Η αρκούδα

14
Η ΑΡΚΟΥΔΑ ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ ΚΩΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΩΠΑ TOΥ ΕΡΓΟΥ Ελένα Ιβάνοβα Ποπόβα: νέα, χήρα, με λακκουβάκια στα μάγουλα, κτηματίας.. Γκριγκόριι Στεπάνοβιτς Σμιρνόφ: κτηματίας, μεσήλικας Λούκα: γέροντας, υπηρέτης της Ποπόβα. Στη σάλα, στο αγρόκτημα της Ποπόβα ΣΚΗΝΗ Ι Η Ποπόβα σε βαθύ πένθος, με προσηλωμένα τα μάτια σε μια φωτογραφία και ο Λουκά ΛΟΥΚΑ : Δεν κάνετε καλά, κυρία. Τον εαυτό σας μόνο καταστρέφετε. Η καμαριέρα και η μαγείρισσα πήγαν να μαζέψουν βατόμουρα, τα ζωντανά όλα χαίρονται, ακόμα και η γάτα ξέρει κι αυτή να χαίρεται, κάνει βόλτες στην αυλή και πιάνει πουλάκια. Εσείς όμως κάθεστε όλη μέρα µέσα στο δωμάτιο, σαν να ήσαστε στο μοναστήρι. Καμία χαρά, καμία ευχαρίστηση. Μάλιστα, έτσι είναι! Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος που δε βγαίνετε έξω απ' το σπίτι! ΠΟΠΟΒΑ : Αυτό ποτέ δε θα το κάνω... Για ποιο λόγο να βγω; Δεν υπάρχει πια ζωή για ένα. Αυτός είναι θαμμένος στον τάφο κι εγώ σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους... Είμαστε κι οι δυο πεθαμένοι. ΛΟΥΚΑ : Ελάτε τώρα! Καλύτερα να μην ακούω να λέτε τέτοια λόγια. Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς πέθανε, έτσι ήταν γραφτό, θέλημα Θεού, ας είναι στη Βασιλεία των Ουρανών... Τον κλάψατε και τον θρηνήσατε αρκετά, φτάνει πια. Μην ξεπερνάτε τα όρια. Μην κλαίτε αιωνίως και φοράτε πένθος. Πέθανε και η δική μου γριά όταν ήρθε η ώρα της... Λοιπόν; Τη θρήνησα, έκλαιγα ένα μήνα και τελείωσα μαζί της. Θα της πήγαινε πολύ αν έκανα το φουκαρά μια ολόκληρη ζωή. (Αναστενάζει.) Έχετε ξεχάσει όλους τους γείτονες... Ούτε εσείς πάτε ούτε και τους δέχεστε για επίσκεψη. Με συγχωρείτε, αλλά ζούμε σαν τις αράχνες εδώ, δε

Upload: bubble-bee

Post on 14-Nov-2014

10 views

Category:

Documents


4 download

TRANSCRIPT

Page 1: Η αρκούδα

Η ΑΡΚΟΥΔΑΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ

ΚΩΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ

ΠΡΟΣΩΠΑ TOΥ ΕΡΓΟΥ

Ελένα Ιβάνοβα Ποπόβα:

νέα, χήρα, με λακκουβάκια στα μάγουλα, κτηματίας..

Γκριγκόριι Στεπάνοβιτς Σμιρνόφ: κτηματίας, μεσήλικας

Λούκα: γέροντας, υπηρέτης της Ποπόβα.

Στη σάλα, στο αγρόκτημα της Ποπόβα

ΣΚΗΝΗ ΙΗ Ποπόβα σε βαθύ πένθος, με προσηλωμένα τα μάτια σε μια φωτογραφία και ο Λουκά

ΛΟΥΚΑ: Δεν κάνετε καλά, κυρία. Τον εαυτό σας μόνο καταστρέφετε. Η καμαριέρα και η μαγείρισσα πήγαν να μαζέψουν βατόμουρα, τα ζωντανά όλα χαίρονται, ακόμα και η γάτα ξέρει κι αυτή να χαίρεται, κάνει βόλτες στην αυλή και πιάνει πουλάκια. Εσείς όμως κάθεστε όλη μέρα µέσα στο δωμάτιο, σαν να ήσαστε στο μοναστήρι. Καμία χαρά, καμία ευχαρίστηση. Μάλιστα, έτσι είναι! Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος που δε βγαίνετε έξω απ' το σπίτι!ΠΟΠΟΒΑ: Αυτό ποτέ δε θα το κάνω... Για ποιο λόγο να βγω; Δεν υπάρχει πια ζωή για ένα. Αυτός είναι θαμμένος στον τάφο κι εγώ σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους... Είμαστε κι οι δυο πεθαμένοι.ΛΟΥΚΑ : Ελάτε τώρα! Καλύτερα να μην ακούω να λέ τε τέτοια λόγια. Ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς πέθανε, έτσι ήταν γραφτό, θέλημα Θεού, ας είναι στη Βασιλεία των Ουρανών... Τον κλάψατε και τον θρηνήσατε αρκετά, φτάνει πια. Μην ξεπερνάτε τα όρια. Μην κλαίτε αιωνίως και φοράτε πένθος. Πέθανε και η δική μου γριά όταν ήρθε η ώρα της... Λοιπόν; Τη θρήνησα, έκλαιγα ένα μήνα και τελείωσα μαζί της. Θα της πήγαινε πολύ αν έκανα το φουκαρά μ ια ολόκληρη ζωή . (Αναστ ενά ζει.) Έχετε ξεχάσει όλους τους γείτονες... Ούτε εσείς πάτε ούτε και τους δέχεστε για επίσκεψη. Με συγχωρείτε, αλλά ζούμε σαν τις αράχνες εδώ, δε βλέπουμε το φως της μέρας. Τη λιβρέα με τα σιρίτια την έφαγαν τα ποντίκια... Λες και δεν υπάρχουν άνθρωποι καλοί , άνθρωποι που να έχουν κι ενδιαφέρον. Μα η γειτονιά είναι γεμάτη από κυρίους... Στο Ρίπλοβο έχει στρατοπεδεύσει ένα σύνταγμα, οι αξιωματικοί είναι να, σκέτη γλύκα, δε χορταίνεις να τους βλέπεις! Στους καταυλισμούς δεν περνάει Παρασκευή που να μην έχει χορό και σχεδόν κάθε μέρα παίζει μουσική η στρατιωτική μπάντα... Αχ, καλή μου κυρία! Είστε νέα, όμορφη, ροδοκόκκινη, πρέπει να ζήσετε, να απολαύσετε τη ζωή σας... Η ομορφιά όμως δεν είναι παντοτινή! Ύστερα από δέκα χρόνια θα θελήσετε, βέβαια, να σεργιανάτε σαν την παγόνα και να κουνάτε την ου ρά σας στους κυρίους αξιωματικούς, αλλά τότε θα είναι πια αργά.Π Ο Π Ο Β Α ( α π ο φ α σ ι σ τ ι κ ά ) : Σ ε π α ρ α κ α λ ώ , μ η μ ο υ μ ι λάς γι' αυτό! Το ξέρει ς καλά ότι από τον καιρό που πέθανε ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς η ζωή για ένα έχει χάσει όλη την αξία της. Εσένα σου φαίνεται ότι είμαι ζωντανή, έτσι φαίνομαι, αλλά δεν είμαι! Ορκίστηκα να μη βγάλω αυτό το πένθος μέχρ ι να πεθάνω, να μη βλέπω τον κόσμο.

Page 2: Η αρκούδα

Ακούς; Ας βλέπει τώρα η ψυχή του πόσο τον αγαπώ... Ξέρω ακόμα, κι αυτό για σένα δεν είναι μυστικό, ότι πολλές φορές ήταν άδικος μαζί μου, ήταν τραχύς, κι ακόμα... ήταν κι άπιστος, εγώ όμως θα είμαι πιστή ως τον τάφο και θα του αποδείξω ότι ξέρω να αγαπώ. Εκεί , στον άλλο κόσμο, θα με βλέπει ίδια, όπως ακριβώς και προτού πεθάνει...ΛΟΥΚΑ: Τι νόημα έχουν αυτά τα ίδια και τα ίδια λόγια. Θα ήταν καλύτερα να κάνατε έναν περίπατο στο δασάκι και να δίνατε εντολή να ζέψουν τον Τόπι ή τον Γίγα για να πάτε μια επίσκεψη στους γείτονες...Π Ο Π Ο Β Α : Α χ ! ( Κ λ α ί ε ι . )ΛΟΥΚΑ: Κυρά μου! Αφέντισσα! Τι πάθατε; Ας είναι ο Χριστός μαζί σας!!ΠΟΠΟΒΑ : Αγαπούσε τόσο πολύ τον Τόπι! Πάντοτε μ ' αυτόν πήγαινε στους Κορτσάγκιν και στους Βλάσοφ. Πόσο υπέροχα ήξερε να ιππεύει! Πόση χάρη είχε η κορμοστασιά του όταν τραβούσε τα γκέμια! Το θυμάσαι; Τόπι, Τόπι! Πες να του δώσουν σήμερα μια μερίδα περισσότερη βρόμη!ΛΟΥΚΑ: Όπως προστάξετε!Ακούγεται διαπεραστικός χτύπος.ΠΟΠΟΒΑ (ανατριχιάζει): Ποιος είναι; Να πεις ότι δε δέχομαι κανέναν!ΛΟΥΚΑ: Μάλιστα! (Φεύγει.)

ΣΚΗΝΗ IIΠοπόβα μόνηΠΟΠΟΒΑ (κοιτάζοντας τη φωτογραφία): Θα δεις, Nicol a s , π ω ς ξ έ ρ ω ν α α γ α π ώ κ α ι ν α σ υ γ χ ω ρ ώ . . . Η αγάπη θα σβήσει κι αυτή μαζί με μένα, όταν η φτωχή μου καρδιά σταματήσει να χτυπάει. (Γελάει με δάκρυα στα μάτια.) Εσύ δεν αισθάνεσαι ντροπή; Εγώ είμαι η υπάκουη και πιστή γυναικούλα σου, κλείδωσα τον εαυτό μου με λουκέτο, θα σου είμαι πιστή μέχρι τον τάφο, κι εσύ... εσύ παχουλό μου μωρουδάκι, δεν ντρέπεσαι λίγο; Με απατούσες, μου έκανες σκηνές, μ ' άφηνες να περνάω μόνη μου ολόκληρες βδομάδες...

Σ Κ Η Ν Η I I IΗ Ποπόβα και ο Λουκά.ΛΟΥΚΑ (παίνει ταραγμένος): Κυρία, κάποιος ρωτάει για σας. Θέλει να σας δει...ΠΟΠΟΒΑ : Μα του είπες ότι από τη μέρα που έχασα τον άντρα μου δε δέχομαι κανέναν;ΛΟΥΚΑ: Του το είπα, αλλ' αυτός ούτε ν' ακούσει δε θέλει, λέει ότι είναι μεγάλη ανάγκηΠΟΠΟΒΑ: Δε δέ-χο-μαι!!ΛΟΥΚΑ : Το είπα, αλλά... πώς να σας πω, κάνει σαν αγριάνθρωπος... βρίζει, χίμηξε μέσα στα δωμάτια... είναι στην τραπεζαρία τώρα.ΠΟΠΟΒΑ (εκνευρισμένη): Καλά, πες του να περάσει..... Τι ανάγωγοι! (Ο Λουκά φεύγει.) Πόσο κουραστικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι! Τι να θέλει από μένα; Γιατί μου χαλάει την ησυχία; (Αναστενάζει) Όχι, όχι, είναι φανερό πια ότι θα πρέπει πραγματικά να πάω σε μοναστήρι... (Συλλογίζεται.) Ναι, σε μοναστήρι...

ΣΚΗΝΗ IVΗ Ποπόβα. ο Λουκά και ο Σμιρνόφ ΣΜΙΡΝΟΦ (μπαίνοντας, στον Λουκά): Ηλίθιε, ,πολυλογά... Γαϊδούρι! (Βλέποντας την Ποπόβα, με αξιοπρέπεια.) Κυρία μου, έχω την τιμή να παρουσιαστώ: απόστρατος υπολοχαγός του πυροβολικού, γαιοκτήμονας, Γκριγκόριι Στεπάνοβιτς Σμιρνόφ! Είμαι αναγκασμένος να σας ενοχλήσω για μια πολύ σοβαρή υπόθεση...ΠΟΠΟΒΑ (χωρίς να δώσει το χέρι): Τι θα θέλατε; ΣΜΙΡΝΟΦ: Ο μακαρίτης ο σύζυγος σας, τον οποίο είχα την τιμή να γνωρίσω, έχει αφήσει απλήρωτες δυο συναλλαγματικές χιλίων διακοσίων ρουβλιών. Επειδή αύριο πρέπει να πληρώσω τους τόκους στην Αγροτική Τράπεζα, θα σας παρα καλούσα, κυρία μου, να μου εξοφλήσετε οπωσδήποτε σήμερα..

Page 3: Η αρκούδα

ΠΟΠΟΒΑ: Χίλια διακόσια... Κι από πού είναι αυτό το χρέος του άντρα μου;ΣΜΙΡΝΟΦ: Αγόρασε από μένα βρόμη.ΠΟΠΟΒΑ (παίρνοντας βαθιά ανάσα, στον Λουκά): Έτσι λοιπόν, Λουκά, μην ξεχάσεις να τους πεις να δώσουν στον Τόπι μια μερίδα περισσότερη βρόμη. (Ο Λουκά φεύγει. Στον Σμιρνόφ.) Αν ο Νικολάι Μιχαήλοβιτς έμεινε χρεώστης απέναντι σας, είναι αυτονόητο ότι θα σας πληρώσω. Σας παρακαλώ όμως να με συγχωρήσετε που σήμερα δεν έχω στη διάθεση μου λεφτά. Μεθαύριο θα επιστρέψει από την πόλη ο επιστάτης και θα τον προστάξω να σας εξοφλήσει κανονικά το χρέος. Αυτή τη στιγή δεν πορώ να εκτελέσω την επιθυμία σας... Εκτός αυτού, σήμερα συπληρώθηκαν εφτά μήνες από το θάνατο του άντρα μου και η διάθεση μου είναι τέτοια, που δεν είμαι σε θέση ν' ασχοληθώ με οικονομικά ζητήματα.ΣΜΙΡΝΟΦ: Και η δική μου διάθεση είναι τέτοια, που, αν δεν πληρώσω αύριο τους τόκους, θα χρεοκοπήσω ολοκληρωτικά χωρίς να το καταλάβω. Θα μου κατασχέσουν το κτήμα!ΠΟΠΟΒΑ: Μεθαύριο θα λάβετε τα λεφτά σας. ΣΜΙΡΝΟΦ: Δε χρειάζομαι τα λεφτά μεθαύριο αλλά σήμερα.ΠΟΠΟΒΑ: Με συγχωρείτε, σήμερα δεν μπορώ να σας πληρώσω.ΣΜΙΡΝΟΦ: Κι εγώ δεν μπορώ να περιμένω ως μεθαύριο.ΠΟΠΟΒΑ: Τι να κάνω, αφού τώρα δεν έχω!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δεν μπορείτε, δηλαδή, να πληρώσετε; ΠΟΠΟΒΑ : Δεν μπορώ.ΣΜΙΡΝΟΦ: Χμ! Είναι η τελευταία σας λέξη; ΠΟΠΟΒΑ: Μάλιστα, η τελευταία μου.ΣΜΙΡΝΟΦ: Η τελευταία; Απολύτως;ΠΟΠΟΒΑ: Απολύτως.ΣΜΙΡΝΟΦ: Ταπεινά σας ευχαριστώ. Το γράφουμε αυτό. (Σηκώνει τους ώους.) Μου λένε ύστερα ότι δεν κρατώ την ψυχραιμία μου! Προ ολίγου με συνάντησε στο δρόμο ο εισπράκτορας των έμμεσων φόρων και με ρώτησε: «Γιατί είστε πάντοτε θυμωμένος, Γκριγκόριι Στεπάνοβιτς;». Για όνομα του Θεού, πώς να μη θυμώνω; Μου χρειάζονται επειγόντως χρήματα... Χθες το πρωί, πριν καλά καλά ξημερώσει, γύρισα με τ ' αμάξι όλους τους οφειλέτες μου κι ούτε ένας απ' αυτούς δε με εξόφλησε! Βασανίστηκα σαν σκυλί, πέρασα τη νύχτα ένας θεός ξέρει πού -σ' ένα εβραίικο χάνι δίπλα σ' ένα μικρό βαρέλι βότκας... Τελικά έρχομαι εδώ, εβδοήντα βέρστια απ' το σπίτι μου, με την ελπίδα να εισπράξω λεφτά, κι αντί γι' αυτό με σερβίρουν «διάθεση»! Πώς να μη θυμώσω;ΠΟΠΟΒΑ : Νομίζω πως ήμουν σαφής απέναντι σας. Μόλις γυρίσει απ' την πόλη ο επιστάτης, τότε θα πάρετε τα λεφτά σας.ΣΜΙΡΝΟΦ: Εγώ δεν ήρθα στον επιστάτη αλλά σε σας! Τι στο διάολο, συγγνώμη για την έκφραση, μου χρειάζεται εμένα ο επ ιστάτης σας!?ΠΟΠΟΒΑ: Με συγχωρείτε, αξιότιμε κύριε, δεν είμαι συνηθισένη σ' αυτές τις περίεργες εκφράσεις, ούτε σ ' αυτό τον τόνο ομιλίας . Δε θα σας ακού σω περισσότερο. (Φεύγει βιαστικά.)

ΣΚΗΝΗ VΣμιρνόφ μόνοςΣΜΙΡΝΟΦ: Πέστε μου, σας παρακαλώ! Ψυχική διάθεση, λέει. Ο άντρας της πέθανε πριν από εφτά μήνες! Εγώ όμως έχω να πληρώσω τόκους, ναι ή όχι; Σας ρωτώ: Πρέπει να πληρώσω τους τόκους ή δεν πρέπει; Εσείς, βέβαια, χάσατε τον άντρα σας, το καταλαβαίνω, είστε σε άσχημη ψυχική κατάσταση, σοφίζεστε διάφορα κόλπα... ο επιστάτης δεν ξέρω πού στο διάολο πήγε, εγώ όμως; Τι θα γίνει με μένα; Τι προστάζετε να κάνω; Να πετάξω ψηλά με το αερόστατο για να ξεφύγω απ' τους δανειστές μου; Αυτό να κάνω; Ή να πάρω φόρα και να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο; Πάω με τ' αμάξι στον Γκρούζντεφ, δεν είναι στο σπίτι· ο Γιαροσέβιτς κρύφτηκε, με τον Κούριτσιν τσακώθηκα άσχημα και λίγο έλειψε να τον πετάξω απ' το παράθυρο. Πάω στον Μαζούτοφ,

Page 4: Η αρκούδα

ανισόρροπος άνθρωπος· έρχομαι σ' αυτή εδώ, άσχημη διάθεση. Κανένας κανάγιας δεν πληρώνει! Κι αυτό γιατί τους έχω όλους παραχα ϊδεένους , παρακαλάω κλαψιάρ ικα , , ε ίμα ι άβουλος κι άτολμος! Είμαι και πολύ ευαίσθητος μαζί τους! Περιένετε όμως και θα δείτε! Θα με γνωρίσετε απ' την καλή τώρα! Δε θα σας επιτρέψω να μου κάνετε αυτά τα κόλπα, που να πάρει ο διάολος! Θα μείνω εδώ και θα σέρνομαι όλη μέρα, μέχρι να με πληρώσει! Μπρρ! Πόσο εξοργίστηκα σήμερα, πόσο εξοργίστηκα! Απ' το θυμό τρέμουν τα πόδια μου, κόπηκε η ανάσα μου... Ουφ, Θεέ μου, μου 'ρχεται να λιποθυμήσω! (Φωνάζει.) Είναι κανείς εκεί;

ΣΚΗΝΗ VIΟ Σμιρνόφ και ο ΛουκάΛΟΥΚΑ (μπαίνει): Θέλετε τίποτε;;ΣΜΙΡΝΟΦ: Δώσ' μου λίγο κβας ή νερό! (Ο Λουκά φεύγει.) Δεν την καταλαβαίνω εγώ αυτή τη λογική!!! Να έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη από λεφτά, να είσαι με τη θηλιά στο λαιμό, κι αυτή να μην πληρώνει, επειδή, λέει, δεν είναι σε κατάσταση να ασχοληθεί με οικονοικά ζητήματα! Γνήσια γυναικεία λογική, φτερό στον άνεμο! Να γιατί ποτέ δε μ' άρεσε, ούτε και τώρα µ' αρέσει, να συζητάω με γυναίκες. Καλύτερα να κάθομαι πάνω σ' ένα βαρέλι ε μπαρούτι παρά να μιλάω µε μια γυναίκα. Μπρρ! Με πιάνει ανατριχίλα -τόσο πολύ μ ' εξόργισε αυτό το παλιοθήλυκο! Μου φτάνει να ιδώ, έστω κι από μακριά, ένα ποιητικό πλάσμα, κι απ' τη σύγχυση αρχίζω να αισθάνομαι σπασμούς στις γάμπες μου. Μου 'ρχεται να φωνάξω βοήθεια.

ΣΚΗΝΗ VIIΟ Σμιρνόφ και ο ΛουκάΛΟΥΚΑ (παίνει και δίνει το νερό): Η οικοδέσποινα είναι άρρωστη και δε δέχεται.ΣΜΙΡΝΟΦ: Φύγε από δω! (Ο Λουκά φεύγει.) Άρρωστη και δε δέχεται! Πολύ χαλά, μη δέχεσαι... Θα μείνω και θα καθίσω εδώ μέχρι να μου δώσεις τα λεφτά. Θα ε ίσαι εσύ άρρωστη μια βδομάδα, μια βδομάδα θα μείνω κι εγώ... Θα είσαι άρρωστη ένα χρόνο, ένα χρόνο κι εγώ... Τα λεφτά μου θα τα πάρω, κυρία μου! Δε θα με συγκινήσεις εσύ με το πένθος και με τα λακκουβάκια στα μάγουλα... Τα ξέρουμε εμείς αυτά τα λακκουβάκια! (Φωνάζει στο παράθυρο.) Σεμιόν, ξέζεψε τ' άλογα! Θ' αργήσουε να φύγουμε! Εγώ θα μείνω εδώ! Πες εκεί στο στάβλο να δώσουν στ' άλογα βρόμη! Το αριστερό άλογο πάλι μπερδεύτηκε στα γκέμια, παλιοζωντόβολο! (Τον μιμείται κοροϊδευτικά.) Δ...δ ...δεν πειράζει... Θα σε κανονίσω εγώ -δ ... δ ... δεν πειράζει! (Φεύγει απ' το παράθυρο.) Νιώθω απαίσια. . . κάνει ανυπόφορη ζέστη, λεφτά δε δίνει κανένας, είμαι άυπνος όλη νύχτα κι από πάνω αυτή εδώ η βαρυπενθούσα με τη... διάθεση. Το κεφάλι μου πονάει... Να έπινα λίγη βότκα; Δε θα ήταν άσχημα. (Φωνάζει.) Ε, πού είσαι; Έλα δω!ΛΟΥΚΑ (μπαίνει): Τι θέλετε;ΣΜΙΡΝΟΦ: Δώσ' μου ένα ποτηράκι βότκα! ( Ο Λουκά φεύγει . ) Ουφ! (Κοιτάζει προσεκτικά τον εαυτό του.) Σπουδαία εμφάνιση έχω, μα την αλήθεια! Κατασκονισμένος, με βρόμικες μπότες, άπλυτος, αχτένιστος, και με άχυρα στο γιλέκο μου... Η αρχοντοπούλα σίγουρα θα με πήρε για κανένα ληστή. (Χασμουριέται.) Δεν ήταν τόσο ευγενικό να εμφανιστώ έτσι στο σαλόνι, αλλά τι να γίνει, δεν πειράζει... δεν ήρθα εδώ σαν επισκέπτης. Είμαι ένας πιστωτής. Για τους πιστωτές δεν υπάρχει κανονισμός ενδυμασίας.ΛΟΥΚΑ (μπαίνει και προσφέρει τη βότκα): Επιτρέπετε πολλά ανοίγματα στον εαυτό σας, κύριε... ΣΜΙΡΝΟΦ (με θυμό): Τ ι είπατε;ΛΟΥΚΑ: Εγώ; Τίποτα... τίποτα... στον εαυτό μου κάτ ι...ΣΜΙΡΝΟΦ: Με ποιον νομίζεις ότι μιλάς; Σκασμός! ΛΟΥΚΑ (γυρίζοντας το κεφάλι): Μας κάθισε στο σβέρκο, ο αγριάνθρωπος... Ποιος σατανάς τον έφερε εδώ; (φεύγει.)

Page 5: Η αρκούδα

ΣΜΙΡΝΟΦ: Αχ, πόσο έχω συγχυστεί! Είμαι τόσο θυμωμένος, που νομίζω ότι θα κάνω σκόνη όλο τον κόσμο... Θα λιποθυμήσω μου φαίνεται... (Φωνάζει.) Ε, συ!

Σ Κ Η Ν Η V I I IΗ Ποπόβα και ο ΣμιρνόφΠΟΠΟΒΑ (μπαίνει, με κατεβασμένα μάτια): Αξιότιμε κύριε, μέσα στη μοναξιά μου, έχω ξεσυνηθίσει πια από καιρό στην ανθρώπινη ομιλία και δεν μπορώ να υποφέρω τις φωνές, σας παρακαλώ θερμά να μη διαταράσσετε την ηρεμία μου.Σ Μ Ι Ρ Ν Ο Φ : Δ ώ σ τ ε μ ο υ τ α λ ε φ τ ά κ α ι θ α φ ύ γ ω . ΠΟΠΟΒΑ: Σας το είπα στα ρωσικά: Αυτή τη στιγμή δεν έχω διαθέσιμα χρήματα, περιμένετε ως μεθαύριο.ΣΜΙΡΝΟΦ: Κι εγώ, επίσης, είχα την τιμή να σας το πω στα ρωσικά: Τα χρήματα δεν τα χρειάζομαι μεθαύριο αλλά σήμερα. Αν δε με πληρώσετε σήμερα, αύριο θα πρέπει να πάω να κρεμαστώ!ΠΟΠΟΒΑ: Μα τι να κάνω, αφού χρήματα δεν έχω; Περίεργο και τούτο!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δηλαδή δε θα με πληρώσετε τώρα; Όχι; ΠΟΠΟΒΑ : Δεν μπορώ.ΣΜΙΡΝΟΦ: Σ' αυτή την περίπτωση, εγώ θα μείνω εδώ και θα καθίσω μέχρι να εισπράξω... (Κάθεται) Θα με πληρώσετε μεθαύριο; Θαυμάσια! Μέχρι μεθαύριο θα παραμείνω καθιστός, να, έτσι. Μάλιστα, έτσι θα κάθομαι... (Αναπηδάει.) Σας ρωτώ: Πρέπει αύριο να πληρώσω τους τόκους, ναι ή όχι; Ή νομίζετε ότι αστειεύομαι;ΠΟΠΟΒΑ: Αξιότιμε κύριε, μη φωνάζετε, σας παρακαλώ! Δεν είναι στάβλος εδώ!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δε σας ρωτάω εγώ για κανένα στάβλο. Σας μιλάω για τους τόκους, πρέπει ή δεν πρέπει να τους πληρώσω αύριο ;ΠΟΠΟΒΑ: Δεν ξέρετε να φέρεστε σε μια γυναίκα! ΣΜΙΡΝΟΦ : Κάθε άλλο, εγώ ξέρω να φέρομαι σε μια γυναίκα!ΠΟΠΟΒΑ: Όχι, δεν ξέρετε! Δεν έχετε καλή ανατροφή, είστε άξεστος! Οι καλοί κι έντιμοι άνθρωποι δε μιλούν μ' αυτό τον τρόπο στις γυναίκες!ΣΜΙΡΝΟΦ: Αυτό που λέτε είναι φοβερό! Πώς, λοιπόν, προστάζετε να μιλώ μαζί σας; Μήπως στα γαλλικά; (Πολύ ενοχλημένος, λεπταίνει τη φωνή σαν μικρό παιδί.) Μαντάμ, ζε βου πρι... είμαι τόσο ευτυχής που δε μου δίνετε τα λεφτά... Αχ, παρντόν που σας ενόχλησα! Ο καιρός σήμερα είναι τόσο θαυάσιος! Κι αυτό το πένθος σάς πάει τόσο πολύ! (Υποκλίνεται.)ΠΟΠΟΒΑ: Καθόλου έξυπνο, κι αγενέστατο.ΣΜΙΡΝΟΦ (μιμείται): Καθόλου έξυπνο, κι αγενέστατο! Δεν ξέρω να φέρομαι σε μια γυναίκα! Εγώ, κυρία μου, έχω δει πολύ περισσότερες γυναίκες στη ζωή μου απ' ό,τι είδατε εσείς σπουργίτια! Μονομάχησα τρεις φορές εξαιτίας των γυναικών, παράτησα δώδεκα και με παράτησαν εννιά! Μάλιστα, μάλιστα! Κάποτε έκανα σαν τρελός, ήμουν τρυφερός, αισθηματίας, μελιστάλαχτος, έκανα κοπλιμέντα, στεκόμουν προσοχή μπροστά τους χτυπώντας τα τακούνια.. . Αγαπούσα, υπέφερα, ζούσα για τον έρωτα, εκστασιαζόμουν, έλιωνα, πάγωνα... Αγαπούσα με πάθος, με λύσσα, με κάθε τρόπο, που να ε πάρει ο διάολος, έβγαζα τρεμουλιαστές κραυγές σαν καρακάξα για τη χείραφέτηση των γυναικών και ξόδεψα τη μισή μου περιουσία για τα τρυφερά μου αισθήματα, αλλά τώρα είμαι ένας υπάκουος υπηρέτης! Δε θα με ξεγελάσετε τώρα! Αρκετά! Μαύρα και παθιάρικα μάτια, ροδοκόκκινα χείλια, λακκουβάκια στα μάγουλα, φεγγάρι, λόγια ψιθυριστά, κομμένη αναπνοή -για όλα αυτά, κυρία, δε δίνω τώρα ούτε μια χάλκινη δεκάρα! Δε μιλάω προσωπικά, αλλά ύλες οι γυναίκες, μικρές ή μεγάλες, είναι ναζιάρες, καμωματούδες, κουτσομπόλες, μοχθηρές, η λογική τους προκαλεί αγανάκτηση και, ειδικά γι' αυτό το τελευταίο (χτυπάει το μέτωπο του), με συγχωρείτε για την ειλικρίνεια, οποιονδήποτε φιλόσοφο με φούστα κι ένα σπουργίτι ακόμα τον περνάει στα σημεία δέκα πόντους! Κοιτάζεις ένα ποιητικό πλάσμα και βλέπεις: μουσελίνα, αιθέρια ύπαρξη, ημίθεα -εκστασιάζεσαι, ενθουσιάζεσαι. Αν κοιτάξεις όμως την ψυχή της, θα δεις ένα συνηθισμένο

Page 6: Η αρκούδα

κροκόδειλο! (Πιάνεται απ' τη ράχη της καρέκλας, η οποία τρίζει και σπάζει.) Αλλά εκείνο που με κάνει να αγανακτώ πιο πολύ απ' όλα είναι ότι αυτός ο κροκόδειλος, για κάποιο λόγο, φαντάζεται ότι το αριστούργημα του, το μονοπώλιο και προνόμιο του, είναι το τρυφερό αίσθημα! Εγώ δέχομαι να με κρεμάσε τε, μα την αλήθεια, απ' αυτό εδώ το καρφί με τα πόδια ψηλά, αν η γυναίκα ξέρει ν ' αγαπάει οποιονδήποτε άλλο εκτός από τα σκυλάκια του σαλονιού, τις λουλούδες... Το μόνο που γνωρίζει για την αγάπη είναι να γκρινιάζει και να βάζει τα κλάματα! Εκεί που ο άντρας υποφέρει και θυσιάζεται, εκεί όλη η αγάπη της γυναίκας εκδηλώνεται με το να γυρίζει την ουρά του φουστανιού εδώ κι εκεί και να προσπαθεί να τον έχει γερά πιασμένο απ' τη μύτη. Έχετε την ατυχία να είστε γυναίκα, γνωρίζετε δηλαδή από τον ίδιο τον εαυτό σας τη γυναικεία φύση. Πέστε μου λοιπόν την αλήθεια: Είδατε ποτέ στη ζωή σας γυναίκα που να ήταν ειλικρινής, πιστή και σταθερή; Δεν είδατε! Πιστές και σταθερές είναι μόνο οι γριές και οι άσχημες! Είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσετε μια γάτα με κέρατα ή μια άσπρη μπεκάτσα παρά μια σταθερή γυναίκα!ΠΟΠΟΒΑ: Με συγχωρείτε, εσείς ποιος νομίζετε πως είναι πιστός και σταθερός στην αγάπη; Μήπως ο άντρας;ΣΜΙΡΝΟΦ: Βεβαίως ο άντρας!ΠΟΠΟΒΑ: Ο άντρας! (Γελάει ενοχλημένη.) Ο άντρας πιστός και σταθερός στην αγάπη! Αυτό πραγματικά είναι νέο! (Ζωηρά.) Και με τι δικαίωμα το λέτε εσείς αυτό; Οι άντρες πιστοί και σταθεροί! Μια και το έφερε η κουβέντα, θα σας πω τώρα κι εγώ ότι ο καλύτερος απ' όλους τους άντρες τους οποίους γνώρισα και γνωρίζω στη ζωή μου ήταν ο μακαρίτης ο άντρας μου.. . Τον αγαπούσα με πάθος, με όλη μου τη δύναμη, έτσι όπως μόνο μια νέα και λογική γυναίκα μπορεί να αγαπήσει. Του έδωσα τα νιάτα μου, την ευτυχία μου, τη ζωή μου, την περιουσία μου, ζούσα κι ανέπνεα γι' αυτόν, τον λάτρευα σαν είδωλο, και... και τι νομίζετε; Αυτός, ο πιο καλός απ' όλους τους άντρες, με απατούσε σε κάθε βήμα του με τον πλέον ασυνείδητο τρόπο! Μετά που πέθανε βρήκα στο γραφείο του ένα κουτί γεμάτο από ερωτικές επιστολές, κι όταν ζούσε -είναι φοβερό που το θυμάμαι- μ' άφηνε μόνη ολόκληρες εβδομάδες, φλερτάριζε μπροστά στα μάτια μου άλλες γυναίκες και μ' απατούσε, σκορπούσε τα λεφτά μου στον αέρα, έπαιζε με τα αισθήατα μου... Εγώ όμως, παρ' όλ'αυτά, τον αγαπούσα και του ήμουν πιστή... Και τώρα ακόμα, που αυτός δε ζει, δεν παύω να είμαι πιστή και σταθερή. Ενταφίασα για πάντα τον εαυτό μου σε τέσσερις τοίχους και μέχρι να με παν στο μνήμα μου δεν πρόκειται να βγάλω αυτό το πένθος...ΣΜΙΡΝΟΦ (περιφρονητικό γέλιο): Πένθος! Δεν καταλαβαίνω, για ποιον με περνάτε; Λες και δεν ξέρω εγώ για ποιο λόγο φοράτε αυτό το αύρο ντόμινο και θάψατε τον εαυτό σας στους τέσσερις τοίχους! Βέβαια! Έχει τόση μυστικοπάθεια αυτό, είναι τόσο ποιητικό! Θα περάσει έφιππος δίπλα απ' το κτήμα κάποιος μαθητής στρατιωτικής σχολής ή κάποιος ψευτοποιητής, θα ρίξει μια ατιά στα παράθυρα και θα σκεφθεί: «Εδώ μένει η μυστικοπαθής Ταμάρα, η οποία, από την πολλή αγάπη που είχε στον άντρα της, έθαψε τον εαυτό της σε τέσσερις τοίχους». Τα ξέρουμε εμείς αυτά τα κόλπα!ΠΟΠΟΒΑ (εκρήγνυται, κοκκινίζει): Τι είπατε; Πώς τολμάτε να μου τα λέτε εμένα όλα αυτά;ΣΜΙΡΝΟΦ : Θάψατε τον εαυτό σας ζωντανό, κ ι όμως να βάλετε πούδρα στο πρόσωπο σας καθόλου δεν ξεχάσατε!ΠΟΠΟΒΑ: Πώς τολμάτε να μου μιλάτε έτσι;ΣΜΙΡΝΟΦ: Μη φωνάζετε, σας παρακαλώ, εγώ δεν είμαι επιστάτης σας! Επιτρέψτε μου να πω ταπράγατα με τ' όνομα τους. Δεν είμαι γυναίκα κι έχω συνηθίσει να εκφράζω τη γνώμη μου σταίσια! Να μη φωνάζετε, σας παρακαλώ!ΠΟΠΟΒΑ: Δεν είμαι εγώ αυτή που φωνάζει, αλλά εσείς! Αφήστε με, σας παρακαλώ, στην ησυχία μου!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δώστε μου τα λεφτά και θα φύγω. ΠΟΠΟΒΑ: Δε θα σας δώσω τα λεφτά!ΣΜΙΡΝΟΦ: Όχι, θα μου τα δώσετε!!ΠΟΠΟΒΑ: Από μένα τώρα, να, για πείσμα, δε θα πάρετε ούτε καπίκι! Μπορείτε να μ'

Page 7: Η αρκούδα

αφήσετε ήσυχη!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δεν έχω την ευχαρίστηση να είμαι ούτε άντρας ούτε μνηστήρας σας, επομένως μη μου κάνετε σκηνές, σας παρακαλώ. (Κάθεται) Δε μ ' αρέσει αυτό.ΠΟΠΟΒΑ (αναστενάζει από θυμό): Καθίσατε; ΣΜΙΡΝΟΦ: Κάθισα.ΠΟΠΟΒΑ: Παρακαλώ, φύγετε!ΣΜΙΡΝΟΦ: Δώστε τα λεφτά... (Γυρίζοντας από την άλλη το κεφάλι.) Αχ, πόσο συγχύστηκα! Πόσο συγχύστηκα!ΠΟΠΟΒΑ : Δεν επιθυμώ να συνομιλώ με αναιδείς ανθρώπους! Κάντε μου τη χάρη και φύγετε μακριά από δω! (Παύση) Δε θα φύγετε; Όχι;ΣΜΙΡΝΟΦ: Όχι. ΠΟΠΟΒΑ: Όχι; ΣΜΙΡΝΟΦ: Όχι!ΠΟΠΟΒΑ: Λοιπόν, καλά! (Χτυπάει το κουδούνι.)

Σ Κ Η Ν Η IXΟι ίδιοι και ο ΛουκάΠΟΠΟΒΑ: Λουκά, οδήγησε έξω αυτό τον κύριο! ΛΟΥΚΑ (πλησιάζε ι στον Σμιρνόφ): Σας παρακαλώ, κύριε, έχετε την καλοσύνη να πηγαίνετε, όπως προστάζουν! Δεν υπάρχει λόγος να μείνετε άλλο. ΣΜΙΡΝΟΦ (αναπηδώντας): Σκασμός ! Σε ποιον μιλάς; Θα σε κάνω χίλια κομμάτια!ΛΟΥΚΑ (πιάνει την καρδιά του): Χριστέ και Παναγιά! Καλοί μου άγιοι! (Πέφτει στην πολυθρόνα.) Οχ! αισθάνομαι άσχημα, άσχημα! Μου κόπηκε η ανάσα!ΠΟΠΟΒΑ: Πού είναι ο Ντάσια; Ντάσια! (Φωνάζει) Ντάσια! Πελαγία! Ντάσια! (Χτυπάει το κουδούνι.) ΛΟΥΚΑ: Οχ! Πήγαν όλοι για βατόμουρα... Ούτε ένας δεν έμεινε στο σπίτι... Δεν αισθάνομαι καλά! Θέλω νερό!ΠΟΠΟΒΑ: Μαζέψτε τα, σας παρακαλώ, και φύγετε! ΣΜΙΡΝΟΦ: Μήπως θα μπορούσατε να είστε πιο ευγεν ική;ΠΟΠΟΒΑ (σφίγγοντας τις γροθιές και χτυπώντας τα πόδια): Είστε ένας χωριάτης! Μια κακοβαλμένη αρκούδα! Αστοιχείωτος! Κτήνος!ΣΜΙΡΝΟΦ: Πώς; Τι είπατε;ΠΟΠΟΒΑ: Είπα ότι είστε μια αρκούδα, ένα κτήνος. ΣΜΙΡΝΟΦ (την πλησιάζει): Με συγχωρείτε, με ποιο δικαίωμα με προσβάλλετε;ΠΟΠΟΒΑ: Μάλιστα, σας προσβάλλω... λοιπόν, τι θέλετε; Νομίζετε ότι σας φοβάμαι;ΣΜΙΡΝΟΦ : Και νομίζετε ότι επειδή είστε ένα αιθέριο πλάσμα έχετε το δικαίωμα να προσβάλλετε χωρίς να τιμωρηθείτε; Έτσι νομίζετε; Σας προκαλώ να μονομαχήσουμε!ΛΟΥΚΑ: Χριστέ μου! Παναγιά μου! Καλοί μου άγιοι! Νερό!ΣΜΙΡΝΟΦ: Με πιστόλι!ΠΟΠΟΒΑ: Μήπως νομίζετε ότι σας φοβάμαι επειδή έχετε γερές γροθιές κι ένα λαιμό σαν βόδι; Αξεστε άνθρωπε!ΣΜΙΡΝΟΦ: Μονομαχία! Δεν επιτρέπω σε κανέναν να με προσβάλλει και δε μ' ενδιαφέρει που είστε γυναίκα κι αδύναμη ύπαρξη!ΠΟΠΟΒΑ (προσπαθεί να φωνάξε ι π ιο δυνατά απ ' αυ τόν): Αρκούδα! Αρκούδα! Αρκούδα!ΣΜΙΡΝΟΦ: Καιρός επιτέλους ν' απαλλαγούμε απ' την προκατάληψη ότι μόνο οι άντρες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για την προσβολή! Ισονομία, μάλιστα, ισονομία, που να πάρει ο διάολος! Θα μονομαχήσουμε!ΠΟΠΟΒΑ : Θέλετε να μονομαχήσουμε; Παρακαλώ! ΣΜΙΡΝΟΦ : Τώρα αμέσως!!ΠΟΠΟΒΑ: Πολύ καλά, τώρα αμέσως! Μετά που πέθανε ο άντρας μου τα πιστόλια έμειναν στο σπίτι. Θα τα φέρω αμέσως . . . (Πηγα ίνε ι β ιαστ ικά κα ι ε π ι σ τ ρ έ φ ε ι . ) Μ ε τ ι

Page 8: Η αρκούδα

α π ό λ α υ σ η θ α φ υ τ έ ψ ω τ η σφαίρα σ' αυτό το ξεδιάντροπο κούτελο! Να σε πάρει ο διάολος! (Φεύγε.)ΣΜΙΡΝΟΦ: Θα τη λαβώσω σαν κοτόπουλο! Δεν είμαι μικρό παιδί εγώ, ούτε κανένα συναισθηατικό κουτάβι, για μένα δεν υπάρχουν αδύναμες υπάρξεις!ΛΟΥΚΑ: Κύριε μου, καλέ μου! (Γονατίζει μπροστά του.) Κάνε μου τη χάρη, λυπήσουμε, εμένα το γέροντα, άντε να πας στο καλό! Έχω κοκαλώσει απ' το φόβο μου και συ ετοιάζεσαι να μονομαχήσεις!ΣΜΙΡΝΟΦ (δεν τον ακούει): Μονομαχία, μάλιστα, αυτό θα πει ισότητα δικαιωμάτων, χειραφέτηση! Και τα δύο φύλα είναι ίσα τώρα! Θα της την ανάψω για λόγους αρχής! Αλλά τι γυναίκα είν' αυτή; (Τη μιμείται κοροϊδευτικά.) «Ο διάολος να σε πάρει... θα φυτέψω τη σφαίρα στο ξεδιάντροπο κούτελο» Τι γυναίκα! Έγινε κατακόκκινη, τα μάτια της έβγαζαν σπίθες... Δέχτηκε την πρόκληση μου! Στο λόγο της τιμής μου, πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοια γυναίκα...ΛΟΥΚΑ: Καλέ μου άνθρωπε, φύγε! Θα προσεύχομαι για σένα σ' όλη μου τη ζωή!ΣΜΙΡΝΟΦ: Αυτή είναι γυναίκα! Το βλέπω τώρα καθαρά! Πραγματική γυναίκα! Δεν είναι ούτε ανιαρή ούτε γλυκανάλατη. Είναι φωτιά, μπαρούτι, ρουκέτα! Λυπάμαι στ' αλήθεια να τη σκοτώσω!ΛΟΥΚΑ (κλαίει): Χρυσέ μου άνθρωπε πήγαινε στο καλό!ΣΜΙΡΝΟΦ: Είμαι σίγουρος ότι μ' αρέσει! Σίγουρος! Mόλο που έχει λακκουβάκια στα μάγουλα, μ' αρέσει! Είμαι έτοιμος να της χαρίσω και το χρέος ακόμα... μου πέρασε κι ο θυμός... Εκπληκτική γυναίκα!

ΣΚΗΝΗ ΧΟι ίδιοι και η ΠοπόβαΠΟΠΟΒΑ (μπαίνει κρατώντας τα πιστόλια): Να τα πιστόλια. Θα ήθελα όμως, αν είχατε την καλοσύνη, να μου δείξετε, προτού αρχίσουμε, πώς πρέπει να πυροβολώ... Ούτε μια φορά στη ζωή μου δεν κράτησα στα χέρια πιστόλι.ΛΟΥΚΑ: Σώσον ημάς, Κύριε. Ελέησόν μας... Πάω να κοιτάξω για τον αμαξά και για τον περιβολάρη... Τι συμφορά είναι αυτή που μας βρήκε... (Φεύγει)ΣΜΙΡΝΟΦ (εξετάζοντας τα πιστόλια): Υπάρχουν, ξέρετε, αρκετά είδη πιστολιών... Υπάρχουν ειδικά πιστόλια γ ια μονομαχίες , τύπου Μόρτιμερ , με εμπόρευμα. Αυτά όμως που κρατάτε είναι περίστροφα με σύστηα Σμιτ και Βεσσόν, τριπλής ενεργείας με εξολκέα, μπαμ και κάτω. Θαυμάσια περίστροφα! Κοστίζουν το λιγότερο ενενήντα ρούβλια το ζευγάρι... Να, έτσι πρέπει να το κρατάτε... (Γυρίζοντας το κεφάλι.) Τι μάτια, τι μάτια! Φλογερή γυναίκα!ΠΟΠΟΒΑ: Έτσι;ΣΜΙΡΝΟΦ: Ναι. έτσι... Σηκώνετε μετά τον κόκορα... και σημαδεύετε, να, έτσι... Το κεφάλι λίγο προς τα πίσω! Τεντώστε καλά το χέρι... Έτσι... Ύστερα μ' αυτό εδώ το δάχτυλο πιέζετε τούτο το πράγμα. Αυτό είναι όλο... Υπάρχει, μόνο, ένας βασικός κανόνας: Να μην εξάπτεστε και να σημαδεύετε χωρίς να βιάζεστε... Να προσπαθήσετε ώστε να μην τρέμει το χέρι.ΠΟΠΟΒΑ: Ωραία... Μέσα στο σπίτι δε βολεύει να πυροβολήσουμε, πάμε στο δασάκι.ΣΜΙΡΝΟΦ: Πάμε. Σας προειδοποιώ πάντως ότι εγώ θα πυροβολήσω στον αέρα.ΠΟΠΟΒΑ: Αυτό μας έλειπε! Γιατί;ΣΜΙΡΝΟΦ: Γιατί... γιατί... Είναι δική μου δουλειά το γιατί!ΠΟΠΟΒΑ: Δειλιάσατε; Ναι; Α-α-α-α! Όχι, κύριε, μην ξεφεύγετε! Ακολουθήστε με, σας παρακαλώ! Δε θα ησυχάσω μέχρι να σας ανοίξω μια τρύπα στο μέτωπο... να, σ' αυτό το μέτωπο που τόσο το μισώ! Δειλιάσατε;ΣΜΙΡΝΟΦ: Μάλιστα, δείλιασα.ΠΟΠΟΒΑ: Λέτε ψέματα! Γιατί δε θέλετε να δώσετε τη μάχη;ΣΜΙΡΝΟΦ: Γιατί... γιατί... μ' αρέσετε.ΠΟΠΟΒΑ (οργισμένη, γελάει): Του αρέσω! Τολμάει να πει ότι του αρέσω! (Δείχνει την πόρτα.) Ορίστε, περάστε!

Page 9: Η αρκούδα

ΣΜΙΡΝΟΦ (Αφήνει σιωπηλά το περίστροφο, παίρνει την τραγιάσκα και πάει να φύγει. Κοντά στην πόρτα σταματάει. Κοιτάζουν για μισό λεπτό ο ένας τον άλλο χωρίς να μιλούν κι ύστερα λέει διστακτικά, πλησιάζοντας προς την Ποπόβα): Ακούστε... Είστε ακόμα θυμωμένη; Όπως κι εσείς, είμαι κι εγώ έξω φρενών, που να πάρει ο διάολος, αλλά, καταλαβαίνετε . . . πώς να σας το πω. . . Το ζήτημ α είναι, όπως βλέπετε και σεις, αυτή η ιστορία, για να πούμε την αλήθεια... (Με δυνατή φωνή) λοιπόν, και μήπως φταίω εγώ που μ' αρέσετε; (Πιάνε τα ι απ ' τη ράχη της καρέκλας , η οπο ία τρ ί ζε ι και σπάζε ι ) Ένας θεός ξέρε ι πόσο εύκολα σπάζουν τα έπιπλα σας! Μ' αρέσετε! Καταλα βαίνετε; Σχεδόν είμαι ερωτευένος!ΠΟΠΟΒΑ : Φύγετε από κοντά μου -σας μισώ!ΣΜΙΡΝΟΦ: Θεέ ου, τι γυναίκα! Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα κάτι τέτοιο! Χάθηκα! Ξόφλησα! Πιάστηκα στη φάκα σαν ποντίκι!ΠΟΠΟΒΑ: Ή ξεκουμπίζεστε από δω ή πυροβολώ!!ΣΜΙΡΝΟΦ: Πυροβολήστε! Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι ευτυχία είναι να πεθαίνεις κάτω από το βλέμμα αυτών των υπέροχων ματιών, να πεθαί νεις από ένα περίστροφο που το κρατάει αυτό το βελουδένιο χεράκι... Τρελάθηκα! Σκεφθείτε και αποφασίστε τώρα, γιατί, αν βγω από δω, δε θα ξαναϊδωθούε ποτέ πια! Αποφασίστε.. . Είμαι της τάξης των ευγενών, έντιμος άνθρωπος, έχω δέκα χιλιάδες ετήσιο εισόδημα... πετυχαίνω με το πιστόλι ένα καπίκι στον αέρα... έχω θαυμ άσια άλογα... Θέλετε να γίνετε γυναίκα μου;ΠΟΠΟΒΑ(εξοργισμένη, σείοντας το περίστροφο): Μπρος! Μονομαχία!ΣΜΙΡΝΟΦ: Έχασα τα λογικά μου... Δεν καταλαβαίνω τίποτα... (Φωνάζει) Φέρτε μου νερό!ΠΟΠΟΒΑ (φωνάζει ) : Μονομαχία!!ΣΜΙΡΝΟΦ: Τρελάθηκα, ερωτεύτηκα σαν μικρό παιδί, σαν βλάκας! (Την πιάνει απ' το χέρι, αυτή πονάει και βάζει τ ις φωνές . ) Σας αγαπώ! (Γονατίζε ι μπροστά της.) Αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ! Παράτησα δώδεκα γυναίκες, με παράτησαν εννιά, κι ούτε μία απ' αυτές δεν αγάπησα έτσι όπως εσάς. Μ' εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου, νιώθω σαχλός και γλυκανάλατος, πέφτω στα γόνατα σαν βλάκας και σας προτείνω το χέρι μου.. . Ντροπή, αίσχος! Έχω πέντε χρόνια να ερωτευτώ, έδωσα όρκο στον εαυτό μου και ξαφνικά μου την έδωσε κατακούτελα! Σας προτείνω το χέρι. Δέ χεστε ή όχι; Δε δέχεστε; Δεν πειράζει! (Σηκώνεται και πηγαίνει γρήγορα προς την πόρτα)ΠΟΠΟΒΑ: Σταθείτε...ΣΜΙΡΝΟΦ (σταματάει): Λοιπόν;ΠΟΠΟΒΑ: Τίποτα, φύγετε... Όμως, σταθείτε... Όχι, φύγετε, φύγετε! Σας μισώ! Μάλλον όχι... Μη φεύγετε! Αχ, αν ξέρατε πόσο θυμωμένη είμαι, μα πόσο θυμωμένη! (Πετάει το περίστροφο στο τραπέζι) Πρήστηκαν τα δάχτυλα μου απ' αυτή την αηδία... (Σκίζει το μαντίλι απ' το θυμό της) Τι στέκεστε εκεί πέρα; Ξεκουμπιστείτε!ΣΜΙΡΝΟΦ: Αντίο.ΠΟΠΟΒΑ: Ναι, ναι, φύγετε!... (Φωνάζει) Πού πάτε τώρα; Σταθείτε... αλλά... ναι, φύγετε. Αχ, πόσο θυμωμένη είμαι! Μην πλησιάζετε, μην, πλησιάζετε!ΣΜΙΡΝΟΦ (πηγαίνοντας κοντά της): Πόσο έχω εξοργιστεί με τον εαυτό μου! Αγάπησα σαν γυνασιόπαιδο, έπεσα στα γόνατα... Ακόμα κι ανατριχί λα μ' έπιασε σ' όλο μου το κορμί... (Απότομα και μ' άξεστο τρόπο.) Σας αγαπώ! Δεν ήθελα να σας ερωτευτώ! Αύριο έχω να πληρώσω τους τόκους, έχει αρχίσει το θέρισα του χόρτου και τώρα εσείς... (Την πιάνει απ' τη έση.) Ποτέ δε θα το συγχωρήσω αυτό στον εαυτό μου...ΠΟΠΟΒΑ: Κάντε πιο πέρα! Κάτω τα χέρια! Σας... μισώ! Θα μονομαχήσουμε! (Φιλί διαρκείας.)

ΣΚΗΝΗ XIΟι ίδιοι, ο Λουκά με το τσεκούρι, ο περιβολάρης με το σκαλιστήρι , ο αμαξάς με τη φούρκα και οι εργάτες με δ ιάφορα σύνεργα .

Page 10: Η αρκούδα

ΛΟΥΚΑ (βλέποντας το ζευγαράκι να φιλ ιέτα ι ) : Χριστός κι Απόστολος! (Παύση)ΠΟΠΟΒΑ (με κατεβασμένα τα μάτια): Λουκά, πες τους εκεί στο στάβλο να μη δώσουν σήμερα στον Τόπι καθόλου βρόμη!

ΤΕΛΟΣ