pleuri anna.pdf

219
1 ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Κ.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ/ Δ.ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ/Α.ΤΣΑΒΔΑΡΙΔΗΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΤΣΑΒΔΑΡΙΔΗΣ Θέμα διπλωματικής εργασίας: «Η διαιτητική επίλυση των διαφορών ενέργειας» Δρ Άννα Εμ. Πλεύρη Κομοτηνή, Ιούνιος 2016

Upload: dinhnhan

Post on 05-Feb-2017

223 views

Category:

Documents


6 download

TRANSCRIPT

Page 1: Pleuri Anna.pdf

1

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Κ.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ/

Δ.ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ/Α.ΤΣΑΒΔΑΡΙΔΗΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΤΣΑΒΔΑΡΙΔΗΣ

Θέμα διπλωματικής εργασίας: «Η διαιτητική επίλυση των διαφορών ενέργειας»

Δρ Άννα Εμ. Πλεύρη

Κομοτηνή, Ιούνιος 2016

Page 2: Pleuri Anna.pdf

2

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΑΑ American Arbitration Association

ΑDR Αlternative Dispute Resolution

αδημ. αδημοσίευτη

A.E Aνώνυμη Εταιρεία

ΑΕΔ Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

ΑιτΕ Αιτιολογική έκθεση

ΑΚ Αστικός Κώδικας

α.ν. αναγκαστικός νόμος

αναλυτ. αναλυτικά

αντίθ. αντίθετα

ανωτ. ανωτέρω

ΑΠ Άρειος Πάγος

άρθρ. άρθρο, άρθρα

αριθ. αριθμός

Αρμ Αρμενόπουλος

ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας

ΑχΝομ Αχαϊκή Νομολογία

β.δ. βασιλικό διάταγμα

βλ. βλέπε

γνμδ γνωμοδότηση

Δ Δίκη (περιοδικό)

δ.δ. διδακτορική διατριβή

ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών

Page 3: Pleuri Anna.pdf

3

ΔΕΗ Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού

ΔΕΚ Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΔΕΠΑ Δημόσια Επιχείρηση Αερίου

ΔΕφ Διοικητικό Εφετείο

δηλ. δηλαδή

Δνη Δικαιοσύνη

Εγχ Εγχειρίδιο

ECT Εnergy Charter Treaty

εδ. εδάφιο

ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

ΕΔΔΔΔ Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου

ΕΔΕΥ Α.Ε Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων Α.Ε.

ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση ή Επίσημη Εφημερίδα (Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων)

ΕΕΝ Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών

ΕΕΕυρΔ Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου

ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου

Ειρ Ειρηνοδικείο

Εισ Εισαγγελέας

ΕισΝ Εισαγωγικός Νόμος

ΕισΝΚΠολΔ Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

εισ. εισαγωγικό

ΕΚ Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΕλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη

ΕΝ Εμπορικός Νόμος

ενημ.σημ. ενημερωτικό σημείωμα

Page 4: Pleuri Anna.pdf

4

επ. επόμενα

ΕΠΑ Εταιρία Παροχής Αερίου

ΕΠΕ Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης

επιμ. επιμέλεια

ΕπισκΕμπΔ Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου

ΕπιστΕπετΑρμ Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου

ΕΠολΔ Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας

ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Εφ Εφετείο

ΕφΑΔ Εφαρμογές Αστικού Δικαίου

ημίτ. ημιτόμος

ICC International Court of Arbitration

ICEA International Center for Energy Disputes

ICSID International Center for Settlement of Investment Disputes

κ.α. και αλλού

κ.ά. και άλλα

κατωτ. κατωτέρω

ΚΔ Κανονισμός Διαιτησίας

ΚΔΔ Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας

ΚΕΔΕ Κώδιξ περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1974)

κεφ. κεφάλαιο

κ.λπ. και λοιπά

ΚΝοΒ Κώδικας Νομικού Βήματος

ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ν.δ. 958/1971, όπως ισχύει σήμερα)

Page 5: Pleuri Anna.pdf

5

κρ.γν κρατούσα γνώμη

ΚΣΗΕ Κώδικας Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας

ΚΦορΔικ Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας

λ.χ. λόγου χάρη

μειοψ. μειοψηφία

μ.π.π. με περαιτέρω παραπομπές

ΜΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο

ν. νόμος

ν.δ. νομοθετικό διάταγμα

ν.π. νομικό πρόσωπο

ν.π.δ.δ. νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου

ΝοΒ Νομικό Βήμα

ΝΟΜΟΣ Βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ (ιστοσελίδα:

http://www.lawdb.intrasoftnet.com/nomos)

ΝΣΚ Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

Ολ Ολομέλεια

ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου

ΟλΣτΕ Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας

ό.π. όπου παραπάνω

ό.π.π. όπου περαιτέρω παραπομπές

παγ. νμλγ. πάγια νομολογία

παρ. παράγραφος

παρακ. παρακάτω

παραπ. παραπάνω

παρατ. παρατηρήσεις

Page 6: Pleuri Anna.pdf

6

περ. περίληψη

περαιτ. περαιτέρω

πλειοψ. πλειοψηφία

π.δ. προεδρικό διάταγμα

περ. περίπτωση

περαιτ. περαιτέρω

ΠΚ Ποινικός Κώδικας

Πολ Πολυμελές

π.π. περαιτέρω παραπομπές

ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο

πρβλ. παράβαλε

προηγ. προηγούμενη

π.χ. παραδείγματος χάριν

ΡΑΕ Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας

Σ Σύνταγμα 1975/1986/2001

σ. σελίδα

σημ. σημείωμα ή σημείωση

ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας

σύμφ. σύμφωνες

ΣΛΕΕ Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

σχετ. σχετικά

τ. τόμος ή τεύχος

ΤΕΕ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος

τεύχ. τεύχος

ΤιμΤομ Τιμητικός τόμος

Page 7: Pleuri Anna.pdf

7

ΤΝΠ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Υ.Α. υπουργική απόφαση

υπόθ. υπόθεση

υποσημ. υποσημείωση

ΥΦΑ Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο

ΦΕΚ Φύλλο «Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας»

ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου

Page 8: Pleuri Anna.pdf

8

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ

Συντομογραφίες

Αντί προλόγου …………………………………………………… σελ. 13

Εισαγωγή

Ι. Η διαιτησία ως τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών εν γένει – εσωτερική

και διεθνής διαιτησία …………………………………………………….σελ.14

ΙΙ. Η διαιτησία ως μέθοδος επιλύσεως ενεργειακών διαφορών …………. σελ.19

ΙΙΙ. Διεθνής Έκθεση για την επίλυση διαφορών στον τομέα της ενέργειας από το

Διεθνές Κέντρο για την Ενεργειακή Διαιτησία (ICEA, 2015) …………….σελ.21

Κεφάλαιο Πρώτο

To νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα – Εννοιολογικοί

προσδιορισμοί

1.1. Το θεσμικό-νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα ……σελ.27

Α) Ευρωπαϊκό δίκαιο και ρύθμιση της ενεργειακής αγοράς εν γένει

Β) Ο νόμος 2289/1995

Γ) Ο νόμος 2773/1999

Δ) Η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για

την ενεργειακή αγορά με τον ν. 4001/2011

Ε) Το προεδρικό διάταγμα 14/2012

1.2. Η νομική φύση της ενέργειας ………………………………… σελ. 48

Α) Η νομική φύση της ενέργειας στο ελληνικό δίκαιο

Page 9: Pleuri Anna.pdf

9

Β) Η νομική φύση της ενέργειας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία

1.3. Εννοιολογικός προσδιορισμός των «διαφορών ενέργειας» ……… σελ.51

Α) Οι «ενεργειακές δραστηριότητες»

Β) Συμβάσεις από τις οποίες μπορεί να προκύψουν «ενεργειακές διαφορές»

Γ) Οι συμβατικές ρήτρες «ΤΟP»

1.4 Ο νόμος 2476/1997 για τις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας …. σελ.63

1.5. Η ελληνική νομοθεσία για τη διαιτητική επίλυση διαφορών ενέργειας

…....σελ 64

Κεφάλαιο δεύτερο

Η διαιτησία στην Ελληνική έννομη τάξη

2.1. Η εσωτερική διαιτησία –Ρύθμιση στον ΚΠολΔ ………………. σελ.69

Α) Η διαιτητική συμφωνία

Β) Ορισμός των διαιτητών

Γ) Αμοιβή διαιτητή/-ων και επιδιαιτητή

Δ) Ανάκληση διαιτητών

Ε) Έκδοση της διαιτητικής απόφασης

Στ) Διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας

Ζ) Διαιτησία και ασφαλιστικά μέτρα

Η) Η διαιτητική απόφαση

Θ) Προσβολή της διαιτητικής απόφασης

Ι) Ακύρωση της διαιτητικής απόφασης

Κ) Ανυπαρξία της διαιτητικής απόφασης

Λ) Μόνιμες διαιτησίες

Μ) Αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα αλλοδαπής

διαιτητικής απόφασης

Page 10: Pleuri Anna.pdf

10

2.2. Ζητήματα από τη διεθνή εμπορική διαιτησία στην Ελλάδα - Ρύθμιση

στον ν. 2735/1999 ………………………………………………………σελ. 87

2.2.1 Καθορισμός της διαιτητικής διαδικασίας ……………………….σελ. 89

Α) Προσδιορισμός της διαδικασίας ad hoc με συμφωνία των μερών

Β) Καθορισμός της διαιτητικής διαδικασίας από το διαιτητικό δικαστήριο

2.2.2. Οι διέπουσες τη διαιτητική διαδικασία αρχές της ισότητας και

ακροάσεως των διαδίκων ………………………………………………..σελ.94

2.2.3. Ακύρωση διαιτητικής απόφασης στο πλαίσιο του ν. 2735/1999

…… σελ.110

Κεφάλαιο τρίτο

Διεθνής επενδυτική και ενεργειακή διαιτησία

3.1. Η διεθνής επενδυτική διαιτησία ………………………………..σελ.113

3.2. Η ενεργειακή διαιτησία ως είδος διεθνούς επενδυτικής διαιτησίας

………………………………………………………………………..….. σελ.115

Κεφάλαιο τέταρτο

Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ και ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ

4.1. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ): Ίδρυση, νομική φύση, λειτουργία

και αρμοδιότητες ………………………………………………… σελ.132

4.2. Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ (νομοθετική ρύθμιση και βασικά

χαρακτηριστικά) ………………………………………………… σελ.138

4.3. Ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ

Page 11: Pleuri Anna.pdf

11

4.3.1 Διαφορές υπαγόμενες στη θεσμική διαιτησία της ΡΑΕ ……… σελ.155

4.3.2 Οργάνωση της υπηρεσίας διαιτησίας και κατάλογος διαιτητών σελ.157

Α) Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας και δαπάνες διαιτησίας

Β) Γραμματέας του Διαιτητικού Δικαστηρίου στη ΡΑΕ

Γ) Ο κατάλογος των διαιτητών στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ

4.3.3 Η διαιτητική συμφωνία και η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

………………………………………………… σελ.162

Α) Συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ

Β) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

4.3.4. Κανόνες για την εσωτερική διαιτησία ………………………… σελ.170

Α) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

Β) Η διαιτητική διαδικασία

Γ) Η διαιτητική απόφαση

4.3.5. Κανόνες για τη διεθνή διαιτησία

………………………………………………………………………. σελ.177

Α) Προσδιορισμός της διεθνούς διαιτησίας

Β) Δικαιοδοσία διαιτητικού δικαστηρίου

Γ) Συγκρότηση διαιτητικού δικαστηρίου

Δ) Η διαιτητική διαδικασία

Ε) Η αποδεικτική διαδικασία

Στ) Λήψη ασφαλιστικών μέτρων

Page 12: Pleuri Anna.pdf

12

Κεφάλαιο πέμπτο

Η διαιτητική απόφαση

5.1. Η διαιτητική απόφαση εν γένει ………………… σελ.186

5.2. Η διαιτητική απόφαση στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ………… σελ.187

5.3. Παρουσίαση και αποτίμηση της πρώτης διαιτητικής αποφάσεως της

ΡΑΕ, υπό το πρίσμα της αξιολογήσεως του ρόλου της ΡΑΕ στη διαιτητική

επίλυση των ενεργειακών διαφορών ………………… σελ.191

5.3.1. Διορισμός διαιτητών, επιδιαιτητή και γραμματείας του διαιτητικού

δικαστηρίου και ενδιάμεσες αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου … σελ.192

5.3.2. Η υποβολή ενστάσεως ελλείψεως δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου

…… σελ.195

5.3.3. Το αιτιολογικό και το διατακτικό της διαιτητικής αποφάσεως……… σελ.196

5.3.4. Ο τελικός καθορισμός της αμοιβής των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου

και των εξόδων της διαιτησίας εν γένει ………………… σελ.197

5.3.5. Παρατηρήσεις επί της διαιτητικής αποφάσεως .……… σελ.197

5.4. Η προσβολή της διαιτητικής αποφάσεως σύμφωνα με τον ΚΠολΔ και τον

ν. 2735/1999 ………………… σελ.206

5.5. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων επί

ενεργειακών διαφορών ………………………………………………..σελ.209

Σύνοψη πορισμάτων ……………………………………………… σελ.212

Βιβλιογραφικός πίνακας

Α. Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία

Β. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Page 13: Pleuri Anna.pdf

13

Αντί προλόγου

Ο «νεαρός» τομέας του δικαίου της ενέργειας είναι τομέας

«διαδικαιϊκός». Διότι το δίκαιο της ενέργειας συμπλέκεται με διάφορους

τομείς του δικαίου, όπως το δημόσιο διεθνές, το ευρωπαϊκό, το διοικητικό,

το ενοχικό, το εμπορικό, το ασφαλιστικό, αλλά και το ποινικό δίκαιο.

Σε ό,τι αφορά στον τομέα των ενεργειακών διαφορών, δεν έχει

υπάρξει μέχρις στιγμής συστηματική θεωρητική ενασχόληση με τα

ζητήματα της διαιτητικής επίλυσης τους. Από πλευράς πρακτικής

εφαρμογής, στον ελλαδικό χώρο υπάρχει σήμερα μόνον μια περίπτωση

διαφοράς ενέργειας, η οποία επιλύθηκε μέσω της διαιτητικής οδού.

Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να παρουσιάσει κριτικά το υφιστάμενο

νομοθετικό πλαίσιο για τη διαιτητική επίλυση των διαφορών που

προκύπτουν από τον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα, με έμφαση στην

οργανωμένη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, να εντοπίσει τις αδυναμίες της εν

λόγω μεθόδου επιλύσεως των «ενεργειακών διαφορών» και να προτείνει

λύσεις. Στο πλαίσιο των εν λόγω αναπτύξεων, γίνονται συγκριτικές

αναφορές στην ενεργειακή διαιτησία σε διεθνές επίπεδο.

Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται αναλυτικά οι διατάξεις της Ελληνικής

νομοθεσίας για την ενέργεια καθώς και αυτές που διέπουν τον μόνιμο

μηχανισμό διαιτησίας της ΡΑΕ και ιδίως τον Κανονισμό Διαιτησίας της και

του τρόπου, με τον οποίο η διαιτησία αυτή έχει οργανωθεί, εστιάζοντας στα

νομικά και λειτουργικά προβλήματα που προκύπτουν με παράλληλη

διατύπωση προτάσεων και προσφερόμενων λύσεων.

Επιπρόσθετα, αναλύεται, από δικονομικής πλευράς, η πρώτη και

μοναδική διαιτητική απόφαση, αφορώσα διαφορά περί την ενέργεια, που

έχει δημοσιευθεί από διαιτητικό δικαστήριο συγκροτηθέν στο πλαίσιο της

μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ.

Page 14: Pleuri Anna.pdf

14

Εισαγωγή

Ι. Η διαιτησία ως τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών εν γένει -

Εσωτερική και διεθνής διαιτησία

Η ενδημική βραδύτητα των δικαστηρίων, ως προς την εκδίκαση των διαφορών

και την έκδοση αποφάσεων και δη σε βαθμό που πλησιάζει την αρνησιδικία, είναι

γνωστή1. Ιδιαίτερα δε στα πολιτικά δικαστήρια που είναι επιφορτισμένα με την

εκδίκαση υπερβολικού πράγματι όγκου διαφορών ιδιωτικού δικαίου,

παρουσιάζεται, αντικειμενικά, πάντως, δικαιολογημένη, μακρά διάρκεια της

πολιτικής δίκης και έτσι σημαντική καθυστέρηση στην επίλυση μιας διαφοράς. Η

πραγματικότητα αυτή, επιβάλλει την προσφυγή σε εναλλακτικούς μηχανισμούς

επίλυσης διαφορών2.

Η διαιτησία αποτελεί, διεθνώς, τον ένα από τους τρείς «κλασικούς» τρόπους

επίλυσης διαφοράς, η οποία έχει δημιουργηθεί μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων

προσώπων. Οι άλλοι δυο μηχανισμοί είναι η δικαστηριακή επίλυση και η

διαμεσολάβηση. Εξωδικαστικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς συνιστούν (και) οι

διαπραγματεύσεις.

Η διαιτησία αποτελεί, συγκεκριμένα, συμβατικά επιλεγμένη, δεσμευτική

εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των τακτικών δικαστηρίων.

Πρόκειται για ιδιαίτερη και αυτόνομη μορφή οργανωμένης επίλυσης ιδιωτικής

διαφοράς, ακολουθητέας διαδικασίας και δικονομικών κανόνων για την παροχή

δικαστικής προστασίας, όχι από κρατικά, τακτικά δικαστήρια, αλλά από πρόσωπα

της ελεύθερης επιλογής των εμπλεκομένων διαδίκων μερών. Θεμέλιο της

1 Bλ. σχετ. την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012 περί της δίκαιης δίκης και της εύλογης διάρκειας

αυτής καθώς και Μακρίδου Κ., Η έκδοση απόφασης επί της ουσίας σε εύλογο χρόνο στην πολιτική δίκη,

ΝοΒ 2012.1345 επ. Πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στην προσφυγή αρ. 50973/08 της 21ης

.12.2010, Β.

Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος, στην προσφυγή αρ.40150/09 της 30ης

.10.2012, Γλύκαντζη κατά Ελλάδος,

στις προσφυγές αρ.37992/08 και 8571/09 της 3ης

.07.2012, Βεζυργιάννης κατά Ελλάδος. 2 Alternative Dispute Resolution. Στο εξής ΑDR.

Page 15: Pleuri Anna.pdf

15

διαιτησίας, είναι η ιδιωτική αυτονομία. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική

δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώνεται ως σχέση δύο παράλληλων

δικαιοδοτικών τάξεων, οι οποίες αποκλείονται αμοιβαία.

Στη διαιτητική επίλυση μιας διαφοράς, λοιπόν, ένας ουδέτερος, σε σχέση με

τα μέρη, τρίτος «υπηρετεί» ως δικαστής αρμόδιος να επιλύσει τη διαφορά. Ο

διαιτητής ή το διαιτητικό δικαστήριο «ακροάται» τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς,

εκτιμά τις αποδείξεις που επικαλείται και προσάγει εκάστη πλευρά και εκδίδει

κατόπιν μια δεσμευτική απόφαση3. Τα (αντίδικα) μέρη της διαιτητικής διαδικασίας

μπορούν να συμφωνήσουν επί ορισμένης πτυχής αυτής, όπως λ.χ., εάν θα

παρίστανται ή όχι με δικηγόρο και ποιο είδος απόδειξης θα εφαρμοστεί στην εν

λόγω διαδικασία. Η διαιτητική απόφαση είναι εμπιστευτική, ήτοι δεν δημοσιεύεται

και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Ως μέθοδος επίλυσης διαφοράς, η διαιτησία

στοχεύει, σε κάθε περιπτωση, να είναι λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με τη

δικαστική επίλυση, αλλά και ταχύτερη.

Ως εξωδικαστηριακός τρόπος επίλυσης διαφορών, η διαιτησία έχει

θεσμοθετηθεί από μακρού χρόνου στην Ελλάδα, μέσω των βασικών διατάξεων

των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ, τα οποία αφορούν στην εσωτερική διαιτησία.

Νομοθετική ρύθμιση υπάρχει επίσης στην Ελλάδα και για τη διεθνή διαιτησία.

Είναι δε νομοθετικά καθορισμένο, αλλά και νομολογιακά και θεωρητικά επαρκώς

ερμηνευμένο το τι μπορεί να γίνει ανεκτό και τι όχι στη διαιτησία εντός της

ελληνικής έννομης τάξης, ώστε μπορεί να ειπωθεί ότι ο θεσμός της διαιτησίας εν

γένει έχει ξεπεράσει, σε μεγάλο βαθμό, τα μειονεκτήματα της τακτικής

δικαιοσύνης στην Ελλάδα και προσφέρει ως μέθοδος επίλυσης διαφορών,

ταχύτητα και ευελιξία, προσφέροντας ταυτόχρονα στη μέρη μια διαδικασία

3 «Αward».

Page 16: Pleuri Anna.pdf

16

ενώπιον δικαστηρίου, η οποία προσιδιάζει με αυτή της «τακτικής» δίκης, με

εχέγγυα δίκαιης και ασφαλούς κρίσης4.

Οργανωμένες, θεσμικές - μόνιμες διαιτησίες υπάρχουν, ήδη για αρκετά

χρόνια στην Ελλάδα στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών

(ΕΒΕΑ), στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) αλλά και στο Εμπορικό

Επιμελητήριο της Αθήνας. Εντούτοις, παρά την πολύχρονη ύπαρξη της διαιτησίας

στην ελληνική έννομη τάξη με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη που αυτή παρέχει και

παρά την ύπαρξη μονίμων διαιτησιών σε επαγγελματικούς φορείς και οργανισμούς

της ελληνικής οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, η διαιτητική επίλυση

των (ιδιωτικών) διαφορών δεν έχει σημειώσει στην πράξη αξιοσημείωτα

αποτελέσματα στον ελλαδικό χώρο, ιδίως συγκριτικά με την αντίστοιχη πορεία και

εφαρμογή της διαιτησίας στο εξωτερικό.

Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου μια διαφορά να μπορεί να υπαχθεί σε

διαιτητική επίλυση, θα πρέπει να πρόκειται για ιδιωτική διαφορά ιδιωτικού

δικαίου, ήτοι να απορρέει από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου και ως αντικείμενο

να έχει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία έννομης σχέσης και τα μέρη να έχουν

εξουσία διαθέσεως επ’ αυτής5. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι μέσω της

διαιτησίας μπορεί να ληφθεί οιαδήποτε μορφή προστασίας, δηλαδή τόσο υπό τη

μορφή αναγνώρισης ή διάπλασης της έννομης σχέσης ή και με καταψηφιστικό

διατακτικό. Στο ζήτημα αυτό μάλιστα, η διαιτητική και η δικαστική επίλυση της

διαφοράς, ταυτίζονται.

Θεμελιώδης, για τους κανόνες που καλούνται κάθε φορά σε εφαρμογή, είναι η

διάκριση της διαιτησίας σε εσωτερική και διεθνή. Η εσωτερική διαιτησία δεν

εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας και έχει πιο περιορισμένη εφαρμογή σε σχέση

με τη διεθνή διαιτησία, η οποία εφαρμόζεται ευρύτατα, κυρίως λόγω της σχεδόν

4 Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.68.

5 Άρθρο 867 ΚΠολΔ.

Page 17: Pleuri Anna.pdf

17

απόλυτης κυριαρχίας των διασυνοριακών συναλλαγών και συμβάσεων. Η έννομη

συνέπεια εκ του χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας, ως εσωτερικής ή διεθνούς, είναι

η εφαρμογή διαφορετικού νομικού πλαισίου, ήτοι η εφαρμογή διαφορετικών

νομικών διατάξεων. Ως κριτήρια χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας ως εθνικής

(εσωτερικής) ή διεθνούς, έχουν επικρατήσει διεθνώς6 τα εξής:

Α) Ορισμένες έννομες τάξεις υιοθετούν το αντικειμενικό κριτήριο, ήτοι

χαρακτηρίζουν τη διαιτησία ως εσωτερική ή διεθνή ανάλογα με το αντικείμενο της

διαφοράς7.

Β) Σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο, για διεθνή διαιτησία πρόκειται όταν

παρουσιάζονται στοιχεία αλλοδαπότητας σε επίπεδο υποκειμένων και δη είτε με

βάση την ιθαγένεια είτε με βάση την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή των διαδίκων8.

Γ) Κατά το μικτό κριτήριο, λαμβάνονται υπόψη τόσο αντικειμενικά όσο και

υποκειμενικά στοιχεία. Το κριτήριο αυτό υιοθετείται από την ελληνική έννομη

τάξη. Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 1 § 3 του ν. 2735/1999 περί της διεθνούς

εμπορικής διαιτησίας, κριτήρια χαρακτηρισμού μια διαιτησίας ως διεθνούς

αποτελούν: i) η εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικό κράτος κατά τον χρόνο

σύναψης της συμφωνίας διαιτησίας, ii) η εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικό

τόπο από αυτόν που διεξάγεται η διεθνής διαιτησία ή αυτόν όπου πρόκειται να

εκπληρωθεί σημαντικό μέρος των εμπορικών υποχρεώσεων που απορρέουν από

την συμβατική σχέση ή αυτόν με τον οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της

διαφοράς και iii) η συμφωνία των μερών ότι το αντικείμενο της διαφοράς

σχετίζεται με περισσότερες έννομες τάξεις9.

6Καθότι κάθε έννομη τάξη καθορίζει με δικά της κριτήρια μια διαιτησία, ως εθνική ή διεθνή, βλ. αναλυτ.

Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, § 2, αριθ.21-23, σελ.13-16. 7Μαντάκου, Η κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας στη διεθνή συναλλαγή, αριθ.9-11, σελ.16-23.

8Μαντάκου, ό.π., αριθ.5-8, σελ.10-16.

9Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 1 ν.2735/1999, σελ.148-152·Μαντάκου, ό.π.,

αριθ.15, σελ.29-30.

Page 18: Pleuri Anna.pdf

18

Αξιοσημείωτο είναι εδώ, ότι τα ίδια κριτήρια χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας

ως διεθνούς, υιοθετεί και ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ10, ο οποίος στο πρώτο

μέρος του περί διεθνούς διαιτησίας και δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου

και συγκεκριμένα στο άρθρο 1511, προβλέπει ότι η διαιτησία είναι διεθνής, όταν:

«(α) τα μέρη έχουν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας διαιτησίας, την εγκατάστασή

τους σε διαφορετικά κράτη ή (β) ένας από τους ακόλουθους τόπους, δεν βρίσκεται

στο κράτος στο οποίο τα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους: (βα) ο τόπος της

διαιτησίας, αν αυτός καθορίζεται από τη συμφωνία διαιτησίας ή προκύπτει από

αυτήν, (ββ) οποιοσδήποτε τόπος στον οποίο πρόκειται να εκπληρωθεί σημαντικό

μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εμπορική σχέση ή ο τόπος με τον

οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της διαφοράς ή (γ) τα μέρη ρητά συμφώνησαν

ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με περισσότερες χώρες».

Η διεθνής διαιτησία παρουσιάζει ένα μοναδικό και ιδιαίτερα σημαντικό

χαρακτηριστικό. Ειδικότερα, ενώ σε κάθε εσωτερική (εθνική) έννομη τάξη,

συγκεκριμένο δικαιοδοτικό όργανο επιλαμβάνεται κατά τον νόμο κάθε διαφοράς

που προκύπτει από εσωτερική έννομη σχέση, για τις διεθνείς διαφορές, δεν

υπάρχει υπερεθνικό, ουδέτερο δικαιοδοτικό όργανο με «δεδομένη» διεθνή

δικαιοδοσία, καθώς αυτή ρυθμίζεται από τους οικείους κανόνες της εκάστοτε

έννομης τάξης. Το, τρόπον τινά, δικαιοδοτικό αυτό κενό12 και την εντεύθεν

δημιουργούμενη αβεβαιότητα καλύπτει η διεθνής διαιτησία, ως μέθοδος επίλυσης

διασυνοριακών διαφορών με τρόπο αξιόπιστο, αμερόληπτο και ταχύ.

Στην Ελλάδα, η διαιτησία έχει θεσμοθετηθεί, μέσω των βασικών διατάξεων

των άρθρων 867- 903 ΚΠολΔ13, τα οποία αφορούν στην εσωτερική διαιτησία. Οι

συγκεκριμένες διατάξεις ρυθμίζουν αναλυτικά όλα τα θέματα της εσωτερικής

10

Ο οποίος συστήθηκε δυνάμει του άρθρου 37 του ν. 4001/2011, βλ. αναλυτ. κατωτ. υπό κεφ.4.3. 11

Σε συμφωνία με το άρθρο 1 § 3 του ν. 2735/1999. 12

Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.56. 13

Έβδομο βιβλίο του ΚΠολΔ.

Page 19: Pleuri Anna.pdf

19

διαιτησίας και ορισμένες από αυτές αντικαταστάθηκαν, πρόσφατα, με τον ν.

4335/201514. Σύμφωνα δε με το άρθρο 867 ΚΠολΔ, διαφορές ιδιωτικού δικαίου

μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη

συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της

διαφοράς. Οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 614 αρ. 3 ΚΠολΔ, δηλαδή οι

εργατικές διαφορές, δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία.

ΙΙ. Η διαιτησία ως μέθοδος επιλύσεως ενεργειακών διαφορών

Η ελληνική έννομη τάξη, ως υποσύνολο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, δεν

χαρακτηρίζεται από ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών για την ρύθμιση

νομικών ζητημάτων σε καίριους τομείς της αγοράς, της οικονομικής ανάπτυξης

και των επενδύσεων, όπως είναι κατεξοχήν αυτός της ενέργειας. Το αντίθετο

μάλιστα. Η απλή επισκόπηση του ισχύοντος βασικού νομοθετικού πλαισίου για

την ενέργεια στην Ελλάδα, καταδεικνύει ότι ο έλληνας νομοθέτης δημιούργησε το

σχετικό πλαίσιο «ακολουθώντας» Ευρωπαϊκές οδηγίες και εφαρμόζοντας

Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.

Βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, η Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσει μια

Ανεξάρτητη Αρχή για την ενέργεια, ήτοι την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας15

, η

οποία ιδρύθηκε με τον ν. 4001/2011 και στους κόλπους της οργανώθηκε

μηχανισμός μόνιμης διαιτησίας, στο πλαίσιο του οποίου εκδόθηκε το έτος 2013 η

πρώτη, αλλά και μόνη ως τώρα, διαιτητική απόφαση επί ενεργειακής διαφοράς. Η

θέσπιση μηχανισμού μόνιμης διαιτησίας στον ενεργειακό τομέα έχει αυταπόδεικτη

σπουδαιότητα, καθώς πρόκειται για τομέα διεπιστημονικό, τον οποίο χαρακτηρίζει

πολυνομία, έντονη νομοθετική κινητικότητα και διαρκείς εξελίξεις.

14

ΦΕΚ Α΄87, έναρξη ισχύος από 1.1.2016. 15

Στο εξής ΡΑΕ. Βλ. κατωτέρω υπό κεφ. 4ο.

Page 20: Pleuri Anna.pdf

20

Η διαιτησία, όχι μόνο προσφέρεται, αλλά και ενδείκνυται, ως διαδικασία

επίλυσης των ενεργειακών διαφορών, αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη κωδικοποίησης

του σχετικού εθνικού και Ευρωπαϊκού ενεργειακού νομοθετικού πλαισίου καθώς

και το γεγονός ότι οι ενεργειακές διαφορές έχουν εξειδικευμένο αντικείμενο, ήτοι

απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις από πλευρά των παραγόντων της διαιτησίας16

.

Ταυτόχρονα οι εν λόγω διαφορές απαιτούν ταχεία επίλυση, ευελιξία, αξιοπιστία

και αμεροληψία, προκειμένου να μην υπάρχει ανασφάλεια και αβεβαιότητα στους

δραστηριοποιούμενους στον ενεργειακό τομέα, όπου συνήθως διακυβεύονται και

υψηλής οικονομικής κλίμακας αξιώσεις και συμφέροντα. Απαιτείται, λοιπόν, η

ύπαρξη ενός δικαιοδοτικού οργάνου, η απόφαση του οποίου να επιφέρει

αποτελέσματα ισοδύναμα με αυτά που παράγει απόφαση της τακτικής

δικαιοσύνης, δηλαδή τελεσιδικία και έτσι δεσμευτικότητα καθώς και

εκτελεστότητα. Επιπρόσθετα, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο θα πρέπει να είναι

σε θέση να εκπληρώσει και τους ως άνω στόχους της ταχύτητας, της αξιοπιστίας,

της εξειδίκευσης κλπ.

Αναφορικά με το ζήτημα της «διαιτητευσιμότητας» των ενεργειακών

διαφορών, σημειώνεται ότι αυτές είναι δεκτικές διαιτητικής επίλυσης, διότι

πρόκειται για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, όπου υπάρχει εξουσία διαθέσεως των

μερών.

Η δημιουργία μόνιμου μηχανισμού διαιτησίας υπό την αιγίδα της ΡΑΕ,

εξυπηρετεί, όπως άλλωστε και όπου αλλού λειτουργούν αντίστοιχοι μηχανισμοί,

τις ίδιες ανάγκες, Ειδικότερα, η εν γένει αναγκαιότητα για καθιέρωση μηχανισμού

μόνιμης διαιτησίας εκκινεί από την ανάγκη για ταχεία επίλυση των διαφορών, που

εξυπηρετείται καλύτερα με τη διαδικασία της διαιτησίας, συγκριτικά προς αυτή

των τακτικών δικαστηρίων.

16

Για την αναγκαιότητα υπάρξεως διαιτησίας ειδικά για τις ενεργειακές διαφορές, βλ. Καλδέλλη,

Ενέργεια και Δίκαιο 5/2006, σελ.38·Νούσια Κ.-Σταμάτη Μ., Ενέργεια και Δίκαιο 15/2011, σελ.10-23.

Page 21: Pleuri Anna.pdf

21

Περαιτέρω, η ανάγκη για την ύπαρξη μηχανισμού επίλυσης εξειδικευμένου

στον τομέα της ενέργειας και στις διαφορές που προκύπτουν από τις συνδεόμενες

με αυτόν δραστηριότητες, εξυπηρετείται καλύτερα από την ύπαρξη ενός

καταλόγου εξειδικευμένων προς τούτο διαιτητών, οι οποίοι επιλέγονται και

συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτόν με μέριμνα και υπό την αιγίδα της ΡΑΕ.

Επιπρόσθετα, σημαντική είναι και η εξυπηρέτηση της ανάγκης για ένα

εξειδικευμένο, οριοθετημένο, σαφές και ασφαλές περιβάλλον, με συγκεκριμένους

διαιτητικούς κανόνες, οι οποίοι περιέχονται σε σχετικό Κανονισμό διαιτησίας και

είναι προσαρμοσμένοι στη φύση των ενεργειακών διαφορών. Τούτο σκοπείται,

άλλωστε, να εξυπηρετηθεί μέσω του Κανονισμού διαιτησίας της ΡΑΕ. Επιπλέον,

σημαντική είναι η ανάγκη να είναι δυνατή η παροχή εκ μέρους της εξειδικευμένης

στον τομέα της ενέργειας, ΡΑΕ, γνωμοδότησης για ενεργειακά ζητήματα. Τέλος,

μέσω της ύπαρξης μόνιμου μηχανισμού επίλυσης ενεργειακών διαφορών,

ενισχύεται το εμπόριο και η οικονομία και καλλιεργείται κλίμα εμπιστοσύνης και

ασφάλειας στον σχετικό επενδυτικό τομέα.

ΙΙΙ. Διεθνής Έκθεση για την επίλυση διαφορών στον τομέα της ενέργειας από

το Διεθνές Κέντρο για την Ενεργειακή Διαιτησία (ICEA, 2015)17

Το Διεθνές Κέντρο για την Ενεργειακή Διαιτησία, γνωστό ως ICEA,

παρουσίασε τον Μαϊο του 2015 στο Παγκόσμιο Forum για επίλυση διαφορών από

τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου στο Άμστερνταμ, διεθνή (αρχική) έκθεση

του για την επίλυση διαφορών στον τομέα της ενέργειας18

. Σε αυτή την αρχική

έκθεση, συνοψίζονται τα αποτελέσματα του πρώτου Ερωτηματολογίου Επίλυσης

17

International Centre for Energy Arbitration. Διαθέσιμη σε: http://www.energyarbitration.org/icea-

initial-report-on-dispute-resolution-in-the-energy-sector. (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:

04/05/2016). 18

Βλ., http://www.energyarbitration.org/icea-launches-initial-report-into-dispute-resolution-in-the-

energy-sector/ (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04/05/2016).

Page 22: Pleuri Anna.pdf

22

Ενεργειακών Διαφορών και είναι αποτελέσμα σχετικής έρευνας, η οποία ξεκίνησε

τον Οκτώβριο του 2013.

Το ICEA είναι μια κοινοπραξία του Κέντρου Διαιτησίας της Σκωτίας19

και

του Κέντρου Δικαίου και Πολιτικής για την Ενέργεια, το Πετρέλαιο και τα

Ορυκτά στο Πανεπιστήμιο του Dundee (CEPMLP)20

. Οι εργασίες της εν λόγω

έρευνας ξεκίνησαν αμέσως μετά την ίδρυση του Κέντρου Διαιτησίας της Σκωτίας

το 2011, και το ICEA εγκαινιάστηκε επίσημα από τον τότε Πρωθυπουργό της

Σκωτίας, Alex Salmond MSP τον Οκτώβριο του 2013.

Το αντικείμενο της έρευνας του ICEA ήταν να εντοπίσει προτιμήσεις σε

σχέση με τη διεθνή επίλυση των συνεχώς αυξανόμενων σε αριθμό διαφορών στον

τομέα της ενέργειας, με σκοπό την εκπόνηση κανόνων επίλυσης διαφορών

προσαρμοσμένων στις ανάγκες του ενεργειακού τομέα21

.

Ένας από τους κύριους σκοπούς του αρχικού σταδίου της έρευνάς ήταν να

διαπιστωθεί εστιασμένα, μέσω της διαβούλευσης με τους ίδιους τους «χρήστες»

των διαιτησίας, κατά πόσον ένα συγκεκριμένο σύνολο κανόνων επίλυσης

διαφορών και διαδικασιών για τον ενεργειακό τομέα, είναι δικαιολογημένό και

αναγκαίο. Ενώ αμφισβητείται, αν οι συμβάσεις στον τομέα της ενέργειας είναι

διαφορετικές από άλλες, ώστε να απαιτείται συγκεκριμένος μηχανισμός επίλυσης

των σχετικών διαφορών, ένα πρώτο συμπέρασμα που εξήχθη είναι ότι στον τομέα

της βιομηχανίας του πετρελαίου και του φυσικού αερίου υπάρχουν προτιμήσεις σε

σχέση με την επίλυση διαφορών και ότι αυτές δεν ικανοποιούνται επαρκώς στους

υπάρχοντες μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Συνεπώς, ότι ένα συγκεκριμένο

σύνολο κανόνων επίλυσης διαφορών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των ως άνω

τομέων, δικαιολογείται και απαιτείται. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη, ότι οι εν λόγω

διαφορές παρουσιάζουν συνήθως υψηλές χρηματικές αξίες, έντονο δημόσιο 19

Scottish Arbitration Centre. 20

Centre for Energy, Petroleum and Mineral Law and Policy at the University of Dundee (CEPMLP). 21

«…tailored to the sector’s needs».

Page 23: Pleuri Anna.pdf

23

ενδιαφέρον και διασυνοριακό χαρακτήρα, εξαιτίας της προέλευσης των

εμπλεκομένων μερών. Επιπλέον οι προκείμενες διαφορές εκπορεύονται από

ανανεώσιμες και μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το

φυσικό αέριο, αλλά και από πηγές ενέργειας δεσμευμένες σε δίκτυα (network-

bound), όπως η ηλεκτρική ενέργεια και το αέριο. Η προέλευση δε των

ενεργειακών διαφορών, συχνά οφείλεται σε ξαφνικές και απότομες διακυμάνσεις

των τιμών της αγοράς.

Η αρχική αυτή έρευνα εστίασε σε εμπορικές ενεργειακές διαφορές

(commercial energy disputes) αντί στην επίλυση ενεργειακών διαφορών βάσει

ορισμένης συνθήκης (treaty based dispute settlement), προκύπτουσες συνήθως

μεταξύ κρατών και ξένων επενδυτών από μακροπρόθεσμες μεταξύ τους

συμβάσεις, όπου συχνά «εναγόμενοι» στην ενεργειακή διαιτησία (respondents)

είναι κράτη, κρατικές εταιρίες ή ημικρατικές οντότητες με τους οποίους θα

ασχοληθεί η συνεχιζόμενη έρευνα σε επόμενο στάδιο22

.

Η πρώτη φάση της έρευνας αποτελείτο από ένα online ερωτηματολόγιο,

συνοδευόμενο από σχετική συζήτηση και διάλογο με παράγοντες της ενεργειακής

βιομηχανίας, τους συμβούλους τους και σχετικούς επαγγελματίες σε διάφορες

εκδηλώσεις και συνέδρια. Η έρευνα επικεντρώθηκε στα διάφορα είδη

διαδικασιών επίλυσης διαφορών, καθώς επίσης και στα προαιρετικά

χαρακτηριστικά των εν λόγω διαδικασιών. Το ερωτηματολόγιο κάλυπτε

διαδικασίες διαφορών, από την πρώιμη φάση τους, όπως το στάδιο των

υποχρεωτικών περιόδων υπαναχώρησης, τις υποχρεωτικές διαπραγματεύσεις

«υψηλού επιπέδου» και την υποχρεωτική διαμεσολάβηση, καθώς και αν θα έπρεπε

να υπάρχουν κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω

22

http://www.energyarbitration.org/icea-initial-report-on-dispute-resolution-in-the-energy-sector/.

Introduction, p. 1. (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04/05/2016).

Page 24: Pleuri Anna.pdf

24

διαδικασίες. Στη συνέχεια, η εστίαση μετατοπίστηκε στην επιλογή συγκεκριμένης

διαδικασίας επίλυσης διαφοράς.

Πιο συγκεκριμένα, τα μέρη ερωτήθηκαν ως προς τις προτεραιότητες τους

κατά την επιλογή μιας διαδικασίας επίλυσης και τους ζητήθηκε να ιεραρχήσουν τις

διαδικασίες επίλυσης διαφορών με σειρά προτίμησης. Αναφορικά με τη

«δημοφιλή» επιλογή της διαιτησίας, εξετάστηκαν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά

της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά και συνεκτιμήθηκαν πιθανά σημεία επαφής

μεταξύ παραδοσιακών μεθόδων επίλυσης διαφορών και τεχνικών οn line επίλυσης.

Τα κύρια «ευρήματα» της έκθεσης, περιλαμβάνουν τα εξής :

1) Ανάγκη για επίλυση της διαφοράς σε πρόωρο στάδιο (Early dispute

settlement)

Ειδικότερα, σημειώθηκε ισχυρή «στήριξη» των ερωτηθέντων σε διαδικασίες

για πρόωρη επίλυση των διαφορών. Συνολικά, οι ερωτηθέντες τάχθηκαν

κατά των υποχρεωτικών περιόδων υπαναχώρησης (mandatory cooling off

periods), αν και μια ισχνή πλειοψηφία αυτών τάχθηκε υπέρ. Σε κάθε

περίπτωση, υπήρξε πολύ θετική στήριξη αναφορικά με την υποχρεωτική

διαπραγμάτευση υψηλού επιπέδου (mandatory high level negotiation),

καθώς το ποσοστό των ερωτηθέντων που απάντησε θετικά ήταν άνω του

80%. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός των ερωτηθέντων τάχθηκαν υπέρ των

κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διαδικασίες πρόωρης

επίλυσης της διαφοράς.

2) Σχετικότητα της σημασίας των δικονομικών παραγόντων

Πρόεκυψε συγκεκριμένα ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας για τα μέρη,

όταν αποφασίζουν για τη διαδικασία επίλυσης μιας διαφοράς είναι είναι η

εξειδίκευση και η εμπειρία του προσώπου που αποφασίζει, ακολουθούμενη

στενά από την ουδετερότητα.

3) Προτιμώμενη μέθοδος επίλυσης διαφοράς

Page 25: Pleuri Anna.pdf

25

Ως προτιμώμενη μέθοδος προέκυψε με διαφορά η διαιτησία, ειδικά όταν

λαμβάνονται υπόψη και «υβριδικές διαδικασίες διαιτησίας» (hybrid

arbitration processes). Αρκετά καλά «κατετάγη» επίσης η διαμεσολάβηση.

Ελάχιστοι πάντως ερωτηθέντες κατέταξαν τη δικαστική διαδικασία

(litigation) ως πρώτη τους επιλογή. Αξιοσημείωτο είναι ότι υπήρξε

σημαντική υποστήριξη για «υβριδικές διαδικασίες, όπως η «med-arb»,

δηλαδή διαμεσολάβηση και αν δεν επιτύχει κατόπιν διαιτησία και διαιτησία

με διαδικασία συνδιαλλαγής.

4) Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη όταν επιλέγεται ο τόπος της διαιτησίας

(seat of arbitration)

Ο πιο σημαντικός παράγοντας για τους περισσότερους ερωτηθέντες ήταν ότι

το κράτος του τόπου της διαιτησίας (the seat nation) είχε υπογράψει την

Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση

διαιτητικών αποφάσεων. Ο επόμενος πιο σημαντικός παράγοντας επιλογής

ήταν η «φήμη» των τοπικών δικαστηρίων σε σχέση με την «εντιμότητα»

τους.

5) Η σημασία συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων

Εν προκειμένω, η ικανότητα ορισμού διαιτητών (από τα μέρη) ήταν ο πιο

σημαντικός παράγοντας. Αμέσως μετά ακολουθεί το απόρρητο και

εμπιστευτικότητα (confidentiality). Ως ο λιγότερο σημαντικός παράγοντας

για τα μέρη, διαπιστώθηκε ότι είναι η εθνικότητα των διαιτητών, γεγονός

που υποδηλώνει ότι είναι η έδρα διαιτησίας, και όχι η εθνικότητα των

διαιτητών, η οποία «μετράει» σε ζητήματα ουδετερότητας (neutrality).

6) Η εμπιστευτικότητα

Διαπιστώθηκε ότι η εμπιστευτικότητα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας

για τους ερωτηθέντες, καθώς ποσοστό 80% εξ αυτών απάντησαν θετικά επ’

αυτής, ως στοιχείο της διαιτητικής διαδικασίας. Ακριβώς δε το ήμισυ εξ

Page 26: Pleuri Anna.pdf

26

αυτών εκδήλωσαν προτίμηση και σε διαδικασίες και δικαιοδοσίες που

ευνοούν «ενισχυμένη εμπιστευτικότητα» και ανωνυμία.

7) Αμοιβές διαιτητικού δικαστηρίου

Σε σχέση με τις αμοιβές του διαιτητικού δικαστηρίου (Tribubal fees),

υπήρξε σαφής προτίμηση υπέρ του καθορισμού αυτών από τον εκάστοτε

θεσμικό φορέα της διαιτησίας, ήτοι ορισμένο διαιτητικό κέντρο.

8) Χρέωση (αμοιβών) βάσει ώρας (hourly rate) ή κατ’ αναλογία της αξίας της

διαφοράς (Ad valorem).

Υπήρξε «ισχυρή» προτίμηση υπέρ της ωριαίας χρέωσης της αμοιβής των

διαιτητών.

Page 27: Pleuri Anna.pdf

27

Κεφάλαιο Πρώτο

Νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα - Εννοιολογικοί

προσδιορισμοί

1.1. Το θεσμικό -νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα

Στο παρόν κεφάλαιο σκοπείται να παρουσιαστεί συνοπτικά, αλλά

περιεκτικά, η εθνική νομοθεσία για την ενέργεια και τα σχετικά βασικά

ευρωπαϊκά νομοθετήματα, αλλά και να αποσαφηνιστούν, κρίσιμοι για το

αντικείμενο της παρούσας εργασίας, όροι.

Α) Ευρωπαϊκό δίκαιο και ρύθμιση της ενεργειακής αγοράς εν γένει

Η αρχή της επικουρικότητας στο πλαίσιο της ΕΕ, έχει την έννοια ότι η Ένωση

ασκεί τη δραστηριότητα της, μόνον, αν οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν

μπορούν να επιτευχθούν «επαρκώς» από τα κράτη μέλη και έτσι ο επιδιωκόμενος

σκοπός μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα από τα κοινοτικά όργανα23

. Ο τομέας της

ενέργειας, όπως και ο τομέας της προστασίας του καταναλωτή, ανήκουν στην

κατηγορία των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της Ένωσης24

, με συνέπεια την, κατ’

αρχήν δυνατότητα της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας. Στο πλαίσιο

αυτό, η ΕΕ «ανέλαβε» τη σχετική αρμοδιότητα από τη δημόσια διοίκηση των

κρατών μελών και θέσπισε, μέσω της δευτερογενούς νομοθεσίας της, ήτοι κυρίως

μέσω οδηγιών, αρχές και κανόνες υποχρεωτικού χαρακτήρα με τις οποίες

23

Βλ. αναλυτικά, Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.26-30. 24

Στη ΣΛΕΕ υπάρχουν σαφείς διατάξεις, (άρθρα 3 και 4) που προβλέπουν τη διάκριση και απαρίθμηση

των αποκλειστικών και των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της ΕΕ, πέραν του γεγονότος ότι και το ΔΕΕ

έχει προσδιορίσει, κάποιους τομείς, ως τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης.

Page 28: Pleuri Anna.pdf

28

ορίστηκε το γενικό Ευρωπαϊκό πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των εθνικών

ρυθμιστικών αρχών25

.

Η Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 13ης

.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά

ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ και η

Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της

13ης

.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού

αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ, συνιστούν Ευρωπαϊκό

νομοθετικό πλαίσιο γνωστό και ως «Τρίτη Δέσμη Απελευθερώσεως των Αγορών

Ενέργειας» ή «Τρίτο Πακέτο Απελευθερώσεως της αγοράς ενέργειας»26

. Οι εν λόγω

Οδηγίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 4001/201127

.

Το ζήτημα της απαίτησης του αυστηρού διαχωρισμού28

των καθέτως

ολοκληρωμένων στον τομέα της ενέργειας επιχειρήσεων, καθώς και η ταξινόμηση

των στοιχείων του διαχωρισμού, τέθηκαν δε για πρώτη φορά με τις διατάξεις των

Οδηγιών «δεύτερης γενιάς», δηλαδή της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ για την ηλεκτρική

ενέργεια και της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ για το φυσικό αέριο. Εκτός από τις Οδηγίες

αυτές, το Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο στον τομέα της απελευθέρωσης της αγοράς

25

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.36-37, ιδίως υποσημ. με αριθ.55.

Αναλυτικά για τις Οδηγίες «πρώτης» και «δεύτερης» γενιάς, βλ. Θ. Πανάγο, Ο διαχωρισμός των

επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, σελ. 15-20, 139-142. Στις Οδηγίες

πρώτης γενιάς, με άμεσο σκοπό την απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και την θέσπιση

των σχετικών πρώτων αρχών και κανόνων, ανήκουν η Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και του Συμβουλίου της 19ης

.12.1996 με την οποία τέθηκαν οι πρώτοι κοινοί κανόνες λειτουργίας της

αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Συμβουλίου της 22ας.6.1998, που θέσπισε αντίστοιχους κοινούς κανόνες στην αγορά του φυσικού

αερίου. 26

Βλ. Θ. Πανάγο, Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας,

σελ. 139-142. 27

Βλ. κατωτέρω, εντός του κεφαλαίου, υπό Δ). 28

Στα στοιχεία του διαχωρισμού ανήκει ο νομικός διαχωρισμός του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς

και του Διαχειριστή Δικτύου Διανομής από άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με τη μεταφορά

και τη διανομή, ο λειτουργικός διαχωρισμός των ανωτέρω και ο λογιστικός διαχωρισμός, βλ. αναλυτ., Θ.

Πανάγο, Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, σελ. 30

επ., ιδίως σελ.37 επ., 58 επ. και 80 επ.

Page 29: Pleuri Anna.pdf

29

ενέργειας, συμπληρώθηκε με τον Κανονισμό 1228/2003 του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο

για τη διασυνοριακή ανταλλαγή ηλεκτρικής ενέργειας και τον Κανονισμό

1775/2005 που ρύθμισε τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού

αερίου29

.

Περαιτέρω, θεσπίστηκε από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ελάχιστο πλαίσιο

αρμοδιοτήτων των ρυθμικών αρχών30

ενώ στη νομοθετική διακριτική ευχέρεια

των κρατών μελών «αφέθηκε» ο καθορισμός των επιμέρους κανόνων οργάνωσης,

λειτουργίας, νομικής φύσης, τρόπου άσκησης και εξειδίκευσης των

αρμοδιοτήτων και διοικητικών εξουσιών τους.

Στο διαμορφωθέν από την ΕΕ πλαίσιο, οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, ιδίως

στην περίπτωση της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας, ασκούν τις αρμοδιότητες

που τους έχουν χορηγηθεί, υποχρεούμενες να τηρούν ίσες αποστάσεις, τόσο από

τη δημόσια διοίκηση, όσο και από τους ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς. Οι ειδικοί

κανόνες που διέπουν την ρύθμιση και τις αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών

έχουν δημόσιο χαρακτήρα. Ανήκουν, λοιπόν, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Έτσι οι αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να ασκούνται με πλήρη

τήρηση των αρχών και κανόνων του διοικητικού δικαίου, ήτοι της αρχής της

νομιμότητας, της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στην αγορά την οποία

εποπτεύουν και παρακολουθούν, της διαφάνειας της αμεροληψίας, της

δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της χρηστής διοίκησης.

Κατά την αξιολόγηση επιμέρους περιπτώσεων, βεβαίως, η ρυθμιστική αρχή θα

πρέπει να εφαρμόζει και διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, όπως το εμπορικό ή το

εμπράγματο δίκαιο κλπ., τούτο όμως δεν αναιρεί τον δημόσιο χαρακτήρα της

29

Βλ. Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.22-29, 74-82, 170 επ., 190 επ. 30

Βλ. στοιχείο 15 της ήδη καταργηθείσας Οδηγίας 2003/54/ΕΚ, σχετικά με του κοινούς κανόνες για την

εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στοιχείο 13 της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ σχετικά με τους κανόνες

για την αγορά φυσικού αερίου.

Page 30: Pleuri Anna.pdf

30

ρυθμιστικής της αρμοδιότητας. Περαιτέρω, τα διοικητικά δικαστήρια είναι

αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από την άσκηση της

ρυθμιστικής αρμοδιότητας των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών.

Αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία των ρυθμιστικών αρχών

εν γένει31

, σημειώνεται συνοπτικά μόνο εδώ, ότι οι εν λόγω κανόνες συνιστούν τις

εγγυήσεις ανεξαρτησίας των προκείμενων αρχών. Πρόκειται ιδίως, για τη διακριτή

νομική τους προσωπικότητα32

, να αποτελεί δηλαδή η αρχή μια διακεκριμένη

νομική οντότητα που να μην κατατάσσεται αναγκαστικά σε μια από τις αποδεκτές

νομικές μορφών των δημοσίων φορέων.

Σε εφαρμογή των ευρωπαϊκών νομοθετικών προβλέψεων, ο έλληνας

νομοθέτης θέσπισε με το άρθρο 5 του ν. 4001/2011 το καθεστώς που διέπει την

ελληνική ρυθμιστική αρχή καθώς και τη νομική της μορφή. Η ΡΑΕ είναι

ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή με δική της νομική προσωπικότητα και δικαίωμα να

παρίσταται αυτοτελώς σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις

της ή σχετικές με αυτήν έννομες σχέσεις. Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει

να χαρακτηρίζονται από διοικητική αυτοτέλεια, υπό την έννοια ότι απουσιάζει η

όποια σχέση τους με τη δημόσια διοίκηση. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η ΡΑΕ

υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τον Κανονισμό της

Βουλής και οι πράξεις της υπόκεινται σε δικαστικό και μόνο έλεγχο.

Περαιτέρω, ως έκφανση της λειτουργικής ανεξαρτησίας της ΡΑΕ, ο

πρόεδρος της έχει την ευθύνη της λειτουργίας της και την εκπροσωπεί δικαστικά

και εξώδικα. Η ΡΑΕ έχει επίσης τη δυνατότητα να συντάσσει κανονισμό

εσωτερικής λειτουργίας, που δεν πρέπει να είναι αντίθετος στον Κώδικα

Διοικητικής Διαδικασίας. Η διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια των εθνικών

ρυθμιστικών αρχών, προβλέπεται μάλιστα ευθέως από την σχετική με την ενέργεια 31

Βλ. αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.39-46 32

Βλ. σκέψη 34 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 35 της ίδιας Οδηγίας, καθώς και

στοιχείο 30 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ και άρθρο 39 της ίδιας οδηγίας.

Page 31: Pleuri Anna.pdf

31

ευρωπαϊκή νομοθεσία33

. Η ΡΑΕ θα πρέπει να έχει επίσης και οικονομική

αυτοτέλεια, υπό την έννοια της πλήρους οικονομικής αποδέσμευσης της από

οιοδήποτε κρατικό πόρο ή ενίσχυση34

. Οι πόροι της ΡΑΕ μπορεί να προέρχονται

από την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και η ίδια μπορεί να τους διαχειρίζεται

και διαθέτει ελεύθερα. Τέλος, η ορισμένου χρόνου θητεία των μελών της

διοίκησης της ρυθμιστικής αρχής35

, αποτελεί μια ακόμη εγγύηση καλής

λειτουργίας της.

Β) Ο νόμος 2289/1995

Ο νόμος 2289/1995 περί αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης

υδρογονανθράκων και άλλες διατάξεις, ενσωμάτωσε την Οδηγία 94/22/ΕΚ της

30ης

Μαϊου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης,

εξερευνήσεως και παραγωγής υδρογονανθράκων, η οποία ήταν Οδηγία αρχών. Ο

νόμος αυτός οδήγησε στον ισχύοντα νόμο 4001/2011, δια του οποίου

εκσυγχρονίστηκε το ρυθμιστικό νομικό πλαίσιο για τους υδρογονάνθρακες36

, τις

γεωτρήσεις και την έρευνα στην Ελλάδα. Μέσω δε του ν. 4001/2011, έχουν

αντικατασταθεί και τροποποιηθεί πολλές διατάξεις του ν. 2289/1995.

Στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 2289/1995, όπως αυτός τροποποιήθηκε από

τον ν. 4001/2011, συνάπτονται συμβάσεις, που αφορούν έρευνα και

33

Βλ. άρθρο 35 § 4 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 39 § 4 της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ. 34

Βλ. άρθρο 35 § 5 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 6 §§ 2-3 του ν.4001/2011. Βλ. όμως την κριτική

του Θ. Πανάγου, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.44-45, ως προς την μη ορθή μεταφορά

στο εσωτερικό μας δίκαιο της ως άνω Οδηγίας ως προς το ζήτημα της οικονομικής αυτοτέλειας της ΡΑΕ

και έτσι την παραβίαση του εν λόγω κανόνα. 35

Βλ. άρθρο 7 § 3 του ν.4001/2011. Για τις λοιπές εγγυήσεις ως προς την προσωπική και λειτουργική

ανεξαρτησία των μελών της διοίκησης της ΡΑΕ, βλ. άρθρα 7-11 του ν. 4001/2011. 36 Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2289/1995 , ο ορισμός των υδρογονανθράκων έχει ως εξής: «1.

Υδρογονάνθρακες: Τα κάθε είδους πετρελαιοειδή σε στερεά, υγρή ή αέρια κατάσταση και συγκεκριμένα το

ορυκτό αργό πετρέλαιο ή φυσική βενζίνη, τα φυσικά υδρογονανθρακούχα αέρια, καθώς και κάθε είδους

ορυκτά ή ουσίες που εξορύσσονται μαζί τους».

Page 32: Pleuri Anna.pdf

32

εκμετάλλευση υδρογονανθράκων37 (άρθρο 2 § 10). Πιο συγκεκριμένα, το

δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης του Δημοσίου παραχωρείται με σύναψη

σύμβασης μίσθωσης ή σύμβασης διανομής της παραγωγής, στις οποίες

προβλέπονται το στάδιο των ερευνών και το στάδιο της εκμεταλλεύσεως38

.

Στο άρθρο 10 § 12 του ν. 2289/1995, όπως αυτό ισχύει σήμερα,

προβλέπεται ότι οι διαφορές που προκύπτουν κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

που συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, ήτοι των ανωτέρω συμβάσεων

επιλύονται από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά

των διατάξεων του ν. 1406/1983. Προφανώς, πρόκειται για συμβάσεις στις οποίες

συμμετέχει το Ελληνικό δημόσιο, όπου ασκείται δημόσια εξουσία και ανήκουν

στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Πρόκειται, λοιπόν, για διοικητικού δικαίου

διαφορές, οι οποίες εκδικάζονται από διοικητικό δικαστήριο.

Περαιτέρω, στην αμέσως επόμενη, ήτοι στην 13η παράγραφο του ίδιου

άρθρου39

, ορίζεται ότι : «Κάθε διαφορά από το παρόν, συμβατική ή αδικοπρακτική,

επιλύεται από διαιτητικό δικαστήριο κατά το ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής

Διαιτησίας ή κατά άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο σύστημα Διαιτησίας, όπως Διεθνές

Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce (ICC)), Δικαστήριο

Διεθνούς Διαιτησίας Λονδίνου (London Court of International Arbitration),

Ινστιτούτο Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Στοκχόλμης (Arbitration

Institute of the Stockholm Chamber of Commerce), κατ’ αποκλεισμό της τακτικής

δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Το διαιτητικό δικαστήριο αποτελείται

37 Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 3 του ν. 2289/1995, ως «αναζήτηση υδρογονανθράκων», νοείται η

προσπάθεια εντοπισμού υδρογονανθράκων σε συγκεκριμένη περιοχή με οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο

εκτός από γεωτρήσεις, ενώ κατά την τέταρτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, ως «έρευνα

υδρογονανθράκων», νοείται η έρευνα για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με

οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο, καθώς και με γεωτρήσεις. 38 «Εκμετάλλευση υδρογονανθράκων», κατά το άρθρο 1 παρ.5 του ν. 2289/1995, είναι η εξόρυξη

υδρογονανθράκων, η τυχόν κατεργασία προκειμένου να καταστούν εμπορεύσιμοι και η αποθήκευση και

η μεταφορά αυτών και των παραπροϊόντων τους μέχρι τις εγκαταστάσεις φόρτωσης για περαιτέρω

διάθεση. Στην προαναφερόμενη κατεργασία δεν περιλαμβάνεται η διύλιση. 39

Όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 162 § 5 του ν. 4001/2011.

Page 33: Pleuri Anna.pdf

33

από δύο διαιτητές, οριζόμενους από τα μέρη και έναν επιδιαιτητή οριζόμενο από

αυτούς. Ως τόπος διεξαγωγής της Διαιτησίας ορίζεται η Αθήνα και ως γλώσσα

διαδικασίας η ελληνική. Εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό».

Η ρύθμισης της 13ης παραγράφου του άρθρου 10 του ν. 2289/1995 είναι

ευρύτερη από εκείνη της 12ης

παραγράφου του ίδιου άρθρου, η οποία, κατά τη

γραμματική της διατύπωση αφορά μόνο διαφορές για την εκτέλεση των

συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση και των δυο αυτών παραγράφων

ακόμη και μετά τον ν. 4001/2011 και τη σύσταση της μόνιμης διαιτησίας στη

ΡΑΕ, δημιουργεί ασάφεια και αμφιβολία, ως προς το πεδίο εφαρμογής τους.

Εν προκειμένω πρόκειται για εκ του νόμου παραπομπή στη διαιτησία και

δη σε διεθνή διαιτησία συμβατικών ή αδικοπρακτικών διαφορών που προκύπτουν

από τις ρυθμιζόμενες στον ν. 2289/1995 δραστηριότητες και συμβάσεις, που

αφορούν έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, δηλαδή από συμβάσεις

μίσθωσης ή διανομής της παραγωγής40

. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι παρότι η εν

λόγω ρύθμιση εισήχθη με το άρθρο 162 § 5 του ν. 4001/2011, ο οποίος

συνέστησε και τη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, η τελευταία δεν περιλαμβάνεται στα

«συστήματα διαιτησίας», τα οποία η εν λόγω ρύθμιση αναφέρει για τη διαιτητική

επίλυση των ανωτέρω διαφορών.

Σε εφαρμογή δε των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου 2289/1995,

εκδόθηκε το π.δ. 127/1996, το οποίο ρυθμίζει τους όρους κατάρτισης των

συμβάσεων μίσθωσης του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης

υδρογονανθράκων που συνάπτονται σύμφωνα με την παράγραφο 10 (α) του

άρθρου 2 του ν. 2289/1995. Σημειώνεται, τέλος, ότι το άρθρο 11 του εν λόγω

προεδρικού διατάγματος, ορίζει σε σχέση με την επίλυση των σχετικών διαφορών,

40

Βλ. άρθρο 24.3-24.9 του DRAFT MODEL LEASE AGREEMENT του Ελληνικού Υπουργείου

Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα:

http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=ydsJhXqPPT8%3D&tabid=766 (Ημερομηνία τελευταίας

πρόσβασης: 19/05/2016).

Page 34: Pleuri Anna.pdf

34

ότι «με την σύμβαση μίσθωσης μπορεί να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση διαφορών

αυτές είναι δυνατόν να επιλυθούν με διαιτησία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο

10 § 13 του ν. 2289/1995»41

.

41 Πριν την τροποποίηση της με τον ν. 4001/2011, η παρ. 13 του ν. 2289/1995, είχε την εξής διατύπωση:

«13. Με τα προεδρικά διατάγματα των παραγράφων 28 και 37 του άρθρου 2 του παρόντος δύναται να

παρέχεται η δυνατότητα στις συμβάσεις που συνάπτονται κατά τις παραγράφους 22 έως και 38 του άρθρου

2 και 3 έως και 5 του άρθρου 3 του παρόντος, να συμφωνείται κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί

διαιτησιών του Δημοσίου, ότι κάθε διαφορά του Αναδόχου με τον Εκμισθωτή ή Εργοδότη ή με το Δημόσιο,

αν αυτό δεν είναι Εκμισθωτής ή Εργοδότης, που αφορά την ερμηνεία ή την εκτέλεση των συμβατικών όρων

και τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιλύεται αποκλειστικά με διαιτησία που διεξάγεται στην

Αθήνα από διαιτητικό δικαστήριο συγκροτούμενο από τρεις διαιτητές, από τους οποίους οι δύο ορίζονται

από τα διάδικα μέρη, ο δε επιδιαιτητής ορίζεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και τους

δύο αρχαιότερους των Αντιπροέδρων από κοινού. Με τη σύμβαση καθορίζονται οι λεπτομέρειες

οργανώσεως της διαιτησίας και η διαιτητική διαδικασία και προβλέπεται ότι αν Εκμισθωτής ή Εργοδότης

είναι η Δ.Ε.Π. - Ε.Κ.Υ., το Δημόσιο και η Δ.Ε.Π. - Ε.Κ.Υ. ομοδικούν υποχρεωτικά, ο κοινός διαιτητής

ορίζεται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε ειδικές διατάξεις, καθώς και ότι η διαιτητική

απόφαση δεσμεύει τόσο το Δημόσιο όσο και τη Δ.Ε.Π. - Ε.Κ.Υ.». Υπογραμμίζεται ότι σύμφωνα με το

άρθρο 49 του ΕισΝΚΠολΔ, για την έγκυρη κατάρτιση διαιτητικής συμφωνίας από το δημόσιο, ισχύουν

τα εξής: «1. Το δημόσιο μπορεί να συνομολογήσει συμφωνία διαιτησίας μόνο εγγράφως ύστερα από

γνωμοδότηση της ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου και απόφαση του υπουργού των οικονομικών και

του αρμόδιου υπουργού. Με τον ίδιο τρόπο το δημόσιο ορίζει τους διαιτητές του. 2. Οι προθεσμίες των

άρθρων 873 έως 876 του ΚΠολΔ είναι ενός μηνός, αν πρόκειται για συμφωνίες διαιτησίας που

συνομολογήθηκαν από το δημόσιο». Σημειώνεται επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του ν.

4110/2013 (ΦΕΚ Α΄ 17/23.1.2013), που τροποποίησε τις διατάξεις του ν. 3086/2002 προστέθηκε στο

άρθρο 6 του ν. 3086/2002 παράγραφος 3Α, σύμφωνα με την οποία : «Α. Σε εθνικές και διεθνείς διαιτησίες

οι οποίες αφορούν συμβάσεις που καταρτίζονται με το Δημόσιο ή με κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή

ιδιωτικού δικαίου που συγκροτούνται και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος,

διαιτητής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή του κρατικού νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού

δικαίου ορίζεται εν ενεργεία λειτουργός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις

και με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παριστάμενων μελών της Ολομέλειας, διαιτητής

ορίζεται επίτιμος λειτουργός του Ν.Σ.Κ.. Πρόσωπο μη λειτουργός του Ν.Σ.Κ. μπορεί να διοριστεί διαιτητής

μόνον εφόσον αυτό επιβάλλεται από τη φύση της υπό κρίση διαφοράς και προβλέπεται ρητά στη σχετική

ρήτρα διαιτησίας, η οποία πρέπει, σε αυτήν την περίπτωση, να προσυπογράφεται από τον Υπουργό

Οικονομικών». Η ρύθμιση αυτή, εισήγαγε το novum της ευθείας συμμετοχής του ΝΣΚ στη διαιτητική

διαδικασία. Η εμβέλεια της δε εξαντλείται, σε διαιτητικές συμφωνίες μεταξύ δημοσίων νομικών

προσώπων και ιδιωτών (ημεδαπών και αλλοδαπών), επηρέασε, πάντως, την ελευθερία εκλογής,

επάγοντας μερική δέσμευση για τον ιδιώτη αντισυμβαλλόμενο. Σε κάθε περίπτωση και μετά τη

νομοθετική αυτή τροποποίηση περί των αρμοδιοτήτων του ΝΣΚ, η κατάσταση κατ’ αρχήν δεν

μεταβλήθηκε ουσιωδώς και παρέμειναν σε ισχύ, τόσοι οι περιοριστικές ρυθμίσεις του άρθρου 49 του

ΕισΝΚΠολΔ 49, όσο και η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΝΣΚ δυνάμει των προνοιών του ν. 3086/2002.

Στη συνέχεια, η ανωτέρω παράγραφος (3Α του άρθρου 6 του ν. 3086/2002, η οποία είχε προστεθεί την

2η παράγραφο του άρθρου 16 του ν. 4110/2013), τροποποιήθηκε με το άρθρο 103 του ν. 4139/2013,

(ΦΕΚ Α΄ 74/20.3.2013) ως εξής : «3Α. Σε εθνικές και διεθνείς διαιτησίες οι οποίες αφορούν συμβάσεις

που καταρτίζονται με το Δημόσιο ή με κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που

συγκροτούνται και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, διαιτητής, από πλευράς

Δημοσίου, ορίζεται μόνο ανώτατος δικαστικός λειτουργός ή ανώτατος λειτουργός του Νομικού Συμβουλίου

του Κράτους ή καθηγητής Ανωτάτης Σχολής ή δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω». Στις εν λόγω διαιτησίες

Page 35: Pleuri Anna.pdf

35

Γ) Ο νόμος 2773/199942

Η ίδρυση της ΡΑΕ43

ερείδεται στο πλαίσιο σύστασης και όχι απαίτησης της

ευρωπαϊκής νομοθεσίας πρώτης και δεύτερης γενιάς σε σχέση με τον τομέα της

ενέργειας. Η ΡΑΕ ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 2773/199944

«Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής

πολιτικής και λοιπές διατάξεις», ο οποίος εκδόθηκε για τη μεταφορά στην ελληνική

έννομη τάξη της κοινοτικής οδηγίας 96/92/ΕΚ για την απελευθέρωση της αγοράς

ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του ν. 2773/1999,

καταρτίστηκε ο Κώδικας Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών

Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος και εγκρίθηκε με την ΥΑ Δ5-

ΗΛ/Β/οικ./8311/200545

.

Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 8 § 2 του ν. 2773/1999, προβλέφθηκε για

πρώτη φορά δυνατότητα οργάνωσης μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ. Η εν λόγω

διάταξη ορίζει συγκεκριμένα: «Με τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και

Διαχείρισης μπορεί να προβλέπεται η οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη Ρ.Α.Ε. και

να ορίζεται ποιες διαφορές μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν, καθώς και οι

λεπτομέρειες για την οργάνωση της διαιτησίας, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 2 του

άρθρου 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στη διαιτησία αυτήν εφαρμόζονται

κατ’ αρχήν οι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900 του Κώδικα Πολιτικής

λοιπόν, υπάρχει, τρόπον τινά, ένας περιορισμός στην προδικασία τη διαιτητικής διαδικασίας, καθώς από

πλευράς Δημοσίου ορίζονται, ως διαιτητές μόνον πρόσωπα που φέρουν τις ως άνω ιδιότητες. Σε κάθε

περίπτωση, η συνομολόγηση διαιτητικών ρητρών από το Ελληνικό Δημόσιο (και τα ν.π.δ.δ.) επί

διαφορών ιδιωτικού δικαίου, έχει διέλθει από αρκετά στάδια, βλ. αναλυτ. Δ. Στράνης, Η υπαγωγή

δημοσίου δικαίου διαφορών σε διαιτησία, σελ. 29, πλαγιαριθμ. 32. Για δε τις διαιτητικές συμφωνίες σε

περιπτώσεις «ξένων επενδύσεων», βλ. Α. Δημολίτσα, ΝοΒ 1988. 1381. 42

ΦΕΚ Α΄ 286/22.12.1999. 43

http://www.rae.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:19/04/2016. 44

Γνωστός, ως «ο νόμος για την ηλεκτρική ενέργεια», όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί

από τους νόμους 2837/2000 (ΦΕΚ Α΄ 178), 2941/2001 (ΦΕΚ Α΄ 201), 2992/2002 (ΦΕΚ Α΄ 54) και

3175/2003 (ΦΕΚ Α΄ 207 ). Βλ. και Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.119-124. Για την ίδρυση

της ΡΑΕ, βλ. αναλυτ. κατωτέρω, υπό κεφ. 4.1. 45

ΦΕΚ Β΄ 655/17-5-2005.

Page 36: Pleuri Anna.pdf

36

Δικονομίας. Ο ίδιος Κανονισμός μπορεί επίσης, κατ’ απόκλιση από τις διατάξεις

αυτές, να ορίζει: α) αντί για το μονομελές πρωτοδικείο να αποφασίζουν στις

περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 παρ. 2 και 884 του Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας η Ρ.Α.Ε. ή ο Πρόεδρος ή επιτροπή από συμβούλους της, β) την

υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο διαιτητών που

συντάσσεται κατά ορισμένο χρονικό διαστήματα από τη Ρ.Α.Ε., γ) τη διαιτητική

διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας, δ) Τo ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και

οι διαιτητές, ε) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την

τήρηση όμως των διατάξεων του άρθρου 892 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας».

Με την ανωτέρω διάταξη, λοιπόν, παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβλεφθεί

στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ46

, η οργάνωση

μόνιμης διαιτησίας από αυτήν για διαφορές, που θα οριζόταν ότι μπορούν να

υπαχθούν σ’ αυτήν, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ. Έτσι,

θεμελιώθηκε η δυνατότητα οργάνωσης «θεσμοποιημένης» - μόνιμης διαιτησίας,

εξοικειωμένης με τα ζητήματα ενέργειας που θα μπορούσαν να υπαχθούν σε

αυτήν. Η εν λόγω δυνατότητα ανάθεσης επίλυσης διαφορών μέσω διαιτησίας στη

ΡΑΕ ήταν, άλλωστε, σύμφωνη με το άρθρο 20 § 3 της ήδη καταργηθείσας (από

την Οδηγία 2003/54/ΕΚ) Οδηγίας 1996/92/ΕΚ για την ηλεκτρική ενέργεια.

Το άρθρο 24 του προεδρικού διατάγματος 139/2001, σχετικά με τον

Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ, το οποίο

εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, προέβλεψε συγκεκριμένα για τη διαιτητική

επίλυση διαφορών: «1.Με τον παρόντα Κανονισμό οργανώνεται μόνιμη διαιτησία

στη Ρ.Α.Ε. κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 2773/1999. 2.

46

Βλ. άρθρο 24 του π.δ/τος 139/2001 (ΦΕΚ 121 Α΄/18.6.2001), σχετικά με τον Κανονισμό Εσωτερικής

Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ.

Page 37: Pleuri Anna.pdf

37

Στην πιο πάνω διαιτησία υπάγονται προς επίλυση: α. Οι διαφορές μεταξύ των

επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας47

. β. Οι διαφορές

μεταξύ επιλεγόντων πελατών του Ν. 2773/1999 και των επιχειρήσεων που

δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας. 3. Η υπαγωγή στη διαιτητική

διαδικασία μιας από τις ανωτέρω διαφορές προϋποθέτει κατάρτιση συμφωνίας

διαιτησίας μεταξύ των μερών. 4. Στην ως άνω διαιτησία εφαρμόζονται τα άρθρα

867 έως 900 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ) με τις πιο κάτω

αποκλίσεις: α. Στις περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 παρ. 2 και 884 του Κ.Πολ.Δ

αποφασίζει ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Ε. αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου. β. Ο

επιδιαιτητής48

και οι διαιτητές εφαρμόζουν σε κάθε περίπτωση το ελληνικό δίκαιο.

5. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει: α. Το όνομα και επώνυμο του

επιδιαιτητή και των διαιτητών. β. Τον τόπο και χρόνο της έκδοσής της. γ. Τα

ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαιτητική διαδικασία. δ.

Τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε. ε. Το αιτιολογικό και στ. Το

διατακτικό. Με τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί να οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση

αρκεί να αναφέρει τη συμφωνία διαιτησίας και το διατακτικό. 6. Η διαιτητική

απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τους

διαιτητές. Αν κάποιος από τους διαιτητές αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, πρέπει

αυτό να βεβαιώνεται στο έγγραφο της απόφασης, καθώς και ότι εκείνος που

αρνείται ή κωλύεται έλαβε μέρος στη διαιτητική διαδικασία και στη διάσκεψη, και

να υπογράφεται από την πλειοψηφία των διαιτητών. Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφία

αρκεί η υπογραφή από τον επιδιαιτητή. Με τη συμφωνία για διαιτησία μπορεί να

οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση υπογράφεται ιδιοχείρως μόνο από τον επιδιαιτητή

ή από αυτόν και κάποιον από τους διαιτητές».

47

Όπως διαφορές σχετικά με την πρόσβαση στα δίκτυα ή την χρησιμοποίηση των δικτύων μεταφοράς ή

διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, βλ. έτσι, Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.149. 48

Δηλαδή ο πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου.

Page 38: Pleuri Anna.pdf

38

Επιπρόσθετα, δυνάμει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 3 του ν.

3428/200549

περί της απελευθερώσεως αγοράς φυσικού αερίου, ορίσθηκε ότι στη

μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, η οποία οργανώθηκε, κατά το άρθρο 24 του

Κανονισμού Εσωτερικής Διαχείρισης και Λειτουργίας της ΡΑΕ50

, υπάγεται και

η επίλυση διαφορών που ανακύπτουν, λόγω της ασκήσεως δραστηριοτήτων που

σχετίζονται με το φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένων και διαφορών μεταξύ

πελατών και επιχειρήσεων φυσικού αερίου.

Δ) Η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για

την ενεργειακή αγορά με τον ν. 4001/2011

Στο άρθρο 194 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τον

τίτλο «Ενέργεια», ορίζεται ότι: «1. Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας

της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και

να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε

πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως στόχο: α) να διασφαλίζει τη

λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β) να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της

Ένωσης, και γ) να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση

ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δ)

να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. 2. Με την επιφύλαξη της

εφαρμογής των λοιπών διατάξεων των Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και

το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

θεσπίζουν τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου

1. Τα εν λόγω μέτρα θεσπίζονται μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και

Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. Τα μέτρα αυτά δεν

επηρεάζουν το δικαίωμα κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης

49

ΦΕΚ Α΄ 313. 50

Π.δ. 139/2001 (ΦΕΚ Α΄ 121/18.06.2001).

Page 39: Pleuri Anna.pdf

39

των ενεργειακών του πόρων, την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών

και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού, με την επιφύλαξη του

άρθρου 192, παράγραφος 2, στοιχείο γ). 3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2,

Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως, σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία

και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τα ως άνω

μέτρα, όταν πρόκειται για μέτρα κυρίως φορολογικού χαρακτήρα».

Ο ν. 4001/201151

αφορά στη λειτουργία των ενεργειακών αγορών

ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, για έρευνα, παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς

υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις. Όπως ορίζεται στο πρώτο άρθρο του,

σκοπός του ήταν η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία52

των διατάξεων: α) της

Οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της

13ης

.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά

ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ και β) της

Οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της

13ης

.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού

αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ.

Με τον προκείμενο νόμο δημιουργήθηκε ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο που

διέπει αμφότερες τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου, ρυθμίστηκαν

πληρέστερα σχετικά θέματα και υπηρεσίες και αναβαθμίστηκαν οι αρμοδιότητας

51

ΦΕΚ Α΄ 179/22.8.2011. 52

Οι ανωτέρω οδηγίες προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη της νομοθεσίας των Οδηγιών δεύτερης

γενιάς και την απόδειξη έτσι της ταχείας και ορθής επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της

εξασφαλίσεως του ανταγωνισμού και της επάρκειας του εφοδιασμού με ανταγωνιστικές τιμές. Τα κράτη

μέλη όφειλαν να ενσωματώσουν τις προκείμενες Οδηγίες στις εσωτερικές έννομες τάξεις τους, έως

3/3/2011 και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους έως 3/3/2012, κατά το άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/72

και το άρθρο 54 της Οδηγίας 2009/73. Οι ως άνω Οδηγίες ενσωματώθηκαν μάλιστα εντυπωσιακά

γρήγορα, για τα ελληνικά δεδομένα, στο εθνικό μας δίκαιο. Τούτο οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι η

εν λόγω ενσωμάτωση έγινε σε εκτέλεση της εφαρμογής του (πρώτου) «Μνημονίου», δηλαδή των

προβλέψεων των όρων της σύμβασης που συνήψε η Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για την παροχή δανειστικών διευκολύνσεων

προς εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών της αναγκών. Στη σύμβαση του Μνημονίου, περιλαμβάνεται,

μεταξύ άλλων υποχρεώσεων της χώρας μας, και αυτή της άμεσης απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας

στον ανταγωνισμό, περιλαμβανομένου, και του ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρικής της ενέργειας.

Page 40: Pleuri Anna.pdf

40

της ΡΑΕ. Παρά, πάντως την μερική ενοποίηση του κρίσιμου και ευαίσθητου για

την χώρα, τομέα της ενέργειας, έχουν διατηρηθεί σε ισχύ, αποσπασματικά και

διατάξεις της προηγούμενης νομοθεσίας, ώστε η πολυνομία και σε αυτό τον τομέα

δεν αποφεύχθηκε53

. Επιπλέον ο ν. 4001/2011 δεν ικανοποίησε μια βασική ανάγκη

του τομέα της ενέργειας, δηλαδή δεν κωδικοποίησε το συνολικό νομοθετικό

πλαίσιο για την ενέργεια, που παραμένει ένα ζήτημα το οποίο χρήζει διορθωτικής

νομοθετικής παρέμβασης.

O ν. 4001/2011, ρυθμίζει με τις διατάξεις του την άσκηση των

«ενεργειακών» δραστηριοτήτων της παραγωγής, μεταφοράς, διανομή, προμήθειας

και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και την αποθήκευση

και υγροποίηση φυσικού αερίου, αλλά και την αεριοποίηση υγροποιημένου

φυσικού αερίου εντός της ελληνικής επικράτειας. Σημειώνεται, ότι οι εν λόγω

δραστηριότητες είναι κοινής ωφέλειας και τελούν υπό την εποπτεία του κράτους.

Στο δεύτερο άρθρο του ν. 4001/2011, παρατίθενται αναλυτικοί ορισμοί για

όρους που χρησιμοποιούνται στις διατάξεις του. Στο σημείο αυτό αναφέρονται

ορισμένοι μόνο σχετικοί με την παρούσα ανάπτυξη και την εφαρμογή του

προκείμενου νόμου ορισμοί.

Ως «ενεργειακή δραστηριότητα» (περίπτωση η), νοείται η παραγωγή,

μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, καθώς

και η χρήση εγκατάστασης υγροποιημένου φυσικού αερίου και η χρήση

εγκατάστασης αποθήκευσης φυσικού αερίου.

Ως «πελάτης ή καταναλωτής» (περίπτωση ιδ) νοείται ο πελάτης φυσικού

αερίου, περιλαμβανομένων των ΕΠΑ ή/και ο πελάτης ηλεκτρικής ενέργειας,

εξαιρουμένων των διαχειριστών συστημάτων και δικτύων διανομής φυσικού

αερίου και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ή δικτύων διανομής ηλεκτρικής 53 Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου του ν. 4001/2011 αναφέρεται ότι με το άρθρο 37

καταργούνται σιωπηρά τα άρθρα 8 § 1 και § 2 του ν.2773/1999 και το άρθρο 24 § 1 του π/δτος 139/2001.

Page 41: Pleuri Anna.pdf

41

ενέργειας. Για τους σκοπούς αυτού του νόμου, οι πελάτες διακρίνονται σε πελάτες

χονδρικής και σε τελικούς πελάτες, σε επιλέγοντες και μη επιλέγοντες και σε

οικιακούς και μη οικιακούς54

.

Για την εφαρμογή του ν. 4001/2011, ως «προμήθεια», (περίπτωση κα)

νοείται η πώληση, περιλαμβανομένης της μεταπώλησης φυσικού αερίου

(περιλαμβανομένου του ΥΦΑ) και ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες, ενώ

«προμηθευτής» (περίπτωση κβ) είναι το φυσικό και νομικό πρόσωπο που ασκεί

δραστηριότητα προμήθειας φυσικού αερίου ή και ηλεκτρικής ενέργειας.

Ως βασικές δραστηριότητες φυσικού αερίου55

νοούνται η παροχή

υπηρεσιών μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου56

, εγκατάστασης ΥΦΑ57

και

54

Περαιτέρω, στην ενεργειακή αγορά υπάρχουν επιμέρους κατηγορίες «πελατών». Ως «πελάτης

χονδρικής» (περίπτωση ιε), νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προμηθεύεται φυσικό αέριο ή

ηλεκτρική ενέργεια με σκοπό τη μεταπώληση τους εντός ή εκτός του συστήματος όπου είναι

εγκατεστημένο. Ως «τελικός πελάτης» (περίπτωση ιστ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 § 1 ν.

4277/2014) νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια

αποκλειστικά για δική του χρήση, καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ηλεκτρική

ενέργεια με σκοπό την παροχή υπηρεσιών φόρτισης ηλεκτροκίνητων οχημάτων (Η/Ο). Ως «οικιακός

πελάτης» (περίπτωση ιζ), νοείται ο πελάτης που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια για δική

του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ενώ ως

«μη οικιακός πελάτης», (περίπτωση ιη), νοείται ο πελάτης που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική

ενέργεια, η οποία δεν προορίζεται για τη δική του οικιακή χρήση, συμπεριλαμβανομένων των πελατών

χονδρικής και των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Ως «επιλέγων πελάτης» (περίπτωση ιθ), νοείται ο

πελάτης που δικαιούται να επιλέγει προμηθευτή ή να αγοράζει απευθείας φυσικό αέριο ή ηλεκτρική

ενέργεια, κατά τις διατάξεις του ν.4001/2011. Στις δραστηριότητες του φυσικού αερίου, ως «μεγάλος

πελάτης» (περίπτωση ιζ) νοείται αυτός, ο οποίος προμηθεύεται εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12)

διαδοχικών μηνών, ποσότητα τουλάχιστον 100.000 MWh ΑΘΔ, ανάθεση κατανάλωσης, σύμφωνα με τις

διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 82. 55

Φυσικό αέριο (περίπτωση κε) είναι το καύσιμο αέριο που εξάγεται από γεωλογικούς σχηματισμούς και

αποτελείται κυρίως από μεθάνιο (τουλάχιστον 75% σε αναλογία γραμμομορίων) και από

υδρογονάνθρακες υψηλότερου μοριακού βάρους και ενδεχομένως από μικρές ποσότητες αζώτου,

διοξειδίου του άνθρακα, οξυγόνου και ίχνη άλλων ενώσεων και στοιχείων, στο οποίο μπορεί να έχουν

προστεθεί και οσμητικές ουσίες. Ως φυσικό αέριο νοείται το ανωτέρω μίγμα σε οποιαδήποτε κατάσταση

και αν περιέλθει, με μεταβολή των φυσικών συνθηκών, όπως συμπίεση, ψύξη ή οποιαδήποτε άλλη

μεταβολή, συμπεριλαμβανομένης της υγροποίησης (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο - ΥΦΑ). Βλ. και Μ.

Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.169. 56

Διανομή φυσικού αερίου είναι η διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω αγωγών, εκτός των αγωγών πίεσης

σχεδιασμού άνω των 19 barg, με σκοπό την τροφοδότηση πελατών, μη συμπεριλαμβανομένης της

προμήθειας. 57

Εγκατάσταση Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) (περίπτωση ια) είναι ο σταθμός που

χρησιμοποιείται για την εισαγωγή, εκφόρτωση και αεριοποίηση του ΥΦΑ και για την υγροποίηση

φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών υπηρεσιών και της προσωρινής αποθήκευσης,

Page 42: Pleuri Anna.pdf

42

εγκατάστασης αποθήκευσης φυσικού αερίου58

. Ως επιχείρηση φυσικού αερίου

(περίπτωση ιδ), νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί τουλάχιστον μία

από τις δραστηριότητες της παραγωγής, μεταφοράς59

, διανομής, προμήθειας60

,

αγοράς, αποθήκευσης φυσικού αερίου, ή προσωρινής αποθήκευσης και

επαναεριοποίησης ΥΦΑ και είναι υπεύθυνο για τα εμπορικά και τεχνικά

καθήκοντα ή/και τα καθήκοντα συντήρησης τα σχετικά με τις δραστηριότητες

αυτές. Εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνονται οι πελάτες που αγοράζουν φυσικό

αέριο για δική τους χρήση. Ως χρήστης (περίπτωση κστ), νοείται το φυσικό ή

νομικό πρόσωπο το οποίο δικαιούται να συνάπτει συμβάσεις για τη χρήση

συστήματος φυσικού αερίου ή δικτύου διανομής φυσικού αερίου.

Αναφορικά με τους ορισμούς στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας, ως

«διανομή ηλεκτρικής ενέργειας» νοείται η μεταφορά μέσω δικτύου διανομής

υψηλής, σε περίπτωση που έχει ειδικά καθορισθεί ότι ανήκουν στο δίκτυο

διανομής, μέσης και χαμηλής τάσης της ηλεκτρικής ενεργείας που εγχέεται σε

αυτό από το διασυνδεδεμένο με αυτό σύστημα μεταφοράς και τις μονάδες

παραγωγής που συνδέονται άμεσα στο δίκτυο διανομής με σκοπό την παράδοση

της σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας.

που είναι αναγκαία για την επαναεριοποίησή του και την έγχυση του σε σύστημα μεταφοράς φυσικού

αερίου. Δεν περιλαμβάνονται τα τμήματα της εγκατάστασης που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για

αποθήκευση. 58

Εγκατάσταση αποθήκευσης είναι η εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση φυσικού

αερίου. Ως εγκαταστάσεις αποθήκευσης θεωρούνται και τα τμήματα των εγκαταστάσεων ΥΦΑ που

χρησιμοποιούνται για αποθήκευση, εξαιρουμένου του μέρους αυτών που χρησιμοποιείται για προσωρινή

αποθήκευση, επαναεριοποίηση του ΥΦΑ και έγχυση του σε σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου. Δεν

περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις που χρησιμοποιεί ο διαχειριστής συστήματος φυσικού αερίου

αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του. 59

Μεταφορά φυσικού αερίου (περίπτωση ιη) είναι η διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω δικτύου αγωγών

πίεσης σχεδιασμού άνω των 19 barg με σκοπό την παροχή φυσικού αερίου σε πελάτες, μη

συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας. 60

Προμηθευτής είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί νόμιμα τη δραστηριότητα προμήθειας

φυσικού αερίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 81 του ν.4001/2011.

Page 43: Pleuri Anna.pdf

43

Επιχείρηση ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση ιη) είναι το φυσικό ή νομικό

πρόσωπο που ασκεί τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες της παραγωγής61

,

μεταφοράς62

, διανομής, προμήθειας63

, ή αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και είναι

υπεύθυνο για τα εμπορικά και τεχνικά καθήκοντα ή/και τα καθήκοντα

συντηρήσεως τα σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές. Εν προκειμένω δεν

περιλαμβάνονται οι τελικοί πελάτες.

Ο «μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός», για τον οποίο γίνεται λόγος στο

άρθρο 3 του ν. 4011/2011, λαμβάνει υπόψη του τα υπάρχοντα και

πιθανολογούμενα ενεργειακά αποθέματα σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές

επίπεδο, το διακοινοτικό πρόγραμμα ανάπτυξης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας

και φυσικού αερίου και τις τάσεις της διεθνούς αγοράς ενέργειας. Ο σχεδιασμός

αυτός αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της ενιαίας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς

ενέργειας μέσω της αύξησης του διασυνοριακού εμπορίου, στην ασφάλεια του

ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την εφαρμογή βιώσιμης πολιτικής για την

αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, αφορά στην

προστασία του περιβάλλοντος, στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας,

στη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εθνικής

οικονομίας, την επίτευξη υγιούς ανταγωνισμού με στόχο τη μείωση του κόστους

61

Παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας (περίπτωση κζ) είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο

παράγει ηλεκτρική ενέργεια, ενώ «παράγωγο ηλεκτρικής ενεργείας» (περίπτωση κστ) είναι το

χρηματοπιστωτικό μέσο που προσδιορίζεται στα σημεία 5, 6 ή 7 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της

Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για

τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων [EEL 145, 30.4.2004], όπου το μέσο αυτό σχετίζεται με την

ηλεκτρική ενέργεια. 62

Μεταφορά ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση κα) είναι η μεταφορά μέσω συστήματος υπερυψηλής και

υψηλής τάσης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μονάδες παραγωγής που συνδέονται άμεσα

σε αυτό, καθώς και αυτής που εγχέεται σε αυτό μέσω των διασυνδέσεων του με όμορα συστήματα

μεταφοράς με σκοπό την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε τελικούς πελάτες άμεσα συνδεδεμένους στο

σύστημα αυτό, σε όμορα συστήματα μεταφοράς με τα οποία διασυνδέεται και σε δίκτυα διανομής, μη

συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας. 63

Σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση κθ) είναι η σύμβαση για την προμήθεια

ηλεκτρικής ενεργείας, μη συμπεριλαμβανομένου παραγώγου ηλεκτρικής ενέργειας.

Page 44: Pleuri Anna.pdf

44

ενέργειας για το σύνολο των χρηστών και πελατών και τέλος στην καταπολέμηση

της ενεργειακής πενίας με τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου δράσης.

Δυνάμει του άρθρου 3 § 1 εδάφιο α΄ του ν. 4001/2011, η εποπτεία της

άσκησης των ενεργειακών δραστηριοτήτων, ανήκει στη ΡΑΕ, στο πλαίσιο του

«μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού», σε αντίθεση με την προϊσχύσασα

νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ανήκε στον αρμόδιο υπουργό64

. Ο

«μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός»65

, ως στοιχείο της διευρυμένης έννοιας

και του περιεχομένου του δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει, κατά τη βούληση του

νομοθέτη, να λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση, από τους αρμόδιους φορείς,

των κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην άσκηση

των ενεργειακών δραστηριοτήτων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει διατυπώσει την άποψη ότι μια πραγματική

εσωτερική αγορά ενέργειας είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των τριών

ενεργειακών προκλήσεων της Ευρώπης, δηλαδή της ανταγωνιστικότητας, της

αειφορίας και της ασφάλειας του εφοδιασμού66

. Με τις δυο ανωτέρω

αναφερθείσες Ευρωπαϊκές Οδηγίες για την ενέργεια, ήτοι την Οδηγία 2009/72/ΕΚ

για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την Οδηγία 2009/73/ΕΚ για

την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, οι οποίες ουσιαστικά συνιστούν τη νέα

ευρωπαϊκή «ενεργειακή» νομοθεσία, ο (Ευρωπαίος) νομοθέτης στοχεύει στη

δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ενθαρρύνει τα

κράτη-μέλη να ενοποιήσουν τις εθνικές τους αγορές και να ενισχύσουν τη

συνεργασία των διαχειριστών των ενεργειακών υποδομών67

. Ο τελευταίος αυτός

στόχος, έχει μάλιστα θεσμοθετηθεί, κατά τρόπο ώστε οι διαχειριστές των

64

Βλ. άρθρο 3 του ν. 2773/1999. 65

Για την αποτελεσματικότητα του οποίου, βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,

σελ.8-10. 66 Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.11, ό.π.π. στην υποσημ. με αριθ.21. 67

Βλ. σχετ. τις σκέψεις με αριθ.58 και 59 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/72 /ΕΚ.

Page 45: Pleuri Anna.pdf

45

ενεργειακών υποδομών, είναι υποχρεωμένοι να συνεργάζονται σε ευρωπαϊκό

επίπεδο, μέσω του ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς

ηλεκτρικής ενέργειας, με σκοπό την προαγωγή της ολοκλήρωσης και της

λειτουργίας μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας68

. Η υιοθέτηση ενός

ενιαίου ευρωπαϊκού προτύπου χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας

(target model) οδηγεί στη λειτουργία μιας χονδρεμπορική αγοράς με ενιαία τιμή

ηλεκτρικής ενέργειας, κοινής για όλες τις σχετικές αγορές των κρατών –μελών69

, η

οποία τιμή θα μπορεί να μεταβάλλεται, μόνο όταν ανακύπτουν τοπικά προβλήματα

συμφόρησης. Επιδιώκεται, λοιπόν, η λειτουργία μιας νέας αγοράς ηλεκτρικής

ενέργειας, η οποία αναμένεται να αναπτύξει τον ανταγωνισμό, που αποτελεί και το

ζητούμενο για τις εθνικές αγορές, ώστε καμία επιχείρηση να μη διαθέτει πλέον

δεσπόζουσα θέση στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με

αποτέλεσμα να διαμορφώνεται, αντίστοιχα, μια ανταγωνιστική και προσιτή τιμή

στη λιανική αγορά. Στα ρυθμιστικά μέτρα που είναι αναγκαίο να λάβει κάθε

κράτος μέλος για την εφαρμογή της ενιαίας αγοράς είναι η λειτουργία ενός ορθού

προτύπου διαχειριστή των υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος θα

συμμετέχει στη λειτουργία της αγοράς, αλλά και η εκπόνηση των κατάλληλων

Κωδίκων, οι οποίοι θα είναι προσαρμοσμένοι στο νέο πρότυπο. Για την υλοποίηση

της συμμετοχής της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς στο ενιαίο πρότυπο, η ΡΑΕ

δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2011, τις «Αρχές διάρθρωσης της εγχώριας

χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οδικός Χάρτης και Σχέδιο Δράσης

της ΡΑΕ στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού».

Το σχέδιο αυτό περιελάμβανε τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν για την

χρονική περίοδο 2014-2015.

68

Βλ. άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 714/2009. 69

Για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η λειτουργία του ενιαίου προτύπου χονδρεμπορικής

αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, βλ. . Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.13-14.

Page 46: Pleuri Anna.pdf

46

Τέλος, η Οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 2013 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών

πετρελαίου και φυσικού αερίου, ανήκει και αυτή στην Ευρωπαϊκή «ενεργειακή

νομοθεσία».

Ε) Το προεδρικό διάταγμα 14/2012

Σε εφαρμογή των ν. 2289/1995 και 4001/2011 (άρθρα 145-164), εκδόθηκε

το προεδρικό διάταγμα υπ’ αριθ. 14/2012 , με το οποίο συστήθηκε η ανώνυμη

εταιρία με την επωνυμία «Ελληνική Διαχειριστική Εταιρία Υδρογονανθράκων Α.Ε

(ΕΔΕΥ Α.Ε) » και καταρτίστηκε το καταστατικό της. Οι δραστηριότητες της εν

λόγω εταιρίας τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, η οποία ασκείται από τον

Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.

Στο άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος 14/2012 (άρθρο 146 ν.

4001/2011) ορίζεται αναλυτικά ο σκοπός της ΕΔΕΥ Α.Ε, ο οποίος έγκειται

μεταξύ άλλων: α) στη διαχείριση για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου των

αποκλειστικών δικαιωμάτων του στην αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση των

υδρογονανθράκων στις χερσαίες, υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές, στις

οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα, β) στη

διαχείριση, στον έλεγχο και στην παρακολούθηση όλων των σχετικών συμβάσεων

που έχουν συναφθεί στο παρελθόν από το Δημόσιο ή για λογαριασμό αυτού με

τρίτους, γ) στη διερεύνηση και αξιολόγηση του δυναμικού της χώρας σε

υδρογονάνθρακες, καθώς και στον προγραμματισμό της ανάθεσης και της

επίβλεψης εργασιών διερεύνησης και αξιολόγησης του δυναμικού αυτής, δ) στη

χορήγηση των αδειών αναζήτησης υδρογονανθράκων σύμφωνα με τις διατάξεις

του ν. 2289/1995, ε) στην προετοιμασία και διεξαγωγή των σχετικών διαγωνισμών

για τη σύναψη συμβάσεων έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και την

Page 47: Pleuri Anna.pdf

47

προβολή τους στη διεθνή σχετική αγορά, στ) στη διαπραγμάτευση των όρων των

συμβάσεων για την παραχώρηση δικαιωμάτων, έρευνας και εκμετάλλευσης

υδρογονανθράκων, καθώς και στην υπογραφή και υποβολή για έγκριση στον

Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής των σχετικών

συμβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2289/1995, ζ) στη συνεχή

παρακολούθηση και ανάλυση της διεθνούς ενεργειακής αγοράς, ιδιαιτέρως σε

θέματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και η γνωστοποίηση των

αποτελεσμάτων τους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής

Αλλαγής με σχετικές εισηγήσεις.

Τέλος, στο νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια εντάσσονται και αρκετοί

νόμοι, οι οποίοι ρυθμίζουν περιβαλλοντολογικά ζητήματα, όπως η Σύμβαση του

Δικαίου της Θάλασσας του 1982, οι νόμοι 1650/1986 και 4042/2012 για την

προστασία του περιβάλλοντος και ο ν. 4014/2011 για την περιβαλλοντική

αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, καθώς και το άρθρο 191 της Συνθήκης

Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (πρώην άρθρο 174 της ΣΕΚ) .

Επίσης στην «ενεργειακή νομοθεσία», ανήκει και ο ν. 4135/2013 για την

κύρωση της από 31.10.2012 Πρώτης Τροποποιητικής Σύμβασης μεταξύ του

Ελληνικού Δημοσίου και των αναδόχων εταιριών «KAVALA OIL ΑΝΩΝΥΜΗ

ΕΤΑΙΡΙΑ και ENERGEAN OIL & GAS-ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΙΓΑΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ

ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ και των

Παραρτημάτων Ι και II αυτής.

Page 48: Pleuri Anna.pdf

48

1.2. Η νομική φύση της ενέργειας

Α) Η νομική φύση της ενέργειας στο ελληνικό δίκαιο

Η ενέργεια έχει διφυή χαρακτήρα, διότι είναι ταυτόχρονα αγαθό και

υπηρεσία70

. Από πλευράς αστικού δικαίου, η ηλεκτρική ενέργεια, και κάθε άλλης

μορφής ενέργεια θεωρείται κινητό και αναλωτό πράγμα, το οποίο είναι δεκτικό

εξουσίασης, καθώς περιορίζεται σε ορισμένο χώρο, καθώς και δεκτικό

εκμετάλλευσης από τον δικαιούχο του, κατά τους ορισμούς των άρθρων 947, 948

και 951 ΑΚ71

. Ειδικότερα, η ηλεκτρική ενέργεια ανήκει στα άϋλα αγαθά ή

ασώματα αντικείμενα ή στοιχεία72

, έχει οικονομική αξία και υπόκειται σε

εξουσίαση, διότι εγχέεται σε αγωγό και διατρέχει ένα συγκεκριμένο δίκτυο ή

σύστημα. Επιπρόσθετα, θεωρούμενη κατά τον νόμο, ως πράγμα, η ηλεκτρική

ενέργεια είναι αυθύπαρκτη, επομένως μπορεί να αποκτήσει νομική αυτοτέλεια και

ατομικότητα και να καταστεί αντικείμενο εμπράγματου δικαιώματος και

εμπράγματης δικαιοπραξίας. Σημειώνεται ότι αντικείμενο εμπράγματου

δικαιώματος και περαιτέρω εμπράγματης δικαιοπραξίας μπορεί να είναι μόνον η

ηλεκτρική ενέργεια που υπόκειται σε εξουσίαση (εκ μέρους του ανθρώπου), κατά

τη διατύπωση του ΑΚ, δηλαδή αυτή που παράγεται από σταθμούς παραγωγής

ηλεκτρικής ενέργειας και εγχέεται στο σύστημα μεταφοράς ή στο δίκτυο

διανομής73

. Επομένως, η κτήση της του κυριότητας επί της ενέργειας εν γένει,

άρχεται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτή διοχετεύεται σε ορισμένο

αγωγό74

. Το γεγονός αυτό μάλιστα, επιδρά στον προσδιορισμό του νομικού

70

Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.2. 71

Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία ΠολΠρΘεσ 24446/1999, Αρμ 1999.1530. 72

Βλ. σχετ. Βαβούσκο, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ.6 επ.∙ Απ.Γεωργιάθη/Σταθόπουλο,

Ερμηνεία ΑΚ, τόμος V, σελ.26 επ.∙ Λ. Φωτόπουλος, ΝοΒ 1981.802. 73

Βαβούσκος, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ.6 επ.∙ Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς

ενέργειας, σελ.3. 74

Μπαλής, Εμπράγματο Δίκαιο, σελ.22.

Page 49: Pleuri Anna.pdf

49

χαρακτηρισμού των συμβάσεων, που καταρτίζονται με εκπληρωτέα παροχή την

ηλεκτρική ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης

παροχής ενέργειας έναντι ανταλλάγματος δεν είναι ενιαίος και ποικίλλει, ανάλογα

με τις περιστάσεις Συνήθως, πρόκειται για μικτή σύμβαση, η οποία έχει στοιχεία

πώλησης, μίσθωσης έργου, μίσθωσης πράγματος κλπ., επομένως η επιλογή των

σχετικών εφαρμοστέων κανόνων γίνεται κατόπιν ερμηνείας της βούλησης των

μερών75

. Όταν οι συμβαλλόμενοι έχουν αποβλέψει στην ίδια την ενέργεια, ως

εμπόρευμα και όχι στην πραγματοποίηση ενός αποτελέσματος μέσω αυτής,

πρόκειται για σύμβαση πώλησης. Τούτο γίνεται δεκτό δε, για τη σύμβαση παροχής

ηλεκτρικού ρεύματος από την παραγωγό επιχείρηση στους καταναλωτές76

.

Αναφορά στην ηλεκτρική ενέργεια και τυποποίηση σχετικού αδικήματος

συναντάται και στο άρθρο 372 του ΠΚ. Και ο ποινικός νομοθέτης θεωρεί και

αντιμετωπίζει την ενέργεια, ως κινητό πράγμα. Η πάγια πλέον σχετική ποινική

νομολογία του ΑΠ77

, δέχεται μάλιστα, ότι η παράνομη αφαίρεση ηλεκτρικής

ενέργειας συνιστά κλοπή κινητού πράγματος78

.

75

Βλ. ΕφΑθ 105/1994, Αρμ 1994.1366∙ ΠολΠρΘεσ 24446/1999, Αρμ 1999.1530∙ Φ. Δημάκου σε

Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 947, αριθ. 16. 76

Βλ. Μ. Μαγγίβα, σε Γεωργιάδη –Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 513, αρ. 5∙ Ι. Δεληγιάννη/Π.

Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, 1992, σ. 104. 77

Βλ. ενδεικτικά από την σχετική ποινική νομολογία, ΑΠ 937/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ΑΠ 1858/2010,

ΠοινΔνη 2011.943∙ΑΠ 1942/2010, ΠοινΔνη 2011.941. 78 Σύμφωνα με το άρθρο 372 § 2 κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον ΠΚ και η ενέργεια του

ηλεκτρισμού, του ατμού και κάθε άλλη ενέργεια. Από τις ρυθμίσεις του άρθρου 372 ΠΚ δια του οποίου

προστατεύεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της

κλοπής απαιτείται η υπό του δράστη, με θετική ενέργεια, αφαίρεση από την φυσική κατοχή άλλου, ξένου,

ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, μη ανήκοντος κατά κυριότητα σ’ αυτόν, αυτοβούλως και χωρίς την

συναίνεση του έχοντος δικαίωμα, ιδιοκτήτη, επ’ αυτού, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Η

αφαίρεση συνίσταται στην άρση της επί του κινητού πράγματος υφισταμένης ξένης κατοχής και την

θεμελίωση νέας επ’ αυτού κατοχής από το δράστη ή τρίτο προς τον σκοπό της παράνομη ιδιοποίησης

του. Αποτελεί δε κλοπή και η με οιονδήποτε τρόπο αφαίρεση ηλεκτρικής ή άλλης ενεργείας με σκοπό

την παράνομη ιδιοποίησή της. Κλοπή ενεργείας του ηλεκτρισμού επιτυγχάνεται κυρίως και αμέσως με

την μη αναγραφή του αναλισκομένου ρεύματος στον μετρητή της ΔΕΗ με τη δια τεχνικών μέσων καθ’

οιονδήποτε τρόπο επέμβαση σ’ αυτόν, η οποία επέμβαση παρέχει προνομιακά ηλεκτρικό ρεύμα στους

συμβαλλομένους με τη ΔΕΗ, ώστε ο μετρητής να δείχνει λιγότερες μονάδες ρεύματος που έχει αναλωθεί

σε έκαστη χρονική περίοδο, βλ. έτσι ΑΠ 937/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Page 50: Pleuri Anna.pdf

50

Β) Η νομική φύση της ενέργειας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και

νομολογία

Στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία επίσης, γίνεται επίσης δεκτό ότι

η ηλεκτρική ενέργεια είναι πράγμα. Στους όρους, λοιπόν, της πρότυπης σύμβασης

του European Federation of Energy Traders (EFET)79

, η ηλεκτρική ενέργεια

αντιμετωπίζεται ως πράγμα80

. Στους εν λόγω όρους, όπως και σε κάθε σχετική

σύμβαση πωλήσεως πράγματος, υπάρχουν συμβατικές προβλέψεις για την

ανάληψη του κινδύνου από τα μέρη, όπως και προβλέψεις για τις υποχρεώσεις

τους σε σχέση με την παράδοση και παραλαβή, καθώς και καθορισμός

περιπτώσεων ανώτερης βίας.

Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, η ενέργεια, κάθε μορφής, δεν είναι μόνον

πράγμα, αλλά και εμπορεύσιμο αγαθό81

και υπηρεσία82

με σημαντική νομική,

οικονομική και κοινωνική σημασία. Ως αγαθό δε, έχει ιδιαίτερο κοινωνικό και

οικονομικό ενδιαφέρον και διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη ζωή κάθε

Ευρωπαίου οικιακού καταναλωτή, αλλά και στη λειτουργία κάθε επιχείρησης. Υπό

τα άνω δεδομένα, δικαίως τόσο ο Ευρωπαίος όσο και ο εθνικός νομοθέτης,

χαρακτηρίζουν τις ενεργειακές δραστηριότητες ως υπηρεσίες δημοσίου

συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας. Στο ευρωπαϊκό δίκαιο δε, η ηλεκτρική ενέργεια

συνιστά εμπορεύσιμο αγαθό με δική του δασμολογική ονοματολογία83

. Ειδικώς η

ηλεκτρική ενέργεια, χαρακτηρίζεται, ως υπηρεσία, καθώς υπόκειται συνεχώς σε

διαδικασία παραγωγής, μεταφοράς και διανομής. Έτσι, η ενέργεια μπορεί να

χαρακτηριστεί ως ένα ιδιότυπο κινητό πράγμα, το οποίο άλλοτε αποτελεί

79

http://www.efet.org/. 80

ΕFET Model, §§ 6.7 και 7. 81

Παρότι η ενέργεια, εκτός από την περίπτωση της αποθήκευσης φυσικού αερίου, κυρίως δεν

αποθηκεύεται, αυτό δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της, ως εμπορεύσιμο αγαθό. 82

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.5-6. 83

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.5, ό.π.π. στην υποσημ.με αριθ.11.

Page 51: Pleuri Anna.pdf

51

εμπορεύσιμο αγαθό και άλλοτε υπηρεσία84

. Η προμήθεια δε της ενέργειας από τις

ενεργειακές πηγές, χαρακτηρίζεται ως εμπορεύσιμο αγαθό και υπόκειται στο

άρθρο 26 της ΣΛΕΕ, ενώ η παραγωγή, η μεταφορά και η διανομή της ενέργειας,

θεωρούνται υπηρεσίες85

.

1.3. Εννοιολογικός προσδιορισμός των «ενεργειακών διαφορών»

Α) Οι «ενεργειακές δραστηριότητες»

Οι «ενεργειακές διαφορές» μπορούν να προκύψουν από «ενεργειακές

δραστηριότητες». Ως τέτοιες νοούνται η παραγωγή, η προμήθεια, η μεταφορά

και η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και η χρήση

εγκατάστασης υγροποιημένου φυσικού αερίου, εντός της Ελληνικής επικράτειας,

σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 περίπτωση η΄ του ν. 4001/2011. Στις ενεργειακές

δραστηριότητες περιλαμβάνονται επίσης και η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και

φυσικού αερίου, όπως και η υγροποίηση φυσικού αερίου και η αεριοποίηση

υγροποιημένου φυσικού αερίου. Όλες δε οι ανωτέρω δραστηριότητες

χαρακτηρίζονται, ως κοινής ωφελείας86

, από τον νόμο, και τελούν υπό την

εποπτεία του κράτους87

. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός και η θέση των ανωτέρω

δραστηριοτήτων υπό την εποπτεία του κράτους, τις εντάσσει, κατ’ αρχήν στην

σφαίρα του δημοσίου και δη του διοικητικού δικαίου88

. Επομένως, εφαρμόζονται

οι αρχές του διοικητικού δικαίου89

τόσο στην έναρξη των δραστηριοτήτων αυτών,

84

Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.6.. 85

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.6∙Μ-Θ.Μαρίνο, Η πρόσβαση σε

ενεργειακό δίκτυο – Η απελευθέρωση της Αγοράς Ενέργειας, σελ.31. 86

Για την σχέση μεταξύ των υπηρεσιών κοινής ωφελείας και των κρατικών ενισχύσεων, βλ. Θ. Πανάγο,

το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.112-119, ιδίως σελ.116-119. 87

Βλ. το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 του ν. 4001/2011. 88

Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.1. 89

Δηλαδή η αρχή της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, της διαφάνειας της ίσης μεταχείρισης των

διοικουμένων, της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς

και η γενική αρχή του ανταγωνισμού.

Page 52: Pleuri Anna.pdf

52

όσο και στον έλεγχο της άσκησης τους, αλλά και μπορεί να γίνει επίκληση της

εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, ως κριτηρίου για την άσκηση κάθε μιας

από τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες. Περαιτέρω, εφόσον οι ως άνω

δραστηριότητες εντάσσονται στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου, οι διοικητικής

φύσεως διαφορές που αναφύονται μεταξύ της διοίκησης και των συμμετεχόντων

στην αγορά ενέργειας90

, ανήκουν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων91

.

Είναι όμως προφανές, ότι οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές, ήτοι αυτές στις οποίες

δεν συναντάται η άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του κράτους και οι οποίες

προκύπτουν μεταξύ των προσώπων που συμμετέχουν στην ενεργειακή αγορά,

ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Β) Συμβάσεις από τις οποίες μπορεί να προκύψουν «ενεργειακές

διαφορές»

Σύμφωνα με βασική αρχή του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου που διέπει

την απελευθερωμένη αγορά ενέργειας, οι πελάτες92

έχουν δικαίωμα να επιλέγουν

τον προμηθευτή τους και αντίστροφα ο προμηθευτής έχει δικαίωμα να επιλέγει

τους πελάτες του93

. Οι σχέσεις μεταξύ προμηθευτή και πελάτη, διέπονται από το

κανονιστικό-ρυθμιστικό πλαίσιο του Κώδικα Προμήθειας, η παραβίαση του

οποίου από τον προμηθευτή, επισύρει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις σε

90

Οι οποίοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των

συναλλακτικών ηθών. 91

Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.2. 92

Για την έννοια του πελάτη στον ν. 4001/2011, βλ. ανωτ. υπό Δ). 93

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο χορηγεί, πάντως το δικαίωμα στον προμηθευτή να αρνηθεί την

προμήθεια ενέργειας σε συγκεκριμένο πελάτη, αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, μεταξύ των οποίων η

ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς άλλο προμηθευτή. Ο προμηθευτής, οφείλει, μάλιστα, να

καταστήσει εκ των προτέρων γνωστή την άρνηση του αυτή στον υποψήφιο πελάτη του και δη στο στάδιο

των διαπραγματεύσεων για την σύναψη της σύμβασης προμήθειας. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την

σχετική ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, η ύπαρξη προμηθευτή τελευταίου καταφυγίου (supplier of last

resort) αποτελεί συνέπεια της άσκησης του δικαιώματος της Καθολικής Υπηρεσίας (βλ. σχετ. Θ. Πανάγο,

το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.103-105). Στόχος του νομοθέτη είναι να διασφαλιστεί το

δικαίωμα του καταναλωτή να προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια ή φυσικό αέριο και να αποφευχθεί η

διακοπής της αντίστοιχης παροχής του, λόγω υπαιτιότητας του προμηθευτή του.

Page 53: Pleuri Anna.pdf

53

βάρος του. Η μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, δηλαδή μεταξύ του φορέα παροχής

υπηρεσιών ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, συναπτόμενη σύμβαση είναι η σύμβαση

προμήθειας.

Μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά η σύμβαση

προμήθειας, είναι και η μέθοδος για τη διαδικασία επίλυσης των σχετικών

διαφορών94

. Η αρχή της ελεύθερης επιλογής πελάτη και προμηθευτή, ανάγει

αναγκαία, την εν λόγω έννομη σχέση στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου95

. Η

βούληση των συμβαλλομένων υλοποιείται δε μέσω της σύμβασης, καθώς το

άρθρο 47 § 2 του ν. 4001/2011 ορίζει ότι «η προμήθεια επιτρέπεται μόνο μετά από

σύναψη Σύμβασης Προμήθειας μεταξύ Προμηθευτή και πελάτη». Επομένως, ο

τύπος της σύμβασης προμήθειας είναι συστατικός και δεν νοείται η ύπαρξη της

έννομης σχέσης, αν η προκείμενη σύμβαση δεν καταρτισθεί εγγράφως.

Στο πλαίσιο της προστασίας του πελάτη ως καταναλωτή και για να

διασφαλίζεται ταχεία παροχή της έννομης προστασίας του, ο καταναλωτής θα

πρέπει να γνωρίζει, με μέριμνα, την οποία οφείλουν να λαμβάνουν οι

προμηθευτές, με ποιόν τρόπο θα επιλύεται εξωδικαστικά η τυχόν αναφυόμενη

διαφορά με τον πάροχο του96

. Η εν λόγω υποχρέωση πληροφόρησης εκ μέρους

του προμηθευτή, εντάσσεται στις διάφορες υποχρεώσεις πληροφοριακού

χαρακτήρα που έχει αυτός προς τον καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν.

4001/2011. Η επίλυση των ως άνω διαφορών θα πρέπει να διέπεται από καλή

πίστη. Σε περίπτωση που η φιλική διευθέτηση δεν είναι δυνατή, η διαφορά

οδηγείται προς διαμεσολάβηση ενώπιον του Συνηγόρου του Καταναλωτή, ο

οποίος, ως ανεξάρτητη αρχή δεν έχει κυρωτικές αρμοδιότητες. Αν η διαφορά δεν

94

Για την υποχρεωτικότητα του περιεχομένου της σύμβασης προμήθειας, όπως αυτή επιβάλλεται από την

ευρωπαϊκή νομοθεσία, βλ. το Παράρτημα 1 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ. 95

Βλ. αναλυτ. για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της ενέργειας, Θ. Πανάγο,

Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων στον τομέα της ενέργειας, σελ.121-122. 96

Θ. Πανάγος, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.79.

Page 54: Pleuri Anna.pdf

54

επιλυθεί μέσω της διαμεσολάβησης, αυτή θα επιλυθεί από τα αρμόδια δικαστήρια

ή μέσω διαιτησίας, αν έχει υπάρξει στην σύμβαση προμήθειας σχετική διαιτητική

ρήτρα. Συμφωνία περί παραπομπής στη διαιτησία είναι, βεβαίως, πιο πιθανόν να

υπάρξει σε συμβάσεις προμήθειας με εμπορικούς καταναλωτές και λιγότερο

πιθανόν σε συμβάσεις οικιακών καταναλωτών. Η διαιτητική συμφωνία μάλιστα

μπορεί να προβλέπει ad hoc διαιτησία ή/και παραπομπή στη μόνιμη διαιτησία της

ΡΑΕ, κατά το άρθρο 37 του ν. 4001/2011. Σημειώνεται δε ότι η ΡΑΕ, λόγω της

φύσεως της ως ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής και βάσει των σχετικών

νομοθετικών προβλέψεων, δεν μπορεί να επιληφθεί η ίδια ιδιωτικής διαφοράς97

.

Αναφορικά με την σύμβαση ανάθεσης της παροχής υπηρεσιών κοινής

ωφελείας, αυτή γίνεται δεκτό ότι είναι δημόσια, διότι είναι προφανής ο σκοπός του

δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί98

. Επομένως διαφορά προκύπτουσα από

την εν λόγω σύμβαση είναι διαφορά δημοσίου και όχι διοικητικού δικαίου και έτσι

υπάγεται προς επίλυση στα διοικητικά δικαστήρια και δεν μπορεί να υπαχθεί στη

διαιτησία.

Στο πλαίσιο της οργάνωσης της αγοράς φυσικού αερίου99

, στα πρόσωπα που

ασκούν ενεργειακές δραστηριότητες ανήκει και κάθε επιχείρηση που έχει στην

κυριότητα της Σύστημα Μεταφοράς Φυσικού Αερίου. Εν προκειμένω

περιλαμβάνεται και η κοινοπραξία δύο ή περισσότερων εταιρειών που ενεργεί ως

Διαχειριστής του Συστήματος Μεταφοράς Αερίου σε δύο ή περισσότερα κράτη

μέλη. Κάθε χρήστης δικαιούται να προβαίνει σε δέσμευση δυναμικότητας

τμήματος του ΕΣΦΑ που εντάσσεται στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος

της πρόσβασης. Η εν λόγω δέσμευση υλοποιείται με σύμβαση που καταρτίζεται

97

Βλ. άρθρο 24 § 3 εδ. τελευταίο του ν. 4001/2011. 98

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.109-111 99

Αναλυτικά για την οργάνωση της αγοράς φυσικού αερίου και το πρότυπο του διαχειριστή του εθνικού

συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου, βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,

σελ.123 επ. Διαχειριστής του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) είναι με ρητή

πρόβλεψη του νόμου, το ΔΕΣΦΑ.

Page 55: Pleuri Anna.pdf

55

μεταξύ του ΔΕΣΦΑ και του ενδιαφερόμενου χρήστη, κατόπιν αιτήσεως του

τελευταίου. Δυνάμει ρητής διάταξης του νόμου100

επιτρέπεται η εκχώρηση (και

αναδοχή) των συμβάσεων δυναμικότητας, με απειλή ακυρότητας των σχετικών

όρων που το απαγορεύουν και επιβάλλεται ο έγγραφος, επομένως ο συστατικός

τύπος για την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Περαιτέρω, προκειμένου ο

χρήστης να καταρτίσει σύμβαση μεταφοράς και σύμβαση χρήσης εγκατάστασης

υγροποιημένου φυσικού αερίου ή χρήσης εγκατάστασης αποθήκευσης, πρέπει να

είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Χρηστών ΕΣΦΑ. Δικαίωμα εγγραφής στο εν

λόγω Μητρώο, το οποίο τηρεί η ΡΑΕ, έχουν οι προμηθευτές, οι επιλέγοντες

πελάτες και κάθε πρόσωπο που παρέχει επαρκείς εγγυήσεις οικονομικής

φερεγγυότητας και τεχνικής επάρκειας. Με απόφαση δε της ΡΑΕ, εκδίδεται ο

Κανονισμός Μητρώου Χρηστών ΕΣΦΑ.

Δραστηριότητες της αγοράς φυσικού αερίου, από τις οποίες επίσης θα

μπορούσε να προκύψει διαφορά υπαγόμενη σε διαιτητική επίλυση είναι η διανομή

και προμήθεια και μεταπώληση του φυσικού αερίου καθώς και η τιμολόγηση

του101

. Η δραστηριότητα της κατασκευής, της λειτουργίας και της διαχείρισης

δικτύου διανομής φυσικού αερίου υπόκειται σε αδειοδότηση και διενεργείται μόνο

από τους κατόχους άδειας διανομής102

, η οποία χορηγείται από τη ΡΑΕ. Οι

δραστηριότητες της διανομής και της προμήθειας φυσικού αερίου σε Μη

Επιλέγοντες Πελάτες, εντός συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, ασκούνται από

τις Εταιρείες Παροχής Αερίου (ΕΠΑ)103

. Μη Επιλέγοντες Πελάτες, είναι αυτοί

100

Βλ άρθρο 71 § 6 του ν. 4001/2011. 101

Για τις δραστηριότητες αυτές, βλ. αναλυτ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,

σελ.140-151. 102

Εξαιρούνται οι περιπτώσεις, για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια σε ΕΠΑ, όπως αυτές καθορίζονται

στις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3428/2005. 103

Οι λειτουργούσες σήμερα ΕΠΑ, συστάθηκαν με τις διατάξεις του ν. 2364/1995. Για τις περιοχές που

δεν ανήκουν στη σφαίρα δραστηριότητας των ΕΠΑ, η άσκηση των ως άνω δραστηριοτήτων, γίνεται από

τη Δημόσια Επιχείρηση Παροχής Αερίου Α.Ε. (ΔΕΠΑ), στην οποία χορηγείται η σχετική άδεια, ενώ

κάθε φορά που ιδρύεται μια νέα ΕΠΑ, η άδεια για τη σχετική δραστηριότητα της ΔΕΠΑ στην

συγκεκριμένη περιοχή ανακαλείται. Στις γεωγραφικώς προσδιοριζόμενες περιοχές, οι αντίστοιχες

Page 56: Pleuri Anna.pdf

56

που δεν μπορούν να επιλέξουν άλλο προμηθευτή. Ως επιλέγοντες πελάτες,

θεωρούνται οι πελάτες που δικαιούνται να επιλέγουν προμηθευτή ή να αγοράζουν

απευθείας ενεργειακό προϊόν. Συγκεκριμένα στην αγορά του φυσικού αερίου, ως

επιλέγοντες πελάτες καθορίζονται, περιοριστικά απαριθμούμενοι, στο άρθρο 82

του ν. 4001/2011, οι κάτοχοι άδειας ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν το

φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι μη οικιακοί πελάτες που

είναι εγκατεστημένοι εκτός των γεωγραφικών περιοχών αρμοδιότητας των ΕΠΑ,

καθώς και οι μη οικιακοί που είναι εγκατεστημένοι εντός των περιοχών

αρμοδιότητας ΕΠΑ, αλλά χαρακτηρίζονται ως «μεγάλοι πελάτες»104

ή

προμηθεύονται φυσικό αέριο με σκοπό τη συμπίεση του, για τελική χρήση από

κινητήρες οχημάτων. Επιπρόσθετα, επιλέγοντες πελάτες είναι οι πελάτες των

ΕΠΑ, από τη λήξη της ισχύος των αδειών τους, οι πελάτες που είναι

εγκατεστημένοι σε περιοχές που έχει χορηγηθεί παρέκκλιση, από την λήξη του

χρόνου της παρέκκλισης, οι λειτουργούσες ΕΠΑ, για τις ποσότητες που

προμηθεύονται πέραν των συμβατικών τους υποχρεώσεων και οι ΕΠΑ που

συστάθηκαν με τις διατάξεις της νέας νομοθεσίας.

Οι δραστηριότητες της αγοράς, πώλησης, εισαγωγής και εξαγωγής φυσικού

αερίου, ασκούνται ελεύθερα, επομένως δεν απαιτείται η κατοχή οποιασδήποτε

διοικητικής άδειας για τη διεξαγωγή τους, κατά το άρθρο 81 του ν.4001/2001.

Κατ’ εξαίρεση, η προμήθεια φυσικού αερίου σε επιλέγοντες πελάτες απαιτεί

κατοχή άδειας προμήθειας, ενώ σε μη επιλέγοντες πελάτες ασκείται από τις

ΕΠΑ105

. Η σχετική άδεια εκδίδεται από τη ΡΑΕ.

γι’αυτές ΕΠΑ ασκούν μονοπωλιακά τις σχετικές δραστηριότητες, βάσει σύμβασης δημόσιας

παραχώρησης, έναντι της υποχρέωσης των ΕΠΑ να αναπτύξουν το δίκτυο διανομής στα εδαφικά όρια

της δραστηριότητας τους, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στους όρους των

αδειών τους. Για τον λόγο αυτό, οι άδειες στις ΕΠΑ χορηγούνται κατόπιν σχετικού διαγωνισμού.

Αναλυτικότερα για τις άδειες λειτουργίας των ΕΠΑ, βλ. . Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς

ενέργειας, σελ.144-147. 104

Κατά τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 82 § 2 του ν. 4001/2011. 105

Βλ. άρθρο 21 του ν. 3428/2005.

Page 57: Pleuri Anna.pdf

57

Περαιτέρω, κάθε επιλέγων πελάτης έχει το δικαίωμα να μεταπωλεί

ποσότητες φυσικού αερίου, τις οποίες προμηθεύεται, δυνάμει έννομης σχέσης

πώλησης για λογαριασμό του και βρίσκονται στη διάθεση-κυριότητα του, κατά το

άρθρο 84 του ν. 4001/2011. Η μεταπώληση πρέπει να πραγματοποιείται σε άλλον

επιλέγοντα πελάτη106

και όχι σε μη επιλέγοντα. Διαφορές, λοιπόν, από συμβάσεις

προμήθειας για μεταπώληση μπορούν να επιλυθούν μέσω διαιτησίας.

Στις βασικές δραστηριότητες φυσικού αερίου ανήκουν, όπως σημειώθηκε

ήδη, η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου, καθώς και

εγκατάστασης υγροποιημένου φυσικού αερίου και αποθήκευσης φυσικού

αερίου107

. Η τιμολόγηση δε της παροχής των ως άνω υπηρεσιών είναι ρυθμιζόμενη

και καθορίζεται με βάση μεθοδολογία που θεσπίζεται στον κανονισμό

τιμολόγησης, κατά το άρθρο 88 του ν.4001/2011108

.

Σε ό,τι αφορά στην οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας109

, ο

Διαχειριστής του Συστήματος στην Ελλάδα είναι ο Διαχειριστής Ελληνικού

Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε. (ΔΕΣΜΗΕ)110

, που είναι

αρμόδιος για τη λειτουργία της αγοράς ισχύος111

και στο πλαίσιο αυτό συνάπτει

συμβάσεις ισχύος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για νέο δυναμικό, δυνάμει των

οποίων ο παραγωγός υποχρεούται, έναντι ανταλλάγματος να παρέχει συνεχώς

διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ισχύος, για ορισμένο μέγεθος ισχύος και χρονικό

διάστημα. Για τη διενέργεια των συναλλακτικού χαρακτήρα πράξεων της

106

Ακόμη και σε επιλέγοντα πελάτη που είναι εγκατεστημένος εκτός Ελλάδος, αλλά μπορεί να

προμηθευτεί φυσικό αέριο από αγωγό φυσικού αερίου που συνδέεται με το ΕΣΦΑ, οπότε και θα

πρόκειται για διασυνοριακό εμπόριο, ήτοι διασυνοριακή συναλλαγή. 107

Περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011. 108

Αναλυτικότερα, βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.150-151. 109

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.153 επ. 110 Στη μετοχική σύνθεση του ΔΕΣΜΗΕ μετέχει το Ελληνικό Δημόσιο κατά 51% και η ΔΕΗ κατά 49%.

Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του Διαχειριστή του Συστήματος Μεταφοράς ανατέθηκαν στον

Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), σύμφωνα με τις διατάξεις του

άρθρου 97 του ν. 4001/2001.Ο ΑΔΜΗΕ είναι θυγατρική της ΔΕΗ Α.Ε. 111

Άρθρο 95 του ν.4001/2011.

Page 58: Pleuri Anna.pdf

58

χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας, έχει ιδρυθεί και λειτουργεί, ως ανώνυμη

εταιρεία, ο Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ)112

. Η παραγωγή

ηλεκτρικής ενέργειας, είναι ενεργειακή δραστηριότητα και όπως κάθε ενεργειακή

δραστηριότητα υπόκειται σε αδειοδότηση, κατά το άρθρο 132 του ν.4001/2011 και

οι σχετικές άδειες χορηγούνται από τη ΡΑΕ. Η προμήθεια και η εμπορία της

ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν επίσης συνιστώσες της απελευθερωμένης αγοράς

ενέργειας113

. Η άλλη συνιστώσα είναι η αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται ανταγωνιστικές ενεργειακές

δραστηριότητες.

Η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας διακρίνεται σε προμήθεια ηλεκτρικής

ενέργειας σε επιλέγοντες πελάτες και σε εμπορία. Οι υποχρεώσεις του

προμηθευτή διαφέρουν από αυτές του εμπόρου, διότι ο πρώτος απευθύνεται σε

πελάτες καταναλωτές, έναντι των οποίων έχει ιδιαίτερες ευθύνες. Αντίθετα, ο

κάτοχος άδειας εμπορίας δεν μπορεί να ασκεί δραστηριότητα προμήθειας σε

επιλέγοντες πελάτες.

Στη ΡΑΕ και στον αρμόδιο υπουργό έχει ανατεθεί η κανονιστική

αρμοδιότητα για τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας. Αποτέλεσμα αυτή της

αρμοδιότητας είναι η δευτερογενής νομοθεσία, η που διέπει τη λειτουργία του

τομέα της ενέργειας και διακρίνεται σε Κώδικες και σε Κανονισμούς. Ο Κώδικας

Προμήθειας σε Πελάτες είναι το νομοθέτημα που ρυθμίζει τις σχέσεις των

Προμηθευτών με τους πελάτες114

(τους) ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ορίζονται

ως επιλέγοντες πελάτες, δηλαδή μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή

τους με κάποιες μόνον εξαιρέσεις. Με τον Κώδικα Προμήθειας, καθορίζονται

ενδεικτικά, οι όροι και οι προϋποθέσεις κατάρτισης, τροποποίησης και λύσης των

112

Βλ. άρθρο 117 του ν.4001/2011. Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.169. 113

Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.184 επ. 114

Βλ. άρθρο 138 του ν.4001/2011 και Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.243-

244.

Page 59: Pleuri Anna.pdf

59

συμβάσεων προμήθειας, μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη του. Οι όροι

αυτοί, ως γενικοί, περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στις εν λόγω συμβάσεις.

Υποχρεωτικά περιλαμβάνονται, επίσης, όροι για την προστασία των

καταναλωτών, καθώς και για τον τρόπο εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών

που αναφύονται από τις ανωτέρω συμβάσεις.

Γ) Οι συμβατικές ρήτρες «ΤΟP»

Στις συχνά μακροχρόνιες συμβάσεις πωλήσεως φυσικού αερίου, οι οποίες

συνάπτονται μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών στην ελληνική ενεργειακή

αγορά, ανακύπτουν νομικώς ενδιαφέροντα ζητήματα, σε σχέση με τη νομική

αξιολόγηση των συμβατικών ρητρών, καλούμενων ως «Take or Pay (TOP)», οι

οποίες εμπεριέχονται στις εν λόγω συμβάσεις «υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως

παραλαβής»115

. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των εν λόγω ρητρών, ο πελάτης μιας

εταιρίας η οποία προμηθεύει φυσικό αέριο, είναι υποχρεωμένος είτε να παραλάβει

και να καταβάλει αντίστοιχα το τίμημα για μία ήδη προσυμφωνηθείσα ελάχιστη

ποσότητα φυσικού αερίου, κατά τη διάρκεια ενός έτους, είτε σε περίπτωση, κατά

την οποία ο πελάτης δεν παραλάβει την εν λόγω ποσότητα, είναι υποχρεωμένος να

καταβάλει τη διαφορά του τιμήματος μεταξύ της συμφωνηθείσας ποσότητας

αερίου και αυτής που πραγματικά παρελήφθη. Στο πλαίσιο των ανωτέρω, η

συγκεκριμένη ρήτρα θα μπορούσε να περιγραφεί και ως συμβατικός όρος: «take

and pay or pay»116

. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι δια της ως άνω ρήτρας

θεσπίζεται και η υποχρέωση του προμηθευτή να εξασφαλίζει την επάρκεια

προκαθορισμένης διαθέσιμης ποσότητας αερίου στον πελάτη.

115

Βλ. Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.171, 206-207, 221-223. 116

Βλ. άρθρο επιμέλειας της δικηγορικής εταιρείας «Μεταξάς & Συνεργάτες – Δικηγόροι & Νομικοί

Σύμβουλοι», διαθέσιμο σε : http://energypress.gr/news/ritres-take-or-pay-top-se-symvaseis-polisis-

fysikoy-aerioy-nomikes-parametroi-tis-provlimatikis, 25/11/2014, Δημοσιογραφικό ενημερωτικό

portalγια την ενέργεια, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 03/03/2016.

Page 60: Pleuri Anna.pdf

60

Είναι εμφανές ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα στοχεύει στην ευχερέστερη

κατανομή του κινδύνου από την παραγωγή και στη διάθεση του φυσικού αερίου

στη σχέση μεταξύ προμηθευτή και πελάτη, ώστε να αντιμετωπιστεί, εν μέρει, το

πρόβλημα της έλλειψης ευελιξίας που εγγενώς έχουν οι μακροχρόνιες συμβάσεις.

Η χρήση των ως άνω ρητρών είναι ευρέως διαδομένη, χωρίς, πάντως σημαντικά

νομικά ζητήματα, όπως η ακριβής νομική της φύση, ήτοι αν πρόκειται για

πρόβλεψη συμβατικής ποινής ή αποζημιωτικής ρήτρας, αλλά και το συναφές

ζήτημα των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων σε επίπεδο εθνικού

δικαίου, να είναι επαρκώς αποσαφηνισμένα. Εκ των ανωτέρω συμβάσεων,

βεβαίως, μπορούν να προκύψουν διαφορές μεταξύ προμηθευτή και πελάτη και

έτσι να αποτελέσουν ενεργειακή διαφορά που μπορεί να επιλυθεί στη διαιτησία.

Σε κάθε περίπτωση, οι ρήτρες «ΤΟP» υπόκεινται στην κανονιστική

εμβέλεια του ενωσιακού δικαίου, επομένως η συμβατότητά τους με αυτό

εξετάζεται τόσο υπό το πρίσμα του δικαίου της ενέργειας, δηλαδή τις σχετικές

Ευρωπαϊκές Οδηγίες, όσο και «υπό το φως» των ενωσιακών κανόνων

ανταγωνισμού, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ117

.

Συγκεκριμένα στην ελληνική αγορά, τα οικονομικά και νομικά ζητήματα που

προκύπτουν από την ενεργοποίηση των ρητρών «TΟP» επηρεάζουν άμεσα την

προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς, οι οποίοι

έχουν συμβληθεί με την ΔΕΠΑ, αλλά και τους βιομηχανικούς και οικιακούς

καταναλωτές.

Οι εν λόγω ρήτρες εντάσσονται στο πλαίσιο του μακροχρόνιου σχεδιασμού

και στα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα τους, για τους προμηθευτές φυσικού

αερίου, ανήκει το γεγονός ότι διασφαλίζουν εγγυημένα έσοδα, ήτοι ανεξαρτήτως

της απορροφώμενης, από τους πελάτες τους, ποσότητας φυσικού αερίου. Από την

117

Βλ. αμέσως ανωτέρω υποσημείωση.

Page 61: Pleuri Anna.pdf

61

πλευρά δε προμηθευόμενων, αυτό συνεπάγεται αντίστοιχες επισφάλειες, διότι οι

τελευταίοι μπορούν να βρεθούν ενώπιον αρνητικών αυξομειώσεων στη ζήτηση

από την πλευρά των δικών τους πελατών, λόγω εξωγενών παραγόντων. Η

ενεργοποίηση των εν λόγω ρητρών μπορεί, μάλιστα να λάβει σημαντικά μεγάλη

διάσταση, εντός της έντονα υφεσιακής ελληνικής οικονομίας και να προκληθούν

έτσι ιδιαιτέρως επαχθείς, για τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς και τους

βιομηχανικούς καταναλωτές, συνέπειες. Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι οι

προκείμενες ρήτρες συνιστούν μια περαιτέρω «αναγκαστική» μετακύληση

αντιστοίχων συμβατικών ρητρών, οι οποίες εμπεριέχονται στις συμβάσεις της

ΔΕΠΑ με τους δικούς της προμηθευτές.

Σημειώθηκε ανωτέρω, ότι οι ρήτρες «ΤΟP» εξετάζονται, ως προς τη

νομιμότητα τους και υπό το πρίσμα των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τοποθετηθεί σχετικά με αποφάσεις της επισημαίνοντας

τις αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες τίθεται η αξιολόγηση της νομιμότητας

των ανωτέρω ρητρών, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τις ταυτόχρονα τις σχετικές

διατάξεις περί ανταγωνισμού118

. Η εξέταση της νομιμότητας των ως άνω ρητρών,

118

Σημαντική απόφαση για την εν λόγω προβληματική είναι αυτή επί της υπόθεσης της Βελγικής

εταιρείας «Distrigas» (2007) για την οποία βλ. αναλυτ. σε: http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-

07-407_en.htm, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04.03.2016. Στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή

αναγνώρισε ότι οι ρήτρες «ΤΟP» αποτελούν έναν καταρχήν χρήσιμο μηχανισμό που επιτρέπει το

σχεδιασμό επενδύσεων μεγάλης κλίμακας στον τομέα του φυσικού αερίου, μέσω της διασφάλισης

ταμειακής ροής που παρέχεται προς τους παραγωγούς φυσικού αερίου για την απόσβεση των

επενδύσεών τους (λ.χ. κατασκευή υποδομών για μεταφορά φυσικού αερίου από απομακρυσμένες χώρες-

προμηθευτές). Εντούτοις, η Επιτροπή παγίως επισημαίνει ότι η συμπερίληψη τέτοιων ρητρών στις

μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας θα πρέπει να μην εμποδίζει τον ανταγωνισμό δημιουργώντας ή

ενισχύοντας τη δεσπόζουσα θέση συγκεκριμένων προμηθευτών. Η συμβατότητά των προκείμενων

ρητρών με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να γίνεται ad hoc και εξατομικευμένα. Κριτήρια για

τον εν λόγω έλεγχο αποτελούν, μεταξύ άλλων, η διάρκεια των επίδικων συμβάσεων, η θέση του

προμηθευτή στη σχετική αγορά και το συνολικό του μερίδιο σε συνδυασμό με τη δομή της σχετικής

αγοράς (relevant market). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην απόφαση «Distrigas», η Επιτροπή έκανε

δεκτές τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η εταιρεία για την αποφυγή επιβολής προστίμου και συγκεκριμένα

την υποχρέωση παράλειψης υπογραφής συμβάσεων με βιομηχανικούς καταναλωτές για περίοδο που

υπερβαίνει τα 5 έτη και την υποχρέωση απελευθέρωσης, εντός του επόμενου της απόφασης έτους, του

70% της συνολικής ποσότητας φυσικού αερίου που προμηθεύει στους πελάτες της στο Βέλγιο.

Page 62: Pleuri Anna.pdf

62

λοιπόν, θα πρέπει να γίνεται αφού ληφθεί υπόψη ad hoc αν αυτές ενισχύουν τη

δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης οδηγώντας σε στρέβλωση των όρων του

ανταγωνισμού δημιουργώντας συνθήκες αποκλεισμού ή δεσμεύοντας υπερβολικά

την συναλλακτική ελευθερία των αντισυμβαλλομένων του προμηθευτή.

Περαιτέρω, η νομιμότητα των επίμαχων ρητρών πρέπει να αξιολογείται ad hocκαι

υπό το πρίσμα του ειδικού ενεργειακού ρυθμιστικού πλαισίου της Ένωσης, για την

αγορά φυσικού αερίου.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Οδηγία 2009/73, μία από τις θεμελιώδεις

αρχές που διέπουν τη συγκρότηση της αγοράς φυσικού αερίου αποτελεί η

δυνατότητα πρόσβασης τρίτων μερών (Third Party Access – TPA) στο σύστημα

μεταφοράς αερίου. Σε αντίθεση με την καταργηθείσα Οδηγία 2003/55/ΕΚ, η

οποία δεν αναφερόταν στη χρήση ρητρών «TOP», η ισχύουσα Οδηγία 2009/73

αναφέρεται ρητά σε αυτές, ως μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου

δικαιολογείται εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης των τρίτων μερών στο

δίκτυο. Ειδικότερα, στο άρθρο 35 της Οδηγίας 2009/73 προβλέπεται ότι η κάμψη

του δικαιώματος πρόσβασης τρίτων μερών στο δίκτυο μπορεί να γίνει δεκτή μόνο

όταν μία άλλη επιχείρηση φυσικού αερίου, η οποία έχει ήδη πρόσβαση στο δίκτυο

αυτό, επικαλείται και αποδεικνύει ότι βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση

λόγω των υποχρεώσεων που φέρει από τη ρήτρα «TOP». Επομένως, η νομική

αξιολόγηση και ερμηνεία των ρητρών «TOP», προκειμένου να αξιολογηθεί έτσι

και η νομιμότητα των ανειλημμένων εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων, θα

πρέπει να γίνεται χωριστά για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και υπό το πρίσμα

τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαίου, μέσα από την χρήση των

ανωτέρων κριτηρίων.

Page 63: Pleuri Anna.pdf

63

1.4 Ο νόμος 2476/1997 για τις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας

Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, ισχύει στην Ελλάδα ο

ν. 2476/1997119

δια του οποίου κυρώθηκε η Τελική Πράξη Διασκέψεως του

Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας, δηλαδή η συναφθείσα το έτος 1994 Συνθήκη για

τον Χάρτη της Ενέργειας (Energy Charter Treaty) και το πρωτόκολλο του Χάρτη

Ενέργειας για την ενεργειακή απόδοση και τα σχετικά περιβαλλοντικά

ζητήματα120

. Η Συνθήκη για τον Χάρτη της Ενέργειας, ήτοι η ECT121

, είναι μια

πολυμερής συνθήκη για τις επενδύσεις, υπογεγραμμένη από 52 κράτη, από την

ΕΕ και τη EURATON. Με την ECT θεσπίστηκε πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας,

μεταξύ των ευρωπαϊκών και λοιπών βιομηχανικών χωρών με σκοπό, ιδίως, την

ανάπτυξη του ενεργειακού δυναμικού των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής

Ευρώπης και τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ. Με το

πρωτόκολλο για την ενεργειακή απόδοση και τα σχετικά περιβαλλοντικά

ζητήματα, επιδιώχθηκε η προώθηση πολιτικών ενεργειακής απόδοσης, συμβατών

με την αειφόρο ανάπτυξη, η παροχή κινήτρων για μια πιο αποδοτική και φιλική

προς το περιβάλλον χρήση της ενέργειας και η ενθάρρυνση της συνεργασίας στον

τομέα της ενεργειακής απόδοσης122

. Περαιτέρω, η συνθήκη απέβλεψε στη θέσπιση

νομικού πλαισίου για την προαγωγή της μακροπρόθεσμης συνεργασίας στον

τομέα της ενέργειας, με βάση τις αρχές που θεσπίζει ο Ευρωπαϊκός Χάρτης

Ενέργειας. Οι σημαντικότερες διατάξεις της συνθήκης αφορούν στην προστασία

των επενδύσεων, στην εμπορία ενεργειακών υλών και προϊόντων, στη

119

ΦΕΚ Α΄58/18.4.1997. 120

Η συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας και το πρωτόκολλο του Χάρτη Ενέργειας για την ενεργειακή

απόδοση και τα σχετικά περιβαλλοντικά ζητήματα ετέθησαν αμφότερα σε ισχύ στις 16 Απριλίου 1998.

Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι το έτος 2013, η Ελλάδα κλήθηκε να καταβάλλει 53.000 ευρώ ως ετήσια

εισφορά στον Χάρτη Ενέργειας, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 1038/13/21.01.2013 μήνυμα της Γραμματείας

του Χάρτη Ενέργειας. 121

Στο εξής ΕCT. 122

Βλ. σχετ. την ιστοσελίδα: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV%3Al27028/.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 26.02.2016.

Page 64: Pleuri Anna.pdf

64

διαμετακόμιση, αλλά και στη διευθέτηση των τυχόν αναφυομένων διαφορών.

Αναφορικά με τις επενδύσεις, τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνται να ενθαρρύνουν

και να δημιουργήσουν σταθερές, ευνοϊκές και διαφανείς συνθήκες για τους ξένους

επενδυτές και να εφαρμόζουν στην περίπτωσή τους, τη ρήτρα της πλέον

ευνοούμενης χώρας, ή να τους επιφυλάσσουν τη μεταχείριση της οποίας

τυγχάνουν οι δικοί τους επενδυτές, σύμφωνα με το πλέον ευνοϊκό γι' αυτούς

καθεστώς.

Το Πρωτόκολλο του Χάρτη Ενέργειας για την ενεργειακή απόδοση και τα

σχετικά περιβαλλοντικά ζητήματα θεσπίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της

Συνθήκης οι οποίες προβλέπουν, ρητά, τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των

πρωτοκόλλων και διακηρύξεων που αποβλέπουν στην επίτευξη των στόχων και

αρχών του Χάρτη, που είναι η προαγωγή πολιτικών ενεργειακής απόδοσης

συμβατών με τη βιώσιμη ανάπτυξη και η δημιουργία συνθηκών που θα

ενθαρρύνουν τους παραγωγούς και τους καταναλωτές σε οικονομικότερη,

αποδοτικότερη και φιλικότερη προς το περιβάλλον χρήση της ενέργειας. Τα

συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται, λοιπόν, στη θέσπιση πολιτικών ενεργειακής

απόδοσης καθώς και των νομικών και κανονιστικών πλαισίων που θα επιτρέψουν

την, μεταξύ άλλων, προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας των μηχανισμών της

αγοράς, συμπεριλαμβανομένης μιας, φίλα προσκείμενης στην αγορά,

διαμόρφωσης τιμών.

1.5. Η ελληνική νομοθεσία για τη διαιτητική επίλυση ενεργειακών

διαφορών

Είναι εύλογο ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ενεργειακές διαφορές

μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα δαπανηρή και χρονοβόρα για τους πόρους ενός

προσώπου (φυσικού ή νομικού), που δραστηριοποιείται στον εν λόγω επενδυτικό

Page 65: Pleuri Anna.pdf

65

και επιχειρηματικό τομέα. Οι εν γένει συναλλαγές και συμβάσεις του ενεργειακού

τομέα είναι συνήθως μεγάλης οικονομικής αξίας, πολύπλοκες στους όρους τους

και καταρτίζονται από ή επηρεάζουν πολλά πρόσωπα. Λαμβάνοντας υπόψη τα ως

άνω δεδομένα, σχεδόν το σύνολο των εταιρειών του χώρου της ενέργειας, διεθνώς,

αποβλέπουν στην εξοικονόμηση χρόνου και κόστους, από την χρήση των

εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης123

των ενεργειακών διαφορών. Σχετικές

υπηρεσίες παρέχουν, μάλιστα, διεθνώς καταξιωμένα, κυρίως αλλοδαπά κέντρα και

ενώσεις, όπως η Αμερικανική Ένωση Διαιτησίας (American Arbitration

Association) (ΑΑΑ)124

. Στην Ευρώπη, σημαντικά κέντρα διεθνούς διαιτησίας

είναι το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου

στο Παρίσι (International Court of Arbitration, ICC125

), το Γερμανικό Ινστιτούτο

Διαιτησίας (German Institution of Arbitration, DIS126

), το Δικαστήριο Διεθνούς

Διαιτησίας του Λονδίνου (London Court of International Arbitration, LCIA127

), το

Ινστιτούτο Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Στοκχόλμης (Arbitration

123

Διεθνώς, ο όρος είναι γνωστός ως: «Αlternative Dispute Resolution» (ADR). Από τους κοινωνούς του

διεθνούς χώρου των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών, υπό το διεθνές ακρωνύμιο

«ADR», σημειώνεται ότι ενδεχομένως το γράμμα «Α» στο εν λόγω ακρωνύμιο, που αντιστοιχεί στην

λέξη «Αlternative» θα έπρεπε μάλλον, πλέον, να νοείται ως «Αppropriate», ήτοι κατάλληλος/πρόσφορος:

«Should we rethink ADR? It’s no longer “alternative” but rather “appropriate’. 124

Βλ. την ιστοσελίδα:

https://www.adr.org/aaa/faces/aoe/commercial/energy;jsessionid=XXo8_zHByrWscw_2x0iFGZ0_pMH

OJFUO0l7Gfvr3l-tjWkp-

BoEJ!241863070?_afrWindowId=null&_afrLoop=578724296588992&_afrWindowMode=0&_adf.ctrl-

state=u8riibr6d_246#%40%3F_afrWindowId%3Dnull%26_afrLoop%3D578724296588992%26_afrWin

dowMode%3D0%26_adf.ctrl-state%3D14dsz03nq2_4/.Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:03.03.2016.

Σημειώνεται ότι η ΑΑΑ, θεωρείται διεθνώς ο μεγαλύτερος φορέας υπηρεσιών επίλυσης εμπορικών

διαφορών στον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνον το έτος 2014, χειρίστηκε περισσότερες από

223.000 υποθέσεις. Το Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Διαφορών (International Centre for Dispute Resolution)

(ICDR), αποτελεί μάλιστα διεθνές τμήμα της ΑΑΑ και πρόσφατα «ανανέωσε» τους διαιτητικούς του

κανόνες (2014 ICDR International Arbitration Rules), περιλαμβάνοντας ενδιαφέρουσες αναμορφώσεις. 125

http://www.iccwbo.org/about-icc/organization/dispute-resolution-services/icc-international-court-of-

arbitration/. 126

http://www.dis-arb.de/em/. 127

http://www.lcia.org/.

Page 66: Pleuri Anna.pdf

66

Institute of the Stockholm Chamber of Commerce, SCC128

), το Διεθνές Κέντρο

Διαιτησίας της Βιέννης (Vienna International Arbitral Center, VIAC)129

κ.ά.

Τομείς της ενέργειες από τους οποίους συνήθως προκύπτουν διαφορές, οι

οποίες επιλύονται μέσω διαιτησίας, σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, είναι από

συμβάσεις σχετικές με διυλιστήρια πετρελαίου και τη μεταφορά του στους

τελικούς χρήστες, εξαγωγή, κατασκευή, διανομή και πώληση φυσικού αερίου,

παραγωγή, διανομή και μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και συμβάσεις

σχετικές με τις ανανεώσιμες, εναλλακτικές και βιώσιμες πηγές ενέργειας,

συμπεριλαμβανομένης της αιολικής και της ηλιακής.

Συγκεκριμένα κέντρα διαιτητικής επιλύσεως ενεργειακών διαφορών της

αλλοδαπής, διατηρούν, μάλιστα, ομάδες ειδικών επιστημόνων και

εμπειρογνωμόνων σε διάφορες νομικές, τεχνικές και οικονομικές πτυχές της

ενέργειας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα των

εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης των ενεργειακών διαφορών, τις οποίες

(μεθόδους), προσφέρουν ως υπηρεσίες130

.Τα πρόσωπα είναι συνήθως σύμβουλοι

με εργασιακή εμπειρία σε εταιρείες ενέργειας, διευθυντές παραγωγής

επιχειρήσεων ενέργειας, ειδικοί επιστήμονες, πρώην δικαστές ενεργειακών

διαφορών και καταρτισμένοι με το εν λόγω αντικείμενο δικηγόροι.

128

http://www.sccinstitute.com/. 129

http://www.viac.eu/en/. 130

Βλ. σχετικά με την Αμερικανική Διαιτητική Ένωση (American Arbitration Association) (ΑΑΑ), την

ιστοσελίδα:

https://www.adr.org/aaa/faces/aoe/commercial/energy;jsessionid=XXo8_zHByrWscw_2x0iFGZ0_pMH

OJFUO0l7Gfvr3l-tjWkp-

BoEJ!241863070?_afrWindowId=null&_afrLoop=578724296588992&_afrWindowMode=0&_adf.ctrl-

state=u8riibr6d_246#%40%3F_afrWindowId%3Dnull%26_afrLoop%3D578724296588992%26_afrWin

dowMode%3D0%26_adf.ctrl-state%3D14dsz03nq2_4/ . Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 03.03.2016

και το εξειδικευμένο International Centre for Energy Arbitration (ICEA),

http://www.energyarbitration.org/about/. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 19.04.2016.

Page 67: Pleuri Anna.pdf

67

Στην ελληνική έννομη τάξη σε ό,τι αφορά στη διαιτητική επίλυση των

ενεργειακών διαφορών, ισχύει ο ν. 4001/2011, σε εφαρμογή του άρθρου 37 του

οποίου, εκδόθηκε ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ131

.

Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 37 του ν. 4001/2011, θεσπίστηκε

νομοθετικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου οργανώθηκε ορθολογικά μόνιμη διαιτησία

στη ΡΑΕ132

. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι συμβατή με τις σχετικές

διατάξεις του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 902 § 1

ΚΠολΔ, μπορούν θα θεσμοθετηθούν μόνιμες διαιτησίες σε φορείς.

Το άρθρο 37 του ν. 4001/2011 με αντικείμενο τη μόνιμη διαιτησία στη

ΡΑΕ133

, προβλέπει συγκεκριμένα: « 1. Με τον παρόντα νόμο οργανώνεται μόνιμη

Διαιτησία στην ΡΑΕ, στην οποία υπάγονται προς επίλυση:

(α) οι διαφορές μεταξύ προσώπων που δραστηριοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο

στον τομέα της ενέργειας,

(β) οι διαφορές μεταξύ Επιλεγόντων Πελατών134

, όπως αυτοί προσδιορίζονται στις

διατάξεις του παρόντος νόμου και των επιχειρήσεων που ασκούν Ενεργειακές

Δραστηριότητες135

,

(γ) κάθε διαφορά που αναφύεται μεταξύ των ανωτέρω προσώπων από την

εφαρμογή της σχετικής κείμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας136

.

131

Για τον οποίο βλ. αναλυτικά κατωτέρω υπό κεφ. 4.3. 132

Για την οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ, βλ. Ε. Καλδέλη, Ενέργεια και Διαιτησία, Η οργάνωση

της μόνιμης διαιτησίας στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.5, 2006, σελ.38 επ.∙Θ.

Πανάγο, Οι τηλεματικές εναλλακτικές μορφές για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν στον

τομέα της ενέργειας. Η περίπτωση του διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας,

Ενέργεια και Δίκαιο, τ.15, 2011, σελ.24 επ., ό.π.π.∙ Κ.Νούσια/Μ.Σταμάτη, Ουσιαστικά και δικονομικά

ζητήματα σε διεθνείς διαιτησίες στους τομείς της ενέργειας και των επενδύσεων, Ενέργεια και Δίκαιο,

τ.15, 2011, σελ.10 επ.∙ Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, Η οργάνωση και η

λειτουργία της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα, (Αθήνα-

Θεσσαλονίκη), 2012, σελ.66-68. 133

Για την οποία βλ. αναλυτ. κατωτέρω υπό κεφ.4ο. 134

Για την έννοια των «επιλεγόντων πελατών», βλ. ανωτέρω υπό Δ). 135

Για την έννοια των «ενεργειακών δραστηριοτήτων», βλ. ανωτέρω υπό Δ).

Page 68: Pleuri Anna.pdf

68

2. Η υπαγωγή στη διαιτητική διαδικασία μιας από τις ανωτέρω διαφορές

προϋποθέτει κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας Διαιτησίας μεταξύ των μερών.

3. Στην ως άνω Διαιτησία εφαρμόζονται τα άρθρα 867 έως 900 του ΚΠολΔ,

εφόσον με το παρόν άρθρο δεν ορίζεται διαφορετικά. Σε περίπτωση διεθνούς

εμπορικής Διαιτησίας, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του

ν. 2735/1999 (Α` 167), η υπαγωγή στον ΚΠολΔ είναι δυνατή εφόσον, υπάρχει ρητή

σχετική συμφωνία μεταξύ των μερών.

4. Η Διαιτησία διεξάγεται ενώπιον τριμελούς διαιτητικού οργάνου, το οποίο

συγκροτείται από πρόσωπα που αναφέρονται σε κατάλογο διαιτητών και

επιδιαιτητών, ο οποίος συντάσσεται κάθε δύο έτη, με απόφαση του Προέδρου της

ΡΑΕ. Ο κατάλογος περιλαμβάνει μέλη της ΡΑΕ, μέλη Τεχνικών Επιμελητηρίων και

Δικηγορικών Συλλόγων, καθώς και καθηγητές Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων

οποιασδήποτε βαθμίδας, με εξειδικευμένες γνώσεις στις διαφορές που υπάγονται στη

Διαιτησία της ΡΑΕ.

5. Αν τα μέρη δεν ορίσουν διαιτητή ή επιδιαιτητή, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα

873 και 874 του ΚΠολΔ., εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 878 ΚΠολΔ, αλλά

αντί για το Μονομελές Πρωτοδικείο αποφασίζει σχετικά ο Πρόεδρος της ΡΑΕ. Ο

Πρόεδρος της ΡΑΕ αποφασίζει, επίσης, αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στις

περιπτώσεις των άρθρων 880 παρ. 2 και 884 του ΚΠολΔ.

6. Το διαιτητικό δικαστήριο μεριμνά ώστε η διαδικασία έως και τη δημοσίευση της

απόφασης να έχει περατωθεί εντός έξι (6) μηνών από την κίνηση της διαδικασίας

διαιτησίας.

7. Το διαιτητικό δικαστήριο δύναται με απόφαση του να ζητεί από τη ΡΑΕ τη

διατύπωση γνώμης για ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της αρμοδιοτήτων

και είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς». 136

Επομένως, ο νομοθέτης περιέλαβε ρητά στις εξουσίες του διαιτητικού δικαστηρίου της μόνιμης

διαιτησίας στη ΡΑΕ και την εφαρμογή και ερμηνεία της σχετικής με την ενέργεια εθνικής και

Ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

Page 69: Pleuri Anna.pdf

69

Κεφάλαιο δεύτερο

Η διαιτησία στην Ελληνική έννομη τάξη

2.1. Η εσωτερική διαιτησία –Ρύθμιση στον ΚΠολΔ

Στο άρθρο 87 του Συντάγματος ορίζεται ότι αρμόδια για την απονομή της

δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι δικαστήρια, που αποτελούνται από τακτικούς

δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.

Επομένως, κατά το Σύνταγμα, την αρμοδιότητα επιλύσεως διαφορών στην Ελλάδα

έχουν τα τακτικά δικαστήρια. Τούτο πάντως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα

τακτικά δικαστήρια είναι εκ προοιμίου και «κατάλληλα» για την επίλυση

ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών, οι οποίες παρουσιάζουν

εξειδικευμένα χαρακτηριστικά. Και τούτο διότι τα τακτικά δικαστήρια της χώρας

δεν συγκροτούνται, τουλάχιστον πάντα, με δικαστές γνωστικά εξειδικευμένους σε

συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών. Στα μειονεκτήματα της απονομής

δικαιοσύνης στην Ελλάδα, εν γένει, προστίθεται η συνολική αδυναμία του

δικαστικού συστήματος να ανταποκριθεί με την απαιτούμενη, για τις σύγχρονες

συναλλαγές, ταχύτητα και ευελιξία, γεγονός που δημιουργεί αναμφισβήτητα

περαιτέρω προβλήματα ανασφάλειας δικαίου καθώς και κλίμα αβεβαιότητας.

Δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8 του Συντάγματος, ο αιτούμενος

δικαστική προστασία μπορεί να παραιτηθεί του δικαιώματος του να λάβει

προστασία από τα πολιτειακά δικαστήρια και να επιλέξει τη διαιτησία. Η

διαιτησία, ως μέθοδος επίλυσης διαφορών ιδιωτικού δικαίου μπορεί να

αποτελέσει, και σε πλήθος έννομων τάξεων πράγματι αποτελεί, έναν από τους

δυναμικότερους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Μέσω της διαιτησίας

ασκείται δικαιοδοτικό έργο, παράλληλα με αυτό που ασκείται από την

οργανωμένη «κρατική δικαιοσύνη», τα δε αποτελέσματα της διαιτητικής

Page 70: Pleuri Anna.pdf

70

αποφάσεως είναι ισοδύναμα με αυτά των αποφάσεων της τακτικής δικαιοσύνης137.

Σύμφωνα άλλωστε με το άρθρο 896 ΚΠολΔ, σε σχέση με την εσωτερική

διαιτησία, η διαιτητική απόφαση, αν με τη συμφωνία διαιτησίας δεν ορίζεται

δυνατότητα προσφυγής εναντίον της ή παρήλθε η ορισμένη για την προσφυγή

προθεσμία, αποτελεί δεδικασμένο και εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του

ΚΠολΔ. Επομένως, η διαιτητική απόφαση ισχύει δεσμευτικά για τα μέρη που

αφορά και βάσει αυτής μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, όπως

συμβαίνει, υπό προϋποθέσεις, και με τις δικαστικές αποφάσεις. Το διαιτητικό

δικαστήριο είναι, λοιπόν, δικαστήριο, αλλά όχι πολιτειακό. Είναι δικαστήριο «μη

κρατικό» και κατά τούτο ιδιωτικό. Η διαιτητική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών

λειτουργεί, έτσι, στο πλαίσιο «ιδιωτικής δικαιοσύνης» . Τα διαιτητικά δικαστήρια

απαρτίζονται από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις, τα οποία λειτουργούν με

στόχο την επίλυση της διαφοράς με ταχύτητα και αξιοπιστία.

Η διαιτησία γνωρίζει ορισμένες διακρίσεις, ανάλογα με το δικονομικό δίκαιο

που εφαρμόζεται για την επίλυση της διαφοράς, το οποίο μπορεί και να οριστεί

από τα μέρη138139. Πρόκειται συγκεκριμένα για την «ad hoc διαιτησία», όπου τα

συμβαλλόμενα μέρη καθορίζουν αυτόνομα και με απόλυτη ελευθερία όλες τις

διαδικαστικές πτυχές της διαιτησίας τους. Είναι μάλιστα δυνατό επί διεθνούς

διαιτησίας, τα μέρη να συμφωνήσουν την εφαρμογή κανόνων διαιτησίας άλλης

χώρας, χωρίς αυτοί να αποτελούν την lex fori και χωρίς να μεταβάλλεται έτσι η

διαιτησία σε μη διεθνής. Οποιεσδήποτε δε αντίθετες διατάξεις, αναγκαστικού

δικαίου του ν. 2735/1999, δεν εφαρμόζονται.

Σε κάθε διαφορά, τα αντίδικα μέρη επιζητούν τη νίκη, την επικράτηση

έναντι του άλλου μέρους. Στη πλαίσιο της διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς, τα

137

Βλ. αντί άλλων, Στ. Κουσούλης, Δίκαιο της Διαιτησίας, παρ.1, αριθ.3-7, σελ.2-4. 138

Ch.Poulios, Arbitration & Mediation next to the Regulatory Authority for Energy (R.A.E.) in Greece,

(thesis in English), σελ.6. 139

Για τη διάκριση της διαιτησίας σε εσωτερική και διεθνή βλ. ανωτέρω στην εισαγωγή, υπό Ι.

Page 71: Pleuri Anna.pdf

71

μέρη στοχεύουν σε μια δίκαιη, αποτελεσματική, ταχεία και σίγουρη επίλυση της

διαφοράς τους. Τούτο αντανακλάται, μάλιστα στους περισσότερους σύγχρονους

κανόνες θεσμικών διαιτησιών και νομοθεσιών σχετικών με τη διαιτησία.

Στη «θεσμική» διαιτησία, τα μέρη

καταφεύγουν συμβατικά σε ορισμένους θεσμικούς διαιτητικούς μηχανισμούς,

ήτοι οργανισμούς και κέντρα διαιτησίας140 υιοθετώντας τους κανόνες διαιτησίας

που αυτά έχουν διαμορφώσει, οι οποίοι ισχύουν εφόσον δεν αντιτίθενται σε

κανόνες αναγκαστικού δικαίου της lex arbitri, που ισχύει στον τόπο της διαιτησίας.

Η υπαγωγή σε θεσμική διαιτησία μπορεί να γίνει με απλή αναφορά στη διαιτητική

συμφωνία περί διεξαγωγής της διαιτησίας σε συγκεκριμένο θεσμικό κέντρο

διαιτησίας.

Επιπλέον, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να επιλύσουν τη διαφορά

τους μέσω θεσμοθετημένης-οργανωμένης μόνιμης διαιτησίας, κατά τους ορισμούς

και τους περιορισμούς του άρθρου 902 § 1 του ΚΠολΔ141.

Α) Η διαιτητική συμφωνία

Προκειμένου να υπάρξει διαιτησία, απαιτείται διαιτητική συμφωνία

(Arbitration Agreement). Το περιεχόμενο της διαιτητικής ρήτρας (Αrbitration

clause) έχει εξαιρετική σημασία για όλη την πορεία και εξέλιξη της διαιτητικής

διαδικασίας, τόσο από πλευράς χρόνου όσο και από πλευράς εξόδων142. Επί

παραδείγματι, στη διαιτητική ρήτρα θα πρέπει να ορίζεται ο αριθμός των

διαιτητών, οι οποίοι θα συγκροτούν το διαιτητικό δικαστήριο καθώς και ο τρόπος

140

Τα οποία εκτός από κανόνες διαιτησίας, παρέχουν και διάφορες υποστηρικτικές υπηρεσίες. 141

Βλ. κατωτέρω υπό κεφ. 2.1 Λ). 142

Μ. Baker-Harber., Practical Suggestions for Arbitrating in Bad Market Times, 8th International

Conference of Maritime Law, Shipping in periods of economic distress, Reports, p.401-403.

Page 72: Pleuri Anna.pdf

72

που θα οριστούν αυτοί, ήτοι από τα μέρη ή άλλο φορέα, ο τόπος της διαιτησίας, το

ουσιαστικό εφαρμοστέο δίκαιο κ.λ.π.

Το άρθρο 868 ΚΠολΔ, ορίζει ότι συμφωνία για διαιτησία που αφορά

μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη143 και αναφέρεται σε

ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές144. Το ότι η

συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται εγγράφως, αναφέρεται και στο άρθρο 869

ΚΠολΔ. Πρόκειται για συστατικό και όχι αποδεικτικό τύπο. Έγγραφη θεωρείται η

συμφωνία και όταν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών,

τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων. Αποδεκτή

είναι επίσης και η ηλεκτρονική μορφή του έγγραφου τύπου. Αν τα πρόσωπα που

συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησία (με τρόπο όχι έγγραφο) εμφανιστούν

στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η

έλλειψη της έγγραφης διαιτητικής συμφωνίας, θεραπεύεται. Σύμφωνα δε με τη

δεύτερη παράγραφο του άρθρου 869 ΚΠολΔ, η συμφωνία για διαιτησία διέπεται

από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις. Οι λόγοι παύσης της

συμφωνίας για διαιτησία, εφόσον δεν ορίζονται διαφορετικά στην ίδια την

συμφωνία, ορίζονται στο άρθρο 885 ΚΠολΔ

Αν υπάρχει ήδη εκκρεμής δίκη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια για

ορισμένη διαφορά που συμφωνείται από τα μέρη να επιλυθεί διαιτητικά, η

υπαγωγή της στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά την συζήτηση, μετά τη

συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι απαράδεκτη και εφαρμόζονται

143

ΑΠ 1143/1974, ΝοΒ 23.642·1481/1977, ΝοΒ 26.1194. 144

Η διαιτητική ρήτρα, η οποία υπάγει σε διαιτησία οποιαδήποτε μελλοντική διαφορά είναι άκυρη,

ωστόσο δεν είναι αναγκαίο το εύρος της διαιτητικής ρήτρας να είναι σαφώς προσδιορισμένο κατά το

χρόνο της κατάρτισής της, βλ. ΑΠ 255/1996, ΕλΔνη 1996.1560·ΑΠ 26/1998, ΔΕΕ 1998.1217= ΕΕμπΔ

1999.557=ΕΝαυτΔ 1998.271. Περαιτέρω, η έννομη σχέση από την από την οποία θα προέλθουν οι

διαφορές και στην οποία αναφέρεται η διαιτητική ρήτρα μπορεί να αφορά όχι μόνον αξιώσεις από

συμβατική σχέση αλλά και αξιώσεις αδικοπρακτικού χαρακτήρα που γεννήθηκαν εξαιτίας αυτής, βλ.

ΟλΑΠ 8/1996, ΕλΔνη 1996.1052=ΕΕΝ 1996.32=ΕΝαυτΔ 1996.448.

Page 73: Pleuri Anna.pdf

73

οι διατάξεις του άρθρου 264 ΚΠολΔ. Η συμφωνία των μερών για επίλυση μέσω

διαιτησίας, μπορεί να γίνει και ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου

δικαστή κατά την συζήτηση της υπόθεσης, οπότε το δικαστήριο παραπέμπει την

υπόθεση στη διαιτησία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 264 ΚΠολΔ145.

Β) Ορισμός των διαιτητών

Το άρθρο 871 ΚΠολΔ ορίζει, ότι διαιτητές μπορούν να οριστούν ένας ή

περισσότεροι, καθώς και ολόκληρο δικαστήριο. Δεν μπορούν να οριστούν

διαιτητές οι ανίκανοι για δικαιοπραξία, όποιοι έχουν περιορισμένη ικανότητα για

δικαιοπραξία, όποιοι από καταδίκη έχουν στερηθεί την άσκηση των πολιτικών

τους δικαιωμάτων και τα νομικά πρόσωπα. Τα σχετικά με τον ορισμό δικαστικών

λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών, ορίζονται στο άρθρο 871Α ΚΠολΔ.

Όταν ορίζεται, ως διαιτητής δικαστικός λειτουργός, αυτός υποχρεούται να

διεξαγάγει τη διαιτησία η οποία αποτελεί μέρος των δικαστικών του

καθηκόντων146. Σε περίπτωση νόμιμου κωλύματος ή λόγου εξαίρεσης καλείται ο

κατά σειράν επόμενος.

Περαιτέρω, αν με τη διαιτητική συμφωνία δεν ορίζονται οι διαιτητές ή ο

τρόπος του ορισμού τους, κάθε μέρος ορίζει ένα διαιτητή. Συμφωνία δε με την

οποία ορίζεται ότι το ένα από τα μέρη θα ορίσει διαιτητή και για το άλλο μέρος ή

ότι τα μέρη μπορούν να ορίσουν άνισο αριθμό διαιτητών είναι άκυρη, κατά τα

οριζόμενα στο άρθρο 872 ΚΠολΔ, καθώς τούτο προσκρούει στην αρχή της

ισότητας των μερών. 145

Όπως προβλέπεται στο άρθρο 870 § 2 ΚΠολΔ. 146

Άρθρο 18 παρ. 1 ν. 2331/1995: «3. Οι διατάξεις του άρθρου 871Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

δεν εφαρμόζονται ως προς την επιλογή του προσώπου του διαιτητή ή επιδιαιτητή στις διαιτησίες που

αφορούν διαφορές από διεθνείς συναλλαγές μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου

δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα και τρίτου ή από τη νομοθεσία για τις

επενδύσεις κεφαλαίων εισαγόμενων στην Ελλάδα ή από συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο, εφόσον σε

κάθε περίπτωση το ένα των μερών είναι το Δημόσιο ή τα ανωτέρω αναφερόμενα νομικά πρόσωπα». Βλ.

και Κ. Ρήγα, ΝοΒ 2011.1190.

Page 74: Pleuri Anna.pdf

74

Σε περίπτωση κατά την οποία οι διαιτητές δεν ορίζονται με τη συμφωνία για

διαιτησία ή τους διαιτητές τους ορίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, κάθε μέρος

μπορεί να καλέσει εγγράφως το άλλο να ορίσει τον διαιτητή ή τους διαιτητές,

μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον ημερών και πρέπει να γνωστοποιήσει στο

έγγραφο και τον διαιτητή ή τους διαιτητές που το ίδιο ορίζει, όπως προβλέπει το

άρθρο 873 ΚΠολΔ. Το μέρος στο οποίο απευθύνεται η κλήση οφείλει, μέσα στην

οριζόμενη προθεσμία, να ανακοινώσει σε εκείνον που το καλεί, τον διαιτητή ή

τους διαιτητές που αυτό ορίζει. Σε κάθε διαιτητή, γνωστοποιούνται τα ονόματα

και οι διευθύνσεις του άλλου ή των άλλων διαιτητών.

Εάν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν

ορίζεται διαφορετικά, οι διαιτητές οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητή μέσα σε

δεκαπέντε ημέρες από την τελευταία κατά το άρθρο 873 § 2 ΚΠολΔ

γνωστοποίηση και να το ανακοινώσουν στα μέρη που συνομολόγησαν τη

συμφωνία147.

Σε περίπτωση αποβιώσεως ορισθέντος διαιτητή ή αν αυτός για οποιοδήποτε

λόγο αρνείται ή κωλύεται να διενεργήσει τη διαιτησία ή εξαιρεθεί, το άλλο μέρος

μπορεί να καλέσει εγγράφως το μέρος που όρισε αυτόν το διαιτητή να ορίσει

άλλον, μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον ημερών. Το μέρος στο οποίο

απευθύνεται η κλήση οφείλει μέσα στην οριζόμενη προθεσμία να ανακοινώσει σε

εκείνον που το καλεί, τον διαιτητή που αυτό ορίζει. Αν ο επιδιαιτητής που όρισαν

οι διαιτητές αποβιώσει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή κωλύεται να

διενεργήσει τη διαιτησία και οι διαιτητές δεν ορίσουν άλλον, καθένα από τα μέρη

μπορεί να καλέσει εγγράφως τους διαιτητές να ορίσουν άλλον επιδιαιτητή, μέσα

σε προθεσμία οκτώ ημερών και να το ανακοινώσουν στα μέρη που

συνομολόγησαν τη συμφωνία148. Όταν ορίζεται από τη διαιτητική συμφωνία ότι

147

Άρθρο 874 ΚΠολΔ. 148

Άρθρο 875 ΚΠολΔ.

Page 75: Pleuri Anna.pdf

75

τρίτος ορίζει τον διαιτητή ή τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή, καθένα από τα μέρη

και αν πρόκειται για τον επιδιαιτητή και καθένας από τους διαιτητές, μπορεί να

καλέσει τον τρίτο εγγράφως να ορίσει, μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον

ημερών, το διαιτητή ή τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή και να το ανακοινώσει σε

εκείνον που καλεί και, αν πρόκειται για επιδιαιτητή, και στους διαιτητές149. Ο

ορισμός διαιτητή από κάποιο από τα μέρη, ο ορισμός επιδιαιτητή από τους

διαιτητές ή ο ορισμός των διαιτητών ή του επιδιαιτητή από τρίτον, δεν

ανακαλείται150.

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 878 ΚΠολΔ151, αν δεν οριστεί

εμπρόθεσμα ο διαιτητής ή οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής και η συμφωνία για

διαιτησία δεν ορίζει διαφορετικά, ορίζονται κατόπιν αιτήσεως από το Μονομελές

Πρωτοδικείο152. Σε κάθε Πρωτοδικείο τηρείται κατάλογος διαιτητών τον οποίο

καταρτίζει το Πολυμελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα με όσα ορίζονται με διατάγματα

που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Το Μονομελές Πρωτοδικείο ορίζει τους διαιτητές ή τον διαιτητή από τον

κατάλογο των διαιτητών και, αν δεν υπάρχει κατάλογος ή αν συντρέχει κατά την

149

Οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 876 ΚΠολΔ εφαρμόζονται, και στην περίπτωση που

ο διαιτητής ή επιδιαιτητής τον οποίον όρισε ο τρίτος πεθάνει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή κωλύεται

να διενεργήσει τη διαιτησία. 150

Άρθρο 877 ΚΠολΔ. 151

Όπως οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 7, του πρώτου

άρθρου του ν. 4335/2015. 152

Αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ορίζει η συμφωνία ότι θα

διενεργηθεί η διαιτησία, διαφορετικά το Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας όποιου υποβάλλει την

αίτηση ή, αν δεν υπάρχει κατοικία, της διαμονής του. Αν δεν υπάρχει και διαμονή, αρμόδιο είναι το

Μονομελές Πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και όταν ο διαιτητής

ή ο επιδιαιτητής που όρισε το Μονομελές Πρωτοδικείο αποβιώσει ή για οποιονδήποτε λόγο αρνείται ή

κωλύεται να διενεργήσει τη διαιτησία. Η αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας

(άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ) και έχουν δικαίωμα να την υποβάλουν και τα μέρη που συνομολόγησαν τη

συμφωνία για διαιτησία και αν πρόκειται για επιδιαιτητή και καθένας από τους διαιτητές. Η απόφαση δεν

μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Αίτηση για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση της απόφασης είναι

απαράδεκτη μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας.

Page 76: Pleuri Anna.pdf

76

κρίση του σοβαρός λόγος, ορίζει το κατάλληλο πρόσωπο, όπως ορίζεται στο

άρθρο 879 ΚΠολΔ153. Ο ορισθείς διαιτητής ή επιδιαιτητής δεν είναι, πάντως,

υποχρεωμένος να δεχτεί τον διορισμό του154. Όποιος μάλιστα αποδέχτηκε τον

ορισμό του ως διαιτητή ή επιδιαιτητή μπορεί για σοβαρό λόγο να αρνηθεί να

εκπληρώσει τα καθήκοντα του, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου155. Αναφορικά

με την ευθύνη των διαιτητών και του επιδιαιτητή, αυτοί ευθύνονται κατά την

εκπλήρωση των καθηκόντων τους, μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια, κατά τους

ορισμούς του άρθρου 881 ΚΠολΔ.

Γ) Αμοιβή διαιτητή/-ων και επιδιαιτητή

Τα σχετικά με την αμοιβή του διαιτητή ή των διαιτητών και του επιδιαιτητή

ορίζονται αναλυτικά στα άρθρα 882-882Α ΚΠολΔ. Σημειώνεται μόνον, ότι μέρος

της αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή προκαταβάλλεται και ότι το ύψος

της συνολικής αμοιβής διαιτητών και επιδιαιτητών υπολογίζεται σε ποσοστό επί

της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς με βάση τον πίνακα της δεύτερης

παραγράφου του άρθρου 882 ΚΠολΔ156. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι

αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο, κατά

εύλογη κρίση. Ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων της διαιτησίας,

στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα, γίνεται με τη διαιτητική

153

Όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 7 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. 154

Άρθρο 880 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 7

του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. 155

Η άδεια παρέχεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της κατοικίας του ή αν δεν υπάρχει

κατοικία της διαμονής του και αν δεν υπάρχει και διαμονή, από το μονομελές πρωτοδικείο της

πρωτεύουσας του κράτους, ύστερα από αίτηση του που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741

επ.. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται. 156

Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή της αμοιβής διαιτητή και

επιδιαιτητή, είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρο 893 ΚΠολΔ κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως

και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως.

Page 77: Pleuri Anna.pdf

77

απόφαση157. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει, βεβαίως, το δικαίωμα να προσφύγει

εναντίον της διάταξης της διαιτητικής απόφασης που καθορίζει το ύψος της

αμοιβής των διαιτητών και τα έξοδα ή να ζητήσει τον καθορισμό τους, αν δεν

έχουν οριστεί158.

Δ) Ανάκληση διαιτητών

Ανάκληση των ορισθέντων διαιτητών είναι δυνατή κατά τα οριζόμενα στο

άρθρο 883 ΚΠολΔ. Αν οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής ορίστηκαν από τα

συμβαλλόμενα μέρη, η εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί μόνο για λόγους που επήλθαν

ή έγιναν γνωστοί σε εκείνον που ζητεί την εξαίρεση μετά τον ορισμό του διαιτητή

ή του επιδιαιτητή. Για την εξαίρεση αποφαίνεται το δικαστήριο που είναι αρμόδιο

κατά το άρθρο 878 § 1 ΚΠολΔ. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα και

έως την έκδοσή της οι διαιτητές αναβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης.

Ε) Έκδοση της διαιτητικής απόφασης

Σύμφωνα με το άρθρο 884 ΚΠολΔ, αν η διεξαγωγή της διαιτησίας ή η

έκδοση της διαιτητικής απόφασης καθυστερεί και δεν ορίζεται με τη συμφωνία

προθεσμία για την έκδοσή της, το αρμόδιο κατα το άρθρο 878 § 1 δικαστήριο με

αίτηση ενός από τα μέρη τάσσει εύλογη προθεσμία για τον παραπάνω σκοπό. Η

αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ.

ΚΠολΔ) και η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.

157

Η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα, κατ’

ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 176 έως 180, 183 έως 185 και 188 ΚΠολΔ περί δικαστικών εξόδων. Σε

κάθε περίπτωση η διαιτητική απόφαση μπορεί να ορίζει ότι τα μέρη είναι υπόχρεα εις ολόκληρο για την

καταβολή της αμοιβής και των εξόδων, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 480 επ. ΑΚ. 158

Η προσφυγή ασκείται μέσα σε 3 μήνες από την κατά το άρθρο 893 § 2 ΚΠολΔ κατάθεση της

απόφασης και εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 622Α ΚΠολΔ

(διατάξεις για τις διαφορές από αμοιβές. Η έκτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 7ο άρθρο του

άρθρου 1 του ν. 4335/2015.

Page 78: Pleuri Anna.pdf

78

Στ) Διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας

Σύμφωνα με το άρθρο 886 ΚΠολΔ, η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των

διαιτητών και του επιδιαιτητή που ενεργούν από κοινού. Οι διαιτητές αυτοί

ορίζουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, τον τόπο και τον χρόνο της διεξαγωγής

της διαιτητικής διαδικασίας και τη διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται

διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας.

Στη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες

υποχρεώσεις. Στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της ισότητας τα μέρη θα πρέπει

να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν, κατά την κρίση

των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να

προσκομίσουν τις αποδείξεις τους. Ο επιδιαιτητής διευθύνει τη συζήτηση και η

παράσταση με δικηγόρο ή η εκπροσώπηση από δικηγόρο δεν μπορεί να

αποκλειστεί.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 887 ΚΠολΔ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με τη

συμφωνία διαιτησίας, η υπόθεση δικάζεται και αν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ένα

από αυτά δεν προσέλθουν ή δεν αναπτύξουν τους ισχυρισμους τους ή δεν

προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.

Οι διαιτητές, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία για διαιτησία,

έχουν εξουσία να αποφανθούν για την ίδια τη δικαιοδοσία τους και να εξετάζουν

τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα. Στη διαδικασία της διαιτησίας, εφόσον επίσης δεν

ορίζεται διαφορετικά με τη διαιτητική συμφωνία, οι διαιτητές εφαρμόζουν τις

διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Με τη διαιτητική συμφωνιά δεν μπορεί, όμως,

να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεων δημόσιας τάξης.

Σε σχέση με την αποδεικτική διαδικασία εντός της διαιτησίας, το άρθρο 888

ΚΠολΔ ορίζει ότι οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες μπορούν να εξετασθούν

χωρίς όρκο ή ενόρκως. Οι διαιτητές δεν μπορούν να επιβάλουν ποινές ή να

Page 79: Pleuri Anna.pdf

79

διατάξουν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων για τη διεξαγωγή αποδείξεων, εκτός αν

διαιτητής είναι δικαστήριο. Τέτοια μέτρα διατάζει, με αίτηση των διαιτητών, το

Ειρηνοδικείο το οποίο αποφασίζει αν η λήψη τους είναι νόμιμη. Οι

συμβαλλόμενοι στη συμφωνία για διαιτησία μπορούν να εξετασθούν ανωμοτί159.

Η ενέργεια ορισμένων διαδικαστικών πράξεων μπορεί να ανατεθεί σε

κάποιον από τους διαιτητές. Επιπλέον, οι διαιτητές μπορούν να ζητήσουν να

διεξαχθούν αποδείξεις από το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται

να διεξαχθεί η απόδειξη. Το Ειρηνοδικείο αποφασίζει δε αν η διεξαγωγή της

απόδειξης είναι νόμιμη και έχει όλες τις εξουσίες δικαστηρίου που διατάζει

απόδειξη.

Ζ) Διαιτησία και ασφαλιστικά μέτρα

Στο άρθρο 889 ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι διαιτητές δεν μπορούν να διατάζουν,

να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα. Επίσης, σύμφωνα με το

άρθρο 685 ΚΠολΔ, δεν ισχύει συμφωνία διαιτησίας σε υποθέσεις που αφορούν

ασφαλιστικά μέτρα. Αντίθετα, στις ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 17 Ι του ν.

2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας στην Ελλάδα, καθιερώνεται ρητά

η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάσσει τα ασφαλιστικά μέτρα, τα

οποία θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς160.

Η) Η διαιτητική απόφαση

Η διαιτητική απόφαση, αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη

συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά, αποφασίζουν όλοι από κοινού

159

Άρθρα 415 έως 420 ΚΠολΔ. 160

Αν διατάχθηκαν ασφαλιστικά μέτρα από το αρμόδιο δικαστήριο και ορίστηκε προθεσμία για την

άσκηση αγωγής ή συντρέχει περίπτωση να εφαρμοστούν τα άρθρα 715§ 5 και 729 § 5 ΚΠολΔ, ο αιτών

είναι υποχρεωμένος να προκαλέσει την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας μέσα στην προβλεπόμενη

προθεσμία. Οι διατάξεις των άρθρων 693 § 2, 715 § 5 εδ. δεύτερο και 729 § 5 εδ. δεύτερο ΚΠολΔ

εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Page 80: Pleuri Anna.pdf

80

με τον επιδιαιτητή, κατά πλειοψηφία. Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφία, υπερισχύει

η γνώμη του επιδιαιτητή161.

Η διαιτητική απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται

ιδιοχείρως, από τους διαιτητές, όπως ορίζεται στο άρθρο 892 ΚΠολΔ. Αν κάποιος

από τους διαιτητές αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, τούτο πρέπει να

βεβαιώνεται εγγράφως στην απόφαση, καθώς και ότι εκείνος που αρνείται ή

κωλύεται έλαβε μέρος στη διαιτητική διαδικασία και στη διάσκεψη και να

υπογράφεται από την πλειοψηφία των διαιτητών. Στη δεύτερη περίπτωση του

άρθρου 891 ΚΠολΔ αρκεί η υπογραφή από τον επιδιαιτητή. Με τη συμφωνία για

διαιτησία μπορεί να οριστεί δε ότι η διαιτητική απόφαση υπογράφεται ιδιοχείρως

μόνον από τον επιδιαιτητή ή από αυτόν και κάποιον από τους διαιτητές.

Σε κάθε περίπτωση, η διαιτητική απόφαση πρέπει να αναφέρει: α) το όνομα

και το επώνυμο του επιδιαιτητή και των διαιτητών, β) τον τόπο και το χρόνο της

έκδοσής τους, γ) τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη

διαιτητική διαδικασία, δ) τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε, ε) το

αιτιολογικό και στ) το διατακτικό. Με τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί, βεβαίως

να οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση αρκεί να αναφέρει μόνον τη διαιτητική

συμφωνία και το διατακτικό.

Η διαιτητική απόφαση θεωρείται ολοκληρωθείσα, από τη στιγμή που θα

υπογραφεί, κατά το άρθρο 892 ΚΠολΔ. Ο διαιτητής ή, αν είναι περισσότεροι

διαιτητές, ο επιδιαιτητής ή με εντολή του ένας εκ των διαιτητών, είναι

υποχρεωμένος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία διαιτησίας, να

καταθέσει το πρωτότυπο της διαιτητικής απόφασης στη γραμματεία του

Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκε και να

161

Άρθρο 891 ΚΠολΔ.

Page 81: Pleuri Anna.pdf

81

παραδώσει αντίγραφά της σ` αυτούς που συνομολόγησαν τη συμφωνία

διαιτησίας162.

Διόρθωση ή ερμηνεία της διαιτητικής απόφασης μπορεί να γίνει από

εκείνους που την εξέδωσαν, κατόπιν αιτήσεως ενός από αυτούς που

συνομολόγησαν τη συμφωνία, η οποία κοινοποιείται στους άλλους και στους

διαιτητές, με την τήρηση όσων ορίζονται στα άρθρα 315 και 316 ΚΠολΔ163.

Θ) Προσβολή της διαιτητικής απόφασης

Στο άρθρο 895 ΚΠολΔ ορίζεται ρητά ότι η διαιτητική απόφαση δεν

προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Με τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί να επιτραπεί

προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε άλλους διαιτητές, αλλά πρέπει να

οριστούν συγχρόνως οι προυποθέσεις, η προθεσμία και η διαδικασία για την

άσκηση και την εκδίκασή της. Εάν με τη διαιτητική συμφωνία δεν ορίζεται

προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης ή πέρασε η ορισμένη για την προσφυγή

προθεσμία, τότε αυτή αποτελεί δεδικασμένο και εφαρμόζονται οι διατάξεις των

άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ164.

Ι) Ακύρωση της διαιτητικής απόφασης

Για την τήρηση των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των

διαιτητών και τη συμμόρφωση τους προς βασικές επιταγές της έννομης τάξης,

θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών)

δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της

διαιτητικής αποφάσεως, κυρίως μέσω της αγωγής ακυρώσεως σύμφωνα με το

162

Άρθρο 893 ΚΠολΔ. 163

Άρθρο 894 ΚΠολΔ. 164

Άρθρο 896 ΚΠολΔ.

Page 82: Pleuri Anna.pdf

82

άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ.

Οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφαση ορίζονται στο άρθρο 897

ΚΠολΔ165. Συγκεκριμένα, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν

μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για τους εξής λόγους: α) αν η συμφωνία για τη

διαιτησία είναι άκυρη, β) αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε

να ισχύει, γ) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων

της συμφωνίας για τη διαιτησία ή των διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους

είχαν ανακαλέσει, ή αποφάνθηκαν αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους,

δ) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους

παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο νόμος, ε) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις

των άρθρων 886 παρ. 2, 891, 892 ΚΠολΔ στ) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις

δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη, ζ) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει

αντιφατικές διατάξεις, η) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544

ΚΠολΔ.

Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης είναι το Εφετείο στην

περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 898

ΚΠολΔ166. Η αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών

των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ167.

165

Κατά το άρθρο 33 § 3 ν. 3943/2011, κατά της διαιτητικής απόφασης του Σ.Φ.Δ. επί φορολογικών

διαφορών χωρεί αίτηση ακύρωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899 ΚΠολΔ, οι οποίες

εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού

Εφετείου Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Η άσκηση αίτησης ακύρωσης δεν επηρεάζει την

πρόοδο της διαδικασίας της προηγούμενης παραγράφου. 166

Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. Περαιτέρω, σύμφωνα με

το άρθρο 33 παρ.3 ν. 3943/2011: «Κατά της διαιτητικής απόφασης (του Σ.Φ.Δ. επί φορολογικών

διαφορών) χωρεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899 του Κώδικα

Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως υπάγεται

στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Η άσκηση

αιτήσεως ακυρώσεως δεν επηρεάζει την πρόοδο της διαδικασίας της προηγούμενης παραγράφου». 167

Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις (3) μήνες από την επίσπευση του

προσδιορισμού.

Page 83: Pleuri Anna.pdf

83

Τα νομιμοποιούμενα για την άσκηση της αγωγής ακύρωσης διαιτητικής

απόφασης πρόσωπα, είναι κατά το άρθρο 899 ΚΠολΔ, εκείνοι που

συνομολόγησαν τη συμφωνία για τη διαιτησία και όποιος έχει έννομο συμφέρον.

Η αγωγή απευθύνεται εναντίον όλων όσων συνομολόγησαν τη συμφωνία

διαιτησίας168 και η άσκηση της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής

απόφασης169. Η παραίτηση δε από το δικαίωμα της άσκησης αγωγής για την

ακύρωση διαιτητικής απόφασης πριν από την έκδοσή της, είναι άκυρη κατά το

άρθρο 900 ΚΠολΔ.

Κ) Ανυπαρξία της διαιτητικής απόφασης

Η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης μπορεί να επιδιωχθεί

με σχετική αγωγή ή ένσταση, υπό τους όρους του άρθρου 901 ΚΠολΔ, μόνο στις

ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας, β) αν η

απόφαση εκδόθηκε επάνω σε αντικείμενο που δεν μπορούσε να υπαχθεί σε

διαιτησία, γ) αν η απόφαση εκδόθηκε σε διαιτητική δίκη που έγινε κατά

ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου. Η εν λόγω αγωγή υπάγεται στο

Εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση και

εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ.

168

Η ανωτέρω αγωγή ασκείται, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 897 αριθ. 1 έως 7 ΚΠολΔ,

εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίησή της διαιτητικής απόφασης, διαφορετικά είναι

απαράδεκτη. Επί αγωγής ακύρωσης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 897 αριθ. 8 ΚΠολΔ,

εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 545 ΚΠολΔ. 169

Εφόσον η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, πάντως, κατά τη διαδικασία

των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί

τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση ορισμένου λόγου ακύρωσης.

Page 84: Pleuri Anna.pdf

84

ΚΠολΔ170. Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής

απόφασης171.

Λ) Μόνιμες διαιτησίες

Η οργάνωση μόνιμων διαιτησιών στην ελληνική έννομη τάξη ρυθμίζεται

στο άρθρο 902 ΚΠολΔ172. Οι μόνιμες διαιτησίες, οι οποίες συνιστώνται κατ’

εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, αφορούν σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα

με τους ορισμούς του άρθρου 867 ΚΠολΔ173.

Στο άρθρο 902 ΚΠολΔ ορίζεται συγκεκριμένα, ότι στα επιμελητήρια, στα

χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και στις επαγγελματικές ενώσεις

προσώπων οι οποίες αποτελούν ν.π.δ.δ., μπορούν, με προηγούμενη γνωμοδότηση

του διοικητικού τους συμβουλίου, να θεσμοθετηθούν και οργανωθούν μόνιμες

διαιτησίες, με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού

Δικαιοσύνης και του Υπουργού που έχει την εποπτεία του επιμελητηρίου, του

χρηματιστηρίου ή της ένωσης. Τα εν λόγω διατάγματα, ορίζουν ποιές διαφορές

μπορούν να υπαχθούν στη διαιτησία κάθε επιμελητηρίου, χρηματιστηρίου ή

ένωσης, καθώς και τις λεπτομέρειες για την οργάνωση της διαιτησίας. Στις

170

Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις μήνες από την επίσπευση του

προσδιορισμού, (όπως αντικαταστάθηκε η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 901 ΚΠολΔ, με το άρθρο 7ο

του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). 171

Εάν, πάντως, η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί, κατά τη διαδικασία των

άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί

τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανυπαρξίας. 172

Ο ΚΠολΔ της 16ης Σεπτεμβρίου 1968 (α.ν. 44/1967) αναμόρφωσε τον θεσμό της διαιτησίας της

παλαιότερης ΠολΔικ της 2ας Απριλίου/16ης Ιουνίου 1834, με την εισαγωγή, μεταξύ άλλων, ενός ενιαίου

θεσμικού πλαισίου για τα μόνιμα κέντρα διαιτησίας, δηλαδή για τις διατάξεις του άρθρου 902 ΚΠολΔ.

Παράλληλα, τα άρθρα 7 και 48 ΕισΝΚΠολΔ κατήργησαν τις έως τότε υφιστάμενες διατάξεις για τη

διαιτησία των χρηματιστηρίων αξιών και των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων, τις διατάξεις για τη

διαιτησία των επιμελητηρίων, καθώς και κάθε άλλη διάταξη νόμου που αφορούσε είτε στην εκούσια

διαιτησία είτε στην καθιέρωση υποχρεωτικής διαιτησίας για την εκδίκαση διαφορών ιδιωτικού δικαίου.

Βλ. αναλυτ. σχετική ιστορική επισκόπηση σε Α. Φουστούκο, Διαιτησία, σελ. 211 – 217. 173

Για την αμφισβήτηση περί της δυνατότητας υπαγωγής σε διαιτησία διαφορών δημοσίου δικαίου, αλλά

και την έννοια των «ιδιωτικών» διαφορών, βλ. Στ. Κουσούλη, Διαιτησία, 2004, σελ. 4-6 ·Αθ. Καΐση,

Ακύρωση Διαιτητικών Αποφάσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1989, σελ.87 – 98, όπου εκτενής αναφορά σε

σχετική νομολογία.

Page 85: Pleuri Anna.pdf

85

διαιτησίες αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900 ΚΠολΔ. Τα

ίδια διατάγματα μπορούν, κατ’ απόκλιση από τις ως άνω διατάξεις, να ορίζουν, α)

αντί για το Μονομελές Πρωτοδικείο, να αποφασίζουν στις περιπτώσεις των

άρθρων 878, 880 § 2 και 824 ΚΠολΔ, ο πρόεδρος ή το διοικητικό συμβούλιο ή

επιτροπή από συμβούλους του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ένωσης,

β) την υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο

διαιτητών που συντάσσεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα από το

επιμελητήριο, το χρηματιστήριο, ή την ένωση, γ) τη διαιτητική διαδικασία,

σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 § 2 ΚΠολΔ, δ) το ουσιαστικό δίκαιο

που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και οι διαιτητές, ε) τα στοιχεία που

πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την τήρηση όμως των διατάξεων του

άρθρου 892§ 2 ΚΠολΔ.

Έχει ήδη σημειωθεί βεβαίως ότι παρά την μακρόχρονη ύπαρξη μονίμων

διαιτησιών σε επαγγελματικούς φορείς και οργανισμούς της ελληνικής

οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, η διαιτησία ως μέθοδος επίλυσης

διαφορών δεν έχει σημειώσει αξιοσημείωτα πρακτικά αποτελέσματα στην Ελλάδα.

Από το άρθρο 902 ΚΠολΔ δεν αποκλείεται, πάντως, η θέσπιση μόνιμης

διαιτησίας σε άλλους οργανισμούς ή συλλόγους με νομοθετική πρόβλεψη και

αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, όπως ακριβώς συνέβη στην

περίπτωση της ΡΑΕ, όπου από το έτος 2011, λειτουργεί οργανωμένη μόνιμη

διαιτησία174, ειδικώς για την επίλυση ενεργειακών διαφορών.

Σύμφωνα, πάντως, με το άρθρο 902 § 2, εδάφιο δεύτερο του ΚΠολΔ, στις

μόνιμες διαιτησίες εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900 ΚΠολΔ

και οριοθετούνται οι περιπτώσεις, όπου είναι δυνατή απόκλιση από αυτές τις

διατάξεις (περιπτώσεις α΄ – ε΄). Η απαρίθμηση των περιπτώσεων στις οποίες

συγχωρείται απόκλιση είναι περιοριστική. Επομένως, τυχόν εισαγόμενες με τα 174

http://www.rae.gr/site/categories_new/arbitration.csp. Βλ. αναλυτ.κατωτέρω υπό κεφ.2.6.

Page 86: Pleuri Anna.pdf

86

προβλεπόμενα στο άρθρο 902 § 1 ΚΠολΔ προεδρικά διατάγματα ή με αντίστοιχες

διατάξεις για τις οποίες προβλέπεται αναλογική εφαρμογή του άρθρου 902 § 2

ΚΠολΔ, τίθενται καθ’ υπέρβαση των ανωτέρω επιτρεπομένων παρεκκλίσεων και

είναι ανίσχυρες175. Έτσι, και σε ό,τι αφορά στην οργάνωση της μόνιμης διαιτησίας

στη ΡΑΕ, από τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισής της, δεν θα

ήταν ισχυρές οποιεσδήποτε άλλες αποκλίσεις, πέραν εκείνων που προβλέπονται

στις περιπτώσεις α’ – ε’ του άρθρου 902§ 2, εδάφιο δεύτερο, του ΚΠολΔ.

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο εξ υπαρχής καθορισμός της διαιτητικής

διαδικασίας, με τη συμφωνία των μερών, δεν είναι ευχερώς δυνατό να είναι

πλήρης ή και όταν τα μέρη δεν καταφέρουν να οδηγηθούν σε σχετική συμφωνία,

επιλέγεται συχνά η παραπομπή σε ένα οργανωμένο πλαίσιο διαιτητικών κανόνων,

το οποίο λειτουργεί υπό την εποπτεία κάποιου θεσμικού οργάνου, ήτοι επιλέγεται,

μέσω της διαιτητικής συμφωνίας, η θεσμική διαιτησία και η παραπομπή σε

ορισμένο κέντρο διαιτησίας, το οποίο λειτουργεί ως οργανωμένη μόνιμη

διαιτησία. Πιο συγκεκριμένα, τα κέντρα διαιτησίας λειτουργούν υπό ορισμένο

πλαίσιο διαιτητικών κανόνων, οι οποίοι περιέχουν πλήρεις ρυθμίσεις αναφορικά

με τη διαιτητική διαδικασία. Επιπρόσθετα, τα κέντρα αυτά συχνά προσφέρουν και

υπηρεσίες, όπως κατάλογο διαιτητών, γραμματειακή υποστήριξη, κλπ. Οι

διατάξεις δε των Κανονισμών Διαιτησίας των κέντρων διαιτησίας λειτουργούν

βάσει της σχετικής συμφωνίας των μερών και εφόσον δεν είναι αντίθετες με

διατάξεις αναγκαστικού δικαίου της έννομης τάξης στην οποία διεξάγεται η

175Στο πλαίσιο αυτό, η ΟλΑΠ 13/1995, ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404, έκρινε ως ανίσχυρη τη

διάταξη του άρθρου 9 του π.δ/τος 723/1979 «Περί συστάσεως παρά τω Τεχνικώ Επιμελητηρίω της

Ελλάδος μόνιμου διαιτησίας», με την οποία δίδεται η δυνατότητα στο διαιτητικό δικαστήριο να

παρατείνει και αυτεπαγγέλτως την προθεσμία διεξαγωγής των αποδείξεων και εκδόσεως της διαιτητικής

απόφασης, εφόσον η σχετική εξουσία χορηγείται, κατά το άρθρο 902 § 2, εδ. δεύτερο, περ. α’, του

ΚΠολΔ στον Πρόεδρο ή το Διοικητικό Συμβούλιο ή Επιτροπή από συμβούλους του Επιμελητηρίου και

όχι στο ίδιο το διαιτητικό δικαστήριο.

Page 87: Pleuri Anna.pdf

87

διαιτησία176. Η διαιτητική συμφωνία είναι επομένως αυτή, η οποία προσφέρει τη

νομιμοποιητική βάση για την εφαρμογή ορισμένου Κανονισμού Διαιτησίας του

κέντρου διαιτησίας που επιλέγουν τα μέρη. Σε διεθνές επίπεδο, από τα πλέον

γνωστά κέντρα διαιτησίας177 για την επίλυση διεθνών αλλά και εσωτερικών

διαφορών, είναι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ΙCC)178, η Αμερικανική

Ένωση Διαιτησίας (ΑAA)179, κ.ά.

2.2. Ζητήματα από τη διεθνή εμπορική διαιτησία στην Ελλάδα -

Ρύθμιση στον ν. 2735/1999180

Αντίθετα προς την εσωτερική (ημεδαπή) διαιτησία, η οποία δεν παρουσιάζει

στοιχεία αλλοδαπότητας και έχει πιο περιορισμένη εφαρμογή, η διεθνής διαιτησία

παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας (από πλευράς υποκειμένων ή αντικειμένου)

και εφαρμόζεται ευρύτατα, κυρίως λόγω της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας των

διασυνοριακών συναλλαγών και συμβάσεων, οι οποίες δημιουργούν πλήθος

ιδιωτικών διαφορών. Το ίδιο δε συμβαίνει και στον τομέα της ενέργειας, ακόμη και

όταν το ένα μέρος είναι ορισμένο κράτος. Υποστηρίζεται, βεβαίως, ότι μέσω της

διεθνούς διαιτησίας, οι διαφορές επιλύονται ταχύτερα και με οικονομικά

συμφερότερο τρόπο, έναντι της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Το συγκριτικό

αυτό πλεονέκτημα της διαιτησίας, έναντι της προσφυγής στα δικαστήρια,

δοκιμάζεται, πάντως, συχνά στη διαιτητική πράξη.

Η διεθνής διαιτησία παρουσιάζει, πάντως, ένα μοναδικό και ιδιαίτερα

σημαντικό χαρακτηριστικό. Ειδικότερα, ενώ σε κάθε εσωτερική (εθνική) έννομη

176

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 1, V, σελ.9. 177

Βλ. Φουστούκο Α., Διαιτησία, σελ.236-239. 178

http://www.iccwbo.org/products-and-services/arbitration-and-adr/arbitration/. 179

https://www.adr.org/aaa/faces/aoe/commercial?_afrLoop=556514399801186&_afrWindowMode=0&_

afrWindowId=u8riibr6d_1#%40%3F_afrWindowId%3Du8riibr6d_1%26_afrLoop%3D55651439980118

6%26_afrWindowMode%3D0%26_adf.ctrl-state%3Du8riibr6d_128. 180

O οποίος επικύρωσε τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία.

Page 88: Pleuri Anna.pdf

88

τάξη, συγκεκριμένο δικαιοδοτικό όργανο επιλαμβάνεται, κατά τον νόμο, κάθε

διαφοράς που προκύπτει από εσωτερική έννομη σχέση, για τις διεθνείς διαφορές

δεν υπάρχει υπερεθνικό, ουδέτερο δικαιοδοτικό όργανο με «δεδομένη» διεθνή

δικαιοδοσία, καθώς αυτή ρυθμίζεται από τους οικείους κανόνες της εκάστοτε

έννομης τάξης. Το, τρόπον τινά, δικαιοδοτικό αυτό κενό181 και την εντεύθεν

δημιουργούμενη αβεβαιότητα καλύπτει η διεθνής διαιτησία, ως μέθοδος επίλυσης

διασυνοριακών διαφορών με τρόπο αμερόληπτο και ταχύ.

Στον ν. 2735/1999, ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας ως εσωτερικής

ή διεθνούς, υιοθετείται το μικτό κριτήριο, όπου λαμβάνονται υπόψη τόσο

αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1 § 3

του ν. 2735/1999 περί της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, κριτήρια

χαρακτηρισμού μια διαιτησίας, ως διεθνούς, αποτελούν: α) η εγκατάσταση των

μερών σε διαφορετικό κράτος, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας

διαιτησίας, β) η εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικό τόπο από αυτόν που

διεξάγεται η διεθνής διαιτησία ή αυτόν όπου πρόκειται να εκπληρωθεί σημαντικό

μέρος των εμπορικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την συμβατική σχέση ή

αυτόν με τον οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της διαφοράς και γ) η

συμφωνία των μερών ότι το αντικείμενο της διαφοράς σχετίζεται με περισσότερες

έννομες τάξεις182.

Όταν πρόκειται περί διεθνούς διαιτησίας, τα μέρη, δυνάμει της ιδιωτικής τους

αυτονομίας, έχουν την ευχέρεια να παραπέμψουν, μέσω της διαιτητικής

συμφωνίας, στους κανόνες της εσωτερικής διαιτησίας ορισμένης εθνικής έννομης

τάξης183

. Στην περίπτωση αυτή, ο διεθνής χαρακτήρας της διαιτησίας παραμένει.

Εάν ορισμένη διάταξη του αλλοδαπού (εθνικού) δικαίου στην οποία έχουν

181

Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.56. 182

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 1 ν. 2735/1999, σελ.148-152·Μαντάκου, ό.π.,

αριθ.15, σελ.29-30. 183

Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 19 ν. 2735/1999, αριθ.2, σελ.216.

Page 89: Pleuri Anna.pdf

89

παραπέμψει με τη διαιτητική συμφωνία τα μέρη, αντίκειται στις αναγκαστικού

δικαίου διατάξεις του ν. 2735/1999 (ιδίως στα άρθρα 18, 24.2 και 3), τότε οι

συγκεκριμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου παραμερίζονται.

2.2.1 Καθορισμός της διαιτητικής διαδικασίας

Α) Προσδιορισμός της διαδικασίας ad hoc με συμφωνία των μερών

Ο καθορισμός του διαδικαστικού δικαίου, μπορεί να ρυθμιστεί συμβατικά,

με συμφωνία των μερών, τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή διαιτησία184

.

Τα μέρη μπορούν, λοιπόν με συμφωνία τους, να καθορίζουν το διαδικαστικό

δίκαιο που θα εφαρμοστεί στη διαιτητική διαδικασία. Η εν λόγω συμφωνία μπορεί

να προβλέπει προσδιορισμό της διαδικασίας ad hoc. Η ad hoc διαιτησία διέπεται

από κανόνες που καταρτίζουν τα μέρη εξ αρχής καθώς θεωρούν ότι αυτοί

ανταποκρίνονται καλύτερα στις συγκεκριμένες ανάγκες τους στην συγκεκριμένη

(προς επίλυση) διαφορά και στην συγκεκριμένη διαιτησία. Έτσι η ιδιωτική

βούληση και αυτονομία των μερών αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στον προσδιορισμό

της «κατάλληλης» για την συγκεκριμένη διαφορά διαιτητικής διαδικασίας185

. Οι

ανωτέρω, θεσπιζόμενοι από τα μέρη κανόνες, καθορίζουν λεπτομερειακά όλες τις

διαδικαστικές πράξεις που θα διενεργηθούν στη διαιτητική διαδικασία, αλλά και

ορίζουν τον αριθμό των διαιτητών, τον τρόπο συγκρότησης του διαιτητικού

δικαστηρίου, τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας, τη γλώσσα διεξαγωγής, τον

προφορικό ή γραπτό χαρακτήρα της, τον τρόπο εξέτασης των μαρτύρων, το

χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να εκδοθεί η διαιτητική απόφαση

κ.ά.

184

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κουσούλης Σ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 866 ΚΠολΔ,

αριθ.2, σελ.77 και άρθρο 19 ν. 2735/2009, σελ.216-219. 185

Κουσούλης Σ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 1, V, σελ.9-11 και § 10, σελ.89, υποσημ.19·ο ίδιος, Διαιτησία,

Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 19 ν.2735/1999, σελ.216-217.

Page 90: Pleuri Anna.pdf

90

Αναφορικά με την εσωτερική διαιτησία, σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο

άρθρο 886 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ότι οι διαιτητές ορίζουν, κατά την

ελεύθερη κρίση τους, τον τόπο και τον χρόνο διεξαγωγής της διαιτητικής

διαδικασίας και την ίδια τη διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά

στη συμφωνία διαιτησίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, το άρθρο 19 του ν. 2735/1999 για τη διεθνή διαιτησία,

ορίζει ότι με την επιφύλαξη των διατάξεων του εν λόγω νόμου, τα μέρη, με

συμφωνία τους, καθορίζουν ελεύθερα τη διαιτητική διαδικασία. Αν πάντως δεν

έχει καταρτιστεί τέτοια συμφωνία, το διαιτητικό δικαστήριο καθορίζει την

προσφορότερη κατά την κρίση του διαδικασία διενέργειας της διαιτησίας και

αποφαίνεται για το παραδεκτό, τη σημασία και τη βαρύτητα των αποδείξεων.

Όταν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών, το διαιτητικό δικαστήριο, δικαιούται να

επιλέξει όχι µόνο αµιγές αλλά και µικτό διαδικαστικό σύστηµα και δη όχι

απαραίτητα ίδιο με αυτό που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο, το οποίο σύστημα

πάντως να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε συγκεκριµένης διεθνούς διαιτησίας,

αλλά και των μετεχόντων σ’ αυτήν.

Δύναται, λοιπόν, το διαιτητικό δικαστήριο, χωρίς να υπερβαίνει την εκ του

άρθρου 19 του ν.2735/1999 εξουσία του, να ορίσει και την αποδεικτική διαδικασία

που θα ακολουθηθεί, η οποία δεν απαιτείται να συμπίπτει με αυτή που

ακολουθείται από τα τακτικά δικαστήρια, αλλά δικαιούται να συνθέσει και

ορισμένο «ανώνυμο» διαδικαστικό µόρφωµα186

. Στην κρίση επίσης του

διαιτητικού δικαστηρίου επαφίεται στην περίπτωση αυτή και το επιτρεπτό και η

αποδεικτική αξία των αποδεικτικών µέσων, εφόσον όμως τηρείται στη διαιτητική

διαδικασία η αρχή της ίσης μεταχείρισης των µερών, ώστε κάθε µέρος να έχει τη

186

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Στην επίδικη περίπτωση επελέγη ένα μικτό διαδικαστικό σύστημα,

μεταξύ ασφαλιστικών μέτρων και τακτικής διαδικασία του ΚΠολΔ.

Page 91: Pleuri Anna.pdf

91

δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, αλλά και να προσκοµίσει τις

αποδείξεις του187

.

Στο συμβουλευτικού χαρακτήρα και για τη βοήθεια της διαιτητικής πράξης.

κείμενο της UNCITRAL188

, «Notes on Organizing Arbitral Proceedings», το οποίο

αφορά κυρίως διεθνείς διαιτησίες, περιλαμβάνεται ενδεικτική και μη δεσμευτικού

χαρακτήρα λίστα με τα θέματα που ενδεχομένως πρέπει να ληφθούν υπόψη, κατά

την οργάνωση διαιτητικής διαδικασίας.

Β) Καθορισμός της διαιτητικής διαδικασίας από το διαιτητικό δικαστήριο

Το διαιτητικό δικαστήριο, καθορίζει, πέραν του δικαίου που διέπει τη

διαδικασία και τον τρόπο που θα αντιμετωπιστεί ορισμένο ζήτημα, για το οποίο τα

μέρη, παρότι καθόρισαν συνολικά τη διαιτητική διαδικασία, δεν συμφώνησαν επ’

αυτού του ζητήματος. Στο πλαίσιο της εξουσίας του, το διαιτητικό δικαστήριο

«..μπορεί να διαμορφώσει ανώνυμο διαδικαστικό μόρφωμα και να ακολουθήσει

διαδικασία απαλλαγμένη από τυπικότητες»189

, λαμβάνοντας πάντως υπόψη κατά

τον εν λόγω καθορισμό, τη βούληση των μερών190

. Σε κάθε περίπτωση, κατά τον

καθορισμό της διαιτητικής διαδικασίας από το διαιτητικό δικαστήριο, αυτό

επιλέγει τους διαδικαστικούς εκείνους κανόνες που κρίνει καταλληλότερους για

την ταχεία και αποτελεσματική επίλυση της υπό κρίση διαφοράς191

.

Αξιοσημείωτο, βεβαίως, είναι ότι το διαιτητικό δικαστήριο υπόκειται σε

περισσότερους, σε σχέση με τα μέρη, περιορισμούς κατά τον καθορισμό της

διαιτητικής διαδικασίας, καθώς υποχρεούται να ακολουθήσει τόσο τους κανόνες

αναγκαστικού όσο και τους κανόνες ενδοτικού δικαίου, ενώ τα μέρη δεσμεύονται 187

Άρθρο 18 ν. 2735/1999, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και το δικαίωμα

ακροάσεως των μερών. 188

UNITED NATIONS COMMISSION ON INTERNATIONALTRADE LAW, έκδοση 2012. 189

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, σελ.90·ο ίδιος, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο

886 ΚΠολΔ, αριθ.6, σελ.80·Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.60. 190

Βλ. Gaillard Emmanouel, The role of the Arbitrator in determining the applicable law, Chapter 10, III. 191

Gaillard Emmanouel, ό.π., Chap.10,II.

Page 92: Pleuri Anna.pdf

92

μόνο από τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις192

. Κρίσιμο είναι δε το έσχατο

χρονικό σημείο στο οποίο τα μέρη μπορούν να καθορίσουν συμβατικά τη

διαιτητική διαδικασία, πέραν του οποίου ο καθορισμός της διαδικασίας γίνεται

από το διαιτητικό δικαστήριο, υπό τους ανωτέρω περιορισμούς. Ερωτάται, αν ο εν

λόγω καθορισμός μπορεί να γίνει και μετά τον ορισμό των διαιτητών, αλλά πριν

την έναρξη της διαδικασίας ή αν ο ορισμός των διαιτητών είναι το απώτατο

χρονικό σημείο συμβατικού καθορισμού της διαδικασίας. Εν προκειμένω, ως

ορθότερη προκρίνεται η άποψη ότι τα μέρη μπορούν να προσδιορίσουν τη

διαδικασία έως την έναρξη της , ακόμη και μετά τον ορισμό των διαιτητών, διότι η

υιοθέτηση της αντίθετης θέσεως θα παραβίαζε τη θεμελιώδους, (και) για τη

διαιτητική διαδικασία, σημασίας αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης193

.

Ζήτημα αποτελεί επίσης, αν η διαιτητική διαδικασία «αποκρυσταλλώνεται»

μετά τον καθορισμό της από το διαιτητικό δικαστήριο ή αν τα μέρη μπορούν να

την επανακαθορίσουν. Η δυνατότητα των μερών να επανακαθορίζουν την

καθορισθείσα από το δικαστήριο διαιτητική διαδικασία σε όλη τη διάρκεια της, θα

ικανοποιούσε ίσως την προσαρμογή της σε ενδεχόμενη αλλαγή συνθηκών.

Ταυτόχρονα όμως, έτσι δημιουργείται ανασφάλεια και αστάθεια στη διαιτητική

διαδικασία, λόγω των πιθανών μεταβολών και άρα της πιθανότητας αιφνιδιασμού

κάποιου εκ των μερών194

. Για τον λόγο αυτό, ως πιο πειστική προκρίνεται η άποψη

ότι άπαξ και το διαιτητικό δικαστήριο καθόρισε (επικουρικά) τη διαδικασία της

διαιτησίας, τα μέρη δεν μπορούν πλέον να την επανακαθορίσουν διαφορετικά ούτε

να την αμφισβητήσουν195

. Όπως έχει μάλιστα σημειωθεί, από τον ορισμό τους και

εφεξής οι διαιτητές καθίστανται κύριοι της δικής τους διαδικασίας (master of their

192

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, ΙΙ, αριθ.15, σελ.90. 193

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, ΙΙ, αριθ.16, σελ.91. 194

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, ΙΙ, αριθ.16, σελ.91. 195

Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.61.

Page 93: Pleuri Anna.pdf

93

own procedure) και αναλαμβάνουν αυτοί να οργανώσουν τη διαιτητική

διαδικασία196

.

Στο άρθρο 886 αριθ.1 ΚΠολΔ, στο άρθρο 19 του ν. 2735/1999, αλλά και στα

άρθρα 13 και 22 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ, το διαιτητικό δικαστήριο

είναι εκείνο που ορίζεται (επικουρικά) ως αρμόδιο για να θέσει τους κανόνες της

διαιτητικής διαδικασίας197

, όταν τα μέρη δεν τους έχουν καθορίσει συμβατικά, είτε

διότι ελλείπει τελείως σχετική συμβατική συμφωνία είτε διότι αυτή υπάρχει, αλλά

είναι άκυρη. Εάν πάντως, τα μέρη έχουν ορίσει στη συμφωνία τους ότι ο

καθορισμός της διαδικασίας θα γίνει από το δικαστήριο, τότε δεν πρόκειται για

επικουρικό καθορισμό της διαδικασίας από αυτό, αλλά για συμβατικό καθορισμό,

δυνάμει της συμφωνίας των μερών.

Ειδικότερα, επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, η διαιτητική διαδικασία μπορεί

να ρυθμιστεί συμβατικά από τα μέρη, μέσω σχετικής συμφωνίας τους, κατά τους

ορισμούς του άρθρου 19 § 1 του ν. 2735/1999. Αν αυτό δεν συμβεί, το διαιτητικό

δικαστήριο εφαρμόζει την πιο πρόσφορη για την υπόθεση, κατά την κρίση του

διαδικασία διενέργειας της διαιτησίας και ρυθμίζει και την αποδεικτική

διαδικασία198, καθώς αποφαίνεται για το παραδεκτό, τη σημασία και τη βαρύτητα

των αποδείξεων, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ως άνω άρθρου.

Επομένως, το διαιτητικό δικαστήριο δύναται να επιλέξει σε σχέση με την

διαδικασία και ένα μικτό διαδικαστικό σύστημα, το οποίο να διαφοροποιείται από

τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά ανταποκρίνεται στις ανάγκες της

συγκεκριμένης διεθνούς διαιτησίας και των μερών που μετέχουν σ’αυτήν και

µάλιστα σε µέτρο απαλλαγµένο από τις ιδιοµορφίες του ελληνικού δικαίου, αρκεί

να μην θίγονται, μέσω του επιλεγέντος συστήματος, οι θεμελιώδεις (και) για τη

196

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, ΙΙ, αριθ.16, σελ.91. 197

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, κεφ.V, άρθρο 19, ΙΙ, σελ.217-218·Μπλάνα

Β.,Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.59. 198

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Page 94: Pleuri Anna.pdf

94

διαιτητική διαδικασία αρχές της ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματος

ακροάσεως των μερών της διαιτησίας199.

Η αποδεικτική διαδικασία μπορεί να ρυθμιστεί από το διαιτητικό δικαστήριο,

το οποίο δεν υποχρεούται να επιλέξει διαδικασία συµπίπτουσα προς την

ακολουθούµενη από τα τακτικά (Ελληνικά) δικαστήρια, αλλά δικαιούται να

συνθέσει ένα ανώνυμο διαδικαστικό µόρφωµα, στην κρίση του οποίου, επίσης,

επαφίεται, το επιτρεπτό και η αποδεικτική αξία των αποδεικτικών µέσων. Ο μόνος

περιορισμός αφορά στο να τηρείται, κατά τη διαιτητική διαδικασία, η αρχή της

ίσης μεταχείρισης των µερών και κάθε ένα από αυτά να έχει τη δυνατότητα να

αναπτύξει τους ισχυρισμούς του και να προσκοµίσει τις αποδείξεις του, κατά τους

ορισμούς του άρθρου 18 του ν. 2735/1999200.

2.2.2. Οι διέπουσες τη διαιτητική διαδικασία αρχές της ισότητας και

ακροάσεως των διαδίκων201

Είναι εύλογο ότι η ελευθερία που έχουν τα μέρη στη διαμόρφωση της

διαδικασίας στη διεθνή διαιτησία, αναγκαία περιορίζεται από τους κανόνες

αναγκαστικού δικαίου του τόπου διεξαγωγής διαιτησίας, δηλαδή από κανόνες οι

οποίοι θεσπίζουν ορισμένες ελάχιστες ελευθερίες και δικαιώματα που η εκάστοτε

έννομη τάξη επιδιώκει να διαφυλάξει, όπως επί παραδείγματι, η τήρηση της αρχής

της ισότητας και της εξασφάλισης του δικαιώματος ακροάσεως των διαδίκων.

Ειδικότερα σε διαιτησία διεξαγόμενη στην Ελλάδα, τα μέρη περιορίζονται

στον καθορισμό της διαιτητικής διαδικασίας εκ των διατάξεων αναγκαστικού

δικαίου του ΚΠολΔ και του ν. 2735/1999. Συγκεκριμένα αναφορικά με την

εσωτερική διαιτησία, το άρθρο 886 § 2 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Κατά τη διαιτητική

199

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 200

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 201

«Equality of arms and the right to be heard».

Page 95: Pleuri Anna.pdf

95

διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η

αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται τα μέρη να παραστούν κατά τις

συζητήσεις, να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως

τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους».

Αντίστοιχη είναι και η ρύθμιση του άρθρου 18 του ν. 2735/1999, σύμφωνα

με την οποία: «Κατά τη διαιτητική διαδικασία τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης

των μερών. Κάθε μέρος έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του και

να προσκομίσει τις αποδείξεις του». Παρόμοια διάταξη περιέχεται άλλωστε και

στο άρθρο 22 § 4 του Κανονισμού Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού

Επιμελητηρίου (ΙCC), όπου προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση, το Διαιτητικό

Δικαστήριο οφείλει να λειτουργεί αμερόληπτα και να διασφαλίζει πως το κάθε

μέρος έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τις θέσεις του.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται , μάλιστα και ο Κανονισμός Διαιτησίας της

ΡΑΕ και συγκεκριμένα στο άρθρο 13 § 2 για την εσωτερική διαιτησία ορίζεται ότι

«Κατά τη διαιτητική διαδικασία τηρείται απαρέγκλιτα η αρχή της ισότητας των

διαδίκων, αυτοί δε πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις, να

αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τα

μέσα αποδείξεως». Ομοίως και στο άρθρο 22 § 2 του Κανονισμού αναφορικά με

τη διεθνή διαιτησία ορίζεται ότι: «Κατά τη διαιτητική διαδικασία τηρείται

απαρέγκλιτα η αρχή της ισότητας των διαδίκων, αυτοί δε πρέπει να καλούνται να

παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους

ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τα μέσα αποδείξεως».

Περαιτέρω η αρχή της ισότητας των διαδίκων μερών καθώς και η αρχή της

ακροάσεως τους από τους διαιτητές, χαρακτηρίζονται, για τις περισσότερες

έννομες τάξεις, εκτός από κανόνες δημόσιας τάξεως και ως «ηθικό καθήκον» των

Page 96: Pleuri Anna.pdf

96

διαιτητών202

. Η τήρηση των θεμελιωδών αυτών κανόνων είναι επιτακτική και δεν

επαφίεται στην εξουσία διαθέσεως των μερών και στο είδος της διαιτητικής

διαδικασίας που αυτά διαμόρφωσαν στο πλαίσιο της ιδιωτικής τους αυτονομίας.

Ειδικότερα, η θεμελιωμένη στο άρθρο 18 του ν. 2735/1999 αρχή της ισότητας

των διαδίκων (και) στη διεθνή διαιτησία πραγµατώνεται, όταν κανένας διάδικος

δεν αποκτά σε σχέση µε τους υπολοίπους περισσότερα δικαιώµατα ή δεν

απαλλάσσεται από τις επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις στο δικονοµικό

πεδίο. Η αρχή της ισότητας των μερών αποτελεί, εν γένει, θεμελιώδη αρχή της

διαιτητικής διαδικασίας203

και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό

της, ανεξάρτητα αν αυτή λαμβάνει χώρα (συμβατικά) από τα μέρη ή από το

διαιτητικό δικαστήριο. Επί παραβιάσεως της εν λόγω αρχής στη διαιτητική

διαδικασία, η διαιτητική απόφαση καθίσταται ακυρωτέα.

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 13/1995204

απόφαση της

ερμηνεύοντας το άρθρο 897 αριθ. 5 ΚΠολΔ σε σχέση με την ακύρωση διαιτητικής

απόφασης, όταν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 886 § 2 ΚΠολΔ, το

οποίο ορίζει ότι «κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα

και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται να

παραστούν κατά τις συζητήσεις προκειμένου να αναπτύξουν, κατά την κρίση των

διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν τις

αποδείξεις τους», σε σχέση δηλαδή με την τήρηση, κατά τη διεξαγωγή της

διαιτησίας, των αρχών της ισότητας των διαδίκων και της ακροάσεως και των δύο

πλευρών, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Η πρώτη από τις αρχές αυτές πραγματώνεται

202

Φουστούκος Α., Διαιτησία, Οι οργανισμοί διαιτησίας, και η αποστολή τους, σελ.88·Μπλάνα Β.,

Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.62. 203

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 886 ΚΠολΔ, αριθ.2-3, σελ.77-78, άρθρο 18 ν.

2735/1999, αριθ.1-3, σελ.213-214·Φουστούκος Α., Διαιτησία, (Μελέτες, Άρθρα, Παρεμβάσεις), σελ.88·ο

ίδιος, Η διαιτητική διαδικασία, Δ 11.222-229· Καλαβρός Κ., Η εξουσία κρίσης των διαιτητών,

Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας, 1988, σελ.127-133·Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο,

τ.18/2012, σελ.62. 204

ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404.

Page 97: Pleuri Anna.pdf

97

όταν κανένας από τους διαδίκους δεν αποκτά, σε σχέση με τους λοιπούς, ιδιαίτερα

δικαιώματα ή δεν απαλλάσσεται από τις επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις

στο δικονομικό πεδίο. Η δεύτερη επιτυγχάνεται με την παροχή σε όλους τους

διαδίκους της ευχέρειας αφενός να παραστούν κατά τις συζητήσεις της διαφοράς και

την υποβολή των ισχυρισμών τους και των αποδεικτικών τους μέσων, ύστερα από

σχετική κλήτευσή τους από τους διαιτητές, αφετέρου δε να λάβουν γνώση των

ισχυρισμών των αντιδίκων τους και να τους αντικρούσουν. Εξάλλου η ανεξαρτησία

του διαιτητή που απορρέει από τη δικαιοδοτική του ιδιότητα ως τρίτου κριτή, ο

οποίος παραμένει πάνω από τους διισταμένους διαδίκους και τους αντιτιθέμενους

ισχυρισμούς τους, επιβάλλεται να τηρείται, όχι μόνο απέναντι στους διαδίκους, αλλά

και απέναντι στο πραγματικό υλικό το οποίο τίθεται υπόψη του και πρόκειται να

κριθεί απ` αυτόν. Με το εν λόγω υλικό πρέπει να έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά

υπό τη δικαιοδοτική του ιδιότητα ως διαιτητή, με τρόπο που να αποκλείει τον

επηρεασμό του από οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σ` αυτό. Θεσπίζεται

δηλαδή ως λόγος εξαιρέσεώς του η προηγούμενη ενασχόλησή του με την ίδια

υπόθεση υπό την ιδιότητα του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα ή του συμβούλου.

Απόρροια της ανεξαρτησίας του αυτής απέναντι στο πραγματικό υλικό της διαφοράς

αποτελεί και η απαγόρευση να χρησιμοποιεί τις ιδιωτικές του γνώσεις κατά την

κρίση της διαφοράς, διότι δεν συμβιβάζεται με τη δικαιοδοτική του ιδιότητα.

Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση ο διαιτητής αποβάλλει την ιδιότητα του ως

τρίτου κριτή, μεταβάλλεται σε μάρτυρα στην κρινόμενη απ` αυτόν υπόθεση και

θεμελιώνει την απόφασή του και σε στοιχεία που ο ίδιος συνέλεξε ιδιωτικώς. Έτσι οι

πηγές των γνώσεών του αποβαίνουν απρόσιτες και ανέλεγκτες, ως προς τα

συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αποκλείοντας την ίση επιρροή των διαδίκων

στο περιεχόμενο και την εξέλιξη της διαδικασίας. Συνεπώς, ενεργεί με τρόπο

ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του ως τρίτου κριτή, παραβιάζοντας την αρχή της

ίσης μεταχειρίσεως, που πηγάζει αμέσως από τη δικαιοδοτική του ιδιότητα και την

Page 98: Pleuri Anna.pdf

98

αρχή της ακροάσεως και των δύο πλευρών, αποτελεί δε ειδικότερη εκδήλωση της

πρώτης και καθιστά την απόφασή του ακυρωτέα κατά τα άρθρα 886 αρ. 2 και 897

αρ. 5 ΚΠολΔ».

Στη νομολογία του Αρείου Πάγου205

, πάντως, γίνεται δεκτό ότι δεν

παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των μερών στη διαιτητική διαδικασία επί

υπάρξεως μονομερούς διαιτητικής ρήτρας. Δηλαδή όταν υπάρχει δικαίωμα

προσφυγής στη διαιτησία από έναν μόνον εκ των συμβαλλομένων μερών. Ομοίως

ότι δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας αν ένα μόνον εκ των

συμβαλλομένων μερών μπορεί να προσφύγει για τις ουσιαστικές του αξιώσεις,

κατ’ επιλογή του, στα τακτικά δικαστήρια ή στη διαιτησία. Αντίθετα θεωρείται ότι

παραβιάζει το εκπορευόμενο από τον ΚΠολΔ καθήκον αληθείας, ο διάδικος ο

οποίος επιλέγει, όπως δικαιούται, την προσφυγή για τις αξιώσεις του στα τακτικά

δικαστήρια αντί στην διαιτησία, ταυτοχρόνως δε, προς απόκρουση των

ανταπαιτήσεων που προβάλλει από την ίδια σχέση ουσιαστικού δικαίου και

αμυνόμενος ο αντίδικός του, επικαλείται εις βάρος του τελευταίου τη διαιτητική

ρήτρα και εξαιτείται την παραπομπή τους στη διαιτησία.

Είναι σε κάθε περίπτωση ευνόητο, ότι βάσει της αρχής της ισότητας, κανένα

από τα δυο μέρη δεν νοείται να έχει πλεονεκτήματα σε βάρος του αντιδίκου του

στη διαιτησία ούτε νοείται ο ένας διάδικος να είναι επιβαρυμένος με πρόσθετες

διαδικαστικές υποχρεώσεις σε σχέση με τον αντίδικο του, ώστε να βρίσκεται έτσι

σε δυσχερέστερη θέση στη διαιτητική διαδικασία206

. Η αρχή της ισότητας των

όπλων, λοιπόν, ήτοι αναφορικά τόσο με τα δικαιώματα όσο και με τις υποχρεώσεις

των διαδίκων-μερών, θα πρέπει να τηρείται και στη διαιτητική διαδικασία, ώστε

κανένας από τους διαδίκους να μην αποκτά σε σχέση με τον άλλο, ιδιαίτερα

205

ΑΠ 1426/2005, ΕΝαυτΔ 2005.321, με σημείωση συντάξεως Ε.Ν.Δ.= ΕλΔνη 2006.113·ΑΠ 1428/2005,

ΔΕΕ 2006.77. 206

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Δίκαιο της Διαιτησίας, § 10, Ι, αριθ.11-12, σελ.88·Κεραμεύς Κ./Κονδύλης

Δ./Νίκας Ν (-Φουστούκος Α.), Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, (2000), άρθρο 886, αριθ.5.

Page 99: Pleuri Anna.pdf

99

δικαιώματα ή να μην απαλλάσσεται από τις επιβαλλόμενες στον άλλο

υποχρεώσεις στο δικονομικό πεδίο207

. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω αρχή θα πρέπει

να τηρείται και στη διαδικασία συστάσεως του διαιτητικού δικαστηρίου.

Επομένως, αν οι διαιτητές που όρισε ένας εκ των διαδίκων και πήραν μέρος στη

σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου είναι, χωρίς υπαιτιότητα του εν λόγω

μέρους, αριθμητικά λιγότεροι από τους διαιτητές που όρισε αντίστοιχα ο

αντίδικος, η αρχή της ισότητας έχει παραβιασθεί208

.

Από πλευράς υποκειμένων, η αρχή της ισότητας καταλαμβάνει οπωσδήποτε

τους διαδίκους. Επεκτείνεται δε σε τρίτους, αν αυτοί έχουν συνυπογράψει τη

συμφωνία διαιτησίας. Η πρόσβαση και η συμμετοχή των τρίτων στη διαιτητική

διαδικασία, θα πρέπει να γίνεται με τους ίδιους όρους, οι οποίοι ισχύουν για τα

μέρη209

. Από πλευράς αντικειμενικών ορίων, η τήρηση της αρχής της ισότητας

επιβάλλεται «κατά τη διαιτητική διαδικασία», όπως προκύπτει για την εσωτερική

διαιτησία από το άρθρο 886 § 2 ΚΠολΔ, για τη διεθνή εμπορική διαιτησία από το

άρθρο 18 εδ. α΄ του ν. 2735/1999 και για τη μόνιμη διαιτησία ενεργειακών

διαφορών από άρθρα 13.2 και 22.2 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ.

Αναφορικά με το πότε ξεκινά η διαδικασία της διαιτησίας, ο ΚΠολΔ, δεν περιέχει

σχετική ρύθμιση. Αντίθετα, το άρθρο 21 του ν. 2735/1999 ορίζει ότι η διαδικασία

εκκινεί με την κοινοποίηση στον καθ’ου της αιτήσεως διαιτησίας. Αναφορικά με

την παραβίαση των αρχών ισότητας και ακροάσεως πάντως, κρίσιμο χρονικό

σημείο συνιστά η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου210

, διότι αν υπάρχει

παραβίαση των εν λόγω αρχών θα προέρχεται από αυτό211

. Έτσι δεν μπορεί να

207

ΟλΑΠ 13/1995·ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404·ΑΠ 511/2007, ΝοΒ 2007. 2120· ΑΠ 322/2006,

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1009/2002, ΕλΔνη 2003.1294·ΕφΑθ 987/2007, ΕφΑΔ 2010.843, με παρατ.

Κ.Κόμνιου, ΕφΑΔ 2010.846· ΕφΑθ 953/2004, ΕλΔνη 2005.1137·ΕφΑθ 8224/2003, ΕλΔνη 2004.514. 208

ΕφΛαρ 147/2002, Δικογραφία, 2002.235· Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.62. 209

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 18 ν. 2735/1999, αριθ.3, σελ.214. 210

ΕφΑθ 2061/2002, ΕλΔνη 2002.1070. 211

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 886, αριθ.5, σελ.79.

Page 100: Pleuri Anna.pdf

100

υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας στη διαιτησία, πριν την συγκρότηση

του διαιτητικού δικαστηρίου, ήτοι πριν την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας ή

μετά την έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως. Επομένως, δεν αποτελεί παραβίαση

της αρχής της ισότητας των διαδίκων μερών, η υποχρέωση ενός εξ αυτών να

επιδιώξει τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, πριν την προσφυγή στο

διαιτητικό δικαστήριο, χωρίς, όμως, δημιουργία αντίστοιχης υποχρεώσεως του

άλλου μέρους, διότι η εν λόγω υποχρέωση δεν δημιουργείται «κατά τη διαιτητική

διαδικασία», ήτοι άπαξ και αυτή έχει αρχίσει, αλλά πριν την έναρξη αυτής212

.

Περαιτέρω, δεν πρόκειται περί παραβιάσεως της αρχής της ισότητας, η

τυχόν πλεονεκτική θέση ενός μέρους, κατά το στάδιο καταρτίσεως της συμφωνίας

περί διαιτησίας, αλλά ούτε και κατά τη διαδικασία ακύρωσης της διαιτητικής

απόφασης, που εκ των πραγμάτων ακολουθεί (όταν συμβαίνει) τη λήξη της

διαιτητικής διαδικασίας. Κρίσιμο σε κάθε περίπτωση είναι, η χειροτέρευση της

θέσεως του διαδίκου να μην οφείλεται σε δική του πράξη ή παράλειψη, όπως επί

παραδείγματι, αν ο ίδιος παραιτήθηκε από ορισμένα δικαιώματα του, διότι το

αντικείμενο της διαιτητικής δίκης υπάγεται στη διαθετική ικανότητα του διαδίκου

και τότε το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως δεν επηρεάζεται.

Με την αρχή της ισότητας εμπλέκεται και αριθμός των διαιτητών που

συγκροτούν το διαιτητικό δικαστήριο. Ο αριθμός των διαιτητών που εκπροσωπούν

κάθε μέρος στη διαιτησία, είναι σημαντικός καθώς διασφαλίζει την ανεξαρτησία

και την αμεροληψία του διαιτητικού δικαστηρίου. Επομένως εάν ένας διάδικος,

χωρίς υπαιτιότητα του, εκπροσωπείται σε διμερή διαιτησία από λιγότερους ή

καθόλου διαιτητές σε σχέση με τον αντίδικο του, τότε η αρχή της ισότητας έχει

παραβιασθεί. Κατόπιν τούτων, συμφωνία η οποία προβλέπει ότι το ένα μέρος θα

212

ΑΠ 71/1995, ΔΕΕ 1995.1098=ΕΕΝ 1996.112=ΕλΔνη 1998.827·ΕφΠειρ 702/2003, ΔΕΕ

2004.936·ΕφΠειρ 923/2003, ΔΕΕ 2004.566.

Page 101: Pleuri Anna.pdf

101

εκπροσωπείται από περισσότερους διαιτητές σε σχέση με το άλλο μέρος, είναι

άκυρη.

Επί πολυμερούς διαιτησίας, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο, διότι η έννοια του

μέρους δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια του διαδίκου213

. Εφόσον μια πλευρά

απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα μέρη, κρίσιμο είναι αν υπάρχουν κοινά ή

αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των μερών, χωρίς να ενδιαφέρει το είδος της

δικονομικής σχέσεως που τα συνδέει. Εάν τα περισσότερα μέρη έχουν κοινό και

ενιαίο συμφέρον, θα εκπροσωπηθούν από κοινό διαιτητή ή από περισσότερους

διαιτητές, ίδιου αριθμού με αυτούς που θα εκπροσωπήσουν τον αντίδικο214

. Εάν τα

συμφέροντα των μερών είναι αντικρουόμενα, τότε θα εκπροσωπηθούν από

χωριστούς διαιτητές, αλλά και πάλι ίδιου αριθμού για κάθε μέρος με

αντικρουόμενα συμφέροντα. Ευνόητο είναι ότι διαιτητική ρήτρα, σύμφωνα με την

οποία το ένα μέρος θα ορίσει και τους διαιτητές του άλλου μέρους, είναι άκυρη ως

αντικείμενη στην αρχή της ισότητας.

Εν προκειμένω θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αντίθετο προς την αρχή της

ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων στη διαιτητική διαδικασία, οι διαιτητές να έχουν

προηγούμενη σχέση με την προς επίλυση διαφορά ή να χρησιμοποιήσουν τις

ιδιωτικές τους γνώσεις κατά τη διαιτητική διαδικασία215

ή να έχουν εμπλακεί στην

επί διαιτησία διαφορά σε προηγούμενο στάδιο ή να έχουν ασχοληθεί με αυτή υπό

την ιδιότητα του δικηγόρου, του πραγματογνώμονα κλπ216

. Δεν συνιστούν,

βεβαίως, ιδιωτικές γνώσεις του διαιτητή τα διδάγματα της κοινής πείρας, που

213 Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 7 Ι, αριθ.10-12, σελ.66-67. 214 Φουστούκος Α., Πολυμερής Διαιτησία, Δ 1981.194-197. 215 ΑΠ 1009/2002, ΕλΔνη 2003.1294. 216

ΟλΑΠ 13/1995·ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404·ΑΠ 511/2007, ΝοΒ 2007. 2120· ΑΠ 322/2006,

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1009/2002, ΕλΔνη 2003.1294·ΑΠ 714/1997, Δ 1998.311·ΕφΑθ 987/2007, ΕφΑΔ

2010.843, με παρατ. Κ.Κόμνιου, ΕφΑΔ 2010.846· ΕφΑθ 953/2004, ΕλΔνη 2005.1137·ΕφΑθ 8224/2003,

ΕλΔνη 2004.514· ΕφΑθ 10363/1998, ΕλΔνη 1999.377·. Κεραμεύς Κ./Κονδύλης Δ./Νίκας Ν (-Φουστούκος

Α.), Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, (2000), άρθρο 886, αριθ.6.

Page 102: Pleuri Anna.pdf

102

λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, κατά το άρθρο 336 § 4

του ΚΠολΔ217

.

Σε συμφωνία με τις ανωτέρω αναπτύξεις, ο Κανονισμός διαιτησίας της ΡΑΕ

εκτός του ότι επιβάλλει την απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της ισότητας μεταξύ

των μετεχόντων της διαιτησίας μερών, αλλά και «ανυψώνει» την ανεξαρτησία των

διαιτητών σε απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της διαιτητικής

διαδικασίας218

. Ορίζει, λοιπόν, στο άρθρο 6, ότι κάθε διαιτητής οφείλει να είναι

ανεξάρτητος και αμερόληπτος έναντι των μερών της διαιτησίας, ενώ πριν τον

ορισμό ή την αποδοχή, ο διαιτητής υπογράφει δήλωση αποδοχής, διαθεσιμότητας,

αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Περαιτέρω, ο διαιτητής αποκαλύπτει γραπτώς

στην Ειδική Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΡΑΕ όλα τα γεγονότα ή

τις συνθήκες που είναι δυνατόν να θέτουν σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του

όπως και όλες τις συνθήκες που είναι δυνατόν να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες σε

σχέση με την αμεροληψία του. Κατόπιν η Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας

πληροφορεί σχετικά τα μέρη, γραπτώς, και τάσσει προθεσμία για την υποβολή

σχολίων από αυτά.

Η αρχή της ακροάσεως και των δύο πλευρών επιτυγχάνεται µε την παροχή

σε όλους τους διαδίκους της ευχέρειας, αφενός µεν να παραστούν κατά τις

συζητήσεις της διαφοράς και να υποβάλουν τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά

τους µέσα, μετά από έπειτα από κλήτευσή τους από τους διαιτητές, αφετέρου δε

να λάβουν γνώση των ισχυρισμών και των αποδεικτικών µέσων των αντιδίκων

τους και να τα αντικρούσουν219

.

217

ΕφΑθ 8781/1997, ΕλΔνη 1998.430=ΝοΒ 1998.531. 218

Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 18/2012, σελ.64. 219

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Page 103: Pleuri Anna.pdf

103

Η τήρηση και ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως αποτελεί επίσης

βασική αρχή της διαιτητικής διαδικασίας220

. Βάσει του εν λόγω δικαιώματος, τα

μέρη μπορούν να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους στη διαιτητική διαδικασία και

να τους υποστηρίζουν με τα αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα. Βάσει της ίδιας αρχής

τα διάδικα μέρη θα πρέπει να καλούνται στις συζητήσεις του διαιτητικού

δικαστηρίου και να λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών του αντιδίκου τους (και)

μέσω της κοινοποιήσεως στα μέρη κάθε δικογράφου ή άλλου σχετικού εγγράφου,

ώστε να μπορούν έτσι να αμυνθούν. Γίνεται έτσι δεκτό ότι το δικαίωμα

ακροάσεως του διαδίκου διαιτητικής δίκης παραβιάζεται, με συνακόλουθη

καθίδρυση λόγου ακύρωσης της εκδοθησομένης διαιτητικής αποφάσεως, όχι μόνο

όταν αυτός δεν κλητεύεται στις ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου συζητήσεις

της υπό επίλυση διαφοράς, αλλά και όταν η διαιτητική απόφαση εκδοθεί από

διαιτητικό δικαστήριο που απαρτίζεται από μέλος ή μέλη, που δεν έχουν μετάσχει

στις συζητήσεις της υπόθεσης, τελική σύνθεση του. Διότι στην τελευταία αυτή

περίπτωση παραβιάστηκε το άρθρο 886 § 2 ΚΠολΔ καθώς δεν παρασχέθηκε στο

διάδικο της διαιτητικής δίκης, που ζητεί την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης

για παραβίαση της εν λόγω διατάξεως, η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος

ακροάσεως του και έναντι της τελικής σύνθεσης του διαιτητικού δικαστηρίου,

αφού το δικαίωμα αυτό εκ της φύσεως του και από όσα συνάγονται από το άρθρο

886 § 2 ΚΠολΔ μόνο κατά την ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου προφορική ή

έγγραφη συζήτηση επί της υπόθεσης μπορεί να ασκηθεί. Επιπρόσθετα,

καθιδρύεται η αντίστοιχη υποχρέωση του διαιτητή ή επιδιαιτητή να ακούσει ή αν η

220

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 886 ΚΠολΔμ, αριθ.4, σελ.78-79, άρθρο 18

ν.2735/1999, ΙΙ, αριθ.4-6, σελ.214-215·Καλαβρός Κ., Η εξουσία κρίσης των διαιτητών, Θεμελιώδη

ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας, σελ.127-133.

Page 104: Pleuri Anna.pdf

104

διαδικασία διεξάγεται εγγράφως να λάβει υπόψη τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του

εν λόγω διαδίκου αυτού καθώς και τις αποδείξεις που αυτός επικαλείται221

.

Σε ευθυγράμμιση με το δικαίωμα ακροάσεως, ο Κανονισμός Διαιτησίας

της ΡΑΕ περιέχει δυο άρθρα για την ενημέρωση των διαδίκων μερών, την

κοινοποίηση δικογράφων και λοιπών εγγράφων σ’ αυτούς και τη δυνατότητα τους

να αμυνθούν. Πρόκειται για το άρθρο 11 § 4, σύμφωνα με το οποίο η απάντηση

και η ανταίτηση του καθ’ ου η αίτηση κατατίθενται στην Ειδική Γραμματεία του

Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία τις διαβιβάζει αμελλητί με συστημένη

επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο και

με απόδειξη παραλαβής στον αιτούντα. Επίσης το άρθρο 18 § 6 προβλέπει ότι η

Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας κοινοποιεί αμελλητί στα μέρη τα έγγραφα

που κατατίθενται ενώπιον της.

Στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, τα μέρη μπορούν να καθορίσουν

τις μορφές του δικαιώματος ακροάσεως, αλλά όχι να το αποκλείσουν εντελώς.

Έτσι το διαιτητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μόνον τους ισχυρισμούς που

προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, κατά τον τρόπο που τα μέρη

έχουν ορίσει222

. Όπως έχει επισημάνει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου223

, η αρχή

της ακροάσεως πραγματώνεται «με την παροχή σε όλους τους διαδίκους της

ευχέρειας, αφενός να παραστούν κατά τις συζητήσεις της διαφοράς και την υποβολή

των ισχυρισμών τους και των αποδεικτικών τους μέσων, ύστερα από σχετική

κλήτευση τους από τους διαιτητές, αφετέρου δε να λαμβάνουν γνώση των

ισχυρισμών των αντιδίκων τους και να τους αντικρούουν».

221 ΟλΑΠ 13/1995·ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404·ΑΠ 511/2007, ΝοΒ 2007. 2120· ΑΠ 322/2006,

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 987/2007, ΕφΑΔ 2010.843, με παρατ. Κ.Κόμνιου, ΕφΑΔ 2010.846. 222

ΟλΑΠ 13/1995·ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404·ΑΠ 1304/1997, ΔΕΕ 1998.1215-1216·ΑΠ

1531/1983, ΕλΔνη 1984.1160. 223

ΟλΑΠ 13/1995·ΕλΔνη 1995.1524=ΝοΒ 1996.404.

Page 105: Pleuri Anna.pdf

105

Περαιτέρω τα άρθρα 13 § 4 και 22 § 4 του Κανονισμού της ΡΑΕ

προβλέπουν ότι αν δεν ορίζεται διαφορετικά με τη συμφωνία διαιτησίας, η

υπόθεση εκδικάζεται, κατά τη διαιτητική διαδικασία, ακόμη και αν οι διάδικοι

παραλείψουν να απαντήσουν και να προβάλουν ισχυρισμούς ή να προσκομίσουν

αποδεικτικά μέσα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνες με

το δικαίωμα ακροάσεως, διότι όπως προβλέπεται στον Κανονισμό, όλα τα

έγγραφα στη διαιτητική διαδικασία, κοινοποιούνται και στα δυο διάδικα μέρη,

οπότε «τον κίνδυνο» από την παράλειψη υποβολής απάντησης, άμυνας, προβολής

ισχυρισμών, επίκλησης και προσκομιδής αποδεικτικών μέσων, φέρει ο αμελής ή

αδιάφορος διάδικος.

Αν και οι δυο διάδικοι κλητευθούν σε εύλογο χρόνο να παραστούν στη

συζήτηση ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και ένας εξ αυτών αιτηθεί

αναβολή επικαλούμενος λόγους που τον εμποδίζουν να παραστεί στην ορισμένη

συζήτηση, αλλά οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν, πράγματι, αδυναμία παραστάσεως

του, και κατόπιν τούτου το διαιτητικό δικαστήριο απορρίψει το αίτημα για

αναβολή και προχωρήσει στην συζήτηση, ερήμην του ενός διαδίκου, τούτο δεν

θεμελιώνει λόγο ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως, λόγω παραβιάσεως του

δικαιώματος ακροάσεως, όπως έχει κρίνει σχετικώς ο Άρειος Πάγος224

.

Στη θεωρία υποστηρίζεται, πάντως, ότι το διαιτητικό δικαστήριο θα πρέπει

να δίνει στον απόντα διάδικο την ευκαιρία να ακούγεται, ακόμη και όταν

απουσιάζει από μη δικαιολογημένη αιτία, και να αποφεύγει την έκδοση ερήμην

αποφάσεως, εκτός αν είναι προφανές από τις εκάστοτε συνθήκες, ότι ο διάδικος

έχει αποφασίσει να μην συμμετάσχει στη διαδικασία225

.

Επί αγωγής ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως, με επίκληση

παραβιάσεως της αρχής ακροάσεως, διότι ο αντίδικος που κίνησε τη διαιτητική

224

ΑΠ 404/2000, ΕλΔνη 2000.1312-1313. 225

Βλ. Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 18/2012, σελ.65, υποσημ. 49.

Page 106: Pleuri Anna.pdf

106

διαδικασία, συμπλήρωσε, διευκρίνισε ή τροποποίησε με έγγραφο υπόμνημα τα

αιτήματα της προσφυγής του, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι παραβίαση των αρχών

της ισότητας και της ακροάσεως των διαδίκων συνιστά η παντελής αποστέρηση

των δικαιωμάτων τους μετά την έναρξη της διαιτητικής δίκης και όχι η μη τήρηση

όρων ή περιορισμών του νόμου ως προς τον προσδιορισμό του αντικειμένου

κρίσεως των διαιτητών226

.

Περαιτέρω, έχει κριθεί227

ότι διαιτητική απόφαση, η οποία στηρίχθηκε σε

μαρτυρική κατάθεση που δόθηκε μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασία και

δη χωρίς κλήτευση και παράσταση των διαδίκων, παραβιάζει πράγματι το

δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να

λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών του αντιδίκου τους και να τους αντικρούουν,

ενώ η ως άνω μαρτυρία συνιστά και (ανεπίτρεπτη) ιδιωτική γνώση του διαιτητικού

δικαστηρίου.

Αναφορικά με τα υποκειμενικά όρια του δικαιώματος ακροάσεως, αυτό

αφορά μόνον στους διαδίκους και παρεμβαίνοντες και όχι σε τρίτα πρόσωπα που

τυχόν έχουν υπογράψει τη διαιτητική συμφωνίας και μετέχουν της διαιτητικής

διαδικασίας, όπως συμβαίνει με την αρχή της ισότητας228

. Από πλευράς

εύρους, ήτοι αντικειμενικών ορίων, το δικαίωμα ακροάσεως αφορά στους

ισχυρισμούς των διαδίκων σε σχέση με τις ουσιαστικού δικαίου αξιώσεις τις

οποίες προβάλλουν στη συγκεκριμένη διαιτησία και όχι σε κάθε αξίωση τους που

τυχόν περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο της διαιτητικής συμφωνίας. Στο πλαίσιο

αυτό, το διαιτητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αξιολογεί μόνο τους

ισχυρισμούς που παραδεκτά πρότειναν και τις αποδείξεις τις οποίες

επικαλέστηκαν και απέδειξαν οι διάδικοι στη διαιτητική διαδικασία. Εν

226

ΑΠ 1779/1999, ΕλΔνη 2000.989=ΔΕΕ 2001.407. 227

ΑΠ 714/1997, ΔΕΕ 1998.1216-1217=Δ 1998.311. 228

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 886 ΚΠολΔ, αριθ.14, σελ.77, άρθρο 18

ν.2735/1999, αριθ.6, σελ.215.

Page 107: Pleuri Anna.pdf

107

κατακλείδι, το δικαίωμα ακροάσεως συνδέεται μόνον με την ουσία της προς

επίλυση διαφοράς και όχι με τα διαδικαστικά ζητήματα, τα οποία προκύπτουν

κατά τη διάρκεια της διαιτησίας. Τα τελευταία αυτά ζητήματα μπορούν τα μέρη να

τα ρυθμίσουν από κοινού πριν την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας και αν δεν

το κάνουν, αυτά θα καθορισθούν από το διαιτητικό δικαστήριο.

Οι έννομες συνέπειες παραβιάσεως της διαιτητικής συμφωνίας ή των

θεμελιωδών αρχών της διαιτητικής διαδικασίας εκ μέρους του διαιτητικού

δικαστηρίου, διαφοροποιούνται ανάλογα με τον χαρακτήρα της διαιτησίας ως

εσωτερικής ή διεθνούς και επί διεθνούς διαιτησίας, ανάλογα με το αν πρόκειται

για αλλοδαπή ή ημεδαπή διαιτητική απόφαση.

Εν προκειμένω υπογραμμίζεται, ότι η διάκριση μεταξύ αλλοδαπής και

ημεδαπής διαιτητικής αποφάσεως δεν ταυτίζεται με τη διάκριση μεταξύ

εσωτερικής και διεθνούς διαιτησίας229

. Το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό

διαιτητικής αποφάσεως σε ημεδαπή ή αλλοδαπή είναι το εδαφικό230

, δηλαδή ο

τόπος έκδοσης της διαιτητικής αποφάσεως. Επομένως, αν η διαιτητική απόφαση

εκδόθηκε στην Ελλάδα και στη διαιτητική διαδικασία έπρεπε να εφαρμοστεί ο ν.

2735/1999 (περί διεθνούς διαιτησίας), πρόκειται περί ημεδαπής διαιτητικής

απόφασης, ενώ αν εκδόθηκε στην αλλοδαπή, πρόκειται για αλλοδαπή διαιτητική

απόφαση.

Περαιτέρω, επί διαιτητικής αποφάσεως που εκδόθηκε στην Ελλάδα,

ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εσωτερική ή διεθνή διαιτησία, η διαιτητική

απόφαση δεν χρειάζεται αναγνώριση προκειμένου να ισχύσει στην ελληνική

έννομη τάξη, αλλά παράγει αυτοδίκαια τα αποτελέσματα της. Σε περίπτωση που

έχει καταστρατηγηθεί η διαδικασία που συμφώνησαν τα μέρη ή η αρχής της

ισότητας ή το δικαίωμα ακροάσεως, τότε το ελληνικό δίκαιο προβλέπει την αγωγή

229

Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 18/2012, σελ.66. 230

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 17, αριθ.57-59, σελ. 159-161.

Page 108: Pleuri Anna.pdf

108

ακυρώσεως κατά της εν λόγω διαιτητικής αποφάσεως, σύμφωνα με όσα ειδικώς

ορίζονται στο άρθρο 897 ΚΠολΔ για τις εσωτερικές διαιτησίες και στο άρθρο 34

του ν. 2735/1999 για τις διεθνείς διαιτησίες.

Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 897 ΚΠολΔ, η διαιτητική

απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για

τους εξής οκτώ λόγους231

: 1) αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, 2) αν

εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει, 3) αν εκείνοι που

την εξέδωσαν ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας για τη

διαιτησία ή των διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή

αποφάνθηκαν αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους, 4) αν εκείνοι που την

εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία

για τη διαιτησία ή ο νόμος, 5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886

παρ. 2 και 891-892 ΚΠολΔ, 6) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξεως

ή προς τα χρηστά ήθη, 7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις

και 8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544 ΚΠολΔ.

Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω, ότι πρόσφατα η Ολομέλεια του

Αρείου Πάγου με την με αριθμό 14/2015232

απόφαση της, δέχθηκε σε σχέση με

την ακύρωση διαιτητικής αποφάσεως, λόγω αντιθέσεως της σε διατάξεις δημόσιας

τάξεως, ήτοι βάσει του άρθρου 897 αριθ.6 ΚΠολΔ, ότι τέτοιες διατάξεις είναι

εκείνες που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και συγκροτούν τη δημόσια τάξη,

κατά την «στενή έννοια» του άρθρου 33 ΑΚ, δηλαδή μόνον όσες εκφράζουν τις

θεμελιώδεις πολιτειακές, δικαϊικές, ηθικές, κοινωνικές ή οικονομικές αρχές και

231 Σύμφωνα με το άρθρο 33§ 3 του ν. 3943/2011, κατά διαιτητικής απόφασης επί φορολογικών

διαφορών, χωρεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 897 και 899 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται

αναλόγως. Η εκδίκαση της εν λόγω αίτησης ακυρώσεως υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού

Εφετείου Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. 232 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Η διαφορά παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια, με τη με αριθ. 1807/2014 απόφαση

του Αρείου Πάγου, λόγω υπάρξεως ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.

Page 109: Pleuri Anna.pdf

109

αντιλήψεις της χώρας και όχι εκείνες που έχουν τεθεί για να εξυπηρετούν

πρωτίστως το ιδιωτικό συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ. Επιπλέον

έκρινε, ότι η διάταξη του άρθρου 388 § 1 ΑΚ δεν υπηρετεί το δημόσιο, αλλά το

ιδιωτικό συμφέρον και επομένως ότι η εσφαλμένη εφαρμογή της δεν δικαιολογεί

την ακύρωση διαιτητικής αποφάσεως.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 34 του ν. 2735/199

για τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες, διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί

δικαστικά μόνον αν: α) Ο ενάγων προβάλλει και αποδεικνύει ότι: αα)

συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία διαιτησίας δεν ήταν ικανό προς τούτο με

βάση το δίκαιο που το διέπει ή ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν είναι έγκυρη

σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν ή αν δεν συντρέχει μία

από τις περιπτώσεις αυτές, κατά το ελληνικό δίκαιο, ή ββ) (το μέρος) δεν

ειδοποιήθηκε, κατά τον προσήκοντα τρόπο, για τον ορισμό διαιτητή ή για τη

διαδικασία της διαιτησίας ή από άλλο λόγο περιήλθε σε ανυπαίτια αδυναμία να

προβάλει τους ισχυρισμούς του, ή γγ) η διαιτητική απόφαση αφορά διαφορά, που

δεν εμπίπτει στη συμφωνία διαιτησίας ή περιέχει διατάξεις, που υπερβαίνουν τα

όρια της συμφωνίας. Αν όμως οι διατάξεις που καλύπτονται από τη συμφωνία

περί διαιτησίας μπορούν να αποχωρισθούν από εκείνες που δεν καλύπτονται, τότε

μόνο ως προς τις τελευταίες χωρεί ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, ή δδ) η

συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν

σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν υπάρχει σχετική συμφωνία, η

συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν

σύμφωνη με τον νόμο 2735/1999233

.

233 Βλ. ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Σύμφωνα με την ΑΠ 1713/2008, (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η έλλειψη

διάσκεψης μεταξύ των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου, ως δικαιοδοτικού υποκατάστατου των

κρατικών δικαστηρίων, συνιστά περίπτωση παραβάσεως της παρ. 2 εδ. α΄, περ. (δδ) σε συνδυασμό με το

άρθρο 29 του ν. 2735/1999 και έτσι βάσιμο λόγο ακυρώσεως της διαιτητικής αποφάσεως. Η ΟλΑΠ

11/2009, (ΑρχΝ 2009.678=ΔΕΕ 2010.1213) δέχθηκε, πάντως, ότι δεν συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης

Page 110: Pleuri Anna.pdf

110

Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής ακυρώσεως, κρίνει και

αυτεπαγγέλτως αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό διαιτησίας

κατά το ελληνικό δίκαιο και αν διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή

δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στην ΑΚ 33.

Από μόνη τη σύγκριση των δυο ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων

προκύπτει ότι παρότι αυτές δεν ταυτίζονται κατά περιεχόμενο, λόγος ακύρωσης

διαιτητικής απόφασης θεμελιώνεται, αν η διαδικασία που όρισαν τα μέρη με την

συμφωνία τους, δεν ακολουθήθηκε στη διαιτησία. Επίσης λόγος ακυρώσεως

δημιουργείται και όταν παραβιάστηκαν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου των

παραπάνω νομοθετικών ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να καταστρατηγηθεί στη

διαιτητική διαδικασία η αρχή της ισότητας των μερών ή/και το δικαίωμα

ακροάσεως τους.

Επί ευδοκιμήσεως της αγωγής ακυρώσεως, η διαιτητική απόφαση

ακυρώνεται και τα αποτελέσματα της αίρονται αναδρομικά. Αν η διαιτητική

απόφαση ακυρωθεί λόγω σφάλματος που αφορά στη διαδικασία, υποστηρίζεται

ότι η συμφωνία διαιτησίας αναβιώνει234

.

2.2.3. Ακύρωση διαιτητικής απόφασης στο πλαίσιο του ν. 2735/1999

Αναφορικά με την ακύρωση διαιτητικής απόφασης στο πλαίσιο των ρυθμίσεων

του ν. 2735/1999, το άρθρο 34 ΙΙ (α) (δδ) και (β) (ββ) αυτού ορίζει ότι διαιτητική

απόφαση µπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, µόνον αν ο

ενάγων προβάλλει και αποδεικνύει ότι η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύµφωνη

µε τον νόµο ή ότι η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή δηµόσια

τάξη, όπως αυτή νοείται στην ΑΚ 33. Κατά την ερμηνεία του λόγου αυτού, γίνεται

αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι ένας διαιτητής δεν συμμετείχε στη διάσκεψη παρότι

του δόθηκε επανειλημμένα η ευκαιρία. 234

Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, § 16, αριθ.48-49, σελ. 153-154.

Page 111: Pleuri Anna.pdf

111

δεκτό ότι η διαιτητική απόφαση δεν θα πρέπει, ως προς το περιεχόµενό της, να

έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς ηµεδαπές διατάξεις που αφορούν θεµελιώδεις

ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις της ελληνικής έννοµης τάξης235.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 34 ΙΙ (α) (δδ) του ν. 2735/1999, η

διαιτητική απόφαση µπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο, αν ο ενάγων

προβάλλει και αποδεικνύει ότι η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύµφωνη µε τη

συµφωνία των µερών ή αν δεν υπάρχει σχετική συµφωνία, αν η διαιτητική

διαδικασία δεν ήταν σύµφωνη µε τον ν. 2735/1999. Η επιλογή, όμως, από το

διαιτητικό δικαστήριο, με παρεµπίπτουσα απόφαση του, ελλείψει σχετικής

συμφωνίας των διαδίκων, ενός μικτού (ανώνυμου) διαδικαστικού συστήματος, με

σύνθεση στοιχείων από τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την

ευχερέστερη και ταχύτερη κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας και πιθανόλογηση

των αποδείξεων, και στοιχείων της τακτικής διαδικασίας του ΚΠολΔ, σε σχέση με

την εµµάρτυρη απόδειξη και τη διαταγή πραγµατογνωµοσύνης, δεν αποτελεί

βάσιμο λόγο για την ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως236, διότι το δικαστήριο

δεν έχει υπερβεί τότε την εξουσία, την οποία του χορηγεί το άρθρο 19 § 2 του ν.

2735/1999, ως προς την επιλογή της ακολουθητέας διαδικασίας και την εκτίµηση

µε πιθανολόγηση των αποδείξεων. Διότι με την επιλογή αυτή του δικαστηρίου, δεν

αναιρέθηκε το ενιαίο της όλης δίκης, αλλά αντίθετα εξυπηρετήθηκε ο σκοπός

αυτής, που είναι η απονοµή της ουσιαστικής δικαιοσύνης δια ανευρεύσεως της

ουσιαστικής αλήθειας και µάλιστα µε την τήρηση των αρχών της ίσης

µεταχείρισης και του δικαιώµατος ακρόασης των μερών, οι οποίες απορρέουν από

το άρθρο 18 του ν.2735/1999. Την άποψη αυτή επιρρωνύει και η ρύθμιση του

άρθρου 26 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με την οποία το διαιτητικό δικαστήριο, αν

τα µέρη δεν συµφώνησαν διαφορετικά, μπορεί να διατάξει πραγµατογνωµοσύνη,

235

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 236

ΑΠ 1422/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Page 112: Pleuri Anna.pdf

112

διορίζοντας προς τούτο πραγµατογνώµονα, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα

του να διατάξει και εµµάρτυρες αποδείξεις, ανεξάρτητα από τον καθορισµό των

διαδικαστικών κανόνων.

Page 113: Pleuri Anna.pdf

113

Κεφάλαιο τρίτο

Διεθνής επενδυτική και ενεργειακή διαιτησία

3.1. Η διεθνής επενδυτική διαιτησία

Είναι γνωστό ότι οι «ξένες επενδύσεις» είναι περιζήτητες από όλα τα κράτη της

διεθνούς κοινότητας. Στην Ελλάδα, οι ξένες επενδύσεις είναι απολύτως αναγκαίες.

Στην χώρα μας, όμως, δεν επικρατεί ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, καθώς

τούτο συμβαίνει όταν μια ξένη επένδυση διατρέχει, όσο γίνεται λιγότερους

κινδύνους σε ορισμένο κράτος. Οι κίνδυνοι για τις ξένες επενδύσεις συχνά

προέρχονται από το ίδιο το κράτος υποδοχής, το οποίο ενίοτε «αυθαιρετεί» το ίδιο,

κατά του ξένου επενδυτή. Στο πλαίσιο της προώθησης και προσέλκυσής των

επενδύσεων, έχει δημιουργηθεί μάλιστα ένας ειδικός κλάδος του διεθνούς δικαίου,

το «Δίκαιο των Ξένων Επενδύσεων». Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, έχει αναπτυχθεί

ραγδαία, ιδίως τα τελευταία χρόνια η διεθνής επενδυτική διαιτησία, ως ένας

συνήθης πλέον τρόπος επίλυσης των διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν από την

υλοποίηση μιας ξένης επένδυσης μεταξύ του κράτους υποδοχής της επένδυσης,

αφενός, και του ξένου επενδυτή, αφετέρου.

Η «επένδυση», πάντως, ως νομική έννοια δεν έχει έναν κοινά αποδεκτό ορισμό.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, πολυμερής συνθήκη, η οποία να ρυθμίζει το σύνολο της

ύλης του δικαίου των ξένων επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η επένδυση ορίζεται

για τις ανάγκες εφαρμογής του κάθε νομικού εργαλείου, σε εθνικό, διμερές ή πιο

σπάνια σε πολυμερές επίπεδο237.

237

Για τον ορισμό της επένδυσης σε διμερές επίπεδο, βλ. Dolzer R.,Stevens M., Bilateral Investment

Treaties, Kluwer Law International, The Hague, 1995, σελ.25-31.

Page 114: Pleuri Anna.pdf

114

Η πολυμερής διεθνής Σύμβαση της Ουάσιγκτον ή Σύμβαση ICSID238, η οποία

έχει ως (περιορισμένο) αντικείμενο την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών και

ξένων επενδυτών, δεν ορίζει επίσης την έννοια της επένδυσης239, αλλά εναποθέτει

το καθήκον προσδιορισμού της στη νομολογία των διαιτητικών δικαστηρίων240.

Οι διεθνείς επενδυτικές διαφορές, είναι διαφορές μεταξύ κρατών και ξένων

επενδυτών. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για «νομικές διαφορές, που έχουν ως

αντικείμενο αξιώσεις ή απαιτήσεις των μερών, οι οποίες στηρίζονται σε δικαιώματα,

υποχρεώσεις ή καθήκοντα που σχετίζονται με, ή απορρέουν από μια συγκεκριμένη

επένδυση»241.

Τα διαιτητικά δικαστήρια εφαρμόζουν μάλιστα, εθνικό ή/και διεθνές δίκαιο,

προκειμένου να επιλύσουν επενδυτικές διαφορές μεταξύ ξένων επενδυτών και των

κρατών υποδοχής. Υπό το φως δε της ελευθερίας των διαδίκων μερών και των

διαιτητών να καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο στη διαιτησία, αλλά και λόγω του

υβριδικού χαρακτήρα της έννομης σχέσης μεταξύ «ξένων επενδυτών» και κρατών

υποδοχής της επένδυσης, υπάρχει σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της εθνικής

και της διεθνούς έννομης τάξης καθώς και στην εφαρμογή σχετικών νομοθετικών

238

Η σύμβαση περί διακανονισμού-επίλυσης διαφορών από επενδύσεις μεταξύ κρατών και υπηκόων

άλλων κρατών (ICSID Convention), ανοίχτηκε προς υπογραφή από τα κράτη της Παγκόσμιας Τράπεζας

στην Ουάσιγκτον στις 18.03.1965. Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 14.10.1966. Στην Ελλάδα κυρώθηκε

με τον α.ν. 680/68 «Περί κυρώσεως της συμβάσεως δια την ρύθμισιν των σχετιζομένων προς τα επενδύσεις

διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων Κρατών», βλ. Π. Στάγκος, Το νομικό πλαίσιο των διεθνών

επενδύσεων, σελ.510 επ. Έως σήμερα, την σύμβαση ICSID έχουν υπογράψει 159 κράτη, ενώ την έχουν

κυρώσει 152. Τo Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών, (INTERNATIONAL CENTRE FOR

SETTLEMENT OF INVESTMENT DISPUTES) (ICSID), είναι μια από τις πέντε διακυβερνητικές

οργανώσεις που απαρτίζουν τον όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας, ιδρύθηκε το 1966 από την σύμβαση

ICSID και η αποστολή του είναι να προωθήσει τις αυξημένες ροές των διεθνών επενδύσεων, παρέχοντας

ένα αμερόληπτο και αποτελεσματικό διεθνές forum για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών

υποδοχής των επενδύσεων και των ξένων επενδυτών. 239

Παρότι είναι η πλέον κατάλληλη προς τούτο, βλ. Π. Γκλαβίνη, Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις

Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.355-356. 240

Βλ. Ch. Schreuer, The ICSID Convention a Commentary, Cambridge University Press, Cambridge,

2001, σελ.121 επ. Για τα κριτήρια που έχουν θέσει τα διαιτητικά δικαστήρια ως προς τον προσδιορισμό

της έννοιας της επένδυσης και της αρμοδιότητας τους σε επενδυτικές διαφορές, βλ. Α. Κουτογλίδου, Η

πολλαπλότητα των τρόπων επίλυσης των διαφορών μεταξύ κρατών και ξένων επενδυτών, δ.δ., σελ. 5-10. 241

Π. Γκλαβίνη, Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, σελ.683, όπου παραπομπή στην υποσημ. με αριθ.396.

Page 115: Pleuri Anna.pdf

115

ρυθμίσεων στο πλαίσιο διαιτησίας μεταξύ επενδυτή και κράτους υποδοχής της

επένδυσης242.

Η διεθνής επενδυτική διαιτησία αποτελεί, άλλωστε τον κυρίαρχο

εξωδικαστικό μηχανισμό επίλυσης διεθνών επενδυτικών διαφορών που

ανακύπτουν μεταξύ κρατών και κυρίως μεταξύ κρατών υποδοχής ξένων

επενδύσεων και των ξένων επενδυτών ή των ίδιων των επενδύσεων τους, λόγω

αθέτησης από πλευράς ενός εκ των διαδίκων μερών μιας διεθνούς επενδυτικής

συνθήκης (διμερούς ή πολυμερούς), μιας επενδυτικής συμφωνίας ή του διεθνούς

εθιμικού δικαίου. Όλες οι διεθνείς επενδυτικές συνθήκες, μάλιστα, προβλέπουν ότι

οι διαφορές που τυχόν ανακύψουν μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, από την

ερμηνεία ή την εκτέλεση τους, θα επιλύονται με διεθνή διαιτησία, την οποία

άλλωστε και οργανώνουν ειδικά με τις διατάξεις τους.

3.2. Η ενεργειακή διαιτησία ως είδος διεθνούς επενδυτικής διαιτησίας

Επενδυτικές ενεργειακές διαφορές αναφύονται κυρίως μεταξύ ορισμένου

ιδιώτη επενδυτή, που συνήθως πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ορισμένου

κράτους που αποτελεί το κράτος υποδοχής της επένδυσης

Το μέρος V και ειδικότερα τα άρθρα 26-28 της ECT περιέχουν ένα

συγκεκριμένο σύστημα επίλυσης των επενδυτικών ενεργειακών διαφορών. Οι εν

λόγω ρυθμίσεις είναι ιδιαίτερης σημασίας, διότι μέσω αυτών αυξάνεται η

εμπιστοσύνη των επενδυτών, και ενθαρρύνονται αυτοί να επενδύσουν τα κεφάλαιά

τους διασυνοριακά ήτοι σε άλλα κράτη-εδάφη. Το εν λόγω σύστημα επίλυσης

διαφορών, σκοπεί στο να εξασφαλίσει την απαιτούμενη για τους επενδυτές

προβλεψιμότητα, αλλά και την προστασία τους από τη κυριαρχία του κράτους

242

Βλ. Hege Elizabeth Kjos, Applicable Law in Investor-State Arbitration, The Interplay between National

and International Law.

Page 116: Pleuri Anna.pdf

116

υποδοχής της επένδυσης, ώστε αυτό να μην αποκλίνει από τις εκ της Συνθήκης

υποχρεώσεις του.

Πιο αναλυτικά, η ΕCT περιλαμβάνει διάφορους μηχανισμούς επίλυσης

διαφορών, οι οποίοι συνδέονται με συγκεκριμένα αντικείμενα της Συνθήκης.

Ειδικότερα, προβλέπονται μηχανισμοί για την επίλυση διαφορών, όπως διαιτησία

μεταξύ επενδυτή και κράτους για τις επενδυτικές διαφορές243

, διαιτησία μεταξύ

κρατώ για μη εμπορικές διαφορές244

καθώς και η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 της

ECT μέθοδος (panel system) για εμπορικές διαφορές245

.

Εκ των ανωτέρω, η πλέον συνήθης στον χώρο των επενδύσεων σε «ξένα»

κράτη είναι η διαιτησία μεταξύ επενδυτή (investor) και κράτους (state), βάσει του

άρθρου 26 της Συνθήκης246

. Η εν λόγω μέθοδος παρουσιάζει αξιοσημειώτα θετικά

αποτελέσματα στην επίλυση ενεργειακών – επενδυτικών διαφορών, οι οποίες

προκύπτουν από συμβάσεις που έχουν υπογραφεί μεταξύ ορισμένου επενδυτή

(συνήθως ιδιωτικός φορέας) και κράτους υποδοχής της επένδυσης (host state). Oι

διαφορές αυτές, μάλιστα, πριν την σύναψη της σύμβασης για την επίλυση των

επενδυτικών διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών (ICSID) και

της ECT, μπορεί και να οδηγούσαν σε πολιτικές συγκρούσεις και σε διατάραξη

των σχέσεων μεταξύ κρατών .

Στο πλαίσιο της επενδυτικής σύμβασης, την οποία υπογράφουν τα

εμπλεκόμενα στην επένδυση μέρη (ξένος επενδυτής και κράτος υποδοχής της

επένδυσης), υπάρχει ευρεία διακριτική ευχέρεια δράσης, ταυτόχρονα όμως

ενεργούν υπό την αιγίδα μιας διμερούς επενδυτικής συνθήκης (Bilateral

Investment Treaty –BIT), εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια.

243

Βλ. άρθρο 26 της ECT. 244

Βλ. άρθρο 27 της ECT. 245

Βλ. και Annex D της ECT. 246

T. Roe/M. Happold, (Consultant Editor James Dingemans QC) ,Settlement of Investment Disputes

under the Energy Charter Treaty, σελ. 18.

Page 117: Pleuri Anna.pdf

117

Οι διμερείς επενδυτικές συνθήκες (ΒΙΤ) συνάπτονται μεταξύ δυο κρατών.

και περιέχουν όλες τις αρχές που ισχύουν για την «επενδυτική προστασία», οι

οποίες πρέπει να τηρούνται και να εφαρμόζονται από το κράτος υποδοχής της

επένδυσης. Επιπλέον, περιέχουν διατάξεις οι οποίες διαγράφουν συστηματικά την

ακολουθητέα διαδικασία, σε περίπτωση κατά την οποία προκύψει διαφορά από μια

σύμβαση επενδύσεως μεταξύ συγκεκριμένου συμβαλλομένου κράτους και

υπηκόου ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους. Τούτο, ασφαλώς, συμβάλλει στη

«νομική προβλεψιμότητα» από την πλευρά του επενδυτή247

, καθώς οι

περισσότερες ΒΙΤ περιέχουν διατάξεις, οι οποίες καθιερώνουν μια συγκεκριμένη

χρονικά περιορισμένη περίοδο για φιλικό διακανονισμό (amicable settlement) και

κατόπιν δίνουν τη δυνατότητα διαιτησίας στο πλαίσιο της ICSID ή ad hoc

διαιτησίας. Τα μέρη είναι, βεβαίως, ελεύθερα να επιλέξουν και την

«παραδοσιακή» επιλογή της προσφυγής στα τακτικά δικαστήρια του κράτους

υποδοχής της επένδυσης. Στο πλαίσιο της ΕCT, σε περίπτωση επένδυσης στον

τομέα της ενέργειας, ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει να προσφύγει για την σχετική

διαφορά στη διεθνή διαιτησία, έχοντας στη διάθεση του τέσσερις διαθέσιμες

διαδικασίες διαιτησίας248

.

Η ECT έχει διαμορφώσει ένα μοναδικό για το διεθνές δίκαιο πολυμερές

πλαίσιο για την ενεργειακή συνεργασία. Η «στρατηγική» αξία των εν λόγω

ρυθμίσεων είναι πιθανό να αυξηθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών για την

οικοδόμηση ενός νομικού συστήματος για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια,

με γνώμονα τις αρχές των ανοιχτών, ανταγωνιστικών αγορών και την αειφόρο

ανάπτυξη. Αξίζει δε να σημειωθoύν, ως καινοτόμες, οι ρυθμίσεις της ECT σε

σχέση με τους μηχανισμούς για την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών (state to

247

Όπως και το πέμπτο μέρος (Part V) της ECT. 248

Βλ. άρθρο 26 § 4 a-c της ECT.

Page 118: Pleuri Anna.pdf

118

state) και μεταξύ κράτους και επενδυτή (investor to state)249

. Περαιτέρω, το τρίτο

μέρος της ECT, δηλαδή τα άρθρα 10-17 περιέχουν διατάξεις, οι οποίες

ενθαρρύνουν την προώθηση και προστασία των επενδύσεων στον τομέα της

ενέργειας, αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν τις αρχές εκείνες,

που παραβιάζονται από το κράτος υποδοχής της επένδυσης. Το προκείμενο μέρος

της ECT συντάχθηκε σύμφωνα με πρότυπα των διμερών επενδυτικών συνθηκών

(ΒΙΤs), τα οποία ίσχυαν τότε, αλλά και σύμφωνα με τα διάφορα πρότυπα και

αρχές που περιλαμβάνονται σ’ αυτές. Δόθηκε, λοιπόν, έμφαση στο τρίτο μέρος

της ECT στην εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων, επομένως η παροχή

προστασίας του επενδυτή «εξαιρείται» στο στάδιο των διαπραγματεύσεων με το

κράτος υποδοχής, ήτοι πριν την υπογραφή της επενδυτικής σύμβασης.

Το πέμπτο μέρος της ECT και δη τα άρθρα 26-28, περιέχουν μηχανισμούς

επίλυσης διαφορών που προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή των

ουσιαστικών διατάξεων της Συνθήκης και στοχεύουν έτσι στην προστασία των

επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα.

Αρχικώς, το άρθρο 26 (1) της ECT προβλέπει την ενεργοποίηση της

φιλικής διευθέτησης της διαφοράς, αν αυτή είναι δυνατή ορίζοντας συγκεκριμένα:

«Disputes between a Contracting Party and an Investor of another Contracting

Party relating to an Investment of the latter in the Area of the former, which

concern an alleged breach of an obligation of the former under Part III shall, if

possible, be settled amicably». Είναι άλλωστε γεγονός ότι η προσπάθεια-περίοδος

φιλικού διακανονισμού αποτελούν το πρώτο βήμα σε ΒΙΤs, στις οποίες

στηρίχθηκαν οι συντάκτες της ECT.

Ακολούθως, αν ο ιδιώτης επενδυτής επιλέξει να υποβάλει τη διαφορά στη

διεθνή διαιτησία το άρθρο 26 (4) της ECT περιέχει τέσσερις διαθέσιμες σχετικές

249

Bλ. Εισαγωγή της ECT, σελ.11.

Page 119: Pleuri Anna.pdf

119

επιλογές. Κατ’αρχάς, ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει τη διαιτησία στο Διεθνές

Κέντρο για την επίλυση των επενδυτικών διαφορών, το οποίο ιδρύθηκε από τη

σύμβαση ICSID, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος καταγωγής του επενδυτή και

το κράτος υποδοχής είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ICSID. Ως δεύτερη

επιλογή, ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει τους «Πρόσθετους Κανόνες

Διευκόλυνσης» για τη διαχείριση των διαδικασιών από το Κέντρο250

, επίσης αν το

κράτος καταγωγής του επενδυτή και το κράτος υποδοχής είναι συμβαλλόμενα

μέρη στη σύμβαση ICSID.

Τρίτον, ο επενδυτής είναι μπορεί να επιλέξει ένα διαιτητή ή ad hoc

διαιτητικό δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τον κανονισμό διαιτησίας της

UNICITRAL. Ως τέταρτη και τελευταία επιλογή, είναι η προσφυγή στη θεσμική

διαιτησία του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Στοκχόλμης251

. Σε κάθε περίπτωση,

για καμία από τις ανωτέρω επιλογές, δεν προκύπτει από το άρθρο 26 της ECT, η

(διαδικαστική) υποχρέωση για τον προσφεύγοντα επενδυτή να εξαντλήσει

προηγουμένως τα εσωτερικά ένδικα μέσα, πριν προσφύγει στη διαιτησία.

Εάν ο επενδυτής αποφασίσει με ποια από τις ανωτέρω διαδικασίες

διαιτησίας θα προχωρήσει, κατόπιν απαιτείται η πλήρωση ορισμένων

προϋποθέσεων κατά το άρθρο 26 της ECT. Tο διαιτητικό δικαστήριο θα πρέπει,

λοιπόν, να αποφανθεί επι της δικαιοδοσίας του σε σχέση με το αντικείμενο της

συγκεκριμένης διαφοράς (rationae materiae), επί των συγκεκριμένων (αντιδίκων)

προσώπων (ratione personae) καθώς και επί του ορισμένου χρονικού σημείου που

προέκυψε η διαφορά (ratione temporis).

Αναφορικά με τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου ως προς το

αντικείμενο της συγκεκριμένης διαφοράς στο πλαίσιο της ECΤ (rationae

materiae), σημειώνεται ότι αυτή πρέπει να πρόκειται για διαφορά, προκύπτουσα

250

ICSID Additional Facility Rules for the administration of Proceedings. 251

Arbitration Institution of the Stockholm Chamber of Commerce.

Page 120: Pleuri Anna.pdf

120

από επικαλούμενη παραβίαση της υποχρέωσης ορισμένου συμβαλλόμενου μέρους,

σύμφωνα με το τρίτο μερός της ECT252

, ήτοι για διαφορά που προέκυψε από μια

επένδυση, όπως η τελευταία ορίζεται στο άρθρο 1 της ECT. Τούτο σημαίνει ότι

θα πρέπει να πρόκειται για επένδυση συνδεδεμένη στενά με μια οικονομική

δραστηριότητα στον ενεργειακό τομέα. Επιπλέον θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως

τέτοια και κατά το άρθρο 26 της ECT και η περιοχή της επένδυσης στο κράτος

υποδοχής θα πρέπει να είναι σε συμβαλλόμενο στην Συνθήκη κράτος.

Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, το κράτος από το οποίο προέρχεται ο

επενδυτής (κράτος καταγωγής του επενδυτή) της συγκεκριμένης επένδυσης, θα

πρέπει να είναι συμβαλλόμενο μέρος στην ECT. Τέλος, σε σχέση με την χρονική

προϋπόθεση, τα παραγωγικά της αξίωσης γεγονότα θα πρέπει να έχουν συμβεί σε

χρονικό σημείο, το οποίο θεμελιώνει πράγματι, τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου253

.

Επιπλέον, επιπροσθέτα προς τα ανωτέρω απαιτείται έγγραφη συναίνεση, σε

σχέση με την συγκεκριμένη επιλογή, σύμφωνα με το άρθρο 26 (4) της ECT, η

οποία πρέπει να εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 26 (5) της ECT. Πρόκειται: α) για

την γραπτή συγκατάθεση των διαδίκων, σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ της σύμβασης

ICSID και για τους σκοπούς των πρόσθετων κανόνων διαχείρισης (Additional

Facility Rules), β) για «γραπτή συμφωνία» για τους σκοπούς του άρθρου ΙΙ της

σύμβασης της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών

διαιτητικών αποφάσεων και γ) για την απαιτούμενη συμφωνία των μερών μιας

σύμβασης να έχουν συμφωνήσει γραπτώς για τους σκοπούς του άρθρου 1 των

κανόνων διαιτησίας της UNCITRAL.

Περαιτέρω, κάθε διαιτησία δυνάμει του άρθρου 26 της ΕCT, κατόπιν

αιτήματος οποιουδήποτε μέρους πραγματοποιείται σε κράτος που είναι

252

Λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων του άρθρου 17 της ECT. 253

T. Roe/M. Happold, (Consultant Editor James Dingemans QC) ,Settlement of Investment Disputes

under the Energy Charter Treaty, σελ. 40-41.

Page 121: Pleuri Anna.pdf

121

συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης της Νέας Υόρκης. Οι εν λόγω αιτήσεις

διαιτησίας, θεωρούνται ότι προκύπτουν από εμπορική σχέση ή συναλλαγή, για

τους σκοπούς του πρώτου άρθρου Ι της εν λόγω σύμβασης254

.

Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και τους ισχύοντες κανόνες και αρχές του

διεθνούς δικαίου, αυτά θα αποφασιστούν από το διαιτητικό δικαστήριο, κατά το

άρθρο 26 (6) της ΕCT.

Σημαντικό νομικό ζήτημα για τις επενδυτικές ενεργειακές διαφορές, το

οποίο απασχολεί συχνά σε διαφορές μεταξύ Ευρωπαίων επενδυτών κατά κρατών-

μελών της ΕΕ, αποτελεί αυτό της σχέσεως και δη υπάρξεως ή μη στις εν λόγω

διαφορές συγκρούσεως μεταξύ του Ευρωπαϊκού Δικαίου και των διατάξεων των

εκατοντάδων ενδοενωσιακών διμερών συμφωνιών της ΕCT255

. Την εν λόγω

προβληματική, αναπυροδότησε, προσφάτως, η έκδοση της πρώτης διαιτητικής

απόφασης σε μια σειρά από αρκετές υποθέσεις διαφορών ηλιακής ενέργειας

εναντίον της Ισπανίας256

. Η ένδικη διαφορά αφορούσε αξιώσεις δυο εταιρειών με

έδρα το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία, εναντίον της Ισπανίας, στηριζόμενη

στην ECT και στον ισχυρισμό (claim) ότι η Ισπανία παραβίασε τις εκ της

Συνθήκης υποχρεώσεις της, όταν υιοθέτησε μέτρα τα οποία μειώνουν αναδρομικά

συμφωνημένο δασμολόγιο (feed -in tariff) και άλλες δεσμεύσεις για εγκαταστάσεις

ηλιακής ενέργειας. Η πλειοψηφία του διαιτητικού δικαστηρίου κατέληξε στο

συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση και σημαντική διατάραξη των «επίδικων»

επενδύσεων και των επενδυτών και απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό.

254

Βλ. άρθρο 26 (5) της ECT. 255

Για το οποίο βλ. αναλυτικά άρθρο του Δρος. Ν. Λαβράνου, με τίτλο: «The Lack of Any Legal Conflict

Between EU Law and Intra-EUBITs/ECT Disputes», διαθέσιμο στο ιστολόγιο:

http://efilablog.org/2016/02/25/the-lack-of-any-legal-conflict-between-eu-law-and-intra-eu-bitsect-

disputes/. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04/03/2016. 256

Πληροφόρηση διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://www.italaw.com/cases/2082.Ημερομηνία τελευταίας

πρόσβασης: 04/03/2016.

Page 122: Pleuri Anna.pdf

122

Το επιχείρημα το οποίο επανειλημμένα επαναλαμβάνεται από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ορισμένα κράτη-μέλη (ιδίως την Ισπανία, την Τσεχία και

την Σλοβακία) σε όλες τις ενδοενωσιακές σχετικές διαφορές είναι ότι υπάρχει

αντίθεση και σύγκρουση μεταξύ της νομοθεσίας της ΕΕ και των διατάξεων των

πολυάριθμων (εκατοντάδων) διμερών ενδοενωσιακών συμφωνιών εντός της ECT,

η οποία καθιστά ανεφάρμοστες τις τελευταίες ή πάντως εμποδίζει Ευρωπαίους

επενδυτές από το να τις χρησιμοποιούν εναντίον των κρατών –μελών. Στην εν

λόγω προβληματική υποστηρίζονται συνοπτικά τα εξής επιχειρήματα. Το πρώτο

αφορά στο υποστηριζόμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι, λόγω της

προσχώρησης χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ το έτος

2004 και το έτος 2007, οι υφιστάμενες ενδοενωσιακές διμερείς συμφωνίες

ενέργειας, αντικαταστάθηκαν από το δίκαιο της ΕΕ.

Το δεύτερο επιχείρημα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην ως άνω

αναφερόμενη διεξαχθείσα διαιτησία, αφορούσε στο ότι το άρθρο 344 της ΣΛΕΕ

απαγορεύει διαιτητική διαδικασία επίλυσης διαφοράς μεταξύ ιδιώτη και κράτους-

μέλους. Όπως όμως ορθά σημείωσε το διαιτητικό δικαστήριο στην ανωτέρω

υπόθεση, το εν λόγω άρθρο αναφέρεται κυριολεκτικά σε διακρατικές διαφορές και

όχι σε διαφορές μεταξύ κρατών-μελών και ιδιωτών. Οι πολυάριθμες, άλλωστε,

διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των κρατών-μελών, που αφορούν

στην ερμηνεία της νομοθεσίας της ΕΕ διαψεύδουν την υποστηριζόμενη από την

Ισπανία άποψη ότι μόνον θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να έχουν

δικαιοδοσία επί των διαφορών, που αφορούν Ευρωπαϊκό δίκαιο. Κατά την άποψη

του διαιτητικού δικαστηρίου, τα κράτη-μέλη μπορούν να συμφωνούν να

επιλύονται, μέσω διαιτησίας, διαφορές οι οποίες ενδεχομένως περιλαμβάνουν και

ζητήματα Ευρωπαϊκού δικαίου. Περαιτέρω, το διαιτητικό δικαστήριο βασιζόμενο

στην υπόθεση «ΕcoSwiss», έκρινε ότι είναι «καθολικά αποδεκτό» ότι τα

διαιτητικά δικαστήρια έχουν όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά και το καθήκον να

Page 123: Pleuri Anna.pdf

123

εφαρμόζουν Ευρωπαϊκό δίκαιο. Επικαλούμενο, μάλιστα, την εκδοθείσα στην

υπόθεση «Εlectrabel v. Hungary» διαιτητική απόφαση257

, το διαιτητικό

δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 344 της ΣΛΕΕ ως μια εγγύηση ότι το ΔΕΕ «έχει

τον τελευταίο λόγο» αναφορικά με το δίκαιο της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί

η ομοιόμορφη ερμηνεία του. Παραπέμποντας δε και πάλι στην υπόθεση

«Εlectrabel v. Hungary», το διαιτητικό δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ΕΕ

αποδέχθηκε τη δυνατότητα διαιτησίας μεταξύ επενδυτή και κράτους μέλους,

σύμφωνα με το άρθρο 26 της ECT, όταν η ίδια έγινε συμβαλλόμενο μέρος στην εν

λόγω Συνθήκη, κατά το άρθρο 46 αυτής.

Το τρίτο δε επιχείρημα προβλήθηκε στην ανωτέρω διαιτησία από την

πλευρά της Ισπανίας. Αφορούσε στον ισχυρισμό ότι η ECT περιέχει τη λεγόμενη

«σιωπηρή ρήτρα αποσύνδεσης» για τις διαφορές εντός της ΕΕ. Πράγματι

ορισμένες διεθνείς συνθήκες στις οποίες όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι

συμβαλλόμενα μέρη, περιέχουν τις επονομαζόμενες «σαφείς ρήτρες αποσύνδεσης»,

σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη της ΕΕ θα εφαρμόζουν τις σχετικές

διατάξεις της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας στις αμοιβαίες σχέσεις τους, αντί αυτών της

διεθνούς συνθήκης που τις περιέχει. Ωστόσο, η ECT δεν περιέχει «σαφή ρήτρα

αποσύνδεσης», και έτσι η ως άνω διαιτητική απόφαση δεν αποδέχθηκε το

επιχείρημα της Ισπανίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί υπάρξεως στην εν

λόγω υπόθεση «ρήτρας σιωπηρή αποσύνδεσης».

Το τέταρτο και τελευταίο επιχείρημα προβλήθηκε στην ανωτέρω υπόθεση

και πάλι από την Ισπανία και βασιζόταν στο ότι οι επενδυτές ενός κράτους μέλους

της ΕΕ ήταν ταυτόχρονα και επενδυτές της ΕΕ. Δεδομένου δε ότι η ΕΕ είναι

συμβαλλόμενο μέρος στην ECT, η Ισπανία ισχυρίστηκε ότι επενδυτές ενός

κράτους μέλους της ΕΕ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «επενδυτές ενός άλλου

257

Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα:http://www.italaw.com/cases/documents/1624. Ημερομηνία τελευταίας

πρόσβασης: 04.03.2016.

Page 124: Pleuri Anna.pdf

124

συμβαλλόμενου μέρους». Υποστηρίχθηκε επίσης, ότι ο ορισμός του όρου

«επικράτεια» περιλαμβάνει το έδαφος όλων των κρατών μελών και ως εκ τούτου

ότι οι επενδυτές προέρχονται από την ίδια «περιοχή» ή «έδαφος». Το διαιτητικό

δικαστήριο ορθώς απέρριψε την εν λόγω «κατασκευή», κρίνοντας ότι τα κράτη

μέλη της ΕΕ, δεν έχασαν την ιδιότητά τους ως συμβαλλόμενα στην ECT μέρη,

όταν η ΕΕ επικύρωσε την Συνθήκη αυτή. Δέχθηκε επίσης ότι Ισπανικό έδαφος

αποτελεί η σχετική «περιοχή» για σκοπούς προσδιορισμού δικαιοδοσίας και όχι το

έδαφος της ΕΕ στο σύνολό της.

Στοιχιζόμενο με άλλες διαιτητικές αποφάσεις αναφορικά με επενδυτικές

διαφορές εντός της ΕΕ, το ως άνω διαιτητικό δικαστήριο απέρριψε εν όλω τα

ανωτέρω επιχειρήματα. Τούτο, μάλιστα, είναι σύμφωνα με τον νόμο, καθώς, κατά

τους ισχύοντες κανόνες, μόνον η ρητή καταγγελία των ECT θα έπαυε την

εφαρμογή των εν λόγω επενδυτικών συνθηκών και μόνον αφού η σχετική ρήτρα

είχε λήξει. Πρόσφατο δε παράδειγμα είναι η κατάργηση της ECT από την Ιταλία,

από την 1η Ιανουαρίου 2016. Άλλως, ούτε η ένταξη χωρών στην ΕΕ, ούτε

οποιαδήποτε διάταξη του δικαίου της ΕΕ στέκεται εμπόδιο

στη διαιτησία μεταξύ επενδυτή και κράτους μέλους, η οποία βασίζεται σε έγκυρες

επενδυτικές συνθήκες. Βεβαίως, εκτός από τα νομικά συμπεράσματα, σημαντικές

εν προκειμένω είναι και οι πολιτικές εμπλοκές. Διότι από την εμφάνιση της

πρώτης εντός ΕΕ διαφοράς στην υπόθεση «Eastern Sugar»258

το 2007, οι

προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ματαιώσει την επίκληση των

ενδοενωσιακών διμερών συνθηκών για την ενέργεια (ECT) έχουν αποτύχει σε

όλους τους τομείς. Επιπλέον, παρά την αύξηση του αριθμού των σχετικών

διαφορών εντός της ΕΕ, τα περισσότερα κράτη- μέλη να εξακολουθούν να

θεωρούν τις εν λόγω συνθήκες εξαιρετικά αναγκαίες και δεν τις έχουν, ακόμη,

258

Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://www.italaw.com/cases/documents/369. Ημερομηνία τελευταίας

πρόσβασης: 04.03.2016.

Page 125: Pleuri Anna.pdf

125

τουλάχιστον, τερματίσει. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή

αποφάσισε να εφαρμόσει μια τριπλή επιθετική προσέγγιση στην προσπάθεια της

να «εξαφανίσει» τη χρήση των ενδοενωσιακών διμερών συνθηκών για την

ενέργεια (ECT).

Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασίες κατά πέντε

κρατών μελών259

, με την αιτίαση ότι οι ενδοενωσιακές διμερείς επενδυτικές

συνθήκες τους, παραβιάζουν ότι το δίκαιο της ΕΕ. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή

Επιτροπή προέβη σε μια πρωτοφανή ενέργεια. Απαγόρευσε στη Ρουμανία να

εκπληρώσει τις διεθνείς υποχρεώσεις πληρωμής της260

, σύμφωνα με τη διαιτητική

απόφαση «Micula»261

διότι αυτό, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αποτελούσε

(δήθεν) νέα, παράνομη κρατική ενίσχυση. Στην εν λόγω υπόθεση, οι αδερφοί

«Micula» άσκησαν το έτος 2014 προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής262

, η

οποία εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής

Ένωσης. Λίαν προσφάτως δε, ήτοι στις 04.02.2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή

προσπάθησε να ακυρώσει την από το ICSID εκδοθείσα διαιτητική απόφαση,

προσφεύγοντας ενώπιον Αμερικανικών δικαστηρίων263

.

Ως τρίτη ενέργεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να παρεμβαίνει ενεργά

σε όλες τις υποθέσεις που αφορούν ενδοενωσιακές διμερείς συνθήκες για την

ενέργεια, προσπαθώντας να πείσει τα διαιτητικά δικαστήρια, βάσει των ανωτέρω

επιχειρημάτων ότι δεν έχουν δικαιοδοσία. Παρότι η εν λόγω προσπάθεια έχει

259

Βλ. την από 18.6.2015 σχετική ανακοίνωση τύπου στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:

http://europa.eu/rapid/press-release_IP-15-5198_en.htm. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:04.03.2016. 260

Βλ. σχετ.: http://www.globalinvestmentprotection.com/index.php/micula-vs-brussels-dracula/.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04.03.2016. 261

Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://www.italaw.com/sites/default/files/case-documents/italaw3036.pdf.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04.03.2016. 262

Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://eur-lex.europa.eu/legal-

content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A62014TN0646. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04.03.2016. 263

Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://www.italaw.com/sites/default/files/case-documents/italaw7096.pdf.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04.03.2016.

Page 126: Pleuri Anna.pdf

126

αποτύχει ενώπιον των διαιτητικών δικαστηρίων, ενδιαφέρον είναι αν οι δυο

αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες προσεγγίσεις και απόψεις της Ευρωπαϊκής

Επιτροπής ευδοκιμήσουν εν τέλει ενώπιον του ΔΕΕ. Αν αυτό πράγματι συμβεί, θα

σημαίνει το τέλος των εντός της ΕΕ επενδυτικών διαιτησιών. Το ερώτημα που

προκύπτει, όμως, είναι κατά πόσο η εναπομείνασα τότε δυνατότητα της

«δικαστικής οδού» ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων θα βοηθήσει πράγματι τους

ενάγοντες επενδυτές ιδιαιτέρως, αν ληφθούν υπόψη,

οι πραγματικές αδυναμίες του δικαστικού συστήματος σε πολλά κράτη μέλη της

ΕΕ264

.

Βάσει των ανωτέρω, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει

πράγματι σύγκρουση δικαίων μεταξύ του δικαίου της ΕΕ και των ενδοενωσιακών

διμερών συνθηκών δια την ενέργεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαία και ότι δεν

μπορεί να δημιουργηθεί σχετική πολιτική σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να

οδηγήσει σε σημαντική μείωση του επιπέδου προστασίας των επενδύσεων και

των επενδυτών εντός της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στα διαιτητικά

δικαστήρια και στο ΔΕΕ, όταν επιλύουν επενδυτικές ενεργειακές διαφορές να

αποφασίσουν, με βάση τους κανόνες του δικαίου, ώστε να απονείμουν δικαιοσύνη.

Η σύμβαση περί διακανονισμού -επίλυσης διαφορών από επενδύσεις μεταξύ

κρατών και υπηκόων άλλων κρατών (ICSID Convention), ανοίχτηκε προς

υπογραφή από τα κράτη της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον στις

18.03.1965. Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 14.10.1966 και κυρώθηκε στην

Ελλάδα με τον α.ν. 680/68 «Περί κυρώσεως της συμβάσεως δια την ρύθμισιν των

σχετιζομένων προς τα επενδύσεις διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων

Κρατών»265

. Έως σήμερα, την σύμβαση ICSID έχουν υπογράψει 159 κράτη, ενώ

264

Βλ. σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότητας

των δικαστικών συστημάτων των κρατών - μελών της ΕΕ για το 2015 σε http://europa.eu/rapid/press-

release_IP-15-4575_en.htm . Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 05.03.2016. 265

Bλ. Π. Στάγκο, Το νομικό πλαίσιο των διεθνών επενδύσεων, σελ.510 επ.

Page 127: Pleuri Anna.pdf

127

την έχουν κυρώσει 152. Τo Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών,

(INTERNATIONAL CENTRE FOR SETTLEMENT OF INVESTMENT

DISPUTES) (ICSID), είναι μια από τις πέντε διακυβερνητικές οργανώσεις που

απαρτίζουν τον όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας, ιδρύθηκε το 1966 από την

σύμβαση ICSID και η αποστολή του είναι να προωθήσει τις αυξημένες ροές των

διεθνών επενδύσεων, παρέχοντας ένα αμερόληπτο και αποτελεσματικό διεθνές

forum για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών υποδοχής των

επενδύσεων και των ξένων επενδυτών.

Οι διεθνείς επενδυτικές διαφορές, είναι διαφορές μεταξύ κρατών και ξένων

επενδυτών. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για «νομικές διαφορές, που έχουν ως

αντικείμενο αξιώσεις ή απαιτήσεις των μερών, οι οποίες στηρίζονται σε δικαιώματα,

υποχρεώσεις ή καθήκοντα που σχετίζονται με, ή απορρέουν από μια συγκεκριμένη

επένδυση»266

.

Εξετάζοντας συγκριτικά την Σύμβαση ΙCSID και την ECT στον τομέα της

επίλυσης διεθνών ενεργειακών διαφορών, μέσω διαιτησίας, προκύπτουν οι

ακόλουθες διαπιστώσεις.

Η ECT είναι μια πολυμερής συνθήκη, το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της

οποίας έχουν ουσιαστικό και όχι δικονομικό χαρακτήρα. Ο κύριος δε σκοπός της,

όπως σημειώθηκε και ανωτέρω, είναι να ρυθμίσει τις επενδύσεις στον τομέα της

ενέργειας. Από την άλλη πλευρά η σύμβαση ICSID, περιέχει δικονομικές

ρυθμίσεις, με πρωταρχικό στόχο να προωθήσει, έτσι, την οικονομική ανάπτυξη

στις (ιδιωτικές) διεθνείς επενδύσεις σε οποιονδήποτε τομέα, μέσω της δημιουργίας

ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος. Επιπλέον ενώ και οι δυο αυτές συμβάσεις έχουν

ως κύριο στόχο την ενθάρρυνση των επενδύσεων, η ECT συγκεκριμένα

εφαρμόζεται σε επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, παρέχοντας «νομική

προβλεψιμότητα» σε αυτές, μέσω των ρυθμίσεων της. 266

Π. Γκλαβίνη, Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, σελ.683, όπου παραπομπή στην υποσημ. με αριθ.396.

Page 128: Pleuri Anna.pdf

128

Ένα από τα πιο σημαντικά για τους επενδυτές πλεονεκτήματα της σύμβασης

ICSID είναι ότι παρέχει ένα συγκεκριμένο σύστημα επίλυσης των διαφορών,

δήλαδη τη διαιτησία της ICSID (the ICSID arbitration). Ειδικότερα, προβλέπει

λεπτομερείς διαιτητικούς κανόνες, προκειμένου να πετύχει τη «νομική

προβλεψιμότητα». Επιπρόσθετα, στους κόλπους της ICSID λειτουργεί θεσμική

διαιτησία, που εγγυάται την επίβλεψη της διαιτητικής διαδικασίας διαιτησίας από

θεσμικά όργανα. Στην σύμβαση ICSID προέχει, λοιπόν, ο δικονομικός

χαρακτήρας και οι ρυθμίσεις της στοχεύουν στη δικονομική διάρθρωση της

διαιτησίας που διεξάγεται στους κόλπους της.

Πρεπει βεβαίως να σημειωθεί ότι το πέμπτο μέρος της ECT, περιλαμβάνει

κατ'εξαίρεση δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν το σύστημα της

διαιτητικής επίλυσης διαφορών υπό την αιγίδα της ICSID και αποτελούν μια από

τις ενδεχόμενες επιλογές των μερών. Το εν λόγω (πέμπτο) μέρος της ECT βέβαια,

περιέχει ρυθμίσεις κυρίως υπέρ του επενδυτή, ενώ η σύμβαση ICSID χορηγεί

«νομική προβλεψιμότητα» και προστασία όχι μόνο στον επενδυτή, αλλά και στο

κράτος υποδοχής.

Στο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον, ο επενδυτής στον ενεργειακό τομέα,

αποκτά άμεση πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικό διεθνές forum, σε περίπτωση

κατά την οποία ανακύψει διαφορά. Έχει δηλαδή δημιουργηθεί περιβάλλον

ασφάλειας δικαίου, που είναι αναγκαίος όρος για να καταλήξει κανείς σε μια

επενδυτική απόφαση. Επιπλέον η προσφερόμενη, μέσω της σύμβασης ICSID,

επιλογή της διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς δημιουργεί θετικό επενδυτικό

κλίμα στο κράτος υποδοχής και πιθανότητα προσέλκυσης διεθνών επενδύσεων,

αλλά και προστατεύει το τελευταίο από ενδεχόμενες «διαφυγές» του αλλοδαπού ή

διεθνούς δικαίου ή/και από τη διπλωματική προστασία, που μπορεί να επηρεάσει

και την ισορροπία στις διακρατικές σχέσεις.

Page 129: Pleuri Anna.pdf

129

Σύμφωνα δε με το άρθρο 41της ICSID, μόνο το διαιτητικό δικαστήριο έχει

την εξουσία και αρμοδιότητα να αποφασίζει για τη δικαιοδοσία του.

Σε περίπτωση που ένας επενδυτής επιδιώξει την έναρξη διαιτησίας, βάσει του

άρθρου 26 (4) (α) (i) της ECT, στο πλαίσιο της σύμβασης ICSID, θα πρέπει να

αποδειχθεί ότι πρόκειται για νομική διαφορά, η οποία πηγάζει άμεσα από

επένδυση, υπό την έννοια που έχει ο όρος «επένδυση» στο πλαίσιο της σύμβασης

ICSID267

. Επομένως, σε σχέση με τη διεθνή δικαιοδοσία, θα πρέπει να πληρούνται

οι ακόλουθες προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 25 (1) ICSID, παράλληλα με

την απαραίτητη συγκατάθεση, δυνάμει του άρθρου 26 (1) της ΕCT: Α) Να υπάρχει

νομική διαφορά, προκειμένου να αποφευχθούν πολιτικά ζητήματα. Σύμφωνα με

το άρθρο 26 (1) της ECT, οι διαφορές που επιλύονται στο πλαίσιο της Συνθήκης,

πρέπει να αφορούν μια επικαλούμενη παραβίαση ορισμένης υποχρέωσης του ενός

μέρους, σύμφωνα με το τρίτος μέρος αυτής, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα

πρότυπα και αρχές, οι οποίες θα πρέπει να τηρούνται από τα κράτη υποδοχής της

επένδυσης, όπως η αρχή της μη διακρίσεως κλπ. Β) Η διαφορά να έχει προκύψει

άμεσα από ορισμένη επένδυση, ήτοι να είναι (ευλόγως) στενά συνδεδεμένη με

επένδυση. Για τον ορισμό της έννοιας «επένδυση» εν προκειμένω, θα πρέπει να

εφαρμόζεται επιτυχώς το «Double-barrelled test». Στο πλαίσιο αυτό, έχουν

δημιουργηθεί τέσσερα κριτήρια268

: 1) H συνεισφορά του επενδυτή στο κράτος

υποδοχής, 2) η διάρκεια της επένδυσης, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις

πρόκειται για μακροπρόθεσμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, 3) η συμμετοχή

στους κινδύνους της επιχείρησης και 4) η λειτουργία του επενδυτή θα πρέπει να

συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας υποδοχής.

267

T.Roe/M. Happold, (consultant Editor James Dingemans QC), Settlement of Investment Disputes

under the Energy Charter Treaty, σελ..41. 268 Case Salini Costruttori S.P.A and Italstrade Vs. Kingdom of Morocco.

Page 130: Pleuri Anna.pdf

130

Επιπλέον, η έννοια «επένδυση», θα πρέπει να εξετάζεται και υπό το πρίσμα της

ECT, η οποία περιέχει η ίδια ορισμό περί «επενδύσεων» και «επενδυτή» στον

ενεργειακό τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 1 (6) και (7) αυτής, προκειμένου να

ενισχυθεί η απαραίτητη «νομική προβλεψιμότητα». Είναι, βεβαίως, γεγονός ότι

στην πράξη ο ορισμός των επενδύσεων με βάση το άρθρο 25 (1) της ICSID και το

άρθρο 1 (6) της ECT, παραμένει ένα από τα πιο συχνά ζητήματα για τα οποία

προβάλλονται ενστάσεις και αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο

πλαίσιο αυτό, στην υπόθεση «Plama Consortium Limited κατά της Δημοκρατίας

της Βουλγαρίας»269

, η Βουλγαρία υποστήριξε ότι η εταιρεία Plama δεν είχε κάνει

επένδυση, υπό την έννοια που έχει επένδυση στην ECT. Oμοίως στην υπόθεση

«Limited Liability Company Amto v. Ukraine»270

, μία από τις ενστάσεις περί

δικαιοδοσίας που προέβαλλε η Ουκρανία, ήταν ότι οι μετοχές της εταιρείας Amto

δεν αποτελούσαν «ειδική επένδυση» στο πλαίσιο της ECT.

Γ) Να πρόκειται για διαφορά μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και

υπηκόου άλλου συμβαλλόμενου κράτους, όπως απαιτεί το άρθρο 26 (7) της ECT.

Δ) Να υπάρχει έγγραφη συμφωνία των μερών περί υποβολής της διαφοράς στη

διαιτησία του ICSID, όπως άλλωστε, απαιτείται και υπό την ECT271

.

Όταν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του, θα

πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 42 (1) ICSID να αποφανθεί αν τα μέρη έχουν

επιλέξει ένα σύστημα κανόνων δικαίου ή εξατομικευμένους κανόνες ή αρχές

δικαίου. Σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη δεν έχουν επιλέξει, το διαιτητικό

δικαστήριο θα πρέπει να καταφύγει σε αναπληρωματικό κανόνα της νομοθεσίας

του κράτους υποδοχής και του διεθνούς δικαίου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στη

σύμβαση ICSID δεν περιέχονται διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και τα μέρη είναι

269

Plama Consortium Limited v. Republic of Bulgaria, ICSID Case No. ARB/03/24. 270

Limited Liability Company Amto v. Ukraine , SCC Case No. 080/2005. 271

Άρθρο 26 (5) της ECT.

Page 131: Pleuri Anna.pdf

131

ελεύθερα να επιλέξουν το εφαρμοστέο, από το διαιτητικό δικαστήριο ουσιαστικό

δίκαιο, άλλως εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους υποδοχής και το διεθνές

δίκαιο.

Περαιτέρω, το άρθρο 26 της ECT και το άρθρο 42 (1) της ICSID συγκροτούν

ένα ισχυρό «νομικό εργαλείο» για ξένους επενδυτές του ενεργειακού τομέα, οι

οποίοι είναι «δυσαρεστημένοι» από την αντιμετώπιση τους από το κράτος

υποδοχής της επένδυσης. Προκειμένου, λοιπόν, να προστατευθεί το επενδυτικό

ενδιαφέρον και να αποφευχθεί τυχόν ανασφάλεια και αβεβαιότητα από τις

ρυθμίσεις της νομοθεσίας του κράτους υποδοχής, τα μέρη προστατεύονται

επαρκώς, με αναφορά στις συμφωνίες τους, τις πολυμερείς συνθήκες, οι οποίες

προβλέπουν διαιτησία στο ICSID διαιτησία, όπως η Συνθήκη της NAFTA και η

ECT. Oι δυο αυτές Συνθήκες περιλαμβάνουν ρήτρες σχετικά με το εφαρμοστέο

δίκαιο, που αναφέρουν μόνο γενικά την αντίστοιχη συνθήκη και αρχές του

διεθνούς δικαίου.Παράδειγμα τέτοιου είδους ρήτρας περιέχεται στο άρθρο 26 (6)

της ECT.

Συνοψίζοντας περί διεθνούς επενδυτικής ενεργειακής διαιτησίας σημειώνεται

ότι εάν ένας επενδυτής του ενεργειακού τομέα θέλει να προσφύγει κατά του

κράτους υποδοχής της επένδυσης, μέσω της διαιτησίας του ICSID, σύμφωνα με

το άρθρο 26 (4) (1) (α) της ECT, θα πρέπει να υπερκεράσει δυο σωρευτικά

σχετικά δικαιοδοτικά εμπόδια. Το διαιτητικό δικαστήριο θα πρέπει, δηλαδή να

πειστεί, πρώτον ότι η εν λόγω διαφορά «δικαιούται» την προστασία της ECT και

δεύτερον ότι η συγκεκριμένη επένδυση υπάγεται στη δικαιοδοσία της σύμβασης

ICSID. Σε αυτό το πλαίσιο, η ECT και η ICSID, ως νομικά εργαλεία περιέχοντα

μηχανισμούς επίλυσης διαφοράς, συνδέονται αμοιβαία, όταν η διαφορά απορρέει

από επένδυση στον τομέα της ενέργειας272.

272

Ribeir Cl., Investment Arbitration and the Energy Charter Treaty, σελ.76

Page 132: Pleuri Anna.pdf

132

Κεφάλαιο τέταρτο

Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ και ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ

4.1. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ): Ίδρυση, νομική φύση, λειτουργία

και αρμοδιότητες

Η ρυθμιστική κρατική παρέμβαση συνιστά κύριο θεσμικό μηχανισμό,

ιδιαίτερα σε τομείς της οικονομίας, οι οποίοι ήταν προηγουμένως (κρατικώς)

μονοπωλιακοί και με την (νομοθετική) απελευθέρωση τους, λειτουργούν πλέον

υπό συνθήκες ανταγωνισμού και αγοράς. Τέτοιος τομέας, βεβαίως, είναι αυτός της

ενέργειας, όπου η ύπαρξη δημοσίων υπηρεσιών ενέργειας προσφερόταν υπό

μονοπωλιακό καθεστώς. Η κυριαρχική θέση δε των πρώην μονοπωλίων στην

συγκεκριμένη αγορά, ως οργανωμένο οικονομικό πλαίσιο, και η τάση των

τελευταίων να καταχρώνται τη δεσπόζουσα θέση τους, αποτέλεσε την κύρια αιτία

σύστασης και συγκρότησης των ρυθμιστικών αρχών στις εν λόγω αγορές.

Στο νεοσυσταθέν επιχειρηματικό περιβάλλον, ο ρυθμιστής ενεργεί ως

θεματοφύλακας της νομιμότητας και της επιβολής των κανόνων λειτουργίας της

σχετικής αγοράς273, μέσω της παρακολούθησης με προληπτικές ρυθμίσεις, όπως η

θέσπιση κανόνων ανάπτυξης του ανταγωνισμού και όρων για τη χορήγηση

σχετικών αδειών, της εποπτείας της λειτουργίας της και εφαρμογής των κανόνων

με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων επί μη τηρήσεως του θεσπισμένου

νομοθετικού, κανονιστικού πλαισίου ή των όρων των χορηγηθεισών αδειών. Η

ρυθμιστική αρμοδιότητα αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της

«εγγυοδοτικής» παρουσίας και λειτουργίας του κράτους, ότι μια συγκεκριμένη

αγορά λειτουργεί με βάση θεσπισμένους κανόνες δικαίου, οι οποίοι τηρούνται

273

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.23.

Page 133: Pleuri Anna.pdf

133

από τους συμμετέχοντες σ’αυτήν. Η ρύθμιση, λοιπόν, ως νομική δραστηριότητα,

συνίσταται αφενός στη θέσπιση κανόνων του θετικού δικαίου, οι οποίοι

συνδέονται με τη λειτουργία της σχετικής αγοράς, και αφετέρου στον έλεγχο της

εφαρμογής των εν λόγω κανόνων. Στη ρυθμιστική δραστηριότητα ανήκει και η

κυρωτική εξουσία του αρμόδιου οργάνου ή αρχής274.

Η ίδρυση της ΡΑΕ στηρίζεται στο πλαίσιο απαίτησης της ευρωπαϊκής

νομοθεσίας πρώτης και δεύτερης γενιάς σε σχέση με τον τομέα της ενέργειας. Η

ΡΑΕ ιδρύθηκε συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 2773/1999275, ο οποίος

274

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.21. 275Το οποίο σήμερα ισχύει ως εξής: «1. Συνιστάται ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία

Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε) και έδρα την Αθήνα

2. Η Ρ.Α.Ε. έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης ως

προς τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων της και την κίνηση πειθαρχικού ελέγχου κατά των μελών της.

Η Ρ.Α.Ε έχει την ικανότητα να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο

πράξεις ή παραλείψεις της ή έννομες σχέσεις που την αφορούν

3. Η Ρ.Α.Ε. συγκροτείται από επτά (7) μέλη τα οποία διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση

και την επαγγελματική τους ικανότητα και διαθέτουν εξειδικευμένη εμπειρία σε θέματα αρμοδιότητας

τους.

4. Τα μέλη της Ρ.Α.Ε. επιλέγονται ύστερα από προκήρυξη που δημοσιεύεται σε τέσσερις, τουλάχιστον,

ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας. Ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και

γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, τρία (3) από τα ανωτέρω μέλη της Ρ.Α.Ε.

επιλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και διορίζονται με πράξη του στις θέσεις του Προέδρου και

των Α` και Β` Αντιπροέδρων της Αρχής αυτής. Τα λοιπά μέλη της Ρ.Α.Ε. διορίζονται με απόφαση του

Υπουργού Ανάπτυξης.

5. Η θητεία των μελών της Ρ.Α Ε. είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια μόνο φορά. Κατά τη

διάρκεια της θητείας τους τα μέλη της Ρ.Α.Ε δεν ανακαλούνται. Εάν κατά τη διάρκεια της θητείας

κενωθεί για οποιονδήποτε λόγο θέση μέλους, διορίζεται νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του

μέλους που αποχώρησε. Κατά την πρώτη συγκρότηση της P.Α.Ε. η θητεία του Προέδρου και ενός μέλους

ορίζεται 5ετής, δύο μελών ορίζεται 4ετής και ενός μέλους ορίζεται 3ετής

6. Τα μέλη της P.Α.Ε. εκπίπτουν αυτοδικαίως από την θέση τους αν εκδοθεί σε βάρος τους αμετάκλητη

καταδικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου

ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

7. Η ιδιότητα του μέλους αναστέλλεται αν εκδοθεί αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για αδίκημα που

συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου,

σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική

απόφαση. Αν ανασταλεί η ιδιότητα μέλους διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, με τη διαδικασία της

παραγράφου 4. Η θητεία του αναπληρωματικού μέλους διαρκεί όσο διαρκεί η αναστολή.

8. Τα μέλη της P.Α.Ε. είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί με πλήρη απασχόληση και έχουν προσωπική

και λειτουργική ανεξαρτησία.

9. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα μέλη της Ρ.Α.Ε. απαγορεύεται να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη

διοικητικού συμβουλίου, διαχειριστές, υπάλληλοι, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή μελετητές σε

επιχείρηση, η οποία αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα της ενέργειας. Αν μέλη της Ρ.Α.Ε. κατέχουν

Page 134: Pleuri Anna.pdf

134

ρυθμίζει την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και θέματα

εταιρικά μερίδια ή μετοχές των πιο πάνω επιχειρήσεων, τις οποίες έχουν αποκτήσει πριν από το διορισμό

τους από οποιαδήποτε αιτία ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους μόνον από κληρονομική διαδοχή,

οφείλουν να υποβάλουν στο Υπουργείο Ανάπτυξης δήλωση, με την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση

να απέχουν κατά τη διάρκεια της θητείας τους από την ενάσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής και

ψήφου στα όργανα διοίκησης, διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρήσεων. Στην ίδια υποχρέωση

υπόκεινται και οι σύζυγοί τους.

10. Τα μέλη της Ρ.A.Ε. περιλαμβάνονται στους κατά το άρθρο 24 του ν. 2429/1996 (ΦΕΚ 155 Α΄)

υποχρέους προς υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης,

11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται οι

αποδοχές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των μελών της Ρ.Α.Ε. κατά παρέκκλιση από κάθε γενική

και ειδική διάταξη. Η δαπάνη που προκαλείται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου βαρύνει

τον προϋπολογισμό της

12. Η Ρ.Α.Ε. στις σχέσεις της με τις άλλες Αρχές και τους τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων,

εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο της. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου, από τον Α`

Αντιπρόεδρο και, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού, από τον Β` Αντιπρόεδρο. Ο Πρόεδρος της

Ρ.Α.Ε. μπορεί με αποφάσεις του να εξουσιοδοτεί μέλη αυτής ή μέλη της Γραμματείας να ενεργούν για

λογαριασμό του και να τον εκπροσωπούν για συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια ή κατηγορία πράξεων ή

ενεργειών.

13. Η Ρ.Α.Ε. συνέρχεται σε πρώτη συνεδρίαση, μέσα σε έναν (1) μήνα από τη δημοσίευση στην

Εφημερίδα της Kυβερνήσεως της απόφασης διορισμού των μελών της.

14. Μέλος της Ρ.Α.Ε.. που προέρχεται από φορέα του δημόσιου τομέα, επανέρχεται αυτοδικαίως μετά τη

λήξη της θητείας του στη θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του. Η θητεία του στη Ρ.Α.Ε. λογίζεται

ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και κατά τη διάρκειά της δεν διακόπτεται η βαθμολογική

και μισθολογική του εξέλιξη. Αν η θέση που κατείχε ή στην οποία έχει εξελιχθεί δεν είναι κενή ή έχει

καταργηθεί, επανέρχεται σε ομοιόβαθμη προσωρινή θέση του κλάδου του, που συνιστάται αυτοδικαίως

και καταργείται με την αποχώρησή του από τον φορέα. Μέλος της Ρ.Α Ε., υπαγόμενο στον Κώδικα

Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εάν κατά τη

διάρκεια της θητείας του προαχθεί με αίτησή του στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται στο βαθμό

του Διευθυντή ή του Γενικού Διευθυντή, επιστρέφει στην υπηρεσία του και ο διορισμός του ως μέλος της

Ρ.Α.Ε. ανακαλείται αυτοδίκαια.

15. Στη ΡΑΕ συνιστάται μία (1) θέση ειδικού συμβούλου που είναι αρμόδιος για θέματα σχετικά με την

ίδρυση και λειτουργία της Ενεργειακής Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και για τη

συνεργασία της ΡΑΕ με τον ΟΣΡΑΕ (Οργανισμός Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, ACER)

και τον ΔΕΡΑΕ (Διεθνής Επιτροπή Ρυθμιστών Ενέργειας, ICER). Η θέση αυτή πληρούται από πρόσωπο

που διακρίνεται για την επιστημονική του κατάρτιση και ικανότητα και διαθέτει εξειδικευμένη εμπειρία

σε θέματα ενέργειας. Ο ειδικός σύμβουλος διορίζεται με τριετή θητεία με απόφαση του Υπουργού

Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, κατόπιν προκηρύξεως

που δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες με πανελλήνια κυκλοφορία. Οι αποδοχές και το

λειτουργικό καθεστώς παροχής των υπηρεσιών του ειδικού συμβούλου εξομοιώνονται με τα εκάστοτε

αντιστοίχως προβλεπόμενα για τους αντιπροέδρους της ΡΑΕ. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον

προϋπολογισμό της ΡΑΕ.

16. Τα μέλη της Ρ.Α.Ε. δεν επιτρέπεται, για τρία (3) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους, με οποιονδήποτε

τρόπο, να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη διοικητικού συμβουλίου, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή να

απασχολούνται, με ή χωρίς αμοιβή, με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε εταιρεία ή

επιχείρηση των οποίων οι δραστηριότητες υπάγονται, άμεσα ή έμμεσα, στον έλεγχο και την εποπτεία της

Ρ.Α.Ε.. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται, με απόφαση του

Υπουργού Ανάπτυξης, πρόστιμο ίσο με το δεκαπλάσιο των συνολικών αποδοχών που έλαβε το μέλος της

Ρ.Α.Ε. κατά τη διάρκεια της θητείας του».

Page 135: Pleuri Anna.pdf

135

ενεργειακής πολιτικής276 και έως τον ν. 4001/2011, η ΡΑΕ λειτούργησε με

γνωμοδοτικές, κυρίως αρμοδιότητες. Τα άρθρα 4 έως 11 του κεφαλαίου Β΄ του ν.

4001/2011 αφορούν στην οργάνωση και (εσωτερική) λειτουργία της ΡΑΕ.

Η ΡΑΕ παρακολουθεί την υλοποίηση των μέτρων διασφάλισης που

λαμβάνονται σε περίπτωση αιφνίδιας κρίσης στην ενεργειακή αγορά ή όταν

απειλούνται η σωματική ακεραιότητα ή η ασφάλεια των προσώπων, των

μηχανημάτων ή των εγκαταστάσεων ή η αρτιότητα των συστημάτων ενέργειας277

.

Η ίδια είναι επίσης η αρμόδια αρχή (Competent Authority) για τη διασφάλιση της

εφαρμογής των μέτρων που ορίζονται στον Κανονισμό Ασφάλειας Εφοδιασμού

του Φυσικού Αερίου 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010278

.

Η ΡΑΕ συνιστά ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή με έδρα την Αθήνα, έχει ίδια

νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε δίκες που έχουν ως

αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή έννομες σχέσεις που την αφορούν. Ως

ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, η ΡΑΕ υπόκειται μόνον σε κοινοβουλευτικό και

δικαστικό έλεγχο279. Μετά τον ν. 4001/2011, οι αρμοδιότητες της ΡΑΕ

αναβαθμίστηκαν και ενισχύθηκαν και αυτή απέκτησε αρμοδιότητα έκδοσης

μεγάλου αριθμού κανονιστικών και αποφασιστικών πράξεων. Δεδομένου ότι η

ανάλυση των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ εκφεύγει της παρούσας ανάπτυξης, αμέσως

κατωτέρω γίνεται συνοπτική μόνο αναφορά αυτών, για λόγους πληρότητας της

παρουσίασης του ρόλου της αρχής, ως ανεξάρτητου από ιδιωτικά και δημόσια

συμφέροντα, ρυθμιστή της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

276ΦΕΚ Α΄ 286/22.12.1999. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2773/1999, καταρτίστηκε ο Κώδικας

Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος και εγκρίθηκε με την ΥΑ

Δ5-ΗΛ/Β/οικ./8311/2005 (ΦΕΚ Β΄ 655/17-5-2005). 277

Άρθρο 12 § 2 ν. 4001/2011. 278

Άρθρο 12 § 3 ν. 4001/2011. 279

Άρθρο 5 του ν. 4001/2011.

Page 136: Pleuri Anna.pdf

136

Οι αρμοδιότητες της ΡΑΕ, εκ των οποίων άλλες της έχουν προσδοθεί από

τον ευρωπαϊκό και άλλες από τον εθνικό νομοθέτη, διακρίνονται σε

κανονιστικές280 και ατομικές διοικητικές, καθώς και αποφασιστικές και

γνωμοδοτικές281. Στο πλαίσιο της κανονιστικής της αρμοδιότητας, η ΡΑΕ εκδίδει

κυρίως Κώδικες και Κανονισμούς, όπως λ.χ. τον Κανονισμό Τιμολόγησης των

Βασικών Δραστηριοτήτων Φυσικού Αερίου και των μη ανταγωνιστικών

δραστηριοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας, τον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής

Ενέργειας κλπ.

Η αποφασιστική αρμοδιότητα της ΡΑΕ, έγκειται στη δυνατότητα της να

εκδίδει εκτελεστές πράξεις, οι οποίες είναι ατομικές διοικητικές πράξεις. Επιπλέον

η ΡΑΕ ασκεί αποφασιστικές αρμοδιότητες εποπτικού χαρακτήρα, όπως η

παρακολούθηση της ασφάλειας του ενεργειακού σχεδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, η

ΡΑΕ χορηγεί, τροποποιεί και ανακαλεί το σύνολο των αδειών που απαιτούνται για

την άσκηση των ενεργειακών δραστηριοτήτων282.

Αναφορικά με τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, η ΡΑΕ γνωμοδοτεί στον

αρμόδιο υπουργό για την έκδοση ορισμένων κανονιστικών πράξεων, όπως π.χ. την

έκδοση του Κανονισμού Αδειών στον τομέα του φυσικού αερίου και της

ηλεκτρικής ενέργειας και την έκδοση του Κώδικα Προμήθειας ηλεκτρικής

ενέργειας σε πελάτες, καθώς και για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων, όπου

απαιτείται τεχνοκρατική γνώση. Τέλος, σε ό,τι αφορά στην κυρωτική εξουσία της

ΡΑΕ, αυτή συναρτάται με την ρυθμιστική της φύση και συνίσταται στην επιβολή

διοικητικού χαρακτήρα κυρώσεων283, όπως σύσταση, επιβολή χρηματικού

280

Βλ. άρθρο 30 του ν. 4001/2011 και αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,

σελ.52-53. 281

Βλ. αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.47-51. 282

Βλ. άρθρο 13 του ν. 4001/2011. 283

Για το περιεχόμενο των διοικητικών κυρώσεων, βλ. άρθρο 36 του ν.4001/2011∙ Θ. Πανάγο, Το θεσμικό

πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.52-53, 64-65, 68-76∙ Γλ. Σιούτη, τεύχος 1/2004, σελ.27 επ. Οι εν λόγω

αποφάσεις για την επιβολή κυρώσεων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται, κατά τον

νόμο, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Page 137: Pleuri Anna.pdf

137

προστίμου ή/και ανάκληση άδειας, σε περίπτωση παραβίασης εκ μέρους

συμμετέχοντος στην ενεργειακή αγορά, είτε του νομοθετικού ή/και κανονιστικού

πλαισίου είτε των όρων, βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια για την άσκηση

ενεργειακών δραστηριοτήτων. Κατά την επιβολή των εν λόγω κυρώσεων, θα

πρέπει βεβαίως να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Δυνάμει του άρθρου 35 του ν. 4001/2011, θεσπίστηκε δικαιοδοτική

αρμοδιότητα της ΡΑΕ να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, όταν διαπιστώσει, κατόπιν

καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, κατά σοβαρή πιθανολόγηση, παραβίαση της

κείμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διέπει τον τομέα της ηλεκτρικής

ενέργειας και του φυσικού αερίου και υπάρχει κίνδυνος για το δημόσιο

συμφέρον284. Η εν λόγω δικαιοδοτική αρμοδιότητα της ΡΑΕ περί παροχής

προσωρινής έννομης προστασίας, εντάσσεται στο πλαίσιο της εποπτικής,

ρυθμιστικής φύσης της αρχής και δεν συνδέεται με τη μόνιμη διαιτησία ενώπιον

της, κατά το άρθρο 37 του ν. 4001/2011. Σημειώνεται πάντως ότι η δυνατότητα

μιας διοικητικής αρχής να παράσχει, έστω και προσωρινή, έννομη προστασία, δεν

μπορεί να υπαχθεί στο πλαίσιο της κυρωτικής εξουσίας της και δεν είναι

αυτονόητη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η έννομη προστασία παρέχεται, κατά το

Σύνταγμα, από τα δικαστήρια285. Εκτός από τα (τακτικά) δικαστήρια, δεν υπάρχει

άλλος φορέας παροχής έννομης προστασίας, πλην των διαιτητικών δικαστηρίων

για την προσφυγή στα οποία, απαιτείται είτε προηγούμενη σχετική διαιτητική

συμφωνία των μερών είτε σχετική πρόβλεψη με ρητή διάταξη νόμου. Σε κάθε

περίπτωση, ακόμη και όταν η διαφορά εκδικάζεται από διαιτητικό δικαστήριο, η

τυχόν προσωρινή έννομη προστασία παρέχεται από την τακτική δικαιοσύνη286,

284

Βλ. όμως τον προβληματισμό περί παροχής έννομης προστασίας από διοικητική αρχή, από τον Θ.

Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.57-64. 285

Άρθρο 20 § 1 και άρθρο 26 § 3 του Συντάγματος. 286

Εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, όπως στην περίπτωση του άρθρου 17 Ι του ν. 2735/1999

περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

Page 138: Pleuri Anna.pdf

138

κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 685 ΚΠολΔ287. Σε ό,τι αφορά δε στα μέτρα

αναστολής εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων ή πράξεων, αρμόδια είναι τα

διοικητικά δικαστήρια. Επομένως πως δικαιολογείται η ως άνω ρύθμιση για την

παροχή προσωρινής έννομης προστασίας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος από τη

ΡΑΕ; Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη, πάσχει από πλευράς συμβατότητας,

τόσο με τις σχετικές ρυθμίσεις του Συντάγματος, όσο και με την ευρωπαϊκή

νομοθεσία και νομολογία288.

4.2. Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ (νομοθετική ρύθμιση και βασικά

χαρακτηριστικά)

Μόνιμες διαιτησίες για την επίλυση διαφορών από διάφορους τομείς της

ελληνικής οικονομίας και του εμπορίου υπάρχουν αρκετές, όπως λ.χ, η μόνιμη

διαιτησία του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας 289, των Χρηματιστηρίων

Εμπορευμάτων του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης290, του Εμπορικού και

Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών291, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος292,

του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών293, των Δικηγορικών Συλλόγων

Αθηνών294 και Πειραιώς295 κ.λ.π. Οι εν λόγω διαιτησίες συμβάλλουν, πράγματι,

στην επίλυση εξειδικευμένων διαφορών ιδιωτικού δικαίου και έτσι στην

προώθηση και ανάπτυξη της οικονομίας και του εμπορίου296, αλλά και στην

287

Άρθρο 685 ΚΠολΔ: «Δεν ισχύει συμφωνία διαιτησίας σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα». 288

Βλ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.60-64. 289

Β.Δ. 437/26/6/10.07.1969 (ΦΕΚ Α΄ 133). 290

Π.Δ. 637/1977 της 25.07/01.08.1977 (ΦΕΚ Α΄ 210). 291

Π.Δ. 31/1979 της 12/22.01.1979 (ΦΕΚ Α΄ 9). 292

Π.Δ. 723/1979 της 05/17.09.1979 (ΦΕΚ Α΄ 217). 293

Π.Δ. 841/1980 της 29.08/10.09.1980 (ΦΕΚ Α΄ 208). 294

Π.Δ. 168/1983 της 17/31.05.1983 (ΦΕΚ Α΄ 67). 295

Π.Δ. 199/1984 της 12/21.05.1984 (ΦΕΚ Α΄ 69). 296

Γενικότερα για τα πλεονεκτήματα της διαιτητικής απονομής δικαιοσύνης και τα κίνητρα για την

προσφυγή σε διαιτησία, βλ. Α. Καΐση, ό.π., σελ. 23 – 40.

Page 139: Pleuri Anna.pdf

139

αποσυμφόρηση των εργασιών των τακτικών δικαστηρίων297. Σε ό,τι αφορά δε στο

μέλλον του θεσμού της μόνιμης διαιτησίας στους κόλπους της ΡΑΕ, τούτο θα

εξαρτηθεί κυρίως από την εμπιστοσύνη (ή μη) των επιχειρήσεων που

δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, προς τον εν λόγω θεσμό, όπως

εξάλλου συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις οργάνωσης μόνιμης (εκούσιας)

διαιτησίας σε θεσμικά κέντρα.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η ΡΑΕ είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η

οποία ιδρύθηκε βάσει του ν. 2773/1999. Η πολυδιάστατη φύση του δικαίου της

ενέργειας, εμπεριέχουσα στοιχεία του δημόσιου, εμπορικού, αστικού και

Ευρωπαϊκού δικαίου σε μια σύνθετη μεταξύ τους αλληλουχία 298, αλλά και η

πολυσχιδία του τομέα της ενέργειας, κατέστησε αναγκαία την προσφυγή του

έλληνα νομοθέτη σε μηχανισμούς επίσπευσης της επίλυσης διαφορών που

ανακύπτουν ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, προσδίδοντας σχετική

αρμοδιότητα για τη διαδικαστική διευθέτηση των διαφορών σε εξειδικευμένο

όργανο. Ο μηχανισμός ταχύτερης και ειδήμονος απονομής δικαιοσύνης σε

ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται στο ειδικό πλαίσιο της λειτουργίας της

αγοράς ενέργειας, δεν είναι άλλο από τη μόνιμη διαιτησία, ενώ το εξειδικευμένο

όργανο που κατ’ επιλογή του νόμου είναι καταλλήλως επιφορτισμένο με την

κίνηση και επεξεργασία της διαδικασίας εκούσιας διαιτητικής επίλυσης των

διαφωνιών δεν είναι άλλο από τη ΡΑΕ299.

297

Βλ. Α. Φουστούκο, ό.π., σελ. 217. 298

Βλ., αναλυτικά, Χ. Συνοδινό, Ενέργεια και Δίκαιο, Τεύχος 1, σελ. 5-16. 299

Βλ. Ε. Καλδέλλη, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.5/2006, σελ.38. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 2773/1999, η

ΡΑΕ έχει τις εξής αρμοδιότητες: «α. Παρακολουθεί και ελέγχει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας σε

όλους τους τομείς της και εισηγείται στα αρμόδια όργανα τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την τήρηση

των κανόνων του ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών. β. Γνωμοδοτεί για τη χορήγηση των

αδειών που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού για τις δραστηριότητες στον τομέα της

Ηλεκτρικής Ενέργειας, διοργανώνει, παρακολουθεί και ελέγχει τον τρόπο ασκήσεως των δικαιωμάτων που

παρέχονται με αυτές. γ. Συλλέγει, οργανώνει επεξεργάζεται και αξιολογεί, υπό τον όρο της εχεμύθειας και

της προστασίας του επιχειρηματικού και άλλων απορρήτων, καθώς και της προστασίας των δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα, τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της τεχνικό, οικονομικό,

Page 140: Pleuri Anna.pdf

140

Έχει ήδη σημειωθεί ότι η αρχική πρόβλεψη για τη δημιουργία και

οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ, έγινε για πρώτη φορά με τον ν.

2773/1999, ενώ ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ

υλοποιήθηκε με το π.δ. 139/2001. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 37 του ν.

4001/2011, θεσπίστηκε νομοθετικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου οργανώθηκε

ορθολογικά μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ300. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι

συμβατή με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι κατά τα

προβλεπόμενα στο άρθρο 902 § 1 ΚΠολΔ, μπορούν θα θεσμοθετηθούν μόνιμες

διαιτησίες σε φορείς. Στην Έκθεση του Ελληνικού Κοινοβουλίου δε αναφορικά με

το αντίστοιχο νομοσχέδιο, αναφέρεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 37 «…του

παρόντος σχεδίου νόμου…», «αναδιοργάνωνουν τον θεσμό της μόνιμης διαιτησίας

της ΡΑΕ», αλλά και σημειώνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 §1 και 2 του ν

.2273/1999 , και συνεπώς και το άρθρο 24 § 1 έως 6 του π.δ/τος 139/2001,

καταργούνται σιωπηρώς.

Αρχικά θα πρέπει να επισημανθεί η ιδιαίτερα θετική πρωτοβουλία της ΡΑΕ

να συγκροτήσει υπό την αιγίδα της ένα μηχανισμό διαιτητικής επίλυσης διαφορών

ενεργοποιώντας στην πράξη, τη δυνατότητα που θεμελίωσε το άρθρο 37 του ν.

4001/2011. Η σημασία, άλλωστε, της ύπαρξης της διαιτησίας, ως δικαιοδοτικού

λογιστικό, εμπορικό και άλλα συναφή στοιχεία, που αφορούν πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα στον

τομέα της ενέργειας. δ. Επιβάλλει στους παραβάτες των διατάξεων του νόμου αυτού και των πράξεων που

εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους, τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 33 του νόμου αυτού. ε.

Συνεργάζεται με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών ή με διεθνείς οργανισμούς και συμμετέχει σε

δραστηριότητες των εν λόγω αρχών και οργανισμών. στ. Ενημερώνει την επιτροπή της Ευρωπαϊκής

Ένωσης για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 19

της Οδηγίας 96192/ΕΚ, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τεύχος

127 της 30ής Ιανουαρίου 1997, καθώς και για την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου, κατ’

εφαρμογή της παρ.9 του άρθρου 18 της Οδηγίας 98/30/ΕΚ, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα

των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τεύχος L204 της 21ης Ιουλίου 1998». 300

Για την οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ, βλ. Ε. Καλδέλη, Ενέργεια και Διαιτησία, Η οργάνωση

της μόνιμης διαιτησίας στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.5, 2006, σελ.38 επ.∙Θ.

Πανάγο, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.15, 2011, σελ.24 επ., ό.π.π.∙Κ.Νούσια/Μ.Σταμάτη, Ενέργεια και Δίκαιο,

τ.15, 2011, σελ.10 επ.∙ Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.66-68.

Page 141: Pleuri Anna.pdf

141

μηχανισμού, στο πλαίσιο της ενεργειακής αγοράς είναι σχεδόν αυταπόδεικτη301. Η

εκδοχή της δικαστηριακής επίλυσης των διαφορών που αναφύονται στους

επιμέρους ενεργειακούς κλάδους αποτελεί εκ των πραγμάτων μια εξόχως

χρονοβόρα, στο πλαίσιο της ελληνικής - βεβαρημένης δικαστηριακής

πραγματικότητας, διαδικασία, την οποία η φύση των ενεργειακών διαφορών, ως

διαφορών που αναφύονται από δυναμική επιχειρηματική δράση, ούτε επιθυμεί

«ούτε αντέχει». Επομένως, η βραδεία επίλυση των ενεργειακών διαφορών είναι,

εξόχως αναποτελεσματική και άρα εξ ορισμού ακατάλληλη και ανεπιθύμητα. Είναι

λοιπόν εύλογο ότι ο παράγοντας «χρόνος επίλυσης της διαφοράς» είναι λίαν

σημαντικός στην αποκατάσταση των ενεργειακών διενέξεων, ιδίως αναφορικά με

την αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας του θιγόμενου μέρους, που είναι

και το ζητούμενο. Στο πλαίσιο αυτό, η διαιτητική επίλυση των ενεργειακών

διαφορών, η οποία στηρίζεται και άρχεται από την εκούσια επιλογή αμφοτέρων

των μερών να υπαγάγουν την εκκρεμή ή μελλοντική διαφορά τους στον ταχύ,

ευέλικτο εκ φύσεως και εναλλακτικό αυτό μηχανισμό δικαιοδοτικής κρίσης, είναι

μια διαδικασία «κατάλληλη» (appropriate) και γι’ αυτό επιθυμητή.

Στα πλεονεκτήματα του εναλλακτικού αυτού δικαιοδοτικού μηχανισμού θα

πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η επίλυση των ενεργειακών διαφορών

απαιτεί επιστημονική εξειδίκευση την οποία διαθέτουν ή πάντως οφείλουν να

διαθέτουν οι επιλεγέντες από τα μέρη διαιτητές, ενώ το πλεονέκτημα αυτό δεν

υπάρχει στην περίπτωση της δικαστικής επίλυσης των σχετικών διαφορών. Είναι

γνωστό, ακόμη, ότι οι διαφορές που προκύπτουν από την δράση στην ενεργειακή

αγορά, απαιτούν όχι μόνο επιστημονικά άρτια προσέγγιση των ανακυπτόντων

ζητημάτων και εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, αλλά συνηθέστατα και

301

Βλ. την αμέσως ανωτέρω υποσημείωση.

Page 142: Pleuri Anna.pdf

142

διεπιστημονική και όχι αμιγώς νομική προσέγγιση και διερεύνηση302. Έτσι,

καθίστανται απολύτως κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους ο συγκροτηθείς από

τη ΡΑΕ Κατάλογος Διαιτητών είναι διεπιστημονικής προέλευσης και

περιλαμβάνει πολλούς μη νομικούς επιστήμονες.

Με τις διατάξεις του ανωτέρω ιδρυτικού της ΡΑΕ νόμου παρασχέθηκε

εξουσιοδότηση για τη θέσπιση και οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 § 1 εδ. α και 2 του νόμου: «1. Με προεδρικό

διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας

Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη της

ΡΑΕ, θεσπίζεται ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης. 2.Με τον

Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης μπορεί να προβλέπεται η

οργάνωση μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ και να ορίζεται ποιες διαφορές μπορούν να

υπαχθούν σε αυτήν, καθώς και οι λεπτομέρειες για την οργάνωση της διαιτησίας, με

ανάλογη εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Στη διαιτησία αυτή εφαρμόζονται κατ’ αρχήν οι διατάξεις των άρθρων 867 – 900

του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο ίδιος ο Κανονισμός μπορεί επίσης, κατ’

απόκλιση από τις διατάξεις αυτές, να ορίζει: α) αντί για το μονομελές πρωτοδικείο

να αποφασίζουν στις περιπτώσεις των άρθρων 878,880 παρ. 2 και 884 του Κώδικα

Πολιτικής Δικονομίας η ΡΑΕ ή ο Πρόεδρος ή Επιτροπή από του συμβούλους της, β)

την υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο διαιτητών

που συντάσσεται κατά ορισμένο χρονικό διάστημα από τη ΡΑΕ, γ) τη διαιτητική

διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας, δ) το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και οι

διαιτητές, ε) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την

τήρηση όμως των διατάξεων του άρθρου 892 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής

302

Α. Μεταξάς, Μηχανισμός διαιτησίας στη ΡΑΕ- Μια σημαντική εξέλιξη, 17.04.2012,

http://energypress.gr/news/dr-antonis-metaxas-mihanismos-diaitisias-sti-rae-mia-simantiki-exelixi.

Page 143: Pleuri Anna.pdf

143

Δικονομίας».

Ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της ΡΑΕ

και με τη θέσπιση του, ολοκληρώθηκε η συγκρότηση του απαραίτητου

κανονιστικού πλαισίου, προκειμένου να εκκινήσει τη λειτουργία του ο θεσμός της

προκείμενης μόνιμης διαιτησίας, υπό την οργανωτική αιγίδα της ΡΑΕ, σύμφωνα με

τις προβλέψεις των διατάξεων του άρθρου 37 του ν. 4001/2011303.

Ο θεσμός της διαιτησίας της ΡΑΕ έχει συγκροτηθεί με τρόπον ώστε να είναι

κατάλληλος για την επίλυση τόσο εσωτερικών, όσο και διεθνών διαφορών304

.

Τούτο αποδεικνύεται και από την ευέλικτη δομή που έχει υιοθετηθεί στον

Κανονισμό, με διακριτά κεφάλαια αναφορικά με τους εφαρμοστέους κανόνες στην

εσωτερική και τη διεθνή διαιτησία, σύμφωνα πάντα και με τις περί διαιτησίας

διατάξεις του ΚΠολΔ και του ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

Για την αρτιότερη και περιεκτικότερη, άλλωστε, δομή του Κανονισμού Διαιτησίας

ελήφθησαν υπόψη, εκτός από την κείμενη σχετική εγχώρια νομοθεσία, αντίστοιχοι

κανονισμοί Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας άλλων κρατών, όπως και κανονισμοί

διαιτησίας διεθνών διαιτητικών οργανισμών305

.

Στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, υπάγονται όλες οι διαφορές μεταξύ

προσώπων, τα οποία δραστηριοποιούνται με οιονδήποτε τρόπο στον τομέα της

ενέργειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του ν. 4001/2011 και στον Κανονισμό

Διαιτησίας της ΡΑΕ. Η αναφορά είναι ευρεία, τόσο από άποψη υποκειμένων όσο

και αντικειμένου (δραστηριοτήτων), ώστε μπορεί να περιλαμβάνει και διαφορές

που δημιουργούνται από περιστασιακώς εμπλεκόμενα στον ενεργειακό τομέα

303

Α. Μεταξάς, Μηχανισμός διαιτησίας στη ΡΑΕ- Μια σημαντική εξέλιξη, 17.04.2012,

http://energypress.gr/news/dr-antonis-metaxas-mihanismos-diaitisias-sti-rae-mia-simantiki-exelixi. 304

Α. Μεταξάς, Μηχανισμός διαιτησίας στη ΡΑΕ- Μια σημαντική εξέλιξη, 17.04.2012,

http://energypress.gr/news/dr-antonis-metaxas-mihanismos-diaitisias-sti-rae-mia-simantiki-exelixi. 305

Α. Μεταξάς, Μηχανισμός διαιτησίας στη ΡΑΕ- Μια σημαντική εξέλιξη, 17.04.2012,

http://energypress.gr/news/dr-antonis-metaxas-mihanismos-diaitisias-sti-rae-mia-simantiki-exelixi

Page 144: Pleuri Anna.pdf

144

πρόσωπα306

. Οι διαφορές που μπορούν να υπαχθούν στη μόνιμη διαιτησία της

ΡΑΕ, αφορούν σε διαφορές μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία

δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, καθώς και μεταξύ επιλεγόντων

πελατών, οι οποίοι ορίζονται στον ν. 4001/2011 και επιχειρήσεων που ασκούν

ενεργειακές δραστηριότητες. Ευρύτατη είναι επίσης η διατύπωση της διατάξεως

ότι στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ μπορεί να εκδικασθεί κάθε διαφορά που

αναφύεται μεταξύ των ανωτέρω προσώπων από την εφαρμογή της εθνικής και

ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Επομένως, κάθε ενεργειακή διαφορά μεταξύ οιονδήποτε

προσώπων, μπορεί να συνομολογηθεί ότι εκδικασθεί μέσω διαιτησίας, ενώπιον της

μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ. Ο εθνικός νομοθέτης, λοιπόν, σκόπευσε in rem για

την υπαγωγή της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, ανεξαρτήτως των

προσώπων των διαδίκων.

Η εν λόγω διαιτησία δεν είναι υποχρεωτική307

και προϋποθέτει την

κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των μερών. Η συμφωνία αυτή, καθιστά

υποχρεωτική την εκδίκαση της διαφοράς με διαιτησία, αν είχε συνομολογηθεί πριν

αυτή αναφυεί, ενώ αντίθετα αν η διαφορά προκύψει μετά, απαιτείται

μεταγενέστερη συμφωνία.

Η προκείμενη οργανωμένη διαιτησία διαφέρει από τη διαδικασία επίλυσης

διαφορών που προκύπτουν από την Σύμβαση Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας,

για τις οποίες προβλέπεται στον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας308

διαδικασία φιλικής διευθέτησης καθώς και προσφυγή στη διαιτησία. Η εν λόγω

προσφυγή, είναι επίσης δυνητική, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 επ. του

ΚΣΗΕ.

Η σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ είναι

τριμελής και τα πρόσωπα που το απαρτίζουν, επιλέγονται υποχρεωτικά από τον 306

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.66. 307

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.67. 308

Στο εξής ΚΣΗΕ.

Page 145: Pleuri Anna.pdf

145

κατάλογο διαιτητών και επιδιαιτητών που συντάσσεται κάθε δύο χρόνια με

απόφαση του Προέδρου της Αρχής. Ο κατάλογος περιλαμβάνει μέλη της ΡΑΕ,

μέλη Τεχνικών Επιμελητηρίων και Δικηγορικών Συλλόγων, καθώς και καθηγητές

ΑΕΙ οποιασδήποτε βαθμίδας, με εξειδικευμένες γνώσεις στις διαφορές που

υπάγονται στη διαιτησία. Αν τα μέρη δεν ορίσουν διαιτητή ή επιδιαιτητή, αυτοί

ορίζονται από τον Πρόεδρο της Αρχής κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων

του ΚΠολΔ.

Σε σχέση με τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΡΑΕ, σημειώνεται ότι αυτή

γνωμοδοτεί, κυρίως, στον αρμόδιο υπουργό για την έκδοση ορισμένων

κανονιστικών πράξεων, καθώς και για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων οι

οποίες τεχνοκρατική γνώση. Επί παραδείγματι, η ΡΑΕ γνωμοδοτεί για την έκδοση

του Κανονισμού Αδειών στους τομείς του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής

ενέργειας, και την έκδοση του Κώδικα Προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε

πελάτες309.

Στην οργανωμένη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, όπου λειτουργεί ειδική μόνιμη

γραμματεία διαιτησίας, τηρείται κατάλογος διαιτητών και γίνεται υποχρεωτική

επιλογή από τον κατάλογο, εφαρμόζονται σε ό,τι αφορά στη διαιτητική διαδικασία

τα άρθρα 867-900 ΚΠολΔ, εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 37 του

ν.4001/2011.

Η διαιτητική διαδικασία, θα πρέπει να περατωθεί εντός έξι μηνών από την

κίνηση της. Το διαιτητικό δικαστήριο, μπορεί να απευθύνει στη ΡΑΕ, ερωτήματα

για τη διατύπωση γνώμης, επί ρυθμιστικών ζητημάτων, που είναι κρίσιμα για την

επίλυση της διαφοράς. Στην εν λόγω περίπτωση, η γνώμη της ΡΑΕ, μπορεί, υπό

προϋποθέσεις, να επέχει θέση διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης310. Για τον λόγο

309

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.50. 310

Βλ. Θ. Πανάγο, Οι τηλεματικές εναλλακτικές μορφές για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν

στον τομέα της ενέργειας. Η περίπτωση του διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής

ενέργειας, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.15, 2011, σελ.24 επ.

Page 146: Pleuri Anna.pdf

146

αυτό, η χρήση της ανωτέρω διαδικασίας, θα πρέπει να δίνεται με προσοχή, ιδίως

όταν στο διαιτητικό δικαστήριο μετέχει και μέλος της ΡΑΕ311.

Σε σχέση με την αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης στο

πλαίσιο της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ, θα πρέπει να σημειωθούν τα κάτωθι.

Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 902§ 2, εδάφιο δεύτερο, του

ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει την εφαρμογή των άρθρων 867 έως 900 ΚΠολΔ στις

μόνιμες διαιτησίες, δεν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής για την αναγνώριση της

ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο μόνιμης

διαιτησίας, στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 901 ΚΠολΔ312. Εντούτοις, όπως

ορθά έχει σημειωθεί313, η παράλειψη να συμπεριληφθούν οι διατάξεις του άρθρου

901 ΚΠολΔ στις διατάξεις του κώδικα που τυγχάνουν εφαρμογής επί των μόνιμων

διαιτησιών δεν οφείλεται σε πρόθεση του νομοθέτη, αλλά στο γεγονός ότι το

ένδικο βοήθημα της αγωγής αναγνώρισης της ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως

έτυχε επεξεργασίας και εισήχθηκε στον κώδικα σε χρόνο μεταγενέστερο των

προπαρασκευαστικών εργασιών της Συντακτικής Επιτροπής για τη ρύθμιση των

μόνιμων διαιτησιών, χωρίς όμως να συμπεριληφθεί η διάταξη του 901 ΚΠολΔ στις

διατάξεις που εφαρμόζονται επί αυτών των διαιτησιών. Επομένως, δεν πρέπει να

αποκλεισθεί η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στις μόνιμες διαιτησίες.

Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα άσκησης αγωγής για την

αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο

της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ, για κάποιον από τους λόγους που προσδιορίζεται

στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 901 ΚΠολΔ.

311

Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.68. 312

Η παράγραφος 1 του άρθρου 901 ΚΠολΔ προβλέπει ότι αγωγή ή ένσταση αναγνώρισης της

ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί: α) αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας,

β) αν η απόφαση εκδόθηκε επί αντικειμένου που δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία ή γ) αν η

απόφαση εκδόθηκε σε διαιτητική δίκη που έγινε κατ’ ανύπαρκτου προσώπου. 313

Βλ. Στ. Κουσούλη, ό.π. σελ. 135 – 136.

Page 147: Pleuri Anna.pdf

147

4.3. Ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ

Ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της ΡΑΕ,

αφού της υποβλήθηκε γραπτό σχέδιο κανονισμού. Με τη θέσπιση του εν λόγω

Κανονισμού ολοκληρώθηκε η συγκρότηση του απαραίτητου κανονιστικού

πλαισίου, προκειμένου να εκκινήσει τη λειτουργία του ο θεσμός της προκείμενης

μόνιμης διαιτησίας υπό την οργανωτική αιγίδα της ΡΑΕ, σύμφωνα με τις

προβλέψεις των διατάξεων του άρθρου 37 του ν. 4001/2011314

. Σε εφαρμογή των

εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 2773/1999, το οποίο, πάντως,

προέβλεπε δυνητική θέσπιση του Κανονισμού, εκδόθηκε το π.δ. 139/2001

«Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ»315. Το εν λόγω π.δ.,

πέραν των θεμάτων εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών της

ΡΑΕ, ρυθμίζει την οργάνωση μόνιμης διαιτησίας σ’αυτήν. Οι σχετικές διατάξεις

εμπεριέχονται στο άρθρο 24 § 1 – 6 του π.δ/τος 139/2001. Ορίζεται, λοιπόν, στη

δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, ότι στην ως άνω διαιτησία υπάγονται

προς επίλυση, α) διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον

τομέα της ενέργειας και β) διαφορές μεταξύ επιλεγόντων πελατών του ν.

2773/1999 και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της

ενέργειας. Σε σχέση με τις ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες μπορούν να υπαχθούν

στην εν λόγω μόνιμη διαιτησία, σημειώνονται τα εξής. Ο όρος «επιχειρήσεις», οι

οποίες δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενέργειας, διατυπώνεται ευρέως και

περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα παραγωγής, μεταφοράς,

διανομής ή προμήθειας ενέργειας316, είτε μη ολοκληρωμένες είτε ολοκληρωμένες

314

Α. Μεταξάς, Μηχανισμός διαιτησίας στη ΡΑΕ- Μια σημαντική εξέλιξη, 17.04.2012,

http://energypress.gr/news/dr-antonis-metaxas-mihanismos-diaitisias-sti-rae-mia-simantiki-exelixi. 315

ΦΕΚ Α΄ 121/18.06.2001. 316

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2773/1999: «Δραστηριότητα Ηλεκτρικής Ενέργειας, είναι καθεμία από

τις επιχειρηματικές δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς, διανομής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».

Page 148: Pleuri Anna.pdf

148

καθέτως ή οριζοντίως317. «Επιλέγοντες πελάτες» είναι τα πρόσωπα που έχουν

δικαίωμα επιλογής προμηθευτή ενέργειας, την οποία χρησιμοποιούν για δική τους

αποκλειστικά χρήση.

Περαιτέρω, στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 24 του π.δ/τος 139/2001

ορίζεται, ότι η υπαγωγή στη διαιτητική διαδικασία μιας από τις ανωτέρω διαφορές,

προϋποθέτει κατάρτιση συμφωνίας διαιτησίας μεταξύ των μερών. Η διάταξη

αυτή δεν επαναλαμβάνει απλώς τον κανόνα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 867

ΚΠολΔ, περί της συμφωνίας για διαιτητική επίλυση. Ειδικότερα, προκειμένου να

υποβληθεί ορισμένη διαφορά στη μόνιμη διαιτησία ενός επιμελητηρίου, μιας

επαγγελματικής ένωσης κ.λπ., υποστηρίζεται ότι απαιτείται ειδική προς τούτο

συμφωνία των μερών318, εφαρμοζομένων κάθε φορά των σχετικών διατάξεων του

προεδρικού διατάγματος που οργανώνει την σχετική μόνιμη διαιτησία319, η οποία

διακρίνεται έτσι από τη συμφωνία για διαιτητική επίλυση του άρθρου 867 ΚΠολΔ.

Κατά την άποψη αυτή, και εν όψει του άρθρου 24 § 3 του Κανονισμού Εσωτερικής

Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ (π.δ. 139/2001), για την κίνηση της μόνιμης

διαιτησίας στη ΡΑΕ, απαιτείται ειδική πρόβλεψη των μερών προς τούτο.

Επιπρόσθετα, ως συνέπεια της ανωτέρω διάκρισης, ενώ για τη

συνομολόγηση της συμφωνίας για διαιτητική επίλυση του άρθρου 867 ΚΠολΔ

απαιτείται έγγραφος συστατικός τύπος320, για την συμφωνία για την υπαγωγή της

317

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2773/1999, «Ολοκληρωμένη επιχείρηση Ηλεκτρικής Ενέργειας, είναι η

επιχείρηση που είναι καθέτως ή οριζοντίως ολοκληρωμένη. Καθέτως Ολοκληρωμένη Επιχείρηση είναι η

επιχείρηση που ασκεί δύο τουλάχιστον από τις δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς, διανομής ή

προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Οριζοντίως Ολοκληρωμένη Επιχείρηση είναι η επιχείρηση που ασκεί μία

τουλάχιστον από τις δραστηριότητες παραγωγής ή μεταφοράς ή διανομής ή προμήθειας ηλεκτρικής

ενέργειας, καθώς και άλλη δραστηριότητα άσχετη με την ηλεκτρική ενέργεια». 318

Βλ. Στ. Κουσούλη, ο.π. σελ. 134. 319

Επί παραδείγματι, το π.δ. 168/1983 για τη σύσταση μόνιμης διαιτησίας στον ΔΣΑ προβλέπει στο

άρθρο 2 αυτού: «1. Για την υπαγωγή στη διαιτησία του προηγούμενου άρθρου χρειάζεται έγγραφη

συμφωνία των ενδιαφερομένων μερών… 3. Το έγγραφο υπαγωγής στη μόνιμη διαιτησία πρέπει να

αναφέρεται ρητώς στη μόνιμη διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών…». 320

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 869 ΚΠολΔ προβλέπει σχετικά: «Η συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται

εγγράφως». Σύμφωνα, όμως με το τρίτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, η έλλειψη εγγράφου τύπου

Page 149: Pleuri Anna.pdf

149

διαφοράς σε ορισμένη μόνιμη διαιτησία οι διατάξεις του εκάστοτε προεδρικού

διατάγματος μπορεί να μην απαιτούν την υποχρεωτική τήρηση εγγράφου τύπου,

οπότε εγκύρως υποβάλλεται η διαφορά στη μόνιμη διαιτησία με άτυπη

συμφωνία321. Επομένως, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παραγράφου 3 του

άρθρου 24 του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ

(π.δ. 139/2001), η οποία περιορίζεται στην φράση «κατάρτιση συμφωνίας», η

δυνατότητα αυτή, δεν αποκλείεται.

Ακολούθως ορίζεται ότι στην ανωτέρω διαιτησία εφαρμόζονται τα άρθρα

867 έως 900 του ΚΠολΔ με τις πιο κάτω αποκλίσεις: α) στις περιπτώσεις των

άρθρων 878, 880 § 2 και 884 του ΚΠολΔ αποφασίζει ο πρόεδρος της ΡΑΕ αντί του

Μονομελούς Πρωτοδικείου. Οι προκείμενες τρείς διατάξεις του ΚΠολΔ αφορούν

αντίστοιχα τις περιπτώσεις λήψης απόφασης από το Μονομελές Πρωτοδικείο,

όταν: αα) δεν έχει ορισθεί εμπρόθεσμα ο διαιτητής ή οι διαιτητές ή επιδιαιτητής

και η συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζει διαφορετικά, αβ) ο διαιτητής ή

επιδιαιτητής που ήδη αποδέχθηκε τον διορισμό του αιτείται μεταγενεστέρως και

για σοβαρό λόγο τη μη εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή αγ) η διεξαγωγή της

διαιτησίας ή η έκδοση της διαιτητικής απόφασης καθυστερεί και δεν ορίζεται με

τη συμφωνία για διαιτησία προθεσμία για την έκδοσή της. Σημειώνεται, ότι ο ν.

2773/1999 εξουσιοδοτούσε τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και

Διαχείρισης της ΡΑΕ να θεσπίσει απόκλιση από τις παραπάνω διατάξεις, σύμφωνα

με την οποία αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα αποφασίζει είτε η ΡΑΕ είτε ο

θεραπεύεται, αν τα μέρη εμφανισθούν στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική

διαδικασία. 321

Βλ. Στ. Κουσούλη, ό.π., σελ. 135. Θα ήταν, πάντως δυνατό να υποστηριχθεί και διαφορετική άποψη,

εφόσον όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 902 § 2, εδάφιο δεύτερο του

ΚΠολΔ: «Στις διαιτησίες αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900 ΚΠολΔ», μεταξύ των

οποίων και η διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 869 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί έγγραφο τύπο. Θα

μπορούσε δηλαδή να δοθεί η ερμηνεία ότι η παραπομπή του άρθρου 902 ΚΠολΔ στο άρθρο 869 ΚΠολΔ

έχει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση τήρησης εγγράφου τύπου και για τη συμφωνία υποβολής της

διαφοράς σε μόνιμη διαιτησία.

Page 150: Pleuri Anna.pdf

150

Πρόεδρος αυτής είτε επιτροπή από συμβούλους της. Η επιλογή στην οποία προέβη

ο Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ αφορά μόνον

στον Πρόεδρο της ΡΑΕ και κατά συνέπεια η ΡΑΕ, ως συλλογικό όργανο ή κάθε

επιτροπή που ορίζεται από αυτήν, στερείται σχετικής αρμοδιότητας.

Ορίζεται ακόμη, ότι ο επιδιαιτητής και οι διαιτητές εφαρμόζουν σε κάθε

περίπτωση το ελληνικό δίκαιο. Η διάταξη αυτή κάνει χρήση της δυνατότητας

απόκλισης που προβλέπεται στην περίπτωση δ’ του άρθρου 902 § 2, εδάφιο

δεύτερο ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το προεδρικό διάταγμα που θεσπίζει και

οργανώνει τη μόνιμη διαιτησία, μπορεί να προσδιορίζει «το ουσιαστικό δίκαιο που

πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και οι διαιτητές». Πράγματι, ο γενικός

κανόνας του άρθρου 890 § 1 του ΚΠολΔ, ορίζει ότι «Αν δεν ορίζεται διαφορετικά

από τη συμφωνία για διαιτησία, οι διαιτητές εφαρμόζουν τις διατάξεις του

ουσιαστικού δικαίου» και όπως γίνεται δεκτό, ως εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο

είναι δυνατόν να καταστεί και αλλοδαπό δίκαιο.322 Η αναφερθείσα διάταξη της

παραγράφου 4 του άρθρου 24 του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας και

Διαχείρισης της ΡΑΕ τείνει δηλαδή να εξασφαλίσει ότι σε κάθε περίπτωση θα

εφαρμόζεται το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο323. Η επιτυχία της εν λόγω διατάξεως

είναι αμφισβητούμενη, δεδομένου ότι η εφαρμογή του ελληνικού δικαίου δεν

καθιστά «ελκυστική» την επιλογή της προκείμενης μόνιμης διαιτησίας για μια

ενεργειακή διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας.

Επιπρόσθετα, προβλέπεται ότι η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει: «α.

Το όνομα και επώνυμα του επιδιαιτητή και των διαιτητών, β. Τον τόπο και χρόνο

έκδοσής της, γ. Τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη

διαιτητική διαδικασία, δ. Τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε, ε. Το

αιτιολογικό και στ. Το διατακτικό. Με τη συμφωνία της διαιτησίας μπορεί να οριστεί 322

Βλ. Σ. Κουσούλη, οπ. παρ., σελ 93 323

Για το πρόβλημα που παρουσιάζεται ειδικά στις διεθνείς διαιτησίες, βλ. Α. Φουστούκο, ό.π., σελ. 227 –

228.

Page 151: Pleuri Anna.pdf

151

ότι η διαιτητική απόφαση αρκεί να αναφέρει τη συμφωνία διαιτησίας και το

διατακτικό.». Οι εν λόγω προβλέψεις, επαναλαμβάνουν απλώς τους κανόνες του

άρθρου 892 § 2 ΚΠολΔ, όπως εξάλλου ρητά απαιτεί η εξουσιοδοτική διάταξη του

άρθρου 8 § 2, εδάφιο τρίτο, περίπτωση ε’ του ν. 2773/1999.

Σε σχέση με τη διαιτητική απόφαση, ορίζεται ότι θα πρέπει αυτή να

συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές. Αν

κάποιος από τους διαιτητές αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, πρέπει αυτό να

βεβαιώνεται στο έγγραφο της απόφασης, καθώς και ότι εκείνος που αρνείται ή

κωλύεται έλαβε μέρος στη διαιτητική διαδικασία και στη διάσκεψη, και να

υπογράφεται από την πλειοψηφία των διαιτητών. Αν δε σχηματισθεί η πλειοψηφία

αρκεί η υπογραφή από των επιδιαιτητή. Με τη συμφωνία για διαιτησία μπορεί να

οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση υπογράφεται ιδιοχείρως μόνο από τον

επιδιαιτητή ή από αυτόν και κάποιον από τους διαιτητές. Και εν προκειμένω

επαναλαμβάνονται οι κανόνες του άρθρου 892 § 1 ΚΠολΔ.

Βασικός νόμος της σύγχρονης ενεργειακής νομοθεσίας είναι, βεβαίως, ο ν.

4001/2011, σε εφαρμογή του άρθρου 37 του οποίου, εκδόθηκε ο Κανονισμός

Διαιτησίας της ΡΑΕ, δια του οποίου οργανώθηκε ορθολογικά μόνιμη (ενεργειακή)

διαιτησία στη ΡΑΕ. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι συμβατή με τις σχετικές

διατάξεις του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 902 § 1

ΚΠολΔ, μπορούν θα θεσμοθετηθούν μόνιμες διαιτησίες σε διάφορους φορείς.

Αναλυτικότερα, το άρθρο 37 του ν. 4001/2011 με αντικείμενο τη μόνιμη διαιτησία

στη ΡΑΕ, προβλέπει324:

«1. Με τον παρόντα νόμο οργανώνεται μόνιμη Διαιτησία στην ΡΑΕ, στην οποία

υπάγονται προς επίλυση:

324

Με αναλυτικότερες, ειδικότερες και σε ορισμένα ζητήματα διαφοροποιούμενες ρυθμίσεις σε σχέση με

το άρθρο 24 του π.δ/τος 139/2001.

Page 152: Pleuri Anna.pdf

152

(α) οι διαφορές μεταξύ προσώπων που δραστηριοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο

στον τομέα της ενέργειας,

(β) οι διαφορές μεταξύ Επιλεγόντων Πελατών, όπως αυτοί προσδιορίζονται στις

διατάξεις του παρόντος νόμου και των επιχειρήσεων που ασκούν Ενεργειακές

Δραστηριότητες,

(γ) κάθε διαφορά που αναφύεται μεταξύ των ανωτέρω προσώπων από την

εφαρμογή της σχετικής κείμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

2. Η υπαγωγή στη διαιτητική διαδικασία μιας από τις ανωτέρω διαφορές

προϋποθέτει κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας Διαιτησίας μεταξύ των μερών.

3. Στην ως άνω Διαιτησία εφαρμόζονται τα άρθρα 867 έως 900 του ΚΠολΔ, εφόσον

με το παρόν άρθρο δεν ορίζεται διαφορετικά. Σε περίπτωση διεθνούς εμπορικής

Διαιτησίας, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2735/1999

(Α` 167), η υπαγωγή στον ΚΠολΔ είναι δυνατή εφόσον, υπάρχει ρητή σχετική

συμφωνία μεταξύ των μερών.

4. Η Διαιτησία διεξάγεται ενώπιον τριμελούς διαιτητικού οργάνου, το οποίο

συγκροτείται από πρόσωπα που αναφέρονται σε κατάλογο διαιτητών και

επιδιαιτητών, ο οποίος συντάσσεται κάθε δύο έτη, με απόφαση του Προέδρου της

ΡΑΕ. Ο κατάλογος περιλαμβάνει μέλη της ΡΑΕ, μέλη Τεχνικών Επιμελητηρίων και

Δικηγορικών Συλλόγων, καθώς και καθηγητές Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων

οποιασδήποτε βαθμίδας, με εξειδικευμένες γνώσεις στις διαφορές που υπάγονται στη

Διαιτησία της ΡΑΕ.

5. Αν τα μέρη δεν ορίσουν διαιτητή ή επιδιαιτητή, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα

873 και 874 του ΚΠολΔ., εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 878 ΚΠολΔ, αλλά

αντί για το Μονομελές Πρωτοδικείο αποφασίζει σχετικά ο Πρόεδρος της ΡΑΕ. Ο

Πρόεδρος της ΡΑΕ αποφασίζει, επίσης, αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στις

περιπτώσεις των άρθρων 880 παρ. 2 και 884 του ΚΠολΔ.

Page 153: Pleuri Anna.pdf

153

6. Το διαιτητικό δικαστήριο μεριμνά ώστε η διαδικασία έως και τη δημοσίευση της

απόφασης να έχει περατωθεί εντός έξι (6) μηνών από την κίνηση της διαδικασίας

διαιτησίας325

.

7. Το διαιτητικό δικαστήριο δύναται με απόφαση του να ζητεί από τη ΡΑΕ τη

διατύπωση γνώμης για ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της αρμοδιοτήτων

και είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς».

Ο Κανονισμός Διαιτησίας της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ326

εγκρίθηκε,

ως τελικό κείμενο, με την με αριθμό 261/2012 απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής

Ενέργειας, κατά την τακτική συνεδρίαση της στις 30.03.2012, κατόπιν σχετικής

δημόσιας διαβούλευσης επί Σχεδίου του Κανονισμού από τις 07.03.2012 έως τις

16.03.2012. Στη δημόσια διαβούλευση υπέβαλλαν παρατηρήσεις, σχόλια και

σημειώσεις η ΔΕΠΑ327, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης328, ο Όμιλος

Επιχειρήσεων Μυτιληναίος329 και η ΔΕΗ Α.Ε.330.

Ο Κανονισμός απαρτίζεται από 3 κεφάλαια και περιλαμβάνει αρκετά

λεπτομερείς διατάξεις. Το 1ο κεφάλαιο αφορά γενικές διατάξεις και ορισμούς, και

απαρτίζεται από δυο μέρη. Το 2ο κεφάλαιο αφορά στην εσωτερική διαιτησία και

απαρτίζεται επίσης από δυο μέρη ενώ το 3ο κεφάλαιο αφορά στη διεθνή διαιτησία

και απαρτίζεται από τέσσερα μέρη. Ο Κανονισμός περιέχει επίσης τέσσερα

παραρτήματα. Το πρώτο από αυτά αφορά στον κατάλογο και στα προσόντα των

διαιτητών, το δεύτερο στις δαπάνες διαιτησίας, το τρίτο αποτελεί υπόδειγμα

325

Χωρίς όμως να διευκρινίζεται πότε αφετηριάζεται η διαιτητική διαδικασία. 326

Στο εξής ΚΔ ΡΑΕ. 327

Οι με αριθ.πρωτ. ΡΑΕ Ι-153266/15.03.2012 παρατηρήσεις της ΔΕΠΑ επί του «Σχεδίου Κανονισμού

Διαιτησίας ΡΑΕ». 328

Τα με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153430/16.03.2012 σχόλια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης επί του

«Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ». 329

Οι με αριθ.πρωτ. ΡΑΕ Ι-153563/19.03.2012 παρατηρήσεις του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίου επί

του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ». 330

Οι με αριθ.πρωτ. ΡΑΕ Ι-153468/19.03.2012 σημειώσεις της ΔΕΗ Α.Ε. επί του «Σχεδίου Κανονισμού

Διαιτησίας ΡΑΕ».

Page 154: Pleuri Anna.pdf

154

συμβατικού όρου για υπαγωγή διαφοράς σε διαιτησία και το τέταρτο περιέχει

δήλωση ανεξαρτησίας διαιτητή. Ο Κανονισμός περιέχει ακόμη και αίτηση για

συμμετοχή στον κατάλογο διαιτητών της ΡΑΕ.

Όπως διακηρύσσεται στο προοίμιο του Κανονισμού, αυτός έχει

συμπληρωματικό χαρακτήρα, ήτοι οι διατάξεις του ισχύουν εφόσον δεν υπάρχει

αντίθετη διάταξη στα άρθρα 867 έως 901 ΚΠολΔ και στις ρυθμίσεις του ν.

2735/1999 ή του άρθρου 37 του ν. 4001/2011, οι οποίες σε κάθε περίπτωση

υπερισχύουν, αν υπάρξει σύγκρουση.

Αναφορικά με τη νομική δεσμευτικότητα του Κανονισμού, αυτή έχει

συμβατικό έρεισμα. Διότι εφόσον με τη διαιτητική συμφωνία η διαφορά υπάγεται

προς επίλυση στη διαιτησία της ΡΑΕ που διέπεται από τον Κανονισμό Διαιτησίας

αυτής, οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού ενσωματώνονται στη συμφωνία

διαιτησίας. Έτσι ο Κανονισμός καθίσταται τμήμα μιας δικονομικής συμβάσεως,

δηλαδή της διαιτητικής συμφωνίας και δεσμεύει τα μέρη κατά τη διεξαγωγή της

διαιτητικής διαδικασίας, εφόσον δεν υπάρχει, όμως, διάταξη αντίθετη στις

ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρότι στο προοίμιο του

Κανονισμού αναφέρεται ότι η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ συστήθηκε σύμφωνα με

το άρθρο 37 του ν. 4001/2011 και θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του

άρθρου 30 § 4 του ίδιου νόμου331

, το ζήτημα της διαιτησίας, τουλάχιστον

σύμφωνα με ορισμένη άποψη, δεν ισχύει για το ρυθμιστικό πλαίσιο που

αναφέρεται στη λειτουργία των ενεργειακών αγορών. Λείπει δηλαδή, κατά την εν

λόγω άποψη332

, η νομοθετική εξουσιοδότηση προς τη ΡΑΕ για τη σύνταξη και την

331

Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 30 του ν.4001/2011 ορίζει ότι : “Η ΡΑΕ, με απόφαση της, δύναται να

εκδίδει ανακοινώσεις, οι οποίες αναρτώνται στην επίσημη ιστοσελίδα της, ως προς τον τρόπο με τον οποίον

ερμηνεύει και εφαρμόζει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της”. 332

Βλ. τις με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153563/19.03.2012 παρατηρήσεις του Ομίλου Επιχειρήσεων

Μυτιληναίου επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ», σελ.1.

Page 155: Pleuri Anna.pdf

155

έγκριση του Κανονισμού Διαιτησίας της και, ως εκ τούτου, αυτός αναπτύσσει

δεσμευτικότητα μόνο εντός της ΡΑΕ και όχι σε τρίτα μέρη, και ότι θα πρέπει να

αλλάξει η ονομασία του333

. Η ίδια η ΡΑΕ, πάντως απορρίπτει την εν λόγω άποψη

με την αιτιολογία ότι ο Κανονισμός δεν είναι ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο.

4.3.1 Διαφορές υπαγόμενες στη θεσμική διαιτησία της ΡΑΕ

Στο εύρος των διαφορών, οι οποίες υπάγονται στη μόνιμη διαιτησία της

ΡΑΕ αναφέρεται το άρθρο 2 του Κανονισμού. Πρόκειται για : Α) διαφορές μεταξύ

προσώπων, τα οποία δραστηριοποιούνται και δη με οποιονδήποτε τρόπο στον

τομέα της ενέργειας. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί κατά ρητή διατύπωση του νόμου να

είναι φυσικά ή νομικά και μάλιστα όχι μόνον εταιρείες όπως ορίζεται στον ν.

2773/1999. Β) Διαφορές μεταξύ επιλεγόντων πελατών334

και επιχειρήσεων, οι

οποίες ασκούν ενεργειακές δραστηριότητες και όχι απλώς “εταιρειών που

δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας. Ως “επιλέξιμοι πελάτες”335

νοούνται πελάτες που έχουν δικαίωμα να επιλέξουν τον προμηθευτή τους ή που

αγοράζουν απευθείας φυσικό αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια υπό τις διατάξεις του ν.

4001/2011336

. “Ενεργειακή δραστηριότητα” είναι “η παραγωγή, μεταφορά,

διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, καθώς και η

χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου και η χρήση εγκατάστασης αποθήκευσης

φυσικού αερίου”337

.

333

Βλ. τις με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153468/19.03.2012 σημειώσεις της ΔΕΗ Α.Ε. επί του «Σχεδίου

Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ». 334

Η έννοια των επιλεγόντων πελατών προσδιορίζεται, εν προκειμένω, στο άρθρο 2 § 1ιθ του ν.

4001/2011 και όχι στο άρθρο 2 του ν. 2773/1999. 335

Αντίθετα, “Μη επιλέξιμοι πελάτες” είναι όσοι ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 2773/1999, ως πρόσωπα

που δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποιούν

ηλεκτρική ενέργεια για δική τους αποκλειστική χρήση. 336

Βλ. άρθρο 2 περίπτωση 19 του ν. 4001/2011. 337

Άρθρο 2 περίπτωση 8 του ν. 4001/2011.

Page 156: Pleuri Anna.pdf

156

Γ) Διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των ανωτέρω αναφερόμενων

προσώπων, στο πλαίσιο εφαρμογής της ισχύουσας εθνικής και Ευρωπαϊκής

νομοθεσίας.

Είναι προφανές ότι η ανωτέρω ευρεία διατύπωση των διατάξεων του

άρθρου 2 του Κανονισμού περιλαμβάνει όλες τις διαφορές που μπορεί να

προκύψουν και μεταξύ προσώπων που συμμετέχουν ενδεχομένως περιστασιακά

στον τομέα της ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως στη θεσμική διαιτησία της

ΡΑΕ υπάγονται, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση, αποκλειστικά διαφορές

ιδιωτικού δικαίου338

, όπως απαιτείται και από το άρθρο 867 ΚΠολΔ, στο οποίο

γίνεται ρητή αναφορά339

.

Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 2 του Κανονισμού ορίζεται επίσης ότι

στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ δεν μπορούν να υπαχθούν αιτήσεις λήψης

ασφαλιστικών μέτρων (interim relief) ούτε αιτήσεις ανακλήσεως (revocation

requests) και μεταρρυθμίσεως (reform injunctions) αποφάσεων ασφαλιστικών

μέτρων, με την επιφύλαξη, όμως, του άρθρου 26 του Κανονισμού που αφορά στη

διεθνή διαιτησία, αλλά και του άρθρου 35 του ν. 4001/2011, που αφορά

περιπτώσεις που απαιτούν επείγουσες ενέργειες. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή

έχει δικονομικό χαρακτήρα, αφορά δηλαδή στο είδος της δικαιοδοτικής εξουσίας

της μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ και δεν αφορά στην φύση των διαφορών.

Απαραίτητο, βεβαίως, για τις διαφορές που υπάγονται προς επίλυση στη

μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ είναι τα εμπλεκόμενα σε αυτές μέρη να έχουν εξουσία

διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς (sine qua non προϋπόθεση)340

, όπως

αναφέρεται ρητά στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 του

Κανονισμού. Η εν λόγω προϋπόθεση πάντως, κρίνεται ως υπέρ το δέον

περιοριστική, δεδομένου ότι αυτή συμπλέκεται με το ζήτημα της 338

Για τις δημοσίου δικαίου διαφορές, βλ. Στ. Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, σελ.32-33. 339

Βλ. Καλδέλλη, Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 5/2006, σελ.38. 340

Η προϋπόθεση αυτή περιέχεται και στο άρθρο 867 § 1 του ΚΠολΔ.

Page 157: Pleuri Anna.pdf

157

«διαιτητευσιμότητας» (arbitrability) της διαφοράς, η οποία κρίνεται από το

εφαρμοστέο στη διαιτητική διαδικασία δίκαιο και όχι από τη διαιτητική συμφωνία,

μέρος της οποίας (θα αποτελεί) και ο Κανονισμός341

.

Εφόσον η διαιτητική συμφωνία γίνει δεκτή, ως πράξη διάθεσης, η εξουσία

διαθέσεως των μερών επί του αντικειμένου της διαφοράς, εξαρτάται, α) από το αν

τα μέρη έχουν εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της προς διαιτητική επίλυση

διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού (αστικού) δικαίου και β) από

το υποκειμενικό στοιχείο, υπό την έννοια ότι τα μέρη θα πρέπει να έχουν την

εξουσία να διαθέσουν ελεύθερα, δια της διαιτητικής συμφωνίας, το αντικείμενο

της διαφοράς, όρος που αναφέρεται στα υποκείμενα της διαφοράς και όχι στη

διαφορά καθεαυτή342

.

4.3.2 Οργάνωση της υπηρεσίας διαιτησίας και κατάλογος διαιτητών

Α) Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας και δαπάνες διαιτησίας

Σε ευθυγράμμιση με τη διεθνή πρακτική το άρθρο 3 του Κανονισμού

προβλέπει στις δυο πρώτες παραγράφους του, τους όρους συγκρότησης,

στελέχωσης και λειτουργίας της Ειδικής Γραμματείας Μόνιμης Διαιτησίας στη

ΡΑΕ, η οποία εξυπηρετεί την ανάγκη ομαλής διεκπεραίωσης των διαδικαστικών

αναγκών που προκύπτουν κατά τη διενέργεια διαιτησίας, σύμφωνα με τον

Κανονισμό. Η Ειδική Γραμματεία συστήνεται και λειτουργεί με απόφαση της

ΡΑΕ, μετά την υποβολή αιτήματος για διεξαγωγή διαιτησίας σ’ αυτήν, επομένως

δεν υπάρχει σε μόνιμη βάση, αλλά συστήνεται ad hoc και το κόστος λειτουργίας

της καλύπτεται από τις δαπάνες διαιτησίας του Παραρτήματος 2 του Κανονισμού.

Οι προκείμενες δαπάνες βαρύνουν το μέρος που αιτείται τη διαιτησία. Επομένως,

ο μηχανισμός της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ είναι αυτοχρηματοδοτούμενος, 341

Βλ. σχετ. τα με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153430/16.03.2012 σχόλια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου

Θράκης επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ», σελ.2. 342

Βλ. Κουσούλη, Δίκαιο διαιτησίας, σελ. 29-32.

Page 158: Pleuri Anna.pdf

158

γεγονός θετικό για τη βιωσιμότητα του, ενώ έτσι δεν βαρύνεται και ο συνολικός

προϋπολογισμός της Αρχής.

Σημειώνεται, ότι ενώ το Παράρτημα του Κανονισμού διαμορφώθηκε, ως

προς τις δαπάνες διαιτησίας343

, κατά το πρότυπο του ICC, δεν περιέχει διάταξη σε

σχέση με τον συμψηφισμό του τέλους344

για την κατάθεση στη ΡΑΕ της αίτησης

διαιτησίας ή σχετικής ανταίτησης345

με τις δαπάνες διαιτησίας, όπως προβλέπεται

στον σχετικό κανονισμό του ICC. Τούτο συνεπάγεται ότι τουλάχιστον σε ό,τι

αφορά στις δαπάνες διαιτησίας, η διαιτησία στη ΡΑΕ καταλήγει να είναι πιο

ακριβή σε σχέση με αυτή του ΙCC346

, γεγονός ουδόλως ελκυστικό για την επιλογή

της από ενδιαφερόμενα μέρη.

Η κατανομή των δαπανών, γίνεται σύμφωνα με την πέμπτη παράγραφο του

Παραρτήματος 2 του Κανονισμού ισομερώς μεταξύ των μερών και όχι με βάση τη

διεθνώς κρατούσα αρχή της ήττας, δηλαδή ανάλογα με την έκταση της ήττας ή

343

Βλ. τις παρ. 2 και 6 και τον Πίνακα Ι του Παραρτήματος 2 του Κανονισμού, όπου ορίζονται οι

δαπάνες (πληρωτέες σε ευρώ με επιφύλαξη για διαφορετικό υπολογισμό επί διαφοράς αποτιμητέας σε

άλλο νόμισμα) με διαβάθμιση ποσοστού επί της χρηματικής αποτίμησης της επί διαιτησίας διαφοράς συν

ΦΠΑ, με την σημείωση ότι τα ποσοστά ορίζονται μειωμένα κατά 1/3 των αντίστοιχων ποσοστό του ΙCC.

Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, οι δαπάνες διαιτησίας καθορίζονται κατ’

εύλογη κρίση από την ΡΑΕ. Στις δαπάνες διαιτησίας δεν συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα της

συγκεκριμένης διαδικασίας καθώς και η αμοιβή των διαιτητών. H τελευταία, καθορίζεται, επί διεθνούς

διαιτησίας ελεύθερα από τους διαιτητές, ήτοι βάσει συστήματος ωριαίας χρονοχρέωσης ή με ποσοστό επί

της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ενώ επί εσωτερικής διαιτησίας, καθορίζεται σύμφωνα με τις

διατάξεις του ΚΠολΔ. 344

Σύμφωνα με την 5η παράγραφο του Παραρτήματος 2 του Κανονισμού Διαιτησίας, κάθε αίτηση

διαιτησίας, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ

συνοδεύεται από καταβολή ανταποδοτικού τέλους, ποσού 5.000 ευρώ σε λογαριασμό της ΡΑΕ. Το ίδιο

ισχύει, μάλιστα, και για κάθε υποβολή ανταίτησης εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση. Το τέλος δεν

επιστρέφεται και αποτελεί τμήμα των δαπανών διαιτησίας. 345

Βλ. την παράγραφο 4 του Παραρτήματος 2 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία : «Κάθε αίτηση

διαιτησίας, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ

συνοδεύεται από καταβολή ανταποδοτικού τέλους, ποσού 5.000 ευρώ σε λογαριασμό της ΡΑΕ. Το ίδιο

ισχύει και για κάθε υποβολή ανταίτησης εκ μέρους του καθ’ου η αίτηση. Το τέλος δεν επιστρέφεται και

αποτελεί τμήμα των δαπανών διαιτησίας». 346

Βλ. σχετ. τα με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153430/16.03.2012 σχόλια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου

Θράκης επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ», σελ.3. Για τις δαπάνες διαιτησίας και τις αμοιβές

των διαιτητών (Scales of Administrative Expenses and Arbitrator’s Fees) στο ICC, βλ. ΙCC Arbitration

Rules (effective as of 1 January 2012), Appendix III, Arbitration Costs and Fees, Article 4, p.53-56.

Page 159: Pleuri Anna.pdf

159

νίκης κάθε μέρους. Επιπλέον δεν υπάρχει ρύθμιση για την περίπτωση που τα μέρη

έχουν αποφασίσει τα ίδια για τον τρόπο κατανομής των δαπανών της διαιτησίας.

Ποσοστό 50% του συνολικού ποσού των δαπανών διαιτησίας, προκαταβάλλεται

από τα μέρη στη ΡΑΕ, μόλις συγκροτηθεί το διαιτητικό δικαστήριο, χωρίς

πρόβλεψη για την τύχη της διαδικασίας, αν αυτό δεν καταβληθεί. Το υπόλοιπο

50% καταβάλλεται μετά την έκδοση της απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου.

Σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένη διαιτησία τερματιστεί πριν την

έκδοση διαιτητικής απόφασης, π.χ. δια συμβιβασμού των μερών, η ΡΑΕ καθορίζει

τις δαπάνες διαιτησίας, λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο της διαιτητικής

διαδικασίας, κατά το οποίο τερματίστηκε η διαιτησία, δεν επιστρέφεται όμως το

ανταποδοτικό τέλος των 5.000 ευρώ347

.

Αναφορικά με τα πρόσωπα που στελεχώνουν την Ειδική Γραμματεία, αυτά

έχουν καθήκον εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Τα καθήκοντα τούτα,

προκύπτουν, άλλωστε και από το άρθρο 44 του ν. 4001/2011348

, σύμφωνα με το

οποίο : «Το Προσωπικό της Γραμματείας της ΡΑΕ υπέχει τις υποχρεώσεις

εχεμύθειας και προστασίας του επιχειρηματικού ή και άλλων απορρήτων, που

υπέχουν και τα μέλη της ΡΑΕ κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου…». Στη

σχετική διάταξη του Κανονισμού δεν υπάρχει, πάντως, αναφορά και για καθήκον

αμεροληψίας των προσώπων της Ειδικής Γραμματείας, τούτο όμως πρέπει να γίνει

δεκτό ότι υπάρχει και για τα ως άνω πρόσωπα, ως υποχρέωση συνυφασμένη με τα

λοιπά καθήκοντα τους και τον ίδιο τον προορισμό της Ειδικής Γραμματείας να

εξυπηρετήσει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας,

σύμφωνα με τις βασικές αρχές της διαιτησίας.

347

Άρθρο 4 του Παραρτήματος 2 του Κανονισμού. 348

Poulios, Arbitration and Mediation next to R.A.E. in Greece (in English), σελ.13.

Page 160: Pleuri Anna.pdf

160

Β) Γραμματέας του Διαιτητικού Δικαστηρίου στη ΡΑΕ

Καθήκοντα γραμματέα του Διαιτητικού Δικαστηρίου ασκεί έμμισθος

δικηγόρος της ΡΑΕ, ο οποίος επιλέγεται με απόφαση του Προέδρου της ΡΑΕ349

και

όχι από το διαιτητικό δικαστήριο, όπως θα ήταν προτιμότερο δεδομένου ότι με

αυτό θα συνεργαστεί ο/η εν λόγω γραμματέας350

. Στα καθήκοντα του τελευταίου,

ανήκουν351

η τήρηση των πρακτικών της διαιτησίας, η σύνταξη κάθε είδους

εγγράφων της διαιτητικής διαδικασίας και η υπογραφή τους, η μέριμνα για την

τήρηση των προθεσμιών352

, του πρωτοκόλλου, του βιβλίου δημοσίευσης των

εκδιδομένων διαιτητικών αποφάσεων, του αρχείου κ.λ.π. Επιπρόσθετα, ο

γραμματέας είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη των εγγράφων που παραλαμβάνονται

και σχετίζονται με τη διαιτησία. Περαιτέρω, όλες οι κοινοποιήσεις, επιδόσεις,

γνωστοποιήσεις, δηλώσεις κλπ. σε σχέση με τη διαιτητική διαδικασία μπορούν να

διενεργηθούν από την Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας της ΡΑΕ ή/και από

υπάλληλο της τελευταίας με σύνταξη σχετικής έκθεσης ή αποδεικτικού παραλαβής

υπογεγραμμένου από τον εν λόγω υπάλληλο, με μέριμνα όμως του γραμματέα του

διαιτητικού δικαστηρίου. Τέλος, στα καθήκοντα του γραμματέα του διαιτητικού

δικαστηρίου, δεν ανήκει η νομική έρευνα προς να βοηθηθεί το διαιτητικό

δικαστήριο ούτε η σύνταξη προσχεδίου της διαιτητικής αποφάσεως.

Γ) Ο κατάλογος των διαιτητών στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ

Σε πολλές θεσμικές διαιτησίες, έχει επικρατήσει για το κρίσιμο για τη

διαιτησία ζήτημα του ορισμού των προσώπων των διαιτητών (διαιτητών και

επιδιαιτητή), η λύση του λεγόμενου «κλειστού καταλόγου διαιτητών» (close

349

Μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ, κατά το άρθρο 3 § 2 του Κανονισμού. 350

Βλ. τα με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153430/16.03.2012 σχόλια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης επί

του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ», σελ.3. 351

Άρθρο 3 § 2 του Κανονισμού. 352

Για την τήρηση όμως της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, μεριμνά ο Πρόεδρος της

ΡΑΕ, κατά το άρθρο 8 § 2 του Κανονισμού.

Page 161: Pleuri Anna.pdf

161

directory), ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι οι διαιτητές δεν θα πρέπει να

ορίζονται υποχρεωτικά από ορισμένο συσταθέντα κατάλογο (οpen directory). Η

τελευταία αυτή άποψη, προσφέρει, πάντως, περισσότερη ευελιξία και ελευθερία

στα μέρη της διαιτησίας, τα οποία θέλουν μεν να υπαγάγουν τη διαφορά τους σε

ορισμένη θεσμική διαιτησία, αλλά και να διατηρήσουν την ελευθερία επιλογής

των προσώπων των διαιτητών, οι οποίοι μπορεί να μην ανήκουν στον «κλειστό

κατάλογο» της συγκεκριμένης διαιτησίας. Η εκδοχή του «κλειστού καταλόγου»

επιλέχθηκε, πάντως, για τη μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ353

, όπως ορίζεται ρητά στο

άρθρο 3 § 3 του Κανονισμού354

και επομένως, διαιτητές και επιδιαιτητής ορίζονται

υποχρεωτικά από συγκεκριμένο κατάλογο- λίστα διαιτητών.

Ο εν λόγω κατάλογος, συντάσσεται ανά δυο έτη, με απόφαση του Προέδρου

της ΡΑΕ, μετά από σχετική εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ. Ο κατάλογος

περιλαμβάνει όχι μόνον νομικούς, αλλά μέλη της ΡΑΕ, μέλη τεχνικών

επιμελητηρίων και δικηγορικών συλλόγων, καθώς και καθηγητές ΑΕΙ

οποιασδήποτε βαθμίδας, με εξειδικευμένες (νομικές ή τεχνικές) γνώσεις στις

υπαγόμενες στη διαιτησία της ΡΑΕ διαφορές355

. Ο κατάλογος των διαιτητών της

ΡΑΕ είναι αναρτημένος στην ιστοσελίδα της356

και κατά τον χρόνο συγγραφής της

παρούσας περιελάμβανε 55 δικηγόρους ή/και ακαδημαϊκούς, 34 μηχανικούς

διαφόρων ειδικοτήτων και 1 πρώην μέλος της ΡΑΕ.

353

Όχι, όμως χωρίς σχετική κριτική στην εν λόγω επιλογή, ιδίως συγκριτικά προς άλλες θεσμικές

διαιτησίες διεθνώς, βλ. έτσι τα με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153430/16.03.2012 σχόλια του Δημοκρίτειου

Πανεπιστημίου Θράκης επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ», σελ.2. 354

Ενώ στο σχετικό άρθρο του ν. 4001/2011 δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για το ανωτέρω ζήτημα. 355

Οι ενδιαφερόμενοι να περιληφθούν στον κατάλογο διαιτητές και επιδιαιτητές, υποβάλλουν την

υπάρχουσα στο Παράρτημα του Κανονισμού «Αίτηση για συμμετοχή στον κατάλογο διαιτητών και

επιδιαιτητών που οργανώνεται στη ΡΑΕ», στην οποία αναφέρουν προσωπικά στοιχεία, ακαδημαϊκά

προσόντα, επαγγελματική εμπειρία, γνώση ξένων γλωσσών, προηγούμενη συμμετοχή σε διαιτησία και

ιδιότητα με την οποία συμμετείχαν σ’ αυτή και τυχόν προηγούμενη ενασχόληση με ενεργειακές

υποθέσεις. Η εν λόγω αίτηση συνοδεύεται από σχετικό φάκελο με αποδεικτικά των αναφερομένων στην

αίτηση στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη συμμετοχής του αιτούντος σε προηγούμενη διαιτησία,

δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού του από τον κατάλογο των διαιτητών της ΡΑΕ. 356

http://www.rae.gr/site/categories_new/arbitration/arblist.csp, (τελευταία ενημέρωση ιστοσελίδας:

13/05/2016). (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 16/05/2016).

Page 162: Pleuri Anna.pdf

162

4.3.3 Η διαιτητική συμφωνία και η συγκρότηση του διαιτητικού

δικαστηρίου

Α) Συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ

Η πρακτική της διεθνούς διαιτησίας, όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο στη

σχετική βιβλιογραφία όσο και σε εισηγήσεις συνεδρίων διεθνούς διαιτησίας έχει

αναδείξει ότι πέραν από την ίδια την επιλογή περί υπαγωγής της διαφοράς στη

διαιτητική επίλυση, δια της διαιτητικής συμφωνίας357

συμφωνούνται ή πρέπει να

συμφωνούνται και άλλα κομβικά ζητήματα, της διαιτησίας, όπως η σύνθεση του

διαιτητικού δικαστηρίου, ήτοι αν θα πρόκειται για μονομελή ή τριμελή, η επιλογή

συγκεκριμένης θεσμικής διαιτησίας με εκτίμηση των συγκεκριμένων διαδικασιών,

κανόνων και μεθόδου χρεώσεων που προβλέπονται σ’ αυτήν, ο τόπος και η

γλώσσα της διαιτησίας κλπ.

Η «ενεργειακή» θεσμική διαιτησία της ΡΑΕ δεν είναι υποχρεωτική για τα

μέρη μιας ενεργειακής διαφοράς358

. Επομένως, τα μέρη είτε θα την επιλέξουν είτε

τούτο θα προβλέπεται ως δυνατότητα των μερών σε ορισμένη διάταξη, όπως στο

άρθρο 10 του ΚΣΗΕ359

. Ως εκ τούτου, απαιτείται ορισμένη διαιτητική συμφωνία.

357 Βλ., π.χ. την εξής ρήτρα διεθνούς διαιτησίας, με την συμφωνείται διαιτητική επίλυση της διαφοράς σε

ορισμένη θεσμική διαιτησία: «Any dispute arising out of or in connection with this contract, including

any question regarding its existence, validity or termination, shall be referred to and finally resolved by

arbitration in Singapore in accordance with the Arbitration Rules of the Singapore International

Arbitration Centre (“SIAC Rules”) for the time being in force, which rules are deemed to be incorporated

by reference in this clause. The parties agree that any arbitration commenced pursuant to this clause

shall be conducted in accordance with the Expedited Procedure set out in Rule 5.02 of the SIAC Rules.

The Tribunal shall consist of one arbitrator. The language of the arbitration shall be….». 358 Αν τα εμπλεκόμενα σε ορισμένη ενεργειακή διαφορά πρόσωπα, συμφωνήσουν την επίλυση της με

διαιτησία και επιλέξουν ως διαιτητές, πρόσωπα που δεν εντάσσονται στον κατάλογο διαιτητών της ΡΑΕ,

τότε δεν πρόκειται για θεσμική, αλλά για ad hoc διαιτησία, στην οποία όμως τα μέρη μπορούν, αν έτσι

συμφωνήσουν, να ακολουθήσουν τους κανόνες διαιτησίας της ΡΑΕ, ενσωματώνοντας τους ad hoc στη

διαιτητική τους συμφωνία. 359

Το άρθρο 10 που φέρει τον τίτλο «Διαιτησία» του κεφαλαίου 3, με τίτλο κεφαλαίου «Επίλυση

διαφορών) του ΚΣΗΕ ορίζει: «1.Σε περίπτωση μη επίλυσης της διαφοράς μέσω της διαδικασίας Φιλικής

Διευθέτησης Διαφορών, η διαφορά είναι δυνατόν με συνυποσχετικό διαιτησίας μεταξύ των μερών, να

παραπέμπεται στη μόνιμη διαιτησία που οργανώνεται από τη ΡΑΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37

Page 163: Pleuri Anna.pdf

163

Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ, η συμφωνία

υπαγωγής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ καταρτίζεται δυνάμει

έγγραφου τύπου. Η διάταξη είναι σαφής σε αντίθεση με την αντίστοιχη του

άρθρου 24 § 3 του π.δ/τος 139/2001 η οποία αναφέρεται αορίστως σε «κατάρτιση

συμφωνίας διαιτησίας μεταξύ των μερών». Ρητώς δε αναφέρεται στο άρθρο 4 του

Κανονισμού Διαιτησίας, ότι έγγραφη360

θεωρείται και η συμφωνία, που

καταρτίζεται με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή

ενυπόγραφων τηλεμοιοτύπων. Η διάταξη είναι ίδια με αυτή του άρθρου 869 § 1

ΚΠολΔ.

Εάν τα πρόσωπα που δεσμεύονται από τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς

στη διαιτησία, εμφανισθούν και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική

διαδικασία, η έλλειψη τηρήσεως του εγγράφου τύπου θεραπεύεται. Ειδική

πρόβλεψη γίνεται για την περίπτωση όπου η συμφωνία υπαγωγής στη διαιτησία

της ΡΑΕ αφορά μέλλουσες διαφορές. Τότε, η διαιτητική συμφωνία είναι έγκυρη,

μόνον αν καταρτισθεί εγγράφως και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από

την οποία δύνανται να προέλθουν οι διαφορές. Η ρύθμιση αυτή είναι ίδια με το

άρθρο 868 ΚΠολΔ, ενώ ομοιάζει και με το άρθρο 43 ΚΠολΔ περί της συμφωνίας

παρεκτάσεως της (κατά τόπον) αρμοδιότητας τακτικού δικαστηρίου.

Στο Παράρτημα 3 του Κανονισμού Διαιτησίας υπάρχει υπόδειγμα όρου

(model clause) σε σύμβαση για υπαγωγή διαφοράς σε διαιτησία και ορίζει ότι: «Τα

συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν και συναποδέχονται ότι όλες οι διαφορές που

προκύπτουν ή σχετίζονται με την παρούσα σύμβαση, επιλύονται οριστικά σύμφωνα

με τον Κανονισμό Διαιτησίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, από διαιτητικό

του Ν. 4001/2011 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες διατάξεις. 2. Σε περίπτωση μη επίτευξης

συμφωνίας διαιτησίας κατά την παράγραφο 1, η διαφορά αυτή υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των

Δικαστηρίων των Αθηνών». 360

Προφανώς εκτός από την περίπτωση του έγγραφου, υπογεγραμμένου από τα μέρη, ιδιωτικού

συμφωνητικού.

Page 164: Pleuri Anna.pdf

164

δικαστήριο το οποίο διορίζεται και διεξάγει τη διαιτησία σύμφωνα με τα οριζόμενα

στον εν λόγω Κανονισμό». Στο εν λόγω υπόδειγμα δεν υπάρχει αναφορά στη

σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου, τον τόπο και τη γλώσσα της διαιτησίας, στη

γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου και στη δυνατότητα του τελευταίου να

λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται εντός του

Κανονισμού διαιτησίας της ΡΑΕ στον οποίο θα πρέπει κανείς να ανατρέξει.

Σημειώνεται ότι ο Κανονισμός Διαιτησίας είναι διαθέσιμος στην ιστοσελίδα της

ΡΑΕ, μόνον στην ελληνική γλώσσα.

Η διαιτητική συμφωνία παύει να ισχύει, εφόσον η ίδια δεν ορίζει

διαφορετικά, 1) αν οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής που ορίσθηκαν με τη συμφωνία ή

κατόπιν όρισαν από κοινού οι συμβαλλόμενοι361

, αποβιώσουν ή δεν αποδεχθούν

ενός δέκα (όχι εργασίμων) ημερών τον ορισμό τους και δεν έχουν ορισθεί

αντικαταστάτες τους ή ο τρόπος της αντικατάστασης τους, 2) αν παρέλθει η

προθεσμία ισχύος της συμφωνίας που ορίσθηκε από την ίδια ή η προθεσμία που ο

Πρόεδρος της ΡΑΕ έθεσε για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, χωρίς να

διευκρινίζεται εδώ αν εννοείται η διαδικασία διορισμού των διαιτητών ή η ίδια η

διαιτητική διαδικασία και 3) αν τα συμβαλλόμενα μέρη συνομολογήσουν

εγγράφως την κατάργηση της διαιτητικής συμφωνίας362

.

Το διαιτητικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ή

την ισχύ της συμφωνίας διαιτησίας, κατά το άρθρο 13 § 5 του Κανονισμού

Διαιτησίας. Στο πλαίσιο αυτό, ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση

θεωρείται αυτοτελής συμφωνία και αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί ότι η

σύμβαση είναι άκυρη, τούτο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ακυρότητα της

διαιτητικής ρήτρας.

361

Σε κάθε περίπτωση, από τον Κατάλογο Διαιτητών και Επιδιαιτητών της ΡΑΕ. 362

Άρθρο 9 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ.

Page 165: Pleuri Anna.pdf

165

Β) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

Η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ρυθμίζεται στο άρθρο 5 του

Κανονισμού διαιτησίας. Η επιλογή του μοναδικού διαιτητή έχει αποκλειστεί και η

σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου είναι τριμελής. Αυτό αποτελείται από δυο

διαιτητές και έναν επιδιαιτητή (πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου), οι οποίοι

επιλέγονται είτε από τα μέρη είτε από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ, κατά την τέταρτη

παράγραφο του άρθρου 5, υποχρεωτικά από τον κατάλογο διαιτητών και

επιδιαιτητών της ΡΑΕ363

. Τον επιδιαιτητή επιλέγουν οι δυο διαιτητές, επίσης από

τον ως άνω κατάλογο.

Κώλυμα ορισμού ενός προσώπου, ως διαιτητή, υπάρχει αν αυτό είναι

ανίκανο ή περιορισμένα ικανό προς δικαιοπραξία, καθώς και αν έχει καταδικαστεί

σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων364

. Διαιτητής δεν μπορεί βεβαίως να

οριστεί νομικό πρόσωπο365

. Ο ορισμός των διαιτητών, από τα μέρη είναι βεβαίως

αμετάκλητος, ήτοι δεν ανακαλείται.

Στο άρθρο 37 § 5 του ν. 4001/2001 ορίζεται ότι αν τα μέρη δεν ορίσουν

διαιτητή ή επιδιαιτητή, κατά τους ορισμούς των άρθρων 873-874 ΚΠολΔ,

εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 878 ΚΠολΔ, αλλά αντί του Μονομελούς

Πρωτοδικείου, αποφασίζει σχετικά ο Πρόεδρος της ΡΑΕ366

. Ο ίδιος αποφασίζει

επίσης και στις περιπτώσεις των άρθρων 880 § 2 (μη εκπλήρωση καθηκόντων

363

Βλ. άρθρο 1 § 2 του Κανονισμού Διαιτησίας 364

Άρθρο 5 § 2 και Παράρτημα Ι § 5 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ. Τα εν λόγω κωλύματα δεν

θα πρέπει, βεβαίως, να υπάρχουν ούτε, κατά την εγγραφή στον κατάλογο διαιτητών ούτε κατά τον

ορισμό του διαιτητή. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι διαιτητές και ο επιδιαιτητές υπογράφουν υπεύθυνη

δήλωση με περιεχόμενο και ότι δεν στερούνται τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα, ούτε έχουν στερηθεί

λόγω καταδίκης την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, όπως αναφέρεται στην τελευταία

παράγραφο του υποδείγματος δήλωσης στο Παράρτημα 4 του ΚΔ της ΡΑΕ. 365

Τούτο ορίζεται ρητά, άλλωστε, στο άρθρο 871 § 2 ΚΠολΔ. 366

Επί ενεργειακής διαφοράς, η οποία αφορούσε την αγοραπωλησία Ινδονησιακού μη οπτάνθρακα και η

διαιτητική ρήτρα προέβλεπε τον ορισμό τριμελούς διαιτητικού δικαστηρίου, ενώ ο πρόεδρος του

διαιτητικού δικαστηρίου (SIAC) όρισε ένα διαιτητή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης

επιβεβαίωσε τη σχετική διακριτική ευχέρεια του προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου (SIAC) και

απέρριψε την έφεση που άσκησε το ηττηθέν μέρος στη διαιτητική απόφαση (προμηθευτής) ζητώντας τον

«παραμερισμό» (set aside) της διαιτητικής απόφασης, ΑQZ v ARA [2015] SGHC 49.

Page 166: Pleuri Anna.pdf

166

διαιτητή και επιδιαιτητή) και 884 ΚΠολΔ. Πιο αναλυτικές ρυθμίσεις για τα

ζητήματα αυτά, περιέχουν η πέμπτη και η έκτη παράγραφος του άρθρου 5 του ΚΔ

της ΡΑΕ. Ειδικότερα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας,

σε σχέση με τον ορισμό των διαιτητών και του επιδιαιτητή, αποφασίζει σχετικά ο

Πρόεδρος της ΡΑΕ367

, μετά την πάροδο δέκα εργασίμων ημερών από την υποβολή

της αίτησης για υπαγωγή σε διαιτησία368

. Η απόφαση του Προέδρου της ΡΑΕ

εκδίδεται μετά από αίτηση για ορισμό διαιτητή ή διαιτητών την οποία υποβάλλει

οποιοδήποτε από τα μέρη ή μετά από αίτηση ορισμού επιδιαιτητή την οποία

μπορούν να υποβάλλουν και οι διαιτητές και δεν ανακαλείται μετά την έναρξη της

διαιτητικής διαδικασίας, χωρίς όμως να ορίζεται στη διάταξη, πότε τοποθετείται

χρονικά αυτή. Εάν οι ορισθέντες από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ διαιτητές ή

επιδιαιτητής τους, αποβιώσουν ή για οποιοδήποτε λόγο αρνούνται ή κωλύονται να

ενεργήσουν τη διαιτησία, αντικαθίστανται επίσης με απόφαση του Προέδρου της

ΡΑΕ369

, κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε από τα μέρη.

Ο ορισθείς διαιτητής ή επιδιαιτητής – μέλος του καταλόγου διαιτητών της

ΡΑΕ, δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί τον διορισμό του και αν τον

αποδέχθηκε μπορεί κατόπιν, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος να αρνηθεί να

εκπληρώσει τα καθήκοντα του, ύστερα από άδεια του Προέδρου της ΡΑΕ370

. Εν

προκειμένω, τα μέρη μπορούν να ορίσουν νέο διαιτητή ή επιδιαιτητή εντός οκτώ

εργασίμων ημερών, προφανώς από την ημέρα εκδόσεως της ως άνω άδειας και αν

δεν το πράξουν, τότε αυτός ορίζεται από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ371

.

Υπογραμμίζεται ότι ο Κανονισμός δεν προβλέπει πως εξελίσσεται η

διαιτητική διαδικασία, αν οι ορισθέντες διαιτητές ή επιδιαιτητής αρνούνται για

367

Μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ. 368

Άρθρο 11 του Κανονισμού. 369

Μετά από σχετική εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ. 370

Μετά από σχετική εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ. 371

Μετά από σχετική εισήγηση της Ολομέλειας της ΡΑΕ.

Page 167: Pleuri Anna.pdf

167

σπουδαίο λόγο ή κωλύονται να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους, μετά την έναρξη

της διαιτητικής διαδικασίας. Έχω τη γνώμη ότι θα ενεργοποιηθεί και στην

περίπτωση αυτή, η ανωτέρω πρόβλεψη για ορισμό νέων διαιτητών ή επιδιαιτητή

από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ.

Κάθε διαιτητής, είτε ορίστηκε από τα μέρη είτε από άλλο όργανο ή αρχή,

οφείλει να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος έναντι όλων των μερών που

μετέχουν στη διαιτησία, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 του ΚΔ της ΡΑΕ, αλλά. κατά

τη γνώμη μου, και έναντι των λοιπών διαιτητών. Η αμεροληψία και η ανεξαρτησία

πρέπει να συντρέχουν, βεβαίως, και στο πρόσωπο του επιδιαιτητή, παρότι η

ανωτέρω διάταξη του ΚΔ δεν το αναφέρει.

Η ανεξαρτησία αναφέρεται στην αντικειμενικότητα και στην σχέση μεταξύ

του διαιτητή και των μερών. Ένας ανεξάρτητος διαιτητής δεν πρέπει, λοιπόν, να

σχετίζεται με τα μέρη, με τρόπο, ώστε να επηρεάζεται ή να δύναται να επηρεαστεί

η κρίση του επί της υπό διαιτησίας διαφοράς.

Η αμεροληψία αφορά στην αντίληψη και θέση του διαιτητή σε σχέση με την

ουσία της διαφοράς. Ο αμερόληπτος διαιτητής δεν θα πρέπει να έχει κανενός

είδους προσωπική σχέση με την ουσία της διαφοράς. Τούτο σημαίνει ότι η υπό

διαιτησία διαφορά δεν θα πρέπει να συνδέεται με τυχόν θετικής ή/και αρνητικές

συνέπειες για τα συμφέροντα και την εν γένει έννομη θέση του διαιτητή, ώστε ο

τελευταίος να μην προσδοκά οιοδήποτε όφελος από το αποτέλεσμα της διαιτησίας.

Χρήσιμο «εργαλείο» για την κατανόηση και διαχείριση των εννοιών της

ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας στη διεθνή, ιδίως, διαιτησία είναι μάλιστα οι

«International Bar Association (ΙΒΑ) Guidelines on Conflicts of Interest in

International Arbitration, (2014)372

» (Κατευθυντήριες γραμμές για τις

συγκρούσεις συμφερόντων στη διεθνή διαιτησία από τον Διεθνή Δικηγορικό 372

Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:

http://www.ibanet.org/Publications/publications_IBA_guides_and_free_materials.aspx (Ημερομηνία

τελευταίας πρόσβασης: 19/05/2016).

Page 168: Pleuri Anna.pdf

168

Σύλλογο), με τον εκεί περιεχόμενο κατάλογο υποθέσεων (Red list, Orange list,

Green list).

Σύμφωνα με τον ΚΔ της ΡΑΕ373

, πριν τον διορισμό ή την αποδοχή του, ο

διαιτητής υπογράφει έγγραφη δήλωση «αποδοχής, διαθεσιμότητας, αμεροληψίας

και ανεξαρτησίας» την οποία απευθύνει στην Ειδική Γραμματεία Μόνιμης

Διαιτησίας της ΡΑΕ. Ρητή αναφορά θα έπρεπε να γίνεται εδώ και για τις

αντίστοιχες υποχρεώσεις του επιδιαιτητή374

, αν και προφανώς ο ΚΔ εννοεί εν

προκειμένω και τον επιδιαιτητή, καθώς στο Παράρτημα 4 υπάρχει υπόδειγμα

δήλωσης υπό τον τίτλο: «Δήλωση ανεξαρτησίας διαιτητή και επιδιαιτητή», όπου

δηλώνεται υπεύθυνα η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα της κρίσης του

υπογράφοντος, με βάση τα γεγονότα που αυτός γνωρίζει. Ο διαιτητής οφείλει,

δηλαδή να «αποκαλύψει» γραπτώς στην Ειδική Γραμματεία του Διαιτητικού

Δικαστηρίου της ΡΑΕ όλα τα γεγονότα ή τις συνθήκες που δύνανται να θέσουν σε

αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του, όπως και όλες τις συνθήκες που μπορούν να

εγείρουν εύλογες αμφιβολίες σε σχέση με την αμεροληψία του. Περαιτέρω η

Ειδική Γραμματεία, πληροφορεί σχετικώς και εγγράφως τα μέρη και τάσσει

προθεσμία για την υποβολή σχολίων από αυτά.

Αναφορικά με την ευθύνη διαιτητών και επιδιαιτητή, αυτοί ευθύνονται,

κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, μόνον για δόλο και βαρεία αμέλεια,

άρα όχι για ελαφρά αμέλεια375

.

Η διαιτητική διαδικασία ολοκληρώνεται, κατά κανόνα, με την έκδοση

διαιτητικής απόφασης. Το άρθρο 8 του ΚΔ της ΡΑΕ, με μια «ευρεία», πάντως,

διατύπωση, ορίζει ότι το διαιτητικό δικαστήριο «μεριμνά» ώστε η διαιτητική

διαδικασία να περατωθεί εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης

373

Άρθρο 6 § 2 του ΚΔ ΡΑΕ. 374

Βλ.σχετ. τις με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153563/19.03.2012 παρατηρήσεις του Ομίλου Επιχειρήσεων

Μυτιληναίου επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ». 375

Άρθρο 7 του ΚΔ της ΡΑΕ.

Page 169: Pleuri Anna.pdf

169

προσφυγής στη διαιτησία, προφανώς για την ταχεία ολοκλήρωση της

διαιτησίας376

. Η πρόβλεψη αυτή εξειδικεύει το άρθρο 37 § 6 του ν. 4001/2011377

.

Σε περίπτωση, κατά την οποία, δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσμία, ο Πρόεδρος της

ΡΑΕ, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε από τα μέρη, τάσσει εύλογη προθεσμία για

την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι χορηγείται παράταση.

Σημειώνεται ότι ο Πρόεδρος της ΡΑΕ ή η γραμματεία του διαιτητικού

δικαστηρίου δεν λειτουργούν εν προκειμένω αυτεπάγγελτα, αλλά απαιτείται

αίτηση οιουδήποτε των μερών. Εντούτοις, το άρθρο 3 § 2 του ΚΔ της ΡΑΕ

προβλέπει ότι στα καθήκοντα της γραμματείας του διαιτητικού δικαστηρίου

ανήκει και η μέριμνα για την τήρηση των προθεσμιών, όπως της ανωτέρω για τη

δημοσίευση της διαιτητική απόφασης.

Τέλος, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφαση του, να ζητήσει από τη

ΡΑΕ να διατυπώσει τη γνώμη της αναφορικά με ζητήματα που σχετίζονται με τις

ρυθμιστικές λειτουργίες της, ως ανεξάρτητης Αρχής, και είναι κρίσιμα για την

επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37 § 7 του ν.

4001/2011378

. Υπό ορισμένες συνθήκες πάντως, η εν λόγω γνώμη της ΡΑΕ,

μπορεί να διαδραματίσει ρόλο «γνώμης ειδικού εμπειρογνώμονα», για τον λόγο

376

Η διάταξη είναι αντίστοιχη του άρθρου 30 των Κανόνων Διαιτησίας του ICC (Article 30- Time Limit

for the Final Award), το όποιο ορίζει (αναλυτικότερα σε σχέση με την ως άνω διάταξη) συγκεκριμένα

ότι: «1. Τhe time limit within which the arbitral tribunal must render its final award is six months. Such

time limit shall start to run from the date of the last signature by the arbitral tribunal or by the parties of

the Terms of Reference or, in the case of application of Article 23 (3), the date of the notification to the

arbitral tribunal by the Secretariat of the approval of the Terms of Reference by the Court. The Court

may fix a different time limit based upon the procedural timetable established pursuant to Article 24 (2).

2. The Court may extend the time limit pursuant to a reasoned request from the arbitral tribunal or on its

own initiative if it decides it is necessary to do so» Σημειώνεται ότι τη χρονική διαχείριση της διαιτητικής

διαδικασίας και την εξουσία χορήγησης παράτασης στην έκδοση της διαιτητικής απόφασης, στη θεσμική

διαιτησία του ICC, την έχει το «Δικαστήριο» (the Court), που λειτουργεί ως κεντρική διοίκηση του ICC

όμως και όχι ως δικαιοδοτικό όργανο και όχι το διαιτητικό δικαστήριο (the arbitral tribunal). 377

Άρθρο 37 § 6 του ν. 4001/2011: «Το διαιτητικό δικαστήριο μεριμνά ώστε η διαδικασία έως και τη

δημοσίευση της απόφασης να έχει περατωθεί εντός έξι (6) μηνών από την κίνηση της διαδικασίας

διαιτησίας». 378 «7. Το διαιτητικό δικαστήριο δύναται με απόφασή του να ζητεί από τη ΡΑΕ τη διατύπωση γνώμης για

ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της αρμοδιοτήτων και είναι κρίσιμα για την επίλυση της

διαφοράς».

Page 170: Pleuri Anna.pdf

170

αυτό μάλιστα η ως άνω δυνατότητα της ΡΑΕ θα πρέπει να χρησιμοποιείται με

φειδώ και προσοχή, ιδίως όταν στο διαιτητικό δικαστήριο μετέχει μέλος της

ΡΑΕ379

.

4.3.4. Κανόνες για την εσωτερική διαιτησία

Τα άρθρα 10 έως 14 του ΚΔ της ΡΑΕ περιέχουν κανόνες σε σχέση με την

εσωτερική διαιτησία, στους κόλπους της μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ.

Α) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

Με τη διαιτητική συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς τους στη μόνιμη

διαιτησία της ΡΑΕ, τα μέρη μπορούν να ορίσουν διαιτητές και επιδιαιτητή. Εάν

δεν το πράξουν, το κάθε μέρος ορίζει έναν διαιτητή380

. Συμφωνία, η οποία

αναφέρει ότι το ένα από τα μέρη ορίζει διαιτητή και για το έτερο μέρος ή ότι τα

μέρη μπορούν να ορίσουν άνισο αριθμό διαιτητών, πάσχει από ακυρότητα. Κατά

τα λοιπά, εφαρμόζεται σχετικά το άρθρο 873 ΚΠολΔ. Ο επιδιαιτητής, αν δεν

ορίζεται με τη διαιτητική συμφωνία, θα οριστεί από τους διαιτητές, κατά το άρθρο

874 ΚΠολΔ381

. Σε περίπτωση θανάτου, άρνησης ή οποιουδήποτε κωλύματος των

ορισθέντων διαιτητών ή του επιδιαιτητή να διενεργήσουν τη διαιτησία,

προβλέπεται αντικατάστασή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 875

ΚΠολΔ382

.

Σε ό,τι αφορά στην αμοιβή των διαιτητή και του επιδιαιτητή, τα μέρη

υποχρεούνται να προκαταβάλουν το μισό της εν λόγω αμοιβής, καθώς και των

379

Πανάγος, Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 15/2011, σελ.31-32. 380

Άρθρο 10 του ΚΔ της ΡΑΕ. 381

Άρθρο 874 ΚΠολΔ: «Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν

ορίζεται διαφορετικά, οι διαιτητές οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από

την τελευταία, κατά το άρθρο 873 παρ.2 γνωστοποίηση και να το ανακοινώσουν στα μέρη που

συνομολόγησαν τη συμφωνία.» 382

Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 6 του άρθρου 5 του ΚΔ της

ΡΑΕ.

Page 171: Pleuri Anna.pdf

171

εξόδων της διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα.

Στο σημείο αυτό, ο ΚΔ της ΡΑΕ παρεκκλίνει από τη ρύθμιση του άρθρου 882 § 1

ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει

το μισό της αμοιβής του διαιτητή ή των διαιτητών και του επιδιαιτητή. Η

συγκεκριμενοποίηση του ποσού της προκαταβολής γίνεται, κατά τον ΚΔ της

ΡΑΕ383

, με πράξη του διαιτητικού δικαστηρίου384

, ενώ ο τελικός καθορισμός της

ως άνω αμοιβής, αλλά και των εξόδων της διαιτησίας λαμβάνει χώρα με την ίδια

τη διαιτητική απόφαση385

.

Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής ανακαλούνται και εξαιρούνται, σύμφωνα με

τα οριζόμενα στο άρθρο 883 ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα 52 § 1, 871

§ 2 και 878 ΚΠολΔ. Παραμένει, όμως, ασαφές αν για την εξαίρεση θα αποφασίσει

στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 878 ΚΠολΔ ή ο Πρόεδρος της

ΡΑΕ, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της, όπως προκύπτει από το άρθρο 902 §

2 περίπτωση α΄.

Β) Η διαιτητική διαδικασία

Το άρθρο 11 του ΚΔ της ΡΑΕ ορίζει στην πρώτη παράγραφο του αναλυτικά

το ελάχιστο περιεχόμενο, το οποίο θα πρέπει να έχει η (έγγραφη) αίτηση

διαιτησίας (request for arbitration), ήτοι: «(α) πλήρες ονοματεπώνυμο, ή επωνυμία,

διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας εκάστου των μερών, (β) πλήρες

ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων που

εκπροσωπούν τον αιτούντα στη διαιτησία, (γ) περιγραφή της διαφοράς και των

πραγματικών περιστατικών, στα οποία βασίζεται η αίτηση διαιτησίας και βάσει των

383

Άρθρο 10 § 4 του ΚΔ της ΡΑΕ. 384

Προφανώς μετά την συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και πριν την έναρξη της διαιτητικής

διαδικασίας. 385

Κατά τα λοιπά, για τον προσδιορισμό αμοιβής και εξόδων εφαρμόζεται το άρθρο 882 ΚΠολΔ.

Επομένως για όσα (σχετικά) θέματα δεν υπάρχει ρύθμιση στον ΚΔ της ΡΑΕ, θα εφαρμοστούν οι

προβλέψεις του εν λόγω άρθρου.

Page 172: Pleuri Anna.pdf

172

οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) το αίτημα κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και

ευσύνοπτο και, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, χρηματική αποτίμηση των μη

χρηματικών αιτημάτων, (ε) αναφορά της διαιτητικής συμφωνίας, και, εάν τα

αιτήματα βασίζονται σε περισσότερες της μιας διαιτητικές συμφωνίες, αναφορά

όλων των διαιτητικών συμφωνιών, βάσει των οποίων προβάλλεται έκαστο των

αιτημάτων και (στ) κάθε ισχυρισμό που αφορά στη συγκρότηση του διαιτητικού

δικαστηρίου, τον τόπο της διαιτησίας, καθώς και το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».

Η αίτηση κατατίθεται στην Ειδική Γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου

της ΡΑΕ, η οποία στη συνέχεια τη διαβιβάζει σε εκείνον εναντίον του οποίου

στρέφεται αυτή, και μάλιστα αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη

παραλαβής ή με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη

παραλαβής.

Αμυνόμενος ο καθ’ου στην αίτηση διαιτησίας (respondent) υποβάλλει

απάντηση (reply) εντός εξήντα ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Το

ελάχιστο περιεχόμενο της απάντησης του καθ’ου περιέχεται στη δεύτερη

παράγραφο του άρθρου 11 και αφορά στα εξής στοιχεία: «(α) πλήρες

ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση και άλλα στοιχεία επικοινωνίας του καθ’ ού

η αίτηση, (β) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των

προσώπων που τον εκπροσωπούν στη διαιτησία, (γ) ισχυρισμούς και παρατηρήσεις

επί του αντικειμένου της διαφοράς και ιδίως επί των πραγματικών περιστατικών,

στα οποία βασίζεται η αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα

αιτήματα, (δ) απάντηση επί του αιτήματος (ε) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση

με την συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, τον τόπο της διαιτησίας, καθώς και

το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».

Στην ίδια προθεσμία, ο καθ’ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει ανταίτηση, η

οποία βεβαίως θα πρέπει να περιέχει τα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία της

αίτησης. Η αίτηση και η ανταίτηση ασκούνται με τον ίδιο τρόπο. Κατατίθενται

Page 173: Pleuri Anna.pdf

173

στην Ειδική Γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία τις

διαβιβάζει αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή με

οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη παραλαβής στον αιτούντα.

Σε σχέση με τον τόπο της διαιτησίας (seat of arbitration), το άρθρο 12 του

ΚΔ της ΡΑΕ ορίζει ότι τα μέρη έχουν εξουσία να καθορίσουν τον τόπο διαιτησίας.

Αν δεν υπάρχει σχετική συμφωνία, είτε διότι τα μέρη αμέλησαν να ορίσουν τον

τόπο ή διότι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σχετικά, ο τόπος της διαιτησίας

καθορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της

υπόθεσης και τις απόψεις των μερών. Στο πλαίσιο της ευελιξίας που χαρακτηρίζει

τη διαιτητική διαδικασία και αν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, το

διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν συνεννοήσεως με τους διαδίκους και εκτός

αντίθετης συμφωνίας τους, να διενεργεί συνεδριάσεις σε οποιονδήποτε τόπο κρίνει

κατάλληλο386

, προκειμένου να διασκεφθεί, να εξετάσει μάρτυρες,

πραγματογνώμονές ή τους διαδίκους ή ακόμη να ενεργήσει αυτοψία ή να λάβει

γνώση εγγράφων.

Η διάρθρωση της διαιτητικής διαδικασίας περιγράφεται στο άρθρο 13 του

ΚΔ. Η διαιτητική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του

επιδιαιτητή, οι οποίοι συγκροτούν το διαιτητικό δικαστήριο και ενεργούν από

κοινού. Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής καλούν τους διαδίκους να υποβάλουν τους

ισχυρισμούς και τις παρατηρήσεις τους επί όσων αναφέρονται στην αίτηση

διαιτησίας, στην απάντηση και στην τυχόν ανταίτηση του καθ’ ού η αίτηση, εντός

προθεσμίας 30 ημερών από τη λήψη της σχετικής ενημέρωσης. Κατά τα λοιπά οι

διαιτητές και ο επιδιαιτητής διαμορφώνουν κατά την ελεύθερη κρίση τους τη

διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας.

Θεμελιώδης για την ομαλότητα της διαιτητικής διαδικασίας είναι η αρχή της

ισότητας των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις 386

Άρα και εκτός Αθηνών.

Page 174: Pleuri Anna.pdf

174

συζητήσεις, να αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να

προσκομίσουν τα μέσα αποδείξεως.

Η διεύθυνση της συζήτησης ανήκει στον επιδιαιτητή, οι δε διάδικοι έχουν

δικαίωμα να επιχειρούν όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται

αυτοπροσώπως, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

Αν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στην συμφωνία διαιτησίας, η

υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη και αν οι διάδικοι παραλείψουν να απαντήσουν στο

άλλο μέρος, να προβάλουν ισχυρισμούς ή/και να προσκομίσουν αποδεικτικά μέσα.

Στην εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου ανήκει τόσο η απόφανση για τη

δικαιοδοσία του (competence competence), όσο και για την ύπαρξη ή την ισχύ της

διαιτητικής συμφωνίας. Για τον σκοπό αυτό, ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε

σύμβαση θεωρείται, ως αυτοτελής συμφωνία. Επομένως, απόφαση του διαιτητικού

δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι άκυρη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και

ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας.

Στο πλαίσιο συγκεντρώσεως, τρόπον τινά, των ισχυρισμών των διαδίκων σε

ορισμένα στάδια της διαδικασίας, προβλέπεται ότι μετά την υποβολή της

απάντησης του καθ’ού η αίτηση, δεν μπορεί να προβληθεί ένσταση έλλειψης

δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου. Η προβολή της εν λόγω ένστασης δεν

αποκλείεται, πάντως, από το γεγονός ότι το μέρος που την προβάλλει όρισε

διαιτητή ή συνέπραξε στον διορισμό του.

Περαιτέρω, η ένσταση ότι το διαιτητικό δικαστήριο υπερβαίνει τα όρια της

εξουσίας του, προτείνεται αμέσως μόλις ανακύψει το σχετικό ζήτημα στη

διαιτητική διαδικασία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το διαιτητικό δικαστήριο

μπορεί να κάνει δεκτή ένσταση, η οποία υποβάλλεται σε μεταγενέστερο χρόνο, αν

θεωρήσει δικαιολογημένη την καθυστερημένη υποβολή της.

Επί των ανωτέρω ενστάσεων, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να

αποφανθεί είτε με προδικαστική απόφαση είτε με την (τελική) απόφαση επί της

Page 175: Pleuri Anna.pdf

175

ουσίας της διαφοράς. Αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί, μέσω

προδικαστικής απόφασης ότι έχει δικαιοδοσία, τότε η διαιτητική διαδικασία

συνεχίζεται και εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας, αναπόσπαστο μέρος της οποίας

θεωρείται η προδικαστική απόφαση. Η προδικαστική απόφαση προσβάλλεται

μόνο μαζί με την απόφαση επί της ουσίας387

, κατά τους όρους και τη διαδικασία

που ισχύει για την αγωγή ακύρωσης.

Αναφορικά με την αποδεικτικά διαδικασία, κάθε διάδικο μέρος φέρει το

βάρος αποδείξεως (burden of proof) των ισχυρισμών του. Το διαιτητικό

δικαστήριο δύναται, πάντως, να κατανείμει με διαφορετικό τρόπο το βάρος

αποδείξεως, εφόσον κρίνει ότι ορισμένο διάδικο μέρος δικαιολογημένα δεν μπορεί

να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που το βαρύνει, ενώ ταυτόχρονα

πιθανολογεί ότι τα αποδεικτικά μέσα βρίσκονται στην κατοχή του άλλου διαδίκου

και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην εκδίκαση της διαφοράς. Εάν υποβληθεί αίτημα

επίδειξης εγγράφων (request for disclosure of documents) και στοιχείων από το

ένα μέρος στο άλλο, το διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει την προσκομιδή των

εγγράφων και στοιχείων που κρίνει απαραίτητα για την ικανοποίηση του

αιτήματος, ανεξαρτήτως από το αν αυτά μνημονεύονται ειδικώς στην αίτηση,

αρκεί να προσδιορίζεται το αντικείμενο της αποδείξεως. Προκειμένου μάλιστα, το

διαιτητικό δικαστήριο να προσδιορίσει τα ως άνω έγγραφα και στοιχεία, απευθύνει

ειδικό ερώτημα στο διάδικο εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση, ώστε να

διαπιστώσει, ποια έγγραφα και στοιχεία ευρίσκονται στην κατοχή του, εφόσον το

αντίδικο μέρος δεν έχει τη δυνατότητα να τα προσδιορίσει επακριβώς.

Το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία, αν το κρίνει σκόπιμο να ζητήσει,

είτε ex officio είτε κατόπιν αιτήσεως μέρους, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης

(expert’s opinion) από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική εμπειρία ή

γνώσεις τέχνης ή επιστήμης επί συγκεκριμένου αντικειμένου. Ειδικώς επί 387

Ρύθμιση ανάλογη προς το άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ.

Page 176: Pleuri Anna.pdf

176

ζητημάτων ρυθμιστικής αρμοδιότητας ή γνωστικού αντικειμένου της ΡΑΕ, τα

οποία είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της διαφοράς, προβλέπεται η δυνατότητα να

ζητηθεί η διατύπωση γνώμης της Ολομέλειας της ΡΑΕ, η οποία εκτιμάται

ελεύθερα από το διαιτητικό δικαστήριο. Από την σχετική συνεδρίαση απέχουν,

όμως, τα μέλη της ΡΑΕ, τα οποία έχουν τυχόν ορισθεί ως διαιτητές ή επιδιαιτητές

στη συγκεκριμένη διαιτητική διαδικασία. Στο ίδιο πλαίσιο, επί ζητημάτων

αρμοδιότητας της ΡΑΕ μπορεί να ζητηθεί από αυτήν, η υπόδειξη

πραγματογνωμόνων με τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις. Κατά τα λοιπά, η

αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται κατά τους όρους του άρθρου 888 ΚΠολΔ.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό και μάλλον μειονέκτημα για την

«ελκυστικότητα» της διαιτητικής διαδικασίας στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, ότι

επί εσωτερικής διαιτησίας, το διαιτητικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να αποφανθεί

επί αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (interim measures), καθώς και επί

αιτήσεων ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, ενώ

κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη το άρθρο 889 § 2 ΚΠολΔ.

Ως προς το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, αν δεν ορίζεται διαφορετικά

στη συμφωνία διαιτησίας, οι διαιτητές εκδικάζουν τη διαφορά βάσει της

ισχύουσας εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Με τη συμφωνία διαιτησίας δεν

είναι μάλιστα δυνατό να αποκλεισθεί η εφαρμογή κανόνων αναγκαστικού δικαίου

ή να κληθούν προς εφαρμογή κανόνες δικαίου που αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη

κατά την ΑΚ 33. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφαση του, να ζητεί τη

διατύπωση γνώμης από τη ΡΑΕ για ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της

αρμοδιοτήτων και είναι κρίσιμα για την επίλυση της υπό διαιτησία διαφοράς, η εν

λόγω γνώμη, πάντως, δεν είναι δεσμευτική για το διαιτητικό δικαστήριο.

Page 177: Pleuri Anna.pdf

177

Τα σχετικά με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, το αναγκαίο

περιεχόμενο της, τη διόρθωση ή ερμηνεία της και την προσβολή της, ρυθμίζονται

στο άρθρο 14 του ΚΔ της ΡΑΕ388

.

4.3.5. Κανόνες για τη διεθνή διαιτησία

Α) Προσδιορισμός της διεθνούς διαιτησίας

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ΚΔ της ΡΑΕ, διεθνής είναι η

διαιτησία όταν: «(α) τα μέρη έχουν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας διαιτησίας, την

εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη ή (β) ένας από τους ακόλουθους τόπους,

δεν βρίσκεται στο κράτος στο οποίο τα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους: (βα) ο

τόπος της διαιτησίας, αν αυτός καθορίζεται από τη συμφωνία διαιτησίας ή

προκύπτει από αυτήν, (ββ) οποιοσδήποτε τόπος στον οποίο πρόκειται να εκπληρωθεί

σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εμπορική σχέση ή ο

τόπος με τον οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της διαφοράς ή (γ) τα μέρη ρητά

συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με

περισσότερες χώρες.

Στις διεθνείς διαιτησίες της ΡΑΕ, εφαρμοστέοι, κατά τη διαιτητική

διαδικασία, κανόνες είναι αυτοί του δικαίου του τόπου της διαιτησίας. Είναι,

ωστόσο, δυνατή με βάση ρητή σχετική συμφωνία των μερών η εφαρμογή των

κανόνων των άρθρων 867 έως 901 του ΚΠολΔ και εν προκειμένω. Η υπαγωγή,

μάλιστα τα σχετικά άρθρα του ΚΠολΔ, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της διαιτησίας

ως διεθνούς. Η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι πάντως σαφής, καθώς δεν διευκρινίζεται

αν στην περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, όπου τα μέρη συμφωνήσαν ως lex arbitri

τις ρυθμίσεις των άρθρων 867-901 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και πάλι το τρίτο τμήμα

του ΚΔ της ΡΑΕ περί διεθνούς διαιτησίας, λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το

διαιτητικό δικαστήριο κλπ. 388

Βλ. κατωτέρω υπό κεφ. 5.2.

Page 178: Pleuri Anna.pdf

178

Β) Δικαιοδοσία διαιτητικού δικαστηρίου

Η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου ρυθμίζεται στο άρθρο 16 του

ΚΔ της ΡΑΕ, όπου ορίζεται ότι διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται για τη

δικαιοδοσία του (competence competence) και την ύπαρξη ή την ισχύ της

συμφωνίας διαιτησίας. Για τον λόγο αυτό, ρήτρα διαιτησίας, η οποία περιέχεται σε

σύμβαση θεωρείται αυτοτελής συμφωνία και ενδεχόμενη απόφαση του διαιτητικού

δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι άκυρη, δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη ακυρότητα

της διαιτητικής ρήτρας.

Μετά την υποβολή της απάντησης του καθ’ ου η αίτηση για διαιτησία, δεν

μπορεί να προβληθεί ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου.

Η προκείμενη ένσταση δεν αποκλείεται, πάντως, από το γεγονός ότι το μέρος που

την προβάλλει όρισε διαιτητή ή συνέπραξε στο διορισμό του. Ένσταση η οποία

βασίζεται στον ισχυρισμό ότι το διαιτητικό δικαστήριο υπερβαίνει τα όρια της

εξουσίας του, προτείνεται αμέσως μόλις το σχετικό ζήτημα ανακύψει στη

διαιτητική διαδικασία. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις το διαιτητικό δικαστήριο

μπορεί να κάνει δεκτή ένσταση, η οποία υποβάλλεται σε μεταγενέστερο χρόνο, αν

θεωρεί δικαιολογημένη την καθυστερημένη υποβολή της.

Το διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται για τις ως άνω ενστάσεις είτε με

προδικαστική απόφαση είτε με την τελική) απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.

Αν μάλιστα το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί με προδικαστική απόφαση ότι

έχει δικαιοδοσία, η διαιτητική διαδικασία συνεχίζεται και εκδίδεται απόφαση επί

της ουσίας, αναπόσπαστο μέρος της οποίας θεωρείται η προδικαστική απόφαση. Η

προδικαστική απόφαση προσβάλλεται μόνο μαζί με την τελική απόφαση επί της

ουσίας, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για την αγωγή ακύρωσης.

Page 179: Pleuri Anna.pdf

179

Γ) Συγκρότηση διαιτητικού δικαστηρίου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΚΔ της ΡΑΕ, για τον ορισμό

των διαιτητών και του επιδιαιτητή καθώς και τη συγκρότηση του διαιτητικού

δικαστηρίου, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 5 και 10 του ΚΔ με την

επιφύλαξη ότι σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, ειδική σημασία δίδεται

αναφορικά με το κριτήριο επιλογής των διαιτητών, στην εμπειρία τους σε διεθνείς

διαιτησίες, στην ευχέρεια στη χρήση ξένων γλωσσών, καθώς και στην εν γένει

εμπειρία τους στην επίλυση διεθνών διαφορών. Περαιτέρω, για τον ορισμό

διαιτητών, ισχύουν όσα αναφέρονται στο άρθρο 11 του ν. 2735/1999.

Σε ό,τι αφορά στην αμοιβή διαιτητών και επιδιαιτητή, τα μέρη υποχρεούνται

να προκαταβάλουν το μισό της αμοιβής αυτών, καθώς και των εξόδων της

διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα. Το ποσό της

προκαταβολής προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο με πράξη του. Ο

τελικός καθαρισμός της αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή, καθώς και

των εξόδων της διαδικασίας διενεργείται, βεβαίως, με τη διαιτητική απόφαση.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περιορισμοί επί της αμοιβής των διαιτητών που

περιέρχονται στις διατάξεις του ΚΠολΔ δεν ισχύουν, αν η διαιτησία ή η διαφορά

έχει οποιοδήποτε στοιχείο αλλοδαπότητας ή επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τις

διεθνείς ή διασυνοριακές συναλλαγές.

Δ) Η διαιτητική διαδικασία

Επί της διαιτητικής διαδικασίας, αναλυτικές ρυθμίσεις περιέχονται στο άρθρο

18 του ΚΔ της ΡΑΕ. Η αίτηση διαιτησίας θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα

εξής στοιχεία: «(α) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας

εκάστου των μερών, (β) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία

επικοινωνίας των προσώπων που εκπροσωπούν τον αιτούντα στη διαιτησία, (γ)

περιγραφή της διαφοράς και των πραγματικών περιστατικών στα οποία βασίζεται η

Page 180: Pleuri Anna.pdf

180

αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) το αίτημα

κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και, εφόσον αυτό είναι δυνατόν,

χρηματική αποτίμηση των μη χρηματικών αιτημάτων, (ε) την διαιτητική συμφωνία,

και, εάν τα αιτήματα βασίζονται σε περισσότερες της μίας διαιτητικές συμφωνίες,

αναφορά όλων των διαιτητικών συμφωνιών βάσει των οποίων έκαστο των

αιτημάτων προβάλλεται, και (στ) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση με τη

συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, καθώς και με τη γλώσσα και τον τόπο της

διαιτησίας, καθώς και το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».

Η αίτηση διαιτησίας κατατίθεται στην Ειδική Γραμματεία του Διαιτητικού

Δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία στη συνέχεια τη διαβιβάζει στον καθ’ου η αίτηση

αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, ή με οποιονδήποτε

άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη παραλαβής. Ο καθ’ου η αίτηση μπορεί

εντός 60 ημερών από την παραλαβή της αίτησης να υποβάλλει απάντηση η οποία

θα πρέπει να έχει τουλάχιστον το εξής περιεχόμενο « (α) πλήρες ονοματεπώνυμο,

διεύθυνση και άλλα στοιχεία επικοινωνίας του καθού η αίτηση, (β) πλήρες

ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων που τον

εκπροσωπούν στην διαιτησία, (γ) παρατηρήσεις και σχόλια επί του αντικειμένου της

διαφοράς και ιδίως επί των πραγματικών περιστατικών, στα οποία βασίζεται η

αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) απάντηση

επί του αιτήματος, (ε) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση με τη συγκρότηση του

διαιτητικού δικαστηρίου καθώς και με τη γλώσσα και τον τρόπο της διαιτησίας και

το εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο».

Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο καθ’ ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει και

ανταίτηση, που θα πρέπει να έχει το ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης, όπως αυτό

αναφέρεται ανωτέρω. Η ανταίτηση ασκείται όπως η αίτηση. Οι ως άνω

προθεσμίες απάντησης, μπορούν πάντως να παραταθούν, κατόπιν αίτησης του

καθ’ ού η αίτηση, με απόφαση της Ειδικής Γραμματείας Μόνιμης Διαιτησίας.

Page 181: Pleuri Anna.pdf

181

Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα προβλέπονται επί εσωτερικής διαιτησίας, ο καθ’ ού

η αίτηση μπορεί να υποβάλλει ανταπάντηση σε κάθε απάντηση εντός τριάντα

ημερών από την παραλαβή της απάντησης από την Ειδική Γραμματεία Μόνιμης

Διαιτησίας. Πριν την παραπομπή δε του φακέλου στην Ειδική Γραμματεία

Μόνιμης Διαιτησίας, αυτή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για την κατάθεση

ανταπάντησης389

.

Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, το άρθρο 19 του ΚΔ ορίζει ότι το

διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που επέλεξαν

τα μέρη. Αν, μάλιστα, δεν έχει συμφωνηθεί ρητά το αντίθετο, η παραπομπή στο

δίκαιο ή δικανικό σύστημα ενός κράτους θεωρείται ως άμεση παραπομπή στο

ουσιαστικό δίκαιο και όχι στους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του εν λόγω

κράτους. Εφόσον τα μέρη δεν προέβλεψαν σχετικά, το διαιτητικό δικαστήριο

εφαρμόζει το ουσιαστικό δίκαιο που καθορίζεται από τον κανόνα ιδιωτικού

διεθνούς δικαίου, τον οποίο το διαιτητικό δικαστήριο θεωρεί ότι αρμόζει

περισσότερο στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει κατά δικαία κρίση (conciliator), μόνον

στην περίπτωση που τα μέρη το έχουν ρητά εξουσιοδοτήσει προς τούτο.

Σε κάθε περίπτωση, το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με τους

όρους της σύμβασης και αφού λάβει υπόψη τα συναλλακτικά ήθη που αρμόζουν

στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Tα περί του τόπου της διαιτησίας ρυθμίζονται στο άρθρο 20 του ΚΔ. Τα

μέρη έχουν την εξουσία να καθορίζουν τον τόπο διαιτησίας και αν δεν έχουν

συμφωνήσει σχετικά, αυτός θα καθοριστεί από το διαιτητικό δικαστήριο,

λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αν, μάλιστα, τα μέρη δεν

έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν 389 Η Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας κοινοποιεί αμελλητί στα μέρη τα έγγραφα που

κατατίθενται ενώπιον της, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΚΔ της ΡΑΕ.

Page 182: Pleuri Anna.pdf

182

συνεννοήσεως με τους διαδίκους και εκτός αντίθετης συμφωνίας τους, να

συνεδριάζει σε οποιοδήποτε τόπο κρίνει κατάλληλο, προκειμένου να διασκεφθεί,

να εξετάσει μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τους διαδίκους ή να διενεργήσει

αυτοψία ή να λάβει γνώση εγγραφών.

Επί διεθνούς διαιτησίας, είναι εύλογο ότι απαιτείται ρύθμιση και για τον

καθορισμό της γλώσσας της διαδικασίας. Πρόκειται για το άρθρο 21 του, το οποίο

ορίζει ότι τα μέρη έχουν την εξουσία να καθορίσουν τη γλώσσα ή τις γλώσσες που

χρησιμοποιούνται στη διαιτητική διαδικασία, ενώ αν δεν υπάρχει σχετική

συμφωνία, το ζήτημα ρυθμίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο. Επιπρόσθετα, αν

δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη από τα μέρη, ο πιο πάνω καθορισμός ισχύει

για κάθε έγγραφη δήλωση των μερών, την προφορική διαδικασία, τις αποφάσεις

και τις κοινοποιήσεις του διαιτητικού δικαστηρίου. Το διαιτητικό δικαστήριο

μπορεί μάλιστα να διατάξει να συνοδεύονται τα έγγραφα από μετάφραση στη

γλώσσα ή στις γλώσσες που συμφώνησαν τα μέρη ή που καθόρισε το ίδιο.

Η διαιτητική διαδικασία διεξάγεται, κατά τους ορισμούς του άρθρου 22 του

ΚΔ, ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή, οι οποίοι συγκροτούν το

διαιτητικό δικαστήριο και ενεργούν από κοινού. Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής

καλούν τους διαδίκους να υποβάλουν τους ισχυρισμούς και τις παρατηρήσεις τους

επί όσων αναφέρονται στην αίτηση διαιτησίας, στην απάντηση και στην ανταίτηση

του καθ’ ού η αίτηση εντός προθεσμίας 30 ημερών. Κατά τα λοιπά οι διαιτητές και

ο επιδιαιτητής διαμορφώνουν κατά την ελεύθερη κρίση τους τη διαιτητική

διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας.’

Και εν προκειμένω, θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα η αρχή της ισότητας

των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις,

να αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να

προσκομίσουν τα μέσα απόδειξης.

Page 183: Pleuri Anna.pdf

183

Η συζήτηση διευθύνεται από τον διαιτητή και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να

επιχειρούν όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται αυτοπροσώπως ή να

παρίστανται μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά με

τη συμφωνία διαιτησίας, η υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη και αν οι διάδικοι

παραλείψουν να απαντήσουν και να προβάλουν ισχυρισμούς ή να προσκομίσουν

αποδεικτικά μέσα.

Ε) Η αποδεικτική διαδικασία

Ως προς την αποδεικτική διαδικασία, αναλυτικές ρυθμίσεις περιέχουν τα άρθρα

23-24 του ΚΔ. Το πρώτο από αυτά προβλέπει, ότι εφόσον το διαιτητικό

δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να ζητήσει, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε

κατόπιν αιτήσεως μέρους, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από φυσικό ή

νομικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική εμπειρία ή γνώσεις τέχνης ή επιστήμης επί

συγκεκριμένου αντικειμένου. Ειδικώς επί ζητημάτων ρυθμιστικής αρμοδιότητας ή

γνωστικού αντικειμένου της ΡΑΕ, τα οποία είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της

διαφοράς, μπορεί να ζητηθεί από το διαιτητικό δικαστήριο η διατύπωση γνώμης

από τη ΡΑΕ, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το διαιτητικό δικαστήριο. Ομοίως,

επί ζητημάτων αρμοδιότητας της ΡΑΕ μπορεί να ζητηθεί από αυτήν η υπόδειξη

πραγματογνωμόνων με τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.

Κάθε διάδικο μέρος φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του390

. Το

διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να κατανείμει με διαφορετικό τρόπο το βάρος

αποδείξεως, εφόσον η κατανομή του βάρους αποδείξεως δεν συνιστά κανόνα

αναγκαστικού δικαίου κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, σε περίπτωση κατά την οποία

κρίνει ότι από δικαιολογημένη αδυναμία το διάδικο μέρος δεν μπορεί να

ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που το βαρύνει, ενώ ταυτόχρονα πιθανολογεί

390

Άρθρο 24 του ΚΔ της ΡΑΕ.

Page 184: Pleuri Anna.pdf

184

ότι τα αποδεικτικά μέσα ευρίσκονται στην κατοχή του άλλου διάδικου μέρους και

ασκούν ουσιώδη επιρροή στην εκδίκαση της διαφοράς.

Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος επίδειξης εγγράφων από το ένα μέρος στο

άλλο, το διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει την προσκομιδή των εγγράφων που

κρίνει απαραίτητα για την ικανοποίηση του αιτήματος, ανεξαρτήτως εάν αυτά

μνημονεύονται ειδικώς στην αίτηση, αρκεί να περιγράφεται το αντικείμενο της

απόδειξης391

. Το διαιτητικό δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει τα έγγραφα,

απευθύνει ειδικό ερώτημα στο υπόχρεο διάδικο μέρος, με σκοπό να διαπιστώσει

εάν και ποια έγγραφα και στοιχεία ευρίσκονται στην κατοχή και διάθεση του,

εφόσον το αντίδικο μέρος δεν έχει τη δυνατότητα να τα προσδιορίσει επακριβώς.

Στ) Λήψη ασφαλιστικών μέτρων

Σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 15 και 26 του ΚΔ

και με την επιφύλαξη διαφορετικής συμφωνίας των μερών το διαιτητικό

δικαστήριο μπορεί, έπειτα από την υποβολή αιτήσεως ενός εκ των μερών, να

διατάξει τα ασφαλιστικά μέτρα τα οποία θεωρεί αναγκαία σχετικά με το

αντικείμενο της διαφοράς. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, μάλιστα, να

υποχρεώσει οποιοδήποτε μέρος σε εγγυοδοσία σχετικά με αυτά τα μέτρα. Κάθε

τέτοιο μέτρο λαμβάνει τη μορφή αιτιολογημένης απόφασης.

Πριν τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, και, εφόσον συντρέχουν οι

απαιτούμενες προϋποθέσεις, ακόμη και κατόπιν της συγκρότησης του, οι διάδικοι

μπορούν, και στην περίπτωση διεθνούς διαιτησίας να αιτηθούν τη λήψη

ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των τακτικών (πολιτειακών δικαστηρίων).

Ωστόσο, η επιρροή ενός τέτοιου αιτήματος και ιδίως το εάν συνιστά παραβίαση

της διαιτητικής συμφωνίας ή παραίτηση από αυτή, θα κριθεί, σύμφωνα με το

391 Άρθρο 25 του ΚΔ της ΡΑΕ.

Page 185: Pleuri Anna.pdf

185

δίκαιο του τόπου της διαιτησίας. Κάθε αίτημα δε περί λήψεως ασφαλιστικών

μέτρων, καθώς και κάθε απόφαση, δυνάμει της οποίας διατάσσονται ασφαλιστικά

μέτρα από αρμόδια δικαστική αρχή, πρέπει να κοινοποιείται αμελλητί στην Ειδική

Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία με τη σειρά της

ενημερώνει σχετικώς το διαιτητικό δικαστήριο. Η εφαρμογή, πάντως των

οριζομένων στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 26 του ΚΔ της ΡΑΕ,

δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσφυγής στη ΡΑΕ για λήψη προσωρινών μέτρων,

σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν.4001/2011.

Page 186: Pleuri Anna.pdf

186

Κεφάλαιο πέμπτο

Η διαιτητική απόφαση

5.1. Η διαιτητική απόφαση εν γένει

Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Με τη διαιτητική

συμφωνία, μπορεί να επιτραπεί προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε

άλλους διαιτητές, θα πρέπει, πάντως, να οριστούν, συγχρόνως οι προϋποθέσεις, η

προθεσμία και η διαδικασία για την άσκηση και την εκδίκαση της392.

Η διαιτητική απόφαση, ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, παράγει δεδικασμένο

από την έκδοση της, τηρουμένων βεβαίως των διαγραφομένων στο άρθρο 896

ΚΠολΔ προϋποθέσεων, ήτοι αν με τη συμφωνία διαιτησίας δεν ορίστηκε

προσφυγή εναντίον της ή πέρασε η ορισμένη για την προσφυγή προθεσμία,

εφαρμοζομένων έτσι και των άρθρων 322, 324 έως 330 και 332 έως 334 ΚΠολΔ.

Η διαιτητική απόφαση εξοπλίζεται και με εκτελεστότητα, σύμφωνα με το άρθρο

904 § 2 εδ. β΄ΚΠολΔ.

Για την τήρηση, πάντως, των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους

του διαιτητικού δικαστηρίου και τη συμμόρφωση του προς τις βασικές επιταγές

της έννομης τάξεις, θεματοφύλακας παραμένουν τα τακτικά δικαστήρια μέσω του

ελέγχου της διαιτητικής αποφάσεως, κυρίως δια της αγωγής ακυρώσεως

διαιτητικής αποφάσεως393, σύμφωνα με τα άρθρα 897-900 ΚΠολΔ, αλλά και δια

της αγωγής ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως, κατ’ άρθρο 901 ΚΠολΔ394.

392

Άρθρο 895 ΚΠολΔ. 393

Είναι μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 900 ΚΠολΔ, άκυρη η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης

αγωγής για την ακύρωση διαιτητικής απόφασης πριν από την έκδοση της. 394

Βλ. ενδεικτικά, AΠ 1894/2012, ΕΠολΔ 2015.71 επ., παρατ. Κ.Καλαβρού, σελ.75-80.

Page 187: Pleuri Anna.pdf

187

Ανάλογες ρυθμίσεις για τη διαιτητική απόφαση και τη δυνατότητα προσβολής

της, περιέχουν και τα άρθρα 34 και 35 του ν.2735/1999 περί διεθνούς διαιτησίας

στην Ελλάδα.

5.2. Η διαιτητική απόφαση στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ

Το άρθρο 14 του ΚΔ της ΡΑΕ, αναφέρεται στη διαιτητική απόφαση επί

εσωτερικής διαιτησίας.

Η λήψη της απόφασης γίνεται από κοινού μεταξύ διαιτητών και επιδιαιτητή

τόσο για το παραδεκτό, όσο και για τη βασιμότητα της αιτήσεως. Αν δεν υπάρξει

ομοφωνία, η απόφαση λαμβάνεται από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή κατά

πλειοψηφία.

Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται εγγράφως και υπογράφεται ιδιοχείρως από

τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή. Αν, μάλιστα, κάποιος από τους διαιτητές ή ο

επιδιαιτητής αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, τότε στην απόφαση βεβαιώνεται

αφενός η άρνησή του και αφετέρου το γεγονός της συμμετοχής του στη διαιτητική

διαδικασία και τη διάσκεψη. Εν προκειμένω, η απόφαση υπογράφεται από τα

λοιπά μέλη του διαιτητικού δικαστηρίου. Τήρηση πρακτικών αναφορικά με τη

διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας, δεν προβλέπεται.

Στο υποχρεωτικό περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης ανήκουν: α) το

όνομα και το επώνυμο των διαιτητών και του επιδιαιτητή, β) ο τόπος και ο χρόνος

εκδόσεώς της, γ) το όνομα και το επώνυμο εκείνων που συμμετείχαν στη

διαιτητική διαδικασία395, δ) το αιτιολογικό και ε) το διατακτικό στ) ο τελικός

καθορισμός της αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή, καθώς και των εξόδων

της διαδικασίας.

395

Χωρίς όμως να αναφέρεται στον Κανονισμό, ποια πρόσωπα εννοεί, όπως λ.χ. τους δικηγόρους των

μερών ή τους μάρτυρες.

Page 188: Pleuri Anna.pdf

188

Οι προβλέψεις τις δέκατης παραγράφου του άρθρου 14 του ΚΔ δεν

περιλαμβάνουν, πάντως στο απαραίτητο περιεχόμενο της απόφασης το βασικό

στοιχείο της διαιτητικής συμφωνίας, αλλά προβλέπουν ότι στη διαιτητική

συμφωνία είναι δυνατό να ορισθεί πως η διαιτητική απόφαση αρκεί να αναφέρει

(μόνον) τη συμφωνία διαιτησίας και το διατακτικό. Στο υποχρεωτικό περιεχόμενο

της διαιτητικής απόφασης δεν περιέλαβε το άρθρο 14 του ΚΔ και την τυχόν

υπάρχουσα μειοψηφούσα γνώμη ορισμένου μέλους τους διαιτητικού δικαστηρίου.

Η επιλογή αυτή είναι, άλλωστε συχνή σε διάφορους σχετικού κανόνες στη διεθνή

διαιτησία.

Για να θεωρείται ολοκληρωμένη η διαιτητική απόφαση προϋποτίθεται η

υπογραφή της από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή σύμφωνα με το άρθρο 14 § 2

του ΚΔ. Κατόπιν, ο επιδιαιτητής, ή, με εντολή του, κάποιος από τους διαιτητές

υποχρεούται να καταθέσει το πρωτότυπο της διαιτητικής αποφάσεως στη

γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου

εκδόθηκε η απόφαση. Επιπλέον υπάρχει υποχρέωση κατάθεσης αντιγράφου της

αποφάσεως και στην Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας της ΡΑΕ. Επίσης,

αντίγραφο της διαιτητικής αποφάσεως κοινοποιείται με απόδειξη παραλαβής σε

όσους συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας και σε όσους συμμετείχαν στη

διαδικασία.

Τυχόν απαιτούμενη διόρθωση ή ερμηνεία της διαιτητικής αποφάσεως

διενεργείται κατά τους όρους του άρθρου 894 ΚΠολΔ.

Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, ούτε επιτρέπεται

η άσκηση προσφυγής εναντίον της ενώπιον άλλων διαιτητών. Αυτή αποτελεί

δεδικασμένο, κατά την έννοια των άρθρων 322, 324 έως 330 και 332 έως 334

ΚΠολΔ, από της καταθέσεως του πρωτοτύπου της στη γραμματεία του

Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου εκδόσεώς της. Είναι προφανές ότι ο ΚΔ

Page 189: Pleuri Anna.pdf

189

ρυθμίζει εν προκειμένω, ανάλογα προς τις διατάξεις των άρθρων 896 ΚΠολΔ και

35 του ν. 2735/1999.

Κατά της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε επί ενεργειακής διαφοράς

στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, μπορεί να ασκηθεί αγωγή ακύρωσης, εάν

συντρέχουν οι λόγοι του άρθρου 897 ΚΠολΔ, και σύμφωνα με τις διατάξεις των

άρθρων 898 έως 900 ΚΠολΔ. Επίσης μπορεί να επιδιωχθεί η αναγνώριση της

ανυπαρξίας της διαιτητικής αποφάσεως με αγωγή κατά τους όρους της διατάξεως

του άρθρου 901 ΚΠολΔ.

Σχετικά με τη διαιτητική απόφαση, αλλά στο πλαίσιο διεθνούς διαιτησίας,

είναι και τα άρθρα 27 έως 31 του τέταρτου μέρους του ΚΔ. Προβλέπεται, λοιπόν,

και εδώ, ότι οι διαιτητές και οι επιδιαιτητές αποφασίζουν από κοινού για το

παραδεκτό και τη βασιμότητα της αιτήσεως καθώς και ότι αν δεν υπάρξει

ομοφωνία, η απόφαση λαμβάνεται από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή κατά

πλειοψηφία. Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται εγγράφως και υπογράφεται

ιδιοχείρως από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή. Αν κάποιος από τους διαιτητές ή

ο επιδιαιτητής αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, τότε αυτό βεβαιώνεται στην

απόφαση, όπως βεβαιώνεται και το γεγονός της συμμετοχής του στη διαιτητική

διαδικασία και στη διάσκεψη. Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση

υπογράφεται από τα λοιπά μέλη του δικαστηρίου. Τήρηση πρακτικών, δεν

προβλέπεται ούτε εν προκειμένω.

Η εν λόγω διαιτητική απόφαση πρέπει να αναφέρει: α) το όνομα και το

επώνυμο των διαιτητών και του επιδιαιτητή, β) τον τόπο και τον χρόνο της

εκδόσεως της, γ) το όνομα και το επώνυμο εκείνων που συμμετείχαν στη

διαιτητική διαδικασία, δ) το αιτιολογικό, ε) το διατακτικό και στ) τον τελικό

καθορισμό της αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή, καθώς και των εξόδων

της διαδικασίας. Με τη συμφωνία της διαιτησίας είναι δυνατό, πάντως, να ορισθεί

ότι η διαιτητική απόφαση αρκεί να αναφέρει, μόνον, τη συμφωνία διαιτησίας και

Page 190: Pleuri Anna.pdf

190

το διατακτικό. Όπως και επί εσωτερικής διαιτησίας και εν προκειμένω, δεν

προβλέπεται η υποχρέωση αναφοράς στην απόφαση, τυχόν μειοψηφούσας γνώμης

διαιτητή. Η ολοκλήρωση της διαιτητικής αποφάσεως προϋποθέτει, πάντως, την

υπογραφή της από τους διαιτητές και τον επιδιαιτητή, κατά τους όρους του άρθρου

27 § 2 ΚΔ. Μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, το κείμενο της,

υπογεγραμμένο από το διαιτητικό δικαστήριο, κοινοποιείται από τον Γραμματέα

του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΡΑΕ στα μέρη396, τα οποία, ανά πάσα στιγμή και

κατόπιν αίτησης τους, μπορούν να λάβουν επικυρωμένα αντίγραφα της απόφασης

από την ειδική Γραμματεία μόνιμης Διαιτησίας της ΡΑΕ397. Το ίδιο δεν συμβαίνει,

όμως, με τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα της

απόφασης, προφανώς για λόγους διασφάλισης του απορρήτου, της

εμπιστευτικότητας και της μυστικότητας της διαιτησίας.

Με την υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του

ΚΔ, τα μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν χωρίς καθυστέρηση προς τη

διαιτητική απόφαση, την οποία δεν μπορούν με κανένα τρόπο να προσβάλλουν

ενώπιον άλλων διαιτητών, εκτός βεβαίως από τη δυνατότητα προσβολής με τα

ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται στον ν. 2735/1999.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πιθανόν, μετά την έναρξη της διαιτητικής

διαδικασίας τα μέρη φθάσουν σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους. Στην

περίπτωση αυτή, το άρθρο 28 του ΚΔ προβλέπει ότι ο συμβιβασμός καταγράφεται

από το διαιτητικό δικαστήριο υπό τη μορφή διαιτητικής απόφασης. Σημειώνεται

εδώ, ότι αποτελεί αντικείμενο διεθνούς συζήτησης, το ζήτημα του αν οι διαιτητές

πρέπει ή μπορούν να προτείνουν συμβιβαστικές λύσεις, κατά τη διεξαγωγή της

διαιτητικής διαδικασίας, ώστε τα μέρη να προσεγγίσουν μια λύση και να φτάσουν

στην συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους. 396

Και όχι σε όσους συμμετείχαν στη διαδικασία, όπως προβλέπεται επί εσωτερικής διαιτησίας, κατά το

άρθρο 14 § 5 του Κανονισμού. 397

Άρθρο 29 του Κανονισμού.

Page 191: Pleuri Anna.pdf

191

Αναφορικά με τη διόρθωση και ερμηνεία της διαιτητικής απόφασης,

εφαρμόζεται εδώ, το άρθρο 33 του ν.2735/1999. Αναλογική εφαρμογή επίσης του

ν. 2735/1999 και δη του άρθρου 34 αυτού, γίνεται και ως προς το ζήτημα της

ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης398.

5.3. Παρουσίαση και αποτίμηση της πρώτης διαιτητικής αποφάσεως της ΡΑΕ,

υπό το πρίσμα της αξιολογήσεως του ρόλου της ΡΑΕ στη διαιτητική επίλυση

των ενεργειακών διαφορών

Η πρώτη και μόνη ως τώρα διαιτητική απόφαση της μόνιμης διαιτησίας

της ΡΑΕ αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον. Η επιτυχία της διεξαγωγής της εν

λόγω πρώτης διαιτησίας επιλύσεως ενεργειακών διαφορών μεταξύ σημαντικών

ελληνικών εταιρειών στον χώρο της ενέργειας θα βοηθούσε σίγουρα στη

δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας στους δραστηριοποιούμενους

στον ενεργειακό τομέα για τη διαιτησία στη ΡΑΕ, αλλά και θα επιβεβαίωνε αν,

πράγματι, η ανεξάρτητη Αρχή είναι σε θέση να ανταποκριθεί (και) σε αυτόν τον

(νέο) ρόλο και να συνδράμει στην ομαλότητα των ενεργειακών συναλλαγών και

στην επίλυση των αντίστοιχων διαφορών.

Η με αριθμό 1/2013 διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στην Αθήνα στη

μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ επί διαφοράς μεταξύ της Δημόσιας Επιχείρησης

Ηλεκτρισμού399 κατά της εταιρίας «ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Ελλάδας Α.Ε»400, κατατέθηκε

από τον πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου στην Ειδική Γραμματεία Διαιτησίας

398

Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ν. 2735/1999, όπως ορίζει το άρθρο 32 του

Κανονισμού. 399

Στο εξής ΔΕΗ. 400

Στο εξής ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.

Page 192: Pleuri Anna.pdf

192

της ΡΑΕ στις 31.10.2013, η οποία και την κοινοποίησε στους διαδίκους προς

γνώση τους και την επέλευση των σχετικών εννόμων συνεπειών.

Η διαιτητική ρήτρα δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκε διαφορά στη

μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, αναφέρεται στην αρχή της διαιτητικής απόφασης ως η

«η μεταξύ των μερών συμφωνία για παραπομπή της διαφοράς στη μόνιμη

διαιτησία της ΡΑΕ». Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω διαιτητική συμφωνία όριζε ότι:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν από κοινού να προσφύγουν στη διαιτησία,

κατά το άρθρο 37 του ν. 4001/2011, σύμφωνα με τις ΒασικέςΑρχές Τιμολόγησης

Πελατών Υψηλής Τάσης, όπως αυτές καθορίστηκαν από τη ΡΑΕ στην απόφαση της

με αριθμό 692/06-06-2012, αλλά λαμβάνοντας υπόψη (α) την απόφαση με αριθμό

798/30-06-2011 της ΡΑΕ και (β) την απόφαση με αριθμό 8/2010 του διαιτητικού

δικαστηρίου, έτσι ώστε η ΡΑΕ ενημερώνει και ρυθμίζει τους ορους τιμολόγησης της,

οι οποία περιλαμβάνονται στο σχέδιο εφαρμογής, μετά την μεταξύ των μερών

συμφωνία της 04-08-2010, το σχέδιο συμβολαίου με ημερομηνία 10-05-2010

διαμορφωμένο μέσα στο πλαίσιο των ανωτέρω αποφάσεων, τους από 06-06-2011

και εντεύθεν όρους προμήθειας του συμβολαίου μεταξύ των μερών, έτσι ώστε να

πληρούν τα χαρακτηριστικά κατανάλωσης της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. και να καλύπτουν

τουλάχιστον τα έξοδα της ΔΕΗ».

5.3.1. Διορισμός διαιτητών, επιδιαιτητή και γραμματείας του

διαιτητικού δικαστηρίου και ενδιάμεσες αποφάσεις του διαιτητικού

δικαστηρίου

Κάθε ένα από τα μέρη διόρισε τον δικό του διαιτητή με εξώδικη δήλωση

του401. Καθώς δεν υπήρξε συμφωνία των διαιτητών στο πρόσωπο του επιδιαιτητή

401

Η ΔΕΗ Α.Ε. διόρισε την κυρία Λ.Α., δικηγόρο στον Άρειο Πάγο, Αναπληρώτρια καθηγήτρια

Εμπορικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αριθμό 1 στο πρώτο τμήμα (εκ

των δικηγόρων) του καταλόγου διαιτητών της ΡΑΕ. Η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. διόρισε τον κύριο Γ. Κ.,

Page 193: Pleuri Anna.pdf

193

(προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου), αυτός υποδείχθηκε με απόφαση του

Προέδρου της ΡΑΕ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 § 4 του ΚΔ της

ΡΑΕ402. Όλα τα μέλη του διαιτητικού δικαστηρίου υπέγραψαν δήλωσης αποδοχής

του διορισμού τους καθώς και δηλώσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και τα

δυο μέρη υπέγραψαν δηλώσεις ότι τις αποδέχονται. Μετά την σύσταση του, το

διαιτητικό δικαστήριο

«διόρισε» γραμματέα403, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 2 του ΚΔ της ΡΑΕ.

Η διαιτητική διαδικασία διεξήχθη στο κτίριο της ΡΑΕ. Το διαιτητικό

δικαστήριο εξέδωσε μια σειρά από ενδιάμεσες αποφάσεις (interim decisions), οι

οποίες αφορούσαν ζητήματα που απαριθμούνται λεπτομερώς στη διαιτητική

απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, με το πρακτικό με αριθμό 1/2012, το διαιτητικό

δικαστήριο επέλεξε ως ημέρα συνάντησης την 25η.10.2012, προκειμένου τα μέρη

να συζητήσουν δικονομικά ζητήματα και να θέσουν το πλαίσιο της διαιτησίας.

Ακολούθως, με το πρακτικό με αριθμό 2/25.10.2012, τα μέρη υπέβαλλαν

τις διαπιστεύσεις των δικηγόρων τους και δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν τη νόμιμη

συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, χωρίς την υποβολή λόγων εξαιρέσεως

των μελών του404. Επιπλέον, ο πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου επεσήμανε

την υποχρέωση εμπιστευτικότητας της γραμματείας του δικαστηρίου και των

μελών της Ειδικής Γραμματείας Μόνιμης Διαιτησίας της ΡΑΕ, που υπέγραψαν

αντίστοιχες δηλώσεις. Στο ίδιο πρακτικό τέθηκε καταληκτική ημερομηνία για την

υποβολή εκ μέρους των μερών αιτημάτων αναφορικά με τη διαιτησία405 ή

πτυχιούχο μηχανικό και ηλεκτρολόγο μηχανικό, Πρόεδρο της ΑΔΜΗΕ, με αριθμό 12 στο δεύτερο τμήμα

(εκ των μηχανικών) του καταλόγου διαιτητών της ΡΑΕ. 402

Απόφαση της ΡΑΕ με αριθμό 24/2012. Η Ολομέλεια της ΡΑΕ υπέδειξε δε ομόφωνα προς τον Πρόεδρο

της ΡΑΕ, τον κύριο Μ.Τ., μηχανολόγο μηχανικό, μέλος της ΡΑΕ, με αριθμό 8 στο δεύτερο τμήμα (εκ

των μηχανικών) του καταλόγου διαιτητών της ΡΑΕ 403

Την κυρία Α. Τ. 404

Η αμοιβή των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου καθορίστηκε συγκεκριμένα με το πρακτικό 5/2013

του διαιτητικού δικαστηρίου. 405

Η οποία παρατάθηκε με το πρακτικό με αριθμό 3/12.12.2012, κατόπιν αιτήματος των μερών.

Page 194: Pleuri Anna.pdf

194

ενστάσεων σε σχέση με την εγκυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας ή της

δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Από πλευράς διαδικασίας εκδίκασης,

συμφωνήθηκε αυτή των ασφαλιστικών μέτρων συνδυαστικά με την προβλεπόμενη

στον ΚΔ της ΡΑΕ, αλλά με πλήρη απόδειξη, με δυνατότητα έκδοσης

προδικαστικής απόφασης επί της επί της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ή άλλων

ειδικών θεμάτων και με συμφωνία των μερών, κάθε πλευρά να εξετάσει δυο

μάρτυρες και να καταθέσει δυο ένορκες βεβαιώσεις, εντός προδιαγεγραμμένου

χρονικού πλαισίου.

Κατόπιν, με το πρακτικό με αριθμό 4/11.1.2013, εγκρίθηκε η ημερομηνία

υποβολής προτάσεων των μερών και αποφασίστηκε ότι εντός 15 ημερών από την

εξέταση του τελευταίου μάρτυρα, τα μέρη θα καταθέσουν αξιολόγηση των

μαρτυρικών καταθέσεων, ένορκες βεβαιώσεις και τυχόν γνώμες ειδικών

συμβούλων, όπως και οτιδήποτε άλλο θέλουν να προσθέσουν και τέλος ορίστηκε

η ημέρα της προφορικής ακρόασης των αιτημάτων και ισχυρισμών και η

αντεξέταση του πρώτου μάρτυρα από την πλευρά της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. Η εν

λόγω ημερομηνία παρατάθηκε και η προφορική ακρόαση αναβλήθηκε με το

πρακτικό με αριθμό 7/2013, κατόπιν αιτήσεως των μερών. Οι δικηγόροι των

μερών ανέπτυξαν προφορικά εν τέλει τους ισχυρισμούς και αιτήματα τους και

εξετάστηκαν μάρτυρες στις 2.4.2013, 8.4.2013, 24.4.2013, 9.5.2013, 10.5.2013,

13.6.2013 και 28.6.2013, ενώ συντάχθηκαν στις αντίστοιχες ημερομηνίες τα με

αριθμούς 9, 10406, 11407, 12, 13, 14, 15408, 16 και 17 πρακτικά του διαιτητικού

δικαστηρίου. Τέλος, με το με αριθμό 18/18.10.2013 πρακτικό, ορίστηκε η μέθοδος

πληρωμής όλων των εξόδων της διαιτησίας, αλλά και ορίστηκε περίοδος 8 ημερών

406

Με το πρακτικό αυτό επαναπροσδιορίστηκαν οι αμοιβές των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου και

της γραμματείας του. 407

Με το πρακτικό αυτό επαναπροσδιορίστηκαν εκ νέου οι αμοιβές των μελών του διαιτητικού

δικαστηρίου και της γραμματείας του. 408

Μετά από κοινό αίτημα των μερών για παράταση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εντός 4 μηνών,

αυτό έγινε δεκτό με την με αριθμό 49/2013 απόφαση του Προέδρου της ΡΑΕ.

Page 195: Pleuri Anna.pdf

195

από την ειδοποίηση προς τα μέρη, για ισόρροπη πληρωμή από αυτά, της αμοιβής

των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου και της γραμματείας του.

5.3.2. Η υποβολή ενστάσεως ελλείψεως δικαιοδοσίας του διαιτητικού

δικαστηρίου

Η ΔΕΗ υπέβαλλε ένσταση ελλείψεως της δικαιοδοσίας του διαιτητικού

δικαστηρίου “ως αναγκαία και αναπόφευκτη συνέπεια και αποτέλεσμα της

γραπτής και επίμονης άρνησης της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ να αναγνωρίσει την ύπαρξη

και την ισχύ της από 04-08-2010 Συμφωνίας Πλαίσιο”. Το διαιτητικό δικαστήριο

απέρριψε την εν λόγω ένσταση δεχόμενο ότι : Α) Ότι το ίδιο δεν καλείται να

εφεύρει εκ του μηδενός την συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, αλλά απλώς να

την παραμετροποιήσει και διαμορφώσει εντός των ορίων που έχουν τεθεί από τη

διαιτητική συμφωνία. Β) Πως όταν κατά την πρώτη συζήτηση ο πρόεδρος του

διαιτητικού δικαστηρίου κάλεσε αμφότερα τα μέρη να επιβεβαιώσουν ρητά ότι

συμφωνούν και δέχονται την αναθεώρηση των όρων προμήθειας και της

συνταχθείσης σύμβασης, και ότι τα έγγραφα που αναφέρονται στην πρώτη

παράγραφο της συμφωνίας διαιτησίας θα ληφθούν υπόψη, και τα δυο μέρη

ανταποκρίθηκαν θετικά. Γ) Ότι το αίτημα για διαιτησία συνιστά στην προκειμένη

περίπτωση μια ξεχωριστή σύμβαση, ανεξάρτητη από τη συμφωνία – πλαίσιο.

Επιπλέον ότι ακόμη και αν αυτή είχε ενσωματωθεί στο πλαίσιο της κύριας

σύμβασης, θα θεωρούνταν και πάλι ξεχωριστή συμφωνία, όπως προβλέπεται ρητά

στο άρθρο 13 παρ. 5 του ΚΔ, αλλά και στο άρθρο 887 § 2 ΚΠολΔ. Δ) Ότι από

υποβληθέντα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα, δεν προκύπτει καμία καταχρηστική

δικονομική ενέργεια, υπό την έννοια του άρθρου 116 ΚΠολΔ ή της ΑΚ 281, ούτε

σιωπηρή καταγγελία της διαιτητικής συμφωνίας.

Page 196: Pleuri Anna.pdf

196

5.3.3. Το αιτιολογικό και το διατακτικό της διαιτητικής αποφάσεως

Στα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία και ισχυρισμούς, οι οποίοι εκτιμήθηκαν

σε μεγάλο βαθμό από το διαιτητικό δικαστήριο ανήκει και το επιχείρημα ότι το εν

γένει καταναλωτικό “προφίλ” της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ διαφέρει από εκείνο άλλων

πελατών, στο ότι οι ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια αποτελούν το 5% των

συνολικών εθνικών αναγκών409

και ότι αν η εν λόγω εταιρεία έπαυε τη λειτουργία

της, η ΔΕΗ θα αναγκαζόταν να αποσύρει δυο μονάδες λιγνιτοπαραγωγής, με

περαιτέρω διόγκωση έτσι του προβλήματος της ανεργίας στη Δυτική Μακεδονία,

αλλά και με εντεύθεν πρόκληση αυξήσεων στην οριακή τιμή του συστήματος, σε

βάρος των καταναλωτών.

Σε ό,τι αφορά στο διατακτικό της κρινόμενης αποφάσεως, το διαιτητικό

δικαστήριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία την απόρριψη του κύριου και

επικουρικού αιτήματος της ΔΕΗ, την μερική αποδοχή του αιτήματος της

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ και την αναθεώρηση, αναπροσαρμογή και ρύθμιση των όρων

προμήθειας από 07.01.2010, έτσι ώστε η τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας

για την ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. να είναι ευρώ 40,7/ΜWh. Οι λοιπές αιτήσεις των

μερών απορρίφθηκαν. Στο διατακτικό της αποφάσεως σημειώθηκε επίσης ότι αυτή

409

Η ΔΕΗ προμηθεύει την ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. με 2,5 TWh (εκατομμύρια MWh) τον χρόνο περίπου,

που ισοδυναμεί με το 5% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα. Η διαδικασία παραγωγής αλουμινίου,

το οποίο παράγει η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. είναι αυτή που απαιτεί τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικού

ρεύματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι επειδή η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα παράγεται κυρίως από

λιγνίτη (50%) και φυσικό αέριο (27%), η παραγωγή αλουμινίου ευθύνεται για τις εκπομπές τουλάχιστον

1.500.000 τόνων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως. Σε παγκόσμια κλίμακα δε, τα εργοστάσια παραγωγής

αλουμινίου, βρίσκονται κυρίως σε χώρες που έχουν φθηνή και καθαρή ηλεκτρική ενέργεια., δηλαδή σε

χώρες που διαθέτουν υδροηλεκτρικά και πυρηνικά εργοστάσια για την παραγωγή ρεύματος. Για

παράδειγμα, τα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου στη Βόρεια Αμερική ηλεκτροδοτούνται κατά 73%

από υδροηλεκτρικά και 25% από λιθάνθρακα. Στη Νότια Αμερική, κατά 91% από υδροηλεκτρικά και 7%

από φυσικό αέριο. Στην Ευρώπη, κατά 48% από υδροηλεκτρικά, 24% από πυρηνικά και 20% από

λιθάνθρακα. Βλ. Τ. Αθανασόπουλο, δημοσίευση στην εφημερίδα Καθημερινή, 24.11.2013, πρόσβαση

στην ιστοσελίδα: http://www.kathimerini.gr/504548/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/h-diaithsia-

deh---aloyminioy-elyse-to-la8os-provlhma

Page 197: Pleuri Anna.pdf

197

θα καταχωρηθεί προς δημοσίευση από τον πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου

στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του

Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ. Επιπλέον ότι η γραμματεία του διαιτητικού

δικαστηρίου είναι υποχρεωμένη να κοινοποιήσει επί αποδείξει τη διαιτητική

απόφαση στα μέρη.

Η ΡΑΕ ζήτησε με την με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ο-56263/17.10.2013 επιστολή

της προς το διαιτητικό δικαστήριο να της γνωστοποιηθεί επισήμως το αποτέλεσμα

της διαιτησίας, προκειμένου να προβεί σε τυχόν ενέργειες αρμοδιοτήτων, οι οποίες

σχετίζονται με την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου και την απόφαση

346/2012 της ΡΑΕ για τον καθορισμό προσωρινής τιμής410

.

5.3.4. Ο τελικός καθορισμός της αμοιβής των μελών του διαιτητικού

δικαστηρίου και των εξόδων της διαιτησίας εν γένει

Η αμοιβή των διαιτητών καθορίστηκε σε 44.000 ευρώ για κάθε διαιτητή

και σε 10.000 ευρώ για τη γραμματέα. Κάθε μέρος ορίστηκε ότι θα καταβάλλει το

ήμισυ αυτών και τα ποσά αυτά προκαταβλήθηκαν. Το διαιτητικό δικαστήριο

αποφάσισε εν προκειμένω την εφαρμογή του άρθρου 14 του ΚΔ της ΡΑΕ και των

άρθρων 178 και 882 § 5 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ.

5.3.5. Παρατηρήσεις επί της διαιτητικής αποφάσεως

Αρχικά αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου

της ΔΕΗ με την οποία η παραπομπή της διαφοράς μεταξύ της ΔΕΗ και τη

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. στη διαιτησία είχε θέση ως “απόλυτη προϋπόθεση” την έως

την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, όρους προσωρινής τιμολόγησης από την 410

Όπως προκύπτει από την από 06.11.2013 ανακοίνωση της ΡΑΕ αναφορικά με την απόφαση του

διαιτητικού δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των εταιριών ΔΕΗ Α.Ε. και

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της ΡΑΕ, www.rae.gr.

Page 198: Pleuri Anna.pdf

198

πλευρά της ΔΕΗ και εμπρόθεσμη-συνεπή καταβολή από την πλευρά της

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις

διατάξεις της από 04.08.2010 συμφωνίας -πλαίσιο, κατά την ετήσια οικονομική

έκθεση της ΔΕΗ, περιόδου από 1.1.2011 έως 31.12.2011. Η προϋπόθεση αυτή, δεν

έγινε σεβαστή από την πλευρά της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ, η οποία από την ημέρα

υπογραφής της ως άνω συμφωνίας σταμάτησε να πληρώνει τους οφειλόμενους

“λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος” και σε κάθε προσπάθεια της ΔΕΗ να

συλλέξει τα συσσωρευμένα χρέη, προέβαλλε το επιχείρημα της υπάρξεως

δυνατότητας διαιτητικής διαδικασίας, η οποία θα αποφάσιζε εν τέλει για το

ζήτημα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η διαιτητική

διαδικασία, εν συνόλω, έπασχε από ακυρότητα, διότι δεν πληρούνταν οι

προϋποθέσεις υπό τις οποίες δόθηκε η εξουσιοδότηση από το διοικητικό

συμβούλιο της ΔΕΗ, η οποία, όμως, συμβλήθηκε, ως μέρος, στη διαιτητική

συμφωνία περί παραπομπής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, βάσει

αυτής ακριβώς της εξουσιοδότησης του διοικητικού της συμβουλίου. Κατόπιν

τούτων, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω διαιτησία πάσχει συνολικά

από ακυρότητα, λόγω της μη συμμόρφωσης στους όρους υπό τους οποίους δόθηκε

εκ του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ η εξουσιοδότησης συμμετοχής της

τελευταίας στη διαιτητική συμφωνία περί προσφυγής στην συγκεκριμένη

διαιτησία. Τον προκείμενο ισχυρισμό προέβαλλε, μάλιστα, μερικώς η ΔΕΗ δια της

ενστάσεως ελλείψεως δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου, την οποία

υπέβαλλε, αλλά μόνον στη βάση της μη συμμόρφωσης εκ μέρους της άλλης

πλευράς στους όρους της από 08.04.2010 συμφωνίας -πλαίσιο, την οποία

ερμήνευσε ως “έγγραφη και επίμονη άρνηση της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. να

αναγνωρίσει την ύπαρξη και ισχύ της”.

Προβληματικό ζήτημα στη διαιτητική συμφωνία, υπήρξε ακόμη ο

διαχωρισμός των θέσεων των συμβαλλομένων σε αυτή μερών ως προς το ίδιο το

Page 199: Pleuri Anna.pdf

199

αντικείμενο της διαφοράς που παραπέμφθηκε στη διαιτησία της ΡΑΕ. Στο σχετικό

δε συνυπογραφέν από τα μέρη έγγραφο, η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. εξέφρασε

αντιρρήσεις ως προς το ποιό θα ήταν το αντικείμενο της διαιτησίας411

. Επί του

ζητήματος αυτού, ο καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας του Δημοκρίτειου

Πανεπιστημίου Θράκης, κος Στυλιανός Σταματόπουλος, εξέφρασε την άποψη σε

γνωμοδότηση του για τη ΔΕΗ, ότι “για τον λόγο αυτό, δεν έχει υπάρξει διαιτητική

συμφωνία μεταξύ ΔΕΗ και ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ”, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει

διαιτησία, όταν τα δυο μέρη δεν έχουν καν συμφωνήσει στο ζήτημα επί του οποίου

θα κληθεί να αποφανθεί το διαιτητικό δικαστήριο.

Από δικονομικής πλευράς, αξιοσημείωτο είναι η συμφωνία των μερών να

υποβάλλουν τη διαφορά τους στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ συνήφθη στις

4.08.2010. Με την εν λόγω συμφωνία, αποφασίστηκε συμβατικά (σιωπηρά) ότι θα

διεξαγόταν σύμφωνα με τον ισχύοντα ΚΔ, δηλαδή τις διατάξεις του π.δ/τος

139/2001 συνδυαστικά προς τον ν. 2773/1999. Εντούτοις ο ΚΔ της ΡΑΕ, που εν

τέλει εφαρμόστηκε, ήταν εκείνος που κατόπιν εγκρίθηκε συμβατικά με την με

αριθμό 261/2012 απόφαση της ΡΑΕ. Στη διαιτητική απόφαση διευκρινίζεται,

πάντως, μεταξύ άλλων, ότι “με την συναίνεση των μερών” η διαιτητική διαδικασία

θα διεξαχθεί σύμφωνα με τον ΚΔ της ΡΑΕ, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ρητά ότι

θα είναι ο εγκεκριμένος από την ΡΑΕ με την απόφαση της με αριθμό 261/2012.

Ενδιαφέρον είναι ακόμη και το ζήτημα της προθεσμίας για την έκδοση της

διαιτητικής απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΚΔ της ΡΑΕ, το διαιτητικό

δικαστήριο μεριμνά για την έγκαιρη ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε αυτή να

ολοκληρώνεται, με την έκδοση διαιτητικής απόφασης, εντός έξι μηνών από την

υποβολή της αίτησης για διαιτησία. Σε περίπτωση κατά την οποία η ανωτέρω

προθεσμία δεν μπορεί να τηρηθεί, ο Πρόεδρος της ΡΑΕ, μετά από αίτηση

411

Βλ. σχετ. αναφορά στην εφημερίδα “Η Άποψη” της 13ης-14ης Ιουλίου 2013.

Page 200: Pleuri Anna.pdf

200

οιουδήποτε εκ των μερών, ορίζει εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση της

διαιτησίας. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαιτητική

διαδικασία αφετηριάστηκε τον Δεκέμβριο του 2012, όταν τα μέρη υπέβαλλαν τις

αιτήσεις τους για διαιτησία στο διαιτητικό δικαστήριο, καθώς και ότι το διαιτητικό

δικαστήριο χορήγησε παρατάσεις στις καταληκτικές ημερομηνίες για διενέργεια

διαδικαστικών πράξεων, όπως εξετάσεις μαρτύρων κλπ., μετά από αιτήματα και

αμοιβαίες συμφωνίες των μερών, δεδομένου ότι η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε

στις 31.10.2013, αντί στις 14.06.2014, ότε και θα έπρεπε, η εξάμηνη προθεσμία

υπερέβη κατά τέσσερις και ήμισυ μήνες, ήτοι υπήρξε υπέρβαση για διάστημα

αναμφίβολα μακρύτερο απ' όσο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αιτιολογημένα,

καθώς πλησίασε στον διπλασιασμό του ορίου της εκ του νόμου προθεσμίας. Η

θέση αυτή “ενδυναμώνεται” έτι περαιτέρω, αν θεωρηθεί, ως σημείο αφετηρίας της

προκείμενης διαιτησίας, ο χρόνος υποβολής της διαιτητικής συμφωνίας στις

18.11.2011.

Σημαντικά για τη διαιτησία ζητήματα προέκυψαν και κατά την επιλογή

του προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου. Έχει σημειωθεί πολλάκις, ότι

“ακρογωνιαίος λίθος” της διαιτησίας είναι η αμεροληψία και η ανεξαρτησία των

διαιτητών, ως αρχές που πρέπει να διέπουν ολόκληρη τη διαιτητική διαδικασία.

Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή των διαιτητών θα πρέπει να γίνεται ιδιαίτερα

προσεκτικά και κατά προτίμηση, αυτή να επιτυγχάνεται, μέσω συμφωνίας των

μερών. Όταν η εν λόγω συμφωνία δεν είναι δυνατή, παρέχεται ένας σχετικός

μηχανισμός επιλογής. Στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει

στον πρόεδρο της ΡΑΕ, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της, κατά το άρθρο 4

παρ.4 του Κανονισμού της ΡΑΕ.

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόσωπο που επιλέχθηκε για να

“υπηρετήσει” ως πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου, ήταν αναμενόμενο να

εγείρει ερωτηματικά σε σχέση με την “συμμόρφωση” του προς τις απαιτήσεις της

Page 201: Pleuri Anna.pdf

201

αμεροληψίας, παρά το γεγονός ότι υπήρξε, εκ μέρους του, σαφής δήλωση

αποδοχής, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και παρότι τα μέρη συμφώνησαν ρητά

στην επιλογή του εν λόγω προσώπου. Και τούτο, διότι το προκείμενο πρόσωπο

ήταν ταυτόχρονα και μέλος της Ολομέλειας της ΡΑΕ, ενώ αυτό θα μπορούσε να

είχε αποφευχθεί με την επιλογή άλλου προσώπου412

. Στο γεγονός αυτό θα πρέπει

να προστεθεί και το ότι πριν την έναρξη της συζητούμενης διαιτησίας, η ΡΑΕ είχε

ασχοληθεί με διάφορα θέματα που αφορούσαν τα μέρη και ως εκ τούτου, ο

επιλεγείς πρόεδρος είχε λάβει μέρος και σε αυτά. Σε ορισμένα από αυτά τα

ζητήματα, μάλιστα, είχε ψηφίσει, όταν απαιτούνταν ψηφοφορία, υπέρ ενός εκ των

διαδίκων και δη της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε, όπως ενδεικτικά στις με αριθμό

22/2008413

και 241/2010414

γνωμοδοτήσεις της ΡΑΕ, καθώς και στην με αριθμό

341/2013 απόφαση415

σε σχέση με τον “Αποδοτικό Έλεγχο και την Καθιέρωση

Επιχειρησιακών Όρων για την Παραχωρηθείσα Μονάδα Συμπαραγωγής της

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.”. Επιπρόσθετα ο επιλεγείς πρόεδρος του διαιτητικού

δικαστηρίου αποφάνθηκε περί έκδοσης διαιτητικής απόφασης κατά της με αριθμό

36/2011 γνωμοδότησης της ΡΑΕ, της οποίας είναι μέλος, σύμφωνα με την οποία το

412

Αξιοσημείωτο είναι ότι η ΡΑΕ τοποθετήθηκε σε δημοσιεύματα τα οποία την έφεραν ως θεσμικά

συμμετέχουσα ή εμπλεκόμενη με τη διαιτησία με υπονοούμενα ότι η Αρχή υπήρξε «συνδιαμορφωτής»

της απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου με την από 06.11.2013 ανακοίνωση της, αναφορικά με τη

διαιτητική απόφαση (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα, www.rae.gr.), στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται

ότι: «Το Διαιτητικό Δικαστήριο του άρθρου 37 του ν. 4001/2011 συνιστά συλλογικό όργανο που

συγκροτείται από τρία (3) μέλη που ορίζονται από τους διαδίκους (δυο διαιτητές και τον επιδιαιτητή) και

είναι απολύτως ανεξάρτητο και διακριτό έναντι του συλλογικού οργάνου της Ολομέλειας της ΡΑΕ, αλλά

και έναντι των στελεχών της Γραμματείας της Αρχής, με τελείως διαφορετικές εξουσίες και

αρμοδιότητες, όπως άλλωστε ρητώς ορίζεται και στον οικείο Κανονισμό Διαιτησίας. Η Ολομέλεια της

ΡΑΕ, ως συλλογικό όργανο, δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή και δεν συνέδραμε καθ’οιονδήποτε

τρόπο το Διαιτητικό Δικαστήριο, καθ’όλη τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας έως και τη λήψη της

σχετικής διαιτητικής απόφασης». 413

Mε θετική ψήφο υπέρ της τροποποίησης της άδειας παραγωγής της μονάδας συμπαραγωγής της

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε., για την οποία η ΔΕΗ είχε έντονη διαφωνία, η οποία (τροποποίηση) στη συνέχεια

εγκρίθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό. 414

Και πάλι με θετική ψήφο σε απόφαση της ΡΑΕ σε σχέση με την αλλαγή της νομοθεσίας ως προς τη

μονάδα συμπαραγωγής της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. κλπ. 415

Η οποία ελήφθη με πλειοψηφία μίας ψήφου, αυτής του προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου, που

ψήφισε υπέρ της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.

Page 202: Pleuri Anna.pdf

202

μέσο κόστος παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται σε ευρώ

69,78/ ΜWh, αποδεχόμενος πλήρως τις απόψεις της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.

Ζητήματα αμφισβήτησης της διαιτητικής απόφασης θα μπορούσαν να

υπάρξουν και σε σχέση με την επιλογή ενός εκ των διαιτητών. Ειδικότερα,

δημοσιεύματα στον τύπο, αμφισβήτησαν την αμεροληψία του διαιτητή που

ορίστηκε από την ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. Σύμφωνα με αυτά, ο ορισθείς από την εν

λόγω εταιρεία διαιτητής, ο οποίος και αποφάνθηκε υπέρ αυτής κατά την έκδοση

της διαιτητικής απόφασης, δεν είναι άλλος από τον “κουμπάρο” ενός διευθυντή

στον Όμιλο Μυτιληναίος, ο οποίος, μάλιστα, αφού διετέλεσε σε διάφορες θέσεις

γενικού διευθυντή σε εταιρείες του Ομίλου, υπήρξε κατόπιν στην θέση του

διευθυντή ρυθμιστικών θεμάτων, δηλαδή ήταν αρμόδιος για ζητήματα που έχουν

να κάνουν με την ΡΑΕ.

Επιπλέον, η ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. είχε προτείνει, ως διαιτητή416

,ένα

πρόσωπο το οποίο δεν έγινε δεκτό από την πλευρά της ΔΕΗ, αλλά στη συνέχεια

εξετάστηκε ως μάρτυρας στη διαιτητική διαδικασία. Τούτο, όμως, δεν μπορεί παρά

να δημιουργεί ερωτηματικά σε σχέση με την αξιοπιστία της κατάθεσης του.

Πέρα από τα άνω “δικονομικά” ή εν γένει διαδικαστικά ζητήματα της

εξεταζόμενης διαιτησίας, η με αριθμό 1/2013 απόφαση του διαιτητικού

δικαστηρίου της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ δημιούργησε, αναφορικά με την

χαμηλή τιμή που καθόρισε για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, και ζητήματα

με την ΕΕ. Συγκεκριμένα, η ΕΕ είχε στο παρελθόν, ήδη αποφανθεί ότι η τότε τιμή

της ηλεκτρικής ενέργειας, που ήταν ήδη υψηλότερη από 42 ευρώ/ΜWh, δηλαδή η

προσωρινά καθορισθείσα από τη ΡΑΕ τιμή (fixed price)417

για την προμήθεια

416

Τον κο Ε.Κ., με αριθμό 9 στο τμήμα των μηχανικών του καταλόγου διαιτητών της ΡΑΕ. 417

Με την απόφαση 346/2012 της ΡΑΕ, καθορίστηκε ως προσωρινό μέτρο, η τιμή των 42 ευρώ/ΜWh. H

εν λόγω προσωρινή τιμή δεν περιλαμβάνει χρεώσεις, όπως είναι οι χρεώσεις χρήσης Συστήματος, οι

χρεώσεις επικουρικών υπηρεσιών, οι χρεώσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ) και οι επιβαρύνσεις

για τα ανταποδοτικά τέλη υπέρ ΡΑΕ και ΔΕΣΜΗΕ/ΛΑΓΗΕ. Η συνεκτίμηση των χρεώσεων αυτών θα

είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της προσωρινής τιμής περίπου στα 46 ευρώ/MWh. Βλ. σχετ. την

Page 203: Pleuri Anna.pdf

203

ηλεκτρικής ενέργειας από την ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. τον Μάϊο του 2012,

συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, παραπέμποντας την χώρα στο

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα αυτό.

Επιπρόσθετα, εκ της ανταλλαγείσας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

και των Ελληνικών αρχών αλληλογραφίας, από την ημεροχρονολογία, κατά την

οποία εκδόθηκε η προκείμενη διαιτητική απόφαση, ως παράνομη κρατική

ενίσχυση, έως την παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προκύπτει

ότι σύμφωνα με την ΕΕ, όπου υπάρχει ζήτημα πληρωτέου ποσού στο πλαίσιο

διαφοράς ενώπιον των εθνικών ή ενωσιακών δικαστηρίων, αντί να καταβληθεί,

μπορεί να κατατίθεται σε δεσμευμένο λογαριασμό μέχρι την έκδοση μιας

οριστικής απόφασης, κατόπιν δε μπορεί να αποδεσμεύεται υπέρ της μίας ή της

άλλης πλευράς. Επομένως, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλών

της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. προέρχεται από χρεώσεις τις οποίες αμφισβητεί

μονομερώς, προκύπτει το συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η

δυνατότητα του να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές και το διαιτητικό δικαστήριο

να καταβάλλει σε αυτήν το σχετικό ποσό σε δεσμευμένο λογαριασμό.

Τέλος, σημαντικά προβλήματα, αναφορικά με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία,

προκύπτουν από την μη εναρμόνιση της διαιτητικής απόφασης με τους κανόνες

της αγοράς. Η εξεταζόμενη διαιτητική απόφαση μπορεί, βεβαίως, να είναι απόλυτα

σύμφωνα προς τις επιταγές του νόμου, και κατά τούτο ορθή, πλην όχι απαραίτητα

αδιαμφισβήτητη σε σχέση προς τους κανόνες της ενεργειακής αγοράς. Ειδικότερα,

η τιμή της παροχής ρεύματος από έναν προμηθευτή σε έναν πελάτη, δεν

καθορίζεται από την απόφαση ενός δικαστηρίου αλλά από τους κανόνες της

συγκεκριμένης ενεργειακής αγοράς, λ.χ. με βάση το κόστος, τη ζήτηση και τη

από 06.11.2013 ανακοίνωση της ΡΑΕ αναφορικά με την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου για την

επίλυση της διαφοράς μεταξύ των εταιριών ΔΕΗ Α.Ε. και ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε, διαθέσιμη στην

ιστοσελίδα της ΡΑΕ, www.rae.gr.

Page 204: Pleuri Anna.pdf

204

δυνατότητα-προαπαιτούμενο ότι οι πελάτες που ανήκουν στην ίδια κατηγορία,

μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια οφέλη. Στην σχετική συζήτηση, ένα

χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε

σχέση με παράνομη κρατική ενίσχυση της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. μέσω

προνομιακών τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για το διάστημα από

τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008. Παρότι τα εν λόγω τιμολόγια

είχαν οριστεί με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αυτό δεν

εμπόδισε την ΕΕ να τα θεωρήσει παράνομη κρατική ενίσχυση και να “φέρει” έτσι

την Ελλάδα ενώπιον του ΔΕΕ, σύμφωνα με α) σχετικό δελτίο τύπου της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 13ης.07.2011 και β) σχετική ανακοίνωση προς το

διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΗ με αριθμό 93/19.01.2012. Υπό τα ανωτέρω

δεδομένα, μια επιπλέον καταδίκη της Ελλάδας για παράβαση του άρθρου 107 της

ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρείται δεδομένη, λαμβανομένου υπόψη ότι για να διαπιστωθεί

παράνομη κρατική ενίσχυση, θα πρέπει , α) να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή

ενίσχυση χορηγηθείσα μέσω κρατικής οδού, όπως εδώ η ΔΕΗ, β) να προσδίδεται

αθέμιτο πλεονέκτημα στον λήπτη, όπως εν προκειμένω, καθώς έτεροι

βιομηχανικοί πελάτες δεν μπορούν να πετύχουν την ίδια τιμή, γ) να επηρεάζεται το

ενδοκοινοτικό εμπόριο, όρος που συντρέχει εδώ καθώς υπάρχουν και άλλα

εργοστάσια αλουμινίου στην ΕΕ, τα οποία δεν επωφελούνται την εν λόγω τιμή

ισχύος, δ) να απειλείται ή νοθεύεται ο ανταγωνισμός, που επίσης ισχύει εδώ.

Καταληκτικά θα μπορούσαν να σημειωθούν τα εξής: Αντικείμενο της

διαιτητικής δίκης υπήρξε στην πραγματικότητα το σε ποια τιμή θα πρέπει η ΔΕΗ

να πωλεί την κάθε MWh418

στην ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΑΕ και όχι αν θα είναι ο πάροχος

της419

, δεδομένου ότι η ΔΕΗ αρνούνταν να πωλεί ηλεκτρική ενέργεια επί ζημία.

418

1.000 κιλοβατώρες. 419

Βλ. Τ. Αθανασόπουλο, Η διαιτησία ΔΕΗ-Αλουμινίου έλυσε το λάθος πρόβλημα, δημοσίευση στην

εφημερίδα Καθημερινή, 24.11.2013, πρόσβαση στην ιστοσελίδα:

Page 205: Pleuri Anna.pdf

205

Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, άλλωστε, θεωρείται επιδότηση σε εργοστάσιο

παραγωγής αλουμινίου, όταν αυτό τιμολογείται χαμηλότερα από άλλους μεγάλους

πελάτες μιας εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Οι δε ηλεκτρικές

εταιρείες σαφώς, ζημιώνονται όταν τιμολογούν κάτω από το κόστος τους. Η ΔΕΗ,

λοιπόν, τιμολογώντας την ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. με βάση το κόστος της φθηνής

λιγνιτικής παραγωγής, ουσιαστικά της πωλούσε με ζημία, διότι το κόστος αυτό

είναι σημαντικά χαμηλότερο από το οριακό της κόστος. Πολύ περισσότερο

μάλιστα, όταν η τιμή προμήθειας από τη ΔΕΗ, την οποία όρισε η διαιτησία, δεν

αντιπροσωπεύει το πλήρες κόστος της λιγνιτικής παραγωγής της, αλλά μόνο το

μεταβλητό της κόστος, δηλαδή πρακτικά μόνον το κόστος καυσίμου και όχι λοιπές

δαπάνες, όπως μισθοδοσία, κόστος συντηρήσεων, χρηματοοικονομικά έξοδα

κ.ά.420

. Πολλά ερωτήματα δημιούργησε, άλλωστε και το γεγονός ότι το διαιτητικό

δικαστήριο δεν δέχθηκε στο ζήτημα του υπολογισμού του κόστους στοιχεία

προσκομισθέντα εκ μέρους της ΔΕΗ από τον διεθνή οίκο PwC του Λονδίνου.

Δεδομένου δε ότι η παραγωγή αλουμινίου απαιτεί σημαντικές ποσότητες

κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, οι παραγωγοί αλουμινίου, διεθνώς, ασκούν

αφόρητες πιέσεις για χαμηλές τιμές, ώστε να μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί. Η

διαφορά τιμής την οποία πληρώνει για την ηλεκτρική ενέργεια μια εταιρεία

παραγωγής αλουμινίου, σε σχέση με τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες

της ίδιας ηλεκτρικής εταιρείας, είναι η επιπρόσθετη επιδότηση που αυτή λαμβάνει.

Επί παραδείγματι, από το ποσό των ευρώ 36,7 που αποφάσισε κατά πλειοψηφία το

διαιτητικό δικαστήριο ότι πρέπει να αμείβεται η ΔΕΗ για κάθε MWh που πωλεί

στην ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. σε σχέση με τα 50-55 που πωλεί τη MWh σε άλλους

http://www.kathimerini.gr/504548/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/h-diaithsia-deh---aloyminioy-

elyse-to-la8os-provlhma. 420

Βλ. Τ. Αθανασόπουλο, δημοσίευση στην εφημερίδα Καθημερινή, 24.11.2013, πρόσβαση στην

ιστοσελίδα: http://www.kathimerini.gr/504548/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/h-diaithsia-deh---

aloyminioy-elyse-to-la8os-provlhma

Page 206: Pleuri Anna.pdf

206

βιομηχανικούς της πελάτες της ανάλογης τάξης μεγέθους, προκύπτει μια διαφορά

ευρώ 13-18 περίπου, που ισοδυναμεί με μια επιπλέον επιδότηση της ΔΕΗ προς την

ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.

5.4. Προσβολή της διαιτητικής αποφάσεως σύμφωνα με τον ΚΠολΔ και

τον ν. 2735/1999

Η μέσω δικαστικής απόφασης λόγοι ολικής ή μερικής ακύρωσης μιας

διαιτητικής απόφασης, καθιερώνονται περιοριστικά στο άρθρο 897 ΚΠολΔ421 και

είναι οι εξής422: 1) Αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, 2) αν η διαιτητική

απόφαση εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει, 3) αν οι

διαιτητές ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της διαιτητικής συμφωνίας ή των

διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή αυτοί αποφάνθηκαν

αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους, 4) αν οι διαιτητές ενήργησαν

υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο

νόμος, 5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 §2, 891, και 892

ΚΠολΔ, 6) αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης

ή προς τα χρηστά ήθη423, 7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις

και 8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544 ΚΠολΔ.

421

Θεωρείται μάλιστα ότι ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο και για τον λόγο αυτό, η εφαρμογή τους

ελέγχεται αναιρετικά με τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. 422

Σύμφωνα με το άρθρο 33 § 3 του ν. 3943/2011, κατά της διαιτητικής απόφασης (του Σ.Φ.Δ. επί

φορολογικών διαφορών) χωρεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899

ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως υπάγεται στην

αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που αποφαίνεται αμετακλήτως. 423

Κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση (προκύπτουσα

αμέσως από τις παραδοχές του αιτιολογικού και του διατακτικού της ελεγχόμενης διαιτητικής απόφασης)

των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (και) επί εσωτερικής

διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την

προστασία του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά,

κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό

έννοια που αυτή έχει στο ερμηνευτικό πλαίσιο της ΑΚ 33. Η παραβίαση, επομένως, κανόνων

αναγκαστικού δικαίου που έχουν τεθεί πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει

Page 207: Pleuri Anna.pdf

207

Περαιτέρω, η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και όταν εκδόθηκε

αφού είχε περάσει η συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία

έκδοσης της. Η καθοριζόμενη από τα μέρη προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής

απόφασης είναι δυνατόν αναλόγως με τη βούληση των μερών να αποτελεί είτε

διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας οι διαιτητές οφείλουν να εκδώσουν τη

διαιτητική απόφαση, και η παρέλευση της χωρίς να εκδοθεί απόφαση συνεπάγεται

την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της

οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική

φύση αυτή της προθεσμίας μπορεί να προκύπτει από το ότι τα μέρη ανέθεσαν

στους διαιτητές την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης

και πέραν της προθεσμίας που έχει ορισθεί, χωρίς τη συναίνεση εκείνων.

Δεν αποτελεί, πάντως, λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης η

αντίθεση της απλώς σε αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που αποβλέπουν στο

ιδιωτικό συμφέρον ή δεν συγκροτούν τα θεμέλια του κρατικού, κοινωνικού ή

οικονομικού συστήματος της χώρας.

Ο ΚΠολΔ προβλέπει επιπλέον, στο άρθρο 901 ΚΠολΔ και το ένδικο

βοήθημα της αγωγής αναγνώρισης ανυπαρξίας ορισμένης διαιτητικής απόφασης424,

όταν : α) δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας, β) όταν η απόφαση εκδόθηκε

επί αντικειμένου, το οποίο δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία και γ), όταν η

απόφαση εκδόθηκε σε διαιτητική δίκη που έγινε κατά ανύπαρκτου φυσικού ή

νομικού προσώπου.

Η εν λόγω αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εφετείου, στην

περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση και εκδικάζεται κατά την

του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, η δημόσια τάξη δεν προσβάλλεται εν προκειμένω και

έτσι δεν θεμελιώνεται ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα

ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση

(εκτέλεση) της θα δημιουργούνταν κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της

ελληνικής έννομης τάξης. 424

H αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης μπορεί επίσης να αναγνωριστεί με ένσταση.

Page 208: Pleuri Anna.pdf

208

διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ. Η άσκηση

της, δεν αναστέλλει, πάντως την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Η χορήγηση

αναστολής (με ή χωρίς εγγύηση) είναι δυνατή έως την έκδοση τελεσίδικης

απόφασης επί της αγωγής, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο

δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αν πιθανολογείται η

ευδοκίμηση ορισμένου λόγου ανυπαρξίας εξ αυτών του άρθρου 901 ΚΠολΔ.

Στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, ήτοι του ν. 2735/1999, τους

λόγους ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ορίζει το άρθρο 34 § 2 ως εξής: «2.

Διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο του άρθρου 6 παρ. 2

μόνον αν: α) Ο ενάγων προβάλλει και αποδεικνύει ότι: αα) συμβαλλόμενο μέρος στη

συμφωνία διαιτησίας του άρθρου 7 δεν ήταν προς τούτο ικανό με βάση το δίκαιο

που το διέπει ή ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο

στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν ή αν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις αυτές,

κατά το ελληνικό δίκαιο, ή ββ) δεν ειδοποιήθηκε, κατά τον προσήκοντα τρόπο, για

τον ορισμό διαιτητή ή για τη διαδικασία της διαιτησίας ή ότι από άλλο λόγο περιήλθε

σε ανυπαίτια αδυναμία να προβάλει τους ισχυρισμούς του, ή γγ) η διαιτητική

απόφαση αφορά διαφορά, που δεν εμπίπτει στη συμφωνία διαιτησίας ή περιέχει

διατάξεις, που υπερβαίνουν τα όρια της συμφωνίας. Αν όμως οι διατάξεις που

καλύπτονται από τη συμφωνία αυτή περί διαιτησίας μπορούν να αποχωρισθούν από

εκείνες που δεν καλύπτονται, τότε μόνο ως προς τις τελευταίες χωρεί ακύρωση της

διαιτητικής απόφασης, ή δδ) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η

διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν

υπάρχει σχετική συμφωνία, η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η

διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τον παρόντα νόμο. β) Το δικαστήριο

που επιλαμβάνεται, ύστερα από άσκηση αγωγής ακύρωσης, κρίνει και

αυτεπαγγέλτως αν: αα) το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό διαιτησίας

Page 209: Pleuri Anna.pdf

209

κατά το ελληνικό δίκαιο, ββ) η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή

δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα».

Η προθεσμία άσκησης της ως άνω αγωγής ακύρωσης είναι τρίμηνη και

αρχίζει από την κοινοποίηση της διαιτητικής απόφασης στο μέρος που την ασκεί

ή, αν υποβλήθηκε αίτηση του άρθρου 33 ν. 2735/1999 περί διόρθωσης ή ερμηνείας

της διαιτητικής απόφασης, από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του

διαιτητικού δικαστηρίου στο μέρος αυτό.

5.5. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων επί

ενεργειακών διαφορών

Οι διαιτητικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στην αλλοδαπή δεν παράγουν

αυτοδίκαια τις έννομες συνέπειες τους στην ελληνική έννομη τάξη. Για να συμβεί

τούτο, θα πρέπει να αναγνωριστούν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην Σύμβαση της

Νέας Υόρκης της 10ης

.06.1958 για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών

διαιτητικών αποφάσεων την οποία κύρωσε η Ελλάδα με το ν.δ. 4220/1961425.

Πιο συγκεκριμένα, η αναγνώριση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων

χωρεί αυτομάτως χωρίς άλλη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 3 εδ.α΄της

Συμβάσεως που παραπέμπει στο άρθρο 903 ΚΠολΔ. Η εξέταση και διαπίστωση ή

μη της υπάρξεως των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως της αλλοδαπής διαιτητικής

αποφάσεως γίνεται παρεμπιπτόντως από κάθε δικαστήριο ή αρχή ενώπιον του

οποίου/οποίας ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την ύπαρξη της. Αυτός, άλλωστε,

φέρει και το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως

του άρθρου 4 § 1 της Συμβάσεως. Από την άλλη πλευρά, ο μαχόμενος κατά της

αναγνωρίσεως φέρει το βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει την τυχόν ύπαρξη των

κωλυμάτων του άρθρου 5 της ίδιας Συμβάσεως426.

425

ΦΕΚ Α΄ 73/1961. 426

Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 3 της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, αριθ.3,

σελ. 294.

Page 210: Pleuri Anna.pdf

210

Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 της Συμβάσεως427, αν έχει παραβιαστεί η

ορισθείσα από τα μέρη διαδικασία ή αν δεν υπάρχει τέτοια, αν παραβιάστηκαν οι

δικαιϊκές διατάξεις του τόπου διεξαγωγής της διαιτησίας ή οι αρχές της ισότητας

των διαδίκων ή το δικαίωμα ακροάσεως, τότε η διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να

αναγνωρισθεί στην ελληνική έννομη τάξη.

Διαπιστώνεται ακόμη, ότι στη δεύτερη περίπτωση της πρώτης

παραγράφου του εν λόγω άρθρου, ορίζεται ως κώλυμα αναγνωρίσεως της

αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, η ελλιπής πληροφόρηση ενός διαδίκου σε

σχέση με τον ορισμό διαιτητή ή τη διαιτητική διαδικασία, εξαιτίας της οποίας ή

για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο διάδικος εμποδίστηκε να προβάλλει τα μέσα που

είχε στη διάθεση του. Η εν λόγω περίπτωση συνιστά στέρηση του δικαιώματος

ακροάσεως του συγκεκριμένου διαδίκου .

427

Το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ορίζει: «1. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως

δύναται να απορριφθή μόνον, τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις ταύτης, εφ’ όσον

τούτο (το μέρος) προσκομίζη εις την αρμοδίαν αρχήν της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και

εκτέλεσις την απόδειξιν ότι: α) τα εις την συμφωνίαν περί ης το άρθρον 2 μέρη, είχον βάσει του επ` αυτών εφαρμοστέου δικαίου,

ανικανότητα τινά, ή ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι έγκυρος βάσει του δικαίου εις το οποίον τα μέρη την

υπήγαγον, και εν ελλείψει ενδείξεως περί τούτου, βάσει του δικαίου της χώρας εν τη οποία εξεδόθη η

απόφασις ή

β) εκείνο εκ των μερών εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις της αποφάσεως δεν ήτο δεόντως

πληροφορημένον περί του ορισμού του διαιτητού ή περί της διαδικασίας της διαιτησίας ή ότι του ήτο

αδύνατον δι’ άλλον τινά λόγον να ποιήσηται χρήσιν των εις την διάθεσίν του μέσων ή

γ) η απόφασις αναφέρεται εις διαφοράν μη προβλεπομένην υπό του συνυποσχετικού, ή μη

περιλαμβανομένην εις τας διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας, ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις υπερβαινούσας

τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας εν τούτοις, εάν αι διατάξεις της αποφάσεως, αι

αναφερόμεναι εις θέματα άτινα υπεβλήθησαν εις την διαιτησίαν, δύνανται να αποχωρισθώσιν εκείνων

αίτινες αναφέρονται εις θέματα μη υποβληθέντα εις την διαιτησίαν, αι πρώται δύνανται να αναγνωρισθούν

και εκτελεσθούν ή δ) η συγκρότησις του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήτο

σύμφωνος προς την συμφωνίαν των μερών, ή εν ελλείψει συμφωνίας ότι δεν ήτο σύμφωνος προς το δίκαιον

της χώρας ένθα έλαβε χώραν η διαιτησία ή

ε) η απόφασις δεν κατέστη εισέτι δεσμευτική διά τα μέρη ή ηκυρώθη ή ανεστάλη υπό αρμοδίας αρχής της

χώρας, εν τη οποία, ή κατά το δίκαιον της οποίας, εξεδόθη η απόφασις.

2. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’απορριφθή, εάν η αρμοδία

αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσιςδιαπιστώνη: α) ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας, το αντικείμενον της διαφοράς δεν είναι επιδεκτόν ρυθμίσεως διά

διαιτησίας ή β) ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαντάξιν

της εν λόγω χώρας».

Page 211: Pleuri Anna.pdf

211

Περαιτέρω, η περίπτωση δ) της ίδιας ως άνω διατάξεως ορίζει ως κώλυμα

αναγνωρίσεως και την παραβίαση της συμφωνίας των μερών σε σχέση με τη

διαδικασία428 ή αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, την παραβίαση των

αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της χώρας στην οποία διεξήχθη η διεθνής

διαιτησία.

Διαιτητική απόφαση, η οποία δεν αναγνωρίστηκε και έτσι δεν εντάχθηκε

στην ελληνική έννομη τάξη, εξακολουθεί, πάντως, να παράγει έννομα

αποτελέσματα στην χώρα στην οποία εκδόθηκε.

428

Αν τα μέρη έχουν παραβιάσει, δια της συμφωνίας τους, την αρχή της ισότητας ή το δικαίωμα

ακροάσεως, οι σχετικοί όροι της συμφωνίας τους είναι άκυροι και το διαιτητικό δικαστήριο δεν

υποχρεούται να τους τηρήσει. Η μη τήρηση αυτών των όρων από το διαιτητικό δικαστήριο δεν οδηγεί

στη δημιουργία λόγου ακυρώσεως ή κωλύματος αναγνωρίσεως της διαιτητικής αποφάσεως.

Page 212: Pleuri Anna.pdf

212

Σύνοψη πορισμάτων

Η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ενεργειακές διαφορές, προκύπτουσες από

ενεργειακές δραστηριότητες, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα δαπανηρή και

χρονοβόρα για τους πόρους οιουδήποτε προσώπου, το οποίο δραστηριοποιείται

στον εν λόγω επενδυτικό και επιχειρηματικό τομέα. Οι εν γένει συναλλαγές και

συμβάσεις του ενεργειακού τομέα είναι, άλλωστε, μεγάλης οικονομικής αξίας,

πολύπλοκες στους όρους τους και καταρτίζονται από ή επηρεάζουν πολλά

πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, το σύνολο των εταιρειών του χώρου της ενέργειας, σε

εθνικό και διεθνές επίπεδο, αποβλέπουν στην εξοικονόμηση χρόνου και κόστους,

από την χρήση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης των ενεργειακών διαφορών

και ιδίως μέσω των αρετών της διαιτησίας, δηλαδή την ταχύτητα επίλυσης, την

ποιότητα της κρίσης του (εξειδικευμένου) δικαστηρίου, την οριστικότητα της

απόφασης και τον αποκλεισμό καθυστερήσεων και λοιπών επιπλοκών από την

εμπλοκή των τακτικών, εθνικών ή άλλων δικαστηρίων.

Για την επίτευξη των ανωτέρων στόχων, εξειδικευμένα κέντρα διαιτητικής

επιλύσεως ενεργειακών διαφορών της αλλοδαπής, διατηρούν, ομάδες ειδικών

επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων σε διάφορες νομικές, τεχνικές και οικονομικές

πτυχές της ενέργειας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα

της διαιτησίας, ως εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης ενεργειακών διαφορών, την

οποία προσφέρουν ως υπηρεσία.

Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ενέργεια, ενσωματώθηκε στο εθνικό μας

δίκαιο (και) με τον ν. 4001/2011, ενώ (και) με τον Κανονισμό Διαιτησίας της ΡΑΕ,

δημιουργήθηκε το απαραίτητο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του μηχανισμού

μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ για την επίλυση όλων των διαφορών που μπορούν να

προκύψουν στην ενεργειακή αγορά στην Ελλάδα. Η αξιολόγηση του εν λόγω

νομικού πλαισίου δοκιμάζεται στην πράξη, που καλείται διαρκώς να

Page 213: Pleuri Anna.pdf

213

προσαρμοστεί σε διάφορες μεταβολές και ανάγκες της ενεργειακής αγοράς.

Ειδικώς, πάντως, σε ό,τι αφορά στο θεσμό της μόνιμης διαιτησίας για την επίλυση

ενεργειακών διαφορών στους κόλπους της ΡΑΕ, η «επιτυχία» του, απαιτεί

περισσότερα από ένα ορισμένο κανονιστικό πλαίσιο. Κυρίως απαιτεί την

ενεργητική δημιουργική συνδρομή όλων των συμμετεχόντων, ήτοι της ίδιας της

ΡΑΕ, των κατά περίπτωση διαδίκων μερών, αλλά και των διαιτητών και

επιδιαιτητών, ώστε να προσδοθεί στον εν λόγω θεσμό, κύρος, αξιοπιστία,

«κλίμα» ασφάλειας και λειτουργικότητας προς όφελος όλης της ενεργειακής

αγοράς.

Επιπλέον, η μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ θα πρέπει να γίνει «ελκυστική»

στους ξένους μετέχοντες της ενεργειακής επενδυτικής αγοράς, με ό,τι αυτό απαιτεί

τόσο σε νομοθετικό, όσο και σε οργανωτικό και λειτουργικό επίπεδο, όπως λ.χ. με

έκδοση του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ και στην αγγλική γλώσσα και με την

ευρεία διάδοση (και) αυτής της «υπηρεσίας» της ΡΑΕ στα σχετικά forum της

αλλοδαπής. Η ίδια δε η προώθηση της ΡΑΕ, ως κέντρο διεθνούς επενδυτικής

διαιτησίας, θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της επένδυση για την Ελλάδα.

Page 214: Pleuri Anna.pdf

214

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Σ Π Ι Ν Α Κ Α Σ

Α. Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία

1. Βαβούσκος Κ, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, 1972

2. Γκλαβίνης Π., Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη, 2009

3. Δημολίτσα Α., Διαιτητικές συμφωνίες και ξένες επενδύσεις· Το Ελληνικό

Δημόσιο μεταξύ συμβατικής δέσμευσης και εξουσιαστικής επέμβασης,

ΝοΒ 1988. 1381 επ.

4. Ζαγκλής Α. Ο καθορισμός της αποδεικτικής διαδικασίας στη Διεθνή

Εμπορική Διαιτησία, Δ 2005.1333

5. Καϊσης Αθ., Ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων, Δογματική θεμελίωση

των λόγων ακύρωσης που αφορούν στη συμφωνία περί διαιτησίας και

στο διαιτητικό δικαστήριο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, β΄

έκδοση, 1989

6. Καϊσης Αθ., Διεθνής Εμπορική Διαιτησία και Σύμβαση των Βρυξελλών,

Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1995

7. Καλαβρός, Κ., Η εξουσία κρίσης των διαιτητών, 1988

8. Καλδέλης Ε., Ενέργεια και Διαιτησία, Η οργάνωση της μόνιμης

διαιτησίας στη ΡΑΕ, Ενέργεια και Δίκαιο, τ.5, 2006, σ. 38 επ.

9. Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Εκδόσεις

Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986

10. Κεραμεύς Κ./Κονδύλης Δ./Νίκας Ν.(-συνεργάτες), Ερμηνεία ΚΠολΔ κατ’

άρθρο, Ι, ΙΙ (2000) και Συμπλήρωμα (2003)

11. Κόλλια Μ. – Μαυρούδη Γ., Ενέργεια και Δίκαιο, 2005, τ. 3

Page 215: Pleuri Anna.pdf

215

12. Kοσμίδης Τ., Οι συμβάσεις παραχώρησης δικαιωμάτων έρευνας και

εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (κατά το Ν.2289/1995) - Μια πρώτη

προσέγγιση, ΝοΒ 2012.788

13. Κουσούλης Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006

14. Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,

2004

15. Κουτρουγλίδου Α., Η πολλαπλότητα των τρόπων επίλυσης των διαφορών

μεταξύ κρατών και ξένων επενδυτών, δ.δ. Α.Π.Θ., 2009

16. Μακρίδου Κ., Η έκδοση απόφασης επί της ουσίας σε εύλογο χρόνο στην

πολιτική δίκη, ΝοΒ 2012.1345 επ.

17. Μαντάκου Α., Η κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας στη διεθνή

συναλλαγή, Αθήνα – Κομοτηνή, 1989

18. Μαρίνος Μ-Θ., Η πρόσβαση σε ενεργειακό δίκτυο – Η απελευθέρωση

της Αγοράς Ενέργειας, 2003

19. Μπαλής Γ., Εμπράγματο Δίκαιο, 1955

20. Μπλάνα Β., Διαδικαστικά ζητήματα στην εσωτερική και διεθνή

διαιτησία-Ιδίως η διαδικασία της διαιτησίας ενώπιον της Ρ.Α.Ε.,

Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012

21. Νούσια Κ.-Σταμάτη Μ., Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα σε διεθνείς

διαιτησίες, τ.15, 2011, σ. 10 επ.

22. Πανάγος Θ., Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται

στον τομέα της ενέργειας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,

2011

23. Πανάγος Θ., Οι τηλεματικές εναλλακτικές μορφές για την επίλυση των

διαφορών που ανακύπτουν στον τομέα της ενέργειας, Ενέργεια και

Δίκαιο, τ. 15, 2011, σ.24 επ.

Page 216: Pleuri Anna.pdf

216

24. Πανάγος Θ., Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας. Η οργάνωση και

η λειτουργία της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα,

Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012

25. Πανάγος Θ., Η πρόσβαση τρίτου στα δίκτυα φυσικού αερίου κατά την

ενωσιακή και τη ρωσική έννομη τάξη:συγκριτική προσέγγιση, ΕΕΕυρΔ

2015.σελ.403-411

26. Παπαντώνη Μ., Το δίκαιο της ενέργειας, Ευρωπαϊκή θεώρηση-Ελληνική

εφαρμογή, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2003

27. Ρήγα Κ., Διαιτητική επίλυση διοικητικών διαφορών, ΝοΒ 2011.1190

28. Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη, 2005

29. Σιούτη Γλ., Η επιβολή κυρώσεων από τη ρυθμιστική αρχή ενέργειας,

Ενέργεια και Δίκαιο 2004, τ. 1

30. Στάγκος Π./Μπρεδήμας Α. (Επιμέλεια), Το νομικό καθεστώς των διεθνών

επενδύσεων, Το σχέδιο της Πολυμερούς Συμφωνίας Επενδύσεων,

Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000

31. Στάγκος Π., Το νομικό πλαίσιο των διεθνών επενδύσεων, Εκδόσεις

Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005

32. Σταματόπουλος Στ., Το νομοθετικό πλαίσιο της διαιτησίας στην Ελλάδα:

ΚΠολΔ - Πρότυπος νόμος UNCITRAL αλληλεπιδράσεις, ΕΠολΔ

2008.781

33. Στράνης Δ., Η υπαγωγή δημοσίου δικαίου διαφορών σε διαιτησία, δ.δ.,

Θεσσαλονίκη, 2003

34. Συνοδινός Χ., Πολυκλαδικότητα του Δικαίου της Ενέργειας, Ενέργεια

και Δίκαιο, τ.1, 2004, σελ.5-16

35. Τζώνος Θ., Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, 2010

Page 217: Pleuri Anna.pdf

217

36. Φιλιώτης Ι., Όρια ελέγχου ημεδαπής και αλλοδαπής διαιτητικής

αποφάσεως λόγω προσκρούσεως στη δημόσια τάξη, ΧρΙΔ 2014.650

37. Φουστούκος Α., Διαιτησία, (Μελέτες, Άρθρα, Παρεμβάσεις), Αθήνα-

Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000

38. Φωτόπουλος Λ., Η νομική αντιμετώπιση της ηλιακής ενέργειας, ΝοΒ

1981.802 επ.

39. Χριστοδούλου Κ., Σκέψεις για διεθνή διαιτησία σε δημόσια έργα. Η

περίπτωση πολυεθνικών αναδόχων κοινοπραξιών με έδρα στην Ελλάδα,

ΕφΑΔ 2014.660

Β. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

1. Azaria D., Treaties on Transit Pipelines and Countermeasures, Oxford

University Press, 2015

2. Baker-Harber M., Practical Suggestions for Arbitrating in Bad Market

Times, 8th

International Conference of Maritime Law, Shipping in periods of

economic distress, (Financing, Ship’s operation, Enforcement), Reports,

p.401-407, Nomiki Bibliothiki, 2015

3. Bishop R.D., Crawford J., Reisman W.M., Foreign Investment Disputes,

Kluwer Law International, The Hague, 2005

4. Collier J., Lowe V., The Settlement of Disputes in International Law, Oxford

1999

5. Coop G., Energy Dispute Resolution Investment Protection, Transit and the

Energy Charter Treaty, 2011

6. Crawford J., Investment Arbitration and the ILC Articles on State

Responsibility, 25 ICSID Review – Foreign Investment Law Journal

2010.127

Page 218: Pleuri Anna.pdf

218

7. Douglas Z., The International Law of Investment Claims, Cambridge 2009

8. Delveux B./Hunt M./Talus K, EU Energy Law and Policy issues, 1st edition,

2007

9. Dolzer R., Schreuer C., Principles of International Investment Law, 2nd

edition, Oxford 2012

10. Gaillard E., The role of the Arbitrator in determining the applicable law,

The Leading Arbitrators Guide to International Arbitration, Edited by L.W.

Newman-R.D. Hill, 2004

11. Kjos H. E., Applicable Law in Investor-State Arbitration, The Interplay

Between National and International Law, Oxford Monographs in

International Law, Oxford University Press, 2013

12. Mendelson M., Paparinskis M., Bail-ins and the International Investment

Law of Expropriation: in and beyond Cyprus, 28 Journal of International

Banking and Financial Law 2013. 475

13. Merrils J., International Dispute Settlement, 5th edition, Cambridge

2011

14. Paulsson J., Arbitration without Privity, 10 ICSID Review –Foreign

Investment Law Journal 1995.232

15. Poulios Ch., Arbitration & Mediation next to the Regulatory Authority for

Energy (R.A.E.) in Greece, (thesis in English)

16. Ribeir Cl., Investment Arbitration and the Energy Charter Treaty, 2006

17. T. Roe/M. Happold, (Consultant Editor James Dingemans QC), Settlement

of Investment Disputes under the Energy Charter

18. Talus K., First Interpretation of Energy Market Directives by European

Court of Justice, Case C - 17/03, “Vereniging voor Energie” Journal of

Energy and Natural Resources Law 24, 2006

Page 219: Pleuri Anna.pdf

219

19. Talus K., EU Energy Law and Policy: a Critical Account, Oxford University

Press: OUP 2013

20. Talus K.(et al.), Energy Law of Finland , Kluwer Law International, 2010

21. Talus K., Research Handbook on International Energy Law, Forthcoming,

Edward Elgar, 2013

22. Roe T, Happold M., consultant Editor James Dingemans QC, Settlement of

Investment Disputes under the Energy Charter Treaty, Cambridge, 2011