ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

11
Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ Βίλλυ Τσάκωνα Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected] Abstract One of the most important and controversial issues addressed by humor theory is whether humor can actually influence politics by shaping public opinion and to what extent this can be achieved by a variety of humorous genres, including political cartoons. A corpus of 561 political cartoons coming from Greek newspapers is examined in terms of humor theory and recent approaches to metaphor. The present study suggests that, although humor in political cartoons aims at criticizing, it is not subversive; on the contrary, it is more often than not based on popular views, social values, and widely held stereotypes, which can be further reinforced via their humorous exploitation. Political cartoonists also employ visual metaphor as a humorous mechanism, so as to offer an easy to grasp view of political affairs and to arouse positive or negative feelings to their readership. 1. Εισαγωγή Οι περισσότερες σύγχρονες προσεγγίσεις για τη γελοιογραφία επισημαίνουν ως κύριο χαρακτηριστικό της τη μετάδοση απόψεων ή μηνυμάτων με στόχο τον κοινωνικό έλεγχο μέσω του χιούμορ (βλ. μεταξύ άλλων Garland 1988: 75, Walter 2000, Edwards 2001, Plumb 2004: 432). Η κριτική και ανατρεπτική λειτουργία της γίνεται ιδιαίτερα προφανής όταν επιχειρείται η λογοκρισία του είδους σε περιόδους που τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη δεν ευνοούν ανατρεπτικές οπτικές γωνίες και αντίστοιχο σχολιασμό της επικαιρότητας. Συχνά μάλιστα η απουσία ή η παρουσία της γελοιογραφίας ή ακόμη και η εξέλιξή της αξιολογείται ως δείκτης της πορείας ενός κράτους προς τον εκδημοκρατισμό, καθώς η ποιότητα της δημοκρατίας μεταξύ άλλων συνδέεται με το πλαίσιο ελευθερίας που παρέχει στον Τύπο (Lindstrom 1980, Hanlon κ.ά. 1997, Abe 1998, Tunç 2001, 2002, Morreall 2005: 63). Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες οι οποίες υποστηρίζουν την αντίθετη τάση, ότι δηλαδή η γελοιογραφία δεν είναι απαραιτήτως ανατρεπτική και «επικίνδυνη» για τον λόγο των φορέων της εξουσίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να ενισχύει την κυρίαρχη ιδεολογία και γενικά να καθοδηγεί πώς να «διαβάζουμε» και να ερμηνεύουμε τα διάφορα (πολιτικά ή άλλα) γεγονότα (Morrison 1992: 50, Templin 1999, Edwards 2001, El Refaie 2003, 2004, Giarelli & Tulman 2003: 946). 1184

Upload: urizenlosful

Post on 25-Oct-2015

22 views

Category:

Documents


2 download

DESCRIPTION

sociology

TRANSCRIPT

Page 1: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΗΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βίλλυ Τσάκωνα

Πανεπιστήμιο Αθηνών

[email protected]

Abstract

One of the most important and controversial issues addressed by humor theory is whether

humor can actually influence politics by shaping public opinion and to what extent this can be

achieved by a variety of humorous genres, including political cartoons. A corpus of 561

political cartoons coming from Greek newspapers is examined in terms of humor theory and

recent approaches to metaphor. The present study suggests that, although humor in political

cartoons aims at criticizing, it is not subversive; on the contrary, it is more often than not

based on popular views, social values, and widely held stereotypes, which can be further

reinforced via their humorous exploitation. Political cartoonists also employ visual metaphor

as a humorous mechanism, so as to offer an easy to grasp view of political affairs and to

arouse positive or negative feelings to their readership.

1. Εισαγωγή

Οι περισσότερες σύγχρονες προσεγγίσεις για τη γελοιογραφία επισημαίνουν ως κύριο

χαρακτηριστικό της τη μετάδοση απόψεων ή μηνυμάτων με στόχο τον κοινωνικό έλεγχο

μέσω του χιούμορ (βλ. μεταξύ άλλων Garland 1988: 75, Walter 2000, Edwards 2001, Plumb

2004: 432). Η κριτική και ανατρεπτική λειτουργία της γίνεται ιδιαίτερα προφανής όταν

επιχειρείται η λογοκρισία του είδους σε περιόδους που τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη δεν

ευνοούν ανατρεπτικές οπτικές γωνίες και αντίστοιχο σχολιασμό της επικαιρότητας. Συχνά

μάλιστα η απουσία ή η παρουσία της γελοιογραφίας ή ακόμη και η εξέλιξή της αξιολογείται

ως δείκτης της πορείας ενός κράτους προς τον εκδημοκρατισμό, καθώς η ποιότητα της

δημοκρατίας μεταξύ άλλων συνδέεται με το πλαίσιο ελευθερίας που παρέχει στον Τύπο

(Lindstrom 1980, Hanlon κ.ά. 1997, Abe 1998, Tunç 2001, 2002, Morreall 2005: 63).

Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες οι οποίες υποστηρίζουν την αντίθετη τάση, ότι δηλαδή η

γελοιογραφία δεν είναι απαραιτήτως ανατρεπτική και «επικίνδυνη» για τον λόγο των φορέων

της εξουσίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να ενισχύει την κυρίαρχη ιδεολογία και

γενικά να καθοδηγεί πώς να «διαβάζουμε» και να ερμηνεύουμε τα διάφορα (πολιτικά ή άλλα)

γεγονότα (Morrison 1992: 50, Templin 1999, Edwards 2001, El Refaie 2003, 2004, Giarelli &

Tulman 2003: 946).

1184

Page 2: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η γελοιογραφία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν ο/η

αναγνώστης/τρια αγνοεί την πολιτική και ευρύτερα κοινωνική πραγματικότητα στην οποία

γίνεται αναφορά (βλ. Lindstrom 1980, Hodge & Mansfield 1985, Morrison 1992, Abe 1998,

Garland 1988: 80-81, Plumb 2004: 433-438). Με άλλα λόγια, η γνώση της επικαιρότητας,

καθώς και η γενικότερη πολιτισμική γνώση αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει

κατανοητό το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει ο/η γελοιογράφος.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της γελοιογραφίας θα εξεταστούν στη συνέχεια, εστιάζοντας

συγκεκριμένα στη χρήση του χιούμορ, αλλά και της οπτικής μεταφοράς κατά την

κωδικοποίηση των μηνυμάτων στην πολιτική γελοιογραφία. Ειδικότερα, στόχοι της

παρούσας ανακοίνωσης είναι να δείξει:

• Πώς το χιούμορ στηρίζεται σε ευρέως διαδεδομένες παραδοχές και τοποθετήσεις, η

γνώση των οποίων προϋποτίθεται για την αποκωδικοποίηση του χιουμοριστικού

μηνύματος. Υπό την έννοια αυτή, το χιούμορ των γελοιογραφιών κάθε άλλο παρά

ανατρεπτικό μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, αναπαράγει και ενδεχομένως είναι σε θέση

να διαιωνίζει συγκεκριμένες απόψεις, αξίες και στερεότυπα, εφόσον οι γελοιογραφίες

αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλές στο αναγνωστικό κοινό είδος.

• Πώς χρησιμοποιείται η οπτική μεταφορά στην πολιτική γελοιογραφία και ειδικότερα

πώς αξιοποιείται για την παραγωγή χιουμοριστικού αποτελέσματος, αφενός ενισχύοντας

και αυτή συγκεκριμένες αξίες και απόψεις πολιτικού και ευρύτερα κοινωνικού

περιεχομένου και αφετέρου αποσκοπώντας στη συγκινησιακή φόρτιση του

αναγνωστικού κοινού.

Για τους στόχους αυτούς και υπό το πρίσμα της θεωρίας για το χιούμορ και των σύγχρονων

προσεγγίσεων για τη μεταφορά, εξετάζεται ένα σώμα 561 γελοιογραφιών, οι οποίες

συλλέχθηκαν από τον Δεκέμβριο 2004 έως τον Μάρτιο 2005 από τις εφημερίδες Αδέσμευτος

Τύπος, Βήμα της Κυριακής, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή και Τα Νέα.

Έχουν πολιτικό περιεχόμενο και προέρχονται αποκλειστικά από έλληνες γελοιογράφους (βλ.

επίσης Tsakona 2006, υπό δημ., Τσάκωνα υπό δημ.).

2. Το χιούμορ στην πολιτική γελοιογραφία

Ως βασικό χαρακτηριστικό της γελοιογραφίας, το χιούμορ βασίζεται στην ασυμβατότητα

(incongruity), η οποία με σημασιολογικούς-πραγματολογικούς όρους, περιγράφεται ως

γνωστική αντίθεση (script opposition), δηλαδή ως αντίθεση ανάμεσα σε δύο γνωστικά

σχήματα που ανακαλούνται στον νου του/της αποδέκτη/κτριας με βάση τις πληροφορίες που

αυτός/ή αντλεί από το κείμενο και τα οποία επικαλύπτονται μέσα στο κείμενο αυτό ολικώς ή

μερικώς (Attardo 2001).

Στις γελοιογραφίες, το χιούμορ μπορεί να παράγεται μέσω του γλωσσικού ή του οπτικού

κώδικα ή μέσω της συνέργειας των δύο (Tsakona 2006, υπό δημ., Τσάκωνα υπό δημ.,

1185

Page 3: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Samson & Huber 2007). Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή,

καθώς εντοπίζονται γελοιογραφίες με αποκλειστικά γλωσσικό χιούμορ (174 στις 561,

ποσοστό 31,01%), άλλες με καθαρά οπτικό χιούμορ (12 στις 561, ποσοστό 2,13%), ενώ στις

περισσότερες διαπιστώνεται συνέργεια των δύο κωδίκων για την παραγωγή του

χιουμοριστικού αποτελέσματος (375 στις 561, ποσοστό 66,84%).

Έτσι, στη γελοιογραφία 1, η γνωστική αντίθεση που παράγει το χιούμορ στηρίζεται στην

αδιαφορία που παρουσιάζεται να επιδεικνύει ο πρωθυπουργός στο πρόβλημα της ανεργίας:

έχει στρέψει την πλάτη του και φαίνεται να μην εντάσσει στις προτεραιότητές του το

πρόβλημα αυτό. Ειδικότερα, αντιτίθεται το ενδιαφέρον που έδειξε η ελληνική κυβέρνηση για

όσους επλήγησαν από το τσουνάμι στη ΝΑ Ασία (Δεκέμβριος 2004), προς την «αδιαφορία»

για όσους/ες «πνίγονται» από το κύμα/τσουνάμι της ανεργίας στην Ελλάδα την ίδια περίοδο.

Η στάση αυτή είναι ασύμβατη προς τον πολιτικό ρόλο του πρωθυπουργού, δηλαδή προς το

ενδιαφέρον που αναμένεται να επιδεικνύει για τα κοινωνικά προβλήματα.

Γελοιογραφία 1 (Ορνεράκης, Τα Νέα 7-1-2005)

Στη γελοιογραφία 2, χιούμορ προκαλείται από την αντίθεση ανάμεσα στην «απολίτιστη»

και «βάρβαρη» Τουρκία και στην «πολιτισμένη» και «καλλιεργημένη» Ευρώπη. Ειδικότερα,

η αντίθεση εντοπίζεται στη θέληση μεν, αλλά αδυναμία της Τουρκίας να συμμορφωθεί προς

τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να ενταχθεί σε αυτή.

1186

Page 4: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Γελοιογραφία 2 (Στάθης, Ελευθεροτυπία 18-12-2004)

Γελοιογραφία 3 (Ιωάννου, Έθνος 30-12-2004)

Τέλος, στη γελοιογραφία 3, η γνωστική αντίθεση προκύπτει μέσα από την αναλογία που

εντοπίζει ο γελοιογράφος ανάμεσα στην «απασχόληση» και την ταλαιπωρία που υπέστησαν

οι συνταξιούχοι για την επιστροφή του ΛΑΦΚΑ και στα γυμνάσια που υφίστανται οι υπό

εκπαίδευση στρατιώτες. Η αναλογία αναπαρίσταται μέσω της εικόνας (οι συνταξιούχοι

εκτελούν ασκήσεις υπό τις διαταγές ενός αξιωματικού στο προαύλιο στρατοπέδου κοκ.), ενώ

τα γλωσσικά στοιχεία (μπαλονάκια, πινακίδες κλπ.) συμπληρώνουν την αναλογία (εθνική

οικονομία/εθνική ταλαιπωρία, στρατόπεδο εκπαίδευσης/στρατόπεδο ΛΑΦΚΑ κοκ.).

1187

Page 5: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Γενικά, τίποτε δεν είναι χιουμοριστικό από μόνο του: ο/η παραγωγός του εκάστοτε

χιουμοριστικού κειμένου (εδώ ο/η γελοιογράφος) εντοπίζει γύρω του/της ένα συμβάν το

οποίο ο/η ίδιος/α κρίνει ως ασύμβατο, ότι δηλαδή αντιβαίνει στα αναμενόμενα και σε ό,τι θα

έπρεπε «κανονικά» να συμβαίνει, και στη συνέχεια ο/η ίδιος/α επιλέγει να το κωδικοποιήσει

έτσι ώστε να φέρει στην επιφάνεια την ασυμβατότητα αυτή. Αυτού του είδους η αξιολόγηση

προϋποθέτει μια κριτική αντιμετώπιση των γεγονότων (πρβλ. Bergson 1998 [1901]), μια

σύγκριση δηλαδή ανάμεσα στο πώς είναι και πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, γι’ αυτό

και το χιούμορ των γελοιογραφιών κατά γενική ομολογία θεωρείται ότι ασκεί κριτική και

διαθέτει ανατρεπτικό χαρακτήρα.

Και στις 3 περιπτώσεις που παρουσιάζονται εδώ, η πολιτική επικαιρότητα κωδικοποιείται

και προβάλλεται από τους γελοιογράφους ως ασύμβατη, άρα χιουμοριστική. Η

αποκωδικοποίηση του χιούμορ προαπαιτεί γνώση που αφορά το ευρύτερο γλωσσικό,

κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο όπου αυτές παράγονται, όπως είναι οι συνθήκες που

επικρατούν στα στρατόπεδα εκπαίδευσης ή τα στοιχεία που θεωρείται ότι συνιστούν την

ευρωπαϊκή κουλτούρα και την καθιστούν με κάποιον τρόπο «ανώτερη» και επιθυμητή (πρβλ.

Abe 1998, Plumb 2004). Αυτό όμως που είναι ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η κατανόηση

της χιουμοριστικής αντίθεσης εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού βασίζεται σε γεγονότα

ευρέως γνωστά από την επικαιρότητα (πρβλ. Τσάκωνα 2002) και -κυρίως- σε απόψεις και

αξίες που είναι και αυτές ευρέως διαδεδομένες στην κοινή γνώμη – εν προκειμένω, την

αδιαφορία της κυβέρνησης για τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας και το ενδιαφέρον της

για τα αντίστοιχα μιας μακρινής περιοχής, τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας στη χώρα, τη

«βαρβαρότητα» των Τούρκων σε αντίθεση με την «πολιτισμένη» Ευρώπη και τα προβλήματα

που αντιμετώπισαν οι συνταξιούχοι για να πετύχουν την επιστροφή του επιδόματος ΛΑΦΚΑ.

Η άγνοια αυτών των γεγονότων της τρέχουσας επικαιρότητας, αλλά και των απόψεων που

προβάλλονται σχετικά με αυτά θα καθιστούσε την αποκωδικοποίηση των γελοιογραφιών

τουλάχιστον δυσχερή και θα ακύρωνε το χιουμοριστικό αποτέλεσμα, καθώς οι

αναγνώστες/στριες δεν θα ήταν σε θέση να εντοπίζουν σε τι ακριβώς συνίσταται η γνωστική

αντίθεση. Επομένως, οι γελοιογραφίες περισσότερο αντικατοπτρίζουν την κοινή γνώμη,

αντανακλώντας συγκεκριμένες απόψεις και πολιτισμικές αξίες (Giarelli & Tulman 2003: 945-

946, Templin 1999, Hanlon κ.ά. 1997), παρά λειτουργούν ανατρεπτικά και σε αντίθεση με

κρατούσες αντιλήψεις. Εν ολίγοις, φαίνεται ότι το χιούμορ, ακόμη και όταν θεωρείται ότι

ανατρέπει κάποιες προϋποθέσεις, συχνά ανασύρει κάποιες άλλες παρουσιάζοντάς τις ως μη

αναμενόμενες ή ασύμβατες, τις οποίες χρησιμοποιεί για να γίνει αντιληπτό στο ευρύ κοινό.

3. Η οπτική μεταφορά στην πολιτική γελοιογραφία

Με αυξημένη συχνότητα τόσο στα δεδομένα μου όσο και σε συναφείς μελέτες (Templin

1999: 21, Edwards 2001: 2142, El Refaie 2003, Plumb 2004) απαντά η οπτική μεταφορά.

1188

Page 6: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, η μεταφορά γενικά δεν αποτελεί απλά ένα σχήμα

λόγου, αλλά έναν από τους κεντρικούς γνωστικούς μηχανισμούς αντίληψης της

πραγματικότητας και κατασκευής γλωσσικού νοήματος (βλ. μεταξύ άλλων Lakoff & Johnson

1980, Goatly 2007). Bασίζεται στη (μερική συνήθως) ομοιότητα ή αναλογία που εντοπίζεται

ανάμεσα σε δύο πράγματα που κατά κανόνα δεν φαίνονται να σχετίζονται μεταξύ τους. Έχει

ταυτόχρονα υποστηριχθεί (Miller 1993, Paivio & Walsh 1993) ότι η μεταφορά, ως

συσχετισμός και σύγκριση οντοτήτων που διαφέρουν μεταξύ τους, είναι δυνατό να

προκαλέσει ασυμβατότητα, επειδή συχνά έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που έχει ο/η

αποδέκτης/κτρια για την πραγματικότητα. Η αναλογία φαίνεται μάλιστα ότι αποτελεί έναν

από τους βασικούς και πιο συχνούς λογικούς μηχανισμούς παραγωγής χιούμορ (βλ. μεταξύ

άλλων Attardo 2001: 25-27 136-138, Brône & Feyaerts 2003, Τσάκωνα 2004: 179-188,

Müller 2007). Επομένως, το χιούμορ και η μεταφορά μπορεί να συνδέονται στον βαθμό που η

αναλογία στην οποία βασίζεται η μεταφορά μπορεί να προκαλέσει και γνωστική αντίθεση,

δηλαδή χιούμορ.

Ειδικά η οπτική μεταφορά συνίσταται στη σύνθεση λεκτικών και οπτικών στοιχείων που

συσχετίζονται μεταξύ τους μέσα από τη διάταξή τους στον χώρο (εδώ στο καρέ της

γελοιογραφίας) και παράγουν μια συγκεκριμένη ιδέα (El Refaie 2003: 77-81 βλ. επίσης

Forceville 1995, 2002, Carroll 1996). Συνδέοντας με τα παραπάνω, αν στο καρέ της

γελοιογραφίας τοποθετηθούν οπτικά στοιχεία που θεωρούνται ότι εμφανίζουν αναλογία

μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα ανακαλούν στον νου του/της αποδέκτη/κτριας διαφορετικά

και αντιτιθέμενα γνωστικά σχήματα, τότε πέρα από την οπτική μεταφορά είναι δυνατό να

παραχθεί και χιούμορ (βλ. επίσης Tsakona 2006, υπό δημ., Τσάκωνα υπό δημ.).

Στα παραδείγματα που παρουσιάζονται εδώ, οπτική μεταφορά έχουμε στην

αναπαράσταση της ανεργίας ως πελώριου κύματος που απειλεί να καταστρέψει τον ελληνικό

λαό (γελοιογραφία 1), ενώ ένα είδος μεταφοράς αποτελεί και η προσωποποίηση

(γελοιογραφία 2): τόσο η Τουρκία όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προσωποποιούνται με

βάση χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα στο ελληνικό κοινό, αλλά ταυτόχρονα και στερεοτυπικά:

έλλειψη μουσικής παιδείας (δηλαδή καλλιέργειας), παραδοσιακή τουρκική εμφάνιση και

επιθετική συμπεριφορά για τον τούρκο μουσική καλλιέργεια, φράκο και ευγενικοί τρόποι για

τον ευρωπαίο. Στη γελοιογραφία 3 μάλιστα, η οπτική μεταφορά αποτελεί τον πυρήνα του

χιούμορ, καθώς η γνωστική αντίθεση βασίζεται στην αναλογία που εντοπίζει ο γελοιογράφος

ανάμεσα στις διαδικασίες για την επιστροφή του ΛΑΦΚΑ και στη στρατιωτική εκπαίδευση.

Η χρήση της μεταφοράς συνήθως αποσκοπεί στην εξοικείωση των ομιλητών/τριών με μια

εμπειρία που τους είναι καινοφανής ή δυσνόητη (domestication κατά Morris 1993 βλ. επίσης

Morrison 1992: 49). Ειδικά στον πολιτικό λόγο, η μεταφορά χρησιμοποιείται προκειμένου να

εξηγήσει πολύπλοκα πολιτικά επιχειρήματα με προσιτούς στο κοινό όρους και να προσφέρει

νέους τρόπους αντίληψης για «προβληματικές» καταστάσεις. Εν ολίγοις, η μεταφορά

1189

Page 7: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

κατασκευάζει ουσιαστικά και αντανακλά μια πραγματικότητα, επιβάλλοντας συγκεκριμένες

ερμηνείες και αποκλείοντας άλλες (Straehle κ.ά. 1999: 68, El Refaie 2003: 90-91, Zinken

2003).

Ταυτόχρονα, έχει υποστηριχθεί ότι η μεταφορά αποσκοπεί στη συγκινησιακή διέγερση

του κοινού στο οποίο απευθύνεται και στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ πομπού και δέκτη,

καθώς ενεργοποιεί τις θετικές ή αρνητικές συνδηλώσεις που φέρουν τα γλωσσικά ή, εν

προκειμένω, τα οπτικά στοιχεία που τη συνιστούν. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη

διάδοση και την ενίσχυση συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών πεποιθήσεων και

πολιτισμικών αξιών και στη θετική ή αρνητική αξιολόγησή τους (Charteris-Black 2005). Στα

παραδείγματα που παρουσιάζονται εδώ, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι «ταλαίπωροι/ες»

συνταξιούχοι και οι «απειλούμενοι/ες» άνεργοι ανασύρουν τον οίκτο του αναγνωστικού

κοινού και (τουλάχιστον) την αποδοκιμασία προς την κυβέρνηση. Επίσης, αρνητική

προκατάληψη και ενδεχομένως περιφρόνηση συνοδεύουν την «ακαλλιέργητη» και

«βάρβαρη» Τουρκία, που αδυνατεί να αναπτύξει ένα ευρωπαϊκό προφίλ.

Έτσι, μέσα από τη χρήση της μεταφοράς, οι δημιουργοί των πολιτικών γελοιογραφιών

προσδιορίζουν την πολιτική πραγματικότητα με συγκεκριμένους όρους, τους οποίους

επιχειρούν να «περάσουν» στο αναγνωστικό κοινό (Edwards 2001: 2141). Επιπλέον, τόσο η

οπτική μεταφορά όσο και η προσωποποίηση στη γελοιογραφία συχνά «παγιώνουν» ευρύτερα

αναγνωρίσιμες μορφές, όπως είναι η ΕΕ ως άντρας με καλλιέργεια και «πολιτισμένους»

τρόπους (συχνά δε γραφειοκράτης), η Τουρκία ως «απολίτιστη» και «βάρβαρη», η ανεργία,

αλλού στα δεδομένα μου το δημόσιο έλλειμμα και γενικά τα διάφορα οικονομικά

προβλήματα ως πελώριο κύμα (ως «ανεξέλεγκτο» και «φυσικό» φαινόμενο), η ελληνική

κυβέρνηση και η Ελλάδα ως μεσήλικες γυναίκες κλπ. Η επανάληψη αυτών των αναλογικών

αναπαραστάσεων δεν φαίνεται να είναι τυχαία, είναι δε δυνατό να «επιβάλλει» και τελικά να

«παγιώνει» σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης

ορισμένων καταστάσεων ή πολιτικών γεγονότων και τελικά λειτουργεί στερεοτυπικά

(Morrison 1992, El Refaie 2003: 83-84, 2004: 794-795, Plumb 2004: 437). Μέσα από την

επανάληψη και τελικά τη συνειδητή ή ασυνείδητη αποδοχή μιας μεταφορικής έννοιας ως

«φυσικής» σύλληψης μιας συγκεκριμένης κατάστασης, είναι δυνατό περισσότερο να

ενισχύονται ορισμένες (πολιτικές ή μη) πεποιθήσεις και στερεότυπα μέσω του χιούμορ παρά

να ανατρέπεται ή έστω να αμφισβητείται η κυρίαρχη ιδεολογία, όπως υποστηρίζεται ευρέως

σχετικά με τη γελοιογραφία.

4. Ο κοινωνικός και πολιτικός ρόλος της πολιτικής γελοιογραφίας

Ένα από τα σημαντικότερα και τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στο πλαίσιο της θεωρίας για

το χιούμορ είναι αν και σε ποιον βαθμό μπορεί αυτό να επηρεάζει στην πράξη την πολιτική

ζωή, διαμορφώνοντας την κοινή γνώμη. Οι σχετικές απόψεις διίστανται: από τη μια πλευρά,

1190

Page 8: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

υποστηρίζεται ότι το χιούμορ αντικατοπτρίζει ήδη υπάρχουσες απόψεις και βασίζεται σε

στερεότυπα ήδη διαμορφωμένα και ευρύτερα γνωστά στους/στις ομιλητές/τριες χωρίς να

δημιουργεί καινούργια, ακολουθεί δηλαδή γενικότερες τάσεις και απόψεις (βλ. μεταξύ άλλων

Hodge & Mansfield 1985, Raskin 1985, 1988, Hanlon et al. 1997, Davies 1998, Walter

2000). Από την άλλη πλευρά, το χιούμορ που στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων

αναγνωρίσιμων στο ευρύ κοινό στόχων δημιουργεί από την αρχή ένα λιγότερο ή περισσότερο

αρνητικό κλίμα εις βάρος τους και μπορεί να έχει γενικότερα ανεπιθύμητες κοινωνικές

συνέπειες (βλ. μεταξύ άλλων Billig 2001, Labrador 2004, Lockyer & Pickering 2005). Η δε

ενδιάμεση θέση θέλει τους/τις ίδιους/ες τους/τις αποδέκτες/κτριες να θέτουν το όριο και να

αποφασίζουν πότε οι σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να έχει το χιούμορ δεν λαμβάνονται

καθόλου υπόψη, δεδομένου του «μη σοβαρού» χαρακτήρα του, και πότε το χιούμορ

λειτουργεί ως το μέσο για να περάσουν «σοβαρά» μηνύματα, ενισχύοντας έτσι την κυρίαρχη

δομή και ιδεολογία ή θέτοντας την υπό αμφισβήτηση (Mulkay 1988).

Ειδικά η πολιτική γελοιογραφία, αποτελεί κοινό τόπο όχι μόνο στην κοινή αντίληψη, αλλά

και στη σχετική βιβλιογραφία ότι συνιστά δημόσιο μέσο έκφρασης κριτικής και διαθέτει

ανατρεπτικό -για το πολιτικό κατεστημένο- χαρακτήρα. Η μόνη απάντηση που μπορεί να

δοθεί στο παραπάνω ερώτημα μέσα από την παρούσα πραγματολογική και σημειωτική

προσέγγιση είναι ότι το χιούμορ στην πολιτική γελοιογραφία, αλλά και η μεταφορά ως

βασικός μηχανισμός του προϋποθέτουν τη γνώση και την ανάκληση πληροφοριών,

αντιλήψεων, αλλά και στερεοτύπων που αφορούν την κοινωνική και πολιτική

πραγματικότητα. Το χιούμορ στηρίζεται σε τέτοιου είδους γνώση για να παραχθεί και να γίνει

αντιληπτό. Επομένως, η γελοιογραφία, αναπαριστώντας ως ασύμβατα πολιτικά και άλλα

γεγονότα, τοποθετείται μεν κριτικά απέναντι σε αυτά, ταυτόχρονα όμως είναι δυνατό να

αναπαράγει κρατούσες αντιλήψεις και δημοφιλή στο ευρύ κοινό στερεότυπα και δεν τα

ανατρέπει κατ’ ανάγκη. Η έκπληξη δηλαδή που συνδέεται με το χιούμορ και η ανατρεπτική

διάθεση που αποδίδεται συνήθως στον γελοιογράφο θα λέγαμε ότι σχετικοποιούνται: η

δημιουργία του χιούμορ συχνά βασίζεται σε τοποθετήσεις και στερεότυπα, με τα οποία το

αναγνωστικό κοινό είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εξοικειωμένο.

Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αναφορά στις πραγματικές συνέπειες των χιουμοριστικών

μηνυμάτων προϋποθέτει διαφορετικού είδους προσέγγιση και μεθοδολογία. Πιο

συγκεκριμένα, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια κοινωνιολογικού ή ψυχολογικού

προσανατολισμού μελέτη σχετικά με την επίδραση της πολιτικής γελοιογραφίας στη

διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την πολιτική τοποθέτηση των πολιτών. Επίσης, στο ίδιο

πλαίσιο, θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί η συνάφεια και η συμφωνία ή αντίθεση των

γελοιογραφιών με τα υπόλοιπα κείμενα της εφημερίδας, καθώς και η θέση της στη

σελιδοποίηση της εφημερίδας (El Refaie 2003: 85-86, 92, 2004: 793-794). Τα δεδομένα μου

δείχνουν ότι οι γελοιογραφίες δεν είναι πάντα συναφείς με τα κείμενα που τις περιβάλλουν

1191

Page 9: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

(γεγονός που ενδέχεται να αποδυναμώνει την όποια «ισχύ» τους) ούτε συμφωνούν πάντα και

απολύτως με την τοποθέτηση του/της εκάστοτε συντάκτη/κτριας ή γενικότερα της

εφημερίδας για τα πολιτικά θέματα (γεγονός το οποίο μάλλον δείχνει την «ελευθερία» που

απολαμβάνουν οι γελοιογράφοι και την πλουραλιστική τάση που μπορεί να ακολουθούν οι

εφημερίδες).

Η κοινωνιογλωσσολογική διάσταση του χιούμορ στην πολιτική γελοιογραφία, όπως

περιγράφηκε εδώ, ίσως να ερμηνεύεται με βάση τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές

συνθήκες: σε περιόδους ή καθεστώτα που η ελευθερία του Τύπου είναι περιορισμένη, η

γελοιογραφία μπορεί να επέχει ρόλο κατεξοχήν ανατρεπτικό και ουσιαστικά αντιπολιτευτικό.

Όταν όμως οι συνθήκες δεν εμποδίζουν την ελεύθερη έκφραση και κριτική της εξουσίας, ο

ρόλος της γελοιογραφίας εκ των πραγμάτων και αυτομάτως μεταβάλλεται: η γελοιογραφία

γίνεται ένας μόνο από τους φορείς κριτικής στον χώρο των ΜΜΕ και συμμετέχει σε έναν

δημόσιο διάλογο όπου δεν είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να αρθρώσει «ανατρεπτικό»

λόγο. Άρα η διαφορετική λειτουργία που εντοπίζεται όσον αφορά την πολιτική γελοιογραφία

και τους χιουμοριστικούς μηχανισμούς της δεν είναι συνάρτηση τόσο της ποιότητας ή του

περιεχομένου του χιούμορ καθαυτού όσο των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών στις

οποίες αυτή εντάσσεται. Επιβεβαιώνεται, εν ολίγοις, ο ρόλος της γελοιογραφίας ως δείκτης

της πορείας εκδημοκρατισμού ενός κράτους, έστω και αν αυτό συμβαίνει όχι μέσα από την

επιβεβαίωση της ανατρεπτικής λειτουργίας της, αλλά από τη σχετικοποίησή της.

Θα λέγαμε ότι, στην περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας, ισχύει

αυτό που παρατηρεί η Townsend (2005: 259-260) μελετώντας τη γερμανική γελοιογραφία

του 19ου αιώνα, ότι δηλαδή η απλή συμμετοχή στο γέλιο είναι πιο σημαντική από το

συγκεκριμένο περιεχόμενο ή την άμεση επίδραση οποιουδήποτε αστείου ή γελοιογραφίας. Το

να γελάς μαζί με άλλους σημαίνει ότι συμμετέχεις σε μια κοινή κουλτούρα, ότι επικοινωνείς

σε ένα θέμα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Με τον τρόπο αυτόν, το χιούμορ συμβάλλει στη

λάξευση ενός δημόσιου χώρου, ενός πεδίου ή στίβου μέσα στον οποίο μπορούν να

συζητούνται και να μελετώνται κάθε είδους αντιλήψεις, πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές. Το

χιούμορ, είτε τετριμμένο είτε ανατρεπτικό είτε ενδιάμεσο, συνιστά μέρος μιας διαρκούς

δημόσιας συζήτησης μέσα στην οποία είναι δυνατό να προσδιορίζεται μια εθνική κουλτούρα.

Από την παρούσα ανάλυση προκύπτει ότι η μεταφορά συμμετέχει και αυτή σε αυτή τη

συζήτηση ως μέσο στα χέρια των γελοιογράφων προκειμένου να εξηγήσουν με προσιτό

τρόπο τις θέσεις τους στο αναγνωστικό κοινό και ταυτόχρονα να τους προσεταιριστούν,

βοηθώντας τους να ανακαλέσουν και να ενεργοποιήσουν θετικές ή αρνητικές αξιολογήσεις.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Zinken (2003: 519-520), η μεταφορά συνδέει τον/την παραγωγό

της (αλλά και τους/τις αποδέκτες/κτριές της) με ένα συγκεκριμένο σημειωτικό περιβάλλον

και μια κοινότητα στερεοτύπων και παρουσιάζει ως ‘αντικειμενική’ μια ερμηνεία που δίνεται

σε ‘καθημερινό λόγο’. Εν ολίγοις, η αποκωδικοποίηση του χιούμορ και της οπτικής

1192

Page 10: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

μεταφοράς ορίζει ένα σύνολο «συνομιλητών/τριών», όσων δηλαδή είναι σε θέση να την

επεξεργαστούν και να αντιληφθούν το μήνυμά της, είτε συμφωνούν με αυτό είτε όχι, είτε το

βρίσκουν διασκεδαστικό είτε όχι.

Στο πλαίσιο αυτό, η «σωστή» ανάγνωση των γελοιογραφιών αποκτά αυξημένη σημασία.

Δεδομένου ότι οι γλωσσικοί και οπτικοί μηχανισμοί παραγωγής χιούμορ αποτελούν μέρος

του γλωσσικού και του οπτικού γραμματισμού (visual literacy Kress & van Leeuwen 1996)

που καλούνται να έχουν οι πολίτες, καθίσταται απαραίτητη η εξοικείωση των

αναγνωστών/στριών με τη «γραμματική» των γελοιογραφιών, δηλαδή με τους σημειωτικούς

τρόπους τους οποίους αξιοποιούν οι γελοιογράφοι και οι οποίοι έρχονται στην επιφάνεια

μέσα από την ανάλυση με βάση τη θεωρία του χιούμορ και αυτή της μεταφοράς.

Βιβλιογραφία Abe, G. (1998) “Political and social satirical cartoons in Nepal”. A Collection of Treatises on

Languages and Literature 15, 53-70. Attardo, S. (2001) Humorous texts: A semantic and pragmatic analysis. Berlin & New York: Mouton

de Gruyter. Bergson, H. (1998) Το γέλιο. Δοκίμιο για τη σημασία του κωμικού, (μτφρ. Β. Τομανάς). Αθήνα:

Εξάντας [Greek: Le rire. Essai sur la signification du comique. Paris: Presses Universitaires de France, 1901].

Billig, M. (2001) “Humour and hatred: The racist jokes of the Ku Klux Klan”. Discourse & Society 12: 267-289.

Brône, G. & K. Feyaerts (2003) “The cognitive linguistics of incongruity resolution: Marked reference-point structures in humor”. Reprint No 205. Department of Linguistics, University of Leuven.

Carroll, N. (1996) “A note on film metaphor”. Journal of Pragmatics 26, 809-822. Charteris-Black, J. (2005) Politicians and rhetoric. The persuasive power of metaphor. Basinstoke:

Palgrave Macmillan. Davies, C. (1998) Jokes and their relation to society. Berlin & New York: Mouton de Gruyter. Edwards, J. L. (2001) “Running in the shadows in campaign 2000”. American Behavioral Scientist 44,

2140-2151. El Refaie, E. (2003) “Understanding visual metaphor: The example of newspaper cartoons”. Visual

Communication 2, 75-95. El Refaie, E. (2004) “‘Our purebred ethnic compatriots’: Irony in newspaper journalism”. Journal of

Pragmatics 37, 781-797. Forceville, C. (1995) “IBM is a tuning fork: Degrees of freedom in the interpretation of pictorial

metaphors”. Poetics 23, 189-219. Forceville, C. (2002) “The identification of target and source in pictorial metaphors”. Journal of

Pragmatics 34: 1-14. Hodge, B. & A. Mansfield (1985) “‘Nothing left to laugh at…’: Humour as a tactic of resistance”. In P.

Chilton (ed), Language and the nuclear arms debate: Nukespeak today. London & Dover: N.H. Frances Pinter, 197-211.

Garland, N. (1988) “Political cartooning”. In J. Durant & J. Miller (eds), Laughing matters. A serious look at humour. Essex: Longman Scientific and Technical, 75-89.

Giarelli, E. & L. Tulman (2003) “Methodological issues in the use of published cartoons as data”. Qualitative Health Research 13, 945-956.

Goatly, A. (2007) Washing the brain. Metaphor and hidden ideology. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.

Hanlon, H., J. Farnsworth & J. Murray (1997) “Ageing in American comic strips: 1972-1992”. Ageing and Society 17, 293-304.

Kress, G. & T. Van Leeuwen (1996) Reading images. The grammar of visual design. London: Routledge.

Labrador, R.N. (2004) “‘We can laugh at ourselves’: Hawai’i ethnic humor, local identity and the myth of multiculturalism”. Pragmatics 14, 291-316.

1193

Page 11: ΧΙΟΥΜΟΡ.pdf

Lakoff, G. & M. Johnson (1980) Metaphors we live by. Chicago: University of Chicago Press. Lindstrom, N. (1980) “Social commentary in Argentine cartooning: From description to questioning”.

Journal of Popular Culture 14, 509-523. Lockyer, S. & M. Pickering (eds) (2005) Beyond a joke. The limits of humour. Basingstoke: Palgrave

Macmillan. Miller, G.A. (1993) “Images and models, similes and metaphors”. In A. Ortony (ed), Metaphor and

thought (2nd edition). Cambridge: Cambridge University Press, 357-400. Morreall, J. (2005) “Humour and the conduct of politics”. In S. Lockyer & M. Pickering (eds), Beyond

a joke. The limits of humour. Basingstoke: Palgrave Macmillan, 63-78. Morris, R. (1993) “Visual rhetoric in political cartoons: A structuralist approach”. Metaphor and

Symbolic Activity 8, 195-210. Morrison, S.S. (1992) “The feminization of the German Democratic Republic in political cartoons

1989-1990”. Journal of Popular Culture 25: 35-51. Mulkay, M. (1988) On humor. Its nature and its place in modern society. Cambridge: Polity Press. Müller, R. (2007) The interplay of metaphor and humor in Oscar Wilde’s Lord Arthur Savile’s Crime.

In D. Popa, & S. Attardo (eds), New approaches to the linguistics of humor. Galaţi: Academica, 44-54.

Paivio, A. & M. Walsh (1993) “Psychological processes in metaphor comprehension and memory”. In A. Ortony (ed.), Metaphor and thought (2nd edition). Cambridge: Cambridge University Press, 307-328.

Plumb, S. (2004) “Politicians as superheroes: The subversion of political authority using a pop cultural icon in the cartoons of Steve Bell”. Media, Culture & Society 26, 432-439.

Raskin, V. (1985) Semantic mechanisms of humor. Dordrecht: D. Reidel. Samson, A.C. & O. Huber (2007) “The interaction of cartoonist’s gender and formal features of

cartoons”. Humor: International Journal of Humor Research 20, 1-25. Straehle, C., G. Weiss, R. Wodak, P. Montigl & M. Sedlak (1999) “Struggle as metaphor in European

Union discourses on unemployment”. Discourse & Society 10: 68-99. Templin, C. (1999) “Hillary Clinton as threat to gender norms: Cartoon images of the First Lady”.

Journal of Communication Inquiry 23: 20-36. Townsend, M. (2005) “Χιούμορ και δημόσιος χώρος στη Γερμανία του δεκάτου ενάτου αιώνα». Στο J.

Bremmer & H. Roodenburg (επιμ.), Η πολιτισμική ιστορία του χιούμορ, (μτφρ. Γ. Δίπλας). Αθήνα: Πολύτροπον, 257-281.

Τσάκωνα, Β. (2002) «Οι γλωσσικοί και πραγματολογικοί παράγοντες επιτυχίας των ανεκδότων». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 22ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 27-29 Απριλίου 2001. Τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη, 650-670.

Τσάκωνα, Β. (2004) Το χιούμορ στον γραπτό αφηγηματικό λόγο: Γλωσσολογική προσέγγιση. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τσάκωνα, Β. (υπό δημ.). «Η χιουμοριστική αναπαράσταση της πολιτικής πραγματικότητας: Το παράδειγμα της σύγχρονης πολιτικής γελοιογραφίας». Στο Π. Πολίτης (επιμ.), Ο λόγος της μαζικής επικοινωνίας: Το ελληνικό παράδειγμα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Tsakona, V. (2006). “Cartoons analyzed in GTVH terms: Towards a theory of verbal and visual humor”. Paper presented at the 18th Conference of the International Society for Humor Studies, Copenhagen, Denmark, 3-7 July 2006.

Tsakona, V. (υπό δημ.) “Language and image interaction in cartoons: Towards a multimodal theory of humor”. Journal of Pragmatics.

Tunç, A. (2001) “GIRGIR as a sociological phenomenon in Turkey: The transformation of a humor magazine”. Humor: International Journal of Humor Research 14, 243-254.

Tunç, A. (2002) “Pushing the limits of tolerance. Functions of political cartoonists in the democratization process: The case of Turkey”. Gazette: The International Journal for Communication Studies 64, 47-62.

Walter, G. (2000) “The psychiatric patient in American cartoons, 1941-1990”. Humor: International Journal of Humor Research 13, 7-17.

Zinken, J. (2003) “Ideological imagination: Intertextual and correlational metaphors in political discourse”. Discourse & Society 14, 507-523.

1194