ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ Α-3

22
ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ ΗΛΙΑΣ ΜΗΛΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΑΛΤΟΥ ΕΛΛΗ ΜΑΥΡΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ

Upload: -01

Post on 21-Jul-2015

645 views

Category:

Engineering


3 download

TRANSCRIPT

ΜΕΤΑΝΟΙΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ ΗΛΙΑΣ

ΜΗΛΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

ΜΠΑΛΤΟΥ ΕΛΛΗ

ΜΑΥΡΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ

Μετάνοια είναι το Μυστήριο με το οποίο

συγχωρούνται από τον Επίσκοπο ή τον εντεταλμένο

Πνευματικό ιερέα όλες οι αμαρτίες που έγιναν με το

Βάπτισμα. Στόχος του μυστηρίου είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών (πνευματικών και σωματικών) που αποκτούν τα μέλη της εκκλησίας από την αυτεξούσια κίνησή τους προς το κακό . Προϋποθέσεις του Μυστηρίου είναι η ειλικρινής και

καθαρή αγόρευση των πτώσεων που έγιναν «εν λόγω

ή εν έργω, κατά νουν και διάνοιαν, εν γνώσει ή εν

αγνοίαν, εκουσίως ή ακουσίως, εν παραβάσει και

παρακοή, υπό κατάραν ιερέως ή υπό γογγυσμόν

γονέων…». Είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο και αποτελεί ένα "από τα ιαματικότερα και δραστικότερα (μυστήρια) ως προς τη διόρθωση αρρωστημένων μελών".

Το μυστήριο της Μετάνοιας

Το μυστήριο της Μετάνοιας είναι αφενός το μυστήριο κατά το οποίο το πιστό μέλος της εκκλησίας μεταστρέφεται προσωπικά από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα και αφετέρου η εξουσία που έχει το ίδιο το σώμα της εκκλησίας να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή . Είναι χαρακτηριστικό πως για την εκκλησία η λέξη μετάνοια σημαίνει "αλλαγή του νου", δηλαδή αλλαγή του προσανατολισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Μετάνοια σημαίνει επίγνωση ανεπάρκειας της ατομικής αυτοτέλειας του ανθρώπου, αναζήτηση της ζωής στην προσωπική σχέση με το Θεό, θέληση προσωπικής κοινωνίας μαζί Του.

Το μυστήριο της Μετάνοιας στη Θεολογία

Γι αυτό το λόγο η εξομολόγηση θα πρέπει να κατανοείται ως μέσο θεραπευτικό μακριά από κάθε νομική σημασία. Η άφεση απορρέει από την ίδια τη ζωή του σώματος, από τον ίδιο το λαό, γι αυτό και τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και παρουσία όλου του πληρώματος. Το μυστήριο σήμαινε σύναξη του σώματος, όπως συμβαίνει σε κάθε μυστήριο. Το ότι σήμερα βέβαια δε συμβαίνει το μυστήριο με τον ίδιο τρόπο δε σημαίνει πως το πλήρωμα της εκκλησίας δε μετέχει. Σήμερα είναι o επίσκοπος που εκπροσωπεί ως χαρισματικός φορέας το πλήρωμα αυτό. Η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο, διότι σκοπός είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών των μελών της εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για συνεχή μνήμη του Θεού, για πένθος που προξενείται από την αίσθηση απώλειας του Θεού. Τελικά είναι η προσπάθεια εύρεσης της φιλίας του Θεού, η οποία διακόπηκε από το διαχωρισμό του ανθρωπίνου θελήματος από το θείο, σαν ένα μεταπατορικό αμάρτημα και μία φυσική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποφάσισε να μη δέχεται τη δωρεά της θείας χάριτος. Γι αυτό και πάνω σε αυτό το μυστήριο θεμελιώνεται ο ασκητικός και μοναχικός βίος της εκκλησίας.

Εισαγωγή

Την εξουσία της άφεσης αμαρτιών την έχει μόνο ο Θεός. Είναι φανερό δε, ότι ο

Κύριος συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων , κατά την παρουσία του στον κόσμο .Ο Κύριος λοιπόν μετά την εκδημία του, παραχώρησε το χάρισμα της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους και μέσω αυτών στην εκκλησία Του. Αυτή μάλιστα τη δυνατότητα, περί συγχωρήσεως των αμαρτιών, είναι χαρακτηριστικό πως σήμερα την αμφισβητούν τόσο οι Μεταρρυθμιστές, δηλαδή οι προτεσταντικές ομάδες, αλλά και κατά το παρελθόν κάποια αιρετικά και αποσχιστικά κινήματα όπως οι Νοβατιανοί και Μοντανιστές. Μία τέτοια διδασκαλία όμως δε θα μπορούσε να σταθεί στην εκκλησία, γιατί αποτελεί βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, αλλά και διότι μέσω της Αγίας Γραφής παρέχονται αρκετές αποδείξεις περί του μυστηρίου αυτού.

Η ιστορία του μυστηρίου

Η καταβολή του μυστηρίου

Ιδρυτής του Μυστηρίου είναι ο Κύριος ημών

Ιησούς Χριστός, όταν μετά την Ανάστασή Του

χορηγεί στους μαθητές Του την εξουσία της

συγχωρήσεως των αμαρτιών με τους λόγους:

«Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας

αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε,

κεκράτηνται» (Ιωαν. κ΄, 22). Και με απλά λόγια:

Σ’ όποιους ανθρώπους συγχωρείται εσείς τις

αμαρτίες τους, θα είναι συγχωρημένες και από τον

Θεό Πατέρα. Σ’ όποιους όμως τις κρατάτε άλυτες

και ασυγχώρητες – διότι δεν ήρθαν να σας ζητήσουν

συγχώρηση και συγνώμη – θα μείνουν αιώνια

ασυγχώρητες…

Η σύσταση και η μετάβαση του χαρίσματος στους Αποστόλου

Ο Ιησούς Χριστός μετά την ορθή ομολογία του Αποστόλου Πέτρου περί της ιδιότητος του Κυρίου, υπόσχεται πως θα δώσει στον Πέτρο τη δυνατότητα να εισάγει τους άξιους στην βασιλεία των ουρανών:

"Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶνοὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσταιδεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆςγῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.".

Ο ίδιος όμως ο Ιησούς Χριστός μετά από λίγο χρονικό διάστημα υπόσχεται το ίδιο χάρισμα και στους υπόλοιπους μαθητές:

"Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσταιδεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς

γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.".

Ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του είναι σαφής απέναντι στους μαθητές, ορίζοντας την αποστολή τους:

"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼςἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.".

Συνυπολογίζοντας λοιπόν ότι σκοπός του Ιησού κατά την εγκόσμια παρουσία του ήταν: "ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸἀπολωλός.".

και πως ο ίδιος πριν δώσει την εξουσία της άφεσης στους μαθητές, ενεφύσησε Πνεύμα Άγιο:

"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼςἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼνἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινωνἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.",

αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος δεν έδωσε απλώς ένα προσωπικό χάρισμα, αλλά ένα μόνιμο θεσμό στην εκκλησία .

Οι μαθητές δε ως αποστολή είχαν:

"τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦνπαραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν".

Έτσι τελικά γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη εξουσία στους μαθητές να δίνουν άφεση αμαρτιών ως ένα ακόμα στοιχείο της αποστολής τους. Το να περιορίσουμε λοιπόν μέσα από τους λόγους του Κυρίου την άφεση αμαρτιών, μόνο μέσω του βαπτίσματος δεν ανταποκρίνεται προς τη φυσική έννοια των λέξεων, που ο Κύριος είπε, ειδικά αν συνυπολογίσουμε πως ο Ιησούς Χριστός μιλούσε με φράσεις όπως:

"αφιέναι αμαρτίας", "επικαλύπτεσαθι αμαρτίας", "καθαρίζεινπάσας αδικίας", αλλά και "εξαλείφειν το ανόμημα" και "εξαλείφεσθαι τας αμαρτίας”

που εκδηλώνει θέληση για διαρκή αφανισμό και εξάλειψη κάθε κηλίδας στη ζωή των πιστών.

Στην αρχαία εκκλησία το μυστήριο της εξομολογήσεως τελούνταν μπροστά σε ολόκληρη την κοινότητα. Χαρακτηριστικό μάλιστα απόσπασμα ευρίσκεται στη Διδαχή των Αποστόλων, όπου αναφέρεται "εν εκκλησία εξομολογήσει τα παραπτώματά σου και ου παρελεύση επί προσευχήν εν συνειδήσει πονηρά". Από τον Ωριγένη μάλιστα, μαθαίνουμε πως γινόταν και μυστική εξομολόγηση, για ορισμένα αμαρτήματα. Από τον 4ο αιώνα πλέον το μυστήριο της εξομολογήσεως περνά οριστικά στο στάδιο της προσωπικής εξομολογήσεως. Οι λόγοι που οδήγησαν σε μία τέτοια πράξη ήταν πως ορισμένα αμαρτήματα τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από την πολιτεία, μέχρι και θάνατο, αλλά και διότι με το πέρασμα του καιρού οι αρχικές ενθουσιαστικές τάσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων δεν ευδοκιμούσαν πλέον. Η εξομολόγηση ήδη από τα αποστολικά έτη προηγούνταν κατά κανόνα της Θείας Ευχαριστίας. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το απόσπασμα της Διδαχής των Αποστόλων, όπου ανάμεσα σε άλλα αναφέρεται: "Κατά την Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα ημών", στηριζόμενη πραφανώς και στην προτροπή του Ιακώβου του αδελφοθέου:

"Εξομολογείσθαι ουν αλλήλοις τας αμαρτίας και προσεύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείται".

Η πρακτική του μυστηρίου

Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, εξαιτίας της χαλάρωσης των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροής πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Οι βαρέως αμαρτάνοντες καλούνταν πλέον σε δια βίου μετάνοια, ενώ οι υπόλοιποι πιστοί μετά από κάποιο διάστημα μετάνοιας γίνονταν δεκτοί σε κοινωνία. Χαρακτηριστικό στάδιο της σταδιακής επιείκειας, ήδη διαφαίνεται στον Ποιμένα του Ερμά, όπου ο συγγραφέας αναφέρει περί αποδεκτής μίας συγνώμης σε αντίστοιχες περιστάσεις. Η έννοια λοιπόν της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Κατά τον 2ο αιώνα μάλιστα θα δημιουργηθούν σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας και μάλιστα αρκετές αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες θεωρούσαν έκπτωση την οποιαδήποτε αποδοχή συγνώμης και μη δια βίου μετανοίας σε περιπτώσεις θανάσιμων αμαρτημάτων.

Το ζήτημα της μετάνοιας

Έτσι κατά το δεύτερο αιώνα το μεγάλο πρόβλημα των εκκλησιών ήταν το ζήτημα της δεύτερης μετάνοιας. Ο Μοντανισμός, με τις αυστηρές ασκητικές και ενθουσιαστικές τάσεις τελικά οδήγησε το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα πνευματικής μορφής, σε ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιολογικό, το οποίο δίχασε το εσωτερικό της εκκλησίας μέχρι και τον 4ο αιώνα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαλεκτική ανάμεσα σε μια πιο επιεική γραμμή ή την αυστηρότητα. Το πρόβλημα μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αν λ.χ. επικρατούσαν οι περί εκκλησίας και μετανοίας αντιλήψεις των μοντανιστών, τότε εξατμιζόταν το όλο μυστήριο της εκκλησίας στις εσχατολογικές προσδοκίες της καθόδου της πνευματικής Ιερουσαλήμ ή και τις χιλιετούς μεσοβασιλείας του Θεού. Τελικά στις τάξεις της εκκλησίας επικράτησε η πιο επιεικής γραμμή, που σύναδε με την οικουμενικότητα του μηνύματός της, διαβαίνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στις αυστηρές ασκητικές τάσεις, που εμπεριείχαν και πρότυπα ηθικισμούκαι διαρχίας, όπως του γνωστικισμού και του μοντανισμού, καθώς και της πλήρους επιείκιας όπως αυτή εμφανίστηκε σε μερικά αποσχιστικά συστήματα του 2ου αιώνα.

Τα μυστήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουν μαγικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε μυστήριο, πλην του βαπτίσματος, απαιτείται η ειλικρινής διάθεση του πιστού καθώς και η απαραίτητη προετοιμασία. Έτσι και στο μυστήριο της μετανοίας. Η προσαγωγή στο ιερέα, η ομολογία του σφάλματος και το διάβασμα της συγχωρητικής ευχής, αποτελούν τη μία όψη του μυστηρίου, που από μόνη της δεν επαρκεί. Το πρώτο και απαραίτητο βήμα κατά τους πατέρες της εκκλησίας ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθεί σε ένα ουσιαστικό μυστήριο και την κάθαρση, είναι η αυτογνωσία. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο ο άνθρωπος πρέπει "επιγνώναι τα αμαρτήματα και καταγνώναι των πλημελλημένων και καταδικάσαι εαυτούς". Γι'αυτό και ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει πως η μετάνοια "καλεί το πρότερον εν εαυτό τινά βοήσαι" και ακολούθως "και συντρίψαι την εαυτού καρδίαν". Εξού και "το φάρμακον της μετανοίας κατασκευάζεται πρώτον από καταγνώσεως των οικείων αμαρτημάτων".

Οι προϋποθέσεις του ορθού μυστηρίου

Είναι λοιπόν βασικό συστατικό η αναγνώριση του σφάλματος, διότι χωρίς αυτό, το μυστήριο δεν ενεργεί. Η συντριβή επίσης είναι απαραίτητο στοιχείο, όπως διαφαίνεται από τις Ευαγγελικές περικοπές, αλλά και την Παλαιά Διαθήκη, στις περιπτώσεις του Αποστόλου Πέτρου και του Δαυίδ. Μάλιστα τα ειλικρινή δάκρυα της μετανοίας κατά τον ιερό Χρυσόστομο "συγκολώντα και ενούντα τον Θεό...(κατέστησαν) την πόρνην σεμνοτέραπαρθένων". Έτσι λοιπόν βασικό ζήτημα είναι η αναγνώριση των σφαλμάτων του ανθρώπου και η αυτοκατάκριση, δηλαδή η μη προσπάθεια δικαιολόγησης των πεπραγμένων, αλλά συντριβή και διάθεση μεταστροφής. Μία ακόμα σημαντική παράμετρος είναι ότι ο πιστός προσέρχεται με συντριβή ενώπιον του Κυρίου, όχι για λόγους φόβου ενώπιον μία τιμωρίας. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια εγωιστική μετάνοια ανάλογη με αυτή του Ησαύ και του Ιούδα οι οποίοι μεταστράφηκαν ενώπιον των συνεπειών της αμαρτίας τους.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο αποτελεί μία μορφή συζητήσεως μεταξύ του πιστού και του ιερέα, κατά την οποία ο πιστός καλείται να ανοίξει την ψυχή του στον εξομολόγο, που παρέχει άφεση αμαρτιών, με τη χάρη του Χριστού, γι’ αυτό και ο ιερέας απαγορεύεται αυστηρά να αποκαλύψει σε οποιονδήποτε το περιεχόμενο της εξομολογήσεως. Σε αντίθεση με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το μυστήριο δε λαμβάνει χώρα σε ειδικό χώρο ως εξομολογητήριο, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο δύναται να υπάρχει ησυχία. Συνήθως το μυστήριο τελείται μέσα στο ναό, μπροστά σε εικονοστάσιο ή σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, όπως κάποιο δωματιάκι. Σε αντίθεση πάλι με τη Δύση, που ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, ο πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθεται, όπως και ο ιερέας. Στη Ρωσική μάλιστα εκκλησία, ο πιστός συνήθως κάθεται σε ένα τραπεζάκι στραμμένος προς μία εικόνα, ένα ευαγγέλιο ή τον εσταυρωμένο, με μία μικρή κλίση προς τον ιερέα. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας δίδει κάποιες συμβουλές στον πιστό και όταν τελειώσει το στάδιο αυτό, ο εξομολογούμενος γονατίζει. Ο ιερέας τοποθετεί το επιτραχήλιο στο κεφάλι του πιστού καθώς και το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το επιτραχήλιο και διαβάζει τη συγχωρητική ευχή. Με διακριτικότητα βοηθά τον πιστό να αποκτήσει αυτογνωσία, να κάνει αυτοκριτική, να νικήσει τον εγωισμό του και να συγχωρεθεί από το Θεό.

Η τέλεση του μυστηρίου

Τα αισθητά σημεία λοιπόν του μυστηρίου είναι:

Α) Η ειλικρινής εξομολόγηση και αγόρευση μπροστά στον πνευματικό όλων των αμαρτημάτων, που έγιναν είτε με έργα είτε με λόγους είτε με σκέψεις είτε με εσωτερικές διαθέσεις, ταραχές και επιθυμίες, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία είτε εκουσίως είτε ακουσίως. Ενδεικτικά της αληθινής μετανοίας είναι: η συντριβή, τα δάκρυα, η αποστροφή προς την αμαρτία και ο πόθος αγίας ζωής.

Β) Η επίθεση των χειρών και του επιτραχηλίου του Εξομολόγου ιερέως στο κεφάλι του εξομολογούμενου.

Γ) Η συγχωρητική ευχή.

Ο ιερέας, εφόσον θωρεί αναγκαίο, μπορεί να επιβάλει κάποιο επιτίμιο, δηλαδή κάποια άσκηση στον κατηχούμενο για να καταπολεμήσει το πάθος και την αμαρτωλή επιθυμία: αποχή από την Θεία Κοινωνία, νηστείες, γονυκλισίες,

ελεημοσύνες, προσευχές, μελέτη της Αγίας Γραφής… Αυτά δεν εξαλείφουν τις

αμαρτίες ούτε έχουν ποινικό χαρακτήρα. Δεν καταδικάζεται και δεν τιμωρείται

κανένας. Η ιερά Εξομολόγηση είναι έργο απείρου φιλανθρωπίας του Αγίου Θεού.

Ποινικό και «λογιστικό» χαρακτήρα αποδίδουν στα επιτίμια εσφαλμένα, κακόδοξα

και αιρετικά μόνον οι Παπικοί. Τα επιτίμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν

παιδαγωγικό χαρακτήρα και επιβάλλονται τρόπον τινά σαν φάρμακα προς θεραπεία.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία η έννοια του πνευματικού καθοδηγητή και του εξομολόγου δεν ταυτίζονται απαραίτητα, ενώ δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός κανόνας για το πότε κάθε πιστός πρέπει να εξομολογείται. Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι σύνηθες κάποιος πιστός να μεταλαμβάνει 5 με 6 φορές το χρόνο, συνήθως και τις αντίστοιχες φορές προηγείται το μυστήριο. Σε περιπτώσεις συχνότερης Θείας Μεταλήψεως, ο πιστός δεν πρέπει να προσέρχεται απαραίτητα στο μυστήριο, εφόσον δε συντρέχει σοβαρός πνευματικός λόγος. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να τονιστεί πως μόνος υπεύθυνος για τέλεση του μυστηρίου της μετανοίας, είναι ο επίσκοπος. Το μυστήριο μπορεί να τελέσει και πρεσβύτερος, αλλά μόνο με ειδικό ενταλτήριο από τον επίσκοπο.

Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία μέσω της μετανοίας συγχωρούνται οι αιώνιες ποινές, όχι όμως και οι πρόσκαιρες οι οποίες επιβάλλονται από το Θεό για τις αμαρτίες του ανθρώπου. Κατά τη Ρωμαιοκαθολική μάλιστα εκκλησία τα επιτίμια έχουν χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, και υπομένοντάς τα ο αμαρτωλός μετριάζει τις πρόσκαιρες ποινές. Αν όμως δεν προλάβει να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη ο άνθρωπος, τότε θα υποστεί ποινές μετά θάνατον, όπως το καθαρτήριο πυρ της μέσης καταστάσεως. Επιπρόσθετα οι σχολαστικοί πράττουν και μία ακόμα αιρετική δογματική προσέγγιση, αφού η εκκλησία παρεμβαίνει ή αίρει τελείως τις πρόσκαιρες ποινές. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι παπικοί να διακρίνουν την άφεση από το μυστήριο, χαρακτηρίζοντάς τη ουσιαστικά μια δικαστική πράξη. Κατ’ αυτούς το μυστήριο συγχωρεί τελικά την αθέτηση και την ενοχή του θείου νόμου.

Αιρετικές δοξασίες και πρακτικές

Το περί αφέσεως δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας

Έτσι και ο Πάπας έχει απόλυτη εξουσία επί των αφέσεων, έχοντας δικαίωμα απεριόριστης παροχής αφέσεων, ενώ κάθε επίσκοπος έχει δικαίωμα να παρέχει λυσίποινα ή αφέσεις 50 ημερών, οι μητροπολίτες 100 ημερών και οι καρδινάλιοι 200 ημερών. Το περί αφέσεως δόγμα στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε τον 11ο αιώνα.

Η παραπάνω αντίληψη της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας περί τόπου καθάρσεως και ποινών τις οποίες πρέπει να εκτίσει η ψυχή, ώστε να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη, είναι ακριβώς το πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται από την Δυτική Εκκλησία η πρακτική των λυσιποίνων αφέσεων ή αλλιώς συγχωροχαρτιών, τις οποίες χορηγεί ο Πάπας στους πιστούς. Αυτό γίνεται επειδή ο ίδιος μπορεί να παρέμβει υπέρ των καθαιρομένων ψυχών στη διαδικασία καθάρσεως της ψυχής, για να συντομεύσει ή και να άρει παντελώς το χρόνο της καθάρσεως. Ο κανονικός τρόπος διανομής των συγχωροχαρτιών είναι με διαδικασίες ευλάβειας και αγιότητας και πέρα από κάθε έννοια αισχροκέρδειας, σύμφωνα με απόφαση της Συνόδου του Τριδέντου στα 1567. Σε παλαιότερες εποχές όμως, το δόγμα περί καθάρσεως της ψυχής είχε τύχει εκμετάλλευσης και τα συγχωροχάρτια όχι μόνο παρέχονταν στους πιστούς χωρίς λειτουργική πράξη αλλά επιπλέον πωλούνταν υποχρεωτικά, ενώ το πρόβλημα είχε επεκταθεί και στην περίπτωση πεθαμένων που βρίσκονταν ήδη στο καθαρτήριο οπότε "η χορήγηση των συγχωροχαρτιώνγινόταν κατόπιν καταβολής χρημάτων από τους συγγενείς...πράγμα που πολύ έβλαψε και διέσυρε την Εκκλησία αυτή στη Δύση". Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγγραφα με την ονομασία Συγχωρητικές επιστολές ή συγχωρητικά ή συγχωρητήρια γράμματα ή συγχωροχάρτια "όχι βέβαια με την παπική σημασία". Σύμφωνα με την περιγραφή του πατριάρχη ΔοσίθεουΝοταρά "Περί των συγχωρητικών γραμμάτων...":

Τα συγχωροχάρτια

Επίλογος

Η μετάνοια είναι λοιπόν μια πορεία αλλαγής

και συμφιλίωσης, Όποιος μετανοεί,

συγχωρείται, «χωράει» δηλαδή ξανά στην

εκκλησιαστική κοινότητα, έχοντας

καταπολεμήσει τον εγωισμό του και έχοντας

αποκαταστήσει τις σχέσεις του με το Θεό και

τον συνάνθρωπό του.

Με τη μετάνοια ο άνθρωπος ξαναβρίσκει το

χαμένο του εαυτό και τη χαμένη του

κοινωνικότητα, επειδή επανασυνδέεται με την

πηγή της ζωής , το Θεό και νιώθει ότι είναι

χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.

ΤΕΛΟΣ