heidegger vs derrida

10
Χάιντεγγερ εναντίον Ντερριντά: Ο κλοιός και το τέλος της φιλοσοφίας Του Simon Critchley Μετάφραση: Γιώργος Ροσσολάτος [Ο Simon Critchley, που πολύ γνωστά του έργα είναι το "Very Little... Almost Nothing: Death, Philosophy, Literature" και "The Ethics of Deconstraction: Derrida and Levins", από το οποίο μεταφράζουμε το παρόν απόσπασμα διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Essex. Έχει εκδώσει επίσης τα βιβλία "Re-reading Levinas" (με τον Bernard Bernasconi), "Deconstructive Subjectivities (με τον Peter Dews), "Emmannuel Levinas: Basic Philosophical Writings" (με τον Bernasconi και τον Αdrian Peperzak) και το "Α Companion to Continental Philosophy" (με τον William Schroeder)] Ασχοληθήκαμε σ' ένα σημαντικό μέρος της προηγούμενης ανάλυσής μας με την καθ' εαυτό έννοια του "Κλοιού", με την επεξεργασία και την περιπλοκή της χωρικής σημασίας του, όπως εισήχθη στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου. Θα ήθελα να στραφώ τώρα στη χρονική σημασία του "Κλοιού", η οποία ορίστηκε ως η δραστηριότητα ή διαδικασία του φέρειν κάτι στο τέλος του. Ορισμένη κατ' αυτόν τον τρόπο η έννοια του "Κλοιού", διαχωρίστηκε από την έννοια του τέλους, καθώς το τέλος εμφαίνει την εκπλήρωση μιας δράσης ή διαδικασίας και όχι τη δραστηριότητα ή διαδικασία της εκπλήρωσης που υπεμφαίνει το "κλείσιμο". H περίφημη σήμερα δήλωση του Ντερριντά από το " Έξεργό" του Περί Γραμματολογίας απηχεί αυτήν ακριβώς τη διάκριση ανάμεσα στο "κλείσιμο" και το "τέλος": "Για ουσιώδεις αιτίες, η ενότητα όλων, όσα διαφαίνονται σήμερα μέσα από τις ποικίλες έννοιες της επιστήμης και της γραφής, είναι κατά κανόνα, λίγο-πολύ κρυφά αλλά πάντα, καθορισμένη από μιαν ιστορικομεταφυσική εποχή, της οποίας τον κλοιό απλά διαβλέπουμε. Τον κλοιό και όχι το τέρμα" (σ. 16). Η πιστοποίηση εδώ είναι ότι η ενότητα που αντλείται από τις έννοιες της επιστήμης και της γραφής καθορίζεται συγκαλυμμένα, αν και αδιάλειπτα, από μιαν ιστορικομεταφυσική εποχή. Το κλείσιμο αυτής της εποχής μπορεί να διαφανεί· ένα κλείσιμο που, όπως δείξαμε προηγουμένως, δεν εγκλείει μιαν εποχιακή ολότητα, όσο μάλλον διαρρηγνύει και καθιστά διάτρητη την έννοια της εποχής, καθώς και κάθε έννοια μεταφυσικής που προϋποθέτει. Η μερική διόραση του κλεισίματος της μεταφυσικής ισοδυναμεί με την αποδόμησή της. Η διάκριση της σύλληψης του κλεισίματος της μεταφυσικής από την έννοια του τέλους, ιδίως του τέλους της φιλοσοφίας, είναι ζωτικής σημασίας για τον Ντερριντά. Μερικοί από τους σχολιαστές του (και φαντάζομαι πολλοί από τους αναγνώστες του) υποθέτουν ότι η εν λόγω διάκριση μεταξύ κλοιού και τέλους αποτελεί τη συνειδητή διαφοροποίηση του έργου του από αυτό του Χάιντεγγερ, και ιδιαίτερα από τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοσφίας. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, το ότι αποφεύγει ο Ντερριντά την έννοια του τέλους θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία έμμεση κριτική στον Χάιντεγγερ, μία κριτική που υποδηλώνεται σε ορισμένα χωρία του κεφαλαίου "Το καταγραμμένο είναι" (L' κtre ιcrit) (Περί Γραμματολογίας, σ.σ. 38-46), στο οποίο επιχειρεί μιαν αυστηρή αποτίμηση της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης του Νίτσε. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα σ' αυτό το σημείο να θέσω το ερώτημα: Έρχεται κατ' ανάγκη η ντερριντιανή έννοια του κλοιού της μεταφυσικής σε αντίθεση με τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοφίας; Aπό αυτό απορρέει το πιο δύσκολο ερώτημα που αφορά την έκταση, με την οποία ο

Upload: disruptivesemiotics

Post on 30-Jun-2015

825 views

Category:

Education


6 download

DESCRIPTION

Philosophy George Rossolatos http://grossolatos.blogspot.com/

TRANSCRIPT

Page 1: Heidegger Vs Derrida

Χάιντεγγερ εναντίον Ντερριντά: Ο κλοιός και το τέλος της φιλοσοφίας Του Simon Critchley Μετάφραση: Γιώργος Ροσσολάτος [Ο Simon Critchley, που πολύ γνωστά του έργα είναι το "Very Little... Almost Nothing: Death, Philosophy, Literature" και "The Ethics of Deconstraction: Derrida and Levins", από το οποίο µεταφράζουµε το παρόν απόσπασµα διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήµιο του Essex. Έχει εκδώσει επίσης τα βιβλία "Re-reading Levinas" (µε τον Bernard Bernasconi), "Deconstructive Subjectivities (µε τον Peter Dews), "Emmannuel Levinas: Basic Philosophical Writings" (µε τον Bernasconi και τον Αdrian Peperzak) και το "Α Companion to Continental Philosophy" (µε τον William Schroeder)] Ασχοληθήκαµε σ' ένα σηµαντικό µέρος της προηγούµενης ανάλυσής µας µε την καθ' εαυτό έννοια του "Κλοιού", µε την επεξεργασία και την περιπλοκή της χωρικής σηµασίας του, όπως εισήχθη στο πρώτο µέρος του κεφαλαίου. Θα ήθελα να στραφώ τώρα στη χρονική σηµασία του "Κλοιού", η οποία ορίστηκε ως η δραστηριότητα ή διαδικασία του φέρειν κάτι στο τέλος του. Ορισµένη κατ' αυτόν τον τρόπο η έννοια του "Κλοιού", διαχωρίστηκε από την έννοια του τέλους, καθώς το τέλος εµφαίνει την εκπλήρωση µιας δράσης ή διαδικασίας και όχι τη δραστηριότητα ή διαδικασία της εκπλήρωσης που υπεµφαίνει το "κλείσιµο". H περίφηµη σήµερα δήλωση του Ντερριντά από το " Έξεργό" του Περί Γραµµατολογίας απηχεί αυτήν ακριβώς τη διάκριση ανάµεσα στο "κλείσιµο" και το "τέλος": "Για ουσιώδεις αιτίες, η ενότητα όλων, όσα διαφαίνονται σήµερα µέσα από τις ποικίλες έννοιες της επιστήµης και της γραφής, είναι κατά κανόνα, λίγο-πολύ κρυφά αλλά πάντα, καθορισµένη από µιαν ιστορικοµεταφυσική εποχή, της οποίας τον κλοιό απλά διαβλέπουµε. Τον κλοιό και όχι το τέρµα" (σ. 16). Η πιστοποίηση εδώ είναι ότι η ενότητα που αντλείται από τις έννοιες της επιστήµης και της γραφής καθορίζεται συγκαλυµµένα, αν και αδιάλειπτα, από µιαν ιστορικοµεταφυσική εποχή. Το κλείσιµο αυτής της εποχής µπορεί να διαφανεί· ένα κλείσιµο που, όπως δείξαµε προηγουµένως, δεν εγκλείει µιαν εποχιακή ολότητα, όσο µάλλον διαρρηγνύει και καθιστά διάτρητη την έννοια της εποχής, καθώς και κάθε έννοια µεταφυσικής που προϋποθέτει. Η µερική διόραση του κλεισίµατος της µεταφυσικής ισοδυναµεί µε την αποδόµησή της. Η διάκριση της σύλληψης του κλεισίµατος της µεταφυσικής από την έννοια του τέλους, ιδίως του τέλους της φιλοσοφίας, είναι ζωτικής σηµασίας για τον Ντερριντά. Μερικοί από τους σχολιαστές του (και φαντάζοµαι πολλοί από τους αναγνώστες του) υποθέτουν ότι η εν λόγω διάκριση µεταξύ κλοιού και τέλους αποτελεί τη συνειδητή διαφοροποίηση του έργου του από αυτό του Χάιντεγγερ, και ιδιαίτερα από τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοσφίας. Σύµφωνα µ' αυτή την άποψη, το ότι αποφεύγει ο Ντερριντά την έννοια του τέλους θα µπορούσε να ιδωθεί ως µία έµµεση κριτική στον Χάιντεγγερ, µία κριτική που υποδηλώνεται σε ορισµένα χωρία του κεφαλαίου "Το καταγραµµένο είναι" (L' κtre ιcrit) (Περί Γραµµατολογίας, σ.σ. 38-46), στο οποίο επιχειρεί µιαν αυστηρή αποτίµηση της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης του Νίτσε. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα σ' αυτό το σηµείο να θέσω το ερώτηµα: Έρχεται κατ' ανάγκη η ντερριντιανή έννοια του κλοιού της µεταφυσικής σε αντίθεση µε τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοφίας; Aπό αυτό απορρέει το πιο δύσκολο ερώτηµα που αφορά την έκταση, µε την οποία ο

Page 2: Heidegger Vs Derrida

Ντερριντά εξοµοιώνει τη χαϊντεγγεριανή ανάλυση της ιστορίας της µεταφυσικής. Πρωτίστως όµως, τι εννοεί ο Χάιντεγγερ µε το τέλος της φιλοσοφίας; Για τον Χάιντεγγερ, η έννοια του τέλους της φιλοσοφίας, όπως και η έννοια της υπέρβασης της µεταφυσικής (άberwindung der Metaphysik), αποτελεί έναυσµα για ποικίλες παρερµηνείες, γεγονός που αναγνωρίζει στο δοκίµιό του "Το τέλος της φιλοσοφίας και ο σκοπόs της σκέψης" (1964) : "Tι εννοούµε όταν µιλάµε για το τέλος της φιλοσοφίας (Ende der Philosophie); Με τον όρο τέλος τινός, µε αρκετή ευκολία όσον αφορά την αρνητική σηµασία του, εννοούµε ένα απλό σταµάτηµα, τη στέρηση της συνέχειας, ίσως ακόµη κατάπτωση και ανικανότητα. Αντίθετα, ό,τι εννοούµε µε το τέλος της φιλοσοφίας είναι η εκπλήρωση της µεταφυσικής (die Vollendung der Metaphysik)". O Χάιντεγγερ δεν αντιλαµβάνεται (κατανοεί) το τέλος της φιλοσοφίας ως µία τελεία ή έναν επίλογο στη µεταφυσική παράδοση· µάλλον είναι αναγκαίο να εν-νοήσουµε το das Ende βάσει των όρων του die Vollendung, ως µία περάτ-ωση δηλαδή ή εκ-πλήρ-ωση της µεταφυσικής, έναν όρο που ο Χάιντεγγερ διαχωρίζει προσεκτικά από την τελ-ειότητα (die Vollkommenheit). O όρος Vollendung είναι ο τόπος (der Ort), όπου η ιστορία της µεταφυσικής συλ-λέγεται και φέρεται στην εκπλήρωση. Έτσι, η χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοφίας δε σηµαίνει ότι η φιλοσοφία έχει τελ-ειώσει (is fin-ished) ή ότι έχουµε τελειώσει µε το φιλοσοφείν· µάλλον η εκπλήρωση της µεταφυσικής υποδηλώνει, µε τη νιτσεϊκή αντιστροφή του πλατωνισµού, ότι όλες οι ουσιώδεις δυνατότητες της µεταφυσικής έχουν εξαντληθεί. Η εξάντληση της δυνατότητας κάθε νεωτερικής θεωρητικής προόδου στη µεταφυσική δε σηµαίνει ότι η µεταφυσική θα εξαφανιστεί. Σύµφωνα µε τον Χάιντεγγερ, η µεταφυσική διαχέεται στις εµπειρικές και τεχνολογικές επιστήµες, οι οποίες επιδίδονται σε µιαν επιστηµονική και µεθοδολογική µελέτη του ανθρώπου και σε ό,τι σχετίζεται µε αυτόν. Αν και αµνήµονες του θεµελίου της µεταφυσικής, οι επιστήµες συνεχίζουν το µεταφυσικό σχέδιο και το αποπερατώνουν στην έσχατη και καθολική του κυριαρχία: "Το τέλος της φιλοσοφίας αποδεικνύεται ο θρίαµβος της διαχειρίσιµης κανονιστικότητας ενός επιστηµονικο-τεχνολογικού κόσµου και της κοινωνικής τάξης που προσιδιάζει σ' αυτόν. Το τέλος της φιλοσοφίας σηµαίνει την έναρξη (der Beginn) του παγκόσµιου πολιτισµού, βασισµένου πάνω στη ∆υτικοευρωπαϊκή σκέψη". Tο τέλος της φιλοσοφίας ενέχει µιαν αρχή. Η εκπλήρωση της µεταφυσικής καταδεικνύει πόσα έχει απο-περατώσει και πόσα επίσης ενδέχεται να απο-περατώσει µελλοντικά. Αυτό το σηµείο επικυρώνεται στο αποσπασµατικό δοκίµιο του Χάιντεγγερ "Υπερβαίνοντας τη Μεταφυσική", όπου γράφει: "H εποχή της εκπληρωµένης µεταφυσικής (vollendeten Metaphysik) ίσταται πριν από την αρχή της (Βeginn)". Πράγµατι, ορισµένες προτάσεις από το ίδιο δοκίµιο υπονοούν ότι η τελευτή (Verendung) της µεταφυσικής "θα διαρκέσει περισσότερο από την προηγούµενη ιστορία της µεταφυσικής". Η εποχή της τελευτής της εκπληρωµένης µεταφυσικής συνεπάγεται την επικράτηση των µεταφυσικών τρόπων σκέψης για µιαν απεριόριστη διάρκεια. Όπως επισηµαίνει ο Μichel Haar, αυτή ακριβώς η απεριόριστη επιµήκυνση της εποχής της εκπληρωµένης µεταφυσικής συνιστά τον κίνδυνο (die Gefahr) για τον Χάιντεγγερ. Έτσι, η χαϊντεγγεριανή κατανόηση της έννοιας του τέλους ως Vollendung (εκπλήρωση) συνεπάγεται µιαν αναθεώρηση της έννοιας του τέλους της φιλοσοφίας. Εάν θεωρήσουµε αυτή την άποψη ως δεδοµένη, τότε, επιστρέφοντας στο παραπάνω ερώτηµα, θα µπορούσε η διάκριση του κλοιού από το τέλος να τεθεί ως η διαχωριστική γραµµή

Page 3: Heidegger Vs Derrida

µεταξύ Ντερριντά και Χάιντεγγερ; Στο δοκίµιο "Λέβινας και Ντερριντά: Το ερώτηµα του Κλοιού της Μεταφυσικής" ο Robert Bernasconi διερευνά τη σχέση µεταξύ κλοιού και τέλους και προτείνει ότι η χαϊντεγγεριανή λέξη Verendung (τελευτή) µπορεί να αντιστοιχεί στη ντερριντιανή clτture (κλοιός). Σε µιαν υποσηµείωση που επισυνάπτεται σ' αυτό το σχόλιο ο Bernasconi συνεχίζει: "Φαίνεται συνεπακόλουθα ότι, όταν ο Ντερριντά χρησιµοποιεί ενδεικτικά τη λέξη κλοιός αντί τέλους, αναφέρεται απλά σ' έναν τρόπο ανάγνωσης του Χάιντεγγερ δηµοφιλή σε ορισµένους χαϊντεγγεριανούς, αν και η τωρινή υιοθέτησή του από ορισµένους ντερριντιανούς αποκτά ειρωνικό χαρακτήρα". H πιστοποίηση εδώ είναι ότι η εισαγωγή της θέσης περί του κλοιού της µεταφυσικής δεν προορίζεται τόσο ως αντίθεση στον Χάιντεγγερ, όσο για την ίαση του αποκαλυπτικισµού ορισµένων µελετητών του που παρεξήγησαν την έννοια του τέλους της φιλοσοφίας. Ο Vincent Descombes παρέχει τα διαπιστευτήρια για τεκµηρίωση στην ιστορία του της γαλλικής φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα, µε τίτλο "Το αυτό και το άλλο" (Le mκme et l' autre), όπου σηµειώνει "Η έκφραση τέλος της φιλοσοφίας είναι δάνεια από τον Χάιντεγγερ, αλλά χρησιµοποιήθηκε κατά ριζικά διαφορετικούς τρόπους". Ή έννοια του τέλους της φιλοσοφίας, σχολιάζει ο Descombes, χρησιµοποιήθηκε συχνά µε "un sens bien peu heideggerien", για να δηλώσει είτε τη µετάβαση από τη φιλοσοφική θεωρία στην πολιτική πράξη, είτε για να υπο-στηρίξει την κατηγορία ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η εθνοκεντρική ιδεολογία της ∆ύσης. Ένα λιγότερο αµφιλεγόµενο, αλλά παρ' όλα αυτά χαρακτηριστικό, παράδειγµα αυτού του αποκαλυπτικισµού µπορεί να ιδωθεί στο "∆ιαφορά και επανάληψη" (Diffιrence et rιpιtition) του Gilles Deleuse, όπου, σε µια συζήτηση για τον Χάιντεγγερ, δηλώνει ότι η στροφή της σκέψης προς την οντολογική διαφορά λαµβάνει χώρα πέραν της µεταφυσικής (au-delΰ de la mιtaphysique)· θεωρεί συνεπώς την υπέρβαση της µεταφυσικής ως την έξοδο από το χώρο της µεταφυσικής. Οπωσδήποτε, η υιοθέτηση αυτής της άποψης θα αποτελούσε παρερµηνεία ενός πρωταρχικού στοιχείου της χαϊντεγγεριανής σκέψης. Στο "Υπέρβαση της Μεταφυσικής" ο Χάιντεγγερ τονίζει ότι το µονοπάτι µιας υπέρβασης (άberwindung) της µεταφυσικής µπορεί να συνεχιστεί µόνο µέσω µιας Verwindung, ή ιδιοποίησης, της ουσίας της µεταφυσικής. ∆ε θα έπρεπε να φανταστούµε ότι κάποιος βρίσκεται έξω από τη µεταφυσική, µόνο και µόνο επειδή το τέλος της αξιωµατικά µπορεί να προταθεί: "η υπερβαθείσα µεταφυσική δεν εξαφανίζεται". Ο Ντερριντά υιοθετεί αυτή τη χαϊντεγγεριανή στάση στο Positions (Θέσεις). Ερωτηθείς εάν πιστεύει ότι η υπέρβαση της µεταφυσικής είναι δυνατή, αποφαίνεται: "∆εν υπάρχει υπέρβαση, εάν κατανοούµε µ' αυτή τη λέξη την καθαρή και απλή εγκατάσταση σ' ένα πέραν της µεταφυσικής (un au-delΰ de la mιtaphysique)" (Positions, σ. 21). Συνεπακόλουθα, ο Ντερριντά εισάγει την έννοια του µεταφυσικού κλοιού ως αντίδοτο ενάντια στην αποκαλυπτική υπέρβαση της µεταφυσικής. "Κάθε υπερβαίνουσα χειρονοµία µάς επαν-εγκλείει... στο εσωτερικό του κλοιού" (ibid). Ο κλοιός της µεταφυσικής είναι ένα κινούµενο όριο που εγκαθιστά εκ νέου κάθε υπέρβαση και υπερβαίνει κάθε νέα εγκατάσταση. Όπως και η Verendung (τελευτή) της εκπληρωµένης (vollendeten) µεταφυσικής, η διάρκεια του κλοιού είναι χωρίς τέλος, α-πέραν-τη (in-fin-ite), α-περι-όριστη (inde-fin-ite). "Ό,τι πιάνεται στον περι-ορισµένο κλοιό δύναται να συνεχίσει απεριόριστα" (Positions, σ. 23). H ντερριντιανή έννοια του µεταφυσικού κλοιού δεν προτείνεται αξιωµατικά σε αντιδιαστολή προς τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοσφίας· εισάγεται, προκειµένου να ανασκευάσει ορισµένες αποκαλυπτικές παρερµηνείες της τελευταίας. Με µία προσεκτικότερη εξέταση ανακαλύπτουµε ότι η έννοια του µεταφυσικού κλοιού έχει

Page 4: Heidegger Vs Derrida

περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά µε το τέλος της φιλοσοφίας ως εκπλήρωση της µεταφυσικής. Αυτός ο διισχυρισµός µπορεί ίσως να γίνει πιο κατανοητός εν όψει της αδηµοσίευτης εισαγωγής τού Ντερριντά στο "Η καταγωγή της Γεωµετρίας του Χούσσερλ" µε τίτλο "Η φαινοµενολογία και ο κλοιός της µεταφυσικής" (La phιnomιnologie et la clτture de la mιtaphysique), η οποία έχει εν µέρει συζητηθεί. Στην τελευταία παράγραφο αυτής της εισαγωγής, ο Ντερριντά αποδίδει την έννοια του µεταφυσικού κλοιού απευθείας στον Χάιντεγγερ. Ο Χάιντεγγερ... διατείνεται ότι η σκέψη του Είναι χάθηκε... όταν, στη γένεση της φιλοσοφίας, το Είναι καθορίστηκε από τη µεταφυσική ως παρουσία, ως η εγγύτητα στο είναι (ιtant) πριν από το φιλοσοφικό ιδείν (είδος, φαινόµενον, κ.λπ.) και συνεπακόλουθα ως αντι-κείµενο (ob-ject). Αυτός ο καθορισµός του Είναι ως παρ-ουσίας (prι-sence) και έπειτα της παρουσίας ως εγγύτητας του είναι στον εαυτό του, ως αυτο-συνείδησης (από τον Descartes στον Hegel), έµελλε να σφραγίσει τον κλοιό της ιστορίας της µεταφυσικής (La Phιnomιnologie et la clτture de la mιtaphysique, Epochθs, 7 (1966), σ.σ. 181-200) (PC 14). Έτσι, κατά τον Ντερριντά, η εποχή της λησµοσύνης του Είναι, όπως προσδιορίστηκε από τους αρχαίους ως η παρουσία του είδους στο νου ή ως η µοντέρνα αναπαράσταση του αντι-κειµένου (der Gegen-stand) στο αυτο-παρόν, στο αυτο-συνείδητο υποκείµενο, οριοθετεί την έκταση του ιστορικο-µεταφυσικού κλοιού. Το νόηµα αυτό του µεταφυσικού κλοιού ως εποχής της λήθης του Είναι και η ενική έννοια της µεταφυσικής, όπως την προϋποθέτει η ιστορία του Είναι, φαίνεται να καθοδηγούν τις πρώιµες ντερριντιανές αναλύσεις των Χούσσερλ και Χάιντεγγερ (για να µη θίξουµε τον Ρουσσώ και τους υπόλοιπους). Σύµφωνα µε τον Ντερριντά, κάθε ένας από αυτούς τους φιλοσόφους παραβαίνει και εγκαθιστά εκ νέου τον κλοιό της µεταφυσικής. Ο Χούσσερλ ίσως πραγµατοποίησε µίαν αξιοθαύµαστη, νεωτερική µεταφυσική επανάσταση: µιαν έξοδο από τη µεταφυσική, έξω από την ολότητα της ιστορίας της,, προκειµένου να επιστρέψει τελικά στην καθαρότητα της αρχής της (La phenomenologie et la culture de la metaphysique, σ. 15). H ίδια διπλή χειρονοµία αποδίδεται στον Χάιντεγγερ στο Περί Γραµµατολογίας: "Στο µέτρο που ένας τέτοιος λογοκεντρισµός δεν απουσιάζει εντελώς από τη χαϊντεγγεριανή σκέψη, την κατακρατεί ίσως ακόµα µέσα στην εποχή της οντοθεολογίας, µέσα σ' αυτή τη φιλοσοφία της παρουσίας, δηλαδή µέσα στη φιλοσοφία. Τούτο θα σήµαινε ίσως ότι δεν εξερχόµαστε από την εποχή, της οποίας µπορούµε να χαράξουµε τον κλοιό" (σ. 30). Οι κινήσεις της παράβασης και της εκ νέου εγκατάστασης δεν µπορούν να διαχωριστούν. Η µη αναγώγιµη διπλή τους χειρονοµία εξοικονοµεί το ρυθµό της αποδοµητικής ή περι-κλείουσας ανάγνωσης. Η ιδιοµορφία της ντερριντιανής ανάγνωσης του Χάιντεγγερ είναι ότι το πρόβληµα του µεταφυσικού κλοιού, το οποίο προωθεί τον αποδοµισµό του λογοκεντρισµού, είναι ένα τέχνασµα που βρίσκει ο Ντερριντά µέσα στο χαϊντεγγεριανό κείµενο. Η θέση του κλοιού της µεταφυσικής, σύµφωνα µ' αυτή την ερµηνεία, δεν αντιπροσωπεύει τη ρήξη του Ντερριντά µε τον Χάϊντεγγερ, όσο µάλλον υποδηλώνει τη σ' ευρύτατη κλίµακα εξοµοίωση της χαϊντεγγεριανής ανάλυσης της ιστορίας της µεταφυσικής από τον Ντερριντά.

Page 5: Heidegger Vs Derrida

Έτσι, αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι η προσέγγιση της διάκρισης µεταξύ κλοιού και τέλους θα έπρεπε να ιδωθεί ως µία έµµεση κριτική στον Χάιντεγγερ και όχι ως ανασκευή ορισµένων αποκαλυπτικών ερµηνειών του τελευταίου. Είναι διπλή ειρωνεία το γεγονός ότι µερικοί αποκαλούν τον Ντερριντά αποκαλυπτικιστή, µία κατηγορία που αντικρούει το 1980 στο "Περί ενός αποκαλυπτικού τόνου υιοθετηµένου πρόσφατα στη φιλοσοφία" (D' un ton apocalyptique adopte naguere en philosophie) επαναφέροντας κατηγορηµατικά την έννοια του κλοιού: "To γεγονός ότι παλλαπλασίασα τους διαχωρισµούς µεταξύ κλοιού και τέλους (la cloture et la fin), ότι µιλούσα ενσυνείδητα περί λόγων επί του τέλους (sur la fin) αντί ν' αναγγέλλω το τέλος, ότι αποσκοπούσα στην ανάλυση ενός ρεύµατος παρά στην πρακτική του εφαρµογή, ακόµα κι όταν θα το έθετα στην πράξη, αυτή η κίνηση αναφορικά µε το προτασιακό είδος ειρωνείας δε θα ανήκε ποτέ στο ρεύµα καθ' εαυτό, όπως προσπάθησα να δείξω...". (D' un ton apocalyptique adopté naguère en philosophie, Galilée, Paris, 1983). Κατά τον Ντερριντά, η υιοθέτηση ενός αποκαλυπτικού τόνου στη φιλοσοφία συνεπάγεται τη συµµετοχή σ' ένα πε-περασ-µένο (fin-ite) λόγο ο οποίος εστιάζεται επί του τέλους και γίνεται συνένοχος της εσχατολογίας – ενός προγράµµατος που συναρτά τη δραστηριότητά του τελεολογικά µε το αξιωµατικά προτεινόµενο τέλος , που ασχολείται µε τα έσχατα θέµατα (θάνατος, κρίση, το τέλος του κόσµου) και υιοθετεί έναν τόνο που προαναγγέλλει την αποκάλυψη η οποία θα έλθει στο τέλος. Ο Ντερριντά αναρωτιέται µήπως η ολότητα της φιλοσοφίας διακατέχεται από µία συνενοχή µε τον αποκαλυπτικό ή εσχατολογικό λόγο. Εάν αυτό ίσχυε, τότε την ιστορία της φιλοσοφίας θα αποτελούσαν οι ποικίλοι επι-τονισµοί διαφορετικών εσχατολογιών. Η φιλοσοφία ως εσχατολογία θα διαιωνιζόταν µέσω των µονίµων προ-αναγγελιών του θανάτου της: καντιανή, εγελιανή, µαρξιστική ή νιτσεϊκή εσχατολογία, το τέλος της φιλοσοφίας, το τέλος της ιστορίας, ο θάνατος του θεού, ο θάνατος του ανθρώπου ή το τέλος της ηθικής – "Αυτή ήταν η πιο σοβαρή αφέλεια" (ibid). Ο Ντερριντά ισχυρίζεται ότι αυτό που αποκλείει ο αποκαλυπτικός λόγος επί του τέλους είναι ο λόγος επί του τέλους του τέλους (la fin de la fin) (D' un ton apocalyptique..., σ. 60 )· κι ακριβώς γι' αυτόν το λόγο "είναι ακόµα αναγκαίο να διακρίνουµε µεταξύ κλοιού και τέλους (il faut encore distinguer entre la cloture et la fin)" (ibid). Η λέξη ακόµα (encore) σε αυτή την πρόταση παραπέµπει τον αναγνώστη στη διάκριση µεταξύ κλοιού και τέλους που χάραξε ο Ντερριντά δεκατρία χρόνια περίπου πριν από το "D' un ton apocalyptique adopte naguere en philosophie" στο Περί Γραµµατολογίας. Βέβαια, ο Ντερριντά είναι υποχρεωµένος να υιοθετήσει έναν αποκαλυπτικό τόνο, στον ίδιο βαθµό που είναι υποχρεωµένος να χρησιµοποιήσει τα τεχνάσµατα του λογοκεντρισµού για την αποδόµησή του – µε τη διαφορά ότι ειρωνεύεται επί του τέλους και περί της αποκαλύψεως και διαµορφώνει ένα λόγο που επιχειρεί να σκεφτεί το τέλος του τέλους και την αποκάλυψη της αποκάλυψης. Όµως (και σ' αυτό το σηµείο η ερµηνεία µου αντιµετωπίζει και τον κλοιό και το άνοιγµα), εάν η ολότητα της φιλοσοφίας είναι συνένοχη ενός εσχατολογικού προγράµµατος, τότε δεν αποτελεί ο Χάιντεγγερ µέρος του; Αν και η ερµηνεία µου της ντερριντιανής έννοιας του κλοιού επιχείρησε να δείξει τη σχέση που έχει η τελευταία µε τη χαϊντεγγεριανή έννοια του τέλους της φιλοσοφίας δεν υποβόσκει µια εσχατολογία στην ενική σύλληψη της µεταφυσικής ως εποχής της λήθης του Είναι, η οποία αποτελεί ίδιον γνώρισµα της χαϊντεγγεριανής σύλληψης της υπέρβασης της µεταφυσικής; Ο Ντερριντά καθιστά φανερό αυτό το σηµείο στο "Περί ενός Αποκαλυπτικού τόνου..." µε µία έµµεση (πλάγια) αναφορά στο "Απόσπασµα του Αναξίµανδρου" του Χάιντεγγερ, όπου ο τελευταίος θίγει τη συλ-λογή

Page 6: Heidegger Vs Derrida

(die Versammlung, logos) του Είναι στο έσχατον όριο της ουσίας του και γράφει ότι "το Είναι καθ' εαυτό είναι φύσει εσχατολογικό". Παρ' όλα αυτά, εάν µπορούµε να µιλάµε για µια χαϊντεγγεριανή εσχατολογία που πρϋποθέτει µιαν ενική σύλληψη της ιστορίας της µεταφυσικής και η οποία, όπως δείξαµε, αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισµα της ντερριντιανής έννοιας του κλοιού της µεταφυσικής, τότε δεν αποτελεί και ο Ντερριντά µέρος του εσχατολογικού προγράµµατος; ∆ε θα έπρεπε να τοποθετήσουµε ένα ρήγµα µεταξύ των δύο φιλοσόφων σ' αυτό το σηµείο; H διπλή ή περι-κλείουσα (clotural) χειρονοµία πρέπει υποµονετικά να καθοδηγεί την έκθεση τέτοιων ερωτηµάτων. Από τη µία πλευρά, ο Ντερριντά, κατά το πρώιµο έργο του, όπως δείχνουν τα αποσπάσµατα από την αδηµοσίευτη εισαγωγή στον Χούσσερλ, κληρονοµεί την ενική χαϊντεγγεριανή έννοια της ιστορίας της µεταφυσικής που έχει εκπληρωθεί (Verendung ή Vollendung). Παρόµοιες χαϊντεγγεριανές απηχήσεις όσον αφορά το θέµα της εκπλήρωσης της µεταφυσικής ως τεχνολογίας απαντώνται στο "Φωνή και Φαινόµενο" (La voix et le phenomene), όπου ο Ντερριντά ερµηνεύει την εποχή του φωνοκεντρισµού ως την τεχνική κυριαρχία τού είναι-αντικειµένου (l' etre-object), που προϋποθέτει την ενότητα τέχνης και φωνής (σ. 84). Στο "Έξεργό" του Περί Γραµµατολογίας ο Ντερριντά δίνει την ερµηνεία της ιστορίας της µεταφυσικής ως µίας ενικής λογοκεντρικής εποχής, που θεµελιώδη στοιχεία της είναι ο ορισµός του Είναι ως παρουσίας και ο περιορισµός του ίχνους (σ.σ. 13-15). Στο ίδιο έργο, ο Ντερρινά διαπραγµατεύεται την "εποχή του Ρουσσώ" (epoque de Rousseau) που κατέχει εξέχουσα θέση στη φωνοκεντρική εποχή µε κοµβικά σηµεία το Φαίδρο του Πλάτωνα από την αρχαιότητα και την Εγκυκλοπαιδεία του Χέγκελ από τη νεοτερικότητα. (σ. 176). Από την άλλη πλευρά, µολονότι ο Χάιντεγγερ περιγράφει, πιο αποτελεσµατικά από κάθε άλλο φιλόσοφο, τον κλοιό της µεταφυσικής και ό,τι παραµένει α-θεώρητο µέσα σ' αυτόν, ο Ντερριντά θέτει υπό εξέταση ορισµένες πτυχές αποφασιστικής σηµασίας της χαϊντεγγεριανής σκέψης: για παράδειγµα, την αναγωγική ερµηνεία του Νίτσε· τις σχέσεις µεταξύ του οντο-θεο-λογικού προνοµιακού δκαιώµατος του παρόντος (die Gegenwart), της σκέψης του Είναι ως παρουσίας (Anwesenheit) και του γραµµένου ίχνους ή γράµµατος ή γραµµής· τον υπολειπόµενο ανθρωπισµό στην εγγύτητα του Dasein [Σηµ. Μτφ.: όρος που χρησιµοποιείται από τον Χάιντεγγερ για την ανθρώπινη ύπαρξη· κυριολεκτικά: Eίναι-εκεί] µε το Είναι, σε συνδυασµό µε την έµφαση που δίνει ο Χάιντεγγερ στο ίδιον (eigen, eigentlich), στην αυθεντικότητα (Eigentlichkeit) και το ιδιοποιητικό συµβάν της αλήθειας του Είναι (das Ereignis). Ο Ντερριντά πρόσφατα διερεύνησε τη σχέση µεταξύ οντολογικής και σεξουαλικής διαφοράς στον Χάιντεγγερ, το λογοκεντρικό προνοµιακό δικαίωµα της µεταφοράς του χεριού ως "το ιδιάζον γνώρισµα του ανθρώπου", και την υπαγωγή της ζωικότητας και της γραφής στην ανθρωπότητα και το λόγο. Τέλος, στο πλαίσιο του L' affaire Heidegger, ο Ντερριντά ασχολήθηκε µε το λεπτό θέµα της πολιτικής στον Χάιντεγγερ ανατρέχοντας στη διφορούµενη χρήση της λέξης Geist (πνεύµα) – από το Είναι και Χρόνος, µέσω του λόγου του για την αγόρευσή του σε Κοσµήτορα το 1933, µέχρι το δοκίµιο για τον Trakl το 1953 µε τίτλο Η Γλώσσα στην Ποίηση. Πράγµατι, κάποια απόσταση από τη χαϊντεγγεριανή ανάλυση της ιστορίας της µεταφυσικής εξαγγέλλεται ήδη στο La differance το 1968, όπου ο Ντερριντά υποστηρίζει ότι η σκέψη της διαφωράς δεν περιέχεται στις έννοιες "εποχή" και "εποχικότητα", που ανήκουν στην ιστορία ως ιστορίας του Είναι (Μarges de la Philosophie, Minort, 1972). Υπό αυτούς τους όρους, λοιπόν, είναι δυνατό να δεχτούµε την έννοια του κλοιού ως τη ρήξη µε κάθε ενοποιητική σύλληψη της εποχικότητας, ως την αποδόµηση της χαϊντεγγεριανής ερµηνείας της ιστορίας της µεταφυσικής; Ακολουθώντας το δεύτερο µονοπάτι αυτής της διπλής κίνησης, κάθε εσχατολογική συνενοχή µε τον Χάιντεγγερ στο ύστερο έργο του Ντερριντά φαίνεται να εξαφανίζεται. Οι αµφιβολίες του Ντερριντά σχετικά µε τη χαϊντεγγεριανή σύλληψη της µεταφυσικής και

Page 7: Heidegger Vs Derrida

της ιστορίας του Είναι εµφανίζονται το 1980 στην παρουσίαση του "Εnvoi" και τίθενται στην πράξη στο "Εnvois" (Αποστολές) –στο πλαίσιο του La carte postale de Socrate a Freud–, ένα κείµενο του οποίου η πολλαπλότητα ("Envois" και όχι "Εnvoi") αποτελεί µία γκροτέσκα παρωδία της χαϊντεγγεριανής ιστορίας του Είναι, όπου "η αρχική αποστολή του Είναι ως παρουσίας" κατά την αρχαιότητα περιπίπτει στη λήθη κατά τις εποχές της ιστορίας του είναι που επακολούθησαν. Ο πυρήνας της ντερριντιανής αποδόµησης σ' αυτά τα κείµενα είναι "η προϋποτιθέµενη ενότητα µιας ιστορίας της µεταφυσικής ή της ∆ύσης (l' unite presume d' une histoire de la metaphysique ou de l' Occident)" (Envois, σ. 25). Ο Ντερριντά θέτει υπό αµφισβήτηση τη µονοµέρεια του χαϊντεγγεριανού ισχυρισµού ότι υπάρχει από τους αρχαίους, µέσω εποχών παρατεταµένης λήθης, µία αποστολή (envoi, Schickung) του Είναι, η οποία συλλέγεται στη µοίρα ή τον προ-ορισµό του Είναι (das Seins-Geschick) κατά το τέλος της φιλοσοφίας. Η εποχή της µεταφυσικής απο-τείνεται από τους αρχαίους και προ-ορίζεται για "εµάς"· η αποστολή του Είναι πάντοτε εξασφαλίζεται ότι θα φτάσει στον προ-ορισµό της. Ο Ντερριντά ισχυρίζεται ότι η ιστορία του Είναι είναι µια τελεολογία (Envois, σ. 24) ή µία εσχατολογία και κατ' ακολουθίαν µία "αποστολική ιδέα" (une idee postale) (La carte postale de Socrate a Freud, σ. 105), όπου το γράµµα ή η κάρτα που απευθύνει ο αποστολέας (envoyeur) θα φτάσει σίγουρα στον παραλήπτη του (destinataire). Σε µια "αποστολή" (envoi) µε ηµεροµηνία 9 Μαΐου 1979, γράφει ο Ντερριντά: "∆εν ξέρω πια σε ποιον είπα ότι η "εποχή" –εν όψει της οποίας θέτω το ερώτηµα στον εαυτό µου– παραµένει, λόγω του τέλµατος (la halte), µία αποστολική ιδέα, µολυσµένη εκ των προτέρων από την αποστολική διαφωρά..." (La carte postal de Socrate a Freud, σ. 205). Η εσχατολογία της ιστορίας του Είναι εξαρτάται από την κάρτα –δεν απωλέσθηκε στο ταχυδροµείο– που αποστέλλει ο Παρµενίδης στον Χάιντεγγερ ή ο Σωκράτης στον Φρόυντ. Ο Ντερριντά αναρωτιέται πώς µπορεί αυτή η εσχατολογία να διατηρήσει την ιδιό-τητά της και µήπως η αποστολή του Είναι δε θα µπορούσε να απειληθεί από µία "δια-φωνία" ή "δια-σπορά" (Envois, σ. 25) που θα απέτρεπε τον προ-ορισµό και τη συλ-λογή (Versammlung) του Είναι και θα αποδοµούσε το κείµενο του Χάιντεγγερ. Ο Ντερριντά αντιτάσσει στη "µεγάλη εποχή (grande ιpoque)" της λήθης του Είναι, που χωρίζει και ενώνει τον Παρµενίδη και τον Χάιντεγγερ, µία πολλαπλότητα "υφεποχών" (sous-ιpoques) (La Carte postale..., σ. 205). Στην πρωταρχική "Αποστολή" του Είναι, ο Ντερριντά αντιτάσσει µία πολλαπλότητα "αποστολών" (envois) –α-συλλογικές µοναδικότητες (ενότητες singularity), κάρτες–, για τις οποίες δεν παρίσταται καµία εγγύηση ότι θα εκπληρώσουν τον προ-ορισµό τους, και οι οποίες δε δύνανται να συλ-λεχθούν σε µιαν ενική ιστορία (Geschichte) του προ-ορισµού (Geschick) του Είναι. Έτσι, για τον Ντερριντά, η εσχατολογία του Είναι δε φθάνει στο τέλος της (La carte Postale..., σ. 207) ούτε τελειώνει την αποκάλυψή της· µάλλον διασπάται συνεχώς από µία αποστολική διαφωρά (differance), που είναι αρχαιότερη από την οντολογική διαφορά και δεν είναι πια ικανή να γίνει αντικείµενο αναπαράστασης ως µία ενική ιστορία. Στην κατακλείδα του Envoi ο Ντερριντά φωτίζει άπλετα τους τελευταίους θεωρητικούς προσανατολισµούς του πάνω σ' αυτό το θέµα, συσπειρούµενος, γι' άλλη µια φορά, στην έννοια του κλοιού: "Προς τι, προς ποιον, προς ποια κατεύθυνση αναφερόµαστε αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια αυτής της εισαγωγής, µ' έναν τρόπο επίµονο και συνάµα ελλειπτικό; Τολµώ να πω προς αποστολές (envois) και προς επιστροφές ανταποστολές (renvois), οι οποίες ίσως δεν είναι πια αναπαραστατικές. Πέραν ενός κλοιού της αναπαράστασης (Au-dela d' une

Page 8: Heidegger Vs Derrida

cloture de la representation), της οποίας η µορφή δε θα µπορούσε πια να είναι γραµµική, κυκλική, εγκυκλοπαιδική ή ολοκληρωτική, προσπάθησα ν' ανιχνεύσω µιαν ανοιχτή δίοδο για τη σκέψη της αποστολής, η οποία, προκειµένου να καταστεί –όπως ο προορισµός του Είναι (Geschick des Seins), για τον οποίο κάνει λόγο ο Χάιντεγγερ– µιας δοµής αλλότριας της αναπαράστασης, δε συλ-λέχθηκε ως µία αποστολή του Είναι διά µέσου της Anwesenheit, ως παρουσία και έπειτα ως αναπαράσταση (Envoi, σ 29). O Ντερριντά κατευθύνεται προς τη δύσκολη σκέψη των "αποστολών" που δε θα λάµβαναν ούτε τη µορφή της παρουσίας (Anwesenheit) ούτε τη µορφή της αναπαράστασης (Vorstellung). H πολλαπλότητα αυτών των αποστολών –κάρτες, φωνές, γεγονότα– θα κατασκεύαζε µια δοµή που είναι αδύνατον να δοµηθεί, προσιδιάζουσα µάλλον στην αρχιτεκτονική σκέψη του Bernard Tschumi, µία έκφανση της οποίας βρίσκεται αποκρυσταλλωµένη στο Parc de la Villette στο Παρίσι. Oι "αποστολές" θα λάβαιναν το χαρακτήρα ενός α-πέραντου ιστού ή γενικού κειµένου, συγκείµενου από µοναδικότητες, από γεγονότα προ-οντολογικής φύσης (Envoi, σ. 29), ανίκανα να συλλεχθούν στο Είναι ή να γίνουν αντικείµενο αναπαράστασης ως µία ενική εποχή µε αποστολέα, διεύθυνση και προορισµό. Προκειµένου να προσεγγίσει αυτή την "αποστολική" σκέψη, ο Ντερριντά υποστηρίζει ότι πρέπει να σκεφτούµε "εντελώς διαφορετικά" (tout autrement) (Envoi σ. 30), µ' έναν τρόπο που, σύµφωνα µε το µοντέλο του κλοιού της παρουσίας ή της αναπαράστασης, δε δύναται να γίνει αντικείµενο παράστασης ή αναπαράστασης. Οι αποστολές αποτελούν έναν αυτο-αναβαλλόµενο, διαφοροποιούµενο ιστό ιχνών, που δεν αντλούν την καταγωγή τους από τον εαυτό· δεν αρχίζουν (Tout commence par le renvoi, c' est a dire ne commence pas) (Envoi σ. 29), αλλά ξεπροβάλλουν από το άλλο, από τα άλλα (des envois de l' autre, des autres) (Envoi σ. 25). Ο Ντερριντά, στο µεταγενέστερο έργο του, κατευθύνεται προς τη σκέψη αυτού του ευαίσθητου ιστού των αποστολών ή των µοναδικών ετεροτήτων – µια γενική κειµενικότητα που θα ήταν διάφορη του Είναι. Πράγµατι, φαίνεται ότι θα µπορούσαµε να τοποθετήσουµε τη ρήξη του Ντερριντά µε το Χάιντεγγερ σ' αυτό ακριβώς το σηµείο της κίνησης πέραν ή κάτωθεν της ιστορίας του Είναι, στο πρόγραµµα της εσχατολογίας και στην ενότητα της ιστορίας της µεταφυσικής. Φαίνεται να υπάρχει κάποια εξέλιξη από την ιστορικο-µεταφυσική εποχικότητα του κλοιού, που χαρακτηρίζει σηµαντικό µέρος του πρώιµου έργου του, έως την αποδόµηση ή τη διακοπή της εποχικότητας, όπως διαγράφεται στο Envoi. Υπάρχει λοιπόν κάποια εξέλιξη στη θέση του Ντερριντά; Ντερριντά Ι και Ντερριντά ΙI; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτηµα πρέπει, για άλλη µια φορά, να καθοδηγείται από τη διπλή χειρονοµία ή λογική του κλοιού. Από τη µία πλευρά, ο όρος εξέλιξη µπορεί να διαφωτίσει τη συζήτηση για την έννοια του κλοιού· διότι, µολονότι η λέξη κλοιός συναντάται επανειληµµένα στα δοκίµια που ανοίγουν τα "Φιλοσοφικά περιθώρια" (Marges de la Philosophie) (όπως: Η ∆ιαφορά, Ουσία και γραµµή, Τα τέλη του Ανθρώπου και Μορφή και Νόηµα) και τα οποία εµφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60, τη συναντάµε όλο και πιο αραιά στα δοκίµια που κλείνουν το βιβλίο και τα οποία εµφανίστηκαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του '70. Η ορολογική χρήση του κλοιού, που χρονολογείται κατά βάση από το1966, δεν επιβίωσε µετά τη λήξη της δεκαετίας. ∆ε θα µπορούσαµε λοιπόν να υποθέσουµε ότι η εξαφάνιση της λέξης "κλοιός" (clοture) από το εννοιολογικό λεξιλόγιο του Ντερριντά αντικατοπτρίζει την επιτεινόµενη αποµάκρυνσή του από τη χαϊντεγγεριανή σύλληψη της ιστορίας της µεταφυσικής που υποστυλώνει την έννοια του µεταφυσικού κλοιού; ∆ε θα µπορούσε η εξαφάνιση του κλοιού να είναι συνδεδεµένη µε τη ντερριντιανή αποκήρυξη της ιστορίας του Είναι;

Page 9: Heidegger Vs Derrida

Aπό την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση αυτής της υπόθεσης θα µας πήγαινε πολύ µακριά, καθώς θα αγνοούσε τις ενστάσεις του Ντερριντά εναντίον (κατά, προς) του Paul Ricoeur στο "H υποχώρηση της µεταφοράς", (Le retrait de la metaphore), όπου αρνείται κατηγορηµατικά ότι η έννοια του µεταφυσικού κλοιού εµπεριείχε µιαν ενική σύλληψη της µεταφυσικής και ότι υπήρχε ή υπάρχει ένας "κοινός θεωρητικός πυρήνας" (noyau theorique commun) µεταξύ του έργου του και του έργου του Χάιντεγγερ. Αυτή η θέση θα παρέβλεπε επίσης το γεγονός ότι, αν και η λέξη clτture (κλοιός) εξαφανίζεται από το εννοιολογικό λεξιλόγιο του Ντερριντά, αυτό δε συνεπάγεται ωστόσο ότι το πρόβληµα του κλοιού παύει να είναι το κλειδί για το ντερριντιανό έργο. Σ' ένα κείµενο όπως το "Tύµπανο (Τympan), που χρονολογείται από το 1972, η λέξη "όριο" (limite) φαίνεται να έχει την ίδια εννοιολογική ισχύ που είχε η λέξη "cloture" (κλοιός). Παροµοίως, στο "Σπιρούνια" (Εperons), που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1972, η έννοια του "ορίου" πλέον καταλαµβάνει τη θέση του "κλοιού"· ένας όρος που δεν εµφανίζεται καθόλου στο κείµενο (Εperons ,σ.σ. 93-6). Θα αγνoούσε άλλωστε το γεγονός ότι οι νέες κατευθύνσεις σε κείµενα όπως το Envoi ή το Envois δε διαφέρουν από το πρώιµο έργο του Ντερριντά. Η κίνηση πέραν του "κλοιού", προς µία ολοσχερώς διαφορετική σκέψη, ανακαλεί µια παρόµοια χειρονοµία στο πρώιµο έργο "Η φωνή και το φαινόµενο" (La voix et le phenomene), όπου στις τελευταίες σελίδες τίθεται το ερώτηµα της υπέρβασης του κλοιού της Απόλυτης Γνώσης προς το ανήκουστο των σκέψεων (σ. 115), που δεν µπορεί να σηµανθεί ή να γίνει αντικείµενο αναπαράστασης. Ή ακόµα, στο Περί Γραµµατολογίας ο Ντερριντά στρέφει τα πυρά του στο είδωλο το πέραν του κλοιού (outre-cloture) (σ. 32), το οποίο λειτουργεί δίκην αχίλλειας πτέρνας στο εποικοδόµηµα του λογοκεντρικού κλοιού. Τέλος, σε ένα κείµενο όπως το "Έλλειψη" (Ellipsis), που κλείνει το "Η γραφή και η διαφορά" (L' ecriture et la difference), η γραφή και το πέραν του κλοιού ξαναπαίρνουν σάρκα και οστά ακριβώς µέσω της επανάληψης της κλειστής εποχής του βιβλίου (σ. 249). Μπορούµε, λοιπόν, να αποφανθούµε ότι το πρόβληµα του κλοιού, όπως ορίστηκε ως η διπλή κίνηση της σχέσης και της µη-σχέσης, ως το παιχνίδι της παράβασης και της εκ νέου εγκατάστασης, συνιστά ολοφάνερα (αναφανδόν, ανεπιφύλακτα) την ανατροπή της χαϊντεγγεριανής σύλληψης της µεταφυσικής; Ή θα έπρεπε να αποφασίσουµε ότι το πρόβληµα του µεταφυσικού κλοιού δείχνει την σ' ευρύτατη κλίµακα επανάληψη του χαϊντεγγεριανού προγράµµατος από τον Ντερριντά; Για ουσιώδεις λόγους, όπως θα καταδείξουµε εν παρόδω, αυτό το ερώτηµα δεν επιβάλλει ν' αποφασίσουµε για ή να επιλέξουµε µία απ' αυτές τις δύο εναλλακτικές λύσεις. Ο τρόπος ερµηνείας που αποκαλώ "περικλείων" (clotural) συνίσταται στον εντοπισµό της αχίλλειας πτέρνας στην ευκύκλεο εποχή της µεταφυσικής· στην επιδίωξη του ρήγµατος στην κυκλικότητα του λόγου (L' ecriture et la difference, σ. 398). Το πρόβληµα του κλοιού δεν εν-κλείει το χώρο µιας ενικής ιστορίας ούτε απο-κλείει τη δυνατότητα παράβασης του ορίου, αλλά µάλλον ανιχνεύει τη διπλή αναγκαιότητα και συνάµα τη διπλή α-δυνατότητα του ν' ανήκει σε µιαν ιστορία, της οποίας ο κλοιός µπορεί να οριο-θετηθεί, και παράλληλα του να µην ανήκει σε µιαν ιστορία, τον κλοιό της οποίας είναι αδύνατον να ξεφύγουµε. ∆εν υπάρχει έξοδος µέσα στην επανάληψη της παράδοσης και δεν µπορεί να υπάρξει έξοδος έξω από την επανάληψη. Μόνο µέσα από την ευρύτατη κι αδιάλειπτη επανάληψη της χαϊντεγγεριανής σκέψης αναδύεται η έλλειψη, από την οποία µπορεί να προσεγγιστεί το ΄Αλλο του χαϊντεγγεριανού σκέπτεσθαι. Η σχέση ανάµεσα στον Ντερριντά και στον Χάιντεγγερ πρέπει να κείται στο χώρο µεταξύ επανάληψης και ελλείψεως, όπου οι κειµενικές απαιτήσεις µιας επαναληπτικής εξήγησης ισοδυναµούν µε την αναγκαιότητα να σκεφτούµε κάτι ολοσχερώς άλλο. Για να προσαρµόσουµε µία επισήµανση του Levina s, θα µπορούσαµε να πούµε ότι το έργο του Ντερριντά είναι εµπνευσµένο σ' ένα µεγάλο

Page 10: Heidegger Vs Derrida

βαθµό από τη χαϊντεγγεριανή φιλοσοφία, αλλά παράλληλα διέπεται από µια βαθιά ανάγκη να ξεφύγει από το κλίµα της όσο κι από την πεποίθηση ότι δεν µπορούµε να την αποφύγουµε χάριν κάποιας φιλοσοφίας που θα µπορούσε να είναι προ-χαϊντεγγεριανή. Η θέση µου είναι ότι η ηθική διάσταση του αποδοµισµού παραµένει ανοιχτή µέσα σ' αυτήν ακριβώς την αναβολή της απόφα(ν)σης ή της επιλογής µεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων, µία αναβολή που εκρέει µέσα και διά µέσου µιας ερµηνευτικής δραστηριότητας.