ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

9
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Ένας λόγος για το καλοκαίρι ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937 Raven Άνθη της πέτρας Επιτύμβιο Ένας λόγος για το καλοκαίρι Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν χιλιάδες χλωμές προσωπίδες. Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες. Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες· αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας, σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος. Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές

Upload: iwannina

Post on 26-Oct-2015

16 views

Category:

Documents


7 download

TRANSCRIPT

Page 1: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ένας λόγος για το καλοκαίρι ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937 Raven Άνθη της πέτρας Επιτύμβιο

Ένας λόγος για το καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν χιλιάδες χλωμές προσωπίδες. Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.

Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες· αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας, σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος. Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές

Page 2: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

τις κολόνες· κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά σε βούρλα και σε καλάμια νησιά που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου σαν είμαι κουρασμένος—δεν ξέρω πια που γεννήθηκα.

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές· πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα. Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας

Page 3: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει. Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω. Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά· τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.

Φθινόπωρο, 1936

ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

Page 4: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

χρυσά· τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου· στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας τό παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό

Page 5: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

συναπάντημα των νερών κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής. Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Page 6: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Raven

In memoriam E. A. P.

Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ'ακίνητο κοράκι; τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων; Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει. Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ' αστέρια ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ' τον αγέρα την άλλη θάλασσα σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν κοιτάζοντας ένα κοράκι σ' ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται. Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα. Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται; Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους

Page 7: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ανθρώπους, μέσα του πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή. Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα τάχα να βαραίνει πουθενά; Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη στρώνοντας το πέλαγο ως πέρα στον ορίζοντα στα νησιά. Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ' απ' τη βροχή· τι θυμάται η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη, σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει; ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα—ένα ξαφνισμένο στήθος

Page 8: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου χαϊδεύοντας τ' όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά...

Κοριτσά, χειμώνας 1937

Άνθη της πέτρας

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα με φλέβες που μου θυμίζουν άλλες αγάπες γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα, άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερ' απ' τη σιωπή μεσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.

Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί πώς δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου..

Page 9: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Επιτύμβιο

Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου κάθε πρωί.

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια έφυγες τ' άλλο καλοκαίρι.

Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν' ανασάνεις ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση, όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια και δε σε γνώρισα μήτε με γνώριζες.

Πάψε πια να γυρεύεις τη θάλασσα και των κυμάτων τις προβιές σπρώχνοντας τα καΐκια κάτω απ' τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια και τα δέντρα είναι τα φύκια.