ΠEPIEXOMENA
Προλεγόμενα του μεταφραστή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9
Τριλοβίτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .17
Γούβα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 41
Ένα μόνιμο δωμάτιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61
Το κυνήγι της αλεπούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .71
Ξανά και ξανά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101
Η σφραγίδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .109
Ο καβγατζής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125
Τιμή στους πεσόντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 145
Έτσι έχουν τα πράγματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 161
Η σωτηρία μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169
Εν τω ξηρώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 187
Πρώτη μέρα του χειμώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .211
Σημειώσεις του μεταφραστή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221
Χρονολόγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231
[ 17 ]
Τριλοβίτες
Ανοίγω την πόρτα του φορτηγού και πηδάω στο λιθόστρωτο .
Κοιτάζω ξανά τον λόφο Κόμπανι, που στέκει κακόμοιρος και
ανεμοδαρμένος . Πολύ παλιά δέσποζε επιβλητικός και τραχύς
και πρόβαλλε σαν νησί μέσα απ’ τα νερά του Τέιζ1 . Για να λειαν
θούν οι πλαγιές του χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο χρόνια και
βάλε . Δεν έχω αφήσει γωνιά του που να μην ψάξω για τριλοβίτες .
Σκέφτομαι ότι ο λόφος βρισκόταν ανέκαθεν στη θέση του και ότι
εκεί θα μείνει για πάντα – ή τουλάχιστον για όσο με νοιάζει . Η
ζέστη αχνίζει στον αέρα . Ένα σμήνος ψαρόνια πλέει στον ουρα
νό . Γεννήθηκα σ’ αυτά τα χώματα και δεν μου πέρασε ποτέ απ’
το μυαλό να τα εγκαταλείψω . Θυμάμαι πώς με κοίταζαν τα άψυ
χα μάτια του μπαμπά . Ήταν εντελώς ανέκφραστα . Το βλέμμα
του μου στέρησε κάτι που δεν θα ξανάβρω ποτέ . Κλείνω την
πόρτα και πάω προς την καφετέρια .
Βλέπω ένα τσιμεντένιο μπάλωμα στον δρόμο . Το σχήμα του
μοιάζει με τη Φλόριντα . Το κοιτάζω και σκέφτομαι τι έγραψα
στο λεύκωμα της Τζίνι: «Θα ζούμε με μάνγκο και αγάπη» . Κι
B R E E C E D ’ J P A N C A K E
[ 18 ]
αυτή έφυγε και με άφησε μόνο – δυο χρόνια ζει εκεί κάτω χωρίς
εμένα . Μου στέλνει κάρτες με φλαμίνγκο και μασίστες που πα
λεύουν με αλιγάτορες . Δεν με ρωτάει ποτέ το παραμικρό . Νιώ
θω τελείως βλάκας γι’ αυτό που έγραψα, έπειτα μπαίνω στην
καφετέρια .
Μέσα στην άδεια αίθουσα απολαμβάνω τη δροσιά του κλιμα
τιστικού . Η μικρή αδερφή του Τίνκερ Ράιλι μου βάζει καφέ . Έχει
ωραία μπούτια, μοιάζουν λιγάκι με της Τζίνι . Όμορφα στρώνουν
οι καμπύλες τους και δένουν με τις γάμπες . Τέτοια μπούτια και
τέτοιες γάμπες ανεβαίνουν τις σκάλες των αεροπλάνων . Η κο
πέλα πάει στην άκρη του πάγκου και καταβροχθίζει το υπόλοιπο
παγωτό της . Της χαμογελάω, αλλά είναι ανήλικη ακόμη, πιπίνι .
Δύο πράγματα δεν ακουμπάω ούτε με σφαίρες – τα πιπίνια και
τα ποντικόφιδα . Μια φορά έπιασα ένα ποντικόφιδο, του έκοψα
το κεφάλι και το έκανα καμουτσίκι, αλλά ο μπαμπάς το άρπαξε
και με λιάνισε . Ώρες ώρες ο μπαμπάς μού ανέβαζε το αίμα στο
κεφάλι . Χαμογελάω .
Σκέφτομαι το τηλεφώνημα της Τζίνι χθες βράδυ . Ο γέρος της
την πήρε με τ’ αμάξι απ’ το αεροδρόμιο του Τσάρλστον . Η Τζίνι
είχε προλάβει κιόλας να βαρεθεί . Να βρεθούμε; Να βρεθούμε .
Να πάμε για καμιά μπίρα; Να πάμε . Κλασικός Κόλι . Κλασική
Τζίνι . Δεν έβαζε γλώσσα μέσα . Ήθελα να της πω ότι πέθανε ο
μπαμπάς και ότι η μαμά το πάει φιρί φιρί να πουλήσει τη φάρμα,
αλλά αυτή τον χαβά της . Μιλούσε και μου σηκωνόταν η τρίχα .
Έτσι ακριβώς μου σηκώνεται η τρίχα τώρα, καθώς κοιτάζω
τις κούπες . Τις παρατηρώ που κρέμονται απ’ τους γάντζους στη
βιτρίνα . Είναι όλο σκόνη και λίγδα . Στη ράχη τους είναι κολλη
μένα τα ονόματα των θαμώνων που τις χρησιμοποιούν . Απ’ τις
τέσσερις κούπες, η μία είναι του μπαμπά, όμως άλλος είναι ο
Τρ ι λ ο β ί τ ε ς
[ 19 ]
λόγος που ανατριχιάζω . Η καθαρότερη κούπα είναι του Τζιμ .
Είναι καθαρή γιατί τη χρησιμοποιεί ακόμη, και όμως την κρε
μούν μαζί με τις υπόλοιπες . Απ’ το παράθυρο τον βλέπω που
διασχίζει τον δρόμο . Η αρθρίτιδα τον έχει γονατίσει . Αναρωτιέ
μαι πότε θα έρθει και η δική μου ώρα να τα τινάξω, αλλά ο Τζιμ
είναι γέρος, γι’ αυτό ανατριχιάζω βλέποντας την κούπα του στον
γάντζο . Πάω στην πόρτα να τον βοηθήσω .
«Πες την αλήθεια τώρα» λέει και με τσιμπάει στον ώμο με τη
χερούκλα του .
«Δεν γίνεται να την πηδήξω» . Τον κρατάω για να ανέβει στο
σκαμπό .
Βγάζω απ’ την τσέπη μου μια στρογγυλωπή πέτρα και την
κοπανάω στον πάγκο, μπροστά στον Τζιμ . Τη φέρνει σβούρα με
τα σταφιδιασμένα του δάχτυλα και την περιεργάζεται . «Γαστε
ρόποδο» λέει . «Μάλλον της Πέρμιας Περιόδου . Πάλι εσύ κερ
νάς» . Δεν τον νικάω με τίποτα, ξεχωρίζει όλα τα είδη .
«Ακόμη να βρω τριλοβίτη» λέω .
«Έχουν μείνει κάμποσοι, λίγοι . Στην περιοχή τα περισσότερα
πετρώματα σχηματίστηκαν αφότου είχαν χαθεί πια οι τριλοβί
τες» .
Η μικρή γεμίζει την κούπα του Τζιμ και του φέρνει τον καφέ
του . Τη χαζεύουμε να γυρίζει στην κουζίνα κουνιστή και λυγι
στή . Ωραία μπούτια .
Ο Τζιμ γνέφει προς το μέρος της . «Τα είδες;»
«Θα μας κλείσουν μέσα» . Τα ξέρω καλά εγώ τα πιπίνια .
«Γαμώτο, όταν ήμασταν στο Μίσιγκαν με τον μπαμπά σου,
δεκάρα δεν δίναμε αν η γκόμενα ήταν πιτσιρίκα ή σιτεμένη» .
«Την αλήθεια πες μου» .
«Αυτό που άκουσες . Όμως θέλει να υπολογίσεις καλά την
B R E E C E D ’ J P A N C A K E
[ 20 ]
ώρα, ώστε με το που θα ανεβάσεις το σώβρακο να μπουκάρεις
στο πρώτο τρένο – κι άντε γεια!»
Κοιτάζω το περβάζι . Είναι γεμάτο ξεραμένες μύγες . «Γιατί
φύγατε με τον μπαμπά απ’ το Μίσιγκαν;»
Οι ρυτίδες των ματιών του χαλαρώνουν . «Μας πήραν στον
πόλεμο» λέει και πίνει αργά μια γουλιά από τον καφέ του .
«Ο μπαμπάς δεν μπόρεσε να ξαναπάει σ’ εκείνα τα μέρη» .
«Ούτε κι εγώ . Μια ζωή έλεγα πως θα γυρίσω – ή εκεί ή στη
Γερμανία . Μόνο για να τα δω» .
«Μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου έδειχνε πού θάψατε τα αση
μικά και τα υπόλοιπα λάφυρα τον καιρό του πολέμου» .
«Στον Έλβα» λέει . «Θα τα έχουν ξεχωνιάσει τώρα» .
Η κόγχη του ματιού μου καθρεφτίζεται στον καφέ . Το πρό
σωπό μου βυθίζεται στους αχνούς και νιώθω να με κοντοζυγώνει
πονοκέφαλος . Σηκώνω το βλέμμα για να ζητήσω μια ασπιρίνη
απ’ την αδερφή του Τίνκερ, την ακούω όμως που χασκογελάει
στην κουζίνα .
«Αποκεί του έμεινε η πληγή» λέει ο Τζιμ . «Στον Έλβα το
έπαθε . Είχε βγει έξω για πολλή ώρα . Έκανε κρύο, ψόφο σού λέω .
Εγώ τον είχα για πεθαμένο, αλλά επέστρεψε . Μου λέει: “Όλο
τον κόσμο γύρισα, Τζιμ” . Και μετά: “Ωραιότατη η Κίνα”» .
«Παραληρούσε;»
«Δεν ξέρω . Χρόνια τώρα έχω πάψει να τα σκέφτομαι αυτά» .
Η αδερφή του Τίνκερ έρχεται κρατώντας την καφετιέρα, μπας
και τσιμπήσει κάνα ψιλό . Της ζητάω ασπιρίνη και προσέχω ένα
σπυράκι στον λαιμό της . Δεν θυμάμαι να έχω δει φωτογραφίες
απ’ την Κίνα . Κοιτάζω τα μπούτια της .
«Ο Τρεντ θέλει ακόμη τα χωράφια σας για πολυκατοικίες;»
«Ναι» απαντάω . «Και νομίζω ότι η μαμά θα τα δώσει . Εγώ
Τρ ι λ ο β ί τ ε ς
[ 21 ]
δεν μπορώ να τα φροντίσω όπως ο μπαμπάς . Οι καλαμιές είναι
στα μαύρα τους τα χάλια» . Αδειάζω την κούπα μου . Βαρέθηκα
να μιλάω για τη φάρμα . «Θα βγω με την Τζίνι απόψε» λέω .
«Για δώσ’ της αυτό, από μένα με αγάπη!» Απλώνει το χέρι και
μου πατάει μια τσιμπιά στο καυλί . Δεν μ’ αρέσει να μιλάει έτσι
για την Τζίνι . Το καταλαβαίνει και το χαμόγελό του σβήνει . «Εί
χα βρει μπόλικο φυσικό αέριο για την εταιρεία του γέρου της .
Μέχρι που τον άφησε η γυναίκα του, ήταν φοβερός τύπος» .
Κάνω μια περιστροφή πάνω στο σκαμπό και τον χτυπάω φι
λικά στον γέρικο ώμο του . Φέρνω στον νου μου τον μπαμπά και
το γυρίζω στην πλάκα . «Μιλάμε, ζέχνεις τόσο, που ο νεκροθά
φτης σε περιμένει στη γωνία» .
Γελάει . «Ξέρεις ότι ήσουν το πιο άσχημο μωρό του κόσμου;»
Πάω προς την πόρτα χαμογελώντας . Τον ακούω που φωνάζει
στη μικρή: «Για πλησίασε, χρυσό μου, να σου πω ένα αστειά
κι . . .» .
Η ατμόσφαιρα έχει θολώσει απ’ τους υδρατμούς . Η ζέστη τσου
ρουφλίζει το δέρμα μου, το ξεραίνει . Βάζω μπρος το φορτηγό
και πάω προς τα δυτικά, πιάνω τον αυτοκινητόδρομο που ακο
λουθεί την άδεια κοίτη του Τέιζ . Ο δρόμος διασχίζει πλατιές
ισιάδες . Αριστερά και δεξιά υψώνονται λόφοι . Παρά την κάψα
του ήλιου, απ’ τα ριζά τους σηκώνεται κίτρινος κουρνιαχτός .
Προσπερνάω μια σιδερένια πινακίδα απ’ την εποχή του WPA2:
«Αυτοκινητόδρομος ποταμού Τέιζ, χαραχθείς υπό του Τζορτζ
Ουάσινγκτον» . Στη θέση των γύρω κτιρίων φαντάζομαι χωράφια
και γελάδια, τα βλέπω με τη φαντασία μου όπως ήταν κάποτε,
στο μακρινό παρελθόν .
B R E E C E D ’ J P A N C A K E
[ 22 ]
Αφήνω τον αυτοκινητόδρομο και στρίβω προς το σπίτι μας .
Στον ουρανό σύννεφα . Ο ήλιος πότε χάνεται, πότε ξεπροβάλλει,
και η αυλή μια φωτίζεται και μια σκοτεινιάζει . Κοιτάζω πάλι το
μέρος όπου ξεψύχησε ο μπαμπάς . Κάποιο από τα ρινίσματα της
παλιάς πληγής του ανέβηκε στον εγκέφαλο και τον σώριασε
φαρδύ πλατύ στο γρασίδι . Θυμάμαι πως, όταν τον αντίκρισα,
σκέφτηκα ότι το πρόσωπό του, έτσι σημαδεμένο απ’ το παχύ
χορτάρι, έμοιαζε δαρμένο .
Μπαίνω στον κεντρικό αχυρώνα και βάζω μπρος το τρακτέρ .
Φτάνω στο ύψωμα στην άκρη της φάρμας, σβήνω τη μηχανή .
Κάθομαι στο τιμόνι, ανάβω τσιγάρο και αγναντεύω τις καλαμιές .
Οι συστοιχίες τους, γράφοντας μικρές καμπύλες, εκτείνονται
πυκνές, όμως το χώμα είναι ξερό και αυλακωμένο σαν πηλός
και τα φύλλα έχουν μια μαβιά απόχρωση . Μαραίνονται απ’ τη
στάχτη, αλλά δεν με νοιάζει . Τα καλάμια είναι ξεγραμμένα, το
ξέρω . Ανώφελο λοιπόν να το σκέφτομαι . Μακριά κάποιος κόβει
ξύλα . Οι τσεκουριές αντηχούν μέχρι εμένα . Ο ήλιος έχει πυρώ
σει τους λόφους και οι πλαγιές αχνίζουν . Τα γελάδια μας πάνε
προς τη ρεματιά και τα πουλιά τρυπώνουν στις φυλλωσιές, στα
μέρη που αμελήσαμε να αποψιλώσουμε για να τα κάνουμε βο
σκές . Κοιτάζω τον φαγωμένο πάσσαλο που οριοθετεί τη φάρμα .
Τον έστησε ο μπαμπάς όταν εγκαταστάθηκε εδώ, όταν είχε πά
ψει πια να γυρίζει από τόπο σε τόπο για το μεροκάματο3 και
είχε υπηρετήσει τη θητεία του . Ο πάσσαλος είναι από χαρουπιά
και θα αντέξει πολλά χρόνια . Τον αγκαλιάζουν λίγες ξερές πε
ρικοκλάδες .
«Είμαι ανίκανος για τέτοιες δουλειές» λέω . «Γιατί να ξεπατώ
νεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις;»
Οι τσεκουριές σταματούν . Αφουγκράζομαι τον ήχο από το