γελάς; Άκου να δεις, Ροζάριο, για μένα τίποτα δεν είναι αδύνατον».
Και ο Ροζάριο: «Ίσως, εκτός απ' αυτό, Κύριε. Πρώτον γιατί έναν φουκαρά σαν κι εμένα στις δημοσιογραφικές κερκίδες δεν τον βάζουν ούτε για να πουλάει πασατέμπο . . . » Και ο Θεός από μέσα του: «Εγώ μπορώ να τα καταφέρω . . . »
Και ο Ροζάριο συνεχίζει: «Δεύτερον γιατί το γήπεδο Σαν Πάολο δεν βρίσκεται στο Τορίνο αλλά στη Νάπολη, και θα πρέπει να το μετακινήσεις . . . » Και ο Θεός από μέσα του: «Εγώ μπορώ να τα καταφέρω . . . »
Και ο Ροζάριο καταλήγει: «Τρίτον γιατί, για να παίξει η Νάπολη εναντίον της Γιουβέντους, θα πρέπει πρώτα να επιστρέψει η Νάπολη στην Α' Εθνική !» Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του : «Δεν μπορώ να τα καταφέρω! Όμως θα μπορούσα να δοκιμάσω και να στείλω στη Β' Εθνική τη Γιουβέντους . . . »
Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του. «Άσ' το, Κύριε !»
Ο Πανάγαθος όμως επιμένει: «Όχι, δεν τ ' αφή-
149
νω, Ροζάριο. Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο απαισιόδοξος . . . »
«Α . . . δεν καταλαβαίνεις κιόλας! Για κοίταξέ με καλά: έχω σαρανταρίσει, δεν έχω σταθερή δουλειά, δεν έχω τρίχα στην κεφάλα μου και είμαι μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο!»
«Εγώ ζω μόνος μου εδώ και μια αιωνιότητα!» προσπαθεί να τον παρηγορήσει ο Κύριος. «Συνηθίζει κανείς».
Όμως ο Ροζάριο είναι απαρηγόρητος: «Εγώ ποτέ δεν το συνήθισα. Από μικρός υπέφερα από μοναξιά και ήθελα πολύ ένα αδερφάκι, αλλά δεν ήταν τυχερό μου. Κάποτε δεν ήταν όπως τώρα, που μπορείς ν' αποφασίσεις πόσα παιδιά θα κάνεις, τι φύλου, χρώματος και διαστάσεων. Σήμερα με τη γενετική κάνεις ό,τι σου αρέσει: αν θες ένα κοριτσάκι φτυστό η Πάμελα Άντερσον, αρκεί να πάρεις ένα ωάριο συν το ΟΝΑ ενός καουτσουκόδεντρου κι έγινε η δουλειά σου! Αν όμως πάρεις το ΟΝΑ από μια τρίχα της Ναβρατίλοβα κι από ένα κύτταρο του Ντάνι Ντε Βίτο, θα σου προκύψει ένα μπαλάκι του τένις! Σήμερα μπορείς να έχεις τη Αετίσια Κάστα με τον εγκέφαλο της μαντάμ Κιουρί, ή τη μαντάμ Κιουρί με το μυαλό της Αετίσιας Κάστα. Μεταξύ των δύο δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Όταν γεννήθηκα εγώ, όλ' αυτά τα πράγματα δεν γινόντουσαν. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να αρκεστούν σε ό,τι τους ήρθε, δηλαδή σ' εμένα. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ήθελαν κορίτσι . . »
Ο Θεός τον διακόπτει: «Αλήθεια; Και οι δικοί μου ήθελαν κορίτσι».
150
Ο Ροζάριο τον κοιτάζει έκπληκτος: «Άντε! Αλήθεια λες;»
«Χμ, όχι. Το είπα προσπαθώντας να σε παρηγορήσω. Η αλήθεια είναι πως εγώ δεν γνώρισα ποτέ τους γονείς μου, είμαι έκθετο. Έζησα πάντα μόνος μου: διακόσια δισεκατομμύρια χρόνια φτιάχνοντας παζλ .. . Ώσπου βαρέθηκα και βάλθηκα να δημιουργώ».
Ο Ροζάριο βάζει τα κλάματα: «Εσύ τουλάχιστον δεν αναγκάστηκες να υπομείνεις όλες τις ταπεινώσεις που έλαχαν σε μένα! Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ήμουνα μικρός και πήγαινα σχολείο στους φρέρηδες, κάναμε την αναπαράσταση της φάτνης κι εμένα μου 'πεφτε ο ρόλος του αγγέλου. Για να κάνω τον άγγελο χρειαζόμουν λευκά παπούτσια, και τότε η μάνα μου έβγαζε τα δικά της, αυτά που είχε χρησιμοποιήσει στον γάμο της, και μου τα φόραγε. Παναγιά μου, τι ντροπή ! Και μάλιστα φαίνονταν και καλά, γιατί, για να κάνω τον άγγελο, με κρέμαγαν μ' ένα σκοινί στο ενάμισι μέτρο ύψος στις 22 Δεκεμβρίου και με κατέβαζαν στις 7 του Γενάρη, μετά τα Φώτα! »
«Εγώ, ευτυχώς, δεν ήμουν ποτέ παρών σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις», μουρμουρίζει από μέσα του ο Θεός, ενώ ο Ροζάριο συνεχίζει να μιλάει: «Και στις Απόκριες, Κύριε, ντυμένος Ζορό, να πρέπει να φορώ το παλτό μου και τα μποτάκια, μην αρπάξω κάνα κρύωμα! Ήμουν να με κλαιν και οι ρέγκες! Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν: άρχισα να ονειρεύομαι τον έρωτα, όμως το μόνο που κατάλαβα ε ίναι ότι το φιλί ε ίναι η ροζ απόστροφος
151
ανάμεσα στις λέξεις "Έχεις μαζί σ' προφυλακτικό;" Μια φορά αρραβωνιάστηκα κιόλας . . . »
«Τυχεράκια», τον διακόπτει ο Πανάγαθος. «Εγώ δεν βρήκα ποτέ καμία. Πρέπει να είναι πολύ ωραίο να ερωτεύεσαι».
«Εξαρτάται, Κύριε. Εγώ ερωτεύτηκα ένα χαμόγελο και πήρα όλη την κοπέλα: γουρούνι στο σακί. Ύστερα από λίγο αναγκάστηκα να πληρώσω λύτρα, για να την απαγάγουν και να μπορέσω να ζήσω ξανά. Το πρόβλημα των γυναικών ε ίναι ότι θέλουν ν' αλλάξουν τον άντρα που αγαπούν. Άμα δεν τα καταφέρουν, τσαντίζονται γιατί δεν τα κατάφεραν' αν τα καταφέρουν, τσαντίζονται γιατί δεν τους αρέσεις πια».
«Εγώ πάντα το 'λεγα» σχολιάζει ο Πανάγαθος από το ύψος της σοφίας του. «Ους ο Θεός εχώρισεν, άνθρωπος μη συζευγνύτω».
«Συζευγμένοι ή χωρισμένοι, Κύριε, πάντα υπάρχει ένα τίμημα. Όταν έχεις ταίρι και ζε ις τον έρωτα, πρέπει να πληρώσεις το κόστος της σκλαβιάς. Όταν είσαι μόνος σου και ζεις ελεύθερα, πρέπει να πληρώσεις το κόστος της μοναξιάς. Δεν έχεις παρά να διαλέξεις. Αλλά τα πράγματα μπορεί να σου πάνε και χειρότερα: μπορεί να είσαι ζευγαρωμένος και να πληρώνεις κόστος τόσο σε σκλαβιά όσο και σε μοναξιά !»
Στο δωμάτιο έχει πλέον πέσει μελαγχολία. Ο Πανάγαθος δίνει στον Ροζάριο ένα μαντιλάκι και ο Ροζάριο φυσάει τη μύτη του με θόρυβο. Έπειτα πάει να του το επιστρέψει, αλλά σταματάει και το βάζει στην τσέπη του ρωτώντας: «Τι ώρα αρχίζει ο κατακλυσμός;
152
Για να το περάσω ένα πλυσιματάκι με τις πρώτες σταγόνες . . . »
Ο Θεός χαμογελά προσπαθώντας να κρύψει μια ελαφρά αμηχανία. Ψάχνει για τις κατάλληλες λέξεις κι έπειτα: «Άκου, Ροζάριο, όσο γι' αυτόν τον κατακλυσμό . . . » Ο Ροζάριο ξεσπά: «Κύριε, ας μην ξαναρχίσουμε με την ιστορία της κιβωτού! Σήμερα είναι Κυριακή και θα ξεκουραστώ κι εγώ, 'ντάξει; Γιατί αν δεν το κατάλαβες ακόμη, εγώ αυτή την κιβωτό δεν θα τη φτιάξω. Η ιδέα να ξερνάω μέσα σε μια σκούνα γεμάτη ζώα για ποιος ξέρει πόσον καιρό κάτω από τη βροχή, ενώ γύρω μου πνίγονται όλοι, δεν μου γουστάρει καθόλου ! Μην το πάρεις προσωπικά, να 'μαστε ξηγημένοι! Εσύ είσαι ελεύθερος να βρέξεις όσο θες, εγώ όμως δεν είμαι υποχρεωμένος να σωθώ πάση θυσία! Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους ... »
Ο Θεός τον κοιτάζει: «Αλήθεια;» «Αλήθεια τι;» απαντάει ο Ροζάριο, που δεν κατα
λαβαίνει. «Αλήθεια είμαστε φίλοι;» ρωτάει ο Θεός ντροπα
λά. «Ε, τρόπος του λέγειν, αλλά . . . » έπειτα, παρατη
ρώντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Πανάγαθου, βιάζεται να προσθέσει: «Μα και βέβαια είμαστε φίλοι ! Βέβαια, γνωριζόμαστε πολύ λίγο ... πριν από εφτά μέρες δεν θα μπορούσα να πω ούτε καν πως γνωριζόμαστε εξ όψεως, γιατί εσένα ποιος σε είχε ματαδεί; Σ ε είχα μόνο ακουστά ... όμως τώρα μπορώ να πω ότι . . . μάλιστα, Κύριε, ε ίμαστε αληθινοί φίλοι!;>
153
Ο Θεός χαμογελά ευτυχισμένος: «Είναι η πρώτη φορά στον αιώνα των αιώνων που έχω έναν φίλο, Ροζάριο! Και σκεφτόμουν πως . . . » ψάχνει πάλι τα λόγια του και μετά: « . . . λοιπόν . . . αυτόν τον κατακλυσμό δεν θέλω να τον κάνω πια !»
«Τι θα πει αυτό, Κύριε; Αυτόν τον κατακλυσμό πρέπει να τον κάνεις !» φωνάζει ο Ροζάριο.
«Μα Ροζάριο, τι λες; Μόλις βρήκα έναν φίλο και θα τον πνίξω; Δεν είναι πρέπον . . . »
«Α όχι, Κύριε, κομμένα τ' αστεία! Εγώ πριν μια βδομάδα ήμουν ξέγνοιαστος κι αμέριμνος και την έβγαζα χωρίς πολλές σκοτούρες! Ώσπου εμφανίζεσαι εσύ στα καλά καθούμενα, μου θρονιάζεσαι χειρότερα κι από πλασιέ τάπερ, και αρχίζεις να μου κάνεις πλύση εγκεφάλου . . . Μου πήρες τ' αφτιά μέχρι να μου δώσεις να καταλάβω τι σκατά κάνω στη ζωή μου, σε τι κωλοχανείο ζω και τι παλιανθρώπους συναναστρέφομαι. Κι ύστερα απ' όλα αυτά, τώρα λες "ευχαριστώ και χαίρετε", έκανα λάθος; Ε όχι, Κύριέ μου, τι το κάναμε εδώ!»
Ο Πανάγαθος είναι πολύ μπερδεμένος και έκπληκτος: «Βρε Ροζάριο, εγώ νόμιζα ότι θα σου έκανα χάρη αν δεν έκανα τον κατακλυσμό!»
«Πού την είδες τη χάρη ! Αν θέλεις να μου κάνεις πραγματικά χάρη, φίλε μου, αυτόν τον κατακλυσμό πρέπει να τον κάνεις, και μάλιστα αμέσως! Να ξεπαστρέψεις τα πάντα κι έπειτα να ξαναρχίσεις απ' την αρχή ! Αυτό πρέπει να κάνεις!»
Ο Κύριος δεν είναι σίγουρος ότι κατάλαβε καλά:
154
«Δηλαδή; Θέλεις να τα σαρώσω όλα και να τα δημιουργήσω απ' την αρχή;»
«Ακριβώς, Κύριε !» «Άντρες και γυναίκες . . . τα πάντα;» «Μάλιστα Κύριε ! Καιρός να τελειώνουμε μ' αυ
τήν την ιστορία: αρκετά πια μ' αυτήν την ανθρωπότητα που ε ίναι μια αηδία και μισή ! Αρκετά, Κύριε, μ' αυτές τις γυναίκες που σου καταστρέφουν τη ζωή! Αυτές τις γυναίκες που σε ρωτάνε: "Σε πονάει το στομάχι σου; Όχι; ! Κρίμα, ε ίχα ένα καλό φάρμακο για να σου περάσει". Αυτές τις γυναίκες που, όταν βλέπουν ένα φιλμ με τον Τζορτζ Κλούνε·ί, αρχίζουν να κλαίνε, και δεν ξέρεις αν το κάνουν επειδή η ταινία ε ίναι συγκινητική ή γιατί σκέφτονται εσένα που είσαι δίπλα τους και κάνουν τη σύγκριση. Αυτές τις γυναίκες που σου λένε: "Δεν πιστεύω να βγεις έξω μ' αυτά τα παπούτσια!" Μα αν ήθελα να βγω με άλλα, δεν θα τα φόραγα αυτά! ! Αυτές τις γυναίκες που κοιμούνται με ωτασπίδες, που τις βάζουν πριν σταματήσεις να μιλάς και μερικές φορές πριν καν αρχίσεις να μιλάς. Αυτές τις γυναίκες που σ' αγκαλιάζουν όταν γυρνάς στο σπίτι και κολλάνε πάνω σου σαν βδέλλες, ενώ εσύ, μέσα από το ασανσέρ κιόλας, δεν έβλεπες την ώρα να φτάσεις, γιατί θέλεις να κάνεις τσίσα σου και δεν κρατιέσαι άλλο. Αυτές τις γυναίκες που σε ξυπνούν το πρωί στις εφτά και σου λένε: "Σήκω, να πάμε για τζόκινγκ! " Αυτές τις γυναίκες που σε φιλάνε αφού βάλανε βούτυρο-κακάο, και είναι λες και φιλάς τηγανητό καλαμαράκι! Αυτές τις γυναίκες που στη θάλασσα σε πασαλείβουν με αντη-
155
λιακό και γίνεσαι σαν λαδωμένος ποντικός, και αν καταφέρεις ν' αρνηθείς το αντηλιακό, το βάζουν οι ίδιες και μετά σε αγκαλιάζουν και πάντα σαν λαδωμένος ποντικός γίνεσαι! Αυτές τις υστερικές γυναίκες που, αφού πήγαν στην τουαλέτα, ανοίγουν το παράθυρο και για είκοσι λεπτά δεν σ' αφήνουν να μπεις. Το ξέρω ότι και οι γυναίκες κάνουν κακά τους, μπορεί να το ανακάλυψα στα σαράντα μου, αλλά τώρα πια το ξέρω! Αυτές τις γυναίκες που σε αναγκάζουν να καταφεύγεις στο πληρωμένο σεξ, και αντιλαμβάνεσαι πολύ αργά ότι το πληρωμένο σεξ κοστίζει πολύ λιγότερο από το οικογενειακό. Αυτές τις γυναίκες που πρέπει να σε βάζουν να πληρώσεις το γεγονός ότι είχαν έναν πατέρα που τις απογοήτευσε, έναν τέως σύζυγο φυγόδικο, έναν έκφυλο καθηγητή. Γιατί εσύ, που είσαι ο μόνος που τις αγαπά, πρέπει να πληρώσεις για όλ' αυτά; Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, τις επόμενες γυναίκες κάν' τες με διαφορετικό χαρακτήρα! Εμένα θα μου άρεσε μια γυναίκα που δεν θα μου δημιουργεί ενοχές ! Μια γυναίκα που ανασταίνει νεκρούς, δηλαδή εμένα όταν είμαι απογοητευμένος. Μια γυναίκα που να γελάει και να με κάνει να γελάω! Μια γυναίκα που να μην είναι σαν την καθηγήτριά μου των Λατινικών, που βαθμολογούσε τα πάντα. Μια γυναίκα που να ξέρει να κάνει έρωτα καλά καλά καλά, αλλά όχι με όλους όλους όλους! Που να ντύνεται καλά, αλλά που να γδύνεται καλύτερα. Που να τραγουδάει σαν αηδόνι, που να κινείται σαν γάτα, που να είναι απαλή σαν λούτρινο αρκουδάκι, τρυφερή σαν κοτοπουλάκι, και να 'ναι όμως και αχα-
156
λίνωτη σαν γουρουνίτσα. Να είναι δηλαδή ένα είδος ζωολογικού κήπου, κατάλληλη για την Κιβωτό. Έχεις πείρα εσύ, τι θα σου κόστιζε; Κι έπειτα, Κύριε, φρόντισε και την εξωτερική τους εμφάνιση, μια που θα μπεις στον κόπο, τις επόμενες γυναίκες κάν' τες όλες όμορφες! Τι σου κοστίζει; Αρκετά πια μ' αυτές τις κακομούτσουνες γυναίκες! Έτσι κι αλλιώς, εσύ το ξέρεις πριν γεννηθούν ποιες ε ίναι για πέταμα, και δεν χρειάζεται να γίνει δοκιμή όπως στα καρπούζια με τη βούλα. Αρκετά πια με αυτές τις μονοκόμματες γυναίκες, που η μέση τους μετριέται σε πετροδολάρια, αφού έχουν σχήμα βαρελιού ! Αρκετά πια με τις χαμηλοκώλες που, έτσι και τους στερεώσεις ένα πινέλο, τραβούν γραμμές στο έδαφος όπως η γ πηρεσία Οδοποιίας, φτάνει με αυτούς τους κώλους που χρειάζονται κιλότες με τακούνια. Στη θέση αυτών των χαμηλών κώλων, που τα λένε τετ-α-τετ με το σοβατεπί, βάλε τους επόμενους κώλους εκεί όπου συνήθως έχουμε τον θερμοσίφωνα. Και κάτω από τους κώλους βάλε πόδια μακριά όσο η ουρά στα διόδια στις 18 Αυγούστου! Και σε παρακαλώ: χωρίς τρίχες ! Αρκετά μ' αυτές τις τρίχες που οι γυναίκες, για να τις αφαιρέσουν, καταφεύγουν σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές που προκαλούν πόνους που ανάγονται στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης! Αρκετά, Κύριε: τις τρίχες κατάργησέ τες από γεννησιμιού τους! Τις καινούριες γυναίκες να τις κάνεις όλες με λείο δέρμα, χωρίς τρίχες και χωρίς κυτταρίτιδα: δεν έχει σημασία το χρώμα, σημασία έχει να ε ίναι δέρμα και όχι πορτοκαλόφλουδα, και να είναι τσιτωτό σαν σφιχτό βραστό α-
157
βγό, και όχι σαν μελάτο όπως τώρα! Και αρκετά πια με αυτά τα βυζιά που μοιάζουν με μους σοκολάτα. Τις επόμενες γυναίκες να τις κάνεις με βυζιά μεγάλα σαν τούρτες, αλλά σκληρά σαν μαντολάτα, που πρέπει να σπάσεις τα δόντια σου όταν τα δαγκώνεις! Βυζιά υπεροπτικά σαν οδηγούς αυτοκινήτων στα φανάρια, βυζιά που κοιτάζουν ψηλά σαν εκστασιασμένες καλόγριες. Φτάνει πια μ' αυτές τις ταπεινωμένες γυναίκες, Κύριε ! Τις επόμενες να τις κάνεις όλες με νύχια φρεσκοβαμμένα λες και μόλις βγήκαν από το φαναρτζίδικο, και με στόματα τόσο φουσκωτά και σαρκώδη, ώστε να σου παίρνει είκοσι λεπτά για να περάσεις από το ένα χείλι στο άλλο, αν δεν βρεις κίνηση, και να χρειάζεται μια οικοδομική εταιρεία για να βάλει το κραγιόν. Και τα μάτια κάν' τα μαύρα, που ούτε ο Μάικ Τάισον θα μπορούσε να τα κάνει καλύτερα! Κι έπειτα σε παρακαλώ, Κύριε, μια προσωπική χάρη: τα πόδια και τον κώλο των γυναικών κάν' τα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Γιατί οι γυναίκες δεν μπορούν να έχουν ομαλή κυκλοφορία; Δεν υπάρχει τίποτα πιο κρύο στο σύμπαν από τα πόδια και τον κώλο μιας γυναίκας! Τέλος πάντων, Κύριε, τις επόμενες γυναίκες κάν' τες σαν κι αυτές των ταινιών, που το πρωί ξυπνούν μακιγιαρισμένες και χτενισμένες. Αρκετά με αυτές τις γυναίκες που, όταν ξυπνούν το πρωί, μοιάζουν με τη γιαγιά αυτής με την οποία πήγες να κοιμηθείς!
»Και οι άντρες, Κύριε: αρκετά μ' αυτούς τους άντρες που είναι μια αηδία! Αυτούς τους άντρες με τα ξερακιανά κανιά, τα χαλαρά κωλαράκια και με ώ-
158
μους τόσο γυρτούς, που τις τιράντες πρέπει να τις στερεώνουν με πινέζες, εκτός κι αν έχουν τιράντες ζιβάγκο! Τους επόμενους άντρες κάν' τους όλους σαν χορευτές του φλαμέγκο. Τι σου κοστίζει; Εσύ είσαι Παντοδύναμος! ! Αρκετά μ' αυτούς τους άντρες που, μ' ένα αχυρένιο σώβρακο, είναι ολόιδιοι με φλασκί κρασιού. Αυτούς τους άντρες που ξεκωλώνονται στη γυμναστική για να τους γίνει η μέση δαχτυλίδι και το μόνο που καταφέρνουν ε ίναι να ξεμεσιαστούν! Αυτούς τους άντρες τους αναγκασμένους να κάνουν τζόκινγκ με φόρμα αμιάντου για να διατηρήσουν τη γραμμή τους, κι από μέσα τούς φυτρώνουν χέλια και τη φόρμα πρέπει να πάνε να τους τη βγάλουν στο βουλκανιζατέρ. Αρκετά μ' αυτούς τους άντρες τους φαλακρούς σαν μπαλάκια του μπιλιάρδου που, αντί να χτενίζονται με το "Azax για τα τζάμια", εφευρίσκουν τους πιο αχρείους τρόπους για να καλύψουν την έλλειψη μαλλιών. Αυτούς τους άντρες που κάνουν μετακομιδή της χαίτης τους από τη μια άκρη στην άλλη και, όταν φυσάει ο άνεμος από τα δεξιά στ' αριστερά, τους γίνεται μια φαβορίτα ένα μέτρο και σαράντα. Αυτούς τους άντρες που φοράνε ποστίς μαύρα σαν κατσαρίδες και από πίσω ξεπετάγονται τέσσερις λευκές παλιότριχες που τους κάνουν να μοιάζουν με τους "Ringo boys": μισοί άσπροι και μισοί μαύροι. Αυτούς τους άντρες που κάνουν μεταμόσχευση και τους γίνεται το κεφάλι όλο τετραγωνάκια, σαν σκακιέρα. Αυτούς τους αξιοθρήνητους άντρες, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας πια, που μέχρι την προηγούμενη μέρα ήταν η φτυστή φωτοτυπία του Ντάνι Ντε Βίτο
159
και την επόμενη ημέρα παρουσιάζονται ξανθοί σαν τη Μέριλιν Μονρόε, με την περμανάντ, και σου λένε: "Άσε, μην το συζητάς: κοίτα πώς με κατάντησε η θεραπεία του έλκους με βάση την κορτιζόνη !", και στο μεταξύ ένα δάκρυ ντροπής λιώνει το ρίμελ τους. Αυτούς τους άντρες που, με τη δικαιολογία του προστάτη, μπαίνουν στην κλινική για λίφτινγκ και βάζουν να τους τεντώσουν σαν σφεντόνες, που έτσι και τους ξεφύγουν τ' αφτιά, σκοτώσουν τον χειρούργο που είναι μπροστά τους. Αυτούς τους άντρες που, όταν βγαίνουν από την κλινική, το μόνο αυθεντικό πράγμα που τους έμεινε είναι ο προστάτης. Όλα τα υπόλοιπα είναι πλαστικά. Αυτούς τους άντρες που στα ογδόντα τους πάνε να τους αφαιρέσουν τα μαύρα στίγματα στα κέντρα ομορφιάς με εβδομήντα χιλιάδες λιρέτες το στίγμα - ούτε παράνομες μπαρμπουτιέρες να 'ταν! Αυτούς τους άντρες που, αφού αναπαλαιώθηκαν σαν εξοχική αγροικία, όταν τους φέρνουν τον λογαριασμό τούς έρχεται έμφραγμα και πεθαίνουν. Όμως πέτυχαν τον σκοπό τους: πέθαναν νέοι! Αρκετά, Κύριε ! Τους επόμενους άντρες κάν' τους όλους ωραίους, αδύνατους και, όσο γερνάνε, οι τρίχες να αυξάνονται στο κεφάλι τους κι όχι στ' αφτιά ή στη μύτη τους!
»Και άλλαξέ τους και τον χαρακτήρα, Κύριε ! Αρκετά πια μ' αυτούς τους άντρες που κοιμούνται αφού κάνουν έρωτα, τρώνε αφού κάνουν έρωτα, καπνίζουν αφού κάνουν έρωτα . . . Όλα αφού κάνουν έρωτα: πριν και κατά τη διάρκεια δεν συμβαίνει τίποτα! Αυτούς τους άντρες για τους οποίους όλοι οι άλλοι είναι μα-
160
λάκες, κυρίως αυτοί που ε ίναι φτυστοί οι ίδιοι. Αυτούς τους άντρες που, όταν παθαίνουν κρυολόγημα, κάνουν λες και τους ήρθε χολέρα και βάζουν τις γυναίκες τους να τους φροντίζουν εβδομάδες ολόκληρες. Αυτούς τους άντρες που δεν σηκώνουν το καπάκι της λεκάνης, δεν κατεβάζουν το καπάκι, δεν τραβάνε το καζανάκι, δεν κλείνουν το σωληνάριο της οδοντόκρεμας. Αν δεν ξέρετε να πάτε στον καμπινέ, μείνετε σπίτι σας! Αυτούς τους άντρες που, όταν γυρνούν στο σπίτι, κυκλοφορούν με τη φανέλα να τους βγαίνει από μέσα από το βρακί . . . Αρκετά, Κύριε ! »
Ο Θεός συγκατανεύει, ενώ κρατάει σημειώσεις σ' ένα μπλοκάκι: «Εντάξει, Ροζάριο, θα δω τι μπορώ να κάνω. Θ' αλλάξω άντρες και γυναίκες και . . . »
Ο Ροζάριο τον διακόπτει: «Δεν αρκεί! Πρέπει και ν' αλλάξεις τις σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες! »
«Τίνι τρόπω;» ρωτάει ο Κύριος, έτοιμος να γράψει.
«Πρώτ' απ' όλα, Κύριε, φτάνει πια μ' αυτή την ιστορία ότι το σεξ είναι αμαρτία! Αυτό πρέπει να πάψει!»
Ο Κύριος μένει με το στυλό στον αέρα, μπλοκαρισμένος: «Και ποιος σου είπε ότι το σεξ είναι αμαρτία: αμαρτία είναι να μην το κάνεις! !»
Ο Ροζάριο δεν τον πιστεύει: «Μπα, ώστε έτσι; ! Και τότε γιατί ο ι άγγελοι δεν έχουν φύλο;»
«Δεν έχουν φύλο; ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΟ;» γελάει ο
Θεός. «Γιατί, θαρρείς, οι άγγελοι φοράνε μακριά
161
πουκαμίσα; Ροζάριο, σοβαρέψου. Πραγματικά νομίζεις ότι στον Παράδεισο μας λείπει τίποτα;»
Ο Ροζάριο όμως δεν έχει ακόμα πειστεί: «Κι αν δεν έχεις τίποτα ενάντια στο σεξ, τότε γιατί κατέστρεψες τα Σόδομα και τα Γόμορρα;»
«Ποια είναι πάλι αυτά τα Σόδομα και τα Γόμορρα;» Ο Θεός μοιάζει ειλικρινά χαμένος.
«Τι θα πει, ποια είναι τα Σόδομα και τα Γόμορρα, Κύριε; Αυτά που αφάνισες! Σόδομα: η πόλη των σοδομιτών! Αυτή όπου ήταν αρκετό να σκύψεις στο παράθυρο και γκντουπ! Όπου ακόμη και μέσα στην οικογένειά σου δεν ήσουν ποτέ ήσυχος και, μόλις μάζευες ένα κέρμα από κάτω, γκντουπ! Όπου αν πάθαινες λουμπάγκο και ήσουν αναγκασμένος να μένεις διπλωμένος, την ε ίχες βαμμένη : γκντουπ, και σχηματιζόταν ουρά από πίσω σου! Σόδομα, η πόλη όπου όλοι ήταν καθιστοί! ! Την πρωτοχρονιά τα βρακιά όχι μόνο ήταν κόκκινα, αλλά είχαν και φώτα αλάρμ στα καίρια σημεία, καθώς και συναγερμό συνδεδεμένο με την αστυνομία».
«Ροζάριο, από πού κι ως πού εγώ πρέπει να ξέρω για τα Σόδομα και τα Γόμορρα;» Ο Κύριος προσπαθεί με κόπο να μη χάσει την υπομονή του.
«Α, το μάθαμε το κόλπο, ε; Πού να ξέρω, πού να ξέρω. Πρώτα καταστρέφει δυο τρεις πόλεις, κι έπειτα δεν θυμάται! »
Ο Πανάγαθος δαγκώνει το στυλό για να μείνει ήρεμος κι ύστερα απαντά: «Δεν σταματάτε να ρίχνετε συνέχεια το φταίξιμο σ' εμένα γι' αυτά τα πράγματα; Στα Σόδομα ένας βλάκας αφήνει το γκάζι α-
162
νοιχτό, εκρήγνυνται όλα και το φταίξιμο είναι δικό μου ! Όσο γι' αυτά τα Γόμορρα, γιατί να τα καταστρέψω; Επειδή οι κάτοικοι είχαν γομόρροια; Για κάνε μου τη χάρη ! Να 'σαι σίγουρος για κάτι, Ροζάριο: αν δεν ήθελα να κάνετε σεξ, θα σας είχα πλάσει σαν την Μπάρμπι. Έγινα σαφής;»
Ο Ροζάριο ξύνει το κεφάλι του, κι έπειτα: «Ναι, αλλά αν ήθελες να το κάνουμε, τότε έπρεπε να φτιάξεις τα πράγματα πιο απλά! Όχι αυτές τις περιπλοκές: σήκω το πόδι, πήγαινε από δω, γύρνα μια στιγμή, βάλε από κάτω το μαξιλάρι, ώσπου καταλήγεις το πρωί με τη γλώσσα σου στο κομοδίνο, αφού έγλειφες τη μοκέτα όλη νύχτα! »
Ο Θεός γνέφει καταφατικά και προσπαθεί να τα βολέψει: «Εντάξει, τότε πες μου πώς πρέπει να οργανώσω τα πράγματα την επόμενη φορά!»
Ο Ροζάριο εξηγεί, ενώ ο Κύριος ξαναρχίζει να κρατάει σημειώσεις: «Λοιπόν, Κύριε, κατά πρώτον την επόμενη φορά πρέπει να οργανώσεις καλύτερα τους οργασμούς. Κατ' αρχάς, ο οργασμός πρέπει να είναι ξεκάθαρος και αναγνωρίσιμος, έτσι ώστε να μην είσαι αναγκασμένος να ρωτάς τη φιλενάδα σου: "Ολοκλήρωσες;" Κι αυτή να σου απαντάει: "Δεν έχω καν ξεκινήσει". Ύστερα πρέπει να κάνεις τους οργασμούς συγχρονισμένους: αρσενικά και θηλυκά να οργάζουν ταυτόχρονα! Αρκετά μ' αυτή την ιστορία που δυο σύζυγοι έχουν οργασμούς σε διαφορετικές στιγμές και καμιά φορά ακόμη και σε διαφορετικά διαμερίσματα! Αρκετά πια μ' αυτές τις ανισότητες, που για να φτάσει σε οργασμό κάποιος κάνει δυο λε-
163
πτά και κάποιος άλλος τρεις εβδομάδες ! ! Την επόμενη φορά όλοι ίσοι: δυο λεπτά για όλους ή τέσσερις εβδομάδες για όλους. Και μια και μιλάμε για ανισότητες: την επόμενη φορά κάνε ίδια και όλα τα τσουτσουνάκια! Αρκετά μ' αυτήν την ιστορία που ο ένας το έχει τρία εκατοστά και ο άλλος τριάντα, σαν τον Τζον Χολμς, αρκετά μ' αυτά τα ρεζιλίκια που, όταν πας για ντους μετά τον αγώνα, μοιάζεις με τον Κοντορεβιθούλη ! Κι εδώ να εφεύρεις μια μέση λύση, που να κάνει για όλους: να πούμε δεκαπέντε για όλους . . . Άντε, είκοσι τρία! Κι έπειτα, μιλώντας για τσουτσουνάκια, την επόμενη φορά να τα κάνεις όλα ίσια! Τι πράμα είναι αυτό το πάνω και κάτω, πάνω και κάτω, πάνω και κάτω, μα κυρίως σχεδόν πάντα κάτω . . . σε στάση προσοχής, σαν στρατιωτάκια! Όλα ίσια και όλα ίδια! Το πολύ πολύ να υπάρχει επιλογή χρώματος: όποιος το θέλει κόκκινο, κόκκινο. Όποιος το θέλει κίτρινο, κίτρινο, όποιος το θέλει πράσινο, πράσινο . . . »
Ο Πανάγαθος επεμβαίνει σηκώνοντας τα μάτια του από τις σημειώσεις: «Τώρα μάλιστα, θα το κάνουμε παγωτατζίδικο, να διαλέγετε γεύσεις! »
«Μάλιστα, Κύριε. Και μπλε να θέλει κάποιος, σαν τα στρουμφάκια, να το 'χει, εντάξει; Και οι γυναίκες μάς τα 'χουν πρήξει με το γουνάκι τους και το μονοπώλιό τους! ΑΡΚΕΤΑ! Αυτή η συνεχής αναζήτηση, λες και ε ίσαι στην Πολωνία, όλοι στην ουρά με το δελτίο! Την επόμενη φορά κάνε δυο γουνάκια για καθεμία τους: ένα να το δίνουν και το άλλο να το κρατάνε. Θα μπορούσες μάλιστα να κάνεις τρία, να έχουν
164
και ένα για ρεζέρβα. Και τα μεμέ τους να τα κάνεις ρυθμιζόμενα: να πατάς ένα κουμπί και να κανονίζονται οι διαστάσεις, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός. Κι έπειτα τις γυναίκες κάν' τες με προσπέκτους και με χάρτη, όπου θα ξεχωρίζει ένα ωραίο "Χ" με την ένδειξη : το σημείο "G" βρίσκεται ακριβώς εδώ . . . χωρίς να κάθεται ο άλλος και να ψάχνει για εβδομάδες! Κι έπειτα αρκετά με τον κίνδυνο της εγκυμοσύνης, που σου δηλητηριάζει το σεξ με έξι χιλιάδες αμφιβολίες: "Να 'ναι η σωστή ημέρα, να 'ναι η λάθος ημέρα;" Βάλε έναν σηματοδότη στις γυναίκες: το κόκκινο θα σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις παιδιά, το πράσινο ότι μπορείς να συνεχίσεις ήσυχος. Κι άμα πια έρθει αυτό το παιδί, τότε κομμένα τα μαμ, τα κακά και οι πιπίλες! Την επόμενη φορά να το φροντίσεις έτσι, ώστε τα παιδιά να γεννιούνται δεκαέξι χρονών, οπότε θα μένουν δυο χρόνια στο σπίτι κι ύστερα θα πηγαίνουν κατευθείαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Και μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: λύνεις και το πρόβλημα της παιδοφιλίας!»
Ο Κύριος επεμβαίνει, δύσπιστος: «Όμως έτσι θα γερνάνε νωρίτερα . . . »
«Ε όχι !» επαναστατεί ο Ροζάριο. «Αρκετά πια μ' αυτά τα γηρατειά. Σε τι χρειάζονται; Είναι ντροπή που οι άνθρωποι πρέπει να γερνάνε. Αρκετά πια μ' αυτούς τους φουκαράδες τους γέρους που, για να μην καταλήξουν στο γηροκομείο, προσποιούνται ότι είναι ακόμη δραστήριοι και αθλητικοί: γέροι στις πίστες του σκι, αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν τον καθετήρα στη θέση του αναβατήρα. Γέροι στους αγωνι-
165
στικούς χώρους του στίβου να συμμετέχουν στα εκατό μέτρα μετ' εμποδίων - μόνο τα εμπόδια τους έλειπαν! Γέροι που συμμετέχουν στον Μαραθώνιο και προχωρούν, προχωρούν, μόνο και μόνο γιατί έχουν στον βηματοδότη τους μπαταρίες Duracell. Αρκετά, Κύριε, με τα γηρατειά! Την επόμενη φορά βρες μια εναλλακτική λύση. Για παράδειγμα, βάλε τα κόμικς να γερνούν, στη θέση τους !»
Ο Θεός σηκώνει τα μάτια από τις σημειώσεις του έκπληκτος: «Τα κόμικς;»
Ο Ροζάριο επιμένει: «Μα βέβαια, Κύριε ! Γέρασε τον Φλας Γκόρντον, έτσι ώστε να κάνει δυο μέτρα με την ταχύτητα του φωτός κι έπειτα να σκάει στο έδαφος, γιατί ξέχασε ότι ήταν με τον ορό στο χέρι. Γέρασε τον Σούπερμαν, κάν' τον να μπαίνει σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο κι έπειτα να μη θυμάται γιατί μπήκε και να αναρωτιέται: "Σε ποιον πρέπει να τηλεφωνήσω; Α ναι! Πρέπει να βάλω την πιτζάμα με το "S" στο στήθος !" Βγάλε επιτέλους στη σύνταξη τον Μίκυ Μάους, βάλ' τον να περνάει τα βράδια του παρέα με άλλα ποντικοχούφταλα. Τους Χιούη, Λιούη και Ντιούη, που ήταν ανέκαθεν ανυπόφοροι, γέρασέ τους. Ένας να γίνεται πολυτεχνίτης, ένας ερημοσπίτης και ένας άνεργος. Άσ' τους μετά να ψάχνουν για δουλειά στο προσκοπικό τους εγχειρίδιο! Στείλε τον Μπάτμαν στο γηροκομείο: στο γηροκομείο της Γκόθαμ Σίτι! Θα προβάλλει τη νυχτερίδα στον ουρανό για να καλέσει τον νοσοκόμο, που θα καταφθάνει έτοιμος να του τα σούρει: "Μπάτμαν, θα σταματήσεις ναι ή όχι; Είναι η τέταρτη φορά που καλείς απόψε!
166
Πρώτον, δεν είμαι ο μπάτ-λερ σου και δεν λέγομαι Μπατ-ίστα. Δεύτερον, δεν είσαι μπατ-ζανάκης μου και είσαι μπατ-ίρης, άρα κοιμήσου αλλιώς θα φας καμιά μπάτ-σα!" Κάνε να πάθει Αλτσχάιμερ ο lζνογκούντ. Μόνο έτσι ίσως καταφέρει να ξεχάσει ότι θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, και να πάψει να το λέει συνέχεια. Βάλ' τους αυτούς να γεράσουν, αφού κανένας δεν νοιάζεται αν ο Οβελίξ έπεσε μικρός στο μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ ή της Ασλάν!» Ο Ροζάριο σταματάει για να κοιτάξει τον Θεό, που συνεχίζει να κρατάει πυρετωδώς σημειώσεις: «Με παρακολουθείς;» Ο Θεός γνέφει καταφατικά: «Έτσι νομίζω . . . Όλοι νέοι, ωραίοι, υγιείς . . . » «Και πλούσιοι!» προσθέτει ο Ροζάριο. Ο Θεός τον κοιτάζει: «Και αυτό;» «Μα βέβαια, Κύριε ! Μπορώ να μάθω γιατί δημιούργησες τη φτώχια; Και τι φτώχια! ! Υπάρχoυν τόσο φτωχοί άνθρωποι στον κόσμο, που είναι αναγκασμένοι να μεταναστεύουν στην Αλβανία για να βρουν δουλειά! Υπάρχουν τόσο πεινασμένοι άνθρωποι που, όταν τρώνε τα νύχια τους, στρώνουν τραπέζι! Υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες όπου η μαμά λέει στα παιδιά: "Τσίρο, δώσ' μου ένα χεράκι: πρέπει να φτιάξουμε το βραδινό φαγητό. Νικόλα, εσύ δώσ' μου το πόδι σου". Νοικοκυρές που πάνε να κάνουν τα ψώνια τους και, αφού ρίξουν το κέρμα στο καρότσι του σούπερ μάρκετ, δεν μπορούν ν' αγοράσουν τίποτ' άλλο. Υπάρχουν ανά την υφήλιο παιδιά τόσο αδύνατα, που δεν χρειάζεται να κάνουν ακτίνες Χ, αρκεί να σταθούν κόντρα στο παράθυρο. Τόσο απελπισμένοι που, στο σχολείο, όταν τους δίνουν για
167
θέμα στην έκθεση Τι θέλεις να γίνεις όταν θα μεγαλώσεις, το μόνο που καταφέρνουν να γράψουν είναι: να επιζήσω! Αρκετά πια με τη φτώχια, Κύριε, αρκετά με την πείνα, τους λιμούς, την απελπισία, τη μόνιμη έγνοια για το φαγητό . . . Κάνε μου μια χάρη: την επόμενη φορά πλάσε τους όλους ήδη φαγωμένους, τι λες;»
Ο Θεός συμφωνεί, κλείνει το μπλοκάκι του και κοιτάζει τον Ροζάριο στα μάτια: «Εντάξει, Ροζάριο! Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου και θα προσπαθήσω να ξαναφτιάξω τον κόσμο όπως θες εσύ .. . »
«Αλήθεια το λες;» «Ροζάριο, τα πάντα για τον φίλο μου! Έτσι δεν
λέτε εσείς οι άνθρωποι;» «Έτσι λέμε, Κύριε ! Αν το κάνουμε, είναι άλλη υ
πόθεση !» «Εγώ όμως θα το κάνω, για τη φιλία μας, γιατί θέ
λω να είσαι καλά, θέλω να σε βλέπω ευτυχισμένο, Ροζάριο . . . »
«Κύριε, με συγκινείς, αλλά . . . Μην το πάρεις και επί πόνου. Όλη μου τη ζωή προσπαθώ να είμαι ευτυχισμένος και δεν τα καταφέρνω. Έκανα τα πάντα, μέχρι που έγινα και οπαδός της new age. Συμμετείχα σε μαθήματα διαλογισμού: "Το ζεν και η τέχνη της ανάγνωσης των οικονομικών εφημερίδων". Δεν έγινα ευτυχισμένος, αλλά έμαθα να καταλαβαίνω την άνοδο του χρηματιστηρίου μέσω της γιόγκα.
»Έπειτα γράφτηκα στη Σχολή Ράδιο Ηλέκτρα του Τορίνο, για να γίνω "ανιμιστής και επισκευαστής τηλεοράσεων". Σου στέλνουν τα εγχειρίδια στο σπί-
168
τι κι εσύ εξασκείσαι μόνος σου. Αν κατά τη διάρκεια μιας επισκευής πεθάνεις από ηλεκτροπληξία, μετεμψυχώνεσαι σε "Τζίμι ο γαστρονόμος". Ούτε εκεί έγινα ευτυχισμένος, αλλά έμαθα να διαβάζω την αύρα και τον μετρητή του ρεύματος, κι αν πάθω ηλεκτροπληξία, μπορώ να τα κάνω ταυτόχρονα.
»Ύ στερα με τα κουπόνια του σούπερ μάρκετ συμμετείχα σε σεμινάριο σιντο'ίστο-βουδιστο-ινδουιστικό: "παίρνεις 3, πληρώνεις 2". Εφαρμόζεται η κρυσταλλοθεραπεία, η χρωματοθεραπεία, η γραβιεροθεραπεία, η ξηροκαρποθεραπεία, ανάλογα με τις εκάστοτε προσφορές. Τίποτα όμως από αυτά δεν μου έδωσε την ευτυχία.
»Δοκίμασα και τον βελονισμό, αλλά σταμάτησα επειδή με είχε ερωτευτεί ένας σκαντζόχοιρος, και το γεγονός με αναστάτωνε λιγουλάκι.
»Μέχρι και μακροβιοτική έκανα! Να φανταστείς, μια μέρα ήμουν σε μια ταβέρνα κι έτρωγα μια χοιρινή μπριζόλα, όταν καταφθάνουν δυο βλάκες, με κοιτάζουν αηδιασμένοι και μου λένε: "Κάθεσαι και τρως ένα νεκρό ζώο;" Κι εγώ: "Παιδιά, το ζωντανό γουρούνι είναι δυσκολοχώνευτο! " Και αυτοί: "Μα το ξέρεις ότι θα μετενσαρκωθείς σε ό,τι τρως; Αν τρως χοιρινό, θα μετενσαρκωθείς σε χοιρινό". "Α ναι;" είπα εγώ. "Αν λοιπόν τρώω αγκινάρες, θα μετενσαρκωθώ σε αγκινάρα. Καλύτερα λοιπόν χοιρινό, αν έχω τη δυνατότητα να διαλέξω". Και αυτοί: "Όχι: τρώγε μακροβιοτικά, που κάνει καλό". Τώρα, Κύριε, αν μου το είχαν πει δυο εκ των οποίων ο ένας ήταν ίδιος ο Τομ Κρουζ και η άλλη η Σίντι Κρόφορντ, θα μπορού-
169
σα και να τους πιστέψω . . . Μα αυτοί ήταν δυο τέρατα! Αυτός, με κάτι γυαλιά τεσσάρων κιλών, έμοιαζε με διασταύρωση του Παβαρότι μ' ένα Φίατ 128 στέισον-βάγκον. Αυτή, δε, με τέλειες αναλογίες: 120, 120, 120, που αν δεν ήταν τα μπιμπίκια και τα σανδάλια, θα την είχα περάσει για θερμοσίφωνα! ! ! Τότε τους είπα: "Εσείς κάνετε μακροβιοτική;" "Ναι", μου απάντησαν. "Και πώς διάολο ήσασταν πριν από τη δίαιτα;" Και παρ' όλ' αυτά τους άκουσα και αυτούς, τόσο απελπισμένος ήμουν! Μα δεν χρησίμευσε σε τίποτα.. . Δεν κατάφερα να ε ίμαι ευτυχισμένος !»
Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του στενοχωρημένος και επεμβαίνει: «Μείνε ήσυχος, Ροζάριο! Θα δεις που θα ακολουθήσω κατά γράμμα τις υποδείξεις σου και θα δημιουργήσω έναν νέο κόσμο όπου θα ε ίσαι ευτυχισμένος ακόμη κι εσύ !»
Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του: «Κύριε, εγώ είμαι απελπιστική περίπτωση. Εγώ είμαι γενετικά ανεπίδεκτος ευτυχίας. Είμαι σίγουρος ότι, κι αν ακόμη έφτιαχνες έναν κόσμο γεμάτο μόνο ωραίες γυναίκες, εγώ θα ήμουν κουνιστός! Και αν στον επόμενο αυτό κόσμο υπήρχαν μόνο ωραίοι άντρες κι εγώ ήμουν ο πιο ωραίος απ' όλους τους ωραίους άντρες, σίγουρα θα ήταν στη μόδα ο τύπος του Τζόμπε Κοβάτα κι εγώ πάλι θα την ε ίχα πατήσει. Κι αν σ' αυτόν τον επόμενο κόσμο κατάφερνες το μεγαλύτερό σου θαύμα, δηλαδή να με προσλάβουν στην τηλεόραση σαν αθλητικό ρεπόρτερ, ε ίμαι σίγουρος ότι θα έθεταν το ποδόσφαιρο εκτός νόμου! Τουτέστιν, Κύριέ μου, άκου που σου λέω! Κάνε τον κατακλυσμό σου,
170
ξανάρχισε από την αρχή, αλλά . . . εμένα άσε με απ' έξω! Μη χάνεις χρόνο, Κύριε, για την περίπτωσή μου δεν φτάνει ούτε η χείρα του Πανάγαθου!»
Ο Θεός τον κοιτάζει σκεφτικός κι ύστερα: «Κι όμως, Ροζάριο, θα καταφέρω να σε κάνω ευτυχισμένο .. . »
Κι εκείνη τη στιγμή μια παρατεταμένη βροντή καλύπτει τα λόγια του Κυρίου. Ο Ροζάριο χλομιάζει, έπειτα βγαίνει στο παράθυρο: έξω είναι κιόλας σκοτάδι και τα σύννεφα αρχίζουν να πυκνώνουν.
Και για τελευταία φορά, είναι και πάλι νύχτα: μια μεγάλη και βροχερή νύχτα.
171
Επίλογος
Αγαπητοί τηλεθεατές, καλό σας απόγευμα! Ένας εγκάρδιος χαιρετισμός από τον Ροζάρισ.
Σάνσα, που, με την ευγενική παραχώρηση του Πανάγαθου, αντικαθιστά σήμερα τον συνηθισμένο σας σπί-ι κερ Γιάννη Αϊ-γιάννη. Ο Θεός να σας ευλογεί όλους σας.
Μεταδίδουμε από το γήπεδο του Αγίου Παύλου *, ο οποίος, από τις κερκίδες των επισήμων, ελέγχει να μην του το καταστρέψουν, γιατί μόλις το ανακαίνισε. Δ ίπλα του δυο συνάδελφοί του: ο Άγιος Μαρακανά και ο Άγιος Ουέμπλεί; και οι δυο εκτός έδρας.
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, γι ' αυτό και λέγεται Κυριακή της Ποδοδοξίας. Σε λίγο θ' αρχίσει η συνάντηση Παράδεισος εναντίον Κόλασης, για το Κύπελλο του Άλλου Κόσμου. Δ ιάρκεια του αγώνα: δυο ημίχρονα σαράντα πέντε αιώνων το καθένα. Δ ιευθύνει τη συνάντηση ο Πόντιος Πιλάτος.
Παρατηρούμε στις κερκίδες κάποιες παλιές δό·
* Σ.Τ.Μ.: ονομασία του γηπέδου της Νάπολης.
172
ξες: τον Όσιρι, τον Δία, τον Θωρ, και πολλούς άλλους ακόμη που αυτή τη στιγμή κάνουν ουρά στην καντίνα για να αγοράσουν ένα σάν-τουιτς με τυρί Sαn MichαZi. Και να σου που φτάνει λαχανιασμένος και καθυστερημένος ο Μωάμεθ. Για ν' ακούσουμε τι λέει: «Μάγκες, ήμουν στο βουνό, ξεκίνησα για να 'ρθω, αλλά ώσπου να πείσω το βουνό να μη με πάρει στο κατόπι . . . να πάρ' η οργή, αν δεν έβαζε το χέρι του ο Θεός!!» Και μ ' ένα νεύμα του χεριού του καλεί τον πλανόδιο πωλητή βραζιλιάνικου καφέ, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πελέ.
Μπαίνουν αυτή τη στιγμή στον αγωνιστικό χώρο οι ομάδες: η εμφάνιση των παιχτών του Παραδείσου χαρακτηρι1;εται από ξανθές μπούκλες και λευκό μεταξωτό πουκάμισο με το όνομα του χορηγού: «Lαcrίmα Chrίsti, θεϊκό κρασί». Η δε ομάδα της Κόλασης φοράει μια στολή με κόκκινες γραμμές, αποτυπωμένες με τη χρήση πυρός κατευθείαν επάνω στο δέρμα.
Από το πέταλο του Παραδείσου οι χούλιγκαν τραγουδούν τον ύμνο «Κατεβαίνεις από τ' άστρα» γραμμένο από τον Σαν Ρέμο, υπό τις νότες του οποίου χορεύουν οι μαζορέτες, που είναι τρεις Καλιφορνέζες αδελφές: η Σάντα Μπάρμπαρα, η Σάντα Άνα και η πιο μεγάλη η Σάντα Μόνικα. Λίγο απομονωμένη η Σάντα Φε.
Οι ομάδες στο γήπεδο είναι νευρικές. Ο συνδυασμός του Παραδείσου είναι ένα κλασικό 4-4-2 με αρχηγό τον τερματοφύλακα Άγιο Πέτρο, φύλακα της Αγίας Πύλης. Μπροστά του είναι παρατεταγμένοι οι
173
τέσσερις τακτικοί αμυντικοί: ο Παύλος, ο Λουκάς, ο Σίμων και ο Ματθαίος, ενώ στον πάγκο είναι ο Νικόλαος, ο Ερμίνιος, ο Ριχάρδος, ο Αστόλφος, και τέσσερις απόκρυφοι αμυντικοί. Ο Βαραββάς είναι ο αγαπημένος στόπερ των φιλάθλων, οι οποίοι ανεμι'ζ,ουν πανό που γράφει: «Βαραββάς, Βαραββάς!» Ένα αγιοδημητριάτικο παι'ζ,ει δεξί χαφ κι ένα αγιό-κλημα αριστερό χαφ. Μέσος ο Λάζαρος, που ακόμη αναρρώνει. Σέντερ-φορ ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, τελευταίο απόκτημα των μεταγραφών: αγοράστηκε για τριάκοντα μόνον αργύρια. Κοψοχρονιά αγοράστηκε και ο δεύτερος εξτρέμ, επειδή μόλις βγήκε από το σαν-ατόριο . .
Στον πάγκο ο Ιησούς, ο προπονητής του Παραδείσου, προθερμαίνει άλλους δυο παίχτες: τον Άγιο-ρείτι κο, κάνοντάς του εντριβές με κρασί, και την Ιωάννα της Λορένης, χρησιμοποιώντας λίγα σπίρτα. Να: άναψε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά, φούντωσε. Παρατηρούμε μεταξύ των αναπληρωματικών και δυο Πάπες: τον Πίο με τον αριθμό 13 και τον Ιωάννη με το 24.
Στο μεταξύ, στην άκρη του γηπέδου η Μαγδαληνή, η μασέζ, δεν βλέπει την ώρα να χτυπήσει κάποιος, για να του βάλει ένα χεράκι.
Η δε ομάδα της Κόλασης παρατάσσει έναν διαβο. λικό συνδυασμό, με αρχηγό τον μυθικό Βελζεβούλη,
που είναι ως συνήθως πυρ και μανία. Μεγάλη κοσμοσυρροή στον πάγκο, στον οποίο συ
νωστι'ζ,ονται πλεονέκτες, λαίμαργοι, πανούργοι, αλαζόνες, τύραννοι, υβριστές, ασφαλιστές και συνδικαλιστές.
Και να που ο αγώνας κοντεύει ν' αρχίσει. Ο διαι-
174
τητής Πόντιος Πιλάτος δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους παίκτες: «Κομμένα τα θαύματα!» Έπειτα δείχνει στους αρχηγούς των ομάδων ένα νόμισμα και τους ζητάει να διαλέξουν "κορόνα ή γράμματα ". Ο Ιησούς από τον πάγκο φωνάζει: «Εγώ είμαι ο Βασιλεύς των Ιουδαίων! Εμένα μου ανήκει η κορόνα!» Ο δε Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ανήσυχος: «Μόνο μη μου ζητήσετε να παίξω το κεφάλι μου κορόνα-γράμματα!» φωνάζει από μακριά. «Μα ποιο κεφάλι! Χαζός είσαι;» του φωνάζουν οι άλλοι.
Η κλήρωση ευνοεί την ομάδα της Κόλασης. Ο διαιτητής σφυρι'ζει και αρχι'ζει το ματς. Το εναρκτήριο λάκτισμα το δίνει ο Βελζεβούλης, ο Λάζαρος προσπαθεί να εμποδίσει την πάσα και πέφτει αμέσως. Ο Ιησούς από τον πάγκο επεμβαίνει: <<Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει!» Την μπάλα κερδι'ζει τώρα το αγιό-κλημα, που δέχεται επίθεση από τέσσερις αμυντικούς που το τσουρομαδάνε. Η αναρρίχησή του στον ουρανό γίνεται με εξαιρετική επιτυχία και κατά συνέπεια ανακηρύσσεται προστάτης των αναρριχωμένων. Στη θέση του μπαίνει ένας άλλος αμυντικός, τον οποίο δανει'ζοvται από τη Φόρμουλα 1: ο Σαν Μαρίνο.
Τώρα στην επίθεση είναι η Κόλαση, που προχωράει με μια τέλεια κίνηση: ιδού η Χέλγκα, το κτήνος των SS, αναγνωρίσιμη από το μαστίγιο, που κάνει πάσα στη Bάvτα, το κτήνος του Ε.Σ., αναγνωρίσιμη από το περιβρο.χι<5νιο του Ερυθρού Σταυρού, που πασάρει στον Ρ(ηαχνο Πρόντι, το κτήνος της Ε.Ε., αναγνωρίσιμο α.π<5 το κουδούνισμα των Ευρώ στην τσέπη του. Ο Πρ6vτι κάνει πάσα στον χαφ, αλλά βρίσκεται ξαφ-
175
νικά αντιμέτωπος με τον Κολοσσό της Ρόδου, ο οποίος με μια ψηλοκρεμαστή στέλνει την μπάλα στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας αναγκάζοντας τον Πιλάτο να επέμβει: «Είπα ότι δεν θέλω κανενός είδους θαύματα!» Ο Ιησούς προσβάλλεται: «Μπα, ποιος, εγώ; Άντε από κει!. . . Κανένα θαύμα, απλή σύμπτωση».
Η μπάλα στο μεταξύ κυλάει προς το βάθος του γηπέδου, αλλά πριν φτάσει στη γραμμή, ο δεύτερος εξτρέμ έχει σνιφάρει όλες τις γραμμές. Ο Ιησούς, από τον πάγκο, προσπαθεί να μεσολαβήσει στον διαιτητή: «Πόντιε, άφες αυτώ, ου γαρ οίδε τι ποιεί». Όμως ο Πιλάτος είναι αμετάπειστος: φάουλ για την Κόλαση και αποβολή του παίκτη για ντόπινγκ.
Εκτελεί το φάουλ ο Σκίνης Χέντης: ένας φοβερός διάβολος, με σώμα κατσίκας και το πρόσωπο του Λεπέν. Την μπάλα κλέβει όμως ο Ιούδας και βάζει αυτογκόλ!! Αυτογκόλ! Έγινε αυτογκόλ!! Από το πέταλο του Παραδείσου υψώνεται μια κραυγή: «Π-Ρ-Ο-Δ-Ο-Τ-Η! Π-Ρ-Ο-Δ -Ο- Τ-Η!» Από το πέταλο της Κόλασης μόνο οι υποκριτές κάνουν δήθεν τους στενοχωρημένους. Ο Ιησούς από τον πάγκο φωνάζει: «Ιούδα, πριν ο διαιτητής σφυρίξει τρεις φορές, θα σου σπάσω τα παίσια!»
Ένα-μηδέν για την Κόλαση. Η μπάλα στη σέντρα: ξαναρχι'ζ,ουν! Κλοτσάει ο Λάζαρος, που από την πολλή φόρα ξαναπέφτει καταγής. Ο Ιησούς από τον πάγκο: <<Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει!! Κρετίνε! Αυτούνους φτου είναι όλο χάμου: είσαι ψοφίμι, ρε!»
Οι αιρετικοί αλαλάζουν «Ζήτω που καήκαμε» κι ο Βαραββάς βρίσκει ευκαιρία, σαν καλός κλεφταράς,
176
να τους βουτήξει την μπάλα. Τρέχει προς την αντίπαλη περιοχή με την μπάλα στα πόδια, όχι τη μολυβένια των κατάδικων, όπως θα ήταν λογικό, αλλά τη δερμάτινη. Μα να σου τον που σκοντάφτει επάνω στον Λάζαρο, που είναι για μια ακόμη φορά καταγής. Ξαναπαίρνει την μπάλα ένας παίχτης της Κόλασης, ένας δικηγόρος που δικαιούται πλήρως να συμμετέχει στην ομάδα, όχι μόνο γατί ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά και γιατί είναι αυτό που λένε: ο δικηγόρος του διαβόλου. Ο κολασμένος μπαίνει στην περιοχή του Παραδείσου: τώρα είναι μόνος μπροστά στον Άγιο Πέτρο, πάει να σουτάρει, αλλά ως εκ θαύματος η διάμετρος της μπάλας από τα είκοσι οχτώ εκατοστά αυξάνεται στα δύο μέτρα και ογδόντα: ο πολλαπλασιασμός των μπαλών!
Ο Πιλάτος σταματάει το παιχνίδι και κοιτάζει τον
Ιησού. Ο Ιησούς κοκκινι'ζει από την ντροπή του και η μπάλα επιστρέφει στις κανονικές της διαστάσεις. Ο δικηγόρος κλοτσάει, μα είναι άουτ τόσο εξαιτίας των κατσικίσιων ποδιών του, όσο και γιατί η πόρτα, από εφτά μέτρα, έγινε εβδομήντα εκατοστά: μετά τον πολλαπλασιασμό των μπαλών, η διαίρεση των τερμάτων! Ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας του.
Η μπάλα καταλήγει στα πόδια του Αγιοβασίλη, αμυντικού του Παραδείσου, που πραγματοποιεί μια σύντομη πάσα: από την Πρωτοχρονιά στα Φώτα. Ο Λάζαρος πέφτει πάλι. Από τον πάγκο του Παραδείσου σηκώνεται ο γιατρός: ο δόκτωρ Εφημερεύης, ορθοπεδικός. Ο Ιησούς όμως τον σταματάει και φωνά-
177
ζει: <<Λάζαρε, κάνε μας τη χάρη: μείνε χάμου για να ξενοιάσουμε!»
Στο μεταξύ την μπάλα την κερδι'ζει το νούμερο πέντε της Κόλασης, ένας τοκογλύφος, ενώ ένας οργίλος με τη φανέλα αριθμός τρία ουρλιάζει: «ΔΩΣΕ ΠΑΣΑ!! ΠΑΑΣΑΑΑΑ!!!! ΜΠΆΣΤΑΡΔΕ!! ΠΑΣΑΑΑ!!» «Πόσα μου δίνεις αν σ' την κάνω πάσα;» ρωτάει ο τοκογλύφος. Ο οργίλος συνεχι'ζει: «ΔΩΣΕ ΠΑΣΑ!! ΑΡΧΙΔΙ!!!! ΠΑΣΑΑΑ!!!» Ο τοκογλύφος διαπραγματεύεται: <<.Αν σου τη δώσω και μου την ξαναπασάρεις σε τρεις μέρες, θα μου δώσεις τέσσερα εκατομμύρια;»
Ενώ όμως διεξάγεται αυτή η συζήτηση, η μπάλα πετάει προς τον Γρατζουνομεμέ, έναν διάβολο από τον τέταρτο λάκκο, που δίνει μια και τρυπάει την μπάλα: είναι φάουλ, ένα φάουλ τεραστίων διαστάσεων. Ο Γρατζουνομεμές δεν παραδέχεται ότι χρησιμοποίησε χέρι. Η αλήθεια είναι ότι δεν το έχει ανάγκη: ας μην ξεχνάμε ότι είναι ένας σάτυρος με έναν φαλλό δυο μέτρων και σαράντα οχτώ εκατοστών, τον οποίο κουβαλάει τυλιγμένο γύρω από τη μέση του σαν σαμπρέλα με παπάκι - γι ' αυτό οι σύντροφοί του τον φωνάζουν «μπέιγουοτς». Ο Πιλάτος είναι αμήχανος, δεν ξέρει τι να κάνει: δεν του έχει ποτέ τύχει φαλλός αυτών των διαστάσεων ούτε αυτού του σχήματος. Ο προπονητής της Κόλασης, ένας σοδομιστής, πηγαίνει να μιλήσει με τον Πιλάτο. Ύστερα από ζωηρή συζήτηση, ο Πιλάτος αναθέτει την επαναφορά της μπάλας στην Κόλαση και στο μεταξύ τακτοποιεί το παντελονάκι του μ ' ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
Την επαναφορά έχει αναλάβει ο Στραπατσαμά-
178
ξης, ένας δαιμονισμένος. Και καθώς είναι δαιμονισμένος, ξερνάει για δώδεκα λεπτά: το πρόγευμά του, τα καλτσάκια του, το κολατσιό της προηγούμενης εβδομάδας, 128 τούφες μαλλιών, ένα Φίατ 128 στέισον-βάγκον, είκοσι οχτώ φωτογραφίες του Αντρεότι που φιλάει με τη γλώσσα τους μαφιόζους αδελφούς Σάλβο, και ένα πράσινο νερομπούλι, κάτι σαν φυσικό χυμό βατράχου. Πρέπει να επέμβει ο καρδινάλιος Μιλίνγκο για να τον εξορκίσει και να ξαναρχίσει ο αγώνας. Ο Στραπατσαμάξης ξεκινάει επίθεση, αλλά τον μπλοκάρει ο Παύλος, ο οποίος κάνει πάσα στον Λουκά, ο
Λουκάς στον Ματθαίο, ο Ματθαίος στον Συμεών, ο Συμεών στον Χάρε και ο Χάρε στον Κρίσνα, δυο ξένοι που μπήκαν στο δεύτερο ημίχρονο. Χάρε Χάρε, Κρίσνα Κρίσνα, Κρίσνα Κρίσνα, Χάρε Χάρε: ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! Ισοπαλία!
Στο πέταλο της Κόλασης οι μαζοχιστές πανηγυρίζουν: τους χτυπάνε, πανηγυρι'ζουν και πάλι. Ο Ιούδας τρέχει προς τον πάγκο για να φιλήσει τον Ιησού, όμως αυτός του δίνει μια κλοτσιά και τον χώνει ανάμεσα στα δοκάρια: ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! Δύο-ένα υπέρ του Παραδείσου.
Ο Πιλάτος σφυρι'ζει τη λήξη του αγώνα, οι ομάδες επιστρέφουν στα αποδυτήρια, μένει στο γήπεδο μόνον ο Λάζαρος, αρκετά αμήχανος, και ρωτάει: «Μπορώ να εγερθώ τώρα;»
Ως συνήθως, οι δυνάμεις του καλού θριαμβεύουν επί των δυνάμεων του κακού.
179
top related