kavvadias nikos poems

22
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – Ποιήματα - Μαραμπού Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω. Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο. Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ, που ειν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα. Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη. Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα -σαν άνθος έμοιαζε αλπικό- και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία. Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει. Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε. Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει. Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη. Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μία φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου. Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει. Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα. 1

Upload: bob1312

Post on 26-Dec-2015

29 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

full collection

TRANSCRIPT

Page 1: kavvadias nikos poems

ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – Ποιήματα -

Μαραμπού

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ, που ειν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα -σαν άνθος έμοιαζε αλπικό- και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μία φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

1

Page 2: kavvadias nikos poems

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές, "μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού

Κάποτε, σ' ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού, δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα σ' έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό και το 'βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου 'πε ο πουλητής, ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά, ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη, μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,

2

Page 3: kavvadias nikos poems

στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή και σοβαρά μαζί μ' εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά κι έξω με μι' άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη κι αφού σ' όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ, στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου 'δειχνε πολύ πως μ' αγαπά, ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει. Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι εμέ, κι εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός εξέφυγ' απ' τα χέρια μου χαρούμενη και πάει. Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει. Μα κάτι είχε απ' την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

Γράμμα ενός αρρώστου

Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω; Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία, κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα που να μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα -σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε- και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου. Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος! Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει: "Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!" Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα, κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη, πως μ' ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε σαν ένας καπετάνιος να με πάρει χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.

3

Page 4: kavvadias nikos poems

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ' εκούρασα. Μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις. Δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μι' απάντηση. Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα. Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών, των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά, μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.

Cambay's water Στον Π.Π. Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι. Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο "κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω" ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι, ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ' απόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια, την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα, τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια, η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!... Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι. Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

4

Page 5: kavvadias nikos poems

Black and white Στον Μ. Καραγάτση

Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί; Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου. Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου. Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ στον καιρόν απάνω του Σιρόκου. Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών. Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία. Σε πειράζει -μου 'πες- η υγρασία κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί, το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη. Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού. Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο, ένα μαγικό σκονάκι ξέρω τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως. Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος γέρος στραβομύτης και μεγάλος μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές. Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.

Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες και Marconi στείλε το S.O.S.

Federico Garcia Lorca Στο Θανάση Καραβία

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου. Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι. Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά. Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.

5

Page 6: kavvadias nikos poems

Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό. Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι. Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι, μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα. Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά. Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Λύχνος του Αλαδδίνου Στο Ν. Χατζηκυριάκο - Γκίκα

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.

Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω στο λαιμό, μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά και στείλε τη "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο. Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ' ανοιχτά και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί. Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει! Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί, με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι, και να πιει. -Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες...- Μες στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί κ' έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς. -Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω.- Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς, στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' τη Σκύρο.

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά! Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν, μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατάς στοχαστικά, κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αλαδδίνου.

6

Page 7: kavvadias nikos poems

Κοσμά του Ινδικοπλεύστη Στη Ρένα Ανδρεάδη

Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς, πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει. Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει, που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.

Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές. Την Ταπροβάνη εδιάλεξε κι είχες καιρό ποδίσει. Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές, και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.

Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά, Σιγκαλινές με στήθη ορθά, τριγύρω σου λεφούσια. Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.

Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί, όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο. Έλυνε κείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί. Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.

Μπροστά σου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά, όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα. Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.

Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι. Άλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.

Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,

πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ; σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;

Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά, όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο-Ποσειδώνας. Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά να γαργαλάει, στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.

s/s Apollonia 1967

Guevara Στο Θανάση Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα. Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου". Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα. Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες. Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα; Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

7

Page 8: kavvadias nikos poems

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει. Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους. Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει. Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει. Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι. Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά. Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος. Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά, ένα σβησμένο cigarillos.

Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό, έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου. Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει, περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται. Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.) απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι. Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη. Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει, μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του. Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια. Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα. Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

1972

Θεσσαλονίκη ΙΙ Στη Μυρτώ Κουμβακάλη

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή. Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί. Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού. Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι. Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει, μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνω -της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι- και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

8

Page 9: kavvadias nikos poems

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια. Τον παπαγάλο -μάδησε κι έπαψε να μιλεί. Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια, κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει- έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά. Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει, μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

4-1-1974

Σπουδή θαλάσσης

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας" κι όλο δεξιά κι αριστερά σκουντούφλαγε βαριά. Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας, είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα. Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί. Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα. Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες, -μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες- φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια. Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι, σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια, μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι, πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια. Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή, μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια, κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα. Να πάμε να προλάβουμε την τελευταία ριξιά σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά. 19-1-1975

9

Page 10: kavvadias nikos poems

Οι προσευχές των ναυτικών

στο Θανάση Καραβία Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοικι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοίμπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι. Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχέςκοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει. Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφήβαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου. Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία. Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τουςκι αρχίζοντας με σιγανή φωνή ''Πάτερ ημών...''το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Καφάρ

Στο Γιώργο Παπά Να ζείς στην ίδια πολιτεία παντοτινάκαι να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινάνα κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία. Αλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,είναι τι ίδιο πιά να μένεις στην Ελλάδαμε το να ταξιδεύεις στο Fernando Po. Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούνείν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες. Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλαςκι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστείαπό αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας. Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty. Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέληκαι δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί. Η αυτοκτονία, προνόμιο πιά στα θηλυκά-κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.Πεθαίνεις πιό σιγά με τα ναρκωτικά,μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει. Τοπωνύμια:Fernando Po: το νησί Μπιόκο στον κόλπο της ΓουϊνέαςΡαγκούν: πρωτεύουσα της ΜπούρμαΜαρκίζες: νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas) ΠΟΥΣΙ1η έκδοση: Α.Καραβίας, 1947

10

Page 11: kavvadias nikos poems

2η έκδοση: Γαλαξίας, 19613η έκδοση: Κέδρος, 19754η έκδοση: Αγρα, 1989 ΠεριεχόμεναΠούσιKuro SiwoΣτεριανή ζάληCambay's waterΑρμίδαBlack and WhiteΕσμεράλδαΚαραντίΘαλασσία πανίςFederico Garcia LorcaΘεσσαλονίκηΣταυρός του ΝότουΜαρέαΛύχνος του Αλαδδίνου

Πούσι

Στην Ελένη Χαλκιούση Επεσε το πούσι αποβραδύς- το καραβοφάναρο χαμένο -κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένωμες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.Κάτου στα νερά του Port Pegassuβρέχει πάντα τέτοιαν εποχή. Μας παραμονεύει ο θερμαστήςμε τα δυό του πόδια στις καδένες.Μη κοιτάς ποτέ σου τις αντέννεςμε την τρικυμία, θα ζαλιστείς. Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρόκ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.Από να φοβάμαι και να καρτερώ,κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα. Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδεςέχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγείχίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

Τοπωνύμια:Port Pegassu: κόλπος στα Ν του νησιού Στιούαρτ στη Ν. ΖηλανδίαΤοκοπίλλα: λιμάνι στη ΧιλήΕβρίδες: αρχιπέλαγος Δ της Σκωτίας

Cambay's water

Στον Π.Π.Παναγιώτου

11

Page 12: kavvadias nikos poems

Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο''κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω''ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη. Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,που ' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα. Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει γιά πέρα,σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,μ' απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,την ώρα που είπες με θυμό: ''θα βγω άλλη μέρα...'' Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μιά ιστορία,την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδακι όλο μουρμούριζες βραχνά : ''Φάλτσο η πορεία...'' Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμοςκαι του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια. Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι.Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι. τοπωνύμια:Cambay: ο κόλπος της ΒομβάηςΜυζόρ: περιοχή της Ν. Ινδίας

Καραντί

Στο κορίτσι απο το Βόλο

Μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.Γνέφουνε δυό στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,που αρρώστειες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές. Παντιέρα κίτρινη- σημάδι του νερού.Φούντο τις δύο και πρίμα βρέξε το πινέλο.Τα δυό φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanelloξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού. Το καταντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντα και σκουριά.Απο νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει. Ορντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ. Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείςκι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα οργανά τους.Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτουςστην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς. Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.Ετσι ως κοιμήθηκες γιά πάντα στα βαθιάκατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.

Σταυρός του Νότου

στο Γιώργο Θεοτοκά

12

Page 13: kavvadias nikos poems

Εβραζε το κύμα του γαρμπή.Ημαστε σκυφτοί κι οι δυό στο χάρτη,γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτησ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει. Κούλικο στο στήθος σου τατού,που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.Είπαν πως την είχες αγαπήσεισε μιά κρίση μαύρου πυρετού. Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρόκι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.Κομπολόι κρατάς από κοράλλιακι άκοπο μασάς καφέ πικρό. Το Αλφα του Κενταύρου μιά νυχτιάμε το παλινώριο πήρα κάτου.Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά". Αλλοτε απ' τον ίδιο ουρανόέπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,με του καπετάνιου τη μιγάδα,μάθημα πορείας νυχτερινό. Σ' ένα μαγαζί του Nossi Beπήρες το μαχαίρι, δυό σελλίνια,μέρα μεσημέρι απά στη λίνιαξάστραψε σα φάρου αναλαμπή. �Κάτου στις αχτές της Αφρικήςπάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.Τα φανάρια πιά δεν τα θυμάσαικαι τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής. τοπωνύμια:Nossi Be: νησάκι στη Μαδαγασκάρη (Ινδικός Ωκεανός)

ΤΡΑΒΕΡΣΟ

1η έκδοση: Κέδρος, 19752η έκδοση: Αγρα, 1990 Περιεχόμενα: ΜουσώναςFrescoΓυναίκαYara YaraΟι εφτά νάνοι στο s/s CyreniaΚοσμά του ΙνδικοπλεύστηGuevaraΘεσσαλονίκη ΙΙFata MorganaΑντινομίαCocos IslandsΣπουδή θαλάσσηςΠικρία ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΝανούρισμαMarco PoloΠαιδεία

Mουσώνας

13

Page 14: kavvadias nikos poems

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ. Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί. Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάποςτη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές. Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.Μα ένα πουλί μου μύνησε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πεκάποιος , που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με. Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.Τι θά 'δινα - ''Πάψε, Σεβάχ'' - για να 'μουνα παιδί! Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά. Ινδικός Ωκεανός 1951 Τοπωνύμια:Μαρακές: πόλη του ΜαρόκουΠαραμέ: μικρή παραλιακή πόλη κοντά στη θάλασσα της ΜάγχηςΜινικάπε: ; ΓΥΝΑΙΚΑ AUDIO

GUEVARA

στον Θ. Καραβία Ητανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.Ελεγε η μάνα του παιδιού: ''Καμάρι μου, κοιμήσου''.Ομως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτατότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου. Λεφούσι ο άσπρος μέρμυγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.Ομοια με τις Μανιάτισσεσ μοιρολογούν οι Σχόλες.Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα. Ποιός το 'λεγε, ποιός το 'λπιζε και ποιός να το βαστάξει;Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξινεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους. Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι. Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλλος.Πέφτει απ' τα χείλη σου , που ακόμα είναι ζεστά,ένα σβησμένο cigarillos. Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,έσμιξε πιά με το καράβι του συννέφου.Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνόκαι τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν. Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε. Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλωντας το σαϊτάρι.Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.

14

Page 15: kavvadias nikos poems

Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρικαι μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι. Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά τουσενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει. Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμέναβάρκα φορτώνει με την πιό φτηνή πραμάτεια.Εχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Θεσσαλονίκη ΙΙ

στη Μυρτώ Κουμβακάλη Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτηςκι ακόντιζε μυνήματα με κόκκινη βαφή.Γραφή από τρείς και μούγινες μορτάρι και καρφί.Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της. Τη μάκινα γιά τον καπνό και το τσιγαροχάρτιτην έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού. Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ- της Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.Τον παπαγάλο - μάδησε κι έπαψε να μιλεί.Ας εκατέβαινε έστω μιά στο βίρα, στα μουράγια,κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί. Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει. Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά. 4-1-1974

Πικρία Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόικαι τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφατον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα. Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμέναμε τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Ο,τι αγαπούσα αρνήθηκα γιά το πικρό σου αχείλι:τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.Τη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζακαι ''σε πονάει με τη νοτιά;'' - Οχι, απ' αλλού πονάω. Του τρατολόγου τον καϋμό, του ναύτη την ορφάνεια,του καραβιού που κάθησε την πλώρη τη σπασμένη.Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνεια,γιά σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

15

Page 16: kavvadias nikos poems

Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία.Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πως να το ματίσω;Κατακαϋμένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. Κατέβηκε ο Πολύγυροσ και γίνηκε λιμάνι.Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοικαι ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,δυό μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.Μια μέδουσα σ' αντίκρυσε γαλάζια και σιμώνεικι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια. 7 - 2 - 1975 Νανούρισμα για μωρά και γιά γέρους Πρώτη μέρα του Μαγιούπάει το clipper του τσαγιού. Να προλάβει τη Σαγκάη,να φορτώσει το άσπρο τσάι. Μα στου νότου τα νησιά,στο στενό του Μακασάρ, το κουρσεύουν πειρατές,και δε γύρισε ποτές. Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,όλο ασένιο, στο καντίνι. Μα όξω από τη Βαρκελώνατο μπατάρει μιά χελώνα, μια χελώνα θηλυκιά,γκαστρωμένη και κακιά. Μα ένας Κεφαλλονίτης,κειοπίσω απ' τη Δολίχα,τραμπάκουλο αρματώνεικαι το βαφτίζει Τρίχα. Καβατζάρει το Σχινάρι,τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι. Βγαίνει από τη Τζιμπεράλταδίχως μπούσουλα και χάρτα.

Οξω απ' τη Μαδαγασκάρηο καιρός έχει λασκάρει. Κατεβάζει τα πινά τουκαι ψειρίζει τ' αχαμνά του. Τονε πιάνουνς κουρσάροιμα τους τάραξε στο ζάρι. Μαχαιρώνει τη χελώνακαι ξορκίζει τον κυκλώνα. Αριβάρει στο Μακάομ' ένα φόρτωμα κακάο. Ομως βρέθηκε στ' αμπάριόλο φούντα και μπουμπάρι. Αφού το μοσκοπούλησεστη λίρα κολυμπάειΤσου χαιρετάει κινέζικακαι παει για τη Μπομπάη. Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοιτου φορέσανε καφτάνι. Τον βαφτίζουν Μουχαμέτηκαι του κάνουνε σουνέτι. Τσου μαθαίνει σκορδαλιάκαι τον κάνουν βασιλιά. Το 'σκασε νύχτα με μουσώναμ' όλο το βιός σε μιά κασώνα. Το μωρό μας με κλωτσάει.''Τι θα γίνει με το τσάι;Πνίξε πιά το βασιλιά!''Α, το πίνουν οι Κινέζοισιωπηλοί γουλιά γουλιά.

ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ

16

Page 17: kavvadias nikos poems

Επιστροφή στον κατάλογο - Επόμενο

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένοένα μικρό αφρικάνικον ατσάλινο μαχαίρι

-- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες --που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα νά 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,όπου έμοιαζε με μιάν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια,ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,

να λέει με μιά βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια :

"Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσειςμε ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,

κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό την Δόνα Τζούλια,την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.

Ο Κόντε Αντόνιο, μιά βραδιά, το δύστυχο αδερφό τουμε το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ενας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλειακαι κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.

Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,είν' αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,

μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις."-- Πόσο έχει; -- Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.

Ενα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,που ιδιοτροπία μ' έκανε και τό 'καμα δικό μου·

κι αφού κανένα δε μισώ στο κόσμο να σκοτώσω,φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου ...

ΠΟΥΣΙ

Επεσε το πούσι αποβραδίς-- το καραβοφάναρο χαμένο --κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένωμές στην τιμονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κ' έχεις βραχεί,πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.Κάτου στα νερά του Port Pegassuβρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστήςμε τα δυό του πόδια στις καδένες.Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένεςμε την τρικυμία· θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρόκ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.Από να φοβάμαι και να καρτερώκάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

17

Page 18: kavvadias nikos poems

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδεςέχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγείχίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Εβραζε το κύμα του γαρμπή.Ημαστε σκυφτοί κ' οι δυό στο χάρτη·γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη

σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,που όσο κι' αν το καις δε λέει να σβήσει.

Είπαν πως την είχες αγαπήσεισε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρόκι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.

Κομπολόι κρατάς από κοράλλιακι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Αλφα του Κενταύρου μιά νυχτιάμε το παλλινώριο πήρα κάτου.

Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά.

Αλλοτε απ' τον ίδιον ουρανόέπαιρνες, τρείς μήνες στην αράδα,

με του καπετάνιου τη μιγάδα,

μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Beπήρες το μαχαίρι, δυό σελλίνια,

μέρα μεσημέρι απά στη λίνιαξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικήςπάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι

και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

KURO SIWO

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάριακαι δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγιαπου σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

18

Page 19: kavvadias nikos poems

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοικι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνηκ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

MAL DU DEPART

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστήςτων μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξθ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει,κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "

Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθείκαι λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώσε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύκαι μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

A BORD DE L'"ASPASIA"

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σουγια την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,

19

Page 20: kavvadias nikos poems

πάντα στο deck, σε μιά σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρηαπ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.Σ' ότι σούλεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθεςπως γιά τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.

Κάποια βαρδυά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου :"Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"

Υστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκεςμέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.Κ' εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,λέω : πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.

ΑΘΗΝΑ 1943

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφέςτρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.Αγέρας πνέει βορεινός απ' τις κορφέςκι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.

Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβάκαι περπατάν αργά στους δρόμους ''εν κινδύνω''ως τις εφτά που θ' ακουστεί ''Σιστάς Μοσκβά''και στις οχτώ (βαλ' το σιγά) ''Εδώ Λονδίνο''.

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.Γραίγο μου κατρακύλα απ' την Κριμαία.Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοίκάτου από μαύρη , κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσιως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ' ακουστείη μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Α. Ταπεινός (Ν. Καββαδίας) Δεκέμβρης 1943

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

20

Page 21: kavvadias nikos poems

«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.

να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνμε κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένεςκι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινασαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμεπαράξενες στη γέφυρα ιστορίες,γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματαγιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνεκαι τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.

εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβιαστα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψειγυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

21

Page 22: kavvadias nikos poems

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, Κέδρος 1982 (πρώτη έκδοση, Περιοδικό «Ο Κύκλος» 1933)

22