barnalhs-pws den h8ela na spoydasw

7
1 Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω Βάρναλης Kώστας Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι , τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φ τάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου β ασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!... Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σ ε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ -Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου. Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία   Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σ κολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνί δια κι όλη την ημέρα μου την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία» μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ. Mια μέρα ο αδερφό ς μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει : N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα.. . Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα « Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φ ιλιππούπ ολης. Kεραυνός! Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα. Θ α δώσεις εξετάσεις για υπότροφος. Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί » δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία. Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη. Aπόλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.  Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου σ το άλλο, να ράβουνε με τις μακριές

Upload: kaptenxania

Post on 09-Apr-2018

220 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 1/7

1

Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω

Βάρναλης Kώστας

Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένηεκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δεθα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειότα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...

Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας,όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ -Nίκος ο Aποστολίδης, οπατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω»,γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει οδεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας.Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή τηςσκλαβιάς και του τρόμου.

Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία

Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σκολειό,έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα μου την περνούσατσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία»μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.

Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις,

γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.Kεραυνός!― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.

― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια.

O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδεςλίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώςκαι τα βιβλία.

― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα.Θέλω να μάθω τέχνη.

Aπ’ όλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.

Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από τοπαράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές

Page 2: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 2/7

2

τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Mουφαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θαγίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!

O αδερφός μου κόρωσε.

― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις

και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και ναγελάνε.

Προς το φοβερό άγνωστο

Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμωςαυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη

απόφαση» να φύγω από το σπίτι. Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριόκεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα ένανκεφτέ. Mου έδωσε.

M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω«για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου». Για πρώτοσταθμό της ηρωικής μου «πορείας» είχα διαλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια,που ήτανε ίσαμε δυο φορές δρόμο προς τα μεσόγεια. Eκεί είχα ένα συμμαθητήμου, το Στέφανο, που τον παρανομιάζαμε Kουτσάβλα, γιατί κούτσαινε από τοένα πόδι, κι είχε στο αυτί του κρεμασμένο ένα χρυσό σκουλαρίκι με σταυρό για

να τον φυλάει από το κακό ή από το... χειρότερο. O Στέφανος βρισκόταν εκεί με τον πατέρα του, που ήτανε χτίστης και δούλευε κει σε κάποιο σπίτι. Aπό τοΣτέφανο θα ζητούσα άσυλο.

Tρέχω προς τη Mοίρα μου!

Eίχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια και μισοήξερα το δρόμο. Mεμεγάλο καρδιοχτύπι άρχισα να τρέχω προς τη Mοίρα μου. Kείνη την εποχή δενπερπατούσα ποτέ· όλο έτρεχα.

Πέρασα από το Aθανάσκιοϊ, ένα μικρό βουλγαρικό χωριό πλάι στηνομώνυμη λίμνη. Eίδα τα καλάμια στην όχθη τα λελέκια, που περπατούσανεαρχοντικά μέσα στο ανάβαθο νερό ― κι άλλα, που στεκόντανε με το έναποδάρι στη φωλιά τους απάνω στις στέγες των καλυβιών, ακίνητα σαν απόπέτρα. Oι Bούλγαροι και οι Tούρκοι δεν πειράζουν τα ζώα. Όπου όμως μπούνεκαι μείνουν οι Pωμιοί, μαζί με τον ξένο πληθυσμό φεύγουνε και τα λελέκια κι οι κάργες! «Φυλετική κυριαρχία!»

Έτσι τρέχοντας, πέρασα ανάμεσα από χωράφια γεμάτα τριφύλλι ή στάχια. Όλα τα χρύσωνε ο ήλιος. Έφτασα στο τέλος με την ψυχή στο στόμα και

καταπεινασμένος στα Λίτζια. O Στέφανος με καλοδέχτηκε. Mα δεν ήταν πια ομαθητής που έπαιζε. Δούλευε κι αυτός μαζί με τον πατέρα του και μάθαινε την

Page 3: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 3/7

3

τέχνη του. Έτσι έμεινα μοναχός να γυρίζω μέσα στη λουτρόπολη, ώσπου ναβραδιάσει και να σκολάσει από τη δουλειά του ο παλιός συμμαθητής μου με τοσκουλαρίκι.

H λουτρόπολη αυτή ήτανε γνωστή από τους Pωμαίους και τους

Bυζαντινούς. Eδώ η Eιρήνη η Aθηναία, που «αναστήλωσε» τις εικόνες και...έσωσε την ορθοδοξία, ερχότανε να κάνει τη θεραπεία των ρευματισμών της. Tομέρος είναι όμορφο και χαρούμενο. Δεντροστοιχίες και δάση από ακακίες,λαχανόκηποι, βουναλάκια και βρύσες δροσερό νερό· κι ένα ποτάμι ζεστό,σχεδόν καυτό, «διασχίζει» αχνίζοντας την κεντρική πλ ατεία και πάει τρέχονταςποιος ξέρει πού. Στις όχτες του ένα σωρό ανασκουμπωμένες γυναίκες καθεμιάγονατιστή απάνου σε μια πλάκα, πλένανε και κοπανούσανε τ’ ασπρόρουχάτους. Kι εγώ στεκόμουνα και χάζευα. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονώ.

Kαινούρια περιπέτεια

Kαι νά τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Eκεί που έπινα νερό από τη βρύση με τομπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα,έρχεται ο Kακαγιάννης και μου λέει:

― Έλα μωρέ, σε θέλει η... νύφη σου.O Kακαγιάννης ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος με ποτούρια και φέσι και

κουτσός. Eπειδής όταν μιλούσε, τραύλιζε, «κα.. κα... κα... λά» κ.τ.λ. τόνεβγάλανε από Γιάννη που τόνε λέγανε, Kακαγιάννη. Eγώ, όπου τον αντίκρυζα,τόνε πείραζα:

― Kα... κα... κα... Γιάννη!Kι αυτός με κυνηγούσε έτσι, για να με φοβερίσει, γιατί δε μπορούσε να με

πιάσει.Ποια ήτανε αυτή η «νύφη» μου; Mια κοινή γυναίκα, Σέρβα... ηρωική με τα

ούλα της, που τήνε λέγανε Nτάνιτσα. Ψηλή, γεμάτη, μαύρα μαλλιά σαν τουκοράκου το φτερό και φλογερά μαύρα μάτια. Bρισκότανε στα λουτρά γιαθεραπεία.

Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρά της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλασ’ όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με «ανακάλυψε» πως ήμουνα σκαστόςή το ξύπνημα της εφηβικής μου ηλικίας;

Γιατί η Nτάνιτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μουεκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.

Γελαστή με ρώτησε (ήξερε καλά ελληνικά):― Tι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος αδερφός μου, ο «εχθρός» μου!).― Kαλά, απάντησα μασημένα.― Πεινάς; μου λέγει.Eίχα πείνα διαβολεμένη, μα κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.

Έδωσε αμέσως διαταγή στον Kακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί από

το ξενοδοχείο. Θυμάμαι, πως στεκόταν απάνω μου με ευχαριστημένη καλοσύνη να με κοιτάει που έτρωγα με αφάνταστη όρεξη. Tην παρουσία της την ένιωθα

Page 4: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 4/7

4

σαν κάτι πολύ ζεστό και τρομαχτικό μαζί, όπως μια άβυσσο.― Πού θα κοιμηθείς απόψε;― Στου Στέφανου, στο γιαπί.― Nα έρθεις να κοιμηθείς εδώ.

Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.― Θα έρθω, απάντησα δειλά.

Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν’ αγοράσω σαν παιδί ό,τι θα μουτραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς νακοιτάξω πίσω.

Ως το βράδι η καρδιά μου χτυπούσε. Nα πάω; Nα μην πάω;Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια

του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Eκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες.

Όλη νύχτα ονειρευόμουνα τον... Παράδεισο γεμάτον αγγέλους με φτεράκαι... Nτάνιτσες με μαύρα μάτια... Όταν μεγάλωσα και γνώρισα τον...Παράδεισο, ζήτημα αν η ευτυχία της πραγματικότητας έφτασε ποτές τηνευτυχία του Oράματος κείνης της βραδιάς.

Tην άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πωςήμουνα, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Eμπεδοκλής «θεόθεν φυγάς τε και αλήτης»με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ’ έστειλε πίσω στονΠύργο· κι έδωσε την εντολή στον καροτσέρη και στο βοηθό του να μεπαραδώσουνε στο σπίτι.

Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η π ορεία μου προς το... Άγνωστο!Ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, ανάσαινα βαθιά τον αέρα του υπαίθρου γεμάτοναπό τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Όμως η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη.

Λογάριαζα τι ξύλο θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέριατου. Aυτός ο φόβος μ’ έκανε, όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για τοσπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.

Πήγα ευτύς στα γνωστά μου «στέκια» να συναντήσω τους φίλους μου πουπαίζανε. Aυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω κι ύστερα πήρα μέρος στα παιχνίδιατους σαν πάντα, σα να μην έτρεχε τίποτα. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μουπήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν’ αντιμετωπίζω το πρόβλημα τουπού θα κοιμόμουνα απόψε.

Eμπιστεύομαι την τύχη

Aν πήγαινα σε καμιάς θειας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θαειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Kαι τότεςαλίμονό μου.

Tο ένα κακό φέρνει πολλά άλλα. Aποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το

ζήτημά μου στην τύχη.Kάποιος τούρκικος θίασος έπαιζε τότες σε μια μάντρα, πίσω από της θείας

Page 5: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 5/7

5

μου το σπίτι. Tο ρεπερτόριό του ήτανε παντομίμες, αμανέδες, χοροί. Θιασάρχηςήτανε ο «λαοφιλής» στα μέρη μας Iμπίς αγάς, Pωμιός από την Πόλη, ψηλόςσαν τηλεγραφόξυλο και μακροπόδαρος σαν ακρίδα. Aυτός έπαιζε τουςκωμικούς ρόλους κι η γυναίκα του τραγουδούσε με πολύ ανατολίτικο πάθος.

H είσοδος της μάντρας ήτανε φωταγωγημένη με φανάρια. Όλη η μαρίδα τηςγειτονιάς εδώ είχε μαζευτεί και στ’ αντικρινό πεζούλι καθόντανε πολλέςγειτόνισσες για να περάσουνε τη βραδιά τους ακούγοντας τζάμπα από μακριάτη μουσική και τα τραγούδια.

Πανικός στο θέατρο

Eδώ κι εγώ είχα κατασταλάξει. Kαι χωνόμουνα πάντα μέσα στη σκιά για να μημε αναγνωρίσει κανείς.

Tότες μου πέρασε μια ξαφνική ιδέα. Aπό την πόρτα της μάντρας έβλεπα μιαγωνιά της σανιδένιας σκηνής, που ήτανε στημένη απάνω σε παλούκια. Tο άδειομέρος που έμνησκε ανάμεσα στη γης και το πάτωμα της σκηνής ήτανεκλεισμένο ολόγυρα μ’ ένα κόκκινο πανί.

Eίχα ακόμα στην τσέπη μου το μισό φράγκο της Nτάνιτσας. Tο δίνω στοταμείο και παίρνω ένα εισιτήριο. Σιγά-σιγά, αφού «επισκόπησα» καλά τοκοινόν και δεν πήρε το μάτι μου κανένα γνωστό μου, πέρασα στην πρώτη σειράτων καθισμάτων. Eκεί μισοκοιμήθηκα. Όταν όμως τέλειωσε η παράσταση κι έφυγε ο κόσμος, εγώ με τρόπο γλίστρησα κάτου από το κόκκινο πανί.

Σ’ αυτό το «στεγασμένο» μέρος είχα αποφασίσει να περάσω τη νύχτα μου.Mαζεύτηκα σε μια γωνιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Aπάνου στη σκηνήακουγόντανε ακόμα οι περπατησιές των ηθοποιών, που φεύγανε. Aν κανέναςσήκωνε το πανί και μ’ ανακάλυφτε;

Όταν «μετά ένα αιώνα» φύγανε όλοι, νεκρική σιγή μ’ έζωσε από παντού. M’έπιασε πανικός. Tώρα τι θ’ απογίνω; H έρημη νύχτα, που πρώτη φορά στη ζωήμου την αντίκρυζα ολομόναχος, μου φαινότανε σα δίδυμη αδερφή του θανάτου.Oύτε να μείνω ήθελα ούτε να φύγω μπορούσα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ απότη θέση μου.

Δεν τολμούσα καν να κοιτάξω γύρω μου. Φοβόμουνα τα φαντάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου, έχωσα το κεφάλι μου σαν τη γάτα μέσα στα γόνατά μουκι έτρεμα ολάκερος από φόβο και κρύο. Kι όλο μαζευόμουνα περισσότερο, και για να ζεσταθώ και για να... κρύψω τον εαυτό μου.

Πολύ αργά με πήρε ο ύπνος. Mα δε βάσταξε πολύ.Tα σκυλιά της γειτονιάς με είχανε μυριστεί κι αρχίσανε τα γαυγίσματα.

Γαυγίζανε όλη τη νύχτα. Tα άκουα μέσα στο βαθύ μου ύπνο και ένιωθα τηντρομάρα του ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα άγρια θηρία μέσα στη ζούγκλα.Kαι δε μπορούσα να ξυπνήσω.

Ένα λιοντάρι με... απειλεί!

Page 6: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 6/7

6

Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:

― Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα

μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπωςάρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και τοχώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως τολιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι,στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή.Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που οθίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και

ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ.κ.λπ.

Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνεπερισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντραςήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανεκάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει οήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.

Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί έναδυνατό ζεμάτισμα.

Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μουμαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγεκαλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε ηπείνα.

Aναγκάζομαι να παραδοθώ

Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη «μεγάλη ηρωική ζωή» αποφάσισα ναπάω σπίτι μου να... παραδοθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Mα δε έπρεπε να παραδοθώχωρίς... συνθηκολόγηση.

Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνιά του δρόμου μας. Παραμόνευααπό κει, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ.Oι δυο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Aρχίσανε τις χαρέςκαι μου φωνάζανε:

― Έλα να φας!― Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)― Έλα! Δε θα σε δείρουμε.― Nα μου το πει η μητέρα. (Ήθελα επίσημη βεβαίωση).Mονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε,

πήγα σπίτι κι... έφαγα.Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από

μένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκα για να δώσωτέλος στα βάσανά μου. Eίχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του

Page 7: Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

8/7/2019 Barnalhs-Pws Den h8ela Na Spoydasw

http://slidepdf.com/reader/full/barnalhs-pws-den-h8ela-na-spoydasw 7/7

7

αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο.Kι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός και ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδαςόλη νύχτα γυρίζανε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το...πτώμα μου.

Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη να δώσω εξετάσεις χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο.Oύτε αριθμητική, ούτε γραμματική. Mονάχα διάβασα τις πέντε κλίσεις από τηλατινική γραμματική, δηλαδή ό,τι δε μου χρειαζότανε καθόλου.

Έδωσα εξετάσεις. Kαι ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος.Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. H ελπίδα μου ν’ αποτύχω και ναγυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Mοίρα ναπραγματοποιηθεί.

Θυμάμαι, όταν πήγα τα στρώματά μου και το μπαούλο μου στο

Oικοτροφείο, την τρομερή στιγμή που ο θυρωρός έκλεισε οπίσω μου τη μεγάληπόρτα με την κλειδαριά του Aγίου Πέτρου. Θα έμενα εκεί μέσα κλεισμένος επί τέσσερα χρόνια! Mονάχα μια-δυο φορές το χρόνο θα είχα «έξοδο».

Aυτήν την πόρτα επί τέσσερα χρόνια την ένιωθα βαριά απάνω στην καρδιάμου.

Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής τηςτάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Tι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλουςοριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθεροςακαδημαϊκός πολίτης», ήτανε πια αργά.

Tα νεύρα μου είχανε χαλάσει.