ΡΕΜΠΩ Α., Το μεθυσμένο καραβι

Post on 05-Aug-2015

58 Views

Category:

Documents

5 Downloads

Preview:

Click to see full reader

TRANSCRIPT

1

2

3

4

5

Comme je descendais des Fleuves impassibles, Je ne me sentis plus guidé par les haleurs : Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

6

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάµια, όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς. Κάτ’ Ινδιάνοι δαίµονες τους είχανε καρφώσει απάνω σε πολύχρωµα παλούκια και γυµνούς τώρα τους γέµιζαν µε βέλη τα κορµιά.

7

J'étais insoucieux de tous les équipages, Porteur de blés flamands ou de cotons anglais. Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages Les Fleuves m'ont laissé descendre où je voulais.

8

Όχι πως µ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός, τόσο µπαµπάκι εγγλέζικο και στάρι από την Φλάντρα που είχα συντροφιά µέσα στ’ αµπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυµαγδός, ξεγαύριασαν οι δαίµονες· πάνε οι πλοηγοί. Και τα ποτάµια µ’ άφησαν να φύγω µοναχό όπου µου κατεβεί.

9

Dans les clapotements furieux des marées Moi l'autre hiver plus sourd que les cerveaux d'enfants, Je courus ! Et les Péninsules démarrées N'ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

10

Έναν χειµώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!- να τρέχω στων παράφορων κυµάτων τις πλαγιές, κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές. Η τρικυµία βάφτισε τις πελαγίσιες µου ορµές.

11

La tempête a béni mes éveils maritimes. Plus léger qu'un bouchon j'ai dansé sur les flots Qu'on appelle rouleurs éternels de victimes, Dix nuits, sans regretter l'oeil niais des falots !

12

∆έκα τις νύχτες µέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών. Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- µήτε για µια στιγµή τα µάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

13

Plus douce qu'aux enfants la chair des pommes sures, L'eau verte pénétra ma coque de sapin Et des taches de vins bleus et des vomissures Me lava, dispersant gouvernail et grappin

14

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυµό του τρυφερού ξυνόµηλου στο στόµα του παιδιού, µου έλουσε πράσινο νερό τα έλατα του σκαριού. Πήρε τιµόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρµούς κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα µου τα ρόδινα κρασιά και τους παλιούς τους εµετούς.

15

Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème De la Mer, infusé d'astres, et lactescent, Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

16

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίηµα το θαλασσινό. Έναστρο, γαλαξιακό, µάκρη γαλάζια χόρτασα ίσα µ’ εκεί που ένας νεκρός, από πνιγµό εκστατικός, πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραµµή.

17

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires Et rythmes lents sous les rutilements du jour, Plus fortes que l'alcool, plus vastes que nos lyres, Fermentent les rousseurs amères de l'amour !

18

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο µε σπασµούς και µε παλµούς -καθώς το φως της µέρας σπαρταρά να γεννηθεί- απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή, κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά, του έρωτα ζυµώνεται η ξανθή παραφορά!

19

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes Et les ressacs et les courants : Je sais le soir, L'aube exaltée ainsi qu'un peuple de colombes, Et j'ai vu quelque fois ce que l'homme a cru voir !

20

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές· είδα τυφώνες κύµατα: θεριά αφρισµένα, ρεύµατα· κι είδα το δείλι, κι έµαθα το χάραµα να υψώνεται: σµήνος περιστεριών· γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νοµίζει πως γνωρίζει.

21

J'ai vu le soleil bas, taché d'horreurs mystiques, Illuminant de longs figements violets, Pareils à des acteurs de drames très-antiques Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

22

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του µε µυστικούς τρόµους χαρακωµένος, σπέρνοντας πίσω πήγµατα πορφύρας και φωτός -µάσκες αρχαίων τελετών- καθώς το κύµα έκλεινε µια πουπουλένια αυλαία πάνω απ’ τις αποστάσεις.

23

J'ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies, Baiser montant aux yeux des mers avec lenteurs, La circulation des sèves inouïes, Et l'éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

24

Την σµαραγδένια ανταύγεια της χιονισµένης νύχτας είδα στον ύπνο µου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά στο βλέµµα της θαλάσσης, δρολάπι απίστευτων χυµών, κίτρινα-µπλε ξυπνήµατα εωσφορικών κελαϊδισµών!

25

J'ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries Hystériques, la houle à l'assaut des récifs, Sans songer que les pieds lumineux des Maries Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

26

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων, τις ξέρες κι ούτε µια στιγµή δεν σκέφτηκα το φωτεινό πόδι της Παναγιάς να διώχνει τις ασθµαίνουσες µουσούδες των ωκεανών!

27

J'ai heurté, savez-vous, d'incroyables Florides Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux D'hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides Sous l'horizon des mers, à de glauques troupeaux !

28

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια, που άνθιζαν µάτια πάνθηρα µε σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραµµή του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

29

J'ai vu fermenter les marais énormes, nasses Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan ! Des écroulement d'eau au milieu des bonaces, Et les lointains vers les gouffres cataractant !

30

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς, που µέσα στα καλάµια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν! ∆ίνες, ερέβη αιφνίδια στη µέση της γαλήνης και µάκρη απροσµέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

31

Glaciers, soleils d'argent, flots nacreux, cieux de braises ! Échouages hideux au fond des golfes bruns Où les serpents géants dévorés de punaises Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums !

32

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναµµένα, µαργαριτάρια κύµατα, ήλιους µαλαµατένιους! Τροµακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς, όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα τα δέντρα έζεχναν µαύρο!

33

J'aurais voulu montrer aux enfants ces dorades Du flot bleu, ces poissons d'or, ces poissons chantants. - Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades Et d'ineffables vents m'ont ailé par instants.

34

Ήθελα να ’χ’ απάνω µου παιδιά, για να τους δείξω αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί νανούρισαν τη ρότα µου και άνεµοι απίστευτοι µου έδωσαν φτερά.

35

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones, La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux Montait vers moi ses fleurs d'ombre aux ventouses jaunes Et je restais, ainsi qu'une femme à genoux...

36

Κάποτε, εγώ µαρτυρικό έρµαιο πόλων και ζωνών παράδερνα· κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγµό-λυγµό το σκαµπανέβασµά µου, άπλωνε καταπάνω µου τα σκοτεινά λουλούδια της µε κίτρινες βεντούζες. Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό...

37

Presque île, balottant sur mes bords les querelles Et les fientes d'oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds Et je voguais, lorsqu'à travers mes liens frêles Des noyés descendaient dormir, à reculons !

38

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες µάχες των πουλιών, χάβρες πουλιών και κουτσουλιές πουλιών µε µάτια ξέθωρα- πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά µου, τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγµένοι!

39

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses, Jeté par l'ouragan dans l'éther sans oiseau, Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses N'auraient pas repêché la carcasse ivre d'eau ;

40

Όσο για µένα... ένα σκαρί που χάθηκε µες στα µαλλιά των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό δίχως πουλιά ο τυφώνας, εγώ που καν το πτώµα µου -πνιγµένο από το αρµυρό µεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αµερικάνοι ναυτικοί κι οι Τεύτονες ψαράδες·

41

Libre, fumant, monté de brumes violettes, Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur Qui porte, confiture exquise aux bons poètes, Des lichens de soleil et des morves d'azur,

42

Εγώ που ελεύθερο άχνισα µενεξεδένια αχλή και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο, ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές και µύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές λειχήνες φορτωµένο·

43

Qui courais, taché de lunules électriques, Planche folle, escorté des hippocampes noirs, Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

44

Κι ηλεκτρικοί ηµισέληνοι µε χάραξαν: ένα τρελό σανίδι, που παράδερνε µε µόνη συντροφιά κατάµαυρους ιππόκαµπους, όταν ροπαλοφόρος ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες·

45

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais, Fileur éternel des immobilités bleues, Je regrette l'Europe aux anciens parapets !

46

Εγώ, µε τρόµο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεµώθ κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες, αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

47

J'ai vu des archipels sidéraux ! et des îles Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur : - Est-ce en ces nuits sans fond que tu dors et t'exiles, Million d'oiseaux d'or, ô future Vigueur ? -

48

Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά, που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν µπρος στον ναυτικό -Εκεί, µες στις απύθµενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι την εξορία του ύπνου σου, σµήνος χρυσό απροσµέτρητο, του µέλλοντος ω Σφρίγος;

49

Mais, vrai, j'ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes. Toute lune est atroce et tout soleil amer : L'âcre amour m'a gonflé de torpeurs enivrantes. Ô que ma quille éclate ! Ô que j'aille à la mer !

50

Όµως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ. Είναι µια θλίψη κάθε αυγή, µια φρίκη το φεγγάρι, κι είναι ο ήλιος σαν πικρός. Με λήθαργους µεθυστικούς µε µούλιασε του έρωτα η γύµνια η κοφτερή. Σκίσε καρίνα µου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

51

Si je désire une eau d'Europe, c'est la flache Noire et froide où vers le crépuscule embaumé Un enfant accroupi plein de tristesses, lâche Un bateau frêle comme un papillon de mai.

52

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ, είναι µια γούρνα δροσερή, µια γούρνα σκοτεινή που, όταν σκορπούν του δειλινού τα µύρα, ένα παιδί γεµάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

53

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames, Enlever leur sillage aux porteurs de cotons, Ni traverser l'orgueil des drapeaux et des flammes, Ni nager sous les yeux horribles des pontons.

54

Ω, κύµατα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσµένο, δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του µπαµπακιού το δρόµο· των σηµαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω και τις µαούνες, -τα φρικτά µάτια τους- να πλευρίσω.

top related