Μαύρη πέτρα

16

Upload: kedros-publishers

Post on 30-Mar-2016

228 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο εθνικός διχασμός, ο συμμαχικός στόλος στον Πειραιά, το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το κράτος της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος, ο Αλέξανδρος, ο ναύαρχος Ντι Φουρνε, τα Δεκεμβριανά, το ανάθεμα του Βενιζέλου.

TRANSCRIPT

Page 1: Μαύρη πέτρα
Page 2: Μαύρη πέτρα
Page 3: Μαύρη πέτρα

™ËÌ›ˆÌ· ÙÔ˘ Û˘ÁÁڷʤ·

Ό,τι γνωρίζουµε για την επίµαχη εποχή είναι λίγο πολύ η άπο-

ψη της επίσηµης ιστορίας. Όσοι θέλουν να µάθουν κάτι περισ-

σότερο µπορούν να ανατρέξουν στη βιβλιογραφία, η οποία όµως

αναλίσκεται σε ακαδηµαϊκές αναλύσεις, στις στρατηγικές και

στις δολοπλοκίες που αναπτύχθηκαν, παραβλέποντας τη δρα-

µατική παράµετρο της καθηµερινότητας. Σε κάθε περίπτωση η

αποστασιοποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον ερευνη-

τή/επιστήµονα. Η ιστορία θα είναι πάντα η επιστήµη των µεγά-

λων αντιφάσεων και των ανοµολόγητων ενοχών. Το ανά χείρας

µυθιστόρηµα φιλοδοξεί απλώς να ανασυνθέσει την εποχή, δε

στοχεύει στην ερµηνεία των πραγµάτων ή στην παρερµηνεία

τους, πολύ περισσότερο δεν απαντά στο επίµονο ερώτηµα του

παιδιού που είχε υπόψη του ο Mαρκ Μπλοκ κατά τη συγγραφή

του πονήµατός του από το οποίο και το δανείστηκα.

11

Page 4: Μαύρη πέτρα
Page 5: Μαύρη πέτρα

1

™¿‚‚·ÙÔ 20 ∞˘ÁÔ‡ÛÙÔ˘1 1916ÛÂÏ‹ÓË 6 ËÌÂÚÒÓ

™·ÌÔ˘‹Ï ÙÔ˘ ÚÔÊ‹ÙÔ˘

Η νύχτα είναι η µήτρα του φόβου. Όλοι οι σπόροι της κατα-

στροφής ανθίζουν τη νύχτα, όλα τα ζοφερά λουλούδια. Άκουσα

τους πυροβολισµούς µέσα στον ύπνο µου, κάποιος φώναξε:

«Τον φάγανε, τα σκυλιά!», µετά άλλες φωνές, τρεχαλητά – ένα

παράξενο ανακάτεµα από είδωλα ενός µακρινού και ασυµβίβα-

στου κόσµου.

Έχω ένα κεφάλι βαρύ, γυµνό, διαβρωµένο από τους υγρούς

εφιάλτες της νύχτας. Σηκώνοµαι απ’ το κρεβάτι, τραβάω την

κουρτίνα της τζαµόπορτας και βγαίνω στο µικρό µπαλκόνι. Ένα

σµάρι σκιές γυροφέρνουν τον νεκρό. Κείτεται ανάσκελα στη γη

ανάµεσα σε δύο πάγκους, ασάλευτος, µ’ ένα πέτρινο χαµόγελο

στο στόµα, αθέατος, χωρίς ν’ απαιτεί τίποτα. Μακριά απ’ το

γαλάζιο ουρανό. Πιο µακριά παρά ποτέ. Μην κοιτάζεις έξω απ’

το παράθυρο τη νύχτα...

13

1. Η αφήγηση ακολουθεί το παλιό ηµερολόγιο (Ιουλιανό), το οποίο ήτανακόµα σε χρήση. Το Γρηγοριανό, που ισχύει στη ∆ύση από το 1582 (στην Αγ-γλία από το 1752), εισήχθη στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1923 και συνάντησεµεγάλες αντιδράσεις από την Εκκλησία. Η 16η Φεβρουαρίου ονοµάστηκε 1ηΜαρτίου. Τα επίσηµα έγγραφα της εποχής ανέφεραν συνήθως δύο ηµεροµηνίες.

Page 6: Μαύρη πέτρα

«Επίστρατοι1 ήταν», λέει κατηγορηµατικά ένας τύπος γυµνός

από τη µέση και πάνω.

«Έλα, µωρέ, µάθατε τώρα όλα στους επίστρατους να τα φορ-

τώνετε!» λέει ένας άλλος.

Οι δύο χωροφύλακες που έρχονται ρωτάνε για τον νεκρό αλ-

λά κανείς δε φαίνεται να τον ξέρει. Ψάχνουν στις τσέπες του

για τυχόν έγγραφα και χαρτιά, ανταλλάσσουν κουβέντες, κάνουν

υποθέσεις, ξύνουν τα κεφάλια τους σαν χάννοι.

«Θα ’ναι κανένας λωποδύτης», λέει ο ένας απ’ αυτούς. «Ή

τίποτα νταβατζής ή µαχαιροβγάλτης, άνθρωπος της νύχτας, τέ-

λος πάντων. Κουµάσι, σαν τον φονιά».

«Λες, ε;» κάνει ο άλλος.

«Ε, καλά τώρα, φως φανάρι».

«Ο φονιάς ήταν επίστρατος», επαναλαµβάνει ο µισόγυµνος

τύπος. «Ήταν κι ένας άλλος µαζί του, κι αυτός επίστρατος. Τον

πυροβόλησε στο δόξα πατρί και χάθηκαν τρέχοντας κατά κει».

«Εσύ θα έρθεις στο τµήµα να καταθέσεις».

«Και βέβαια θα έρθω».

Έχει χαράξει όταν έρχεται το κάρο του δήµου να τον µαζέ-

ψει. Ο καροτσέρης είναι ένας κοντός, λεπτοκαµωµένος άντρας.

Ρωτάει τους χωροφύλακες αν µπορεί να τον πάρει. Απαντάνε

καταφατικά. ∆ίνει ένα σάλτο από το κάρο και φωνάζει σ’ όσους

κάθονται και χαζεύουν:

«Βάλτε ένα χέρι, ρε παιδιά! Άντε, να τον σηκώσουµε τον άν-

θρωπο!»

14

1. Τον Ιούνιο του 1916, και ύστερα από τελεσίγραφο των συµµάχων,διατάχθηκε γενική αποστράτευση. Με σύντονες και αφανείς ενέργειες τουυπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ιωάννη Μεταξά µεγάλο µέρος των εφέ-δρων οργανώθηκε σε παραστρατιωτικές οµάδες, που έγιναν γνωστές ως «οιεπίστρατοι».

Page 7: Μαύρη πέτρα

Σπεύδουν δυο και τον πιάνουν, ο ένας απ’ τις µασχάλες, ο

άλλος απ’ τα πόδια. Τον κουνάνε πέρα δώθε σαν σακί.

«Έεει, οπ! Έεει, οπ!»

Ακούγεται ένας γδούπος καθώς το σώµα προσγειώνεται στην

καρότσα του κάρου.

Αναρωτιέµαι πού πετάνε όλους αυτούς που µαζεύουν από το

δρόµο. Μακάβρια δουλειά. Στην καλύτερη περίπτωση τους πα-

ραχώνουν. ∆υο δυο, τρεις τρεις. Μια µέρα µια πνοή ανέµου

αφήνει δυο πέταλα λουλουδιών πάνω στους λάκκους. Και άτα-

φους να τους αφήσουν η φύση φροντίζει να τους σκεπάσει.

Πλένοµαι κι ανοίγω µια βαλίτσα. Βγάζω ένα καθαρό πουκά-

µισο και το κρεµάω στην καρέκλα. Έχω ακόµα όλα µου τα ρού-

χα στις βαλίτσες. Αν έχω διάθεση ίσως το απόγευµα τα βάλω

στην ντουλάπα. Ή αύριο το πρωί. Ή κάποια από τις επόµενες

µέρες. Σε µια περίπτωση έµειναν µέσα στις βαλίτσες έναν ολό-

κληρο χρόνο. Μαζί µε τα ρούχα κουβαλώ και µερικές από τις

πιο βαρετές µέρες της ζωής µου. ∆ιάολε, κάποια ρούχα µοιά-

ζουν µε το κουκούλι της κάµπιας. Περιβάλλουν το σώµα µου

σαν το κουκούλι της κάµπιας.

Το φως της µέρας γεµίζει σιγά σιγά το δωµάτιο. Κοιτάζω την

ώρα. Επτά παρά πέντε. Παίρνω από το κοµοδίνο τη χθεσινή

εφηµερίδα και γέρνω την πλάτη µου στο κεφαλάρι του κρεβα-

τιού. Την ξεφυλλίζω. Αποπνέουν µια λαχανιασµένη ανάσα οι λέ-

ξεις. Άνθρωποι και πράγµατα ξεφυσάνε µέσα στη σκόνη και στο

χώµα – κυρίως οι άνθρωποι.

«Προσκαλούνται οκτώ ηλικίαι αγύµναστων...»∆ιαβάζω µε δυσφορία. Υπάρχουν µόνο αρνητικά συναισθήµα-

τα µέσα µου. Αν ήµουν χώµα, θα ήµουν σκληρό και άγονο. Ζη-

λεύω τον άνθρωπο-καστανόχωµα. Γίνεται εύκολα λάσπη, σκάβε-

ται εύκολα, σπέρνεται και καρπίζει. Ό,τι θυµίζει το καλούπι του

15

Page 8: Μαύρη πέτρα

κόσµου το ζηλεύω, ό,τι θυµίζει πηλό. Ο άνθρωπος-καστανόχω-

µα κοµίζει µήνυµα κι ευλογία. Τα δάκρυά του είναι δάκρυα ευ-

γνωµοσύνης και γονιµότητας.

«Η ιταλική κυβέρνησις µελετά να προσλάβη εις την υπηρεσίαντων τηλεγραφείων και τηλεφώνων του κράτους τους ικανούς εκ τωνακρωτηριασθέντων κατά τον πόλεµον ».

Και λίγο πιο κάτω: «Επί ευρέως µετώπου, πλησίον Αρράς, οιΆγγλοι εξετέλεσαν µετ’ επιτυχίας βολάς µε ασφυξιογόνα αέρια».

Με πιάνει βήχας. ∆ιάολε, µερικές λέξεις µε πνίγουν. Ασφυ-

ξιογόνα αέρια...

Γυρίζω σελίδα: «H κακοκαιρία και οι αδιάλειπτοι βροχαί εις τονΣοµ παρακωλύουν την συνέχισιν της επιθέσεως. Εις την Λωρραίνην,οι Γερµανοί δι’ αιφνιδιασµού εις το δάσος Παρρουά κατόρθωσαν ναεισδύσουν εις γαλλικόν πρόχωµα. Επί του λοιπού µετώπου, συνήθηςκανονιοβολισµός ».

Ρίχνω µια µατιά στο ρολόι. Επτά και τέταρτο.

«Συγκίνηση προκάλεσε η ευγενής πρωτοβουλία την οποίαν έσχενο Επιθεωρητής της ∆ηµοσίας Εκπαιδεύσεως εις το ∆ιαµέρισµα τηςΑµιέννης, κος Αλλάρ. Κάθε µαθητής θα υιοθετήσει και από έναν τά-φον µαχητού. Γύρω από την πόλιν της Αµιέννης και τους κάµπους,άνθισαν χιλιάδες µικροί σταυροί, απέριττοι και ταπεινοί. Ο καθέναςδείχνει τον τόπον όπου αναπαύεται και ένας ήρως. Άγγλος ή Γάλλος.Τους τάφους αυτούς θα περιποιούνται και θα στολίζουν οι µαθητές40 σχολείων της Αµιέννης. Ο καθείς θα έχει τον τάφον του. Ήδη ηευγενής αυτή πρωτοβουλία του κου Αλλάρ ευρίσκει µιµητές εις όληντην Γαλλίαν ».

Συνεχίζω να ξεφυλλίζω: «Κατά σηµερινόν ραδιοτηλεγράφηµαεκ Βερολίνου, η εκεί Βουλγαρική Πρεσβεία ειδοποίησε τους ενΓερµανία διαµένοντας Βουλγάρους υπηκόους, τους άγοντας ηλικίανµέχρι 41 ετών, να επιστρέψουν αµέσως εις Βουλγαρίαν και να πα-

16

Page 9: Μαύρη πέτρα

ρουσιασθούν εις τα σώµατά των µέχρι της 3ης Σεπτεµβρίου ».

Και λίγο παρακάτω: «Σηµεριναί πληροφορίαι επιβεβαιούσι τηνπροσέλευσιν µεγάλου τµήµατος της εν Θεσσαλονίκη 11ης Ελληνι-κής Μεραρχίας προς τας τάξεις του Συµµαχικού στρατού, ίνα αγωνι-σθή υπέρ της Μακεδονίας. Αφ’ ετέρου εγνώσθη ότι προσήλθον ειςτον Συµµαχικόν στρατόν εκατοντάδες Κρητών χωροφυλάκων. Φαίνε-ται ότι έγινε και συµπλοκή τις ».

Στρέφω το βλέµµα µου στο ρολόι. Οκτώ παρά είκοσι. Μια

είδηση της τελευταίας σελίδας, κάτω από τον τίτλο «∆ευτέρα έκ-δοσις», προκαλεί το ενδιαφέρον µου. Χθες βράδυ µιλούσαν γι’

αυτό σ’ όλη την πόλη.

«Την 11ην π.µ. της σήµερον, ο σηµατογράφος του Πειραιώς εση-µείωσεν τον πλουν προς τα φαληρικά και πειραιϊκά ύδατα µεγάλουσυµµαχικού στόλου. Πράγµατι, ενεφανίσθησαν είτα πολυάριθµασυµµαχικά σκάφη.

»Νεώτεραι πληροφορίαι: Τα θεώµενα εκ Πειραιώς πολεµικάανέρχονται εις 37, είναι δε θωρηκτά, µεταγωγικά και ανιχνευτικά.Ολίγον προ µεσηµβρίας εν ανιχνευτικόν επλησίασεν εις τον όρµοντου Κερατσινίου και ενήργησεν βυθοµέτρησιν αυτού. Μετ’ ολίγον, τοανιχνευτικόν απεσύρθη, κατευθυνθέν εις την γραµµήν της παρατάξε-ως των άλλων πολεµικών ».

∆εν αφήνω ούτε τις µικρές αγγελίες: «ΧΑΚΙ ∆ΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙ-

ΚΟΥΣ: Υφάσµατα λινά, σακάκια, πανταλόνια, υποκάµισα µε κολάρα,γραβάτες, µαντήλια, όλα χρώµατος χακί διά στρατιωτικούς. Σηµείω-σις: ∆εν παραδίδονται εις το µέτωπον ».

Έχω πάντα το µυαλό µου στο ρολόι. Οκτώ και πέντε. Φέρνω

την παλάµη στο στόµα και φυσάω. Τα χνότα µου µυρίζουν αλ-

κοόλ. Ξαναπαίρνω τις ειδήσεις από την αρχή: «Προσκαλούνταιοκτώ ηλικίαι αγύµναστων...»

Στις οκτώµισι σηκώνοµαι να ντυθώ. ∆έκα λεπτά µετά κατε-

17

Page 10: Μαύρη πέτρα

βαίνω τις σκάλες. Στο σαλόνι µια παρέα συζητάει σε έντονο

ύφος.

«Σ’ αυτό τον πόλεµο έχουµε κάθε δικαίωµα να παραµείνουµε

ουδέτεροι», λέει µε τη βαθιά, µπάσα φωνή του ένας ευτραφής

άντρας – το λευκό υπογένειο του προσδίδει κύρος. «Ούτε ο ναύ-

αρχος Φουρνέ ούτε ο σερ Φράνσις Έλιοτ θα µας υποχρεώσουν

να πολεµήσουµε».

«Άλλη είναι η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού»,αντιτείνει µε υψωµένη φωνή ένας δεύτερος, που κάθεται µε την

πλάτη στραµµένη στη σκάλα. «Επιτέλους, αυτά που ξέρετε να

τα ξεχάσετε! ∆ε θα ρυθµίζουν τα ανάκτορα τις τύχες αυτού του

τόπου!»

«Και τώρα τι πρόκειται να γίνει;» ρωτάει ένας τρίτος. «Αυτοί

δεν το ’χουν σε τίποτα να κάνουν απόβαση».

Τον άντρα στη ρεσεψιόν τον βλέπω για πρώτη φορά. Ρωτάω

αν υπάρχει κάτι για µένα.

«Λέγοµαι Σιγανός», διευκρινίζω. «Άγγελος Σιγανός».Εκείνος λέει:

«Κάτι µου λέει αυτό το όνοµα, κάτι πρέπει να ήρθε για σας.

Για περιµένετε µισό λεπτό, παρακαλώ».

Ακούω πίσω µου τη βαθιά, µπάσα φωνή:

«Ο βασιλιάς πώς είναι σήµερα;»

«Καλύτερα», απαντάει ο άντρας που φοβάται την απόβαση.

«Έπεσε ο πυρετός;»

«Τριάντα επτά και τέσσερα».

«Χέστηκα!» φωνάζει ο τύπος που µιλάει εξ ονόµατος του λαού.

«Σιγανός, είπατε», κάνει ο άντρας στη ρεσεψιόν ανασκαλεύ-

οντας ένα καλαθάκι γεµάτο σηµειώµατα.

«Μάλιστα, Άγγελος Σιγανός».

Ανασύρει ένα µπιλιετάκι και µου το δίνει. Τυπωµένα σε πλά-

18

Page 11: Μαύρη πέτρα

για γραφή και µε καλλιτεχνικούς χαρακτήρες, τα γράµµατα

µοιάζουν µε κυµατιστά δέντρα:

ΑΘΗΝΑΪΚΟΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΝ ΕΙ∆ΗΣΕΩΝ

Πλατεία Kλαυθµώνος

διευθυντήςΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΡΕΝ

Στην πίσω όψη της κάρτας υπάρχει γραµµένη από σταθερό

χέρι και µε µια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά µια φράση:

Κύριε Σιγανέ, καλώς ήρθατε,σας περιµένω στις έντεκα και µισή.

Βγαίνω στο δρόµο και περπατάω προς την πλατεία Οµονοί-

ας. Ένας νεαρός µε τραγιάσκα κολλάει στους τοίχους αφίσες

που απεικονίζουν ένα υποβρύχιο. Κοντοστέκοµαι. Σύντοµα νιώ-

θω σώµατα να µε σπρώχνουν, ζεστά, βρώµικα σώµατα. Μοιά-

ζουν βγαλµένοι από µυθιστορήµατα γραµµένα σε άσυλα. Ανα-

σαίνω τα χνότα τους, γεµάτα ιούς και µικρόβια. Είναι καυτά σαν

τα χνότα της κόλασης.

«Τι λέει;» ρωτάει µια τρεµουλιαστή φωνή πίσω µου.

Μυρωδιά κατραµιού φτάνει στη µύτη µου. Καµία απάντηση.

Κάποιος αναλαµβάνει να διαβάσει φωναχτά:

ΑΜΟΙΒΗ 2.000 ΛΙΡΩΝ

Προσφέρεται υπό της ενταύθα Αγγλικής Πρεσβείας αµοιβή εκ λι-ρών στερλινών 2.000 (δύο χιλιάδων) διά την τελεσφόρον καταγγε-λίαν εχθρικού υποβρυχίου. Η αµοιβή αύτη πληρωθήσεται µετά τηνκαταστροφήν του υποβρυχίου.

19

Page 12: Μαύρη πέτρα

Πλην τούτου, και εις τον κοµιστήν σχετικών πληροφοριών περίπάσης ποσότητος ελαίου ή άλλου είδους, όπερ ήθελεν αποδειχθεί ωςπροορισµένον δι’ εχθρικόν σκάφος, πληρωθήσεται ποσόν ίσον προςτην υπό διαµετακόµισιν αξίαν του ανακαλυφθησοµένου είδους.

Πληροφορίαι δίδονται παρά τω πλησιεστέρω Αγγλικώ Προξενι-κώ Γραφείω.

Εκ του Γραφείου της Αγγλικής Πρεσβείας

Απελευθερώνοµαι από τον κλοιό των σωµάτων σπρώχνοντας.

Η ατµόσφαιρα είναι γεµάτη αναθυµιάσεις. Μες στη σκέψη µου

ο δρόµος περιβάλλεται από µαύρες κουρτίνες. Θέλω να τραβή-

ξω τις κουρτίνες να µπει από κάπου αέρας, να ανασάνω. Στην

πλατεία Οµονοίας παρέες αντρών συζητούν για την παρουσία

του συµµαχικού στόλου. Νεότερες πληροφορίες µιλάνε για

εβδοµήντα περίπου πλοία. Επίστρατοι κόβουν βόλτες ανάµεσα

στα κιόσκια των εφηµερίδων. Μια γυναίκα συµβουλεύει τον

άντρα της χαµηλόφωνα: «Κοίτα, κακοµοίρη µου, µη σου ξεφύγει

καµιά κουβέντα, δεν το ’χουν σε τίποτα αυτοί να σε σαπίσουν

στο ξύλο». Παρέες κατηφορίζουν στο λιµάνι για να δούνε το

στόλο. Συζητούν χειρονοµώντας:

«Λένε ότι έριξαν άγκυρα ανοιχτά του Φαλήρου».

«Εγώ άκουσα ότι έβαλαν συρµατοπλέγµατα από την Ψυττά-

λεια µέχρι το Κερατσίνι και ότι έριξαν προειδοποιητικές βολές

εναντίον του αντιτορπιλικού Ναυκρατούσα».

«Άρα έχουν καταλάβει το ναύσταθµο».

Κάποιοι είναι στοιβαγµένοι σε καρότσες φορτηγών αυτοκινή-

των. Ένας από µια καρότσα φωνάζει τον τύπο που µίλησε για

συρµατοπλέγµατα:

«Έιι, Σκαλοµαρία, έλα, δώσε έναν πήδο!»

Εκείνος αφήνει την παρέα του και τρέχει πίσω από το φορ-

20

Page 13: Μαύρη πέτρα

τηγό. Προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην καρότσα, αλλά πέφτει

και σακατεύεται.

«Γέρασες, Σκαλοµαρία», φωνάζει ο τύπος από το φορτηγό.

Επιστρέφει στην παρέα του κουτσαίνοντας και µορφάζοντας

απ’ τον πόνο. Άλλοι κατεβαίνουν µε τραµ. Αν κάτι άλλαξε στα

τέσσερα χρόνια που λείπω, είναι αυτά τα περίπτερα που ξεφύ-

τρωσαν εδώ κι εκεί σαν µανιτάρια. Έχουν όλα µια µπλε πινακί-

δα αναρτηµένη στην πρόσοψη µε έναν αριθµό αδείας και την

ένδειξη: «Aνάπηρος πολέµου ». Θα πρέπει να εκκρεµούν πολλές

άδειες, γιατί η πλατεία και οι γύρω δρόµοι είναι γεµάτοι ζητιά-

νους. Είναι παραταγµένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Με ένα πόδι,

µε κανένα, µε κοµµένα χέρια, µε κολάρα. Μερικοί παρασύρο-

νται σε φλυαρίες. Περίεργοι τύποι τους ρωτάνε διάφορα.

«Αυτό πού το έπαθες;» ρωτάει κάποιος πίσω από την πλάτη

µου.

«Έξω από τα Γιαννιτσά, από µια οβίδα», απαντάει µια ξέ-

πνοη φωνή. «Έσκασε στα τρία µέτρα».Kάποιος έχει γείρει στη γη και κοιµάται. Μήτε πόδια έχει

µήτε χέρια. Το στόµα του χάσκει ανοιχτό. Μοιάζει µε χαµόγελο

απολύτρωσης. Ποτέ δεν είδα άνθρωπο τόσο συρρικνωµένο, να

απέχει τόσο πολύ απ’ το αρχετυπικό καλούπι. Μια κοπέλα ζη-

τιανεύει για λογαριασµό του: «Κοιτάτε, καλέ, πώς κατάντησε

τον αντρούλη µου ο πόλεµος, κοιτάτε, καλέ!» Η ικεσία απευθύ-

νεται σε µένα. Είναι µια όµορφη γυναίκα µε ξανθά µακριά µαλ-

λιά που χύνονται στους ώµους της σαν µεταξωτό σάλι. Βγάζω

από την τσέπη µια δεκάρα και την πετάω σ’ ένα κασκέτο που

είναι αφηµένο µπροστά του. Κοιτάζω το ρολόι µου. ∆έκα παρά

πέντε. ∆εύτερη µέρα µετά το ταξίδι, νιώθω ακόµα ναυτία. Με

πειράζει πολύ η θάλασσα. Είναι φορές που η θάλασσα και ο θά-

νατος γίνονται ένα στη σκέψη µου. Άλλοι συνδυάζουν το αίµα

21

Page 14: Μαύρη πέτρα

µε το θάνατο. Είµαστε διαφορετικά χρωµατισµένοι άνθρωποι,

αυτό είναι όλο. Εκείνοι που συνδυάζουν µε το θάνατο το αίµα

πρέπει να θάβονται ντυµένοι µε πορφυρά ρούχα είναι η γνώµη

µου. Έχω ακόµα στο στόµα µου αυτή την άσχηµη αίσθηση από

το φουγάρο που κάπνιζε. Όλα µε πειράζουν, ο παφλασµός των

κυµάτων, η θέα του αφρισµένου νερού, η παλίρροια µέσα µου,

το κατάστρωµα. Έµοιαζε µε τεράστιο ξέστρωτο κρεβάτι το κα-

τάστρωµα. Αλλά το φεγγάρι χάριζε µια γυαλιστερή χροιά στα

κόκκινα µαλλιά των γυναικών.

Σκέφτοµαι να ρίξω κάτι στο στοµάχι. ∆εν πεινάω αλλά είµαι

νηστικός από χθες το πρωί. Θυµάµαι κάπου στην αρχή της Πα-

τησίων υπάρχει ένα γαλατάδικο. Έπαιρνα τυρόπιτες από κει

την εποχή που σπούδαζα στην Αθήνα. Κατευθύνοµαι προς την

Πατησίων, αλλά ένα συνεργείο στρώνει το δρόµο µε πίσσα. Γυ-

µνόστηθοι, µ’ ένα µαντίλι στο κεφάλι, φτυαρίζουν µέσα σε µια

ζέουσα δίνη. Ο άντρας που προβάλλει το κεφάλι πίσω από τους

µαύρους λοφίσκους που αχνίζουν µοιάζει µε εργάτη του σκό-

τους. Σαν να έχει ξεµυτίσει από κάποια κρύπτη της κόλασης. Ο

ιδρώτας στο πρόσωπό του γυαλίζει σαν ασηµένια σκουριά.

Μαύροι ατµοί αναδεύονται µε τις ακτίνες του ήλιου. Στο βάθος

του δρόµου ανασηκώνεται ένας κουρνιαχτός σκόνης. Η ατµό-

σφαιρα είναι πνιγηρή. Βήχω πάλι, φτύνω καταγής, τα µάτια µου

τσούζουν. Μπαίνω βιαστικά στο γαλατάδικο και κάθοµαι σ’ ένα

τραπέζι στην τζαµαρία. Παίρνω δυο βαθιές ανάσες, στυλώνω το

κορµί µου και κάνω νόηµα στο γκαρσόνι: «Μια τυρόπιτα, παρα-

καλώ, κι ένα ποτήρι γάλα».

Μου προκαλεί απέχθεια το γάλα αλλά λένε ότι στρώνει το

στοµάχι. Νιώθω ακόµα τη ζεστασιά της πίσσας στο στήθος µου,

εισχωρεί στα σωθικά µου από τους πόρους του σώµατος αργά,

αθόρυβα. Σαν την καταχνιά που διαχέεται από τις γρίλιες. Τρώω

22

Page 15: Μαύρη πέτρα

βιαστικά και σηκώνοµαι. Το ρολόι του τοίχου δείχνει δέκα και εί-

κοσι πέντε. Ξαναγυρίζω στην πλατεία. Η θορυβώδης ανησυχία

ενός µικρού πλήθους ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί έξω από

τα γραφεία της εταιρίας Ατµοπλοΐα Πανταλέων µε φέρνει µέχρι

εκεί. Ένας ηλικιωµένος υπάλληλος της εταιρίας αναρτά µια ανα-

κοίνωση, ενώ διάφοροι πλησιάζουν να τη διαβάσουν:

ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ: Εγκύκλιος, µόλις ληφθείσα, απαγορεύειτην αποδηµίαν διαφόρων κατηγοριών στρατευσίµων, και των προ-σεγγιζόντων την στρατεύσιµον ηλικίαν ανηλίκων. Αι µέχρι τούδε εκ-δοθείσαι άδειαι αποδηµίας ηκυρώθησαν. ∆ιά της αυτής εγκυκλίουειδοποιήθησαν άπαντα τα πρακτορεία των ατµοπλοϊκών εταιριώνόπως παραπέµπωσιν εις την Νοµαρχίαν τους προτιθεµένους να ανα-χωρήσουν, προς θεώρησιν των αδειών των, απαγορεύεται δε η επιβί-βασις εις τους στερουµένους τοιαύτης θεωρήσεως. Κατόπιν τούτουανεστάλη και ο απόπλους του «Θεµιστοκλέους».

Κάποιος λέει κάτι, και το πλήθος, µε την ίδια θορυβώδη ανη-

συχία, κατευθύνεται προς την οδό Αθηνάς. Τους ακολουθώ σαν

υπνωτισµένος. Περπατούν µέχρι τη γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέ-

ους, όπου ένα άλλο πλήθος, µεγαλύτερο, είναι συγκεντρωµένο

κάτω από µια πινακίδα που πηγαίνει πέρα δώθε απ’ τον άνεµο.

Γράφει:

ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΝ ΧΡΗΣΤΟΥ Γ. ΠΕΤΡΑΤΟΥ

ΕΛΛΑΣ-ΑΜΕΡΙΚΗ

µέσω Νεαπόλεωςδιάρκεια ταξειδίου ακριβώς ηµέραι 10 εκ Νεαπόλεωςτιµή εισιτηρίου αµετάβλητος, µε όλα τα έξοδα πληρωµένα, µέχρι Ν.Υόρκης, δραχ. 325. Πληροφορίαι άνω πάτωµα.

23

Page 16: Μαύρη πέτρα