Η θεωρία του freud για την ψυχή και η θέση του για τον...

18

Click here to load reader

Upload: proletkult

Post on 24-Oct-2015

44 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία».

TRANSCRIPT

Page 1: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Π.Μ.Σ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας

Κατεύθυνση: Πολιτική Φιλοσοφία

ΦΟΥΡΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Μεταπτυχιακός Φοιτητής

Κοινωνικό Υποκείμενο και Κοινωνική δράση

Διδάσκων: Κανάκης Λελεδάκης

Ακαδημαϊκό έτος 2011-2012

Σεπτέμβρης 2012, Αθήνα

Page 2: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον

«πολιτισμό» και τη «θρησκεία».

Φουρίκος Κωνσταντίνος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Εισαγωγικά στοιχεία σελ. 3

Β. Β. Η θεωρία του Freud για την ψυχή σελ. 5

Γ. Η θέση του Freud για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία» σελ. 12

Δ. Βιβλιογραφία σελ. 28

Page 3: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Α. Εισαγωγικά στοιχεία

O αυστριακής καταγωγής καθηγητής νευροπαθολογίας και «πατέρας της

ψυχανάλυσης» Freud γεννήθηκε στη Τσεχία το 1856 και πέθανε στο Λονδίνο το

1939, εκδιωγμένος από την Βιέννη μετά την άνοδο του Ναζισμού λόγω της εβραϊκής

του καταγωγής. Ξεκίνησε ως κλινικός ιατρός, παρουσιάζοντας αρχικά μια καθαρά

ψυχολογική θεωρία, την οποία χρησιμοποίησε για την θεραπεία κάποιων ψυχικών

διαταραχών και νευρώσεων. Το 1915, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, μετά από

πολύχρονες και λεπτομερείς μελέτες, διατύπωσε μια κοινωνική θεωρία –με

αναφορές, φυσικά, στην ψυχολογία – βάσει της οποίας μπορούσαν να ερμηνευτούν

όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα του ανθρώπινου βίου. Αυτή η θεωρία

αποτέλεσε τομή για την εποχή της, σείοντας συθέμελα την πρωτοκαθεδρία της

λογικής, μιας και υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ελέγχεται σε ένα μεγάλο

μέρος της από ορμές και επιθυμίες που ενυπάρχουν στον ανθρώπινο ψυχισμό.

Ακόμη και σήμερα αν και το έργο του Φρόυντ επανέρχεται στο πρόσκηνιο και

ξαναγίνεται ζήτημα γι αμια σειρά επιστημών όπως η πολιτική φιλοσοφία, η

κοινωνιολογία υπάρχουν πολλές δυσκολίες και συγχύσεις όσον αφορά την

προσπάθεια μελέτης του. Όπως σημειώνει ο Λουί Αλτουσέρ το πρόβλημα έγκειται

κυρίως στα όρια που τέθηκαν στο Φρόυντ από την ίδια την εποχή, εντός της οποίας

έζησε και ανακάλυψε την επιστήμη του και το αντικείμενό της, το υποσυνειδητο. Ο

Φρόυντ έψαξε μάταια να βρει θεωρητικά προηγούμενα για να εκφράσει την

εκπληκτική ανακάλυψη που συναντούσε κάθε μέρα στην επαγγελματική του

πρακτική, προγόνους στη θεωρία, αλλά δε βρήκε τίποτα τέτοιο. Τα όρια αυτά

κατέστησαν τον ίδιο πατέρα, όχι μόνο της ψυχανάλυσης, αλλά και του θεωρητικού

χώρου που θα μπορούσε να εγγραφεί αυτή, ως μια πραγματική ανακάλυψη. Για να το

Page 4: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

κάνει αυτό αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει έννοιες «ξενοφερμένες, δανεισμένες από

την ενεργειακή φυσική – κυριαρχούσε τότε- από την πολιτική οικονομία και τη

βιολογία του καιρού του»(Αλτουσέρ, 1999: σελ. 16). Έννοιες που είχαν

κατασκευαστεί για άλλους σκοπούς και οι οποίες, όπως υπογραμμίζει ο Αλτουσέρ,

«εκφράσανε (την ανακάλυψή του) στη γένεσή της, και που, έχοντας καταστεί

παρωχημένες με την πρόοδο των γνώσεων, μπορέσαν αργότερα να τη

συσκοτίσουν.»(ο.π. σελ. 12) Έννοιες οι οποίες με τις δυσκολίες που συνοδεύτηκαν

και με την αισθητή τους δυσαναλογία θέτουν τελικά το ερώτημα για το αν είναι το

φρουδικό έργο αυτό που ο Αλτουσέρ εννοεί και αποδέχεται ότι τουλάχιστον τυπικά

μας δίνει ο Φρόυντ: τη δομή μιας επιστήμης. Μια δομή που περιλαμβάνει κατ’ αρχήν

μια πρακτική που είναι η αναλυτική θεραπεία, μία τεχνική που αφορά τη μέθοδο της

θεραπείας και δίνει λαβή για μια αφηρημένη έκθεση θεωρητικού χαρακτήρα και μια

θεωρία που σχετίζεται με αυτή την πρακτική και την τεχνική. Αυτό που διερωτάται

λοιπόν ο Αλτουσέρ είναι «αν αυτό το οργανικό (πρακτικό - τεχνικό - θεωρητικό)

σύνολο του φρουδικού έργου είναι όντως πραγματικά σταθεροποιημένο και

καθορισμένο στο επιστημονικό πεδίο» (ο.π. σελ. 17), για το αν -με πιο απλά λόγια-

αποτελεί όντως επιστήμη ή μόνο μια μεθοδολογική μεταφορά της πρακτικής

(θεραπείας) της ψυχανάλυσης. Σε αυτό το κείμενο, θα περιοριστούμε στο να

αναφερθούμε συνοπτικά στη θεωρία του Freud για την ψυχή, ξεκινόντας με την

«πρώτη τοπική θεωρία» και την τριμερή διάκριση της ανθρώπινης ψυχής σε

Ασυνείδητο, Προσυνειδητό και Συνειδητό. Κατόπιν, θα επικεντρώσουμε την

ανάλυσή μας στη «δεύτερη τοπική θεωρία» του Freud και τον επίσης τριμερή

διαχωρισμό του ανθρώπινου ψυχισμού στο Εγώ, το Αυτό και το Υπερεγώ. Τέλος, θα

εστιάσουμε στη θέση του Freud για τον πολιτισμό ως «πηγή δυστυχίας» για τον

άνθρωπο και το ρόλο της θρησκείας ως «αυταπάτης».

Page 5: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Β. Η θεωρία του Freud για την ψυχή

Όπως σημειώνει η Μιμίκα Κρανάκη «ο Φρόυντ μιλάει για τοπική περιγραφή του

ψυχικού συστήματος, ανάλογα με το χώρο, με τον τόπο που εγγράφονται τα διάφορα

περιεχόμενα» (Μ. Κρανάκη, 1988: 18). Η πρώτη τοπική θεωρία του Freud, η οποία

αναπτύσσεται κυρίως στα πρώτα μεταψυχολογικά του κείμενα το 1915, διακρίνει τον

ανθρώπινο ψυχισμό σε τρεις βαθμίδες («τόπους»): το Συνειδητό, το Προ-συνειδητό

και το Ασυνείδητο. Ο Φρόυντ προβαίνει σε αυτό το διαχωρισμό μέσα από τη μελέτη

που διεξάγει σε μια σειρά διαδικασιών του ψυχισμού αλλά κυρίως μέσα από τη

μελέτη των ονείρων. Τα όνειρα και ο ύπνος δεν αφορούν βέβαια αποκλειστικούς

τρόπους εκδήλωσης και ύπαρξης του ασυνείδητου αλλά πιο προνομιακό πεδίο για τη

μελέτη και τον εντοπισμό του. Η ασυνείδητη σκέψη συνεχίζεται στην καθημερινή

ζωή και πέρα πό την περίοδο του ύπνου. Ουσιαστικά ο διαχωρισμός αυτός εμπεριέχει

τον εξής συλλογισμό: Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια διαδρομή την οποία

διαβαίνει κάθε ψυχικό περιεχόμενο πριν καταλήξει στη συνείδηση. Το πρώτο φράγμα

από το ασυνείδητο είναι ως προς το προ-συνειδητό και ένα δεύτερο πολύ πιο χαλαρό

ανάμεσα στο προ-συνειδητό και τη συνείδηση. «Το ασυνείδητο που είναι λανθάνον

και μπορεί εύκολα να περάσει στο συνειδητό θα το ονομάσουμε προ-συνειδητό και

θα κρατήσουμε για το άλλο, τον χαρακτηρισμό “ασυνείδητο”» (S. Freud, 1933: 73).

Κάθε μία από αυτές τις βαθμίδες λοιπόν επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες, χωρίς

αυτό να σημαίνει ότι αυτοί οι «τόποι» δεν λειτουργούν, κατά κάποιο τρόπο, ως

«συγκοινωνούντα δοχεία», τα οποία αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται.

Μεταξύ τους παρεμβάλλονται διάφοροι προθάλαμοι ή σύνορα, «λογοκρισίες» οι

οποίες ελέγχουν ή αναστέλλουν το πέρασμα από το ένα σύστημα στο άλλο και

χαλαρώνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο

Page 6: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Σίγκμουντ Φρόυντ, το προ-συνειδητό είναι ασυνείδητο δεν το χαρακτηρίζουμε όμως

έτσι παρά σε μια απλουστευμένη ανάλυση ή όταν θέλουμε γενικά να υποστηρίξουμε

την ύπαρξη ασυνείδητων διαδικασιών στη ψυχική ζωή. (ο.π. : 73). Σε αυτή τη βάση

λοιπόν είναι εμφανές γιατί και πάλι η Μ. Κρανάκη υποστηρίζει ότι «αν από

περιγραφική άποψη υπάρχουν δύο ειδών ασυνείδητα, δηλαδή δύο σταθμοί στη

διαδρομή του τάδε ψυχικού περιεχομένου, από δυναμική άποψη, δηλαδή αν

τοποθετηθούμε σ’ ένα συγεκριμένο σημείο της όλης πορείας, υπάρχει ένα και μόνο»

(Μ. Κρανάκη, 1988: 121).

Το ορίζουν όμως στην ουσία αυτοί οι τόποι ,οι σταθμοί της ύπαρξης ψυχικού

περιεχομένου; «Συνειδητή» είναι μια διαδικασία την οποία αντιλαμβανόμαστε,

δηλαδή ανήκει στο χώρο της πραγματικότητας. «Αυτό είναι όλο που έχουμε. Χωρίς

το φως της συνείδησης θα χανόμασταν στο σκοτάδι της ψυχολογίας του βάθους»

(Freud, 1933: 72). Το «ασυνείδητο», το οποίο συγκροτείται μέσα από τη διαδικασία

της «απώθησης », το υποθέτουμε κυρίως μέσα από τα αποτελέσματά του παρά από το

ότι γνωρίζουμε το ίδιο. Για τον Φρόυντ «η πιο παλιά και πιο σωστή, περιγραφική

σημασία της λέξης “ασυνείδητο” έχει να κάνει με τη ψυχική διαδικασία την ύπαρξη

της οποίας πρέπει να υποθέσουμε συμπεραίνοντας τη από τις επενέργειες της χωρίς

να ξέρουμε τίποτα για αυτή. Πιο συγκεκριμένα τροποποιώντας αυτή τη περιγραφή ο

Φρόυντ τονίζει ότι, «μια διαδικασία (χαρακτηρίζεται) ασυνείδητη όταν πρέπει να

υποθέσουμε ότι ενεργοποιήθηκε τώρα, μολονότι τώρα δε γνωρίζουμε τίποτα γι’

αυτή» (Freud, 1933: 72). Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το «ασυνείδητο» μπορεί

να αναλυθεί μέσω του ονείρου, γι’ αυτό και το όνειρο θεωρείται από τον Φρόιντ ως

«η βασιλική οδός του ασυνειδήτου». Το «προσυνειδητό» είναι το τμήμα εκείνο του

ασυνείδητου που βρίσκεται σε μια λανθάνουσα κατάσταση και το οποίο, με την

Page 7: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

επενέργεια κάποιων δεδομένων συνθηκών, δύναται να έρθει σε επαφή με την

πραγματικότητα, δηλαδή, να μετατραπεί σε συνειδητό.

Με αφετηρία την πρώτη τοπική θεωρία και σε μια προσπάθεια να την ολοκληρώσει,

ο Freud εντάσσει στους κόλπους της την έννοια του «ναρκισσισμού» και τις

ασυνείδητες άμυνες και επικεντρώνεται στο υποκείμενο που δημιουργεί την

απώθηση1 (δηλαδή, στο Εγώ και τους μηχανισμούς του) παρά στο ίδιο το

περιεχόμενο του ασυνειδήτου. Έτσι, το 1923 διατυπώνει τη δεύτερη τοπική θεωρία, η

οποία χωρίζει τον ανθρώπινο ψυχισμό εκ νέου σε τρία συστήματα, τόπους με

διαφορετικές λειτουργίες και αρμοδιότητες: «το Εγώ, το Αυτό (ID) και το Υπερεγώ».

Όπως επισημαίνει η Κρανάκη, «σε σύγκριση με την πρώτη τοπική θεωρία, η δεύτερη

μεταθέτει το κέντρο βάρους απ’ το απωθημένο περιεχόμενο, απ’ το παθητικό

στοιχείο της απώθησης, στην ενεργό δύναμη, στο υποκείμενο που απωθεί, στο Εγώ

(Κρανάκη, 1988: 162). Η χωροδιάταξη των τριών αυτών ψυχικών συστημάτων δεν

είναι τόσο αυστηρά δομημένη και διακριτή όσο ήταν στην πρώτη τοπική θεωρία.

Επιπλέον, τα τρία αυτά συστήματα απεικονίζονται ως ανθρωπόμορφες αυτόνομες

υπάρξεις στο εσωτερικό του ατόμου, οι οποίες όμως συνδέονται μεταξύ τους με

σχέσεις εξάρτησης. Ο Φρόυντ άλλωστε ξεκινά τον προσδιορισμό και την οριοθέτησή

τους λέγοντας ότι. «κομμάτια του Εγώ και του Υπερεγώ είναι με τη δυναμική τους

έννοια ασυνείδητα».

Για τον Φρόυντ τα «Αυτό» είναι «το θεμελιωδώς ασυνείδητο και έδρα των

ενορμητικών κινήσεων με βάση το οποίο συγκροτείται ολόκληρο το ψυχικό όργανο,

αφού το Εγώ διαμορφώνεται διαφοροποιούμενο προς το Αυτό (Bourdin, 2005: 418).

1 Η «απώθηση» είναι η διαδικασία με την οποία μια νοητική πράξη που θα μπορούσε να γίνει

συνειδητή (δηλαδή, που ανήκει στο προσυνειδητό σύστημα) τελικά, μέσω της «λογοκρισίας» περνά

στο ασυνείδητο (Freud, 2010: 97)

Page 8: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Όπως μας προτρέπει ο Φρόυντ: «ας μην χρησιμοποιούμε πια το ασυνείδητο με τη

συστηματική του έννοια και ας του δώσουμε ένα καλύτερο και δυσνόητο όνομα. (…)

Θα το ονομάσουμε στο εξής «Αυτό». Το «Αυτό» είναι ο πόλος ενόρμησης της

προσωπικότητας του ανθρώπου (δηλαδή, η έδρα των ορμικών αναγκών και

επιθυμιών μας), το απρόσωπο, ασυνείδητο εκείνο τμήμα του ψυχισμού μας που μας

κυβερνά – μαζί με τη λογική – παρόλο που εμείς εσφαλμένα θεωρούμε ότι

κατευθύνουμε τις πράξεις μας απολύτως συνειδητά. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η

χρήση των φράσεων «δεν ξέρω τι μ’ έπιασε» ή «δεν καταλαβαίνω τι μου ήρθε» όταν

θέλουμε να αναφερθούμε σε κάτι στιγμιαίο και ανεξήγητο. Το Αυτό είναι ένα

σκοτεινό, άγνωστο και απρόσιτο κομμάτι του Εγώ, υποταγμένο στην «αρχή της

Ηδονής», άχρονο, αναλλοίωτο, αμετάβλητο, αθάνατο, αιώνιο και ηθικά ουδέτερο και

αδιάφορο (μιας και δεν αναγνωρίζει το καλό ή το κακό, το ηθικό ή το ανήθικο).

«Είναι το σκοτεινό και απρόσιτο κομμάτι της προσωπικότητάς μας. Τα λίγα που

ξέρουμε για αυτό, τα μάθαμε από τη μελέτη της ονειρικής διεργασίας και τη

διαμόρφωση των νευρωτικών συστημάτων, τα περισσότερα πό τα οποία έχουν

αρνητικό χαρακτήρα και μπορούν να περιγραφούν μόνο σαν αντίθεση στο Εγώ. (…)

Οι ορμές του δίνουν την ενέργεια, δε διαθέτει όμως καμία οργάνωση και

συγκροτημένη θέληση, προσπαθεί μονάχα να ικανοποιήσει τις ορμικές επιθυμίες

σύμφωνα με την αρχή της ηδονής» (Freud, 1933 : 75). Ο έρωτας και ο θάνατος

συμπλέκονται και αλληλοσυγκρούονται εκεί μέσα. Γι αυτό μπορεί το Ίντ (Αυτό) να

βρεθεί είτε κάτω από τη βουβή δεσποτεία των ενστίκτων θανάτου είτε να αφεθεί στη

θορυβώδη επίδραση του έρωτα.

Το «Εγώ» βρίσκεται στον αντίποδα, θα μπορούσαμε να πούμε, του «Αυτό» αλλά

ταυτόχρονα δεν αποτελεί παρά «ένα κομμάτι του Αυτού, που μετατράπηκε

κατάλληλα εξαιτίας της εγγύτητας του εξωτερικού κόσμου» (Freud, 1933: 78).

Page 9: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

«Συστατικό στοιχείο του είναι η σαφής, συνειδητή αντίληψη, όπως οι ορμές

συνιστούν το Ίντ (Αυτό)» (Κρανάκη, 1988: 164). Λειτουργεί ως αμυντικός

παράγοντας και εκπρόσωπος των συμφερόντων του συνόλου του ατόμου και ως

τέτοιο, επενδύεται με τη ναρκισσιστική libido. Είναι το σύστημα εκείνο που δέχεται

τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά ερεθίσματα, αποτελώντας, τρόπον τινά, το

«αισθητήριο» όργανο, την αντιληπτική ικανότητα και τη συνείδηση του ψυχισμού

μας, η οποία, όπου και όταν χρειάζεται, ασκεί τη «λογοκρισία». “Το Εγώ εκπροσωπεί

στην ψυχική ζωή τοη λογική και τη σωφροσύνη, ενώ το Αυτό τα αχαλίνωτα πάθη»

(Freud, 1933 : 78). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει εκ νέου η Κρανάκη: «Αντίθετα

από το Αυτό, (το Εγώ) εγγράφει μέσα στον χρόνο τις διάφορες ψυχικές διαδικασίες,

τις υποβάλλει στη δοκιμασία του πραγματικού, καταργεί την «αρχή της ηδονής»

(αντικαθιστώντας την με την «αρχή της πραγματικότητας», η οποία παρέχει

μεγαλύτερη ασφάλεια και επιτυχία), κατευθύνει και ελέγχει την κινητικότητα,

δηλαδή την εκτόνωση των ερεθισμών στον εξωτερικό κόσμο, παρεμβάλλοντας

ανάμεσα στην επιθυμία και την ικανοποίηση ένα χρονικό διάστημα σκέψης και

απόφασης» (Κρανάκη, 1988: 164). Το έργο που καλείται να επιτελέσει το Εγώ, ως

μεσολαβητής ανάμεσα στην πραγματικότητα, το Υπερεγώ και το Αυτό, είναι να

καταστήσει το Αυτό υπάκουο στις επιταγές της πραγματικότητας αλλά και να

εναρμονίσει την πραγματικότητα με τις επιθυμίες του Αυτού, ενώ ταυτόχρονα τελεί

υπό την καταπίεση και την αυστηρή κριτική του Υπερεγώ. «Γενικά το Εγώ πρέπει να

εκτελεί τους στόχους του Αυτού και εκπληρώνει το καθήκον του όταν ανακαλύπτει

τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα πετύχουν με τον καλύτερο τρόπο οι στόχοι

αυτοί» (Frued, 1933 : 78). Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι το Εγώ, καλούμενο να φέρει εις

πέρας το προαναφερθέν δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό έργο – δηλαδή να

καταφέρει να υπηρετήσει με επιτυχία τρία «αφεντικά» – βρίσκεται συχνά σε δύσκολη

Page 10: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

θέση, δοκιμάζοντας και αρκετές αποτυχίες, οι οποίες εκδηλώνονται ως διάφορες

μορφές άγχους και ένοχης συνείδησης τις οποίες βιώνει ο άνθρωπος.

Περνώντας στο τρίτο και τελευταίο μέρος της δεύτερης τοπικής θεωρίας του Φρόυντ

για τη ψυχή ερχόμαστε αντιμέτωποι με την έννοια του «Υπερεγώ». Ο όρος

«Υπερεγώ» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1923, στο βιβλίο του Freud με τίτλο «Το

Εγώ και το Αυτό» (Σ. Φρόυντ, 1998). Ο Freud υποστηρίζει εκεί, ότι αναγκαζόμαστε

μέσα από τις αναλύεις που έχουν γίνει για το ναρκισιμό και τη διαδικασία της

απώθησης να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας ακόμη βαθμός του Εγώ, μια

διαφοροποίηση στο εσωτερικό του, το Υπερεγώ. Δεν είναι παρά ένα κομμάτι του

Εγώ, ή το «ιδανικό του Εγώ» που λειτουργεί ως η «Συνείδηση του Εγώ», η «φωνή

της Ηθικής», όντας ένα σύστημα που κρίνει, δικάζει και συχνά καταδικάζει το Εγώ.

Όπως σημειώνει οBourdin, το Υπερεγώ αποτελεί κληρονόμο του οιδιπόδειου

συμπλέγματος, που κατασκευάζεται μέσω ταύτισης με το υπερεγώ των γονέων (και

άλλες μορφές γονεϊκού τύπου) που αποτελεί κρίσιμο θεσμό και έδρα της

ανηθικότητας και της ενοχής» (Bourdin, 2005: 443). Το Υπερεγώ του παιδιού

συγκροτείται, κατά κύριο λόγο, από την εσωτερίκευση των γονεϊκών απαιτήσεων ή

απαγορεύσεων – δηλαδή, από το Υπερεγώ των γονιών και κυρίως του πατέρα – και

σταδιακά, από το Υπερεγώ του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου (εκκλησία, σχολείο,

παιδαγωγοί), αποτελώντας έτσι συνειδητά ή ασυνείδητα – το θεματοφύλακα και

φορέα της παράδοσης και των αξιών της κοινωνίας, που διατηρούνται με αυτόν τον

τρόπο και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Αν και η «φωνή της ηθικής» με την

οποία ταυτίζεται το Υπερεγώ θεωρείται ότι βρίσκεται μέσα μας από τη γέννησή μας,

αυτό που πραγματικά ισχύει, σύμφωνα με τον Freud, είναι ότι η σεξουαλικότητα είναι

αυτή που αποτελεί το εκ γενετής κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Έτσι, το

μικρό παιδί γεννιέται χωρίς κάποιες έμφυτες ηθικές αναστολές, μέχρι τη στιγμή που

Page 11: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

το Υπερεγώ των γονιών του, μέσω της αγάπης αλλά και των απειλών για τιμωρία,

τελικά επικρατεί διαμορφώνοντας σταδιακά το Υπερεγώ του ίδιου του παιδιού. «Το

αυστηρό Υπερεγώ, του επιβάλλει (του Εγώ) ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς χωρίς

να λαμβάνει υπ’ όψιν ου τις δυσκολίες από την πλευρά του Αυτού και του

εξωτερικού κόσμου και το τιμωρεί, σε περίπτωση που δεν τους τηρεί, με έντονα

αισθήματα κατωτερότητας και ενοχής» (Freud, 1933 : 79). Έτσι, κάπως συνοπτικά,

όπως παρατέθηκαν και παραπάνω τα βασικά στοιχεία -κατά τον Φρόυντ- του

προσδιορισμού του ψυχισμού κάθε ατόμου, διαπιστώνουμε ότι αυτός διαμορφώνεται

σε αλληλεπίδραση με τον εξωτερικό κόσμο, την κοινωνία, με τόσο δύσκολο τρόπο

που όπως ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά, « τώρα καταλαβαίνουμε γιατί τόσο

συχνά δε μπορούμε να καταπιέσουμε την αναφώνηση: Η ζωή δεν είναι εύκολη!»

(Freud, 1933 : 79)

Page 12: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

Γ. Η θέση του Freud για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

«Προσπάθησα να αποφύγω την ενθουσιώδη προκατάληψη ότι ο

πολιτισμός μας είναι ότι πολυτιμότερο διαθέτουμε ή μπορούμε να

αποκτήσουμε και ότι ο δρόμος του θα μας οδηγήσει αναγκαστικά

σε ύψη αφάνταστης τελειότητας» (Φρόυντ, 1994 : 120)

Έχοντας θεωρητικοποιήσει λοιπόν, μέσα και από τη συστηματική καταγραφή και

μελέτη των αποτελεσμάτων της πρακτικής της ψυχανάλυσης, το σύστημα του

ψυχικού κόσμου του ανθρώπου, στη συνέχεια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι ο

Φρόυντ προσπαθεί να συνδέσει αυτή τη θεωρία, με την κριτική απέναντι στα κακώς

κείμενα της νεωτερικότητας. Αυτό κυρίαρχα το κάνει με το έργο «Ο πολιτισμός, πηγή

δυστυχίας» (Φρόυντ, 1994).

Ο Φρόυντ ξεκινά εκεί με τον τρόπο που ψυχή και κοινωνία συνδέονται:. «Η σύνδεση

της ψυχής με την κοινωνία πραγματοποιείται στο επίπεδο του Υπερεγώ». Μάλιστα,

«τα άτομα με ενισχυμένο Υπερεγώ γίνονται φορείς και όχι εχθροί του πολιτισμού»

(Freud, 1994: 135). Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι «οι ορμικές επιθυμίες που πλήττονται

από τις ηθικές απαγορεύσεις του πολιτισμού, ξαναγεννιούνται με κάθε παιδί από την

αρχή» (ο.π.: 134) «Το ερώτημα για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής έχει τεθεί

αμέτρητες φορές. Δεν του έχει δοθεί ακόμη μια ικανοποιητική απάντηση και ίσως να

μην επιδέχεται καμία τέτοια» (ο.π. : 27). Η διαπίστωση που κάνει ο Φρόυντ για το

πανανθρώπινο ερώτημα περί του σκοπού της ανθρώπινης ζωής, είναι μια διαπίστωση

που την αντιμετώπιζε με σοβαρό σκεπτικισμό. Αντί αυτού λοιπόν, στρέφεται σε ένα

απλό ερώτημα και επικεντρώνεται στο γεγονός, ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν την

ευτυχία «θέλουν να γίνουν και να μείνουν ευτυχισμένοι» (ο.π. : 28). Και πώς

Page 13: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

επιτυγχάνεται η ευτυχία; Μα με την επιδίωξη της ηδονής και την παντελή έλλειψη

πόνου και δυσάρεστου συναισθήματος

Ο ανθρώπινος πολιτισμός, πνευματικός και τεχνικός, εκφράζεται για το Φρόυντ, μέσα

από έναν αγώνα αντιθετικών διπόλων (Θάνατος-Έρωτας, Θεός-Διάβολος, Ζωή -

Καταστροφή) και έχει δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, περιλαμβάνει όλες τις γνώσεις

και τις ικανότητες που σταδιακά απέκτησε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να

«δαμάσει» τις δυνάμεις της Φύσης, αλλά και να εκμεταλλευτεί τα αγαθά της

προκειμένου να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες. Από την άλλη, αναφέρεται σε

όλους τους θεσμούς που θεσπίστηκαν, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμβίωση των

ανθρώπων και η κατανομή των αγαθών. Ωστόσο, ενώ στην πρώτη διάσταση του

πολιτισμού έχουν γίνει εντυπωσιακά βήματα και συνεχείς πρόοδοι, όσον αφορά τη

δεύτερη, οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους, έτσι

ώστε να μπορούν ανενόχλητοι και χωρίς συγκρούσεις να επιδοθούν στην

ικανοποίηση των σεξουαλικών τους ορμών, στην απόκτηση αγαθών αλλά και στην

απόλαυσή τους.

Όμως και να ορίζαμε τον πολιτισμό λέει ο Φρόυντ, ένα είναι το βέβαιο. «Ότι η

απειλή που προέρχεται από τις πηγές του πόνου, ανήκει ακριβώς στον ίδιο τον

πολιτισμό» (ό.π. : 42). Το να καταργήσουμε, όμως, τον πολιτισμό και να

επιστρέψουμε στην «φυσική κατάσταση» δεν είναι η ενδεικτική λύση. Άλλωστε, ο

πολιτισμός είναι ο μόνος που μπορεί να υπερασπιστεί τον άνθρωπο απέναντι στις

αδυσώπητες δυνάμεις της φύσης και της μοίρας. Επιπλέον, ο άνθρωπος, όντας από τη

φύση του αυτοκαταστροφικός, νωθρός, ανορθόλογος και με τάσεις ασυδοσίας,

χρειάζεται την ύπαρξη κάποιου εξωτερικού καταναγκασμού και καταπίεσης των

ορμών του, καθώς και κάποια αλάνθαστη και ανιδιοτελή μειονότητα που να την

αναγνωρίζει ως πρότυπο, έτσι ώστε να είναι σε θέση να παράγει πολιτισμό αλλά και

Page 14: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

να τον διατηρήσει. Σε αυτό το σημείο, ο Freud έρχεται σε πλήρη ρήξη με τον Marx,

σύμφωνα με τον οποίο, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός, με προθέσεις

αγαθές απέναντι στον πλησίον του.

Η κοινωνική θεωρία του Freud υποστηρίζει ότι η έδρα του πολιτισμού είναι ο

καταναγκασμός και η καταστολή των ενστίκτων, δηλαδή σχετίζεται άμεσα όπως

σημειώσαμε και παραπάνω με το Υπερεγώ. Μάλιστα, η πρόοδος του πολιτισμού

καθιστά το Υπερεγώ ολοένα και αυστηρότερο. Μέσω αυτού του άκαμπτου και

ανελέητου Υπερεγώ –το οποίο εκφράζεται μέσω της δημιουργίας του αισθήματος του

άγχους και της ένοχης συνείδησης– ο πολιτισμός καταφέρνει να «δαμάσει» την

επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα του ατόμου, δημιουργώντας παράλληλα τις

προϋποθέσεις για συνύπαρξη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων.

Τα τρία βασικά ένστικτα και ορμικές επιθυμίες που τίθενται υπό καταπίεση και

καταστολή ως ελάχιστο προαπαιτούμενο για τη δημιουργία του ανθρώπινου

πολιτισμού είναι η αιμομιξία, ο καννιβαλισμός και ο φόνος –με τα δύο πρώτα να

θεωρούνται στον «πολιτισμένο κόσμο» απαγορευμένα, αλλά με το τρίτο (φόνος) να

συνεχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του, ή ακόμη και να «επιβάλλεται» υπό

κάποιες συνθήκες όπως, σε περίοδο πολέμου. Η καταστολή αυτών των ενστίκτων

προκαλεί τρομερή δυσφορία και άγχος στον άνθρωπο, ο οποίος ωστόσο, έχει

καταφέρει να αναπτύξει κάποιες τεχνικές άμυνας, οι οποίες τον βοηθούν να

αντιμετωπίσει την αγωνιώδη καθημερινότητά του, καθώς και να αντισταθμίσει την

μη ικανοποίηση των ορμών του με κάτι άλλο. «Ο πολιτισμός πρέπει να κάνει μεγάλες

προσπάθειες για να περιορίζει τις επιθετικές ορμές των ανθρώπων και να μειώνει τις

εξωτερικεύσεις τους με σχηματισμό ψυχικών αντιδράσεων», σχολιάζει ο Φρόυντ

(ο.π. :76). Αυτοί οι μηχανισμοί άμυνας είναι η ανάπτυξη του ναρκισσισμού, η

ανάπτυξη εναλλακτικών απολαύσεων και η ανάπτυξη της θρησκείας. Η ανάπτυξη

Page 15: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

του ναρκισσισμού, έχει να κάνει με την ένταξη του ανθρώπου σε ευρύτερες

κοινωνικές ομάδες με υψηλό πολιτισμό και δύναμη, έτσι ώστε αφενός, να νιώθει

υπερήφανος ως μέλος μιας καταξιωμένης και κοινωνικά αναγνωρισμένης ομάδας και

αφετέρου, να μπορεί να απαξιώνει άλλες αντίστοιχες ομάδες ή όλους όσοι βρίσκονται

εκτός του δικού του «κύκλου». Η ανάπτυξη εναλλακτικών απολαύσεων, είναι επίσης

ένας σημαντικός μηχανισμός άμυνας του ανθρώπου, ο οποίος αντισταθμίζει την

καταπίεση των ορμικών του επιθυμιών και τον απαλλάσσει ή τον βοηθά να υποτάξει

τον πόνο ή την αίσθηση του ανικανοποίητου Τέτοιες εναλλακτικές απολαύσεις είναι

η τέχνη, η επιστήμη, η φιλοσοφία και η άθληση. Τέλος έχουμε την ανάπτυξη της

θρησκείας και της θρησκευτικής αυταπάτης με την ευρύτερη έννοια, η οποία δρα

καταπραϋντικά, απαλύνοντας το άγχος του ανθρώπου -τουλάχιστον, όσον αφορά το

θάνατο, την αρρώστια και τον πόνο- και βάζοντας στη θέση της σεξουαλικής αγάπης,

την αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως τρυφερότητα και ως φιλία, η οποία πρέπει να

προσφέρεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Με την τελευταίο αυτό

μηχανισμό – αυταπάτη θα ασχοληθούμε -πλησιάζοντας και στο τέλος της παρούσας

μελέτης- κάπως περισσότερο.

Η θρησκεία στην ουσία απαλύνει τον πόνο και την καταπίεση που βιώνει ο άνθρωπος

από το εξωτερικό του περιβάλλον, από τον ίδιο τον «πολιτισμό». Το πρώτο βήμα που

έκανε ο άνθρωπος σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τους φόβους του αλλά και να

γνωρίσει τη φύση και τις απρόσωπες δυνάμεις από τις οποίες άγεται και φέρεται,

ήταν να τις εξανθρωπίσει. Μάλιστα, με το πέρασμα των χρόνων, απέδωσε στις

φυσικές δυνάμεις την μορφή της πατρικής φιγούρας και τις ονόμασε Θεό. Ο Θεός,

λοιπόν, λειτουργεί ως Πατέρας, τον οποίο ο άνθρωπος από μικρό παιδί φοβάται αλλά

ταυτόχρονα σέβεται και έχει ανάγκη, γιατί γνωρίζει ότι θα τον προστατεύσει από

τυχόν κινδύνους και θα του προσφέρει απλόχερα την αγάπη του εφόσον ο άνθρωπος

Page 16: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

συμπεριφερθεί σωστά. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό κάνει

υποφερτή την αδυναμία του, σέβεται το συνάνθρωπό του και δοξάζει το όνομα του

Πανάγαθου, Δίκαιου, Σοφού και Παντοδύναμου Πατέρα-Θεού που τον προφυλάσσει

από τις κακοτοπιές. Η θρησκεία, λοιπόν, κατά τον Freud, είναι η μεγαλύτερη

αυταπάτη του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η

εκπλήρωση της επιθυμίας του ανθρώπου και η ανάγκη του να πιστέψει σε κάτι

ανώτερο και ισχυρότερο από τον ίδιο, προκειμένου να καταπολεμήσει την

ανασφάλειά του. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι τα θρησκευτικά δόγματα (αυταπάτες)

ασκούν πολύ μεγάλη επίδραση στην ανθρωπότητα και συνεχίζουν να υφίστανται ως

αναπόσπαστο και μείζον κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού –παρά την

αναμφισβήτητη έλλειψη ή αδυναμία πιστοποίησης που τα διακρίνει– διότι

εκπληρώνουν τις παλαιότερες και επιτακτικότερες επιθυμίες και τους ευσεβείς

πόθους των ανθρώπων για δικαιοσύνη, ηθική παγκόσμια τάξη και για μιαν άλλη

αιώνια ζωή. Η θρησκεία, λοιπόν, λειτουργεί ως μια παρηγοριά και ως «γητευτής» των

ακοινωνικών ορμών του ανθρώπου, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται

ότι τον έχει κάνει ευτυχισμένο , αφού και η ίδια με τη σειρά της θέτει διάφορους

περιορισμούς στον άνθρωπο (υποτιμώντας την επίγεια ζωή και απαξιώνοντας την

αμαρτωλή σαρκικότητα) κάνοντάς τον να πιστεύει σε μια ουτοπία. Έτσι ο Φρόυντ

παραδέχεται ότι, «η θρησκεία έχει προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον πολιτισμό, και

έχει συμβάλει πολύ στον δαμασμό των ακοινωνικών ορμών, αλλά όχι αρκετά»

(Φρόυντ, 2003 : 173).

Στη σύγχρονη εποχή, τη θέση της θρησκείας τείνει να καταλάβει και η επιστήμη, η

οποία φαίνεται να ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση στον άνθρωπο – όντας πιο

αξιόπιστη από την θρησκεία. Η επιστήμη επιδιώκει την πνευματική αφύπνιση του

ανθρώπου, την «εκπαίδευσή του στην πραγματικότητα» και τη μετατροπή του από

Page 17: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

εχθρό σε φίλο του πολιτισμού, μέσω της κατανόησης ότι όλοι οι νόμοι και οι θεσμοί

υπάρχουν για να υπηρετούν το συμφέρον του και να βελτιώνουν τη ζωή του, καθώς

και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του και όχι για να τον καταπιέζουν.

Επίσης, τον διδάσκει να στηρίζεται στις δυνάμεις του και να τις χρησιμοποιεί σωστά,

ώστε να κάνει υποφερτή τη ζωή του πάνω στη γη. Μήπως όμως το να επιδιώκουμε να

θέσουμε τα πρωτεία της επιστήμης πάνω από τις σεξουαλικές ορμές αλλά και σε

ανθρώπους που έχουν γαλουχηθεί με τις θρησκευτικές αυταπάτες είναι άλλη μια

αυταπάτη.

Σύμφωνα με την θεωρία του Freud για την ψυχή, μας δίνεται η δυνατότητα να

διαπιστώσουμε ότι εν τέλει το κομμάτι αυτό «του ψυχισμού μας» που ελέγχεται από

τις ορμικές μας επιθυμίες είναι πολύ μεγάλο και ίσως μεγαλύτερο από εκείνο που

ελέγχει η λογική και η φωνή της ηθικής και της συνείδησης. Δεν πρέπει, λοιπόν, να

μας ακούγεται παράδοξο το γεγονός ότι ο εκ φύσεως γεμάτος ορμές και επιθυμίες

άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να νιώθει ευτυχισμένος εντός του πολιτισμού, ο οποίος

ουσιαστικά τον «ευνουχίζει». Ο πολιτισμός απαιτεί από τον άνθρωπο διαρκείς θυσίες

και περιορισμούς, με στόχο την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών. Επίσης, του ζητά

να «πουλήσει» την ευτυχία του προς απόκτηση λίγης ασφάλειας και σιγουριάς,

αδιαφορώντας για τις αρνητικές συνέπειες (άγχη, ψυχώσεις, νευρώσεις) που αυτή η

καταπίεση επιφέρει στην ιδιοσυγκρασία και ψυχοσύνθεση του ξεχωριστού ατόμου.

Ωστόσο, εν τέλει ο Φρόυντ αφήνει ένα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο μήνυμα,

υποστηρίζοντας ότι κάποτε θα έρθει η εποχή που η δύναμη του «Έρωτα» θα νικήσει

τα ένστικτα του «Θανάτου», ο «καλός» εαυτός του ανθρώπου θα κατατροπώσει τον

«κακό» του εαυτό και έτσι, ο άνθρωπος θα καταφέρει επιτέλους να ζήσει

ευτυχισμένος. «Ίσως τότε μόνο θα μπορέσει η νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων να

καταργήσει όχι μόνο την υλική δυστυχία των μαζών, αλλά και να εισακούσει τις

Page 18: Η θεωρία του Freud για την ψυχή και η θέση του για τον «πολιτισμό» και τη «θρησκεία»

πολιτιστικές απαιτήσεις του κάθε ανθρώπου. Αλλά ακόμα και τότε θα πρέπει να

αγωνιστούμε ενάντια στις δυσκολίες που δημιουργεί το αδάμαστο της ανθρώπινης

φύσης μέσα σε μια οποιαδήποτε κοινωνική οντότητα» (Freud, 1993 : 179).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Αλτουσέρ Λουί (1999), «Θέσεις», «Φρόυντ και Λακάν», Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο

– Sigmund Freud [1933], «Νέες Εισαγωγικές Διαλέξεις για την Ψυχανάλυση - 31η

Διάλεξη: Ανάλυση της ψυχικής προσωπικότητας», μτφρ. Κ. Τρικεριώτη, Αθήνα:

εκδόσεις Επίκουρος

– Σίγκμουντ Φρόυντ (1994), «Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας», μτφρ Γ. Βάμβαλης,

Αθήνα: εκδόσεις Επίκουρος

- Sigmunt Freud (2003), «Το μέλλον μιας αυταπάτης», Αθήνα: Εκδόσεις Printa

- Σίγκμουντ Φρόυντ (2008), Το εγώ και το αυτό, Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρο.

- Freud S. (2010), Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, τ. Β΄, Αθήνα: Γκοβόστης

- Μιμίκα Κρανάκη (1988 και μετέπειτα εκδόσεις), «Διαβάζοντας τον Φρόυντ: Δέκα

Μαθήματα για την Ψυχανάλυση», Τρίτη έκδοση, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας-

– Dominique Boudin (2005), «Η Ψυχανάλυση από τον Φρόυντ ως τις Μέρες μας:

Ιστορία, έννοιες, πρακτικές», ‘Γλωσσάρι’, μετάφραση Αναστασία Καραστάθη,

Αθήνα: εκδόσεις Κριτική