stratigraphy of external hellenids
DESCRIPTION
Hellenids formationTRANSCRIPT
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ – ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ
ΑΘΗΝΑ 2011
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗ – ΛΕΚΚΑ
σε συνεργασία με τη Δρ. ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΣΟΥΡΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ 2
3. ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΙΣΟΠΙΚΩΝ ΖΩΝΩΝ 8
Α. ΖΩΝΗ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ 8
Β. ΖΩΝΗ ΠΙΝΔΟΥ 11
Γ. ΖΩΝΗ ΓΑΒΡΟΒΟΥ‐ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ 15
Δ. ΙΟΝΙΑ ΖΩΝΗ 19
Ε. ΠΡΟΑΠΟΥΛΙΟΣ ΖΩΝΗ Ή ΖΩΝΗ ΠΑΞΩΝ 24
ΣΤ. ΣΕΙΡΑ ΜΑΓΓΑΣΣΑ 28
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 30
1
ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι Ελληνίδες αποτελούν μέρος της Αλπικής οροσειράς. Χωρίζονται από τις Δειναρίδες με το ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης του Scutari‐Pec και από τις Ταυρίδες με το ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης της Isparta (KOBER 1929). Διακρίνονται σε μια σειρά ισοπικών ‐ γεωτεκτονικών ζωνών, κάθε μια από τις οποίες χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη στρωματογραφική κολόνα και από τη δική της γεωλογική ιστορία. Οι ζώνες αυτές από ανατολικά προς τα δυτικά είναι οι εξής (Σχ. 1):
Σχ. 1. Γεωγραφική κατανομή των γεωτεκτονικών ζωνών των Ελληνίδων (ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ 1985).
1) Η μάζα της Ροδόπης
2) Η Σερβομακεδονική μάζα
3) Η Περιροδοπική ζώνη
4) Η ζώνη Αξιού που υποδιαιρείται στις υποζώνες Παιονίας, Πάικου και Αλμωπίας
5) Η Πελαγονική ζώνη s.l. που υποδιαιρείται στην Πελαγονική s.s. και την Υποπελαγονική ή ζώνη Ανατολικής Ελλάδας
6) Η ζώνη Παρνασσού‐Γκιώνας
7) Η ζώνη Πίνδου ή Ωλονού‐Πίνδου
8) Η ζώνη Γαβρόβου‐Τρίπολης
9) Η Αδριατικοϊόνιος ή Ιόνια ζώνη
2
10) Η ζώνη Παξών ή Προαπούλια
Στην αλπική ιστορία των Ελληνίδων, οι ισοπικές ‐ γεωτεκτονικές ζώνες διακρίνονται σε εξωτερικές (Προαπούλιος, Ιόνιος, Γαβρόβου‐Τριπόλεως, Πίνδου, Παρνασσού) οι οποίες επηρεάστηκαν μόνο από την ορογένεση του Τριτογενούς, και τις εσωτερικές (Πελαγονική s.l., Αξιού, Περιροδοπική) που επηρεάστηκαν και από την πρώιμη ηωελληνική ορογενετική φάση του ανώτερου Ιουρασικού – κατώτερου Κρητιδικού (BRUNN 1956), την οποία ακολούθησε επίκλυση κατά το ανώτερο Κρητιδικό. Επιπλέον οι ζώνες Παρνασσού και Πίνδου χαρακτηρίζονται και ως «ενδιάμεσες ζώνες» (FLEURY 1980), διότι χωρίς να έχουν άμεσα επηρεασθεί από την ηωελληνική ορογένεση, γνώρισαν τον απόηχο της, που στη μεν πλατφόρμα Παρνασσού εκφράζεται με βωξιτικές κατά τόπους αποθέσεις, στη δε αύλακα της Πίνδου με μια κλαστική σειρά από τα προϊόντα διάβρωσης των εσωτερικών αναδυμένων περιοχών. Η μάζα της Ροδόπης και η Σερβομακεδονική μάζα αποτελούν την οπισθοχώρα, ενώ η Απούλια πλατφόρμα που βρίσκεται δυτικότερα της Προαπούλιας ζώνης αποτελεί την προχώρα των Ελληνίδων (AUBOUIN 1974).
2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ
Η μελέτη των ιζηματογενών ακολουθιών που αποτέθηκαν στον ελληνικό παλαιογεωγραφικό χώρο της Τηθύος έδειξε ότι: Κατά το Τριαδικό, τον χώρο κατελάμβανε μια ενιαία νηρητική πλατφόρμα. Κατά το ανώτερο Τριαδικό αρχίζουν να διαφοροποιούνται οι πρώτες αύλακες (Παιονίας και Πίνδου), ενώ στο ανώτερο Λιάσιο αρχίζουν να διαμορφώνονται και οι λεκάνες Αλμωπίας και Ιονίου. Οι πλατφόρμες Γαβρόβου‐Τριπόλεως, Παρνασσού, Πελαγονική και Πάικου αποτελούν πλέον ανεξάρτητες πλατφόρμες που παρεμβάλλονται στις λεκάνες. Κάθε μια από τις πλατφόρμες και λεκάνες αποτελεί πλέον ξεχωριστή ισοπική ζώνη. Ανάλογα με το παλαιογεωγραφικό περιβάλλον αποτίθενται ιζήματα που θα χαρακτηρίζουν την κάθε ζώνη και θα μαρτυρούν την παλαιογεωγραφική ιστορία της. Το σύνολο των ιζηματογενών αποθέσεων κάθε ζώνης στην προ‐ορογενετική ιστορία της αποτελεί τη στρωματογραφική κολόνα της ζώνης (Σχ. 2α κολόνες και Σχ. 2β λεζάντα). Στις παλαιογεωγραφικές κλιτύες που δημιουργούνται ανάμεσα στις πλατφόρμες και τις λεκάνες, αποτίθενται ιζηματογενείς ακολουθίες με ενδιάμεσους νηρητικούς και πελαγικούς χαρακτήρες που αποτελούν τουρβιδιτικές αποθέσεις. Οι μεταβατικές αυτές σειρές απαντούν μεταξύ Ιονίου αύλακας και της πλατφόρμας Γαβρόβου, μεταξύ της πλατφόρμας της Τρίπολης και της Πινδικής αύλακας, όπως και μεταξύ αυτής και πλατφόρμας Παρνασσού ή της Πελαγονικής. Οι σειρές αυτές φέρουν διάφορα ονόματα από τις περιοχές που προσδιορίστηκαν για πρώτη φορά, ή αναφέρονται και ως υποζώνες ή ακόμη και ζώνες. Η Προαπούλια ζώνη για παράδειγμα αποτελεί τη μετάβαση από την Ιόνια λεκάνη στην Απούλια πλατφόρμα. Η σειρά της Μαγγασσά, της Εθιάς και του Αγριδακίου αποτελούν μεταβατικές σειρές από τη λεκάνη της Πίνδου στην πλατφόρμα Τριπόλεως. Για το λόγο αυτό συχνά στη βιβλιογραφία αναφέρονται και ως «εξωτερική Πίνδος». Η σειρά των Βαρδουσίων αποτελεί μεταβατική σειρά μεταξύ της πινδικής αύλακας και της παρνασσικής πλατφόρμας, ενώ η σειρά του Κόζιακα μεταξύ της πινδικής αύλακας και της πελαγονικής πλατφόρμας.
Η τελική ανάδυση των Ελληνίδων αρχίζει ως κύμα από ανατολικά προς τα δυτικά, από τις πιο εσωτερικές προς τις πιο εξωτερικές ζώνες. Κάθε ζώνη που αναδύεται διαβρώνεται και τα κλαστικά υλικά αποτίθενται ως φλύσχης στην αμέσως εξωτερικότερη ζώνη που βρίσκεται ακόμη σε προ‐ορογενετικό στάδιο. Για το λόγο αυτό η ηλικία έναρξης του φλύσχη είναι παλαιότερη στις εσωτερικότερες και σταδιακά νεότερη στις πιο εξωτερικές.
3
Το γεγονός αυτό είναι γνωστό ως «μετανάστευση του φλύσχη». Στις εσωτερικές ζώνες η απόθεση του φλύσχη αρχίζει στο ανώτερο Κρητιδικό, ενώ στις πιο εξωτερικές στο ανώτερο Ηώκαινο (Σχ. 3).
Σχ. 2α. Στρωματογραφικές κολόνες εξωτερικών Ελληνίδων και συσχέτιση αυτών.
4
Σχ. 2β. Συγκεντρωτικό υπόμνημα στρωματογραφικών κολονών.
Η τελική ανάδυση των εσωτερικότερων ζωνών αρχίζει στο τέλος του Κρητιδικού με αρχές Παλαιοκαίνου, η ανάδυση της ζώνης Ανατολικής Ελλάδας (Υποπελαγονικής), όπως και της Παρνασσού λαμβάνει χώρα κατά το ανώτερο Ηώκαινο, η ανάδυση της Πίνδου στο κάτω Ολιγόκαινο ενώ της Γαβρόβου – Τριπόλεως στο άνω Ολιγόκαινο, της Ιονίου στο κάτω Μειόκαινο και της ζώνης Παξών στο τέλος Μειοκαίνου – κατώτερο Πλειόκαινο. Πρόκειται για την τελική ορογενετική αλπική φάση που επηρέασε τις Ελληνίδες, προκαλώντας ανάδυση, πτυχώσεις, επωθήσεις και εφιππεύσεις που έλαβαν χώρα σταδιακά από ανατολικά (εσωτερικές ζώνες) προς δυτικά (εξωτερικές ζώνες) (Σχ. 4).
5
Σχ. 3. Η έναρξη του φλύσχη στις ελληνίδες (AUBOUIN et al. 1975b).
Μετά την οριστική τους ανάδυση περιοχές των αναδυμένων Ελληνίδων βυθίζονται και πάνω στα πτυχωμένα αλπικά ιζήματα αποτίθενται επικλυσιγενώς μεταλπικές θαλάσσιες ή λιμναίες μολασσικές αποθέσεις. Οι βυθίσεις αυτών των μεταλπικών λεκανών ακολουθούν σε γενικές γραμμές τη ΒΔ – ΝΑ διάταξη των αλπικών ισοπικών ζωνών. Οι μολασσικές αποθέσεις είναι παλαιότερες στις ανατολικότερες λεκάνες και σταδιακά νεότερες στις δυτικότερες (Σχ. 5). Συγκεκριμένα, στις εσωτερικότερες ζώνες η ηλικία των μολασσικών αυτών αποθέσεων είναι ανωτέρου Ηωκαίνου – Ολιγοκαίνου, στη μεσοελληνική αύλακα Ολιγοκαίνου‐Μειοκαίνου και μέσου Μειοκαίνου στις εξωτερικές ελληνικές ζώνες.
Κατά το Πλειόκαινο – Πλειστόκαινο ακολουθεί ρηγματογόνος τεκτονισμός, ο οποίος επηρεάζει αδιακρίτως αλπικές και μολασσικές αποθέσεις και δημιουργεί το σημερινό γεωγραφικό ελληνικό ανάγλυφο. Στις βυθισμένες περιοχές αποτίθενται ιζήματα γνωστά και ως νεομόλασσα (Σχ. 6).
6
Σχ. 4. Παλαιογεωγραφική εξέλιξη των Ελληνίδων (AUBOUIN 1959, τροποποιημένο από ΚΑΤΣΙΚΑΤΣΟ 1992).
7
Σχ. 5. Γεωγραφική κατανομή και ηλικία των μολασσικών αποθέσεων στις Ελληνίδες (AUBOUIN et al. 1975b).
Σχ. 6. Νεομολασσικές αποθέσεις Πλειο‐Τεταρτογενούς στην Ελλάδα (AUBOUIN et al. 1975b).
8
3. ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΙΣΟΠΙΚΩΝ ΖΩΝΩΝ
Α. ΖΩΝΗ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ
Σχ. 7. Γεωγραφική κατανομή της ζώνης Παρνασσού στις Ελληνίδες.
Η ζώνη Παρνασσού στον ελληνικό χώρο εμφανίζεται σε μικρή σχετικά έκταση, στην κεντρική Στερεά Ελλάδα (Σχ. 7). Ανάλογη είναι η ζώνη Karst στις Δειναρίδες. Η ζώνη Παρνασσού βρίσκεται επωθημένη στη ζώνη Πίνδου.
Η ζώνη Παρνασσού, όπως καταδεικνύεται από τη στρωματογραφική μελέτη των αποθέσεών της, αποτελούσε σε όλη την αλπική ιστορία της από το ανώτερο Τριαδικό μέχρι το ανώτερο Κρητιδικό μια νηρητική πλατφόρμα που γνώρισε 3 τοπικές παροδικές αναδύσεις κατά το Δογγέριο, το ανώτερο Ιουρασικό και το μέσο Κρητιδικό. Η στρωματογραφική κολόνα της (Σχ. 8) περιλαμβάνει μια νηρητική ανθρακική σειρά πάχους μεγαλύτερου από 1500m ηλικίας ανώτερου Τριαδικού έως ανώτερου Κρητιδικού, που διακόπτεται από 3 βωξιτικούς ορίζοντες στο Δογγέριο, ανώτερο Ιουρασικό και στο όριο κατώτερου και ανώτερου Κρητιδικού. Την ανθρακική σειρά ακολουθεί τριτογενής φλύσχης.
Λεπτομερέστερα, η στρωματογραφική κολόνα της παρνασσικής πλατφόρμας περιλαμβάνει τους κατωτέρω ορίζοντες (Σχ. 8):
1. Τριαδικό – Κατώτερο Λιάσιο. Η βάση της ανθρακικής ακολουθίας περιλαμβάνει μία σειρά πάχους τουλάχιστον 300 μέτρων ταινιωτών λευκών δολομιτών και δολομιτικών ασβεστολίθων χωρίς απολιθώματα, οι οποίοι μεταβαίνουν σε γκρίζους παχυστρωματώδεις ασβεστολίθους με φύκη και τρηματοφόρα Involutinidae. Η ηλικία του σχηματισμού εκτιμάται ως ανωτέρου Τριαδικού – κατωτέρου Λιασίου.
9
2. Μέσο ‐ ανώτερο Λιάσιο. Περιλαμβάνει μια ανθρακική σειρά πάχους περί τα 150 μέτρα, η οποία αποτελείται από εναλλαγές γκρι και μαύρων ασβεστολίθων και δολομιτών με Paleodasycladus mediterraneus και Orbitopsella praecursor ηλικίας μέσου Λιασίου. Μια φάση με ογκοειδή, άφθονα γαστερόποδα και Lithiotis ηλικίας ανωτέρου Λιασίου υπέρκειται της προηγούμενης κατά θέσεις.
3. Δογγέριο. Ακολουθεί σε συμφωνία σχηματισμός ωολιθικών ασβεστολίθων, ηλικίας Δογγερίου. Η ηλικία του σχηματισμού προσδιορίστηκε στην οροφή του χάρη στη παρουσία φυκών και τρηματοφόρων.
4. Βωξιτικός Ορίζοντας b1. Ο πρώτος βωξιτικός ορίζοντας b1, υποσκάπτει καρστικές κοιλότητες στον υποκείμενο σχηματισμό. Οι καρστικές κοιλότητες μπορεί να είναι στείρες βωξίτου. Η επαφή που αντιστοιχεί στο στρωματογραφικό κενό είναι εύκολα διακριτή στο ύπαιθρο λόγω της χρωματικής διαφοράς του υποκείμενου λευκού ασβεστολιθικού δαπέδου και της σκουρόχρωμης οροφής. Η χρονική διάρκεια του στρωματογραφικού κενού είναι από το ανώτερο Βαθώνιο ή κατώτερο Καλλόβιο μέχρι το ανώτερο Οξφόρδιο.
5. Ασβεστόλιθοι Διστόμου. Η ασβεστολιθική σειρά που επικάθεται επικλυσιγενώς στον πρώτο βωξιτικό ορίζοντα και υπόκειται του δεύτερου βωξιτικού ορίζοντα, αποτελεί τους ασβεστολίθους Διστόμου. Στην παλαιότερη βιβλιογραφία αναφέρονται ως «ασβεστόλιθοι με Cladocoropsis», «ασβεστόλιθοι με Ellipsactinia» ή «Κιμμερίδιο».
Η ηλικία του, ανώτερο Μάλμιο, χαρακτηρίζεται από άφθονα μακρο και μικροαπολιθώματα όπως Ellipsactinia, Sphaeractinia, Cladocoropsis mirabilis, Clypeina jurassica, Pseudocyclammina lituus, Kurnubia palastiniesnsis κ.ά.
6. Βωξιτικός Ορίζοντας b2. Ο δεύτερος βωξιτικός ορίζοντας b2, αντιπροσωπεύει στρωματογραφικό κενό που αντιστοιχεί σε μέρος του ανωτέρου Πορτλανδίου. Μεταξύ των βωξιτοφόρων καρστικών κοιλοτήτων, υπάρχουν στείρες επαφές. Στην περίπτωση αυτή είναι σημαντική η διάκριση μεταξύ των ασβεστολίθων υποβάθρου και οροφής του βωξιτικού ορίζοντα. Aσβεστόλιθοι με Ellipsactinia αποτελούν ασβεστολίθους του δαπέδου του βωξίτη, ενώ οι ασβεστόλιθοι της οροφής περιέχουν Protopeneroplis ultragranulata (ανώτατο Πορτλάνδιο – κατώτερο Κρητιδικό) το οποίο δεν περιέχουν οι ασβεστόλιθοι του δαπέδου.
7. Ασβεστόλιθοι Άμφισσας. Πρόκειται για ασβεστολίθους ηλικίας κατώτερου Κρητιδικού, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ένα πλήρη ιζηματογενή κύκλο. Περιέχονται μεταξύ του δεύτερου βωξιτικού ορίζοντα b2 και του τρίτου βωξιτικού ορίζοντα b3. Στην παλαιότερη βιβλιογραφία είναι γνωστοί ως «ενδιάμεσοι ασβεστόλιθοι» ή «Τιθώνιο‐Κενομάνιο». Το πάχος τους κυμαίνεται από 200‐400μ στις κεντρικές περιοχές και πάνω από 700μ στα περιθώρια της πλατφόρμας. Σε ορισμένες περιοχές, στο μεσαίο περίπου τμήμα του σχηματισμού, παρατηρείται ένας στρωσιγενής βωξιτικός ορίζοντας (b2‐3). Τα απολιθώματα είναι γενικά σπάνια. Λεπτομερής μελέτη επιτρέπει την αναγνώριση Dasycladales και άλλων φυκών, βενθονικών τρηματοφόρων, γαστεροπόδων, διθύρων και στην κορυφή του σχηματισμού, Caprinidae και Orbitolinidae.
8. Ρουδιστοφόροι Ασβεστόλιθοι. Επίκεινται επικλυσιγενώς του τρίτου βωξιτικού ορίζοντα. Τα πρώτα επικλυσιγενή στρώματα πάχους 10‐20μ., ηλικίας ανωτέρου Τουρωνίου ή κατωτέρου Σενωνίου, είναι σκουρόχρωμοι βιτουμενιούχοι νηρητικοί ασβεστόλιθοι με Miliolidae.
10
Σχ. 8. Στρωματογραφική κολόνα παρνασσικής πλατφόρμας.
Ακολουθούν σκουρόχρωμοι παχυπλακώδεις ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, πάχους 200μ. Περιέχουν ακόμη άφθονα τρηματοφόρα (Dicyclina schlumbergeri, Cuneolina pavonia, Moncharmontia apenninica, Accordiella conica, Biconcava bentori, Pseudocyclammina sphaeroidea, Nummoloculina irregularis, Nezzazatinella picardi κ.ά.), και φύκη.
9. Πελαγικοί Ασβεστόλιθοι. Των ρουδιστοφόρων ασβεστολίθων υπέρκεινται πελαγικοί ασβεστόλιθοι με πυριτιολίθους, πάχους 7‐15μ, ηλικίας ανωτέρου Σενωνίου. Η μετάβαση από τους ρουδιστοφόρους νηρητικούς στους πελαγικούς ασβεστολίθους με Globotruncanidae γίνεται βαθμιαία μέσω μεταβατικών στρωμάτων που περιέχουν θραύσματα ρουδιστών και είναι ετερόχρονη στα διάφορα τμήματα της πλατφόρμας.
10. Hardground/στρωματόλιθοι/πελαγικοί ασβεστόλιθοι Παλαιοκαίνου. Μετά τους πελαγικούς ασβεστολίθους του ανωτέρου Σενωνίου, η ιζηματογένεση παρουσιάζει έντονα πλευρικές μεταβάσεις. Απόθεση hardground ή στρωματολίθων πιστοποιείται
11
πάνω στους πελαγικούς ασβεστολίθους με Globotruncanidae του ανωτάτου Μαιστριχτίου, ή ακόμη και των ρουδιστοφόρων ασβεστολίθων, ή των πελαγικών ασβεστολίθων στο όριο Κρητιδικού‐Παλαιοκαίνου ή ακόμη και στο ανώτερο τμήμα του κατώτερου Παλαιοκαίνου. Σε άλλες περιοχές η πελαγική ιζηματογένεση μεταβαίνει ομαλά χωρίς την παρεμβολή hardground στη κλαστική ιζηματογένεση του φλύσχη.
11. Τα μεταβατικά προς το φλύσχη στρώματα περιέχουν πρασινοκίτρινες ή ερυθρές μάργες οι οποίες υπέρκεινται των πελαγικών ασβεστολίθων του ανωτάτου Σενωνίου, ή του Παλαιοκαίνου ή του hardground ή των στρωματολίθων.
12. Ο φλύσχης, συνήθως υπέρκειται των ερυθρών μαργών ή, σπάνια, των πελαγικών ασβεστολίθων με Globigerinidae. Το πάχος του σχηματισμού ανέρχεται στα 80‐140μ.
Β. ΖΩΝΗ ΠΙΝΔΟΥ
Η ζώνη Πίνδου ή Ωλονού‐Πίνδου, αποτελεί ένα τεκτονικό κάλυμμα, γνωστό στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα (Σχ. 9). Συνεχίζεται προς τα βόρεια στις Δειναρίδες με τις ζώνες Cukali και Budva και προς ανατολάς στα καλύμματα της Λυκίας στη Τουρκία.
Τα ιζήματα της ζώνης Πίνδου αποτέθηκαν σε μια ωκεάνια λεκάνη μεταξύ της πλατφόρμας Γαβρόβου‐Τριπόλεως και της Πελαγονικής ή της Παρνασσικής πλατφόρμας, από το ανώτερο Τριαδικό μέχρι Ηώκαινο.
Η ζώνη Πίνδου είναι λεπιωμένη και επωθημένη πάνω στην ζώνη Γαβρόβου‐Τριπόλεως, ενώ πάνω στα ιζήματά της βρίσκονται επωθημένες οι ζώνες Παρνασσού και Πελαγονική/Ανατολικής Ελλάδας (Σχ. 9).
Σχ. 9. Γεωγραφική κατανομή των ιζημάτων της πινδικής αύλακας στην Ελλάδα.
12
Η συνθετική στρωματογραφική κολόνα της Πίνδου περιλαμβάνει από κάτω προς τα πάνω τους παρακάτω 6 σχηματισμούς (Σχ. 10). Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις και πλευρικές μεταβάσεις μεταξύ γειτονικών περιοχών.
1. Κλαστικό Τριαδικό. Αποτελείται από εναλλαγές μαργών, ψαμμιτών και ασβεστολίθων. H χρονολόγηση του σχηματισμού ως ανώτερο Τριαδικό, στηρίζεται σε ευρήματα διθύρων (Halobia, Daonella) και κωνοδόντων. Τα κελύφη των διθύρων Daonella και Halobia σχηματίζουν lumachelle. Σε τομές των μαργαϊκών ασβεστολίθων, η φάση αυτή αντιπροσωπεύεται από τους ασβεστολίθους με filaments που επιπλέον περιέχουν άφθονα Ακτινόζωα.
2. Ασβεστόλιθοι του Δρυμού. Αποτελείται κύρια από ασβεστολίθους με ενδιαστρώσεις και κονδύλους πυριτιολίθων. Η ηλικία του κυμαίνεται από το ανώτερο Τριαδικό έως το Λιάσιο. Χωρίζεται σε 3 μέλη:
2α. Κατώτερος Δρυμός. Συνίσταται από μια εναλλαγή ανοικτόχρωμων ασβεστολίθων με filaments από Halobia, οι οποίοι είναι πλούσιοι και σε Ακτινόζωα, με στρώματα και κονδύλους πυριτιολίθων και πηλίτες.
2β. Ορίζοντας με ίασπι. Πρόκειται για εναλλαγές πυριτιολίθων με κόκκινους πηλίτες.
2γ. Ανώτερος Δρυμός. Ασβεστόλιθοι κυρίως κοκκιώδεις, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την απουσία Halobia.
3. Ραδιολαρίτες s.l. Ο σχηματισμός αυτός περιλαμβάνει πυριτικές και πηλιτικές ενδιαστρώσεις, με λίγες σχετικά ασβεστολιθικές παρεμβολές. Η ηλικία τους κυμαίνεται από το Δογγέριο μέχρι το Τουρώνιο. Διακρίνονται 4 μέλη από κάτω προς τα πάνω:
3a. Πηλίτες του Καστελλίου. Στο μέλος αυτό κυριαρχούν οι πηλίτες. Στα κατώτερα στρώματα παρουσιάζονται ενίοτε ενδιαστρώσεις κοκκιωδών ασβεστολίθων και ασβεστολίθων με Ακτινόζωα.
3b. Ραδιολαρίτες s.s. Το μεσαίο τμήμα του μέλους είναι ολοπυριτικό, ενώ το κατώτερο και το ανώτερο τμήμα περιέχουν πηλιτικές και ανθρακικές ενδιαστρώσεις.
3c. Ασβεστόλιθοι με Calpionelles. Το μέλος αυτό χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ροζ και κόκκινων ασβεστολίθων μικρού πάχους, με κόκκινο ίασπι και επίσης κόκκινους πηλίτες.
3d. Κόκκινες μάργες με Ακτινόζωα. Στο μέλος αυτό κυριαρχούν οι κόκκινοι πηλίτες. Μικριτικοί ασβεστόλιθοι με Ακτινόζωα, λατυποπαγή, ίασπις και ψαμμιτικοί ορίζοντες μπορεί να παρεμβάλλονται στη κύρια πηλιτική μάζα.
4. Πλακώδεις ασβεστόλιθοι. Ο σχηματισμός αυτός αναφέρεται συχνά και ως «ασβεστόλιθοι με Globotruncanes», αν και μόνο ένα μέλος του είναι πλούσιο στα πλαγκτονικά αυτά τρηματοφόρα. Η έντονη πτύχωση είναι υπεύθυνη της συχνής επανεμφάνισης του ορίζοντα αυτού, καθώς και της δυσκολίας να εκτιμηθεί με ικανοποιητικό τρόπο το πάχος του σχηματισμού, το οποίο υπολογίζεται στα 150‐300 μέτρα. Η ηλικία του σχηματισμού είναι ανωτέρου Κρητιδικού (Κονιάσιο‐Μαιστρίχτιο). Διακρίνονται 4 μέλη:
13
4/3: «Μεταβατικοί ορίζοντες» Τα στρώματα αυτά αποτελούν μια βαθμιαία μετάβαση από τις «κόκκινες μάργες με Ακτινόζωα» στους τυπικούς πλακώδεις ασβεστολίθους.
4a : «Ροζ ασβεστόλιθοι» Πρόκειται για λεπτοπλακώδεις ροζ ασβεστολίθους, συνήθως μαργαϊκούς, χωρίς απολιθώματα, με ενδιαστρώσεις κόκκινων πηλιτών και πυριτικών στρωμάτων και κονδύλων.
4b : «Ασβεστόλιθοι με Globotruncanes». Πρόκειται για τον πλέον απολιθωματοφόρο ορίζοντα. Συνίσταται από λεπτοπλακώδεις ασβεστολίθους, με ενδιαστρώσεις σκούρων πυριτικών και πηλιτικών στρωμάτων. Η μεγάλη αφθονία σε Globotruncana προσδιορίζει ηλικία ανωτάτου Σαντωνίου – βάσης Καμπανίου.
4c : «Γκρι ασβεστόλιθοι». Το μέλος αυτό περιλαμβάνει ανοικτού γκρι χρώματος μεσοπλακώδεις ασβεστολίθους. Τα κατώτερα στρώματα είναι δυνατόν να περιέχουν και στρώματα ή κονδύλους πυριτιολίθων.
Σχ. 10. Στρωματογραφική κολόνα Πίνδου.
14
5. Μεταβατικά προς το φλύσχη στρώματα. Τα στρώματα του σχηματισμού αυτού, εξασφαλίζουν μια βαθμιαία στρωματογραφική μετάβαση από τον προηγούμενο προς τον επόμενο σχηματισμό. Ως βάση του σχηματισμού ορίζεται η πρώτη εμφάνιση ψαμμιτικού στρώματος και ως οροφή το τελευταίο ασβεστολιθικό στρώμα. Η ηλικία του κυμαίνεται από το Μαιστρίχτιο μέχρι το Παλαιόκαινο, παρουσιάζοντας έντονο ετεροχρονισμό τόσο στη βάση όσο και στην οροφή του.
6. Φλύσχης. Παρουσιάζει πάχος 1000 – 1500 ή ακόμη και 4000m και αποτελείται από μια εναλλαγή ψαμμιτών, πηλιτών με ενδιαστρώσεις αργιλικών ασβεστολίθων. Στο ανώτερο τμήμα σε πολλές περιοχές παρατηρείται ένας «άγριος φλύσχης» που περιέχει μεγάλους όγκους ολισθολίθων, οι οποίοι συνίστανται από νηρητικούς ασβεστολίθους, ηφαιστειακά πετρώματα και ραδιολαρίτες μέσα σε κόκκινους και πράσινους αργιλίτες. Η ηλικία του φλύσχη, γενικά ηωκαινική, παρουσιάζει έντονο ετεροχρονισμό στη βάση του. Η ηλικία της βάσης του φλύσχη κυμαίνεται από το ανώτατο Μαιστρίχτιο στα βόρεια, στο όριο Κρητιδικού – Παλαιοκαίνου στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα και στα μέσα ή ακόμα και στο τέλος του Παλαιοκαίνου στη βόρεια Πελοπόννησο.
15
Γ. ΖΩΝΗ ΓΑΒΡΟΒΟΥ‐ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ
Η ζώνη Γαβρόβου‐Τριπόλεως περιλαμβάνει ανθρακικές και κλαστικές αποθέσεις παλαιογεωγραφικής πλατφόρμας από το ανώτερο Παλαιοζωικό έως το Ολιγόκαινο. Εμφανίζεται στη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα, τη δυτική Πελοπόννησο (πλατφόρμα Γαβρόβου), στην κεντρική και νοτιοανατολική Πελοπόννησο, Κρήτη και τα νησιά του ΝΑ Αιγαίου (πλατφόρμα Τριπόλεως) (Σχ. 11). Η πλατφόρμα Γαβρόβου‐Τριπόλεως εμφανίζεται και στην περιοχή του Ολύμπου υπό μορφή τεκτονικού παράθυρου. Συνέχειά της προς βορρά στις Δειναρίδες αποτελεί η ζώνη Dalmate, ενώ προς ανατολάς στην Τουρκία συνεχίζεται στη σειρά Menderès.
Σχ. 11. Γεωγραφική κατανομή των εμφανίσεων της πλατφόρμας Γαβρόβου‐Τριπόλεως.
Η υποζώνη Τριπόλεως αντιπροσωπεύει το ανατολικό (εσωτερικό) τμήμα, ενώ η υποζώνη Γαβρόβου το δυτικό (εξωτερικό) τμήμα της ενιαίας πλατφόρμας Γαβρόβου‐Τριπόλεως. Μελέτη των λιθοφάσεων και βιοφάσεων των αποθέσεων της πλατφόρμας Γαβρόβου ‐ Τριπόλεως καταδεικνύει ότι αυτή υπήρξε μια αβαθής νηρητική πλατφόρμα, τμήματα της οποίας συχνά βρίσκονταν στο όριο της ανάδυσης ή και αναδυμένα για μικρά σχετικά χρονικά διαστήματα. Οι στρωματογραφικές κολόνες των δύο υποζωνών παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και κάποιες διαφοροποιήσεις (Σχ. 12). Αξιοσημείωτο είναι ότι η στρωματογραφική κολόνα της υποζώνης Γαβρόβου παρουσιάζει μεγαλύτερο πάχος (>3000m) αν και οι αποθέσεις της είναι γνωστές μόνο από το ανώτερο Ιουρασικό. Αντίθετα το πάχος της στρωματογραφικής κολόνας της υποζώνης Τριπόλεως δεν ξεπερνά τα 3000m ενώ οι αποθέσεις της χρονολογούνται από το ανώτερο Παλαιοζωικό (Σχ. 12). Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι η καταβύθιση της πλατφόρμας στο δυτικό τμήμα της ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι στο ανατολικό.
16
Σχ. 12. Συνοπτική συγκριτική παρουσίαση των στρωματογραφικών κολονών Γαβρόβου και
Τριπόλεως.
17
Η σειρά είναι έντονα τεκτονισμένη και λεπιωμένη, ιδιαίτερα στους κατώτερους και ανώτερους ορίζοντές της. Επίσης, βρίσκεται επωθημένη πάνω στην Ιόνια ζώνη, ενώ υπόκειται τεκτονικά της ζώνης Πίνδου (Σχ. 11).
Η στρωματογραφική κολόνα της υποζώνης Τριπόλεως περιλαμβάνει 3 σχηματισμούς από κάτω προς τα πάνω (Σχ. 12):
• Στρώματα Τυρού ‐ Στρώματα Ραβδούχων
• Ανθρακική ακολουθία
• Φλύσχης
Η στρωματογραφική κολόνα της σειράς Γαβρόβου περιλαμβάνει μόνο τους δύο ανώτερους σχηματισμούς (Σχ. 12).
Συνοπτικά η στρωματογραφική κολόνα της πλατφόρμας έχει ως εξής:
• Τα στρώματα Τυρού, γνωστά και ως Στρώματα Ραβδούχων στην Κρήτη, αποτελούνται από μια ηφαιστειοϊζηματογενή ακολουθία ανωπαλαιοζωικής – ανωτριαδικής ηλικίας. Το ανώτερο Παλαιοζωικό προσδιορίστηκε με τρηματοφόρα (Fusulinidae) και φύκη (Mizzia velebitana), ενώ το ανώτερο Τριαδικό με δίθυρα (Megalodon) και τρηματοφόρα (Involutinidae).
Η ανθρακική ακολουθία περιλαμβάνει μια σχετικά μονότονη λιθολογικά ακολουθία ηλικίας ανώτερου Τριαδικού ‐ ανώτερου Ηωκαίνου. Αποτελείται από εναλλαγές μεσοπλακωδών και παχυπλακωδών ασβεστολίθων, δολομιτικών ασβεστολίθων και δολομιτών, ανοικτού έως σκούρου γκρι και μαύρου χρώματος που αποτέθηκαν σε υποπαλιρροιακό – μεσοπαλιρροιακό – υπερπαλιρροιακό περιβάλλον. Λεπτομερής μικροπαλαιοντολογική, βιοστρωματογραφική και ιζηματολογική μελέτη της ανθρακικής ακολουθίας απεκάλυψε ότι τμήματα της πλατφόρμας αναδύθηκαν επανειλημμένα για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως μαρτυρούν ασυμφωνίες (δισυμφωνίες), πεδογενέσεις και βωξιτογενέσεις (ZAMBETAKIS‐LEKKAS et al. 1988, KATI et al. 2007, MAVRIKAS 1993, LANDREIN 2001, ZAMBETAKIS‐LEKKAS 2006). Κατά το ανώτερο Ηώκαινο το ανατολικό τμήμα της πλατφόρμας βαθαίνει, δέχεται επίδραση ανοικτής θάλασσας, γεγονός που αποτυπώνεται με την εισδοχή πλαγκτονικής μικροπανίδας και αργιλικού υλικού, το οποίο παρεμβάλλεται στους ασβεστολίθους, δημιουργώντας τα μεταβατικά προς το φλύσχη στρώματα. Στο δυτικό (εξωτερικό) τμήμα της πλατφόρμας, η απόθεση των μεταβατικών στρωμάτων προς το φλύσχη αρχίζει λίγο αργότερα, στο όριο Ηωκαίνου‐Ολιγοκαίνου ή και στο κατώτερο Ολιγόκαινο. Όπως και οι προηγούμενοι στρωματογραφικοί ορίζοντες της ανθρακικής ακολουθίας, έτσι και τα μεταβατικά στρώματα προς το φλύσχη μπορούν να απουσιάζουν εν μέρει ή και ολοσχερώς, λόγω ασυμφωνιών. Αποτέλεσμα είναι ο φλύσχης να επικάθεται ασύμφωνα (ή με δισυμφωνία) σε διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες της ανθρακικής ακολουθίας (I.G.R.S.‐I.F.P. 1966, RICHTER & MARIOLAKOS 1973, ΛΕΚΚΑΣ 1978a, MAVRIKAS 1993).
Μακροσκοπικά οι μόνοι στρωματογραφικοί ορίζοντες οι οποίοι χρονολογούνται βάσει μακροαπολιθωμάτων στην ανθρακική ακολουθία, είναι το ανώτερο Τριαδικό (Megalodon μεγάλου μεγέθους), το Λιάσιο (μικρού μεγέθους Megalodon, Lithiotis) και το ανώτερο Κρητιδικό (Ρουδιστές). Λεπτομερής στρωματογραφία επιτυγχάνεται με τη μελέτη μικροαπολιθωμάτων (κυρίως τρηματοφόρων και
18
φυκών) σε λεπτοτομές των συμπαγών ανθρακικών πετρωμάτων. Τα χαρακτηριστικότερα από αυτά κατά ορίζοντα είναι:
Ανώτερου Τριαδικού:
Δίθυρα: Megalodon
Τρηματοφόρα: Involutinidae
Φύκη: Gyroporella
Ιουρασικού:
• Λιάσιο:
Δίθυρα: Megalodon μικρού μεγέθους, Lithiotis
Φύκη: Paleodasycladus mediterraneus
Τρηματοφόρα: Orbitopsella praecursor
• Δογγέριο:
Τρηματοφόρα: Mesoendothyra croatica, Pfenderina salernitana, Praekurnubia crusei
• Μάλμιο:
Φύκη: Clypeina jurassica
Κοιλεντερόζωα: Cladocoropsis mirabilis
Τρηματοφόρα: Kurnubia palastiniensis
Κρητιδικού:
• Κατώτερο Κρητιδικό:
Φύκη: Salpingoporella dinarica
Τρηματοφόρα: Sabaudia minuta, Praechrysalidina infracretacea, Palorbitolina lenticularis
• Ανώτερο Κρητιδικό:
Δίθυρα: Hippuritidae
Τρηματοφόρα: Chrysalidina gradata, Pseudorhapydionina dubia, Broeckina balcanica, Nezzazata, Pseudolituonella reicheli, Cuneolina, Dicyclina, Accordiella conica, Rhapydioninidae, (εσωτερική πλατφόρμα), Orbitoididae (Orbitoides, Sivasella monolateralis, Lepidorbitoides, Hellenocyclina beotica), Siderolites, Rotaliidae (εξωτερική πλατφόρμα)
Παλαιοκαίνου:
Τρηματοφόρα: Discorbidae, Elphdiidae, Valvulinidae, Glomalveolina primaeva, Orbitolites complanatus, Idalina sinjarica, Spirolina, Nummmulites, Miscellanea miscella, Falotella alavensis
Ηωκαίνου:
• Κατώτερο – Μέσο Ηώκαινο:
19
Τρηματοφόρα: Nummulites, Assilina, Orbitolites, Alveolina, Flosculina, Lituonella, Discocyclina
• Ανώτερο Ηώκαινο
Τρηματοφόρα: Nummulites, Discocyclina, Asterodiscus, Grzybowskia, Fabiania, Chapmanina, Globigerinidae, Globorotaliidae
Φύκη: Melobesiae
• Ο πηλιτοψαμμιτικός φλύσχης, περιλαμβάνει στα ανώτερα στρώματά του ολισθοστρώματα με λατυποκροκαλοπαγή που περιλαμβάνουν στοιχεία από διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες (Τριαδικού, Ιουρασικού, Κρητιδικού) της επωθούμενης ήδη πινδικής αύλακας. Ο τεκτονοϊζηματογενής αυτός σχηματισμός, γνωστός ως «άγριος φλύσχης», μαρτυρεί ότι η λεπίωση και η επώθηση του πινδικού καλύμματος πάνω στην πλατφόρμα Γαβρόβου‐Τριπόλεως έλαβε χώρα κατά το Ολιγόκαινο, ενώ στην πλατφόρμα γινόταν, σε θαλάσσιο περιβάλλον, η ιζηματογένεση του φλύσχη.
Δ. ΙΟΝΙΑ ΖΩΝΗ
Σχ. 13. Γεωγραφική κατανομή των αποθέσεων της Ιονίου ζώνης στην Ελλάδα.
Η Ιόνια ζώνη εμφανίζεται (Σχ. 13), στη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα (Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία), στα Ιόνια νησιά, τη δυτική Πελοπόννησο και στα Δωδεκάνησα (Κάρπαθο και Ρόδο). Μια μεταμορφωμένη σειρά που απαντά στη νότια Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Ρόδο, γνωστή με το όνομα Plattenkalk παρουσιάζει στρωματογραφικές αναλογίες με την σειρά της Ιονίου και αποδίδεται σε αυτήν από τους περισσότερους ερευνητές. Η Ιόνια ζώνη βρίσκεται επωθημένη πάνω στην Προαπούλια ζώνη (ζώνη Παξών)
20
και επωθείται από τη ζώνη Γαβρόβου‐Τριπόλεως. Προς τα βόρεια συνεχίζεται στην περιοχή της Αλβανίας ως Ιόνια ζώνη και στην Ιταλία, ενώ προς τα ανατολικά, στη ζώνη Kizilça Corak göl στην Τουρκία. Η παλαιογεωγραφία της Ιόνιας ζώνης, όπως διαπιστώνεται από τη λεπτομερή στρωματογραφική της ανάλυση, υπήρξε αρκετά πολύπλοκη κατά την αλπική ιστορία της (Σχ. 14).
• Στη βάση της σειράς απαντούν εβαπορίτες που συνοδεύονται από τριαδικά λατυποπαγή.
• Ακολουθούν μαύροι ασβεστόλιθοι με Κωνόδοντα του μέσου‐ανώτερου Τριαδικού. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί είναι γνωστοί ως «Ασβεστόλιθοι του Φουσταπήδημα».
• Ακολουθεί μια νηρητική σειρά παχυπλακωδών ασβεστολίθων και δολομιτών γνωστοί ως «Ασβεστόλιθοι του Παντοκράτορα» με λίγα τρηματοφόρα και φύκη, μεταξύ των οποίων το φύκος Paleodasycladus mediterraneus που χρονολογεί τη σειρά του μέσου Λιασίου.
• Στο ανώτερο Λιάσιο η ιζηματογένεση στην Ιόνια ζώνη αρχίζει να διαφοροποιείται έντονα. Διαδοχικά ή σε πλευρικές μεταβάσεις από την περίοδο αυτή και μέχρι το ανώτατο Ιουρασικό, αποτίθενται οι Ασβεστόλιθοι Λούρου (πελαγικοί ασβεστόλιθοι με αμμωνίτες, βραχιονόποδα και τρηματοφόρα), είτε οι ασβεστόλιθοι Σινιών, είτε/και Ammonitico rosso. Ακολουθούν οι κατώτερο σχιστόλιθοι με Posidonia, οι ασβεστόλιθοι με filaments, και οι ανώτεροι σχιστόλιθοι με Posidonia. Οι πελαγικές αυτές φάσεις μαρτυρούν ότι η περιοχή που μέχρι το μέσο Λιάσιο υπήρξε αβαθής πλατφόρμα, μπαίνει σε μια περίοδο ταφροποίησης (synrift), κατά την οποία εφελκυστκοί μηχανισμοί δημιουργούν εσωτερικές λεκάνες και πελαγικές ράχεις όπου αποτίθενται διάφορες ιζηματογενείς ακολουθίες το ίδιο χρονικό διάστημα. Κατά θέσεις παρατηρούνται μεγαλύτερα ή μικρότερα στρωματογραφικά κενά, τα οποία μπορούν να καλύπτουν ακόμη και όλο το χρονικό αυτό διάστημα (Σχ. 15). Για το λόγο αυτό η ιζηματογένεση αυτή την περίοδο είναι ισχυρά διαφοροποιημένη στις διάφορες περιοχές, καταγράφοντας έντονες παλαιογεωγραφικές διαφοροποιήσεις της ζώνης (Σχ. 16).
• Ακολουθούν οι «Ασβεστόλιθοι Βίγλας», μια ιζηματογενής ακολουθία πελαγικών ασβεστολίθων με πυριτιολίθους που αποτίθενται σε όλη την Ιόνια ζώνη από το Τιθώνιο μέχρι ανώτερο Σενώνιο. Η παρουσία Calpionellidae στη βάση των ασβεστολίθων αυτών σε όλη την Ιόνια ζώνη μαρτυρεί την επικράτηση πελαγικού περιβάλλοντος ιζηματογένεσης από το Τιθώνιο. Στο σχηματισμό αφθονούν επίσης τα ακτινόζωα και πλαγκτονικά τρηματοφόρα όπως Hedbergella και Ticinella που χαρακτηρίζουν το Άλβιο, Praeglobotruncana helvetica του Τουρωνίου, Globotruncana gr. lapparenti του κατώτερου Σενωνίου.
• Κατά το ανώτερο Σενώνιο (Καμπάνιο – Μαιστρίχτιο), η ιζηματογένεση μεταβάλλεται σε όλη τη λεκάνη. Αποτίθενται ασβεστόλιθοι που περιλαμβάνουν τουρβιδιτικές εναλλαγές:
o Παχυπλακωδών λατυποπαγών ‐ μικρολατυποπαγών ασβεστολίθων με θραύσματα ρουδιστών καθώς και ποικίλες λατύπες από νηρητική αβαθή πλατφόρμα. Οι λατύπες αυτές παρουσιάζουν κατακόρυφη ταξινόμηση (graded bedding), αλλά και οριζόντια από τα περιθώρια προς το κέντρο της λεκάνης. Η προέλευσή τους ανάγεται στην πλατφόρμα Γαβρόβου στα ανατολικά της λεκάνης και στην Απούλια πλατφόρμα στο δυτικό τμήμα της λεκάνης. Το συνδετικό υλικό των
21
Σχ. 14. Στρωματογραφική κολόνα αποθέσεων Ιονίου ζώνης.
22
Σχ. 15. Διαφοροποιήσεις στην ιζηματογένεση της Ιόνιας λεκάνης από το ανώτερο Λιάσιο έως το Τιθώνιο (I.G.R.S.‐I.F.P. 1966, τροποποιημένο)
Σχ. 16. Παλαιογεωγραφικές τομές στην Ιόνια λεκάνη (I.G.R.S.‐I.F.P. 1966, τροποποιημένο).
23
λατυπών περιέχει βενθονικά (Orbitoides, Siderolites, Lepidorbitoides, Clypeorbis, Hellenocyclina, Omphalocyclus, Simplorbites) και πλαγκτονικά τρηματοφόρα (Globotruncanidae) που προσδιορίζουν ηλικία Καμπανίου‐Μαιστριχτίου.
o Σχετικά λεπτοπλακώδων ανοιχτόχρωμων ασβεστολίθων με κονδύλους πυριτιολίθων που περιλαμβάνουν μικρά θραύσματα ρουδιστών, τα οποία παρουσιάζουν κατακόρυφη ταξινόμηση, και πλαγκτονικά τρηματοφόρα (Globotruncanidae). Οι ασβεστόλιθοι αυτοί υποσκάπτονται από τα τουρβιδιτικά ρεύματα που μεταφέρουν το λατυποπαγές υλικό των παχυπλακωδών λατυποπαγών ασβεστολίθων δημιουργώντας χαρακτηριστικές ιζηματοδομές βάσεως (flute casts κ.λπ.).
Το πάχος της ανθρακικής τουρβιδιτικής ακολουθίας του ανωτέρου Σενωνίου παρουσιάζεται μεταβαλλόμενο στις διάφορες περιοχές της ζώνης, μέχρι και σχεδόν μηδενικό. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην κληρονομηθείσα περίπλοκη παλαιογεωγραφία της λεκάνης από την περίοδο synrift.
• Η ίδια φάση τουρβιδιτικών εναλλαγών συνεχίζεται και στην ανθρακική ακολουθία Παλαιοκαίνου‐Ηωκαίνου, με επικράτηση της πελαγικής ιζηματογένεσης, ιδιαίτερα στους ανώτερους ορίζοντες. Στους μικρολατυποπαγείς ορίζοντες παρατηρούνται και κρητιδικές λατύπες από την πλατφόρμα. Οι διάφοροι στρωματογραφικοί ορίζοντες του σχηματισμού δεν διαφοροποιούνται μακροσκοπικά στο ύπαιθρο ούτε μεταξύ τους ούτε από τον υποκείμενο σχηματισμό του ανωτέρου Σενωνίου. Το Παλαιόκαινο προσδιορίζεται σε λεπτοτομές των ασβεστολίθων από χαρακτηριστικά πλαγκτονικά τρηματοφόρα (Globigerinidae, Globorotaliidae), καθώς και από βενθονικά όπως Discocyclina, Glomalveolina primaeva. Στις ηωκαινικές αποθέσεις εκτός των πλαγκτονικών, απαντούν άφθονα τα βενθονικά τρηματοφόρα Alveolina, Nummulites, Cuvillierina, Discocyclina, Asterodiscus, Chapmanina, Asterodiscus, Pellatispira, Spiroclypeus, χρονολογώντας όλες τις ηωκαινικές βαθμίδες.
Συχνή είναι η παρουσία συνιζηματογενών πτυχών (slumping) στην ηωκαινική τουρβιδιτική ακολουθία.
• Ακολουθεί η ιζηματογένεση του φλύσχη με μεταβατικά στρώματα στο όριο Ηωκαινου‐Ολιγοκαίνου, η οποία συνεχίζεται μέχρι το Ακουιτάνιο.
24
Ε. ΠΡΟΑΠΟΥΛΙΟΣ ΖΩΝΗ Ή ΖΩΝΗ ΠΑΞΩΝ
Σχ. 17. Γεωγραφική κατανομή των αποθέσεων της Προαπούλιας ζώνης στην Ελλάδα.
Η ζώνη Παξών είναι η εξωτερικότερη των Ελληνίδων, αποτελώντας τη μετάβαση από την Ιόνια αύλακα προς την Απούλια πλατφόρμα που εμφανίζεται στην Ιταλία. Η ζώνη Παξών εμφανίζεται στα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, στο δυτικό τμήμα της Λευκάδας, στο μεγαλύτερο μέρος της Κεφαλονιάς και στη Ζάκυνθο, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος (Σχ. 17). Στην επιφάνεια εμφανίζονται σχηματισμοί από το ανώτερο Κρητιδικό. Οι παλαιότεροι σχηματισμοί έχουν διαπιστωθεί μόνο σε γεωτρήσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα. Η ανωκρητιδική – Ολιγοκαινική ασβεστολιθική ακολουθία χαρακτηρίζεται από τουρβιδιτικές αποθέσεις κατωφέρειας με λατυποπαγείς – μικρολατυποπαγείς ορίζοντες να εναλλάσσονται με πελαγικούς ασβεστολίθους. Χαρακτηριστικό της ζώνης είναι και η απουσία τυπικού φλύσχη, τον οποίο αντικαθιστά μια σειρά μαργαϊκών σχηματισμών με λατυποπαγείς ασβεστολιθικές ενδιαστρώσεις.
Η στρωματογραφική κολόνα της ζώνης έχει ως εξής (Σχ. 18):
• Το μέσο‐ανώτερο Τριαδικό αντιπροσωπεύουν μια σειρά πάχους μεγαλύτερη των 1500μ που συνίσταται από γύψους, δολομίτες και σχιστολίθους
• Το κατώτερο και μέσο Ιουρασικό αποθέσεις πάχους 1800 περίπου μέτρων συνίστανται από νηρητικούς ασβεστολίθους που εναλλάσσονται με σχιστολίθους και εβαπορίτες. Το Δογγέριο προσδιορίζεται με Orbitammina, Meyendorffina, Kilianina.
• Το ανώτερο Ιουρασικό αντιπροσωπεύεται από 500 περίπου μέτρα δολομιτιωμένους ασβεστολίθους, μαργαϊκούς ασβεστολίθους και ασβεστολίθους, με Clypeina jurassica,
25
Σχ. 18. Στρωματογραφική κολόνα αποθέσεων Προαπούλιας ζώνης.
26
Kurnubia palastiniensis, Pfenderina, Pseudocyclammina lituus. Κατά το Τιθώνιο προστίθενται και πλαγκτονικές μορφές (Calpionellidae). Στα ανώτερα στρώματα παρεμβάλλονται ενδιαστρώσεις πυριτικών σχιστολίθων και μαργών.
• Το κατώτερο Κρητιδικό περιλαμβάνει ασβεστολίθους και δολομίτες ενίοτε λατυποπαγείς. Σε γεώτρηση στη Ζάκυνθο στη βάση του Κρητιδικού διαπιστώθηκε λατυποπαγές με ασβεστολιθικές και ηφαιστειακές λατύπες. Κατά το Άπτιο – Άλβιο στην πτωχή βενθονική μικροπανίδα (Orbitolinidae, Textulariidae) αρχίζει να προστίθενται τα πρώτα πλαγκτονικά τρηματοφόρα (Ticinella).
• Το ανώτερο Κρητιδικό η νηρητική ιζηματογένεση αποκτά μεταβατικούς προς τη λεκάνη χαρακτήρες. Στα βενθονικά τρηματοφόρα (Cuneolina) τα φύκη (Thaumatoporella) προστίθενται θραύσματα ρουδιστών, και πλαγκτονικά τρηματοφόρα (Globotruncanidae). Χαρακτηριστική ιζηματογένεση κατωφέρειας χαρακτηρίζει τις ανθρακικές αποθέσεις του ανώτερου Σενωνίου. Η βενθική μικροπανίδα εμπλουτίζεται με Orbitoides, Lepidorbitoides, Siderolites, Hellenocyclina, Omphalocyclus και συνυπάρχει με αφθονία Globotruncanidae. Άφθονες είναι οι νηρητικές λατύπες από διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες της Απούλιας πλατφόρμας.
Κατά το Κρητιδικό η ιζηματογένεση παρουσιάζει έντονα πλευρικές μεταβάσεις και στρωματογραφικά κενά, τα οποία θα συνεχιστούν και κατά το Παλαιογενές.
• Το Παλαιογενές η ιζηματογένεση συνεχίζει να παρουσιάζει την ίδια εναλλαγή μαργαϊκών ασβεστολίθων με μικρολατυποπαγείς και λατυποπαγείς ασβεστολίθους. Η βενθονική μικροπανίδα με χαρακτηριστικά είδη Alveolinidae, Nummulitidae,
Σχ. 19. Σχηματική απεικόνιση των στρωματογραφικών ασυνεχειών στις αποθέσεις Κρητιδικού – Μειοκαίνου (MIRKOU 1974).
27
Orbitolites, Discocyclina, Asterodiscus, Fabiania, Chapmanina, Spiroclypeus, Lepidocyclina, Miogypsina, Miogypsinoides συνυπάρχει με την πλαγκτονική (Globigerinidae, Globorotaliidae) και επιτρέπουν τη λεπτομερή βιοστρωματογραφική διάρθρωση του Παλαιοκαίνου – Ηωκαίνου – Ολιγοκαίνου. Το ανώτερο Ηώκαινο χαρακτηρίζεται και από υφαλώδεις και περιυφαλώδεις φάσεις με Κοράλια, φύκη και βενθονικά τρηματοφόρα.
Η λεπτομερής βιοστρωματογραφική μελέτη των κρητιδικών και παλαιογενών αποθέσεων ανέδειξε μικρότερα αλλά και σημαντικά στρωματογραφικά κενά μεταξύ των διαφόρων οριζόντων με γωνιώδεις ασυμφωνίες ή δισυμφωνίες (Σχ. 19). Αποτέλεσμα είναι η διαφοροποίηση του πάχους των αποθέσεων στις διάφορες περιοχές. Στα ιζήματα του Παλαιογενούς απαντουν επίσης λατύπες αλλά και σημαντικού μεγέθους τεμάχη από ανθρακικές αποθέσεις διαφόρων στρωματογραφικών οριζόντων της Απούλιας πλατφόρμας. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν την έντονη παλαιοτεκτονική δραστηριότητα και την τοπική παροδική χέρσευση.
• Κατά το Μειόκαινο αποτίθενται μάργες και μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι υποκαθιστώντας την ιζηματογένεση φλύσχη που απουσιάζει από τη ζώνη Παξών.
28
ΣΤ. ΣΕΙΡΑ ΜΑΓΓΑΣΣΑ
Η σειρά Μαγγασσά εμφανίζεται μεταξύ των καλυμμάτων Τριπόλεως και Πίνδου. Χαρακτηρίζεται από μεταβατικούς χαρακτήρες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφικά τοποθετείται μεταξύ της πλατφόρμας της Τρίπολης και της πινδικής αύλακας. Περιλαμβάνει χαρακτηριστικές τουρβιδιτικές αποθέσεις κλιτύος με μεικτή βενθονική και πλαγκτονική πανίδα.
Σχ. 20. Στρωματογραφική κολόνα σειράς Μαγγασσά.
Η σειρά της Μαγγασσά εμφανίζεται έντονα λεπιωμένη, ιδιαίτερα στους κατώτερους ορίζοντες οι οποίοι ως εκ τούτου δεν εμφανίζονται σε στρωματογραφική συνέχεια. Η στρωματογραφική κολόνα της σειράς Μαγγασσά έχει χαρακτηριστικά της πινδικής στρωματογραφικής κολόνας και αυτής της Τριπόλεως και περιλαμβάνει από κάτω προς τα πάνω τους εξής σχηματισμούς (Σχ. 20):
• Κλαστικό Τριαδικό: Περιλαμβάνει εναλλαγές μαργών, μαργαϊκών ασβεστολίθων, μικρολατυποπαγών, ψαμμιτών. Βρέθηκαν αμμωνίτες, Aulacoceras, Halobia, τρηματοφόρα (Involutinidae), φύκη, σπόρια και γυρεόκοκκοι ανωτριαδικής ηλικίας.
• Ανωιουρασικοί ασβεστόλιθοι: Βρέθηκαν σε τεκτονισμένα τεμάχη, χωρίς στρωματογραφική συνέχεια με τους περιβάλλοντες ορίζοντες. Ο σχηματισμός περιλαμβάνει ωολιθικούς ασβεστολίθους, ασβεστολίθους με πυριτιολίθους, μικρολατυποπαγείς ασβεστολίθους με Protopeneroplis striata, Pseudocyclammina smouti, Conicospirilina bassiliensis, Nautiloculina sp.
29
• Κατωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι και δολομίτες: Βρέθηκαν σε τεκτονισμένα τεμάχη, χωρίς στρωματογραφική συνέχεια με τους περιβάλλοντες ορίζοντες. Περιλαμβάνει δολομίτες και μικρολατυποπαγείς ασβεστολίθους με Orbitolina sp.
• Ανωκρητιδικοί ασβεστολιθικοί τουρβιδίτες: Στη βάση περιλαμβάνουν μικρολατυποπαγείς ασβεστολίθους με ενδιαστρώσεις πυριτιολίθων. Ακολουθεί μια χαρακτηριστική σειρά πάχους 150m τουρβιδιτικών ασβεστολιθικών αποθέσεων από το Καμπάνιο μέχρι το Ανώτερο Μαιστρίχτιο που αποτελείται από εναλλαγές: o Παχυπλακωδών λατυποπαγών και μικρολατυποπαγών ασβεστολίθων με ανάμεικτη βενθική και πλαγκτονική μικροπανίδα και λατύπες προερχόμενες από διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες της πλατφόρμας Γαβρόβου – Τριπόλεως. Μεταξύ των βενθονικών τρηματοφόρων προσδιορίστηκαν Orbitoides media, O. apiculata, Lepidorbitoides socialis, Siderolites calcitrapoides, Hellenocyclina beotica, Sivasella monolateralis. Μεταξύ των πλαγκτονικών προσδιορίστηκαν Globotruncana stuarti, Gbt. fornicata, Gbt. mayaroensis. Συχνή είναι ακόμη η παρουσία θραυσμάτων ρουδιστών καθώς και λατυπών που προέρχονται από διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες της πλατφόρμας Τριπόλεως, ακόμη και ιουρασικής ηλικίας.
o Λεπτοπλακωδών μικριτικών ασβεστολίθων με πλαγκτονική μικροπανίδα. Η ασβεστολιθική αυτή ακολουθία παρουσιάζει έντονα τουρβιδιτικά χαρακτηριστικά (graded bedding, flute casts κ.λπ.).
• Τριτογενής τουρβιδιτική ακολουθία: Περιλαμβάνει μια σειρά περίπου 100m., με υπεροχή των λεπτοπλακωδών πελαγικών ασβεστολίθων έναντι των παχυπλακωδών μικρολατυποπαγών με νηριτικές λατύπες από την πλατφόρμα. Τα πλαγκτονικά τρηματοφόρα επιτρέπουν τη λεπτομερή βιοστρωματογραφική ανάλυση των αποθέσεων αυτών ηλικίας Παλαιοκαίνου έως ανωτέρου Λουτησίου. Σφαιρικοί πυριτιόλιθοι απαντούν στους ασβεστολίθους του Υπρεσίου και του Λουτησίου, όπου απαντούν και κόνδυλοι φωσφοριτών. Χαρακτηριστική μικροπανίδα o Παλαιοκαίνου: Miscellanea miscella, Truncorotaloides inconstans, Tr.
abundocamerata, Tr. angulata, Tr. velascoensis, Tr. oclusa, Tr. wilcoxensis, Tr. broedermannii, Subbotina sp. Planorotalites chapmani.
o Υπρεσίου: Cuvillierina valensis, Tr. convexa. o Λουτησίου: Orbitolites complanatus, Discocyclina, Flosculina, Turborotalia centralis
• Μεταβατικά προς το φλύσχη στρώματα ηλικίας ανωτέρου Λουτησίου. • Φλύσχης πηλιτοψαμμιτικός που αρχίζει στο Πριαμπόνιο. Βρέθηκαν Nummulites
brogniarti, N. millecaput, Discocyclina, Grzybowskia, Asterodiscus.
Η σειρά Μαγγασσά εμφανίζεται λεπιωμένη ‐ ιδιαίτερα οι κατώτεροι ορίζοντες της ‐ μεταξύ των καλυμμάτων Τριπόλεως και Πίνδου. Παλαιογεωγραφικά εντάσσεται στο ανώτερο τμήμα της παλαιογεωγραφικής κλιτύος της πλατφόρμας προς την λεκάνη. Σε αυτό συνηγορούν οι χαρακτηριστικές λιθοφάσεις και βιοφάσεις, η ηλικία έναρξης της φλυσχικής ιζηματογένεσης και η τεκτονική θέση της.
Ανάλογες σειρές είναι η σειρά της Εθιάς στην Κρήτη η σειρά Αγριδάκι στην Πελοπόννησο, η σειρά Αγγινάρα στην Κάρπαθο και η σειρά Μέγδοβα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
30
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παρατίθεται συνοπτική βιβλιογραφία συνθετικών κυρίως άρθρων, στα οποία ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει άφθονη βιβλιογραφία σχετικά με τη Στρωματογραφία, τη Γεωλογία και τη δυναμική εξέλιξη των Ελληνίδων
ACCORDI, G. & CARBONE, F. (1992). Lithofacies map of the Hellenide Pre‐Apulian zone (Ionian Islands, Greece). Centro di studio per la Geologia dell’Italia central. Spec. Publication. Roma 1992.
AUBOUIN, J. (1959). Contribution a l’étude géologique de la Grèce septentrionale: les confins de l’Epire et la Thessalie. Ann. Géol. Pays Hell., 1, IX, p. 1‐483.
AUBOUIN, J. (1974). Des tectoniques superposées et de leur signification par rapport aux modèles géophysiques: I' exemple des Dinarides; paléotectonique, tectonique, tarditectonique, néotectonique. Bull. Soc. Geol. Fr., (7), XV, 426 ‐ 460.
AUBOUIN, J., BONNEAU, M., DAVIDSON, G. J., LEBOULENGER, P., MATESKO, S. & ZAMBETAKIS, A. (1976). Esquisse structurale de l'Arc égéen externe: des Dinarides aux Taurides. Bulletin Soc. Geol. France, 7, 327‐336.
AUBOUIN, J., BROUSSE, R. & LEHMAN, J‐P. (1975a). Précis de géologie. Vol. 2 Paléontologie, Stratigraphie. Dunod Université, Paris
AUBOUIN, J., BROUSSE, R. & LEHMAN, J‐P. (1975b). Précis de géologie. Vol. 3, Tectonique, Tectonophisique, Morphologie. Dunod Université, Paris
BORNOVAS, J. (1960). Observations nouvelles sur la géologie des zones préapulienne et ionienne. Bull. Soc. Géol Fr., (7) 410‐414.
BP Co. (1971). The geological results of petroleum exploration in western Greece. Εκδόσεις ΙΓΜΕ Αθήνα 10, 73p.
BRUNN, J.H. (1956). Contribution a I’ étude géologique du Pinde septentrional et d’une partie de la Macédoine centrale. Ann. Géol. Pays Hell., VII, 358p.
CAMINITI, A. M. (1988). La plate‐forme carbonatée du Parnasse ‐ Giona (Grèce continentale) au Sénonien. Bull. Geol. Soc. Greece, 20, (2), p. 75 ‐ 90.
CARRAS, N. & TSELEPIDIS, V. (2001). Stratigraphy of the Alpine formations of the Parnassus zone and some allochthonous sequences in the Distomon area (Boeotia, Greece). In The Parnassus Zone, Central Greece N. Solakius & M. Kati Ed. Meddelanden fran Lunds Universitets, Geografiska Institutioner Avhandlingar 139, p. 17‐36.
CELET, P. (1962). Contribution a l’étude géologique du Parnasse ‐ Kiona et d'une partie des régions méridionales de la Grèce continentale. Ann. Géol. Des Pays Hell., t.XIII
DERCOURT, J. (1964). Contribution a l’étude géologique d'un secteur du Péloponnèse septentrional. Thèse d’Etat. Ann. Géol. des Pays Hell., XV 418p.
DERCOURT, J., DE WEVER, P. & FLEURY, J.J. (1976). Données sur le style tectonique de la nappe de Tripolitza en Péloponnèse septentrional (Grèce). Bull. Soc. Geol. Fr., (7), XVIII, 317 ‐ 326.
FLEURY, J. J. (1980). Les zones de Gavrovo‐Tripolitza et du Pinde‐Olonos (Grèce continentale et Péloponnèse du nord). Evolution d'une plate‐forme et d'un bassin dans leur cadre alpin. Soc. Géol. Nord, Publication n 4, 1‐473.
FLEURY, J. & GODFRIAUX, I. (1974). Arguments pour I' attribution de la série de la fenêtre de I' Olympe (Grèce) a la zone de Gavrovo ‐ Tripolitza: présence de fossiles du Maastrichtien et de I' Eocène inférieur (et moyen ?). Ann. Soc. Géol. Nord, XCIV, 149 ‐156.
31
ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ, Ν. (1967). Περί μιας εμφανίσεως απολιθωμάτων εντός των ημιμεταμορφωμένων πετρωμάτων της ανατολικής Κρήτης. Δελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, VII/1, 89‐92.
ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ, Ν. (1971). Τα μέχρι τούδε άγνωστα παλαιοζωικά στρώματα νοτιοανατολικώς των Καλαμών. Δελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, VIII/1, 70‐81.
HORSTMAN, G. (1967). Géologie de la partie méridionale de l’ île de Zante (Grèce). Thèse Univ. Paris, 127 pp., Paris.
I.G.R.S.‐I.F.P. (1966). Etude géologique de l'Epire (Grèce nord‐occidentale): Ed. Technip, Paris, 306 p.
JACOBSHAGEN, V. (1986). Geologie von Griechenland. Gebruder Borntraeger, 350 p., Berlin, Stuttgart.
KARAKITSIOS, V. (1990). Chronologie et géometrie de l'ouverture d'un bassin et de son inversion tectonique: le bassin ionien (Epire, Grèce): PhD Univ. Paris VI. (Mem. Sc. Terre Univ. Curie Paris, 91‐4), 310 p.
KARAKITSIOS, V. & RIGAKIS, Ν. (2007). Evolution and Petroleum Potential of Western. Greece, Journal of Petroleum Geology, 30(3): 197‐218.
ΚΑΡΡΑΣ, Ν. (1995). Η ανθρακική πλατφόρμα Παρνασσού κατά το ανώτερο Ιουρασικό – κατώτερο Κρητιδικό (Στρωματογραφική διάρθρωση και παλαιογεωγραφική εξέλιξη). Διδακτορική Διατριβή, Τομέας Ιστορικής Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, Παν. Αθηνών.
ΚΑΤΗ, Μ. (1999). Απόθεση – διαγένεση – εξέλιξη πορώδους των ηωκαινικών σχηματισμών της Προαπούλιας ζώνης, στη νήσο Ζάκυνθο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
KATI, M., ZAMBETAKIS‐LEKKAS, A., & SKOURTSOS, E. (2007). Sedimentology and biostratigraphy of an upper Triassic carbonate succession of Tripolitza platform in Mari area, Parnon Mountain, SE Peloponnesus, Greece. Proceedings of the 11th International Congress, Athens, May, 2007, Bulletin of the Geological Society of Greece, vol. XXXX, 101‐112.
ΚΑΤΣΙΚΑΤΣΟΣ, Γ. (1992). Γεωλογία της Ελλάδας. Πανεπιστήμιο Πάτρας, Ο.Ε.Δ.Β., 451 σ.
KOBER, L. (1929). Die Grossgliederung der Dinariden. Zentralbl. Mineral., B, 425‐437.
LANDREIN, P. (2001). Fonctionnement sédimentaire et diagénèse d'une plate‐forme carbonatée isolée du Crétacé supérieur: La zone de Gavrovo‐Tripolitza (Grèce). Thèse de Doctorat Université de Bourgogne, 116p.
ΛΕΚΚΑΣ, Σ. (1978α). Συμβολή εις την γεωλογικήν δομήν της περιοχής νοτιοανατολικώς της Τριπόλεως. Διατριβή επί διδακτορία, 192σ., Αθήνα.
LEKKAS, S. (1978b). Phénomènes d' écaillages dans la zone de Tripolitza en Peloponnèse central (Grèce). C. R. Soc. Geol. Fr., 3, 108 ‐ 111.
LEKKAS S. (1980). Les Phyllades du Péloponnèse : un metaflysch ionien chevauché par la série de Gavrovo ‐ Tripolitza (Grèce). C. R. Acad. Sc. Paris, 291, 21 ‐24.
LEKKAS, S. & IOAKIM, C. (1980). Données nouvelles sur I’ âge des Phyllades en Péloponnèse (Grèce). Prak. Acad. Athinon, 55, 350‐361.
LEKKAS, S. & PAPANIKOLAOU, D. (1978). On the phyllite problem in Peloponnesus. Ann. Géol. des Pays Hell., 29, 395 ‐ 410.
MAVRIKAS, G. (1993). Évolution Crétacé‐Éocène d'une plate‐forme carbonatée des Hellenides externes. La plate‐forme des Ori‐Valtou ("Massif du Gavrovo"), zone de Gavrovo‐Tripolitza, Grèce continentale (Thèse). Soc. Géol. Nord Publication, 20, 1‐240.
MIRKOU, R.M. (1974). Stratigraphie et Géologie de la partie septentrionale de I’ île de Zante Grèce. Ann. Geol. Pays Hell., 26: 35‐108, Αθήνα.
32
ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ, Δ. (1985). Γεωλογία της Ελλάδας. University studio press, Θεσσαλονίκη, 207 σ.
NEUMANN, P. & ZACHER, W. (2003). The Cretaceous sedimentary history of the Pindos Basin (Greece). International Journal of Earth Sciences (Geol. Rundsch), 93, 119‐131.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ. (1986). Γεωλογία της Ελλάδας. Παν. Αθηνών, 240 σ.
POMONI – PAPAIOANNOU, F. (1994). Paleoenvironmental reconstruction of a condensed hardground ‐ type depositional sequence at the Cretaceous ‐Tertiary contact in the Parnassus ‐ Ghiona zone, central Greece. Sedimentary Geology, 93, 7 ‐ 24, Amsterdam
RENZ, C. (1955). Die vorneogene Stratigraphie der normalsedimentaren Formationen Griechenlands. Inst. Geol. Subs. Res. Athen, 637 p.
RICHTER, D. & MARIOLAKOS, I. (1973). Die Beriehung zwischen Tripolitza, ‐Kalk und Flysch in der Gavrovo‐Tripolis‐Zone im Gebiet nördlich Argos (Peloponnes). Ann. Géol. des Pays Hell., 25, 1 – 12.
ΤΑΤΑΡΗΣ, Α. (1964). Οι μεσοηωκαινικοί βωξίται της ζώνης Τριπόλεως και τα ενδοηωκαινικά τεκτονικά γεγονότα. Δελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, 5/2, 36‐58.
THIEBAULT, F. (1982). Evolution géodynamique des Hellenides externes en Péloponnèse méridional (Grèce). Soc. Géol. Nord, Publ. 6, 574p.
ZAMBETAKIS – LEKKAS, A. (1977). La série de Mangassa. Stratigraphie, Paléogéographie, Tectonique. VI Coll. on the Geology of the Aegean region. Athens 1977. Proceedings, vol. I, p. 103 ‐109.
ZAMBETAKIS – LEKKAS, A. (1977). Contribution à l'étude géologique de l'île de Crète: Stratigraphie et Structure de la série de Mangassa (Crète orientale, Grèce). Thèse. Université P. et M. Curie, Paris.
ZAMBETAKIS – LEKKAS, A. (1988). Biostratigraphie de la série crétacée de la zone de Tripolitza dans le massif de Mainalon (Péloponnèse central, Grèce). Rev. de Paleobiologie, vol. spec. n° 2, Benthos’86, 477‐482.
ZAMBETAKIS – LEKKAS, A. (2006). Stratigraphic investigations on the Mesozoic sequence of the Tripolitza platform (Greece). Paleogeographic and paleotectonic remarks. Bull. of the Geol. Society of Greece, XXIX/II, 7‐18.
ZAMBETAKIS – LEKKAS, A. & ALEXOPOULOS, A. (2007). Evolution of a carbonate platform: A case study in the Gavrovo‐Tripolitza zone. In: Zelilidis A., Papatheodorou G & Geraga M (Eds): Sedimentology of western and central Greece from recent to Triassic: 25th IAS Meeting of Sedimentology, Patras 2007, Field Trip Guidebook, p. 63‐76.
ZAMBETAKIS‐LEKKAS, A., POMONI‐PAPAIOANNOU, F. & CAROTSIERIS, Z. (1988). A Middle Cenomanian ‐ Lower Turonian (?) emergence episode in the Tripolitza subzone (Central Peloponnesus, Greece). Rev. de Paléobiologie, vol. 7, n° 1, p. 129 ‐ 136, Genève.