christos mpampalis

18
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη Αλέξανδρος Αργυρίου, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Τα ανοιχτά προβλήματα της ποίησης και της ζωής του, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007. «ΠΡΟΛΟΓΟΣ» (2005), σ. 11-12 «Ο Καρυωτάκης, των Ελεγειών και Σατίρων ο Καρυωτάκης όπως υπογράμμιζε παλαιά ο Τέλλος Άγρας (1935) και νεότερα ο Βύρων Λεοντάρης (1971)– είναι μείζονος σημασίας ποιητής, αλλά δεν είναι μείζων, αν ο όρος δεν έχει χάσει το νόημά του. Όσο για τον πολιτικόΚαρυωτάκη το πολιτικόςσε διάκριση με το ιδιωτικός’, όπως επικράτησε να λέγεται, και όπως το ειρωνεύθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης–, οι κοινωνικής διάστασηςσχολιασμοί του δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, αν θέλουμε να βλέπομε τι μας λένε τα λόγια του όσο φιλελεύθερα αντιμετωπίσομε την αμφισημία τους, με όσα φανταζόμαστε να υπονοούνται. Ακόμη το λεχθέν που πρώτος υποστήριξε ο σε πολλά σοφός Ζήσιμος Λορεντζάτος με τις ελευθερίες που έδειξε ο Άγρας να παρατηρούνται στα μετρικά του–, ότι ο κάποτε ελλειπτικός στίχος του Καρυωτάκη προαναγγέλλει τον ελεύθερο στίχο, δεν βρίσκω να ευσταθεί, αν θυμηθούμε ότι ο libere στίχος υπήρχε στην πρόθεση των πρώτων συμβολιστών και ο Καρυωτάκης ξεκίνησε ως ενήμερος συμβολιστής, αλλά από πουθενά δεν φαίνεται ότι ήταν στις προθέσεις του να το επιχειρήσει. Η στροφή του στην πεζογραφία αποτελούσε μετάβαση σε άλλο είδος, όπου ο λόγος λειτουργεί με άλλη νομοθεσία και δεν μπορεί να εκληφθεί πως έκρινε ότι η ιδέα του ποιήματοςδυσανασχετούσε στα μετρικά δεσμά».

Upload: nikolaos

Post on 18-Nov-2014

106 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

Χρήστος Μπαμπαλής

TRANSCRIPT

Page 1: Christos Mpampalis

Ο Αλέξανδρος Αργυρίου για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη

Αλέξανδρος Αργυρίου, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Τα ανοιχτά προβλήµατα της ποίησης και

της ζωής του, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007.

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ» (2005), σ. 11-12

«Ο Καρυωτάκης, των Ελεγειών και Σατίρων ο Καρυωτάκης –όπως

υπογράµµιζε παλαιά ο Τέλλος Άγρας (1935) και νεότερα ο Βύρων

Λεοντάρης (1971)– είναι µείζονος σηµασίας ποιητής, αλλά δεν είναι

µείζων, αν ο όρος δεν έχει χάσει το νόηµά του. Όσο για τον ‘πολιτικό’

Καρυωτάκη –το ‘πολιτικός’ σε διάκριση µε το ‘ιδιωτικός’, όπως

επικράτησε να λέγεται, και όπως το ειρωνεύθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης–,

οι ‘κοινωνικής διάστασης’ σχολιασµοί του δεν έχουν συγκεκριµένο

προσανατολισµό, αν θέλουµε να βλέποµε τι µας λένε τα λόγια του –όσο

φιλελεύθερα αντιµετωπίσοµε την αµφισηµία τους, µε όσα φανταζόµαστε

να υπονοούνται. Ακόµη το λεχθέν που πρώτος υποστήριξε ο σε πολλά

σοφός Ζήσιµος Λορεντζάτος –µε τις ελευθερίες που έδειξε ο Άγρας να

παρατηρούνται στα µετρικά του–, ότι ο κάποτε ελλειπτικός στίχος του

Καρυωτάκη προαναγγέλλει τον ελεύθερο στίχο, δεν βρίσκω να ευσταθεί,

αν θυµηθούµε ότι ο libere στίχος υπήρχε στην πρόθεση των πρώτων

συµβολιστών και ο Καρυωτάκης ξεκίνησε ως ενήµερος συµβολιστής,

αλλά από πουθενά δεν φαίνεται ότι ήταν στις προθέσεις του να το

επιχειρήσει. Η στροφή του στην πεζογραφία αποτελούσε µετάβαση σε

άλλο είδος, όπου ο λόγος λειτουργεί µε άλλη νοµοθεσία και δεν µπορεί

να εκληφθεί πως έκρινε ότι η ‘ιδέα του ποιήµατος’ δυσανασχετούσε στα

µετρικά δεσµά».

Page 2: Christos Mpampalis

«Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΕΡΓΟΥ» (1971),

σ. 15-16, 19-21, 24-25

[α] «Όµως ο Καρυωτάκης ήταν, σ’ ένα βαθµό, έξω από τη γενιά του, έξω

από τους προβληµατισµούς της και τις προτιµήσεις της. Οι “βουλές της

ποιήσεώς του” δεν µορφώνονταν από τους πνευµατικούς χώρους που

ανάσκαπταν οι συνήλικές του. ∆εν φαίνεται να γνωρίζει τις αξιολογήσεις

που κάνουν οι πιο προωθηµένοι λογοτεχνικοί κύκλοι της εποχής. Αίφνης

το 1919, στα 23 του χρόνια, απληροφόρητος, στέλνει ποιήµατά του και

βραβεύονται στον «Φιλαδέλφειο ∆ιαγωνισµό», σ’ εκείνον άλλως τε πάλι,

που οι συνοµήλικοί µου, γράφει ο Τ. Άγρας, «tres respectueux de leurs

vers», όπως θα ’λεγε ο Βερλαίν, αλλά συγχρόνως µεστοί από την έπαρση

των µελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον

περιφρονούσαν. Είναι όµως αυτή η ίδια η γενιά του, που, µετά την

αυτοκτονία του, θα τον αναγνωρίσει ως εκπρόσωπό της».

[β] «Αλλά ως τώρα φαίνεται σαν να πρόκειται να µιλήσοµε για το πώς

προσλήφθηκε ο ποιητής, χωρίς να έχουµε πει τίποτα για το πώς

αναπτύχθηκε ως άνθρωπος και ως ποιητής. Όµως η ατοµική ψυχολογία

είναι ένας καλός τρόπος για να χαθούµε στα σκολιά µονοπάτια της.

Ωστόσο, ακόµη και αν ζητάµε την (ψυχαναλυτική) αλήθεια της

χειρονοµίας του, δεν διαθέτουµε τα αναγκαία και επαρκή στοιχεία. Το

γράµµα που άφησε ο Καρυωτάκης αυτοκτονώντας, το θεωρήσαµε ως τα

1966 ακέραιο. […] Άλλωστε δεν ήταν η “ατοµική του περίπτωση” που

έδινε στο έργο του την “καθολικότητά του” αλλά τα “κοινά του σηµεία”

µε µια “κατάσταση” της οποίας επισήµαινε τα αρνητικά της. […] Με τη

δεύτερη ποιητική του συλλογή, τα Νηπενθή, η εικόνα δεν αλλάζει

βασικά. Τα δυο χρόνια που τη χωρίζουν από την πρώτη είναι,

ψυχολογικά, µεγάλο διάστηµα. Η ποιητική του γραφή αρχίζει να γίνεται

Page 3: Christos Mpampalis

σταθερή. Όµως ο “πόνος” δεν παύει να µεγαλοποιείται ‘φιλολογικά’, να

είναι µελοδραµατικός. Τον σώζει, όσο τον σώζει, µια ‘αυθεντικότητα’».

[γ] «Αν σκεφθούµε το ερώτηµα: υπάρχει σήµερα τίποτε από το πνεύµα

της εποχής µας που να προλέγεται στο έργο του Καρυωτάκη, µιας εποχής

ίδια ‘άπιστης’, ‘ αντιφατικής’, ‘ παράλογης’; Νοµίζω πως πρέπει να

αποκριθούµε αρνητικά. Το πλαίσιο του ποιητικού του µηνύµατος είναι

πολύ περιορισµένο. Ό,τι είδε από ένα κλίµα που άρχιζε να αναπτύσσεται,

δεν αποτελεί παρά τη λεπτοµέρειά του. Οι ‘συλλήψεις’ του είναι λίγο

πολύ συµβατικές και εντάσσονται µέσα στην αιώνια ‘µοίρα του

θανάτου’, που δεν είναι καν “η άβυσσος κάτω από τα πόδια µας”.

Σαφέστερα µπορούµε να ανιχνεύσοµε στο έργο του τη µιζέρια µιας

ελληνικής επαρχιακής ζωής ή µιας αθηναϊκής συνοικίας ή µιας

υπαλληλικής κακοµοιριάς, χωρίς ευρύτερες εποπτείες. Όµως και µέσα σ’

αυτό το ‘σχετικό’, η παρουσία του στα ελληνικά γράµµατα υπήρξε

οριακή».

«ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ» (1971), σ. 35-37

«Μπορεί βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι, αν και δεν υπάρχουν τυπικές

ενδείξεις, το έργο του Καρυωτάκη δρα άµεσα στις συνειδήσεις των

νεοτέρων, τρέφονται µε τον ποιητικό του κόσµο. Είναι µια νόµιµη

εικασία, και ας τη δοκιµάσοµε πάνω στην ευαισθησία των ποιητών. Πώς

δηλαδή λειτούργησε το έργο του µέσα στο έργο των εποµένων. Ξέροµε

ότι αµέσως µετά την αυτοκτονία του αρχίζει µια περίοδος Καρυωτάκη.

Γράφονται και τυπώνονται ποιητικές συλλογές “κατά τον τρόπο του”. Το

ποιητικό αυτό καθεστώς, που ονοµάστηκε ‘καρυωτακισµός’, σε λιγότερο

από µια δεκαετία είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας ελάχιστα ίχνη και κανένα

‘έργο’. ∆ηλαδή οι εκφραστικοί τρόποι του Καρυωτάκη δεν

γονιµοποίησαν άλλες ποιητικές συνειδήσεις. Σε µεταγενέστερους ποιητές

Page 4: Christos Mpampalis

το πράγµα είναι ακόµη πιο σαφές. Το έργο του κινείται σαν να µην

υπήρξε ποτέ ο ‘κόσµος’ και η ‘ποιητική’ του Καρυωτάκη. Αυτό βέβαια

µπορεί να πιστοποιεί πόσο προσωπική είναι η ποίησή του. Όµως

ενδέχεται να σηµαίνει πως δεν είχε τίποτα να διδάξει, είτε γιατί του ήταν

‘δάνειο’, είτε γιατί ήταν ‘αόριστη’ (ότι δεν υπάκουε σε εσωτερικούς

νόµους).

Ούτως ή άλλως, το θέµα έρχεται εκεί απ’ όπου έπρεπε να έχει

ξεκινήσει (ψύχραιµα και χωρίς συναισθηµατικές επιβαρύνσεις): Ποιος

είναι ο βαθµός λειτουργίας των ποιητικών µέσων του Καρυωτάκη. Ποιοι

παράγοντες καθορίζουν την ποιητική του προσωπικότητα. Ποια είναι η

θέση του στην ιστορία της ελληνικής ποίησης και σε τι ποσοστό –και αν–

τη σηµάδεψε.

Το αντικειµενικό συµπέρασµα µπορεί να προκύψει από το

ποιητικό άθροισµα πολλών υποκειµενικών αποκρίσεων. Οπότε πριν απ’

όλα τίθεται το ερώτηµα: Μπορεί σήµερα το έργο του Καρυωτάκη να

εµψυχώσει νεότερες κριτικές συνειδήσεις; Αν αυτό θα συµβεί τα αµέσως

προσεχή χρόνια, ο φάκελος θα περιοριστεί στις γραµµατολογίες, όπου,

τότε, φυσικά µόνο θα ανήκει.

Ο ίδιος ο ποιητής, τις τελευταίες στιγµές του, φάνηκε αρκετά

αισιόδοξος:

Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι µαζί µε τους αιώνες.

Να είχε διαβλέψει σωστά;»

«Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ» (1978),

σ. 44-46, 48-49, 50-51, 56-59, 60-63

[α] «Με ποια έννοια η απήχηση ενός έργου έχει καθοριστική (από την

πλευρά που εξετάζοµε) σηµασία; ∆ιότι µας βγάζει από το χώρο της

υποκειµενικότητας και της περιορισµένης εµβέλειας των κρίσεων

ατόµων µε ειδική παιδεία και ειδικά ενδιαφέροντα. ∆ιότι µας δίνεται ένας

Page 5: Christos Mpampalis

αριθµός ‘οπαδών’ του έργου, έστω και αµφίσηµος, όπως είναι ο αριθµός

κάθε ψηφοφορίας, αλλά που είναι δυνατόν να ερµηνευθεί έµµεσα ως

αποκλεισµός άλλων επιλογών. […] Όχι στο πώς (αυτό µπορεί να το

πιάνει µόνο διαισθητικά) αλλά στο τι εκφράζει ένα έργο, στο σε ποιο

βαθµό αντιστοιχεί στα δικά του ενδιαφέροντα και ποιες απαντήσεις (που

να τον ικανοποιούν ) δίνει. Συνοπτικά, και παραπέµποντας σε τρέχουσες

έννοιες, θα λέγαµε ότι µέσα στα έργα αυτά υπάρχει µια ‘πολιτική’ ή

‘κοινωνική’ διάσταση. Ή, µε γενικότερη προοπτική κοιταγµένα, τα έργα

τους φανερώνουν µια ‘στάση ζωής’ που υπερβαίνει τη βιωµατική της

προέλευση. Έτσι, µέσα από τα ορισµένα αυτά έργα φαίνεται να

απολογείται ή να αντιδρά κάποιο τµήµα της ‘κοινής γνώµης’ µιας εποχής

και να αντιπροσωπεύεται κατά κάποια έννοια η κοινή αυτή γνώµη, έστω

και για τον λόγο ότι ‘έτσι’ –τυχόν και λάθος– την προσλαµβάνει».

[β] «Ωστόσο χρειάζεται να προσκοµιστούν τα στοιχεία που να

επαληθεύουν την απήχηση ενός έργου, όσο και την αίσθηση ότι ανήκει

στα ιστορικά συµφραζόµενα µιας εποχής.

Νοµίζω ότι είναι τρία τα κυκλώµατα που πρέπει να ερευνηθούν,

προκειµένου να υπάρξει ‘αντικειµενικά’ κατοχυρωµένο συµπέρασµα. Το

πρώτο κύκλωµα περιλαµβάνει τους οµότεχνους και τους χρονικά

πλησιέστερους συνοδοιπόρους του ποιητή. Το δεύτερο κύκλωµα

αποτελείται από το αγοραστικό του κοινό (επειδή καθορίζεται

ασφαλέστερα από το αναγνωστικό του κοινό που είναι πολυπληθέστερο).

Το τρίτο κύκλωµα ας το ονοµάσω περιληπτικά: ευρύτερο κοινό».

[γ] «Επανέρχοµαι στα τρία κυκλώµατα. Πρώτα, λοιπόν, το ευρύτερο

κοινό. […] Προχωρώ λιγότερο απαιτητικά. Για τις ελληνικές συνθήκες

δεν έχοµε τη δυνατότητα να ορίσουµε το ευρύ κοινό, ούτε φυσικά και τις

προτιµήσεις του (να δούµε πώς θα καταντήσει µετά µερικά χρόνια

Page 6: Christos Mpampalis

τηλεορασιακής παιδείας). Κοιτάζοντας πάντως τα λαϊκά περιοδικά του

Μεσοπολέµου διαπιστώνοµε ότι η υπόθεση Καρυωτάκη πέρασε ως

µελοδραµατική ιστορία σε περιοδικά ποικίλης ύλης. Και όχι βέβαια το

έργο του, αλλά µια δήθεν ζωή του. Επίσης, συντηρώντας την παράδοση

και το 1976 πέρασε στην τηλεόραση ως “αθάνατη ιστορία αγάπης”.

[…] Προτιµώ, λοιπόν, για λογαριασµό µου να παραµερίσω από τη

µέτρησή µου το µεγάλο κοινό, που ακόµη και σε καλύτερη επιλογή του

µπορεί να µας βγάλει µεγαλύτερο τον Σουρή από τον Παλαµά. Αν και

κινδυνεύω να θεωρηθώ πως αντιφάσκω, όταν µε το ένα χέρι ζητώ την

απήχηση ενός έργου και µε το άλλο εξαφανίζω κάποιες διαπιστωµένες

απηχήσεις, κρίνοντάς τες ως αδιάφορες, επειδή φανερώνουν ένα κακής

ποιότητος γούστο. Για να µην κατηγορηθώ όµως άδικα για

αριστοκρατικές αντιλήψεις, παραπέµπω στο γενικότερο πρόβληµα περί

‘λαού’ που έθιξα προηγουµένως».

[δ] «Ας περάσουµε στο δεύτερο κύκλωµα, που το συγκροτεί το αρκετά

περιορισµένο κοινό που διαβάζει κάποιας ή κάποιων κατηγοριών βιβλία,

και το οποίο µε τις θετικές αντιδράσεις του συντηρεί και µορφώνει µια

εκδοτική δραστηριότητα. […] Μπορεί να φανεί προς στιγµήν υπερβολή,

αλλά δεν είναι: από τη στάση του µορφώνεται η εκδοτική δραστηριότητα

µιας εποχής. […] Εποµένως, η βούληση και τα ενδιαφέροντά του δρουν

καθοριστικά στις εκδοτικές κατευθύνσεις. […] Ενδέχεται να βρίσκοµε

λάθη στις επιλογές του, εκ των υστέρων, αλλά τόσο τα λάθη του όσο και

τα ορθά του µας δηλώνουν το βαθµό της συνείδησής του. Και όταν, όπως

εδώ, αναζητάµε από τα ποσοστά της απήχησης ενός έργου να

καθορίσουµε την αντιπροσωπευτικότητά του, η συµπεριφορά του στενού

αυτού κοινού απέναντι σε ένα έργο µεταφράζεται σε κριτήριο της

‘αντικειµενικής’ υπόστασης του προβληµατισµού του συγγραφέα».

Page 7: Christos Mpampalis

[ε] «Ας περάσουµε τώρα στο τρίτο κύκλωµα. Ένας ποιητής (και γενικά

ένας συγγραφέας) ανήκει στον πληθυσµό των ανθρώπων µιας πολιτείας,

αλλά ταυτόχρονα συγκαταλέγεται και στον ‘πληθυσµό’ των συγγραφέων.

Στη συντεχνία των οµότεχνών του. Κινείται, δηλαδή, συγχρόνως σε δύο

επίπεδα και ‘αντλεί’ πράγµατα και από τα δύο, όπως εξάλλου και η

υπόλοιπη συντεχνία. Ζυγίζοντας εποµένως τις αντιδράσεις του συνόλου

της συντεχνίας, έχοµε µια εικόνα των επιλογών της σε µια ιστορική

περίοδο. Οι επιλογές όµως δεν είναι επιλογές όλων, αλλά κάθε ειδικός

κύκλος µε τις ‘επιλογές των επιλογών’ του µας δίνει το ιδιαίτερο στίγµα

του. Άρα χρειάζεται να αναζητήσοµε τον ειδικό κύκλο στον οποίο θα

κατατάξοµε τον Καρυωτάκη, που να ικανοποιεί δυο βασικούς όρους. Ο

1ος: Να είναι περίπου συνοµήλικοί του, ώστε να έχουν τις ίδιες

προσλαµβάνουσες παραστάσεις για να είναι συγκρίσιµες ποσότητες. Ο

2ος : Να έχουν την ίδια περίπου αισθητική αγωγή».

[στ] «Και µια παρατήρηση ουσίας: Χωρίς να έχει ανατραφεί σε

διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις (όλοι τους υπηρετούν τη σχολή του

συµβολισµού, λίγο ή πολύ), µοιάζει να είναι λιγότερο λόγιος ανάµεσά

τους. ∆εν δηµοσιεύει παρά µόνο ποιήµατα (και άρα η αισθητική του

προσδιορίζεται έµµεσα), ενώ οι άλλοι γράφουν κριτικά σηµειώµατα και

γενικότερες µελέτες, που δείχνουν τόσο τον κύκλο του προσανατολισµού

τους όσο και το βαθµό που αφοµοιώνουν τα λογοτεχνικά ρεύµατα που

υπηρετούν. Όµως αν είναι (ή φαίνεται) λιγότερο λόγιος, δεν είναι και

λιγότερο αφοσιωµένος στην υπόθεση της λογοτεχνίας. Ποσοτικά η

ποίησή του είναι µικρότερη από του Τ. Άγρα, αλλά σαφώς µεγαλύτερη

από των άλλων. Η ποιητική γλώσσα των Νηπενθών, που γράφει τότε,

είναι λιγότερο εύκαµπτη από τα Βουκολικά και Εγκώµια που γράφει ο Τ.

Άγρας. Αν όµως είναι λιγότερο τεχνικά ποιητικός από τον Άγρα, πιθανώς

Page 8: Christos Mpampalis

πιο απλοϊκός στη ‘φιλοσοφία’ του, δείχνει, ακόµη και τότε, ότι έχει

ευρύτερο πεδίο αναφοράς».

[ζ] «Με την επόµενη ποιητική του προσφορά ο Καρυωτάκης, ενώ δεν

αποµακρύνεται αισθητά από τους εκφραστικούς τρόπους που

καλλιεργούσαν οι καλύτεροι από τους συνοδοιπόρους του ποιητές,

παρουσιάζει έντονη απόκλιση (ως προς εκείνους) στην αντιµετώπιση των

φαινοµένων της ζωής, κοµίζοντας υλικά που οι άλλοι αγνόησαν

επιδεικτικά και παραµέρισαν ως ευτελή. Μπροστά στη λεπταίσθητη

συµπεριφορά εκείνων, αυτός µοιάζει να φέρεται βάναυσα. Ό,τι εκείνοι

θαυµάζουν νοσταλγικά, αυτός χλευάζει µε κάποια δόση που ίσως

θεωρηθεί κακία σε σύγκριση µε την αυτάρκειά τους. (Αυτά, ως διαφορές,

σχηµατικά και απλοποιητικά.)

Αν όµως ο διόλου αγγελικά πλασµένος κόσµος που περιγράφεται

από τον Καρυωτάκη είναι πραγµατικά ξένος γι’ αυτό τον κύκλο λογίων

(όπως δείχνεται στην ποίησή τους που γράφουν τότε), λογικό θα ήταν να

περιµένει κανείς την απόρριψή της από αυτούς. Το περίεργο όµως, σε

πρώτη άποψη, είναι ότι αντιδρούν αντίθετα».

[η] «Με την υποδοχή και την αποδοχή του έργου του Καρυωτάκη από

τον πιο προσκείµενο σ’ αυτόν κύκλο διανοητών, συνάγονται δύο

συµπεράσµατα: (1) Ότι ενώ το έργο του βρίσκεται σε διαφορετικό από

εκείνους φάσµα αντιλήψεων και εκτιµήσεων των κοινωνικών και

πνευµατικών καταστάσεων, αναγνωρίζουν οµόφωνα ότι αποτελούσε

έκφραση αντιπροσωπευτική της εποχής του. (2) Ότι το προηγούµενο

συµπέρασµα, επειδή αποτελεί έµµεση αναγνώριση της ‘αναπηρίας’ του

δικού τους έργου (τουλάχιστον της αντίστοιχης εποχής), είναι δηλαδή

αναγνώριση από µειονεκτική θέση, ή από ‘απόσταση’, αποτελεί

αυξηµένης σηµασίας πιστοποίηση πως ο Καρυωτάκης εξέφρασε

Page 9: Christos Mpampalis

ενδιάθετα στοιχεία της εποχής τους. […] Ο Καρυωτάκης ήξερε να αλέθει

τους σπόρους που µάζευε από τις αναγνώσεις του και να τους µεταπλάθει

σε αλεύρι που φούσκωνε µε το δικό του προζύµι».

[θ] «Αναντίλεκτα αποτελεί διαπίστωση και δεν είναι ατοµική κρίση πως

ο Καρυωτάκης µε την ποίησή του (και αν θέλετε ανεξάρτητα από την

αξία της) εξέφραζε ενδιάθετες ροπές της εποχής του. Το αποδεικνύει,

στατιστικά πλέον, η διεύρυνση που επιχειρήσαµε τόσο στο κύκλωµα του

αναγνωστικού του κοινού όσο και στο κύκλωµα των συγγραφέων της

εποχής, είτε προσκειµένων είτε αντικειµένων σ’ αυτόν.

Αν ο αναγνώστης µένει πιθανώς µε την αίσθηση πως δεν τα είπαµε

όλα, αυτό θα οφείλεται είτε στην ανεπάρκεια του γράφοντος είτε στο ότι

η “υπόθεση Καρυωτάκη” παραµένει ακόµη ένα ανοιχτό θέµα για τη

λογοτεχνία µας και υπονοµεύει κάθε πρόθεση (ένοχη ή µη) που τυχόν

επιχειρεί να το αγνοήσει».

«Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ» (1986),

σ. 66-68, 77, 82-83, 85-86

[α] «Όµως, αν ο Καρυωτάκης δεν έχει καθαυτό κριτικό έργο, δεν

σηµαίνει ότι δεν είχε και κριτικό στοχασµό, απ’ όπου µόρφωσε µιαν

αισθητική αντίληψη. Ως προς το κατά πόσον το ποιητικό έργο του

Καρυωτάκη έχει γραφεί –τουλάχιστον από µια χρονική στιγµή και

έπειτα– κάτω από µια ολοκληρωµένη αισθητική αντίληψη, απάντηση

µπορούµε να πάροµε από τις εσωτερικές καταθέσεις που ανασύραµε από

το ίδιο το έργο του. Από τη δική µου πλευρά θέλω να κοιτάξω το

ποιητικό του έργο ως ‘φορτίο σηµασιών’ απ’ όπου µπορεί να διαπιστωθεί

αν εκεί βρίσκεται εγγεγραµµένος ένας κριτικός λόγος.

Αν δηλαδή το ποιητικό σύµπαν του Καρυωτάκη είναι

συγκροτηµένο από ένα άθροισµα παρατηρήσεων, από άτακτα και τυχαία

Page 10: Christos Mpampalis

φαινόµενα, ή (όπως θα επιχειρήσω να υποστηρίξω) καταρτίζεται,

τουλάχιστον από ένα χρονικό σηµείο και έπειτα, από αντιπαράθεση

φαινοµένων και κριτική τους ανάδειξη, η οποία συνιστά µιαν αντίληψη

και στάση ζωής. Να το πω αλλιώς: ο ποιητικός λόγος του Καρυωτάκη,

στην ώριµη φάση του, δεν είναι ‘αθώος’ –ενώ ξεκινούσε έτσι, όπως και

των άλλων συνοδοιπόρων του».

[β] «Κριτικός λόγος όµως, ως προς τι; Ποιο είναι το αντικείµενο της

κριτικής του Καρυωτάκη; Πού προβληµατίζεται; Σε ποιον χώρο κείται το

πρόβληµα που τον απασχολεί; Στον µεταφυσικό/οντολογικό; Στον

βιοτικό χώρο ή στον κοινωνικό; Επίσης: ποιο είναι το σηµείο αναφοράς;

Το άτοµό του; Το περιβάλλον του; Το φιλικό; Ή κάποιας τυχόν

κοινότητας; Ας το ερευνήσουµε µέσα από την ποίησή του; […] Στη

συλλογή του Νηπενθή (1921) παρατηρούµε αύξηση του ποιητικού του

ορίζοντα, πιο άνετη στιχουργία και µια οικονοµία του λόγου. […] Ο

Καρυωτάκης έχει αρχίσει να γίνεται κριτικός ως προς τα γύρω του

φαινόµενα. Να τα σχολιάζει, να τα χαρακτηρίζει. […] Ο Καρυωτάκης

από την άλλη πλευρά βρισκόταν σε πλήρη διάσταση µε το ποιητικό

κλίµα που εξέφρασαν οι συνήλικές του –πέρα από κάθε αναφορά στις

κοινωνικές συνιστώσες».

[γ] «∆εν ξέρω αν η κατηγορηµατική του κρίση για την ανθρώπινη

θηριωδία χρεώνεται, κατά τον Καρυωτάκη, στην Πολιτεία, στο Κράτος,

στον Καπιταλισµό και όσα ανάλογα, ή στην ανθρώπινη Μοίρα, στο Θεό,

ο οποίος: έφτιαξε τον κόσµο που δεν είναι παρά “φρικαλέα κωµωδία” και

από την αγαθή του πρόθεση σκέφθηκε να µας προσφέρει ως αντάλλαγµα

τη δυνατότητα να δηµιουργούµε ψευδαισθήσεις, ώστε ο κόσµος του να

µας φαίνεται ωραίος, ενώ κατά βάθος δεν είναι παρά ά-νοστος, α-

νόητος».

Page 11: Christos Mpampalis

[δ] «Ίσως δεν χρειάζεται να υποστηρίξω πως απ’ ό,τι βρίσκοµε στην

ποίηση του Καρυωτάκη ο Θεός δεν είναι άλλο παρά: Φύση, Μοίρα,

Σύµπτωση. ∆ηλαδή ο Θεός µπαίνει µέσα στις αµφισβητήσεις, στα

χλευαζόµενα, καθώς συστεγάζεται ως “πολιτευτής”, έχοντας τους

οπαδούς τους: να “παίζουν cricket” στον Παράδεισό του –ως αµοιβή για

τη φρόνησή τους».

[ε] «∆εν θα είχε νόηµα να προβώ σε µια περίληψη των θέσεων του

Καρυωτάκη, που θα τις φτώχαινε. Μπορεί ίσως να πει κανείς ότι το

πρόβληµά του δεν είναι µεταφυσικό. ∆εν δέχεται το παρόν, δεν ελπίζει

στο µετά. ∆εν απορεί για το φαινόµενο της ύπαρξης καθεαυτό. Το

πρόβληµά τους είναι µάλλον βιοτικό. Παίζεται στα θέµατα της

καθηµερινότητας και των ανθρώπινων σχέσεων. Η άρνησή του δεν είναι

αφηρηµένη και αόριστη. Παρατηρεί, συλλέγει και κρίνει φαινόµενα. Και

προχωρεί ψηλαφητά.

Το σηµείο και η γωνία σκόπευσής του είναι αποφασισµένα

προσωπικά. Σχηµατίζουν τις θεωρήσεις του. ∆εν αντλούνται, όµως, από

µια θεωρία ώστε να παρουσιάζουν και αντικειµενικά –αποδεκτά ίσως–

σηµεία και να µην έχουν ασυνέπειες.

Οι θεωρίες του Καρυωτάκη δεν συνιστούν κλειστά συστήµατα.

Βέβαια, το φαινόµενο ‘ζωή’ αντιµετωπίζεται µέσα στην κοινωνία όπου

διαπιστώνεται και η διαστρέβλωσή της. Οι κοινωνίες που κατοικούνται

από ανθρώπους –λύκους, δούλους, ανεύθυνους. Με αυτούς τους όρους –

που βρίσκονται έξω από την ανθρώπινη βούληση– η ζωή κατάντησε

γεγονός αβίωτο, κρίση που επιβεβαιώνεται από το ότι οι ψευδαισθήσεις

είναι αναγκαίες –όχι απαραιτήτως και ικανές– για να την καταστήσουν

ανεκτή –παρέχοντάς της νόηµα, ενώ δεν υπάρχει παρά το κενό. Η άρση

των ψευδαισθήσεων, η άρνηση της αποδοχής των διαγραφοµένων

Page 12: Christos Mpampalis

λύσεων, οδηγεί µοιραία στην άβυσσο. Και η διαδροµή προς την άβυσσο

είναι µια δραµατική περιπέτεια. Όπως σιγά, σιγά ανέβαινε την κλίµακα η

ποίηση του Καρυωτάκη, παίρνοντας δραµατική διάσταση. ∆εν είναι µόνο

το εφήµερον της ζωής που είδε ο Καρυωτάκης. Είδε και το εφήµερον της

τέχνης. Όλοι οι ποιητές της πλειάδας της Μούσας αυτό έκαναν. Τέχνη.

Ίσως µάλιστα πιο τεχνικά. […] Ο Καρυωτάκης δεν αρνήθηκε τη ζωή

επειδή υπάρχει ο θάνατος.

Ο Καρυωτάκης είδε το α-νόητό της. Το άσκοπό της. Με αυτή την

εµπειρία/αίσθηση εκφραζόταν και οδηγήθηκε στο “απόλυτο µηδέν”».

«Ι∆ΕΕΣ ΚΑΙ Ι∆ΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ» (1996),

σ. 91-92, 94, 113-114

[α] «Ήθελα λοιπόν να προσέξοµε ότι και η κριτική των καθ’ ύλην

αρµοδίων –υποτίθεται– κριτικών στοιχειοθετείται από τον διάλογο

µεταξύ οµότεχνων συναδέλφων και, συχνά, φίλων που τύχαινε να είναι

και ‘φανατικοί αναγνώστες’. ∆εν βλάφτει να γνωρίζοµε πώς σκέφτονταν

µερικοί λόγιοι στο –ενίοτε όχι ‘αναµάρτητο’– παρελθόν».

[β] «Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη άνοιγε µια νέα εποχή πρόσληψης του

έργου του. Άµεση συνέπεια του συνδυασµού έργου και αυτοκτονίας:

Εξαντλήθηκαν όλα τα αντίτυπα της συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες που

είχαν εκδοθεί µε έξοδα του ίδιου του ποιητή –άλλο µάθηµα προς

ερµηνεία και αποτύπωση των τότε εκδοτικών ηθών. Υπήρξε και

παραµένει προς απόδειξιν –όσο σηκώνει το θέµα απόδειξη– το αν η

αυτοκτονία ή το ίδιο το έργο, που πριν αδρανούσε στα ράφια των

βιβλιοπωλείων, συνετέλεσε ώστε να προσεχθεί τόσο νωρίς θετικά η

ποίηση του Καρυωτάκη και (κακόπιστα, αν νοµίζετε) ο συνδυασµός τους

να παραµένει ισχυρός λόγος της απήχησής του, η οποία συντηρείται –µε

µια µικρή κάµψη– µέχρι σήµερα».

Page 13: Christos Mpampalis

[γ] «Τροµάξαµε, πάντως, έως ότου επικρατήσει µια αντικειµενική εικόνα

της γενιάς του ’30, ενώ παίχθηκε χωρίς να κατανοηθεί η διάκριση

“παραδοσιακοί και νεωτερικοί” συγγραφείς του Μεσοπολέµου, µε την

οποία, διάκριση, συνεξετάζονται µεν, διαφοροποιούνται δε συγγραφείς

µε κοινές –αντικειµενικής κατηγορίας: ιστορικές, κοινωνικές, αισθητικές

κλπ.– εµπειρίες. Αν για ουσιαστικούς λόγους χρειάζεται η

κατηγοριοποίηση σε ‘γενιές’, είναι διότι µας δίνεται η σύνδεση

συγγραφέων µε τα ιστορικά, αισθητικά συµφραζόµενα, από τα οποία

εντοπίζονται οι ‘δεσπόζουσες’ και οι ‘αποκλίσεις’ της εποχής –η

‘βεντάλια’ των ιδεών».

[δ] «Εν τοιαύτη περιπτώσει, στον χειρισµό του προβλήµατος, που η λύση

του κρέµεται σε µια κλωστή, νοµίζω ότι πρέπει να προσέξοµε: το τι

ανήκει στον Καρυωτάκη (γλωσσικό, στιχουργικό, υφολογικό, ιδεολογικό

και πνεύµατος σηµαντικό) και ποια εξ αυτών προηγούνται,

συµπορεύονται και έπονται, µάλιστα δε ενδεχοµένως µας συνοδεύουν,

κατά τους άλλους νόµους του εκκρεµούς ή της “αέναης επιστροφής”.

‘Καρυωτακισµός’ ναι, αν έτσι νοµίζετε, αλλά να βρούµε τι περιέχει ο

όρος και τι βρίσκεται στη δικαιοδοσία των ‘αλαφροΐσκιωτων’.

Γυρίζοντας στο θέµα µου και παρατηρώντας “τι µου λένε τα

πράγµατα” (ήγουν τη βιβλιογραφία του Καρυωτάκη που έχω στο αρχείο

µου), διαπιστώνω ότι το έργο του ποιητή έχει έκτοτε πολλούς και καλούς

αποδέκτες. Μάλιστα, η Πρέβεζα, της οποίας οι “κάργες” και οι “ελλιπείς

µερίδες” θεωρήθηκαν υπεύθυνες της κακοδαιµονίας, το 1986 ετίµησε

δεόντως τον ποιητή µε ένα συµπόσιο στο οποίο συµµετείχαν 30 περίπου

οµιλητές, τα κείµενα των οποίων φιλοξενήθηκαν στον ογκώδη τόµο

Συµπόσιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη (Πρέβεζα 1990, σ. 428) µε δαπάνες

του ∆ήµου.

Page 14: Christos Mpampalis

Μπορούµε, λοιπόν, να πούµε ότι η ‘δυναµική’ του έργου του

Καρυωτάκη, που θα ξανάλεγε ο αλησµόνητος φίλος και ακούραστος

φιλόλογος στο µελέτηµά του «[…] Τι απέγινε εκείνο το µακρύ ποδάρι;»,

λειτουργεί καθώς τα πράγµατα το αποδεικνύουν, και τον δικαιώνουν

όταν υποστήριζε την ύπαρξη ‘ενεργητικής’ και ‘παθητικής’ επίδρασης

των οµοτέχνων (ενίων τουλάχιστον εκ των ακολούθων γενεών) –

αναντιλεγόµενο δεδοµένο».

«ΚΑΡΥΩΤΑΚΙΣΜΟΣ: ΕΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» (1997),

σ. 125, 128-129, 132-134, 139-141, 144-146, 148-149

[α] «Εδώ, ίσως για πρώτη φορά, έχοµε ρητή αναφορά στην

‘αρρωστηµένη ψυχολογία’ που εκφράζεται µε την ποίηση του

Καρυωτάκη. Ο κατηγορηµατικός τρόπος µε τον οποίο εκφράζεται ο

Βαρίκας, εκτός από το νεαρόν της ηλικίας, ίσως αποδίδει και την

(ιδεολογική) ορθοδοξία του κριτικού, ο οποίος ανήκει στην ‘αριστερή

αντιπολίτευση’, που θέλει να απεγκλωβιστεί από τα µηχανιστικά

πρότυπα χωρίς να το κατορθώνει, επειδή οδηγείται σε ανάλογα. (Οι

λόγιοι των διαφόρων αποχρώσεων της άκρας Αριστεράς µάχονταν να

αποδείξουν την επαναστατικότητά τους, αµφισβητούµενη από τους

υπόλοιπους ‘συγγενείς’)».

[β] «Η αναζήτηση των ‘κοινών σηµείων’ των κριτικών αποτιµήσεων για

τον Καρυωτάκη φαντάζοµαι να µας βρίσκει σύµφωνους. Τους απαριθµώ

για να το επαληθεύσουµε:

Η διάσταση απόψεων για την ποιητική αξία του επιτρέπει να

δεχθούµε ότι, παρά ταύτα, πεποίθηση όλων ήταν ότι ο Καρυωτάκης

εξέφραζε ένα πνεύµα –προσωπικό ή αντιπροσωπευτικό, αδιάφορο– µε

“τρόπο µοναδικό”. [..] Η πρόσληψη του έργου του είχε επιτευχθεί ευνοϊκά

στην εποχή του. […] Η θετική επίδρασή του –λόγω προφανώς της

Page 15: Christos Mpampalis

ιδιαιτερότητάς του– ήταν αδιανόητη. Οδηγούσε, όπως όλους τους

µιµητές αξιόλογων ποιητών, σε άκοµψες µιµήσεις και σε πληκτικές

επαναλήψεις του κλίµατος που είχε αποτυπώσει ο πρώτος διδάξας.

[…] Μένει εκτός συµφωνίας των κριτών το κατά πόσον εξέφραζε

το κλίµα σε ‘ποιητική’ γλώσσα. […] Να σηµειώσουµε ωστόσο, ότι η

άρνηση της ποιητικής του αξίας στηριζόταν, υποτίθεται, στις αρχές της

καθαρής ποίησης. Όθεν: Αν αλλαχθεί η ‘αρχή’, ως προϋπόθεση, αλλάζει

και το συµπέρασµα».

[γ] «Άφησα σκόπιµα τελευταίο το κατά πόσον, τότε, είχε προσδιοριστεί

τι προσωπικό εκόµισε στην τέχνη ο Καρυωτάκης, όχι αόριστο και γενικό,

αλλά συγκεκριµένο και πειστικό, ώστε να αποτελεί σηµείο αναφοράς

στους µιµητές και οπαδούς. Κοντολογίς: µπορούµε να βρούµε ποιο

περιεχόµενο δινόταν (και έπειτα τα αφήνουµε για διεύρυνση σήµερα)

στον όρο καρυωτακισµός: Ή, αν µεταβάλλοµε το περιεχόµενο του όρου,

µπορούµε να κοιτάξουµε διαφορετικά το θέµα των επιδράσεων; (Θα

συµβεί 35 χρόνια αργότερα.)».

[δ] «Συνεπώς, είτε είναι σωστό είτε όχι ότι ο Καρυωτάκης προετοίµασε

τον ελεύθερο στίχο, το γεγονός ότι επικράτησε ο ελεύθερος στίχος έκτοτε

επιτρέπει στη διερεύνηση αυτή να διαγράψοµε τα µορφικά στοιχεία της

ποίησης του Καρυωτάκη, διότι δεν τα είχαν ανάγκη οι

“ελευθεροστιχίτες”. ∆ύσκολο εξάλλου βρίσκω να µπορεί να

υποστηριχτεί σήµερα ότι η νεωτερική ρυθµική επηρεάστηκε από τον

‘ξεκλείδωτο’ στίχο του Καρυωτάκη».

[ε] «Ωστόσο, επειδή η απόδειξη έρχεται έξωθεν, ας παρατείνοµε λίγο

ακόµη την εξέταση της µορφικής επίδρασης, ώστε να ενισχυθούν

ενδεχοµένως οι λόγοι της απόρριψης της σηµασίας των γλωσσικών

Page 16: Christos Mpampalis

τύπων. Αίφνης, θα µπορούσαµε να εντοπίσοµε λέξεις από το λεξιλόγιο

του Καρυωτάκη ‘µη κοινόχρηστες’, που τυχόν επαναλάµβαναν

µεταγενέστεροι ποιητές. Νοµίζω ότι βρίσκονται τέτοιες. Άραγε οι

γλωσσικοί τύποι, όπως και άλλα ανάλογα (λ.χ., φραστικά σχήµατα ή όσα

καταγράφει ο Άγρας) θεµελιώνουν µια ποιητική που είναι αναγνωρίσιµη;

Ή απλώς συνιστούν επουσιώδες γνώρισµα, ή µήπως καρικατούρα της

µίµησης; Όµως, καθώς έχοµε έναν «Πίνακα λέξεων» της ποίησης του

Καρυωτάκη, η επεξεργασία του ζητούµενου είναι εύκολη, αρκεί να

καταρτίσοµε πίνακες λέξεων κάποιων ποιητών που τους βαφτίσαµε

καρυωτακικούς. Έτσι µπορεί να προκύψει µιαν απάντηση στην πάντοτε

εκκρεµή απορία γιατί καταρτίζουµε δοµικά βοηθήµατα αποκλειστικά και

µόνο για τους ήδη αναγνωρισµένους συγγραφείς».

[στ] «Να συµπεράνοµε εποµένως ότι, µε κοινή συµφωνία παλαιών και

νέων λογίων και ποιητών, η επίδραση του Καρυωτάκη εστιάζεται στο

νοσηρό (ή όπως αλλιώς το ονοµάσοµε) κλίµα που ο ίδιος κατέγραψε;

Προφανώς, εφόσον παραµερίζοµε τη µορφή, της οποίας τις µετρικές

παραβιάσεις αντέγραφαν οι τότε καρυωτακίζοντες ποιητές που δικαίως

λησµονήθηκαν. Από αυτή την πλευρά, η επίδρασή τους παύει να µας

ενδιαφέρει, ως ‘µη ποιητική’ ή ως κακός ‘αναδιπλασιασµός’ του

ποιητικού λόγου Καρυωτάκη».

[ζ] «Είναι βέβαιο πόσο µέτρησε στις εκτιµήσεις των κριτικών του, την

εποχή εκείνη, η χειρονοµία του ως πράξη που επαλήθευε την ποίησή του

και ως έκφραση τόλµης. Τόλµησε εκείνος αυτό που δεν τόλµησαν αυτοί

οι οποίοι εξίσου αρνούνταν τα φαινόµενα της (παρούσας) ζωής και της

(υπαρκτής) κοινωνίας των ετών µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και

πιο πριν ακόµη: των νοσηρών συνθηκών που προέκυψαν µετά τη

σύγκρουση Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, το 1916.

Page 17: Christos Mpampalis

Ο ίδιος ο Καρυωτάκης ονοµάζει τη χειρονοµία ‘ταπεινωτική’.

Ορθώς, µε τα κριτήρια της εποχής. Για να αντιληφθούµε, ας µνηµονευθεί

ότι η αυτοκτονία του Συκουτρή, µια δεκαετία αργότερα, είχε επιµελώς

αποκρυφτεί από τους οικείους και φίλους του. «Ταπεινωτική» τη

χαρακτήριζε ο ίδιος, και το πίστευε.

Αλλιώς, πώς µπορεί να εξηγηθεί γιατί δοκίµασε πρώτα να

αυτοκτονήσει µε πνιγµό στη θάλασσα, όποτε θα ψάχναµε ακόµη αν ήταν

ηθεληµένο ή τυχαίο συµβάν. […] Ωστόσο, η πράξη του αυτή –έστω– ότι

‘επαλήθευε’ την ποίησή του. Όχι όµως –‘για όνοµα των θεών’– και ότι

έγινε για να ‘αποδείξει’ τη συνέπειά της».

[η] «Τελικά, νοµίζω ότι µπορούµε να συµφωνήσουµε πως τα κείµενα του

Καρυωτάκη βρίσκονται µέσα στα συµφραζόµενα της εποχής του –ή των

εποχών–, παραδειγµατικό µέρος των οποίων ο ποιητής το ‘εγγράφει’

ποιητικά, αποδίδοντάς το. Αυτή η ειδοποιός του διαφορά καθορίζει την

αξία και τη σηµασία του έργου. Αν είναι αισθητικής τάξεως, η αξία της

γραφής µπορεί να κρίνεται από τους ελάχιστους επαρκείς αναγνώστες

της τέχνης. Ωστόσο, για ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών, θα έχει την

αξία της επειδή τα περιεχόµενά της αφορούν σε ευρύτερα στρώµατα,

επειδή απαντούν σε κοινωνικά φαινόµενα και τα αναπαράγουν».

[θ] «Ο καρυωτακισµός, εκείνος της µετά την αυτοκτονία του ποιητή της

εποχής και λίγα χρόνια αργότερα, αποτελούσε κακή µίµηση (ακόµη και

µορφική), αλλά είχε ένα και µόνο θετικό στοιχείο: επιβεβαίωνε το πως ο

ποιητής είχε εκφράσει, µορφώσει, κάποιες από τις ‘διάχυτες ροπές και

τάσεις της εποχής του’, τις οποίες µόνον αυτός επισήµανε, όταν οι

συνήλικές του τις θεωρούσαν εκτός ποιητικής θεµατικής. Οι µιµητές

αντέγραφαν κακοτράχαλα.

Page 18: Christos Mpampalis

[…] Με λιγότερη αστυνοµική διαίσθηση απ’ όση µπορεί να

επιστρατεύσει ένας επαρκής φιλόλογος, µπορώ σήµερα (και για

λογαριασµό µου) να διακινδυνεύσω την άποψη –γνωρίζοντας το

αποχαιρετιστήριο γράµµα του, αλογόκριτο– ότι ο Καρυωτάκης µπορούσε

να παραµείνει επί µακρόν, χαζεύοντας τα «γύψινα ανάγλυφα» στο ταβάνι

του ως «ιδανικός αυτόχειρας», αν δεν υποχρεώνονταν να µεταβεί στην

Πρέβεζα και αν δεν ήταν άρρωστος από την ωχρά σπειροχαίτη. Μια

νόσος που ταλαιπωρούσε, µαζί µε τη φθίση, τους ανθρώπους της εποχής

του και που οι διαδικασίες της θεραπείας της ήταν επώδυνες. Αλλά γι’

αυτά απαιτούνται νέες επιχειρηµατολογίες, κι εδώ αστυνοµικές, ήγουν

αµφίβολες, αφού θα είναι υποθετικές. Βέβαια, στις υποθέσεις µπορούµε

να συµπεριλάβοµε και τις πιο οξυδερκείς, που δεν σηµαίνει ότι

αποβαίνουν και πειστικές».

Χρήστος Μπαµπαλής (επιλογή)

Φοιτητής Ζ΄ εξαµήνου

Τµήµα Φιλολογίας, ∆.Π.Θ.

«Η λογοτεχνική κριτική και ο Αλέξανδρος Αργυρίου»

www.argyriou.helit.duth.gr