Γιαννούλης Χαλεπάς

197

Upload: llouka

Post on 08-Aug-2015

108 views

Category:

Documents


6 download

DESCRIPTION

ΜΕΓΑΛΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣΡήγα ΓαρταγάνηΗ ζωή ενός μεγάλουΓιαννούλης ΧαλεπάςΟ ΚΕΡΑΜΕΥΣ

TRANSCRIPT

Page 1: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 2: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ΜΕΓΑΛΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Ρήγας Γαρταγάνης

Η ζωή ενός μεγάλου

Γιαννούλης Χαλεπάς

Ο ΚΕΡΑΜΕΥΣ Θεμιστοκλέους 10

Αθήναι

Page 3: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο Ρήγας Γαρταγάνης εξέδωσε τη μυθιστορηματική βιογραφία του αγαπημένου του καλλιτέχνη το 1957, από τις δικές του εκδόσεις, «Κεραμεύς». Γεννημένος το 1903 στην Υψούντα (Στεμνίτσα), σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1950 ως το θάνατό του, το 1966, εργάστηκε ως βιβλιοπώλης και εκδότης. Μετέφρασε Τσβάιχ, Γκόρκι, Ρολάν, Γκαίτε. «Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ο τραγικός μύθος της νεοελληνικής τέχνης: Το σύμβολο της δύναμης του ταλέντου, της δημιουργίας, αλλά και της τραγικής μοίρας της μοναξιάς, του ασυμβίβαστου», τον περιγράφει ο βιογράφος του.

Page 4: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ΤΗΝΟΣ

Η γενέτειρα του Χαλεπά Τήνος είναι ένα από τα πολλά νησάκια που υψώνουν ακτινοβολώντας σαν μαργαριτάρια τη λεπτή και χαριτωμένη όψη τους ανάμεσα απ' τη γαλαζωπή έκταση του Ελληνικού αρχιπελάγους του λουσμένου από τον θερμό μεσημβρινό ήλιο και που ο ζέφυρος ανάλαφρος πετώντας και παιχνιδίζοντας συγχρόνως καλλωπίζει με απαράμιλλα δαντελωτά κρόσσια τ' ακρογιάλια της.

Στις κατάφυτες ανατολικές πλαγιές των μικρών βουνών και των λοφίσκων της που σχηματίζουν άπειρες καταπράσινες κοιλάδες και που στο κέντρο της υπάρχει και μια μικρή εύφορη πεδιάδα,1

Πύργος

ένα πλήθος νησιωτών καλλιεργώντας τη γη των προγόνων του τρέφεται απ' τη σοδειά του τόπου, ενώ άλλοι ασχολούνται με το ψάρεμα και τα εμπορικά ταξίδια στις γύρω ακτές της περιοχής του Αιγαίου, του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου άλλοι με την βιοτεχνία, (τα επάγγελμα των τσαγκαράδων), με την κατασκευή φυλακταρίων και άλλων μικροαναμνηστικών λαϊκών κομψοτεχνημάτων για τους προσκυνητές της Παναγίας της Τήνου καθώς και με την κατασκευήν ωραιοτάτων σχημάτων και σχεδίων καλαθιών προτύπων της καλαθοπλεκτικής τέχνης. Ως τις αρχές του περασμένου αιώνος ήκμαζε στην Τήνο η εκτροφή και η συντήρηση του μεταξοσκώληκα απ' όπου έβγαινε το φημισμένο άλλοτε Τηνιακό μετάξι από το οποίο οι γυναίκες του νησιού κατασκεύαζαν μεταξωτές κάλτσες, θαυμάσια γάντια και άλλα στερεότατα πλεκτά είδη περιζήτητα στις αγορές της Δύσεως. Αλλά η ανάπτυξη της ξένης βιομηχανίας πλεκτών και μια ασθένεια του μεταξοσκώληκα που ενέσκηψε τον περασμένο αιώνα εξαφάνισε την βιοτεχνία αυτή που απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου πληθυσμού του νησιού. Μετά την παρακμή της βιοτεχνίας των μεταξωτών ειδών οι γυναίκες της Τήνου ασχολήθηκαν με την τέχνη της δαντελλοποιίας και των κοπανελλιών, εργασία που προϋποθέτει φινέτσα και καλλιτεχνικά χαρίσματα και την παραγωγή βαμβακερών υφασμάτων του αργαλειού ωραιοτάτων σχεδίων και χρωματισμών που μπορεί ν' αποθαυμάσει κανείς στα σπίτια των κατοίκων, στα καταστήματα καθώς και εις την βιοτεχνική σχολή Τήνου.

Το μεγαλύτερο όμως μέρος του ανδρικού πληθυσμού της βορειανατολικής και βορειοδυτικής πλευράς του νησιού, (Δήμος Πανόρμου) που το κέντρο της είναι όλο μαρμαροβούνια, ασχολείται δουλεύοντας στα νταμάρια για την εξόρυξη του εκλεκτού Τηνιακού μαρμάρου που παρουσιάζει μια πλούσια ποικιλία πετρωμάτων από το φημισμένο σ' ολόκληρο τον κόσμο πράσινο μάρμαρο της Τήνου με λευκών αποχρώσεων φλέβες και στίγματα της περιοχής Χούσλα, που βρίσκεται στις βόρειες ακτές του νησιού, ως τα λευκά μάρμαρα των λατομείων του Πύργου και νοτιοδυτικώτερα των περιοχών Πατέλα και Αποκοφτού και που πλησιάζουν πολύ σε ποιότητα τα περίφημα μάρμαρα της Πεντέλης.

1 Χωριά Κώμη, Κελλιά, Λουτρά κλπ. (Περιοχή Κατωμερής).

Page 5: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Υπάρχουν ακόμη εκεί και πολλά άλλα λατομεία μαρμάρων σε διάφορα άλλα σημεία του νησιού, καθώς και νταμάρια σχιστόλιθου απ' όπου εξορύσσονται οι πασίγνωστες στους οικοδόμους μαύρες Τηνιακές πλάκες που μέχρι και σήμερα ακόμη στον αιώνα του μπετόν αρμέ που τείνει να τα υποσκελίσει όλα, τις χρησιμοποιούν συνεχώς στις διάφορες οικοδομές των Αθηνών και των άλλων επαρχιακών πόλεων για πλακοστρώσεις, για κάλυπτρα μεγάλων επιφανειών, υδραγωγείων και για χίλιες δυο άλλες ανάγκες που παρουσιάζονται καθημερινώς στους οικοδόμους και στους άλλους τεχνικούς κλάδους και που η χρήση του μπετόν είναι δαπανηρή και ασύμφορος, καθώς και άλλα νταμάρια που εξορύσσεται ένα άλλο είδος πέτρας πολύ σκληρής και στιλπνής ωραίου πρασινωπού ανοικτού χρώματος, γρανιτικής συνθέσεως που οι αυτόχθονες την χρησιμοποιούν για ειδικές δουλειές και οικοδομική ύλη. Ζώντας οι κάτοικοι της περιοχής αυτής στις πλαγιές και ανάμεσα στις κοιλάδες που σχηματίζουν τα μαρμαροβούνια, που η οροσειρά Πατέλες, Πράσσα, Μυροβίγλια (ύψ. 650) χωρίζει το τμήμα αυτό του νησιού το μεν ανατολικό (περιοχή Κατωμερής) καλλιεργήσιμο εύφορο και προσηλιακό,1

το δε δυτικό, χωριά Καρδιανή, Υστέρνια, λατομεία Πατέλα, Μπερναδάδο, που καταλήγει σε μια μικρή κοιλάδα όπου και το χωριό Πύργος η ιδιαίτερη πατρίδα του Χαλεπά, απομονωμένοι μπορεί να πει κανείς από τους άλλους κατοίκους του νησιού και απασχολημένοι ολημερίς με την εξόρυξη των μαρμάρων, όπου κάθε κομμάτι του για να αποσπασθεί από τον κύριο όγκο του βουνού απαιτεί αδιάκοπη επίμονη και κουραστική εργασία, καθώς και προσοχή και περισυλλογή και με το πνεύμα τους συνεχώς απασχολημένο στη δουλειά τους, δεν έχουν καιρόν να σκεφθούν για τίποτε άλλο που θα θόλωνε το μυαλό τους με άλλες πονηρές και διαλυτικές σκέψεις.

Οι εργάτες των λατομείων της Πεντέλης της αρχαίας Ελλάδος δεν θα είχαν τίποτα να φθονήσουν από την αφελή απονήρευτο ζωή των πρωτογόνων, αγνών και αδιάφθορων αυτών εργατών των λατομείων της Τήνου, των νησιωτών αυτών λατόμων που μακριά από τις εξελίξεις και τα επιτεύγματα του σημερινού πολιτισμού εξακολουθούν να ποτίζουν το ίδιο όπως και την εποχή του Περικλέους με αρμυρόν ιδρώτα το άγιο ψωμί της ζωής των.

Τα ίδια πρωτόγονα εργαλεία όπως και τότε χρησιμοποιούνται και τώρα στα λατομεία αυτά της Τήνου —τα περισσότερα ιδιόκτητα— από τους εργάτες αυτούς της πέτρας που η ζωή τους είναι ζυμωμένη μαζί της. Το σόκο που μ' αυτό κόβουν τη φάλκα (όγκος ανεπεξέργαστος του μαρμάρου), κι έπειτα τους λοστούς (μοχλούς), τις σφήνες, τα κατρακύλια, τους γρύλους, τα βίντζια για την μετακίνησή τους και την επί τόπου πρώτη σχηματοποίησή τους και προεργασία τους, με τη θραπίνα (κτενιά) για την ισοπέδωση των επιφανειών τους, όπως και την εποχή της αρχαιότητος. Και ύστερα αρχίζει η δύσκολη δουλειά της μεταφοράς τους από τις απόκρημνες τοποθεσίες των λατομείων ως την παραλία για να φορτωθούν στα καΐκια, δουλειά επικίνδυνη και καταπονητική, από τους παρακλαδικούς δρόμους των λατομείων ως τους κυρίως δρόμους, κατωφερικούς, γλιστερούς κι επικίνδυνους, όπου και ένας πεζός ακόμη, ασυνήθιστος στις κακοτοπιές δε θα μπορούσε να τους κατέβει με ηρεμία. Για τη μεταφορά αυτών των μαρμάρινων όγκων χρησιμοποιούν μια ειδική σχεδία που οι Τηνιακοί λατόμοι την ονομάζουν (γαϊδούρα) καμωμένη από την ξυλεία του δέντρου σταβάρι που φυτρώνει στις λαγκαδιές της Τήνου και που πολλοί μαζί εργάτες κρατώντας την με σχοινιά τη σέρνουν προσεκτικά, συνεννοούμενοι και προφυλάγοντας ο ένας τον άλλον από τους πιθανούς κινδύνους που θα

1 Στην περιφέρεια αυτή υπάρχει και το ξακουστό μοναστήρι της Καταπολιανής και της Κυρά-Ξένης.

Page 6: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

μπορούσε να τους παρασύρει στο κενό, να τους καταπλακώσει και να τους συντρίψει το βαρύ φορτίο τους καθώς τους κατεβάζουν για να τους μεταφέρουν ύστερα από πολυήμερη εργασία ως την παραλία για να φορτωθούν στα καΐκια στον όρμο των Υστέρνιων, ή να μεταφερθούν στον Πύργο και να κατανεμηθούν στα διάφορα εργαστήριά του και να χρησιμοποιηθούν για την τέχνη. Ένα πνεύμα συναδελφικότητας που το καλλιεργούν οι κοινοί κίνδυνοι, οι ίδιες κοινές ανάγκες και απαιτήσεις της ζωής δένει τους φιλόπονους αυτούς εργάτες με αδιάσπαστους δεσμούς κατανόησης, ανθρώπινης αλληλοβοήθειας και συμπόνιας που διατηρούν από χιλιετηρίδων την ελληνικότητά τους τα ήθη και τα έθιμα και τις αιωνόβιες παραδόσεις τους, αφομοιώσαντες και τους από το 1200 μέχρι και αργότερα εγκατασταθέντες στην Τήνο ξένους κατακτητές, Φράγκους και Βενετούς. Εκείνο που διακρίνει και ξεχωρίζει τους θαυμάσιους αυτούς Έλληνες και νησιώτες είναι η βαθειά θρησκευτικότητά τους και η προσήλωσή τους εις τα πάτρια που τα κρατεί πάντοτε ακοίμητα και η τέχνη τους, του λιθοξόου και η υπερήφανη συναίσθηση ότι συνεχίζουν την τέχνη της γλυπτικής τον αρχαίων προγόνων τους.

Όπως και σε όλα τα νησιά του Αιγαίου η ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος που συνεχίστηκε δια μέσου της χιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους αγώνες και τα κατορθώματα της φυλής, τους θρύλους και τις εποποιίες της και τις θυσίες της, ανάμεσα σε απειράριθμες επιδρομές Αράβων, Σαρακηνών, Αλγερινών κουρσάρων, Φράγκων και Βενετών και τελευταία των Τούρκων που περνούσαν πάνω απ' τα εδάφη τους για να τα κουρσέψουν και ν' αφήσουν στις ψυχές των κατοίκων τους αλησμόνητες και οδυνηρές αναμνήσεις αγριοτήτων, αιχμαλωσιών, φόνων και χαμού προσφιλών που τους έσερναν σκλάβους στα λιμάνια της Ανατολής και των Αφρικανικών ακτών, που τους έφερναν κάθε στιγμή του βίου τους τα δάκρυα στα μάτια, και η απερίγραπτη χαρά που ένοιωθαν όταν αντίκριζαν στο πέλαγος τον Αυτοκρατορικό Στόλο ή τα Ελληνικά πειρατικά καράβια σαν από μηχανής και τιμωρό Θεό, ήταν και η αιτία που διατήρησε μέσα τους άσβεστη την αγάπη για την πατρίδα τους και για παν το Ελληνικό και που γαλβάνιζε την πίστη τους για τη θρησκεία των πατέρων τους. Από τ' άλλο μέρος η θάλασσα που πάνω της ταξίδευαν αδιάκοπα αγαπημένα πρόσωπα κι απ' όπου κάθε τόσο ξαναγύριζαν απ' το άγνωστο, περιπετειώδες και μακρόχρονο ταξίδι τους οι ξενιτεμένοι, η ανάγκη τους να προσευχηθούν γι' αυτούς, οδηγούσε καθημερινώς τα βήματα των αγαθών αυτών νησιωτών εις τον οίκον του Κυρίου. Η βαθειά αυτή πίστη στην εύνοια και την προστασία του Θεού αναλλοίωτη ως τα σήμερα, είναι και εκείνη που έχει γεμίσει το νησί από ιερά προσκυνήματα. Μια μικρογραφία του Αγίου Όρους θα μπορούσε να ονομάσει κανείς την Τήνο, γιατί μόνον στον Άθω υπάρχει ένα τόσο πλήθος κτισμάτων αφιερωμένων εις την λατρεία του Θείου και που είναι η βαθύτερη και βασικότερη πηγή κάθε γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κάθε λόφος, κάθε βουναλάκι, κάθε πλαγιά, αγλαΐζεται και από μια εκκλησούλα, όπου ευλαβείς προσκυνητές πηγαίνουν τακτικά εκεί για να λειτουργήσουν, να αιτήσουν την βοήθεια και να ευχαριστήσουν τον Θεό ή να πανηγυρίσουν και που τη γαλήνη και την αιθρία της ορθρινής ατμόσφαιρας έρχεται να την γλυκάνει και να την λαμπρύνει ο χαρμόσυνος αντίλαλος της καμπάνας που χύνει την ελπίδα και το βάλσαμο στις καρδιές και την ειρήνη στις ψυχές των ευσεβών, απλοϊκών και ενάρετων αυτών χριστιανών.

Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα την εποχή της Τουρκοκρατίας, έτσι και στα νησιά του Αιγαίου πελάγους καθώς και στην Τήνο, τα πρώτα γράμματα των παιδιών διδάσκονταν από ιερείς και ιερομονάχους, προ παντός δε στις απομακρυσμένες περιοχές της Βορειοανατολικής και Βορειοδυτικής πλευράς του νησιού. Γιατί η Τήνος λόγω της κατοχής των Βενετών ευτύχησε να έχει διοικητική αυτοτέλεια και ν' απολαύει καθ' όλον σχεδόν το διάστημα από του 14ου ως τις αρχές του 18ου αιώνος των αγαθών της ελευθερίας και της δογματικής ανεξαρτησίας. Ο Ορθόδοξος κλήρος υπαγόταν υψηλώ ονόματι εις την Εκκλησία της Ρώμης, γιατί ο μόνος όρος που έθετε ο Λατίνος επίσκοπος κατά την εποχή της Βενετοκρατίας εις τον υποψήφιο ορθόδοξο ιερέα ήταν ν' αναγνωρίσει ως αρχηγό τον Πάπα και την Αποστολική Ρωμαϊκή Εκκλησία, που αφού αποδεχόταν την αίτηση χειροτονείτο αμέσως ύστερα από ένα ορθόδοξο αρχιερέα μιας των γειτονικών νήσων και εγκαθίστατο αμέσως εις την έδρα του με την έγκριση του Λατίνου, ελεύθερος να τελέσει τα της λατρείας του σύμφωνα με το τυπικόν της ορθοδόξου Εκκλησίας. Όλοι οι ιερείς της εποχής εκείνης υπάγονταν εις τον Πρωτόπαπα τον εκλεκτότερο απ' τους Έλληνας κληρικούς που εκτελούσε χρέη επισκοπικού επιτρόπου και ρύθμιζε τα ζητήματα του ορθοδόξου κλήρου. Αυτή η ευρεία αντίληψη ως προς τα

Page 7: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

δογματικά ζητήματα της Βενετικής διοικήσεως στάθηκε ευεργετική για το λαό της Τήνου, που τον κράτησε ενωμένο και μονιασμένο καθ' όλον σχεδόν το διάστημα της Βενετοκρατίας και του ανάπτυξε το αίσθημα της αλληλεγγύης και της απόκτησης και της στερέωσης από τους εκεί εγκατασταθέντες Φράγκους και Βενετούς της Ελληνικής φυλετικής συνείδησης.

Και σήμερα ακόμη βλέπουμε το ωραίο αυτό θέαμα σπάνιο στους πικρούς και καταλυτικούς καιρούς που περνάμε να ιερουργούν από κοινού Ορθόδοξοι και Καθολικοί χωρίς διακρίσεις δογμάτων, όπου συνέρχεται έξω από κάθε σφαίρα πολιτικής σκοπιμότητα ο πολύς, ανώνυμος και απλοϊκός λαός για να αναπέμψει από κοινού τις δεήσεις του εις τον Ύψιστο. Γι' αυτό και στις περισσότερες Ελληνικές εκκλησίες της Τήνου υπάρχει και ένας βωμός για τους καθολικούς ιερείς για την τέλεση των θείων μυστηρίων.

Αλλά έφθασε ο καιρός που το άστρο της Βενετικής Δημοκρατίας έδυσε. Το 1715 ισχυρός Τουρκικός στόλος προσέβαλε την Τήνο και ύστερα από τριήμερη πολιορκία κατάλαβε το φρούριό της που ήταν και το κυριότερο αμυντικό προπύργιο των Βενετών. Μετά την άλωσή του και με την εμφάνιση του Βενετικού στόλου ο τότε Τούρκος διοικητής του φρουρίου που φοβήθηκε κατέφυγε με τη φρουρά του στη Χαλκίδα παραδώσας το φρούριο στους προκρίτους που ορκίστηκαν να το υπερασπιστούν ή και να το ανατινάξουν εν ανάγκη, παρά να το παραδώσουν εις τους Βενετούς. Και οι πρόκριτοι ύστερα από λίγες μέρες έχοντας πια χάσει την εμπιστοσύνη στη δύναμη των Βενετών, φοβούμενοι δε και την εγκατάσταση στην Τήνο μονίμου φρουράς Τούρκων ανατίναξαν το φρούριο εις τον αέρα, απαλλαγέντες από τον εφιάλτη να βλέπουν τον τόπον των πεδίον μαχών και τις οικογένειές τους σε κίνδυνο.

Η υπαγωγή του νησιού εις την Τουρκική κυριαρχία συνέδεσε στενότερα τους Τήνιους, με τους άλλους υπόδουλους Έλληνες. Τώρα συναισθάνονται εντονότερα ότι τους διέπει η ίδια κοινή τύχη και τα ίδια κοινά ιδανικά. Οι αγώνες της φυλής για την απελευθέρωσή της συνειδητοποιούνται περισσότερο και το δέος του τυράννου γίνεται αφορμή να ιδρυθούν και εκεί τα πρώτα «κρυφά σχολεία» και που ένα από αυτά λειτουργούσε στην ιερά μονή της Αγίας Τριάδος της Τήνου και που την συγκινητική εικόνα τους μας την έδωσε αργότερα τόσο πνευματικά, τόσο ζωντανά και παραστατικά ο μεγάλος Τήνιος ζωγράφος Νικόλαος Γύζης στη σύνθεσή του «Το κρυφό σχολείο». Το ψαλτήρι, τα ιερά βιβλία εξακολουθούν όπως και την εποχή των Βενετών να είναι η πρώτη πνευματική τροφή των παιδιών αλλά τώρα συνδυασμένη και πιο άμεσα συνδεμένη με την ιστορία της πατρίδος τους. Οι βίοι των Αγίων και πολλά άλλα από τα ιερά βιβλία είναι το προσφιλές ανάγνωσμα ακόμη και σήμερα των Τηνίων της υπαίθρου και της πόλης, όσους δεν προσέβαλε ο σκώληξ του πολιτισμού από την εποχή της Τουρκοκρατίας, στα δε σπίτια τους την πιο εμφανή θέση την κατέχει το εικονοστάσι πλαισιωμένο με πάμπολλες αγιογραφίες. Σε πολλά απ' αυτά προ παντός τα παλαιότερα σπίτια μπορεί κανείς να απολαύσει σήμερα το εξαίρετο θέαμα ενός εικονοστασίου κτισμένου στον τοίχο (εντοιχισμένου) από μονοκόμματο μάρμαρο ή από μαρμάρινες πλάκες που θυμίζουν ψηφιδωτά, καμωμένα από ντόπιους τεχνίτες, που πάνω τους έχουν σκαλίσει ανάγλυψες παραστάσεις και ωραία διακοσμητικά σχέδια Βυζαντινού ρυθμού και άλλα με φανερή την επίδραση της Αναγέννησης λόγω της Βενετοκρατίας.

Με την εύρεση κατά τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως της εικόνος της Παναγίας της Τήνου —θεία εύνοια— και την ίδρυση εκεί του ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας η Τήνος έχει γίνει το εκλεκτό νησί παντός ορθοδόξου χριστιανού, αλλά και ξένων θρησκευμάτων ανθρώπων, που έλκονται εκεί από τη θερμή παρήγορη και γλυκιά ακτινοβολία της Αειπαρθένου και Μητρός του Θεανθρώπου για να αιτήσουν απ' αυτήν παραμυθία, ίαση σωμάτων και καθαρμό ψυχής. Οι χιλιάδες προσκυνητές που συρρέουν κάθε χρόνο από παντού κατά την ημέρα της εορτής, και τα πάμπολλα θαύματα που συνεχώς επιτελούνται μαρτυρούν την θαυμάσια δύναμή της και ότι ο εκλεκτός και θρήσκος λαός των Τηνίων εξελέγη ακριβώς για να περιφρουρήσει και να διασφαλίσει το ιερόν αυτό προσκύνημα.

Και το ιερόν Ίδρυμα στάθηκε ο πρώτος αρωγός και συμπαραστάτης των παμπληθών Τηνίων

Page 8: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σπουδαστών που ανεδείχθησαν και αναδεικνύονται μέχρι σήμερον σε μεγάλους καλλιτέχνες, που ακολούθησαν χωρίς να παραστρατήσουν, ακλόνητοι και με θρησκευτική ευλάβεια, την πίστη, τα ιδανικά και τις παραδόσεις των πατέρων των.

Η φυσική, λιτοδίαιτη και ενάρετη ζωή τους κοντά σε μια παρθένα φύση όπου λόγω του άγονου του εδάφους δεν μπορούν να εγκλιματιστούν και να στερεωθούν ξένοι που οι αλλόδοξες συνήθειες και οι διαβρωτικές ιδέες του λεγομένου πολιτισμού θα μπορούσαν να τους διαφθείρουν, μέσα σ' ένα περιβάλλον όπου όλα είναι ρυθμισμένα με τάξη και αναλλοίωτα από αιώνων και που τα υπαγορεύει η σκληρή εργασία του πετροκόπου και μια αδιάβλητη όπως προαναφέραμε Ελληνικότητα και θρησκευτικότητα, κρατεί από αιώνων σε μια γαλήνη το πνεύμα και αγνές τις ψυχές των ανθρώπων της απόμερης αυτής γωνιάς της γης, ώστε να αισθάνονται και να σκέπτονται βαθειά ανθρώπινα και να βλέπουν τους συνανθρώπους τους σαν ένα κομμάτι του ίδιου τους του εαυτού, να συμμετέχουν με τον ίδιο ευφρόσυνο ενθουσιασμό στις χαρές τους, να συμπάσχουν στις λύπες τους και στα δεινά του βίου τους και να εικονίζουν στις ώρες της σχόλης τους τις εντυπώσεις τους από τη ζωή, τα αισθήματα και τις συγκινήσεις τους, σε ωραία πρωτόγονα και αυθόρμητα έργα τέχνης, συνεχίζοντας ταυτόχρονα σαν γνήσιοι Έλληνες φυσιολογικά και αβίαστα και το πνεύμα της Ελληνοχριστιανικής παράδοσης.

Γι' αυτό και τα έργα τους της λαϊκής τέχνης, είναι γεμάτα από αλήθεια, ειλικρίνεια και δύναμη, παρ' όλο το πριμιτιβισμό τους, τα δε σπίτια τους, ως και τα πιο φτωχικά είναι καθαρά και απέριττα διακοσμημένα με καλλιτεχνήματα καμωμένα από τους ίδιους γεμάτα από μια παρθένα έμπνευση και φιλοκαλλία.

Μια λεπτή αίσθηση του ωραίου που την καλλιεργεί η ωραία φύση της Τήνου, μια φύση απαράμιλλη, με μαγευτικά ακρογιάλια και αμέτρητους ορμίσκους απ' όπου ξεκινούν καταπράσινες πλαγιές καλλιεργημένων λοφίσκων γεμάτων από αμπέλια, συκιές, ελιές, κερασιές και χίλια δυο άλλα οπωροφόρα δέντρα, αλλά και με πάμπολλες κρημνώδεις ακτές απ' όπου υψώνονται κάθετα σχεδόν πανύψηλοι βράχοι με θάμνους που καθρεφτίζονται ερωτικά στη θάλασσα, ένα νησί πλούσιο από λόγγους και άπειρες χαράδρες γεμάτες από πικροδάφνες και λυγαριές, και πανύψηλα αιωνόβια κυπαρίσσια και άλλα άγρια δέντρα, βαθύσκιες σπηλιές, απ' όπου ανάμεσά τους προβάλλουν τη χαριτωμένη σιλουέτα τους, ξωκλήσια και κομψοί περιστεριώνες διάτρητοι και λεπτότατα σκαλισμένοι με αραβουργήματα με μια δαντελένια αιθεριότητα που γίνονται ένα με το γαλάζιο του ουρανού, ένα τοπίο με απερίγραπτες εναλλαγές χρωμάτων και φωτοσκιάσεων, συνθέτουν την πανοραματική εικόνα του νησιού που είναι γεμάτο από πηγές και ρυάκια που ακτινοβολούν από μακριά σαν ασημένιες κλωστές και διαμαντόπετρες και μας υπενθυμίζουν το έργον και το μεγαλείον του Παντοδύναμου μεταφέροντάς μας αμέσως από τον υλικό εις τον υπεραισθητό κόσμο του ωραίου και του υψηλού. Όλα εκεί αποπνέουν μια παρθενικότητα και που οι βόρειοι άνεμοι κατεβαίνοντας ορμητικά από τα Θρακικά παράλια διώχνουν τα σύγνεφα αφήνοντας να λάμψει σ' όλη του την αίγλη και τη μεγαλοπρέπεια ο ήλιος και να φωτίσει ως τις εσχατιές του αρχιπελάγους τον ορίζοντα προσδίνοντάς του μιαν απερίγραπτη διαφάνεια και πλημμυρίζοντας την ατμόσφαιρα από βουνίσια αρώματα ανακατεμένα με την αρμυρή φρέσκη και δροσερή ανάσα της θάλασσας.

Και όλα αυτά έρχεται να τα επισφραγίσει το πρόσχαρο και ανυπόκριτο χαμόγελο των αγαθών νησιωτών με το ίσιο και καθάριο βλέμμα, απαύγασμα της ομορφιάς και της αγνότητας του τοπίου που σε εισάγουν αμέσως σε μια ατμόσφαιρα πνευματική, ανθρώπινης σιγουριάς ψυχικής γαλήνης και επαναπαύσεως, που σπάνια αλλοίμονο τη συναντούμε μέσα στις πολυπληθείς ανθρώπινες κοινωνίες.

Όντας η Τήνος στο κέντρο του Αιγαιότικου αρχιπελάγους, με αριστερά της τα κατάφυτα παράλια της Άνδρου που κλείνουν

Περιστεριώνας

Page 9: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

προς τα δυτικά τον ορίζοντα, αφήνουν εις τον θεατή ν' απολαύσει μ' όλη του την άνεση από τα βόρεια ακρογιάλια της τον απέραντο και απαστράπτοντα μέσα σε χρυσές ακτινοβολίες πόντο που δεν τον διακόπτει κανένα νησάκι. Μόνον μακριά προς τ' αριστερά διακρίνεται η Σκύρος και αντικριστά στο βάθος του ορίζοντα το μικρό νησάκι «Άγιος Ευστράτιος» με πίσω του το ογκώδες κορμί της «Λήμνου» πιο μακριά δε και πολύ βαθύτερα το νησί «Ίμβρος» και τα Θρακικά παράλια.

Τα Μικρασιατικά παράλια και τα κοντινά νησιά Χίος και Λέσβος βρίσκονται δεξιότερα, ανατολικά και πολύ μακριά, ώστε να μην εμποδίζουν τη θέα.

Γι' αυτό τόσον η Τήνος όσο και η λίγο νοτιότερά της γειτονική της Μύκονος βρίσκονται σχεδόν πάντοτε μέσα σε μια διαρκή αποθέωση φωτός και για τον ίδιο λόγο και τα νησιά αυτά είναι και τα ευνοούμενα νησιά των ζωγράφων που κυνηγούν το φως και τα διαυγή χρώματα.

Μια στατική κατάσταση ζωής που τη δημιουργεί η παραγωγή του νησιού, που είναι πλούσιο σε προϊόντα, ώστε να μπορεί διαθρέψει τον παραμένοντα εκεί ντόπιο πληθυσμό, εκτός απ' όσους η ανάγκη τους κάνει να ξενιτευτούν, ώστε και ο πιο φτωχός έχοντας το κτήμα του και ολιγαρκής να μη υποβιβάζεται στη θέση του μισθοβίωτου εργάτη, αλλά πάντοτε έχοντας ένα κομμάτι γης που καλλιεργώντας το συντηρείται, κρατεί σε ανεξαρτησία, την προσωπικότητα και αδιάβλητο το χαρακτήρα των ανθρώπων του νησιού. Αυτό το μαντεύει κανείς απ' την αξιοπρεπή στάση ολοκλήρου σχεδόν του πληθυσμού της Τήνου, που χωρίς να νοιώθει τον εαυτό του κατώτερο μπροστά στους άλλους, του ελευθερώνει συγχρόνως το πνεύμα από του να σκέπτεται εντατικά για το αύριο, να μπορεί να θεωρεί με άνεση τα πράγματα της ζωής και τον γύρω του κόσμο και να βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι το αυτόνομο και ελεύθερο.

Αυτός ο φιλελεύθερος βίαιος και σκληροτράχηλος χαρακτήρας των Τηνίων που τον σφυρηλάτησε και τον δυνάμωσε επί ολόκληρους αιώνας και η σώφρων διακυβέρνηση της Ενετικής Δημοκρατίας και ο θερμός πατριωτισμός τους καθώς και η σύμπνοιά τους για το κοινό καλό είναι και η αιτία που κράτησε μακριά σχεδόν από το νησί τους τούς Τούρκους, ύστερα μάλιστα από την επιδέξια και σώφρονα ανατίναξη απ' αυτούς του φρουρίου της. Δαιμόνιοι δε ύστερα απ' τη παράδοσή του στους Τούρκους και πριν το ανατινάξουν πετυχαίνουν απ' αυτούς την κατάργηση του κεφαλικού φόρου (χαράτσι) και ακόμη κάτι περισσότερο, το δικαίωμα να φορούν οι κάτοικοι της κόκκινες κάλτσες, σημάδι παλικαριάς. Αν αφαιρέσουμε τη λιγόχρονη κατάκτησή της απ' τους Ρώσους, (1771-1774) κατά την επανάσταση του Ορλόφ οπόταν και υπέστη αρκετά δεινά από τους εγκατασταθέντες εκεί τριακόσιους Αλβανούς στρατιώτες μισθοφόρους των Ρώσων ύστερα από τις άστοχες ενέργειες του Τήνιου προκρίτου Χαντζη-Συμεών για λόγους εκδίκησης εναντίον της οικογενείας Γεωργαντοπούλου που ένας γόνος της απήγαγε την κόρη του και που, στο τέλος ύστερα από κοινή συνεννόηση τους διώξανε κακήν κακώς, όλο το άλλο διάστημα η Τήνος μέχρι την απελευθέρωσή της παράμεινε ελεύθερη. Η μόνη σκιά που θυμίζει τον κατακτητή ήταν ένας Τούρκος αγάς, διορισμένος εκεί απ' την Κυβέρνησή του για να εισπράττει τους φόρους που φαίνεται ότι δεν παράμενε εκεί συνεχώς, αλλά σποραδικά και κυρίως στην πρωτεύουσα Άγιο Νικόλαο.

Το νησί το διοικούσε μια τριμελής επιτροπή που την εξέλεγε ο λαός, η οποία κανόνιζε και το ποσόν του φόρου που έπρεπε να πληρώνει το κάθε χωριό. Για δε τις δύσκολες και γενικότερου συμφέροντος υποθέσεις, αυτές τις ρύθμιζε μία γενική συνέλευση από τους πενήντα σχεδόν προεστούς τον χωριών που συνερχόταν εκτάκτως όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Γι' αυτό και ο Γάλλος ευγενής Σουαζέλ Γκουφιέ πρεσβευτής αργότερα της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη που επισκέφθηκε την Τήνο μετά την επανάσταση του Ορλόφ γράφει και τα εξής:

«...Κανείς Τούρκος αξιωματικός δεν τους ενθυμίζει την ιδέαν του κυριάρχου. Κυβερνώμενοι από «Προεστούς» εκλεγομένους από τον λαό, φαίνονται μη υπακούοντες παρά εις τον εαυτόν των.

Page 10: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Τα γηρατειά δεν έχασαν διόλου τα δικαιώματά των εις την Ελλάδα. Οι πρόκριτοι ούτοι φέρουν το όνομα «Προεστοί» ή «Γέροντες» καίτοι δεν είναι πάντοτε τοιούτοι την ηλικία. Και οι νέοι άνδρες κολακεύονται βλέποντες προστιθέμενον εις την σπουδαιότητα την οποίαν προσδίδουν τα αξιώματα, τον σεβασμό τον οποίον η φύσις απαιτεί δια το γήρας.

Οι νησιώται αυτοί μου εφάνησαν ευτυχείς. Απομακρυσμένοι από τον τύραννο, και μη αντιλαμβανόμενοι την κυριαρχίαν του παρά μόνον μίαν ημέραν το έτος (κατά την οποίαν πλήρωναν τον φόρο προς την Πύλη) μπορούν να θεωρηθούν ως σχεδόν ελεύθεροι».

Όλο αυτό το διάστημα της Τουρκικής κυριαρχίας οι Τήνιοι δεν παύουν να συμμετέχουν ενεργώς στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους. Γραμματέας του περίφημου και ηρωικού καταδρομέως Λάμπρου Κατσώνη είναι ο Τήνιος Αθανάσιος Καρδαμίτσης, στα πληρώματά του δε συγκαταλέγονται και πολλοί Τήνιοι προ παντός ξωμερίτες απ' το Δήμο Πανόρμου όπως ο Δημήτρης και Στάθης Διβάρης, ο Δημήτρης μάλιστα έδειχνε και το σημάδι της μεγάλης λαβωματιάς του προσώπου του από Τούρκικο γιαταγάνι καθώς και ο Καπετάν Σβέντζος από το χωριό Κτηκάδο, και πολλοί άλλοι.

Λίγα χρόνια αργότερα η Τήνος μας δίνει και έναν από τους μεγάλους εθνομάρτυρας της Επαναστάσεως, τον Τηνιακό προύχοντα Φραγκίσκον Γεωργαντόπουλο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που για την πατριωτική δράση του συνελήφθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα από πάμπολλα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει, απαγχονίστηκε τέλος μαζί με τον άλλον επίσης μεγάλο Έλληνα πατριώτη, τον Φαρμάκη, μέλος κι αυτόν της Φιλικής Εταιρείας τον Ιούλιο του 1821.

Με την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι Τήνιοι σχηματίζουν σώμα δικό τους και λαμβάνουν μέρος σε πολλές μάχες στην Ηπειρωτική Ελλάδα, και μετέχουν εις τα πληρώματα πολλών ελληνικών πολεμικών.

Πρωτοπαλίκαρο του Κανάρη είναι ο Χελιδόνας από την περιφέρεια Πανόρμου, και στο δίκροτο του Παπανικολή κατά την ναυμαχία της Ερεσού ένας από τους διαλεχτούς ναυμάχους του είναι και ο Τηνιακός Λαλές.

Αλλά και πόσοι άλλοι Τήνιοι που τα ονόματά τους δεν τα διέσωσε η Ιστορία, δεν πότισαν με το αίμα τους το χρυσό δέντρο της ελευθερίας προς δόξα και τιμήν της αιωνίας μας Ελλάδος.

Πολλά έχουν γραφεί για τον χαρακτήρα των Τηνίων που είναι ως επί το πλείστον, πράγμα σπάνιο, οι πιο ευθείς άνθρωποι. Στέρεοι σαν τις πέτρες που δουλεύουν είναι ειλικρινείς και τίμιοι στις συναλλαγές τους κι όταν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις κρατούν το λόγο τους με θρησκευτική ευλάβεια. Θετικοί δε και υπερήφανοι ακριβώς εξ αιτίας της συναίσθησης των ευθυνών τους και της δύναμής τους να τις φέρουν εις πέρας, γίνονται θηρία και μόνον όταν θελήσει κανείς να τους μπερδέψει και να τους γελάσει, ακόμη δε περισσότερο όταν θελήσει να τους προσβάλει. Τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η προσήνειά τους, η σχεδόν αγαθότητά τους μεταβάλλεται σε αγριότητα. Γίνονται πραγματικά θηρία και αλλοίμονο σε κείνον που θα του γίνει κάρφος. Θα ζητήσει συγγνώμη ή αν επιμένει και αντιδράσει θα μετανοήσει πικρά.

Άνθρωποι λοιπόν ευθείς και ευγενικών αισθημάτων, ευγνωμονούν απεριόριστα τον ευεργέτη τους και από φυσικού τους καλοί και καταδεχτικοί θεωρούν καθήκον και τιμή τους να δεχθούν και να περιποιηθούν τον ξένον: «Παντού ο ξένος γίνεται δεκτός φιλοφρονέστατα. Τον καλούν να μετάσχει του δείπνου των και του φέρονται ως προς παλαιόν γνώριμο. Δια τούτο οι Τήνιοι θεωρούνται ως οι μάλλον φιλόξενοι των Αιγαιοπελαγιτών. Είναι αγαθοεργοί χωρίς υστεροβουλία και αγνοούν την φιλαργυρία, την διπροσωπία και τον φθόνο», γράφει ο Τήνιος Μάρκος Φ. Ζαλλώνης ιατροφιλόσοφος που δημοσίευσε μια πραγματεία του για την πατρίδα του Τήνο προ 130 σχεδόν χρόνων το 1828 στο Παρίσι.

Page 11: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο ίδιος μας δίνει μια παραστατική εικόνα της ζωής των Τηνίων της εποχής εκείνης. Γράφει:

«Είναι γραφική η εικών της οικογενειακής ζωής κατά των χειμώνα, ιδίως εις τα χωριά. Μαζεύονται εις τα διάφορα σπίτια κατά σειράν. Η συγκέντρωσις αρχίζει κατά τας ξι το βράδυ και παρατείνεται έως τα μεσάνυχτα, κάποτε δε έως την μίαν. Κατά το διάστημα αυτό τα μεν κορίτσια πλέκουν κάλτσες μεταξωτάς, αι δε έγγαμοι βαμβακεράς. Οι άνδρες αφηγούνται διάφορα επεισόδια της ζωής των ή διαβάζουν ευθύμους ιστορίας, παραμύθια και διαφόρους μυθολογικάς αφηγήσεις. Όταν υπάρχουν ηλικιωμένοι εις την συναναστροφήν τότε διαβάζουν βίους αγίων και άλλα ιερά βιβλία.»

Αυτή η πατριαρχική ζωή παρ' όλες τις εξελίξεις του σημερινού πολιτισμού εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και ως τα σήμερα στην ύπαιθρο χώρα της Τήνου.

Και σήμερα μπορεί κανείς ν' απολαύσει τις ίδιες ωραίες φιλικές και οικογενειακές συγκεντρώσεις στα χωριά της Τήνου.

Μια θαυμάσια το ίδιο περιγραφή της ειδυλλιακής ζωής των Τηνίων κατά τα τέλη του 18ου αιώνος, μας δίνει ο προαναφερθείς Γάλλος ευγενής και συγγραφεύς Σουαζέλ Γκουφιέ όπου μεταξύ των πολλών πληροφοριών πλέκει και ένα θαυμάσιο εγκώμιο και όχι έξω της πραγματικότητας, των γυναικών της Τήνου μ' ένα ποιητικότατο τρόπο.

Να τι γράφει:

«Αι γυναίκες της Τήνου έχουν όλαι την τελειοτέραν αρμονικότητα εις τας γραμμάς, κανονικότητα εις τα χαρακτηριστικά και μίαν έξυπνην φυσιογνωμίαν, η οποία συχνά αναπληρώνει την καλλονήν και προσθέτει εις αυτήν όταν υπάρχει... Το ηδονικότερον ένδυμα καλύπτει τας χάριτάς των, χωρίς να τας κρύπτει.

Το εμπόριον και η βιομηχανία διαχέουν εις ολόκληρον την νήσον μίαν γενικήν ευμάρειαν και έν είδος ισότητος η οποία χωρίς να συγχέη τας κοινωνικάς τάξεις, εμποδίζει τους μεν να διαφθείρωνται και τους άλλους να ταπεινούνται ηθικώς. Αι γυναίκες, τας οποίας, εις άλλα κλίματα ο πλούτος των, ή η γέννησίς των φαίνονται παρέχοντα εις αυτάς το δικαίωμα της αχρηστίας, δεν απαξιούν διόλου να ασχολούνται με τας ενδιαφερούσας λεπτομερείας του οίκου και εργάζονται μ' ευχαρίστησιν κατασκευάζουσαι τα ενδύματα τα οποία θα φορέσουν τα τέκνα των.

Όταν παρέλθη η ζέστη και ο ήλιος περί την δύσιν του δύναται να φωτίση ακόμη την εργασίαν των χωρίς να βλάψη την καλλονήν των, αι γυναίκες αυταί βγαίνουν από τας οικίας των, κάθηνται εις τας θύρας των και νήθουν την μέταξαν. Άλλαι πλέκουν ή ετοιμάζουν τα φύλλα της μωρέας, ενώ η γραία μητέρα των αφηγείται παραμύθια διακοπτόμενα συχνά απ' το τραγούδι των κοριτσιών, Τότε ενόμισα διά πρώτην φοράν ότι αι γοητευτικαί εικόνες τας οποίας μας παρέχουν οι αρχαίοι Ελληνες συγγραφείς ήσαν ολιγώτερον έργον της φαντασίας των παρά μια πιστή αναπαράστασις της φύσεως.

Η εύκολος και ήκιστα κουραστική εργασία των γυναικών που εργάζονται εις την Τήνον, τους επιτρέπει να διατηρούν όλην την χάριν των. Αύται δεν έχουν άλλας απασχολήσεις παρά να νήθουν την μέταξαν, ή να τρέφουν τους μεταξοσκώληκας οι οποίοι την παράγουν. Διά τον λόγον τούτον βλέπει κανείς βασιλεύουσαν παντού την καθαριότητα εκείνην η οποία τόσην ευχαρίστησιν προξενεί εις τον ταξειδιώτην, διότι αύτη αποτελεί ασφαλή εγγύησιν περί της ευδαιμονίας ενός λαού, και προϋποθέτει πάντοτε την ευμάρειαν και την ευκολίαν προς εξεύρεσιν των αναγκαίων. Ο ευδαίμων κάτοικος της Ολλανδίας επιδεικνύει την ευμάρειάν του με την απλότητα του εξωτερικού

Page 12: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

του, ο Ιταλός, ο Ισπανός καλύπτει την αθλιότητά του με χρυσωμένα κουρέλια. Οι κάτοικοι της Τήνου είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να μην είναι ηναγκασμένοι να δεικνύουν απατηλήν ευμάρειαν.

Η προς την Πατρίδα αγάπη, η διατηρηθείσα εις όλους τους νησιώτας Έλληνας, είναι ακόμη δυνατωτέρα εις την νήσον Τήνον. Αι υπηρέτριαι, αι οποίαι πολυάριθμοι προέρχονται από την Τήνον και είναι γνωσταί καθ' όλην την Ανατολήν δια την ενδυμασίαν των, την πιστότητα και την εξυπνάδα των, δεν χάνουν ποτέ την επιθυμίαν να επανίδουν την πατρίδα των και να μεταβούν εκεί όπως διέλθουν εν ανέσει αποκτηθείση διά της εργασίας των. Ο πατριωτισμός των Τηνίων ετονίσθη και από τον περιηγητήν Γκυς, ο οποίος λόγω των εκτεταμένων γνωριμιών του και της μακράς διαμονής του εις την Ελλάδα ήτο εις θέσιν να δώση ένα παραλληλισμόν λίαν ενδιαφέροντα μεταξύ των αρχαίων και νέων Ελλήνων.»

Αυτό που έγραφε τότε ο Σουαζέλ Γκουφιέ ισχύει το ίδιο και σήμερα για τις γυναίκες και τα κορίτσια της Τήνου. Δεν υπάρχει δε ωραιότερο θέαμα από το να βλέπει κανείς και σήμερα τα κορίτσια της Τήνου να βγαίνουν απ' το σπίτι τους για τις ανάγκες του νοικοκυριού τους, για επισκέψεις ή για εκκλησίασμα και στις πιο σπάνιες περιπτώσεις στις λαϊκές γιορτές.

~οο0οο~

Την εποχή που στην υπόλοιπη Ελλάδα η τέχνη της γλυπτικής βρισκόταν στα σπάργανα, οι Τήνιοι απεναντίας διατηρούν και συνεχίζουν από την εποχή της Τουρκοκρατίας ακόμη την καλλιτεχνική γλυπτική παράδοση.

Όντας ειδικευμένοι και άριστοι τεχνίτες του μαρμάρου ταξίδευαν τακτικά από τότε στα διάφορα μέρη της Ανατολής, στην Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Άγιον Όρος, όπου και εργάζονται μελετώντας και αποκτώντας γνώσεις και τελειοποιούμενοι συνεχώς στην τέχνη τους. Κι όταν ξαναγυρίζουν στην πατρίδα τους φέρνουν μαζί με το απαραίτητο κομπόδεμά τους, καρπό της πολύμοχθης εργασίας τους, κάτι το πολυτιμότερο, την καλλιτεχνική τους πείρα. Μία άμιλλα ευγενική αναπτύσσεται σιγά σιγά που την ακονίζει και η φυσική ανθρώπινη αδυναμία της επίδειξης για τις επιτυχίες τους, πράγμα που θα τους οδηγήσει στο κατώφλι της γενικής εκτίμησης και φυσικά και της απόκτησης χρημάτων και αγαθών. Αύτη είναι και η αιτία που τους κρατεί συνεχώς σε έγνοια και που θα τους κάνει με τον χρόνο απαράμιλλους δουλευτάδες της πέτρας και αυτοί είναι και οι μοναδικοί τεχνίτες που χρησιμοποιούνται από τους Ευρωπαίους αρχιτέκτονας την εποχή της Τουρκοκρατίας για την κατασκευή των ελαχίστων αξιόλογων δημόσιων και ιδιωτικών μεγάρων του καιρού εκείνου.

Οικογένειες ολόκληρες ασχολούνται αποκλειστικά με την τέχνη του μαρμαρογλύπτου, παραδίνοντας έτσι από πατέρα σε γιο την πείρα και τη φλέβα του γλυπτικού πνεύματος των προγόνων τους. Ιδού μερικά ονόματα οικογενειών όπως τα αναφέρει ο Τήνιος καθηγητής του Πολυτεχνείου Αντ. Σώχος εις την ωραία πραγματεία του «η Λαϊκή τέχνη στην Ντήνο»1

Δεν καλλιεργούν δε μόνον την γλυπτική αλλά και την ξυλογλυπτική τέχνη. Πολλοί απ' αυτούς τους άγνωστους καλλιτέχνες ταξιδεύουν στις διάφορες πολιτείες της Μικράς Ασίας και της Βαλκανικής χερσονήσου όπου παραμένουν χρόνια ολόκληρα απασχολούμενοι με την διακόσμηση με ξυλόγλυπτα έργα τέχνης, των ναών. Τον 18ον αιώνα, επί Τουρκοκρατίας, διαπρέπει στην τέχνη της ξυλογλυπτικής

. Σώχοι 1773, Κολλάροι, Μαλακατέδες 1814, Λύτρηδες, 1831, Φυτάληδες, Χαλεπάδες, Καπαριάδες, Λυρίτηδες, Βιτάληδες, Περαντάκοι, Ρενιέρηδες, Χλήδες, Ρήγηδες, Καραμαλήδες, Γασπάρηδες, Πριντιζαίοι, Κρικέληδες, Βουλγαραίοι, Παλαμάρηδες, Κουλουρήδες, Γιούργηδες, Σκουταράκηδες, Γλύνηδες, Λαμέρηδες, Κουβαράδες, Βιδάληδες, Βαλάκηδες, Τζωρτζάκηδες κ.ά.

1 Αντ. Σώχου, Η λαϊκή τέχνη στη Ντήνο, Αθήναι 1930 σελ. 50

Page 13: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 14: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

η οικογένεια του ξυλογλύπτη Χαντζηνικολού Πρίντεζη από την Πάνορμο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μεταγενεστέρων όταν το 1808 κάηκε ο Μητροπολιτικός ναός της Ιερουσαλήμ, σ' αυτόν ανάθεσαν την κατασκευή του κουβουκλίου του ναού της Αναστάσεως, αληθινό αριστοτέχνημα, θαύμα λεπτότητας και ομορφιάς και ένα από τα πιο έξοχα έργα της ξυλογλυπτικής τέχνης. Ο ίδιος ήταν φημισμένος για ακρόπρωρά του και που ασφαλώς πολλά απ' όσα υπάρχουν στο ιστορικό μας μουσείο θα είναι έργα του ίδιου ή καμωμένα υπό την καθοδήγησή του. Άφησε πολλούς απογόνους, ένας απ' τους οποίους είναι ο άριστος ξυλογλύπτης Ιωάννης Πρίντεζης που συνεχίζει την τέχνη του προπάππου του στη Σύρο. Λίγο αργότερα τον 19ον αιώνα ήκμασε ένας άλλος σπουδαίος ξυλογλύπτης ονομαστός στους ταρσανάδες της Σύρου και της Κωνσταντινουπόλεως ο Ιωάννης Κολλάρος ή Κουβαρντάς από το χωρίο Μπερναδάδω ειδικός στα ακρόπρωρα που δουλεύοντας αργότερα στην Πόλη κλήθηκε από το νεότατο τότε Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, που ήταν άριστος επιπλοποιός, για να τον διδάξει την τέχνη της ξυλογλυπτικής. Εκείνος όμως που έφτασε σε περιωπή την τέχνη της ξυλογλυπτικής είναι ο Ιωάννης Πλατής που οι ξυλόγλυπτες παραστάσεις του πραγματικά αριστουργήματα βραβεύτηκαν πολλές φορές σε παγκόσμιες εκθέσεις. Η σύνθεσή του «Αγία Τριάς» είναι ένα από τα πιο έξοχα έργα που έχει να παρουσιάσει η Ελληνική ξυλογλυπτική τέχνη. Αριστοτέχνες το ίδιο ξυλογλύπτες στάθηκαν και οι Τήνιοι Γλύνης, Α. Σαμοθράκης, Αντ. Λεκός, Γ. Γεωργιάδης, Απέργης που πολλών τα έργα σεμνύνουν πολλούς ναούς της πρωτεύουσας και των επαρχιών.

Μια μικρογραφία της Φλωρεντίας της προακμής του έτους 1350 θα μπορούσε να ονομάσει κανείς την Τήνο της προεπαναστατικής εποχής και των αρχών του 19ου αιώνος όπου το πνεύμα της γλυπτικής, αλλά και γενικά της καλλιτεχνικής παράδοσης μεταδιδόμενα από πατέρα σε γιο τροφοδοτούσε και διατηρούσε ακμαία τη φλέβα εκείνη που απ' τα σπλάχνα της ξεπήδησαν αργότερα η μεγάλη σειρά των Τηνίων καλλιτεχνών —το καμάρι της Ελλάδος— που τίμησαν και δόξασαν το Ελληνικόν όνομα εις την Ευρώπη και που πολυάριθμα έργα τους κοσμούν τις καλλιτεχνικές συλλογές και τις πινακοθήκες της και με το αιώνιο παρόν τους εις την τέχνη, τιμούν επαξίως το όνομα της πατρίδος των εις την ξένη.

Αντριώτες κτίστες (που εγκαταστάθηκαν στο Βόρειο τμήμα της Αθήνας, στη σημερινή συνοικία Νεάπολης) και Τηνιακοί καλλιτέχνες και διακοσμητές μετακαλούνται από τον Όθωνα για την κατασκευή του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας εις δε την κατασκευή των Παλαιών Ανακτόρων γενικός επιστάτης, είναι ο πρακτικός αλλά τέλειος εκτελεστής και εφαρμοστής γλύπτης Αντ. Λύτρας πατέρας του μεγάλου ζωγράφου Νικολάου Λύτρα.

Οι Βαυαροί αρχιτέκτονες, Φρειδερίκος Γκαίρτνερ που εκπόνησε τα σχέδια των Παλαιών Ανακτόρων —1836, ο Χριστιανός Χάνσεν του Πανεπιστημίου—1839, ο Σάουμπερτ, ο Στάουφερτ, Βάιλερ κλπ. και οι βοηθοί τους θα σταθούν έκθαμβοι και με σεβασμό μπροστά στην πείρα και τις τεχνικές γνώσεις των πρακτικών αυτών μαρμαράδων που δεν φοιτήσανε σε καμιά τεχνική σχολή, που επεξεργάζονται με απαράμιλλη λεπτότητα τα διάφορα αρχιτεκτονικά τους μοτίβα και σχέδια κλασσικού ρυθμού και για την ακριβή και απέριττη εφαρμογή τους. Τηνίους καλλιτέχνες χρησιμοποιεί ο έξοχος Έλλην αρχιτέκτων Σταμάτιος Κλεάνθης για τη διακόσμηση του σπιτιού του Αμβροσίου Ράλλη —1835, της αργότερα Αγγλικής πρεσβείας στην πλατεία Κλαυθμώνος που κατεδαφίστηκε προ ετών, καθώς και ο άλλος διαπρεπής αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυτατζόγλου για την κατασκευή του Αρσακείου —1846 και

Page 15: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

του Πολυτεχνείου —1862 και ο Βαυαρός Θεόφιλος Χάνσεν της Ακαδημίας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης —1860, καθώς και των άλλων πολυπληθών μεγάρων των προαναφερθέντων και άλλων αρχιτεκτόνων όπως του Μουσείου, του Ζαππείου, Βουλής των Ελλήνων κλπ. κλπ.

Για πρώτη φορά στην ιστορία ενός κράτους παρατηρείται το θαυμαστό φαινόμενο, μια ανεγειρόμενη και καλλοπιζόμενη πόλις ενός αρτισύστατου κράτους να μη μετακαλεί τεχνίτες και καλλιτέχνες ξένης χώρας, αλλά όλες εν γένει οι αρχιτεκτονικές εφαρμογές, εκτελέσεις και διακοσμήσεις να γίνονται από ντόπιους καλλιτέχνες πράγμα που μαρτυρεί πόσο ζωντανή ήταν η καλλιτεχνική παράδοση μέσα στο αίμα και στο πνεύμα των Τηνίων για να φτάσει ως αυτές τις εθνικές, μπορεί αδίστακτα να πει κανείς καλλιτεχνικές επιτεύξεις.

Μια ακόμη αφορμή της ακμής της τέχνης από την παλιά εποχή ως τα σήμερα στην Τήνο είναι και τα μάρμαρά της.

Τα παλαιά Ανάκτορα, αλλά και τα περισσότερα από τα μεγαλοπρεπή κτίσματα της Οθωνικής εποχής έχουν κατά ένα μέγιστο ποσοστό γίνει από Τηνιακά μάρμαρα. Και τούτο γιατί εις την Ελλάδα των μέσων του 19ου αιώνα που αριθμούσε μόλις ολίγων δεκαετιών ελεύθερη ζωή, η εξόρυξη του Πεντελικού μαρμάρου μόλις αρκούσε για τις ανάγκες της τότε ανοικοδομούμενης Αθήνας. Η δυσκολία της μεταφοράς τους λόγω των μεγάλων αποστάσεων από τη Πεντέλη ως την Αθήνα και από κει εις τον Πειραιά, τα τεράστια έξοδα που απαιτούντο για την μετακόμισή τους στους τόπους του προορισμού των, η έλλειψη εμπείρων τεχνιτών ευνοούσε ανέκαθεν την βιομηχανία των μαρμάρων της Τήνου. Με ελάχιστα έξοδα τα εξορυσσόμενα μάρμαρα έφταναν στη παραλία όπου και κατανέμονταν στα διάφορα εργαστήρια του Πύργου. Εκεί ένα πλήθος τεχνιτών υπό την καθοδήγηση εμπείρων αρχιμαστόρων σκάλιζε τις διακοσμητικές παραστάσεις των παραγγελλομένων έργων. Άλλοτε όμως φορτώνονταν ανεπεξέργαστα στα καΐκια για να μεταφερθούν στις απέναντι πολιτείες της Μικράς Ασίας αλλά και όλης της Βαλκανικής Χερσονήσου και του Ευξείνου πόντου, ως το έσχατο νησάκι του Ελληνικού Αρχιπελάγους για να χρησιμοποιηθεί από Τηνιακούς κυρίως αριστοτέχνες της σμίλης που τα συνόδευαν, για την κατασκευή των δημοσίων και ιδιωτικών μεγάρων, των Μαυσωλείων, την εξωράιση και διακόσμηση των ναών, που η ευγενής άμιλλα μεταξύ των μας παρουσίασε τα διακοσμητικά αριστουργήματα των τέμπλων, των εικονοστασίων, των δεσποτικών και τα άπειρα άλλα διακοσμητικά μοτίβα.

Δεν υπάρχει ναός, τέμπλο, κωδωνοστάσιο, επιτάφια μνημεία, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και σ' ολόκληρη τη Μικρά Ασία, Μακεδονία, Θράκη, Γαλάτσι, Ιάσιο, Οδησσό αλλά και σε πάμπολλα μέρη της Βαλκανικής ενδοχώρας ως την Αίγυπτο ακόμη που να μην έχουν γίνει τα περισσότερα από Τηνιακούς προ παντός καλλιτέχνες.

Γι' αυτό κι αμέσως ύστερα από την απελευθέρωση της Ελλάδος πρώτοι οι Τήνιοι, οι έμπειροι αυτοί τεχνίτες έρχονται και εγκαθίστανται στην Αθήνα που αριθμούσε τότε μόλις ολίγων χιλιάδων πληθυσμόν, την χωρίς καμιά καλλιτεχνική παράδοση και ανοίγουν τα πρώτα Ερμογλυφεία. Πρώτοι οι αδελφοί Ι. και Φρ. Μαλακατές ανοίγουν το πρώτο συστηματικό Ερμογλυφείο στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Κοραή το 1835. Από το Τηνιακό αυτό μαρμαράδικο το μοναδικό στην εποχή του βγαίνουν και τα πρώτα μαστορόπουλα που λίγο αργότερα μαζί με άλλους νεηλύτους της τέχνης που κατάφθαναν απ' την υπόλοιπη Ελλάδα θα απαρτίσουν και το πρώτο μαθητικό προσωπικό τού κατά το έτος 1845 ιδρυθέντος Πολυτεχνείου. Απειρία τεχνιτών και γλυπτών διδάσκονται εκεί την τέχνην του μαρμάρου και το Ερμογλυφείον τους στάθηκε πραγματικά και το πρώτο μεγάλο φυτώριο απ' όπου ξεκίνησαν οι περισσότεροι από τους διαπρέψαντας στην εποχή τους διακοσμητές μαρμαράδες, αλλά και καλλιτέχνες. Όντας εκτελεστές απαράμιλλοι επί τρία τέταρτα του αιώνα ως το 1900 αναλαμβάνουν και επιβλέπουν την ανέγερση όλων των σπουδαιοτέρων και καλλιμαρμάρων μεγάρων, κτισμάτων και μνημείων που υπάρχουν ως τα σήμερα στην Αθήνα και στις επαρχίες, σ' αυτούς δε αναθέτουν και την συγκράτηση του Παρθενώνος που κινδύνευε να καταρρεύσει.

Page 16: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Λίγα χρόνια αργότερα οι αδελφοί Φυτάλαι, οι έξοχοι αυτοί καλλιτέχνες και θεμελιωτές της Ελληνικής γλυπτικής ανοίγουν το δικό τους ανδριαντοποιείο πια στην οδόν Ακαδημίας απέναντι από τη Ζωοδόχο Πηγή. Οι Φυτάλαι εκτελούν και τους ανδριάντας του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' του Πανεπιστημίου και του Κανάρη της πλατείας Κυψέλης. Στο ανδριαντοποιείον τους παίρνουν και τα πρώτα μαθήματα της σμίλης και τελειοποιούνται στην τεχνική του μαρμάρου οι μετέπειτα διαπρέψαντες γλύπτες Φιλιππότης, Βιτσάρης, Βιτάλης και αυτός ακόμη ο ζωγράφος που σπούδασε και γλυπτική αργότερα διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών Γ. Ιακωβίδης.

Μια άλλη γλυπτική εξοχότης του περασμένου αιώνος είναι και ο Δημήτριος Φιλιππότης. Η ζωή του άριστου αυτού γλύπτου μπορεί να πει κανείς είναι πραγματικά ζυμωμένη με το μάρμαρο. Τα έργα του που τα διαπνέει ένας δυνατός ρεαλισμός προδίδουν την αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας από τον τεχνίτη, την αγωνιώδη του προσπάθεια ν' αποσπάσει όσο το δυνατό περισσότερα απ' τα μυστικά της Φύσης. Άφησε πολυάριθμα έργα άριστα σε σύλληψη και εκτέλεση. Ο περίφημος «Ξυλοθραύστης» και τα δύο του μικρά αριστουργήματα ο ψαράς και ο θεριστής που είναι στημένα στο Ζάππειο σταματούν ξαφνικά και εκπλήσσουν τον αμέριμνο περιπατητή για την ομορφιά, τη φυσικότητα και την απέριττο εκτέλεσή τους.

Σύγχρονος του Φιλιππότη είναι και ο Τήνιος καλλιτέχνης Λάζαρος Σώχος ένας από τους πιο δυνατούς γλύπτες του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνος που διακρίθηκε στη Γαλλία, βραβευθείς δεκαεπτά φορές σε διαγωνισμούς και διάφορα Σαλόν στο Παρίσι. Εκτός των άλλων λαμπρών δημιουργιών του, έργον και δωρεά του εις το Έθνος είναι και ο στημένος στην πλατεία του Βουλευτηρίου έφιππος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη που βραβεύτηκε με χρυσόν μετάλλιο στην Παγκόσμια έκθεση των Παρισίων το 1900. Αφού εργάσθηκε ακαταπόνητα και ποικιλοτρόπως για την δόξα και ανάδειξη του ονόματος της πατρίδος του στο εξωτερικό, ο θερμός αυτός και αγνός Έλληνας κατέβηκε στην Ελλάδα με πολλούς φιλέλληνας κι έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897. Για τη μεγάλη αξία και των εμπειρία του κλήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση για την αναστήλωση του Λέοντος της Χαιρώνειας και την επίβλεψη τον εργασιών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Ολυμπία και που τιμώντας τον τόν διόρισε αργότερα καθηγητή της πλαστικής της Σχολής των Καλών Τεχνών όπου αφού δίδαξε δυο χρόνια πέθανε ατυχώς το 1911 εις την ακμή της δράσης του προς μεγάλη θλίψιν του καλλιτεχνικού κόσμου και ζημίαν της τέχνης.

Άλλος διακεκριμένος γλύπτης Τήνιος από τη μητέρα του ήταν ο Ν. Στεργίου που για την έξοχη σπουδή του ο Μαραθώνιος δρομεύς εστάλη για ευρύτερες σπουδές στην Ευρώπη. Τα έργα που μας άφησε μαρτυρούν έναν λεπτότατο ιδεαλιστή με κλασσική αντίληψη του ωραίου και έναν μεγάλης πνοής δημιουργό που θ' ακολουθούσε αναμφισβήτητα τα χνάρια των μεγάλων προκατόχων του Φυταλών, Χαλεπά και Λ. Σώχου, αν σκληρός ο θάνατος δεν τον αποσπούσε απ' τη ζωή. Ένας άλλος ακόμη ρωμαλέος γλύπτης που θα λάμπρυνε με το έργο του το καλλιτεχνικό στερέωμα της Ελλάδος ήταν επίσης ο Τήνιος Λουκάς Δούκας. Το έργο του (ρεαλιστικής σχολής) το χαρακτηρίζει μια αμίμητη ζωντάνια και μια ψυχολογία απαράμιλλη βγαλμένη όχι από τα υπό σπουδή θέματά τους (μοντέλα), όπως άλλοι ρεαλιστές καλλιτέχνες κάνουν, που προσπαθούν να αποσπάσουν την μορφολογία τους από τις ψυχολογικές καταστάσεις των μοντέλων τους, αλλά από μια δική του βαθειά ψυχολογική αίσθηση. Γι' αυτό και το έργο του το χαρακτηρίζει μια αλήθεια μοναδική και ένας ασυνήθιστος παλμός που δεν τον συναντάμε ούτε στο Γάλλο δάσκαλο της ρομαντικορεαλιστικής τέχνης τον Ροντέν. Αν ζούσε ο Δούκας θα άφηνε έργον μέγα εις την περιοχή της τεχνοτροπίας του εφάμιλλο των μεγάλων προκλασικών γλυπτών της Αναγεννήσεως αν όχι πλησίστιο ή και ακόμη ισάξιο του αργότερα διαπρέψαντος Μπεμβενούτο Τσελλίνι.

Εις την τέχνη της γλυπτικής διακρίθηκε και ο αποθανών γλύπτης και καθηγητής του Πολυτεχνείου Αν. Σώχος. Εκτός των άλλων πολλών δημιουργιών του είναι και ο ανδριάντας του Παλαιών Πατρών Γερμανού εις το Μεσολόγγι. Ένας άλλος επίσης αξιόλογος γλύπτης καταγόμενος απ' τη Θράκη και από μητέρα Τήνιος είναι ο αποθανών άλλοτε διευθυντής της Σχολής των Καλών Τεχνών Κωνσταντίνος

Page 17: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Δημητριάδης που βραβεύτηκε στη Διεθνή έκθεση των Παρισίων για το έργο του «Δισκοβόλος» που αντίτυπό του έχει στηθεί στο Ζάππειο, που εκτέλεσε και πολλά άλλα έργα καθώς και ο σύγχρονός μας σιωπηλός σεμνός και αθόρυβος καλλιτέχνης Τήνιος κι αυτός Ιων. Βούλγαρης και ο Ι. Κουλουρής. Την παράδοση των Τηνίων καλλιτεχνών την συνεχίζουν σήμερα επαξίως άλλοι Τήνιοι όπως ο Δ. Περάκης, Ι. Καρπάκης, Λ. Λαμέρας κλπ. εις δε την Αμερική σήμερον διαπρέπει ο ανιψιός του Δ. Φιλιππότη, Αυγουστής Φιλιππότης, δεν ξέρουμε δε τα διάφορα ανά την Ελλάδα εργαστήρια (τα περισσότερα Τηνιακά) τι μας επιφυλάσσουν.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο ύστερα από την μικρή αυτή εισαγωγή να εξηγηθεί γιατί η Τήνος γέννησε και την πιο κορυφαία γλυπτική μορφή των νεωτέρων χρόνων, τον Γιαννούλη Χαλεπά, του οποίου τη ζωή προσπαθούμε να περιγράψουμε.

Page 18: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 19: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ

Στις 14 Αυγούστου 1851 μια από τις πιο μεγάλες νεοελληνικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας τέχνης βλέπει το φως της μέρας στην Τήνο που έμελλε να δοξάσει με το έργο της για άλλη μια φορά το Ελληνικό όνομα και να συνδέσει με χρυσό κρίκο την αρχαία κλασική παράδοση της τέχνης των γλυπτών των χρόνων του Περικλέους με το νεώτερον πνεύμα της Ελληνοχριστιανικής παράδοσης, προσθέτοντας εις την γαλήνια μεγαλοπρεπή και σοφά συγκρατημένη έκφραση των αρχαίων αγαλμάτων, την ένταση της εκφράσεως, που χωρίς όμως ν' αλλοιώνει την τελειότητα των γραμμών (φόρμας) του κάλλους να την συμπληρώνει με την πλούσια επίσης εσωτερική ισορροπία της.

Ένα πνεύμα χριστιανικό, με άυλη εκφραστική ουσία προστίθεται εις το πνεύμα της γλυπτικής των αρχαίων και από το κράμα αυτό γεννιέται μια νέα γλυπτική μορφή (φόρμα).

Εις την αρχαία λιτότητα του κάλλους και των αρμονικών αναλογιών που δεν ανέχεται υπερβολή εκφράσεως, προστίθεται η εκφραστική δύναμις, που χωρίς να θίγει το αρμονικό αυτό κάλλος, φαίνεται σαν να το εξαίρει και να το συμπληρώνει.

Εις την αρχαία αρμονία του εξωτερικού γλυπτικού κάλλους προστίθεται η εσωτερική αρμονία του χριστιανικού κάλλους για να μας δώσει μία συνισταμένη της αρμονίας και ένα έργον όχι πια γήινο, αλλά θείον.

Με το Χαλεπά η γλυπτική τέχνη σημειώνει το απόγειό της.

Παιδί γενεάς λιθοξόων ο Χαλεπάς απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που βλέπει το φως της μέρας στο φωτόλουστο νησί του, έχει κληρονομήσει πολλά απ' τη φλέβα και το πνεύμα της μακρόχρονης γλυπτικής παράδοσης των προγόνων του.

Μωρουδέλι ακόμη και μόλις αρχίζει να περπατά, παντού όπου κι αν το σεργιανίσουν, ακούει συνεχώς στ' αυτιά του τον ξερό και καμπανιστό ήχο των μαντρακάδων να του πλήττουν σαν μια ρυθμική μουσική τα ακουστικά τύμπανα και να το συνοδεύουν λικνιστικά στον ύπνο και στον ξύπνο του. Στο εργαστήριο του πατέρα του που συχνάζει φυσικά από παιδάκι, δεν βλέπει παρά μόνον ανθρώπους του σιναφιού, εργολάβους, μαρμαράδες, σκαλιστάδες, αρχιμαστόρους να συζητούν πάντοτε για εργασίες και ζητήματα του επαγγέλματός των.

Μεγαλώνοντας κι ανάμεσα στα μαθήματα του δημοτικού σχολείου και των παιχνιδιών με τους συνομήλικούς του επισκέπτεται τακτικά το ένα μετά το άλλο τα διάφορα εργαστήρια και μαρμαρογλυφεία της πατρίδος του. Εκεί ο νεαρός Χαλεπάς που η κληρονομικότητα τον έχει προετοιμάσει και η φύση τον έχει προικίσει με μεγαλοφυΐα παρακολουθεί από την τρυφερή του κιόλας ηλικία όλο και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους τεχνίτες

που αφού σημαδέψουν, ευθυγραμμίζουν τους όγκους των μαρμάρων, να χαράζουν αμέσως ύστερα διάφορα σχήματα και ν'

αρχίζουν να σκαλίζουν. Το παιδί παρακολουθεί προσεκτικά την άμορφη πέτρα να μετασχηματίζεται από το υπομονητικό χέρι του καλλιτέχνη, που αποβάλλοντας σιγά-σιγά την περιττή ύλη κάνει ν' αναδυθούν από μέσα της χαριτωμένοι ρόδακες και άκανθες, κιονόκρανα, επιστήλια και μικρά αετώματα Βυζαντινών εικονοστασίων, τέμπλα εκκλησιών και χίλια δυο άλλα μαρμάρινα λεπτουργήματα. Οι όγκοι των μαρμάρων που κατεβάζονται από τα νταμάρια, εδώ στα εργαστήρια του Πύργου μεταβάλλονται μπροστά στα μάτια του παιδιού σε συγκεκριμένα σχήματα, σε ποικίλα αρχιτεκτονικά μέλη και διακοσμητικές μορφές.

Το σπίτι-μουσείο του Χαλεπά

Page 20: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Μνημειακά έργα υψώνονται, δοκιμάζονται και διαλύονται, ανάγλυφα, λήκυθοι και άγγελοι σμιλεύονται, φιλοτεχνούνται μαυσωλεία και επιτάφιοι σταυροί στολισμένοι με λουλούδια και κισσούς που αμιλλώνται σε χάριν και λεπτότητα τα φυσικά και που το πνεύμα του καλλιτέχνη τα σφραγίζει με τη δική του καλλιτεχνική σφραγίδα.

Ζει λοιπόν τα πρώτα νηπιακά και παιδικά του χρόνια οπόταν ο άνθρωπος παίρνει και τις πρώτες άμεσες συγκινητικές και ανεξάλειπτες εντυπώσεις από τη γύρω του ζωή, μαζί με τους απλοϊκούς αυτούς τεχνίτες μέσα σε μια διαρκή ατμόσφαιρα δημιουργιών καλλιτεχνημάτων —όχι άμοιρων αξίας— που η θέα τους ευφραίνει κι εξάπτει τη φαντασία της πρώιμης αυτής καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας. Ταυτόχρονα το παιδί φοιτώντας στο δημοτικό σχολείο πολύ γρήγορα γνωρίζεται με την Ελληνική Μυθολογία. Η κοσμογονία της, οι μάχες των θεών και των Τιτάνων, οι προϊστορικοί πόλεμοι και η Τρωική εποποιία με τους ήρωές της και την άπειρη ποικιλία των επεισοδίων της το ευχαριστούν και το ελκύουν. Τα μελετάει συνεχώς. Αλλά εκεί που το παιδί σταματάει και προσηλώνεται για πολύ, είναι οι εικόνες των βιβλίων του. Αυτά τα ωραία αγάλματα των δώδεκα θεών, των ημιθέων και των ηρώων, αυτά τα γυμνά υπερφυσικά και υπέροχα ανθρώπινα σώματα, αυτές οι μορφές με τις τέλειες γραμμές και την ωραία και ρωμαλέα έκφραση γοητεύουν και μιλούν στην ψυχή του παιδιού που στέκεται εκστατικό μπροστά τους.

Ο γεννημένος γλύπτης νοιώθει ακατανίκητα μέσα του την ανάγκη της μετουσίωσής τους και αρχίζει να τ' αντιγράφει. Τα περιθώρια των βιβλίων του και τα τετράδιά του είναι γεμάτα από σκαριφήματα και σχέδια.

Ο πατέρας του Χαλεπά (Γιάννης κι αυτός το όνομα) διατηρεί ένα από τα πιο μεγάλα μαρμαρογλυφεία της Τήνου και είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους τεχνίτες της εποχής του. Παίρνει συνεχώς παραγγελίες απ' όλα τα μέρη της ελεύθερης και Τουρκοκρατημένης Ελλάδος και τις Ελληνικές παροικίες, τόσον της Βαλκανικής χερσονήσου όσον και των παροικιών που βρίσκονται στα παράλια του Ρωσικού Ευξείνου Πόντου. Από το εργαστήριό του βγαίνουν αξιόλογες διακοσμητικές εργασίες. «Μερικές εργασίες του εργαστηρίου του πατέρα του» γράφει ο κ. Στρατής Δούκας που ερεύνησε το οικογενειακό αρχείο των Χαλεπάδων1

1) Μαρμάρινα υλικά, κολώνες, παράθυρα κ.τ.λ. Ναού Εισοδίων Θεοτόκου στα Αλάτσατα Μ. Ασίας... 1861.

«εδώ μόνο, εκτός από τις εργασίες του στη Ρουμανία, βεβαιωμένες από συμβόλαια.

2) Τέμπλο Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Σμύρνης... 1871. 3) Τέμπλο εις Αλάτσατα της Μ. Ασίας ναού Εισοδίων Θεοτόκου... 1873. 4) Μνημείο μαρμάρινο στη Σμύρνην... 1873. 5) Τέμπλο μονής Αγίου Λουκά εις Βαρβάσιον Χίου... 1876. 6) Τέμπλο εις Πάμφυλα Μυτιλήνης... 1879. 7) Μαρμάρινο εικονοστάσιο και κουβούκλιο Αγίας Τραπέζης μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου

Όρους... 1886. 8) Εργασίες στη μονή Ζωοδόχου Πηγής Χανίων Κρήτης... 1888. 9) Κουβούκλιο εικονοστασίου Μυρτιδιωτίσης στο Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς... 1890. 10) Στο Ναό Κύμης προσθήκες... 1891.

Στην εκκλησία «Αγία Βαρβάρα στα Πάμφυλλα ένα χωριό ολίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη, προς τα βόρεια παράλια —το τέμπλο είναι καμωμένο όλο από μάρμαρο με επίχρυσα κοσμήματα κλασικιστικού ρυθμού. Κολώνες και κιονόκρανα κορινθιακά, πλαισιώνουν τα τοξωτά ανοίγματα, όπου μπαίνουν οι μεγάλες εικόνες και κρατούν επιστύλια με ανάγλυφους κλάδους δάφνης και άλλα κοσμήματα και συνηθισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, φουρούσια, έλικας κ.τ.λ. Κάτω αριστερά στη βάση

1 Στρατή Δούκα: Γιαννούλης Χαλεπάς. Νέα Βιογραφικά σελ. 24.

Page 21: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

της Ωραίας Πύλης, με τους δύο κίονες, υπάρχει σκαλισμένη επιγραφή με κανονικά κεφαλαία γράμματα: ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ, ΤΗΝΙΟΣ, ΕΠΟΙΕΙ».

Το ότι ο πατέρας του Χαλεπά ήταν απ' τους λίγους και τους πιο δυνατούς καλλιτέχνες του μαρμάρου της εποχής του μας το βεβαιώνουν και τα ενθουσιώδη λόγια του Αλατσατιανού Κ. Α. Βλάμου Οικονόμου που γράφει1

Για κοίταξε τα χέρια μου, έχουν κάνει κάλους. Θα ήθελες να έχεις και συ τέτοια χέρια άγρια και σκληρά; Ε, παιδί μου;... Πιστεύω πως όχι.

«Το μόνον από καλλιτεχνικής απόψεως σημαντικό του ναού των Εισοδίων εγκαλλώπισμα ήταν το μαρμάρινο εικονοστάσι του Τηνίου μαρμαρογλύφου Ιωάννου Χαλεπά (1872). Και πιο κάτω συνεχίζοντας αναφέρει ότι, στον περίβολο της ιδίας εκκλησίας που το Ανατολικό του μέρος χρησιμοποιείτο για νεκροταφείο «υπήρχε το μνημείον του Χατζηγιάννη Μπιτζέ: επιτάφιος οβελίσκος μαρμάρινος, φέρων επί της πρόσθιας πλευράς εν μικρώ στρογγύλω πλαισίω ανάγλυφον την προσωπικήν προτομήν αυτού. Το μνημείον κατεσκευάσθη δαπάνη του υιού του Γεωργίου υπό του Ι. Χαλεπά».

Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ο μικρότερος αδελφός του Χαλεπά Πραξιτέλης, συνεχίζοντας την προγονική τους τέχνη έκανε τα σχέδια και του τρίτου μεγάλου Ναού των Αλατσάτων του Αγίου Κωνσταντίνου, που θεμελιώθηκε το 1901 και αποπερατώθηκε τα 1914. Να τι γράφει: «Ο ναός ανηγέρθη κατά σχέδιον του αρχιτέκτονος Πραξ. Ι. Χαλεπά εις ρυθμόν βυζαντινόν μετά θόλου, κτίσμα λιθόκτιστον και μεγαλοπρεπές, προοιωνιζόμενον ναόν αντάξιον των θυσιών και προσδοκιών των οικίων ενοριτών».

Και όμως από το επάγγελμά του δεν μένει ευχαριστημένος ο κουρασμένος από τη βαριά και κοπιαστική δουλειά τού μαρμαρά πατέρας του. Τον περισσότερο καιρό βρίσκεται στα ξένα για την επίβλεψη και την αποπεράτωση των εργασιών που αναλαμβάνει. Κάθε φορά που ξαναγυρίζει στον Πύργο, βλέπει τον μικρόσωμο και λεπτοκαμωμένο Γιαννούλη να παρακολουθεί τακτικότατα και με ζήλο τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου και ακούγοντας συνεχώς τα κολακευτικότερα λόγια από τους δασκάλους του για την εξυπνάδα του σκέπτεται ότι μια τέτοια ευφυΐα καλά θα ήταν να τραπεί και να σταδιοδρομήσει στο εμπόριο.

Και ένα μεσημέρι που ο πατέρας του όντας στο χωριό βρισκόταν στο εργαστήριό του, ο μικρός Γιαννούλης φεύγοντας απ' το σχολείο πέρασε όπως συνήθιζε να κάνει από το μαρμαράδικό τους. Πλησίασε πηδώντας και με χαρά τον πατέρα του και ανοίγοντας τα βιβλία του τούδειχνε ενθουσιασμένος τους βαθμούς του. Ο πατέρας του βλέποντάς τον άφησε τη δουλειά του, κάθισε να ξεκουραστεί πάνω σ' ένα μάρμαρο κι αφού έσκυψε και είδε τους βαθμούς του, του λέει έπειτα ευχαριστημένος.

— Γιαννούλη βλέπεις παιδί μου πόσο κουράζονται οι μαρμαράδες;

Και σηκώνοντας το χέρι έδειξε με τα δάχτυλο μερικούς τεχνίτες που μετακόμιζαν κείνη τη στιγμή με λοστούς και κατρακίλια ένα τεράστιο τετράγωνο μάρμαρο στη ρεμίτζα του εργαστηρίου για την κατασκευή ενός μνημείου.

— Γι' αυτό πρέπει να μάθεις γράμματα και να μη γίνεις και συ μαρμαράς και να κουράζεσαι έτσι.

Έχοντας δε στο νου του ότι τόσοι κόποι και τόση σκληρή εργασία δε του άφηναν όσα έπρεπε κέρδη, ο καταπονημένος απ' το επάγγελμά του πατέρας του απλώνοντας τις παλάμες του συνέχισε.

1 Κων. Βλάμου Οικονόμου, ΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ, εκδ. Μ· Τριανταφύλλου, Θεσσαλονίκη 1946 σελ. 40.

Page 22: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και σηκώνοντας το δεξί του χέρι, χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά του παιδιού του και σκύβοντάς του αφού το φίλησε, πρόσθεσε.

— Ε, τι λες;...

Όλο αυτό το διάστημα που του μιλούσε ο πατέρας του, ο Γιαννούλης παρακολουθούσε τους μαρμαράδες που μετακινούσαν το μάρμαρο. Και κάθε φορά που το μάρμαρο προχωρούσε μπροστά ύστερα απ' τις ρυθμικές και συνδυασμένες προσπάθειες των μαρμαράδων το σώμα του παιδιού έπαιρνε αυτόματα και την ενεργητική προς τα μπρος κίνηση του σώματός τους.

Χοπ... χοπ, μουρμούριζε το παιδί, ικανοποιημένο και γεμάτο ευχαρίστηση.

— Έπειτα θα σε στείλω να γίνεις έμπορος, συνέχισε ο πατέρας του. Όταν τελειώσεις το δημοτικό θα σε στείλω στο ελληνικό σχολείο της Σύρου να μάθεις κι άλλα γράμματα που θα σε βοηθήσουν πολύ στη ζωή κι έπειτα θα ιδούμε.

Το παιδί δε μιλούσε παραδομένο ολόψυχα στο θέαμά του. Ύστερα από λίγο διακόπτοντας τη σιωπή του του λέει:

— Και όταν γίνω έμπορος δε θα κουράζομαι πατέρα;

Παραξενεμένος ο πατέρας του ξαφνιάστηκε απ' την στοχαστική απάντηση του παιδιού.

— Ναι, αλλά όχι τόσο πολύ του απαντάει. Τα δικά σου χεράκια, δεν είναι σωστό να τ' αφήσω να πελεκάν τα μάρμαρα. Δεν πρέπει μουρμουρίζει ανάμεσα απ' τα δόντια του.

Κι αφού στάθηκε κάμποση ώρα συλλογισμένος, σηκώθηκε και τελειώνοντας του λέει.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι να διαβάσεις.

Μα ο μικρός Γιαννούλης, φεύγοντας απ' τον πατέρα του έτρεξε κοντά στους τεχνίτες. Άρχισε να τριγυρίζει ανάμεσα απ' τα διάφορα μάρμαρα και μνημεία κι αφού στάθηκε με θαυμασμό μπροστά σε μια επιτάφια στήλη μ' έναν ανάγλυφο άγγελο, πλησίασε ένα τεχνίτη που σκάλιζε ένα κόσμημα και στάθηκε από πάνω του προσέχοντας και όλο και πλησίαζε πιο κοντά.

— Πιο μακριά Γιαννούλη του λέει. Φύγε από κοντά μη σε κτυπήσει καμιά πέτρα.

Ο μικρός παραμέρισε λίγο, εξακολουθώντας να παρακολουθεί με προσοχή και ενδιαφέρον τον τεχνίτη.

— Σ' αρέσει Γιαννούλη η άκανθα αυτή; του λέει.

— Όχι, του απαντάει.

— Και γιατί, τον ρωτάει, ρίχνοντας έκπληκτος στον μικρό, μια λοξή ματιά.

— Δεν είναι ωραίο, του λέει, εγώ θα μάθω να φτιάνω καλλίτερα.

— Αλήθεια; του απαντάει χαμογελώντας.

— Ναι, αλήθεια.

Page 23: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Για κοίταξε, εγώ ξέρω πιο καλά πράγματα να σχεδιάζω. Και ανοίγοντας την ιχνογραφία του, άρχισε να του δείχνει διάφορα κοσμήματα, σκίτσα και σχέδια που είχε κάνει.

— Ο τεχνίτης σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταζε τα σχέδια του μικρού μη πιστεύοντας στα μάτια του.

— Εσύ τα έκανες αυτά Γιαννούλη! Μπράβο Γιαννούλη!

— Γιαννούλη... δε σου είπα να πας στο σπίτι; Ακούγεται τώρα θυμωμένη η φωνή του πατέρα του, που έβλεπε πως απασχολούσε τον τεχνίτη. Γρήγορα στο σπίτι.

Και ο Γιαννούλης αναγκάζεται τότε να φύγει δύστροπα και σιωπηλός.

Έτσι και έγινε. Αφού ο Γιαννούλης τελείωσε το δημοτικό ο πατέρας του τον έστειλε στο ελληνικό σχολείο Τήνου όπου τελείωσε το Σχολαρχείο και μια Γυμνασιακή τάξη. Εν τω μεταξύ μιλάει συνεχώς στο Γιαννούλη για τα πλεονεκτήματα του εμπορίου· μα ο Γιαννούλης τ' ακούει αδιάφορος.

Για το Γιαννούλη που τώρα αρχίζει να μπαίνει στις κλασσικές σπουδές και τον κόσμο του ωραίου και της τέχνης αυτό είναι κάτι το ακατανόητο.

Στο σχολείο του αριστεύει και η προσφιλής του ασχολία όταν δεν τον απασχολούν τα μαθήματά του και η μελέτη των αρχαίων δραμάτων, μελέτη που ποτέ δεν εγκατέλειψε, είναι να πλάθει συνεχώς στον πηλό μικρά αγαλμάτια και να ασχολείται με το σχέδιο. Και όταν ακούει τον πατέρα του να του λέει και να του ξαναλέει να τον κάνει έμπορο ερεθίζεται και του απαντάει:

— Δεν είμαι εγώ πλασμένος για έμπορος πατέρα. Βγάλ' το απ' το νου σου αυτό. Εγώ θα γίνω γλύπτης.

Ο πατέρας του όμως δεν θέλει να το καταλάβει. Φιλοδοξεί να τον κάνει έμπορο κι όταν έκρινε ότι τα γράμματα που έμαθε ο Γιαννούλης είναι αρκετά για να τον κάνουν έναν καλόν έμπορο θέλει να τον στείλει υπάλληλο κι αρχίζει να τον πιέζει.

Καθημερινώς δημιουργούνται επεισόδια μεταξύ πατέρα και γυιού.

Ο Γιαννούλης αρνείται, φωνάζει και επαναστατεί. Μα ο πατέρας του είναι αμετάπειστος και παρ' όλους τους θυμούς και τις διαμαρτυρίες του, ο Γιαννούλης αναγκάζεται να φύγει τελικά για τη Σύρο όπου μπαίνει υπάλληλος στο κατάστημα του συμπατριώτη τους Γαΐτου.

— Αυτή η δουλειά δεν είναι για μένα, ξεφωνίζει αδημονώντας και γεμάτος οργή ο Γιαννούλης στον πατέρα του κάθε φορά που ξανάρχεται στο σπίτι.

— Θα μείνεις εκεί που σ' έστειλα, ακούγεται σκληρή κι επιτακτική η φωνή του πατέρα του. Αυτό ερεθίζει πιο πολύ τον Γιαννούλη που ξαναγυρίζει στο κατάστημα γεμάτος νεύρα. Εκεί όμως δείχνει μια τέτοια αδιαφορία και κάθε δουλειά που του αναθέτουν την κάνει με τέτοια βαριεστιμάρα κι απροσεξία, που γρήγορα απογοητεύει τους προϊσταμένους του.

Οι παρατηρήσεις αρχίζουν να πέφτουν βροχή.

Ο Γιαννούλης δεν τους μιλάει, αλλά και δεν εννοεί να συμμορφωθεί. Όσο τον παρατηρούν τόσο αυτός εκνευρίζεται και πεισμώνει.

— Τι γυρεύω εγώ εδώ αναρωτιέται κάθε τόσο. Και αναθυμάται αμέσως το μαρμαράδικο του πατέρα

Page 24: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

του και τις προσφιλείς καλλιτεχνικές ασχολίες του και μελέτες.

Μα έφτασε κι ο καιρός που ο προϊστάμενός του είχε χάσει κι αυτός την υπομονή του. Και μια μέρα του λέει:

— Βρε τεμπέλη, εγώ σου μιλάω κι εσύ αδιαφορείς. Δε σου είπα να καθαρίσεις τις βιτρίνες όταν γυρίσεις; Τι αναισθησία είναι αυτή;

Αυτό ήταν το τελευταίο ράπισμα για το Γιαννούλη. Εξαγριωμένος τον κοιτάζει βλοσυρά, παρατάει αμέσως τσίτια, πήχες, υφάσματα και κλωστές και αψηφώντας τις συμβουλές και την οργή του πατέρα του ξαναγυρίζει στο σπίτι του στην Τήνο.

Ο πατέρας του το μαθαίνει και πηγαίνει στο σπίτι αναστατωμένος.

Μα ο Γιαννούλης είναι εξαγριωμένος και κάνει σαν τρελός.

— Τι έκανες, του λέει. Γιατί...

— Δεν ξαναπατάω το πόδι μου εκεί, κι ότι θέλεις κάνε. Δε θα γίνω γω δούλος του καθενός. Θα φύγω απ' το σπίτι και θα πάω να πιάσω δουλειά αλλού... σ' άλλο μαρμαράδικο. Φτάνει... Φτάνει πια... Ξέγραψέ το...

Η ερεθισμένη φωνή του τραντάζει την ατμόσφαιρα του δωματίου και σχίζοντας τον αγέρα αντιλαλεί στα γύρω σπίτια και φτάνει συριστική και παλμώδης ως τα πέρατα του δρόμου.

Η κυρά-Ελισσάβετ του Σαμούχου η γειτόνισσά τους που περνούσε κείνη τη στιγμή μπροστά απ' το σπίτι των Χαλεπάδων με τη στάμνα της γεμάτη νερό, ακούγοντας τα τρομερά ξεφωνητά του Γιαννούλη σταμάτησε ξαφνιασμένη στη μέση του δρόμου πιο πέρα απ' το σπίτι τους και αρχίζει ν' αφουγκράζεται.

Κοιτάζει με μάτι πλανώμενο γύρω της, ρίχνοντας κάθε τόσο φευγαλέες ματιές στο σπίτι των Χαλεπάδων.

— Τι άγριες φωνές είναι αυτές; Γιατί μαλώνουν; τι έχουν να μοιράσουν; αναρωτιέται.

Και καθώς στέκει ασάλευτη με τη στάμνα στα πόδια της, δείχνοντας την αδιάφορη, αλλά με τ' αυτιά

Page 25: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

προσηλωμένα για να ξεχωρίσει τα λόγια τους, βλέπει ξαφνικά την πόρτα του αντικρινού σπιτιού ν' ανοίγει και να βγαίνει αλαφιασμένη έξω την Κυρά-Μαρουλιώ του Φιλιππότη.

— Α! εσύ εδώ κυρά-Μαρουλιώ; Μα τι φωνές και κακό είν' αυτό. Ποιος μαλώνει;

— Μμμ, ξέρω κι εγώ. Κάτι συμβαίνει στους Χαλεπάδες.

— Πατέρα σε παρακαλώ, ακούγεται τώρα παρακλητική η φωνή του Γιαννούλη, πάψε να επιμένεις. Δεν το καταλαβαίνεις ότι δε μπορεί να παραμείνω και να προκόψω σε μια δουλειά που δε μ' αρέσει,

— Πατέρα... πατέρα θέλεις λοιπόν το κακό μου;

Η μητέρα του συγχυσμένη απ' το φόβο της προσπαθεί να ησυχάσει το Γιαννούλη, που είναι έξω φρενών.

Μπροστά στην ορμητική και παράφορη αυτή έξαψή του ο πατέρας του μαλακώνει και υποχωρεί. Βλέπει άλλως τε το ανώφελο των προσπαθειών του και έπειτα αγαπά το παιδί του.

— Καλά τότε, τι θέλεις να σπουδάσεις τον ρωτάει, λίγο αργότερα ο πατέρας του, αφού ηρέμησαν. Γλυπτική ή ζωγραφική.

— Γλυπτική του απαντάει αμέσως ο Γιαννούλης.

Και ξαναπιάνει αμέσως δουλειά στο μαρμαράδικο του πατέρα του.

~οο0οο~

Από πολλά χρόνια είχε αποκτήσει το δικό του μαντρακά. Και από πολύ πριν η διακοσμητική τέχνη που αμιλλώνται ευγενικά οι αρχιμαστόροι, έχει αντιπαρέλθει από τα χέρια του γεννημένου καλλιτέχνη σαν κάτι τι που κατακτήθηκε ήδη με το μάτι. Δεν έχουμε δείγματα των πρωτολείων του. Αλλά πολύ γρήγορα οι μικροί άγγελοι των εικονοστασίων και τα ανάγλυφα των επιταφίων μνημείων έγιναν το κύριο αντικείμενο των μελετών του.

Δεκατεσσάρων χρονών ασχολείται με πιο σύνθετες εργασίες. Την τεχνική του μαρμάρου την κατέχει πια και την παίζει στα δάχτυλα. Και μια μέρα ο ιδιόρρυθμος και ανήσυχος καλλιτέχνης μεταφέρει στον κήπο του σπιτιού τους ένα κομμάτι μαρμάρου. Εκεί ξεμοναχιασμένος εργάζεται πάνω του μήνες ολόκληρους για την κατασκευή ενός μικρού κωδωνοστασίου.

Αυτή η εργασία στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δώσει συγκεκριμένη μορφή σε μια αρχιτεκτονική του σύλληψη, με αρμονίες αναλογιών όσον το δυνατόν απέριττες.

Για να υψώσει κανείς ένα αρχιτεκτονικό έργο σε φυσικό μέγεθος, προϋποθέτει τέλεια γνώση της στατικής και μέγα καλλιτεχνικό αισθητήριο ως προς το μοίρασμα των όγκων και των αναλογιών και την επεξεργασία των διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών, έτσι που η σοφή κατανομή τους, να μας παρουσιάζει από το βάθρο ως την κορυφή του ένα αρμονικό σύνολον, ώστε η εντύπωση του θεατή να είναι η ίδια με κείνην που του προκαλεί όταν βλέπει ένα κυπαρίσσι ριζωμένο σταθερά στη γη που άλλοτε γέρνοντας και άλλοτε ορθούμενον και αψηφώντας τους ανέμους μας υποβάλλει με τους ψιθύρους, τους ήχους και τις εναλλαγές των φωτοσκιάσεών των την ιδέαν της μουσικής.

Μπορεί να μαντεύσει κανείς πόσους κόπους θα κατάβαλε, πόσα προπλάσματα και μελέτες θα έκανε

Page 26: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ο Χαλεπάς πάνω στο αρχιτεκτονικό αυτό πρωτόλειο για να το θεωρήσει τέλος με ικανοποίηση, ευχαριστημένος απ' τον εαυτό του που θα μπορούσε να παρουσιάσει στους άλλους μια δική του πρωτότυπη εργασία.

Αλλά όταν ρώτησε μια θεία του πόσο εκτιμάει το έργο αυτό, η αφελής κι ανύποπτος θεία του θέλοντας να τον πειράξει και παίζοντας λόγω της ηλικίας του, του λέει:

— Εκατό δεκάρες.

Αυτό ήταν ένα ξαφνικό, ανέλπιστο και συντριπτικό χτύπημα για τον νεαρό και ευαίσθητο καλλιτέχνη. Μήνες εργαζόταν προσηλωμένος συνεχώς πάνω στο έργο αυτό, τόχε αγαπήσει ήταν υπερήφανος που τελείωσε ένα τέτοιο αρχιτεκτόνημα σε μικρογραφία κι όπου είδε τέλος τα διακοσμητικά και αρχιτεκτονικά του όνειρα να παίρνουν συγκεκριμένο σχήμα και να ικανοποιούν πρώτα αυτόν.

Και τώρα να, που μια θεία του του λέει ότι αξίζει μόνον εκατό δεκάρες.

Ο Γιαννούλης ξαφνιάζεται και τα χάνει· ύστερα κοκκινίζει απ' το θυμό του. Δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί.

— Με πειράζεις θεια.

— Καθόλου. Και γιατί, του λέει πειρακτικά βλέποντας το θυμό του Γιαννούλη.

— Δε σου φαίνεται, του λέει, ότι πρώτα πρέπει να πελεκάς καλά τα μάρμαρα και να τα ισώνεις, κι έπειτα να καταπιάνεσαι με τέτοιες λεπτοδουλειές που θέλουν γερό και μαστορικό χέρι.

— Ώστε έτσι λοιπόν της λέει.

Όσο η θεία του τον βλέπει να θυμώνει, τόσο περισσότερο της έρχεται η διάθεση να τον ερεθίσει. Τώρα αρχίζει να τον κοιτάζει ειρωνικότερα.

— Πήγαινε πρώτα να πάρεις μαθήματα, πολλά μαθήματα κοντά στους μεγάλους, κι έπειτα καταπιάνεσαι με τέτοια έργα.

— Ώστε έτσι λοιπόν της λέει. Το εκτιμάς μόνον εκατό δεκάρες... δηλαδή δεν αξίζει τίποτα!

Και ο καλλιτέχνης που εργάστηκε πάνω σ' αυτό ολόψυχα, στην αρχή εκπλήσσεται, εξοργίζεται και αναστατωμένος απ' την απάντηση αρπάζει το μαντρακά του. Να, λοιπόν τότε, και δίνοντας μια μετά την άλλη το κάνει χίλια κομμάτια.

Η θεία του που βλέπει το Γιαννούλη να το σπάει ταράζεται.

— Μη, μη του λέει, κοιτάζοντάς τον με ορθάνοιχτα τα μάτια της και απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια της. Αλλά είναι αργά πια.

— Αχ, αχ γιατί, τι έκαμα λέει φεύγοντας ανάμεσα από τα δόντια της. Δεν έπρεπε να τον προσβάλλω έτσι.

Στον καλλιτέχνη, που όλη του η ζωή ήταν μια αδιάκοπη προσπάθεια για την κατάκτηση της ουσίας του αληθινά ωραίου, αυτή η απάντηση γεννά μέσα του ασυναίσθητα τα πρώτα σπέρματα της αμφιβολίας. Και ενώ τον ερεθίζει από την άλλη πλευρά τον ακονίζει και τον κάνει πιο προσεκτικό και

Page 27: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

απαιτητικό απ' τον εαυτό του. Η κατάσταση αυτή σιγά, σιγά θα τον μπάσει στην περιοχή της ψυχολογίας με τα προβλήματά της, που η Μήδεια θα του γίνει το αίνιγμά του.

Αργότερα μια παρόμοια σκηνή θα επαναληφθεί με την κ. Αφεντάκη που του είχε παραγγείλει το άγαλμα της «Κοιμωμένης».

Όταν η κ. Αφεντάκη, όπως θα δούμε πιο κάτω, μπαίνοντας στο εργαστήριό του είδε το πρόπλασμα της κόρης του στον πηλό, η άπειρη από τέχνη αστή, ίσως να περίμενε νατουραλιστική τέχνη και τη μορφή της κόρης της φυσικότερη —πλαγιασμένη πιο διαφορετικά και με το κεφάλι πιο γυρτό κατά τα λεγόμενα του αδελφού του Ν. Χαλεπά— ο ευέξαπτος Γιαννούλης αρπάζοντας ένα λοστό τον έμπηξε στον πηλό και χώρισε το άγαλμα στη μέση.

Και όπως θα δούμε η Αφεντάκη κατάλαβε το λάθος της, ζήτησε συγγνώμη και τον παρακάλεσε να τελειώσει το έργο του.

~οο0οο~

Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες ο Χαλεπάς ήταν φύση θηλυκή, αισθηματική, εγωιστική και ονειροπόλα. Η συνεχής του προσπάθεια να δώσει συγκεκριμένη μορφή στα πλαστικά και συναισθηματικά του όνειρα, η συνεχής αναζήτηση του απόλυτα ωραίου εις την τέχνη, τον απομονώνει απ' τους άλλους ανθρώπους και τον κάνει νευρικό.

Μεταξύ της απτής πραγματικότητος και της διαρκούς αναζητήσεως των πλαστικών μέσων που αυτή η πραγματικότητα μετουσιωμένη και αποκαθαρμένη μέσω της ψυχής του καλλιτέχνη θα ξαναδοθεί στους ανθρώπους υπό μορφή εικαστικών αριστουργημάτων μεσολαβεί το όνειρο.

Το όνειρο αυτό δεν είναι παρά ο ενοραματικός κόσμος του καλλιτέχνη, που δίνεται από αυτόν υπό την συγκεκριμμένην μορφήν των καλλιτεχνημάτων.

Γι' αυτό και ο καλλιτέχνης ζει μια διπλή ζωή, τη ζωή του πρακτικού ανδρός και του ανθρώπου του διαρκώς ονειρευομένου.

Αυτό είναι που ανάγκασε τον Γύζην να ομολογήσει μέσα στις επιστολές του:1

Σαν καλλιτέχνης λοιπόν ο Χαλεπάς είναι όπως προείπαμε φύση αισθηματική θηλυκή και ονειροπόλα και σαν τέτοια αναγκαστικά κρατημένη μέσα στα πλαίσια της αρετής και της αγνότητας. Ένας ερωτευμένος καλλιτέχνης και μάλιστα μεγαλοφυής, δε βλέπει το αντικείμενο της λατρείας του όπως όλοι οι άλλοι κοινοί θνητοί, αλλά σαν ένα είδωλο που αντιπροσωπεύει ότι το τελειότερο σε πλαστικότητα, κάλλος και αρετή, δηλαδή σε ψυχικότητα έχει ονειρευτεί ο καλλιτέχνης. Πλησιάζει το ίνδαλμά του και το βλέπει κυρίως πρώτα σαν κάλλος, σαν Τέχνη. Εκείνο που ο κοινός θνητός το βλέπει φυσιολογικά —όσο ωραίο και αν είναι σαν ένα πλάσμα με απώτερες βλέψεις του την ένωση και με προορισμό την διαιώνιση του είδους, στον Καλλιτέχνη είναι κάτι άλλο. Μια υπεραισθητή ουσία κάλλους θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς. Αν και τα κίνητρα είναι σεξουαλικά, όμως ο

«Δι' εμέ ο κόσμος είναι νοερόν τι. Ζω με το παρελθόν και το μέλλον. Δια το ενεστώς δεν ευρίσκω καιρόν...». Και αλλού «Για τον εαυτόν μου μπορεί να πει κανείς ότι είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε όλη του τη ζωή διαρκώς ονειρευόμενος...».

~οο0οο~

1 Γράμματα Γύζη, Έκδοσις Εκλογής 1953 σελ. 224.

Page 28: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αυτοσκοπός δεν είναι αποκλειστικά η ένωση. Το συναναστρέφεται και το θεωρεί. Ζει τη ζωή του ερωτευμένου, αλλά όλος ο ίμερος απωθείται μέσα του. Πλησιάζει αγγίζει και απομακρύνεται από το πλάσμα που αγαπά, το θεωρεί σαν κάτι τι το τέλειο. Γι' αυτό και όλος ο ίμερος μεταβάλλεται μέσα του σ' έναν φλογερό ερωτισμό.

Και όλος αυτός ο ανικανοποίητος ερωτισμός κρατεί τον καλλιτέχνη μέσα σε μια διαρκή μετεώριση (όνειρο) και αγώνα με τον εαυτό του. Και κείνο που διστάζει ή εμποδίζεται από εξωτερικά αιτία όπως στην περίπτωση του Χαλεπά και δε μπορεί να το κάνει πράξη εις την ζωή, το μεταφέρει τότε εις την Τέχνη και το κάνει ουσία τραγουδιού, διηγήματος ή μουσικής.

Βέβαια αυτό δεν είναι κανών, κάθε καλλιτέχνης έχει και την δική του περίπτωση. Αλλά στην καλλιτεχνική και μέχρι υστερίας φύση του Χαλεπά ο ανικανοποίητος αυτός ερωτισμός θα μεταβληθεί σε αιθέριες καμπύλες γραμμών με μια απερίγραπτης διαφάνειας πτύχωση κλασσικής λιτότητας, όπου σώμα και εσθής αδιαχώριστα και παλλόμενα από εσωτερική ζωή θα δίνουν εις τον θεατή όλα τα υπερούσια όνειρα του καλλιτέχνη εν είδει ερωτικής ποίησης εις την πέτρα.

Και αι κανιστροφόροι και οι έφηβοι του Παρθενώνος θα κατέβουν απ' το ύψος του διαζώματός των για ν' αντικρύσουν γι' άλλη μια φορά το καινούργιο νεοελληνικό θαύμα, τους νεώτερους αδελφούς των, τους «Αγγέλους» του, την «Κοιμωμένην» του, τη «Φιλοστοργία» κλπ. για να τους μιλήσουν φιλικά και να ευχαριστήσουν τον Ουρανό για την ανάσταση του Φειδιακού πνεύματος στην Ελλάδα του 20ου αιώνος με το Χαλεπά.

~οο0οο~

Ο έρως ρίχνει τα πρώτα βέλη στην καρδιά του Χαλεπά όταν είναι δεκαπέντε χρονών. Ερωτεύτηκε σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγγενών του μια πρωτοξαδέρφη του.

Στη μικρή κοινωνία ενός νησιού σαράντα χρόνια μετά την απελευθέρωση που μέσ' την οικογένεια οι πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγενείς θεωρούνται σαν μέλη της ιδίας οικογενείας, όπου τα ήθη ήταν αυστηρά και τα έθιμα και οι οικογενειακές παραδόσεις σεβαστές, ένας τέτοιος έρως θα ήταν σκάνδαλο και θα προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια των επιφυλακτικών νησιωτών.

Η οικογένειά του για να τον απομακρύνει από την πρωτοεξαδέλφη του, κόρη του θείου του Λαμπαδίτη, αναστατωμένη από το γεγονός αποφασίζει να τον στείλει στη Σμύρνη κοντά στα θείο του Ζαφείρη, αδελφό του πατέρα του, που είχε αναλάβει και εκτελούσε εκεί μαρμαρογλυπτικές εργασίες. Μα καθώς ανέβαινε στο βαπόρι ο ερωτευμένος, απογοητευμένος και εξημμένος νεαρός Χαλεπάς πέφτει στη θάλασσα ν' αυτοκτονήσει. Τον ανέσυραν και με την πειθώ τον ανάγκασαν να συνεχίσει το ταξίδι. Μα όταν έφτασε στη Σμύρνη αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει για δεύτερη φορά, πράγμα που ανάγκασε το θείο του Ζαφείρη να τον ξαναστείλει στην Τήνο.

Στο σημείο αυτό οι πληροφορίες για το πρόσωπο που αγάπησε παρουσιάζονται συγκεχυμένες γιατί άλλοι μιλάνε όχι για την εξαδέλφη του, ενώ άλλοι για κάποια νόθο κόρη της Τήνου και που ίσως η οικογένειά του το διέδωσε για να μην εκτεθεί στα μάτια των συγχωριανών της.

Η διπλή αυτή απόπειρα αυτοκτονίας θα τρόμαξε τους δικούς του. Η οικογένεια δε μπορεί να αντιληφθεί ότι ο ερωτευμένος καλλιτέχνης δεν υποφέρει τόσο από ίμερον όσο γιατί τον απόσπασαν τόσο βίαια από το ερωτικό του όνειρο.1

1 Ηλία Ζιώγα, Γιαννούλης Χαλεπάς, Εκδόσεις Λουκάτου. Αθήνα 1941, σελ. 21.

Page 29: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ύστερα από το επεισόδιο αυτό ο πατέρας του για να τον απομακρύνει οριστικά από τον νεανικό αυτόν έρωτα που τους δημιούργησε τόσον τρόμο κι ανησυχίες φεύγει το 1869 για τη Τήνο με την οικογένειά του και εγκαθίσταται στην Αθήνα ικανοποιώντας έτσι και την αξίωση του Γιαννούλη να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο.

Και ο νεαρός έφηβος που μέσα του έκαιγαν δυο φλογερές μπερδεμένες φωτιές ξέχασε σε λίγο τον νεανικό έρωτά του, γιατί μέσα του άρχισε να φουντώνει και να φεγγοβολά δυνατά και να τον εξουσιάζει η φωτιά του άλλου εκείνου έρωτα που του μιλούσε πιο άμεσα στην ψυχή· του έρωτα της Τέχνης.

Τον ίδιο χρόνο εγγράφεται στο Πολυτεχνείο. Την ζωή τον αρχαίων Ελλήνων από τους προϊστορικούς χρόνους με την Θεογονία τους, τους πολέμους και τις παραδόσεις τους, τις λατρείες και τις θυσίες τους, τους έξοχους θρύλους τους και που οι ευγενείς εκείνοι πρόγονοι τους μετέδιδαν από γενεάς σε γενεά και τους αποκρυστάλλωσαν στα Ομηρικά έπη, που την είχαν εικονίσει στους προκλασικούς ναούς τους, και που με τον χρόνο καλλιτέχνες του λόγου εμπνεόμενοι είχαν δημιουργήσει το αθάνατο δραματικό τους έργον και έξοχοι γλύπτες την εικόνισαν με άφταστη τελειότητα στο μάρμαρο, την είχε μελετήσει ολόκληρα χρόνια από το Δημοτικό σχολείο ως το Γυμνάσιο και εξακολουθούσε να την μελετά με το ίδιο πάθος.

Και να που ο προσφιλής του αυτός κόσμος προβάλλει τώρα μπροστά του έτοιμος να του αποκαλύψει τα μυστικά του. Εκμαγεία των αρχαίων θεών και πάσης φύσεως αγαλμάτων είναι τώρα εκτεθειμένα μπροστά του προς σπουδή.

Με καθηγητή του τον καλόν και αξιόλογον για την εποχή του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση παρακολουθεί ανελλιπώς τρία χρόνια μαθήματα πλαστικής στο Πολυτεχνείο.

Πολύ γρήγορα ο Χαλεπάς δουλεύοντας και μελετώντας τις κλασσικές φόρμες κάνει καταπληκτικές προόδους. Το σχέδιό του είναι ασφαλώς απέριττο από απόψεως γραμμών και φωτοσκιάσεων. Αποδίνει χωρίς προσπάθεια τις σχηματισμένες από πολύ νωρίς στο πνεύμα του μορφές όλων των Θεών, Ημιθέων και Ηρώων, των αρχαίων εφήβων, ώστε οι καθηγητές του να στέκονται προσεκτικοί και με απορία μπροστά του.

Από τις κεφαλές μια μάλιστα σπουδή του αντίγραφο της κεφαλής του Μ. Αλεξάνδρου με χρονολογία 1870 σώζεται ως τα σήμερα και απ' τα ανάγλυφα, περνάει γρήγορα στις προτομές και τα ολόσωμα αγάλματα και τις πολύπλοκες ανάγλυφες συνθέσεις. Οι καθηγητές του χρόνο με το χρόνο παρακολουθούν με έκπληξη και θαυμασμό τον εργατικό και ακούραστο σπουδαστή να εκτελεί το έργον του με τόση ευχέρεια ώστε να μη του χρειάζεται δάσκαλος. Δεν έχει τίποτα στο τέλος να μάθει απ' αυτούς. Κινεί μάλιστα τον φθόνο του καθηγητή του Κόσσου που σ' ένα διαγωνισμό απορρίπτει αυτόν και τον Βιτσάρη.1 2

Αλλά η σκιά του φθόνου γρήγορα καταποντίζεται απ' το ανερχόμενο αστέρι της μεγαλοφυΐας του που τελικά επιβάλλεται. Όλοι οι καθηγητές του και ο Δρόσης ακόμη που τον ζηλεύει δεν μπορούν ν' αποσιωπήσουν την αξία του και έπειτα όλοι οι γύρω του μιλάνε μ' ενθουσιασμό γι' αυτόν στους

1 Στρατή Δούκα, περ. Νεοελληνικά Γράμματα 14-28-4-1935. 2 Βιτσάρης Ιωάννης (1844-1892) Αθηναίος γλύπτης και μία από τις εξοχότητες της Τέχνης του 19ου αιώνος. Γλυκύς και αθόρυβος πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στη σπουδή και την περισυλλογή χωρίς σκηνοθετημένες διαφημιστικές προβολές. Το έργο του ιδεαλιστικό, το χαρακτηρίζει η απλότης και μία σοφή και συγκρατημένη έκφραση εφάμιλλος των γλυπτών των κλασικών χρόνων. Εξαίρεση αποτελεί μόνον ίσως ο Θρηνών Άγγελός του. Εξετέλεσε πλήθος προτομών, και επιτύμβιων μνημείων με αγάλματα, που διακρίνονται αμέσως για την αρχιτεκτονική τους σύλληψη και την απέριττο εκτέλεσή τους. Έργα στο Α' Νεκροταφείο των Αθηνών είναι η Κοιμωμένη του μνημείου Δηλιγιάννη η Αρραβωνιασμένη κόρη του μνημείου Χέλμη και πολλά άλλα. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι και το μη εκτελεσθέν στο μάρμαρο πρόπλασμα του Εκατόγχειρος.

Page 30: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 31: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ξένους και στους συμπατριώτες του.

Η είδηση της αξίας του φτάνει ως τ' αυτιά του Τηνιακού βουλευτού Ιακώβου Παξιμάδη, ανθρώπου ικανότατου και μεγάλης επιρροής. Είναι γνωστός του πατέρα του που τον γνωρίζει από πολλά χρόνια, απ' την εποχή που έμεινε στο χωριό του τον Πύργο. Ύστερα από την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ο πατέρας του τον επισκέπτεται τακτικά και σ' αυτόν αναθέτει όλες τις υποθέσεις του που απαιτούσαν γραφειοκρατική διεκπαιραίωση. Σιγά - σιγά και με τον χρόνο ανάμεσα στο βουλευτή της Τήνου και τον εργατικό και ακατατόπιστο μαρμαρογλύπτη που του φέρεται με κάθε εμπιστοσύνη αναπτύσσεται ένας στενός σύνδεσμος. Πολλές φορές του μιλάει για τις προόδους του Γιαννούλη στην τέχνη και τα αλλεπάλληλα βραβεία του. Ο θερμός και ενθουσιώδης τόνος του προκαλεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον του Παξιμάδη που έχει ακούσει εν τω μεταξύ και από άλλους, τους ίδιους και περισσότερους επαίνους και θέλει να τον γνωρίσει.

— Φέρε μου τον μία μέρα να τον γνωρίσω, του λέει. Κι όταν ύστερα από λίγες μέρες ο Γιαννούλης συνοδεύοντας τον πατέρα του φθάνει στο γραφείο του, ο Παξιμάδης, μένει έκθαμβος μπροστά στην όλη εμφάνιση του νεαρού Χαλεπά. Το γλυκό και άκακο βλέμμα του, η αφέλεια της ομιλίας του, οι έξυπνες αυθόρμητες και χωρίς προσπάθεια επιδείξεως πνεύματος απαντήσεις του και χαρακτηρισμοί του, οι γνώσεις πάνω στα ζητήματα της τέχνης, που ρωτώντας ο Παξιμάδης, μόνον τα πιο απλούστερα αντιλαμβάνεται, τον συνεπαίρνουν.

Βλέπει τώρα ότι μπροστά του έχει έναν ευφυέστατο νέον, εξαιρετικού ήθους και με προσόντα όχι τυχαία, διαισθάνεται ίσως τη μεγαλοφυία του και σκέπτεται ότι πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηριχθεί.

Από πολύ καιρό τώρα ο πατέρας του τον είχε παρακαλέσει για να ενεργήσει, μέσω του υπουργείου για να ονομασθεί ο Γιαννούλης υπότροφος του Ιερού Ιδρύματος Τήνου.

— Κάματε τίποτα για το ζήτημα της υποτροφίας, που σας μίλησα; τον ρωτάει.

— Ναι... πώς, πώς πήγα στο υπουργείο και είδα προσωπικώς τον υπουργό που του ανάπτυξα γιατί πρέπει να προτιμηθεί ο Γιαννούλης —και λέγοντας αυτό έρριξε μια θερμή και προστατευτική ματιά στα Γιαννούλη— και μου το υπεσχέθη οριστικά. Μείνε ήσυχος. Σε λίγες μέρες θα έχουμε απάντηση και απάντηση ευνοϊκή, τονίζει τώρα με πεποίθηση και κοιτάζοντας για δεύτερη φορά χαμογελώντας και με μεγαλύτερη εύνοια το Γιαννούλη.

Ο Γιαννουλης ακούει τα λόγια του αχόρταγα, κρέμεται απ' το στόμα του και τον κοιτάζει συγκινημένος.

Κι όταν σε λίγο ύστερα από τις επανειλημμένες ερωτήσεις του πατέρα του που επιμένοντας συνεχίζει να του μιλάει πάνω στο ίδιο θέμα και θέλοντας να τελειώσει, του λέει:

— Μείνε ολότελα ήσυχος γιατί το ζήτημα αυτό έχει σχεδόν τακτοποιηθεί, ο Γιαννούλης δε μπορεί να συγκρατηθεί και επεμβαίνοντας απρόοπτα στη συζήτησή τους, του λέει:

— Ευχαριστώ κ. Παξιμάδη, θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων...

Η φωνή και τα μάτια του προδίδουν όλη τη συγκίνηση και η καρδιά του Παξιμάδη σκιρτάει άθελά του με την ίδια συγκίνηση.

— Θα γίνει παιδί μου, του λέει, με πατρικό πια και γεμάτο στοργή τόνο... και πολύ γρήγορα σου υπόσχομαι θα φύγεις για τη Γερμανία.

Page 32: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Την υποτροφία την διεκδικούν και αρκετοί άλλοι, που ενεργούν με το ίδιο ζήλο για να την αποκτήσουν, αλλά ο Παξιμάδης πολύ πιο δραστήριος κατορθώνει τέλος να ονομασθεί ο Γιαννούλης υπότροφός της. Και σε λίγες μέρες ειδοποιεί τον πατέρα του που φεύγει για την Τήνο όπου και υπογράφει το παρακάτω έγγραφο.

(Θέσις χαρτοσήμου) Εγγυητικόν

Αρ. 4403

Εν Τήνω σήμερον την 21ην του μηνός Φεβρουαρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εβδομηκοστού δευτέρου έτους, ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν και ώραν —μ.μ. ενεφανίσθη ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Τήνου, Γεωργίου Σακελλίωνος, καθεδρεύων και κατοικών εις την πόλιν ταύτην της Τήνου και εις το γραφείον μου κείμενον πλησίον του ναού της Παναγίας η «Μαλαματένια,» ο κύριος Ιωάννης Γ. Χαλεπάς εκ του δήμου Πανόρμου, γλύπτης, Έλλην, γνωστός μου και άσχετός μου συγγενής και εζήτησε την σύνταξιν του παρόντος συμβολαίου δι' ου ωμολόγησεν ότι, επειδή δυνάμει του από 18ης τρέχοντος μηνός και έτους Β. Διατάγματος (όρα αριθ. 1076 της 16ης τρέχοντος μηνός και έτους Δ)γης του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προς τον Νομάρχην Κυκλάδων, κοινοποιηθείσης εις την επιτροπήν του ενταύθα Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας δια της υπ' αριθ. 231 διαταγής ε. έ.) διωρίσθη ο υιός αυτού Ιωάννης Χαλεπάς υπότροφος του ειρημένου Ιδρύματος της ενταύθα Ευαγγελιστρίας δια δύο έτη, με μηνιαίαν χορηγίαν δραχ. 150 κατά μήνα, της Β. διατιμήσεως, όπως απέλθη εις Ευρώπην προς τελειοποίησίν του εις την γλυπτικήν, υπόσχεται ούτος δια της ακινήτου αυτού περιουσίας, ην δύναται να υποθηκεύση η επιτροπή του ναού, δυνάμει του παρόντος εγγράφου, ότι εάν ο ανωτέρω υιός του δεν ήθελεν εκπληρώση, μετά την επάνοδόν του, τας διατεταγμένας υποχρεώσεις, του από 13ης Οκτωβρίου 1852 Βασιλικού διατάγματος, περί των εις την αλλοδαπήν αποστελλομένων υποτρόφων, υπόσχεται και υποχρεούται ο ειρημένος εγγυητής, να αποζημιοί το ταμείον του ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας δι' όσα δια τον ανωτέρω υπότροφον ήθελε πληρώσει. Η δε επιτροπή του ναού παρεδέχθη καθ' ολοκληρίαν την ανωτέρω υπόσχεσιν και την πληρωμήν των εξόδων του υποτρόφου τούτου, της προσπελάσεως και επανόδου εν καιρώ εις την Ελλάδα. Διώρισε δε ο εγγυητής και τον ενταύθα κύριον Ν. Καγκάδην, όπως αυτός παρουσιαζόμενος εις την επιτροπήν του Ιερού Ιδρύματος, λαμβάνη κατά τριμηνίαν την μισθοδοσίαν του ανωτέρω υποτρόφου και δίδη την δέουσαν απόδειξιν. Δι' ο εις πίστωσιν συνετάχθη το παρόν επίσημον εγγυητικόν έγγραφον ενώπιον και των κάτωθι ενυπογεγραμμένων μαρτύρων, πολιτών Ελλήνων και ενηλίκων μελών και ασχέτου συγγενείας μετ' εμέ και αλλήλων και μη εξαιρετέων, των κυρίων Ιωάννου Κουκουλά, εκ Πανόρμου και Ιωάννου Μεταξά, ιερέως, εκ του Δήμου Τήνου και κατοίκων ήδη ενταύθα και αφού ανεγνώσθη εις επήκοον πάντων ευκρινώς και μεγαλοφώνως, υπεγράφη παρ' όλων και παρ' εμού του συμβολαιογράφου.

Η Επιτροπή του Ι. Ιδρύματος

Α. Δρόσος Σ. Παρίσης

Λ. Γ. Δενδρινός

Ο Συμβολαιογράφος Ι. Σακελλίων

Οι Μάρτυρες Ι. Κουκουλάς

Ι. Μεταξάς

Page 33: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο Εγγυητής Ιωάννης Γ. Χαλεπάς

Εκδίδεται αυθημερόν ακριβές αντίγραφον Τ. Σ. Ο Συμβολαιογράφος

Ο πατέρας του έχει ξεγράψει χρόνια τώρα όλες τις παλιές του ιδέες για τα εμπόριο. Έχει αντιληφθεί το λάθος του. Στοργικός και μεριμνώντας για το καλό και την ευτυχία του παιδιού του, που δεν παύει να δίνει συνεχώς τα πιο λαμπρά δείγματα αξίας του στην τέχνη, ικανοποιημένος και ευχαριστημένος υπογράφει πρόθυμα και χωρίς αντίρρηση το παραπάνω έγγραφο αν και τον δεσμεύει με τόσες υποχρεώσεις και κινδύνους.

Έχει πια πεποίθηση στην αξία και τον χαρακτήρα του παιδιού του που το υπεραγαπάει και το καμαρώνει.

Δεν αμφιβάλλει πια ότι το παιδί αυτό, είναι κείνο που θα τιμήσει και θα δοξάσει το όνομα της οικογενείας των Χαλεπάδων.

Το έγγραφο υπογράφεται το μήνα Φεβρουάριο του 1872, αλλά ο Γιαννούλης, αν και ονομάσθηκε υπότροφος του Ιερού Ιδρύματος φοιτάει ακόμη στην τελευταία τάξη της σχολής Καλών Τεχνών. Η είδηση της υποτροφίας του διαδίδεται παντού και ο Γιαννούλης που μέχρι τότε άκουγε συνεχώς επαίνους για τις έξοχες επιδόσεις του δέχεται τώρα και τα συγχαρητήρια. Όλοι οι συσπουδαστές του που τον θαυμάζουν και τον αγαπούν, μακαρίζουν τον τυχερό, ακούραστο και σοβαρό σπουδαστή, που ενώ τις ώρες της εργασίας του και των σπουδών του στέκει προσηλωμένος και αμίλητος μπροστά στο πρόπλασμά του και φαίνεται ωσάν να μην είναι παρών, όταν τελειώσει, λύνει ωσάν από μαγεία τη σιωπή του και αφελής, ενθουσιώδης και άκακος, τους κάνει τέτοια αμίμητα χωρατά και αστεία που τους κάνει όλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια και να περιμένουν από στιγμή σε στιγμή καινούρια πνευματικά φεγγοβολήματα γεμάτα από σπινθηρισμούς χιούμορ.

Με τη φοιτητική του συντροφιά, νέος, ελεύθερο πουλί και χωρίς έγνοιες και υποχρεώσεις περνάει όλο το διάστημα μέχρι της εποχής των εξετάσεων, ανάμεσα στην εργασία, στις εκδρομές και τις διασκεδάσεις και τον ασυννέφιαστο ουρανό των προσδοκιών και των ονειροπολήσεών του δεν έρχεται κανένα σύγνεφο για να τον αμαυρώσει.

Οι συσπουδαστές του της Σχολής των Καλών Τεχνών τον λατρεύουν, τον έχουν για υπόδειγμα και όλοι τους προσπαθούν να τον πλησιάσουν, να κερδίσουν την εύνοιά του και να τον συντροφεύσουν.

Οι εξετάσεις τέλος έφτασαν. Ο Γιαννούλης όπως πάντοτε πρωτεύοντας πήρε τέλος το πτυχίο του.

Ικανοποιημένος και ήσυχος πια, δεν περιμένει παρά το μήνα Σεπτέμβριο για να φύγει για το Μόναχο. Τρεις μήνες σχεδόν καιρός ακόμη. Αφού έμεινε λίγες μέρες στην Αθήνα, μέσα Ιουνίου και με το σφίξιμο της ζέστης αποφασίζει να περάσει τις διακοπές του στην Τήνο όπου και πηγαίνει. Από ιδιοσυγκρασία παρ' όλη την κοινωνικότητά του άνθρωπος εσωτερικός —η κοινωνική ζωή τον θέλγει πολύ λίγο, οι άνθρωποι δεν τον ικανοποιούν, οι περισσότεροι τον κουράζουν, παραδίνεται εκεί στην προσφιλή του διασκέδαση, στο κυνήγι. Ελεύθερος, μακριά από τους πολλούς και κοντά στη φύση περνάει όλο του τον καιρό στον Πύργο, στην εξοχή, ανάμεσα στους λόγγους και τις βαθύσκιες και λαγκαδιές. Το πνεύμα του κουρασμένο έχει αρκετά καταπονηθεί από τις μελέτες, βρίσκει σαν αντιδιαστολή το φάρμακο που θα τον ξεκουράσει και θα τον τονώσει. Τη μάνα και αναζωογοννήτρα φύση.

Περνάει έτσι τους δύο μήνες του καλοκαιριού του 1872 στην πατρίδα του στον Πύργο και στα μέσα

Page 34: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

του Αυγούστου φεύγει για την Αθήνα. Στην Τήνο φροντίζει και βρίσκει και τον αρμόδιο της επιτροπής που τον βεβαιώνει ότι φθάνοντας στην Αθήνα θα λάβει σε λίγες μέρες και τα απαιτούμενα χρήματα για την αναχώρησή του για τη Γερμανία.

Και ο Γιαννούλης φεύγει αισιόδοξος και ευχαριστημένος και φθάνει στην Αθήνα.

Αλλά παρ' όλες τις υποσχέσεις η έγκριση και η αποστολή του πρώτου χρηματικού κονδυλίου της υποτροφίας του καθυστερεί αδικαιολόγητα. Κάποιος φαίνεται από τους αντιπάλους του που αποκλείσθηκε από την υποτροφία, ενεργεί τώρα με δραστηριότητα και αθόρυβα δια μέσου άλλων ισχυρών πολιτικών παραγόντων να την ματαιώσει με την ελπίδα να προτιμηθεί αργότερα αυτός. Ο καιρός περνάει και κάθε μέρα που φεύγει γίνεται και μια ακόμη αιτία έγνοιας για το Γιαννούλη. Η οικογένειά του και ο ίδιος γράφουν και ξαναγράφουν στην Επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος που κωλυσιεργώντας προβάλλει χίλιες δυο δικαιολογίες για την καθυστέρηση. Ο Γιαννούλης αρχίζει τώρα να ανησυχεί σοβαρά. Μα τι συμβαίνει επί τέλους; Γιατί αργούν;

Ο πατέρας του βρίσκεται μακριά και συγκεκριμένως στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας όπου έχει αναλάβει και εκτελεί εκεί εργασίες. Δεν είναι τώρα στην Αθήνα όπου με το ανάλογο για την ηλικία του κύρος θα μπορούσε να ενεργήσει, ώστε ν' αποσπάσει με επιδεξιότητα ή να εκβιάσει στην ανάγκη με κάθε τρόπο ή και απειλές την αποστολή του πρώτου κονδυλίου στο Γιαννούλη για την αναχώρησή του.

Παρ' όλα αυτά ο Γιαννούλης ελπίζει. Αφού ονομάστηκε υπότροφος, η επιτροπή θέλοντας και μη, το Σεπτέμβριο, δε μπορεί παρά να εγκρίνει και να στείλει τ' απαιτούμενα χρήματα.

Ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, περιμένει την αποστολή τους, αλλά του κάκου.

Ο Αύγουστος πέρασε και βρισκόμαστε στις αρχές του Σεπτεμβρίου και από την Τήνο, κανένα ίχνος ειδοποίησης ή κάποιο εγκαρδιωτικό γράμμα.

Η στενοχώρια του είναι απερίγραπτη.

Τέλος βλέποντας ότι ο καιρός τελειώνει και ότι κάθε αργοπορία ματαιώνει το ταξίδι του με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εγγραφής του στην Ακαδημία του Μονάχου, καταφεύγει απελπισμένος στο βουλευτή Παξιμάδη.

Με τη βιαιότητα που χαρακτηρίζει όλες τις θερμές, αυθόρμητες και γι' αυτό νευρικές φύσεις φθάνει στο γραφείο του αναστατωμένος.

Ζητάει να τον δει αμέσως. Κι όταν του λένε να περάσει, παρουσιάζεται μπροστά του ύστερα από τις ζοφερές και εξαντλητικές σκέψεις του με αλλοιωμένη την έκφραση.

Από τη συγκίνησή του δε μπορεί ν' αρθρώσει λέξη, ξεχνώντας ακόμη και να χαιρετήσει.

Ο Παξιμάδης τον κοιτάζει ξαφνιασμένος. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Θυμάται τώρα ότι από πολλές μέρες πριν τον είχε επισκεφθεί η μητέρα του Γιαννούλη και τον είχε παρακαλέσει να ενεργήσει ώστε να σταλούν εγκαίρως τα χρήματα της υποτροφίας και ότι αυτός έχοντας την πεποίθηση ότι θα σταλούν την είχε καθησυχάσει.

Και τώρα να... ύστερα από τόσες μέρες βλέπει μπροστά του το Γιαννούλη ερεθισμένο και σχεδόν έξαλλο.

Page 35: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αστραπιαία αντιλαμβάνεται την αφορμή. Τι συμβαίνει, του λέει, Γιαννούλη, συγκρατημένος τώρα με ατάραχη φυσιογνωμία και με γλυκό και ήρεμο το βλέμμα.

Μπροστά στην καθησυχαστική στάση του Παξιμάδη, ο Γιαννούλης αρχίζει κι αυτός να ηρεμεί.

— Δεν... δεν έστειλαν ακόμη τα χρήματα για το ταξίδι μου, του λέει.

— Τι λες, τον ρωτάει αμέσως, προετοιμασμένος και απορώντας κι αυτός, αλλά με μία έκφραση φανερής οργής στα μάτια.

— Δεν το πιστεύω!

Είναι τόσο φυσική η στάση του και τόσο αληθινή και έκδηλη η οργή του, ώστε ο Γιαννούλης εγκαρδιώνεται αμέσως. Σιγά-σιγά συνέρχεται, όχι όμως απόλυτα.

— Μήπως τον ρωτάει ανήσυχος πάλι, ακυρώθηκε η υποτροφία μου, αφού τα χρήματα δεν έρχονται.

Αυτό αγκυλώνει ξαφνικά τον Παξιμάδη, που όντας πια αρκετά ερεθισμένος του απαντάει αμέσως.

— Όχι ποτέ.

— Το δύσπιστο όμως βλέμμα του Γιαννούλη που αρχίζει πάλι ν' αμφιβάλλει και να ταράζεται αρχίζει να τον εξαγριώνει.

— Ώστε να περιμένουμε ακόμη; Τον ρωτάει ο Γιαννούλης.

— Και βέβαια θα περιμένουμε.

— Και αν δε τα στείλουν;

— Αυτό θα το δούμε!

Και απλώνοντας το χέρι του, με πεποίθηση και μάτια που άστραφταν από πραγματική μανία τώρα, που την κέντριζε η πληγωμένη φιλοτιμία του και χαιρετώντας τον του λέει:

— Πήγαινε τώρα Γιαννούλη.

Ο Γιαννούλης κατάλαβε αμέσως.

— Χαίρετε του λέει, και ευχαριστώ.

Ο Παξιμάδης ενεργεί αμέσως. Πηγαίνει πρώτα στο Υπουργείο και εξετάζει μήπως εν αγνοία του ακυρώθηκε σιωπηλά η υποτροφία του Γιαννούλη. Μα εκεί τον πληροφορούν ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Στέλνει τότε διά μέσου του αρμοδίου προϊσταμένου ένα έγγραφο στην Τήνο και ζητάει εξηγήσεις. Και ο πρόεδρος της επιτροπής του Ιδρύματος ύστερα από μερικές μέρες απαντάει ότι το κονδύλιο αν και διατέθηκε δε στάλθηκε αμέσως λόγω υπερβολικής εργασίας από τις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου και μιας απρόοπτης ασθενείας του γραμματέως, με την προσθήκη ότι δόθηκε αυθημερόν εντολή να σταλεί.

Page 36: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Όλες αυτές οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις διαρκούν δεκαπέντε μέρες. Και όταν τέλος φθάνουν τα χρήματα ο Σεπτέμβριος έχει περάσει και είναι αρχές Οκτωβρίου.

Όλη αυτή η εκνευριστική αναμονή έχει ερεθίσει σε απίστευτο βαθμό το Γιαννούλη. Και όταν τέλος βλέπει ότι το ταξίδι ματαιώθηκε —οι εγγραφές στην Ακαδημία του Μονάχου είχαν τελειώσει— στην αρχή είναι θλιμμένος και απαρηγόρητος, αλλά έπειτα κατανοώντας ότι τίποτε δε μπορεί να μετατρέψει τα γεγονότα όπως τα διαμόρφωσαν, οι βλέψεις, οι απαιτήσεις, η πονηρία και η κακία των ανθρώπων, αναγκάζεται τελικά να υποταχθεί στο πεπρωμένο και φιλοσοφώντας ξεσπάει τέλος και απαντώντας στον εαυτό του, λέει:

— Σ' αρέσει δε σ' αρέσει αυτό είναι. Υπομονή.

Και ύστερα από λίγο συνεχίζει μονολογώντας.

— Κι αν αξίζεις, νομίζεις ότι οι άνθρωποι το αναγνωρίζουν;

Είναι η πρώτη συνειδητή πικρία που δοκιμάζει στη ζωή του ο Γιαννούλης.

~οο0οο~

Όλον αυτόν το χρόνο από το 1872 ως το 1873 ο Χαλεπάς που τρία χρόνια άρκεσαν για να πάρει το πτυχίο του Πολυτεχνείου που η φοίτηση του ήταν 6 ή 7 χρόνια παραμένει αναγκαστικά καθηλωμένος στην Αθήνα.

Παρ' όλα αυτά δε μένει άπρακτος. Η φυγοπονία, αι επιδείξεις και οι φτηνού τύπου διασκεδάσεις είναι ιδιότητες των απλών θνητών και όχι των προικισμένων και μεγαλοφυών ανδρών. Τις αποφεύγουν από ένστικτο φόβο —εκτός αν πρόκειται περί διεφθαρμένου και κατ' ευφημισμόν καλλιτέχνη— για την βραδεία και διαβρωτική τους επίδραση πάνω στο χαρακτήρα τους και ανακλαστικά και της τέχνης τους και ειδικά στην περίπτωση του Χαλεπά, μιας τέχνης που χρειάζεται ψυχική κάθαρση, πνευματική διαύγεια και ηρεμία για να δαμάσει και να ζωντανέψει κανείς τη σκληρή πέτρα.

Εξακολουθεί να πηγαίνει ως έκτακτος στη σχολή Καλών Τεχνών, γιατί εκεί υπάρχουν και τα μέσα για να εργασθεί, αίθουσες, όργανα πλαστικής και σχεδίου, πηλός, καβαλέτα κλπ. αν και ορισμένοι απ' τους καθηγητές του, δεν τον βλέπουν με συμπαθητικό μάτι και θα ήθελαν αν μπορούσαν ν' απαλλαγούν απ' την παρουσία του.

Τον ζηλεύουν όπως προείπαμε. Και αυτός το παρατηρεί, αλλά άκακος καθώς είναι δε μιλάει και ουδέποτε δίνει στόχο για αντεγκλήσεις. Τα υπομένει όλα. Και όταν φεύγει απ' τη σχολή όλες τις άλλες ώρες του τις περνάει μελετώντας την Ελληνική Μυθολογία και τους αρχαίους συγγραφείς, που τον εμπνέουν και απ' όπου αργότερα θα αντλήσει πολλά απ' τα θέματά του. Τώρα του δίδεται και η ευκαιρία να συμπληρώσει και ένα μέρος των γνώσεών του ο Γιαννούλης, που ουδέποτε παρακολούθησε συστηματικά εγκύκλια μαθήματα.

Έφθασε τέλος το καλοκαίρι. Τέλη Ιουνίου ξαναπηγαίνει στην πατρίδα του τον Πύργο. Είναι σίγουρος πια ότι τον Αύγουστο θα φύγει για τη Γερμανία. Ο Παξιμάδης ύστερα απ' το πάθημά του παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι κάθε παρασκηνιακή ενέργεια των αντιπάλων του τόσο στην Τήνο όσο και στο Υπουργείο και την ματαιώνει. Με τον πατέρα του που λείπει στη Ρουμανία διατηρεί από

Page 37: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

καιρό τακτική αλληλογραφία, που τον παρακαλεί αφού αυτός λείπει να αναλάβει υπό την προστασία του το Γιαννούλη. Και ο Παξιμάδης ύστερα από την πρώτη του αποτυχία και τις θερμές παρακλήσεις του πατέρα του, και άνθρωπος ευγενών αισθημάτων γίνεται τώρα ο κηδεμόνας του Γιαννούλη. Τον παρακολουθεί, φροντίζει γι' αυτόν και τον αγαπάει σαν πραγματικός πατέρας. Μα και ο Γιαννούλης ευγνωμονώντας τον του φέρεται με την ανάλογη κατανόηση. Η λεπτότητα της συμπεριφοράς του όταν τον πλησιάζει, ο σεβασμός, η αφοσίωση, η σχεδόν υιική στοργή που του δείχνει έχουν σκλαβώσει τον Παξιμάδη.

Φτάνοντας στην Τήνο ο Γιαννούλης ύστερα από τις πολλαπλές συγκινήσεις του χρόνου αυτού, παραδίνεται πάλι στο αγαπημένο του σπορ, στο κυνήγι, για να ξεκουραστεί, να ξεχάσει και να ανανεώσει τις δυνάμεις του. Λογαριάζει ότι δεν του μένει παρά μόνον ενός μηνός διάστημα. Αρχές Αυγούστου πρέπει να φύγει πάλι για την Αθήνα, και να ετοιμασθεί για τη Γερμανία. Δεν του μένει για ν' αναπαυθεί παρά μόνον ο Ιούλιος. Κάθε πρωί βγαίνοντας απ' το σπίτι του τραβάει για το βουνό, όπου και τριγυρίζει όλη την ημέρα και ξαναγυρίζει στο χωριό το βράδυ με το σούρουπο. Και μόνον τις Κυριακές δεν πηγαίνει στο κυνήγι. Τότε βγαίνοντας έξω στην πλατεία του χωριού κάθεται στο καφενείο όπου και συναντιέται με τους συγχωριανούς του, που όντας όλες τις άλλες μέρες στις χειρονακτικές και αγροτικές δουλειές τους συγκεντρώνονται τη μέρα αυτή της αργίας για να πληροφορηθούν τα νέα, να συζητήσουν και να σχολιάσουν τα γεγονότα, να συνεννοηθούν για τις υποθέσεις τους και την άλλη μέρα με τις ίδιες έγνοιες της ζωής να ξαναρχίσουν τη δουλειά τους.

Τις τελευταίες μέρες και καθώς ο Γιαννούλης περνάει απ' τους δρόμους του χωριού συναντάει πότε-πότε στη γειτονιά τους μια μικρή και χαριτωμένη κοπελίτσα. Είναι δεν είναι δεκατριών το πολύ δεκατεσσάρων χρόνων και η ήβη μόλις έχει βάλει πάνω της τα σημάδια της. Λεπτή, λυγερή και χαριτωμένη και μ' όλον τον αφελή αέρα που δίνει στα απονήρευτα νιάτα η φύση, περνάει μπρος απ' το Γιαννούλη που τον ξαφνιάζει η κοσμιότητά της και η αρμονικότητα τον γραμμών της που προμηνύει μια εξαιρετική γυναίκα και μια υπέροχη καλλονή. Τον κοιτάζει με το αμέριμνο και λαμπρό βλέμμα της κόρης, αλλά και της γυναίκας που μόλις αρχίζει να παίρνει συνείδηση της θηλυκότητάς της γιατί πότε-πότε χαμηλώνει τα μάτια της.

Κάθε φορά που τη συναντάει ο Γιαννούλης συνεπαίρνεται και δε χορταίνει να την κοιτάζει.

Αυτή βλέποντας το γεμάτο ενδιαφέρον και ονειροπόλο βλέμμα τού καλλιτέχνη αρχίζει τώρα να τον βλέπει με κοφτερές και φευγαλέες ματιές και όταν τον προσπερνάει του ρίχνει μια τελευταία και επίμονη ματιά.

Ο Γιαννούλης σκέπτεται και λέει. Τι ωραία κοπέλα! Μακαρισμένος όποιος την πάρει σαν μεγαλώσει.

Κάθε φορά που τη βλέπει η χτυπητή ομορφιά της κόρης, τον συγκινεί και τον αναταράζει και σκέπτεται τα ίδια ή και περισσότερα. Και όταν απομακρύνεται αφού για αρκετό διάστημα τον παρακολουθήσει η οπτασία της και ονειροπολήσει, ύστερα την ξεχνάει για να παραδοθεί στις άλλες καλλιτεχνικές και βιοτικές σκέψεις του.

Δεν προλαμβάνει να μάθει τίνος κόρη είναι. Αρχές Αυγούστου φεύγει για την Αθήνα. Όταν φτάνει εκεί είναι πρωί. Αλλά αντί να κατευθυνθεί στο σπίτι του πηγαίνει κατ' ευθείαν στο γραφείο του Παξιμάδη.

Αν και γνωρίζει ότι τα βάσανά του τελείωσαν, όμως δυσπιστεί ακόμη και φτάνοντας μπαίνει στο γραφείο του. Η συγκίνησή του είναι ολοφάνερη.

Ο Παξιμάδης το αντιλαμβάνεται. Και πριν σχεδόν προλάβει να τον χαιρετήσει σηκώνεται απότομα και χαμογελώντας του σφίγγει το χέρι και του λέει:

Page 38: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Καλώς το Γιαννούλη. Καλώς όρισες. Τι κάνεις παιδί μου;

— Καλά ευχαριστώ. Από την έκφραση του προσώπου του πείθεται ότι το ζήτημά του έχει ασφαλώς τελειώσει και τον κοιτάζει με χαρά κι ευγνωμοσύνη.

— Έμαθα από τη μητέρα σου πως ήσουν στην Τήνο. Πώς τα πέρασες παιδί μου;

— Πολύ ωραία κ. Παξιμάδη. Έφυγα όμως σύντομα μήπως καθυστερήσω. Ήθελα να μάθω... Πέστε μου τι έγινε... Τακτοποιήθηκε το δικό μου ζήτημα;

Ο Παξιμάδης που τον βλέπει πάλι να ταράζεται, του λέει τώρα ήσυχα νοιώθοντας το βασανιστήριό του.

— Αυτό μας έλειπε. Είναι όλα έτοιμα Γιαννούλη. Τα χρήματα του ταξιδιού και των εξόδων σου για το πρώτο τρίμηνο στο Μόναχο, τα παρέλαβε προχθές η μητέρα σου, που υπόγραψε και τη σχετική απόδειξη. Δεν έχεις παρά να πας στο σπίτι σου και να ησυχάσεις. Έχεις λίγες μέρες ακόμη καιρό και ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες, κατά τις 20 του Αυγούστου φεύγεις για το Μόναχο.

Ένας λυγμός ανεβαίνει τώρα ακατάσχετος από τα βάθη της ψυχής του Γιαννούλη και αναβαίνοντας ολοταχώς φτάνει ως το στόμα του, που θέλει να εκφράσει με γοερές και χαρμόσυνες κραυγές την ευγνωμοσύνη του. Τα μάτια του υγραίνονται. Είναι έτοιμος να ξεσπάσει σε δάκρυα.

Ο Παξιμάδης το αντιλαμβάνεται. Και παίρνοντάς του το χέρι τώρα, ψύχραιμα και φιλικά του λέει μ' έναν επιτακτικό τόνο.

— Πήγαινε τώρα να ησυχάσεις στο σπίτι. Αύριο, μεθαύριο όταν τακτοποιήσεις τα ζητήματα του ταξιδιού σου, και με χρειασθείς για τίποτε άλλο έλα να με βρεις πάλι.

Και κοιτάζοντάς τον αμέσως σταθερά, ασυγκίνητα και επίμονα στα μάτια, του λέει.

— Σύρε στο καλό. Χαιρετισμούς στη μητέρα σου... Και ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, συμπληρώνει.

— Με συγχωρείς Γιαννούλη, πρέπει να πάω στο Υπουργείο.

~οο0οο~

Ανακουφισμένος και ήσυχος πια ο Γιαννούλης φεύγει για το σπίτι του. Όταν φτάνει εκεί είναι σχεδόν μεσημέρι και ώρα του φαγητού. Η αδελφή του ετοιμάζει το τραπέζι και ολόγυρά του κάθονται συγκεντρωμένα όλα του τ' αδέλφια περιμένοντας τη μητέρα τους να τους σερβίρει. Είναι όλοι χαρούμενοι και συζητούν.

— Όταν μάθει ότι πήραμε τα χρήματα θα πετάξει απ' τη χαρά του λέει ο αδελφός του Νίκος.

— Δεν του το γράψαμε του απαντάει η αδελφή του.

— Καλύτερα, να το μάθει όταν θα 'ρθει εδώ. Γιατί αν το γράψουμε θα φύγει την ίδια μέρα για την Αθήνα. Καλύτερα να μείνει στην Τήνο να ξεκουραστεί ακόμη.

— Για σκέψου, του λέει η αδελφή του ότι μόνον για λίγο ακόμη καιρό θα τον έχουμε εδώ, έπειτα θα μας φύγει... για τη Γερμανία, θα φύγει κι αυτός μακριά στην ξενιτιά σαν τον πατέρα.

Page 39: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Είναι μακριά η Γερμανία Νίκο; τον ρωτάει η αδελφή του.

— Ου, βέβαια...

— Πιο μακριά απ' τη Ρουμανία;

— Πολύ πιο μακριά, άλλο τόσο διάστημα.

— Να μπορούσα να πάω και εγώ εκεί μαζί του, λέει με τρυφερότητα τώρα η αδελφή του, ολομόναχος στη ξενιτιά... πώς θα τα περάσει... Δόλια μάνα...

Ο μικρός Αριστοκλής την ώρα κείνη καθισμένος παράμερα απ' τους άλλους πάνω σε μια κασέλα κρατούσε και κούρντιζε την κιθάρα του. Του άρεσε η μουσική και το τραγούδι και από έξι μήνες τώρα πήγαινε σ' ένα καλό κιθαριστή της συνοικίας τους κι έπαιρνε μαθήματα.

Και ξαφνικά την συζήτηση την έκοψε στη μέση η φωνή του Αριστοκλή που άρχισε να τραγουδάει και ν' ακομπανιάρει με την κιθάρα του το τελευταίο τραγουδάκι που σημείωσε επιτυχία στο θέατρο, που για τα λεπτά και τόσο ανθρώπινα νοήματά του μεταδόθηκε αν και ήταν ξενικής προέλευσης και τραγουδιόταν απ' όλο το λαό.

Μακριά γω θα φύγω μάνα μ' στη ξενιτιά Για μένανε παρακάλα την Παναγιά ........................................................

Το μελαγχολικό και γεμάτο από νοσταλγικό παράπονο αυτό τραγούδι άρχιζε να πλημμυρίζει με τη μελωδία του το δωμάτιο. Όλοι γύρισαν και κοίταζαν αμίλητοι και προσηλωμένοι τον Αριστοκλή.

Με τους πρώτους ήχους του τραγουδιού η μητέρα τους που βρισκόταν κείνη τη στιγμή στην κουζίνα έτοιμη να σερβίρει το φαγητό χλόμιασε μονομιάς. Κάτι σαν βελόνιασμα ένοιωσε να τη διαπερνάει και η καρδιά της άρχισε να κτυπάει δυνατά και με μια απερίγραπτη βιαιότητα. Τα χέρια της χαλάρωσαν ασυναίσθητα και τα πιάτα έπεσαν σχεδόν μηχανικά στο τραπέζι.

Κερί να μου τάξεις νάρθω με το καλό Εσένα και τη Μαριώ μου να ξαναδώ...

Δάκρυα αρχίζουν τώρα να τρέχουν απ' τα μάτια της που αρχίζουν να πληθαίνουν καθώς η κρυστάλλινη φωνή του Αριστοκλή ανεβαίνει και αρχίζει να δονείται με μεγαλύτερο πάθος.

Κι αν τύχει και πεθάνω εγώ στα ξένα Περιστεράκι θα σου το πει εσένα...

Η μάνα τώρα αρχίζει να κλαίει μ' αναφιλητά. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει δυνατά. Τα μάτια της έχουν βουρκώσει. Έχει ακουμπήσει το κορμί της στο μέσα μέρος της πόρτας στηρίζοντας το γερμένο κεφάλι με το χέρι της, ενώ με το άλλο σκουπίζει συνεχώς τα μάτια της.

— Γιαννούλη παιδί μου, μουρμουρίζει ολολύζοντας.

Μη κλαις γλυκιά Μαριώ Γρήγορα θα ξανάρθω Στη θερμή σου αγκάλη να πέσω Μη κλαις γλυκιά Μαριώ...

Page 40: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Μπράβο, μπράβο, Αριστοκλή αντηχούν τώρα χαρούμενες οι φωνές των παιδιών απ' το δωμάτιο.

— Μα εσύ Αριστοκλή, είσαι σπουδαίος.1

Ο Γιαννούλης τούς αντιχαιρετάει χαμογελώντας.

Δεν υπάρχει παλιό ή νέο τραγουδάκι που να μη το ξέρεις και να μη το λες στην εντέλεια, του λέει ο Νίκος κοιτάζοντάς τον μ' ενθουσιασμό.

Η μάνα τους τώρα αρχίζει να κλαίει σιωπηλά. Ακούγοντας τις φωνές των παιδιών της συγκρατείται κι αρχίζει να κατευνάζεται.

— Μα πού είναι τόση ώρα η μητέρα, ρωτάει ξαφνικά η αδελφή τους: Γιατί αργεί;

Και η μητέρα τους που τ' ακούει, μη θέλοντας να λυπήσει τα παιδιά της σφουγγίζει γρήγορα γρήγορα τα μάτια της, κάνει μια τελευταία προσπάθεια, κρύβει τη συγκίνησή της και αρπάζοντας τα πιάτα προχωρεί και μπαίνει στο δωμάτιο.

— Έτοιμοι, τους λέει απότομα και κάπως σκληρά για να μην προδοθεί.

— Ναι, ναι, έτοιμοι της απαντούν.

Αφήνει βιαστικά τα πιάτα στο τραπέζι και γυρίζοντας αμέσως στην κουζίνα φέρνει διαδοχικά και τα άλλα πιάτα και αφού βεβαιώνεται ότι όλα είναι στη θέση τους κάθεται.

— Εμπρός, αρχίστε, τους λέει κάνοντας το σταυρό της.

Την μιμούνται όλοι κι αρχίζουν να τρώνε. Μα τα μάτια της είναι κόκκινα. Υγρές και αδιόρατες σταγόνες δακρύων λαμπυρίζουν στις βλεφαρίδες της. Μόνον ο Νίκος το παρατηρεί, αλλά δε μιλάει. Την παρακολουθεί μόνον με το μάτι καθώς τρώει σιωπηλή και συλλογισμένη και ξέροντας τον ευαίσθητο χαρακτήρα της και την αδυναμία της στο Γιαννούλη, σκέπτεται.

— Συγκινήθηκε κι έκλαψε πάλι.

Δεν είχε τελειώσει τα συλλογισμό του ο Νίκος, όταν ακούστηκαν βήματα στο προαύλιο.

— Κάποιος έρχεται, λέει η μητέρα τους.

Το βήμα είναι ελεύθερο και βιαστικό και προχωρεί αδίστακτα. Και καθώς η μητέρα τους σφουγγίζεται έτοιμη για να σηκωθεί, ο Γιαννούλης βρίσκεται κιόλας στην πόρτα.

— Ο Γιαννούλης, ο Γιαννούλης, φωνάζουν ταυτόχρονα όλοι, και παρατώντας το φαγητό τους στη μέση, σηκώνονται να τον υποδεχθούν. Καλώς τον, καλώς όρισες, καλώς το Γιαννούλη.

1 Ο Κ. Γιολδάσης που τον γνώρισε, σ' ένα χρονογράφημά του στην εφημερίδα Ελληνική 6-9-30, γράφει ότι: «Ο Αριστοκλής ήταν μία ρομαντική ψυχή, ένας ιδιόρρυθμος τύπος που αγαπούσε τη μοναξιά και το ρεμβασμό και η μανία του ήταν η κιθάρα». Σπούδαζε τότε αυτός ο Αριστοκλής και πολλοί άλλοι στο Βαρβάκειο και ποτέ δε λάβαινε μέρος στους πετροπόλεμούς τους, παρά μόνον τα βράδια συναντιόνταν και έκαναν καντάδες τη νύχτα και πολλές φορές κάτω απ' τα παράθυρα του σπιτιού μιας Αρσακειάδας που αγαπούσε. Έπαιζε τόσο περίφημα, με πάθος που το εμψύχωνε και το αίσθημά του για την κοπέλα, ώστε κατά τα λεγόμενα του Γιολδάση «η κιθάρα του μιλούσε». Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα βράδυ αργά τους έπιασε η αστυνομική περίπολος και ήθελε να τους οδηγήσει στο Τμήμα. Ο Αριστοκλής είπε τότε του περιπολάρχη: «Άφησέ με να παίξω ένα κομμάτι και μετά με πηγαίνεις στο τμήμα». Κι αφού του το επέτρεψε, έπαιξε τόσο έξοχα που έκανε το περιπολάρχη και τους άνδρες του να ενθουσιασθούν. Και τότε αφού γίνηκαν όλοι μία παρέα, πέρασαν όλη τη νύχτα τους στη μπύρα του Δεμερτζή στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου.

Page 41: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Η μητέρα τους που κάθεται κοντά στην πόρτα σηκώνεται πρώτη, προχωρεί ορμητικά και τον σφίγγει με λαχτάρα στην αγκαλιά της. Τον κοιτάζει αχόρταγα και με έκσταση, ωσάν νάχε χρόνια να τον δει. —Γιαννούλη παιδί μου, του λέει, δίνοντάς του απανωτά φιλιά. Αλλά έχει τόσο προσκολληθεί κοντά του που τα παιδιά στέκονται για αρκετές στιγμές απορώντας, ακίνητα και με σεβασμό.

Ο Γιαννούλης παρατηρεί την νευρικότητά της, και την αφήνει να τον φιλεί χωρίς να μιλάει. Την κοιτάζει υπομονετικά και χαμογελώντας —τι να συμβαίνει αναρωτιέται;— κι όταν τέλος την άφησε να ξεσπάσει, τις λέει:

— Φτάνει, φτάνει πια μητέρα. Εσύ κοντεύεις να με πνίξεις, της λέει, κοιτάζοντάς την με στοργή και ερωτηματικά.

Η μητέρα του τότε άρχισε να χαλαρώνει τα χέρια της κι όταν τον άφησε, ο Γιαννούλης άρχισε ν' απαντάει σ' όλους.

Αφού για αρκετό διάστημα κράτησε αυτή η θερμή ατμόσφαιρα της υποδοχής ξανακάθισαν όλοι στο τραπέζι προσθέτοντας και ένα πιάτο του Γιαννούλη.

Συνομιλώντας την ώρα του φαγητού η συζήτηση περιστράφηκε γύρω απ' τον πατέρα του και τις δουλειές του στη Ρουμανία.

Στο άκουσμα του ονόματός του, η καρδιά του Γιαννούλη σκίρτησε.

— Είχατε κανένα γράμμα του, ρωτάει αμέσως τη μητέρα του απότομα και συγκινημένος,

Το πνεύμα του Γιαννούλη τώρα είναι μακριά και κοντά στον πατέρα του στη Ρουμανία.

— Όχι παιδί μου. Έχουμε καιρό να λάβουμε, αλλά απ' ώρα σ' ώρα περιμένουμε. Στο τελευταίο του γράμμα ρωτούσε για σένα. Ευτυχώς που με τη βοήθεια του Θεού το ζήτημα της υποτροφίας σου τακτοποιήθηκε οριστικά.

— Ναι μητέρα, ευτυχώς.

— Πόσο θα χαρεί ο πατέρας σου όταν το μάθει συμπληρώνει αμέσως η μητέρα του βγάζοντας ένα στεναγμό ανακούφισης.

Είναι οι τελευταίες μέρες που ο Γιαννούλης μένει στην Αθήνα. Η μητέρα του έχει ετοιμάσει κιόλας τα πράγματά του για το ταξίδι, όταν φτάνει ένα καινούργιο γράμμα του πατέρα του, που ζητάει πληροφορίες.

— Μητέρα, της λέει τότε ο Γιαννούλης, εσάς θα σας δω πριν φύγω, τώρα είναι η σειρά του πατέρα, θα φύγω πιο γρήγορα απ' ότι λογάριαζα, όχι την άλλη βδομάδα, αλλά μεθαύριο. Πριν πάω στο Μονάχο, θα περάσω πρώτα απ' τον πατέρα, στη Ρουμανία.

Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνει πρώτα στο γραφείο του Παξιμάδη, αλλά τον πληροφορούν ότι λείπει στη Βουλή και ότι θα βρίσκεται εκεί κατά τις πέντε το απόγευμα. Πηγαίνει τότε στα καταστήματα όπου αγοράζει μερικά μικροπράγματα προσωπικής χρήσεως απαραίτητα για το ταξίδι του, ένα τουριστικό οδηγό, και στην Τράπεζα όπου μετατρέπει σε Ρουμανικό συνάλλαγμα λίγα χρήματα. Ύστερα επισκέπτεται τους συγγενείς του και τους λίγους αλλά πιστούς φίλους του που ξαφνιάζονται για την απρόοπτη και βιαστική αναχώρησή του. Ένας μάλιστα απ' αυτούς που τον αγαπούσε πραγματικά του λέει:

Page 42: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Ακόμη δε σε είδαμε που έφτασες απ' την Τήνο και μας φεύγεις πάλι σαν τα χελιδόνια.

— Προσωρινώς, του λέει χαμογελώντας ο Γιαννούλης. Πάω να κτίσω τη φωλιά μου για λίγο διάστημα στο Μόναχο.

Τέλος το απόγευμα, αφού τακτοποίησε όλα τα ζητήματά του, κατευθύνθηκε στο γραφείο του Παξιμάδη.

Ο Παξιμάδης που είχε πληροφορηθεί ότι τον ζήτησε, τον περίμενε ήρεμος, μη γνωρίζοντας τι τον θέλει.

Κι όταν ο Γιαννούλης μπαίνει τον κοιτάζει με σεβασμό και σοβαρότητα, αλλά και με πρόσωπο που ακτινοβολεί απ' χαρά.

— Τι τρέχει Γιαννούλη, του λέει.

— Αύριο φεύγω και ήλθα να σας αποχαιρετήσω.

Ο Παξιμάδης τον κοιτάζει έκπληκτος.

— Τόσο γρήγορα Γιαννούλη; Αφού έχεις καιρό ακόμη. Γιατί αυτό:

— Φεύγω για τη Ρουμανία του απαντάει. Πηγαίνω στον πατέρα... Έχει να μας δει από τα πέρυσι το Γενάρη και... ίσως... και η φωνή του Γιαννούλη εδώ άρχισε να τρέμει —θα πονάει ασφαλώς... δύο σχεδόν χρόνια από τότε... θέλω να τον ξαφνιάσω και να τον κάμω να χαρεί κι αυτός λιγάκι... Δεν το νομίζετε;

Ο Παξιμάδης τον κοιτάζει τώρα με μια ασυνήθιστη γλυκύτητα. Τι τρυφερή και μεγάλη καρδιά συλλογίζεται.

— Σκέφθηκες πολύ καλά Γιαννούλη; του λέει. Ο πατέρας αγωνίζεται, και ο άξιος γιός αναγνωρίζοντας τους κόπους και τις θυσίες του πατέρα δεν τον ξεχνάει...

— Μα ο Γιαννούλης διακόπτοντάς τον: Και σάς το ίδιο για τους τόσους κόπους και τις φροντίδες που καταβάλλατε για μένα, του απαντάει κοιτάζοντάς τον θερμά και μ' αγάπη. Δε βρίσκω λόγια για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τα όσα καλά έχετε κάμει σε μένα. Ξέρω, ότι αν σήμερα φεύγω για τη Γερμανία, αυτό το οφείλω σε σας κι αυτό ποτέ δε θα το ξεχάσω... είθε, μια μέρα να μπορέσω να σας τ' ανταποδώσω αν και το χρέος μου είναι πολύ...

— Καλά καλά, του λέει ο Παξιμάδης βιαστικά και κάπως ταραγμένος. Κι αφού σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του πλησίασε τον Γιαννούλη και κτυπώντας τον φιλικά στον ώμο, συγκρατημένος και θέλοντας να κρύψει την ανάλαφρη συγκίνησή του προσθέτει: Από σένα εξαρτάται τώρα και δεν αμφιβάλλω ότι θα φανείς αντάξιος των κόπων αυτών και θα ξαναγυρίσεις μια μέρα απ' το Μόναχο με καινούριες δάφνες.

— Μα βέβαια, θα προσπαθήσω, του λέει ο Γιαννούλης με μάτια που άστραφταν από πεποίθηση.

Αφού συνομίλησαν για λίγα λεπτά ακόμη, συνεπαρμένος ο Παξιμάδης από την απέριττη, βαθειά και τόσο ανθρώπινη συμπεριφορά του τον συνόδεψε ως την πόρτα. Πήρε το χέρι του το 'σφιξε δυνατά και τραντάζοντάς το πάνω κάτω δυο τρεις φορές του ευχήθηκε:

Page 43: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Καλό ταξίδι, καλή πρόοδο και χαιρετισμούς στον πατέρα σου, Γιαννούλη.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί όλη η οικογένεια βρίσκεται συγκεντρωμένη στο μουράγιο του Πειραιά όπου και κατευοδώνει το Γιαννούλη. Δακρυσμένη η μητέρα του τον αγκαλιάζει, του δίνει την ευχή της, τον φιλεί και του λέει:

— Σύρε παιδί μου στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου.

Τελευταίον αποχαιρετάει τον αδελφό του Πραξιτέλη που όντας μωρό δυο χρονών σχεδόν, η αδελφή του τον κρατάει στην αγκαλιά της. Ο Γιαννούλης του χαμογελάει και του γνέφει με τα χέρια να προχωρήσει στη δική του. Το μικρό στο γνέψιμο του Γιαννούλη ανατινάζεται και σηκώνοντας τα χεράκια του γέρνει το κορμί του κάνοντας απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον πλησιάσει. Κι όταν τέλος ο Γιαννούλης τον παίρνει σκιρτάει απ' τη χαρά του σαν πουλί. Ο Γιαννούλης τον φιλεί τελευταίον και τον ξαναπαραδίνει στην αδελφή του πράγμα που κάνει τον μικρόν να τον κοιτάζει χολιασμένος και παραπονιάρικα.

Ο Γιαννούλης για να τον παρηγορήσει τον ξαναφιλεί και ανεβαίνει τέλος στο καράβι που σε λίγη ώρα ξεκινάει και σιγά σιγά αρχίζει ν' απομακρύνεται. Η μητέρα όρθια στην παραλία ανεμίζει ακούραστα το μαντήλι της και δεν εννοεί να ξεκολλήσει απ' τον τόπο της παρ' όλες τις συστάσεις των παιδιών της.

Το καράβι αρχίζει να χάνεται στον ορίζοντα, και οι άνθρωποι φαίνονται σαν μικρά και ακαθόριστα στίγματα. Τότε η μητέρα του πείθεται και αποφασίζει τέλος να φύγει ξαναγυρίζοντας καταλυπημένη και με την έγνοια του Γιαννούλη στο σπίτι της.

~οο0οο~

Είναι μεσημέρι και τέλη Αυγούστου και το καλοκαίρι αυτό είναι ένα από τα πια θερμά καλοκαίρια που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Βουκουρέστι.

— Ο πατέρας του Γιαννούλη δούλευε μέσα στο μικρό ξύλινο γραφειάκι που είχε φτιάσει στη γωνιά της ρεμίτζας. Σημάδευε πάνω σ' ένα μακρόστενο χαρτί που πάνω του είχε σχεδιάσει ένα μνημείο υπό κλίμακα μια βυζαντινή φρίζα σε μικρογραφία για να το παρουσιάσει σε κάποιον έμπορο για να του αναθέσει την παραγγελία. Αυτή η δουλειά τον απασχόλησε πολλές ώρες τα τελευταία μεσημέρια. Μετά την σκληρή εργασία του, του μαρμαρά δούλευε πάνω σ' αυτό το σχέδιο. Αφού τέλος το αποπεράτωσε σήκωσε το σχέδιο το κάρφωσε πρόχειρα στον τοίχο και αφού το κοίταξε παρατεταμένα και με προσοχή, ικανοποιημένος τέλος βγήκε στην πόρτα.

Είδε τότε τους τεχνίτες του να κοιμούνται κάτω απ' το υπόστεγο, άλλοι πάνω στα μαδέρια κι άλλοι πάνω στο χώμα, έχοντας στρώσει από κάτω τους καθένας από ένα τσουβάλι και με το κεφάλι πάνω στα σακάκια τους ακουμπισμένο στα κατρακίλια ή τα σκαμνάκια της δουλειάς τους που τα χρησιμοποιούσαν για μαξιλάρια. Δυο μικροί βοηθοί είχαν στριμωχθεί κάτω απ' το αμαξάκι της μεταφοράς των μαρμάρων ανάμεσα στις ρόδες και κοιμόντουσαν μακάρια.

— Καιρός είναι να ησυχάσω κι εγώ λίγο, σκέφθηκε ξαναμπαίνοντας στο γραφειάκι του. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Δυο μετά το μεσημέρι.

Μα πότε πέρασε κιόλας η ώρα; μονολόγησε και ξάπλωσε αμέσως κατάκοπος και νυσταλέος στον πάγκο που χρησιμοποιούσε πριν για σχεδιαστήριο.

Είχε σχεδόν γλαριάσει και βρισκόταν ανάμεσα ύπνου και ξύπνου όταν του φάνηκε ότι κάποιος βρισκόταν από πάνω του και τον παρατηρούσε. Ίσως και να ονειρευόταν. Κανένας όμως θόρυβος δεν

Page 44: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ακουγόταν γύρω του, ουδέ φωνή μακρινή έστω και ξένη και άσχετη που με τον οξύ και θυμώδη τόνο της θα μπορούσε να τον ξυπνήσει. Όλα ήσαν ήρεμα και σιωπηλά.

Και όμως ήταν ο Γιαννούλης.

Φτάνοντας ο Γιαννούλης στο σταθμό στο Βουκουρέστι ήταν περασμένο μεσημέρι. Οι Έλληνες που συνταξίδευαν μαζί στο καράβι, κατέβηκαν άλλοι στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι στα λιμάνια της Βουλγαρίας κι άλλοι παρέμειναν μέσα για να κατέβουν στις Ρωσικές πολιτείες του Ευξείνου. Αυτός και μερικοί άλλοι κατέβηκαν στην Κωστάντζα της Ρουμανίας τραβώντας καθένας νια τον προορισμό του.

Στο τραίνο που πήγαινε για το Βουκουρέστι έτυχε τη μέρα αυτή να μην ταξιδεύει κανένας Έλληνας για να του κάνει συντροφιά. Όταν σταμάτησε, ξένος ανάμεσα στους ξένους ο Γιαννούλης αργοπορώντας επίτηδες άφησε τους άλλους να κατέβουν πρώτοι και στάθηκε για μερικά λεπτά στο παράθυρο του βαγονιού απολαμβάνοντας την κίνηση του σταθμού από ψηλά. Ο κόσμος προχωρούσε ορμητικά προς την έξοδο, κι όλος ο σταθμός βούιζε απ' τα ξεφωνητά των αχθοφόρων, τα διαλαλήματα των εφημεριδοπωλών τις φωνές των μικροπωλητών, τα γέλια και τα καλωσορίσματα. Το έκτακτο αυτό θέαμα έκανε το Γιαννούλη προς στιγμήν να ξεχαστεί στο παράθυρο. Το πρώτο κιόλας κύμα είχε απομακρυνθεί όταν ο Γιαννούλης κατέβηκε. Η αποβάθρα του σταθμού άρχισε ν' αραιώνει απ' την κοσμοπλημμύρα και ο Γιαννούλης προχωρώντας έφτασε ήσυχα και μ' ευκολία τώρα στην έξοδο και κατευθύνθηκε απέναντι προς στη στάση των αμαξιών που προχωρούσαν το ένα πίσω απ' τ' άλλο καθώς τα πρώτα έφευγαν φορτωμένα μ' επιβάτες, ανάμεσα στις προσκλήσεις και στις προτροπές των αμαξάδων, τους διαπεραστικούς ήχους των μαστιγίων που διέσχιζαν σφυρίζοντας τον αέρα και τα ποδοβολητά των αλόγων.

Τα κενά αμάξια ήσαν πολλά. Τα περισσότερα λαντό και καμιά δεκαριά μόνιππα που περίμεναν να πάρουν τους τελευταίους καθυστερημένους πελάτες.

Ήταν έτοιμος να πάρει ένα μόνιππο, όταν λίγο πιο μακριά του άκουσε τον εξής διάλογο.

— Μιχάλη, καθώς φαίνεται, θα φύγουμε άδειοι και σήμερα όπως και χθες. Τέτοια αναδουλειά!... Τι να πει κανείς, του κάνει λυπημένα.

— Πρωτάρα είσαι; Του απαντάει αγέρωχα και στωικά ο άλλος που βλέπει το αποκαρδιωμένο ύφος του. Το μωρό μου!..

— Και δε σκέπτομαι, παρά το χρέος μου. Ξέρεις ποιο;... Συνεχίζει ο άλλος χωρίς να πειραχθεί από την ειρωνεία του.

Ακούγοντας την μητρική του γλώσσα να μιλιέται τόσο καθαρά στη καρδιά του Βουκουρεστίου, τράβηξε ενθουσιασμένος προς το μέρος τους.

— Γεια σας, Πατρίδα, τους λέει.

Οι άλλοι ξαφνιάζονται και γυρίζοντας του απαντούν αμέσως.

— Καλώς τον.

Και βλέποντάς τον με τη βαλίτσα στο χέρι που πρόδινε τον ταξιδιώτη:

— Από που; τον ρωτάνε.

Page 45: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Από την πατρίδα τους απαντάει. Και μ' ένα μισοσοβαρό και μισοαστείο ύφος. Απ' τ' άγια χώματα, προσθέτει.

— Από ποιο μέρος;

— Απ' την Τήνο.

— Καλώς όρισες.

— Καλώς σας βρήκα.

— Έλα, λέει του πρώτου τώρα ο Γιαννούλης μπαίνοντας ταυτόχρονα στο αμάξι, μη θέλοντας να μακρύνει τη συζήτηση. —Πάρε αυτή τη σύσταση και οδήγησέ με αμέσως στο μέρος που γράφει. Και γυρίζοντας προς τον άλλον τον ρωτάει μ' ετοιμότητα και μ' ένα θερμό τόνο που πρόδινε το ενδιαφέρον του.

— Και συ από πού;

— Απ' τη Κεφαλονιά.

— Κεφαλλονίτικος σατανάς λοιπόν, του λέει χαμογελώντας. —Και συ; ρωτάει τον αμαξά του που εν τω μεταξύ είχε σαλτάρει μπρος απ' τ' αμάξι έτοιμος για να ξεκινήσει.

— Μωραΐτης.

— Ένας Έλληνας, ένας Έλληνας, δυο Έλληνες, τρεις Έλληνες όπου γης και Ελλάς τους λέει χωρατεύοντας ο Γιαννούλης.

— Και καθώς το αμάξι ξεκινάει και αποχαιρετώντας τον προσθέτει:

— Τι είμαστε μείς οι Έλληνες!!!

Μισή ώρα αργότερα ο Γιαννούλης βρίσκεται μπροστά στο μαρμαράδικο του πατέρα του. Αφού ευχαρίστησε και πλήρωσε τον αμαξά, κατέβηκε με τη βαλίτσα του —τις άλλες αποσκευές του θα τις παραλάμβανε αργότερα απ' το σταθμό— προχώρησε μέσα στη μάντρα κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, μήπως και συναντήσει κάποιον. Μα δεν είδε κανένα ξύπνιο, όλοι οι τεχνίτες κοιμόντουσαν ξέγνοιαστα.

Αθόρυβα τότε και προσεκτικά για να μη τους ξυπνήσει προχώρησε στο βάθος του εργαστηρίου, και στο γραφειάκι όπου κοιμόνταν ο πατέρας του.

Πλησίασε και φτάνοντας ως την πόρτα αντίκρισε μονομιάς τη μορφή του, που ξαπλωμένος ανάσαινε αργά και ρυθμικά.

Για μια στιγμή τούρθε να φωνάξει: Πατέρα!

Αλλά αστραπιαία τον κατάλαβε ένα αίσθημα λύπης και συμπόνιας που του έκοψε τα λόγια στην άκρη των δοντιών του.

— Κρίμα δεν είναι να τον ξυπνήσω ξαφνικά, τώρα που έχει πέσει να ησυχάσει; Συλλογίζεται.

Page 46: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Πατώντας τότε στα νύχια των ποδιών του προχώρησε μέσα και στάθηκε πάνω απ' τον πατέρα του κοιτώντας τον με μια ανείπωτη αγάπη.

Είχε ξαπλώσει με τα ρούχα της δουλειάς έχοντας για μαξιλάρι την τραγιάσκα του ακουμπισμένη πάνω σε μια στοίβα από παλιά σχέδια. Το πολύ σε τρία τέταρτα έπρεπε να ξυπνήσει. Οι μαντρακάδες θα άρχιζαν πάλι να τραγουδούν ρυθμικά και αδιάκοπα μέσα στο μαρμαράδικο. Η όλη στάση του κορμιού του, που παραδομένο στον ύπνο φαινόταν σαν παράλυτο, πρόδιδε την κόπωσή του. Στο μέτωπό του και στα κοιλώματα του προσώπου του ο αλμυρός ιδρώτας στεγνωμένος και γυαλίζοντας, σχημάτιζε ακαθόριστα σχέδια. Και μόνον απ' το ανάλαφρο και σχεδόν ανεπαίσθητο ανεβοκατέβασμα του στήθους του, ξεχώριζε κανείς ότι επρόκειτο για άνθρωπο που κοιμόνταν.

— Πόσο κουρασμένος φαίνεται, ψιθύρισε με τρυφερότητα. Πόσο τυραγνιέται για μας!

Αφού τον κοίταξε για αρκετό διάστημα, ξεχασμένος και με τη βαλίτσα στο χέρι, ακούμπησε τη βαλίτσα του πλάι σε μιαν άκρη και βγάζοντας το σημειωματάριό του έγραψε πάνω σ' ένα φύλλο του:

Πατέρα

Μόλις έφθασα από την Αθήνα. Βγαίνω και σε λίγη ώρα θα ξαναγυρίσω. Δε θ' αργήσω. Μόλις πιάσετε δουλειά θα είμαι εδώ. Μην ανησυχήσεις.

Γιαννούλης

Έσκισε σιγά το χαρτί από το σημειωματάριό του, το άπλωσε ανάμεσα στο χερούλι της βαλίτσας ώστε να διακρίνεται μ' ευκολία, βγήκε από το γραφείο διέσχισε και πάλι αθόρυβα την μάντρα και βγήκε στο δρόμο.

Κοίταξε τότε ολόγυρά του κι αφού επισήμανε το μέρος προχώρησε στον ίδιο δρόμο για να βρει κάπου να καθίσει. Αραιοί διαβάτες φαινόντουσαν εδώ και εκεί προχωρώντας αργά και τεμπέλικα σύρριζα στους τοίχους κάτω απ' την σκιάδα των σπιτιών, αποκαμωμένοι και προσπαθώντας να προφυλαχθούν από το μεσημεριάτικο λιοπύρι. Τα φυλλώματα των δέντρων ακίνητα μέσα στους γαλάζιους ατμούς του καλοκαιριού μόλις ανασάλευαν που και που από κάποια πνοή ανέμου, που έφτανε από τα πέρατα των σκυροστρωμένων λεωφόρων, θερμός και πνιγηρός. Στη γραμμή του δρόμου δεν υπήρχε κανένα κατάστημα ανοικτό. Κοιτώντας τότε δεξιά και αριστερά και φτάνοντας στη δεύτερη γωνιά διακόσια μέτρα σχεδόν μακριά από τα μαρμαράδικο, διέκρινε πιο κάτω στη γωνιά του παράλληλου δρόμου ένα καφενείο. Διευθύνθηκε τότε εκεί και μπαίνοντας μέσα παράγγειλε ένα αναψυκτικό.

Στο καφενείο δεν υπήρχε κανείς. Και μόνο το γκαρσόνι καθισμένο μπρος σ' ένα τραπέζι στο βάθος με το πρόσωπο χωμένο ανάμεσα στις παλάμες του κουτούλαγε. Στη φωνή του Γιαννούλη πετάχτηκε αμέσως πάνω και τινάζοντας κωμικά δυο τρεις φορές το κεφάλι του —πράγμα που έκανε το Γιαννούλη να χαμογελάσει —τον πλησίασε και τον ρώτησε ανύποπτος στη Ρουμανική γλώσσα:

— «Τσε ντορέστε ντόμινο; (Τι επιθυμεί ο κύριος;)

Τότε ο Γιαννούλης αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σε ξένη χώρα. Αλήθεια λέει, δεν το σκέφθηκα αυτό. Χαμογελώντας τότε και πάλι, σηκώθηκε και κάνοντάς του νόημα, πλησίασε στο πάγκο και δείχνοντας με το χέρι του ένα μπουκάλι λεμονάδα του λέει εύθυμα:

— Λεμονάδα.

Το γκαρσόνι τον κοίταξε παραξενεμένο, αλλά ο Γιαννούλης λύνοντάς του την απορία του λέει:

Page 47: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Εγώ, δείχνοντας τον εαυτό του, Greco.

Το γκαρσόνι κατάλαβε και του σέρβιρε τη λεμονάδα. Μετά κάθισε κοντά του και κοιτάζοντάς τον περίεργα και φιλικά τον ρωτούσε με νεύματα για να μάθει ποιος είναι και πώς βρέθηκε στη Ρουμανία.

Η παντομίμα άρχισε. Ο Γιαννούλης απαντώντας του άρχισε να του δείχνει το ταβάνι με τα γύψινα κοσμήματα, τις κορνίζες του καθρέφτη του καφενείου, τα φουρούσια και τους ακροκεράμους του απέναντι σπιτιού, κι ακόμη ότι ο πατέρας του έχει μαρμαράδικο εκεί κοντά στον παραπάνω δρόμο.

Το γκαρσόνι όμως βλέποντας το Γιαννούλη να του περιγράψει με γνεψίματα τόσα πολλά, ζαλίστηκε και χωρίς να καταλαβαίνει τον κοίταζε με απορία.

Τότε αυτός σηκώνοντας το ένα χέρι και κτυπώντας το πάνω στο άλλο κατά τον χαρακτηριστικό τρόπο των μαρμαράδων προσπαθούσε να το κατατοπίσει, μα και πάλι το γκαρσόνι δεν καταλάβαινε.

Βγάζοντας τότε το μολύβι του, άρχισε να σχεδιάζει πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού διάφορα κοσμήματα και φιγούρες. Το γκαρσόνι άρχισε να κοιτάζει πότε τα σχέδια και πότε το Γιαννούλη ερωτηματικά.

— Κατάλαβες του γνέφει ο Γιαννούλης ξανασηκώνοντας τη κλεισμένη του γροθιά και κατεβάζοντάς την με δύναμη πάνω στην άλλη.

Τα μάτια του γκαρσονιού τώρα φωτίστηκαν που κοιτώντας το Γιαννούλη ξεφωνίζει τώρα σιγά.

— «Α... Α... Αντσιλέσκ. (Α... Α... Κατάλαβα) Τα όμορφα όμως σκίτσα του Γιαννούλη αρέσουν στο

γκαρσόνι που τα κοιτάζει τώρα για αρκετές στιγμές ακίνητος και μ' επιμονή. Και ύστερα από λίγο σηκώνοντας το χέρι με σμιγμένα τα τρία δάκτυλα όπως όταν σταυροκοπιόμαστε και κινώντας τα με έμφαση πάνω κάτω:

— Πολύ ωραία... έξοχα του γνέφει μ' έναν αφελή και ανυπόκριτο θαυμασμό.

Ο Γιαννούλης τον κοιτάζει εύθυμα και με συμπάθεια. Θέλοντας τότε να τον ευχαριστήσει και να τον χαροποιήσει περισσότερο, έβγαλε από τη τσέπη του ένα φύλλο χαρτιού και χαράζοντας πάνω του μερικές γραμμές έκαμε σε λίγες στιγμές το σκίτσο του. Κι αφού το ζωντάνεψε με μερικές έντονες σκιές το πρόσφερε ξαφνικά στο ανύποπτο γκαρσόνι.

Η ομορφιά και η ομοιότητα του σκίτσου ξάφνιασε αμέσως το γκαρσόνι. Κολακευμένο αυτό τώρα άρχισε να το κοιτάζει, να το μετακινεί πότε δεξιά πότε αριστερά, άλλοτε απομακρύνοντάς το κι άλλοτε πλησιάζοντάς το στο πρόσωπό του, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες τόσο παράξενα αστείες και ασυνήθιστες, που το πρόσωπό του κάθε στιγμή άλλαζε και έκφραση, που στο τέλος ο Γιαννούλης μη μπορώντας να κρατηθεί παρ' όλο τον κίνδυνο να παρεξηγηθεί ξέσπασε σε ακράτητα γέλια. Μα το γκαρσόνι φύσει αγαθό δεν ταράχτηκε καθόλου εξακολουθώντας να κοιτάζει με τον ίδιο επίμονο θαυμασμό και αφοσίωση το σκίτσο του, ρίχνοντας στο Γιαννούλη πότε - πότε αδιάφορες μα και κάπως επιπληκτικές ματιές.

Τέλος το γκαρσόνι ικανοποιημένο του λέει σκύβοντας ελαφρά το κορμί του και με την παλάμη στο στήθος:

— Μουλτσμέσκ. (Ευχαριστώ).

Page 48: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Όλο αυτό το διάστημα ο Γιαννούλης παρ' όλη τη διασκεδαστική του απασχόληση δεν έπαψε να σκέπτεται τον πατέρα του, και να παρακολουθεί το ρολόι του καφενείου.

Η ώρα ήταν τρεις και μισή. Οι άνθρωποι άρχισαν να κυκλοφορούν πιο πυκνά στους δρόμους και οι θόρυβοι να μεγαλώνουν. Δυο κιόλας μεταμεσημβρινοί πελάτες μπήκαν στο καφενείο.

Καιρός για να φεύγω, σκέπτεται.

Σηκώθηκε τότε και γνέφοντάς του, του λέει:

—Πρέπει να φύγω, τι χρωστάω; Τρίβοντας το χαλινό και το δείχτη του χεριού του.

Το γκαρσόνι κατευχαριστημένο και με την ευγένεια που διακρίνει όλες τις απλοϊκές και αγαθές φύσεις, θεωρεί υποχρέωσή του να μην πάρει λεπτά απ' τον ξένο του.

— Τίποτα τίποτα, του λέει, κινώντας δεξιά και αριστερά το δείχτη του.

Ο Γιαννούλης επιμένει, αλλά το γκαρσόνι με κανένα τρόπο δεν πείθεται να δεχθεί χρήματα.

Ο Γιαννούλης τον ευχαριστεί και τον χαιρετάει με μια εγκάρδια χειρονομία. Μα καθώς σηκώνεται και βγαίνει απ' την πόρτα, το γκαρσόνι πλησιάζοντας τούς γνωστούς του πελάτες, τους επιδεικνύει καμαρώνοντας και μ' ενθουσιασμό το σκίτσο του και μιλώντας τούς δείχνει ταυτόχρονα με το δάχτυλο τον καλλιτέχνη που προχωρώντας κατευθύνεται βιαστικά στο μαρμαράδικο του πατέρα του.

~οο0οο~

Με τις πρώτες φωνές των μαρμαράδων που ετοιμάζονταν για δουλειά ο πατέρας του ξυπνάει. Μα καθώς κατεβαίνει και προχωρεί προς την πόρτα βλέπει ξαφνικά μπροστά του τη βαλίτσα του Γιαννούλη. —Τι είν' αυτό αναρωτιέται; Σκύβει και τη σηκώνει αμέσως και τραβώντας το σημείωμα το διαβάζει.

— Ήρθε ο Γιαννούλης! Λέει αμέσως. Για μια στιγμή σταμάτησε μη ξέροντας τι να κάνει. Ύστερα χιμώντας έξω και χαρούμενος κοιτάζει δεξιά και αριστερά αλλά δεν τον βλέπει πουθενά. Οι τεχνίτες είχαν αρχίσει κιόλας να εργάζονται και την πριν ήρεμη ατμόσφαιρα τού εργαστηρίου την γέμιζαν τώρα οι αλλεπάλληλοι ήχοι των μαντρακάδων.

— Μάστρο-Γιώργο, μάστρο-Μάρκο, φωνάζει τότε στους δυο πιο κοντινούς του μαστόρους που ήταν σκυμμένοι και αφοσιωμένοι στη δουλειά τους. Μην είδατε τον Γιαννούλη;

Οι τεχνίτες σηκώνουν το κεφάλι τους και χωρίς να σταματήσουν κοιτάζουν για μια στιγμή το μάστορή τους.

— Ποιο Γιαννούλη τον ρωτάνε απορώντας.

— Το Γιαννούλη, το γιό μου!

Οι τεχνίτες τότε σταματάνε και κοιτάζονται άθελά τους στα μάτια. Ο ένας μάλιστα απ' αυτούς μισοκλείνοντας συνθηματικά το μάτι του, ρωτάει κρυφά τον άλλον με μια κίνηση του κεφαλιού.

—Τι συμβαίνει;

Page 49: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Κι ο άλλος σηκώνοντας αμέσως αδιόρατα τους ώμους του απορώντας κι αυτός του γνέφει, ότι δεν ξέρει.

Βλέποντας όμως το αφηρημένο μα και χαρούμενο ύφος του αφεντικού τους, δεν ξέρει πώς να το εξηγήσει. Τέλος αποφασίζοντας του λέει.

— Τι ρώτημα είναι αυτό Μαστρογιάννη. Πού θέλεις νάναι ο γιός σου;

Τότε αυτός συνέρχεται και πλησιάζοντάς τους συγκρατημένα και ψύχραιμα τους λέει:

— Ήρθε ο Γιαννούλης απ' την Αθήνα την ώρα που κοιμόμαστε. Άφησε τη βαλίτσα του και αυτό το σημείωμα κι έφυγε. Μου γράφει ότι σε λίγη ώρα θα γυρίσει.

— Αλήθεια! Του απαντούν τώρα αυτοί έκπληκτοι και με ολάνοιχτα μάτια. Και γιατί έφυγε, πού πάει τον ρωτούν ταυτόχρονα και οι δυο.

— Δεν ξέρω.

— Καλώς να τον δεχθείς λοιπόν! Με το καλό! Θα μας φέρνει και καινούρια νέα απ' την πατρίδα του λένε ενθουσιασμένοι,

— Ε... βέβαια... βέβαια...

Περνούν έτσι λίγες στιγμές. Ο πατέρας του Γιαννούλη σταματώντας να συζητεί έχει καρφώσει το βλέμμα του στη πόρτα του μαρμαράδικου προσμένοντας να φανεί ο Γιαννούλης.

Οι τεχνίτες ύστερα από την αυστηρή αυτή σιωπή ξαναπιάνουν τη δουλειά τους. Αλλά η ολοφάνερη αγωνία του πατέρα που στέκεται ακίνητος και προσηλωμένος κοιτάζοντας την πόρτα, μεταδίδεται και στους τεχνίτες που αρχίζουν κι αυτοί να κοιτάζουν προς τη διεύθυνσή της. Συμμετέχουν κι αυτοί το ίδιο στη δικαιολογημένη αδημονία του και στην ευφρόσυνη προσδοκία του σαν ξενιτεμένοι και πατριώτες.

— Πού να έχει πάει; τους ρωτάει ύστερα από λίγο αδημονώντας.

— Όπου κι αν είναι θα φανεί Μαστρογιάννη. Κάπου δω κοντά θα βρίσκεται, του απαντούν.

Τέλος ο πατέρας μη αντέχοντας να περιμένει άλλο τους λέει.

— Αφήστε κάθε δουλειά και σηκωθείτε. Κάνετε μια βόλτα στα γύρω καταστήματα μήπως και τον δείτε. Φροντίστε με κάθε τρόπο να τον βρείτε.

— Ναι, ναι, του απαντούν πρόθυμα αυτοί. Και παρατώντας τους μαντρακάδες τους σηκώνονται και προχωρούν βιαστικά προς την πόρτα. Και καθώς απομακρύνονται, συνεπαρμένος απ' τη χαρά του πια ο πατέρας του φωνάζει με τη σειρά τους δυο μικρούς βοηθούς του.

— Δημήτρη, Σταμάτη, ελάτε αμέσως γρήγορα εδώ. Οι μικροί στην έντονη φωνή του αφεντικού τους καταφθάνουν αμέσως τρέχοντας.

— Τρεχάτε τους λέει: Ήρθε ο Γιαννούλης απ' την Αθήνα. Εμπρός πηγαίνετε και σεις εδώ τριγύρω στους δρόμους και στα μαγαζιά μήπως τον βρείτε. Τον γνωρίζετε έτσι;

Page 50: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Ναι ναι, του λέει ένας μικρός.

— Όταν ήμουν στην Αθήνα ερχόταν πολλές φορές στο μαρμαράδικο του Φυτάλη που δούλευα και μια μέρα μ' έστειλε και του 'φερα μερικά σχέδια απ' το σπίτι και μούδωσε ένα εικοσαράκι, πράξη που έκανε εντύπωση στο παιδί για την αφιλοκέρδεια και τη γενναιοδωρία του Γιαννούλη.

— Καλά καλά, του λέει ευχαριστημένος πιο πολύ ο πατέρας του. Εμπρός πηγαίνετε τώρα να τον βρείτε· και οι μικροί εξαφανίζονται τρέχοντας.

Η μάντρα απλώνεται σε έκταση εξήντα μέτρων. Τρεις τέσσερις άλλοι τεχνίτες βρίσκονται κείνη τη στιγμή στην άλλη άκρη της, απασχολημένοι να μετακινήσουν με λοστούς και κατρακίλια ένα τεράστιο μάρμαρο απ' το σωρό για να το μεταφέρουν στη ρεμίτζα για επεξεργασία. Δυο απ' αυτούς και οι πιο περίεργοι βλέποντας την ασυνήθιστη αυτή κίνηση, τους μαστόρους να φεύγουν βιαστικοί, τους μικρούς να τρέχουν και τον πατέρα του Γιαννούλη που συνήθως ήταν πολύ ψύχραιμος και ήρεμος σε ανησυχία και ταραχή, αρχίζουν να το προσέχουν ρίχνοντας πότε πότε τα βλέμματά τους στη ρεμίτζα.

— Τι να συμβαίνει; λέει ο ένας.

— Ποιος ξέρει, του απαντάει ο άλλος.

— Λες νάγινε καμιά ζημιά;

— Θεός να φυλάξει!

Μπας μπας,1

1 Η έκφραση είναι του συναφιού των μαρμαράδων και σημαίνει εμπρός εμπρός, παρόμοια με το βίρα βίρα των ναυτικών.

ακούγεται τώρα η φωνή του τρίτου που τοποθετούσε σκυμμένος το κατρακίλι μπροστά και κάτω απ' το μάρμαρο. Οι τεχνίτες αρχίζουν να σπρώχνουν τους λοστούς και το πελώριο μάρμαρο ανασηκώνεται και αρχίζει να μετακινείται προς τα μπρος.

Ο τεχνίτης απλώνοντας τότε το χέρι του προσπαθεί ν' αφαιρέσει το πίσω κατρακίλι για να το μεταφέρει μπροστά, αλλά οι λοστοί χαλαρωμένοι από την απροσεξία των τεχνιτών γλιστρούν και το πελώριο μάρμαρο ξανακάθεται βαριά και σταθερά πάνω του αφήνοντας έναν ξερό και υπόκωφο κρότο. Ο τεχνίτης μόλις προλαμβάνει να αποτραβήξει το χέρι του. Μισού δευτερολέπτου αργοπορία ήταν αρκετή και το χέρι του θα ήταν μαγκωμένο κάτω απ' το μάρμαρο και πολτοποιημένο.

Αναπηδώντας τότε τινάζεται σαν ελατήριο σηκώνεται όρθιος και γυρίζοντας εξαγριωμένος το κεφάλι του:

— Μάστρο-Δημήτρη, μάστρο-Νικόλα. Σίγουρα θα μού σπάσετε κανένα χέρι ή κανένα δάχτυλο, τους φωνάζει δυνατά και φουρκισμένος, αρχίζοντας να χειρονομεί. Ο τρόμος που δοκίμασε τον κρατεί για λίγα δευτερόλεπτα σε διέγερση και τους κοιτάζει εχθρικά.

Αυτοί συναισθανόμενοι το σφάλμα τους, τον κοιτάζουν σαν ένοχοι. Αυτό σιγά σιγά τον κατευνάζει.

— Λίγο ακόμη και θα με κάνατε κουλό. Μωρέ μπράβο!!! Τι βλέπετε και χαζεύετε;

— Έχεις δίκαιο, έχεις δίκαιο μάστρο-Λουκά του λένε φοβισμένοι αυτοί. Κι αφού ηρέμησε κάπως, αμέσως ύστερα εξηγώντας του:

Page 51: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Μα κάτι τρέχει... κάτι συμβαίνει με το αφεντικό μας.

Όλοι τότε οι τεχνίτες σταματώντας τη δουλειά τους άρχισαν να κοιτάζουν προς τα κει. Ήταν έτοιμοι να στείλουν κάποιον να ρωτήσει, όταν βλέπουν το αφεντικό να προχωρεί προς το μέρος τους.

— Ήρθε ο Γιαννούλης απ' την Αθήνα, τους λέει πλησιάζοντάς τους χαμογελώντας και αστράφτοντας από χαρά.

— Πηγαίνετε και σεις... να τον...

Αλλά ύστερα αφού σκέφθηκε ωριμότερα.

— Όχι όχι, καθίστε τους λέει, έχω στείλει τους άλλους να τον βρουν, όπου κι αν είναι θα 'ρθει,

Και ξεμακραίνοντας βγήκε χωρίς να περιμένει απάντησή τους, έξω στην πόρτα του μαρμαράδικου αρχίζοντας να κοιτάζει δεξιά και αριστερά στο μάκρος του δρόμου.

Ο Αυγουστιάτικος ήλιος φλογερός παρ' όλο το πέρασμα της ώρας εξακολουθούσε ακατάβλητος ακόμη να ρίχνει με την ίδια σχεδόν ένταση της πλάγιες και τσουχτερές ακτίνες του πάνω στη γη. Είχε βάλει την παλάμη του μπρος απ' το μέτωπό του, σκιάζοντας τα μάτια του, περιμένοντας υπομονητικά να φανούν, το Γιαννούλη και τους τεχνίτες του.

Παρακολουθεί, εξετάζει, περιεργάζεται τους περαστικούς που διασχίζουν και από τις δυο πλευρές το δρόμο και τα πεζοδρόμια, προσπαθώντας να τον ανακαλύψει.

— Ακούς εκεί να μη με ξυπνήσει, μονολογούσε κάθε τόσο. Ακούς εκεί. Λες κι ήμουνα κανένας ξένος...

Και σφουγγίζοντας τον ιδρώτα που άρχισε να τρέχει απ' το πρόσωπό του συμπληρώνει σε λίγο. Το παλιόπαιδο...

Για μια στιγμή βλέπει κάποιον να προχωρεί προς το μέρος του στο ίδιο πεζοδρόμιο. Η όψη του, η κορμοστασιά, το νεανικό του πρόσωπο, μοιάζουν με του Γιαννούλη. Δε μπορεί να συγκρατηθεί και στην αδημονία του αρχίζει να προχωρεί κατά πάνω του. Αλλά σε λίγο διαπιστώνει ότι δεν είναι ο Γιαννούλης.

— Ατυχία και πάλι; ψιθυρίζει.

Περνούν έτσι αρκετά λεπτά ακόμη. Την ελπίδα την διαδέχεται η απογοήτευση για να ξαναγυρίσει με την ίδια ορμητική δύναμη και να ξαναθρονιαστεί στην καρδιά του η ελπίδα.

Από τους τεχνίτες του δεν έχει φανεί κανείς ακόμη. Ο πατέρας αρχίζει να κουράζεται και σκέπτεται αν δεν ήταν φρόνιμο να ξαναμπεί μέσα στο εργαστήριο και να περιμένει.

Μα αν και αμφιταλαντεύεται δεν το αποφασίζει, εξακολουθώντας να παρακολουθεί με την ίδια ένταση τους διαβάτες.

— Μα τι να έγιναν, γιατί δεν φαίνονται ακόμη αναρωτιέται. Οι αποσταλμένοι του δεν λείπουν παρά μόνον δέκα λεπτά, κι όμως τα δέκα αυτά λεπτά στον στοργικό πατέρα του φαίνονται πως ξετυλίγονται και να απλώνονται σαν χρόνια.

Μα να που σε λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε κάποιον λεπτό και καλοντυμένο νέο να προχωρεί

Page 52: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

και να κοιτάζει συνεχώς προς το μέρος του μαρμαράδικου.

— Λες νάναι ο Γιαννούλης, μονολόγησε και η καρδιά του στη σκέψη αυτή ανασάλεψε ωσάν να ήθελε να ξεκολλήσει και να πετάξει.

Με τα μάτια συνεχώς προσκολλημένα πάνω του άρχισε τώρα καθώς πλησίαζε να ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά του. Τέλος η απόσταση λιγόστεψε. Διάκρινε πια καθαρά το πρόσωπό του, ένα πρόσωπο που του χαμογελούσε.

Ήταν ο Γιαννούλης που τον είχε δει κι αυτός τώρα απ' το απέναντι πεζοδρόμιο, και είχε φτάσει σχεδόν αντίκρυ στην πόρτα του μαρμαράδικου. Διέσχισε τότε με μεγάλους διασκελισμούς το δρόμο, προχωρώντας ολοταχώς προς την διεύθυνση του πατέρα του που είχε μισανοίξει τα χέρια του και τον περίμενε.

Τέλος ο Γιαννούλης έφτασε κοντά του και έπεσε στην αγκαλιά του. Ο πατέρας του τον έσφιξε δυνατά και με πάθος.

— Γιαννούλη παιδί μου! Καλώς όρισες. Τι μου κάνεις του λέει φιλώντας τον στοργικά δυο τρεις φορές.

— Πατερούλη, πατέρα, καλώς σας βρήκα, του λέει ταυτόχρονα κι αυτός.

Ύστερα από λίγο αφού ησύχασαν, ο πατέρας του τον κοιτάζει από πάνω έως κάτω. Πόσο μεγάλωσες του λέει από τότε, και κρατώντας τον απ' τον ώμο προχωρεί ύστερα μέσα στο μαρμαράδικο χαμογελώντας και ψύχραιμα πια.

— Νάτος, νάτος, λέει στους μαστόρους μας ήρθε επί τέλους.

Αυτός που φτάνει απ' την πατρίδα του φέρνει στους ανθρώπους που δουλεύουν στα ξένα μαζί με τον εαυτόν του και τα νέα του και πολύ από τη δροσιά και τις μοσχοβολιές της, που μεταφράζονται σε αναμνήσεις τόσο των περασμένων όσο και της νιότης του, ξαναζωντανεύοντας μέσα στο πνεύμα τους την εικόνα των πολυαγαπημένων τους που έχουν παραμείνει εκεί, που τους θυμούνται και τους σκέπτονται με αγάπη και περιμένουν με αγωνία τον γυρισμό τους.

Οι μαστόροι τον τριγυρίζουν μονομιάς. Τον κοιτάζουν και τον υποδέχονται με την ίδια ευφροσύνη όπως και ο πατέρας του Γιαννούλη.

Εκφραστικά λόγια υποδοχής ακούγονται τώρα από τους πέντε έξι τεχνίτες που έχουν απομείνει στο εργαστήριο. Κι όταν σε λίγο καταφθάνουν και οι άλλοι που τον βλέπουν ξαφνικά και τον χαιρετούν εγκάρδια και μ' ενθουσιασμό όλη η ατμόσφαιρα έχει πάρει μια γιορταστική όψη.

Οι μαστόροι ζητούν πληροφορίες για τους δικούς τους που ο Γιαννούλης τις δίνει πρόθυμα προσέχοντας ώστε και γι' αυτούς που δεν ξέρει να τους ευχαριστήσει μ' έναν εγκαρδιωτικό και παρήγορο λόγο. Σε ορισμένους δίνει και μερικά γράμματα που έχει πάρει την τελευταία μέρα στην Αθήνα.

Τέλος αφού τα πράγματα άρχισαν να ησυχάζουν, οι μαστόροι κάθισαν κι άρχισαν την εργασία τους και ο Γιαννούλης προχώρησε με τον πατέρα του στο μικρό γραφειάκι.

— Για δε με ξύπναγες παιδί μου; του λέει

Page 53: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Μα να σ' ανησυχήσω πατέρα! Έτσι κουρασμένος όπως ήσουν; Δε θάταν σωστό. Είχαμε καιρό...

— Τι λες παιδί μου! Τι ώρα έφτασες;

— Κατά τις δυόμιση.

— Μα κάποιος μου φάνηκε την ώρα που κοιμόμουν πως βρισκόταν από πάνω μου. Μου φάνηκε, δεν ξέρω πάλι...

— Δεν είναι παράδοξο πατέρα. Τηλεπαθητική κατάσταση, σύμφωνα με τις νεώτερες έρευνες της επιστήμης της ψυχολογίας.

— Τι είπες;

— Να, πατέρα του λέει ο Γιαννούλης απλοποιώντας του το πράγμα. Όταν δυο άνθρωποι, έχουν κοινούς πόθους, την ίδια αγάπη και την ίδια ορμητική διάθεση να ειδωθούν, τότε αυτοί και με κλειστά ακόμη μάτια μπορούν να νοιώσουν ο ένας τον άλλον και φυσικά να αισθανθούν και κοιμισμένοι ακόμη την παρουσία τους. Αυτό συνέβη και με σένα.

— Τι, τι...

— Έτσι είναι πατέρα. Πριν με δεις ένοιωσες ότι κάποιος που σ' αγαπούσε βρισκόταν από πάνω σου.

Και χωρίς να συνεχίσει άλλο ο Γιαννούλης άρχισε να του μεταδίδει τα νέα απ' την Αθήνα. Πατέρας και γιός συνομίλησαν αρκετά. Ύστερα ο πατέρας του υπολογίζοντας ότι ο Γιαννούλης είναι κουρασμένος τον πήγε στο σπίτι, όπου ο ταλαιπωρημένος απ' το ταξίδι Γιαννούλης ξάπλωσε αμέσως στο μαλακό κρεβάτι του πατέρα του και παραδόθηκε στον ύπνο ως αργά το βράδυ.

Κοιμόταν ακόμη όταν άκουσε στη πόρτα επανειλημμένα κτυπήματα. Ανοίγοντας τα μάτια τότε ανασηκώνεται, συνέρχεται αμέσως και ρωτάει:

— Ποιος;

— Ξύπνησες; μ' έστειλε τ' αφεντικό να σε πάρω και να πάμε μαζί που σε περιμένει, του φωνάζει τώρα ο πιτσιρίκος έξω απ' την πόρτα.

— Αμέσως.

Κι αφού σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε ακολούθησε τον μικρό που τον οδήγησε στον πατέρα του, που τον περίμενε σ' ένα μικρό εστιατόριο της συνοικίας για να φάνε.

Σε λίγο η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της υποτροφίας του, των κωλυσιεργιών της Επιτροπής του Ιδρύματος, των ακαταπόνητων και λυσσαλέων ενεργειών των αντιπάλων του για ν' ακυρωθεί, που η περιγραφή και το ανασκάλισμα της υποθέσεως αυτής έκανε τον πατέρα του να νευριάζει και το Γιαννούλη, που αναθυμόταν τις αγωνιώδεις μέρες ενός ολοκλήρου χρόνου, να θλίβεται και να μελαγχολεί.

— Τραγωδία ολόκληρη πατέρα, μη τα ρωτάς.

— Ώστε έτσι λοιπόν παιδί μου;

Page 54: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Να γράψεις ένα γράμμα πατέρα και να ευχαριστήσεις τον κ. Παξιμάδη.

— Μα βέβαια παιδί μου, αύριο κιόλας.

— Μη ξεχνάς δε να του μεταδώσεις μαζί με τις ευχαριστίες σου και τα σέβη τα δικά μου. Αν δεν είχαμε τον Παξιμάδη πατέρα, είμαι βέβαιος, ότι την υποτροφία θα την έπαιρνε ο... και ο Γιαννούλης σκύβοντας στο αυτί του πατέρα του, του ανέφερε σιγά ένα όνομα, που οι γονείς του φρόντιζαν να τον στείλουν στη Γερμανία να σπουδάσει μηχανικός.

— Πλουσιόπαιδο βλέπεις, διέθετε μεγάλα μέσα και μη ο Παξιμάδης θα χάναμε την υποτροφία πατέρα... Και με τη σκέψη ότι ο κίνδυνος δεν απεσοβήθη ολότελα και ότι κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος για το μέλλον ο Γιαννούλης ταράχτηκε, αλλά μη θέλοντας να ανησυχήσει τον πατέρα του:

— Τώρα ο κίνδυνος πέρασε. Ας περιμένει... να τελειώσω εγώ... Έπειτα είναι και μικρότερός μου, του λέει.

— Ναι, παιδί μου, του απαντάει αυτός. Στον κόσμο αυτό επιπλέει πάντα η κατεργαριά και όχι η αξία. Και ενώ η αλήθεια πάντα λάμπει, όμως οι άνθρωποι χωρίς να τη φοβούνται την αποφεύγουν όσο μπορούν, όσοι δε είναι χυδαίοι τη μισούν. Τι παράξενος κόσμος! Και σε λίγο.

— Τι τα θέλεις παιδί μου. Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.

Τις επόμενες μέρες ο Γιαννούλης τις πέρασε κοντά στον πατέρα του. Επισκέφθηκε το ένα μετά το άλλο όλα τ' αξιοθέατα του Βουκουρεστίου και τις άλλες ώρες του παρ' όλες τις συστάσεις του πατέρα του, ο ανήσυχος Γιαννούλης τις πέρασε συνοδεύοντας τους μαστόρους στις διάφορες οικοδομές όπου δούλευαν. Εκεί επιβλέποντας και καθοδηγώντας τους πάνω στη δουλειά τους των εφαρμογών, έδινε και έπαιρνε μαθήματα μαζί τους. Τρεις μέρες μάλιστα τις πέρασε σε μια μεγάλη οικοδομή, ένα νεόκτιστο μέγαρο, όπου τοποθετούσαν πάνω απ' την πύλη της κυρίας εισόδου έναν εξώστη με κολώνες, διαζώματα και όλα τα αρχιτεκτονικά μοτίβα Ιωνικού ρυθμού, κοντά στα βίντζια που ανέβαζαν, τους επεξεργασμένους όγκους των μαρμάρων, για να τους εφαρμόσουν στη θέση τους. Μετριόφρων και απροσποίητος δουλεύει κοντά τους σαν απλός τεχνίτης. Τους ρωτάει τακτικά και μ' ενδιαφέρον για τους δικούς τους και ετοιμόλογος ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να τους διασκεδάσει κάθε τόσο με ένα έξυπνο αστείο. Οι νεώτεροι τον σέβονται και οι γεροντότεροι τον θεωρούν σαν παιδί τους.

Και όταν σε λίγες μέρες έφτασε ο καιρός για να φύγει, οι τεχνίτες συνεννοημένοι από πριν προσέφεραν το τελευταίο αποχαιρετιστήριο δείπνο στο Γιαννούλη, τον σύντροφο και τον ομότεχνο, στον εργάτη και τον καλλιτέχνη, τον μεγάλο καλαμπουριστή και τον υπέροχο άνθρωπο.

— Τι καλό παιδί που μας φεύγει! Έλεγαν μεταξύ τους όταν αποχαιρετίστηκαν.

Την άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του, συνοδεύοντάς τον στο σταθμό και αποχαιρετώντας τον αφού τον φίλησε, του λέει ήσυχα και επιγραμματικά ξέροντας τον φιλόπονο, ευαίσθητο και νευρικό χαρακτήρα του.

— Προ παντός παιδί μου, εκεί που θα πας να μη κουράζεσαι πολύ, να μη στενοχωριέσαι και προσπάθησε να είσαι μέτριος στη ζωή σου.

~οο0οο~

Στο Μόναχο, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της Ευρώπης και το πρώτο της Γερμανίας, με

Page 55: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

καλλιτεχνική παράδοση, από και προ της εποχής του Λουδοβίκου του Α' πατέρα του Βασιλέως των Ελλήνων Όθωνος, φιλέλληνα και προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών υπήρχαν φημισμένες σχολές ζωγραφικής και γλυπτικής όπου δίδασκαν διακεκριμένοι καθηγητές. Εκεί ο νεαρός Χαλεπάς από τις πρώτες κιόλας σπουδές του, προκαλεί φυσικά αίσθηση στους καθηγητές του. Πολύ γρήγορα το όνομά του, είναι στα χείλη όλων και ψιθυρίζεται με σεβασμό. Ποιος είναι αυτός ο σπουδαστής που με τόση ευκολία αποδίδει σε μεγάλα πλαστικά επίπεδα κλασικής λιτότητας τα μοντέλα του εκ του φυσικού, που με τόση σιγουριά στηρίζει στη βάση τους τα ολόσωμα αγάλματα και δίνει με τόση ευχέρεια τον εσωτερικό παλμό, την κίνηση και την έκφραση στις σπουδές του; Αυτή η πλαστικότητα, αυτή η λεπτή ιδεαλιστική απόδοση των μοντέλων του, αυτή η πάλλουσα και διάχυτος από ποιητική διάθεση έκφραση των προσώπων προοιωνίζουν έναν έξοχο γλύπτη.

Κατά τα μέσα του πρώτου χρόνου της φοίτησής του δίνεται ένας διαγωνισμός για τους σπουδαστές των ανωτέρων τάξεων με θέμα τον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Με την ορμητικότητα και την πεποίθηση που χαρακτηρίζει όλες τις προικισμένες φύσεις, ο Γιαννούλης ζητάει να του επιτρέψουν να λάβει μέρος στο διαγωνισμό, όχι τόσο για να γίνει γνωστός, αλλά παρακινούμενος περισσότερο από την τραγικότητα του θέματος (ένα από τα θέματα που απασχόλησε το Χαλεπά σ' όλη του τη ζωή) που αρχίζει τώρα να μελετάει, θέλει ν' αναπτύξει τώρα όλα τα καλλιτεχνικά του προσόντα, ν' απεικονίσει εκεί όλα τα συναισθήματα που ανασαλεύουν και δονούνται στα βάθη του καθώς το διαβάζει.

Η είδηση ότι ο Χαλεπάς ζήτησε να λάβει μέρος στο διαγωνισμό, πέφτοντας ξαφνικά σα βόμβα στους κύκλους των διαγωνιζομένων προκάλεσε όπως ήταν φυσικό συγκίνηση. Και καθώς οι μέρες παρέρχονται και το πράγμα αρχίζει να διαδίδεται και να σχολιάζεται, τόσο τους δημιουργεί αναταραχή και αναστάτωση. Πολλοί αρχίζουν να διαμαρτύρονται. Διαισθάνονται ότι αυτός ο νεοφερμένος Έλληνας σπουδαστής, η δυνατή αυτή γλυπτική ιδιοφυία εύκολα θα τους υπερακοντίσει και προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον εμποδίσουν. Ορισμένοι απ' αυτούς, οι πιο δυναμικοί κάνουν και τις σχετικές παραστάσεις στους γνωστούς καθηγητές και απαιτούν τον αποκλεισμό του.

Μα ο Χαλεπάς δεν είναι από τους ανθρώπους που απογοητεύονται και οπισθοχωρούν εύκολα. Σε νευρικές και πείσμονες φύσεις σαν του Γιαννούλη, τα εμπόδια γίνονται μια ακόμη αιτία ερεθισμού που αντί ν' ατονήσει, χαλυβδώνει περισσότερο τα νεύρα τους και τη διάθεσή τους ν' αντιδράσουν και να επιβληθούν. Αρχίζει ν' αντιλαμβάνεται πια ότι η ζωή είναι μια πάλη, μια αδυσώπητη και ύπουλη μάχη επικράτησης και έχει δοκιμάσει ήδη τα αγκυλώματα από τα πρώτα φαρμακερά της βέλη απ' τον περασμένο κιόλας χρόνο στα ζήτημα της υποτροφίας του και το μόνο που δεν έχει γνωρίσει ακόμη είναι η έκταση και το μέγεθός της.

Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο ν' αποκλεισθεί, ζητάει ακρόαση απ' το συμβούλιο των καθηγητών του και τους προτείνει να λάβει μέρος χωρίς αξιώσεις μεταλλίων και χρηματικών αμοιβών.

Το θάρρος που δείχνει όταν παρουσιάζεται μπροστά τους, η παρρησία με την οποία τους μιλεί με τα λίγα γερμανικά του, η ανιδιοτέλεια των προτάσεών του, το ειλικρινές ύφος του και η ευγένεια με την οποία τους παρακαλεί, προξενούν αίσθηση στους καθηγητές της Ακαδημίας.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες της φοίτησής του στη Σχολή έχει προκαλέσει την προσοχή του καθηγητή του Βίντμαν. Κι όταν σε λίγο αποχωρεί απ' την αίθουσα υποκλινόμενος με σεβασμό μπροστά τους, έχει αφήσει πίσω του στην ατμόσφαιρα τα μυστηριώδη και μαγνητικά κύματα της μεγαλοφυΐας του, που λέγεται γοητεία.

Ο Βίντμαν τους μιλάει τότε με ενθουσιασμό.

Page 56: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Είναι ο καλύτερος απ' τους μαθητές μου, τους λέει.

— Μα δε θα είναι παρατυπία να λάβει μέρος ένας πρωτοετής σπουδαστής σε διαγωνισμούς ανωτέρων τάξεων; του απαντάει κάποιος μιλημένος.

— Ναι, αλλά εφ' όσον δεν θα συμπεριληφθεί στους διαγωνιζομένους, νομίζω πως δεν υπάρχει κώλυμα.

— Μα είναι τόσο δυνατός; ρωτάει ένας άλλος απορώντας.

— Άριστος, του απαντάει αμέσως αυτός. Είναι κάτι το έκτακτο και το εξαιρετικό. Ένα σπάνιο ταλέντο.

Οι καθηγητές τώρα αρχίζουν ν' αλληλοκοιτάζονται στα μάτια αναποφάσιστοι και ερωτηματικά. Σκέπτονται και σιωπούν.

— Τότε να τού το επιτρέψουμε, λέει, κάποιος διακόπτοντας τη λιγόλεπτη σιωπή.

Μα και πρέπει... Άλλωστε θα μας δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσουμε και την αξία του, σ' ένα κλασσικό θέμα από τα δυσκολότερα της τέχνης και προ παντός όταν αυτό αναπτυχθεί στο γλυπτό. Είμαι βέβαιος ότι θα αντικρύσουμε κάτι το νέο και το ασυνήθιστο ως τώρα. Τον Οιδίποδα χτυπημένο απ' τη Μοίρα να οδηγείται απ' την κόρη του Αντιγόνη τυφλός, πένης, και εξόριστος και ύστερα από πολυχρόνιο περιπλάνηση να καταφεύγει εξαντλημένος στο ιερό άλσος των Ευμενίδων στον Κολωνό ζητώντας άσυλο και σωτηρία. Το βασιλιά των Αθηνών Θησέα να υποδέχεται με συμπάθεια και ανθρωπιά τον πολύπαθο και δύστηνο ξένο του, και τον Οιδίποδα ύστερα από τα φιλικά και τα εγκαρδιωτικά του λόγια κι αφού τον βεβαιώσει ότι κανείς δεν θα τον θίξει εφ' όσον αυτός βασιλεύει στην Αθήνα, να αντικρίζει με τα μάτια σβησμένα, αλλά με μια έκφραση απέραντης ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο, τον ξεναγό του.

Και το χορό αμέσως ν' απαγγέλει εκείνο το περίφημο χορικό, ένα από τα λαμπρότερα κομμάτια του περιγραφικού λυρικού ποιητικού λόγου που μας άφησαν οι κλασσικοί καθώς ο Σοφοκλής υμνεί τα θέλγητρα και τις φυσικές καλλονές της πατρίδας του Αθήνας της ευνοούμενης πόλης των θεών.

— Να το χορικό: λέει, ο Βίντμαν αρχίζοντας να το απαγγέλλει.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή 1

Στη χώρα π' άλογα πολλά θρέφει έφτασες ξένε, στην πιο όμορφη γωνιά της γης που Κολωνό το λένε. Στον τόπο όπου γλυκόλαλο τ' αηδόνι τρυπωμένο, μέσ' τους κισσούς των ρουμανιών στ' απόσκια κελαϊδάει, στο ιερό αλσος των θεών το μυριοκαρπισμένο που η λαύρα του καλοκαιριού και οι μπόρες του χειμώνα δεν το ενοχλούν και ο Διόνυσος κει μέσα τριγυρνάει και με τις βάγιες γύρω του παίζει χαροκοπάει.

Αντιστροφή 1

Με την ουράνια τη δροσιά στον τόπο αυτόν ανθίζει ο νάρκισσος ο ωραιόφυλλος, που στόλισε με στέμμα

Page 57: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 58: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ατίμητο δύο θεές κι ο κρόκος λουλουδίζει που χρυσοφέγγει ακτινωτός. Κι ολημερίς γεμίζουν οι βρύσες μας αστέρευτες του Κηφισού το ρέμα, που τα καθάρια του νερά τρέχουνε και ποτίζουν τους κάμπους και τη πλατοστήθα γη την κάνουν να καρπίσει γοργά. Ουδέ οι Μούσες μίσησαν ποτές αυτήν τη χώρα, Ουδέ και η χρυσοχάλινη η Αφροδίτη ως τώρα.

Στροφή 2

Κι ακόμη ένα αμάραντο δεντρί εδώ φυτρώνει που ως τώρα εγώ δεν άκουσα να βγαίνει στην Ασία, ουδέ στο μέγα Δωρικό νησί του Πέλοπα, κι ακόμη μόνο σ' αυτόν τον τόπο ζει, γερνάει και ξανανιώνει. Είν' η ασημόφυλλη ελιά που θρέφει παλικάρια, που μπρος τους δεν αντέχουνε τα εχθρικά κοντάρια. Που αρχηγός εχθρού κανείς νιος, γέρος, να ξεκάμει δε μπόρεσε ως τα σήμερα. Γιατί την προστατεύουν ο Ζευς που όλα τα θωρεί κι από ψηλά εποπτεύει και η γαλανόφθαλμη Αθηνά που τόνε συντροφεύει.

Αντιστροφή 2

Μα έχω για τη μάνα μας πατρίδα εγώ να πλέξω εγκώμιο πιο λαμπρότερο, που τόχει για καμάρι, τι του θεού η δύναμη δώρο της τώχει δώσει να είναι πρώτη στ' άλογα και η πρώτη στα καράβια Ω Ποσειδών του Κρόνου γυιέ και σεβαστό βλαστάρι γιατί στη δόξα αυτή εσύ την έχεις ανυψώσει που εδώ πρωτοεγκαινίασες τα γκέμια που μερώνουν κι αυτά τα καλοχούφτιαστα κουπιά που αυλακώνουν τη θάλασσα που ολόγοργα κι ανάλαφρα πετώντας ξωπίσω τσ' εκατόποδες Νεράιδες ακλουθώντας.1

— Όλα αυτά βέβαια είναι καλά, αλλά παραβαίνουμε τους κανονισμούς, λέει ξαφνικά διακόπτοντας μ'

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και ο Βίντμαν αποστηθίζοντας ολόκληρο το χορικό μπροστά στους καθηγητές συνέχισε ακατάσχετος πια. Και το πρόσωπο του Οιδίποδα ύστερα απ' την απαγγελία να λάμπει και να φωτίζεται τώρα από μια έκφραση υπέρτατης αγαλλίασης...

— Ή τον Οιδίποδα να θρηνεί την ώρα που ο Κρέοντας του αναγγέλλει την απαγωγή της κόρης του Ισμήνης, ενώ ταυτόχρονα αποσπούν βίαια από κοντά του και απαγάγουν και την Αντιγόνη... ή να τις υποδέχεται σφιχταγκαλιάζοντάς τες καθώς τις απελευθερώνουν και τις παρουσιάζουν στον απελπισμένο πατέρα ξαφνικά μπροστά του... αλλά και τόσες άλλες άπειρες σκηνές απ' όπου μπορεί να εμπνευσθεί κανείς από το κλασσικό αυτό αριστούργημα...

1 Απόδοση του συγγραφέα.

Page 59: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

έναν αγροίκο τρόπο το Βίντμαν ένας άλλος καθηγητής, ένας από τους θρασείς και γλοιώδεις εκείνους τύπους, που αν και ανίκανοι καταφέρνουν με χίλια δυο μέσα να σκαρφαλώσουν εις την θέση μιας καθηγητικές έδρας. Όλοι τώρα οι καθηγητές γυρίζοντας τότε σ' εκείνον αρχίζουν να τον κοιτάζουν δυσαρεστημένοι και επιτιμητικά. Ένας μάλιστα από αυτούς, προχωρεί ένα βήμα μπροστά, έτοιμος να τον αποστομώσει.

Ο πλαϊνός του όμως καθηγητής, αγγίζοντάς τον με το χέρι του γνέφει να σιωπήσει, ενώ ταυτόχρονα γέρνοντας το κεφάλι του προς αυτόν του λέει σιγά:

— Ας τον, είναι ηλίθιος. Τι περιμένεις από τέτοια ζώα. Δεν αξίζει τον κόπο ρίχνοντας ταυτόχρονα στον άλλον βλέμματα γεμάτα από ειρωνεία.

Μπροστά σ' αυτή τη στάση του συνόλου σχεδόν των καθηγητών αυτός τα χρειάστηκε και λούφαξε.

Μα και ο Βίντμαν που κατά την ώρα της απαγγελίας, είχε αντιληφθεί απ' το εχθρικό και ζηλόφθονο βλέμμα του, ότι καραδοκούσε την ευκαιρία για να τον διακόψει, ρίχνοντάς του μια περιφρονητική ματιά, συνέχισε.

— Είμαι περίεργος πώς θα μας παρουσιάσει αυτό το θέμα, η νεαρή αυτή μεγαλοφυία, κοιτάζοντας ολόισα στα μάτια τον πρόεδρο του συμβουλίου των καθηγητών που σιωπούσε ως τότε.

Και ύστερα από λίγο.

— Δεν το νομίζετε κ. πρόεδρε;

Η παραστατικότητα της περιγραφής και η με τόσον ποιητικό τόνο ερμηνεία του Οιδίποδα απ' το Βίντμαν πείθει τέλος το Διευθυντή της Ακαδημίας, που συνεπαρμένος και με αποκορυφωμένη την περιέργειά του και λύνοντας τη συνεδρίαση λέει:

Αφού είναι έτσι ας του το επιτρέψουμε. Και έπειτα ουσιαστικά δεν παραβλάπτει τα συμφέροντα των διαγωνιζομένων η συμμετοχή αυτού του σπουδαστή. Λίγη ώρα αργότερα ο Βίντμαν αναγγέλλει στο Γιαννούλη ότι του επετράπη να λάβει μέρος, κι όταν λίγες μέρες αργότερα τελειώνει, οι μεν άλλοι παίρνουν τα μετάλλια και τις αμοιβές ο δε Χαλέπας τα συγχαρητήρια.

Είναι ο πρώτος θρίαμβος του Γιαννούλη σε ξένη χώρα, κι αυτό τον γεμίζει από χαρά. Αισθάνεται μια κρυφή περηφάνια, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια περαστική εντύπωση, για τον σεμνό και οραματιζόμενο υψιπετή έργα καλλιτέχνη.

Εξακολουθεί να εργάζεται με τον ίδιο ζήλο και ένα χρόνο αργότερα το 1870 διαγωνίζεται με άλλους, Γερμανούς και άλλων Εθνικοτήτων σπουδαστές, Ιταλούς, Γάλλους, Σκανδιναβούς κλπ. με θέμα τώρα παρμένο από τη Γερμανική Μυθολογία τον αρχαίο Γερμανικό θρύλο «η Λορελάη του Ρήνου». Μια μαγεμένη βασιλοπούλα, η Λορελάη, κοιμάται σ' έναν πύργο εκατό χρόνια τώρα. Ένας πρίγκιπας πούχει βγει στο κυνήγι, περνώντας τυχαία απ' τον πύργο, μπαίνει μέσα, όπου σ' ένα δωμάτιο βλέπει τη βασιλοπούλα να κοιμάται. Πρώτη φορά ο πρίγκιπας αντικρίζει μια τέτοια καλλονή. Η εξωτική και απόκοσμη ομορφιά της κόρης που κοιμάται εκατό χρόνια, τον μαγεύει. Τα χάνει και θέλει να τη φιλήσει.

Το θέμα είναι άγνωστο στο Χαλεπά. Δεν είναι παρά μόνον ένας χρόνος που έφτασε στο Μόναχο, και τα γερμανικά του είναι τόσο λίγα που μόλις κατορθώνει να συνεννοείται. Τρέχει τότε στο φίλο του τον Κωνσταντινίδη, φοιτητή της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, που ο Χαλεπάς έφτασε στο Μόναχο, μεταξύ του σπουδαστή των Καλών Τεχνών και του

Page 60: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

συμπατριώτη του φοιτητού της Φιλοσοφίας αναπτύσσεται μια θερμή φιλία. Ο Γ. Κωνσταντινίδης μας δίνει μια σκιαγραφία της προσωπικότητος του Χαλεπά της εποχής εκείνης. Ήταν λέει: «ένας ευμορφότατος νέος, με μίαν εκφραστικωτάτην μορφήν και με μάτια κατ' εξοχήν ωραία... καίτοι δεν είχε λάβει συστηματικήν παίδευσιν, εν τούτοις ήτο τόσον έξυπνος και τοιαύτην είχε αντίληψιν της τέχνης, ώστε διέβλεπον εις αυτόν εν υπέροχον πνεύμα και μιαν όλως εξαιρετικήν φύσιν». Ο μαγνήτης της προσωπικότητος του Χαλεπά γοήτεψε απ' την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους, τη λεπτή και αισθαντική ψυχή του Κωνσταντινίδη γιατί γράφει: «Συνεδέθημεν έκτοτε στενότατα και μόνον αι ώραι καθ' ας εγώ μετέβαινον εις το Πανεπιστήμιον και ούτος εις την Ακαδημίαν μάς εχώριζον. Εγευματίζαμεν ομού εις ένα μικρόν εστιατόριον, όπως αποφεύγομεν τα πολυσύχναστα ρεστωράν όπου εκάπνιζον μέχρι αηδίας οι αγαθοί Βαυαροί τις πίπες των».1

Μα το ταλέντο δεν κρύβεται. Και οι καθηγητές του, ανάμεσα σε πολλούς διαγωνισθέντας (ο Κωνσταντινίδης γράφει εξακόσιους!) του δίνουν το πρώτο βραβείο και αμοιβή 600 μάρκων. Είναι ο δεύτερος και σοβαρότερος θρίαμβος του Χαλεπά. Ο Κωνσταντινίδης είναι ενθουσιασμένος απ' την επιτυχία του φίλου του. Διευθυντής της Ακαδημίας του Μονάχου είναι ο διάσημος Γουλιέλμος Κάουλμπαχ,

Συναντώντας λοιπόν εκεί κάποια μέρα ο Γιαννούλης το φίλο του, και καθώς τρώνε, του μιλεί για το θέμα του διαγωνισμού. Και ο Κωνσταντινίδης χωρίς να χάσει καιρό του αναπτύσσει την υπόθεση του μύθου της «Λορελάης» και του τη μεταφράζει αμέσως. Ο ευφυέστατος Χαλεπάς δεν αργεί να μπει στην ουσία του. Σε λίγες μέρες επεξεργάζεται σε μικρογραφία (μακέτα) το πρόπλασμά του. Παίρνει μέρος στο διαγωνισμό. Το εκτελεί σε φυσικό μέγεθος και με τη μαεστρία βιρτουόζου. Διαλέγει τη στιγμή όπου ο πρίγκιπας ξαφνιασμένος απ' την ομορφιά της κοιμάμενης βασιλοπούλας, γέρνει έκθαμβος και γοητευμένος πάνω της, την αγγίζει με προσοχή κι ετοιμάζεται να τη φιλήσει.

Το θέμα όπως προείπαμε παρμένο από τον μεσαιωνικό Γερμανικό θρύλο, κρατήθηκε αναγκαστικά απ' το Χαλεπά μέσα στα πλαίσια της Γοτθικής τέχνης. Βαριά γερμανική ενδυμασία ιππότη και πτυχολογία ανάλογη του θέματος, συγκρατημένη και αυστηρώς ρομαντική.

Ο Χαλεπάς περιορίζεται λόγω της φύσεως του θέματος και δε μπορεί ν' αναπτύξει μ' όλη του την άνεση, τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Ο ομιχλώδης βόρειος ορίζων, δεν ευνοεί τα γυμνά σώματα, λόγω του κλίματος. Γι' αυτό και ουδέποτε ανάδειξε αξιόλογους γλύπτες. Γιατί τα γυμνό θέλει εύκρατα κλίματα, ήλιο, φως και αγέρα για να αναδειχθεί και να εμφανισθεί σ' όλο του το κάλλος, μεγαλοπρέπεια, πλαστικότητα και χάριν.

2

— Δε θα τον απασχολήσω παρά μόνον λίγη ώρα, είναι ανάγκη, παρακαλεί θερμά και επίμονα το

ο μεγαλύτερος Γερμανός ζωγράφος του 19ου αιώνος.

Θέλει να πεισθεί για την αξία του φίλου του, που τον θαυμάζει και τον αγαπάει με την αφιλοκερδή εκείνη αγάπη των φίλων, που διαισθάνονται την υπεροχή και την αξία των μεγάλων πνευμάτων. Και χωρίς να χάσει καιρό σε λίγες μέρες παίρνει μερικά απ' τα σχέδια του Χαλεπά και τα πηγαίνει στην Ακαδημία.

Ζητάει να τον εισαγάγουν στο ατελιέ του ζωγράφου, αλλά ο θυρωρός του λέει, ότι ο καθηγητής εργάζεται και να περάσει αργότερα.

Μα ο Κωνσταντινίδης, που σ' όλη τη διαδρομή του δε σκέπτεται παρά μόνον τις επιτυχίες του φίλου του, είναι ακράτητος, θέλει να μάθει.

1 Θ. Βελλιανίτη, εφ. Αθήναι, 21-1-1915 2 Γουλιέλμος φον Κάουλμπαχ (1804 – 1874). Γερμανός ζωγράφος. Σπουδαιότερα έργα του είναι: «Ο Απόλλων μεταξύ των Μουσών», «Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ απ' τον Τίτο», «Η καταστροφή του πύργου της Βαβέλ» κ.ά.

Page 61: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

θυρωρό.

— Όχι είναι αδύνατον, το έχει απαγορεύσει αυστηρά.

Ο θυρωρός είναι αμετάπειστος και ο Κωνσταντινίδης βλέποντας τώρα ότι αποτυγχάνει βάζει σε ενέργεια την πονηρία.

— Μα πρόκειται για κάτι που θα ενδιαφέρει και τον ίδιο τον κ. καθηγητή, του λέει επιμένοντας και κοιτάζοντάς τον θαρραλέα και σταθερά στα μάτια.

Το επίμονο και τολμηρό ύφος του Κωνσταντινίδη αρχίζει να κλονίζει το θυρωρό, που αποφασίζει τέλος να τον αναγγείλει. Μα όταν μπαίνει στο ατελιέ του καθηγητή αρχίζει πάλι να ξαναδιστάζει καθώς τον βλέπει αφοσιωμένο στη δουλειά του και μετανοώντας αρχίζει να οπισθοχωρεί για να βγει έξω.

Μα ο Κάουλμπαχ γυρίζοντας και βλέποντάς τον να φεύγει σαν κλέφτης του λέει:

— Τι συμβαίνει Γιόχαν;

Αυτή η ερώτηση ειπωμένη έτσι απότομα βρίσκει απροετοίμαστο το θυρωρό, που μη βρίσκοντας άλλη δικαιολογία αναγκάζεται να του πει:

— Κάποιος κύριος θέλει να σας δει οπωσδήποτε.

Ο καθηγητής θυμώνει.

— Δε σου είπα ότι δε δέχομαι κανένα! Του λέει δυνατά και νευριασμένος.

Ο θυρωρός μουδιάζει και τα χάνει. Για λίγες στιγμές σωπαίνει. Ύστερα για να δικαιολογηθεί:

— Μα... επιμένει και δεν εννοεί να φύγει... παρ' όλες τις συστάσεις μου.

Ο καθηγητής τον ακούει με προσοχή. Αυτό του κινεί την περιέργεια κι αρχίζει να κατευνάζεται. Θέλει να μάθει ποιος τον ζητάει με τέτοια επιμονή. Και ύστερα από μια μικρή αμφιταλάντευση και αρχίζοντας πάλι να ζωγραφίζει λέει του θυρωρού.

— Ας περάσει.

Και ο Κωνσταντινίδης ευχαριστώντας το θυρωρό μπαίνει στο εργαστήριό του. Κείνη την ώρα ο ζωγράφος δίνει τις τελευταίες πινελιές σε μια σύνθεσή του: «Η Άρτεμις θηρεύουσα με την ακολουθία των Νυμφών της».

— Τι θέλετε, του λέει, γυρίζοντας και με το πρόσωπο σοβαρό στον Κωνσταντινίδη.

Η φωνή του είναι αυστηρή αλλά ήρεμη. Ο Κωνσταντινίδης τότε εγκαρδιώνεται και πλησιάζοντάς τον:

— Με συγχωρείτε που σας ανησυχώ, αλλά ήθελα να μάθω από μια πραγματική αυθεντία της τέχνης να με πληροφορήσει για την αξία αυτών των σχεδίων, του λέει κολακεύοντας τον, ενώ συγχρόνως ξετύλιγε μπροστά του τα σχέδια του Γιαννούλη.

— Αυτά τα σχέδια συνεχίζει τώρα ο Κωνσταντινίδης, είναι του Έλληνα σπουδαστή Γιαννούλη Χαλεπά,

Page 62: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

που βραβεύτηκε προ ημερών για το έργο του «η Λορελάη του Ρήνου». Ήθελα, επειδή πρόκειται για τον καλύτερο φίλο μου να βεβαιωθώ από σας για την αξία τους.

Ο Κάουλμπαχ τον κοιτάζει τώρα με ευμένεια και θυμάται αμέσως το σπουδαστή. Το έμπειρο μάτι του πέφτει απάνω στο πρώτο σκίτσο του Χαλεπά, μια χορική παράσταση αρχαίου δράματος. Η τελειότητα της αποδόσεως τον ξαφνιάζει. Αφήνει τότε την παλέτα του και τα πινέλα του κάτω κι αρχίζει να περιεργάζεται τα σχέδια. Αν και σκίτσα η λεπτή και καθαρή γραμμή τους, γραμμή αρχαίου αγγειογράφου, η αληθινή και με τόση ζωντανή χάρη απόδοση των κινήσεων, η φυσικότητα της έκφρασής τους, η άνετη πτυχολογία τους και η πλαστικότητα των κορμιών με την ανάλαφρη φωτοσκίασή τους, κρατούν τον Κάουλμπαχ προσηλωμένο για αρκετή ώρα μπροστά τους.

Ο Κάουλμπαχ απολαμβάνει τα σκίτσα του νεαρού σπουδαστή με θαυμασμό και δε χορταίνει να τα βλέπει. Το προδίδει η έκφραση των ματιών του, που ιριδίζουν από κυματισμούς χαράς που μεταδίδεται ήρεμα στο πρόσωπό του, που λάμπει ολόκληρο από ευχαρίστηση.

Ο Κωνσταντινίδης τον παρακολουθεί περιμένοντας, χωρίς να μιλάει.

Και ύστερα από λίγο ο Κάουλμπαχ σηκώνοντας τα μάτια, λέει στον Κωνσταντινίδη καθώς του παράδιδε τα σχέδια, ικανοποιημένος και χωρίς περιστροφές.

— «Ντερ μπεζίτζ ντη ντάουμαν», του λέει, δηλ. αυτός «έχει γερό αντίχειρα»1

Την είχε δει να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της εισόδου της Ακαδημίας, την περασμένη βδομάδα. Ο Χαλεπάς προχωρούσε στο προαύλιο για να μπει. Κείνη την ώρα ένας ελαφρός ζέφυρος, ανέμισε και πτυχούσε το μακρύ φουστάνι της κόρης, που σφιγμένο πάνω στο σώμα της, ανάδειχνε σ' όλη την πλαστική τους χάρη και λιτότητα, τις αιθέριες καμπύλες του κορμιού της.

που σημαίνει ότι αυτός είναι γλύπτης και γεννημένος καλλιτέχνης.

Η χαρά του Κωνσταντινίδη είναι απερίγραπτη. Και όταν το βραδάκι συναντάει το Χαλεπά, τον παίρνει απ' το χέρι και χωρίς να του αναφέρει αμέσως το γεγονός, θέλει να του προξενήσει μια διπλή έκπληξη.

— Πάμε να κάνουμε έναν περίπατο, του λέει. Κάτι έχω να σου πω. Να απολαύσουμε και λίγο και τις ξανθές γερμανιδούλες που τιτιβίζουν ξέγνοιαστες και πρόσχαρες σαν τα πουλιά κάτω απ' τις φιλύρες.

Περπάτησαν μαζί αρκετή ώρα.

— Θυμάσαι την ξανθή «γκραίτχεν» που μου μίλησες προχθές με θαυμασμό; Αυτήν την κοπέλα με τα υπέροχα ξανθά μαλλιά και το τρανταφυλλένιο πρόσωπο, που χαμογελούσε σαν την άνοιξη. Φοιτάει στη σχολή αρχιτεκτόνων.

— Ποια;

— Έλα ντε, κάνεις πως δεν ξέρεις! Εκείνη που μου μιλούσες προχθές με το λυγερό κορμί, που μου έλεγες πως την είδες πριν λίγες μέρες και ότι οι πτυχές του φουστανιού της καθώς αναδιπλώνονταν σφιχτά πάνω στο κορμί της, σου χάρισαν το εξαίσιο όραμα μιας αρχαίας ορχηστρίδος.

Ο Κωνσταντινίδης επαναλάμβανε ότι του είχε πει πριν από λίγες μέρες ο Χαλεπάς.

1 Θ. Βελλιανίτη εφ. Αθήναι, 27-1-1915.

Page 63: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο Χαλεπάς απολάμβανε μαγεμένος το κράμα αυτό, το καλλιτεχνικό αυτό όραμα του αισθητού και υπεραισθητού μαζί και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, έτσι που το κορίτσι παραξενεύτηκε.

— Ε λοιπόν; του λέει ο Χαλεπάς.

— Ήταν περίεργη και θέλησε να μάθει. Κι όταν προχθές ήλθα να σε βρω στην Ακαδημία και με είδε να συζητώ μαζί σου, με σταμάτησε αργότερα στο διάδρομο και με ρώτησε για σένα.

— Αλήθεια! Και τι της είπες;

— Της είπα ότι είσαι η μελλοντική γλυπτική δόξα της Ελλάδος και ότι βραβεύθηκες. Και δεν έπεσα έξω.

— Τίποτ' άλλο;

— Ναι τίποτ' άλλο. Και ξέρεις γιατί της το είπα αυτό;

— Γιατί;

— Θυμάσαι πριν από λίγες μέρες που σου ζήτησα να μου δανείσεις μερικά απ' τα σχέδιά σου;

— Ναι, του λέει.

Είχαν γυρίσει απ' τον περίπατό τους, στο εστιατόριο και καθόντουσαν να φάνε.

— Δε θα μου θυμώσεις! Πήγα και τα 'δειξα στον Κάουλμπαχ, που μου μίλησε μ' ενθουσιασμό. Είσαι γέννημα, θρέμμα καλλιτέχνης μου είπε. Και θα γιορτάσουμε όπως πρέπει την ευχάριστη αυτή πληροφορία.

Και χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του φωνάζει:

— Γκαρσόν, δυο διπλές μπύρες.

Κι ο Χαλεπάς χαμογελάει ευχαριστημένος.

Σίγουρος πια για τη δύναμή του, προχωρεί τώρα σε τολμηρότερες και καθαρά προσωπικές συνθέσεις και λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1874 φιλοτεχνεί το «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα», που τον εκτελεί σε υπερφυσικό μέγεθος και τον εκθέτει τον ίδιο χρόνο στην καλλιτεχνική έκθεση του Μονάχου. Οι κύκλοι των γραμμάτων και των τεχνών του Μονάχου, μένουν κατάπληκτοι μαθαίνοντας ότι το υπερφυσικό αυτό σύμπλεγμα είναι έργον του νεαρότατου Χαλεπά, που τώρα αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός. Επισκέπτονται τακτικά την έκθεση, όπου περιεργάζονται και θεωρούν με θαυμασμό το σύμπλεγμα και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το έργον του γίνεται και το κύριο θέμα των συζητήσεών τους.

Ύστερα εκτελεί τη «Φιλοστοργία» του, ανάγλυφο που το στέλνει στην Αθήνα και που ο πατέρας του, το εκθέτει στην τότε καλλιτεχνική έκθεση των Αθηνών τον επόμενο χρόνο το 1875.

Το απαράμιλλο και σοφής συνθέσεως αυτό ανάγλυφο, που διασώθηκε και βρέθηκε ύστερα από 45 χρόνια σ' ένα υπόγειο του Πύργου, όπως θα δει ο αναγνώστης πιο κάτω, με την έξοχη διάταξη των όγκων του, την απέριττη πλαστικότητα των μορφών του, την αρμονική και έξοχον πτυχολογίαν του, το

Page 64: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 65: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 66: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 67: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 68: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σύγχρονο αυτό γλυπτό των χρόνων της εποχής του Περικλέους, ξεχωρίζει σαν διαμάντι ανάμεσα από τ' άλλα εκθέματα και γίνεται ο στόχος της ζήλειας των ομοτέχνων του.

Ο φθόνος είναι αρρώστια της μετριότητας και κυνηγός των μεγάλων ηθικών και αυθεντικών αξιών. Είναι η μοίρα της μεγαλοφυΐας, να παραμερίζεται και ν' αγνοείται εν όσω ζει, και ν' αναγνωρίζεται μετά θάνατον από τους ανθρώπους. Κάθε εποχή έχει το πλήθος των ασχολουμένων με τις καλές τέχνες που πιο δραστήριοι και κατατοπισμένοι στη ζωή πετυχαίνουν με πολιτικά μέσα και την διαφήμιση ν' αναγνωρισθούν και προβάλλοντας το παράστημά τους, σαν αντιπροσώπων του πνεύματος σχηματίζουν την πνευματική και καλλιτεχνική αριστοκρατία του καιρού τους. Αυτό συμβαίνει από καταβολής του κόσμου. Από το έργο των ανθρώπων αυτών της τέχνης, ως επί το πλείστον μετριοτήτων χαρακτηρίζεται και το ύψος του πολιτισμού κάθε χώρας και κάθε εποχής. Βέβαια ανάμεσα από το αναγκαίο αυτό πλήθος των φιλολογούντων και των καλλιτεχνών ξεπηδούν πάντοτε και οι άνθρωποι ήθους και οι ορισμένες αξίες. Αλλά η μεγαλοφυΐα δεν εργάζεται για την εποχή της, αλλά διά τον χρόνο και τους επιγενόμενους και ψυχικώς άτρωτη, ηθικώς αδιάφθορη και γι' αυτό υπερήφανη και προσηλωμένη με πάθος εις το έργο της αδυνατεί λόγω του ήθους της να καταφύγει σε συμβιβασμούς και να ξεπέσει σε μικρότητες, αφήνοντας έτσι να παραμεριστεί από τις μετριότητες. Βρίσκεται σε κλίμα υψηλότερο, γι' αυτό και κάθε μεγαλοφυΐα είναι δυστυχισμένη.

Σπάνιο είναι το φαινόμενο μιας μεγαλοφυΐας που θ' αναδειχθεί ενόσω ζει και μόνον στις εποχές των μεγάλων πολιτισμών αναγνωρίζεται και επιβάλλεται αμέσως, γιατί η εποχή τους τότε χρειάζεται μεγάλα έργα, που μόνον μεγάλοι και φημισμένοι μπορούν να τα εκτελέσουν. Και «ο Χαλεπάς έπεσε εις κακήν εποχή... ήλθε προ της ώρας του» όπως πολύ ορθά είπε ο Θ. Βελλιανίτης, εποχή μεταβατική όπου γράμματα και τέχνες βρίσκονταν σε μαρασμό και που τη μικρή αλλά αξιόλογη άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών που άρχισε να σημειώνεται στην πατρίδα μας την εποχή του, την έπνιξε ο μολυσμένος αέρας της ευρωπαϊκής ηθικής παρακμής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και που στον κορεσμένο από τους υδρατμούς των αναθυμιάσεων της Ευρωπαϊκής σήψης ουρανό του πνεύματος κυριαρχεί η αερολογία και έργα κατ' ευφημισμόν τέχνης, προϊόντα ανθρώπων πνευματικώς και ψυχικώς ευνουχισμένων από την καλοπέραση και τη διαφθορά.

Θλιβερό! Γιατί ο Χαλεπάς έζησε σε καιρούς όπου η κομπάζουσα μετριότητα αποχαλινωμένη αλληλοεξαιρείτο επαινώντας τη μηδαμινότητα και που η μηδαμινότητα κολακευμένη και μη υστερούσα σε έπαρση, έπλεκε με τη σειρά της το εγκώμιο της μετριότητας.

Εξακολουθούσαν ακόμη τα σχόλια των κακεντρεχών αντιπάλων του, που ασφαλώς θ' άκουσαν μ' ευχαρίστηση το άλλο πάθημά του, χωρίς καθόλου ν' αντιδράσουν αν δεν συνέργησαν. Εκείνο το οποίο φοβόταν ο Χαλεπάς όταν έφευγε για το Μόναχο έγινε. Ο αντίπαλός του που άλλοτε είχε μιλήσει ο Χαλεπάς στον πατέρα του στη Ρουμανία ενεργώντας δραστήρια κατάφερε επί τέλους να πείσει την επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος, ύστερα από την λήξη του χρηματικού κονδυλίου της πρώτης τριετίας να διακόψει την υποτροφία του και να την παραχωρήσει σ' αυτόν για να σπουδάσει μηχανικός.

Τον περασμένο χρόνο όπως προείπαμε ο Χαλεπάς είχε βραβευθεί για το έργο του «ο Σάτυρος που παίζει με τον έρωτα» και τόσον τις εκθέσεις της Επιτροπής του διαγωνισμού όσο και τις κριτικές των εφημερίδων του Μονάχου για το έργο του τις είχε στείλει στο Υπουργείο και στην επιτροπή του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου.

Αλλ' ας αφήσουμε τον Κωνσταντινίδη να μιλήσει ο ίδιος πληροφορώντας το Θ. Βελλιανίτη.

Να, τι είπε στον Βελλιανίτη:

«Διεβιβάσθησαν εις την Ελλάδα αι περί αυτού εκθέσεις της επιτροπής (για το έργο του ο Σάτυρος που

Page 69: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

παίζει με τον Έρωτα σ.σ.) και τα γραφέντα υπό των τεχνοκριτών. Τώρα θα είσαι περίεργος να μάθεις ποία ήταν η αμοιβή της πατρίδος του προς τον καλλιτέχνην; «Το μαντεύω· θα του έστειλε τον Σταυρόν του Σωτήρος». Το επέτυχες· του ανεκοινώθη ότι έπαυσε πλέον ο υποτροφία του, διότι εστάλη ένας άλλος όπως σπουδάση μηχανικός ο οποίος απέθανεν αργότερον προσπαθών να εύρει τον πυθμένα των βυτίων της μπύρας εις τα ζυθοπωλεία του Μονάχου».1

Ίσως —αλλ' αυτό βέβαια είναι μία υπόθεση— να συνήργησε και σ' αυτό ο Δρόσης που ζήλευε το Χαλεπά γιατί ο Χαλεπάς πάνω στο θυμό του είπε μια μέρα ότι «εγώ δεν κάνω κουτσούς Απόλλωνες», ενώ μια άλλη μέρα περνώντας μπροστά απ' την Ακαδημία με την ανιψιά του Ειρήνη που του επαινούσε τα στημένα ψηλά στις κολώνες αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνος της απάντησε: «Για κατέβασε τον Απόλλωνα και βάλ' τον να περπατήσει (!)»

2

Στην αρχή μη θέλοντας ν' ανησυχήσει το φίλο του δεν του λέει τίποτα. Αλλά όσο ο καιρός περνάει χωρίς να λαβαίνει απάντηση η στενοχώρια του μεγαλώνει. Κάθε βράδυ που πηγαίνει στο δωμάτιό του να κοιμηθεί και μόλις ανάβει το φως κοιτάζει πάνω στο τραπέζι μήπως υπάρχει κανένα γράμμα, αλλά δε βρίσκει τίποτα. Αρχίζει τότε να ψάχνει στο πάτωμα και στο μέσα μέρος της πόρτας μα το ίδιο και πάλι. Και κάθε τόσο μέσα στην αδημονία του δεν παύει να ρωτάει συνεχώς τη σπιτονοικοκυρά του αν έφτασε κανένα γράμμα και αφηρημένη αυτή ξέχασε να του το παραδώσει, αλλά ακούει

Πραγματικά η δεξιά κνήμη του Απόλλωνα της Ακαδημίας είναι δυσαναλόγως μακρύτερη από την αριστερή. Αντί ο γλύπτης να τοποθετήσει στο πίσω μέρος της βάσεως του αγάλματος ένα μικρό βάθρο (πέτρα, κύβο ή κάτι άλλο και να στηρίξει το εκτεινόμενο προς τα πίσω δεξί πόδι του γλυπτού, διατηρώντας έτσι τις αναλογίες του, προτίμησε να μακρύνει την κνήμη. Και από μεν την οδό Πανεπιστημίου το σφάλμα δεν γίνεται αντιληπτό λόγω του ύψους αλλά από την πίσω πλευρά της οδού Ακαδημίας γίνεται ολοφάνερο. Έργα όμως μεγάλων καλλιτεχνών δεν παρουσιάζουν τέτοιες ατέλειες. Παραθέτουμε για να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης τρία από τα έξοχα γλυπτά της αρχαιότητος και της Αναγέννησης. Τον ομώνυμο του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε και «Το παιδί που προσεύχεται» του Μουσείου του Βερολίνου. Και εις τα δύο έργα οι δημιουργοί τους ρίχνοντας όλο τα βάρος του κορμιού στο ένα πόδι, ανασήκωσαν το άλλο και στηρίζοντάς το μόνον στα άκρα των δακτύλων όσο ακριβώς χρειαζόταν για την ισορροπία, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις φυσικές αναλογίες των έργων τους χωρίς να τις αλλοιώσουν. Στο δε τρίτο την Αφροδίτη της Ρόδου ο γλύπτης του τοποθετώντας κάτω απ' το γόνατο ένα μικρό κύβο και χωρίς να μακρύνει το μηρό διατήρησε ανέγγιχτες τις φυσικές αναλογίες και ανακλαστικά την αρμονικότητα του γλυπτού του.

Είχε δίκαιο λοιπόν ο Χαλεπάς όταν είπε: «ότι εγώ δεν κάνω κουτσούς Απόλλωνες» για το Δρόση. Αυτές οι φράσεις δεν ήταν παρά το ξέσπασμα του κατατρεγμένου και βαλαντωμένου από την ζήλεια και την κακία των ανθρώπων καλλιτέχνη. Όλη η πικρία που είχε κατακαθίσει απωθημένη στο βάθος της ψυχής του από τις νεανικές αυτές δοκιμασίες και περιπέτειες ανέβηκε ξαφνικά στην επιφάνεια. Την εκφράζει αβίαστα και με τον φυσικό εκείνον αυθορμητισμό ενός καταπληγωμένου που ξεχειλίζει από οργή, εκδικούμενος έτσι άθελά του στα γεράματά του για τη συνωμοσία που γίνηκε εις βάρος του, με το πρόσωπο του Δρόση, όλους τους αντιπάλους του.

Από πολύ καιρό ο Χαλεπάς είχε πληροφορηθεί απ' τους δικούς του τις μηχανορραφίες των αντιπάλων όσο και των αντιζήλων του για τη διακοπή της υποτροφίας του. Αυτό το πράγμα αρχίζει να τον ανησυχεί. Με την επιτροπή του Ιδρύματος διατηρεί τακτική αλληλογραφία από τότε που έφθασε στη Γερμανία. Αρχίζει τώρα να στέλνει επανειλημμένα γράμματα με τα οποία τους παρακαλεί να μη διακόψουν την υποτροφία του, βεβαιώνοντάς τους ότι ένα έτος ακόμη του αρκεί για να πάρει το πτυχίο του της Ακαδημίας.

1 Θ. Βελλιανίτη, εφ. Αθήναι, 27-1-1915 2 Στρατή Δούκα, Νέα βιογραφικά, σελ. 32

Page 70: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 71: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 72: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 73: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

πάντοτε την ίδια στερεότυπη απάντηση. Όχι.

Οι επανειλημμένες αυτές ερωτήσεις και η έγνοια του για το ταχυδρομείο αρχίζουν να προκαλούν τη προσοχή και το ενδιαφέρον της σπιτονοικοκυράς του. Πέρασε ένας χρόνος από τότε που κάθε βδομάδα του παράδινε αρκετά γράμματα, τα περισσότερα με τη σφραγίδα του ταχυδρομείου του Μονάχου, όπου στο φάκελό τους ήταν γραμμένη μ' ένα λεπτότατο και πεταχτό γράψιμο που πρόδιδε γυναικείο χαρακτήρα η διεύθυνσή του. Συμπαθούσε το Γιαννούλη για το ανοιχτόκαρδο και παιδικό ύφος του και της είχε κάνει εντύπωση το βλέμμα του, που όντας συνήθως γλυκό και παιχνιδιάρικο, όταν σοβαρευόταν γινόταν κοφτερό και εξεταστικό και συνταρακτικά βαθύ, μα ωστόσο γεμάτο ευγένεια και πνευματικότητα Για αρκετό διάστημα η άγνωστη αυτή αλληλογραφία ήταν το σκάνδαλο της περιέργειας της σπιτονοικοκυράς του, όταν μια μέρα περνώντας τυχαίως ένα δειλινό σ' ένα από τα πάρκα του Μονάχου είδε το Γιαννούλη καθισμένο σε μια απόμερη γωνιά του πάρκου να συζητεί τρυφερά με μια ωραία μα πάρα πολύ ωραία Γερμανιδούλα. Ακουμπισμένη στον ώμο του Γιαννούλη του μιλούσε σφιγμένη κοντά του, ενώ αυτός της απαντούσε πρόθυμα και μ' ευχαρίστηση, απολαμβάνοντας ξεχασμένος τη θελκτική συντροφιά της. Το μάντευε κανείς από το πρόσχαρο ύφος του και το αναγάλλιασμα του βλέμματός του, που έπεφτε βελούδινο σα χάδι πάνω στη μορφή της κοπέλας για να περιπλανηθεί αμέσως ύστερα συνεπαρμένος απ' το όραμά της στα πράσινα φυλλώματα των δέντρων και στο γαλάζιο τ' ουρανού.

Περίεργη η σπιτονοικοκυρά του ήθελε ν' αντικρύσει από κοντά την κοπέλα που είχε ως αυτό το σημείο απορροφήσει τη σκέψη του Γιαννούλη. Το ζευγάρι καθόταν σ' ένα κάθισμα μέσα σε μια φωλιά από πρασινάδες καμωμένη επίτηδες για να προφυλάσσει από τα αδιάκριτα βλέμματα τα ερωτευμένα ζευγαράκια στις μυστικές ερωτικές περιπτύξεις και φλυαρίες τους, στην άκρη και στη στροφή ενός δρομίσκου του πάρκου. Αυτή τότε κάνοντας ένα κύκλο τους πλησίασε απ' το πίσω μέρος. Κι όταν έφτασε, κρυμμένη πίσω από έναν κάκτο είδε ανάμεσα απ' τις μεγάλες σχισμάδες που άφηναν τα πελώρια φύλλα του το ζευγάρι να συνομιλεί ανύποπτο. Σκορπισμένοι μακρύτερα άλλα ζευγάρια, περιπατητές και χασομέρηδες απολάμβαναν τη βραδινή δροσούλα ξέγνοιαστοι και αδιάφοροι.

Οι θόρυβοι στο πάρκο καθώς η ώρα προχωρούσε και η νύχτα άπλωνε τα πέπλα της άρχισαν να λιγοστεύουν και ν' ατονούν, μοιάζοντας με κείνο το σιγαλό και ακαθόριστο μουρμούρισμα του ποταμού ύστερα από μια ορμητική καταιγίδα. Η γυναίκα τώρα προσηλωμένη και εντείνοντας την προσοχή της τους άκουσε να λένε.

— Θα με συνοδεύσεις την Κυριακή στα θέατρο Γιαννούλη; Θα παίξει τη «Μινιόν» του Γκαίτε.

— Ίσως... Δεν ξέρω Μαργαρίτα. Αν δεν έχω δουλειά.

— Μα όλο τα ίδια μου επαναλαμβάνεις κάθε φορά που σου προτείνω να πάμε κάπου. Άλλοτε μου λες πως έχεις μοντέλο, άλλοτε ότι έχεις να μελετήσεις κάτι, ή ότι πρόκειται να συναντήσεις κάποιον. Όλο και από μια δικαιολογία μου βρίσκεις. Δε σου μένει λοιπόν καιρός ν' ασχοληθείς λίγο και με τη Μαργαρίτα σου;

— Δεν ξέρω Μαργαρίτα... θα προσπαθήσω.

Δυσαρεστημένη η κοπέλα, από την αόριστη και κάπως ανέμελη απάντηση του Γιαννούλη άρχισε πάλι να διαμαρτύρεται.

— Τόσο λοιπόν μ' αγαπάς;

Η φωνή της ακουγόταν γλυκιά και τραγουδιστή μέσα στη σιγαλιά του πάρκου μα κάπως θλιμμένη και πεισμωμένη.

Page 74: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Γυρίζοντας τότε ο Γιαννούλης και χαμογελώντας της, της λέει:

— Πάλι παράπονα λοιπόν έχεις από μένα Μαργαρίτα;

— Πολλά, πάρα πολλά. Και όμως εγώ είμαι έτοιμη να κάμω ότι μου πεις και ποτέ ότι κι αν μου είπες δεν το έκαμα, δεν σε δυσαρέστησα. Δε μ' αγαπάς λοιπόν;

Η κοπέλα ξέροντας ότι ο Γιαννούλης δεν ήξερε καλά τα Γερμανικά τού μιλούσε με λίγες φράσεις, μονολεκτικές και συνεπτυγμένα. Και κοιτάζοντάς τον στα μάτια ωσάν να ήθελε να βεβαιωθεί από την έκφρασή τους αν την αγαπούσε εξακολούθησε.

— Πες μου λοιπόν, απάντησέ μου...

Η κοπέλα τον κοίταζε γεμάτη αφοσίωση αν και τα μάτια της που τον κοιτούσαν με κάποια δειλία φανέρωναν την αμφιβολία που τη βασάνιζε.

— Ο Γιαννούλης την κοίταζε με τρυφερότητα, συγκινημένος από την ανεπιτήδευτη ερωτική εκδήλωση της κοπέλας, τη γεμάτη από αισθηματική ορμή, που πρόδινε τον ρομαντισμό της.

Δεν έτρεφε βαθύ αίσθημα γι' αυτή τη πρακτική και αισθηματική γερμανιδούλα. Η αφέλειά της όμως και η λατρεία που του έδειχνε τον είχαν σκλαβώσει. Και σαν καλλιτέχνης εκείνο που απολάμβανε σ' αυτήν ήταν το αγαλματένιο σώμα της με το τριανταφυλλένιο πρόσωπο, που πλαισιωμένο από μια στεφάνη χρυσών μετάξινων μαλλιών και με ολοκάθαρα γαλανά μάτια συνέθεταν μια μαγευτική ομορφιά και τον μετέφεραν στην περιοχή της τέχνης και του ονείρου. Μάντευε κανείς κάτω από τα απλά και καλοραμμένα φορέματά της που τα αναδείκνυαν περισσότερο, τις έκτακτες αναλογίες του κορμιού της, ενός κορμιού σφιχτοδεμένου που έπαλλε ολόκληρο από υγεία νιάτα και σφρίγος που προκαλούσε την έκπληξη και το θαυμασμό του θεατή, αισθήματα που υποχωρούσαν αμέσως ύστερα για να πάρουν τη θέση τους οι αισθήσεις που την κέντριζαν το σαγηνευτικό και υποσχετικό χαμόγελο της γυναίκας που στο αντίθετο φύλο δε βλέπει τίποτα περισσότερο από τον άνδρα. Πάνω από τα δυνατά και στέρεα πόδια της έβλεπε κανείς την ανοικτή και συμμετρική λεκάνη που ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τη παραδεισιακή αμβροσία που θα διαιώνιζε τη ζωή.

Η κοπέλα περίμενε υποτακτική μη ξέροντας τις διαθέσεις του Γιαννούλη, που σιωπούσε.

— Γίνεται να μη λατρεύει κανείς τις μαργαρίτες; Αν έλειπε η Μαργαρίτα μου και οι μαργαρίτες που στολίζουν το πάρκο, δείχνοντάς της το λουλουδισμένο τοπίο, που ομορφαίνουν με τη γοητεία και τη λάμψη τους τη ζωή μας θα μπορούσε να είναι ωραίος ο κόσμος μας; Θα μπορούσε ν' αρνηθεί κανείς μια τόσο ωραία ψυχή και μια τέτοια υπέροχη ομορφιά σαν τη δική σου; Δε με πιστεύεις λοιπόν;

Και σφίγγοντάς την δυνατά και με πάθος στο στήθος, της λέει.

— Σ' ερωτώ λοιπόν και γω με τη σειρά μου γιατί αμφιβάλλεις, για την αγάπη μου;

— Θα με συνοδεύσεις λοιπόν στο θέατρο; του λέει αυτή συνεπαρμένη από τη λεπτή αυτή ερωτική εκδήλωση του Γιαννούλη ξεχνώντας τους φόβους της.

— Ναι αγάπη μου, Μαργαρίτα, ναι.

Η κοπέλα τότε γέρνοντας στην αγκαλιά του, έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε σ' ένα παρατεταμένο ονειροπόλημα ενώ το πρόσωπό της έλαμπε χαρούμενο μέσα σε μια ουράνια έκσταση.

Page 75: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Παράμεινε παραδομένη έτσι ωσάν ξεχασμένη μέσα στην αγκαλιά του αρκετή ώρα. Ο Γιαννούλης τότε σκύβοντας διακριτικά πάνω της, της σφράγισε το στόμα μ' ένα θερμό και παρατεταμένο φιλί.

Η κοπέλα σε λίγο ανατινάχτηκε όρθια κεντρισμένη από ένα βίαιο και ορμητικό πάθος, το ανεκδήλωτο πάθος του ίμερου και αγκάλιασε δυνατά και σφιχτά το Γιαννούλη. Μα καθώς ορθώθηκε αντίκρισε ανάμεσα από μια μεγάλη σχισμάδα των φύλλων του κάκτου ένα πρόσωπο προσηλωμένο και περίεργα να τους παρακολουθεί.

Η κόρη βλέποντας ότι παρακολουθούνται συγκρατήθηκε και δε μίλησε, αλλά το βλέμμα της εχθρικό και θυμωμένο κάρφωσε με τα βέλη του τη σπιτονοικοκυρά του Γιαννούλη που ξαφνιασμένη στην αρχή συνήλθε αμέσως και τρομαγμένη απ' την ιδέα ότι θα την έβλεπε ο Γιαννούλης παραμέρισε συγχυσμένη και γυρίζοντας την πλάτη έφυγε αμέσως και βιαστική για το σπίτι της.

Πολλές φορές από τότε η σπιτονοικοκυρά του είχε δει το Γιαννούλη με τη γοητευτική αυτή κοπέλα στο δρόμο, στα πάρκα, μια φορά μάλιστα και μέσα στο ατομικό ατελιέ του. Όρθια και αμίλητη παρακολουθούσε το Γιαννούλη με θαυμασμό την εποχή που δούλευε το υπερφυσικό του σύμπλεγμα «ο Σάτυρος που παίζει με τον έρωτα». Από την εποχή εκείνη ο Γιαννούλης είχε μεταφέρει τη σύσταση των επιστολών του στο εργαστήριό του. Η σπιτονοικοκυρά του βλέποντας τώρα το Γιαννούλη να τη ρωτάει καθημερινώς για γράμματα, δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει. Τον τελευταίο καιρό είχε δει δυο τρεις φορές τη κοπέλα να περνάει τυχαίως έξω απ' το σπίτι της δειλά και επιφυλακτικά και να ρίχνει φευγαλέες ματιές κατά τα παράθυρά του. Μα γράμματα δε λάβαινε καθόλου και μόνον τον περασμένο μήνα είχε λάβει δυο γράμματα με το γνώριμό της πια γραφικό χαρακτήρα της Μαργαρίτας που τα παράδωσε αμέσως στο Γιαννούλη.

Και τώρα βλέποντας το σκυθρωπό και γεμάτο έγνοιες πρόσωπο του Γιαννούλη, το άλλοτε τόσο καταδεκτικό και γελαστό, υποψιάστηκε ότι η ανησυχία του προερχόταν από κάποια ίσως φιλονικία με τη Μαργαρίτα, που σπάζουν πολλές φορές τους δεσμούς του έρωτα συντρίβοντας πότε πότε οριστικά και ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη καρδιά του λέει:

— Έχει πάει ταξίδι η καλή σου Γιαννούλη και ανησυχείς που δεν σου γράφει;

Και θέλοντας να τον εγκαρδιώσει του λέει:

— Μην ανησυχείς και τόσο. Κάτι με προειδοποιεί πως σήμερα το πολύ αύριο θα σου γράψει.

Μια γκριμάτσα οδύνης χαράκωσε τώρα το πρόσωπο του Γιαννούλη στην ανάμνηση της Μαργαρίτας, που πνιγμένος απ' τις έγνοιες του και μη έχοντας χρήματα απόφευγε τώρα τελευταία να τη συναντάει τακτικά.

— Όχι, όχι, της απαντάει απότομα και με ανέκφραστο το πρόσωπο.

Και ύστερα από λίγο, παρ' όλη την εσωτερική του αναταραχή και με τα μάτια φωτισμένα από την ανάμνηση της παιδικής και γοητευτικής μορφής της, της λέει:

— Λες να έχουμε νέα;

— Ασφαλώς.

— Ας περιμένουμε λοιπόν, να επαληθεύσει η προφητεία σου, συνεχίζει χαμογελώντας και ανακτώντας για λίγες στιγμές την αισιοδοξία του.

Page 76: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αυτή η κατάσταση διαρκεί δύο μήνες σχεδόν και όσο δε λαβαίνει ειδήσεις, τόσο και ο φόβος της διακοπής της υποτροφίας του τον κρατεί σ' ένα διαρκή εκνευρισμό, σε μια φοβερή αγωνία και αναστάτωση. Είναι νύχτες που η έγνοια του εφιαλτικού αυτού κινδύνου δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Μέρα με τη μέρα αρχίζει να χλομιαίνει. Ο Κωνσταντινίδης που τον βλέπει ανήσυχο και ταραγμένο τον ρωτάει συνεχώς τι συμβαίνει, αλλά αυτός δε θέλει να του το φανερώσει, ελπίζοντας και περιμένοντας νεώτερα από την επιτροπή του Ιδρύματος.

Η μακρόχρονη όμως και εκνευριστική αυτή αναμονή αρχίζει να τον καταβάλλει. Έχει αδυνατίσει, τα μάτια του έχουν γουβιάσει και το σπινθηροβόλο και παιχνιδιάρικο βλέμμα του, χωρίς ωστόσο να χάσει τίποτα από τη γλυκάδα του, προβάλλει από το βάθος τον μελανών κύκλων που έχουν σχηματισθεί στις κόγχες του, μελαγχολικό, σκεπτικό, και γεμάτο αμφιβολία.

Ο Κωνσταντινίδης ανήσυχος δεν παύει να τον ρωτάει αλλά και πάλι ο Γιαννούλης αποφεύγει να του απαντήσει στρέφοντας τη συζήτηση αλλού. Κάθε τόσο όμως αναστενάζει μυστικά κι αυτό πληγώνει και αναστατώνει τον Κωνσταντινίδη.

Αλλά καθώς ο καιρός περνάει και ειδήσεις από την επιτροπή δε λαβαίνει, οι ελπίδες του αρχίζουν σιγά - σιγά να σβήνουν και το θάρρος του να τον εγκαταλείπει. Τώρα έχει γίνει σκυθρωπός και σιωπηλός.

Η ακατανόητη όμως αυτή και επίμονη σιωπή του έχει πειράξει τον Κωνσταντινίδη που τον παρακολουθεί με στοργικό και άγρυπνο μάτι. Τέλος βλέποντάς τον να υποφέρει και να λιώνει και μη μπορώντας ν' αντέξει, άλλο του λέει με ένα πραγματικό θυμό και κάπως επιπληκτικά μια μέρα.

— Μα τι έχεις επί τέλους Γιαννούλη; Τώρα τελευταία σε βλέπω καταβεβλημένο. Έχεις γίνει κατακίτρινος, σαν το φλουρί. Άρρωστος είσαι; Σου συμβαίνει τίποτα; Γιατί δε μιλάς;

— Τίποτα, τίποτα.

— Μα κάτι έχεις και δε μου το λες. Από μένα κρύβεσαι; του λέει με κάποια θλιμμένη απογοήτευση.

Μπροστά στη συγκίνηση του φίλου του ο Γιαννούλης λυγίζει.

— Δε θέλω να σ' ανησυχήσω Γιώργο, προσθέτοντας στις έγνοιες σου και τα δικά μου βάσανα, του απαντάει.

— Έτσι λοιπόν... Ώστε τέτοια εμπιστοσύνη μου έχεις; Τόσο λοιπόν εκτιμάς την αγάπη μου... τη φιλία μου;

Αυτό αγκυλώνει το Γιαννούλη και τον αναγκάζει να λύσει τη σιωπή του.

— Να... να... θέλουν, μου γράφουν απ' την Αθήνα ότι ενεργούν να διακοπεί η υποτροφία μου, αν δεν τη διέκοψαν κιόλας.

Ο Κωνσταντινίδης αν και η είδηση τον εκπλήττει, όμως αρχίζει ν' ανησυχεί. Η σκέψη του είχε πάει αλλού. Ώστε αυτό είναι όλο συλλογίζεται. Αν και αντιλαμβάνεται τις ολέθριες συνέπειες μιας τέτοιας πράξης όμως δε θέλει να το πιστέψει. Και εφ' όσον ο κίνδυνος μόνον διαγράφεται και δεν έχει γίνει πραγματικότητα, όπως όλοι οι άνθρωποι και προ παντός όταν αυτός ο κίνδυνος δεν τους θίγει προσωπικά, διατηρεί την ψυχραιμία του και θέλει να ελπίζει. Σαν αγαθή συνείδηση το αποκλείει. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί και προ παντός στο Γιαννούλη που ήταν το καλλιτεχνικό αστέρι της Σχολής των Καλών Τεχνών του Μονάχου και που η ακτινοβολία του άρχισε να μεταδίδεται και να

Page 77: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ξαπλώνεται από τους συσπουδαστές του και τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών σ' ολόκληρη τη Γερμανία και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα δεν πάνε παρά μόνον λίγοι μήνες που η «Φιλοστοργία» του στην έκθεση του 1875 είχε προξενήσει καταπληκτική εντύπωση στους επισκέπτες και που η τελειότητά της είχε κάνει να ωχριάσουν και να ψελλίζουν από τη μανία τους οι αντίπαλοί του.

— Ώστε αυτό είναι που σ' έχει καταπτοήσει και σ' έχει κάνει ράκος αυτόν τον τελευταίο καιρό;

Και μη κρίνοντας το πράγμα πολύ σοβαρό, και απομακρύνοντας και συνθλίβοντας βίαια μέσα του μια τέτοια καταθλιπτική ιδέα, του λέει αποφασιστικά.

— Όχι είναι αδύνατον να σ' αφήσουν στη μέση των σπουδών σου, ύστερα μάλιστα από τα βραβεία, τις κολακευτικές εκθέσεις και τις ενθουσιώδεις κριτικές των εφημερίδων που τους έστειλες. Δεν είναι δυνατόν, του λέει με κάποια οργή, εκτός αν έχασαν από μέσα τους κάθε ίχνος λογικής, τιμιότητας και αξιοπρέπειας.

— Και ποιος μπορεί να με πείσει ότι δεν συμβαίνει κάτι το παρόμοιο;

— Όχι, είναι αδύνατον, τον βεβαιώνει κατηγορηματικά ο Κωνσταντινίδης. Δεν πιστεύω να φθάσουν ως αυτό το σημείο της βλακείας και της πώρωσης Αυτό θα ήταν κάτι το πρωτοφανές και το ανάκουστο. Είναι παράλογο και να το σκέπτεται κανείς.

Μα μια που ο Γιαννούλης αποκάλυψε πια το μυστικό του στον Κωνσταντινίδη, διοχετεύοντας έτσι ένα μεγάλο βάρος των αγωνιών και των θλίψεών του στο φίλο του δεν παύει πια κάθε φορά που ανταμώνουν να του το επαναλαμβάνει, μέχρι φορτικότητος, ωσάν από τις απαντήσεις του επρόκειτο να λυθεί το πρόβλημα που τον βασάνιζε. Ήθελε ο δυστυχής κάποιο στήριγμα στις ατυχίες του, λίγα παραμυθητικά λόγια και διαψεύσεις που θα διασκέδαζαν τους φόβους και τις αγωνίες του και που στον Κωνσταντινίδη το εύρισκε. Ο Κωνσταντινίδης θλίβεται και αρχίζει ν' ανησυχεί και αυτός αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την ψυχραιμία του. Και θέλοντας να τον εγκαρδιώσει μια μέρα που ο εκνευρισμός και η ανησυχία του Γιαννούλη είχε αποκορυφωθεί και η θλίψη είχε καθίσει βαριά στο πρόσωπό του, του λέει:

— Πάψε πια να μου το λες και να μου το ξαναλές. Εσύ όπως πας θ' αρρωστήσεις, αν δεν αρρώστησες. Με το να σκέπτεσαι συνεχώς, καταπονείσαι χωρίς λόγο και χωρίς καμιά ωφέλεια. Ας περιμένουμε πρώτα τα νέα. Πάψε επί τέλους να το σκέπτεσαι.

Και κάπως θυμωμένα τώρα.

— Σε παρακαλώ Γιαννούλη μη μου ξαναμιλήσεις πια γι' αυτό το ζήτημα.

Ο Γιαννούλης παρηγορείται αλλά η ανησυχία του εξακολουθεί, για να επαληθευθεί αλλοίμονο σε λίγο. Λίγες μέρες ύστερα παίρνει μια επιστολή σχεδόν απελπιστική.

«... Αδελφέ Γιαννούλη, του γράφει η αδελφή του απ' την Αθήνα. Πήγαμε στον Παξιμάδη αλλά το κόμμα του δεν είναι στα πράγματα σήμερα και δεν μπορεί να κάμει τίποτα. Έμαθα ότι θα σ' ανακαλέσουν και αντίς για σένα να στείλουν τον... (;) Ο πατέρας που θα μπορούσε να ενεργήσει καλλίτερα καθώς ξέρεις είναι στο Βουκουρέστι και είναι δύσκολο ν' αφήσει τις δουλειές του για να 'ρθει εδώ για το ζήτημά σου, ενώ οι άλλοι που βρίσκονται συνεχώς στην Αθήνα, δεν παύουν να ενεργούν στο Υπουργείο και στην επιτροπή της Ευαγγελιστρίας της Τήνου αδιάκοπα. Δεν ξέρω τι να κάμω και είμαι απελπισμένη... φοβάμαι πως θα σταματήσουν την υποτροφία σου...»

Page 78: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αυτό το πράγμα συγχύζει και γεμίζει απελπισία το Γιαννούλη. Διευθύνεται κατ' ευθείαν στου Κωνσταντινίδη και μπαίνοντας σα σίφουνας και λαχανιασμένος στο δωμάτιό του του δίνει το γράμμα και χτυπώντας με δύναμη τα χέρια στους μηρούς του του λέει έξαλλος.

— Αίσχος, αίσχος, δε στα 'λεγα;

Ο Κωνσταντινίδης ξαφνιάζεται.

— Τι είναι, τι συμβαίνει; τον ρωτάει ταραγμένος.

— Να, διάβασε, του λέει, τρέμοντας σύγκορμος καθώς του δίνει το γράμμα.

Ο Κωνσταντινίδης υποψιάζεται αμέσως την αφορμή του εκνευρισμού του και παίρνοντας το γράμμα αρχίζει να το διαβάζει. Μα καθώς προχωρεί στο διάβασμα αρχίζει κι αυτός ν' ανησυχεί, αλλά συγκρατείται. «Οι αναίσθητοι... οι διεφθαρμένοι...» μουρμουρίζει. Κάτι πρέπει να γίνει σκέπτεται. Και όταν τελειώνει γυρίζοντας το πρόσωπό του στο Γιαννούλη του λέει φαινομενικά ατάραχος.

— Μα γιατί η τόση έξαψη. Για ησύχασε. Το γράμμα αυτό δε σημαίνει και διακοπή της υποτροφίας σου. Βέβαια μας προειδοποιεί, ότι κάτι μαγειρεύεται εκεί κάτω και ασφαλώς ενεργούν για να σ' ανακαλέσουν. Παράλληλα όμως με τις ενέργειες των δικών σου κάτι πρέπει να κάνουμε και μείς από δω τώρα, και με κάθε τρόπο ν' αντιδράσουμε. Έχω μια ιδέα, θα στην πω, αλλά πρέπει πρώτα να ησυχάσεις, διαφορετικά δεν θα στην πω, του λέει ήρεμα και χαμογελώντας.

Ο Χαλεπάς τον κοιτάζει προσεχτικά. Βλέπει το αισιόδοξο πρόσωπο του φίλου του, ακούει τα μετρημένα και σταθερά λόγια του —ο Κωνσταντινίδης ουδέποτε παίζει με τα λόγια— και με την προσδοκία του απελπισμένου που κάπου θέλει να στηριχθεί αρχίζει να κατευνάζεται.

— Τι λοιπόν, τι πρέπει να γίνει;

Κοντεύει να βραδιάσει. Στο φοιτητικό δωμάτιο του Κωνσταντινίδη αρχίζει να μπαίνει το σούρουπο.

— Πάμε του λέει, έξω. Η νύχτα έρχεται γαλήνια και ήσυχη κι ο ουρανός είναι αθόλωτος και πεντακάθαρος. Ο αέρας αρχίζει να μοσχοβολάει από τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης. Αυτό θα σου κάνει καλό. Πάμε ν' αναπνεύσουμε. Οι στενοχώριες είναι για τον κόσμο, αλλά περνάνε σαν τα διαβατάρικα σύγνεφα.

Και περνώντας το χέρι του στο μπράτσο του Χαλεπά.

— Πάμε, του λέει.

— Άκουσε, συνεχίζει σε λίγο ο Κωνσταντινίδης σταματώντας απότομα στη μέση του δρόμου. Αύριο το πρωί θα πάμε μαζί στο Βίντμαν. Θα του εκθέσουμε την κατάσταση και θα τον παρακαλέσουμε να ενεργήσει να σου δοθεί ένα έγγραφο της Ακαδημίας του Μονάχου που θ' αναγράφει τις προόδους σου. Αυτό το έγγραφο θα το στείλουμε στην Αθήνα στο Υπουργείο.

Αυτή η πρόταση ενθουσιάζει και γεμίζει ελπίδες το Γιαννούλη.

— Ναι, του λέει, αυτό πρέπει να γίνει χωρίς άλλο, πώς δεν τόχα σκεφθεί; Έξοχη η ιδέα σου.

Περπάτησαν έτσι συζητώντας αρκετή ώρα και αφού έφαγαν αποχωρίστηκαν συμφωνώντας την άλλη μέρα να συναντηθούν και να επισκεφθούν τον Βίντμαν μαζί με τον Κωνσταντινίδη που γνώριζε καλά

Page 79: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

τα γερμανικά.

~οο0οο~

Την άλλη μέρα ο Χαλεπάς πηγαίνοντας στην Ακαδημία με τον Κωνσταντινίδη ζητάει ακρόαση από το Βίντμαν.

— Τι συμβαίνει Γιαννούλη, του λέει χαμογελώντας ο Βίντμαν, βλέποντάς τον να συνοδεύεται από το φίλο του.

Ο Κωνσταντινίδης παίρνοντας τότε το λόγο του εκθέτει την κατάσταση. Ο Βίντμαν τον ακούει με προσοχή. Ξαφνιάζεται μαθαίνοντας ότι θα διακοπεί η υποτροφία του πιο αγαπημένου απ' τους μαθητές του.

Απορεί μ' αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Το να διακοπεί η υποτροφία ενός σπουδαστή που βραβεύεται συνεχώς και που είναι το καμάρι της σχολής του, είναι κάτι που τον ενδιαφέρει άμεσα και τον στενοχωρεί σαν κάτι το προσωπικό. Τέτοιοι μαθητές δεν του παρουσιάζονται συχνά και θα ήταν εγκληματικό να συμβεί κάτι τέτοιο.

Χωρίς να χάσει καιρό ενεργεί αμέσως στο συμβούλιο της σχολής και εκδίδεται το παρακάτω έγγραφο της Ακαδημίας του Μονάχου, εγκωμιαστικό των προόδων του, ό,τι το καλλίτερο μπορούσε να προμηθεύσει ένας καθηγητής σ' έναν ξενιτεμένο και αριστεύοντα μαθητή του. Ο Χαλεπάς το στέλνει αμέσως στην επιτροπή του Ναού της Ευαγγελιστρίας στην Τήνο και στο Υπουργείο.

Ιδού το έγγραφο:

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΒΑΥΑΡΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Βεβαιώνει με το παρόν έγγραφον ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς εξ Αθηνών, παρηκολούθησε ως μαθητής της γλυπτικής της τάξεως του καθηγητού Βίντμαν, τα μαθήματα της Ακαδημίας 1873-1874 και κατά το Α' εξάμηνον του 1874-1875 με πάρα πολύ μεγάλην επιμέλειαν, προικισμένος δε με εξαίρετες φυσικές ικανότητες, έκαμε καταπληκτικές προόδους και έδειξε αξιαγάπητον διαγωγήν.

Θα ήτο βαρύ δι' αυτόν, αν ακριβώς τώρα, ημποδίζετο εις την εξακολούθησιν των σπουδών.

Δι' ο συνιστώμεν αυτόν δια του παρόντος με τον θερμότερον τρόπον προς εξακολούθησιν της μέχρι σήμερον διδομένης αυτώ υποτροφίας.

Εν Μονάχω τη 15 Μαρτίου 1875

Ο Διευθυντής

C. Piloty Ο Καθηγητής ως γραμματεύς

αντ' αυτού Neber Βασιλικός Σύμβουλος

Βαθμός: Πολύ μεγάλος. Παρά πολύ μεγάλος

Διαγωγή: Αξιαγάπητος

Page 80: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αλλά παρ' όλες τις υποδείξεις του θερμού αυτού εγγράφου οι ενέργειες των αντιζήλων και των αντιπάλων του ευδοκιμούν και το Υπουργείο εγκρίνει με το παρακάτω έγγραφο την διακοπή της υποτροφίας του.

Ιδού το έγγραφο:

Αριθ. 3090 Διεκ. 2224

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ

Προς τον Έπαρχον Τήνου

Διελθόντες το έγγραφον υμών της 25ης του παρελθόντος μηνός και τα εις αυτό συνημμένα, χορηγούμεν εκ του Κεφ. ς αριθ. 1 του δια το ενεστώς έτος προϋπολογισμού των εξόδων του Ευαγούς Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας συμπληρωματικήν πίστωσιν εκ δραχμών διακοσίων (200) δια τα έξοδα της επανόδου του υποτρόφου Ιωάννου Χαλεπά, περατώσαντος ήδη τας σπουδάς του εν Μονάχω.

Κοινοποιήσατε ταύτα εις την επιτροπήν του μνησθέντος Ευαγούς Ιδρύματος προς απάντησιν της υπ' αριθ. 9 αναφοράς της.

Ο Υπουργός Δ. Γ. ΡΑΛΛΗΣ

Αριθ. Πρωτ. 826

Κοινοποιείται η ανωτέρω από του τρέχοντος μηνός υπ' αριθ. 3090 διαταγή του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προς την επιτροπήν του Ευαγούς Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, εις απάντησιν της από 21 Απριλίου ε. έ. υπ' αριθ. 9 αναφοράς της.

Εν Τήνω τη 21 Μαΐου 1875

Ο Έπαρχος Τήνου (υπογραφή δυσανάγνωστος)1

Οικτρό θέαμα που χαρακτηρίζει την πολιτική εξαχρείωση της εποχής του (λίγο αργότερα ο Παπαδιαμάντης, έγραφε τους Χαλασοχώρηδές του) και ορισμένους της Επιτροπής του Ιδρύματος εξαγορασμένους από κομματάρχες να βεβαιώνουν ψευδόμενοι και μ' αλαφριά καρδιά το Υπουργείο ότι ο Χαλεπάς περάτωσε τις σπουδές του, σπουδές που χρειάζονταν επτά χρόνια για να αποπερατωθούν. Ευτυχώς που δε συνέβη αυτό και με το Γύζη γιατί είχε προστάτη του το Νάζο.

1 Υπάρχει ένα έγγραφο αχρονολόγητο ακόμη που παρατείνει την υποτροφία του Χαλεπά για ένα έτος, αλλ' αυτό θα αφορά το δεύτερον έτος της υποτροφίας του 1874-1875 διότι αν παρατεινόταν η υποτροφία του για το τρίτον έτος 1875-1876 το έγγραφο θα ανευρισκόταν. Βλέπε Στρατή Δούκα, Νέα Βιογραφικά.

Page 81: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Παίρνοντας ο Χαλεπάς το έγγραφο της διακοπής της υποτροφίας του μένει σαν κεραυνοβολημένος. Μα και ο Κωνσταντινίδης δεν είναι λιγότερο κατάπληκτος απ' αυτόν.

Στέλνει τώρα απεγνωσμένα γράμματα στην επιτροπή του Ιδρύματος ικετεύοντάς την να ενεργήσει να ανακληθεί η διαταγή του Υπουργείου. «... Δεν είναι άδικο τούς γράφει στο τελευταίο του γράμμα να μ' αφήσετε στη μέση των σπουδών μου, ύστερα από τις τόσες βραβεύσεις μου και προ παντός του επαινετικού εγγράφου της Ακαδημίας μου να διακόψετε την υποτροφία μου; Αλλά και με το να διακόψετε την υποτροφία μου στο δεύτερο έτος των σπουδών μου, δεν νομίζετε ότι ματαιώνεται και ο σκοπός για τον οποίον εστάλην εις την Γερμανίαν και ότι όλα αυτά τα έξοδα που έγιναν από το Ευαγές Ίδρυμα έγιναν ασκόπως και επί ζημία;»

Και μη θέλοντας να τους θίξει περισσότερο για να μη τους προσβάλει και τους ερεθίσει, εάν τους έγραφε ότι καταστρατηγούν και το γράμμα και το πνεύμα του θεσπίσματος της υποτροφίας, γράφει τελειώνοντας την επιστολή του.

«Νομίζω ότι και η λογική και το δίκαιον είναι αναμφισβήτητα με το μέρος μου και ότι ενεργώντας για να ανακληθεί η διακοπή της υποτροφίας μου θα κάμετε μίαν γενναιόφρονα και υψηλήν πράξιν και θα έχετε εφ' όρου ζωής την έκφρασιν των δικών μου αισθημάτων τιμής και της απεριορίστου ευγνωμοσύνης μου».

Περίμενε απάντηση αλλά του κάκου.

Με τις διακόσιες που του έστειλαν για τα έξοδα της επιστροφής του που θα έφθασαν στο Χαλεπά ύστερα από τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις κατά τα τέλη του Ιουνίου και με τις οικονομίες του ο Χαλεπάς περνάει ως το φθινόπωρο του 1875.

Οι οικονομίες του εξαντλούνται και ο Χαλεπάς βρίσκεται σε αμηχανία. Τις κρίσιμες λοιπόν αυτές στιγμές του παραβρίσκεται, βοηθά και εγκαρδιώνει τον απροστάτευτο Χαλεπά ο φίλος του Γ. Κωνσταντινίδης.

Όντας από καλή οικογένεια ο Κωνσταντινίδης, υπότροφος και αυτός του Έλληνα ομογενή απ' την Κωνσταντινούπολη και μεγάλου ευεργέτου Ζαρίφη μεγάλη ψυχή και ευγενών και ανωτέρων αισθημάτων άνθρωπος δεν εγκαταλείπει το φίλο του στο έλεος του Θεού. Στις δύσκολες στιγμές δοκιμάζεται το διαμάντι της φιλίας και φαίνεται ότι οι δυο αυτές ψυχές για να συνδεθούν έτσι από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους, θα είχαν πολλά τα κοινά και τα ίδια μεγάλα αισθήματα.

Αλλά ας αφήσουμε και πάλι τον Κωνσταντινίδη να μιλήσει. Να, τι είπε στο Βελλιανίτη.1

«Ετρώγαμεν τότε εις ευθηνότερα εστιατόρια και φαγητά δυσκολοχώνευτα διά να μη έχομεν ανάγκη πολλής τροφής. Αλλά δεν είμεθα ούτε είκοσι ετών ακόμη και τα εχωνεύαμεν τόσον ταχέως ώστε ν' αναγκαζόμεθα να καταφεύγωμεν την νύκτα εις τους φούρνους και όσα μας είχαν μείνει κρόιτσερ τότε δεν ήσαν ακόμη τα χέλερ, ετρώγαμε ψωμάκια όπως κορέσωμεν την νεανικήν μας πείναν...»

«... Τότε, εξηκολούθησε ο Κωνσταντινίδης, εστερήθη τον πάντων εν Μονάχω ο Χαλεπάς. Ουδαμόθεν είχε ουδένα πόρον. Ο πατήρ του πτωχός μαρμαροκόπος ειργάζετο εις την Βλαχίαν μη δυνάμενος να συντηρήσει αυτόν. Έπρεπε οι δικοί μου πόροι να επαρκέσουν δι' αμφοτέρους μας πλέον.

1 Θ. Βελλιανίτη, εφ. Αθήναι, 27-1-1915

Page 82: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Με τη βοήθεια λοιπόν του φίλου του Κωνσταντινίδη και με τα εμβάσματα που θα του έστελνε ασφαλώς ο πατέρας του κάθε τόσο, ο Χαλεπάς περνάει το τελευταίο τρίτο και πιο δύσκολο έτος των σπουδών του. Η ευγνωμοσύνη και η εκτίμηση του Χαλεπά προς το φίλο του Κωνσταντινίδη είναι απεριόριστη.

Αλλά μια πικρία μεγάλη, μια πικρία απέραντη για το Κράτος και για τους ανθρώπους εισχωρεί και εγκαθίσταται οριστικά μέσα στην ψυχή του. Από δω και πέρα έχει γνωρίσει αρκετά από τα ανθρώπινα μα η μεγάλη και χωρίς κακία καρδιά του τα παραβλέπει όλα. Ξέρει όμως ότι στο εξής πρέπει να βασίζεται μόνον στις δικές του δυνάμεις και στις λίγες μα εκλεκτές ψυχές σαν τη δική του.

~οο0οο~

Αρχές της άνοιξης του 1876 ο Χαλεπάς βρίσκεται στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του στη Γερμανία. Οικονομικά

είναι ολότελα εξαντλημένος. Ένα μικρό χρηματικό έμβασμα που περιμένει από τον πατέρα του δεν έχει φθάσει ακόμη και ο Κωνσταντινίδης που δεν του κρύβει τίποτα αναγκάζεται να του εκμυστηρευτεί στενοχωρημένος ότι και οι δικές του οικονομίες έχουν εξαντληθεί.

Οι δυο σπουδαστές αγοράζοντας τώρα λίγο ψωμί απ' τους φούρνους και προσφάγι απ' τα καταστήματα τρώνε στο δωμάτιο του Κωνσταντινίδη. Ο Χαλεπάς δεν πηγαίνει στο δωμάτιό του παρά μόνον το βράδυ για να κοιμηθεί. Χρωστάει το νοίκι του Φεβρουαρίου και ο Μάρτιος βρίσκεται στα μέσα του.

— Τι θα κάνουμε τώρα; τον ρωτάει ο Κωνσταντινίδης απορώντας.

Οι δυο φίλοι κοιτάζονται στα μάτια ερωτηματικά.

— Βέβαια θα μου έλθουν χρήματα αλλά πότε; Δεν έχω παρά αυτά τα 5 φιορίνια για να περάσουμε το πολύ μέχρι μεθαύριο, του λέει, βγάζοντας απ' τη τσέπη του και δείχνοντας στο Γιαννούλη τα τελευταία του χρήματα. Και ξέροντας την ευαισθησία του φίλου του που τον κοίταζε ταραγμένος και με κάποια συστολή, συμπληρώνει.

— Αλλά βέβαια, δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε. Μπορεί και σήμερα και αύριο ακόμη να μας έλθουν.

— Μα κι εγώ περιμένω απ' τον πατέρα μου, του λέει, ο Γιαννούλης με ένα βιαστικό ύφος αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.

— Μιζέριες και βάσανα φοιτητικά, συνεχίζει τότε ο Κωνσταντινίδης εύθυμα και χαμογελώντας για να του δώσει κουράγιο. Κάποια μέρα όμως θα τελειώσουν και θάχουμε πολλά να αναθυμούμαστε όταν με το καλό ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα.

Ο Γιαννούλης τον ακούει τώρα αφηρημένος και χωρίς να μιλάει. Βυθισμένος στους διαλογισμούς του κρατεί μια παρατεταμένη σιωπή.

— Τι σκέπτεσαι, του λέει ο Κωνσταντινίδης ύστερα από λίγο.

— Τι να σκεφθώ, του απαντάει αυτός αποκαρδιωμένος απ' τα βάσανα της ζωής του, που είχε

Page 83: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

υποπέσει στις στιγμιαίες εκείνες ψυχικές μεταπτώσεις που τον καταλάμβαναν τακτικά. Απ' τη πιο μεγάλη αισιοδοξία να κατρακυλάει στην πιο μεγάλη απελπισία. Σκέπτομαι αν δεν ήταν καλύτερα να γράψω του πατέρα μου να μου στείλει τα ναύλα μου να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Ζωή είναι αυτή!

— Τι είν' αυτά που λες, του απαντάει αμέσως επιπληκτικά ο Κωνσταντινίδης. Έχασες κιόλας το θάρρος σου, εσύ που τόσες φορές μου είχες πει ότι σε πείσμα όλων, εγώ θα ξαναγυρίσω στην Ελλάδα με το πτυχίο στα χέρια μου. Και ότι και αχθοφόρος ακόμη θα γίνω για να τελειώσω τις σπουδές μου;

— Παρ' όλα αυτά, αυτός εξακολουθεί να σκέπτεται απογοητευμένος και μελαγχολικός. Παρατημένος πάνω στην καρέκλα του, κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο, ενώ μέσα του αναταράζεται από οδύνη που πλημμυρίζοντάς τον και ακατάσχετη διογκώνει σαν κύμα το στήθος του, προσπαθώντας να ανέλθει στην επιφάνεια με τη μορφή φλογερών και ασυγκράτητων δακρύων.

Και κάθε φορά που το στήθος του διογκώνεται, αυτός παίρνοντας μια βαθειά αναπνοή καταπίνει και ξανατρυπώνει βίαια μέσα την οδύνη του, μη θέλοντας να προδοθεί. Μα στα μάτια του τα τόσο διαυγή και φωτεινά μετεωρίζεται ένα στρώμα ομίχλης όπως και στον ουρανό λίγο πριν ξεσπάσει η βροχή.

Η συγκίνησή του είναι ολοφάνερη και ο Κωνσταντινίδης που το αντιλαμβάνεται του λέει:

— Έλα, σήκω, κουράγιο. Όλα τα πράγματα στη ζωή κάποια μέρα έχουν κάποιο τέρμα. Στο χέρι μας είναι να τελειώσουν όπως εμείς το θέλουμε κι όχι ν' αφεθούμε ανυπεράσπιστοι στα χέρια της τυφλής Ειμαρμένης. Η ζωή είναι πόλεμος. Και η καρτερία, και η υπομονή, και η ελπίδα, δεν πρέπει να μας λείψουν. Αυτά και τα ανώτερα ή τα χυδαία ιδανικά του ανθρώπου είναι που γράφουν και την καλή ή την κακή ιστορία του πάνω στον κόσμο μας.

Και βλέποντάς τον βουβό και ασυγκίνητο συμπληρώνει για να τον αποσπάσει από τις ζοφερές σκέψεις του.

— Δεν το νομίζεις; Για απάντησέ μου.

Τότε ο Γιαννούλης γυρίζοντας σ' αυτόν τα μάτια με μια έκφραση ανίας, πόνου, μα και απερίγραπτης τρυφερότητας του λέει:

— Πόσο σ' ευγνωμονώ Γιώργο. Και συναισθανόμενος τις τόσες υποχρεώσεις του απέναντι του Κωνσταντινίδη και ότι αυτός δεν έπρεπε κι ότι δεν ήταν ούτε φρόνιμο ούτε και δίκαιο να τον στενοχωρεί με τις δικές του έγνοιες και βάσανα του λέει:

— Με συγχωρείς που σε κάνω ν' ανησυχείς και να υποφέρεις. Και τι δεν έχεις κάνει για μένα; Πόσα σου χρωστάω! Η καρδιά σου δεν αγοράζεται μ' όλο το χρυσάφι του κόσμου.

Και πλημμυρισμένος από αισθήματα ευγνωμοσύνης, σηκώνεται μονομιάς και προχωρεί προς το μέρος του Κωνσταντινίδη. Θέλει να πέσει και να ξεσπάσει στην αγκαλιά του. Προχωρεί δυο βήματα προς την διεύθυνσή του, αλλά την τελευταία στιγμή μια αόρατη δύναμη τον συγκρατεί. Ο ανδρικός εγωισμός του του το απαγορεύει και οπισθοχωρώντας αμέσως αρχίζει να παραπατάει. Γυρίζοντας τότε προς τον τοίχο, πνιγμένος απ' τα δάκρυα και βάζοντας το χέρι μπρος στα μάτια του για να κρυφτεί, αρχίζει να κλαίει σιωπηλά.

Ο Κωνσταντινίδης ανάστατος τινάζεται απ' τη θέση του. M' ένα πήδημα βρίσκεται κοντά του και αδράχνοντάς τον δυνατά απ' το μπράτσο:

Page 84: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Τι έπαθες, τι έπαθες Γιαννούλη του λέει τρομαγμένος.

Ο Γιαννούλης εξακολουθεί να κλαίει σιωπηλά και δεν του δίνει απάντηση.

Μα η φωνή του Κωνσταντινίδη τρέμοντας και ικετευτική τώρα.

— Πες μου λοιπόν, πες μου σε παρακαλώ.

Αυτή η φωνή που έβγαινε απ' τα βάθη της ψυχής του Κωνσταντινίδη, γεμάτη αγωνία και ανθρώπινο πόνο συγκινεί και αναταράζει το Γιαννούλη ενεργώντας αντίθετα τώρα σαν ένα δυνατό καταπραϋντικό της μεγάλης νευρικής του έξαψης.

Και φέρνοντας το δείχτη του άλλου χεριού του στο στόμα, άρχισε να το δαγκάνει με δύναμη, φουρκισμένος τώρα με τον ίδιο του τον εαυτό. Πάλι τον καταλύπησα σκέπτεται. Και με υγρά τα μάτια, και προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος, ο Γιαννούλης του λέει:

Με συγχωρείς και πάλι που σε καταλύπησα. Και ξαναπέφτοντας στην οδύνη του... Α! γιατί να μη μπορώ να συγκρατηθώ, Θεέ μου; Γιατί, γιατί. Ο Κωνσταντινίδης προσπαθεί να τον καθησυχάσει.

— Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ, του επαναλαμβάνει κάθε τόσο αυτός. Εάν δεν είχα και σένα τι θα γινόμουν;

— Τι είν' αυτά που λες, του απαντάει αμέσως ο Κωνσταντινίδης. Άλλως τε σ' αυτόν το κόσμο γιατί ζουν οι άνθρωποι; Αν δεν υπήρχε κι αυτή η αλληλοβοήθεια και η συμπόνια, έπρεπε να ξεγράψουμε και τον κόσμο αυτό Γιαννούλη.

Και ύστερα από λίγο:

— Ησύχασε Γιαννούλη του λέει. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε να πορευτούμε όπως-όπως ως που να μας έλθουν χρήματα. Εν ανάγκη κάπου θα βρούμε να δανεισθούμε.

Ο Γιαννούλης είναι απένταρος. Κι όταν σε λίγο αποχαιρετάει το φίλο του πηγαίνοντας στο σπίτι του, έχει ηρεμήσει πια και σκέπτεται συνεχώς τι πρέπει να κάμει.

«Πρέπει να ενεργήσω και γω συλλογίζεται, από κάπου πρέπει να δανεισθώ. Μπορεί ο Κωνσταντινίδης να μη κατορθώσει να βρει».

Περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στους δρόμους του Μονάχου και ύστερα μπαίνοντας σ' ένα μεγάλο βουλεβάρτο έφθασε σε μια πλατεία, όπου έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα.

Κάθισε κατάκοπος πάνω σε ένα κάθισμα, και άρχισε να παρακολουθεί μερικά παιδάκια που έπαιζαν γύρω του.

Για μια στιγμή μια σκηνή που συνέβη μέσα στον στενό κύκλο των παιδιών, τράβηξε άθελα την προσοχή του.

— Ένας αλητάκος ως επτά χρονών, παρακολουθώντας από κει κοντά τα μικρά που έπαιζαν ανύποπτα με άγρυπνο και αρπακτικό βλέμμα γάτας το πολύχρωμο τόπι ενός μικρού, καραδοκούσε τη στιγμή να του τ' αρπάξει. Και όταν η μπάντα άρχισε να παίζει ένα θορυβώδες στρατιωτικό εμβατήριο ο αλητάκος πλησιάζοντας ακριβώς τότε που η κουβερνάντα των παιδιών ήταν αφοσιωμένη στη μουσική, προσπάθησε ν' αποσπάσει βίαια από τα χέρια του μικρού το τόπι. Αλλά ο μικρός που

Page 85: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

φαίνεται είχε μαντέψει τις διαθέσεις του, το κρατούσε σφιχτά στα χέρια του και δεν εννοούσε να τ' αφήσει Αυτό ανάγκασε τον αλητάκο να του δώσει δυο τρεις μπάτσους, που έκανε το μικρό να τα χάσει και να χαλαρώσει τα χέρια του. Τότε αυτός αρπάζοντάς το, τόβαλε στα πόδια κι έγινε άφαντος.

Το μικρό ως τεσσάρων χρονών, μέσα στη πάλη του ύστερα από ένα βίαιο σκούντημα του αλητάκου ταλαντεύτηκε κι έπεσε κάτω, αρχίζοντας να κλαίει. Όλα τα μικρά τότε πλησιάζοντας το σύντροφό τους τον σήκωσαν βάζοντας τις φωνές. Ο Γιαννούλης είχε καθίσει ακριβώς κείνη τη στιγμή που ο αλητάκος είχε αρπάξει απ' τα χέρια του μικρού το τόπι κι έφευγε σαν κλέφτης. Κατάλαβε αμέσως.

Τα μικρά τριγύρισαν αναστατωμένα το σύντροφό τους κι άρχισαν να τον περιποιούνται και να τον παρηγορούν, ενώ άλλα κοιτούσαν γύρω τους για να ανακαλύψουν την κουβερνάντα τους, χωρίς και να το πετυχαίνουν, γιατί είχε σφηνωθεί μέσα στο πλήθος του κόσμου που παρακολουθούσε τη μουσική.

Ο μικρός εξακολουθούσε να κλαίει απαρηγόρητος, ζητώντας το τόπι του. Τότε μια μικρούλα της ίδιας με αυτόν ηλικίας τον πλησίασε κι αφού τον ξεσκόνισε σιγά με τα χεράκια της, έσκυψε πάνω του κι άρχισε να τον χαϊδεύει, προσφέροντάς του ταυτόχρονα και το δικό της τόπι.

Μα ο μικρός δε μπορούσε να ησυχάσει. Η μικρούλα τότε πολλαπλασίασε τα χάδια της και άρχισε να τον φιλεί και να του σκουπίζει τα μάτια. Ο μικρός ύστερα από τις συνεχείς περιποιήσεις της μικρούλας, ακούγοντας τα παρηγορητικά της λόγια και βλέποντάς την να του προσφέρει επίμονα το τόπι της, άρχισε να κατευνάζεται και τέλος σταμάτησε να κλαίει, χωρίς όμως να δεχτεί το τόπι της.

Κι όταν η μικρή κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια είχε απλώσει το χέρι της για να του το προσφέρει ο μικρός κοιτάζοντάς την με συμπάθεια:

— Όχι, της λέει, μ' ένα ύφος εγωιστικό, παραμερίζοντας το απλωμένο χέρι της.

Το θέαμα αυτό ήταν έκτακτο και ο Χαλεπάς συνεπαρμένος από την ωραία αυτή σκηνή μουρμούρισε:

— Τι ωραία εικόνα θα μπορούσε να γίνει!

Η ιδέα αυτή έφερε αμέσως στο νου του το Γύζη. Να κάτι που δεν το σκέφθηκα συλλογίζεται. Απ' αυτόν θα μπορούσα να δανεισθώ λίγα χρήματα.

Εννέα χρόνια μεγαλύτερος από το Χαλεπά ο Γύζης και απόφοιτος της Ακαδημίας του Μονάχου από το 1871, κατέβηκε στην Ελλάδα και ύστερα από δυο χρόνια παραμονής του εκεί, ξανάφυγε για τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε οριστικά στο Μόναχο, το 1874. Την εποχή αυτή ο Γύζης ήταν φτασμένος και φήμης καλλιτέχνης, γνωστός σ' όλον το καλλιτεχνικό και φιλότεχνο κόσμο της Γερμανίας όσο και της Ελλάδας. Οι πίνακές του από την εποχή των φοιτητικών σπουδών του στη Γερμανία ακόμη, βραβευμένοι όλοι με διάφορα χρυσά κι αργυρά μετάλλια γίνονταν τιμητικά δεκτοί και θαυμάζονταν σ' όλες τις εκθέσεις. Διατηρούσε ένα από τα πιο μεγάλα εργαστήρια ζωγραφικής του Μονάχου και τα έργα του, περιζήτητα, κοσμούσαν από χρόνια πια πολλές πινακοθήκες και καλλιτεχνικές συλλογές. Κάθε πίνακάς του πληρωνόταν πανάκριβα, πάνω από 10 χιλιάδες φράγκα ο ένας, ποσό ηγεμονικό για την εποχή του, αλλά και για κάθε εποχή.

Οι δύο καλλιτέχνες συμπατριώτες συναντιόνταν πότε - πότε και χαιρετιούνταν εγκάρδια, αλλά ποτέ δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να συνδεθούν στενότερα, γιατί ο μεν Χαλεπάς όντας φοιτητής εργατικός, τύπος κλειστός, επιφυλακτικός και αφοσιωμένος ολόψυχα στην τέχνη και στους βιοτικούς περισπασμούς του ξεχνιόταν βρίσκοντας τη λύτρωσή του εκεί, ο δε Γύζης εξ ίσου εργατικός αλλά αντίθετου χαρακτήρα και άνθρωπος κοινωνικός, είχε σχετισθεί και μπει στους κύκλους της ανώτερης

Page 86: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αστικής κοινωνίας του Μονάχου η οποία τον συμπαθούσε και τον θαύμαζε κι απ' όπου ο Γύζης αποσπούσε επάξια και χωρίς δυσκολία τις παραγγελίες του.

Ο Γύζης παρακολουθεί από μακριά και μ' ενδιαφέρον τις καταπληκτικές προόδους του Χαλεπά και τον θαυμάζει. Απορεί μάλιστα που ο Χαλεπάς δεν τον επισκέπτεται τακτικά.

Βέβαιος πια ότι ο Γύζης θα τον διευκολύνει ο Χαλεπάς, βαδίζει τώρα προς την κατεύθυνση του εργαστηρίου του. Μα σε λίγη ώρα σταματάει για μια στιγμή συλλογισμένος. Είναι αργά απόγευμα, σχεδόν έχει βραδιάσει.

— Τέτοιαν ώρα θα τον βρω άραγε κει; συλλογίζεται. Καλύτερα να πάω αύριο.

Κουρασμένος από τις καταπονητικές σκέψεις της ημέρας εκείνης, δε πηγαίνει εκείνο το βράδυ στον Κωνσταντινίδη. Βαδίζει ολόισα για το δωμάτιό του, όπου φτάνοντας ξαπλώνει αμέσως. Σε λίγη ώρα βυθίζεται σ' ένα βαθύ, ξεκουραστικό και αναζωογονητικό ύπνο.

~οο0οο~

Όταν την άλλη μέρα ξύπνησε η ώρα ήταν προχωρημένη. Ο ήλιος είχε κιόλας ανέβει αρκετά ψηλά στον ορίζοντα. Μια λουρίδα του μάλιστα μπαίνοντας απ' τ' ανοικτό παράθυρό του σκεπάζει πέρα ως πέρα το κάτω μέρος του κρεβατιού του. Ανασηκώθηκε, χασμουρήθηκε και μαχμουρλής ακόμη κοίταζε αφηρημένα μπροστά του. Μια δυνατή πνοή ανέμου αρωματισμένη απ' τα λουλούδια του κήπου του σπιτιού τον συνέφερε. Ανατινάχτηκε τότε απότομα και πηδώντας απ' το κρεβάτι του, ντύθηκε κι ετοιμάστηκε αμέσως.

— Με παραπήρε ο ύπνος συλλογίστηκε.

Κατέβηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε βιαστικά στο εργαστήριο του Γύζη. Φτάνοντας μπρος στην πόρτα του και όντας ασυνήθιστος να δανείζεται, για μια στιγμή δίστασε, η καρδιά του σάλεψε στη σκέψη αυτή και το χέρι του παράμεινε μετέωρο, έτοιμο να χτυπήσει.

Στάθηκε έτσι αναποφάσιστος λίγες στιγμές ακόμη, αλλά κατόπιν αφού σκέφθηκε μουρμούρισε:

— Τότε γιατί ήρθα εδώ;

Και κατανικώντας τους δισταγμούς του χτύπησε.

— Εμπρός, ακούστηκε μια φωνή από μέσα.

Το θέαμα που αντίκρισε ο Χαλεπάς μπαίνοντας μέσα στο εργαστήριο του Γύζη ήταν κάτι το αναπάντεχο και το ασυνήθιστο ακόμη και για αυτόν που για μια στιγμή τον εξέπληξε. Ένα τεράστιο πανό ύψους 7 σχεδόν μέτρων και αναλόγου πλάτους σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος της μιας πλευράς του μεγάλου εργαστηρίου. Πάνω σ' ένα τεράστιο καβαλέτο δούλευε ο Γύζης. Αριστερά και στη γωνιά του εργαστηρίου όπου ο Γύζης είχε τοποθετήσει το γραφείο του καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος, έχοντας μπροστά του ένα ανοικτό βιβλίο. Με την είσοδο του Γιαννούλη γύρισε προς το μέρος του το πρόσωπό του, ένα πρόσωπο αδύνατο και στεγνό από τις συνεχείς μελέτες και έρευνες. Τα μάτια του αφηρημένα στην αρχή, καθώς αποσπόντουσαν από τους συλλογισμούς του, άρχισαν να παρακολουθούν ήρεμα και στοχαστικά τη συζήτηση των δυο καλλιτεχνών, φωτιζόμενα κάθε τόσο από μια φευγαλέα λάμψη.

Ο Γύζης βλέποντας το Γιαννούλη κατέβηκε αμέσως κάτω και προχωρώντας τούσφιξε χαμογελώντας

Page 87: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

και εγκάρδια το χέρι.

— Μπα... μπα... του λέει: Πώς ήταν αυτό και με θυμήθηκες. Μας ήσουν πάντοτε ακριβοθώρητος, αλλά τώρα τον τελευταίο καιρό έγινες και συ σπάνιος σαν τα χειμωνιάτικα λουλούδια που φοβούνται τους θυμούς και τα μπουρίνια του γέρο-Χειμώνα και μόνον με την άνοιξη αποφασίζουν να ξεμυτίσουν και... να αποφασίσουν τέλος να θυμηθούν και τους πατριώτες τους που λαχταράνε λίγη δροσιά και παρουσία Ελληνική εδώ στο Βορρά, λίγο μεσημβρινό ουρανό και ήλιο... Σου έχω ένα θυμό... Ο Γιαννούλης χαμογελώντας, του λέει:

— Ανάρια, ανάρια το φιλί για νάχει νοστιμάδα.

— Πες μου τι κάνεις, τον ρωτάει συνεχίζοντας ο Γύζης. Πώς παν οι σπουδές σου. Μαθαίνω τακτικά για τα αλλεπάλληλα βραβεία σου στην Ακαδημία και χαίρομαι ιδιαίτερα γι' αυτό. Οι καθηγητές σου μου μιλάνε πάντοτε μ' ενθουσιασμό για σένα, ο δε Βίντμαν, αυτός ο ελληνιστής Βίντμαν που θαυμάζει και μελετάει συνεχώς τους κλασσικούς, οσάκις με βλέπει είναι αδύνατον να μη μου αναφέρει τ' όνομά σου. Με τι καταγίνεσαι τώρα;

— Προς το παρόν με τίποτα, του απαντάει ο Χαλεπάς, και συ;

— Να, μ' αυτήν τη σύνθεση που την έχω αρχίσει από καιρό. Έλα να τη δεις.

Και ο Γύζης παραμερίζοντας το τεράστιο καβαλέτο άφησε να παρουσιασθεί σ' όλη του την έκταση και μεγαλοπρέπεια η λαμπρή σύνθεσή του.

Ο πίνακας βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας του. Στη δεξιά πλευρά, του πίνακα μια θαυμάσιας καλλονής γυναίκα με κλασσικά χαρακτηριστικά, και με τα φτερά τεντωμένα και ανυψωμένα ακόμη, ωσάν μόλις να κατέβηκε στη γη μας καθόταν προχωρώντας αργά πάνω σ' άρμα. Η γυναίκα στηρίζοντας τη λύρα πλάι της κτυπούσε απαλά τις χορδές της. Ολόγυρά της ένα σμήνος μικρών αγγέλων που άλλοι τους φτερούγιζαν στον ουρανό απολάμβαναν μακάρια και μακριά απ' τις θλίψεις του κόσμου το άσμα της μέσα σ' ένα μαγευτικό τοπίο όπου το φως έφτανε από μακριά και από έναν άλλο μακρινό και απόκοσμο πλανήτη, τον πλανήτη της τέχνης.

Το φως της μέρας πέφτοντας απ' τα μεγάλα βορεινά παράθυρα του εργαστηρίου του Γύζη λευκό και χωρίς ηλιαχτίδα, άφηνε να λάμψουν σ' όλη τους την αίγλη και θαυμάσια εκφραστικότητα τα διάφορα πρόσωπα του πίνακα. Γλυκύτατες αποχρώσεις, μια πραγματική μουσική συμφωνία χρωμάτων πλημμύρισε τώρα την όραση του Γιαννούλη, που μόνον η φύση στις πιο ποιητικές της στιγμές μπορεί να μας χαρίσει.

Ο Χαλεπάς αφού για μερικές στιγμές στάθηκε εκστατικός μπροστά της τον ρώτησε:

Τι παριστάνει;

— Είναι συμβολική, «η Τέχνη και τα πνεύματα». Πώς τη βλέπεις;

— Έξοχη.

— Είναι ο Γύζης και τα ωραία πνεύματα που τον καθοδηγούν τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη του, συμπληρώνει ο άγνωστος κύριος που εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί και πλησιάσει τους δυο καλλιτέχνες κοιτάζοντας ήρεμα και φιλικά το Γιαννούλη.

— Ο Γύζης χαμογέλασε ικανοποιημένος από τη βαθύτατη αυτή παρατήρηση του φίλου του και

Page 88: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

γυρίζοντας στο Γιαννούλη:

— Ξέχασα να σου συστήσω τον φίλο μου κ. Ρωμαίο. Σπουδάζει φιλοσοφία και ειδικεύεται στα αισθητικά.

Οι δυο άνδρες έσφιξαν δυνατά τα χέρια τους. Και ύστερα από τα λίγα τυπικά και εγκάρδια λόγια της γνωριμίας τους, ο Γιαννούλης γυρίζοντας στο Γύζη του λέει:

Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι δε μιμείσαι τις καινούργιες τεχνοτροπίες του ιμπρεσιονισμού και του εξπρεσιονισμού, αλλά ακολουθείς πιστά το πνεύμα και τη γραμμή της κλασσικής παράδοσης στην τέχνη. Και αυτό είναι κάτι το σημαντικό ή μάλλον το ουσιώδες.

— Ναι, αν και παρακολουθώ τακτικά τις καινούργιες αναζητήσεις και κατευθύνσεις της τέχνης που μας έρχονται απ' το Παρίσι. Αλλά πάνω στα ζητήματα αυτά πιο αρμόδιος για να μας κατατοπίσει είναι ο κ. Ρωμαίος που έχει κάνει ειδικές μελέτες πάνω στα ζητήματα αυτά, γυρίζοντας και κοιτάζοντας με συμπάθεια το φίλο του.

— Τι γνώμη έχεις αγαπητέ μου Ρωμαίε; Και γνωρίζοντας το σιωπηλό χαρακτήρα του, που σπανίως εκδηλωνόταν απορροφημένος από τις δικές του σκέψεις και θεωρήσεις ζωής και τέχνης και για να του κεντρίσει το ενδιαφέρον του λέει:

— Δεν νομίζεις ότι κάθε παρέκκλιση από τους κλασσικούς κανόνες της τέχνης, είναι δείγματα εκφραστικής αδυναμίας, πνευματικής στειρότητας και αρχή καλλιτεχνικής κατάπτωσης;

— Εξαρτάται.

— Δηλαδή;

— Όταν μιλάμε για κλασσική τέχνη και για κανόνες, δεν πρέπει μόνον να εννοούμε την τέχνη των ευγενών μας προγόνων Ελλήνων που έφθασαν αναμφισβήτητα σε θαυμαστή και αξεπέραστη τελειότητα τόσο τις τέχνες, όσο και τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, ομολογώ όμως ότι την ίδια εντύπωση μου προκαλούν, αισθάνομαι την ίδια καλλιτεχνική και αισθητική συγκίνηση από την τέχνη και όλων των άλλων λαών της Οικουμένης, που έχουν δημιουργήσει κι αυτοί τα κλασσικά τους έργα τέχνης, με τους δικούς τους αισθητικούς κανόνες, που χωρίς να πλησιάζουν τους Ελληνικούς κανόνες είναι εξ ίσου ωραία, άξια θαυμασμού και μελέτης όπως και των Ελλήνων. Βλέπω με τον ίδιο θαυμασμό, εκτιμώ το ίδιο, τόσο το πρωτόγονο ταμπού όσο και τα σύγχρονα λαϊκά έργα τέχνης όταν κρύβουν μια αλήθεια, προσέχτε όμως —και εδώ ο ομιλητής κοιτάζοντας στα μάτια τους συνομιλητές του και τονίζοντας τα λόγια του —όταν αυτή με συγκινεί και μου υποβάλλει ιδέες υψηλές και αισθήματα ευγενή και ανθρωπιστικά.

— Πώς, πώς;

Και προχωρώντας, ωσάν να μη πρόσεχε τα λόγια τους συνέχισε:

— Γιατί υπάρχουν και αλήθειες — αν μπορούν να ονομασθούν αλήθειες και που είναι όμως αναμφισβήτητες — αλήθειες όμως βρωμερές — που δε με συγκινούν σαν άνθρωπο, αλήθειες που μπορούν να συγκινούν μόνον τους διεστραμμένους.

— Τι, τι; Δηλαδή...

— Θα σας εξηγήσω πιο κάτω.

Page 89: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο Γύζης χωρίς να το αντιληφθεί είχε πετύχει εκείνο που ζητούσε· να μιλήσει δηλ. και ν' αναπτύξει τις θεωρίες του περί τέχνης ο φίλος του και να δώσει μια απάντηση, μια ερμηνεία τέλος στα προβλήματα που βασάνιζαν χωρίς λύση τους ανθρώπους των γραμμάτων, τους καλλιτέχνες και τους αισθητικούς της εποχής του. Και μια που ο φίλος του άρχισε να μιλάει, επεξηγώντας τους τώρα και συνεπαρμένος και ο ίδιος απ' το θέμα του, το θέμα της εποχής του, εξακολούθησε:

— Περνάμε μια ανήσυχη εποχή. Ο αιώνας μας είναι αιώνας επαναστατικός. Οι αλλεπάλληλες εφευρέσεις και κατακτήσεις της επιστήμης που συνεχίζονται με γοργό ρυθμό, και που δε μπορούμε να συλλάβουμε τις μελλοντικές επιτεύξεις της, ανοίγουν νέους ορίζοντες που τελικά θα οδηγήσουν σε μια νέα εποχή και την διαμόρφωση ενός καινούριου πολιτισμού. Όλες οι παλιές μορφές ζωής και διαβίωσης και παραδεδεγμένες αξίες ακολουθώντας την τροχιά της προόδου αλλάζουν και η τέχνη ακολουθώντας το ρεύμα της, ή μάλλον τον κατήφορό της αρχίζει να ξεπέφτει.

Οι δυο καλλιτέχνες κοίταξαν τώρα το συνομιλητή τους παραξενεμένοι.

Απορείτε βέβαια, αλλά αυτά είναι μια πραγματικότητα. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η μορφή του μελλοντικού πολιτισμού, αλλά έως ότου φθάσουμε στο σημείο εκείνο, η ανθρωπότητα θα περάσει πολλά στάδια ζυμώσεων και αναπροσαρμογών ως που να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες και, ένα έθνος νέον, με αφομοιωμένες μέσα του όλες τις νέες αξίες που δημιουργεί και προσφέρει εις τον άνθρωπο καθημερινώς η επιστήμη, θα υπερακοντίσει και θα μπει επικεφαλής των άλλων, θα εργασθεί όσο η ανθρώπινη φύση και οι συνθήκες του το επιτρέψουν για την ανάδειξη και την ευτυχία τόσο τη δική του όσο και μιας μεγάλης μερίδας Εθνών και εύχομαι —και εδώ ο Ρωμαίος σταμάτησε συγκινημένος και τρέμοντας —εύχομαι ολόψυχα για την ευτυχία όλης της ανθρωπότητας.

Την εποχή αυτή θα σημειωθεί και ο χρυσούς αιών των γραμμάτων και των τεχνών του πολιτισμού εκείνου.

Τότε άνδρες ενάρετοι και μεγαλόφρονες, επί κεφαλής του λαού τους, με συγκεντρωμένες γύρω τους όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες του έθνους τους θα δώσουν και το χαρακτήρα της εποχής τους, όπου επιστήμες φιλοσοφία και τέχνες συνεργαζόμενες θα αφήσουν εις τους επιγενόμενους τα αιωνόβια έργα τους. Τα αρχιτεκτονικά, γλυπτικά και ζωγραφικά τους αριστουργήματα όπου στις τεχνικές επιτεύξεις της εποχής τους με τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα, θα κυριαρχούν τα μοτίβα του Εθνικού χαρακτήρα του μελλοντικώς ευτυχισμένου αυτού λαού που θα εκλεγεί από την θεία πρόνοια για το έργον αυτό.

Οι δύο καλλιτέχνες κοίταζαν το Ρωμαίο χωρίς να μιλάνε.

— Μην απορείτε λοιπόν για ό,τι σας είπα. Γιατί η εποχή μας είναι εποχή κατάπτωσης και διαφθοράς. Ο πλούτος συγκεντρωμένος στα χέρια ολίγων χρηματιστών, βιομηχάνων και εμπόρων διαφόρων εθνοτήτων, αντί να διατίθεται υπέρ κοινωφελών έργων όπως συμβαίνει στις εποχές των πολιτισμών, χρησιμοποιείται ιδιοτελώς από ανθρώπους που το ιδανικό τους είναι η συσσώρευση καινούριου πλούτου. Και όλοι αυτοί οι μεγιστάνες του πλούτου αφού αποστραγγίσουν για την επιτυχία φθηνού κόστους εμπορευμάτων εξ αιτίας του συναγωνισμού, τους εργαζόμενους λαούς, τους ρίχνουν έπειτα εις τους πολέμους για τη διατήρηση και αύξηση του χρυσίου τους. Και πόλεμοι κατευθυνόμενοι από ανθρώπους του πλούτου που δε βρίσκονται σε καμιά επαφή με τις πνευματικές και ηθικές αξίες, είναι πόλεμοι καταλυτικοί. Γιατί τότε αποχαλινωμένος ο πλούτος βρίσκει την ευκαιρία της συσσωρεύσεως ανόμων κερδών, με την απάτη, τον εκβιασμό, την εξαγορά των συνειδήσεων, την δολοφονία, την εσκεμμένη διαστροφή των ηθικών αξιών1

1 Εσκεμμένη διαστροφή των ηθικών αξιών γίνεται σήμερα από την Αγγλία εις βάρος της Ελλάδος στο ζήτημα της Ελληνικής Κύπρου.

για να δικαιολογήσει τους εκβιασμούς και τα εγκλήματά

Page 90: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

του. Το αποτέλεσμα είναι χλιδή, ευμάρεια και επίδειξη πλούτου από τη μια πλευρά, δυστυχία, πείνα και φθόνος απ' την άλλη, φθορά και εξαχρείωση, γενική ανησυχία για την αύριο και ένας διάχυτος φόβος μπρος στην αοριστία του μέλλοντος.

Ολοσχερής δηλαδή πτώση των αξιών του καλού και ζωή ευδαιμονιστική και υλιστική, φαινόμενα και ανησυχίες που προσπαθεί να συλλάβει και να εκφράσει η σημερινή τέχνη, χωρίς όμως και να το πετυχαίνει και τούτο γιατί απομακρύνθηκε και λησμόνησε τον άνθρωπο και τις αιώνιες αξίες που του κληρονόμησε.

Γι' αυτό έπαυσαν σήμερα να δημιουργούνται έργα πνοής και μεγάλης τέχνης, εκτός των μεμονωμένων περιπτώσεων μεγάλων καλλιτεχνών που δρουν εκτός τόπου και χρόνου, που αναφαίνονται σε κάθε εποχή και που μέσα τους συμπεριλαμβάνονται και οι καλλιτέχνες που δονούνται από ανθρώπινα ιδανικά και εθνικά ιδεώδη όπως ο δικός μας Γύζης —κι εδώ το βλέμμα του Ρωμαίου έλαμψε γλυκό κοιτάζοντάς τον —ο Γκόγια της Ισπανίας, ο υψιπετής και ανθρώπινος Ντελακρουά και πολλοί άλλοι.

Ο Γύζης υποκλίθηκε.

— Μεγάλη τιμή μου...

— Μα αναμφισβήτητα αληθινή του απαντάει αμέσως.

Μα και ο Γύζης γυρίζοντας αμέσως κατά το Γιαννούλη και κοιτάζοντάς τον με σεβασμό συμπλήρωσε εμφαντικά.

— Μαζί... και ο Χαλεπάς.

Ο Χαλεπάς χαμογέλασε ήσυχα χωρίς ν' απαντήσει.

Η σημερινή τέχνη λοιπόν, λέει, συνεχίζοντας ο Ρωμαίος, έχοντας ξεφύγει από το προορισμό της, παραπαίουσα και απροσανατόλιστη όπως και η εποχή μας, αρχίζει να γίνεται ρευστή και αόριστη με τον ιμπρεσιονισμό, μιμείται τον εκφραστικό πρωτογονισμό με τον εξπρεσιονισμό, και όσο η πτώση του πολιτισμού συνεχίζεται θα γίνεται πιο ασαφής και σκοτεινή, για να καταλήξει ασφαλώς στο αφηρημένο και ακατανόητο.

Αναζητεί λένε καινούριους εκφραστικούς τρόπους για να ερμηνεύσει τον άνθρωπο και τη ζωή του και γενικά τη φύση που μας περιβάλλει, ωσάν ο άνθρωπος να μην είναι πάντοτε ο ίδιος και τούτο γιατί δεν έχουν αντιληφθεί ή μάλλον αποφεύγουν να ομολογήσουν ότι η τέχνη είναι η ίδια ανάμεσα στους αιώνες και ότι από τον άνθρωπο αρχίζει, στον άνθρωπο αποτείνεται και καταλήγει πάλι η τέχνη και ότι μόνον ο ηθικός κόσμος του ανθρώπου είναι κείνος που κάνει τη μικρή ή μεγάλη τέχνη και όχι οι διάφορες σχολές και τεχνοτροπίες.

Γιατί σ' οποιαδήποτε σχολή και τεχνοτροπία κι αν ανήκεις από τον εσωτερικό σου ανθρώπινο πλούτο θα αντλήσεις για να δημιουργήσεις το υψηλό ή το χυδαίο έργον τέχνης.

Τώρα τελευταίως μαθαίνω ότι στο Παρίσι αναφάνηκε μια καινούρια σχολή, με αρχηγό της κάποιο συγγραφέα Ζολά, που δογματίζει ότι στα έργα τέχνης δεν έχει θέση η ηθική. Με λίγα λόγια ένα βιβλίο ή ένα έργο των εικαστικών τεχνών, δεν επιτρέπεται να κρίνεται με τα μέχρι σήμερα παραδεδεγμένα μέτρα της ηθικής, αλλά μόνον εάν κατορθώνει να δώσει με ειλικρίνεια και συνέπεια ένα πιστό αντίγραφο, φωτογραφικό θα μπορούσε να πει κανείς, της γύρω του ζωής και κοινωνίας. Ο καλός ή ο κακός τρόπος που θα περιγράψεις τις ιστορίες ή θ' αναπαραστήσεις τις σκηνές αυτές στον πίνακά

Page 91: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σου, θα κρίνει αν αυτό το έργο είναι έργο με αξιώσεις έργου τέχνης (καλλιτεχνήματος) ή όχι.

— Οι δύο καλλιτέχνες κοιτούσαν το συνομιλητή τους έκπληκτοι και ερωτηματικά.

— Και όχι μόνον αυτό, συνέχισε ο Ρωμαίος αλλά δογματίζουν ακόμη ότι οι συγγραφείς που προσθέτουν στα έργα τους αισθηματικές ή ιδανικές εικόνες ανύπαρκτες στη ζωή, αλλοιώνουν την πραγματικότητα και παραποιούν την αλήθεια και εφ' όσον το έργον τους δεν αντανακλά την πραγματικότητα είναι για τούτο τεχνητό, ανειλικρινές και ψεύτικο και παύει πια να είναι και πραγματικά έργο τέχνης...

Άλλο πάλι αυτό μουρμουρίζει ο Χαλεπάς, διακόπτοντάς τον αμέσως ύστερα και ζητώντας του εξηγήσεις.

— Δεν παρακολουθώ συστηματικά, γιατί δεν ευκαιρώ τις εξελίξεις της σημερινής τέχνης στα διάφορα φανερώματα και τις εκδηλώσεις της, του λέει, αλλά οι ιδέες αυτές μου φαίνονται σαν κάπως παράδοξες. Τι εννοούν αυτοί οι συγγραφείς λέγοντας, ότι αλλοιώνει την πραγματικότητα και παραποιεί την αλήθεια η προσθήκη μέσα σ' ένα έργον τέχνης αισθηματικών ή ιδανικών εικόνων. Πού στηρίζονται για να δογματίζουν έτσι;

— Να, απλώς λένε, ότι στη φύση δεν υπάρχει αυτή η ορολογία που οι άνθρωποι την έχουν ξεχωρίσει σαν καλό και κακό, γιατί η φύση είναι απλώς ενέργεια και αναδημιουργία και γι' αυτό οι δυο αυτές έννοιες δεν έχουν καμιά θέση στην καλλιτεχνική δημιουργία.

— Πώς; Πώς!... Τι είπες;

— Με λίγα λόγια για να ανακεφαλαιώσουμε το ζήτημα και να βγάλουμε το σχετικό συμπέρασμα, εφ' όσον γι' αυτούς δεν υπάρχει ηθικό ή ανήθικο, παύει πλέον να υφίσταται αυτός ο διαχωρισμός του καλού και του κακού και το καλόν να λειτουργεί σαν ρυθμιστικός παράγων στη ζωή. Αρνούνται δηλαδή έμμεσα χωρίς να το ομολογούν ότι το καλόν δηλ. η επικράτηση των αρχών της ηθικής, είναι και το στοιχείο που ως τα σήμερα διατηρεί την ισορροπία και την αρμονία σ' όλα τα όντα που ζουν πάνω στον πλανήτη μας ανάμεσα στις χιλιετηρίδες και το χρόνο.

Περίεργο! Του απαντάει παραξενεμένος ο Γιαννούλης. Τι είδους έργο τέχνης θα είναι αυτό, όταν από μέσα του θα λείπουν τα αισθήματα και οι ιδεαλιστικές εικόνες; Και θα ήθελα να ξέρω αν μέσα στα έργα των συγγραφέων αυτών υπάρχουν αισθήματα. Ρωτώ λοιπόν. Οι ήρωες των έργων τους, δε ζουν, δεν αισθάνονται;

— Ναι. Και ζουν και αισθάνονται. Αλλά τα αισθήματα οι ρεαλιστές συγγραφείς τα μεταθέτουν και τα τοποθετούν στο ένστικτο δηλαδή στις κτηνώδεις ιδιότητες του όντος. Προβάλλοντας έτσι τον άνθρωπο της εποχής τους με την αντίληψη της ευδαιμονιστικής και κτηνώδους ζωής του, φτωχό από αισθήματα και απογυμνωμένο από ιδεώδη, δικαιολογούν έτσι και την ποιότητα του έργου τους.

Τότε ο Γιαννούλης γυρίζοντας το πρόσωπο στο Γύζη του λέει εύθυμα και χαμογελώντας.

— Πρόσεξε Νίκο! Εσύ θα πάψεις από σήμερα να ζωγραφίζεις πίνακες με ερωτικές ειδυλλιακές σκηνές κι εγώ να σκαλίζω συνεσταλμένες και με χαμηλωμένα βλέμματα απ' την αιδώ Αφροδίτες.

Ο Γύζης που ως τότε σιωπούσε ακούγοντας μόνον, του λέει μ' έναν ήρεμο και σταθερό τόνο.

— Νομίζω... και εδώ σταμάτησε ωσάν για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, ότι αυτή η μονομερής αντίληψη και η έξω από τις έννοιες του καλού και του κακού τοποθέτηση της καλλιτεχνικής

Page 92: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

δημιουργίας, που αποδίδει όμως μια πραγματικότητα, είναι μια αληθινή δημιουργία, διαφθορική μεν για τις ηθικές αξίες αναγκαία όμως αν όχι εποικοδομητική για τους ανθρώπινους πολιτισμούς, που εργάζεται και αποδίδει με συνέπεια μια εποχή. Φαίνεται αυτοί οι συγγραφείς ωσάν να είναι γεννημένοι να παίξουν αυτό το ρόλο στη ζωή. Όσο κι αν το έργο τους φαίνεται σαν μια εσκεμμένη προσπάθεια ν' αφαιρέσει απ' τη ζωή ό,τι το καλόν ό,τι το ευγενικό, τοποθετώντας στη θέση του κάτι το χονδροειδές, το πρόστυχο και το κτηνώδες.

— Μα αυτό είναι μια καταρράκωση της έννοιας του ηθικού κάλλους τον διακόπτει διαμαρτυρόμενος ο Γιαννούλης. Τι αποκαρδίωση! Ο άνθρωπος υποβιβαζόμενος στη θέση του κτήνους να ενεργεί κάτω από την επίδραση των τυφλών ενστίκτων και αγνοώντας κάθε ηθικό νόμο να άγεται και να φέρεται στη ζωή σαν μια άλογος αγέλη. Και ακόμη αυτοί οι συγγραφείς, γράφοντες έτσι αφαιρούν κάθε ποίηση απ' τη ζωή μας, εκχυδαΐζοντας ακόμη και τον έρωτα. Και όλη αυτήν τη μεταβατική περίοδο που μεσολαβεί απ' τη στιγμή που ο απωθημένος ίμερος μεταβάλλεται σε μια λεπτή και αιθέρια ποίηση, σε μια υπερούσια και άυλη μουσική, αυτές οι ανέκφραστες συγκινήσεις που γεννιούνται στην ανθρώπινη ψυχή στη θύμηση του αγαπημένου όντος, τα ονειροπολήματα που γεννά η απουσία του, οι τρελές εκστάσεις στην αναπόλησή του, η χαρά όταν τ' αντικρίζουμε, ο θαυμασμός η λατρεία και η αφοσίωση που εκδηλώνουμε όταν συζητούμε μαζί του, οι γενναίες πράξεις που μας εμπνέει, ότι υπέροχο με λίγα λόγια κλείνει η φύση πάνω στην ορμή της να διαιωνισθεί, αυτά τα χτυποκάρδια, οι προσμονές, οι θλίψεις τα δάκρυα, όλα δηλαδή τα αναρίθμητα στοιχεία που σ' αυτά και σ' όλα τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου βασίστηκαν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες του ποιητικού και πεζού λόγου, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες οι μουσικοί κλπ. για να δημιουργήσουν το έργο τους, έργον υψηλό και εξαγνισμού του ανθρώπου και που δικαιολογεί την οδυνηρή πάνω στη γη ιστορία του, όλα αυτά λοιπόν πρέπει να τα ξεγράψουμε;

— Όχι. Γιατί τότε πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε τέχνη. Αλλά πώς να γίνει. Αυτή είναι η ζωή με τις φωτεινές και τις σκιερές πλευρές της Γιαννούλη Και ο συγγραφέας στην περίπτωση του Ζολά παρ' όλες τις ωμές περιγραφές του σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογεί τις κακές φύσεις. Απλώς τις εμφανίζει.

Και γυρίζοντας στο Ρωμαίο,

— Τι γνώμη έχεις εσύ Ρωμαίε; του λέει.

— Έτσι είναι. Κάθε εποχή έχει και τον εικονογράφο της. Γι' αυτό ο Ζολά και η σχολή του έχοντας την αντίληψη ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν περιορισμοί, γράφουν, και η μόνη τους φροντίδα είναι στο ν' αναπαραστήσουν όσο το δυνατόν πιο πιστά όλη τη γύρω τους ζωή, αδιαφορώντας αν αυτό που περιγράφουν είναι ηθικό ή ανήθικο και την κοινωνία της εποχής τους με τις αθλιότητες και τις ασχήμιες της, τα καλά και τις κακίες της, τις αηδιαστικές και κτηνώδεις πολλές φορές διαστροφές της, τα πάθη και την εγκληματικότητά της, αφήνοντας τον αναγνώστη να μετεωρίζεται ανάμεσα στο καλό και το κακό και ελεύθερο να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ως προς την αξία του έργου τους...

— Θα νόμιζε κανείς ότι οι συγγραφείς αυτοί ευχαριστούνται αναπαριστάνοντας σ' όλη της την αθλιότητα και τη γυμνή κτηνωδία, την ζωή της κοινωνίας της εποχής τους. Τι γνώμη έχεις τον ρωτάει ο Γιαννούλης. Με το να γράφουν, όπως γράφουν το κάνουν από αγάπη προς την αλήθεια ή από φιλοδοξία.

— Και το ένα και το άλλο. Δεν αποκλείω τη φιλοδοξία, κοινή ιδιότητα σ' όλους μας, σ' όλους τους ανθρώπους. Αλλά εδώ μου φαίνεται ότι πρέπει να γίνει κάποιος διαχωρισμός.

— Δηλαδή;

Page 93: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Να, υπάρχουν τριών κατηγοριών συγγραφείς. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι μεγάλοι κλασσικοί που το έργο τους παράμεινε διά μέσου τον αιώνων και που ο χρόνος στάθηκε ανίκανος να το εξαφανίσει, γιατί μέσα του κλείνει στοιχεία ακατάλυτα τον αιωνίων ανθρωπίνων αξιών. Αγαπώντας τους συνανθρώπους τους και έχοντας κατανοήσει την ατελή ανθρώπινη φύση οι μεγάλοι κλασσικοί και με βάση και γνώμονα τον ηθικό νόμο όπως διαμορφώθηκε από αμνημονεύτων χρόνων και παραδόθηκε από τους προπάτορες του ανθρώπου καθώς διαμορφωνόταν οι πολιτισμοί στην αρχή με τη μορφή ηθικών αποφθεγμάτων και που κωδικοποιήθηκαν με την πάροδο των χιλιετηρίδων στα χρυσά έπη του Πυθαγόρα, Δωδεκάλογο του Μωυσέως, στην ηθική φιλοσοφία του Κομφουκίου «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» κλπ. και γενικά στο κωδικοποιημένο περιεχόμενο των ευαγγελίων όλων των θρησκευμάτων έγραψαν το έργο τους που είναι μια διαρκής, πείσμων και ατελείωτη πάλη εναντίον των ολέθριων δυνάμεων του κακού και όπου μέσα τους το πνεύμα του καλού δε σταματάει να ενεργεί παρά μόνον προ της τυφλής Ειμαρμένης, όπου κατά τον θείον Όμηρο και οι θεοί ακόμη καθηλώνονται ανίκανοι ν' αντιδράσουν. Στα έργα τους απόλυτος ρυθμιστής και κυρίαρχος είναι η έννοια του δικαίου και ο ρόλος του, ρόλος τιμωρού Θεού και όσον ακριβώς χρειάζεται προς παραδειγματισμό για να γίνει αμέσως ύστερα μεγαλόψυχο και φιλελεήμον.

Γι' αυτό και τα έργα των μεγάλων κλασσικών είναι γεμάτα από γενναιόφρονες και υψηλές πράξεις, μεγαλειώδη αισθήματα που εκδηλώνονται με τη μορφή πηγαίου λυρισμού, αποτέλεσμα ανθρωπισμού.

Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και οι μεγάλοι κωμωδιογράφοι που ανεδείχθησαν ανάμεσα στους αιώνες οι οποίοι αναφαίνονται στις εποχές κυρίως του τέλους της ακμής και στις αρχές της παρακμής και της πτώσης των πολιτισμών. Όλα αυτά τα τίμια, ηθικά και φιλελεύθερα πνεύματα που πληγωμένα σαν άνθρωποι από τη γύρω τους κοινωνική ανισότητα και την εξαθλίωση που έχουν ρίξει τις μεγάλες μάζες του λαού οι συνεχείς πόλεμοι που ξεσπούνε ανάμεσα στην ιστορία και που φθείρουν μοιραία και τα Έθνη που βρίσκονται στο μεσουράνημα της δόξης και του πολιτισμού που ως τότε τα συγκρατούσαν στο ύψος τους ενάρετοι, σώφρονες και μεγαλοφυείς άνδρες όπως ο Περικλής της αρχαιότητος. Και η αρχή του τέλους των πολιτισμών σημειώνεται ακριβώς μετά το θάνατό τους. Τότε η διαχείριση των κοινών περιέρχεται στα χέρια των δημαγωγών. Οι συνετοί άνδρες της πολιτείας παραμερίζονται από φιλόδοξους, ανίκανους και μ' ελαστική συνείδηση πολιτικούς, που συμμαχούντες με τους δημαγωγούς καταλαμβάνουν την αρχή. Κολακεύοντας το κοινό και διαβάλλοντας συνεχώς τους αντιπάλους τους κατορθώνουν με το χρόνο να διαφθείρουν τα πάντα. Το αποτέλεσμα είναι ό,τι το κράτος αρχίζει να διοικείται από τις πολιτικές φατρίες. Ο δημόσιος πλούτος χρησιμοποιείται για ψηφοθηρία, την εξαγορά του όχλου, τη θεραπεία των αναγκών της κρατούσης φατρίας και προς χρηματισμό. Και πλούτος άκοπος και ανεξέλεγκτος, προερχόμενος μάλιστα από δημόσια ταμεία οδηγεί εις την χλιδή και τον έκλυτο βίο.

Αυτές ακριβώς τις στιγμές που το εξαγορασμένο και ανύποπτο κοινό καθοδηγείται απ' τους δημαγωγούς και οι νόμοι λειτουργούν προς όφελος των φατριαζόντων πολιτικών, που η φωνή της αλήθειας πνίγεται, και ο κίνδυνος παραμονεύει να στείλει στη φυλακή, στην εξορία ή στο θάνατο κάθε αντίπαλό τους αναφαίνονται οι μεγάλοι κωμωδιογράφοι που με αξιοθαύμαστο θάρρος και γενναιότητα αρχίζουν να διακωμωδούν ανελέητα τους διεφθαρμένους άρχοντες, τα κακά των πολέμων και γενικά την αρχομένη γύρω τους ηθικήν παραλυσίαν όπως ο αρχαίος Αριστοφάνης. Το αν ο Αριστοφάνης χρησιμοποίησε ανοικτές εκφράσεις και επίθετα αναφέροντας στο έργο του τα όργανα της διαιωνίσεως και τις γενετήσιες πράξεις με τα πραγματικά τους ονόματα, είναι γιατί η ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης ήταν πιο φυσική και γι' αυτό πιο απλή και τίμια, πιο ειλικρινής από τη σημερινή εποχή μας. Γιατί προτιμότερο είναι να εκφράσεις τις σκέψεις σου ανοικτά και ελεύθερα παρά να τις περιγράψεις συγκεκαλυμμένα και να διεγείρεις με υπονοούμενα τη φαντασία του θεατή. Και ο σκοπός του Αριστοφάνη ήταν ηθικός και όχι από υπολογισμό πορνογραφικός όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Γι' αυτό το λόγο το έργο του Αριστοφάνη παρ' όλη τη φαινομενική σκανδαλιστικότητά του διδάσκει, χωρίς να οδηγεί στη διαφθορά.

Page 94: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Το ίδιον αποτέλεσμα έχει και η ανάγνωση του άλλου μεγάλου σατυριογράφου της Αναγέννησης, του Βοκκακίου, που με τόση μαεστρία ξεσκέπασε την ανήθικη ζωή των κληρικών της εποχής του. Και αυτός ακόμη ο Αρετίνος παρ' όλη την άτακτη και ακόλαστη ζωή του και το αλλοπρόσαλλο του χαρακτήρα του, που με τόσο σαρκασμό καυτηρίασε τα όργια των Παπών και την απόκρυφη και διεφθαρμένη ζωή των μοναστηριών και μιας μεγάλης μερίδας του κλήρου της εποχής του «που για όλους είπε κακόν πλην του Θεού τον οποίον δεν γνώρισε» κατά την ίδια του ομολογία, και τούτο γιατί διατηρώντας μέσα του ακοίμητες τις δυνάμεις του καλού, δεν έφθειρε ανεπανόρθωτα το ηθικό εγώ του, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους τίμιους συγγραφείς που εργάζονται για το καλό και την προαγωγή της ανθρώπινης φύσης.

— Και στη δεύτερη κατηγορία...

— Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται όλοι οι συγγραφείς που διακρίνονται σε κάθε εποχή. Μια μεγάλη μερίδα, η πλειονότητα ασφαλώς, κάνει έργον εποικοδομητικό και είναι έκδηλη η ανώτερη και ευγενική πρόθεσή τους, είτε ρομαντικό είτε ηθικοπλαστικόν είναι το έργον τους, είτε όταν οι καιροί το απαιτούν γεμάτο από επαναστατικά συνθήματα βαλμένα στα στόματα των ηρώων τους με σκοπό ν' ανατρέψουν την διεφθαρμένη άρχουσα τάξη της εποχής τους όπως οι συγγραφείς των χρόνων της Γαλλικής επανάστασης με κορυφαίο τον Ρουσσώ, αλλά και όλων των συγγενικής μορφής επαναστάσεων.

Και αυτοί είναι οι χρήσιμοι ανάμεσα στους αιώνες που με το έργο τους καταπολεμούν τα χυδαία, ρεαλιστικά πορνογραφικά έργα της εποχής τους, υποσκελίζοντας τις διαφθορικές δυνάμεις, συγκρατώντας και αναστηλώνοντας ότι οι άλλοι στην άγνοιά τους διαφθείρουν και γκρεμίζουν. Και αυτό το λέγω γιατί στην κατηγορία αυτή υπάγονται όλοι οι συγγραφείς του τύπου Ζολά και των συγγενικών με αυτόν ιδιοτήτων.

Όντας οι συγγραφείς αυτοί, άνθρωποι με ταλέντο, αλλά μη έχοντας μέσα τους την αίσθηση της έννοιας του καλού και του μέτρου, όπως οι προηγούμενοι, τίμιοι σαν άνθρωποι αλλά υπερβολικά φιλόδοξοι και μέσα στην ακατάσχετη προσπάθειά τους ν' αναδειχθούν γίνονται αρχηγοί σχολών ή μιμητές τους. Μια τέτοια σχολή είναι η λεγομένη νατουραλιστική (ρεαλιστική) σχολή του Ζολά. Προσκολλημένοι στο δόγμα ότι στη φύση δεν υπάρχει ηθικό και ανήθικο δημιουργούν το έργο τους, φιλολογικό, ζωγραφικό ή μουσικό κλπ. στο οποίον κυριαρχούν ως επί το πλείστον οι ωμές ή συγκεκαλυμμένες ρεαλιστικές σκηνές, που διεγείρουν και εξάπτουν τη φαντασία του αναγνώστου χωρίς ωστόσο να μορφώνουν και τον άνθρωπο. Η ψυχολογία των ηρώων τους περιστρεφόμενη γύρω από τον αιώνιο άξονα των σεξουαλικών σχέσεων και επεκτεινόμενη εις τα κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα του καιρού τους, είναι μια ωμή αναπαράσταση της ζωής και εικόνα της χαμηλής ηθικής και πνευματικής στάθμης της κοινωνίας της εποχής τους. Γι' αυτό και τα έργα των συγγραφέων της νατουραλιστικής λεγομένης σχολής αποτείνονται στο μέσο κοινό που το κατακτά εύκολα και που τέρπεται διαβάζοντας την πεζή και κατευθυνόμενη απ' τις τυφλές γενετήσιες ορμές και ένστικτα ζωή των ηρώων τους. Μια ζωή χωρίς ανωτέρα πνοή και ιδεώδη. Γι' αυτό από τα έργα τους απουσιάζει σχεδόν ολότελα αυτό το στοιχείο που λέμε ποίηση. Και στις πιο αισθηματικές ακόμη σκηνές του έργου τους η έλλειψή της είναι ολοφάνερη, ακατανόητη ακόμη και για τον ίδιο δημιουργό τους. Και ναι μεν είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι στο έργο τους υπάρχει ποίηση, αλλά αυτό δεν είναι παρά κάτι το χονδροειδές, μια παρωδία ποίησης. Λείπει δηλαδή από το έργο τους, αυτή η λεπτή, η αιθέρια πνοή, αυτή η ποίηση που η μουσική της απαλλάσσει για λίγες στιγμές τον άνθρωπο από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα, που τον μεταρσιώνει και τον μεταφέρει στους γαλήνιους κόσμους των ωραίων αισθημάτων και στην περιοχή του υψηλού.

Γι' αυτό και τα έργα των συγγραφέων αυτών δεν προσφέρουν καμιά λύτρωση στον αναγνώστη παρά μόνο ζωώδεις σκέψεις και διεγέρσεις. Και οι αναγνώστες όσους δε διέφθειρε το καταλυτικό πνεύμα της εποχής τους αν κατορθώσουν να διαβάσουν ως το τέλος ένα από τα έργα τους, το απορρίπτουν

Page 95: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αμέσως ύστερα, γιατί δεν αφήνει μέσα στο βάθος της μνήμης τους, και στη ψυχή τους, καμιά δυνατή εικόνα ανωτέρων και προαγωγών αισθημάτων.

— Τερπνά αναγνώσματα, για την τερπνή εποχή μας, διακόπτει σαρκαστικά ο Γιαννούλης.

Δεν πρέπει να παραξενευόμαστε λοιπόν, αν τα έργα τους ικανοποιούν τους μοντερνίζοντας του καιρού τους, που θεωρούν τον εαυτούς τους εξελιγμένους. Γι' αυτό και όσους δε συμφωνούν με τη γνώμη τους, τους ονομάζουν καθυστερημένους.

Και οι άλλοι; Ρωτάει αμέσως ο Γύζης.

— Οι άλλοι... Αυτοί ευτυχώς είναι οι λίγοι, είναι οι συγγραφείς οι ολότελα διεστραμμένοι, που ζουν βουτηγμένοι ψυχικά και σωματικά μέσα στο βόρβορο των παρηκμασμένων κοινωνιών της εποχής τους, μέσα στα σκουληκιασμένα και πυορροούντα άδυτα των αριστοκρατικών τάξεων, σε άντρα ακολασίας όπου βασιλεύει η απόλυτη διαφθορά —αρσενοκοιτία, αιμομιξία, ασέλγεια, λεσβιασμοί κλπ. όπου συναγελάζεται σαν μια αγέλη αλόγων κτηνών μια μεγάλη μερίδα της ανωτάτης τάξεως του καιρού τους, κατάσταση που έχει και το μοιραίο καταστρεπτικό αντίκτυπό τους, με πολλά θύματα και στις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις και που το έργο τους τους ευφραίνει (όμοιος τον όμοιο) που τους έχει σαν χαϊδεμένα παιδιά και τους προβάλλει σαν μεγάλους συγγραφείς.

Ακολασταίνοντας συνεχώς ζουν την κτηνώδη ζωή των οργίων και των παντός είδους ακατονόμαστων διαστροφών. Αν δε η φύσις τους έχει προικίσει και με πνεύμα βάζουν όλα τους τα δυνατά για να φέρουν στην επιφάνεια όλον αυτόν το βόρβορο από καθαρόν σαδισμόν με μοναδικό σκοπό τους να προσελκύσουν και να προωθήσουν ρίχνοντας αδίστακτα στη διαφθορά όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, συνεπείς με την κακή τους φύση και τον εαυτό τους. Οι συγγραφείς, οι ποιητές ή οι ζωγράφοι του φυράματος αυτού είναι ικανοί ν' ασχημονήσουν μπροστά και σ' ένα βωμό του καλού· και τούτο γιατί βωμός γι' αυτούς δεν υπάρχει· κι αν ήταν δυνατόν να υπάρξει θα ήταν βωμός του Διαβόλου, βωμός των διεστραμμένων και έκφυλων φύσεων, βωμός λατρείας του κακού και όπου μπροστά του θα έθυαν όλοι οι ακόλαστοι, οι ασελγείς και οι παντός τύπου ανώμαλοι τύποι. Κάθε τι που για τους καλώς σκεπτόμενους ανθρώπους θεωρείται ηθικό τίμιο και ιερό, γίνεται απ' αυτούς θέμα θεατρικού ή πορνογραφικού έργου για να σατυρισθεί και να διαπομπευθεί. Είναι οι συγγραφείς αυτοί οι αποκρουστικοί εικονογράφοι μιας εν καταπτώσει εποχής στην πιο απαίσια μορφή της και σαν όντα πνεύματα του κακού, που δεν ανέχεται και δεν περιγράφει παρά μόνον ότι είναι ανήθικο, σάπιο, κτηνώδες και διεφθαρμένο σαν τον εαυτό του.

Τυφλωμένοι από τα έκφυλα πάθη τους και νοιώθοντας την πτώση τους, θέλουν να εκδικηθούν. Όλα τους φταίνε και στην απέλπιδα και σαδιστική προσπάθειά τους να τα δουν όλα σάπια σαν τους εαυτούς τους, χρησιμοποιούν όλα τα μέσα και τεχνάσματα του λόγου, ντύνοντας το έργο τους με φαντασμαγορικές καλλιτεχνικές εικόνες για να το πετύχουν. Αλλά αυτό θα ήταν ανώδυνο αν επρόκειτο για τους διεφθαρμένους που αποτείνονται. Αλλά ο κίνδυνος είναι αλλού. Γιατί κατορθώνουν μ' όλα αυτά τα τεχνάσματα να εκπλήξουν και να θαμπώσουν το πνεύμα του θεατού ή των αναγνωστών που ρουφάνε ανύποπτοι το απάνθρωπο δηλητήριό τους. Και είναι χαρακτηριστικό για τους μελετητές, για κείνους που ξέρουν να διακρίνουν και να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό έργο τέχνης, ότι μέσα στα έργα των συγγραφέων αυτών της σήψης και της παρακμής δεν αντηχεί κανένας τόνος ελέους, αγάπης και ανθρώπινης συγκίνηση, κανένα τρυφερό ανθρώπινο συναίσθημα. Εκεί δεν έχουν θέση παρά μόνον η δολοφονία, τα εγκλήματα, οι παντός είδους απάτες και δηλητηριάσεις, οι κάθε είδους διαστροφές, όλες οι νοσηρές και οι ακατονόμαστες και βρωμερές συγκινήσεις· φαντασία και πραγματικότητα, ιδέα και πράξη των έκφυλων και παρανοϊκών δημιουργών τους.

Δυστυχισμένα όντα, ανάξια παραδείγματα προς μίμηση, που οι άνθρωποι τα απεχθάνονται και τα

Page 96: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

φοβούνται σαν το διάβολο και που μόνον μετά το θάνατό τους πρέπει να τα συγχωρούμε.

Δεν είναι λοιπόν παράδοξο γιατί μέσα στο έργο τους το ωραίο εκπορνεύεται, και την θέση του ωραίου την καταλαμβάνει η ωραιοποιημένη διαστροφή που οι συγγραφείς αυτού του τύπου, την παρουσιάζουν με αλχημικούς ακροβατισμούς μέσα στο έργο τους σαν το άκρο, το πραγματικό και απροσπέραστο ωραίο. Δηλαδή η σαπίλα σ' όλες τις ανατριχιαστικές μορφές σαν ωραίο.

Και μου φέρνει στη μνήμη η κατάσταση αυτής της παρακμής και του μεσαίωνα που περνάμε, με τους συγγραφείς της, τους υπέροχους στίχους του Σαίξπηρ όταν ο Άμλετ ονειδίζοντας τη μητέρα του έλεγε:

Κοίταξε αυτή και κείνη την εικόνα είναι πιστές απεικονίσεις δυο αδελφών Δες τι χάρη σ' αυτό το πρόσωπο· Βόστρυχοι Απόλλωνα· το μέτωπο Διός· Τα μάτια σαν του Άρεως· κι η στάση του ωσάν του κήρυκος Ερμού π' αγγίζει του ουρανογείτονος βουνού την κορυφή· μορφή και σύνολο που πάνω τους θα έλεγε κανείς ότι κάθε Θεός έβαλε τη σφραγίδα του τύπον τέλειον ανθρώπου εγγυώμενος Δες κι αυτόν· στάχυ νοσηρό, που διαφθείρει το υγιή του αδελφό Ε! βλέπεις; Έχεις μάτια; Τις ωραίες βοσκές του βουνού αυτού πώς άφησες, κι' έπεσες στο τέλμα αυτό για να παχύνεις; Ε! έχεις μάτια;

Αυτοί είναι οι λεγόμενοι ωραιολόγοι οι κατ' ευφημισμόν καλλιτέχνες,1

Γι' αυτό και τα έργα τους δεν μπορούν να ονομασθούν καλλιτεχνήματα, είναι απ' τη φύση τους ατελή. Για τον ίδιο φυσικά λόγο περιγράφοντας και εξαίροντας ότι είναι διατροφικό, αποτρόπαιο και κτηνώδες, αποτείνεται στις λεγόμενες ανώτερες, στις μορφωμένες, στις εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις

όλοι οι ομοφυλόφιλοι, οι ασελγείς και οι ανώμαλοι τύποι, γόνοι παραδομένων στην ακολασία προγόνων. Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και πολλοί από τους σεξουαλικά ανίκανους και γι' αυτό το λόγο μηδενιστές, μιμητές των προηγουμένων που την ατέλειά τους την έχουν μετασχηματίσει σε άρνηση που και αυτοί ότι οι υγιώς σκεπτόμενοι άνθρωποι, οι λαοί το θεωρούν σαν αξία και σύμβολο του καλού και αντικείμενο λατρείας, το κατεβάζουν και με την ασπίδα τους το δόλιο δόγμα των παντός είδους ανωμάλων και διεστραμμένων «η τέχνη για την τέχνη» το τοποθετούν μέσα στο έργο τους και το κάνουν θέμα ρεαλιστικών σκηνών και άλλων ανθρωπίνων αδυναμιών και ορέξεων, ασύδοτα και με μοναδικό σκοπό τους ν' αναδειχθούν και να χρησθούν για μεγάλους συγγραφείς. Νομίζω όμως ότι φέρνοντας στην επιφάνεια και περιγράφοντας απροσχημάτιστα αν οι νόμοι της εποχής τους το επιτρέπουν, σ' όλη τους την ωμότητα, τη φρικιαστική τους πολλές μορφή τις ανηθικότητες τόσο τις δικές τους όσο και τη γύρω τους κοινωνίας, αλληλοκαταστρέφονται κάτω απ' το βάρος των ιδίων τους ανομημάτων και αμαρτιών.

Είναι η τιμωρία τους αν όχι η αυτοτιμωρία τους.

1 Συγγραφείς αυτού του είδους παρουσιάζουν όλες οι εποχές και προ παντός της παρακμής. Στον περασμένο και τον τωρινό αιώνα μας η Ευρωπαϊκή παρακμή έφερε στην επιφάνεια αρκετούς όπως τον Ζιντ, τον Ουάιλντ, τον Καβάφη κλπ.

Page 97: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

των "σνομπ" της εποχής τους που τα διαβάζει άπληστα και με ηδονισμό και που εκφυλιζόμενη συνεχώς βαδίζει προς την πτώση και τον αφανισμό της. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό γιατί τα έργα τους σημειώνουν θριάμβους στον καιρό τους. Είναι τα λεγόμενα έργα της μόδας που αφού εκτελέσουν τον προορισμό τους πέφτουν έπειτα στην αφάνεια και την παντοτινή λήθη για να πάρουν τη θέση τους τα πραγματικά αριστουργήματα της αιωνίας άνοιξης του καλού, να δημιουργηθούν νέα ακατάλυτα από το χρόνο και φάροι υψηλών παραδειγμάτων και μεγάλων επιτεύξεων για τις επερχόμενες γενεές. Και ύστερα από μια μικρή σιωπή τελειώνοντας ο Ρωμαίος λέει κοιτάζοντας επίμονα και με συμπάθεια τους συνομιλητές τους.

Ευτυχώς που εμείς έτυχε να γεννηθούμε στην Ελλάδα και να μη ζήσουμε μέσα σε τέτοιες ξεπεσμένες κοινωνίες.

— Ω ναι! Δοξάζω τον Θεό που είμαι από Πατρίδα, η οποία μέχρι σήμερα τουλάχιστο τηρεί αγνές αρετές και δεν άφησε να εισαχθεί η διαφθορά,1

1 Η έκφραση είναι του Γύζη: Βλ. Έκδοσις Εκλογής 1953. Γράμμα 27 Σεπτεμβρίου 1876, σελ. 57.

του απαντάει ο Γύζης.

Και γυρίζοντας στο Γιαννούλη.

— Τι λες εσύ Γιαννούλη.

— Ασφαλώς... μόνον που οι κεφαλές αρχίζουν να μυρίζουν, του απαντάει, σαρκαστικά και με μια πικρή έκφραση στα χείλη του.

Ο Γύζης ξαφνιάζεται από την απάντηση του Γιαννούλη και θέλει να τον ρωτήσει, αλλά διακόπτεται απ' το Ρωμαίο.

— Και τώρα, τους λέει, εμένα με συγχωρείτε. Και κοιτάζοντας το ρολόι του, πω, πω, άργησα, πρέπει να προλάβω, φεύγω για το Πανεπιστήμιο.

Και σφίγγοντας θερμά και με ιδιαίτερη αγάπη το χέρι του Γιαννούλη, του λέει:

— Πολλές φορές, μου μίλησε ο Γύζης για σένα και επιζητούσα, ποθούσα μ' όλη μου την καρδιά να σε γνωρίσω. Σε συγχαίρω ολόψυχα για τον υπέροχο Σάτυρό σου που εξέθεσες πέρυσι. Τον είδα... Σχόλια δε χρειάζονται... Τα δυνατά έργα μιλάνε μόνα τους και επιβάλλονται αμέσως. Προχώρησε με πεποίθηση στο έργο σου. Μαντεύω χωρίς να σε κολακεύσω ότι μια μέρα θα δημιουργήσεις κάτι το ασύγκριτο..

Και γυρίζοντας στο Γύζη χωρίς να δώσει καιρό στο Γιαννούλη να του απαντήσει.

— Φεύγω, του λέει. Γεια σου, Νίκο.

Και σηκώνοντας το χέρι και ρίχνοντάς τους μια τελευταία ματιά:

— Χαίρετε, τους λέει.

— Χαίρεται. Στο καλό, του ανταπαντούν αυτοί.

Όταν έφυγε ο Ρωμαίος, ο Γύζης γυρίζοντας στο Γιαννούλη του λέει σοβαρά και χαμογελώντας.

Page 98: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Πώς σου φάνηκε;

— Άνθρωπος απλός και ειλικρινής. Βαθύ και ερευνητικό πνεύμα.

— Ναι. Και υπέροχος φίλος και με ωραία αισθήματα.

— Δεν αμφιβάλλω. Το όλο του το επιβεβαιώνει....

— Για πες μου, λοιπόν, συνεχίζει τώρα ο Γύζης τα νέα σου. Μου είπες προ ολίγου ότι δεν εργάζεσαι τώρα σε καμιά σπουδή. Γιατί;

— Έκλεισα το εργαστήριό μου.

— Έκλεισες το εργαστήριό σου; τον ρωτάει παραξενεμένος ο Γύζης,

— Ναι.

— Και γιατί;

— Γιατί δεν έχω χρήματα.

— Πώς, πώς;

Ο Γύζης τον κοιτάζει μ' απορία.

— Να, διακόπηκε από τα πέρυσι η υποτροφία μου και αναγκάστηκα να το κλείσω.

— Διακόπηκε η υποτροφία σου; Του λέει κατάπληκτος τώρα ο Γύζης. Γιατί, και από πότε;

— Τώρα!... Πάνε έξι μήνες από τότε.

— Έξι μήνες! Και γιατί δεν ήλθες να μου το πεις;

— Τι να έλθω να σου πω. Και αν στο έλεγα, τι θα μπορούσες να κάμεις;

— Μα... και εδώ ο Γύζης κόμπιασε, θα μπορούσα να γράψω στους γνωστούς μου, και έχω τόσους πολλούς, να φροντίσουν...

— Πού να το ήξερα.

— Τώρα, και να ενεργήσουμε είναι πολύ αργά, του λέει. Και κοιτάζοντάς τον με πραγματικό θυμό:

— Καλά που μας θυμήθηκες! Και με τι δικαιολογία διέκοψαν την υποτροφία σου;

— Με καμιά. Απλώς ένα έγγραφο του Υπουργείου με ειδοποίησε ξαφνικά ότι διακόπτεται η υποτροφία μου επειδή αποπεράτωσα καθώς λέει τις σπουδές μου.

— Δεν έγραψες στην Επιτροπή, δε παραπονέθηκες στο Υπουργείο;

— Αστειεύεσαι! Σε ποιόν να παραπονεθώ, του λέει ο Γιαννούλης χαμογελώντας πικρά.

Page 99: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και με κάποια έμφαση τώρα.

— Έχουν τα ψάρια φωνή; Άλλο τόσο και η Επιτροπή. Όσο για τα Υπουργεία μη μου συζητείς.

— Έχεις δίκαιο. Μήπως τα ίδια δεν πήγα να πάθω κι εγώ. Όταν τους έγραφα, ήταν σαν να τους έγραφα στα Κινεζικά και δε με καταλάβαιναν. Ευτυχώς που με υπεστήριξε ο Νάζος άλλως τε...

— Ήσουν τυχερός.

— Και τώρα πώς τα περνάς;

— Καλά.

— Δεν εννοώ αυτό. Αλλά από χρήματα.

— Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Μου στέλνει ο πατέρας απ' τη Ρουμανία αλλά... και εδώ ο Χαλεπάς άρχισε να ταράζεται και να χλομιάζει... αλλά... δεν φτάνουν.

Ο Γύζης τότε άρχισε να τον περιεργάζεται προσεκτικά. Είχε πολύν καιρό να δει το Γιαννούλη, αλλά τώρα μόνον πρόσεξε την καταβεβλημένη και χλωμή όψη του και απ' το χαλαρωμένο, λεπτό κι αδύνατο τόνο της φωνής του κατάλαβε τη δεινή του θέση. Ο υπερήφανος και μυγιάγγιχτος Γιαννούλης για πρώτη φορά απ' τον καιρό που βρισκόταν στη Γερμανία βρέθηκε στην οδυνηρή ανάγκη να πάει να ζητήσει δανεικά. Ο μόνος ο οποίος ήξερε τα προσωπικά του μυστικά, τις περιπέτειες και τις ανάγκες του ήταν ο Κωνσταντινίδης που δεχόταν αδελφικά τις οδύνες του, διασκέδαζε τους πόνους του και μοίραζε με τόση αφιλοκέρδεια και ανθρώπινη κατανόηση το φοιτητικό ψωμί του. Είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το Γύζη στο ατελιέ του τα προηγούμενα χρόνια από καλλιτεχνικό και πατριωτικό ενδιαφέρον και με τον αέρα εκείνο του οικονομικά ανεξάρτητου ανθρώπου, που συμπεριφέρεται άνετα στους άλλους. Και τώρα η ιδέα ότι η επίσκεψή του στο ατελιέ του ήταν μόνον για να δανεισθεί χρήματα, τον κούραζε, και τον κατάθλιβε.

Κυριαρχημένος απ' την ιδέα αυτή στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος και το βλέμμα του καρφώθηκε απλανές πάνω σε μια σπουδή του Γύζη στο κάρβουνο που κρεμόταν στον τοίχο, διστάζοντας και σιωπηλός.

— Λοιπόν; του λέει ο Γύζης.

Ο Γιαννούλης τότε παίρνοντας θάρρος αποφάσισε.

— Θέλω... Αν μπορείς... Περιμένω χρήματα απ' το πατέρα μου και δε μου ήλθαν ακόμη. Μπορείς να με δανείσεις λίγα λεπτά...

Τα λόγια έφευγαν διακεκομμένα ωσάν να τα πίεζε για να βγουν απ' τα δόντια και τα μάτια του κοίταζαν το Γύζη φευγαλέα, αλλά που μέσα τους διέκρινε κανείς τη λάμψη μιας άθελης ικεσίας που την υπαγόρευε η αμείλικτη ανάγκη.

Ο Γύζης στο αντίκρισμά τους κλονίστηκε, και μη αντέχοντας να τον βλέπει έτσι, του λέει, γρήγορα γρήγορα και συγκινημένος.

— Τι λόγος. Και βέβαια θα σε δανείσω. Απορώ μάλιστα Γιαννούλη, πώς τόσον καιρό δεν πέρασες από μένα, αφού είχες ανάγκη.

Page 100: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και βγάζοντας απ' τη τσέπη του όσα χρήματα είχε σε χαρτονομίσματα συνεχίζει:

— Πάρε αυτά τα 40 φιορίνια που έχω αυτήν τη στιγμή πρόχειρα Γιαννούλη κι όταν ξαναχρειαστείς κι άλλα, έλα να με βρεις.

— Ευχαριστώ Νίκο, του απαντάει ο Γιαννούλης ανακουφισμένος, ενώ το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει χαρούμενη έκφραση.

— Πώς παν οι σπουδές στην Ακαδημία τον ρωτάει ο Γύζης.

— Καλά, πιστεύω πως φέτος θα πάρω το πτυχίο μου... και θα φύγω για την Ελλάδα... θα δώσω εξετάσεις τελειοφοίτου...

— Μπράβο!... μπράβο... του απαντάει ο Γύζης με έκπληξη. Και το έξυπνο και ήμερο βλέμμα του κοίταζε τώρα τον Χαλεπά μ' έναν κρυφό θαυμασμό.

— Ο Γιαννούλης το αντιλαμβάνεται. Και ικανοποιημένος και με τη λεπτότητα που διακρίνει τις υπέροχες φύσεις δεν τον αφήνει να προχωρήσει.

— Έλα τώρα, του λέει να θαυμάσουμε λίγο και τα δικά σου έργα, προχωρώντας αμέσως προς την διεύθυνση του τοίχου όπου ο Γύζης είχε κρεμάσει τις σπουδές και διάφορα προσχέδια και έργα του.

— Αν και γλύπτης εγώ, του λέει σε λίγο ο Γιαννούλης, μου αρέσει βέβαια και προτιμώ περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, την τέχνη μου.

Αυτό συμβαίνει γιατί όλα τα βλέπεις γλυπτικά, σαν γλύπτης.

Αφού το βλέμμα του περιπλανήθηκε αρκετά πάνω στα έργα του Γύζη, ο Χαλεπάς γυρίζοντας κάθε τόσο τα μάτια του σ' αυτόν, του λέει:

— Παρατηρώ ότι οι συνθέσεις σου, είναι συνθέσεις ποιητικές με πλούσιο δραματικό και ειδυλλιακό στοιχείο. Η εκφραστική αλήθεια των προσώπων σου που όλα τους δονούνται από βαθειά και τόσο ανθρώπινα συναισθήματα σημαίνει λεπτή, ευαίσθητη και ανώτερη ανθρώπινη ψυχή που εκδηλώνεται με τη ζωγραφική αντί με την ποίηση. Μιλάνε άμεσα στην ψυχή του θεατή χωρίς την παρεμβολή ερμηνευτικής και πολλές φορές ακατανόητης κριτικής. Το να μπορέσει ένας καλλιτέχνης να φέρει σ' επαφή το μεγάλο κοινό με τον δικό του ανθρώπινο κόσμο, και να τον συγκινήσει είναι γνώρισμα των μεγάλων καλλιτεχνών. Σε συγχαίρω.

— Ευχαριστώ.

Και συνεχίζοντας αργά τώρα.

— Το καθαρό χρώμα σου με τις άπειρες κλιμακώσεις των τόνων του δημιουργούν υπέροχες αρμονίες που μαρτυρούν λεπτότατη αίσθηση των αρμονιών του χρώματος. Η προοπτική σου θαυμάσια και το φως σου διαυγές και καθαρό, συγκρατημένο και χωρίς δυνατές δονήσεις, φωτίζει όσο θέλεις εσύ τ' αντικείμενά σου, επιτυγχάνοντας έτσι και το δυσκολότερο ζωγραφικό πρόβλημα, το πρόβλημα του βάθους. Τα πρόσωπά σου έχουν φρεσκάδα και εσωτερική ζωή. Αυτό συμβαίνει γιατί το πάθος σου για την αλήθεια είναι μεγάλο και ο πόθος σου για την τελειότητα συνεχής και ακοίμητος. Είσαι ειλικρινής και όχι ψεύτικος. Γι' αυτό και έφθασες εκεί που έχεις φθάσει.

Προχωρώντας άρχισε να περιεργάζεται μερικά σκίτσα και προσχέδια του Γύζη. Ένα γεροντικό κεφάλι,

Page 101: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

το «Σχέδιο κεφαλής» κίνησε την προσοχή του κι αφού στάθηκε αρκετά μπροστά του μουρμούρισε μονολογώντας.

— Ωραίο, πολύ ωραίο.

Ύστερα συνεχίζοντας του λέει:

— Η χαρακτηριολόγηση μιας κεφαλής είναι το δυσκολότερο θέμα για έναν καλλιτέχνη, ένα θέμα που με απασχόλησε και με βασανίζει συνεχώς. Σπουδάζουμε τη φύση, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι συνεχώς να δίνουμε τον εαυτό μας και να φωτίζουμε το αντικείμενό μας με το δικό μας πνευματικό φως. Γιατί την αλήθεια δεν την εννοώ εγώ σαν μια ουσία που μπορείς να τη δανεισθείς απ' τη φύση. Γιατί ξεπηδάει από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη. Μου συμβαίνει πολλές φορές ν' απελπίζομαι γιατί δε μπορώ να δώσω εκείνο που θέλω. Και ξαναρχίζω και πάλι απ' την αρχή αγωνιζόμενος συνεχώς για να πετύχω να πλησιάσω αυτήν την τελειότητα που οραματίζομαι και που όμως δε μπορώ παρά μόνον πολύ λίγο να τον πλησιάσω.

— Έτσι είναι. Αυτό συμβαίνει συχνά και σε μένα του απαντάει ο Γύζης, όταν πρόκειται να εκφράσω ζωγραφικά μια προσωπική μου ιδέα, οπότε η χρησιμοποίηση του μοντέλου είναι καθαρώς συμβατική. Όταν εκτελώ ένα πορτραίτο, προσπαθώ να μπω στη ψυχολογία του μοντέλου μου και να το αποδώσω όσο το δυνατόν με πιο μεγάλη ειλικρίνεια, αλλά τίποτε παραπάνω. Κείνες τις στιγμές νομίζω πως αντιγράφω τη φύση.

— Ε, βέβαια, του λέει ο Γιαννούλης, γιατί τότε δε δίνεις παρά απλώς μια αλήθεια και πολύ λίγο από το δικό σου εσωτερικό ανθρώπινο πλούτο. Κι αυτό που δίνεις είναι η μικρή ή η μεγάλη συγκίνηση που σου προξενεί η θέα του μοντέλου σου ή του αντικειμένου που ζωγραφίζεις.

— Πραγματικά, αυτό είναι, του απαντάει επιβεβαιώνοντάς τον ο Γύζης. Και πολλοί είναι κείνοι που σταματούνε ως εκεί και τούτο από αδυναμία για να προχωρήσουν. Αυτοί γίνονται καλοί πορτρετίστες. Είναι οι λεγόμενοι καλλιτέχνες της νατουραλιστικής σχολής. Το έργο τους είναι αληθινό και ειλικρινές, αλλά του λείπει η ανώτερη πνοή. Γιατί οι δυσκολίες αρχίζουν απ' τη στιγμή που θα θελήσει να δημιουργήσει κανείς μια δική του σύνθεση. Ένα πίνακα π.χ. που μέσα του θα κινούνται πολλά πρόσωπα που το καθένα τους πρέπει να παρουσιάζεται με τη δική του οντότητα και έκφραση γύρω από τις κεντρικές μορφές που δρουν και του κεντρίζουν τα διάφορα πάθη και συναισθήματα. Αυτό με αναγκάζει να μελετώ συνεχώς σε προσχέδια τα πρόσωπα των συνθέσεών μου και ως που να φτάσω σε μια ικανοποιητική εκφραστική αλήθεια. Αν ήξεραν κατά βάθος όσοι ζωγραφίζουν πόση συνεχής σπουδή και πόσες τεράστιες δυσκολίες παρουσιάζει η εκτέλεση μιας σύνθεσης, θα άφηναν ασφαλώς τα πινέλα τους.

— Ε, βέβαια. Γιατί τότε παύει η μίμηση και αρχίζει να εργάζεται η φαντασία του καλλιτέχνη. Στην αλήθεια της φύσης, προστίθεται μια νέα αλήθεια, που την κινεί η ψυχή του καλλιτέχνη, αυτό το εσωτερικό φως που προείπαμε που φωτίζει τα πράγματα με το δικό του προσωπικό τρόπο και που τον κάνει να ξεχωρίζει απ' τους άλλους. Αρκετά απ' αυτά τα εξαιρετικά πνεύματα, χαράζουν καινούργιους δρόμους στην τέχνη κι όταν λέγω αυτό αγαπητέ μου Νίκο, εννοώ την επανάληψη των παλιών ρυθμών και προτύπων αλλά με μια νέα μορφή που τους προσδίδει το πνεύμα του καλλιτέχνη.

Αντιπαρέρχομαι βέβαια ως ανάξια μνείας την κακήν τέχνη των παρηκμασμένων εποχών την κινουμένην και φωτισμένη από βορβορώδεις σκέψεις νοσηρών και διεστραμμένων καλλιτεχνών και συζητώ μόνον για την τέχνη εκείνων που κινούνται από σκέψεις υψηλές και ανθρώπινες. Γι' αυτό πρέπει να σπουδάζουμε τα έργα των μεγάλων κλασσικών που και αυτοί για να φθάσουν σ' ένα σημείο τελειότητας, μελέτησαν με τη σειρά τους τους προκατόχους των. Γιατί και η τέχνη όσο και η ζωή, είναι μια αιωνία επανάληψη, μια διαρκής ανακύκλωση.

Page 102: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Τους προγόνους μας λοιπόν Έλληνας έχω συνεχώς για πρότυπα, όπως δε παρατηρώ και συ Νίκο, που έφτασαν στο ύψιστο σημείο του λογικά ανθρώπινα τέλειου την τέχνη. Γι' αυτό και όσοι τους παραγνωρίζουν πελαγώνουν σε άκαρπες αναζητήσεις και τούτο από καθαρή ανικανότητα.

— Ασφαλώς.

Ο Γιαννούλης σταμάτησε για μια στιγμή να συζητεί κοιτάζοντας τώρα με προσοχή την αρχική μακέτα του πίνακά του «η Πρώτη εξομολόγηση».

— Πόση αλήθεια και πόση ποίηση, λέει αυθόρμητα μονολογώντας.

Ο Γιαννούλης σταμάτησε να μιλάει. Προχωρούσε αργά-αργά, τώρα βυθισμένος στη θεώρηση και τη μελέτη των πινάκων του Γύζη που τον συνόδευε χωρίς να τον διακόπτει και αστράφτοντας από χαρά.

Ένοιωθε κανείς από την όλη στάση του, το σεβασμό και τη μεγάλη εκτίμησή του στο Γιαννούλη.

Κι όταν ο Γιαννούλης έφτασε μπροστά στη θρησκευτικής έμπνευσης σύνθεσή του Το τάμα, κι αφού την κοίταξε άφωνα και με προσοχή, γυρίζοντας έπειτα του λέει:

— Για να φθάσει κανείς σ' αυτό το σημείο και να ζωντανέψει με τόση δύναμη την ανθρώπινη ενατένιση, να εικονίσει με τόση αλήθεια την εναπόθεση των προσδοκιών και των ελπίδων του ανθρώπου στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού, πρέπει να είναι και ο ίδιος θρήσκα ψυχή, στοιχείο που όπως βλέπω δε σου λείπει αγαπητέ μου Νίκο.

Γι' άλλη μια φορά σε συγχαίρω. Και κοιτάζοντάς τον γλυκά με το άκακο βλέμμα του που έλαμπε από φωσφορισμούς μεγαλοφυΐας και δείχνοντάς του με το χέρι του καθώς προχωρούσε τη σύνθεσή του «Το κρυφό σχολειό»:

— Νομίζω, του λέει, πως βρίσκομαι στην πατρίδα κι ακούω τις διηγήσεις των παππούδων μας.

— Έχει ελλείψεις ακόμη του απαντάει. Με βασανίζει το πρόβλημα του φωτός που πρέπει να φωτίσει τα πρόσωπα εξ αντανακλάσεως ώστε να δώσει εκείνη τη μυστηριακή ατμόσφαιρα μιας μεγάλης ανθρώπινης σκηνής που συντελείται κρυφά και στο ημίφως απ' το φόβο του τυράννου. Δεν ζωγραφίστηκε αρκετά ακόμη.

— Μην ξεχνάς το Λεονάρντο ντα Βίντσι που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για ν' αποτελειώσει τη «Τζοκόντα του» και δεν ξέρουμε πόσο διάστημα το «Μυστικό Δείπνο του» του απαντάει ο Γιαννούλης σοβαρά και χαμογελώντας.

Οι δυο καλλιτέχνες συζήτησαν αρκετά ακόμη. Πλησίαζε μεσημέρι και ο Γιαννούλης έκρινε ότι ήταν πια καιρός για να φύγει. Απλώνοντας τότε το χέρι του στο Γύζη, του λέει:

Φεύγω, και κοιτάζοντάς τον μ' αγάπη στα μάτια:

Σε χαιρετώ, τώρα, και σ' ευχαριστώ πολύ.

Ο Γύζης θέλει να τον κρατήσει για να φάνε μαζί. Ο Γιαννούλης όμως αρνείται.

— Όχι, όχι του λέει, άλλη φορά. Τώρα πρέπει να φύγω. Ο Γύζης δεν επιμένει, και σφίγγοντας θερμά το χέρι του Γιαννούλη του λέει, καθώς τον αποχαιρετούσε.

Page 103: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Θάρρος, Γιαννούλη. Και προ παντός μη ξεχάσεις ότι όταν λάβεις ανάγκη από χρήματα να έλθεις να με βρεις.

— Ευχαριστώ πολύ. Γεια σου.

— Γεια σου.

Ανάμεσα σ' όλες αυτές τις αντιζηλίες, αντιδράσεις τις στερήσεις και τα βάσανα ο Χαλεπάς εξακολουθεί να εργάζεται εντατικά. Τρία χρόνια είναι αρκετά γι' αυτόν για να γνωριστεί από κοντά με τα καλλιτεχνικά ρεύματα και σχολές που συμπληρώνουν τόσον τον τεχνικό όσον και τον καλλιτεχνικό οπλισμό του νεαρού γλύπτου. Από δω και στο εξής δεν έχει τίποτα να σπουδάσει απ' τους ξένους, όλες οι τεχνοτροπίες τού είναι γνωστές, δεν έχει τίποτα να δανειστεί ή να ζηλέψει απ' αυτούς, είναι κατά πολύ ανώτερός τους. Και όταν τον τρίτο χρόνο φτάνει η μέρα των πτυχιακών εξετάσεων ο Χαλεπάς είναι τελειόφοιτος της εβδόμης τάξεως της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών του Μονάχου, και μέσα εις την αίθουσα των τελετών της ακούγεται θερμή, εμφαντική και ενθουσιώδης η φωνή του καθηγητού του Βίντμαν1

1 Βίντμαν (Μαξιμιλιανός), 1812-1895, διακεκριμένος γλύπτης. Φιλοτέχνησε μεταξύ πολλών άλλων έργων του και τους ανδριάντας του Γκαίτε και του Σίλλερ.

να δηλώνει ότι:

«Από της αιθούσης ταύτης θα προέλθη μέγα καλόν διά την Ελλάδα» πλέκοντας το εγκώμιο του Χαλεπά ενώ συγχρόνως του παρέδιδε το δίπλωμά του.

~οο0οο~

Ξαπλωμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και τυλιγμένη μέσα σε μια μεταξωτή ρόμπα χρώματος γαλάζιου ανοικτού γαρνιρισμένη στις άκρες της με διπλά λευκά σιρίτια όπου ανάμεσά τους είχε η ίδια κεντήσει αστερίσκους με νήματα ασημένιου χρώματος, έπινε τον απογευματινό της καφέ ύστερα από τον μεσημεριάτικο ύπνο της. Έναν ύπνο ελαφρύ και ταραγμένο γεμάτο από ευφρόσυνες οπτασίες και χαροκοπήματα.

Η μεσημεριάτικη λαύρα είχε υποχωρήσει και ένας ανάλαφρος ζέφυρος έσειε τα φυλλώματα της μεγάλης φιλύρας που υπήρχε στη δεξιά γωνιά του κήπου που σιγανοσφύριζε τραγουδώντας. Η πνοή του ανέμου έφτανε ως αυτήν αρωματισμένη από το λεπτό και ντελικάτο εκείνο άρωμα των ανθισμένων γιασεμιών που καλλώπιζαν με τη διάτρητη και φουντωτή πρασινάδα τους, τους τοίχους και τον πίσω φράχτη του σπιτιού της Μαργαρίτας, που έβλεπε προς τον γειτονικό κήπο.

Με ανοιχτούς όλους τους πόρους του κορμιού της ανάπνεε με μισάνοιχτα τα ρόδινα χείλια της με σιγανές, μακριές και ρυθμικές εισπνοές την ευωδία τους. Τα μάτια της συλλογισμένα περιπλανιόταν πάνω στις βραγιές των λουλουδιών του κήπου της ωσάν ονειροπαρμένα.

Πότε πότε παίρνοντας μια βαθειά αναπνοή, στεκόταν ασάλευτη και μόνον τα χείλη της ύστερα από λίγο ψιθύριζαν κάτι.

Και αμέσως ωσάν κάποια μυστική και ορμητική δύναμη να την ζωντάνευε, τα πριν ονειροπαρμένα μάτια της γίνονταν ενεργητικά και άρχιζαν να κοιτάζουν ζωηρά και μ' ανυπομονησία την πόρτα. Ήταν φανερό πως κάποιον περίμενε.

— Θαρθεί. Μα που είναι επιτέλους, μουρμούριζε.

Page 104: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Περίμενε το Γιαννούλη.

Είχε πάει στην τελετή της μέρας των εξετάσεων και δοκίμασε κι αυτή την ίδια χαρά όση και ο Γιαννούλης ακούγοντας τους ενθουσιώδεις λόγους, συμμετέσχε στο θρίαμβό του, ωσάν αυτός να ήταν δικός της, τον συντρόφεψε ύστερα απ' την τελετή και τον συνάντησε αρκετές φορές τις επόμενες μέρες. Ο Γιαννούλης ετοιμαζόταν να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα και της υποσχέθηκε ότι λίγες μέρες πριν φύγει θα πήγαινε να την αποχαιρετήσει και η μέρα εκείνη ήταν ακριβώς η μέρα που της όρισε.

Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Οι γονείς της και η μικρότερη αδελφή της είχαν φύγει πριν λίγες μέρες σε μια θεία της στην εξοχή. Αυτή παράμεινε στην πόλη με τη δικαιολογία ότι ήθελε να πάρει τα τελικά αποτελέσματα των διαγωνισμών της. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε κι αυτή κοντά τους.

Βρίσκοντας διάφορες αφορμές ανάβαλλε από μέρα σε μέρα την αναχώρησή της. Την προηγούμενη μέρα είχε στείλει και τα προσωπικά της πράγματα με την υπηρέτριά τους, αναγγέλλοντας στους γονείς της ότι την άλλη μέρα θα έφευγε κι αυτή. Είχε χρησιμοποιήσει όλη τη γυναικεία πονηριά, θέλοντας να είναι μόνη όταν θα αποχαιρετούσε το Γιαννούλη.

Καθόταν λοιπόν εκεί βυθισμένη μέσα στα ωραία εκείνα ονειροπολήματα της νιότης που περιμένει γεμάτη από τρελή χαρά τον έρωτά της και που στα μάτια των ερωτευμένων φαίνεται όλη η φύση ωσάν να καλλωπίζεται και ν' ακτινοβολεί απ' την ομορφιά του έρωτά τους.

Η ώρα είναι τέσσερις και μισή το απόγευμα. Έχει περάσει ένα τέταρτο από τότε που σηκώθηκε και από στιγμή σε στιγμή περιμένει τον Γιαννούλη που την είχε ειδοποιήσει ότι θα την επισκεφθεί την ώρα κείνη.

Μα καθώς η ώρα περνάει και ο Γιαννούλης δε φαίνεται ακόμη, σκέπτεται.

— Ίσως αργήσει ακόμη λίγο. Τότε η Μαργαρίτα σηκώθηκε και κατεβαίνοντας στον κήπο άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω περνώντας τα χέρια της πάνω απ' τα λουλούδια και χαϊδεύοντάς τα αφηρημένη.

Καλό είναι να φτιάσω μια ανθοδέσμη ως που νάρθει συλλογίζεται. Άρχισε τότε να κόβει το ένα μετά το άλλο τριαντάφυλλα και άσπρα και ροζ γαρύφαλλα και αφού σύναξε αρκετά κάθισε ύστερα στα σκαλοπάτια του κάτω μέρους της σκάλας του κήπου και σε λίγα λεπτά έφτιαξε ένα θαυμάσιο μπουκέτο. Απ' τα χέρια της βγήκε ένα τραγούδι από ολόγλυκα χρώματα, που παιχνίδιζαν με άπειρους λαμπρούς ιριδισμούς κάτω απ' τις ακτίνες του απομεσημεριάτικου ήλιου. Αφού το κοίταξε και το ξανακοίταξε πολλές φορές, ικανοποιημένη τέλος σηκώθηκε και προχωρώντας μπήκε στο σπίτι κι αφού τάβαλε σ' ένα κρυστάλλινο βάζο, βγήκε και τα τοποθέτησε στο τραπεζάκι της βεράντας. Μετά ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της μουρμούρισε κάπως ξαφνιασμένη.

— Μα πότε πέρασε η ώρα; Πέντε παρά τέταρτο κιόλας. Μα γιατί αργεί μονολόγησε.

— Κάθισε ξανά στη πολυθρόνα της, αρχίζοντας να κοιτάζει το ρολόι της, ενώ το βλέμμα της περιπλανάται συνεχώς ανήσυχο εδώ κι εκεί χωρίς να σταματάει πουθενά. Κάθε θόρυβος που φτάνει ως τ' αυτιά της, την κάνει να σκιρτάει και ν' ανασηκώνεται νομίζοντας πως είναι κτυπήματα που φθάνουν απ' τη πόρτα, μα καθώς διαψεύδεται αρχίζει σιγά σιγά να χάνει την ηρεμία της.

— Θαρθεί, δε θαρθεί, μα τι έγινε; μονολογεί.

Μα τα λεπτά περνούν το ένα μετά το άλλο και ο Γιαννούλης δε φαίνεται. Μη αντέχοντας άλλο σηκώθηκε τότε κι άρχισε να βηματίζει νευρικά και ανήσυχη πάνω κάτω στη βεράντα. Ύστερα μπαίνοντας στο σπίτι πλησίασε σ' ένα παράθυρο της πρόσοψης κι αφού γι' αρκετή ώρα κοίταξε

Page 105: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ερευνητικά και επίμονα στο δρόμο ξαναμπήκε κατσουφιασμένη μέσα. Το ρολόι της που το ξανακοιτάζει πάλι για εικοστή ίσως φορά σημειώνει πέντε παρά πέντε.

Η Μαργαρίτα τώρα αρχίζει ν' αδημονεί.

— Μήπως δεν έλθει; Μήπως μετανόησε; μονολογεί καθώς ξαναγυρίζει στη βεράντα.

Ύστερα μετανοώντας ωσάν να μάλωνε τον εαυτό της και για να τον ενθαρρύνει: ίσως να τούτυχε κάποια δουλειά συλλογίζεται, μήπως αδιαθέτησε... πολλά συμβαίνουν... συλλογίζεται. Ας περιμένω λίγο ακόμη. Όπου κι αν είναι θα φθάσει... γιατί ν' ανυπομονώ;

Μπαίνοντας τότε μέσα άρχισε να κοιτάζεται στον καθρέφτη και αφού αποθαύμασε για αρκετό διάστημα το είδωλό της και διόρθωσε λίγο τα μαλλιά και τη ρόμπα της, ξαναβγήκε πάλι έξω και ξανακάθισε στην πολυθρόνα της.

— Πώς θα του φανώ... μονολογεί, θα του αρέσω; Δεν είμαι ωραία άραγε... γιατί απ' τον καιρό που γνωριζόμαστε πάντοτε μου φέρεται επιφυλακτικά, πάντοτε απόφευγε να συνδεθεί στενότερα μαζί μου... μήπως δε μ' αγαπάει;... και στη σκέψη αυτή η Μαργαρίτα ένοιωσε να κυριεύεται από μελαγχολία.

Η κοπέλα δε μπορούσε να εξηγήσει τη στάση του Γιαννούλη απέναντί της, πέφτοντας άθελά της σ' ένα λαβύρινθο ανεξήγητων γι' αυτήν ερωτηματικών.

— Κι όμως μονολογεί σε λίγο. Είναι τόσο λεπτός, τόσο καλός απέναντί μου... και έχει πάνω του κάτι... κάτι το πολύ γοητευτικό, μα και το τόσο σοβαρό, που σε κάνει να υποφέρεις και να τα χάνεις μπροστά του... μήπως δε μ' αγάπησε ποτέ, συλλογίζεται πάλι η Μαργαρίτα. Μα αποδιώχνοντας αμέσως απ' το πνεύμα της μια τέτοια σκέψη συνέχισε: Όχι, δε μπορώ να το ξέρω αυτό, αλλά πρέπει να έλθει... θα έλθει οπωσδήποτε.

Η ανυπομονησία της όμως δεν την αφήνει και πάλι ήσυχη γιατί ξανασηκώνεται αμέσως και αφού ξανάκανε μερικές βόλτες στη βεράντα, στήριξε έπειτα το σώμα της στην κολώνα της σκάλας του κήπου κοιτώντας αφηρημένα, περιμένοντας και απορώντας.

Μα σε λίγο το ρολόι της εκκλησίας της συνοικίας της σημείωσε με πέντε δυνατούς κτύπους την ώρα, που έκανε τη Μαργαρίτα ν' ανατιναχθεί.

Πέντε η ώρα κιόλας μουρμούρισε. Ασφαλώς δε θα έλθει, μονολογεί τότε απογοητευμένη, ξαναπέφτοντας τώρα άτονα και απελπισμένη στην πολυθρόνα της.

Παράμεινε κει αρκετά λεπτά έτσι. Η υπομονή της έχει εξαντληθεί πια κι αρχίζει να χάνει κάθε ελπίδα ότι θα την επισκεφθεί. Το ρολόι της που το ξανακοιτάζει σε λίγο σημειώνει πέντε και δέκα. Αποθαρρημένη πια κάνει μια ύστατη προσπάθεια. Σηκώνεται και πάλι και ξαναμπαίνοντας μέσα προχωρεί προς το παράθυρο. Μα τη στιγμή που είναι έτοιμη να σκύψει έξω, ακούγονται ξαφνικά ρυθμικά χτυπήματα στην πόρτα.

Η Μαργαρίτα ανατινάζεται ωσάν ηλεκτρισμένη. Αμέσως φωνάζει. Και γυρίζοντας πίσω σαν αυτόματο διασχίζει τρέχοντας το δωμάτιο, βγαίνει στο διάδρομο και πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά φθάνει στην πόρτα και την ανοίγει διάπλατα και ορμητικά. Ήταν ο Γιαννούλης.

Ήρθες επί τέλους! αγάπη μου, του λέει, κοιτάζοντάς τον με ολάνοιχτα μάτια, ασθμαίνοντας ανάλαφρα και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Page 106: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Είναι έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του και ο Γιαννούλης το παρατηρεί. Χαμογελώντας της τότε ήσυχα και σοβαρά, μπαίνει μέσα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Η Μαργαρίτα του πιάνει σφιχτά το χέρι και χωρίς να το αφήσει προχωρεί μαζί του μέσα.

— Μα γιατί άργησες, συνεχίζει τώρα τρυφερά και με θυμό. Είχα μια ταραχή, μια ανησυχία... δεν ξέρεις πόση!

— Τι ανησυχία; Και γιατί αγάπη μου Γκρέτα;

— Η κόρη δεν μπορεί να κρατηθεί. Και κοιτάζοντας τον ολόθερμα και με παράπονο στα μάτια.

— Να... να, φοβόμουν μήπως δεν έλθεις, του απαντάει. Με βασάνισες τόσο πολύ να σε περιμένω ως που να έλθεις. Είναι τρία τέταρτα τώρα που σε περιμένω...

— Μα μπορούσα να μην έλθω; αφού στο υποσχέθηκα.

Πέρασαν στη βεράντα. Ο Γιαννούλης κάθισε σε μια πολυθρόνα κι αφού η Μαργαρίτα τον σέρβιρε γλύκισμα και ποτό, τοποθετώντας δίπλα του μια πολυθρόνα κάθισε κοντά του.

— Μα πού είναι οι δικοί σου, της λέει, ο Γιαννούλης ξαφνιασμένος που δεν έβλεπε κανένα. Λείπουν έξω;

— Έχουν φύγει όλοι από μέρες στην εξοχή και παρέμεινα μόνον εγώ εδώ για να σ' αποχαιρετήσω αγάπη μου.

— Έκαμες πολύ καλά Γκρέτα.

— Και πότε λοιπόν μας φεύγεις, τον ρωτάει τώρα η Μαργαρίτα, πιάνοντάς του τρυφερά το χέρι και αρχίζοντας να τον χαϊδεύει.

— Αύριο.

— Αύριο;... Αύριο κιόλας!

Η απρόοπτη αυτή είδηση που ειπώθηκε μ' ένα ξερό και σχεδόν αδιάφορο τόνο, τάραξε τόσο πολύ τη Μαργαρίτα, ώστε στο πρόσωπό της να χυθεί μια δυνατή χλομάδα.

— Τόσο γρήγορα λοιπόν, του απαντάει, ενώ ταυτόχρονα έβαζε το χέρι στην καρδιά της που την ένοιωθε να χτυπάει δυνατά και με μιαν ασυνήθιστη ορμή.

— Αύριο, αύριο κιόλας, του ξαναλέει, ωσάν αποσβολωμένη.

Και ύστερα ξεσπώντας.

— Θα σε χάσω λοιπόν παντοτινά από αύριο... Γιαννούλη, αγάπη μου...

Και με φωνή που άρχισε να τρέμει τώρα.

— Θα μείνω λοιπόν μόνη... Μόνη μου κιόλας από αύριο.

Η αγωνία της είναι ολοφάνερη και είναι έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα.

Page 107: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Γιατί δε μένεις λίγες μέρες ακόμη; Τόση λοιπόν βία είναι για να φύγεις;

— Όχι, Γκρέτα. Αλλά κι αν έμενα μερικές μέρες ακόμη σε τι θα ωφελούμουν;

— Μα... θα είχαμε καιρό να βγούμε μερικές φορές ακόμη μαζί, Γιαννούλη. Λίγες μέρες αργότερα δεν αφαιρούν τίποτα απ' το ταξίδι σου, ενώ σε μένα προσθέτουν την ανείπωτη χαρά να σε νοιώθω για λίγο καιρό ακόμη κοντά μου, πριν σε χάσω παντοτινά.

Και ολότελα θλιμμένη και πικραμένη:

— Με ξέχασες λοιπόν; Τόσο γρήγορα; Έχουμε τόσες μέρες να ιδωθούμε. Με βαρέθηκες μήπως;

— Όχι, Γκρέτα. Τι λόγια είναι αυτά που λες, της λέει τρυφερά, συγκινημένος από το ανεπιτήδευτο και αφελές ύφος της κόρης.

Ο Γιαννούλης θέλει να δικαιολογηθεί για τη χλιαρή συμπεριφορά του απέναντί της. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνεται το μέγεθος της λατρείας της κόρης. Θέλει να της απαντήσει, αλλά δε βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις και κοιτάζει τη Μαργαρίτα συγχυσμένα και αναποφάσιστα. Η Μαργαρίτα το παρατηρεί και τον κοιτάζει μ' απελπισία. Θέλει να παραπονεθεί, να κλάψει και να τον παρακαλέσει να μείνει για λίγες μέρες ακόμη κοντά της, τώρα που είναι μόνη. Και ρίχνοντας τα χέρια της που τα κινούσε τώρα το μυστικό της πάθος για τον Γιαννούλη που την κατάτρωγε από τόσα χρόνια τώρα, άρχισε σιγά σιγά να τον τραβάει κοντά της, να τον σέρνει στην αγκαλιά της.

— Δε μπορώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι θα μου φύγεις αγάπη μου, Γιαννούλη. Και αρχίζοντας να του δίνει απανωτά φιλιά, του λέει:

— Γιατί βιάζεσαι να φύγεις τόσο γρήγορα. Μείνε λοιπόν λίγες μέρες μαζί μας!

— Όχι, Γκρέτα, δε μπορώ.

— Δε μπορείς; Μα γιατί δε μπορείς; τον ρωτάει περίεργη και με ικετευτικά μάτια. Το βλέμμα της φωτίζεται τώρα από ανταύγειες περιπάθειας, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να τον καταφιλεί γρήγορα και μ' ορμή.

Ο Γιαννούλης το παρατηρεί και για λίγες στιγμές μένει αναποφάσιστος και σιωπηλός. Το παράφορο πάθος της κόρης και τα χάδια της αρχίζουν να τον επηρεάζουν και να τον ερεθίζουν, αλλά συγκρατείται.

— Στάσου, Στάσου Γκρέτα να σου πω κάτι, της λέει απότομα και σοβαρά.

Η Μαργαρίτα τότε χαλαρώνοντας ελαφρά τα χέρια της, αλλά και χωρίς να τον αφήσει απ' την αγκαλιά της, αν και ολοπόρφυρη από την έξαψή της, τον κοιτάζει υποτακτικά σαν το παιδί.

— Δε γίνεται αλλιώς χρυσή μου Γκρέτα, της λέει: Να μείνω στο Μόναχο, δε μπορώ και τούτο γιατί —κι εδώ ο Γιαννούλης σταμάτησε διστακτικός στη σκέψη ότι αυτό θα την πλήγωνε— πρέπει να φύγω, γιατί έχω βγάλει κιόλας το εισιτήριό μου.

— Έχεις βγάλει το εισιτήριό σου;

— Ναι.

Page 108: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Η Μαργαρίτα τότε σηκώθηκε ανάστατη κοιτάζοντας αόριστα ωσάν απολιθωμένη μπροστά της. Ύστερα κάνοντας δυο τρία βήματα έπεσε πάνω σε μια πολυθρόνα και ρίχνοντας το πρόσωπο στα χέρια ξέσπασε σε δυνατά και ασυγκράτητα κλάματα.

— Μα ούτε λίγες μέρες λοιπόν; Τόση ήταν η αγάπη σου; Ο Γιαννούλης που νοιώθει τον εαυτό του σαν ένοχο μπροστά της, ταράζεται και πλησιάζοντάς την αμέσως αρχίζει να την παρηγορεί.

— Δε γίνεται αλλιώς αγάπη μου, της απαντάει. Τώρα πια έβγαλα το εισιτήριό μου. Να μείνω άλλο εδώ δε μπορώ και καθώς φαντάζομαι το αντιλαμβάνεσαι και μόνη σου. Όμως εκεί που θα πάω...

— Μα γιατί, γιατί να μη με ειδοποιήσεις ότι θα έφευγες κιόλας αύριο;

Οι ωραίες αναμνήσεις των ανέφελων ερωτικών στιγμών που πέρασε μαζί της στη Γερμανία άρχισαν τώρα να ελέγχουν το Γιαννούλη. Παίρνοντάς της τότε το χέρι, της λέει γλυκά και παρακλητικά.

— Να ήξερες πόσο σκληρό μου είναι να σ' αποχωριστώ. Μάθε λοιπόν Γκρέτα —κι εδώ ο Γιαννούλης εκμυστηρευόταν μια μυστική προσωπική του επιθυμία— θα ήθελα να μείνω εδώ στη Γερμανία, να βρίσκομαι αιώνια κοντά σου. Όμως το να μείνω εδώ δε γίνεται, γιατί καθώς ξέρεις αγάπη μου δεν έχω ούτε τα μέσα, ούτε γνωστούς. Πρέπει λοιπόν να φύγω για την Ελλάδα. Και όταν τακτοποιηθώ εκεί κι αρχίσω να εργάζομαι, και συ εξακολουθείς να μ' αγαπάς ακόμη, τότε θα σου γράψω να κατέβεις στην Ελλάδα και αν οι γονείς σου το θέλουν να σε κάνω σύντροφο της ζωής μου.

— Οι γονείς μου το ξέρουν, τους το έχω πει. Μου λένε ότι συ αργά ή γρήγορα θα φύγεις για την Ελλάδα. Γιατί δεν πήγες να τους βρεις; Κι όμως απόφυγες ως τα σήμερα να το κάμεις;

— Θα τους γράψω Μαργαρίτα.

Η ιδέα όμως ό,τι θα έχανε παντοτινά το Γιαννούλη και η καινούρια επαφή μαζί του καθώς ήταν σκυμμένος πάνω της και τη παρηγορούσε, προκάλεσε καινούρια έξαψη στην κόρη. Τραβώντας τότε βίαια το Γιαννούλη στην αγκαλιά της, άρχισε να τον σφίγγει και να τον καταφιλεί παράφορα, στο πρόσωπο, στα μαλλιά, στο λαιμό, στα μάτια, παντού.

— Σ' αγαπώ, αχ πόσο σ' αγαπώ, γιατί να μου φύγεις τούλεγε ανάμεσα στα δάκρυα και τα φιλιά της και κοιτάζοντάς τον τώρα φλογερά και με περιπάθεια στα μάτια. Ένοιωθε κανείς κάτω από το δονούμενο από σπασμούς σώμα της, τις επαναστατημένες απ' τον ίμερο αισθήσεις της. Το σώμα της έκαιγε ολόκληρο. Η ροδαλή σάρκα της έλαμπε ακαταμάχητα προκλητική ανάμεσα από τις ανοιχτές άκρες της ρόμπας της και απ' το κορσέ της πρόβαλλαν σχεδόν ελεύθερα προς τα άνω τα πλούσια παρθενικά και κρουστά στήθη της, μάννα δρόσου και ζωής.

Μια κίνηση του Γιαννούλη, του ήταν αρκετή για να δρέψει χωρίς αντίσταση το άνθος των θέλγητρων της κόρης, μα ο Γιαννούλης κυριαρχώντας του εαυτού του τ' απόφυγε.

Το ήθος και η ανωτερότητα του πνεύματός του το απαγόρευαν. Δεν θα ήθελε να φύγει για την Ελλάδα και ν' αφήσει πίσω του έναν καρπό ίσως του Έρωτος ακαθαγίαστον ή μια πληγή αγιάτρευτη ηδονικών, αλλά εξ ίσου πικρών αναμνήσεων για τη Μαργαρίτα.

Σκεπτόταν τους γονείς του, την τέχνη του, και ήθελε να έχει το πνεύμα του ελεύθερο από τέτοιες διεγερτικές και ταραγμένες σκέψεις και διαλυτικές αναμνήσεις.

Η εσωτερική αυτή πάλη με τον εαυτό του διάρκεσε αρκετό διάστημα ακόμη, καθώς η Μαργαρίτα εξακολουθούσε να τον καταφιλεί και το θερμό της σώμα προσκολλημένο πάνω του, τον ερέθιζε

Page 109: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

διαρκώς, ενώ από την άλλη πλευρά προσπαθούσε να την καθησυχάσει και να την απομακρύνει από κοντά του αθόρυβα και διακριτικά.

Θα νικούσε ή θα νικιόταν...

Δυο τρία δυνατά κτυπήματα που ακούστηκαν στην εξώθυρα, έκαναν τη Μαργαρίτα και το Γιαννούλη ν' ανασηκωθούν.

— Κάποιος χτυπάει, της λέει. Ποιος νάναι;

Ανήσυχη τότε η κοπέλα πετάχτηκε πάνω και βάδισε βιαστικά στην εξώθυρα.

Άνοιξε ταραγμένη και αναστατωμένη ακόμη από την έξαψή της. Μπροστά της φάνηκε ένας γέρος χωρικός των περιχώρων του Μονάχου, γνωστός της οικογενείας της, που παρατηρώντας την έξαψή της άρχισε να την κοιτάζει με έκπληκτο και ερευνητικό βλέμμα. Αυτό για τη Μαργαρίτα ήταν κάτι σαν ψυχρολουσία. Συνήλθε αμέσως και άρχισε να τον κοιτάζει συνεσταλμένα καθώς αυτός της παράδιδε σοβαρός τώρα ένα γράμμα.

Η Μαργαρίτα το διάβασε βιαστικά. Ήταν απ' τους γονείς της που την ρωτούσαν γιατί καθυστερούσε την αναχώρησή της. Για μια στιγμή δίστασε αν έπρεπε να προσκαλέσει μέσα το γέρο χωρικό. Αυτός το αντιλήφθηκε κι ήταν έτοιμος να χαιρετήσει, αλλά η Μαργαρίτα αποφασίζοντας του λέει ευγενικά.

— Πέρασε μέσα.

Αφού τον οδήγησε στο σαλόνι παρακαλώντας τον να περιμένει λίγο, βγήκε στη βεράντα με το γράμμα στο χέρι και προχωρώντας προς το Γιαννούλη του λέει, μ' ένα ύφος σοβαρό και απελπισμένο. Είχα γράμμα απ' τον πατέρα μου. Με μαλώνει που δεν έφυγα ακόμη.

Ο Γιαννούλης ολότελα ψύχραιμος τώρα και κοιτάζοντάς την με συγκίνηση της λέει ήσυχα και σοβαρά.

— Σωστά σε μαλώνει γιατί ανησυχεί. Σ' αυτούς πρέπει πρώτα να προσφέρουμε την αγάπη μας και τις φροντίδες μας Γκρέτα κι ότι περισσεύει να τα μοιράζουμε στους άλλους.

— Το ξέρω μ' αγαπάς. Αλλά να μη ξεχνάς ότι η αγάπη σου, η αγάπη χρειάζεται και την ευλογία των γονιών.

Και κοιτάζοντάς την με μια αληθινή στοργή ανάμικτη με τρυφερότητα, συμπληρώνει.

— Και γω σ' αγαπώ Μαργαρίτα.

Ύστερα παίρνοντάς την απ' το χέρι, μπήκε στο χολ και προχωρώντας προς την έξοδο, αφού την έσφιξε θερμά στην αγκαλιά του και τη φίλησε επανειλημμένα, πνιγμένη καθώς ήταν στα δάκρυά της, άνοιξε σιγά σιγά και χωρίς αυτή να το αντιληφθεί την πόρτα κι αφού αποσπάστηκε από κοντά της γρήγορα, της λέει:

— Αύριο κατά τις οκτώ το πρωί φεύγω με το πρωινό εξπρές για την πατρίδα.

Μα το τελευταίο της φιλί η Μαργαρίτα το έδωσε την άλλη μέρα στο σκαλοπάτι του τραίνου λίγη ώρα πριν χτυπήσει το καμπανάκι της αναχώρησης.

Κι όταν σε λίγο το τραίνο ξεκίνησε αργά στην αρχή κι ύστερα ολοταχώς και σφυρίζοντας δαιμονισμένα

Page 110: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

η Μαργαρίτα ανεμίζοντας συνεχώς το μαντήλι της ως που τον έχασε από τα μάτια της και σφουγγίζοντας μετά τα δάκρυά της, ξαναγύρισε με βαριά την καρδιά στο σπίτι της.

Μα το αίσθημά της για το Γιαννούλη παράμεινε μέσα της ως τα γεράματά της και η μνήμη της διατήρησε ζωντανή την εικόνα του νεαρού Έλληνα γλύπτη που πρωταγάπησε νέα και που ήξερε να αγαπάει χωρίς ν' αφήνει μεγάλες και ανεπανόρθωτες λαβωματιές στην ανθρώπινη καρδιά.

~οο0οο~

Φεύγοντας από το Μόναχο ο Γιαννούλης για να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα, πρώτη του μέριμνα ήταν να περάσει από τον πατέρα του στη Ρουμανία. Ανακουφισμένος και με το δίπλωμα στο χέρι πια κατευθύνεται προς το Βουκουρέστι. Βρισκόμαστε στα τέλη Ιουνίου. Καθώς το τραίνο προχωρεί ανάμεσα απ' τους κατάσπαρτους κι έτοιμους για θέρισμα κάμπους της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα μάτια του αρχίζουν να χαϊδεύουν γεμάτα αγαλλίαση και ν' αναπαύονται πάνω στους πρασινισμένους λόφους στα βαθύσκια και μαύρα δάση των πελώριων βουνών της οροσειράς των Άλπεων που άγγιζαν τα ουράνια. Καθώς το τραίνο προχωρεί, αγροτικές ειδυλλιακές σκηνές ξετυλίγονται μ' όλη τους την πανοραματική τους χάρη και αφέλεια, εικόνες γεμάτες ποίηση κατάλληλες για θέματα υπέροχων μα και υποβλητικών ζωγραφικών πινάκων. Ως τα αυτιά του φθάνουν μαζί με τους βουερούς ανέμους των βουνών και τις αύρες των κοιλάδων, βελάσματα και κουδουνίσματα των απειραρίθμων ζώων και αγριμιών που παραμόνευαν ανήσυχα ή έβοσκαν αμέριμνα στα λιβάδια, ανακατεμένα με τα χαρούμενα γέλια και τα τραγούδια των ξωμάχων που εργάζονταν στους κάμπους και στις πλαγιές των βουνών, μια μουσική ανάπαυλα ξεκούρασης και δροσιάς στον ανθρώπινο κάματο και μόχθο. Σκορπισμένοι δω και κει μέσα στα χωράφια ή κάτω απ' τα δέντρα σε συντροφιές για να φάνε ή να ξεκουραστούν απαρτίζουν την εικόνα μιας ευδαίμονος και φυσικής ζωής που θέλγει το καταπονεμένο απ' τις ταλαιπωρίες πνεύμα του Γιαννούλη. Σ' ένα εξοχικό σταθμό όπου το τραίνο σταμάτησε μια ολόκληρη μέρα από βλάβη της γραμμής, στην Τσεχοσλοβακία, απόλαυσε τοπικούς χορούς με τα γραφικά κουστούμια και αρκετά ερωτευμένα ζευγαράκια εκδρομέων που ξεμοναχιασμένα φιλιόντουσαν κάτω απ' τα δέντρα. Για μια στιγμή που είχε απομακρυνθεί αρκετά από το τραίνο παρακολούθησε άθελά του μια αναπάντεχη γι' αυτόν σκηνή, ένα ζευγαράκι, που κρυμμένο μέσα σε μια βαθειά και δροσερή συστάδα θάμνων μετείχε στο μεγάλο και θείο μυστήριο της ένωσης και της αναδημιουργίας. Όλες οι θλίψεις, οι αγωνίες, οι στερήσεις και προ παντός του τελευταίου χρόνο της παραμονής του στο Μόναχο αρχίζουν να υποχωρούν από το πνεύμα του και να παίρνουν τη θέση τους η ευεξία που την τονώνει η ευφρόσυνη προσδοκία του ξαναϊδωμού του πατέρα του και των δικών του και είναι μακριές στιγμές που οραματίζεται τη γλυκιά στιγμή της συνάντησής τους.

Τέλος φθάνει στο Βουκουρέστι.

Καθώς το τραίνο προχωρώντας αργά μπαίνει στο σταθμό, ο Γιαννούλης κρεμασμένος στο παράθυρο, ψάχνει ανάμεσα στο πλήθος που συνωστίζεται στην αποβάθρα ν' ανακαλύψει τον πατέρα του, που τον είχε ειδοποιήσει τηλεγραφικώς ότι φθάνει. Μα ο πατέρας του που τον είχε δει κιόλας προχωρεί ολόισα προς το μέρος του φωνάζοντας.

— Γιαννούλη, Γιαννούλη!

Τα αυτιά του Γιαννούλη συλλαμβάνουν τον προσφιλή και γνώριμο ήχο της φωνής του, η καρδιά του σκιρτάει από χαρά και γυρίζοντας τα μάτια προς τα κει βλέπει τον πατέρα του να του γνέφει.

— Πατέρα, πατέρα, φωνάζει σηκώνοντας το χέρι του και χαμογελώντας. Και αστραπιαία μπαίνοντας μέσα αρπάζει τη βαλίτσα του και προχωρεί γρήγορα προς την πόρτα, σκουντώντας άθελά του μέσ' στη βιασύνη του μια μεσόκοπη κυρία που ξαφνιασμένη και βλέποντας το Γιαννούλη με ξαναμμένο

Page 111: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

απ' τη συγκίνησή του πρόσωπο να την προσπερνάει απρόσεκτα αρχίζει να διαμαρτύρεται.

— Καλέ θα μας τσακίσεις!

— Η διαμαρτυρία που έγινε σε οξύ τόνο απ' τη κυρία αναγκάζει το Γιαννούλη να γυρίσει προς το μέρος της, που καταλαβαίνοντας το σφάλμα του της λέει αμέσως συνεσταλμένα τρεις ακατανόητες γι' αυτήν λέξεις.

— Με συγχωρείτε κυρία.

— Η ευγένεια του ύφους του και ο γλυκός και συναισθηματικός τόνος της φωνής του Γιαννούλη προκαλούν αίσθηση στη κυρία. Δεν έχει ακόμη συνέλθει και συγκεντρώσει τις σκέψεις της όταν καθώς προχωρεί για να κατέβει βλέπει το Γιαννούλη να πηδάει απ' το τραίνο και να πέφτει ορμητικά στην αγκαλιά του πατέρα του.

— Γιαννούλη παιδί μου!

— Πατέρα!

Η κυρία εξηγώντας τώρα τη συμπεριφορά του Γιαννούλη χαμογελάει συγκινημένα και απομακρύνεται ικανοποιημένη.

Στη Ρουμανία ο Γιαννούλης κάθισε τρεις μήνες, όλο δηλαδή το καλοκαίρι του 1876. Εκεί επεξεργάστηκε τον ένα ή και τους δυο αγγέλους που βρίσκονται σήμερα στο Βουκουρέστι, έργα δηλαδή που την παραγγελία τους είχε λάβει ο πατέρας του για επιτάφια μνημεία και τα εξετέλεσε ο Γιαννούλης.

Δεν έχουμε εικονογραφημένο αντίγραφο παρά μόνον του ενός αγγέλου του. Σαν αγγελιοφόρος του Θεού, ο αρχαίος θεός Ερμής όχι σαν ψυχοπομπός, πια αλλά προσαρμοσμένος μέσα στα πλαίσια της Χριστιανικής λατρείας έχει κατέβει μόλις απ' τα ύψη των Ουρανών και κάθεται ν' αναπαυθεί για μια στιγμή πάνω στο βράχο του μνημείου. Με τα φτερά αναδιπλωμένα πίσω του, με το κηρυκείον ριγμένο πλάι του και με το κεφάλι πλαγιασμένο προς τα κάτω, προσβλέπει σιωπηλός και στοχαστικός με μια έκφραση ανείπωτης γλυκύτητας τη γη, συλλογιζόμενος ίσως το πρόσκαιρο της ζωής και τις θλίψεις του ανθρωπίνου βίου. Η όλη στάση του, στάση μελαγχολικής εγκαρτέρησης, καθρεφτίζει όλη την ανθρώπινη θλίψη και τα αισθήματα που δοκιμάζει ο άνθρωπος μπρος στα μνήματα των προσφιλών του νεκρών και μένει έκπληκτος μπροστά στο μεγαλειώδη ιδεαλισμό του καλλιτέχνη.

Πουθενά η ζωή δεν παίρνει τόσο βαθύ νόημα μπροστά στον θάνατο όσο στην απαράμιλλη αυτή ανθρώπινη σύλληψη.

Μαρμάρινο επιτάφιο ελεγείο, συνέχεια και ανάπτυξη της επιτάφιας ελεγειακής γλυπτικής των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας, αντάξιο της στήλης της Ηγησούς του Κεραμεικού και του άλλου της Πολυξένης κλπ.

Μετά την αποπεράτωσή τους ο Γιαννούλης περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1876 φεύγει, αλλά πριν κατέβει στην Ελλάδα επισκέπτεται για λίγες μέρες την Κωνσταντινούπολη. Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να μελετήσει και να θαυμάσει, τα αρχιτεκτονικά μνημεία, τα μωσαϊκά και τα καλλιτεχνικά γενικά αριστουργήματα της Βυζαντινής αυτοκρατορικής Ελλάδας. Ασφαλώς θα στάθηκε έκθαμβος και θα κατακλύστηκε από ρίγη συγκινήσεως, ρίγη που προκαλεί το επιβλητικό και το μεγαλοπρεπές, μπροστά στον Ναό της του «Θεού Σοφίας». Στο μεγαλούργημα αυτό της Χριστιανικής τέχνης όπου η μεγαλοφυΐα των Ισιδώρου και Ανθεμίου, με καινούριες αρχιτεκτονικές μορφές δίνει εξ ίσου την

Page 112: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αίσθηση της τελειότητας και του λεπτού μουσικού συναισθήματος που γεννάει η αρχιτεκτονική, με τη σοφή και θαυμάσια διάταξη των όγκων και την έξοχη επεξεργασία των αρχιτεκτονικών μελών, με τις τέσσερες τεράστιες αψίδες που στηρίζουν τον απέραντο θόλο, μικρογραφία ουρανού, τις αναρίθμητες αόρατες και ορατές πύλες και παράθυρα, απ' όπου το φως εισορμώντας καταυγάζει με την λαμπρότητά του τα πάντα, για να διαχυθεί ύστερα ιλαρό και ήρεμο ανάμεσα απ' τους κίονες, τόξα, θολίσκους και ημιθόλια οδηγώντας τον άνθρωπο στην κατάνυξη και την περισυλλογή εν τη λατρεία του επί της γης υπέρτατου ηθικού κάλλους της μορφής του θεανθρώπου.

~οο0οο~

Στην Αθήνα ο εικοσιπενταετής γλύπτης γυρίζει το 1876. Το όνομα όμως του νεαρού σπουδαστή του Πολυτεχνείου το ελάχιστα γνωστό πριν, έχει προηγηθεί του γυρισμού του φερόμενο επί των πτερύγων της Φήμης και είναι πασίγνωστο στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής του. Ο Χαλεπάς σύμφωνα με τις πληροφορίες που φθάνουν απ' τη Γερμανία είναι ένας δυνατός και απαράμιλλος γλύπτης. Στην Αθήνα τη μικρή τότε πρωτεύουσα της Ελλάδος, που μόλις αριθμούσε 70 - 80 χιλ. κατοίκους παρατηρείται μια πραγματική άνθηση των Καλών Τεχνών. Δεν έχουν περάσει καλά καλά ούτε 50 χρόνια από την απελευθέρωση και ένα πνεύμα νεοκλασικισμού κυριαρχεί παντού που το εκτρέφουν και το ζωογονούν ταυτόχρονα τα προγονικά κλέη και ο μεγαλοϊδεατισμός. Το πνεύμα αυτό δεν έχει την αρχή του εις το κυριαρχούν τότε στην Ευρώπη κλασικιστικό ρεύμα που άρχισε το 18ον αιώνα στη Γαλλία, πρώτα με τα κλασικίζοντα έργα του Γάλλου Φαλκονέ και ύστερα από τις συστηματικές αποκαλυπτικές έρευνες της ζωής και της Τέχνης των αρχαίων Ελλήνων του Γερμανού αρχαιολόγου Βίγκελμαν με τα έργα του Ιταλού Κανόβα και του Δανού Τόρβαλνσεν και άλλων που τα χαρακτηρίζει ένας ψυχρός και στείρος ακαδημαϊσμός χωρίς προσωπική καλλιτεχνική πνοή και σφραγίδα και δημιουργική ριζοσπαστική αυτοτέλεια.

Δε μιμείται το πνεύμα αυτό τους κλασσικούς, αλλά έχει το δικό του γνήσιο και καθαρώς ελληνικό χαρακτήρα γιατί συνδέεται άμεσα με την αρχαία παράδοση.

Οι νεότεροί τους Έλληνες αφού εκκλησιαστούν στις Βυζαντινές εκκλησίες όπου τα περισσότερα διακοσμητικά μοτίβα είναι δανεισμένα από την καλλιτεχνική αρχαιότητα βγαίνοντας έξω εις την Αττική γη με τον καταγάλανο ουρανό και φωτεινό ορίζοντα έχουν όλη την άνεση και την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά τις λιτές και απέρριτες γραμμές των σωζόμενων ή ημιερειπωμένων αρχαίων ναών, μνημείων και μαυσωλείων.

Καλλίκορμες και γεροδεμένες οι Καρυάτιδες της Ακροπόλεως, κόρες των Αρχαίων Αθηνών, με τέλειες γραμμές κάλλους, φέρνουν με σοβαρότητα και χάρη το ανάλαφρο φορτίο τους, τη στέγη του Νοτίου τμήματος του Ερεχθείου. Ακρωτηριασμένα αγάλματα αρχαίων θεών ημιθέων και Τιτάνων προβάλλουν συνεχώς στα μάτια τους και υπέροχα κορμιά εφήβων σ' όλη τους την ακμή και αίγλη ξεθάβονται καθημερινώς απ' τη γη φέρνοντάς τους έτσι σε άμεση επαφή με το αρχαίο κάλλος και την τελειότητα. Με πρωτοπόρο τον αρχιτέκτονα Λύσσανδρον Καυτατζόγλου, τον Κλεάνθη και άλλους, επιβάλλεται συστηματικά στα οικοδομήματα ο Νεοκλασικός Ελληνικός ρυθμός. Δαπάνες του Κράτους, αλλά κυρίως των Εθνικών ευεργετών κτίζονται με πρότυπα τους Αρχαίους Ελληνικούς ρυθμούς τα διάφορα δημόσια και κοινωφελή ιδρύματα, (Πανεπιστήμιο, Αρσάκειο, Πολυτεχνείο, Μουσείο, Ζάππειο κλπ.). Τα παλιά τζάκια των απογόνων των ηγεμόνων των Παραδουνάβιων χωρών, των Φαναριωτών, των Μωραγιάνηδων, των Κοτσαμπάσηδων και των Αρματωλών δηλ. η καινούρια αριστοκρατία καθώς και η άλλη η δημιουργηθείσα μετά την επανάσταση αριστοκρατία των νεόπλουτων αμιλλώνται σε επίδειξη. Βέβαια το πνεύμα αυτό που ευνοούσε τα κλασσικά πρότυπα το παραμόρφωσε, το υπέσκαψε και τελικά το παραμέρισε ο ευρωπαϊκός άνεμος του μοντερνισμού και των μιμήσεων των ξένων προτύπων1

1 Την αρχιτεκτονική αξιολόγηση τον έργων της πρωτευούσης από του 1830 έως τα σήμερα, και των μιμήσεων των ξένων

από νεωτερίζοντας και στερημένους ταλέντου αρχιτέκτονας που

Page 113: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σπούδασαν στην Ευρώπη, αλλά την εποχή εκείνη όπου η φιλολογία παράπαιε καρκινοβατώντας συγχυσμένη εξ αίτιας του γλωσσικού ζητήματος, προσπαθώντας να βρει το δρόμο της για να εκφράσει την νέα ελληνική ζωή, τα ιδεώδη και τα όνειρα του πριν από λίγα χρόνια απελευθερωθέντος από τη δουλεία Έθνους, αντίθετα η αρχιτεκτονική και η γλυπτική ακμάζει γιατί τα ευνοούν ο οικοδομικός οργασμός και το ενδιαφέρον για την εξωράιση της πρωτευούσης.

Οι καλύτεροι ανδριάντες και τα μνημειακά έργα του Νεκροταφείου είναι της εποχής εκείνης. Οι αδελφοί Φυτάλαι οι μεγάλοι και ανιδιοτελείς αυτοί καλλιτέχνες, οι σοφοί αυτοί δάσκαλοι και θεμελιωτές της Νεοελληνικής γλυπτικής ο Λ. Δρόσης, ο Κόσσος, ο Βρούτος κλπ. συνεχίζοντας την ελληνική παράδοση στην γλυπτική δημιουργούν συνεχώς έργα όπου κυριαρχεί η κλασική αντίληψη της τέχνης.

Φτάνοντας λοιπόν στην Αθήνα ο Χαλεπάς βρήκε μια ατμόσφαιρα ευνοϊκή για να δράσει, να ικανοποιήσει το φλέγον πάθος του της γλυπτικής και να πραγματοποιήσει τα καλλιτεχνικά του όνειρα.

Ανοίγει προσωρινά το πρώτο του εργαστήριο στην οδό Μητροπόλεως κοντά στην πλατεία Συντάγματος, κάτω απ' το σπίτι του Νάζου, (πεθερού του Γύζη), όπου κι αρχίζει να εργάζεται.

Διαβάζοντας συνεχώς τους αρχαίους τραγικούς κι αφού μ' επιτυχία όπως προαναφέραμε εξετέλεσε στη Γερμανία τον Οιδίποδα «επί Κολονώ», η δραματική υπόθεση της «Μήδειας» του Ευριπίδη είχε τραβήξει φαίνεται ακαταμάχητα την προσοχή του μεγαλόπνοου γλύπτη. Η ιδέα ν' αποτυπώσει στο μάρμαρο την τραγική μητέρα που σκοτώνει τα παιδιά της τον κρατεί σε μια διαρκή ανησυχία και τον σιγοτρώει από καιρό. Θέμα βαθύ και συμβολικό που ο γλύπτης τώρα που έχει εργαστήριο δικό του, άνεση και χρόνο καταπιάνεται με θέρμη. Όσες ώρες δεν τον απασχολούν άλλες επαγγελματικές εργασίες, τις αφιερώνει στη σύνθεση αυτή που ο άπληστος για μορφική και εκφραστική τελειότητα γλύπτης, διατηρώντας την συνεχώς σε πρόπλασμα, στον πηλό, την επεξεργάζεται και την έχει υπό διαρκή σπουδή.

Ο φίλος του Γ. Κωνσταντινίδης που ξαναγύρισε κι αυτός λίγο αργότερα με το πτυχίο του διδάκτορος της Φιλοσοφίας από τη Γερμανία τον επισκέπτεται τακτικά. Μέρα με τη μέρα παρακολουθεί το Γιαννούλη που αφοσιωμένος στη δουλειά του την επεξεργάζεται και παρακολουθεί με θαυμασμό την αποπεράτωσή της. Την νομίζει τελειωμένη. Μα για το μεγαλοφυή γλύπτη η σύνθεση πολύ απέχει από του να είναι αυτό που ονειρεύεται. Θέλει να προσδώσει στατική και ακατάλυτη από τον χρόνο και για τους επιγενόμενους τελειότητα, τόσον σε κάλλος όσον και σε δύναμη έκφρασης στις μορφές της σύνθεσής του. Αυτή η εργασία δεν είναι παρά οι πρώτες δοκιμές του.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Γ. Κωνσταντινίδης θα βεβαιώσει τον Θ. Βελλιανίτη ότι είδε τη Μήδεια τελειωμένη στο πρώτο ατελιέ του Χαλεπά στην οδό Μητροπόλεως λέγοντάς του: «Είχε τότε ένα μικρόν εργαστήριον εις την πλατείαν Συντάγματος παρά την οικίαν Παχύ».1

προτύπων θα τα βρει ο αναγνώστης στο έργο του αρχιτέκτονα Κ. Μπίρη, Αθηναϊκαί Μελέται. Τεύχος πρώτον και δεύτερον, Αθήναι, 1938. 1 Θ. Βελλιανίτη εφ. Αθήναι, 27-1-1915.

Ύστερα από λίγους μήνες, πιθανώς στις αρχές του 1877 ο Χαλεπάς κτίζει δικό του εργαστήριο στο πατρικό του σπίτι στην οδό Μαυρομιχάλη, όπου και μεταφέρεται οριστικά.

Εκεί εκτελεί για δεύτερη φορά το «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» θέμα προσφιλές του, που μ' αυτό είχε ασχοληθεί σπουδαστής στη Γερμανία και που τώρα είναι ερωτευμένος με τη Μαυρομαρά το ξαναπλάθει στον πηλό σε νέα συμβολική μορφή με εμπνεύστρια την αγάπη του.

Page 114: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Το εκτάκτου ομορφιάς σύμπλεγμα παριστάνει έναν Σάτυρο που συνεπαρμένος απ' τον έρωτά του προσφέρει την αμβροσία του εν ίδει μεθυστικής σταφυλής που κρέμεται από το υψωμένο χέρι του στον ερωτύλο μικρόν θεό που αναγερμένος και στηρίζοντας άνετα τις φτερωτές πλάτες του στον αριστερό μηρό του καθισμένου Σατύρου, απλώνει άπληστος και ικετευτικά τα χέρια του, ανυπόμονος να τον γευτεί. Μα ο Σάτυρος παίζοντας τον κοιτάζει περιπαικτικά.

Και όταν τον αποτελειώνει ικανοποιημένος από την εκφραστική απόδοσή του τον σκαλίζει στο μάρμαρο.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1878 στέλνει τη σύνθεσή του αυτή στη διεθνή καλλιτεχνική έκθεση τον Παρισίων όπου είχαν εκθέσει έργα τους και πολλοί άλλοι Έλληνες γλύπτες και ζωγράφοι (Δρόσης, Φιλιππότης, Λύτρας, Γύζης, Βρούτος κλπ.). Το απαράμιλλο αυτό σύμπλεγμα και αριστούργημα έκφρασης της γλυπτικής τέχνης προκαλεί τον θαυμασμό των επισκεπτών της εκθέσεως και κινεί όπως πάντοτε και πάλι τον φθόνο τον ομοτέχνων του. Ο τότε Βασιλεύς Γεώργιος θέλει να τον αγοράσει, αλλά ποιος ξέρει ίσως λόγω της τιμής του (5.000) δραχμές αγοράζεται τελικά από τον Καραπάνο για (3.500) δραχμές.

Το θαυμάσιο έργο εδωρήθη ευγενικά και προς τιμήν τους από τους κληρονόμους του, την οικογένεια Κανελλοπούλου στο Κράτος και κοσμεί σήμερα την Εθνική Πινακοθήκη μας.

Στο μικρό αυτό διάστημα της διετίας 1876-1878 ο χαλκέντερος γλύπτης ανάμεσα στις σπουδές του παίρνει πολλές παραγγελίες. Εκτός του «Σατύρου που παίζει με τον Έρωτα», εκτελεί την προτομή του Καρτάλη, στο Βόλο, την «Κεφαλή της Κόρης» (αδελφής του), τη «Φιλοστοργία» και την «Κοιμωμένη». Εν τω μεταξύ εκτελεί πολλά άλλα σκίτσα και δευτερεύοντα έργα1

1 Πληροφορίες του αδελφού του Ν. Χαλεπά.

και επεξεργάζεται στον πηλό και χύνει σε εκμαγεία, την σωζόμενη κεφαλή του «Σατύρου», και τη συμβολική του «Δημιουργία» πράγμα που δείχνει ότι το πνεύμα του Χαλεπά αγκάλιαζε με την ίδια άνεση τόσο τα μερικά όσο και τα καθολικά και πανανθρώπινα θέματα.

Εν τω μεταξύ κάνει και άλλες άγνωστες ως τα σήμερα γλυπτικές εργασίες.

Από το 1872 ο πατέρας του είχε αναλάβει τις μαρμαρικές εργασίες και διακοσμήσεις του ναού της Αγίας Τριάδος στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας που την αρχιτεκτονική του αποπεράτωση είχε αναλάβει ο θείος του Μάρκος Λαμπαδίτης που διαδέχτηκε τον αποθανόντα Σμυρναίον αρχιτέκτονα Εμμ. Καλονάρην. Μέσα στα χρόνια αυτά 1875-1877 ο Χαλεπάς εξετέλεσε και τα καλλιτεχνικότερα τμήματα του ναού και του τέμπλου της Αγίας Τριάδος.

«Αλλά τα καλλιτεχνικώτερα τεχνουργήματα της Αγίας Τριάδος —γράφει ο καταγόμενος απ' τ' Αλάτσατα Κώσταν. Οικονόμου— ήσαν: α) Τα δύο της σολέας μαρμάρινα μανουάλια αποτελούμενα εκ μικρού κίονος ραβδωτού (αυλακωτού), έχοντος το ύψος των συνήθως προ του εικονοστασίου μεγάλων μανουαλίων, με βάσιν τριγωνοειδή και κιονόκρανον στρογγύλον, κεκοσμημένον ως και η βάσις, με ωραιοτάτας γλυφικάς παραστάσεις, και η επί του άμβωνος χιονόχρους, μαρμάρινη, τανύπτερος περιστερά. Μανουάλια και περιστερά, ήσαν καλλιτεχνήματα του ονομαστού Τηνίου γλύπτου Γιαννούλη Χαλεπά, του φιλοτεχνήσαντος μεταξύ των άλλων και την «Κοιμωμένην» εν τω Α' Νεκροταφείο Αθηνών, πρεσβυτέρου δε υιού του εκτελέσαντος την όλην του ναού μαρμαρικήν μαρμαρογλύφου Ιωάννου Χαλεπά. Της του Γιαννούλη καλλιτεχνίας προϊόντα ήσαν επίσης τα επί του εικονοστασίου ανάγλυπτα Χερουβείμ, επί πλατέος διαζώματος αυτού εκτεινόμενα.

Page 115: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Το 1877 συνετελέσθη και η όλη του ναού μαρμαρική βραδύτερον δε τα κωδωνοστάσια...»1

Να πώς περιγράφει ο ίδιος ο Χαλεπάς την επίσκεψή της.

~οο0οο~

Το όνομα του γλύπτου που φτάνοντας απ' τη Γερμανία ήταν γνωστό μόνον στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας είναι τώρα πασίγνωστο και στα στόματα όλων.

Και μια μέρα που ο Χαλεπάς βρισκόταν στο εργαστήριό του δέχεται την επίσκεψη της γυναίκας του εμπόρου Κ. Αφεντάκη που θέλει να του παραγγείλει ένα γλυπτό για τον τάφο της κόρης της.

2

1 Κων. Α. Βλάμου Οικονόμου: Τ' Αλάτσατα. Έκδοση του Μ. Τριανταφύλλου, Θεσσαλονίκη 1946 σελ. 45, 46, 47. 2 Κ. Καλαντζή, εφ. Ελληνική 31-8-1930.

«Κατά το 1879(;) ήλθε στο ατελιέ μου η Κα Αφεντάκη. Μέσα στη τσάντα της είχε μια φωτογραφία μιας ωραίας γυναίκας. Την έβγαλε απ' την τσάντα της και δείχνοντάς μου την, μου είπε να της κάνω μια προτομή, ένα οποιοδήποτε άγαλμα του γούστου μου. Της εζήτησα, θυμάμαι, χίλιες δραχμές, κι εκείνη αφήνοντας τη φωτογραφία, έφυγε.

Εγώ την άλλη μέρα άρχισα να σκέπτομαι, να βασανίζω το μυαλό μου, σαν τι σχέδιο να κάνω. Δεν άργησα να εμπνευσθώ το σχέδιό μου κι αμέσως έβαλα τη δουλειά μου μπρος.

Έκανα το σχέδιο, κατόπι το έπλασα σε πηλό. Φώναξα τότε την Κυρία Αφεντάκη. Όταν ήλθε, δεν της άρεσε και μου είπε, ότι αν είναι δυνατόν ν' αλλάξω σχέδιο. Εγώ θυμώνοντας τότε —και το θυμό μου θυμάμαι ακόμα και τώρα, γιατί για μένα τα λόγια της ήταν προσβλητικά — μη χάνοντας καιρό, πήρα ένα λοστό, έδωσα ένα γερό χτύπημα στο στήθος του αγάλματος κι έτσι χωρίστηκε απ' το στήθος το κεφάλι.

— Και τότε τι έγινε κ. Χαλεπά;

— Η κυρία Αφεντάκη κατάλαβε αμέσως το λάθος της και μου είπε ότι το άγαλμα τής άρεσε όπως ήταν και με παρακάλεσε να το ξαναφτιάξω. Τόφτιαξα, το σκάλισα απάνου στο μάρμαρο και έπειτα από λίγον καιρό, το 1880 (;) η «Κοιμωμένη το άγαλμα που μου έδωσε τη φήμη, στέκονταν πάνω απ' τον τάφο της Αφεντάκη.»

Βεβαίως ο Χαλεπάς την αρχική ιδέα του μοτίβου του έργου του, την πήρε από ξενικά πρότυπα. Στη δυτική Ευρώπη τότε συνηθιζόταν πολύ στην επιτάφια γλυπτική οι Κοιμώμενες, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει. Η τέχνη δανείζεται ευγενικά.

Όταν του δόθηκε η παραγγελία άρχισε την εργασία του. Στην ποιητική φαντασία του Χαλεπά την διαποτισμένη από την λεπτότητα του αρχαίου κάλλους προστίθεται τώρα το πνεύμα του Χριστιανικού κάλλους. Στην υπέροχη αρχαία γραμμή που δημιούργησε τις απαράμιλλες παραστάσεις των αρχαίων αγγείων και τη φόρμα των Φειδιακών έργων προστίθεται τώρα η άυλος ουσία του Χριστιανικού συναισθήματος και του μεγαλείου της ανθρώπινης ενατένισης προς το θείον. Και το πνεύμα του Χαλεπά στο αισθητό και απέριττο κάλλος της αρχαίας ομορφιάς, διοχετεύει το υπερούσιο εσωτερικό κάλλος του Χριστιανισμού και μας δίνει με μια απροσπέλαστη εκφραστική αρμονία μιαν από τις πιο μεγαλειώδεις εικόνες (τη μοναδική ίσως μέσα στα πλαίσια της τέχνης του) του υπερτάτου — Θείου κάλλους στην τέχνη της γλυπτικής.

Page 116: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ο μεγαλοφυής γλύπτης με την «Κοιμωμένη» του ενώνει με μια χρυσή και αδιάσπαστη κλωστή τον ανθρωπισμό (humanismus) της αρχαιότητος με τον Χριστιανικό ανθρωπισμό.

Ασφαλώς ύστερα από την αρχαιότητα διά μέσου των αιώνων η παγκόσμια τέχνη της επιτάφιας γλυπτικής, δεν έχει να παρουσιάσει έργον τόσο έξοχο, τόσο άμεμπτο και τόσον πλήρες από καλλιτεχνικής πλευράς όσον η «Κοιμωμένη».

Μια νεαρά κόρη μισοξαπλωμένη πάνω στην κλίνη της που υψώνεται πάνω απ' τη γη των κεκοιμημένων προσεύχεται πριν παραδοθεί στον αιώνιο ύπνο της. Δυο μαξιλάρια στηρίζουν το πάνω μέρος του κορμιού της και δέχονται ευτυχισμένα το βάρος του χαριτωμένου σώματος και της γερμένης απαλά πάνω τους κεφαλής. Ένα ελαφρό ρίγος διατρέχει το όλο πρόσωπό της και τα χείλη της συνεσπασμένα ανάλαφρα κάτι ψιθυρίζουν μυστικά, προσευχόμενα. Μια απαράμιλλος σε διαφάνεια και λεπτότητα πτύχωση σκεπάζει και ξεχύνεται γύρω από το αναπαυόμενο γαλήνια σώμα.

— Τίποτε το εκφραστικά βίαιο, τίποτε που να προδίδει προσπάθεια ή δυνατόν εσωτερικό σάλο. Όλα αυτά έχουν υποχωρήσει και εξαφανισθεί από το δαιμόνιο του γλύπτη και ο θεατής απολαμβάνει μαγεμένος την έμψυχη αυτή μαρμάρινη ψυχή. Ένας σταυρός στο κέντρο του παρθενικού στήθους της που το κάτω μέρος του τ' αγγίζει θωπεύοντάς το με το χέρι, εξαίρει την όλη σύνθεση.

— Η τοποθέτηση του αγάλματος πάνω στο σκούρο βάθρο του (κλίνη), αφήνει να λάμψει σ' όλη του την αίγλη το άνετα ξαπλωμένο μαρμάρινο σώμα. Αφέλεια, φυσικότης, χάρις και αυτή η τόσο ουράνια έκφραση και μακαριότης μας πλημμυρίζει από μουσική. Η μουσική και η ποίηση μεταφερμένη στο μάρμαρο από τον ένθεο γλύπτη έχει γίνει θείο και άφθαρτο πάνω στη πέτρα τραγούδι.

Η νεώτερη ελληνοχριστιανική τέχνη θ' αργήσει πολύ για να βρει τον εφάμιλλο του Χαλεπά.

Επεξεργαζόμενος και περατώνοντας την «Κοιμωμένην» του ο Χαλεπάς φιλοτεχνεί εν τω μεταξύ ανάμεσα στις άλλες σπουδές του τη μια μετά την άλλην και άλλες προτομές Σατύρων, που ένας του διασώζεται ως τα σήμερα γεμάτος ξυσίματα και μολυβιές και που ύστερα από την πάθησή του ο άτυχος γλύπτης που ξαναβρήκε την σκέψη του είπε τα εξής χαρακτηριστικά στο δημοσιογράφο κ. Κ. Καλαντζή που του πήρε συνέντευξη· «Έκανα όλο Σάτυρους»... Τότε έκανα και το Σάτυρο του Καραπάνου. Έκανα επίσης έναν άλλον που τον έχω χαρίσει στον ανιψιό μου, αυτός είναι καλύτερος. Κόντεψα όμως να το χαλάσω κι αυτό το ωραίο έργον· πόσα δεν τούχα πετάξει για να σπάσει. Δεν έσπασε όμως. Βλέπετε εδώ; —δείχνοντάς του το πρόσωπο του Σατύρου—1

1 Κ. Καλαντζή, εφ. Ελληνική, 31-8-1930.

Εδώ είναι πηλός που του πέταγα κατ' επάνω του. Αυτά τα μαύρα είναι μολυβιές, που τον γρατζούνιζα για να του χαλάσω το ειρωνικό, το σαρκαστικό, το πειρακτικό του γέλιο. Πάνω στην τρέλα μου, νόμιζα πως με κορόιδευε, το γέλιο του με πείραζε. Όλα του με στενοχωρούσαν...»

Ο άτυχος γλύπτης συγκλονισμένος από το τραγικό θέμα της «Μήδειας που σκοτώνει τα παιδιά της» που η εικόνα της φαίνεται τον παρακολουθούσε, τον καταπονούσε και τον βασάνιζε βλέπει στην παραίσθησή του το Σάτυρο να τον κοροϊδεύει ποιος ξέρει γιατί;

~οο0οο~

Φεύγοντας απ' το προσωρινό ατελιέ του, της οδού Μητροπόλεως ο Χαλεπάς κατατρώγεται απ' την ιδέα να ξαναπλάσει για δεύτερη φορά τη «Μήδεια που φονεύει τα παιδιά της», τώρα που εγκαταστάθηκε οριστικά στο νέο εργαστήριό του της οδού Μαυρομιχάλη.

Page 117: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και η εκτέλεση της μεγαλόπνοης σύνθεσης που έμελλε να του αφαιρέσει την ψυχική γαλήνη, τη χαρά της δημιουργίας, που θα τον αφήσει εφ' όρου ζωής ανάπηρο με την αγωνιώδη προσπάθεια να ξαναβρεί τον πολιόν εαυτό του, και με το οδυνηρό συναίσθημα της αδυναμίας του ότι θα μπορούσε να φέρει εις πέρας έστω και ένα από τα τόσα καλλιτεχνικά του οράματα που τον φλόγιζαν νέο, που θα τον κάνει ένα από τα ελάχιστα τραγικά παιδιά του αιώνος του, το τραγικότερο ίσως και θα στερήσει την Ελλάδα από τον ένθεο γλύπτη της άρχισε. Αγών ηράκλειος που τον έφερε εις πέρας, αλλά που για τον άπληστο για πλαστική αλλά κυρίως για εκφραστικώς ψυχολογική τελειότητα καλλιτέχνη, ουδέποτε θα ικανοποιήσει, και που τελικά τον κατέστρεψε. Το ότι ο Χαλεπάς είχε αποτελειώσει σε πρόπλασμα την «Μήδειά» του είναι αναμφισβήτητο. Ιδού τι γράφει ύστερα από χρόνια ο Ξεν. Σώχος:

«Η σμίλη όμως του μεγάλου Χαλεπά, ου μόνον δεν εκάμφθη προ της ιδέας της μητρός «Μήδειας» σπαρασσούσης τα εαυτής τέκνα, αλλ' απέδωκε την ιδέαν με τέχνην διυλισμένην και εβάδισαν αμφότεραι ως άλλοι Διόσκουροι. Επέδειξε το υπέροχον δημιούργημα με απάσας αυτού τας λεπτομερείας, και ούτω προέπλασσεν ο μέγας γλύπτης το μεγαλούργημά του εις υπερφυσικόν μέγεθος. Οι ευτυχείς οίτινες απεθαύμασαν το υπέροχον τεχνούργημα, έμειναν έκπληκτοι προ της μεγαλειώδους συλλήψεως, και προ της απαραμίλλου εκτελέσεως. Οι μεταβάντες όπως ίδωσι το ωραίον έργον προπλασθέν εν έτει 1878 εις την επί της οδού Μαυρομιχάλη αριθ. 6 πατρικήν οικίαν ένθα ήτο και το εργαστήριον του Χαλεπά μαθηταί της ζωγραφικής του Πολυτεχνείου: Οικονομίδης και Πανόριος, απήλθον του ερμογλυφείου συναποκομίζοντες την εντύπωσιν ότι ο Χαλεπάς είναι μέγας δημιουργός γλύπτης».1

»Το μοντέλο, χρήσιμο αλλά επικίνδυνο μας κάνει να ξεχνούμε τη σύλληψή μας, και δε μιλώ εδώ

Και παρακάτω συνεχίζει:

«... ο δε επιζών διαπρεπής ζωγράφος κ. Οικονόμου αφηγείται ότι αν και παρήλθον πλέον των τεσσαράκοντα πέντε ετών, η μεγάλη καλλιτεχνική εντύπωσις εκ του έργου δεν εξηλείφθη εκ της μνήμης του, αλλά παραμένει αύτη ζωηρά· το μεν διότι το υπέροχον δημιούργημα από τεχνικής απόψεως ήτο τέλειον και άψογον, το δε διότι εξεδήλου διά της προπλασθείσης με τον πηλόν μορφής της η Μήδεια σπαράττουσα τα εαυτής τέκνα τα κατακλύζοντα την ψυχήν αυτής συναισθήματα προ της τοιαύτης τραγωδίας αλλά και οι ιδόντες το υπέροχον έργον την εποχήν εκείνην τας αυτάς απεκόμισαν εντυπώσεις ως αφηγείται ο ίδιος ζωγράφος κ. Οικονόμου».

Τα ίδια πράγματα βεβαιώνει ο μικρότερος απ' το Χαλεπά κατά τέσσερα χρόνια ζωγράφος Ιακωβίδης τελειόφοιτος τότε του Πολυτεχνείου, που φαίνεται πως τον επισκεπτόταν. Ο Χαλεπάς είπε κάποτε στο Σώχο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από το έργο του, δεν τον ικανοποιούσε· όλο και αγωνιζότανε να το κάνει τελειότερο.

Το θέμα της Μήδειας που το δουλεύει συνεχώς στον πηλό, απασχολεί το πνεύμα του, αρχίζει να τον καταπονεί και να τον βασανίζει εφιαλτικά.

~οο0οο~

«Εκείνος που νομίζει ότι ο σκοπός της Τέχνης είναι ν' αναπαραστήσει τη Φύση, δε θα ζωγραφίσει τίποτα το διαρκές, γιατί η φύση ζει. Αλλά αυτή δεν έχει διόλου κρίση. Στο έργο η σκέψη οφείλει ν' αντισταθμίσει και να συμπληρώσει τη ζωή, εάν όχι, δε θα φθάσει παρά σ' ένα έργο υλικό και χωρίς ψυχή.

1 Ξεν. Σώχου (Πανελλήνιον λεύκωμα. Τόμ. Δ. Καλαί Τέχναι, σελ. 111 Αθήναι 1927).

Page 118: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

παρά μόνον για το γυμνό. Το ίδιο ισχύει και για τις προσωπογραφίες. Φυλαχθείτε απ' τις μόδες του καιρού σας. Αυτές θα κάνουν τα έργα σας γελοία στα μάτια των μεταγενεστέρων. Φυλαχθείτε επίσης από τις ιδέες της εποχής σας. Ο καλλιτέχνης δεν εργάζεται για τους συγχρόνους του, ούτε για τη χώρα του, ούτε για τους ανθρώπους της φυλής του. Ό,τι είναι του Μιλάνου, της Φλωρεντίας, ή της τάδε εποχής, όλ' αυτά είναι άσχημα. Πρέπει να σκεπτώμεθα στην παγκοσμιότητα των ανθρώπων και των καιρών».

Λεονάρδος ντα Βίντσι.

Εκείνο που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει τη γλυπτική απ' όλες τις άλλες τέχνες είναι ότι σ' αυτή ο τεχνίτης δεν αντιγράφει φωτογραφικά τη φύση. Η πιστή αναπαράσταση του ανθρωπίνου σώματος πολύ δε περισσότερο της μορφής, στην πραγματικότητα αδύνατος, έστω κι αν προς στιγμήν επιτευχθεί, δημιουργεί μια νεκρή γελοιογραφία (μάσκα).

Βέβαια έχουμε την νατουραλιστική (ρεαλιστική) σχολή και στη γλυπτική όπως και σ' όλες τις άλλες τέχνες, αλλά αυτή ενώ αποδίδει το εικονιζόμενο αντικείμενο με την σχετική φυσική ομοιότητα δε μπορεί όμως να ονομασθεί αξιόλογος τέχνη και προ παντός μεγάλη τέχνη.

Αναπληρώνει απλώς την έλλειψη φαντασίας και εσωτερικής πλαστικής υπερτέρας αισθήσεως του κάλλους με δάνεια μέσα. Γι' αυτό κι όλοι οι ρεαλιστές επιδιώκουν και προσπαθούν ν' αναπαραστήσουν όσον το δυνατόν πιο ωμά το αντικείμενό τους, προβάλλοντες ως επιχείρημα την αλήθεια της φύσεως, επιμένοντες ν' αποδώσουν την έκφρασή του (τον χαρακτήρα του) όπως το ονομάζουν, χωρίς ωστόσο και να το επιτυγχάνουν, γιατί η φύση δεν αντιγράφεται.

Και τούτο γιατί προσκολλώνται στο αντικείμενό τους και το αντιγράφουν και γι' αυτό όλοι αυτοί οι γλύπτες, ζωγράφοι, αλλά και των άλλων τεχνών, είναι καλλιτέχνες όχι προακμής που βρίσκονται ακόμα στο στάδιο των αναζητήσεων, αλλά κυρίως παρακμής, εποχών γερασμένων, εκφυλισμένων, στείρων και εγωιστικών και χωρίς ιδανικά και ιδεαλισμό, που τέρπονται βλέποντας το ομοίωμά τους, της δουλικής αναπαράστασης της φύσης.

Είναι το ετερόφωτο στην Τέχνη.

Δε μπορούμε να πούμε όμως το ίδιο για τους γνήσιους και με πηγαίο ταλέντο, και προικισμένους με φαντασία καλλιτέχνες που κατέχοντας τέλεια την κλασσική φόρμα αναγκάστηκαν να προσαρμοσθούν με το πνεύμα της εποχής των και ξεφεύγοντας από το μέτρο και τη γαλήνια έκφραση των γλυπτών της κλασσικής παράδοσης μας έδωσαν έργα έξοχα και γεμάτα από εσωτερικό παλμό και δραματικότητα όπως οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Πολύδωρος και Αθηνόδωρος, οι δημιουργοί του Λαοκόωντος, που μετουσιώσαντες τον τραγικό θρύλο του, άφησαν εις τους επιγενόμενους το υπέροχο από απόψεως σύνθεσης και εκτέλεσης εκφραστικό αυτό αριστούργημα, από τα ελάχιστα, ίσως και το μοναδικό ανάμεσα στους αιώνες.

Πατρική οδύνη, φόβος, οίκτος, επίκληση, πόνος, αγωνία, μια συνισταμένη όλων των συναισθημάτων του ανθρώπου που παλεύει με το θάνατο και το πεπρωμένο του.

Στο Λαοκόωντα μπορεί να πει κανείς ότι η κλασσική τέχνη χωρίς να χάσει τίποτα από τον ιδεαλισμό της παρά μόνον την γαλήνια και αδιατάρακτη έκφρασή της, αφήνεται ελεύθερη και αχαλίνωτη για να χαρίσει ως αντιστάθμισμα την ικανοποίηση στο θεατή ότι πέτυχε το απόγειο της έκφρασής της.

Το δράμα όμως του Λαοκόωντα συντελέσθηκε ξαφνικά και ανειδοποίητα, χωρίς να ταλαιπωρήσει μ' εσωτερικά ερωτήματα τους δημιουργούς των, δεδομένου ότι η εκτέλεση έγινε κατόπιν εντολής του Απόλλωνος που οργίσθηκε για τη συμβουλή που έδωσε ο Λαοκόων στους Τρώες να μη δεχθούν τον

Page 119: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 120: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Δούρειον ίππο απ' τους Έλληνας. Οι γλύπτες στην περίπτωση του Λαοκόωντος δεν είχαν παρά να ερμηνεύσουν όλη την τραγική σκηνή του πνιγμού και της θανάτωσης του ίδιου και των δυο παιδιών του απ' τα φίδια, ν' αποδώσουν δηλαδή πλαστικά εις το μάρμαρο τις διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων κατά την ώρα της θανάτωσής των και ανακλαστικά των διαφόρων σπασμών που συντελούνταν στο σώμα τους και τα διάφορα μέλη τους.

Οι γλύπτες κατά το διάστημα της εκτέλεσης δεν είχαν ν' απασχοληθούν παρά μόνον με την εκφραστική απόδοση του θέματος και να μη αναρωτηθούν το γιατί, εφ' όσον αυτό έγινε κατόπιν εντολής του θεού.

Στην περίπτωση όμως της «Μήδειας» του Χαλεπά, τόσον τα αίτια του δράματος όσον και η σκηνή της εκτέλεσης είναι πιο συμβολική, πιο βαθειά, πιο συγκινητική και πολύ πιο καθολικότερη γιατί άπτεται θεμάτων ανθρωπίνων και παραδεδεγμένων αξιών.

Η Μήδεια απελπισμένη από την προδοσία του αγνώμονος συζύγου της Ιάσωνα, αποφασίζει να σκοτώσει τα παιδιά της και τη δεύτερη γυναίκα του Κρέουσα.

Θέλει να φύγει από την Κόρινθο, αλλά δε θέλει ν' αφήσει τα παιδιά της κοντά του και αυτή να περιπλανιέται σε ξένες χώρες.

Αφού διάβασε το έργον του πιο ανθρώπινου από τους Έλληνας δραματογράφους της κλασσικής Ελλάδας κι έφτασε στους στίχους που η Μήδεια λέει:

«Λοιπόν, το πήρα απόφαση, καλές μου· σκοτώνοντας αμέσως τα παιδιά μου, φεύγω το συντομότερο απ' τη χώρα· και σ' άλλο χέρι δεν τα παρατάω περσότερο σκληρό να τα σκοτώσει. Ανάγκη να πεθάνουν· κι αφού είν' έτσι, η μάνα τους, εγώ θα τα σκοτώσω! Μα μπρος καρδιά, αρματώσου τι διστάζεις; Φρικτό ναι το κακό μα κι αναγκαίο. Δόλιο μου χέρι εμπρός πάρ' το μαχαίρι, πάρτο και στην πικρή σου έμπα ζήση. Και μη δειλιάσεις, μην πεις με το νου σου. Πως τ' αγαπάς ή πως τα 'χεις συ γεννήσει. Λησμόνησέ τα δύστυχη μια μέρα κι ύστερα κλαίγε σ' όλη τη ζωή σου. Γιατί κι αν τα σκοτώσεις κακομοίρα για σε ήταν ακριβά, μα εσύ γρουσούζα»1

Αυτές οι απερίγραπτης έντασης εσωτερικές δραματικές εναλλαγές ψυχικών καταστάσεων, που

Ο Χαλεπάς θα έζησε βέβαια όλο το ανείπωτο αυτό εσωτερικό δράμα της μάνας που σκοτώνει τα παιδιά της, που μετανοιωμένη γιατί ακολούθησε τον αγνώμονα και άπιστο Ιάσωνα επαναστατεί γιατί την εγκατέλειψε και που αμέσως ύστερα κινούμενη από αίσθημα εκδίκησης εναντίον του θέλει να τα σκοτώσει για να του ανοίξει σ' όλη του τη ζωή μιαν αγιάτρευτη πληγή και για να τα κλαίει και η ίδια σ' όλη της τη ζωή.

1 Μετάφραση του ποιητή Κούλη Αλέπη, Αθήνα, 1933.

Page 121: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

έπρεπε να πάρουν συγκεκριμένη μορφή στο μάρμαρο, ίσως και το ηθικόν ερώτημα που θα έθεσε ο Χαλεπάς αργότερα στον εαυτό του, αν αυτή η μητέρα είχε το δικαίωμα να τα σκοτώσει, τα υπέρ και τα κατά της πράξεως δημιούργησαν μέσα του σάλο.

Συγχρόνως ένας άτυχος έρωτας με την ανιψιά του δικηγόρου Μαυρομαρά επέτειναν την αγωνία του και κλόνισαν τα νεύρα του. Το αόρατο νήμα που συγκρατούσε ενωμένο τον ψυχικό του κόσμο και την αλληλουχία των παραστάσεων του πνεύματος ράισε. Τα κύτταρα του λογικού και συναισθηματικού του εγώ σάλεψαν, αρρώστησαν, και αλλοιωθέντα με τον χρόνο ατόνησαν. Η διάσπαση είχε συντελεσθεί.

Ο θεωρητικός και υπέρτερος θείος νους τραυματισμένος ανεπανόρθωτα παύει πια να εργάζεται κανονικά. Η εστία απ' όπου ετροφοδοτείτο η φαντασία του λειτουργεί, αλλά χωρίς πια διαύγεια.

~οο0οο~

Γυρίζοντας απ' το Μόναχο ο Χαλεπάς το 1876 αφού είδε την οικογένειά του στην Αθήνα έφυγε για λίγο διάστημα στην Τήνο για να ξεκουραστεί και να ξαναδεί την πατρίδα του τον Πύργο που νοστάλγησε ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας. Ξαναπιάνει πάλι το αγαπημένο του όπλο γιατί ήταν δεινός κυνηγός και βγαίνει στο κυνήγι. Τα βράδια του τα περνάει με μια διαλεχτή συντροφιά στο μεγάλο καφενείο της πλατείας του χωριού του. Ο υπότροφος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου που μόλις έφτασε απ' την Γερμανία αριστούχος της σχολής των Καλών Τεχνών του Μονάχου με το σπινθηροβόλο πνεύμα διανθισμένο από ανεξάντλητο χιούμορ αφηγείται τις εντυπώσεις του απ' τη ζωή του της Γερμανίας και είναι περιζήτητος παντού. Ανάμεσα στους άλλους του ομίλου που απολαμβάνουν τη συναναστροφή και την πνευματώδη συνομιλία του νεαρού γλύπτη είναι και ο δικηγόρος και βουλευτής Μαυρομαράς. Ο Μαυρομαράς μένει έκπληκτος μπροστά στο πνεύμα του Γιαννούλη, αντιλαμβάνεται την μεγάλη του αξία και προβλέπει ένα λαμπρό μέλλον. Ο Χαλεπάς μένει στο σπίτι του θείου του Γιώργου, αδελφού του πατέρα του στο Μερνανδάδο και τα βράδια κατεβαίνει στον Πύργο όπου και προσκαλείται για να φιλοξενηθεί και τρώει πολλές φορές στα σπίτια των στενών συγγενών του και τον φίλων της οικογενείας του. Ο Μαυρομαράς θέλει κι αυτός να φιλοξενήσει το Γιαννούλη, και ν' απολαύσει μέσα στο στενό κύκλο της οικογενείας του τη συντροφιά του, μα ο Γιαννούλης πάντα μετρημένος και επιφυλακτικός βρίσκοντας διάφορες αφορμές το αποφεύγει. Τέλος βλέποντας την επιμονή του τον επισκέπτεται ύστερα από λίγες μέρες, αλλά ο ίδιος έλειπε στο Πάνορμο με την ανιψιά του. Δεν τον περίμενε γιατί η απάντηση του Γιαννούλη στην πρόσκλησή του ήταν αόριστη.

Η γυναίκα του Μαυρομαρά που τον είχε γνωρίσει εν τω μεταξύ ένα απ' τα βράδια, που συντρόφεψε τον άντρα της στο καφενείο του Πύργου, τον υποδέχεται φιλικά και με θερμότητα. Μα ο Γιαννούλης μια και έλειπε ο Μαυρομαράς αφού παράμεινε όσο διάστημα χρειαζόταν για την τυπική επίσκεψή του έφυγε.

Γυρίζοντας όμως ο Μαυρομαράς απ' τον Πάνορμο και μαθαίνοντας ότι ο Γιαννούλης τον επισκέφθηκε είναι απαρηγόρητος μα και θυμωμένος μαζί του. Κι όταν το βράδυ κατεβαίνοντας στο καφενείο του χωριού ψάχνει να τον βρει δεν τον βλέπει πουθενά. Στις δέκα ή δεκαπέντε μέρες που είχε κάνει την εμφάνισή του στον Πύργο πολλές φορές τον έχαναν χωρίς να ξέρουν πού βρίσκεται. Τέλος ψάχνοντας τον ανακάλυψε να ρεμβάζει μόνος του σ' ένα απόμερο καφενεδάκι του χωριού. Προχωρώντας τότε βάδισε κατ' ευθείαν στο τραπέζι του και σφίγγοντας εγκάρδια το χέρι του ανύποπτου Γιαννούλη του λέει:

— Πάντοτε Γιαννούλη όπως πρόσεξα εννοείς να είσαι ιδιόρρυθμος. Έχεις ένα δικό σου τρόπο συμπεριφοράς, κάτι που ξαφνιάζει τους άλλους. Είσαι απλός, ευθύς και ειλικρινής και κείνο που παρατηρώ σε σένα είναι, ότι δεν εννοείς ή δε θέλεις να υπολογίσεις τους τύπους, στους κατά

Page 122: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

συνθήκη έστω τύπους όπως τους έχει διαμορφώσει, τους παραδέχεται και υποτάσσεται θεληματικά ή αθέλητα όλη η υπόλοιπη κοινωνία. Εννοείς να είσαι πάντα ελεύθερο πουλί και ενώ απ' το ένα μέρος θέλγεις και ευχαριστείς τους συντρόφους σου, όποιον κι αν συναναστραφείς και που θαυμάζει μαγεμένος το έξοχο πνεύμα σου και χαίρεται με την λεπτότητα της συμπεριφοράς σου, ύστερα με μια βίαιη μπορεί να πει κανείς, μα ωστόσο αυθόρμητη στην ειλικρίνειά της ψυχρότητα, απομακρύνεσαι απ' αυτούς κάνοντάς τους ν' απορούν. Θα με συγχωρήσεις αν σου πω κάτι, αλλά... και δω ο Μαυρομαράς σταμάτησε, διστάζοντας, νομίζω όμως ότι αυτό σε ζημιώνει... ζημιώνει δηλαδή τη σταδιοδρομία σου σαν ανθρώπου μέσα στην κοινωνία.

Και κρίνοντας ότι αυτές οι συμβουλές του που ειπώθηκαν κάπως απότομα στο Γιαννούλη μπορούσαν να τον κακοκαρδίσουν συμπληρώνει.

— Αυτά στο λέγω γιατί πολύ σ' εκτίμησα και σ' αγαπώ και μη με παρεξηγήσεις αν σου λέγω ότι οι τρόποι σου αυτοί σε ζημιώνουν σαν άνθρωπο, και άνθρωπο μάλιστα μεγάλης αξίας σαν και σένα.

— Δηλαδή;

Ο Μαυρομαράς κόμπιασε, μη ξέροντας πώς ν' αποσαφηνίσει το ζήτημα για να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στο Γιαννούλη.

— Να, να δε συμπεριφέρεσαι, δεν κάνεις ότι κάνουν οι άλλοι, όλος ο κόσμος.

— Πώς; Μήπως δεν τους αρέσω;

Όχι κάθε άλλο, δεν είπα αυτό. Αλλά πώς να στο πω... αυτό, οι απότομοι πολλές φορές τρόποι σου... Σου λείπει δηλ. αυτή η ελαστικότητα, η τέχνη, η δύναμη αν μπορεί να πει κανείς έτσι, που κάνει τους άλλους να σε υπολογίζουν.

— Μήπως δε με σέβονται;

— Δεν αρκεί αυτό Γιαννούλη, πρέπει να σε υπολογίζουν σαν ένα δραστήριο και περισσότερο κοινωνικό στοιχείο.

— Και για να με υπολογίζουν, του απαντάει αμέσως κάπως νευριασμένος ο Γιαννούλης, τότε πρέπει να κάνω ότι κάνουν οι άλλοι, ν' αρχίζω να βγάζω λόγους, να τους κολακεύω, να υποκλίνομαι μπροστά τους, να τους κάνω τα κέφια, δηλαδή με λίγα λόγια να τους ξεσκονίζω, για να τους γίνω αρεστός. Αυτά μόνον ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα, χωρίς δική του προσωπικότητα μπορεί να το κάνει και όχι εγώ.

Ο Μαυρομαράς αποστομώνεται μη ξέροντας τι να του απαντήσει.

— Δεν είπα κάτι τέτοιο, του λέει τέλος ο Μαυρομαράς, κάπως ενοχλημένος αλλά... να γίνεις κοινωνικότερος.

— Και μήπως δεν είμαι;

— Ναι, μα...

— Να γίνω δηλαδή και γω σαν τους άλλους, να τους μιμούμαι και να τους αντιγράφω για να τους αρέσω.

Page 123: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Όχι, όχι δεν εννοώ αυτό, αλλά να προσαρμόζεσαι κάθε τόσο με την κατάσταση Γιαννούλη.

— Να γίνω δηλαδή ψεύτικος και τεχνητός, κι όχι αυτός που είμαι...

— Χρειάζεται Γιαννούλη.

— Μα θα συνηθίσω τότε να επαναλαμβάνω σαν πίθηκος εκείνο που κάνουν οι άλλοι, οπότε θα πάψω πια ν' είμαι ο Γιαννούλης και κάποιος άλλος ψεύτικος και ίσως κακός και ανήθικος Γιαννούλης θα πάρει τη θέση μου. Όχι προτιμώ να είμαι αυτός που είμαι. Όχι αυτό δε μπορεί να γίνει, δε γίνεται...

— Καλά Γιαννούλη όπως θέλεις και αν σου είπα κάτι στο είπα από φιλικό ενδιαφέρον και όλως διόλου τυχαία. Και αν με ρωτήσεις κατά βάθος χαίρομαι γι' αυτή σου την ανεξαρτησία που ξέρει να βασίζεται στον εαυτό της και είναι υπερήφανη στην αυτάρκειά της.

Και ύστερα από λίγο στρέφοντας τη συζήτηση αλλού του λέει, και με μια πραγματική εκτίμηση τώρα.

— Έλειπα προχθές που μας επισκέφθηκες. Πότε σκέπτεσαι να φύγεις για την Αθήνα;

— Ύστερα από λίγες μέρες. Δεν ξέρω ακόμη. Σε δέκα ή δεκαπέντε μέρες το πολύ.

— Πιστεύω ότι θα μας επισκεφθείς και πάλι. Έλα όποια μέρα θέλεις να σε φιλοξενήσω, να φάμε μαζί.

— Θα δούμε.

— Όχι θα δούμε, θα μου το υποσχεθείς.

— Καλά, θα προσπαθήσω.

— Πότε λοιπόν;

— Ο Γιαννούλης σιωπούσε αναποφάσιστος.

— Θα σου δώσω λοιπόν εγώ περιθώριο. Σε περιμένω οπωσδήποτε την Κυριακή, του λέει επιμένοντας.

— Καλά τότε θα έλθω, του λέει ο Γιαννούλης.

— Και νάχεις υπ' όψη σου ότι θα σε κρατήσω να φάμε μαζί, του λέει χαμογελώντας.

— Καλά, θα έλθω οπωσδήποτε, του απαντάει τότε ο Γιαννούλης από λόγους αβρότητας κάπως επηρεασμένος από τις συστάσεις του Μαυρομαρά.

~οο0οο~

Την Κυριακή αφού ο Γιαννούλης εκκλησιάστηκε στην Αγία Τριάδα του Πύργου, βγήκε και κάθισε στο μεγάλο καφενείο της πλατείας όπου ήπιε τον καφέ του, και κατά τις έντεκα πήγε στου Μαυρομαρά.

Ο Μαυρομαράς τον υποδέχεται χαρούμενος και μ' εγκαρδιότητα και τον περνάει στη μεγάλη αίθουσα του σπιτιού του, με το χαρακτηριστικό Τηνιακό βόλτο, όπου σε λίγο κατέφθασε και η γυναίκα του που τον υποδέχεται με τα ίδια θερμά και εγκάρδια επιφωνήματα.

Σε λίγο μέσα στην αίθουσα μια κοπέλα μ' ένα μεγάλο δίσκο όπου πάνω του ένα κρυστάλλινο βάζο

Page 124: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

γεμάτο βύσσινο έχυνε γλυκύτατες ρουμπινιές αποχρώσεις, και ένα μπουκάλι με τηνιακό ούζο και ποτηράκια. Μια ψηλή ξανθιά και λυγερόκορμη κοπέλα προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο Γιαννούλη προτείνοντας το δίσκο.

Ο Γιαννούλης βλέποντάς την για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Τα σπάνια και ωραιότατα χαρακτηριστικά του προσώπου της με την ελληνική κατατομή τους, τα αμυγδαλωτά μάτια της με τις χρυσές μακριές και μετάξινες βλεφαρίδες της και τις μακριές χρυσές πλεξούδες που περιτύλιγαν το κεφάλι όμοια μ' ένα χρυσό δίσκο, κεφάλι αρχαίας θεάς και το βλέμμα της που τον έβλεπε με μια παρθενική έκφραση, τον κράτησαν για μια στιγμή σε κατάσταση έκστασης. Ο Γιαννούλης πήρε το γλυκό του, ενώ ταυτόχρονα ο Παξιμάδης βλέποντας το ξάφνιασμα του Γιαννούλη και για να του λύσει την απορία του λέει:

— Η ανιψιά μου, Μαριγώ Χριστοδούλου.

Η κοπέλα ακούμπησε το δίσκο στο μεγάλο τραπέζι της σάλας, αντάλλαξε μια θερμή χειραψία μαζί του κι αφού συμβουλεύθηκε με τα μάτια το θείο της αποχώρησε.

Όλη την ώρα που ο Γιαννούλης συζητούσε με το Μαυρομαρά βασάνιζε το μυαλό του, πού την είχε δει αυτήν την κοπέλα και πότε; αλλά δε θυμόταν.

Μα το μεσημέρι όταν παρακάθισαν στο τραπέζι ο Γιαννούλης είχε όλη την άνεση να την περιεργασθεί καθώς η κόρη αποφεύγοντας το κοφτερό και εξεταστικό βλέμμα του στεκόταν συνεσταλμένη μπροστά του. Σιγά-σιγά, καθώς τα περασμένα ξαναζωντανεύουν στη μνήμη του, ο Γιαννούλης θυμάται τη μικρή κοπελίτσα που του 'χε τόση εντύπωση κάνει όταν πριν από τόσα χρόνια την είχε πρωτοδεί στην τελευταία επίσκεψή του στο Πύργο.

Αυτή είναι λέει ολότελα βεβαιωμένος πια.

Η παιδούλα τώρα έχει γίνει μια ωραία και σχηματισμένη γυναίκα σ' όλη την αποθέωση της νιότης της.

— Πόσα χρόνια από τότε συλλογίζεται ο Γιαννούλης. Πριν φύγω για τη Γερμανία. Πέντε χρόνια σχεδόν από τότε, ρίχνοντας συνεχώς πάνω της φευγαλέα βλέμματα θαυμασμού.

Ο Μαυρομαράς το αντιλαμβάνεται. Καλό είναι να ενισχύσω αυτό το θαυμασμό του και να τον κάνω να την αγαπήσει συλλογίζεται. Είναι λαμπρό παιδί. Ίσως αργότερα αν δω ότι προκόβει να τον παντρέψω με τη Μαριγώ.

Κι όταν τέλος αφού αποχαιρετίστηκαν, ο Μαυρομαράς του προτείνει να τον επισκεφθεί και πάλι, λέγοντάς του ότι:

— Πιστεύω Γιαννούλη ότι θα τιμήσεις και πάλι μεθαύριο, την Τετάρτη το τραπέζι μας. Ο Γιαννούλης παρακολουθώντας με τα μάτια τη Μαριγούλα που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, διστακτικός και ύστερα από μια χλιαρή άρνηση, του είπε αποφασίζοντας.

— Καλά θα φροντίσω να έλθω.

Την Τετάρτη ο Γιαννούλης ξαναπηγαίνει στον Μαυρομαρά, αλλά από δω και στο εξής και πολλές ακόμη φορές. Παρακάθεται τώρα τακτικά στο τραπέζι του και παρακολουθεί με τον ίδιο επίμονο θαυμασμό την κόρη. Στο θαυμασμό του όμως τώρα αρχίζει ν' ανακατεύεται και κάποια συγκίνηση και όλο το διάστημα που παραμένει στο σπίτι του, το βλέμμα του τη θωπεύει και την αγκαλιάζει με τρυφερότητα. Η ευαίσθητη καρδιά της κοπέλας δέχεται με το ίδιο ευφρόσυνο πάθος το αίσθημά του

Page 125: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

και του το ανταποδίδει με την ίδια θερμότητα. Και καθώς οι μέρες περνούν ο έρως έχει συνδέσει κιόλας με τ' αόρατα δεσμά του τις καρδιές τους που καραδοκούν την ευκαιρία να συνεννοηθούν. Το αίσθημα αυτό που άρχισε ν' αναπτύσσεται και να φουντώνει ανάμεσα στους δυο αυτούς νέους ο Μαυρομαράς το παρακολουθεί με προσοχή, αλλά δε θέλει να δώσει και άμεση συνέχεια και να γίνει αφορμή για σχόλια στους συγχωριανούς του. Άνθρωπος πρακτικός θέλει πρώτα να εγκατασταθεί στην Αθήνα ο Γιαννούλης, να σταδιοδρομήσει και σιγά - σιγά και με τον καιρό να τους συνδέσει οριστικά. Γι' αυτό αν και καλεί τακτικά το Γιαννούλη στο σπίτι του όμως η συμπεριφορά του είναι κάπως μετρημένη και επιφυλακτική.

Μα καθώς το αίσθημα του Γιαννούλη μεγαλώνει, τον αναγκάζει ν' αναβάλλει από μέρα σε μέρα την επιστροφή του στην Αθήνα. Και παρ' όλο που ο Μαυρομαράς θέλει οι επαφές των δύο νέων να γίνονται παρουσία του, ο Γιαννούλης βρίσκει τρόπους να τους υπερπηδήσει. Πολλές φορές με διάφορες αφορμές επισκέπτεται τη Μαριγώ στου θείου της και στου πατέρα της Χριστοδούλου. Επί τέλους κάποια μέρα ύστερα από τις συγκινητικές συνομιλίες των ματιών τους, τα χέρια τους έρχονται σ' επαφή και σφίγγονται με μια ασυνήθιστη θερμότητα. Οι καρδιές τους αρχίζουν να πάλλουν γλυκά και στις κατοπινές συναντήσεις τους ανταλλάσσονται τα πρώτα θερμά ερωτόλογα και ανεπιφύλακτες υποσχέσεις.

Ο Μαυρομαράς το μαθαίνει και κάνει τις πρώτες αυστηρές συστάσεις του στη Μαριγούλα, μα και ο καιρός που ο Γιαννούλης πρέπει να φύγει για την Αθήνα πλησιάζει. Ο Σεπτέμβριος βρίσκεται στα τέλη του. Σκούρα και γκρίζα σύγνεφα σκεπάζουν κοπαδιαστά μεγάλα κομμάτια τ' ουρανού και ο άνεμος κατεβαίνοντας ορμητικά απ' το βορρά, λυγίζει σαν στάχυα τα πελώρια δένδρα, και περνώντας ξυστά πάνω στη γη τρυπώνει στα σπίτια και ανάμεσα στα ρούχα των ανθρώπων και τους κάνει να δοκιμάζουν τα πρώτα χειμωνιάτικα ρίγη. Οι χωρικοί του Πανόρμου έχουν βγάλει κιόλας απ' τις κασέλες τους τα χειμωνιάτικα ρούχα τους και ντύνονται βαρύτερα. Τα πρώτα πρωτοβρόχια έχουν πέσει από καιρό τώρα στη φρυγανισμένη γη που αρχίζει να καλλωπίζεται με χλοερά χαλιά.

Ο Γιαννούλης αποφασίζει να φύγει κι ο Μαυρομαράς τον καλεί να τον φιλοξενήσει για άλλη μια φορά στο σπίτι του την τελευταία Κυριακή, όπου πηγαίνει πρόθυμα και ευχαριστημένος.

~οο0οο~

Μα η Κυριακή αυτή ήταν από τις γλυκές εκείνες φθινοπωριάτικες μέρες που θυμίζουν περισσότερο άνοιξη. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι ο ήλιος το απόγευμα κείνο αρμένιζε μεγαλόπρεπα στον ουρανό απαλύνοντας με το θάλπος του τις ψυχρές ριπές του ανέμου που κατέβαινε από τις γύρω λαγκαδιές, θυμωμένος και απειλητικός μα ωστόσο γεμάτος δροσιά και υγεία.

Μετά το φαγητό η οικογένεια του Μαυρομαρά, η Μαριγούλα και ο Γιαννούλης κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού και κάθισαν στο μεγάλο καφενείο. Τα λίγα καφενεία της πλατείας ήταν γεμάτα από κόσμο που απολάμβανε την όμορφη αυτή φθινοπωριάτικη λιακάδα συζητώντας. Μα οι νέοι και οι νέες του χωριού είχα μια άλλη έγνοια και συζήτηση μεταξύ τους που την υπαγόρευαν τα ανυπόμονα και φλογερά νιάτα που περίμεναν την αρχή του χορού που γινόταν κάθε Κυριακή στην πλατεία.

Η φίλη της Μαριγούλας Αργυρώ Απέργη καθισμένη με τους γονιούς, τη μικρότερη αδελφή κι ένα θείο της σ' ένα τραπέζι, κοιτούσε με κλέφτικες και φευγαλέες ματιές το Σταμάτη που καθισμένος αντίκρυ της σ' ένα άλλο τραπέζι με συντροφιά την αδελφή του και μια ξαδέλφη τους συζητούσαν μεταξύ τους. Μα κάθε τόσο τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν για να μιλήσουν τη συνθηματική γλώσσα της καρδίας για ν' αποσυρθούν αμέσως ύστερα αδιάφορα για να μη προδοθούν.

Εξακολουθούσαν να κοιτάζονται έτσι στα πεταχτά ώσπου ο λυράρης του χωριού Μπαρμπαδήμος

Page 126: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αφού ήπιε αρκετά ουζάκια με την παρέα του έβγαλε απ' τη θήκη το βιολί του κι αφού το δοκίμασε και κούρντισε τις χορδές του άρχισε αργά αργά στην αρχή να παίζει ένα ερωτικό δίστιχο που λες και ο άγνωστος συνθέτης σχεδιάζοντάς το βέβαια για τον εαυτό του, δεν ήξερε ότι απηχούσε με την ίδια δύναμη σε κάτι τέτοιες αισθηματικές περιστάσεις.

Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω γιατί με την αγάπη μου ποθώ να ξεψυχήσω.

Οι ήχοι του βιολιού στην αρχή σαν μουσικοί και ακαθόριστοι ψίθυροι άρχισαν ν' ανέρχονται και να γεμίζουν με την μελωδία τους την ατμόσφαιρα.

Δυο τρία ζευγάρια νεαρών νησιωτών σηκώθηκαν τότε ωσάν από σύνθημα ύστερα από το προκλητικό τραγουδάκι και ο χορός άρχισε.

Το λαούτο τώρα ρίχνοντας τις βαριές νότες του, συνοδεύει με τις αρμονικές συγχορδίες του το βιολί.

Έσυραν το πρώτο συρτό κι έπειτα ο πρώτος και η τελευταία του χορού άρχισαν το μπάλο. Οι νέοι άλλοτε αργά κι άλλοτε ορμητικά φτάνοντας τις κοπέλες, σταματούσαν μπροστά τους αμέσως ύστερα, κοιτάζοντάς τες πότε με παράκληση, πότε φλογερά ή με άφωνη λατρεία ικεσίας ή πάθους απομακρυνόντουσαν σε λίγο, ενώ οι κοπέλες υποτακτικές, με το βλέμμα χαμηλωμένο και φευγαλέο, προκλητικό ή υπεροπτικό έκαναν αμέσως την ανάλογη στροφή για ν' αφήσουν στο χορευτή την ανάπαυλα που χρειάζονταν για να ξαναρχίσει πιο παράφορα την ερωτική του επίδειξη και στους θεατές την ικανοποίηση μιας εύστροφης και συναρπαστικής χορευτικής φιγούρας γεμάτης λυγεράδα και χάρη.

Ο χορός είχε αρχίσει να φουντώνει. Ο Γιαννούλης που καθόταν ως τότε ήσυχος και σοβαρός συζητώντας με τη συντροφιά του ρίχνοντας ερωτικές ματιές στη Μαριγούλα. αφαιρέθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας τις χαριτωμένες και γεμάτες πάθος φιγούρες των ζευγαριών.

Καιρός είναι συλλογίζεται. Και ρίχνοντας ένα βλέμμα στη Μαριγούλα ωσάν να την προειδοποιούσε.

— Τι λες, τη ρωτούσε με τα μάτια. Να σηκωθώ;

— Ναι, του έλεγε αυτή. Ναι.

Μα ο Γιαννούλης δεν το αποφασίζει απ' το φόβο μήπως δεν άρεσε στη συντροφιά του.

Στο τέλος αποφάσισε.

— Θα μου επιτρέψεις, λέει τότε στο Μαυρομαρά.

— Ναι, Γιαννούλη, πώς. Τι, τι θέλεις;

— Να χορέψω του απαντάει ο Γιαννούλης.

Κι αφού σηκώθηκε χωρίς να δώσει καιρό στο Μαυρομαρά να του απαντήσει προχώρησε στον κύκλο των χορευτών κι έγνεψε ανεμίζοντας το μαντήλι του προς τη Μαριγούλα, που μη μπορώντας ν' αρνηθεί πια σηκώθηκε.

Ο μπάρμπα - Δήμος βλέποντας το Γιαννούλη να μπαίνει μέσα στον κύκλο των χορευτών και ν' ανεμίζει το μαντήλι προς το μέρος των Μαυρομαράδων και ξέροντας πως είναι ο ξενιτεμένος καλλιτέχνης και

Page 127: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

το καμάρι του χωρίου, συλλαμβάνει αμέσως το δίστιχο που ταιριάζει σ' αυτές τις περιπτώσεις και παραλλάσσοντάς το λίγο για να το εναρμονίσει με το πνεύμα της περίστασης περιμένει να δει την κοπέλα που θα χορέψει μαζί του. Κι όταν βλέπει την Μαριγούλα να προχωρεί με το κυπαρισσένιο παράστημά της αργά αργά σαν πριγκιποπούλα και να μπαίνει στο χορό ενθουσιάζεται. Καθώς η Μαριγούλα περνώντας ανάμεσα απ' τα τραπέζια πλησίαζε φτάνοντας το Γιαννούλη είχε τελειώσει το προηγούμενο δίστιχο κι αρχίζει.

Σα γύρισα απ' τη ξενιτιά θέλω να τραγουδήσω και την καλή μου συντροφιά να την ευχαριστήσω.

Τα βλέμματα όλων τώρα πέφτουν διαδοχικά πάνω στο Γιαννούλη και τον περιεργάζονται με συμπάθεια. Ο Γιαννούλης που αντιλαμβάνεται την εκτίμηση των χωριανών του, τους κοιτάζει ικανοποιημένος και χαρούμενος, ρίχνοντας βλέμματα ευνοϊκά στο Μπάρμπα - Δήμο. Και ο μουσικός τώρα κολακευμένος κι ωσάν να μάντευε τις μυστικές σκέψεις κι επιθυμίες του ζευγαριού συνεχίζει.

Καλώς τα μάτια πούρθανε κι αν ήρθανε για μένα Κι αν ήρθανε γι' άλλον κάνε να πάνε πικραμένα.

Ο Γιαννούλης μόλις έχει προλάβει να ρίξει τις πρώτες ερωτικές ματιές στη Μαριγούλα, όταν ακούει τον τραγουδιστή να λέει.

Ο μαρμαράς κι αν στολιστεί να βγει να σεργιανίσει Είναι το μόνο αδύνατο καρδιές να μη ραγίσει.

Το πρώτο τρυφερό βλέμμα της Μαριγούλας αγκαλιάζει το Γιαννούλη που νοιώθει να τον διαπερνούν τα πρώτα ερωτικά ρίγη. Ο μπάρμπα - Δήμος πείθεται ότι πρόκειται περί ερωτικού ειδυλλίου κι αρχίζει να τους παρακολουθεί με προσοχή. Βλέποντας το βλέμμα του Γιαννούλη να κοιτάζει γλυκά και φωσφορίζοντας τη Μαριγούλα που άρχισε να κάνει τις πρώτες χορευτικές φιγούρες και θέλοντας να γαλβανίσει τους ερωτευμένους, συνεχίζει.

Δεν είναι κρίμα να διψώ κι η βρύση νάναι μπρος μου Νερό να μη μπορώ να πιω, μεγάλος ο καημός μου.

Η Μαργαρίτα συνεπαρμένη τώρα από το προκλητικό αυτό δίστιχο και με τη συναίσθηση ότι χόρευε περισσότερο για το Γιαννούλη παρά για τον κόσμο, άρχισε να του ρίχνει φευγαλέες ματιές γεμάτες ερωτική κλίση που αντηχούσαν στην ψυχή του Γιαννούλη ίδια μελωδία και που αυτός τις ανταπόδινε με την ίδια ένταση. Και καθώς οι στροφές του μπάλου επέτρεπαν στο Γιαννούλη να σταθεί μερικές στιγμές μπροστά της και την κοιτούσε με μεγαλύτερη επιμονή, τα μάτια της χαμήλωναν και το πρόσωπό της βαφόταν μ' ένα γλυκό κοκκινάδι.

— Πόσο σεμνή, τι ωραία που είναι σκεφτόταν ο Γιαννούλης καμαρώνοντάς την.

H Μαριγούλα το αντιλήφθηκε. Ολότελα ευτυχισμένη πια παραδόθηκε μέσα στο στροβίλισμα του χορού αρχίζοντας να ξεχνιέται μέσα σ' ένα ερωτικό ονειροπόλημα κοιτάζοντας το Γιαννούλη με μεγαλύτερη περιπάθεια. Αν και συγκρατημένη στην αρχή, σιγά σιγά άρχισε να ξεθαρρεύεται, και το βλέμμα της να γίνεται περισσότερο θερμό, πιο δυνατό, πιο παράφορο και να φανερώνει πιο έντονα το αίσθημά της.

Και πονηρός ο μπάρμπα - Δήμος συνέχισε.

Page 128: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια Δίχως μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια.

Λαμπρά φεγγοβολήματα άρχισαν να ξεπηδούν από τα μάτια των ερωτευμένων που γεμάτα από ερωτική μέθη κοιτάζονταν τώρα με μια απερίγραπτη τρυφερότητα. Και ο μπάρμπα-Δήμος παρακολουθώντας τους συνεχώς και δίνοντας διέξοδο στην ερωτική αυτή αλληλογραφία των ματιών που χωνεύονταν το ένα μέσα στ' άλλο, μέσα στην ίδια ερωτική και ηδονική φλόγα, συνέχισε.

Χελιδονάκι θα γενώ, στα χείλη σου να κάτσω να σε φιλήσω μια και δυο και πάλι να πετάξω.

Ψηλόκορμη, λυγερή και χορεύοντας ανάλαφρα μόλις πατώντας στα πόδια της και σαν πεταλούδα η Μαριγώ και ομορφιά από τις λίγες του Πύργου και με το πρόσωπο ξαναμμένο και φωτισμένο από ακτινοβολίες ερωτικής ευδαιμονίας είχε προσελκύσει τα βλέμματα όλου του κόσμου πάνω της. Ο Γιαννούλης βυθισμένος καθώς έβλεπε την Μαριγούλα σ' ένα κόσμο μαγείας, στροβιλιζόταν ξεχασμένος το ίδιο στον ίλιγγο του χορού. Αληθινά δεν είχε αδικηθεί καθόλου όταν μάθαινε βαλς στη Γερμανία που τούδινε φτερά στα πόδια, όταν χόρευε την άλλη του αγάπη, τη Μαργαρίτα, στα κέντρα του Μονάχου της Γερμανίας. Ψίθυροι και επιφωνήματα θαυμασμού άρχισαν ν' ακούγονται από παντού, ενός θαυμασμού που αποκορυφώθηκε όταν ο μπάρμπα - Δήμος, που συνεπαρμένος από το κατόρθωμά του να βλέπει την ποιο ωραία απ' τις ωραίες του Πύργου να χορεύει σαν νεράιδα συνέχισε:

Μα συ σαι μια βασίλισσα π' όλον τον κόσμο ορίζεις Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις.

Απ' όλα τα τραπέζια τώρα άρχισαν ν' ακούγονται φωνές ενθουσιασμού. Ένας λεβεντόκορμος γέρος νησιώτης αγωνιστής του 21 που απ' το κόκκινο ζωνάρι του γυάλιζε η λαβή της ασημοπιστόλας του και το φιλντισένιο χέρι του μαυρομάνικου, μπροστά στο θέαμα αυτό, που ποιος ξέρει τι συγκινητικές αναμνήσεις τούφερνε άρχισε να γυροφέρνει τινάζοντας τη φέσα του προς τα πάνω έτοιμος να την πετάξει. Οι περισσότεροι άνδρες είχαν σηκωθεί όρθιοι παρακολουθώντας το χορό με συγκεντρωμένες όλες τους τις αισθήσεις στα μάτια. Χαίρονταν το υπέροχο θέαμα του ζευγαριού που είχε γίνει ολόκληρο μια μουσική όρχηση κι όπου όλα τους είχαν φτάσει στο διαπασών της ανθρώπινης αισθηματικής ερωτικής εκδήλωσης. Στα μάτια πολλών ανδρών ξεχώριζε κανείς ανάμικτα με το θαυμασμό, τις σπίθες του πόθου και στις γυναίκες τη ζήλεια.

— Τα ζευγάρια στροβιλιζόντουσαν με σε μια θάλασσα χρωμάτων απ' τα ωραία τοπικά κουστούμια των χορευτών. Τις κόκκινες μεταξωτές κάλτσες και τα πλατύγυρα ζωνάρια των αντρών με τις βαθυγάλαζες βράκες τους και τα ολοκέντητα γιλέκα τους. Τα μακριά φουστάνια των γυναικών ανέμιζαν σε ωραίες πτυχώσεις γύρω από τα αγαλματένια κορμιά, τα ηλιοκαμένα πρόσωπα των ανδρών έλαμπαν ιδρωμένα σαν μπρούντζινα κάτω απ' τον ήλιο καθώς τριγύριζαν τις γυναίκες κι απ' όπου μαζί με τη σαγήνη τους ανακατεύονταν κι έφταναν ως τους θεατές οι αντιφεγγιές από πολύτιμα πετράδια σε άπειρους λαμπρούς ιριδισμούς, από τα σκουλαρίκια, τα χρυσά φλουριά και τα γιορντάνια που στόλιζαν χαρούμενα πρόσωπα, διάφανα και ρόδινα αυτάκια και ολόχυτους λαιμούς. Μέσα στη χορευτική αυτή αποθέωση ο Γιαννούλης απλώνοντας το μαντήλι στη Μαριγούλα την αναγκάζει να κάνει μια διπλή χαριτωμένη στροφή γύρω απ' τον εαυτό της, στροφή που μόνον ένας έμπειρος χορευτής θα μπορούσε να πετύχει απ' τη συντρόφισσά του.

Οι θεατές μένουν έκθαμβοι.

— Μπράβο, μπράβο, φωνάζει ένας ηλικιωμένος και σεβάσμιος γέροντας, ο μπάρμπα - Γιώργης, ο Βιτάλης και γυρίζοντας προς το μέρος των μουσικών φωνάζει δυνατά.

Page 129: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Μπάρμπα-Δήμο, το πέτυχες, ενώ συγχρόνως άρχιζαν σαν βροχή οι παραγγελίες να τραταριστούν τα χορευτικά ζευγάρια και ιδιαίτερα ο Γιαννούλης.

Σοβαρός και λιγόλογος τώρα ο Γιαννούλης και μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στα σχόλια, αφού έγνεψε στους μουσικούς να σταματήσουν, ύψωσε περιφέροντας το ποτήρι του ολόγυρα χαιρετώντας γελαστός όλη την ομήγυρη, υποκλίθηκε βαθιά και βάδισε σταθερά και συγκρατημένος μαζί με τη Μαριγούλα στο τραπέζι του κοντά στους Μαυραμαράδες.

Ο Μαυρομαράς που παρακολουθούσε το θέαμα του χορού όρθιος ως εκείνη τη στιγμή και βλέποντας το Γιαννούλη να φτάνει κοντά του, τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και αφού τους έβαλε να καθίσουν γυρίζοντας του λέει ενθουσιασμένος.

— Έξοχα Γιαννούλη! Δεν το περίμενα. Παρατηρώ ότι μαζί με την τέχνη σου θεραπεύεις το ίδιο, αν όχι με μεγαλύτερο πάθος και την τέχνη της Τερψιχόρης.

Και ο Γιαννούλης χαμογελώντας του απαντάει σοβαρά.

— Γιατί όχι. Όλα στον κόσμο μας αρχίζουν με τον έναρθρο λόγο, προχωρούν στο χορό και βρίσκουν την τελείωσή τους στη μουσική. Χωρίς τραγούδι, χωρίς χορό, χωρίς μουσική μπορεί να νοηθεί κόσμος; Μπορεί να νοηθεί ζωή και άνθρωπος; Όλες οι τέχνες έχουν μέσα τους τη μουσική.

Ο Μαυρομαράς τον άκουγε ξαφνιασμένος. Κάποια άλλη απάντηση περίμενε απ' το Γιαννούλη, που τώρα συνέχιζε στον ίδιο τόνο μα συγκινημένος.

— Δε βρίσκω άλλη ομορφιά μεγαλύτερη από το να λικνίζομαι μέσα στα χορό, να νοιώθω κοντά μου μια ομορφιά που να μ' αγαπάει και να μ' εμπνέει και μια γλυκιά μουσική που να με νανουρίζει και να με κάνει να μεταρσιώνομαι και να ξεχνώ. Όλα αυτά είναι μουσική.

— Πολλή ποίηση, πολλή ποίηση κρύβει μέσα του, μουρμουρίζει ακατάληπτα ο Μαυρομαράς.

Κόντευε να βραδιάσει και η ατμόσφαιρα άρχισε να παγώνει. Σηκώθηκαν και προχώρησαν στο δρόμο. Η ώρα του αποχωρισμού σήμανε. Ο Γιαννούλης αποχαιρετώντας τους όλους έσφιξε τελευταία το χέρι της Μαριγούλας που αναλλοιωμένη απ' τη συγκίνησή της του ψιθυρίζει και με κομμένη τη φωνή, στο καλό. Και δυο μέρες αργότερα ο Γιαννούλης φεύγει για την Αθήνα.

~οο0οο~

Με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και τέλος του Ιουνίου 1877 ο Γιαννούλης ξαναπηγαίνει στην Τήνο για να περάσει τις θερινές διακοπές του. Πρώτη του δουλειά όταν έφθασε στον Πύργο είναι να επισκεφθεί την Μαριγούλα. Ο θείος της Μαυρομαράς που τον συναντάει αργότερα τον υποδέχεται θερμά και με το ίδιο φιλικό ενδιαφέρον. Συναντιέται τακτικά τα βράδια με το Γιαννούλη στο μεγάλο καφενείο του χωριού, κοντά στη βρύση. Η συντροφιά αποτελείται από τους πιο διαλεχτούς και μορφωμένους του Πύργου, το δήμαρχο, το γραμματέα, τον παπά, το Μαυρομαρά, από πολλούς άλλους γέροντες και νοικοκυραίους του Πύργου και αρκετούς πλούσιους παραθεριστές που έχουν έλθει από την Ελεύθερη και Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τις διάφορες ελληνικές παροικίες του Εύξεινου Πόντου, της Ρουμανίας και της Αιγύπτου. Ο Γιαννούλης ανάμεσά τους είναι ένας από τους πολλούς νέους που ο Μαυρομαράς προορίζει για να συνδέσει με γάμο την ανιψιά του. Η κτυπητή ομορφιά της Μαριγούλας έχει κάνει να σκιρτήσουν πολλές νεανικές καρδιές και είναι από χρόνια τώρα ο ερωτικός στόχος και αφορμή ονειροπολημάτων πολλών παλικαριών του χωριού, αλλά και αρκετών πλουσίων παραθεριστών. Είναι πολλοί απ' αυτούς που περνώντας κάτω απ' τα παράθυρά της περιμένουν μ' ευφροσύνη αλλά και με την αγωνία στο πρόσωπό τους να δουν ν' ανασηκώνεται

Page 130: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

από ένα απαλό και αγαπημένο χέρι το κουρτινάκι και δυο μάτια φωτεινά να ρίχνουν κλέφτικες και περίεργες ματιές στο δρόμο.

Στη στενή κοινωνία του χωριού την εποχή εκείνη, όπου τα ήθη ήταν αυστηρά, και οι νέες μόνον τις Κυριακές βγαίνουν ντυμένες με τις τοπικές γραφικές φορεσιές τους να εκκλησιαστούν ή με τη συνοδεία των δικών τους στο χορό που γινόταν στη μικρή πλατεία του χωριού κοντά στον πλάτανο, κάθε ιδιαίτερη συνάντηση θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να προκαλέσει τα πρώτα πειρακτικά ή ειρωνικά σχόλια των κατοίκων.

Ο Γιαννούλης τις πρώτες μέρες επισκέπτεται πολλές φορές το Χριστοδούλου και το Μαυρομαρά όπου του δίνεται η ευκαιρία να βλέπει και τη Μαριγούλα. Μα ο Μαυρομαράς σώφρων και μη έχοντας αποφασίσει ακόμη αν και συμπαθεί κι εκτιμάει πολύ το Γιαννούλη όμως δε βλέπει με καλό μάτι τις συχνές αυτές επισκέψεις του Γιαννούλη που θα μπορούσαν να εκθέσουν ανεπανόρθωτα την υπόληψη της ανιψιάς του, αλλά και ν' ανατρέψουν και τα δικά του πρακτικά και με ψυχρό υπολογισμό σχέδιά του για την αποκατάστασή της.

Η Μαριγούλα όμως είναι ξετρελαμένη με το Γιαννούλη. Οι πρώτες συνεχείς επισκέψεις του στο σπίτι της ύστερα από ένα χρόνο γλυκιάς αναμονής, έχουν ξαναφρεσκάρει και τονώσει το αίσθημά της γι' αυτόν και πολλές φορές ο όμορφος μπούστος της με το θεσπέσιο κεφάλι προβάλλει ανάμεσα στο σκούρο φόντο της κορνίζας του παραθύρου ίδιος ζωγραφικός πίνακας του Τισιανού ψάχνοντας για το Γιαννούλη. Μα ο Μαυρομαράς που έχει αντιληφθεί πλέον ξεκάθαρα την προτίμησή της και το βαθύ αίσθημά της για το Γιαννούλη αρχίζει ν' ανησυχεί. Γίνονται οι πρώτες συστάσεις στη Μαριγούλα, που θέλοντας να την απομακρύνουν απ' κοντά του, την περιορίζουν στο σπίτι και παρακολουθούν τις εξόδους της. Μα οι ενέργειές τους αντί ν' ατονήσουν, μεγαλώνουν αντίθετα την αγάπη της για το Γιαννούλη. Η αισθηματική κόρη διαπαιδαγωγημένη μ' επιμέλεια και μέσα στα πλαίσια των αυστηρών ηθών του χωριού υποφέρει απ' τη στέρηση του Γιαννούλη κι ο Μαυρομαράς το αντιλαμβάνεται. Υπολογιστικός και σώφρων από το νεαρό της ηλικίας του Γιαννούλη, αλλά και εγωιστής θέλει να είναι αυτός και μόνον αυτός ο υπέρτατος ρυθμιστής των πραγμάτων. Αυτό τον αναγκάζει ν' αλλάξει στάση απέναντι του Γιαννούλη. Η συμπεριφορά του τώρα είναι πιο επιφυλακτική και οι επαφές τους αραιότερες.

Ο Γιαννούλης το παρατηρεί, μα αυτό δεν τον απογοητεύει. Όσο θέλουν να τον απομακρύνουν, τόσο αυτός πεισματώνεται. Η μόνη του επιθυμία τώρα είναι να ξανασυναντηθεί πάλι με τη Μαριγούλα. Παρακολουθεί χωρίς να φαίνεται τις κινήσεις του κοριτσιού. Τη βλέπει να βγαίνει πριν το μεσημέρι απ' το σπίτι και να πηγαίνει στην άκρη του χωριού να φροντίσει για τις κατσίκες. Τώρα ξέρει τι πρέπει να κάνει.

~οο0οο~

— Ε... πα, γιέ... Ε... πα, γιέ... αρχίζει ν' ακούγεται η δυνατή και τραγουδιστή φωνή της Μαριγούλας. Μοσχούλα, Ρούσα, Κρινιώ, ελάτε κορίτσια μου...

Η φωνή της σχίζοντας τον αγέρα, γεμίζει με τις αλέγρες τρίλιες της το τοπίο, ενώ τα γύρω φαράγγια πλημμυρίζουν με τους αντίλαλους μιας συναυλίας χαρούμενων φωνών σ' όλη τη μουσική χρωματική τους κλίμακα.

Ήταν οι κατσίκες που απαντούσαν στην πρόσκλησή της.1

1 Στην ύπαιθρο της Τήνου κάθε οικογένεια διατηρεί λίγες κατσίκες που τις αφήνει να βόσκουν ελεύθερες στις πλαγιές των βουνών. Και οι κοπέλες στα χωριά πηγαίνουν δυο φορές τη μέρα πρωί και βράδυ να τις ποτίσουν, να τις αρμέξουν και να τις

Page 131: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Σε λίγο απ' την πλαγιά του βουνού άρχισαν να κατεβαίνουν σκιρτώντας και καλπάζοντας, πηδώντας τους βράχους και ανάμεσα από τις τούφες των θυμαριών, τέσσερες πέντε κατσίκες βελάζοντας χαρούμενα.

Εδώ... Εδώ... ξανακούστηκε πάλι η φωνή της Μαριγούλας. Εδώ Μοσχούλα, εδώ Κρινιώ, καθώς έφταναν η μια μετά την άλλη. Η Μαριγούλα έβαλε μπροστά τους ένα δοχείο γεμάτο από νερό και οι κατσίκες διψασμένες βύθισαν μέσα τους το μυτερό ρύγχος τους και άρχισαν να πίνουν άπληστα κουνώντας ηδονικά την ουρά τους.

Και όταν τέλειωσαν η Μαριγώ καθίζοντας σε μια μεγάλη πέτρα άρχισε να τις αρμέγει με τη σειρά.

Το μέρος μια μικρή γυμνή έκταση ζωσμένη από θυμάρια και μερικές πελώριες και φουντωτές συκιές που κάτω απ' τον ίσκιο τους ένοιωθε κανείς την ανακουφιστική δροσιά, ένα προστατευτικό καταφύγιο απ' τον καλοκαιριάτικο ήλιο. Γωνιά απόμερη και γαλήνια όπου θα μπορούσε να ξαπλώσει κανείς αναπαυτικά και να ξεχαστεί σε ονειροπολήσεις.

Η Μαριγώ είχε αρμέξει τις γίδες της, κι αφού σκέπασε το δοχείο της με το γάλα, σηκώθηκε κι ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, όταν άκουσε πλάι της τα θυμάρια να παραμερίζουν και το τρίξιμο ενός κλαριού.

Αυτό την έκανε να ξαφνιαστεί. Το τρίξιμο αυτό δεν ήταν από πάτημα ελεύθερο και θαρρετό ενός τυχαίου διαβάτη, ώστε με το βαθμιαίο αντίλαλό του να την έχει προετοιμάσει. Τι συμβαίνει;

Γύρισε ανήσυχη το κεφάλι της. Ανάμεσα απ' τα θυμάρια αντίκρισε ένα πρόσωπο να την κοιτάζει επίμονα, κι ολόισα στα μάτια και να της χαμογελάει.

— Γιαννούλη... του λέει, με σιγανή και ταραγμένη φωνή η κόρη.

— Φοβήθηκες; της λέει αυτός πλησιάζοντάς την.

— Όχι, αλλά πώς αυτό; Αυτήν την ώρα και σ' αυτό το μέρος! Είναι αλήθεια πως φοβήθηκα λίγο.

— Για να χαρείς αμέσως αφού είμαι εγώ εδώ, για να σε προστατεύσω της απαντάει. Και χωρίς να της δώσει καιρό, παίρνοντάς την απ' το χέρι οδήγησε λίγο απόμερα ανάμεσα στα θυμάρια όπου και κάθισαν.

Ο Γιαννούλης κοίταζε ωσάν να εξετάζει τη μορφή της Μαριγούλας σιωπώντας. Το αγγελικό πρόσωπό της τον συγκινούσε ως τα τρίσβαθά του. Τέλος γεμάτη από περιπάθεια βγήκε απ' το στόμα του, όπως κάθε ερωτευμένου η αυθόρμητη λέξη:

— Σ' αγαπώ.

— Και πόσο; Τον ρωτάει αμέσως αναγαλλιάζοντας η κόρη.

Γέρνοντας λίγο τότε πάνω της ο Γιαννούλης πήρε ήσυχα αλλά προσεκτικά το χέρι της και το 'βαλε στην καρδιά του.

— Ρώτησε την καρδιά μου.

οδηγήσουν στο χωριό: Ειδυλλιακές σκηνές που θυμίζουν αρχαιότητα που το θέλγητρο και την ποίησή της μόνον όποιος επισκέπτεται την Τήνο τ' απολαμβάνει.

Page 132: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Α! πώς χτυπάει;

— Μόνον για σένα!

— Για μένα; Αλήθεια! και πόσο;

— Ως που να πάψει πια να χτυπάει.

Άφησαν τον έρωτα να φτερουγίσει στα μάτια τους και παρέμειναν για αρκετή ώρα αμίλητοι με τη γλυκιά αυτή συνομιλία.

— Και η Μαριγούλα τώρα συνεχίζει.

— Να το πιστέψω;

— Αγάπη μου στ' ορκίζομαι!

— Όχι, όχι, μη μ' ορκιστείς. Σε πιστεύω. Τι ήταν αυτό που είπα μονολόγησε η κόρη ωσάν να μάλωνε τον εαυτό της. Πώς μπορώ ν' αμφιβάλλω; Κι ύστερα από λίγο.

— Και γω σ' αγαπώ πολύ... μα πάρα πολύ... όμως... Και η κόρη άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά ολόγυρά της.

— Τι, όμως!

Μια σκιά θλίψης πέρασε από το πρόσωπο της Μαριγούλας. Ο Γιαννούλης το παρατήρησε. Η ανησυχία που απλωνόταν στο πρόσωπό της καθώς έψαχνε γύρω της τον έκανε να θυμηθεί αμέσως την αλλαγή της συμπεριφοράς των δικών της απέναντί του, την επιφυλακτικότητά τους, την κάποια ψυχρότητά τους, που τον πλήγωνε και τον έκανε ν' απορεί και ν' αναρωτιέται.

— Τι συμβαίνει λοιπόν; της λέει, γεμάτος έγνοια.

— Ξέρεις ότι ο πατέρας μου, και ο θείος μου, θα με μαλώσουν όταν μάθουν ότι συναντήθηκα μαζί σου;

— Η ίδια σκιά θλίψης πέρασε τώρα κι απ' το πρόσωπο του Γιαννούλη, μα αυτή η σκιά ήταν πιο έντονη, πιο οδυνηρή που έκανε την καρδιά της Μαριγούλας να τρεμουλιάσει σαν χορδή. Κρύβοντας τον πόνο της όμως, του λέει:

— Είσαι λυπημένος Γιαννούλη, το ξέρω. Τα ξέρω όλα. Και στο σπίτι δεν παύουν να μου λένε ν' αποφεύγω να σε συναντάω. Αλλά Γιαννούλη μην απογοητεύεσαι, γιατί και γω σ' αγαπώ. Μπορεί αυτοί να λογαριάζουν αλλιώς, να μη... θέλουν, αλλά πρέπει να επιμένεις... Ζήτησέ με απ' το πατέρα μου.

Και βλέποντας το Γιαννούλη που την κοίταζε συλλογισμένος και αμίλητος.

— Και μη ξεχνάς Γιαννούλη, ότι εγώ πάντα θα σ' αγαπώ. Κι αφού σηκώθηκαν δίνοντάς του το χέρι και αποχαιρετώντας τον του λέει:

— Και τώρα πρέπει να χωρίσουμε να μη μας δει κανείς. Γεια σου Γιαννούλη, αγάπη μου.

Page 133: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Γεια σου. Πότε θα σε ιδώ;

— Ζήτησέ με απ' το πατέρα μου, ή καλύτερα απ' το θείο μου Μαυρομαρά. Και έλα να με βρεις πάλι εδώ, όποια μέρα θέλεις, αλλά πρόσεξε... για όνομα του Θεού, μήπως σε δει κανείς. Κάθε μέρα τις ίδιες ώρες βρίσκομαι εδώ.

Και η κόρη αρπάζοντας το δοχείο με το γάλα, καθώς ο Γιαννούλης της έσφιγγε το άλλο χέρι φέρνοντάς το στα χείλη του, αποσπάσθηκε βίαια από κοντά του και χάθηκε γρήγορα πίσω απ' τα δέντρα.

~οο0οο~

Αυτή η σύσταση που έγινε απ' τη Μαριγούλα είχε απασχολήσει από πολλές μέρες τώρα το πνεύμα του Γιαννούλη. Πολλές φορές είχε σκεφθεί να κάνει τη σχετική πρόταση στον πατέρα της και το Μαυρομαρά, αλλά ο ψυχρός τρόπος τους και η ανεξήγητη επιμονή τους τον κρατούν σε απόσταση, χωρίς όμως και να τον απογοητεύουν, τον έκαναν ν' αμφιβάλλει αλλά και να θυμώνει μαζί.

— Τι λοιπόν; Δεν το αξίζω αναρωτιέται τις ώρες του εκνευρισμού του. Γιατί;

Αλλά τώρα ύστερα από τις συστάσεις της Μαριγούλας αποφάσισε να δώσει μια λύση. Πολλές φορές η σκέψη ότι θα μπορούσαν να του αρνηθούν, τον κάνει να στενοχωρείται και να ερεθίζεται, αλλά αποδιώχνει γρήγορα απ' το πνεύμα του μια τέτοια ιδέα.

— Δεν είναι δυνατόν σκέπτεται, γιατί να μη θέλουν.

Την άλλη μέρα καθώς και τις επόμενες ο Γιαννούλης προσπαθεί με κάθε τρόπο να συναντηθεί και ν' ανοίξει συζήτηση με τον πατέρα και το θείο της. Αλλά αυτοί μαντεύοντας απ' το βλέμμα του τις προθέσεις του τον αποφεύγουν. Φροντίζουν με κάθε τρόπο να παρευρίσκονται με άλλους όταν τον συναναστρέφονται, ώστε να του αποκλείσουν κάθε ευκαιρία να βρεθούν μόνοι μαζί του. Εκτιμούν βέβαια και θαυμάζουν το Γιαννούλη και ξέροντας τον ευαίσθητο και υπερήφανο χαρακτήρα του, δε θέλουν να τον προσβάλουν με μια ωμή άρνηση που θα τον πλήγωνε κατάκαρδα, ώστε να τον κάνουν να θυμώσει ή ν' απογοητευθεί. Θέλουν χωρίς να φανούν αδιάκριτοι να τον κρατούν σε τόση απόσταση όσο ακριβώς χρειάζονται ως ότου αποφασίσουν.

Κάθε φορά λοιπόν που ο Γιαννούλης τους πλησιάζει το βλέμμα τους άλλοτε υποσχετικό, και άλλοτε με υπολογισμό ψύχραιμο και ακατάδεχτο, του γεννάει αμφιβολίες, κρατώντας τον σε μια διαρκή εκκρεμότητα αναγκάζοντάς τον συνεχώς ν' αναβάλλει. Εξακολουθεί όμως να ελπίζει, κάποτε θα του δοθεί η ευκαιρία.

Είναι αναγκασμένος να βάλει περιορισμούς στην καρδιά του και να της πει, σφίξου και περίμενε. Στιγμές -στιγμές όμως επαναστατεί και απογοητεύεται.

Βρισκόταν σε μια τέτοια ψυχολογική κατάσταση όταν ύστερα από μια βδομάδα αποφάσισε να πάει για να ξανασυναντήσει τη Μαριγούλα.

Πήγε στο μέρος της συνάντησής τους νωρίς. Όταν φτάνει ρίχνει γύρω τα βλέμματά του ανάμεσα απ' τα δέντρα. Δεν υπάρχει κανείς. Ας περιμένω λίγο, είπε και κρύφτηκε ξαπλώνοντας πίσω απ' τα θυμάρια.

Σε λίγο έφτασε ως τα αυτιά του η ηχώ από δροσερές φωνές. Ήταν η Μαριγούλα με τη φιλενάδα και τη γειτόνισσά της Αργυρώ που ερχόντουσαν να φροντίσουν για τις κατσίκες. Ο Γιαννούλης απογοητεύτηκε.

Page 134: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Τι την ήθελε την άλλη; άρχισε να μονολογεί. Μήπως της συνέβη τίποτα και θέλει έτσι να μ' αποφύγει;

Οι φωνές όσο πήγαιναν και ζύγωναν. Απ' το παρατηρητήριό του ο Γιαννούλης βλέπει σε λίγο τη Μαριγούλα και την Αργυρώ του Απέργη να φωνάζουν τις κατσίκες που άρχισαν να φτάνουν μια μια. Τα κορίτσια αφού κάθισαν άρχισαν να φλυαρούν, και ανάμεσα σε χίλια δυο αστεία και ανέκδοτα να ποτίζουν και ν' αρμέγουν τις κατσίκες.

— Γρήγορα της λέει η Αργυρώ, εγώ τέλειωσα και βιάζομαι να φύγω.

— Να φύγεις;

— Ναι.

— Και πού θα πας;

— Άφησα το σπίτι μόνο του. Η μητέρα μου λείπει στα Υστέρνια.

— Στα Υστέρνια; Αλλά κοιτάζοντάς την πονηρά τώρα η Μαριγώ. Μπορείς να μου πεις ποιανού έγνεψες με το χέρι στο δρόμο καθώς ερχόμαστε;

— Ποιανού, ποιανού; της λέει η άλλη κοκκινίζοντας.

Του Σταμάτη της απαντάει σκάζοντας στα γέλια η Μαριγώ. Έλα, πήγαινε, τα ξέρω, τα ξέρω. Μη μου το κρύβεις. Πήγαινε. Ερωτευμένη και σκληρή δεν ταιριάζει.

Και σπρώχνοντάς την με το χέρι της. Μη τον κάνεις και περιμένει της λέει χαμογελώντας. Μη τον βασανίζεις άλλο να περιμένει πίσω απ' τους βράχους, σας είδα και χτες.

— Μη πεις τίποτα κανενός.

— Όχι, όχι. Αστειεύεσαι Ι

— Γεια σου.

— Γεια σου.

Επί τέλους, μουρμουρίζει ο Γιαννούλης ακούγοντας τα τελευταία λόγια της Αργυρώς ανακουφισμένος, παίρνοντας μια βαθειά αναπνοή. Σηκώθηκε αμέσως και καθώς η κόρη απομακρύνονταν.

— Ψιτ, ψιτ, Μαριγώ, εδώ είμαι της λέει.

— Ήρθες λοιπόν Γιαννούλη, του λέει αυτή ενθουσιασμένη και τα μάτια της άστραψαν ευτυχισμένα.

Τι νέα λοιπόν;

— Την πλησίασε ήσυχα, την κοίταξε επίμονα και τρυφερά στα μάτια και σφίγγοντας το χέρι της, την τράβηξε κοντά του ωσάν να φοβόταν να μη του φύγει και της είπε στενοχωρημένος και διστάζοντας.

— Ακόμη τίποτα.

Page 135: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Γιατί; Δεν τους μίλησες;

— Όχι δε μπόρεσα. Το κατάλαβαν και μ' αποφεύγουν. Και οι λέξεις βγήκαν απ' το στόμα του Γιαννούλη κουρασμένα και σε τόνο απογοήτευσης.

Τα λόγια αυτά πέσανε σαν σφυριές πάνω στην καρδιά της Μαριγούλας. Για πρώτη φορά ένοιωσε ότι ο έρωτάς της σκόνταφτε σε μια άλλη θέληση που στην αφέλειά της δεν την είχε υπολογίσει.

— Λοιπόν; τον ρωτάει, ταραγμένη.

— Μα... θα τους το πω, της απαντάει με κάποια νευρικότητα ο Γιαννούλης.

— Μ' αγαπάει τόσο πολύ ο πατέρας και ο θείος μου Μαυρομαράς του λέει, για να του δώσει θάρρος. Δεν πιστεύω να μη δεχτούν. Μα η καρδιά της αγκυλώθηκε ανάλαφρα καθώς θυμήθηκε το θείο της. Χθες καιροφυλακτώντας με το αυτί κολλημένο στην πόρτα, άκουσε το θείο της, που συζητούσε με τον πατέρα της. Ανάμεσα στα λόγια τους ανακάτευαν πολλές φορές ένα άλλο όνομα άγνωστο σ' αυτήν. Δε μπόρεσε να ξεχωρίσει καλά τα λόγια τους, αλλά τελειώνοντας τη συζήτηση άκουσε το θείο της να λέει:

— Είναι πολύ νέος, πολύ νέος, ακόμη για ν' αποφασίσουμε.

— Αυτά που είπε, ήταν μήπως για το Γιαννούλη;

Μα βγαίνοντας έξω απ' το δωμάτιο ο θείος της κατάλαβε από την ερωτηματική και ανήσυχη λάμψη των ματιών της ότι παρακολούθησε τη συζήτησή τους και την κοίταξε μ' ένα τόσο ψυχρό βλέμμα που την έκανε να τρομάξει.

Είχε αρχίσει κι αυτή ν' αμφιβάλλει.

Βυθίστηκαν και οι δυο στην ίδια συλλογή χωρίς να μιλάνε.

— Μαριγούλα της λέει ύστερα από λίγο ο Γιαννούλης. Πες μου αν αρνηθούν τι θα γίνει;

— Τι θα γίνει, τι θα γίνει του απαντάει η Μαριγώ, συλλογισμένη και μ' αμηχανία. Και τα μάτια της τον αγκάλιαζαν με μια φλόγα λατρείας που μέσα τους έβλεπε κανείς αλλεπάλληλα κύματα ανησυχίας και φόβου.

Μα και ο Γιαννούλης δεν ήταν λιγότερο αναστατωμένος και η Μαριγούλα που το αντιλήφθηκε, και νοιώθοντας πως άρχισε να πονάει, γέρνοντας πάνω του και βάζοντας τα χέρια στους ώμους του, του λέει γλυκά και κρύβοντας τη συγκίνησή της.

— Μα γιατί βάζεις κακές ιδέες στο μυαλό σου. Θα τους αναγκάσω... —το έλεγε αυτό κι έτρεμε ολόκληρη— να δεχθούν.

Ο Γιαννούλης την κοίταζε χωρίς να μιλάει. Μα στα μάτια του άρχισε σιγά - σιγά να ζωγραφίζεται η απελπισία. Ήταν φανερό πως υπόφερε. Και ξεσπώντας:

— Τώρα που σ' αγάπησα, δεν αναπνέω παρά μόνον για σένα, δε ζω παρά για την αγάπη σου. Πόσο ακριβή και αξιολάτρευτη μου είσαι. Συ μ' εμπνέεις. Τρέμω και μόνο με την ιδέα ότι μπορώ να σε χάσω.

Page 136: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Αγάπη μου δε θα σ' αφήσω.

Ο Γιαννούλης θυμήθηκε το χθεσινό του όνειρο.

— Χθες το βράδυ, της λέει, σ' ονειρεύτηκα, ήσουν με μια συντροφιά κοριτσιών και τραγουδούσες. Είχες ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια στο χέρι και χάιδευες ένα μικρό παιδάκι μ' αγγελικό πρόσωπο που σου χαμογελούσε. Σου φώναξα, αλλά δε μ' άκουσες. Εξακολουθούσες να τραγουδάς όταν για μια στιγμή με διέκρινες. Μου χαμογέλασες και γεμάτος θάρρος θέλησα να προχωρήσω κοντά σου. Μα μούγνεψες, όχι. Κατάλαβα ότι δεν ήθελες να φανερώσεις τον έρωτά σου μπροστά στους άλλους και τον κρατούσες μυστικό μόνον για μας. Πλησίασα τότε διακριτικά, και σε μια στιγμή προσπερνώντας από μπροστά μου με μια κρυφή κίνηση που μόνον εσύ μπορούσες να κάνεις, μούβαλες ένα λουλούδι στο χέρι και χάθηκες ανάμεσα στις άλλες. Στη βάση του λουλουδιού ήταν τυλιγμένο ένα χαρτάκι. Τ' άνοιξα και το διάβασα. Έγραφε:

— Σ' αγαπώ.

Ο Γιαννούλης ένοιωσε ξαφνικά να τυλίγουν δυο χέρια το λαιμό του και δυο απαράμιλλα μάτια να μπαίνουν και να τον σιγολιώνουν.

— Πώς να σ' ευχαριστήσω, πόσο με μαγεύεις! Του λέει αυτή. Σ' αγαπώ. Είναι τόσο ωραίο ν' αγαπάει κανείς.

— Και πόσο γλυκά αντηχεί μια φωνή αγαπημένη, που να λέει σ' αγαπώ.

Είχαν ξεχαστεί αγκαλιασμένοι μέσα στο μαγικό αυτό κύκλο που δημιουργεί ο Έρως. Για αρκετή ώρα παρέμειναν έτσι όταν ένας θόρυβος τους απόσπασε απ' τ' όνειρό τους. Ένα πουλάκι πέταξε στα πόδια τους κι ύστερα ένα άλλο.

— Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, της λέει τότε ο Γιαννούλης.

— Τι;

— Ότι δε θα με ξεχάσεις. Κοίταξε με τι πίστη συνοδεύουν το ένα τ' άλλο τα πουλιά.

Και πάλι τα χέρια της ξανατυλίχτηκαν στο λαιμό του και δυο υπερούσια χείλη σφράγισαν το στόμα του.

— Αγάπη μου ποτέ, μα ποτέ...

Μα οι μέρες περνούν χωρίς ωστόσο ο Γιαννούλης να μπορεί να μιλήσει ελεύθερα στους δικούς της. Εξακολουθεί να πηγαίνει τα βράδια στο μεγάλο καφενείο της πλατείας ανάμεσα σ' άλλους που έχουν αντιληφθεί το αίσθημα του Γιαννούλη. Εκεί βλέπει και το Μαυρομαρά που τον κρατάει σε μια διακριτική απόσταση για να μη δώσει λαβή στον κόσμο για σχόλια. Κάποτε που νόμισε πως του δόθηκε η ευκαιρία για του μιλήσει, το σοβαρό, ψυχρό και αδιάφορο βλέμμα του που φανέρωνε τη δυσαρέσκειά του τον αναγκάζει να μη προχωρήσει. Ο Μαυρομαράς εξακολουθεί να του φέρεται το ίδιο φιλικά, αλλά και με την ίδια επιφύλαξη. Μα και ο καιρός περνάει. Έχουν περάσει περισσότερο από δυο μήνες που ο Γιαννούλης βρίσκεται στον Πύργο και οι δουλειές του, τον καλούν να φύγει για την Αθήνα. Και είναι ευτυχισμένος όταν ο Μαυρομαράς τον καλεί ξαφνικά να τον φιλοξενήσει πριν φύγει για την Αθήνα. Εκεί του δίνεται για άλλη μια φορά η ευκαιρία για να ξαναδεί με άνεση την αγάπη του. Πολλές φορές καθώς κοιτάζονται τρυφερά με την Μαριγούλα βλέπει τον Μαυρομαρά να τους παρακολουθεί προσεκτικά αλλά με συμπάθεια και αυτό τον κάνει να πετάει απ' τη χαρά του.

Page 137: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ελπίζει. Αφού τους αποχαιρέτησε, την άλλη μέρα το πρωί ο Γιαννούλης φεύγει για την Αθήνα. Αλλά η εικόνα της Μαριγούλας τον παρακολουθεί συνεχώς και κάθε φορά που τη θυμάται τον γεμίζει από χαρά, τρυφερότητα, κι ελπίδα.

~οο0οο~

Δεν έχουμε αυθεντικές φωτογραφίες της κόρης Χριστοδούλου. Μόνον από περιγραφές Τηνιακών γυναικών συνομήλικων της Μαριγούλας μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα της σπάνια χάρης και της ομορφιάς που είχε μεταφέρει τον καλλιτέχνη στον έξοχο κόσμο του ονείρου. Χωρίς αμφιβολία όμως, η καλλονή, το ήθος της και η όλη όψη της θα ήταν ακαταμάχητα σαγηνευτικά για να κατορθώσει να εξουσιάσει το πνεύμα και να συγκλονίσει ως τα κατάβαθά της την ψυχή του μεγαλοφυούς γλύπτη.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Θ. Βελλιανίτης που την γνώρισε στην ακμή ακόμη της ηλικίας της θα γράψει:

«Την κόρη, που ενέπνευσε στον ευφάνταστον καλλιτέχνη το βαθύ αίσθημα την εγνώρισα στην νεανική μου ηλικία. Αν και είχε περάσει η πρώτη νιότη της, μ' όλα ταύτα διατηρούσε όλη τη δροσιά της άνοιξης της ζωής και η φυσιογνωμία της είχε μια ευγενέστατη έκφραση, η οποία δεν είναι σπάνια στις γυναίκες του Αιγαίου. Ο βαθύτατος εκείνος έρως του εικοσιπεντάχρονου νέου προς την ξανθήν δεκαοκτάχρονη κόρη, διετάραξε τον ρυθμόν της διανοίας τού μεγάλου καλλιτέχνου.»1

Καθώς ο καιρός περνάει, η ιδέα ότι ο Μαυρομαράς του φέρνει συνεχώς εμπόδια χωρίς ν' αποφασίζει να τον συνδέσει οριστικά με τη Μαριγώ, τον καταθλίβει και τον κάνει ν' αναρωτιέται συνεχώς και ν' αμφιβάλλει. Η μελαγχολία του μέρα με τη μέρα μεγαλώνει. Μακριά απ' τα βλέμματα του κόσμου και μέσα στη σιωπή του εργαστηρίου του χύνει κάποια μέρα τα πρώτα δάκρυα. Και όταν τα βράδια πηγαίνει να κοιμηθεί, τη σκέπτεται απελπισμένος κι αρχίζει να κλαίει. Στριφογυρίζει για πολύ στο

Αλλ' ας αφήσουμε τον ίδιο το Χαλεπά να μιλήσει για το μεγάλο και συγκλονιστικό αυτό αίσθημά του που στάθηκε μοιραίο για τη ζωή του και που τις δονήσεις του ένοιωθε ακόμη και γέροντας κι όμως με πόση ευφροσύνη, γλυκύτητα και εγκαρτέρηση.

Να τι είπε όταν τον ρώτησαν.

«Είχα και εγώ, όπως όλοι, κάποια περιπέτεια, που επέδρασε κι αύτη στα ζήτημα της υγείας μου. Γυρίζοντας απ' το Μόναχο και ερχόμενος στην Αθήνα, επήγα στο χωριό μου στον Πύργο. Υπήρχε εκεί ένα κορίτσι που στάθηκε μοιραίο για μένα, την έλεγαν Μαριγώ - Μαριγώ Χριστοδούλόυ, ανηψιά του δικηγόρου Μαυρομαρά (και τα μάτια του βούρκωσαν). Την αγαπούσα και μ' αγαπούσε κι αυτή πολύ. Και ύστερα σκουπίζοντας τα δάκρυά του εξακολούθησε. Το ειδύλλιό μας αυτό, που ήταν τόσο αγνό, τόσο ιερό που το θυμάμαι ως τώρα, βάστηξε τρία ολόκληρα χρόνια. Ενεπνεύστηκα πολλά έργα απ' αυτήν, μα βρισκόμενος μερικές ώρες σε άσχημες ψυχολογικές στιγμές, τάσπαζα και τάκανα κομμάτια. Έπειτα παντρεύτηκε. Ο πατέρας της βλέπετε, οι συγγενείς...»

~οο0οο~

Φτάνοντας στην Αθήνα ο Γιαννούλης ασχολείται με την εκτέλεση της προτομής του Καρτάλη, με διάφορες άλλες σπουδές του που δε διασωθήκανε, αλλά προ παντός στο πρόπλασμά του τη «Μήδεια»

1 Θ. Βελλιανίτη, εφ. Αθήναι, 4-2-1915.

Page 138: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 139: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

κρεβάτι του ως που κουρασμένος πια αποκοιμιέται. Πολλές φορές την ονειρεύεται.

Με τους πρώτους θορύβους της αυγής ξυπνάει. Είναι κακοδιάθετος και κακονυχτισμένος. Σηκώνεται, πλένεται και κατεβαίνει στο εργαστήριό του. Μέρα με τη μέρα γίνεται πιο σκυθρωπός και αμίλητος.

Οι δικοί του δεν μπορούν να εξηγήσουν τη στάση του. Ο άλλοτε ομιλητικός Γιαννούλης έχει γίνει παράξενος. Είναι ανήσυχος και μια σκιά θλίψης πλανιέται στο πρόσωπό του.

— Τι σου συμβαίνει παιδί μου; τον ρωτάει πολλές φορές, ανήσυχη και γεμάτη έγνοια η μητέρα του.

— Τίποτα, τίποτα, της απαντάει απότομα ο Γιαννούλης και κλείνεται στο εργαστήριό του.

Μα πολλές φορές ξεσπάει και της εξομολογείται πως δε μπορεί να κοιμηθεί, αλλά για το βαθύ και τρυφερό αίσθημά του ουδέποτε μιλάει. Δε θέλει να ομολογήσει ότι η αιτία είναι αυτό. Αυτό ενδιαφέρει μόνον τον εαυτόν του και ο ονειροπόλος τύπος του ντρέπεται να το φανερώσει.

Μήνες τώρα περνάει αυτές τις ανήσυχες, αγωνιώδεις και εκνευριστικές νύχτες.

Είναι άνοιξη του 1878. Γύρω η φύση έχει ξυπνήσει από το χειμωνιάτικο λήθαργό της, τα γύρω βουνά έχουν πρασινίσει, αρώματα πλημμυρίζουν τους κήπους που είναι καταστόλιστοι από λουλούδια. Ένα ποτάμι μουσικής άπειρων κελαηδισμών ξεχύνεται μέσ' απ' τις φυλλωσιές των δέντρων. Ζευγαρωμένα τα πουλιά μόλις τελειώσουν το εωθινό τους τραγούδι διασκορπίζονται με το ανέβασμα του λαμπρού άστρου της ημέρας δω και κει και τραγουδώντας και παίζοντας χαρούμενα φεύγουν και ξανασυναντιούνται ευτυχισμένα. Συγκεντρώνουν υλικό και κτίζουν στις βαθιές φυλλωσιές τις φωλιές τους.

Μα όλοι αυτοί οι γιορταστικοί θόρυβοι στην ερωτευμένη ψυχή του Γιαννούλη που της λείπει το ταίρι, φτάνουν σαν μια μελαγχολική μουσική, που του πληγώνει πιο πολύ τη καρδιά.

Έχει αρχίσει ν' απογοητεύεται. Αποξενώνεται απ' τον κόσμο και τη μόνη του παρηγοριά τη βρίσκει στη δουλειά.

Βδομάδες τώρα εργάζεται εντατικά. Το πρωί τον βρίσκει στο εργαστήριό του μπροστά στα προπλάσματά του, να τα επιθεωρεί, να τα χαλνάει, να τα μεταβάλλει, να τα φτιάνει και να τα ξαναφτιάνει. Συνεχίζει την εργασία του ανικανοποίητος ως το απόγευμα. Μόλις τρώει κάτι, για να συνεχίσει αμέσως τη δουλειά του ως αργά το βράδυ. Αυτή η έκφραση του προσώπου της Μήδειας δεν είναι αυτή που πρέπει... Αν την αλλάξω;...

— Τι άσχημα που γελάει αυτός ο Σάτυρος! Αν του αλλάξω την έκφραση; Κοίταξε... πώς γελάει; Σαν ηλίθιος.

Καλύτερα να τον σπάσω.

— Αυτή η μάγισσα, η φαρμακεύτρα, η Μήδεια γιατί να σκοτώσει τα παιδιά της; τι τις φταίγανε; γιατί δε σκότωνε τον άντρα της;

Μα απορρίπτει αμέσως αυτές τις παράλογες σκέψεις με τα αναπάντητα ερωτηματικά.

Την εποχή αυτή ακριβώς στις αρχές του 1878 δέχεται και την επίσκεψη της κ. Αφεντάκη που του παραγγέλνει το άγαλμα της κόρης της, που ο καλλιτέχνης όντας στο αποκορύφωμα του εκνευρισμού του και του ψυχικού του άλγους, αλλά και του καλλιτεχνικού του οίστρου εξ αιτίας του έρωτά του, της

Page 140: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

φέρεται με τέτοια περιφρόνηση, ώστε να την αναγκάσει θέλοντας και μη, να τον παρακαλέσει ν' αποπερατώσει το γλυπτικό σέμνυμα των νεώτερων χρόνων, το αριστούργημά του την Κοιμωμένη.

Όταν η Αφεντάκη άρχισε να εκφέρει τις γνώμες της και να κάνει τις παρατηρήσεις της, ο Χαλεπάς παρ' όλες τις συστάσεις του αδελφού του να δείξει υπομονή, της απάντησε έξαλλος.

«Εβαρύνθην με τας συμβουλάς και τας καλλιτεχνικάς σας κρίσεις. Εις το εξής σας παρακαλώ, να παύσετε τας καλλιτεχνικάς κρίσεις, διότι θ' αναγκασθώ και εγώ να παύσω πάσαν εργασίαν. Σας δέχομαι ως επισκέπτριαν. Πρέπει να εννοήσετε ότι εγώ είμαι ο εκτελεστής του έργου. Αλλέως δε θα τελειώσωμεν ποτέ...»1

Αλλά η συνεχής αυτή επιτήρηση και τα εμπόδια που του βάζουν, οι προσπάθειες που κάνουν για να τον απομονώσουν, έχουν εκνευρίσει ολότελα τώρα τον παράφορο και ευαίσθητο Γιαννούλη.

Αποπερατώνοντας την «Κοιμωμένη του» κι αφού την τοποθέτησε στη θέση της στο Α' Νεκροταφείο των Αθηνών, φεύγει τέλος τον Ιούλιο μαζί με τον αδελφό του στην Τήνο για να ξεκουραστεί.

Επισκέπτεται τους Μαυρομαράδες που τον υποδέχονται πάλι με την ίδια εγκαρδιότητα. Αλλά καθώς οι βδομάδες περνούν προσέχουν ότι κάτι έχει αλλάξει, κάτι το ανήσυχο και ταραγμένο υπάρχει στη συμπεριφορά του Γιαννούλη κι αυτό αρχίζει να τους κάνει σκεπτικούς. Μα και τη Μαριγούλα τώρα αρχίζει να τη συναντάει πολύ σπάνια. Ο πατέρας και οι συγγενείς της τώρα παρακολουθούν αυστηρά τις σχέσεις τους. Το χωριό έχει μάθει κι αρχίζει να σχολιάζει το αίσθημά τους.

— Ας περιμένουμε ως του χρόνου και βλέπουμε, λέει του πατέρα της Μαριγώς ο Μαυρομαράς, ύστερα από μια συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της ένωσής τους. Αν κι έχει μάθει για τις έξοχες γλυπτικές εργασίες του Γιαννούλη στην Αθήνα, όμως δεν το αποφασίζει.

Αυτή η κατάσταση στενοχωρεί, αλλά δεν απελπίζει τον ερωτευμένο Γιαννούλη. Ο έρως πάντα άγρυπνος και πονηρός βρίσκει πάντα τρόπους να συνεννοηθεί.

Όταν δε μπορεί να τη συναντήσει μόνη της, κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία περνάει κάτω απ' το σπίτι της. Πότε - πότε τη βλέπει και τη χαιρετάει σοβαρός όπως κι όλους τους γείτονες.

Και ένα απόγευμα γυρνώντας απ' το κυνήγι του, όπου ξαναφρεσκάριζε το πνεύμα του και ξανάβρισκε τη γαλήνη του, τη βλέπει μόνη της στο μπαλκόνι. Οι ματιές τους διασταυρώνονται και αρχίζουν την μυστική τους κουβεντούλα. Δε μιλάνε. Τη χαιρετάει μ' ένα γνέψιμο του κεφαλιού. Της χαμογελάει και κάτι της ψιθυρίζει.

Η κόρη δε μπορεί να κρατηθεί. Ρίχνει μια ματιά ολόγυρά της. Στο δρόμο και στα γύρω παράθυρα δεν υπάρχει άνθρωπος. Του χαμογελάει κι αυτή και κόβοντας ένα λουλούδι απ' τη γλάστρα της το αφήνει να πέσει κάτω και μπαίνει αμέσως μέσα.

Ο πατέρας της βλέπεις, οι κακές γλώσσες...

Το λουλούδι στριφογυρίζει ανάλαφρα στον αγέρα, ο Γιαννούλης τ' αρπάχνει και το φέρνει στα χείλη του σαν ουρανόσταλτο φιλί.

Παραμονεύοντας πάντοτε, κατορθώνει έτσι να τη βλέπει πότε - πότε, κρυφά απ' τους δικούς της.

1 Στρατή Δούκα, Νέα Βιογραφικά, σελ. 15

Page 141: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Γιατί δε με ζητάς απ' τον πατέρα μου; Τον προτρέπει διαρκώς η Μαριγούλα τις ελάχιστες φορές που συναντιούνται.

Μα ο Γιαννούλης αναποφάσιστος αναβάλλει μέρα με τη μέρα. Δεν τολμάει να κάνει την πρόταση αυτή γιατί του φέρονται πάντοτε με την ίδια αν όχι με μεγαλύτερη ψυχρότητα.

Όταν τη βλέπει θέλγεται, εγκαρδιώνεται κι ελπίζει, όταν δεν τη βλέπει μελαγχολεί και απελπίζεται.

Μα αυτή η διελκυστίνδα, αυτό το δράμα των ψυχικών μεταπτώσεων, δε μπορούσε να διαρκέσει επ' άπειρον.

Έφθασε ο καιρός που ο Γιαννούλης θα ξαναγύριζε στην Αθήνα. Έπρεπε να φύγει, αλλά δεν ήθελε να φύγει με το βάρος της απογοήτευσης στην καρδιά. Ήθελε να ελπίζει κι αποφασίζει τέλος να τη ζητήσει. Είναι οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1878. Ξανασυναντιέται για τελευταία φορά στο σπίτι της αγαπημένης του που πάει να την αποχαιρετήσει. Η θέα της τον μαγεύει και αφαιρεί ένα μεγάλο μέρος μελαγχολίας από την ψυχή του. Λένε τα τελευταία τους λόγια μπροστά στους δικούς της που τους αποχαιρετάει. Η κόρη βλέπει τη θλίψη του και πονά. Μαντεύει όμως στα μάτια του ότι ο Γιαννούλης κάτι θέλει να πει στον πατέρα της και καθώς τον κατευοδώνουν, αυτή βρίσκοντας την ευκαιρία, καθώς προχωρούσαν στην έξοδο, του ψιθυρίζει.

— Ζήτησέ με λοιπόν απ' τον πατέρα μου.

Η ενθάρρυνση αυτή του αναφτερώνει το ηθικό. Αλλά όταν αργότερα συναντάει τον πατέρα της και τη ζητάει για γυναίκα του, αυτός του απαντάει:

— Αυτό δε μπορούμε να στο υποσχεθούμε Γιαννούλη. Αργότερα... Δεν ξέρω... Θα δούμε...

Η αόριστη απάντηση πλημμυρίζει από οδύνη το Γιαννούλη που φεύγει απ' την Τήνο με ραϊσμένη την καρδιά.

~οο0οο~

Ο Γιαννούλης τώρα ξαναγυρίζει μόνος του στην Αθήνα συγχυσμένος και συντριμμένος. Ξαναπέφτει πάλι με την ίδια μανία στη δουλειά για να ξεχάσει.

Είναι μέρες που ο Γιαννούλης καταντάει να δουλεύει 20 ώρες το ημερονύχτιο.1

Βρισκόμενος μέσα στο εργαστήριό του και βλέποντας το πρόπλασμα της Μήδειας κάθε τόσο αναθυμάται τα λόγια του Ιάσωνα;

Πολλές φορές σταματάει να δουλεύει και ώρες ολόκληρες κάθεται μελαγχολικός, αμίλητος και συλλογισμένος, ενώ άλλοτε κλείνεται ερμητικά στο εργαστήριό του και δουλεύει συνεχώς και δουλεύει αδιάκοπα τη Μήδειά του, μόλις τρώει κάτι, κι έχει απαγορεύσει να τον ενοχλούν.

Η Μήδεια με τα τόσα ερωτηματικά της τον έχει αναστατώσει. Η μετάβασή του στην Tήνo πριν από λίγο καιρό όπου ξαναείδε την αγάπη του, που οι γονείς και ο θείος της δεν είχαν αποφασίσει να τον ενώσουν μαζί της, γίνεται μια ακόμη αιτία οργής και οδύνης. Ένας σάλος αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων έχει δημιουργηθεί μέσα του και τον συγκλονίζει. Η Μήδεια τον έχει συνταράξει και την κόρη που αγαπάει έχει αμφιβολίες αν ποτέ θα την αποκτήσει.

1 Μ. Δειλινού, εφ. Εσπερινή, 22-4-1928.

Page 142: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Ω, ελεεινή, γυναίκα, ω σιχαμένη για μένα, για τους θεούς, για όλον τον κόσμο, που στα παιδιά που εγέννησες πανάθλια μπόρεσες να βυθίσεις το μαχαίρι.

.........................................................

Ποτέ δε θα βαστούσε μια Ελληνίδα, τουλάχιστο απ' αυτές που πριν σε πάρω μου ταίριαζαν, να κάμει τέτοιο πράγμα...1

1 Κούλη Αλέπη Μετάφρ. Μήδεια Αθήνα 1933.

Και πάλι, αυτός ο σάτυρος γιατί να γελάει έτσι; Με κοροϊδεύει;

Και είναι πολλές φορές που στέκεται μπροστά στο Σάτυρο και θωρώντας τον για αρκετό διάστημα αναρωτιέται γιατί τον κοροϊδεύει και μη βρίσκοντας απάντηση αρχίζει κι αυτός να χαχανίζει και να τον κοροϊδεύει το ίδιο.

Έπειτα θυμώνοντας αρχίζει να του πετάει πηλούς, να τον γρατζουνίζει με τα χέρια του και να τον μολυβώνει μουντζουρώνοντάς τον, νομίζοντας πως είναι ζωντανό πλάσμα.

Μα αυτός εξακολουθεί να τον κοιτάζει περιπαικτικά.

— Γιατί γελάς, γιατί γελάς;... μουρμουρίζει.

Μα ύστερα από λίγο συνέρχεται από την ψευδαίσθησή του και συγκεντρώνεται.

— Μα τι κάνω, τι κάνω, τι έπαθα; σκέπτεται και αναρωτιέται συνεχώς, χωρίς να βρίσκει λύση.

Δάκρυα αρχίζουν να πλημμυρίζουν τα μάτια του δυστυχισμένου καλλιτέχνη.

— Θεέ μου! Θεέ μου! μουρμουρίζει και σταυροκοπείται· σε τι έφταιξα εγώ; Γιατί, γιατί;...

Και πέφτοντας εξαντλημένος πάνω σε μια καρέκλα κλαίει, κλαίει, συνεχώς σαν μικρό παιδί.

— Αχ! δυστυχία μου, δυστυχία μου, φωνάζει κάθε τόσο απελπισμένος, ο άμοιρος καλλιτέχνης.

Θέλει ν' απαγκιστρωθεί απ' αυτά τα θεάματα. Το μυαλό του αρχίζει να μη λειτουργεί κανονικά. Το κορίτσι, που θα μπορούσε ν' απασχολήσει με λίγα θερμά λόγια και τη γλυκιά συντροφιά του το καταπονημένο του πνεύμα, είναι μακριά. Ω! αν μπορούσε, αν οι δικοί της δέχονταν!...

Είναι στιγμές που οι αμφιβολίες του διασκεδάζονται, που ελπίζει σ' αυτό το θαύμα και αυτή η ελπίδα τον εγκαρδιώνει.

Και τότε όλα γύρω του φωτίζονται μ' ένα ευφρόσυνο φως και ονειροπολεί, για να κατακλυσθεί σε λίγο από τις ίδιες μαύρες σκέψεις που θα τον ρίξουν εξουθενωμένο σε μια πιο μεγάλη απελπισία.

Είναι ένα ψυχικό και πνευματικό ναυάγιο, που όμως διατηρεί ένα μεγάλο μέρος της ενότητάς του.

Page 143: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Η μελαγχολία του όσο πάει και μεγαλώνει. Διατηρεί αλληλογραφία με τον αδελφό του που βρίσκεται στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, που του γράφει ότι «δεν αισθάνεται τον εαυτό του καλά.»1 Απελπισμένη η μητέρα του γράφει συνεχώς γράμματα στον άντρα της και το γιό της: «εργάζεται υπέρ το δέον, μου παραπονείται ότι έχει διαρκώς πονοκέφαλον και έγινε πολύ μελαγχολικός. Διαρκώς πηγαίνει εις τον ιατρόν, αλλά η κατάστασις εξακολουθεί η αυτή.»2

»Ο αδελφός του τότε έγραψε στον πατέρα του, που βρισκόταν στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης, που αναγκάζεται να κατέβει στην Αθήνα, στις αρχές του 1879. Εκεί ο πατέρας του αφού συμβουλεύτηκε τους γιατρούς, έστειλε το Γιαννούλη στα Λουτρά της Λούτσας, κοντά στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, μισή ώρα μακριά απ' τ' Αλάτσατα, όπου δούλευε ο αδελφός του Νικόλας και στον οποίο ο πατέρας του είχε αναθέσει την επιτήρησή του. Αλλά μια μέρα ο Γιαννούλης φεύγοντας ξαφνικά απ' τη Λούτσα, πήγε στ' Αλάτσατα κοντά στον αδελφό του και αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει. Αυτό ανάγκασε τους δικούς του να τον μεταφέρουν στη Σμύρνη, όπου έκανε και μερικά επεισόδια, και 15 μέρες αργότερα στην Τήνο όπου έκαμε και το τελευταίο του τραγικό επεισόδιο. Στην Τήνο τις πρώτες μέρες τού έκανε πλούσιο τραπέζι και ο πατέρας της Μαριγώς Χριστοδούλου. Εκεί ο πατέρας του αφού συμβουλεύτηκε τους γιατρούς αποφάσισε να τον στείλει στην Ιταλία με τη συνοδεία του αδελφού του και ενός ξαδέλφου του, απ' όπου ξαναγυρίζοντας ύστερα από τρεις μήνες στην Ελλάδα τον ξαναπήγαν στην Τήνο, όπου και παράμεινε οριστικά ως την εποχή που τον κλείσανε στο Ψυχιατρείο Κερκύρας».

Αυτό συμβαίνει μήνες τώρα. Τι θα γίνει; Ο Γιαννούλης χειροτερεύει.

3

Η μελωδία της μουσικής και οι συζητήσεις με την εύθυμη και καλόκαρδη συντροφιά, που απασχόλησαν λίγο πιο πριν το πνεύμα του, απομακρύνθηκαν από μέσα του κι έσβησαν σιγά - σιγά

~οο00οο~

Περνώντας απ' τη Σμύρνη, ύστερα από την απόπειρά του της αυτοκτονίας στα Αλάτσατα, φιλοξενήθηκαν με τον αδελφό του στο σπίτι του θείου του Ζαφείρη. Ο θείος του και ο αδελφός του τον έχουν υπό διαρκή επιτήρηση, δεν τον αφήνουν ποτέ μοναχό και τον συνοδεύουν παντού όταν βγαίνει έξω, γιατί ο δυστυχισμένος καλλιτέχνης έχοντας πλέον συνείδηση της τραγικής του κατάστασης καιροφυλακτεί όταν του δοθεί η ευκαιρία ν' αυτοκτονήσει.

Κάθε βράδυ βγαίνουν μαζί του έξω και κάθονται σ' ένα από τα μεγάλα παραλιακά καφενεία της Σμύρνης. Εκεί ο Γιαννούλης αγναντεύοντας το πέλαγος ηρεμεί και ξεχνάει διασκεδάζοντας τις ζοφερές σκέψεις του που τον σπρώχνουν στην αυτοκτονία. Έχει πότε - πότε τέτοιες στιγμές νηφαλιότητας και αυτοσυγκέντρωσης Σε μια τέτοια ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν όταν μια απ' αυτές τις μέρες, ήλθαν και κάθισαν στο τραπέζι τους μερικοί πατριώτες και φίλοι του θείου του με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν ακόμη τίποτα για το νόσημά του. Βλέποντάς τους ο Γιαννούλης καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, και κατορθώνει τέλος να επιβληθεί στον εαυτό του. Καταχωνιάζει στο βάθος της ψυχής του το δράμα του και τους συντροφεύει φαινομενικά απαθής. Σε λίγο η δροσερή θαλασσινή αύρα που έφτανε απ' το πέλαγος, η μουσική και οι συζητήσεις απασχολούν το πνεύμα του. Οι ζοφερές και μελαγχολικές σκέψεις του διαλύονται. Παίρνει μέρος στη συζήτηση κι όλη την ώρα της συναναστροφής, ο πάγος της σιωπής του σπάζει και γίνεται πρόσχαρος και ομιλητικός.

Ο θείος του και ο αδελφός του απορούν.

Αφού κάθισαν αρκετό διάστημα φεύγοντας πήγαν να κοιμηθούν.

1 Στρατή Δούκα, Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα Βιογραφικά, σελ. 16. 2 Στρατή Δούκα, Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα Βιογραφικά, σελ. 16. 3 Πληροφορίες παρμένες από το βιβλίο του Στρατή Δούκα, Γιαννούλης Χαλεπάς. Νέα Βιογραφικά σελ. 16-19

Page 144: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σαν μια μακρινή ηχώ. Τη θέση τους τη διαδέχθηκε η σιγή, που διακοπτόταν από τη ρυθμική ανάσα του αδελφού του. Οι ίδιες καταθλιπτικές σκέψεις αρχίζουν να τον περιζώνουν. Η Μήδεια, η ανηψιά Μαυρομαρά, τα θέματα των συνθέσεών του, ο Χριστοδούλου και πάλι η Μαριγούλα... στριφογυρίζουν διαρκώς στο μυαλό του.

Θέλει να κοιμηθεί αλλά δε μπορεί. Ανακάθεται στο κρεβάτι του κρατώντας μέσα στις παλάμες το κεφάλι του, που τον πονεί. Μένει σ' αυτήν την στάση αρκετή ώρα. Τον απασχολεί για λίγο η Μήδεια. Μα η εικόνα της εξαφανίζεται σε λίγο για να την διαδεχθεί η οπτασία της κόρης Χριστοδούλου, που του φέρνει γλυκές αναμνήσεις. Ανάμεσα στις άλλες αναμνήσεις του θυμάται ξαφνικά την ημέρα που είχε πάει στο σπίτι της να τους επισκεφθεί όταν πριν δυο χρόνια είχε πάει στην Τήνο για δεύτερη φορά για να παραθερίσει. Η μητέρα της έλειπε στης γειτόνισσας και ήταν μόνη της στο περιβόλι του σπιτιού τους, που όταν τον είδε:

— Γιαννούλη! συ εδώ του είπε ξαφνιασμένη. Πότε ήρθες;

Ο Γιαννούλης την κοίταζε εκστατικός.

— Ναι, της λέει ύστερα από λίγο με κομμένη φωνή. Έφτασα χθες κι ήρθα να σας δω. Δεν ήθελες;

Η κόρη χαμήλωσε το κεφάλι της.

— Τι λόγος; του λέει. Κι αμέσως σηκώνοντας τα μάτια της βύθισε το βλέμμα της στα μάτια του Γιαννούλη που τον έκανε να νοιώσει ένα γλυκό και παρατεταμένο ρίγος.

Και η κόρη σκύβοντας και κόβοντας γρήγορα - γρήγορα λίγα λουλούδια για το βάζο της για να κρύψει την ταραχή της, τον πλησίασε και σφίγγοντάς του διακριτικά το χέρι, τον χαιρετάει και του λέει:

— Καλώς όρισες. Πάμε μέσα. Η μητέρα λείπει στης κυρά Τζωρτζάκαινας. Να της φωνάξω...

— Καθώς ανέβαιναν τη σκάλα η κόρη γλίστρησε και ο Γιαννούλης πιάνοντάς την απ' τη μέση τη συγκράτησε και τη βοήθησε, κρατώντας την έτσι απαλά ως που να φτάσει στο κεφαλόσκαλο.

Η κόρη του χαμογελούσε, συζητώντας, ενώ ο Γιαννούλης αποθαύμαζε αμίλητος, πότε σφίγγοντας και πότε χαλαρώνοντας το ωραίο αυτό κορμί, απολαμβάνοντας μ' όλες τους τις αισθήσεις, πνευματικές και υλικές, το καλλιτεχνικό του όνειρο.

Πολλές φορές έγειρε το κεφάλι του με την πρόθεση να τη φιλήσει, αλλά κάτι τον συγκρατούσε. Μα καθώς μπαίνανε στη σάλα, το κεφάλι του ωσάν να το 'σπρωχνε μια αόρατη δύναμη, πλησίασε τόσο πολύ το πρόσωπό της ώστε να νοιώσει τη δροσιά της ύπαρξής της ως τα κατάβαθά του. Συνεπαρμένος τότε και καθώς την κρατούσε με το δεξί του χέρι απ' τη μέση, αγκάλιασε με το αριστερό του το κεφάλι της και της έδωσε ένα τρυφερό και πεταχτό φίλημα.

Η κόρη αποσπάστηκε από κοντά του κοκκινίζοντας. Πηγαίνω να φωνάξω τη μητέρα μου, του λέει αλαφιασμένη και εξαφανίστηκε πίσω απ' την πόρτα τρέχοντας.

Ήταν το πρώτο του φιλί.

Στη θύμηση αυτή ο Γιαννούλης ένοιωσε ένα οδυνηρό αγκύλωμα.

Γιατί, γιατί; αναρωτήθηκε.

Page 145: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και πηδώντας απ' το κρεβάτι του αρχίζει να διασχίζει πέρα-δώθε το δωμάτιο. Ερεθίζεται, πνίγεται, θέλει ν' αναπνεύσει. Πλησιάζει και θέλει ν' ανοίξει το παράθυρο μα η πετούγια δεν γυρίζει και ο φόβος ότι θα ξυπνούσε τον αδελφό του τον αναχαιτίζει. Βυθίζει το απλανές βλέμμα του μέσα στο αστροφώτιστο διάστημα. Αποδιώχνει διαδοχικά απ' το πνεύμα του την εικόνα της Μήδειας και του Σάτυρου. Θυμάται την Αφεντάκη, την «Κοιμωμένη» του, τη ζωή του στο Μόναχο και ξαναγυρίζει στην κόρη Χριστοδούλου.

— Ω Θεέ μου, Θεέ μου! Μουρμουρίζει, ζωή είναι αυτή;

Μένει μισόγυμνος σ' αυτήν τη θέση, με το βλέμμα του κολλημένο στα τζάμια του παραθύρου. Έχει χάσει τη συνείδηση του χρόνου. Αρχίζει να κρυώνει, νυστάζει. Σέρνεται τέλος, αποκαμωμένος στο κρεβάτι του και αποκοιμιέται ταραγμένος.

Οι θόρυβοι που κάνει το πρωί ο αδελφός του, καθώς σηκώνεται κι ετοιμάζεται τον ξυπνούν.

Ανατινάζεται απ' το κρεβάτι του κοιτώντας μ' αγωνία.

Ο αδελφός του είναι έτοιμος να βγει έξω.

— Πού πας; του λέει φοβισμένος.

— Πάω να δω μήπως ήλθε ο πατέρας, που μ' έχει ειδοποιήσει ότι θάρθει. Ίσως αργήσω λίγο. Μην ανησυχήσεις.

— Καλά πήγαινε.

Ο αδελφός του βλέποντας το Γιαννούλη ανήσυχο και ερεθισμένο ειδοποιεί το θείο του Ζαφείρη να τον προσέχει. Τα παράθυρα τα έχουν καρφώσει ώστε να μην υπάρχει λόγος ν' ανησυχούν.

Καιρός είναι σκέπτεται ο Γιαννούλης, τώρα που λείπει να τελειώνουμε. Τι μου χρειάζεται να ζω; Μουρμουρίζει.

Διευθύνεται τότε στο παράθυρο, προσπαθεί να τ' ανοίξει, αλλά ανακαλύπτει πως είναι καρφωμένο. Προχωρεί τότε προς την πόρτα και τη μισανοίγει. Βγάζει το κεφάλι του έξω και ρίχνει κατασκοπευτικά βλέμματα ολόγυρα, αλλά δε βλέπει κανένα. Βγαίνει τότε έξω και βαδίζει σιγά - σιγά και με προσοχή προς τη σκάλα της ταράτσας. Τα μάτια του παίζουν στις κόγχες τους σαν χάντρες. Μα ο θείος του που παραμονεύει στο δωμάτιό του, τον βλέπει. Σηκώνεται τότε και προχωρώντας πίσω του, Γιαννούλη «του φωνάζει.» «Πού πας;» Ο Γιαννούλης γυρίζεσαι τον βλέπει ξαφνιασμένος ορμάει τώρα τρέχοντας κι αρχίζει ν' ανεβαίνει τις σκάλες. Ο θείος του αντιλαμβάνεται από το ζοφερό, μεταλλικό και γεμάτο απόγνωση βλέμμα του τις διαθέσεις του. Ο κίνδυνος του δίνει φτερά στα πόδια. Με δυο τρεις σάλτους φτάνει στη σκάλα και πηδώντας σαν γάτα τα σκαλιά αρπάζει απ' τα ρούχα το Γιαννούλη και τον σέρνει προς τα κάτω. Ο Γιαννούλης κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να του ξεφύγει, μα ρωμαλεότερος ο θείος του, τον τραβάει κοντά του. Παλεύοντας έτσι έχουν μπει μέσα στο δωμάτιο του θείου του, όπου στο κέντρο του, πάνω στο τραπέζι, υπάρχει μια λάμπα. Στην απελπισία του ο Γιαννούλης απλώνει το χέρι του και πριν καλά - καλά το αντιληφθεί ο θείος του, ο Γιαννούλης έχει αρπάξει κιόλας το γυαλί και σπάζοντάς το φουχτώνει τα κομμάτια του και τα φέρνει στο πρόσωπο του. Τα χέρια του ματώνουν. Μα ο θείος του αρπάζοντας του αμέσως το χέρι του απ' τον καρπό το απομακρύνει και καθώς είναι χειροδύναμος σφίγγοντάς το με δύναμη το παραλύει. Τα δάχτυλα του Γιαννούλη ανοίγουν και τα κομμάτια της λάμπας πέφτουν κάτω.

Ύστερα τραβώντας βίαια το Γιαννούλη στο κρεβάτι του τον αναγκάζει με απειλές να καθίσει, Ο

Page 146: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Γιαννούλης ύστερα απ' τις φωνές και τις απειλές του θείου του συμμορφώνεται σαν παιδάκι. Αφήνει να τον πλύνει και να του δέσει τις πληγές και να τον ξαπλώσει ύστερα στο κρεβάτι του, όπου σε λίγο ο άυπνος και βασανισμένος Γιαννούλης παραδίνεται αμέσως σ' ένα βαθύ καταπραϋντικό και ευεργετικό ύπνο.

Όταν το μεσημέρι έφτασαν ο πατέρας του και ο αδελφός του, ο Ζαφείρης γνέφοντάς τους να μη κάνουν θόρυβο και τον ξυπνήσουν, τους περνάει μέσα στο άλλο δωμάτιο όπου και τους διηγήθηκε τα γεγονότα. Ύστερα απ' αυτό ο πατέρας τον πήρε κι έφυγαν για την Τήνο. Εκεί αφού συμβουλεύτηκε τους γιατρούς αποφασίζει να στείλει το Γιαννούλη στην Ιταλία. Με συνοδούς τον αδελφό του Νίκο κι έναν ξάδελφό του φεύγουν τότε και πηγαίνουν ένα μήνα στη Φλωρεντία, ύστερα στη Ρώμη όπου παραμένουν άλλον ένα μήνα, σταθμεύουν για λίγες μέρες στη Νεάπολη. Εν τω μεταξύ επισκέπτονται την Πομπηία και κατά τα τέλη του Δεκέμβρη του 1879 ξαναγυρίζουν στην Αθήνα.

Μα η κατάσταση του Γιαννούλη παρ' όλες τις ελπίδες των γιατρών ότι θα καλυτέρευε η υγεία του είναι η ίδια.1

«Ολίγας όμως ημέρας προ της αποπερατώσεως του έργου και πριν χυθεί τούτο εις γύψον, υπέστη ο υπέροχος γλύπτης διάσεισιν κ.λ.π»

Ο πατέρας του ύστερα απ' αυτά θέλει να τον κλείσει στο ψυχιατρείο, αλλά η μητέρα του ούτε θέλει να το ακούσει. Τότε αποφασίζουν να τον στείλουν στην Τήνο.

Σε λίγο ο πατέρας του πουλάει το σπίτι της Αθήνας και ξαναγυρίζει στην Τήνο όπου και εγκαθιστά και την οικογένειά του οριστικά. Η μεγαλύτερη αδελφή του φροντίζει και μεταφέρει όλα τα γύψινα εκμαγεία έργα του αδελφού της στην Τήνο. Για να μη τα βλέπει ο άρρωστος Γιαννούλης και πειράζεται, τα τοποθετούν στο απέναντι υπόγειο στο σπίτι του γείτονά τους Τριανταφύλλου (κατώγι της Γιαλτάκαινας). Δεν ξέρουμε αν μαζί μ' αυτά μετέφερε και το εκμαγείο της Μήδειας ή αν λόγω του υπερφυσικού μεγέθους του το κατέστρεψε, ή ίσως αν και τελειωμένο, λόγω της παθήσεως του Χαλεπά, δεν πρόλαβαν να το χύσουν στο γύψο, το εγκατέλειψαν. Πάντως στην Τήνο ασφαλώς δε μετεφέρθη, γιατί όταν αργότερα ανάμεσα στ' άλλα έργα του βρέθηκε στο σπίτι του Τριανταφύλλου η «Φιλοστοργία του», ουδέ λόγος έγινε εύρεσης έστω και ενός τμήματος της «Μήδειας»

Ο Ξενοφών Σώχος, που ήλθε σε άμεση επαφή με τους συγχρόνους του Χαλεπά ζωγράφους Οικονόμου και Πανώριον που ασφαλώς συζήτησε μαζί τους βεβαιώνει ότι:

2

1 Η μόνη λογική απάντηση του Γιαννούλη στο διάστημα του ταξιδιού τους ήταν μόνο μια μέρα που βλέποντας ένα κορμό αρχαίου αγάλματος στο Βατικανό είπε: «Βλέπεις αυτόν τον κορμό; Είναι τέχνη μεγάλης αξίας· είναι έργον Ελληνικό κλεμμένο. Άκουσε λοιπόν. Όταν ο Μιχαήλ Άγγελος, ο καλλιτέχνης, έχασε στα γεράματα το φως του, η μόνη του απόλαυση ήταν να έρχεται καθημερινώς εδώ και να ψηλαφίζει αυτό το άγαλμα με τα χέρια του» Βλ. Στρατή Δούκα: Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα βιογραφικά, σελ. 18. 2 Ξεν. Σώχου, «Πανελλήνιον Λεύκωμα», Δ' Τόμος. Καλαί Τέχναι.

Όταν αργότερα στην Αθήνα η ανηψιά του Ειρήνη Χαλεπά ζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το έργο του από το στόμα του ίδιου του γλύπτου, τον ρώτησε:

— Πώς ήταν η «Μήδεια» εκείνη, θείε μου;

Της απάντησε.

— Χμ! Κείνη την είχα κάνει διαφορετική. Κρατούσε τόνα παιδί πάνω στα γόνατα.

Page 147: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Και τι απέγινε;

Και μη ξέροντας ούτε κι ο ίδιος ο δημιουργός της για την τύχη του συμπλέγματος, της ξαναείπε απορώντας:

— Εκεί δεν ήταν στο κατώγι της Γιαλτάκαινας;

Πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Χαλεπάς δεν την κατέστρεψε αλλά την άφησε σε πρόπλασμα στην Αθήνα.

Τι ατυχία δε, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Τέχνη — γιατί κανείς δε μπορεί να ξέρει τι μεγάλος αριθμός αγνώστων σπουδών του και προ παντός σχεδίων και σκίτσων ανυπολογίστου καλλιτεχνικής αξίας χάθηκε, όταν φεύγοντας απ' την Αθήνα τα εγκατέλειψε στ' ατελιέ του η αδελφή του ή που τα παράλαβε μαζί της και με τον καιρό παραμελήθηκαν και καταστράφηκαν μέσα στο σπίτι της οικογενείας των Χαλεπάδων, που δεν είχε γνώσιν της αξίας των.

Στην Τήνο ο Χαλεπάς παράμεινε υπό την επίβλεψη των δικών του δέκα χρόνια, όταν μια επιδείνωση της αρρώστιας του ανάγκασε τέλος τον πατέρα του παρ' όλες τις διαμαρτυρίες της μάνας του, να τον στείλει στο Ψυχιατρείο Κερκύρας.

~οο0οο~

Δεκατέσσερα χρόνια, από τον Ιούλιο του 1888 έως τον Ιούλιο του 1902, ο δυστυχισμένος καλλιτέχνης μένει στο Ψυχιατρείο Κερκύρας. Η πάθησή του δεν είναι μανιακής μορφής, αλλά απλώς μορφής ιδεοληπτικής με παράφορες κάθε τόσο εκδηλώσεις. Ο μονήρης από ιδιοσυγκρασία καλλιτέχνης, ο προσηλωμένος συνεχώς πάνω στα θέματα των γλυπτικών δραμάτων του, ασφαλώς θα ήταν ένας ήσυχος νοσηλευόμενος, που όλη του η μανία θα ήταν να σχεδιάζει στους τοίχους ή στο χώμα, ή που ζυμώνοντάς το με νερό έπλαθε σιωπηλός στην αυλή του φρενοκομείου μικρά ειδώλια και πρωτόγονες προτομές.

Οι γιατροί και οι διευθυντές του ιδρύματος βλέπανε με συμπάθεια τον άτυχο γλύπτη να καταγίνεται με το έργον του. Η επιστήμη της Ιατρικής είναι πρώτα επιστήμη ψυχολογίας. Είναι αδύνατον να είναι κανείς άξιος του τίτλου του ιατρού, όταν δεν είναι πρώτα καλός ψυχολόγος. Άφηναν τον συνεχώς απασχολούντα το πνεύμα του ήσυχο φρενοπαθή να εργάζεται και αργότερα με την ύφεση της αρρώστιας του, του παραχώρησαν και κάποιο μέρος όπου ο γλύπτης δουλεύοντας ξέσπαζε και ηρεμούσε.

Υπάρχει μάλιστα η πληροφορία ότι κατά το διάστημα της παραμονής του στο Ψυχιατρείο είχε κάμει και κάποιο έργο που τα ίχνη του δεν διασώθηκαν.1

Σιγά - σιγά και με τα χρόνια το πνεύμα του αρχίζει να ηρεμεί. Οι παράφορες κρίσεις έχουν σταματήσει. Έχει μακριές στιγμές διαυγείας κι αρχίζει να σκέπτεται και να ενεργεί με συνέπεια. Οι γονείς του πληροφορούνται κάθε τόσο από τη διεύθυνση του Ψυχιατρείου ότι η υγεία του άρρωστου

Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος ψυχοθεραπευτής και όσο ο πάσχων απομακρύνεται από το αντικείμενο που αρχικώς τον συγκλόνισε, τον βασάνισε και τον έκανε να υποφέρει, τόσο και ξεχνάει. Ευτυχώς για το Χαλεπά που η οργανική αλλοίωση των κυττάρων του, δεν ήταν βαριάς μορφής. Τα νιάτα, η εγκράτεια και η γερή ιδιοσυγκρασία του τον διατήρησαν ακμαίο.

1 Στρατή Δούκα: Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα Βιογραφικά, σελ. 37.

Page 148: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

παιδιού τους έχει βελτιωθεί και ότι μπορούν να τον πάρουν. Η μητέρα του παρακαλεί τον άντρα της να τον βγάλουν απ' το ψυχιατρείο. Μα ο πατέρας του ούτε καν θέλει να το ακούσει.

— Μα έγινε καλά ο Γιαννούλης, επαναλαμβάνει σε κάθε καινούριο γράμμα, που λαβαίνουν απ' την Κέρκυρα, στον άντρα της, η μητέρα του. Είναι ήσυχος, δεν κάνει τρέλες και μπορούμε να τον πάρουμε κοντά μας.

— Όχι, της απαντάει στερεότυπα αυτός. Να τον κάνουμε τι εδώ; Σε τι θα μας ωφελήσει; Να ξαναβάλουμε πάλι την έγνοια στο κεφάλι μας; Καλά είναι εκεί που είναι.

Ο πατέρας απασχολημένος με τις εργασίες του και με τις ευθύνες της συντήρησης του σπιτιού του, αν και πονεί το παιδί του, πρακτικός και φρόνιμος αρνείται συνεχώς.

Κι όταν αυτή επιμένει και τον πιέζει, της απαντάει.

— Πάψε λοιπόν! Στο έχω πει χίλιες φορές. Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι αυτό δε γίνεται; Ποιος μπορεί να μου υποσχεθεί ότι δε θα ξαναρχίσει τις τρέλες. Θέλεις να ξαναβάλεις την ανησυχία στο σπίτι μας. Αφού δεν έγινε εντελώς καλά. Δε σε φτάνουν τα άλλα μας βάσανα;

Η σιδερένια λογική του πατέρα αποστομώνει, παραλύει και αφαιρεί κάθε ελπίδα από την ψυχή της πονεμένης μάνας που αναγκάζεται να υποταχθεί μοιρολατρικά στο πεπρωμένο.

Μα όλα τα χρόνια δεν την απασχολεί παρά μόνον η ιδέα του Γιαννούλη, του άμοιρου παιδιού της που ποιος ξέρει τι θα υπέφερε ανάμεσα στους άλλους ψυχοπαθείς μέσα στην κόλαση του Ψυχιατρείου. Και οι νύχτες και οι μέρες της κυλάνε με τη συνεχή έγνοια του μέσα στη βουβή θλίψη και με μοναδική σκέψη της να τον ξαναφέρει μια μέρα στο σπίτι.

Αυτή η ευχή της πραγματοποιείται, αλλά ύστερα από αρκετά χρόνια.

Το 1901 ο άντρας της πεθαίνει. Αφού τον έκλαψε και συνήλθε απ' το πένθος της, η τρυφερή και στοργική μάνα (πόσο μεγάλη είναι η καρδιά της Μάνας, ίδια Φύση κλείνει μέσα της όλο το Σύμπαν), ταξιδεύει ύστερα από λίγους μήνες στην Κέρκυρα, τον βγάζει απ' το ψυχιατρείο στις 6 Ιουνίου 1902, τον παίρνει μαζί της και φεύγει για την Τήνο.

— Πώς τα πέρναγες μπάρμπα - Γιαννούλη στην Κέρκυρα; Θα τον ρωτήσει ύστερα από είκοσι και περισσότερα χρόνια κάποιος περίεργος στην Αθήνα χωρίς ν' αναλογισθεί το άπρεπο της ερώτησής του.

Και ο Χαλεπάς θα του απαντήσει ζωηρά και με σαρκασμό.

— «Μια μέρα Πάσχα και τρεις νηστεία»... Θα καταλαβαίνετε... δίνοντας έτσι παραστατικότατα την εικόνα των δεινών των άτυχων φρενοπαθών μέσα στο Ψυχιατρείο.

~οο0οο~

Ταξιδεύοντας με το καράβι για την Τήνο ο Χαλεπάς παρακαλεί μ' επιμονή την μάνα του να περάσουν απ' την Αθήνα. Και η μητέρα του που ύστερα από τόσα χρόνια βλέπει για πρώτη φορά το παραδαρμένο παιδί της, που παρ' όλη την αφηρημάδα του της μιλάει λογικά, δε θέλει να το κακοκαρδίσει, δέχεται αμέσως.

Φτάνοντας στην Αθήνα, το γεγονός διαδίδεται γρήγορα. Ο γλύπτης Θ. Θωμόπουλος μαθαίνοντας ότι ο

Page 149: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Χαλεπάς βρίσκεται εκεί, τρέχει να τον συναντήσει.

Ο καλλιτεχνικός νεοσσός άπληστος να δει τον γλύπτη που τα έργα του τον είχαν ξαφνιάσει, θέλει να γνωρίσει τον θρυλικό δημιουργό της «Κοιμωμένης». Και μόνη η συναναστροφή του έστω και για λίγο, είναι τιμητική γι' αυτόν. Ξεκινάει για να τον δει με την περιέργεια εκείνην των νεηλύτων μπροστά στις μεγάλες κορυφές της τέχνης που απ' το στόμα του θ' ακούσει όχι κάτι το κομπαστικό, το κοινό και τετριμμένο αλλά κάτι το βαθύ και ουσιαστικό. Και όπως θα δούμε δε βγήκε γελασμένος.

Τον βρίσκει στο υπόστεγο ενός μαρμαράδικου. Η μητέρα του τον είχε αφήσει προσωρινώς εκεί υπό την επίβλεψη μερικών συμπατριωτών της για να κάνει μερικές επισκέψεις σε συγγενείς της. Αφού γνωρίστηκαν, ο Χαλεπάς ύστερα από λίγο ζητάει απ' το Θωμόπουλο να επισκεφθούν το Αρχαιολογικό Μουσείο.

— Ναι, κύριε Χαλεπά να πάμε.

Ο Χαλεπάς σωπαίνει αφηρημένος.

Και πότε; τον ρωτάει ξερά, ύστερα από λίγο.

— Όποτε το θέλετε κ. Χαλεπά...

Δυο τρεις μαρμαράδες γύρω του παρακολουθούν τη συζήτηση φαινομενικά απαθείς.

— Έχω πολλά χρόνια να το δω, συνεχίζει τέλος ο Χαλεπάς και το βλέμμα του πλανιέται αδιάφορο γύρω, ενώ τα χείλη του κάτι μουρμουρίζουν. Θα ήθελα, θα ήθελα...

— Τι, κύριε Χαλεπά;

Στην είσοδο του μαρμαράδικου προχωρεί τώρα μια μαυροντυμένη γερόντισσα με τη μαύρη μαντήλα στο κεφάλι. Είναι η μητέρα του. Κυρτή, γεμάτη ζαρωματιές, μ' εκφραστικό και γεμάτο έγνοια πρόσωπο πλησιάζει.

Αν και δείχνει μεγάλη στην ηλικία, όμως η περπατησιά της είναι ζωηρή και το βλέμμα της λάμπει αεικίνητο. Το πρόσωπο του Χαλεπά φωτίζεται. Η μητέρα του...

Η γερόντισσα κοιτάζει ανήσυχη και προσεχτικά γύρω της καθώς ο Θωμόπουλος της δίνει το χέρι.

— Η Κυρία Χαλεπά; η μητέρα του κ. Γιαννούλη; Ρωτάει:

— Ναι παιδάκι μου, και συ ποιος είσαι;

— Θωμάς Θωμόπουλος, γλύπτης. Ήλθα να δω τον κ. Γιαννούλη, που έμαθα πώς βρίσκεται εδώ.

— Καλά έκανες παιδί μου. Πάμε για την Τήνο και μου ζήτησε να περάσουμε απ' την Αθήνα, που έχει χρόνια να τη δει.

— Ο Χαλεπάς παρακολουθώντας τη συζήτηση με διαυγή τώρα τη σκέψη συμπληρώνει.

— Ναι, και του ζήτησα να πάμε μαζί, να δούμε το Μουσείο:... Θέλω να... το δω...

Ο Θωμόπουλος συνεννοείται γνέφοντας στη μητέρα του, που δέχεται αμέσως.

Page 150: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Ναι παιδί μου, να πάτε όποτε θέλετε.

— Αύριο της λέει, ο Χαλεπάς.

— Ναι παιδί μου, αύριο.

~οο0οο~

Η συνάντηση πραγματοποιείται και την άλλη μέρα ο Χαλεπάς, με συνοδούς του το Θωμόπουλο και τη μητέρα του επισκέπτονται το Μουσείο.

Στην είσοδο του Μουσείου ο Χαλεπάς, κοντοστέκεται. Ο Θωμόπουλος τον βλέπει να κοιτάζει το στημένο πλάι στην πόρτα του Μουσείου, γύψινο εκμαγείο του Ερμού του Πραξιτέλους. Το θεωρεί σιωπηλά και ύστερα από λίγο λέει ξαφνικά, στο Θωμόπουλο.

— «Τα πόδια του Ερμού, δεν είναι δικά του. Κάποιος σκιντζής του τα κόλλησε».

Δε γελιότανε. Τα σπασμένα πόδια του αρχαίου καλλιτεχνήματος τα είχε συμπληρώσει κάποιος απ' τους συνηθισμένους Γερμανούς γλύπτες που χρησιμοποιούν στα Μουσεία για συγκολλήσεις και επιδιορθώσεις.

Ύστερα μπήκαν μέσα. Προχωρώντας αργά-αργά, ο Χαλεπάς κοιτάζει σιωπηλά και συγκεντρωμένος τα διάφορα έργα. Πόσο θα μιλούσαν στην ψυχή του, πόσο θα την έθελγαν τα ζωντανά αυτά ακρωτηριασμένα τμήματα των αρχαίων αγαλμάτων, οι αποσπασμένες από τα κορμιά τους κεφαλές, και τα διασωθέντα από την φθορά του χρόνου και τις κακοποιήσεις των ανθρώπων ολόσωμα αγάλματα. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να τα βλέπουν και ο νους του διαρκώς εν εγρηγόρσει, πότε σκιαζόμενος και πότε φωτιζόμενος, μετάδινε στην ψυχή του τις ασύλληπτες αυτές διακυμάνσεις της χαράς που ξανάβρισκε το φως της και της οδύνης που το έχανε. Πότε - πότε όμως η φωτεινή αναλαμπή διαρκούσε ολόκληρα λεπτά. Και τότε πλημμύρα το φως ανασυνέδεε στο πνεύμα του τις παραστάσεις και η ψυχή του ξαναβρίσκοντας όλο της το φως, ζούσε τις ευτυχισμένες στιγμές των δημιουργών τους, όπως και τότε που δημιουργούσε και ο ίδιος τις συνθέσεις του (της Κοιμωμένης, του Έρωτα με τον Σάτυρον, της Φιλοστοργίας του κλπ.), σαν δημιουργού.

Τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα, το 1930, όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα με το σκεπτικό του εν πλήρη λειτουργία, όταν ξαναβρέθηκε μπροστά στο άγαλμα του «Ξυλοθραύστη» του Φιλιππότη, μονολόγησε μπροστά στους έκπληκτους συνοδούς του, «η ανασύνδεση του νοός» συλλογισμένος και σοβαρά, ενώ το πρόσωπό του άλλαζε διαρκώς έκφραση για ν' αποχωρίσει ύστερα από λίγο ήρεμος και απαθής μαζί με τους απορούντες συνοδούς του.

Σε μια στιγμή τέτοια βρέθηκε όταν έφθασαν στην αίθουσα του Ποσειδώνος, και στάθηκε μπροστά σ' ένα γλυπτό.1

Ο Χαλεπάς απολάμβανε εκστατικός το άγαλμα, βυθισμένος στους διαλογισμούς του, όταν άκουσε το

Το μεγαλοπρεπές άγαλμα ξεχωσμένο απ' τις λάσπες και αλλοιωμένο από τα άλατα της γης είχε όλη την υποβλητική χάρη των αληθινών αριστουργημάτων. Μόνον που το ένα του χέρι συγκολλημένο στο σώμα αργότερα γυάλιζε κατάλευκο και δεν είχε την αισθητική ομοιομορφία και την απόχρωση του υπολοίπου σώματος.

1 Πιθανώς αντίγραφο του έργου του Πολυκλείτου.

Page 151: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Θωμόπουλο να του λέει:

— Το χέρι αυτό (όπως προηγούμενα του είχε παρατηρήσει ο Χαλεπάς για το πόδι του Ερμού), δεν είναι δικό του.

— Α μπα, του λέει αμέσως ο Χαλεπάς. Το χέρι αυτό είναι δικό του. Μην αμφιβάλλεις. Δε βλέπεις; Είναι τέχνης του 5ου π.χ. αιώνος. Καλομελετημένη και προοδευμένης μορφής μυολογία. Δεν υπάρχει εκείνο το λεπτομερειακό το πολύ πλαστικό. Η κίνησή του είναι αποδεσμευμένη και ελεύθερη και η έκφρασή του ενεργητική μα συγκρατημένη χωρίς να προδίδει πάθη. Μεγάλα επίπεδα, ησυχία και πεποίθηση στην εκτέλεση. Αντίγραφο έργου των αρχών της κλασσικής περιόδου.

Ο Θωμόπουλος τον ακούει με σεβασμό χωρίς να μιλάει. Τους μεγάλους τεχνίτες δεν τους χαρακτηρίζει η μεγαληγορία. Κι ο Θωμόπουλος δεν ήταν ανόητος.

Και όπως αργότερα εξακριβώνει ο Θωμόπουλος, το κατάλευκο και γυαλιστερό αυτό χέρι που τον είχε κάνει ν' αμφιβάλλει είχε βρεθεί στην κοίτη ενός ποταμού πολύ μακριά από τη θέση που είχε πρωτοβρεθεί ο κορμός του αγάλματος.

Φεύγουν ύστερα από αρκετή ώρα απ' το Μουσείο. Αξιόλογα έργα τέχνης δεν έχουν γίνει πολλά από τότε που έπαθε κι άφησε την Αθήνα. Ο Χαλεπάς μαθαίνει απ' το Θωμόπουλο ότι ο συμπατριώτης του Φιλιππότης έχει κάνει το άγαλμα του «Ξυλοθραύστη» και του μιλάει μ' ενθουσιασμό. Κι ο Χαλεπάς ζητάει να το δει.

— Είναι περασμένο μεσημέρι και ο ήλιος καίει. Ο Θωμόπουλος προτείνει τότε στη μητέρα του Γιαννούλη να καθίσουν κάπου να φάνε και να επισκεφθούν έπειτα το Φιλιππότη.

— Να ξεκουραστούμε και λίγο, της λέει ο Θωμόπουλος, βλέποντας με συμπάθεια την κουρασμένη από την πολύωρη και αναγκαστική ορθοστασία μέσα στο Μουσείο γερόντισσα. Αν και αυτή αρνείται, όμως κατορθώνει τέλος να την πείσει.

Αφού πήγαν σε μια ταβέρνα κοντά στα Πυθαράδικα κι έφαγαν, κάθισαν έπειτα σ' ένα καφενείο όπου ήπιαν το καφέ τους και ξεκουράστηκαν. Ο Χαλεπάς έκανε πολλές ερωτήσεις στο Θωμόπουλο για να ξαναπέσει ύστερα αμίλητος στη ρέμβη του κοιτάζοντας το απέναντι οίκημα της σχολής των Ευελπίδων για να πλανηθεί ύστερα στις τυλιγμένες μέσα στην αχλή κι ωστόσο διάφανες και γεμάτες φως δαντελλωτές γραμμές της οροσειράς των Τουρκοβουνίων και στις καταπράσινες πλαγιές της Πάρνηθας που οι κορυφές της καθρεφτίζονταν και μέσα στο γλυκό και γαλάζιο ουρανό.

Ο Θωμόπουλος σιωπούσε μη θέλοντας να ταράξει τη ησυχία του βυθισμένου στον εαυτό του καλλιτέχνη.

Κι όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει και η ατμόσφαιρα να δροσίζεται, τράβηξαν κατ' ευθείαν στο εργαστήριο του Φιλιππότη. Τον βρήκαν σκυμμένο να δουλεύει πάνω σε μια προτομή, παραγγελία για την επαρχία. Ο Φιλιππότης βλέποντας το Θωμόπουλο με τη συντροφιά του, είναι έτοιμος να τους υποδεχτεί, όταν ο Θωμόπουλος κλείνοντάς του το μάτι του λέει χαμογελώντας:

— Σας έφερα τον κ. Γιαννούλη και τη μητέρα του.

Ψύχραιμος ο Φιλιππότης συνέρχεται αμέσως από την έκπληξή του και ετοιμόλογος:

— Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε, τους λέει εγκάρδια, σφίγγοντας το χέρι του Γιαννούλη με μια ασυνήθιστη θέρμη, ενώ συγχρόνως κτυπώντας του φιλικά τον ώμο, προσθέτει. Παλιέ και μεγάλε

Page 152: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

συντεχνίτη μου!

Ο πρόσχαρος τόνος του Φιλιππότη ξυπνάει κι ανοίγει για μια στιγμή τις πηγές της ευαισθησίας του Γιαννούλη που χαμογελάει και του ψιθυρίζει αμέσως ευχαριστώ, κοιτάζοντάς τον γλυκά στα μάτια, για να ξαναπέσει ύστερα από λίγο στις σκέψεις του.

Το βλέμμα του ύστερα πέφτει στην προτομή που εργαζόταν ο Φιλιππότης. Αφού πλησίασε την κοίταξε αρκετά, γύρισε ύστερα και άρχισε να περιεργάζεται σιωπηλά και με προσοχή τον «Ξυλοθραύστη».

— Γερό και μαστορικό χέρι και προ παντός έργο καμωμένο με ειλικρίνεια. Καλό πάρα πολύ καλό, λέει λύνοντας τη σιωπή του. Κοίταζε ένα - ένα τα πάμπολλα έργα του Φιλιππότη. Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει τα πτυχωμένα στήθη ενός αγάλματος και κάτι μουρμουρίζει. Ωραίο, ωραίο, λέει ύστερα κοιτάζοντας γι' αρκετή ώρα το «Θεριστή του». Ο Φιλιππότης τον κοιτάζει συγκινημένος. Η ώρα είναι περασμένη. Ξεκινούν και ύστερα από λίγο αποχωρίζονται. Ο Θωμόπουλος με τις αξιόλογες εντυπώσεις του, ο δε Χαλεπάς με τη μητέρα του, για το σπίτι που τους φιλοξενεί. Είναι η τελευταία επαφή του με τον κόσμο της τέχνης και των μεγάλων κλασσικών που τον αποχαιρετάει για να τον ξεχάσει οριστικά στην Τήνο και που θα τον ξαναδεί ύστερα από τριάντα χρόνια όταν ξανάρθει να παραμείνει στην Αθήνα, αλλά σαν καινοτόμος και φορεύς πια μιας καινούριας πηγαίας, χωρίς περιτέχνησιν και γι' αυτό εξ ίσου μεγάλης και αληθινής τέχνης που θα ξεπηδήσει αβίαστα από τα σπλάχνα του γεννημένου δημιουργού, που ωθείται μόνον από την ακατανίκητη ανάγκη να εκφρασθεί.

~οο0οο~

Την άλλη μέρα φεύγει για την Τήνο.

Δεκαοκτώ χρόνια ο ζωντανός αυτός νεκραναστημένος της Τέχνης, ο δημιουργός της «Κοιμωμένης» και των άλλων ολίγων αλλά υπέροχων αριστουργημάτων, το καλλιτεχνικό αυτό αστέρι της Ελλάδος, μένει στο χωριό του τον Πύργο. Για τον καλλιτεχνικό κόσμο έχει ανεπανόρθωτα χαθεί. Χωρίς φίλους, με σύντροφό του μόνον την σαστισμένη και πονεμένη απ' τη βλάβη του απλοϊκή χωρική μάνα του, ζει τη ζωή του αφανούς ανθρώπου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλων όμοιων του, του αγνοουμένου λόγω της πνευματικής αναπηρίας του, που η ζωή του κυλάει φαινομενικά άσκοπα μέσα σ' ένα χωριό πρακτικών και αγαθών νοικοκυραίων.

Απ' τις πρώτες κιόλας μέρες που ο Γιαννούλης φτάνει στο χωριό του ψάχνει να βρει μέρος που θα εγκαταστήσει το εργαστήριό του, όπου ανενόχλητος θα συνεχίσει την διακοπείσαν ύστερα από τόσα χρόνια εργασία του και θ' ασχοληθεί με τ' αγαπημένα θέματα της τέχνης του.

Δεν υπάρχει άλλο μέρος πιο κατάλληλο από το υπόγειο του σπιτιού. Δεν έχει πολύ φως, αλλά αυτό δεν τον ενοχλεί, αρκεί που τον βολεύει, τι τον μέλλει;

Ψάχνει από δω και από κει στα γύρω μαρμαροβούνια και στις ρεματιές, όπου και βρίσκει το κατάλληλο κοκκινόχωμα που του χρειάζεται για τη δουλειά του και πάνω ποιος ξέρει σε τι πρόχειρο κασόνι αρχίζει να εργάζεται.

Μα απ' την πρώτη κιόλας στιγμή, η μάνα του βλέποντας το γιό της ν' ασχολείται με την καταραμένη αυτή τέχνη που σάλεψε το μυαλό του, πότισε με τόσα δάκρυα την ύπαρξή της, που αναστάτωσε και βασάνισε με την αρρώστια του, όλη του την οικογένεια, του χαλάει τα πρώτα προπλάσματα.

— Τι... τι είναι αυτά που κάνεις; Του λέει μόλις τον πρωτοβλέπει. Και αρπάζοντας απ' τα χέρια του τον

Page 153: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

πηλό και τα εργαλεία τα πετάει ορμητικά πέρα και δίνοντας μια κλωτσιά στο πρόπλασμα το γκρεμίζει στο πάτωμα.

Ο Γιαννούλης δε της λέει τίποτα, αλλά δε μπορεί να καταλάβει το γιατί; Βλέπει το έργο του να καταστρέφεται και δοκιμάζει την πρώτη θλίψη.

Τις άλλες μέρες κατά συνέχεια και όσο περνούνε οι μήνες ξαναδοκιμάζει πολλές φορές να εργασθεί, αλλά η μάνα του εξακολουθεί να τον εμποδίζει και να τον μαλώνει.

Το άγρυπνο και αυστηρό μάτι της μάνας του, παρακολουθώντας τον συνεχώς δεν τον αφήνει ούτε στιγμή να αναπνεύσει λίγο, να συγκεντρωθεί και ν' απασχολήσει το πνεύμα του με την τέχνη του. Μοναδική της σκέψη και προσπάθεια είναι να τον απομακρύνει απ' αυτήν, να σβήσει από μέσα του κάθε ανάμνηση της προηγούμενης ζωής του και να τον ηρεμήσει.

Ίσως ο Χαλεπάς ξανάβρισκε ένα μέρος των λειτουργιών της φαντασίας του που είχε αρχίσει κιόλας να λειτουργεί, ίσως μια συνετή και με κατανόηση συμπεριφορά μετά την έξοδό του απ' το ψυχιατρείο, που οι νωπές και καταθλιπτικές εντυπώσεις του είχαν επαναφέρει ένα μέρος του σκεπτικού του, εν συνεργασία με τη μνήμη του βελτίωνε περισσότερο την υγεία του. Γιατί η μνήμη του, απέραντη, ουδέποτε τον εγκατέλειψε, αφού τον βλέπουμε είκοσι χρόνια αργότερα να κατέχει τα θέματα της Μυθολογίας τόσο καλά, ώστε να εμπνέεται απ' αυτά συνεχώς, χωρίς να έχει ανάγκη βιβλίων για να ξαναφρεσκάρει τις εικόνες στο πνεύμα του.

Αλλά η μητέρα του δεν έβλεπε στα έργα του Γιαννούλη παρά μόνον την καταραμένη τέχνη.

Η επιμονή και η υπερβολική αυστηρότητα της μάνας του να τον κρατεί σε μια συνεχή και αγωνιώδη απόσταση από την γλυπτική, απογοητεύει, ερεθίζει και επαναστατεί τέλος τον γλύπτη που ανίκανος ν' αντιδράσει ενεργητικά αρχίζει να συσκοτίζεται περισσότερο.

Κάτω από τη συνεχή αυτή επίβλεψη και πίεση κι όσο ο χρόνος περνάει και ο γλύπτης βλέπει να εμποδίζεται να εργασθεί και τα έργα του να καταστρέφονται, χάνει κι αυτήν τη λίγη ηρεμία που επανέκτησε και επανέρχεται στη κατάσταση που βρισκόταν όταν πρωτομπήκε στο ψυχιατρείο.

Και όμως το υπόγειό του δεν εννοεί να το εγκαταλείψει. Με την πρώτη ευκαιρία που του δίνεται και όταν η μητέρα του λείπει ή ασχολείται με τις δουλειές του νοικοκυριού της, αυτός μαζεύοντας πάλι πηλό ξανακατεβαίνει στο υπόγειό του κι αρχίζει να εργάζεται.

Χρόνια ολόκληρα διαρκεί αυτή η επώδυνος και καταθλιπτική διελκυστίνδα μεταξύ μητέρας και γιού.

Η μάνα του δε μπορεί να καταλάβει γιατί παρ' όλες τις απελπισμένες της προσπάθειες δε θέλει να εγκαταλείψει την τέχνη του, δεν παύει με την ίδια και περισσότερη μανιώδη απ' αυτήν επιμονή να πλάθει τον πηλό του.

Μα όσο τα χρόνια περνούν και βλέπει ότι δε μπορεί ν' αντιδράσει στην ακατανίκητη δημιουργό δύναμη, χαλαρώνει τέλος την επίβλεψή της, ως που καταβεβλημένη πια απ' τα γηρατειά, χωρίς ωστόσο να παραδεχτεί την ήττα της, αναγκάζεται να παραβλέπει και τελικά να υποχωρήσει.

Όσες ώρες δεν τον απασχολεί η τέχνη του στο υπόγειο και τα θελήματα, όλα αυτά τα χρόνια ο Γιαννούλης τα περνάει έξω στην ύπαιθρο βόσκοντας τα λίγα πρόβατα του σπιτιού του μοναδικούς και αχώριστους φίλους του που γεμίζουν το κενό της ψυχής του ανάμεσα στη γύρω του γενική αδιαφορία και λήθη. Φίλοι και τι φίλοι! Ειρηνικοί, ήμεροι και σιωπηλοί σαν κι αυτόν δεν τον ενοχλούν. Τα συνοδεύει παντού, τον γνωρίζουν και τα λατρεύει. Η τραυματισμένη απ' τη Μοίρα μεγάλη ψυχή του

Page 154: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

γλύπτη, η γεμάτη από τρυφερά αισθήματα τους αφιερώνει όλη της τη στοργή και τους θησαυρούς της καρδιάς της.

Γιατί: «Μόνον η μεγάλη καρδιά του καλλιτέχνη, η γεμάτη από αισθήματα ευγενικά, του έχει μείνει άθικτη — κι όταν η άμοιρη και πονεμένη μάνα του, —που μετά το θάνατο του άντρα της φτώχυνε σ.σ.— θελήσει να πουλήσει κανένα από τα λίγα πρόβατα που βόσκει ο μπάρμπα - Γιαννούλης (μ' αυτό το όνομα είναι στο χωριό γνωστός) του το κρύβουν, δεν του το λένε, του λένε πως χάθηκε. Και τότε — αρχίζει η μεγάλη τραγωδία, γυρίζει, τρέχει από δω και από κει μέσ' τις βοσκές του Πανόρμου, φωνάζει, κλαίει για τον καλό του σύντροφο, για το προβατάκι που έχασε, και μόνον ο αντίλαλος του μοιρολογιού του ακούγεται μακριά... μέσ' απ' τις βαθιές χαράδρες κι απ' τα χορταριασμένα βράχια του ωραίου νησιού».1

«... Ημέρες πολλές κλεισμένος στο κάτασπρο και ποιητικό σπιτάκι του, πλάθει μελαγχολικά τον κόκκινο πηλό του — για να δει ο διαβάτης που περνά έπειτα από λίγο, σκορπισμένο σε αμέτρητα ξερά κομμάτια, μέσα στα όμορφα λουλούδια της αυλής του, το άψυχο αυτό της γης ζυμάρι και αυτόν τον δυστυχισμένο με μια μεγάλη στάμνα στον ώμο να κουβαλάει νερό στις γειτονιές από τη μαρμαρένια βρύση του χωριού του».

Ζωή ένας ακίνδυνου και ήσυχου φρενοπαθούς που ξαναγυρίζει το βράδυ στο χωριό του αμίλητος, βυθισμένος σε παραμιλητό και σε ρέμβη ή που άλλοτε:

«Βιαστικός, σκυφτός με το σακάκι του ριγμένο στον ώμο, γυρίζει μέσα στους μαρμαροστρωμένους δρόμους του μικρού χωριού του, σαν κάτι να γυρεύει — ο νους του μέσα σε λαγκάδια σκοτεινά και αβύσσους περπατεί...

2

1 Αν. Σώχου περ. Ελλάς, 2-2-1914. 2 Αν. Σώχου περ. Ελλάς, 2-2-1914.

Ναι, το υπόγειό του δεν το εγκαταλείπει ποτέ παρ' όλα τα εμπόδια και τις απαγορεύσεις της μάνας του. Γιατί κάτω απ' την φαινομενικά σαλεμένη και ακίνητη αυτή ζωή ανασάλευε και συνταραζόταν από δυνατές, αλλά γρήγορα σβηνόμενες εκρήξεις ένας ολόκληρος κόσμος δημιουργίας. Εκεί στο βάθος του υποσυνειδήτου του ζούσε παντοτινά ο γλύπτης και ο ποιητής που λαχταρούσε να εκδηλωθεί. Ανάμεσα στην ομιχλώδη ζωή των χρόνων αυτών αστραπές φωτεινές διασχίζουν το ταραγμένο του πνεύμα. Αναμνήσεις προσφιλείς, εικόνες απ' τη ζωή και το έργο της νεότητός του, τον κεντρίζουν και τον εξάπτουν συνεχώς και κρατούν μέσα του άσβεστη τη θεία σπίθα της δημιουργίας. Και τι ανείπωτη ευτυχία νοιώθει όταν ύστερα από καρδιοχτύπι κατορθώνει κρυφά απ' τη μητέρα του να γλιστρήσει στο υπόγειό του για να εργασθεί. Εκεί πάνω σε πρόχειρα καβαλέτα και με πρωτόγονα αυτοσχέδια εργαλεία προσπαθεί να δώσει κάποια συγκεκριμένη μορφή στα νεφελώδη οράματά του και να επανεύρει τον πρώτο του εαυτόν.

Ένα δράμα μακρύ και πολύχρονο παίζεται μέσα του, δράμα πρωτοφανές, συγκλονιστικό και απερίγραπτα ηρωικό.

Κι όταν μέσα στα θυμό της η μάνα του γκρεμίζει και καταστρέφει τα προπλάσματά του, ο άβουλος αυτός άνθρωπος που παρ' όλη την αγωνία και σύγχυσή του την έβλεπε σα μάνα και τη σεβόταν, ανίκανος ν' αντιδράσει και να την κακοκαρδίσει, βγαίνει απελπισμένος στην ύπαιθρο. Εκεί ελεύθερος πλέον από κάθε επίβλεψη, με μόνους μάρτυρας τα σιωπηλά και ήμερα πρόβατά του, συσσωρεύει και στοιβάζει τη μια πάνω στην άλλη τεράστιες κοτρώνες και οικοδομεί τον άνθρωπο με τα πάθη του προσπαθώντας να εικονίσει εκφραστικά το αιωνόβιο ανθρώπινο δράμα σε συμβολικές, αλλά πρωτόγονες τώρα μορφές.

Page 155: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Και σαν τον καλλιτέχνη της Σφίγγας της εποχής των Φαραώ που προβάλλοντας την αινιγματική μορφή της —Αίνιγμα ζωής— ανάμεσα στην έκταση της Αφρικανικής ερήμου, κτίζει κι αυτός τα σύμβολά του και ζει τώρα μέσα στην αιωνιότητα, όπως και τότε που έπλαθε την «Κοιμωμένη» του, σαν αιωνιότητα.

— «Δε μιλάτε και τίποτ' άλλο; Όλο για φαγιά μιλάτε. Έτσι κάνετε και με μένα. Όταν δουλεύω έρχεσθε —είναι έτοιμο το φαΐ (μου λέτε). Τι να το κάνω τότε το φαΐ παιδάκι μου; Εγώ εκείνη τη στιγμή είμαι ο Ίκαρος και ο Δαίδαλος».

— Ποιος είναι ο Ίκαρος και ο Δαίδαλος θείε μου;

— Ο Ίκαρος είμαι εγώ και ο Δαίδαλος ο πηλός. Εκείνη την ώρα κάνω φτερά να πετάξω».1

Για τους συγχωριανούς του δεν είναι παρά ο τρελός, ο προσηνής και άκακος «μπάρμπα-Γιαννούλης», που βόσκει τα προβατάκια του στο βουνό, που κτίζει ομοιώματα ανθρώπων στην εξοχή, που μαζεύει τα παιδάκια της γειτονιάς για να κάνει ακαδημία τέχνης, που μια μέρα έσκισε το πτώμα ενός σκύλου για να μελετήσει ανατομία,

Θα εκμυστηρευθεί διακόπτοντας ύστερα από πολλά χρόνια ξαφνικά κάποτε τους δικούς του στην Αθήνα που είχαν ανοίξει μια απέραντη συζήτηση γύρω από το θέμα της τροφής και της καλοπέρασης.

Το ασίγαστο μέσα του δημιουργό πνεύμα ύστερα από την πάθησή του και τα εμπόδια της μάνας του, έχει περάσει στην περιοχή του αρχετύπου.

~οο0οο~

Ο γλύπτης παρ' όλη τη σύγχυση τον παραστάσεών του εξακολουθεί ενστικτωδώς να διατηρεί την συνείδηση του εαυτού του. Ο δαίμων του, του παραστέκεται και τον κατευθύνει ασφαλώς. Απασχολημένος συνεχώς με τα δικά του οράματα και προβλήματα τέχνης έχει ξεχάσει ολότελα και αδιαφορεί για τη γύρω του ζωή και τους ανθρώπους του χωριού του, που τον έχουν ξεγράψει. Τους συναναστρέφεται βέβαια γιατί τους έχει ανάγκη, και τους κάνει πρόθυμα τα θελήματα, κουβαλάει νερό στα σπίτια της γειτονιάς, για να εξαφανιστεί για μέρες ύστερα στην εξοχή με τα πρόβατά του ή για να ξανακατέβει στο υπόγειό του να εργασθεί.

2

Λιτοδίαιτος ζει το μεγαλύτερο διάστημα των 28 χρόνων της παραμονής του στην Τήνο ως τη στιγμή που θα την εγκαταλείψει για να φύγει οριστικά για την Αθήνα με ότι του δώσουν και ντυμένος σαν τον έσχατο εργάτη όλες τις ώρες που δεν τον απασχολούν άλλα έργα, δουλεύει στο υπόγειό του. Κοιμάται όπως τύχει σ' ένα παλιοκρέβατο, ξέστρωτο, χωρίς σεντόνια και προσκέφαλα και για σκέπασμά του χρησιμοποιεί το παμπάλαιο παλτό του.

ο μονομανής που δουλεύοντας συνεχώς στο κατώγι του σπιτιού του φτιάχνει πρωτόγονα αγάλματα και άχρηστες προτομές και σχεδιάζει μουντζουρώνοντας τους τοίχους.

3

1 Στρατή Δούκα. Περ. 3ο Μάτι: Γ. Χαλεπάς, Ιαν. - Μάρτ. 1936. 2 Θ. Θωμοπούλου. Ημ. Ελληνικόν έτος, 1930. 3 Γ. Β. Δούκα. Εφ. Ελεύθ. Βήμα, 12·11·1929.

Το πρωί δροσίζεται πλένοντας το πρόσωπό του μέσα σε μια πήλινη γαβάθα. Η ζωή του είναι ζωή ενός πρωτόγονου καλλιτέχνη των σπηλαίων που την κατευθύνει μόνον το ένστικτο. Γι' αυτόν είναι άγνωστα αυτά που λέμε ξεκούραση, διασκέδαση, ανάπαυλα. Η μόνη του διασκέδαση είναι να δουλεύει, να μαλάσσει συνεχώς τον πηλό και μοναδική του χαρά και λύτρωση η προσπάθεια να μορφοποιήσει τα οράματά του. Ασφαλώς ο Χαλεπάς δε θα ζούσε αν του στερούσαν τη χαρά αυτή. Η δημιουργία είναι γι' αυτόν ανάγκη και η γη του, όσο κι αν της αφαιρέθηκε το νερό, γόνιμη και πάντα καρποφόρα. Το δέντρο του πνεύματος που άλλοτε λουλούδιζε κι έβγαζε λαμπρούς και υπέροχους καρπούς, πάντα βρίσκει υπόγειες φλέβες και βυζαίνει απ' την πηγή του χυμούς, και τα άνθη και οι καρποί του όσο αδύνατοι κι αν φαίνονται πως είναι,

Page 156: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

όμως διατηρούν πολλά απ' τη φρεσκάδα και τη γεροσύνη της πρώτης νιότης τους.

Νύχτα και μέρα δουλεύει μέσα στο ανήλιαστο υπόγειο του σπιτιού του χρόνια ολόκληρα. Πλάθει από μνήμης όλες τις μορφές του χωρίς να χρησιμοποιεί μοντέλα. Ο γεννημένος γλύπτης έχει μέσα του έμφυτο το αίσθημα των αναλογιών. Απειρία γλυπτικών έργων χαλκεύεται μέσα εκεί, που αφού δουν για λίγο το φως της μέρας, καταστρέφονται απ' τον καλλιτέχνη για να πάρουν τη θέση τους άλλα. Και όλη αυτή η συνεχής και αδιάκοπη καταστροφή και αναδημιουργία συντελείται μέσα στο μεσόφωτο και στη σιωπή και μακριά απ' τα μάτια των βέβηλων και του κόσμου, γίνεται γιατί θέλγει αυτόν πρώτον, αυτόν τούτον το δημιουργό τους.

~οο0οο~

Γυρίζοντας απ' το Παρίσι ο Λάζαρος Σώχος το 1905 για ν' αναστηλώσει το «Λέοντα της Χαιρώνειας», επισκέπτεται το Χαλέπα στον Πύργο.1

Γυρίζοντας στην Αθήνα ο Σώχος, δημοσιεύει για πρώτη φορά με τον τίτλο «Μια δόξα της τέχνης

Ο άτυχος γλύπτης ύστερα από τις απαγορεύσεις της μητέρας του να εργάζεται έχει υποστεί τη δεύτερη πνευματική του συσκότιση και ζει στο χωριό του βόσκοντας τα λίγα προβατάκια του στην εξοχή, όπου του δίνεται και η ευκαιρία να κτίσει τους φανταστικούς δράκους του και τους πέτρινους ανθρώπους του. Βρίσκεται σε πνευματικό λήθαργο, δε θυμάται τίποτε, τα περασμένα έχουν σβήσει γι' αυτόν, ζώντας μέσ' τους δικούς του υποθετικούς κόσμους. Και όμως το σκεπτικό του εξακολουθεί να λειτουργεί, και ο Σώχος κατορθώνει να τον πείσει να ποζάρει στα φωτεινά του διαλλείματα και αποθανατίζει σε ανάγλυφο τη βασανισμένη μορφή του γλύπτου της εποχής εκείνης.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1908 ο Αντώνης Σώχος που ζούσε και σπούδαζε στην Αθήνα, επισκέπτεται τον λησμονημένο καλλιτέχνη στην Τήνο. Βλέποντας τη εξαθλιωμένη ζωή που έκανε εκείνος που με το έργο του έκανε να ξαναλάμψει στο Νεοελληνικό στερέωμα το γλυπτικό πνεύμα των αρχαίων, ο νεαρός τότε σπουδαστής του Πολυτεχνείου καταλαμβάνεται από θλίψη. Ο σεβασμός με τον οποίον τον πλησιάζει, η εκτίμηση που του δείχνει, κινεί την προσοχή του παράξενου και φαινομενικά τρελού «μπάρμπα - Γιαννούλη», που διαισθάνεται στο πρόσωπο του Σώχου τον πρώτο άνθρωπο που τον βλέπει με συμπόνια και κατανόηση. Καθώς τα χρόνια περνούν μια στενή φιλία συνδέει τώρα τους δυο αυτούς ανθρώπους. Κι όταν ο Σώχος επισκέπτεται την Τήνο δε παύει να του φέρεται με την ίδια στοργή, με το ίδιο τρυφερό ενδιαφέρον. Όταν πηγαίνει του προσφέρει τσιγάρα, μολύβια και χαρτί σχεδίου, και πολλές φορές τον παίρνει και τρώει στο τραπέζι μαζί του. Ο γλυκύς και άκακος «Μπάρμπα-Γιαννούλης» αρχίζει να τον βλέπει μ' αγάπη και μ' εμπιστοσύνη και κοντά στο Σώχο ανακουφίζεται όπως το παιδί κοντά στη μάνα. Τι συγκίνηση, τι απερίγραπτη χαρά αισθάνεται βλέποντας το Σώχο όταν φτάνει να του φέρνει μαζί με τη δροσιά της παρουσίας του και τα πρώτα βασικά υλικά της τέχνης του, πράγματα που τόσα χρόνια είχε στερηθεί και που συνεχώς τα στερείται, με πόση ευγνωμοσύνη τα δέχεται ο «μπάρμπα -Γιαννούλης». Πολλές φορές νοιώθει να τον πλημμυρίζει μια απέραντη τρυφερότητα για το Σώχο Σε μια τέτοια ψυχολογική διάθεση ανθρώπινης ευδαιμονίας και ψυχικής ευφορίας, όπου το ένστικτο λειτουργεί με πλήρη αυτογνωσία βρισκόταν, όταν το 1914 ο Σώχος πηγαίνοντας στην Τήνο τον συνάντησε. Αφέθηκε σαν μικρό παιδί να οδηγηθεί απ' αυτόν στον κουρέα που του έκοψε τη βιβλική γενειάδα και τα καλογερικά μαλλιά του που κατέβαιναν ως τους ώμους του και να τον φωτογραφίσει. Στην ψυχή όμως του Σώχου ύστερα από τόσα χρόνια επαφής μαζί του έχει ωριμάσει πλέον και η ιδέα να ρίξει και την πρώτη κραυγή διαμαρτυρίας, την πρώτη πέτρα που άρχισε να κινεί τα λιμνάζοντα νερά της εγωιστικής ανθρώπινης μνήμης και μιας κοινωνίας μοντερνίζουσας, παραπαίουσας και συμπαρασυρομένης μέσα στον ίλιγγο της Ευρωπαϊκής παρακμής, του ευδαιμονισμού και του ζαμανφουτισμού και μιας ασυνείδητης και άστοργης πολιτείας.

1 Ξεν. Σώχου: Έλληνες καλλιτέχναι, σελ. 69.

Page 157: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

αξέχαστη» και με τον υπότιτλο ο «γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς βοσκός» στις 2-2-1914 στο τότε Περιοδικό Ελλάς ένα άρθρο. Για πρώτη φορά ύστερα από 36 χρόνια σιωπής το όνομα του λησμονημένου απ' όλους καλλιτέχνου ξαναφιγουράρει στις στήλες του τύπου.1

«Είναι τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το Κράτος ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσον και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτει 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξερό ψωμί εις εκείνον, όστις, όταν περάσουν δυο τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η

Και είναι προς τιμήν του κ. Σώχου που πρώτος ανάμεσα στους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής του ξανάφερε στο προσκήνιο την ξεχασμένη, την τραγική στο συμβολισμό της μεγάλη αυτή μορφή της ανθρωπότητας.

«Έχει στιγμές που τούρχεται το λογικό, μα οι στιγμές αυτές δεν ζουν περισσότερο από της αστραπής τη λάμψη. Στέκεται στο καφενείο, χαράζει δυο - τρεις γραμμές στου τραπεζιού το μάρμαρο, για να φύγει έπειτα, πιο λυπημένος γιατί βλέπει κι αυτός πως οι γραμμές πούσυρε, δεν μοιάζουν με τις παληές του κοντυλιές...»

Γράφει πονώντας ο Σώχος για να συνεχίσει πιο κάτω αγανακτισμένος.

«... Τι διαφορά όμως! Ήταν και στην Ιταλία ένας παράφρων γλύπτης ο Cemido, αλλά οι Ιταλοί δεν τον άφησαν να βόσκει πρόβατα, ούτε να μαζεύει αποτσίγαρα όπως ο Χαλεπάς μας, αλλά εφρόντισαν και τον έκλεισαν σ' ένα σανατόριο. Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια, μα έγινε καλά και προ τριών χρόνων όταν έγινε η παγκόσμια έκθεσι της Ρώμης, τα έργα του Cemido κατείχον την πρώτη θέση και ο γλύπτης αυτός δέχτηκε μάλιστα και τα συγχαρητήρια του Βασιλέως Βίκτωρος Εμμανουήλ. Κανένας δεν συγκινείται... Μόνον η μαρμάρινη κόρη ξέρει και κλαίει τον ποιητή της»

Τελειώνοντας έτσι με αληθινή οδύνη το άρθρο του ο Σώχος.

Μα το δημοσίευμά του αυτό αφήνει φυσικά ασυγκίνητους τους διαφόρους αρμοδίους και κατέχοντας κάποια υπεύθυνο θέση στις πνευματικές έδρες της Ελλάδος της τότε εποχής. Παράλληλα ο Σώχος, ενεργεί δραστήρια και συλλέγει το πρώτο μικρό χρηματικό ποσόν που το στέλνει στην οικογένειά του.

Αλλά οι ενέργειες αυτές και η ανακίνηση του θέματος Χαλεπά προκαλεί τις πρώτες συζητήσεις ανάμεσα στους διάφορους γλύπτες και καλλιτέχνες του καιρού εκείνου. Μα και πάλι η κατάσταση θα παράμενε η αυτή και το ζήτημα Χαλεπά θα θαβόταν, αν ύστερα από πολλούς μήνες κάποιος γλύπτης συναντώντας μια μέρα το βουλευτή και δημοσιογράφο Θ. Βελλιανίτη του υπενθυμίζει την «Κοιμωμένην» και τον δημιουργό της και επισκέπτονται μαζί το Α' Νεκροταφείο για να θαυμάσουν το έργο του. Και ύστερα από λίγες μέρες στις 25-1-1915 βλέπει το φως της μέρας στην εφημερίδα «Αθήναι» το πρώτο χρονογράφημα του Βελλιανίτη που το ακολουθεί σειρά χρονογραφημάτων και δημοσιεύσεων στην ίδια και σ' άλλες εφημερίδες.

Εκεί ο Θ. Βελλιανίτης αφού ξαναγυρίσει στο παρελθόν και κακίσει την Επιτροπή του Ιδρύματος που διέκοψε την υποτροφία του την εποχή των σπουδών του στο Μόναχο που «τον άφησε άνευ πόρων, γυμνόν και γυμνητεύοντα εν ξένη χώρα, ζήσαντα δε επί έν έτος από το βαλάντιον του κ. Γεωρ. Κωνσταντινίδη» και στιγματίσει και καυτηριάσει και την τότε επιτροπή του Ιδρύματος που και αυτή επέδειξε την ίδια αδιαφορία και αγνόησε τον μεγάλο καλλιτέχνη, ονειδίζοντας τέλος τόσο και την τότε επιτροπή όσο και το Κράτος καταλήγει να γράψει:

1 Η τελευταία φορά που το όνομα του Χαλεπά ανεφέρθη στον τύπο, είναι στο Περιοδικό Παρνασσός σελ. 238-239, τ. 2ος 1870.

Page 158: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θ' αποτελεί την δόξαν της γενεάς καθ' ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του».

Τα χρονογραφήματα του Βελλιανίτου προκάλεσαν όπως ήταν φυσικό νέα αναστάτωση και καινούργιες συζητήσεις στους κύκλους τον γραμμάτων και τεχνών, αλλά και την περιέργεια ενός μεγάλου μέρους φιλοτέχνων και του κοινού που ο Χαλεπάς τούς ήταν άγνωστος. Και εις την στήλη των επικαίρων μιας εφημερίδος1

Εκεί μέσα στο βαθύσκιον νεκροταφείον ενθυμήθην έν άλλο αριστούργημα της γλυπτικής, την «Νύκτα» που κοιμάται, του μεγάλου Ιταλού καλλιτέχνου Μιχαήλ Αγγέλου, δια την οποίαν εγράφησαν τα εξής τετράστιχα, το ένα από τινα θαυμαστήν του γλύπτου και το άλλο εις απάντησιν από τον ίδιον καλλιτέχνην. Σου τα στέλλω εν προχείρω μεταφράσει, διότι νομίζεις ότι εγράφησαν επίτηδες δια τον μεγάλον της Τήνου καλλιτέχνην τον οποίον ανέσυρεν από την λήθην

λίγες μέρες αργότερα δημοσιεύεται: «... Αυτές τις ημέρες το νεκροταφείον κατακλύζεται από πένθιμους επισκέπτες και ενθουσιασμένους καλλιτέχνες και φίλους της τέχνης. Οι δεύτεροι είναι οι μόνοι άνθρωποι οι οποίοι σπεύδουν προς την οδό Αναπαύσεως με χαρά και ενθουσιασμό. Σπεύδουν να πάρουν αντίγραφα και να θαυμάσουν το έργον ενός... αιγοβοσκού». Μάλιστα, ενός αιγοβοσκού, χωρίς να γνωρίζει τι σαρκασμό έκλεινε μέσα του ο χαρακτηρισμός του με αποσιωποιητικά «ενός... αιγοβοσκού», ο αγαθός δημοσιογράφος, πιάνοντας συγχρόνως απ' τη ρίζα του το θέμα Χαλεπά, εκεί που τον άφησε να ξεπέσει η τυφλότητα και η αναξιότητα των τότε διοικούντων το Υπουργείο Παιδείας και τας αρμοδίους υπηρεσίας των γραμμάτων και των τεχνών.

Πολλοί ασφαλώς αισθάνθηκαν θλίψιν. Πραγματικό όμως άλγος και θυμό προκάλεσε στην ψυχή ενός πραγματικά συναισθηματικού και πνευματικού ανθρώπου, του ποιητή Γεώρ. Στρατήγη που τον ανάγκασε να γράψει ένα ωραιότατο γράμμα στον Θ. Βελλιανίτη, που το παράθεσε ολόκληρο στο χρονογράφημά του της 5-2-1915 και που το δημοσιεύουμε ολόκληρο παραδίδοντάς το στην Ιστορία γιατί το αξίζει.

Το χρονογράφημα φέρει τον τίτλο:

H ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΕΠΑ

«Τα χρονογραφήματά μου περί του ενδόξου παράφρονος καλλιτέχνου προεκάλεσαν νέαν συγκίνησιν. Εις νέος ποιητής ο κ. Παπαϊωάννου από το Βαρθολομηό μου απέστειλε μερικάς συγκινητικάς στροφάς τας οποίας δυστυχώς έχασα. Χθες την πρωίαν, ο ποιητής των «Τραγουδιών του Σπιτιού» και των «Τροπαίων» κ. Γεώρ. Στρατήγης μου απηύθυνε μιαν συγκινηκωτάτην επιστολήν. Ο Στρατήγης εγνώρισεν εκ του πλησίον τον Χαλεπάν ότε διήρχετο εις Τήνον τους θερινούς μήνας και προέτρεψε την Δημοτικήν αρχήν της Τήνου όπως μεριμνήση αύτη υπέρ του ενδόξου συμπολίτου της. Αλλ' ας αφίσωμεν να ομιλήση καλλίτερα ο ποιητής με την επιστολήν του.»

»Τόσον με συνεκίνησε το σημερινον εμπνευσμένον χρονογράφημά σου περί του δυστυχισμένου Χαλεπά, υπέρ του οποίου κι εγώ πολλάκις παραθερίζων εις Τήνον εις μάτην επεκαλέσθην τους αρμοδίους, ώστε μετέβην με όλην την βροχήν να θαυμάσω δι' εκατοστήν φοράν το αριστούργημά του την «Κοιμισμένην» του, που θαρρείς μαζί με την ολίγην ζωήν που κλείει μέσα εις τα στήθη της θα μείνει εκεί εις το κοιμητήριον ως ζωντανή και αιωνία διαμαρτυρία εναντίον της αναλγησίας και της νέκρας μιας αναισθήτου Πολιτείας και μιας Πλουτοκρατικής Κοινωνίας.

1 Εφ. Πατρίς, 7-2-1915.

Page 159: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

η γραφίς σου, σκορπίσασα τόσην συγκίνησιν εις τους μικρούς κύκλους, οι οποίοι αισθάνονται και αγαπούν την τέχνην, δηλαδή ό,τι πλησιάζει τον άνθρωπον προς το θείον.«

Ιδού η μετάφρασις·

»Η Νύχτα που θωρρείς γλυκά, με χάρη Κοιμισμένη, Στην πέτρα από έναν Άγγελο αυτή είναι σκαλισμένη, Κι αφ' ου κοιμάται τη ζωή στο στήθος έχει κλείσει. Αν δεν πιστεύεις, ξύπνα την και θε να σου μιλήσει.»

Και ο Μιχαήλ Άγγελος απήντησε·

«Στον ύπνο και στην πέτρα αυτή βρίσκω ευτυχία και πόθο, αφ' ου ατιμία και ντροπή τον κόσμο κυβερνά· Να μην ακούω, να μη μιλώ, χαρά μεγάλη νοιώθω. Μη με ξυπνάς, μη με ξυπνάς Αχ... μίλα σιγανά...»

Έτσι ομιλεί η πνευματική συγγένεια δια μέσου των αιώνων κατά τον Γκαίτε...» συμπληρώνει ο Βελλιανίτης.

Αλλά εκείνο που η σκληρή και ασυναίσθητη Πολιτεία αμέλησε να πράξει αμέσως, ήλθε να το αντικαταστήσει το φιλάνθρωπο πνεύμα ενός ευγενούς την ψυχή τραπεζίτη που ανάλαβε το μικρό αυτό εικοσιπεντάδραχμο βάρος που αρνήθηκε στον μεγάλο καλλιτέχνη η Κυβέρνηση της πατρίδος του.

Στο ίδιο χρονογράφημά του ο Θ. Βελλιανίτης δημοσιεύει την παρακάτω επιστολή του τραπεζίτη Μαρίνου που αναλάμβανε τέλος να βοηθήσει την πενόμενη οικογένεια του γλύπτη.

Να το γράμμα:

Φίλε κύριε Βελλιανίτη,

Ανέγνων μετά συγκινήσεως τα περί του ατυχούς γλύπτου χρονογράφημά σας.

Θα ήμουν ευτυχής αν δια μηνιαίας χορηγίας δραχμών είκοσι πέντε δυνηθώ ν' ανακουφίσω την, ως γράφετε πενομένην οικογένειαν του ατυχούς Χαλεπά.

Διατελώ μετά πολλής φιλίας Υμέτερος

Γ. Μαρίνος

Η ευγενική αυτή βοήθεια εξακολούθησε αρκετό διάστημα και στάθηκε χρήσιμη στις δύσκολες αυτές

Page 160: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

μέρες της οικογενείας του Χαλεπά. Γιατί η μητέρα του γλύπτη γερασμένη πια, ήταν ανίκανη να επιβλέψει και να φροντίσει όπως πριν και να βολέψει το σπίτι τους, υπόφερε. Τα ξενιτεμένα παιδιά της βέβαια ουδέποτε εγκατέλειψαν και στέλνανε τακτικά χρήματα στη μητέρα τους, αλλά οι οικογενειακές τους υποχρεώσεις ήσαν μεγάλες και έστελναν σαν καλοί γιοί απ' το υστέρημά τους για τη συντήρηση αυτής και του Γιαννούλη. Γι' αυτό και το έκτακτο αυτό μικρό επίδομα έφτασε στην ώρα του για να χαροποιήσει τις τελευταίες μέρες της πολυπικραμένης και υποδειγματικής αυτής μάνας.

Ένα χρόνο αργότερα η μεγάλη αυτή μάνα αρρώστησε. Νοιώθοντας ότι πλησιάζει το τέλος της και τρέμοντας για την τύχη του παιδιού της, κάλεσε κοντά στο κρεβάτι της, την ανιψιά της Μαργαρώ Γαΐτου.

Η κοπέλα ξέροντας ότι η θεία της, ήταν άρρωστη και ακούγοντας από τον απεσταλμένο που την ειδοποίησε λαχανιασμένος ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να τη δει, πήγε τρέχοντας στο σπίτι της. Μπήκε ανταριασμένη μέσα στο δωμάτιο. Στο πρόσωπο της γερόντισσας είχε χυθεί κιόλας το θάμβος του θανάτου. Η Μαργαρώ το αντιλήφθηκε.

Με φώναξες θεια Ρήνη της λέει, τι με θέλεις; σκύβοντας πάνω της και χαϊδεύοντάς την.

Τα άτονα μάτια της γερόντισσας που γυάλιζαν στεγνωμένα απ' τα ποτάμια των δακρύων που χύθηκαν μια ζωή ολόκληρη για το άτυχο παιδί της, γύρισαν πάνω της κι έλαμψαν χαρούμενα.

Μαργαρώ, της λέει, δε βρίσκω άλλη καλύτερη από σένα κόρη μου, τώρα που φεύγω για τον άλλο κόσμο, για να του εμπιστευθώ, να τον παρακαλέσω, να φροντίζει και να προσέχει το Γιαννούλη μου.

— Τι είναι αυτά που λες θεια μου... Δεν έχεις τίπ...

— Όχι, όχι παιδί μου, δε γελιέμαι. Σας αφήνω γεια...

Και σφίγγοντάς της σπασμωδικά το χέρι, συμπληρώνει μ' ένα βουβό αναστεναγμό.

— Θα ήθελα να κλείσω εγώ τα μάτια του άτυχου παιδιού μου, αλλά ο Θεός δεν το θέλησε. Γεννηθήτω το θέλημά του.

— Ναι, θεια Ρήνη θα φροντίσω. Αυτή είναι η έγνοια που σε βασανίζει θεια μου; Μη σ' ανησυχεί, θα φροντίσουμε...

Τι θα γίνει, τι θα γίνει... το παιδί μου μόνο του, μόνο του... ποιος θα το κοιτάξει; Και ξεσπώντας και χύνοντας τα τελευταία της δάκρυα, που ασήμωναν τα στεγνωμένα μάγουλά της και τις ρυτίδες του προσώπου της, ενός προσώπου που αγάπησε και πόνεσε περισσότερο από κάθε άλλη μάνα και ήταν σκαμμένο απ' τις οδύνες, πρόσθεσε.

— Την έγνοια σου και τα μάτια σου στο Γιαννούλη μου, Μαργαρώ μου. Νάχεις την ευχή μου.

Ύστερα κοιτάζοντας προς το εικονοστάσι, προσπάθησε ν' ανασηκωθεί, αλλά ξανάπεσε εξαντλημένη στο κρεβάτι της, ψιθυρίζοντας κάτι σαν προσευχή.

Λίγες στιγμές αργότερα ξεψύχησε.

~οο0οο~

Τα αναπόφευκτο και κοινό σε όλα τα πλάσματα αυτό γεγονός του θανάτου της μητέρας του που

Page 161: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

συνέβηκε το 1916, ήταν και κείνο που έμελλε να διαμορφώσει και να ολοκληρώσει οριστικά πια σαν συνείδηση, όπως γνωρίσαμε όλοι το Χαλεπά της σκεπτικής περιόδου.

Ειπώθηκε ότι ο Χαλεπάς μισούσε τη μητέρα του, γιατί η διπλά δυστυχισμένη και άτυχη αυτή μάνα που με το δίκιο της απόδινε τη βλάβη του παιδιού της στη γλυπτική, κατάστρεφε ότι ο γιός της έφτιανε εμποδίζοντάς τον ταυτόχρονα με κάθε τρόπο να εργασθεί.

Θα ήταν αδύνατο η άκακη και παιδική καρδιά του Χαλεπά να έτρεφε μίσος εναντίον της μητέρας του. Βέβαια η καταπίεση που υφίστατο απ' αυτήν ενόσω ζούσε, εξόργιζαν και κρατούσαν σ' ένα διαρκή εκνευρισμό το γλύπτη, που άβουλος αναγκαζόταν να υποτάσσεται στη μοίρα του σαν το μικρό παιδί που ατάκτησε, χωρίς να διαμαρτύρεται. Καιροφυλακτώντας βέβαια πάντοτε όπως προείπαμε, έκλεβε διαρκώς ώρες και εργαζόταν στο υπόγειό του, για να δει σε λίγο δυστυχισμένος, ανήμπορος και θλιμμένος το έργο του να καταστρέφεται απ' τη μάνα του.

Ασφαλώς την ώρα της καταστροφής των θα αισθανόταν κάποια κακία γι' αυτήν, αλλά για να σβήσει αμέσως ύστερα, όταν ο δημιουργικός πυρετός τον εγκατέλειπε. Γιατί ο σκεπτόμενος εαυτός του όταν συνερχόταν έβλεπε με σεβασμό και συμπάθεια τη μητέρα του, που τον περιποιόταν και τον πρόσεχε. Μα όταν τον ξανασυνέπαιρνε ο δημιουργικός πυρετός ξανάρχιζε με το ίδιο πάθος την εργασία του αδιαφορώντας για τις αυστηρές απαγορεύσεις της, βυθισμένος μέσα στο ευφρόσυνο και δαιμονιακό πάθος του της δημιουργίας, για να δει και πάλι απελπισμένος και με μια απερίγραπτη απόγνωση το έργο του να ξανακαταστρέφεται για χιλιοστή φορά από κείνη.

Θέμα Σαιξπηρικής και ασύλληπτης τραγωδίας που διάρκεσε μια ολόκληρη ζωή.

Λογική μητέρα και διχασμένος καλλιτέχνης σε μια διαρκή, σιωπηλή και αμείλικτη μάχη χωρίς αλληλοκατανόηση.

Με το θάνατό της βέβαια ο Χαλεπάς θα αισθάνθηκε μια απέραντη ανακούφιση. Όλες οι καταπιέσεις της που από χρόνια συσσωρευόταν απωθημένες στο βάθος του υποσυνειδήτου του ξέσπασαν μονομιάς, αντικαθιστώμενες από ένα αίσθημα λυτρωτικής αγαλλιάσεως.

Τις στιγμές εκείνες ξεπήδησε από μέσα του ο άνθρωπος, ο ως τα τότε διστακτικός και φοβισμένος, που για πρώτη φορά δοκιμάζει το αίσθημα της ελευθερίας για να κάνει χρήση του μοναδικού και χρυσού αυτού δικαιώματος, του κοινού σε όλα τα όντα, που η απώλειά του επαναστατεί, μαραίνει πρόωρα ή σκοτώνει, και κρατεί σε μια διαρκή εγρήγορση και σάλο για όλη τους τη ζωή όλα τα επί της γης πλάσματα.

Ο δημιουργός καλλιτέχνης έχει κυριαρχήσει απόλυτα μέσα του και είναι συνεπαρμένος.

Γι' αυτό και δεν συγχύστηκε όταν πέθανε. Ίσως το περίμενε, ίσως το ευχόταν τις ώρες που κατάστρεφε τις δημιουργίες του και η ευχή του αυτή του είχε γίνει ασυναίσθητα μια βιωματική κατάσταση.

Από τη στιγμή αυτή είναι ελεύθερος να εργασθεί χωρίς έλεγχο πια.

Όλο το διάστημα που οι δικοί του ασχολούνται με το συγύρισμα της νεκρής και την προετοιμασία της κηδείας, ο Γιαννούλης έχει εξαφανισθεί.

— Μα που έχει πάει, ρωτάει ανησυχώντας η ξαδέλφη του Μαργαρώ.

Πλησιάζει κιόλας η ώρα για να κηδέψουν την μάνα του και ο Γιαννούλης δε φαίνεται πουθενά.

Page 162: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αρχίζουν τότε να ρωτούν και να ψάχνουν δω και κει. Επί τέλους τον ανακαλύπτουν στο υπόγειό του. Τόχει σκουπίσει και καθαρίσει. Έχει ξεδιαλέξει και συγκεντρώσει σε μια άκρη σε στοίβα κομμάτια από παλιά πήλινα έργα του και κείνη την ώρα ασχολείται να τα σπάζει σε κομματάκια.

Τον παίρνουν, τον ντύνουν και τον οδηγούν στο θάλαμο της νεκρής. Και καθώς οι γυναίκες τη μοιρολογούν, ο Γιαννούλης στέκεται κοντά στα φέρετρο και την κοιτάζει απαθής για τελευταία φορά.

Ανάμεσα στον γενικό θρήνο βλέπει τα δυο μικρά κοριτσάκια της ξαδέλφης του Μαργαρώς, που τα λάτρευε, να κλαίνε τη γιαγιά τους.

Το θέαμα αυτό αναταράσσει και ξυπνάει το ληθαργούν στους κόσμους του πνεύμα του γλύπτη που συνέρχεται και φωτίζεται. Ένας βαθύς οίκτος πλημμυρίζει την καρδιά του. Κακόμοιρα παιδιά διαλογίζεται. Τι θα γίνετε τώρα; Και το μυαλό του αυτόματα πηγαίνει στην τέχνη του. Και προς γενική έκπληξη τα παρηγορεί και τους λέει:

— «Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλέψω», για να ξαναπέσει αμέσως ύστερα στη βαθειά σιωπή του.1

Φύγετε δεν είμαι εδώ, απαντάει.

Οι πρώτες υποψίες ευθύνης απέναντί τους εισέρχονται και απασχολούν το πνεύμα του και γίνονται μια ακόμη αιτία της επανόδου του σκεπτικού του.

Και σε λίγο ενώ οι άλλοι ασχολούνται με τα της κηδείας και της ταφής της, αυτός κατεβαίνει στο υπόγειό του, αποτελειώνει το συγύρισμά του, βρέχει και ζυμώνει τον πηλό του κι αρχίζει αμέσως να δουλεύει.

Και μυστικά μέσα του, στα φωτεινά διαλείμματά του τη σκέπτεται, την θρηνεί σιωπηλά και πολύ ίσως, αλλά αυτό δεν το ξέρει παρά μόνον ο εαυτός του.

~οο0οο~

Ασφαλώς η υπερβολική αυστηρότητα της απλοϊκής, φρόνιμης και τόσο απόλυτα δικαιολογημένης γλυκιάς αυτής μάνας καθυστέρησε την πορεία της επανόδου της λογικότητάς του, γιατί ένας χρόνος ύστερα απ' το θάνατό της άρκεσε για να ηρεμήσει την ψυχή του πολύπαθου γλύπτη.

Δε βλέπει τώρα τις δημιουργίες του να καταστρέφονται και ολόκληρο το 1917 δουλεύοντας ανεμπόδιστα ξαναβρίσκει ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του. Η σκέψη του καθαρίζει.

Ο ως τα τότε μισότρελος έχει γίνε τώρα στα μάτια του κόσμου, ένας λογικός αλλά παράξενος γέροντας προσηνής και άκακος όπως πάντοτε, που τους συναναστρέφεται και τους κάνει ακόμη θελήματα, γιατί εξακολουθεί να τους έχει ανάγκη, αλλά που του αρέσει όπως πάντα η μοναξιά και η δουλειά, μα που τώρα πολλές φορές τους αποφεύγει και τους φέρεται εχθρικά ωσάν να τον ενοχλούν.

Από δω και στο εξής όταν πηγαίνει κανείς στο σπίτι του, τον υποδέχεται βέβαια σιωπώντας και μ' ευμένεια, αλλά όταν του γίνει φορτικός και τον ενοχλεί σωπαίνει για να μη του ξανανοίξει την πόρτα, όσο κι αν αυτός επιμένει να χτυπάει.

1 Α. Α. Παπανδρέου: Νεοέλληνες καλλιτέχνες. Γιαννούλης Χαλεπάς, Αθήνα 1932.

Page 163: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Μπάρμπα - Γιαννούλη, μπάρμπα - Γιαννούλη, τον παρακαλούν.

Δεν είμαι δω τους λέει και σωπαίνει. Η επιμονή του και η υπομονή του είναι ανεξάντλητες, ως που να τους αναγκάσει να φύγουν απελπισμένοι.

Και από το 1918 αρχίζει η Δημιουργία σειράς όλης έργων. Πενήντα δύο έργα βλέπουν το φως της μέρας σε διάστημα 12 ετών ως το 1930 και άλλα 43 από το 1930 ως το 1938 χρονολογία του θανάτου του, το όλον 95 έργα χυμένα σε εκμαγεία ή εκτελεσθέντα σε μάρμαρο που μόνον οι τίτλοι τους θα μιλούν στους επιγενομένους για την απεραντοσύνη του πνεύματος του Χαλεπά και τι τεράστιο και ακατάλυτο έργο θα έβγαινε από τα χέρια του μεγάλου γλύπτη. Η Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα σεμνυνωμένη για τον γλύπτη που θα επανέφερε τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους, θα κέρδιζε τόσα πολλά εθνικώς, όσα δεν της απέφεραν ούτε οι κοντόφθαλμοι και για την εξουσία μεριμνούντες πολιτικοί της, ούτε οι καλοζωισμένοι βιομήχανοι και έμποροί της, ούτε το πλείστον των φιλόδοξων και πολιτικολογούντων στρατηγών της (γέννημα της πολιτικής διαφθοράς) με τους αψυχολόγητους και παράλογους πολέμους τους με τα ολέθρια για την φυλή αποτελέσματά τους.

Στην ώριμη αυτή εποχή της σκεπτικής του περιόδου, μια από τις πιο δραματικές αυτές μορφές του, που θα τον απασχόλησε προηγουμένως στον πηλό, τη μεταφέρει στα μάρμαρο. «... Με ένα καρφί και μ' ένα σφυρί σκάλισε απ' ευθείας στο μάρμαρο μια προτομή».1

«Στείλε μου τσιγάρα, τσιγάρα, τσιγάρα...»

Αλλά αν και συνήλθε, όλα του σχεδόν τα χρόνια που έζησε στο χωριό, τα περνάει ο γλύπτης μέσα στην ίδια στέρηση. Ζει κοντά στην οικογένεια της πρωτοξαδέλφης του Μαργαρώς Γαΐτου. Εξακολουθεί όπως πάντα να βόσκει τα πρόβατά του και να κάνει θελήματα στους συγχωριανούς του και ν' ανέχεται πολλών άξεστων τις βρισιές και τις βαναυσότητες.

— «Τσακίσου στο διάβολο!» του είπε κάποια μέρα ένας αγροίκος χωριανός του, που του έδωσε να πάει σε κάποιον ένα γράμμα, που ο πικραμένος καλλιτέχνης το υπομένει σαν κάτι το φυσικό και αδιαμαρτύρητα.

Ποιος ξέρει πόσες άλλες ανείπωτες προσβολές και πειράγματα θα κατάπιε κατά το διάστημα της πολύχρονης παραμονής του στο χωριό ο Χαλεπάς, έχοντας την ανάγκη τους για να ζήσει, για λίγες δεκάρες ή για να του προσφέρουν ένα τσιγάρο, για να ικανοποιήσει το άλλο μεγάλο πάθος του τού καπνίσματος. Και όταν δεν έχει τσιγάρα μαζεύει τ' αποτσίγαρα απ' τους δρόμους.

2

Και μια και η σκέψη του ξανάρθε και λειτουργεί με συνοχή έχει ανάγκη από περισσότερο πηλό για να εκτελέσει τις συλλήψεις του. Κάθε φορά που λαβαίνει ανάγκη τρέχει συνεχώς στα μαρμαροβούνια του Πύργου και ψάχνοντας δω και κει, ανάμεσα στις σχισμάδες των βράχων όπου έχει κατακαθίσει απ' τις βροχές χώμα καθαρό και στις ρεματιές και τ' αυλάκια των χειμάρρων που τα νερά τους έχουν καταφάει τη γη και μπορεί ν' ανακαλύψει πηλό, διαλέγει με λαχτάρα και καθαρίζει απ' τις πετρούλες και τα βότσαλα το υλικό που του χρειάζεται. Έπειτα το μεταφέρει λίγο - λίγο και πολλές φορές από

έγραψε κάποτε σε κάποιο γνωστό του που του εκδήλωσε συμπάθεια γεμίζοντας με τις λέξεις αυτές, ολόκληρο το γράμμα του που φαίνεται σαν μια συμπυκνωμένη εναγώνια κραυγή για να τον λυπηθεί.

Ανάμεσα στην τόση του δυστυχία και εγκατάλειψη οι συγγενείς του τον βοηθούν όπως πάντα, αλλά τι μπορούν να κάνουν οι συγγενείς του που τους βασανίζουν τα δικά τους βιοτικά προβλήματα και υποχρεώσεις;

1 Υπό β: Η Πάνορμος της Τήνου κι ο Γιαννούλης Χαλεπάς, (Αθήναι Αύγουστος 1927). 2 Ηλ. Ζιώγα: Γιαννούλης Χαλεπάς. Αθήναι 1941. Πληροφορίες παρμένες από το ζωγράφο Β. Γερμένη.

Page 164: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

δυο ώρες μακριά στο εργαστήριό του. Πολλές φορές όταν δεν κατορθώνει να μαζέψει αρκετό το μεταφέρει γεμίζοντας μ' αυτό τις τσέπες του. Και με τα ίδια πρωτόγονα εργαλεία εξακολουθεί ακούραστος και ανεπηρέαστος τη δουλειά του. Αφού γέμισε πρώτα με αριστουργηματικά σκίτσα όπου διαφαίνεται όλη η αγωνία του δημιουργού ν' αποσαφηνίσει και να κάνει συγκεκριμένες τις μορφές του —γιατί ο Χαλεπάς της δευτέρας περιόδου αντιπροσωπεύεται περισσότερο μέσα στα σκίτσα αυτά και ύστερα με τα γλυπτά του, που έχουν όλη τη φρεσκάδα της πρώτης σύλληψης και της δημιουργικής ορμής, τη μεγαλοφυή επιδεξιότητα του χεριού που με λίγες απλές γραμμές δίνει όλον τον ανθρώπινο και τραγικό χαρακτήρα των θεμάτων του και που αδυνατεί να τα μεταφέρει στο μάρμαρο —τα διάφορα κατάστιχα απ' τα καταστήματα του πατέρα του που υπήρχαν στο σπίτι και που ο ίδιος τα διαφυλάσσει και τα προσέχει σαν κειμήλια, όταν πια του απολείψουν τα μέσα εξακολουθεί να σχεδιάζει όπως πριν πάνω σε τραπέζια σε στρατσόχαρτα, πάνω σ' ότι βρει. Κι όταν ο γλύπτης Αντώνης Σώχος που τον βοηθούσε τακτικά τούστειλε κάποτε χαρτί και μολύβια σχεδίου, ο έρημος και λησμονημένος αυτός του στέλνει το παρακάτω γράμμα που μας φανερώνει όλην την ευαισθησία και τον πλούτο των αισθημάτων του Χαλεπά. Ο μεγαλοφυής διανοητής που έχει πλήρη επίγνωση της αρρώστιας του, ο παρατημένος απ' το κράτος καλλιτέχνης, γεμάτος ευγνωμοσύνη αφού πρώτα ευχαριστήσει για τα μικρά του δώρα με τα πιο θερμά λόγια τον αποστολέα τους, δε μπορεί να κατασιγάσει και το βαθύ παράπονό του για την εγκατάλειψη αυτή και που τα εκδηλώνει γράφοντάς του. Να το γράμμα του:

«Δεν υπάρχει πιο γλυκό πράμα —για τους άρρωστους της τύχης, από τα συμπονετικά λόγια των ομοίων τους. Τα δώρα σας, και τι δώρα — αυτά που ελάτρεψα σ' όλη μου τη ζωή, δείχνουνε πως απ' τον τόπο μας δεν έπαυσαν να υπάρχουν οι λάτρεις του ωραίου και του αληθινού. Είναι αλήθεια πως για καιρό δεν φαινόντουσαν ούτε λάτρεις, ούτε θαυμαστές κι εχρειάστηκαν — κι αυτό το λέγω για πρώτη μου φορά — μια Κοιμωμένη να ξυπνήσει τους βαθειά ροχαλίζοντας».

Και με τι επιφυλακτικότητα, με πόση σεμνότητα μιλάει για τον εαυτό του ο μεγάλος καλλιτέχνης.

Παράλληλα με τον Μαρίνο του οποίου ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε την προτομή, αρωγός τώρα του μεγάλου καλλιτέχνη έρχεται ένας άλλος φιλότεχνος, ανιδιοτελής και ανωτέρων αισθημάτων άνθρωπος, ο έμπορος Μίμης Μουτσόπουλος απ' τη Στεμνίτσα της Γορτυνίας που του παραστέκεται σαν στοργικός γιός. Και μόνον όταν του αναφέρουν το όνομα του Χαλεπά η μεγάλη ψυχή του «ή κλαίει ή ξεχνιέται».1

1 Βέλμου: Χαλεπάς, φύλ. τέχνης Φραγκελίου, Αθήνα 1928.

Χρόνια, ολόκληρα έχει που τον βοηθάει συνεχώς με καινούρια εμβάσματα και με παντός είδους άλλα βοηθήματα ανακουφίζοντάς τον ώστε ο γλύπτης να κάνει μια ζωή κάπως ανθρωπινότερη. Μα και η Επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου θυμάται κι αυτή με τη σειρά της ό,τι στο νησί τους ζει τα τελευταία του χρόνια ένας μεγάλος καλλιτέχνης, γέννημα θρέμμα, και δόξα του τόπου, μεριμνάει κι αυτή και του κόβει ένα μηνιαίο χρηματικό επίδομα. Από δω και στο εξής ο καλλιτέχνης μπορεί να ζει και να εργάζεται με κάποια σχετική άνεση. Οι χωριανοί του τώρα του φέρονται με σεβασμό και καθώς ο καιρός περνάει με μεγαλύτερη εκτίμηση. Ο μπάρμπα - Γιαννούλης έχει γίνει πια το καμάρι του χωριού. Δεν υπάρχει πανηγύρι, γάμος, γλέντι, τελετή που να μη προσκαλέσουν το «μπάρμπα - Γιαννούλη» και να μη τον βάλουν να καθίσει στην πιο διακεκριμένη θέση. Η πληγωμένη ψυχή του καλλιτέχνη δέχεται ευπρόσδεκτα όλες αυτές τις τιμές, μα για να ξαναγυρίσει πάλι σε λίγο στο υπόγειό του, να ξαναρχίσει την ίδια άχαρη και επίμονη προσπάθειά του, της αυτοσυγκέντρωσης και των καινούργιων πλαστικών δημιουργιών μέσα στο ανήλιαστο και κακοφωτισμένο υπόγειό του κάτω από τις ίδιες τεχνικές δυσχέρειες, μίζερες και απάνθρωπες συνθήκες. Του έλειπε η πραγματική προστασία και η έξοδο απ' αυτόν το φαύλο κύκλο, που η μοίρα είχε πλέξει γύρω του, μοίρα ζηλόφθονη και κακεντρεχής, που νομίζει κανείς πως σκοπό της τάζει, να κυνηγάει ισοβίως όλες τις μεγάλες ψυχές, όλα αυτά τα μεγάλα, υψιπετή και έξοχα πνεύματα που σεμνύνουν το όνομα του ανθρώπου πάνω στη γη μας και τιμούν αιωνίως ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Page 165: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 166: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 167: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 168: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 169: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 170: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 171: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Χρόνια ολόκληρα τον έβλεπαν να προχωρεί δέκα βήματα εμπρός να κάνει μεταβολή και να ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο εκκίνησης και να επαναλαμβάνει τη μηχανική αυτή κίνηση, να βρίσκεται στο αδιάκοπο αυτό σύρε κι έλα ώρες ολόκληρες. Έχοντας πλήρη συναίσθηση του παθήματός του, ήθελε να βγει ο άμοιρος από το τρομερό αυτό κλοιό, μα παρ' όλες τις απελπισμένες προσπάθειές του επανερχόταν στο ίδιο σημείο εκκίνησης. Ή άλλοτε παίρνοντας μια πετρούλα και με τη διαρκή αυτή σκέψη στο πνεύμα βαδίζει, πέντε, δέκα, είκοσι λεπτά, μισή ώρα... για να την προσαρμόσει μ' ακρίβεια στην τρύπα μιας μάντρας που έβλεπε πως της έλειπε, συλλογιζόμενος ίσως τη δική του έλλειψη και ατέλεια, αυτό που η ζηλόφθονη Μοίρα του στέρησε.

Πόσο δυστυχισμένος ήταν!!!

Και από τον άχαρο αυτό κύκλο αποσπόταν όταν άρχισε πάλι να εργάζεται και να δημιουργεί.

Πόση πικρία θα δοκίμαζε ο μεγάλος καλλιτέχνης, όταν συνήλθε συναισθανόμενος την κατάντια του, περνώντας τις ατέλειωτες ώρες του μέσα στην κρύα μοναξιά του υπόγειου εργαστηρίου του στον Πύργο, με τι λαχτάρα θα ποθούσε η ψυχή του ένα κάπως πιο άνετο περιβάλλον, πιο ανθρώπινο και στοργικό, πόσο αναθυμούμενος τα χρόνια της νιότης του θα ονειρεύτηκε ένα πιο μεγάλο εργαστήριο όπου θα μπορούσε να εργάζεται πιο ανθρώπινα.

Όταν αργότερα κάποτε στην Αθήνα στο μικρό εργαστήριό του στην οδό Δαφνομήλη εξέφρασε την επιθυμία του στην ανηψιά του ν' αποκτήσει ένα απέραντο εργαστήριο στο κέντρο της Αθήνας και του απάντησε: «Θα γίνει κι αυτό θείε μου». «Πόσα χρόνια, της λέει θα ζήσω ακόμα παιδί μου», ενώ μια άλλη μέρα μονολογώντας θλιβερά είπε: «Πόσα χρονιά χαμένα στην Τήνο»1

«Εις εκείνο το κατώγι του φίλου μας Τριανταφύλλου, υπάρχουν πολλά έργα γύψινα του ατυχούς Γιαννούλη Χαλεπά, μεταξύ δε αυτών είναι και ένα έξοχο ανάγλυφο παριστάνον την Φιλοστοργία. Το ανάγλυφο αυτό πρέπει να πάει μέσα στην αίθουσα της Παναγίας. Το είπα σε πολλούς μα ως τώρα δεν έγινε τίποτα. Πιστεύω πως εσύ θα σώσεις το έργον αυτό.» Η σύσταση του καλλιτέχνη φίλου μας έγινε προ έτους. Φαίνεται όμως, ότι δεν είχε συντελεσθεί το πλήρωμα του χρόνου για να ίδει το φως το αριστούργημα του μεγάλου πλην ατυχούς καλλιτέχνου... Προχθές όμως το αριστούργημα τούτο, το προ τεσσαράκοντα ετών κατασκευασθέν εν Μονάχω, είδε το φως. Κατάπληκτοι οι φιλότεχνοι Πανορμίται είδον και συνώδευσαν το θαυμάσιον ανάγλυφον του συμπολίτου των, μέχρι του μικρού εργαστηρίου του. Ανέλπιστος δόξα. Το μικρό και πενιχρό ξυλουργείο μου ελαμπρύνθη. Ηλιακαί ακτίνες, καθυστερήσασαι επί τεσσαράκοντα έτη, εισήλθον εν αυτώ και μετεβλήθη ευθύς εις Ναόν. Δεν έμεινε Πανορμίτης να μην έλθει να θαυμάσει το λησμονημένον αριστούργημα. Και όταν ο ήλιος αργά έβαινε προς την δύσιν του, ήλθε και ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο δημιουργός του αριστουργήματος. Είμεθα οι δυο μας. Έλαβε κάθισμα, εκάθισε απέναντι του αναγλύφου του και προσήλωσε επ' αυτού το βλέμμα. Ήθελα να τον ερωτήσω πολλά, αλλά τις ηδύνατο να διακόψη την μελαγχολικήν εκείνην στάσιν του ατυχούς αυτού ανθρώπου; Τι άραγε να εσκέπτετο; Εσκεπτόμην και εγώ και ενόμιζον ότι διακρίνω εις τας θαυμασίας εκείνας πτυχάς του θαυμασίου αναγλύφου, όλας τας ελπίδας και όλα τα όνειρα του

~οο0οο~

Η ανάσταση τού έστω και τραυματισμένου πνεύματος του γλύπτη προκαλεί πρώτα την προσοχή των συμπατριωτών του και το στοργικό ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης της πατρίδος του. Ο Ν. Μωραΐτης πρώτα συζητώντας μαθαίνει από το Ν. Καπαριά για το εγκαταλειμμένο νεανικό έργο του Χαλεπά που του λέει κάποια μέρα:

1 Στρατή Δούκα. Περ. ο Αιώνας μας, 5-1949.

Page 172: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

εικοσιπενταετούς Γιαννούλη Χαλεπά, του πλήρους μέλλοντος νεανίου εκείνου, του πλάσαντος το προ των οφθαλμών μας μεγαλούργημα. Η νεκρική εκείνη σιγή, δεν αντελήφθην πόσον διήρκησεν. Αλλ' όταν ο Γιαννούλης έστρεψεν το πρόσωπον, είδα να κυλήση έν δάκρυ εκ των οφθαλμών και να κρυφθή εις την λευκήν γενειάδα του. Την στιγμήν εκείνην ήθελα να είχα ένα ένοχον, τον Θεόν ή τον διάβολον. Το μεγαλούργημα τούτο παριστά μητέρα καθημένην επί θρόνου έχουσαν προ αυτής και νουθετούσαν την θυγατέρα της και προς τα δεξιά της μικρόν υιόν κρατούντα βιβλίον και γράφοντα τας συμβουλάς της μητρός. Ηρώτησα τον Γιαννούλην, αν επιτρέπεται να διορθώσωμεν το ολίγον τευθρασμένον βιβλίον του παιδιού και ο άκακος και γλυκύς Γιαννούλης μοι απήντησε εν οργή σχεδόν: «Και ποιος θα βάλει το χέρι του απάνω σ' αυτό;»1

«Μετά πολλής της συμπαθείας είδε πάσα η παρ' ημίν κοινωνία τον έξοχον πλην ατυχή καλλιτέχνην κ. Γιαννούλην Χαλεπάν, εν τω μέσω αυτής, κατά τας ημέρας της πανηγύρεως και μετά πολλής αγάπης περιέβαλεν αυτόν κατά τας ημέρας καθ' ας διέμεινε μεταξύ ημών, ο άνθρωπος όστις τόσον υψιπετές έσχεν το καλλιτεχνικόν δαιμόνιον. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, κατελθών εις την πόλιν μετά του συγχωρίου του και συνεργάτου τού «Αστέρος» κ. Ν. Μωραΐτου, χάριν της πανηγύρεως, προσέφερεν εις το Ιερόν Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας ωραίον ανάγλυφον, εικονίζον την Φιλοστοργίαν... Το ωραίον γύψινον ανάγλυφον εγένετο προ τεσσαρακονταετίας, ότε ο ατυχής καλλιτέχνης εσπούδαζεν εν Μονάχω δαπάναις του Ιερού Ιδρύματος... θα τοποθετηθή εν τη αιθούση της υποδοχής του Ιδρύματος και εν θέσει ην ούτος ο καλλιτέχνης υπέδειξε. Κατά την ενταύθα διαμονήν του ο Χαλεπάς πολιός πλέον γέρων, εφωτογραφήθη μετά του βουλευτού κ. Κ. Αλαβάνου παραπλεύρως του αναγλύφου του...»

Ο Ν. Μωραίτης προτείνει στο Χαλεπά να το δωρίσει στον Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου που δέχεται χωρίς αντίρρηση. Συγχρόνως τον πείθει να κατέβουν μαζί στην Τήνο για να το προσφέρει αυτοπροσώπως κατά την εορτή της Παναγίας.

Και σε λίγες μέρες κατεβαίνουν στην Τήνο.

Η είδηση ότι ο Χαλεπάς βρίσκεται στη χώρα μεταδίδεται σαν αστραπή και προκαλεί συναγερμό στους κατοίκους της Τήνου.

Να πώς περιγράφεται η επίσκεψή τους.

2

Αυτά βέβαια είναι μια όαση στη ζωή του, ένας ήλιος που γλυκαίνει και παρηγορεί την μεγάλη καρδιά του γλύπτη. Μα αντί το Κράτος —τι αποκαρδιωτική γύμνια για τους Νεοέλληνας που τους χαρακτηρίζει ο καταφερτσιδισμός και που μόνον όταν πρόκειται να προβάλλουν τον εαυτόν τους και να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα κινούνται δραστήρια— να φροντίσει να του κόψει μια

Παρ' όλα αυτά ο Χαλεπάς εξακολουθεί να παραμένει στο χωριό του λησμονημένος και πάλι. Επί τέλους ξυπνάει και ορισμένους φιλότιμους ανθρώπους των γραμμάτων και των καλών τεχνών της πρωτευούσης. Ο γλύπτης Θ. Θωμόπουλος πρώτα και ο Δ. Καλογερόπουλος ύστερα επισκέπτονται στην Τήνο τον καλλιτέχνη. Ο Θωμόπουλος ενεργεί μέσω του Πολυτεχνείου και στέλνει ειδικό τεχνίτη του Αρχαιολογικού Μουσείου που χύνει στο γύψο τα έργα του που τα παραλαμβάνει και τα εκθέτει στην Αθήνα το 1925. Ο θόρυβος που δημιουργείται γύρω απ' το όνομά του κεντρίζει πρώτον την Νεοϊδρυθείσα Ακαδημία που για να δώσει το παρόν της του απονέμει το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών και που του το προσφέρει πηγαίνοντας ειδικά γι' αυτόν το σκοπό στην Τήνο ο ακαδημαϊκός κ. Κουρεμένος το 1927. Τον ίδιο χρόνο τον επισκέπτεται ο Βέλμος που παραλαμβάνει έργα του και σχέδια που τα εκθέτει στην Αθήνα στο Άσυλο τέχνης το 1928.

1 Ν. Χ. Μοραΐτης — ο Αβδηρίτης, εφ. Αστήρ της Τήνου, 4-4-1920. 2 Ν. Χ. Μοραΐτης — ο Αβδηρίτης, εφ. Αστήρ της Τήνου, 4-4-1920.

Page 173: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

σύνταξη και να του κάνει ανθρωπινότερη τη ζωή, τον αφήνει ξανά στην τρύπα του να υποφέρει, να τυραγνιέται και να επαιτεί συνεχώς, να κάνει θελήματα και να παρακαλεί για μολύβια και τσιγάρα, αφήνοντάς τον στην τύχη όπως και πρώτα, αιώνια Μόνον.

~οο0οο~

Μα το πλήρωμα του χρόνου έφτασε για να γλυκάνει τη ζωή των γερατειών του βασανισμένου καλλιτέχνη. Από πολλά χρόνια πριν ο ανιψιός του Χαλεπά, Βασίλης, σκέπτεται να τον φέρει στην Αθήνα. Τον βοηθάει συνεχώς με χρήματα και πολλές φορές τον επισκέπτεται στην Τήνο.

Και μια μέρα του λέει:

— Έρχεσαι να σε πάρω στην Αθήνα Μπάρμπα - Γιαννούλη;

Αυτή η πρόταση που γίνηκε τόσο ξαφνικά στον παρατημένο και ξεχασμένο στο χωριό καλλιτέχνη, που ζούσε μέσα στη σιωπή και στην αφάνεια στην αρχή τον παραξενεύει. Δεν τόχε σκεφθεί, αλλά και δεν το πιστεύει. Η αμφιβολία θρονιασμένη μέσα του ύστερα από τις τόσες πίκρες και ανήκουστες δοκιμασίες του, τον κρατεί επιφυλακτικό. Και συνηθισμένος τόσα χρόνια να ζει κοντά στα πρόβατά του και μέσα στο υπόγειό του, του φαίνεται κάπως αφύσικο και παράξενα δύσκολο για να το εγκαταλείψει.

— Όχι, του λέει αμέσως. Δε θέλω να σε βάλω σ' ανησυχία. Έπειτα εγώ είμαι γέρος, τι να με κάνεις;

— Δεν πειράζει θείε.

— Δεν έχω καμιά δουλειά στην Αθήνα εγώ. Καλύτερα ζω μόνος μου εδώ, δε θέλω να σας γίνω βάρος.

— Μα δε θα μας γίνεις βάρος.

— Όχι, όχι, πήγαινε στο καλό, του απαντάει τώρα απότομα.

Και ξέροντας ο ανιψιός τις παραξενιές του θείου του δε θέλησε να επιμείνει άλλο. Και πραγματικά ήταν κάπως δύσκολο για ν' αλλάξεις εύκολα τρόπο σκέψης και διαβίωσης σ' έναν άνθρωπο που 25 ολόκληρα χρόνια είχε αποκτήσει τις δικές του συνήθειες, προτιμήσεις και φιλίες.

Ο Μπάρμπα - Γιαννούλης δε θέλει να εγκαταλείψει το χωριό. Κάθε πρωί «κι όταν ξημερώσει κινάει για τη βρύση της πλατείας του χωριού όπου πλένεται, είτε χειμώνας είναι είτε καλοκαίρι: Ύστερα φροντίζει και τακτοποιεί τα προβατάκια του — πηγαίνοντας μια ώρα δρόμο για να μαζέψει βούρλα για να τους κάνει μπέρδικλα κι ότι άλλο τους χρειάζεται κι αφού ανεβεί στο Μπερναδάδο για να πιει κοντά στους δικούς του τον καφέ του, φεύγει ύστερα για το σπίτι του και κατεβαίνει στο υπόγειό του όπου σου κάνει τη Σφίγγα τον Οιδίποδα στον πηλό, ή τους Αγγέλους του πούναι οι πιο γνήσιοι Άγγελοι πούγιναν από χέρι καλλιτέχνη...»1

— Μα γιατί δεν έρχεσαι στην Αθήνα; του λέει κάποτε που είδε το θείο του ευδιάθετο ο Βασίλης, θα

Πολλές φορές όταν κουράζεται πηγαίνει στην ψαράδικη καλύβα του φίλου του Μαμαλούκου και κοιμάται.

Μα κάθε φορά που ο Βασίλης πηγαίνει στην Τήνο δεν παύει όταν του δίνεται ευκαιρία να του το υπενθυμίζει συνεχώς.

1 Βέλμου: Χαλεπάς, φύλ. τέχνης του Φραγκελίου, Αθήνα 1928.

Page 174: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

βάλω την Ειρήνη να σε περιποιείται, μη φοβάσαι, δε θα μας γίνεις βάρος.

Οι επανειλημμένες αυτές προτάσεις του ανιψιού του αρχίζουν να επηρεάζουν το μπάρμπα - Γιαννούλη. Αρχίζει να το σκέπτεται σοβαρότερα.

— Δε θα είναι άσχημα συλλογίζεται αν πάω στην Αθήνα, καθώς τον αποχαιρετούσε μια μέρα, ύστερα από μια άκαρπη προσπάθεια ο ανιψιός του. Η σκέψη αυτή τον γεμίζει από ευφροσύνη. Μα και πάλι αρχίζει ν' αμφιβάλλει αν η πρόταση είναι σοβαρή.

Βλέποντας ο ανιψιός του ότι ο θείος του είναι αμετάπειστος καταφεύγει τότε στη γυναίκα του Ειρήνη με την οποία συνεννοείται. Και τον άλλο χρόνο πηγαίνουν μαζί στην Τήνο.

Η γυναικεία τρυφερότητα είναι πιο πειστική από τα λόγια ενός άνδρα. Και το πλησίασμα μιας γυναίκας κοντά σ' έναν καλλιτέχνη που το μεγαλύτερο και το πιο ουσιαστικό μέρος της ζωής του το πέρασε μέσα σε μια ερωτική και συναισθηματική ερημιά, ξαναζωντανεύει μέσα του παρ' όλα τα 75 χρόνια του τον κοιμισμένο ίμερο στην ιδεαλιστική του πάλι μορφή.

Ο ίμερος, η ερωτικότητα αυτή του μπάρμπα-Γιαννούλη, ήταν και η αφορμή που πολλές φορές ανταμώνοντας με πολλές γνωστές του κοπελίτσες του χωριού, χόρευε μαζί τους βαλς έξω από τα σπίτια τους στο Μπερναδάδο.

Κι όταν φτάνοντας η ανηψιά του Ειρήνη στην Τήνο του είπε την άλλη μέρα χαμογελώντας:

— Θείε μου ήλθα εδώ με το σκοπό να σε πάρω στην Αθήνα, θαρθείς μαζί μας; Ο Χαλεπάς νομίζει ότι ακούει μια φωνή που έφτανε από κάποιο μακρινό και παραδεισιακό κόσμο που είχε χάσει τα χνάρια του.

— Ναι, παιδί μου έρχομαι, της απαντάει αμέσως ενθουσιασμένος.

Και η ανηψιά του Ειρήνη τον βλέπει να σπαρταράει ολόκληρο από χαρά. Η αναποφαστικότητά του και οι αμφιβολίες του έχουν πια διαλυθεί.

Παρεμβαίνοντας λοιπόν η Ειρήνη σαν θεόσταλτος άγγελος μέσα στη στερημένη και διψασμένη από ανθρώπινη γλυκύτητα και συμπάθεια ψυχή του προσπαθεί από τις πρώτες κιόλας στιγμές να του κάνει πιο άνετη και ανθρώπινη τη ζωή του. Το πατρικό σπίτι του Χαλεπά κατάκλειστο από δεκατρία χρόνια τώρα, από τον καιρό που πέθανε η μητέρα του, για πρώτη φορά δέχεται την επίσκεψη νοικοκυράς. Ανοίγει τα κατάκλειστα παράθυρα, το καθαρίζει απ' τις αράχνες, το σκουπίζει, το σφουγγαρίζει, ξεσκονίζει και τακτοποιεί τα λίγα έπιπλα του σπιτιού και τα διάφορα πράγματα που βρίσκονται φίρδην μίγδην παραμελημένα και πεταμένα δω και κει και σε λίγο όλο το σπίτι φρεσκαρίζεται και λάμπει από πάστρα. Βγαίνει στο περιβόλι και αερίζει τα λίγα ρούχα του ύπνου του, συγυρίζει και του κάνει ένα πιο βολικό κρεβάτι. Ο μπάρμπα - Γιαννούλης για πρώτη φορά ανασαίνει τη χαρακτηριστική μυρωδιά του σαπουνιού, του πλυμένου προσκέφαλου, της καθαρής πετσέτας και του σχετικά αναπαυτικού και περιποιημένου κρεβατιού.

Πόσο ευτυχισμένο νοιώθει τον εαυτό του όταν κάθε βράδυ ανεβαίνοντας στο δωμάτιό του ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Επί τέλους υπάρχει κάποιος που αρχίζει να φροντίζει και γι' αυτόν και η συναίσθηση ότι παύει πια να είναι μόνος, ότι κάποιος και μάλιστα γυναίκα ενδιαφέρεται για τη ζωή του τον πλημμυρίζει από αγαλλίαση.

Συνηθισμένος να ζει ως τα τότε μέσα στη δική του περιοχή της τέχνης και της μοναξιάς και της γύρω του γενικής λησμονιάς και αδιαφορίας γι' ότι αφορούσε τις προσωπικές του ανθρώπινες ανάγκες, δε

Page 175: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

μπορεί να το πιστέψει κάτι τέτοιο και πολλές φορές του φαίνεται πως ονειρεύεται.

Μα να που η ανηψιά του τον διαψεύδει. Γιατί η Ειρήνη κατεβαίνοντας κάθε πρωί από το Μπεναρδάδο τον καλημερίζει με το τραγούδι της φωνής της και αρχίζει να τακτοποιεί το σπίτι.

Πολλές φορές αφαιρείται και την κοιτάζει σιωπηλός. Τι θαύμα! να βρίσκεσαι πλάι σε μια γυναίκα. Μια απέραντη τρυφερότητα τον γεμίζει καθώς αυτή του χαμογελάει και τον περιποιείται.

— Μα μην κουράζεσαι παιδί μου, της λέει.

— Τι λες θείε μου· Να σ' αφήσουμε έτσι του απαντάει, αυτό δεν είναι σωστό. Έζησες τόσα χρόνια μέσ' σ' αυτά τα χάλια, τώρα πια πρέπει να σταματήσεις να κάνεις αυτή τη ζωή.

Ύστερα από λίγες μέρες, ένα πρωί, η Ειρήνη θέλοντας να ψυχολογήσει το θείο της για ν' αντιληφθεί ως ποιο σημείο, ο εγκαταλελειμμένος, ο ιδιόρρυθμος και νομιζόμενος απ' όλους ως φρενοπαθής ακόμη γέροντας έχει συνεπείς σκέψεις και πραγματικά θέλει να τους ακολουθήσει ή μήπως μετανόησε του λέει:

Από σήμερα και πέρα θείε μου, θα πάψεις να τρως στης Μαργαρώς το σπίτι και θα έρχεσαι στο δικό μας. Αρκετά έζησες μαζί της, τώρα πια είναι καιρός να μείνεις και να τρως κοντά μας. Θα έλθεις;

Και επειδή ο μπάρμπα - Γιαννούλης δεν απάντησε αμέσως, εξακολούθησε.

— Δεν πιστεύω να σε κουράζουν τα τριάντα σκαλοπάτια, η ανηφόρα που μας χωρίζει από της Μαργαρώς το σπίτι;

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης την κοίταξε με απορία.

— Να με κουράζουν... να με κουράζουν, όχι όχι, καθόλου της λέει, κοιτάζοντάς την χαρούμενος σαν το παιδί και με μάτια ευγνώμονα.

H Ειρήνη κατάλαβε.

— Το μεσημέρι λοιπόν, εξακολούθησε συγκρατώντας την συγκίνησή της η Ειρήνη θα σε περιμένουμε. Έτσι θείε μου;

— Ναι παιδί μου, στις δώδεκα.

Το μεσημέρι έφτασε. Η Ειρήνη είχε στρώσει το τραπέζι και καθόταν με τη μικρή της κόρη και τον άντρα της περιμένοντας. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα. Ήταν ο μπάρμπα - Γιαννούλης. Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο και προχωρώντας δυο-τρία βήματα, σταμάτησε απότομα στον τόπο του ωσάν να καρφώθηκε.

Τα ανίψια του τον κοιτάζουν ξαφνιασμένα. Τι συμβαίνει;

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης έχει προσηλώσει τα μάτια του στο τραπέζι. Κοιτάζει τα καθαρά σερβίτσια, το άσπρο και σιδερωμένο τραπεζομάντιλο και τις πετσέτες και το βλέμμα του δεν εννοεί να ξεκολλήσει από εκεί. Το πρόσωπό του φανερώνει ένα είδος έκπληξης και τα μάτια του παίζουν πάνω τους ολάνοιχτα με μια έκφραση θαυμασμού.

Τ' ανίψια του δεν μπορούν να εξηγήσουν την στάση του όταν σε λίγο ο Μπάρμπα - Γιαννούλης

Page 176: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

διακόπτοντας τη σιωπή, τους λέει:

— Ώστε έχουμε και τέτοια;

— Τι θείε μου;

— Και τραπεζομάντιλα... και πετσέτες... Και πλησιάζοντας άπλωσε το χέρι του αρχίζοντας να τα ψηλαφίζει ωσάν να τ' αντίκριζε για πρώτη φορά. Ώστε λοιπόν από δω και πέρα θα τρώω και γω όπως οι άλλοι;

Ταλαντευόταν μπροστά τους όρθιος και αναποφάσιστος. Τα παλιά λερωμένα ρούχα του γεμάτα σκόνες και πηλούς που κρέμονταν πάνω στο κυρτό γεροντικό του σώμα έδιναν την εντύπωση ενός ζητιάνου που τον καλούσαν να παρακαθίσει σ' ένα πολυτελές συμπόσιο και που σκεπτόταν αν πρέπει να καθίσει ή όχι.

Η Ειρήνη είναι έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα.

— Ναι θείε μου, ναι.

Και μη μπορώντας να υποφέρει άλλο η Ειρήνη, απλώνοντας το χέρι της, έβγαλε την παλιά και στραπατσαρισμένη ρεπούμπλικα απ' το κεφάλι του και τραβώντας τον σιγά-σιγά και με προσοχή τον έβαλε να καθίσει.

Ο δυστυχής κάθισε σαν το κατατρεγμένο πουλί, που πρώτη φορά βρίσκει μια φιλική και προστατευτική γωνιά, ένα καταφύγιο για να ξεκουραστεί. Όλα κείνη τη στιγμή του φάνηκαν ωσάν να φωτίζονταν μ' ένα καινούριο φως, ωσάν να ξαναγεννιόντουσαν μέσα του. Κοιτάζει τώρα κρυφά και με λατρεία τ' ανίψια του κι αρχίζει σιγά - σιγά να ηρεμεί.

— Μαζί μας από δω και πέρα, του λέει συνεχίζοντας ο Βασίλης μ' ένα εύθυμο ύφος, δίνοντας ένα πρόσχαρο τόνο στην συγκινημένη ατμόσφαιρα.

— «Μα μου το λέτε τάχα αλήθεια;» Θα με πάρετε λοιπόν στην Αθήνα;

— «Ναι θείε μου σ' ένα μήνα» του απαντάει γλυκά και σταθερά τώρα η Ειρήνη.

Το καθάριο κι άδολο βλέμμα της Ειρήνης καθησυχάζει πια οριστικά τον μπάρμπα-Γιαννούλη.

Από την ημέρα αυτή ο μπάρμπα-Γιαννούλης άρχισε να τρώει στο σπίτι του ανιψιού του Βασίλη.

Αρχίζει σιγά - σιγά κοντά τους να παίρνει τον αέρα του κοινωνικού ανθρώπου και να συνηθίζει στην ιδέα ότι η παραμονή του στον Πύργο ότου δοκίμασε τόσες στερήσεις και ποτίστηκε με τόση οδύνη πρόκειται να λήξει. Εν τω μεταξύ ο Βασίλης του οποίου η υπηρεσιακή άδεια έληγε περί τα τέλη Ιουλίου φεύγει για την Αθήνα, αφήνοντας εντολή στην Ειρήνη να φύγουν κατά τα μέσα Αυγούστου. Καθώς οι μέρες περνούν ο μπάρμπα-Γιαννούλης ρωτάει και ξαναρωτάει την ανηψιά του πότε σκοπεύουν να φύγουν.

— Ε, Ειρήνη, της λέει κάποια μέρα, ο μήνας τέλειωσε.

Μα επειδή κείνες τις μέρες τα μελτέμια βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους η Ειρήνη δεν αποφασίζει να φύγει.

Page 177: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Να πέσει αυτός ο διαολεμένος αγέρας, του απαντάει, κι έπειτα φεύγουμε.

— Μα ο αέρας αυτός είναι της λαγκαδιάς παιδί μου, δεν καταλαβαίνεις; Επιμένει κάθε φορά που αυτή αρνείται. Ο μπάρμπα-Γιαννούλης είναι ανυπόμονος.

— Θέλω να πάω στην Αθήνα της επαναλαμβάνει κάθε τόσο και το βλέμμα του λαμπαδιάζει από αστραποβολήματα χαράς, να ξαναδώ για τελευταία φορά την «Ακρόπολη» και την «Κοιμωμένη μου».

— Μόνον αυτά θείε μου;

— Ναι, αλλά και ακόμη να δω και τον «Ξυλοθραύστη» του Καλού συναδέλφου μου Φιλιππότη που όταν πέρασα απ' την Αθήνα το 1902 δεν τον είχαν τοποθετήσει ακόμη.

— Και άλλο τίποτα;

— Και το «Δισκοβόλο» του Δημητριάδη.

— Τον ξέρεις;

— Μα το διάβασα στις εφημερίδες.

— Ναι θείε μου, θα πάμε.

Επί τέλους τα μελτέμια άρχισαν να υποχωρούν. Και μια μέρα η Ειρήνη λέει ξαφνικά στο μπάρμπα-Γιαννούλη.

— Θείε μου, ετοιμάσου το πολύ σε δυο μέρες φεύγουμε. Περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή να μας ειδοποιήσουν.

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης μόνον που δε πέταξε απ' τη χαρά του. Την αγκάλιασε κι άρχισε να την καταφιλεί.

Τις δυο μέρες ως που να φύγουν, η Ειρήνη έχανε για αρκετές ώρες το Μπάρμπα - Γιαννούλη.

Μα κατεβαίνοντας την τελευταία μέρα στο σπίτι των Χαλεπάδων βρήκε το Μπάρμπα - Γιαννούλη στο υπόγειό του. Τόχε καθαρίσει, είχε κάνει με πρόχειρες σανίδες ράφια γύρω - γύρω στους τοίχους, όπου τοποθέτησε ένα - ένα όλα τα μικρά γύψινα και πήλινα αγαλμάτιά του. Στο κέντρο είχε τοποθετήσει σε ανάλογες αποστάσεις τα μεγάλα του έργα μεριμνώντας ώστε ο επισκέπτης που θα κατέβαινε ως το άντρο αυτό, θα σχημάτιζε από την πρώτη κιόλας στιγμή την εντύπωση ότι έμπαινε σ' ένα ιερό, σ' ένα βωμό ενός μεγάλου και δημιουργικού ανθρωπίνου πόνου, μέσα σ' ένα Μουσείο. Είχε πλήρη συναίσθηση της αξίας του ο Χαλεπάς, παρ' όλο που η Μοίρα τον κατάτρεξε. Όταν αργότερα στην Αθήνα του ανάγγειλαν ότι θα τον επισκεφθεί ένας μεγάλος κριτικός, είπε:

— «Ποιος θα με κρίνει εμένα παιδάκι μου;»

Μήπως είχε άδικο; Άφηνε εις τους επιγενομένους και εις την εκτίμηση του λαϊκού αλλά και αληθινά ανθρωπίνου και σοφού καλλιτεχνικού αισθητηρίου τα έργα του, και όχι εις τα φληναφήματα μερικών κατά καιρούς παρουσιαζομένων και κορδακιζομένων για αισθητικές αυθεντίες εφήμερων μεγάλων (!) κριτικών που νοιώθουν από τέχνη όσο και οι ηλίθιοι.

Page 178: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

~οο0οο~

Το πρωινό εκείνο της 24 Αυγούστου 1930 ήταν μια από τις αξέχαστες αυγές που στέλνει ο Θεός για να υπενθυμίσει στα επί της γης πλάσματά του και στους ανθρώπους την δύναμη και το μεγαλείον της δημιουργίας του.

Ο Μπάρμπα - Γιαννούλης πεζός με το Ζαχαριά τον αγωγιάτη, που στο γαϊδουράκι του καθόταν η Ειρήνη έχοντας στην αγκαλιά της τη μικρή κόρη της Αλίκη, ξεκίνησαν με τα γλυκοχαράματα και ανηφορίζοντας από το Μπεναρδάδο ανάμεσα απ' τις λαγκαδιές και τις θερισμένες πλαγιές των λόφων τις ολόγιομες από θυμάρια, συκιές κι ατρύγητα αμπέλια έφτασαν στο διάσελο, ανάμεσα από εύθυμες φωνές και ψιθύρους των πλασμάτων που χαιρέτιζαν την ημέρα και μιας απέραντης συναυλίας Κελαηδισμών, που γέμιζαν με τη γλυκύτητά τους τη γαλήνη της πρωινής αιθρίας και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω τους στο πόντο που δεχόταν τις μαρμαρυγές των σβηνομένων πάνω στον ουρανό αστεριών και στον Ανατολικό ορίζοντα με τα διαγραφόμενα μόλις Μικρασιατικά παράλια που βρίσκονταν μέσα σε μια αποθέωση φωτεινής αργυρής δροσιάς από το ανερχόμενο μεγάλο άστρο της ημέρας, άρχισαν να κατηφορίζουν προς το δυτικό μέρος του νησιού. Αφήνοντας δεξιά τους το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Αναστασίου που καλλώπιζε με την κομψή και χαριτωμένη σιλουέτα του το τοπίο, και πιο κάτω τα μεγάλα λατομεία της Πατέλας έφτασαν έπειτα από μιάμιση ώρα στο λιμανάκι των Υστέρνιων. Ο Μπάρμπα - Γιαννούλης παρ' όλα τα 75 χρόνια του βάδιζε σαν παιδάκι. Στην ανηψιά του Ειρήνη που του πρότεινε να ανέβει στο γαϊδουράκι για να ξεκουραστεί της απάντησε χαριτολογώντας:

— Εγώ, εγώ να καβαλήσω; Έχεις δει άλλη φορά παλικάρι σαν και μένα;

Και πραγματικά περπατούσε και δρασκέλιζε τα εμπόδια και τις πέτρες του καρόδρομου με την σβελτάδα και την ταχύτητα ενός παιδιού.

Στα Υστέρνια τους περίμενε το μεγάλο κότερο του Καπετάν Μιχάλη που έτοιμο κιόλας με ανοιχτά σχεδόν τα πανιά του ξεκίνησε. Ένα δροσερό πρίμο αεράκι πτύχωνε την ατλαζωτή επιφάνεια του πελάγους που αντιφέγγιζε ολόκληρο απ' τις αποχρώσεις των ροδισμένων συγνέφων που πλανιόνταν στον ουρανό από τα γλυκοφιλήματα του Ήλιου που ανέβαινε πίσω απ' τις οροσειρές της Πατέλας. Το κότερο με το πολύτιμο φορτίο του έσχιζε με ολάνοιχτα τα πανιά σαν δελφίνι το πέλαγος συνοδευόμενο απ' τα τραγούδια μερικών παλικαριών απ' τα Υστέρνια που πήγαιναν στην Τήνο. Η πνοή της αλμυρής θάλασσας έστελνε τη δροσιά της ως τη στεριά που ανταπόδινε ευχαριστώντας την με τη σειρά της τα δώρα της, πλημμυρίζοντας με μόσχους θυμαριών και βουνίσιων αρωμάτων την ατμόσφαιρα. Δυο ώρες σχεδόν αργότερα το καΐκι παρέκαμπτε το τελευταίο κάβο τα Κιόμνια και φάνηκε η Τήνος.

— Η Τήνος, το λιμάνι φώναξε κάποιος.

Ο Μπάρμπα - Γιαννούλης που ως τα τότε καθόταν ήσυχος, και σώπαινε αμίλητος βυθισμένος σε ρέμβη, σηκώθηκε ωσάν να ηλεκτρίσθηκε και κοίταξε προς τα κει. Τα μάτια του καρφώθηκαν αμέσως προς το μεγαλόπρεπο ναό της Ευαγγελιστρίας που δέσποζε κυρίαρχος και επιβλητικός πάνω απ' όλη την πόλη. Αυτομάτως έβγαλε το καπέλο του και κρατώντας το στο χέρι του έκανε επανειλημμένως το σημείο του σταυρού και ατενίζοντάς την παράμεινε έτσι αρκετά λεπτά ακίνητος και σε στάση προσευχής.

Μισή ώρα αργότερα το κότερο πλεύριζε στην αποβάθρα του λιμανιού της Τήνου. Ο μπάρμπα - Γιαννούλης βγήκε απ' τους πρώτους στη στεριά γελαστός και σκιρτώντας. Παρέμειναν στην Τήνο όλη τη μέρα και το βράδυ κατά τις δέκα μπαίνοντας στο βαπόρι ξεκίνησαν για την Αθήνα.

Πρώτη δουλειά του μπάρμπα - Γιαννούλη όταν μπήκε στο καράβι ήταν ν' ανέβει στη γέφυρα. Και κάθε

Page 179: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

τόσο όλο και ρωτάει την Ειρήνη πότε θα φθάσουν. Η Ειρήνη τον εγκαρδιώνει γιατί χαίρεται και ανυπομονεί σαν παιδί. Αφού παρέμειναν εκεί αρκετό διάστημα κατέβηκαν κάτω.

Οι επιβάτες του καραβιού αναστατώνονται μαθαίνοντας ότι ο θρυλικός καλλιτέχνης συνταξιδεύει μαζί τους. Λόγια θαυμασμού ακούγονται από παντού, θέλουν να τον πάρουν στη πρώτη θέση —η οικογένεια ταξίδευε με εισιτήριο δευτέρας— και ο καπετάνιος του καραβιού επιμένει να τον φιλοξενήσει στο πολυτελές σαλόνι του καραβιού, αλλά η Ειρήνη αρνείται και ένας απερίγραπτος ενθουσιασμός κρατεί τον κόσμο σε μια συγκινητική διέγερση πέρα απ' τα μεσάνυχτα. Τα λόγια εκτίμησης και οι συγκινητικές προσφορές δίνουν και παίρνουν ανάμεσα στο παιδικό και προσηνές χαμόγελο του ξαφνιασμένου καλλιτέχνη και τα θερμά ευχαριστώ της Ειρήνης που τέλος αποφάσισε να αναγκάσει τον κουρασμένο θείο της ν' αποσυρθεί για να ησυχάσει.

~οο0οο~

Καθώς το καράβι σχίζει τη θάλασσα του Σαρωνικού η Ειρήνη κατεβαίνοντας στην καμπίνα και σκουντώντας το μπάρμπα - Γιαννούλη που κοιμόταν βαθειά από τις πολύωρες και αναπάντεχες εντυπώσεις και συγκινήσεις της προηγουμένης μέρας.

— Θείε μου, θείε... φτάνουμε σήκω.

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης πετάχτηκε αμέσως πάνω.

— Φτάσαμε, φτάσαμε κιόλας παιδί μου, της λέει.

Ετοιμάστηκε κι αφού ήπιε βιαστικά τον καφέ του ανέβηκε γρήγορα - γρήγορα στο κατάστρωμα. Ανάμεσα απ' την πρωινή ομίχλη ο μπάρμπα - Γιαννούλης αρχίζει να ξεχωρίζει την πολιτεία τον γραμμάτων και των τεχνών, το περίλαμπρο και κλεινόν άστυ, τον Φάρο των καλλιτεχνών της Οικουμένης. Σε λίγο μπροστά του αρχίζει να ξετυλίγεται το πανοραματικό θέαμα της Αθήνας. Γλυκές δονήσεις συνταράσσουν την ψυχή του και το πρόσωπό του συσπάται ανάλαφρα αλλάζοντας διαρκώς έκφραση. Καθώς ο ήλιος υψώνεται στον ορίζοντα τα μάτια του βυθισμένα μέσα στην εκτεταμένη επιφάνεια της αναδυομένης ανάμεσα απ' την αραχνοΰφαντη γάζα των ατμών της πόλης, ψάχνουν ν' ανακαλύψουν αγαπημένα γνώριμα μέρη και τοποθεσίες.

Την περιεργάζεται σιωπηλός. Στην ανηψιά του Ειρήνη που του μιλάει απαντάει πότε - πότε με μονοσύλλαβα για να ξαναπέσει αμέσως στους ρεμβασμούς του. Η Ειρήνη δεν τον ανησυχεί πια.

Τέλος το καράβι κόβοντας την ορμή του μπαίνει αργά - αργά μέσα στο λιμάνι και αγκυροβολεί. Ο μπάρμπα - Γιαννούλης παρακολουθεί τώρα την κίνηση της αποβάθρας, ενώ στ' αυτιά του φτάνουν οι ήχοι των απειραρίθμων φωνών και κραυγών που φτάνουν απ' τις μυρμηγκιές των ανθρώπων του λιμανιού, των διαβατών και των ακαθορίστων θορύβων των εργοστασίων και του εργαζομένου κόσμου που έφταναν απ' τα πέρατα του Πειραιά.

— Θα μας περιμένει ο Βασίλης του λέει η Ειρήνη, διακόπτοντας τον μπάρμπα- Γιαννούλη που τον απασχολούσε το περίεργο και συναρπαστικό αυτό θέαμα που τούφερνε στη μνήμη παλιές αναμνήσεις θαμμένες μέσα του από την εποχή της νιότης του.

— Νάτος, νάτος κιόλας του λέει δείχνοντας το Βασίλη η Ειρήνη που περίμενε στο μόλο.

— Βασίλη, Βασίλη του φωνάζει ο μπάρμπα - Γιαννούλης βλέποντας τον ανιψιό του.

Η σκάλα του καραβιού είχε κιόλας ριχτεί, όταν ο Βασίλης ανεβαίνοντας με τους πρώτους έφτασε στο

Page 180: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

κατάστρωμα και πλησιάζοντάς τους αφού χαιρέτησε τη γυναίκα του που παραμέρισε αμέσως, αγκάλιασε το μπάρμπα -Γιαννούλη.

— Ήρθες, ήρθες λοιπόν. Καλώς μας όρισες.

— Παιδί μου, παιδί μου, καλώς σε βρήκα.

Κατέβηκαν και πήραν ένα ταξί. Ο Βασίλης θέλοντας να χαροποιήσει και να προσφέρει στο θείο του ένα έκτακτο θέαμα που θα τον έθελγε και θα τον ενθουσίαζε μαζί δίνει εντολή στο σοφέρ να κατευθυνθεί προς το Νέο Φάληρο, απ' όπου παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο θα κατευθύνονταν στις Τζιτζιφιές και στρίβοντας στη λεωφόρο Συγγρού θ' ανέβαιναν στην Αθήνα.

Από το έμπα κιόλας του Φαλήρου όπου ο ορίζοντας προσφέρεται ελεύθερος στο μάτι του θεατή, το βλέμμα του μπάρμπα-Γιαννούλη πέφτει αμέσως στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Καθώς το αμάξι προχωρεί ολοταχώς στην παραλία αρχίζουν να ξεχωρίζουν πια ολοκάθαρα σ' όλη τους τη λάμψη και αίγλη μέσα στο γαλάζιο φόντο του ουρανού, η αψηφήσασα τον χρόνο αγέρωχη κορμοστασιά, τα ερείπια των ναών της λατρείας των μεγάλων προγόνων μας εις το πνεύμα του «καλού καγαθού». Να ο κομψός και αιθέριος ναός της Απτέρου Νίκης, τα μεγαλοπρεπή Προπύλαια και το Ερεχθείο. Και κορυφή του ιερού βράχου, ο «Παρθενών» το αποκορύφωμα της ανθρώπινης Αρετής, Υγείας και Σοφίας, ο ναός της Παλλάδος Αθηνάς, της προστάτιδας θεάς του κλεινού και αθανάτου Άστεως. Το φως προχωρώντας ανάμεσα απ' τους λεπτεργασμένους όγκους των μνημείων δημιουργεί άπειρες φωτεινές μουσικές συγχορδίες, το πνευματικό και ηθικό φεγγοβόλημα του εσωτερικού κάλλους των μεγάλων δημιουργών τους. Η λαμπροφορεμένη «ΑΡΜΟΝΙΑ».

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης δεν μπορεί να συγκρατηθεί πια και σηκώνεται όρθιος. Αποκαλύπτεται και όλο το διάστημα της διαδρομής του αυτοκινήτου από τη Λεωφόρο Συγγρού ως το Ζάππειο παραμένει ξεσκούφωτος και ασάλευτος και με τα μάτια στραμμένα προς την Ακρόπολη, αποτίοντας έτσι ο μεγάλος καλλιτέχνης φόρον τιμής στους μεγάλους προκατόχους του, τους πρώτους που συνέλαβαν, αποτύπωσαν και αποθανάτισαν στο μάρμαρο τον τέλειο τύπο της ανθρώπινης ομορφιάς, συν τω εσωτερικώ κάλλει του «καλού καγαθού». Τα κοιτάζει χλωμός και εκστατικός. Ένα εσωτερικό σπαρτάρισμα τον συγκλονίζει και το πρόσωπό του δονείται από ανάλαφρα τικ. Θέλει να συγκρατηθεί, αλλά η χλομάδα του και το συνεχές τρεμούλιασμα των χειλιών του τον προδίδει.

Για μια στιγμή φέρνει στο πρόσωπό του το χέρι και σφίγγει τους κροτάφους του. Είναι φανερό πως υποφέρει. Μα το κατεβάζει αμέσως, ενώ το στήθος του ανεβοκατεβαίνει καθώς φροντίζει για να κρυφτεί.

Δάκρυα ακράτητα αρχίζουν να τρέχουν από τα μα τια του Βασίλη και της Ειρήνης.

Ο σοφέρ έχει κι αυτός αναλυθεί σε δάκρυα. Κλαίει περισσότερο από τους άλλους, καθώς γυρίζοντας πίσω του βλέπει το σεβάσμιο γέροντα να παραμένει ολόρθος, ακίνητος και ξεχασμένος ίδια Δωρική κολώνα, ανάμεσά τους.

Κλαίγοντας καθώς σκουπίζει τα δάκρυά του, αφήνει πολλές φορές το τιμόνι και το αυτοκίνητο πού και πού κλυδωνίζεται για να το ξαναφέρει αμέσως στη ευθεία του θαμπωμένος και εξακολουθώντας να κλαίει.

Τέλος φθάνουν εις το Ζάππειο και διασχίζοντας τους κοσμοβριθείς δρόμους της Αθήνας σταματούν ύστερα από λίγο έξω απ' το σπίτι του ανιψιού του στην οδό Δαφνομήλη.

Ανέβηκαν πάνω, κι άρχισαν να τακτοποιούν τις αποσκευές τους. Μα ο μπάρμπα - Γιαννούλης πριν

Page 181: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

καλά - καλά καθίσουν και συνέλθουν ζητάει απ' την Ειρήνη ν' ανέβουν στην ταράτσα. Λαχταράει ύστερα από την Ακρόπολη να δει το Πολυτεχνείο, το οίκημα που γαλούχησε κι έδωσε την πρώτη ώθηση στα καλλιτεχνικά του φτερουγίσματα.

— Νάτο, του λέει η Ειρήνη, δείχνοντας με το χέρι της την εκτεταμένη στέγη του μεγάλου οικοδομήματος που ξεχώριζε ανάμεσα από το δάσος των σπιτιών.

Αφού χόρτασε στη θέα του, ξανακατέβηκε κάτω. Για πρώτη φορά —πόσα χρόνια τώρα— βρίσκεται ουσιαστικά μα και παντοτινά πια μέσα σε οικογένεια, σε σπίτι περιποιημένο και φιλόκαλο, δοκίμαζε το ειρηνικό θάλπος του δωματίου ανάμεσα σε γυναικεία στοργή και περιποίηση και την υιική φροντίδα του ανιψιού του Βασίλη.

Την επομένη και τη μεθεπομένη μέρα ο μπάρμπα-Γιαννούλης παρέμεινε στο σπίτι για να ξεκουραστεί από τις αλλεπάλληλες συγκινήσεις των τελευταίων ημερών. Αφού ηρέμησε το πνεύμα του η ανηψιά του Ειρήνη την τρίτη μέρα βρίσκοντας την ευκαιρία καθώς συζητούσαν με άλλους για τα έργα του, του λέει:

— Πότε θα πάμε να δούμε την «Κοιμωμένη» θείε μου;

— Ε, θα δούμε. Της απάντησε σκεπτικός γέρνοντας το κεφάλι του χωρίς να βιάζεται πια.

Ύστερα από τις συχνές επαναλήψεις της, ικανοποιώντας την απαίτησή της, αλλά και το δικό του πόθο τώρα ο μπάρμπα - Γιαννούλης, αποφασίζει να πάει και της λέει, ναι.

Και ένα απόγευμα της 28 -8-30 ο μπάρμπα - Γιαννούλης μπαίνει σ' ένα ταξί με τους δικούς του και πηγαίνουν στο Α' Νεκροταφείο των Αθηνών.

Φωτογράφοι, ρεπόρτερ, κόσμος των γραμμάτων και της τέχνης, που μαθαίνει το γεγονός, έχει συγκεντρωθεί στο Νεκροταφείο για να δει το μεγάλο γλύπτη, που επισκέπτεται ύστερα από 55 ολόκληρα χρόνια (μια ζωή ολόκληρη) το μεγαλούργημα της νεότητάς του. Οι δικοί του για να μη συγκινηθεί από το ξαφνικό αντίκρισμα της «Κοιμωμένης» του τον περνούν πρώτα από διάφορα άλλα επιτάφια έργα που ο γλύπτης τα περιεργάζεται προσεκτικά. Μπροστά στα έργα του Βιτσάρη σταματάει και τα κοιτάζει για πολύ και με συγκίνηση.

— Ναι, αυτός ήταν γλύπτης στην ουσία, και μεγάλος, μουρμουρίζει.

Τέλος φτάνουν μπροστά στην «Κοιμωμένη».

Ο κόσμος τον παρακολουθεί περίεργος, σιωπηλός και ανυπόμονος να δει την εξέλιξη.

Πλησιάζει τον πόρτα του μνημείου που τον βοηθούν να την ανοίξει. Μπαίνει μέσα και βγάζοντας το καπέλο του την κοιτάζει προσεχτικά και σιωπηλός.

Μερικές κοπέλες τότε ξεφυλλίζοντας τριαντάφυλλα ραίνουν τον γέροντα γλύπτη που στέκεται προσηλωμένος, και βυθισμένος σε συλλογή μπροστά στο έργο του.

Ο καλλιτέχνης θεωρεί το έργον της νιότης του. Απολαμβάνει μ' αναγάλλιασμα ύστερα από τόσα χρόνια το αριστούργημά του για να περάσει αμέσως στη θλίψη αναθυμούμενος την μετέπειτα πάθησή του και την μίζερη ζωή του, για να ξαναεπανέλθει αμέσως στον εαυτό του. Ρίχνει φευγαλέες και κρυφές ματιές γύρω του, αλλά όλες τις αδιόρατες και έντονες εναλλαγές των συγκινήσεων της ψυχής του τις κρύβει. Δε θέλει να προδοθεί. Η ψυχή του είναι θαρραλέα, αντρίκια.

Page 182: Γιαννούλης Χαλεπάς

ο Χαλεπάς στο ΑΙ Νεκροταφείο ξαναβλέποντας την Κοιμωμένη του

ύστερα από σχεδόν 50 χρόνια στις 28-8-1930

Page 183: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Τότε κάποιος διακόπτοντας τη σιγή, λέει ξαφνικά.

— Λένε ότι την έπλυναν μ' ακουαφόρτε και τη χάλασαν.

Τότε ο συγκινημένος γλύπτης αδράχνοντας την ευκαιρία και κρύβοντας τα αισθήματά του μ' ένα ζωηρό γέλιο, απλώνει το χέρι του, χαϊδεύει με τρυφερότητα και για πολύ το σώμα του αιθέριου έργου του και λέει:

— Δε χαλάει, δε χαλάει.

— Και προχωρώντας πλησιέστερα περιεργάζεται το πρόσωπο της «Κοιμωμένης» του.

Και οι φωτορεπόρτερ αποθανατίζουν τη σκηνή, σκηνή υψηλής ιεροτελεστίας.

Ύστερα από λίγο φεύγουν και βγαίνοντας από το Νεκροταφείο, κάθονται έξω από ένα καφενείο για να ξεκουραστούν, όπου άπειρος κόσμος τριγυρίζει και ζητάει αυτόγραφα από το μεγάλο γλύπτη που τους τα υπογράφει πρόθυμα και γελαστός.

Αλλά οι απαιτήσεις για αυτόγραφα είναι τόσες πολλές, ώστε αναγκάζει τους συνοδούς συγγενείς του να καλέσουν ένα ταξί για να φύγουν. Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, ακούγεται η διαπεραστική και ικετευτική φωνή μιας κυρίας, να λέει:

— Σταθείτε... Σταθείτε.

Ο κόσμος παραμερίζει περίεργος.

Και τότε αυτή ορμώντας στο αυτοκίνητο αποθέτει στα γόνατα του Χαλεπά μια ανθοδέσμη από λευκά γαρύφαλλα, του φιλάει θερμά το χέρι και ικανοποιημένη και χαμογελώντας τους αποχαιρετάει συνεχώς όπως όλος ο κόσμος καθώς απομακρύνονται.

~οο0οο~

Την άλλη μέρα στις 29-8-1930 ο Χαλεπάς επισκέπτεται το Αρχαιολογικό Μουσείο.

»Ντυμένος με απλότητα χωρικού π' ανάδειχνε περισσότερο μια θαυμαστή γεροντική χάρη, λεπτοκαμωμένη κι ευκίνητη, ακολουθούμενος από ένα μικρό περιβάλλον, προχωρούσε ελεύθερα με την αφέλεια που χαρακτηρίζει το πνεύμα. Με τα χέρια κρεμασμένα μπρος, κοιτούσε εισδυτικά με τις μικρές βαθιές κόγχες σκεπασμένες με τα πυκνά του φρύδια, που κάποτε τάνοιγε μαζί με το στόμα, όταν κοιτούσε ψηλά. Κάπου-κάπου έσκυβε και χάιδευε το μάρμαρο. Τότε νόμιζες πως η γλυπτική αυτή η μεγαλοφυΐα δεν ήταν άλλο παρά ένας μαρμαράς, που έψαχνε να βρει ανάμεσα στο σωρό καμιά καλοδουλεμένη πέτρα. Ήταν θαυμαστή η γρηγοράδα και η ασφάλεια της ματιάς του. Έβλεπες πως δε ζητούσε απ' τ' αγάλματα να του πουν παρά τα μυστικά της πέτρας και του εργαστηρίου.«

«Προσφέρθηκε τότε να τον οδηγήσει ένας παχύς σωματώδης πατριώτης του, παλιός οδηγός του Μουσείου. Τον πήγε μπροστά στην ξαπλωμένη «Μαινάδα». Χαμογέλασε κείνος, μα δεν του άρεσε: «Αυτό που θέλει να πει μουρμούρισε δεν το λέει σωστά». Κι έδωσε μια στάση δική του. Κατόπι τούδειξε την «Αφροδίτη» που κυνηγά το Σάτυρο με το σανδάλι. Κείνος τον ακολουθούσε παντού πρόθυμα, αλλά σωπαίνοντας.

Στα χάλκινα στάθηκε περισσότερη ώρα. Μπροστά στο μικρό του Μαραθώνα «ωραίο πράγμα» μουρμούρισε μονολογώντας και με θαυμασμό. Ο σωματώδης οδηγός που στεκόταν πλάι του

Page 184: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

ενθουσιασμένος που τον άκουσε τέλος να εκφράζεται του επανέλαβε φωναχτά «ωραίο! ε;». Καλό είναι μετρίασε αμέσως ο μπάρμπα - Γιαννούλης.

Είδε το Δία με τον κεραυνό και κατόπι τον έφηβο των Αντικυθήρων. Τον ρώτησαν τότε, ποιο είναι από τα τρία το καλύτερο. «Όλα το ίδιο πράγμα», τους απάντησε. Κάποιος επέμενε: «Λένε πως είναι ο Δίας γιατί είναι παλαιότερος εκατό χρόνια» Τα εκατό χρόνια δεν παίζουν είπε ήσυχα και τράβηξε.

Αργότερα θυμούμενος την «Αφροδίτη» το Σάτυρο, έκανε ένα σάτυρο χωρίς όμως σανδάλι. «Δεν κάνω εγώ παντούφλες» απάντησε σε σχετική παρατήρηση.»1

«Ύστερα από λίγες μέρες στις 5-9-1930 ανέβηκε στην Ακρόπολη με το φίλο του γλύπτη Α. Σώχο. Εδώ η μοναξιά τον κρατούσε σοβαρό και πιο συγκεντρωμένο στον εαυτό του. Στάθηκε μουρμουρίζοντας από θαυμασμό μπροστά στους θρόνους με τους ακέφαλους καθισμένους γυναικείους κορμούς, χαϊδεύοντας τις πτυχώσεις των και κατόπιν μπροστά στα Φειδιακά αγάλματα. Για το ανάγλυφο της Αθηνάς που ακουμπά στο δόρυ, που τον ρώτησε ο Σώχος πώς του φαίνεται, είπε απλά «κοντόφαρδο» και βγαίνοντας έξω στάθηκε και φωτογραφήθηκε μαζί με το Σώχο κάτω από τον Παρθενώνα.»

Σωπαίνοντας ή κάνοντας τούς τόσο επιτυχημένους και βαθύτατους χαρακτηρισμούς του, επιθεωρεί ένα-ένα όλα τα αγάλματα του Μουσείου που τόσο τα είχε μελετήσει νέος, που του μιλούν πάλι με την ίδια μελωδία στην ψυχή όπως και τότε, ερχόμενος σ' επαφή με το πνεύμα των μεγάλων δημιουργών τους και φεύγει από κει ύστερα από αρκετή ώρα ευτυχισμένος.

2

Κάποιος από τους συνοδούς του θέλει να του μιλήσει για τα γλυπτά του, αλλά ο μεγάλος καλλιτέχνης γυρίζοντας και ρίχνοντας σ' όλους ένα αυστηρό βλέμμα, μουρμουρίζει κάτι ανάμεσα στα δόντια του, ενώ ταυτόχρονα προχωρώντας δυο βήματα μπρος και με μια χαρακτηριστική και βίαιη κίνηση με ανοιχτές τις παλάμες των χεριών του προς τα πίσω, τους κρατεί όλους σε απόσταση, επιβάλλοντάς

~οο0οο~

Η καθαρή και μεστή φόρμα του Αντριώτου γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου θα είχε φαίνεται προξενήσει εντύπωση στο γηραιό καλλιτέχνη που θα παρακολουθούσε από μακριά και μ' ενδιαφέρον σε έντυπες εικόνες την εργασία του από την εποχή της παραμονής του στην Τήνο ακόμη, γιατί την άλλη μέρα στις 6-9-1930 ανάμεσα σε διάφορες άλλες συζητήσεις μέσα σ' ένα κύκλο γνωστών γύρω απ' την τέχνη, όταν η Ειρήνη τον ρώτησε αν θέλει να τον επισκεφθούν, δέχεται.

— Να πάμε παιδί μου, της λέει.

— Σήμερα; τον ρωτάει η Ειρήνη.

— Ναι παιδί μου, σήμερα.

Και η Ειρήνη μπαίνοντας σ' ένα αμάξι με μερικούς ακόμη φιλότεχνους και θαυμαστές του μπάρμπα - Γιαννούλη σταματούν ύστερα από λίγη ώρα μπροστά στο εργαστήριό του. Ο Τόμπρος ειδοποιείται και προχωρώντας προς την έξοδο τον υποδέχεται στην πόρτα σφίγγοντάς του το χέρι. Ο γέρων γλύπτης ανταλλάσσοντας λίγα τυπικά λόγια μαζί του μπαίνει μέσα και περιφέροντας δεξιά και αριστερά τα μάτια του αρχίζει να κοιτάζει με περιέργεια τα έργα του.

1 Στρατή Δούκα, Περ. Νεοελ. Γράμματα, 14-4-1935. 2 Στρατή Δούκα. Περ. Νεοελ. Γράμματα, 21-4-1935.

Page 185: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

τους σιωπή.

Άρχισε τότε να περιεργάζεται αμίλητος τα διάφορα αγάλματα, μινιατούρες και συνθέσεις του Τόμπρου. Σιωπηλοί όλοι τώρα γύρω του παρακολουθούν με σεβασμό το Χαλεπά, που αφοσιωμένος στην θεώρηση τον έργων του, καθώς τα λεπτά περνούν, έχει σχεδόν ξεχαστεί. Κοντοστάθηκε γι' αρκετό διάστημα τριγυρίζοντας για λίγο και εξετάζοντας προσεκτικά το έργο του Τόμπρου η «Λουσμένη». Ποιος ξέρει τι σκεπτόταν τις στιγμές εκείνες. Ίσως το έργο αυτό με τις αποσαφηνισμένες και καθαρές γραμμές του, τις καλομελετημένες αναλογίες του και την συγκρατημένη πλαστική του, του θύμιζε την εποχή του τέλους του 6ου π.χ. και των αρχών του 5ου π.χ. αιώνος φέρνοντάς του στα μάτια εικόνες παραπλήσιες των έργων τον γλυπτών της εποχής του Μύρωνος και του Πολυκλείτου που συνδέονταν περισσότερο με την αρχαϊκή παράδοση.

Η όλη στάση του μεγάλου καλλιτέχνη κατά το διάστημα της εξέτασης τον έργων του Τόμπρου, ήταν στάση ενός ανθρώπου που βρίσκεται μέσα σ' ένα γνώριμο και αγαπημένο του περιβάλλον. Το έβλεπε κανείς από την άνεση με την οποία ο γλύπτης περιφερόταν μέσα στο εργαστήριο και από τη χαρά που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, του να βλέπει τον εαυτό του ύστερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια επώδυνης στέρησης, από την εποχή της νιότης του ακόμη στην Αθήνα, να βρίσκεται για πρώτη φορά στο εργαστήριο ενός συναδέλφου του.

Κι όταν τελείωσε γυρίζοντας στον Τόμπρο του λέει:

— Καλά, πολύ καλά, κοιτάζοντάς τον με μια απέραντη συγκίνηση στα μάτια.

Ο Τόμπρος κραδαίνεται για μια στιγμή και απαντώντας του αμέσως:

— Είναι τιμή μου, μεγάλη μου τιμή, του λέει, να δεχθώ την επίσκεψη ενός από τους ελάχιστους, τους μεγαλύτερους γλύπτες των νεωτέρων χρόνων, που τιμάει με το έργον της την αιωνία Ελλάδα μας, και ακόμη περισσότερο το σημερινό Έθνος μας. Σ' ευχαριστώ.

— Και πώς το έχεις ονομάσει το έργον αυτό, τον ρωτάει αμέσως ο Χαλεπάς δείχνοντάς του με το δάκτυλο, το άγαλμα που τον απασχόλησε περισσότερο απ' τ' άλλα.

— Η «Λουσμένη», του απαντάει.

— Καλό, πολύ ωραίο.

Και ύστερα από μια μικρή στιγμή σιωπής και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά που πρόδιδε την ικανοποίησή του στα διάφορα γλυπτά του εργαστηρίου, άρχισε να προχωρεί προς την έξοδο.

Ο Τόμπρος τον αποχαιρετάει συγκινημένος. Τα λόγια στις περιστάσεις αυτές λένε λιγότερα απ' ότι τα μάτια εκφράζουν και μιλάνε.

Μα ο Χαλεπάς μπαίνοντας μέσ' το αυτοκίνητο και γυρίζοντας προς την Ειρήνη και τους άλλους, τους λέει:

— Πόσο θα ήθελα να κάμω και γω μια «Λουομένη».

~οο0οο~

Ξαναγυρίζοντας απ' την επίσκεψη στο ατελιέ του Τόμπρου, την άλλη μέρα ο μπάρμπα - Γιαννούλης ζητάει από την ανιψιά του Ειρήνη να του προμηθεύσει πηλό.

Page 186: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Πηλό, πηλό, τι είναι αυτός θείε μου;

Η Ειρήνη είχε ξεχάσει ότι ο πηλός ήταν η πλαστική ύλη, που στα χέρια του δημιουργού καλλιτέχνη γίνεται ανθρώπινη πάνω στην πέτρα έκφραση και ψυχή.

— Να, λάσπη παιδί μου, να εργασθώ.

Ναι, θείε μου, να σου φέρω.

Και η Ειρήνη βγαίνοντας απ' το σπίτι της ρωτάει πού μπορεί να προμηθευτεί πηλό. Για να μη καταφύγει στα κεραμιδάδικα του Βοτανικού όπου την πληροφόρησαν ότι υπάρχει, ρωτώντας μαθαίνει ότι όλοι οι γλύπτες χρησιμοποιούν πηλό.

Στη ρεματιά του Αγίου Χαραλάμπου κοντά στο Πολύγωνο έχει από πολλά χρόνια το εργαστήριό του ο επιζών ακόμη αξιόλογος γλύπτης και εξαιρετικός άνθρωπος Γιάννης Κουλουρής, πατριώτης του Χαλεπά, που την ίδια μέρα δέχεται την ξαφνική επίσκεψη της Ειρήνης.

— Καλημέρα μπάρμπα - Γιάννη.

— Καλώς το παιδί μου, της λέει, παραξενεμένος ο Κουλουρής που τη γνώριζε. Πώς εδώ;

— Ήλθα να σου ζητήσω λίγο πηλό για το θείο, το μπάρμπα - Γιαννούλη. Θέλει να δουλέψει.

— Μπράβο! Δεν εννοεί να καθίσει ήσυχος.

Συζήτησαν αρκετή ώρα και η Ειρήνη ύστερα έφυγε κουβαλώντας μαζί της μια μεγάλη πλίθρα πηλό στο σπίτι της. Φτάνοντας εκεί, λέει στο μπάρμπα - Γιαννούλη.

— Σούφερα τον πηλό, που μου ζήτησες, θείε μου.

— Μπράβο, μπράβο παιδί μου, της απαντά, χαϊδεύοντάς την ενθουσιασμένος.

Από τη μέρα κείνη ο μπάρμπα - Γιαννούλης αφιέρωνε όλες τις ώρες του στην εκτέλεση ενός έργου, που η Ειρήνη δεν μπορούσε να συλλάβει το νόημά του. Για να εργάζεται του διέθεσαν ένα μεγάλο δωμάτιο στο βάθος της αυλής στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου ο μπάρμπα - Γιαννούλης σκυμμένος είχε αφοσιωθεί στην εκτέλεση της σύλληψής του.

Το έργο σε μικρογραφία ύψους 50 πάνω - κάτω εκατοστών του μέτρου παρίστανε ένα γέροντα και πίσω του μια κοπέλα με τα χέρια πάνω στους ώμους του.

Η Ειρήνη δε μπορούσε να καταλάβει τι έργον ήταν αυτό που απασχολούσε με τόσο πάθος το θείο της. Εργαζόταν αφοσιωμένος πάνω του, ώρες ολόκληρες ώστε να ξεχνιέται και ν' αφαιρείται.

— Μα τι είναι αυτό το έργο που κάνεις θείε μου. Τι παριστάνει;

— Να, δε βλέπεις παιδί μου;

— Τι θείε;

— Θα σου πω, θα σου πω της απαντάει. Και ο μπάρμπα - Γιαννούλης ξανάπεφτε στη σιωπή του.

Page 187: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Η Ειρήνη μη θέλοντας να τον στενοχωρήσει δεν τον ξαναρώτησε για αρκετό διάστημα.

Μα καθώς οι μέρες περνούν η περιέργεια της Ειρήνης όσο πάει και μεγαλώνει. Μα ποιο νάναι αυτό το έργο που το εργάζεται με τόση αγάπη ο θείος της που όταν τον ρωτάει, το βλέμμα του λάμπει καθώς την κοιτάει, αλλά είναι και τόσο αινιγματικό ώστε να την κρατάει σε μια διαρκή υποδιέργεση και αγωνία;

Επιτέλους μια μέρα ξεσπώντας, του λέει:

— Μα ποιο είναι αυτό το έργο που φτιάνεις θείε μου; Γιατί δε μου το λες; Δε μ' αγαπάς;

— Τα μάτια του μπάρμπα - Γιαννούλη τότε την τύλιξαν με μια απέραντη τρυφερότητα, λες και όλη η ύπαρξή του κρεμόταν και συγχωνεύονταν μέσα στο ανθρώπινο αυτό πλάσμα. Αναλυώθηκε ολόκληρος, αλλά την τελευταία στιγμή, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια ξαναποκτώντας την αντρίκια συνείδησή του, της απαντάει συγκινημένος.

— Παιδί μου, παιδί μου... Φτιάχνω τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη.

— Και ποιος είναι ο Οιδίπους θείε μου και ποια η Αντιγόνη;

Και ο Χαλεπάς κοιτάζοντάς την τώρα σταθερά στα μάτια:

— Μα παιδί μου. Ο Οιδίπους είμαι γω και η Αντιγόνη εσύ που μ' έφερες απ' την Τήνο.

Η Ειρήνη πέτρωσε, ωσάν να δέχτηκε πάνω της ολόκληρη ηλεκτρική εκκένωση.

Έπειτα όταν συνήλθε, ικανοποιημένη και με τη συναίσθηση ότι για πρώτη φορά ο θείος της φανέρωνε τις απόκρυφες μα και με τόση ανθρώπινη κατανόηση αισθήματα και σκέψεις του, συνεπαρμένη και η ίδια από τον άθλο της, αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε, του λέει:

— Θείε μου, μια χάρη ζητώ από σένα.

— Τι παιδί μου;

— Να μου το γράψεις αυτό.

— Ναι παιδί μου, ότι θέλεις.

Και η Ειρήνη παίρνοντας από μπροστά της ένα από τα πρόχειρα σημειωματάρια που είχε αφήσει στη διάθεση του θείου της για να κάνει διάφορα σκίτσα και στιγμιαίες εμπνεύσεις του, το άνοιξε μπροστά στο θείο της που σε μια σελίδα του έγραψε:

«Ερωτηθείς σήμερον την 20ήν Οκτωβρίου από την αγαπημένη μου ανηψιάν Ειρήνη Β. Χαλεπά διατί επροτίμησα να κάμω πρώτον τον Οιδίποδα της απήντησα ότι ο Οιδίπους είμαι εγώ και εκείνη η Αντιγόνη, όπου με έφερε εις τας Αθήνας.

Γιαννούλης Χαλεπάς 1930».

Πώς να μην αισθάνεται απέραντη ευγνωμοσύνη, πώς να μην αγαπήσει και πώς να μην αποκαλύψει τα μυστικά του, να μην ευχαριστήσει την Ειρήνη. Τις πρώτες μέρες όταν έφθασε από την Τήνο στην

Page 188: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Αθήνα ο ύπνος του ήταν ταραγμένος και ανήσυχος. Η μονότονη και αποκομμένη απ' την κοινωνία και την συντροφιά των ανθρώπων ζωή του στον Πύργο, τα πειράγματα, οι εξευτελισμοί, η χωρίς κατανόηση συμπεριφορά των ανθρώπων όλο το μακρόχρονο το διάστημα της συσκότισής του και της παραμονής του στο χωριό, η αδιαφορία και η λήθη μετά την επάνοδο του σκεπτικού του, η αστοργία της επίσημης Πολιτείας, είχαν πληγώσει και καταματώσει την υπερευαίσθητη ψυχή του καλλιτέχνη, και διατήρησαν αντί να ατονήσουν την φοβία και τον σάλο που είχε υποστεί από τα πρώτα χρόνια της πάθησής του ο άνθρωπος. Ο μεγάλος καλλιτέχνης υπόφερε από εφιάλτες. Στο Στρατή Δούκα εξομολογήθηκε κάποτε ότι πολλές φορές στον ύπνο του βλέπει το φίδι. «Όταν πρωτοήλθε απ' τον Πύργο στην Αθήνα, πολλές φορές ξεπετιόταν απ' το κρεβάτι του με ύφος ανθρώπου, που είχε υποστεί κάποια επίθεση. Μα σιγά - σιγά ο ύπνος του έγινε ήσυχος, όπως ο ύπνος ενός μικρού παιδιού, όπως ο ύπνος ενός δικαίου»1

Τον Αύγουστο του 1934 δίνεται το δεύτερο τιμητικό γεύμα για τα ογδοντάχρονά του από το σωματείο των «Ελευθέρων» καλλιτεχνών σε μια ταβέρνα της Πλάκας όπου ο γέρων Χαλεπάς μέσα σε μια θερμή και εγκάρδια ατμόσφαιρα τρώει, πίνει και τραγουδάει με την απλότητα που χαρακτηρίζει τους μεγάλους καλλιτέχνες, κομμάτια από το Ναβουχοδονόσορα του Βέρντι, που προκαλούν το θαυμασμό

. Η οικογένεια ολόκληρη, ο Βασίλης, η μητέρα της Ειρήνης, οι αδελφές της Μαριάνθη και Αλεξάνδρα, τα παιδιά της Ειρήνης, η Αλίκη, η Λίκα και η Κατερίνα, με τα τραγούδια, τα γέλια, τα ολοήμερα τιτιβίσματά τους, που ο μπάρμπα - Γιαννούλης τα λάτρευε κι έπαιζε πολλές φορές μαζί τους, συντρόφευαν τώρα όλες τις ώρες της σχόλης του το μπάρμπα - Γιαννούλη και του απασχολούσαν το πνεύμα και αποτραβώντας τον από τις πριν μονότονες σκέψεις του, επούλωναν με το βάλσαμό τους τις πληγές του πνεύματος και της ψυχής του που άρχισε σιγά - σιγά να ξεχνάει, να γαληνεύει για να ηρεμήσει τέλος οριστικά.

Και στον κόσμο αυτό τον έμπασε με τη φροντίδα και τη βαθειά κατανόησή της η ανηψιά του Ειρήνη.

Πώς λοιπόν ν' αγνοήσει ο μεγάλος καλλιτέχνης το πλάσμα που έκανε να του ξαναγελάσουν τα ουράνια πάνω στη γη μας. Πώς να μη γίνει θέμα του πρώτου έργου του «Αυτός και η Αντιγόνη του»;

Και μια που ο Βασίλης τον πήρε υπό την επίβλεψη, και την προστασία του, η Ειρήνη από τις πρώτες κιόλας μέρες αρχίζει να κάνει μακρινούς περιπάτους μαζί του. Πηγαίνουν μαζί παντού, του έχει γίνει ο φύλακας άγγελος. Ο Χαλεπάς που λάτρευε τα λουλούδια και τη μουσική ζητάει πολλές φορές απ' αυτήν και πάνε μαζί τακτικά σε συμφωνικές συναυλίες. Λίγο διάστημα πριν αρρωστήσει είχε παρακολουθήσει το ρεσιτάλ του πιάνου της Σπανδωνίδου, μιλώντας με τα πιο κολακευτικά λόγια για την καλλιτέχνιδα αυτή. Μια αγκαλιά λουλούδια μαζί με τα σέβη της και τα θερμά ευχαριστώ της ήταν η απάντηση της Σπανδωνίδου που τον επισκέφθηκε αμέσως όταν το έμαθε.

~οο0οο~

Δυο μήνες αργότερα στις 10 Νοεμβρίου 1930, το σωματείο των Ελλήνων γλυπτών τιμώντας το μεγάλο γλύπτη δίνει το πρώτο τιμητικό του γεύμα. Όλο το άνθος του καλλιτεχνικού κόσμου και των γραμμάτων παραβρίσκεται στα γεύμα αυτό που έγινε στο εστιατόριο «ο Αβέρωφ»;

Έχει ηρεμίσει πια κι αρχίζει στο εξής να εργάζεται χωρίς περισπασμούς, να δουλεύει κάτω από την προστατευτική στέγη και τη στοργή της οικογενείας του ανιψιού του. Απειρία κόσμου από φιλότεχνους και ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης επισκέπτεται εν τω μεταξύ τον μέγα γλύπτη που συνεχίζει την εργασία του στην οδό Δαφνομήλη. Του δίδονται οι πρώτες παραγγελίες. Εκτελεί το μνημείο Τούμπα, τους Αγγέλους των μνημείων Πολίτη και Μποστατζόγλου και πολλά άλλα έργα.

1 Δ. Καλλονά: Σύγχονοι Έλληνες ζωγράφοι και γλύπτες, Αθήνα 1943.

Page 189: Γιαννούλης Χαλεπάς
Page 190: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

και θύελλα χειροκροτημάτων.

Λίγο αργότερα το Νοέμβριο του 1934 ο Χαλεπάς δοκιμάζει μια από τις πιο μεγάλες χαρές της ζωής του. Τον επισκέπτονται οι μαθήτριες της Ανωτάτης σχολής ρυθμικής γυμναστικής της Νέας Υόρκης.

Επί τέλους και το Κράτος ύστερα από τις ενέργειες του Καλλιτεχνικού κόσμου τιμώντας και αυτό τον μεγάλο γλύπτη έστω και αργά γιορτάζει επίσημα τα ογδοντάχρονά του στον «Παρνασσό» στις 18 Νοεμβρίου 1934, ταυτόχρονα με τα ογδοντάχρονα του διακεκριμένου Κυκλαδίτη ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου, όπου με τα πιο θερμά και κολακευτικά λόγια μίλησε για τη ζωή και το έργο του Χαλεπά ο Ν. Καλογερόπουλος.

Το εργαστήριο του Χαλεπά έχει γίνει ο τόπος προσκυνήματος όλα αυτά τα χρόνια των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

~οο0οο~

Στους αρραβώνες της Μαριάνθης Κουβαρά, αδελφής της Ειρήνης που έγιναν στο σπίτι του Βασίλη στην οδό Δαφνομήλη έγινε το παρακάτω επεισόδιο που αποδεικνύει πόσο κεφαλαιώδη ρόλο έπαιξε το ερωτικό στοιχείο στη ζωή του Χαλεπά, την ωραιολατρείαν του και τον μεγάλο συναισθηματισμό και ρομαντισμό του.

Συγκεντρωμένοι όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς γύρω απ' τους νεόνυμφους τους ευχόντουσαν καθώς άλλαξαν δακτυλίδια, αλλά από τη γενική αυτή χαρά λείπει ο μπάρμπα-Γιαννούλης.

— Μα που είναι; ρωτάει επανειλημμένα και περίεργα ο κόσμος.

— Ο μπάρμπα-Γιαννούλης παραδόξως είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό του. Η Ειρήνη το μαθαίνει και πηγαίνει με την συμπατριώτισσά της Αθηνά Σαμοθράκη να δει τι συμβαίνει.

— Θείε, μπάρμπα-Γιαννούλη, του φωνάζουν, βλέποντας κλειδωμένη την πόρτα.

Μα από μέσα δεν ακούγεται φωνή.

Κτυπάνε και ξαναχτυπάνε, αλλά εξακολουθεί η ίδια βουβαμάρα.

Page 191: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Θείε μου, μπάρμπα-Γιαννούλη, τον παρακαλούν.

— Μα τίποτα.

— Γίνεται σούσουρο στο σπίτι, όλος ο κόσμος αναρωτιέται χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τη στάση του Μπάρμπα-Γιαννούλη.

— Τέλος η Μαριάνθη βγαίνει έξω και φτάνοντας μπρος στην πόρτα, τη κτυπάει φωνάζοντάς του.

— Θείε-Γιαννούλη, θείε μου, γιατί δε θέλεις να βγεις έξω; Έλα σε παρακαλώ.

— Η πόρτα τότε ανοίγει αμέσως και ο μπάρμπα -Γιαννούλης παρουσιάζεται μπροστά της σοβαρός.

Η Μαριάνθη του χαμογελάει και τον παίρνει απ' το χέρι.

— Έλα θείε μου. Γιατί κλείστηκες στο δωμάτιο; Είσαι θυμωμένος μαζί μου; του λέει, καθώς προχωρούσαν στο σαλόνι. Όταν έφθασαν μέσα ο μπάρμπα-Γιαννούλης κάθισε στο μεγάλο ντιβάνι και βάζοντας δεξιά του την Μαριάνθη και αριστερά την άλλη ανηψιά του Ευτυχία, της λέει:

— Είμαι θυμωμένος γιατί παντρεύεσαι και θα σε χάσω.

— Τι λες θείε μου; Πώς θα με χάσεις; Αφού θα μείνω εδώ, στην Αθήνα.

— Και όμως εγώ σ' αγαπάω και συ θα πας να μείνεις σ' άλλο σπίτι, ενώ εγώ θα ήθελα να σ' έχω κοντά μου. Να μη μου φύγεις.

Ο κόσμος μένει κατάπληκτος.

Οι ανιψιές του τότε άρχισαν να τον περιποιούνται και να τον χαϊδεύουν.

— Τι λες θείε μου; Κάθε μέρα, κάθε ώρα θα έρχομαι να σε βλέπω. Αφού σ' αγαπάω συνεχίζει η Μαριάνθη.

— Κακά είν' τα ψέματα.

Τέλος ύστερα από τα πολλά χάδια της και τις βεβαιώσεις της ότι δεν θα τον ξεχάσει ο μπάρμπα-Γιαννούλης αρχίζει να καθησυχάζει. Εν τω μεταξύ έστρωσαν τραπέζι και η Μαριάνθη αφού τον έβαλε να καθίσει πλάι της για να τον καλοπιάσει πιο πολύ, δίνοντάς του ένα ποτηράκι με ούζο, προτείνει το δικό της και του λέει:

— Θείε μου, θα μου ευχηθείς, για να σ' αγαπάω;

Τα μάτια του μπάρμπα - Γιαννούλη άστραψαν.

— Ναι, παιδί μου, μπορώ, μπορώ ν' αρνηθώ στη Μαριάνθη μου. Τα πάντα τα πάντα, αν και με κακοκάρδισες. Ας είναι της λέει, τσουγκρώντας το ποτήρι του μαζί της μ' ένα σοβαρό τόνο. Με την ευχή μου.

Δυο τρία ποτηράκια κρασί του έδωσαν διαδοχικά και με τρόπο, στο μπάρμπα - Γιαννούλη, χαλάρωσαν τη σοβαρότητά του και τη δυσαρέσκειά του. Ξέχασε τέλος το πείσμα του και άρχισε να γίνεται γελαστός και ομιλητικός.

Page 192: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Καθώς φούντωνε το γλέντι και η διασκέδαση, το πρώτο τραγουδάκι ακούστηκε κιόλας που ο μπάρμπα-Γιαννούλης άρχισε να το παρακολουθεί μ' ενδιαφέρον και σιγοτραγουδώντας. Άρχισε να μπαίνει στα κέφι.

Ο Βασίλης τότε γνέφει της Μαριάνθης να παρακινήσει το μπάρμπα - Γιαννούλη να τραγουδήσει.

— Θα πεις ένα τραγουδάκι για μένα θείε μου; τον ρωτάει αυτή τότε.

— Ναι παιδί μου, της απαντάει ενθουσιασμένος.

Όλοι τότε σωπαίνουν. Και ανάμεσα σ' επιφωνήματα θαυμαστού, η έξοχη και μεταλλική φωνή του πλημμυρίζει με γλυκύτατους ήχους το δωμάτιο, ίδιο αηδόνι, εμψυχωμένη από το ερωτικό πάθος του γηραιού καλλιτέχνη γεμάτη νεανική φρεσκάδα και μπρίο παρ' όλα τα 80 του χρόνια. Ήταν η παλιά γνωστή καντάδα που τραγούδαγε ανάμεσα σε πολλές άλλες στα νιάτα του και που τώρα στα γεράματά του την ξανάφερνε στη ζωή, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με την ίδια γοητεία.

Απ' το έρημό μου στρώμα, Ήρθα για να σε γνωρίσω, Μα γιατί να σ' αγαπήσω; Μα γιατί σκληρή καρδιά;

Μεταξύ ζωής και τάφου, Στέκεις και με βασανίζεις, Να υπάρχω μ' εμποδίζεις, Και να ζω δεν το ποθείς.

Πού είν' οι όρκοι που είν' η πίστις; Πού είν' τα όσα που μ' ορκιστείς; Που είν' τα στέφανα του γάμου; Πού; τα ρόδα και οι σμυρτιές;

Αχ! αν θέλεις για να ζήσω, Δος μου τα λουλούδια πίσω, Ξανά δος μου την αγάπη, Δος μου πίσω τα φιλιά.

— Είσαι ευχαριστημένη, ρωτάει, γυρίζοντας προς την Μαριάνθη όταν τελείωσε.

— Ναι, πολύ πολύ θείε μου. Σ' ευχαριστώ, του απαντάει γεμίζοντάς τον με φιλιά, που ο μπάρμπα - Γιαννούλης της τα ανταποδίδει χαρούμενος και μ' ενθουσιασμό.

~οο0οο~

Ανάμεσα στις λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις ο γέρων γλύπτης ικανοποιημένος συνεχίζει την εργασία του. Εκτελεί πολλά έργα και αριστουργηματικά σκίτσα και συνθέσεις που τα χαρακτηρίζει η σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του που το κράτος τα έχει εγκαταλείψει στο σπίτι του ανιψιού του Βασίλη Χαλεπά, αντί να τα αγοράσει και να συγκεντρώσει τόσο τα νεανικά του έργα, όσο και τα αρχέτυπα της σκεπτικής του περιόδου, να τα φωτογραφίσει και να βγάλει ειδικό λεύκωμα της κορυφαίας αυτής ελληνικής δόξας της Τέχνης και να κάνει «Μουσείο Χαλεπά» που θα ωφελείτο τόσο πολύ τουριστικά, αλλά και εθνικά, το εγκληματικό κράτος τα αφήνει με την ίδια αδιαφορία που έδειξε και για το μεγάλο γλύπτη ενόσω ζούσε στο έλεος του Θεού.

Page 193: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Από την άποψη αυτή η Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση όπως και την εποχή που ο Βελλιανίτης ώκτειρε το κράτος για την ανάλγητη συμπεριφορά του προς τον ατυχήσαντα γλύπτη και ζητούσε να κοπεί μια εικοσιπεντάδραχμη σύνταξη όταν ο γλύπτης δυστυχούσε πάμπτωχος και έβοσκε γίδια στην Τήνο για να συντηρηθεί με τη μητέρα του.

Να τι έγραφε στην Εφημερίδα «Αθήναι» την 4ην Φεβρουαρίου του 1915 ο Βελλιανίτης:

«Το κράτος φυσικά συγκινείται μόνον όταν πρόκειται να χορηγηθούν γενναίαι συντάξεις προς άτομα τα οποία υποστηρίζει αριθμός τις βουλευτών και των οποίων αι υπηρεσίαι είναι αμφίβολοι. Κακοτυχησάντων καλλιτεχνών ή ανθρώπων των γραμμάτων δεν δίδει ούτε κάλπικον οβολόν. Όπως η κοινωνία ημών «η πλουτοκρατική» ούτω και το κράτος δεν έφθασεν ακόμη εις το σημείον εκείνο της αντιλήψεως και του λεπτού αισθήματος ώστε να θεωρεί την τέχνην ως στοιχείον απαραίτητον του Εθνικού μας βίου...»

Είθε η ευχή του Βελλιανίτη, ευχή όλων των ανθρώπων του πνεύματος, που πονούν ειλικρινά την πατρίδα να βρει απήχηση στο μέλλον στις καρδιές των ανθρώπων της Πολιτείας.

~οο0οο~

Το Μεγάλο Σαββάτο, στις 23 Απριλίου 1938, ο μπάρμπα-Γιαννούλης προσβάλλεται από ημιπληγία. Οι δικοί του κάλεσαν αμέσως γιατρό που του πήρε αμέσως αίμα. Όταν συνήλθε κάπως οι γιατροί παράγγειλαν συνεχή μασάζ και ύστερα από ένα μικρό διάστημα η υγεία του μπάρμπα - Γιαννούλη καλυτέρεψε. Μα μια μέρα καθώς ο μπάρμπα - Γιαννούλης τριγύριζε στα δωμάτια είδε μια εφημερίδα που σε μια στήλη της έγραφε «Οι τελευταίες μέρες του Χαλεπά.»

— Μπα! Τι είναι αυτά που γράφουν. Για φέρ' την εδώ, λέει, ο μπάρμπα Γιαννούλης.

— Τίποτα, τίποτα του απαντάει αμέσως ταραγμένη η Ειρήνη, δεν ξέρουν τι γράφουν, όλα αυτά είναι ψέματα.

Η υγεία του ασθενή μέρα με τη μέρα καλυτέρευε. Έφθασε το Δεκαπενταύγουστο.

Την παραμονή της Παναγίας, εορτή του Σταυρού, η Ειρήνη του λέει:

— Εγώ θείε θα πάω στην εκκλησία μαζί με τα παιδιά να κοινωνήσω.

— Να πας, της απαντάει, ο μπάρμπα-Γιαννούλης και να στείλεις και τον παπά στο σπίτι να κοινωνήσει και μένα.

— Ναι, θείε μου.

Όταν σχόλασε η εκκλησία, λίγη ώρα αργότερα ακολουθώντας την Ειρήνη έφτανε κι ο παπάς που τον κοινώνησε. Ο μπάρμπα - Γιαννούλης τις μέρες αυτές είχε πετάξει ένα σπυράκι. Την άλλη μέρα στις 15 Αυγούστου φώναξαν το γιατρό που αφού τον εξέτασε τους καθησύχασε. Ο γιατρός εξέτασε και την καρδιά του που τη βρήκε σωστό βράχο. Θα ζήσεις εκατό πενήντα χρόνια, του λέει, χαριτολογώντας ο γιατρός.

— Α! όχι δεν το καταδέχομαι, του απαντάει σοβαρά ο μπάρμπα - Γιαννούλης.

Φεύγοντας ο γιατρός η Ειρήνη του έδωσε ένα ποτήρι γάλα και τον έβαλε να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε. Η ώρα μιάμιση μετά το μεσημέρι ξύπνησε.

Page 194: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

— Έλα θείε μου, του λέει η Ειρήνη. Πρέπει να φας κάτι, γιατί είσαι νηστικός.

— Ναι, της απαντάει.

Η Ειρήνη τον τάισε. Τελειώνοντας της ζήτησε ένα ποτήρι κρύο νερό. Αφού το ήπιε, η Ειρήνη του σκούπισε το στόμα και τα γένια.

Ο μπάρμπα - Γιαννούλης την αγκάλιασε.

— Θείε μου, δεν είναι ώρα για χάδια και για παιγνίδια τώρα. Πρέπει να φύγω να ετοιμάσω το φαγητό. Όπου και αν είναι θα φθάσει ο Βασίλης.

Μήπως θέλεις ακόμα ένα νεράκι θείε μου;

— Ναι, Ειρήνη μου, και αγκαλιάζοντάς την σφιχτά της έδωσε ένα φιλί κρουστό στο στόμα, που ήταν και το τελευταίο άγιο και υπερούσιο φιλί του Έρωτα, με τον οποίον έζησε, μεγαλούργησε, έπαθε και πέθανε ο μεγάλος και αθάνατος καλλιτέχνης.

Όταν σε λίγο η Ειρήνη ξαναγύρισε φέρνοντας το νερό, αντίκρισε τα μάτια του καλλιτέχνη να κοιτάζουν ατενώς προς το άπειρο... Ένα αγγελικό χαμόγελο πλανιόνταν στο πρόσωπό του.

Καιρός. Η ωραία ψυχή του γλύπτη είχε εγκαταλείψει το φθαρτό σκήνος της και φερομένη επί πτερύγων αγγέλων έφευγε για να συναντήσει τις άλλες ψυχές των μεγάλων τέκνων της ανθρωπότητας και να ηρεμήσει μακαρισμένη κάτω από την ουράνιο σκέπη του Αιωνίου Δημιουργού.

~οο0οο~

Η Ελλάδα έχασε το μεγάλο καλλιτεχνικό της αστέρι. Η οικογένεια και ο κόσμος της τέχνης πένθησε. Αλλά η ευαίσθητη, η πάρα πολύ ανθρώπινη και ποιητική ψυχή της Ειρήνης τον έκλαψε περισσότερο απ' όλους. Τιμώντας την μνήμη του θείου της έγραψε ένα από τα θαμαστότερα ποιήματα που μόνον ένας που έζησε όπως αυτή και μετουσίωσε το δράμα του καλλιτέχνη θα μπορούσε να γράψει.

Σ' ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ

Εκεί που στο στερέωμα εφάνη μιαν αυγή Κι έλεγαν με τη λάμψη του θα λάμψει όλη η γη Ξάφνου σκοτείνιασε... Κακιά μοίρα το ζήλεψε το λαμπερό τ' αστέρι Και τόσβησε με μια, Το κύλισε στα Τάρταρα και μέσ' τη λησμονιά Χρόνια πολλά.

Σκοτάδια, λύπες, στέρησες το κύκλωσαν τ' αστέρι Και οι άνθρωποι πιστεύανε, πως τόσβησε παντοτινά Η Μοίρα του η κακιά. Ξεχάστηκε απ' τους φίλους του, κι από τον κόσμον όλο Κι εκεί στο χωριουδάκι στης Τήνου τη γωνιά Αντίκρισε την ερημιά.

Αλλά στ' αστέρι έμεινε μια σπίθα απ' τα παλιά

Page 195: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

Κι όταν ο χρόνος άσπρισε τα μαύρα του μαλλιά Άρχισε με τα χέρια του που έπλασαν παρθένες Να πλάθει αγγέλους με φτερά, μα με μορφές θλιμμένες.

Κι έπλαθε κι έπλαθε γοργά καινούργια έργα αιθέρια Πού σ' άλλα έδωσε φτερά, κι άλλα δίχως χέρια Και όλα αυτά στα γρήγορα λες και φοβόταν πάλι Μη του κτυπήσει ο Κεραυνός το άσπρο του κεφάλι.

Ειρήνη Β. Χαλεπά

~οο0οο~

«—Τι ξέρεις εσύ από πόνο παιδί μου, ο πόνος είναι άντρας», απάντησε μια μέρα ο Χαλεπάς σε μια μικρή του ανιψιά που του πρότεινε να την χρησιμοποιήσει για μοντέλο για να πλάσσει το άγαλμα του πόνου.

Και πραγματικά. Αν ειπώθηκε κάτι το πλέρια αληθινό, κάτι το άπειρο συγκινητικό και ανυπέρβλητο, κάτι που νους ανθρώπου δε μπορεί να το συλλάβει σ' όλη του την έκταση, είναι αυτά τα επιγραμματικά λόγια του εβδομηντάρη γέροντα, του σώφρονος και σοφού γλύπτου Χαλεπά, του αν και τραυματισμένου στο πνεύμα, μα που γνωρίζει όμως ότι έχει πεθάνει πια γι' αυτόν ο ενοραματικός του κόσμος και η ευαίσθητη, η λεπτή, η τόσο ανθρώπινη καρδιά του, καθώς συνέρχεται και ξαναμπαίνει στον κόσμο, υπόφερε γιατί δε μπορούσε να τον ξαναεπαναφέρει στη ζωή.

Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο, για έναν καλλιτέχνη, που μέσα του φεγγοβολούν περιοδικά τα οράματα της νεότητός του και φλέγεται να δημιουργήσει, να στέκει άπρακτος και αδύναμος για να τα συνεχίσει και να τα πραγματοποιήσει με την τέχνη του. Και στον καλλιτέχνη που ανάμεσα σε αμέτρητες προσβολές και ηθικές δοκιμασίες ξαναποκτούσε το λογικό του και κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να πλησιάσει τις πρώτες του δημιουργίες, της νεότητας, η ιδέα ότι αυτό ήταν ακατόρθωτο τον έκανε διπλά δυστυχισμένο και απεριόριστα τραγικό.

Και μόνον ν' αναλογισθεί κανείς την μακρόχρονη αυτή προσπάθεια του καλλιτέχνη, μπορεί να καταλάβει γιατί πόνεσε, και πόνεσε έτσι βαθειά ο Χαλεπάς, για να πει ότι ο «Πόνος είναι Άντρας».

~οο0οο~

Όταν κάποτε είπαν στο Χαλεπά ότι η «Κοιμωμένη» του έπρεπε να μεταφερθεί σε μουσείο για να διασωθεί, ύστερα από την χρησιμοποίηση από αδαείς τεχνίτες ακουαφόρτε για το καθάρισμά της που κατέστρεψε το σμάλτο της επιφανείας του αγάλματος που το προφύλαγε από την διάβρωση, ο Χαλεπάς απάντησε:

— «Καλύτερα να μείνει εκεί που είναι».

Και τούτο γιατί ο εμπνευσμένος δημιουργός τους, παρ' όλη τη διάλειψη των φρενών του διατηρεί πλήρη την αντίληψη των νόμων που διέπουν την τέχνη και ότι η γλυπτική όπως και η αρχιτεκτονική χρειάζονται ορίζοντα αναπεπταμένο για να αναδειχθούν και ότι αν η γλυπτική όπως και όλες οι άλλες εικαστικές τέχνες, σαν διακοσμητικά στοιχεία είναι εξαρτήματα της αρχιτεκτονικής, όμως η γλυπτική έχει δική της αρχιτεκτονική αυτοτέλεια και αυτάρκεια προβαλλόμενη και μόνη της στο διάστημα και γι' αυτό ανεξάρτητη από την αρχιτεκτονική. Οίαν αισθητική εντύπωση προξενεί εις την ψυχή του θεατού ένα αρχιτεκτονικό μνημείο που υψώνεται ανάμεσα απ' τα δένδρα μιας πρασινισμένης πεδιάδος ή στην κορυφή ενός βουνού, την ίδια προξενεί και ένα γλυπτικό έργο και μπορεί να πει

Page 196: Γιαννούλης Χαλεπάς

Digitized by 10uk1s, Feb. 2009

κανείς ακόμη εντονότερη όταν αυτό αβίαστα υψώνει την σιλουέτα του μέσα στην ατμόσφαιρα ενός πάρκου ή μιας πλατείας. Και ενώ το αρχιτεκτόνημα έχει ανάγκη των νόμων της στατικής και της συμμετρίας για να επιβληθεί στο θεατή, η γλυπτική κοντά στα απαραίτητα αυτά στοιχεία έχει και το πλεονέκτημα της έκφρασης και γι' αυτό είναι περισσότερο υποβλητική, μιλώντας απ' ευθείας και γι' αυτό πιο έντονα στην ψυχή του ανθρώπου.

Και πού αλλού θα μπορούσε η «Κοιμωμένη» να γεννήσει ανάλογα αισθήματα, εννοώ της ματαιότητας των εγκοσμίων, της ιδέας του θανάτου και της προσευχής εις τον θεατή παρά μόνον στο Κοιμητήριο για το οποίον παραγγέλθηκε και που με το πνεύμα αυτό εργάσθηκε πάνω της ο Χαλεπάς, εκεί όπου ζωντανοί και νεκροί συναντιούνται κι αρχίζουν μια μυστική και προσφιλή συνομιλία μεταξύ τους που διαρκεί για ώρες πολλές φορές.

~οο0οο~

Όταν ο Χαλεπάς κλήθηκε να παρασταθεί κατά την ημέρα μιας τελετής μπρος σ' ένα τεράστιο συμβολικό μνημείο των Αθηνών και ορισμένοι γύρω του άνοιξαν μια συζήτηση γύρω από την αξία του μνημείου επαινώντας το, και η ανιψιά του Ειρήνη ζήτησε να εκφέρει κι αυτός τη γνώμη του, ο μπάρμπα - Γιαννούλης σιωπούσε. Μετά το τέλος της τελετής και καθώς ο κόσμος αποχωρούσε, η Ειρήνη τον ξαναρώτησε. Τότε ο μπάρμπα - Γιαννούλης βάζοντας το δάκτυλό του στο στόμα με τρόπο και γέρνοντας στο αυτί της, της λέει σιγά.

— Σιωπή! Γιατί σήμερα τα άσχημα τα λεν ωραία και τα ωραία άσχημα.

~οο0οο~

Πολλοί ίσως θ' απορήσουν για την εκφρασθείσαν ιδέα μου ότι ο Χαλεπάς με το έργο του ενώνει τον ανθρωπισμό της Ελληνικής Αρχαιότητος με τον Χριστιανικό ανθρωπισμό. Αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Όταν κάποτε ο κ. Αλαβάνος (Θ. Βελλιανίτη, εφ. Έθνος 19-5-1924) βλέποντας τις συνθέσεις του «Ο Ερμής και η Αγία Βαρβάρα» και «Ο Ερμής και ο Άγιος Χαράλαμπος» τον ρώτησε πώς συνδέει τους Αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον Μυθολογικό Θεό, τους απάντησε: «Ότι μ' αυτό ηθέλησε ν' αποδείξη τους δεσμούς του αρχαίου μετά του νέου θρησκεύματος».

Για τα βαθειά θρησκευτικά αισθήματα του Χαλεπά μιλάει και ο Θ. Μαλαβέτας που γράφει:

«Η ευλάβειά του προς τα θεία είναι παραδειγματική. Τα περισσότερα από τα έργα του που έκανε την τελευταίαν διετίαν εις την Τήνον και άλλα απ' αυτά που έχει υπ' όψιν του να κάμει εδώ, διαπνέονται από ένα βαθύ θρησκευτικόν αίσθημα. Τα θέματά του είτε είναι εμπνευσμένα από την Μυθολογίαν, είτε από την νεωτέραν ιστορίαν ή τας παραδόσεις έχουν πάντοτε βάσιν μίαν ανωτέραν ηθικήν λησμονημένην κάπως εις τον αιώνα μας».1

1 Θ. Μαλαβέτας εφημ. Πρωία, 11-9-1930

Και εγώ επιβεβαιώνοντας επαναλαμβάνω. Μάλιστα, «λησμονημένην εις τον αιώνα μας»

ΤΕΛΟΣ

Page 197: Γιαννούλης Χαλεπάς