book michaux Με Το Αγκίστρι Στη Καρδιά
DESCRIPTION
Μετάφραση-απόδωση του Γάλλου Ποιητή Mochaux Με το αγκίστρι στην καρδιάTRANSCRIPT
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
H E N R I M I C H A U X
ME TO ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΑΙΔΗΣ Α Θ Η Ν Α 2 0 0 3
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Ό Henri Michaux γεννήθηκε το 1899 στήν πόλη Namur του Βελγίου καΐ πέθανε τό 1984 στο Πα-ρίσι. Μεταξύ του 1911 καΐ του 1914, ένώ φοίτα σ' ενα σχολείο Ίησουιτών στίς Βρυξέλλες, κάνει τΙς πρώτες άνακαλύψεις του καί, ιδίως, αύτή των λέξεων του λεξικού, «λέξεων πού δεν άνήκουν ά-κόμη σε φράσεις... και πού μπορείς να τις χρη-σιμοποιήσεις δ ϊδιος με τον τρόπο σου». Θα πε-ράσουν ωστόσο άρκετά άκόμη χρόνια ώσπου νά άφιερωθεϊ οριστικά στο γράψιμο. Μέχρι τό 1923, πού θα δημοσιεύσει τά πρώτα κείμενά του σε λο-γοτεχνικό περιοδικό, θά ζήσει τήν έμπειρία της γερμανικής κατοχής τών Βρυξελλών (1914-1918), θά έπιχειρήσει, δίχως ποτε να τις ολοκληρώσει, ιατρικές σπουδές, θά μπαρκάρει ώς ναύτης και θά κάνει ύπερωκεάνια ταξίδια. 'Από τότε, τά τα-ξίδια θά συνεχίσουν να άποτελοΰν άναπόσπαστο μέρος τής υπαρξής του* θά γνωρίσει δλον σχεδόν τόν κόσμο και θά τον κλείσει μέσα στο εργο του, άλλά, σάν να μην του φτάνει αύτό, θά προσθέσει στη γνωστή γεωγραφία και δικές του άγνωστες χώρες δπως, γιά παράδειγμα, τή Μεγάλη Γκα-
»9
HENRI MICHAUX
ραβανία {Voyage en Grande Garabagne^). To 1924 έγκαταλειπει το Βέλγιο καΐ έγκαθίσταται στο Πα-ρίσι. Έχει, θά γνωριστεί μέ τον Jules Super-vielle πού θά του προσφέρει τή φιλία του και θά τον ένθαρρύνει να γράψει. Την επόμενη χρο-νιά, άνακαλύπτει τους Klee,Max Ernst και De Chi-rico. ((Τεράστια έκπληξη», θα πει άργότερα γι' αύτή τή ζωγραφική πού δεν περιοριζόταν στήν άναπαραγωγή της πραγματικότητας. Τό 1927 έκδίδεται τό πρώτο βιβλίο του {Quijefus^). Θα άκολουθήσει μακρά σειρά βιβλίων μέχρι δύο μόλις χρόνια πριν άπό τό θάνατό του* τό τελευ-ταίο βιβλίο του έκδόθηκε τό 1982. Τό 1927 κά-νει επίσης τις πρώτες ζωγραφικές του άπόπει-ρες. 'Έκτοτε, θά άσκεϊ τή ζωγραφική παράλλη-λα μέ τήν ποίηση. Τό Φεβρουάριο του 1948, λί-γες μόλις έβδομάδες πριν άπό τα εγκαίνια ση-μαντικής έκθέσεώς του, πεθαίνει ή γυναίκα του, συνεπεία φρικτών έγκαυμάτων. Τό 1956 αρχί-ζουν οί έμπειρίες του μέ τα παραισθησιογόνα και κυρίως μέ τή μεσκαλίνη, έμπειρίες πού θά μεταφραστούν σέ ((μεσκαλινικά σχέδια και ποι-ήματα», δπως τά ονομάζει ό ί'διος. Τό 1965 του άπονέμεται τό Μεγάλο Εθνικό Λογοτεχνι-κό Βραβείο για τό σύνολο του έργου του, άλλα άρνεϊται νά τό δεχτεί.
Μέ τήν ποίηση του Michaux πρωτοήρθα σέ
1. Ταξίδι στη Μεγάλη Γκαραβανία. 2. Αυτός που ήμουν.
α» ΙΟ «»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
έπαφή μέσω του Γιώργου Σεφέρη. 'Αναφέρομαι στο ποίημα «Σας γράφω άπο εναν τόπο μακρι-νό»^ πού περιέχεται στις "Αντίγραφες. Το κείμε-νο αύτο μέ τον γυμνό λυρισμό και τήν άπαξίωση οιασδήποτε ώραιολογίας μέ ένθουσίασε. 'Αρκετά άργότερα, το 1981, δταν το Ελληνικό Αογοτε-χνικό και Ιστορικό 'Αρχείο άνατύπωσε, σε δύο τόμους, τά τεύχη του περιοδικού Τετράδιο^ άνα-κάλυψα, στόν τόμο β {Τετράδια 1-3^ 1947) και, συγκεκριμένα, στό τεύχος 3, Μάης 1947^ άκόμη κάποια κείμενα του Michaux, μεταφρασμένα ά-νωνύμως, καθώς και ενα σχετικό μέ τό εργο του σημείωμα, επίσης άνυπόγραφο. Πρόκειται για τα ποιήματα «Μώλος», «Ξεφωνητό» (είναι ή «Κραυ-γή» πού μεταφράζω και έγώ, παρακάτω), «Ε-πέμβαση», «Ή φυλή των Ούρδων», από τή συλλογή Τα κτηματά μου (MesPropriétés)^ 1929, «Κεφάλι μέσ' άπ' τόν τοίχο», άπό τή συλλογή Μακρινό εσωτερικός και τρία άποσπάσματα άπό τό φανταστικό ταξίδι Στη χώρα της μαγείας {Au pays de la magie)ς 1941. Μολονότι οί μεταφράσεις δεν μέ ένθουσίασαν και τό σημείωμα ήταν κά-πως άμήχανο, μου άποκαλύφθηκε, έντοΰτοις, έ-νας άλλος Michaux, αύτός του μαύρου χιούμορ, του αύτοσαρκασμου και του παραδόξου.
Τό εργο του Michaux άρχισα νά τό προσεγ-γίζω συστηματικότερα τό 1982, δταν έγκατα-
3. ((Je vous écris d'un pays lointain», άπό τή συλλογή Μακρινό εσωτερικό {Lointain Intérieur)^ 1938.
α» II
HENRI MICHAUX
στάθηκα στις Βρυξέλλες και, τότε, συνειδητο-ποίησα πώς, παρά τό γεγονός δτι πολιτογραφή-θηκε Γάλλος, παρέμεινε στην ούσία Βέλγος. Τό είδος του χιούμορ του, του αύτοσαρκασμου του, της αϊσθησής του γιά τό παράδοξο, δεν έχουν προηγούμενο στη γαλλική παράδοση. Οί παρά-δοξες, κωμικοτραγικές εικόνες του και οί μετα-φυσικές άνησυχίες του θυμίζουν 'Ολλανδούς, Φλα-μανδούς και Βαλόνους ζωγράφους: Bosch, Brue-gel, Magritte, Delvaux. Θυμίζουν έπίσης άγγλο-σαξωνικές ή κεντροευρωπαϊκές άγωνίες, άλλά, οπωσδήποτε, οχι γαλλικές. Φυσικά, δέν μιλώ γιά έπιδράσεις, άλλα γιά συμπτώσεις. 'Άς δού-με, γιά παράδειγμα, πώς συμπίπτουν ή παρα-βολή ((Πρό του Νόμου», πού παρατίθεται λίγο πριν άπό τό τέλος της Δίκης του Franz Kafka και συνοψίζει, κατά κάποιον τρόπο, δλο τό βιβλίο, τό θεατρικό εργο του Samuel Beckett Περιμένο-ντας τον Γκοντό και τό περιλαμβανόμενο στήν παρούσα έπιλογή ποίημα «Ό Βασιλιάς μου».
Κατ αρχάς, πρέπει νά ειπωθεί δτι πρόκειται γιά τρία ποιητικά κείμενα, παρά τό γεγονός δτι τό πρώτο είναι ένσωματωμένο σ ενα μυθιστόρη-μα και τό δεύτερο έχει τή μορφή θεατρικού έρ-γου, και δτι και τά τρία χαρακτηρίζονται άπό τήν ιδια στεγνή, άψιμύθιαστη γλώσσα.
Στό πρώτο, λοιπόν, ενας άνθρωπος επιθυμεί νά εισδύσει στόν Νόμο, άλλά, καίτοι ή πύλη του Νόμου είναι άνοιχτή, ό φύλακας του άπαγορεύει τήν είσοδο, δίνοντάς του ωστόσο να καταλάβει
» 12 -
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
οτι ένδέχεται, κάποτε, νά τον άφήσει να περά-σει. Ό άνθρωπος περιμένει έκεΐ μέρες άτέλειω-τες και χρόνια, και, λίγο πριν άπο τό τέλος του, άκούει τον φύλακα νά του λέει δτι ή πύλη του Νόμου, τήν δποια τώρα θά κλείσει, προοριζόταν άποκλειστικά γι' αύτόν.
Στο δεύτερο, δύο άνθρωποι πού μπορεί νά εί-ναι και ενας (τόσο οί διάλογοί τους μοιάζουν με μονόλογο μοιρασμένο σέ δύο στόματα) περιμέ-νουν κάποιον Γκοντό πού δεν ξέρουν ούτε ποιος είναι ούτε πώς είναι, άλλά φαίνεται δτι ή ζωή τους χωρίς αύτόν δεν εχει κανένα νόημα. Και τον περιμένουν μέρες, χρόνια, αιώνες ϊσως. 'Όμως αύτός άδιάκοπα άναβάλλει τήν άφιξή του καί, ως έκ τούτου, τή δικαίωση της ύπαρξής τους.
Τέλος, στο τρίτο, ενας άνθρωπος φιλοξενεί στο σκοτεινό δωμάτιό του (μήπως μέσα του;) εναν Βασιλιά τον όποιο μισεϊ, περιφρονεί, βασανίζει, γελοιοποιεί. Ωστόσο ό Βασιλιάς παραμένει Βα-σιλιάς και ό βασανιστής ύπήκοός του, ό μονα-δικός ύττήκοός του. 'Άτρωτος άπό τά βασανι-στήρια, άθάνατος ίσως, δ Βασιλιάς τινάζει άπό πάνω του κάθε ύβρη, κάθε έξευτελισμό καί, άπό θυμα, γίνεται θύτης, θύτης άνηλεής, άφοΰ σώζει τον βασανιστή του, μόνο και μόνο γιά νά μπορεί νά τόν βασανίζει έπ' άπειρον, νά του άφανίζει, άργά άργά και συστηματικά, δ,τι άγαπά, δ,τι πιστεύει, δ,τι τόν καταξιώνει ώς άνθρωπο.
Ό τρόπος μέ τόν όποιο τά τρία αύτά κείμενα προσεγγίζουν τό παράλογο της ύπαρξης μπορεί
«ι3
HENRI MICHAUX
và διαφέρει, άλλα κοινή και στα τρία είναι ή πε-ποίθηση δτι δ άνθρωπος στέκεται άβοήθητος, χαμένος, μπροστά σ' ενα κουφό, βουβό, άναίσθη-το Σύμπαν, πού ματαίως προσπαθεί νά κατα-νοήσει. Είναι αύτό πού, σε ενα άλλο ποίημα, ό Michaux ονομάζει παγωνιά της ύπαρξης:
Τί μου προσφέρετε;
Τι μου δίνετε;
Ποίος θα με πληρώσει γιά την παγωνιά της ύπαρξης;
Στο ψάρι δίνουνε τ' αγκίστρι.
Και σ* εμένα; Τί δίνετε σ εμένα γιά τη δίψα μου;
Τι μου ετοιμάζετε;,..
Πρόκειται γιά μια σπαραχτική κραυγή πού, έπειδή άπευθύνεται στο Κενό, γίνεται άκόμη σπα-ραχτικότερη. Έκτος δμως άπό αύτή τή φρίκη του κενοΰ Σύμπαντος, υπάρχει και ή άλλη, ή κα-θημερινή φρίκη πού πρέπει δ ποιητής νά καλύψει μέ ((τοπία»:
...Τοπία κουρελιών^ ξεσκισμένων νεύρων, τραγου-
διών νοσταλγικών.
Τοπία για να καλυφθούν οι πληγές, το άτσάλι, 6
κρότος, το κακό, η εποχή, η θηλιά στο λαιμό, ή επι-
στράτευση.
Τοπία γιά την κατάργηση τών κραυγών.
Τοπία όπως σκεπάζουμε μ' ενα σεντόνι το κεφάλι.
'Όπως σκεπάζουμε μ' ενα σεντόνι τδ κεφάλι
α» ΐ 4 «»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
για νά μήν άντικρίζουμε τή φρίκη, γι,ά να βρού-με έπιτέλους τή γαλήνη, γιατί
...ό άνεμος δεν θέλει να φυσά... δχι, δεν θέλει νά
φυσά, ακόμη κι δταν γίνεται μπουρίνι ή θύελλα, καθό-
λου δεν το θέλει. Τραβάει στα τυφλά, σαν νά 'τανε τρε-
λός, μανιακός, προς εναν τόπο τέλειας γαλήνης και
απανεμιας, δπου θά ηρεμήσει, επιτέλους,.θα ηρεμήσει.
ΚαΙ δ μοναχικός άνθρωπος, χο)ρΙς ποτέ του ενα χέρι νά
κρατά μέσα στα χέρια του, ονειρεύεται, με τ αγκίστρι
στην καρδιά, την ειρήνη, την καταραμένη, την ξεσκί-
στρα ειρήνη, τή δική του, και την ειρήνη πού λένε δτι
είναι πάνω άπο τούτη την ειρήνη.
Βαθύτατα μεταφυσικός ποιητής δ Michaux, άλλα ή μεταφυσική του δεν εχει καμιά σχέση με δόγματα, θεολογίες κι έκκλησίες, γιατί, δπως λέει:
...Βλέπω επίσης τον Χρίστο -και γιατί δχι;-
^Έτσι δπως ήταν πριν άπο σχεδόν 1940 χρόνια.
7/ ομορφιά του ήδη ν αφανίζεται.
Το πρόσωπό του φαγωμένο άπ τά φιλιά των μελλο-
ντικών χριστιανών...
Επιχειρεί, λοιπόν, δπως θά έλεγε και δ Ro-berto Juarroz, τήν άνακαθίέρωση του κόσμου με τρόπο λαϊκό (κοσμικό). Τδ ϊδιο κάνει και με τή γλώσσα* χρησιμοποιώντας λιτά, ώς άσκητής, μια γλώσσα καθημερινή και τετριμμένη, τήν κα-
«»ι5
HENRI MICHAUX
θιστα, μέ τρόπο μαγικό, έκ νέου Ιερή, φορέα ά-ξιο της μακραίωνης, αιματηρής προσπάθειας του άνθρώπου νά καταλάβει ποιος εΐναι, άπο που ερχεται, που πάει. Και, τώρα, γράφοντας αύτή τήν τελευταία φράση, συνειδητοποίησα, ξαφνικά, δτι δ Michaux εχει, επιτέλους, σχέση και μέ κά-ποιον Γάλλο· μέ τον Gauguin.
>ι6
ΕΠΙΛΟΓΗ
HENRI M I C H A U X
MES PROPRIÉTÉS, 1929
MES OCCUPATIONS
Je peux rarement voir quelqu'un sans le
battre. D'autres préfèrent le monologue inté-
rieur. Moi, non. J'aime mieux battre.
Il y a des gens qui s'assoient en face de moi
au restaurant et ne disent rien, ils restent un
certain temps, car ils ont décidé de manger.
En voici un.
Je te l'agrippe, toc.
Je te le ragrippe, toc.
Je le pends au porte-manteau.
Je le décroche.
Je le repends.
Je le redécroche.
Je le mets sur la table, je le tasse et l'étouffé.
Je le salis, je l'inonde.
Il revit.
Je le rince, je l'étiré (je commence à m'é-
nerver, il faut en finir), je le masse, je le serre,
j e le résume et l'introduis dans mon verre, et
jette ostensiblement le contenu par terre, et
dis au garçon: «Mettez-moi donc un verre plus
propre.»
Mais je me sens mal, je règle promptement
l'addition et je m'en vais.
» i 8 '
ME Τ Ο ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΤΑ ΚΤΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΜΟΥ
Πολύ σπάνιο να δώ κάποιον χωρίς να τον χτυ-πήσω. "Αλλοι προτιμούν τον έσωτερικο μονόλογο. Έγώ, δχι. Προτιμώ να δέρνω.
'Τπάρχουν άνθρωποι πού κάθονται άπέναντί μου στο έστιατόριο και δέ λένε τίποτε, κάθονται κά-μποσο έκεΐ, γιατί άποφασίσανε να φάνε.
Κι ορίστε ένας. Σ' τον άρπάζω, χράπ. Σ' τον ξαναρπάζω, χράπ. Τον κρεμάω στον καλόγερο. Τον ξεκρεμάω. Τον ξανακρεμάω. Τον ξαναξεκρεμάω. Τον βάζω πάνω στο τραπέζι, τον πατικώνω και
τον πνίγω. Τον βρομίζω, τον καταβρέχω. Συνέρχεται. Τον ξεπλένω, τον τεντώνω (άρχίζω να έκνευρίζο-
μαι, πρέπει να τελειώνω), τον μαλάζω, τον συνθλίβω, τον συνοψίζω, τον χώνω μέσα στο ποτήρι μου, ρίχνω έπιδεικτικά το περιεχόμενο στο πάτωμα και λέω στο γκαρσόνι: «Φέρε μου ενα πιο καθαρό ποτήρι».
Νιώθω ωστόσο άσχημα, πληρώνω άμέσως τό λογαριασμό και φεύγω.
»ΐ9'
HENRI MICHAUX
DORMIR
Il est bien difficile de dormir. D'abord les couver-
tures ont toujours un poids formidable et, pour ne
parler que des draps de lit, c'est comme de la tôle.
Si on se découvre entièrement, tout le monde sait
ce qui se passe. Après quelques minutes d'un repos
d'ailleurs indéniable, on est projeté dans l'espace.
Ensuite, pour redescendre, ce sont toujours des des-
centes brusques qui vous coupent la respiration.
Ou bien, couché sur le dos, on soulève les ge-
noux. Ce n'est pas préférable, car l'eau que l'on a
dans le ventre se met à tourner, à tourner de plus en
plus vite; avec une pareille toupie, on ne peut dormir.
C'est pourquoi plusieurs, résolument, se couchent
sur le ventre -mais, aussitôt- ils le savent, mais tant
pis, disent-ils - ils tombent, ils tombent dans quelque
abîme profond, et si bas qu'ils soient, il y a toujours
quelqu'un qui leur tape du pied dans le derrière
pour les enfoncer, encore plus bas... plus bas.
Aussi, l'heure d'aller dormir est pour tant de
personnes un supplice sans pareil.
«» 20 a»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο ΥΠΝΟΣ
Είναι πολύ δύσκολο να κοιμηθείς. Οί κουβέρτες, κατ άρχάς, εχουνε πάντα βάρος τρομερό. 'Όσο για τά σεντόνια, είναι σά λαμαρίνες.
'Άν εντελώς ξεσκεπαστείς, δλος ό κόσμος ξέρει τι συμβαίνει. Μετά άπδ μια ολιγόλεπτη κι άναμφισβή-τητη άνάπαυση, έξακοντίζεσαι στο διάστημα. Στή συνέχεια, γιά νά ξανακατέβεις, άκολουθεϊς άπότομες καθόδους πού σου κόβουν την άνάσα.
'Ή πάλι, ξαπλωμένος άνάσκελα, τά γόνατά σου άνασηκώνεις. Δεν είναι δ,τι καλύτερο, καθότι τό νε-ρό πού εχεις μέσα στην κοιλιά άρχίζει νά γυρίζει, νά γυρίζει δλο καΐ πιο γρήγορα* με τέτοια περιδίνηση, άδύνατο νά κοιμηθεΤς.
Γι* αύτο καί, δίχως άλλο, πολλοί ξαπλώνουν μπρούμυτα -ωστόσο, άμέσως- τό ξέρουν, άλλά τι νά γίνει, λένε - πέφτουνε, πέφτουνε σέ βάραθρο βαθύ καί, δσο βαθιά κι αν βρίσκονται, πάντα υπάρχει κά-ποιος πού τούς πατά στον πισινό για νά τούς χώσει πιο βαθιά... άκόμη πιο βαθιά.
Έτσι, ή ώρα του υπνου είναι για πολλούς μαρτύ-ριο δίχως δμοιο.
<α)2Ι «»
HENRI MICHAUX
UN HOMME PRUDENT
Il croyait avoir dans l'abdomen un dépôt de
chaux. Il allait tous les jours trouver les mé-
decins qui lui disaient: «L'analyse des urines
ne révèle rien», ou qu'il était plutôt même sur
le chemin d'une décalcification, ou qu'il fu-
mait trop, que ses nerfs avaient besoin de
repos, que... que... que.
Il cessa ses visites et resta avec son dépôt.
La chaux est friable, mais pas toujours. Il y a
les carbonates, les sulfates, les chlorates, les per-
chlorates, d'autres sels, et c'est naturel, dans un
dépôt il faut s'attendre à trouver un peu de tout.
Or, le canal de l'urètre, tout ce qui est liquide,
oui, mais les cristaux il ne les laisse passer
qu'avec un mal de chien. Il ne faut pas non plus
respirer trop fort ou accélérer brusquement la
circulation en courant comme un fou après le
tramw^ay. Que le bloc se désagrège et qu'un
morceau entre dans le sang, adieu Paris!
Dans l'abdomen, il y a quantité d'atrérioles,
d'artères, et de veines principales, le cœur,
l'aorte et plusieurs organes importants. C'est
pourquoi se plier serait une folie; et aller à
cheval, qui y songerait.^
Quelle prudence il faut dans la vie!
Il songeait souvent au nombre de per-
sonnes qui ont ainsi des dépôts en eux, l'un de
chaux, l'autre de plomb, l'autre de fer (et l'on
«» 22 «»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πίστευε δτ είχε μέσα στην κοιλιά μιαν άποθήκη άσβέστη. Πήγαινε κάθε μέρα στους γιατρούς πού του 'λεγαν: «Ή άνάλυση των ούρων τίποτε δεν δεί-χνει», ή δτι ήταν μάλλον καθ' όδον προς άπασβέ-στωση, ή δτι κάπνιζε υπερβολικά, δτι τά νεύρα του χρειάζονταν άνάπαυση, δτι... δτι... δτι.
Σταμάτησε τις έπισκέψεις στούς γιατρούς κι εμεινε μέ την άποθήκη του.
Ό άσβέστης είναι εύθρυπτος, άλλά δχι πάντα. 'Υπάρχουνε τ άνθρακικά, τα θειικά, τα χλωρικά, τα ύπερχλωρικά και άλλα άλατα, και είναι φυσικό κά-νεις να βρίσκει λίγο άπ' δλα μες στην άποθήκη. Το κανάλι, λοιπόν, της ούρήθρας, δ,τ εΐναι υγρό, εντά-ξει, άλλα τά κρύσταλλα δεν τα άφήνει να περάσουν παρά μόνο μέ διαβολεμένο πόνο. Δεν πρέπει επίσης ν' άναπνέει κάνεις πολύ βαθιά ή να επιταχύνει ξαν-φικά του αϊματός του την κυκλοφορία, τρέχοντας σαν τρελός πίσω άπ' τό τράμ. 'Άν διαλυθεί ή μάζα κι ενα κομμάτι μπεΤ στο αΐμα, άντίο Παρίσι!
Μες στην κοιλιά, υπάρχουν πλήθος άρτηρίδια, άρτηρίες και κύριες φλέβες, ή καρδιά, ή άορτή και πολυάριθμα όργανα σημαντικά. Γι' αύτό και θά 'ταν τρέλα να λυγίσεις τό κορμί ή άκόμη και νά ονειρευ-τείς δτι ιππεύεις.
'Ώ, πόσο πρέπει να προσέχεις στή ζωή! Συχνά σκεφτόταν πόσοι είχαν, σάν αύτόν, μιαν
άποθήκη μέσα τους, ό ενας άσβέστη, δ άλλος μολύ-βδου, ό άλλος σιδήρου (και τελευταία άκόμη βγά-
«23 <
HENRI MICHAUX
extrayait encore dernièrement une balle dans
le cœur de quelqu'un qui n'avait jamais connu
la guerre). Ces personnes marchent avec pru-
dence. C'est ce qui les signale au public, qui en
rit.
Mais eux s'en vont prudents, prudents, à
pas prudents, méditant sur la Nature, qui a
tant, qui a tant de mystères.
» 24
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
λανε μιά σφαίρα άπ τήν καρδιά ένός πού δεν πολέ-μησε ποτέ). Οί άνθρωποι αύτοί βαδίζουνε με προ-σοχή. Αύτδ είναι πού τούς ξεχωρίζει άπο τό πλήθος πού γελάει μαζί τους.
Όμως εκείνοι συνεχίζουνε τό δρόμο τους προσε-χτικοί, προσεχτικοί, μέ βήμα μετρημένο, κάνοντας σκέψεις για τη Φύση πού εχει τόσα, τόσα πολλά μυστήρια.
»25.
HENRI MICHAUX
A U LIT
La maladie que j'ai me condamne à Fim-
mobilité absolue au lit. Quand mon ennui
prend des proportions excessives et qui vont
me déséquilibrer si Ton n'intervient pas, voici
ce que je fais:
J'écrase mon crame et l'étalé devant moi
aussi loin que possible et quand c'est bien
plat, je sors ma cavalerie. Les sabots tapent
clair sur ce sol ferme et jaunâtre. Les esca-
drons prennent immédiatement le trot, et ça
piaffe et ça rue. Et ce bruit, ce rythme net et
multiple, cette ardeur qui respire le combat et
la Victoire, enchantent l'âme de celui qui est
cloué au lit et ne peut faire un mouvement.
» 26
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Ή άρρώστια πού εχω με καταδικάζει σέ άπόλυ-τη άκινησία στο κρεβάτι. 'Όταν ή πλήξη μου λαμ-βάνει υπερβολικές διαστάσεις πού τείνουν να με άπορρυθμίσουν, αν δεν ελεγχθούν, ιδού τι κάνω:
Συνθλίβω το κρανίο μου και τό απλώνω εμπρός μου, δσο μπορώ πιο μακριά, και δταν είναι έντελώς έπίπεδο, βγάζω το Ιππικό μου. Οί οπλές κροτουν καθαρά πάνω σ' αύτο τό συμπαγές κιτρινωπό έδα-φος. Οί ϊλες άρχίζουν άμέσως να καλπάζουν, φτερ-νοκοπώντας και λακτίζοντας. Κι δ θόρυβος αύτός, ό καθαρός αύτός και πολλαπλός ρυθμός, αύτη ή όρμή πού μάχη μυρίζει και Νίκη, μαγεύουν την ψυχή εκείνου πού, καρφωμένος στό κρεβάτι, δέν μπορεί να κάνει ούτε μια κίνηση.
»27.
HENRI MICHAUX
CRIER
Le panaris est une souffrance atroce.
Mais ce qui me faisait souffrir le plus, c'était
que je ne pouvais crier. Car j'étais à l'hôtel.
La nuit venait de tomber et ma chambre é-
tait prise entre deux autres où l'on dormait.
Alors, je me mis à sortir de mon crâne
des grosses caisses, des cuivres, et un in-
strument qui résonnait plus que des or-
gues. Et profitant de la force prodigieuse
que me donnait la fièvre, j'en fis un or-
chestre assourdissant. Tout tremblait de
vibrations.
Alors, enfin assuré que dans ce tumulte
ma voix ne serait pas entendue, je me mis à
hurler, à hurler pendant des heures, et
parvins à me soulager petit à petit.
.28.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΚΡΑΥΓΗ
Το καλαγκάθι είναι φρικτό μαρτύριο. 'Όμως αύ-τό πού μ' εκανε άκόμη πιο πολύ να υποφέρω, ήταν πού δεν μπορούσα να φωνάξω. Καθότι ήμουν σε ξενοδοχείο. Ή νύχτα μόλις είχε πέσει κι ή κάμαρά μου ήταν στριμωγμένη άνάμεσα σέ δύο άλλες δπου κοιμόταν κόσμος.
Βάλθηκα, λοιπόν, νά βγάζω άπ' το κρανίο μου τεράστια τύμπανα, χάλκινα πνευστά και ενα δργανο πού δυνατότερα κι άπό τις χορδοσύριγγες ήχοΰσε. Καί, έκμεταλλευόμενος τη δύναμη τή φοβερή πού μου *δινε ό πυρετός, έφτιαξα μ' αύτα μιάν έκκωφα-ντική ορχήστρα. Τά πάντα τρέμαν άπ' τούς κραδα-σμούς.
Τότε, σίγουρος πιά δτι δεν θ' άκουγόταν ή φωνή μου μέσα σ αύτό το πανδαιμόνιο, άρχισα να ούρ-λιάζω, να ούρλιάζω έπι ώρες, και κατάφερα, σιγά σιγά, να άνακουφιστώ.
«29
HENRI MICHAUX
MAUDIT
Dans six mois au plus tard, peut-être demain,
je serai aveugle. C'est ma triste, triste vie qui
continue.
Ceux qui m'ont mis au monde, ils le paieront,
me disais-je autrefois. Jurqu'à présent ils n'ont pas
encore payé. Moi, cependant, il faut maintenant
que j'y aille de mes deux yeux. Leur perte dé-
finitive me libérera de souffrances atroces, c'est
tout ce qu'on peut dire. Un matin, il y aura du
pus plein mes paupières. Le temps de faire in-
utilement quelques essais du terrible nitrate d'ar-
gent, et c'en sera fini d'eux. Il y a neuf ans, mère
me dit: «Je préférerais que tu ne fusses pas né.»
) 30
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΚΑΤΑΡΑΜΈΝΟς
Σέ εξι μήνες τό πολύ, αΰριο ίσως, θά 'μαι τυφλός. Είναι ή θλιβερή, θλιβερή ζωή μου πού συνεχίζεται.
ΑύτοΙ πού μ' εφεραν στον κόσμο θα το πληρώ-σουν, ελεγα άλλοτε. Μέχρι στιγμής, δεν τό χουνε πληρώσει άκόμη. Έγώ, ωστόσο, πρέπει ν' άποχω-ριστώ τώρα τά μάτια μου. Ή οριστική άπώλειά τους θα με λυτρώσει άπό μαρτύρια φρικτά* εΐναι τό μόνο πού μπορεί κάνεις να πει. 'Ένα πρωί, τα βλέ-φαρά μου θά ναι γεμάτα πύον. 'Ίσα πού θα προλά-βουνε να γίνουν κάποιες ανώφελες δοκιμασίες του τρομερού νιτρικού άργύρου, κι αύτό θά ναι τό τέ-λος τους. Πάνε εννέα χρόνια πού ή μάνα μου μου είπε: ((Θά προτιμούσα να μήν είχες γεννηθεΤ».
»3ι
HENRI M I C H A U X
LA NUIT REMUE, 1935
MON ROI
Dans ma nuit, j'assiège mon Roi, je me
lève progressivement et je lui tords le cou.
Il reprend des forces, je reviens sur lui, et
lui tords le cou une fois de plus.
Je le secoue, et le secoue comme un vieux
prunier, et sa couronne tremble sur sa tête.
Et pourtant, c'est mon Roi, je le sais et il
le sait, et c'est bien sûr que je suis à son ser-
vice.
Cependant dans la nuit, la passion de mes
mains l'étrangle sans répit. Point de lâcheté
pourtant, j'arrive les mains nues et je serre
son cou de Roi.
Et c'est mon Roi, que j'étrangle vainement
depuis si longtemps dans le secret de ma
petite chambre; sa face d'abord bleuie, après
peu de temps redevient naturelle, et sa tête se
relève, chaque nuit, chaque nuit.
Dans le secret de ma petite chambre, j e
pète à la fugure de mon Roi. Ensuite j'éclate
de rire. Il essaie de montrer un front serein,
et lavé de toute injure. Mais je lui pète sans
discontinuer à la figure, sauf pour me re-
tourner vers lui, et éclater de rire à sa noble
face, qui essaie de garder de la majesté.
C'est ainsi que je me conduis avec lui;
.32.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Η ΝΥΧΤΑ ΣΑΛΕΥΕΙ
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΟΥ
Μέσα στή νύχτα μου, πολιορκώ το Βασιλιά μου, σηκώνομαι σιγά σιγά και το λαιμό του στρίβω.
Δυνάμεις άνακτα, πάνω του ξαναπέφτω κι άκό-μη μια φορά του στρίβω τό λαιμό.
Τον σείω, τον ταρακουνώ, σαν γέρικη δαμασκη-νιά, και τρέμει ή κορόνα στο κεφάλι του.
Και δμως, είναι δ Βασιλιάς μου, το ξέρω καΐ τό ξέρει, και είναι άπολύτως βέβαιο πώς είμαι στην υπηρεσία του.
Ωστόσο μες στή νύχτα, τό πάθος τών χεριών μου τον στραγγαλίζει άκατάπαυστα. Δίχως δειλία δμως· μέ χέρια τον ζυγώνω ολόγυμνα και σφίγγω τον βασιλικό λαιμό του.
Κι είναι τό Βασιλιά μου πού ματαίως στραγγα-λίζω τόσα χρόνια μες στο σκοτάδι του μικρού μου δωματίου· τό πρόσωπό του στην άρχή μπλαβίζει, ύστερα άπό λίγο γίνεται πάλι φυσικό, και τό κεφά-λι του ορθώνεται ξανά, κάθε νύχτα, κάθε νύχτα.
Μες στό σκοτάδι του μικρού μου δωματίου, κλάνω κατάφατσα τό Βασιλιά μου. "Υστερα σκάω στα γέλια. Πασχίζει μέτωπο νά δείξει άτάραχο, άνέπαφο άπό κάθε προσβολή. 'Όμως εγώ κατάφα-τσα τόν κλάνω, χωρίς να διακόπτω παρά μόνο για να στραφώ πρός τή μεριά του και να ξεκαρδιστώ στα γέλια μπροστά στό εύγενές του πρόσωπο πού προσπαθεί νά διατηρήσει κάποιο μεγαλείο.
»33.
HENRI MICHAUX
commencement sans fin de ma vie obscure.
Et maintenant je le renverse par terre, et
m'assieds sur sa figure. Son auguste figure
disparaît; mon pantalon rude aux taches
d'huile, et mon derrière -puisque enfin c'est
son nom- se tiennent sans embarras sur cette
face faite pour régner.
Et je ne me gêne pas, ah non, pour me
tourner à gauche et à droite, quand il me plaît
et plus même, sans m'occuper de ses yeux ou
de son nez qui pourraient être dans le che-
min. Je ne m'en vais qu'une fois lassé d'être
assis.
Et si je me retourne, sa face imperturbable
règne, toujours.
Je le gifle, je le gifle, je le mouche ensuite
par dérision comme un enfant.
Cependant il est bien évident que c'est lui
le Roi, et moi son sujet, son unique sujet.
A coups de pied dans le cul, je le chasse
de ma chambre. Je le couvre de déchets de
cuisine et d'ordures. Je lui casse la vaisselle
dans les jambes. Je lui bourre les oreilles de
basses et pertinentes injures, pour bien l'at-
teindre à la fois profondément et honteu-
sement, de calomnies à la Napolitaine parti-
culièrement crasseuses et circonstanciées, et
dont le seul énoncé est une souillure dont on
ne peut plus se défaire, habit ignoble fait sur
mesure: le purin vraiment de l'existence.
Eh bien, il me faut recommencer le
lendemain.
) 34
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Αύτη είναι ή συμπεριφορά μου άπέναντί του* άρχή δίχως τέλος της σκοτεινής ζωής μου.
Και τώρα, τον ρίχνω καταγής καΐ κάθομαι στο πρόσωπο του. Εξαφανίζεται ή σεπτή μορφή του* το τραχύ, λαδωμένο πανταλόνι μου κι δ πισινός μου —άφου αύτό είναι τέλος πάντων τ δνομά του— κάθο-νται άνετα πάνω σ αυτή τή φάτσα πού εγινε για να βασιλεύει.
Και πρόβλημα δέν εχω, α οχι, νά στρέφομαι άριστερά και δεξιά, δποτε μου άρέσει ή άκόμη πε-ρισσότερο, άδιαφορώντας γιά τα μάτια ή τή μύτη του πού θά μπορούσανε νά βρίσκονται στή μέση. Δέν φεύγω παρά μόνον άφου βαρεθώ να κάθομαι.
Και δταν ξανά τον αντικρίζω, ή άτάραχή του δ-ψη βασιλεύει, πάντα.
Τον σκαμπιλίζω, τον σκαμπιλίζω και, ύστερα, τή μύτη του σκουπίζω, γελοιοποιώντας τον, σα νά τανε παιδί.
Ωστόσο είναι άπόλυτα σαφές δτι αύτός είναι ό Βασιλιάς κι έγώ ό ύπήκοός του, ό μοναδικός ύπή-κοός του.
Μέ κλοτσιές στον κώλο, τον διώχνω άπ' το δω-μάτιό μου. Τον περιλούζω μέ σκουπίδια της κουζίνας καΐ βρομιές. Του σπάζω πιάτα άνάμεσα στά πόδια. Τ' αύτιά του φράζω μέ βρισιές χυδαίες κι ικανές βα-θιά νά θίξουν, νά ντροπιάσουν, συκοφαντίες, άλαναπο-λιτάνικα, άκρως ρυπαρές στις λεπτομέρειές τους, πού άκόμα κι ή άπλή άναφορά τους συνιστά αίσχος πού είναι άδύνατον νά άποπλυθεϊ, ένδυμα ποταπό, φτιαγ-μένο έπΙ μέτρω: ή κόπρος άληθώς τής ύπαρξης.
'Έ λοιπόν, τήν έπομένη άναγκάζομαι να ξαναρ-χίσω.
»35.
HENRI MICHAUX
Il est revenu; il est là. Il est toujours là. Il
ne peut pas déguerpir pour de bon. Il doit
absolument m'imposer sa maudite présence
royale dans ma chambre déjà si petite.
Il m'arrive trop souvent d'être impliqué
dans des procès. Je fais des dettes, je me bats
au couteau, je fais violence à des enfants, je
n'y peux rien, je n'arrive pas à me pénétrer de
l'esprit des Lois.
Quand l'adversaire a exposé ses griefs au
tribunal, mon Roi écoutant à peine mes rai-
sons reprend la plaidoirie de l'adversaire qui
devient dans sa bouche auguste le réquisi-
toire, le préliminaire terrible du jugement qui
va me tomber dessus.
A la fin seulement, il apporte quelques re-
strictions futiles.
L'adversaire, jugeant que c'est peu de
chose, préfère retirer ces quelques griefs
subsidiaires que le tribunal ne retient pas. Il
lui suffit simplement d'être assuré du reste.
C'est à ce moment que mon Roi reprend l'ar-
gumentation depuis le début, toujours comme
s'il la faisait sienne, mais en la rognant encore
légèrement. Cela fait, et l'accord établi sur ces
points de détail, il reprend encore l'argumen-
tation, depuis le début, et, l'affaiblissant ainsi
petit à petit, d'échelon en échelon, de reprise
en reprise, il la réduit à de telles billevesées,
que le tribunal honteux et les magistrats au
grand complet se demandent comment on a
) 36
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
'Έχει έπιστρέψει* είν' έκεΐ. Είναι πάντα έκεϊ. Δέν μπορεί να πάει στον άγύριστο. Πρέπει οπωσδήποτε να μου έπιβάλλει την καταραμένη βασιλική παρου-σία του μέσα στο ήδη τόσο έλάχιστο δωμάτιο μου.
Συχνά, πολύ συχνά, συμβαίνει νά είμαι υπόδικος. Φορτώνομαι με χρέη, τραβάω εύκολα μαχαίρι, κα-κομεταχειρίζομαι παιδιά, άδύνατο να κάνω άλλιώς, άπο το πνεύμα εΐμαι άδιαπέραστος των Νόμων.
'Όταν ο άντίδικος εχει εκθέσει τις αιτιάσεις του στο δικαστήριο, δ Βασιλιάς μου, έχοντας έλάχιστα άκούσει τήν άπολογία μου, άναλαμβάνει τήν υπερά-σπιση του άντιδίκου, ή οποία, στο σεπτό του στό-μα, γίνεται κατηγορητήριο, προοίμιο τρομερό της κρίσης πού πρόκειται νά πέσει πάνω μου.
Μονάχα προς τό τέλος, επιφέρει κάποιες άσήμα-ντες περικοπές.
Ό άντίδικος, κρίνοντας δτι δέν πρόκειται για κά-τι σοβαρό, προτιμά να άποσύρει αύτες τις κάπως έπικουρικές αιτιάσεις πού δέν άποδέχεται τό δικα-στήριο. Του φτάνει άπλώς νά είναι σίγουρος γιά τά υπόλοιπα.
Είναι αύτή τή στιγμή πού δ Βασιλιάς μου ξανα-πιάνει τήν άγόρευσή του, άπ' τήν άρχή, πάντα σάν νά τον άφορα προσωπικά, άλλα περικόπτοντάς την λίγο άκόμη. Κατόπιν, και άφοΰ εχει έπέλθει συμφω-νία γι' αύτές τις λεπτομέρειες, άρχίζει πάλι τήν άγό-ρευσή του, άπ' τήν άρχή, καί, άποδυναμώνοντάς την ετσι λίγο λίγο, άπδ βαθμίδα σε βαθμίδα, άπδ έπανά-ληψη σέ επανάληψη, σε τέτοιες τήν περιορίζει άνοη-σίες, πού τδ ντροπιασμένο δικαστήριο και ή δλομέ-λεια των δικαστών διερωτώνται πώς τόλμησαν και
«,37-
HENRI MICHAUX
osé les convoquer pour de pareilles vétilles, et
un jugement négatif est rendu au milieu de
l'hilarité et des quolibets de l'assistance.
Alors mon Roi, sans plus s'occuper de
moi que si je n'étais pas en question, se lève
et s'en va, impénétrable.
On peut se demander si c'est une besogne
pour un Roi; c'est là pourtant qu'il montre ce
qu'il est, ce tyran, qui ne peut rien, rien lais-
ser faire sans que sa puissance d'envoûte-
ment ne soit venue se manifester, écrasante et
sans recours.
Imbécile, qui tentai de le mettre à la porte!
Que ne le laissai-je dans cette chambre tran-
quillement, tranquillement sans m'occuper
de lui.
Mais non. Imbécile que j'ai été, et lui,
voyant comme c'était simple de régner, va
bientôt tyranniser un pays entier.
Partout où il va, il s'installe.
Et personne ne s'étonne, il semble que sa
place était là depuis toujours.
On attend, on ne dit mot, on attend que
Lui décide.
Dans ma petite chambre viennent et pas-
sent les animaux. Pas en même temps. Pas in-
tacts. Mais ils passent, cortège mesquin et dé-
risoire des formes de la nature. Le lion y en-
tre la tête basse, pochée, cabossée comme un
vieux paquet de hardes. Ses pauvres pattes
flottent. I progresse on ne sait comment, mais
en tout cas comme un malheureux.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
τους συγκάλεσαν για τόσο άσήμαντη άφορμή, κι έκδίδεται άρνητική άπόφαση έν μέσω της φαιδρότη-τος και των χυδαίων άστεϊσμών του άκροατηρίου.
Τότε, δ Βασιλιάς μου, χωρίς ν* άσχοληθεΐ πλέον μαζί μου, λες και δέν είχα καμιά σχέση μ* δλ' αυτά, σηκώνεται και φεύγει, άνέκφραστος.
Μπορεί νά άναρωτηθεϊ κάνεις αν είναι αύτή δου-λειά για ενα Βασιλιά* ωστόσο είν' εκεί πού δείχνει τό πραγματικό του πρόσωπο, αύτος ό τύραννος πού δέν μπορεί ν' άφήσει τίποτε, τίποτε νά γίνει χωρίς νά έπιδείξει τή μαγική του δύναμη, συντριπτική και δίχως ελεος.
Κι έγώ δ ήλίθιος, πού προσπαθούσα να τον διώ-ξω! Πού δεν τον άφηνα ήσυχο σ ετούτο τδ δωμά-τιο, ήσυχο και δίχως μαζί του ν' άσχολοΰμαι.
Όμως δχι. Τόσο βλάκας ήμουν. Κι αύτός, βλέ-ποντας πόσο εύκολο είναι να βασιλεύει, θ* άρχίσει σύντομα νά κατατυραννεΐ μιά χώρα δλόκληρη.
'Όπου κι αν πάει, έγκαθίσταται. ΚαΙ κάνεις δέν ξαφνιάζεται, λές κι ήταν άπδ
πάντα έκεΐ ή θέση του. Περιμένουν, δίχως να λένε λέξη, περιμένουν Αύ-
τδν ν' άποφασίσει. Στδ μικρδ δωμάτιό μου έρχονται και παρέρχο-
νται τα ζώα. Όχι ταυτόχρονα. Όχι άκέραια. 'Αλλά περνοίϊν, ελεεινή, γελοία πομπή μορφών της φύσης. Μέ σκυφτό, πρησμένο, γεμάτο έξογκώματα κεφάλι, σάν γέρικο πακέτο κουρελιών, μπαίνει τδ λιοντάρι. Τ άμοιρα πόδια του τρεκλίζουν. Δέν θά 'ξερα να πώ πώς προχωρεί, άλλ' δπωσδήποτε ώς δυστυχισμένο.
Ό έλέφαντας μπαίνει ξεφούσκωτος και πιδ άδύ-ναμος κι άπδ νεβρό.
«39 <
HENRI MICHAUX
L'éléphant entre dégonflé et moins solide
qu'un faon.
Ainsi du reste des animaux.
Aucun appareil. Aucune machine. L'auto-
mobile y entre strictement laminée et ferait à
la rigueur un parquet.
Telle est ma petite chambre où mon in-
flexible Roi ne veut rien, rien qu'il n'ait mal-
mené, confondu, réduit à rien, où moi ce-
pendant j'ai appelé tant d'êtres à devenir mes
compagnons.
Même le rhinocéros, cette brute qui ne
peut sentir l'homme, qui fonce sur tout (et si
solide taillé en roc), le rhinocéros lui-même
un jour, entra en brouillard presque impal-
pable, évasif et sans résistance... et flotta.
Cent fois plus fort que lui était le petit
rideau de la lucarne, cent fois plus, que lui, le
fort et l'impétueux rhinocéros qui ne recule
devant rien, que lui mon grand espoir.
Je lui avais sacrifié ma vie d'avance. J'étais
prêt.
Mais mon Roi ne veut pas que les rhino-
céros entrent autrement que faibles et dé-
goulinants.
Une autre fois peut-être lui permettra-t-il
de circuler avec des béquilles... et, pour le
circonscrire, un semblant de peau, une mince
peau d'enfant qu'un grain de sable écorchera.
C'est comme cela que mon Roi autorise
les animaux à passer devant nous. Comme
cela seulement.
) 40
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Τό Ι'διο καΐ τά άλλα ζώα. Καμία συσκευή. Καμία μηχανή. Τό αύτοκίνητο
μπαίνει μόνον ώς έλασμα καΐ το πολύ πολύ νά εκα-νε γιά δάπεδο.
Τέτοι,ο είναι το μικρό δωμάτιο μου δπου δ άδυ-σώπητος Βασιλιάς μου δεν θέλει τίποτε, τίποτε πού νά μην τό χει βλάψει, ταπεινώσει, καταντήσει ενα τίποτε, δπου εγώ ώστόσο εχω καλέσει τόσα δντα να γίνουν σύντροφοί μου.
'Ακόμη κι ό ρινόκερος, αύτός δ άγροΐκος πού μι-σεί τόν άνθρωπο, πού δρμα πάνω στά πάντα (και τόσο συμπαγής, σαν βράχος), άκόμη κι δ ρινόκερος δ ϊδιος μπήκε, μια μέρα, άναφής σχεδόν σαν τήν δμίχλη, άκαθόριστος, χωρίς πυκνότητα... και κυμά-τισε.
Εκατό φορές πιό δυνατό άπ' αύτόν ήταν τό κουρτινάκι του φεγγίτη, εκατό φορές πιό δυνατό άπ' αύτόν, τόν δυνατό κι δρμητικό ρινόκερο πού δέν υποχωρεί μπροστά σέ τίποτε, άπ' αύτόν, τη μεγάλη έλπίδα μου.
Του είχα κιόλας θυσιάσει τή ζωή μου. 'Ήμουν έτοιμος.
Ό Βασιλιάς μου δμως δέν θέλει να μπαίνουν οί ρινόκεροι, έκτός κι αν είναι άδύναμοι και άργορέο-ντες.
Κάποιαν άλλη φορά, ϊσως του έπιτρέψει να κυ-κλοφορεί μέ πατερίτσες... καί, για να εχει κάποιο σχήμα, μέ μιάν ύποψία δέρματος, ένα λεπτό δέρμα παιδιού πού θά τό έγδερνε άκόμη κι ένας κόκκος άμμου.
Είναι έ'τσι πού δ Βασιλιάς μου έπιτρέπει στά ζώα να περνούν άπό μπροστά μας. Μόνον έτσι.
»41.
HENRI MICHAUX
Il règne; il m'a; il ne tient pas aux distra-
ctions.
Cette petite menotte rigide dans ma po-che, c'est tout ce qui me reste de ma fiancée.
Une menotte sèche et momifiée (se peut-il
vraiment qu'elle fût à ellei^). C'est tout ce qu'il
m'a laissé d'Elle.
Il me l'a ravie. Il me l'a perdue. Il me l'a
réduite à rien!
Dans ma petite chambre, les séances du
palais sont tout ce qu'il y a de plus misérable.
Même les serpents ne sont pas assez bas,
ni rampants pour lui, même un pin immobile
l'offusquerait.
Aussi, ce qui paraît à sa Cour (à notre
pauvre petite chambre!) est-il si incroyable-
ment décevant que le dernier des prolétaires
ne saurait l'envier.
D'ailleurs qui d'autre que mon Roi, et moi
qui en ai l'habitude, pourrait saisir quelque
être respectueux dans ces avances et reculs
de matière obscure, ces petits ébats de feuil-
les mortes, ces gouttes peu nombreuses qui
tombent graves et désolées dans le silence.
Vains hommages, d'ailleurs!
Imperceptibles sont les mouvements de
Sa face, imperceptibles.
042 '
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Βασιλεύει* του άνήκω* δεν του άρέσουνε οι τέρ-ψεις.
Αύτό τό μικρό, άκαμπτο χεράκι μες στήν τσέπη μου, είναι δ,τι μου άπομένει άπ' τή μνηστή μου.
'Ένα ξερό χεράκι, χέρι μούμιας (είναι άλήθεια δυνατόν δικό της νά υπήρξε;). Είναι δ,τι μου άφησε άπό Εκείνη.
Μου την άρπαξε. Μου την άφάνισε. Μου τήν κατάντησε ενα τίποτε!
Μες στο μικρό δωμάτιό μου, του παλατιού οί συσκέψεις είναι δ,τι πιό άθλιο υπάρχει.
'Ακόμη και τά φίδια δεν είναι κατ αύτόν άρκού-ντως χαμηλά ή έρποντα, άκόμη κι ενα πεΰκο άκί-νητο θά ήταν δυνατόν να τόν συγχύσει.
Επίσης, δ,τι στήν Αύλή του (στό φτωχικό, μι-κρό δωμάτιό μας!) έμφανίζεται είναι τόσο άπίστευ-τα άπογοητευτικό πού ούτε ό τελευταίος προλετά-ριος δέν θά τό ζήλευε.
Ποιός άλλος, άλλωστε, εξω άπ' τό Βασιλιά μου, κι εμένα πού εχω συνηθίσει, θά μπορούσε να διακρί-νει κάποιο δν πού να δείχνει σεβασμό μέσα σ αύτες τις προελάσεις κι οπισθοχωρήσεις ύλης σκοτεινής, στό έλάχιστο αύτό τρεμοπαίξιμο φύλλων νεκρών, σ αύτές τις ολιγάριθμες σταγόνες πού πέφτουν βαριές καΐ περίλυπες μες στή σιωπή.
Προσρήσεις μάταιες, έξάλλου! 'Αδιόρατες είναι οι κινήσεις του προσώπου Του,
άδιόρατες.
«43
HENRI MICHAUX
LE CIEL DU SPERMATOZOÏDE
Le physique du spermatozoïde de l'homme
ressemble étrangement à l'homme, à son cara-
ctère, veux-je dire.
Le physique de l'ovule de la femme ressem-
ble étonnamment au caractère de la femme.
L'un et l'autre sont très petits. Le sper-
matozoïde est très, très long, et véritablement
saisi d'une idée fixe. L'ovule exprime l'ennui et
l'harmonie à la fois. Son apparence est de
presque une sphère.
Tous les spermatozoïdes ne sont pas com-
me celui de l'homme, tant s'en faut. Celui du
crabe et davantage encore celui de l'écrevisse,
ressemble à la corolle d'une fleur. Ses bras
souples, rayonnants ne semblent pas à la re-
cherche d'une femelle, mais du ciel.
Cependant, étant donné la reproduction ré-
gulière des crabes, on suppose bien qu'il en va
autrement.
En fait, on ne sait rien du ciel du crabe,
quoiqu'à bien des gens, il soit arrivé d'attraper
des crabes par les pattes pour mieux les ob-
server. On sait moins encore du ciel du sper-
matozoïde du crabe.
) 44
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΟΥ
Ή φυσιογνωμία του άντρικου σπερματοζωαρίου ομοιάζει παραδόξως με τον άντρα, μέ τον χαρα-κτήρα του, θέλω να πω.
Ή φυσιογνωμία του γυναικείου ώαρίου ομοιάζει έκπληκτικά μέ τον χαρακτήρα της γυναίκας.
Και τό ενα και το άλλο είναι πολύ μικρά. Τό σπερματοζωάριο είναι πολύ, πολύ μακρύ και διακα-τεχόμενο τω δντι άπο μιαν έμμονη ιδέα. Το ώάριο έκφράζει ταυτοχρόνως τήν πλήξη καΐ τήν άρμονία. Τό σχήμα του είναι σχεδόν σφαιρικό.
'Όλα τά σπερματοζωάρια δεν είναι δπως έκεΐνο του άντρα, κάθε άλλο. Τό σπερματοζωάριο του κά-βουρα, κι άκόμη περισσότερο της καραβίδας, μοιά-ζει μέ τον κάλυκα άνθους. Οί εύκίνητοι, άκτινωτοι βραχίονές του δέν δείχνουν να άναζητοΰν τό θηλυ-κό, άλλά τόν ούρανό.
Ωστόσο, δεδομένης της τακτικής άναπαραγω-γής των καβουριών, μπορούμε νά υποθέσουμε δτι συμβαίνει μάλλον τό άντίθετο.
Στήν πραγματικότητα, τίποτε δέν ξέρουμε γιά τόν ούρανό του κάβουρα, καίτοι σέ πολλούς εχει συμβεί ν' αρπάξουν άπ' τά πόδια κάβουρες γιά νά τούς έξετάσουνε καλύτερα. Λιγότερα άκόμη ξέρου-με για τόν ούρανό του σπερματοζωαρίου του κά-βουρα.
φ .
HENRI MICHAUX
LE LAC
Si près qu'ils approchent du lac, les hommes
n'en deviennent pas pour ça grenouilles ou bro-
chets.
Ils bâtissent leurs villas tout autour, se met-
tent à l'eau constamment, deviennent nudistes...
N'importe. L'eau traîtresse et irrespirable à l'hom-
me, fidèle et nourrissante aux poissons, conti-
nue à traiter les hommes en hommes et les pois-
sons en poissons. Et jusqu'à présent aucun spor-
tif ne peut se vanter d'avoir été traité différem-
ment.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Η ΛΙΜΝΗ
'Όσο κι αν πλησιάσουνε τή λίμνη, οΐ άνθρωποι δεν γίνονται γι' αύτο βατράχια ή λαβράκια.
Χτίζουν τις βίλες τους τριγύρω της, μπαίνουν συνέχεια στο νερό, γίνονται γυμνιστές... 'Αδιάφορο. Προδοτικό και άπνευστο γιά τους άνθρώπους τό νερό, πιστό και θρεπτικό γιά τά ψάρια, συνεχίζει ν' άντιμετωπίζει τους άνθρώπους ως άνθρώπους και τά ψάρια ως ψάρια. Και μέχρι τώρα, κανείς φυσιο-λάτρης δέν μπορεί νά καυχηθεί δτι άντιμετωπίστη-κε άλλιώς.
HENRI MICHAUX
LE V E N T
Le vent essaie d'écarter les vagues de la mer.
Mais les vagues tiennent à la mer, n'est-ce pas
évident, et le vent tient à souffler... non, il ne tient
pas à souffler, même devenu tempête ou bour-
rasque il n'y tient pas. Il tend aveuglément, en fou
et en maniaque, vers un endroit de parfait calme,
de bonace, où il sera enfin tranquille, tranquille.
Comme les vagues de la mer lui sont indif-
férentes! Qu'elles soient sur la mer ou sur un clo-
cher, ou dans une roue dentée ou sur la lame d'un
couteau, peu lui chaut. Il va vers un endroit de
quiétude et de paix où il cesse enfin d'être vent.
Mais son cauchemar dure déjà depuis lon-
gtemps.
«48 «»/i5 a»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο ΑΝΕΜΟΣ
Ό άνεμος πασχίζει να άπομακρύνει τα κύματα άπ τή θάλασσα. Όμως τα κύματα, ώς εΐναι φυσι-κό, θέλουν τή θάλασσα, κι ό άνεμος θέλει να φυσά... δχι, δέν θέλει να φυσά, άκόμη κι δταν γίνε-ται μπουρίνι ή θύελλα, καθόλου δεν τό θέλει. Τρα-βάει στα τυφλά, σα νά τανε τρελός, μανιακός, προς εναν τόπο τέλειας γαλήνης και άπανεμιας, δπου θα ήρεμήσει, έπιτέλους, θα ήρεμήσει.
'Ώ, πόσο του είναι άδιάφορα τα κύματα! Ειτε στη θάλασσα είναι ειτε σε καμπαναριό, εϊτε σε ρό-δα οδοντωτή είτε στή λάμα μαχαιριού, λίγο τον μέλει. Τραβά προς εναν τόπο ήσυχίας και ειρήνης, δπου θα πάψει έπιτέλους νά ναι άνεμος.
Όμως αύτός 6 έφιάλτης του κρατάει χρόνια τώρα.
»49.
HENRI MICHAUX
DÉCHÉANCE
Mon royaume perdu
J'avais autrefois un royaume tellement
grand qu'il faisait le tour presque complet de
la Terre.
Il me gênait. Je voulus le réduire.
J'y parvins.
Maintenant ce n'est plus qu'un lopin de
terre, un tout petit lopin sur une tête d'aiguille.
Quand je l'aperçois, je me gratte avec.
Et c'était autrefois un agglomérat de for-
midables pays, un Royaume superbe.
L'affront
Autrefois je pondis un œuf d'où sortit la
Chine (et le Tibet aussi, mais plus tard). C'est
assez dire que je pondais gros.
Mais maintenant, quand une fourmi ren-
contre un œuf à moi, elle le range aussitôt
parmi les siens. De bonne foi, elle les confond
ensemble.
Et moi j'assiste à ce spectacle la rage au
cœur.
Car comment lui expliquer le cas, sans é-
taler toute ma honte, et même ainsi.^...
«Au lieu de venir chicaner une pauvre
fourmi», dirait-elle, mortifiée...
Naturellement! Et j'avale l'affront en si-
lence.
) 5o
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΕΚΠΤΩΣΗ
Το άπολεσθεν βασίλειο μου
Είχα κάποτε ενα βασίλειο τόσο μεγάλο πού εκανε σχεδόν ολόκληρο της Γης το γύρο.
Με ένοχλοΰσε. Θέλησα να τό μικρύνω. Τά κατάφερα. Τώρα δεν είναι πλέον παρά ενα κομματάκι γης,
ενα κομματάκι έλάχιστο επάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας.
'Όταν τό διακρίνω, ξύνομαι μ' αύτό. Κι ήτανε κάποτε ενα σύνολο υπέροχων χωρών,
ενα ύπέρλαμπρο Βασίλειο.
"Ή προσβολή
Κάποτε γέννησα ενα αύγό άπ' δπου βγήκε ή Κί-να (καθώς και τό Θιβέτ, άλλά άργότερα). Καταλα-βαίνετε πόσο μεγάλα αύγά γεννούσα.
Ωστόσο τώρα, δταν ενα μυρμήγκι συναντά κά-ποιο άπό τ αύγά μου, άμέσως τό τακτοποιεί μαζι με τά δικά του. Ειλικρινά, δέν τα διακρίνει.
Κι έγώ παρίσταμαι στό θέαμα αύτό με μια πνιγ-μένη λύσσα.
Γιατί πώς νά του έξηγήσω την περίπτωση, χω-ρίς να έκθέσω δλη την ντροπή μου; Όμως, άκόμη κι ετσι...
((Άντι νά ένοχλεϊς ενα φτωχό μυρμήγκι», θά 'λεγε, θιγμένο...
Φυσικά! Και καταπίνω σιωπηλά τήν προσβολή.
»51.
HENRI MICHAUX
Le cai^eau
Je possède un caveau. Un caveau, c'est sa forme, un hangar pour
dirigeables, c'est sa taille. Là sont mes lingots, mes joyaux, mes obus. Il a balcon sur un puits, creusé jusqu'on ne
sait où. Tout cela était autrefois une richesse iné-
puisable.
Or hier, ayant fait sortir la moitié des ex-plosifs, les ayant fait sauter à peu de distance, je n'entendis même pas le bruit, couvert qu'il était par celui d'un grillon qui, posé sur un brin d'herbe, agitait ses élytres.
Avec les lingots, je voulus payer royalement les ouvriers; le partage fait, chacun ne trouva qu'un peu de poussière dans le creux de sa main.
Et c'étaient autrefois des rangs de richesses inépuisables.
) 52
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Το νπογειάκι
'Έχω ενα ύπογειάκι. Τπογειάκι, ώς προς τή μορφή, υπόστεγο για
πηδαλιοχούμενα άερόστατα, ώς προς τό μέγεθος. Έκεϊ βρίσκονται οΐ ράβδοι του χρυσου μου, τά
κοσμήματα και οι οβίδες μου. 'Έχει μπαλκόνι πού βλέπει σε πηγάδι, σκαμμένο
άγνωστο ως που. 'Όλα αύτά ήτανε κάποτε πλούτη άνεξάντλητα. 'Όμως έχτές, πού έδωσα έντολή να βγάλουν τα
μισά άπ' τά έκρηκτικα καί, σέ μικρή άπόσταση, νά τά άνατινάξουν, δεν άκουσα ούτε καν τό θόρυβο, κα-θώς τον κάλυπτε έκεΐνος ενός γρύλου πού, καθισμέ-νος σ' ενα φύλλο χλόης, ετριβε μεταξύ τους τά ελυ-τρά του.
Μέ τις ράβδους του χρυσου, θέλησα νά πληρώ-σω τούς εργάτες πλουσιοπάροχα* δταν τελείωσε ή μοιρασιά, καθένας τους δεν ειχε μές στή χούφτα παρά μονάχα λίγη σκόνη.
Κι ήτανε κάποτε σειρες ολόκληρες άπό πλούτη άνεξάντλητα.
»53.
HENRI MICHAUX
SOUS LE PHARE OBSÉDANT DE LA PEUR
Ce n'est encore qu'un petit halo, personne ne le
voit, mais lui, il sait que de là viendra l'incendie, un
incendie immense va venir, et lui, en plein cœur de ça,
il faudra qu'il se débrouille, qu'il continue à vivre
comme auparavant (Comment ça va-t-il? Ça va et
vousmême?), ravagé par le feu consciencieux et dé-
vorateur.
Il est devant lui un tigre immobile. Il n'est pas
pressé. Il a tout son temps. Il a ici son affaire. Il est
inébranlable.
...et la peur n'excepte personne.
Quand un poisson des grandes profondeurs, de-
venu fou, nage anxieusement vers les poissons de sa
famille à six cents mètres de fond, les heurte, les
réveille, les aborde l'un après l'autre:
«Tu n'entends pas de l'eau qui coule, toi.̂ »
«Et ici on n'entend rien?»
«Vous n'entendez pas quelque chose qui fait
"tche", non, plus doux: tchii, tchii.̂ »
«Faites attention, ne remuez pas, on va l'entendre
de nouveau.»
Oh Peur, Maître atroce!
Le loup a peur du violon. L'éléphant a peur des
souris, des porcs, des pétards. Et l'agouti tremble en
dormant.
>54<
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Υ Π Ο Τ Ο Ν Β Α Σ Α Ν Ι Σ Τ Ι Κ Ο ΦΑΡΟ Τ Ο Υ Φ Ο Β Ο Υ
Δέν είναι άκόμη παρά μια ελάχιστη άλως, κανέ-
νας δεν τή βλέπει, δμως αύτος το ξέρει δτι άπό κεϊ
θα 'ρθεϊ ή πυρκαγιά, μία τεράστια πυρκαγιά θά
'ρθεϊ, κ ι αύτός, καταμεσής της, θα πρέπει νά τ ά
καταφέρει, νά συνεχίσει δπως πριν να ζει (Πώς
πάει; Καλά, κι έσεΐς;), άφανισμένος άπ το εύσυνεί-
δητο καΐ άδηφάγο πυρ.
Ο
Τίγρης μπροστά του άκίνητος. Δέν βιάζεται .
Έ χ ε ι καιρό γ ιά σκότωμα. Δέν πρόκειται νά τό
κουνήσει άπό κει. Είναι άκλόνητος.
Ο
...κι ό φόβος σε κανέναν δέν χαρίζεται.
'Όταν ενα βυθόψαρο, πού εχει τρελαθεί, μέ
άγων ία κολυμπά πρός τ άλλα ψάρια τής ομάδας
του, σε έξακόσια μέτρα βάθος, τα σπρώχνει, τ α ξυ-
πνά, τ α πλησιάζε ι ένα πρός ένα:
((Δέν άκους, έσύ, νερό να τρέχει;»
((Κι έδώ, δέν άκοΰτε τ ίποτε;»
((Δέν άκουτε κάτ ι πού κάνει "τσέ", οχι, πιό ά-
παλά: τσ ι ί , τσ ι ί ;»
((Προσέξτε, μή σαλεύετε, θα άκουστεΐ ξανά».
~Ω Φόβε, Κύριε φρικτέ!
Ό λύκος φοβάται τό βιολί. Ό έλέφαντας φοβά-
τα ι τα ποντίκια, τούς χοίρους και τα βαρελότα. Κα ι
τό άγκούτ ι τρέμει ένώ κοιμαται.
HENRI MICHAUX
LA VIE DE L'ARAIGNÉE R O Y A L E
L'araignée royale détruit son entourage, par diges-
tion. Et quelle digestion se préoccupe de l'histoire et
des relations personnelles du digéré? Quelle diges-
tion prétend garder tout ça sur des tablettes?
La digestion prend du digéré des vertus que ce-
lui-là même ignorait et tellemant essentielles pour-
tant qu'après, celui-ci n'est plus que puanteur, des
cordes de puanteur qu'il faut alors cacher vivement
sous la terre.
Bien souvent elle approche en amie. Elle n'est
que douceur, tendresse, désir de communiquer, mais
si inapaisable est son ardeur, son immense bouche
désire tellement ausculter les poitrines d'autrui (et sa
langue aussi est toujours inquiète et avide), il faut
bien pour finir qu'elle déglutisse.
Que d'étrangers déjà furent engloutis!
Cependant, l'araignée ensuite se désespère. Ses
bras ne trouvent plus rien à étreindre. Elle s'en va
donc vers une nouvelle victime et plus l'autre se
débat, plus elle s'attache à le connaître. Petit à petit
elle l'introduit en elle et le confronte avec ce qu'elle
a de plus cher et de plus important, et nul doute qu'il
ne jaillisse de cette confrontation une lumière uni-
que.
Cependant, le confronté s'abîme dans une nature
infiniment mouvante et l'union s'achève aveuglé-
ment.
>56<
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Η Ζ Ω Η Τ Η Σ Β Α Σ Ι Λ Ι Κ Η Σ Α Ρ Α Χ Ν Η Σ
Ή βασιλική άράχνη καταστρέφει τους γύρω της, δια της χωνεύσεως. Και ποιά χώνευση άνησυχεϊ γιά την ιστορία και τΙς προσωπικές σχέσεις του χωνευ-μένου; Ποιά χώνευση προτίθεται νά διατηρήσει ολ' αύτά σε δέλτους;
Ή χώνευση παίρνει άπ' τον χωνευμένο άρετές πού και δ ίδιος άγνοουσε, τόσο ωστόσο ούσιώδεις πού, μετά, αύτός δεν είναι πια παρά μια δυσωδία, χορδές δυσωδίας πού πρέπει άμέσως νά παραχωθούν.
Πολύ συχνά ζυγώνει ως φίλη. Είναι δλο γλύκα, τρυφερότητα, έπιθυμία επικοινωνίας, άλλ' είναι τόσο άνειρήνευτη ή ορμή της, τόσο σφοδρή ή έπιθυμία του πελώριου στόματός της γιά στηθοσκόττηση των άλλων (κι είναι κι ή γλώσσα της πάντοτε άνήσυχη κι άκόρε-στη), πού, τελικά, πρέπει οπωσδήποτε να καταπιεί.
Πόσοι και πόσοι ξένοι εχουνε ήδη καταβροχθιστεί! Ωστόσο, ή άράχνη στή συνέχεια άπελπίζεται. Τί-
ποτε πια δέ βρίσκουν νά σφιχταγκαλιάσουνε τά μπρά-τσα της. Τραβάει τότε γιά καινούργιο θύμα και δσο πιο πολύ δ άλλος άντιστέκεται, τόσο πιο πολύ επιθυ-μεί κι αύτή νά τον γνωρίσει. Σιγά σιγά τον βάζει μέ-σα της και τον συγκρίνει μ* δ,τι πιο άκριβό, δ,τι πιο σημαντικό ή ίδια έχει, και κάνεις δεν άμφιβάλλει πώς άπ' τή σύγκριση αύτή θ' άναπηδήσει φως μοναδικό.
Ό συγκρινόμενος, ωστόσο, άφανίζεται μέσα σέ μιαν έπ' άπειρον κινούμενη φύση καΐ ή ένωση δλο-κληρώνεται στά τυφλά.
« 5 7 <
HENRI MICHAUX
COMME JE VOUS VOIS
Ceux qui me voient venir.
Moi aussi, je les vois venir.
Un jour le froid parlera,
Le froid repoussant la porte montrera le Néant.
Et alors, mes gaillards.^ Et alors.^
Petits déculottés qui plastronnez encore.
Gonflés de la voix des autres et des poumons
de l'époque,
Tout le troupeau, je le vois dans un seul four-
reau.
Vous travaillez.^ Le palmier aussi agite ses bras.
Et vous guerriers, soldats au bon cœur, vendus
bénévoles.
Votre belle cause est mesquine. Elle aura froid
dans les couloirs de l'histoire.
Comme elle a froid!
Je vous vois en tablier, moi, est-ce curieux!
Je vois le Christ aussi -Pourquoi pas.^-
Comme il était il y a près de 1940 ans.
Sa beauté déjà disparaissant.
Le visage rongé des baisers des futurs chré-
tiens.
Alors, ça marche toujours la vente des timbres
pour l'au-delà.^
Allons, au revoir tous, je n'ai encore qu'un pied
dans l'ascenseur.
Adios!
.58.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο Π Ω Σ ΣΑΣ ΒΛΕΠΩ
Αύτούς πού μέ βλέπουν νά 'ρχομαι. Τους βλέπω κι έγώ νά 'ρχονται. Μια μέρα θά μιλήσει το κρύο, Σπρώχνοντας τήν πόρτα, το κρύο θά δείξει τό Κενό. ΚαΙ τότε, παλικάρια μου; Και τότε; Ξεβράκωτα άνθρωπάκια που κοκορεύεστε άκόμη. Φουσκωμένα άπ' τή φωνή των άλλων και της έπο-
χής τους πνεύμονες, 'Όλο το κοπάδι σας το βλέπω μέσα σε μια μόνο
προβιά. Δουλεύετε; Ό φοίνικας κουνά κι αύτός τα μπράτσα του.
Κι έσεΐς πολεμιστές, πρόθυμοι στρατιώτες, εκούσια πουλημένοι.
Ό ιερός σκοπός σας εΐναι εύτελής. Θα ξεπαγιάζει μές στους διαδρόμους της ιστορίας.
'Ώ, πόσο κρυώνει! Σας βλέπω μέ ποδίτσα, έγώ, πόσο παράξενο! Βλέπω έπίσης τον Χριστό -Και γιατί δχι;-
'Έτσι δπως ήταν πριν άπό σχεδόν 1940 χρόνια. Ή ομορφιά του ήδη ν' άφανίζεται, Τό πρόσωπό του φαγωμένο άπ' τα φιλιά των μελ-
λοντικών χριστιανών. Αοιπόν, πηγαίνει πάντοτε καλά ή πώληση γραμμα-
τοσήμων για τό υπερπέραν; "Αντε, στο έπανιδεΤν, δεν εχω άκόμη παρά μόνο τό
ενα πόδι μές στο άσανσέρ. Adios!
a»DQ α» «59
HENRI MICHAUX
LE LIVRE DES RÉCLAMATIONS
Qu'est-ce que vous m'offrez?
Qu'est-ce que vous me donnez?
Qui me paiera du froid de l'existence?
Au poisson on donne l'hameçon.
Et à moi? Qu'est-ce que vous me donnez pour ma
soif?
Qu'est-ce que vous me préparez?
La nausée dit au vomissement: «Viens.»
Mais le vomissement,
Comme la fortune qui se fait attendre...
Mais le moment,
Comme une époque qui va son lent chemin...
Mais de qui parle-t-on ici?
Oh rage, rage sans objet.
Oh non, on ne rit pas dans la toile de l'araignée.
Les enfants que j'eus ne ressemblaient pas à leur
père.
C'étaient des loups.
Ils couraient beaucoup plus vite que leur père.
Leur père n'aurait jamais pu les suivre.
Et pourtant les loups se firent manger.
Les autres étaient des biches.
Les biches avec la compétence des herbivores
Entretinrent leur vie paisiblement.
«Non!» dit la balle au chasseur.
J'en ai assez de vivre en carabine.
) 60
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Τ Ο Β Ι Β Λ Ι Ο Τ Ω Ν Δ Ι Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Ε Ω Ν
Ύί μου προσφέρετε; Τί μου δίνετε; Ποιος θα μέ πληρώσει για την παγωνιά της ύπαρξης; Στο ψάρι δίνουνε τ άγκίστρι. Και σ έμένα; Τί δίνετε σ έμένα για τη δίψα μου; Τί μου έτοιμάζετε;
Ή ναυτία λέει στον εμετό: (('Έλα». Όμως ό έμετός, Σαν την τύχη πού άφήνει νά τήν περιμένουνε...
Όμως ή στιγμή, Σάν εποχή πού τον άργό της δρόμο άκολουθεΤ... Μα για ποιον γίνεται λόγος έδώ πέρα;
~Ω λύσσα, λύσσα δίχως άντικείμενο. 'Ώ δχι, δεν γελά κανείς, μπλεγμένος στο δίχτυ της
αράχνης. Τά παιδιά πού είχα δέ μοιάζαν στον πατέρα τους.
'Ήτανε λύκοι. Τρέχαν πολύ πιο γρήγορα άπ' τον πατέρα τους. Ποτέ δεν θά μπορούσε δ πατέρας τους νά τά άκο-
λουθήσει. Κι δμως οι λύκοι φαγωθήκανε. Οι άλλοι ήταν έλαφίνες. Οι έλαφίνες μέ τήν ικανότητα των χορτοφάγων Συνέχισαν νά ζουν ειρηνικά.
((Όχι!)) λέει στον κυνηγό ή σφαίρα. Βαρέθηκα πια να ζω στήν καραμπίνα.
»61.
HENRI MICHAUX
Alors, le chasseur la libère.
Et joyeuse, elle s'en va tuer quelqu'un au loin.
Les désastres s'appellent les uns les autres.
Et se racolent.
«Il y a du mal à faire ici.»
Alors ils s'en viennent.
Chacun avec sa tête, même la guerre, même la mort.
Et même la surdité qui n'entend rien.
Entend l'appel et vient occuper son siège.
Avez-vous vu un tigre sourd.^
Spectacle fameux.
L'air planant, embarrassé quoique calme.
Il avance à travers la jungle.
D'où les gazelles s'éloignent en pouffant.
Tant qu'on demande aux griffes et aux crocs.
On ne peut leur demander d'entendre.
Fouettez mademoiselle, voulez-vous.
a-Mais chéri...»
Mais déjà les domestiques, la flamme dans l'œil, la
déshabillent.
«-Allons, du calme, ma jolie, ne vous étranglez pas.»
Bonheur, bonheur!
L'un a besoin d'un oignon pour pleurer.
L'autre n'en a pas besoin.
Nous lui arrachâmes un sein, puis nous le
regrettâmes.
Il n'en restait plus qu'un à arracher.
) 62
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ό κυνηγός, λοιπόν, τή λευτερώνει. Και χαρωπή, πάει να σκοτώσει κάποιον μακριά. Οι συμφορές καλούν ή μιά τήν άλλη. Συστρατεύονται. ((Έχει πολύ κακό πού πρέπει έδώ να γίνει». Λοιπόν, καταφτάνουνε. Κάθε μια μέ τό κεφάλι της, άκόμα κι δ πόλεμος, ά-
κόμα κι ό θάνατος. Ναι, άκόμα και ή κουφαμάρα, πού δέν άκούει τίποτε, 'Ακούει τό κάλεσμα κι ερχεται τή θέση της να πάρει. 'Έχετε δει τίγρη κουφή; Σπουδαίο θέαμα, Μέ ύφος ονειροπόλο, άμήχανο άλλά ήρεμο. Διασχίζει τή ζούγκλα. Και οί γαζέλες φεύγουνε καγχάζοντας. Πολλά μπορείς άπ' τα δόντια και τα νύχια ν' άπαι-
τήσεις. Όχι δμως και ν' άκοΰν.
Μαστιγώστε, παρακαλώ, τή δεσποινίδα. ((Μά άγάπη μου...» Οι υπηρέτες δμως, μέ τό μάτι να γυαλίζει, τή γδύ-
νουν κιόλας. ((Έλα, κούκλα μου, ήρεμία, μήν πνίγεσαι». Εύτυχία, εύτυχία! Ό ενας χρειάζεται κρεμμύδι για να κλάψει. Ό άλλος δέν χρειάζεται. Της ξεριζώσαμε τό ένα στήθος, υστέρα τό μετανιώ-
σαμε. Δέν έμενε πια παρά μονάχα ένα για ξερίζωμα.
HENRI MICHAUX
MA VIE
Tu t'en vas sans moi, ma vie.
Tu roules,
Et moi j'attends encore de faire un pas. Tu portes ailleurs la bataille. Tu me désertes ainsi. Je ne t'ai jamais suivie.
Je ne vois pas clair dans tes offres.
Le petit peu que je veux, jamais tu ne l'apportes.
A cause de ce manque, j'aspire à tant.
A tant de choses, à presque l'infini...
A cause de ce peu qui manque, que jamais tu n'ap-
portes.
) 64
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΖΩΗ ΜΟΥ
Φεύγεις χωρίς έμένανε, ζωή μου. Κυλάς, Κι έγώ δέν εχω κάνει άκόμη ενα βήμα. Μεταφέρεις άλλου τή μάχη. Μ' έγκαταλείπεις ετσι. Δέν σ' άκολούθησα ποτέ.
01 προσφορές σου είναι σκοτεινές. Τό έλάχιστο πού θέλω, ποτέ δέ μου το φέρνεις. Φταίει αύτή ή ελλειψη πού τόσα επιθυμώ. Τόσο πολλά, σχεδόν τα πάντα... Φταίει αύτό τό έλάχιστο πού λείπει και πού ποτέ
δέ φέρνεις.
HENRI MICHAUX
VERS LA SÉRÉNITÉ
Celui qui n'accepte pas ce monde n'y bâtit
pas de maison. S'il a froid, c'est sans avoir froid.
Il a chaud sans chaleur. S'il abat des bouleaux,
c'est comme s'il n'abattait rien; mais les bou-
leaux sont là, par terre et il reçoit l'argent con-
venu, ou bien il ne reçoit que des coups. Il re-
çoit les coups comme un don sans signification,
et il repart sans s'étonner.
Il boit l'eau sans avoir soif, il s'enfonce dans
le roc sans se trouver mal.
La jambe cassée, sous un camion, il garde
son air habituel et songe à la paix, à la paix, à la
paix si difficile à obtenir, si difficile à garder, à
la paix.
Sans être jamais sorti, le monde lui est fa-
milier. Il connaît bien la mer. La mer est
constamment sous lui, une mer sans eau, mais
non pas sans vagues, mais non pas sans éten-
due. Il connaît bien les rivières. Elles le tra-
versent constamment, sans eau mais non pas
sans langueur, mais non pas sans torrents sou-
dains.
Des ouragans sans air font rage en lui.
L'immobilité de la Terre est aussi la sienne.
Des routes, des véhicules, des troupeaux sans
>66<
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Π Ρ Ο Σ ΤΗ Γ Α Λ Η Ν Η
Όποιος δεν δέχεται τον κόσμο αύτόν σπίτι έδώ δεν χτίζει. Όταν κρυώνει, κρυώνει δίχως κρύο. Ζε-σταίνεται δίχως ζέστη. Όταν κόβει σημύδες, είναι σα να μήν κόβει τίποτε. Όμως οι σημύδες ειν' έκεϊ, καταγής, κι αύτός εισπράττει τα συμφωνημέ-να χρήματα ή δεν εισπράττει παρά μοναχά χτυπή-ματα. Δέχεται τά χτυπήματα ως δώρο άνευ σημα-σίας κι άναχωρεΐ δίχως να εκπλαγεί.
Πίνει νερό χωρίς να διψά, χώνεται μες στο βρά-χο δίχως να λιποθυμά.
Μέ τό πόδι τσακισμένο, κάτω άπό ενα καμιόνι, διατηρεί τή συνηθισμένη του θωριά και ονειρεύεται την ειρήνη, την ειρήνη, την ειρήνη πού τόσο δύσκο-λα άποκταται, πού τόσο δύσκολα διατηρείται, την ειρήνη.
Χωρίς ποτέ του νά χει βγεΤ, δ κόσμος του ναι οικείος. Ξέρει καλά τή θάλασσα. Ή θάλασσα συνέ-χεια άπό κάτω του είναι, μια θάλασσα χωρίς νερό, άλλ' δχι δίχως κύματα, άλλ' δχι δίχως άπεραντοσύ-νη. Ξέρει καλά τους ποταμούς. 'Αδιάκοπα τον δια-σχίζουν, χωρίς νερό άλλ' δχι δίχως ραθυμία, άλλ' δχι δίχως δίνες ξαφνικές.
Θύελλες δίχως άνεμο λυσσομανούνε μέσα του. Της Γης ή άκινησία είναι και δική του. Δρόμοι, ο-χήματα, κοπάδια δίχως τέλος τον διανύουν, κι ενα μεγάλο δέντρο δίχως κυτταρίνη, άλλα άκλόνητο.
»67.
HENRI MICHAUX
fin le parcourent, et un grand arbre sans cellu-
lose mais bien ferme mûrit en lui un fruit
amer, amer souvent, doux rarement.
Ainsi à l'écart, toujours seul au rendez-
vous, sans jamais retenir une main dans ses
mains, il songe, l'hameçon au cœur, à la paix, à
la damnée paix lancinante, la sienne, et à la
paix qu'on dit être par-dessus cette paix.
.68.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
μέσα του δένει εναν καρπό πικρό, πικρό συχνά και σπάνια γλυκό.
Έτσι παράμερα, στά ραντεβού του πάντα μόνος, χωρίς ποτέ του ενα χέρι νά κρατά μέσα στά χέρια του, ονειρεύεται, με τ άγκίστρι στην καρδιά, την ειρήνη, τήν καταραμένη, την ξεσκίστρα ειρήνη, τή δική του, και τήν ειρήνη πού λένε δτι είναι πάνω άπό τούτη τήν ειρήνη.
«>69
HENRI M I C H A U X
LOINTAIN INTÉRIEUR, 1938
LE BOURREAU
Vu la faiblesse de mon bras, je n'eusse jamais
pu être bourreau. Aucun cou, je ne l'eusse
tranché proprement, ni même d'aucune façon.
L'arme, dans mes mains, eût buté non seu-
lement sur l'obstacle impérial de l'os, mais en-
core sur les muscles de la région du cou de ces
hommes entraînés à l'effort, à la résistance.
Un jour, cependant, se présenta pour mourir
un condamné au cou si blanc, si frêle qu'on se
rappela ma candidature au poste de bourreau;
on conduisit le condamné près de ma porte et
on me l'offrit à tuer.
Comme son cou était oblong et délicat, il eût
pu être tranché comme une tartine. Je ne
manquai pas de m'en rendre compte aussitôt,
c'était vraiment tentant. Toutefois, j e refusai
poliment, tout en remerciant vivement.
Presque aussitôt après, je regrettai mon
refus; mais il était trop tard, déjà le bourreau
ordinaire lui tranchait la tête. Il la lui trancha
communément, ainsi que n'importe quelle tête,
suivant l'usage qu'il avait des têtes, inintéressé,
sans même voir la différence.
Alors je regrettai, j'eus du dépit et me fis des
reproches d'avoir, comme j'avais fait, refusé vite,
nerveusement et presque sans m'en rendre
compte.
> 70
ME Τ Ο ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΜΑΚΡΙΝΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Ο ΔΉΜΙΟς
Λόγω της άδυναμιας του μπράτσου μου, ποτέ δέν θά μπορούσα νά 'μαι δήμιος. Λαιμό κανένα δέν θα είχα κόψει δπως πρέπει ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο. Ό πέλεκυς, στά χέρια μου, θα σκόνταφτε οχι μονάχα πάνω στο σημαντικό έμπόδιο του όστου, άλλα άκόμη και στους μυώνες πάνω του λαιμού αύτών των άσκημένων στήν προσπάθεια καΐ τήν άντίσταση άνθρώπων.
Μιά μέρα, ωστόσο, έμφανίστηκε για να πεθάνει έ-νας κατάδικος πού χε λαιμό τόσο λευκό καΐ τόσο εύ-θραυστο πού θυμηθήκανε τήν ύποψηφιότητά μου γιά τή θέση του δημίου* οδήγησαν τον καταδικασμένο ως τήν πόρτα μου και μου τον πρόσφεραν ώς σφάγιον.
Τόσο μακρύς και τρυφερός ήτανε δ λαιμός του πού σαν άγγούρι θα μπορούσε να κοπεϊ. 'Λμέσως τό κατάλαβα, κι ήτανε πειρασμός σωστός. 'Όμως, εύ-γενικά άρνήθηκα, έκφράζοντας τις πιό θερμές ευχα-ριστίες μου.
Τήν έπόμενη σχεδόν στιγμή, μετανοούσα για τήν άρνησή μου, άλλ' ήταν πια άργά* δ συνήθης δήμιος του κοβε κιόλας τό κεφάλι. Του τό κοψε κοινά, σα νά 'ταν δποιοδήποτε κεφάλι, σύμφωνα μέ τήν πείρα πού χε άπό κεφάλια, άμέτοχος σχεδόν, χωρίς να διακρίνει κάν τή διαφορά.
Μετάνιωσα λοιπόν, ήμουνα άγανακτισμένος κι έ-βριζα τόν έαυτό μου πού τόσο γρήγορα, πού τόσο νευ-ρικά είχα άρνηθεϊ,' σχεδόν χωρίς να τό χω καταλάβει.
»71.
HENRI MICHAUX
CHANT DE MORT
La fortune aux larges ailes, la fortune par
erreur m'ayant emporté avec les autres vers
son pays joyeux, tout à coup, mais tout à coup,
comme je respirais enfin heureux, d'infinis
petits pétards dans l'atmosphère me dynami-
tèrent et puis des couteaux jaillissant de par-
tout me lardèrent de coups, si bien que je re-
tombai sur le sol dur de ma patrie, à tout ja-
mais la mienne maintenant.
La fortune aux ailes de paille, la fortune
m'ayant élevé pour un instant au-dessus des an-
goisses et des gémissements, un groupe formé
de mille, caché à la faveur de ma distraction
dans la poussière d'une haute montagne, un
groupe fait à la lutte à mort depuis toujours,
tout à coup nous étant tombé dessus comme un
bolide, je retombai sur le sol dur de mon passé,
passé à tout jamais présent maintenant.
La fortune encore une fois, la fortune aux
draps frais m'ayant recueilli avec douceur, com-
me je souriais à tous autour de moi, distribuant
tout ce que je possédais, tout à coup, pris par on
ne sait quoi venu par en dessous et par derrière,
tout à coup, comme une poulie qui se décroche,
j e basculai, ce fut un saut immense, et je
retombai sur le sol dur de mon destin, destin à
tout jamais le mien maintenant.
La fortune encore une fois, la fortune à la
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΑΣΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ή τύχη μέ τα πλατιά φτερά, ή τύχη μέ πήρε κατά λάθος μαζί μέ τους άλλους γιά τή χαρούμενη χώρα της καί, ξαφνικά, μα εντελώς ξαφνικά, έκεϊ πού εύτυχισμένος έπιτέλους άνάσαινα, άμέτρητες μικρές έκρήξεις στην άτμόσφαιρα μ' άνατινάξανε και ύστερα μαχαίρια πού προβάλανε άπο παντού μέ διαπεράσανε και στο σκληρό ξαναβρέθηκα έδαφος, στην πατρίδα μου, γιά πάντα τώρα πια δική μου.
Ή τύχη μέ τά άχυρένια φτερά, ή τύχη μ' άνα-σήκωσε γιά λίγο πάνω άπ' τις άγωνίες και τους στεναγμούς καί, ξαφνικά, ενα πλήθος πού, έκμε-ταλλευόμενο τή ρέμβη μου, κρυβόταν μές στή σκό-νη ένός ψηλοί3 βουνού, ένα πλήθος φτιαγμένο άπό πάντα για τή μέχρι τό θάνατο πάλη, όρμησε σαν βολίδα πάνω μας και στο σκληρό ξαναβρέθηκα έδαφος του παρελθόντος μου, παρελθόν για πάντα τώρα πιά παρόν.
'Ακόμη μια φορά ή τύχη, ή τύχη μέ τα δροσερά σεντόνια μέ δέχτηκε μέ τρυφερότητα κι ένώ χαμο-γελούσα σ' δλους γύρω μου, μοιράζοντας τα ύπάρ-χοντά μου δλα, ξαφνικά, παρασυρμένος άπό ενας θεός ξέρει τί, πού ήρθε άπό κάτω ή άπό πίσω, ξαφ-νικά, επεσα, σάν τροχαλία ξεκρέμαστη, πτώση πε-λώρια, και στό σκληρό ξαναβρέθηκα έδαφος τής μοίρας μου, μοίρα δική μου πιά γιά πάντα.
'Ακόμη μια φορά ή τύχη, ή τύχη μέ τήν άπαλή σάν λάδι γλώσσα έπλυνε τις πληγές μου, ή τύχη, τρίχα πού τήν παίρνεις και τήν πλέκεις μαζι μέ τα
«73
HENRI MICHAUX
langue d'huile, ayant lavé mes blessures, la
fortune comme un cheveu qu'on prend et
qu'on tresserait avec les siens, m'ayant pris et
m'ayant uni indissolublement à elle, tout à
coup comme déjà je trempais dans la joie, tout
à coup la Mort vint et dit: «Il est temps. Viens».
La Mort, à tout jamais la Mort maintenant.
• 7 4
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
μαλλιά σου, με πήρε κι άρρηκτα μ' ενωσε μαζί της καί, ξαφνικά, κολυμποΰσα κιόλας σέ πελάγη εύτυ-χίας, ξαφνικά ήρθε δ θάνατος και μου πε: (('Ηρθε ή ώρα. Έλα». Ό Θάνατος, για πάντα τώρα πιά ό Θάνατος.
«,75-
HENRI M I C H A U X
PEINTURES, 1939
P A Y S A G E S
Paysages paisibles ou désolés.
Paysages de la route de la vie plutôt que de la surface
de la Terre.
Paysages du Temps qui coule lentement, presque
immobile et parfois comme en arrière.
Paysages des lambeaux, des nerfs lacérés, des «sau-
dades».
Paysages pour couvrir les plaies, l'acier, l'éclat, le mal,
l'époque, la corde au cou, la mobilisation.
Paysages pour abolir les cris.
Paysages comme on se tire un drap sur la tête.
» 7 6 -
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
ΤΟΠΙΑ
Τοπία ειρηνικά ή ερημωμένα. Τοπία πιότερο του δρόμου της ζωής παρά της επι-
φάνειας της Γης. Τοπία του Χρόνου πού κυλάει άργά, σχεδόν άκίνη-
τος και κάποτε σαν προς τα πίσω. Τοπία κουρελιών, ξεσκισμένων νεύρων, τραγουδιών
νοσταλγικών. Τοπία γιά νά καλυφθούν οΐ πληγές, το άτσάλι, ό κρό-
τος, τό κακό, ή έποχή, ή θηλιά στο λαιμό, ή έπι-στράτευση.
Τοπία γιά την κατάργηση τών κραυγών. Τοπία δπως σκεπάζουμε μ* ενα σεντόνι τό κεφάλι.
"77 '
HENRI M I C H A U X
ÉPREVES,EXORCISMES, 1945
D A N S M O N C A M P
Dans un camp à moi, je tiens prisonniers des
nobles. Pourquoi? En otages. Pourquoi en otages.^
Parce que.
Ils ne me servent et je ne leur sers. N'importe,
je ne les laisse pas partir.
Qui sait... ce qu'on me réclamera un jour que
je ne pourrai fournir et à la place de quoi on sera
heureux peut-être de recevoir des nobles, et moi
soulagé, oui intensément soulagé et débarrassé de
ces aristocrates qui me sont une charge si pa-
ralysante, mais grâce à qui je pourrai enfin m'ac-
quitter des dettes toujours grossissantes que je
contracte sans jamais un répit et d'ailleurs en
grande partie à cause d'eux.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ
Σ Τ Ο Σ Τ Ρ Α Τ Ο Π Ε Δ Ο Μ Ο Υ
Στο στρατόπεδο μου, κρατώ φυλακισμένους κά-ποιους εύγενεϊς. Γιατί; Ώς ομήρους. Γιατί ώς ομή-ρους; 'Έτσι.
Οΰτε μου χρησιμεύουν οΰτε τους χρησιμεύω. 'Αδιάφορο* δέν τους έλευθερώνω.
Ποιος ξέρει... τί θά μου ζητήσουνε μια μέρα πού δέν θά μπορούσα νά τους δώσω και στη θέση του θα ήταν ίσως εύτυχεΐς νά λάβουν εύγενεΐς, κι έγώ θα ήμουν άνακουφισμένος, ναι, πολύ άνακουφι-σμένος κι άπαλλαγμένος άπ' αύτούς τούς εύγενεΐς, βάρος δυσβάστακτο, άλλά και μέσον για να ξοφλή-σω χρέη ολοένα μεγαλύτερα πού κάνω άδιάκοπα, γιά τα όποια, έξάλλου, κατά μέγα μέρος φταίνε αύτοί.
«,79-
HENRI MICHAUX
MES S T A T U E S
J'ai mes statues. Les siècles me les ont léguées: les
siècles de mon attente, les siècles de mes décourage-
ments, les siècles de mon indéfinie, de mon iné-
touffable espérance les ont faites. Et maintenant elles
sont là.
Comme d'antiques débris, point ne sais-je tou-
jours le sens de leur représentation.
Leur origine m'est inconnue et se perd dans la
nuit da ma vie, où seules leurs formes ont été pré-
servées de l'inexorable balaiement.
Mais elles sont là, et durcit leur marbre chaque
année davantage, blanchissant sur le fond obscur des
masses oubliées.
) 80
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΜΟΥ
'Έχω τα άγάλματά μου. Μου τα κληροδότησαν οΐ αιώνες: οί αιώνες της άναμονής μου, οί αιώνες τών άποθαρρύνσεών μου, οί αιώνες της άτελεύτη-της, της άκατάπνιχτης ελπίδας μου τα έφτιαξαν. ΚαΙ τώρα είν' έδώ.
Ώς άρχαΐα συντρίμμια, δέν ξέρω διόλου, άκόμη, τί άκριβώς άπεικονίζουν.
Ή προέλευσή τους άγνωστη μου είναι και χάνε-ται μέσα στη νύχτα ζωης μου, δπου τό σχήμα τους μονάχα γλίτωσε άπ τον άμείλικτο άφανισμό.
Είναι ωστόσο έδώ, και γίνεται τό μάρμαρό τους κάθε χρόνο πιο σκληρό, λευκάζοντας πάνω στο μαύρο φόντο μαζών λησμονημένων.
»81.
HENRI MICHAUX
EN PLEIN CIEL
Dans un enchevêtrement à perte de vue dans
rimmense ciel gris, de poulies, de perches, de
planches, d'amarres, il monte.
Ce n'est pas une échelle de Jacob, mais un
échafaudage sans sécurité. Et c'est là que
grimpe celui-ci: chacun ses travaux forcés.
Comment consent-il à se fier à ces flèches, à
ces bouts en l'air dont rien ne prouve ni à la
vue, ni au calcul (et plutôt tout le contraire)
qu'ils soient assujettis en un point vraiment fixe
et solide et fiable.^ Sans doute il n'a pas le choix
et c'est ne pouvant faire autrement qu'il avance
en tâtonnant dans l'espace, dans un parfait
silence, et sans un regard en arrière.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Κ Α Τ Α Μ Ε Σ Η Σ Σ Τ Ο Ν Ο Υ Ρ Α Ν Ο
Σ' εν' άκατάστατο σωρό άπό δοκάρια, τροχαλίες, μαδέρια καΐ σκοινιά, πού χάνεται μέσα στον γκρί-ζο, άχανή ούρανό, άνεβαίνει.
Δεν είναι κλίμακα του Ιακώβ, άλλα μια σκαλω-σιά δίχως άσφάλεια. Και ειν' εκεί πού σκαρφαλώνει αύτός: ό καθείς και το εργο του, τό άναγκαστικό.
Πώς στέργει νά εμπιστευθεί αύτές τΙς κορυφές, αύτα τα άκρα στον άέρα πού τίποτε δεν δείχνει, οΰτε έξ δψεως οΰτε με υπολογισμούς (και μάλλον το έντελώς άντίθετο), δτι στηρίζονται σ' ενα σημεΤο δντως σταθερό και στερεό και βάσιμο; Χωρίς άμφι-βολία, δεν εχει άλλη επιλογή κι ειν' έπειδή δεν γί-νεται άλλιώς πού προχωρεί ψαχουλευτά μες στό διάστημα, μέσα σ άπόλυτη σιωπή και δίχως οΰτε μιά ματιά νά ρίχνει πίσω του.
«83
HENRI M I C H A U X
POTEAUX D'ANGLE, 1981
Un bébé crocodile, au sortir de l'œuf,
mord. Un bébé tigre, lui, assoiffé de lait,
avide d'un corps chaud et ami, veut avant
tout aimer, être aimé. Mamelles à téter, pre-
mière innocence des mammifères. Plus tard,
reconversion brutale. Maintenant, tout à la
douceur. Gare au tigrillon s'il sentait l'ag-
neau. Heureusement il sent le petit tigre.
Avec confiance donc, il peut se frotter sous
les pattes terribles, mordiller, déranger, ti-
railler. Il ne risque rien.
Assez joué tout de même. Mère-tigre le
repousse. Maintenant elle va boire.
Rien qu'à la voir approcher de l'eau, on
lui donne raison, en tout, et tort à la vache, à
la biche, au daim, aux herbivores. Solen-
nellement, religieusement, prête à tout, elle
s'approche du baquet. Le feu de sa soif rend
l'eau sacrée. Une vache, même mourante de
soif, ne peut prendre l'eau avec grandeur,
avec considération. Un certain registre lui a
été refusé. Elle n'ira jamais à l'eau que com-
me une vache.
La tigresse, elle, ce qu'elle fait, et quoi
qu'elle fasse, est important. Plus que Reine,
Roi, un Roi qui a pris une affaire en main,
un Roi qui serait en même temps un «dur».
Dans la cage cependant, tout est dénue-
ment et l'eau dans le baquet vient d'un
>84<
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΙ ΠΑΣΣΑΑΟΙ
Τό κροκοδειλάκι, μόλις βγεΤ άπό τ αύγό, δαγκώ-νει. Τό τιγράκι, δμως, διψασμένο για γάλα, άκό-ρεστο για ενα κορμί ζεστό και φιλικό, θέλει πρώτ άπ δλα ν' άγαπήσει, να άγαπηθεΐ. Μαστούς να βυ-ζάξει, αρχική άθωότητα των θηλαστικών. 'Αργό-τερα, άπότομη άλλαγή. Τώρα, μόνο γλύκα. 'Αλίμονο στο τιγράκι αν μύριζε άρνάκι. Εύτυχώς μυρίζει μι-κρή τίγρη. Μπορεί λοιπόν μ' έμπιστοσύνη να τρίβε-ται κάτω άπ' τά φοβερά πόδια, να τα ψευτοδαγκώ-νει, να τα ένοχλεϊ, να τά τραβοπαλάει. Δέν κινδυνεύει διόλου.
Φτάνουν ωστόσο τα παιχνίδια. Ή μάνα τίγρη τό παραμερίζει. Τώρα πάει να πιει.
Και μόνο να τή δει κάνεις πώς πλησιάζει τό νερό, της δίνει άμέσως δίκιο, για δλα, και άδικο στήν άγε-λάδα, στήν έλαφίνα, στή δορκάδα, στα χορτοφάγα. 'Επίσημα, μυσταγωγικά, έτοιμη για τα πάντα, πλη-σιάζει τό μαστέλο. Ή φλόγα της δίψας της κάνει τό νερό ιερό. Μιά άγελάδα, άκόμη κι αν πεθαίνει άπό τή δίψα, άδύνατο νά πιει νερό μέ μεγαλείο, με υπό-ληψη. 'Ένα ορισμένο υφος δέν της δόθηκε ποτέ. Πά-ντα θα πλησιάζει τό νερό σαν άγελάδα.
Ή τίγρη, δμως, αύτό πού κάνει, κι δ,τι κι αν κάνει, είναι σημαντικό. Περισσότερο κι άπό Βασί-λισσα, Βασιλιάς, ενας Βασιλιάς πού εχει άναλάβει ενα εργο, ενας Βασιλιάς πού θα μπορούσε νά 'ναι και ((σκληρός» ταυτόχρονα.
Στό μεταξύ, μες στό κλουβί, τα πάντα είναι στέ-ρηση και τό νερό μες στό μαστέλο προέρχεται άπό
HENRI MICHAUX
affreux robinet rouillé. Mais le tigre est au-
dessus du manque.
Le manque, c'est pour toi, le manque et
l'agressivité, ce piteux semblant d'audace.
Dans un pays sans eau, que faire de la soif?
De la fierté.
Si le peuple en est capable.
Ο
Quoi qu'il t'arrive, ne te laisse jamais aller
-faute suprême- à te croire maître, même
pas un maître à mal penser. Il te reste beau-
coup à faire, énormément, presque tout. La
mort cueillera un fruit encore vert.
Ο
. 8 6 .
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
μιάν άπαισια, σκουριασμένη βρύση. Ή τίγρη δμως είναι υπεράνω κάθε ελλειψης.
Ή ελλειψη είναι γιά σένα, ή ελλειψη κι ή έπιθετι-κότητα, αύτό το θλιβερό υποκατάστατο της τόλμης.
Ο
Σε μια χώρα δίχως νερό, τί μπορεί να βγει άπό τή δίψα;
Περηφάνια. 'Άν δ λαός της είναι ικανός.
Ό,τι κι αν σου συμβεί, μην άφεθεϊς -λάθος θανάσι-μο- νά νιώσεις αύθεντία, οΰτε καν της λαθεμένης σκέψης αύθεντία. Σου μένουνε πολλά νά κάνεις, ά-φάνταστα πολλά, σχεδόν τά πάντα. "Αγουρος θά 'ναι άκόμη δ καρπός πού δ θάνατος θά δρέψει.
. 8 7 α» 0 7 α»
HENRI MICHAUX
Ν. On allait l'assassiner.
La lame brillante du long couteau dirigé
sur lui allait s'abaisser.
Le moment de crier était donc arrivé, et
n'allait plus revenir. Il fallait faire vite. Mais
parce qu'il fallait faire tellement, inhabituel-
lement, exceptionnellement vite, en cette
rencontre extraordinaire, sans proportion
avec les rencontres faites jusque-là dans son
existence, N. fut incapable de remuer si peu
que ce fût ses cordes vocales au fond de sa
gorge, ou bien il ne les trouva pas, occupé
comme il était à la considération du mo-
ment incomparable qui se présentait. Il n'en
connaîtrait plus d'autres, de moments.
Quant à l'assassin, il avait utilisé le temps
sans tarder.
La vitesse pour ces gens, c'est capital.
N. est donc mort à cause d'une tendance
à la contemplation, revenue mal à propos.
>88<
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Τον Ν. θά τον δολοφονούσαν. Ή μακριά, άστραφτερή λεπίδα πού ταν στραμ-
μένη προς αύτόν σέ λίγο θά κατέβαινε. Είχε λοιπόν ερθει, και δεν θά ξαναρχότανε, ή ώρα
νά φωνάξει. Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Άλλ' έπειδή επρεπε τόσο γρήγορα, τόσο άσυνήθιστα, τόσο εξαι-ρετικά γρήγορα νά κάνει, σ αύτή την άπρόοπτη συ-νάντηση, χωρίς άναλογία με τις συναντήσεις πού χαν γίνει μέχρι τότε στη ζωή του, ό Ν. ήταν άνίκα-νος νά σαλέψει εστω και έλάχιστα τις φωνητικές χορδές στο βάθος του λαιμού του, ή μάλλον δέν τις βρήκε, ετσι άπασχολημένος πού ήτανε μέ την έκτί-μηση της δίχως προηγούμενο στιγμής πού παρου-σιαζότανε. Δέν θά γνώριζε πλέον άλλες στιγμές. 'Όσο για τον δολοφόνο, αύτός χρησιμοποίησε τον χρόνο δίχως καθυστέρηση.
Ή ταχύτητα, γι' αύτούς τους άνθρώπους, είναι κεφαλαιώδης.
Ό Ν. είναι λοιπόν νεκρός έξ αιτίας μιας ροπής προς τον διαλογισμό, πού του βγήκε σέ κακό, έν προκειμένω.
» 8 9 «»
HENRI MICHAUX
Dans un pré exigu paissent une vache et un
cheval. La nourriture est la même, le lieu est
le même, le maître dont ils dépendent est le
même et le gamin qui les fera rentrer est le
même. Néanmoins la vache et le cheval ne
sont pas «ensemble». L'un tire l'herbe de son
côté, l'autre de l'autre sans se regarder, se
déplaçant lentement, jamais très proches et si
cela arrive, ils paraissent ne pas se remarquer.
Aucun commerce -ils ne s'intéressent
pas l'un à l'autre- mais pas non plus
d'agression, ni querelle, ni humeur.
. 9 0 .
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Σ' ενα ελάχιστο λιβάδι βόσκουν μια άγελάδα κι ενα άλογο. Ή τροφή είναι ιδια, έχουν το ϊδιο άφεντικο κι δ ίδιος πιτσιρίκος θά τά ξαναπάει στο στάβλο. Και δμως, ή άγελάδα και τό άλογο δέν εΐναι ((μα-ζί». Τδ ενα τρώει χορτάρι έδώ, τδ άλλο έκεϊ, δίχως να κοιτάζονται, μετακινούμενα άργά, χωρίς ποτέ νά βρίσκονται πολύ κοντά τδ ενα με τ άλλο, και αν αύτδ συμβεί, δείχνουν να μήν τδ πρόσεξαν.
Καμία συναναστροφή —άδιαφορουν τδ ενα για τδ άλλο- άλλ' ούτε και έπίθεση, οΰτε φιλονικία, οΰτε άγανάκτηση.
»91.
HENRI MICHAUX
Du haut du ciel un homme tombe. La vi-
tesse va augmentant, vitesse pour laquelle il
n'a aucun frein, d'aucune sorte.
Le temps qui lui reste est grignoté en
silence.
Chute maintenant, seulement chute.
Le sol en bas commence à perdre de son
lointain, montrant par endroits des inégalités,
des ombres, ce qui à coup sûr signifie rap-
prochement, un redoutable rapprochement...
La sorte de relatif confort des hautes
altitudes a disparu.
Les événements à venir commencent à
entrer dans l'aire du présent. Les détails en
bas apparaissent en plus grand nombre,
serrés les uns contre les autres... bientôt
contre lui.
Il n'est plus loin maintenant, peut-être à
onze secondes, peut-être à neuf ou seu-
lement à huit.
Le sol, oh! comme il est pressé, le sol,
tout à coup!... pour rencontrer un homme,
un seul, car il n'y en a aucun autre en l'air
en ce moment, du moins visible. On ne lui
tire plus dessus. Plus besoin, plus du tout.
Soldat S. ferme les yeux, il en a assez vu à
présent. D'une certaine façon, il y a des
années qu'il tombe, soldat S.
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Άπο τον ούρανό, ψηλά, πέφτει ενας άνθρωπος. 'Α-διάκοπα ή ταχύτητα αύξάνεται, ταχύτητα για την οποία φρένο κανένα δέν διαθέτει, είδους κανενός.
Ό χρόνος που του άπομένει ροκανίζεται σιωπη-λά.
Πτώση τώρα, μόνο πτώση. Τό έδαφος, κάτω, άρχίζει νά χάνει σέ άπόστα-
ση, δείχνοντας, τόπους τόπους, άνωμαλίες, ίσκιους, πράγμα πού σίγουρα προσέγγιση σημαίνει, μια φο-βερή προσέγγιση...
Τό είδος σχετικής άνεσης των μεγάλων υψομέ-τρων εξαφανίστηκε.
Τά μελλοντικά γεγονότα αρχίζουν να εισέρχο-νται στο έμβαδον του παρόντος. Οι λεπτομέρειες, κάτω, έμφανίζονται σέ άριθμό πολύ μεγαλύτερο, κολλημένες ή μιά πάνω στήν άλλη... σέ λίγο πάνω του.
Τώρα δέν εΐναι πια μακριά, εντεκα ίσως δευτε-ρόλεπτα, ίσως εννιά ή μόνο οχτώ.
Τό έδαφος, ώ! πόσο βιαστικό εγινε ξαφνικά τό έδαφος!... για νά συναντήσει εναν άνθρωπο, εναν μονάχα, γιατί κανένας άλλος δέν υπάρχει στόν άέρα ετούτη τή στιγμή, ορατός τουλάχιστον. Δέν τόν πυροβολούνε πιά. Δέν είναι άνάγκη πιά, καθόλου πιά. Ό στρατιώτης Σ. κλείνει τά μάτια, του φτά-νουν τώρα δσα είδε. Κατά κάποιον τρόπο, πανε χρόνια πού πέφτει ό στρατιώτης Σ.
» 9 3
HENRI MICHAUX
Les arbres frissonnent plus finement, plus
amplement, plus souplement, plus gracieu-
sement, plus infiniment qu'homme ou fem-
me sur cette terre et soulagent davantage.
Tu tiens vraiment à monter à l'échelle? Et si
c'est pour finir pendu?
Ο
Qui sombre journellement n'a pas besoin
d'un paquebot et d'un iceberg à la dérive
pour couler, couler indéfiniment. Pas besoin
de mise en scène.
Pas de Titanic. Ni d'Atlantide. Pas d'ac-
compagnement et rien à voir. Seulement tu
coules.
' 9 4 '
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Τά δέντρα άνατριχιάζουν πιο εύαίσθητα, πιο πλα-τιά, πιο άνάλαφρα, πιο χαριτωμένα, πιο άτέρμονα άπ* δ,τι άντρας ή γυναίκα πάνω σ αύτή τή γή και άνακουφίζουν περισσότερο.
Ο
Επιμένεις πράγματι ν' άνεβεΤς τή σκάλα; Κι αν είναι γιά νά καταλήξεις κρεμασμένος;
'Όποιος καθημερινά καταποντίζεται δεν εχει άνά-γκη άπό υπερωκεάνια και παγόβουνα άκυβέρνητα για να βουλιάξει, να βουλιάξει δίχως δρια. Δεν εχει άνάγκη άπό σκηνοθεσία.
Δέν χρειάζεται Τιτανικός. Οΰτε 'Ατλαντίδα. Συ-νοδεία καμιά οΰτε να βλέπεις τίποτε. 'Απλώς βυθί-ζεσαι.
Ο
» 9 5
HENRI MICHAUX
On connaît quantité d'instruments de mu-
sique dans le monde.
On n'en connaît pas qui aient une so-
norité affreuse, d'aucune époque, même les
plus sombres.
La vie des hommes pouvait être primitive,
dure, très dure. Dans certaines sociétés la
main est coupée pour un simple vol: à celui
qui a dérobé une galette, la main est sec-
tionnée... après jugement, séance tenante.
Cependant le voleur et le volé et le témoin et
le juge, tous, se plaisent à écouter de la
musique d'instruments harmonieux. Ils n'en
veulent pas d'autre. Ils leur demandent des
sons qui charment.
. 9 6 .
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Πλήθος στον κόσμο είναι γνωστά όργανα μουσικά. Κανένα άπ αύτά, καμίας εποχής, άκόμη καΐ
των πλέον σκοτεινών, δέν εΐχε ήχο άπεχθή. Πρωτόγονη, σκληρή, πολύ σκληρή μπορεί να
είναι των άνθρώπων ή ζωή. Σέ κάποιες κοινωνίες κόβουνε τό χέρι για μιαν απλή κλοπή: το χέρι έκεί-νου πού κλεψε μία γαλέτα κόβεται... κατόπιν άπο-φάσεως δικαστικής, διαρκούσης τής συνεδριάσεως. Ωστόσο δ κλέφτης, δ κλεμμένος, δ μάρτυρας κι δ δικαστής, δλοι τους, νιώθουν εύχαρίστηση άκούγο-ντας τή μουσική άρμονικών οργάνων. Δεν θέλουν τίποτ άλλο. 'Ήχους μονάχα τους ζητούν πού να μαγεύουν.
« 9 7 <
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή σελ. 7
Ε Π Ι Λ Ο Γ Η
*Απο τή συλλογή Mes propriétés
[Τà κτήματα μου\^ 1929
Mes occupations 18 01 άσχολίες μου 19 Dormir 20 Ό ύπνος 21 Un homme prudent 22
Ένας προσεχτικός άνθρωπος 23 Au lit 26 Στο κρεβάτι 27 Crier 28 Κραυγή 29 Maudit 30 Καταραμένος 31
Ά π ο τή συλλογή La nuit remue
{Η νύχτα σαλεύει]^ 1935
Mon Roi 32 Ό Βασιλιάς μου 33 Le ciel du spermatozoïde 44 Ό ούρανος του σπερματοζωάριου 45
«»ΙΟΙ ίΟ)
HENRI M I C H A U X
Le lac 46 Ή λίμνη 47 Le vent 48 Ό άνεμος 49 Déchéance 50
Έκπτωση 51 Sous le phare obsédant de la peur 54 Ύπό τον βασανιστικό φάρο του φόβου 55 La vie de l'araignée royale 56 Ή ζωή της βασιλικής άράχνης 57 Gomme je vous vois 58
Όπως σας βλέπω 59 Le livre des réclamations 60 T6 βιβλίο των διεκδικήσεων 61 Ma vie 64 Ζωή μου 65 Vers la sérénité 66 Προς τη γαλήνη 67
Ά π ο τή συλλογή Lointain intérieur
[Μακρινό εσωτερικό], 1 9 3 8
Le bourreau 70 Ό δήμιος 71 Chant de mort 72
"Ασμα θανάτου 73
Ά π ο τή συλλογή Peintures
[Ζωγραφιές], 1 939
Paysages 76 Τοπία 77
» Ι 0 2
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Άπο τή συλλογή Épreves, exorcmues
[Δοκιμασίες, εξορκισμοί]^ 1945
Dans mon camp 78 Στο στρατόπεδο μου 79 Mes statues 80 Τα άγάλματά μου 81 En plein ciel 82 Καταμεσής στον ούρανδ 83
*Απο τή συλλογή Poteaux d'angle
\^Ακρογωνιαΐοι πάσσαλοι\^ 1981
Un bébé crocodile... 84 Το κροκοδειλάκι... 85 Dans un pays sans eau... 86 Quoi qu'il t'arrive... 86 Σέ μια χώρα δίχως νερό... 87
'Ό,τι κι αν σου συμβεί... 87 Ν. on allait Tassassiner... 88 Τον Ν. θα τον δολοφονούσαν... 89 Dans un pré exigu... 90 Σ' êva έλάχιστο λιβάδι... 91 Du haut du ciel... 92 Άπό τον ούρανό, ψηλά... 93 Les arbres frissonnent 94 Tu tiens vraiment... 94 Qui sombre journellement... 94 Ta δέντρα άνατριχιάζουν... 95 Επιμένεις πράγματι... 95 'Όποιος καθημερινά καταποντίζεται... 95 On connaît quantité... 96 Πλήθος στον κόσμο... 97
»ιο3
τ ο ΒΙΒΛΙΟ
ΜΕ το ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ
TOT
HENRI MICHAUX ME ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
TOT
ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΤΑΑ ΚΙΟΤΣΗ
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ
ΣΤΗ Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ
ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2003
ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ