e. m. forster ΜΕΓΑΛΕΣ...
TRANSCRIPT
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου:Redoine Amzlan
«Κάποιος μπορεί να διαβάσει αυτό το βιβλίο
σαν μια ανάλαφρη κωμωδία ηθών∙ άλλος σαν
μια ειρωνική κριτική στις ταξικές και αισθητικές
προκαταλήψεις των ανώτερων τάξεων της
εδουαρδιανής Αγγλίας∙ αρκετοί θα σταθούν
σε επιμέρους θέματα όπως ο έρωτας, η τέχνη,
η αυτοπραγμάτωση, η γυναικεία χειραφέτηση,
η αποκάλυψη και η απόκρυψη, οι τρέχουσες αξίες
και η αναθεώρησή τους, το θείο, η θρησκεία,
η γλώσσα, ο μύθος και πάει λέγοντας. Είναι ένα
μυθιστόρημα πλούσιο σε διαλεκτικές αντιθέσεις,
αρχίζοντας ήδη από τον τίτλο. Η ευταξία και η άνεση
του «δωματίου» συγκρούεται με το ανοιχτό στον
κόσμο παράθυρο και την πάντα απρόβλεπτη «θέα»
του.»Από τον πρόλογο της
Κατερίνας Σχινά
Η Λούσι Χάνιτσερτς, μια νεαρή Αγγλίδα, έχει μάθει να υπακούει στους κοινωνικούς κανόνες και τις συμπεριφορές που τις υπαγορεύουν πρόσωπα του περιβάλλοντός της, από τη νευρωτική ξαδέρφη της μέχρι τη μητέρα και τον αρραβωνιαστικό της. Όταν κατά τη διάρκεια των διακοπών της στη Φλωρεντία γνωρίζει τον Τζορτζ Έμερσον και τον πατέρα του, η ζωή της θα αλλάξει για πάντα. Γραμμένο το 1908, το μυθιστόρημα αυτό του Ε. Μ. Φόρστερ, το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Τζέιμς Άιβορι, είναι μια εξαιρετική κοινωνική κωμωδία, ένα πνευματώδες σχόλιο στη βρετανική αστική τάξη των αρχών του 20ού αιώνα.
Το αγάπησα. Ήταν το πρώτο βιβλίο που μου αποκάλυψε τις δυνατότητες που προσφέρει η λογοτεχνία.Zadie Smith, συγγραφέας
Θα διαβάζουμε Φόρστερ για πάντα, γιατί λέει και υπαινίσσεται πράγματα όπως κανένας άλλος. Times
«Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
σ’ αυτούς που ξεχνούν τις θέες και σ’ εκείνους
που τις θυμούνται, ακόμα και σε μικρά δωμάτια».
E. M. Forster(1879-1970)
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣΥπεύθυνος σειράς: Δημήτρης Στεφανάκης
Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας∙ έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγματου χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά.
ISBN: 978-618-03-0959-1
ΒΟΗΘ. ΚΩΔ.: 80959
Ένα δω
μάτιο μ
ε θέα
E. M.
Forste
r E. M. Forster
Mετάφραση: Ιωάννα ΚαρατζαφέρηΠρόλογος: Κατερίνα Σχινά
7984_DOMATIO ME THEA_CV.indd 1-5 11/05/2017 09:27
ΜΕΡOΣ ΠΡΩΤΟ
| 17
Η πανσιόν Μπερτολίνι
«Η Σινιόρα δεν είχε δικαίωμα να το κάνει αυτό» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ «κανένα απολύτως δικαίωμα. Μας υποσχέθηκε δωμάτια με θέα κατά το νοτιά, το ένα κοντά στο άλλο, και αντ’ αυτών έχουμε βορινά δωμάτια, ναι, βορινά δωμάτια, που βλέπουν σε μια αυλή, και επιπλέον βρίσκονται το ένα μακριά από το άλλο. Αχ, Λούσι!».
«Κι αποπάνω είναι και Κόκνι!»1 είπε η Λούσι, που είχε στενοχωρηθεί περισσότερο με την απροσδόκητη προφορά της Σινιόρας. «Λες και είμαστε στο Λονδίνο». Κοίταξε τις δυο σειρές των Άγγλων που κάθονταν παρατεταγμένοι στο τραπέζι, με τα άσπρα μπουκάλια νερού και τα κόκκινα του κρασιού τοποθετημένα ανάμεσά τους· τα πορτρέτα της εκλιπούσης Βασίλισσας και του εκλιπόντος Δαφνοστεφή Ποιητή2 που κρέμονταν πίσω από τους Άγγλους, μέσα σε βαριές κορνίζες· την πινακίδα της Αγγλικανικής Εκκλησίας (Αιδεσ. Κάθμπερτ Ίγκερ, Μ.Α. OXON),3 τη μόνη άλλη διακόσμηση στον τοίχο. «Σάρλοτ, δεν σου φαίνεται κι εσένα λες και είμαστε στο Λονδίνο; Δεν μπορώ καν να πιστέψω ότι εκεί έξω βρίσκονται ένα σωρό άλλα πράγματα. Υποθέτω πως είναι από την κούραση».
«Αυτό το κρέας έχει σίγουρα χρησιμοποιηθεί για σούπα» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ, αφήνοντας κάτω το πιρούνι της.
«Ήθελα τόσο πολύ να βλέπω τον Άρνο. Τα δωμάτια που μας υποσχέθηκε η Σινιόρα στο γράμμα της θα είχαν θέα τον Άρνο. Η Σινιόρα δεν είχε απολύτως κανένα δικαίωμα να το κάνει αυτό. Α, μα είναι ντροπή!»
«Εμένα μου φτάνει και μια γωνίτσα» συνέχισε η δεσποινίς Μπάρτλετ. «Αλλά είναι κρίμα να μην έχεις εσύ θέα».
Η Λούσι κατάλαβε ότι είχε φερθεί εγωιστικά. «Σάρλοτ, δεν πρέπει να με κακομαθαίνεις. Κι εσύ, φυσικά, πρέπει να βλέπεις τον Άρνο. Το εννοώ. Το πρώτο άδειο δωμάτιο στην πρόσοψη…»
«Θα πρέπει να το πάρεις εσύ» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ, που μέρος των ταξιδιωτικών της εξόδων το είχε πληρώσει η μητέρα της Λούσι – μια γενναιοδωρία για την οποία έκανε πολλές διακριτικές νύξεις.
«Όχι, όχι. Εσύ πρέπει να το πάρεις».«Επιμένω σ’ αυτό. Η μητέρα σου δεν θα μου το συγχωρούσε
ποτέ, Λούσι».«Εμένα δεν θα μου το συγχωρούσε».Οι φωνές των δύο γυναικών δυνάμωσαν και –για να πούμε τη
μαύρη αλήθεια– έγιναν λίγο δυσάρεστες. Ήταν κουρασμένες και, με το πρόσχημα της ανιδιοτέλειας, λογόφερναν. Μερικοί από τους παρακαθήμενους αντάλλαξαν βλέμματα και ένας από αυτούς –κάποιος ανάγωγος, από εκείνους που συναντάς στο εξωτερικό– έγειρε πάνω από το τραπέζι και κυριολεκτικά εισέβαλε στον καβγά τους.
«Έχω εγώ θέα. Έχω εγώ θέα» είπε.Η δεσποινίς Μπάρτλετ εξεπλάγη. Συνήθως, στις πανσιόν οι άν
θρωποι τις παρατηρούσαν μια δυο μέρες προτού τους μιλήσουν, και συχνά ανακάλυπταν ότι τους «ταίριαζαν» όταν εκείνες είχαν ήδη φύγει. Κατάλαβε, πριν καν τον δει, ότι αυτός ο ενοχλητικός άνθρωπος ήταν ανάγωγος. Ηλικιωμένος, μεγαλόσωμος, με όμορφο, ξυρισμένο πρόσωπο και μεγάλα μάτια. Υπήρχε κάτι το παιδικό σ’ εκείνα τα μάτια, όχι όμως η παιδικότητα του ξεμωράματος. Τι ήταν στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Μπάρτλετ δεν πρόλαβε να το σκεφτεί, γιατί η ματιά της έπεσε στα ρούχα του. Δεν της άρεσαν καθόλου. Προφανώς, προσπαθούσε να κάνει γνωριμία μαζί τους
18 | E . M . ΦΟΡΣΤΕΡ
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 19
προτού αυτές καταλάβουν τι γίνεται. Έτσι, εκείνη πήρε ένα σαστισμένο ύφος όταν της μίλησε, και μετά είπε: «Θέα; Α, θέα! Πόσο ευχάριστη είναι μια θέα!».
«Αποδώ ο γιος μου, ο Τζορτζ» είπε ο ηλικιωμένος. «Κι αυτός έχει θέα».
«Α» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ, αφαιρώντας το λόγο από τη Λούσι, που ήταν έτοιμη να μιλήσει.
«Θέλω να πω» συνέχισε εκείνος «ότι μπορείτε να πάρετε εσείς τα δωμάτιά μας κι εμείς τα δικά σας. Να τα ανταλλάξουμε».
Η ανώτερη τάξη των τουριστών σοκαρίστηκε και ένιωσε συμπάθεια για τις νεοφερμένες. Σε απάντηση, η δεσποινίς Μπάρτλετ, ανοίγοντας το στόμα της όσο λιγότερο μπορούσε, είπε:
«Σας ευχαριστώ πραγματικά πάρα πολύ. Αλλά αυτό δεν γίνεται».«Γιατί;» ρώτησε ο ηλικιωμένος με τις γροθιές του πάνω στο τρα
πέζι.«Διότι απλώς δεν γίνεται, σας ευχαριστώ».«Δεν μας αρέσει, βλέπετε, να παίρνουμε…» άρχισε η Λούσι.Αλλά η ξαδέλφη της και πάλι την έκοψε.«Μα, γιατί;» επέμεινε εκείνος. «Στις γυναίκες αρέσει η θέα· στους
άντρες πάλι, όχι», και χτύπησε τις γροθιές του σαν κακομαθημένο παιδί. Έπειτα γύρισε στο γιο του, λέγοντας: «Τζορτζ, προσπάθησε να τις μεταπείσεις εσύ!».
«Μα είναι σαφές ότι πρέπει να πάρουν τα δωμάτια» είπε ο γιος. «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πω».
Όσο μιλούσε δεν κοίταζε τις δεσποινίδες, αλλά η φωνή του ήταν αμήχανη και θλιβερή. Και η Λούσι ένιωθε αμηχανία. Αλλά καταλάβαινε ότι είχαν εμπλακεί σε μια κατάσταση που είναι γνωστή ως «επεισοδιακή σκηνή» και είχε την παράξενη αίσθηση πως κάθε φορά που μιλούσαν αυτοί οι ανάγωγοι τουρίστες η αντιδικία γινόταν όλο και πιο εκτενής και πιο βαθιά, και στο τέλος δεν θα αφορούσε
20 | E . M . FORSTER
πια τα δωμάτια και τις θέες αλλά κάτι… κάτι αρκετά διαφορετικό, την ύπαρξη του οποίου δεν είχε αντιληφθεί πριν. Ο ηλικιωμένος κύριος επιτέθηκε τώρα στη δεσποινίδα Μπάρτλετ, βίαια σχεδόν: Γιατί να μην ανταλλάξουν δωμάτια; Τι αντιρρήσεις μπορεί να είχε; Σε μισή ώρα θα ξεμπέρδευαν.
Η δεσποινίς Μπάρτλετ, αν και ικανή στους λεπτούς χειρισμούς μιας συζήτησης, μπροστά στη βαναυσότητα ένιωθε ανίσχυρη. Ήταν αδύνατον να αποκρούσεις κάποιον τόσο χοντροκομμένο. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από δυσαρέσκεια. Κοίταξε γύρω της σαν να έλεγε: «Έτσι είστε όλοι;». Και δύο κυριούλες, που κάθονταν πιο πέρα στο τραπέζι και οι εσάρπες τους κρέμονταν από τις καρέκλες τους, ανταπέδωσαν το βλέμμα της, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Όχι, δεν είμαστε έτσι· εμείς είμαστε ευγενικές».
«Τρώγε το φαγητό σου, αγαπητή μου» είπε στη Λούσι, και άρχισε πάλι να σκαλίζει το κρέας που πριν είχε επικρίνει.
Η Λούσι μουρμούρισε ότι εκείνοι οι απέναντι φαίνονταν πολύ αλλόκοτοι άνθρωποι.
«Τρώγε το φαγητό σου, αγαπητή μου. Αυτή η πανσιόν είναι μια αποτυχία. Αύριο θα αλλάξουμε».
Δεν πρόλαβε να ανακοινώσει αυτή τη σκληρή απόφαση και αμέσως ανακάλεσε. Οι κουρτίνες στο βάθος της αίθουσας χωρίστηκαν και αποκάλυψαν έναν κληρικό, σωματώδη και ελκυστικό, που προχώρησε βιαστικά προς τη θέση του στο τραπέζι, απολογούμενος κεφάτα για την αργοπορία του. Η Λούσι, που δεν είχε ακόμη αποκτήσει πλήρως καλούς τρόπους, σηκώθηκε αμέσως αναφωνώντας: «Αχ, ναι, ο κύριος Μπιμπ! Αχ, τι όμορφα, τέλεια! Αχ, Σάρλοτ, πρέπει να μείνουμε τώρα, όσο άσχημα κι αν είναι τα δωμάτια. Αχ, ναι!».
Η δεσποινίς Μπάρτλετ είπε πιο συγκρατημένα:«Πώς είστε, κύριε Μπιμπ; Φαντάζομαι πως μας έχετε ξεχάσει:
δεσποινίς Μπάρτλετ και δεσποινίς Χάνιτσερτς. Ήμασταν στο Τάν
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 21
μπριτζ Γουέλς, όπου βοηθούσατε τον εφημέριο του Αγίου Πέτρου εκείνο το πολύ κρύο Πάσχα».
Ο κληρικός, με ύφος κάποιου σε διακοπές, δεν θυμόταν τόσο καθαρά τις δεσποινίδες όσο αυτές εκείνον. Αλλά τις πλησίασε εύθυμος και δέχτηκε την καρέκλα που του υπέδειξε η Λούσι.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που σας βλέπω» είπε το κορίτσι, που βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής πενίας και θα χαιρόταν ακόμα κι αν έβλεπε το σερβιτόρο, αν της το επέτρεπε η ξαδέλφη της. «Τι μικρός που είναι ο κόσμος! Και αν σκεφτείτε και το Σάμερ Στριτ, είναι πραγματικά τόσο παράξενος!»
«Η δεσποινίς Χάνιτσερτς μένει στην ενορία του Σάμερ Στριτ» εξήγησε η δεσποινίς Μπάρτλετ καλύπτοντας το κενό «και έτυχε να μου πει σε μια συζήτηση ότι προσφάτως δεχτήκατε τη θέση…».
«Ναι, το έμαθα από τη μητέρα την περασμένη εβδομάδα. Δεν ήξερε ότι σας είχα γνωρίσει στο Τάνμπριτζ Γουέλς, αλλά της έγραψα αμέσως και της είπα: “Ο κύριος Μπιμπ είναι…”».
«Πράγματι» είπε ο κληρικός. «Θα μετακομίσω στο πρεσβυτέριο του Σάμερ Στριτ τον ερχόμενο Ιούνιο. Χαίρομαι που τοποθετήθηκα σε μια τόσο χαριτωμένη γειτονιά».
«Α, κι εγώ χαίρομαι! Το σπίτι μας ονομάζεται Γουίντι Κόρνερ».Ο κύριος Μπιμπ υποκλίθηκε ελαφρά.«Βασικά, εκεί μένουμε η μητέρα, εγώ και ο αδελφός μου, πα
ρόλο που δεν τον φέρνουμε συχνά στην εκ… – η εκκλησία είναι κάπως μακριά, θέλω να πω».
«Λούσι, αγάπη μου, άφησε τον κύριο να φάει το φαγητό του».«Τρώω, ευχαριστώ, και το απολαμβάνω».Προτιμούσε να μιλάει με τη Λούσι, της οποίας τώρα θυμήθηκε
το παίξιμο, παρά με τη δεσποινίδα Μπάρτλετ, που πιθανόν θυμόταν τα κηρύγματά του. Ρώτησε τη νεαρή κοπέλα αν ήξερε καλά τη Φλωρεντία, και εκείνη του είπε, μ’ ένα σωρό λόγια, ότι δεν είχε
22 | E . M . FORSTER
ξανάρθει ποτέ πριν. Είναι πολύ ευχάριστο να ενημερώνεις κάποιον νεοφερμένο, και αυτός την ήξερε καλά την περιοχή.
«Μην παραλείψετε τα περίχωρα» τελείωσε την ενημέρωσή του. «Το πρώτο απόγευμα με καλό καιρό να πάτε στο Φιέζολε και να επιστρέψετε από το Σετινιάνο, ή από κάποια παρόμοια διαδρομή».
«Όχι!» ακούστηκε μια φωνή από την κορυφή του τραπεζιού. «Κύριε Μπιμπ, κάνετε λάθος. Το πρώτο καλό απόγευμα οι δεσποινίδες σας πρέπει να πάνε στο Πράτο».
«Αυτή η κυρία φαίνεται τόσο έξυπνη» ψιθύρισε η δεσποινίς Μπάρτλετ στην ξαδέλφη της. «Είμαστε τυχερές».
Και πραγματικά, ένας χείμαρρος από πληροφορίες τις κατέκλυσε. Τους είπαν τι να δουν, πότε να το δουν, πώς να σταματάνε το τραμ, πώς να ξεφορτώνονται τους ζητιάνους, πόσα να δώσουν για ένα στυπόχαρτο, πόσο πολύ θα τους άρεσε αυτό το μέρος. Η πανσιόν Μπερτολίνι είχε αποφασίσει, με ενθουσιασμό σχεδόν, ότι της «ταίριαζαν». Όπου κι αν κοίταζαν, οι ευγενικές κυρίες χαμογελούσαν και τις φώναζαν. Και πάνω απ’ όλες υψωνόταν η φωνή της έξυπνης κυρίας, κραυγάζοντας: «Πράτο! Πρέπει να πάνε στο Πράτο. Αυτό το μέρος είναι τόσο χαριτωμένα παραμελημένο, που δεν μπορείς να το περιγράψεις με λόγια. Τρελαίνομαι για δαύτο. Όπως καταλαβαίνετε, λατρεύω να απαλλάσσομαι από δεσμεύσεις καθωσπρεπισμού».
Ο νεαρός που λεγόταν Τζορτζ κοίταξε την έξυπνη κυρία και μετά έστρεψε τα μάτια του, συνοφρυωμένος, στο πιάτο του. Προφανώς, αυτός και ο πατέρας του δεν τους «ταίριαζαν». Η Λούσι, στο επίκεντρο της επιτυχίας, βρήκε μια στιγμή για να ευχηθεί να «ταίριαζαν» κι εκείνοι. Δεν της προκαλούσε καμιά επιπλέον ευχαρίστηση το γεγονός ότι έπρεπε να αποκλειστεί κάποιος. Και όταν σηκώθηκε να φύγει, γύρισε και έκανε σ’ αυτούς τους απροσάρμοστους άντρες μια μικρή νευρική υπόκλιση.
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 23
Ο πατέρας δεν την είδε. Ο γιος την αποδέχτηκε, όχι με μια άλλη υπόκλιση, αλλά ανασηκώνοντας τα φρύδια του και χαμογελώντας. Φάνηκε να χαμογελάει σε κάτι απέναντι.
Εκείνη έτρεξε πίσω από την ξαδέλφη της, που είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα από τις κουρτίνες – κουρτίνες που σε χτυπούσαν στο πρόσωπο και νόμιζες ότι ήταν φτιαγμένες από κάτι πιο βαρύ από ύφασμα. Πίσω τους στεκόταν η αναξιόπιστη Σινιόρα, καλησπερίζοντας με μια κλίση του κεφαλιού τους πελάτες της και ακολουθούμενη από τον Ένερι, το αγοράκι της, και τη Βικτόριερ, την κόρη της. Αυτή η απόπειρα της Λονδρέζας να μεταφέρει εκεί μέσα τη χάρη και την εγκαρδιότητα του Νότου δημιουργούσε ένα παράξενο σκηνικό. Και ακόμα πιο παράξενο ήταν το σαλόνι, που επιχειρούσε να ανταγωνιστεί την επιβλητική άνεση ενός ξενώνα στο Μπλούμπσμπερι. Έτσι ήταν αλήθεια η Ιταλία;
Η δεσποινίς Μπάρτλετ καθόταν ήδη σε μια ασφυκτικά παραγεμισμένη πολυθρόνα, που είχε το χρώμα και το σχήμα τομάτας. Κουβέντιαζε με τον κύριο Μπιμπ και, καθώς μιλούσε, το μακρόστενο κεφάλι της έγερνε μπρος και πίσω, με αργό, κανονικό ρυθμό, λες και γκρέμιζε κάποιο αόρατο εμπόδιο. «Σας είμαστε περισσότερο από ευγνώμονες» έλεγε. «Το πρώτο βράδυ είναι πολύ σημαντικό. Όταν ήρθατε ήμασταν σε μια ιδιαίτερα mauvais quart d’heure».4
Εκείνος εξέφρασε τη λύπη του. «Μήπως, κατά τύχη, ξέρετε το όνομα του ηλικιωμένου κυρίου
που καθόταν απέναντί μας στο τραπέζι;»«Έμερσον».«Είναι φίλος σας;»«Όσο φίλος μπορείς να γίνεις με κάποιον σε μια πανσιόν».«Τότε, δεν λέω περισσότερα».Εκείνος την πίεσε λιγάκι, και αυτή είπε περισσότερα.
24 | E . M . FORSTER
«Είμαι, λοιπόν» αποτελείωσε «η συνοδός της νεαρής ξαδέλφης μου, της Λούσι, και δεν θα ήταν πρέπον να υποχρεωθεί εξαιτίας μου σε ανθρώπους για τους οποίους δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Η συμπεριφορά του ήταν κάπως ατυχής. Ελπίζω να έπραξα το σωστό».
«Φερθήκατε πολύ φυσιολογικά» της απάντησε. Φάνηκε σκεφτικός και, ύστερα από λίγο, πρόσθεσε: «Πάντως δεν νομίζω ότι θα ήταν και τόσο κακό αν συμφωνούσατε».
«Καθόλου κακό δεν θα ήταν, βέβαια. Αλλά δεν μπορούσαμε να του είμαστε υποχρεωμένες».
«Είναι μάλλον ιδιόρρυθμος». Δίστασε πάλι, και μετά είπε ευγενικά: «Δεν πιστεύω πως θα εκμεταλλευόταν την προσφορά του αν τη δεχόσασταν, ούτε θα περίμενε να δείχνατε ευγνωμοσύνη. Έχει το προσόν –αν είναι τέτοιο– να λέει ακριβώς αυτό που εννοεί. Έχει δωμάτια που δεν τα εκτιμά και πιστεύει ότι εσείς θα τα εκτιμούσατε. Δεν σκέφτηκε να σας υποχρεώσει, ήθελε μόνο να φανεί ευγενικός. Είναι τόσο δύσκολο –εγώ, τουλάχιστον, το βρίσκω δύσκολο– να καταλάβουμε τους ανθρώπους που είναι ειλικρινείς».
Η Λούσι χάρηκε και είπε: «Εγώ έλπιζα ότι ήταν καλός. Έτσι κάνω πάντα, ελπίζω ότι οι άνθρωποι είναι καλοί».
«Εγώ νομίζω πως είναι καλός και κουραστικός. Διαφέρω από αυτόν σε όλα τα σημαντικά σημεία, και παρόμοια περιμένω –ελπίζω, μπορώ να πω– ότι κι εσείς θα διαφέρετε. Αυτός, όμως, είναι ο τύπος του ανθρώπου που περισσότερο διαφωνείς μαζί του παρά οικτίρεις. Όταν πρωτοήρθε εδώ, έκανε –και ήταν φυσικό– όλους τους άλλους να του γυρίσουν την πλάτη. Δεν έχει λεπτότητα και τρόπους –με αυτό δεν εννοώ ότι έχει κακούς τρόπους– και δεν κρατάει τη γνώμη του για τον εαυτό του. Διαμαρτυρηθήκαμε μάλιστα γι’ αυτόν στην καταθλιπτική μας Σινιόρα, αλλά ευτυχώς μετά το σκεφθήκαμε καλύτερα».
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 25
«Μήπως θα πρέπει να συμπεράνω» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ «ότι είναι σοσιαλιστής;».
Ο κύριος Μπιμπ δέχτηκε τη βολική λέξη μ’ ένα ελαφρύ δάγκωμα των χειλιών του.
«Και προφανώς μεγάλωσε και το γιο του επίσης ως σοσιαλιστή;» «Δεν τον ξέρω σχεδόν καθόλου τον Τζορτζ, αφού δεν έχει μάθει
ακόμη να μιλάει. Φαίνεται ευγενικό πλάσμα και νομίζω πως διαθέτει μυαλό. Φυσικά, έχει όλες τις ιδιοτροπίες του πατέρα του, και μάλλον είναι κι αυτός σοσιαλιστής».
«Αχ, με ανακουφίσατε» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ. «Με άλλα λόγια, λέτε ότι έπρεπε να αποδεχτώ την προσφορά του; Νομίζετε ότι υπήρξα στενόμυαλη και καχύποπτη;»
«Καθόλου» απάντησε εκείνος. «Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο».«Μήπως θα έπρεπε να απολογηθώ, κατόπιν όλων αυτών, για την
απροκάλυπτη αγένειά μου;»Εκείνος απάντησε με κάποιον εκνευρισμό ότι θα ήταν εντελώς
περιττό, και σηκώθηκε από το κάθισμά του για να πάει στο καπνιστήριο.
«Ήμουν βαρετή;» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ αμέσως μόλις εκείνος εξαφανίστηκε. «Λούσι, εσύ γιατί δεν μίλησες; Είμαι βέβαιη ότι προτιμάει τους νέους ανθρώπους. Ελπίζω να μην τον μονοπώλησα. Διατηρούσα την ελπίδα ότι θα τον είχες εσύ όλο το βράδυ, όπως και την ώρα του δείπνου».
«Είναι καλός» αναφώνησε η Λούσι. «Ακριβώς όπως τον θυμόμουν. Δείχνει να βλέπει σε όλους το καλό. Κανείς δεν θα τον έπαιρνε για κληρικό».
«Αγαπητή μου Λουσία…»«Ε, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Και ξέρεις πώς γελάνε οι κλη
ρικοί γενικώς. Ο κύριος Μπιμπ γελάει όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι».
26 | E . M . FORSTER
«Αστείο μου κορίτσι! Πόσο μου θυμίζεις τη μητέρα σου. Αναρωτιέμαι αν θα ενέκρινε τον κύριο Μπιμπ».
«Είμαι βέβαιη πως ναι. Το ίδιο και ο Φρέντι».«Νομίζω ότι όλοι στο Γουίντι Κόρνερ θα τον εγκρίνουν, εκεί ο
κόσμος είναι σύγχρονος. Εγώ έχω συνηθίσει στο Τάνμπριτζ Γουέλς, όπου όλοι είμαστε απελπιστικά παλιομοδίτες».
«Μάλιστα» είπε η Λούσι άκεφα.Στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν ένα σύννεφο αποδοκιμασίας,
αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει αν η αποδοκιμασία ήταν για την ίδια, ή για τον κύριο Μπιμπ, ή για τον σύγχρονο κόσμο του Γουίντι Κόρνερ, ή για τον παλιομοδίτικο κόσμο του Τάνμπριτζ Γουέλς. Προσπάθησε να το εντοπίσει, αλλά όπως συνήθως απέτυχε. Η δεσποινίς Μπάρτλετ αρνιόταν επιμελώς να αποδοκιμάσει οποιονδήποτε, και πρόσθεσε: «Φοβάμαι πως με βρίσκεις πολύ καταθλιπτική συντροφιά».
Και το κορίτσι σκέφτηκε και πάλι: «Θα πρέπει να υπήρξα εγωίστρια ή αγενής. Πρέπει να είμαι πιο προσεκτική. Τι τρομερό για τη Σάρλοτ, που είναι φτωχή».
Ευτυχώς, μια από τις μεγάλες κυρίες, που για αρκετή ώρα τους χαμογελούσε καλοπροαίρετα, τώρα πλησίασε και ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει εκεί που καθόταν ο κύριος Μπιμπ. Της απάντησαν θετικά, κι εκείνη άρχισε να μιλάει μειλίχια για την Ιταλία και την τολμηρή της απόφαση να έρθει εδώ, για την ευτυχή έκβαση της απόφασής της αυτής, για τη βελτίωση της υγείας της αδελφής της, για την αναγκαιότητα να κλείνει τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας τη νύχτα και να αδειάζει τις θερμοφόρες το πρωί. Χειριζόταν με ευχάριστο τρόπο τα θέματά της, τα οποία ήταν ίσως πιο αξιόλογα από την έντονη συζήτηση για τους Γουέλφους και τους Γιβελίνους5 που διεξαγόταν θυελλωδώς στην άλλη άκρη του δωματίου. Ήταν πραγματική καταστροφή, όχι απλώς ένα επεισόδιο, εκείνο το βρά
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 27
δυ της στη Βενετία όταν είχε βρει στο δωμάτιό της κάτι χειρότερο από ψύλλο, αλλά καλύτερο από κάτι άλλο.
«Αλλά εδώ είστε το ίδιο ασφαλείς όσο και στην Αγγλία. Η Σινιόρα Μπερτολίνι είναι τόσο Αγγλίδα».
«Όμως τα δωμάτιά μας μυρίζουν» είπε η καημένη η Λούσι. «Πραγματικά φοβόμαστε να πέσουμε στα κρεβάτια μας».
«Α, τότε τα δωμάτιά σας κοιτάζουν στην αυλή». Αναστέναξε. «Αν ο κύριος Έμερσον ήταν τουλάχιστον πιο διακριτικός! Σας λυπηθήκαμε πολύ κατά το δείπνο».
«Νομίζω πως ήθελε να φανεί ευγενικός».«Αναμφίβολα ήταν» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ. «Ο κύριος Μπιμπ
μόλις με επέπληξε για τον καχύποπτο χαρακτήρα μου. Φυσικά, εγώ ήμουν συγκρατημένη για χάρη της ξαδέλφης μου».
«Φυσικά» είπε η κυριούλα. Και χαμηλόφωνα σχολίασαν πόσο προσεκτικός πρέπει να είναι κανείς μ’ ένα νεαρό κορίτσι.
Η Λούσι προσπάθησε να φαίνεται σεμνή, αλλά δεν μπορούσε να πάψει να νιώθει πολύ ανόητη. Κανένας δεν ήταν προσεκτικός μαζί της στο σπίτι, ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο.
«Για τον κύριο Έμερσον δεν ξέρω σχεδόν τίποτα. Όχι, δεν είναι διακριτικός. Όμως, έχετε παρατηρήσει ότι κάποιοι άνθρωποι κάνουν πράγματα που δεν είναι και τόσο πολύ λεπτά, ωστόσο την ίδια στιγμή είναι τόσο… όμορφα;»
«Όμορφα;» αναφώνησε η δεσποινίς Μπάρτλετ, ξαφνιασμένη με τη λέξη. «Ομορφιά και λεπτότητα δεν είναι το ίδιο;»
«Έτσι νομίζουμε» είπε η άλλη απελπισμένα. «Καμιά φορά, σκέφτομαι πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα».
Δεν είπε περισσότερα, γιατί εμφανίστηκε ξανά ο κύριος Μπιμπ, δείχνοντας εξαιρετικά χαρούμενος.
«Δεσποινίς Μπάρτλετ» φώναξε «όλα εντάξει με τα δωμάτια. Χαί
28 | E . M . FORSTER
ρομαι, πραγματικά. Αυτό συζητούσε ο κύριος Έμερσον στο καπνιστήριο και, έχοντας κατά νου την προηγούμενη συζήτησή μας, τον ενθάρρυνα να επαναλάβει την προσφορά. Μου επέτρεψε να έρθω και να σας ρωτήσω. Θα τον ευχαριστούσε πολύ».
«Αχ, Σάρλοτ» φώναξε η Λούσι στην ξαδέλφη της «τώρα πρέπει να τα πάρουμε τα δωμάτια. Ο κύριος ήταν όσο πιο ευγενικός μπορούσε».
Η δεσποινίς Μπάρτλετ σιωπούσε.«Φοβάμαι» είπε ο κύριος Μπιμπ, ύστερα από μια παύση, «ότι
ανακατεύτηκα υπέρ το δέον. Οφείλω να απολογηθώ για τη μεσολάβησή μου».
Δυσαρεστημένος μέχρι θανάτου, γύρισε να φύγει. Τότε, η δεσποινίς Μπάρτλετ απάντησε: «Οι δικές μου επιθυμίες, αγαπητή Λούσι, είναι ασήμαντες μπροστά στις δικές σου. Θα ήταν πραγματικά σκληρό να σε εμπόδιζα να κάνεις ό,τι θέλεις στη Φλωρεντία, αφού εγώ βρίσκομαι εδώ χάρη στη δική σου καλοσύνη. Αν θέλεις να βγάλω αυτούς τους κυρίους έξω από τα δωμάτιά τους, θα το κάνω. Μήπως μπορείτε, κύριε Μπιμπ, να πείτε στον κύριο Έμερσον ότι δέχομαι την ευγενική προσφορά του και μετά να μου τον φέρετε ώστε να τον ευχαριστήσω προσωπικά;».
Καθώς μιλούσε ύψωσε τη φωνή της, ακούστηκε σε όλο το σαλόνι και σταμάτησε τη συζήτηση για τους Γουέλφους και τους Γιβελίνους. Ο κληρικός, αναθεματίζοντας από μέσα του το θηλυκό γένος, υποκλίθηκε και αναχώρησε με το μήνυμά της.
«Να θυμάσαι, Λούσι, ότι μόνο εγώ εμπλέκομαι σ’ αυτή την υπόθεση. Δεν θέλω να είσαι εσύ εκείνη που θα δεχτεί. Αυτό, τουλάχιστον, άφησέ το σ’ εμένα».
Ο κύριος Μπιμπ επέστρεψε, αρκετά ταραγμένος.«Ο κύριος Έμερσον είναι απασχολημένος, αλλά αντ’ αυτού ιδού
ο γιος του».
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 29
Ο νεαρός κοίταξε από ψηλά τις τρεις κυρίες, οι οποίες είχαν την αίσθηση ότι κάθονταν στο πάτωμα – τόσο χαμηλές ήταν οι καρέκλες τους.
«Ο πατέρας μου» είπε «κάνει το μπάνιο του, κι έτσι δεν μπορείτε να τον ευχαριστήσετε προσωπικά. Αλλά οποιοδήποτε μήνυμα μου δώσετε θα του το μεταφέρω εγώ αμέσως μόλις βγει».
Η δεσποινίς Μπάρτλετ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όλες οι αιχμηρές της ευγένειες οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο νεαρός κύριος Έμερσον πέτυχε έναν αξιοσημείωτο θρίαμβο, προς μεγάλη χαρά του κυρίου Μπιμπ και προς κρυφή χαρά της Λούσι.
«Ο καημένος!» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ, αμέσως μόλις έφυγε. «Πόσο θυμωμένος είναι με τον πατέρα του για τα δωμάτια! Κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει ευγενικός».
«Σε μισή ώρα περίπου τα δωμάτιά σας θα είναι έτοιμα» είπε ο κύριος Μπιμπ. Μετά, κοιτάζοντας αρκετά σκεφτικός τις δύο ξαδέλφες, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, για να γράψει στο φιλοσοφικό του ημερολόγιο.
«Αχ, χρυσή μου!» είπε η κυριούλα, και ανατρίχιασε λες και όλοι οι άνεμοι των ουρανών είχαν εισβάλει στο δωμάτιο. «Οι άντρες μερικές φορές δεν καταλαβαίνουν…» Η φωνή της έσβησε, αλλά η δεσποινίς Μπάρτλετ φάνηκε να αντιλαμβάνεται το νόημα και ξεκίνησε μια συζήτηση στην οποία οι άντρες που δεν καταλαβαίνουν εντελώς έπαιξαν κύριο ρόλο. Η Λούσι, που ούτε εκείνη καταλάβαινε, κατέφυγε στο διάβασμα. Παίρνοντας τον Οδηγό της Βόρειας Ιταλίας του Μπέντεκερ, βάλθηκε να μάθει απέξω τις πιο σημαντικές χρονολογίες της φλωρεντινής ιστορίας. Ήταν αποφασισμένη να απολαύσει την επόμενη ημέρα. Έτσι, η μισή ώρα πέρασε εποικοδομητικά, ώσπου η δεσποινίς Μπάρτλετ σηκώθηκε μ’ έναν αναστεναγμό και είπε:
30 | E . M . FORSTER
«Νομίζω ότι τώρα μπορούμε να το τολμήσουμε. Όχι, Λούσι, μην σηκώνεσαι. Θα φροντίσω εγώ για τη μεταφορά».
«Μα όλα εσύ τα κάνεις» είπε η Λούσι.«Φυσικά, αγαπητή μου. Αυτή είναι η δουλειά μου».«Θα ήθελα, όμως, να σε βοηθήσω».«Όχι, χρυσή μου».Αχ, αυτή η ενεργητικότητα της Σάρλοτ! Και η καλοσύνη της! Έτσι
ήταν όλη της τη ζωή, αλλά πραγματικά, σε αυτό το ταξίδι στην Ιταλία ξεπερνούσε τον εαυτό της. Έτσι ένιωθε η Λούσι, ή πάλευε να νιώσει έτσι. Κι όμως, υπήρχε ένα πνεύμα ανταρσίας μέσα της που αναρωτιόταν αν η αποδοχή της προσφοράς θα μπορούσε να ήταν λιγότερο ευγενική και περισσότερο όμορφη. Εν πάση περιπτώσει, θα έμπαινε στο δικό της δωμάτιο χωρίς κανένα αίσθημα χαράς.
«Θέλω να εξηγήσω» είπε η δεσποινίς Μπάρτλετ «γιατί πήρα εγώ το μεγαλύτερο δωμάτιο. Φυσικά, θα έπρεπε να το δώσω σ’ εσένα, αλλά ξέρω ότι αυτό ανήκει στο νεαρό και είμαι βέβαιη ότι κάτι τέτοιο δεν θα άρεσε στη μητέρα σου».
Η Λούσι ξαφνιάστηκε.«Αν πρόκειται να δεχτείς μια χάρη, είναι καλύτερα να είσαι
ευγνώμων στον πατέρα του παρά σ’ εκείνον. Γνωρίζω τι συμβαίνει στον κόσμο, με τον δικό μου απλό τρόπο, και ξέρω πού οδηγούνται τα πράγματα. Πάντως, ο κύριος Μπιμπ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο εγγύηση ότι δεν θα το εκμεταλλευτούν αυτό».
«Τη μητέρα δεν θα την ένοιαζε, είμαι βέβαιη» είπε η Λούσι, αν και είχε την αίσθηση ότι υπήρχαν ζητήματα πολύ μεγαλύτερα, που δεν τα έβαζε ο νους της.
Η δεσποινίς Μπάρτλετ αναστέναξε μόνο, την αγκάλιασε προστατευτικά και της ευχήθηκε καληνύχτα. Η Λούσι ένιωσε μια σκοτοδίνη και, όταν πήγε στο δωμάτιό της, άνοιξε το παράθυρο και ανέπνευσε τον καθαρό αέρα της νύχτας, έχοντας στη σκέψη της τον
ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ | 31
καλό άνθρωπο που της έδωσε την ευκαιρία να δει τα φώτα να χορεύουν στον Άρνο, τα κυπαρίσσια του Σαν Μινιάτο και τους πρόποδες των Απέννινων, μαύρους κόντρα στο φεγγάρι που ανέτελλε.
Η δεσποινίς Μπάρτλετ, στο δωμάτιό της, έκλεισε τα παντζούρια και κλείδωσε την πόρτα. Μετά έκανε ένα γύρο το διαμέρισμα να δει πού οδηγούσαν τα ντουλάπια και αν υπήρχαν φεγγίτες ή μυστικές είσοδοι. Πρόσεξε τότε, καρφιτσωμένο πάνω από το νιπτήρα, ένα κομμάτι χαρτί, ένα κακογραμμένο μεγάλο ερωτηματολόγιο. Τίποτε περισσότερο.
«Τι να σημαίνει αυτό;» απόρησε και το περιεργάστηκε προσεκτικά στο φως ενός κεριού. Άνευ σημασίας στην αρχή, έγινε σιγά σιγά απειλητικό, ολέθριο, ένας οιωνός κακού. Της ήρθε να το καταστρέψει, αλλά ευτυχώς σκέφτηκε ότι δεν είχε το δικαίωμα, αφού μπορεί να ανήκε στον νεαρό Έμερσον. Έτσι, το ξεκάρφωσε προσεκτικά και το έβαλε ανάμεσα σε δυο κομμάτια στυπόχαρτο, για να του το διατηρήσει καθαρό. Στη συνέχεια, ολοκλήρωσε την επιθεώρηση του δωματίου, αναστέναξε βαθιά κατά τη συνήθειά της και πήγε για ύπνο.
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου:Redoine Amzlan
«Κάποιος μπορεί να διαβάσει αυτό το βιβλίο
σαν μια ανάλαφρη κωμωδία ηθών∙ άλλος σαν
μια ειρωνική κριτική στις ταξικές και αισθητικές
προκαταλήψεις των ανώτερων τάξεων της
εδουαρδιανής Αγγλίας∙ αρκετοί θα σταθούν
σε επιμέρους θέματα όπως ο έρωτας, η τέχνη,
η αυτοπραγμάτωση, η γυναικεία χειραφέτηση,
η αποκάλυψη και η απόκρυψη, οι τρέχουσες αξίες
και η αναθεώρησή τους, το θείο, η θρησκεία,
η γλώσσα, ο μύθος και πάει λέγοντας. Είναι ένα
μυθιστόρημα πλούσιο σε διαλεκτικές αντιθέσεις,
αρχίζοντας ήδη από τον τίτλο. Η ευταξία και η άνεση
του «δωματίου» συγκρούεται με το ανοιχτό στον
κόσμο παράθυρο και την πάντα απρόβλεπτη «θέα»
του.»Από τον πρόλογο της
Κατερίνας Σχινά
Η Λούσι Χάνιτσερτς, μια νεαρή Αγγλίδα, έχει μάθει να υπακούει στους κοινωνικούς κανόνες και τις συμπεριφορές που τις υπαγορεύουν πρόσωπα του περιβάλλοντός της, από τη νευρωτική ξαδέρφη της μέχρι τη μητέρα και τον αρραβωνιαστικό της. Όταν κατά τη διάρκεια των διακοπών της στη Φλωρεντία γνωρίζει τον Τζορτζ Έμερσον και τον πατέρα του, η ζωή της θα αλλάξει για πάντα. Γραμμένο το 1908, το μυθιστόρημα αυτό του Ε. Μ. Φόρστερ, το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Τζέιμς Άιβορι, είναι μια εξαιρετική κοινωνική κωμωδία, ένα πνευματώδες σχόλιο στη βρετανική αστική τάξη των αρχών του 20ού αιώνα.
Το αγάπησα. Ήταν το πρώτο βιβλίο που μου αποκάλυψε τις δυνατότητες που προσφέρει η λογοτεχνία.Zadie Smith, συγγραφέας
Θα διαβάζουμε Φόρστερ για πάντα, γιατί λέει και υπαινίσσεται πράγματα όπως κανένας άλλος. Times
«Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
σ’ αυτούς που ξεχνούν τις θέες και σ’ εκείνους
που τις θυμούνται, ακόμα και σε μικρά δωμάτια».
E. M. Forster(1879-1970)
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣΥπεύθυνος σειράς: Δημήτρης Στεφανάκης
Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας∙ έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγματου χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά.
ISBN: 978-618-03-0959-1
ΒΟΗΘ. ΚΩΔ.: 80959
Ένα δω
μάτιο μ
ε θέα
E. M.
Forste
r E. M. Forster
Mετάφραση: Ιωάννα ΚαρατζαφέρηΠρόλογος: Κατερίνα Σχινά
7984_DOMATIO ME THEA_CV.indd 1-5 11/05/2017 09:27