Τον Απρίλιο του 1967 ο hans robert jauss, διδάκτωρ της

240
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ » Αθανασία Παπαπαναγιώτου Επιβλέπουσα: Γκότση Γεωργία

Upload: phamdiep

Post on 01-Jan-2017

230 views

Category:

Documents


10 download

TRANSCRIPT

Page 1: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

«ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

«Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ»

Αθανασία Παπαπαναγιώτου

Επιβλέπουσα: Γκότση Γεωργία

Page 2: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

2

Page 3: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ............................................................................................................................................... 7

1.1. Η θεωρία της πρόσληψης και η ιστορία της λογοτεχνίας. ....................................................................... 7

1.2. Η ιστορία της σολωμικής πρόσληψης (1859 – 1900). ........................................................................... 25

2. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ. .............................................. 61

2.1. Tο περιοδικό Παναθήναια. ................................................................................................................... 61

2.2. Ο «απροσδιόνυσος» στον Σολωμό Α΄ τόμος. ....................................................................................... 66

2.3. Συγκυριακοί όροι πρόσληψης του Δ. Σολωμού: Νέες εκδόσεις – Εκατονταετηρίς ............................... 70

(i). Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα τα Ευρισκόμενα, [εκδ. Παλαμά] Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήνα, 1901. ..... 72

(ii). Εκατονταετηρίς – Αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό (Παναθήναια, τ. 4, 31 Μαΐου 1902). ............. 78

(iii). Η λανθάνουσα κριτική αντιδικία Καλοσγούρου – Παλαμά. ............................................................. 82

(iv). Διονυσίου Σολωμού: τα Άπαντα και η Ζάκυνθος. ............................................................................ 88

(v). Σολωμικά επίκαιρα. .......................................................................................................................... 91

2.4. Το πορτρέτο του Διονυσίου Σολωμού. ................................................................................................. 94

(i). Σημειώσεις για μια βιογραφία. .......................................................................................................... 96

(ii). Ο Σολωμός στα γράμματά του. ....................................................................................................... 119

(iii). Ήθος και έθη. ................................................................................................................................ 129

(iv). Η μορφή του ποιητή. ..................................................................................................................... 136

2.5. Η πρόσληψη του Δ. Σολωμού σε συνάρτηση με το γλωσσικό ζήτημα. ............................................... 140

2.6. Η πρόσληψη του σολωμικού έργου. ................................................................................................... 162

2.7. Τα σολωμικά «αντιπαραδείγματα». .................................................................................................... 182

3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................................................................................... 193

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ......................................................................................................................................... 198

i) Το πορτρέτο του Δ. Σολωμού – Ο Σολωμός στα γράμματά του ........................................................ 203

ii) Η πρόσληψη του σολωμικού έργου – Πίνακες έργων ....................................................................... 222

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ...................................................................................................................................... 227

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ..................................................................................................................... 236

Page 4: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

4

Page 5: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

5

και όταν θαρρώ πως την χρυσήν πατώ βαθμίδα,

όπου αντηχεί ψηλάθε απέραντη αρμονία,

θαμπή στιγμή την ιλαρή μού παίρνει ελπίδα,

με ουράνιο λάλημα να ειπώ τραγούδια θεία.

Ιάκωβος Πολυλάς, «Ερασιτέχνης»1

1 Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία. τ. Α΄, Φαναριώτες, Άνθη Ευλαβείας, Επτανήσιοι,

επιμέλεια εισαγωγής Μ. Μ. Παπαϊωάννου, επιμέλεια ανθολογίας Κ. Ιορδανίδης, Εκδόσεις Σοκόλη,

Αθήνα 1990, σελ. 276-277.

Page 6: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της
Page 7: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

7

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Η θεωρία της πρόσληψης και η ιστορία της λογοτεχνίας.1

Quidquid recipitur ad modum recipientis reqipitur

Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της ρομανικής

φιλολογίας στο νεοσύστατο, μεταρρυθμιστικό Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας,

εγκαινίασε τη διδακτική του πορεία με μια διάλεξη που επρόκειτο να γνωρίσει, κατά

την έκφραση του Μ. Πεχλιβάνου, «την επιτυχία ενός επιστημονικού best-seller».2 Ο

τίτλος που επιλέγει ο Jauss για το εναρκτήριο μάθημά του παραπέμπει ευθέως στον

επίσης εισιτήριο λόγο που εκφώνησε ο Friedrich Schiller στο Πανεπιστήμιο της Ιένας

τον Μάιο του 1789. ο απορηματικός τίτλος του Schiller «Τι είναι η οικουμενική

ιστορία και με ποιο σκοπό την σπουδάζουμε;» επαναλαμβάνεται από τον Jauss με μια

ελάχιστη παραλλαγή: «Τι είναι η ιστορία της λογοτεχνίας και με ποιο σκοπό την

σπουδάζουμε;».

Παρά το γεγονός ότι μεσολαβεί διάστημα εκατόν εβδομήντα οκτώ χρόνων

ανάμεσα στην κλασική – πια – απάντηση του Schiller3 και το προγραμματικό κείμενο

του Jauss (και ανεξάρτητα από την επάρκεια αυτής της απάντησης ή την αντοχή της

στο χρόνο), η ηθελημένη από τον Jauss σύμπτωση τίτλων μαρτυρεί τουλάχιστον

μερική σύμπτωση ενδιαφερόντων, έστω κι αν αυτή επικεντρώνεται στο πεδίο που

άπτεται μιας ιστορίας της λογοτεχνίας. Ο νεότερος μελετητής επαναφέρει το αίτημα

του ιδεαλιστή προκατόχου του για σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, για να

1 Για τη θεωρία της πρόσληψης στη συνάφειά της με την ιστορία της λογοτεχνίας βασικό οδηγό

αποτέλεσε η μελέτη του Jauss «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές». Βλ. Hans Robert Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, Εισαγωγή, μετάφραση,

επίμετρο Μίλτος Πεχλιβάνος, Βιβλιοπωλείο της “Εστίας” Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1995.

Συμπληρωματικά στοιχεία για το παρόν κεφάλαιο συνάγονται από τη μονογραφία του Robert C.

Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, μτφρ. Κωνσταντίνα Τσακοπούλου, Επιμέλεια-

θεώρηση μετάφρασης: Άννα Τζούμα, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004, τη μελέτη του Robert Holub, «Θεωρία

της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας» στο The Cambridge history of literary criticism, Ιστορία

της θεωρίας της λογοτεχνίας, τ. 8, Από τον Φορμαλισμό στον Μεταδομισμό, επιμέλεια Raman Selden,

θεώρηση μετάφρασης Μίλτος Πεχλιβάνος, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2005, σελ.

445-482, τα οικεία χωρία από το εισαγωγικό εγχειρίδιο του Τέρι Ήγκλετον, Εισαγωγή στη θεωρία της

λογοτεχνίας, Εισαγωγή, θεώρηση μετάφρασης Δημήτρης Τζιόβας, μτφρ. Μιχάλης Μαυρώνας,

Οδυσσέας, Αθήνα, 1996, σελ. 117-143. 2 Από τον πρόλογο του Μίλτου Πεχλιβάνου στο Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 13. 3 Ο σιλλερικός ορισμός του ενδιαφέροντος για την ιστορία αναδιατυπώνεται από τον Jauss ως εξής:

«Τι νόημα λοιπόν έχουν σήμερα πια οι ιστορικές σπουδές της λογοτεχνίας, αν […]δεν είναι σε θέση να

υποσχεθούν στον στοχαστικό θεατή διδάγματα, στον άνθρωπο της δράσης πρότυπα προς μίμηση, στον

φιλόσοφο σημαντικά ευρήματα και στον αναγνώστη μια πηγή της ευγενέστερης απόλαυσης;». Αυτόθι,

σελ. 28.

Page 8: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

8

καταλήξει τελικά στο συμπέρασμα «ότι η τωρινή εποχή χρειάζεται να αποκαταστήσει

ζωτικούς δεσμούς ανάμεσα στα τεχνουργήματα του παρελθόντος και τις μέριμνες του

παρόντος. Μια τέτοια σύνδεση, ισχυρίζεται ο Jauss, μπορεί να επιτευχθεί, μόνο

εφόσον η ιστορία της λογοτεχνίας πάψει να υποβιβάζεται στην περιφέρεια της

επιστήμης. Δεν προασπίζεται τη λογοτεχνική ιστορία με τη μορφή που είχε τον 19ο

αι. […] αλλά μάλλον [στοχεύει σε μια] αναθεώρηση της ίδιας της έννοιας για το τι

ενέχεται στη λογοτεχνική ιστορία».4

Από τις πρώτες σελίδες της μελέτης του καθίσταται φανερό ότι ο στόχος που

θέτει ο Jauss είναι διττός: από τη μία αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την ιστορία της

λογοτεχνίας και να επιτύχει την επαναφορά της στο προσκήνιο των γραμματολογικών

σπουδών, και από την άλλη κύριο μέλημά του είναι η αναζωογόνηση της «επαφής

μας με τα κείμενα στη βάση μιας νέας προσέγγισης της παράδοσης».5

Με αυτόν τον τρόπο η «απολογητική στρατηγική» του – πρόκειται για την

«απολογία της ιστορίας της λογοτεχνίας» – διαπλέκεται προγραμματικά με τη ρητή

πρόθεσή του για άμεση αλλαγή του επιστημολογικού παραδείγματος στις

γραμματολογικές σπουδές. Ο τίτλος της πληρέστερης, αναθεωρημένης, μορφής αυτής

της διάλεξης, που δημοσιεύτηκε στα 1970 ως «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως

πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές», είναι δηλωτική των προθέσεών του. Η

προσφυγή στον Schiller σε καμία περίπτωση δεν νοείται ως υπαναχώρηση σε

απαρχαιωμένες θεωρητικές θέσεις και πρακτικές. Αντιθέτως, επικαιροποιώντας μια

παλαιότερη προβληματική, προοιωνίζεται – για να θυμηθούμε την προσφιλή στον

Jauss ορολογία του Thomas S. Kuhn – μια «επιστημονική επανάσταση».6

Στον πυρήνα της θεωρητικής αντιπρότασης του Jauss βρίσκεται η μετατόπιση

του ενδιαφέροντος από τον συγγραφέα και το έργο στο κείμενο και – κυρίως – στον

αναγνώστη. Η λογοτεχνική θεωρία που εισηγείται ο Jauss – ευρύτερα γνωστή ως

θεωρία ή αισθητική της πρόσληψης – «φιλοδοξεί να λάβει υπ’ όψιν της το

λογοτεχνικό φαινόμενο σε όλες τις διαστάσεις του, καλείται δηλαδή να

αποκαταστήσει την πλευρά που δεξιώνεται την τέχνη, τον αναγνώστη της

λογοτεχνίας, και να μελετήσει το λογοτεχνικό έργο κατά την ιστορία των διαδοχικών

αναγνωστικών πραγματώσεών του ως προς την επικοινωνιακή του λειτουργία, ως

4 Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 447. 5 Αυτόθι, σελ. 447.

6 Βλ. σχετικά: Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 1-14.

Page 9: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

9

ανταλλαγή δηλαδή και διαμεσολάβηση εμπειρίας».7 Συνακόλουθα, σύμφωνα με τον

ίδιο τον Jauss, «η σημασία μιας ιστορίας της λογοτεχνίας θεμελιωμένης στην

αισθητική της πρόσληψης εξαρτάται από το κατά πόσον η ιστορία αυτή θα

κατορθώσει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο σε σχέση με έναν, μέσω της αισθητικής

εμπειρίας, αδιάλειπτο συνυπολογισμό του παρελθόντος στο παρόν. Αυτό απαιτεί

αφενός […] μια συνειδητή απόπειρα για τη διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού κανόνα, ο

οποίος, αφετέρου […] προϋποθέτει την κριτική αναθεώρηση, αν όχι αποσύνθεση του

κληροδοτημένου λογοτεχνικού κανόνα. Η αισθητική της πρόσληψης καθορίζει με

σαφήνεια το κριτήριο βάσει του οποίου θα πρέπει να συστήνεται ένας τέτοιος

κανόνας και να ξαναγράφεται, όπως είναι αδιάκοπα αναγκαίο, η ιστορία της

λογοτεχνίας. Το βήμα από την ιστορία της πρόσληψης του επιμέρους έργου έως την

ιστορία της λογοτεχνίας θα έπρεπε να μας οδηγήσει να δούμε και να δείξουμε με

ποιον τρόπο η ιστορική διαδοχή των έργων επικαθορίζει και φωτίζει την – σημαντική

για μας – εσωτερική συνοχή της λογοτεχνίας ως προϊστορία της αισθητικής μας

εμπειρίας στο παρόν».8 Με αυτόν τον τρόπο ικανοποιείται από νέα βάση το σιλλερικό

αίτημα «να συνδέει [η ιστορία και η μέθοδός της] το παρελθόν με το παρόν – μια

αναπαλλοτρίωτη, φαινομενικά μόνο θεωρητική γνώση» που δεν μπορούμε, σύμφωνα

με τον Jauss, να παραβλέψουμε «ατιμωρητί».9

Για το λόγο αυτό και η μελέτη του εκκινεί από εκείνα ακριβώς τα

επιστημολογικά ατοπήματα που έγιναν η αιτία να περιπέσει η ιστορία της

λογοτεχνίας σε ανυποληψία. Ο Jauss χαρτογραφεί αδρομερώς μια πορεία δύο αιώνων

που οδήγησε στο σύγχρονό του αδιέξοδο. Όπως γράφει, από τη στιγμή που η

τελεολογική θεώρηση της ιστορίας, έτσι όπως επικαθορίστηκε από τον ιδεαλισμό,

γνώρισε την κορύφωσή της στις ιστορίες των εθνικών λογοτεχνιών (χαρακτηριστικό

δείγμα για τον Jauss αποτελεί το έργο του Cervinus για τη γερμανική λογοτεχνία), οι

ενδογενείς της ανεπάρκειες έφεραν «σε δεινή αμηχανία»10

την ιστορική έρευνα.

Έγινε κατανοητό ότι ο ιστορικός της λογοτεχνίας δεν μπορεί να προχωρήσει «πέρα

από τη στιγμή της κορύφωσης […], πέρα από την ακμή της εθνικής κλασικής

λογοτεχνίας. Η συνέχιση [των ιστοριών], ωστόσο», εξακολουθεί ο Jauss, «πέρα από

7 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 11. 8 Αυτόθι, σελ. 52-53. 9 Αυτόθι, σελ. 33.

10 Την άποψη του Hans Georg Gadamer παραθέτει ο Jauss. Αυτόθι, σελ. 31.

Page 10: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

10

την “τελευταία σκηνή” επαναθέτει κατ’ ανάγκην το παλαιό δίλημμα […] του τέλους

ή της συνέχισης της ιστορίας».11

Το πρόβλημα προς στιγμήν φάνηκε να αίρεται με την προσφυγή στις

μεθόδους και τις εφαρμογές του θετικισμού. Ωστόσο, στο όνομα του αιτιοκρατικού

ορθολογισμού και της απόλυτης αντικειμενικότητας – προϋποθέσεις εκ των ων ουκ

άνευ για τον ιστορισμό του όψιμου 19ου

αι. – οι ιστορίες της λογοτεχνίας

συρρικνώθηκαν στη μελέτη των επιμέρους λογοτεχνικών εποχών. Όμως ο

κατακερματισμός της ενιαίας ιστορίας σε κλειστά συστήματα, προσβάσιμα κατά τις

μεθοδολογικές επιταγές του θετικισμού-ιστορισμού, είχε ως αντίτιμο «να κοπεί το

νήμα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της ιστορίας, ανάμεσα στην εποχή “όπως

αυτή πραγματικά συνέβη” και σε αυτό “που επακολούθησε”».12

Το δεύτερο

ανεπίγνωστο σφάλμα του ιστορισμού ήταν εκείνο που ο Jauss ονομάζει «αισθητική

αποχή», η αδυναμία δηλαδή ή η απροθυμία των μελετητών να παραβιάσουν το δόγμα

της – αμφίβολης – αντικειμενικότητας, εκφέροντας αξιολογικό, ή περί αισθητικής,

κριτικό λόγο.

Η αντίδραση στο επιστημονικό ιδεώδες του θετικισμού ήρθε με την

Geistesgeschichte (Ιστορία του Πνεύματος / Ιστορία των Ιδεών) που «αναζήτησε τη

συνοχή της λογοτεχνίας στην επανάληψη υπερχρονικών ιδεών και μοτίβων».13

Με

αυτή την προσέγγιση όμως η λογοτεχνία στερήθηκε το προνόμιο μιας ιδιαίτερης

ιστορίας, αφού αντιμετωπίστηκε ως απλός αντικατοπτρισμός της βαθμιαίας

μετατόπισης του παραδείγματος στην ιστορία της φιλοσοφίας. Το πρόβλημα που

αναφύεται, σημειώνει ο Jauss, είναι ότι οι μελέτες αυτού του τύπου «ακυρώνουν τη

ζωντανή πράξη της ιστορίας, καθώς επικεντρώνουν την προσοχή τους στις αρχές ή

την υπερχρονική συνέχεια της παράδοσης, ποτέ όμως στο παρόν και τη μοναδικότητα

ενός λογοτεχνικού φαινομένου».14

Πρόσθετη παράπλευρη απώλεια είναι ότι «τα

αχρονικά κλασικά αριστουργήματα υψώνονται πάνω από την […] “αρραγή αλυσίδα

των μέσων όρων” και αφήνουν πίσω τους την ιστορία που παραμένει terra

incognita».15

Η σύντομη αυτή επισκόπηση καταλήγει στην ανασύνθεση της εικόνας των

σύγχρονών του πρακτικών στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η τελευταία, εύλογα

11 Αυτόθι, σελ. 31. 12 Αυτόθι, σελ. 33. 13 Αυτόθι, σελ. 34-35. 14

Αυτόθι, σελ. 35. 15 Αυτόθι, σελ. 35.

Page 11: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

11

στερημένη κύρους και ενδιαφέροντος, έχει περιοριστεί σε μηχανική συμπαράθεση

λογοτεχνικών γεγονότων κατά χρόνο ή κατά γένος, με βασικό ερμηνευτικό και

αξιολογικό εργαλείο το σχήμα «Βίος και Έργο». Στις εμφανείς ανεπάρκειες αυτής της

τακτικής συνυπολογίζονται η αδυναμία της να εξηγήσει τη συνύπαρξη ή και τη

διαδοχή των λογοτεχνικών φαινομένων, οι γενικόλογες θεωρήσεις και η πεισματική

«αισθητική αποχή».16

Αυτό που κυρίως της καταλογίζει ο Jauss είναι «πως

προφασίζεται μόνον ότι αποτελεί ιστοριογραφία, ενώ στην πραγματικότητα κινείται

εκτός της ιστορικά διάστασης, και πως δεν είναι σε θέση να θεμελιώσει τις

αισθητικές κρίσεις της, μολονότι το ίδιο το αντικείμενό της, η λογοτεχνία ως είδος

της τέχνης, το απαιτεί».17

Προς επίρρωσιν των παραπάνω ισχυρισμών ο Jauss

παραθέτει σε υποσημείωση και το εύστοχο σχόλιο του Rene Wellek: «οι

περισσότερες έγκριτες ιστορίες της λογοτεχνίας είναι είτε πολιτισμικές ιστορίες ή

συλλογές κριτικών άρθρων. Οι πρώτες δεν είναι ιστορίες της τέχνης, οι δεύτερες δεν

είναι ιστορίες της τέχνης».18

Με βάση αυτά τα δεδομένα το αναπόφευκτο και αδόκητο

αποτέλεσμα είναι ένα ολοένα διευρυνόμενο «χάσμα ανάμεσα στην ιστορική και την

αισθητική θεώρηση της λογοτεχνίας».19

Η επιβαλλόμενη άρση του αδιεξόδου στο οποίο οδηγήθηκε η ιστορία της

λογοτεχνίας φάνηκε προσωρινά δυνατή, από το δεύτερο τέταρτο του 20ού

αιώνα, με

την εμφάνιση των δύο ανταγωνιστικών θεωρητικών σχολών του μαρξισμού και του

ρωσικού φορμαλισμού. Με την συντονισμένη «αποκήρυξη τόσο της τυφλής

εμπειριοκρατίας του θετικισμού όσο και της αισθητικής μεταφυσικής της

Geistesgeschichte, δοκίμασαν, προς αντίθετη κατεύθυνση η καθεμιά, να λύσουν το

ίδιο πρόβλημα: πώς θα σταθεί δυνατόν να επαναφέρουμε το απομονωμένο

16 Αυτόθι, σελ. 28. 17 Αυτόθι, σελ. 26-27. 18 Αυτόθι, σελ. 27 (σημείωση 2).

Ο Wellek πάντως προσυπογράφει τη διαπίστωση του Jauss ότι είναι αναγκαίος ο αναπροσανατολισμός

των γραμματολογικών σπουδών προς «ένα νέο ιδεώδες της ιστορίας της λογοτεχνίας και νέες

μεθόδους που να κάνουν την πραγματοποίησή του δυνατή». Η συλλογιστική του μάλιστα κάποτε

συγκλίνει αξοσημείωτα προς την κατεύθυνση που θα υποδείξει τελικά ο Γερμανός θεωρητικός: «Όπως

δείξαμε και πιο πριν, ένα ατομικό καλλιτέχνημα δεν μένει αναλλοίωτο μέσα στο πέρασμα της

ιστορίας. Υπάρχει βεβαίως μια ουσιώδης ταυτότης δομής που παραμένει η ίδια μέσα στο πέρασμα των

χρόνων. Αλλά αυτή η δομή είναι δυναμική. Αλλάζει μέσα στην πορεία της ιστορίας ενώ περνά από τη

σκέψη αναγνωστών, κριτικών, και ομοτέχνων. Οι διαδικασίες της ερμηνείας, της κριτικής και της καταξιώσεως δεν εσταμάτησαν ποτέ εξ ολοκλήρου και πιθανόν να συνεχιστούν επ’ άπειρον εφ’ όσον

δεν υπάρχει πλήρης διακοπή της πολιτιστικής παραδόσεως. Ένα από τα καθήκοντα του ιστορικού της

λογοτεχνίας είναι η περιγραφή αυτών των διαδικασιών». René Wellek - Austin Warren, Θεωρία

λογοτεχνίας (Theory of Literature), μτφρ. Σταύρος Γ. Δεληγιώργης, Δίφρος, Αθήνα [1980], σελ. 344

και 326 αντίστοιχα. 19 Αυτόθι, σελ. 35.

Page 12: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

12

λογοτεχνικό γεγονός ή το φαινομενικά αυτόνομο λογοτεχνικό έργο στην ιστορική

συνοχή της λογοτεχνίας και να το συλλάβουμε πάλι στη δυναμική του διάσταση, ως

μαρτυρία του κοινωνικού γίγνεσθαι ή ως στιγμή της λογοτεχνικής εξέλιξης

[Evolution]».20

Αν και στο πλαίσιο του μαρξισμού η λογοτεχνική θεωρία τέθηκε σταθερά στη

βάση μιας αδιάλειπτης και δυναμικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα στη λογοτεχνία και

την κοινωνία (επομένως και στο ιστορικό γίγνεσθαι), η διαφαινόμενη υπόσχεση για

ανανέωση του ιστορικού ιδεώδους δεν τελεσφόρησε. Αντίθετα η μαρξιστική θεωρία,

παλινδρομώντας σε ψευδο-διλήμματα και αντιφάσεις – πάντα κατά τον Jauss –

εγκλωβίστηκε εξαιτίας της ανεδαφικής της εμμονής να προσεγγίζει την τέχνη

περισσότερο ως προϊόν των κοινωνικών αλλαγών και δυνάμεων παρά ως κινητήρια

δύναμη της κοινωνικής αλλαγής. Από την άλλη πλευρά, η μονολιθική προσήλωση

στο δόγμα του κοινωνικού ρεαλισμού και τη συγγενή θεωρία της αντανάκλασης

περιόρισε τη λειτουργία της λογοτεχνίας στην «απλή αναγνώριση μιας ήδη γνωστής

(ή δήθεν ήδη γνωστής) πραγματικότητας»21

και της στέρησε δύο από τα βασικότερα

ειδοποιά της γνωρίσματα, δηλαδή τον εγγενή επαναστατικό της χαρακτήρα και τη

συνακόλουθη δυνατότητά της να ασκεί διαμορφωτική επίδραση στην κοινωνία. Με

λίγα λόγια, οι θεωρητικοί του μαρξισμού «απέτυχαν να περιγράψουν τη σχέση

λογοτεχνίας και ιστορίας, χωρίς η πρώτη να συρρικνωθεί, θυσιάζοντας τον

καλλιτεχνικό χαρακτήρα της, στη λειτουργία απλής αντανάκλασης ή σχολιασμού της

δεύτερης».22

Στους Ρώσους φορμαλιστές, πάλι, οφείλεται η επάνοδος της ακυρωμένης

ιστορικότητας της λογοτεχνίας με την επανενεργοποίηση της αρχής της διαχρονίας.

Χάρη σε αυτήν η «νέα της σύλληψη διαφοροποιήθηκε από την παλαιότερη ιστορία

της λογοτεχνίας, εγκαταλείποντας τη βασική υπόθεση ενός ευθύγραμμου και

συνεχούς γίγνεσθαι και αντιτάσσοντας στην κλασική έννοια της παράδοσης τη

δυναμική αρχή της λογοτεχνικής εξέλιξης [Evolution]. […] Η ανάλυση της

λογοτεχνικής εξέλιξης αποκαλύπτει στην ιστορία της λογοτεχνίας τη διαλεκτική

αυτοαναπαραγωγή [dialektische Selbsterzeugung] νέων μορφών και περιγράφει τον

φαινομενικά ειρηνικό και σταθερό ειρμό της παράδοσης ως διαδικασία πλούσια σε

τομές και σε ρήγματα, σε εξεγέρσεις νέων σχολών και σε έριδες αντιμαχόμενων

20 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 36. 21

Αυτόθι, σελ. 43. 22 Αυτόθι, σελ. 49-50.

Page 13: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

13

λογοτεχνικών γενών».23

Τόσο αυτή όσο και η κοινής, φορμαλιστικής, καταγωγής

έννοια της «ανοικείωσης» θα αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμες στον Jauss – όπως θα

δούμε και στη συνέχεια – η πρώτη όταν θα επιχειρήσει να αποσαφηνίσει την βασική

κατηγορία της δικής του θεωρίας, τον ορίζοντα προσδοκιών, και η δεύτερη, όταν θα

την επιλέξει ως μείζον αξιολογικό κριτήριο της αισθητικής του. Από την άλλη

πλευρά, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος αποκλειστικά στη μορφή του λογοτεχνικού

έργου, που νοείται μονομερώς «ως άθροισμα όλων των τεχνασμάτων που

επιστρατεύονται για την παραγωγή του», μπορεί να ανέδειξε την αντιληπτική

διαδικασία ως κύριο μέσο για τη «διάγνωση του τεχνάσματος», αλλά απέκοψε και

πάλι τη λογοτεχνία από τις ευρύτερες ιστορικο-κοινωνικές συνδηλώσεις της και την

εκτόπισε για μια ακόμη φορά στον ελεφάντινο πύργο της.

Καταληκτικά, ο Jauss αναγνωρίζει ότι, χάρη στην προσφορά των δύο

αντίπαλων θεωριών, του φορμαλισμού και του μαρξισμού, «από τη μια μεριά

μπόρεσε να γίνει κατανοητή η λογοτεχνική εξέλιξη στην ιστορική διαδοχή των

συστημάτων και από την άλλη το ιστορικό γίγνεσθαι στη δυναμική αλυσιδωτή

διαπλοκή των κοινωνικών συνθηκών».24

Παράλληλα όμως επισημαίνει ότι και «η

μαρξιστική και η φορμαλιστική θεωρία της λογοτεχνίας οδηγήθηκαν τελικά, εξαιτίας

της μονομέρειάς τους, σε αδιέξοδο, η άρση του οποίου θα απαιτούσε να τεθεί σε νέα

βάση η σχέση της ιστορικής και της αισθητικής θεώρησης των κειμένων».25

Η νέα βάση που προτείνει ο Jauss προϋποθέτει μια δεξιόστροφη μετατόπιση

στο σχήμα γραφής-ανάγνωσης προς τον μονίμως παραγνωρισμένο – αν και

αναπαλλοτρίωτο – ρόλο του αποδέκτη της γραφής, του αναγνώστη. «Στο τρίγωνο

συγγραφέας, έργο και κοινό, ο τρίτος παράγοντας δεν συνιστά απλώς την παθητική

διάσταση, τον ύστατο κρίκο σε μια σειρά απλών αλυσιδωτών αντιδράσεων, αλλά,

αντιθέτως, δρα διαμορφώνοντας με τη σειρά του την ιστορία. Είναι αδύνατον να

συλλάβουμε τον ιστορικό βίο ενός λογοτεχνικού έργου χωρίς να συνυπολογίσουμε

την ενεργητική συμμετοχή του παραλήπτη του. μόνο με τη διαμεσολαβητική εργασία

του αναγνώστη εισέρχεται το έργο στον μεταβαλλόμενο ορίζοντα της αισθητικής

εμπειρίας, σε εκείνο το συνεχές όπου συντελείται η αέναη μετατόπιση από την απλή

αποδοχή στην κριτική κατανόηση, από την αναγνωρισμένη αισθητική νόρμα σε μια

νέα παραγωγή που υπερβαίνει το παλαιό. Η ιστορικότητα της λογοτεχνίας και ο

23 Αυτόθι, σελ. 48. 24

Αυτόθι, σελ. 49. 25 Αυτόθι, σελ. 36.

Page 14: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

14

επικοινωνιακός χαρακτήρας της προϋποθέτει ανάμεσα στο έργο, το κοινό και το νέο

έργο μια σχέση διαλόγου και δυναμικού γίγνεσθαι».26

Η αλλαγή προοπτικής που εγκαινιάζεται με τη θεωρία της πρόσληψης

εξασφαλίζει, σύμφωνα με τον Jauss, και ένα ακόμη ζητούμενο: την επανασύνδεση

ιστορίας και αισθητικής. «Αν η ιστορία της λογοτεχνίας ιδωθεί, υπό το πρίσμα αυτό»,

σημειώνει, «στον ορίζοντα της συνέχειας που διαμορφώνεται από το διάλογο του

έργου και του κοινού, γίνεται ακόμη δυνατόν να αρθεί η διχοτομία ανάμεσα στην

αισθητική και την ιστορική διάσταση και να επανασυνδεθεί, έτσι, το νήμα που

συνδέει τις λογοτεχνικές εκφάνσεις του παρελθόντος και τη σύγχρονη εμπειρία της

λογοτεχνίας – νήμα το οποίο είχε κόψει ο ιστορισμός. Η σχέση λογοτεχνίας και

αναγνώστη εμπεριέχει τόσο μια αισθητική όσο και μια ιστορική διάσταση.

Αισθητική, στο βαθμό που ο αποδέκτης κατά την πρώτη ήδη ανάγνωση ενός έργου

πιστοποιεί την αισθητική του αξία συγκρίνοντάς το με άλλα διαβάσματά του.

ιστορική, στο βαθμό που την ερμηνεία του πρώτου αναγνώστη μπορούν να

συνεχίσουν και να εμπλουτίσουν άλλες από γενιά σε γενιά, συστήνοντας μιαν

αλυσίδα διαδοχικών προσλήψεων, η οποία συγχρόνως θα αποφασίσει για την

ιστορική σημασία του έργου και θα καταστήσει προφανή την αισθητική του αξία».27

Επάνω σε αυτό τον άξονα επιχειρεί ο Jauss να θεμελιώσει – σε επτά σημεία –

μια εναλλακτική θεωρία της λογοτεχνίας και να στήσει το θεωρητικό υπόβαθρο για

μια νέα ιστορία της λογοτεχνίας, συναρμοσμένης στην αισθητική της πρόσληψης.

Σύμφωνα με την καινοφανή αυτή προσέγγιση, η άνοδος του αναγνώστη στο

στερέωμα της λογοτεχνικής θεωρίας και η σύστοιχη αναγνώριση του απαράγραπτου

ρόλου του διδάσκουν ότι το λογοτεχνικό έργο δεν είναι ένα αυτοκαθοριζόμενο,

στατικό και αναλλοίωτο «μνημείο που μονολογώντας αποκαλύπτει την αχρονική

ουσία του».28

Αντίθετα, ετεροκαθορίζεται και ανασημασιοδοτείται μέσα από τη

διαλογική και αμφίδρομη σχέση με τον αποδέκτη του. Στο προσλαμβάνον υποκείμενο

επαφίεται κάθε φορά ο ρόλος να επικαιροποιήσει εκ νέου και να ανανεώσει τα

λογοτεχνικά έργα, να τα προσοικειωθεί και να αντιδράσει δημιουργικά σε αυτά, να τα

αναδείξει ή να τα αφήσει να περιπέσουν στην αφάνεια και τη λήθη. Κι εφόσον τα ίδια

τα κείμενα στην πραγματικότητα παραμένουν πάντοτε σταθερά και αμετάβλητα, ο

μεταβλητός όρος σε αυτήν την δυναμική ανταλλαγή ανάμεσα στο κείμενο και το

26 Αυτόθι, σελ. 51. 27

Αυτόθι, σελ. 52. 28 Αυτόθι, σελ. 55.

Page 15: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

15

υποκείμενο της πρόσληψης είναι ο αναγνώστης. Η ανασημασιοδότηση, δηλαδή, και ο

φαινομενικός μετασχηματισμός της τέχνης εξαρτάται κάθε φορά από το τι κομίζει ο

αποδέκτης.

Το πολυσύνθετο αυτό πλέγμα πολιτισμικών (άρα και λογοτεχνικών),

κοινωνικών και ιστορικών, ή άλλων προσλαμβανουσών που φέρει ο αναγνώστης

συνιστά εκείνο που Jauss ονομάζει «ορίζοντα των προσδοκιών».29

Πάνω σε αυτόν

εγγράφεται κάθε φορά η προσωπική εμπειρία της ανάγνωσης και αυτόν με τη σειρά

της εμπλουτίζει ή διευρύνει. Για την ακρίβεια, «όπως σε κάθε εμπειρία του

καθημερινού βίου έτσι και στη λογοτεχνική εμπειρία, η οποία συνίσταται στη

γνωριμία με ένα άγνωστο ως τότε έργο, συμπράττουν “προγενέστερες γνώσεις που

αποτελούν συνιστώσα της ίδιας της εμπειρίας και εξαιτίας των οποίων οτιδήποτε νέο

υποπίπτει στην αντίληψή μας καθίσταται εν γένει προσιτό ως εμπειρία, με άλλα

λόγια: καθίσταται αναγνώσιμο στα συμφραζόμενα των εμπειριών μας”».30

Στην προσπάθειά του να αποφύγει τις συμπληγάδες μιας ψυχολογικού τύπου

προσέγγισης της ανάγνωσης (με τον τρόπο του I. A. Richards) από τη μια και της

ατελέσφορης προσφυγής σε γενικόλογες διαπιστώσεις για το κλίμα της εποχής από

την άλλη, ο Jauss αναζητά ένα αντικειμενικά εξακριβώσιμο σύστημα αναφοράς για τον

προσδιορισμό του ορίζοντα των προσδοκιών. Κατά την εκτίμησή του αυτό το

σύστημα προκύπτει από τα ενδογενή χαρακτηριστικά (θεματικά, μορφολογικά,

ειδολογικά κ.ο.κ.), τα οποία συστήνει το κάθε νέο έργο ως ειδοποιά γνωρίσματά του.

29 O R. C. Holub συζητά τα βασικά προβλήματα που δημιουργεί η χρήση του όρου και επιχειρεί έναν

υποτυπώδη ορισμό: «Το πρόβλημα με τη χρήση του όρου “ορίζοντας” από τον Jauss είναι ότι είναι

τόσο ασαφώς καθορισμένος ώστε θα μπορούσε να περιλαμβάνει ή και να αποκλείει οποιαδήποτε

προηγούμενη χρήση της λέξης. Στην πραγματικότητα ο Jauss δεν περιγράφει ποτέ με λεπτομέρεια τι

εννοεί με τον όρο αυτό. […] Επιπλέον, ο όρος συναντάται σε διάφορα σύνθετα ονόματα και φράσεις.

[…] Η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις χρήσεις παραμένει το ίδιο νεφελώδης όσο και η ίδια η κατηγορία του “ορίζοντα”. Ο Jauss φαίνεται να υπολογίζει στην κοινή λογική του αναγνώστη για να καταλάβει

τουλάχιστον τον βασικό όρο της θεωρίας του. Ο “ορίζοντας των προσδοκιών” μοιάζει να αναφέρεται

σε ένα διυποκειμενικό σύστημα ή δομή προσδοκιών, σε ένα “σύστημα αναφορών” ή σε ένα νοητικό

σύνολο που ένα υποθετικό άτομο φέρνει σε ένα οποιοδήποτε κείμενο». Holub, Θεωρία της πρόσληψης,

μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 104.

Ο Δ. Τζιόβας σημειώνει σχετικά: «Για τον Jauss το νόημα ενός κειμένου εξαρτάται από τον

“ορίζοντα των προσδοκιών” του αναγνώστη, που εκφράζει τις πολιτιστικές και κοινωνικές του

καταβολές αλλά και την εκάστοτε ιστορική συγκυρία». Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την αισθητική.

Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1987,

σελ. 247.

Για την καταγωγική σχέση του ορίζοντα των προσδοκιών του Jauss προς την ερμηνευτική του

H.G. Gadamer, την ομολογία του με παραπλήσιους όρους των Karl Popper και Karl Mannheim και, τέλος, για τη συμβατότητά του με το ρεπερτόριο του δεύτερου εκ του Διοσκούρων της πρόσληψης

Wolfgang Iser βλ. Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 73-75 και 103-104,

επίσης: Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 445-450 και το τρίτο

κεφάλαιο («The Repertoire») της μελέτης του Wolfgang Iser, The act reading. A theory of aesthetic

response, Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1978. 30 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 57.

Page 16: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

16

«Ένα λογοτεχνικό έργο, ακόμη και τη στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται, δεν

συστήνεται ως κάτι απολύτως νέο εντός πληροφοριακού κενού, αλλά προδιαθέτει το

κοινό του για μιαν εντελώς συγκεκριμένη μορφή πρόσληψης, χρησιμοποιώντας όλα

τα μέσα της προειδοποίησης, σήματα φανερά ή συγκαλυμμένα, οδηγίες που

λανθάνουν στο έργο και ενδείξεις που δημιουργούν οικειότητα. Ανακαλεί στη μνήμη

παλαιότερα διαβάσματα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μιαν ορισμένη συναισθηματική

στάση και δημιουργεί, ήδη με τον τρόπο που αρχίζει, προσδοκίες για τη “μέση και το

τέλος”, οι οποίες, στην πορεία της ανάγνωσης και σύμφωνα με τους συγκεκριμένους

κανόνες του λογοτεχνικού γένους ή του ύφους του κειμένου, θα επιβεβαιωθούν ή θα

τροποποιηθούν, θα αλλάξουν προσανατολισμό ή θα τύχουν ειρωνικής διάψευσης.

Στον πρωτογενή ορίζοντα της αισθητικής εμπειρίας, η ψυχική διαδικασία κατά την

πρόσληψη ενός κειμένου δεν συνίσταται ποτέ σε μια συμπτωματική και μόνο διαδοχή

υποκειμενικών εντυπώσεων. Πρόκειται, αντιθέτως, για την εκτέλεση συγκεκριμένων

υποδείξεων στο πλαίσιο μιας διαδικασίας καθοδηγημένης αντίληψης, διαδικασία την

οποία μπορούμε να συλλάβουμε βάσει της εσωτερικής λογικής που την συγκροτεί και

των σημάτων που τη διατρέχουν».31

Εξαργυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις

κατακτήσεις του φορμαλισμού, η θεωρία της πρόσληψης απομακρύνεται από το

περιοριστικό πλαίσιο της ατομικής και μεμονωμένης αναγνωστικής εμπειρίας και

αντί αυτής ανασυνθέτει έναν διυποκειμενικό ορίζοντα κατανόησης που ταυτόχρονα

την υπερβαίνει και τη συμπεριλαμβάνει.

Ακριβώς όμως επειδή η προβληματική του Jauss στρέφεται σταθερά προς την

ιστορικότητα της λογοτεχνίας, είναι φανερό ότι τα ενδοκειμενικά κριτήρια που

επέλεξε δεν επαρκούν πλήρως. Επομένως, για να αποκατασταθεί ο ιστορικός

ορίζοντας κάθε νέου έργου και να γίνει ορατή η δυναμική των διαμεσολαβήσεων,

πρέπει αυτό να τοποθετηθεί στους διασταυρούμενους άξονες τόσο της

ενδολογοτεχνικής (διαχρονία και συγχρονία), όσο και της κατεξοχήν ιστορικής του

διάστασης.

Η φορμαλιστική έννοια της λογοτεχνικής εξέλιξης (Evolution) θα χρησιμεύσει

ως αφετηρία της συλλογιστικής του. Ο Jauss όμως δεν θα αρκεστεί ούτε στην στατική

διαπίστωση της απλής διαδοχής των λογοτεχνικών συστημάτων, ούτε στην

περιγραφή των μορφολογικών χαρακτηριστικών και τη διάγνωση των λογοτεχνικών

31 Αυτόθι, σελ. 57.

Page 17: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

17

τεχνασμάτων. Το ενδιαφέρον του δεν εξαντλείται στην απλή αντίθεση των μορφών.32

Αντίθετα, εκείνο που επιδιώκει είναι να γίνει κατανοητή σε κάθε περίπτωση η

«διαμεσολάβηση» των «διαφοροποιητικών ποιοτήτων», διαμεσολάβηση «η οποία

συμπληρώνει το βήμα από την παλαιά στη νέα μορφή κατά τη σύμπραξη του έργου

και του προσλαμβάνοντος υποκειμένου (κοινό, κριτικός, νέος δημιουργός), του

λογοτεχνικού συμβάντος στο παρελθόν και των διαδοχικών σταδίων της πρόσληψής

του»,33

προκειμένου να αποκαλυφθεί το βάθος, το εύρος και η εμβέλεια του ορίζοντα.

Εκείνο πάντως που έχει κερδηθεί με την επανένταξη του έργου στη

«λογοτεχνική σειρά» στην οποία ανήκει οργανικά – τόσο στον παραδειγματικό άξονα

της διαχρονίας, όσο και στον συνταγματικό άξονα της συγχρονίας – είναι ότι

αναδύονται οι διαδραστικοί συσχετισμοί εντός του διευρυμένου πια λογοτεχνικού

περιβάλλοντος. Έτσι, με την προβολή του νέου έργου στην κατακόρυφη,

«τεθλασμένη»34

γραμμή της λογοτεχνικής διαδοχής, έρχονται στην επιφάνεια οι

σχέσεις «αμοιβαιότητας λειτουργιών και μορφών» προς τα έργα που προηγήθηκαν

και – γιατί όχι – η δυνητική προέκταση σε δομές που ενδέχεται να υιοθετήσουν άλλα

έργα που θα επακολουθήσουν στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, η συνεξέταση των

έργων στον οριζόντιο άξονα αποκαλύπτει πόσο ψευδαισθητική ήταν η έννοια της

«καθαρής συγχρονίας» και αφήνει περιθώρια για τη συνύπαρξη ή τη συνεμφάνιση

του διαφορετικού και του «μη ομόχρονου».35

Πρόσθετο κέρδος είναι ότι επιτρέπεται

να παραβληθεί «το σημαντικό ως προς την ιστορία της επίδρασης έργο με τα

βυθισμένα κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας συμβατικά δείγματα […] και δεν

περιφρονεί ακόμα τη σχέση του […] με τον λογοτεχνικό περίγυρό του, εντός του

οποίου θα διεκδικήσει τα δικαιώματά του πλάι σε έργα άλλων […]. Ακριβώς στα

32 «Βασισμένη στην αισθητική της πρόσληψης, η “λογοτεχνική εξέλιξη” δεν ξαναβρίσκει μόνον τη

χαμένη κατεύθυνσή της, στο βαθμό που το παρόν του ιστορικού της λογοτεχνίας προσδίδει προοπτικό

βάθος στην ιστορική εξέλιξη – χωρίς όμως να συνιστά και το σκοπό της! Η ματιά του ιστορικού

καθοδηγείται επίσης προς το λησμονημένο παρελθόν της λογοτεχνικής εμπειρίας, καθόσον η

διερεύνηση της πρόσληψης καθιστά ορατή τη μεταβαλλόμενη απόκλιση ανάμεσα στην επίκαιρη και

τις δυνητικές σημασίες ενός λογοτεχνικού έργου. Τούτο σημαίνει πως ο καλλιτεχνικός χαρακτήρας

ενός έργου, το σημασιολογικό δυναμικό του οποίου περιόρισαν οι φορμαλιστές στην ανανέωση ως

αποκλειστικό αξιολογικό κριτήριο, δεν είναι διόλου αναγκαίο να γίνεται πάντοτε αμέσως αντιληπτός

στον ορίζοντα της πρώτης εμφάνισης του έργου, ούτε πάλι κατά μείζονα λόγο, να εξαντλείται στην

απλή αντίθεση ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα μορφή». Αυτόθι, σελ. 76. 33 Για να αποσαφηνίσει τη φορμαλιστική έννοια των «διαφοροποιητικών ποιοτήτων», ο Jauss

παραθέτει σε υποσημείωση το επεξηγηματικό σχόλιο του V. Erlich: «Στο επίπεδο της απεικόνισης της πραγματικότητας ο όρος “διαφοροποιητική ποιότητα” σήμαινε την “απόκλιση” από το πραγματικό,

μια δημιουργική δηλαδή παραμόρφωση. Στο γλωσσικό επίπεδο σήμαινε την απόκλιση από την κοινή

χρήση της γλώσσας. Στο επίπεδο της λογοτεχνικής δυναμικής, τέλος, […] τη μεταβολή της ως τότε

δεσπόζουσας καλλιτεχνικής νόρμας». Αυτόθι, σελ. 75, όπου και η σημ. 122. 34

Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 38. 35 Βλ. Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 78- 81, και τις σημ. 127 και 132.

Page 18: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

18

σημεία τομής της διαχρονίας και της συγχρονίας έρχεται στο φως η ιστορικότητα της

λογοτεχνίας»:36

η συντήρηση και η πρωτοπορία, η στατικότητα και η ανανέωση, η

παθητικότητα της αναπαραγωγής του ήδη γνωστού και το απροσδόκητο της

ανοικείωσης, τέλος, η ιδιότυπη γεωφυσική της λογοτεχνίας – με τις

«κορυφογραμμές» και τις «παρυφές» της37

– δέχονται νέο φως μέσα από το πρίσμα

της αισθητικής της πρόσληψης. Στο βαθμό που μας αφορά εδώ, ο αξιοσημείωτος

προβιβασμός είναι η ανασύνθεση του ιστορικού ορίζοντα «για το κοινό που

προσλαμβάνει τη λογοτεχνία ως λογοτεχνία του δικού του παρόντος και προχωρεί σε

αλλεπάλληλους συσχετισμούς, στην ενότητα δηλαδή ενός κοινού ορίζοντα από

λογοτεχνικές προσδοκίες, μνήμες και προοιωνισμούς, που συνιστούν το πλαίσιο στο

οποίο θα κινηθεί η κατανόηση των λογοτεχνικών έργων».38

Υπολείπεται ένα ακόμη βήμα για να καταφανεί η δυναμική και η εμβέλεια του

ορίζοντα και αυτό ακριβώς συνίσταται στην απαραίτητη σύνδεση της λογοτεχνικής

με τη μη λογοτεχνική σειρά, η αποκατάσταση δηλαδή του ουσιαστικά άρρηκτου – για

να θυμηθούμε τον Schiller – δεσμού της λογοτεχνίας με την πραγματική ιστορία. «Ο

αναγνώστης», παρατηρεί ο Jauss, «απολαμβάνει σε σχέση με τον (υποθετικό) μη

αναγνώστη το προνόμιο ότι δεν χρειάζεται [όπως οι τυφλοί] να πέσει πάνω σε ένα νέο

εμπόδιο για να αποκομίσει μια νέα εμπειρία από την πραγματικότητα. Η εμπειρία της

ανάγνωσης είναι δυνατόν να τον απελευθερώσει από τις προσαρμογές, τις

προκαταλήψεις και τα διλήμματα του πρακτικού του βίου, υποχρεώνοντάς τον σε μια

νέα αντίληψη των πραγμάτων. Ο ορίζοντας προσδοκιών της λογοτεχνίας

διαφοροποιείται από τον ορίζοντα προσδοκιών του ιστορικά προσδιορισμένου

πρακτικού βίου στο ότι δεν συντηρεί μόνον ήδη σχηματισμένες εμπειρίες, αλλά

προοιωνίζεται μη υλοποιημένες ακόμη δυνατότητες, διευρύνει τα όρια του

περιορισμένου χώρου της κοινωνικής συμπεριφοράς προς την κατεύθυνση νέων

επιθυμιών, αιτημάτων και στόχων, και διανοίγει έτσι δρόμους μελλοντικής

εμπειρίας».39

Με αυτόν τον τρόπο ο ορίζοντας του έργου παρεμβάλλεται στον

ορίζοντα της απτής καθημερινότητας και απεργάζεται την αλλαγή κοσμοθεωριών και

κοινωνικών συμπεριφορών, «προκαλ[ώντας] ρήγματα στις προσδοκίες των

αναγνωστών του και φέρ[νοντάς] τους συγχρόνως αντιμέτωπους με ερωτήματα στα

οποία δεν είχε κατορθώσει να δώσει απάντηση η επικυρωμένη από τη θρησκεία ή την

36 Αυτόθι, σελ. 80. 37 Αυτόθι, σελ. 82. 38

Αυτόθι, σελ. 81. 39 Αυτόθι, σελ. 86.

Page 19: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

19

εξουσία ηθική».40

Η λογοτεχνία, λοιπόν, ξαναβρίσκει το ρόλο της ως διαμορφωτική

δύναμη της ιστορίας, καθόσον γίνεται αντιληπτό ότι επι-δρά – ως δυναμικό συμβάν –

σε ένα αενάως μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι και «συμβάλλει στη χειραφέτηση του

ανθρώπου από τις δεσμεύσεις»41

που του επιβάλλει η ισχύουσα κάθε φορά

κοινωνική, θρησκευτική, πολιτική κ.ο.κ. νόρμα.

Έχοντας τελικά προωθήσει τις ατελείς παρακαταθήκες του μαρξισμού και του

φορμαλισμού με τον θεωρητικό ελιγμό που παρακολουθήσαμε παραπάνω, ο Jauss θα

καταλήξει από πολλές ατραπούς στην κρίσιμη διαπίστωση ότι «το νέο δεν είναι

αισθητική μόνον κατηγορία. […] Το νέο μπορεί επίσης να αποτελέσει ιστορική

κατηγορία, αν η […] ανάλυση της λογοτεχνίας διευρύνει τα όριά της»42

μέσα από την

αισθητική της πρόσληψης. «Ό,τι σε τελευταία ανάλυση επιχειρεί να κάνει ο Jauss

είναι να συμβιβάσει το Ρωσικό Φορμαλισμό, που αγνοεί την ιστορία, με τις

κοινωνικές θεωρίες, που αγνοούν το κείμενο, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ιστορία

της λογοτεχνίας». 43

Το σημείο αιχμής της διαφορετικής προσέγγισης του Jauss συμπίπτει με το

προτιμώμενο σημείο συνάντησης της γραμμής των οριζόντων έργου και αναγνώστη.

Είδαμε νωρίτερα με ποιον τρόπο ένα πρωτοεμφανιζόμενο κείμενο επεμβαίνει στον

ορίζοντα του αποδέκτη του, ανακαλώντας στο προσκήνιο το σύνολο «των

προσδοκιών και των κανόνων που του είναι οικείοι […], και τους οποίους κατόπιν με

τη σειρά του αυτό θα παραλλάξει, θα διορθώσει, θα τροποποιήσει ή απλώς θα

αναπαραγάγει».44

Ευνόητο είναι ότι, σε μια τέτοια διαδικασία ανάκλησης του

συστήματος αναφοράς, η επίδραση – με την έννοια της αποτελεσματικότητας – που

ασκεί ένα νέο έργο βρίσκεται σε πλήρη αναλογία με την ικανότητά του να ενισχύει

την εντύπωση του ανοίκειου και να δημιουργεί πρωτόγνωρες και αιφνιδιαστικές

εμπειρίες που απομακρύνονται από τις ήδη διαμορφωμένες προσδοκίες και αψηφούν

τις επιβεβλημένες νόρμες. Η λογική αυτή, που γειτνιάζει ιδιαίτερα με την περίφημη

έννοια της ανοικείωσης (ostranenie) των Ρώσων φορμαλιστών, συνοψίζεται στη θέση

ότι όσο πιο έντονη είναι η ετεροδοξία που κομίζει το έργο, τόσο πιο δραστική θα

είναι και η επίδρασή του στον αναγνώστη, σε σημείο μάλιστα που μπορεί να

προκαλέσει τη μετατόπιση του ίδιου του ορίζοντα των προσδοκιών. Η προσήλωση

40 Αυτόθι, σελ. 90. 41 Αυτόθι, σελ. 91. 42 Αυτόθι, σελ. 77. 43

Τζιόβας, Μετά την αισθητική, ό.π., σελ. 250. 44 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 58.

Page 20: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

20

του Jauss σε αυτήν ακριβώς την πτυχή των έργων προδίδει τη ροπή της θεωρίας της

πρόσληψης προς τη λεγόμενη «αισθητική της αποφατικότητας», η οποία συνίσταται

στην αντίληψη ότι «μόνο οι διαψευσμένες προσδοκίες […] παράγουν εξέχουσα

λογοτεχνία».45

Σε αυτά τα συμφραζόμενα, αυτόματα – και εύλογα – προνομιακό ρόλο

αποκτούν εκείνα τα έργα που υποβοηθούν με όλα τα μέσα την ανασυγκρότηση του

ήδη υπάρχοντος ορίζοντα, προκειμένου να τον ανατρέψουν στη συνέχεια σημείο προς

σημείο.46

Η ευδιάκριτη, σε αυτές τις περιπτώσεις, απόσταση που ενυπάρχει ανάμεσα

στον διαμορφωμένο κάθε φορά ορίζοντα προσδοκιών και σε ένα νέο έργο ονομάζεται

από τον Jauss «αισθητική απόκλιση» και απερίφραστα, σύμφωνα με τη θεωρία της

πρόσληψης, «συνιστά προφανώς κριτήριο για να καθορίσουμε την αισθητική αξία

του».47

Κάθε φορά που η απόσταση αυτή τείνει να μηδενιστεί, το έργο απαλλάσσει

τον αναγνώστη από την απαίτηση να στραφεί προς έναν άγνωστο ορίζοντα και έτσι

αποδυναμώνει την ίδια τη δραστικότητά του. Με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται

στην κατηγορία της «εύπεπτης» τέχνης, της προορισμένης για μαζική κατανάλωση

και καταδικάζεται – στην καλύτερη περίπτωση – «να ξεθωριάσει ως best-seller του

χθες».48

Αντίθετα, όταν η απόκλιση διευρύνεται, το έργο εμφανίζεται με θετικό

αισθητικό πρόσημο. Όπως είναι αυτονόητο, η υπέρβαση του ορίζοντα δεν

συνεπάγεται υποχρεωτικά την πρωτογενή απόλαυση του κειμένου και την

αναντίρρητη αποδοχή του από το αρχικό κοινό. Απεναντίας, η ιστορία της

λογοτεχνίας, στο σύνολό της, είναι πεδίο πολλαπλών και ποικίλων ανατροπών, οι

οποίες, μάλιστα, χαρακτηρίζονται από «κανονικότητα»: σε μια πρώτη βαθμίδα, τα

νέα έργα που απεργάζονται συστηματικά τη ματαίωση των προσδοκιών προκαλούν

σχεδόν πάντοτε αρνητικές αντιδράσεις, οι οποίες κυμαίνονται σε μια ευρεία κλίμακα,

από την απλή απογοήτευση έως την απροκάλυπτη οργή (το παράδειγμα που

επικαλείται ο Jauss είναι η περίπτωση της περίφημης δίκης του Gustave Flaubert για

την Madame Bovary). Αυτού του είδους έργα «κατά τη στιγμή της εμφάνισής τους

δεν είναι δυνατόν να συσχετιστούν με κάποιο ιδιαίτερο κοινό, αλλά ανατρέπουν τόσο

45 Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 465. 46 Ακόμη όμως και για τα έργα με λιγότερο ανατρεπτικό πρόγραμμα η εξακρίβωση του αντικειμενικού ορίζοντα των προσδοκιών μπορεί να επιτευχθεί με τη βοήθεια τριών κριτηρίων: «α) γνωστές νόρμες ή

εσωτερική ποιητική του λογοτεχνικού γένους, β) λανθάνουσες σχέσεις προς άλλα γνωστά έργα στη

συνάφεια της ιστορίας της λογοτεχνίας και γ) αντίθεση μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας,

ποιητικής και πρακτικής λειτουργίας της γλώσσας». Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 60. 47

Η υπογράμμιση δική μου. Αυτόθι, σελ. 60. 48 Αυτόθι, σελ. 66.

Page 21: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

21

βίαια τον οικείο ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών, ώστε το κοινό τους να

μπορεί να σχηματιστεί μόνο βαθμιαία».49

Εξυπακούεται επομένως η ύπαρξη μιας

μεταγενέστερης χρονικής στιγμής, κατά την οποία ο βίαια μετατοπισμένος ορίζοντας

περνάει σταδιακά στη σφαίρα της ομαλότητας, καθιερώνεται ως νόρμα και παύει να

βρίσκεται σε ρήξη με το έργο. Πρόκειται πλέον για αυτό που ο Jauss έχει ονομάσει

«“δεύτερη μεταβολή του ορίζοντα”: την αναντίρρητη παραδοχή της αυτονόητης

ποιότητας του λεγόμενου “αριστουργήματος”, που η αρχική του αποφατικότητα έχει

συγκαλυφθεί από τον αναδρομικό ορίζοντα μιας παράδοσης που το καθιέρωσε ως

πρότυπο» και το αναγνώρισε ως κλασικό. Το παράδοξο της πρόσληψης έγκειται σε

αυτή τη δεύτερη φάση της: η αρχική απόσταση που προκάλεσε κραδασμούς στον

πρώτο ορίζοντα «είναι δυνατόν να εκμηδενιστεί για τους μεταγενέστερους

αναγνώστες, στο βαθμό που η αρχική αποφατικότητα του έργου μετατρέπεται σε

αυτονόητη νόρμα και εισέρχεται ως οικεία πια προσδοκία στον ορίζοντα της

μελλοντικής αισθητικής εμπειρίας. Στη δεύτερη αυτή μεταβολή του ορίζοντα

υποβάλλεται ιδιαίτερα η κλασικότητα των λεγόμενων αριστουργημάτων. Η μορφή

τους που έχει γίνει αυτονόητη νόρμα του ωραίου και το φαινομενικά αναντίρρητο

“αιώνιο νόημά” τους τα οδηγεί […] σε μια επικίνδυνη γειτνίαση με την δίχως

αντιστάσεις εύγλωττη και προσφερόμενη προς απόλαυση “εύπεπτη” τέχνη, έτσι ώστε

να πρέπει να καταβάλουμε ιδιαίτερο μόχθο, για να τα διαβάσουμε “κόντρα” στον

εθισμό της εμπειρίας και να διακρίνουμε εκ νέου το χαρακτήρα τους ως έργων

τέχνης».50

Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, η ιστορία της λογοτεχνίας

πιστοποιεί την αδιαφιλονίκητη αξία τους, ως συντελεστών μεταβολής του ορίζοντα

των προσδοκιών.

Οι κεντρικές πάντως κατηγορίες της αισθητικής του Jauss, η χρήση δηλαδή

του ορίζοντα των προσδοκιών και η πρόκριση της «αισθητικής απόκλισης» ως

αποκλειστικού σχεδόν κριτηρίου για την αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου,

αποτελούν τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία της θεωρίας της πρόσληψης. Ως προς το

δεύτερο σημείο ενδεικτικές είναι οι αιτιάσεις που διατυπώνει ο Holub: η εμφανής

49 Αυτόθι, σελ. 63. 50 Ο Jauss παραθέτει σχετικά τη διαφωτιστική παρατήρηση του Tomasevskij για τη λογοτεχνία των

επιγόνων: «Η εμφάνιση μιας ιδιοφυίας προξενεί πάντοτε μια λογοτεχνική επανάσταση που εκθρονίζει τον δεσπόζοντα κανόνα και δίνει την εξουσία σε τεχνάσματα που υπήρξαν ως τότε υποταγμένα. […]

Οι επίγονοι επαναλαμβάνουν τον φθαρμένο από τη χρήση συνδυασμό των τεχνασμάτων, που, όσο

πρωτότυπος και επαναστατικός κι αν υπήρξε, καταλήγει να γίνει στερεότυπο και παράδοση. Οι

επίγονοι έτσι απονεκρώνουν, κάποτε για πολύ καιρό, την ικανότητα των συγχρόνων τους να νιώσουν

την αισθητική δύναμη των προτύπων που μιμούνται: δυσφημούν τους δασκάλους τους». Αυτόθι, σελ.

61-62 και τη σημ. 82 (σελ. 61).

Page 22: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

22

προσήλωση της πρόσληψης στην καινοτομία, αν και καλύπτει με επάρκεια τις

λογοτεχνικές «πρωτοπορίες» του 20ού

αι., δεν εξηγεί πάντοτε με πληρότητα τους

όρους πρόσληψης μιας λογοτεχνίας (όπως λ.χ. η λογοτεχνία του μεσαίωνα και της

Αναγέννησης) που βασιζόταν κατεξοχήν στην πάγια τακτική της επανάληψης και

στην κανονική αναπαραγωγή των παραδοσιακών θεμάτων και μορφών. Από αυτή την

άποψη, «η έμφαση στην πρωτοτυπία φαίνεται ότι αποτελεί μέρος μιας σύγχρονης

προκατάληψης. […] Με άλλα λόγια, οι προκαταλήψεις μας για το νέο ή το μοναδικό

είναι πιθανόν να εξαρτώνται περισσότερο από τον δικό μας “ορίζοντα” παρά από τις

σκέψεις ή τις προσδοκίες παλαιότερων εποχών».51

Η δεύτερη μομφή αφορά στο αμφίβολης εγκυρότητας αίτημα για

αντικειμενικοποίηση του ορίζοντα των προσδοκιών. Σύμφωνα με αυτό το αξίωμα, ο

ιστορικός της λογοτεχνίας καλείται κάθε φορά να αναγνωρίσει τα οικεία πρότυπα

μιας συγκεκριμένης εποχής του παρελθόντος, προκειμένου να ανασυγκροτήσει τον

ιστορικό ορίζοντα πάνω στον οποίο προβάλλεται το λογοτεχνικό έργο. Η ένσταση, σε

αυτήν την περίπτωση, είναι διπλή. Ο Jauss αφενός ξεχνά τις δικές του αιτιάσεις ότι

μία αμιγώς αντικειμενική περιγραφή δεν είναι δυνατή, καθόσον ο μελετητής, ως

ιστορικό ον ο ίδιος, δεν διαθέτει «κανένα υπερβατολογικό αρχιμήδειο σημείο από το

οποίο» θα μπορούσε να δει «αντικειμενικά το παρελθόν».52

Αν, αφετέρου,

επιχειρήσει να απομακρυνθεί, έστω και προσωρινά, από τον ορίζοντα του δικού του

παρόντος, μοιραία υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει το παρελθόν ως κλειστό και

πεπερασμένο σύστημα δεδομένων. Μια τέτοια προσέγγιση όμως συνιστά υποτροπή

στα επιστημολογικά μοντέλα του θετικισμού-ιστορισμού, που συγκέντρωσαν, καθώς

είδαμε, τα πυρά της κριτικής του Jauss, και έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις

μεθοδολογικές αρχές της πρόσληψης.

Βέβαια ο Jauss, για να αποφύγει τον κίνδυνο της αυτοαναίρεσης, «επικαλείται

την εμπειρία και όχι την ουδετερότητα του ερμηνευτή, ορίζοντας με τον τρόπο του

Gadamer τη συγγραφή της ιστορίας της λογοτεχνίας ως “συγχώνευση οριζόντων”»,53

και υποδεικνύει τον συνεχή διάλογο και την κινητικότητα σε ολόκληρη της περιοχή

της προσβάσιμης γνώσης, παρελθοντικής και παροντικής. Έτσι, «θα πρέπει ο

ερμηνευτής να συμβουλευτεί την προσωπική του εμπειρία, επειδή ο αλλοτινός

ορίζοντας της παλαιάς και της νέας μορφής, του προβλήματος και της λύσης του,

51 Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 111. 52

Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 452. 53 Holub, Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, ό.π., σελ. 114.

Page 23: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

23

μπορεί να γίνει και πάλι ορατός μόνο στην περαιτέρω διαμεσολάβησή του, στον

σύγχρονο δηλαδή ορίζοντα του προσλαμβανόμενου έργου. Για να γραφτεί η ιστορία

της λογοτεχνίας ως ιστορία της “λογοτεχνικής εξέλιξης” […], απαραίτητη

προϋπόθεση είναι να παρακολουθήσει ο μελετητής το ιστορικό γίγνεσθαι της

αισθητικής πρόσληψης και παραγωγής ως το δικό του παρόν».54

Η λύση που

προτείνει ο Jauss δημιουργεί τα δικά της προβλήματα. Όπως έχει επισημάνει η

κριτική, «η εισαγωγή της υποκειμενικής κατηγορίας της εμπειρίας ενέχει φυσικά τις

δικές της δυσκολίες. Πρόκειται για μια ασαφή έννοια που απειλεί να ρίξει στο κενό

το σχέδιο μια νέας μεθόδου για την ιστορία της λογοτεχνίας, καθώς καταφεύγει στις,

κατά τα φαινόμενα, ατομικές εντυπώσεις του ιστορικού».55

Τη στιγμή που η νέα θεωρητική πρόταση κινδυνεύει να υπονομευθεί ως

μεθοδολογικά διάτρητη, την ασφαλιστική δικλείδα παρέχει και πάλι το «παράδειγμα»

του φορμαλισμού. Ο Jauss καταφεύγει σε ενδολογοτεχνικά σήματα και,

συνεπικουρούμενος από τα πορίσματα της κειμενογλωσσολογίας, καθορίζει «τον

ορίζοντα προσδοκιών που προηγείται της ανάγνωσης ενός κειμένου ως

παραδειγματική ισοτοπία που μετασχηματίζεται, όσο προχωρεί η ανάγνωση, σε έναν

ενδοκειμενικό, συνταγματικό ορίζοντα προσδοκιών [και επιτρέπει] να περιγράψουμε

τη διαδικασία της πρόσληψης ως τη διαστολή ενός σημειολογικού συστήματος που

συντελείται μεταξύ των δύο πόλων της ανάπτυξης και της διόρθωσης του

συστήματος».56

Και πάλι όμως, η προσφυγή στα «λυγρά σήματα» του κειμένου

προϋποθέτει την παρουσία ενός ομοιογενούς αναγνωστικού κοινού, που διαθέτει

ισοδύναμο θεωρητικό οπλισμό, προκειμένου να τα συνεκτιμήσει και να τα

αποκωδικοποιήσει.57

Η τελευταία αυτή υπόδειξη του Jauss παραγνωρίζει την «πιθανή

συνύπαρξη ή τη σύγκρουση πολλών οριζόντων την ίδια ιστορική περίοδο»58

και

προσκρούει στη σύμφυτη δυσκολία να εξασφαλιστεί «ο με επιστημονικά μέσα

κοινωνικός προσδιορισμός του αναγνώστη και συνακόλουθα των λογοτεχνικών

προτιμήσεών του».59

Ακόμη και μια απλοϊκή διάκριση θα μπορούσε να αποσπάσει σε

διαφορετικές υποκατηγορίες αναγνωστών τον δημιουργικό συγγραφέα και τον

54 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 75-76. 55 Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 454. 56 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 58. 57 Ωστόσο, όπως υπενθυμίζει ο ίδιος ο Jauss: «κανένα κείμενο δεν έχει ποτέ γραφτεί, για να διαβαστεί

και να ερμηνευτεί φιλολογικά από φιλολόγους ούτε […] ιστορικά από ιστορικούς». Αυτόθι, σελ. 28. 58

Τζιόβας, Μετά την αισθητική, ό.π., σελ. 250. 59 Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Συγκριτισμός και ιστορία της λογοτεχνίας, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1988, σελ. 31.

Page 24: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

24

«στοχαστικό» κριτικό, που υποπτεύουμε ότι λειτουργούν με διαφορετικούς όρους

απέναντι στα κείμενα.

Παρά τις όποιες ανεπάρκειες και τα μεθοδολογικά αδιέξοδά της, η μεγάλη

κατάκτηση της θεωρίας της πρόσληψης για την ιστορία της λογοτεχνίας είναι ότι

προσφέρει στο μελετητή το αναγκαίο θεωρητικό σχήμα για «να αντιμετωπίσει τη

συνοχή της λογοτεχνίας ως προϊστορία των παροντικών εκδηλώσεών της».60

Η

ανεκτίμητη συμβολή της συνίσταται στο ότι αποδέσμευσε οριστικά το νόημα ενός

λογοτεχνικού έργου από την υποτιθέμενη αυθεντία της «μοναδικής» ερμηνείας» του

ενός ατόμου, ή της μιας εποχής και ανέδειξε την ερμηνευτική ως «παραγωγική

λειτουργία μιας “εν προόδω” κατανόησης, η οποία εμπεριέχει κατ’ ανάγκην»61

το

παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. «Τα μέτρα του παρελθόντος, αν τα πάρουμε

κατά γράμμα, μπορεί να είναι τόσο στενά, ώστε η εφαρμογή τους να κάνει φτωχότερο

ένα έργο, το οποίο στην ιστορία της επίδρασής του ξεδίπλωσε ένα πλούσιο

σημασιολογικό δυναμικό. Η αισθητική κρίση του παρόντος θα ευνοούσε έναν κανόνα

από έργα που συμβαδίζουν με το σύγχρονο γούστο, θα αδικούσε όμως όλα τα άλλα

έργα, μόνο και μόνο επειδή η λειτουργία που επετέλεσαν στην εποχή τους δεν γίνεται

σήμερα πια αντιληπτή. […] “Η ετυμηγορία των αιώνων” για ένα λογοτεχνικό έργο

είναι κάτι περισσότερο από το “άθροισμα των κρίσεων άλλων αναγνωστών, θεατών,

κριτικών ή ακόμη ακαδημαϊκών δασκάλων”. αποτελεί το διαδοχικό ξεδίπλωμα του

σημασιολογικού δυναμικού που ενυπάρχει στο έργο και επικαιροποιείται στα στάδια

της ιστορίας της πρόσληψής του, το οποίο προσφέρεται στην κατανοούσα κρίση, στο

βαθμό που αυτή διεκπεραιώνει κατά τρόπο ελέγξιμο το “συγκερασμό των οριζόντων”

κατά τη συνάντησή της με την παράδοση».62

Από την άλλη, η απεκατεστημένη εγκυρότητα ενός αναθεωρημένου και

διαρκώς αναθεωρούμενου «κανόνα», ανάλογα προς τις εκάστοτε διαπλοκές των

οριζόντων, μπορεί να εξηγήσει τόσο τις συχνές ανακατατάξεις στη λογοτεχνική

ιεραρχία, όσο και το φαινόμενο της «διαρκούς παρουσίας ενός συγγραφέα».63

Για τα δεδομένα της νεοελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας κλασικό και

κορυφαίο παράδειγμα της δεύτερης εκδοχής, είναι η περίπτωση του Διονύσιου

Σολωμού, ενός ποιητή που υπήρξε σταθερά και αδιαλείπτως παρών.

60 Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 455. 61 Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ. 72. 62

Αυτόθι, σελ. 69. 63 Αυτόθι, σελ. 62.

Page 25: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

25

1.2. Η ιστορία της σολωμικής πρόσληψης (1859 – 1900).

«Το αισθητικό επίτευγμα της ώριμης σολωμικής ποίησης, με άλλα λόγια η

επιτυχημένη αναμέτρηση του Σολωμού με τις δυνατότητες της νεοελληνικής

ποιητικής έκφρασης μέχρι το όριο του ακατόρθωτου, συνιστά ένα από τα λιγοστά

σημεία πίστης που φιλόλογοι, κριτικοί, λογοτέχνες και αναγνώστες της νεοελληνικής

ποίησης μοιράζονται στη συντριπτική πλειονότητά τους, τουλάχιστον τις τελευταίες

δεκαετίες, παρά τις κατά καιρούς ελάχιστες αντίθετες γνώμες».1 Αν η παραπάνω

έγκυρη εκτίμηση του Ευριπίδη Γαραντούδη αποτυπώνει την σχεδόν ομόφωνη

αποδοχή του ώριμου σολωμικού έργου από σύσσωμο το αναγνωστικό κοινό της

εποχής μας, σε καμιά περίπτωση δεν απηχεί τον «βλάσφημο λόγο» που άρθρωνε ο

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μπροστά σε «ολίγας ασυναρτήτους στροφάς» του

Σολωμού, λίγο μετά το θάνατο του ποιητή και λίγο πριν την έκδοση των

Ευρισκομένων: «εψεύσθησαν αι ελπίδες του έθνους!».2 Η απόσταση που χωρίζει τις

ολωσδιόλου αντίθετες απόψεις που παρατέθηκαν παραπάνω πιστοποιεί εμφατικά μια

αξιοσημείωτη μετατόπιση του ελληνικού ορίζοντα των προσδοκιών, η οποία

σημειώθηκε στο διάστημα του ενάμισι αιώνα που μεσολαβεί ανάμεσά τους.

Επομένως σήμερα «το ερώτημα αν ο Σολωμός κατέχει μία από τις πρώτες

θέσεις στον ισχύοντα νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα δεν τίθεται. Το ερώτημα όμως

πώς και γιατί ο Σολωμός τέθηκε στην κορυφή του ποιητικού μας Παρνασσού

(σύμφωνα με την προσφιλή σε παλαιότερα χρόνια μεταφορά), ή το συναφές ερώτημα

μέσα από ποιες διεργασίες ή και μεθοδεύσεις ανακηρύχθηκε σε εθνικό ποιητή αξίζει

να μας απασχολ[ούν]».3 Και όχι μόνο επειδή, όπως υπέδειξε ο Jauss, «η

ανασυγκρότηση των αντιρρητικών διαλόγων ανάμεσα σε παρελθόντες ορίζοντες

προσδοκιών […] συνιστά ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της προϊστορίας του

δικού μας αναγνωστικού παρόντος και της αισθητικής του εμπειρίας»,4 αλλά και

επειδή ειδικά η ιστορία της σολωμικής πρόσληψης παρουσιάζει μια ιδιότυπη

επιπλοκή των πολλαπλών της όψεων, επιπλοκή η οποία, από τα μέσα του 19ου

έως τις

1 Ευριπίδης Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-

1950),τρίτη συμπληρωμένη έκδοση, Καστανιώτης, Αθήνα, 2007, σελ. 13. Η υπογράμμιση δική μου. 2 Λίνου Πολίτη, Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 19953, σελ. 287 και 291 (όπου η επίκριση για τον «βλάσφημο λόγο») και Δημήτρης Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός …

[…] γλυκύτατο[ς], ανεκδιήγητος …”. Η “τύχη” του σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία

της κριτικής (1859-1929), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2000, σελ. 37, σημ. 53. 3 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 13. 4 Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη «Λέσχη» στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις,

Αθήνα, 2008, σελ. 23.

Page 26: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

26

αρχές του 20ού

αιώνα, συνδέεται, αφενός, με τη φαινομενική διχοτόμηση του

σολωμικού έργου και, αφετέρου, με την παράλληλη διοχέτευσή του, μέσα από δύο

μείζονα κριτικά ρεύματα, σε δύο διακριτούς ορίζοντες προσδοκιών (επτανησιακό και

αθηναϊκό, αντίστοιχα).

Αν είναι υποχρεωτικό να προσδιοριστεί με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο σημείο

τομής ως προς την προσληψιμότητα του σολωμικού έργου, η δημοσίευση μέρους από

τον «Λάμπρο» στην κερκυραϊκή Ιόνιο Ανθολογία, τον Ιανουάριο του 1834,

προσφέρεται ιδιαίτερα ως συμβατικό όριο, καθώς σηματοδοτεί μια καθοριστική

αλλαγή του σολωμικού modus operandi: ο «Λάμπρος» είναι το τελευταίο «έργο που ο

Σολωμός δημοσίευσε με δική του επιμέλεια, προτού αποσυρθεί στην αινιγματική

σιωπή του, και με το οποίο ο Πολυλάς θεώρησε ότι έληγε η πρώτη δημιουργική

περίοδος του ποιητή και άρχιζε η δεύτερη, των μεγάλων αποσπασματικών

συνθέσεων».5 Ως τότε υπήρξε ο δαφνοστεφής ποιητής του «Ύμνου» και των λοιπών

ολοκληρωμένων και πολλά υποσχόμενων ποιημάτων. Έκτοτε περνάει ηθελημένα

στην εκδοτική αφάνεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Επομένως, ό,τι προηγείται

του 1834 είναι το γνωστό και κοινώς αποδεκτό έργο. Ό,τι ακολουθεί είναι άγνωστο

και απροσπέλαστο – και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αμήχανα απορριπτέο. Στο

μεταξύ, στο άβατο του ποιητικού εργαστηρίου συντελείται «με καιρό και με κόπο» το

πέρασμα του Σολωμού προς την ποιητική που σήμερα δεχόμαστε ότι σφραγίζει το

έργο της ωριμότητάς του. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της αθόρυβης εργασίας θα

παραμείνει σε μεγάλο βαθμό απρόσιτο στο ευρύ κοινό της εποχής του, έως τη στιγμή

που, την επαύριο του θανάτου του ποιητή, ο Ιάκωβος Πολυλάς αναλαμβάνει να

εκδώσει ολόκληρο το σολωμικό έργο. Όταν τελικά εκδόθηκαν στην Κέρκυρα τα

Ευρισκόμενα του Δ. Σολωμού, τον Οκτώβριο του 1859, γράφει ο Λίνος Πολίτης, «μια

λέξη θα μπορούσε […] χαρακτηριστικά να εκφράσει τη γενική εντύπωση:

απογοήτευση. Τ’ ανέκδοτα, που περίμεναν όλοι με τόση προσδοκία – τα

“Μεσολογγιακά”, τα “των Συμμάχων” κτλ. κτλ. – τι ήταν; Αποσπάσματα μονάχα,

σκόρπιοι στίχοι, σχεδιάσματα ατελή. Κανένα ποίημα ολοκληρωμένο, καμιά μεγάλη

σύνθεση “επικολυρική”, σαν αυτές που κέρδιζαν κάθε χρόνο το στέφανο στον

Ράλλειο ή σε άλλους ποιητικούς διαγωνισμούς. Ένα μούδιασμα και μια

5 Δημήτρης Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική παρουσίαση του

αισθητικού και του γλωσσικού του συστήματος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2002,

σελ. 10.

Page 27: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

27

χαρακτηριστική σιωπή υποδέχεται την έκδοση του τόμου».6 μια «τυπική», σύμφωνα

με τον Jauss, αντίδραση, γενικευμένο σύμπτωμα της ανατροπής του ορίζοντα

προσδοκιών.

Τα σημεία πρόσκρουσης του ώριμου σολωμικού έργου με τις δεσπόζουσες

αισθητικές και ιδεολογικές συντεταγμένες του μέσου και όψιμου 19ου

αιώνα – γιατί,

αντίθετα, το πρώιμο έργο συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία του χωρίς να εγείρει

αξιοσημείωτες αντιστάσεις – είναι τρία: οι γλωσσικές επιλογές του Σολωμού (που

προκαλούν ποικιλοτρόπως), το ισχυρό φιλοσοφικό ρεύμα που διατρέχει την ποίηση

και ρυθμίζει την ποιητική του και, κυρίως, η «ιδιάζουσα αμορφία»7 που

παρουσιάζουν τα ποιητικά «συντρίμματα» της τελευταίας περιόδου, η οποία και θα

αποτελέσει την κατεξοχήν πηγή αμηχανίας και άρνησης απέναντι στον ποιητή και το

έργο.

Ο εκδότης του Σολωμού επωμίζεται με το βαρυσήμαντο κείμενο των

«Προλεγομένων» το ρόλο του μεθερμηνευτή των δύσβατων σημείων της σολωμικής

ποίησης και μεταθέτει τους όρους της πρόσληψής της μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο

του γερμανικού ιδεαλισμού και ρομαντισμού. «Το κεντρικό αίτημα της ερμηνευτικής

των “Προλεγομένων” είναι», σύμφωνα με τον Πολυχρονάκη, «η σύνθεση “φύσης”

και “ηθικής φαινομενολογίας” μέσα από τα “πλάσματα” που γεννάει η δημιουργική

φαντασία διαμεσολαβημένη από την κριτική (αναστοχαστική) ενέργεια του νου».8 Οι

κεντρικές κατηγορικές αρχές που λανθάνουν στην προσέγγιση του Πολυλά και την

καθοδηγούν είναι η έννοια του ρομαντικού «ιδεώδους», η πραγμάτωση της σύνθεσης

του «Ωραίου» με το «Υψηλό» και το «Απόλυτο» και το απαράγραπτο αίτημα της

«αδιάκοπης προόδου». Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα το ενδιαφέρον στρέφεται

στις προωθημένες αισθητικές αρχές του Σολωμού, στους αδιόρατους συνθετικούς

αρμούς που συνέχουν μια ενιαία στη βάση της σύλληψη και στο απαράμιλλο

ποιητικό πρότυπο που προτείνει το έργο. Όσον αφορά στο επίμαχο ζήτημα της

αποσπασματικότητας των όψιμων συνθεμάτων, η προσδόκιμη «“ολότητα” που

λογικά προϋποθέτουν τα “συντρίμματα” δεν είναι μια προδοσμένη “ολότητα” – τα

υποτιθέμενα “τελειωμένα” έργα των “χαμένων” χειρογράφων επί παραδείγματι –,

αλλά μια ιδεατή ολότητα […]. Η ακεραιότητα, που οι θεωρητικοί του ρομαντισμού

επικαλούνται με αφορμή την αποσπασματικότητα είναι, όπως και το σιλλερικό

6 Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. 286. 7 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 211.

8 Αυτόθι, σελ. 237.

Page 28: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

28

ιδεώδες, ένα άπειρο μέγεθος, επειδή εν πολλοίς παραμένει ανεπίγνωστο και έξω από

τον απόλυτα συνειδητό έλεγχο του κριτικού καλλιτέχνη».9 Από αυτή την άποψη,

ακόμη και η ίδια η επαναλαμβανόμενη, επώδυνη ματαίωση της ποιητικής γραφής δεν

στερεί την αξία του ατελούς αποτελέσματος. απεναντίας την προσαυξάνει: «το

στοιχείο που “αθανατίζει τα συγγράμματα” και χαρακτηρίζει τον μεγάλο

καλλιτεχνικό “νου” δεν είναι ούτε η “τελειότητα” ούτε καν η “τελειοποίηση” (που

είναι μια πιο δυναμική έννοια), αλλά η “επιμονή στην τελειοποίηση”».10

Για αυτό και

τα όψιμα σολωμικά κείμενα δεν είναι για τον Πολυλά απλώς «συντρίμματα», αλλά

«πολύτιμα συντρίμματα».11

Ωστόσο, παρά την προφανή θεωρητική υπεροπλία του Πολυλά και την

κριτική του οξύτητα, το μοντέλο πρόσληψης που συστήνει αποδείχτηκε ιδιαίτερα

απαιτητικό και δεν στάθηκε αρκετό να διασκεδάσει τις αρχικές εντυπώσεις. «Η εποχή

δεν μπορούσε να συμμεριστεί την άποψη του Πολυλά ότι οι Ελεύθεροι

Πολιορκημένοι ήταν το πραγματικό “έργον ζωής” του ποιητή και ασφαλώς πίσω από

την αποσπασματικότητα αναγνώριζε μάλλον κάποιο είδος πτώσης, συντριβής κι

αποτυχίας, παρά μία “αδιάκοπη πρόοδο του πνεύματος” του ποιητή, όπως ο Πολυλάς

επέμενε», με επίγνωση κάποτε ότι κινδύνευε να γίνει ο «περίγελως του κόσμου».12

Το σημαντικότερο συμπέρασμα όμως είναι ότι στην Αθήνα της έβδομης δεκαετίας

του 19ου

αιώνα δεν φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί ακόμη οι απαραίτητοι όροι

υποδοχής, τόσο της ώριμης ποίησης του Σολωμού, όσο και του κριτικού ιδεαλισμού

του Πολυλά. Και τα δύο, όπως παρατηρεί ο Δ. Αγγελάτος, «“έθεταν” ακριβώς στον

αθηναϊκό ορίζοντα προσδοκιών το κρίσιμο ερώτημα αν μπορούσε να υπάρξει

ποιητικό έργο συνθετικών προδιαγραφών “αποσπασματικό”, “φιλοσοφημένο”

(στηριζόμενο σε φιλοσοφικές και αισθητικές αρχές), με ισορροπία μεταξύ

“εμπνεύσεως” ή φαντασίας και “διανοίας” […], μορφής και περιεχομένου και, τέλος,

με λογική συνοχή των μερών που το αποτελούσαν […]. Γι’ αυτό και έμειναν έξω από

τον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό ορίζοντα των προσδοκιών της Αθήνας, ενώ κάτι

τέτοιο δεν ίσχυε για τα προηγούμενα έργα, τα οποία ήταν αποδεκτά και επαινετέα».13

9 Αυτόθι, σελ. 225. 10 Αυτόθι, σελ. 226. 11 Βλ. τα «Προλεγόμενα» του Πολυλά στο Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, επιμέλεια –

σημειώσεις: Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 20028 (1η: 1948), σελ, 42. 12[William Shakespeare], Αμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου, έμμετρος μετάφρασις Ιακώβου Πολυλά,

εισαγωγή Δημήτρης Πολυχρονάκης, Κριτικαί Παρατηρήσεις Γεώργιος Καλοσγούρος, φιλολογική

επιμέλεια Μάρα Γιαννή, Ιδεόγραμμα, 2008, σελ. 14 και τη σημ. 10. 13 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 10.

Page 29: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

29

Αν, λοιπόν, στο ένα πεδίο πρόσληψης – το αθηναϊκό – δεν έχει συντελεστεί

για την ώρα η αναγκαία (κατά Jauss) «μεταβολή», στην άλλη μήτρα υποδοχής, τα

Επτάνησα, οι «τύχες» του Σολωμού είναι κάπως διαφορετικές. Εκεί έχει διαφανεί,

ήδη από νωρίς, μια κεντρομόλος ροπή, αρχικά προς το πρόσωπο του ίδιου του ποιητή

και, αργότερα, με κέντρο εντονότερης συσπείρωσης τον επιφανέστερο των μαθητών

του, τον Πολυλά. Ανεξάρτητα από τη διαφιλονικούμενη σύμπνοια ή την αδιατάρακτη

ομοιογένεια της λεγόμενης «Επτανησιακής Σχολής»,14

είναι γνωστό ότι «ένας φιλικός

κύκλος σχηματίζεται νωρίς γύρω από τον Σολωμό στη Ζάκυνθο, κύκλος μέσα στον

οποίο ο νεαρός κόντες, αν δεν είναι ακόμα ο σεβαστός Δάσκαλος, είναι ωστόσο ο

δημιουργικότερος εκφραστής μιας σειράς κοινών επιδιώξεων […]. Αλλά το

πρόβλημα είναι διαχρονικό: σε τι βαθμό τελικά οι Επτανήσιοι λογοτέχνες

κατορθώνουν ν’ αφομοιώσουν το δίδαγμα του Σολωμού και, το σπουδαιότερο, να

παρακολουθήσουν την πορεία του, κυρίως την κερκυραϊκή του εξέλιξη;»,15

διερωτάται ο Παν. Μουλλάς και επισημαίνει: «Ας μην ξεχνάμε ότι το σολωμικό έργο,

και μάλιστα το έργο της τελευταίας περιόδου, είναι στο μεγαλύτερο μέρος του

άγνωστο ως το 1859 (έκδοση Πολυλά) και ότι, στο διάστημα αυτό, η επτανησιακή

ποίηση εξελίσσεται, όταν εξελίσσεται, σχεδόν μακριά και ανεξάρτητα από τις όψιμες

αναζητήσεις του ποιητή των “Ελεύθερων Πολιορκημένων”».16

Παρόλα αυτά η

επτανησιακή γενιά που διαδέχεται τον Σολωμό και καλείται να υποδεχτεί το

καινοφανές του έργο, τόσο εξαιτίας της εγγύτητας και των στενών – προσωπικών –

δεσμών της με τον ποιητή, αλλά και χάρη στην συντονισμένη καθοδήγηση του

Πολυλά, θα χειριστεί την έκπληξη που προκάλεσε η έκδοση των Ευρισκομένων με

τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι η ομόλογή της στην Αθήνα. «Το κύριο διακριτικό της

γνώρισμα», υπενθυμίζει ο Ευρ. Γαραντούδης, «φαίνεται ότι ήταν η απόλυτη

αφοσίωση των μαθητών στο δάσκαλο. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι Επτανήσιοι

κριτικοί, στη διάρκεια πια του 20ού

αιώνα, διατήρησαν αγλαή την ανάμνηση των

μαθητών του Σολωμού ως ανθρώπων που έταξαν ως σκοπό της ζωή τους να

υπηρετήσουν τη μνήμη και το έργο εκείνου».17

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν αποσκιρτήσεις από τον

πολυλαϊκό κανόνα. Αν και στην πλειονότητά τους οι επτανήσιοι λογοτέχνες και

14 Για την αμφισβήτηση του γραμματολογικού σχήματος της «Επτανησιακής Σχολής» βλ.

Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., (και κυρίως το πρώτο κεφάλαιο, σελ. 23-166). 15 Παν. Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Σοκόλης, Αθήνα, 1994, σελ. 37-38. 16

Αυτόθι, σελ. 38 17 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 162-163.

Page 30: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

30

κριτικοί της μετασολωμικής εποχής συμμερίζονται την εκτίμησή του Πολυλά για την

αξία του σολωμικού έργου ειδικά, και αντιλαμβάνονται, γενικότερα, τη διαφύλαξη

της λογοτεχνικής παρακαταθήκης του εθνικού ποιητή ως κατεξοχήν επτανησιακή

υπόθεση, είναι σαφές ότι «δεν αντιλαμβάνονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο ποιος ήταν ο

ορθός δρόμος για τη διαχείριση και την αξιοποίησή της».18

Οι φανερές ή

λανθάνουσες εντάσεις που εκδηλώνονται κατά καιρούς στα ενδότερα της

επτανησιακής παράταξης επιτείνονται διαρκώς και από έναν άλλο, κρίσιμο

παράγοντα: την προοδευτική σμίκρυνση της πολιτισμικής απόστασης ανάμεσα στην

Ιόνιο Πολιτεία και Αθήνα. Η έκδοση των Ευρισκομένων (1859) άλλωστε προηγείται

μόλις μια πενταετία από το επίσημο όριο σύγκλισης των δύο οριζόντων: την ένωση

των Επτανήσων με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1864). Από το συμβατικό αυτό

σημείο και ύστερα, ό,τι ακολουθεί είναι η προϊούσα συρρίκνωση του επτανησιακού

ορίζοντα και η σταδιακή απορρόφησή του από τον αθηναϊκό. Απέναντι στα

απαραγνώριστα σημάδια της παρακμής και του επερχόμενου πνευματικού μαρασμού,

η διαφύλαξη της σολωμικής ποίησης μετατρέπεται για τους φυσικούς κληρονόμους

του Σολωμού σε ασφαλιστική δικλείδα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς τους, της

ίδιας της «επτανησιακότητάς» τους.19

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ευνόητο είναι

ότι η υποβόσκουσα ενδο-επτανησιακή αντίθεση εκδηλώνεται δυναμικά κάθε φορά

που οι «φορείς του αφομοιωτικού ρεύματος» αποστατούν από την αισθητική και

ερμηνευτική γραμμή Πολυλά.20

Στην πραγματικότητα όμως ο «αριστοκρατικός»21

και απαιτητικός κριτικός λόγος του τελευταίου, εκτοπισμένος τελικά στην

περιφέρεια, μακριά από το λογοτεχνικό κέντρο του ελληνισμού, θα περιπέσει στην

«αφάνεια» και θα παραμείνει ουσιαστικά αδρανής για περισσότερο από δύο

18 Αυτόθι, σελ. 163. Στην ίδια κατεύθυνση ο Θ. Πυλαρινός σημειώνει: «Γεγονός είναι ότι ο Ι. Πολυλάς

[…] ασκούσε καταλυτική επιρροή, που έθετε εκποδών κάθε απόπειρα νόθευσης των σολωμικών – και

σε δεύτερη μοίρα των δικών του – αρχών. Ό,τι συνέβη επί Δ. Σολωμού με τον Α. Κάλβο, που

ισοδυναμούσε με ανεκδήλωτη περιθωριοποίηση, θα συμβεί με διακυμάνσεις, ανάλογα με το μέγεθος

του διαφαινόμενου κινδύνου, επί της παντοκρατορίας του Ι. Πολυλά: Σπ. Ζαμπέλιος, Αρ. Βαλαωρίτης,

Γ. Μαρτινέλης, Σπ. Δε Βιάζης, λιγότερο ο Ν. Κονεμένος θα τεθούν άτυπα ή επίσημα στο περιθώριο.

[…] Το αξιοπρόσεκτο όμως βρίσκεται στο ότι από τους προαναφερθέντες ουδείς αμφιβάλλει για τη

μεγαλοσύνη του Διονυσίου Σολωμού. ουδείς αμφισβητεί την προσφορά του. Η διαφορά του έγκειται

στη διαφορετική εκτίμηση και αξιολόγηση της προσφοράς αυτής, στη διάκριση φάσεων της ποιητικής

δημιουργίας του και στην απόρριψη ή υπονόμευση της κερκυραϊκής φάσης. Ή, ακόμη, στη διατύπωση

αμφιβολιών για τις γλωσσικές θέσεις του, που είτε θα τις ήθελαν ορισμένοι ηπιότερες προς την

καθαρεύουσα, είτε τις θεώρησαν ασθενικές και περιορισμένης εμβέλειας. Και πάλι όμως ουδείς αρνήθηκε συλλήβδην ή διαρρήδην τη γλωσσική προσφορά του». Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή

Σχολή, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 109-110. 19 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 165 20 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 18. 21

Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Παλαμά: «αριστοκρατικώτερον το του Πολυλά [ενν. το έργο, σε

σχέση με το αντίστοιχο του Βαλαωρίτη]». Η φράση παρατίθεται από τον Αγγελάτο. Αυτόθι, σελ. 77.

Page 31: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

31

δεκαετίες.22

Τουλάχιστον μέχρι την εποχή της διπλής ανατίμησης Σολωμού – Πολυλά

από τον Παλαμά.

Ως τότε η Αθήνα, η πολιτική πρωτεύουσα του μετεπαναστατικού κράτους, θα

έχει διεκδικήσει με επιτυχία και την πνευματική πρωτοκαθεδρία. Η έκδοση των

Ευρισκομένων, ωστόσο, τη βρίσκει σε στιγμή εντατικών ζυμώσεων, ιδεολογικών

αναζητήσεων και πολιτικών ανακατατάξεων, «ανάμεσα στα Παρκερικά και στις

αντιοθωνικές κινητοποιήσεις ή […] στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου και των

επαναστάσεων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Χρόνια εντάσεων, συγκρούσεων,

εξορμήσεων ή εξάψεων»,23

ακριβώς στο μεσουράνημα της Μεγάλης Ιδέας, του

ελληνικού ρομαντισμού και των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών.

Ειδικά «στην περίπτωση των ποιητικών διαγωνισμών τα πράγματα φαίνονται

καθαρά: ο κυριαρχικός ρόλος του Πανεπιστημίου αποβαίνει αναγκαίος όχι μόνο από

τις ειδικές συνθήκες του ελληνικού 19ου

αιώνα, αλλά και από την απουσία μιας

παράδοσης αντίστοιχης με την πολιτισμική αποκέντρωση που συναντούμε σε άλλες

χώρες […], ακόμα και από την έλλειψη άλλων οργάνων ή θεσμών εξειδικευμένων

στον έλεγχο της ποιητικής παραγωγής».24

Η Επτάνησος, και ιδίως η Κέρκυρα, που θα

μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτόν τον αποκεντρωτικό ρόλο (το πρώτο ελληνικό

Πανεπιστήμιο, η Ιόνιος Ακαδημία, λειτουργεί ήδη από τα 1824), αρχικά δεν ανήκει

στην περιφέρεια του ελληνικού κράτους. Κι όταν τελικά εντάσσεται σε αυτήν, έχει

πια αρχίσει να χάνει το ζωτικό σθένος που θα της επέτρεπε να τον εκπληρώσει. Από

την άλλη πλευρά, η ανυπαρξία φιλολογικών συλλόγων (το βήμα λ.χ. του

«Παρνασσού» θα είναι διαθέσιμο μόνο αργότερα) και η πρακτική απουσία του

αθηναϊκού τύπου σε συζητήσεις και αναζητήσεις περί «ποιητικής», αφήνει στο

Πανεπιστήμιο τα αποκλειστικά σχεδόν πρωτεία της επίσημης λογοτεχνικής κριτικής.

Η δεδομένη μακροβιότητα των δύο διαγωνισμών (ο Ράλλειος επαναλαμβάνεται κάθε

χρόνο από το 1851 έως το 1860 και ο Βουτσιναίος από το 1862 έως το 1877

αντίστοιχα) καθώς και η επωνυμία μερικών από τους συμμετέχοντες – κριτών και

κρινομένων –, αφενός, πιστοποιεί την εγκυρότητα του θεσμού και, αφετέρου,

μαρτυρά τον καθαρά ρυθμιστικό ρόλο του στην ελληνική λογοτεχνική κίνηση κατά

το τρίτο τέταρτο του αιώνα.

22 «Εργάσθηκα σχεδόν μισόν αιώναν αφανής». Η παραδοχή απαντά σε γράμμα του στον Παλαμά. Την

παραθέτει ο Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ.342. 23

Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 295. 24 Αυτόθι, σελ. 289.

Page 32: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

32

Εξίσου καθαρά διαγράφεται, μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις των κριτών, και ο

αθηναϊκός ορίζοντας προσδοκιών. Τρεις είναι οι άξονες με τους οποίους

«διασταυρώνεται (και συγκρούεται)», κατά την έκφραση του Π. Μουλλά,25

η

πανεπιστημιακή κριτική θεωρία: το ζήτημα της γλώσσας, η ελληνική εκτροπή του

ρομαντισμού και ο επιβεβλημένος κανόνας της αληθοφάνειας.

Για την ακρίβεια, όταν ο πρώτος αγωνοθέτης, ο Αμβρόσιος Ράλλης,

αποσαφηνίζει τους όρους συμμετοχής στο διαγωνισμό, απαράβατη ρήτρα που θέτει

είναι η χρήση της καθαρεύουσας. Ακόμη κι αν μια δεκαετία αργότερα, στον δεύτερο

διαγωνισμό, αίρεται ο παραπάνω περιορισμός (μπορούμε να υποθέσουμε εδώ την

παρέμβαση του επτανησιακής καταγωγής Ιωάννη Βουτσινά), θα χρειαστούν πολλά

χρόνια μέχρι να εγκαταλείψει – αν εγκαταλείπει – η πανεπιστημιακή κριτική τις

γλωσσικές της θέσεις. Εκείνο όμως που προπάντων απαιτεί είναι «γλώσσαν καθαράν,

άμικτον, και γνησίαν» (στο πρότυπο του Ζαλοκώστα) δημοτική ή καθαρεύουσα

(θεωρητικά αδιάφορο), αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται «κακόζηλα» και

«ανούσια» κράματα, γλωσσικές ακρότητες, απιθανότητες και διασταυρώσεις. Ο

κανόνας είναι ρητός: «οι γλώσσες οφείλουν να διατηρούν την αυτοτέλεια των

λογοτεχνικών ειδών».26

Το ζήτημα της γλώσσας όμως δεν είναι το κύριο θέμα που αναλαμβάνουν

αυτόκλητα να λύσουν οι πανεπιστημιακοί κριτές. Το σοβαρότερο πρόβλημα, που

απαιτεί και δραστικότερα μέτρα, είναι ο ρομαντισμός και μάλιστα η, πλειοδοτική

στην υπερβολή, ελληνική εκδοχή του. Ακραίος, αλλότριος και πεισιθάνατος, ο

ελληνικός ρομαντισμός «βιώνεται ως διάχυτη απειλή που υπονομεύει την ελληνική

κοινωνία στο σύνολό της […], ως ξενόφερτη προσπάθεια ανατροπής όλων των

ισορροπιών. Η εισβολή του σημαίνει ταυτόχρονα εισβολή του ψεύδους και των

ξένων ηθών. Η ύπαρξή του εξηγεί και υποθάλπει όλες τις αντικαθεστωτικές

ενέργειες, όλες τις αντικοινωνικές συμπεριφορές (αυτοχειρίες, παραφροσύνες,

βιαιότητες κλπ.). Το ανησυχητικότερο σύμπτωμα: η νεολαία είναι μαζί του».27

Επομένως πρέπει άμεσα να καταπολεμηθεί σε κάθε εκδοχή του, είτε αυτή είναι

βυρωνική, είτε λαμαρτινική, ή ακόμη και γερμανική. Από αυτό το σημείο και ύστερα,

τα διαχωριστικά όρια που χαράσσονται είναι σαφή. Από τη μια πλευρά η νεανική

«μελαγχολία και εξέγερση» των κρινομένων, σε όλη της την ορμή: «θρηνολογίες και

25 Εδώ, όπως και παρακάτω, ακολουθώ τις υποδείξεις του. Αυτόθι, σελ. 279-330. Βλ. επίσης

Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 15-71. 26

Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 306, από όπου και τα παραθέματα των Κρίσεων. 27 Αυτόθι, σελ. 307.

Page 33: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

33

θανατόφιλοι απελπισμοί, προκλητικά εγκώμια της αυτοκτονίας, της τρέλας, της βίας

ή των αιμομεικτικών σχέσεων, ασεβείς επιθέσεις κατά του χριστιανισμού»,28

κάθε

είδους καθεστωτισμού κ.ο.κ. Και από την άλλη πλευρά, η αναμενόμενη, μάλλον,

περιχαράκωση των κριτών στη δοκιμασμένη ισορροπία του κλασικισμού ή

νεοκλασικισμού: αυστηρή διάκριση των ειδών και αυτοτέλεια των μορφών,

επιμελημένη στιχουργία και προσεκτική σύνθεση των μερών (με διακριτή αρχή, μέση

και τέλος), επαναπροσανατολισμός της ποίησης στη συμβατική (ελληνική) ηθική και,

κυρίως, απαρέγκλιτη προσαρμογή στην αριστοτελική επιταγή περί του «εικότος» και

του «αναγκαίου», που επιστρατεύεται για να αναχαιτίσει τα επικίνδυνα παρελκόμενα

του ρομαντισμού. Ο δηλωμένος στόχος της πανεπιστημιακής πολεμικής είναι να

περιοριστούν με κάθε τρόπο οι υπερβολές, τα «ψεύδη», οι παραδοξολογίες, οι

απιθανότητες και οι οθνείες μεταφυσικές διολισθήσεις του ελληνικού ρομαντισμού

και να τιθασευτεί η «αχαλίνωτος» φαντασία των νεαρών ποιητών. Ο κανόνας είναι

και πάλι ρητός: αποκατάσταση της διασαλευμένης τάξης και λογικής, που είχε

επικίνδυνα ανατραπεί με την «καθαίρεση του αληθινού, του φυσικού και του

πραγματικού»,29

και υποταγή της ποιητικής γραφής στον, αριστοτελικών

προδιαγραφών, νόμο της αληθοφάνειας.

Στην Αθήνα, λοιπόν, της εποχής των πανεπιστημιακών ποιητικών

διαγωνισμών συνταγογραφούνται οι οδηγίες μιας ορισμένης «ποιητικής» και

στεγανοποιείται ένας σαφώς προσδιορισμένος αισθητικός ορίζοντας: γλώσσα, κατά

προτίμηση, καθαρεύουσα ή αμιγώς δημοτική (κατάλληλη μόνο για τα δημώδη

συνθέματα), «συμβατότητα μορφής-περιεχομένου, έλεγχος της φαντασίας, αντι-

ρομαντικό πνεύμα, έργα χωρίς αισθητικές ή φιλοσοφικές προϋποθέσεις,

ολοκληρωμένα έργα, που συνοψίζονται στον κανόνα της […] αληθοφάνειας, στην

απαίτηση δηλαδή […] να υπακούουν στη λογική και φυσική τάξη των πραγμάτων».30

Αν αυτές είναι οι συμπαγείς γραμμές «αντίστασης» που, σύμφωνα με τον

Jauss, οριοθετούν τον ορίζοντα προσδοκιών, ο βυρωνικός «Λάμπρος» είναι στην

πραγματικότητα το μόνο σολωμικό κείμενο που θα μπορούσε να προκαλέσει ρωγμές

πριν την έκδοση Πολυλά. Η επιλεκτική δημοσίευσή του (από τον ίδιο τον Σολωμό, το

1834) είχε περάσει απαρατήρητη και επομένως δεν άλλαζε ουσιαστικά «την ενιαία

28 Αυτόθι, σελ. 308. 29

Αυτόθι, σελ. 307. 30 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 10.

Page 34: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

34

[…] εικόνα του αθηναϊκού κοινού για τον ποιητή του “Ύμνου”».31

Στα 1853 τα

δημοσιευμένα αποσπάσματα επανεκδίδονται στη Ζάκυνθο αυτοτελώς και σχεδόν

ταυτόχρονα δημοσιεύεται στην Αθήνα η μελέτη του Κυθήριου Εμμανουήλ Στάη, με

τίτλο Κριτική. Ο Λάμπρος του Σολωμού. Ο πρώτος επτανήσιος σολωμιστής, αφού

υπερασπιστεί τις γλωσσικές επιλογές του Σολωμού και διατρέξει το κείμενο από

στίχου εις στίχον, θα καταλήξει εμφατικά σε τρία σημεία: στη γλωσσική ευθυκρισία

του ποιητή (χάρη στην οποία – κατά τη γνώμη του – λύνεται αυτόχρημα το γλωσσικό

ζήτημα), στον γνήσια ελληνικό χαρακτήρα του έργου και στην προφανή ηθική του

διάσταση.32

Η προαποφασισμένη αποσπασματικότητα του «Λάμπρου»33

δεν κινεί

υποψίες και παρακάμπτεται με μια υπαινικτική αναφορά, «το φιλοσοφικό υπόβαθρο

του Σολωμού», που είναι σε θέση να αναγνωρίζει πολύ καλά ο εγελιανός Στάης, «δεν

είναι παρά εμμέσως – και μόνο για τους μυημένους – παρόν»34

ενώ η ειδοποιός

ιδιότητα του «Λάμπρου», η κατεξοχήν ρομαντική «ποιότητα» του «δαιμονιακού

υψίστου»35

δεν ανιχνεύεται. Ο Δημ. Αγγελάτος διαβλέπει στη στοχευμένη

προσέγγιση του Στάη (θεμελιωμένη στον άξονα της γλώσσας και, με περισσότερη

επιτυχία, της ελληνικής ηθικής) μια συνειδητή προσπάθεια να παρουσιαστεί «ο

ώριμος Σολωμός […] χωρίς να παραβιάζεται»36

ο κανόνας της ποιητικής που μόλις

είχε θέσει η πανεπιστημιακή κριτική. «Η νέα πληροφορία» που κομίζει ο «Λάμπρος»

προσαρμόζεται στις «οικείες προσδοκίες»37

και οι πτυχές που θα μπορούσαν να

προκαλέσουν ρήγματα στον ορίζοντα αποσιωπούνται. Πρόδηλος στόχος αυτής της

παρελκυστικής τακτικής είναι να πραγματοποιηθεί η «δεύτερη μεταβολή» του

ορίζοντα σταδιακά, ομαλά, και ελεγχόμενα: με την προσωρινή αναχαίτιση τυχόν

31 Αυτόθι, σελ. 23. 32 Το συμπέρασμα είναι ότι «εις αυτό το μικρό του ποίημα, ή, καλλίτερα, κομμάτι ποιήματος, ευρίσκεται το ζήτημα τση γλώσσας λυμμένο τωόντι ευτυχέστατα» – οι λύσεις προβλέπουν γλωσσικό

εξευγενισμό, ευκινησία ανάμεσα στην αρχαία και τη δημοτική και ελευθερία στη χρήση των τύπων

«όπου η τέχνη το ζητεί απόλυτα». Ακόμη «ενταυτώ, αυταίς η λίγαις στροφαίς, ακόμη κι από την

ιστορικήν έποψι θεωρούμεναις, […] σε κάνουνε ν’ ακούς εκεί μέσα τη θρησκεία σου, τα ήθη σου, […]

μ’ ένα λόγο, την ουσία της ζωής σου». Και «τέλος πάντων, και ηθικώς θεωρούμενη αυτή η ποίησις

εμπνέει φρίκη αλησμόνητη του κακού – κ’ είναι λοιπόν ουσιωδώς ο ύμνος της αρετής». Σολωμός,

Προλεγόμενα Κριτικά Στάη – Πολυλά – Ζαμπέλιου, επιμέλεια Α. Θ. Κίτσος-Μυλωνάς, επίμετρο Νίκος

Καλταμπάνος, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004, σελ. 35-36. 33 Ο Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» μεταφέρει την απόφαση του Σολωμού ότι «ο Λάμπρος θα μείνει

απόσπασμα». Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 28. 34 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 24. 35 Στέφανος Ροζάνης, Το δαιμονιακό ύψιστο. Δοκίμιο για τον Δ. Σολωμό, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1976, σελ. 24. Η Γυναίκα της Ζάκυθος, ομόλογη από αυτή την άποψη με τον «Λάμπρο», θα

παραμείνει άγνωστη ως την δημοσίευσή της από τον Κ. Καιροφύλλα, το 1927. Βλ. ενδεικτικά

Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια – εισαγωγές: Στυλιανός Αλεξίου, Στιγμή,

Αθήνα,1994, σελ. 32-35. 36

Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 40. 37 Αυτόθι, σελ.24.

Page 35: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

35

αρνητικών αντιδράσεων και την προσεκτική φιλοτέχνηση των όρων υποδοχής – και

αποδοχής – του ώριμου σολωμικού έργου.

Παρόμοια «διαμεσολαβητική στρατηγική» ακολουθεί (σύμφωνα πάντα με τον

Αγγελάτο) και ο πρωταγωνιστής μιας «περίεργης αντίφασης»38

γύρω από την ποίηση

του Σολωμού, ο Λευκάδιος Σπ. Ζαμπέλιος. Στις αρχές του 1857 δημοσιεύει στο

γαλλόφωνο αθηναϊκό περιοδικό Le Spectateur de l’ Orient, μια μελέτη, η οποία

μαρτυρεί τη μερική εξοικείωσή του με ανέκδοτα ακόμη έργα του ποιητή (πιθανόν με

τους Ελεύθερους Πολιορκημένους). Τα στοιχεία που εξαίρονται εδώ είναι η

καλλιεργημένη δημοτική γλώσσα του Σολωμού (την οποία ο Ζαμπέλιος θεωρεί

καλλιτεχνικό προβιβασμό της γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών), η γνήσια και

βαθιά βιωμένη συνείδηση της έννοιας του εθνικού και η υποταγή της ποιητικής ιδέας

στην έννοια του πραγματικού, του φυσικού και του αληθινού. Για την ώρα «η

επιτομή της ποιητικής τέχνης του Σολωμού […] “συστήνεται” στο αθηναϊκό

(γαλλόφωνο) κοινό με όρους […] οι οποίοι δεν αφίστανται της δεσπόζουσας

πανεπιστημιακής κριτικής των Διαγωνισμών, αποδίδουν ωστόσο το ιδιαίτερο στίγμα

των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού περιεκτικότερα και

αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι γινόταν με τη μελέτη του Στάη».39

Τουλάχιστον έτσι αντιλαμβανόταν τα πράγματα ο Ζαμπέλιος την εποχή

περίπου που έγινε γνωστός ο θάνατος του ποιητή στην Κέρκυρα,40

δηλαδή, όταν

ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως ο ιδιότυπος μεγαλοϊδεατισμός του, δεν είχε

συστηματοποιηθεί η «ιστοριονομία» του και πριν έρθει σε οριστική ρήξη με το

«σολωμικό κύκλο». Κυρίως όμως, πριν λάβει γνώση των «οψιγενεστέρων προϊόντων

της διανοίας»41

του Σολωμού. Η έκδοση των Ευρισκομένων (και, σε μεγάλο βαθμό,

τα «Προλεγόμενα» του εκδότη), δύο χρόνια αργότερα, τον εξωθεί σε μία

εντυπωσιακή αναδίπλωση που καταγράφεται σχεδόν ακαριαία στη μελέτη του Πόθεν

η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως (1859). Το απογοητευτικό

θέαμα των ποιητικών θραυσμάτων της έκδοσης Πολυλά τροφοδοτεί την

απροκάλυπτη αντισολωμική αντίδραση (που απηχεί τη γνωστή σχετλιαστική ρήση

του Βαλαωρίτη): η απομάκρυνση του Σολωμού από το ελεγειακό κλίμα της πρώιμης

38 Γ. Γ. Αλισανδράτος, «Περίεργη αντίφαση του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου για την ποίηση του Σολωμού (Πρόδρομη ανακοίνωση)», περ. Η Λέξη, τχ. 142, αφιέρωμα στον Δ. Σολωμό, Νοέμβριος-Δεκέμβριος

1997, σελ. 730-741. 39 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 39. 40 «Ενάμιση μήνα μετά το θάνατο του ποιητή», γράφει ο Αγγελάτος (Αυτόθι, σελ. 35), «λίγες μέρες

πριν από το θάνατο του Σολωμού» γράφει ο Πολυχρονάκης (ό.π., σελ. 168). 41 Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 161.

Page 36: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

36

ζακυνθινής περιόδου και η «αυτομόλησις […] προς τον ετεροούσιον και

αλλοτύπωτον Γερμανισμόν»42

διέψευσε τις ελπίδες του έθνους. Σύμφωνα με την

κριτική «δευτερολογία» του Ζαμπέλιου, ό,τι προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρετή

της σολωμικής γραφής (στο αξιολογικό τρίπτυχο: δημοτική γλώσσα, ελληνικό ήθος

και αληθοφάνεια), τώρα διαστρέφεται κάτω από την ισχυρή επίδραση του ιοβόλου

γερμανικού ρομαντισμού: «ο μυστικισμός, εμβολιασθείς άπαξ εν τη φαντασία του

ποιητού, διείρπησεν εις πάσαν έμπνευσιν αυτού, καθώς διέρπει δηλητήριον εις τας

φλέβας […], επέφερε, κατ’ αρχάς μεν την νάρκωσιν, βαθμηδόν δε και την αφορίαν

της μεγαλοφυΐας».43

Ο κριτικός λόγος του Ζαμπέλιου επανέρχεται επίμονα σε

μεταφορές (όπως: «ομιχλώδης μυστικισμός», «λαβυρινθώδης» ή, αλλού,

«αινιγματώδης καλλολογία»[sic]),44

προκειμένου να περιγράψει ανάγλυφα τη

σύγχυση της σολωμικής έμπνευσης και την ολοκληρωτική παράδοση του ποιητή στις

ρομαντικές μυστικιστικές αναζητήσεις του. Το βαρύ τίμημα της όψιμης

«μεταφυσικομανίας»45

του Σολωμού είναι, σύμφωνα με τον Λευκάδιο κριτικό, η

απώλεια ελέγχου της ποιητικής φαντασίας και ο – ανεπίτρεπτος – «αφηνιασμός της

ποιητικής φιλοσοφίας».46

Το αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφικής εκτροπής είναι

προγεγραμμένο: ο ποιητής, οδηγημένος από την «απολελεγμένη μούσα» του,47

αναλαμβάνει το παράτολμο (και τελικά ατελέσφορο) έργο να εκφράσει τα υψιπετή

διανοήματα του γερμανικού ιδεαλισμού στην προσγειωμένη και ποιητικά

ακατέργαστη (άρα εντελώς ακατάλληλη) ακόμη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού.

Ό,τι προκύπτει συνιστά διολίσθηση σε αλλότρια ήθη (ποιητικές «τερατογενέσεις»,

όπως ο «Λάμπρος»)48

και κατάφωρη παραβίαση της συμβατότητας μορφής-

42 Αυτόθι, σελ. 172. 43 Αυτόθι, σελ. 177. (Υπογράμμιση Ζαμπέλιου). 44 Αυτόθι, σελ. 172-173. 45 Αυτόθι, σελ. 185. 46 Αυτόθι, σελ. 173, σημ. 1. 47 Αυτόθι, σελ. 181. 48 Στον αντίποδα των διαπιστώσεων του Στάη, ο Ζαμπέλιος παρατηρεί:

«Πώς πρέπει να ονομάσωμεν τον Λάμπρον, άρα δοκίμιον αξιόλογον ή μάλλον ακέφαλον και άπουν

αποκύημα του ρομαντικού μυστικισμού, επί γης ελληνίδος αποτεχθέν; Ίσως προς την λάμψιν ταύτης

της ιδέας, ήτις ανενσάρκωτος απέμεινεν εις τον εγκέφαλον του ποιητού, ίσως αμφότερα αρμόζουσι τα

χαρακτηρίσματα.» (Αυτόθι, σελ. 174).

«Αλλά, και τοι σεσαρκωμένον το σχέδιον υπό μυθοποιητικήν περιωπήν, και περ ελληνιστί

γεγραμμένον, και τοι ποιούν ελληνικών εθίμων και πράξεων επίδειξιν, όμως ελληνικής Μούσης προϊόν δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό.

Τούτο δε λέγων, δεν αποβλέπω προς τ’ αχλυώδη νοήματα, όσα ενεισρέουσιν εν τω Λάμπρω εκ τινος

επιτετηδευμένης ποιητικής επινοήσεως, ούτε προς τον ξένον στίχον, ούτε προς την γλώσσαν, πού μεν

χυδαίαν και ιδιώτιδα υπέρ το δέον, πού δε αριστοκρατικήν την έμφασιν και την φιλοσοφικήν αξίωσιν.

Αποβλέπω προ πάντων και κατ’ εξοχήν προς τι ουσιωδέστερον. Λέγω, ότι ο Λάμπρος δεν είναι

ελληνικής εμπνεύσεως προϊόν, διότι ούτε τον μύθον έχει ελληνικόν, ούτε τα ήθη.

Page 37: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

37

περιεχομένου (π.χ. στις παραληρηματικές ηρωίδες των Ελεύθερων Πολιορκημένων).49

Απέναντι σε αυτή την ποίηση, την ηθελημένα ερμητική, σκοτεινή και δύσκολη, ο

Ζαμπέλιος δεν διστάζει να δηλώσει επανειλημμένα την ανα-γνωστική ανεπάρκειά

του: «εννοώ, δηλαδή, ή ολίγον, ή ουδέν».50

Αν, ωστόσο, ληφθεί υπ’ όψιν η «εξαιρετικά δυσμενής υποδοχή των

Ευρισκομένων»,51

η ασυνήθιστη ομολογία του Ζαμπέλιου,52

στην πραγματικότητα

εκφράζει πιστά τη διάχυτη εντύπωση που προκάλεσε η έκδοση του ώριμου

σολωμικού έργου. «Θα λέγαμε μάλιστα με βάση τον ερμηνευτικό ορίζοντα της

εποχής ότι ο ισχυρισμός του Πολυλά για την “αδιάκοπη πρόοδο” του Σολωμού

αντιβαίνει προς το κοινό αίσθημα, το οποίο μάλλον κλίνει προς τη γνώμη του

Ζαμπέλιου για την ποιητική αποτυχία του Σολωμού. Στην εποχή των Ευρισκομένων ο

Και εξηγούμαι.

Ο μύθος του ποιήματος εμπεριγράφει εις διάλεκτον ελληνικήν, εις ύφος αγοραίον, εις σχήμα

δημοτικώτατον, έν των φρικωδεστέρων κακουργημάτων. την παρθενοφθορίαν θυγατρός, και τας

συνεπείας της παρανομίας ταύτης. Ιδού ο στρόφιγξ των δραματιζομένων ηθών!

Αλλ’ είναι τάχα απόρροια της ελληνικής κοινωνίας τοιούτος μύθος; Κακουργήματα παρόμοια είναι

άρα ίδια της απλοϊκής, και οιονεί μοναστικής διαίτης, εν η προ αιώνων πολλών ανετράφη ο ημέτερος

λαός; Δεν είναι μάλλον αυτά γνωρίσματα κοινωνίας άλλης, ήδη προβεβηκυίας εις κακοήθειαν, εις

ηθικήν τηκεδόνα και διαφθοράν, γνωρίσματα, εις έποψιν των οποίων φρίττει το κοινόν της πατρίδος

μας αίσθημα, προς έκφρασιν των οποίων αυτή η ημετέρα γλώσσα αρνείται την βοήθειάν της; Και

αφετέρου, τάχα εξήντλησεν η εθνική ποίησις απάσας τας συγκινήσεις, όσαι πηγάζουσιν εκ της εξεικονίσεως του απλού έρωτος, όπως και ημείς κατά μίμησιν δυτικών τινων ποιητών ορμηθώμεν

όμμασι τυφλοίς προς τους έρωτας τους παρά φύσιν, προς την τερατογραφίαν της αιμομιξίας; Η οδός,

κατωφερής και κρημνώδης σφόδρα». Αυτόθι, σελ. 175-176. 49 Καταδεικνύεται δηκτικά η απιθανότητα των γυναικείων πορτρέτων, ως απόρροια διανοητικής

σύγχυσης και ως αιτία της ποιητικής αφασίας:

«Πλην του Λάμπρου, και τινων ετέρων τεμαχίων, ναι μεν τετορνευμένων και περισσώς

απωνυχισμένων, όμως ασυναρτήτων, πλην τινων σχεδιασμάτων, οσαύτως αποπνεόντων οσμήν

γερμανικού πανθεϊσμού, οσαύτως σκιαγραφούντων πρόσωπα, αινιγματώδη έχοντα και τον λογισμόν,

και το είδος, και την ομιλίαν, ναι, πλην ολίγων τινών ασυρράπτων σκιαγραφημάτων, την αυτομολίαν

προσμαρτυρούντων του λυρικού, ουδέν η απολελεγμένη μούσα του Σολωμού άφησεν εις κληρονομίαν

ολομελές και πλήρες επικόν δοκίμιον» (Αυτόθι, σελ. 181). «Γινομένου λόγου περί προσώπων, […] έχομεν και ετέραν Σουλιώτισσαν, ησυχή φιλοσοφούσαν,

αταράχως εν μέσω του πυρός οραματιζομένην και πλατωνίζουσαν. Ανιπτόπους, σκορδοφάγος

Σουλιώτισσα, εφαρπαζομένη εις υπερκοσμίους Πετραρχικάς οπτασίας! Ιδού Τέχνης μυστήριο! […]

Ενθυμείται πας έκαστος το σύντομον, όμως θελκτικόν εκείνο ελεγείον του Σολωμού, όπου η

Βοσκούλα κάθεται και κλαίει τον θάνατον του ποιμένος εραστού της. Ιδού υπό ποίον σχήμα εξωδηκός

επέτυχε το μυστήριο της Τέχνης να μεταμορφώση εν τω φανταστικώ του ποιητού το σεμνόν και

απεριττόλογον πρόσωπον της Βοσκούλας αυτής, λαβούσης ηρωίδος ένδυμα. […] Πού η παρθενία της

εμπνεύσεως; Πού το εύρουν, και αγνόν, και δροσερόν της καθομιλουμένης γλώσσης;

Ακούω μεν ρυθμικήν αρμονίαν, ακούω συνδρομήν ευφώνων λέξεων, οσφραίνομαι συγκεχυμένην τινά

λυρικήν ευωδίαν, αλλ’ ενώ τείνω την χείρα προς το άνθος, η μαγεμένη του άνθους σκιά γίνεται

άφαντος. Εννοώ, δηλαδή, ή ολίγον, ή ουδέν. – Ανεκτόν μεν εν τη θεολογία το σκοτεινόν, αλλά

γριφολογία εν τη Ποιήσει, εξαιρέτως εν τη Δημοτική! […]». Αυτόθι, σελ. 181-182, σημ. 1. 50 Βλ. ενδεικτικά, Αυτόθι, σελ. 182, σημ. 1. 51 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 168. 52 Κριτική αυτοχειρία θα τη θεωρήσει αργότερα ο Πολυλάς: «Αλλά, “εννοώ” λέγει ο Επικριτής “ή

ολίγον ή ουδέν”. Και πώς ο αυτοχειροτόνητος “απαθής της εθνικής φιλολογίας θεράπων” εις την

επίκρισιν αυτών και άλλων “ασυναρτήτων τεμαχίων” παραβλέπει την κατάστασιν των χειρογράφων,

από τα οποία έγινε η κερκυραϊκή έκδοση;». Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 214.

Page 38: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

38

Ζαμπέλιος μάλλον συνιστά τον κανόνα και ο Πολυλάς την εξαίρεση».53

Μέσα από

αυτό το πρίσμα η απόκλιση των δύο ερμηνευτικών εκδοχών, τα αντικρουόμενα

συστήματα εσωτερικής ιεράρχησης του σολωμικού έργου (ο Ζαμπέλιος επιλέγει τα

ελεγειακά μέτρα της νεανικής περιόδου και απορρίπτει τα όψιμα έργα, που σαφώς

προκρίνει ο Πολυλάς) και κυρίως η θεαματική μεταστροφή και αναθεώρηση

απόψεων από την πλευρά του Ζαμπέλιου βοήθησαν ώστε «να κανονιστεί [η αρνητική

κριτική του] στα στεγανά και βολικά πλαίσια της αντιπαράθεσης Αθηνών και

Επτανήσου. Έτσι ώστε όταν η όλη στάση του Ζαμπέλιου δεν ανάγεται στην ποιητική

αναισθησία του ή στη μικρόψυχη μνησικακία του ενάντια στον Σολωμό και τον

Πολυλά, αποδίδεται σε ένα είδος αποστασίας από τον σολωμικό κύκλο […], και

προσχώρησής του στο αντίπαλο στρατόπεδο της αθηναϊκής πανεπιστημιακής

κριτικής».54

Ωστόσο μια τέτοια σχηματοποίηση αγγίζει μόνο την επιφάνεια και δεν

συνυπολογίζει την οξύτατη κριτική που άσκησε κατά καιρούς ο Ζαμπέλιος στις

θεσμοποιημένες κατευθύνσεις και πρακτικές των κριτών του Πανεπιστημίου.

Σε ένα δεύτερο, λιγότερο ευδιάκριτο επίπεδο, η απροσχημάτιστη «άρνηση»

του ώριμου Σολωμού συγκαλύπτει τελικά περισσότερες αντιθέσεις απ’ όσες

αποκαλύπτει. «Σύγκρουση προσώπων ή αντιλήψεων; Ασφαλώς και το ένα και το

άλλο», υποδεικνύει ο Παν. Μουλλάς. «Ας μην παραβλέπουμε και τις πεζές

τοπικιστικές αντιθέσεις: ο Ζαμπέλιος διεκδικεί τον Σολωμό της Ζακύνθου, ο

Πολυλάς δικαιώνει τον Σολωμό της Κέρκυρας».55

Όμως στη βάση αυτής της

περίφημης «ποιητολογικής διαμάχης»56

Πολυλά – Ζαμπέλιου λανθάνει η σύγκρουση

δύο παραπληρωματικών φιλοσοφικών συστημάτων: ο εγελιανής προέλευσης

(θετικιστικός) ιδεαλισμός του Ζαμπέλιου απέναντι στον, καντιανής καταγωγής,

σιλλερικό ιδεαλισμό του Πολυλά των «Προλεγομένων».57

Όπως πειστικά παρατηρεί

ο Πολυχρονάκης, «το στοιχείο που προκαλεί τον Ζαμπέλιο είναι η έντονη παρουσία

του Schiller στον συνολικό χαρακτήρα της έκδοσης του 1859»,58

η οποία, από πολλές

απόψεις, απειλεί το δικό του ιστοριονομικό σύστημα, κυρίως με την παραχώρηση

οντολογικής προτεραιότητας στην ποίηση και τη φιλοσοφία, έναντι της ιστορίας και

53 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 168. 54 Αυτόθι, σελ. 169. 55 Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 76. 56 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 172. 57 Αυτόθι, σελ. 191-208. Χαρακτηριστική της κριτικής οξυδέρκεια του Σολωμού, αλλά και των

ενστάσεών είναι η καίρια (και έγκαιρη) παρατήρησή του για τα νεοφανή «μεσαιωνικά» ενδιαφέροντα

του Ζαμπέλιου: «– Καλέ, τι έπαθε ο Σπύρος; έντυσε τον Έγελ με το φελόνι του παπά μας;»

(Παναθήναια, τ. 10, σελ. 323). 58 Αυτόθι, σελ. 192.

Page 39: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

39

της υλικής πραγματικότητας. Στην ουσία η κύρια ένσταση του Ζαμπέλιου κατά των

Ευρισκομένων ήταν η προωθούμενη διαστολή της απόστασης ανάμεσα στην

πραγματικότητα και την ιδέα, με τη συνενοχική σύμπραξη Σολωμού–Πολυλά: ο

Σολωμός εκτρέπεται σε φιλοσοφικές «υπεραιωρήσεις»59

και ο Πολυλάς –

φιλοσοφικώ τω τρόπω – τις ενισχύει και τις νομιμοποιεί. Πάνω σε αυτή τη βάση

συμπλέκονται όλες οι αντιρρήσεις του Ζαμπέλιου. Το αγεφύρωτο χάσμα που

διαπιστώνει ανάμεσα στο ιδεατό και το υπαρκτό, στο περιεχόμενο και στη μορφή,

στην ιδέα και το λόγο και, τελικά, στη γραφή και τη ματαίωσή της είναι αιτίες

απόρριψης και καταδίκης του όψιμου σολωμικού έργου. ή, ακόμη πιο έντονα, με τα

δικά του λόγια, ισοδυναμούν με «ακατανόητον [ποιητική] αυτοχειρία»:60

«ορύξας

λάκκον αναμέσον του υπερβατού νοήματος και της λιτότητος του […] λόγου»,61

«[…] η διαπρύσιος αύτη προσωπικότης εσβέσθη εις τα βάθη της Απολύτου Αληθείας

[…] συνεβυθίσθη μετ’ αυτής εις την άβυσσον!».62

Τη «φιλολογική βλασφημία»63

του Ζαμπέλιου αναλαμβάνει να αντικρούσει –

όπως ήταν αναμενόμενο – ο Πολυλάς, στη μελέτη του Πόθεν η μυστικοφοβία του κ.

Σπ. Ζαμπέλιου; Στοχασμοί (1860). Με προμετωπίδα ένα βιτριολικό σολωμικό

τετράστιχο: «Σε βλέπω πάντα που κυλάς. / Γεια, πες μου, ψίχαλο, που πας; / Πού πας

ομπρός οπίσω; / – Τον κόσμο να φωτίσω»64

προσβάλλει καίρια κι άμεσα την κριτική

παλινωδία του Ζαμπέλιου. Η κατάδειξη της ανυποληψίας του αντιπάλου του θα

συνεχιστεί με την κάθετη αμφισβήτηση της βασικής ανθρωπολογικής αρχής σχετικά

με τη «φιλόθρηνη» διάθεση του ελληνικού λαού (πάνω στην οποία θεμελιώνεται το

ιστορικο-γραμματολογικό σχήμα του Ζαμπέλιου) και θα κλιμακωθεί με την

«ανάδειξη της λανθασμένης “ιστορίας” στην ετυμολόγηση της λέξης “τραγουδώ”»65

και τον εντοπισμό των ανακριβειών και των «ποικίλων στοχαστικών προσαρμογών»

που μετέρχεται ο επικριτής του Σολωμού για να ενισχύσει τα συμπεράσματά του.

Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά παράπλευροι στόχοι της πολυλαϊκής

πολεμικής. Επί της ουσίας, ο Πολυλάς οργανώνει την αντεπίθεσή του,

παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς της αιτιάσεις του Ζαμπέλιου, στο γνωστό

τριαδικό σχήμα: σχετικά με τη γλώσσα, επιμένει στη σολωμική επιταγή για

59 Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 173. 60 Αυτόθι, σελ. 174. 61 Αυτόθι, σελ. 177. 62 Αυτόθι, σελ. 180. 63 Αυτόθι, σελ. 207. Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Πολυλά. 64

Αυτόθι, σελ. 191. 65 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 203.

Page 40: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

40

«ευγενισμό» και καλλιτεχνικό αναβιβασμό της γλώσσας του δημοτικού τραγουδιού

(ζητούμενα που σε καμία περίπτωση δεν απολήγουν στο «σκοτεινόν» και δύσκολο

της σολωμικής γραφής για το οποίο διαμαρτύρεται ο Ζαμπέλιος).66

Όσον αφορά στην

ιθαγένεια των ηθών (και της ηθικής), επισημαίνει ότι η συντριβή και η πτώση του

Λάμπρου για το αποτρόπαιο, αλλά ακούσιο, αμάρτημά του είναι περίπτωση μιας

κατεξοχήν ελληνικής θεοδικίας.67

Όσον αφορά, τέλος, στην υποτιθέμενη απιθανότητα

των σολωμικών πορτρέτων, υπενθυμίζει τις ειδικές συνθήκες κατά τις οποίες

απαθανατίζονται ποιητικά οι «ανιπτόποδες» ήρωες και ηρωίδες των Ελεύθερων

Πολιορκημένων: ό,τι ο Ζαμπέλιος ακυρώνει ως φιλοσοφικό παραλήρημα, ο Πολυλάς

το θεωρεί φυσική και αβίαστη εκδίπλωση τού, υπό κανονικές συνθήκες, ασύλληπτου

και αδιόρατου ανθρώπινου μεγαλείου,68

στη στιγμή, ακριβώς, της ηρωικής

αυθυπέρβασης.69

66 «[…] ο “αναβιβασμός” της γλώσσας δεν συνίσταται ποτέ εις τη συστηματική και αυθαίρετη

τροπολογία των καταληκτικών και συντακτικών αυτής τύπων […], αλλά εις την εκλογή και εις την

τεχνική μόρφωσι της ύλης, εις το ύφος του λόγου». Και αλλού: «όχι, την δημοτικότητα δεν χρεωστεί

να την ζητήση δουλοπρεπώς ο εθνικός ποιητής, περιοριζόμενος εις την “έποψιν των συνήθων και

χρειωδεστέρων αντικειμένων” εις “τα πρόχειρα νοήματα”, αλλά πρέπει να την επιτύχη ελεύθερα, με τη

δύναμι της φαντασίας, του αισθήματος, της ρυθμικής αρμονίας, με το πνεύμα της ζωντανής φωνής,

κατασκευάζοντας ένα κοινό στοιχείον, όπου ο ποιητικός νους συναπαντάται με του έθνους τη

συνείδησι, όχι βέβαια του εξαχρειωμένου όχλου, αλλά του πλέον εκλεκτού μέρους της κοινωνίας. Τοιουτοτρόπως η Τέχνη εκπληρόνει την υψηλήν αποστολή της, “εξυπνώντας την δύναμι των

σκοτεινών αισθημάτων – που θαυμαστά εκοιμούντανε μες της καρδιάς τα βάθη”. (Schiller)

Την απλότητα αυτήν της ποιητικής μορφής, μέσα εις την οποία κρύβεται το βάθος του νοήματος,

εννοούσε ο Σολωμός όταν εσυμβούλευε τον εαυτό του. “ας εργάζεται (το ποίημα αδιάκοπα για την

αληθινήν ουσίαν, αλλά εις τρόπον ώστε να μην το καταλαβαίνουν ειμή οι νόες οι γυμνασμένοι και

βαθείς”. ο ποιητής δεν ήθελε να είναι ακατανόητος εις το πλήθος (ανοησία την οποία του αποδίδει ο Κ.

Ζ.), αλλ’ απόβλεπε εις εκείνην την λεπτότητα της τέχνης, την οποία προσπαθεί να επιτύχη ο αληθινός

καλλιτέχνης, ώστε, ενώ τα πλάσματά του ενεργούν εις το αίσθημα και εις τη φαντασία του πλήθους, η

καλλιτεχνική εργασία να μην ήναι φανερή παρά εις τα πνεύματα τα γυμνασμένα να εμβαθύνουν εις

την πνευματικήν ουσία και εις τους λόγους της τέχνης». Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 203 και 205-

206. 67 «“Ο Λάμπρος” λέγει [ο Ζαμπέλιος] “δεν είναι ελληνικής εμπνεύσεως προϊόν, διότι ούτε τον μύθον

έχει ελληνικόν, ούτε τα ήθη” και από ένα μέρος κολακεύει την φιλοτιμία του ελληνικού λαού, ο

οποίος, κατ’ αυτόν, έζησε προ αιώνων εις μίαν σχεδόν ιδανική χρηστοήθεια, και από το άλλο

παραμορφόνει και τον μύθο και την έννοια του ποιήματος αυτού […] Και τούτο το ποίημα, όπου ο

Χριστιανισμός θριαμβεύει, όπου η συνείδησι με χίλιαις γλώσσαις κραίνει, και σώζει την εξουσία της

και μέσα εις την πλέον σκληρόκαρδη και διεφθαρμένη ψυχή, είναι εις το κριτήριο του νέου Ζοΐλου

σύνθεμα ανήθικον, και ο “ποιητής εβίασε την αιδώ της τέχνης και την αιδώ των ομογενών!”. Η μόνη

αλήθεια είναι ότι αυτός βιάζει την αιδώ της Κριτικής παραμορφόνοντας τα πράγματα όπως

δραματικώτερα ξεθυμάνη τα εθνικά του φρονήματα […]». Αυτόθι, σελ. 210, 211. 68 «Ανάκουστο χυδαϊσμό της Κριτικής» χαρακτηρίζει ο Πολυλάς το σχόλιο του Ζαμπέλιου (σχετικά με

τις γυναικείες μορφές των Ελεύθερων Πολιορκημένων) «πως ο ποιητής ελησμόνησε ότι το πρωτότυπον

ήταν μια “ανιπτόπους και σκορδοφάγος Σουλιώτισσα”. Και καταλήγει: «και δεν εννοεί ο Κριτικός ότι ο ποιητής δεν επαράστησε πρόσωπα “ησυχή φιλοσοφούντα”, αλλά πρόσωπα των οποίων το εσωτερικό

ξεσκεπάζεται φυσικώτατα και δίχως να το θέλουν, αναγκαζόμενα ν’ απαντήσουν εις τα εξωτερικά

κρούσματα, όσα εφευρίσκει ο ποιητής […]». Αυτόθι, σελ. 213. 69 Ο Πολυλάς ακολουθεί πιστά τη σολωμική σκέψη: οι παρακειμενικοί «Στοχασμοί» των Ελεύθερων

Πολιορκημένων υποδεικνύουν ότι, για τον Σολωμό, η στιγμή της Εξόδου ήταν «ο τελευταίος δεσμός

ανάμεσα στον Χρόνο και την Αιωνιότητα (il legame ultimo fra il Tempo e l’ Eternita)», το οριακό

Page 41: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

41

Ο Πολυλάς, ωστόσο, δεν έχει δυσκολία να αναγνωρίσει, στο επίκεντρο της

διαμάχης τους, την πραγματική μομφή του Ζαμπέλιου. Ιδεαλιστής και ο ίδιος,

συμμερίζεται την πίστη του αντιπάλου του στη «φιλοσοφία της ιστορίας», δηλαδή

«στην αντίληψη ότι η ιδέα κυβερνά και υλοποιεί τον εαυτό της στον ιστορικό

κόσμο».70

Μόνο που ο Πολυλάς, παραμένοντας σταθερός στην ερμηνευτική γραμμή

των «Προλεγομένων», δέχεται «τον αισθητικό μετασχηματισμό της ιστορίας»71

μέσα

από την υψηλή ποίηση της ώριμης τέχνης του Σολωμού, ενώ ο Ζαμπέλιος

κατηγορηματικά την αρνείται. Γράφει ο Πολυλάς: «“Η Ελληνική Αναγέννησις δεν

είχε χρείαν ιδανοποιήσεως”, κραυγάζει ο Κ.Ζ. και πάλιν αγανακτεί επειδή ο Σολωμός

ετόλμησε να εκφράση ποιητικώς (Ελεύθ. Πολιορκ. Σχεδ. Γ΄ 1.) ό,τι είναι ακοίμητη

μέριμνα μέσα εις κάθε ελληνική ψυχή, το μέλλον εκείνο προς το οποίον κάθε

αληθινός πατριώτης συνεργάζεται, αγωνιζόμενος χάριν της εθνικής εκείνης ιδέας,

περί της οποίας λαχαρίζει μήπως δεν πραγματοποιηθή ποτέ σύμφωνα με τα ορμήματά

του, με ταις ελπίδες του. […] Όθεν εάν ο ποιητής, ετοιμαζόμενος να ψάλη εκείνους,

οι οποίοι με το αίμα τους άγιασαν τα ερείπια του Μεσολογγιού, και εις τη στιγμή,

οπού η ταπεινή και αθλία πραγματικότης δεν αναλογεί βέβαια με την ατίμητη θυσία,

εάν ο ποιητής εις μίαν αισθητήν εικόνα επαράστησε την ποθουμένην αυτήν

λαμπρότητα του έθνους,

Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,

που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα,

το πλήρωμα του προορισμού του, – τι άλλο έκαμε ειμή έργον ίδιον του αληθινού

εθνικού του φρονήματος, έργον της υψηλής τέχνης την οποίαν αξίως υπηρετούσε;».72

Με αυτόν το τρόπο ο Πολυλάς μπορεί να προβάλλει το Υψηλό «μέσα στο ίδιο το

ιστορικό γίγνεσθαι και συνάμα να παραμένει πιστός στην ανωτερότητα της ποιητικής

φαντασίας, η οποία […] δύναται να απελευθερώνει τον άνθρωπο από την

παθητικότητα των αισθήσεων και την ακινησία του μόνιμα άχρονου παρόντος, χωρίς

να ακυρώνει ή να καταργεί την αισθητηριακή δεκτικότητά του, αλλά και χωρίς να

σημείο όπου συμβάλλονται ο πεπερασμένος, ιστορικός, χρόνος και ο άπειρος, «απόλυτος», χρόνος.

Αυτήν, ακριβώς, την κρίσιμη στιγμή συντελείται η απόλυτη ηρωική υπέρβαση: η επαναστατική

διάζευξη «ελευθερία ή θάνατος» μετασχηματίζεται στη σολωμική σύζευξη «ελευθερία και θάνατος», όπου ο πρώτος όρος ισοδυναμεί και εκπληρώνεται από τον δεύτερο. Βλ. Γιώργος Βελουδής, Διονυσίου

Σολωμού, Οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, ερμηνευτική έκδοση (εισαγωγή, κείμενο, σχόλια), Πατάκης,

Αθήνα, 2006, σελ. 65-69. 70 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 205. 71

Αυτόθι, σελ. 208. 72 Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 215.

Page 42: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

42

“φανατίζει” γεννώντας παράλογες απαιτήσεις»73

και ανεδαφικά μεγαλοϊδεατικά

σχέδια. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε στρέφεται με δριμύτητα ενάντια στον Ζαμπέλιο και

τον προσφάτως ανακαλυφθέντα βυζαντινισμό του, που δεν κάνει «τι άλλο […] παρά

να ναναρίζη το έθνος με βλάσφημα παραμύθια».74

Οι πυκνές καταληκτικές

παρατηρήσεις του Πολυλά είναι δηλωτικές της θέσης και των διαθέσεών του:

«Θαρρώ ότι το “περινοητικόν” εκείνο δημόσιον, προς το οποίον ο ερευνητής του

Μεσαιώνος στρέφεται συχνά με θεληματικά “φαντασικοπήματα” κολακευτικά της

εθνικής φιλοτιμίας, και σύνεργα της δοξομανίας του, θέλει αποβάλη με αγανάκτησι

την περί Σολωμού άδικην επίκρισι, την οποίαν επρόφερε ο αυθάδης και

αυτοκάλεστος της κοινής γνώμης ερμηνευτής, και θέλει εκτιμήσει πρεπόντως ό,τι μας

απόμεινε της διανοητικής κληρονομίας του αοιδίμου, έχοντας προ οφθαλμών ότι ο

έξοχος εκείνος νους εφάνη εις εποχήν, εις την οποίαν “το έδαφος προς οικοδόμησιν

του ναού” δεν είναι, όπως το παρασταίνει ο Επικριτής, “λείον και ομαλόν”. και ότι

όλοι οι βάρβαροι φραγμοί δεν έπεσαν ακόμα, το αποδείχνει τρανότατα με τα

συνθέματά του ο κληρονόμος αυτός του βυζαντινού τύφου και της σοφιστικής

αλαζονείας».75

Ωστόσο, έξω από το περιοριστικό πλαίσιο των άμεσων απαντήσεων του

Πολυλά στον Ζαμπέλιο, οι τελικές επισημάνσεις του πρώτου παρουσιάζουν ειδικό

ενδιαφέρον από την πλευρά της πρόσληψης. Πρώτον, επειδή υπόρρητα προέβλεπε

(δικαίως ή αδίκως) «την αναπόφευκτη διαπλοκή του Ζαμπέλιου με την αθηναϊκή

πανεπιστημιακή κριτική»76

και, δεύτερον, επειδή αναγκάζεται να αναγνωρίσει, έστω

και απρόθυμα, τις ισχυρές αντιστάσεις που συναντούσε το ώριμο σολωμικό έργο, έξι

μόλις μήνες μετά τη δημοσίευσή του. Ακόμη κι αν ο Πολυλάς ανανέωνε την

ομολογία πίστεώς του στον Σολωμό, γράφοντας ότι «ο έξοχος εκείνος νους εφάνη»

πρόωρα σε μια εποχή ανέτοιμη να τον δεχτεί, στην πραγματικότητα επικύρωνε

εμμέσως, πλην σαφώς, το ήδη γνωστό: ότι η έκδοση των Ευρισκομένων

δημιουργούσε, με την εμφάνισή της, μια νέα κατάσταση στη νεοελληνική ποίηση, για

την οποία δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη το κατάλληλο έδαφος υποδοχής. Προς

επιβεβαίωση της πρόβλεψης του Πολυλά, η αντισολωμική επιχειρηματολογία του

Ζαμπέλιου θα προστεθεί γρήγορα στο οπλοστάσιο της αντι-ρομαντικής πολεμικής και

το ώριμο έργο, ασύμβατο καθώς ήταν και δυσπροσάρμοστο στις νέες ποιητικές και

73 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 208. 74 Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 219, σημ. (α). 75

Αυτόθι, σελ. 218-219. Η υπογράμμιση δική μου. 76 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π. σελ. 57.

Page 43: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

43

ιδεολογικές κατευθύνσεις θα παραμείνει έξω από τον λογοτεχνικό κανόνα της

Αθήνας. Η ουσιαστική «αφάνειά» του θα συνεχιστεί στις αμέσως επόμενες δεκαετίες,

ακόμη και όταν πληθαίνουν οι φωνές που δεν το καταδικάζουν.

Χαρακτηριστική της «εξακολουθητικής αμηχανίας»77

που προκαλεί ο ώριμος

Σολωμός, ακόμη και στους ευνοϊκά διακείμενους κριτές του, είναι η περίπτωση του

Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο νέος κριτικός επιλέγει, για την παρθενική του εμφάνιση στη

σκηνή της νεοελληνικής κριτικής, να υπερασπιστεί τον Σολωμό απέναντι στην

απροκάλυπτη επίθεση του Ζαμπέλιου. Η άμεση αντίδρασή του καταγράφεται σε

βιβλιοκρισία του στην εφημερίδα Αθηνά της 13 Φεβρουαρίου 1860,78

και μάλιστα

προηγείται κατά τρεις περίπου μήνες της συντονισμένης αντεπίθεσης Πολυλά.79

Αξιοσημείωτο είναι ότι «οι αντιρρήσεις του σχετικά με το φιλόθρηνο της ελληνικής

φυλής και την ελληνικότητα του Foscolo προκαταλαμβάνουν και επικαλύπτουν σε

μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες αντιρρήσεις» του Κερκυραίου λόγιου80

και ειδικά τη

στιγμή που στην ελληνική πρωτεύουσα κορυφωνόταν η αντισολωμική αντίδραση.

Ενώ μέρος του αθηναϊκού τύπου μεμφόταν τον επικριτή του Σολωμού, επειδή

«αναγνώρισε έστω και ελάχιστη ποιητική αξία»81

στο ώριμο έργο του, ο Ροΐδης

ορθοτομεί και αποτολμά να ελέγξει τον Ζαμπέλιο – με το γνωστό σκωπτικό ύφος του

– για την κριτική «μονομανία»82

του να απορρίπτει «πάντα στίχον του Σολωμού μη

ανταποκρινόμενον εις την ανάγκην […] του θρηνείν».83

Ανατρέποντας, μάλιστα, την

ιεραρχική κλίμακα που προτείνεται στο Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ, αποκαθιστά

εκ νέου στον σολωμικό κανόνα τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» και τον «Λάμπρο»:

«Ο γράψας όμως τας περί ελληνικής ποιήσεως σκέψεις ναι μεν εκθειάζει και

υπερεπαινεί μάλιστα τον άνδρα, αλλά διά περιστροφής όλως ιδιοτρόπου

διεξερχόμενος έν προς έν τα έργα του, όπου αληθώς επιφέρει και πολλάς ορθάς

κρίσεις τα καταστρέφει σχεδόν άπαντα. Μηδ’ αυτός ο εις την ελευθερίαν ύμνος του

ποιητού εύρε χάριν ενώπιον της αμειλίκτου κριτικής του ημετέρου συγγραφέως, όπερ

όμως δεν εμποδίζει ημάς του να τον θεωρώμεν, μ’ όλην τω όντι της γλώσσης την

ατέλειαν, ως το αριστούργημά του. Μηδέ το επικόν του Σολωμού ποίημα, τον

77 Ο όρος ανήκει στον Δημήτρη Αγγελάτο. Αυτόθι. 78 Αθηνά Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την «Πάπισσα Ιωάννα» (1860-1865), Ιστός, Αθήνα, 1993, σελ. (140-145 και 330-336) 330. 79 Το Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Ζαμπέλιου δημοσιεύεται τον Μάιο του 1860. 80 Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την «Πάπισσα Ιωάννα» σελ. 142. 81 Αυτόθι, σελ. 142. 82

Αυτόθι, σελ. 334 (Η αναδημοσίευση ολόκληρης της βιβλιοκρισίας του Ροΐδη στις σελ. 330-336). 83 Αυτόθι, σελ. 334.

Page 44: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

44

Λάμπρον, θαυμάζει αυτόν. αν έχη θυμίαμα να καύση ενώπιόν του, το καίει διά τας

ελαφράς εκείνας του ποιητού εμπνεύσεις, διά ποιήματα τέλος τα οποία μάλλον

αθύρματα του ποιητού δυνάμεθα να καλέσωμεν, και τα οποία δεν είναι βεβαίως ικανά

ν’ αποτελέσωσιν αληθή ποιητήν».84

Πάντως, η κριτική εύνοια του Ροΐδη προς τον Σολωμό είναι ένα από τα

σημεία σύγκλισης με τον Κωνσταντίνο Ασώπιο και την ομάδα που συντηρεί, για

ολόκληρες δεκαετίες, την κοραϊκή παράδοση στους κόλπους του Πανεπιστημίου

Αθηνών. Στα μέσα του 19ου

αιώνα, «αντιμέτωποι με τον φαναριωτισμό της δυάδας Α.

Ρ. Ραγκαβή – Κ. Παπαρρηγόπουλου, οι “περί τον Κ. Ασώπιον” τελευταίοι

εκπρόσωποι του διαφωτισμού (Στ. Κουμανούδης, Ευθ. Καστόρχης, Γ. Μιστριώτης)

αγωνίζονται για να ρίξουν μια γέφυρα προς την δημοτική και επτανησιακή

παράδοση. Αν οι στόχοι και των δύο ομάδων είναι κοινοί (καταπολέμηση του

ρομαντισμού και των γλωσσικών ακροτήτων), οι νοοτροπίες ωστόσο και οι

αισθητικές προτιμήσεις διαφέρουν» σημαντικά.85

Αρχής γενομένης από το 1854,

οπότε κυκλοφορούν τα Σούτσεια του κ. Ασώπιου, διαγράφονταν καθαρά οι μεταξύ

τους αποκλίσεις: «στην ιεραρχία, την οποία με κριτήρια καθαρολογικά και

φαναριώτικα προτείνει η Νέα Σχολή [του Π. Σούτσου] (Ι. Ρ. Νερουλός,

Χριστόπουλος, Ραγκαβήδες, Σούτσοι, Ι. Ζαμπέλιος, Καρασούτσας, Ορφανίδης,

Σκυλίτσης, Τανταλίδης, Ζαλοκώστας, Καρύδης, Γ. Παράσχος)», ο κύκλος του Κ.

Ασώπιου αντιπαραθέτει «τον περιφερειακό ελληνικό χώρο» και «τη σύνθεση του

λαϊκού με το λόγιο στοιχείο».86

Η διαφοροποίηση των κριτηρίων οδηγεί

αναπόφευκτα στη σύσταση μιας διαφορετικής γενεαλογίας του νεοελληνικού

ποιητικού λόγου που έχει τις απαρχές της στον Ερωτόκριτο, το δημοτικό τραγούδι,

τον Χριστόπουλο, τον Βηλαρά, τον Σολωμό και τον Τερτσέτη.87

Ειδικά για το

σολωμικό έργο, ο Ασώπιος εξέφραζε, ήδη από το 1854 (Σούτσεια) ευμενείς κρίσεις

και, χωρίς να αποφεύγει τη γενίκευση ή το πνεύμα του γλωσσικού σχολιασμού,

αναγνώριζε την «καλή ποίηση» στα δημοσιευμένα αποσπάσματα του «Λάμπρου»:

«Δεν αρνούμεθα ότι και η γλώσσα ηδύνατο να ήναι κομψοτέρα, και ίσως ουχί επί

βλάβη της ποιήσεως, αλλ’ ομολογούμεν ότι πρέπει να ήναι πολλά ψυχρός

84 Αυτόθι, σελ. 335. 85 Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 79. Παρενθετικά ας σημειωθεί για τον Μιστριώτη ότι,

παρά τις εύλογες επιφυλάξεις για το αν προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα, η αποτίμησή του για τον

Σολωμό είναι θετική (Γ. Μιστριώτης, Κρίση 1873). Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π. σελ. 59. 86

Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 78. 87 Αυτόθι, σελ. 78.

Page 45: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

45

σχολαστικός ο αναγνώστης, ος, πάντη πάντως ανάλγητος ων εις την ποίησι, επιμένει

μικρολόγως πολυπραγμονών διά τι νύκτα και ουχί νυξ […]».88

Μέσα σε αυτό το σύνθετο πλέγμα αισθητικών αποκλίσεων, ιδεολογικών

συγκρούσεων και γλωσσικών διενέξεων,89

αναμενόμενο είναι να εμπλέκεται κάποτε

και ο Σολωμός στο πεδίο της ενδο-πανεπιστημιακής έριδας. Έτσι, όταν στις

εισηγητικές εκθέσεις των πανεπιστημιακών διαγωνισμών συμμετέχουν «οι περί τον

Ασώπιον», είναι πιθανή η εύφημη μνεία, χάριν παραδείγματος, στον «αρτίως […]

αρπασθέντα» υμνητή της ελληνικής ελευθερίας, το 1857 (Στ. Κουμανούδης, Κρίση

1857), ή στον «αετό εκείνο Σολωμό», που επικαλείται αργότερα ο Μιστριώτης (Γ.

Μιστριώτης, Κρίση 1873).90

Στον αντίποδα των τιμητικών αυτών αναφορών, ο Δ.

Βερναρδάκης, «με ανύπαρκτη σχεδόν αφορμή από κάποιον κακό μιμητή του Ύμνου

εις την Ελευθερίαν του Σολωμού (αλλά και από τον ίδιο τον Σολωμό, στον οποίο

καταλογίζει γλωσσικές ανωμαλίες)», αξιοποιεί την επιχειρηματολογία Ζαμπέλιου

εναντίον των κρινόμενων ποιητών που επιχειρούν να «“μεταφυσικοποιήσουν”

(σωστότερα, να “ρομαντικοποιήσουν”) τη δημοτική γλώσσα […], καταδικάζοντας το

“ύψος, βάθος και πλάτος” των έργων τους “εις την ανυπαρξίαν”».91

Ελλείψει

ουσιαστικής απειλής από τους ελάσσονες ποιητές των διαγωνισμών «είναι μάλλον

εύλογο να υποστηριχτεί ότι πραγματικός στόχος» σε αυτή την περίπτωση είναι το

μακρινό πρότυπό τους, τα σολωμικά Ευρισκόμενα (Κρίση 1863).92

88 Τα Σούτσεια ήτοι ο Κύριος Παναγιώτης Σούτσος εν γραμματικοίς, εν φιλολόγοις, εν σχολάρχαις, εν

μετρικοίς και εν ποιηταίς εξεταζόμενος, Τύποις και αναλώμασιν Σ.Κ. Βλαστού, Αθήνα, 1953 (έτος

δημοσίευσης 1854). Το παραθέτει ο Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π. σελ. 31. 89 Για να διαφανεί πόσο σύνθετη και πολύμορφη είναι η διαπλοκή των παραγόντων που ρυθμίζουν τη

νεοελληνική πνευματική ζωή, αρκεί να ληφθεί υπόψη η διαμάχη γύρω από την έννοια της τριμερούς

ενότητας της ελληνικής ιστορίας με την αποκατάσταση του Βυζαντίου, η οποία λαμβάνει χώρα στα ίδια χρόνια. Το Βυζάντιο, όπως σημειώνει ο Γ. Βελουδής, «παρέμενε στον Σολωμό, όπως, πριν απ’

αυτόν, και στους Έλληνες Διαφωτιστές, ολοκληρωτικά έξω από την εθνική ιστορική τους

αυτοσυνείδηση» (Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός των Ελλήνων. 200 χρόνια από τη γέννηση του

εθνικού μας ποιητή», εφημ. Το Βήμα, 11.01.1998). Η σύλληψη του τριαδικού αυτού σχήματος

(«εφευρέτης» του οποίου, πριν τον Παπαρρηγόπουλο, υπήρξε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος) τροφοδοτούσε,

ανάμεσα σε άλλα, αλυτρωτικά πολιτικά σχέδια, συντηρώντας το όραμα της εδαφικής αποκατάστασης

της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και, παράλληλα, λειτουργούσε ως μέσο επιβεβαίωσης της γενετικής

ανεπιμειξίας του έθνους και ως ασπίδα προστασίας σε επικίνδυνες επιθέσεις τύπου Fallmerayer. Από

αυτή την άποψη, η επιστροφή σε μια εξαρχαϊσμένη μορφή της γλώσσας προωθούσε τους ίδιους

ζωτικούς στόχους του έθνους. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα νέων κινδύνων αλλά και

κινδυνολογιών, οι τελευταίοι εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού αποδέχονται τη διμερή

ενότητα του ελληνισμού και αντιστέκονται στην ιστορική ενσωμάτωση του Βυζαντίου, αρνούμενοι όλα τα παρεπόμενά της. Η άλλη ομάδα ενστερνίζεται το καινούριο ιστορικό παράδειγμα και προωθεί

ασμένως το νέο εθνικό ιδεολόγημα σε όλους τους τομείς. Οι αντιθέσεις τους, επομένως, εξαπλώνονται

σε πεδία που υπερβαίνουν κατά πολύ το πλαίσιο μιας ακαδημαϊκής διαφωνίας. 90 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π. σελ. 35 και 59 αντίστοιχα. 91

Αυτόθι, σελ. 57-58. 92 Αυτόθι, σελ. 58-59.

Page 46: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

46

Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 οι πανεπιστημιακοί διαγωνισμοί – και μαζί

τους ο αντιρομαντικός αγώνας – φτάνουν στο τέλος τους. Για το ώριμο σολωμικό

έργο, το αποσπασματικό, ρομαντικό, «μεταφυσικό», φιλοσοφικό και εντελώς

ασυντόνιστο με την από καθέδρας εκπορευόμενη κριτική, δεν έχει ακόμη

διαμορφωθεί η κατάλληλη «περιρρέουσα ατμόσφαιρα».

Στα 1877, τη χρονιά του τελευταίου Βουτσιναίου, τον λόγο ξαναπαίρνει –

αυτή τη φορά από το βήμα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» – ο Εμμανουήλ

Ροΐδης. Στην εισηγητική του έκθεση για τον πρώτο ποιητικό διαγωνισμό, που

προκηρύσσεται εκτός πανεπιστημιακού πλαισίου (Δραματικός Αγών. Κρίσις της των

αγωνοδικών επιτροπείας),93

ο Ροΐδης στρέφεται ενάντια στον εκπνέοντα θεσμό των

πανεπιστημιακών διαγωνισμών. Όπως σημειώνει ο Παν. Μουλλάς, ο στόχος του είναι

διπλός. «Πρώτα-πρώτα, να κατακεραυνωθεί η σύγχρονη ελληνική ποίηση, κυρίως η

ποίηση των ποιητικών διαγωνισμών: αυτή αποδεικνύει την έλλειψη “περιρρεούσης

ποιητικής ατμοσφαίρας”, προσφέροντας μόνο “ή ψυχράς κλασικών μιμήσεις ή

παιδαριώδεις βυρωνισμού παρωδίας”. Ύστερα, ν’ αμφισβητηθεί στο σύνολό της η

πανεπιστημιακή κριτική: αυτή θεώρησε ως έργο της επί δεκαετίες ν’ ασχολείται με

“τα περί την σύνταξιν και την γραφήν ακόμη των λέξεων παραπτώματα του

ποιητού”».94

Η απροσχημάτιστη άρνηση της σύγχρονης του ποίησης και της

σύγχρονής του κριτικής, και, κυρίως, ο ιδιαίτερος τόνος του Ροΐδη πυροδοτούν την

οξύτατη αντίδραση του Άγγελου Βλάχου και ανοίγουν την περίφημη μεταξύ τους

διαμάχη. Στα δύο κείμενα, που ακολουθούν την επίθεση-απολογία του Βλάχου, ο

Ροΐδης μετριάζει του τόνους. Ασφαλώς και υπάρχουν ποιητικές αξίες και δείγματα

κριτικής που ικανοποιούν τις υψηλές απαιτήσεις του. Αν στη δεύτερη κατηγορία

αναγνωρίζει τα Σούτσεια του δασκάλου του Κ. Ασώπιου, «το κύκνειον εκείνο άσμα

της παρ’ ημίν κριτικής»,95

δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι, στη δική του ιεραρχική

κλίμακα, ο Σολωμός κατέχει κορυφαία θέση. Στον επίλογο της μελέτης του Περί

συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής (συνεπικουρούμενος από τον Chateaubriand) γράφει:

«“Φρονώ εν τούτοις ότι πολλή ακόμα υπάρχει εν Ελλάδι λανθάνουσα μεγαλοφυΐα,

και εκ των σπλάγχνων αυτής θέλουσι γεννηθή και πάλιν οι διδάσκαλοι της Δύσεως

καθ’ όλα”. Τοιαύτην τρέφομεν και ημείς περί ποιήσεως παρήγορον ελπίδα,

φρονούντες ότι χώρα, ήτις εγέννησεν Ομήρους και Σοφοκλείς και είχε χθες ακόμη

93 Εμμανουήλ Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Εστία, Αθήνα, 1999, σελ. 109-118. 94

Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 325. 95 Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, ό.π., σελ. 175.

Page 47: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

47

δημοτικά άσματα και Σολωμόν, δικαιούται να περιμένη τους εφαμίλλους τη ποιήσει,

εις τούτους επιφυλάττουσα παρθένον την δάφνην και αμείωτον το ιερόν όνομα

ποιητής».96

Με ακόμη μεγαλύτερη ευκρίνεια, λίγο αργότερα, στο κείμενο Περί

συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως, υποστηρίζει ότι για τον σωρείτη των στίχων που

πλημμυρίζουν τη νεοελληνική ποιητική σκηνή ως «πέλαγος, του οποίου τα ήρεμα

νώτα ουδ’ η ελαχίστη εγείρεταί ποτε να ταράξη ποιητική πνοή […] ευτυχώς

πρόχειρον υπάρχει το αντιφάρμακον, εξ αυτής της νεωτέρας Ελληνικής ποιήσεως, ην

ευηρεστήθησαν οι κύριοι στιχοπλόκοι να παραστήσωσι ημάς ως ολόκληρον

περιφρονούντας, ενώ εξ όλης καρδίας θαυμάζομεν την κατωτέρω στροφήν του

Σολωμού». στο κείμενο του Ροΐδη ακολουθεί το «Επίγραμμα των Ψαρών».

97

Άλλωστε η ιεράρχηση του λογοτεχνικού κανόνα δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία: «η

εκλογή και διά κλειστών οφθαλμών, δύναται, νομίζομεν, να γίνη. ολόκληρον δε την

παραγωγήν του καθαρεύοντος ημών Παρνασσού ριζοτομούντες, πολύ φοβούμεθα ότι

ηθέλομεν δυσκολευθή ν’ αποχωρίσωμεν εκ της συγκομιδής δέκα στίχους,

υπομένοντας την σύγκρισιν προς τους κατωτέρω της Αποθαμένης […] ή του

Σολωμού». ακολουθεί (χωρίς βιβλιογραφική σήμανση) η πρώτη στροφή από τη

«Δέηση της Μαρίας», το απόσπασμα 25 από τον «Λάμπρο».98

Ωστόσο, παρά τη θετική υποδοχή που επιφυλάσσει ο Ροΐδης στον Σολωμό,

είναι πρόδηλο – όπως και στην περίπτωση του Κ. Ασώπιου – ότι το ώριμο σολωμικό

έργο εξακολουθεί να παραμένει, κατ’ ουσίαν, κριτικά απροσπέλαστο. Ο θαυμασμός

του για τον Σολωμό δηλώνεται απερίφραστα, αλλά περιορίζεται σε σποραδικές,

παρεκβατικές, αναφορές και δεν ξεπερνά το γραμματολογικό όριο που θέτει ο

«Λάμπρος». Ο Ροΐδης, αν και διαθέτει την θεωρητική σκευή και την κριτική αγχίνοια

που του επιτρέπουν να αναγνωρίζει την ποιητική αξία του Σολωμού, πάντοτε θα

βρίσκεται σε φανερή απροθυμία (αν όχι αμηχανία) να προχωρήσει στα έργα της

ωριμότητας.99

Ενδεικτικές από αυτή την άποψη είναι τόσο η απουσία αυτοτελούς

96 Αυτόθι, σελ. 157. 97 Αυτόθι, σελ. 177. 98 Αυτόθι, σελ. 182. 99 Ο Νάσος Βαγενάς αποδίδει την χαρακτηριστική φειδώ του Ροΐδη σε άγνοια (ολόκληρου) του

σολωμικού έργου: «Ότι ο Ροΐδης το 1877 δεν θα πρέπει να είχε ευρεία γνώση της νεοελληνικής

λογοτεχνίας συνάγεται από το γεγονός ότι, όπως όλα δείχνουν, δεν γνώριζε ολόκληρο το έργο του Σολωμού. Οι αναφορές του στη σολωμική ποίηση περιορίζονται (ως το τέλος της ζωής του) στον Ύμνο

(τον οποίο θεωρεί το καλύτερο έργο του ποιητή), στο δημοσιευμένο το 1834 απόσπασμα του Λάμπρου,

στο επίγραμμα για τα Ψαρά και στην ωδή για τον Μπάυρον. Είναι φανερό ότι δεν έχει διαβάσει τον

Σολωμό της έκδοσης των Ευρισκομένων (1859 – ως εκ τούτου ούτε και τα «Προλεγόμενα» του

Πολυλά), διαφορετικά δεν θα παρέθετε στίχους του με ορθογραφική μορφή άλλη από εκείνη αυτής της

έκδοσης (ενίοτε μάλιστα λανθασμένους), δεν θα παρέλειπε να αναφέρει κάποιο από τα μετά τον

Page 48: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

48

μελέτης, αφιερωμένης αποκλειστικά στον Σολωμό, όσο και η έλλειψη ρητών

αναφορών στα μεταγενέστερα του «Λάμπρου» έργα (π.χ. στον Κρητικό ή στους

Ελεύθερους Πολιορκημένους).100

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι από τον απολογισμό του

Ροΐδη για τη σύγχρονή του κριτική απουσιάζουν αναφορές στα πολυλαϊκά

«Προλεγόμενα» του 1859, «για τα οποία […] δεν έχει να πει τίποτα ευθέως αλλά

αρκετά πλαγίως, μεταξύ των οποίων ότι ανήκουν στη μετά το 1853/1854 εκπνεύσασα

νεοελληνική κριτική (τα Σούτσεια είναι το “κύκνειον […] άσμα” της)».101

Είναι

προφανές ότι ο θετικιστής Ροΐδης αρνείται να δεχτεί την αποκλειστικότητα του

φιλοσοφικού ερμηνευτικού σχήματος που προτείνει ο Πολυλάς, το οποίο και θεωρεί

εντελώς ακατάλληλο για τη «μη φιλοσοφήσασα νεωτέρα[ν] Ελλάδα».102

«Δεν θα

ενδιαφερθεί συνεπώς για το αν και κατά πόσον τα “Προλεγόμενα” συνέβαλαν στη

γνώση του έργου του Σολωμού, αφού […] ουδόλως τον απασχόλησε η ώριμη φάση

της ποιητικής τέχνης του Σολωμού. Ο Σολωμός ήταν σημαντικός […], μέχρι εκείνου

του σημείου όμως όπου ο θαυμασμός του υποχωρούσε στην απορία (και όχι,

ασφαλώς, στην απόρριψη)».103

Στην επταετία που ακολουθεί τα μαχητικά κείμενα του Ροΐδη, οι όροι

πρόσληψης του Σολωμού δεν αλλάζουν αισθητά. Δεν λείπουν βέβαια και οι

παλινδρομήσεις: την ίδια χρονιά που ο Ροΐδης επαναφέρει στο προσκήνιο και

επαναξιολογεί τον Σολωμό, δημοσιεύεται στα γαλλικά η Ιστορία της νεοελληνικής

λογοτεχνίας του Α. Ρ. Ραγκαβή (A. R. Rangabe, Histoire litteraire de la Grece

moderne, 1877). Επαναλαμβάνονται και εδώ οι διαδεδομένες στους φαναριώτικους

κύκλους αιτιάσεις για τη γλώσσα και τη στιχουργία του Σολωμού και ο επτανήσιος

ποιητής, με συνοπτικές διαδικασίες, εξοστρακίζεται από τον φαναριώτικο

λογοτεχνικό κανόνα, παρά τις «αόριστες “θετικές” κρίσεις για τη φαντασία, τη σκέψη

και τα συναισθήματά του».104

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1881 – χρονιά που

αργότερα θα αποδειχθεί μεταιχμιακή – κυκλοφορεί το δοκίμιο Les poètes grecs

contemporaints της Juliette Lamber-Adam, «το οποίο γράφτηκε κάτω από την

Λάμπρο μείζονα σολωμικά ποιήματα ή (ως το 1893) τον Διάλογο για τη γλώσσα, ούτε θα θεωρούσε

σημαντικότερο κριτικό τής ως το 1877 εποχής τον Κ. Ασώπιο». (Βλ. Νάσος Βαγενάς, «Ο λογοτεχνικός

κριτικός», εφημ. Το Βήμα, 11.01.2004). Πάντως, «στη βιβλιοθήκη του Ροΐδη σώζονται τα Ευρισκόμενα

του Σολωμού στην έκδοση Πολυλά (1859)». (Βλ. Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την «Πάπισσα Ιωάννα», ό.π., σελ. 142). 100 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 62. 101 Αυτόθι, σελ. 67. 102 Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, ό.π., σελ. 167. 103

Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 68. 104 Αυτόθι, σελ. 69.

Page 49: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

49

εποπτεία (αν όχι και υπαγόρευση του Δ. Βικέλα)».105

Ο Σολωμός, παρά τις όποιες

θετικές κρίσεις που διατυπώνονται εδώ, περιορίζεται συστηματικά στην ποιητική

παραγωγή που φτάνει ώς τον «Λάμπρο», καταδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την

αδυναμία της αθηναϊκής κριτικής να προχωρήσει στην ουσιαστική αξιολόγηση και

αποδοχή του ώριμου έργου.

Μια δεκαετία αργότερα, στα 1893, ο Ροΐδης επανέρχεται με τα Είδωλα, ένα

βαρυσήμαντο κείμενο, στο οποίο – παραδόξως – ο κατεξοχήν στυλίστας της

καθαρεύουσας αναλαμβάνει την μαχητική απολογία της δημοτικής. «Υπό την

δύναμιν της κριτικής του Ροΐδου, όστις ήσκει τότε μέγα κύρος», γράφει αργότερα ο

Παλαμάς, «αι παλαιαί εικόνες αι προσκυνούμεναι εις τας Αθήνας, καταβιβάζονται

από το τέμπλον. Ο πνέων μεταρρυθμιστικός άνεμος μας στρέφει προς το ιδεώδες της

επτανησιακής ποιήσεως. Οι σουτσίζοντες ποιηταί παλαιώνονται και παρέρχονται».106

Γκρεμίζοντας, λοιπόν, είδωλα και αναστηλώνοντας αξίες, ο Ροΐδης τοποθετεί

εμβληματικά τον Σολωμό (μαζί με τους Βηλαρά και Χριστόπουλο) στο αφετηριακό

όριο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Αν και η επαναφορά της παλαιάς εξίσωσης

του Σολωμού με τον Δάντη δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αξιολογικές προθέσεις από

την πλευρά του Ροΐδη, αναμφίβολα χρησιμεύει για να υπογραμμιστεί η καταλυτική

συμβολή του Σολωμού (του «παρ’ ημίν Δάντου») στη διαμόρφωση του νεότερου

ελληνικού ποιητικού λόγου.107

Ωστόσο, ο εξακολουθητικός περιορισμός του

Σολωμού στον «Ύμνο» και η πάγια τακτική της αποσιώπησης του ώριμου έργου

φέρουν και πάλι στην επιφάνεια τα ασθενή σημεία της ροΐδειας κριτικής για τον

Σολωμό. Μπορεί η κατάφασή του να είναι ρητή και αμετάθετη (στα 1898 δήλωνε

απερίφραστα ότι «αν ενός μόνου νεωτέρου Έλληνος ποιητού ήτο δυνατόν να σώσω

εκ γενικής πυρκαϊάς τα έργα, θα επροτίμων αδιστάκτως τα του Σολωμού»108

), αλλά,

όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Α. Αγγέλου, ο Εμμ. Ροΐδης «την επιτυχία του

Σολωμού επέτυχε να την διαπιστώσει και μόνο, χωρίς να μπορεί και να την

ερμηνεύσει».109

105 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 361, σημ. 72). 106 Κωστής Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, επιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, Ερμής, Αθήνα, 1981, σελ.62. 107 Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, τ. Δ΄ (1891-1893), φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Ερμής,

Αθήνα, 1978, σελ. 336. 108 Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, τ. Ε΄ (1894-1904), φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Ερμής,

Αθήνα, 1978, σελ. 266. 109 Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, ό.π. σελ. ρ΄

Page 50: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

50

Οι καίριες παρεμβάσεις του, όμως, αποδείχτηκαν καταλυτικές για την «τύχη»

του Σολωμού στην Αθήνα του όψιμου 19ου

αιώνα, για έναν διαφορετικό λόγο: με την

επιμονή του στη διπλή πρόκριση δημοτικής γλώσσας και Σολωμού, ο Ροΐδης,

επεμβαίνοντας την κατάλληλη στιγμή, έδινε στην ανερχόμενη γενιά του 1880 το

σύνθημα για την αλλαγή του ποιητικού σκηνικού και προλείαινε το έδαφος για τη

δεύτερη μεταβολή του ορίζοντα στην ιστορία της σολωμικής πρόσληψης.110

Ο

αρχηγέτης της νέας ποιητικής γενιάς, ο Κωστής Παλαμάς, ομολογεί ανοιχτά την

εξάρτησή του από την κριτική σκέψη του Ροΐδη: «Δημοτικιστή μ’ έκανε η μελέτη

[…] Περί συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως όπου ο τόσο δύσκολος στα γούστα του

άνθρωπος εκείνος, μιλούσε με ανεπιφύλακτο θαυμασμό για το Σολωμό και τα

δημοτικά τραγούδια […]».111

Για τον ποιητή Παλαμά, που ενδόμυχα αποζητούσε την αναμέτρηση με τα

μείζονα ποιητικά μεγέθη του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά κυρίως για τον Παλαμά

ως κριτικό και ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, «ο δρόμος οδηγούσε

αναπότρεπτα […] κατευθείαν στον Σολωμό»112

– και όχι μόνο καθ’ υπόδειξη του

Ροΐδη. «Ο Παλαμάς ήξερε πολύ καλά ότι, προκειμένου να αποκτήσει [το] κριτικό

[του] πρόγραμμα εμβέλεια ολκής, χρειαζόταν […] τους φυσικούς του προγόνους:

τους προπομπούς της γενιάς του 1880, η οποία θα έβγαζε, στο γύρισμα του αιώνα, σ’

έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο τη νεοελληνική λογοτεχνία. Για να συγκροτήσει ο

Παλαμάς τις πηγές της γενιάς του, και να οργανώσει την προγονική της συνείδηση,

χρειαζόταν ένα πολύ ισχυρό χαρτί: χαρτί το οποίο θα συνδύαζε την έξωθεν καλή

μαρτυρία με τη δυνατότητα μια εδραίας εσωτερικής τεκμηρίωσης. Και το χαρτί αυτό

είχε ένα και μοναδικό όνομα: Σολωμός».113

Έτσι, η κριτική ενασχόληση του Παλαμά με τον ποιητή των Ελεύθερων

Πολιορκημένων εγκαινιάζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1880 και καλύπτει, με

μεγαλύτερη ή μικρότερη (κατά περιόδους) ένταση και πυκνότητα, το χρονικό φάσμα

μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας (1884-1933). Σε αρκετά κείμενά του (σύντομα

110 «Ο μεγάλος λόγος ειπώθηκε. […] Ο μεγάλος λόγος είναι πως δεν μπορεί να προκόψη στον τόπο

μας ποίηση, που ν’αξίζη τ’όνομα, χωρίς ν’ακουμπίση απάνω στα θεμέλια κάθε πλαστικής ομορφιάς,

κάθε γλωσσικής αλήθειας: Δημοτικά τραγούδια και Σολωμός». Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π.,

σελ. 182. 111 Αυτόθι, σελ.17, σημ. 1. 112 Αυτόθι, σελ. 16. 113 Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Σολωμικές τομές και διαθλάσεις στην παλαμική κριτική», Διονύσιος

Σολωμός:«Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου;(30 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1997),

Επιστημονικό Συμπόσιο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής:

Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, 1999, σελ. 119-120.

Page 51: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

51

άρθρα ή εκτενέστερες μελέτες, άλλοτε παρεκβατικά και άλλοτε αυτοτελή)

καταγράφεται το μόνιμο ενδιαφέρον του για τον Σολωμό. Ο ίδιος ο Παλαμάς

υποδεικνύει την ιστορική αξία της δική του προσέγγισης, χάρη στην οποία «η ιδέα

του Σολωμού […] πρώτη φορά δείχνεται άλλη, έξω από την καθιερωμένη ιδέα του

τραγουδιστή της Ελευθερίας».114

Το αποσπασματικό έργο της ωριμότητας

ανασύρεται από την «αφάνεια» στην οποία είχε περιπέσει και λύεται οριστικά η

κριτική σιωπή που το περιέβαλλε για δεκαετίες. Ωστόσο η προσέγγιση του Παλαμά

προς τον Σολωμό δεν είναι ούτε ομαλή ούτε απρόσκοπτη. Από την πρώτη κιόλας

στιγμή, διαγράφεται μια παλίνδρομη κίνηση επάλληλων έλξεων και απώσεων, «ένας

αδιάκοπος και επίμοχθος αγώνας, με δισταγμούς και διακυμάνσεις, διαδοχικές

προσεγγίσεις και αναστολές», ενίοτε και θεαματικές οπισθοδρομήσεις, που καταλήγει

τελικά, αν όχι στην πλήρη δικαίωση του Σολωμού, τουλάχιστον στην ουσιαστικότερη

αναγνώριση της ποιητικής του κατάκτησης και στην οριστική εδραίωσή του στον

ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα.115

Επιβάλλεται η «αναγκαία προειδοποίηση. Υπάρχει

κάτι στη σχέση Παλαμά–Σολωμού που δεν εξοικονομείται ποτέ: ένα μόνιμο ρήγμα

στο κατά τα άλλα άθικτο οικοδόμημα του συνδέσμου τους, το οποίο ο Παλαμάς είναι

αδύνατον, από τα ώριμα νιάτα ώς τα προχωρημένα γηρατειά του να πάψει να βλέπει.

Ο λόγος για τη σολωμική αποσπασματικότητα: σκιά, σβησμένο ίχνος και κόσμος

ανυπόφορα διαμελισμένος, το σολωμικό απόσπασμα αποτελεί για τον Παλαμά το

μεγάλο χαμένο στοίχημα».116

Αυτή η εγγενής αντινομία της παλαμικής προσέγγισης,

στην οποία συμβάλλονται (και συγκρούονται) «ο ανεπιφύλακτος θαυμασμός για τον

επίμοχθο τρόπο της ποιητικής πράξης με την κατά βάθος ενδόμυχη αποστροφή για

την αποσπασματική εκτέλεση, θα παραμείνη μέχρι τέλος αμετακίνητη αντίληψη»,117

το σταθερό σημείο του κριτικού διχασμού του Παλαμά απέναντι στον Σολωμό.

Η αμφιθυμική τάση του διαγράφεται ξεκάθαρα στην πρώτη σολωμική

αναφορά, σε ένα πεζό κείμενό του, γραμμένο «Επί τη επετείω της Εξόδου», το 1884:

«εσχεδίαζεν [ο Σολωμός] επί του χάρτου ατάκτους γραμμάς, ευώδεις, ωραίους, αλλά

μεμονωμένους, ημιτελείς στίχους, και απέσβυνε και επανήρχιζε, και ουδέν επεραίου.

Το επιμόχθως επί των κυμάτων θεμελιούμενον οικοδόμημα της ημέρας κατέστρεφε

114 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 105, σημ. 1. Βλ. επίσης και το σχόλιο: «ο Σολωμός από πατριώτης και εθνικός, και, δεν ξέρω τι άλλο, ποιητής του Ύμνου, και δεν ξέρω τίνος άλλου θουρίου,

γνήσιου ή νόθου, ξανοίγεται πως είναι Ποιητής, χωρίς κανένα επίθετο ή στόλισμα […]». (Αυτόθι, σελ.

105). 115 Αυτόθι, σελ. 17. 116

Χατζηβασιλείου, «Σολωμικές τομές και διαθλάσεις στην παλαμική κριτική», ό.π., σελ. 120. 117 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 17.

Page 52: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

52

την νύκτα οργίλη νηρηΐς, η συναίσθησις της ανεπαρκείας του έργου, η δίψα της

ανταξίας προς την έμπνευσιν τελειότητος, και ο ποιητής απέθανεν εν τω υψηλώ

τούτω αγώνι».118

Το εύγλωττο σχόλιο θα λειτουργήσει ως πρόπλασμα του ποιήματος

«Σολωμός», από τη συλλογή Τραγούδια της πατρίδος μου (1886).119

Στη

μεταγενέστερη ποιητική εκδοχή θεματοποιείται η επαναλαμβανόμενη ματαίωση της

ποιητικής γραφής: στην αέναη αναζήτηση της λέξης, της κατάλληλης να καταυγάσει

τη «θεία λάμψι» της Ιδέας, αντίμαχος του ποιητή – ενδογενής καταστροφική δύναμη

– είναι η φαντασία του, «παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη», ενώ η «οργίλη νηρηΐς» του

πεζού σχεδιάσματος μετασχηματίζεται σε νεράιδα του μύθου, που, πεισματικά,

γκρεμίζει τις νύχτες το ατελές ποιητικό οικοδόμημα, αφήνοντας πίσω της

«μισόπλαστους στίχους», θραύσματα έκπαγλης ομορφιάς, που μαρτυρούν την άνιση

αναμέτρηση.120

Παρά τη ρητή διαβεβαίωση του Παλαμά ότι στο ποίημα «δοξάζεται

αποκλειστικά ο ποιητής των αποσπασμάτων με την επίκληση και την προσαρμογή

ενός μύθου»,121

διάχυτη είναι η δυσθυμία του για το ελλειπτικό αποτέλεσμα, που

τελικά υπονομεύεται. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μ. Χατζηγιακουμής, «αυτός,

ακριβώς, ο μύθος, όπου η καταλυτική δράση της Νεράιδας προβάλλει τελικά

κυρίαρχη, υποδηλώνει εντονότατα την κρυφή πίστη και μια βαθύτερη απογοήτευση

για το ασυντέλεστο ποιητικό έργο».122

Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι «ο Παλαμάς

ουδέποτε θα εγκαταλείψει τη θέση του περί ατελούς, ανεπαρκούς και εντέλει

αποσπασματικού ποιητικού οικοδομήματος, η πρώιμη απόφανσή του», διατυπωμένη

στα κείμενα του 1884-1885, θα βαρύνει ιδιαίτερα στην δημιουργία του παλαμικού

δόγματος για τον Σολωμό, το οποίο, γνωρίζοντας αδιαφιλονίκητη ισχύ στις πρώτες

δεκαετίες του 20ου

αιώνα, «στένεψε ασφυκτικά τον πραγματικά νέο τύπο έργου του

118 Αυτόθι, σελ. 19. 119 Πρώτη δημοσίευση του ποιήματος στο περ. Ποικίλη Στοά (6, 1886) με τίτλο «Προς τον Σολωμόν»

(και χρονολόγηση 1885). 120 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 33-34:

[…] Γι’ αυτό στων τραγουδιών σου το βιβλίο / σκόρπιοι ριγμένοι σαν από την τύχη, / μισόπλαστοι,

ένας ένας, δύο δύο, / μαζί αστράφτουν και σβύνουν τόσοι στίχοι!

[…] Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικά / η φαντασία, δύναμι γεμάτη / κι ό,τι έχτιζες εσύ πονετικά, / τα

γκρέμιζε σα χάρτινο παλάτι. /

Γιατί για την ιδέα, λάμψη θεία, / δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη / κι ήταν η δική σου φαντασία,

/ Παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη. /

Στης θάλασσας επάνω τα νερά / ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσι / βαρύν αγώνα είχε μια φορά /

παλάτι ξακουστό να θεμελιώση. / Το ξακουστό παλάτι την ημέρα / στα κύματα χτιστό θαμποβολούσε, / μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν ’κει

πέρα, / νεράϊδα πεισματάρα το χαλούσε. /

Ενίκησ’ ως το τέλος ο τεχνίτης / κ’ ερρίζωσε το θαύμα του στο κύμα… / - Εσύ πριν να νικήσεις την

ορμή της, / αχ! Η νεράϊδα σ’ έβαλε στο μνήμα! 121

Αυτόθι, σελ. 18. 122 Αυτόθι, σελ. 18.

Page 53: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

53

Σολωμού» και στην ουσία παρόπλισε το μεγαλύτερο μέρος του, για την ακρίβεια, το

μείζον αποσπασματικό έργο του, ως «δώρο άδωρο» του Σολωμού στην ποιητική

γενιά του 1880».123

Η συστηματικότερη, όμως, και μεθοδικότερη ενασχόληση με τον Σολωμό θα

σημειωθεί στην πενταετία 1898-1903. Η δεκαπενταετία που μεσολαβεί είναι για τον

Παλαμά περίοδος προετοιμασίας που συμπίπτει – όχι τυχαία – με την επίταση της

δράσης του στο πλαίσιο της κίνησης του δημοτικισμού. Μεγάλο μέρος των

σολωμικών αναφορών εκείνης της περιόδου εξυπηρετεί συγκεκριμένη στόχευση: το

έργο του Σολωμού προβάλλεται ως κορυφαίο παράδειγμα («μέγα και

απαράμιλλον»)124

για τη δικαίωση της δημοτικής ως γλώσσας της ποίησης. Η σχετική

επιχειρηματολογία του Παλαμά θα αναπτυχθεί στα παρεκβατικά κείμενα του 1891,

που γράφονται «Επί τη ευκαιρία του Φιλαδελφείου. Κρίσις κρίσεως» (σχεδόν στο

μέσο της χρονικής απόστασης που χωρίζει το μαχητικό Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη,

1888, από τα ανατρεπτικά Είδωλα του Ροΐδη, 1893). Αφορμώμενος από την

εισηγητική έκθεση της κριτικής επιτροπής για τον ποιητικό διαγωνισμό (με την οποία

προφανώς διαφωνεί), ο Παλαμάς, σε μια πλατιά σολωμική παρένθεση, υπερασπίζεται

τις γλωσσικές επιλογές του Σολωμού απέναντι στις άστοχες και αντιφατικές

επικρίσεις των αντιπάλων του (κυρίως Σούτσου και Ραγκαβή). Μεταξύ άλλων,

εξαίρεται ιδιαιτέρως ο Διάλογος, στον οποίο «εξ αυτομάτου ευθυγνωσίας»125

ο

Σολωμός διαισθητικά επιλέγει και λογικά θεμελιώνει το δικαίωμα χρήσης της

δημοτικής στον ποιητικό λόγο. Αίρεται το ζήτημα της αμφισβητούμενης

ελληνομάθειας του ποιητή, τονίζεται εμφατικά η ευρυμάθεια και η αρχαιομάθειά του

και επισημαίνεται η (δομική και θεματική) αρχαιοπρέπεια του έργου του.

Παράλληλα, υπογραμμίζεται ο βαθύτατος δεσμός της σολωμικής ποίησης με το

δημοτικό τραγούδι, αλλά και η – δυσκολότερα ανιχνεύσιμη – καταγωγική σχέση της

με την κρητική ποίηση του 16ου

–17ου

αιώνα και, γενικότερα, με την λογοτεχνική

παραγωγή του περιφερειακού ελληνισμού σε δημώδη γλώσσα. Όσον αφορά στο

ανεπίλυτο πρόβλημα της αποσπασματικότητας, ο Παλαμάς επανέρχεται με τη γνωστή

αμφιθυμία του: «Όταν λέγωμεν ότι ο Σολωμός είναι μεγαλοφυής, δεν πρέπει να

εννοώμεν την μεγαλοφυΐαν ως απόλυτόν τινα οντότητα, την αυτήν πάντοτε

εμφανιζομένην και αμετάβλητον διά μέσου των αιώνων και των εποχών. […]

123 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 86. 124

Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 46. 125 Αυτόθι, σελ. 43.

Page 54: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

54

Αναλόγως προς την ώραν καθ’ ην ενεφανίσθη δέον να εκτιμήσωμεν το έργον του

Σολωμού. έργον μέγα, αλλ’ όχι και τέλειον

. αλλ’ ο ποιητής ας είναι υπεύθυνος μόνον

διά το μεγαλείον το απορρέον κατά μέγα μέρος εκ της ευρείας διανοίας του, ουχί δε

διά τας ατελείας αίτινες πηγάζουσι κατά το πλείστον εκ της εποχής του […]. Το

καλλιτεχνικώτερον μέρος της εργασίας του Σολωμού μας παρεδόθη […] εις ημιτελή,

ασύνδετα, συντετριμμένα αποσπάσματα. αλλ’ εξ αυτού παρέχεται εις την ποίησιν

ταύτην πρωτοφανής τις μορφή, βαθύτατα γοητεύουσα».126

Σημαντική

διαφοροποίηση, σε σχέση με τα προηγούμενα κείμενα του Παλαμά, είναι η

διαπίστωση ότι οι ενδογενείς «ατέλειες» της σολωμικής ποίησης οφείλονται, όχι τόσο

σε προσωπικές ανεπάρκειες του ποιητή (π.χ. την ατιθάσευτη φαντασία ή την

παθογένεια των αλλεπάλληλων επεξεργασιών), αλλά στις εγγενείς ανεπάρκειες της

ίδιας της εποχής.

Η σημασία το κειμένου, ωστόσο, ανεξάρτητα από την αληθοτιμή των

επιμέρους σημείων, είναι κυρίως προδρομική, καθώς διαφαίνονται, για πρώτη φορά,

οι ανιχνεύσεις του Παλαμά προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Από αυτή την άποψη,

δύο στοιχεία (που απαντούν για την ώρα σε σπερματική μορφή) θα αποκτήσουν

αργότερα ιδιαίτερη βαρύτητα. Το πρώτο είναι η διαφαινόμενη «ιστορική ροπή» του

Παλαμά,127

που εκδηλώνεται με την ελαφρά μετατόπιση του ενδιαφέροντός του από

την καθαρά αισθητική αποτίμηση του σολωμικού έργου στον εντοπισμό της

ιστορικο-γραμματολογικής θέσης του Σολωμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο

Παλαμάς «ενδιαφέρεται για τις ποιητικές ρίζες του Σολωμού», επιχειρεί να

ξεκαθαρίσει «σε ποια παράδοση ανήκει, με ποια ποιητικά φανερώματα του

παρελθόντος συνδέεται»,128

αναζητά τους προγόνους και τους επιγόνους του και, σε

μεταγενέστερα κείμενα, αποπειράται να δείξει τι «εκόμισε εις την τέχνη» το

σολωμικό έργο, ποιες κατευθύνσεις χάραξε και ποια συνέχεια γνώρισε. Στη σκέψη

του Παλαμά, ο Σολωμός θα αποκτήσει αργότερα τον τίτλο του «ποιητή των ποιητών»

(κυρίως σε συνάρτηση προς τον ηγετικό του ρόλο στην ποίηση του επτανησιακού

χώρου),129

και θα προβληθεί, εξακολουθητικά και επίμονα, ως η «ζώσα πηγή της

νεωτέρας ποιήσεως»,130

το αστείρευτο, κατά τον Παλαμά, σημείο εκβολής

126 Αυτόθι, σελ. 171. (Η υπογράμμιση δική μου). 127 Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο,

Αθήνα, 1992, σελ. 189. 128 Αυτόθι, σελ. 191. 129 Βλ. ενδεικτικά: Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 141. 130

Αυτόθι, σελ. 64: «Ο Σολωμός είναι ο πατήρ όχι των έργων αυτού μόνον, αλλά ποταμού ποιήσεως.

το ρεύμα αυτού, είτε υπογείως, είτε υπό τον ήλιον, εξακολουθεί να τρέχη κατά ποικίλους ελιγμούς εις

Page 55: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

55

ιδεολογικών και γλωσσικών παροχών (πάνω στο τρίπτυχο πατρίδα, τέχνη γλώσσα).131

Αν η επιλογή της δημοτικής γλώσσας είναι το απαραγνώριστο σημείο της υπεροχής

του Σολωμού, η όψιμη αποσπασματικότητα του έργου του προσγράφεται τελικά στο

«παθητικό του, όσον και αν τα αποκόμματα αυτά μεγαλοφωνούν ότι εγεννήθησαν

από τα σπλάχνα μεγάλου ποιητού».132

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εγνωσμένος

μετεωρισμός του Παλαμά απέναντι στο ατελές σολωμικό έργο τον οδηγεί κάποτε –

οριακά – στην απόλυτη κατάφαση: «ευλόγως ελέχθη ότι η τοιαύτη ποίησις υπάρχει

περισσότερον εις την κίνησίν της ως εξέλιξις παρά εις το τέρμα της ως

πραγματοποίησις».133

Αλλά την ώρα της έσχατης κρίσης, επιλέγει την απόλυτη

άρνηση: «πάντοτε να τείνει προς το ύψος, και ποτέ να μη αναπαύεται εις εκείνο, αλλά

να στροβιλίζεται και να κομματιάζεται εις σχέδια και εις αποσπάσματα».134

Παρόλα

αυτά, η αδυναμία του να δεχτεί τον ελλειπτικό χαρακτήρα της σολωμικής ποίησης

δεν τον εμποδίζει να αναγνωρίσει την εξέχουσα ιστορική θέση του ποιητή της στη

νεοελληνική λογοτεχνία: «ο Σολωμός πρέπει να στέκεται στην κορυφή,

ασυντρόφιαστος, καθώς ήρθε πρώτος εκείνος, ύστερ’ από αιώνες βουβαμάρας και

σκοτεινιάς, με τη μεγάλη του ποίηση, με τη λαμπρή του γλώσσα».135

Είναι,

επομένως, εύλογα ο πρώτος τη τάξει ποιητής, με μια μικρή – σχεδόν αδιόρατη –

επιφύλαξη: η ανεπεξαίρετη πρωτοκαθεδρία που παραχωρεί στον Σολωμό είναι

πρωτίστως χρονολογική και δευτερευόντως (;) αξιολογική. Στο λήμμα «Διονύσιος

Σολωμός», που καταχωρίστηκε στη Μεγάλη Εγκυκλοπαιδεία του «Πυρσού» (1933), ο

τελευταίος λόγος του Παλαμά για τον Σολωμό είναι ότι «ο Σολωμός συντελεστής και

εξάγγελος, είναι ακριβέστερον ο πρόδρομος και ο προάγγελος του αρχιτεκτονικού

μεγαλουργήματος του προσδοκωμένου από την νεωτέραν ελληνικήν ποίησιν».136

Στην καταληκτήρια τοποθέτηση του Παλαμά, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι τελικά «η

έμφαση τοποθετείται στην ώθηση που έδωσε [ο Σολωμός] στη νεότερη ποίηση και

παραποτάμια και εις ρυάκια. […] Περί αυτού αρμόζει να επαναλάβουν οι ποιηταί ούτοι ό,τι είπεν

έξοχος Γάλλος συγγραφεύς περί του Σατωβριάν: “Υπήρξεν η ζώσα πηγή της νεοτέρας ποιήσεως. Παν

ό,τι αισθανώμεθα, καθ’ ον τρόπον σήμερον το αισθανόμεθα, έλαβεν αρχικώς μορφήν και χρώμα εις

την ψυχήν του”». 131 Βλ. την επιγραμματική διατύπωση του Παλαμά στη μελέτη «Ο Σολωμός και η εθνική αγωγή»

(1898): «Τριών μεγάλων εθνοπλαστικών ιδεών λαμπρά ενσάρκωσις είναι η ποίησις του Σολωμού: της ιδέας της πατρίδος, της ιδέας του ωραίου, της ιδέας της γλώσσης». Αυτόθι, σελ. 40 132 Αυτόθι, σελ. 162. 133 Αυτόθι, σελ. 159. 134 Αυτόθι, σελ. 159. 135

Αυτόθι, σελ. 133. 136 Αυτόθι, σελ. 163.

Page 56: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

56

όχι στην ολοκλήρωση και τελειότητα του δικού του ποιητικού έργου».137

κατέχει,

επομένως, τη θέση του ιερουργού και προφήτη της νεοελληνική ποίησης, αφήνοντας

το πεδίο ελεύθερο στον αναμενόμενο Μεσσία.138

Το δεύτερο στοιχείο είναι η υποτονική και προσεκτικά συγκαλυμμένη αιχμή

προς τον Πολυλά και την έκδοση των Ευρισκομένων. «Το έργον του Σολωμού»,

σημειώνει ο Παλαμάς, «ως διαφαίνεται κυρίως εν τη Κερκυραϊκή εκδόσει του 1859,

με τα σοφά προλεγόμενα του Πολυλά, και τας παντοίας υποτυπώσεις, παραλλαγάς,

επεξηγήσεις, ηδύνατο να παράσχη λαβήν εις συγγραφήν εκτενούς μελετήματος,

ούτινος η έλλειψις οσημέραι καθίσταται επαισθητοτέρα εις την βραδέως και

λεληθότως, αλλ’ οσημέραι αναπτυσσομένην φιλολογικήν συνείδησιν του Έθνους».139

Η έμμεσα διατυπωμένη (στα 1891) πρόθεσή του να γράψει την εκτενή αυτή μελέτη

πραγματοποιείται, στην καμπή πια του αιώνα, με τα φιλόδοξα «Προλεγόμενά» του,

στη νέα έκδοση Σολωμού από τη «Βιβλιοθήκη Μαρασλή» (1901). Ο Παλαμάς,

μάλιστα, εκφράζει την ακλόνητη πίστη ότι το χρονικό διάνυσμα σαράντα δύο χρόνων

που τον χωρίζει από την έκδοση της Κέρκυρας νομιμοποιεί την απόπειρά του να

επανα-συστήσει τον Σολωμό (έναν εμπρόθετα διαφορετικό Σολωμό) στο αθηναϊκό

κοινό του 20ού

αιώνα: «Σε όποιο κριτικό σκαλοπάτι και να στέκεται ο Αθηναίος του

1901 ήταν η ανάγκη πιο μεγάλη για να ακουστή η γνώμη του από την ανάγκη να

ξανακουστή η γνώμη του Κερκυραίου του 1859. Ο μισός αιώνας, που στέκεται

ανάμεσα στον Πολυλά και σ’ εμένα, με δικαιώνει».140

Χωρίς να αμφισβητεί ευθέως

την αδιαφιλονίκητη (κατά τα άλλα) αξία του πολυλαϊκού έργου, ο Παλαμάς απαιτεί

την ανανέωση, τόσο του Σολωμού, με μια νέα, «φιλολογική» έκδοση

(διευκρινίζοντας ωστόσο ότι αυτή δεν είναι η δική του),141

όσο και του περί τον

Σολωμό κριτικού λόγου. Ωστόσο η αποστασιοποίησή του από τον εκδότη του 1859

είναι πρόδηλη: «Στην κριτική εργασία του Πολυλά χρωστάει βέβαια πολλά η δόξα

του Σολωμού. Όμως ακόμα περιμένομεν ένα εκδότη, κ’ ένα εξηγητή του Σολωμού,

137 Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σελ. 200. 138 Αρκεί να ληφθεί υπόψιν η άποψη του Δ. Αγγελάτου: «το γραμματολογικό παλαμικό ενδιαφέρον για

τον ιστορικό ρόλο του Σολωμού […] είναι σταθερά παρόν, σε σταθερή επίσης αντιδιαστολή με την

αρνητική θέση του Παλαμά ως προς το καλλιτεχνικό και αισθητικό στίγμα της σολωμικής ποιητικής

τέχνης, δείχνοντας ταυτόχρονα την αντίφαση του ιστορικού της λογοτεχνίας που δεν μπορούσε να

αποστασιοποιηθεί της καλλιτεχνικής του ιδιότητας, με την οποία διεκδικούσε ηγετικό ρόλο στις νέες

πνευματικές συνθήκες της Αθήνας του αρχόμενου 20ού αιώνα» (Η υπογράμμιση δική μου). Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 81-82. 139 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 170. 140 Αυτόθι, σελ. 136. 141 «Μολαταύτα δίκαιον είναι η παρούσα έκδοση να θεωρηθή πως κλείνει τη σειρά των παλαιών

τέτοιων [εκδόσεων], όχι πως ανοίγει μια νέα εκδοτική εποχή του Σολωμού με πιο σπουδασμένο τρόπο

μελέτης και φροντίδας. Την περιμένομεν ακόμα την εποχήν αυτή». Αυτόθι, σελ. 111.

Page 57: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

57

όμοια σοφό, μα λιγώτερο αισθηματικόν, αντικειμενικώτερο κριτή του διδασκάλου.

Ανάγκη, αργά ή γλήγορα, να φανή, ακόμα κι αν έτρεχε κίνδυνο νάβγη από τα χέρια

του σμικρυμένη κάπως η δόξα του ποιητή. Πρώτα η αλήθεια».142

Σε αυτά τα

συμφραζόμενα, η συλλογιστική του Παλαμά είναι σαφής και διάφανη: «από την

τραυματική και συνεπώς υποκειμενική “θέση” του μαθητή Πολυλά», η παλαμική

εκδοχή για τον Σολωμό θα οδηγούσε «– με την απαραίτητη ιστορική προοπτική – σε

μια τοποθέτηση αντικειμενική [«Πρώτα η αλήθεια»]. Να είναι όμως έτσι τα

πράγματα;»,143

διερωτάται ο Αλέξανδρος Αργυρίου.

Στα 1891, πριν ακόμη διεκδικήσει το δικό του Σολωμό και πριν παρακάμψει

(όχι άκομψα) τον Πολυλά, ο Παλαμάς φαίνεται να πληροί τις κατάλληλες

προϋποθέσεις για να ενταχθεί στη χορεία των νεότερων σολωμιστών και μάλιστα

φέρεται να έχει το χρίσμα του ίδιου του Πολυλά.144

Είναι η περίοδος, άλλωστε, κατά

την οποία συντελείται η βαθύτερη γνωριμία του νεότερου ποιητή με το κριτικό και

μεταφραστικό έργο του Κερκυραίου λόγιου (χάρη στην καθοριστική διαμεσολάβηση

των Κριτικών Παρατηρήσεων του Γ. Καλοσγούρου για τη μετάφραση του Αμλέτου).

Ένα χρόνο αργότερα, στα 1892, ο δάνειος στίχος από τους Ελεύθερους

Πολιορκημένους, που επιλέγει ο Παλαμάς για να επιστεγάσει την ποιητική συλλογή

Τα μάτια της ψυχής μου, επικυρώνει, σε συμβολικό επίπεδο, την ουσιαστικότερη

στροφή προς τον Σολωμό, και, ταυτόχρονα, πιστοποιεί τη βαθμιαία σύγκλιση προς

τον σολωμικό κύκλο της Κέρκυρας. Η ποιητική συλλογή του Παλαμά θα αποσπάσει

τα ευμενή σχόλια της επτανησιακής πλευράς, κι έτσι, με αμοιβαίες αβρότητες και

εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, πυκνώνουν οι επαφές του ηγέτη της Νέας Αθηναϊκής

Σχολής με τους κραταιούς εκπροσώπους της Επτανησιακής παράδοσης. Για την ώρα

οι λανθάνουσες αποκλίσεις τους γύρω από τα επίμαχα θέματα της σολωμικής

ποίησης και ποιητικής αποσιωπούνται και ο Πολυλάς αναγνωρίζεται επισήμως στην

Αθήνα – με την καθοριστική συμβολή του Παλαμά – ως ο εγκυρότερος εκφραστής

142 Αυτόθι, σελ. 113. 143 Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Σολωμός του Παλαμά. Μια αποκλίνουσα ανάγνωση», Διονύσιος

Σολωμός: «Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 357. Βλ. και όσα σχετικά γράφει ο Δ.

Πολυχρονάκης: «[…] η οπτική του Πολυλά για τον Σολωμό δεν μπορούσε να είναι “αντικειμενική”,

διότι κατ’ ουσίαν ο Πολυλάς κατανοούσε με τους ίδιους ερμηνευτικούς όρους που είχαν εκθρέψει τον

Σολωμό ως ποιητή και κριτικό». Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ.

316. 144 Ο Παλαμάς φροντίζει να υπενθυμίζει συχνά τον δύσκολο έπαινο που κέρδισε από τον Πολυλά:

«Προπάντων ευγνωμονώ προς τον Παλαμάν, διότι είναι ο πρώτος ο οποίος απέδωκε την ανήκουσαν

θέσιν εις τον αληθώς πνευματικόν μου πατέρα, τον Σολωμόν». Και αλλού σημειώνει: «[…] αυτός [ο

Πολυλάς] που μου έγραφε πως ευγνωμοσύνη θα μου χρωστιέται γιατί πρώτος ξανάφερα, ύστερ’ από

χρόνια λησμονιάς το Σολωμό και τον ξανάστησα στο θρόνο που του πρέπει […]». Παλαμάς, Διονύσιος

Σολωμός, ό.π., σελ. 118 και 136, αντίστοιχα.

Page 58: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

58

της πνευματικής κληρονομιάς του Σολωμού. Έκτοτε «η συζήτηση για το είδος της

επικαιρότητας που γνώρισε ο Σολωμός […] είχε ως ορατό ή υπονοούμενο άξονα

αναφοράς το ερμηνευτικό πλαίσιο των “Προλεγομένων” του […] στην έκδοση των

Ευρισκομένων του 1859, ανεξαρτήτως του αν κανείς συμφωνούσε ή διαφωνούσε με

αυτά».145

Ο ίδιος ο Παλαμάς – για να επιστρέψουμε στο ανοιχτό ερώτημα του Αλέξ.

Αργυρίου – επιλέγει τελικά να διαφωνήσει. «Αφού προηγουμένως […] έχει με τα

μέτρα του μυθοποιήσει» τον Πολυλά, «δίνοντας έτσι κύρος στο [δικό του

ερμηνευτικό] εγχείρημα», αποφασίζει να τον ξεπεράσει146

και διεκδικεί το ρόλο ενός

«κάπως διαφορετικού τιμητή του Σολωμού».147

Το νευραλγικό σημείο απόκλισης

είναι – όπως ασφαλώς αναμενόταν – τα αποσπασματικά έργα της ωριμότητας. Στο

κείμενο-σταθμό για την εμπλοκή του Παλαμά στην υπόθεση Σολωμός, στον πρόλογο

της έκδοσης Μαρασλή («Σολωμός. Η Ζωή και το έργο του»), ο Παλαμάς γράφει:

«Και τα αποσπάσματα του Σολωμού θυμίζουνε σ’ εμέ τους στίχους του Sully

Prudhomme για κάποια συντριμμένα αγάλματα των ιταλικών μουσείων. “Θά’λεγε

κανείς πως τα μεγάλα ακέφαλα τούτα συντρίμματα δεν ήτανε σωστότερα καθώς

έβγαιναν από τα χέρια που τά’πλασαν. και πως έτσι αναγκασμένα να ζούνε σ’ ένα

λιγοστό, σ’ ένα τόσο δα κομματάκι πέτρας η ομορφιά τους φαίνεται ομορφότερη,

ερειπωμένη έτσι παρ’ όσο θα ήταν ακέρια!”».148

Η σημειωτική της μεταφοράς που

επιλέγει είναι – για να θυμηθούμε την εμμονή του Σεφέρη (της Κίχλης) – δηλωτική

της θέσης που επιφυλάσσει τελικά ο Παλαμάς στον Σολωμό: «Τ’ αγάλματα είναι στο

μουσείο».149

Μέσα από το διαθλαστικό πρίσμα της κριτικής του Παλαμά, παρατηρεί ο Δ.

Αγγελάτος, η ώριμη ποίηση του Σολωμού μπορεί να «διαθέτει την άφραστη χάρη των

μουσειακών εκθεμάτων», αλλά στην ουσία απονευρώνεται και στερείται τη δύναμη

της δραστικής της επενέργειας: η ποιητική κατάκτηση του Σολωμού, όσο υψηλή και

αν στάθηκε, όσο «μαρτυρικά» κι αν συντελέστηκε, «από μόνη της δεν επαρκεί για

την επίτευξη της καλλιτεχνικής αρτιότητας, γι’ αυτό και “γοητεύει” χωρίς να είναι σε

θέση αφ’ εαυτής να προωθήσει συνθεσιακά σχέδια ή να δώσει λύσεις σε προβλήματα

145 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 74. 146 Δημήτρης Αγγελάτος, «“Ήχος λεπτός… […] γλυκύτατο[ς], ανεκδιήγητο[ς]…”: Το σολωμικό έργο

και η εξακολουθητική αμηχανία μιας εποχής (1880-1910)», Διονύσιος Σολωμός: «Κανών»

νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 155. 147 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 136. 148

Αυτόθι, σελ. 99. 149 Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 199418, σελ. 222.

Page 59: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

59

[…] μακροδομικά. Αναγκασμένη, ή καλύτερα καταδικασμένη, από την τύχη [και τον

δημιουργό της], αυτού του είδους η ποίηση ζει μέσα στη συντριμμένη τελειότητά της

[…], εντελώς ακινητοποιημένη».150

Με την εμμονή του στο παραδοξολογικό σχήμα

του αιώνιου, α-χρονικού, πλην ατελούς αριστουργήματος, ο Παλαμάς στην ουσία

καταψύχει εκείνο που ο Πολυλάς αναγνώριζε ως «ζωντανήν ουσία» του σολωμικού

έργου, θέτοντας – πρώιμα, στα 1859 – το στοίχημα της αθανασίας στην «επιμονή»

του δημιουργού «εις την τελειοποίησι του αρχικού πλάσματος»,151

και όχι στο

αποσπασματικό, «αποσιωπητικό» κείμενο, όπως το ήθελε ο Παλαμάς στα 1901.

Στις αρχές του 20ού

αιώνα η ποιητική κληρονομιά του Σολωμού μεταβιβάζεται

οριστικά στο νέο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνισμού και η διαχείρισή

της περνάει στα χέρια της αθηναϊκής κριτικής. Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες το

παλαμικό δόγμα παγιώνεται και μεσουρανεί. Ως τα 1903 ο Παλαμάς θα έχει κλείσει,

επί της ουσίας, το κριτικό κεφάλαιο Σολωμός (υπολείπεται ο επίλογος του 1933), ενώ

οι αντίθετες φωνές (οι άμεσα και έντονα επικριτικές θέσεις του Κ. Χατζόπουλου και

η ηπιότερη αντίδραση του Γ. Καλοσγούρου) δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν την

επιβολή του νέου κανόνα. Ο – πιθανότατα δραστικός – αντίλογος του Πολυλά δεν

μπορεί πια να ακουστεί από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 19ου

αιώνα.152

Οι όροι υποδοχής του Ποιητή θα τεθούν και πάλι σε νέα, διαφορετική, βάση

στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού

αιώνα, αρχικά με τον έντονα αντιρρητικό

(στον Παλαμά) λόγο του Γ. Αποστολάκη (Η ποίηση στη ζωή μας, 1923), ο οποίος, με

τη σειρά του, εγείρει την αντίδραση του Κ. Βάρναλη (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική,

1925). Οι παρεμβάσεις του Κ. Καιροφύλλα (Ο άγνωστος Σολωμός και Ανέκδοτα

Έργα, 1927), με την πρώτη δημοσίευση της Γυναίκας της Ζάκυθος, θα ανανεώσουν το

ενδιαφέρον για τον βίο και το έργο του Σολωμού (βλ. την «εσκεμμένα κακόπιστη

ανάγνωση»153

του Φ. Μιχαλόπουλου: Διονύσιος Σολωμός, 1931) και θα

δρομολογήσουν την εμπλοκή του Λ. Πολίτη, με κορυφαίες στιγμές τη χρηστική

έκδοση των σολωμικών Απάντων (1948) και τη μνημειώδη, πανομοιοτυπική, έκδοση

των Αυτόγραφων Έργων του ποιητή (1964). «Γύρω από τα προβλήματα ή τους

150 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 129-130. 151 «Εις τούτα τα πολύτιμα συντρίμματα οι μεν νέοι θα ποτισθούν την αγνήν αγάπη του καλού και του

αληθούς και εις τον εθνικόν ποιητή μας θα έχουν ένα νέον παράδειγμα, πολύ σπάνιον εις την εποχή μας, ότι η επιμονή εις την τελειοποίησι του αρχικού πλάσματος οπού πηγάζει από την έμπνευσι είναι

ένα από τα κύρια χαραχτηριστικά του μεγάλου νοός, το μόνον οπού δύναται να αθανατίση τα

συγγράμματα. οι δε γυμνασμένοι νόες θέλει ξανοίξουν την ζωντανήν ουσία, οπού περιχύνεται και εις

τα έσχατα μέλη του ποιητικού έργου […]». Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 42. 152

Ο Πολυλάς πεθαίνει στις 25 Ιουλίου του 1896. 153 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 220.

Page 60: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

60

προβληματισμούς που περιείχαν, γέννησαν ή επέτρεψαν» οι σταθμοί αυτοί της

σολωμικής πρόσληψης «(και οι μικρότερης αξίας ή ολκής […] παράγωγοι ή

αντίπαλοί τους) φαίνεται να οργανώθηκαν μερικά από τα κύρια ρεύματα της κριτικής

στην […] πανελλήνια, ευρωπαϊκή και παγκόσμια εξακτίνωσή τους, ενώ σίγουρα οι

σταθμοί αυτοί άνοιξαν ή υποδαύλισαν μερικές από τις γνωστότερες φιλολογικές,

γλωσσικές, γραμματολογικές κτλ. διαμάχες ([…] Γ. Αποστολάκης – Κ. Παλαμάς, Λ.

Πολίτης – Ι. Συκουτρής, Λ. Πολίτης – Ν. Τωμαδάκης, Ε. Τσαντσάνογλου – Ε. Κ.

Χατζηγιακουμής, Στ. Αλεξίου – Λ. Πολίτης / Ε. Παχίνη – Τσαντσάνογλου, κ.α.).

[…] Έξω ή γύρω από το πλαίσιο των μεγάλων κριτικών αντιγνωμιών […], δεν

έλειψαν οι “ανεξάρτητες” ή παράλληλες, αλλά όχι λιγότερο σύντονες, διερευνήσεις

διαφόρων άλλων ζητημάτων της σολωμικής θεματικής, της στιχουργίας, της

γλώσσας, του ύφους, των πηγών και παραλλήλων, κτλ.».154

Σε αυτό το πλαίσιο, το περιοδικό Παναθήναια, με υπολογίσιμη διάρκεια ζωής

δεκαπέντε χρόνων (1900-1915), επικαλύπτει χρονικά το διάκενο που επισημαίνεται

ανάμεσα στις δύο κρίσιμες φάσεις της σολωμικής πρόσληψης. Οι ρητές αναφορές του

περιοδικού στον Σολωμό – πυκνές και πολυάριθμες – πιστοποιούν τη συνεχή

παρουσία του στον ελληνικό πνευματικό ορίζοντα. Συντηρώντας κυρίως την ήδη

σχηματισμένη εικόνα του, κάποτε προσθέτοντας και νέες, μικρές, ψηφίδες, τα

Παναθήναια επαναφέρουν συστηματικά τον Σολωμό στην επικαιρότητα και συχνά

τον επιστρατεύουν στις διαμάχες του δικού τους παρόντος, με διαφορετική, ανάλογα

με τις συνθήκες και τις προθέσεις, στόχευση.

«Περίεργες και φανταστικές θεωρίες» ανθρώπων (θα σχολιάσει αργότερα, με

άλλη αφορμή, ο Γερ. Σπαταλάς),155

αλλά, όπως μας θύμισε ο Jauss, «οτιδήποτε

προσλαμβάνεται, προσλαμβάνεται κατά τον τρόπο του παραλήπτη».156

154 Βλ. την εισαγωγή του Γ. Κεχαγιόγλου στο Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, επιλογή κριτικών

κειμένων, επιμέλεια: Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο,1999, σελ. xii-xiii. 155 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 73. 156 Quidquid recipitur ad modum recipientis reqipitur. Σύμφωνα με τον Jauss «αυτή είναι η παλαιότερη

υποτύπωση της έννοιας της πρόσληψης», που για πρώτη φορά εμφανίζεται στο πλαίσιο της

σχολαστικής θεολογίας του λατινικού Μεσαίωνα. Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, ό.π., σελ., 112 -

113.

Page 61: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

61

2. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ.

2.1. Το περιοδικό Παναθήναια.

«Το ελληνικόν βιβλίον και το ελληνικόν περιοδικόν εδώ θα ζητηθούν από τον φιλαναγνώστην»1

«Η αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτείται από την έκδοση του περιοδικού

Παναθήναια που φαίνεται ότι “εξεκόλαψε” αρκετά σημαντικά έργα της νεοελληνικής

λογοτεχνίας και δημιούργησε προοπτικές ωρίμανσής της».2 Η παραπάνω πυκνή

διατύπωση της Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη δίνει επιγραμματικά το στίγμα ενός από τα

πιο αξιόλογα και μακρόβια περιοδικά «λόγου και τέχνης» των αρχών του

προηγούμενου αιώνα.

Η αξιοσημείωτη, για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής, διάρκεια ζωής των

Παναθηναίων καλύπτει την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού αιώνα, από τον Οκτώβριο

του 1900 έως τον Φεβρουάριο του 1915. Η τακτική κυκλοφορία τους

(δεκαπενθήμερη μέχρι το Σεπτέμβριο του 1912 και, στη συνέχεια, μηνιαία),

«περίπτωση μοναδική αυτή την εποχή, για περιοδικό του είδους»,3 αναστέλλεται

προσωρινά τον Ιανουάριο του 1914. Το περιοδικό επανακυκλοφορεί τον Αύγουστο

του ίδιου χρόνου, με τη γνωστή κανονικότητα, έως τον Φεβρουάριο του 1915, οπότε

η έκδοσή του διακόπτεται οριστικά. Η μετάβαση από την πρώτη περίοδο

κυκλοφορίας του περιοδικού στη δεύτερη, βραχύβια περίοδο των τελευταίων έξι

μηνών (Αύγουστος 1914 – Φεβρουάριος 1915) σημαδεύτηκε από την αποχώρηση του

Κίμωνα Μιχαηλίδη, εκδότη και Διευθυντή των Παναθηναίων για δεκατέσσερα

χρόνια. Η παραχώρηση της θέσης του στον Γεώργιο Αγγ. Βλάχο δεν σήμανε, πάντως,

προγραμματική αλλαγή του προσανατολισμού ή της φυσιογνωμίας του περιοδικού.

Τα Παναθήναια αριθμούν είκοσι οκτώ (28) τόμους, ο καθένας από τους

οποίους αντιστοιχεί σε ένα εξάμηνο κυκλοφορίας του περιοδικού (από τον Οκτώβριο

έως τον Μάρτιο και από τον Απρίλιο έως το Σεπτέμβριο κάθε έτους). Κάθε τόμος

1 Παναθήναια, τ. 19, σελ. 27. 2 Γρηγόριος Ξενόπουλος, Επιλογή κριτικών κειμένων, ανθολόγηση – εισαγωγή – επιμέλεια Γ.

Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα, 2002, σελ. 33. 3 Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση, τ. Α΄: Αθηναϊκά

περιοδικά (1901-1925), ερευνητική ομάδα, εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου, University Studio Press

(Εκδόσεις επιστημονικών βιβλίων και περιοδικών), Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 62.

Page 62: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

62

αποτελείται συνήθως από οκτώ/εννέα ή έντεκα/δώδεκα τεύχη.4 Ο αριθμός των

σελίδων του τεύχους (μεσαίου σχήματος – 25 x 18 – δίστηλες) δεν ξεπερνά, κατά

κανόνα, τις τριάντα δύο (32), αλλά αυξάνεται αναλογικά στα διπλά ή αφιερωματικά

τεύχη.5 Η τιμή, τέλος, του τεύχους ορίζεται στη μία δραχμή, ενώ η ετήσια συνδρομή

ανέρχεται σε είκοσι πέντε δραχμές και η εξαμηνιαία σε δεκατρείς.

Την εκδοτική ποιότητα των Παναθηναίων αναδεικνύει η «εξαιρετική

τυπογραφικά, πλουσιότατη» εικονογράφησή τους,6 χαρακτηριστικό που πιστοποιεί

ότι οι υψηλές αισθητικές προδιαγραφές (των τυπογραφείων του Π. Δ. Σακελλάριου

και της «Εστίας» του Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη) και, γενικότερα, η φροντίδα

για την εμφάνιση «της έκδοσης ήταν για πολλά [από τα παλαιότερα] περιοδικά θέμα

ουσίας».7 Στις ιδιαίτερα επιμελημένες σελίδες των Παναθηναίων (από την επιλογή

και την πυκνότητα των τυπογραφικών στοιχείων, ως τον διάκοσμο των περιθωρίων)

φιλοξενούνται διάσημα έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων και γλυπτών. Το

ενδιαφέρον για τις καλές τέχνες απορροφά μεγάλο μέρος της τακτικής ύλης του

περιοδικού, με εκτενή άρθρα και μελέτες (π.χ., το αφιέρωμα στον Ν. Γύζη),

ευσύνοπτες κριτικές για εκθέσεις ζωγραφικής ή και μεμονωμένα έργα (π.χ. η

απορριπτική κριτική του Κ. Μιχαηλίδη για τον ανδριάντα του Σολωμού στη

Ζάκυνθο, έργο του γλύπτη Γ. Βρούτου) και μια σειρά από σύντομες σκιαγραφήσεις

μεγάλων δημιουργών (Κ. Παρθένης, Ν. Λύτρας, Δ. Φιλιππότης, Δ. Θεοτοκόπουλος,

Μποτιτσέλι, Φρα Αντζέλικο). Την εικαστική φυσιογνωμία του περιοδικού ενισχύουν

οι πολυάριθμες φωτογραφίες προσώπων, τόπων και γεγονότων. Το ενδιαφέρον για τη

«νέα» τέχνη εκδηλώνεται νωρίς (ήδη στα πρώτα τεύχη), με πρωτότυπα άρθρα

(κυρίως του Ν. Επισκοπόπουλου) και προκηρύξεις διαγωνισμών φωτογραφίας.

Περνώντας, από τα εξωτερικά, στα εσωτερικά στοιχεία ταυτότητας του

περιοδικού, άξονα αναφοράς αποτελεί το προεξαγγελτικό σημείωμα του Κ.

Μιχαηλίδη για την έκδοση των Παναθηναίων.8 «Η προαναγγελία της έκδοσης ορίζει

4 Οκτώ/εννέα τεύχη για κάθε «θερινή περίοδο» (την απόκλιση προκαλούν τα διπλά τεύχη Ιουνίου,

Ιουλίου, Αυγούστου ή και Σεπτεμβρίου) και έντεκα/δώδεκα τεύχη για κάθε «χειμερινή περίοδο» (με το

συχνά διπλό τεύχος Δεκεμβρίου). Η παραπάνω διάκριση φυσικά δεν ισχύει για τα εντεύθεν του 1912

έτη, οπότε το περιοδικό – εξαιτίας των πολεμικών περιπετειών στις οποίες ενεπλάκη η χώρα –

κυκλοφορεί σε μηνιαία βάση. 5 Στην αρίθμηση συμπεριλαμβάνονται οι ολοσέλιδες εικόνες και το λευκό οπισθόφυλλο. Από τα περισσότερα τεύχη λείπει το αρχικό εξώφυλλο. 6 Περιοδικά λόγου και τέχνης, ό.π., σελ. 62, όπως, άλλωστε, τονίζεται εμφατικά και στον υπότιτλο του

περιοδικού («δεκαπενθήμερον [ή: μηνιαίον] εικονογραφημένον περιοδικόν»). 7 Αυτόθι, σελ. 36. 8 Δημοσιεύτηκε στο περ. Δελτίον της Εθνικής Αγωγής, τχ. 11 (1 Ιουνίου 1900), σελ. 2-3. Αυτόθι, σελ.

59.

Page 63: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

63

ένα ευρύτατο ορίζοντα ενδιαφερόντων: “Χρονογραφία κοινωνική, καλλιτεχνική και

πολιτική, Ποίησις, Θέατρον, Μυθιστόρημα, Διήγημα, Αρχαιολογία και Ιστορία,

Ψυχολογία, Κριτική και Βιβλιογραφία, Μελέται επί της καλλιτεχνικής παραγωγής της

Ελλάδος και των άλλων χωρών θα παρελαύνουν εις τας στήλας των Παναθηναίων”.

Τα Παναθήναια ανταποκρίθηκαν στον αρχικό σχεδιασμό».9 Κατεξοχήν περιοδικό

λόγου και τέχνης, είναι εύλογο ότι στρέφουν το ενδιαφέρον τους λιγότερο στην

κοινωνική και πολιτική αρθρογραφία και προσανατολίζονται περισσότερο στην

καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της ελληνικής, κυρίως, πρωτεύουσας,

παρακολουθώντας, ταυτόχρονα, την κίνηση στα μεγάλα πολιτισμικά κέντρα του

κόσμου. Οι τελευταίες σελίδες κάθε τεύχους αφιερώνονται σε θέματα επικαιρικού

χαρακτήρα (συχνά υποβολιμαία από την ευρωπαϊκή εφημεριδογραφία και πάντοτε σε

ανοιχτό διάλογο με την αντίστοιχη ελληνική). Το ενδιαφέρον για την πολιτική

κερδίζει έδαφος (από το 1904 και εξής), χωρίς αυτό να απειλεί την ιδεολογική

«ανεξιθρησκία» του περιοδικού ή να αλλοιώνει την καθαρά λογοτεχνική και

καλλιτεχνική φυσιογνωμία του. Στο τελευταίο φύλλο του εντύπου καταγράφεται

συστηματικά η εκδοτική κίνηση της εποχής, που ενίοτε πλαισιώνεται από σύντομα

βιβλιοκριτικά σημειώματα (π.χ., η – κατ’ εξαίρεση εκτενής – βιβλιοκρισία του Γρ.

Ξενόπουλου για την έκδοση Απάντων των Ευρισκομένων του Δ. Σολωμού από τη

«Βιβλιοθήκη Μαρασλή»). Μόνιμη σχεδόν είναι η παρουσία άρθρων αρχαιολογικού

ενδιαφέροντος (που εστιάζεται κυρίως στις μεγάλες ανασκαφές της εποχής) ή

ιστορικού περιεχομένου (με το Βυζάντιο να διεκδικεί ισόνομη και ισοβαρή θέση, σε

σχέση με την ελληνική αρχαιότητα). Με μεγάλη συχνότητα εμφανίζονται και

ταξιδιωτικά κείμενα που αναφέρονται σε τόπους μακρινούς (π.χ. Ιαπωνία), ή πιο

οικείους (νεοαποκτηθείσες – μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους – ελληνικές πόλεις

της Μακεδονίας και της Ηπείρου, αλλά και περιοχές της νησιωτικής και ηπειρωτικής

χώρας) και συνοδεύονται συνήθως από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Ξεχωριστή σημασία αποδίδεται στη μουσική και τη θεατρική κίνηση της

εποχής. Τα Παναθήναια παρακολουθούν συστηματικά τις θεατρικές παραγωγές του

Βασιλικού Θεάτρου και της Νέας Σκηνής (του Κ. Χρηστομάνου): οι παραστάσεις

κρίνονται στο σύνολό τους (από την «απαγγελία» των ηθοποιών και τη μουσική

επένδυση, ώς τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία), παρουσιάζονται αναλυτικά τα

πιο αξιόλογα θεατρικά κείμενα (μεταφρασμένα ή πρωτότυπα) και κάποτε

9 Αυτόθι, σελ. 62.

Page 64: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

64

δημοσιεύονται σε συνέχειες στο περιοδικό.10

Πολυάριθμα είναι και τα εγκωμιαστικά

άρθρα για ηθοποιούς της ελληνικής και ευρωπαϊκής σκηνής (Μαρίκα Κοτοπούλη,

Αγνή Σόρμα), οι μελέτες για τους μεγάλους δραματουργούς του παγκόσμιου θεάτρου

(ενδεικτικά: Σαίξπηρ, Ίψεν, Τολστόι, Μέτερλιγκ), αλλά και για τους Έλληνες

θεατρικούς συγγραφείς (Γρ. Ξενόπουλο, Π. Νιρβάνα, Ι. Πολέμη, Α. Προβελέγγιο).

Αναλυτική επίσης είναι και η εικόνα που δίνει το περιοδικό για τη μουσική ζωή της

πρωτεύουσας (με πυκνές αναφορές σε εκδηλώσεις του Ωδείου Αθηνών). Την

προσοχή ελκύουν συχνά περιώνυμοι Ευρωπαίοι μουσουργοί (Βάγκνερ, Μπετόβεν,

Μότσαρτ) και επιφανείς Έλληνες με διεθνή σταδιοδρομία (όπως ο Μ. Καλομοίρης

και η Ελπίς Καλογεροπούλου). Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί η ιδιαίτερη εκτίμηση που

δείχνουν τα Παναθήναια στον Επτανήσιο Νικόλαο Μάντζαρο (βλ. σχετικά το άρθρο

του Γ. Λαμπελέτ «Η εθνική μουσική», όπου το έργο του Κερκυραίου μουσουργού

συνεξετάζεται με την ποίηση του Δ. Σολωμού).

Ο λόγος της κριτικής, σπάνια αποκλειστικά θεωρητικός, επικεντρώνεται στην

ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, προγενέστερη και σύγχρονη, και αρθρώνεται με

βάση το σύνηθες για την εποχή ερμηνευτικό σχήμα «βίος και έργο», χωρίς πάντοτε

να ξεφεύγει από το κλίμα της «εντυπωσιολογίας» ή των γλωσσικών αντιπαραθέσεων.

Ο Δ. Σολωμός αποτελεί συχνά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με πλήθος

σποραδικών αναφορών και, κυρίως, με τα εκτενή δημοσιεύματα του Σπ. Δε Βιάζη,

που φέρουν τον (δηλωτικό της προσέγγισής τους) τίτλο «Από τον βίον και το έργον

του Σολωμού». Στις καλύτερες στιγμές της κριτικής των Παναθηναίων ανήκει

αναμφίβολα η ιστορική μελέτη του Ξενόπουλου για τον Κ. Π. Καβάφη («Ένας

ποιητής», 1903), κείμενο που αποτελεί και την πρώτη κριτική παρουσίαση του

αλεξανδρινού ποιητή στο αθηναϊκό κοινό. Αξίζει επίσης να αναφερθούν ενδεικτικά: η

διάλεξη του επτανήσιου κριτικού για τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τα επιμνημόσυνα

κείμενα του Παύλου Νιρβάνα για τον Αλέξ. Παπαδιαμάντη και τον Κ. Χρηστομάνο,

άρθρα για το έπος του Διγενή Ακρίτα και τον Ερωτόκριτο και η συγκριτική μελέτη του

Σ. Μενάρδου για τον Σολωμό και τον Κάλβο. Οι αναφορές στην ξένη λογοτεχνία,

συγκριτικά περιορισμένες, μαρτυρούν μια ευεξήγητη ροπή σε δημιουργούς που

διατηρούν κάποια σχέση με την Ελλάδα (το αφιέρωμα στον Μορεάς, κείμενα για τον

Μπάιρον, τον Φόσκολο και τον Λευκάδιο Χερν) ή γίνονται με αφορμή την

10

Την θεατρική κριτική υπογράφουν συνήθως οι: Γρ. Ξενόπουλος, Κ. Μιχαηλίδης και Α. Π.

Κουρτίδης.

Page 65: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

65

επικαιρότητα της εποχής (ο θάνατος του Καρντούτσι και του Ίψεν, η απονομή του

βραβείου Νόμπελ στον Σουλλύ Πρυντόμ, εκδόσεις έργων του Ντ’ Αννούντσιο κτλ.).

Στο χώρο της πεζογραφίας, το μυθιστόρημα εκπροσωπείται κυρίως από έργα

της ευρωπαϊκής γραμματείας, που δημοσιεύονται σε συνέχειες, μεταφρασμένα από

τους συνεργάτες του περιοδικού. Υπερτερεί αισθητά το ελληνικό διήγημα, με ισχυρή

την παρουσία του Αλ. Παπαδιαμάντη11

και τις τακτικές συνεισφορές του Δ. Βουτυρά,

του Α. Καρκαβίτσα, του Ι. Κονδυλάκη, του Αλ. Μωραϊτίδη και του Γρ. Ξενόπουλου

(για να μνημονευτούν ενδεικτικά μερικά μόνο ονόματα). Αξιοσημείωτη είναι και η

γυναικεία παρουσία με τη συχνή δημοσίευση διηγημάτων της Αλ. Παπαδοπούλου.

Στην περιοχή της ποιήσεως εναλλάσσονται ελάσσονες τόνοι με τις μείζονες ποιητικές

φωνές: Ι. Γρυπάρης, Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Μαλακάσης, Γερ. Μαρκοράς, Στ.

Μαρτζώκης, Λ. Πορφύρας, Ζ. Λ. Παπαντωνίου, Ι. Πολέμης, Στ. Σεφεριάδης, Μ.

Σιγούρος, Κ. Π. Καβάφης, Κ. Παλαμάς και Δ. Σολωμός.

Οι συνεργασίες του περιοδικού, βασικές και έκτακτες, «επί θεμάτων ελληνικής και

ξένης, παλαιότερης και νεότερης»,12

καλύπτουν ένα πυκνό πλέγμα ενδιαφερόντων,

εξασφαλίζουν την πολυφωνία και φέρουν την εγκυρότητα της υπογραφής επιφανών

εκπροσώπων της ελληνικής πνευματικής ζωής, όπως αυτή διαμορφωνόταν στις αρχές

του 20ού

αιώνα.13

11 Στα Παναθήναια δημοσιεύεται για πρώτη φορά και η «Φόνισσα» (1903). 12 Περιοδικά λόγου και τέχνης, ό.π., σελ. 67. 13 Αφενός ο μεγάλος όγκος του περιοδικού και, αφετέρου, ο περιορισμένος χώρος και η διαφορετική

στόχευση της παρούσας εργασίας δεν επιτρέπουν την εξαντλητική καταλογογράφηση των συνεργατών του περιοδικού και των έργων τους. Η παράθεση ονομάτων είναι ενδεικτική: Α. Μ. Ανδρεάδης, Γερ.

Βώκος, Ν. Επισκοπόπουλος, Π. Ζητουνιάτης, Άγις Θέρος, Άρ. Καμπάνης, Δ. Γρ. Καμπόρογλους, Α.

Π. Κουρτίδης, Αγαθ. Κωνσταντινίδης, Σίμος Μενάρδος, Κ. Μιχαηλίδης, Π. Νιρβάνας, Στ.

Ξανθουδίδης, Γρ. Ξενόπουλος, Αρ. Προβελέγγιος, Εμμ. Ροΐδης, Α. Σημηριώτης, Ν. Σπανδωνής, Γ.

Σουρής, Γ. Στρατήγης, Γ. Β. Τσοκόπουλος, Γ. Ν. Χατζιδάκις κ.ά.

Page 66: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

66

2.2. Ο «απροσδιόνυσος» στον Σολωμό Α΄ τόμος.

Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό […]14

Η παρουσία του Δ. Σολωμού στον πρώτο τόμο του περιοδικού Παναθήναια

είναι σχεδόν ανεπαίσθητη: καταγράφονται διάσπαρτες έξι, μόλις, παρεκβατικές

αναφορές στον ποιητή και στο έργο του – οι τέσσερεις ρητές και οι δύο άλλες

έμμεσες – χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα ή προφανή σκοπιμότητα. Αφενός, η

σποραδικότητα με την οποία εμφανίζονται και, αφετέρου, η έλλειψη συναφών

συνδηλώσεων στα χωρία που εντοπίζονται δημιουργούν το εξής μη τυπικό, για τα

δεδομένα του περιοδικού, φαινόμενο:15

τα σολωμικά λήμματα είναι ελάχιστα σε

σχέση με τον αριθμό που αναμενόταν, αλλά, παρόλα αυτά, ο Σολωμός μνημονεύεται

σε εντελώς απροσδιόνυσα συμφραζόμενα.

α) Η πρώτη από τις έξι αναφορές – έμμεση αυτή – απαντά στο τρίτο τεύχος

του τόμου, σε βιβλιοκρισία του Εμμ. Σ. Λυκούδη για τη μελέτη «Η ανεξαρτησία της

Ελλάδος και η Ευρώπη» του Γάλλου δημοσιογράφου Γκαστόν Ιζαμπέρ. Ο λόγος,

σχετικός με τα γεγονότα και την ιδεολογία της ελληνικής επανάστασης, απολήγει

αυτόματα στον «μεγάλο της ελληνικής ελευθερίας υμνωδό, ο οποίος την παριστά

“απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά”», χωρίς να δίνεται (ή και να

απαιτείται) άλλη συνέχεια (Παναθήναια, τ. 1, σελ. 107). 16

β) Η πρώτη ρητή αναφορά εμφανίζεται σε ένα σύντομο σημείωμα (της στήλης

Τέχνη – Γράμματα – Επιστήμη), που προαναγγέλλει τον εορτασμό της

εκατονταετηρίδας του Σολωμού στη Ζάκυνθο. Ο ανώνυμος συντάκτης του

σημειώματος περιορίζεται στην ανακοίνωση της απόφασης που έλαβε η Επιτροπή

Αθηνών να διοργανώσει συναυλία στη «Μουσική Εταιρεία», τα έσοδα της οποίας θα

αξιοποιούνταν για την έκδοση των «εθνικών ποιημάτων» του Σολωμού και τη

ναύλωση δύο ατμοπλοίων για τη μεταφορά των «πανηγυριστών» στη Ζάκυνθο (τ. 1,

σελ. 158).

14 Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί. (Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα, 20054, σελ. 157). 15 Έξι μόνο αναφορές, στις πεντακόσιες περίπου σελίδες που αριθμεί ο τόμος, είναι ποσοστό εντελώς δυσανάλογο σε σύγκριση με ό,τι είναι ο κανόνας για τους επόμενους τόμους, όπου ο αριθμός των

σολωμικών αναφορών αυξάνεται θεαματικά. Συμπτωματικά, «απροσδιόνυσος» στον Σολωμό θα

παραμείνει και ο τελευταίος τόμος του περιοδικού. 16 Στο εξής οι αναφορές στο περιοδικό σημειώνονται εντός κειμένου με απλή αναγραφή του τόμου και

της σελίδας. Στα παραθέματα διατηρείται η ορθογραφία και, όπου είναι δυνατό, η στίξη του

πρωτοτύπου. Δεν ήταν δυνατή η τήρηση του πολυτονικού συστήματος για τον τονισμό.

Page 67: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

67

γ) Σε μελέτη του Εμμ. Λυκούδη, και πάλι, χρησιμοποιείται, αντί ονόματος, η

εύγλωττη περίφραση «μέγας του Έθνους ποιητής». Την αφορμή προσφέρει μια

παρενθετική αναφορά στην καταστροφή των Ψαρών, όπου η συνοπτική καταγραφή

του ιστορικού γεγονότος συμπληρώνεται με τη παράθεση των δύο τελευταίων στίχων

από το γνωστό «Επίγραμμα» (τ. 1, σελ. 329).

δ) Ολόκληρο το «Επίγραμμα των Ψαρών» επιτάσσεται σε άρθρο (του Ερνστ

Χαρτ), που δημοσιεύεται με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του ζωγράφου Ν. Γύζη.

Προηγείται η απεικόνιση της «Δόξας» του Γύζη και ακολουθεί άτιτλο το ποίημα, με

μόνη ένδειξη το όνομα Σολωμός. (τ. 1, σελ. 410).

ε) Την άμεση εξάρτηση του πίνακα από το ποίημα υποδεικνύει ρητά και ένα

απόσπασμα από επιστολή του ζωγράφου (χρονολογημένη στα 1899), που

δημοσιεύεται στο ίδιο τεύχος των Παναθηναίων: «Μου ενέπνευσε μεν την Δόξαν ο

δαιμόνιος Σολωμός, έχει όμως το πνεύμα μου, την καρδίαν μου και μέρος της ζωής

μου μαζύ της». Αξιοπρόσεχτο είναι το επίθετο «δαιμόνιος» που επιλέγει ο Γύζης, για

να χαρακτηρίσει τον ποιητή από τον οποίο, ομολογημένα, αντλεί την έμπνευσή του.

(τ. 1, σελ. 439).

στ.) Η τελευταία αναφορά του Α΄ τόμου στον Σολωμό εντοπίζεται σε άρθρο

του Gulielmo Felice Damiani, που πραγματεύεται τη θέση της ελληνικής γλώσσας

και γραμματείας στην ιταλική παιδεία. Η διαφαινόμενη τάση να εξοστρακιστούν τα

ελληνικά από την ιταλική εκπαίδευση κάθε βαθμίδας σχολιάζεται αρνητικά από τον

συντάκτη και, μεταξύ άλλων, αποδίδεται στην «απληστία του κέρδους», η οποία

απομακρύνει το σύγχρονο άνθρωπο από την «καλλιέργεια της εσωτερικής εκείνης

ζωής του πνεύματος, ην τοσούτον εξεθείαζε ο Σολωμός» (τ. 1, σελ. 465).

Στο ίδιο άρθρο, ο Damiani αναφέρεται εγκωμιαστικά σε μια ομάδα Ελλήνων

καθηγητών που διδάσκουν την ελληνική γραμματολογία σε Πανεπιστήμια της Ιταλίας

και, ανάμεσά τους, ξεχωρίζει τον Ιωάννη Κάννα, για την επιλογή του να

συμπεριλάβει στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του (στην Παβία) θέματα

νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Στο έργο του, όπως αναφέρεται,

συγκαταλέγεται μια «ωραιοτάτη μελέτη περί Σολωμού» και μεταφράσεις ποιημάτων

του Παράσχου, του Μαρτζώκη και του Μαρκορά (τ. 1, σελ. 466).

Με τις έξι καταγραφές που προηγήθηκαν ολοκληρώνεται, η αποδελτίωση του

Α΄ τόμου των Παναθηναίων. Φτωχός σε σολωμικές αναφορές, ο τόμος δεν

προσφέρεται για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την πρόσληψη του

Page 68: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

68

ποιητή κατά το πρώτο εξάμηνο της κυκλοφορίας του περιοδικού. Περιέχει όμως, σε

λανθάνουσα ακόμη κατάσταση, ορισμένες τάσεις και διαθέσεις που θα εκδηλωθούν

πληρέστερα στους τόμους που θα ακολουθήσουν.

Σημειωτέον, για την ώρα, ότι το έργο του Σολωμού, συνδεδεμένο στενά

(σχεδόν συνειρμικά) με τον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, εξακολουθεί να

λειτουργεί ως ανεξάντλητο απόθεμα εθνικο-ιδεολογικών παροχών. Σε αυτά τα

συμφραζόμενα, είναι ευεξήγητη η ροπή των αρθρογράφων στα νεανικά συνθέματα

(γραμμένα πριν το 1830), που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ποίηση «εθνικών

ιδεών»,17

αλλά και η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο, λιγότερο εθνοκεντρικό,

όψιμο έργο του. Από την άλλη πλευρά, η παράθεση αυτούσιων στίχων από τον

«Ύμνο» και το «Επίγραμμα των Ψαρών», εύκολα αναγνωρίσιμων στο αναγνωστικό

κοινό της εποχής, και μάλιστα χωρίς να κρίνεται αναγκαία η χρήση παραπεμπτικών

δεικτών που δηλώνουν την προέλευσή τους,18

καταδεικνύει, αφενός μεν, τη

δραστικότητα τους και, αφετέρου, την εμβέλεια και την πάγκοινη αποδοχή τους.

Ο ποιητής του «Ύμνου» είναι, χωρίς άλλες συστάσεις, ο «δαιμόνιος», «μέγας

του έθνους ποιητής», ή ο «μέγας υμνωδός της ελληνικής ελευθερίας» (τίτλοι τιμής –

συχνά ισοδύναμοι ονόματος – που αυτομάτως τον τοποθετούν σε μια από τις

κορυφαίες, αν όχι στην κορυφαία, θέση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα).

Ακόμη και ο Ιταλός Damiani, από θέση εξωτερικού παρατηρητή της νεοελληνικής

λογοτεχνίας, φαίνεται να συμμερίζεται την παραπάνω αξιολογική κατάταξη. Ο ίδιος

μάλιστα παρέχει και μια πρώτη, αδρή, σκιαγραφία της προσωπικότητάς του

Σολωμού, με έμφαση στη γνωστή τάση του για περισυλλογή και την προσήλωσή του

στην πνευματικότητα της «εσωτερικής ζωής».

Αξίζει, τέλος να προστεθεί ότι η μοναδική αναφορά στον Σολωμό με

επικαιρικό χαρακτήρα (η ανακοίνωση για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη

γέννηση του) συμπλέκεται άμεσα με το πάγιο αίτημα των σολωμικών σπουδών για

μια, όσο το δυνατόν, ποιοτικά άρτια έκδοση του έργου του. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει

πάντοτε και η επιθυμία να τιμηθεί ο ποιητής, πρόθεση που δηλώνει ότι είχε ήδη

καθιερωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων της εποχής ως κανόνας και πρότυπο

νεοελληνικού πνευματικού βίου.

17

Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, ό.π., σελ. 79. 18 Στις δύο από τις έξι περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω (α και γ).

Page 69: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

69

Επομένως, αν επιτρέπεται ένα πρώτο συμπέρασμα: ο πρώτος τόμος των

Παναθηναίων, αν και φειδωλός σε σολωμικές αναφορές, επανέρχεται επίμονα σε δύο

ιδιότητες του ποιητή: εθνικός και κορυφαίος. Και αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί το όνομα

του Σολωμού μνημονεύεται (έστω και σπάνια), ανεξάρτητα τελικά από οτιδήποτε

αναμενόταν.

Page 70: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

70

2.3. Συγκυριακοί όροι πρόσληψης του Δ. Σολωμού: Νέες εκδόσεις – Εκατονταετηρίς

Ο Σολωμός επερίμενεν αρκετά19

Αν ο πρώτος τόμος μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης της σολωμικής

πρόσληψης στο περιοδικό Παναθήναια, εύλογο είναι το συμπέρασμα ότι μέχρι και το

τέλος του 1900 ο Σολωμός εγγράφεται ως κορυφαίος (ή, κατά το προσφιλέστερο,

«μέγας») ποιητής, με έμφαση σε δύο κυρίως όψεις του έργου του: τον συνειδητά

εθνικοπολιτικό20

χαρακτήρα της ποίησής του και την προγραμματικά υψηλή

διάσταση της ποιητικής του.

Παρόλα αυτά, και ανεξάρτητα από τον αναντίρρητο σεβασμό των

Παναθηναίων για το πρόσωπο του ποιητή, ισχύουν οι γνωστοί περιορισμοί: η δόξα

του Σολωμού οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον «Ύμνο», ενώ το ώριμο,

αποσπασματικό έργο παραμένει πραγματικά άγνωστο ή ουσιαστικά ανενεργό. «[…]

Σήμερα ακόμα», γράφει την ίδια εποχή ο Παλαμάς, «εθνικός ποιητής είναι ο

Σολωμός εκείνος που έγραψε τα πρώτα τετράστιχα του Ύμνου (δημοτικά και τούτα

μονάχ’ από τη μουσική του Μαντζάρου […]). ενώ ο Σολωμός του “Κρητικού” και

των “Ελεύθερων Πολιορκημένων”, (είναι οι στίχοι που ένα έθνος αξίζει να

υπερηφανεύεται ότι τους έχει στη γλώσσα του), εκείνος ακόμα δεν λογαριάζεται

καθώς του πρέπει».21

Και ο Π. Νιρβάνας προσυπογράφει: «σαράντα χρόνια εις την

ράχην του Πηγάσου του θα έμενε να περιμένη την ενηλικίωσίν του» ο Σολωμός.22

Το κατά προσέγγιση υπολογισμένο χρονικό άνυσμα των σαράντα χρόνων που

προσδιορίζει ο Νιρβάνας προσαρμόζεται με ελάχιστη απόκλιση στο διάστημα που

μεσολάβησε από την έκδοση των Ευρισκομένων (1859) έως το κρίσιμο για τη

σολωμική πρόσληψη έτος 1901. Η όψιμη επικαιροποίηση του Σολωμού, ασφαλώς

ανταποκρινόμενη στα «ενδιάθετα αιτήματα της εποχής»,23

επηρεάζεται καθοριστικά

19 Σχόλιο του Παύλου Νιρβάνα, με αφορμή τον θάνατο του Παπαδιαμάντη: «Ο κ. Άσοφ. : – […] Ο

κριτικός που θ’αντικρύση τον κόσμον του Παπαδιαμάντη από ένα υψηλόν σημείον, θα κάμη

ανακαλύψεις, που δεν τας φανταζόμεθα./ Ο μαθ.: – Αλλά δεν ήλθεν ακόμη./ Ο κ. Άσοφ.: – Θα έλθη,

μην ανησυχήτε! Ο Σολωμός επερίμενεν αρκετά. Ας περιμείνη και ο Παπαδιαμάντης». Παναθήναια, (τ.

21, σελ. 235). 20 Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια – εισαγωγή: Στυλιανός Αλεξίου, Στιγμή, β ́

έκδοση επαυξημένη, Αθήνα, 2007, σελ. 25. 21 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 104-105. 22 Ο κ. Άσοφ.: – Ώστε ο Σολωμός αν εζούσε σήμερα και είχε γράψει τους “Ελεύθερους

Πολιορκημένους” , αλλά δεν είχε μαζί και σαράντα χρόνια εις την ράχην του Πηγάσου του, θα έμενε

να περιμένη την ενηλικίωσίν του; / Ο Μαθ.: – Φυσικώτατα. Αι υπηρεσίαι του δεν θα ήσαν μακραί».

(τ. 21, σελ. 200). 23

Ο Μ. Χατζηγιακουμής σημειώνει σχετικά: «Στην καμπή του αιώνα ο ρομαντισμός έχει τελείως

εκπνεύσει, η επικοινωνία με τους Επτανήσιους είναι (αντίθετα) σταθερή και μόνιμη, η χρήση της

Page 71: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

71

και από δύο εξωτερικούς, αλληλένδετους μεταξύ τους, παράγοντες: τον

καθυστερημένο εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή και τις δύο

διαδοχικές επανεκδόσεις των ποιημάτων του (με σημαντικότερη, χάρη στον πρόλογο

του Παλαμά, την έκδοση της «Βιβλιοθήκης Μαρασλή»).

Η επαναφορά του Σολωμού στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος συμπίπτει

εύλογα με την πύκνωση της παρουσίας του στο περιοδικό Παναθήναια: σε αντίθεση

με την ελλειπτική προσφορά του Α΄ τόμου, από τον δεύτερο τόμο και ύστερα

παρατηρείται μια αφθονία σολωμικών αναφορών, παραπομπών, θεμάτων,

παραθεμάτων (ακόμη και ποιημάτων), τα οποία εμφανίζονται σε διαφορετικά

συμφραζόμενα και με ποικίλες αφορμές. Ένας υπολογίσιμος αριθμός αυτών των

αναφορών ανταποκρίνεται, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, σε ευδιάκριτα

εξωτερικά ερεθίσματα: είτε αφορούν σε δημοσιογραφική κάλυψη γεγονότων, είτε

καταγράφουν την εκδοτική κίνηση της εποχής, έχουν επικαιρικό χαρακτήρα και, στην

πλειονότητά τους, περιορισμένη απόλυτη αξία. Επειδή όμως μαρτυρούν, ή (σε

συγχρονικό επίπεδο) συντηρούν και ανανεώνουν το ενδιαφέρον για τον Σολωμό,

λειτουργούν ως πολύτιμα «σήματα» της σολωμικής πρόσληψης στο περιοδικό

Παναθήναια. Συγκεντρωμένες στο παρόν κεφάλαιο, επιγράφονται ως συγκυριακοί

όροι πρόσληψης του Σολωμού.

Στο σύνολο των αποθησαυρισμένων παραθεμάτων υπερτερούν αριθμητικά οι

αναφορές στις επανεκδόσεις του Σολωμού και στον εορτασμό της εκατονταετηρίδας

(1902). Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει η βιβλιοκρισία του Ξενόπουλου για

την έκδοση Μαρασλή (είναι η υποδοχή των Παναθηναίων στον Σολωμό του

Παλαμά), το Αφιέρωμα στον Σολωμό (τ. 4, 31 Μαΐου 1902 – η συνεισφορά του

περιοδικού στον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή) και η

οψίτυπη εισαγωγή του Γ. Καλοσγούρου στη μετάφραση των ιταλικών ποιημάτων του

Σολωμού (η διακριτική ένσταση της επτανησιακής, για την ακρίβεια, της πολυλαϊκής

πλευράς στον παλαμικό κανόνα). Η τελευταία, μάλιστα, θα φέρει στην επιφάνεια τις

νέες επιπλοκές που δημιουργεί στην ιστορία της σολωμικής πρόσληψης η αμφιθυμική

δημοτικής διαρκώς εκτεινόμενη, ποικίλα άλλα ρεύματα έχουν εμπεδώσει τη στροφή προς την εθνική

παράδοση, η νέα λογοτεχνία προβάλλει στερεωμένη, ενώ διαφαίνονται παράλληλα (μετά το 1897) καινούριες κοινωνικές και πολιτικές μορφοποιήσεις», Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 22.

Ομοίως και ο Π. Μουλλάς: «Αυτή η σολωμική ανατίμηση δεν είναι απροσδόκητη, αν σκεφτούμε τα

πολλαπλά αίτιά της: τον συμβολισμό και τον δημοτικισμό, την ανάγκη μιας στοχαστικότερης τέχνης

και το αυξημένο ενδιαφέρον για τα γερμανικά πράγματα, ακόμη και την εθνική συμφορά του 1897».

Παν. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα

του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1992.σελ. 267.

Page 72: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

72

προσέγγιση του Παλαμά και θα προκαλέσει, με τη σειρά της, τη συγκρατημένη

αντίδρασή του.

(i). Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα τα Ευρισκόμενα μετά προλόγου περί του βίου και

των έργων του ποιητού υπό Κωστή Παλαμά, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήνα, 1901.

Με σημείο εκκίνησης το έτος 1901, χρήσιμη είναι η προοπτική που προσφέρει

ο Π. Νιρβάνας, όταν γράφει στα 1908: «Το έργον του Σολωμού έως χθες ήτο

δυσεύρετον εις φτωχάς επαρχιακάς εκδόσεις, που παρεσκεύασεν εκ των ενόντων

φωτεινοτέρα η επτανησιακή συνείδησις […]. Υπό την έποψιν αυτήν η Βιβλιοθήκη

Μαρασλή, προσθέτουσα εις τα βουνά του κατά μέγα μέρος αχρήστου εντύπου χάρτου

[…] την έκδοσιν του Σολωμού […], επετέλεσε, ούτως ειπείν, μίαν πράξιν μετανοίας

διά τας πολλάς της αμαρτίας» (τ. 16, σελ. 26).24

Ιδωμένη από αυτή την οπτική, η

πολυτελής έκδοση Απάντων των Ευρισκομένων του Σολωμού, «μετά προλόγου περί

του βίου και των έργων του ποιητού υπό Κ. Παλαμά και μετά 5 φωτοτυπιών κατά

σχεδιογραφήματα Ν. Γύζη και Γ. Ιακωβίδου, (Αθήναι 1901)»,25

φαίνεται πως έρχεται

να λύσει το ζήτημα της διαθεσιμότητας του σολωμικού έργου και μάλιστα

ανταποκρίνεται (σε αντίθεση προς τις «φτωχές» εκδόσεις του παρελθόντος) στις

υψηλές αισθητικές απαιτήσεις των Παναθηναίων.26

Ειδικά τα δύο σχέδια του Γ. Ιακωβίδη, «εμπνευσμένα το μεν εκ του μακρού

επικολυρικού ποιήματος ο Λάμπρος, το δε άλλο εκ του μικρού λυρικού ποιήματος η

Αγνώριστη», θα αποτελέσουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενός μικρού άρθρου,

όπου εξαίρεται η «αμίμητος σύνθεσις» και η «θαυμασία εκτέλεσις» των σχεδίων που

ζωντανεύουν τη σολωμική εικονοποιία. Η λεπτομερής περιγραφή του πρώτου θα

δώσει την ευκαιρία για μια συνοπτικότατη παρουσίαση της υπόθεσης του

«Λάμπρου». «Το τελευταίον σχεδιογράφημα “η Αγνώριστη” μαρτυρεί τελείως ότι ο

αληθής καλλιτέχνης έχει την δύναμιν να μεταπίπτει από αισθήματος εις αίσθημα και

να το μεταδίδη μετ’ ίσης τέχνης. […] Μία μορφή γλυκυτάτη, συμπαθώς ωραία […]

24 Το σχόλιο του Νιρβάνα γίνεται με αφορμή την έκδοση των ποιημάτων του Βαλαωρίτη (Βίος και

Έργα, 1907) από τη «Βιβλιοθήκη Μαρασλή». Την αξιοπερίεργη έλλειψη ειδικής μνείας στα

«Προλεγόμενα» του Πολυλά και στην έκδοση των Ευρισκομένων του 1859 (η οποία συγκαταλέγεται

«εις τας επαρχικάς εκδόσεις»!) διορθώνει ο Νιρβάνας στη συνέχεια: «Το κριτικόν έργον, που

συνοδεύει την επιμελή αυτήν συναγωγήν των γραπτών μνημείων, των αναφερομένων εις την ζωήν και το έργον του ποιητού των “Μνημοσύνων” και του “Αθανασίου Διάκου” δεν είναι, ατυχώς, η φωτεινή

ετυμηγορία της κριτικής […]. Δεν ευρίσκεται καν ούτε εις το ύψος του ποιητού και του έργου του. Ο

Βαλαωρίτης υπό την έποψιν αυτήν δεν ευρήκε τον Πολυλάν του». Παναθήναια, τ. 16, σελ. (26-28) 26. 25 Η αναγγελία της έκδοσης στα Παναθήναια, τ. 2, σελ. 460. 26

Το «δυσεύρετον» των σολωμικών εκδόσεων στην Αθήνα πιστοποιεί και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.

Βλ. Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 354 (σημ. 50).

Page 73: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

73

όταν τη βλέπετε εν τη εικόνι με την κίνησίν της την αφελή, με το βλέμμα της το

αγνόν, δεν δύνασθε να μη ενθυμηθήτε το χαριτωμένον ποίημα και ν’ αναφωνήσετε

και σεις μετά του ποιητού». Ακολουθεί, εν είδει επιλόγου, η πρώτη στροφή του

ποιήματος και, έτσι, ο ποιητής επανασυστήνεται στο κοινό του μέσα από μια

ευεπίφορη συνάντηση λογοτεχνίας και καλών τεχνών (τ. 2, σελ. 315).

Στην «τυπογραφική φιλοκαλία» της έκδοσης θα σταθεί και ο Γρ. Ξενόπουλος,

στο εκτενές βιβλιοκριτικό σημείωμα (που φιλοξενείται στη στήλη «Φιλολογική

Ζωή», του τεύχους της 31 Οκτωβρίου 1901).27

Ειδικά η τάση για εξιδανίκευση της

μορφής του ποιητή, εμφανής στην προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο Γ. Ιακωβίδης

(με βάση παλαιά «εσβεσμένη» φωτογραφία),28

θα αποτελέσει την αφετηρία ενός

ιδιότυπου παραλληλισμού: σε αντίθεση με τους ζωγράφους που «εκάλλυναν» (από

μνήμης ή φαντασίας) τη φυσιογνωμία του ανθρώπου, οι εκδότες επανειλημμένα

παραμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του ποιητή (με την αβασάνιστη συσσώρευση

παραλλαγών και την «βάναυση» συμπαράθεση γνήσιων και νόθων στίχων). Η

συγκριτική αποτίμηση των παλαιότερων σολωμικών εκδόσεων, που ακολουθεί,

εκκινεί με την παράθεση ενός αιρετικού σχολίου του Γ. Μαρτινέλη:29

«Ενθυμούμαι»,

γράφει ο Ξενόπουλος, «την ιεράν αγανάκτησιν, η οποία κατέλαβεν αίφνης τον

Κερκυραίον ποιητήν Μαρντινέλλην, όταν έγινε κάποτε λόγος εμπρός του περί της

εκδόσεως του Σολωμού υπό του Πολυλά. “Αν έβγαινε από τον τάφον ο Σολωμός κ’

έβλεπε αυτό το βιβλίον, – εφώναξεν, – έπρεπε, γυιε μου, να πάρει ένα πιστόλι, και

όπου ήθελε απαντήση τον Πολυλά, μπουμ! και κάτου …”». Και απνευστί ο

Ξενόπουλος συμπληρώνει το δικό του σχόλιο: «Αν δεν θα έκαμνεν αυτό, μου

φαίνεται, ότι θα απέθνησκεν εκ νέου από την στενοχωρίαν του» (τ. 3, σελ. 66).

Ωστόσο, πριν απορρίψει κατηγορηματικά και απερίφραστα την πολυλαϊκή έκδοση,

σπεύδει να αποπροσανατολίσει την προσοχή, στρεφόμενος επικριτικά στις ζακυνθινές

εκδόσεις («Δεν ηξεύρω όμως, μήπως θα έφθανε και μέχρι κακουργήματος, αν ήτο

δυνατόν να ίδη μερικάς άλλας εκδόσεις των Απάντων του, διαπραχθείσας εν

Ζακύνθω),30

για να καταλήξει, με έναν απροσδόκητο διπλωματικό ελιγμό, στην

27 τ. 3, σελ. 66-68. 28 Σύντομη μνεία θα γίνει και στην απεικόνιση της «Δόξας» του Γύζη και στα άλλα τέσσερα σχέδια του Ιακωβίδη, από τα οποία επίσης ξεχωρίζει την «Αγνώριστη» (τ. 3, σελ. 67). 29 Για την ιδιόρρυθμη περίπτωση του Γ. Μαρτινέλη και τη διαμάχη του με τον (θείο του) Ιάκωβο

Πολυλά βλ. όσα σχετικά σημειώνει ο Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή, ό.π., σελ. 115-119. 30 Αναφέρεται ίσως στην έκδοση του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη, (Άπαντα Διονυσίου Σολωμού ήτοι τα μέχρι

σήμερον εκδοθέντα μετά προσθήκης πλείστων ανεκδότων, προλεγομένων και σημειώσεων, εκδιδόμενα

υπό Σεργίου Χ. Ραφτάνη. Εν Ζακύνθω, τυπογραφείον Ο Παρνασσός Σεργίου Χ. Ραφτάνη, 1880);

Page 74: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

74

άποψη ότι: «επί τέλους, η έκδοσις του μακαρίτου Πολυλά είνε εξόχως κριτική,

αποπνέει λατρείαν, έχει τον θαυμάσιον εκείνον πρόλογον, και ανασχηματίζει μερικά

ποιήματα από ολίγους στίχους, όπως ο Κυβιέρος τα μεγαθήρια από ολίγα

απολιθώματα» (τ. 3, σελ. 67). Αξιοσημείωτη είναι η καταληκτήρια παρομοίωση που

αντλεί από το χώρο της παλαιοντολογίας: με την επιμονή στα μεγάλα μεγέθη31

και τη

σιωπηρή αποδοχή ότι τα διάσπαρτα κατάλοιπα της σολωμικής ποίησης προϋποθέτουν

ένα οριστικά χαμένο όλον,32

είναι φανερό ότι ο Ξενόπουλος (εμμέσως, παρά σαφώς)

προωθεί στα άκρα την παλαμική εκδοχή για την ποίηση του Σολωμού: την εκδοχή

περί απολιθωμένων μουσειακών εκθεμάτων.

Στο προκείμενο πια, πέρα από κάποιες ενστάσεις για τη νέα έκδοση

(παραδέχεται ότι «δεν είνε απηλλαγμένη του συμφυρμού, της νοθείας και της

ακαταστασίας των προγενεστέρων»), η υποδοχή που επιφυλάσσει ο Ξενόπουλος στον

κριτικό Παλαμά είναι ενθουσιαστική: «Αλλά το κάλλιστον κόσμημα του τόμου είνε ο

εκτενής πρόλογος του κ. Κωστή Παλαμά. Βεβαίως ο κ. Παλαμάς, – ποιητής και

κριτικός υπέροχος, όχι μόνον θαυμαστής αλλά και απόστολος του Σολωμισμού, – ήτο

ο μόνος ειδικός και ο μόνος ενδεδειγμένος διά να γράψη μίαν προεισαγωγικήν

μελέτην περί του βίου και των έργων του Σολωμού» (τ. 3, σελ. 67). Η «εξόχως

καλλιεργημένη και φύσει κριτική» διάνοιά του, σε συνδυασμό με την ομολογημένη

αγάπη του για τον Σολωμό (την «τόσον ισχυράν»), προσφέρουν, σύμφωνα με τον

Ξενόπουλο, μία «από τας τελειοτέρας τεχνοκριτικάς, αι οποίαι εγράφησαν εις την

γλώσσαν μας» (τ. 3, σελ. 67). Στις καλύτερες στιγμές της εγγράφονται οι

παρατηρήσεις του Παλαμά για τη μουσική φύση της όψιμης σολωμικής ποίησης

(«δίδουν την κλείδα της βαθείας και υψηλής αρμονίας του σολωμικού άσματος») και

η αποτίμηση της «γιγαντιαία[ς] και ασυγκρίτ[ου] επιδράσ[εως]» που άσκησε ο

Σολωμός στη νεότερη ελληνική φιλολογία (τ. 3, σελ. 68).

Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα του Παλαμά, εκτιμά ο Ξενόπουλος, είναι η

ανάδειξη της πραγματικής φυσιογνωμίας – ποιητικής και ανθρώπινης – του Σολωμού:

αποφεύγοντας τους δίδυμους σκοπέλους της εξιδανίκευσης ή της «σμίκρυνσης»,

κατόρθωσε να παρουσιάσει «μεγαλοπρεπώς έναν Σολωμόν, ο οποίος φαίνεται

πράγματι ό,τι ήτο» (τ. 3, σελ. 67). Το επίτευγμα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο

είναι, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπ’ όψιν τα ειδικά προβλήματα που δημιουργεί στο έργο

31 Η αναλογία θα βρει το αντίστοιχό της στη συνέχεια, στην εικόνα του ακρωτηριασμένου γίγαντα. 32

Θέση που θα αναιρέσει τελικά παρακάτω, υιοθετώντας την άποψη του Παλαμά ότι ουδέποτε υπήρξε

οριστική και ολοκληρωμένη μορφή του ώριμου σολωμικού έργου.

Page 75: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

75

του κριτικού η ιδιάζουσα μορφή με την οποία παραδόθηκε το σολωμικό έργο. «Τον

ήλιον Σολωμόν», συνοψίζει ο Ξενόπουλος, «περικαλύπτει νέφος, μυστήριον […] το

έργον του […] ουδέποτε εφάνη πλήρες, και ίσως ουδέποτε εγράφη […] τα άρτια

ποιήματά του δεν είνε τα καλλίτερα, και αν εξ αυτών εκρίνετο μόνον ο Σολωμός, δεν

θα κατείχε την κορυφήν, εις την οποίαν τον αναβιβάζουν τα άλλα, τα συντρίμματα,

τα αποσπάσματα του Λάμπρου, του Κρητικού, των Ελευθέρων Πολιορκημένων, του

Πόρφυρα» (τ. 3, σελ. 68). Το – τυπικά – αντιλεγόμενο σημείο της

αποσπασματικότητας δημιουργεί πρόσθετες επιπλοκές: «Απομένει δε ζήτημα ακόμη,

αν τ’ αποσπάσματα ταύτα είνε ερείπια μνημείων καταστραφέντων, ή απλώς θεμέλια

και τεμάχια λαξευτού μαρμάρου, τα οποία ουδέποτε απετέλεσαν έν σύνολον. Το κατ’

εμέ, θα έκλινα μάλλον να παραδεχθώ την δευτέραν ταύτην υπόθεσιν» (τ. 3, σελ. 68).

Η συνακόλουθη αναγνώριση της αποσπασματικότητας ως εγγενούς χαρακτηριστικού

της ώριμης σολωμικής ποίησης οδηγεί φυσιολογικά στην απόρριψη κάθε θεωρίας

περί χαμένων ή κατεστραμμένων χειρογράφων (είτε από τον ίδιο τον ποιητή, είτε από

κάποιον τρίτο).33

Η αιτία, καταλήγει ο Ξενόπουλος, – σε πλήρη σύμπνοια με τον

33 «Η ιδέα ότι ο ποιητής, εν στιγμή απογοητεύσεως, κατέστρεψε τα χειρόγραφα των τελειωμένων του

αριστουργημάτων, διαφυλάξας μόνον τα σχεδιάσματα, μου φαίνεται παράλογος. μύθος δε αυτόχρημα,

οφειλόμενος εις την φαντασίαν ονειροπόλων θαυμαστών, το ότι ο αδελφός του, από κληρονομικήν αντιζηλίαν, έστειλεν άνθρωπον εις την Κέρκυραν, ο οποίος τα έκαυσε!» (τ. 3, σελ. 68). Η παραπάνω

περίοδος, και ιδιαίτερα το δεύτερο σκέλος της, παραπέμπει (αν και όχι ευθέως ή αποκλειστικά) στην

καταληκτήρια φράση των «Προλεγομένων» του Πολυλά: «Άμποτε να μην αργήση η ώρα να

φανερωθούν τα ακόμη σωζόμενα συγγράμματα του μακαρίτου, ώστε τούτο το βιβλίον να μη σταθή ως

ιστορικό μνημείο του τρομερού κινδύνου, εις τον οποίον ευρίσκονται, επιβουλευόμενα ή από την

αισχροκέρδεια ή από τον φθόνο, τα καθαρά γεννήματα της αγαθότητος και της μεγαλοφυΐας». Άπαντα,

τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 43.

Ο Ξενόπουλος πάντως ευθυγραμμίζεται με τον Παλαμά: «Η ελπίδα όλων εκείνων όσοι βαθιά

αγαπούνε και δε στέργουνε για να πιστέψουνε κάτι, που βαθιά πληγώνει την αγάπη τους, απόμεινεν

όνειρο. Χαμένα πάνε και του χαμού η αιτία δυσκολοξεδιάλυτη, τα έργα του πιο μεγάλου ψάλτη στην

αναγεννημένην Ελλάδα […]. Και ο μυστηριώδης τους αφανισμός είναι σαν το στερνό χτύπημα σκοτεινής μοίρας, πολέμιας του ποιητή. Και τώρα κάτι τι με ανησυχεί. Στοχάζομαι πως τα χαμένα

χειρόγραφα του Σολωμού δεν είναι η μόνη αφορμή που μισοτέλειωτα και κομματιασμένα μας

απόμειναν τα έργα του. Στοχάζομαι πως κι αν τα είχαμεν όλα, όπως τα δούλευεν εκείνος κι όπως τα

εκφωνούσε και τ’άφησε, πάλι μισά θα τα ξέραμε και κομμάτια θα τα χαιρόμαστε. Φοβούμαι πως θα

δουλέψανε συντροφικά προς τέτοιο τέλος κάθε δύναμη εσωτερική, και κάθε δύναμη εξωτερική, από

όσες κυριεύουν και μορφώνουν, ανάλογα, τον πνευματικόν άνθρωπο. Οι καλλιτεχνικές θεωρίες του

ποιητή, η φυσική του και η ψυχική ιδιοσυγκρασία, η κοινωνική ατμοσφαίρα τριγύρω του, τόσο

κατάλληλα δεν ήτανε στοιχεία για να παρακινήσουνε και για να βοηθήσουνε στο συμπλήρωμα και στο

τελείωμα μεγαλοφάνταστων έργων, που τέτοια πρώτος και μόνος ανάμεσα στον έθνος του τα είχεν

εκείνος τολμήσει. Ο νους του, τόσο θεωρητικός, όσο και δημιουργικός […] από εκείνους που

ετοιμάζουν πρώτα την ποιητική τους και ύστερα την ποίησή τους […], τέτοιος νους, φυσικά, προχωρεί

ψάχνοντας και συλλογισμένα και αργοπάτητα και δύσκολα […]. Το πιοτό που μέρα με την ημέρα δυνατώτερα τον κυριεύει, η αρρώστια που χρόνια τον εβασάνισε προτού να του πάρη τη ζωή και του

θόλωνε τη σκέψη και του εμπόδιζε την ενέργεια. η μεγάλη ψυχολογική ταραχή της συγγενικής δίκης

με τα σημάδια της τ’αγιάτρευτα, – όλα εκείνα δεν ήταν αρκετά να του μαράνουνε κάθε διάθεση προς

εργασίαν, εργασία που απαιτούσε ίση την υπομονή προς την έμπνευση, και κάθε γαλήνη, για έργα που

ίσα ίσα το σφράγισμα θα δείχνανε μιας γαλήνης ολύμπιας;». Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ.

87-88

Page 76: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

76

Παλαμά – πρέπει να αναζητηθεί στην τελειοθηρία του Σολωμού και στην

«παθολογική σχεδόν αμφιβολία» που κατείχε τον ποιητή στα τελευταία χρόνια της

ζωής του, «μιαν ασθένειαν θελήσεως, – αποτέλεσμα ίσως του αλκοολισμού» του (τ.

3, σελ. 68). Από αυτή την άποψη, η συντηρούμενη ελπίδα για ανακάλυψη

περισσότερων ή σημαντικότερων χειρογράφων δεν μπορεί παρά να είναι αφελής και

ανεδαφική. Το «θαύμα» που σημειώθηκε στα 1886, με τον εντοπισμό του ποιήματος

«“Στον θάνατον της μικρής ανεψιάς” όπισθεν της εικόνος της», δεν πρόκειται,

σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, να επαναληφθεί (τ. 3, σελ. 68).34

Παρόλα αυτά, η βιβλιοκρισία κλείνει με τόνους υπερθετικούς. Το ρητορικό

ερώτημα που τίθεται στο τέλος δεν μπορεί παρά να επιδέχεται καταφατική απάντηση:

«Μήπως ο Σολωμός, όσος φαίνεται ή όσος διαφαίνεται, όσος υπήρξεν, όσος διεσώθη,

δεν είνε μέγας; Ο γίγας και ακρωτηριασμένος, γίγας είνε. Ποίος άλλος εκ των

συγχρόνων ποιητών, όσοι ειργάσθησαν με υπομονήν και ετελείωσαν τα έργα των και

εσσώρευσαν τόμους επί τόμων, ποίος ανήλθεν εις το ύψος ενός Σολωμού και ποίος

είχε την επίδρασιν του αναμορφωτού τούτου;» Και καταλήγει οριστικά,

αντιγράφοντας Παλαμά: «Κάθε φορά που σημειώνεται στη Σκέψη μας κάτι τι

φωτεινό […], κάθε φορά που δοκιμάζεται γενναίο βήμα προς τα εμπρός, το φως

έρχεται και το βήμα γίνεται με το σύνθημα Σολωμός» (τ. 3, σελ. 68). Μένει απλώς να

παρατηρηθεί, ότι στην τελική αποτίμηση του Σολωμού βαραίνει καθοριστικά ο

ιστορικο-γραμματολογικός ρόλος που του αναγνώρισε ο Παλαμάς (και όχι το

ανυπέρβλητο ποιητικό επίτευγμα, για το οποίο επέμενε ο Πολυλάς). Μέσα από αυτό

το πρίσμα είναι φανερό ότι ο Ξενόπουλος, πλειοδοτώντας κριτικά, εργάζεται

συνειδητά λιγότερο για τη δόξα του Σολωμού και περισσότερο «για τον Παλαμά και

το κύρος της παράδοσής του, η οποία για να επιβληθεί, έπρεπε να σβήσει

ανομολόγητα αλλά δραστικά το άστρο του Σολωμού».35

34 Η βάσιμη πρόβλεψη δείχνει ότι ο Ξενόπουλος αγνοεί την ύπαρξη των ιδιόχειρων σολωμικών

χειρογράφων (που θα αξιοποιήσει σε μεγάλη έκταση πρώτος ο Κ. Καιροφύλλας, στα 1927) με

σημαντικότερο ίσως και αποκαλυπτικότερο το χειρόγραφο της Γυναίκας της Ζάκυθος. Για την

περιπετειώδη ιστορία του βλ. τον πρόλογο του Λίνου Πολίτη στο: Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος,

έκδοση: Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα,19983 (1η:1944), και ειδικότερα όσα σημειώνει στις σελ. 22-

33. 35 Δημήτρης Τζιόβας, Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σελ. 321 (όπου αντί του Ξενόπουλου αναφέρεται ο

Βάρναλης).

Στον αντίποδα των ενθουσιαστικών κρίσεων του 1901 (όπου ο Ξενόπουλος εμφανίζεται

παλαμικότερος του Παλαμά), ανήκει η γνώμη που θα εκφέρει δεκατρία χρόνια αργότερα για τον

Παλαμά: «παρά την σοφία που απέκτησε και με όλας τας υπερανθρώπους προσπαθείας που κατέβαλε

διά ν’ αποτινάξει την κάπαν, υπό έποψιν καλαισθησίας, όχι μόνον δεν είναι ο Σολωμός, αλλά ούτε και

Page 77: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

77

Πέρα από την ενθουσιώδη βιβλιοκρισία του Ξενόπουλου, τα παλαμικά

«Προλεγόμενα» θα αποσπάσουν τον έπαινο ενός ακόμη επτανήσιου, του Σπυρίδωνα

Δε Βιάζη. Σε σύντομο, παρεκβατικό σχόλιό του (με αφορμή το ιταλόγλωσσο

σολωμικό σονέτο «A San Dionisio»),36

ο παλαιότερος εκδότης του Σολωμού

απολογείται για τα πολλά τυπογραφικά λάθη της δικής του έκδοσης (Ζάκυνθος

1880), διορθώνει αβλεπτήματα που κληροδοτήθηκαν στην έκδοση Μαρασλή με την

ανατύπωση είκοσι τριών ποιημάτων και καταλήγει με μια εγκωμιαστική αναφορά

στον «ωραιότατον πρόλογον του αγαπητού ποιητού κ. Παλαμά» (τ. 14, σελ. 248, σημ.

3).37

Η θερμή, αν και φειδωλή, υποδοχή των κριτικών θέσεων του Παλαμά (που θα

μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά σε τυπική αβρότητα μεταξύ λογίων) αποκτά

διαφορετική βαρύτητα σε συνδυασμό με την (προερχόμενη από την πολυλαϊκή

πλευρά) μομφή ότι ο Παλαμάς στα “Προλεγόμενά” του για τον Σολωμό το 1901

αναπαρήγαγε, σε πολλά σημεία, τα αμφιλεγόμενα “Προλεγόμενα” της έκδοσης του

Δε Βιάζη. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί η δύσθυμη «αμηχανία» του Δε Βιάζη απέναντι

στην αποσπασματικότητα της όψιμης σολωμικής ποίησης και η συνακόλουθη

προσφυγή του στις καταδικαστικές για τον Σολωμό απόψεις του Γ. Μαρτινέλη,

εύκολα εξηγείται γιατί η εξάρτηση του Παλαμά από τα «Προλεγόμενα» της

ζακυνθινής έκδοσης του 1880 επικρίθηκε έντονα από τον κύκλο του Πολυλά και

θεωρήθηκε «μεγάλη οπισθοδρόμηση».38

Παρόλα αυτά, η πιθανολογούμενη κριτική

ο τελευταίος Ζακυνθινός της εποχής του» (1914). Το παραθέτει ο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο

Σολωμός, ό.π., σελ. 46.

Ας ληφθεί υπ’ όψιν και το σχόλιο του Γαραντούδη για την κριτική ασυνέπεια, όχι μόνο του

Ξενόπουλου, αλλά και άλλων Επτανησίων, σε σχέση με την πρόσληψη του Σολωμού από τον Παλαμά:

«Η ασυνεπής αυτή συμπεριφορά […] εξαρτήθηκε από συγκυριακές αφορμές, από αγαθές βλέψεις

αλλά και ανομολόγητες προθέσεις προσώπων που κινούνται μέσα σε μια διαρκώς μεταλλασσόμενη κατάσταση, προσπαθώντας να λάβουν την κατά καιρούς κατάλληλη θέση». Αυτόθι, σελ. 291. 36 Παναθήναια, τ. 14, σελ. 243-249. Σε ιστοριοδιφικό άρθρο του για τον «Πολιούχο Ζακύνθου».

Ακολουθεί η μετάφραση του σονέτου από τον Στ. Μαρτζώκη. 37 «Εν τη εκδόσει των ποιημάτων του Σολωμού την οποίαν ημείς εκάμαμεν εν Ζακύνθω τω 1880

εδημοσιεύθη το πρώτον το σονέτο τούτο του Σολωμού. Δυστυχώς η έκδοσις αύτη είνε γιομάτη,

γιομάτη από λάθη τυπογραφικά, διότι δεν την επιστατήσαμεν ημείς. Ένα από αυτά τα λάθη είνε και εις

τον δεύτερον στίχον του Σολωμού, ο οποίος πρέπει να είνε ούτω: Tieni di Caritade I primi seggi. και

όχι di Cantade, που αλλάζει την έννοιαν.37 Φυσικώ τω λόγω το ίδιον λάθος είναι και εις την έκδοσιν

του μακαρίτου Μαρασλή (σελ. 288) με τον ωραιότατον πρόλογον του αγαπητού ποιητού κ. Παλαμά»

(τ. 14, σελ. 248, σημ. 3). 38 Η έκφραση ανήκει στον Λ. Μαβίλη: «Όσα έγραψαν ο Στάης ο Κυθήριος και ο Ντεμπιάζης δεν τα

εδιάβασα, μόνον ακουστά τάχω. Ο δεύτερος, αν κρίνει κανείς από κάτι ανέκδοτα που έβαλε σε κυκλοφορία σαν τάχα του Σολωμού, είναι κάθε άλλο παρά αρμόδιος για να μας φωτίσει στο ζήτημα

που τόσο μας ενδιαφέρει. Ο Παλαμάς στην έκδοσή του που εδημοσιεύτηκε στη Βιβλιοθήκη Μαρασλή

δεν είναι πολύ καλύτερος. Καλός ποιητής, αλλά μέτριος κριτικός και το χειρότερο, ευκολόπιστος τόσο

που πιστεύει και το Ντεμπιάζη. Μεγάλη οπισθοδρόμηση!». Το παραθέτει ο Γαραντούδης, Οι

Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 292-293. Βλ. σχετικά και Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός

του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 348-351.

Page 78: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

78

σύμπραξη Παλαμά – Δε Βιάζη δεν ανακλάται και ασφαλώς δεν επιβεβαιώνεται στο

σύντομο σχόλιο που φιλοξενείται στις σελίδες των Παναθηναίων.

(ii). Εκατονταετηρίς – Αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό (Παναθήναια, τ. 4, 31

Μαΐου 1902).

Στον απόηχο της έκδοσης Μαρασλή, ο επίσημος εορτασμός της

εκατονταετηρίδας λειτουργεί ως πρόσθετος «δείκτης [της] αυξημένης δεκτικότητας

[ενός] ευρύτερου πνευματικού και κοινωνικού περιβάλλοντος»39

απέναντι στον

Σολωμό και συμβάλλει καθοριστικά στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον

ποιητή και το έργο του. Ανάλογα αυξημένη είναι και η κινητικότητα του περιοδικού.

Τα τεύχη που πλαισιώνουν χρονικά την επέτειο40

(«αι εορταί της εκατονταετηρίδος

του Σολωμού εν Ζακύνθω ωρίσθησαν διά την 30ήν προσεχούς Μαΐου, θα διαρκέσουν

δε εξ ημέρας»), με την πυκνή ροή σχετικών πληροφοριών, προσφέρουν πλήρη

εποπτεία των προγραμματισμένων εορταστικών εκδηλώσεων στη Ζάκυνθο και, σε

μικρότερη έκταση, στην Αθήνα και στην Κέρκυρα.41

39 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 22.

Σχετικά με την πρωτοβουλία για τον εορτασμό της επετείου ο Ξενόπουλος μεταφέρει την εξής

πληροφορία [προερχόμενη από τον πρόεδρο της επιτροπής και συντάκτη τη έκθεσης πεπραγμένων Άγγελο Μωρέττη]: «Η πρώτη πρώτη ιδέα του εορτασμού της εκατονταετηρίδος του ποιητού ερρίφθη

συγχρόνως υπό του κ. Σπυρίδωνος Δε-Βιάζη, του γνωστοτάτου ιστοριοδίφου, και του κ. Γεωργίου

Μάνεση, ελληνοδιδασκάλου και λογίου διακεκριμένου. Δεν ενθυμούμαι τώρα [συμπληρώνει ο

Ξενόπουλος] αν η υπό του κ. Δροσίνη ενεγερθείσα συνέλευσις των εν Αθήναις λογίων προς

πανηγυρισμόν της Εκατονταετηρίδος ήτο προγενεστέρα ή μεταγενεστέρα των σχετικών

δημοσιευμάτων των κ.κ. Δε-Βιάζη και Μάνεση. Αδιάφορον. η ιστορία εις αυτούς επιδικάζει την

πρωτοβουλίαν, και δικαιούνται πραγματικώς να είναι υπερήφανοι, διότι πρώτοι αυτοί υπενθύμισαν

μίαν δόξαν, και υπέδειξαν ένα καθήκον, κ’ επροκάλεσαν την σεμνοτέραν πνευματικήν εορτήν, εξ

όσων εωρτάσθησαν έως τώρα εις την Ελλάδα» (τ. 6, σελ. 569). 40 Παναθήναια, τ. 3, σελ. 396, τ. 4, σελ. 64, 96 και 158-159. 41 Η επίσημη έναρξη σημαίνεται με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σολωμού στην πλατεία του Ποιητή και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, παρουσία της εκκλησιαστικής, πολιτικής και

πνευματικής ηγεσίας της χώρας (το Πανεπιστήμιο Αθηνών εκπροσωπείται από τους Γ. Μιστριώτη και

Σπ. Λάμπρου). Τους πανηγυρικούς της ημέρας εκφωνούν «ο υπουργός κ. Τριανταφυλλάκος,

αντιπρόσωπος του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως» και ο πρόεδρος της Επιτροπής των εορτών Φρ.

Καρρέρ. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δύο ομιλητές θα σταθούν ιδιαίτερα στον εθνικό χαρακτήρα της

σολωμικής ποίησης, την πάγκοινη αποδοχή της και την ενωτική της δύναμη: «Ο κ. Τριανταφυλλάκος

προσφωνεί: “Ίσταμαι συγκεκινημένος μετ’ ευλαβείας προ του εκ μαρμάρου ομοιώματος του ποιητού,

τον οποίον πάντες γνωρίζομεν εκ παιδικής ηλικίας εν τοις σχολείοις, του ποιητού του Ύμνου εις την

Ελευθερίαν, της Ωδής εις τον θάνατον του Βύρωνος και των Ελευθέρων Πολιορκημένων. Εν τοις

έργοις αυτού πάντοτε εθαύμασα την πατριωτικήν έξαρσιν ήτις εξικνείται εν των υψίστω αισθήματι

τούτο της φιλοπατρίας, εις βαθμόν ανέφικτον και ακρότατον. […] Εγεννήθη εν τη ανθοβόλω υμών

νήσω […] αλλ’ ούτος δεν ανήκει εις υμάς μόνον. Τούτον διεκδικούσιν ως ίδιον πάντες όσοι ελληνικήν έχουσι την φωνήν ή την συνείδησιν. Και διά τούτο πέποιθα ότι την στιγμήν ταύτην […] προς το

άγαλμα τούτο εκδηλούται […] το αίσθημα της εθνικής ενότητος, συμπάσης της ελληνικής φυλής”.

[…] «Ο κ. Καρρέρ κατέληξεν ούτως: “Ο θρόνος σου είναι στερεός και αδιάσειστος, διότι θεμελιούται

επί των καρδιών ολοκλήρου λαού, ο δε επί της κεφαλής σου έπαινος έσεται αιώνιος και αμάραντος,

διότι τον έθηκε επ’ αυτής η ευγνωμοσύνη και η αγάπη σύμπαντος του ελληνικού γένους”» (τ. 4, σελ.

158).

Page 79: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

79

Ωστόσο η σημαντικότερη συμβολή των Παναθηναίων στον εορτασμό της

εκατονταετηρίδας είναι το αφιερωματικό τεύχος της 30 Μαΐου 1902. Μολονότι μικρό

και περιορισμένης αξίας από τη σημερινή σκοπιά, αποτελεί εκδοτικό unicum για τον

περιοδικό τύπο της εποχής: είναι το πρώτο και μοναδικό σολωμικό αφιέρωμα της

πεντηκονταετίας 1898-1948.42

Σύμφωνα με την προεξαγγελτική σημείωση των

Παναθηναίων, το αφιέρωμα «εις τον εθνικόν ποιητήν Διονύσιον Σολωμόν […] θα

περιλαμβάνη διάφορα ποιήματα και άρθρα ως και εντυπώσεις και εικόνας

σχετιζομένας με την ζωήν και τα έργα του ποιητού» (τ. 4, σελ. 96). Πιστό στον

αρχικό σχεδιασμό, το τεύχος περιέχει δύο ιστοριοδιφικά-βιογραφικά σημειώματα του

Ν. Επισκοπόπουλου και του Σπ. Δε Βιάζη,43

φωτογραφίες και σχέδια που συνδέονται

με τη ζωή και το έργο του Σολωμού (ξεχωρίζει η «εσβεσμένη» φωτογραφία

παλαιότερης προσωπογραφίας του, «την οποίαν […] παρεχώρησεν ο […] κ. Κωστής

Ακολουθούν φιλολογικές και μουσικές εσπερίδες, προγραμματίζονται θεατρικές παραστάσεις (με τη

συμμετοχή της «Εταιρείας προς παράστασιν αρχαίων δραμάτων») και το «σεμνόν προσκύνημα της

Ζακύνθου» λήγει με την κατάθεση στεφάνων στον τάφο του ποιητή υπό τους ήχους του εθνικού

ύμνου. Τον ιδιαίτερο τόνο των εκδηλώσεων δίνει η πάνδημη συμμετοχή Ζακυνθίων και ξένων:

«χύνεται το πλήθος εις τους δρόμους, εις τας πλατείας, παντού», περιγράφει ο Κίμων Μιχαηλίδης,

«και αντηχεί ο Ύμνος, και αναπάλλεται η ατμοσφαίρα από έναν παλμόν, και η μορφή του ποιητού

υπερκόσμιος πλανάται εις όλων τα μάτια […]» (τ. 4, σελ. 158).

Ανάλογες τιμητικές εκδηλώσεις διοργανώνονται στην Αθήνα, από τον φιλολογικό σύλλογο

«Παρνασσό», και στην Κέρκυρα, με την κατάθεση αναμνηστικής πλάκας στο σπίτι που έζησε ο Σολωμός (τ. 4, σελ 159).

Τα Παναθήναια δημοσιεύουν και τις εξής φωτογραφίες: «Η κατάθεσις των στεφάνων εις τον τάφον

του Σολωμού εν Ζακύνθω» (τ. 4, σελ. 156) και «Τα αποκαλυπτήρια του Σολωμού εν Ζακύνθω» (τ. 4,

σελ 157).

Με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σολωμού συνδέεται και η επιστολή του χαλκέντερου

ερευνητή Λουδοβίκου Σαλβατώρ προς τον πρόεδρο της επιτροπής εορτών Φρ. Καρρέρ. Η επιστολή

(δημοσιεύεται στα Παναθήναια, στο τεύχος της 31 Μαρτίου 1902) αφορά στη δωρεά χιλίων δραχμών

που κατέθεσε για τον ανδριάντα του Σολωμού στη Ζάκυνθο: «Εις άκρον χαίρω βλέπων τιμώμενον διά

μαρμαρίνου μνημείου τον επιφανή Ιόνιον, εύχομαι δε ταυτοχρόνως, όπως εν τη καρδία των Ελλήνων

διατηρήται ο αυτός πατριωτισμός, ο εμπνεύσας τον δαιμόνιον ποιητήν, συντελών ούτω εις την

ανάπτυξιν και πρόοδον της χώρας. Τούτο θα είναι κατ’ εμήν γνώμην το μάλλον αρραγές μνημείον […] εις ανάμνησιν εκείνου, όστις υπό τους πρίνους του Ακρωτηρίου έψαλε τον εις την ελευθερίαν ύμνον»

(τ. 3, σελ. 396). 42 Σχετικά με τα αφιερώματα στον Σολωμό κατά τον πρώιμο 20ό αιώνα βλ. Εισαγωγή στην ποίηση του

Σολωμού, ό.π., σελ. 505. Σημειωτέον ότι τα χρονικά πρωτεία διατηρεί το περιοδικό Εθνική Αγωγή με

το «εμπρόθεσμο» (για την εκατονταετηρίδα) αφιέρωμα της 4 Απριλίου 1898.

Στην επιθυμία να τιμηθεί ο Σολωμός ανταποκρίνεται και ο έρανος που οργάνωσαν τα Παναθήναια για

ανέγερση ανδριάντα του Σολωμού στην Αθήνα. Η ανακοίνωση της απόφασης δημοσιεύεται στο

τελευταίο φύλλο του αφιερώματος: «[…] Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα δοξασμένη. Η δόξα της είναι

η δόξα την οποίαν προσδίδουν εις τα έθνη οι μεγάλοι εργάται των. ποιηταί, σοφοί, καλλιτέχναι,

στρατιώται. Ο λαός ακολουθεί. Ο λαός λατρεύει. Ο λαός τιμά. Σήμερον καλείται ο ελληνικός λαός να

τιμήση τον ποιητήν του. Μία ακόμη ένδειξις της τιμής αυτής, της πολλαπλώς εκδηλουμένης με εορτάς

της εκατονταετηρίδος του, πραγμάτωσις πόθου γενικού, τον οποίον πολλάκις ηκούσαμεν, θα ήτο να στηθή η προτομή του Σολωμού εις τας Αθήνας. Να στολίσωμεν με την μορφήν του μίαν πλατείαν της

πρωτευούσης. Να ξημερώνη κάθε πρωί ο αττικός ήλιος επάνω εις τα μεγάλα του όνειρα. Να

χαιρετίζωμεν και τον ποιητήν μαζή με τον Ύμνον. Τα “Παναθήναια” μαζή με την σημερινήν εορτήν,

γίνονται διερμηνείς του ιδιαιτέρου αυτού πόθου, να στολισθούν αι Αθήναι με την προτομήν του

ποιητού. Προς τούτο ανοίγομεν κατάλογον εισφορών εις τα γραφεία μας» (τ. 4, σελ. 127β).

43 Θα μας απασχολήσουν σε επόμενο κεφάλαιο.

Page 80: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

80

Παλαμάς, και ήτις είναι η μάλλον πιστή σωζομένη εικών του ποιητού», τ. 4, σελ.

96),44

δύο πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα (του Μ. Μαλακάση και του Ν.

Επισκοπόπουλου) και τη σημαντική εισαγωγή του Γ. Καλοσγούρου στη μετάφραση

των ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού. Ο ίδιος ο σολωμικός λόγος εκπροσωπείται

από τα δύο ιταλικά ποιήματα που μεταφράζει ο Καλοσγούρος («Σαπφώ», «Το

ελληνικό καράβι») και αποσπασματική επιλογή ελληνικών ποιημάτων που καλύπτει –

δειγματοληπτικά, αλλά ισομερώς – ολόκληρο το χρονικό εύρος της σολωμικής

δημιουργίας (τ. 4, σελ. 126-127).45

Από τη σκοπιά της πρόσληψης, ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα δύο

«σολωμογενή» λογοτεχνικά κείμενα που διασταυρώνονται με τη σολωμική ποίηση με

τρόπο ρητό, άμεσο και πρόδηλο:46

στο ποίημα του Μ. Μαλακάση (τ. 4, σελ. 99-101),

εκτός από την ονομαστική μνεία στον τίτλο («Σολωμός») και τη ρητή αναφορά στη

«Φαρμακωμένη» εντός κειμένου, ανιχνεύονται εύκολα οι ισχυρές επιδράσεις του

«Ύμνου» και του «Λάμπρου». Σε ολόκληρο το ποίημα κυριαρχούν οι δοξαστικοί

τόνοι του ήσσονος επιγόνου προς τον μεγάλο ποιητικό του πρόγονο.47

Στο

πεζογράφημα του Ν. Επισκοπόπουλου οι σολωμικές αντηχήσεις είναι πυκνότερες και

ισχυρότερες. Τη μοναδική ρητή αναφορά στον ποιητή (δηλώνεται στον πλήρη τίτλο

«Σολωμός. Ποιητικό όνειρο», τ. 4, σελ. 117-120) ενισχύει ένα πυκνό πλέγμα

διακειμενικών αναφορών, που γειώνονται υπόρρητα στο κείμενο, με την

ενσωμάτωση αυτούσιων ή ελαφρώς παραλλαγμένων στίχων του Σολωμού, την

44 Οι άλλες εικόνες περιλαμβάνουν: προσωπογραφία του Νικόλαου Μάντζαρου (τ. 4, σελ.125), σκίτσο

της «εν Ζακύνθω οικία[ς] του Σολωμού, καταστραφείσ[ης] υπό του σεισμού του 1893» (τ. 4, σελ. 123)

και της τοποθεσίας «επί του γηλόφου Στράνη, όπου εγράφη ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (τ. 4, σελ 113) και φωτογραφία από τα «Ερείπια αγίου Γεωργίου των Λατίνων, όπου ωρκίσθη ο Σολωμός ως

φιλικός» (τ. 4, σελ. 124). Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο τελευταίες εικόνες συντηρούν διαδεδομένους

μύθους της σολωμικής βιογραφίας. 45 Τα αποσπάσματα «Από το έργον του Σολωμού» δημοσιεύονται άτιτλα και χωρίς βιβλιογραφική

ένδειξη. Περιλαμβάνουν ολόκληρο το επίγραμμα «Η καταστροφή των Ψαρών» [Α, 139], τμήματα

ποιημάτων: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» [Α, 85], «Γαλήνη» [Α, 69], «Η Τρελή Μάνα» [Α, 174-175,

178], «Εις το θάνατο κυρίας Αγγλίδας» [Α, 150], «Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο» [Α, 259], «Ωδή

εις τη σελήνη» [Α, 57], «Αγνώστου ποιήματος αποσπάσματα [Carmen Seculare]», [Α, 262-263] και

διάσπαρτους στίχους: από το Β΄ και Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων [Α, 217, 224, 233,

234, 235, 243], «Αγνώστων ποιημάτων αποσπάσματα» [Α, 264], «Νικηφόρος Βρυέννιος» [Α, 257],

«Πόρφυρας» [Α, 252]. Οι δείκτες στις αγκύλες παραπέμπουν στην έκδοση του Λ. Πολίτη Άπαντα, τ.

Α΄: Ποιήματα, ό.π. 46 Ο προσδιορισμός «σολωμογενή» χρησιμοποιείται σε αναλογία με τον καθιερωμένο όρο των

καβαφικών σπουδών «καβαφογενές ποίημα». Βλ. σχετικά όσα σημειώνει ο Ν. Βαγενάς στο

Συνομιλώντας με τον Καβάφη. Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων, επιμέλεια Νάσος Βαγενάς,

Κέντρο ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 22-23. 47

«Δε μοιάζει ο στίχος μας το στίχο σου τον άχραντο […] / Το φως εσύ είσαι το ανιστόρητο […] /

Δόξα στα μάτια μόνο που σε βλέπουνε, / Στα χείλη που μπροστά σου είναι κλεισμένα» (τ. 4, σελ. 101).

Page 81: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

81

ελεύθερη ανάπτυξη «λεπτομερειών» της σολωμικής εικονογραφίας48

και την

προοδευτική πύκνωση ευανάγνωστων αναφορών σε γεωγραφικούς τόπους–σήματα

της ζωής (Ζάκυνθος) ή της ποίησής του (Μεσολόγγι). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον

παρουσιάζει και η θεματική σύλληψη του έργου. Το «ποιητικό όνειρο» (γραμμένο σε

μορφή θεατρικού μονόπρακτου) σκηνοθετεί τις λεπτομέρειες μιας ιδιότυπης

«υποδοχής» του Σολωμού. Χώρος της δράσης: «το μεταίχμιον γης και ουρανού, εκεί

όπου άλλοτε […] επτερύγιζαν αι μορφαί των θεών». Δρώντα πρόσωπα: «αι ψυχαί

όσαι είχον ενσαρκωθεί εις τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής ακμής» (Πλάτων,

Τυρταίος, Σαπφώ, Λεωνίδας, Αρχίλοχος, Όμηρος). Χρόνος: η ελληνική «Ανάσταση»

– Επανάσταση. Σε κλίμα ευφρόσυνης αναμονής, οι ένδοξες μορφές του ελληνικού

παρελθόντος περιμένουν το νέο ποιητή του έθνους: «μεγάλο, σοβαρό, με το μέτωπο

θεού, εκείνον που θα κρούη τη λύρα ενώ το ξίφος θα πέφτη και θα ρίχνη στίχους στο

αίμα επάνω και θα καλύπτη εντροπαλά με της αθανασίας τα λουλούδια τους

σπασμούς των πτωμάτων» (τ. 4 σελ. 119).49

Άγγελος Κυρίου ευαγγελίζεται τη

48 Ενδεικτικά: «Βαθύτατα, ολάνοικτα, υπερφυσικά τα μάτια της ψυχής του είχε» (τ. 4 σελ. 118), όπου

ενσωματώνεται το απ. 36 από το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων: «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’

άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου» ή «Η μεγάλη δρυς πλησιάζει που στα κλωνάρια της εστέγασε τα

αηδόνια όλα. Το αρχέγονο της ποιήσεως δάσος, που σκόρπισε την αιώνια δροσιά των χαλκίνων στίχων

έρχεται» (τ. 4 σελ. 118), με σύνθετες απηχήσεις, κυρίως, από το «Carmen Seculare». Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 234 και 262-263. 49 ΟΜΗΡΟΣ: «Ονειρεύομαι με δίψα το σημείο, το σημείο το αλάνθαστο της αφυπνίσεως. […] Κοντά

στην ανδρεία επερίμεναν να λάμψη επάνω στον ελληνικόν αέρα ο άρχοντας ο Λόγος. Στους ήρωας του

σπαθιού τον ήρωα του στίχου θέλω. Ενώ σεις εβλέπατε να ανασταίνωνται χαρούμενοι και πάνοπλοι οι

πολεμισταί, περίμενα να ξυπνήση, να μιλήση, να χύση τα μάγια ο ποιητής. […] Ναι, περιμένω τον

δημιουργό του θαύματος, περιμένω τον εξεγερτή του θάρρους, τον μυητή του μεγάλου μεθυσιού της

ανδρείας. Τον ποιητή περιμένω. Θέλω εκείνον που θα σμίγη στο ποτήρι των πολεμιστών, μαζύ με το

αίμα, το κρασί της ιδέας, εκείνον που θα δίνη πρόωρα τη γεύσι της αθανασίας στους μελλοθανάτους

[…] (τ. 4, σελ. 118) […] Τον βλέπω με τα μάτια της ψυχής, τον ονειρεύομαι μεγάλο, σοβαρό, με το

μέτωπο θεού, εκείνον που θα κρούη τη λύρα ενώ το ξίφος θα πέφτη και θα ρίχνη στίχους στο αίμα

επάνω και θα καλύπτη εντροπαλά με της αθανασίας τα λουλούδια τους σπασμούς των πτωμάτων» […] (τ. 4 σελ. 119).

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ: «[…] Τον βλέπω εκείνον που ανακατώνει σε ένα κρασί μέθης […] τον κόσμο το γήινο,

με τον κόσμο τον υψηλό, τον κόσμο τον υπερφυσικό, τον άκτιστο» (τ. 4 σελ. 119).

ΣΑΠΦΩ: «Ναι! τον ποιητήν ακόμη των αχράντων της ψυχής μυστηρίων. Το πνεύμα το ανήσυχο που

θα έδειχνε το δρόμο, και όλους τους δρόμους, εκείνον που θα έλεγε “εκεί το ιδανικό είνε”. Τον ποιητή

που το πηδάλιον της Ελλάδας στο φως θα οδηγούσε. Ναι, τον ποιητή που τον κόσμον όλο στην ιδέα θα

έκλειε, και στην καλλονή την ψυχή του θα έλουε. […] Ναι, τον άρχοντα αναμένω των ήχων» (τ. 4 σελ.

119).

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ, ΣΑΠΦΩ, ΤΥΡΤΑΙΟΣ: «Τόρα ναι ας ξυπνήση πάνοπλος μαζύ με τους Ήρωας της Ιδέας

ο ήρως». (τ. 4 σελ. 119).

ΑΓΓΕΛΟΣ: «Όλες οι ευχές που στες ψυχές της μεγάλες εκλείσατε, ενσαρκώθησαν σε άνθρωπον ένα»

(τ. 4 σελ. 119). […] Ο ποιητής γεννήθηκε και γεμάτη συνείδησι και σοφία εφύτρωσε στα χέρια του η λύρα. Και έχει την πατρίδα χορδή μία η λύρα του και έχει άλλη τον πόνο και τρίτη την αγάπη έχει και

έχει τετάρτη την Αλήθεια. Τελευταία χορδή σαν σε ποιητή της Ελλάδος η μεγαλόστομη η σοφία

δεσπόζει. Ο ποιητής γεννήθηκε […]» (τ. 4 σελ. 120).

[…] Μία γλυκύτης ως στίχων περνά εις τα νέφη και αντηχούν σαν μακρυά και σαν άϋλοι οι πρώτοι

στίχοι της Ελλάδος που ξυπνά

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη … (τ. 4 σελ. 120).

Page 82: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

82

χαρμόσυνη είδηση: «όλες οι ευχές […] ενσαρκώθησαν σε άνθρωπον ένα […] ο

ποιητής γεννήθηκε», και η σκηνή πλημμυρίζει από τους ήχους και τους στίχους του

«Ύμνου»: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη …» (τ. 4 σελ. 119-120).

Τα δύο λογοτεχνικά κείμενα που περιλαμβάνονται στο αφιέρωμα των

Παναθηναίων, ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική στάθμη ή τη σημαντικότητά τους,

λειτουργούν, κατά κάποιον τρόπο, ως δείκτης της απήχησης που γνώρισε η σολωμική

ποίηση στο πνευματικό περιβάλλον της Αθήνας του πρώιμου 20ού

αιώνα.

Θεματοποιώντας τον Σολωμό (το πεζό του Επισκοπόπουλου) ή συνομιλώντας μαζί

του (το ποίημα του Μαλακάση) μαρτυρούν, όχι τόσο την έκταση της απήχησής του

στους νεότερους λογοτέχνες, όσο ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δυναμικής

που αναπτύσσεται και εδραιώνεται ανάμεσά τους. Από αυτή την άποψη είναι

ενδεικτικό ότι, και στις δύο περιπτώσεις, ο Σολωμός (a poet’s poet, για να θυμηθούμε

τον Παλαμά) δεν κινεί το ενδιαφέρον εξαιτίας της ιδιόμορφης ποιητικής τακτικής του

(η οποία λειτούργησε ως πόλος έλξης και απώθησης για τον Παλαμά στο ποίημα

«Σολωμός»), αλλά χάρη στη γοητεία που ασκεί ο γραμματολογικός του μύθος. Το

βάρος της λογοτεχνικής πρόσληψης μετατοπίζεται από το έργο στο πρόσωπο του

ποιητή και η αυταξία της ποίησής του αντανακλάται στη μυθοποιημένη μορφή του.

Κοινός θεματικός τόπος των δύο κειμένων είναι ότι ο Σολωμός αναγνωρίζεται ως

αδιαφιλονίκητος γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης, θεάται ως επιβλητική ποιητική

κορυφή, αντιμετωπίζεται με δέος και σεβασμό και τελικά υπερισχύει ως «απόμακρο

ποιητικό ορόσημο» και μυθοποιημένο εθνικό σύμβολο.50

(iii). Η λανθάνουσα κριτική αντιδικία Καλοσγούρου – Παλαμά.

Η οψίτυπη μελέτη του Γ. Καλοσγούρου (τ. 4, σελ. 102-113)51

δεν είναι μόνο

το σημαντικότερο κείμενο του αφιερώματος των Παναθηναίων στον Σολωμό, αλλά

και ένα από τα σημαντικότερα κριτικά κείμενα που φιλοξενεί το περιοδικό για τον

ποιητή.

Γραμμένη ως πρόλογος για μια έκδοση των ιταλικών ποιημάτων του

Σολωμού, κινείται ανάμεσα σε δύο αντίρροπες κατευθύνσεις: η πρώτη, κεντρομόλος,

αρθρωμένη στον άξονα των μεταφρασμένων όψιμων συνθεμάτων του ποιητή,

αξιοποιεί τα θεωρητικά μέσα που παρέχει ο προωθημένος επτανησιακός ιδεαλισμός

50 Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η μυθοποίηση της ποιητικής παράδοσης. Ο Σολωμός και η ποιητική γενιά

του 1970», Διονύσιος Σολωμός: «Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 197. 51 Ο Γ. Καλοσγούρος πέθανε στη Γενεύη στις 21 Απριλίου 1902.

Page 83: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

83

και καταλήγει σε μια φιλοσοφική ερμηνεία του ιταλόγλωσσου έργου, που υπακούει

στις υψηλές προδιαγραφές που έθεσε ο Πολυλάς με τα «Προλεγόμενά» του για το

ελληνόγλωσσο έργο.52

Η δεύτερη, φυγόκεντρη ροπή (που θα μας απασχολήσει στο

παρόν κεφάλαιο) ιχνηλατεί ζητήματα πρόσληψης της σολωμικής ποίησης και

καταλήγει στην πικρή διαπίστωση ότι η «ζωντανή ουσία» της και το βαθύτερο

μήνυμά της έμειναν τελικά ανενεργά και ανανταπόδοτα.

Στη σκέψη του Καλοσγούρου, το μέγεθος μιας τέτοιας απώλειας είναι

ανυπολόγιστο: «Έθνος που δε γνωρίζει ακόμη ποια είναι τα αληθινά θεμέλια της

αγωγής του, δεν είναι παρά συμμάζωμα τυφλών, και αυτά τα θεμέλια δεν τα δείχνουν

στα έθνη παρά οι αληθινοί τους Μεγάλοι, αν αυτά ευτύχησαν να τους έχουν» (τ. 4,

σελ. 107). Στην ελληνική περίπτωση, το «μεγάλο ευτύχημα […] να γεννηθή ένας

ποιητής τόσο μεγάλος και βαθύς στα πρώτα πατήματα […] στο δρόμο του

πολιτισμού», σημαδεύεται από τη γνωστή αντινομία: τον οριστικό και ανεξήγητο

χαμό της «διαλεχτότερης εργασίας του». Παρόλα αυτά, ο Καλοσγούρος, μακράν του

να θεωρήσει ότι αυτό «το πολύ μεγαλύτερο δυστύχημα» ακυρώνει την ασύγκριτη

σολωμική προσφορά ως δώρο άδωρο, παραπέμπει στα «λίγα θλιβερά συντρίμματα»

της ύστερης ποιητικής περιόδου, στις καταγραφές των Στοχασμών του ποιητή και

στις «ουσιαστικότερες σελίδες των προλεγομένων του Πολυλά», με τη βεβαιότητα

ότι είναι «αρκετά να […] δείξουν» το ύψος της ποιητικής κορυφής που κατέκτησε ο

Σολωμός (τ. 4, σελ. 106).

Με εκείνο το «αρκετά» στη ρύμη του λόγου του, αρχίζει και η διακριτική

αντεπίθεση προς ό,τι υπονομεύει εμπρόθετα την αξία της σολωμικής ποίησης ή την

ερμηνευτική εγκυρότητα των πολυλαϊκών «Προλεγομένων». Το έργο του ποιητή,

σημειώνει, είναι άρρηκτα και αμετάκλητα συνδεδεμένο με το έργο του

«προσεκτικότερου» και στοχαστικότερου κριτικού του: «Τυχερ[ός] […] εστάθη ο

[Σολωμός] και μαζύ του το έθνος. Με το μέγα όνομά του θα συμβαδίση αχώριστα

πάντα στην αθανασία των αιώνων και τ’ όνομα του εξόχου Κερκυραίου που με λίγα

κι’ αυτός, αλλ’ αρκετά και σημαντικά εξηγήματα, όλος γεμάτος από το πνεύμα του,

και από τες ιδέες και από τα αισθήματα που εμψύχωναν την πνευματική του ζωή, μας

άφησε όσα καν αρκούσαν για να μη μένη στο σκότος για πάντα εκείνο το έργο» (τ. 4,

σελ. 106-107).53

Σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, ένα μόλις χρόνο μετά τον πρόλογο

52 Αυτή η όψη της μελέτης θα μας απασχολήσει σε επόμενο κεφάλαιο. 53

Η άποψη για τη συμπληρωματικότητα των δύο έργων επαναλαμβάνεται και στο εξής σχόλιο: «Θα

επιθυμούσα εγώ και για τους δύο μεγάλους φωστήρες που εμελέτησα να βρεθούν άνθρωποι να τους

Page 84: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

84

του Παλαμά στην έκδοση Μαρασλή, η επισήμανση του Καλοσγούρου αποκτά

ιδιαίτερη σημασία: παρέχει εγγύηση αυθεντικότητας στην πολυλαϊκή ερμηνεία και

παράλληλα εγγράφεται ως υπεράσπιση του Πολυλά απέναντι στην προερχόμενη από

τον Παλαμά αιχμή για υποκειμενικότητα σε ό,τι αφορούσε τον Σολωμό ή το έργο

του. Είναι, εξάλλου σαφές, ότι, στο αξιολογικό σύστημα του Καλοσγούρου, τα

«Προλεγόμενα» του 1859 εξακολουθούν να αποτελούν το μοναδικό ασφαλές σημείο

αναφοράς για τη βαθύτερη κατανόηση του σολωμικού έργου.

Ωστόσο τα βέλη του Καλοσγούρου εξαπολύονται με ιδιαίτερη φροντίδα,

«ώστε να μη θεωρηθεί ότι στο στόχαστρό του βρίσκεται αποκλειστικά ο Παλαμάς».54

Έτσι, όταν διαπιστώνει ότι προτεραιότητα της νεοελληνικής κριτικής θα έπρεπε να

«είναι η μελέτη του μεγαλείτερου και σημαντικότερου από τους εθνικούς ποιητάς

μας, του Σολωμού», η προσεκτική διατύπωση συγκαλύπτει διακριτικά την εκτίμηση

ότι, από τη χορεία των εθνικών ποιητών μας («και ανάμεσά τους αφήνει να εννοηθεί

ότι συγκαταλέγει τον Παλαμά»),55

την κορυφή της αξιολογικής κλίμακας κατέχει

μόνος ο Σολωμός. Η ίδια προσοχή επιβάλλεται και στην αμέσως επόμενη φράση:

«Στοχάζονται μερικοί πως από τον καιρό του Πολυλά, που έχυσε πρώτος αθάνατο

φως σ’ αυτή τη μελέτη, έγινε πολλή πρόοδος. Ημπορεί να συμβαίνη τούτο σε κάποια

λίγα άτομα». Εδώ η δυνητική εκφορά του λόγου και η αοριστολογική αναφορά σε

πρόσωπα που δεν κατονομάζονται αμφισβητεί την εμβέλεια και την επάρκεια της

συμβολής μιας, έτσι κι αλλιώς, αριθμητικά περιορισμένης ομάδας επιλέκτων (τ. 4,

σελ. 103). Η σκέψη του θα διατυπωθεί καθαρότερα παρακάτω: «Η αγάπη που δείχνει

σήμερα το έθνος ή ένα μέρος του διαλεχτό για το Σολωμό είναι φαινόμενο πολύ

σημαντικό. Κατά την αντίληψή μου όμως και άλλων ακόμη, καθώς βλέπω, όχι

μονάχα αυτή η αγάπη δεν είναι ακόμη αρκετά γενική, αλλά και στους ίδιους τους

ολίγους, που φανερώνεται, δεν είναι ακόμη τόσο βαθειά όσο έπρεπε να είναι» (τ. 4,

σελ. 112). Ακόμη και η ισχύουσα παρατήρηση ότι, στον καιρό της «άκρας διχόνοιας»

γύρω από το γλωσσικό ζήτημα («από είκοσι χρόνια κ’ εδώ»), «ένα μονάχο όνομα

έμεινε σεβαστό σταθερά ως το τέλος […] το όνομα του Διονυσίου Σολωμού», όσο

«αληθινή» ή «σημαντική» και αν είναι, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός ο σεβασμός

παραμένει αυτόματος, ουσιαστικά ανερμάτιστος και τελικά κενός νοήματος.

στήσουν όχι πέτρινους ανδριάντας, αλλά, μ’ όσα μέσα και βοηθήματα μας απόμειναν, να βγάλουν στο

φως όλο, αν είναι δυνατόν, το σύστημα των στοχασμών που εστάθηκαν των έργων τους η ψυχή […]»

(τ. 4, σελ. 107). 54

Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 152. 55 Αυτόθι, σελ. 152.

Page 85: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

85

«Προβάλλει κατόπι […] ευθύς το ερώτημα πώς εξηγείται τούτο το σέβας. Ενοήσαμε

[sic] τάχα και είδαμε σ’ όλο το φως της την ιδέα που παρασταίνει ο Σολωμός;»

διερωτάται ο Καλοσγούρος. Η απάντησή του είναι κατηγορηματική: «Δεν το

πιστεύω. Θαμποβλέπουμε όλοι, και αν δεν εθαμποβλέπαμε, δε θα είχαμε μεταξύ μας

διχόνοια, δε θα ήταν οι χωρισμοί μας ουσιαστικοί» (τ. 4, σελ. 107).

Αυτό το ζήτημα θα οδηγήσει στην πρώτη και μοναδική ρητή διαφωνία του με

τον Παλαμά. «Ο κ. Παλαμάς», σημειώνει ο Καλοσγούρος, «ως ένα βαθμό καν στον

κύκλο των φίλων της δημοτικής, φαίνεται να βλέπη το εναντίο». Ακόμη και σε αυτή

την περίπτωση, όμως, η ένστασή του Καλοσγούρου είναι ιδιαίτερα εύσχημη. Θεωρεί

ότι ο Παλαμάς πλανάται από «το βαθύ εθνικό αίσθημά του» όταν «παρασταίνη

αδελφωμένους και συγκεντρωμένους στην αγάπη του Σολωμού πολλούς που δεν

τολμούν να το αναιρέσουν, και όμως δεν είναι. Αν ήταν», υποστηρίζει, «[…] θα

είχαμεν μίαν ενότητα σημαντική και στην ποίηση, και στην τέχνη του πεζού λόγου,

που ακόμη δεν είναι» (τ. 4, σελ. 112-113). Αντίθετα, το σολωμικό δίδαγμα παραμένει

ερμηνευτικά απροσπέλαστο και ουσιαστικά ανενεργό: «ο Σολωμός μέν[ει] τόσο

άδετ[ος] και σε τόσο μακρυνή και απέραντην απόσταση από εκείνους που είναι

σήμερα στη θέση [του] για να συνεχίσουν το έργο [του], ώστε η εμφάνισή [του] μένει

φαινόμενο σχεδόν ανεξήγητο» (τ. 4, σελ. 113). Όλοι εκείνοι που μηχανικά τον

δοξολογούν, όσοι αναλαμβάνουν να τον ερμηνεύσουν παρακάμπτοντας τον Πολυλά,

στην ουσία δεν κάνουν άλλο από το να προσαρμόζουν το ανανταπόδοτο μήνυμά του

σε παράταιρες και αντιφατικές μεταξύ τους θεωρίες και ανομολόγητους στόχους.

Απομένει ο βαρυσήμαντος και βαρύθυμος λόγος: «Παντού η κοινή και συχνά

συχαμερή [sic] ατμοσφαίρα του ατόμου, και όχι ποτέ της Ιδέας και της Αλήθειας.

Παντού αντί φωτισμού ένα σκότος, μια άγνοια […]. Για το Κοινόν […] βασιλεύουν

και σ’ αυτό σκοτάδια πυκνά. Το φως που οδηγούσε τον Πολυλά έλειψε. εμπήκαν

στην Ελλάδα φιλοσοφήματα που το έκρυψαν. πολλοί που τα δέχτηκαν, δεν

εφρόντισαν ποτέ να γνωρίσουν τα παλαιότερα κ’ έφερε τούτο παρανοήματα, που

καθεμέρα μπερδεύουν περισσότερο χωρίς να φωτίζουν. Έτσι βλέπουμε και ακούμε

καθημερινώς ανθρώπους αρπαγμένους από σημερινές θεωρίες Θετικισμού,

Νιχιλισμού, Υλισμού κτλ., να υμνολογούν έναν Ποιητή που η Εθνική, η θρησκευτική

και η φιλοσοφική του Πίστη ήτον κάθε άλλο παρά η δική τους, να τον υμνολογούν

χωρίς να φροντίζουν να τον γνωρίσουν, να λέγουν και να ξαναλέγουν τη λέξη

Αληθινό ή Αληθές, που αυτός εννοούσε τόσο αντίθετα απ’ αυτούς, χωρίς ποτέ να το

σημειώσουν, χωρίς καν να υποψιασθούν αυτήν την αντίθεση, αυτό το άπειρο χάσμα.

Page 86: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

86

Τρανώτερη απόδειξη της σύγχυσης που βασιλεύει στα πνεύματα σ’ αυτή τη

δυστυχισμένη εποχή που διατρέχουμε, θαρρώ πως δεν ημπορεί να υπάρχη» (τ. 4, σελ.

102-103).

Η βαρυσήμαντη παρέμβαση του Καλοσγούρου δεν πέρασε απαρατήρητη από

τον Παλαμά. Στις αρχές του επόμενου έτους δημοσιεύει στα δύο πρώτα τεύχη του

περιοδικού Κριτική τη μελέτη του «Ο Σολωμός και η Κριτική (Θέματα για

ξετύλιγμα)». Μεστά αποσπάσματά της αναδημοσιεύονται στα Παναθήναια (στο

τεύχος της 31 Ιανουαρίου 1903). Με χαρακτηριστική άνεση, ο Παλαμάς

συγκαταλέγει, ανάμεσα στις «πολλές σελίδες άξιες του ποιητή», ανόμοιες – και

άνισες – μεταξύ τους μελέτες «σαν εκείνες του Τρικούπη και του Ζαμπέλιου, του

Θωμαζαίου, του Πολυλά, και άλλων ακόμα, παλαιότερων και νέων», για να

καταλήξει εγκωμιαστικά στις πρόσφατες κριτικές παρατηρήσεις του Καλοσγούρου:

«Τελευταία τα “Παναθήναια” μας έδωκαν την πιο ωραίαν αναθεώρηση του

Σολωμικού έργου, τελευταίαν αναλαμπή μιας ευγενικής ψυχής, άξια διαθήκη φίλου

αλησμόνητου και διδασκάλου, του Καλοσγούρου» (τ. 5, σελ. 253).

Εκείνο όμως που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν είναι τόσο ο

εγκωμιαστικός λόγος του Παλαμά, όσο ο αντιρρητικός διάλογος που ανοίγει ερήμην

του Καλοσγούρου.56

Όταν ο Παλαμάς γράφει ότι «το έργον του Σολωμού […] ως την

56 Σε υποσημείωσή του (που δεν είναι διαθέσιμη στα Παναθήναια) ο Παλαμάς σπεύδει να διορθώσει

ό,τι προκάλεσε την αντίρρηση του Καλοσγούρου και να μετριάσει τη διαφορά τους: «Με τον τρόπο

που αναφέρει μια γνώμη μου φαίνεται πως δεν την εξήγησε καλά. Εξ εναντίας είμαστε συμφωνότατοι

με τον Καλοσγούρο. Είδα ό,τι είπε κ’ εκείνος. Άνθρωπους [sic] άμοιαστους στο νου και στην καρδιά

που φαίνεται πως τους ανταμώνει κοινός σεβασμός προς το Σολωμό. Αλλά το αντάμωμα φαινομενικό,

εξωτερικό, άπρεπο. Το συλλογίζεται, και θλίβεται ο Καλοσγούρος. Το συλλογίζομαι, και θυμώνω».

Επομένως το βάρος πέφτει «όχι τόσο [στ]η λατρεία προς το Σολωμό», όσο στην «ψεύτικη

σολωμολατρεία», κοινή αιτία της θλίψης του Καλοσγούρου και της οργής του Παλαμά. Βλ. Παλαμάς,

Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 117, σημ. 1. Ολόκληρο το κείμενο της υποσημείωσης: «Η μελέτη του Καλοσγούρου (Παναθήναια 30 Μαΐου 1902)

αξίζει και για τις απορίες ακόμα που γεννάει, και για τις αντιλογίες που ξυπνά. Λ.χ. θέλει κάπου να

ειπή πως μπορεί βαθιά να γνωρίσουν και δικαίωμα έχουν το Σολωμό να τιμήσουν εκείνοι μονάχα που

ταιριάζουνε μ’ εκείνον και στα φιλοσοφικά φρονήματα. Δε μου φαίνεται τούτο απαραίτητο. Δεν είναι

ανάγκη κανείς να είναι υλιστής για να καταλάβη και να θαυμάση την ποιητική μεγαλοφυΐα του

Λουκρήτιου. Με τον τρόπο που αναφέρει μια γνώμη μου φαίνεται πως δεν την εξήγησε καλά. Εξ

εναντίας είμαστε συμφωνότατοι με τον Καλοσγούρο. Είδα ό,τι είπε κ’ εκείνος. Άνθρωπους [sic]

άμοιαστους στο νου και στην καρδιά που φαίνεται πως τους ανταμώνει κοινός σεβασμός προς το

Σολωμό. Αλλά το αντάμωμα φαινομενικό, εξωτερικό, άπρεπο. Το συλλογίζεται, και θλίβεται ο

Καλοσγούρος. Το συλλογίζομαι, και θυμώνω. Και ο θυμός αυτός εμπνέει τον Ύμνο τον τυπωμένο στο

Νέον Άστυ της 30 Μαΐου του 1902. Όχι τόσο η λατρεία προς το Σολωμό, όσο το μίσος προς την

ψεύτικη σολωμολατρεία». Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 117, σημ. 1. Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται (ο πλήρης τίτλος είναι «Ύμνος για τ’ άγαλμα του Σολωμού που στήθηκε στη Ζάκυνθο»)

γράφτηκε με αφορμή τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας και απαγγέλθηκε την τρίτη μέρα των

εκδηλώσεων από τρίτο πρόσωπο. Η απουσία του Παλαμά από τις επετειακές εκδηλώσεις συνδέεται με

την επίσημη συμμετοχή του Γ. Μιστριώτη, παρουσία που δεν είναι άσχετη με όσα γράφει περί

«ψεύτικης σολωμολατρείας». Βλ. Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 147-148, σημ. 127 και

σελ. 160, σημ. 150.

Page 87: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

87

ώρα έδωκεν αφορμή σε κάποια αξιόλογα δείγματα φιλοσοφικής κριτικής», έχει

ασφαλώς υπ’ όψιν του τους επιφανέστερους εκπροσώπους της, τον Πολυλά και τον

Καλοσγούρο. Θα επιμείνει ωστόσο ότι «η κριτική αυτή δεν είπε ακόμα τον τελευταίο

της λόγο. της λείπει ακόμα, για να διπλοθεμελιωθή αρχοντική, η βοήθεια πολλών

ακόμα κατά μέρος φροντισμάτων μικρογραφικών και μονογραφικών απάνω σε

τούτην ή σ’ εκείνη την όψη του Σολωμικού έργου» (τ. 5, σελ. 253-254). Προτείνει

συνεπώς τη συμπλήρωσή της με μια αμιγώς φιλολογική προσέγγιση του Σολωμού,

«καλ[ή] για να ξετυλιχτή όχι τόσον από φιλόσοφους τεχνίτες του υπερούσιου, όσον

από λιτούς πεζούς του λόγου δουλευτάδες» (τ. 5, σελ. 254). Ο επιδιωκόμενος στόχος,

«μια θετικώτερη γνωριμία του Σολωμού», προϋποθέτει «ακόμη να λογαριαστούν και

να μελετηθούν αρκετά. Τα αρκετά τούτα, λογαριασμένα και μελετημένα, μπορεί να

δυναμώσουν την ιδέα που ως την ώρα μας έδωκαν οι φιλόσοφοι κριτικοί του ποιητή

για τον ποιητήν. μπορεί και να την αλλάξουν» (τ. 5, σελ. 254). Σε αυτό το τελευταίο

ενδεχόμενο, που μένει ανοιχτό, υποκρύπτεται η αιχμή του Παλαμά για τον Πολυλά

και τον Καλοσγούρο. Χωρίς να τους αμφισβητεί ευθέως,57

αντιπροτείνει τη

συμπλήρωση της φιλοσοφικής ερμηνείας (που λίγο έως πολύ απομακρύνεται από το

κείμενο) με μια κειμενοκεντρική προσέγγιση, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι η πρώτη

θα υποκατασταθεί τελικά από τη δεύτερη. «Καμιά γνώμη, και η πιο σοφή και

βαθυφάνταστη και η πλέον ποτισμένη με ποίηση και με φιλοσοφία δεν είναι στέρεα

ενόσω δεν ακουμπάει σε πράγματα. και σα φουσκαλίδα φτάνει πολλές φορές να τη

σβήση και η λιγνότατη πνοή κάποιου απλού ταπεινού παρατηρητή, που θάβγαινεν

από κάτι τι χειροπιαστό» (τ. 5, σελ. 254).

Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η ουσία της παρέμβασης του Παλαμά συνοψίζεται

στην άποψη ότι η βαθύτερη κατανόηση της σολωμικής ποίησης δεν προϋποθέτει

υποχρεωτικά την εξοικείωση και την αποδοχή των βασικών αισθητικών και

φιλοσοφικών αρχών που οδήγησαν τον Σολωμό. Ο Παλαμάς δεν θα ισχυριστεί ότι

κατέχει το αποκλειστικό ερμηνευτικό κλειδί για τη σολωμική ποίηση. Περιορίζεται

απλώς να θέσει «μερικά θέματα για ξετύλιγμα», υπενθυμίζοντας «πως κι ο ίδιος ο

Σολωμός μας άφησε πιο πολύ θέματα για ξετύλιγμα, παρ’ όσα ξετυλίγματα

κατώρθωσε» (τ. 5, σελ. 254). Όμως η προσωπική εμπλοκή του διαφαίνεται καθαρά

σε παρένθετο σχόλιό του, όταν παρατηρεί: «θέλει κάπου να ειπή [ο Καλοσγούρος]

57 Και ενδεχομένως χωρίς να έχει πραγματική πρόθεση – λανθάνουσα ή μη – να υπονομεύσει «το

κριτικό κύρος του Πολυλά και του Καλοσγούρου, ασφαλώς με τους επαίνους του αδρανοποίησε το

έργο των τελευταίων προσδίδοντάς του μουσειακή αξία». Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του

Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 359.

Page 88: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

88

πως μπορεί βαθιά να γνωρίσουν και δικαίωμα έχουν το Σολωμό να τιμήσουν εκείνοι

μονάχα που ταιριάζουνε μ’ εκείνον και στα φιλοσοφικά φρονήματα. Δε μου φαίνεται

τούτο απαραίτητο».58

Το συγκεκριμένο σχόλιο αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα, αφού

δεν δηλώνει μόνο την κριτική διαφοροποίηση του Παλαμά, αλλά σημαίνει και το

τέλος μιας εποχής. Σύμφωνα με τον Πολυχρονάκη, «αποποιούμενος τον μελαγχολικό

“ελιτισμό” των Επτανήσιων ιδεαλιστών, ο Παλαμάς σημείωνε ότι η εποχή της

“φιλοσοφικής κριτικής” του Σολωμού είχε περάσει ανεπιστρεπτί και ότι ανοιγόταν η

εποχή της φιλολογικής αντιμετώπισης του ποιητή»,59

μια αίσθηση διάχυτη άλλωστε

στο ίδιο το κείμενο του Καλοσγούρου.

Ωστόσο «η κατηγορία κατά του Παλαμά για υπονόμευση και ελλιπή

κατανόηση του Πολυλά και του Καλοσγούρου [είτε ανταποκρίνεται στις πραγματικές

προθέσεις του, είτε όχι] είναι συνάμα κατηγορία για το γεγονός ότι οι εποχές

αλλάζουν και ότι οι αντιλήψεις έρχονται και παρέρχονται. Αν τα διδάγματα του

Πολυλά και του Καλοσγούρου δεν άγγιζαν βαθύτερα τον Παλαμά, αυτό οφειλόταν

στη διαφορετική πνευματική παιδεία και συγκρότησή του. κι αυτό ασφαλώς είναι

κάτι για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο Παλαμάς».60

(iv). Διονυσίου Σολωμού: τα Άπαντα και η Ζάκυνθος.

Αν στις αρχές του 1903 δρομολογείται από τον Παλαμά η αλλαγή του

επιστημολογικού παραδείγματος στις σολωμικές μελέτες, τον Μάρτιο του ίδιου

χρόνου φαίνεται προς στιγμή να προωθείται και η αλλαγή του εκδοτικού

παραδείγματος για την σολωμική ποίηση. Αφορμή είναι η σχεδιαζόμενη έκδοση των

ποιητικών Απάντων του Σολωμού από την Επιτροπή Ζακύνθου της

Εκατονταετηρίδας, πράξη η οποία επιστεγάζει τις τιμητικές εκδηλώσεις του

προηγούμενου έτους. Τα Παναθήναια υποδέχονται (στο τεύχος της 31 Μαρτίου 1903)

με «αμέτρητο[ν] χαρά[ν] και συγκίνησι[ν]» την «κυκλοφορήσασαν είδησιν της

προσεχούς εκδόσεως των “Απάντων του Σολωμού”». Αιτία της ανακίνησης του

ενδιαφέροντος είναι η αναμενόμενη δημοσίευση «150 περίπου νέ[ων] ανεκδότ[ων]

ποιημάτων του, αποσταλέντ[ων] εκ Κερκύρας προς την Επιτροπήν». Σύμφωνα με τις

πληροφορίες του περιοδικού «εκ των 150 ανεκδότων ποιημάτων του Σολωμού, 90

περίπου είναι αυτοτελή, τα δε λοιπά, αποσπάσματα μόνον ή ημιτελή ένεκα της

58 Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 117, σημ. 1. 59

Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 359. 60 Αυτόθι, σελ. 359.

Page 89: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

89

φθοράς των χειρογράφων.61

40 περίπου ποιήματα είναι ελληνικά και τα λοιπά

ιταλικά» (τ. 5, σελ. 380). Τα αυτόγραφα του Σολωμού62

θεωρούνται από τον

ανώνυμο συντάκτη των Παναθηναίων «πολύτιμα ευρήματα» και «εθνικά κειμήλια»

(τ. 5, σελ. 381). Το μικρό άρθρο κλείνει με την παράκληση του περιοδικού να του

παραχωρηθούν προς δημοσίευση λίγα από αυτά, καθώς και ένα πρωτότυπο δείγμα

προς «αναπαράστασιν».

Αν και καμία από αυτές τις ευχές δεν ευοδώθηκε τελικά, στο επόμενο τεύχος

(15 Απριλίου 1903) δημοσιεύεται δισέλιδο κείμενο του Κ. Μιχαηλίδη, αποκλειστικά

αφιερωμένο στα «Νέα ποιήματα του Σολωμού». Ο πεζός τίτλος στεγάζει ένα

αλληγορικό παραμύθι, με προφανείς προεκτάσεις. Η αρχή του είναι δηλωτική του

τόνου και των διαθέσεων που γεννά η απρόσμενη αποκάλυψη των χειρογράφων: «Σε

μακρυνή απόκρυφη σπηλιά, μακρυά από τη ματιά την ανθρώπινη, είχε κρύψει η

Νεράϊδα [sic] τον ατίμητο θησαυρό. / Και το βασιλόπουλο, μέσα στην κρυφή χαρά

που γεννούσε στην ψυχή του το ολόχρυσο στέμμα που θα φορούσε μιαν ημέρα όταν

θ’ ανέβαινε στο θρόνο, είχε και το κρυφό παράπονο πως έλειπαν απ’ αυτό τα πιο

πολύτιμα πετράδια». Η επίγνωση της έλλειψης, που σημειώνεται ρητά στο κείμενο,

είναι πολύ πιο υποψιασμένη από όσο επιτρέπει να διαφανεί η επιφανειακά αθώα

σύλληψη του παραμυθιού: «Επέρασαν χρόνια πολλά, και το διάβα τους έσβυνε σιγά

σιγά την ελπίδα από την ψυχή του βασιλέως και του λαού του, και απόμεινε μόνο η

ομορφιά του ονείρου. δεν αξιώθηκε ο λαός εκείνος να χαρή ακέραιον το δώρο του

μυθικού βασιλέως, – που μόνον από τη μακρυνή παράδοσι, σαν σ’ ένα όραμα μέσα,

μεγάλο περίτεχνο, δοξασμένο το εγνώρισε και τ’ αγάπησε. Όμως ξημέρωσε μια

61 Ας σημειωθεί ότι η αποσπασματικότητά τους φαίνεται να αποδίδεται (αποκλειστικά;) στην

κατάσταση των χειρογράφων και όχι σε ποιητική επιλογή ή συνθετική αδυναμία του Σολωμού. Στο ίδιο άρθρο πάντως υπάρχει ασχολίαστη και η πληροφορία ότι «τα χειρόγραφα έχουν πολλά σβυσίματα

και διορθώσεις» (τ. 5, σελ. 381). 62 Πρόκειται για τα σολωμικά αυτόγραφα που παραδόθηκαν στην Τεκτονική Στοά της Ζακύνθου από

τη γυναικαδέλφη του Πολυλά Ασπασία Σορντίνα Ρίγκλερ, στα 1898. Ολόκληρο το corpus των

αυτογράφων του ποιητή συμπληρώθηκε μετά το 1934 από τους κληρονόμους του Καλοσγούρου.

Περισσότερα βλ. Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. (245-271) 252-253. Επιβεβαιωτικά ας

σημειωθεί ότι σε σύντομο σημείωμα του περιοδικού, που δημοσιεύεται σε επόμενο τεύχος (15-31

Αυγούστου 1903) αναφέρεται ότι η «“Έκθεσις των πεπραγμένων υπό της κεντρικής επιτροπής επί της

εκατονταετηρίδος του Σολωμού” […] περιλαμβάνει όλον το ιστορικόν από της συλλήψεως της ιδέας

και της συστάσεως της πρώτης επιτροπής κατά το 1857, τας ενεργείας της κατόπιν επιτροπής το 1896

μέχρι των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος, τον απολογισμόν και τα λοιπά». Στο ίδιο σημείωμα

απαντά και η σημαντικότατη πληροφορία «ότι κατετέθησαν προσωρινώς παρά τη εν Ζακύνθω αγγλική Στοά “Ο Αστήρ της Ανατολής αρ.880 ” […] και τα διάφορα χειρόγραφα τα σταλέντα προς την

Επιτροπήν υπό της ευγενούς κυρίας Ασπασίας Σορδίνα Ρήγλερ εκ Κερκύρας. Το τεύχος δίδει εν τέλει

κατάλογον των εν λόγω χειρογράφων – αυτόγραφα και αντίγραφα – ευρεθέντων μεταξύ των εγγράφων

της κληρονομίας του Ιακώβου Πολυλά, ως και γαλλικόν κείμενον της προς τον Πολυλάν επιστολής

του Σπυρίδωνος Τρικούπη» (τ.6, σελ.700) [η οποία – παρεμπιπτόντως – δημοσιεύεται μεταφρασμένη

στα Παναθήναια].

Page 90: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

90

ανέλπιστη, ευτυχισμένη και ολόχαρη μέρα» (τ. 6. σελ. 385). Το κείμενο, κατάσπαρτο

από σολωμικούς στίχους, εξακολουθεί στο ίδιο ενθουσιώδες, λυρικό ύφος, για να

καταλήξει στη μομφή προς απροσδιόριστους αποδέκτες: «Ω, τα ατίμητα τραγούδια

[…] ας έλθουν […] να δείξουν ακόμη μεγαλείτερη την ψυχήν του ποιητού,

τελειότερη την τέχνη του σ’ εκείνους που δεν ημπόρεσαν από τις σπασμένες χορδές

της λύρας του ν’ ακούσουν γεμάτον και τέλειον τον ήχον του μεγάλου του

τραγουδιού». Αν και ο υπερθετικός τόνος του Κ. Μιχαηλίδη δηλώνει σαφώς την

διαφοροποίησή του από όλους όσοι κατά καιρούς αμφισβήτησαν την ποιητική αξία

του Σολωμού, εξαιτίας της αποσπασματικότητας του έργου του, ο βαθμός της

εξοικείωσής του με το περιεχόμενο των σολωμικών αυτογράφων παραμένει

ανεξακρίβωτος. Ωστόσο η ανεπιφύλακτη κατάφασή του απέναντι στον Σολωμό

εδράζεται στην πίστη του ότι η αποκάλυψη των ανέκδοτων ποιημάτων θα οδηγήσει

«εκεί όπου της τέχνης της μεγάλης η πνοή», θα προσφέρει «νέας συγκινήσεις,

κλονισμούς νέους» (τ. 6, σελ.386).

Παρά τις ευοίωνες προοπτικές, η ζακυνθινή έκδοση των σολωμικών Απάντων

δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των Παναθηναίων. Το πανηγυρικόν τεύχος επί τη

εκατονταετηρίδι από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού, επιμελεία της επί τούτου

επιτροπής, που εκδίδεται στα μέσα του 1903,63

αποτελεί επανέκδοση Απάντων των

Ευρισκομένων και επομένως αγνοεί τα αυτόγραφα του ποιητή.64

Όπως σημειώνει ο

Ξενόπουλος, στην εκτενή βιβλιοκρισία της έκδοσης (στο τεύχος της 30ης

Ιουνίου

1903), το επετειακό τεύχος που τυπώνεται με τη φροντίδα του Άγγελου Μωρέττη,

προέδρου της «επί τούτου Επιτροπής», κάθε άλλο παρά «όψιν πανηγυρικού τεύχους»

έχει. «Του λείπει όλως διόλου η πανηγυρική πολυτέλεια και η κομψότης. Σοβαρός,

άχαρις και ογκώδης τόμος από 700 σελίδας, αρκετά κακοτυπωμένας – μολονότι

εκτυπώθη εις τας Αθήνας – την μόνην πολυτέλειαν του οποίου αποτελεί ο αμύθητος

πλούτος των εικόνων του». Στα ελαττώματά του συγκαταλέγονται τα πολυάριθμα

τυπογραφικά λάθη και οι προφανείς αδυναμίες στην κατάταξη της ύλης, ζήτημα

διόλου ευκαταφρόνητο «αν όχι διά τίποτε άλλο, τουλάχιστον διά να μην ευρίσκεται

μία γνώμη του Γκαίτε περί Σολωμού, ευθύς σχεδόν μετά τους στίχους του κ.

Βαρλέντη». Στις εξαγνιστικές χάρες του ωστόσο ανήκουν η ποικιλία και ο πλούτος

των πληροφοριών που αποθησαυρίζει: «Εν πρώτοις είναι μία αποθήκη όλων σχεδόν

63 Η έκδοση φέρει τη χρονολογία 1902. Βλ. Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, ό.π., σελ. 505: 1798-

1898. Πανηγυρικόν Τεύχος επί τη εκατονταετηρίδι από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού Διονυσίου

Σολωμού. Επιμελεία της επί τούτου Επιτροπής, Ζάκυνθος-Αθ. 1902 [=1903;]. 64 Αυτόθι, σελ. 505.

Page 91: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

91

των γραφέντων περί Σολωμού και Ζακύνθου, είτε υπό ξένων είτε υπό Ελλήνων.

Έπειτα είναι συλλογή όλων των έργων του ποιητού, με πολλάς και ποικίλας

επεξηγηματικάς σημειώσεις. Τέλος ακολουθείται από μίαν εκτενεστάτην

πατριδογραφίαν [η οποία] δεν είναι ανωφελής διά την μελέτην και την κατανόησιν

του ποιητικού έργου, το οποίον προηγείται. […] Οι Σολωμισταί μας δεν θα

δυσαρεστηθούν διόλου που θα εύρουν τόσας περιέργους πληροφορίας περί της

πατρίδος του ποιητού, ως ένα μέγα σχόλιον […] εις τα ποιήματά του, από το οποίο

πολλά ειμπορούν να φωτισθούν και πολλά συμπεράσματα να εξαγάγουν». Η

σημαντικότερη συμβολή του τόμου, σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, είναι τα δύο

ιστοριοδιφικά άρθρα του Ζακύνθιου Λεωνίδα Χ. Ζώη. «Το έν επιγράφεται “Ιστορικαί

σημειώσεις περί της οικογενείας Σολωμού” – το άλλο “Διονύσιος Σολωμός”. Και τα

δύο, πολύ μελετημένα, γεμάτα από δοκουμέντα πολύτιμα, μας διδάσκουν πολλά,

άγνωστα μέχρι τούδε και ενδιαφέροντα» (τ. 6, σελ. 567), που θα μας απασχολήσουν

σε επόμενο κεφάλαιο.

(v). Σολωμικά επίκαιρα.

Στη σκιά των σολωμικών εκδόσεων, που πλαισιώνουν χρονικά τον επίσημο

εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Σολωμού, και της λανθάνουσας

κριτικής αντιδικίας Παλαμά – Καλοσγούρου, που σηματοδοτεί την οριστική

απορρόφηση του επτανησιακού ορίζοντα υποδοχής από τον αθηναϊκό, απαντούν και

άλλες, ασύνδετες μεταξύ τους αναφορές στον ποιητή και το έργο του, που εκκινούν

από επικαιρικές αφορμές και έχουν συγκυριακό χαρακτήρα.

Στις εγγραφές αυτού του είδους ανήκουν οι ανταποκρίσεις από τον ξένο τύπο

ή την ξένη βιβλιογραφία, π.χ. δυο άρθρα που δημοσιεύει για τον Σολωμό ο «γνωστός

ελληνομαθής Ιταλός» Gulielmo Damiani (τ. 4, σελ. 283), η έκδοση του ιστοριο-

φυσιοδιφικού έργου του αρχιδούκα Σαλβατόρ της Αυστρίας για τη Ζάκυνθο (όπου

και οι αναφορές σε επιφανείς Ζακυνθίους, τ. 10, σελ. 215), η βιβλιοκρισία του Μ.

Λυκιαρδόπουλου για τα «Γράμματα» του Παλαμά σε ρωσικό περιοδικό (τ. 11. σελ.

31), οι διαλέξεις του Ιταλού νεοελληνιστή Pio Ciuti για το Σολωμό (ενδεικτικά: τ. 12,

σελ. 267), οι γραμματολογικές μελέτες του Γάλλου Φιλέα Λεμπέγκ (τ. 13, σελ. 192-

193) και της φαναριωτικής καταγωγής Δόρας Δ’ Ίστρια και, τέλος, η παρακολούθηση

της αναδημοσίευσης άρθρων των Παναθηναίων σε ξένα περιοδικά ή της δημοσίευσης

μεταφράσεων σολωμικών ποιημάτων (τ. 13, σελ. 322 και τ. 23, σελ. 96).

Page 92: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

92

Παρόμοιες αναφορές πιστοποιούν την παρουσία του Σολωμού και στην

ελληνική πνευματική ζωή, με την οργάνωση «αναμνηστικών εσπερίδων» (τ. 12, σελ.

126) και διαλέξεων για το έργο του («τελευταία ωμίλησε περί Σολωμού ο κ. Αλ.

Δελμούζος» και, σε άλλη περίσταση, η κα. Καλαντζάκη, τ. 17, σελ. 239 και τ. 27,

σελ. 285) ή «θεατρικών αναγνώσεων των ποιημάτων του (τ. 7, σελ. 376).65

Ας

σημειωθεί εδώ και ο ιστορικός λόγος που εκφώνησε ο ποιητής και βουλευτής

Κερκύρας Λ. Μαβίλης στο ελληνικό Κοινοβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 1911, προς

υπεράσπιση της δημοτικής (τ. 21, σελ. 301).

Η εμφάνιση του ονόματος του Σολωμού είναι αναμενόμενη και σε

ταξιδιωτικά κείμενα ή σε ιστορικές μελέτες για τη Ζάκυνθο (τ. 13, σελ. 133-138 και

τ. 14, σελ. 158-162) και την Κέρκυρα (τ. 2, σελ. 438 και τ. 13, σελ. 64). Κάποτε η

αφορμή δίνεται εντελώς απρόοπτα, λ.χ. με μια πρόταση να γίνει μουσείο το σπίτι που

πέθανε ο Σολωμός στην Κέρκυρα (τ. 14, σελ. 31) ή το πικρό παράπονο του ποιητή Κ.

Πασαγιάννη, επειδή επρόκειτο να στεγάσει έναν φούρνο το σπίτι που γεννήθηκε ο

Σολωμός στη Ζάκυνθο (τ. 21, σελ. 173).

Το όνομα του Σολωμού μνημονεύεται επίσης σε συνάρτηση με αναφορές σε

πρόσωπα του περιβάλλοντός του, όπως είναι ο Ν. Μάντζαρος (τ. 10, σελ. 129-136)

και τα επιμνημόσυνα αφιερώματα σε συνοδοιπόρους και επιγόνους του «που

έφυγαν»: Γεώργιος Καλοσγούρος (τ. 4, σελ. 91-92), Γεράσιμος Μαρκοράς (τ. 22,

σελ. 276-284), Λορέντζος Μαβίλης (τ. 25, σελ. 67-76), Στέφανος Μαρτζώκης (τ. 25,

σελ. 187).

Από την εκδοτική κίνηση της εποχής σταχυολογείται και η πληροφορία για

την έκδοση του βιβλίου «Σολωμού Βίος και Έργα υπό Άγιδος Θέρου. Σπάρτη

Έκδοσις “Ηχούς Σπάρτης”, 1903» (τ. 6, σελ. 416).

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα Παναθήναια, σε δύο περιπτώσεις,

προτείνουν ως «δώρα εις τους συνδρομητάς» τους το αφιερωματικό τεύχος στον

Σολωμό και Άπαντα τα Ευρισκόμενά του (προφανώς της έκδοσης Παλαμά).

65 Η διάλεξη του Ξενόπουλου «Περί Εμμανουήλ Ροΐδη» (14 Μαρτίου 1904) έληξε με την απαγγελία

της «Τρελής μάνας» του Σολωμού, από την ηθοποιό Ειμαρμένη Ξανθάκη. «Η καλλιτέχνις με φωνήν θερμήν και παλλομένην από αίσθημα απέδωκε όλην την ομορφιά του ποιήματος και μετήγγισε εις τους

ακροατάς το πάθος που είνε χυμένον μέσα εις το αριστοτέχνημα του ποιητού. Η εικών της σιγαλιάς,

του πένθους και της ερημιάς του κοιμητηρίου που έρχεται να την ταράξη το κλάμα της δύστυχης

μάνας, επέρασε εμπρός μας ήρεμη και μελαγχολική. και το όραμα της τρελλής σπαρακτικόν, έπειτα

τρυφερόν και εύελπι, και πάλιν πένθιμον, σκοτεινόν, βαρύ, συνεκλόνισε με τους παθητικούς τόνους

της απαγγελίας της Δ/δος Ξανθάκη» (τ. 7, σελ. 376).

Page 93: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

93

Μια ομάδα, τέλος, που διογκώνει τη στατιστική παρουσία του λήμματος

«Σολωμός» είναι οι συχνές αναφορές στον ερανικό λογαριασμό, για την ανέγερση

της προτομής του ποιητή στην Αθήνα. Στην προσπάθεια των Παναθηναίων

ανταποκρίνονται κοινότητες μαθητών, ερασιτεχνικοί θίασοι, ανώνυμοι και επώνυμοι

αναγνώστες: Εμμ. Λυκούδης, Β. Δούσμανης, Ι. Δ. Κολλάρος, Θ. Θωμόπουλος, Μ.

Κοτοπούλη, Μ. Καλομοίρης, Θρ. Σταύρου, Αλ. Παπαδοπούλου, Γ. Στρατήγης, Άγις

Θέρος, Ι. Γρυπάρης, Στ. Σεφεριάδης, Λέαντρος Κ. Παλαμάς, Α. Μάτεσις, Ι.

Βλαχογιάννης, Λάμπρος Πορφύρας, Αλ. Πάλλης, Δ. Βικέλας, Κ. Παλαμάς, Κ. Π. Κ.

Η τελευταία, κρυπτική υπογραφή (τ. 7, σελ. 95) θα μπορούσε ίσως να ανήκει στον

Αλεξανδρινό, στον οποίο αφιερώνει ο Ξενόπουλος το άρθρο «Ένας ποιητής» (τ. 7,

σελ. 97-102). Η προσπάθεια των Παναθηναίων να στήσουν τον ανδριάντα του

Σολωμού στην Αθήνα δεν φαίνεται να τελεσφόρησε, τουλάχιστον όχι πριν τη

διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού, στα 1915. Το επιμύθιο όμως είναι:

«Κλείσε μέσα εις την ψυχήν σου τον Σολωμό, διά να αισθανθής μέσα σου ολόκληρη

την Ελλάδα» (τ. 18, σελ. 155).

Page 94: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

94

2.4. Το πορτρέτο του Διονυσίου Σολωμού.

«Ποτέ να μην εμπιστεύεστε τον καλλιτέχνη. Να εμπιστεύεστε τον μύθο».66

Αν η επικαιροποίηση του Σολωμού στις αρχές του 20ού

αιώνα επηρεάζεται

καθοριστικά από εξωγενείς παράγοντες (όπως ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας ή η

επανέκδοση του έργου του), η επόμενη μετατόπιση του ενδιαφέροντος στο πρόσωπο

του δημιουργού οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε μια εγγενή έλλειψη του έργου του:

την – κατά T. S. Eliot – «διαρκή απόσβεση της προσωπικότητας» του ποιητή μέσα

στην ποίησή του.67

Προκαταλαμβάνοντας τον Eliot, ο Ι. Πολυλάς είχε ήδη επισημάνει την

πολυσυζητημένη έλλειψη αυτοαναφορικότητας της σολωμικής ποίησης στα

«Προλεγόμενά» του. «Κι ως προς τα σημαντικά συμβάντα της ζωής του [Σολωμού]»,

έγραφε τότε, «πολλά ολίγον ήθελε εξάγεται από τα συγγράμματά του και αν τα

είχαμε όλα και ακέραια. διότι το έργον του εις την Τέχνη, καθώς και εις τον υψηλόν

προφορικόν λόγον του, ήταν μια αυθόρμητη αδιάκοπη προσπάθεια να σβήνη την

προσωπικότητά του μέσα εις την απόλυτη αλήθεια […]».68

Ωστόσο, σε μια εποχή που προκρίνει τις βιογραφικές μεθόδους ανάγνωσης, η

αινιγματική μορφή του ασκητικού καλλιτέχνη που αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο

υψηλό καθήκον του, περισσότερο εγείρει, παρά παρακάμπτει, ερωτήματα

βιογραφικής υφής: «Χωρίς τον άνθρωπον η αντίληψις του έργου του μένει πάντοτε

σκοτεινή και ατελής, όπως χωρίς το έργον η αντίληψις του ανθρώπου μένει

ελαττωματική και καταντά συχνά άδικος και επιρρεπής εις θεμελιώδεις

παρεξηγήσεις. Ο καλλιτέχνης και το έργον του, όσον και αν φαίνωνται συχνά άσχετα,

αντίθετα και εχθρικά κάποτε, είναι κατά βάθος αλληλένδετα, οι θαυμάζοντες δε

μονομερώς το έργον και αδιαφορούντες διά τον άνθρωπον ή υποτιμώντες αυτόν

απέναντι του έργου του, όταν δεν πλανώνται από πρόληψιν ή αμάθεια, διαπράττουν

την μωροτέραν ασυνέπειαν. Διότι ο καλλιτέχνης ευρίσκεται μέσα εις το έργον του και

όσοι δεν τον βλέπουν είναι βεβαιότατον ότι πολύ ατελώς βλέπουν και το έργον αυτό»

(τ. 19, σελ. 335).

66 Ντ. Χ. Λώρενς. Παρατίθεται από τον Jeremy Hawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή

στη θεωρία της λογοτεχνίας, μτφρ. Μαρία Αθανασοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

Ηράκλειο, 1995. 67 Τ. Σ. Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961. Επιλογή), μετάφραση-επιμέλεια:

Στέφανος Μπεκατώρος, Ηριδανός, Αθήνα, 1983, σελ. 101. 68 Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 41-42.

Page 95: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

95

Αυτή η προσπάθεια φωτισμού καταγράφεται στα Παναθήναια, με σειρά

δημοσιευμάτων που επικεντρώνονται στις γνωστές και άγνωστες πτυχές του

σολωμικού βίου. Πρόκειται κυρίως για τις μελέτες του επτανήσιου ιστοριοδίφη Σπ.

Δε Βιάζη, με τίτλο «Από τον βίον και τον έργα του Σολωμού» (οι οποίες καλύπτουν

το χρονικό διάστημα 1902-1910) και την εκτενή μελέτη του επτανήσιου ποιητή

Μαρίνου Σιγούρου «Ο Σολωμός εν Κερκύρα» (στα τεύχη Ιουνίου και Ιουλίου του

1907), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το βιογραφικό ενδιαφέρον για τον Σολωμό

εξαντλείται στα παραπάνω δημοσιεύματα.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτών των δημοσιευμάτων είναι ο επιβλητικός

όγκος πληροφοριών που κομίζουν. Στοιχεία βιογραφίας, ιστορικά ντοκουμέντα γύρω

από τη ζωή, τη δράση (ακόμη και την οικογένεια) του Σολωμού, σύντομα βιογραφικά

σημειώματα ηθικού (ή συχνότερα ηθολογικού) τύπου και οι, φερόμενες ως πολύτιμες,

«μαρτυρίες» προσώπων που γνώριζαν καλά ή απλώς είχαν κάποια οικειότητα με τον

ποιητή69

προσκομίζονται για να φωτίσουν τις λιγότερο γνωστές όψεις της

φυσιογνωμίας του.

Χαρακτηριστικότερη ακόμη είναι η επίμονη προσήλωση σε στιγμιότυπα του

καθημερινού βίου (σπανιότερες είναι οι αναζητήσεις στο αδιερεύνητο πεδίο της

προσωπικής του ζωής), με την παράθεση «βιογραφικών ακριτομυθιών»70

γύρω από

το χαρακτήρα και τις συνήθειες του ποιητή, ή την αναδιήγηση επεισοδίων καθαρά

ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Την πιο αξιόπιστη και άμεση μαρτυρία προσφέρουν οι

εξήντα επτά επιστολές του Σολωμού (που δημοσιεύει σε μετάφραση ο Σπ. Δε

Βιάζης).

Αυτό το σύνολο πληροφοριών, άτακτα διασκορπισμένο στις σελίδες του

περιοδικού, δεν αποτελεί ενιαία και άρτια σύνθεση, ούτε υπακούει σε ένα

συγκροτημένο σχέδιο ανάγνωσης. Πρόκειται περισσότερο για συνονθύλευμα

ετερόκλιτων στοιχείων, άνισης αξίας και κάποτε αμφισβητήσιμης εγκυρότητας, όπου

παρατηρείται μια τάση επαναλήψεων και αλληλοεπικαλύψεων, χωρίς να λείπουν οι

αντιφάσεις και οι αλληλοαναιρέσεις. Άδηλο παραμένει μέχρι ποιου σημείου έδειξαν

εμπιστοσύνη οι αναγνώστες των Παναθηναίων.

69 Βλ. ενδεικτικά Παναθήναια, τ. 6, σελ. 674. Η προέλευση αυτών των μαρτυριών άλλοτε

καταγράφεται από τους συντάκτες των δημοσιευμάτων και άλλοτε παραμένει άδηλη. Η αξιοπιστία

τους πάντως είναι αμφισβητήσιμη, ειδικά όταν παραμένουν ανώνυμες ή όταν δηλώνεται ως πηγή των

πληροφοριών, η «γραία γείτων» ή ο απόπληκτος «κουρέας του ποιητού». 70 Γ. Π. Σαββίδης [επ.], Ο Καβάφης του Σεφέρη, τ. Α΄, Εστία, Αθήνα, 1993, σελ. 203.

Page 96: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

96

Παρόλα αυτά, η συμπαράθεση των κατακερματισμένων, επεισοδιακών ή

ανεκδοτολογικών στοιχείων βιογραφίας, που απαντούν στο περιοδικό, συστήνει έναν

βιογραφικό «μύθο», με όλες τις ανακρίβειες, τις μονομέρειες, τα ιδεολογικά

στερεότυπα και τις ερμηνευτικές υπερβολές που συνεπάγονται.71

Ο μύθος

παρεισφρέει στα γεγονότα και τα αλλοιώνει. Συγχέεται με τη ζωή και το έργο του

ποιητή, κάποτε τα παραμορφώνει ή, συχνότερα, τα υποκαθιστά. Όπως όμως υπέδειξε

ο Boris Tomashevsky, ο βιογραφικός μύθος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον

δημιουργό και τον αναγνώστη του συνιστά αυτοδύναμο λογοτεχνικό γεγονός.72

Στις σελίδες που ακολουθούν επιχειρείται, σε τέσσερις άξονες (βιογραφία,

αλληλογραφία, «ηθογραφία», μορφή), η ανασύνθεση του πορτρέτου του Σολωμού,

έτσι όπως το προσέλαβαν οι αναγνώστες του περιοδικού. Μας ενδιαφέρει το

πρόσωπο του ποιητή, αυτό που «θολό και κατακερματισμένο σε σκόρπιες εικόνες

ξεφεύγει συχνά στο πρώτο κοίταγμα και δεν φανερώνει μεμιάς τα χαρακτηριστικά

του».73

(i). Σημειώσεις για μια βιογραφία.

Τα Παναθήναια δεν προσφέρουν μια ολοκληρωμένη και άρτια βιογραφία του

εθνικού ποιητή, παρά μόνο σποραδικά βιογραφικά «σημειώματα», τα οποία δεν

υπακούουν σε γραμμική χρονολογική σειρά, αλλά στη διαθεσιμότητα των στοιχείων

ή τις ερευνητικές επιτυχίες του εκάστοτε συντάκτη τους. Η ανασυγκρότηση της

βιογραφίας του Σολωμού, που ακολουθεί, υποτάσσεται στις προτεραιότητες και τα

ενδιαφέροντα των Παναθηναίων.

Σύμφωνα λοιπόν (και) με τα βιογραφικά σημειώματα που δημοσιεύονται στα

περιοδικό, ο Διονύσιος Σολωμός, γιος του κόμητος Νικολάου Σολωμού και της

Αγγελικής Νίκλη, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, στις αρχές του 1798. Παρά τις φιλόπονες

ερευνητικές προσπάθειες, η ημερομηνία της γέννησης του ποιητή δεν ήταν δυνατό να

εξακριβωθεί.74

«Σώζεται μόνον το γνωστόν βαφτιστικόν του ποιητού, με χρονολογίαν

71 Η «μυθοποίηση» του Σολωμού προκύπτει είτε ως «επινόηση, σύνθεση μύθων» και, κυρίως, ως

«απόδοση εξαιρετικών ικανοτήτων». Βλ. και Έρη Σταυροπούλου, «Δ. Σολωμός: η μυθοποίηση της

μορφής του», Διονύσιος Σολωμός: «Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 299. 72 «Such a legend is a literary fact». Boris Tomashevsky, «Literature and biography (1923)», στο Readings in Russian Poetics: Formalist and Structuralist Views, ed. Ladislav Matejka and Krystyna

Pomorska, intro. By Gerald L. Burns, MIT Press, Cambridge, 1962, σελ. (47-55), 55. 73 Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, Εστία, Αθήνα, 1998, σελ. νβ΄. 74 Αναφορά στις ερευνητικές προσπάθειες του Ζακύνθιου ιστοριοδίφη Λ. Χ. Ζώη, οι οποίες έφεραν

στο φως το επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί τη βάπτιση του ποιητή, αλλά όχι και το αντίστοιχο της

γέννησής του (τ. 6, σελ. 567-568).

Page 97: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

97

1798 Ιουνίου 8, αναφέρον ότι το βρέφος ήτο μηνών δύο. Εκ τούτου εξάγομεν, ότι ο

Διονύσιος Σολωμός εγεννήθη τας πρώτας ημέρας του Απριλίου του έτους 1798» (τ.

6, σελ. 568).

Ο πατέρας του ποιητή, κόμης Νικόλαος Σολωμός, καταγόταν από παλαιά

αριστοκρατική οικογένεια της Ιταλίας. Στα 715, η οικογένεια των Σολωμών μετοικεί

από το Σαλέρνο στη Βενετία.75

«Άγνωστον κατα ποίον ακριβώς χρόνον, αλλά πάντως

προ του 1372», ένα τμήμα του οίκου εγκαθίσταται στην Κρήτη. Μετά την κατάληψη

της νήσου από του Τούρκους (1669), «δύο οικογένειαι Σολωμού, η του Πέτρου και η

του Νικολάου, υιών του Φραγκίσκου, μετηνάστευσαν εις Ζάκυνθον, ενεγράφησαν εις

την χρυσόβιβλον και οι αρχηγοί των εισήχθησαν εις το συμβούλιον των Ευγενών.76

Ο

Νικόλαος είχε και αδελφόν Δημήτριον. Εκ της οικογενείας του Δημητρίου τούτου

κατάγεται ο εθνικός ποιητής»77

(τ. 6, 567-568).

Σύμφωνα με την έρευνα του Σπ. Δε Βιάζη, κατά τα τελευταία χρόνια της

Βενετοκρατίας (από 6 Ιουνίου 1792, έως 28 Μαΐου 1798), ο πατέρας του ποιητή

ανέλαβε, μαζί με τον αδελφό του Σπυρίδωνα, τη μίσθωση των ετήσιων φόρων της

Ζακύνθου («αντί τσεκινίων χρυσών 19.722 κατ’ έτος»), αξίωμα που διατήρησε και

κατά την περίοδο της κατοχής των Επτανήσων από τους Δημοκρατικούς Γάλλους του

Ναπολέοντα. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, «ο πατήρ του Σολωμού ήτο εν Ζακύνθω

πρόξενος της Πρωσσίας». Σημειώνεται επίσης ότι στα χρόνια της ρωσοτουρκικής

κατάκτησης, «όταν η Επτάνησος Πολιτεία έλαβεν ανάγκη χρημάτων, ο Ν. Σολωμός

εδάνεισεν την Κυβέρνησιν τάλληρα 4000» (τ. 10, σελ. 321).

Από το γάμο του με τη Μαρνέτα Κάκνη ο Νικόλαος Σολωμός απέκτησε πέντε

παιδιά, από τα οποία μόνο δύο, ο Ροβέρτος και η Ελένη, έζησαν πέραν της νηπιακής

75 Σύμφωνα με τον Σπ. Δε Βιάζη το οικογενειακό όνομα παραδίδεται με διάφορες μορφές: Σάλαμον,

Σαλαμόνε, Σάλομον, Σάλωμον, Σαλωμόν, Σάλωμος, Σόλωμος, Σολωμός (τ. 6, σελ. 674, σημ. 1). 76 Πρόσφατη έρευνα στα βενετικά αρχεία επιβεβαιώνει (στα κυριότερα σημεία τους) τις πληροφορίες

του Λ. Χ. Ζώη: «Όχι στις αρχές του 18ου αιώνα όπως γράφει ο Πολυλάς, αλλά πολύ νωρίτερα και πριν

ακόμη από την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης της Κρήτης (1669), μνημονεύονται Σολωμοί

μετακινημένοι από την Κρήτη στα Βενετοκρατούμενα Κύθηρα και συγκεκριμένα ο στρατιωτικός

Francesco Salamon. Ο γιος του Νικόλαος (πρόπαππος του ποιητή) εγγράφεται στο “Libro d’ Oro” της

Ζακύνθου, το 1670. Στα 1785, ο πατέρας του ποιητή Νικόλαος και ένας αδελφός του ζητούν από της

βενετικές αρχές αναγνώριση των τίτλων τους και μνημονεύουν […]: “ο πρόγονός μας Φραγκίσκος,

που υπήρξε Governatore” [διοικητής της “militia”, του ιταλικού μισθοφορικού στρατού] του

Βασιλείου της Κρήτης». Βλ. Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά,(2007), ό.π., σελ. 475, όπου και αναφορές στη σχετική βιβλιογραφία. 77 «Ο Νικόλαος είχε και αδελφόν Δημήτριον» (η υπογράμμιση δική μου). Η ρητή υπόδειξη (βλ.

προηγούμενη σημείωση) ότι ο πρόπαππος του Δ. Σολωμού ήταν ο Νικόλαος (γιος του Φραγκίσκου),

σε συνδυασμό με την πληροφορία του Λ. Πολίτη ότι ο πατέρας του Νικολάου Σολωμού (δηλαδή ο

παππούς του ποιητή) ονομαζόταν Δημήτριος, επιτρέπουν ίσως τη διόρθωση: «Ο Νικόλαος είχε και

υιόν Δημήτριον». Βλ. Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. 120-121.

Page 98: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

98

ηλικίας.78

Ωστόσο «κατά το έθιμον των ζακυνθίων ευγενών της εποχής εκείνης, ο

κόμης Νικόλαος, εκτός της νομίμου συζύγου [του] – […] αποθανούσης τω 1802, –

είχε και άλλην εξ αριστεράς χειρός, εκ της οποίας, – ζώσης της νομίμου εγεννήθησαν

δύο υιοί, ο Διονύσιος και ο Δημήτριος» (τ. 6, σελ. 568).79

Ο Νικόλαος Σολωμός

παντρεύτηκε την Αγγελική Νίκλη την παραμονή (κυριολεκτικά) του θανάτου του (27

Φεβρουαρίου 1807)80

και, «διά του επιγενομένου γάμου», τα «φυσικά»

(«μοιχογέννητα») παιδιά τους αναγνωρίστηκαν ως νόμιμοι γιοι του Νικολάου

Σολωμού και κληρονόμοι της μεγάλης πατρικής περιουσίας81

(τ. 6, σελ. 674).

Λίγους μήνες μετά το γάμο και το θάνατο του Ν. Σολωμού, η Αγγελική Νίκλη

παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Λεονταράκη. «Εκ του δευτέρου τούτου γάμου τον

Δεκέμβριον του 1807 – δέκα μήνας, ως φαίνεται, μετά τον θάνατον του Νικολάου

Σολωμού, – εγεννήθη παιδίον, το οποίον ωνομάσθη Ιωάννης, και γενικώς

ανεγνωρίσθη ως υιός του Εμμ. Λεονταράκη. Αλλ’ ο κόμης Ροβέρτος Σολωμός, –

γνήσιος υιός του Νικολάου και συγκληρονόμος των φυσικών, Δημητρίου και

Διονυσίου, – επειδή η Αγγελική Νίκλη ήτο έγγυος [sic] ότε συνεζεύχθη τον

78 Ο Νικόλαος Σολωμός απέκτησε «με την νόμιμον αυτού γυναίκα Μαρνέτα Κάκνη τα εξής τέκνα:

Ελένην, γεννηθείσαν τω 1766, η οποία μετ’ ολίγον απέθανε. Ροβέρτον, γεννηθέντα τω 1767, όστις

διέπρεψε, απέθανε δε τω 1832. Δημήτριον, γεννηθέντα τω 1768, ο οποίος απέθανε μετά μήνας. Ελένην, γεννηθείσαν τω 1769 και συζευχθείσαν τη 21 Απριλίου 1789 τον Στυλιανόν Στραβοπόδην. […] Άνναν,

γεννηθείσαν τω 1774 και απθανούσαν τριών μηνών» (τ. 10, σελ. 321). 79 Ο Σπ. Δε Βιάζης σημειώνει: «Ο Σολωμός είχε και τον ομομήτριον αδελφόν Δημήτριον, όστις έδρασε

σπουδαίως επί της Αγγλικής Προστασίας ως ύπαρχος, γερουσιαστής και πρόεδρος της Γερουσίας.

Ανήκεν εις το κόμμα των κυβερνητικών, λεγόμενον κοινώς των καταχθονίων. Εγεννήθη τω 1801 και

απέθανε τω 1883» (τ. 10, σελ. 321). Αν και οι περισσότερες βιβλιογραφικές πηγές δηλώνουν ως

χρονολογία γέννησης του Δημητρίου Σολωμού το έτος 1802 (25/3), στο οικογενειακό δέντρο των

Σολωμών (που δημοσιεύει ο Λ. Πολίτης) η 15 Ιουλίου 1802 δηλώνεται ως ημερομηνία βάφτισης, με

την ένδειξη ότι το βρέφος ήταν επτά (7) μηνών, λεπτομέρεια που εξηγεί την υπόθεση του Δε Βιάζη ότι

ο Δημήτριος γεννήθηκε στα τέλη του1801. Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. 120-121. 80 Ο Σπ. Δε Βιάζης δημοσιεύει στα Παναθήναια το επίσημο έγγραφο του αρχειοφυλακείου, που πιστοποιεί τον γάμου του Νικολάου Σολωμού με την Αγγελική Νίκλη: «Ο ευγενής κύριος Νικόλαος

Σαλαμόν ευρισκόμενος εν ασθενεία βαρυτάτη και φοβούμενος το άωρον του θανάτου και την

μέλλουσαν απολογίαν, ηθέλησε αυτοπροαιρέτως να εξομολογηθή και ακολούθως να εκπληρώση τα

έργα της μετανοίας. Όθεν κράζοντας εμέ τον κάτωθεν υπογεγραμμένον ιερέα […] και αρχινόντας την

εξομολόγησίν του μου είπε πρώτον πως αυτός έκρινε διά έργον σωτηρίας της ψυχής του να στεφθή και

να λάβη διά γυναίκα του νόμιμον και ευλογητικήν την κυρίαν Αγγελικήν θυγατέρα του Δημητρίου

Νίκλη, με την οποίαν συνέζησεν σχεδόν χρόνους ένδεκα (11) και με αυτήν εγέννησε δύο υιούς. […]

Το παρόν στεφάνωμα γέγονε εις το 1807 Φεβρουαρίου 27 ε.π.». Αξιοσημείωτο είναι ότι στους

μάρτυρες συγκαταλέγεται και ο μετέπειτα σύζυγος της Αγγελικής, Μανώλης Λεονταράκης (τ. 6, σελ.

674). 81 Ο Σπ. Δε Βιάζης παρέχει πληροφορίες για το νομικό καθεστώς που επέτρεψε τη νομιμοποίηση του

Δ. Σολωμού και την αναγνώριση των κληρονομικών του δικαιωμάτων στη περιουσία του Ν. Σολωμού: «Ως γνωστόν, ο ποιητής ήτο φυσικός υιός του Νικολάου Σολωμού και διά του επιγενομένου γάμου

εγένετο η νομιμοποίησις αυτού δυνάμει του Novissimum Statuorum ac Venetarum legume, εν ισχύι

τότε εν Επτανήσω. Ο ενετός νομοθέτης εν βιβλίω τετάρτω και κεφαλαίω XXIX, νομοθετεί ότι, ipso

jure, ο μοιχογέννητος υιός (filius) διά του επιγενομένου γάμου θεωρείται νόμιμος και κληρονόμος

(legitimus et haeres), έως αν εγεννάτο μετά τον γάμον (ac si post contractum matrimonium natus

esset). (τ. 6, σελ. 674).

Page 99: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

99

Λεονταράκην, ηθέλησε να ισχυριστεί ότι και ο Ιωάννης ήτο νόμιμος υιός του πατρός

του [του Νικολάου Σολωμού], και προσέβαλεν ήδη την διαθήκην του, επί τω λόγω

ότι η γέννησις νομίμου τέκνου την ακύρωνεν ipso jure» (τ. 6, σελ. 568).82

Η

κατάσταση διευθετήθηκε τότε με συμβιβασμό, ωστόσο οι ισχυρισμοί του Ροβέρτου

θα αποτελέσουν το κυριότερο επιχείρημα του Ιωάννη Λεονταράκη στην περίφημη

οικογενειακή δίκη που θα απασχολήσει τον ποιητή από τα 1833 ως τα 1838.83

Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Διονύσιος Σολωμός, αν και «φυσικός» γιος

του Νικολάου Σολωμού, μεγαλώνει στο αρχοντικό του πατέρα του με όλα τα

προνόμια που του εξασφαλίζει η καταγωγή του. Την παιδεία του, κατεξοχήν ιταλική,

αναλαμβάνει ο Ιταλός διδάσκαλός του.84

Τα «ολίγα ελληνικά» που γνώριζε ο

Σολωμός πριν την αναχώρησή του για την Ιταλία τα διδάχτηκε από τους Έλληνες

δασκάλους του, στους οποίους συναριθμούνται «[ο] παιδαγωγό[ς] ιερε[ύς]

Νικόλαο[ς] Κασιμάτη[ς]» και ο Αντώνιος Μαρτελάος, «αγαπητό[ς] της εποχής

εκείνης διδάσκαλο[ς]» (τ. 17, σελ. 341).85

82 Τα Παναθήναια δημοσιεύουν αποσπάσματα της επίμαχης διαθήκης του Νικολάου Σολωμού, η

οποία, «και διά την προέλευσίν της και διά την γλώσσαν της και διά το ύφος, αποτελεί αξιοπερίεργον

μνημείον»:

«Ηξεύροντας τα κίντυνα, εις τα οποία η ανθρωπότης είναι υποτασσόμενη, αποφάσισα την

σήμερον να κάμω την παρούσα μου τζέντολα … Πρώτο απ’ όλα θέλω μετά της θανής μου, εάν ηυρίσκομαι εις Ζάκυνθο να θάπτεται το ταπεινόν μου σώμα εις τον ναόν της Αγίας Παρασκευής, όθεν

εθάφτησαν οι γονείς μου …

« … την οποίαν κατοικίαν όλη διορίζω και αφήνω των δύο μου υιών φυσικών Διονύσιον και

Δημήτριον, γεναμένα με την Καν Αγγέλικα Νίκλη, τα οποία αναπιάστηκε μετά με, με τις πρεπούμενες

καουτέλες μου, και αναθράπτηκαν εις τας αγκάλες μου και σφόδρα τα αγαπώ ώσπερ να ήτον λεγκίτιμα

κατά τους νόμους της εκκλησίας» (τ. 10, σελ. 321). 83 Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι εξηγήσεις που παρέχονται στο Χρονολόγιο του τόμου: Διονυσίου

Σολωμού, Ποιήματα και πεζά,(2007), ό.π., σελ. 476: «[…] Τον Αύγουστο [του 1807] γάμος της

Αγγελικής με τον Εμμανουήλ Λεονταράκη. Εξώδικος ενέργεια του Ροβέρτου, νόμιμου γιου του Ν.

Σολωμού και της Κάκνη: επισημαίνει εγκυμοσύνη της Αγγελικής, με σκοπό την προσβολή της

διαθήκης του πατέρα του που ευνοούσε τα δυο «φυσικά» παιδιά (η γέννηση ενός νόμιμου μεταθανάτιου τέκνου θα ακύρωνε τη διαθήκη). Τελικά συμβιβάζεται με τους επιτρόπους των δυο

ανηλίκων, Διονυσίου και Δημητρίου, παίρνοντας ως δικό του μερίδιο της κληρονομίας τη μισή

περιουσία του Ν. Σολωμού. Τον Σεπτέμβριο γεννιέται ο Ιωάννης από εξώγαμη σχέση της Αγγελικής

και του Εμμανουήλ Λεονταράκη. Με μέριμνα των επιτρόπων, θα βαφτιστεί το Φεβρουάριο του 1808

ως δήθεν γεννημένος τον Δεκέμβριο, ώστε να αποκλείεται η πατρότητα του Ν. Σολωμού.

Αποκρύπτεται έτσι και η εξώγαμη σχέση της μητέρας». 84 Πρόκειται για τον Ιταλό ιερωμένο Don Santo Rossi (ο οποίος, ωστόσο, δεν αναφέρεται ονομαστικά

στα Παναθήναια). 85 Στο ζήτημα των δασκάλων του Σολωμού επανέρχεται ένα σύντομο δημοσίευμα του Νίκου Α. Βέη

(τ. 13, σελ. 258-259). Στη μελέτη αυτή ο Βέης ανασκευάζει (μεταξύ άλλων) και τον ισχυρισμό του

Κωνσταντίνου Σάθα ότι ο «Πέτρο[ς] Αυγουστίνο[ς] Guys, ευγενή[ς] εκ Μασσαλίας ακαδημαϊκό[ς] και

διάπυρο[ς] φιλέλλη[ν]» υπήρξε δάσκαλος του Σολωμού. Το απορριπτικό επιχείρημα έχει ως εξής: «Ο Guys έζησε πολλά έτη εν Ελλάδι και μάλιστα εις την Ζάκυνθον, όπου διήλθε τα τελευταία χρόνια του

βίου του. Εκεί υπήρξε προς τοις άλλοις – καθώς φαίνεται – και διδάσκαλος. Αλλά δεν ηδύνατο ποτέ να

έχη μαθητήν του τον εθνικόν μας ποιητήν. Διότι ο μεν Σολωμός εγεννήθη περί το 1798, ο δε Guys

απέθανε κ’ ετάφη εν Ζακύνθω τω 1799. Ώστε το πράγμα δεν ευοδούται και ο διϊσχυρισμός του κ. Σάθα

ελέγχεται τελείως αβάσιμος. Είναι δε η χρονολογία του θανάτου του Guys ασφαλής και αναντίλεκτος»

(τ. 13, σελ. 258).

Page 100: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

100

Ωστόσο, αν και οι αναφορές στην παιδική ηλικία του ποιητή είναι

ολιγάριθμες, ο Σπ. Δε Βιάζης παραθέτει μερικά περιστατικά που δείχνουν τη

«γλυκαισθησία»86

του μικρού Σολωμού: εξαίρεται «το αίσθημα της φιλίας», το οποίο

«ήτο εις αυτόν μέγα. Επίσης το αίσθημα της ελεημοσύνης» και της φιλευσπλαχνίας, η

συνεσταλμένη, φιλοπερίεργη διάθεσή του (τ. 4, σελ. 123) και η βαθιά θρησκευτική

πίστη του, συνδυασμένη με μια σπάνια ευφυΐα (τ. 6, σελ. 674-675).87

Στα 1808, σε ηλικία δέκα ετών, ο Διονύσιος Σολωμός μεταβαίνει στην Ιταλία

για σπουδές. Στη Βενετία αρχικά (όπου τον συνοδεύει ο Ιταλός δάσκαλός του) και,

αργότερα, στο Λύκειο της Κρεμόνας και στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, ο νεαρός

κόντες «εσπούδαζεν […] ό,τι επροτιμούσε. Η ορφανία και η ευγένειά του αφήκαν

απεριόριστον την φυσικήν του κλίσιν». Έτσι, για δέκα χρόνια, ο Σολωμός

παρακολουθεί προσεκτικά την πνευματική κίνηση της εποχής του και μελετά σε

βάθος την ιταλική λογοτεχνία, τη «σπουδάζει» και την «αισθάνεται», κατά την

έκφραση του Σ. Μενάρδου, «εις τα χείλη των δημιουργών της».88

Γνωρίζει και

θαυμάζει το έργο του Foscolo, ενθουσιάζεται με τη ρητορική του και την μιμείται,

απαγγέλλει – κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής – Βιργίλιο και αυτοσχεδιάζει

στίχους. «Οι Ιταλοί του διδάσκαλοι ήσαν μαγευμένοι. ένας του είπε “Greco tu farai

dimenticare il nostro Monti”».89

Στους πνευματικούς κύκλους που κινείται θα

συναντήσει κάποτε τον ίδιο τον μεγάλο Ιταλό ποιητή. «Ο Βιτσέντζος Μόντης

86 Η έκφραση ανήκει στον Πολυλά. Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 10. 87 Ο Σπ. Δε Βιάζης σημειώνει: «Και αυτή η παιδική ηλικία του Σολωμού είχε τι έκτακτον. Το αίσθημα

της φιλίας ήτο εις αυτόν μέγα. Επίσης το αίσθημα της ελεημοσύνης. Αδύνατον ήτο να έβλεπεν επαίτην

και να μη τον βοηθήση. Έκλαιε διά τον θάνατον ομηλίκου φίλου και ησπάζετο την χείρα άλλου διότι

είδεν αυτόν να τείνη χείρα βοηθείας. Σπανίως ωμίλει. ηρέσκετο ακούων και ερωτών περί όλων των

πραγμάτων.

Ημέραν τινά είδεν ένα πωλητήν πτηνών. Ηγόρασε όλα τα πτηνά, ήνοιξεν έπειτα την θυρίδα του κλωβίου και τα άφησεν ελεύθερα να πετάξουν, λέγων “τα καϋμένα!” (τ. 4, σελ. 123).

Σε άλλο σημείο ο Σπ. Δε Βιάζης προσθέτει: «Γνωστόν είνε ότι ο Σολωμός εσύχναζεν εις την

εκκλησίαν. Όταν ήτο μεγαλούτζικος μετέβαινεν εις τον Άγιον Γεώργιον των Κομούτων και

ανεγίγνωσκε τον Απόστολον. Η εκκλησία αύτη ήτο πλησίον της οικίας όπου κατώκει. Μιαν ημέραν,

επιστρέφων της εκκλησίας, εύρεν εις την οικίαν του επισκέπτας. Εις εξ αυτών παίρνει το παιδί από το

χέρι και του λέγει σοβαρώς:

– Παιδί μου, που ήσουνα προτού να γεννηθής;

– Εις τον νουν του Θεού. Απήντησεν αμέσως, χωρίς καν να σκεφθή.

Η απάντησις αύτη ενεποίησεν έκπληξιν εις όλους τους παρευρισκομένους, ένεκα της μικράς

του παιδίου ηλικίας» (τ. 6, σελ. 674-675). 88 Μεταγενέστερες κρίσεις του Σολωμού για σύγχρονούς του Ιταλούς ποιητές διασώζει ο Μαρίνος

Σιγούρος: «Οι δύο ποιηταί [ο Σολωμός με τον Ρεγάλδην κατά το 1851] εις μακρινούς περιπάτους ωμίλουν συχνά περί της ιταλικής φιλολογίας, περί του Μαντζώνη, του Λεοπάρδη, του Μόντη.

Εδιηγείτο ο Σολωμός την εν Ιταλία ζωήν του. Έλεγε τας εντυπώσεις του.

– Monti e una nuvola fortemente colorata. Il Leopardi e torpido.

– Per me la poesia e la ragione convertita in imagini e sentimenti» (τ. 14, σελ. 214). 89

«Έλληνα, εσύ θα κάμεις να ξεχαστεί ο Μόντης ο δικός μας». Μεταφράζει ο Λ. Πολίτης, Γύρω στον

Σολωμό. ό.π., σελ. 360.

Page 101: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

101

ενομίζετο τότε ο πρώτος ποιητής της Ιταλίας και ο Σολωμός τον έβλεπε συχνά εις το

Μιλάνον. Φαίνεται μάλιστα ότι και αντέλεγεν προς τον μαέστρον και του έδιδε

ποιητικά παραγγέλματα. “Πρέπει πρώτα με δύναμιν να συλλάβη ο νους κ’ έπειτα η

καρδιά θερμά να αισθανθή όσα ο νους συνέλαβε”».90

Τα τρία τελευταία χρόνια της δεκάχρονης παραμονής του στην Ιταλία ο

Σολωμός σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. «Τω 1818 […], και πριν ή

συμπληρώσει το έτος, επανήλθεν εις την Ζάκυνθον και ούτως ούτε τας νομικάς

μελέτας ετελείωσεν, ούτε ποτέ εφρόντιζε περί διπλώματος. Άχρηστον δι’ αυτόν ήτο»

(τ. 17, σελ. 340). Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψιν η μαρτυρία του Tommaseo, «η

μεγαλόνοια του Σολωμού οφείλει εν μέρει την εαυτής ανάπτυξιν εις την Ιταλίαν.

Αυτός δε χαίρων και εγκαυχώμενος ωμολόγει τούτο […] διότι οι πλούσιοι δεν

φοβούνται ν’ αναγνωρίζωσι το χρέος, όπερ δύνανται να αποτίσωσι μετ’ αφειδούς

τόκου» (τ. 13, σελ. 148). Εκείνο πάντως το οποίο σημειώνουν όλοι οι βιογράφοι του

Σολωμού είναι η αδιάπτωτη και «βαθύρριζος» αγάπη του ποιητή για την Ιταλία.91

Τη

90 Για όλα τα παραθέματα της παραγράφου βλ. Παναθήναια, τ. 20, σελ. 181. Το περίφημο επεισόδιο

ανάμεσα στον Σολωμό και τον V. Monti παραδίδει αναλυτικά (με ελαφρώς διαφοροποιημένη την

καταληκτική παρέμβαση του Σολωμού) ο Νικ. Επισκοπόπουλος: «Αλλ’ ο νους εκείνος ο οποίος

συνελάμβανε όλην της απλότητος την γοητείαν εγνώριζε να εισδύη και εις όλους της φιλοσοφίας τους

σκολιούς δαιδάλους. Και αρκούμαι να βλέπω το ίδιον του Σολωμού αέτειον βλέμμα […] ετάζον επίσης του θείου Μόντη του μεγάλου Ιταλού ποιητού το ολύμπιον μέτωπον. Διά να εννοήση κανείς

όλην την αισθητικήν λεπτότητα του ποιητού μας, όλην την βαθύτητα της αντιλήψεώς του, πρέπει να

αναπολήσει τον τρικυμιώδη εκείνον διάλογόν του με τον Μόντη του οποίου εν ράκος μας διετήρησε ο

Τομαζέο.

Ομιλούν δι’ ένα σχολιαστήν του Δάντη όστις είχε δώσει μίαν λεπτήν εξήγησιν του στίχου του

πρώτου άσματος της Κολάσεως:

Mi ripingeva [sic] la dove il sol tace [: μ’ έσπρωχνε προς τα πίσω, εκεί που ο ήλιος δεν

τρυπώνει].

Ο σχολιαστής έλεγεν ότι ησθάνετο κανείς φρίκην διά την μεγάλην έρημον η οποία εξετείνετο

μεταξύ γης και κολάσεως και εις την οποίαν ο Δάντης ευρίσκετο. Ο Μόντη εύρισκε την εξήγησιν πολύ

ευφυά. Ο νους του Σολωμού όμως ήθελε μίαν εξήγησιν λεπτοτέραν και ανεγίγνωσκε μάλλον εις τον στίχον αυτόν την αβεβαιότηταν εις την οποίαν η ψυχή του Δάντη ευρίσκετο μη γνωρίζουσα πού θα

μετέβαινε, ποίον θα ήτο το άγνωστον μέρος εις το οποίον θα έφθανε.

Ο Μόντη ωργίσθη τότε.

– Δεν πρέπει να λογικεύεται κανείς του είπε. Πρέπει να αισθάνεται.

Και υπέροχος απήντησε ο Σολωμός:

– Εκείνος είναι άξιος να λέγεται άνθρωπος που αισθάνεται εκείνο το οποίον και ο νους του

ηδυνήθη να εννοήση» (τ. 4, σελ. 121-122). 91 Παραδίδεται μάλιστα το εξής περιστατικό (από την αυτοβιογραφία του Λιβεράλη): «Μίαν ημέραν

του 1848 με προσεκάλεσεν [ο Σολωμός] εις γεύμα, διά να τιμήσω, ως μου είπε, μίαν μακαρονάδα.

Μόλις εκαθήσαμεν, είδε ότι δεν ήμουν χαρούμενος. Μετά τινα λεπτά μου λέγει:

– Σήμερα δεν έχεις διάθεσιν, τι έχεις;

– Κακάς ειδήσεις, του είπα. – Σιωπή, μου απαντά.

Μετά δύο λεπτά περίπου μου λέγει:

– Ίσως … νέον δυστύχημα διά την Ιταλίαν;

Ειπέ μου … σε διατάσσω!

–Ναι, η μάχη της Νοβάρας, η οποία θα ελευθέρωνε τους Ιταλούς.

Ενίκησαν οι Αυστριακοί ένεκα προδοσίας ενός στρατηγού!

Page 102: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

102

«γενναία δοξολογία του Ιταλικού πολιτισμού» και την «ευγενικωτάτη έκφραση της

ευγνωμοσύνης» του Σολωμού διαβάζει ο Καλοσγούρος στον τελικό στίχο του

ποιήματος «Το ελληνικό καράβι»: Όπου βάρβαρος είχα φθάση και δεν είμαι (τ. 4, σελ.

112).

Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του Σολωμού στη Ζάκυνθο είναι για τον

ποιητή περίοδος ετοιμασίας και αναζητήσεων. Στην πρώιμη αυτή φάση της

δημιουργίας του ανήκουν τα πρωτόλεια ελληνικά ποιήματά του («ποιητικά

γυμνάσματα» στα ελληνικά τα ονομάζει ο Πολυλάς)92

και τα αυτοσχέδια ιταλικά

ποιήματα (κυρίως σονέτα, γραμμένα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες).93

Μια εικόνα για

την θαυμαστή αυτοσχεδιαστική ευκολία του Σολωμού μας δίνει ο Σπ. Δε Βιάζης:

«Εις τας συναναστροφάς λογίων ήτο θείος. Τότε αυτοσχεδίαζε σοννέτα, ως επί το

πλείστον με ρίμες υποχρεωτικές (rime obbligate). Ένας επιστήθιος του ποιητού φίλος,

ο ιατροφιλόσοφος Διονύσιος Ταγιαπιέρας εβεβαίωνεν ότι άμα εδίδοντο εις τον

ποιητήν υποχρεωτικές ρίμες, επί του χάρτου η γραφίς έτρεχε μετά θαυμαστής

ταχύτητος και πολλάκις με τας αυτάς εκείνας υποχρεωτικάς ρίμας αυτοσχεδίαζε δύο

σοννέτα αντιθέτου θέματος. […] Επίσης αυτοσχεδίαζε χωρίς να γράφει» (τ. 17, σελ.

341).94

Την ίδια εποχή ο Σολωμός μελετά αρχαία ελληνικά, «[…] διό έλαβεν ως

διδάσκαλον τον εξ Ιθάκης Αναστάσιον Καραβίαν, διδάσκοντα εις την δημοσίαν

Δεν είχα προφέρει την τελευταίαν λέξιν, και ως αστραπή ηγέρθη και εβάδιζε δεξιά και

αριστερά, πολύ ταραγμένος. Μου φαίνεται ότι ακόμη βλέπω το μεγαλοπρεπές εκείνο ανάστημα του

ποιητού του εμπνευσμένου, με τα χέρια εις τα μαλλιά, με τα μάτια γεμάτα φωτιά και δάκρυα, όλως

αφωσιωμένου εις την Ιταλίαν, με τας υψηλοτέρας σκέψεις ευγνωμοσύνης. Τόσον με συνεκίνησεν, ώστε έτρεχαν τα δάκρυά μου, τα οποία προσεπάθουν να κρύψω διά να μη τον λυπήσω περισσότερον.

Το γεύμα εναυάγησε, εχάθησαν τα μακαρόνια. Η ευγενής εκείνη καρδία μου εζήτησε

συγγνώμην διότι έμεινα νηστικός» (τ. 7, σελ. 364-365). 92 Παρατίθεται στα Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 327. 93 Τα τριάντα σονέτα που αποτελούν τις Rime Improvvisate (1822) είναι γνωστά στους αναγνώστες

των Παναθηναίων. «Τα ιταλικά σονέττα της νεανικής ηλικίας του Σολωμού», μας πληροφορεί ο

Μαρίνος Σιγούρος, «εξεδόθησαν με αφιερωτικήν επιστολήν προς τον Ούγον Φώσκολον, παρά του

λογίου Λουδοβίκου Στράνη, φίλου του ποιητού, εν Κερκύρα, κατά το 1822 εκ του τυπογραφείου της

Κυβερνήσεως» (τ. 14, σελ. 214). Και ο Δε Βιάζης: «Η πρώτη συλλογή των ποιημάτων του Σολωμού

εδημοσιεύθη εν Κερκύρα τω 1823 υπό Λουδοβίκου Στράνη υπό τον τίτλον: Rime improvisate dal

Nobil Signor Dionisio Salamon Zacintio. Corfu nella stamperia del Govano [sic]1822, εις 8ον εκ

σελίδων 31. Είνε τριάντα Σονέττα. Τω 1823 έγινε επίσης εν Κερκύρα δευτέρα έκδοσις» (τ. 10, σελ. 324). 94 Ο Σπ. Δε Βιάζης συμπληρώνει: «Εκτός των σοννέτων αυτοσχεδίαζε δίστιχα, τετράστιχα όταν έβλεπε

τι προσφιλές αυτώ, ή ήκουε κάτι, ή συνέβαινε τι. Ενίοτε αυτά τα έγραφεν ο ίδιος εις τεμάχια χάρτου ή

εξωφύλλου βιβλίου, ή τα έγραφον οι οικείοι του. Εκ τούτων πολλά απωλέσθησαν ή παρέπεσαν, και

κατά καιρούς τυχαίως ευρίσκονται» (τ. 17, σελ. 342). Με άλλη ευκαιρία προσθέτει: «Ο Σολωμός

ηρέσκετο εν Ζακύνθω να αυτοσχεδιάζη [στα ιταλικά] και να λύη αινίγματα» (τ. 7, σελ. 368).

Page 103: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

103

σχολήν Ζακύνθου.95

[…] Ο Σολωμός, οπωσδήποτε ωφελήθη. […] Ο ποιητής

εμελέτησε τους Έλληνας ποιητάς και ιστορικούς, […] μετά ενθουσιασμού

ανεγίγνωσκε κατ’ επανάληψιν τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδην». Παράλληλα

μελετά τα εκκλησιαστικά κείμενα. «Ηρέσκετο εις την μελέτην του Βασιλείου και του

Χρυσοστόμου ιδίως. Και άλλους πατέρας ανεγίνωσκε. Πολλάκις ανέγνωσεν την

Παλαιάν και Νέαν Διαθήκην. Ηρέσκετο εις την αποστήθισιν των Ψαλμών του Δαυίδ,

των Θρήνων του Ιερεμίου, των Δοκιμασιών του Ιώβ, και του Άσματος των

Ασμάτων» (τ. 17, σελ. 341). Στα αναγνώσματα της ίδιας περιόδου πρέπει να

προστεθεί το έργο του Φαναριώτη ποιητή Αθ. Χριστόπουλου – ίσως κατόπιν

υποδείξεως του Σπ. Τρικούπη (τ. 4, σελ. 222). Μαρτυρείται επίσης ότι ο ποιητής

συνέλεγε δημοτικά τραγούδια. Στο πλαίσιο μάλιστα του ενδιαφέροντος του Σολωμού

για ποιητικά δημιουργήματα σε γλώσσα δημοτική, επισημαίνεται σε κάθε ευκαιρία η

προσοχή με την οποία άκουγε το τραγούδι ενός τυφλού επαίτη της Ζακύνθου, του

Νικολάου Κοκονδρή.96

Πέρα από τη συγγραφή και τη μελέτη, ο χρόνος του Σολωμού στη Ζάκυνθο

μοιράζεται ανάμεσα σε μοναχικούς περιπάτους στις εξοχές του νησιού και στη

95 Για τον Αναστάσιο Καραβία βλ. και το άρθρο του Μ. Σιγούρου «Διδάσκαλος του Σολωμού. Βιογραφικόν σημείωμα», Παναθήναια, τ. 20, σελ. 113-115. 96 Γράφει ο Νικ. Επισκοπόπουλος: «Και φαντάζομαι, όπως θέλει και κάποια παράδοσις ότι την ιδέαν

αυτήν την δημοτικής ποιήσεως την έλαβε όχι αναγιγνώσκων τα δημοτικά τραγούδια, όχι

αναμιμνησκόμενος το υπέροχον παράδειγμα του Δάντη, αλλά ακούων ένα πλανόδιον άσμα ενός

τυφλού επαίτου, του Νικολάου αυτού Κοκονδρή, όστις ως αοιδός μυκηναϊκής εποχής εκέρδιζεν τον

άρτον του περιφέρων το σκότος των οφθαλμών του και την γλυκύτητα της φωνής και τους στίχους

του, οι οποίοι αναμιμνήσκουσι εθνικά μεγαλεία, εις όλας τας οδούς της νήσου και όλας τας θύρας των

πλουσίων οικιών.

Ναι, προς τον επαίτην αυτόν έκλινε το ους ο ποιητής και εις τους στίχους του τους απλούς

αλλά συγκινητικούς συνέλαβε της γλώσσης του τα σπέρματα.

Ακούων τους στίχους τους οποίους όλοι ηννόουν, ακούων αίφνης τους δύο εκείνους στίχους οι οποίοι μας διεσώθησαν:

Ο Άγιος Τάφος του Χριστού εκείνος δεν εκάη

Εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως άλλη φωτιά δεν πάει

αντελήφθη ο Σολωμός ποία ζωή πάλλουσα και ακοίμητος έζη εις το ταπεινόν ιδίωμα το

οποίον ο λαός είχε φυλάξη εις το στόμα του» (τ. 4, σελ. 121).

Ο Σπ. Δε Βιάζης παραδίδει το εξής περιστατικό: «Ως γνωστόν ο Σολωμός εθέλγετο από τα

αυτοσχέδια ποιήματα του τυφλού ζακυνθίου επαίτου Νικολάου Κοκονδρή. Μίαν εσπέραν, ενώ ο

ποιητής διήρχετο από ένα οινοπωλείον, βλέπει εκεί άπειρον κόσμον προσεκτικόν. Σταματά. Ήτο μέσα

ο επαίτης ραψωδός και διηγείτο την πυρκαϊάν εις τα Ιεροσόλυμα. Ήτο η πρώτη φορά που ο Σολωμός

την ήκουε. Μένει σιωπηλός και προσεκτικός. Αφού ο επαίτης ετελείωσεν, ο Σολωμός προχωρεί

σοβαρός και παρακαλεί τον αυτοσχέδιον ποιητήν να επαναλάβη το ωραίον ποίημα, του οποίου εσώθη

μόνον το δίστιχον: Ο άγιος τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη

Εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φως, άλλη φωτιά δεν πάει.

Μόλις ετελείωσεν, ο Σολωμός συγκινημένος και με σοβαρότητα είπεν εις τον οινοπώλην:

– Κέρασε όλους, όσο κρασί πιούνε απόψε είνε όλο δικό μου, έλα αύριο σπίτι να σε πληρώσω.

Και έφυγεν ενθουσιασμένος.

Ο Σολωμός πάντοτε έδιδε χρήματα εις τον πτωχόν αυτόν ραψωδόν» (τ. 7, σελ. 366).

Page 104: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

104

συντροφιά των φίλων του. «Ετέρπετο εν Ζακύνθω να περιπατή την ημέραν μόνος του

και εις ωρισμένα μέρη. Το βράδυ όμως ευχαριστείτο εις τας συναναστροφάς, των

οποίων ήτο η ψυχή» (τ. 6, σελ. 717). Οι σχετικές αναφορές97

μαρτυρούν ότι γύρω από

τον Σολωμό σχηματίζεται γρήγορα ένας κύκλος, στον οποίο μετέχουν οι στενοί φίλοι

και ποιητές Γεώργιος Τερτσέτης και Αντώνιος Μάτεσις («το Ματεσάκι»), ο

«πολυμαθής ιατρός» Διον. Ταγιαπιέρας και ο «αστείος» ιατρός Διον. Ροΐδης (συχνό

θύμα της περιγελαστικής διάθεσης της συντροφιάς), ο Νικόλαος Λούντζης (ο

μετέπειτα κυριότερος – μαζί με τον Πολυλά – βοηθός του Σολωμού στην ανάγνωση

των έργων της γερμανικής φιλοσοφίας) και ο αδελφός του Ιωάννης Λούντζης, οι

εγκάρδιοι φίλοι Λο[υ]δοβίκος Στράνης, Γεώργιος Δε Ρώσσης και Ιωάννης Γαλβάνης

(ο κυρίως δικηγόρος των Σολωμών στην οικογενειακή δίκη που θα ακολουθήσει), ο

Ιταλός λόγιος Γαετάνος Γρασσέτης (Gaetano Grassetti), ο κόμης Παύλος Μερκάτης,

ο ιατρός Δημ. Πελεκάσης, ο κόμης Ιούλιος Δομενεγίνης και ο αδελφός του

Ναθαναήλ, ο έπαρχος Ζακύνθου Διον. Βούλτσος, ο Νικόλαος Χρυσοβέργης (;)

Βολτέρρας, ο αδελφός του ποιητή Δημήτριος και, ακόμη, ο «μητρυιός» του

Εμμανουήλ Λεονταράκης. «Ένας ωραίος κατάλογος των Ζακυνθινών φίλων»98

δίνεται διά χειρός Σολωμού, σε υστερόγραφο επιστολής του προς τον αδελφό του

Δημήτριο: «Χαιρέτα μου τον κόμητα Π. Μερκάτη, το Ματεσάκι, τον Κομιώτην, τον

Ταγιαπιέρα, τον Πελεκάπη [sic], τον Κοριανίτη, τον Μαρινέλλο, τον Μάτσαν, τον

Διαμαντόπουλο, τον Κοκκίνη, τον Δομενεγίνη και άλλους που εις τον νου μου τώρα

δεν έρχονται» (τ. 18, σελ. 17).99

Εξέχων φίλος, από την πρώτη τους ήδη συνάντηση

στη Ζάκυνθο (το 1822), θα παραμείνει ο Σπυρίδων Τρικούπης.100

Μια χαρακτηριστική, τέλος, εικόνα για την ισχυρή εντύπωση που

δημιουργούσε η χαρισματική προσωπικότητα του Σολωμού στις κοινωνικές του

συναναστροφές μας δίνει ο Σπ. Δε Βιάζης: «[…] ο ποιητής ήτο μελαγχολικός και

σκυθρωπός οσάκις ήκουε τα συνήθη μωρολογήματα. αλλ’ όταν ο λόγος ήτο περί

σπουδαίων αντικειμένων, αμέσως εγίνετο εύγλωττος, θαυμαστός, ζωηρός και η

97 Για τον κύκλο του Σολωμού στη Ζάκυνθο βλ. ενδεικτικά Παναθήναια, τ. 6, σελ. 675-677, τ. 7, σελ.

365-368, τ. 14, σελ. 142, 146, τ. 17, σελ. 341, τ. 18, σελ. 15, 17. Ας σημειωθεί ότι ο κατάλογος

ονομάτων που ακολουθεί δεν δηλώνει ούτε τη διάρκεια ούτε την ποιότητα των σχέσεων των

αναφερόμενων προσώπων με το Σολωμό (στοιχεία, άλλωστε, που δεν δίνονται πάντα ή και δεν

ορίζονται με σαφήνεια στα Παναθήναια). Πρόκειται όμως, σε κάθε περίπτωση, για ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκε, περισσότερο ή λιγότερο, στα δέκα χρόνια της παραμονής του στη Ζάκυνθο. 98 Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, επιμέλεια – μετάφραση – σημειώσεις: Λίνος

Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 1991, σελ. 205. 99 Στοιχεία για την ταυτότητα των αναφερόμενων προσώπων βλ. Αυτόθι, σελ. 205-206. 100

Ο Τρικούπης βεβαιώνει: «η φιλία μας διήρκησε μέχρι του προώρου τέλους του» (τ. 4, σελ. 222).

Για τη συνάντηση Σολωμού – Τρικούπη βλ. αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.

Page 105: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

105

μεγαλοφυΐα αυτού εσπινθηροβόλει. Απέφευγε τας κακολογίας και τα επικίνδυνα

αστεία. Ευχαριστείτο εις τα αθώα και αβλαβή αστεία, και ταύτα εις στενόν κύκλον»

(τ. 17, σελ. 341).

Αν βέβαια σε αυτόν τον κλειστό κύκλο των ιδιωτικών συναναστροφών

προβάλλεται κυρίως η μεγαλοφυΐα και τα κοινωνικά χαρίσματα του Σολωμού, ο

δημόσιος βίος του ποιητή (ο οποίος, στα 1900 – θυμίζουμε – αναγνωρίζεται ως

εθνικός) ορίζεται από τα υψηλά ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας. Τα

παραθέματα των Παναθηναίων που πιστοποιούν ποικιλοτρόπως τη φιλοπατρία και το

φιλελεύθερο φρόνημα του Σολωμού αφθονούν. Έτσι, για την εποχή που προηγείται

οριακά της Επανάστασης, παραδίδεται ότι ο Σολωμός συνυπογράφει μια αναφορά

«εγκρίτων Ζακυνθίων» (χρονολογημένη 23 Φεβρουαρίου 1821) προς τον βασιλιά της

Αγγλία Γεώργιο Δ΄, με την οποία ζητείται «να λάβη η Επτάνησος μεταρρυθμίσεις του

αυστηρού συντάγματος του Μαίτλανδ». Λέγεται μάλιστα ότι ο Σολωμός συνέταξε

την τελευταία παράγραφο του υπομνήματος: «Ούτως οι μεταγενέστεροι ημών

περιεργαζόμενοι τας ατυχίας της ημετέρας πατρίδος και αθλίας θυγατρός ενδόξου

μητρός, εάν ερωτήσωσι τις ανέπλασεν ωραίαν αυτής δι’ Ελευθερίας, η ιστορία θ’

αποκριθή: Γεώργιος ο Δ΄» (τ. 4, σελ. 124).101

Εκείνο όμως που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η πληροφορία ότι ο

Σολωμός υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ο Σπ. Δε Βιάζης σκηνοθετεί το

σκηνικό της μύησης (με ασυνήθιστη φραστική έξαρση): «Εκ των ονομαστών

τοποθεσιών της Ελλάδος είνε μέρος ζακυνθιακής εξοχής, το γραφικώτατον Ψήλωμα,

το διασχιζόμενον υπό αμαξιτής οδού, ήτις κοινώς λέγεται Καινούργια Ρούγα και

επισήμως οδός Φιλικών. […] Μικρός ο Σολωμός εσύχναζεν εκείνον τον δρόμον

πηγαίνων εις τον Άγιον Νικόλαον. […] Αργότερα ο δρόμος αυτός τον έφερε προς το

καταφύγιον των αγωνιστών, την Εστίαν της εν Ζακύνθω Φιλικής Εταιρείας, εις τον

ναΐσκον του Αγίου Γεωργίου της οικογενείας του Λατίνου. Εν τω ναώ τούτω, επί της

αυτής εικόνας της Τριμόρφου, όπου ωρκίσθη ο Κολοκοτρώνης και άλλοι εκ των

δημιουργησάντων την εθνικήν ημών εποποιΐαν, ορκίζεται ο νέος Σολωμός

οδηγούμενος υπό του Ηπειρώτου Ανθίμου Αργυροπούλου και μυείται εις τα

μυστήρια των Φιλικών. Εις την εκκλησίαν εκείνην ο Σολωμός ήκουε τας αποφάσεις,

τας σκέψεις, τας ελπίδας και την αισιοδοξίαν των μελλόντων ηρώων. εμάνθανεν

101 Για το «γεγονός που συνιστά τη μοναδική ανοιχτή πράξη του Διονύσιου Σολωμού εναντίον του

καθεστώτος της Προστασίας» βλ. αναλυτικά Σωκράτης Καψάσκης, Στοιχεία βιογραφίας του Διονυσίου

Σολωμού, Τυπωθήτω, Αθήνα, 1998, σελ. 135-148 (135).

Page 106: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

106

έπειτα την πρόοδον της επαναστάσεως, εσπαράσσετο η καρδία του από τας διηγήσεις

των δεινοπαθημάτων των πολεμιστών ή ηγάλλετο από τας αγγελομένας νίκας των»

(τ. 4, σελ. 123). Τα ίδια στοιχεία επαναλαμβάνει (μετριοπαθέστερα) και σε επόμενο

δημοσίευμα, μόνο που τώρα συμπληρώνει ότι στο ναό «οδηγεί [τον Σολωμό] ο Ν.

Καλύβας. την μύησιν λαμβάνει από τον Φ. Καρβελάν, και» ορκίζεται «ενώπιον του

αομμάτου ιερέως Α. Αργυροπούλου» (τ. 17, σελ. 340).

Η παραπάνω μαρτυρία, ανεξάρτητα από το αν ανταποκρίνεται ή όχι στην

ιστορική αλήθεια (αυθεντική ή παραχαραγμένη),102

αίρει για λογαριασμό του

αναγνωστικού κοινού των Παναθηναίων μια εύλογη αντίφαση του σολωμικού βίου:

«πώς και γιατί ο θεμελιακός εθνικός μας ποιητής δεν συνέπραξε στα επαναστατικά

δρώμενα του καιρού του, για τα οποία εντούτοις έδειξε τη μέγιστη δυνατή ποιητική

συμπάθεια».103

Ανασκευάζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις όποιες αιτιάσεις

για την «επαναστατική αποχή»104

του Σολωμού, η δελεαστική εκδοχή που θέλει τον

ποιητή να εναλλάσσει τη λύρα με το σπαθί κρυσταλλώνεται σε ένα σύντομο σχόλιο

του Ν. Επισκοπόπουλου: «Υπάρχουν χίλιαι στιγμαί αι οποίαι μας αποδεικνύουν τον

Σολωμόν πατριώτην […] και ηδυνάμεθα να αναφέρωμεν χιλίας άλλας λεπτομερείας

από εκείνην της συμμετοχής του εις την Φιλικήν Εταιρίαν μέχρις εκείνης του Ύμνου

του διά την Ελευθερίαν» (τ. 4, σελ. 122).

102 Ο Σ. Καψάσκης επισημαίνει ότι μετά το θάνατο του Σολωμού «(και στη συνέχεια, μέχρι τις μέρες

μας περίπου), παρατηρήθηκε μία κατασκευή εγγράφων από ιδιώτες μελετητές ή κοινωνικές ομάδες, με

σκοπό την προσκόμιση αποδείξεων συμμετοχής του ποιητή στη Φιλική Εταιρεία και την Τεκτονική Στοά».

Συνοψίζοντας σχολιάζει: «Δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι σε κανένα κείμενο

σύγχρονο με την εποχή δεν αναφέρεται το όνομα του Σολωμού ως μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Όλες

οι αναφορές στη συμμετοχή του Σολωμού σ’ αυτήν έχουν συντεθεί σε μια μεταθανάτια του ποιητή

χρονολογία και υποβληθεί από εντόπιους ιστοριογράφους. Δεν υπάρχει μνεία του ονόματός του σε

κανένα σύγχρονο έγγραφο ή σε επιστολή ή κείμενο κάποιου εξακριβωμένου μέλους της Εταιρείας, σε

μια περίπου σύγχρονη με τα γεγονότα χρονολογία και οπωσδήποτε πριν ο Σολωμός περιβληθεί το

μανδύα του εθνικού ποιητή. Θεωρήθηκε επιβεβλημένο από κάποιους εντόπιους να υποστηριχθεί η

συμμετοχή του στη Φιλική Εταιρεία, κι ο πρώτος που πρότεινε ανοιχτά την άποψη αυτή είναι ο Χιώτης

στον επιμνημόσυνο λόγο του στη Ζάκυνθο. Όμως κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε ποτέ ούτε από τον

ηγέτη της Εταιρείας στη Ζάκυνθο Διονύσιο Ρώμα ούτε από τους ιστορικούς Φιλήμονα και Σέκερη.

Δεν υπάρχει καμιά νύξη για το θέμα αυτό από τον Ιάκωβο Πολυλά (παρόλο που η λέξη «εθνικός» επαναλαμβάνεται συχνά στα σχόλιά του και αποδίδεται στον ποιητή ως γενικός προσανατολισμός),

τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Τέλος η πιθανότητα συμμετοχής του Σολωμού

στη Φιλική Εταιρεία έχει απορριφθεί από τους Κ. Βάρναλη, Εμμ. Κριαρά, Ν. Τωμαδάκη, Γ. Σπαταλά.

Καψάσκης, Στοιχεία βιογραφίας, ό.π., σελ. 80 και 85-86). 103

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Διονύσιος Σολωμός. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σελ. 57. 104 Αυτόθι, σελ. 57.

Page 107: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

107

Ο Σίμος Μενάρδος, πάντως, φαίνεται να αγνοεί τις παραπάνω πληροφορίες.105

Η έλλειψη έμπρακτης συμμετοχής του Σολωμού στην επανάσταση εξηγείται στη

βάση ρεαλιστικών όρων και αντισταθμίζεται πλήρως με τον εκρηκτικό ποιητικό του

λόγο. «Ο 23ετής κόντες», σημειώνει, «ο οποίος εγνώριζε καλύτερα τον εαυτό του»,

σε αντίθεση με τον Κάλβο και τους αδελφούς Αλέξανδρο και Παναγιώτη Σούτσο

(που έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα, «όλοι, εννοείται, ανίκανοι προς

μάχην»), «δεν εκινήθη από την Ζάκυνθον. Αλλ’ η συγκίνησίς του ήτο τόση, ώστε με

όσα ελληνικά κατώρθωσε να θησαυρίση – είχεν ήδη γράψει μερικά μικρά

καλλιτεχνήματα – συνέθεσεν τον Μάιον του 1823 ένα ύμνον, τον οποίον οι Έλληνες

επωνόμασαν Εθνικόν» (τ. 20, σελ. 182). Εδώ η λύρα φαίνεται να «εμπεριέχει το

σπαθί ή και να το υποκαθιστά»,106

ενώ παράλληλα διαγράφεται η εικόνα του ποιητή

που, απομονωμένος στην εξοχική οικία του Στράνη, με βαθιά συγκίνηση, βιώνει (στα

μετόπισθεν) το ιστορικό δράμα της εποχής του.107

Η μορφή του ποιητή που δεν έχει άλλο «στο νου του πάρεξ ελευθερία»

συντηρείται με κάθε ευκαιρία που δίνεται: τον Οκτώβριο του 1827, ο Σολωμός

εκφώνησε την νεκρολογία στον Ugo Foscolo («Εγκώμιο στον Ούγο Φόσκολο»), στο

μνημόσυνο που τελέστηκε στη Ζάκυνθο στη μνήμη του συμπατριώτη ποιητή.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, από τον επιμνημόσυνο λόγο (που λέγεται ότι προκάλεσε το

παράταιρο χειροκρότημα του πλήθους μέσα στην καθολική μητρόπολη της

105 Τονίζει ωστόσο και αυτός τη φιλοπατρία του Σολωμού: «Ελάτρευε την Ελλάδα και αυτός, αλλά

πολύ ποιητικώτερα και έρριπτε το βαθύ του βλέμμα περισσότερον εις το μέλλον παρά το παρελθόν»

(τ. 18, σελ. 182). 106 Μαρωνίτης, Διονύσιος Σολωμός. ό.π., σελ. 57. 107 «Στου Στράνη λεγόμενον, εμπνέεται ο νέος Πίνδαρος, και τον Μάιον του 1823 γράφει τον “Ύμνον

εις την Ελευθερίαν”» (Δε Βιάζης, τ. 4, σελ. 123). Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι αντιδράσεις του Σολωμού

κατά τη διάρκεια της (δεύτερης κυρίως) πολιορκίας του Μεσολογγίου: «Ο Σολωμός υπήρξε μάρτυς

της πολιορκίας από την Ζάκυνθον, την οποίαν εδονούσαν τα μεγάλα κανόνια των πολιορκητών. Και

όταν […] ανέλαβεν ο Ιμπραήμ πασάς […] να εξολοθρεύση την φωλέαν εκείνην των ηρώων, ο ποιητής

συνέπασχεν εντελώς με τους πολιορκουμένους. Ούτε να φάγη ημπορούσε, ούτε να κοιμηθεί. […]

ενώπιον της υπερτάτης εκείνης θυσίας δεν ήτο μόνον ο Σολωμός, που ανελύθη εις δάκρυα» (Σ.

Μενάρδος, τ. 20, σελ. 183-184). «Αρέσκομαι να αναπολώ τον Σολωμόν περιπατούντα εις την

παραλίαν της Ζακύνθου εν μέσω τόσου πρασίνου και τόσης καλλονής και προσπαθούντα να ακροασθή

του Μεσολογγίου την αγωνίαν και να μαντεύση την τύχην. Νύκτας αγρυπνίας διήλθε εις του Στράνη

ατενίζων την μυστηριώδη την θάλασσαν και τα επιφωνήματα εξήρχοντο συχνά των χειλέων του,

λέξεις εγκαρδιώσεως, φωναί προτροπής, αποστροφαί ολόκληροι ενθαρρύνσεως. Από μακράν ο Σολωμός ομιλεί με το Μεσολόγγι και εις μίαν ερωταπόκρισιν θείαν, οι ήρωες και ο ποιητής

αντήλλασσον διά μέσου του διαστήματος ως τεμάχια τραγωδίας. Μου αρέσκει μαζύ με τας σημειώσεις

τας οποίας μας αφήκε διά την πολιορκίαν αυτήν, μαζύ με την απλήν περιγραφήν των εν Ζακύνθω

γυναικών του Μεσολογγίου, να τον αναπολώ στερούμενον τροφής, νηστεύοντα και λιμώττοντα και

αυτόν όπως συμμερισθή την τύχην των πολιορκουμένων, όπως γευθή ολίγον την αγωνίαν των,

δοκιμάση την οδύνην των» (Ν. Επισκοπόπουλος, τ. 4, σελ. 120).

Page 108: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

108

Ζακύνθου),108

ο Ν. Επισκοπόπουλος επιλέγει να παραθέσει μόνο την καταληκτήρια

φράση του Σολωμού – μια θερμή παράκληση προς το μεγάλο νεκρό να μεσιτεύσει

στον παράδεισο για την ελληνική ελευθερία.109

Επιστρέφοντας στα γεγονότα του ιδιωτικού βίου, στα 1828, ο Σολωμός

υλοποιεί την απόφασή του να αποχωρήσει οριστικά από την «γενέτειραν νήσον»

Ζάκυνθο. Νέος και οριστικός τόπος διαμονής του θα είναι η Κέρκυρα, η πρωτεύουσα

των Ιονίων Νήσων. Πολλά πιθανολογούνται ως αιτίες αυτής της απόφασης: ίσως

επειδή η Κέρκυρα «παρέχει εις τους μελετητάς περισσοτέρας ευκολίας» (τ. 18, σελ.

14) ή επειδή του προσέφερε τη δυνατότητα να βρεθεί «εντός του ποιητικωτάτου

τοπίου της Ευρώπης και μεταξύ του κύκλου των λογίων της Ακαδημίας του

Γκυλφόρδ» (τ. 20, σελ. 184) και να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο έργο του, «μακράν

των συγγενών του και κάθε οχληράς γνωριμίας» (τ. 14, σελ. 140). Κάποιο ρόλο

πρέπει να έπαιξε η κλιμακούμενη διάσταση με τον αδελφό του Δημήτριο και οι

προστριβές της εποχής εκείνης, οι οποίες κατέληξαν σε διαμοίραση της πατρικής

περιουσίας (επικυρωμένη με επίσημη απόφαση).110

Το Νοέμβριο του 1828 ο

Σολωμός ορίζει ως επιτρόπους του τον φίλο του δικηγόρο Ιωάννη Γαλβάνη και το

108 «Ο λόγος του Σολωμού έκαμεν τοιαύτην εντύπωσιν, ώστε οι ακροαταί, λησμονήσαντες ότι

ευρίσκοντο εις εκκλησίαν, τον εχειροκρότησαν» (τ. 11, σελ. 243). 109 «Υπάρχουν χίλιαι στιγμαί αι οποίαι μας αποδεικνύουν τον Σολωμόν πατριώτην […]. Προτιμώμεν

να αναπολήσωμεν μόνον την τελευταίαν λέξιν του εις το Εγκώμιο του Φωσκόλου, εις την

εμπνευσμένην αποστροφήν όπου, αφού εθεοποίησε τον μέγαν και εύμολπον Ζακύνθιον, τον οποίον

έμελλε να διαδεχθή, τον παρεκάλει να μεσιτεύση διά της Ελλάδος την Ελευθερίαν: “Αθάνατον πνεύμα,

έκραζε, χάριν της αγάπης την οποίαν είχες δι’ όλα τα υπέροχα, προσέγγισον του παντοδυνάμου τον

θρόνον και πέσε με τα χείλη εις τους πόδας και αν νόμος κανένας του Παραδείσου δεν εμποδίζη τα

δάκρυα, κλαύσε και κράξε Ελευθερία να στείλη στην Πατρίδα”» (τ. 4, σελ. 122). 110 Σύμφωνα με τον Μαρίνο Σιγούρο, η αφορμή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο αδελφών δόθηκε ως εξής: «Εν Ζακύνθω οι δύο αδελφοί έμεναν εις το πατρικόν σπίτι, ο μεν Δημήτριος εις το επάνω

πάτωμα, ο δε ποιητής εις το κάτω, το οποίον ήτο στενώτερον. Ο ποιητής είχεν εις χρήσιν του μίαν

αποθήκην εις την αυλήν, ο Δημήτριος όμως, θέλων να τοποθετήση μερικά πράγματα εις αυτήν,

διάταξε τον υπηρέτην του να διαρρήξη την θύραν. Ένεκα τούτου εψυχράνθησαν οι δύο αδελφοί. Ο

ποιητής δυσαρεστημένος έστειλεν αναφοράν προς τον διοικητήν της νήσου, εκθέτων τα παράπονά του,

και διά να αποφύγη έριδας και συγκρούσεις μετά του αδελφού του, μετώκησεν. Τον Ιούνιον του 1828

διένειμαν την περιουσίαν των, κατόπιν εκτιμήσεων πραγματογμωμόνων. Μετά πέντε μήνας ο ποιητής

ανεχώρησεν εις Κέρκυραν» (τ. 14, σελ. 140-141). Τα ίδια ακριβώς παραδίδει και ο Δε Βιάζης (τ. 18,

σελ. 17). Ο Μαρίνος Σιγούρος παραθέτει απόσπασμα από το «υπό των πραγματογνωμόνων συνταχθέν

έγγραφον», με βάση το οποίο «σχηματίζομεν μίαν ιδέαν περί της ακινήτου περιουσίας του ποιητού και

του αδελφού του ήτις ανήρχετο εις αξίαν 14.621 ταλλήρων. Ο ποιητής έλαβεν εις το μέρος του 7.801

τάλληρα κολοννάτα. Ο ποιητής διαμένων εν Κερκύρα ελάμβανε παρά του αδελφού του Δημητρίου, ως διαχειριστού, εκατόν κολοννάτα κατά μήνα» (τ. 14, σελ. 140-141). Ο Δε Βιάζης προσθέτει:

«Σημειωτέον ότι την 5/17 Ιουλίου του έτους 1828 διενεμήθη η περιουσία των δύο αδελφών κατόπιν

εκτιμήσεως των πραγματογνωμόνων, γενομένης τη 14/26 Ιουνίου. Της πατρικής οικίας – ή ως κοινώς

λέγεται εν Επτανήσω της ντομενικάλε – της κειμένης εν τη Πλατεία Σολωμού αρ. 18 υπό των σεισμών

του 1893 δυστυχώς καταστραφείσης, ο ποιητής έλαβε το άνω μέρος και ο αδελφός του το κάτω» (τ.

18, σελ. 14).

Page 109: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

109

σύζυγο της μητέρας του Εμμανουήλ Λεονταράκη, και, στο τέλος του χρόνου,

αναχωρεί για Κέρκυρα (τ. 18, σελ. 14).

«Όταν έφθασεν εκεί, η πρωτεύουσα της Επτανήσου ήτο το κέντρον πολλών

καλλιτεχνών, ποιητών και φιλολόγων. Ήσαν δε οι διακεκριμένοι εκείνοι άνδρες, οι

οποίοι συνέδεσαν το όνομά των με την ιστορίαν της νέας Ελλάδος, Έλληνες και

πρόσφυγες Ιταλοί». Η εμβέλεια της φήμης του αποδεικνύεται από τη μαρτυρία ότι,

«άμα έφθασεν εις την Κέρκυραν ο Σολωμός, τον επεσκέφθησαν οι καθηγηταί του

Ιονίου Πανεπιστημίου και οι άνθρωποι των γραμμάτων», μεταξύ των οποίων και ο

συνεχιστής της κοραϊκής παράδοσης στα Επτάνησα Νεόφυτος Βάμβας (τ. 14, σελ.

141).111

Η επιβλητική παρουσία του Σολωμού στην Κέρκυρα112

θα τροφοδοτήσει

αργότερα το διαδεδομένο μεταφορικό σχήμα του «πλανητικού συστήμα[τος] ή της

πυραμίδα[ς]» που έχει ως «κέντρο ή κορυφή» της τον Σολωμό.113

Τα Παναθήναια

συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην αποκρυστάλλωση αυτού του σχήματος, καθώς

παρουσιάζουν τον Σολωμό στο επίκεντρο μιας αξιόλογης ομάδας λογίων, λογοτεχνών

και καλλιτεχνών, που έμεναν ή βρέθηκαν τη δεδομένη στιγμή στην Κέρκυρα και

διασταυρώθηκαν μαζί του. Σύμφωνα με τα σχετικά παραθέματα,114

στον ευρύτερο

111 «Ο οποίος παρεκίνησε [τον Σολωμό] να μεταβή εις την ελευθερωμένην Ελλάδα. – Εψάλλατε τον

αγώνα της Ελλάδος, του είπε, πηγαίνετε τώρα να φιλήσετε την γην της. Ο Σολωμός όμως δεν

επεσκέφθη ποτέ την Ελλάδα αλλά επροτίμησε να μείνη εις την Κέρκυραν όλην του την ζωήν» (τ. 14,

σελ. 141). 112 Αξίζει να παρατεθεί η άποψη ενός «εξωτερικού» παρατηρητή. Πρόκειται για τον λόγιο Μάριο

Πιέρη, ο οποίος, επειδή ακριβώς βρισκόταν «τοιουτοτρόπως αναίσθητος και εκτός του εαυτού [τ]ου»

(όπως το ομολογεί ο ίδιος) την εποχή που ο Σολωμός έφτανε στην Κέρκυρα, έμεινε μακριά από το

πεδίο της προσωπικής ακτινοβολίας του ποιητή και, επομένως, δίνει μια εξ αποστάσεως και (όσο το

δυνατόν) «αντικειμενική» περιγραφή του: «Ημέλησα και λυπούμαι, του να σχετισθώ μετά του κυρίου

Σολωμού, εκείνου του ενδόξου ποιητού Έλληνος και Ιονίου, δήλα δη της Ζακύνθου, συγγραφέως του υψίστου ύμνου εις την Ελευθερίαν και – ως μοι λέγουσιν – άλλων ωραιοτάτων ποιήσεων εις την

νεοελληνικήν, αι οποίαι εις το μέλλον θα τον αναδείξουν διά αληθή δημιουργόν της γλώσσης μας, – ως

ο Δάντης ή ο Πετράρχης – της νεοελληνικής, όστις [sic] ακόμη περιμένει μίαν μεγίστην διάνοιαν διά να

την φέρη εις την ωριμότητα και στερεώση τον αληθή αυτής χαρακτήρα. […] Είναι νέος υψηλής

διανοίας και θερμής θελήσεως, υπερβολικά προικισμένος από τα δώρα της τύχης. Ευτυχής ούτος, όστις

ζη ελεύθερος και μόνος και όλως αφιερωμένος εις την τέχνην εκείνην, ήτις τον άνθρωπον αφαιρεί από

τον τάφον και τον διατηρεί εις την ζωήν» (τ. 18, σελ. 14). Όσο και αν η μεταγενέστερη, προφανώς

επηρεασμένη, εντύπωση συμπλέκεται με την πρώτη, είναι φανερό ότι η παρουσία του Σολωμού στην

Κέρκυρα δημιούργησε μια ισχυρή θετική αίσθηση, που αξίζει να καταγραφεί, ακριβώς εξαιτίας της

έλλειψης οποιασδήποτε σχέσης του γράφοντος με τον ποιητή του «Ύμνου». 113 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 64. 114 Βλ. ενδεικτικά Παναθήναια, τ. 7, σελ. 365, τ. 10, σελ. 322-323, τ. 14, σελ. 141-146, τ. 14, σελ. 207-215. Όπως ίσχυε και στην περίπτωση των φίλων της Ζακύνθου, ο κατάλογος των προσώπων που

υπάγονται στον κύκλο του Σολωμού στην Κέρκυρα δεν δηλώνει επακριβώς τη σχέση τους με τον

ποιητή. Η σποραδικότητα των σχετικών αναφορών, αφενός, και, αφετέρου, ο «ανεκδοτολογικός»

χαρακτήρας των συμφραζομένων, μέσα στα οποία εμφανίζονται, δημιουργεί υποχρεωτικές

επιφυλάξεις. Είναι φυσικό επομένως ότι κάποιες από τις σχέσεις που περιγράφονται είναι

υπερεκτιμημένες, ενώ άλλες υποτονισμένες. Όμως για τον μη επαρκή αναγνώστη των Παναθηναίων η

Page 110: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

110

κύκλο του Σολωμού στην Κέρκυρα ανήκουν ο μουσουργός Νικόλαος Χαλικιόπουλος

Μάντζαρος (στενότατος φίλος του Σολωμού, διάσημος για τις μελοποιήσεις του

«Ύμνου» και άλλων ποιημάτων), ο νομομαθής και λόγιος Γεώργιος Μαρκοράς (η

φιλία τους, που προηγείται της άφιξης του Σολωμού στην Κέρκυρα, θα εκταθεί

αργότερα και στο γιο του Γεράσιμο Μαρκορά, ποιητή του «Όρκου»), ο Πέτρος

Κουαρτάνος (ο οποίος θα επιμεληθεί την έκδοση των ιταλικών χειρογράφων στα

1859),115

ο ποιητής Ιούλιος Τυπάλδος («τον οποίον πάντοτε ηγάπησ[ε]») και, φυσικά,

«ο έξοχος νέος» Ιάκωβος Πολυλάς.116

Ιδιαίτερα στενές παρουσιάζονται οι σχέσεις

του Σολωμού με τους ξένους φίλους, τον Δαλματό φιλόλογο Νικόλαο Θωμαζαίο

(Nicolo Tommaseo), τον Ιταλό ποιητή Ιωσήφ Ρεγάλδη (Giuseppe Regaldi) –

πολιτικοί εξόριστοι και οι δύο στην Κέρκυρα – και τον Άγγλο γραμματέα του

Αρμοστή Ιωάννη Φραίζερ (John Fraser), πατέρα της Φραγκίσκας του γνωστού

σολωμικού επιγράμματος.117

Παράλληλα φαίνεται ότι ο Σολωμός διατηρεί και στην

Κέρκυρα τους δεσμούς του με τους Ζακύνθιους φίλους Ιω. Γαλβάνη, Ν. Λούντζη και

G. Grassetti. Με τον ποιητή συνδέονται επίσης γνωστά πρόσωπα από το χώρο του

πνεύματος και των ιδεών, όπως ο τραγικός ποιητής και νομικός Ιω. Ζαμπέλιος, ο γιος

του Σπ. Ζαμπέλιος (ο μετέπειτα τιμητής του Σολωμού), ο Ανδρέας Λασκαράτος118

και οι λιγότερο γνωστοί Φλαμίνιος Λόλλης (Flaminio Lolli), σπιτονοικοκύρης του

Σολωμού στην Κέρκυρα και ο μαθηματικός της Ιονίου Ακαδημίας Ιωάννης

Κο[υ]ντούρης, οι διακεκριμένοι Ιταλοί λόγιοι Βικέντιος Νανούτσης (Vincenzo

Nanucci) και Παύλος Κόστας (Paolo Costa) και εξέχουσες μορφές της πολιτικής,

όπως ο κόμης Αντώνιος Δούσμανης, ο Ιππότης Π. Πετριτσόπουλος, ακόμη και ο

διάκριση ανάμεσα σε εγκάρδιους φίλους και απλώς γνώριμους του Σολωμού είναι δύσκολη. Δυσδιάκριτα είναι επίσης και ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των προσώπων, καθώς και οι

εντάσεις ή οι μεταξύ τους αποστάσεις, για τη δεδομένη, κάθε φορά, στιγμή. 115 Οι Π. Κουαρτάνος, Γερ. Μαρκοράς, Κ. Μάνεσης και Ι. Πολυλάς θα αναλάβουν την έκδοση των

σολωμικών Ευρισκομένων (1859). 116 Παναθήναια, τ. 19, σελ. 230 και τ. 14, σελ. 215. 117 «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ», Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 260. 118 Ο Μαρίνος Σιγούρος παραδίδει το ακόλουθο περιστατικό (σε υποσημείωση δηλώνεται ότι «το

αναφέρει ο Λασκαράτος εις τα ανέκδοτα απομνημονεύματά του»): «Ο σατυρικός [sic] ποιητής

Ανδρέας Λασκαράτος κατά την νεανικήν του ηλικίαν (1833) ήτο διορισμένος εν Κερκύρα εις τα

γραφεία της Γερουσίας, και μαζί με άλλους φιλομούσους νέους εσύχναζε εις του Σολωμού προς τον

οποίον εδείκνυε τους πρώτους στίχους του. Ο ποιητής ενεβάθυνε εις το πνεύμα και την ψυχήν του

νεαρού Λασκαράτου και τον εδέχετο με ευχαρίστησιν. Μίαν ημέραν ο Λασκαράτος ευρίσκει εις το γραφείον του Σολωμού ένα νέον αναγινώσκοντα ένα ανόητον στιχούργημά του, και ο ποιητής τον

ηκροάτο άφωνος και σκεπτικός, εις το τέλος δε τον επήνεσε. Όταν όμως ο Λασκαράτος του απήγγελλε

στίχους του ο Σολωμός τον διέκοπτε, του έκαμνε παρατηρήσεις και τον εδιόρθωνε, και όταν του

παρεπονέθη διά τούτο και του ανέφερε τον άλλον νέον στιχουργόν, τότε του απήντησε ο Σολωμός .

– Έχε υπομονήν. Από τους στίχους σου αφαιρώ γιατί υπάρχει και κάτι καλό που μπορώ να το

αφίσω, ενώ από του άλλου δεν αξίζει τίποτε και για τούτο δεν αφαιρώ τίποτε». (τ. 14, σελ. 213).

Page 111: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

111

Λόρδος Μέγας Αρμοστής Ουάρδος (Henry Ward), πατέρας της Alice (ενός ακόμη

σολωμικού επιγράμματος).119

Στις παρυφές αυτού του κύκλου κάποτε εμφανίζονται

κι άλλα πρόσωπα (Π. Βράιλας, Λ. Τσιαμπολίνης και ο αυτοσχεδιαστής Μποριόνι),

ενώ στον αντίποδά του στέκονται οι «αντιπαθείς» Ανδρέας Μουστοξύδης και

Λεοπόλδος Γιος (Joss). Απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στις σχέσεις του Σολωμού

με τον Κάλβο.

Παρά την εντυπωσιακή πλειάδα προσώπων που περιστρέφεται γύρω από το

άστρο του ποιητή, σταδιακά γίνεται αντιληπτό πόσο «χαρακτηριστικά μόνος» ήταν ο

Σολωμός «μέσα στην πνευματική ζωή του τόπου, από τον καιρό ακόμη που

ζούσε».120

Όπως φαίνεται στις επιστολές του, ο μόνος δεσμός που ισχυροποιείται και

βαθαίνει με το χρόνο είναι ο δεσμός του με τον αδελφό του Δημήτριο. «Ο αδελφός

του αυτός […] είναι ο μόνος δικός του άνθρωπος που του έχει απομείνει και σ’ αυτόν

προσηλώνεται με συγκινητική αφοσίωση».121

Στα 1852 του γράφει: «το καλλίτερον

πράγμα, που η ζωή δύναται να μου παρέχη, είναι το να διαβάζω εις τας επιστολάς

σου: είμαι καλά» (τ. 19, σελ. 232).

Προς το παρόν, δυο δεκαετίες νωρίτερα, η ρήξη ανάμεσα στα δύο αδέλφια

έχει αποκατασταθεί, ήδη από το καλοκαίρι του 1831, και η συμφιλίωσή τους

επισφραγίζεται με ένα σύντομο ταξίδι του Σολωμού στη Ζάκυνθο. «Τη 29 Οκτωβρίου

του έτους 1831 καθιστά γενικούς πληρεξουσίους τον αδελφόν του Δημήτριον και τον

Ιωάννην Γαλβάνην και εκ νέου μετέβη εις την πρωτεύουσαν των Νήσων» (τ. 18, σελ.

14).

Ωστόσο η ολιγόχρονη περίοδος προσωπικής ευδαιμονίας του Σολωμού θα

λάβει το οριστικό της τέλος στα 1833, με την έναρξη της πολύκροτης οικογενειακής

δίκης. Η ιστορία είναι, λίγο έως πολύ, γνωστή. Η μητέρα του Σολωμού, Αγγελική

Νίκλη, λίγο μετά το θάνατο του Νικολάου Σολωμού, ξαναπαντρεύτηκε (τον

Αύγουστο του 1807) και λίγο αργότερα (τον Σεπτέμβριο ή, κατά την επίσημη

δήλωση, τον Δεκέμβριο του 1807)122

γέννησε ένα αγόρι, τον Ιωάννη, ο οποίος

119 «Ad Alice Ward», Άπαντα, τ. Β΄, ό.π., σελ. 225 και Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, τ. Β΄, Παράρτημα:

Ιταλικά (ποιήματα και πεζά), μτφρ. Λίνος Πολίτης – Γ. Ν. Πολίτης (συνεργασία), Ίκαρος, Αθήνα, 19913 (1η: 1960), σελ. 131. 120 Λίνου Πολίτη, Ο Σολωμός στα γράμματά του, Εστία, Αθήνα [1956], σελ. 15. 121 Αυτόθι, σελ. 53. 122 «Τον Σεπτέμβριο [του 1807] γεννιέται ο Ιωάννης. […] Με μέριμνα των επιτρόπων, θα βαφτιστεί

τον Φεβρουάριο του 1808 ως δήθεν γεννημένος τον Δεκέμβριο, ώστε να αποκλείεται η πατρότητα του

Ν. Σολωμού». Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, ό.π., σελ. 476.

Page 112: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

112

αναγνωρίστηκε αρχικά ως γιος του νέου συζύγου της, Εμμανουήλ Λεονταράκη. Όταν

ο Ιωάννης ενηλικιώθηκε, διεκδίκησε το όνομα και την περιουσία του Νικολάου

Σολωμού. Ο Διονύσιος και ο Δημήτριος, που απειλούνταν άμεσα από τις απαιτήσεις

του ομομήτριου αδελφού τους,123

αντέδρασαν και προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Η

μητέρα πήρε το μέρος της νέας της οικογένειας και τάχθηκε στο πλευρό του νεότερου

γιου της. Οι δικαστικές αντεκδικήσεις κράτησαν πέντε χρόνια (1833-1838) και

έληξαν οριστικά με τη δικαίωση των δύο μεγαλύτερων αδελφών.

Δεδομένων των αναλογιών ανάμεσα στη βαρύτητα της πολύχρονης

δικαστικής περιπέτειας και τη σπανιότητα των σχετικών αναφορών στο θέμα, είναι

φανερό ότι τα Παναθήναια προσεγγίζουν την ευαίσθητη και λεπτή αυτή υπόθεση με

διακριτικότητα και φειδώ.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που αντλεί από τον Λ. Χ. Ζώη,124

δίνει με σύντομες

γραμμές το ιστορικό. Εκκινώντας από γεννήσεως Ιωάννη Λεονταράκη, δέκα μήνες

μετά το θάνατο του Νικολάου Σολωμού και οπωσδήποτε μετά το γάμο της Αγγελικής

με τον Εμμανουήλ Λεονταράκη («η Αγγελική ήτο έγγυος [sic] ότε συνεζεύχθη τον

Λεονταράκην»), καταλήγει στην εποχή κατά την οποία «ανδρωθείς ο Ιωάννης

Λεονταράκης υιοθέτησεν τον ισχυρισμόν του Ροβέρτου [Σολωμού, ότι, δηλαδή, ο

Ιωάννης ήταν νόμιμος γιος του Νικολάου], και κάποτε επιστρέψας εκ του εξωτερικού

εις Ζάκυνθον, ενεγράφη εις τα βιβλία του υγειονομείου ως Ιωάννης Σολωμός,

διεκδικών όνομα, τίτλον και περιουσίαν. Οι αδελφοί Διονύσιος και Δημήτριος

αντέστησαν, κ’ επηκολούθησεν η δίκη, διαρκέσασα μέχρι του 1838». Η εξιστόρηση

ακολουθείται από συνοπτικό σχολιασμό. «Εις την περίστασιν αυτήν», γράφει ο

Ξενόπουλος, «ό,τι επίκραινε και απήλπιζε τον ποιητήν, δεν ήτο βέβαια η ενδεχομένη

απώλεια μέρους της πατρικής περιουσίας, αλλ’ η δυσφήμισης της ιεράς μνήμης της

μητρός του, της οποίας η αρετή, αν ο ισχυρισμός του Λεονταράκη ανεγνωρίζετο, θα

υφίστατο δεινόν και αθεράπευτον τραύμα μετά θάνατον …». Εδώ ο Ξενόπουλος

123 «Το ισχύον τότε στα Επτάνησα βενετικό» δίκαιο, επισημαίνει ο Στ. Αλεξίου, «μεριμνούσε μόνο για

τη διατροφή [των εξώγαμων παιδιών] και τα απέκλειε από τον τίτλο ευγενείας και την περιουσία. Ο εκ

των υστέρων γάμος νομιμοποιούσε μιαν εξώγαμη σχέση μόνο εφ’ όσον οι νυμφευόμενοι ήταν άγαμοι

και χωρίς άλλα νόμιμα τέκνα. Σ’ αυτές τις διατάξεις βασιζόταν ο Ιωάννης Λεονταράκης». Στυλιανός

Αλεξίου, Σολωμιστές και Σολωμός, Στιγμή, Αθήνα, 1997, σελ. 32. «Στην πραγματικότητα το βενετικό

δίκαιο μεριμνούσε για τη διατήρηση των προνομίων και των περιουσιών ενός κλειστού κύκλου

ευγενών οικογενειών. γι’ αυτό δεν αναγνώριζε κληρονομικά δικαιώματα, δηλαδή μεταβίβαση του τίτλου ευγενείας και της περιουσίας, σε παιδιά προερχόμενα από εξώγαμες σχέσεις με γυναίκες

“χαμηλής κοινωνικής θέσης” […], ακόμη κι όταν οι ευγενείς πατέρες των παιδιών είχαν εκ των

υστέρων συνάψει γάμο με τις γυναίκες αυτές. […] Είναι ακριβώς η περίπτωση του Διονυσίου και του

Δημητρίου Σολωμού». Αυτόθι, σελ. 69-70. 124

Με αφορμή την βιβλιοκρισία του για το Πανηγυρικό τεύχος επί τη εκατονταετηρίδι, η οποία

εξετάστηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. (τ. 6, σελ. 5667-569).

Page 113: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

113

φαίνεται να αγνοεί ότι η μητέρα του Σολωμού εξακολουθούσε να ζει κατά τη

διάρκεια της δίκης (πέθανε το 1859, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Δ. Σολωμού).

Παραλείπει επίσης να εξηγήσει με ποιον τρόπο θα σπιλωνόταν η υπόληψη της

μητέρας, αν τελικά αποδεικνυόταν ότι γέννησε το παιδί του πρώτου συζύγου της,

λίγους μήνες μετά το θάνατό του. Ο Ξενόπουλος καταλήγει με την εξής επισήμανση:

«ευτυχώς τα δικαστήρια απέδωκαν εις τον ποιητήν ακεραίαν την κληρονομίαν του

πατρός και άσπιλον της μητρός την μνήμην. Δεν του απέδωκαν όμως και την γαλήνην

της ψυχής, η οποία τον εγκατέλειψε διά παντός όταν είδεν από τόσον πλησίον την

κακίαν των ανθρώπων» (τ. 6, σελ. 568).

Καλύτερα κατατοπισμένος φαίνεται ο Μαρίνος Σιγούρος, ο οποίος βασίζεται

επίσης στις έρευνες του Λ. Χ. Ζώη.125

Η δική του εξιστόρηση δεν προσθέτει

ουσιαστικά κάτι καινούριο, επιλύει όμως μερικά ασαφή σημεία, χάρη σε μια

προσεκτικότερη διατύπωση. Παραδίδει λοιπόν ότι, ύστερα από ένα δεύτερο ταξίδι

του Σολωμού στη Ζάκυνθο, στα 1833, «ήρχισεν η δίκη μεταξύ των δύο αδελφών και

του, μετά τον θάνατον του πατρός των, γεννηθέντος τέκνου υπό της μητρός των

Αγγελικής Νίκλη» (τ. 14, σελ. 143). «Ο υιός ούτος της μητρός του Σολωμού»,

επεξηγεί σε υποσημείωση, «ισχυρίζεται διά του δικηγόρου του Μιχαήλ Τσιτσιλιάνη

ότι καθ’ ην εποχήν απέθανε ο Νικόλαος Σολωμός η σύζυγός του Αγγελική Νίκλη ήτο

έγκυος. […] Η δίκη διήρκεσε μέχρι του 1838» (τ. 14, σελ. 144). Στο ίδιο δημοσίευμα

μαθαίνουμε – και αυτό αποτελεί καινούρια πληροφορία – ότι ο Σολωμός

επεξεργαζόταν το σχέδιο να μετοικήσει «εις τα Παρίσια διά να ζήση εκεί μεταφράζων

εις την ιταλικήν γλώσσαν τα νεοφανή συγγράμματα της γαλλικής φιλολογίας», στην

περίπτωση που το δικαστήριο θα δικαίωνε τον Λεονταράκη (τ. 14, σελ. 142). Ο

Σιγούρος καταλήγει με το σχόλιο ότι η δίκη «αύτη επίκρανε την ζωήν του ποιητού

και τον έκαμε μελαγχολικόν και μισάνθρωπον. Ο Σολωμός απελπίζετο διά την

δυσφήμισιν της μνήμης της μητρός του, την οποίαν ενώ ηγάπα, ηναγκάζετο, διά να

μη χάση την περιουσίαν του, να παραστήση προ του δικαστηρίου ως άπιστον

σύζυγον.126

Ο Σολωμός εις την Κέρκυραν, μακράν από την κοινωνικήν παραζάλην,

έζη την μοναχικήν ζωήν της μελέτης και της σκέψεως» (τ. 14, σελ. 144).

125 Η εξάρτησή του ομολογείται σε υποσημείωση: «έχω υπ’ όψιν μου τα σπουδαιότερα των εγγράφων της δίκης ταύτης, ευγενώς παραχωρηθέντα μοι προς εξέτασιν, παρά του φίλου μου κ. Λ. Ζώη» (τ. 14,

σελ. 144). 126 Αξίζει να παρατεθεί αντιστικτικά η διαφωτιστική επισήμανση του Λ. Πολίτη: «οι δυο αδερφοί

[Διονύσιος και Δημήτριος] βρέθηκαν αμυνόμενοι και υποχρεωμένοι να προστατέψουν την περιουσία

τους που έρχονταν με τόσο δόλια μέσα να τους την πάρουν. Και την προστάτεψαν με τα νόμιμα μέσα

που είχαν στη διάθεσή τους και χωρίς να προσβάλουν τη μητέρα τους ή τη μνήμη του πατέρα τους,

Page 114: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

114

Η τελευταία αυτή φράση του Σιγούρου είναι δηλωτική της στάσης και της

διάθεσης με την οποία χειρίζονται οι συντάκτες του περιοδικού τα στοιχεία που τους

προσφέρει η βιογραφία του Σολωμού για την τελευταία εικοσαετία της ζωής του.

Τρία σημεία αυτής της φράσης έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η υπονοούμενη στροφή

του Σολωμού στη μελέτη του γερμανικού ρομαντισμού, η ηθελημένη, προοδευτική

απομόνωσή του και η, ίσως απρόθετη, υπαινικτική αναφορά στην καλλιτεχνική

δυσπραγία του («έζη την μοναχικήν ζωήν της μελέτης και της σκέψεως», αλλά όχι

και της γραφής).127

Ως προς το πρώτο σημείο, το ενδιαφέρον του Σολωμού για τη γερμανική

φιλολογία χρονολογείται από την εποχή της δίκης και νωρίτερα (ήδη από την αρχή

της δεκαετίας του 1830). «Η μεταστροφή που έκαμε τότε», γράφει ο Σ. Μενάρδος,

«είναι αξία σπουδαίας προσοχής. Η ζακυνθηνή του τέχνη κατ’ ουσίαν ήτον

ανάμνησις της αγαπητής Ιταλίας, τόσον σύμφωνη με τον χαρακτήρα του. Αλλά τώρα

εστράφη προσεκτικά προς την Γερμανίαν, όθεν έφθαναν οι ήχοι της μουσικής του

Μότσαρτ και του Μπετχόβεν και αι καλολογικαί θεωρίαι του Σχίλλερ και του

Σχέλλιγκ» (τ. 20, σελ. 184). Ένα «γράμμα της 1 Απριλίου 1830 ενός περαστικού από

τα Επτάνησα Ιταλού ποιητή, του Pasquale Giuseppe Besenghi degli Ughi (1797-

1849), στον εκδότη και βιβλιοπώλη της Τεργέστης Giovanni Orlandini, με το οποίο ο

ιταλός ταξιδιώτης παράγγελνε από την Ιθάκη, για λογαριασμό του νεόκοπου φίλου

του Σολωμού, στην Κέρκυρα, έξι βιβλία, δύο ιταλικά και τέσσερα “γερμανικά” σε

ιταλική μετάφραση, αποτελεί, πιθανότατα, το αρχαιότερο και πειστικότερο εξωτερικό

τεκμήριο για τα νέα, γερμανικά ενδιαφέροντα του Σολωμού κατά την κερκυραϊκή

φάση της ζωής και της δημιουργίας του».128

Τα Παναθήναια δημοσιεύουν το

απόσπασμα που αναφέρεται στις αναγνωστικές προτιμήσεις του Σολωμού.129

όπως στραβά γράφουν οι σημερινοί βιογράφοι. Πουθενά στη δίκη δε γίνεται λόγος για ερωτικές

σχέσεις της μητέρας με τον Λεονταράκη όσο ζούσε ακόμα ο γέρο Σολωμός, πουθενά δεν γίνεται λόγος

για φυσική από τα γηρατειά ανικανότητά του, πουθενά οι δυο αδερφοί δεν θέλησαν ν’ ανακατέψουν τη

μητέρα. αντίθετα, αυτήν την κλητεύει […] στο δικαστήριο ο Ιωάννης». Πολίτης, Ο Σολωμός στα

γράμματά του, ό.π., σελ. 37-38. 127 Και ο Μάντζαρος φαίνεται να δηλώνει ότι ο Σολωμός «ηρέσκετο μάλλον να μελετά παρά να

γράφη» (Σπ. Δε Βιάζης, τ. 4, σελ. 125). 128 Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές,

Γνώση, Αθήνα,1989, σελ. 35-36, όπου και αναλυτικός σχολιασμός των τίτλων που ζητά ο Σολωμός

(σελ. 36-39). Την προτίμηση του Σολωμού για τα έργα της γερμανικής φιλοσοφίας επιβεβαιώνει και μια σημείωσή του, σε επιστολή του 1853: «Απέξω από την επιστολήν [μαζί με τη διεύθυνση του

παραλήπτη] ο Σολωμός έγραψε τα εξής […]: Φέρε καμίαν άλλην μετάφρασιν του Σέλλιγ» (τ. 18, σελ.

115). 129 «[…] Ο επιφανής φίλος μου κόμης Σολωμός, ο Βύρων των χωρών τούτων, επιθυμεί παρά σου τα

εξής έργα:

Schlegel, ιστορίαν της παλαιάς και νέας φιλολογίας κατά μετάφρασιν του Ambrosoli.

Page 115: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

115

Αξιοσημείωτο είναι, παρατηρεί ο Βελουδής, ότι ο Σολωμός ζητά οι μεταφράσεις να

είναι σε πεζό «και μάλιστα με μια τόσο ασυνήθιστη ένταση (Και αν δεν τα έχετε να τα

ζητήσετε ή και να τα κλέψετε ακόμα …), ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η

απόλυτη αυτή προτεραιότητα στις – ιταλικές και γερμανικές – αναγνωστικές ζητήσεις

του Σολωμού σήμαινε και μια νέα αξιολόγησή τους».130

Αργότερα ο Σολωμός θα

επιστρατεύσει για τις αναγνωστικές του ανάγκες τον φίλο και «συγγενή του

Νικόλαον Λούντζην, άνδρα επιστήμονα και λόγιον, κάτοχον της γερμανικής, να του

μεταφράζη εις πεζόν ιταλιστί ό,τι καλόν εκ της γερμανικής φιλολογίας και ό,τι νέον

εδημοσιεύετο» (τ. 6, σελ. 675). Πολύτιμος αρωγός του θα σταθεί και ο γερμανομαθής

Ιάκωβος Πολυλάς, ο οποίος επίσης «μετέφραζεν εις την ιταλικήν διάφορα μέρη από

τα έργα των γερμανών ποιητών διά να γνωρισθή ο Σολωμός με την γερμανικήν

φιλολογίαν» (τ. 14, σελ. 215). Ο Δε Βιάζης, μάλιστα κάνει την πρώτη (στα

Παναθήναια) υπαινικτική αναφορά στην ύπαρξη των ζακυνθινών κωδίκων. «Υπάρχει

εις την κατοχήν των συγγενών του», βεβαιώνει, «χειρόγραφον δεμένον εις όγδοον εκ

σελίδων 316, περιέχον αποσπάσματα και ποιήσεις του Σίλλερ και του Γκαίτε εις

ιταλικήν μετάφρασιν» (τ. 6, σελ. 675).

Εκείνο όμως που συγκεντρώνει την ιδιαίτερη προσοχή των Παναθηναίων

είναι η ηθελημένη μόνωση και η βαρυθυμία του ποιητή στα τελευταία χρόνια της

ζωής του. Ο Μ. Σιγούρος εμπιστεύεται την «υπεύθυνη» κρίση του Μαντζάρου.131

Ο

«Μάντζαρος διηγείται», γράφει ο Σιγούρος, «ότι ενώ συχνά [ο ποιητής] επεθύμει ένα

φίλον του και ησθάνετο μεγάλην ευχαρίστησιν όταν τον έβλεπε, ευθύς ολίγας στιγμάς

κατόπιν, εστρέφετο αφηρημένος αλλού και από τους οφθαλμούς του εφαίνετο ότι

επόθει την μοναξίαν» (τ. 14, σελ. 144).

Ο Νικ. Επισκοπόπουλος επίσης τονίζει την «τραγική» μοναξιά του: «όταν η

παραφροσύνη και η έμπνευσις εχόρευον δαιμόνιον και ένθεον χορόν εις την κεφαλήν

του ποιητού, ο Σολωμός παρέμεινε ο ακατάληπτος. Και δεν θέλω ένα ανέκδοτον

Λυρικά του Schiller, εις ιταλικήν ή γαλλικήν μετάφρασιν εις πεζόν.

La sposa di Messina, μετάφρασιν του Μαφέη.

Camillo Porzio, έκδοσις ή του Bettoni ή του Silvestri, κατ’ αυτάς εκδοθείσα.

Del Dialogo e dello Stile του Pallavisini.

Μετάφρασιν γερμανικών ποιήσεων του Belatti εις τόμους δύο.

Τα λυρικά του Schiller κατά πρώτον. Και να είνε (εξεύρω ότι είνε) εις πεζόν γαλλιστί ή ιταλιστί. Και εάν δεν τα έχετε, όπερ δυνατόν, να τα ζητήσετε ή και να τα κλέψετε, αν θέλετε. Εν ενί

λόγω, καλέ μου Ορλανδίνη, προσπαθήσετε να τα λάβω διά του πρώτου ταχυδρομείου. Στείλλετε και

τον λογαριασμόν αλλά να είνε χριστιανικός, όπερ θα παρακινήση τον Σολωμόν, όστις έχει χρήματα, να

σας κάμη και μεγαλυτέρας παραγγελίας. […]» (τ. 10, σελ. 324). 130

Βελουδής, Οι γερμανικές πηγές, ό.π., σελ. 38. 131 Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 250.

Page 116: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

116

αλλά μίαν λέξιν διά να δείξω όλην την μαύρην τρικυμίαν των τελευταίων του ετών. Ο

ποιητής μας λέγει κάποιος βιογράφος δεν ανεγίγνωσκε εις κανένα τα ποιήματά του,

δεν τα εδημοσίευε, δεν τα απήγγελλε καν εις τους στενότερους φίλους. Μία

απογοήτευσις διά τον κόσμον όλον, μία μόνωσις, μία ερήμωσις, η μισανθρωπία η

απόλυτος εσκίασαν τα τελευταία και τα μάλλον υπέροχα φτερουγίσματα του

Σολωμού. Ο ποιητής είχε κάμει άλματα, είχε ανέλθη επί τέλους, ευρίσκετο υψηλά.

Και ευρισκόμενος υψηλά ευρίσκετο παρασάγγας μακρούς από τους φίλους του, από

όλον τον κόσμον και καθίστατο ο ακατανόητος. Δεν ηρέσκετο πλέον παρά με τα

μικρά παιδία, με τον γέλωτα των αθώων των οποίων και ο Χριστός επέτρεψε την

προσέγγισιν. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι του ήσαν ξένοι και η τραγωδία η μεγάλη η

επαναλαμβανομένη με όλας τας μεγαλοφυΐας, η τραγωδία της υπεροχής η οποία

βλέπει αίφνης αυτήν έρημον και ορφανήν υπεράνω του κόσμου ενίκησε και τον

Σολωμόν» (τ. 4, σελ. 122). Σε αυτήν τη δύσθυμη ήττα του προσγράφεται και η

θρυλούμενη ποιητική δυστοκία του, η οποία επικυρώνεται και με την

κατηγορηματική δήλωση του Tommaseo ότι «κατά το τέλος της ζωής του ηργάζετο

δυσκολώτατα ο Σολωμός» (τ. 14, σελ. 211).

Το πάγιο πρόβλημα της σολωμικής ποίησης, η δυσεξήγητη

αποσπασματικότητα του ώριμου έργου, συναντά για μια ακόμη φορά την απορία της

σολωμικής κριτικής. Ο Μ. Σιγούρος, για να δικαιολογήσει και να δικαιώσει την

όψιμη ποιητική πρακτική του Σολωμού, χρειάζεται να καταφύγει σε ένα λογοπαίγνιο,

που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πείθει για την ερμηνευτική αμηχανία του

μπροστά στο θέαμα των ημιτελών ποιημάτων. Ο Σολωμός, γράφει, όπως «και τόσοι

άλλοι ποιηταί, δεν έδωσ[ε] ποτέ την τελευταίαν μορφήν εις τα καλλίτερα ποιήματά

τ[ου]. Είναι μερικοί ποιηταί οι οποίοι επί μακρόν καλλιεργούν εν τω εγκεφάλω των

το σπέρμα της ιδέας πριν το διαμορφώσουν. είναι άλλοι οι οποίοι γράφουν ευθύς την

έμπνευσιν. Οι πρώτοι αφήνουν ημιτελή τα έργα των, οι άλλοι δεν γράφουν ποτέ

τέλεια έργα τέχνης» (τ. 11, σελ. 240).

Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρατεθεί ένα σύγχρονό μας περίπου σχόλιο του

Γ. Βελουδή. «Το πρόβλημα της αποσπασματικότητας του ώριμου έργου του

Σολωμού, από την κερκυραϊκή αναθεώρηση του «Λάμπρου» ώς το τέλος της

δημιουργίας του, απασχόλησε όλους σχεδόν τους μελετητές του, με πρώτον ανάμεσά

τους και πάλι τον Πολυλά. Οι απαντήσεις που έδωσαν αποτελούν μια μεγάλη

κλίμακα αιτιολογικών προτάσεων, που μπορούν όμως, όλες σχεδόν, να συνοψιστούν

είτε σε ένα βιογραφικό μηχανισμό (η μακρόχρονη δικαστική του περιπέτεια με τον

Page 117: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

117

ετεροθαλή αδελφό του, η υποτιθέμενη οκνηρία του, ο θρυλούμενος αλκοολισμός του

ηλικιωμένου Σολωμού), είτε σ’ έναν απλοϊκό ψυχολογισμό (η φυσική ροπή του τον

έριχνε ολότελα έξω από το στίβο της μεγάλης του προσπάθειας), είτε, τέλος, σ’ ένα

γυμνό, γλωσσικά επικεντρωμένο φορμαλισμό (η ανεπάρκεια της δημοτικής γλώσσας

της εποχής του ή η γλωσσική ανεπάρκεια του ίδιου του Σολωμού)». 132

Η ευκολία με την οποία μπορεί να προσαρμοστούν οι παρατηρήσεις του

Βελουδή στις ερμηνευτικές προτάσεις που κατατίθενται στα Παναθήναια (παρά τη

χρονική απόσταση επτά ή και οκτώ δεκαετιών που χωρίζουν το περιοδικό από το

νεότερο μελετητή) είναι αποκαλυπτική για την ιστορία της πρόσληψης του Σολωμού

και τις παραδεδομένες αγκυλώσεις της:

Η δικαστική περιπέτεια: «εις την Κέρκυραν ο ποιητής φαίνεται διαφορετικός,

μετεβλήθη κάπως ο χαρακτήρ του. Συνέτεινε και η οικογενειακή εκείνη δίκη […]»

(Μ. Σιγούρος, τ. 14, σελ. 142). «Το πιθανώτερον είνε ότι ο Σολωμός, ένεκα των

τελευταίων του πικριών, χάσας την γαλήνην της ψυχής, δεν είχε πλέον την υπομονήν

ίσην προς την έμπνευσιν διά ν’αποτελειώνη ό,τι εσχεδίαζεν» (Γρ. Ξενόπουλος, τ. 3,

σελ. 68)

Η οκνηρία του: «κατά το τέλος της ζωής του ηργάζετο δυσκωλότατα ο

Σολωμός. Τούτο ο Θωμαζέος το αποδίδει εις την εκ φύσεως οκνηράν διάθεσιν του

ποιητού» (Μ. Σιγούρος, τ. 14, σελ. 211). «Ο Σολωμός ήτο πολύ οκνηρός όπως τον

εγνωρίσατε και είχεν ανάγκην κάποιον φίλον να τον ωθεί διά να εργασθή (Σπ.

Τρικούπης, τ. 4, σελ. 222).

Ο αλκοολισμός του: «και αυτό ακόμη το πλήθος των παραλλαγών […]

φανερόνει ακόμη και την ψυχικήν κατάστασιν του ποιητού, ο οποίος κατήχετο από

κάποιαν παθολογικήν σχεδόν αμφιβολίαν, από μίαν ασθένειαν θελήσεως, –

αποτέλεσμα ίσως του αλκοολισμού. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του, τωόντι, ο

Σολωμός κατελήφθη από το πάθος τούτο, και έπινε μάλιστα τόσον δυνατά, ώστε

κάποτε, προς τον υπηρέτην παντοπωλείου, ο οποίος ητοιμάζετο να προσθέση νερόν

εις το αψίνθιόν του, εφώναξε με θυμόν: “Saraceno, che fa [: Βάρβαρε, τι κάνεις]?”»

(Γρ. Ξενόπουλος, τ. 3, σελ. 68). «Αι ψυχικαί ανωμαλίαι υπήρξαν πρόδρομοι της

πνευματικής παραλύσεως του Σολωμού.[…] Ο αλκοολισμός προ παντός, ίσως και

άλλαι παθολογικαί αλλοιώσεις, επέφεραν την συγκέντρωσιν του πάθους εις τον

132 Βελουδής, Οι γερμανικές πηγές, ό.π., σελ. 392-393.

Page 118: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

118

εγκέφαλον. Τον είχε καταλάβει μία ψυχική δειλία και διά να την αποδιώκη

κατέφευγεν εις τα ποτά» (Μ. Σιγούρος, τ. 14, 216).

Η φυσική ροπή του τον έριχνε ολότελα έξω από το στίβο της μεγάλης του

προσπάθειας (η φράση ανήκει στον Γ. Σεφέρη): «ακόμη κι αν ευρεθούν όλα όσα

έγραψεν ο Διονύσιος και πάλιν αποσπάσματα θα είναι. Ήτον εκλεκτόν πνεύμα αλλά η

εύκολος φήμη, ο τίτλος του κόμητος και τα πλούτη τον έβλαψαν … Μη ειπήτε εις

κανένα […]» (Tommaseo, το παραθέτει ο Μ. Σιγούρος, τ. 14, σελ. 211). «Είναι

βέβαιον ότι ο Σολωμός ήκουσε την ορθήν υπόμνησιν των θαυμαστών του, ότι είχεν

εις την Ελλάδα την αποστολήν, την οποίαν εξεπλήρωσεν ο Δάντες εις την Ιταλίαν.

Αλλά ο Δάντες ήτο μεγάλος, δηλ. ήτο δυνατός και ήτον ακατάβλητος. Και όμως η

Κωμωδία τον έκαμε λεγνόν (macro). Ο Σολωμός ούτε δυνατός ήτον, ούτε επίμονος,

αλλ’ ουδέ καν φιλόδοξος. Ήτο ψυχή ευγενής, anima candida […]» (Σ. Μενάρδος, τ.

20, σελ. 184).

Και (λιγότερο εύστοχα) η ανεπάρκεια της γλώσσας ή καλύτερα, το

εκφραστικό δράμα του Σολωμού:133

«[…] νομίζω ότι κατά την εποχήν ταύτην

ακριβώς ήρχισεν η ενσυνείδητος εργασία του δημιουργού. […] Ο Σολωμός ησθάνετο

την σκέψιν βαθέως και διά να εκφράση την ιδέαν εις εντελείς στίχους επροηγείτο

μακρά και επίπονος διανοητική εργασία. Αι τελευταίαι του διανοητική προσπάθειαι

εζήτουν την αυτόνομον τέχνην η οποία ανευρίσκει εις τον εαυτόν της την αιτίαν και

τον σκοπόν της. Εις τα τελευταία του ποιήματα φαίνεται ως να αρνείται την πρώτην

του ποιητικήν εργασίαν, το πνεύμα του κουρασμένον και ολίγον ανήσυχον, από το

αντίκρυσμα της υπερτάτης τέχνης, περιφρονεί τους συνδυασμούς της

ομοιοκαταληξίας και τας εναλλαγάς του ρυθμού και ζητεί μίαν νέαν αρμονίαν εις την

ένωσιν της βαθυτέρας σκέψεως με την απλουστέραν μορφήν. Όπως ήτο ευαίσθητος ο

Σολωμός, η ιδέα εγεννάτο εις την σκέψιν του με μεγάλην έντασιν και

παραστατικότητα. […] Η ιδέα ήτο διά τον Σολωμόν ένα ψυχικόν πρόπλασμα, το

οποίον έπρεπε να επακολουθήση η εργασία. Συχνά περιπατών ο ποιητής εις την

Σπιανάδαν ανεζήτη μέσα εις την σκέψιν του την φεύγουσαν ρίμαν» (Μ. Σιγούρος, τ.

14, σελ. 211).

Τον Φεβρουάριο του 1849 το ελληνικό βασίλειο απένειμε στον Σολωμό το

παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος, «καθό διακριθέντα διά των ελληνικών

133

Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, “Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου”. Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό,

Εστία, 1999, σελ. 21.

Page 119: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

119

αισθημάτων [του] των εκφραζομένων εις πολλάς […] ποιήσεις, αίτινες διήγειραν

ενθουσιασμόν κατά τον υπέρ της Εθνικής ανεξαρτησίας Αγώνα» (τ. 18, σελ. 303).134

Ο Σολωμός πέθανε στην Κέρκυρα το 1857,135

«εις ηλικίαν πεντήκοντα εννέα

ετών» (τ. 4, σελ. 125). Τα Παναθήναια παρέχουν πληροφορίες για την προϊούσα

κατάπτωση των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων του ποιητή και λεπτομέρειες

για την τελευταίες στιγμές της ζωής του.136

Το ίδιο το γεγονός του θανάτου του είχε μεγάλη απήχηση στην Κέρκυρα. Η

Ιόνιος βουλή διέκοψε τις εργασίες της και κήρυξε δημόσιο πένθος (τ. 7, σελ. 370).137

«Μετά δεκαετίαν, ο αδελφός του Δημήτριος […] μετέβ[η] εις Κέρκυραν και

παρέλαβ[ε] τα οστά του ποιητού, διά να τα θάψουν εις την πατρίδα του. Ετάφησαν εις

την πλατείαν του Αγίου Μάρκου, η οποία έκτοτε μετωνομάσθη Πλατεία του

Ποιητού» (τ. 6, σελ. 568-569).138

Η αναθηματική επιγραφή στο σπίτι του Σολωμού στην Κέρκυρα (εύγλωττα)

αφιερώνεται στον «εθνικό ποιητή και της ελευθερίας υμνητή» (τ. 10, σελ. 324).

(ii). Ο Σολωμός στα γράμματά του.

Σημαντικότατη συμβολή των Παναθηναίων στη σκιαγράφηση του πορτρέτου

του Σολωμού αποτελεί η δημοσίευση εβδομήντα τεσσάρων (74) σολωμικών (ή

σολωμοκεντρικών) επιστολών, σε πλήρη ή, σπανιότερα, αποσπασματική μορφή.

134 Ο Δε Βιάζης δημοσιεύει τα σχετικά διατάγματα στα Παναθήναια, τ. 18, σελ. 303. 135 Ο Ξενόπουλος εσφαλμένα αναφέρει ως έτος θανάτου του Σολωμού το 1856: «ο Σολωμός, ως

γνωστόν, απέθανεν εις την Κέρκυραν, τω 1856» (τ. 6, σελ. 568). 136 «Κατά τα δύο τελευταία έτη της ζωής του εθόλωσεν η σκέψις του ποιητού. Φυσικός νόμος είναι το

όργανον εκείνο, που ηργάσθη περισσότερον από τ’ άλλα, να υποκύψη πρώτον. Είπαν ότι η σκέψις είναι μία νόσος από την οποίαν ημπορεί κανείς ν’ αποθάνη όπως από κάθε άλλο νόσημα. Μία

εγκεφαλική συμφόρησις έφερεν τον θάνατον εις τον ποιητήν. […]

Προησθάνετο το τέλος του ο ποιητής όταν έλεγεν εις τους φίλους του: – Γλίγωρα θα σας

αφήσω. Μίαν ημέραν ενώ ήτο άρρωστος ο ποιητής έδειξεν εις τους φίλους του οπού ήσαν εκεί ένα

κιβώτιον εις το οποίον εφύλαττεν όλα του τα χειρόγραφα. – Παιδιά μου, τους είπε αυτά είναι και πάρτε

τα. Εκείνοι όμως επειδή ήτο εκεί ο αδελφός του ποιητού Δημήτριος, γερουσιαστής τότε, δεν τα

επήραν. Τα χειρόγραφα εκείνα τα έφερεν ο Δημήτριος Σολωμός εις την Ζάκυνθον.

Ο ποιητής εξεψύχησεν απαγγέλλων ένα ποίημα διά τον διδάσκαλον της παιδικής του ηλικίας» (τ. 14,

σελ. 216).

«Ο ασθενής την νύκτα είχε διέλθη καλά, μάλιστα καθ’ όλον το διάστημα της συνήθους

αγρυπνίας του έψαλλε ποίημα αυτοσχέδιον διά τον διδάσκαλον της παιδικής του ηλικίας. Την πρωΐαν

ο θάνατος αιφνιδίως του αφήρεσε την πολύτιμον ζωήν του» (τ. 7, σελ. 370). 137 Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Βουλής δημοσιεύει ο Δε Βιάζης (τ. 7, σελ. 370). 138 «Επί του τάφου ανιδρύθη η προτομή του κ’ εχαράχθησαν επί του βάθρου οι εξής στίχοι του

αδελφού του Δημητρίου […]: Όταν τερπνά μας έσπρωχνε το κύμα, / τα λείψανά σου εχαίροντο, πως

τέλος / εκεί που ’δες το φως, θάχης και μνήμα. Και επί της άλλης πλευράς: Στη γη τη μητρική τα

δοξασμένα / οστά σου ύπνο γλυκύτατο ας κοιμώνται. / Αδελφέ! Κάλλιο εδώ παρά στα ξένα» (τ. 6, σελ.

569).

Page 120: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

120

Τρεις (3) από αυτές έχουν ως παραλήπτη τον Διονύσιο Σολωμό. Η πρώτη

αποστέλλεται από τον Γεώργιο Τερτσέτη. Οι άλλες δύο είναι αποσπάσματα

επιστολών του Δημήτριου Σολωμού προς τον αδελφό του.

Οι εξήντα οκτώ (68) επιστολές του Διονυσίου Σολωμού έχουν περιορισμένο

αριθμό αποδεκτών. Οι οκτώ (8) απευθύνονται σε φιλικά πρόσωπα του ζακυνθινού,

κυρίως, περιβάλλοντος (Αντ. Μάτεσι, Στ. Βούλτσο και από δύο επιστολές προς τους

Σπ. Πήλικα, Γ. Τερτσέτη και Γεώργιο Μαρκορά).139

Εξήντα (60) επιστολές

προορίζονταν για τον αδελφό του Δημήτριο.

Στον εντυπωσιακό αυτό επιστολογραφικό όγκο (αντιστοιχεί – σε μια πρώιμη,

ακόμη, εποχή – στο μισό περίπου της αλληλογραφίας του ποιητή που περιέχεται στον

Γ΄ τόμο των Απάντων)140

προστίθενται, καταχρηστικά, τρεις (3) ακόμη επιστολές,

υπογεγραμμένες από τρεις εξέχοντες άνδρες που ανήκαν στο περιβάλλον του

Σολωμού και έγραψαν (οι δύο από αυτούς μετά το θάνατό του) για τον μεγάλο τους

φίλο. Πρόκειται για τις επιστολές του G. Regaldi προς τον Γ. Ζαλοκώστα, του Σπ.

Τρικούπη προς τον Ι. Πολυλά και του N. Tommaseo προς τον Π. Χιώτη.

Το ενδιαφέρον των Παναθηναίων για τις επιστολές του Σολωμού (υπαρκτό,

αλλά αναγκαστικά σποραδικό, κατά τα πρώτα έτη της κυκλοφορίας του περιοδικού)

εκδηλώνεται έντονο στα 1909-1910, με την πολύτιμη συνδρομή του Σπ. Δε Βιάζη. Ο

χαλκέντερος επτανήσιος ιστοριοδίφης αποκτά πρόσβαση στο οικογενειακό αρχείο

Σολωμού141

και, με την άδεια του Δημητρίου Λούντζη Σολωμού,142

δημοσιεύει σε

συνέχειες τις εξήντα επιστολές προς τον Δημήτριο και αποσπάσματα δύο επιστολών

του Δημητρίου προς τον Διονύσιο Σολωμό.

Πέρα από τα εξήντα δύο γράμματα που αποτελούν την αλληλογραφία των δύο

αδελφών, οι στοχευμένες αναζητήσεις του Δε Βιάζη απέδωσαν στα Παναθήναια

πέντε ακόμη επιστολές (με χρονολογική σειρά δημοσίευσης: προς Α. Μάτεσι, προς

Στ. Βούλτσο, από Γ. Τερτσέτη, προς Γ. Τερτσέτη και την επιστολή του Regaldi). Η

139 Μόνο απόσπασμα της δεύτερης επιστολής, βλ. Παράρτημα: 7. – [58]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά». 140 «Σήμερα, το σύνολο των επιστολών του Σολωμού που ξέρουμε, εκδομένων και ανέκδοτων, είναι

147. σ’ αυτές πρέπει να προστεθούν και άλλες 36 προς τον ποιητή, του αδελφού του κυρίως, αλλά και

άλλων». Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 5. 141 Για τις περιπέτειες του αρχείου και τα αριθμητικά προβλήματα που προέκυψαν με τις επιστολές που

περιείχε βλ. Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. 427-441. 142 Ο Δημήτριος Λούντζης Σολωμός είναι ο εγγονός του Δημητρίου Σολωμού, γιος του Νικολάου

Λούντζη και της Αννέτας Σολωμού. «Οφείλομεν χάριτας», σημειώνει ο Δε Βιάζης «εις την

παραδειγματικήν ευγένειαν του αξιοτίμου κόμητος Δημητρίου Λόυντζη-Σολωμού, όστις, ανευρών εις

τα οικογενειακά του έγγραφα αρκετόν μέρος της αλληλογραφίας του εθνικού μας ποιητού μετά του

αδελφού αυτού Δημητρίου και άλλα αφορώντα τον βίον του μεγάλου συγγενούς του, μας τα

παρεχώρησε προς μελέτην και δημοσίευσιν» (τ. 17, σελ. 340).

Page 121: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

121

προσφορά του επομένως στο περιοδικό ανέρχεται σε ένα σύνολο εξήντα επτά

επιστολών, γεγονός που, αυτόχρημα, τον καθιστά τον κατεξοχήν εκδότη της

σολωμικής αλληλογραφίας για λογαριασμό των Παναθηναίων.143

Η πυκνότητα των δημοσιεύσεων στα 1909-1910144

προκαλεί την αντίρρηση, η

οποία παραδοσιακά εγείρεται στις περιπτώσεις που εκτιμάται ότι παραβιάζεται το

απόρρητο των ιδιωτικών επιστολών δημοσίων προσώπων. Ή αλλιώς, όταν υπερισχύει

η προσταγή του Α. Βλάχου, όπως την ανακαλεί ένας αναγνώστης των Παναθηναίων:

«κλείομεν ευλαβώς τα όμματα προς τον ιδιωτικόν βίον του ποιητού. Εάν άχαρι

πράττει έργον ο παρατηρών διά των κλείθρων, αχαριτώτατον βεβαίως πράττει ο

αναζητών υπό τον ποιητήν τον ιδιώτην» (τ. 18, σελ. 316). Ο απόηχος των

αντιδράσεων για τη δημοσιοποίηση της προσωπικής αλληλογραφίας του Σολωμού

καταγράφεται στο περιοδικό. «Δύο δημοσιογράφοι», επισημαίνεται, «ο ένας παλαιός,

ο άλλος πρωτόβγαλτος, έγραψαν και κατεδίκασαν την δημοσίευσιν των επιστολών

του Σολωμού εις τα “Παναθήναια”. Δεν ευρίσκουν, λέγουν, κανένα ενδιαφέρον να

διαβάζουν τας καθημερινάς επιστολάς του ποιητού – ο ένας μάλιστα φαίνεται ν’

αμφιβάλλη και διά την αξίαν του Σολωμού».

Τα Παναθήναια υπεραμύνονται της επιλογής τους. «Οι κύριοι αυτοί»,

γράφουν, «παίρνουν ως μέτρον του περιοδικού το ατομικόν των γούστον. Το τι θα

ημπορέση να χρησιμεύση μια ελαχίστη πληροφορία, μία φράσις μόνον εις τον

μελετητήν του ποιητού δεν το καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να το καταλάβουν. Μα τι

θέλουν λοιπόν; Να κάμωμεν λογοκρισίαν των επιστολών αυτών και να

δημοσιεύσωμεν μόνον ό,τι νομίζομεν ότι θ’ αρέση εις μερικούς; Κατεβάζομεν, λέγει

ο παλαιός δημοσιογράφος, τον ποιητήν από το βάθρον που τον έχει στήσει ο Έλλην,

με την δημοσίευσιν των καθημερινών επιστολών του. Τι να ειπούμε σ’ αυτό; Τον

θέλει φαίνεται τον ποιητήν να μην τρώγη, να μην πίνη, να κατοική στο πτωχοκομείον

και όχι σε σπίτι για να μην έχη δοσοληψίας χρηματικάς κλπ. Και να τα γράφουν αυτά

άνθρωποι της πένας!» (τ. 18, σελ. 315).

143 Τις υπόλοιπες επτά επιστολές παραχωρούν οι: Γ. Καλοσγούρος, Α.Σ. Μάτεσις, Γ. Στρατήγης,

Αντώνιος Ι. Κομούτος, Ν. Σπανδωνής και Μ. Σιγούρος. Η επιστολή του Τρικούπη στον Πολυλά προσφέρεται από ανώνυμο Κερκυραίο «φίλο» του περιοδικού (βλ. τ. 4, σελ. 221). 144 Με τη δημοσίευση των επιστολών συνεχίζεται η σειρά μελετών του Δε Βιάζη με τίτλο «Από τον

βίον και τα έργα του Σολωμού». Στο χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 1909 έως τον Ιανουάριο

του 1910 η μελέτη εκτείνεται σε εννέα τεύχη του περιοδικού: τ. 18, τχ. 1, σελ. 14-18 / τ. 18, τχ. 2, σελ.

40-45 / τ. 18, τχ. 4, σελ. 113-117 / τ. 18, τχ. 5, σελ. 166-167 / τ. 18, τχ. 7, σελ. 260-261 / τ. 18, τχ. 8,

σελ. 301-303 / τ. 19, τχ. 2, σελ. 56-57 / τ. 19, τχ. 3, σελ. 82-83 / τ. 19, τχ. 7, σελ. 230-233.

Page 122: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

122

Έτσι, παρακάμπτοντας τις όποιες ενστάσεις, τα Παναθήναια συνεχίζουν τη

δημοσίευση των επιστολών με κανονικότητα. Οι επιστολές παρουσιάζονται

αυτοτελώς,145

πάντοτε σε μετάφραση (σπανιότερα και με το ιταλικό πρωτότυπο) και

συνοδεύονται από σύντομα εισαγωγικά σημειώματα ή τα αναγκαία «ερμηνευτικά»

σχόλια. Συχνά χρησιμεύουν για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον βίο και

την πολιτεία του Διονυσίου Σολωμού ή λειτουργούν ως αδιάψευστα τεκμήρια που

επιβεβαιώνουν, με τον πιο πειστικό τρόπο, τον διαμορφούμενο (στα Παναθήναια)

μύθο γύρω από τη μορφή και το έργο του.

Η προσωπική αλληλογραφία του ποιητή, άλλωστε, προσφέρεται για κάθε

είδους επιδαψιλεύσεις. Ως «συγκείμενο» του ποιητικού του έργου, αποτελεί μια

πρόσθετη, αδιαμφισβήτητα αυθεντική και ίσως την πιο ευπρόσιτη όψη της

ανθρώπινης φυσιογνωμίας του. «Με το ποίημα», γράφει ο Λ. Πολίτης, «ανοίγει ο

ποιητής […] την ψυχή του, δίνει ό,τι έχει να πη με την πιο τέλεια μορφή, γιατί ξέρει

πως αυτό αποτείνεται στους πολλούς και για πολλές γενιές. […] Στο γράμμα όμως

δεν απευθύνεται στους πολλούς, παρά στον έναν, τον φίλο, τον δικό, βρίσκεται ο

ποιητής στη μοναχική του ώρα, μακριά από το κοινό του, μακριά από τον προορισμό

που τον βαραίνει. Στο γράμμα θ’ ανοίξη άφοβα την καρδιά» του.146

Ωστόσο δεν

έχουμε κανέναν θετικό τρόπο να γνωρίζουμε την εντύπωση που άφησαν τα γράμματα

του Σολωμού στον αναγνώστη των Παναθηναίων: πώς έκρινε τις διαχειριστικές

πρωτοβουλίες του ποιητή (ή την έλλειψή τους) πάνω σε ζητήματα περιουσίας, πώς

είδε την κοπιώδη αναζήτηση «χειροκτίων» για τις μικρές κόρες του Δημητρίου, ή πώς

αντέδρασε στα δύο «συγκλονιστικά»147

γράμματα του 1850, σχετικά με την

αυτοκτονία της Αγγέλικας, της μικρότερης ανεψιάς του.

Παρόλα αυτά, ανάμεσα στον προσωπικό και οικείο Σολωμό των επιστολών

και στον «εκπρόθεσμο» παραλήπτη τους, τον αναγνώστη του 1910, μεσολαβούν τα

επεξηγηματικά σημειώματα των Παναθηναίων. Διαφωτίζουν, επεξηγούν και

ερμηνεύουν (ενίοτε, ενδεχομένως και το αντίθετο) και σχηματίζουν (ψηφίδα την

ψηφίδα) το πορτρέτο του ποιητή. Αυτή ακριβώς η εικόνα μας ενδιαφέρει, γιατί στην

πραγματικότητα είναι η μόνη διαθέσιμη (αφού η άμεση επενέργεια του σολωμικού

145 Κάθε επιστολή αποτελεί «τεκμήριον αυτοτελές και ενδιαφέρον αυτό καθ’ αυτόν» (τ. 4, σελ. 221). Σημαντικότερη εξαίρεση αποτελεί η πρώτη (χρονολογικά) επιστολή, η οποία εντάσσεται στη μελέτη

του Γ. Καλοσγούρου για τα ιταλικά ποιήματα του Σολωμού. Συνήθως η δημοσίευση των επιστολών

αποτελεί αυτή καθ’ αυτήν ένα άρθρο. Τα περισσότερα από τα ευρήματα του Δε Βιάζη δημοσιεύονται

σε εννέα ομάδες. 146

Πολίτης, Ο Σολωμός στα γράμματά του, ό.π., σελ. 9. 147 Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, ό.π., σελ. 71.

Page 123: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

123

λόγου στον αναγνώστη είναι μη μετρήσιμη και αναγκαστικά απροσπέλαστη) και η

μόνη αποδεκτή (ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προτεραιότητες και τις

ευαισθησίες της δικής μας εποχής).

Έτσι, «εις τας επιστολάς ταύτας θα ίδη ο αναγνώστης ότι ο ποιητής μας

πολλάκις είναι πρακτικώτατος, φροντίζων πολύ διά τα οικονομικά του, ότι μέγα ήτο

το ενδιαφέρον διά τον αδελφόν του και την οικογένειάν του, ότι πολλάκις

συνεβούλευε τον αδελφόν του, ότι ο αδελφός του επίσης τον συνεβουλεύετο διά τα

πολιτικά, εις τα οποία ούτος ήτο εκ των δρώντων» (Δε Βιάζης, τ. 18, σελ. 16).

Ξεχωριστή μνεία γίνεται και στις επιστολογραφικές συνήθειες του Σολωμού. Ο Δε

Βιάζης, που έχει στα χέρια του σημαντικότατο όγκο της αλληλογραφίας, βεβαιώνει

ότι «ο ποιητής μετεχειρίζετο το γρηγοριανόν ημερολόγιον. Έγραφε εις ό,τι χαρτί

είχεν ενώπιόν του. […] Εις πολλάς επιστολάς δεν έθετε την ημερομηνίαν ή το έτος.

Αι πλείσται είναι γραμμέναι εν βία. Μετεχειρίζετο βουλοκέρι. Αι περισσότεραι είναι

σφραγισμέναι με σφραγίδα φέρουσαν τα οικόσημα της κομητείας του. Ο ποιητής

επροτίμα το ταχυδρομείον. Μόνον οσάκις εύρισκε πρόσωπον απολύτου

εμπιστοσύνης, τας ενεπιστεύετο εις αυτό διά να δοθούν εις τας ιδίας χείρας του

αδελφού ή φίλων» (τ. 17, σελ. 340). Εντύπωση προκαλούν και οι ιδιαίτερες

προφυλάξεις που έπαιρνε ο Σολωμός, προκειμένου να διασφαλίσει το «απόρρητο»

της προσωπικής του αλληλογραφίας. Έτσι, η «παραγγελία καταστροφής των

επιστολών» (που επανέρχεται σε πολλά από τα υστερόγραφα), οι συχνές

«κρυπτογραφικές» αναφορές σε γνωστά πρόσωπα και πράγματα της εποχής (π.χ.

«γάττα, μπάρμπα, κατσίδι κλ.») και οι εσκεμμένες αποσιωπήσεις (με τη σημείωση

του αρχικού μόνο γράμματος, αντί ολόκληρου του ονόματος)148

ερμηνεύονται στο

πλαίσιο της έμφυτης διακριτικότητας ή της επίκτητης φιλυποψίας του Σολωμού. Με

την ευκαιρία δίδεται και ένας σύντομος χαρακτηρισμός. «Εφοβείτο ο ποιητής»,

σχολιάζει και πάλι ο Δε Βιάζης, «την περιπλάνησιν των επιστολών, διότι ήτο και

πολύ λεπτός, προφυλακτικός και δεν ήθελε να παρεξηγηθή ποτέ. Είχε μεγάλην πείραν

των ανθρώπων, διότι ήτο και ψυχολόγος. Είχε μεγάλο θάρρος. Περιεφρόνει εκείνους,

οίτινες ήσαν άξιοι περιφρονήσεως. Εφοβείτο πολύ τους ραδιούργους, τους

μοχθηρούς, τους κόλακας και τους ιδιοτελείς. προσεπάθει δε να μη δώση αφορμάς εις

τας μαύρας ψυχάς. Είχεν αντιπάθειαν προς τους φιλαργύρους» (τ. 17, σελ. 340). Η

148 Κάποτε, στο συνηθισμένο (ανάμεσα στα αδέλφια) παιχνίδι των αποσιωπήσεων παίρνει αυθαίρετα

μέρος και ο ίδιος ο Δε Βιάζης. Βλ. Παράρτημα: 44. – [115]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 301, Σπ.

Δε Βιάζης).

Page 124: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

124

συνήθης τακτική, τέλος, του Σολωμού να αποστέλλει τα γράμματά προς τον αδελφό

του, σημειώνοντας πάντοτε επιμελώς τον επίσημο τίτλο του παραλήπτη οδηγεί στο

συμπέρασμα ότι ο ποιητής ήταν τυπικότατος «ενώπιον τρίτου» (τ. 18, σελ. 260).

Ως προς το περιεχόμενό τους (άμεσο και εύγλωττο από μόνο του), οι

επιστολές δεν αποτελούν αντικείμενο εξαντλητικού σχολιασμού. Απομονώνονται

όμως ορισμένα σημεία ειδικού ενδιαφέροντος.

Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο επιστολές προς τον Γ. Μαρκορά προτείνονται ως

θεωρητική διακήρυξη του Σολωμού που δικαιώνει και δικαιολογεί την

αυτοπροαίρετη (κι ευφρόσυνη ακόμη στα 1830-31) απομόνωσή του στην Κέρκυρα. Ο

Καλοσγούρος τις θεωρεί επίσης ένδειξη «χαρακτηριστικωτάτη» της «θερμοτάτης»

φιλίας που ένωνε τους δύο άντρες.149

Η μεγάλη επιστολή του 1833 προς τον Γ. Τερτσέτη,150

με την οποία ο

Σολωμός, εγκαλεί, μεταξύ άλλων, τον (δήθεν) αποσκιρτήσαντα φίλο για τα πεζά

κείμενα που έγραψε σε γλώσσα καθαρεύουσα (και «τόσον εσκανδάλισαν τον

Σολωμόν εν Κερκύρα»), αναγνωρίζεται ως κείμενο ποιητικής και γλωσσικό

μανιφέστο: «ολόκληρον πρόγραμμα και ολόκληρος πολεμική, ουχί ως σάλπισμα προς

το κοινόν, αλλ’ ως φιλική εξομολόγησις και φιλική μομφή και παραίνεσις» (τ. 5, σελ.

245).

Το ίδιο γράμμα, στο οποίο ο Σολωμός ομολογεί την «παροδική» ανέχειά του,

σε συνδυασμό με την επιστολή του Τερτσέτη προς τον Σολωμό (που προηγείται

χρονικά),151

χρησιμεύουν παραδόξως στον Δε Βιάζη, για να αποδείξει τη μεγάλη

οικονομική άνεση του Σολωμού. Προσκομίζοντας την επιστολή ως ένδειξη

γενναιοδωρίας του ποιητή προς «τους απόρους λογίους και εν γένει ανθρώπους των

γραμμάτων», εστιάζει – χάριν ακριβείας – στο αίτημα του Τερτσέτη για χρηματικό

δάνειο από τον Σολωμό. «Το κείμενον της επιστολής του Σολωμού», διευκρινίζει,

«έχει dieci oboli δέκα όβολα». Όμως ο Τερτσέτης ζήτησε «δέκα τάλληρα [dieci

tallari: «το τάλληρον ήτο εξ δραχμαί, διό εζήτει εξήκοντα δραχμάς»] αλλά δυστυχώς

την στιγμήν εκείνην ο ποιητής μας δεν τα είχε. Ο Σολωμός υπενθυμίζων εις τον φίλον

του το γεγονός είπε δέκα όβολα διά να δείξη το μικρόν ποσόν, διότι πράγματι διά τον

Σολωμόν το τάλληρον είναι όβολον» (τ. 18, σελ.15).

149 Παράρτημα: 1. – [57]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά» (τ. 4, σελ. 105, Γ. Καλοσγούρος) και, επίσης, 7. –

[58]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά» (τ. 14, σελ. 144, Μ. Σιγούρος). 150

Παράρτημα: 2. – [75]. «Προς Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 5, σελ. 245-247, Α. Σ. Μάτεσις). 151 Παράρτημα: 8. – [Β4]. «Από Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 18, σελ. 15-16, Σπ. Δε Βιάζης).

Page 125: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

125

Στο πλαίσιο της απλόχερης γενναιοδωρίας του ποιητή εντάσσονται δύο ακόμη

γράμματα. Στην πρώτη περίπτωση, μια αναφορά του ποιητή, σε επιστολή προς τον

αδελφό του,152

οδηγεί στη διευκρίνιση ότι «ο Σολωμός ηγγυήθη διά τα τυπογραφικά

έξοδα» ενός συγγράμματος του Ιταλού λόγιου Paolo Costa και τελικά «επλήρωσε

διότι ολίγοι των συνδρομητών επλήρωσαν» τα οφειλόμενα. Το δεύτερο γράμμα

προσφέρει μια ακόμη ευκαιρία για σύντομη σκιαγράφηση του ποιητή.153

Εκκινώντας

από την ομολογημένη αδυναμία του Σολωμού να αρνηθεί σε οποιονδήποτε του ζητά

ελεημοσύνη, ο Δε Βιάζης σχολιάζει: «άπαντες οι σύγχρονοι διηγούνται τας

ελεημοσύνας και την αγάπην του ποιητού προς τον πάσχοντα πλησίον. Ήταν

αδύνατον να αρνηθή την συνδρομήν του εις οιονδήποτε». Ακολουθεί παράθεση

παραδειγμάτων της φιλανθρώπου και ελεήμονος στάσης του Σολωμού:

ακολουθούμενος κάποτε από επαίτες και «επειδή δεν είχε χρήματα να τους ελεήση,

επήγε εις τινα αρτοπώλην και τον διέταξε να δώση εις αυτούς όσον ψωμί ήθελον και

να στείλη έπειτα τον λογαριασμόν εις την οικίαν του. Τους πρόσφυγας Ιταλούς αδρώς

εβοήθει. Το αυτό κρυφά έκαμνεν εις τας πτωχάς οικογενείας τας μη δυναμένας να

θυροδέρνουν. Ημέραν τινά ήκουσεν ότι επρόκειτο να γίνη έξωσις μιας πτωχής

οικογενείας με έξη παιδιά και με άρρωστον τον πατέρα. Αμέσως επροσκάλεσε τον

νοικοκύρην του σπιτιού. Επλήρωσε τα χρεωστούμενα και επροπλήρωσε διά άλλον

νέον χρόνον. Όταν επήγεν η μητέρα κλαίουσα να τον ευχαριστήση, είπεν εις αυτήν:

Δεν ξέρω τι μου λες» (τ. 18, σελ. 167).

Μια ακόμη όψη της φυσιογνωμίας του «άγνωστου» Σολωμού που φωτίζεται

με τις επιστολές είναι η παιγνιώδης και ανάλαφρη διάθεση του ποιητή απέναντι στους

φίλους του. Ένα πρώτο δείγμα της είναι η φαιδρή ιστορία που διηγείται ο ίδιος ο

Σολωμός στον Μαρκορά.154

Ο πρωταγωνιστής της, «το κωμικό πρόσωπο», που

προσπαθεί εναγωνίως και ανεπιτυχώς να προφέρει σωστά τη λέξη Ciancie

(:φλυαρίες), είναι ο περιβόητος γιατρός Ροΐδης, μας διαβεβαιώνει ο Καλοσγούρος.

Ωστόσο η ιστορία έχει διαβαστεί και ως ειρωνική, αυστηρά κριτική αυτό-αναφορά.155

Μια άλλη επιστολή του Σολωμού, προς τον Αντ. Μάτεσι,156

βασίζεται

ολόκληρη σε ένα λογοπαίγνιο. «Ο ποιητής ήτο ευχάριστος», μας πληροφορεί με αυτή

την αφορμή ο Δε Βιάζης, «και οσάκις εζήτει κάτι, πάντοτε προσεπάθει ν’

152 Βλ. Παράρτημα: 13. – [65]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 41-42, Σπ. Δε Βιάζης). 153 Βλ. Παράρτημα: 29. – [99]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 166, Σπ. Δε Βιάζης) 154 Βλ. Παράρτημα: 1. – [57]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά» (τ. 4, σελ. 105, Γ. Καλοσγούρος) 155 Ελένη Τσαντσάνογλου, Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το αυτόγραφο τετράδιο

Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή, Ερμής, Αθήνα, 1982, σελ. 160-161. 156 Βλ. Παράρτημα: 3. – [41]. «Προς Αντώνιο Μάτεση» (τ. 6, σελ. 718, Σπ. Δε Βιάζης)

Page 126: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

126

αστειεύεται. Ζητών ποτέ παρά του φίλου του Αντωνίου Μάτεσι, του συγγραφέως του

Βασιλικού, τας Ποιήσεις του Κατούλλου διά της μαγειρίσσης της επιφερούσης την

επιστολήν […] παίζει ενταύθα με την λέξιν tradotto, σημαίνουσαν και την

μεταφοράν και την μετάφρασιν». (τ. 6, σελ. 718).

Ένα ακόμη γράμμα της ζακυνθινής περιόδου157

είναι «χαρακτηριστικό, όχι

μόνο για τον παιγνιδιάρικο τρόπο που είναι γραμμένο, αλλά και για την πρώιμη

μελαγχολία που φανερώνει ο Σολωμός».158

Ο «πρωτότυπος»159

αποδέκτης του είναι

ένα αγοράκι λίγων μηνών, ο μικρός γιος του Διονυσίου Βούλτσου.160

«Ο Βούλτσος

δέχεται την πρότασιν του ποιητού να του βαπτίση το παιδί του, υπό τον όρο όμως να

μην προσφέρει κανένα δώρον κατά την βάπτισιν, ως είναι συνήθεια. Ο ποιητής

δέχεται τον όρον, βαπτίζει το παιδί και ονομάζει αυτό Στέφανον. Μετά οκτώ ημέρας

μεταβαίνει να ίδη το παιδί και κρυφά θέτει εις την φασκιά εν χρυσούν ωρολόγιον με

δύο ωραία χρυσά σιγήλια» και την επιστολή. «Από τα δύο σιγίλια του ωρολογίου το

έν φέρει το οικόσημον, το δε άλλο την λατινικήν επιγραφήν: verum amo, verum volo

[: αγαπώ την αλήθεια, θέλω την αλήθεια]. Ο σεβαστός γέρων κ. Στέφανος Βούλτσος,

διαφυλάττει θρησκευτικώς τα κειμήλια ταύτα του μεγάλου νουνού του», μας

πληροφορεί ο Δε Βιάζης (τ. 6, σελ. 677).

Η επίσημη επιστολή, τέλος, με την οποία ο Σολωμός ζητεί από τον φίλο του

και ακαδημαϊκό Σπ. Πήλικα την πρόσληψη του Tommaseo στο νεοσύστατο

Πανεπιστήμιο της Αθήνας,161

εκτιμάται ως ένδειξη του «αγνού πατριωτισμού» και

της φιλόστοργης μέριμνάς του για την πατρίδα.

Αντίθετα με τις επιστολές προς τους φίλους, οι επιστολές προς τον Δημήτριο

δίνουν αφορμή για πιο προσωπικές πληροφορίες. Η πρώτη, γραμμένη αμέσως μετά

την επίσκεψη του Σολωμού στη Ζάκυνθο (στα 1831),162

αποτελεί τεκμήριο της

συμφιλίωσης των δύο αδελφών («επιβεβεοί ότι η παλαιά μεταξύ των αδελφών αγάπη

είχεν επανέλθη»). Ο Δε Βιάζης σωρεύει πληροφορίες για τα πρόσωπα που

αναφέρονται στο γράμμα, συνθέτοντας μια επιλεκτική γενεαλογία της οικογένειας

Σολωμού.163

157 Βλ. Παράρτημα: 4. – [51]. «Προς Στέφανο Βούλτσο» (τ. 6, σελ. 676-677, Σπ. Δε Βιάζης) 158 Πολίτης, Ο Σολωμός στα γράμματά του, ό.π., σελ. 17. 159 Αυτόθι, σελ. 16. 160 Για την περίεργη φιλία του Σολωμού με τον Διονύσιο Βούλτσο βλ. Τσαντσάνογλου, Μια

λανθάνουσα ποιητική σύνθεση …, ό.π., σελ. 87-90. 161 Βλ. Παράρτημα: 6. – [94]. «Προς Σπυρίδωνα Πήλικα» (τ. 8, σελ. 204-205, Αντώνιος Ι. Κομούτος) 162 Βλ. Παράρτημα: 9. – [60]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 16-17, Σπ. Δε Βιάζης). 163

«Η Ελένη ήτο της οικογενείας Αρβανιτάκη και εγέννησε δύο κόρας την Αγγελικήν, ήτις απέθανε

και την απηθανάτισεν ο ποιητής διά ολίγων στίχων και δι’ επιστολών, τας οποίας κατωτέρω ο ευμενής

Page 127: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

127

Μια μεταγενέστερη επιστολή του Σολωμού τον εξωθεί σε μάταιες

αναζητήσεις στην αδιερεύνητη περιοχή της ερωτικής ζωής του Σολωμού.164

Η

απροσδόκητη αναφορά του ποιητή στη «μνηστή του» (στην οποία φαίνεται ότι

στέλνει δώρο «νευρόσπαστα») παρασύρει τον Δε Βιάζη στο συμπέρασμα ότι «εκ της

επιστολής ταύτης διά πρώτην φοράν μανθάνομεν ότι ο ποιητής είχε μνηστήν.

Άγνωστον ημίν τις ήτο αύτη και διά ποίον λόγον δεν ετελέσθη ο γάμος. Οι επιζώντες

ανεψιοί του ποιητού ουδέν περί τούτου θετικόν γνωρίζουσι» (τ. 18. σελ. 45).165

Κατά τα άλλα, η συμπαγής ομάδα των επιστολών προς τον Δημήτριο, για

λόγους ευνόητους, προσφέρεται ιδιαίτερα για πρόχειρα βιογραφικά σκιτσαρίσματα.

Σε αλλεπάλληλες παρεκβατικές αναφορές ο Δε Βιάζης επιχειρεί να χαράξει, με

σύντομες και αδρές γραμμές, τα αναγκαία περιγράμματα. Πληροφορούμαστε,

επομένως, ότι «ο Σολωμός ήτο θιασώτης με τους ειλικρινείς, εντίμους και έχοντας

χαρακτήρα. Ούτοι ήσαν κύριοι της καρδίας του. Ιδιαιτέρως απέφευγεν τους ιδιοτελείς

και διπροσώπους και φαύλους και φθονερούς» (τ. 18, σελ. 114).166

Μαθαίνουμε

επίσης ότι ο χαρακτήρας του Σολωμού ήταν έκρυθμος «αλλ’ ο θυμός του περνούσε

γρήγορα και εντός ολίγων λεπτών ήτο ήρεμος ως άγγελος. […] Εμίσει φοβερά τους

αγνώμονας, με τους οποίους αμέσως διέκοπτε πάσαν σχέσιν» (τ. 18, σελ. 115).167

Ή

ότι «ο ποιητής πολύ ελυπείτο διά την διαφθοράν των ημερών του» (τ. 18, σελ.

260).168

Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον Δημήτριο (ο οποίος «πάντοτε του εσύσταινε

οικονομίαν») «ο ποιητής ήτο πολύ γενναίος [γενναιόδωρος] και ελεήμων». Φαίνεται

μάλιστα ότι πέθανε πριν προλάβει να «βρεθ[ή] ελεύθερος από κάθε χρέος» (τ. 19,

σελ. 232,233).

Η τελευταία καταχώρηση του Δε Βιάζη επιβεβαιώνει ότι «τον ποιητήν

εσέβοντο πολύ όλοι οι Άγγλοι. Οι ανώτεροι αξιωματικοί και ο Αρμοστής ο ίδιος

οσάκις τον συνήντων, εσταματούσαν διά να τον χαιρετήσουν. Και ο Αρμοστής, εφ’

αμάξης ευρισκόμενος μετά της συνοδείας, διέτασσε να σταματήση η άμαξα όπως τον

χαιρετήση. Επίσης το άνθος της κερκυραϊκής κοινωνίας μεγάλως τον εσέβετο, ως και

αναγνώστης θα αναγνώση, και την Άνναν, ήτις εγένετο σύζυγος του Νικολάου Λούντζη, πατρός του

ζώντος κ. Δημητρίου, όστις ευηρεστήθη να μας παραχωρήση τας επιστολάς, ας δημοσιεύομεν. Ο

Ροβέρτος ήτο ετερομήτριος αδελφός του, λαβών διά σύζυγον την Στέλλαν Μακρή και ετέκνωσε πολλά

παιδία, τα οποία απέθανον και μόνον επέζησεν η Μπετίνα, ήτις εγένετο σύζυγος του Νικολάου

Κυβετού, της οποίας οι απόγονοι ζώσι» (τ. 18, σελ. 17-18). 164 Βλ. Παράρτημα: 16. – [77]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 44-45, Σπ. Δε Βιάζης). 165 Το πιθανότερο είναι ότι ο Σολωμός αναφέρεται σε κάποιο κοριτσάκι (το οποίο ονομάζει παίζοντας

«μνηστή» του) και του στέλνει κούκλες. Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 262-263 166 Βλ. Παράρτημα: 20. – [79]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 114, Σπ. Δε Βιάζης). 167

Βλ. Παράρτημα: 21. – [81]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 114-115, Σπ. Δε Βιάζης). 168 Βλ. Παράρτημα: 37. – [107]. «Προς Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 18, σελ. 260, Σπ. Δε Βιάζης).

Page 128: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

128

ο λαός. Γνωρίζων τούτο ο αδελφός του, ενίοτε πιεζόμενος του εσύσταινε φίλον ή

γνώριμον διά ρουσφέτι, αλλ’ ο ποιητής εθύμωνε, διότι ουδέποτε ήθελε να συστήση

άνθρωπον. Και όταν υπεχρεούτο να το κάμη, το έκαμνε με στενοχωρίαν. Ο ποιητής

δεν ήθελε να του επιβάλλωνται. Ήθελε να τιμωρείται η κακία, να είναι ελευθέρα η

δικαιοσύνη, να μη πιέζωνται αι αρχαί διά να κάμουν αδικίας. να τιμώνται και να

βραβεύωνται οι ενάρετοι και οι τίμιοι» (τ. 19, σελ. 232).169

Αν σε αυτές τις μαρτυρίες προστεθούν και οι (αμφίβολης χρησιμότητας)

πληροφορίες σχετικά με τις προτιμήσεις του Σολωμού για τη ζακυνθινή βερδέα170

(«πάντοτε από την καλλιτέραν ποιότητα») και την αδυναμία του στα «παξιμάδια με

σταφίδα» («από την εκλεκτήν καζαλίνα»),171

προκύπτει μια πρώτη, αδρή εικόνα του

(εκλαϊκευμένου) ηθικού μεγαλείου του Σολωμού.

Επιλογικά στον Σολωμό του Δε Βιάζη, ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα

σχόλιά του στις δύο επιστολές του 1850172

που αφορούν την αυτοκτονία της

(δεύτερης κόρης του Δημητρίου) Αγγέλικας. Παρακάμπτοντας τη σωρεία των

πληροφοριών που παραθέτει για τη νεαρή αυτόχειρα, αξίζει να σταθούμε σε δύο

σημεία:

Το πρώτο παρουσιάζει γραμματολογικό ενδιαφέρον, καθώς μαρτυρεί

ολοκληρωμένη εκδοχή του ποιήματος «Εις το θάνατον της ανεψιάς του», το οποίο

παραδίδεται από τον Πολυλά σε ημιτελή μορφή.173

Ο Δε Βιάζης διαβεβαιώνει ότι ο

Σολωμός «έγραψε, διά το δυστύχημα, ποίημα, του οποίου ο Πολυλάς ατυχώς μόνον

στίχους ηδυνήθη να εύρη. Ο Δημήτριος Μινώτος μας επεβεβαίωσεν, ότι ο ποιητής

έστειλεν εις Ζάκυνθον ολόκληρον το ποίημα, ότι το εδιάβασεν, αλλά δεν το

εκράτησεν εις την μνήμην, ουδέ έκαμε αντίγραφον» (τ. 19, σελ. 56-57).

Το δεύτερο σημείο έχει αξία από τη σκοπιά της άμεσης πρόσληψης. Ο Δε

Βιάζης πληροφορεί ότι ο Σολωμός, «κατά τας ημέρας του δυστυχήματος, είχε κακήν

προαίσθησιν διά την ανεψιάν του» (τ. 19, σελ. 56) Λίγο παρακάτω προσθέτει: «θα

παρετήρησεν ο αναγνώστης ότι ο ποιητής, ως πολλοί άλλοι μεγάλοι άνδρες έβλεπεν

οράματα. Έπασχεν από υπερδιέγερσιν του εγκεφάλου. Ο αδελφός του είς τινα

επιστολήν του 1853, γράφει ότι ο ποιητής από νεανικής ηλικίας ωραματίζετο και

ενόμιζεν ότι συνδιελέγετο με προσφιλή πρόσωπα αποθαμένα ή απόντα» (τ. 19, σελ.

169 Βλ. Παράρτημα: 70. – [Β30]. «Από τον Δημήτριο (απόσπασμα)» (τ. 19, σελ. 232, Σπ. Δε Βιάζης). 170 «Βερδέα: ωραίος μελίχρους οίνος της Ζακύνθου με ωραίαν γεύσιν» (τ. 14, σελ. 208). 171 Βλ. Παράρτημα: 70. – [Β30]. «Από τον Δημήτριο (απόσπασμα)» (τ. 19, σελ. 232, Σπ. Δε Βιάζης). 172 Βλ. Παράρτημα: 52. – [125]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης) και 53. – [126].

«Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης) 173 Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 260 και 361.

Page 129: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

129

57). Στο αμέσως επόμενο τεύχος των Παναθηναίων απαντά το εξής σχόλιο, το οποίο

επιβεβαιώνει την ταχύτητα των ανταποκρίσεων και την άμεση προσληψιμότητα των

μαρτυριών του Δε Βιάζη: «Εις το προηγούμενον τεύχος των “Παναθηναίων”, εξηγών

ο συνεργάτης μας κ. Δε Βιάζης τας επιστολάς του Σολωμού, όπου αναφέρεται ότι

έκαμε μακράς συνομιλίας με την αποθαμένην ανεψιάν του, παρατηρεί ότι “ο ποιητής,

ως, πολλοί μεγάλοι άνδρες, έβλεπεν οράματα και ενόμιζεν ότι συνδιελέγετο με

προσφιλή πρόσωπα αποθαμένα ή απόντα”. Κατά σύμπτωσιν, εις έν από τα τελευταία

τεύχη της “Ερεύνης” του κ. Π. Δρακούλη βλέπομεν ότι οι “μυχιολόγοι” του Λονδίνου

θεωρούν και τον Γκαίτε ότι υπήρξε μυχιολόγος. Επίστευεν ο μέγας ποιητής

ακραδάντως εις την μετενσάρκωσιν και είχε βαθύ σέβας προς τα μυχιολογικά

φαινόμενα, κρίνων ότι παν φαινόμενον δύναται να εξηγηθή υπό νόμων διαφευγόντων

την ημετέραν επίγνωσιν [κλπ.]» (τ. 19, σελ. 94).

Η εικόνα του Σολωμού, όπως αυτή διαγράφεται ως τώρα, είναι αρκετά σαφής.

Με εμφανή προτεραιότητα στις ηθικές ποιότητες, τονίζεται η αδιάφθορη εντιμότητά

του, η απλόχερη γενναιοδωρία του, η ανυποχώρητη αποστασιοποίησή του από την

πολιτική θέση του αδελφού του, το ισχυρό αίσθημα του δικαίου που ρύθμιζε τη ζωή

του, η ανοικονόμητη διαχείριση του θυμικού και της περιουσίας του και, τέλος, τη

«μυστικιστική» ροπή προς ονειροφαντασίες και οράματα.

Η επιστολή του Τρικούπη174

θα προσθέσει σε αυτήν την εικόνα την πρώιμη

φήμη, την πρόωρη εκκεντρικότητα και τη μόνιμη οκνηρία του.

Ο Regaldi175

θα ενισχύσει την εντύπωση, κάνοντας λόγο για τον λαμπρό

προφορικό λόγο του ποιητή, τα φιλοϊταλικά του αισθήματα και τις γλωσσικές του

ιδέες. Υπερτερεί176

η εικόνα του μοναχικού ποιητή, που αποφεύγει τη συντροφιά των

ανθρώπων και καταδέχεται μόνο τα παιχνίδια των μικρών παιδιών.

(iii). Ήθος και έθη.

Αυτή η εικόνα, «η σιωπηλή και μοναχική παρουσία του ποιητή», παρατηρεί ο

Δ. Πολυχρονάκης, «αποτέλεσε ένα θέαμα το οποίο πάντα κέντριζε το ερμηνευτικό

ενδιαφέρον των συγχρόνων του».177

Η ίδια φιλοπερίεργη διάθεση κληροδοτήθηκε και

στη μεταγενέστερη γενιά των Παναθηναίων, μαζί με τα στερεοτυπικά πια

174 Βλ. Παράρτημα: 73. – «Από Σπυρίδωνα Τρικούπη προς Ιάκωβο Πολυλά» (τ. 4, σελ. 221-222,

Ανωνύμως) 175 Βλ. Παράρτημα: 72. – «Από Giuseppe Regaldi προς Γεώργιο Ζαλοκώστα» (τ. 19, σελ. 82-83, Σπ.

Δε Βιάζης 176

Λόγω της έκτασης που κατέχει στην περιγραφή. 177 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 121.

Page 130: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

130

«στιγμιότυπα», τα οποία παρουσιάζουν τον Σολωμό, μόνο του ή με εκλεκτή

συντροφιά, κάτω από τον μεσημβρινό ήλιο, ή «υπό το φως της σελήνης», να

απολαμβάνει τους περιπάτους του στη Σπιανάδα ή το Κανόνι της Κέρκυρας,. Οι

διηγήσεις για τις τυχαίες διασταυρώσεις του με ανυποψίαστους περαστικούς

τελειώνουν σχεδόν πάντοτε άδοξα για τους δεύτερους. Σύμφωνα με όλες τις

μαρτυρίες, εξαίρεση της όψιμης αντικοινωνικής του συμπεριφοράς αποτελούν μόνο

τα παιδιά.178

«Το ενδιαφέρον του Σολωμού για τα παιδιά είναι γνωστό και από σειρά

ποιημάτων του» επισημαίνει ο Στ. Αλεξίου, «και από λεπτομέρειες τις καθημερινής

του ζωής. Το ίδιο, σπάνιο στην παγκόσμια ποίηση, στοιχείο της ψυχικής επαφής του

ενήλικου με το πολύ μικρό παιδί (που για τον Σολωμό είναι χαριτωμένη, θεία και

πλήρης ύπαρξη) απαντά» με μεγάλη συχνότητα και στα Παναθήναια.179

Αν με τις

επιστολές δεν έγινε φανερή η τρυφερή αφοσίωση του Σολωμού στις μικρές κόρες του

αδελφού του, μια πληθώρα παραθεμάτων μαρτυρεί την ανιδιοτελή προσήλωσή του

στα «αθώα πλάσματα». Οι βιογράφοι του μάλιστα βεβαιώνουν ότι μεριμνούσε

προκαταβολικά και «είχε τα θυλάκιά του γεμάτα από γλυκίσματα» που προορίζονταν

για τα παιδιά, όπως άλλωστε και τα παιχνίδια, που αφειδώς τους προσέφερε.180

Ειδικά «εις το τέλος της ζωής του εζητούσε περισσότερον την συντροφιάν των

παιδιών», γράφει ο Μ. Σιγούρος. «Όταν η σκιά του θανάτου ήρχισε να σκεπάζη το

πνεύμα του ποιητού η ψυχή του εσύρετο προς την αγνήν αγάπην των μικρών παιδιών.

Πριν σβυσθή η ψυχή του εζήτει να στηριχθή διά τελευταίαν φοράν εις την γαλήνην

της αγάπης; Ή, εις την δύσιν της ζωής του ακόμη, του εχάριζεν η φύσις όλην την

μέθην μιας χαραυγής;» (τ. 14, σελ. 207). Προφανώς και τα δύο, όπως υποδεικνύει

(σημειωτικά) η συνήθης τρυφερή προσφώνηση προς ένα οκτάχρονο αγοράκι: «μ’

έκραζεν η Αυγούλα, και νομίζω ότι με εκάλει ούτως ένεκα του ηπίου χαρακτήρος

μου» (τ. 10, σελ. 322).181

Στο πλαίσιο της αδυναμίας του ποιητή για οτιδήποτε χαριτωμένο και όμορφο

γίνεται πολύς λόγος για την «περιπαθεστάτην αγάπη» του για τη γαζία, το, κατά τον

Γ. Παράσχο, «άνθος Σολωμού» (τ. 4, σελ. 123 και τ. 14, σελ. 147). Σχετική είναι και

η ακόλουθη, σύντομη αφήγηση: «Μίαν φοράν επήγεν εις την εξοχήν του ποιητού κ.

178 Βλ. ενδεικτικά: Παναθήναια, τ. 7, σελ. 367 και τ. 14, σελ. 204, 207, 214. 179 Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμικά, Στιγμή, Αθήνα, 1994, σελ. 41-42. 180 Βλ. ενδεικτικά, Παναθήναια, τ. 4, σελ. 125 / τ. 6, σελ. 717 και τ. 7, σελ. 368. 181

Το αγοράκι της διήγησης είναι ο Λευκάδιος Άγγελος Καλκάνης, που καταθέτει τις αναμνήσεις του

στον Σπ. Δε Βιάζη (τ. 10, σελ. 321-323).

Page 131: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

131

Μαρκορά. Εκεί μία γηραιά χωρική του έφερε κάθε αυγή διάφορα άνθη και ο

Σολωμός έλεγεν. – Ecco la mia Laura» (τ. 14, σελ. 209).

Στις θετικές όψεις της ανθρώπινης φυσιογνωμίας του ποιητή συνυπολογίζεται

και η γνωστή από τις επιστολές γενναιοδωρία του. Σε συνδυασμό με την αρνητική

εκδοχή της, τη σύμφυτη αδυναμία του να διαχειριστεί ικανοποιητικά τις οικονομικές

του υποθέσεις (προφανώς επειδή «δεν έδιδεν ουδεμίαν σημασίαν εις τα χρήματα» τ.

7, σελ. 370), επανέρχεται με συχνότητα στις σελίδες των Παναθηναίων. 182

Ο Μ.

Σιγούρος γράφει σχετικά: «το χρήμα διά τον ποιητήν δεν είχεν μεγάλην σημασίαν και

το εξώδευεν ευκόλως. Όταν ευρίσκετο εις την Ζάκυνθον ο ποιητής, εκτός του Ροΐδη

[…], εβοήθει χρηματικώς και πολλούς άλλους» (τ. 14, σελ. 208). Γύρω από τις

ευεργεσίες του Σολωμού παραδίδεται και ένας μικρός αριθμός «επεισοδίων»,

ανεκδοτολογικού τύπου (με απρόθυμο συμπρωταγωνιστή τον Ζακύνθιο υπηρέτη του

Λάμπρο).183

Συγγενής θετική ποιότητα θεωρείται επίσης η μεγαλοψυχία του Σολωμού,

μαρτυρημένη σε διάφορα περιστατικά από την καθημερινή του ζωή: από τη

μεγαλόθυμη απόφασή του να διατηρήσει στην υπηρεσία του τον Γιακουμάκη

Κάνδηλα, «ο οποίος ήτο χαρτοπαίκτης και μίαν ημέραν έκλεψε τ’ αργυρά σκεύη του

ποιητού μαζί με αρκετά χρήματα» (τ. 14, σελ. 144), ώς την εύθυμη ανοχή του

απέναντι στους δράστες του τυχαίου ξυλοδαρμού του, που ήταν αποτέλεσμα μιας

περίεργης παρεξήγησης («οι χωρικοί του Ποταμού», μόλις είδαν τον Σολωμό και το

φίλο του Ιωάννη Κοντούρη, με τη συνήθη μαύρη περιβολή τους και το λευκό

περιλαίμιο, «νομίζουν ότι είναι οι ιεραπόστολοι, οι περιφρονήσαντες τον Άγιον» και

τους «ξυλοφόρτωσαν» τ. 10, σελ. 323).184

Συμπληρωματικά, ως απόδειξη μιας ακόμη

αρετής του, της δικαιοκρισίας του, κατατίθεται αναλυτικά η έντονη και

182 Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι με τα πειστήρια της γενναιοδωρίας του Σολωμού σχετίζεται και μια

γραμματολογική παρεξήγηση. Ο Δε Βιάζης αποδίδει στον Σολωμό το τετράστιχο: «Γυμνός ’σ τον

κόσμο εμπήκα / Γυμνός θε να ταφώ, / Ο κόσμος είναι ξένος, / δεν είναι κανενός», στο οποίο προσθέτει

αργότερα και έναν ακόμη, πέμπτο στίχο, που είχε παραπέσει στην πρώτη δημοσίευση: «Διονύσιος

Σολωμός» [γεν. κτητική ;]. Αυτό το επίγραμμα φαίνεται ότι «απέστειλεν» ο Σολωμός στον αδελφό του,

ως απάντηση στις συνήθεις νουθεσίες για μια πιο προσεκτική διαχείριση των χρημάτων του. Ο

Σιγούρος αποδίδει σωστά το αποφθεγματικό δίστιχο (όπως αποδεικνύεται τελικά) στον Ι. Βηλαρά. Βλ.

Παναθήναια, τ. 4, σελ. 124 / τ. 7, σελ. 368 / τ. 14, σελ. 212. 183 Βλ. Παναθήναια, τ. 6, σελ. 716 / τ. 7, σελ. 366 / τ. 14, σελ. 208). Το δεύτερο από αυτά τα «ανέκδοτα» παρουσιάζει αναλογίες με το περιστατικό που περιγράφει ο Πολυλάς και πρωταγωνιστή

τον περίφημο γιατρό Ροΐδη στα Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 363. Ο Λάμπρος Μιχαλόπουλος

ήταν ο υπηρέτης του Σολωμού στη Ζάκυνθο. συμπρωταγωνιστεί σε πολλά «ανέκδοτα» του σολωμικού

βίου (τα περισσότερα δείγμα της περιπαικτικής διάθεσης του Σολωμού). Βλ. σχετικά: Παναθήναια, τ.

6, σελ. 716. 184 Συνοπτικά το περιστατικό Παναθήναια, τ. 14, σελ. 207.

Page 132: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

132

αποτελεσματική κινητοποίησή του για να μην επιβληθούν οι αυστηρές ποινές σε δύο

Ιταλούς που καταδικάστηκαν αυθαίρετα για φόνο (τ. 14, σελ. 210-211).

Τα προηγούμενα ιδιοσυστατικά στοιχεία της προσωπικότητάς του

προσγράφονται σε μια πολυσήμαντα φορτισμένη και ακραία ευαισθησία. «Μέχρις

υπερβολής ευαίσθητος ως ήτο εις την χαράν και εις την λύπην έζησε μίαν ζωήν την

οποίαν επεζήτησε πάντοτε υπό τας λεπτοτάτας αποχρώσεις της» (τ. 14, σελ. 145),

ακόμη κι όταν αυτές παρέμεναν αφανείς ή ακατανόητες για τους άλλους. Με αυτούς

τους όρους ερμηνεύεται και η σταθερή άρνησή του επισκεφτεί την απελευθερωμένη

Ελλάδα. Στην εύλογη απορία των συγχρόνων του αντιστοιχεί πάντοτε η τυπική

απάντηση «φοβούμαι», που τοποθετείται στα χείλη του ποιητή, ακολουθούμενη από

την επεξήγηση: «εφοβείτο ο ποιητής μήπως χάση το ίνδαλμα της ωραίας πατρίδος

οπού είχε κλείσει εις το άγιον βήμα της ψυχής του» (τ. 14, σελ. 141).185

Παρόμοια και

οι πολιτικές του θέσεις, όταν δεν εκλαμβάνονται ως δείγμα πολιτικής αμβλύνοιας,186

ερμηνεύονται στο πλαίσιο μιας μετριοπαθούς και συνειδητά επιλεγμένης

αποστασιοποίησης. Είναι γνωστό ωστόσο ότι «συνεμερίζετο τας ιδέας των

μεταρρυθμιστών» και όχι των ριζοσπαστών. «– Ardua la vostra impresa ad’

immature: δυσχερής η επιχείρησίς σας και πρόωρος» φαίνεται ότι ήταν η βαρύνουσα

άποψή του για την άμεση πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (τ. 6, σελ.

719 και τ. 14, σελ. 141).

Ωστόσο, στην ιδιότυπη ευαισθησία του ποιητή επισυνάπτονται και τα

αρνητικά παρελκόμενά της. Οι βιογράφοι των Παναθηναίων, παρουσιάζοντας τον

Σολωμό, συστήνουν σταδιακά τη φαινομενολογία (αν όχι παθολογία) της ψυχικής

ευπάθειάς του. «Ο χαρακτήρ του», σημειώνει ο Μ. Σιγούρος (αντλώντας από τον Ν.

Μάντζαρο), «ήτο ευμετάβλητος και συχνά αι επιθυμίαι του ήσαν ασαφείς και

αβέβαιαι. […] Η αγνή ποιητική του διάθεσις συχνά απέκρουε τον άνθρωπον και

επροσηλώνετο μόνον εις την αμιγήν χαράν οπού ησθάνετο η ψυχή του,

συγκοινωνούσα με τας φυσικάς καλλονάς και με την γαλήνην του ουρανού της

Κερκύρας […] Είχε τόσον ισχυράν φαντασίαν ώστε ήρκει να φανταστή επιμόνως ένα

φυσικόν πόνον διά να τον λάβη πραγματικώς.187

Εγέλα με μεγάλην ευκολίαν και

185 Έντονος είναι εδώ ο απόηχος των πολυλαϊκών «Προλεγομένων». Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π.,

σελ. 29-30. 186 Η άποψη ότι «ο μέγας ποιητής δεν ήτο οξύς πολιτικός» ανήκει στον Μ. Σιγούρο (τ. 14, σελ. 141). 187 Με τη μαρτυρία του Μαντζάρου (που παραπέμπει σε μια μορφή υποχονδρίας) συνάδει και η

«αδυναμία [του Σολωμού] να κάμη συχνά την εξής ερώτησιν: – Πώς με βλέπεις από υγείαν; / – Καλά,

του έλεγον και ευχαριστείτο» (τ. 7, σελ. 365). Ανάλογη και η μαρτυρία του Κερκυραίου πολιτικού Γ.

Page 133: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

133

δυνατά, ενίοτε δε μέχρι του σημείου να δοκιμάση ένα είδος νευρικού παροξυσμού.

Επίσης έκλαιε και εσυγκινείτο διά την παραμικράν αιτίαν. Το νευρικόν του σύστημα

ήτο υπερευαίσθητον και ευκόλως έχανε την ισορροπίαν των οργανικών του

δυνάμεων. Ήτο καλής πίστεως και πότε εδείκνυε μίαν παιδικήν ευπιστίαν, άλλοτε δε

εφαίνετο ύπουλος και δύστροπος» (τ. 14, σελ. 144). Τα συνηθισμένα θύματα της

ανελέητα καυστικής του διάθεσης ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης και ο Λεοπόλδος

Joss.188

Διαδεδομένη ήταν και η φήμη ότι έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια για τις συζύγους

των δύο αδελφών του, του Ροβέρτου και του Δημητρίου. Ο «μυημένος» Δε Βιάζης

μάλιστα βεβαιώνει ότι τις «εσατύρισε [sic]» και προσθέτει την πολύτιμη μαρτυρία ότι

«αι σάτυραι αύται σώζονται ανέκδοτοι» (τ. 10, σελ. 321).189

Στις λιγότερο ελκυστικές όψεις της μορφής του συγκαταλέγεται ασφαλώς και

η ρητή διαβεβαίωση «ότι ο ποιητής είχε καταντήσει αλκοολικός» (τ. 14, σελ. 215). Ο

συνακόλουθος κλονισμός της υγείας του θεωρείται θλιβερή κατάληξη «των

περισσοτέρων ανθρώπων, που έζησαν πολύ με την ψυχήν των κ’ ύστερα εζήτησαν εις

τα “ψυχικά δηλητήρια” την διέγερσιν ή την λήθην» (τ. 13, σελ. 12). Ο Μ. Σιγούρος

μάλιστα θα προωθήσει το θέμα της ψυχικής ευπάθειας του Σολωμού στα άκρα,

δηλώνοντας απερίφραστα: «δεν είναι υπερβολή αν χαρακτηρίσω ως ψυχοπαθή τον

Σολωμόν. Εκ διαφόρων γεγονότων και εκ των μαρτυριών και της περιγραφής

μερικών, οι οποίοι εγνώρισαν τον ποιητήν, συμπεραίνω ότι η ψυχική κατάστασις του

ποιητού ήτο έκρυθμος». Ακόμη και η ενοραματική του ικανότητα (intuition), η οποία

συνδέεται, όπως είδαμε, με το θάνατο της Αγγέλικας Σολωμού, λειτουργεί εις βάρος

του, εφόσον «δεν εκπηγάζει ποτέ από τελείαν ισορροπίαν των ψυχικών και

σωματικών δυνάμεων» (τ. 14, σελ. 215). Ο Ν. Επισκοπόπουλος, σε διαφορετικό τόνο

και με διαφορετική διάθεση, θα του προσάψει «την αγίαν παραφροσύνην των

μεγαλοφυών» (τ. 4, σελ. 122).

Τα υπόλοιπα παραθέματα, μέσα από τον απροκάλυπτα ανεκδοτολογικό

χαρακτήρα τους, αποκαλύπτουν ένα σπινθηροβόλο πνεύμα και συμπληρώνουν την

ηθογραφικό πορτρέτο μιας εκκεντρικής, και άκρως αντιφατικής προσωπικότητας. Ο

Σολωμός που περιγράφουν είναι ταυτόχρονα υπερόπτης και δίκαιος, τρυφερός και

μισάνθρωπος, εκδικητικός και αψίκορος, εριστικός και ευσυγκίνητος, αφοσιωμένος

Θεοτόκη: «Ήτο τόσον μη μου άπτου ώστε όταν κάποτε εζητούσε νερό έβαζε το μαντήλι του εις το χέρι

και έπειτα εδέχετο το ποτήρι» (τ. 6, σελ. 571). 188 Παναθήναια, τ. 7, σελ. 366-367 και τα αναφερόμενα επιγράμματα: «Για τον Ανδρέα Μουστοξύδη»

και «Εις άσχημον», Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, ό.π., σελ. 357 και 320, αντίστοιχα. 189

Υπαινικτική, αλλά σαφής αναφορά στη Γυναίκα της Ζάκυθος. Βλ. Δημήτρης Αγγελάτος, Το αφανές

ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. “Η Γυναίκα της Ζάκυθος”, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 1999, σελ. 23.

Page 134: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

134

στους φίλους και ανελέητος στους εχθρούς, προπάντων, ανυπόφορα ειλικρινής και

«τραγικά» ακατάληπτος.190

Αντικείμενο ξεχωριστού ενδιαφέροντος, τέλος, αποτελούν και οι

φημολογούμενοι (ή μη) έρωτες του ποιητή.191

Τα σχετικά δημοσιεύματα, ετερόκλιτα

και κάποτε αντιφατικά σε καίρια σημεία, κατατίθενται με μια τάση αυξητική και

ολοένα πιο αποκαλυπτική. Στην πρώτη αναφορά αναγνωρίζεται ότι «περί των ερώτων

του Σολωμού ουδέν εγράφη ούτε γνωρίζομεν λεπτομερείας». Βεβαιώνεται όμως

αόριστα, και σύμφωνα με μαρτυρίες «συγχρόνων» του ποιητή φίλων (που δεν

δηλώνονται ονομαστικά) ότι «αι υπό του Σολωμού αγαπηθείσαι γυναίκες ήσαν

εκτάκτου ωραιότητος». Ακολουθεί η αναπάντεχη πληροφορία ότι ο Σολωμός «είχε

θυγατέρα, ήτις ωμοίαζεν πολύ με τον ποιητήν. Εν Κερκύρα», προστίθεται, «ηγάπα

εμμανώς Ζακυνθίαν, σύζυγον λογίου Ιταλού» (Δε Βιάζης, τ. 4, σελ. 124). Μια από τις

ανώνυμες αγαπημένες αποκτά όνομα σε επόμενο δημοσίευμα: «το ιδεώδες» του

Σολωμού, κατά την εποχή που έγραφε τον «Ύμνο», ήταν η «ωραιοτάτ[η] Σωσσάν[η],

αδελφ[ή] του Λουδοβίκου Στράνη, κατόπιν σύζυγο[ς] του Γεωργίου δε Ρώσση. Ήτο

έρως όλως πλατωνικός» (Δε Βιάζης, τ. 7, σελ. 367). Στις πλατωνικές σχέσεις του

Σολωμού συνυπολογίζονται και «οι συμπάθειες» που είχε «διά μίαν κυρίαν

Ζακυνθίαν, την σύζυγον του Πλέσσα, τότε γερουσιαστού Ζακύνθου». Σύμφωνα με τη

μαρτυρία του Α. Καλκάνη, που ανασυνθέτει – από μνήμης – την εποχή, «δεν ήτο

ωραία, αλλ’ είχε τι ελκυστικόν, χλωμή, με κόμην μελανήν ως έβενον, με μεγάλα

μαύρα μάτια και αναλάμποντα. Νομίζω ότι αύτη του ήγγισε την καρδίαν ολίγον, διότι

ενθυμούμαι ότι προς αυτήν προσηλώνετο μετά πολλού ενθουσιασμού, το οποίον δεν

έπραττε διά τας άλλας κυρίας» (Δε Βιάζης, τ. 10, σελ. 323).192

Αν η παραπάνω

πληροφορία μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί (βασίζεται άλλωστε στις εντυπώσεις

ενός παιδιού, διυλισμένες μέσα από την οπτική ενός ενήλικα, και μάλιστα με

καθυστέρηση μισού αιώνα), δεν μένει περιθώριο αμφιβολίας για την ταυτότητα

190 Βλ. Παναθήναια, τ. 6, σελ. 674-677 / τ. 6, σελ. 716-719 / τ. 7, σελ. 364-370 / τ. 10, σελ. 321-324 / τ.

14, σελ. 140-147 / τ. 14, σελ. 207-216. 191 Ο Σ. Καψάσκης υποστηρίζει ότι η επιλογή του Σολωμού να παραμείνει άγαμος δημιούργησε

«δυσκολίες» στήριξης στο πρότυπο του εθνικού ποιητή που ήθελαν να προβάλουν ορισμένοι κύκλοι.

Έτσι «επινοούνται αισθηματικά επεισόδια, αναφέρονται ονόματα συζύγων φίλων ή γνωστών του

ποιητή, μνημονεύονται δεσμοί, που στη συνέχεια εγκαταλείπονται στη λήθη. Η απουσία κάποιου

γάμου ή κάποιων συναρπαστικών, μακροχρόνιων ερωτικών δεσμών, στη ζωή του Σολωμού, ωθεί τους ζακυνθινούς ιστοριογράφους στην αναφορά, με σχετική ασάφεια βέβαια, εφήμερων ερώτων και με

μεγάλο σχετικά αριθμό από ερωμένες. […] Επωμίζονται της ευθύνης να του αποδώσουν ερωμένες και

“θυγατέρες”, κατά τη γνώμη τους αδιάψευστες αποδείξεις μιας σεξουαλικής δραστηριότητας». Βλ.

σχετικά Καψάσκης, Στοιχεία βιογραφίας, ό.π., σελ. 382-392. 192

Ο Α. Καλκάνης, που γράφει στον Δε Βιάζη στα 1891, καταθέτει αναμνήσεις από την εποχή που

γνώρισε τον Σολωμό (περίπου 1837). Βλ. και σημ.114.

Page 135: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

135

άλλων γυναικείων προσώπων, που δηλώνονται ρητά. «Η πρώτη αγάπη», βεβαιώνει ο

Σιγούρος, «μία άδολος συμπάθεια της ψυχής, ήτον η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, η

ωραία ζακυνθία παρθένος, η οποία, δίδουσα η ιδία τον θάνατον εις τον εαυτόν της

έδωσε την ζωήν εις την Φαρμακωμένην.193

Μία άλλη ερωτική κλίσις του Σολωμού,

χωρίς συνέπειαν καμίαν και δίχως επακολούθημα ήτο μία άλλη ζακυνθία παρθένος,

την οποίαν απεκάλει ο ποιητής la mia vestale όταν την έβλεπε λευκοφορεμένην εις

την εξοχήν». Στη ρύμη του λόγου αποκαλύπτεται και η figura velata της

συγκαλυμμένης αναφοράς του Δε Βιάζη: η «εν Κερκύρα εμμανώς» αγαπηθείσα

«Ζακυνθία» είναι ασφαλώς η Αδελαΐδα Καρβελλά-Grassetti, σύζυγος του Ιταλού

φίλου του Gaetano Grassetti (Σιγούρος, τ. 14, σελ. 146).

Εκείνο πάντως που υποδεικνύεται διακριτικά σε όλα τα προηγούμενα

παραθέματα (με εξόφθαλμη εξαίρεση τη διαβεβαίωση για την ύπαρξη μιας

«θυγατέρας» του ποιητή) είναι η τάση του Σολωμού να ατενίζει τις ιδανικές

γυναικείες μορφές από απόσταση και να τις λατρεύει194

χωρίς να τις αγγίζει. Ο φόβος

της απώλειας του ιδανικού (στην καταστροφική επαφή του με την

πραγματικότητα)195

είναι η συνήθης εξήγηση που προτείνεται για αυτή τη

συμπεριφορά. οδηγεί κάποτε και στο ακραίο συμπέρασμα ότι ο Σολωμός «δεν

ηρέσκετο με τας γυναίκας» (τ. 10, σελ. 322). Κάτω από το βάρος μιας τόσο ισχυρής

εντύπωσης αίρεται και η αντίφαση γύρω από τη θρυλούμενη κόρη του ποιητή. Ο Μ.

Σιγούρος νηφάλια το αμφισβητεί: «ένας φίλος μ’ εβεβαίωνεν ότι ο ποιητής είχε μίαν

κόρην, αλλά δεν κατόρθωσα να εξακριβώσω κατά πόσον είναι τούτο αληθές» (τ. 14,

σελ. 146).

Το περί ερώτων συμπέρασμα; Ο Σολωμός «ηγάπησε τον έρωτα ως

καλλιτέχνης, ως ιδανιστής, και η ευέξαπτος φαντασία του εζήτησε πάντοτε να

προσθέση εις την πραγματικότητα ολίγην δόσιν ονείρου. Η ιδέα της γυναικός ολίγον

παρουσιάζεται εις τα ποιήματα του Σολωμού και όχι με τον συνηθισμένον λυρισμόν.

Ολίγα γνωρίζομεν περί της θέσεως, την οποίαν κατείχεν εις την ψυχήν του ποιητού η

ανάγκη της γυναικός. […] Η αγαμία του Σολωμού δεν ήτο απλή σύμπτωσις. Η ψυχή

βαθέως επασχολημένη εις έν αντικείμενον, κυριευμένη από μίαν υπέροχον και

σταθεράν ιδέαν, ευχαριστείται εις τον άγαμον βίον. […] Ολίγον ηγάπησε την

193 Αναφορά στο ομώνυμο ποίημα. Βλ. Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 139-141. 194 Να τις λατρεύει, κυριολεκτικά, κατά τον Δε Βιάζη: «Νεώτατος ηγάπησεν ωραιοτάτην κόρην και

προ της εικόνος της έθετε κηρίον αναμμένον και άνθη, ως εις προστάτιδά του θεάν» (τ. 6, σελ. 716). 195

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκκεντρική αποστροφή του Σολωμού «όταν έβλεπε γυναίκα

τρώγουσαν» (τ. 6, σελ. 675).

Page 136: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

136

γυναίκα. Το τρυφερόν αυτό πλάσμα, διά την ζωήν του Σολωμού ομοιάζει με

νεφέλωμα ή με μακρινόν όραμα. […] Η αγάπη του Σολωμού δεν έλαβε μορφήν

σταθεράν, δεν έγινε ον, αλλά έμεινεν ιδέα» (Σιγούρος, τ. 14, σελ. 146).

Πολύ πιο διακριτικός και ευθύς, ο Καλοσγούρος διαβεβαιώνει ότι ο Σολωμός

«έζησε αγνός και αγνός και παρθένος επήγε στον τάφο». Κρισιμότερο πειστήριο για

τη φιλοσοφική εξιδανίκευση της γυναίκας είναι η ίδια η ποίησή του. Αυτός «που

αγάπησε τόσο το Σίλλερ, τον ακολούθησε και στην εξαιρετική κλίση που αυτός

έδειξε να κλείση τα αγιώτερα νοήματα και αισθήματα της ψυχής του στη γυναίκα, και

τούτο επειδή στο χαραχτήρα της, λέγει ο Έγελος, ξανοίγεται και παρουσιάζεται το

συγκέρασμα του πνευματικού και του φυσικού» (τ. 4, σελ. 110).196

Προς αυτή την εκδοχή συγκλίνει και ο Σ. Μενάρδος, ο οποίος, επιστρέφοντας

στην πιο αυθεντική πηγή, το σολωμικό ποιητικό κείμενο, συμπεραίνει: ο Σολωμός

«αφήκε σειράν μικρών γυναικείων και παιδικών τύπων εις ψυχικάς καταστάσεις

ποικιλωτάτας αλλά πάντοτε φυσικάς. Αξιοπαρατήρητον είναι ότι δεν εξέφρασεν καν

την προς τα τρυφερά πλάσματα συμπάθειάν του – και αυτόν τον ιδανικόν του έρωτα

εσιωπούσεν ο ποιητής […]» (τ. 20, σελ. 183). Γιατί, όπως θα έλεγε και ο T. S. Eliot,

«η ποίηση δεν είναι αποχαλίνωση της συγκίνησης, αλλά φυγή από τη συγκίνηση. δεν

είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά φυγή από την προσωπικότητα».197

(iv). Η μορφή του ποιητή.

Σε ένα κεφάλαιο που επιγράφεται «το πορτρέτο του Σολωμού» δεν θα

μπορούσε να παραλειφθεί μια σύντομη, κυριολεκτική, αναφορά στη μορφή του

ποιητή. Όμως οι εικαστικές απεικονίσεις του Σολωμού στα Παναθήναια είναι

πραγματικά ελάχιστες. Περιορίζονται στο γνωστό σκίτσο που αναπαριστά τον

Σολωμό νεκρό (τ. 14, σελ. 143),198

και στην ακόμη πιο γνωστή «ωχρά, εσβεσμένη

φωτογραφία» (τ. 4, σελ. 90;) – αντίτυπο της οποίας διέθετε ο Παλαμάς.

Ένα σχόλιο του Ξενόπουλου για την εξωραϊστική διάθεση με την οποία έχουν

χειριστεί οι ζωγράφοι τον ποιητή (τ. 3, σελ. 66) δημιουργεί εύλογα ερωτήματα.

Δεδομένης μάλιστα της προσπάθειας των Παναθηναίων να στήσουν προτομή του

196 «Αλλά αν είχαμε όλο τον Πόρφυρα, που μαρτυρούν αξιόπιστοι που ήταν τελειωμένος, αν είχαμε τα ελεγεία της Ροδόσταμο και της Πέρση, τελειωμένα κι’ αυτά, αν είχαμε καν των Ελευθέρων

Πολιορκημένων το μέρος της Μάρθας, θα μπορούσε να καυχηθή και το έθνος μας πως έχει το Σίλλερ

του» (τ. 4, σελ. 110). 197 Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική, ό.π., σελ. 106. 198

«Το σκίτσο είχε σταλή υπό της κυρίας Σορδίνα [γυναικαδελφή του Πολυλά] εις την επιτροπήν της

Ζακύνθου διά την εκατονταετηρίδαν» (τ. 14, σελ. 224).

Page 137: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

137

Σολωμού στην Αθήνα, ποια εικόνα του θα γινόταν αποδεκτή στις αρχές του 20ού

αιώνα και θα αναγνωριζόταν ως η αληθινή φυσιογνωμία του;

Δεν έχουμε θετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Γνωρίζουμε μόνο τι θα

προκαλούσε ενστάσεις: ένας Σολωμός «σαβανωμένο[ς] […] μέσα εις τον ατελείωτον

μανδύαν του και με την δεξιάν υψωμένην» που «δίδει την εντύπωσιν αστού κάτι

απαγγέλλοντος, αλλά όχι ποιητού, ο οποίος έγραψε τον Ύμνον της Ελευθερίας» δεν

είναι αποδεκτός (τ. 2, σελ. 354). Τα Παναθήναια ζητούν από την τέχνη τον ποιητή

«τον ενθουσιώδη, τον εμπνευσμένον, τον λάτρην του αιωνίου Καλού» (τ. 4, σελ. 34),

δεν είναι όμως σαφές πώς επιτυγχάνεται αυτό.

Είναι όμως ξεκάθαρες οι περιγραφές που προσφέρουν οι μαρτυρίες των

συγχρόνων του. Ανάστημα «μεγαλοπρεπές» και επιβλητικό.199

Περιβολή «απλή και

σοβαρά». «φόρεμα» συνήθως «μελανόν» και «κουμβωμένον εις τον λαιμόν».

200

«Εφορούσεν υψηλόν πίλον. Πανταλόνι πλατύ. Ο επενδύτης του κωνοειδής, γρέκα, με

ένα μόνον κουμπί προς τον λαιμόν. Προς ευκολίαν, εις την γρέκαν είχε ραμμένον και

το γελέκι. Πάντοτε εφορούσε λευκόν λαιμοδέτην και λευκά χειρόκτια», καθαρά και

«καινουργή». «Κατά το έθιμον της αριστοκρατίας της εποχής του εξύριζεν όλον το

πρόσωπον. […] Την κόμην έκοπτε εις τρόπον ώστε να μη έχει ανάγκη να κάμη

χωρίστραν, είδος καρρέ».201

«Πλατύ θολωτόν μέτωπον, πλαδαρά μάγουλα, μακρύ

παχύ στόμα»,202

«μεγάλοι και ζωηροί οφθαλμοί»,203

βλέμμα «αέτειον» και

διαπεραστικό.204

Σύμφωνα με την περιγραφή του συγχρόνου του Δ. Μινώτου, τα

μάτια του, «ενώ δεν ήσαν μαύρα, κατά τας στιγμάς του ενθουσιασμού ή του θυμού

του άστραφταν ή εμαύριζαν».205

Φωνή «γλυκεία, περιπαθής, αργυρόηχος»,

«αρμονική, εύκαμπτος, εκφραστική και ηχηρά»,206

είτε έψαλλε «σφορτσινά», είτε

τραγουδούσε την «Φαρμακωμένη».

Ο καλά ενημερωμένος Παλαμάς θα δώσει μια πανομοιότυπη σχεδόν

περιγραφή του Σολωμού (πάνω στο αντίτυπο της παλιάς φωτογραφίας): «Όσο για τον

ποιητή, τόνε θυμούνται ακόμα στην Κέρκυρα κατά τα χρόνια εκείνα, ντυμένον όμοια

καλοκαίρι χειμώνα. ψηλό καπέλλο, σακκάκι, πανταλόνι φανελλένιο

. περπατούσε

199 Παναθήναια, τ. 7, σελ. 365. 200 Παναθήναια, τ. 10, σελ. 322 και τ. 14, σελ. 207. 201 Παναθήναια, τ. 6, σελ. 677. 202 Παναθήναια, τ. 14, σελ. 208. 203 Παναθήναια, τ. 6, σελ. 718. 204 Παναθήναια, τ. 4, σελ. 121 και τ. 6, σελ. 719. 205 Παναθήναια, τ. 14, σελ. 208. 206

Παναθήναια, τ. 10, σελ. 322 και τ. 14, σελ. 143, όπου και η πληροφορία του Ν. Μάντζαρου ότι

συνήθιζε να ψάλλει τους στίχους του για να δοκιμάσει τη μουσική τους αρμονία.

Page 138: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

138

τακτικά στη σπιανάδα [sic]. προς το μεσημέρι συχνοφαίνονταν έξω

. αψηφούσε το

λιοπύρι. ευερέθιστος, όχι και πολύ γλυκομίλητος προς τους μεγάλους, όλη των

τρόπων του την καλωσύνη την εξώδευε με τα παιδάκια. να παίζη μαζί τους αγαπούσε

και να τους παίρνη γλυκίσματα. Μια παλιά φωτογραφία τόνε δείχνει με τα μαλλιά

προς τα επάνω χτενισμένα φουντωτά, ξέσκεπον όλο αφήνοντας πλατύ θολωτό

μέτωπο σε μακρουλό με γιομάτα, πλαδαρά κάπως, μάγουλα, πρόσωπον, αμούστακο

και αγένειο, πηγούνι σε λεπτοχάραχτο λακκάκι τελειώνοντας. μακριό στόμα με φτενά

κυματόγραμμα σφιχτοκλεισμένα χείλη, μύτη κανονική προς το γρυπό, με ανοιχτά σαν

τρεμουλιαστά ρουθούνια, μύτη και στόμα σα να είν’ έτοιμα να μαρτυρήσουνε μια

κάποια πίκρα φροντισμέν’ αποκρυμμένη, με όλη τη ρυτίδα μιας ανησυχίας νευρικής

προς τ’αριστερά του μετώπου, απάνω από το μάτι. μάτια μεγάλα στρογγυλά σαν

καρφωμένα αφηρημένα σε μια σκέψη. “Το μάτι του Σολωμού, γράφει ο Κερκυραίος

κ. Καλοσγούρος, στες συχνές στιγμές του υψηλού του ενθουσιασμού, χωρίς να είναι

φυσικά μαύρο (φαινόμενον ίσως μοναδικό) έξαφνα εμαύριζε κι άστραφτε”. Λαιμός

όλος φασκιωμένος με τον πλατύ πολύγυρο λαιμοδέτη. το φόρεμα κομπωτόν ως

απάνω, σα ράσο πιο πολύ ή σα ρούχο λαϊκού, με το δεξί μακρομάνικο χέρι

ακουμπισμένο προς το μέρος της καρδιάς, σα σε χαιρέτισμα.

με δύο λόγια η όλη

εντύπωση από την παλιάν εικόνα. όψη καλλιτέχνη σε μιαν ακινησίαν λειτουργική».

207

Ύστερα από αυτή τη συνθετική περιγραφή, η «εμβληματική» μορφή του

ποιητή καθιερώνεται στη συνείδηση όλων.208

Αυτό που προβάλλεται, τελικά, στα Παναθήναια είναι το βιογραφικό

πορτρέτο ενός εξαιρετικά χαρισματικού και, συνάμα, βαθιά προβληματικού

ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση επικρατούν τα μείζονα μεγέθη.

Η αντίφαση είναι ενδιαφέρουσα. Από τη μια πλευρά, η βιογραφική εικόνα

που παραδίδεται εξωραΐζει την προσωπικότητα του Σολωμού, με τρόπο ώστε να

ανταποκρίνεται στο πρότυπο του εθνικού ποιητή: ηθική αρετή και τόλμη, φλογερό

πατριωτικό αίσθημα (εμπράκτως αποδεδειγμένο με την ενεργή συμμετοχή στην

επανάσταση) και μια απαστράπτουσα ευφυΐα. Από την άλλη πλευρά παρατηρείται

μια εμμονική σχεδόν προσήλωση στο εσωτερικό ανθρώπινο δράμα και την «κατάρα

207

Κωστής Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. 82-83. 208 «Άμα βλέπη κανείς εικόνα του [Σολωμού] αμέσως εννοεί ποιος είναι» (τ. 13, σελ. 36).

Page 139: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

139

αυτοκαταστροφής» 209

του ποιητή. Καμιά προσπάθεια να μετασχηματιστούν ή να

αποσιωπηθούν οι αρνητικές σταθερές του σολωμικού βίου (και έργου): η

«φυγανθρωπία», ο αλκοολισμός, η απομόνωση των τελευταίων χρόνων και η

αποσπασματικότητα των όψιμων συνθέσεων. Παρόλα αυτά, πουθενά δεν

αμφισβητείται ευθέως το ποιητικό μέγεθος. Ο Σολωμός εξακολουθεί να

αναγνωρίζεται ως ο αδιαφιλονίκητος «ηγεμών της νεοελληνικής ποιήσεως» (τ. 14,

σελ. 214). Η αντίφαση είναι δηλωτική των τάσεων και της εποχής. Στις αρχές του

20ού

αιώνα το πορτρέτο του Σολωμού σχεδιάζεται πάνω στο ανθεκτικό πρόπλασμα

του «εθνικού ποιητή», κάτω από τη λεπτή, διάφανη σχεδόν, επίστρωση του

«καταραμένου» ποιητή.

Η απομάκρυνση από την «αγιοποιημένη» μορφή για την οποία κατηγορήθηκε

ο Πολυλάς είναι αισθητή. Δεν έχουν όμως σημειωθεί ακόμη ισχυρές ειδωλοκλαστικές

τάσεις. Αυτές θα καταγραφούν αργότερα, με τις σκανδαλοθηρικές βιογραφίες που

εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1920, γεγονός που εξηγεί καλύτερα γιατί «η

απομυθοποίηση συνιστά τον πιο γοητευτικό μύθο από όλους».210

209 Γιάννης Δάλλας, Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής. Φιλολογικά δοκίμια,

Νόηση, Αθήνα, 2009, σελ. 21. 210

Paul de Man (Blindness and Insight). Το παραθέτει ο Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του

Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 317.

Page 140: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

140

2.5. Η πρόσληψη του Δ. Σολωμού σε συνάρτηση με το γλωσσικό ζήτημα.

«Ουδέν αληθώς άλλο παρ’ ημίν ζήτημα μετά το “Ανατολικόν”, το της εθνικής ημών ενώσεως, κατέστη

τόσον πολύκροτον όσον το περί μορφώσεως της εθνικής ημών γλώσσης».211

Όσο σημαντική κι αν είναι η ανάδειξη της ηθικής τόλμης ή της αληθινής

φυσιογνωμίας του Δ. Σολωμού, το βασικότερο μέλημα του περιοδικού είναι η

γλωσσική παρακαταθήκη του. Η αριθμητική υπεροχή των αναφορών που γράφονται

με γλωσσική αφορμή υποδεικνύει ότι η πρόσληψη και η αποδοχή του Σολωμού στα

Παναθήναια επικαθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, σε συνάρτηση με το περίφημο

γλωσσικό ζήτημα.

«Το βλέπει κανείς άλλη μια φορά», γράφει Π. Μουλλάς, «σε ό,τι στόχους κι

αν σκοπεύσει, η κριτική ξαναγυρίζει αναπόφευκτα και επίμονα, με τη μορφή ή το

περιεχόμενό της, στο πρόβλημα της γλώσσας. Θα έλεγε κανείς ότι η προσπέλαση

προς το αντικείμενο, δηλ. η ίδια η κριτική λειτουργία, παρεμποδίζεται από λογής-

λογής φράγματα και αντιπερισπασμούς. Ο Κ. Θ. Δημαράς το παρατήρησε από το

1939: “στον τόπο μας το μόνο ζωντανό ζήτημα, βγαλμένο άμεσα από την εποπτεία

της ζωής της ελληνικής υπήρξε το ζήτημα το γλωσσικό. είναι ο δεσμός που έπρεπε να

λύσει ο νους ο ελληνικός για να μπορέσει να ασκήσει ύστερα την κριτική”. Αλλά πώς

πορεύεται στο μεταξύ ο νους αυτός μέσα από τέτοια εμπόδια;» Τι προσφέρει το

σολωμικό γλωσσικό «παράδειγμα»;

Η γλωσσική πρόταση του Δ. Σολωμού αποτελεί για τα Παναθήναια ορόσημο.

Με τη διαμόρφωση ενός ποιητικού γλωσσικού προτύπου, το οποίο βρήκε την

έμπρακτη εφαρμογή του στο ποιητικό του έργο, τη θεωρητική του έκφραση στο

Διάλογο και μια έγκυρη απόπειρα ερμηνείας στα πολυλαϊκά «Προλεγόμενα»,212

ο

Σολωμός προσφέρει ένα υπόδειγμα λύσης του γλωσσικού ζητήματος. Αυτή η

παραδοχή προϋποθέτει μια σημαντική μετατόπιση του ορίζοντα προσδοκιών – έχει

παρέλθει η εποχή κατά την οποία «ο Σολωμός δεν κατέσχε την προσήκουσαν θέσιν»

(τ. 12, σελ. 320) – η οποία δημιουργεί ευνοϊκές εστίες υποδοχής του σολωμικού

έργου. Παρόλα αυτά, στις αρχές του 20ού αιώνα, στα χρόνια, δηλαδή, που

211 Με αυτή τη φράση του Αναστάσιου Μέγα προλογίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης το κεφάλαιο για το

γλωσσικό ζήτημα στο Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 31998, σελ. 168. 212 Στις επόμενες σελίδες θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στο κύρος που είχε η γλωσσική

θεωρία του Πολυλά στον κύκλο των Παναθηναίων. Για τη γλωσσική θεωρία του Πολυλά, γενικότερα,

και την απήχηση της στο αθηναϊκό περιβάλλον του πρώιμου 20ού αιώνα βλ. Γαραντούδης, Οι

Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 396-406 και Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου

Πολυλά, ό.π., σελ. 245-267, 289-299 και 359-369.

Page 141: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

141

συμπίπτουν με την έναρξη της κυκλοφορίας του περιοδικού, καμία βεβαιότητα δεν

είναι εξασφαλισμένη. Η μακραίωνη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της

δημοτικής και των αντιπάλων της διανύει μια από τις οξύτερες φάσεις της. Ακόμη κι

αν στην καμπή του 19ου

αιώνα είχε αρχίζει να διαφαίνεται ότι η νέα ποιητική γενιά

του ’80, με προεξάρχοντα τον Παλαμά, θα μπορούσε τελικά «να σφραγίσει για πάντα

τη γλωσσική μορφή της λογοτεχνίας με την κυριαρχία της δημοτικής γλώσσας»,213

η

καθαρεύουσα εξακολουθεί να προβάλλει ισχυρές αντιστάσεις. Πρόκειται άλλωστε

για ένα παγιωμένο γλωσσικό καθεστώς (στη διοίκηση, στην επιστήμη, στην

εκπαίδευση, στην εκκλησία και στη δημοσιογραφία), περιβεβλημένο με το κύρος των

πολιτικών, των ιερωμένων και των λογίων. Εύλογα, δεν λείπουν οι εντάσεις και οι

αμοιβαίες ακρότητες.214

Δεν λείπουν επίσης και οι αντιπερισπασμοί. Η εμφάνιση του

Γ. Ψυχάρη (με Το ταξίδι μου, 1888) έδωσε μια βίαιη ώθηση στην εξέλιξη του

ζητήματος. Η δημοτική βρήκε στο πρόσωπό του τον πιο μαχητικό της υπερασπιστή,

αλλά οι γλωσσικές θεωρίες του (κατ’ αρχήν αποδεκτές από το περιοδικό, αλλά όχι

στα σημεία) εγείρουν αντιδράσεις εξαιτίας των προκλητικών γλωσσικών εφαρμογών

και του αυστηρά κανονιστικού συστήματος που εισηγούνται.

Μια ιδιαίτερα ζοφερή εικόνα της κατάστασης (αλλά και του συσχετισμού των

δυνάμεων) δίνει, στα 1902, ο Γ. Καλοσγούρος. «Ποτέ ίσως η σύγχυση, που

χαραχτηρίζει πάντα τους μεταβατικούς καιρούς, δεν εφάνηκε τόσο τρανή όσο

σήμερα. Ένα από τα σοβαρώτερα ζητήματά μας (ποιος, ή καθαρολόγος ή ψυχαρικός

ή αντιψυχαρικός θα το αρνηθή;) είναι το γλωσσικό. […] Για τους καθαρολόγους,

ψυχαρικοί και αντιψυχαρικοί είναι ένα, ένα για τους ψυχαρικούς οι άλλοι δύο, για

τους αντιψυχαρικούς σημαία ο χωρισμός και η διχόνοια, και κανείς από τους τρεις δε

φροντίζει να φωτίση το δυστυχισμένο τούτο έθνος συγκεντρώνοντας καθαρή και

ξάστερη στα ουσιαστικά της σημεία τη θεωρία που πρεσβεύει και υποστηρίζει. […]

Παντού αντί φωτισμού ένα σκότος, μια άγνοια, που τόσο περισσότερο φαίνεται

παράξενη και ανεξήγητη, όσο το ζήτημα είναι ανακινημένο από είκοσι χρόνια, αν όχι

περισσότερα, και σ’ αυτό το διάστημα εγράφτηκαν και κριτικά και καλλιτεχνικά

213 Γ. Μπαμπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ό.π., σελ. 190. 214 Χαρακτηριστικό του κλίματος και των διαθέσεων της εποχής είναι ότι την 8η Νοεμβρίου του 1901

σημειώθηκαν στην Αθήνα αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα σε αντιμαχόμενες ομάδες δημοτικιστών και

αττικιστών. Αφορμή του επεισοδίου, που έμεινε γνωστό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος ως

«Ευαγγελιακά», στάθηκε η μετάφραση του Ευαγγελίου στην (ψυχαρική) δημοτική από τον Αλέξ.

Πάλλη, κίνηση που προκάλεσε το κοινό αίσθημα και πυροδότησε βίαιες αντιδράσεις και απρόβλεπτες

εξελίξεις (ανάμεσά τους και η πτώση της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη).

Page 142: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

142

έργα, αρκετά να φέρουν, αν όχι το φως το καθαρώτατο του ήλιου και της ημέρας, καν

ένα ασπρογάλιασμα να μαρτυράει πως επέρασε η νύχτα για πάντα» (τ. 4, σελ. 102).

Κάτω από τέτοιες συνθήκες πόλωσης και οξείας αντιπαράθεσης τα

Παναθήναια παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις εξάρσεις και τις υφέσεις του

χρόνιου γλωσσικού ζητήματος και κλίνουν προς μία ενδιάμεση (αλλά όχι ουδέτερη)

θέση, που συχνά φέρνει τον κύκλο του περιοδικού αντιμέτωπο τόσο με τον Ψυχάρη

και τους θιασώτες της γλωσσικής του θεωρίας, όσο και με τους γλωσσαμύντορες της

αττικιστικής παράδοσης. Τα μέλη της ομάδας των Παναθηναίων, θεωρητικοί

εκφραστές μιας μετριοπαθούς δημοτικής, υποστηρίζουν μια «μεικτή» γλώσσα: την

ομιλούμενη αστική δημοτική του όψιμου 19ου

αιώνα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί

κάτω από την μακρόχρονη επίδραση της γραφόμενης καθαρεύουσας.

Μια σειρά άρθρων με τίτλο «Η γλώσσα μας, έρευνα γλωσσική και

ψυχολογική» είναι διαφωτιστική για τις γλωσσικές θέσεις που πρεσβεύει το

περιοδικό. Στο τελευταίο από αυτά (τ. 6, σελ. 577-593) ο Παύλος Νιρβάνας

αναλαμβάνει την υπεράσπιση του «μεικτού αλλά νόμιμου» τρόπου των

Παναθηναίων. «Εάν εβγήκε κανένα συμπέρασμα από την έρευνα αυτήν», γράφει,

«είνε ότι μεταξύ μιας γλώσσης που ηθέλησαν να δημιουργήσουν [οι οπαδοί του

αττικισμού] και μιας γλώσσης την οποίαν θέλουν να δημιουργήσουν [οι οπαδοί του

Ψυχάρη] κατά μεθόδους σχολαστικάς, υπάρχει η γλώσσα που ζη και διαμορφώνεται

με τας φυσικάς της δυνάμεις. Προς την γλώσσαν αυτήν ανταποκρίνεται κυρίως εις τον

γραπτόν λόγον […] ο τρόπος, ο έχων ως βάσιν τον προφορικόν λόγον […]. Ο τρόπος

αυτός εάν δεν μας δίδη το οριστικόν πρότυπον της εθνικής γλώσσης, μας φανερώνει

όμως την φυσικήν μέθοδον κατά την οποίαν τείνει να διαμορφωθή αυτομάτως η

γλώσσα ως ενιαίον όργανον όλων των ειδών του λόγου» (τ. 6, σελ. 593).215

Στο παράθεμα που προηγήθηκε είναι εμφανής η επίδραση της πολυλαϊκής

γλωσσικής θεωρίας για το «αυτομόρφωτο» της γλώσσας.216

Ο Νιρβάνας, μάλιστα,

παραθέτει ευθέως τις γλωσσικές απόψεις του Πολυλά, «του σοφού αυτού, ο οποίος

αντίκρυσε το γλωσσικόν ζήτημα με την μεγαλειτέραν διαύγειαν, ανεξαρτησίαν και

ευθυκρισίαν και ο οποίος και πρακτικώς μας έδωκε τα αρμονικώτερα πρότυπα του

νεωτέρου γραπτού λόγου: “Η αλλοίωσις, λέγει [ο Πολυλάς], του προφορικού λόγου

είνε απλώς εξωτερική […] και έχει τα φυσικά της όρια: ο ουσιώδης χαρακτήρ της

νεωτέρας γλώσσης ούτε εξηλείφθη, ούτε είνε δυνατόν να εξαλειφθή, εάν είνε αληθές

215

Η υπογράμμιση δική μου. 216 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 245-267.

Page 143: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

143

ότι ο γλωσσικός χαρακτήρ δεν συνίσταται τόσον εις τους τύπους […] όσον εις την

σύνταξιν, δηλαδή εις τον εσωτερικόν οργανισμόν, ο οποίος εκφράζει τον ενδιάθετον

λόγον και αποτελεί αυτό το πνεύμα του έθνους”. Επομένως», συνεχίζει τώρα ο

Νιρβάνας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το υποκείμενο της γλωσσικής αλλαγής είναι η

ίδια η γλώσσα, «ημπορούμεν να είπωμεν ότι στην διαμόρφωσιν του νεωτέρου

προφορικού λόγου, ανεξαρτήτως του ποιού, της φύσεως και της ανάγκης αυτών ή

εκείνων των γλωσσοϊστορικών επιδράσεων, δεν έχομεν, ούτε ήτο δυνατόν να έχωμεν

γλωσσικάς αντινομίας. Καμία σχολαστική δύναμις δεν είνε ικανή ν’αλλάξη τον

δρόμον της φύσεως, έξω από τους θεμελιώδεις νόμους που την κυβερνούν» (τ. 6, σελ.

591).

Στο ίδιο κείμενο βρίσκουμε και αποχρώσεις της συγγενικής θεωρίας για

«εξευγενισμό» της γλώσσας, με έμφαση στη σολωμική της καταγωγή.217

«Ο τεχνικός

λόγος, όπως είπεν ο Σολωμός, πρέπει να υψωθή καθέτως […]. Και δι’ αυτό δεν

βλέπομεν προκειμένου περί διαμορφώσεως εθνικής και φυσικής γλώσσης άλλο

κριτήριον από το κριτήριον του προφορικού λόγου» (τ. 6, 591). «Προς φιλολογικήν

διαμόρφωσιν του τρόπου αυτού», συμπληρώνει ο Νιρβάνας, «δεν λείπει παρά η

καλαισθησία και το αίσθημα των συγγραφέων» (τ. 6, σελ. 593).218

Η προσφυγή στον Σολωμό (ευθέως ή με τη μεσολάβηση του Πολυλά), στην

παραπάνω περίπτωση, είναι ένα παράδειγμα δηλωτικό της τακτικής των

Παναθηναίων να προβάλλουν τον ποιητή του Διαλόγου ως εισηγητή της μοναδικής

βιώσιμης θεωρίας για τη γλώσσα. Η γλωσσική παρακαταθήκη του Σολωμού γίνεται η

αιχμή του δόρατος για την επιχειρηματολογία του εκλεκτικού δημοτικισμού που

πρεσβεύει το περιοδικό. Απόδειξη της άμεσης «επενέργειας που ασκεί και δέχεται

ένα έργο από τις τρέχουσες συνθήκες και τα συμβάντα» της εποχής, 219

το σολωμικό

έργο προτείνεται ως πρότυπο γλώσσας και ποιητικής έκφρασης στο μαχητικό κλίμα

του αγώνα για την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής.

Ο τόνος και οι τάσεις εκδηλώνονται στο πρώτο κιόλας κείμενο που συνδέει

τον Σολωμό με το γλωσσικό ζήτημα. Από ευνοϊκή συγκυρία, εκείνος που θα στρέψει

την προσοχή του αναγνωστικού κοινού των Παναθηναίων στη γλωσσική κληρονομιά

του Σολωμού είναι ένας άλλος Ζακύνθιος, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.

217 Αυτόθι, σελ. 289-299. 218 Ως αριστοτεχνικό δείγμα, «από τα ζωντανώτερα, αρμονικώτερα και φυσικώτερα» του γλωσσικού

αυτού τρόπου, ο Νιρβάνας παραθέτει στίχους από την μετάφραση του Αμλέτου του Πολυλά (τ. 6, σελ.

591). Ειδικά για την απήχηση της γλωσσικής θεωρίας του Πολυλά στο γύρισμα του αιώνα βλ. Αυτόθι,

σελ. 359-369. 219 Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 449.

Page 144: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

144

Στο τεύχος της 31ης

Ιουλίου του 1901 ο επτανήσιος κριτικός υπογράφει τη

βιβλιοκρισία των Αναλέκτων του Άγγελου Βλάχου, τον οποίο προσεγγίζει «υπό την

τριπλήν του ιδιότητα», ως διηγηματογράφο, ως χρονογράφο και ως κριτικό (τ. 2, σελ.

307). Οι δύο πρώτες, οι ελάσσονες ιδιότητες, αντιμετωπίζονται με μετριασμένη

ευμένεια. Όμως η τρίτη – η μείζων – ιδιότητα του Βλάχου ως κριτικού θα

συγκεντρώσει τα πυρά του Ξενόπουλου. Για τον αντίπαλο του Ροΐδη και τον αρνητή

του Σολωμού220

η ετυμηγορία είναι κατηγορηματική: «ο κ. Βλάχος απέτυχεν ως

κριτικός» (τ. 2, σελ. 309).

Σύμφωνα με τον Ξενόπουλο η αιτία της κριτικής αστοχίας του Βλάχου είναι

ότι υπέδειξε και προσπάθησε να επιβάλει μια κατεύθυνση για τη νεοελληνική ποίηση

που δεν βρήκε συνεχιστές. Οι συγγραφείς και τα έργα που γνώρισαν την κριτική του

εύνοια περιέπεσαν γρήγορα στην αφάνεια και τη λήθη. Το μεγαλύτερο σφάλμα του,

όμως, ήταν ότι αγνόησε την «πηγή» της νεοελληνικής ποίησης και μάλιστα σε μια

κρίσιμη εποχή μετάβασης, όταν έκανε την εμφάνισή της η νέα φέρελπις ποιητική

γενιά του ’80 (και μαζί της ένα νέο αναγνωστικό κοινό). «Είναι σήμερον εκείνοι»,

επεξηγεί ο Ξενόπουλος, «οι οποίοι ακολουθούν το σύστημα του μεγάλου Σολωμού

και των διερμηνέων του – Πολυλά, Ροΐδου, Ψυχάρη, Παλαμά […]» (τ. 2, σελ. 309).

Η φράση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Ξενόπουλος αναγνωρίζει

ρητά την ύπαρξη ενός σολωμικού «συστήματος» (για το οποίο δεν θα δώσει

περαιτέρω διευκρινήσεις). Είναι όμως φανερό, από τη συμπαράθεση των ονομάτων –

και κυρίως από την αναφορά στον Ψυχάρη – ότι το κέντρο βάρος της συλλογιστικής

του μετατοπίζεται γρήγορα από ένα, μόλις διαφαινόμενο, πεδίο ποιητικής στο πεδίο

της γλωσσικής διαμάχης. Υποδεικνύει, επομένως, ένα σύστημα κατεξοχήν γλωσσικό.

Για τον Ξενόπουλο προέχει η προβολή και η καθιέρωση της ποιητικής γλώσσας όπως

την υπέδειξε και την ανέδειξε ο Σολωμός και, κατά συνέπεια, τα κριτικά και

λογοτεχνικά έργα που διαμορφώθηκαν με βάση το σολωμικό πρότυπο.

Χαρακτηριστική των θέσεων του Ξενόπουλου είναι η τελευταία παράγραφος

του άρθρου. «Αν έλθη πάλιν εποχή», γράφει, «κατά την οποίαν θα πιστεύεται όχι ότι

παν το ωραίον είναι εθνικόν, αλλ’ ότι παν το εθνικόν είναι ωραίον. – αν έλθη εποχή,

κατά την οποίαν θα κηρύσσεται, ότι τότε μόνον η δημοτική μας γλώσσα έχει κάποιαν

αξίαν, όταν περιορίζεται όχι μόνον εις τους τύπους, αλλά και εις το λεξιλόγιον του

χωρικού. – αν έλθη εποχή, καθ’ ην τα εκλεκτά πνεύματα δεν θ’ατενίζουν προς τον

220

«Ο Δροσίνης αναθυμάται χαρακτηριστικά την κουβέντα του για τον Σολωμό:

“Θα σας τον κατεβάσω καμιά μέρα από εκεί που τον ανεβάσατε”». Ροΐδης, Σκαλαθύρματα, σελ. ριβ΄.

Page 145: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

145

Σολωμόν, τον χυδαίον στιχοπλόκον, αλλά προς τον Σούτσον, – τότε και ο κ. Βλάχος,

ως κριτικός, θα έχη οπαδούς. Προς το παρόν δεν έχει κανένα […]» (τ. 2, σελ. 309).

Στο βαθμό που μας αφορά, η παράγραφος έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο

Ξενόπουλος θέτει τους προσδόκιμους όρους πρόσληψης της ποίησης (αλλά και της

κριτικής), επιμένοντας σε τρία σημεία. Πρώτον, ότι «παν το ωραίον είναι εθνικόν»,

όχι με την έννοια της εθνοπατριωτικής έξαρσης (σε επίπεδο θεματικής ή και

ρητορικής), αλλά επειδή σε αυτό «η ψυχή του έθνους» βρίσκει την «ηχώ των πόθων

της, των ονείρων της, των βλέψεών της» (τ. 2, σελ. 309). Επομένως το «εθνικόν»

είναι υπόθεση αισθητικής: έκφρασης και όχι ιδεολογίας. Δεύτερον, θεωρεί ότι η

δημοτική έχει αξία, όχι μόνο όταν περιορίζεται στη γλώσσα των χωρικών, αλλά και

όταν αναβαθμίζεται σε γλώσσα των ποιητών. Υποδεικνύεται έτσι το εκφραστικό

όργανο της νεοελληνικής ποίησης. Το τρίτο, και σημαντικότερο, είναι ότι ο Σολωμός

– ο υποτιμημένος στιχοπλόκος του Σούτσου – ορίζεται ως αφετηριακό σημείο της

νεοελληνικής λογοτεχνίας και πόλος έλξης των «εκλεκτών» κάθε εποχής. Αυτή είναι

και η συνισταμένη στην οποία απολήγουν οι δύο προηγούμενες συνιστώσες: όλοι

«ακολουθούν το σύστημα του μεγάλου Σολωμού» γιατί προσφέρει ένα αισθητικά

καταξιωμένο ποιητικό πρότυπο, σε γλώσσα δημοτική.

Η κατακλείδα του Ξενόπουλου αποτελεί το πρώτο παράδειγμα μιας σειράς

παραθεμάτων, τα οποία συνδέουν ποικιλοτρόπως τον Σολωμό με τη συζήτηση γύρω

από το γλωσσικό ζήτημα. Το σύνολό τους προσφέρει το πλαίσιο για να εξετάσουμε

πώς λειτούργησε στα Παναθήναια το σολωμικό γλωσσικό «παράδειγμα». Οι κύριοι

άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το θέμα είναι η θεμελιώδης σχέση της

σολωμικής ποίησης (και ποιητικής) με το δημοτικό τραγούδι, με έμφαση στην κοινή

– δημοτική – γλώσσα. Εκκινώντας από αυτή τη βάση, η απήχηση της γλωσσικής

διδασκαλίας του Σολωμού (και των συνεχιστών του) ή οι αντιστάσεις που συνάντησε

στο παρελθόν (αλλά και στο παρόν του περιοδικού) αποτελούν για τα Παναθήναια

σταθερό και πάντοτε επίκαιρο σημείο αναφοράς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι

γραμματολογικοί συσχετισμοί που προκύπτουν μέσα από ποικίλους (και ενίοτε

παράταιρους) συνδυασμούς: με τη σολωμική παράδοση συνδέεται μια πλειάδα

Ελλήνων λογοτεχνών και κριτικών, με μοναδικό κριτήριο ένταξης την υιοθέτηση ή τη

θεωρητική πρόκριση της δημοτικής γλώσσας. Σε αυτήν την ομάδα θα

συμπεριληφθούν, μεταξύ άλλων, (αυθαίρετα ή νόμιμα) ο Βαλαωρίτης, ο Ροΐδης, ο

Ψυχάρης και ο Παλαμάς. Οι διαφορές αμβλύνονται, ενώ, αντίθετα, προβάλλονται

εμφατικά οι ομοιότητες. Αντιστοίχως, οι όποιες αντιστάσεις ή οι ενστάσεις στο

Page 146: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

146

γλωσσικό σύστημα του Σολωμού παραγνωρίζονται ή αποσιωπούνται. Σημαντικότερο

όμως είναι το αξιωματικό σχήμα που ρυθμίζει σταθερά την πρόσληψη του Σολωμού

από τα Παναθήναια, άλλοτε ως προϋπόθεση κι άλλοτε ως συμπέρασμα μιας

συλλογιστικής που λειτουργεί αμφίδρομα: ο Σολωμός βρίσκεται στην κορυφή του

λογοτεχνικού κανόνα, επειδή «έδωκε μορφήν εις την συνείδησιν του λαού» (τ. 14,

σελ. 92) και νομιμοποίησε τη γλώσσα του.

Για να επανέλθουμε στη χρονολογική τάξη, το ζήτημα της σολωμικής

γλώσσας εγκαινιάζεται στο τεύχος της 15ης

Ιουλίου 1902 (έτος εορτασμού των εκατό

χρόνων από τη γέννηση του Σολωμού) με τη δημοσίευση της επιστολής του Σπ.

Τρικούπη προς τον Ι. Πολυλά.221

Το «περιεχόμενον της επιστολής δεν είνε

άγνωστον». Ο Τρικούπης ταξιδεύει στη Ζάκυνθο στα τέλη του 1822 και επιδιώκει να

γνωρίσει το νεαρό ποιητή, η φήμη του οποίου «ήτο τότε εις όλων το στόμα» (τ. 4,

σελ. 222). Η επιστολή περιγράφει τη δεύτερη συνάντησή τους. Σύμφωνα με την

αναδιήγηση του Τρικούπη, ο Σολωμός απήγγειλε την ιταλική «Ωδή για πρώτη

λειτουργία» και ακολούθησε η καθοριστική συζήτηση, η οποία μεταφέρεται

αναλυτικά στο γράμμα: «“Το ποιητικόν σας τάλαντον, του είπα [γράφει ο

Τρικούπης], σας επιφυλάττει ωραίαν θέσιν εις τον ιταλικόν Παρνασσόν, αλλ’ αι

πρώται είνε ήδη κατειλημμέναι. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντε

του”. Κατ’ αίτησίν του τότε του εξέθεσα τα της γλώσσης μας και της φιλολογίας μας.

“Δεν γνωρίζω ελληνικά, μου λέγει, πώς ημπορώ να γράψω καλά;” Πράγματι πολύ

ατελώς εγνώριζε την ομιλουμένην. “Η γλώσσα, του απήντησα, την οποίαν εμάθετε

μαζί με το μητρικόν γάλα, είναι η ελληνική […]. Δεν πρόκειται […] ούτε περί της

φιλολογικής γλώσσης, τόσον κοπιαστικής, ούτε περί της μακαρονικής, τόσον γελοίας,

αλλά περί της γλώσσης μας της μητρικής και ζωντανής”» (τ. 4, σελ. 222). Έτσι, με

την προτροπή του Τρικούπη, ο Σολωμός επιδίδεται με ζήλο στη μελέτη της

νεοελληνικής (γραφομένης) γλώσσας222

και το αποτέλεσμα της σύντομης μαθητείας

του είναι εκπληκτικό: «Μια εβδομάς μόλις είχε παρέλθει από την πρώτην μας

συνομιλίαν», μαρτυρεί ο Τρικούπης, «και έμεινα έκθαμβος ακούων τον Σολωμόν να

221 Η επιστολή, «σχετική με τον Σολωμόν και την εποχήν κατά την οποίαν ο ποιητής έγραψεν

ελληνιστί» (τ. 4, σελ. 221), απαντά σε σχετικό αίτημα που υπέβαλε ο Πολυλάς στον Τρικούπη για συγκέντρωση πληροφοριών από την εποχή της γνωριμίας του με τον ποιητή. Η αλληλογραφία Πολυλά

- Τρικούπη χρονολογείται στα τέλη της Άνοιξης του 1859 (η επιστολή του Τρικούπη φέρει

ημερομηνία 25 Μαΐου / 6 Ιουνίου 1859) και έλαβε χώρα με αφορμή την επικείμενη έκδοση των

σολωμικών Ευρισκομένων. Βλ. Παναθήναια, τ. 4, σελ. 221-222. 222

Ο Σολωμός μελετά πάνω στο αντίτυπο των Ωδών του Χριστόπουλου, που φρόντισε να του

προμηθεύσει ο Τρικούπης.

Page 147: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

147

μου απαγγέλη εν άσμα του γραμμένον ελληνιστί. Την είδα την ξανθούλα, την είδα

όταν αργά,/ Εκίνησε η βαρκούλα να πάει στην ξενιτειά. Ήτον η πρώτη του ελληνική

σύνθεσις», βεβαιώνει (τ. 4, σελ. 222).

Με βάση αυτή τη μαρτυρία, φαίνεται ότι η τυχαία συνάντηση των δύο ανδρών

ήταν καθοριστική. Στο πρόσωπο του Τρικούπη ο Σολωμός βρήκε το εξωτερικό

ερέθισμα που χρειαζόταν για να διεκδικήσει την κορυφή του ελληνικού ποιητικού

«Παρνασσού». Και με αυτήν την έννοια, ο Μαλακάσης είχε δίκιο όταν έλεγε,

απευθυνόμενος στον Χαρίλαο Τρικούπη: «ο πατήρ σας έπλασε τον εθνικόν ποιητήν,

που είναι πολύ μέγα και αυτό» (τ. 7, σελ. 62). 223

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην υποτιθέμενη «ομολογία» του Σολωμού πως

δεν ξέρει τα ελληνικά. Η άποψη αυτή φαίνεται καλά εδραιωμένη κατά τον πρώιμο

εικοστό αιώνα και επανέρχεται σποραδικά στις σελίδες των Παναθηναίων.

Ενδεικτικά, φέρεται να την επιβεβαιώνει ο Χαρίλαος Τρικούπης («ο πατήρ μου ήτο

υπέρ της απλής γλώσσης, την οποία ηγνόει ο ζακύνθιος ποιητής και εις την οποίαν ο

πατήρ μου τον παρώτρυνε να γράψη τα έργα του αφού πρότερον τον έκαμε να την

αισθανθή και να την αγαπήσει», τ. 7, σελ. 62). Την αποδέχεται, μάλλον απρόθυμα, ο

Βικέλας («δεν ηδυνάμην ν’αποκρούσω εντελώς τους ισχυρισμούς των αποδιδόντων

εις τους ποιητάς εκείνους [των Ιονίων νήσων] ολίγην ελληνομάθειαν και πολλήν

ξενικήν επίδρασιν», τ. 17, σελ. 256). Τέλος, την επαναλαμβάνει εμφατικά ο

Ξενόπουλος, ο οποίος θεωρεί τον Σολωμό «βαθύτατα μεν ιταλομαθ[ή] αλλά διόλου

ελληνομαθ[ή]» (τ. 13, σελ. 331).224

223 Σύμφωνα με τον Λ. Πολίτη, η συνάντηση με τον Τρικούπη δεν «στάθηκε η αποκλειστική αιτία για

να αφιερωθεί ο Σολωμός στην ελληνική ποίηση. […] Είναι απολύτως εξακριβωμένο πως από πριν κιόλας είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα ελληνικά και πως είχε στρέψει όλη του τη φροντίδα για να

μορφώσει μια νεοελληνική γλώσσα ποιητική. Οι μεταφράσεις του από τον Μεταστάσιο, άλλα

ποιήματα, και προ παντός η “Τρελή Μάνα” ξέρουμε πως είχαν γραφτεί πιο πριν. Έτσι και την

αντίρρηση του Σολωμού πως δεν ξέρει τα ελληνικά πρέπει να την πάρουμε cum grano salis. Ο

άνθρωπος που έχει γράψει κιόλας τα θαυμάσια εξάστιχα της “Τρελής Μάνας” και που μέσα σε μια

βδομάδα στιχουργεί την “Ξανθούλα”, δεν είναι βέβαια άνθρωπος που δεν ξέρει τη γλώσσα του. Μόνο

που τη γλώσσα αυτή δεν την έχει πρόχειρη και αυθόρμητη – είναι μια “μνήμη παλαιή, γλυκιά κι

αστοχισμένη”, που τώρα με την παρότρυνση του Τρικούπη ξανάρχεται στη θύμηση και ξεχύνεται

λεύτερη». Βλ. Λ. Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό, ό.π., σελ. 366. 224 Η ίδια αντίληψη κληροδοτείται και στις επόμενες γενιές και θα βρει την αποφθεγματική της

διατύπωση, τέσσερεις δεκαετίες αργότερα, στη γνωστή παραδοξολογική ρήση του Σεφέρη: «Οι τρεις

μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά». «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» [Δεκέμβρης 1936] στο Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές (1936-1947), τ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα, 20038, σελ. 63.

Ο Σεφέρης πάντως θα επαναδιατυπώσει τη σκέψη του αργότερα: «Είναι παράξενο και να συλλογίζεται

κανείς ότι από τους τέσσερεις ποιητές πρώτου μεγέθους που ακμάσανε ή που άρχισαν να γράφουν τον

περασμένο αιώνα: τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, ο ένας μονάχα είναι

πραγματικός άρχοντας της ελληνικής γλώσσας, ο Παλαμάς. Οι τρεις άλλοι είναι ποιητές δίγλωσσοι.

Όχι με την έννοια της ελληνικής διγλωσσίας, όπως όλοι μας είμαστε λίγο ή πολύ, αλλά δίγλωσσοι

Page 148: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

148

Το παράδοξο είναι ότι οι συγκαλυμμένες μομφές «επί αγραμματωσύνη» δεν

επηρεάζουν αρνητικά την πρόσληψη του Σολωμού στα Παναθήναια. Απεναντίας, ο

Σολωμός εξαίρεται γιατί, χάρη στο αλάνθαστο ποιητικό του κριτήριο («σοφία

ποιητική», θεόθεν προερχόμενη, τη θεωρεί ο Ξενόπουλος), «διείδε σαφώς και σοφώς

την λύσιν του γλωσσικού μας ζητήματος» και υπέδειξε «την αληθινήν προς τούτο

οδόν» (τ. 13, σελ. 331). Αντίστοιχα, το έργο του «λογίζεται πολύτιμον ως αφετηρία

της ελληνικής ποιητικής παραγωγής εις την αληθινήν μας γλώσσα» (τ. 4, σελ. 28).

Ωστόσο, όσο έγκυρη κι αν θεωρήθηκε η μαρτυρία του Τρικούπη, ο

ασφαλέστερος όρος αναφοράς για το περιοδικό ήταν η επιστολή του Σολωμού προς

τον Γεώργιο Τερτσέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 31ης

Ιανουαρίου του

1903, σε μετάφραση Α. Σ. Μάτεσι. Στο σημείωμα που συνοδεύει τη δημοσίευσή της,

η επιστολή χαρακτηρίζεται ως «εύρημα πολύτιμον»,225

επειδή σε αυτήν «περιέχεται

ολόκληρον πρόγραμμα και ολόκληρος πολεμική, ουχί ως σάλπισμα προς το κοινόν,

αλλ’ ως φιλική εξομολόγησις και φιλική μομφή και παραίνεσις» (τ. 5, σελ. 245). Το

περιεχόμενό της θα προσελκύσει εφεξής την προσοχή, τόσο για τις γλωσσικές ιδέες,

όσο και για την άποψη που εκφράζει ο Σολωμός σε σχέση με την τεχνητή μίμηση του

δημοτικού τραγουδιού.

Η επιστολή (χρονολογημένη 1 Ιουνίου 1883), αποστέλλεται με αφορμή το

ποίημα του Τερτσέτη «Φίλημα», γραμμένο και δημοσιευμένο στο Ναύπλιο κατά την

άφιξη του Όθωνα στην τότε ελληνική πρωτεύουσα. Ο Σολωμός κρίνει το ποίημα,

εκφράζει τις θέσεις του για τη γλωσσική και γενικότερη πνευματική κατάσταση που

επικρατεί στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο και αποδοκιμάζει έντονα την επιλογή

του Τερτσέτη να γράψει σε καθαρεύουσα τα πεζά κείμενά του που είδαν το φως της

δημοσιότητας στα 1832.226

Τον τόνο της επιστολής δίνει εύγλωττα η καταληκτική

παραίνεση του ποιητή προς τον αποσκιρτήσαντα φίλο: «και πρόσεχε γράφοντας να

μη φορέσης τα μανικέτια, αλλά να πετάς έξω ό,τι σου έρχεται, σαν να

συνομιλούσαμε» (τ. 5, σελ. 247). Η φράση αποκαλύπτει ότι η γλωσσική εκζήτηση

(στην οποία κατηγορείται ότι ενέδωσε ο Τερτσέτης) ενοχλεί πραγματικά τον Σολωμό.

Η κατηγορία που θα προσάψει στους καθαρολόγους της εποχής είναι εξαιρετικά

βαριά: «σκοτώνουν», γράφει, «τον πολιτισμόν της Ελλάδος» (τ. 5, σελ. 547).

πραγματικά. Έχουν δύο μητρικές γλώσσες μία ξένη και έπειτα την ελληνική». «Πρόλογος για μια

έκδοση των “Ωδών”» [Δεκέμβρης 1941], Αυτόθι, σελ. 203. 225 Ως τότε λάνθανε στο αρχείο της αλληλογραφίας Μάτεσι – Τερτσέτη. 226 Ο Στ. Αλεξίου θεωρεί ότι τα πεζά κείμενα στα οποία αναφέρεται ο Σολωμός είναι οι λόγοι του

Τερτσέτη «ως καθηγητού του Πολεμικού Σχολείου του Ναυπλίου», που δημοσιεύτηκαν στα 1832.

Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, (1994), ό.π., σελ. 556.

Page 149: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

149

Όσο «διά την γλώσσαν», συμπληρώνει ο ποιητής, «πηγαίνει εκείνο που λέγει

ο Μακιαβέλλος δι’ όλους τους θεσμούς των ανθρώπων, ότι μόνη σωτηρία σε κάθε

διαφθοράν είναι η επιστροφή στες αρχές. Οι διδάσκαλοι της Ελλάδος γυρίζουν πολύ

οπίσω. Αυτό δεν είναι επιστροφή στες αρχές» (τ. 5, σελ. 247). Ο Σολωμός τοποθετεί

την αφετηρία (και τη σωτηρία) σε άλλο σημείο: «Χαίρομαι να πέρνωνται [sic] για

ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, ήθελα όμως όσοι μεταχειρίζονται την κλέφτικη

γλώσσα να πέρνουν [sic] την ουσίαν της και όχι την μορφήν, μ’ εννοείς; Και όσον διά

την ποίησι πρόσεχε καλά, Τζώρτζη μου, ότι καλό είναι βέβαια να θεμελιώνεται

κανείς σ’ αυτά τα τραγούδια, αλλά δεν είναι καλό να σταματά εκεί. Πρέπει να

υψώνεται κατακόρυφα. Η κλέφτικη ποίηση είναι εύμορφη και ενδιαφέρουσα, διότι με

αυτήν ανεπιτήδευτα επαράστησαν οι κλέφτες την ιδική τους ζωή, τες ιδέες και τα

αισθήματα. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον ’ς το δικό μας στόμα. Το έθνος ζητεί από μας

τον θησαυρόν της διανοίας μας, της ατομικής, ενδεδυμένον εθνικά» (τ. 5, σελ. 527).

Είναι περιττό να συζητηθούν εδώ οι θέσεις του Σολωμού για το δημοτικό

τραγούδι. Είναι όμως σαφές, για να παραθέσουμε την άποψη του Δ. Μαρωνίτη, ότι

«η λαϊκή γλώσσα και έκφραση […] αποτελεί για τον Σολωμό ποιητική αφετηρία, όχι

όμως και αναπαυτική κοίτη της εθνικής ποίησης».227

Αξίζει ωστόσο να παρατεθούν

δύο απομακρυσμένες χρονικά προσεγγίσεις, οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο,

οριοθετούν τον ορίζοντα αναφοράς. Η μία από τις δύο (η ύστερη) ανήκει στον

Παλαμά.228

Ανταποκρινόμενος ακαριαία στη δημοσίευση της επιστολής του

Σολωμού από τα Παναθήναια, επιχειρεί τη δική του ερμηνευτική απόπειρα,

διαθλασμένη μέσα από το πρίσμα της προσωπικής του οπτικής για το γλωσσικό

ζήτημα. «Βέβαια», προσεπικυρώνει. «Τα δημοτικά τραγούδια πρέπει να παίρνονται

για ξεκίνημα. Δεν πρέπει ο ποιητής να κολλιέται απάνω τους σα στρείδι. πρέπει

κανείς να στυλώνεται απάνω τους σα μάτι. Όχι να σέρνεται από εκείνα, στα χαμένα,

αλλά να τα σέρνη προς την ψυχή του, και να τα μεταχειρίζεται σαν τα πιο κατάλληλα

όργανα για το ξεσκέπασμα της ψυχής του. Πάρτε της κλέφτικης γλώσσας την ουσία,

227 Δ.Ν. Μαρωνίτης, Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σελ. 64. Για τη σχέση της

σολωμικής ποίησης με το δημοτικό τραγούδι γενικότερα και ειδικά την άποψη ότι ο Σολωμός

κατόρθωσε να το αντικρύσει «με νέα για την εποχή του αισθητικά και εθνικά κριτήρια», βλ. Εμμ. Κ.

Χατζηγιακουμή, Νεοελληνικαί Πηγαί του Σολωμού. Κρητική λογοτεχνία. Δημώδη μεσαιωνικά κείμενα.

Δημοτική ποίησις, (Διατριβή επί διδακτορία), Αθήνα, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, 1968, σελ. (124-178) 176. 228 Ένα μόλις μήνα μετά τη δημοσίευση της επιστολής του Σολωμού από τα Παναθήναια (31

Ιανουαρίου 1903) ο Παλαμάς δημοσιεύει στο περιοδικό Νουμάς (27 Φεβρουαρίου 1903) το σύντομο

άρθρο «Από τα βάθη του τάφου», στο οποίο σχολιάζει το μήνυμα του Σολωμού: «Κ’ έπρεπεν από τα

βάθη του τάφου να ακουστή άλλη μια φορά η φωνή του ποιητή για να φυσήξη στ’ αυτιά μας την

αιώνιαν αλήθειαν». Βλ. Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. (129-131) 131.

Page 150: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

150

την αρετή, τη δύναμη. (και πώς μπορούν αυτά να ξεχωριστούν από τη γραμματική

της;) όμως δεν είστε υποχρεωμένοι να δεθήτε χεροπόδαρα και στο ύφος της γλώσσας

αυτής. Του ποιητή το έργο δεν είναι να σταματήση στην μίμησιν του δημοτικού

τραγουδιού. μα την ορμή του παίρνοντας από το τραγούδι τούτο, “να υψωθή

κατακόρυφα” […].229

Διαφορετική στα σημεία και μισό αιώνα προγενέστερη είναι η εκδοχή του

Πολυλά, όπως διατυπώνεται στα «Προλεγόμενα»:230

«η πολύτιμη ύλη εκείνης της

Συλλογής [του Fauriel] ως προς τα αισθήματα, τα φρονήματα, τα ήθη του ελληνικού

λαού, ως προς τη γλώσσα […] έγεινε αντικείμενο σοβαρής, σταθερής και βαθείας

μελέτης εις το φιλέρευνο πνεύμα του [Σολωμού]. ύλη όμως η οποία δεν έμελλε να

ξαναφανή απαράλλαχτη μες στα ποιήματά του, καθώς στοχάζονταν ότι έπρεπε όσοι

θεωρούν εθνική την ποίηση τότε μόνον, όταν παθητικώς ξαναδίνει τα φρονήματα, το

ήθος και το ύφος του λαού. Αυτά ο Σολωμός ήθελε τα ονομάσει παρωδήματα».231

Παρά τις όποιες αποκλίσεις, και στις δύο περιπτώσεις αναγνωρίζεται ο

ομφάλιος λώρος που συνδέει την ποίηση του Σολωμού με τη δημοτικό τραγούδι.

Αδιαμφισβήτητο είναι και το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούνται τόσο ο Πολυλάς

όσο και ο Παλαμάς: όχι στην παθητική μίμηση και δουλική αναπαραγωγή του

δημοτικού τραγουδιού. Η λαϊκή έκφραση συνιστά την πρώτη ύλη, προσφέρει το

μέσο, αλλά δεν είναι ο σκοπός της επώνυμης δημιουργίας. Η σολωμική απαίτηση για

κατακόρυφη εξύψωση είναι επιταγή ποιητικής.

Ωστόσο, τέτοιου είδους ζητήματα ποιητικής σπάνια τίθενται στα Παναθήναια.

Θα ανακύψουν αναπάντεχα (και σε σχήμα πρωθύστερο προς τη δημοσίευση της

επιστολής του Σολωμού), σε μια μελέτη του Γ. Λαμπελέτ για την εθνική μουσική,

που θα μας απασχολήσει σε επόμενο κεφάλαιο. Στη μειοψηφία ανήκει και ο Άριστος

Καμπάνης, ο οποίος, σε ένα σύντομο κείμενό του, ταυτίζει το «θησαυρό της ατομικής

διανοίας» με την «απλότητα» του δημοτικού τραγουδιού και ελέγχει την εφαρμογή

της σολωμικής θεωρίας στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, για να καταλήξει στο

συμπέρασμα ότι «όλοι οι στίχοι τους […] ημπορούσαν να είναι χωριστά σπαρμένοι

εις τα δημοτικά τραγούδια χωρίς να ξενίζουν την σύστασίν των». Όμως ο ποιοτικός

229 Αυτ., σελ. 130-131. 230 Ο Δ. Πολυχρονάκης υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της επιστολής του Σολωμού στον Τερτσέτη

«δεν ήταν άγνωστο στον Πολυλά, ο οποίος τη ζήτησε από τον Τερτσέτη για να την εντάξει στην

έκδοση του 1859. Αλλά ασφαλώς ο Πολυλάς μπορούσε να γνωρίζει τις σολωμικές απόψεις επί του

ζητήματος μέσα από την προσωπική του συναναστροφή με τον ποιητή. Πολυχρονάκης, Ο κριτικός

ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 146, σημ.94. 231 Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 20.

Page 151: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

151

δείκτης της ποίησης, παρατηρεί ο Καμπάνης, δεν εξασφαλίζεται μόνο με την

ευλαβική τήρηση και τη μηχανική επανάληψη της τυπολογίας του δημοτικού

τραγουδιού, εξ’ ου και η αντίρρηση: «πόσον όλοι οι Επτανήσιοι ποιηταί τον

ηκολούθησαν μόνον εις τα εξωτερικά γνωρίσματα. Πόσον η ποίησις εκείνου ήτον

αντιρρητορική, λιτή, απλή» (τ. 11, σελ. 120). Ο Καμπάνης θα θέσει επίσης – κάπως

απροσδόκητα – το ζήτημα της γλώσσας με μια πρώιμη νύξη σε θέματα

λογοτεχνικότητας. «Ήτο λάθος», γράφει, «ότι την φράσιν και την λέξιν των

δημοτικών τραγουδιών, που διά του Σολωμού έγεινε φράσις και λέξις της ποιήσεως,

ηθέλησαν να την επιβάλουν παντού. Ελησμόνησαν ότι υπάρχουν κάποια όρια. Ότι

και ο ίδιος ο Σολωμός πεζογραφών και ο Πολυλάς αφίσταντο κάπως της ποιητικής

των φράσεως» (τ. 12, σελ. 260).232

Οι απόψεις του όμως δεν θα προωθηθούν άλλο.

Άλλωστε παραμένουν στον αντίποδα της κυρίαρχης επιχειρηματολογίας.

Εκείνο που προέχει είναι η ενοποιημένη εικόνα της ελληνικής λογοτεχνικής

παράδοσης και η σολωμική γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί (περισσότερο ή λιγότερο

εύστοχα) ως θεμελιώδης αρμός.233

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η εμβόλιμη απόπειρα να συνδεθεί ο

Σολωμός με τους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Η «απλότητα»

της σολωμικής γλώσσας αναγνωρίζεται ως ειδοποιό χαρακτηριστικό ενός ελληνικού

τρόπου του γράφειν (τ. 11, σελ. 119-120) και, με την προϋπόθεση ότι θα

απομακρυνθεί η φύρα της λογοτεχνικής παραγωγής σε καθαρεύουσα, «ο Όμηρος, ο

Σοφοκλής κι ο Πίνδαρος» γέρνουν «και ακουμπ[ούν] φιλικά απάνω» στον Σολωμό (τ.

9, σελ. 375).234

Πιο επιτυχημένα, ο Ιούλιος Τυπάλδος και ο Σίμος Μενάρδος υποδεικνύουν

στις νεοελληνικές πηγές του Σολωμού τον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου, του

«μεγαλειτέρ[ου]», προ Σολωμού, «των ποιητών μας» (τ. 20, σελ. 183 και τ. 22, σελ.

300).

232 Στα 1906, εικοσιένα χρόνια πριν την έκδοση της Γυναίκας της Ζάκυθος, την εικόνα του

πεζογραφούντος στα ελληνικά Σολωμού παρέχει, ουσιαστικά, μόνο ο Διάλογος. 233 «Ως μια νέα πνοή θα γεμίση τότε τον διαφανή αέρα και ενουμένη με την πνοήν του Σοφοκλέους και

της Σαπφούς, του Πινδάρου και του Σιμωνίδου, του Σολωμού και του Βαλαωρίτου, θα εξαγγέλλη […]

ότι προς ένα και τον ίδιον μελωδεί σκοπόν η ελληνική λύρα» (τ. 20, σελ. 17). 234 Οι συσχετισμοί αυτού του τύπου δεν είναι πάντοτε εύστοχοι, όπως π.χ. η άστοχη σύγκριση του

Σολωμού με τον Σιμωνίδη από τον ακαδημαϊκό Σπ. Π Λάμπρο. «Ενθυμούμεθα», γράφει ο

Ξενόπουλος, «πόσον εξένισε τους λογίους μας η απρόοπτος και παράδοξος εκείνη σύγκρισης του

Σολωμού προς τον Σιμωνίδην, με τον οποίον ορισμένως δεν έχει την ελαχίστην ομοιότητα, παρά

μόνον, ως παρετήρησεν τότε ο κ. Επισκοπόπουλος, ότι τ’ονομά του αρχίζει επίσης από Σ» (τ. 5, σελ.

149).

Page 152: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

152

Αποτελεσματικότερη είναι φυσικά η πρόσδεση της σολωμικής ποίησης στην

παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Ο δημοτικός ποιητικός λόγος δεν θεωρείται

μόνο αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας, αλλά ζωτική γλωσσική αρτηρία

από την οποία αρδεύεται η σολωμική ποίηση για να αναζωογονήσει, με τη σειρά της,

τη νεοελληνική ποίηση.

«Ο δημώδης ποιητής», διαβάζουμε στα Παναθήναια, στέκεται πάντα «πλάι

στον Σολωμό» (τ. 18, σελ. 49). Μόνο όταν «έσκυψε και ήκουσεν την φωνήν του

ελληνικού αγρού, τα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδος» (τ. 14, σελ. 301), έγινε ο

Σολωμός Έλληνας ποιητής. «Έλλην κατά την έμπνευσιν» και, πρωτίστως, «Έλλην

κατά την χρήσιν της κοινής γλώσσης», που τη συλλέγει μεθοδικά, τη μορφώνει

ποιητικά και της δίνει την «οριστική» της μορφή στο έργο του (τ. 4, σελ. 283). Τα

ελληνόγλωσσα «ποιήματά του δύνανται να παραβληθούν με την πολυποίκιλην και

λεπτοτάτην άνθισιν της νεοελληνικής ποιήσεως» (τ. 13, σελ. 24) και αυτό το

ομοούσιον είναι που αποσπά ακόμη και τον δύσκολο έπαινο του Ψυχάρη. Δηλώνει

από το Παρίσι ότι το «μεγάλο γνώρισμα του Σολωμού […], ένα σπάνιο δώρο που

έχουν οι εκλεκτοί μόνον, είναι το εξής: Δύο ποιήματά του υπάρχουν εις την συλλογή

του Πάσσοβ ως Τραγούδια Δημοτικά» (τ. 14, σελ. 93). Αλλά και από το Μόναχο, ο

Γερμανός νεοελληνιστής Κ. Κρουμπάχερ συστήνει, ως δείγμα «της ωραίας

νεοελληνικής φιλολογίας», «τα απαράμιλλα […] δημοτικά τραγούδια [και] τα

ποιήματα ενός Σολωμού» (τ. 5, σελ. 134).

Έτσι η σολωμική ποίηση εξισώνεται με την «απαράμιλλη» (κατά

Κρουμπάχερ) αισθητική του δημοτικού τραγουδιού («δέλεαρ» και κληρονομιά «του

ρομαντικού ενθουσιασμού»),235

ή προβάλλεται ως φυσική συνέχεια του δημοτικού

ποιητικού λόγου. Σε κάθε περίπτωση η λυδία λίθος της είναι η δημοτική γλώσσα. Με

άλλα λόγια, ο Σολωμός μνημονεύεται στα Παναθήναια, επειδή ήταν ένας από τους

πρώτους που διέγνωσαν τη δυναμική της και ο πρώτος (ύστερα από αιώνες)

επώνυμος δημιουργός που πέτυχε να την καταξιώσει αισθητικά. Κατά την ευθύβολη

παρατήρηση του Σ. Μενάρδου, «βλέπομεν πόσον υπηρέτησεν τον Σολωμόν και

πόσον ο Σολωμός υπηρέτησε την δημοτικήν γλώσσαν» (τ. 20, σελ. 300).

235 Μαρωνίτης, Οδυσσέας Ελύτης, ό.π., σελ. 64. Μια προσπάθεια να συνδεθεί η σχέση του Σολωμού με

το δημοτικό τραγούδι με την αντίστοιχη του Γκαίτε ή του σκανδιναβού μουσικοσυνθέτη Grieg με τα

νορβηγικά lied, βλ. Παναθήναια, τ. 14, σελ. 301 και τ. 3, σελ. 82-90. Για την ανάδειξη των lied από το

κίνημα του ρομαντισμού βλ. James Parsons, «At home with german romantic song», στο A Companion

to European Romanticism, ed. Michael Ferber, Blackwell, 2005, σελ. 538-550.

Page 153: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

153

Ωστόσο, τέτοιες απόπειρες σχηματοποίησης παίρνουν απρόσμενες τροπές

μέσα στο κλίμα όξυνσης των πρώτων χρόνων του 20ού

αιώνα και ο κριτικός λόγος

συχνά εκτρέπεται στα επείγοντα και επίκαιρα της γλωσσικής αντιπαλότητας. Έτσι,

όταν ο Παλαμάς δηλώνει ότι οι εσωτερικευμένοι «νόμοι» της γλώσσας και της

ποιητικής έκφρασης που ενυπάρχουν στο δημοτικό τραγούδι «φανερώνονται» στα

«γραμμένα του Σολωμού και του Ψυχάρη» (τ. 6, σελ. 488),236

η συζήτηση παίρνει τη

μορφή μιας εμφύλιας διαμάχης στο στρατόπεδο των δημοτικιστών. Την «άστοχη»

επιμονή του Παλαμά «ν’ αδελφώνει τον Σολωμόν με τον Ψυχάρην» θα ψέξει ο

Νιρβάνας (τ. 6, σελ. 584). Ένα προγενέστερο σχόλιο των Παναθηναίων είναι ακόμη

πιο δηκτικό: «Είναι αληθές ότι δεν θα στηθή ανδριάς εις τον κ. Ψυχάρην. Δεν είναι

πρώτος αυτός ο επαναστάτης. Ο Σολωμός συνέδεσε το ζήτημα στενώτερον με το

έθνος» (τ. 5, σελ. 94). Ο Ξενόπουλος, στον αντιψυχαρικό του αγώνα θα προχωρήσει

ακόμη περισσότερο: «Απεναντίας η “μισή γλώσσα” των συμβιβαστικών, την οποίαν

τόσον πολεμεί εν ονόματι της γραμματικής ο κ. Ψυχάρης, αυτή σήμερον είνε η μόνη

Ιδέα η συμφωνούσα με τα πράγματα […]. Μήπως αυτήν δεν ήθελε, αυτήν δεν

εδίδασκε και ο Σολωμός;» Θα καταλήξει, μάλιστα, εμφατικά: «Από δύο λέξεις της

αυτής εννοίας, δημοτικάς και τας δύο, ο μέγας εκείνος διδάσκαλος εξέλεγε πάντοτε

την αρχαίαν. Απεναντίας ο κ. Ψυχάρης εκλέγει την νέαν. Αυτό και μόνον αρκεί διά

να κατανοήσωμεν την απέραντον αληθώς διαφοράν μεταξύ των δύο φαινομενικώς

συγγενών συστημάτων. Ο Σολωμός ωνειρεύετο να φθάσωμεν εις μιαν γλώσσαν διά

της συγχωνεύσεως των δύο της στοιχείων. Ο ψυχαρισμός αποκλείει ολωσδιόλου το

εν» (τ. 16, σελ. 59). Το αξιοπερίεργο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι ο Σολωμός

επιστρατεύεται και από τις δύο παρατάξεις των αντιμαχόμενων δημοτικιστών. Όμως,

παρά τις αντεγκλήσεις, ένα αξίωμα παραμένει απαραβίαστο: η γραμμή της συνέχειας

που θα μπορούσε να οδηγήσει στην «αίσια» έκβαση του γλωσσικού ζητήματος (είτε

περιλαμβάνει τον Ψυχάρη είτε όχι) ξεκινάει από το δημοτικό τραγούδι και τον

Σολωμό. Περιττό να σημειωθεί ότι, στη σκιά των γλωσσικών αντιπαραθέσεων,

236 «Από χρόνια τώρα προσπαθώ να ρίχνω στο χαρτί στίχους και πεζά, κάθε τι που μου γίνεται από μια

συγκινημένη σκέψη, – σύμφωνα με τους νόμους που ζη την πιο βαθειά, την πιο αληθινή ζωή της η

ελληνική γλώσσα, η γλώσσα μας. Τους νόμους αυτούς […], γραμμένους, τους αγάπησα μέσα στα

πλούσια, μα λιγοστά θησαυρισμέν’ ακόμα “δημοτικά μνημεία μας”. και μαζί μ’ αυτά, μέσα στ’ αραιά και πρόσφατ’ ακόμα, όμως πολύτιμα πάντα, έργα που μέσα τους η ζωντανή μας γλώσσα αρχίζει και

δείχνεται λογοτεχνικά δουλεμένη, αρχίζει και παίρνει τελειωτική πια τη συνείδηση του φυσικού της,

αρχίζει και ξανοίγεται σημαντικά με νέα φραστική δύναμη. και των έργων τούτων οι πιο ξεχωριστές

ως την ώρα κορφές νομίζω πως φανερώνονται, μαζί θεωρητικά και νομοτελεστικά, στα γραμμένα του

Σολωμού και του Ψυχάρη. και οι δύο, οικοδόμοι μαζί με τον κριτικό και το δημιουργικό το νου» (τ. 6,

σελ. 488).

Page 154: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

154

χάνονται οι λεπτές αποχρώσεις που έδινε ο Σολωμός στο γράμμα του προς τον

Τερτσέτη.

Η γραμμή της συνέχειας φυσικά επιμηκύνεται. Όπως υπενθυμίζει ο Κ.

Χρηστομάνος, το έργο του Σολωμού, αν και «πολύτιμον ως αφετηρία της Ελληνικής

ποιητικής παραγωγής εις την αληθινήν μας γλώσσαν», δεν είναι «η κατ’ εξοχήν

εθνική ποιητική πηγή αυτοτελώς αναβλύσασα» (τ. 4, σελ. 28). Σύμφωνα με τα

Παναθήναια, τρεις είναι οι ποιητές που σήμαναν το «εωθινό σάλπισμα» για τη

νεοελληνική ποίηση και κήρυξαν την «επανάσταση» ενάντια στον ασφυκτικό κλοιό

του «δασκαλισμού» (τ. 2, σελ. 283). Ο Ξενόπουλος αναλαμβάνει να τους συστήσει:

«Τρεις ποιηταί από τρία μεγάλα και διάφορα κέντρα του ελληνισμού, αλλά κατά την

αυτήν εποχήν, ανεπέτασαν χωριστά την αυτήν σημαίαν της γλωσσικής ανεξαρτησίας.

Ο Κωνσταντινοπολίτης Χριστόπουλος, ο ηπειρώτης Βηλαράς και ο επτανήσιος

Σολωμός. Και πότε συνέβη το μέγα τούτο γεγονός; Ακριβώς κατά την εποχήν, κατά

την οποίαν το Έθνος ήρχισε ν’ αφυπνίζεται και να έχη καθαρωτέραν συνείδησιν

εαυτού, ακριβώς κατά την εποχήν, κατά την οποίαν η Ελλάς εξηγέρθη ως ένας

άνθρωπος, διά να συντρίψη τας αλύσεις της μακραίωνος δουλείας της. / Και οι

ποιηταί είπαν: / “Δεν μας χρησιμεύει η γλώσσα των βιβλίων και των δασκάλων. Δεν

μας ικανοποιεί ούτε η γλώσσα των ρητόρων και των ιεροκηρύκων. Ημείς έχομεν

ανάγκην να συγκινήσωμεν ακόμη περισσότερον, ν’αποταθώμεν αμέσως εις την

καρδίαν, να προκαλέσωμεν εκείνα τα αισθήματα τα οποία γεννώνται μόνον όταν

εκφράζεται κανείς εις την γλώσσαν που εννοεί και αισθάνεται καλλίτερα. Και αυτή

είναι η γλώσσα του λαού. Μόνη αυτή μας χρησιμεύει. μόνη αυτή μας αρέσει, και

μόνον εις αυτήν θα συνθέτωμεν τα ποιήματά μας”» (τ. 8, σελ. 200).

Είναι χαρακτηριστικό ότι, για μια ακόμη φορά, το επίκεντρο του

ενδιαφέροντος είναι η κοινή γλωσσική επιλογή: εκδηλώνεται ως σύμπτωμα (και όχι

απλώς σύμπτωση) μιας γενικότερης αλλαγής που έγινε πρώτα αισθητή στα

κοσμοπολίτικα κέντρα του προεπαναστατικού ελληνισμού (Φανάρι, Ιωάννινα,

Επτάνησα), προϋποθέτει την αφύπνιση και την αυτοσυνειδησία ενός ολόκληρου

έθνους και προεξαγγέλλει τον αγώνα για την απελευθέρωση από κάθε μορφή

δουλείας, (είτε αυτή προέρχεται από τον Τούρκο κατακτητή, είτε από τους

σχολαστικούς ρητοροδιδασκάλους). Ο Σολωμός συνδέεται τώρα με την επώνυμη

δημιουργία του Βηλαρά και του Χριστόπουλου, και πάλι μέσω της γλώσσας.

Ενδιαφέρει η σημαντική ομοιότητα και όχι οι διαφορές των γλωσσικών συστημάτων

που πρότειναν οι τρεις ποιητές. Προέχει άλλωστε η καθιέρωση της «γλώσσας του

Page 155: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

155

λαού». Αυτό υπαγορεύεται τόσο από τη νέα ιστορική πραγματικότητα («μόνη αυτή

μας χρησιμεύει»), όσο και από τη νέα αισθητική αναγκαιότητα («μόνη αυτή μας

αρέσει»).

Μέσα στο πλαίσιο της γλωσσικής αντιπαλότητας ρυθμίζονται και οι

συγκριτικές αποτιμήσεις των ποιητών της προηγούμενης γενιάς. Ο μεγάλος

ηττημένος της αντιπαράθεσης με τον Σολωμό είναι ο Αλ. Σούτσος. Το ασυγχώρητο

σφάλμα που του προσάπτεται είναι η περίφημη, έμμετρη, καταδίκη της σολωμικής

ποίησης («ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι / δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν

προωρισμέναι»).237

Του καταλογίζεται επίσης ζηλόφθονη μικροψυχία («εκατηγόρ[ει]

τον βασιλέα Όθωνα διότι απένειμε προς τον ποιητήν […] τον χρυσούν Σταυρόν του

Σωτήρος») (τ. 14, σελ. 13). Αμφισβητείται, τέλος, διά στόματος Σολωμού, και η ίδια

η ποιητική ιδιότητά του: «δεν ξέρ[ω] κανένα Σούτσον ποιητήν» (τ. 14, σελ. 213).238

Κατά τα άλλα, τα Παναθήναια δεν ξοδεύουν «πολλήν μελάνην [διά τους Σούτσους]»,

τουλάχιστον όχι για λόγο επί καλώ (τ. 23, σελ. 16).239

Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζεται και ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής. Εδώ το

πρόβλημα ξεκινάει από την απαξίωση του Σολωμού στην Ιστορία της νεοελληνικής

λογοτεχνίας του Ραγκαβή (A. R. Rangabe, Histoire litteraire de la Grece moderne,

1877). «Δογκισσωτικήν σταυροφορίαν» τη χαρακτηρίζει ο Παλαμάς,240

«κακώς

κρυπτομένην μοχθηρίαν» τη θεωρούσε ο Τυπάλδος (τ. 22, σελ. 239).241

Τελικά η

237 Το περίφημο τετράστιχο του Σούτσου μνημονεύεται συχνά στα Παναθήναια ως χαρακτηριστικό

παράδειγμα κριτικής αστοχίας. Αντίθετα, οι θετικές κρίσεις του Σούτσου για τον Σολωμό αγνοούνται.

Για τη μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίστηκε ο ποιητής του Πανοράματος της Ελλάδος βλ.

Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό, ό.π., σελ. 276-278 και Νάσος Βαγενάς, «Ο Σολωμός ανάμεσα στους

Αθηναίους και τους Επτανησίους. Ανάγκη αναθεώρησης», εφημ. Το Βήμα, 29.11.1998. 238 Τη «μαρτυρία» καταθέτει ο Μ. Σιγούρος: «Μετά την ελευθεροτυπίαν (1848) ο Αλέξανδρος Σούτσος μετέβη εις Κέρκυραν όπως δημοσιεύση λιβέλλους εναντίον του Όθωνος. Τότε εζήτησε να

επισκεφτή τον Σολωμόν. Επήγεν εις το σπίτι του ποιητού και εκτύπησεν. όταν εφάνη ο υπηρέτης του

είπε.

– Πες πως ο ποιητής Σούτσος περιμένει κάτω.

Ευθύς μετ’ ολίγον ο ζακυνθινός υπηρέτης εγύρισε και με μίαν ειρωνικήν αδιαφορίαν του

είπεν.

– Ο κόντες προστάζει να σας πω, πως δεν ξέρει κανένα Σούτσον ποιητήν.

Ήτο μία εκδίκησις» (τ. 14, σελ. 213). 239 Κατά το παράγγελμα του Ι. Τυπάλδου (στον Δε Βιάζη): «Διά τους Σούτσους έλεγε να μην χαλάσω

πολλήν μελάνην» (τ. 23, σελ. 16). Βλ. σημ. 30. 240 «Ο εθνικός ύμνος. Ο Σολωμός και ο Ραγκαβής», Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σελ. (35-37)

35. 241 Σε επιστολή του Ι. Τυπάλδου προς τον Σπ. Δε Βιάζη (χρονολογημένη στα 1880 και δημοσιευμένη

σε συνέχειες τον Αύγουστο και Οκτώβριο του 1911) διαβάζουμε: «Ο κ. Ραγκαβής […] αποφαίνεται

ότι ο Σολωμός, ναι μεν ήτο άνθρωπος με τάλαντον, αλλ’ αμαθέστατος της Ελληνικής. ιδών ότι έλαβον

κακήν υποδοχήν τα ποιήματά του από τους ομοεθνείς του (!), έστρεψε τα νώτα εις την Μούσαν και δεν

ηθέλησε πλέον να καταγίνη εις την ποίησιν. Εδώ οφείλω να σας ομολογήσω, ανεξαρτήτως όλων των

άλλων, την κακώς κρυπτομένην μοχθηρίαν του Ραγκαβή κατά ανθρώπου τον οποίον εγώ όχι μόνον

Page 156: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

156

κριτική αστοχία του Ραγκαβή γυρίζει εναντίον του και συμπαρασύρει την αισθητική

αποτίμηση του έργου του: μια απλή αντιπαραβολή, υποστηρίζει ο Ξενόπουλος θα

επέτρεπε να διαφανεί «κατά τι διαφέρει και κατά τι υπερέχει ο “Λάμπρος” του

Σολωμού π.χ. από τον “Πλουν Διονύσου”» (τ. 8, σελ. 201). Η απόπειρα του Ραγκαβή,

μάλιστα, να «μεταφέρει» τον «Ύμνο» στην καθαρεύουσα εγγράφεται (με πυκνές

ειρωνικές συνδηλώσεις) στα κορυφαία παραδείγματα εκδοτικής «τόλμη[ς] […]

καθαρώς νεοελληνική[ς]» (τ. 4, σελ. 60).

Την ίδια «τύχη» με τον «Διονύσου πλούν» μοιράζεται και η «Φαύστα» του

Βερναρδάκη. «Μία στροφή από τον “Λάμπρον”», αποφαίνεται ο Ξενόπουλος,

«βαρύνει όσον όλαι αι χιλιάδες των ιάμβων, τους οποίους εσώρευσεν ο

Βερναρδάκης». Σε αυτήν την περίπτωση το αισθητικό αποτέλεσμα καταβυθίζεται, όχι

μόνο επειδή ο δημιουργός τους «δεν ήτο βέβαια μεγάλος ποιητής», αλλά κυρίως

επειδή η γλωσσική «Επανάστασις, η οποία εσημειώθη εις τας ημέρας του, τον εύρεν

απαθή αδιάφορον, πολέμιον» (τ. 13, σελ. 362, 361 και 365, αντίστοιχα).242

Το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι προφανές: γλωσσικά κρίνοντας, «ο

Σολωμός υπήρξεν ανώτερος της εποχής του». Οι υπόλοιποι αποδείχτηκαν

«κατώτεροι» (τ. 13, σελ. 365). Μόνο ο Κάλβος και ο Βαλαωρίτης, για ειδικούς

λόγους (που θα συζητηθούν σε επόμενο κεφάλαιο), χαίρουν διαφορετικής

μεταχείρισης. κι ενώ ο πρώτος είναι επίμεμπτος για τη γλωσσική του διαγωγή, ο

δεύτερος κληρονομεί τις δάφνες του «εθνικού ποιητή».

Με γλωσσικά, λοιπόν, κριτήρια διαμορφώνεται ο λογοτεχνικός κανόνας και

με τον ίδιο τρόπο ορίζεται η σειρά της διαδοχής. Στη ρύμη του λόγου, μάλιστα, ενός

ανώνυμου αρθρογράφου των Παναθηναίων, προτείνεται ένας αξιοπρόσεκτος

επιμερισμός της «δημοτικής» ποίησης: σε ποίηση των δημοτικών τραγουδιών και

«την ποίησιν του Σολωμού και των πάσης αποχρώσεως σολωμικών, παλαιών και

νέων» (τ. 11. σελ. 185). Η προτεινόμενη διάκριση δεν έχει βέβαια γραμματολογική

ισχύ, ούτε βρίσκει συστηματική εφαρμογή στα Παναθήναια. Απηχεί όμως την τάση

(που εκδηλώνεται έντονα στο περιοδικό) να προσαρτώνται στο άρμα του Σολωμού

θαυμάζω – καθώς και όλοι οι άλλοι Έλληνες και ξένοι – αλλά και ζωηρά ηγάπησα […]». Ολόκληρη η επιστολή του Τυπάλδου: Παναθήναια, τ. 22, σελ. 236-244 και τ. 23, σελ. 14-16. 242 Ο Ξενόπουλος γενικεύει τη σύγκριση: «Προς το αριστούργημα αυτό της ιδέας και της εκφράσεως,

προς τον αδάμαντα, ο οποίος θα ημπορούσε να στολίζη επίσης το εξοχώτερον δράμα του αιώνος, θα

ωχριάσουν βεβαίως πολύ οικτρότερα αν συγκριθούν οι ίαμβοι άλλων Ελλήνων δραματικών, του

Ραγκαβή, του Αντωνιάδου, του Αμπελά, του άλφα και του βήτα. Μεταξύ αυτών και του Σολωμού, ως

μεταξύ δύο άκρων αντιθέτων, το διάστημα είνε βεβαίως απέραντον» (τ. 13, σελ. 363).

Page 157: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

157

όλοι όσοι δείχνουν (ή έδειξαν) εύνοια προς τη δημοτική γλώσσα. Με αυτή την

προοπτική, ο (καταχρηστικός) όρος «σολωμικοί» διευρύνεται απροσδόκητα.

Στην πραγματικότητα (και ανεξάρτητα από επίμαχους όρους),243

αντιλαμβανόμαστε ότι αρκεί μια εύφημη μνεία στη σολωμική γλώσσα, για να

εξασφαλιστεί στο περιοδικό η εμφάνιση ενός ονόματος δίπλα στον Σολωμό. Με

αυτόν τον τρόπο εξηγούνται συμπαραθέσεις, όπως (χάριν δείγματος): «ο Μαρκοράς,

ο Προβελέγγιος, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Βασιλικός, ο Πορφύρας» (τ.

4, σελ. 29), αλλά και τα απρόοπτα: «ο μισός Ζαλοκώστας και ολόκληρος ο Ροΐδης»

(τ. 13, σελ. 331).244

«Όταν δε τύχη να είνε και σοφοί, όπως ο Πολυλάς και ο Ροΐδης,

τότε ακόμη καλλίτερα» (τ. 8, σελ. 201), πυκνώνουν ακόμη περισσότερο οι σχετικές

αναφορές.245

Σε παρόμοια συλλογιστική υπακούει και η υπαγωγή του Βικέλα στους

συνεχιστές της γλωσσικής παράδοσης του Σολωμού. Για την ακρίβεια, «[τον

«αληθινό» γλωσσικό δρόμο] εις τον Βικέλαν τον έδειξαν οι μεγάλοι αλλά

περιφρονημένοι διδάσκαλοι της εποχής, οι Επτανήσιοι, τους οποίους οι λοιποί

εθεώρουν αγραμμάτους, ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Τυπάλδος, ο Πολυλάς, και ο

μέγας των φίλος […], ο Σπυρίδων Τρικούπης. Εις την Σχολήν αυτήν είχε

προσχωρήση νεώτατος ο συγγραφέας του “Λουκή Λάρα” […]» (τ. 16, σελ. 226). Και

κατ’ επέκταση, «διά την νέαν αθηναΐκήν Σχολήν, η οποία ενηγκαλίσθη τους

Επτανησίους και ανεγνώρισεν ως αρχηγόν τον Σολωμόν, ο Βικέλας υπήρξεν ένας

πρόδρομος» (τ. 16, σελ. 226).246

«Στενώτερα εξαρτώμενοι» από το γλωσσικό παράδειγμα του Σολωμού (και

χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναγωγή στο γραμματολογικό σχήμα της

«Επτανησιακής Σχολής») θεωρούνται φυσικά οι Επτανήσιοι λογοτέχνες. Στο

243 Για τη σχέση του Σολωμού με τους λεγόμενους «σολωμικούς» ποιητές και τις «παραμορφώσεις»

σχετικά με το ζήτημα της υιοθέτησης της δημοτικής γλώσσας από την Επτανησιακή Σχολή, βλ.

Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 100-166. 244 «[…] και από τους ισταμένους τυχόν επί βάθρων παλαιόθεν, δεν μένουν απρόσβλητοι και δεν

δέχονται φόρον λατρείας, ειμή μόνον οι εξαρτώμενοι από τον Σολωμόν, - ο Βαλαωρίτης, ο Τυπάλδος,

ο Μαρκοράς, ο Πολυλάς, ο μισός Ζαλοκώστας και ολόκληρος ο Ροΐδης […] (τ. 13, σελ. 331). 245 Τη σύνδεση του Ροΐδη με τη σολωμική γλωσσική παράδοση εξηγεί ένα διαφωτιστικό σχόλιο του

Ξενόπουλου: «η ιδέα ν’απαλλαχθώμεν σιγά-σιγά από την πληγήν της διγλωσσίας, ή μάλλον της

αγλωσσίας, την οποίαν πριν από τον κ. Ψυχάρην, (εις τον Πρόλογον των “Παρέργων” του, νεφέλωμα

και πυρήνα της μελέτης του “Τα Είδωλα”) είχε ήδη υποδείξει ο Ροΐδης, να εφαρμόσωμεν επιτέλους το

γλωσσικόν κήρυγμα του μεγάλου Σολωμού και να κάμωμεν ώστε, με τον καιρόν, να συναντηθή η

γραπτή προς την ομιλουμένην γλώσσαν δι’ αμοιβαίας συμπλησιάσεως, η ιδέα αυτή μας εύρισκεν ενθουσιώδεις υπερμάχους» (τ. 16, σελ. 57). Ανάλογη και η «φράση του Παλαμά, “γενναιότερος

εβάδισε” ο Ροΐδης στα κρίσιμα αυτά για την γλωσσική υπόσταση του έθνους χρόνια». Ροΐδης,

Σκαλαθύρματα, ό.π., σελ. ρκστ΄. 246 Βλ. και την εξομολόγηση του Βικέλα: «ο θαυμασμός μου διά τον Σολωμόν και διά τα Κλέφτικα

τραγούδια υπέσκαπτεν επί μάλλον και μάλλον την επιβολήν των Σούτσων και αυτού του Ραγκαβή» (τ.

17, σελ. 256).

Page 158: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

158

γλωσσικό κριτήριο προστίθεται ο γεωγραφικός περιορισμός και η ένταξη

προσδιορίζεται με βάση την καταγωγή και, υποχρεωτικά, την υιοθέτηση της

δημοτικής στο λογοτεχνικό ή τον θεωρητικό λόγο. Σε αυτή την ομάδα

ενσωματώνονται ελάσσονες ποιητές (όπως π.χ. ο Ν. Κονεμένος)247

και μείζονες

φωνές. Εκείνος που αναγνωρίζεται ως ο κατεξοχήν απόστολος της γλωσσικής ιδέας

του Σολωμού είναι ο Ιάκωβος Πολυλάς (τ. 13, σελ. 160).248

Χάρη στην καθοριστική

του συμβολή «του Σολωμού η σχολή περισσότερον ερριζώθη εν Κερκύρα» (τ. 23,

σελ. 16). Σε αυτήν ανήκει η εύφημη μνεία «ότι […] επρωτοστάτησε και εις το

εθνικόν αυτό ζήτημα, ότι αυτή προπάντων διεφύλαξε και διά της φωτεινής

γραμματολογίας της εκαλλιέργησε την εθνικήν γλώσσαν, και συνετέλεσε μεγάλως εις

την σημερινήν αποκατάστασίν της» (τ. 13, σελ. 160). Απερίφραστος είναι και ο

θαυμασμός «διά την φάλαγγα εκείνην των Κερκυραίων ιερολοχιτών των γραμμάτων,

η οποία υπήρξε και υπάρχει, διά τους ηρέμους και τους γαληνίους και τους σεμνούς

εργάτας μέσα εις την ψυχήν των οποίων καίει έως τάφου ο κρυμμένος λύχνος της

ερεύνης, τους Κερκυραίους λογίους, οι οποίοι μόνοι ίσως εις την Ελλάδα ημπορούν

να κατέχουν αυτόν τον τίτλον, έξω κάθε ψευτιάς, κάθε ρεκλάμας, κάθε χυδαιότητας

της ζωής. Διά τους περασμένους – την γραμμήν του Πολυλά και του Καλοσγούρου.

Διά τους σημερινούς – την γραμμήν του Μαβίλη και του Θεοτόκη» (τ. 6, σελ. 572).

Ας επαναληφθούν εδώ, στην προσήκουσα θέση, τα ονόματα του Τυπάλδου και του

Μαρκορά.

Τέλος, οι στενοί προσωπικοί δεσμοί με τον Σολωμό επιτρέπουν και

εξακτινώσεις σε άλλα πεδία και σε άλλους χώρους, για να συμπεριληφθούν

εξέχουσες μορφές, όπως ο Κερκυραίος μουσουργός Ν. Μάντζαρος και ο

Μεσολογγίτης πολιτικός Σπ. Τρικούπης (υπέρμαχοι της δημοτικής και θαυμαστές του

Σολωμού).249

Περιττό να σημειωθεί ότι όλοι φαίνονται, όπως ειρωνικά το έθεσε ο

Καλοσγούρος, «αδελφωμέν[οι] και συγκεντρωμέν[οι] στην αγάπη του Σολωμού» (τ.

4, σελ. 112).

247 Παναθήναια, τ. 16, σελ. 208, 210. 248 «[…] ο μέγας ζακύνθιος Σολωμός εκήρυξε την […] γλωσσικήν ιδέαν, την οποίαν ησπάσθη, και

διέδωσε μάλιστα ως απόστολος, ο μαθητής του Σολωμού Ιάκωβος Πολυλάς, κερκυραίος. […] Η

“Φιλολογική Γλώσσα” του Πολυλά είνε σήμερον οριστικώς η φιλολογική γλώσσα του έθνους» (τ. 13,

σελ. 160). 249

Για τον Μάντζαρο και τον Τρικούπη βλ. Παναθήναια, τ. 10, σελ. 134 και τ. 16, σελ. 226,

αντίστοιχα.

Page 159: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

159

Όσον αφορά, τέλος, στις αντιρρήσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν για το

γλωσσικό σύστημα του Σολωμού, αυτές παρακάμπτονται στα Παναθήναια με

συνοπτικές διαδικασίες. Είτε πρόκειται για τον Ραγκαβή, που απορρίπτει τη

«διεφθαρμένην» γλώσσα του Σολωμού («βάρβαρος» και «σαπρά», γεμάτη από

«ιταλισμούς», τ. 22, σελ. 239-240), είτε για τις ενστάσεις του Σκιά στις χασμωδίες

του «Ύμνου» (τ. 8, σελ. 305), ή τον έλεγχο του Χατζιδάκη στις πιο έντονες θέσεις

του Διαλόγου (τ. 3, σελ. 216),250

οι ετερόδοξες απόψεις καταγράφονται εμμέσως και

μόνο για να ανατραπούν. Ο αντίλογος στον Σολωμό είναι λόγος «βλάσφημ[ος]»,

«απόδειξις της αισθητικής ανεπαρκείας» των αντιρρησιών (τ. 8, σελ. 201). Σε κάθε

περίπτωση, ο Σολωμός υπερισχύει, γιατί, όπως έλεγε (με άλλη αφορμή) ο Ψυχάρης,

«είναι αυτή η μεγαλείτερη δόξα δι’ ένα ποιητήν να επαναλαμβάνη κανείς τας σκέψεις

του χωρίς να τον γνωρίζη και κάποτε μάλιστα ενώ ακόμη τον πολεμούν» (τ. 14, σελ.

93).

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μεμονωμένο. στο πλαίσιο της ευρύτερης

διαμάχης για τη γλώσσα (αλλά και μέσα από το ειδικό πρίσμα της πολεμικής των

Παναθηναίων) το «παράδειγμα» του Σολωμού επιστρατεύεται εξακολουθητικά για

την ενίσχυση της δυναμικής ή την αποδυνάμωση οποιασδήποτε γλωσσικής θεωρίας.

Στη γλωσσική αναμέτρηση του πρώιμου 20ού

αιώνα, η παράδοση του

Σολωμού αποτελεί το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει το οπλοστάσιο των

δημοτικιστών στον αγώνα εναντίον των οπαδών της αρχαϊστικής καθαρεύουσας. Το

κλίμα μεταφέρει εύστοχα ένα σχόλιο του Ιταλού νεοελληνιστή Gulielmo Damiani, ο

οποίος, σε ρόλο πολεμικού ανταποκριτή – για να συνεχίσουμε τη μεταφορά –

μεταφέρει: «από εικοσαετίας η νεοελληνική ποίησις εστράφη προς νέαν οδόν, και οι

ιεροφάνται των μουσών, πολεμούντες αμειλίκτως τας αρχαϊζούσας τάσεις των λογίων

της καθέδρας, ήρχισαν να στιχουργούν εις καθαράν διάλεκτον, εμπνεόμενοι εκ των

δημοτικών ασμάτων και του μεγάλου Σολωμού […]» (τ. 3, σελ. 71).251

Ο ποιητικός

250 «Και αυτός ο Σολωμός, όστις ποτέ ουχί βεβαίως τα άριστα λέγων παρέταττε τους διδασκάλους τοις

Τούρκοις “… αν κανένας λογιώτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαυίζει, γιατί για με είναι όμοιοι και

οι δύο” και “ετελείωσε σοφολογιώτατοι το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τούρκων το βασίλειο”»

(τ. 3, σελ. 216). 251 Μισό αιώνα νωρίτερα (σε γράμμα του προς τον Γ. Ζαλοκώστα, χρονολογημένο 14 Σεπτεμβρίου 1851), ο φίλος του Σολωμού Ιωσήφ Ρεγάλδης έγραφε: «Δεν αγαπά την νέαν γλώσσαν, την οποίαν οι

λόγιοι καταγίνονται να εισαγάγουν εις την Ελλάδα. Αι διορθώσεις των λογιωτάτων είναι, κατ’ αυτόν,

παραμορφώσεις. Αυτός θα ήθελε να μείνη αγνή η γλώσσα του λαού. Επί του ζητήματος τούτου

ήκουσα πολλούς να συζητούν, αλλ’ ακόμη δεν ειξεύρω εις ποίον των διαμαχομένων ανήκει η δάφνη.

Αι γλώσσαι δημιουργούνται από τους λαούς και όχι από τας Ακαδημίας. Οι κανόνες λαμβάνονται από

τα έργα των μεγάλων συγγραφέων και ιδίως των ποιητών και ουχί από τους λογιωτάτους. Συμφώνως

Page 160: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

160

λόγος του δημοτικού τραγουδιού και η σολωμική ποίηση αποτελούν τις θεμέλιες

βάσεις της νεοελληνικής ποιητικής γλώσσας. Εννοείται φυσικά ότι η ιστορική και

γραμματολογική σημασία που αποδίδεται στο σολωμικό έργο προϋποθέτει την

αισθητική αξία του και αντίστροφα.252

Από την άλλη πλευρά, στην εσωτερική έριδα των αντιμαχόμενων

δημοτικιστών, ο Σολωμός βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο της διελκυστίνδας. Τον

επικαλείται, όπως είδαμε, πλάι στο όνομα του Ψυχάρη, ο Παλαμάς. Τον διεκδικεί, με

τον τρόπο του Πολυλά, ο κύκλος των μετριοπαθέστερων δημοτικιστών των

Παναθηναίων. Οι αντιστοιχήσεις είναι ευανάγνωστες στα λόγια του Ξενόπουλου:

«αν το έθνος αυτό ήτο προωρισμένον διά μεγαλουργόν ζωήν, δεν θα επερίμενε

βέβαια ως απόστολον τον κ. Ψυχάρην, εμφανιζόμενον προ είκοσι μόλις ετών. Αλλά

θα ήκουε τους προφήτας και τους αποστόλους, οι οποίοι ενεφανίσθησαν πολύ

ενωρίτερα, με την αυτήν περίπου ιδέαν, κατά το σκοτεινόν παρελθόν» (τ. 16, σελ.

58). Αυτό όμως δεν είναι παρά η ορατή κορυφή του (μεταφορικού) παγόβουνου. Στο

βάθος υπόκειται η χρόνια διεκδίκηση του χρίσματος της, κατά Σολωμόν, γλωσσικής

ορθοδοξίας, ανάμεσα στον Πολυλά και τον Ψυχάρη. Τα Παναθήναια δέχονται

ανεπιφύλακτα τον Πολυλά ως συνεχιστή του γλωσσικού διδάγματος του Σολωμού

και αναγνωρίζουν συνήθως τον συμπληρωματικό ρόλο του Ψυχάρη, αλλά επικρίνουν

έντονα τις υπερβολές του ψυχαρικού δημοτικισμού. Όταν όμως ο Παλαμάς επιχειρεί

την εξίσωση Σολωμού-Ψυχάρη, η κίνησή του θεωρείται αυθαίρετη ανατροπή της

νόμιμης ιεραρχίας και εύλογα στρέφονται εναντίον του τα αντι-ψυχαρικά πυρά.

Παρατηρείται, για μια ακόμη φορά, ότι, πάνω στη μαχητική ορμή του

δημοτικισμού, η άμεση εμπλοκή και η χρονική εγγύτητα με τα πρόσωπα και τις

καταστάσεις δεν επιτρέπουν τις στοχαστικές προσαρμογές ή την (δια)κριτική

αποστασιοποίηση. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν είναι εύκολο να αποφασιστεί ποιος είναι

πραγματικά ο συνεχιστής και ποιος ο προδότης του Σολωμού, παραμένει

αδιαμφισβήτητη η προδρομική μορφή του ποιητή.253

Όλοι μετέχουν της κληρονομιάς

«των ανεκτιμήτων θησαυρών του» (τ. 4, σελ. 29) και όλοι ευλαβικά συμφωνούν ότι

«ούτος […] υπέδειξεν την αληθινήν […] οδόν» για τη λύση του γλωσσικού

ζητήματος (τ. 13, σελ. 331).

με τας αρχάς ταύτας, ο Σολωμός είναι νικητής: αλλά ίσως διά την Ελλάδα υπάρχει εξαίρεσις, εις την

οποίαν πρέπει να προσέξωμεν» (τ. 19, σελ. 82-83). 252

Holub, «Θεωρία της πρόσληψης: η Σχολή της Κωνσταντίας», ό.π., σελ. 449. 253 Βλ. σχετικά Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. (373-406) 406.

Page 161: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

161

Είναι τελικά φανερό ότι, μέσα στην ένταση των γλωσσικών διενέξεων, «τις

περισσότερες φορές, η γλώσσα της κριτικής ταυτίζεται με την κριτική της

γλώσσας».254

Στα παράπλευρα κέρδη αυτής της απώλειας εγγράφεται η προσπάθεια

να συνδεθεί ο Σολωμός με ό,τι νοείται ως κεντρική αρτηρία ή γόνιμο υπόστρωμα του

νεοελληνικού ποιητικού λόγου: από την ανώνυμη παράδοση του δημοτικού

τραγουδιού και την επώνυμη δημιουργία του Κορνάρου, του Βηλαρά και του

Χριστόπουλου, διανοίγεται ένα ελαστικό και ευρύχωρο γραμματολογικό σχήμα, το

οποίο περιλαμβάνει την επτανησιακή και αθηναϊκή ποίηση σε δημοτική, ως τους

νεότερους Έλληνες «διηγηματογράφ[ους] και δραματικ[ούς]» ποιητές (τ. 17, σελ.

246). Με βάση τη γλωσσική επιλογή, όχι μόνο διαμορφώνεται ο νεοελληνικός

λογοτεχνικός κανόνας (με τον αποκλεισμό των παράταιρων φωνών), αλλά

μορφοποιείται και η ενοποιημένη εικόνα της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης

(με αφετηρία και κέντρο τον Σολωμό).

Το τελικό συμπέρασμα είναι πρόδηλο: η πρόσληψη του Σολωμού στα

Παναθήναια συναρτάται «αναπόφευκτα και επίμονα»255

με το ζήτημα της γλώσσας.

Αυτή είναι ο ευνοϊκότερος, αλλά και υποχρεωτικός όρος υποδοχής του. «εις αυτήν

ίσως ο Σολωμός οφείλει μέγα μέρος της δόξης του» (τ. 4, σελ. 121),256

ακόμη κι αν

αυτό σημαίνει ότι η σολωμική επιταγή για «κατακόρυφη» ανύψωση του ποιητικού

λόγου παραμένει ακάλυπτη.

Έπρεπε να προηγηθεί το «ξασπαργάνωμα του κριτικού νου», κατά την

έκφραση του Πολυλά, «ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει και σε βάθος το σολωμικό

δίδαγμα».257

254 Μουλλάς, Ρήξεις και συνέχειες, ό.π., σελ. 77. 255 Αυτόθι, σελ. 76. 256 «Γεμάτη από μεγαλοπρέπειαν θα υπήρξε επίσης η στιγμή κατά την οποίαν του ήλθε φωτεινή εις τον νουν η ιδέα της δημιουργίας νέας γλώσσης. Ησθάνετο τα οστά και τον κονιορτόν της αψύχου και

δασκαλικής καθαρευούσης, ησθάνετο την ανάγκην όπως το νέον ελληνικόν έθνος και η νέα ελληνική

ποίησις φορέσουν και έν ένδυμα καινουργές και μίαν γλώσσαν νέαν, κάτι τι το οποίον να εξήρχετο από

του λαού το αίμα και το οποίον να προσέβαλλε απευθείας του λαού την ψυχήν. Ευτυχής σκέψις! Εις

αυτήν ίσως ο Σολωμός οφείλει μέγα μέρος της δόξης του» (Ν. Επισκοπόπουλος, τ. 4, σελ. 121). 257 Νάσος Βαγενάς, «Το επίτευγμα του Σολωμού», εφημ. Το Βήμα, 13.12.1998.

Page 162: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

162

2.6. Η πρόσληψη του σολωμικού έργου.

«Αν προσέξουμε τις συγκεχυμένες κραυγές που βγάζουν οι κριτικοί των εφημερίδων και τους

δημόσιους ψιθύρους οι οποίοι τις επαναλαμβάνουν μετά, θ’ ακούσουμε πολυάριθμα ονόματα ποιητών. αν

δεν επιζητούμε τη γνώση που παρέχει ο «Γαλάζιος Οδηγός», αλλά την απόλαυση που παρέχει η ποίηση,

και γυρεύουμε κάποιο ποίημα, σπάνια θα το βρούμε».258

Ο αυστηρός αφορισμός του T. S. Eliot θα αδικούσε ένα σολωμικά

προσανατολισμένο περιοδικό, όπως είναι τα Παναθήναια. Την ευλαβική και άνευ

όρων αφοσίωση στον Σολωμό (αισθητή σε κάθε αναφορά του περιοδικού) τη δείχνει

με απόλυτη σαφήνεια η υπόδειξη ενός εκ των συνεργατών του σε έναν αναγνώστη με

ποιητικές φιλοδοξίες: «Τι τα θέλετε τα πολλά λόγια;», διερωτάται ο ανώνυμος

κριτικός, «αφού αναπνέετε κι εσείς του Ιουνίου [Ιονίου] τον αέρα, ξαναδιαβάσετε τον

Σολωμόν σας: θα ιδήτε εκεί και την θεωρίαν και την πράξιν του στίχου» (τ. 19, σελ.

240). Μια τέτοια ανεπιφύλακτη αναγωγή της σολωμικής ποίησης σε εγχειρίδιο

ποιητικής είναι απολύτως ταυτόσημη με την απροκάλυπτη παραδοχή του Στ. Δάφνη

(της Εφημερίδος): «έναν μεγάλον ποιητήν έχομεν, […] τρις της ημέρας κωδωνίζομεν

το όνομά του, αντιγράφομεν τους στίχους του και αποκαλυπτόμεθα όταν η μουσική

της φρουράς παίζει τον “Ύμνον” του» (τ. 27, σελ. 127). Όμως, παρά την ομόθυμη

αποδοχή του σολωμικού ποιητικού «ύψους» από τον αθηναϊκό τύπο της εποχής, η

παρατήρηση του Eliot, όπως θα δούμε, δεν είναι τόσο άστοχη.

Εκ πρώτης όψεως, το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των σολωμικών

ποιημάτων που δεξιώνονται τα Παναθήναια είναι ένας αριθμός που προσεγγίζει

(συμπεριλαμβανομένων και των επαναλήψεων) τους εκατό τίτλους.259

Αξιοσημείωτη

είναι η αντιπροσώπευση των ιταλόγλωσσων ποιημάτων, που αντιστοιχεί στο 1/3

περίπου της συνολικής παρουσίας του σολωμικού έργου στο περιοδικό. Όμως μια

δεύτερη ματιά αποδεικνύει ότι οι αριθμητικές ενδείξεις είναι πλασματικές και δεν θα

μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ασφαλείς δείκτες για την πρόσληψη της ποίησης του

Σολωμού στα Παναθήναια.

Το «στατιστικό» σφάλμα οφείλεται μερικώς στις επαναλήψεις (π.χ. το πρώτο

τετράστιχο της «Ξανθούλας» εμφανίζεται πέντε φορές). Στην ουσία, όμως, το

πλασματικό αποτέλεσμα προκύπτει επειδή το ελληνόγλωσσο έργο απαντά κυρίως με

258

Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική, ό.π., σελ. 101. 259 Βλ. Παράρτημα: Πίνακες έργων.

Page 163: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

163

τη μορφή μεμονωμένων στίχων, που ενσωματώνονται σε ποικίλα συμφραζόμενα, και

όχι πάντοτε με προβλέψιμη αφορμή.

Όπως φάνηκε ήδη από τον Α΄ τόμο, το ερέθισμα που οδηγεί στη σολωμική

αναφορά είναι συχνά εξωτερικό. Έτσι, όταν το θέμα είναι η ελληνική επανάσταση ή

η καταστροφή των Ψαρών, είναι λογικό να ανακαλούνται οι δύο πρώτοι στίχοι της

δεύτερης στροφής του «Ύμνου», ή η κατακλείδα του γνωστού επιγράμματος (τ. Α΄,

σελ. 107 και 329). Ανάλογα, η απελευθέρωση της Κρήτης, στα 1913, θα δώσει την

αφορμή για να επικαλεστεί ο Ηλ. Π. Βουτιερίδης «δυνατώτερη τη φωνή του Σολωμού

να βροντολαλή: Η Κρήτη …… η γη είναι της αντρείας. / για ξαναπές το, αντίλαλε ιερέ

της Εκκλησίας» (τ. 27, σελ. 79). Με παρόμοιο τρόπο, ένα αφιέρωμα του περιοδικού

στην Άνοιξη δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για να παραθέσει ο Άρ. Καμπάνης

τον στίχο «Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», από το δεύτερο απόσπασμα

του Β΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων (τ. 12, σελ. 6). Στον ίδιο στίχο

καταλήγουν συνθηματικά και οι στοχασμοί του Π. Νιρβάνα, όταν εξετάζει την

αδόκητη προοπτική ενός θανάτου την Άνοιξη (τ. 16, σελ. 25). Συνειρμικά και ο

Παλαμάς (σε ένα, «απροσδιόνυσο» στον Σολωμό, κείμενο για τον Ξενόπουλο),

ανασύροντας την ανάμνηση των τελευταίων ημερών του Αν. Βυζάντιου, παραθέτει

το στίχο «είν’ ο νους μου έρμος κόσμος που χαλιέται» από τον σολωμικό «Λάμπρο»

(τ. 13, σελ. 208).

Στενή είναι και η συνειρμική σύνδεση του Σολωμού με τις καλές τέχνες. Ο

αρχαιολόγος Α. Σ. Αρβανιτόπουλος αναγνωρίζει στο άγαλμα της «Κόρης του

Άντσιο» τη σοβαρή περίσκεψη της προσωποποιημένης Δόξας των Ψαρών, όταν

«μελετά τα λαμπρά παλικάρια» (τ. 19, σελ. 59). Ομοίως, ο Κ. Μιχαηλίδης βλέπει στα

ανοιξιάτικα τοπία του Ν. Γύζη την εικαστική αναπαράσταση του στίχου «Μάγεμα η

φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρι» (τ. 23, σελ. 137). Ο ίδιος βρίσκει στη «Δόξα»

(επίσης του Γύζη) την ιδανική απεικόνιση της εμβληματικής (ομώνυμης) μορφής του

σολωμικού επιγράμματος για την «Καταστροφή των Ψαρών». Η δημοσίευση της

φωτογραφίας του πίνακα αξιώνει, μάλιστα, και τη συνδημοσίευση ολόκληρου του

επιγράμματος, υπό τον δάνειο τίτλο «Η Δόξα» (τ. Α΄, σελ. 409). Στο πλαίσιο των

εικαστικών ενδιαφερόντων του περιοδικού εντάσσεται, τέλος, και η παράθεση δύο

στροφών από την «Αγνώριστη». Σε αυτή την περίπτωση την αφορμή δίνει το

«σχεδιογράφημα» του Γ. Ιακωβίδη, στην πολυτελή έκδοση των Απάντων από τη

βιβλιοθήκη Μαρασλή, που αναπαριστά με αξιοπρόσεχτη ενάργεια τη ζωντάνια και τη

χάρη της νεαρής ηρωίδας του ποιήματος (τ. 2, σελ. 315).

Page 164: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

164

Πάντως, η πιο απροσδόκητη σύνδεση που επιτυγχάνεται στα Παναθήναια

είναι η εμφάνιση του τελευταίου αποσπάσματος από τον «Πόρφυρα», σε ένα κείμενο

του Ηλ. Π. Βουτιερίδη, αφιερωμένο στη μνήμη του αεροπόρου Αλέξανδρου

Καραμανλάκη, που κατέπεσε με το αεροπλάνο του και πνίγηκε στη θάλασσα του

Κορινθιακού (τ. 24, σελ. 268).

Τέλος, μια διαρροή σολωμικών θραυσμάτων παρατηρείται και στα «περί τον

Σολωμόν» κείμενα. Εδώ διαπιστώνεται κυρίως η εμπρόθετη προσπάθεια να

προσαρμοστούν στη ροή του λόγου διάσπαρτοι στίχοι. Το φαινόμενο απαντά σε

μεγάλη κλίμακα σε τρία κείμενα του Κ. Μιχαηλίδη (το πρώτο για την προτομή του

Σολωμού στη Ζάκυνθο, το δεύτερο για την επίσημη τελετή του εορτασμού της

εκατονταετηρίδας και το τρίτο με αφορμή την παράδοση των χειρογράφων του

Σολωμού στην Επιτροπή Ζακύνθου από την Ασπασία Σορδίνα), όπου ο Διευθυντής

των Παναθηναίων βρίσκει την ευκαιρία να ενσωματώσει τέσσερα αποσπάσματα από

το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων260

και το στίχο «Τίποτε δεν είναι αν

στητή μεν’ η ψυχή και ολόρθη» από την «Ελληνίδα Μητέρα» (τ. 4, σελ. 34-35, 158

και τ. 6, σελ. 386). Την ίδια τακτική εφαρμόζει και ο Μ. Σιγούρος – ακόμη ένας

«υποτονθοριστής των στίχων του μεγάλου Ζακυνθίου ποιητού»:261

στο εισαγωγικό

τμήμα της μελέτης του για τον Σολωμό αντλεί τέσσερις στίχους από την «Τρελή

μάνα» για να υποβάλει το κλίμα του νυχτερινού τοπίου της Κέρκυρας (τ. 4, σελ. 140).

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι (παρεκβατικές) αναφορές

αυτής της κατηγορίας δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ανάδειξη της σολωμικής

ποίησης μέσα από τις σελίδες των Παναθηναίων. Παρόλα αυτά, με τις απρόβλεπτες

παραθέσεις διάσπαρτων στίχων σε οποιαδήποτε συμφραζόμενα πιστοποιείται η

«σολωμομάθεια» (αν όχι και η «σολωμολατρεία») των συνεργατών του περιοδικού

και ενισχύεται η εντύπωση της «διαρκούς παρουσίας» του ποιητή.

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο πρόσληψης εγγράφονται οι μεμονωμένοι στίχοι,

οι οποίοι εμφανίζονται ως προμετωπίδα έργων (που δημοσιεύονται ή απλώς

αναφέρονται στο περιοδικό). Με αυτόν τον τρόπο υπονοούνται «εκλεκτικές

συγγένειες», όπως π.χ., όταν ο Ξενόπουλος επιγράφει τον Κόκκινο Βράχο με τον

πρώτο στίχο από το απόσπασμα 43 («Σε βυθό πέφτει από βυθό, ως πού δεν ήταν

άλλος») από το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων (τ. 10, σελ. 3). Το

260 Πρόκειται για τα αποσπάσματα 41 και 53 (τ. 4, σελ. 34-35) και τα αποσπάσματα 50 και 52 (τ. 6,

σελ. 386). 261 Μ αυτή τη φράση τον συστήνει ο Μ. Μαλακάσης στο περιοδικό (τ. 4, σελ. 274).

Page 165: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

165

απόσπασμα 41 από το ίδιο έργο («ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο»)

προτάσσει και ο Μ. Μαλακάσης στο ποίημά του «Σε μια ξενιτεμένη» (τ. 3, σελ. 37).

Με motto το απόσπασμα 31(«Το γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα»)

επιχειρείται και το διακειμενικό άνοιγμα του Κ. Πασαγιάννη, όταν αφιερώνει το

ποίημα «Ήσκιος» στον ποιητή Λ. Μαβίλη, (τ. 22, σελ. 5). Ο Π. Νιρβάνας, τέλος, θα

σταθεί, σε βιβλιοκρισία του, στο στίχο «Μ’ αρέσει, δρυ, να σε θωρώ μες τ’ ουρανού

τς’ αγκάλες», από τον «Νικηφόρο Βρυέννιο», που λειτουργεί ως προμετωπίδα του

κρινόμενου βιβλίου (τ. 8, σελ. 164).262

Κατά τα άλλα, το σολωμικό έργο επιστρατεύεται (αν και σε περιορισμένη

κλίμακα) στον κριτικό διάλογο της εποχής. Ο Γ. Ν. Χατζιδάκις παραθέτει φράσεις

από τον Διάλογο, προκειμένου να ελέγξει τις γλωσσικές θέσεις του Σολωμού (τ. 3,

σελ. 217-218). Ο Γρ. Ξενόπουλος επιλέγει μέρος της πέμπτης στροφής από το

απόσπασμα 25 του «Λάμπρου» για να την αντιπαραθέσει στις «χιλιάδαις των

ιάμβων» του Βερναρδάκη, διακηρύσσοντας την υπεροχή του σολωμικού ποιήματος

(τ. 13, σελ. 363). Ο ίδιος επίσης θα επαινέσει την επιλογή του Δ. Βικέλα να

διατηρήσει τη σολωμική μετάφραση «Του τραγουδιού της Δεσδεμόνας» στη δική του

μετάφραση του σαιξπηρικού κειμένου (τ. 16, σελ. 227).

Σε σολωμικά πια συμφραζόμενα, οι παραπομπές στο έργο του Σολωμού

εύλογα πυκνώνουν. Το έναυσμα δίνει και πάλι ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας.

Το λογοτέχνημα του Ν. Επισκοπόπουλου, που δημοσιεύεται στο αφιερωματικό

τεύχος των Παναθηναίων, κλείνει τιμητικά με τον πρώτο στίχο της δεύτερης στροφής

του «Ύμνου» (τ. 4, σελ. 120), ενώ η μελέτη του «Στιγμαί του Βίου του Σολωμού»

φιλοξενεί ολόκληρο το νεανικό γύμνασμα που (τιτλοφορείται συμβατικά «Σχεδίασμα

1» και) αρχίζει με το στίχο «Κάθε ρείθρο ερωτεμένο». Ο Επισκοπόπουλος το

παραθέτει ως ομολογία των «ωραί[ων] και ανησύχ[ων] συγχρόνως στιγμ[ών]

αμφιβολίας, καθ’ ας η μεγαλοφυΐα, πριν τανύση τέλεον τα πτερά της, συγκεντρούται

εις εαυτόν, […] αισθάνεται το υπέρμετρον βάρος του προορισμού της» και, με τη

συνδρομή του Ομήρου, το υπερνικά (τ. 4, σελ. 121).

Το αφιέρωμα στον Σολωμό περιλαμβάνει και μια μικρή ανθολογία ποιημάτων

που καλύπτουν ενδεικτικά – αλλά ισομερώς – ολόκληρο το εύρος της δημιουργίας

του (τ. 4, σελ. 126-127). Εδώ επανεμφανίζεται ολόκληρο το επίγραμμα για την

«Καταστροφή των Ψαρών», μαζί με τη «Γαλήνη» και την «Ωδή εις την σελήνη». Τα

262 Έρμονα [Π. Βλαστός], Της Ζωής, Εστία, 1904.

Page 166: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

166

υπόλοιπα ποιήματα παρατίθενται σε αποσπασματική μορφή: «Ύμνος εις την

Ελευθερίαν» (στρ. 83-85), «Η Τρελή μάνα» (στρ. 3-4 και 16), «Εις το θάνατο Κυρίας

Αγγλίδας (απ. 1 και 3), «Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο» (απ. 3), «Carmen

Seculare» (απ. 3, στ. 1-15 και απ. 2, στ. 2), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα

Β΄ (απ. 2, στ. 10-13 / απ. 6, στ. 24 / απ. 28, 36, 41) και Σχεδίασμα Γ΄ (απ. 6, στ. 1-4),

«Αγνώστων ποιημάτων αποσπάσματα» (απ. 2), «Νικηφόρος ο Βρυέννιος» («Μ’

αρέσει, δρυ, να σε θωρώ μες τ’ ουρανού τς’ αγκάλες») και «Ο Πόρφυρας» (απ. 4).

Μια σχετική αυτοτέλεια διατηρούν τρία ακόμη αποσπάσματα, αν και η

δημοσίευσή τους υπακούει (φαινομενικά τουλάχιστον) στις ανάγκες της

επικαιρότητας. Τα δύο πρώτα, «Η ημέρα της Λαμπρής» από τον «Λάμπρο» και «Ο

Πειρασμός» των Ελεύθερων Πολιορκημένων (Σχεδίασμα Γ΄), δημοσιεύονται με

αφορμή την έλευση της Άνοιξης και του Πάσχα του 1912 (τ. 23, σελ. 340). Το τρίτο

«τεμάχιον ποιήματος» είναι η δεύτερη στροφή της «Νεκρικής Ωδής», που απηχεί το

εορταστικό κλίμα της Πρωτομαγιάς του 1913 (τ. 26, σελ. 26). Χαρακτηριστικό είναι

ότι και τα τρία αυτά αποσπάσματα εμφανίζονται στη στήλη «Παληές σελίδες»,

αφιερωμένη in memoriam ποιητών μιας παλαιότερης (και παρωχημένης;) εποχής.

Ξεχωριστή μνεία αξίζει βέβαια η «Ξανθούλα», το ποίημα που γνωρίζει στα

Παναθήναια την ευνοϊκότερη υποδοχή. Ειδικά οι πρώτοι τέσσερις στίχοι

παρατίθενται σε διάφορες παραλλαγές πέντε φορές. Τις δύο πρώτες φορές απαντούν

σε σχέση με τη γνωστή επιστολή του Σπ. Τρικούπη προς τον Ιάκ. Πολυλά και

συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό του περιοδικού ως «οι πρώτοι ελληνικοί στίχοι»

που έγραψε ο Σολωμός (τ. 4, σελ. 160 και τ. 4, σελ. 222).263

Τις δύο επόμενες φορές το τετράστιχο εμφανίζεται στο επίκεντρο μιας

φιλολογικής διαμάχης γύρω από την πατρότητα του ποιήματος και την ταυτότητα της

ηρωίδας του. Την αφορμή δίνει μελέτη του Κ. Σάθα, ο οποίος «αρνείται εν πρώτοις

ότι το γραφικώτατον και λαοφίλητον τραγούδι […] είναι ποίημα του Σολωμού!!! Το

νομίζει μάλλον δημοτικόν τραγούδι διωρθωμένον ενιαχού υπό του Νικολάου

Φωσκόλου. Ως προς δε την Ξανθούλαν φρονεί ότι είναι αυτή η ιδία Ελισάβετ

Chenier» (τ. 13, σελ. 258). Τα «αστοχήματα» του Σάθα σπεύδουν να διορθώσουν ο

Νίκος Α. Βέης και ο Σπυρίδων Δε Βιάζης. Ο πρώτος, πέρα από την κατάπληκτη

ένστασή του στον πρώτο ισχυρισμό του Σάθα, προσκομίζει τη μαρτυρία του Δ.

263 «Την είδα την Ξανθούλα / την είδα, όταν αργά / εκίνησε η βαρκούλα / να πάη ’ς την ξενητειά» (τ. 4,

σελ. 160). Και ως δίστιχο (στην επιστολή του Τρικούπη: «Την είδα την Ξανθούλα , την είδα όταν

αργά, / εκίνησε η βαρκούλα να πάη στην ξενιτειά» (τ. 4, σελ. 222).

Page 167: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

167

Μαρτελάου ότι η Ξανθούλα ήταν «ευειδεστάτη και συμπαθεστάτη κορασίς,

ανήκουσα εις μίαν εκ των πολλών οικογενειών αίτινες επί της επαναστάσεως του

1821 κατέφυγον εις Ζάκυνθον και η ωραιότης της οποίας είλκε την συμπάθειαν

πολλών νέων. Η οικογένεια απεφάσισε να αναχωρήση αφού τα πράγματα

καθησύχασαν και ωρίσθη η ημέρα της αναχωρήσεως … Εκεί παρευρέθη και ο

ποιητής» (τ. 13, σελ. 258).264

Ο Δε Βιάζης, επανερχόμενος στην «πολύ, πάρα πολύ

περίεργο[ν]» πληροφορία ότι το ποίημα δεν ανήκει στον Σολωμό, υπενθυμίζει τη

ρητή διαβεβαίωση του Τρικούπη και εύλογα διερωτάται: «Είνε ποτέ δυνατόν να

παραδεχθώμεν, ότι ο Σολωμός διά πρώτην ελληνικήν σύνθεσίν του θ’ απήγγελλε εις

τον Τρικούπην ξένον έργον; Είνε ποτέ δυνατόν να είχε το θάρρος να δώση εις τους

συμπολίτας του και εις τους ξένους αντίγραφον ξένου ποιήματος, διά έργον της

φαντασίας του;» (τ. 15, σελ. 291-292).265

Το ποίημα δημοσιεύεται τελικά ολόκληρο266

με την αποκάλυψη της

ταυτότητας της Ξανθούλας. Σύμφωνα με τον Δ. Π. Πετροκόκκινο, «το αβρό

κοριτσάκι, που ενέπνευσε εις τον Σολωμόν το ποίημά του» είναι η Αικατερίνη

Αντωνίου Ράλλη, το γένος Μαυρογορδάτου, η οποία μετά την καταστροφή της Χίου

κατέφυγε με την οικογένειά της στο Λιβόρνο της Ιταλίας. «Ίσως το πλοίον που έφερε

την οικογένειαν προσήγγισεν εις την Ζάκυνθον […] Ο Σολωμός, του οποίου γνωστή

είναι η αγάπη και ο θαυμασμός προς τα μικρά παιδιά, θα εγοητεύθη από την αβράν

χάριν του κοριτσιού […] Ήτο μικροκαμωμένη, με λεπτά χαρακτηριστικά και γαλανά

μάτια γλυκυτάτης εκφράσεως. Και ο Σολωμός έγραψεν ένα περιπλέον αριστούργημα,

την “Ξανθούλα”» (τ. 23, σελ. 259). Τελικά, μαζί με το ποίημα δημοσιεύεται και η

φωτογραφία (βασισμένη σε «παλαιάν ακουαρέλλαν») της Αικατερίνης Ράλλη (τ. 23,

σελ. 260).

264 «Την είδα την Ξανθούλα, / την είδα χθες αργά, / που μπήκε στη βαρκούλα / να πά στην ξενητειά»

(τ. 13, σελ. 258). 265 «Την είδα την Ξανθούλα, την είδα όταν αργά / εκίνησε η βαρκούλα να πάη στην ξενιτειά» (τ. 15,

σελ. 291). 266 Το πρώτο τετράστιχο: «Την είδα την Ξανθούλα / την είδα ’ψες αργά, / ’που εμπήκε ’ς τη βαρκούλα

/ να πάη ’ς την ξενητειά» (τ. 23, σελ. 260). Στα Παναθήναια δημοσιεύονται μόνο οι έξι πρώτες

στροφές του ποιήματος. Παραλείπονται, δηλαδή, οι δύο τελευταίες στροφές της έκδοσης Πολυλά (και

της «αυθεντικής» δημοσίευσης στον Αιώνα). Μια σημείωση, εξηγεί ο Λ. Πολίτης, του Αντώνιου

Μάτεση σε αντίτυπο των Ευρισκομένων «πως οι δύο τελευταίες στροφές δεν είναι γνήσιες είχε κάνει

παλαιότερα τους σολωμιστές να τις αθετούν». Βλ. σχετικά Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. (119-121) 121 και Πολίτης, Γύρω στον Σολωμό. ό.π., σελ. 199-202. Τη γνησιότητά τους αμφισβητεί

και ο Γρ. Ξενόπουλος: «Αλλά, το κατ’ εμέ, και αν επειθόμην, ότι το “Όνειρον” είναι γνήσιον τέκνον

του μεγάλου πατρός, δεν θ’απέβαλλα την πεποίθησιν ότι εξετράφη υπό κακών κηδεμόνων. Πολλή

οξυδέρκεια και ολίγη εργασία θα ήρκει διά να ξεχωρισθούν όλοι οι παρείσακτοι στίχοι και όλαι αι

νόθοι διαστροφαί. Το ίδιον θα έλεγα διά το τραγούδι της “Ξανθούλας” και διά το ελεγείον του

“Βοσκού”. Νομίζω όμως ότι μερικά άλλα θα τα εξωβέλιζε καθ’ ολοκληρίαν η κριτική» (τ. 3, σελ. 67).

Page 168: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

168

Επομένως, αν εξαιρεθούν οι μεμονωμένοι σολωμικοί στίχοι που

εμφανίζονται, σποραδικά και διάσπαρτα, σε φιλόξενα κειμενικά περιβάλλοντα κάθε

είδους, το σώμα του ελληνόγλωσσου έργου των Παναθηναίων περιλαμβάνει στην

ακέραιή τους μορφή μόνο τα νεανικά ποιήματα της ζακυνθινής περιόδου («Η

Καταστροφή των Ψαρών», «Σχεδίασμα 1», «Γαλήνη», «Ωδή εις τη σελήνη», «Η

Ξανθούλα») και το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» της κερκυραϊκής εποχής.

Από το υπόλοιπο έργο – απαρτισμένο ή μη – παρατίθενται επίλεκτα αποσπάσματα,

με εμφανή προτίμηση στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», στον «Λάμπρο», στο Β΄

Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων και στα ελεγειακά ποιήματα για θανάτους

παιδιών και γυναικών. Αυτή η εκλογή έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το

σολωμικό έργο ακόμη πιο αποσπασματικό από όσο είναι στην πραγματικότητα.

Διαφορετική είναι η «τύχη» των ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού. Ο Σπ. Δε

Βιάζης ανακοινώνει την ύπαρξη πέντε νεανικών, «αρκαδικών» ποιημάτων, τα οποία

δημοσιεύονται «το πρώτον» στα Παναθήναια (ιταλικό κείμενο και μετάφραση), με τη

σημείωση ότι τα δύο πρώτα βρέθηκαν σε χειρόγραφα του Ιωάννη Λούντζη: «Alla mia

bella insensibile», [«Il Pastorello»], «Il Gomitoto», «Titone e l’ Aurora», «Il core

insensibile» (τ. 6, σελ. 675-676 και τ. 17, σελ. 342).267

Παρατίθεται επίσης, μόνο σε

πεζή μετάφραση, το σονέτο «Στον ευγ. κυρ. Ιππότη Παύλο Κόντε Μερκάτη, φίλο του

ποιητή», με την πληροφορία ότι γράφηκε κάτω από τις πέργολες του ναού της Αγίας

Τριάδος, όπου «χάριν περιπάτου συχνότατα επήγαινε [ο ποιητής] με εκλεκτούς

φίλους, ιδίως με τον λόγιον Πάυλον Μερκάτην» και «εύρισκε την ησυχίαν» (τ. 17,

σελ. 341).268

Οι αναζητήσεις του Δε Βιάζη αποδίδουν τέσσερα ακόμη ολιγόστιχα

αυτοσχέδια συνθέματα (τα τρία δημοσιεύονται χωρίς μετάφραση). Το πρώτο,

γραμμένο πάνω σε μια «εικόνα του [Ν. Λούντζη] κατά την παιδικήν του ηλικίαν»,

όταν ο εικονιζόμενος ήταν πια «ηλικιωμένος», παρατηρεί: «Στο πρώτο γλυκοχάραμα

της πρώτης νιότης χαμογελά το πρόσωπο στην καρδιά που σκιρτά» (τ. 7, σελ. 366).269

Το δεύτερο, υπαγορευμένο από μνήμης από τον Δημ. Λούντζη, παρηγορεί: «Χάνεται

η όμορφη σκέπη που ομορφαίνει το πρόσωπο, αλλά ποτέ δε σβήνει το άστρο της

267 Η ελληνική απόδοση των τίτλων: «’Σ την όμορφή μου αναίσθητη», [χωρίς τίτλο], «Το κουβάρι»,

«Ο Τιθωνός κ’ η Αυγή», «Η αναίσθητη καρδιά». 268 «Al Nob. Sig. Cavaliere Paolo Conte Mercati, amico dell’ autore», Άπαντα, τ. Β΄, Πεζά και Ιταλικά,

ό.π., σελ. 106. Ο Δε Βιάζης το παραθέτει χωρίς τίτλο. 269

[Di prima gioventu ….]. Η μετάφραση του Λ. Πολίτη, Βλ. Άπαντα, τ. Β΄, Πεζά και Ιταλικά, ό.π.,

σελ. 319.

Page 169: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

169

καρδιάς» (τ. 7, σελ. 366).270

Το τρίτο (αυτό μεταφρασμένο) υπόσχεται: «Ανάμεσα στα

γέλια και στα δάκρυα τρέχει η ζωή. Αλλ’ ο άνθρωπος θα ζη, όταν τελειώση η ζωή» (τ.

17, σελ. 342).271

Το τέταρτο παραδίδεται από τον Φρ. Καρρέρ και είναι παραλλαγή του

γνωστού σατιρικού επιγράμματος «Στον Ανδρέα Μουστοξύδη» (τ. 7, σελ. 366).272

«Εις τα χειρόγραφα», προσθέτει ο Δε Βιάζης, «είναι και ένα χαρτί», που φέρει

την αφιέρωση: «Αν του Δενδρινού μου γράφω το ευγενικό όνομα, σε με σεβαστό κι’

αγαπητό. να, που τώρα ακόμα δε μου φαίνεται δειλό αυτό το νεανικό μου τραγούδι,

χωρίς πείρα». «Βεβαίως το τετράστιχο τούτο, το οποίον ο ποιητής έστειλε τω

Δενδρινώ», σχολιάζει ο εκδότης, «βεβαιοί ότι θα συνώδευε νεανικόν του ποίημα, του

οποίου η τύχη μάς είναι άγνωστος» (τ. 17, σελ. 342). Σήμερα γνωρίζουμε θετικά ότι η

αφιέρωση γράφτηκε «Πάνω σ’ ένα αντίτυπο του “Ύμνου”».273

Τα υπόλοιπα ιταλικά ποιήματα (πλην ενός) δημοσιεύονται στα 1902, αρχής

γενομένης με το αφιέρωμα,274

στη «“σολωμική” μετάφραση που τους φιλοτέχνησε ο

Γεώργιος Καλοσγούρος».275

Σύμφωνα με την εκτίμηση του μεταφραστή, η αξία τους

«ανεβαίνει από την ποίηση που δεν έχει βάθος ουσίας και όμως είναι γεμάτη χάρη και

αίσθημα και φαντασία που ’γγίζουν την επιφάνεια της ψυχής, ώς την υψηλότερη και

αληθινώτερην εκείνη κορυφή, όπου η Τέχνη τολμηρά διαπερά μέσα στο βυθό της

ψυχής και μας ανεβάζει σε ύψη όπου δεν έφθασαν παρά οι Μεγάλοι και μοναχά θα το

νοήσουν οι Μεγάλοι» (τ. 4, σελ. 103).

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το νεανικό σονέτο «Για γάμο» και τα

θρησκευτικής έμπνευσης ποιήματα «Για έναν κατασκευαστήν οργάνων της δυτικής

εκκλησίας», «Ωδή για πρώτη λειτουργία» και οι δύο παραλλαγές στο θέμα «Για

πρώτη λειτουργία». όλα τους πρωτόλεια γυμνάσματα της εποχής των σπουδών στην

270 [Sparisce il fragil vel chel’ volto …]. Η μετάφραση του Λ. Πολίτη, Βλ. Άπαντα, τ. Β΄, Πεζά και

Ιταλικά, ό.π., σελ. 319. 271 [Fra il riso ed il pianto trascore la vita…]. Φέρει τον τίτλο «Επίγραμμα». 272 “Nel corso di una vita tutta quanta / Mustoxidis faceva il vero falso / ed il falso vero”.

Παρατίθεται χωρίς μετάφραση [:Στο ρεύμα της ζωής του ολόκληρης, ο Μουστοξύδης έκανε

την αλήθεια ψέμα και το ψέμα αλήθεια]. Βλ. Αυτόθι, σελ. 226, 333 και Άπαντα, τ. Β΄, Παράρτημα,

ό.π., σελ. 110. 273 «Περιέχεται και στο χφ ΑΑ 69 (νεώτερο αντίγραφο), όπου και η σημείωση: […] Γραμμένο από τον

Κομ. Διονύσιο Σολωμό επάνω σ’ έν’ αντίτυπο του “Ύμνου” του κ. Δενδρινού στις 21 Ιανουαρίου 1856». Άπαντα, τ. Β΄, Πεζά και Ιταλικά, ό.π., σελ. 332. 274 Οι μεταφράσεις των ιταλικών ποιημάτων από τον Καλοσγούρο δημοσιεύονται σε τέσσερα τεύχη: τ.

4, τχ. 4, σελ. 97-129, / τ. 4, τχ. 5, σελ. 129-133 / τ. 4, τχ. 6, σελ. 161-166 / τ. 4, τχ. 7, σελ. 193-197. Βλ.

και Παράρτημα: Τα ιταλικά ποιήματα. Οι δείκτες των παρενθέσεων (εντός κειμένου) παραπέμπουν

στην οψίτυπη μελέτη–πρόλογο του Γ. Καλοσγούρου «Διονύσιος Σολωμός», τ. 4, σελ. 102-113. 275 Γιάννης Δάλλας, Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία, Άγρα, Αθήνα, 2002, σελ. 24.

Page 170: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

170

Ιταλία, που αποτελούν, ωστόσο, το πρώιμο προανάκρουσμα «της ώριμης τέχνης του»

(τ. 4, σελ. 106).

«Χωρίς βάθος ουσίας, αλλά ζωντανά και όμορφα» (τ. 4, σελ. 103) είναι και τα

σονέτα της ζακυνθινής περιόδου «Στον κόμητα Παύλο Μερκάτη», «Στην κυρία

Στυλιανή Μακρή, κόμησα Σολωμού», «Το ρόδο» και το «αυτοσχεδίασμα» για «Το

Πέσιμο του Εωσφόρου» («πλούσιο για την αντίθεση, πηγή ωμορφάδας στην τέχνη,

όταν αρμονικά ταιριάζει τ’ αντίθετα ο λόγος και πνέει συμμετρημένο το αίσθημα», τ.

4, σελ. 104). Στην ίδια περίοδο ανήκει και το σονέτο «Στο θάνατο του Φωσκόλου»,

«άξιο του εθνικού αισθήματος του Σολωμού», διάχυτο από «τον πόνο της

ωρφανεμένης πατρίδας» (τ. 4, σελ. 105). Εδώ πρέπει επίσης να προστεθεί και η

προσευχή «Στον Άγιο Διονύσιο», η οποία επισυνάπτεται σε μελέτη του Σπ. Δε Βιάζη

για τον «Πολιούχο Ζακύνθου», σε έμμετρη μετάφραση Στ. Μαρτζώκη (τ. 14, σελ.

249).

Στα επιγράμματα «Στην Alice Ward», «Στον Ιππότη Ιωάννη Φραίζερ» και στο

σονέτο «Στο θάνατο του Στυλιανού Μαρκορά», έργα της όψιμης κερκυραϊκής

περιόδου, «αναγνωρίζεται ο ποιητής της άδολης φιλίας» (τ. 4, σελ. 109).

Απομένουν τα λίγα, αλλά «σημαντικώτατα» έργα της «υστερινής εποχής

του»: τα ιταλικά στιχουργημένα «Το ελληνικό καράβι», «Η Σαπφώ» και το σονέτο

«Στον Ορφέα», «θαυμαστά στην τέλειαν ιταλική τους μορφή» (τ. 4, σελ. 111) και τα

πέντε πεζά σχεδιάσματα: «Η Ελληνίδα Μητέρα», «Η γυναίκα με το μαγνάδι», «Τ’

Αηδόνι και το Γεράκι» και τα δύο «Στον Ορφέα», που τα προόριζε ο Σολωμός, «κατά

τη μαρτυρία των Κερκυραίων εκδοτών του», ως προπλάσματα ελληνικών ποιημάτων

(τ. 4, σελ. 109). «όλα μεστά από την υψηλή της Ποιητικής θεωρία του Σολωμού, όλα

γεμάτα από ζωντανήν ουσία περιχυμένη σ’ εικόνες λαμπρής πλαστικής φαντασίας»,

το απαύγασμα, δηλαδή, της ώριμης τέχνης του (τ. 4, σελ. 109).276

276 Για τη μετάφραση των πέντε πεζών σχεδιασμάτων ο Γ. Καλοσγούρος σημειώνει: «Ετόλμησα να

στιχουργήσω, χωρίς ν’ απομακρυνθώ από το λεκτικό τους, τα πέντε σχεδιάσματα, και θα κάμω ευθύς

στην αρχή την παρατήρηση, πόσο ορθά έκρινε για την ιταλική μορφή τους ο βαθύς εκείνος γνώστης

της ιταλικής φιλολογίας και γλώσσας, ο μακαρίτης Π. Κουαρτάνος. “Έίναι αληθινά πεζογραφήματα

αυτά; Δε χρειάζεται μία σπάνια ενορατική δύναμη στην τέχνη για να αναγνωρίσει κανείς χωρίς

δισταγμό πως περιέχουν την αληθινώτερη και ρωμαλεώτερη ποίηση που ποτέ να επλάσθηκε, και πως

δεν τους λείπει παρά το υστερινό και τελικό τους ξετύλιγμα στο ρυθμό. Και αληθινά γι’ αυτά έγιναν

και έμελλαν να περιεντυθούν τη λαλιά και τον εθνικό ρυθμό του ποιητή, όπως ξάστερα βλέπει όποιος δε μένει ευχαριστημένος μπροστά στα φαινόμενα, αλλά σπρώχνει το γυμνασμένο βλέμμα μέσα στο

βάθος της τέχνης του. Αυτός ο αναμφίβολος προορισμός τους τα ασφαλίζει από κάποια επίκριση που

μπορούσε να τους κάμη το εξαίρετο κριτικό αίσθημα των Ιταλών. Πάρα πολύ νεόφαντη και ίσως πάρα

πολύ παράξενη μπορεί ναύρουν αυτοί καμμία μεταφορά, πάρα πολύ παραδρομισμένη τη σημασία σε

καμμία λέξη, πάρα πολύ αισθητό το περίγραμμα κάποιας εικόνας, πάρα πολύ ζεστή κάποια βαφή στο

χρωματισμό. Αν όμως θελήσουν να ζητήσουν τους αληθινούς λόγους και θεωρήσουν πως ο ποιητής

Page 171: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

171

Επομένως, η ιταλική ποίηση του Σολωμού, πρώιμη και όψιμη,

αντιπροσωπεύεται στα Παναθήναια με «μια σειρά από αρτιμελή και όχι

αποσπασματικά πλέον ποιήματά του».277

Ακόμη και τα αμετάπλαστα πεζά

σχεδιάσματα, για τα οποία ο πρώτος εκδότης τους, ο Π. Κουαρτάνος, είχε

παρατηρήσει «πως δεν τους λείπει παρά μόνο το υστερινό και τελικό τους ξετύλιγμα

στο ρυθμό» (τ. 4, σελ. 109), με την επέμβαση του Καλοσγούρου, εμφανίζονται

ολοκληρωμένα και εντελή. Δηλαδή, σε αντίθεση με το ελληνικό έργο, περισσότερο

επεξεργασμένα και αρτιότερα από όσο ήταν στην πραγματικότητα.

Όσο για την «έντιμη κριτική και την ευαίσθητη αξιολόγηση» που ζητά ο Eliot,

τα Παναθήναια έχουν να επιδείξουν τέσσερεις μελέτες για τη σολωμική ποίηση.

Η πρώτη από αυτές («Η εθνική μουσική – Η λαϊκή», τ. 3, σελ. 82-90) ανήκει

στον Γεώργιο Λαμπελέτ, «πρωτότυπο και ανήσυχο μουσικοσυνθέτη», με

επτανησιακές καταβολές, που «συνέδεσε το όνομά του με τη δημιουργία της εθνικής

μουσικής».278

Η εισαγωγική παρέκκλιση στον Σολωμό τού χρησιμεύει για να ορίσει

την έννοια του «εθνικού» στην τέχνη.

Προηγείται το σολωμικό παράδειγμα της ποίησης: «ο φιλόπατρις λαός»,

γράφει ο Λαμπελέτ, «εσυνείθισε να βαπτίζη εθνικούς ποιητάς, κυρίως, τους

ενθουσιώδεις ψάλτας των ηρωικών κατορθωμάτων» της επανάστασης. «Κι εφ’ όσον

η πατριωτική μούσα ενέπνεε την μεγάλην εθνικήν ψυχήν του Σολωμού ή την

πινδαρικήν του Κάλβου, και είχομεν ένα “Ύμνον εις την Ελευθερίαν” του πρώτου, ή

την “Ωδήν εις τον Ιερόν λόχον” του δευτέρου, η ψυχή παντός Έλληνος δεν

ειμπορούσε να αποφύγη μίαν υψηλήν φρικίασιν πατριωτικού ενθουσιασμού εις την

ανάγνωσιν των θαυμασίων εκείνων στίχων». Το αντιπαράδειγμα βρίσκεται στη

δεν είχε σκοπό να γράψη ούτε πεζογραφία ούτε ποίηση ιταλική, αλλά εφαντάστηκε και έβγαλε αυτά τα

θέματα από τη ζωντανώτερη πηγή της νεοελληνικής τέχνης όπως αυτή την είχε πλάση κάθε επίκριση

θα σταματήση στο πρώτο της πάτημα”. Μαρτυρώ κι εγώ αυτή την αλήθεια, που την αισθάνθηκα σε

κάθε αράδα, καθώς εμετέφραζα». (τ. 4, σελ. 109). 277 Δάλλας, Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία, ό.π, σελ. 23. 278 Ο Θ. Πυλαρινός σημειώνει σχετικά: «Περί της οικογενείας Λαμπελέτ, ο ελεβετικής καταγωγής

γενάρχης της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα μονίμως και δίδαξε στη Φιλαρμονική Εταιρεία,

αξίζει ειδικότερα λόγος, διότι θα σημάνουν τις ανάγκες για εθνικές συνθέσεις στο χώρο της μουσικής.

Ο Εδουάρδος Λαμπελέτ (1820-1903) μαθήτευσε και δίπλα στον Ν. Μάντζαρο […]. Στα 1888

εγκαταστάθηκε στον Πειραιά […]. Από τους γιους του […] ο Γεώργιος (1875-1945), πρωτότυπος και ανήσυχος μουσικοσυνθέτης, συνέδεσε το όνομά του με τη δημιουργία της εθνικής μουσικής. Η

ενασχόλησή του με το δημοτικό τραγούδι και η αναζήτηση του εθνικού στοιχείου στη μουσική

παραπέμπουν, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, στην περίπτωση Αρ. Βαλαωρίτη. Ακόμη, πάντοτε

mutatis mutandis, αντιστοιχεί σε μια οψιμότερη περίπτωση Σπ. Ζαμπελίου, εφόσον προ του Μανώλη

Καλομοίρη πρότεινε τη θεωρία του περί “μουσικού εθνικισμού”». Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή,

ό.π., σελ. 246-247.

Page 172: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

172

μανιερική ποίηση των επιγόνων και στη συνακόλουθη έκπτωση της λεγόμενης

«πατριωτικής» ποίησης «μέχρι της σημασίας του γελοίου» (τ. 3, σελ. 82-83).

Όμως «δεν πρόκειται [μόνο] περί τούτου». Σύμφωνα με τον Λαμπελέτ, η

εθνική τέχνη «διερμηνεύει γενικώτερον την ιδέαν και το αίσθημα ενός έθνους»,

ακολουθώντας «την παγκόσμιον τεχνικήν, αισθητικήν και φιλοσοφικήν πρόοδον της

τέχνης, διά να δανεισθ[ή] απ’ αυτήν όχι ό,τι ειμπορεί να νοθεύση το εθνικό είναι της,

αλλά διά να πλουτίσ[η] την εκδήλωσίν της». Με αυτές τις προϋποθέσεις «ειμπορεί να

είνε και παγκοσμίου επιβολής» (τ. 3, σελ. 83).

Τηρουμένων των αναλογιών, «ο Σολωμός, η μεγαλυτέρα ποιητική εκδήλωσις

της Ελλάδος, από τας αρχάς της ελευθερώσεώς της έως σήμερον είνε το φαεινότερον

παράδειγμα». Μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, «καίτοι ήτο κάτοχος βαθύς

της ιταλικής φιλολογικής γλώσσης», σε βαθμό « ώστε να αμιλλάται με τους

κλασικούς Ιταλούς», προτίμησε να απεκδυθεί των ιταλικών του επιδράσεων και

έστρεψε την προσοχή του στη γλώσσα και τα ήθη του ελληνικού λαού. «Ως καρπός

λοιπόν της τοιαύτης διαίτης, εις την οποίαν πρωτίστως το αίσθημα ωδήγησε τον

Σολωμόν και ύστερα η ορθή κρίσις και αίσθησις, εβγήκαν όλοι εκείνοι οι ποιητικοί

θησαυροί του και ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, ο οποίος έως την σήμερον

εξακολουθεί να είνε διά την Ελλάδα το πολυτιμώτερον προϊόν της εθνικής της

ποιήσεως». Το ποίημα αυτό έκλεισε μέσα του «όλην την ψυχήν του ελληνισμού»,

όμως το σημαντικότερο είναι ότι δεν περιορίστηκε μόνο στη γλώσσα και στο

αίσθημα του λαού «αλλ’ εξιδανίκευσε και ελέπτυνεν αυτά και έβαλεν εις το έργον

του όλην την ευγενή πνευματικότητα που η φύσις και η βαθεία εγκυκλοπαιδική

μόρφωσίς του του εδώρισαν. Ως εκ τούτου το έργον του, ον πρωτίστως δημιούργημα

εθνικόν, είνε και αριστοκρατικωτάτη σύλληψις διανοίας, φέρει μεθ’ εαυτού όλην την

παγκόσμιον τεχνικήν και πνευματικήν πρόοδον της εποχής του και ειμπορεί να είνε

και παγκοσμίου επιβολής» (τ. 3, σελ. 84). Με χαρακτηριστική οξυδέρκεια, που, κατά

κάποιον τρόπο, προκαταλαμβάνει τον ίδιο τον ποιητή, ο Λαμπελέτ καταλήγει:

«τοιούτος ο Σολωμός και ιδού» τι νοείται ως εθνική τέχνη: η έντεχνη αναβάθμιση

γλώσσας, ιδέας και αισθήματος, σύμφωνα με το σολωμικό παράγγελμα προς τον

Τερτσέτη (και μάλιστα πριν την πρώτη δημοσίευση της σχετικής επιστολής στα

Παναθήναια).

Η δεύτερη σολωμική μελέτη, από τον Μαρίνο Σιγούρο («Ο Σολωμός εν

Κερκύρα», τ. 14, σελ. 140-147 και 207-216), αποτελεί στην ουσία τον πρώτο

«οδηγό» ανάγνωσης των Παναθηναίων για το ελληνόγλωσσο ποιητικό έργο του

Page 173: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

173

Σολωμού. Το ενδιαφέρον του Σιγούρου (αν και στραμμένο κυρίως σε στοιχεία

βιογραφίας) επεκτείνεται σε δεδομένα γραμματολογικής υφής, αλλά και στα

πραγματολογικά συμφραζόμενα ελληνικών ποιημάτων, τα οποία και ενσωματώνονται

στο βασικό κείμενο.

Εδώ παρατίθεται και ολόκληρο το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ», με

τις απαραίτητες επεξηγήσεις για την φιλική σχέση του Σολωμού με τον «εξ

απορρήτων» Ιωάννη Φραίζερ και το θαυμασμό του ποιητή για «την σεμνήν

πλαστικότητα της κόρης» (τ. 14, σελ. 146).279

Στις σχετικές σημειώσεις προστίθεται

και η πληροφορία ότι το ποίημα (χρονολογημένο «κατά το 1849») μεταφράστηκε

«εις την λατινικήν» από τον Θωμαζέο και μελοποιήθηκε από τον Ν. Μάντζαρο (τ. 14,

σελ. 146-147).

Μια παρόμοια αναφορά στην ιταλική μετάφραση της ωδής «Εις μοναχήν»

από τον Λ. Τσιαμπολίνη οδηγεί στην παράθεση της πρώτης στροφής του ποιήματος

(τ. 14, σελ. 212).

Ιδιαίτερη θέση στη μελέτη κατέχουν και οι μελοποιήσεις των σολωμικών

ποιημάτων. Όσα από αυτά επένδυσε μουσικά ο Μάντζαρος («Μετάφραση της Ωδής

του Πετράρχη», «Τα δύο αδέλφια» και το απόσπασμα 32 από τον «Λάμπρο»)

σημαίνονται στο κείμενο μόνο με τον πρώτο – προφανώς αναγνωρίσιμο –στίχο τους

(τ. 14, σελ. 142). Δύο στίχοι από το «Θάνατο του Βοσκού» παρατίθενται για να

πιστοποιήσουν την ταχύτατη προφορική διάδοση της σολωμικής ποίησης στο κλειστό

περιβάλλον της επτανησιακής πρωτεύουσας (τ. 14, σελ. 143).280

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης δημοσιεύονται αποσπάσματα από τον

«Πόρφυρα»,281

με αναπαραγωγή των ερμηνευτικών σημειώσεων της έκδοσης

Πολυλά (τ. 14, σελ. 212-213).282

Εδώ απαντούν και οι δύο πρώτες στροφές του

279 «Ο ποιητής, περιπατών εις την Σπιανάδα, ευχαριστείτο να βλέπη τας ξανθάς Αγγλίδας. Η κόρη του

γραμματέως του λόρδου αρμοστού, η Φραγκίσκα Φραίζερ, εφαίνετο εις τον περίπατον της Σπιανάδας,

εις τ’ ανοικτόν αμάξι, ωραία στολισμένη, με λευκά φορέματα, με το χαριτωμένον λυγερό παράστημα.

Εκρατούσε πάντοτε άνθη εις το χέρι και ο ποιητής εστέκετο να θαυμάση την σεμνήν πλαστικότητα της

κόρης. Ο Σολωμός ήτο φίλος του Φραίζερ και όταν, κατά το 1832, επήγαινε ο ποιητής εις την

μαγευτικήν εξοχήν της Κερκύρας Πέλεκας, συχνά μετέβαινεν έφιππος και τον επεσκέπτετο ο Φραίζερ»

(τ. 14, σελ. 146). 280 Σύμφωνα με τη «μαρτυρία» που καταθέτει ο Σιγούρος, ένα απόγευμα ο Σολωμός «επήγε εις την

εξοχήν, εκάθησε κάτω από ένα δέντρον και ετραγούδησε τους πρώτους στίχους. Το βράδυ εγύρισεν εις

το σπίτι και εκάθισε διά να τελειώση το ποίημα. Έξαφνα ακούει εις τον δρόμον να τραγουδούν» το ποίημα. «Αργότερα έμαθε ότι ενώ το ετραγουδούσε κάτω από το δένδρον, εκεί πλησίον εκάθητο

κάποιος ο οποίος εσημείωσε τους στίχους που ήκουσε» (τ. 14, σελ. 143). 281 «Ο Πόρφυρας», απ. 7, στ. 5-6 και απ. 5, στ. 3-5. 282 «Ο Σολωμός ενεπνεύσθη τον Πόρφυραν εκ του εξής γεγονότος. Ένας νέος Άγγλος στρατιώτης ενώ

είχεν υπάγει διά να κολυμβήση εις τον λιμένα της Κερκύρας κατεβροσχίσθη από έν θαλάσσιον τέρας,

το οποίον εις την Επτάνησον το λέγομεν σμπρίλιος ή σκυλόψαρο. Την άλλην ημέραν τα κύματα

Page 174: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

174

ποιήματος «Εις τον θάνατον της μικρής ανεψιάς», μόνο που ο Σιγούρος συνδέει

εσφαλμένα το ποίημα με την αυτοκτονία της Αγγέλικας Σολωμού (τ. 14, σελ. 215-

216).283

Η περιδιάβαση του Σιγούρου στη σολωμική ποίηση καταλήγει σε δύο όψιμα

ιταλικά ποιήματα, «La Navicella Greca» και το σονέτο «Orfeo», από τα οποία

επιλέγει να παραθέσει τους τελευταίους και τους πρώτους στίχους αντίστοιχα, με την

πληροφορία ότι προτάθηκαν στους διάσημους αυτοσχεδιαστές, το πρώτο στον

Ρεγάλδη και το δεύτερο στον Μποριόνη, για να αυτοσχεδιάσουν «επί του θέματος»

(τ. 114, σελ. 212, 214).

Επομένως, η πρώτη εκτεταμένη μελέτη των Παναθηναίων για την ποίηση του

Σολωμού συμβάλλει λιγότερο στην κριτική αξιολόγησή της και περισσότερο στην

εξοικείωση του αναγνώστη με το ελληνικό σολωμικό έργο και τα περικειμενικά

συμφραζόμενά του.

Αντίθετα, η μελέτη του Σίμου Μενάρδου «Δύο Ζακυνθηνοί Ποιηταί» (τ. 20,

σελ. 179-187), μια συγκριτική ανάγνωση Σολωμού – Κάλβου, έχει χαρακτήρα πιο

κειμενοκεντρικό. Πέρα από τις αξιολογικές κρίσεις που εκφράζει, κάποτε και στη

βάση αισθητικών κριτηρίων, η μελέτη αυτή παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον, επειδή,

στην ουσία, χαρτογραφεί τη σολωμική ποίηση, με την οποία είναι εξοικειωμένο το

αναγνωστικό κοινό του περιοδικού. Προσφέρει, επομένως, μια συνολική εικόνα της

κριτικής πρόσληψης των ποιημάτων που εμφανίζονται, με μεγαλύτερη ή μικρότερη

συχνότητα, στα Παναθήναια: από τα νεανικά ποιήματα των νεαρών ηρωίδων και τον

«Ύμνο», ώς τα ελεγεία και τα επιγράμματα της επόμενης περιόδου και τα μεγάλα,

αποσπασματικά συνθέματα της ωριμότητας.

Το πρώτο έργο του Σολωμού που προσεγγίζει ο Μενάρδος είναι ο «Ύμνος εις

την Ελευθερίαν». Ποίημα χειμαρρώδες και ορμητικό, «όπως και παν ό,τι έγραψεν ο

Σολωμός, είναι γεμάτον ζωήν, αλλά ιδίως κίνησιν». Προικισμένο με «όλας τας

έρριψαν εις την ακρογιαλιάν ένα απομεινάρι του σώματος. […] Το ωραίον απόσπασμα (III.V) είναι εις

το στόμα του κολυμβητού όπου εξυμνεί τας καλλονάς της φύσεως πριν συναντήση το θαλάσσιον

τέρας. Λέγει διά ένα πουλί που κελαϊδεί εις τ’ ακρογιάλι» (τ. 14, σελ. 212-213). Βλ. και Άπαντα, τ. Α΄:

Ποιήματα, ό.π., σελ. 251. 283 Για την ενόραση (intuition) του ποιητή «ιδού και μία μαρτυρία. Την 21 Αυγούστου 1851 ενώ ο

Σολωμός ήτο εύθυμος αίφνης κατελήφθη υπό λύπης και εσιώπησε ως να συνετρίβη υπό ψυχικής

οδύνης. Είπεν ότι η ανεψιά του απέθανεν … Μετά τινας ημέρας έλαβεν επιστολήν, η οποία του ανήγγειλεν πραγματικώς ότι κατά την ώραν εκείνην είχεν εκπνεύσει η κόρη του αδελφού του. Την

ανεψιάν του ταύτην ηγάπα πολύ ο ποιητής. Ήτο ωραία κόρη. Είδα την εικόνα της ζωγραφισμένην […]

κάτωθεν της οποίας έχει γράψει ο ποιητής το ωραίον τραγούδι»: [«Εις το θάνατον της μικρής

ανεψιάς»]. Και συνεχίζει: «ο ποιητής με τα μάτια της ψυχής του, οπού ήσαν ανοικτά πάντοτε και

άγρυπνα, είδε την αγωνίαν του θανάτου της κόρης του αδελφού του, και η ψυχική εκείνη συμμετοχή

του υπαγόρευσε το ποίημα» (τ. 14, σελ. 215-216). Βλ. και Αυτόθι, σελ. 328.

Page 175: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

175

αρετάς», μαρτυρεί «και αρκετά της νεότητος ελαττώματα». Ο Μενάρδος θα

αναφερθεί συνθηματικά μόνο στον «μεγαλοπρεπή χαιρετισμόν» προς την

προσωποποιημένη ελευθερία και θα σχολιάσει τον «γοργ[ό]» τροχαϊκό ρυθμό που

παρασύρει τον αναγνώστη στην «παραφορά του νεαρού ποιητού, ο οποίος τρέχει

έξαλλος παντού, με φοβερισμούς, με θούρια, ειρωνείας και κατάρας». Ο μελετητής

διατρέχει τις στροφές 44-47 (την περιγραφή «της νυκτερινής μάχης της

Τριπολιτσάς») και 72-73 («το ωραιότερον […] τέλος αυτής όλης ταραχής, όπου σιγά

σιγά επέρχεται γαλήνη»). Η στροφή 86 του «Ύμνου», «όπου εμφανίζεται θελκτικός

χορός παρθένων υπό σκιάν», αναγνωρίζεται ως σαφής «υπαινιγμός εις τον Μπάιρον –

άλλη ωραία ποιητική χειρονομία». Θα παραθέσει επίσης τη στροφή 112 («το πνίξιμον

των ιππέων και πεζών εις το ρεύμα του Αχελώου»), για να καταλήξει με τον

απαγχονισμό του Πατριάρχη και τον «εξορκισμό της ελευθερίας προς τους

πολεμάρχους να ομονοήσουν» (τ. 20, σελ. 182-183). Είναι προφανές επομένως ότι ο

«Ύμνος», ποίημα ηρωικό και εμπνευσμένο, ως κορυφαίο δείγμα εθνικής ποίησης,

ακριβώς επειδή εξυμνεί «κατορθώματα αληθώς αείμνηστα, αείμνηστον θα μείνει και

το όνομα» του ποιητή του (τ. 20, σελ. 181-182).

Σημαντικότερο όμως είναι το ερώτημα που τίθεται: «ήτο πράγματι ο Σολωμός

“βαρύς ύμνων χαλκευτής”, όπως η επανάστασις τον έφερε να γείνη;». Η απάντηση –

χωρίς αυτό να μειώνει την ποιητική αξία του («ο Σολωμός και νέος και πρεσβύτης

εθαυμάζετο δικαίως […]. Και τώρα τα έργα του τιμώνται κατ’ αξίαν») – είναι

αρνητική: η μούσα του «δεν ήτο, όπως ηδύνατο κανείς να υποθέση, πολεμική

Μούσα. Του Σολωμού ο ενθουσιασμός ήτο μάλλον ευαισθησία γυναικεία, την οποίαν

ο ίδιος εννοούσε και εφρόντιζε κατόπιν με κόπον να συγκρατή». Έτσι εξηγείται η

απουσία ηρωικών ανδρικών μορφών από το έργο του και η συχνή παρουσία παιδικών

και παρθενικών γυναικείων μορφών. Μερικά από τα ποιητικά πρόσωπα που

απαριθμούνται, «η Αγνώριστη, η Ξανθούλλα […] οι μικροί Βοσκοί και

Βοσκοπούλλες […], η Φραγκίσκα Φραίζερ, η Φαρμακωμένη, η Μαρία [του

Λάμπρου;], η Αυγούλα και ο Ανθός [«Τα δυο αδέλφια»], η Τρελλή Μάννα [sic]»,

είναι ήδη γνώριμα στο αναγνωστικό κοινό των Παναθηναίων. Εξίσου οικεία είναι και

«τα συλλυπητήρια ποιήματα διά τον θάνατον συγγενών και φίλων και ο φόβος του

κοιμητηρίου» που μνημονεύονται εδώ (τ. 20, σελ. 183). Σε όλα αυτά τα «μικρά

καλλιτεχνήματα» της ζακυνθινής περιόδου (τ. 20, σελ. 182), «θέλγει η απλότης και

συνοχή του σχεδίου», ενώ «η απαλότης και η θέρμη της εκφράσεως ενθυμίζει τον

χρωστήρα των Ιταλών καλλιτεχνών». Ειδικά «εις την Φραγκίσκα Φραίζερ νομίζεις

Page 176: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

176

ότι μετέφραζεν την Γιοκόντα του Δα Βίντση». Ένα ακόμη ποίημα της ίδιας περιόδου,

που ιεραρχείται ψηλά στον εσωτερικό κανόνα της σολωμικής ποίησης είναι το

επίγραμμα για την «Καταστροφή των Ψαρών», «μικρόν όπως η νησούλλα και

ένδοξον, όσον το ηρωικόν τέλος των κατοίκων της. Η Δόξα, την οποίαν

προσωποποιεί, είναι περιπαθής γυναικείος τύπος εντός πλαισίου απαραμίλλου» (τ.

20, σελ. 183).

Όμως το φιλόδοξο magnum opus του Σολωμού είναι οι Ελεύθεροι

Πολιορκημένοι. Μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα, ο ποιητής «αφιερώθη εις

την ανέγερσιν του ποιητικού του “μνημείου”». Το νέο έργο δεν έχει τις επικές

διαστάσεις των προηγούμενων ηρωικών συνθεμάτων. «Τίποτε δεν του ήρχετο πλέον

ξένον παρά μακρά διήγησις γεγονότων». Σε απόλυτη συστοιχία με τον Edgar Allan

Poe, ο Σολωμός αντιλαμβάνεται ότι «a long poem does not exist» και

προσανατολίζεται στη δημιουργία μια σειράς μικρότερων συνθέσεων.

Μεσολαβεί ταυτόχρονα η καταλυτική στροφή προς τον γερμανικό

ρομαντισμό και η γνωριμία με τα έργα του Schiller και του Schelling. «Επεζήτησε

λοιπόν και ο Σολωμός κάποιαν μίξιν ποιήσεως και μεταφυσικής, κλασσικού και

ρωμαντικού είδους. Οι ήρωες του ποιήματός του θα ήσαν απλά σύμβολα», όπως

επίσης ο τόπος και το «αυτοΰπαρχτο» ποιητικό σύμπαν του. Το δεύτερο ερώτημα του

Μενάρδου – αυτό σαφής μομφή – είναι: «κατόρθωσεν ο Σολωμός να συμπληρώση το

monumentum τούτο»; Η απάντηση είναι φυσικά αρνητική: «εις τα χειρόγραφά του

δεν σώζονται παρά σχέδια, όπου διαρκώς αλλάζει μέτρα και τέλος απορρίπτει την

ομοιοκαταληξίαν». Βεβαίως ο μύθος των χαμένων χειρογράφων εξακολουθεί να είναι

αποδεκτός.284

Ισχυρότερη όμως είναι η βάσιμη υποψία «ότι ποιητής τόσον δύσκολος

εις την λεπτομέρειαν, θα απέκαμνεν εις σύνολον εκτελούμενον κατά τόσον

περιπλόκους συνδυασμούς». Έτσι ο Μενάρδος επανέρχεται στο σύνηθες πρόβλημα

που δημιουργεί η ατελής, αποσπασματική μορφή της όψιμης σολωμικής ποίησης.

Κανένα από τα «μεγαλότολμα» ποιήματα της ωριμότητας («ούτε οι Ελεύθεροι

Πολιορκημένοι, ούτε ο Κρητικός, ούτε το Carmen Seculare») «δεν έφθασεν εις

οιονδήποτε τέλος». Το αποτέλεσμα είναι ότι η καινοφανής «τεχνοτροπία» της

ύστερης σολωμικής περιόδου παραμένει δυσνόητη και απροσδιόριστη. Διασώζονται

βέβαια τα αποσπάσματα που διατηρούν κάποια αυτοτέλεια και μεμονωμένοι στίχοι

(π.χ. «Νύκτα, γεμάτη θαύματα, νύκτα σπαρμένη μάγια [sic]»), «που θα μελετώνται

284

«Οι φίλοι του επίστευσαν ότι τα τελειωμένα του χειρόγραφα εκλάπησαν μετά τον θάνατόν του. Ότι

και άλλα πολλά σχέδια θα εχάθησαν είναι πιθανώτατον» (τ. 20, σελ. 184).

Page 177: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

177

πάντοτε εις την Ελλάδα καθώς σπουδαί μεγάλων ζωγράφων και θα δημιουργήσουν

ίσως εις το μέλλον την μουσικήν ποίησιν που ωνειρεύθη ο ποιητής».

Προς το παρόν, όμως, καταγράφεται μια έλλειψη, η οποία οφείλεται, αφενός,

στην αναντιστοιχία της επίμεμπτης ρομαντικής ιδέας (δηλαδή «την ομιχλώδη και

υψηλήν του σύλληψιν») με τον ελληνικό τρόπο γραφής (δηλαδή, «με την έμφυτον

ελληνικήν σαφήνειαν και την ζακυνθηνήν ευαισθησίαν») και, αφετέρου, σε μια

φυσική αδυναμία χαρακτήρα που απομάκρυνε τον ποιητή από τα ποιητικά του

καθήκοντα: «ο Σολωμός ούτε δυνατός ήτο, ούτε επίμονος, αλλ’ ουδέ καν φιλόδοξος.

Ήτο ψυχή ευγενής, anima candida» (τ. 20, σελ. 184).

Με αυτή την αμφιθυμική στάση απέναντι στον Σολωμό, που απηχεί τις

αιτιάσεις του Σπ. Ζαμπέλιου και θυμίζει, κατά πολύ, την αντίστοιχη του Παλαμά

(έτσι όπως μετεωρίζεται ανάμεσα στον θαυμασμό και τη συγκαλυμμένη

απογοήτευση) συμπληρώνονται οι τρεις μελέτες που αφορούν αποκλειστικά στο

ελληνόγλωσσο ποιητικό έργο του Σολωμού.

Απομένει η μελέτη του Γ. Καλοσγούρου («Διονύσιος Σολωμός», στο

αφιερωματικό τεύχος της 30 Μαΐου 1902, τ. 4, σελ. 102-113), το σημαντικότερο

κριτικό κείμενο για τον Σολωμό που δημοσιεύεται στα Παναθήναια. Είδαμε (στο

πλαίσιο της κριτικής αντιδικίας του με τον Παλαμά) τις απόψεις του Καλοσγούρου

για την «τύχη» της σολωμικής ποίησης στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν από

την έκδοση των Ευρισκομένων. Στο παρόν κεφάλαιο θα μας απασχολήσει το

ερμηνευτικό πλαίσιο προσέγγισης των ιταλικών ποιημάτων, με τις καίριες

ερμηνευτικές αναγωγές στο ελληνικό σολωμικό έργο.

Ρητή πρόθεση του Καλοσγούρου είναι να αναδείξει «το σύστημα των

στοχασμών» που ρυθμίζουν τη σολωμική ποίηση. Θα σταθεί επομένως στο γεγονός

ότι ο Σολωμός, αρχικά από «φυσική του κλίση», και αργότερα από επιλογή,

«αφιερώθηκε όλος σ’ ένα σύστημα» φιλοσοφικής πίστης «στο πνεύμα και στην

Αλήθεια». Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, η ποίηση του Σολωμού, από τα πρώτα

ποιητικά γυμνάσματα, έως τα τελευταία ποιήματα, είναι «όλο ιδανιστική». Η διαφορά

των πρώιμων από τα όψιμα έργα «είναι ότι στα πρώτα ο στοχασμός ενεργούσε

ενστιγματικά, από φυσική κλίση της ψυχής και του λογισμού. κατόπιν αυτή γίνεται

συνειδητική και αναπαύεται και δυναμώνεται σ’ ένα σύστημα, και απ’ αυτή την

καθαρισμένη αλλ’ όχι και ουσιωδώς αλλαγμένη διάθεση βγαίνουν πλάσματα

σωματοποιημένα με δύναμη πλαστική ακατάφθαστη, αλλά πολύ απλότερα από τα

πρώτα». Ο ποιητής δεν αναπαριστά πια το πνεύμα, όπως αυτό αποκαλύπτεται στη

Page 178: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

178

φύση, αλλά κινείται καθ’ ύψος, προς έναν «κόσμο ιδεών και έχει τη δύναμη να τον

σαρκώση τόσο δυνατά. ώστε να φαίνεται κόσμος πραγματικώτατος, ενώ είναι

ιδανικώτατος σε βαθμό που πολύ σπάνια βρίσκεται στην παγκόσμια ποίηση» (τ. 4,

σελ. 107).

Με αυτούς τους όρους, η δημιουργική περίοδος του Σολωμού μπορεί να

διακριθεί σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όλα τα μικρά, ειδυλλιακά

ποιήματα της ελληνόγλωσσης παραγωγής και τα νεανικά ιταλικά σονέτα, «όπου

καθαυτό ιδέα δεν υπάρχει, αλλά ο ποιητής εμπνέεται από τη Φύση και την

παρασταίνει ιδανικευμένη». Εδώ εντάσσονται και τα προσφιλή στα Παναθήναια

ποιήματα, «Η Ξανθούλα», «Τα δύο αδέλφια» και η «Τρελή Μάνα». Η δεύτερη

περίοδος, ομοούσια σχεδόν της πρώτης, αλλά «ασύγκριτα σοβαρώτερη», αρχίζει με

τον «Ύμνο», περιλαμβάνει τον «Λάμπρο», το «τεράστιο επίγραμμα των Ψαρών» και

φτάνει με τον «Κρητικό» στο κορυφαίο, έσχατο όριό της. Εδώ «φανερώνεται η ιδέα,

το πνεύμα που θριαμβεύει, αλλά η αφορμή εξακολουθεί να είναι για τον ποιητή» η

φυσική και ιστορική πραγματικότητα. Η τρίτη, τελευταία και σημαντικότερη

περίοδος ανοίγει στην ουσία με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Η μύηση στη

«φιλοσοφία της Τέχνης και το παράδειγμα του Σίλλερ» ενισχύουν τη «γενναιότατη»

φιλοσοφική ροπή του Σολωμού και τον προσοικειώνουν με «τον Άνθρωπο της ιδέας,

τον τέλειον άνθρωπο» (τ. 4, σελ. 112).

Με αυτή την έννοια, σε όλα τα ποιήματα της πρώτης και δεύτερης εποχής του

Σολωμού «είναι ιδανικοποιημένη η Φύση, στα υστερώτερα είναι παντού η ιδέα

φυσικοποιημένη […] πλαστικώτατα, είναι κόσμος ασύγκριτα ανώτερος,

ακατάφθαστος και η αξία του Σολωμού στέκει όλη σαν τεράστια πλαστική δύναμη»,

τόσο φυσική, ώστε να ανταποκρίνεται και στις διαθέσεις της πιο ρεαλιστικής εποχής.

Δύο παραδείγματα πείθουν για τον ποιητικό προβιβασμό που συντελείται στην

τελευταία περίοδο. Μια από τις επανεμφανιζόμενες ιδανικές μορφές της σολωμικής

ποίησης, η προσωποποιημένη Ελλάδα, βρίσκει μια πρώτη προτύπωση στην

Ελευθερία του «Ύμνου». Όμως εκεί είναι ακόμη «η ιδανικοποιημένη ιστορική

Ελλάδα, η τρομερή κόψη του σπαθιού της, το μάτι που με βιά μετράει τη γη, το

μεγάλωμά της σαν τον πύργο της Τριπολιτσάς και όλα χωρίς εξαίρεση τα θαυμαστά

της φαντασίας εφευρήματα που παρασταίνουν τη δύναμή της είναι στενώτατα δεμένα

με την πραγματική ιστορία, ή γενικώτερα, η Φύση ιδανικοποιημένη». Αντίθετα, η

Μεγαλόψυχη Μητέρα, του τρίτου σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων,

«είναι ιδέα καθαρή, […] ο Θεός, το Απόλυτο, που λατρεύουμε όχι μ’ ελπίδα να

Page 179: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

179

γίνουμε κι εμείς Απόλυτοι και Θεοί, αλλά γιατί χωρίς αυτή τη λατρεία δεν ημπορούμε

να μη ξαναπέσουμε στη ζωική μας κατάσταση». Αυτή η θεϊκή, οραματική μορφή

«που όσο κι αν θέλουν να τη δέσουν με την πραγματικήν ιστορία τα “μεγαλόψυχη

στον πόνο και στη δόξα, και τα φύλλα της Λαμπρής και φύλλα τω Βαγιώνε” μένει

πάντα στο “πανέρμο της δάσος” ιδανικό ακατάφθαστο» (τ. 4, σελ. 108). Με ανάλογο

τρόπο, οι αμαρτωλοί Μαρία και Λάμπρος, «όσο και αν μιλεί μέσα τους η φωνή του

Θεού, η συνείδηση, […] κριματισμένοι, δυστυχισμένοι, κακούργοι», δεν είναι πλέον

συμβατοί με το απόλυτο ιδανικό (τ. 4, σελ. 112). Αντίθετα, τα ποιητικά πλάσματα της

τελευταίας περιόδου, «η Φραγκίσκα Φραίζερ, η Ροδόσταμο, η Μάρθα, ο νέος Άγγλος

του Πόρφυρα είναι ιδέες, είναι άλλου κόσμου όντα, τελείως υπεραισθητά», απόλυτα

εξανθρωπισμένα, χωρίς να χάνουν τα σημάδια της υπερβατικής καταγωγής τους (τ. 4,

σελ. 108).

Το φιλοσοφικό σύστημα του Σολωμού όμως προϋποθέτει έναν ακόμη

αναβαθμό. «Ο κόσμος είναι η ύπαρξη της Ιδέας, η Ιδέα γίνεται κόσμος, υπάρχει στο

πεπερασμένο, αλλά για να το ξεπεράση με θρίαμβο. Αυτός ο θρίαμβος, αυτή η

ελευθερία είναι Άπειρο. Αποστολή της τέχνης είναι να παραστήση τούτον τον

θρίαμβο εκεί που αυτός τελείται, στο κορυφαίο από τα φυσικά πλάσματα, τον

Άνθρωπο. Ο θρίαμβος υποθέτει την πάλη και για είναι αληθινός, τα εναντιώματα

πρέπει να φθάσουν στο άκρο. Ο θρίαμβος δε φανερώνεται παρά μέσα στο πάθος.

Δύναμες εξωτερικές, που βρίσκουν ανταπόκριση στες εσωτερικές της ψυχής,

ενεργούν ακούραστα να τη ρίξουν στο βάραθρο. […] Η δύναμή [τους] φθάνει ώς την

τέλεια καταστροφή του [ανθρώπου], που αυτός δεν ημπορεί ν’ αποφύγει, αλλ’ από

την καταστροφή, αν η ηθική αντίσταση έμεινε σταθερή ώς το τέλος, βγαίνει η ζωή,

βγαίνει το πνεύμα ελεύθερο» (τ. 4, σελ. 108). Αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα (που εκκινεί

από τον Καντ, για να φτάσει, μέσω του Σίλλερ, στον εγελιανό «αντικειμενικό

ιδανισμό») υπογειώνεται στην όψιμη σολωμική ποίηση. Μέσα από αυτή τη

φιλοσοφική θεώρηση, καταλήγει ο Καλοσγούρος, «το αληθινό ποίημα είναι στο

βάθος του παράστασις του ύψους της ψυχής» και «το πάθος δεν είναι παρά το μέσο»

για την απόλυτη ηθική νίκη (τ. 4, σελ. 108-109).

Το τελικό στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, για να παραμείνει η ποίηση

ποίηση, είναι η από-φιλοσοφικοποίησή της: πρέπει «η ψυχή στην αντίστασή της να

προβαίνη φυσικά και αβίαστα, όχι με τη συνείδηση της αφηρημένης ιδέας, ώστε η

ίδια η αντίσταση της ψυχής να είναι και αυτή ιδίωμα φυσικό, όπως και τα άλλα της

ένστικτα» (τ. 4, σελ. 109), ή όπως ορίζει ένας από τους Στοχασμούς του ποιητή «ας

Page 180: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

180

εργάζεται [το ποίημα] αδιάκοπα για την αληθινήν ουσία, αλλά εις τρόπον ώστε να μη

το καταλάβουν ειμή οι νόες οι γυμνασμένοι και βαθείς».285

Αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο καθοδηγεί την ανάγνωση των τριών ιταλικών

ποιημάτων και, κυρίως, των πέντε πεζών σχεδιασμάτων, στα οποία επικεντρώνεται ο

Καλοσγούρος. Έτσι, η «Σαπφώ» και το σονέτο «Για τον Ορφέα» αναδεικνύουν «το

ύψος της ανθρώπινης ψυχής στη δίψα της για την Απόλυτην Αλήθειαν» (τ. 4, σελ.

111). «Το Ελληνικό Καράβι» αποτελεί ένα αριστοτεχνικό υπόδειγμα «όπου η ιδέα

γίνεται διαφανέστατη φύση […]. Εδώ, σύμφωνα με τον Καλοσγούρο, η πρώτη

ποιητική εποχή του Σολωμού που εμπνέεται από τη φύση και η δεύτερη συσμίγουν

και γίνονται ένα» (τ. 4, σελ. 112).286

Στην «Ελληνίδα Μητέρα», το πρώτο από τα πεζά, ανιχνεύεται η

«συνοπτικώτερ[η] ποιητικ[ή] ερμηνεία της θεωρίας» των Ελεύθερων Πολιορκημένων.

Η «αγιασμένη» μορφή της γυναίκας-μητέρας απηχεί «όλους τους υψηλούς

στοχασμούς της ηθικής και ποιητικής θεωρίας» του Σολωμού. Παρόλα αυτά, ένα από

τα πιο θαυμαστά στοιχεία του κειμένου είναι ο τρόπος με τον οποίο «η φιλοσοφική

αλήθεια γίνεται αλήθεια ποιητική καθώς βρίσκει αρμοδιώτατα και αβίαστα τη

φανταστική της μορφή!» (τ. 4, σελ. 109).

Άλλη μια «αποθεωμένη» γυναικεία μορφή ενσαρκώνεται στη «Γυναίκα με το

Μαγνάδι». Μολονότι και αυτό το κείμενο εκκινεί από αφετηρία πραγματική, στην

ποιητική του μετάπλαση «σηκώνεται ψηλότερα από την προσωπική λατρεία στη

λατρεία του ιδανικού κόσμου, όπου ο ποιητής εζούσε ειρηνικά σχεδόν αδιάκοπα

[…]». Το προσωπικό (ερωτικό) πάθος εδώ φτάνει ως το παραλήρημα, αλλά «πόσο

θαυμαστά είναι σαρκωμένος ο πόθος όχι ποτέ των γηίνων, αλλά των ουρανίων!» (τ.

4, σελ. 110).

«Το Αηδόνι και το Γεράκι» αποτελεί μια ποιητική διασκευή – επί το

φιλοσοφικότερον – του διακειμενικού ησιόδειου μύθου.287

Η άνιση πάλη ανάμεσα

285 Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 207. 286 Η ιστορική αφορμή του ποιήματος είναι η εξής: «“Στον καιρό του αποκλεισμού του Ναυάρχου

Πάρκερ εσπάρθηκε ο λόγος στην Κέρκυρα ότι ένα Αγγλικό καράβι απάντησε ένα Ελληνικό και το

ρώτησε πού πηγαίνει. Τούτο αποκρίθηκε: Ταξιδεύω, και το Αγγλικό το πρόσταξε να παραδοθή. Οι

Έλληνες χωρίς ν’ απαντήσουν, ετοίμασαν το δαδί για να βάλουν φωτιά στη μπαρούτη. Ο Άγγλος

θαυμάζοντας την πράξη άφησε ελεύθερο στο καράβι το διάβα”. Αυτά ο Κουαρτάνος. Ο Σολωμός δεν παράλλαξε ποσώς τα λόγια της φήμης που στη λαϊκή τους απλότητα περιείχον τόση ποίηση και τόσο

σύμφωνη με την ποιητική του διάθεση» (τ. 4, σελ. 111). 287 «Τ’ Αηδόνι και το Γεράκι έχει, κατά τον Κουαρτάνο, την ακόλουθη αφορμή. Συνομιλούσε μ’ έναν

από τους φίλους του ο Σολωμός για τον Ησίοδο. Έπεσε λόγος για το μέρος των Έργων και Ημερών,

όπου ο Ποιητής ιστορίζει στους δυνατούς τον απόλογο του Αηδονιού και του Γερακιού […]. Ηθέλησε

να το ξαναδιαβάση, και με τούτο σχεδόν ευθύς είπε του φίλου: Κάθισε και περίμενε μία στιγμή – και

Page 181: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

181

στην ταπεινή και ευαίσθητη ποιητική ψυχή του αηδονιού και στην «άγρια αντίθετη

δύναμη [του γερακιού που] δεν γνωρίζει από τέτοια ευγένεια […] δεν είναι

διαφορετική από την αντίθεση που είναι στον Πόρφυρα. Σβύνεται η ευγενική ζωή του

αηδονιού χωρίς να παλέψη, σαν το μεγαλόψυχο νέο του Πόρφυρα, αλλά ο αληθινός

νικητής είναι πάντα στο πνεύμα που φανερώνεται στα ουρανομίλητα λόγια του» (τ. 4,

σελ. 111).

Τέλος, στα δύο παραπληρωματικά πεζά «Στον Ορφέα» συντελείται η

σύγκρουση του Ανθρώπου με τη αντίδικη Μοίρα. «Το ανέβασμα [του ανθρώπου] έχει

ένα όριο. δέχεται η ψυχή το Απόλυτο και το στρέφει σε μερικούς σκοπούς». Στο

μεγαλείο του ενυπάρχει ο όρος της καταστροφής. Η μοίρα υπερισχύει, αλλά «ο

Άνθρωπος και στον ύστερο φραγμό της γιγάντιας δύναμής του [παρασταίνεται]

ανίκητος. Μεταφυσικώτεροι στοχασμοί» καταλήγει ο Καλοσγούρος, «δεν

επαραστάθηκαν ίσως ποτέ με τόση τόλμη στην ποίηση. Πρέπει να θαυμάσωμε τόσο

περισσότερο τη δύναμη, τη λαμπρότητα και τον πλούτο της πλαστικής φαντασίας που

κατορθόνει να τους σαρκώση. Τόσο άϋλη ουσία δεν ημπορούσε να μη ζητήση και

τούτο και μαζί μίαν ισόμετρη πνευματική μορφή και ως προς τη γλώσσα και ως προς

το στίχο» (τ. 4, σελ. 111). «Τοιουτοτρόπως», σύμφωνα και με το ποιητικό

παράγγελμα εις εαυτόν, «η Μεταφυσική έγινε Φυσική».288

Αυτή η φράση αποτελεί, κατά τον Καλοσγούρο, την πεμπτουσία της ώριμης

ποίησης του Σολωμού «όπου όμως όλες οι δύναμες που αποτελούσαν τες δύο πρώτες

[φάσεις] δεν χάνονται για τον ποιητή, αλλά γίνονται μέσα που υποτάζονται στην ιδέα

της και για τούτο ισόμετρα μ’ αυτήν πνευματοποιούνται από μία θέληση, που η

δύναμή της δε θα πάψη ποτέ να θεωρείται τεράστια στην ιστορία της νέας φιλολογίας

μας» (τ. 4, σελ. 112).

Η οψίτυπη μελέτη του Γ. Καλοσγούρου θεωρείται δικαίως το «κύκνειο άσμα

του επτανησιακού ιδεαλισμού» 289

και , αναμφίβολα, δεν έχει το ισοδύναμό της στα

Παναθήναια. Το είδαμε και νωρίτερα: το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί πια σε

εργο-βιογραφικά ενδιαφέροντα και η υπερτονισμένη αποσπασματικότητα της όψιμης

σολωμικής ποίησης αποτελεί μόνιμη πηγή της δύσθυμης αμηχανίας (άρα και

τροχοπέδη) της κριτικής.

παίρνοντας το κοντύλι έρριξε κάτου μονομιάς και χωρίς να σβύση τίποτε, αυτό το σχεδίασμα που

ευρέθηκε στα χαρτιά του και ήταν εκείνο το ίδιο. Ο φίλος βεβαιόνει ότι αυτό έμελλε να στιχουργηθή

ελληνικά και να λάβη τόπο σ’ ένα από τα ποιήματα του Σολωμού» (τ. 4, σελ. 110). 288

Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 209. 289 Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, ό.π., σελ. 357.

Page 182: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

182

2.7. Τα σολωμικά «αντιπαραδείγματα»: Ανδρέας Κάλβος – Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

«Διονύσιον […] Αριστοτέλην» ή Ανδρέαν;290

Δοσμένο «πλαγίως» ή ευθέως, «άγονο» ή γόνιμο, «νεοσχολαστικό» ή μη, «το

δίλημμα: Διονύσιον ή Αριστοτέλην;» επιβεβαιώνει την καταστατική ισχύ του στη

νεοελληνική φιλολογική κριτική, ήδη από την εποχή του Πολυλά, που πρώτος το

έθεσε.291

Η σύγχρονη βιβλιογραφία προσθέτει στο αρχικό δίλημμα μια τρίτη

παράμετρο, υποδεικνύοντας την ύπαρξη δύο σολωμικών αντιπαραδειγμάτων

(παλαμικής πια κατασκευής), οπότε, δίπλα στο όνομα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,

προστίθεται κι εκείνο του Ανδρέα Κάλβου.

Η «κριτικότατη βαλαωριτολατρεία» του Παλαμά είναι γνωστή,292

όπως είναι

επίσης γνωστό ότι ο ίδιος ανέσυρε από την κριτική αφάνεια τον Ανδρέα Κάλβο,293

«υπερσκελ[ίζοντας] σχεδόν [μισό] αιώνα παραγνώρισης».294

Το ζήτημα δεν θα ήταν

άμεσου ενδιαφέροντος στην παρούσα εργασία, αν η διπλή κίνηση του Παλαμά δεν

είχε το χαρακτήρα μιας συνειδητής προσπάθειας να ρυθμιστούν τα χρέη με την

λογοτεχνική κληρονομιά του παρελθόντος,295

στο πλαίσιο της (ανταγωνιστικής)

αναμέτρησής του με τον Σολωμό.

Ο Δ. Αγγελάτος φωτίζει επαρκέστατα του όρους της τριπλής διαπλοκής των

ποιητών:296

η μόνιμη αντίρρηση του Παλαμά απέναντι στον Σολωμό είναι η

ερειπιώδης κατάσταση του όψιμου έργου του, αποτέλεσμα της ατιθάσευτης

290 Βλ. την εισαγωγή του Γ. Π. Σαββίδη, στο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, επιμέλεια: Γ. Π.

Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα, 1988, σελ. 10. 291 Αυτόθι, σελ. 10 και σημ. 1. 292 Αυτόθι, σελ. 9. 293 Τα του Παλαμά τω Παλαμά αναγνωρίζουν και τα Παναθήναια: «Στην εποχήν αυτήν [την τελευταία

εικοσαετία του 19ου αιώνα] ο κ. Παλαμάς, ο ποιητής και ο κριτικός, ήταν ο πρώτος και ο καλύτερος εργάτης του επαναστατικού κινήματος. Άπλωνε τη σκέψι του και το έργο του σ’ όλα. Εδημιουργούσε

και οδηγούσε μαζί. Τεχνίτης και δάσκαλος. Αγωνιστής για τις ιδέες και πολεμιστής για την

αναμόρφωσι της γλώσσας. Έβγαζεν από την αφάνεια το ποιητικόν έργο του Κάλβου, εγκωμίαζε την

ποίησι του Μαρκορά, έδειχνε την εθνικοπλαστική δύναμι του έργου του Σολωμού. διαλαλούσε την

πίστη του στον δημοτικισμό […]. Κ’ έτσι δίπλα στο ποιητικό του έργο φαινότανε και το κριτικό του,

το πότε πολεμικό και πότε προστατευτικό της εργασίας των νέων, μα πάντα δημιουργικό» (τ. 27, σελ.

59). 294 Ο Γ. Δάλλας γράφει για τον Κάλβο (σε πλαίσιο ανεξάρτητο από τον Παλαμά): «Και τέλος μια

ποιητική, που υπερσκέλισε σχεδόν έναν αιώνα παραγνώρισης και πάλι λειτουργεί στις μέρες μας».

Δάλλας, Σολωμός και Κάλβος, ό.π., σελ. 170. Βλ. επίσης και την παρατήρηση του Ν. Βαγενά για την

ελάχιστη επίδραση που είχε στην εποχή της η διάλεξη του Παλαμά για τον Κάλβο (1889): «Αν

μελετήσουμε την τύχη της, θα διαπιστώσουμε ότι στην πραγματικότητα η κριτική ανακαλύπτει τον Κάλβο τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, όταν έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες που επιτρέπουν την

ανακάλυψη της ανακάλυψης του Παλαμά». Νάσος Βαγενάς, «Παραμορφώσεις του Κάλβου», Το

Δέντρο, 71-72, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1992, σελ. 124. 295 Harold Bloom, Ο δυτικός κανόνας. Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών, μτφρ. Κατερίνα

Ταβαρτζόγλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος, Gutenberg, Αθήνα, 2007, σελ. 44. 296 Αγγελάτος, “Ήχος λεπτός … […]”, ό.π., σελ. 90-98.

Page 183: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

183

φαντασίας του και της αδυναμίας του να εναρμονίσει την υψηλή (μεταφυσική)

ποιητική ιδέα με την αρμόζουσα ποιητική μορφή. Με αυτούς τους όρους, το

ποιητολογικό «παράδειγμα» του Κάλβου και του Βαλαωρίτη (παρά τις έντονες

γλωσσικές, μετρικές, νοηματικές και ιδεολογικές αποκλίσεις τους) προσφέρει στον

Παλαμά το αντίπαλο ποιητικό δέον.

Έτσι, σε αντίθεση με τον Σολωμό, η υψιπετής φαντασία και ο εικαστικός

λυρισμός του Κάλβου παραμένουν, σύμφωνα με τον Παλαμά, αυστηρά ελεγχόμενα

και, στην ουσία, προσγειωμένα, χωρίς να χάνονται σε άγονους «ρεμβασμούς» και

αδιέξοδες «ονειροπολήσεις» σολωμικού τύπου. Παράλληλα, η ιδιότυπη γλώσσα και

το ευφάνταστο μετρικό σύστημα των Ωδών, σταθερά εφαρμοσμένο σε ολόκληρο το

ποιητικό έργο του Κάλβου, εξασφαλίζουν έναν ιδιάζοντα, αλλά αναγνωρίσιμο τόνο,

ένα «ενιαίο ύφος». Αυτή η μορφική ενότητα της καλβικής ποίησης και η

συνακόλουθη απόλυτη αντιστοίχηση της μορφής με το περιεχόμενο, επισημαίνει ο

Αγγελάτος, μπορούσαν «χωρίς επιπλοκές να της “πλάσ[ουν] άξια κατοικία”, ένα

“παλάτι ξακουστό” που δεν θα ήταν “χάρτινο” και – το σημαντικότερο – δε θα ήταν

εύκολη λεία στα χέρια της “πεισματάρα[ς] νεράιδα[ς]”, για να θυμηθούμε την

εικονοποιία του ποιήματος του 1886 του Παλαμά για τον Σολωμό, ή της “οργίλη[ς]

νηρηίδος” του πεζού του 1884».297

Αντίθετα, ο Σολωμός, υποβάλλοντας τα έργα του

σε αλλεπάλληλες επεξεργασίες, συνεχείς μεταβολές και συχνές επανεκκινήσεις,

κατόρθωσε γραφοσβήνοντας να υπονομεύσει την ενότητα και την αρτιότητα του

έργου του και το κατέστησε ακατάληπτο χωρίς την διαμεσολαβητική εργασία ενός

Πολυλά, ο οποίος έπρεπε να συμπληρώνει και να εξηγεί τα κενά της σολωμικής

γραφής.298

Με βάση τα ίδια περίπου σημεία αποφασίζεται και η, άμεσα ή έμμεσα

δηλωμένη, προτίμηση του Παλαμά για τον Βαλαωρίτη. Σύμφωνα με τον Παλαμά, η

δύναμη του ποιητή των Μνημοσύνων «να κυριαρχεί στην φαντασία και να ελέγχει

την έμπνευση με τη στοχαστική μελέτη και την κρίση (προϋπόθεση απαραίτητη για

το επικό έργο του), η δημοτική γλώσσα, που δε μιμείται τα δημοτικά τραγούδια και

άρα δεν τα γελοιοποιεί ούτε τα σατιρίζει αλλά αντίθετα τα αξιοποιεί δημιουργικά, και

τέλος το εντελές έργο» είναι τα στοιχεία που εξασφαλίζουν την εξίσωση, αν όχι και

την ποιητική υπεροχή του Βαλαωρίτη απέναντι στον Σολωμό.299

297 Αυτόθι, σελ. 98. 298

Αυτόθι, σελ. 98. 299 Αυτόθι, σελ. 91.

Page 184: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

184

Επομένως, ό,τι περίπου θεωρείται απόκλιση από το σολωμικό ιδεώδες του

Πολυλά (δηλαδή, την αδιόρατη συνθετική πνοή, τη φιλοσοφική διάσταση και την

«αδιάκοπη πρόοδο») νομιμοποιείται κριτικά και καταξιώνεται από τον Παλαμά, με

πεδίο εφαρμογής το έργο του Κάλβου και του Βαλαωρίτη. Ανεξάρτητα, πάντως, από

την ευστοχία ή την αμεροληψία των κριτικών θέσεων του Παλαμά (ή ακριβώς χάρη

στην έλλειψή τους), γνωρίζουμε, ύστερα από την υπόδειξη του Harold Bloom, ότι

«τέτοιου είδους αναγνώσεις ή παραναγνώσεις» είναι αναγκαίες, ώστε να

διασφαλιστεί για το νεότερο ποιητή ένας αυτόνομος δημιουργικός χώρος300

– στην

προκειμένη περίπτωση, μακριά από τη βαριά σκιά του Σολωμού.

Όπως και να έχει, η «επιδρασιακή» αγωνία του Παλαμά δεν μεταδίδεται στα

Παναθήναια. Εκείνο όμως που καταγράφεται στο περιοδικό είναι η σπάνια

αντιπαράθεση «αντίζυγων ποιητικών» δυνάμεων, κατά την οποία συνήθως

υπερισχύει ο Σολωμός.

Σολωμός και Κάλβος.

Για τα Παναθήναια η περίεργη χωρο-χρονική συνύπαρξη Σολωμού και

Κάλβου αντιστοιχεί σε δύο διακριτές, παράλληλες πορείες, που σπάνια πλησιάζουν η

μια την άλλη και ποτέ δεν εφάπτονται.

Στο πρότυπο των Παράλληλων Βίων τους αντιμετωπίζει και ο Σίμος

Μενάρδος, στη συγκριτική μελέτη του «Δύο Ζακυνθηνοί ποιηταί» (τ. 20, σελ. 179-

187). Οι συμπτώσεις και οι απώσεις είναι εντυπωσιακές: «δύο Ζακυνθηνά παιδιά»,

γεννημένα κατά την τελευταία δεκαετία του 18ου

αιώνα, πρεσβύτερος ο Κάλβος

(1792), νεότερος ο Σολωμός (1798), «εταξείδευσαν εις την Ιταλίαν ολίγον προ του

1809» (τ. 20, σελ. 180). Ο δεύτερος, γιος και κληρονόμος πλούσιου κόντε, σπουδάζει

«με πολύ περισσοτέραν άνεσιν παρά τον Κάλβον» (τ. 20, σελ. 181), ο οποίος,

λιγότερο προνομιούχος από καταγωγή («ήτο υιός Κερκυραίου χωρικού»), γρήγορα

«ευρέθη χωρίς χρήματα [και] κατέφυγεν εις τον ένδοξον συμπολίτην» τους Ugo

Foscolo, για προστασία και οικονομική βοήθεια (τ. 20, σελ. 180). Παρόλα αυτά, στην

Ιταλία μετέχουν του ίδιου πνευματικού κλίματος, διασταυρώνονται με τα ίδια

ρεύματα και αναπτύσσουν αμφότεροι ποιητικές φιλοδοξίες.

Ο Σολωμός επιστρέφει στη Ζάκυνθο και, εμπνευσμένος από την ελληνική

Επανάσταση, γράφει στα 1823 τον ύμνο που έμελλε να τον καθιερώσει ως εθνικό

300

Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση, εισαγωγή, μετάφραση,

σημειώσεις: Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα, Αθήνα, 1989, σελ. 41.

Page 185: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

185

ποιητή της Ελλάδας. Ο Κάλβος, επιστρέφει αργότερα (από το Λονδίνο) στην

επαναστατημένη πια Ελλάδα και «οι ύμνοι, που ήκουεν, ήσαν έργα του νεωτέρου» (τ.

20, σελ. 179). Στο μεταξύ, στα 1824, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή,

αποτελούμενη από δέκα Ωδές «εις την Ελβετικήν Γενεύην σχεδόν συγχρόνως με τον

“Ύμνον” του Διονυσίου Σολωμού. Και ιδού ότι οι δύο μεγάλοι Ζακύνθιοι ποιηταί

εμφανίζονται συγχρόνως, αν και διαφόρως ο ένας από τον άλλον» (τ. 12, σελ. 318).

Δύο χρόνια αργότερα, στα 1826, «ο ποιητής εδημοσίευσε εις τα Παρίσια άλλας δέκα

ωδάς εις το ίδιον μέτρον» (τ. 20, σελ. 184-185) και έπειτα βυθίζεται σε οριστική

ποιητική σιωπή.

Ωστόσο, από τα 1826 έως τα 1852 βρίσκεται στην Κέρκυρα, «αλλά επειδή δεν

διωρίσθη αμέσως καθηγητής εις την Ιόνιον Ακαδημίαν, λέγεται ότι απέκρουε κατόπιν

κάθε διορισμόν. Ύστερον εδέχθη την έδραν της φιλοσοφίας, αλλά δεν άργησε να

παραιτηθή. φαίνεται ότι δεν αγαπούσε τα χειροκροτήματα των φοιτητών και μάλιστα

τα προς τους συναδέλφους του. Τοιουτοτρόπως ο Κάλβος εθεωρείτο γενικώς ως

άνθρωπος sui generis. ελέγετο πως ήθελε να βλέπη μαύρα πράγματα τριγύρω. Έφυγεν

από την Ελλάδα, εγύρισεν εις την Αγγλίαν και με όλα τα 67 του χρόνια εστεφανώθη

δευτέραν Αγγλίδα και απέθανε κατά τα 1867 εις το Λονδίνον. αλλά κανείς, νομίζω»,

καταλήγει ο Μενάρδος, «δεν ηξεύρει πού είναι θαμμένος ο ιδιόρρυθμος αυτός

άνθρωπος» (τ. 20, σελ. 185).301

Το παράδοξο είναι ότι, για τα είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια που έζησε στην ίδια

πόλη με τον Σολωμό, «δεν βρίσκουμε κανένα σημείο άμεσης επαφής μεταξύ

τους».302

Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι, παρά το ζήλο να καταχωριστούν

επιμελώς όλα τα πρόσωπα που αποτέλεσαν τον κύκλο των οικείων και γνώριμων του

Σολωμού, λείπει οποιαδήποτε αναφορά στον Κάλβο. Ωστόσο η μαρτυρημένη

εχθρότητα του σολωμικού περιβάλλοντος απέναντι στον ποιητή των Ωδών (η οποία,

κατά τον Σ. Καψάσκη, αφορμάται τόσο από αισθητικές, όσο και ευρύτερες

ιδεολογικές και κοινωνικές διαφορές)303

διαρρέει στα Παναθήναια μόνο σε μια

περίσταση: όταν ο σολωμοθρεμμένος Ιούλιος Τυπάλδος απαντά «ξηρά ξηρά» στον

301 Ο Κάλβος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1869, στο Louth της Αγγλίας (και θάφτηκε στο νεκροταφείο

της Αγίας Μαργαρίτας του Κέντινγκτον). Από το 1960, με ενέργειες του ελληνικού κράτους (επί πρεσβείας Γ. Σεφέρη), αναπαύεται στη «φιλτάτη πατρίδα» Ζάκυνθο, στο ισόγειο μαυσωλείο του

«Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων», πλάι στον Σολωμό. 302 Βλ. την εισαγωγή του Κ. Θ. Δημαρά στο Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, κριτική έκδοση: Filippo Maria

Pontani, εισαγωγή: Κ. Θ. Δημαράς, γλωσσάριο: Anna Gentilini, Ίκαρος, Αθήνα, 2000, σελ. 9. 303

Σωκράτης Καψάσκης, Μοναχικοί μαυροντυμένοι περιπατητές της Κέρκυρας, Διονύσιος Σολωμός –

Ανδρέας Κάλβος, Τυπωθήτω, Αθήνα, 1998.

Page 186: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

186

Δε Βιάζη ότι «ο Κάλβος, μοχθηρός ως άνθρωπος και αγνώμων, είναι μεν ποιητής,

αλλά η γλώσσα του δεν είναι γλώσσα, είναι grego συφοριασμένο» (τ. 23, σελ. 16). Η

αφοριστική κρίση του Τυπάλδου επιτρέπει τη διάγνωση μιας προσωπικής αντιπάθειας

ανάμεσα στους δύο ποιητές (τα ακριβή κίνητρα της οποίας παραμένουν άγνωστα) και

μια βαθιάς αισθητικο-ιδεολογικής απόκλισης πάνω στο θεμελιώδες ζήτημα της

γλώσσας. Το θέμα πάντως δεν γνωρίζει συνέχεια, παρά μόνο στη διακριτική (πολύ

μετρημένη, δεδομένων των αναλογιών) αποκάλυψη του Δε Βιάζη ότι «ουδέ ο

Ιάκωβος Πολυλάς ήτο της ιδέας» να γίνει μια πρώτη έκδοση των Ωδών. Εκείνο που

δεν λέγεται είναι ότι ο Πολυλάς, ως «κομματάρχης του σολωμισμού», είναι ο ίδιος

που «τορπίλλισ[ε] την πρώτη συγκεντρωτικήν έκδοση» του Κάλβου, στα 1861.304

Μεγαλύτερη σημασία, τελικά, έχει η απρόθυμη παραδοχή του Τυπάλδου ότι ο

Κάλβος, παρά τη γλωσσική ετεροδοξία του, «είναι […] ποιητής».

Ο Άριστος Καμπάνης, που ενδίδει ανεπιφύλακτα στην «προσωπική» γοητεία

της ποίησης του Κάλβου,305

αποτολμά μια πρώτη αξιολογική εξίσωση των δύο

επτανήσιων ποιητών, χωρίς όμως να θίγει τον Σολωμό. Μια ένσταση μόνο

υποβάλλεται για τη ρητορική υπερβολή «που συγχύζει κάποτε την λυρικήν

διαύγειαν» τόσο του Σολωμού (στον «Ύμνο» και στην ωδή «Για το θάνατο του

Μπάιρον»), όσο και του Κάλβου (π.χ. στην ωδή «Εις Δόξαν»). Στο προκείμενο: «Ο

Κάλβος και ο Σολωμός υπήρξαν δύο ποιηταί που ίσως ποτέ δεν επλησίασαν ο ένας

τον άλλον. Όμως υπήρξαν σύγχρονοι και το έργον του δευτέρου και το έργον του

πρώτου συνετέλεσαν να μας απαλλάξουν από όλα τα ακατονόμαστα. Περισσότερον

κλασικός ο Κάλβος, μεγαλύτερος δημιουργός ο Σολωμός και ψυχή ρομαντική

μάλλον. […] Οπωσδήποτε και ο Σολωμός και ο Κάλβος μας διδάσκουν την απλότητα

της εκφράσεως. Ας είνε ο Σολωμός μάλλον βυζαντηνός [sic] την ψυχήν – χωρίς το

βυζαντινόν mauvais gout, χωρίς κανέναν αέρα ανατολίτου – και ο Κάλβος Αττικός

μάλλον. Ας τους δοξάζωμεν και ας τους έχωμεν ζωντανά παραδείγματα. Είνε οι δύο

μεγαλύτεροι Ιόνιοι διδάσκαλοι» (τ. 12, σελ. 320).

304 Κατά την έκφραση του Γ. Π. Σαββίδη. Βλ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, ό.π., σελ. 9. 305 «Κανένας νεοέλλην ποιητής δεν έχει περισσότερον τ’ αναγκαία κατηγορήματα της προσωπικότητος. Κανείς δεν είνε περισσότερόν του προσωπικός. Από τα εξωτερικά γνωρίσματα τα

ιδιάζοντα, από την συνήθη εσωτερικήν πνοήν των στίχων του, ο Κάλβος δείχνεται ποιητής

προσωπικός. Προσωπική ποίησις: προσωπική γλώσσα: προσωπική στιχουργία. […] στιχουργός,

γλωσσοπλάστης, ποιητής και σκεπτόμενος ο Κάλβος έχει την ατομικήν του σκέψιν, την ιδικήν του

γλώσσαν, την ιδικήν του στιχουργίαν. Είνε πατριώτης, αλλά προπαντός είνε: πρόσωπον» (τ. 12, σελ.

318).

Page 187: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

187

Η μοναδική περίπτωση κριτικού που πλειοδοτεί στα Παναθήναια υπέρ του

Κάλβου είναι ο Μιχαήλ Μητσάκης. Σε ένα σύντομο άρθρο (που ομολογεί την

εξάρτησή του από την κριτική προσέγγιση του Παλαμά) ο Μητσάκης υποστηρίζει ότι

ο μόνος λόγος για τον οποίο υποτιμήθηκε η ποιητική προσφορά του Κάλβου και,

επομένως, του στερήθηκε η «εξαιρετική» θέση που του άξιζε στην ιστορία της

νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το «ιδιότροπον» των μέτρων του και η αιρετική,

«αυθαίρετη», γλώσσα του. Ωστόσο, «εις πάντα γνωρίζοντα να διαβάζη στίχους», η

ιδιόρρυθμη γραφή του Κάλβου συνδέεται «αναποσπάστως» με την υψηλή έμπνευσή

του, ενώ τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της δεν είναι «ιταλίζοντα, ως εκρίθη, αλλά

μάλιστα πολύ των άλλων της Επτανήσου ποιητών και ιδίως των περί τον Σολωμόν,

ελληνικώτερα, αρχαιοπρεπή και σύντονα, και επιβάλλοντα και ποικίλα ακόμη εν τη

φαινομενική απ’ αρχής […] μέχρι τέλους μονοτονία των […]» (τ. 12, σελ. 321). Ας

σημειωθεί ωστόσο ότι, χάρη στην προσεκτική διατύπωση, δεν κατηγορείται για

«ιταλισμούς» δεινούς ο Σολωμός, αλλά οι «περί τον Σολωμόν» ήσσονες επίγονοι. Ο

ίδιος ο ισχυρός πρόγονος παραμένει στο απυρόβλητο.

Λιγότερο γενναιόδωρος απέναντι στον Κάλβο είναι ο Σίμος Μενάρδος, στο

εκτενέστερο κριτικό κείμενο των Παναθηναίων για τον ποιητή των Ωδών. Κατά τον

Μενάρδο, το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό της καλβικής ποίησης είναι η

αρχαιοπρέπειά της. Μορφή και θεματική μεγαλοπρεπής, διδακτική, εγκεφαλική,

«ξένη προς πάσα νευρική ευαισθησία», και αντισυμβατική (με την πυκνότητα των

διασκελισμών και την απόρριψη της ομοιοκαταληξίας), τείνει περισσότερο προς το

πρότυπο της αρχαίας ελληνικής λυρικής, παρά στην κυριαρχική «βαθειά μελαγχολία»

του ρομαντισμού (τον οποίο, σημειωτέον, ο Κάλβος «εβδελύσσετο»). «Με την

τεχνοτροπίαν του συμβιβάζεται πρώτον τον ψυχρόν του λεκτικού του. Κατόπιν αι

εικόνες του, εντελώς αρχαϊκαί. Και τα νέα πράγματα τα παρουσιάζει ως αρχαία» (τ.

20, σελ. 185).

Άξια λόγου είναι ασφαλώς η εικονοπλαστική δύναμη του Κάλβου («αι

φυσικαί σκηνογραφίαι, με την συνήθη ψυχρότητα της φράσεως αλλά και την ζωηράν

πρωτοτυπίαν») και η τεχνικότατη αρχιτεκτονική των ωδών («ο ποιητής επήρε τον

δεξιόν εκείνον τρόπον των αρχαίων λυρικών, κατά τον οποίον αι στροφαί, φαινόμεναι

κατά πρώτον ως ασύνδετοι, εννοούνται κατόπιν έχουσαι κάποιον εσωτερικόν

ειρμόν»). το πλαίσιο, δηλαδή, που συγκρατεί τη μεγαλόπνευστη φαντασία του. Ο

Μενάρδος, τέλος, αιφνιδιάζει με μια παρατήρηση που προκαταλαμβάνει, κατά πολύ,

τις σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες: «ακόμη ποιητικώτερον», γράφει, «φαίνεται το

Page 188: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

188

κενόν διάστημα, που νομίζεις ότι χωρίζει τας στροφάς του, ως κορυφάς βουνών» (τ.

20, σελ. 186).

Με αυτά τα δεδομένα, εύκολα αναγνωρίζεται το πινδαρικό πρότυπο. «Αι ωδαί

του είναι επινίκια» χάρη στον υψηλό, ηρωικό τόνο και τις μεγαλόπνοες ιδέες του.

Αποκαλύπτεται επίσης και η κεντρική εννοιολογική αρχή της ποίησής του:

«προπάντων εξυμνεί ο Κάλβος την Αρετήν», την «καθαυτό θρησκεία» και «νόμο»

του (τ. 20, σελ. 186-187). Ωστόσο, (επι)κρίνει ο Μενάρδος, η «τόση ηθικολογία», ο

έμφυτος πουριτανισμός και η φιλοσοφική ροπή του Κάλβου «παρέβλαψαν» την

ποίησή του. «Ο νηφάλιος αυτός ποιητής εθεώρησεν την ποίησιν, όπως οι μεγάλοι της

αρχαιότητος ποιηταί, ως αξίωμα και καθήκον. Και όμως δεν είναι vates, ιεροφάντης,

είναι μάλλον δικαστής. Η πεποίθησίς του εις την Αρετήν ως νόμον απαράβατον, τον

εστέρησε και το σέβας εκείνο προς την Ειμαρμένην, την ευλάβειαν προς τον

Άγνωστον, που αποτελεί το βάθος, το fondo της μεγάλης λυρικής ποιήσεως των

αρχαίων. “Ρίπτω (λέγει) Της δεισιδαιμονίας / το βαρύ βάκτρον”, αλλά λησμονεί ότι το

βάκτρον τούτο ήτον η ποιμαντορική ράβδος του Πινδάρου. Και τοιουτοτρόπως ο

Κάλβος στέκει ενώπιον των νέων της Ελλάδος Ολυμπιονικών με τον απέριττον

μανδύαν της Γενεύης. Το συμπέρασμα […] είναι ότι ο Κάλβος και αν έπεσε “Αφ’

υψηλά όμως έπεσε” […]» (τ. 20, σελ. 187).

Η ηρωική πτώση του Κάλβου συντελείται με όρους εντελώς εξω-σολωμικούς,

σε τροχιά παράλληλη και εντελώς ασύμπτωτη. Μια τελική προσπάθεια σύμπλευσης

καταλήγει να υπογραμμίσει την αγεφύρωτη διάσταση των δύο ποιητών: «Κατ’

αντίθεσιν προς τον Σολωμόν, ο Κάλβος παρουσιάζεται σχεδόν εις κάθε του ωδήν με

τας αρχάς του και τας απαιτήσεις του. Ενώ ο πατρίκιος Σολωμός συγκατέβαινε προς

τον λαόν, ο πληβείος Κάλβος αποτείνεται προς ολίγους, τους οποίους θέλει να

ασκήσει εις την αρετήν. Ο αναγνώστης του πρέπει να ξεύρη μετρικήν, και ιδίως την

ιδικήν του, ν’ ανέχεται τους παρατονισμούς και την γραμματικήν του. πρέπει να

κατέχη την αρχαίαν μυθολογίαν και πρώτον και προπάντων, να προσέχη. Ενώ του

Σολωμού τα ποιήματα κυκλοφορούν ως δημοτικά, του Κάλβου αι ωδαί δύσκολα

διαβάζονται και σπανίως εννοούνται από την πρώτην φοράν. Είναι περιττόν να

βεβαιώσω, ότι ολίγοι Έλληνες υπετάχθησαν εις άσκησιν τοιαύτην» (τ. 20, σελ. 185).

Page 189: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

189

Σολωμός και Βαλαωρίτης.

Αν ο Σολωμός και ο Κάλβος διαγράφουν παράλληλες τροχιές, στην

περίπτωση του Βαλαωρίτη κρίνεται (ετεροχρονισμένα στα Παναθήναια) ο αγώνας

της διαδοχής για «τα σκήπτρα της ποιήσεως» (τ. 15, σελ. 253).306

Το ζήτημα της διαδοχής έθεσε ο ίδιος ο Βαλαωρίτης, στα 1857, στο

επιμνημόσυνο ποίημα για τον Σολωμό «Η δάφνη και το αηδόνι», μια «έντεχνη», κατά

τον Γαραντούδη, «κίνηση ποιητικής αυτοπροβολής»307

σε βάρος του μεγάλου

εκλιπόντος, η οποία τον έφερνε αυτόματα σε αντίθεση με τις λογοτεχνικές

δεσπόζουσες του σολωμοκεντρικού επτανησιακού περιβάλλοντος. Έκτοτε, σημειώνει

ο Γ. Βελουδής, «ο Βαλαωρίτης θα αποτελέσει τη μοναδική, όχι μόνο στην ελληνική,

αλλά και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία της κουλτούρας, περίπτωση ανθρώπου και

ποιητή που προσπάθησε, συνειδητά και επίμονα, να εκθρονίσει τον πρώτο και μόνο

ως τότε εστεμμένο “εθνικό ποιητή” της χώρας του, τον Σολωμό, και να καθίσει ο

ίδιος στο θρόνο του, να αυτοανακηρυχτεί, κατά κάποιον τρόπο, “εθνικός ποιητής” της

Ελλάδας».308

Αρχής γενομένης, λοιπόν, την επαύριο του θανάτου του Σολωμού, η

διαδικασία «εθνικοποίησης» του Βαλαωρίτη επισημοποιείται από τις αρχές της

δεκαετίας του 1860, για να κατοχυρωθεί οριστικά στα 1872, όταν, με ανάθεση του

Πανεπιστημίου Αθηνών, γράφει και απαγγέλλει τον περίφημο ύμνο «Στον ανδριάντα

του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως».309

Η αποδοχή

της ποίησης του Βαλαωρίτη από το αθηναϊκό ακαδημαϊκό περιβάλλον σηματοδοτεί

το άνοιγμα της εμβέλειάς της σε ένα χώρο που ξεπερνά τα περιορισμένα επτανησιακά

όρια. Αυτό που αλλάξει τα δεδομένα, επισημαίνει ο Γ. Παπαθεοδώρου, είναι η

πολιτική ένωση της Επτανήσου με την ηπειρωτική Ελλάδα και, χάρη στην

«ενσωμάτωση της νέας πολιτειακής εμπειρίας», η καταλυτική επικράτηση του

κυρίαρχου ιδεολογήματος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βαλαωρίτης, ως poet laureate,

καλείται να ανταποκριθεί σε μια νέα, μεγαλοϊδεατική εθνική πραγματικότητα, η

306 Από σύντομο σχόλιο για την έκδοση του Βίου και Έργων του Βαλαωρίτη, από τη Βιβλιοθήκη

Μαρασλή (1907): «Έπειτα από την έκδοσιν του Σολωμού επεβάλλετο η έκδοσις του Βαλαωρίτη, του

διεκδικούντος κατά τινας τα σκήπτρα της ποιήσεως με τον Ζακύνθιον ποιητήν» (η υπογράμμιση δική

μου). Πρόδηλη είναι η απροθυμία του ανώνυμου συντάκτη να αναγνωρίσει την ποιητική ισοτιμία Σολωμού – Βαλαωρίτη (τ. 15, σελ. 253). 307 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 232. 308 Βελουδής, «Ο Σολωμός των Ελλήνων …», ό.π. 309 Το ποίημα (και ο ρόλος του Βαλαωρίτη ως poet laureate) προκάλεσε τη σφοδρότατη επίθεση του

Πολυλά, ο οποίος, μεταξύ άλλων το χαρακτήρισε «αποσιωποίημα», για την κατάχρηση

αποσιωπητικών …

Page 190: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

190

οποία «υπερέβαινε, κατά πολύ, το “έθνος” του Σολωμού». Η σκυτάλη, επομένως,

«της διαδοχής των “εθνικών ποιητών” δεν παραδόθηκε στον ίδιο “στίβο”, παρότι,

τυπικά έστω, τα Επτάνησα όρισαν το έδαφος αυτής της αναμέτρησης».310

Στο μεταξύ έπρεπε να διευθετηθεί η προβληματική σχέση του Βαλαωρίτη με

τον ισχυρό προκάτοχο του τίτλου. Ο «φάκελος της διαδοχής», όπως τον ονομάζει ο

Παπαθεοδώρου, είναι ογκώδης και δυσανάγνωστος. Αμφιλεγόμενη είναι και η

δημόσια άρνηση του Σολωμού από τον Βαλαωρίτη, σε αντίθεση με την πιο

ευδιάκριτη υπονόμευση που μαρτυρείται σε ιδιωτικές του επιστολές.311

Το ζήτημα βέβαια (ουσιαστικά εκπρόθεσμο από δεκαετίες) δεν φαίνεται να

απασχολεί ιδιαίτερα τα Παναθήναια: ο τίτλος του «εθνικού ποιητή» χρησιμοποιείται

μετωνυμικά και για τους δύο επτανήσιους ποιητές, χωρίς να υπάρχει ρητή ή

υπόρρητη αντίστιξη.

Το θέμα ανακινείται μόνο μια φορά, στα τέλη του 1905, όταν ο Γ. Δροσίνης

παραχωρεί προς δημοσίευση τρεις επιστολές του Βαλαωρίτη. Η πρώτη από αυτές,

χρονολογημένη 3 Νοεμβρίου 1877, απευθύνεται προς τον Εμμ. Ροΐδη, «επ’ ευκαιρία

του γνωστού αγώνος αυτού μετά του κ. Αγγέλου Βλάχου» (τ. 11, σελ. 65). Το

απόσπασμα της επιστολής, που αναφέρεται στον Σολωμό έχει ως εξής:

«[…] Όχι φίλτατε Ροΐδη. Συ αυτός ηναγκάσθης να τροποποιήσης, να

μετριάσης την πικρίαν των λόγων σου εν τη δευτέρα διατριβή σου και να πλέξης

εγκώμια και στεφάνους εις τον Βηλαράν, εις τον Χριστόπουλον, εις τον Σολωμόν, εις

εμέ και τον Παράσχον …

Η εποχή εν η ο Σολωμός έζη κατ’ ουδέν διέφερε της παρούσης, είναι δε

πρόσφατος, χθεσινός ο θάνατός του, και όμως ο Σολωμός ήτο ποιητής και ήτο

ποιητής πολύ ανώτερος των ποιητικών του έργων, διότι αν εξαιρέσης τον Ύμνον, το

οποίον ο Σολωμός δεν ήθελε να ακούση, κατά το μακρόν διάστημα του βίου του,

καίτοι εντελώς αμερίμνου, τι άλλο παρήγαγεν τέλειον, άρτιον, πλήρες;

Το απόσπασμα του «Λάμπρου» έμεινεν απόσπασμα και εν γένει όσα

ανευρέθησαν μετά τον θάνατόν του ασύνδετα ποιητικά δοκίμια δεν ηύξησαν βεβαίως

την δόξαν του.

310 Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός ποιητής»,

Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009, σελ. 46. 311 Για τις ιδιωτικές και δημόσιες προβολές της υπονόμευσης του Σολωμού από τον Βαλαωρίτη, αλλά

και τις ερμηνείες της κριτικής Βλ. Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα, ό.π., σελ. 49-68 και

Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 231-280.

Page 191: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

191

Και είναι μεν αληθές ότι πολλάκις ο ποιητής έρχεται εις τον κόσμον όπως

απαγγείλη εν μόνον άσμα κ’ ευθύς μετά ταύτα απέλθη αφίνων την αρμονίαν των

φθόγγων του ως αύραν ζωογόνον να πνέη επί των ανθρώπων, αλλ’ είναι επίσης

βέβαιον ότι διά να καθέξη τις τόσον ευρύν χώρον εν τη νεωτέρα Ελληνική ποιήσει,

όσον κατέλαβεν ο Σολωμός, πρέπει, αφού απέθανεν εβδομηκοντούτης, να μη

περιορίζεται η παραγωγική του δύναμις εις ένα μόνο ύμνον και ολίγας άλλας

ασυναρτήτους στροφάς» (τ. 11, σελ. 66).

Το πρόβλημα του Βαλαωρίτη φαίνεται να είναι η παραχωρητική (και μετά βίας)

αξιολογική σύγκριση που επιχειρεί ο Ροΐδης ανάμεσα στον ίδιο τον Βαλαωρίτη (και

τον Αχ. Παράσχο) και τους προγενέστερους ποιητές, Βηλαρά, Χριστόπουλο και

Σολωμό. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του βρίσκεται ασφαλώς ο Σολωμός:

«αυτή την κληροδοσία θέλει τώρα να αρνηθεί οριστικά ο Βαλαωρίτης,

αντιπαραβάλλοντάς την», εμμέσως, με το δικό του αντι-σολωμικό παράδειγμα.312

Τα

σημεία αντίστιξης που επισημαίνει δεν διεκδικούν ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Στο α-

πολιτικό («αμέριμνο»), κατακερματισμένο, ποσοτικά περιορισμένο έργο του

Σολωμού, αντιπαραβάλλεται η πληθωρική, απαρτισμένη, πολιτική ποίηση του

Βαλαωρίτη. Ο Σολωμός αναγνωρίζεται ως ποιητής ενός μόνου ποιήματος,313

του

«Ύμνου» (και εκείνου αποκηρυγμένου από τον δημιουργό του). Η δε αμφίσημη314

παραδοχή ότι «ο Σολωμός ήτο ποιητής πολύ ανώτερος των ποιητικών του έργων»

μπορεί εύκολα να διαβαστεί ως υπαινιγμός για μια ποίηση που διαψεύδει τη φήμη

του ποιητή της. Επαναλαμβάνεται, επομένως, ο «βλάσφημος λόγος» του 1857:

«εψεύσθησαν αι ελπίδες του έθνους».

Η πρόκληση του Βαλαωρίτη απέναντι στον Σολωμό δεν θα περάσει

απαρατήρητη στα Παναθήναια. Στο μεθεπόμενο τεύχος ο Άριστος Καμπάνης θα

γράψει: «Και όμως τα γράμματα που εδημοσίευσαν τα “Παναθήναια” δεν πλουτίζουν

και πολύ την δόξαν του. Μας δίδουν μάλλον έναν καθρέπτην, που περνά από το γυαλί

του συγκεχυμέν’ η όψις μιας εποχής από την οποίαν μας χωρίζει ένα τέταρτον

αιώνος. Τουλάχιστον όταν ομιλούν περί του Σολωμού […]. Και ιδού που έρχεται

312 Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα, ό.π., σελ. 329. 313 Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 272. 314 Βλ. την άποψη του Γ. Π. Σαββίδη: «Τον Σολωμό ο Βαλαωρίτης ετίμησε δημόσια όσο κανέναν

άλλον ομότεχνό του […]. Οι ιδιωτικές του επιφυλάξεις […] ουσιαστικά δεν διαφέρουν από τις

δημόσιες επιφυλάξεις που θα διατυπώσει ο σολωμοθρεμμένος Τερτσέτης […]. Με τη διαφορά ότι ο

Βαλαωρίτης είναι σε θέση, γράφοντας στον Ροΐδη, να διακρίνει πως ο Σολωμός “ήτο ποιητής πολύ

ανώτερος των ποιητικών του έργων”». Βαλαωρίτης, Φωτεινός, ό.π., σελ. 11, σημ. 2.

Page 192: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

192

πάλιν ο λόγος περί του μεγάλου διδασκάλου. Εκατό χρόνια φιλολογίας συγχύσεων

μέσ’ από τα οποία μόνον το φως του μένει ζωντανόν» (τ. 11, σελ. 190).315

Εκτός Παναθηναίων, ο οξυδερκής Παλαμάς, στα 1908, παρατηρεί ότι «[του

Βαλαωρίτη] θα του ήταν δυσκολότατο, αν όχι αδύνατο να τη ζυγιάσει στη ζυγαριά

που χρειάζεται τη σολωμική τέχνη για να βρει το βάρος της».316

Ας μην ξεχνάμε,

όμως ότι ο Παλαμάς είναι ο επόμενος διεκδικητής του τίτλου του «εθνικού ποιητή»

και «στο πρόσωπο του Βαλαωρίτη […] βρίσκει τον πρώτο νεοέλληνα ποιητή που

αξιοποίησε ποιητικά τη νεότερη ιστορία και πέτυχε να εκφράσει την εθνική ψυχή στις

πιο μεγαλειώδεις της στιγμές. Είναι σαφές πως ο Παλαμάς αναγνωρίζει στον

Βαλαωρίτη έναν δικό του ποιητικό πρόδρομο».317

Δημιουργώντας, λοιπόν, τους

προγόνους του (κατά την έννοια του Μπόρχες), στα 1909, ο Παλαμάς θα

διακινδυνεύσει το «ζύγισμα» Σολωμού – Βαλαωρίτη: «Αλήθεια ο Βαλαωρίτης.

Όποιος πρωτοδιαβάση το Σολωμό και μπη στο νόημά του, τον ξεχνά τον Βαλαωρίτη.

Ύστερα ωριμάζει ο νους, τον ξαναδιαβάζεις τον Βαλαωρίτη και βλέπεις πως δεν τον

κάνει περιττό ο Σολωμός. Του βρίσκεις ό,τι στον άλλο δε βρίσκεις: την ποίηση της

λεπτομέρειας κ’ ένα ζωγραφικό προγραμματισμό, που όσο κι αν είναι ασυγύριστος σ’

αδράχνει με το γερό του τόνο. Τόνε βάζεις παράπλευρα του μεγάλου, στη θέση που

του αξίζει».

Όμως αυτές οι σκέψεις του θα μείνουν αναπάντητες στα «Σημειώματα στο

περιθώριο» (τ. 18, σελ. 269).

Κι έτσι, κάθε φορά που τίθεται το δίλημμα, τα Παναθήναια διακριτικά

επιλέγουν Διονύσιον Σολωμόν.

315 Ο Καμπάνης δεν θα χάσει την ευκαιρία να ελέγξει και την άγνοια (ή σύγχυση του Βαλαωρίτη): «μήπως […] δεν γράφει εις μίαν επιστολήν του από τας δημοσιευθείσας εδώ ότι απέθανεν

“εβδομηκοντούτης”; Ενώ απέθανε 59 χρόνων…» (τ. 11, σελ. 190), ανακρίβεια, την οποία και ο

Γαραντούδης θεωρεί ένδειξη για «έλλειψη νηφαλιότητας και προσοχής» εκ μέρους του Βαλαωρίτη.

Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 237. 316

Το παραθέτει ο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, ό.π., σελ. 249. 317 Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σελ. 207.

Page 193: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

193

3. Επίλογος

«…όλη τη νύχτα χτες διάβαζε τη ζωή του Κόντε Διονύση Σολωμού, του εθνικού μας ποιητή, που

να τον συγχωρέσει ο Θεός για όσους έχει πάρει στο λαιμό του»

Γ. Σεφέρη, Μέρες Β΄. 1.11.19311

Στο δεύτερο, κύριο, μέρος αυτής της εργασίας, επιχειρήθηκε η συστηματική

καταγραφή της παρουσίας του Διονύσιου Σολωμού στο περιοδικό Παναθήναια. Ως

σήματα της παρουσίας του λειτούργησαν αποκλειστικά οι ρητές αναφορές στο όνομα

του ποιητή. Μια τέτοια μεθοδολογική επιλογή (στην πραγματικότητα, λύση

διαχείρισης της ανοικονόμητης ύλης ενός από τα μακροβιότερα περιοδικά της εποχής

του), αναπόφευκτα εστιάζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην κριτική πρόσληψη

του Σολωμού από μια συγκεκριμένη αναγνωστική κοινότητα: τον κύκλο των

συντακτών και των συνεργατών των Παναθηναίων.

Δεν υπάρχει, επομένως, άλλος τρόπος να ελεγχθεί η διαδραστική δύναμη ή η

επενέργεια του σολωμικού λόγου στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της εποχής, παρά

να εμπιστευθούμε την κρίση του Κ. Παλαμά: «Εκατό χρόνια έπρεπε να διαβούνε για

να προβάλη αναγνωρισμένο, καθώς του πρέπει, από την εθνική συνείδηση το έργο

του Σολωμού, για να γίνη κάποια θερμή ενέργεια προς αγαλμάτων του υψωμούς και

βιβλίων του τυπώματα, για να σωπαίνη γύρω στόνομά του κάθε φιλονεικία

φιλολογική και κάθε αμφιβολία, για να τον τιμήσουν και αυτού του Κράτους οι πλέον

επίσημοι αντιπρόσωποι σαν ένα μεγάλον άνθρωπον. Μα σκύψε πιο σιμά και ψάξε τα

όλα αυτά στοχαστικώτερα. βλέπεις πως ο κόσμος έναν ίσκιον ασύστατο του μεγάλου

ποιητή, έτσι στα τυφλά, προσκυνάει και πως με τον αληθινό και ακέριο Σολωμό,

καθώς του αξίζει να γνωριστή, ακόμα δεν καλογνωρίστηκε. […] Υπάρχουν άνθρωποι

– και δεν είναι οι πιο λίγοι – που τον ξέρουν μονάχ’ από την “Ξανθούλα” και από τα

δύο πρώτα τετράστιχα του Ύμνου και δεν γυρεύουν τίποτε παραπάνω. ακούνε πως

μεγάλος είνε ποιητής, δεν ακούνε να τον περιγελούν και να τον αναθεματίζουν όπως

άλλους – πιστεύουν αγαθώτατα πως κάτι βέβαια ξεχωριστό θα είνε, πείθουν τον

εαυτό τους πως έτσι θα είνε, χασμουριούνται ανακλαδίζονται, και πέφτουν

ευχαριστημένοι να κοιμηθούν» (τ. 3, σελ. 365). Για τον ίδιο λόγο μετατίθεται εκτός

ορίων και ο λογοτεχνικός διάλογος του Σολωμού με τους εκπροσώπους της νεότερης

ποιητικής γενιάς. Στα παραλειπόμενα αυτής της διακειμενικής σχέσης ανήκουν τα

1 Παρατίθεται στο Χρήστος Παπάζογλου, Μυστικιστικά θέματα και σύμβολα στο Carmen Seculare του

Διονύσιου Σολωμού, Κέδρος, Αθήνα, 1995, σελ. 12.

Page 194: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

194

δύο ποιήματα2 που παρατίθενται στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, εν είδει

εναλλακτικού επιλόγου.

Για να επανέλθουμε, όμως στο θέμα μας, οι ρητές, ονομαστικές αναφορές

στον Σολωμό οργανώθηκαν, με βάση το πλαίσιο εμφάνισής τους, σε τέσσερις

κεντρικούς άξονες: την επετειακή και εκδοτική επικαιροποίησή του, την

ενεργοποίηση ενός γόνιμου βιο-κεντρικού ενδιαφέροντος, τη στράτευσή του στο

κρίσιμο ζήτημα της γλώσσας και, τέλος, στην υποδοχή του ίδιου του έργου του στο

φιλόξενο περιβάλλον των Παναθηναίων.

Η στοχευμένη ανάγνωση του Α΄ τόμου λειτουργεί αναγνωριστικά. Θέτει,

στην ουσία, το θεμελιώδες υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εγγράφεται αργότερα το ειδικό

ενδιαφέρον που θα προκαλέσει ή θα συντείνει στην «επιφάνεια» του Σολωμού στο

περιοδικό Παναθήναια. Οι πρώτες, σποραδικές, αναφορές επιβεβαιώνουν αυτό που

ομολογεί ο Σπ. Ζαμπέλιος και προσεπικυρώνει (στο παράθεμα που προηγήθηκε) ο Κ.

Παλαμάς: «Έγνων τον Σολωμόν […] και […] ηγάπησα αυτόν δι’ αγάπης

πατροπαραδότου».3 Ο Σολωμός για τα Παναθήναια είναι, πρώτα από όλα, ο ποιητής

της εθνεγερσίας και το έργο του συνιστά την πολυτιμότερη παρακαταθήκη εθνικών

αξιών.4 Το ισχυρό ιδεολογικό φορτίο της ποίησής του επιβάλλει στάση σεβασμού

απέναντι στον «εθνικό ποιητή», με όλους τους «ταριχευτικούς» κινδύνους5 που αυτό

εγκλείει, δηλαδή τον περιορισμό της δόξας του σε ένα ή δύο ποιήματα (για τους

πολλούς στον «Ύμνο», ή, για τους πιο μυημένους, και στους Ελεύθερους

Πολιορκημένους) και τη μονοδιάστατη πρόσληψη της ποίησής του με βάση το αξιακό

της περιεχόμενο και όχι την αισθητική αυταξία της.

Η επετειακή αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος και η σύντονη εκδοτική

κίνηση, αφενός επαναφέρουν τον Σολωμό στην επικαιρότητα και, αφετέρου,

καθιστούν το έργο του προσβάσιμο. Ενεργοποιείται, έτσι, αυτόματα η αναγνωστική

και κριτική έλξη προς τον Σολωμό και μάλιστα με όρους που επικυρώνουν την

2 Ζ. Λ. Παπαντωνίου, «Το λιμάνι της Γαρίτσας» και Κ. Πασαγιάννης, «Προσευχή στο Σολωμό και

στον Κάλβο». 3 Προλεγόμενα Κριτικά, ό.π., σελ. 160. 4 «Ευτυχή είναι τα έθνη, των ο οποίων αι γενναίαι και ηρωικαί πράξεις, αι μαρτυρικαί θυσίαι, οι

τελικοί θρίαμβοι ευρίσκουν τα κλέη των, αντικατοπτριζόμενα ουχί μόνον εις την σοβαράν και ξηράν

ιστορίαν, αλλ’ ευρίσκουν τους προβολείς των μεταξύ των μεγάλων υμνωδών». Τ. Κ. Παπατσώνη, Εθνεγερσία Σολωμός Κάλβος. Ομιλία εκφωνηθείσα την 24ην Μαρτίου 1970 κατά την πανηγυρικήν

συνεδρίαν της Ακαδημίας Αθηνών, Ίκαρος, Αθήνα, 1970, σελ. 13. 5 Κατά την έκφραση του Γ. Π. Σαββίδη «η κυριότερη κατάρα του Σολωμού είναι ότι, όσο ακόμα

εζούσε, είχαμε αρχίσει να τον ταριχεύουμε σε μούμια εθνικού ποιητή». Γ. Π. Σαββίδης, «Εισήγηση σε

μια νέα ανάγνωση της “Γυναίκας της Ζάκυθος”», Περίπλους, τχ. 9-10, Άνοιξη – Καλοκαίρι 1986, σελ.

(11-16), 16.

Page 195: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

195

κατίσχυση του παλαμικού δόγματος απέναντι στον εκπνέοντα επτανησιακό

ιδεαλισμό. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι ο Σολωμός θα είναι στο εξής ο ποιητής των

κριτικών και των λογοτεχνών, που τον διαβάζουν και ασύστολα τον μνημονεύουν σε

κάθε ευκαιρία, συνδέοντας, συχνά το έργο του με τον ιδεολογικο-ιστορικό

χωροχρόνο τους.

Τα έργα, άλλωστε και οι συγγραφείς υπόκεινται στον ιστορικό χρόνο και

αλλάζουν με την αλλαγή της συγχρονικής οπτικής. Η πρακτική κριτική της εποχής

εκφράζεται από τη βιογραφική μέθοδο. Με ακλόνητη πεποίθηση ότι το ποίημα

μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για την αποκάλυψη της προσωπικότητας του

δημιουργού του (και αντίστροφα) διερευνάται «η ιδιαίτερη ποιότητα του χαρακτήρα,

της ζωής, της καταγωγής και του περιβάλλοντος»6 του Σολωμού και επιχειρείται η

αναστήλωση της ζωής του σε κάθε της λεπτομέρεια. Άλλοτε υπερκαλύπτοντας και

άλλοτε υποκαθιστώντας το ίδιο το έργο, υπερισχύουν οι βιογραφικές πληροφορίες,

σκόρπιες ψηφίδες που συμπληρώνουν το βιογραφικό πορτρέτο του ποιητή.

Διαμορφώνεται έτσι ο λογοτεχνικός μύθος του Σολωμού, είτε ως «επινόηση, σύνθεση

μύθων» και, κυρίως, ως «απόδοση εξαιρετικών ικανοτήτων».7

Τελευταίος και κρίσιμος όρος πρόσληψης είναι η γλώσσα του Σολωμού. Για

τα Παναθήναια, η σολωμική δημοτική «προσφέρει το ιδανικό μοντέλο για την εθνική

γλώσσα. την πανελλήνια δημοτική, όπως την ονομάζει ο Παλαμάς, που φέρνει σε

εκρηκτική επαφή τη ζωντάνια του άμεσου, οικείου περιβάλλοντος (ό,τι ακούγεται και

ό,τι μιλιέται) με τη συνθετική δύναμη και την αναλυτική ικανότητα του διανοητικού

εργαστηρίου (ό,τι ανασυγκροτείται και ό,τι επινοείται)».8 Χάρη σε αυτήν

αποκαθίσταται η ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από τον Ερωτόκριτο και το

δημοτικό τραγούδι, ώς τη λογοτεχνία της γενιάς του ’80 και εξής: ο Σολωμός

(προφήτης ή Μεσσίας) είναι ο θεμελιακός της αρμός.

Το έργο του, τέλος, ελληνικό και ιταλόγλωσσο, πρώιμο και όψιμο,

απαρτισμένο ή αποσπασματικό είναι ελλειπτικά παρόν. Αναγνωρίσιμα και ευρύτερα

αποδεκτά τα μικρά και μεγάλα συνθέματα της νεότητας, προβληματικά και λιγότερο

οικεία τα έργα της ωριμότητας προκαλούν τη συνήθη αμηχανία ή τη σιωπή της

κριτικής.

6 M. H. Abrams, Ο καθρέφτης και το φως. Ρομαντική θεωρία και κριτική παράδοση, μτφρ. Άρης

Μπερλής, Κριτική, Αθήνα, 2001, σελ. 427. 7 Έρη Σταυροπούλου, «Δ. Σολωμός: η μυθοποίηση της μορφής του», Διονύσιος Σολωμός: «Κανών»

νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 299. 8 Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Σολωμικές τομές και διαθλάσεις στην παλαμική κριτική», Αυτόθι, ό.π.,

σελ. 124.

Page 196: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

196

Μια «ηλεκτρονική» αποδελτίωση του λήμματος «Σολωμός» στα Παναθήναια

θα μπορούσε ίσως να αποδείξει την αίσθηση ότι η παρουσία του Σολωμού στο

περιοδικό είναι εντονότερη και σταθερότερη από την παρουσία οποιουδήποτε άλλου

ποιητή. Παρόλα αυτά, τα Παναθήναια δεν κομίζουν στην ιστορία της σολωμικής

πρόσληψης κάτι νέο. Περισσότερο απηχούν – και επικυρώνουν – το ουσιαστικό έργο

κανονικοποίησης που επιτελείται από τον διαρκή αγώνα ανάμεσα στο παρόν και στο

παρελθόν. Ένα παράδειγμα:

Στα τεύχη Μαρτίου και Απριλίου του 1902, αναδημοσιεύονται οι απαντήσεις

«διαφόρων ποιητών και συγγραφέων» στο ερώτημα που έθεσε η Ακρόπολις αν

«έχομεν φιλολογίαν». Παρακάτω σταχυολογούνται οι απόψεις εκείνων που –

αλίμονο9 – μνημονεύουν Διονύσιο Σολωμό.

Για τον Γ. Δροσίνη ο Σολωμός είναι η απαρχή και η κορυφή της νεοελληνικής

ποίησης: «Η φιλολογική παραγωγή μας όμως εξακολουθεί και τα φιλολογικά

κεφάλαια του παρελθόντος και του παρόντος μένουν ακέραια, μολονότι δεν

κυκλοφορούν αρκετά. […] Επιμένω δε εις την παραγωγήν της τελευταίας

εικοσαετίας. Ούτε να παραβληθή καν δύναται η ευρωστία της βλαστήσεως των

είκοσι αυτών ετών προς την πενιχράν συγκομιδήν των μετά τον Σολωμόν και

εντεύθεν χρόνων. Ο Σολωμός είνε όχι μόνον ο μεγαλείτερος ποιητής της νέας

Ελλάδος, αλλά και ο προφήτης της ελληνικής ποιήσεως. Αυτός επροφήτευσε την

ποιητικήν αλήθειαν του μέλλοντος. Διά τούτο προς αυτόν θα φέρουν το βλέμμα και

την ψυχήν των με λατρείαν όλοι οι Έλληνες ποιηταί του μέλλοντος» (τ. 3, σελ. 364-

365).

Ο Γ. Στρατήγης θέτει το μόνιμο πρόβλημα της αποσπασματικότητας, σε μια

φράση που έχει σκοπό τη σμίκρυνση του Σολωμού στο αντικειμενικό του μέγεθος:

«Κατά την ταπεινήν μου γνώμην ο Σολωμός θα ήτο πολύ μεγαλείτερος εάν μας

άφηνεν έργον ογκωδέστερον, εκτενέστερον, μεγαλείτερον, αρτιώτερον» (τ. 3, σελ.

365).

9 «Όταν ένα περιοδικό στη Γαλλία υπέβαλε το ερώτημα: ποιος ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής του 19ου

αιώνα, κάποιος κριτικός απάντησε με τρεις μονάχα λέξεις: VICTOR HUGO, HELAS! (Βίκτωρ

Ουγκώ, αλίμονο)». Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Σολωμό. Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο

Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της,

Καστανιώτης, Αθήνα, 2005, σελ. 251.

Page 197: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

197

Για τον Κ. Μιχαηλίδη, τέλος, τον Διευθυντή των Παναθηναίων η

«αξιολόγηση» της σολωμικής ποίησης κινείται «στη γραμμή της αγιολογίας».10

Ο

Σολωμός είναι το ανέσπερο φως της ελληνικής ποίησης: «Ο Σολωμός … Της ζωής

την ωμορφιά κανείς δεν την αρνείται. Ούτε οι απελπισμένοι. Ο Σολωμός είνε η χαρά

και η ωμορφιά της νέας ελληνικής ποιήσεως. Το έργον του καταυγάζει τον ορίζοντα

της νέας Ελλάδος. Και εκείνοι ακόμη που δεν τον εμελέτησαν ή δεν τον ησθάνθησαν,

δεν τολμούν να έχουν άλλην γνώμην. Το μεγαλείον, γρήγορα ή αργά, επιβάλλεται»

(τ. 4, σελ. 29).

Η θεωρία της πρόσληψης διδάσκει ότι η ανάδειξη (ή η απόδειξη) του

μεγαλείου είναι έργο της συμμετοχικής ανάγνωσης πολλών γενεών. Αυτή είναι

άλλωστε μια από τις βασικές προσδοκίες της σολωμικής ποιητικής, όπως

καταγράφεται στους στοχασμούς: «Ma nelle parti †pochissimi† colpi forti, ai quail la

fantasia supplisca travedendo il resto e piu ancora» («Λίγες δυνατές πινελιές», τις

οποίες συμπληρώνει η φαντασία του αναγνώστη, «διαβλέποντας τα υπόλοιπα, και

ακόμα περισσότερα»).11

10 Αυτόθι, σελ. 258. 11

Κατερίνα Τικτοπούλου, «Οι τύχες του ανολοκλήρωτου σολωμικού έργου. Αμηχανία και εύγλωττες

μεταφορές», Διονύσιος Σολωμός: «Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου;, ό.π., σελ. 86.

Page 198: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

198

Παναθήναια, τ. 7, σελ. 38-39.

Page 199: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

199

Page 200: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

200

Παναθήναια, τ. 20, σελ. 151.

Page 201: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

201

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Page 202: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της
Page 203: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

203

i) Το πορτρέτο του Δ. Σολωμού - Ο Σολωμός στα γράμματά του

Η καταγραφή που ακολουθεί προϋποθέτει την εξοικείωση με την

αλληλογραφία του Σολωμού που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια. Ο αριθμός της

αγκύλης παραπέμπει στην αρίθμηση των επιστολών σύμφωνα με τον Γ΄ τόμο των

Απάντων. Η παρένθεση παραπέμπει στη δημοσίευση των Παναθηναίων.

Διατηρείται η χρονολογική τάξη δημοσίευσης των επιστολών με αύξοντα

αριθμό (1-74). Αποκαλύπτονται έτσι και οι εύστοχες (ή άστοχες) λύσεις που έδωσε ο

Δε Βιάζης στο εκδοτικό πρόβλημα χρονολόγησης των αχρονολόγητων επιστολών του

Σολωμού. Η καταγεγραμμένη ημερομηνία αντιστοιχεί στην πρόταση του εκδότη της

επιστολής. Η αγκύλη δηλώνει μόνο τη διαφορετική ή συμπληρωματική εκδοχή των

Απάντων.

Οι σημειώσεις, που έπονται των εγγραφών, παρακολουθούν αυστηρά το

σχολιασμό των Παναθηναίων. Αυτά ακριβώς τα σχόλια είναι που αποδίδουν το

κλίμα, τις κατευθύνσεις και τα ενδιαφέροντα (της εποχής, του συντάκτη τους και του

κοινού τους). Λειτουργούν επομένως ως απαραγνώριστος δείκτης πρόσληψης: ο

συντάκτης συστήνει τον Σολωμό στον αναγνώστη και, με τον όρο ότι ο πρώτος

γνωρίζει καλά τους δυο άλλους, αποκαλύπτονται και οι τρεις.

1. – [57]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά» (τ. 4, σελ. 105, Γ. Καλοσγούρος).

Κέρκυρα, 1830 [Κέρκυρα, 27 Σεπτεμβρίου 1830].

Η πρώτη επιστολή του Σολωμού που δημοσιεύεται στα Παναθήναια.

Ενσωματώνεται ολόκληρη σχεδόν (εκτός από την τελευταία παράγραφο) στον

πρόλογο του Καλοσγούρου για τη μετάφρασή του των ιταλικών ποιημάτων του

Σολωμού (στο αφιέρωμα του περιοδικού για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του

ποιητή). Εντάσσεται στο πλαίσιο της αναφοράς του στο ιταλικό σονέτο «Στο θάνατο

του Στυλιανού Μαρκορά».1 «Ο Στυλιανός Μαρκοράς», επεξηγεί ο Καλοσγούρος,

«ήταν αδελφός πρωτότοκος του αισθαντικού ποιητή του Όρκου και τόσων άλλων

ωραίων ποιημάτων, και αγαπούσε κ’ εκείνος την ποίηση και έγραφε στίχους, λέγει ο

Π. Κουαρτάνος, που έλαβαν δίκαιον έπαινον από τον Σολωμόν» (τ. 4, σελ. 104).

Σχολιάζοντας απευθείας την επιστολή του Σολωμού, ο Καλοσγούρος σημειώνει: «Ο

Σολωμός είχε στενή και παλαιά φιλία με τον πατέρα του Στυλιανού [τον αποδέκτη

1 Βλ. «Sonetto in morte di Stelio Marcoran», Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 221-222 και τη

μετάφραση στο Παράρτημα, σελ. 107-108).

Page 204: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

204

της επιστολής, Γεώργιο Μαρκορά]. Μαρτυρούν τη θερμότητά της δύο ωραία

γράμματά του στον ίδιο γραμμένα από την Κέρκυρα το 1830 και 1831. Κατέχω και

απ’ αυτά ένα αντίγραφο και με την άδεια του Γ. Μαρκορά είχα καταχωρήσει στην

Εστία σχεδόν όλο το δεύτερο και μέρος του πρώτου. Συμπληρώνω εδώ τη

δημοσίευση του πρώτου παραλείποντας μόνο ένα ασήμαντο μέρος του [την τελευταία

παράγραφο]. Είναι χαρακτηριστικώτατο. Το κωμικό πρόσωπο που μελετιέται στο

τέλος είναι ο [Διον.] Ροΐδης» (τ. 4, σελ. 105).

Η επιστολή επανέρχεται στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με την

ηθελημένη (και ευφρόσυνη στα 1830) μόνωση του ποιητή στην Κέρκυρα. Ο Μ.

Σιγούρος αναπαράγει, σε δική του [;] μετάφραση, τη περίφημη περικοπή του

Σολωμού: «Είναι ωραίον εις την ησυχίαν του μικρού δωματίου να γράφη κανείς ό,τι

μέσα του λέγει η καρδιά. Και η ιδέα μόνον του επαίνου, όταν είναι υπερβολικός,

συγχύζει την ηδονήν εκείνην, και ενίοτε σπρώχνει εις το χειρότερο. Αυτή η ηδονή

πρέπει να είναι αθόλωτη» (τ. 14, σελ. 144).

2. – [75]. «Προς Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 5, σελ. 245-247, Α. Σ. Μάτεσις).

Ζάκυνθος, 1 Ιουνίου 1833.

Η πολύ σημαντική επιστολή του Σολωμού, για τις απόψεις ποιητικής που

διατυπώνει σχετικά με το δημοτικό τραγούδι και τη γλώσσα του («πολύτιμ[η] διότι εν

[…] ταύτη περιέχεται ολόκληρον πρόγραμμα και ολόκληρος πολεμική, ουχί ως

σάλπισμα προς το κοινόν, αλλ’ ως φιλική εξομολόγησις και φιλική μομφή και

παραίνεσις»), βρέθηκε στο αρχείο της «ογκωδέστατης» αλληλογραφίας Τερτσέτη –

Μάτεσι. Δημοσιεύεται το πρωτότυπο και «δοκίμιον μεταφράσεως» (τ. 5, σελ. 245).

Ο Α. Σ. Μάτεσις επεξηγεί: «Ο Σολωμός επανελθών δι’ ολίγας ημέρας εκ

Κερκύρας εις Ζάκυνθον κατά το 1833 ευρίσκετο εν μέσω του κύκλου των νεανικών

του φίλων, οίτινες τον εθεώρουν ως διδάσκαλον. Εκείθεν έγραψε προς τον

Τερτσέτην, διαμένοντα τότε εν Ναυπλίω, και την επιστολήν ταύτην φαίνεται ότι

κατόπιν ο Τερτσέτης έστειλεν προς τον Μάτεσιν. Το ποίημα, περί ου ο λόγος εν τη

επιστολή, είναι αναμφιβόλως το “Φίλημα”, γραφέν επί τη ευκαιρία της καθόδου του

Όθωνος και δημοσιευθέν εν Ναυπλίω τω 1833 […] Αλλά ποία άραγε να είναι τα

πεζά, τα οποία τόσον εσκανδάλισαν τον Σολωμόν εν Κερκύρα; Μ’ όλας τα ερευνάς

μου δεν ηδυνήθην να εύρω δημοσίευμα του Τερτσέτη προ του 1833. Επίσης αγνοώ

ποίος είναι ο υπαινισσόμενος C. Προς ον ηδύνατο εν ενδεχομέναις οικονομικαίς

ανάγκαις να καταφύγη ο Τερτσέτης – Ο φερόμενος ως μάρτυς της παροδικής

ανεχείας του ποιητού είναι ο Ιωάννης Γαλβάνης […] είς εκ των εγκριτωτέρων εν

Page 205: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

205

Ζακύνθω δικηγόρων της εποχής, νομίζω δε και δικηγόρος του Σολωμού εν τη

πολυθρυλήτω δίκη» (τ. 5, σελ. 245).

Δίδεται επίσης το αποτύπωμα της σφραγίδας «από ισπανικόν κηρόν» που

χρησιμοποίησε ο Σολωμός για να σφραγίσει την επιστολή του. (τ. 5, σελ. 247).

Βλ. και την επιστολή 8.– [Β4] «Από Γεώργιο Τερτσέτη».

3. – [41]. «Προς Αντώνιο Μάτεση» (τ. 6, σελ. 718, Σπ. Δε Βιάζης).

[Ζάκυνθος]

Δημοσιεύεται σε μια από τις πολλές βιογραφικές μελέτες του Σπ. Δε Βιάζη, οι

οποίες φιλοξενούνται στα Παναθήναια με τον τίτλο «Από τον βίον και τα έργα του

Σολωμού». Το ιταλικό πρωτότυπο και η ελληνική μετάφραση κατατίθενται ως δείγμα

της παιγνιώδους διάθεσης του ποιητή απέναντι στους φίλους του: «ο ποιητής ήτο

ευχάριστος και οσάκις εζήτει κάτι, πάντοτε προσεπάθει ν’ αστειεύεται. Ζητών ποτέ

παρά του φίλου του Αντωνίου Μάτεσι, του συγγραφέως του Βασιλικού, τας Ποιήσεις

του Κατούλλου διά της μαγειρίσσης της επιφερούσης την επιστολήν […] παίζει

ενταύθα με την λέξιν tradotto, σημαίνουσαν και την μεταφοράν και την μετάφρασιν».

(τ. 6, σελ. 718).

4. – [51]. «Προς Στέφανο Βούλτσο» (τ. 6, σελ. 676-677, Σπ. Δε Βιάζης).

[Ζάκυνθος, Ιούνιος 1828]

Ο «πρωτότυπος»2 αποδέκτης της επιστολής είναι ένα αγοράκι λίγων μηνών,

γιος του Διονυσίου Βούλτσου.3 «Ο Βούλτσος δέχεται την πρότασιν του ποιητού να

του βαπτίση το παιδί του, υπό τον όρο όμως να μην προσφέρει κανένα δώρον κατά

την βάπτισιν, ως είναι συνήθεια. Ο ποιητής δέχεται τον όρον, βαπτίζει το παιδί και

ονομάζει αυτό Στέφανον. Μετά οκτώ ημέρας μεταβαίνει να ίδη το παιδί και κρυφά

θέτει εις την φασκιά εν χρυσούν ωρολόγιον με δύο ωραία χρυσά σιγήλια» και την

επιστολή (τ. 6, σελ. 676). Το πρωτότυπο ιταλικό κείμενο και η μετάφραση

δημοσιεύονται στο περιοδικό με τη συμπλήρωση: «από τα δύο σιγίλια του ωρολογίου

το έν φέρει το οικόσημον, το δε άλλο την λατινικήν επιγραφήν: verum amo, verum

volo [: αγαπώ την αλήθεια, θέλω την αλήθεια]. Ο σεβαστός γέρων κ. Στέφανος

Βούλτσος, διαφυλάττει θρησκευτικώς τα κειμήλια ταύτα του μεγάλου νουνού του»

(τ. 6, σελ. 677)

5. – [37]. «Προς Σπυρίδωνα Πήλικα» (τ. 11, σελ. 201-202, Γ. Στρατήγης).

2 Πολίτης, Ο Σολωμός στα γράμματά του, ό.π., σελ. 16. 3 Για την περίεργη φιλία του Σολωμού με τον Διονύσιο Βούλτσο βλ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Μια

λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή,

Ερμής, Αθήνα, 1982, σελ. 87-90.

Page 206: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

206

[Ζάκυνθος, Οκτώβριος 1827]

Είναι η αρχαιότερη επιστολή του Σολωμού που δημοσιεύεται στα Παναθήναια

(ιταλικό πρωτότυπο και ελληνική μετάφραση). Άγνωστο παραμένει «για την

αντιγραφή τίνος έργου ήθελε ο Σολωμός τη βοήθεια του Πήλικα».4

6. – [94]. «Προς Σπυρίδωνα Πήλικα» (τ. 8, σελ. 204-205, Αντώνιος Ι. Κομούτος).

Κέρκυρα, 19 Αυγούστου 1837.

Ιταλικό πρωτότυπο και ελληνική μετάφραση επιστολής του Σολωμού, η οποία

βρισκόταν στο αρχείο Κομούτου. «Εν τω χειρογράφω τούτω υπομνήματι, ο ποιητής,

απευθυνόμενος προς τον σοφόν καθηγητήν Πήλλικαν, αναφέρει τον Τοmasseo [sic],

(τον κατ’ εξοχήν αγωνισθέντα διά του καλάμου μεγάλας μάχας υπέρ της πατρίδος

του, δι’ έργων ευψύχων και ευγλωττίας μαγευούσης) και τον υποδεικνύει ως

δεξιώτατον εισηγητήν εν Ελλάδι της μεγάλης φιλολογίας, ίνα μετακληθή παρά της

Κυβερνήσεως εκ Παρισίων, ένθα έζη μετά του φιλέλληνος και διαπρεπούς

ελληνιστού Fauriel και άλλων εξοχοτήτων». Η επιστολή εκλαμβάνεται ως δείγμα του

«αγνού πατριωτισμού» και της «προς την Πατρίδα στοργή[ς] του μεγάλου Σολωμού»

(τ. 8, σελ. 204).

Αξιοσημείωτο είναι ότι το γράμμα του Σολωμού και η σύστασή του να

διδάξει ο Tommaseo στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο της Αθήνα προηγούνται (κατά

δώδεκα χρόνια) της προσωπικής γνωριμίας του ποιητή με το Δαλματό φιλόλογο.

7. – [58]. «Προς Γεώργιο Μαρκορά» (τ. 14, σελ. 144, Μ. Σιγούρος).

1831 [Κέρκυρα, 5 Απριλίου 1831]

Ο Μ. Σιγούρος δημοσιεύει απόσπασμα της επιστολής, στο πλαίσιο της

συζήτησης για την ηθελημένη απομόνωση του Σολωμού των κερκυραϊκών χρόνων.

Το παραθέτω:

«Δεν ζη κανείς καλά παρά μόνος. Από την τρυφερήν ηλικία μου έκαμε

πάντοτε εντύπωσιν ο χωλός εκείνος θεός, οπού είχε ρίξει από τους ουρανούς την

μητέρα του [sic],5 έστεκε μόνος εις τον κόρφον της θάλασσας δουλεύοντας χωρίς

κανείς να τον βλέπη, χωρίς αυτός ν’ ακούη τίποτε άλλο τριγύρω ή στην σπηλιά του,

παρά μόνον το άπειρον πέλαγος οπού εβόα» (τ. 14, σελ. 144).

Σε υποσημείωση ο Σιγούρος δηλώνει: «ο κ. Γεράσιμος Μαρκοράς μου γράφει

ότι η σχέσις του με τον ποιητήν ήτο εξακολούθησις της σχέσεως την οποίαν είχε με

τον πατέρα του, προς τον οποίον ο Σολωμός έγραφεν εις Κεφαλληνίαν. τα γράμματα

4 Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 135-136.

5 Βλ. τη διαφορετική μετάφραση του Λ. Πολίτη. Αυτόθι, σελ. 196 και 197-198.

Page 207: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

207

δε εκείνα τα οποία μετέφρασεν εις την ελληνικήν ο Καλοσγούρος ευρίσκονται εις

κάποιαν λέσχην της Ζακύνθου. Εγώ τα ανεζήτησα ματαίως, διότι καμμία λέσχη εδώ

δεν κατέχει επιστολάς του Σολωμού» (τ. 14, σελ. 144).

Την πρώτη φράση της επιστολής μνημονεύει και ο Γρ. Ξενόπουλος σε άρθρο

του για τον Παλαμά (τ. 13, σελ. 209).

Στην επιστολή αναφέρεται και ο Καλοσγούρος: 1. – [57]. «Προς Γεώργιο

Μαρκορά».

8. – [Β4]. «Από Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 18, σελ. 15-16, Σπ. Δε Βιάζης).

Πάτρα, 28 Σεπτεμβρίου 1830

Βλ. και την επιστολή 2.– [75] «Προς Γεώργιο Τερτσέτη».

Μετάφραση της επιστολής του Γ. Τερτσέτη προς τον Δ. Σολωμό. Η απάντηση

του Σολωμού (για την οποία έγινε λόγος παραπάνω) δημοσιεύτηκε από τον Α.

Μάτεσι στον τ. 5 των Παναθηναίων (σελ. 245-247). Ο Δε Βιάζης, που προσκομίζει

την επιστολή ως ένδειξη γενναιοδωρίας του ποιητή προς «τους απόρους λογίους και

εν γένει ανθρώπους των γραμμάτων», εστιάζει – χάριν ακριβείας – στο αίτημα του

Τερτσέτη προς τον Σολωμό για δάνειο δέκα όβολων: «το κείμενον της επιστολής του

Σολωμού», διευκρινίζει, «έχει dieci oboli δέκα όβολα και ο κ. Μάτεσις μετέφρασεν

ολίγα χρήματα, νομίζων ότι ήτο [μεταφορική] φράσις και όχι πραγματική έκφρασις. Ο

Τερτσέτης […] εζήτησε δέκα τάλληρα [dieci tallari – «το τάλληρον ήτο εξ δραχμαί,

διό εζήτει εξήκοντα δραχμάς»] αλλά δυστυχώς την στιγμήν εκείνην ο ποιητής μας δεν

τα είχε. Ο Σολωμός υπενθυμίζων εις τον φίλον του το γεγονός είπε δέκα όβολα διά να

δείξη το μικρόν ποσόν, διότι πράγματι διά τον Σολωμόν το τάλληρον είναι όβολον»

(τ. 18, σελ.15).

9. – [60]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 16-17, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 6 Νοεμβρίου 1831

Η πρώτη από τις επιστολές του Σολωμού προς τον αδελφό του Δημήτριο

(φυλάσσονταν στο αρχείο Λούντζη – Σολωμού). Δημοσιεύεται σε μετάφραση του Σπ.

Δε Βιάζη.

Η επιστολή ακολουθεί το πρώτο ταξίδι του Σολωμού στη Ζάκυνθο, κατά το

οποίο έγινε και η συμφιλίωση των δύο αδελφών, ύστερα από τις προστριβές του

1828. «Η ανωτέρω επιστολή μας επιβεβαιοί ότι η παλαιά μεταξύ των αδελφών αγάπη

είχεν επανέλθη».

Ο Δε Βιάζης σωρεύει πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα που

αναφέρονται στην επιστολή. Αρχικά μια επιλεκτική γενεαλογία της οικογένειας

Page 208: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

208

Σολωμού: «Η Ελένη ήτο της οικογενείας Αρβανιτάκη και εγέννησε δύο κόρας την

Αγγελικήν, ήτις απέθανε και την απηθανάτισεν ο ποιητής διά ολίγων στίχων και δι’

επιστολών, τας οποίας κατωτέρω ο ευμενής αναγνώστης θα αναγνώση, και την

Άνναν, ήτις εγένετο σύζυγος του Νικολάου Λούντζη, πατρός του ζώντος κ.

Δημητρίου, όστις ευηρεστήθη να μας παραχωρήση τας επιστολάς, ας δημοσιεύομεν.

Ο Ροβέρτος ήτο ετερομήτριος αδελφός του, λαβών διά σύζυγον την Στέλλαν Μακρή

και ετέκνωσε πολλά παιδία, τα οποία απέθανον και μόνον επέζησεν η Μπετίνα, ήτις

εγένετο σύζυγος του Νικολάου Κυβετού, της οποίας οι απόγονοι ζώσι». […] Ο

Ματεσάκης είναι ο γνωστός Αντώνιος Μάτεσης […]» (τ. 18, σελ. 17-18) Και

δευτερευόντως μια αναφορά στα «χειρόκτια» τα οποία «μετά της κυρίας Μαντζάρου,

συζύγου του περιλαλήτου μουσουργού, προσπαθεί να εύρη [ο Σολωμός] διά την

Ελένην σύζυγον του αδελφού του και τας θυγατέρας» και στον Παπά του σολωμικού

κειμένου, ο οποίος «δεν είναι άνθρωπος, αλλά έργον»6 (τ. 18, σελ. 18).

10. – [62]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 18, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 1 Δεκεμβρίου 1831

Η επιστολή δημοσιεύεται, μόνο σε μετάφραση, στο ίδιο τεύχος με την

προηγούμενη, με τη σημείωση ότι οι λέξεις «έξι ντεμένες»7 είναι γραμμένες ελληνικά

στο σολωμικό χειρόγραφο.

11. – [63]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 40, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 12 Δεκεμβρίου 1831

12. – [64]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 40-41, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 11 Ιανουαρίου 1832

13. – [65]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 41-42, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 9 Απριλίου 1832

Η επιστολή δημοσιεύεται στο ίδιο τεύχος με τις δύο προηγούμενες και τις

τέσσερεις επόμενες, μόνο σε μετάφραση, με την υπόδειξη ότι η φράση «η πολύξερη

και η λιγόλογη ας λάβουνε ένα φιλί από μένανε» είναι ελληνικά γραμμένη στο

σολωμικό χειρόγραφο (τ. 18, σελ. 41).

Συνοδεύεται από τη διευκρίνιση: «ο Κώστας [Paolo Costa] είναι ο γνωστός

Ιταλός ποιητής και λογογράφος, πρόσφυγξ τότε εν Κερκύρα και στενός φίλος του

Σολωμού. Όταν ο Κώστας εν Κερκύρα εξέδωκε ένα σύγγραμμα, ο Σολωμός ηγγυήθη

διά τα τυπογραφικά έξοδα και επλήρωσε διότι ολίγοι των συνδρομητών επλήρωσαν

6 Ο Πολίτης εικάζει κάποιο είδος κούκλας. Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 204.

7 Ο Πολίτης διαβάζει ντεμέλες [: μαξιλαροθήκες]. Αυτόθι, σελ. 209-211.

Page 209: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

209

ως εις τας κατωτέρω επιστολάς φαίνεται. Ο Θερειανός είναι ο καθηγητής της

ιατρικής εν τω Πανεπιστημίω Κερκύρας, συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων»

(τ. 18, σελ. 42).

14. – [66]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 42-43, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 1 Αυγούστου 1832

Ακολουθεί η διευκρίνιση: «ο Παύλος είναι ο Παύλος Μερκάτης ο στενός του

φίλος». Η υπόσχεση του Σολωμού στο υστερόγραφο ότι οι ζακυνθινοί του φίλοι θα

λάβουν σύντομα επιστολές του αποσπά την ομολογία του Δε Βιάζη ότι αναζητά «τας

προς τους φίλους επιστολάς του ποιητού» και την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι «κάτι θα

εύρωμεν» (τ. 18, σελ. 43). Τα αποτελέσματα της έρευνας του περιορίζονται στην

επιστολή 37. – [107] «Προς Γεώργιο Τερτσέτη».

15. – [69]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 43-44, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 7 Αυγούστου 1832

Ακολουθείται από τη διευκρίνιση ότι ο αναφερόμενος στο γράμμα Πετρίδης

«είναι ο διευθυντής του τυπογραφείου. Ήτο λόγιος εκ Κωνσταντινουπόλεως και της

Κερκύρας ευεργέτης διότι, ως γνωστόν αφήκε την περιουσίαν του προς όφελος της

χώρας». Αποσαφηνίζεται επίσης ότι «Κυριακή οικία εννοείται εν Επτανήσω ακόμη η

πατρική οικία εν η παλαιόθεν κατοικούν οι πρόγονοι, η Domenicale, Ντομενικάλι

κοινώς εισέτι λέγεται» (τ. 18, σελ. 44).

16. – [77]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 44-45, Σπ. Δε Βιάζης).

«Άνευ ημερομηνίας εστάλη δι’ επιβάτου τω 1832» [Κέρκυρα, Ιούλιος 1833 (;)].

Η χρονολόγηση της επιστολής από τον Δε Βιάζη αποκλίνει κατά ένα χρόνο από την

χρονολόγηση του Πολίτη.

Η αναφορά του Σολωμού στη μνηστή του, για την οποία προορίζονται τα

«νευρόσπαστα» που στέλνει μαζί με την επιστολή, παρασύρει τον Δε Βιάζη στο

συμπέρασμα ότι «εκ της επιστολής ταύτης διά πρώτην φοράν μανθάνομεν ότι ο

ποιητής είχε μνηστήν. Άγνωστον ημίν τις ήτο αύτη και διά ποίον λόγον δεν ετελέσθη

ο γάμος. Οι επιζώντες ανεψιοί του ποιητού ουδέν περί τούτου θετικόν γνωρίζουσι» (τ.

18. σελ. 45) . Η μοναδικότητα της αναφοράς, σε συνδυασμό με τη γνωστή συνήθεια

του Σολωμού να δίνει περιπαικτικά ονόματα και την (α)καταλληλότητα του δώρου

(μαριονέτες), οδηγούν τον Λ. Πολίτη στο ασφαλέστερο συμπέρασμα ότι ο Σολωμός

αναφέρεται σε κάποιο κοριτσάκι (το οποίο ονομάζει παίζοντας «μνηστή» του) και

του στέλνει κούκλες.8

8 Αυτόθι, σελ. 262-263.

Page 210: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

210

17. – [72]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 45, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 1 Οκτωβρίου 1832

Με την υπόδειξη ότι η φράση «ετούτα είναι λόγια παράπολυ μεταξωτά» είναι

γραμμένη ελληνικά στο κείμενο (τ. 18, σελ. 45).

18. – [73]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 113, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 2 Δεκεμβρίου 1832

Δημοσιεύεται, μόνο σε μετάφραση, στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες επτά

επιστολές (18-24). Ακολουθεί η σημείωση ότι ο αναφερόμενος στο κείμενο

«Φλαμίνιος Λόλλης ήτο ιταλός πρόσφυγξ […] και ποιητής. Τω 1854 ήρχισε να

τυπώνη εις την Βενετίαν τας ποιήσεις του υπό τον τίτλον Saggio di Versi» (τ. 16, σελ.

113).

19. – [78]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 113-114, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 29 Ιουλίου 1933

20. – [79]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 114, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 2 Σεπτεμβρίου 1833

Ο ενθουσιασμός του Σολωμού με τον «Κρόζορ (Krausurd)9 διότι είχε

χαρακτήρα» οδηγεί τον Δε Βιάζη στην παρέκβαση ότι «ο Σολωμός ήτο θιασώτης με

τους ειλικρινείς, εντίμους και έχοντας χαρακτήρα. Ούτοι ήσαν κύριοι της καρδίας

του. Ιδιαιτέρως απέφευγεν τους ιδιοτελείς και διπροσώπους και φαύλους και

φθονερούς» (τ. 18, σελ. 114).

21. – [81]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 114-115, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 29 Οκτωβρίου 1833

«Η επιστολή αύτη είναι είναι συνέχεια μιας προηγουμένης, ήτις ή κάπου

παρέπεσεν ή κατεστράφη» (τ. 18, σελ. 114). Ο Δε Βιάζης τη θεωρεί μοναδικό δείγμα

γραφής της οργής του Σολωμού. «Αλλ’ ο θυμός του περνούσε γρήγορα», συνεχίζει,

«και εντός ολίγων λεπτών ήτο ήρεμος ως άγγελος. Την φοράν ταύτην φαίνεται τόσον

θυμωμένος ο ποιητής μας, διότι εμίσει φοβερά τους αγνώμονας, με τους οποίους

αμέσως διέκοπτε πάσαν σχέσιν» (τ. 18, σελ. 115).

22. – [90]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 115, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 25 Ιανουαρίου 1835

Με την υπόδειξη: «απέξω από την επιστολήν [μαζί με τη διεύθυνση του

παραλήπτη] ο Σολωμός έγραψε τα εξής […]: Φέρε καμίαν άλλην μετάφρασιν του

Σέλλιγ» (τ. 18, σελ. 115).

9 Κρόφορ (Craufurd), διορθώνει ο Πολίτης. Αυτόθι, σελ. 267-268.

Page 211: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

211

23. – [92]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 115-116, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 6 Ιουλίου 1836

24. – [93]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 116, Σπ. Δε Βιάζης)

Κέρκυρα, 1 [;] Αυγούστου 1836 [Κέρκυρα, 7 Αυγούστου 1836]

25. – [95]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 116-117, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 20 Νοεμβρίου 1837

26. – [96]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 166, Σπ. Δε Βιάζης)

Κέρκυρα, 20 Δεκεμβρίου 1837

Δημοσιεύεται, μόνο σε μετάφραση, στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες επτά

επιστολές (26-32).

27. – [119]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 166, Σπ. Δε Βιάζης

Κέρκυρα, 10 Ιουλίου 1838 [Κέρκυρα, 8-9 Ιουλίου 1848].

Η χρονολόγηση του Δε Βιάζη αποκλίνει κατά μια δεκαετία.

28. – [98]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 166, Σπ. Δε Βιάζης).

20 Ιουλίου 1838 [Κέρκυρα, 20 Ιουνίου 1838]

29. – [99]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 166, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] Οκτωβρίου 1838

Με την ένδειξη ότι η φράση «γιατί, αδελφέ μου με νιόσανε» είναι γραμμένη

στα ελληνικά. Εκκινώντας από την ομολογημένη στο γράμμα αδυναμία του Σολωμού

να αρνηθεί σε οποιονδήποτε του ζητά ελεημοσύνη, ο Δε Βιάζης σχολιάζει: «άπαντες

οι σύγχρονοι διηγούνται τας ελεημοσύνας και την αγάπην του ποιητού προς τον

πάσχοντα πλησίον. Ήταν αδύνατον να αρνηθή την συνδρομήν του εις οιονδήποτε» (τ.

18, σελ. 167).10

Βλ. και την επιστολή 125 των Απάντων (εδώ 52).

30. – [100]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 167, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 5 Φεβρουαρίου 1839

31. – [101]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 167, Σπ. Δε Βιάζης).

21 Ιουνίου 1839 [Κέρκυρα, 21 Ιουλίου 1839]

32. – [89]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 167, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου 1839 [Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου 1834].

10 Ακολουθούν παραδείγματα της φιλανθρώπου και ελεήμονος στάσης του Σολωμού: ακολουθούμενος

κάποτε από επαίτες και «επειδή δεν είχε χρήματα να τους ελεήση, επήγε εις τινα αρτοπώλην και τον διέταξε να δώση εις αυτούς όσον ψωμί ήθελον και να στείλη έπειτα τον λογαριασμόν εις την οικίαν

του. Τους πρόσφυγας Ιταλούς αδρώς εβοήθει. Το αυτό κρυφά έκαμνεν εις τας πτωχάς οικογενείας τας

μη δυναμένας να θυροδέρνουν. Ημέραν τινά ήκουσεν ότι επρόκειτο να γίνη έξωσις μιας πτωχής

οικογενείας με έξη παιδιά και με άρρωστον τον πατέρα. Αμέσως επροσκάλεσε τον νοικοκύρην του

σπιτιού. Επλήρωσε τα χρεωστούμενα και επροπλήρωσε διά άλλον νέον χρόνον. Όταν επήγεν η μητέρα

κλαίουσα να τον ευχαριστήση, είπεν εις αυτήν: Δεν ξέρω τι μου λες» (τ. 18, σελ. 167).

Page 212: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

212

Χρονολογική απόκλιση πενταετίας.

33. – [103]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 167, Σπ. Δε Βιάζης

[Κέρκυρα,] 21 Νοεμβρίου 1840.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δε Βιάζη, οι καταστροφές που αναφέρονται

στην αρχή της επιστολής προήλθαν από το σεισμό «του Αγίου Λουκά». Σχετικά με

την υπόθεση Μακρή σχολιάζει πως «ο Σολωμός το εκατόρθωσεν ό,τι γράφει εις την

επιστολήν ταύτην. Επί του χρέους έλαβεν από τον Μακρήν την αναφερομένην

έκτασιν, ήτις παρεχωρήθη εις την Κυβέρνησιν με την υποχρέωσιν να του δίδη επί

ωρισμένον χρόνον ετησίως τάλληρα 2.000» (τ. 18, σελ. 167).

34. – [104]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 260, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 9 Μαρτίου 1841

Δημοσιεύεται μόνο σε μετάφραση, στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες επτά

επιστολές (34-40).

35. – [105]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 260, Σπ. Δε Βιάζης).

1841 [Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 1841]

Σε υποσημείωση δηλώνεται ότι η λέξη «Ευαγγελισμός» του ιταλικού

χειρογράφου είναι γραμμένη ελληνικά (τ. 18, σελ. 260).

36. – [121]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 260, Σπ. Δε Βιάζης).

2 Φεβρουαρίου 1842 [Κέρκυρα, 2 Φεβρουαρίου 1849]

Χρονολογημένη με απόκλιση επτά ετών.

37. – [107]. «Προς Γεώργιο Τερτσέτη» (τ. 18, σελ. 260, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 1842

Από τα γραφόμενα συνάγεται ότι «ο ποιητής πολύ ελυπείτο διά την

διαφθοράν των ημερών του» (τ. 18, σελ. 260). Το συμπέρασμα προκύπτει και από την

προηγούμενη επιστολή προς τον αδελφό του Δημήτριο.

38. – [124]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 261, Σπ. Δε Βιάζης).

5 Δεκεμβρίου 1842 [Κέρκυρα, 15 Δεκεμβρίου1849 (;)]

Απόκλιση επτά ετών στη χρονολόγηση του γράμματος.

Προηγείται η σημείωση ότι «από τούδε ο αδελφός του ποιητού είναι Ύπαρχος

με τον τίτλον του Prestantissimo εκλαμπρότατος». Ο Σολωμός, ο οποίος «διετήρει

πολύ τους τύπους» (καθώς μας βεβαιώνει ο Δε Βιάζης), «συνείθιζεν ενώπιον τρίτου

να αποδίδη πάντοτε τον αρμόζοντα τίτλον έστω αν ήτο αδελφός, συγγενής ή οικείος».

Συνεπώς, ο επίσημος τίτλος του παραλήπτη, που φέρουν επιμελώς οι επιστολές του,

μπορεί να λειτουργήσει με ασφάλεια ως δείκτης χρονολόγησης τους (τ. 18, σελ. 260).

Page 213: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

213

Ο Δημήτριος κατέχει το αξίωμα του Επάρχου Ζακύνθου (αλλιώς: Ύπαρχος,

στα ιταλικά Reggente) από το 1845 ώς το 1850.11

Επομένως είναι εύλογη η απορία

του Λ. Πολίτη: «είναι περίεργο», σχολιάζει «πως ο Δε Βιάζης, ενώ είχε προσέξει τη

λεπτομέρεια αυτή, χρονολογεί μερικές από τις επιστολές με τον τίτλο Prestantissimo

διαφορετικά».12

Χαρακτηριστική είναι η απόκλιση της συγκεκριμένης επιστολής, την

οποία ο Δε Βιάζης τοποθετεί στα 1842, δηλαδή, τρία χρόνια πριν αποκτήσει ο

Δημήτριος τον τίτλο του Prestantissimo.

39. – [108]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 261, Σπ. Δε Βιάζης).

25 Δεκεμβρίου 1842 [Κέρκυρα, 22 Δεκεμβρίου 1842]

40. – [116]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 261, Σπ. Δε Βιάζης).

4 Μαρτίου 1844 [Κέρκυρα, 4 Μαρτίου 1848].

41. – [118]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 261, Σπ. Δε Βιάζης).

23 Μαΐου 1944 [Κέρκυρα, 20 Μαΐου 1848]

Ο Φραίζερ, που σημαίνεται μόνο με το αρχικό (Φ) του ονόματός του στο

γράμμα, είναι «ο αγαπητός φίλος και ο εξ απορρήτων [γραμματέας], ως τότε ελέγετο,

του Αρμοστού» (τ. 18, σελ. 261).

42. – [110]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 301, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 27 Ιανουαρίου 1845.

Δημοσιεύεται, μόνο σε μετάφραση,13

στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες δέκα

επιστολές (42-51).

«Αγνοούμεν το όνομα του αποθανόντος» στον οποίο αναφέρεται η επιστολή,

σημειώνει ο Δε Βιάζης (τ. 18, σελ. 301). Πρόκειται πιθανότατα για τον φίλο του

Σολωμού Ιωάννη Γαλβάνη.14

43. – [120]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 301, Σπ. Δε Βιάζης).

20 Αυγούστου 1845 ή 1846 («η σφραγίς δεν καλοφαίνεται») [Κέρκυρα, 18-19 (;) Αυγούστου

1848]

44. – [115]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 301, Σπ. Δε Βιάζης).

4 Φεβρουαρίου 1849 [Κέρκυρα, 29-30 Ιανουαρίου 1848]

Με τη σημείωση ότι η λέξη «τρεκλίζει» είναι ελληνικά γραμμένη στο κείμενο

και την επισήμανση ότι ο κρυπτικός «Κ… ήτο τότε Γερουσιαστής Ζακύνθου» (τ. 18,

11 Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 22. 12 Αυτόθι., σελ. 26 (σημ. 63). 13

Εξαιρείται η 50η επιστολή.

14 Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 377.

Page 214: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

214

σελ. 301). Πρόκειται για τον Γ. Κομούτο. Η αποσιώπηση του ονόματός του είναι

επιλογή του Δε Βιάζη.15

45. – [117]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 301-302, Σπ. Δε Βιάζης).

27 Μαρτίου 1846 [Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 1848]

«Ο ποιητής γράφει περιφρονητικώς Capitanuzzo [μτφρ: λοχαγάκης]» (τ. 18,

σελ. 301).

46. – [123]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 302, Σπ. Δε Βιάζης).

21 Απριλίου 1846 [Κέρκυρα, 20 Απριλίου 1849]

Η φράση «όχι ένα βαρέλι, αλλά μία βαρέλα» [από την καλήν βερδέαν]

γραμμένη ελληνικά στο κείμενο (τ. 18, σελ. 302).

47. – [111]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 302, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 20 Ιουνίου 1846

48. – [112]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 302, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 16 Οκτωβρίου 1846

49. – [113]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 302-303, Σπ. Δε Βιάζης)

12 Δεκεμβρίου 1847 [Κέρκυρα, 9-10 Δεκεμβρίου 1847]

50. – [114]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 303, Σπ. Δε Βιάζης).

28 Δεκεμβρίου 1847 [Κέρκυρα, 25 Δεκεμβρίου 1847]

51. – [122]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 18, σελ. 303, Σπ. Δε Βιάζης).

7 Απριλίου 1849 [Κέρκυρα, 6 Απριλίου 1849]

Η φράση «μια βαρέλα» (αρίστης βερδέας, που ζητά ο Σολωμός) είναι

ελληνικά γραμμένη στο κείμενο (τ. 18, σελ. 303).

52. – [125]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 8 Σεπτεμβρίου 1850.

Δημοσιεύεται μόνο σε μετάφραση, στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες έξι

επιστολές (53-58). Οι δύο πρώτες από αυτές (52-53) είναι οι «αφορώσαι τον θάνατον

της ανεψιάς του», δηλαδή, την αυτοκτονία της (δεύτερης κόρης του Δημητρίου)

Αγγέλικας (τ. 19, σελ. 57).16

15 «Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Δε Βιάζης στη δημοσίευση της επιστολής, τυπώνει μόνο “ο Κ …”, και

σχολιάζει, με τον ίδιο αποσιωπητικό τρόπο». Αυτόθι., σελ. 385. 16 Ο Δε Βιάζης καταγράφει ολόκληρη την ιστορία γύρω από το θάνατο της Αγγέλικας Σολωμού: «Διά

τας δύο […] επιστολάς πρέπει να προτάξωμεν ολίγας γραμμάς, διά να μάθη ο ευμενής ημών

αναγνώστης ότι πρόκειται περί του θανάτου της ανεψιάς του ποιητού Αγγελικής. Η πολύτιμος αύτη κόρη ήτο εκ φύσεως προικισμένη με γενναία αισθήματα, με καρδίαν μεγάλην. Ο ποιητής την ονόμαζεν

η λιγόλογη και υπερβολικά την ηγάπα, διότι πάντοτε σιωπηλή παρετήρει και εσκέπτετο. Ως ο

αναγνώστης είδεν εκ της επιστολής 5 Οκτωβρίου του 1838, ο ποιητής επεθύμει να λάβη η κόρη αύτη

διά σύζυγον τον κόμητα Θεοτόκην [βλ. την επιστολή 99 των Απάντων, όπου, όμως, ο Σολωμός

προτείνει τον Θετόκη για την Άννα Σολωμού]. Άγνωστος μας είναι η απάντησις του αδελφού του,

διότι τοιαύτην δεν είδαμεν εις τας επιστολάς που έχομεν υπ’ όψιν.

Page 215: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

215

Ο Δε Βιάζης μας πληροφορεί ότι ο Σολωμός, «κατά τας ημέρας του

δυστυχήματος, είχε κακήν προαίσθησιν διά την ανεψιάν του. Έγραψε, διά το

δυστύχημα, ποίημα, του οποίου ο Πολυλάς ατυχώς μόνον στίχους ηδυνήθη να εύρη.17

Ο Δημήτριος Μινώτος μας επεβεβαίωσεν, ότι ο ποιητής έστειλεν εις Ζάκυνθον

ολόκληρον το ποίημα, ότι το εδιάβασεν, αλλά δεν το εκράτησεν εις την μνήμην, ουδέ

έκαμε αντίγραφον» (τ. 19, σελ. 56-57).

53. – [126]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 22 Σεπτεμβρίου 1850.

Συμπληρωματικά στα σχόλια για την προηγούμενη επιστολή, ο Δε Βιάζης

προσθέτει: «θα παρετήρησεν ο αναγνώστης ότι ο ποιητής, ως πολλοί άλλοι μεγάλοι

άνδρες έβλεπεν οράματα. Έπασχεν από υπερδιέγερσιν του εγκεφάλου. Ο αδελφός του

είς τινα επιστολήν του 1853, γράφει ότι ο ποιητής από νεανικής ηλικίας ωραματίζετο

και ενόμιζεν ότι συνδιελέγετο με προσφιλή πρόσωπα απόθαμένα ή απόντα» (τ. 19,

σελ. 57).

54. – [128]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης).

«Η μικρά αύτη επιστολή δεν φέρει καμίαν ημερομηνίαν, αλλ’ εκ της επιγραφής

αποδεικνύεται ότι ο αδελφός του τότε ήτο υψηλότατος, δήλα δη Πρόεδρος της Γερουσίας» (τ. 19, σελ.

57)

[Κέρκυρα, 1851, προς το τέλος]

55. – [130]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 57, Σπ. Δε Βιάζης).

«Εγράφη διαρκούντος του πένθους διά την ανεψιάν του, ως αποδεικνύει το μαύρον

βουλλοκέρι» (τ. 19, σελ. 57)

[Κέρκυρα, Μάρτιος 1852]

«Ο αναφερόμενος Νικόλαος είναι ο Λούντζης» (τ. 19, σελ. 57).

Επιστολή όμως του αδελφού του της 26 Απριλίου 1847, γράφει ότι επρόκειτο να γίνη ο γάμος μετά του Στεφάνου κόμητος Μεσσαλά. Ήθελε τον γάμον η γραία Μεσσαλά, και αυτός ο αδελφός του

ποιητού, ήτο ευχαριστημένος [sic]. Αλλά ούτε η κόμησσα Δημ. Σολωμού, ούτε η κόρη ήθελαν. Διά

τούτο το συνοικέσιον εναυάγησε προς μεγίστην λύπην του πατρός της κόρης. Μάλιστα ούτος έγραφε

προς τον αδελφόν του ποιητήν, ότι τόσον ελυπήθη, ώστε ολίγον έλειψε να χάση και την ζωήν του. Η

μήτηρ και η κόρη έπειτα μετενόησαν. Αλλά πολύ αργά. Η άρνησις πολύ είχε δυσαρεστήση την

οικογένειαν Μεσσαλά. Ακολούθως είχον συλλάβει οι γονείς την ιδέαν να δώσουν σύζυγον εις την

κόρην τον αδελφόν του Στεφάνου Μεσσαλά ή τον Διονύσιον Καρρέρ. Αλλ’ έμειναν αυτά απλαί ιδέαι.

Μετά τινα καιρόν απεφάσισαν τον γάμον της με τον ευγενή και πλούσιον Δημήτριον Μιχαλίτσην. Η

κόρη είχε την καρδίαν της δοσμένη εις άλλον. Προς δε είχε σχηματίσει την πεποίθησιν ότι τα

αισθήματα αυτής διέφεραν από τα αισθήματα του μέλλοντος συζύγου της. Δεν έβλεπε ρόδινον το

μέλλον της. Αλλά, ως ευπειθής θυγάτηρ, ώφειλε να υπακούση εις τους γονείς, οι οποίοι το συνοικέσιον

τούτο ενόμιζον κατάλληλο καθ’ όλα. Δυστυχώς, ενώ ήσαν όλα έτοιμα διά να τελεσθή το μυστήριον του γάμου, εδηλητηριάσθη η

κόρη και απέθανε τη 21 Αυγούστου του 1850. Ο Άγγελος Ζήζος, ότε κατά το τεσσαρακονταήμερον

συλλείτουργον εδημοσίευσε νεκρολογίαν της κόρης, λέγει ότι επί οκτώ ημέρας πολύ υπέφερεν. Οι

σύγχρονοί της διηγούνται ότι, άμα έφερεν η ράπτρια το νυμφικόν φόρεμα, το εφόρεσε και ηθέλησε να

μείνη με αυτό έως ότου εξεψύχησε, και με αυτό την ενταφίασαν» (τ. 19, σελ. 56). 17 «Εις το θάνατο της ανεψιάς του». Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 260.

Page 216: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

216

56. – [134]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 82, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 9 Δεκεμβρίου [1852]

«Η οικογένεια αυτή, την οποίαν ο ποιητής εξετίμησεν, είναι η του Κάνδυλα,

τον οποίον εις τας επιστολάς του συχνά αναφέρει. τον υπηρέτει δε και ήτο έντιμος και

ευγνώμων» (τ. 19, σελ. 82).

57. – [139]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 83, Σπ. Δε Βιάζης).18

Κέρκυρα, 12 Ιουνίου 1853

58. – [140]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 83, Σπ. Δε Βιάζης).

28 Αυγούστου 1853 [Κέρκυρα, 26 Αυγούστου 1853]

59. – [141]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 230, Σπ. Δε Βιάζης).

Κέρκυρα, 14 Απριλίου 1854

Η επιστολή δημοσιεύεται (μόνο μετάφραση) στο ίδιο τεύχος με τις επόμενες

δώδεκα (60-71).

60. – [138]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 230, Σπ. Δε Βιάζης).19

[Κέρκυρα, Ιανουάριος 1853]

Η επιστολή «είναι άνευ ημερομηνίας και ουδέ εκ της σφραγίδος του

ταχυδρομείου διακρίνεται τίποτε».

Ο Δε Βιάζης εικάζει ότι αυτή, όπως και οι επόμενες – τελευταίες – επιστολές

του Σολωμού που δημοσιεύει (60-69), χωρίς να τις χρονολογεί, «εστάλησαν με

επιβάτας» (τ. 19, σελ. 230).

61. – [135]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 230, Σπ. Δε Βιάζης).20

[Κέρκυρα, 1852/53]

62. – [137]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 230, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, 1852/53]

Στο υστερόγραφο της επιστολής ο Σολωμός υπόσχεται ότι θα του «γράψη

λεπτομερώς». «Δυστυχώς τοιαύτη επιστολή δεν ευρέθη εις την αλληλογραφίαν που

έχομεν υπ’ όψιν», σημειώνει ο Δε Βιάζης. «Ελπίζομεν να ευρεθή. Να εκάη,

νομίζομεν ότι δεν υπήρξε λόγος» (τ. 19, σελ. 230).

63. – [143]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 230-231, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, Φεβρουάριος 1855]

18 Ο Λ. Πολίτης σημειώνει: «δυστυχώς το ιταλικό πρωτότυπο του γράμματος λανθάνει. Η μετάφρασή μου στηρίζεται στη μετάφραση σε καθαρεύουσα του Δε Βιάζη, έτσι που για πολλά σημεία δεν είμαι

καθόλου σίγουρος». Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 435. 19 Η τυπογραφική διάταξη της σελίδας των Παναθηναίων υποδεικνύει ότι αυτή η επιστολή και η

επόμενη αποτελούν μία ενιαία επιστολή του Σολωμού στον αδελφό του. Τα Απάντα προτείνουν δύο

διαφορετικές επιστολές. 20 Βλ. την προηγούμενη σημείωση.

Page 217: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

217

64. – [136]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 231, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, 1852/53]

65. – [142]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 231, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, 21 Ιανουαρίου 1855]

66. – [144]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 231, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, 2 Αυγούστου 1856]

Ο Σπ. Δε Βιάζης σημειώνει ότι «κατά το προφυλακτικόν σύστημά του ο

ποιητής καλεί αρκτόμυς (marmotte) την άγνωστον εις ημάς αυτήν οικογένειαν, της

δίδει δήλα δη το όνομα του τρωκτικού εκείνου ζώου αρκτόμυς (Arctomys Marmota)

που δυσκόλως πιάνεται, φροντίζει διά την σωτηρίαν του και κατά τον χειμώνα εις

ασφαλεστάτας οπάς διαμένει εν νάρκη. Σημειωτέον ότι μεταφορικώς ιταλιστί λέγεται

marmotta ο ακαμάτης, ο μη κοινωνικός, ο άσχημος και οι τοιούτοι. Αλλ’ εδώ ο

ποιητής δίδει την πραγματικήν σημασίαν. Διά τούτο ο αδελφός απαντών του λέγει:

Le marmotte resteranno sempre nelle loro tane, δήλα δη: “οι αρκτόμυς θα διαμένουν

πάντοτε εις τας οπάς των”» (τ. 19, σελ. 231).

Σύμφωνα με τον Λ. Πολίτη «είναι η τελευταία επιστολή του Σολωμού που

μας σώζεται, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του».21

67. – [131]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 231-232, Σπ. Δε Βιάζης).22

[Κέρκυρα, 8 Μαΐου 1852]

68. – [132]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 232, Σπ. Δε Βιάζης).23

[Κέρκυρα, 3 Σεπτεμβρίου 1852]

69. – [133]. «Προς τον Δημήτριο» (τ. 19, σελ. 232, Σπ. Δε Βιάζης).

[Κέρκυρα, 17 Σεπτεμβρίου 1852]

70. – [Β30]. «Από τον Δημήτριο (απόσπασμα)» (τ. 19, σελ. 232, Σπ. Δε Βιάζης).

[Ζάκυνθος,] 19 Ιουλίου 1849

Δείγμα γραφής του Δημητρίου Σολωμού προς τον αδελφό του Διονύσιο.24

Το

απόσπασμα της επιστολής προλογίζεται ως εξής:

«Ο ποιητής ήτο πολύ γενναίος [: γενναιόδωρος] και ελεήμων, ο δε αδελφός

του, μη έχων τα αισθήματα ταύτα πολύ ανεπτυγμένα, πάντοτε του εσύσταινε

οικονομίαν. Ως προς το κρασί βερδέαν, έγραφεν ο αδελφός του ότι του έστελλε

πάντοτε από την καλλιτέραν ποιότητα. Ενίοτε τον παρεκάλει να μη πίνη πολύ κρασί

21 Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, ό.π., σελ. 443. 22 Βλ. την επόμενη υποσημείωση. 23 Στη δημοσίευση των Παναθηναίων «το γράμμα φαίνεται σαν να είναι συνέχεια από το

προηγούμενο». Για τις παρεννοήσεις που δημιουργήθηκαν βλ. αυτόθι, σελ. 421. 24

Η επιστολή είναι γνωστή μόνο από τη μετάφραση του Δε Βιάζη. «Δεν βρέθηκε το πρωτότυπο».

Αυτόθι, σελ. 554.

Page 218: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

218

και του έγραφεν και οι φίλοι του θα έπιναν διότι πολύ συχνά του εζήτει αποστολήν

από βαρέλας με βερδέαν.

Πολλάκις του έγραφεν ότι δεν του στέλλει σταφίδα, διότι του είναι άχρηστος.

Αν όμως ήθελε διά τους φίλους, του έστελλεν από την εκλεκτήν καζαλίνα, την οποίαν

εκράτει προς οικιακήν χρήσιν. Ο ποιητής ηγάπα υπερβολικά τα παξιμάδια με σταφίδα

ζυμωμένα στο σπήτι. Διό ο αδελφός του τακτικά του έστελλεν αρκετόν ποσόν από

αυτά.

Ο αδελφός του πολύ ευχαριστείτο με τας συμβουλάς τας οποίας του έστελλε

και του εξέφραζε ευγνωμοσύνην. Δυστύχημα είναι, ότι οσάκις του έστελλεν ο

ποιητής υπομνήματα ιδιοχείρως γραμμένα, του έδιδε και την εντολήν να τα καύση.

Και τα έκαιεν.

Επειδή ο αδελφός του είναι πολύ συνδεδεμένος με την ιστορίαν της

Επτανήσου, δημοσιεύομεν το εξής απόσπασμα, εν μεταφράσει, εξ επιστολής της 19

Ιουλίου του 1849, το οποίον αφορά τον εαυτό του» (τ. 19, σελ. 232).

Το παράθεμα δίνει αφορμή για μια ακόμη «μαρτυρία» γύρω από τον Σολωμό:

«Τον ποιητήν εσέβοντο πολύ όλοι οι Άγγλοι. Οι ανώτεροι αξιωματικοί και ο

Αρμοστής ο ίδιος οσάκις τον συνήντων, εσταματούσαν διά να τον χαιρετήσουν. Και

ο Αρμοστής, εφ’ αμάξης ευρισκόμενος μετά της συνοδείας, διέτασσε να σταματήση η

άμαξα όπως τον χαιρετήση. Επίσης το άνθος της κερκυραϊκής κοινωνίας μεγάλως τον

εσέβετο, ως και ο λαός. Γνωρίζων τούτο ο αδελφός του, ενίοτε πιεζόμενος του

εσύσταινε φίλον ή γνώριμον διά ρουσφέτι, αλλ’ ο ποιητής εθύμωνε, διότι ουδέποτε

ήθελε να συστήση άνθρωπον. Και όταν υπεχρεούτο να το κάμη, το έκαμνε με

στενοχωρίαν.

Ο ποιητής δεν ήθελε να του επιβάλλωνται. Ήθελε να τιμωρείται η κακία, να

είναι ελευθέρα η δικαιοσύνη, να μη πιέζωνται αι αρχαί διά να κάμουν αδικίας. να

τιμώνται και να βραβεύωνται οι ενάρετοι και οι τίμιοι» (τ. 19, σελ. 232).

71. – [Β34]. «Από τον Δημήτριο (απόσπασμα)» (τ. 19, σελ. 232-233, Σπ. Δε Βιάζης).

[Ζάκυνθος,] 13 Οκτωβρίου 1856.

Είναι η τελευταία επιστολή του Δημητρίου προς τον Διονύσιο που μας

σώζεται.

Ο Δε Βιάζης δημοσιεύει μόνο την ακόλουθη φράση του γράμματος: «[εις] το

προσεχές έτος, ελπίζω, θα ευρεθής ελεύθερος από κάθε χρέος και χαίρομαι

ολοψύχως, διότι μεγάλη είναι η ικανοποίησις να μη χρεωστή κανείς εις κανένα» (τ.

19, σελ. 233).

Page 219: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

219

72. – «Από Giuseppe Regaldi προς Γεώργιο Ζαλοκώστα» (τ. 19, σελ. 82-83, Σπ. Δε

Βιάζης).

[Κέρκυρα,] 14 Σεπτεμβρίου 1851

Ο Δε Βιάζης παραθέτει το απόσπασμα της επιστολής του «περιλαλήτ[ου]

ποιητ[ού] Ρεγάλδη» που «αφορά τον Σολωμόν μας» (τ. 19, σελ. 82):

«[…] Σολωμός, Θωμασέος, Μουστοξύδης, ιδού τρία ωραιότατα άστρα του

κερκυραϊκού ουρανού και εγώ αγάλλομαι ανάμεσα εις την λάμψιν αυτών των

ενδόξων. Σεις θέλετε, αν δεν σας παρεννόησα, να σας ομιλήσω μόνον διά τον

Σολωμόν. και διά να σας ευχαριστήσω, σας λέγω ότι η συναναστροφή του είναι

θαυμάσιος συνδυασμός ποιήσεως και λογοτεχνίας. Από την ομιλίαν του αστράπτουν

συχνά μεγάλαι εικόνες και όταν στρέφη τον λόγον εις τους συγγραφείς οιασδήποτε

εθνικότητος, τους ανατέμνει με σπανίαν τέχνην. Ζη μονήρης, φεύγει την επικοινωνίαν

των ανθρώπων. Όποιος αγαπά να τον ιδή, ας πάη εις τους προμαχώνας του φρουρίου,

και μετά την μεσημβρίαν θα τον ίδη να περιπατή παρά την αγγλικήν εκκλησίαν

ευχαριστημένος με μίαν ήσυχον σκιάν μεταξύ του ναού και μιας ράχεως ανηφορικού

πυργωτού βράχου. Συχνά ανακατώνεται με τα παιγνίδια των παιδιών, τα οποία

πηγαίνουν εις το σχολείον, πλησίον της εκκλησίας. Από το μειδίαμα της παιδικής

ηλικίας πετά ως αετός και μελετά τα άσματα του Λάμπρου και του Μεσολογγίου.

Επέρασα μαζί του ευτυχισμένας ώρας. Πολύ μ’ ετίμησεν. Αγαπά τους Ιταλούς και έχει

ψυχήν ρυθμιζομένην από ευγενέστατα αισθήματα. Και διά τούτο δεν πρέπει να

θαυμάζη τις εάν με περιεποιήθη ευγενέστατα. Διά τώρα αρκεί. Προσθέτω ακόμη κάτι.

Δεν αγαπά την νέαν γλώσσαν, την οποίαν οι λόγιοι καταγίνονται να εισαγάγουν εις

την Ελλάδα. Αι διορθώσεις των λογιωτάτων είναι, κατ’ αυτόν, παραμορφώσεις.

Αυτός θα ήθελε να μείνη αγνή η γλώσσα του λαού. Επί του ζητήματος τούτου

ήκουσα πολλούς να συζητούν, αλλ’ ακόμη δεν ειξεύρω εις ποίον των διαμαχομένων

ανήκει η δάφνη. Αι γλώσσαι δημιουργούνται από τους λαούς και όχι από τας

Ακαδημίας. Οι κανόνες λαμβάνονται από τα έργα των μεγάλων συγγραφέων και

ιδίως των ποιητών και ουχί από τους λογιωτάτους. Συμφώνως με τας αρχάς ταύτας, ο

Σολωμός είναι νικητής: αλλά ίσως διά την Ελλάδα υπάρχει εξαίρεσις, εις την οποίαν

πρέπει να προσέξωμεν» (τ. 19, σελ. 82-83).

Το υπογραμμισμένο τμήμα του αποσπάσματος έχει υπ’ όψιν του και ο Μ.

Σιγούρος (τ. 14, σελ. 213).

73. – «Από Σπυρίδωνα Τρικούπη προς Ιάκωβο Πολυλά» (τ. 4, σελ. 221-222,

Ανωνύμως).

Page 220: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

220

Λονδίνο, 25 Μαΐου/6 Ιουνίου 1859

Στο προλογικό σημείωμα της επιστολής δηλώνεται:

«Παρά φίλου Κερκυραίου ελάβομεν αντίγραφον επιστολής του Σπυριδ.

Τρικούπη προς τον Ιάκωβον Πολυλάν, σχετικής με τον Σολωμόν και την εποχήν κατά

την οποίαν ο ποιητής έγραψεν ελληνιστί. Καίτοι το περιεχόμενον της επιστολής δεν

είνε άγνωστον, – αι πλείσται πληροφορίαι ευρίσκονται εις την περί Σολωμού μελέτην

του σοφού Κερκυραίου – δημοσιεύομεν αυτήν ως τεκμήριον αυτοτελές και

ενδιαφέρον αυτό καθ’ εαυτό. Το πρωτότυπον της επιστολής, γραμμένης γαλλιστί,

ευρίσκεται εις χείρας της κυρίας Ασπασίας κομήσσης Σαρδίνα Riegler, την οποίαν

ευχαριστούμεν θερμώς διά την ευγενή προς τα “Παναθήναια” προθυμίαν της» (τ. 4,

σελ. 221).

Από τη σημαντική επιστολή του Τρικούπη ενδιαφέρουν εδώ μερικές

«αξιοσημείωτες πληροφορίες», σχετικά με τις συνθήκες της πρώτης συνάντησής του

με τον Σολωμό στη Ζάκυνθο (1823), το χαρακτήρα και τις εκλεκτικές συνήθειες του

ποιητή. «Το όνομα του Σολωμού», γράφει ο Τρικούπης, «ήτο τότε εις όλων το στόμα.

εγίνετο λόγος διά το ποιητικόν του τάλαντον, διά το ακοινώνητον και το παράδοξον

του χαρακτήρος του. Έζη εις την εξοχήν και κανέναν δεν εδέχετο. Φίλος μου, εις τον

οποίον είχα ανακοινώσει την μεγάλην μου επιθυμίαν να γνωρίσω πρόσωπον τόσω

σημαίνον, με είχε συμβουλεύσει, εάν είχα την ευτυχίαν να με δεχθή, να του ομιλήσω

περί ποιήσεως μόνον» (τ. 4, σελ. 222).

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η γενικότερη αποτίμηση του Τρικούπη για τον

Σολωμό – απευθυνόμενη στον «υποψιασμένο» Πολυλά: «Ο Σολωμός ήτο πολύ

οκνηρός όπως τον εγνωρίσετε και είχεν ανάγκην κάποιον φίλον να τον ωθεί διά να

εργασθή. Δεν γνωρίζω αν εβοήθησε με δωρεάς την επανάστασιν. ήτο εν τούτοις πολύ

γενναίος και ολίγον εκήδετο της περιουσίας του» (τ. 4, σελ. 222).

74. – «Από Nicolo Tommaseo προς Παναγιώτη Χιώτη» (τ. 13, σελ. 148-149, Ν.

Σπανδωνής).

Φλωρεντία, 29 Μαρτίου 1867.

Στις 18 Οκτωβρίου 1866 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του

Σολωμού που έστησε ο αδελφός του Δημήτριος, στην πλατεία του Ποιητού στη

Ζάκυνθο. Ο πανηγυρικός λόγος, τον οποίο εκφώνησε ο Π. Χιώτης στην τελετή, έφερε

αφιέρωση στον N. Tommaseo.

Ο Ν. Tommaseo απαντά με μια επιστολή, την οποία, «ως εντελώς άγνωστον,

άτε ολίγον κυκλοφορήσασα», επιστέλλει ο Ν. Σπανδωνής στα Παναθήναια.

Page 221: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

221

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Tommaseo θα επιμείνει ιδιαίτερα στις πηγές του

Σολωμού: στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Επτανήσου, την εποχή κατά την οποία

εμφανίστηκε, και στις «οφειλές» του προς τους επτανήσιους λογοτεχνικούς

προγόνους του και πνευματική του πατρίδα Ιταλία.25

25 «[…] και της τριπλής ταύτης δόξης [έργα μεγαλοφυΐας, χειρός και καρδίας] ομού συναρμοζομένης,

η Ελλάς προσφέρει πάσι τοις έθνεσι παραδείγματα αναθάλλοντα καθ’ όλους τους αιώνας. Εις την

υμετέραν προσλαλιάν αναγινώσκω τα ονόματα ετέρων Ζακυνθίων, ουχί ολίγων, οίτινες προηγήθησαν

του Σολωμού, καλλιεργούντες τα γράμματα, προπαρασκευάσαντες, ούτως ειπείν, τας βαθμίδας δι’ ων

ανέβη. Εφ’ ω και ενισχύεται η πεποίθησίς μου, ότι παν αγαθόν εν τω κόσμω, έχει τας προπαρασκευάς

του, ουχί πάντοτε προαγγελλομένας, πάντοτε όμως προορωμένας, – ότι ουδεμία περιφανής υπεροχή

είναι μοναδική κατά το είδος της, και σχεδόν τερατωδώς διάφορος απάντων των εαυτήν

περικυκλούντων πραγμάτων, – και ότι το έδαφος, εφ’ ου ηδυνήθη να εκπαιδευθή νους και ψυχή

εκλεκτή υπ’ άλλων νόων και ομοίων ψυχών, μεγαλητέρων δ’ ίσως και καλλιτέρων, ή υπήρξεν, ή δύναται να γείνη εύγονον. Αλλ’ η μεγαλόνοια του Σολωμού οφείλει εν μέρει την εαυτής ανάπτυξιν εις

την Ιταλίαν. Αυτός δε χαίρων και εγκαυχώμενος ωμολόγει τούτο, ως η Ιταλία και άπας ο πολιτισμένος

κόσμος ομολογούσι μεγάλην προς την Ελλάδα ευγνωμοσύνην. διότι οι πλούσιοι δεν φοβούνται ν’

αναγνωρίζωσι το χρέος, όπερ δύνανται να αποτίσωσι μετ’ αφειδούς τόκου. και μεταξύ έθνους και

έθνους η άρνησις αυτού είναι ίδιον απίστων και αισχρών πενήτων, η περιφρόνησις είναι ίδιον ευήθων

και η αγνωμοσύνη χείρων και των αλόγων ζώων» (τ. 13, σελ. 148).

Page 222: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

222

ii) Η πρόσληψη του σολωμικού έργου – Πίνακες έργων

Τα ελληνικά ποιήματα

Παναθήναια Τίτλος

τ. Α', σελ. 107 «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 2, στ. 1-2

τ. Α', σελ. 329 «Η καταστροφή των Ψαρών», στ. 5-6

τ. Α', σελ. 409 «Η καταστροφή των Ψαρών» (τίτλος: «Η Δόξα»)

τ. 2, σελ. 315 «Η Αγνώριστη», στ. 13-16 και στ. 1-4

τ. 3, σελ. 37 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 41

τ. 3, σελ. 217-218 Διάλογος (σελ. 12, 24, 26, 24)

τ. 4, σελ. 34 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 53

τ. 4, σελ. 35 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 41

τ. 4, σελ. 120 «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 2, στ. 1

τ. 4, σελ. 121 «[Σχεδίασμα 1]»26

τ. 4, σελ. 126 «Η καταστροφή των Ψαρών»

τ. 4, σελ. 126 «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 83-85

τ. 4, σελ. 126 «Γαλήνη»

τ. 4, σελ. 126 «Η Τρελή Μάνα», στρ. 3-4 και 16

τ. 4, σελ. 126 «Εις το θάνατο Κυρίας Αγγλίδας», απ. 1

τ. 4, σελ. 126 «Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο», απ. 3

τ. 4, σελ. 127 «Ωδή εις τη Σελήνη»

τ. 4, σελ. 127 «Αγνώστου ποιήματος αποσπάσματα [Carmen Seculare]», απ. 3, στ. 1-15

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 2, στ. 10-13

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 6, στ. 24

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 28

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 36

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 41

τ. 4, σελ. 127 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Γ΄, απ. 6, στ. 1-4

τ. 4, σελ. 127 «Αγνώστων ποιημάτων αποσπάσματα», απ. 2

τ. 4, σελ. 127 «Νικηφόρος ο Βρυέννιος», απ. 1, παραλλαγή στ. 1

τ. 4, σελ. 127 «Εις το θάνατο Κυρίας Αγγλίδας», απ. 3

26 [Κάθε ρείθρο ερωτεμένο…] Βλ. Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, ό.π., σελ. 330.

Page 223: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

223

τ. 4, σελ. 127 «Αγνώστου ποιήματος αποσπάσματα [Carmen Seculare]», απ. 2, στ. 2

τ. 4, σελ. 127 «Ο Πόρφυρας», απ. 4

τ. 4, σελ. 160 «Η Ξανθούλα», στ. 1-4 (παραλλαγή)

τ. 4, σελ. 222 «Η Ξανθούλα», στ. 1-4 (παραλλαγή)

τ. 6, σελ. 386 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 50

τ. 6, σελ. 386 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 52

τ. 8, σελ. 163 «Νικηφόρος ο Βρυέννιος», απ. 1, παραλλαγή στ. 1

τ. 10, σελ. 3 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 43, στ. 1

τ. 12, σελ. 6 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 2, στ. 13

τ. 13, σελ. 208 «ΟΛάμπρος», απ. 25, στρ. 4, στ. 4

τ. 13, σελ. 258 «Η Ξανθούλα», στ. 1-4

τ. 13, σελ. 363 «ΟΛάμπρος», απ. 25, στρ. 5, στ. 3-8

τ. 14, σελ. 140 «Η Τρελή Μάνα», στρ. 16, στ. 3-6

τ. 14, σελ. 142 «Μετάφραση της Ωδής του Πετράρχη», στρ. 7, στ. 1-2

τ. 14, σελ. 142 «Ο Λάμπρος», «Τα δύο αδέλφια», στρ. 1, στ. 1-2

τ. 14, σελ. 142 «Ο Λάμπρος», απ. 32, στ. 1

τ. 14, σελ. 143 «Ο Θάνατος του Βοσκού», στ. 3-4 (παραλλαγή)

τ. 14, σελ. 146 «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ»

τ. 14, σελ. 212 «Εις Μοναχήν», στ. 1-6

τ. 14, σελ. 212 «Ο Πόρφυρας», απ. 7, στ. 5-6 και απ. 5, στ. 3-5

τ. 14, σελ. 216 «Στο θάνατο της μικρής ανεψιάς», στρ. 1-2

τ. 15, σελ. 291 «Η Ξανθούλα», στ. 1-4 (παραλλαγή)

τ. 16, σελ. 25 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 2, στ. 13

τ. 16, σελ. 227 «Μίμηση του τραγουδιού της Δεσδεμόνας», στ. 1-2

τ. 19, σελ. 59 «Η καταστροφή των Ψαρών», στ. 3

τ. 20, σελ. 182 «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 44-47, 72-73, 86, 112

τ. 21, σελ. 173 «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 99, στ. 1 και στρ. 101

τ. 20, σελ. 184 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Γ΄, απ. 6, στ. 16

τ. 22, σελ. 5(;) Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 31

τ. 23, σελ. 137 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Β΄, απ. 2, σελ. 10

τ. 23, σελ. 260 «Η Ξανθούλα», στρ. 1-6

τ. 23, σελ. 340 «Ο Λάμπρος», απ. 21, «Η ημέρα της Λαμπρής»

Page 224: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

224

τ. 23, σελ. 340 Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχ. Γ΄, απ. 6, «Ο Πειρασμός», στ. 1-10

τ. 24, σελ. 268 «Ο Πόρφυρας», απ. 8

τ. 26, σελ. 26 «Νεκρική Ωδή», στρ. 2

τ. 27, σελ. 7927

«Σχεδίασμα» [Α΄, 155], στ. 1-2

27 Παναθήναια, τ. Α΄ (Οκτώβριος 1900 – Μάρτιος 1901)

Παναθήναια, τ. 2 (Απρίλιος 1901 – Σεπτέμβριος 1901) Παναθήναια, τ. 3 (Οκτώβριος 1901 – Μάρτιος 1902)

Παναθήναια, τ. 4 (Απρίλιος 1902 – Σεπτέμβριος 1902)

Παναθήναια, τ. 6 (Απρίλιος 1903 – Σεπτέμβριος 1903)

Παναθήναια, τ. 8 (Απρίλιος 1904 – Σεπτέμβριος 1904)

Παναθήναια, τ. 10 (Απρίλιος 1905 – Σεπτέμβριος 1905)

Παναθήναια, τ. 12 (Απρίλιος 1906 – Σεπτέμβριος 1906)

Παναθήναια, τ. 13 (Οκτώβριος 1906 – Μάρτιος 1907)

Παναθήναια, τ. 14 (Απρίλιος 1907 – Σεπτέμβριος 1907)

Παναθήναια, τ. 15 (Οκτώβριος 1907 – Μάρτιος 1908)

Παναθήναια, τ. 16 (Απρίλιος 1908 – Σεπτέμβριος 1908)

Παναθήναια, τ. 19 (Οκτώβριος 1909 – Μάρτιος 1910)

Παναθήναια, τ. 20 (Μάρτιος 1910 – Σεπτέμβριος 1910) Παναθήναια, τ. 21 (Οκτώβριος 1910 – Μάρτιος 1911)

Παναθήναια, τ. 22 (Απρίλιος 1911 – Σεπτέμβριος 1911)

Παναθήναια, τ. 23 (Οκτώβριος 1911 – Μάρτιος 1912)

Παναθήναια, τ. 24 (Απρίλιος 1912 – Σεπτέμβριος 1912)

Παναθήναια, τ. 26 (Απρίλιος 1913 – Σεπτέμβριος 1913)

Παναθήναια, τ. 27 (Οκτώβριος 1913 – Ιανουάριος 1915)

Page 225: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

225

Τα ιταλικά ποιήματα

Παναθήναια Τίτλος Μετάφραση

τ. 4, σελ. 114-115 «Το ελληνικό καράβι» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 115-116 «Η Σαπφώ» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 129-130 «Η Ελληνίδα Μητέρα» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 130-131 «Η Γυναίκα με το Μαγνάδι» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 132 «Τ’ Αηδόνι και το Γεράκι» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 132-133 «Στον Ορφέα» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 133 «Επίγραμμα στην Alice Ward» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 158 «Η Ελληνίδα Μητέρα», στ. 11

τ. 4, σελ. 161 «Στον Ορφέα» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 162 «Στο θάνατο του Φωσκόλου» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 162-163 «Στον Ορφέα» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 163 «Στην κυρία Στυλιανή Μακρή, κόμησα Σολωμού» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 164 «Στο θάνατο του Στυλιανού Μαρκορά» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 164-165 «Στον κόμητα Παύλο Μερκάτη» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 165 «Επίγραμμα στον Ιππότη Ιωάννη Φραίζερ» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 165 «Το ρόδο» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 166 «Για γάμο» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 193 «Το πέσιμο του Εωσφόρου» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 194 «Για έναν κατασκευαστήν οργάνων της δυτικής εκκλησίας» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 194-196 «Ωδή για πρώτη λειτουργία» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 197 «Για πρώτη λειτουργία» Γ. Καλοσγούρος

τ. 4, σελ. 197 «Για πρώτη λειτουργία» Γ. Καλοσγούρος

τ. 6, σελ. 675-676 «Alla mia bella insensibile» Σπ. Δε Βιάζης

τ. 6, σελ. 676 «Il Pastorello» Σπ. Δε Βιάζης

τ. 7, σελ. 366 [Di prima gioventu, al primo albore] χωρίς μετάφραση

τ. 7, σελ. 366 [Sparisce il fragil vel che il volto abbella] χωρίς μετάφραση

τ. 7, σελ. 366 «Στον Ανδρέα Μουστοξύδη» (παραλλαγή) χωρίς μετάφραση

τ. 14, σελ. 212 «Orfeo (Sonetto)», στ. 1-4 χωρίς μετάφραση

τ. 14, σελ. 214 «La Navicella Greca» (στ. 49-53) χωρίς μετάφραση

τ. 14, σελ. 249 «Προσευχή στον Άγιο Διονύσιο» (τίτλος: «Στον Άγιον Διονύσιον») Στ. Μαρτζώκης

τ. 17, σελ. 341 «Al Nob. Sig. Cavaliere Paolo Conte Mercati, amico dell’ autore» Σπ. Δε Βιάζης

τ. 17, σελ. 342 «Il Gomitolo» Σπ. Δε Βιάζης

τ. 17, σελ. 342 «Titone e l’ Aurora» Σπ. Δε Βιάζης

Page 226: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

226

τ. 17, σελ. 342 «Il core insensibile» Σπ. Δε Βιάζης

τ. 17, σελ. 342 [Fra il riso ed il pianto trascore la vita] (τίτλος: «Επίγραμμα») Σπ. Δε Βιάζης

τ. 17, σελ. 34228

[Επάνω σ’ ένα αντίτυπο του «Ύμνου»] Σπ. Δε Βιάζης

28 Παναθήναια, τ. 4 (Απρίλιος 1902 – Σεπτέμβριος 1902)

Παναθήναια, τ. 6 (Απρίλιος 1903 – Σεπτέμβριος 1903)

Παναθήναια, τ. 7 (Οκτώβριος 1903 – Μάρτιος 1904)

Παναθήναια, τ. 14 (Απρίλιος 1907 – Σεπτέμβριος 1907)

Παναθήναια, τ. 17 (Οκτώβριος 1908 – Μάρτιος 1909)

Page 227: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

227

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγγελάτος Δημήτρης, “Ήχος λεπτός … […] γλυκύτατο[ς], ανεκδιήγητος …”. Η

“τύχη” του σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία της κριτικής (1859-

1929), Πατάκης, Αθήνα, 2000.

Αγγελάτος Δημήτρης, Το αφανές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. “Η Γυναίκα της

Ζάκυθος”, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 1999.

Αλεξίου Στυλιανός, Σολωμικά, Στιγμή, Αθήνα, 1994.

Αλεξίου Στυλιανός, Σολωμιστές και Σολωμός, Στιγμή, Αθήνα, 1997.

Αποστολίδου Βενετία, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας,

Θεμέλιο, Αθήνα, 1992.

Βαγενάς Νάσος, «Ο λογοτεχνικός κριτικός», εφημ. Το Βήμα, 11.01.2004.

Βαγενάς Νάσος, «Ο Σολωμός ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Επτανησίους.

Ανάγκη αναθεώρησης», εφημ. Το Βήμα, 29.11.1998.

Βαγενάς Νάσος [επ.], Συνομιλώντας με τον Καβάφη. Ανθολογία ξένων καβαφογενών

ποιημάτων, επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, Κέντρο ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη,

2000.

Βαγενάς Νάσος, «Το επίτευγμα του Σολωμού», εφημ. Το Βήμα, 13.12.1998.

Βαλαωρίτης Αριστοτέλης, Φωτεινός, επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα,

1988.

Βελουδής Γιώργος, Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι

γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα,1989.

Page 228: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

228

Βελουδής Γιώργος, Διονυσίου Σολωμού, Οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, ερμηνευτική

έκδοση (εισαγωγή, κείμενο, σχόλια), Πατάκης, Αθήνα, 2006.

Βελουδής Γιώργος, «Ο Σολωμός των Ελλήνων. 200 χρόνια από τη γέννηση του

εθνικού μας ποιητή», εφημ. Το Βήμα, 11.01.1998.

Βιζυηνός Γ. Μ., Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, Εστία, Αθήνα,

1998.

Γαραντούδης Ευριπίδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης

(1820-1950),τρίτη συμπληρωμένη έκδοση, Καστανιώτης, Αθήνα, 2007.

Γαραντούδης Ευριπίδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του

και της σύγχρονης πρόσληψής της, Καστανιώτης, Αθήνα, 2005.

Γεωργαντά Αθηνά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την «Πάπισσα Ιωάννα» (1860-

1865), Ιστός, Αθήνα, 1993.

Δάλλας Γιάννης, Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία, Άγρα, Αθήνα, 2002.

Δάλλας Γιάννης, Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής.

Φιλολογικά δοκίμια, Νόηση, Αθήνα, 2009.

Έλιοτ Τ. Σ., Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961. Επιλογή),

μετάφραση-επιμέλεια: Στέφανος Μπεκατώρος, Ηριδανός, Αθήνα, 1983.

Ελύτης Οδυσσέας, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα, 20054.

Ήγκλετον Τέρι, Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Εισαγωγή, θεώρηση

μετάφρασης Δημήτρης Τζιόβας, μτφρ. Μιχάλης Μαυρώνας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1996.

Η Λέξη, τχ. 142, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1997.

Page 229: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

229

Ιορδανίδης Κ. [επ.], Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία. τ. Α΄,

Φαναριώτες, Άνθη Ευλαβείας, Επτανήσιοι, επιμέλεια εισαγωγής Μ. Μ. Παπαϊωάννου,

επιμέλεια ανθολογίας Κ. Ιορδανίδης, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1990.

Κάλβου Ανδρέα, Ωδαί, κριτική έκδοση: Filippo Maria Pontani, εισαγωγή: Κ. Θ.

Δημαράς, γλωσσάριο: Anna Gentilini, Ίκαρος, Αθήνα, 2000.

Καράογλου Χ. Λ. [επ.], Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Αναλυτική

βιβλιογραφία και παρουσίαση, τ. Α΄: Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), ερευνητική

ομάδα, εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου, University Studio Press (Εκδόσεις επιστημονικών

βιβλίων και περιοδικών), Θεσσαλονίκη, 1996.

Καψάσκης Σωκράτης, Μοναχικοί μαυροντυμένοι περιπατητές της Κέρκυρας, Διονύσιος

Σολωμός – Ανδρέας Κάλβος, Τυπωθήτω, Αθήνα, 1998.

Καψάσκης Σωκράτης, Στοιχεία βιογραφίας του Διονυσίου Σολωμού, Τυπωθήτω,

Αθήνα, 1998.

Καψωμένος Ερατοσθένης Γ., “Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου”. Ερμηνευτικά κλειδιά

στο Σολωμό, Εστία, 1999.

Κεχαγιόγλου Γ. [επ.], Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, επιλογή κριτικών

κειμένων, επιμέλεια: Γ. Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

Ηράκλειο,1999.

Κίτσος-Μυλωνάς Α. Θ. [επ.], Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά Στάη – Πολυλά –

Ζαμπέλιου, επιμέλεια Α. Θ. Κίτσος-Μυλωνάς, επίμετρο Νίκος Καλταμπάνος, δεύτερη

έκδοση, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.

Μαρωνίτης Δ.. Ν., Διονύσιος Σολωμός. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα, 2007.

Μαρωνίτης Δ.. Ν., Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα, 2007.

Page 230: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

230

Μουλλάς Παν., Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα

ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1992.

Μουλλάς Παν., Ρήξεις και συνέχειες, Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Σοκόλης, Αθήνα,

1994.

Νέα Εστία, τχ. 1235, Χριστούγεννα 1978.

Ντελλόπουλος Κυριάκος, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα, Εστία, Αθήνα, 2005.

Ξενόπουλος Γρηγόριος, Επιλογή κριτικών κειμένων, ανθολόγηση – εισαγωγή –

επιμέλεια Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα, 2002.

Οδός Πανός, τχ. 105-106, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1999.

Παλαμάς Κωστής, Διονύσιος Σολωμός, επιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής,

Ερμής, Αθήνα, 1981.

Παναθήναια, τ. 1-28, (1900-1915).

Παπάζογλου Χρήστος, Μυστικιστικά θέματα και σύμβολα στο Carmen Seculare του

Διονύσιου Σολωμού, Κέδρος, Αθήνα, 1995.

Παπαθεοδώρου Γιάννης, Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως

«εθνικός ποιητής», Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009.

Παπατσώνη Τ. Κ., Εθνεγερσία Σολωμός Κάλβος. Ομιλία εκφωνηθείσα την 24ην

Μαρτίου 1970 κατά την πανηγυρικήν συνεδρίαν της Ακαδημίας Αθηνών, Ίκαρος,

Αθήνα, 1970.

Πασχάλης Στρατής [επ.], Λογοτεχνικό ταξίδι στο Βυζάντιο. Με οχτώ πορτρέτα

Ελλήνων συγγραφέων, εισαγωγή – επιμέλεια: Στρατής Πασχάλης, Μεταίχμιο, Αθήνα,

2005.

Page 231: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

231

Περίπλους, τχ. 9-10, Άνοιξη – Καλοκαίρι 1986.

Περίπλους, τχ. 46-47, Ιούλιος 1998 – Φεβρουάριος 1999.

Πεχλιβάνος Μίλτος, Από τη «Λέσχη» στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Η στίξη της

ανάγνωσης, Πόλις, Αθήνα, 2008

Πολίτη Λίνου, Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Μ.Ι.Ε.Τ.,

Αθήνα,19953

Πολίτη Λίνου, Ο Σολωμός στα γράμματά του, Εστία, Αθήνα [1956].

Πολυχρονάκης Δημήτρης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική

παρουσίαση του αισθητικού και του γλωσσικού του συστήματος, Πανεπιστημιακές

Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2002.

Πυλαρινός Θεοδόσης, Επτανησιακή Σχολή, Σαββάλας, Αθήνα, 2003.

Ροζάνης Στέφανος, Το δαιμονιακό ύψιστο. Δοκίμιο για τον Δ. Σολωμό, Αθήνα, Οι

εκδόσεις των φίλων, 1976.

Ροΐδης Εμμανουήλ, Άπαντα, τ. Δ΄ (1891-1893), φιλολογική επιμέλεια Άλκης

Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα, 1978.

Ροΐδης Εμμανουήλ, Άπαντα, τ. Ε΄ (1894-1904), φιλολογική επιμέλεια Άλκης

Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα, 1978.

Ροΐδης Εμμανουήλ, Σκαλαθύρματα, επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Εστία, Αθήνα, 1999

Σαββίδης Γ. Π. [επ.], Ο Καβάφης του Σεφέρη, τ. Α΄, Εστία, Αθήνα, 1993.

Σεφέρης Γιώργος, Δοκιμές (1936-1947), τ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα, 20038.

Σεφέρης Γιώργος, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 199418

.

Page 232: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

232

Σιαφλέκης Ζ. Ι., Συγκριτισμός και ιστορία της λογοτεχνίας, Επικαιρότητα, Αθήνα,

1988.

Σολωμός Διονύσιος:«Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου; (30 Οκτωβρίου – 1

Νοεμβρίου 1997), Επιστημονικό Συμπόσιο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού

Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, 1999.

Σολωμός Διονύσιος, Ρίμες εξ απροόπτου (Rime Improvvisate).Κατά την έκδοση

Λοδοβίκου Στράνη (Κέρκυρα 21823), μετάφραση και επίλογος Γιώργος Κεντρωτής

και Νίκος Παπαδόπουλος, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2004. (Το εξώφυλλο της συλλογής

στην πρώτη της έκδοση φέρει τα εξής στοιχεία: Rime Improvvisate, dal nobil signore

Dionisio Conte Salamon Zacintio, Corfu, nella stamperia del Governo, 1822.

Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα τα Ευρισκόμενα μετά προλόγου περί του βίου και των

έργων του ποιητού υπό Κωστή Παλαμά και μετά πέντε φωτοτυπιών κατά

σχεδιογραφήματα Ν. Γύζη και Γ. Ιακωβίδου, Εν Αθήναις, τύποις Π. Δ. Σακελαρίου,

1901 [Βιβλιοθήκη Μαρασλή].

Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα, τ. Α΄: Ποιήματα, επιμέλεια – σημειώσεις: Λίνος

Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 20028 (1η: 1948).

Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα, τ. Β΄: Πεζά και Ιταλικά, έκδοση – σημειώσεις: Λίνος

Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 19864 (1η: 1955).

Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα, τ. Β΄, Παράρτημα: Ιταλικά (ποιήματα και πεζά), μτφρ.

Λίνος Πολίτης – Γ. Ν. Πολίτης (συνεργασία), Ίκαρος, Αθήνα, 19913 (1η: 1960).

Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα, τ. Γ΄: Αλληλογραφία, επιμέλεια – μετάφραση –

σημειώσεις: Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 1991.

Σολωμού Διονυσίου, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια – εισαγωγές: Στυλιανός Αλεξίου,

Στιγμή, Αθήνα,1994.

Page 233: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

233

Σολωμού Διονυσίου, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια – εισαγωγή: Στυλιανός Αλεξίου,

Στιγμή, β΄ έκδοση επαυξημένη, Αθήνα, 2007.

Σολωμού Διονυσίου, Τα Ευρισκόμενα, Εκδίδονται δαπάνη Αντωνίου Τερζάκη, Εν

Κερκύρα, τυπογραφείον Ερμής Αντωνίου Τερζάκη, 1859 [Έκδοση Πολυλά].

Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, έκδοση: Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα,19983

(1η:1944).

Ταμπάκη Άννα, Ζητήματα συγκριτικής γραμματολογίας και ιστορίας των ιδεών. Εννέα

μελέτες, Ergo, Αθήνα, 2008.

Τζιόβας Δημήτρης, Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική

πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003.

Τζιόβας Δημήτρης, Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές

αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1987.

Το Δέντρο, τχ. 71-72, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1992.

Τσαντσάνογλου Ελένη, Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το

αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή, Ερμής, Αθήνα, 1982.

Χατζηγιακουμής Εμμ. Κ., Νεοελληνικαί Πηγαί του Σολωμού. Κρητική λογοτεχνία.

Δημώδη μεσαιωνικά κείμενα. Δημοτική ποίησις, (Διατριβή επί διδακτορία),

Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, Αθήνα,1968.

Abrams M. H., Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Θεωρία, ιστορία, κριτική λογοτεχνίας,

μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά – Σοφία Χατζηϊωαννίδου, Πατάκης, Αθήνα,2009.

Abrams M. H., Ο καθρέφτης και το φως. Ρομαντική θεωρία και κριτική παράδοση,

μτφρ. Άρης Μπερλής, Κριτική, Αθήνα, 2001.

Page 234: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

234

Alighieri Dante, Θεία Κωμωδία, «Κόλαση», γραμμένη και στη γλώσσα που μιλάμε

με το χέρι του Ανδρέα Ριζιώτη, Πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, Αθήνα, Τυπωθήτω,

2006.

Bloom Harold, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση, εισαγωγή,

μετάφραση, σημειώσεις: Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα, Αθήνα, 1989.

Bloom Harold, Ο δυτικός κανόνας. Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών, μτφρ.

Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος, Gutenberg,

Αθήνα, 2007.

Michael Ferber [ed.], A Companion to European Romanticism, ed. Michael Ferber,

Blackwell, 2005.

Hawthorn Jeremy, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της

λογοτεχνίας, μτφρ. Μαρία Αθανασοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

Ηράκλειο, 1995.

Holub Robert C., Θεωρία της πρόσληψης, μια κριτική εισαγωγή, μτφρ. Κωνσταντίνα

Τσακοπούλου, Επιμέλεια-θεώρηση μετάφρασης: Άννα Τζούμα, Μεταίχμιο, Αθήνα,

2004.

Iser Wolfgang, The act reading. A theory of aesthetic response, Johns Hopkins

University Press, Baltimore and London, 1978.

Jauss Hans Robert, Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, Εισαγωγή,

μετάφραση, επίμετρο Μίλτος Πεχλιβάνος, Βιβλιοπωλείο της “Εστίας” Ι.Δ. Κολλάρου

και Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1995.

Matejka Ladislav and Pomorska Krystyna [ed.], Readings in Russian Poetics:

Formalist and Structuralist Views, ed. Ladislav Matejka and Krystyna Pomorska,

intro. By Gerald L. Burns, MIT Press, Cambridge, 1962.

Page 235: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

235

[William Shakespeare], Αμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου, έμμετρος μετάφρασις

Ιακώβου Πολυλά, εισαγωγή Δημήτρης Πολυχρονάκης, Κριτικαί Παρατηρήσεις

Γεώργιος Καλοσγούρος, φιλολογική επιμέλεια Μάρα Γιαννή, Ιδεόγραμμα, 2008.

Selden Raman [επ.], The Cambridge history of literary criticism, Ιστορία της θεωρίας

της λογοτεχνίας, τ. 8, Από τον Φορμαλισμό στον Μεταδομισμό, επιμέλεια Raman

Selden, θεώρηση μετάφρασης Μίλτος Πεχλιβάνος, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος,

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

[Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2005.

René Wellek - Austin Warren, Θεωρία λογοτεχνίας (Theory of Literature), μτφρ.

Σταύρος Γ. Δεληγιώργης, Δίφρος, Αθήνα [1980].

Page 236: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της
Page 237: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

237

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

(Δεν ευρετηριάζονται οι υποσημειώσεις, το παράρτημα και το όνομα Διονύσιος Σολωμός)

A

Angelico, Fra Giovanni, 62

B

Beethoven, Ludwig van, 64, 114 Bloom, Harold, 184 Borges, Jorge Luis, 192 Botticelli, Sandro, 62

Byron, George Gordon, 64, 175

C

Canna (Κάννας, Ιωάννης), 67 Carducci, Giosue, 65 Chateaubriand, Francois Rene, 46 Chenier, Ελισάβετ, 166 Ciuti, Pio, 91

Costa, Paolo, 110, 124

D

D’ Annunzio, Gabriele, 65 D’ Istria, Dora, 91 Damiani, Gulielmo, 67, 68, 91, 159 Dante, Alighieri, 49, 118

E

Eliot, T. S., 94, 136, 162, 171

F

Fauriel, Claude, 150 Flaubert, Gustave, 20 Foscolo, Ugo, 43, 64, 100, 107, 166, 170, 184

Fraser, John (Φραίζερ Ιωάννης), 110

G

Gadamer, Hans Georg, 22 Gilford, Frederick North, 108 Goethe, Johann, 90, 115, 129 Grassetti, Gaetano, 104, 110, 135

H

Hern, Lafcadio, 64 Holub, Robert C., 21

I

Ibsen, Henrik, 64, 65

J

Jauss, Hans Robert, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 25, 27, 29, 33, 60

Joss, Leopold, 110, 133

K

Krumbacher, Karl, 152 Kuhn, Thomas S., 8

L

Lamber-Adam, Juliette, 48 Lebesgue, Phileas, 91 Lolli, Flaminio, 110

M

Maeterlinck, Maurice, 64 Maitland, Thomas, 105 Monti, Vincenzo, 100 Moreas, Jean, 64 Mozart, Wolfgang Amadeus, 64, 114

P

Passow, Arnold, 152 Poe, Edgar Allan, 176 Prudhomme, Sully, 58, 65

R

Regaldi, Giuseppe, 110, 120, 129, 174, 219

Richards, I. A., 15

S

Schelling, Friedrich, 114, 176 Schiller, Friedrich, 7, 8, 18, 38, 114, 115, 136, 176,

178, 179 Shakespeare, William, 64 Sordina Riegler, Ασπασία, 164, 220

Sorma, Agnes, 64

T

Tolstoy, Leo, 64 Tomashevsky, Boris, 96 Tommaseo, Nicolo, 86, 101, 110, 116, 117, 120,

126, 173, 206, 220, 221

W

Wagner, Richard, 64 Ward, Henry, 110 Wellek, Rene, 11

Α

Αγγελάτος, Δημήτριος, 28, 34, 35, 58, 182, 183

Αγγέλου, Άλκης, 49 Αλεξίου, Στυλιανός, 60, 130 Αποστολάκης, Γιάννης, 59, 60 Αρβανιτόπουλος, Α. Σ., 163 Αργυρίου, Αλέξανδρος, 57, 58 Αργυρόπουλος, Άνθιμος, 105, 106 Ασώπιος, Κωνσταντίνος, 44, 45, 46, 47

Page 238: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

238

Β

Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης, 25, 35, 145, 156, 157, 182, 183, 184, 189, 190, 191, 192

Βάμβας, Νεόφυτος, 109 Βάρναλης, Κώστας, 59 Βέης, Νίκος Α., 166 Βελουδής, Γιώργος, 114, 116, 117, 189 Βερναρδάκης, Δημήτριος, 45, 156, 165 Βηλαράς, Ιωάννης, 44, 49, 154, 161, 190, 191 Βικέλας, Δημήτριος, 49, 93, 147, 157, 165 Βλαχογιάννης, Ιωάννης, 93 Βλάχος, Άγγελος, 46, 121, 144, 145, 190

Βλάχος, Γεώργιος, 61 Βούλτσος, Διονύσιος, 104, 126 Βούλτσος, Στέφανος, 119, 120, 126 Βουτιερίδης, Ηλίας Π., 163, 164 Βουτσινάς, Ιωάννης, 32 Βουτυράς, Δημοσθένης, 65 Βρούτος, Γεώργιος, 62 Βυζάντιος, Αναστάσιος, 163

Γ

Γαλβάνης, Ιωάννης, 104, 108, 110, 111, 213 Γαραντούδης, Ευριπίδης, 25, 29, 189 Γρυπάρης, Ιωάννης, 65, 93, 157 Γύζης, Νικόλαος, 62, 67, 72, 163

Δ

Δάφνης, Στέφανος, 162 Δε Βιάζης, Σπυρίδων, 64, 77, 78, 79, 95, 97, 100,

102, 104, 105, 115, 120, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 133, 134, 135, 166, 167, 168, 169, 170, 186, 205, 207, 208, 209, 210, 211, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 225, 226

Δε Ρώσσης, Γεώργιος, 104, 134 Δελμούζος, Αλέξανδρος, 92

Δημαράς, Κ. Θ., 140 Δομενεγίνης, Ιούλιος, 104 Δούσμανης, Αντώνιος, 110 Δούσμανης, Βίκτωρ, 93 Δροσίνης, Γεώργιος, 157, 190, 196

Ε

Επισκοπόπουλος, Νικόλαος, 62, 79, 80, 82, 106, 107, 115, 133, 165

Ζ

Ζαλοκώστας, Γεώργιος, 32, 44, 120, 157, 219 Ζαμπέλιος, Ιωάννης, 44, 110 Ζαμπέλιος, Σπυρίδων, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42,

43, 44, 45, 86, 110, 194

Ζώης, Λεωνίδας Χ., 91, 112, 113

Θ

Θεοτόκης, Κωνσταντίνος, 158 Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος, 62 Θέρος, Άγις, 92, 93 Θωμόπουλος, Θωμάς, 93

Ι

Ιακωβίδης, Γεώργιος, 72, 73, 163

Κ

Καβάφης, Κ. Π., 64 Καιροφύλλας, Κώστας, 59 Κάκνη, Μαρνέτα, 97 Κάλβος, Ανδρέας, 64, 107, 110, 156, 171, 174, 182,

183, 184, 185, 186, 187, 188, 189 Καλογεροπούλου, Ελπίς, 64 Καλομοίρης, Μανόλης, 64, 93

Καλοσγούρος, Γεώργιος, 3, 57, 59, 71, 80, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 91, 92, 102, 124, 125, 136, 138, 141, 158, 169, 171, 177, 179, 180, 181, 203, 207, 225

Καμπάνης, Άριστος, 150, 151, 163, 186, 191 Καραβίας, Αναστάσιος, 102 Καραμανλάκης, Αλέξανδρος, 164 Καρασούτσας, Ιωάννης, 44

Καρβελλά-Grassetti, Αδελαΐδα, 135 Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 65 Καρρέρ, Φρειδερίκος, 169 Καρύδης, Σοφοκλής, 44 Κασιμάτης, Νικόλαος, 99 Καστόρχης, Ευθύμιος, 44 Καψάσκης, Σωκράτης, 185 Κοκονδρής, Νικόλαος, 103 Κολλάρος, Ι. Δ., 93

Κομούτος, Αντώνιος, 120, 126, 206 Κονδυλάκης, Ιωάννης, 65 Κοντούρης, Ιωάννης, 131 Κορνάρος, Βιτσέντζος, 151, 161 Κοτοπούλη, Μαρίκα, 64, 93 Κουαρτάνος, Πέτρος, 109, 171 Κουμανούδης, Στέφανος, 44, 45

Λ

Λαμπελέτ, Γεώργιος, 64, 150, 171, 172 Λαπαθιώτης, Ναπολέων, 65 Λασκαράτος, Ανδρέας, 110 Λεονταράκης, Εμμανουήλ, 98, 104, 108, 111, 112,

113 Λεονταράκης, Ιωάννης, 99, 112 Λούντζης, Δημήτριος, 120, 168

Λούντζης, Ιωάννης, 104, 168 Λούντζης, Νικόλαος, 104, 110, 115, 168, 208, 215 Λυκούδης, Εμμανουήλ, 66, 67, 93 Λύτρας, Νικηφόρος, 62

Μ

Μαβίλης, Λορέντζος, 92, 158, 165 Μακρή, Στέλλα, 170, 208, 212

Μαλακάσης, Μιλτιάδης, 65, 80, 82, 147, 165 Μάντζαρος, Νικόλαος, 64, 70, 92, 109, 115, 132,

158, 173, 208 Μαρκοράς, Γεράσιμος, 65, 67, 92, 109, 130, 157,

158, 206 Μαρκοράς, Γεώργιος, 109, 119, 124, 125, 203, 206 Μαρκοράς, Στυλιανός, 170 Μαρτελάος, Αντώνιος, 99

Μαρτελάος, Διονύσιος, 167 Μαρτζώκης, Στέφανος, 65, 67, 92, 170, 225

Page 239: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

239

Μαρτινέλης, Γεώργιος, 73, 77 Μαρωνίτης, Δ. Ν., 149 Μάτεσις, Α. Σ., 93, 148 Μάτεσις, Αντώνιος, 104, 119, 120, 125, 204, 205,

207

Μενάρδος, Σίμος, 64, 100, 106, 114, 118, 136, 151, 152, 174, 175, 176, 184, 185, 187, 188

Μερκάτης, Παύλος, 104, 168, 170, 209 Μητσάκης, Μιχαήλ, 187 Μινώτος, Δημήτριος, 128, 137, 215 Μιστριώτης, Γεώργιος, 44, 45 Μιχαηλίδης, Κίμων, 61, 62, 89, 90, 163, 164, 197 Μιχαλόπουλος, Λάμπρος, 131

Μιχαλόπουλος, Φάνης, 59 Μουλλάς, Πάνος, 29, 32, 38, 46, 140 Μουστοξύδης, Ανδρέας, 110, 133, 169, 219 Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος, 65 Μωρέττης, Άγγελος, 90

Ν

Νερουλός, Ιακωβάκης Ρίζος, 44

Νίκλη, Αγγελική, 96, 98, 111, 113 Νιρβάνας, Παύλος, 64, 70, 72, 142, 143, 153, 163,

165

Ξ

Ξενόπουλος, Γρηγόριος, 63, 64, 65, 71, 73, 74, 75, 76, 77, 90, 91, 93, 112, 117, 136, 143, 144, 145, 147, 148, 153, 154, 156, 160, 163, 164, 165, 207

Ο

Όθων Α ,́ 148, 155 Ορφανίδης, Θεόδωρος, 44

Π

Παλαμάς, Κωστής, 3, 31, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55,

56, 57, 58, 59, 60, 65, 70, 71, 72, 74, 76, 77, 78, 80, 82, 84, 85, 86, 87, 88, 91, 92, 93, 136, 137, 141, 144, 145, 149, 150, 153, 155, 157, 160, 163, 177, 182, 183, 184, 187, 192, 193, 194, 195, 207

Παλαμάς, Λέαντρος, 93 Πάλλης, Αλέξανδρος, 93 Παπαγεωργοπούλου, Μαρία, 135

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος, 64, 65 Παπαδοπούλου, Αλεξάνδρα, 65, 93 Παπαθεοδώρου, Γιάννης, 189, 190 Παπαντωνίου, Ζαχαρίας, 65 Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος, 44 Παράσχος, Αχιλλέας, 190 Παράσχος, Γεώργιος, 44, 130 Παρθένης, Κωνσταντίνος, 62 Πασαγιάννης, Κωνσταντίνος, 92, 165

Πελεκάσης, Δημήτριος, 104 Πετριτσόπουλος, Πέτρος, 110 Πετροκόκκινος, Δ. Π., 167 Πεχλιβάνος, Μίλτος, 7 Πήλικας, Σπυρίδων, 119, 126, 205, 206 Πολέμης, Ιωάννης, 64, 65 Πολίτης, Λίνος, 26, 59, 60, 122, 209, 213 Πολυλάς, Ιάκωβος, 5, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 33, 35,

37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 48, 56, 57, 58, 59, 73,

74, 76, 77, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 94, 102, 104, 110, 115, 116, 120, 128, 139, 142, 143, 144, 146, 150, 151, 157, 158, 160, 161, 166, 173, 182, 183, 184, 186, 215, 219, 220

Πολυχρονάκης, Δημήτριος, 27, 38, 88, 129

Πορφύρας, Λάμπρος, 65, 93, 157 Προβελέγγιος, Αριστομένης, 64, 157

Ρ

Ραγκαβής, Αλέξανδρος Ρίζος, 44, 48, 53, 155, 156, 159

Ράλλη, Αικατερίνη, 167 Ράλλης, Αμβρόσιος, 32

Ροΐδης, Διονύσιος, 104, 125, 131 Ροΐδης, Εμμανουήλ, 43, 44, 46, 47, 48, 49, 50, 53,

64, 144, 145, 157, 190, 191

Σ

Σάθας, Κωνσταντίνος, 166 Σεφέρης, Γεώργιος, 58, 117, 193

Σεφεριάδης, Στυλιανός, 65, 93 Σιγούρος, Μαρίνος, 65, 95, 113, 115, 116, 117, 118,

130, 131, 132, 133, 135, 136, 164, 172, 173, 174, 204, 206, 219

Σκυλίτσης, Ιωάννης Ισιδωρίδης, 44 Σολωμός, Δημήτριος, 111, 119, 126, 127, 133 Σολωμός, Νικόλαος, 96, 97, 98, 99, 111 Σολωμός, Ροβέρτος, 98 Σολωμού, Αγγέλικα, 128, 133, 174

Σούτσος, Αλέξανδρος, 53, 107, 145, 155 Σούτσος, Παναγιώτης, 44, 53, 107 Σπαταλάς, Γεράσιμος, 60 Στάης, Εμμανουήλ, 34, 35 Σταύρου, Θρασύβουλος, 93 Στράνη, Σουζάνα, 134 Στράνης, Λουδοβίκος, 104, 107 Στρατήγης, Γεώργιος, 93, 196, 205

Συκουτρής, Ιωάννης, 60

Τ

Ταγιαπιέρας, Διονύσιος, 102, 104 Τανταλίδης, Ηλίας, 44 Τερτσέτης, Γεώργιος, 44, 104, 119, 120, 124, 148,

154, 172, 204, 205, 207, 209, 212 Τρικούπης, Σπυρίδων, 86, 103, 104, 117, 120, 129,

146, 147, 148, 157, 158, 166, 167, 219, 220 Τρικούπης, Χαρίλαος, 147 Τσαντσάνογλου, Ελένη, 60 Τυπάλδος, Ιούλιος, 110, 151, 155, 157, 158, 185,

186 Τωμαδάκης, Νικόλαος, 60

Φ

Φαρίνου - Μαλαματάρη, Γεωργία, 61 Φιλιππότης, Δημήτριος, 62

Χ

Χατζηγιακουμής, Μανόλης, 52, 60 Χατζιδάκις, Νικόλαος, 159, 165 Χατζόπουλος, Κωσταντίνος, 59 Χιώτης, Παναγιώτης, 120, 220

Page 240: Τον Απρίλιο του 1967 ο Hans Robert Jauss, διδάκτωρ της

240

Χρηστομάνος, Κωνσταντίνος, 63, 64, 154 Χριστόπουλος, Αθανάσιος, 44, 49, 103, 154, 161,

190

Ψ

Ψυχάρης, Γιάννης, 53, 141, 142, 144, 145, 152, 153, 159, 160