elearning language and intelligence

43
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ «ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ» Διδάσκουσα: Φουστάνα Αγγελική, Δρ. Ειδικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Γλώσσα είναι ο έναρθρος πειθαρχημένος λόγος, προϊόν της κοινωνικής συμβίωσης και συμφωνίας των ανθρώπων, με σκοπό την έκφραση και ανταλλαγή συναισθημάτων, σκέψεων, απόψεων και ιδεών. Η γλώσσα περιλαμβάνει οπτικο-κινητικά στοιχεία (χειρονομίες, μορφασμούς, σήματα κ.ά.) και τον ακουστικο-φωνητικό έναρθρο λόγο, ο οποίος αποτελεί την κύρια μορφή γλωσσικής επικοινωνίας, ιδιαίτερα στις πολιτισμένες κοινωνίες. Με δεδομένο ότι η γλώσσα είναι ένας κώδικας σημείων, πολλοί θεωρητικοί κι ερευνητές προσανατολίστηκαν στο να περιγράψουν και να εξηγήσουν τη διαδικασία μάθησης αυτού του κώδικα από το παιδί. Τα επίπεδα οργάνωσης του γλωσσικού κώδικα είναι τα ακόλουθα: 1

Upload: futzia

Post on 27-Apr-2015

496 views

Category:

Documents


3 download

TRANSCRIPT

Page 1: Elearning Language and Intelligence

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

«ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ»

Διδάσκουσα: Φουστάνα Αγγελική, Δρ. Ειδικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Γλώσσα είναι ο έναρθρος πειθαρχημένος λόγος, προϊόν της κοινωνικής

συμβίωσης και συμφωνίας των ανθρώπων, με σκοπό την έκφραση και ανταλλαγή

συναισθημάτων, σκέψεων, απόψεων και ιδεών. Η γλώσσα περιλαμβάνει οπτικο-

κινητικά στοιχεία (χειρονομίες, μορφασμούς, σήματα κ.ά.) και τον ακουστικο-

φωνητικό έναρθρο λόγο, ο οποίος αποτελεί την κύρια μορφή γλωσσικής

επικοινωνίας, ιδιαίτερα στις πολιτισμένες κοινωνίες. Με δεδομένο ότι η γλώσσα είναι

ένας κώδικας σημείων, πολλοί θεωρητικοί κι ερευνητές προσανατολίστηκαν στο να

περιγράψουν και να εξηγήσουν τη διαδικασία μάθησης αυτού του κώδικα από το

παιδί. Τα επίπεδα οργάνωσης του γλωσσικού κώδικα είναι τα ακόλουθα:

1. Το φωνολογικό επίπεδο (εκφορά των ήχων)

2. Το γραμματικό επίπεδο (σύνταξη και γραμματική)

3. Το σημασιολογικό επίπεδο (σημασία των λέξεων και των προτάσεων)

Η γλώσσα είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός και παράλληλα ένα κοινωνικό

και ψυχολογικό φαινόμενο, για αυτό και οι διάφορες πλευρές της μελετώνται από

ειδικούς επιστημονικούς κλάδους.

1

Page 2: Elearning Language and Intelligence

Η Γλωσσολογία μελετά τον ανθρώπινο λόγο, γραπτό και προφορικό, κυρίως

ως προς την εξέλιξή του και τη σύγχρονη λειτουργία του. Ο συνδυασμός της με την

ψυχολογία διαμορφώνει το 1950 τον κλάδο της Ψυχογλωσσολογίας, που μελετά τη

σχέση της γλώσσας με τις άλλες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πιο

πρόσφατοι επιστημονικοί κλάδοι είναι η Εξελικτική Ψυχογλωσσολογία, που μελετά

την ανάπτυξη της γλώσσας στα διάφορα εξελικτικά στάδια και η

Κοινωνιογλωσσολογία, που μελετά τη γλωσσική επικοινωνία στις διάφορες

ανθρώπινες ομάδες.

Ο γλωσσικός κώδικας μαθαίνεται εκπληκτικά γρήγορα, πριν το τέλος της

προσχολικής ηλικίας, χωρίς μάλιστα συστηματική διδασκαλία του εκ μέρους των

ενηλίκων. Η γλωσσική εξέλιξη περιλαμβάνει δύο κρίσιμες περιόδους: την

προπαρασκευαστική περίοδο (πρώτο έτος) και την περίοδο της κύριας γλωσσικής

εξέλιξης.

1. Προπαρασκευαστική περίοδος (1ο έτος)

Τα πρώτα δείγματα ομιλίας είναι οι άναρθρες κραυγές του βρέφους που

γεννιέται. Αργότερα αυτές χρησιμοποιούνται, για να εκφράσουν βασικές ανάγκες

του. Κατά τον 4ο-5ο μήνα η επαρκής εξάσκηση των φωνητικών οργάνων επιτρέπει

τη χρησιμοποίηση έναρθρων φθόγγων και παρατηρείται αναδίπλωση των συλλαβών

(νταντά, μαμά, τουτού, κ.ά ). Αυτό ονομάζεται βάβισμα και μπορεί να θεωρηθεί ως

το πρώιμο παιχνίδι με τους ήχους. Τον 7ο μήνα το παιδί απομιμείται διάφορους

φθόγγους που ακούει. Η εξάσκηση των φωνητικών οργάνων συνεχίζεται. Η

απόκτηση φθόγγων αποτελεί το ακατέργαστο υλικό της γλώσσας. Στην ίδια ηλικία το

παιδί αποκτά την ικανότητα για κατανόηση λέξεων και φράσεων που προφέρονται

από τους άλλους, χωρίς όμως να μπορεί να επαναλάβει την προφορά τους.

2

Page 3: Elearning Language and Intelligence

Στους δώδεκα μήνες εμφανίζεται η πρώτη λέξη. Η ανάπτυξη του λεξιλογίου

είναι αργή, καθώς οι δέκα πρώτες λέξεις χρειάζονται επιπλέον τρεις με τέσσερις

μήνες, για να εμφανιστούν. Νέες λέξεις προστίθενται κάθε λίγες ημέρες μέχρι το

σημείο των 50 λέξεων. Στους 18 περίπου μήνες παρατηρείται μια ξαφνική έκρηξη

στην ανάπτυξη του λεξιλογίου, που μπορεί να το πενταπλασιάσει ή να το

δεκαπλασιάσει μέσα σε λίγες βδομάδες.

2. Κύρια γλωσσική περίοδος (2ο-5ο έτος)

Από το δεύτερο έτος αρχίζει η κύρια γλωσσική περίοδος. Σε αυτό το στάδιο

τα παιδιά αποκτούν σχετικά νωρίς ένα ευρύ λεξιλόγιο, αλλά και κανόνες παραγωγής

λέξεων, όπως και κάποια γνώση των σχέσεων (αντίθεσης, ιεραρχίας κλπ.) μεταξύ των

λέξεων. Στο τέλος του δεύτερου έτους το παιδικό λεξιλόγιο περιλαμβάνει 400-700

λέξεις ανάλογα με τα ερεθίσματα από το περιβάλλον του παιδιού. Το νήπιο χωρίς

καταναγκασμούς κατά τρόπο παιγνιώδη και φυσικά μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα.

Ωστόσο, η ανάπτυξη γνώσεων για τη σημασιολογική οργάνωση της γλώσσας

συνεχίζεται σε όλη τη μετέπειτα ζωή. Η εξέλιξη της γλώσσας συνεχίζεται και κατά

τα επόμενα έτη και όσο προάγεται η διανοητική κατάσταση του παιδιού, τόσο η

γλώσσα του πλουτίζεται, εκλεπτύνεται και τελειοποιείται. Πιο συγκεκριμένα, οι

φωνολογικές βάσεις της γλώσσας αποκτώνται πολύ νωρίς. Τα παιδιά αναγνωρίζουν

και διακρίνουν τα φωνήματα της γλώσσας πριν το τέλος του τρίτου έτους. Στο τέλος

του πέμπτου έτους η άρθρωση των παιδιών τελειοποιείται.

Η βάση του γλωσσικού κώδικα που είναι η γραμματική και η σύνταξη

αναπτύσσεται ραγδαία και θεαματικά. Από γραμματική άποψη παρατηρείται ότι οι

λέξεις της πρώτης περιόδου παραμένουν άκλιτες, ενώ δε γίνεται διάκριση των μερών

του λόγου. Τα διάφορα μέρη του λόγου εμφανίζονται προοδευτικά με την ακόλουθη

σειρά: επιφωνηματικές εκφράσεις, ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα - επιρρήματα -

3

Page 4: Elearning Language and Intelligence

αντωνυμίες - προθέσεις - αριθμητικά. Από το τρίτο έτος οι λέξεις αρχίζουν να

κλίνονται κι εμφανίζονται οι αριθμοί, οι πτώσεις, οι χρόνοι, οι βαθμοί σύγκρισης. Τα

παιδιά εφαρμόζουν βασικούς γραμματικούς κανόνες, όπως ότι το άρθρο μπαίνει

μπροστά από το ουσιαστικό.

Από συντακτική άποψη η αρχική γλωσσική μονάδα δεν είναι η λέξη, αλλά η

πρόταση. Μέχρι την ηλικία του 11/2 έτους χρησιμοποιούνται οι λέξεις-προτάσεις

(μονολεκτική περίοδος). Στη συνέχεια συνενώνονται δύο λέξεις, ενώ από το τέλος

του δεύτερου έτους χρησιμοποιούνται ορθές, αλλά μόνο θετικές προτάσεις. Από το

τρίτο έτος χρησιμοποιούνται προτάσεις με μεγαλύτερο αριθμό λέξεων, ενώ

εμφανίζονται οι ερωτηματικές κι αργότερα οι αρνητικές προτάσεις.

Μέχρι το πέμπτο έτος το παιδί έχει ξεπεράσει τις στοιχειώδεις δυσκολίες της

γλωσσικής του εξέλιξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή έχει ολοκληρωθεί. Μετά το

15ο έτος η γλώσσα παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της ωριμότητας. Παρόλα αυτά, η

γλώσσα κάθε ατόμου εξελίσσεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Η γλωσσική εξέλιξη με την ταχεία επέκταση του λεξιλογίου και γενικά το

σύντομο χρονικό διάστημα στο οποίο αποκτάται η γλώσσα, δεν είναι απόρροια

συστηματικής διδασκαλίας κάθε νέας λέξης. Τα παιδιά φαίνεται να το καταφέρνουν

αυτό μόνα τους, καθώς συναντούν νέες λέξεις και φράσεις στις καθημερινές τους

συζητήσεις και τις προσθέτουν στο ρεπερτόριό τους. Όταν το κάνουν αυτό,

χρησιμοποιούν το πλαίσιο, για να δώσουν νόημα και να κάνουν χρήση των

διαθέσιμων γνώσεών τους. Παρόλα αυτά, στα πρώτα στάδια υπάρχουν δεδομένα που

υποστηρίζουν την ύπαρξη στοιχείων διδασκαλίας μέσω της αλληλεπίδρασης των

βρεφών και των γονέων τους. Η γλώσσα έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι είναι

ταυτόχρονα κοινωνικό και γνωστικό εγχείρημα.

Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκμάθηση της γλώσσας είναι οι εξής:

4

Page 5: Elearning Language and Intelligence

1. Τα υγιή εγκεφαλικά κέντρα (ακουστικά, λόγου, μνήμης, απτικά, γραφής),

καθώς και τα αντίστοιχα αισθητήρια όργανα. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα

κέντρα που έχουν την ευθύνη των φωνοπλαστικών και αρθρωτικών οργάνων, τα

οποία ονομάζονται φωνητικά όργανα (πνεύμονες, λάρυγγας, φάρυγγας, γλώσσα,

στοματική κοιλότητα, χείλη, δόντια).

2. Οι ορμές για έκφραση και επικοινωνία, οι οποίες ενισχύονται από την

ανάγκη για έκφραση και η βουλητική προσπάθεια για συνεργασία κι επικοινωνία.

3. Η μιμητική ικανότητα. Αυτή αφορά στη μίμηση από το βρέφος και το

νήπιο της ομιλίας της μητέρας και γενικά των ατόμων που το φροντίζουν.

Συγκεκριμένα, το παιδί επαναλαμβάνει εσωτερικά τη λέξη θέτοντας σε κίνηση την

αναπνοή (το κέντρο της βρίσκεται στον προμήκη μυελό), τη γλώσσα, το φάρυγγα και

την κάτω σιαγόνα. Μέσω επανάληψης της λέξης αυτή αφομοιώνεται και

χρησιμοποιείται με ευχέρεια. Η μιμητική ικανότητα κορυφώνεται το δεύτερο και

τρίτο έτος, οπότε μαθαίνεται η γλώσσα. Κατά τις νεότερες ψυχολογικές θεωρίες η

μίμηση από μόνη της δεν είναι επαρκής στην εκμάθηση της γλώσσας. Απαιτείται και

γνωστική συμμετοχή.

4. Η ύπαρξη ακουστικού προτύπου. Το κοινωνικό περιβάλλον αποτελεί

βασικό παράγοντα στην εκμάθηση της γλώσσας. Οι ενήλικες συνήθως μιλούν τη

γλώσσα που έμαθαν στην οικογένειά τους, στο σχολείο και στις παρέες τους. Ο

άνθρωπος διαθέτει την έμφυτη ικανότητα για εκμάθηση όχι μιας ορισμένης γλώσσας,

αλλά της γλώσσας που ομιλείται στο περιβάλλον του.

5. Η ύπαρξη κρίσιμων περιόδων. Αυτό σημαίνει ότι εάν για κάποιους

λόγους η πρόσβαση του παιδιού στη γλώσσα είναι σοβαρά περιορισμένη κατά τα

πρώτα χρόνια της ζωής του και το παιδί ακούει πολύ λίγα πράγματα, τότε η γλωσσική

του ανάπτυξη θα είναι μικρή.

5

Page 6: Elearning Language and Intelligence

Στον άνθρωπο υπάρχει ο λεγόμενος μηχανισμός απόκτησης της γλώσσας, ένας

μηχανισμός εγγενής, έμφυτος που δείχνει ότι η κατάκτηση της γλωσσικής ικανότητας

είναι ενδογενής, βιολογική. Αυτή η ικανότητα βασίζεται σε αρχές που διέπονται από

μία ενδογλωσσική λογική και είναι αφηρημένες. Η βιολογική προέλευση του

μηχανισμού απόκτησης της γλώσσας φαίνεται από το γεγονός ότι η γλώσσα δε

διδάσκεται αυτούσια και απαράλλαχτα στα παιδιά. Έτσι, πέρα από τη γνώση του

γλωσσικού κώδικα και των κανόνων του (φωνολογία, γραμματική, σύνταξη και

σημασιολογία), υπάρχει και η χρήση του ανάλογα με τις περιστάσεις και τους

συγκεκριμένους σκοπούς που πρέπει να επιτευχθούν. Αυτό είναι γενικό και ευρύ και

δεν μπορεί να μπει αποκλειστικά σε καλούπια και στεγανά προς διδασκαλία.

Μάλιστα, αυτό είναι το ίδιο σημαντικό με τη γνώση του γλωσσικού κώδικα, διότι

δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να χρησιμοποιούν το λόγο, για να επικοινωνήσουν

κατάλληλα με τον περίγυρό τους. Η εκφορά του λόγου ανάλογα με το επικοινωνιακό

περιβάλλον, τον αποδέκτη και τους σκοπούς της επικοινωνίας είναι στοιχεία που

δείχνουν τη βιολογική ιδιότητα που έχει η γλώσσα.

Η απόκτηση της γλώσσας πραγματοποιείται σε σχετικά σύντομο χρονικό

διάστημα, όπως προαναφέρθηκε, και οι θεωρητικοί έχουν προτείνει διάφορες

θεωρίες. Πιο συγκεκριμένα οι διάφορες θεωρίες απόκτησης της γλώσσας είναι οι

εξής:

Η θεωρία της μάθησης της συμπεριφοράς, η οποία

υποστηρίζει ότι η γλώσσα μαθαίνεται μέσα από τη διαπαιδαγώγηση και την εμπειρία.

Η γενετική θεωρία σύμφωνα με την οποία η γλώσσα

κατακτάται εξαιτίας της έμφυτης ικανότητας του ανθρώπου να τη μαθαίνει.

Η αλληλεπιδραστική θεωρία, κατά την οποία υποστηρίζεται

ότι η γλώσσα μαθαίνεται τόσο εξαιτίας της βιολογικής προδιάθεσης του ανθρώπου,

6

Page 7: Elearning Language and Intelligence

όσο και μέσα από την ανατροφή και τη μάθηση. Στη θεωρία αυτή διακρίνεται ο

κονστρουκτιβισμός του Piaget, όπου η γλωσσική ανάπτυξη πραγματοποιείται μέσα

από το πλαίσιο της γενικότερης γνωστικής ανάπτυξης, καθώς και η αξία και σημασία

του κοινωνικού περιβάλλοντος στη γλωσσική ανάπτυξη. Σε ό,τι αφορά στη σημασία

του κοινωνικού περιβάλλοντος σε σχέση με τη γλώσσα, αυτό εντάσσει το παιδί σε

μία ομάδα ήδη διαμορφωμένη γλωσσικά. Προκειμένου το παιδί να εξελιχθεί

γλωσσικά πέρα από τη στοιχειώδη γλωσσική έκφραση του περιβάλλοντός του είναι

απαραίτητο να ακούει και να μελετά τη γλώσσα, καθώς μεγαλώνει. Η διαδικασία της

γρήγορης χαρτογράφησης συνίσταται στη δημιουργία μίας νοητικής ιδέας για τη

σημασία μίας άγνωστης λέξης, έτσι ώστε να ενταχθεί στο ενεργό λεξικό του παιδιού.

Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η εκμάθηση νέου λεξιλογίου.

Οι διαφορές στη γλώσσα είναι εμφανείς μεταξύ των ατόμων. Αυτές οι

διαφορές παρατηρούνται όχι μόνο στο σχολείο, από το νηπιαγωγείο μέχρι το

πανεπιστήμιο, αλλά και στις περισσότερες συνήθεις καταστάσεις, στις λέξεις που

χρησιμοποιούν και κατανοούν, στις διαφορετικές ικανότητες να ακολουθούν οδηγίες

ή στην εκφραστική τους ικανότητα. Οι διαφορές σε αυτές τις δεξιότητες είναι τόσο

κοινές που συχνά θεωρούνται ως δεδομένες. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τους

ανθρώπους τόσο διαφορετικούς;

Θα ήταν λογικό να σκεφτούμε ότι το περιβάλλον αποτελεί την πηγή των

διαφορών στις γνωστικές δεξιότητες, ότι δηλαδή, είμαστε αυτό που μαθαίνουμε.

Είναι εμφανές, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι δεν είναι γεννημένοι με ένα πλήρες

λεξιλόγιο. Αντιθέτως, πρέπει να μάθουν λέξεις. Για αυτό το λόγο η μάθηση πρέπει να

είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου προκύπτουν οι διαφορές στο λεξιλόγιο μεταξύ

των ατόμων. Συγκεκριμένα, οι διαφορές στις εμπειρίες, που αφορούν στο βαθμό που

οι γονείς μορφοποιούν και ενθαρρύνουν τις γλωσσικές δεξιότητες ή η ποιότητα της

7

Page 8: Elearning Language and Intelligence

γλωσσικής εκπαίδευσης που παρέχει το σχολείο, είναι υπεύθυνες για τις ατομικές

διαφορές στη μάθηση.

 

      

8

Page 9: Elearning Language and Intelligence

ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

Οι άνθρωποι διαφέρουν αρκετά σε όλους τους τομείς αυτού, που είναι γενικά

γνωστό ως νοημοσύνη. Η νοημοσύνη είναι μια σύνθετη ικανότητα του ανθρώπου να

αφομοιώνει νέες πληροφορίες και να προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις ενεργώντας

με σκοπό και λογική. Πιο συγκεκριμένα, η νοημοσύνη έχει οριστεί ως η ικανότητα

του ανθρώπου να κάνει κρίσεις και συλλογισμούς, η δυνατότητα να σκέπτεται με

αφαιρετικό τρόπο ή να σχηματίζει αφηρημένες ή γενικές έννοιες. Η νοημοσύνη

περιλαμβάνει μηχανισμούς, όπως η μνήμη και η κριτική σκέψη και εκφράζεται μέσα

από την ικανότητα επίλυσης γνωστικών προβλημάτων. Η βάση της νοημοσύνης είναι

η ορθή κρίση και σκέψη.

Η μέτρηση της νοημοσύνης πραγματοποιείται με το δείκτη νοημοσύνης. Πιο

συγκεκριμένα, ο Δείκτης Νοημοσύνης (Intelligence Quotient, IQ) είναι ο δείκτης ο

οποίος μετρά κατά προσέγγιση τη νοημοσύνη ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο

πληθυσμό. Το νοητικό πηλίκο 100 μονάδες εκφράζει τη μέση νοημοσύνη του ατόμου

ως προς το γενικό πληθυσμό. Περίπου το 2,5% των ατόμων έχει δείκτη νοημοσύνης

κάτω του 70 κι ένα άλλο 2,5% έχει δείκτη νοημοσύνης άνω του 130. Περίπου το 10%

των ατόμων έχει δείκτη νοημοσύνης 70-85, ενώ ένα ποσοστό 10% έχει δείκτη

νοημοσύνης μεταξύ 115-130. Επίσης, το 75% του πληθυσμού συγκεντρώνεται γύρω

από το μέσο όρο (Μ.Ο.), καθώς ο δείκτης νοημοσύνης του κυμαίνεται από 85 ως 115.

Το I.Q. κάθε ατόμου μπορεί να μετρηθεί με διάφορες μεθόδους, οι οποίες

περιλαμβάνουν συνήθως τεστ με ερωτήσεις ή διαδικασίες με καθορισμένα

αντικείμενα. Τα τεστ νοημοσύνης περιλαμβάνουν ερωτήσεις ή διαδικασίες

κλιμακούμενης δυσκολίας. Ανάλογα με τη δυσκολία έχουν χωριστεί σε ομάδες

κατάλληλες για παιδιά διαφόρων ηλικιών. Από τη βαθμολόγηση των απαντήσεων,

9

Page 10: Elearning Language and Intelligence

που δίνει το παιδί, ο εξεταστής μπορεί να υπολογίσει τη νοητική του ηλικία. Η

επίδοση του παιδιού μπορεί να αξιολογηθεί σύμφωνα με την αναμενόμενη επίδοση

ενός συνομήλικου μέσου-φυσιολογικού παιδιού στο ίδιο τεστ. Έτσι, μέσα από τα

αποτελέσματα μπορεί να συγκριθεί η νοημοσύνη παιδιών, που έχουν διαφορετική

χρονολογική ηλικία.

To 1905, ο Γάλλος ψυχολόγος Alfred Binet εξέδωσε το πρώτο πλήρες τεστ

νοημοσύνης, την κλίμακα Binet-Simon. Ο πρωταρχικός του σκοπός ήταν να

αναγνωρίσει τους μαθητές που είχαν δυσκολίες να ανταποκριθούν στα μαθήματα του

σχολείου. Με το συνεργάτη του Theodore Simon, ο Binet εξέδωσε διάφορες

παραλλαγές του τεστ το 1908 και το 1911. Το 1912, η συντομογραφία I.Q.

χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από το Γερμανό ψυχολόγο William Stern. Ένας

περαιτέρω ορισμός της κλίμακας Binet-Simon δόθηκε το 1916 από τον Lewis M.

Terman, του Πανεπιστημίου του Stanford, ο οποίος ενστερνίστηκε την άποψη του

Stern ότι στη μέτρηση της νοημοσύνης μπορούν να αποδοθούν αριθμητικές τιμές.

Τα σύγχρονα τεστ νοημοσύνης δίνουν αποτελέσματα για διάφορα νοητικά

πεδία (όπως μαθηματική ικανότητα, οπτική ικανότητα, γλωσσική ικανότητα κ.τ.λ.),

με το συνολικό αποτέλεσμα να υπολογίζεται από τις κλίμακες (πολυθεματικά νοητικά

τεστ). Ανάλυση των επιμέρους αποτελεσμάτων σε ένα μοναδικό τεστ αποκαλύπτει

πως υπάρχει ένα κοινός παράγοντας, ο οποίος υπολογίζεται από κάθε τεστ και

διάφοροι άλλοι που υπολογίζονται χωριστά. Αυτό έχει οδηγήσει στη θεωρία ότι κάθε

επιμέρους νοητική διεργασία εξαρτάται από έναν κοινό παράγοντα, το g, το οποίο

αντιστοιχεί στον ευρέως κατανοητό ορισμό της νοητικής ικανότητας.

Η νοημοσύνη έχει περιγραφτεί και αναλυθεί από πολλούς θεωρητικούς.

Αρχικά, το 1927 ο Βρετανός ψυχολόγος C. Spearman διατύπωσε τη θεωρία των δύο

10

Page 11: Elearning Language and Intelligence

παραγόντων σύμφωνα με την οποία η νοημοσύνη περιλαμβάνει ένα γενικό νοητικό

παράγοντα (g), ο οποίος υπεισέρχεται σε κάθε νοητική ενέργεια του ατόμου.

Παράλληλα, περιλαμβάνει πολλούς επιμέρους ειδικούς παράγοντες (g1, g2, g3)

καθένας από τους οποίους συμμετέχει σε αντίστοιχες ειδικές νοητικές ενέργειες του

ατόμου, π.χ. γλωσσικές, λογικο-μαθηματικές, κ.ά.. Για τον Estes η νοημοσύνη είναι

ένα χαρακτηριστικό συμπεριφοράς που καθορίζεται από γνωστικές λειτουργίες και

κίνητρα.

Ο Sternberg διέκρινε τρεις πλευρές στη νοημοσύνη, ήτοι τη νοημοσύνη σε

σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο, τη βιωματική νοημοσύνη (στηριζόμενη στην

προηγούμενη εμπειρία για αυτοματοποίηση της επεξεργασίας των πληροφοριών) και

τα συστατικά της νοημοσύνης (γνωστικοί μηχανισμοί) που περιλαμβάνουν τα

μετασυστατικά, τα συστατικά εκτέλεσης και τα συστατικά απόκτησης της γνώσης.

Κατά άλλους θεωρητικούς υποστηρίζεται ότι η νοημοσύνη δεν είναι μία μόνο

νοητική ικανότητα, αλλά μια σύνθετη ικανότητα που περιλαμβάνει πολλές

ικανότητες και δεξιότητες.

Το 1938 ο Αμερικάνος ψυχολόγος L. Thurstone περιέγραψε τη δομή της

νοημοσύνης σύμφωνα με επτά πρωτογενείς νοητικές ικανότητες: γλωσσική

ικανότητα, γλωσσική ευχέρεια, αριθμητική ικανότητα, αντίληψη του χώρου,

ταχύτητα αντίληψης, λογική ικανότητα και μηχανική μνήμη. Πιο συγκεκριμένα:

1. η γλωσσική ικανότητα είναι η ικανότητα να ορίζουμε και να κατανοούμε τις

λέξεις

2. η λεκτική ευχέρεια είναι η ικανότητα να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με ταχύτητα

και με ειρμό

11

Page 12: Elearning Language and Intelligence

3. η αριθμητική ικανότητα συνίσταται στην ικανότητα να κάνουμε αριθμητικούς

υπολογισμούς

4. η λογική ικανότητα είναι η ικανότητα να βρίσκουμε κανόνες και γενικές αρχές

που διέπουν τα φαινόμενα και να χρησιμοποιούμε τους κανόνες και τις αρχές αυτές

για την κατανόηση και τη λύση προβλημάτων

5. η αντίληψη αφορά στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε λεπτομέρειες σε οπτικές

παραστάσεις και να βρίσκουμε ομοιότητες ή διαφορές ανάμεσα στα πράγματα

6. η αντίληψη του χώρου είναι η ικανότητα να κατανοούμε και να απεικονίζουμε τις

σχέσεις στο χώρο

7. η μηχανική μνήμη είναι η ικανότητα να αναπαράγουμε ένα σχέδιο από μνήμης

Κάθε νοητική ενέργεια προκύπτει από ένα συνδυασμό πρωτογενών παραγόντων με

την ιδιαίτερη συμμετοχή κάποιου από αυτούς έναντι των άλλων.

Ο Guilford ήταν ο πρώτος που υποστήριξε την πολλαπλότητα της

νοημοσύνης. Περιέγραψε τη νοημοσύνη με ένα μοντέλο, το οποίο ονόμασε νοητική

δομή. Σύμφωνα με αυτό η νοημοσύνη περιλαμβάνει τρεις διαστάσεις: τις νοητικές

διεργασίες, τα νοητικά περιεχόμενα και τα προϊόντα της νοημοσύνης. Πρώτον, οι

νοητικές διεργασίες αντιπροσωπεύουν τους τρόπους με τους οποίους το άτομο

σκέπτεται και περιλαμβάνουν την αξιολόγηση, τη συγκλίνουσα παραγωγή, την

αποκλίνουσα παραγωγή, τη μνήμη και την κατανόηση. Δεύτερον, τα νοητικά

περιεχόμενα αντιπροσωπεύουν αυτά που επεξεργάζεται με τη νοημοσύνη το άτομο

και περιλαμβάνουν τα εξής είδη: το σχηματικό, το συμβολικό, το σημασιολογικό και

της συμπεριφοράς. Τρίτον, τα προϊόντα της νοημοσύνης αντιπροσωπεύουν τα

12

Page 13: Elearning Language and Intelligence

αποτελέσματα της εφαρμογής των νοητικών διεργασιών στα νοητικά περιεχόμενα και

διακρίνονται σε έξι κατηγορίες: μονάδες, τάξεις, σχέσεις, συστήματα,

μετασχηματισμούς και συνέπειες. Σε κάθε γνωστική δραστηριότητα εμπλέκονται οι

παραπάνω μηχανισμοί. Έτσι, όταν ζητήσουμε από ένα παιδί να γράψει μια πρόταση

από λέξεις που του δίνουμε, τότε χρησιμοποιεί τη γνωστική λειτουργία (λειτουργίες),

σημασιολογικό περιεχόμενο και σχέσεις (προϊόντα).

Ο Βρετανός ψυχολόγος P.Vernon παρουσίασε μια ιεραρχική οργάνωση των

δομικών στοιχείων της νοημοσύνης. Σε πρώτο επίπεδο περιλαμβάνει ένα γενικό

παράγοντα, ο οποίος είναι κοινός σε όλες τις γνωστικές λειτουργίες. Σε επόμενο

επίπεδο υπάρχουν δύο μείζονες παράγοντες: ο ένας υπεισέρχεται στις γλωσσικές και

σχολικές ικανότητες κι ο άλλος στις πρακτικές-μηχανιστικές ικανότητες. Κάθε ένας

διαφοροποιείται σε τρίτο επίπεδο σε επιμέρους παράγοντες και σε τέταρτο επίπεδο σε

πιο ειδικούς παράγοντες.

Έπειτα, ο Gardner πρότεινε τη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης σύμφωνα

με την οποία η νοημοσύνη διακρίνεται σε οκτώ είδη και αυτά τα είδη διαφοροποιούν

τα άτομα κι εξηγούν τις διατομικές διαφορές. Αυτά είναι:

Γλωσσική (Linguistic Intelligence)

Λογική/ μαθηματική (Logical/Mathematical Intelligence)

Μουσική (Musical Intelligence)

Χωρική (Spatial Intelligence)

Σωματική (Bodily Intelligence)

Διαπροσωπική (Interpersonal Intelligence)

13

Page 14: Elearning Language and Intelligence

Ενδοπροσωπική (Intrapersonal Intelligence)

Νατουραλιστική (Naturalistic Intelligence)

Τα παραπάνω είδη μπορούν να ενισχυθούν και να καλλιεργηθούν μεμονωμένα ή σε

συνδυασμό. 

Η γλωσσική νοημοσύνη εκφράζεται στην παραγωγή από το παιδί νέων

φράσεων, στη λεπτή και ακριβή επιλογή των λέξεων, στην ανάλυση του κειμένου,

στην απομνημόνευση, στην ερμηνεία και στην επιχειρηματολογία. Από όλα τα είδη

νοημοσύνης η γλωσσική νοημοσύνη είναι αυτή που χρησιμοποιείται περισσότερο κι

έχει μελετηθεί και κατανοηθεί περισσότερο. Η πολυπλοκότητα και η πρωτοτυπία της

ομιλίας του παιδιού 4 ετών και η εσωτερική κατανόηση γλωσσικών κανόνων από το

παιδί 5 ετών είναι στοιχεία αξιοθαύμαστα σε μερικά παιδιά. Η ύπαρξη εξάλλου

ατομικών διαφορών ως προς τη γλωσσική νοημοσύνη αποτελεί μια πραγματικότητα

και είναι απεριόριστες.

Σχετικά με τα άλλα είδη της νοημοσύνης, η μουσική νοημοσύνη περιλαμβάνει

την εκτίμηση της μελωδίας, του ρυθμού και της ποιότητας των τόνων. Η λογικο-

μαθηματική προέρχεται από τη νοητική επεξεργασία των πραγμάτων κι από το

χειρισμό αφηρημένων συμβόλων, ποσοτήτων και εννοιών. Η νοημοσύνη του χώρου

περιλαμβάνει το χειρισμό αντικειμένων και εννοιών που έχουν σχέση με το χώρο, με

τις διαφορές μεταξύ αντικειμένων, με το προσανατολισμό και τις παραστάσεις των

πραγμάτων. Η κινητική νοημοσύνη περιλαμβάνει ικανότητες συντονισμού

σωματικών κινήσεων με λεπτούς τρόπους και ικανότητες επιδέξιας χρησιμοποίησης

αντικειμένων που απαιτούν λεπτή κινητικότητα. Τέλος, η προσωπική νοημοσύνη

περιλαμβάνει την ικανότητα του ατόμου να γνωρίζει τον εαυτό του, να διακρίνει και

14

Page 15: Elearning Language and Intelligence

να ονομάζει συναισθηματικές καταστάσεις και να τις χρησιμοποιεί, για να κατευθύνει

τη συμπεριφορά του.

15

Page 16: Elearning Language and Intelligence

ΣΧΕΣΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ

Η περιγραφή της γλωσσικής ανάπτυξης και της νοημοσύνης δείχνει ότι

υπάρχει σχέση μεταξύ τους. Οι θεωρίες της νοημοσύνης και ειδικά αυτές που

θεωρούν ότι η νοημοσύνη δεν είναι μία μονοδιάστατη ιδιότητα του ανθρώπου,

εντάσσουν ως ξεχωριστή ομάδα νοητικών χαρακτηριστικών αυτά που αφορούν στη

γλώσσα. Έτσι, οι θεωρίες για τη νοημοσύνη αναφέρονται στη λεκτική/γλωσσική

νοημοσύνη ως αυτόνομο, ξεχωριστό νοητικό είδος. Η γλωσσική νοημοσύνη

περιλαμβάνει τρόπους παραγωγής της γλώσσας, τρόπους έκφρασης και χρήσης της

γλώσσας για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Επίσης, περιλαμβάνει και την

ευαισθησία για λεπτές αποχρώσεις, κανόνες και ρυθμούς της γλώσσας. Σε γενικές

γραμμές, η ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς τη γλώσσα με κατάλληλο τρόπο, για να

εκφράσει αυτό που σκέφτεται ή νιώθει, είναι ένδειξη υψηλής γλωσσικής νοημοσύνης,

που μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά από τις αντίστοιχες κλίμακες των νοητικών

τεστ. Οι γλωσσικές δεξιότητες που είναι ταυτόχρονα και νοητικές δεξιότητες

αφορούν στην κατανόηση οδηγιών και σημασιών λέξεων, στη χρήση κατάλληλων

επιχειρημάτων, στον επηρεασμό της άποψης κάποιου, στην εξήγηση φαινομένων,

όρων και ιδεών, στη συγγραφή κειμένων ή ποιημάτων, στη χρήση της γλώσσας για

την παραγωγή γέλιου (χιούμορ) και στις μετα-γλωσσικές ικανότητες. Εκτός, όμως,

από τα καθαρά γλωσσικά στοιχεία, η γλωσσική επιδεξιότητα που συνδέεται με τη

νοημοσύνη αφορά σε όσα συνοδεύουν τη γλωσσική έκφραση, ήτοι ο ρυθμός, το

κυμάτισμα της φωνής και οι μορφασμοί και χειρονομίες. Άτομα που ασχολούνται με

τη λογοτεχνία, την ποίηση και την πολιτική είναι πολύ πιθανό να έχουν ανεπτυγμένη

γλωσσική νοημοσύνη. Επίσης, η γλωσσική νοημοσύνη είναι εμφανής στα

λογοπαίγνια, στα αστεία και γενικά στη χρήση της γλώσσας με ποικίλους τρόπους.

16

Page 17: Elearning Language and Intelligence

Περιπτώσεις νηπίων που μιλούν με ολοκληρωμένες προτάσεις, προφέρουν δύσκολες

λέξεις αλάνθαστα, χρησιμοποιούν γένη και αριθμούς και γενικά ο λόγος τους θυμίζει

4χρονα παιδιά, είναι δηλωτικές υψηλής γλωσσικής νοημοσύνης. Τα παιδιά με υψηλή

γλωσσική νοημοσύνη αρέσκονται να ασχολούνται με τη γλώσσα, να μαθαίνουν νέο

λεξιλόγιο, να επιχειρηματολογούν και να εκφράζονται γραπτά και προφορικά.

Η γλώσσα ως γνωστικός τομέας και ειδικότερα η γλωσσική ανάπτυξη ως

μέρος της γνωστικής ανάπτυξης υπόκεινται στο δίπολο φύση-ανατροφή. Στις αρχές

αυτού του αιώνα η επιστήμη της ψυχολογίας κυριαρχήθηκε από τις περιβαλλοντικές

εξηγήσεις για το θέμα των διαφορών στις γνωστικές ικανότητες. Ωστόσο, πιο

πρόσφατα, οι περισσότεροι ψυχολόγοι άρχισαν να οικειοποιούνται μια πιο

ισορροπημένη άποψη, αυτήν κατά την οποία η φύση και η αγωγή αλληλεπιδρούν για

τη γνωστική ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών οι μελέτες που

εξετάζουν τους γενετήσιους παράγοντες έχουν επικεντρωθεί στον σημαντικό ρόλο

της κληρονομικότητας στην ομαδοποίηση των στοιχείων της νοημοσύνης και οι

ερευνητές έχουν αρχίσει να εντοπίζουν μέσω των ερευνών τους τα γονίδια που

εμπλέκονται στη γνωστική λειτουργία. Τα ευρήματα αυτών των ερευνών δεν

επιθυμούν να διαψεύσουν τη συμβολή των περιβαλλοντικών παραγόντων στη

διαμόρφωση της μαθησιακής διαδικασίας. Αντιθέτως, προτείνουν ότι οι διαφορές στα

γονίδια των ατόμων επηρεάζουν το πόσο εύκολα μαθαίνουν.

Σε ποιο βαθμό τα γονίδια και το περιβάλλον επιδρούν στις συγκεκριμένες

γνωστικές ικανότητες, όπως είναι το λεξιλόγιο; Αυτή είναι η ερώτηση που εδώ

έχουμε θέσει κι επιθυμούμε να απαντήσουμε. Για παράδειγμα, μελέτες που

συγκρίνουν την επίδοση διδύμων και υιοθετημένων παιδιών σε συγκεκριμένες

δοκιμασίες μπορούν να αξιολογήσουν τη συνεισφορά των γενετικών και

περιβαλλοντικών επιδράσεων. Στην ανασκόπηση ερευνών των τελευταίων δεκαετιών

17

Page 18: Elearning Language and Intelligence

έχουν αρχίσει να διευκρινίζονται οι σχέσεις μεταξύ ειδικών πλευρών της

νοημοσύνης, όπως είναι ο γλωσσικός και ο χωρικός τρόπος σκέψης, καθώς και οι

σχέσεις ανάμεσα στη φυσιολογική γνωστική λειτουργία και στη δυσλειτουργία, όπως

στη δυσλεξία. Με τη βοήθεια της μοριακής γενετικής έχουν αναγνωρισθεί τα γονίδια

που επηρεάζουν τις συγκεκριμένες ικανότητες και ανεπάρκειες. Η γνώση αυτών των

γονιδίων θα βοηθήσει στην αποκάλυψη των βιοχημικών μηχανισμών που

εμπλέκονται στην ανθρώπινη νοημοσύνη και ίσως αργότερα στην ανάπτυξη

περιβαλλοντικών παρεμβάσεων που θα μειώσουν ή θα προλάβουν τις αρνητικές

επιδράσεις των γνωστικών διαταραχών.

Κάποιοι βρίσκουν την ιδέα του γενετικού ρόλου στη νοημοσύνη

συγκεχυμένη. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί τι εννοούν οι γενετιστές, όταν μιλούν

για γενετική επίδραση. Εννοούν την κληρονομικότητα, ένα στατιστικό μέτρο

μέτρησης της γενετικής συμβολής στις ατομικές διαφορές.

Η κληρονομικότητα αποτελεί έναν τρόπο να εξηγηθεί τι κάνει τους

ανθρώπους να διαφέρουν κι όχι από τι απαρτίζεται η νοημοσύνη. Γενικά, όμως, αν η

κληρονομικότητα ενός χαρακτηριστικού είναι υψηλή, η επίδραση των γονιδίων για το

χαρακτηριστικό αυτό θα είναι επίσης ισχυρή. Οι πρώτες προσπάθειες να υπολογιστεί

η κληρονομικότητα των γνωστικών ικανοτήτων ξεκίνησε με έρευνες σε οικογένειες.

Βρέθηκε ότι οι γνωστικές ικανότητες των παιδιών είναι παρόμοιες με αυτές των

γονέων τους.

Η μελέτη αυτή ήταν ένα σχέδιο συνεργασίας ανάμεσα σε ερευνητές στο

Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης. Στην έρευνα

συμμετείχαν πάνω από 1.000 οικογένειες. Η έρευνα βρήκε ισχυρές συσχετίσεις των

γνωστικών ικανοτήτων στα μέλη οικογενειών σε τεστ λεκτικά και χωρικά. Για να

διαπιστωθεί αν αυτές ο συσχετίσεις οφείλονταν σε κληρονομικούς ή

18

Page 19: Elearning Language and Intelligence

περιβαλλοντικούς παράγοντες έγιναν έρευνες σε μονοζυγωτικούς και διζυγωτικούς

διδύμους. Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι ήταν πιο όμοιοι ως προς τις γλωσσικές τους

ικανότητες από τους διζυγωτικούς. Παρόμοια και σε έρευνες υιοθεσίας τα

υιοθετημένα παιδιά είχαν παρόμοια γλωσσική ικανότητα με τους φυσικούς γονείς

τους.

Συγκεκριμένα, οι συσχετίσεις της γλωσσικής ικανότητας μεταξύ φυσικών

γονέων και υιοθετημένων παιδιών αυξάνονται από 0,1 στην ηλικία των τριών ετών σε

0,3 στα 16 χρόνια κάτι που δείχνει ότι κάποιος γενετικά καθορισμένος

μετασχηματισμός στη γνωστική λειτουργία συμβαίνει τα πρώιμα χρόνια.

Το Σχέδιο Κολοράντο κι άλλες έρευνες έχουν βοηθήσει να διευκρινιστούν οι

διαφορές και οι ομοιότητες μεταξύ των γνωστικών ικανοτήτων. Οι γνωστικές

νευροεπιστήμες υιοθετούν ένα μοριακό μοντέλο για τη νοημοσύνη, στο οποίο

διαφορετικές γνωστικές διεργασίες απομονώνονται ανατομικά σε ξεχωριστά μέρη

του εγκεφάλου. Αυτό το μοριακό μοντέλο δείχνει ότι συγκεκριμένες γνωστικές

ικανότητες είναι ξεχωριστές ανατομικά, αν και συνήθως η γνωστική υπεροχή σε ένα

γνωστικό τομέα σημαίνει υπεροχή και στον άλλο.

Επίσης, με έρευνες έχει βρεθεί ότι τα γονίδια που συνδέονται με γνωστικές

ικανότητες είναι υπεύθυνα για τη σχολική επίδοση (χρήση γλώσσας, μαθηματικά

κοινωνικές επιστήμες). Αυτό δείχνει ότι οι γενετικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για

το 40% της απόκλισης στα σχολικά τεστ.

Η θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών αποτελεί μια πρόοδο στη διαδικασία

της μάθησης και στη φύση της νοημοσύνης. Αφορά στις ατομικές διαφορές στην

ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών, στην επιλογή των γνωστικών στρατηγικών

και στο περιεχόμενο της μακροπρόθεσμης μνήμης, στοιχεία που αντανακλούν

διαφορές στη νοημοσύνη. Η διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών αναλύει την

19

Page 20: Elearning Language and Intelligence

έννοια της νοημοσύνης σε συστατικά που μπορούν να μετρηθούν δίνοντας μια νέα

θεώρηση της έννοιας αυτής.

Σχετικά με την επεξεργασία πληροφοριών έρευνες έδειξαν διαφορές

ανάμεσα στα παιδιά με διαφορετικό δείκτη νοημοσύνης. Συγκεκριμένα, οι διαφορές

παρατηρήθηκαν στο χρόνο απλής και σύνθετης αντίδρασης, σε δραστηριότητες

ταξινόμησης καρτών και σύνδεσης γραμμάτων και σε δραστηριότητες προσεκτικής

διερεύνηση του περιεχομένου της μνήμης. Σε όλα τα παραπάνω βρέθηκε ότι τα

παιδιά με υψηλό δείκτη νοημοσύνης είχαν καλύτερη επίδοση σε σχέση με παιδιά που

είχαν χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης.

Η θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών αφορά στην επιλογή των

κατάλληλων πληροφοριών στην επίλυση κάποιου γνωστικού έργου και στον τρόπο

με τον οποίο αποθηκεύεται η πληροφορία και χρησιμοποιείται από το παιδί. Ο

τρόπος χειρισμού των πληροφοριών γίνεται με τη χρήση στρατηγικών επεξεργασίας

των πληροφοριών και μνημονικών στρατηγικών. Αυτές χρησιμοποιούνται και στα

γλωσσικά έργα και παρατηρούνται διαφορές σε παιδιά με διαφορετικές νοητικές

ικανότητες. Οι έρευνες για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων της ανάγνωσης, της

γραφής, της αριθμητικής και του προφορικού λόγου στοχεύουν στην καλύτερη

κατανόηση των διεργασιών που αποτελούν τη βάση της εκμάθησης των βασικών

σχολικών μαθημάτων.

Μια άλλη τεχνική επεξεργασίας πληροφοριών για τη μελέτη των ατομικών

διαφορών στη νοημοσύνη έχει εφαρμοστεί στις γλωσσικές ικανότητες των παιδιών.

Συγκεκριμένα, δόθηκαν προτάσεις σε παιδιά ηλικίας 8-13 ετών, στις οποίες μια λέξη

είχε αντικατασταθεί από μια άλλη λέξη, χωρίς νόημα. Για παράδειγμα, στην πρόταση:

«Ο Γιάννης έπεσε σε μια ρόνα του δρόμου», η ψευδολέξη «ρόνα» αντικαθιστά την

πραγματική λέξη «τρύπα». Αξιολογήθηκε η ικανότητα των παιδιών να βρίσκουν την

20

Page 21: Elearning Language and Intelligence

πραγματική λέξη της πρότασης σύμφωνα με τη νοητική τους ικανότητα.

Διαπιστώθηκε ότι η ικανότητα αυτή αυξανόταν με το δείκτη νοημοσύνης και με την

ηλικία.

Ανάλογα ευρήματα προέκυψαν από έρευνες που είχαν σκοπό να μελετήσουν

τις ατομικές διαφορές στην προφορική κατανόηση. Διαπιστώθηκε ότι παιδιά με

υψηλό δείκτη γλωσσικής ικανότητας εφάρμοσαν και μετέτρεψαν τη σημασία

γνωστών λέξεων με διαφορετικό τρόπο από ότι τη μετέτρεψαν παιδιά με χαμηλό

δείκτη γλωσσικής ικανότητας. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με υψηλή νοητική ικανότητα

παρουσίασαν την τάση να επεξεργάζονται λέξεις πιο αναλυτικά, να επιλέγουν με

περισσότερη ευελιξία στοιχεία από γνωστές λέξεις για τις άγνωστες λέξεις και να

συνδυάζουν τα στοιχεία αυτά σε ενιαίο σύνολο. Αντίθετα, τα παιδιά με χαμηλότερη

νοητική ικανότητα ήταν λιγότερο ικανά να επιλέγουν στοιχεία ή να τα συνδυάζουν σε

ενιαίο σύνολο. Σε άλλη μελέτη διαπιστώθηκε ότι η ικανότητα των εφήβων να

αποκτούν, να διατηρούν και να μεταφέρουν τη σημασία των λέξεων παρουσίασε

δείκτη συνάφειας .60 με το δείκτη γλωσσικής νοημοσύνης τους.

Για να κατανοήσουμε τη σχέση της γνωστικής και της γλωσσικής ανάπτυξης,

θα περιγράψουμε τις κύριες γνωστικές θεωρίες. Ο J. Piaget θεωρούσε ότι όλες οι

συμβολικές λειτουργίες (μαθηματικά, γλώσσα, εικονικές αναπαραστάσεις,

χειρονομίες) προέρχονται από μια γενική σημειωτική λειτουργία. Η θεωρία του Jean

Piaget γνωστή ως «γνωστική αναπτυξιακή προσέγγιση» χαρακτηρίζεται από τα

εξής:

1. Για να κατανοήσουμε πολύπλοκες έννοιες, όπως είναι η σκέψη, η μνήμη

και η γλώσσα, θα πρέπει να μελετήσουμε την ανάπτυξη αυτών των συστημάτων από

την εμφάνισή τους στη βρεφική ηλικία.

2. Η ανάπτυξη προχωρεί μέσω ποιοτικών αλλαγών που ονομάζονται στάδια.

21

Page 22: Elearning Language and Intelligence

3. Τα παιδιά συμβάλλουν ενεργά στη γνωστική τους ανάπτυξη δίνοντας στη

θεωρία το χαρακτηρισμό της δομικής θεωρίας, δηλαδή, της οικοδόμησης της γνώσης

από το παιδί.

4. Ο μηχανισμός της γνωστικής ανάπτυξης στηρίζεται στη σύγκρουση,

δηλαδή στη συνεχή προσπάθεια του ατόμου να επιλύει προβλήματα και να

αντιμετωπίζει συγκρούσεις, που μπορεί να ανακύπτουν λόγω μιας ασυμφωνίας

ανάμεσα στη νοητική άποψη που έχει το άτομο για τον κόσμο και στο πως

πραγματικά είναι ο κόσμος αυτός. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται εξισορρόπηση.

Σχετικά με τη γλώσσα, αυτή είναι μια από τις συμβολικές λειτουργίες που

αναπτύσσονται μετά την αισθησιο-κινητική περίοδο μαζί με το συμβολικό παιχνίδι

και το σχέδιο. Η γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται στο προσυλλογιστικό στάδιο,

οπότε το παιδί κατανοεί τα σύμβολα. Η ανάπτυξη της γλώσσας προσφέρει ταχύτητα

στην αναπαράσταση μιας μακράς ακολουθίας πράξεων, στην απελευθέρωση από την

άμεση πραγματικότητα και στην ταυτόχρονη αναπαράσταση των σχετικών στοιχείων.

Ωστόσο, στη θεωρία του Piaget ο ρόλος της γλώσσας δεν τονίζεται ιδιαίτερα

αναφέροντας ότι η γλώσσα παίζει κάποιο ρόλο στη σκέψη. Συγκεκριμένα, κατά τον

Piaget, η ομιλία προκαλεί μια βαθιά μεταβολή στην αισθησιο-κινητική μορφή

νόησης. Το παιδί χάρη στην ομιλία γίνεται ικανό να ανακαλεί καταστάσεις που δεν

είναι παρούσες και να απελευθερώνεται από τον άμεσο χώρο και χρόνο. Ωστόσο, η

σκέψη προηγείται από την ομιλία, η οποία περιορίζεται στο να τη μετασχηματίσει

βαθιά, βοηθώντας την να φτάσει τις δικές της μορφές ισορροπίας με ένα πιο δυναμικό

τρόπο.

Στη θεωρία του κοινωνικού δομισμού του Lev Vygotsky δίνεται έμφαση στη

διδασκαλία και διακρίνεται η δυνατότητα του ατόμου για μάθηση μέσω της

διδασκαλίας ως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νοημοσύνης. Η

22

Page 23: Elearning Language and Intelligence

εκμάθηση διέρχεται στάδια. Στην εκμάθηση για παράδειγμα της ανάγνωσης το παιδί

μπορεί αρχικά να διαβάσει μόνο με την ουσιαστική βοήθεια από άλλους (στάδιο Ι).

Έπειτα, το παιδί βοηθά τον εαυτό του με το να διαβάζει δυνατά (στάδιο ΙΙ). Στα

επόμενα στάδια έχουμε αυτοματοποίηση και εσωτερίκευση (στάδιο ΙΙΙ) και απο-

αυτοματοποίηση ή επιστροφή σε προηγούμενα στάδια, αν αυτό είναι αναγκαίο

(στάδιο ΙV). Ο Vygotsky προτιμά τους όρους «λόγος» και «σκέπτεσθαι» αντί των

όρων «γλώσσα» και «σκέψη». Σχετικά με αυτά υποστήριξε τα εξής:

1. Στην ανάπτυξή τους, το σκέπτεσθαι και ο λόγος έχουν διαφορετικές ρίζες.

2. Αρχικά, υπάρχει ένα προ-πνευματικό στάδιο για το λόγο κι ένα προ-

γλωσσικό στάδιο για τη σκέψη.

3. Σε κάποιο σημείο της ανάπτυξης η σκέψη γίνεται λεκτική κι ο λόγος

ορθολογικός.

4. Το σκέπτεσθαι κι ο λόγος δεν επικαλύπτονται απόλυτα. Υπάρχει, δηλαδή,

μη λεκτική σκέψη (π.χ. νοητικές εικόνες), καθώς και μη εννοιολογικός

λόγος (π.χ. αποστήθιση).

Ο Vygosky έδωσε έμφαση στη γραπτή, όπως την ονόμασε ομιλία. Ο γραπτός

λόγος έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι τυπωμένες λέξεις μπορούν να γίνουν

αντικείμενο σκέψης. Αυτός ο τρόπος βοηθά το παιδί να απελευθερώσει ή να

αποσυνδέσει τη σκέψη του από το άμεσο κοινωνικό και αντιληπτικό πλαίσιο.

Η θεωρία της αναπαράστασης του Jerome Bruner αφορά στον τρόπο που ο

εξωτερικός κόσμος δημιουργείται στο νου του ανθρώπου (αναπαράσταση).

Διακρίνεται στην πραξιακή αναπαράσταση, στην εικονιστική αναπαράσταση και στη

συμβολική αναπαράσταση. Η συμβολική αναπαράσταση σχετίζεται με τη χρήση

συμβόλων, όπως είναι οι λέξεις και οι αριθμοί. Τα σύμβολα είναι αυθαίρετοι, αλλά

δυναμικοί τρόποι για να αναπαραστήσουμε ιδέες και έννοιες. Για παράδειγμα, η λέξη

23

Page 24: Elearning Language and Intelligence

«λουλούδι» δεν έχει καμία σχέση με το ίδιο το αντικείμενο, αλλά ο τρόπος με τον

οποίο οι λέξεις μπορούν να συνδυαστούν και να χρησιμοποιηθούν μας δίνει ένα

εύχρηστο μέσο για γνωστικό έλεγχο και για αλληλεπίδραση. Ο Bruner πρότεινε τον

όρο «πολιτισμική σκαλωσιά» για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς

υποβοηθούν την εκμάθηση της γλώσσας. Όπως ο Vygotsky έτσι και ο Bruner έδινε

σημασία στο ρόλο της διδασκαλίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στη

γνωστική ανάπτυξη. Η οργανωμένη τυπική διδασκαλία θεωρείται ότι είναι ένα

σημαντικό συστατικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τη γλώσσα να παίζει

κυρίαρχο ρόλο.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η γλώσσα περιλαμβάνεται στις θεωρίες της

γνωστικής ανάπτυξης. Η γλωσσική ικανότητα φαίνεται να είναι μοναδική (δεν

υπάρχει αντίστοιχη ικανότητα στο χώρο της αριθμητικής ή της ανάγνωσης) και η

γλώσσα κατακτάται σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι που υποδηλώνει την ύπαρξη

μιας έμφυτης ικανότητας εκμάθησης της γλώσσας που χαρακτηρίζει τα ανθρώπινα

όντα.

Επίσης, ο ρόλος της μάθησης είναι αυτονόητος στη γλωσσική ανάπτυξη του

παιδιού. Αυτό βέβαια υπονοεί πολλά περισσότερα από την απλή μίμηση, την παροχή

αμοιβών και την κλασική και συντελεστική μάθηση. Αντίθετα, μεγάλη σημασία

έχουν οι εισερχόμενες και οι εξερχόμενες πληροφορίες μέσω της επεξεργασίας που

επιτελείται. Τα παιδιά εξάγουν κανόνες από τις γλωσσολογικές πληροφορίες που

δέχονται και τους χρησιμοποιούν, όταν μιλούν. Τα παραπάνω υποστήριξε ο

Αμερικανός γλωσσολόγος Noam Chomsky, ο οποίος επισήμανε το γεγονός ότι τα

παιδιά παρουσιάζουν μια θαυμαστή ικανότητα να γενικεύουν, να υποθέτουν και να

επεξεργάζονται πληροφορίες με πολλούς τρόπους, πολλοί από τους οποίους είναι

έμφυτοι σε μεγάλο βαθμό. Υποστήριξε ότι υπάρχει μια βαθιά πνευματική δομή που

24

Page 25: Elearning Language and Intelligence

αποτελεί τη βάση του γλωσσικού συστήματος και από την οποία διαμορφώνονται

επιφανειακές δομές - αυτό που λέμε και ακούμε - μέσω μετασχηματιστικών κανόνων.

Η διαπίστωση της σχέσης της νοημοσύνης με τη γλωσσική ανάπτυξη

παρουσιάζεται, επίσης, σε έρευνες, όπου σκοπός ήταν να φανεί κατά πόσο ο δείκτης

νοημοσύνης παρουσιάζει σημαντική συνάφεια με άλλα χαρακτηριστικά. Έχει

διαπιστωθεί ότι η νοημοσύνη του παιδιού παρουσιάζει υψηλή συνάφεια με τη

σχολική του επίδοση και με την επίδοση σε δραστηριότητες που παρέχουν αμοιβή για

τις γνώσεις που αποκτά. Ο δείκτης συνάφειας ανάμεσα στη νοημοσύνη και στην

επίδοση στα διάφορα μαθήματα κυμαίνεται μεταξύ +0,20 και +0,75. Ο δείκτης

συνάφειας μεταξύ νοημοσύνης και σχολικής επίδοσης είναι μεγαλύτερος, όταν

χρησιμοποιούνται γλωσσικές κλίμακες. Συγκεκριμένα, από τα σχολικά μαθήματα ο

δείκτης συνάφειας με τη νοημοσύνη είναι: +0,75 για την ανάγνωση, τη γραφή και την

ορθογραφία, +0,65 για τη φυσική και τη χημεία, +0,50 για την ιστορία και τη

γεωγραφία, +0,40 για την αριθμητική και τη γεωμετρία και +0,25 για τη μουσική και

τις τέχνες.

Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει τη συσχέτιση της νοητικής ικανότητας και της

γλώσσας σχετίζεται με τον τρόπο που τα παιδιά μαθαίνουν να χειρίζονται διάφορα

είδη κειμένων. Η δομή και η εκμάθηση ενός είδους κειμένου βασίζεται σε

συγκεκριμένες αρχές και η ποιότητα της ανάλυσης ή συγγραφής του εξαρτάται και

από νοητικούς παράγοντες. Κάθε συγγραφικό παραγόμενο πρέπει να είναι

κατανοητό, να έχει λογική και αλληλουχία και να δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες.

Η απόκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων επηρεάζεται και από τη νοητική ικανότητα

του ατόμου. Έτσι, η αποφυγή πλεονασμών, η συμπερίληψη σημαντικών στοιχείων

στη συγγραφή, η σαφήνεια του περιεχομένου και η χρήση σχημάτων λόγου, όπου

25

Page 26: Elearning Language and Intelligence

απαιτείται, είναι στοιχεία που διαφοροποιούν τη γραφή και δείχνουν νοητική

υπεροχή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κα η μεταγλωσσική επίγνωση, δηλαδή η

ικανότητα του ατόμου να σκέφτεται πάνω στη δομή και τις λειτουργίες της γλώσσας

κι όχι μόνο να χρησιμοποιεί και να παράγει το λόγο. Οι μεταγλωσσικές ικανότητες

εμφανίζονται από πολύ μικρή ηλικία και διαπιστώνονται σε αρκετά είδη

δραστηριοτήτων. Τα παιδιά μπορούν να διατυπώνουν διάφορες κρίσεις για την

καταλληλότητα, τη μορφή και την πλοκή της ομιλίας. Έτσι, κατανοούν ότι ορισμένοι

τύποι ομιλίας είναι πιο κατάλληλοι από άλλους, ανάλογα με την ηλικία, το ρόλο, την

κατάσταση ή τις ικανότητες των συνομιλητών. Παράλληλα, εφαρμόζουν γλωσσικούς

κανόνες, προτού διδαχθούν γραμματική. Έτσι, σε μία έρευνα δόθηκαν σε παιδιά

προσχολικής ηλικίας ψευδολέξεις, π.χ. γκανγκ και τους ζήτησαν να πουν πως είναι τα

πολλά. Τα παιδιά απάντησαν ότι τα πολλά είναι γκανγκς εφαρμόζοντας τον κανόνα

στα αγγλικά ότι προστίθεται συνήθως το s στον πληθυντικό αριθμό. Ακόμη και στην

περίπτωση των γραμματικών λαθών υπάρχει μία λογική. Οι αποκλίσεις τους από το

γραμματικό κανόνα δεν είναι τυχαίες. Έτσι εφαρμόζουν τον κανόνα της

παρελθοντικής αύξησης ε- και στα ανώμαλα ρήματα (π.χ. έρχομαι - έρθα κι όχι

ήρθα). Αυτό δείχνει ότι τα παιδιά δεν αναπαράγουν παθητικά τη γλώσσα των

ενηλίκων κι έχουν μεταγλωσσική επίγνωση.

Επίσης, κάνουν διορθώσεις στη γλώσσα δείχνοντας ότι έχουν επίγνωση του

γλωσσικού λάθους. Σε αυτό εντάσσεται και η ικανότητα του παιδιού να διακρίνει την

ομιλία στα συστατικά της (διάκριση μερών της γλώσσας, προτάσεις, λέξεις, συλλαβές

και φωνήματα). Αυτή η ικανότητα εμφανίζεται γύρω στα 6 έτη. Ωστόσο, έχει

αποδειχθεί ότι όταν χρησιμοποιηθεί υλικό που αντιστοιχεί στο νοητικό επίπεδο του

παιδιού, τότε η ικανότητα διάκρισης των συστατικών της ομιλίας εμφανίζεται σε πιο

26

Page 27: Elearning Language and Intelligence

μικρή ηλικία. Τέλος, η εμφάνιση της μεταγλωσσικής επίγνωσης των παιδιών από

μικρή ηλικία φαίνεται από τις ασκήσεις και τα παιχνίδια που κάνουν τα παιδιά. Τα

μικρά παιδιά πριν κοιμηθούν ή όταν ξυπνούν μιλούν μόνα τους, κάνουν διάφορες

ασκήσεις φωνολογικές ή γραμματικές. Στην ηλικία των 7 ετών χρησιμοποιούν

αινίγματα, επιζητούν τα αστεία και μέσα από αυτά εκδηλώνουν την επίγνωση της

γλωσσικής λειτουργίας. Τα παιδιά, λοιπόν, από μικρή ηλικία αρχίζουν να

συνειδητοποιούν τις διάφορες πλευρές της γλώσσας.

Από όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η γλώσσα αποτελεί ουσιαστικό

μέρος της γνωστικής λειτουργίας. Είναι κωδικοποιημένο σύστημα συμβόλων με το

οποίο επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και μέσο με το οποίο

εκφράζεται, αλλά και αναπτύσσεται η ανθρώπινη σκέψη. Η γλώσσα εξελίσσεται

παράλληλα με την εξέλιξη της νοημοσύνης. Οι ατομικές διαφορές στη νοημοσύνη

αποτελούν γεγονός, όπως και οι διαφορές στη γλωσσική ανάπτυξη. Καθώς η

νοημοσύνη αναπτύσσεται και η μνήμη εμπλουτίζεται με έννοιες, κρίσεις, ιδέες κάθε

περιεχομένου που αντιστοιχούν σε κάποιες λέξεις, ο λογικός ειρμός αποκτά ταχύτητα

κι έτσι η γλώσσα βελτιώνεται. Η γλώσσα εξελίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη της

σκέψης και μαρτυρεί το βαθμό της ικανότητας της σκέψης. Θέτοντας στη διάθεση

της σκέψης τις λέξεις μέσω των οποίων εκπροσωπούνται οι παραστάσεις, οι έννοιες,

οι ιδέες, τα συναισθήματα, διευκολύνει τη λειτουργία των συλλογισμών και των

κρίσεων κι έτσι καθίσταται πολύτιμο μέσο καλλιέργειας της σκέψης. Εμφανίζεται

πρώτα η νοημοσύνη κι έπειτα η γλώσσα. Η εξέλιξη της μνήμης, της νόησης και της

γλώσσας είναι αλληλένδετες.

27