Λαδιάρηδες.pdf

292
OI ΛΑΔΙΑΡΙΔΕΣ Του Χρήστου Τζουρντού Οι ΛΑΔΙΑΡΙΔΕΣ Αθήνα – 2002 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΑΤΣΙΠΟΔΙ 1943 Μόλις είχε καλοξημερώσει... Κάτι αγριοφωνάρες και ουρλιαχτά πόνου μας ξύπνησαν. Η αδελφή μου κι εγώ πεταχτήκαμε έντρομοι από τα κρεβάτια μας. Κολλήσαμε τα γουρλωμένα μάτια μας στις γρίλιες του παραθύρου που έβλεπε στον κύριο δρόμο, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, όπως λεγόταν ο κεντρικός δρόμος του Κατσιποδιού πριν γίνει ασφάλτινη λεωφόρος και αργότερα ονομαστεί όλη η περιοχή Δάφνη. Κάτι πάνοπλοι Γερμαναράδες και δύο πολίτες οι οποίοι μίλαγαν ελληνικά, βασάνιζαν ένα νεαρό. Τον έσερναν από τα μαλλιά, γεμάτο αίματα στο δρόμο. ΄΄Μίλα ρε, θα σε σκοτώσουν οι Γερμανοί. Ποιοι ήταν μαζί σου;΄΄ Το αίμα έρανε το χώμα φτιάχνοντας μια περίεργη πλατιά ζικ-ζακ γραμμή σαν τοματοπελτές, ανακατωμένη με μεγάλους σπόρους από κατακόκκινες και ζουμερές ντομάτες. Γίναμε ένα με τις γρίλιες. Η ανάσα μας έγινε από ζεστή, καυτή. Να κάψει το ξύλο του παραθύρου. Επέστρεφε ατμοποιημένη στο πρόσωπό μας. Φοβόμαστε μην μας δουν οι Γερμανοί. Είχαν σταματήσει ακριβώς έξω από το υπερυψωμένο παράθυρό μας. Δύο-τρία μέτρα μας χώριζαν από αυτούς τους κακούς ανθρώπους.

Post on 31-Oct-2014

301 views

Category:

Documents


5 download

TRANSCRIPT

Page 1: Λαδιάρηδες.pdf

OI ΛΑΔΙΑΡΙΔΕΣ Του Χρήστου Τζουρντού

Οι ΛΑΔΙΑΡΙΔΕΣ Αθήνα – 2002 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΑΤΣΙΠΟΔΙ 1943 Μόλις είχε καλοξημερώσει... Κάτι αγριοφωνάρες και ουρλιαχτά πόνου μας ξύπνησαν. Η αδελφή μου κι εγώ πεταχτήκαμε έντρομοι από τα κρεβάτια μας. Κολλήσαμε τα γουρλωμένα μάτια μας στις γρίλιες του παραθύρου που έβλεπε στον κύριο δρόμο, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, όπως λεγόταν ο κεντρικός δρόμος του Κατσιποδιού πριν γίνει ασφάλτινη λεωφόρος και αργότερα ονομαστεί όλη η περιοχή Δάφνη. Κάτι πάνοπλοι Γερμαναράδες και δύο πολίτες οι οποίοι μίλαγαν ελληνικά, βασάνιζαν ένα νεαρό. Τον έσερναν από τα μαλλιά, γεμάτο αίματα στο δρόμο. ΄΄Μίλα ρε, θα σε σκοτώσουν οι Γερμανοί. Ποιοι ήταν μαζί σου;΄΄ Το αίμα έρανε το χώμα φτιάχνοντας μια περίεργη πλατιά ζικ-ζακ γραμμή σαν τοματοπελτές, ανακατωμένη με μεγάλους σπόρους από κατακόκκινες και ζουμερές ντομάτες. Γίναμε ένα με τις γρίλιες. Η ανάσα μας έγινε από ζεστή, καυτή. Να κάψει το ξύλο του παραθύρου. Επέστρεφε ατμοποιημένη στο πρόσωπό μας. Φοβόμαστε μην μας δουν οι Γερμανοί. Είχαν σταματήσει ακριβώς έξω από το υπερυψωμένο παράθυρό μας. Δύο-τρία μέτρα μας χώριζαν από αυτούς τους κακούς ανθρώπους.

Page 2: Λαδιάρηδες.pdf

Έτσι τους έλεγε συνέχεια η κατατρομαγμένη αδελφή μου, εντεκάχρονο κορίτσι, σε μένα που τότε ήμουν λιγότερο από πέντε. Ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Και όχι πρώτη φορά. Ο πατέρας μας αιχμάλωτος στο εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη, μετέπειτα Μποδοσάκη και τώρα ΠΥΡ-ΚΑΛ. Οι Γερμανοί το είχαν επιτάξει. Τους τεχνίτες τους κράταγαν τον περισσότερο καιρό μέσα αιχμάλωτους για ασφάλεια στα πυρομαχικά που παρήγαγε το εργοστάσιο. Η μάνα μας, ποιος ξέρει που θα βολόδερνε. Ξενόπλενε σε πλουσιόσπιτα ή θα έτρεχε να δει τι κάνει ο άλλος αδελφός, δεκάχρονο αγόρι ο οποίος ήταν μέσα στο νοσοκομείο από αβιταμίνωση, πρησμένος. Αργότερα, του κολλήσανε το παρατσούκλι ΄΄Το πρησμένο΄΄. Κάποιοι έφτιαχναν και αυτοσχέδια τραγούδια του τύπου: ΄΄Ο Δημήτρης ή ο Γιώργος ή η Πόπη έφαγε κουκουτσάλευρο και σκουπάλευρο, πρήστηκε η κοιλιά του και στούμπωσε ο κώλος του, στούμπωσε ο κώλος του... χα χα, χα, ου, ου, ου΄΄, και δώστου γέλια και θυμούς. Ο Στέλιος, ο μεγάλος αδελφός, δεκαπεντάχρονος, γύριζε για να μας βρει τίποτε φαγώσιμο. Έλειπε συχνά από το σπίτι και όταν ερχόταν είχε σχεδόν πάντα κάτι μέσα στη σακούλα. Αλεύρι, καραμέλες ή μπομπότα, χαρούπια, λούπινα. Ακόμα ρούχα, λάστιχα για παπούτσια και άλλοτε λάδι. Ήτανε ένας από τους μικρούς αλλά θεόρατους ήρωες της κατοχικής Αθήνας. Ανακατωμένος με άλλους πιτσιρικάδες σε αυτόνομες ΄΄συμμορίες΄΄, εκεί όπου η λογική της ομαδικής αυτοσυντήρησης τους οδηγούσε. Οι Γερμανοί τον νεαρό τον έσερναν από τα μαλλιά από την πλατεία, την μοναδική τότε, στην αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας, μόλις μπαίνουμε από την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε τόσο φαίνεται ότι σταμάταγαν για ανάκριση. Κάτω από το παράθυρό μας έπρεπε να ήταν η τελευταία στάση του βασανιζόμενου νεαρού πριν τον εκτελέσουν λίγο πιο κάτω. Πολλές φορές αργότερα συζητήσαμε με την αδελφή μου αυτό το γεγονός. Συμφωνήσαμε ότι, πράγματι, ο νεαρός τους

Page 3: Λαδιάρηδες.pdf

έφτυνε και φώναζε ΄΄προδότες-προδότες΄΄ τους δύο με πολιτικά που μιλούσαν ελληνικά. Σε λίγο οι σειρήνες που ήταν τοποθετημένες απέναντι από την τότε Δημαρχία, σε μια ταράτσα ενός ψηλού σπιτιού δίπλα από το δημοτικό, έληξαν την απαγόρευση. Όλοι χύθηκαν στους δρόμους να δουν ποιος ήταν ο νεαρός που βασάνιζαν οι φασίστες. Τα κλάματα και οι φωνές μας κουβάλησαν ένα ολόκληρο ανθρώπινο λεφούσι από την πλατεία και κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας στους ανατολικούς πρόποδες του λοφίσκου με το τότε μικρό εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. Ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω-γύρω από το ανοιχτό γωνιακό καταφύγιο, ένα από τα χιλιάδες που είχαν σκάφτει στο τέλος του 1940, στις αρχές του Ελληνο-ιταλικού πολέμου. Με σπρωξιές και περνώντας κάτω από τα πόδια των μεγάλων, χώθηκα ανάμεσα στο περίεργο πλήθος και στη στιγμή βρέθηκα ακριβώς πάνω από το χείλος του καταφυγίου. Το κεφάλι του είχε πέσει μέσα σ’ ένα πιάτο έτσι που φάνταζε σαν φωτοστέφανο ενός αγίου των Βυζαντινών εικόνων. Λέγανε για θαύμα... Το πίστευα κι εγώ, καμαρώνοντας που τον είχα δει από κοντά όταν το βασάνιζαν οι Γερμανοί. Έφαγα καρπαζιές και ΄΄σκάσε ρε μούλε, τρελό είναι αυτό!΄΄. Εγώ όμως δεν μπορούσα να τους εξηγήσω ότι είχα μαζί του την πρώτη μου εμπειρία – την πιο βάναυση – της ζωής μου. Δεν μπορούσα γιατί έκλαιγα από μίσος γι αυτά που για μισή ώρα είχα παρακολουθήσει κολλητός σα βδέλλα στις γρίλιες του παραθύρου. Νόμιζαν ότι έκλαιγα από τις φάπες που μου ρίξανε. Οι ανόητοι... Συνήλθα στην αγαπημένη αγκαλιά της αδελφής μου, η οποία σα λέαινα κλώτσαγε και έβριζε τους πιο κοντινούς που με είχαν καρπαζώσει, σκουπίζοντας τις μύξες μου στο τσίτινο φουστάνι της. Ποτέ δεν μάθαμε γιατί ο νεαρός Βασιλόπουλος (έτσι είπαν το όνομά του) βασανίστηκε και δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Άλλοι είπαν ότι ήταν σύνδεσμος με την αντίσταση. Άλλοι σαλταδόρος και άλλοι ότι κυνήγαγαν τον μεγάλο του αδελφό, που πράγματι ήταν γραμμένος στην Αντίσταση.

Page 4: Λαδιάρηδες.pdf

Για μένα ήταν ένας ήρωας, ένας ημίθεος κι ένας άγιος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΕΙΝΑ Μπορεί ένα παιδί να παίζει νηστικό; Μπορεί ένα παιδί να κάνει σκανταλιές όταν η απειλή κρεμόταν σαν ΄΄δαμόκλειος σπάθη’’ επάνω του; ΄΄Αν δεν κάτσεις φρόνιμα δεν θα φας το φαΐ σου το βράδυ΄΄. Ήταν η συνηθισμένη και εύκολη απειλή. Εμείς ξέραμε στην πράξη από πείνα και από φόβο. Είχαμε όμως πλήρη άγνοια τι γινόταν τελικά στην πραγματικότητα. Γιατί τόσο μίσος; Γιατί τόση στέρηση; Μας λέγανε οι μεγάλοι συνεχώς ότι πριν από τον πόλεμο είχαμε ρούχα, παπούτσια, φαγητό και παιγνίδια. Δεν το πιστεύαμε με τίποτα. Γεννηθήκαμε μεγαλώνοντας με φόβο και στέρηση. Στα πάντα. Δεν ξέραμε τι ήταν οι καραμέλες. Ποτέ δεν χορτάσαμε. Δεν είχαμε τίποτα. Μα τίποτα, εκτός από πείνα, στέρηση και φόβο. Ένα τρίπτυχο σε γκραν γκινιόλ έργο ΄΄τρελαμένου ζωγράφου΄΄. Το σύνδρομο της πείνας σχεδόν σε όλους της παιδικής ηλικίας της Κατοχής δεν έχει ξεπεραστεί εντελώς έως και σήμερα. Και δεν είναι υπερβολή. Κοιτάτε τα πεινασμένα και αδέσποτα σκυλιά. Έτσι και χειρότερα ήμασταν. Χιλιάδες βρέθηκαν το χειμώνα του 1941-42 κατάμονα και ξεψυχισμένα με ένα τσίγκινο κατσαρολάκι στο χέρι, αφού ακούστηκε από τα ίδια για τελευταία φορά η μισοσβησμένη φωνή τους. Πεινάωωωω, πεινάωωωω... Το κάρο της Δημαρχίας γύριζε και μάζευε τα πτώματα στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο σαν σε ντάνες από κούτσουρα. Για χρόνια φοβόμουν. Η σκέψη μου στριφογύριζε συνεχώς τις νύχτες πάνω στα κρεμασμένα ανάκατα χέρια-πόδια των κοκαλωμένων από την παγωνιά και την πείνα πτωμάτων. Είχε καθιερωθεί να λέμε ότι αυτός είναι τόσο φτωχός που τον πήρε το κάρο της Δημαρχίας.

Page 5: Λαδιάρηδες.pdf

Μπορείς, όμως, να υποχρεώσεις ένα παιδί να κάτσει ήσυχα όταν όλος ο κόσμος γύρω του θορυβεί και είναι γεμάτος από αναπάντητα ερωτήματα; Πότε μαμά θα βγούμε από το καταφύγιο; Θέλω να παίξω. Και όμως, βρίσκαμε τρόπους να παίζουμε κάνοντας συνήθως διαολιές. Χωμένοι μέσα στο βαθύ και σκοτεινό υπόγειο της ΄΄Αγελαδούς΄΄ κοντά στο σπίτι μας, είχαμε βαρεθεί ξαπλωμένοι να παρατηρούμε τα χοντρά κατάμαυρα δοκάρια που κράταγαν κατά μήκος το υπερυψωμένο υπόγειο του μεγάλου σπιτιού. Πολλές φορές δεν προλάβαιναν να κουβαλήσουν τον πάντα έτοιμο μπόγο για το υπόγειο-καταφύγιο. Μία δύο κουβέρτες, λίγο νερό, μπομπότα ή καμιά σταφίδα, ή κάποιο χυλό κουρκούτι. Πάντα πεινασμένοι και φοβισμένοι, λουφάζαμε για ώρες στις αγκαλιές των μανάδων μας. Όμως ΄΄ξύπναγε μέσα μας ο σατανάς΄΄, έλεγε μια παλιόγρια όταν αρχίζαμε τις λαδιές μας. Μία σβήναμε το κερί ή τη λάμπα πετρελαίου με το γυαλί ή το καντήλι, ενώ άλλοι στις γωνίες φωνάζαμε ου-ου-ου-ουουου, κάνοντας τα φαντάσματα, ξετρελαίναμε τους μικρούς μπόμπιρες δίχως και εμείς να φεύγουμε από το φόβο. Αλλά μπρος στη βαβούρα τι είναι ο φόβος; Συχνά ανοίγαμε λακκούβες με κάτι πρόκες ή κλείναμε τις τρύπες των ταλαίπωρων μυρμηγκιών στο χωμάτινο έδαφος, παρακολουθώντας χαιρέκακα τις μανάδες που όλες λέγανε ότι δεν φταίει ο γιος μου αλλά ο άλλος. Συνήθως όλοι τα βάζανε μαζί μου... Μόλις οι λυτρωτικές σειρήνες με τον χαρακτηριστικό ήχο σήμαιναν το τέλος της απαγόρευσης, ξεχυνόμασταν σαν τα ζουλάπια να βγούμε πρώτοι-πρώτοι έξω και να φάμε τις λιγότερες φάπες από τους μεγάλους. Γι αυτό βγάζαμε ότι φοράγαμε και χώναμε το κεφάλι μας μέσα για να είναι λιγότερο οδυνηρές οι κατραπακιές που μας έριχναν οι εχθροί μας. Οι μεγάλοι... Στα καταφύγια περάσαμε αρκετές φορές ατελείωτες ώρες. Συνήθως, στην αρχή και στο τέλος του πολέμου. Όχι λίγα δεινά για την ηλικία μας σε έναν αρκετά περιορισμένο χώρο,

Page 6: Λαδιάρηδες.pdf

με ζέστη, υγρασία, κρύο, σκοτάδι, πολυκοσμία και φόβο από τους βομβαρδισμούς. Περισσότερο οι μεγάλοι φοβόντουσαν για το άγνωστο που θα τους έβρισκε όταν θα έβγαιναν έξω αργότερα. Η σειρήνα του περιορισμού δεν έδινε αρκετά περιθώρια για να βάλεις αμέσως τις κουρτίνες ή τα βαμμένα χαρτιά για τη συσκότιση στα παράθυρα και να τρέξεις στο κοντινότερο υπόγειο-καταφύγιο. Τα σπίτια στη φτωχογειτονιά ήταν συνήθως μικροκαμαράκια σε μεγάλες αυλές όπου συνήθως δεν είχαν υπόγεια. Πολλές φορές εμείς κρυβόμασταν και δεν πηγαίναμε στο υπόγειο-καταφύγιο, κάνοντας τους δικούς μας να ανησυχούν μέχρι θανάτου ώσπου να μας ξαναβρούν. Μεγαλώσαμε με ξύλο, πείνα και φόβο. Αλλά όλο βρίσκαμε να κάνουμε τις λαδιές μας, εξυψώνοντας σε υπέρτατη αρχή: ΄΄Κάντο κι ας θυμώνει τους μεγάλους΄΄. Ανεξάρτητα τις οδυνηρές συνέπειες. Η μεγαλύτερη αγωνία ήταν όταν τελείωνε ο συναγερμός και προσπαθούσαμε να μάθουμε τι έγινε στη διάρκεια της απαγόρευσης. Μια φορά είδαμε ένα βομβαρδισμένο σπίτι (το σπίτι του Καρά), απέναντι από του Νιάρχου, να προσπαθούν να βγάλουν τον νεκρό Καρά, παγιδευμένο από σωρούς πέτρες, ξύλα και χώματα. Άλλοτε να δούμε νεκρό τον για ώρες βασανιζόμενο Βασιλόπουλο, την άλλη τις άσκαστες βόμβες στην οδό Αλαμάνας και να παρακολουθούμε το συνεργείο να τις ξεχώσει, ουρλιάζοντας σε μας να απομακρυνθούμε από την επικίνδυνη περιοχή. Συχνά τρέχαμε στο 13 να δούμε ποιους εκτέλεσαν οι βρωμοτσολιάδες, ή ποιος γλύτωσε από τα μπλόκα, ποιους εκτέλεσαν και ποιους έστειλαν στο Χαϊδάρι, στο μεγάλο μπλόκο του Φάρου που εκτελέστηκαν γύρω στους 130 ομήρους, σ’ ένα οικόπεδο κοντά στο σπίτι μας. Το 13 ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο, μακρόστενο, κοντά στο ρέμα, απέναντι από της Βαγγέλαινας το κτήμα (εκεί που είναι τα σχολεία της Δάφνης), στο χώρο που αράζουν τα σκουπιδιάρικα του δήμου Δάφνης. Αυτό το οικόπεδο ήταν ο φόβος και ο

Page 7: Λαδιάρηδες.pdf

εφιάλτης μας. Ήταν ο τόπος εκτελέσεων όλων των παρατάξεων από τους Γερμανούς, τους τσολιάδες, του Χίτες, έως του Αριστερούς στα Δεκεμβριανά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ-3- ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ Μέσα στη συνεχή πείνα, είχαμε και την μεγάλη πίεση πρωτόγονων ιατρικών υπηρεσιών από τους μεγάλους. Τα θύματα ήμασταν εμείς... Επειδή δεν υπήρχαν φρούτα, σαλάτες, χορταρικά, οι μεγάλοι είχαν βρει ντε και καλά να μας ταΐζουν με μεγάλη ευχαρίστηση, αν έβρισκαν, ένα υγρό αφάνταστα βρωμερό που αντικαθιστούσε τις βιταμίνες, όπως λέγανε. Δεν κατέβαινε με τίποτα! Το έλεγαν μουρουνόλαδο, δηλαδή λάδι από ένα ψάρι, την μουρούνα. Ήταν ένα φοβερό μαρτύριο. Εμένα, αφού με έδερναν πρώτα για να μου ΄΄σπάσουν τον τσαμπουκά΄΄, ύστερα με έδεναν ο αδελφός μου και ή ο πατέρας μου,ή μάνα μου, ή όλοι μαζί μου κράταγαν το κεφάλι ανοίγοντας το στόμα μου και τραβώντας την μύτη προς τα πάνω, έβρισκαν την ευκαιρία και έχωναν μέχρι το λαρύγγι μου αυτό το γλοιώδες ψαροειδές σε γεύση βρωμόλαδο. Ήταν ένα πολυσυζητημένο μαρτύριο και σε εμάς τα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Οι γονείς συζητάγανε τις μεθόδους και αντάλλαζαν εμπειρίες, πως κάποιοι κατόρθωναν και τάιζαν τα παιδιά τους το μουρουνόλαδο, ενώ άλλοι δυσκολεύονταν. Πολλοί από τους λαδιάρηδες φωνάζαμε βροντερά για να το πιστέψουμε κι εμείς οι ίδιοι, ότι ΄΄εγώ δεν το ήπια, εγώ δεν το ήπια΄΄. Αργότερα, όταν λέγαμε ανέκδοτα στις γωνιές των σπιτιών μας με το ΄΄τσουβάλι΄΄, ο Πάνος ο αδελφός του Σπήλιου, έλεγε το λακωνικότερο ανέκδοτο – σκίτσο του αξέχαστου Αρχέλαου: ΄΄και τώρα δώστου το μουρουνόλαδο΄΄. Το σκίτσο έδειχνε ένα αγριόμουλο τύπου ΄΄πορδόλια΄΄ με ένα γρύλο ανοιγμένο στο στόμα του, δεμένο με χοντρές αλυσίδες

Page 8: Λαδιάρηδες.pdf

και μεσαιωνικά λουκέτα, ενώ οι ταλαίπωροι ιδρωκοπούντες γονείς του με ένα χωνί προσπαθούσαν να ρίξουν το περίφημο μουρουνόλαδο στο στόμα του αγριεμένου πιτσιρικά. Άλλο μαρτύριο ήταν όταν έδιναν να πιούμε μια κουταλιά πετρέλαιο. Ναι, πετρέλαιο! Λέγανε οι μεγάλοι: Για τον κοκίτη...για τον κοκίτη... Με ένα κουταλάκι γεμάτο καθαρό πετρέλαιο φωτιστικό (για τη λάμπα με το γυαλί), χρησιμοποιώντας πάντα και εδώ βία, το καταπίναμε γρήγορα-γρήγορα με λίγη ζάχαρη (αν είχανε), ή λίγη φλούδα από πορτοκάλι, ή λεμόνι. Είχα ορκιστεί πολλές φορές να το σκάσω από το σπίτι. Το συζητάγαμε συχνά με την παρέα τον Νικολάκη το γαλατά, το Γιώργο τον απέναντι, τον Σπύρο τον ψείρα τον ξάδελφο και με πολλούς άλλους. Ήμουν όμως ευτυχής γιατί πολλές φορές έβρισκα την ευκαιρία και τρόπους ξεγελάσματος και το έφτυνα κάνοντας τη φουκαριάρα την μάνα μου να γουρλώνει τα μάτια της από απορία, γιατί δεν συμμεριζόμουν τις ιατρικές γνώσεις των μεγάλων που ΄΄ξέρουν΄΄ (όπως έλεγε συνέχεια) και τον αγώνα να βρούνε ζάχαρη, πορτοκαλόφλουδα και πετρέλαιο για να πιούμε. Το ξύλο όμως δεν το γλύτωνα. Με έδερναν γι αυτό και προκαταβολικά για την επόμενη φορά. Έτσι έλεγαν συνέχεια. Άλλο ΄΄ιατρικό΄΄ μαρτύριο ήταν η καταπολέμηση του τριχοφάγου. Ο τριχοφάγος – πραγματική μάστιγα τότε – ήταν μια ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, απόρροια έλλειψης σωστής και επαρκούς διατροφής, απλυσιάς, ψείρας, κόνιδας, νινίδας και περισσότερο από χτυπήματα και από πεσίματα τα οποία τα ξύναμε και ΄΄αφορμούσαν΄΄, έτσι έλεγαν οι μεγάλοι τότε. Και τι κάνανε οι παντογνώστες μεγάλοι; Βρίσκανε μπαρούτι. Ναι, μπαρούτι, κι όποιος θέλει το πιστεύει. Το ανακατεύανε με πετρέλαιο και σκόρδο χτυπώντας τα μέσα στο μπρούτζινο γουδί. Φτιάχνανε μια απαίσια σε μυρωδιά αλοιφή και αλείφανε το κεφάλι στο σημείο του τριχοφάγου.

Page 9: Λαδιάρηδες.pdf

Εμείς, έξω από το σπίτι, το βγάζαμε προσεκτικά και το βάζαμε σε ένα κουτάκι πλένοντας το κεφάλι μας, χασκογελώντας ικανοποιημένοι, κοροϊδεύοντας τους άλλους με τα απαίσια βρωμερά μπαλώματα που όλοι ξέραμε τι ήταν, ανεξάρτητα αν μερικοί γονείς το σκέπαζαν με ένα άσπρο καπέλο ή ένα κολλητό ΄΄τσεμπέρι΄΄ σαν τουλουπάνι. ΄΄Χα-χα-χαα, έχει τριχοφάγο, έχει τριχοφάγο΄΄, ήταν η κοροϊδία στα κλαψούρικα, πιο μικρά από εμάς παιδάκια. Πριν πάμε σπίτι, αλείφαμε ξανά το κεφάλι μας και παρατηρούσαμε τους γονείς, οι οποίοι ευχαριστημένοι προσέχανε την καλή μας υγεία και ΄΄επιτέλους, τι υπάκουα παιδιά είχαν΄΄. Κάποτε και αυτό το μάθαιναν και είχαμε ντράβαλα, ξύλο, τιμωρίες και μέσα. Αυτό το ΄΄μέσα΄΄ ήταν μια μεγάλη απειλή ύστερα από το ΄΄δεν θα φας το βράδυ΄΄. Πολλές φορές, ανασταλτικός παράγοντας μελλοντικών διαβολιών. Μια άλλη διάσημη ιατρική συνταγή ήταν όταν συχνά, ξυπνώντας το πρωί, είχαμε κλεισμένα τα μάτια μας από χοντρές τσίμπλες. Μας έβαζαν και κατουράγαμε και με αυτό έπλεναν τα τσιμπλιασμένα μάτια μας. Ένα σιχαμένο – λιακ – μαρτύριο που το περνάγαμε 5-6 φορές το μήνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΘΕΡΜΑΝΣΗ Από τον χειμώνα 1940-41 και ύστερα, άρχισε ένα φοβερό μαρτύριο του κρύου για τους φτωχούς των συνοικιών, εκτός από την πείνα και τον φόβο. Όλα τα ξύλα σε κασόνια, χαρτόνια, πόρτες και ακόμα και τα στηρίγματα από τις κληματαριές τα καίγαμε. Χρήματα δεν υπήρχαν για την αγορά καυσόξυλων, κάρβουνου ή πετρελαίου, έτσι που ούτε το μαγκάλι, ούτε και η φουφού άναβαν συχνά. Θυμάμαι κουκουλωμένοι με ότι σκέπασμα υπήρχε, παρακολουθούσαμε το χιόνι στην αυλή που το ΄΄έστρωνε΄΄ σιγά-σιγά, βάζοντας σημάδια που σκεπαζόντουσαν από το άσπρο σεντόνι του χιονιού. Ένα τενεκεδάκι, μια πετρούλα.

Page 10: Λαδιάρηδες.pdf

Με το κρύο άρχιζε το μαρτύριο για μας τους μικρούς... Οι Γερμανοί άφηναν πότε-πότε μερικές περιοχές αυστηρά για ξύλευση των φτωχότερων τάξεων. Σε μια καθορισμένη περιοχή του Διόνυσου, λεφούσι ολόκληρο ρακένδυτων και ταλαίπωρων ανθρώπων προσπαθούσε να κόψει ξύλα και να τα στοιβάξει μέσα σε καρότσια. Ένα άλλο πιο κοντινό μέρος ήταν στο γύρισμα. Μια περιοχή ψηλά στον Υμηττό, πάνω από τα Σούρμενα προς την άνω Γλυφάδα. Όλοι οι μεγάλοι προτιμούσαν τον μακρινό Διόνυσο σαν σίγουρη και άφθονη πηγή ξυλείας, όπως και σε μια άλλη περιοχή στα βόρεια των Αθηνών, τη Σταμάτα. Ξεκινάγαμε το πρωί από τη γειτονιά μας 5-10 οικογένειες με ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρεθεί, συνήθως λίγη μπομπότα, χαρούπια, σταφίδες, ελιές και νερό, υπολογίζοντας ότι θα έβρισκαν στο βουνό αγριόχορτα, ραδίκια, λαχανίδες, μολόχες, ακόμα και λεπτές τσουκνίδες. Οι πιο μερακλήδες μαζεύανε σαλιγκάρια και οι πιτσιρικάδες με σφεντόνες και ξόβεργες έπιαναν και πουλιά. Το θλιβερό καραβάνι έφτανε συνήθως αργά το βράδυ στο βουνό. Στην αρχή, σε μας τα πιτσιρίκια μας άρεσε, μπαμπουλιασμένα μέσα στα καρότσια με μόνο τα μάτια μας έξω να κοιτάμε το τοπίο που αργά-αργά ξετυλίγονταν μπροστά μας και πλάγια. Όμως, συχνά μας έπιανε ΄΄τσιρλιπιπί-τσιρλιπικό΄΄. Έτσι έλεγαν τις εντερικές κενώσεις και τις διάρροιες από το συνεχές ταρακούνημα του καροτσιού και τα απροσάρμοστα φαγητά για το παιδικό μας στομάχι. Και δώστου φωνές από τους μεγάλους: ΄΄Δεν θα φτάσουμε το βράδυ, να το δείτε΄΄. Όσοι είχαν καρότσια όπου οι ρόδες είχαν επένδυση από στρογγυλό λάστιχο ή καουτσούκ ήταν τυχεροί. Οι άλλοι την είχαν βαμμένη. Όλοι τους ήταν δεμένοι μπροστά, ανάμεσα στα δύο μακριά ξύλα του καροτσιού, με ένα μεγάλο λουρί από τους ώμους τους, γύρω από τα χέρια τους, ενώ πίσω σπρώχνανε οι άλλοι.

Page 11: Λαδιάρηδες.pdf

Άλλαζαν κάθε τόσο. Στο πίσω μέρος του καροτσιού ήταν ένα ξύλο με χοντρό λάστιχο από κάτω, έτσι που αν ήταν κατηφόρα, για να κρατάνε φρένο σήκωναν το καρότσι λίγο μπροστά, ακούμπαγε το ξύλο στο έδαφος και μετριαζόταν η ταχύτητα. Η χαρά μας ήταν να ανεβαίνουμε επάνω σε αυτό το ξύλο και να κάνουμε τον καπετάνιο. Στο βουνό βρίσκαμε ένα ξέφωτο και ανάβαμε φωτιές για να φεύγουνε τα τσακάλια, ή τα φίδια το καλοκαίρι. Κάποτε μαθεύτηκε ότι τσακάλια σαν άγριες γάτες είχανε φάει κάτι μωρά, τα οποία οι γονείς τα είχαν αφήσει επάνω στο καρότσι για να βρούνε ξύλα πιο πέρα. Από τότε, έβλεπες τις μητέρες που είχαν μωρά να τα κουβαλάνε σε αυτοσχέδιες θήκες. Η φουκαριάρα η μάνα μου έπρεπε να είχε τη δύναμη Ρώσου Ολυμπιονίκη αρσιβαρίστα…με boldon, για να με κουβαλάει στην πλάτη και να μαζεύει και ξύλα. Ήμουν 5-6 χρόνων, καλοθρεμμένος, επειδή ήμουν ο μικρότερος της οικογένειας. ΄΄Ο Βενιαμίν΄΄, όπως έλεγε ο πατέρας μου και με στούμπωναν με διάφορα. Είχαν περάσει την φοβερή πείνα του 1941-42 και προπαντός το θάνατο του Βασιλάκη το 1942 από τύφο και αβιταμίνωση. Και φοβόντουσαν για μένα... Στο βουνό επάνω, οι πιο σκληρές ΄΄ξυλομαζώχτρες΄΄ ήταν από την ομάδα μας. Όλες Μανιάτισσες. Μια φάρα πολυάριθμη και σφικτά δεμένη με τους Κασιδοκωσταίους, πρωτοξάδελφους άλλης ανδροκρατούμενης φαμίλιας με σκληροτράχηλα αγόρια. Οι περισσότεροι ήταν πρωταθλητές Ελλάδας στο κολύμπι και στο πόλο από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο δε Γρήγορης, ο πιο ΄΄μούλος των μούλων΄΄ σε σκανταλιές, έγινε και γαμπρός του περίφημου εφοπλιστή Λάτση και για χρόνια δήμαρχος της πάμπλουτης Βουλιαγμένης. Πιτσιρικάς πήδαγε από ψηλά στη λίμνη διαφημίζοντας τα τσιγάρα ΄΄Ρόδος΄΄, φωνάζοντας ΄΄Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα΄΄.

Page 12: Λαδιάρηδες.pdf

Μια από τις λίγες περιπτώσεις, από την απόλυτη φτώχεια στο απόλυτο πλουτισμό...Άτιμη κοινωνία...για άλλους…συγγενείς. Όταν θα πει κάποιος παράδειγμα για απόλυτη φτώχεια θα συμπεριλάβει αυτούς. Η γιαγιά τους, μια γρια Μανιάτισσα με ένα μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι, είχε μια βροντερή φωνή και ένα μακρύ ματσούκι που το χρησιμοποιούσε για μπαστούνι. Κανείς μας, και ούτε τα εγγόνια της, δεν είχε γλυτώσει από τα χέρια της. Αργά ή γρήγορα, όλοι είχαμε ξυλοφορτωθεί από το ματσούκι της. Και όχι για μια φορά. Αλλά και εμείς, εγγόνια και φίλοι, σχεδόν όλη η πιτσιρικαρία της γειτονιάς, της κάναμε ΄΄το βίο αβίωτο΄΄. Μια βάζαμε σπάγκο και τον τεντώναμε και έπεφτε καταριώντας τους πάντες. Συχνά της πετάγαμε μπιρμπιλόνια με φυσοκάλαμα, ενώ άλλοτε της βγάζαμε τη γλώσσα μας κοροϊδεύοντας με τα δάκτυλα μας στο στόμα ή στ’ αυτιά μας, γελώντας και τρέχοντας τρομοκρατημένοι μη μας πιάσει. Γιατί αν μας έπιανε, ΄΄ουαί κι αλλοίμονό μας΄΄... Όταν πέθανε ύστερα από χρόνια, όλοι κλαίγαμε. Είχαμε χάσει τη γιαγιά μας. Οι Μανιάτισσες σκύβανε και βάζανε στην πλάτη τους κάτι αγριοδεματάρες ξύλα και χοντρά κλαδιά και τα κουβαλάγανε όλη τη διαδρομή από το Διόνυσο έως το Κατσιπόδι, πάνω από 30χλμ. Εμείς από ζήλια κοροϊδεύαμε τις Μανιάτισσες λέγοντας: ΄΄Τα καραβάτσα στη Μάνουση, πλέουσι τσε παραπλέουσι΄΄, ή ΄΄σγούψε μωρή να σε ζαλώσω΄΄, ή ακόμα ΄΄φοράει τσε μια ρολόγα τσε κλάνουσι τσόολας΄΄, νομίζοντας ότι τα νέα τριζάτα παπούτσια ήταν κλανιές! Εννοείται ότι όταν μας έπιαναν τρώγαμε το ξύλο της μαϊμούς. Εμείς, όμως, εκεί, σταθεροί, βράχοι, συνέχεια να τις πειράζουμε.

Page 13: Λαδιάρηδες.pdf

Ήμασταν μαζόχες από τα γεννοφάσκια μας... Με τα ξύλα καταχωνιασμένα (γιατί γύριζαν άλλοι πιο ταλαίπωροι και τα έκλεβαν), ακόμα και κάτω από τα κρεβάτια μας, είχαμε τη λίγη αλλά σίγουρη ζεστασιά και μόνο αν μας ΄΄περόνιαζε΄΄ το κρύο και δεν αντέχαμε τις χιονίστρες στα χέρια και στα πόδια. Όμως θέλαμε κάθε μέρα να καεί η φωτιά κάτω από το καταμαυρισμένο τσουκάλι με πολύ νερό και λίγα όσπρια ή ζεστό νερό για να πλύνουν τα ρούχα τους με ένα καταπράσινο σαπούνι και μια σκόνη από τα καμένα ξύλα που τη λέγανε αλισίβα. Όλη η διαδικασία για ξύλα ήταν τρεις ημέρες. Μία να πάμε, μία να μαζέψουμε ξύλα και μία να γυρίσουμε. Έτσι κι αλλιώς, οι αρχές Κατοχής και οι αστυνομικές διαταγές ήταν αυστηρότατα καθορισμένες. Δεν είχαμε και πολλά περιθώρια για λαδιές. Η αρχική ευχαρίστηση, αραγμένοι πάνω στα καρότσια και το μπάνισμα της διαδρομής εξανεμίζονταν από το συνεχές ταρακούνημα, το τσιρλιακό και προπαντός το φόβο από τα τσακάλια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ Άλλη σημαντική πηγή ενέργειας που εξοικονομούσαμε ήταν το μάζεμα του κωκ από τα σκουπίδια. Όλοι οι Δήμοι των νοτίων συνοικιών της Αθήνας τα έριχναν έτσι χύμα στο Μπραχάμι, στη μέση περίπου της λεωφόρου Αγίου Δημητρίου, με επίκεντρο γύρω από τη γέφυρα, κοντά στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και προπαντός στις όχθες ενός βαθιού ρέματος γεμάτο παλιοπράματα. Μια μπόχα γέμιζε την ατμόσφαιρα από διάφορες βρωμιές, παλιοπράματα, παλιοσίδερα, σκουπίδια, ακόμα και νάρθηκες από νοσοκομεία. Εμείς είχαμε δύο κατσαρολάκια γύρω στους 15-20 πόντους διάμετρο, με ένα σύρμα ή σπάγκο γύρω στο στόμιο, για να τα κρατάμε γεμάτα στα χέρια μας.

Page 14: Λαδιάρηδες.pdf

Καθόμασταν στο ένα τενεκεδάκι και σκυφτοί, είχαμε το άλλο γυριστό στα πόδια μας. Στην αρχή, με τα δέκα δάχτυλά μας ψάχναμε ανακατεύοντας το βρώμικο μαυρισμένο χώμα, ενώ ταυτόχρονα, αν βλέπαμε κάτι μαύρα μπαλάκια ελαφριά, τα σπρώχναμε με ταχύτητα μέσα στο μπαταρισμένο τενεκεδάκι, προσέχαμε όμως να μην βάζουμε τίποτε άλλο πάρα μόνο αποκαΐδια από κάρβουνο, το λέγανε κωκ. Ύστερα το σηκώναμε και το γεμίζαμε λίγο-λίγο. Το ίδιο γινόταν και με το άλλο τενεκεδάκι. Όταν γεμίζανε, το αδειάζαμε σε ένα μεγαλύτερο τενεκέ εκεί κοντά δικό μας, όπως έκαναν όλοι. Είχαμε αποκτήσει μεγάλη γρηγοράδα και δεξιοτεχνία. Έβλεπες δεκάδες πιτσιρίκια κάθε μέρα σκυφτά, να μαζεύουν κωκ στα σκουπίδια. Το κωκ ήταν τα αποκαΐδια από τα τζάκια των πλουσίων, άχρηστα γι αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο είχαμε αναμμένο το μαγκάλι, έστω και με υποβαθμισμένη ενεργειακή καύση. Το μαγκάλι ήταν ένας στρογγυλός τενεκές με τρύπες γύρω-γύρω και είχε τρία πόδια για να μην ακουμπάει στο έδαφος. Καθόμαστε όλοι γύρω-γύρω από το μαγκάλι, παρατηρώντας τις φλόγες να σπινθηρίζουν τρεμοσβήνοντας στους τοίχους του μισοσκότεινου δωματίου και τις ανταύγειες που άλλαζαν με καταπληκτική ταχύτητα στα διάφορα περίεργα σκηνικά της καλπάζουσας παιδικής μας φαντασίας. Πολλές φορές έβαζαν, αν υπήρχαν, και κάποια πατάτα ή κρεμμύδι μέσα στη χόβολη ή κάποια ξεραμένη λεμονόκουπα για μυρωδιά. Εμάς μας βασάνιζε όμως όλη η διαδικασία με τα βρωμοσκουπίδια και τη συλλογή του κωκ. Δεν μας άρεσε καθόλου. Προσπαθούσαμε να βγάλουμε λαδιές. Κλέβαμε από τους άλλους τενεκέδες το κωκ των άλλων, ή πετούσαμε κρυφά μικρές πέτρες στην πλάτη τους, κάνοντας την κορόιδα. Πότε-πότε βρίσκαμε και μερικά ατόφια κομμάτια κάρβουνο και τα κρύβαμε από τους μεγάλους.

Page 15: Λαδιάρηδες.pdf

Τα χρησιμοποιούσαμε για να μουτζουρώνουμε τους τοίχους. Κάτι σαν πρωτόγονο GRAFFITI, ή φτιάχναμε με χαρτόνι μάσκες με μουτζουρωμένες μύτες, μάτια, χείλια. Τις δέναμε στα πλάγια με ένα σπάγκο ή λάστιχο πάνω από τα κεφάλια μας, φορώντας τες στο πρόσωπό μας και ένα κερί φωτίζαμε τις νύχτες κατατρομάζοντας τους μικρότερους, ξετρελαμένοι κι εμείς από το μακάβριο σκηνικό. Στα σκουπίδια βρίσκαμε και διάφορα μικροαντικείμενα όπως πρόκες, πέταλα, γκαζές ή οι μεγαλύτεροι μπρούντζο και αλουμίνια που τα πουλάγανε στους παλιατζήδες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΛΕΥΡΟ Μια άλλη υποχρέωση που μας έβαζαν οι μεγάλοι να διεκπεραιώσουμε, ήταν όταν μας έβαζαν να σπάμε τα κουκούτσια από τις ελιές. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή τη δουλειά τη φόρτωναν σε μας. Καθόμαστε κάτω με ανοιχτά τα πόδια και μπροστά μας είχαμε δύο τενεκέδες. Ο ένας γεμάτος κουκούτσια και ο άλλος άδειος. Επάνω σε μια μεγάλη πλατιά πέτρα, με μια μικρότερη και στρογγυλεμένη σπάγαμε τα κουκούτσια και με την ψίχα τους γεμίζαμε τον άδειο τενεκέ. Έπεφταν και οι διαταγές σαν γερμανικό ΄΄ακόρτ΄΄ η ΄΄Σταχανοβική αποκοπή εργασίας΄΄. ΄΄Θα παίξετε όταν τελειώσετε όλα τα κουκούτσια΄΄. Συνήθως, πριν τελειώσουμε είχαμε καταμαυρίσει κάποιο νύχι μας. Ανακάλυψα ότι έτσι κι έτσι θα σπάσω το νύχι μου που θα το σπάσω. Και το κοπάναγα από την αρχή σχεδόν για να ΄΄καθαρίσω΄΄ και να μη με ξαναβάλουν να σπάσω κουκούτσια. Η μάνα μου πάντα φύλαγε ένα-δυο κρεμμύδια γι αυτές τις δουλειές, γιατί μαζί με το σπάσιμο των κουκουτσιών, πάντα είχαμε κάποιο μαυρισμένο νύχι του ξυπόλητου ποδιού μας από την μπάλα.

Page 16: Λαδιάρηδες.pdf

Το ζέσταινε στο μαγκάλι και έχωνε μέσα στο καυτό κρεμμύδι το δάκτυλο του χεριού ή του ποδιού για να πιει το ΄΄σκοτωμένο΄΄ αίμα, όπως λέγανε τότε οι μεγάλοι και να γλυτώσουν το χτυπημένο νύχι να μην ΄΄πέσει΄΄. Την ψίχα των κουκουτσιών οι μεγάλοι την ανακάτευαν με κάποια ποσότητα αλευριού, βάζανε και χαρούπια, ή ακόμα και κομμάτια από τις ψάθινες σκούπες και τα χτυπάγανε μέσα στο γουδί μεγαλώνοντας την ποσότητα στο διπλάσιο με αυτό το περίεργο μείγμα. Με αυτό το μείγμα φτιάχνανε κάτι πίτες σαν μπιφτέκια τα οποία ψήνανε στο μαγκάλι και τα τρώγαμε. Στις μεγάλες πείνες σώνανε πολύ κόσμο. Ανάλογα όμως με την περιεκτικότητα των ξένων στοιχείων στο αλεύρι ήταν και το ανάλογο στούμπωμα, εξ ου και το τραγούδι: ΄΄έφαγε κουκουτσάλευρο, κουκουτσαλευρο και στούμπωσε ο κώλος του, στούμπωσε ο κώλος του΄΄.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ Το κούρεμα ήταν ένα άλλο μαρτύριο. Ποιος πήγαινε στον κουρέα τότε, και ειδικά τα παιδιά των φτωχοσυνοικιών; Σχεδόν κανένας. Στο σπίτι υπήρχε κάποια μεγάλη ψαλίδα, σαν αυτή που κούρευαν τα πρόβατα και με αυτή με κούρευε η μάνα μου, σχεδόν μέχρι το 1945, κοντά 8 χρονών. Ντροπή και ξεφτίλα όταν έβλεπα στον καθρέπτη τις κυματιστές ραβδώσεις του κεφαλιού μου. Που να ήξερα ότι σήμερα είναι το ΄΄top new haircut styling΄΄. Η μάνα μου, πρέπει να το παραδεχτώ, έκανε φιλότιμες προσπάθειες, πρώτον να μην μου ΄΄φάει΄΄ κανέναν αυτί από τα συνεχή κουνήματα και τις τρίχες που με γαργαλούσανε παντού και, το σπουδαιότερο, να μου αφήσει μια μικρή φούντα-τσουλούφι ή κοκοράκι (όπως το λέγαμε), σαν μια μικρή γλώσσα μπροστά στο κεφάλι και ήταν της μόδας και η μαγκιά της εποχής.

Page 17: Λαδιάρηδες.pdf

Αργότερα, με τη βλακεία μου να δείχνω πόση αξία είχε για μένα αυτό το τσουλούφι, με απειλούσαν συνεχώς ότι θα μου το κόψουν. Στις μεγάλες λαδιές το είχαν κόψει πολλές φορές, δένοντάς με στο σιδερένιο μας διπλό κρεβάτι. Και ήμουνα για κλάματα. Ρεζίλι των σκυλιών. Οι μεγάλοι φίλοι του αδελφού μου λέγανε ότι το κεφάλι μου αποζητάει την καρπαζιά. Δήθεν ότι ήταν πολύ γερό και δήθεν πλατύ πίσω, μου έριχναν κρυφές ή φανερές καρπαζιές λέγοντας: ΄΄Άντε, και στην πόλη κουλουρτζής΄΄, παραφράζοντας την προτροπή των μεγάλων (στα χωριά της Ηπείρου) προς τους πιτσιρικάδες για την πρώτη πρόσβαση στους χώρους εργασίας πουλώντας κουλούρια μέσα στον ΄΄νταβλά΄΄ (πριν γίνουν βοηθοί και αργότερα φουρναραίοι) στο πλατύ από τις καρπαζιές κεφάλι τους. Εγώ πάντως στα μουλωχτά, όλο και τους έκανα τις λαδιές μου. Έσκιζα κρυφά τους καραγκιόζηδες, τους έριχνα επάνω τους ψείρες ή τους έφτυνα στο κατσαρόλι με το νερό που ολοένα με έστελναν να τους πάω μέσα από ένα μεγάλο τενεκέ σκεπασμένο με πανί, ή τους έκλεβα τα παιγνίδια τους. Ακόμα τους τα άλλαζα με άλλων και έπεφτε τσακωμός και ξύλο. Είχαμε συμμορία. Εγώ, ο Γιώργος ο απέναντι και ο γαλατάς ο Νικολάκης, ενώ συνέχεια σκεφτόμασταν πως θα γλυτώσουμε από τα βασανιστήρια των μεγάλων και πως θα τους εκδικηθούμε. Είχαμε έναν συνεχή και ανελέητο πόλεμο, όλοι οι μεγάλοι ήταν εχθροί μας.

ΚΕΦΑΛΙΟ 8 Ο ΝΕΡΟΥΛΑΣ Μια άλλη δουλειά που μας έβαζαν οι μεγάλοι να κάνουμε, ήταν την ημέρα που θα άνοιγε τη δημόσια βρύση ο νερουλάς. Η βρύση η ΄΄δική μας΄΄ ήταν στη γωνία του Βουρνά, απέναντι από του ΄΄Κάπρου΄΄.

Page 18: Λαδιάρηδες.pdf

Δεν υπήρχε ακόμα στο Κατσιπόδι δίκτυο ύδρευσης – ΄΄Ούλεν΄΄ λέγανε τότε την εταιρεία υδάτων. Ο νερουλάς ήταν ένας τύπος που είχε ένα μεγάλο κλειδί σαν το γράμμα ΄΄Τ΄΄ και άνοιγε τη βρύση την συγκεκριμένη μέρα, την συγκεκριμένη ώρα. Αποβραδίς υπήρχαν στη σειρά διάφοροι τενεκέδες για να κρατάνε σειρά προτεραιότητας για το πρωί. Έβλεπες ολόκληρη οικογένεια από τη γιαγιά έως τον μυξιάρη εγγονό να έχουν από έναν τενεκέ έως κατσαρολάκι για να πάρουν νερό. Εμείς αλλάζαμε τη σειρά με τρόπο πρωί-πρωί ή αργά το βράδυ και την άλλη μέρα γινόταν ο χαμός. Βρισιές, σπρωξιές και κλωτσιές στους τενεκέδες. ΄΄Εδώ ήταν η σειρά μου μωρή, όχι εγώ ήμουν ρε!...΄΄. Ο καυγάς επεκτεινόταν και σε άλλα άσχετα με την περίπτωση γεγονότα, με αποτέλεσμα να αρχίσουν ομηρικοί καυγάδες. Ευδαίμονες χασκογελούσαμε κρυφά για το σαματά και τη βαβούρα που εμείς είχαμε δημιουργήσει. Πολύ τον πηγαίναμε τον νερουλά και τη βρύση του! Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, λέγαμε συνέχεια!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ Τον χειμώνα του 1943 όλοι ψιθυρίζανε για κάποιον ποιητή που πέθανε και συνεχώς ρωτούσαν: ΄΄Θα πάτε εσείς, ρε, στην κηδεία;΄΄ Η μάνα μου έλεγε συνεχώς... ΄΄Άπαπα, άπαπα. Εμείς δεν θα πάμε΄΄. Εγώ με τίποτα δεν ήθελα να πάω. Φοβόμουν τους Γερμανούς και ήταν και μακριά. Εκείνη την ημέρα ο αδελφός μου ο Στέλιος δεν ξύπνησε τον αδελφό μου να πάνε στις μεταφορές, όπως σχεδόν κάθε πρωί, για να φέρουν κάτι να φάμε. Κάτι κρυφά ΄΄μου μου και ψου ψου΄΄ μεταξύ τους μου κίνησαν την ανεπτυγμένη περιέργεια. Λέω, κάτι σκαρώνουν αυτοί κρυφά. Καλό θα είναι!

Page 19: Λαδιάρηδες.pdf

Και αφού δεν φαινόταν στον ορίζοντα καρπάζωμα, έστησα αυτί. Λέγανε να πάνε στην κηδεία του ποιητή. Παλαμά, άκουσα να τον λένε, κρυφά από την μαμά. Άρχισα να κλαίω και να τους παρακαλάω... ΄΄Πάρτε με και μένα γιατί θα το πω στην μαμά, πάρτε με΄΄. Μετά από το ΄΄σκάσε βρε μούλε, θα μας κάψεις...΄΄, δέχτηκαν να με πάρουν. Αλλά να μην το πω σε κανέναν. Πήγαμε ως το Πρώτο Νεκροταφείο που ήταν σχεδόν κοντά στο σπίτι μας. ΄΄Παναγιά μου΄΄, είπα. ΄΄Τι κόσμος είναι αυτός;΄΄. Δεν είχα δει ποτέ μέχρι τότε τόσο κόσμο συγκεντρωμένο. Ανεβασμένος στις πλάτες του Στέλιου ατένιζα καμαρωτός-καμαρωτός όλο αυτό το πλήθος, υπερήφανος για το πόστο του ύψους μου. Είχα κολλήσει τα πόδια μου στα πλευρά του και είχα γίνει ένα μ’ αυτόν. Ήταν ο μεγάλος μου αδελφός, μια πηγή συνεχούς υπερηφάνειας και δύναμης για μένα. Ούτε καν με ένοιαζε αυτός ο ποιητής, του οποίου ολοένα ξέχναγα το όνομα κι έτρωγα τις καρπαζιές μου. Τον έλεγα Παναμά ή Καπλαμά ή Μπαγλαμά! Με μπέρδευαν οι μεγάλοι με το όνομα εξεπίτηδες, για να με καρπαζώνουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Αυτή την περίοδο είχε αναπτυχθεί η Αντίσταση του Ελληνικού λαού. Ήδη είχε δημιουργηθεί το ΕΑΜ, οι εργαζόμενοι αντιστέκονταν στις επιστρατεύσεις, είχαμε απεργίες στον Πειραιά και στην Αθήνα, ανοικτές διαδηλώσεις, απαιτήσεις και αιτήματα, περισσότερες ελευθερίες και πιο πολλά κουπόνια για τρόφιμα. Οι Γερμανοί φασίστες, από το καλοκαίρι του 1943 άρχισαν να καταρρέουν στις εκστρατείες τους στη Βόρεια Αφρική. Ο πανίσχυρος Ρόμελ με την ουρά στα σκέλια άρχισε να υποχωρεί. Οι φασίστες στην Αθήνα-Πειραιά, αδυνατώντας να συνεχίσουν τη λειτουργία των επιταγμένων εργοστασίων,

Page 20: Λαδιάρηδες.pdf

άρχιζαν να τα κλείνουν ένα-ένα. Χιλιάδες άνεργοι προστίθενται στον απέραντο στρατό ανεργίας σε όλη τη χώρα. Οι τιμές των τροφίμων και των άλλων ειδών κατανάλωσης το 1943 γνωρίζουν πρωτοφανή άνοδο. Ο μαυραγοριτισμός, αυτή η λαίλαπα της παλιανθρωπιάς, ανεβαίνει στα ύψη. Οι μεγαλέμποροι, βιομήχανοι και οι συνεργάτες των Γερμανών είναι αυτοί που κρύβουν τα είδη πρώτης ανάγκης και ρυθμίζουν τις τιμές της αγοράς, συνήθως αλόγιστες, πάντα προς τα ύψη. Ο απλός λαός δεν είναι μαυραγορίτης. Ανταλλάσσουν μόνο όταν βρουν, και ότι βρουν, μερικά είδη με άλλα. Θυμάμαι την μάνα μου ή το Στέλιο μας με ένα σακούλι σταφίδες ή αλεύρι, ή ακόμα και ένα μπουκάλι λάδι να προσπαθούν επί μέρες να το ανταλλάξουν, συχνά σε απόμακρες φτωχογειτονιές, με κάτι άλλο, συνήθως σκόνη γάλα που μας άρεσε να το τρώμε και ωμό. Έτριζε στο στόμα μας και είχε μια όμορφη γλύκα για πολύ ώρα, όταν πλαταγίζαμε τη γλώσσα μας (πολλές φορές εξεπίτηδες) για να κάνουμε και φασαρία, εισπράττοντας και τις ξεγυρισμένες καρπαζιές μας. Ο λαός, ειδικά της Αθήνας και του Πειραιά, σαν πιο ταλαίπωρος στη δυστυχία, δεν δεχόταν με τίποτα την επιστροφή της πείνας και του θανάτου του αξέχαστου και φοβερού χειμώνα του 1941-42. Πολλοί έχουν ήδη δημιουργήσει πρωτόγονους συνεταιρισμούς και ταυτόχρονα προσπαθούν να διευρύνουν τη σύνδεση με την ύπαιθρο στους τόπους παραγωγής, παρεμποδίζοντας τους ενδιάμεσους μαυραγορίτες και μεγαλέμπορους. Οι εργαζόμενοι στους οργανισμούς, λιμενεργάτες, σιδηροδρομικοί του Σ.Ε.Κ και ΣΠΑΠ, οι ταχυδρομικοί, οι τραπεζικοί και άλλοι κάνουν έντονα διαβήματα ενάντια στην ανεργία και την ακρίβεια. Καθημερινές κινητοποιήσεις από εργατικούς κλάδους γίνονταν, παρά τις λυσσασμένες επιθέσεις των χαφιέδων της

Page 21: Λαδιάρηδες.pdf

κυβέρνησης μαζί με τους γερμανοτσολιάδες, χίτες και αγαστή συνεργασία των βιομηχάνων με το στρατό Κατοχής. Οι ορδές των χαφιέδων, των γερμανοτσολιάδων και των ΕΣ-ΕΣ οργιάζουν στις γειτονιές. Η διορισμένη κυβέρνηση απαγορεύει τις κινητοποιήσεις, εκδίδει διατάγματα και επιβάλλει θανατική ποινή στους απεργούς. Οι περισσότεροι Έλληνες βιομήχανοι, αυτοί οι ΄΄ανοιχτομάτες΄΄ κεφαλαιούχοι, κολλήσανε με τους κατακτητές. Γίνανε ένα. Ο κίνδυνος να χάσουν τα πλούτη τους δεν προερχόταν από τους Χιτλερικούς και τόσο. Μαζί τους ξεζούμιζαν τον ελληνικό λαό και τον τρομοκρατήσανε μέχρι θανάτου. Η ηγεσία του ΕΑΜ αντί να εμβαθύνει και να μεγαλώσει την πάλη ενάντια στο ελληνικό κεφάλαιο, το οποίο ολοκάθαρα και ξεδιάντροπα συνεργαζόταν με το χιτλερικό κράτος Κατοχής, έκανε ότι του έλεγε το άλλο στρατόπεδο, των άλλων κανάγηδων Αμερικανών, Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων. Έτσι, για ένα στρατιώτη νεκρό, είχαμε μπλόκα, συλλήψεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις και εκτελέσεις ολόκληρων χωριών με κάψιμο και εξαφάνιση. Στη συνέχεια, είχαμε μίσος του ελληνικού λαού, περισσότερη άσκοπη αντίσταση και περισσότερα χωριά κατακαμένα, ενώ στρατιές ολόκληρες εκτελούνταν ή στέλνονταν στα κρεματόρια της Γερμανίας. Έτσι, το μίσος εκατέρωθεν πολλαπλασιαζόταν. Ένας φαύλος κύκλος που εξυπηρετούσε τα σκοτεινά συμφέροντα των λεγόμενων συμμάχων μας. Όταν χρειάστηκε στην πράξη να γίνει η πανανθρώπινη συναδέλφωση αυτών των εκατομμυρίων στρατιωτών, και προπάντων Ιταλών, στο τέλος του πολέμου και η αυγή της νέας παντοτινής ειρήνης και ίσης ευρωπαϊκής κοινωνίας, οι ΄΄σύμμαχοι΄΄, δια μέσου της ηγεσίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (και όχι μόνο στην Ελλάδα), της INTELLIGENCE SERVICE και των πρακτόρων ψευτοκομμουνιστών της γραφειοκρατίας της Ρωσίας, έπαιξαν καλά το παιγνίδι τους.

Page 22: Λαδιάρηδες.pdf

Θυμάμαι στην κατάρρευση (γύρω στος αρχές του Οκτώβρη του 1944) τους ρακένδυτους Ιταλούς στρατιώτες, βασανισμένοι από τους πρώην συμμάχους τους, να αρπάζουν στον αέρα τσιγάρα, ψωμί και ρούχα που το διεθνιστικό και αυθόρμητο πνεύμα που πρυτάνευε στο λαό, όχι όμως και στην ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ... Είναι γνωστό ότι ολόκληρη ιταλική μεραρχία στην Κεφαλλονιά ξεκληρίστηκε από τους Γερμανούς όταν αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον πόλεμο ενάντια στον ελληνικό λαό. Όσοι γλύτωσαν από το μακελειό στις χαράδρες βρέθηκαν με τον οπλισμό τους στα διάφορα αντάρτικα, ενώ πολλοί από τους ΄΄πεφωτισμένους΄΄ ηγέτες του ΕΛΑΣ τους πετσόκοψαν. Ποιος μπορεί να κρύψει το μίσος προς την μισητή Ρώσικη γραφειοκρατία, όταν ένα εκατομμύριο στρατιώτες των Γερμανών, ειδικά τα τελευταία απομεινάρια της ανήλικης εφεδρείας του λαού, εξοντώθηκαν ή βασανίστηκαν ή φυλακίστηκαν άοπλοι και ταλαίπωροι, με άσβηστο έστω και εκ των υστέρων μίσος προς τους στρατοκράτες του Γ’ Ράιχ, που τους είχαν απομακρύνει με το ζόρι από τις ζεστές αγκαλιές των συγγενών τους, να πεθαίνουν στις παγωμένες στέπες της μακρινής ανατολής στο τέλος του πολέμου, αιχμάλωτοι όντας; Ο κόσμος θα έχει αλλάξει ενάντια στα φοβερά προνόμια της γραφειοκρατίας και στα ασύδοτα κέρδη των καπιταλιστών της Δύσης, ενώ θα κοβόταν η οδός για νέα γραφειοκρατικά καθεστώτα τύπου Πολωνίας, Ανατολικής Γερμανίας, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας και στις περιπέτειες που περνούν οι ταλαίπωροι λαοί αυτών των χωρών μέχρι και σήμερα. Και όχι μόνο εκεί... Ο λαός όμως, αφού ήταν ποτισμένος με υποτιθέμενους σοσιαλιστικούς παραδείσους στο μέλλον, είχε μπει για τα καλά στο λούκι της ΄΄συμμαχικής΄΄ αντίστασης. Κυνηγήθηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε, δολοφονήθηκε και από τους Γερμανούς, Ιταλούς κατακτητές, αλλά και από τους Έλληνες κυβερνητικούς, χαφιέδες, βιομηχάνους, μαυραγορίτες, ταγματασφαλίτες και χιταράδες.

Page 23: Λαδιάρηδες.pdf

Έδειξε απαράμιλλο ηρωισμό, πίστη και θάρρος μέσα στα μπουντρούμια, στα βουνά, στις εξορίες, στα ξερονήσια, στα μπλόκα και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, νομίζοντας ότι πάλευε για την ανθρώπινη λευτεριά. Άλλα όμως είχαν στο μυαλό τους οι ΄΄σύμμαχοί΄΄ μας, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Γάλλοι, Ρώσοι και η ελληνική κυρίαρχη τάξη. Αυτά όμως ούτε εμείς τα φοβισμένα και πεινασμένα παιδιά τα ξέραμε, αλλά ούτε όπως φάνηκε και οι περισσότεροι μεγάλοι τα καταλάβαιναν τότε. Σε αυτήν την περίοδο της νέας πείνας του 1943 (με ηπιότερη μορφή από εκείνη του 1941-42), οι μάνες προσπαθούσαν να βάλουν τα ανήλικα παιδιά τους μέσα σε διάφορα ιδρύματα για να γλυτώσουν από την αβιταμίνωση, το πρήξιμο και το θάνατο από την επάρατη πείνα. Οι μνήμες του 1941 ήταν πολύ κοντά. Τα τυλίγανε μέσα σε πάνες, έχοντας καρφιτσωμένο το όνομά τους μέσα σε ένα χαρτάκι και τα ακουμπάγανε με τρελό χτυποκάρδι στις εισόδους των διάφορων ιδρυμάτων, συνήθως νοσοκομείων. Το νέο διαδόθηκε σε όλη την Αττική. Κάποια νοσοκομεία κράταγαν τα ταλαίπωρα μωρά, ενώ σε άλλα έβγαιναν οι φοβεροί Γερμανοί και με τις καλογυαλισμένες μπότες έριχναν ένα καλοξεγυρισμένο σουτ στο μπαλλοειδές τυλιγμένο μωράκι. Την αδελφή μου και τον αδελφό μου, η κυρία Παπάρα (η οποία ήταν γιατρός μέσα στου Μαλτσινιώτη και γνώριζε τον πατέρα μου) τους είχε ΄΄χώσει΄΄ μέσα σε κατασκήνωση. Είχε καταφέρει σαν διερμηνέας και γιατρός των Γερμανών να σώσει πολλά παιδιά. Είχαν επιτάξει κάμποσες βίλες στην Κηφισιά και είχαν βάλει παιδιά μέσα. Έτσι, για κάπου έξι μήνες τα αδέλφια μου γλύτωσαν από την πείνα, την αβιταμίνωση και τον τύφο που μάστιζαν τότε. Η κυρία Παπάρα ήταν αμφιλεγόμενο πρόσωπο, την κατηγόρησαν....και είχε τραβήγματα αργότερα. …Αλλά είχε σώσει πολύ κόσμο όμως.

Page 24: Λαδιάρηδες.pdf

Εμένα η μάνα μου αποφάσισε να δοκιμάσει να με βάλει στη Ριζάρειο Σχολή. Ένα νοσοκομείο στην Βασιλίσσης Σοφίας πιο πέρα, λίγο δεξιά από την πλατεία Ρηγίλλης. ΄΄Ο Θεός΄΄, έλεγε η μάνα μου. ΄΄Ο Θεός το κράτησε μέσα το παιδάκι μου. Ο Θεός΄΄. Ήμουν αρκετά μεγάλος και φοβόταν. Είχε γίνει ένα με τα γουρλωμένα μάτια της που κοίταζαν με αγωνία το παρατημένο παιδί της στις σκάλες του νοσοκομείου, κρυφά λίγο πιο πέρα για να επέμβει (δασκαλεμένη από τις άλλες μητέρες) αν με κλώτσαγαν. Με κράτησαν τρεις μήνες και πέρασα ΄΄ζωή και κότα΄΄, όπως μου έλεγαν όταν βγήκα, αφού ΄΄είχα αποκτήσει στο μάγουλο το χρώμα του πετροκέρασου και του βερίκοκου΄΄, έλεγαν ξανά και συνέχεια, τρώγοντας και τις ΄΄φιλικές΄΄ τους καρπαζιές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Η ΕΠΑΡΧΙΑ Στην Κατοχή, όποιοι βέροι-γκάγκαροι Αθηναίοι δεν είχαν καμία σύνδεση με την επαρχία έπαθαν τη χειρότερη ζημιά. Για πρώτη φορά φάνηκε ότι η οποιαδήποτε σχέση με οποιοδήποτε χωριό ήταν θέμα ζωής και θανάτου γι αυτές τις ταλαίπωρες οικογένειες. Θα ήταν μόλις είχα βγει από τη Ριζάρειο Σχολή χορτασμένος και ωραίος. Κ Την άλλη μέρα όμως άρχισε ξανά το δράμα της πείνας. Τα διπλομπούκια, οι κρέμες, οι σούπες και τα γλυκά ήταν πλέον ένα όμορφο παρελθόν. Ο πατέρας μου, όταν τον άφηναν κατά διαστήματα από του Μαλτσινιώτη, έλεγε στην μάνα μου: ΄΄Μωρή, τι γίνεται με τους βλάχους στο χωριό σου;΄΄. Υπενθύμιζε συνέχεια ότι οι βλάχοι συγγενείς της είχαν κάμποσες κατσίκες, γαιδάρους, ελιές και αλεύρι. Τα είχε δει ο ίδιος όταν γύρω στο 1920, είχε πάει στο χωριό με τις αδελφές του τις θεούσες (μισοκαλόγριες τότε, Μακαρία και Ακακία), όταν του έκαναν το προξενιό για να γλιτώσει

Page 25: Λαδιάρηδες.pdf

αυτός, ο τριαντάρης μάγκας της Φρεατίδας στον Πειραιά στο λιμάνι, από τις αλανιάρες που γύριζε για να βρει μια κοπελιά από την ΄΄αγνή επαρχία΄΄. Του είχαν γανώσει τ’ αυτιά. Μόλις είχε γυρίσει από τη Γαλλία για τεχνική επιμόρφωση που τους είχε στείλει το ελληνικό κράτος του Βενιζέλου στη δεύτερη πρωθυπουργία του, στα 1917-20. Πες-πες και βρίζοντας συνεχώς τους βλάχους τους συγγενείς της, την έπεισε τελικά να κάνει το μεγάλο ταξίδι στο χωριό της το Χαροκοπιό, κοντά στην Κορώνη της Μεσσηνιακής Πελοποννήσου. Υπήρχαν κάποιοι ΄΄Αραμπατζήδες΄΄ με μεγάλα και μακρόστενα κάρα με δύο άλογα και τέσσερις ρόδες, οι οποίοι έκαναν ταξίδια μεγάλων αποστάσεων. Έπαιρναν λίγα λεφτά σε σχέση με τα τρένα και τα λεωφορεία γκαζοζέν. Η διαδρομή ήταν Κόρινθος-Καλαμάτα-Χαροκοπιό. Ταξιδεύαμε την ημέρα και κοιμόμασταν τις νύχτες. Ο αραμπατζής έπαιρνε άδεια κυκλοφορίας από Αθήνα-επαρχία και επιστροφή. Ήμασταν ξαπλωμένοι επάνω στο μακρύ κάρο καμιά δεκαπενταριά άτομα με συγκεκριμένα ποσοστά κάλυψης χώρου ανάλογα με τα άτομα και τους μπόγους τους. Δεν είχα κάνει ποτέ τέτοιο μεγάλο ταξίδι και καμάρωνα προκαταβολικά για τις περιπέτειες που θα έλεγα στους φίλους μου όταν θα γύριζα με το καλό από το χωριό, υπολογίζοντας και τα ψέματα που θα τους σερβίριζα. Όλη η διαδρομή ήταν ενδιαφέρουσα, παραλίγο όμως να κατουρηθώ από το φόβο μου επάνω στον Ισθμό της Κορίνθου με τόσο ύψος από τη θάλασσα. Τα μπλόκα των Γερμανών κάθε τόσο τα είχαμε συνηθίσει. ΄΄Καθάριζε΄΄ το χαρτί που έδειχνε με υπερηφάνεια ο αραμπατζής, ένας τύπος με πελώριο τσιγκελωτό μουστάκι, τραγιάσκα και κάτι πανιά που τα είχε ζώσει γύρω από την μέση του, ζωνάρια τα λέγανε τότε. Ύστερα από ένα συναρπαστικό αλλά κουραστικό ταξίδι τριών ημερών, να ’μαστε επιτέλους στην Κορώνη.

Page 26: Λαδιάρηδες.pdf

Από κει με ένα άλλο μικρό κάρο φτάσαμε στο χωριό της μάνας μου, το περίφημο Χαροκοπιό που τόσο υποτιμητικά ανέφερε συνέχεια ο πατέρας μου. Νόμιζε ότι τον κορόιδεψαν οι αδελφές του οι θεούσες, μαζί και οι χωριάτες που του πασάρισαν μια βλαχοπούλα με λίγη προίκα, θεούσα κι αυτή, αλλά με μία γλώσσα μεγαλύτερη απ’ το μπόι της. Έτσι έλεγε συνέχεια ο πατέρας μου....Πάντα τσακωνόντουσαν, ενώ ο πατέρας μου έλεγε συνεχώς και με στόμφο για την μάνα μου: ΄΄Κόκκινο λέω εγώ, μελιτζανί αυτή΄΄, για να δηλώσει τη διαφορά γνώμης σε κάτι. Επίσης, έλεγε συνεχώς, δίχως να βαριέται, το ίδιο ανέκδοτο για χρόνια, κάνοντας την μάνα μου να λυσσάει απ’ το κακό της....Για κάποια πεισματάρα γυναίκα που όταν τη ρώταγε ο άντρας της ΄΄με τι κόβουν μωρή το ψωμί;΄΄, εκείνη απαντούσε ΄΄με το ψαλίδι, ναι, με το ψαλίδι΄΄, δυνατά και με πείσμα. Μέχρι που την έχωσε στο πηγάδι και αυτή με πείσμα και πνιγόμενη έδειχνε με τα δυο της δάκτυλα να ανοιγοκλείνουνε, υπονοώντας το ψαλίδι. Έλεγε, επίσης, απίθανες ιστορίες πασπαλισμένες με μάγκικη πειραιώτικη μαεστρία για τα ανώγια και τα κατώγια, τις κότες και τα κοκόρια που σε κουτσουλάγανε, για τις καβαλίνες των αγελάδων και τις κλανιές των γαιδάρων, κάνοντας την μάνα μου μπαρούτι και να ανοίγει τη γλώσσα της, για τους πειναλέους Πειραιώτες και αληταράδες. ΄΄Θεέ μου συγχώρεσέ με΄΄, έλεγε συνέχεια. Άντε βρες άκρη ποιος είχε δίκιο και ποιος όχι. Πάντως εγώ, ανάλογα με το ποιος μου έκανε τα χατίρια, τον αγαπούσα λιγότερο, ή περισσότερο κατά διαστήματα... Η στιγμή αυτή που βρέθηκα στο χωριό της μάνας μου με τα αυγά, τις κότες, το ζεστό ψωμί, τις σταφίδες και τις τηγανίτες με μέλι και καρυδόσκονη, ήταν πάνω από θεϊκή. Θυμάμαι πως με κοίταζαν περίεργα οι συγγενείς μας, όταν προσπαθούσα να μπουκώσω όλα όσα έβαζα στο χέρι μου. Κάναν το σταυρό τους λέγοντας: ΄΄Παναγιά μου, τι είναι τούτο μωρέ!΄΄, όταν εγώ είχα κρύψει σε διάφορες

Page 27: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄καβάντζες΄΄, τηγανίτες, τυρόπιτες, ψωμί ή σταφίδες γι αργότερα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την καθημερινή πείνα που βιώναμε στην πρωτεύουσα. Κάποτε με είχαν κλειδώσει μέσα στο σπίτι για να μην το σκάσω όταν αυτοί είχαν πάει στα χωράφια. Ψάχνοντας, είδα ένα τσουβάλι γεμάτο σταφίδες. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Με ένα πιρούνι είχα κάνει μια τρύπα και έτρωγα όλη μέρα σταφίδες. Με είχε πιάσει λύσσα. Σε λίγη ώρα είχε αρχίσει να γουργουράει το έντερό μου και τρέχω για τουαλέτα. Όλη την ημέρα με είχε πιάσει ΄΄τσιρλιακό΄΄, με βρήκαν μισοπεθαμένο ενώ είχα γεμίσει με ακαθαρσίες όλο το σπίτι. Χεσμένος, βρώμικος, τρομοκρατημένος και προπάντων ντροπιασμένος, δεχόμουν τα δυσμενή τους σχόλια. Όταν με έπλενε η μάνα μου, φοβερά ανήσυχη, της έλεγα μέσα από τα κλαψουρίσματά μου: ΄΄Πάμε να φύγουμε μαμά μου, πάμε να φύγουμε από αυτό το βρωμοχωριό, θέλω τον μπαμπά μου και το Στέλιο μας΄΄. Η άλλη μέρα μας βρήκε στο δρόμο. Εγώ πάλι ξαπλωμένος μέσα σε κάτι κουβέρτες και τρίχινα τσόλια, και οι πραμάτειες μας, τυρί, σταφίδες, ζάχαρη, ελιές και διάφορα καλούδια τα νανουρίζαμε σφικτά δίπλα μας, ενώ οι δύο τενεκέδες λάδι κρεμόντουσαν κάτω από το κάρο, περασμένοι στη σειρά σε κάτι γάντζους. Είχα αυτοχριστεί ΄΄Βατσημάνης΄΄ να σκύβω από πίσω και από κάτω από το κάρο το κεφάλι μου και να χαζεύω τους αιωρούμενους τενεκέδες με το λάδι φωνάζοντας κάθε τόσο: ΄΄Μαμά, μαμά, οι τενεκέδες είναι εδώ!΄΄. Τους αγαπούσα πολύ αυτούς τους τενεκέδες, γιατί στις αλλαγές που θα έκαναν οι μεγάλοι θα είχα γλυκά, ίσως καραμέλες και σίγουρα τηγανίτες με μέλι. Κάπου στα Μέγαρα όταν ξυπνήσαμε το πρωί για να ξεκινήσουμε για την τελευταία ημέρα τους ταξιδιού προς την Αθήνα γεμάτοι ανυπομονησία, ακούσαμε άγριες φωνές:

Page 28: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Παναγιά μου, πάνε οι τενεκέδες΄΄. Μας είχαν κλέψει τους τενεκέδες, αν και είχε βάλει σκοπό να φυλάει τη νύχτα ο αραμπατζής. Η μάνα μου και οι άλλοι πήγαν να σκάσουν από το κακό τους. Ο πατέρας γι αυτό την κορόιδευε μια ζωή....για να την πικάρει. Αργότερα είπαν ότι μερικοί αλήτες-αραμπατζήδες, συνεννοημένοι με δικούς τους, έκαναν τις βρομοδουλειές τους κλέβοντας τα ξένα λάδια των φτωχών ανθρώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Στην Κατοχή επιβιώσανε μόνο οι οικογένειες οι οποίες είχαν άμεση επαφή με την επαρχία. Η άλλη ιδανική σύνθετη για την επιβίωση της πρωτευουσιάνικης οικογένειας ήταν αυτή που είχε παιδιά εφήβους. Το σπουδαιότερο και πιο επικίνδυνο ήταν όταν οι πιο ΄΄μούρες΄΄ φτιάχνανε συμμορίες γερά δεμένες. Με αφάνταστο μεταξύ τους αλτρουισμό, κοιμόντουσαν σε υπόγεια εγκαταλειμμένων σπιτιών ενώ με διάφορα τεχνάσματα κορόιδευαν τους συνοδούς των φορτηγών γερμανικών ή μεγαλεμπόρων μαυραγοριτών και κλέβανε από τα κινούμενα καμιόνια, κυριολεκτικά κάτω από την μύτη πάνοπλων φρουρών, διάφορα είδη τσουβαλιών με τρόφιμα, αλεύρι, σιτάρι, πατάτες, όσπρια, κουραμάνες, ψωμί, ακόμα και λάστιχα για παπούτσια. Κοκαλιάρηδες αλλά πραγματικοί αίλουροι, με θάρρος λιονταριού, σκαρφάλωναν και σε δευτερόλεπτα πέταγαν κάτω τα τσουβάλια από το κινούμενο καμιόνι. Πολλά παιδιά είχαν ατυχήσει στο εγχείρημά τους και το αίμα τους ανακατεύονταν με το χώμα ύστερα από το κροτάλισμα του αυτόματου. Πολλές φορές, οι Γερμανοί ή οι μαυραγορίτες γύριζαν πίσω και έλιωναν με τις ρόδες το μισοζώντανο σώμα του ΄΄μεγάλου΄΄ ήρωα, όπως το δεκατετράχρονο γειτονάκι του Εξηνταβελόνη.

Page 29: Λαδιάρηδες.pdf

Τα ανήλικα για αυτοσυντήρηση, έμεναν σε συμμορίες ολόκληρες μαζί, αποδεικνύοντας στην πράξη το μεγαλείο της ανθρώπινης συντροφικότητας και του αλτρουισμού. Ένας τέτοιος, κατά διαστήματα, ήταν και ο μεγάλος μου αδελφός Στέλιος, ένας δεκαεξάχρονος ήρωας. Μαζί με τον άλλο μου εντεκάχρονο αδελφό, είχαν γίνει οι προστάτες και οι κουβαλητές της οικογένειά μας όταν ο πατέρας μας ήταν μισοαιχμάλωτος μέσα στου Μαλτσινιώτη, το πολεμικό εργοστάσιο στον Υμηττό. Η μάνα μας ξενόπλενε σε κάτι πλουσιόσπιτα και το φαΐ της το έφερνε στο σπίτι νηστικιά η ίδια τις περισσότερες φορές. Εγώ ήμουν πέντε χρονών το 1943 και η αδελφή μου δώδεκα, μικρό κοριτσάκι. Είχε πεθάνει από τύφο και πείνα ο άλλος μας αδελφός, ο Βασιλάκης, τον προηγούμενο χρόνο στην μεγάλη πείνα. Θυμάμαι σαν σε Όνειρο όταν μου λέγανε ότι ο μικρός αδελφούλης έφυγε και ίσως δεν ξανάρθει. Εγώ μισοχαρούμενος είπα: ΄΄Τότε την μερίδα του θα την τρώω εγώ΄΄. Θυμάμαι καλά ότι τρώγαμε μαζί σε ένα πιάτο και συνεχώς με επιτηρούσανε γιατί του έτρωγα την μερίδα του, ήταν μόνο δυόμισι χρόνων, ενώ εγώ τεσσάρων. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλο έκλαιγαν. Τι να μου εξηγήσουν… Οι δυο μεγάλοι μου αδελφοί είχαν γραφτεί στο σωματείο μεταφορών, με αριθμό αδείας που φιγουράριζε πάνω σε λαμαρίνα μπρος και πίσω στο καρότσι με μεγάλα γράμματα: ΄΄ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ, Αρ. Αδ. 506΄΄. Το καρότσι ήταν από τα καλύτερα. Ο αδελφός μου ο Στέλιος όλο μουρμούριζε ότι θα τους το κλέψουνε. Το έδενε με αλυσίδες και λουκέτα στις κολώνες της Πάουερ - ΄΄ΔΕΗ΄΄, ή ακόμα κοιμόταν πολλές φορές μέσα σκεπασμένος με μια χοντρή κουβέρτα και ένα μουσαμά που πάντα τα είχε μέσα στο καρότσι.

Το μάτι, το αυτί και η μύτη του είχαν σε δευτερόλεπτα ανεπτυγμένη αντίδραση ενός ΄΄θεϊκού΄΄ για ζωή κατ’ ανάγκη

Page 30: Λαδιάρηδες.pdf

κλεφταρά, με πλήρη συνείδηση προστάτη της οικογένειάς του κι ας ήταν δεκαεξάχρονο παιδάκι. Ο πατέρας μας είχε φτιάξει στον τόρνο μέσα στο μηχανουργείο του Μαλτσινιώτη ένα καλογυαλισμένο και άψογα κεντραρισμένο άξονα. Με ρουλεμάν, παρακαλώ. Το πρόβλημα ήταν πως θα τον έβγαζε έξω από την καλά φρουρούμενη πύλη του μεγάλου εργοστασίου. Πολυμήχανος όμως, όπως όλοι λέγανε, έκρυψε μια μέρα το τυγκίλι (όπως λέγανε στην μηχανουργική διάλεκτο τον άξονα) μέσα σε τσουβάλια μπαλαρισμένο με χαρτόνια και το πέταξε έξω από το κινούμενο καμιόνι τη συγκεκριμένη ώρα και μέρος αφού στην προηγούμενή του έξοδο είχε συνεννοηθεί με το Στέλιο. Τους μετέφεραν κατά διαστήματα και σε άλλα πολεμικά εργοστάσια, συνήθως στο χασάνη στη Βουλιαγμένης απέναντι από την αεροπορία, εκεί που είναι σήμερα η Αργυρούπολη. Το Χασάνη ήταν κάτι σαν επισκευαστήριο κινητήρων αεροπλάνων, φορτηγών και αποθήκες πολεμικού υλικού. Με το καλύτερο καρότσι στην πιάτσα (όπως καμαρωτά έλεγε ο Στέλιος μας) ξεκίναγαν για μεταφορές πρωί-πρωί και γύριζαν το βράδυ πριν αρχίσει η νυκτερινή απαγόρευση. Πάντα κάτι έφερναν. Λεφτά ή τρόφιμα, ακόμα και ρούχα. Άκουγα τις ιστορίες τους, τι έκαναν την ημέρα και τι θα έπρεπε να κάνουν αύριο. Ο Στέλιος κάθε τόσο έριχνε και κάποια ψιλοσφαλιάρα στον αδελφό μας, λέγοντας συνέχεια: ΄΄Γιατί δεν ακούς ρε μούλε και δεν κάνεις ότι σου λέω; Εγώ δεν ξέρω; Εσύ ξέρεις;΄΄. Τους θαύμαζα και τους ζήλευα. Τον Ιούλιο του 1943 δέχθηκαν, έπειτα από συνεχή παρακάλια και κλαψουρίσματα να με πάρουν μαζί τους. Υποσχέθηκα, κι ας μη με πίστευαν (ούτε κι εγώ άλλωστε), ότι θα καθόμουν ήσυχα και δεν θα το κουνούσα ρούπι απ’ το καρότσι. Μου είχαν στρώσει τη χοντρή κουβέρτα και δυο-τρία μαξιλάρια για να αράξω επάνω.

Page 31: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Για να μην πονάει ο κώλος σου΄΄, έλεγαν συνέχεια. Σε μια γωνιά του καροτσιού είχαν ένα τσίγκινο κουτί δεμένο με βίδες με χοντρό λουκέτο και μέσα είχαν τα λουριά, ψωμοτύρι, ένα παγούρι με νερό και ένα τσίγκινο κανατάκι με μακρύ λαιμό γεμάτο χοντρό λάδι, ενώ σε ένα πορτοφόλι έριχναν τα χαρτιά τους. Λαδικό το λέγανε και ρίχνανε κάθε τόσο λάδι στα ρουλεμάν του άξονα. ΄΄Για να πετά΄΄, έλεγε μάγκικα ο Στέλιος κάθε τόσο που λάδωνε το τυγκίλι υπερήφανος. Μπροστά ο Στέλιος, δεμένος με το πλατύ λουρί από τους δυο ωμούς και πίσω από το καρότσι ο άλλος, ο οποίος όταν ήταν ανηφόρα ή ίσιος δρόμος και δεν υπήρχε αντίσταση στο Στέλιο, ανέβαινε πάνω στο φρένο, ένα κοντό γερο ξύλο με καρφωμένο γερά λάστιχο, καουτσούκ για φρένο κάνοντας καβάλα κατευχαριστημένος. Σε λιγότερο από μια ώρα φτάσαμε στο σταθμό Πελοποννήσου των λεωφορείων, τότε στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα στην Ομόνοια. Κάτι ρωτάγανε, κάτι λέγανε. Προφανώς ρωτάγανε για αγώγι. Ύστερα πήγαμε στην οδό Αθηνάς και βάλανε μερικά τσουβάλια και τα πήγαμε παρακάτω. Συνέχεια έτρεχαν και φώναζαν: ΄΄Βάρδα, λερώνει, λερώνει΄΄, για να φεύγει ο κόσμος. Κάτι τους δώσανε σε μια σακούλα. Ψιλοπράγματα είπαν και ο Στέλιος ήταν όλο τσαντίλα. Ύστερα πήγαμε σε στο σταθμό Λαρίσης, στα τρένα λίγο παρακάτω. Και κει τίποτα. Εγώ άρχισα να βαριέμαι και να πονάει λίγο και ο κώλος μου. Ούτε και έβλεπα προοπτικές για κάποια ΄΄τσάρλεστον΄΄ καραμέλα, όπως μου είχε υποσχεθεί ο Στέλιος. Άρχισα να κλαψουρίζω: ΄΄Θέλω την μαμά μου ουουου, θέλω να πάω σπίτι΄΄. Και οι δύο συμφώνησαν αμέσως. Ήταν λάθος που με πήραν μαζί τους και ότι: ΄΄Το ’ξερα ρε ότι θα μας κάνει φασαρίες, δεν το ’ξερα;΄΄, έλεγε συνέχεια ο Στέλιος και με αγριοκοίταζε τζοχάδας.

Page 32: Λαδιάρηδες.pdf

Γυρίσαμε σπίτι, εγώ κατακλαμμένος και κατουρημένος γιατί ο Στέλιος έλεγε ΄΄κατουρήσου απάνω σου, μουλόσπορε΄΄, στα συχνά παρακάλια μου να θέλω όλο να σταματάνε για να κατουρήσω, δήθεν, ενώ εγώ ήθελα να ξεμουδιάσω. Ο Στέλιος όλο τσαντίλα έλεγε ΄΄τι ατυχία κι αυτή σήμερα. Είχαμε κι αυτόν τον μπάσταρδο και μας έφερε γρουσουζιά΄΄. Εγώ, σίγουρος και αραχτός στην αγκαλιά της μάνας μου, κλαψούριζα δήθεν, κοιτώντας με το ένα μάτι σαν την αλεπού, έτοιμος να προφυλάξω το κεφάλι μου από καρπαζιές. Πολλές φορές κλέβανε από τα ξένα μανάβικα κανά φρούτο γιατί έλεγε ο Στέλιος συνέχεια: ΄΄Ρε πρησμένο, δεν είναι ξεφτίλα να γυρίσουμε σπίτι με άδεια χέρια;΄΄. Ο Στέλιος ήταν ο θεός μου....Ψηλός, ξανθός, με μια χωρίστρα στα πλάγια και ένα μεγάλο γυριστό τσουλούφι μπροστά. Αυτός κι εγώ είχαμε γαλανά μάτια. Από την μάνα μας. ΄΄Και κόκκινη ουρά΄΄, έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας χασκογελώντας υπερήφανος. Ανέβαινα στην πλάτη του και καμάρωνα γιατί πάντα κέρδιζα όταν παίζαμε τις ΄΄σπρωξιές΄΄ με τους άλλους. Πολλές φορές προφύλαγε τον αδελφό μου γιατί απονήρευτος έπαιρνε σοκολάτες από αγνώστους. Έναν τον έκανε τόπι στο ξύλο και το βράδυ έδειρε και τον αδελφό μου ουρλιάζοντας: ΄΄Δε σου είπα ρε μαλακισμένο χίλιες φορές να μην παίρνεις πράγματα από αγνώστους, γαμώ το φελέκι σου;΄΄. Κάποτε-κάποτε εξαφανιζόταν για μέρες. Μάλλον θα ’χει μπλέξει στην αντίσταση, έλεγε ο πατέρας μου, και του ’βαζε χοντρό χέρι όταν επιτέλους γύρναγε σπίτι. Η δε μάνα μου τρομοκρατημένη γονυπετούσε στις εικόνες και παρακάλαγε ώρες ατελείωτες την Παναγιά και τον Άγιο Φανούριο να είναι καλά το παιδί της. Μια φορά ήρθε γεμάτος σφαίρες στο στήθος σταυρωτά και με ένα όπλο απειλούσε τον πατέρα μας να τον αφήσει ήσυχο

Page 33: Λαδιάρηδες.pdf

γιατί αυτός ξέρει τι κάνει και ότι είναι αρκετά μεγάλος και δυνατός. ΄΄Θα στην ανάψω΄΄, του τόνισε, κάνοντας εμάς να κατουρηθούμε από φόβο. Εγώ έβαλα τα κλάματα, Έφυγε για να γυρίσει πίσω χαμογελώντας. ΄΄Για φιγούρα το ’κανα΄΄, μας είπε. Τον Αύγουστο του 1944 έκανε πολλή ζέστη. Τα καλοκαίρια βγάζαμε μπροστά στην πόρτα, στον κεντρικό δρόμο, ένα μακρύ πάγκο και αραχτοί χαζεύαμε τους περαστικούς. Ο κεντρικός δρόμος της Βασιλίσσης Σοφίας ήταν ακόμα χωμάτινος, ενώ τα λεωφορεία σταμάταγαν για τέρμα δίπλα από το καλοκαιρινό σινεμά ΄΄Νανά΄΄, στην οδό Βουλιαγμένης. Κάποιος ήρθε και είπε ότι ΄΄ο Στέλιος σας χτύπησε άσχημα΄΄. Η μάνα μου έτρεξε σαν τρελή μαζί του, στην οδό Αρτάκης στην Άνω Νέα Σμύρνη, εκεί που είναι το κολυμβητήριο σήμερα. Τελικά, σιγά-σιγά έμαθα ότι ο Στέλιος μας είχε σκοτωθεί παίζοντας μπάλα. Σαν τερματοφύλακας έπεσε πάνω σε μία πέτρα και έπαθε εσωτερική αιμορραγία. Έπαιζε από καιρό στην Β’ ομάδα του Πανιωνίου τερματοφύλακας, αρκετά σκληροτράχηλος για την ηλικία του, όπως έλεγαν αργότερα όλοι. Στην κηδεία του δεν με πήρανε. Με πήγαν για μία εβδομάδα και έμεινα σε κάτι θείους μου στου Ψαρρού, κοντά στην πλατεία. Έκλαιγα συνέχεια....Λέγανε ότι είχα πάθει υστερία βαριάς μορφής και αβιταμίνωση. ΄΄Είχαν κοπεί τα γόνατά μου΄΄. Ήρθε ο γιατρός Κατσίκας, μου ’δωσε κάτι βιταμίνες και μου λέγανε να πίνω συνέχεια νερό. Πέρασε καιρός για να συνέλθω από το σοκ, αν και στο βάθος ο πόνος για τον άδικο χαμό του Στέλιου μας δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Page 34: Λαδιάρηδες.pdf

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Ο πατέρας μας ή ο ΄΄γέρος΄΄, όπως τον αποκαλούσαμε κρυφά, ήταν ένας μεγαλόσωμος και ωραίος μάγκας. Γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης. Στην Φρεατίδα. Το πατρικό είχε μια εντυπωσιακή κρεμαστή σκάλα επάνω από την αυλή για τα επάνω δωμάτια. Υδραίοι στην καταγωγή και ίσως Αρβανίτες στην εποχή της Επανάστασης του 1821. Ναυτική οικογένεια. Από τα γεννοφάσκια τους. Αλλά και προπολεμικά οι Τζουρνταίοι ή Ζουρνταίοι ήταν γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα κι όχι μόνο στον Πειραιά, γιατί πέντε απ’ αυτούς στελεχώνανε τον Ποδοσφαιρικό Σύλλογο του ΄΄Εθνικού΄΄. Ο Μίμης ο Τζουρντός τέρμα και ο Κουράντης του Ολυμπιακού μπακ, αποτελούσαν το καλύτερο δίδυμο της Εθνικής Ομάδας. Ήταν οι μικροί αντίστοιχοι Ανδριανόπουλοι του ΄΄ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ΄΄. Ο πατέρας μου και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο θειος μου ο Γιώργης, ήταν οι μόνοι άντρες στην οικογένεια και είχανε έξι αδελφάδες αλλά πολλά ξαδέλφια. Σε μια οικογένεια θεοσεβούμενη, τα δυο αγόρια βγήκαν στα ίσια μάγκες. Αλλά όχι χοντρή αληταρία. Ντόμπροι και ωραίοι. Αυτό το ακούσαμε πολλές φορές και από πολλούς αργότερα στα διάφορα μηχανουργεία της Αθήνας και του Πειραιά. Μηχανουργοί στα καρνάγια του Πειραιά. Ειδικά στου Βασιλειάδη. Μαστόρια πρώτης σειράς στην τέχνη τους. Γύρω στα 1919, στην κυβέρνηση Βενιζέλου, έγινε πανελλήνιος διαγωνισμός για να επιλεγούν οι καλύτεροι τεχνίτες και να μετεκπαιδευτούν στη Γαλλία με έξοδα του κράτους. Μόλις είχε γυρίσει άρον-άρον και κακήν-κακώς από την Ουκρανία στην Μαύρη Θάλασσα που τους είχαν στείλει για να επέμβουν ενάντια στα ΄΄ΣΟΒΙΕΤ΄΄ της εξουσίας των εργαζομένων στη Ρωσία στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης πριν τους φάει η μαρμάγκα των Γκούλακ στην καταπαγωμένη Σιβηρία.

Page 35: Λαδιάρηδες.pdf

Όλοι οι στόλοι, και περισσότερο οι ναύτες της Γαλλίας, επαναστάτησαν και γύρισαν. Ο πατέρας μου γι αυτή την επέμβαση ντρεπόταν συνεχώς. Στη Γαλλία πήγαν για επάνδρωση νέων βιομηχανικών εργοδηγών παραγωγής, της αρκετά καθυστερημένης ελληνικής βιομηχανίας μετάλλου. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους. Καμάρωνε ότι πήγε στη Γαλλία αλλά δεν έμαθε Γαλλικά ΄΄γιατί οι Γάλλοι μιλάνε σαν αδελφές΄΄, έλεγε συνέχεια, δικαιολογώντας την άρνηση μάθησης ξένων γλωσσών. Όμως τους ΄΄τρέλανε΄΄ με την ακρίβεια όταν ΄΄μέτραγε΄΄ και ΄΄εφάρμοζε΄΄ μπρούτζινα δαχτυλίδια σε ατσάλινους άξονες, με την λιγότερη ΄΄ανοχή΄΄. Με μόνο το κουμπάσο του. Ένα μηχανουργικό χειροποίητο εργαλείο, κομψοτέχνημα κατασκευής. Όταν οι Γάλλοι συνάδελφοί του είχαν μικρόμετρα απόλυτης ακρίβειας. Το κουμπάσο ήταν το προσωπικό του ΄΄σήμα κατατεθέν΄΄. Το είχε φτιάξει μόνος του και το φύλαγε πάντα καλολαδωμέμο μέσα σε μια ξύλινη κασετοθήκη. Όταν τραυματίστηκε και έχασε το δεξί του χέρι από τον καρπό, τον Οκτώβρη του 1944, το ’σπασε με μίσος γιατί ποτέ πλέον δεν θα το χρησιμοποιούσε ξανά. Τον Οκτώβρη του 1944 έφυγαν και οι τελευταίοι Γερμανοί για να ’ρθουν αμέσως οι Εγγλέζοι. ΄΄Οι σύμμαχοί μας΄΄, όπως συχνά ακούγαμε εμείς οι μικροί να λένε οι μεγάλοι.. Ήρθαν όμως αεροπορικώς και βομβάρδισαν τις συνοικίες του Πειραιά, το λιμάνι και το χασάνι. Στο χασάνι βρέθηκε ο πατέρας μου μαζί με άλλους, να ΄΄τρώνε΄΄ βροχή τις μπόμπες που έριχναν τα εγγλέζικα βομβαρδιστικά. Σπιτ-Φάϊερ τα λέγανε τότε. Με κάποια μπόμπα και έκρηξη πυρομαχικών βρέθηκαν πολλοί τραυματισμένοι, μεταξύ αυτών και ο πατέρας. Δεν είχαν στεγνώσει τα δάκρυα από το Στέλιο μας και τώρα νέα προστέθηκαν όταν, ύστερα από ένα μήνα, επιτέλους, με πήγαν στο νοσοκομείο να δω τον πατέρα μου.

Page 36: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι ενώ το πόδι του κρεμόταν τεράστιο μέσα στο γύψο από ένα σχοινί σ’ ένα γάντζο, γερά δεμένα στο ταβάνι. Πήγα να τον φιλήσω και μου είπε φανερά συγκινημένος: ΄΄Έλα από την άλλη μεριά του κρεβατιού΄΄, προφανώς για να μου κρύψει το κομμένο του χέρι. Το σώμα του ήταν γεμάτο από μαύρα στίγματα από χωμένα βλήματα, εκτός από τα μεγάλα που του είχαν βγάλει. Είχα υποσχεθεί στους μεγάλους να μην κλάψω. Έτσι με είχαν συμβουλέψει χίλιες φορές, ακόμα και πριν μπούμε στον γεμάτο από τραυματικές θάλαμο. Εγώ τα ’χασα και είπα σοβαρά-σοβαρά: ΄΄Μπαμπά μου δεν θα κλάψω, θα το δεις, δεν θα κλάψω΄΄. Και έκλαιγα για ένα μήνα. Αργότερα είχα σκληρύνει τόσο πολύ που ποτέ δεν έκλαιγα. Κι όταν ακόμα με βασάνιζαν στην κυριολεξία, δεμένο στο σιδερένιο κρεβάτι, η μάνα μου και ο αδελφός μου, οι οποίοι ήταν αυστηρά προσκολλημένοι με το παιδαγωγικό σχολείο και το πειθαρχικό σύστημα της καθυστερημένης κοινωνικά οικογένειας. Την εποχή της βίτσας, της τιμωρίας και της σφαλιάρας. Το θεωρούσα τίποτα μπρος στο χαμό Στέλιου μας και τον τραυματισμό του ΄΄γέρου΄΄ μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Οι πολιτικές εξελίξεις προχωρούσαν ραγδαία. Με δυσκολία εμείς οι μικροί παρακολουθούσαμε τα γεγονότα. Στις επίμονες ερωτήσεις μας, κανείς δεν ήταν άξιος να απαντήσει σαφώς. - Ότι οι Γερμανοί φεύγουν. - Για διαδηλώσεις ενάντια στις επιστρατεύσεις. - Για μάχες ανάμεσα στις συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας. Ένας γείτονας που άκουγε BBC φώναζε σαν τρελός: ΄΄Τ’ άκουσα στο ράδιο, τ’ άκουσα στο ράδιο, οι Γερμανοί φεύγουν!΄΄

Page 37: Λαδιάρηδες.pdf

Του είχαμε βγάλει παρατσούκλι: ΄΄Ο μπιμπισίς, να ο μπιμπισίς΄΄. Ήταν από τους λίγους με κρυφά ξεσφράγιστο ράδιο. Αν τον έπιαναν οι Γερμανοί ή οι Έλληνες δοσίλογοι την είχε βαμμένη. To ν’ακούς ξένους σταθμούς, ήταν θανάσιμο παράπτωμα, με πολλούς εκτελεσμένους επί τόπου. Στην καλύτερη περίπτωση, ξύλο και φυλακή ή εξορία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ Τελικά, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Ήταν 12 Οκτώβρη 1944. Οι γιορτές και τα πανηγύρια στους δρόμους και στα σπίτια, τ’ αγκαλιάσματα και τα φιλιά απ’ όλους σ’ όλους μ’ έβγαλαν για λίγο από τις μαύρες σκέψεις μου για τον άδικο χαμό του Στέλιου μας. Στις 14 Οκτώβρη ο λαός ΄΄συν γυναιξί και τέκνοις΄΄, όπως λέγανε οι μεγάλοι, βρέθηκε ξανά στους δρόμους προς το Σύνταγμα. Το τριήμερο πανηγύρι όχι μόνο δεν μας είχε κουράσει αλλά είχε δώσει κουράγιο, δύναμη, αντοχή και όνειρα για το ελπιδοφόρο αύριο, όπως συχνά μας λέγανε οι μεγάλοι. Λέγαμε με το Νικολάκη το γαλατά, το Γιώργο τον απέναντι και τον Σπύρο τον ψείρα, τον ξάδελφο: ΄΄Ρε σεις, θα τρώμε τώρα πολύ και θα παίζουμε όλη την ημέρα έξω. Από δω και πέρα δεν θα μας εμποδίζει κανείς. Θα κάνουμε ότι θέλουμε...΄΄. Πηδάγαμε, παίζαμε, κάναμε κωλοτούμπες και ξεφωνίζαμε από τη χαρά μας. ΄΄Πανζουρλισμός΄΄, έλεγαν οι μεγάλοι. Ποιος ήξερε τάχα μου τι γινόταν στα παρασκήνια; Ποιος ήταν ο νέος πρωθυπουργός και τι συμφώνησαν οι μεγάλοι; Από πότε θα κάναμε ότι θέλαμε; Θα παίζαμε; Θα τρώγαμε; Θα ’χαμε όμορφα ρούχα; Όταν ρωτάγαμε τους μεγάλους, λέγανε τη μια πως δεν ξέρανε και την άλλη, για να δούμε. Μας είχαν μπερδέψει....

Page 38: Λαδιάρηδες.pdf

Βαδίζαμε προς το Σύνταγμα. Μπουλούκια-μπουλούκια από τις γύρω συνοικίες. Η Βουλιαγμένης έγινε ένα ανθρώπινο ποτάμι. Σταματήσαμε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, κοντά στο Ζάππειο. Είχε γίνει το αδιαχώρητο. Εγώ, ανεβασμένος στις πλάτες του πατέρα μου, μαζί με τα αδέλφια μου και την μάνα μου, όπως όλοι από το Κατσιπόδι, μπερδεμένοι σ’ ένα δάσος από κόκκινα πανό του Κ.Κ.Ε., του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και άλλων, πανηγυρίζαμε τη νίκη της ΄΄λαοκρατίας΄΄ όπως έλεγε ο Παπανδρέου τότε, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε παθιασμένα. Το ΕΑΜ και το Κ.Κ.Ε. κυριαρχούσαν σε συνθήματα και παλμό, από τις νότιες και ανατολικές συνοικίες του Βύρωνα, Καισαριανή, Κατσιπόδι, Μπραχάμι, Γούβα, Υμηττό και Δουργούτη. Με σηκωμένο το αριστερό χέρι ψηλά τονίζαμε τις αγριοφωνάρες μας. Μόνο η μάνα μου σήκωνε το δεξί της χέρι, δημιουργώντας πρόβλημα στον παθιασμένο αριστερό περίγυρο. Οι εκφωνητές με τα χωνιά και τους ΄΄τηλεβόες΄΄ φώναζαν συνέχεια: ΄΄Σηκώστε το καλό χέρι. Το αριστερό΄΄. Η μάνα μου, θεοσεβούμενη και με το παλιό ημερολόγιο, θεωρούσε ότι το καλό χέρι είναι το δεξί. Άρχισε θυμωμένη να μας λέει: ΄΄Πάμε να φύγουμε από δω. Τους έχει κυριέψει ο Σατανάς΄΄. Κάποιος της κοπάνισε το χέρι και της είπε: ΄΄Το αριστερό κυρα μου, το αριστερό΄΄. Την άλλη μέρα χτύπησε ο πατέρας μου στο χασάνι. Και άρχισε νέα τραγωδία, εκτός απ’ αυτή του Στέλιου μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ Ήρθαν τα Δεκεμβριανά και το Β’ Αντάρτικο... Άγριες μάχες σ’ όλους τους δρόμους, ειδικά στο Βύρωνα και στο Κατσιπόδι. Πάλι κλείδωμα μέσα, πάλι πείνα, πάλι φόβος.

Page 39: Λαδιάρηδες.pdf

Στις 3 του Δεκέμβρη έγινε μια ειρηνική διαδήλωση διαμαρτυρίας για τις αυθαιρεσίες των χιτών του Γρίβα και των ταγματασφαλιτών του Ράλλη. Οι ΄΄μπουραντάδες΄΄, οι χίτες και οι ταγματασφαλίτες του διευθυντή της αστυνομίας Ράλλη, δολοφόνησαν τριάντα περίπου αθώους πολίτες, ενώ πάνω από 100 τραυματίστηκαν. Όμως, πάλι την επόμενη μέρα, 4 του Δεκέμβρη, μια νέα λαοθάλασσα διαμαρτυρήθηκε για τη σφαγή, αρχίζοντας πρακτικά τη νέα αντίσταση, όχι τώρα ενάντια στους ξένους κατακτητές αλλά στην κυβέρνηση, στους μεγαλομαυραγορίτες και στους ΄΄συμμάχους΄΄ δολοφόνους Εγγλέζους του στρατηγού Σκόμπι. Είχαν κάψει όλα τα πανό των αντιφρονούντων και εκτελούσαν επιτόπου όλους τους αριστερούς που συνελάμβαναν. Τραβούσαν κόσμο στα τμήματα και ήθελαν να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ για τον καθιερωμένο κρατικό στρατό. Αυτή η εποχή σφραγίστηκε σαν η νικηφόρα επέλαση της πιο αδύναμης δεξιάς στον κόσμο, ενάντια στην συνεχώς οπισθοχωρούσα και ηττόμενη ενόπλως πιο δυνατή και πολυάριθμη αριστερά του πλανήτη μας. Μια νέα σύγκρουση, εμφύλια σύρραξη, με ανυπολόγιστες καταστροφές ήταν στην πορεία. Από την άλλη, η ΟΠΛΑ, ο ένοπλος σκληροπυρηνικός μηχανισμός του ΚΚΕ εκεί που είχε δύναμη, στις αριστερές συνοικίες, κυνηγούσε, φυλάκιζε, βασάνιζε και συχνά δολοφονούσε εν ψυχρώ χιλιάδες πραγματικούς αριστερούς, αγνούς κομμουνιστές οι οποίοι κριτικάριζαν από τα αριστερά το ειδύλλιο του ΚΚΕ και ΕΑΜ με τους Εγγλέζους, τη συμμετοχή στην κυβέρνηση με τον Παπανδρέου-παπατζή και είχαν δεχθεί τον Άγγλο Σκόμπι σαν αρχιστράτηγο του ΕΛΑΣ. Ο τελευταίος είχε αποβιβαστεί στο λιμάνι του Πειραιά με πάνω από εκατό τανκς, χιλιάδες στρατό και με βομβαρδιστικά αεροπλάνα Σπιτ-Φάϊερς. Αυτά λέγανε κάποιοι και εμείς ήμασταν αρκετά μπερδεμένοι.

Page 40: Λαδιάρηδες.pdf

Η μάνα μου είχε στείλει την αδελφή μου στον Πειραιά, στον θείο μου, για να γλυτώσει από τις μάχες της Αθήνας. Κλαψούριζε κάθε τόσο και έλεγε: ΄΄Παναγιά μου, τι έπαθε το κοριτσάκι μουουου΄΄. Οι Εγγλέζοι πριν είχαν κάνει σκόνη τις συνοικίες γύρω και κοντά στο λιμάνι. Η Φρεατίδα ήταν πέντε λεπτά μόνο απ’ το λιμάνι. Βομβάρδισαν ανελέητα τους πάντες και τα πάντα, σε μια επιτυχημένη τρομοκρατία. Ο αδελφός μου, ύστερα από την απώλεια του Στέλιου μας το καλοκαίρι, δεν είχε τολμήσει μόνος του να πάει στην Αθήνα για μεταφορές. Ο πατέρας είχε ξαναπάει για λίγο στο νοσοκομείο για ανάρρωση, ύστερα από τον ακρωτηριασμό του καρπού του, την εξόρυξη του αριστερού του ματιού και την επούλωση του πολυτραυματισμένου αριστερού του ποδιού. Είχε μια ξύλινη πατερίτσα, με χοντρό πανί δεμένο στο πάνω μέρος, για να μην πονάει η μασχάλη του, από το τεράστιο σωματικό βάρος και προσπαθούσε να στηρίξει το γεροδεμένο σώμα του για να περπατήσει πιο άνετα. Έλεγε κάθε τόσο: ΄΄Θα γλυτώσω το πόδι μου. Θα το γλυτώσω΄΄. Με αγκάλιαζε, με φίλαγε, μ’ έσφιγγε στην γεμάτη αγκαλιά του και έλεγε πάντα: ΄΄Μη σε νοιάζει ρε Βενιαμίν, όταν βγω έξω από δω, θα τρώμε με χρυσά κουτάλια΄΄. Εν τω μεταξύ, πολλά παιδιά από τη γειτονιά πηγαίναμε με ένα τσίγκινο πιάτο και τρώγαμε, όποτε είχε συσσίτιο, σ’ ένα παλιό διώροφο μέσα σ’ ένα στενάκι επάνω από τη στάση Νιάρχου. Λεγόταν το συσσίτιο της Αϊβαλιώτου, όπως και στο Βύρωνα-Υμηττό. Στρατιά ολόκληρη μικρών μυξιάρικων, ξυπόλητων παιδιών τη στήναμε απ’ το πρωί για να πάρουμε από την ΄΄Ούνρα΄΄ το γάλα μας, ή το χυλό μας - ένα περίεργο κουρκούτι. Πήγαινα με ευχαρίστηση, μιας και ήταν κοντά στο σπίτι μας, αλλά άλλαζα δρόμο για να μην περνάω από το σπίτι του Εβραίου, εκεί στη γωνία. Λέγανε ότι οι Εβραίοι παίρνουν τα

Page 41: Λαδιάρηδες.pdf

παιδιά, τα βάζουν μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο πρόκες και το τσουλάνε πίνοντας το αίμα τους από μια κάνουλα... Αργότερα μάθαμε ότι ήταν θύματα των ναζιστών στα κρεματόρια της Γερμανίας. Η μάνα μου ήταν η μοναδική τότε στην οικογένεια που προσπαθούσε με πολύ κόπο και περισσότερο κίνδυνο για τη ζωή της να μας θρέψει. Δούλευε σε κάτι πλουσιόσπιτα στην οδό Απόλλωνος στην Πλάκα. Νομίζω ότι λέγανε στην κυρία Τρύπου. Ήταν καθαρή, νοικοκυρά και προπάντων τίμια. Η πείνα και η στέρηση έριξε πάλι κάτω πρησμένο από την αβιταμίνωση τον αδελφό μου. Η κυρία Τρύπου με τις γνωριμίες της τον έβαλε στο Νοσοκομείο Παίδων. Έτσι, στα Δεκεμβριανά που κράτησαν τριάντα τρεις ολόκληρες οδυνηρές ημέρες, εγώ και η μάνα μου γίναμε μάρτυρες μαχών, περιπετειών και νέας χοντρής πείνας. Σε αυτές τις ημέρες τίποτα δεν δούλευε, καμία υπηρεσία δεν λειτουργούσε, δεν έβρισκες τίποτα φαγώσιμο. Κανείς δεν κυκλοφορούσε άφοβα στους δρόμους, μέρα ή νύχτα. Η μάνα μου κάθε μέρα έπρεπε να πάει στη δουλειά της στην Πλάκα και συχνά να επισκέπτεται τον Ευαγγελισμό και το Παίδων που ήταν μέσα ο πατέρας μου και ο αδελφός μου. Και δεν ήταν η μόνη. Τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα τραυματίες, επάνω σε ράντζα, στους διαδρόμους και στα υπόγεια. Οι μάχες μαίνονταν στους δρόμους σε 24ωρη βάση, από δρόμο σε δρόμο, πόρτα-πόρτα, από συνοικία σε συνοικία. Αναγκαζόντουσαν αυτοί που είχαν άμεση ανάγκη κυκλοφορίας να περνούν ακόμα και μέσα από τους υπόνομους. Εκεί στο τρίγωνο, στην Αγία Φωτεινή, στην αρχή της Βουλιαγμένης, το ποτάμι Ιλισός ήταν ανοιχτό, τότε το λέγανε και το ποτάμι της Καλλιρρόης πιο κάτω. Κατέβαιναν από τα πλάγια στην πέτρινη ωραία γέφυρα και μέσα από το βούρκο και στα σκοτάδια ένα ολόκληρο λεφούσι αλαφιασμένων πολιτών (συνήθως γυναίκες-μάνες)

Page 42: Λαδιάρηδες.pdf

τσαλαβουτώντας μέσα στα βρομόνερα για να προσπεράσουν 200-300 μέτρα κάτω από του Μετς, τόπος καθημερινών συγκρούσεων αριστερών-δεξιών. Ένα νέο επάγγελμα με πληρωμή ξεφουρνίστηκε τότε. Κάποιος μπροστά με μια ξυλάρα έδιωχνε τους επιπλέοντες τεράστιους και πεινασμένους αρουραίους, ενώ ο άλλος στο τέλος με άλλη ξυλάρα προφύλασσε στο σκοτάδι το τσαλαβουτούμενο μέχρι τα γόνατα αλαφιασμένο από τον τρόμο λεφούσι, που χέρι-χέρι πέρναγε μέσα από το σκοτεινό τούνελ, ενώ το άλλο κράταγε γερά το ταγάρι στην πλάτη με φάρμακα, ρούχα, φαγητό για τους άρρωστους συγγενείς τους. Στις 5-6 του Δεκέμβρη του 1944 ξυπνήσαμε εγώ και η μάνα μου από ένα φοβερό θόρυβο. κάποιοι πάνοπλοι με σφαίρες γύρω στο στήθος τους και προτεταμένα όπλα διέταζαν άλλους να γκρεμίσουν μέχρι τα θεμέλια τη μεγάλη σε μήκος πέτρινη μάντρα μας. Η μάνα μου διαμαρτυρήθηκε έντονα. Κάποιος της έχωσε το μυδράλιο μέσα στη μούρη της: ΄΄Σκάσε μωρή βρώμα, θα στην ανάψω΄΄. Άρχισαν να ρωτάνε ποιοι μένουν και όταν είδαν ότι ήμασταν εγώ και η μάνα μου, μας άφησαν δίχως σημασία. Απέναντι από το σπίτι μας είχαν γκρεμίσει και τις μάντρες των Μανιατισσών (γύρω στις τρεις οικογένειες) και είχαν υποχρεώσει με την απειλή των όπλων τους μεγάλους άντρες να κουβαλάνε όλες τις πέτρες για να στήσουν ένα μεγάλο οδόφραγμα στη μέση του κεντρικού δρόμου, λίγα μέτρα από το σπίτι μας. Μάθαμε ότι ήταν οδοφράγματα για να εμποδίσουν την προσπέλαση των εγγλέζικων τανκς που ήδη ήταν κοντά στις Τζιτζιφιές, με πορεία προς την επαναστατημένη Αθήνα και είχαν αποβιβαστεί στο λιμάνι του Πειραιά. Το μεγάλο καφενείο της πλατείας ΄΄Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ΄΄, είχε γίνει πρόχειρο νοσοκομείο. Με ράντζα επάνω σε τάβλες, με κουβέρτες και σε πόρτες, κουβάλαγαν τους δεκάδες τραυματίες από τις σφοδρές μάχες που μαίνονταν απ’ του Μαλτσινιώτη, το βουνό του Αι-Γιαννιού και στο φάρο, εκεί

Page 43: Λαδιάρηδες.pdf

που είχαν εκτελέσει 130 Κατσιποδιώτες και Νεοσμυρνιώτες οι Γερμανοί, στο περίφημο μπλόκο του 1943. Ανάμεσά τους και ο πατέρας του Γιάννη του Τσαγκάρη, όντας μουντζουρωμένος απ’ τη δουλειά του (γανωτζής) τον πέρασαν οι κουκουλοφόροι σαν αυτούς που γράφουν στους τοίχους και τον εκτέλεσαν επί τόπου, μαζί με τον Αχιλλέα, ένα εικοσάχρονο παλικάρι, κάτω απ’ το σπίτι μου. Ο πατέρας του Πολίτη, του Τούμπανη, ο Μαϊδώνης και άλλοι, οδηγήθηκαν στη Γερμανία απ’ το Χαϊδάρι, ενώ ο θειος του Πολίτη, ο Μελιτζούρης, τη γλύτωσε φτηνά γιατί σαν τραβαγέρης στα τραμ, γύριζε αργά με ειδική άδεια και ένα φακό στο κεφάλι, έδωσε τσιγάρα σε ένα Γερμανό σκοπό, τον θυμήθηκε και τον έβγαλε έξω απ’ το σωρό. Απέτυχε όμως (και παρά την πληρωμή) να βγάλει και τον Πολίτη, σε συμφωνία με τους κουκουλοφόρους, γνωστά σκουλήκια. Πολλούς απ’ αυτούς τους εκτέλεσαν αργότερα... Μπροστά στη σιδερένια εξώπορτά μας, τρεις-τέσσερις άντρες και ένα στην κυριολεξία παιδί, στην ηλικία του ΄΄συχωρεμένου΄΄ του Στέλιου μας, με τις κάνες των όπλων να ξετρυπώνουν έξω απ’ τις τρύπες των σιδερένιων σχεδίων από μαιάνδρους στην πόρτα μας, περίμεναν τη μεγάλη σύγκρουση. Η μάνα μου τους πήγαινε νερό και τους παρακάλαγε: ΄΄Μην τσακωνόσαστε παιδιά μου, μη σκοτωνόσαστε. Είναι αμαρτία απ’ το Θεό΄΄. Ο επικεφαλής, βλοσυρός και άγριος, φώναξε: ΄΄Κοιτά ρε, πάλι αυτή η βρώμα είναι. Με ποιους είσαι μωρή; Εμείς είμαστε με το λαό ενάντια στους φασίστες και τους Εγγλέζους΄΄. Εγώ είχα θυμώσει και έλεγα συνέχεια: ΄΄Μην τους πας νερό μαμά, μην τους πας. Είναι κακοί άνθρωποι΄΄. Σε κάποια στιγμή, κάποια σφαίρα χτύπησε έναν απ’ αυτούς. Οι άλλοι φεύγοντας σκυφτοί του είπαν: ΄΄Κάτσε εδώ, θα στείλουμε κάποιον να σε πάρει για το νοσοκομείο στην πλατεία΄΄.

Page 44: Λαδιάρηδες.pdf

Η μάνα μου κι εγώ τον σύραμε μέσα στο δωμάτιο. Αυτός βόγκαγε, ενώ στο πάτωμα αποτυπώθηκε μια αιμάτινη γλιστερή σουρσιά. Τον λυπηθήκαμε. Του δώσαμε νερό, του έπλυνε η μάνα μου την πληγή και του έδεσε το τραύμα στον ώμο με ένα κομμάτι καθαρό σεντόνι που έσκισε με τα δόντια της, τρομοκρατημένη από το αίμα που πλημμύριζε το πάτωμα. Με μια λεκάνη άρχισε να πλένει τα πλακάκια με τα γόνατα στο πάτωμα. ΄΄Πριν ξεραθεί το αίμα΄΄, έλεγε συνέχεια. Όμως η ώρα περνούσε και κανείς δεν φαινόταν να τον πάρει. Οι τεράστιες κάνες των τανκς είχαν περιζώσει το Κατσιπόδι από το ύψος της Βαγγέλαινας και μέχρι το λοφίσκο της Ζωοδόχου Πηγής. Ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Αν τον έβρισκαν τον τραυματία μέσα στο σπίτι οι Εγγλέζοι, θα μας εκτελούσαν όλους επί τόπου δίχως εξαίρεση. Τελικά βρέθηκε ΄΄ουρανοκατέβατος΄΄ ένας καλοντυμένος κύριος με γυαλιά και τον πήρε στην πλάτη του και φύγανε. Ο τραυματίας μας κοίταζε με απέραντη αγάπη. Αυτός που είχε αποκαλέσει τη μάνα μου ΄΄βρώμα΄΄. Και όχι μόνο μια φορά. Ποτέ δεν διέκοψα την μάνα μου αργότερα, όταν έλεγε συνέχεια, ότι ΄΄ήταν θαύμα΄΄. Κι ότι ο καλοντυμένος κύριος με τα γυαλιά ήταν ΄΄ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε άνθρωπο΄΄. Η μάνα μου στην κυριολεξία έγλυψε το πάτωμα να μην φαίνεται τίποτα. Μου έλεγε συνέχεια. ΄΄Πρόσεχε φουκαρά μου, μην πεις τίποτα για τον τραυματία γιατί καήκαμε΄΄. Κι αν βρουν αίμα να πω: ΄΄Άνοιξε η μύτη μου΄΄. Γι αυτό το ψέμα, αργότερα, για πλάκα την πείραζα, ενώ η μάνα μου κοκκίνιζε από ντροπή, λέγοντας χαδιάρικα: ΄΄Ε, χρειάζεται που και που κάνα ψέμα΄΄. Οι Εγγλέζοι και τα τανκς πέρασαν ένα στενό πιο πριν. Αγνόησαν επιδεικτικά το πέτρινο οδόφραγμα που οι ΄΄σοφοί΄΄ στρατηλάτες του ΕΛΑΣ-ΚΚΕ δημιούργησαν.

Page 45: Λαδιάρηδες.pdf

Μάλιστα, έτσι για πλάκα, ένα τεράστιο σαν βουνό τανκ γύρισε μπρος-πίσω και μ’ έναν εκκωφαντικό κρότο διέλυσε όλη τη μάντρα, που με τόσο μόχθο έχτιζαν όλο το βράδυ οι Μανιάτες γειτόνοι, ενώ οι πεζικάριοι ακολουθώντας πυροβολούσαν στον αέρα, χασκογελώντας ηλίθια. Εμείς, τρομοκρατημένοι παρακολουθούσαμε κρυφά από τις γρίλιες τα γεγονότα. Σε λίγο, οι Εγγλέζοι άρχισαν τις έρευνες με προτεταμένα τα όπλα. Σήκωναν με τις άκρες των όπλων τα στρώματα, αναποδογύριζαν τα κρεβάτια, άνοιγαν και πετούσαν κάτω όλα τα πράγματα απ’ τις ντουλάπες ενώ άλλοι κοίταζαν το πηγάδι και άλλοι ανέκριναν τη μάνα μου. Εγώ είχα κολλήσει στη φούστα της μάνας μου, μυξοκλαίγοντας κατατρομαγμένος. Αφού είδαν ότι ήμασταν μόνο εγώ κι η μάνα μου, κάποιος είπε: ΄΄Γκουντ, γκουντ΄΄, και μου ’δωσε μια καραμέλα μέσα στο στόμα με το ζόρι. Ήθελα να τη φτύσω αλλά η γλυκιά ζάχαρη χώθηκε μες το λαρύγγι μου, καταπίνοντας το σάλιο μου σ’ ένα λεπτό, πάνω από εκατό φορές. Η μάνα μου έλεγε: ΄΄Είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει΄΄. Νόμιζε ότι θα θύμωναν οι Εγγλέζοι. Μπορεί ο εμφύλιος να τελείωσε μέσα στην Αθήνα, εις βάρος του λαού και να μεταφέρθηκε στο βουνό, εις βάρος της επαρχίας, αλλά και μεις είχαμε με τους Μανιάτες έναν μίνι-εμφύλιο με το διαχωρισμό της πέτρας. ΄΄Αυτή είναι δική μου, αυτή όχι΄΄. Στο τέλος, εμείς που ήμασταν ανίκανοι να προστατέψουμε την ιδιοκτησία της πρώην μάντρας μας, βρεθήκαμε με μισό σε πάχος πέτρινο τοίχο. Πολλές φορές τη νύχτα εγώ κρυφά τους έκλεβα μικρές πέτρες και ΄΄αυγάτιζα΄΄ τον τοίχο μας. Φοβόμουν όμως μη με δουν, και ειδικά η γιαγιά τους. Μια αγριομανιάτισσα ευκίνητη με ένα μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά της, έβαζε τα χέρια στη μέση της έτοιμη για καυγά. Δεν χάρισε σε κανέναν κάστανα αν κάποιος έπεφτε στα χέρια της.

Page 46: Λαδιάρηδες.pdf

Μόλις έφυγαν οι Εγγλέζοι βρεθήκαμε όλοι στο 13, ένα οικόπεδο κοντά στης Βαγγέλαινας το κτήμα, για να δούμε ποιους είχαν εκτελέσει. Ήταν ένα οικόπεδο μακρόστενο, με έναν μισογκρεμισμένο τοίχο γεμάτο σκουπίδια, που εκτελούσαν όλες οι παρατάξεις τους αντιπάλους τους κατά διαστήματα. Η περιέργειά μας ήταν κεντρισμένη, ειδικά όταν ακούγαμε τους μεγάλους να μας λένε συνέχεια: ΄΄Μη σε δω φουκαριάρη και πας στο 13, κάηκες΄΄. Μια φορά κρυφά είχαμε πάει και είδαμε έναν πεθαμένο που εξείχε μόνο το χέρι του σαν γωνία έξω από το χώμα. Αυτή η σκηνή με ακολούθησε για πολλά χρόνια. Ώσπου ενηλικιώθηκα, το χέρι μου δεν το ’βγαζα ποτέ έξω απ’ την κουβέρτα. Μου θύμιζε αμέσως τη σκηνή στο 13. Άλλη μια φορά παρακολουθήσαμε μια κηδεία στο νεκροταφείο του Μπραχαμίου ή Κατσιποδιού (ήταν ένα τότε). Πηγαίναμε συχνά για λίγα κόλλυβα να χορτάσουμε την πείνα μας. Φαίνεται θα ήταν κάποιος σημαντικός αντάρτης γιατί είχε πολύ κόσμο. Κρατάγανε κόκκινα πανό με κάτι ζωγραφιές με σφυριά και δρεπάνια. Τραγουδάγανε ένα πολύ λυπητερό τραγούδι με πολύ χαμηλούς τόνους στην αρχή και ύστερα δυνατά. Μερικοί σήκωναν τα όπλα τους και έριχναν στον αέρα σφαίρες, ενώ εμείς βουλώναμε τ’ αυτιά μας με τα δάκτυλα. Αργότερα τις μαζεύαμε για να παίξαμε. Όταν το ’μαθε η μάνα μου φώναζε: ΄΄Πήγατε με τους άθεους, τους κουκουέδες, ε; Δεν ντρέπεστε; Είχαν τουλάχιστον παπάδες να θάψουν τον πεθαμένο;΄΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 ΒΑΡΚΙΖΑ Ο πατέρας είχε γίνει σχεδόν καλά. Το χέρι του είχε γιάνει. Στο μάτι του είχαν βάλει μια γυάλινη χάντρα για....μάτι. Δεν του άρεσε. Ακούγαμε συχνά να λέει:

Page 47: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Αι σιχτίρ, κωλόματο΄΄, και έβαζε ένα μαύρο πανί κρατώντας το κολλημένο στο μάτι του από δύο κορδόνια περασμένα γύρω-γύρω απ’ το κεφάλι του. Είχα μάθει να του το δένω. Πήδαγα σε μια καρέκλα επάνω, του το έδενα και έπαιρνα τα μπράβο του. ΄΄Μόνο ο Βενιαμίν μ’ αγαπάει΄΄, έλεγε συνέχεια και εγώ καμάρωνα. ΄΄Σα γύφτικο σκεπάρνι΄΄ (έλεγαν συνέχεια), ενώ ρώταγα κρυφά τη μάνα μου: ΄΄Τι είναι γύφτικο σκεπάρνι μαμά;΄΄. Και εισέπραττα: ΄΄Αι παράτα μας και συ΄΄. Το πόδι του είχε θρέψει απ’ τα πολλαπλά κατάγματα και είχε μάθει να χρησιμοποιεί την πατερίτσα του με το ένα χέρι. Συχνά έπεφτε κάτω βλαστημώντας όταν κάποιες φορές γύριζε σουρωμένος και έλεγε: ΄΄Να πάρει ο διάολος τους πούστηδες τους Εγγλέζους΄΄. Μάθαμε ότι του πρόσφεραν θέση θυρωρού στην κεντρική πύλη του Μαλτσινιώτη. Αρνήθηκε. Δίχως συζήτηση. ΄΄Οι παλιοπούστηδες, οι τράγαροι θέλουν να με κάνουν από δήμαρχο κλητήρα και να ρουφιανεύω τον κόσμο ψαχουλεύοντάς τους΄΄. Δεν ξέχναγε ποτέ ότι ήταν ένας από τους πιο παλιούς και καλούς εργοδηγούς στο εργοστάσιο για πολλά χρόνια. Προτιμούσε να κάνει τον ψευτομεσίτη στο καφενείο της πλατείας με πολύ λίγη επιτυχία. Σούρωνε συχνά και έβριζε όλο τον κόσμο, επιφυλάσσοντας ιδιαίτερη μεταχείριση στους ΄΄πούστηδες τους Εγγλέζους΄΄. Τον κορόιδευαν όταν επισκεπτόταν τα γραφεία συνταξιοδότησης αναπήρων πόλεμου, λέγοντάς του: ΄΄Πέρνα αύριο, πέρνα τον άλλο μήνα΄΄. Τελικά, ύστερα από δύο-τρία χρόνια του το ξεκαθάρισαν. ΄΄Δεν δικαιούσαι τίποτα γιατί δεν τραυματίστηκες στη διάρκεια του πόλεμου στο μέτωπο΄΄. Έλεγε θυμωμένος: ΄΄Αυτοί οι παλιοπούστηδες στα γραφεία, οι παλιοτραγαραίοι, να πάρει ο διάολος την μάνα τους και τον πατέρας τους, μας κορόιδευαν τόσο καιρό΄΄. Ήταν χιλιάδες τα θύματα των βομβαρδισμών.

Page 48: Λαδιάρηδες.pdf

Δεν υπήρχε καμία κρατική μέριμνα. Πολύ αργότερα δώσανε κάτι ψίχουλα... Έβλεπες δεκάδες σακάτηδες να ζητιανεύουν στα πανηγύρια, στους δρόμους, στις εκκλησίες, ακόμα και πόρτα-πόρτα. Θυμάμαι ένα σακατεμένο δίχως μάτια που γύριζε τις γειτονίες τραγουδώντας το ίδιο λυπητερό τραγούδι: Σου ’σκιζε την καρδιά: ΄΄Στις Αλβανίας τα βουνά στα τόσα μονοπάτια μου ’γινε μάνα μου γραφτό να μείνω δίχως μάτια.

Το ένα το ’χω γυάλινο στραβώθηκε και τ’ άλλο κι από τους πόνους τους πολλούς, μου ’ρχεται να το βγάλω΄΄ Γύριζε ένας πιτσιρίκος και μάζευε πεντάρες σ’ ένα τσίγκινο κατσαρολάκι. Κατά διαστήματα, κάποιοι πολιτικάντηδες (πριν τις εκλογές) ανακινούσαν το θέμα... Ύστερα τίποτε... ΄΄Πούστηδες κι αυτοί΄΄, έλεγε ο πατέρας μου, πάντα ύστερα από γερή ουζοποσία. Το θάρρος και η ελπίδα όμως δεν τον άφηναν να καμφθεί. Δεν ξέχναγε ποτέ να λέει (πάντα όταν σούρωνε) ότι ΄΄θα φτιάξουν τα πράγματα ρε Βενιαμίν. Δεν θα φτιάξουν; Που θα πάνε! Τότε θα τρώμε με χρυσά κουτάλια΄΄. Κάποτε νοίκιασε και πούλησε μερικά σπίτια και είχε πάρει 12 χρυσές λίρες. Ήρθε καμαρωτός και τις έδωσε στην αδελφή μου. ΄΄Να πάρεις μηχανή ‘Σίγκερ’ για ράψιμο μωρή΄΄, της είπε γεμάτος περηφάνια. Ο πατέρας μου, που του ’χαμε κολλήσει το παρατσούκλι ΄΄ο γέρος΄΄ (ενώ εγώ θύμωνα τρώγοντας αρκετές καρπαζιές γι αυτό), μ’ έναν άλλο μπέκρο (πρώην ταβερνιάρη από το καφενείο), αγοράσανε μια σκηνή, καρέκλες, τραπέζια, ψυγείο πάγου με βιτρίνα και νερό, φανάρι, λάμπες ασετιλίνης και τα στήσανε στη Βάρκιζα, απέναντι από την

Page 49: Λαδιάρηδες.pdf

ταβέρνα του Σπανουδάκη στο ΄΄Μαδέρι΄΄, όπως λέγανε τότε μια παράγκατης συμφοράς, που τώρα λέγεται ΄΄Αλκυονίς΄΄ και είναι κέντρο πολυτελείας! Η Βάρκιζα ήταν το ωραιότερο μέρος. Το πιο μακρινό στα νότια της Αθήνας. Γεμάτο πεύκα και καταγάλανα νερά. Το λεωφορείο σταμάταγε στο ΄΄Τρεζολί΄΄, κοντά στο σημερινό Ε.Ο.Τ. Δεν υπήρχε καν δρόμος. Μόνο ένα μονοπάτι. Ο δρόμος γύρω-γύρω Βουλιαγμένη-Βάρκιζα δεν υπήρχε. Μια άγρια ομορφιά από κατακόρυφα βράχια έφταναν στο βάθος σε πανέμορφους λοφίσκους και λιμανάκια. Παράδεισος για τους ψαράδες και τα μοναχικά ζευγαράκια. Στη σκηνή μας ή στον Σπανουδάκη ή στο ΄΄Μαδέρι΄΄ πηγαίναμε με τα πόδια. Όλη η περιοχή ήταν γεμάτη δέντρα. Ύστερα από την ΄΄απελευθέρωση΄΄ και το οδυνηρό ΄΄τέλος΄΄ των Δεκεμβριανών, ο κόσμος ξεχύθηκε σαν τα σκαθάρια στις εξοχές, ύστερα από άγρια κλεισούρα για πάνω από τέσσερα χρόνια. Πριν καλά-καλά αρχίσει η επιχείρηση ΄΄Ουζερί΄΄, ήρθαν κάτι άγριοι χωροφύλακες και μας έδιωξαν όλους από την περιοχή. Λέγανε ότι θα ’ρθουν εκεί κοντά κάτι μεγάλοι υπουργοί και αντάρτες να υπογράψουν χαρτιά για την ανακωχή του εμφυλίου πόλεμου. Ήταν η ΄΄Συμφωνία της Βάρκιζας΄΄, στο κτήμα του Κανελλόπουλου, εκεί κοντά στα σημερινά Βλάχικα. Σε δύο-τρεις μέρες την ανάστησε την επιχείρηση ο πατέρας μου, όταν τελειώσανε οι ΄΄συμφωνίες΄΄ και άρχισαν τα δικά μου βάσανα. Εν τω μεταξύ, ο γέρος μου τσακώθηκε με το συνέταιρό του και χώρισαν τα τσανάκια τους... Έτσι βρέθηκα τις Κυριακές και αργίες να γυρνάω με μια νταμιζάνα ίσα με το μπόι μου (έλεγε η μάνα μου φανερά δυσαρεστημένη), ένα χωνί και ένα εκατοστάρι τσίγκινο και να ρωτάω τις παρέες αν θέλουν ν’ αγοράσουν ούζο. Ντρεπόμουν φρικτά.

Page 50: Λαδιάρηδες.pdf

Η μάνα μου μού έλεγε: ΄΄Πήγαινε βρε χαζούλη και ρώτησέ τους τι ώρα είναι για να νομίζει ο πατέρας σου ότι τους ξαναρωτάς για ούζο΄΄. Ο πατέρας μου με παρακολουθούσε με το γερακίσιο του μάτι. Της μάνας μου δεν της πολυάρεσε η ιδέα ΄΄τέντα-μαγαζί-ουζερί΄΄. Κατά διαστήματα, μισοέπινα τις λεμονάδες και συμπλήρωνα νερό. Ήταν αυτές με ένα καπάκι στρογγυλό και δύο σιδεράκια, που τα σφίγγανε γερά μ’ ένα στρογγυλό, για στεγανότητα, λαστιχάκι. Συνέχεια έτρωγα ξύλο γι αυτό... Μετά ήταν οι σφήγκες που μαζευόντουσαν δεκάδες, γύρω-γύρω από τα απόνερα του ψυγείου, με τον πάγο. Συχνά ήμουν τούμπανο, μ’ ένα μάτι να! Αλλά τα μπάνια δίπλα μας στα ολοκάθαρα νερά και το υπαίθριο χέσιμο που κάναμε πιο ψηλά στο βουνό αγναντεύοντας το γαλάζιο απέραντο της θάλασσας, ήταν η καλή μας αποζημίωση. Βάζαμε δύο πέτρες και καθόμασταν επάνω, σαν το καλύτερο καθίκι. Τα βράδια, κοιτάζοντας τον διάσπαρτο από μυριάδες αστέρια ουρανό και την ημέρα την απέραντη καταγάλανη θάλασσα, είχαμε δώσει όλες τις απαντήσεις μας στα δύσκολα ερωτήματα, ανάμεσα σε χασκόγελα και πορδές. Αυτή την καλή συνήθεια την κρατήσαμε μέχρι, σχεδόν, τα δεκάξι μας. Λέγαμε συχνά τα βράδια στη γειτονιά: ΄΄Πάμε ρε στο βουνό για χέσιμο;΄΄. Αράζαμε με τις ώρες πάνω στις πέτρες κι ας μην χεζόμασταν. Ρεμβάζαμε την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, την Ψυτάλλεια και την Καστέλα δίχως τα σημερινά εμπόδια πολυκατοικιών που χάθηκαν πίσω τους τα βουναλάκια της Ζωοδόχου Πηγής, συνέχεια δίπλα στου Απόλλωνα το σπίτι, ύστερα στον Αϊ Γιώργη και συνέχεια το γεμάτο από ευκάλυπτους βουνό του Αϊ Γιαννιού.

Page 51: Λαδιάρηδες.pdf

Τους έκανα τον καμπόσο ότι ήμουν Πειραιώτης και ότι έχω γυρίσει πολλές φορές με τα πόδια όλο το λιμάνι, το Χατζηκυριάκειο, την Πειραϊκή, ανέβηκα ακόμα στο αρχαίο τείχος, έκανα μπάνιο στα βοτσαλάκια και πήγα στη σπηλιά του Παρασκευά, στη Φρεατίδα που θάψανε το Θεμιστοκλή ο οποίος βούλιαξε τα καράβια του Ξέρξη, ρε μαλάκες ανιστόρητοι, Ω! Αθηναίοι... Άλλοι κάπνιζαν αρειμανίως, άλλοι ρέμβαζαν, άλλοι λέγανε φωναχτά ποιους χέζανε τώρα και άλλοι, τι άλλο; Τις γκόμενες. Είχαμε χέσει όλο τον κόσμο. Είχαν δημιουργηθεί ταλέντα φαντασίας. Ο Πάνος, ο αδελφός του Σπήλιου, έλεγε συχνά: ΄΄Ρε, για φαντάσου να μαζεύαμε όλα τα σκατά και με μια μάνικα να τα ρίξουμε μέσα στη Βουλή, ή στα ανάκτορα; Πλάκα δεν θα ’χει;΄΄. Σπαρταρούσε από τη γόνιμη φαντασίωση των κυριών με τις τουαλέτες και τους κυρίους με τα σμόκιν και έπεφτε κάτω από τα γέλια, πολλές φορές ο ίδιος λερωμένος από το πέτρινο καθίκι του. Όσους μισούσαμε τους χέζαμε κάθε φορά. Ιστορίες σε απίθανα μέρη, και πρόσωπα. Χέσιμο για τους καθηγητές μας, τα αφεντικά μας, τους μπάτσους. Δεν αφήναμε κανέναν. Πολλές φορές τσακωνόμασταν γιατί παίρναμε κάποιου το μέρος για χέσιμο και λέγαμε συχνά για πλάκα: ΄΄Ρε, αυτός δεν είναι για χέσιμο, μη χεστούμε κιόλας΄΄. Κάθε αρχή της σεζόν ο πατέρας μου, ο αδελφός μου κι εγώ, με τη βάρκα μας πηγαίναμε απέναντι, στην ερημιά της Αγίας Μαρίνας, για να πάρουμε καλάμια για την παράγκα μας. Ο δρόμος Βάρκιζας-Σουνίου δεν υπήρχε τότε. Ήταν ακατοίκητη περιοχή. Μας πήρανε χαμπάρι κάτι τσοπαναραίοι Κορωπιώτες και μας άρχιζαν στο τουφεκίδι με αλατιές. Όπου φύγει-φύγει, ακούγοντας το γέρο να βλαστημάει και να λέει:

Page 52: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Να πάρει ο διάολος τη μάνα τους και τον πατέρας τους, οι σκατοκορωπιώτες, οι τραγαραίοι, γαμώ την αρβανιτιά τους. Που τα βρήκαν τα μέρη, ρε; Του Θεού είναι, ρε!΄΄. Αυτό το βιολί με τα καλάμια κράτησε πάνω από δύο χρόνια. Μάλλον είχε σκοπό να καταπατήσει το χώρο, όπως τον συμβούλευσε ο κατακόκκινος και με μια μύτη με τρίχες και μπιμπίκια σαν μελιτζάνα (καταπατητής και αυτός πριν τον πόλεμο) και φίλος του πατέρα μου, ο γερο-Σπανουδάκης. Ο πατέρας μου δεν τα μάζευε τα πράγματα το χειμώνα, τα ’χε για το καλοκαίρι. Είχε ενισχύσει τη σκηνή με πέτρες και πασσάλους γύρω-γύρω, με πεζούλια με λουλούδια και καμπινέ πιο κάτω, με μια τεράστια τρύπα που άλλαζε μέρος κάθε χρόνο βουλώνοντας την παλιά, με χώματα: Είχε και ταμπέλα: ΄΄καφενείο-εξοχικό κέντρο-ουζερί΄΄. Τέλεια οργανωμένη καταπάτηση! Στο τέλος του 1947 με είχε αφήσει εμένα μόνο μου για δυο-τρεις μέρες και δεν είχε έρθει να με βρει. Έκλαιγα μόνος μου στην απόλυτη μοναξιά. Θυμόμουν τους δράκους, τους σατανάδες μές΄ στην κόλαση, τους νεκρούς στα καρότσια, το 13, το κεφάλι του Βασιλόπουλου μέσα στο πιάτο, πίσω από του Κάπρου το σπίτι. Με βρήκε ΄΄μαύρο΄΄ από το κλάμα ένας ερημίτης ο οποίος έμενε πιο κάτω, μέσα σε ένα πρώην Γερμανικό πολυβολείο και ο οποίος μάζευε χοντρό αλάτι από τις τρύπες και το πούλαγε στην Αθήνα. Όταν το ’μαθε η μάνα μου ήρθε και κατέστρεψε όλο το μαγαζί με λύσσα. Τα ’κανε όλα λίμπα!! Είχε προηγηθεί το γκρεμοτσάκισμα ενός προσκόπου-άλκιμου λίγο πιο κάτω από τον ερημίτη (Διβόλη, μπρρρ-μπρρρ τι όνομα! λέγαμε συνέχεια) και είχε σκοτωθεί. Εκεί πηγαίναμε και μαζεύαμε χοντρό αλάτι από τις τρύπες που έμενε το νερό όταν είχε τρικυμία.

Page 53: Λαδιάρηδες.pdf

Η μάνα μας είχε απαγορέψει να πηγαίνουμε εκεί αλλά εμάς μας άρεσε να κατεβαίνουμε σαν τα κατσίκια από τις εσοχές των βράχων. Ο πατέρας μου έκανε μεγάλη φασαρία στο σπίτι. ...Είρθε και η αστυνομία... Η επιχείρηση ''ουζερί'' έληξε εντελώς άδοξα, χάνοντας και την αξία του οικοπέδου, που η σημερινή του τιμή θα ήταν άνετα εκκατοντάδες χιλιάδες Ευρώ...όπως το "ΑΛΚΥΟΝΙΣ".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 ΣΧΟΛΕΙΟ Δύο τρεις μήνες μετά το γύρισμα του νέου χρόνου το 1945, μια χαρμόσυνη είδηση μας τρύπησε τ’ αυτιά. Μας είχαν γανώσει το κεφάλι για το σχολείο που θα πάμε και τι ωραία που θα ’ναι και τι γράμματα που θα μαθαίναμε και πολλά άλλα ευχάριστα. Επιτέλους μας πήγαν να γνωρίσουμε και το σχολείο μας. Εγώ πήγα σχεδόν κανονικά. Άλλα παιδιά ήταν αρκετά μεγάλα ή δεν είχαν πάει καθόλου ή είχαν μείνει στη μέση ύστερα απ’ την κήρυξη του πολέμου, την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά όπου τα σχολεία ήταν κλειστά ή υπολειτουργούσαν, ειδικά στις φτωχογειτονιές. Εμάς στην περιοχή μας το μεγάλο και μοναδικό δημοτικό (ιδιοκτησίας Καράμπαμπα) το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Κάθε μεγάλο σπίτι ή κτίριο, το κάνανε ΄΄Κομαντατούρα΄΄, όπως λέγανε τότε οι μεγάλοι και....τρέμαν απ’ το φόβο τους. Βλοσυροί φρουροί, πάνοπλοι, κοίταγαν κάθε περαστικό με περισσή καχυποψία. Είχαμε περάσει κανά-δυο φορές. Δήθεν να πιάσουμε το πάνινο τόπι για να πάμε κοντά και να δούμε. Λέγαμε καμαρωτά ύστερα: ΄΄Ρε, εγώ πέρασα πολύ κοντά απ’ το Γερμαναρά, ενώ εσύ ρε χέστη πέρασες από απέναντι΄΄. Μπαίνοντας μέσα στην τεράστια αυλή του σχολείου είδαμε γκρεμισμένους τοίχους, σκουπίδια και σφαίρες μέσα σε

Page 54: Λαδιάρηδες.pdf

τρύπες στους τοίχους, ενώ πολλές πόρτες ήταν ανοικτές και άλλες κλεισμένες με κουρελούδες. Οι Γερμανοί στην έντρομη φευγάλα τους άφησαν ακαταστασία, παρά την οργάνωση που φαινόταν ότι επικρατούσε πριν φύγουν, στο χώρο. Ύστερα ήρθαν οι κλοπές, οι μάχες στη συνοικία μας και η εγκατάλειψη. Μερικοί καλοί άνθρωποι άρχισαν να συμμαζεύουν όσο μπορούσαν με δική τους πρωτοβουλία. Χτίστες, σοβατζήδες, μαραγκοί, απλοί άνθρωποι, έκαναν σε λίγες μέρες το ακατόρθωτο. Ωστόσο, οι ελλείψεις ήταν τεράστιες και απ’ ότι απεδείχθη, θαυμάσια ευκαιρία να αλαναρέψουμε, έστω και μέσα στο σχολείο. Μπροστά απ’ το σχολείο ήταν μια αλάνα. Σήμερα είναι η Πλατεία της Δημαρχίας. Πίσω απ’ το σχολείο ένα οικόπεδο με μάρμαρα μ’ έναν ψηλό τοίχο που το πηδάγαμε για μαγκιά, παρόλο που ρητώς μας λέγαν οι δάσκαλοι: ΄΄Μη σας δούμε και τον πηδάτε, καήκατε΄΄. Οικόπεδο του Καράμπαμπα κι αυτό. Δίπλα, ήταν η παλιά Δημαρχία με μια εξωτερική στρογγυλή σκάλα για το πάνω πάτωμα, παράδεισος για τσουλήθρα. Και αυτό επίσης ιδιοκτησία του Καράμπαμπα. Ο Καράμπαμπας ήταν ένας ψηλός χοντρός, μεγαλοπρεπής, με κάτι μουστάκες, ζωνάρι άσπρο και ψάθινο καπέλο το καλοκαίρι. Καθόταν σαν αγάς πάνω σε μια άμαξα που έχει δύο μεγάλα φανάρια δεξιά-αριστερά. Πρέπει να ’χε κήλη γιατί είχε ανοικτά τα πόδια του και κάτι αρχίδια πρησμένα σαν μπαλόνια, κρεμασμένα στα σκέλια του. Κρατούσε ένα μακρύ καμουτσί, φόβος και τρόμος στην πιτσιρικαρία, ενώ πολλοί από μας του κλέβαμε τον τενεκέ για νερό που ήταν κρεμασμένος από κάτω από το τιγκίλι της άμαξας, τον δέναμε με σπάγκο (που τον έσουρνε η άμαξα με θόρυβο) και τον περιγελούσαμε, βγάζοντας και τη γλώσσα

Page 55: Λαδιάρηδες.pdf

μας στο χοντρό αγριάνθρωπο με τα ΄΄μεγάλα αρχίδια΄΄, όπως τον λέγαν οι πιο μεγάλοι. Προσπαθούσε μάταια να μας τσακίσει με το μακρύ του καμουτσί. Ο Καράμπαμπας ήταν ένας από το πακέτο της ομάδας με το Γερουλάνο, τον Κανάκη, το Νάστο, τον Τριανταφύλλου, οι οποίοι ποιος ξέρει τι σχέση είχαν με τους φευγάτους Τούρκους του περασμένου αιώνα, με την εκκλησία και τους τότε αρχοντοκοτσαμπάσηδες της περιοχής. Βρέθηκαν στις αρχές του αιώνα μας να νέμονται τεράστιες εκτάσεις απ’ τον Αι-Γιάννη στην αρχή της οδού Βουλιαγμένης στου Βαριώτη, έως τα Σούρμενα και μέχρι τα βουνά του Υμηττού, που τότε οι μεγάλοι τον λέγανε τρελό και μεις λέγαμε για πλάκα: ΄΄Ρε, αυτός είναι Υμηττός΄΄ για κάποιον περίεργο τύπο. Οι Τριανταφύλλου ήταν πέντε-έξι αδέλφια, μπεκιάρηδες (ανύπαντροι), κάποιας ηλικίας. Μέναν εκεί που είναι σήμερα η πλατεία Καλογήρων. Στο μετρό. Έρημη περιοχή. Είχαν κατά διαστήματα χάνια, μπακάλικα, σιδηρουργεία, γυφτοπεταλάδικα όπως λέγανε οι παλιότεροι. Επειδή ήταν αγριάνθρωποι και λεχρίτες στην εμφάνιση, με μουστάκες, γένια και μακριά μαλλιά, οι γύρω-γύρω κάτοικοι με τρόμο τους έλεγαν ΄΄οι καλόγηροι΄΄. ΄΄Πάμε στους καλογήρους, πάμε στους καλογήρους΄΄, έμεινε το επώνυμο από τότε στην περιοχή. Σήμερα λέγεται πλατεία Καλογήρων, είναι γεμάτη καφετέριες και τερματίζει προσωρινά το Μετρό. Απ’ την πρώτη μέρα κουβαλούσαμε άλλος πέτρα, άλλος ένα ξύλο, άλλος πιο προνομιούχος ένα ξύλινο σκαμνί το οποίο δέναμε μ’ ένα σπάγκο και το τραβούσαμε για το σπίτι χαρούμενοι για το χαβαλέ που κάναμε. Δεν υπήρχαν θρανία. Κάθε φορά μου το επισκεύαζαν και κάθε φορά έτρωγα ξύλο. Είχε αρχίσει η διαδικασία της ΄΄επιμόρφωσης΄΄. Με σφαλιάρα, τράβηγμα αυτιού, τσουλούφια και βιτσιές στις ανοιχτές παλάμες, μαζί με τιμωρία να κοιτάς τον τοίχο

Page 56: Λαδιάρηδες.pdf

όρθιος κατά την ώρα του μαθήματος, ή και στο διάλειμμα ακόμα. Η δασκάλα ήταν μια θεόμουρλη. Για δέσιμο. Κατά ομολογία όλων των μεγάλων. Λεγόταν Παπαγεωργίου. Φόβος και τρόμος στα πιτσιρίκια. Έκανε μάθημα στα ΄΄πρωτάκια΄΄, στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ήταν φανατική χριστιανή. Και με το παλιό ημερολόγιο, παρακαλώ. Αλλά και ακραιφνής αντικομμουνίστρια. Μας τάραζε στις φωνές και τις βιτσιές στην ανοικτή παλάμη, έτσι, για ψύλλου πήδημα. Δεν τολμούσε κανείς να την κοντράρει. Έλεγε συχνά: ΄΄Ρε συ, ο πατέρας σου ο κομμουνιστής που πολέμησε τους Γερμανούς και τώρα πουλάει τα παιδάκια στους Βούλγαρους, θα πάει στην κόλαση ρε΄΄. ΄΄Θα τον σουβλίσουν οι σατανάδες μέσα στα καζάνια με πίσσα ρε. Να αποκηρύξεις τον πατέρας σου ρε, για να πας στον παράδεισο εσύ, τουλάχιστον ρε΄΄. Άμα έκλαιγε κάποιο πιτσιρίκι γιατί ο πατέρας του ήταν στο βουνό, εξορία, ή εκτελεσμένος, έλεγε αμέσως καπάκι: ΄΄Κλάψε ρε, κάνει καλό, φεύγει ο σατανάς από μέσα σου΄΄. Κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει την κυρία Παπαγεωργίου. Ήταν, όπως λέγανε, άμεσος συγγενής της ομάδας των γνωστών Παπαγεωργίου, ή μπορεί και απλή συνωνυμία. Μια φάρα γερμανοτσολιάδων από τρία αδέλφια και μια εικοσάχρονη αδελφή. Έδρασαν στην Κατοχή και στα Δεκεμβριανά. Ο ένας από δαύτους σκοτώθηκε στο Ρίμινι της Ιταλίας στον πόλεμο του 1940. Οι δυο άλλοι και η αδελφή τους οργίασαν πραγματικά σ’ όλη την Κατοχή σαν δοσίλογοι, μαυραγορίτες, γερμανοτσολιάδες, κουκουλοφόροι και στο τέλος χιταράδες και ταγματασφαλίτες, υπεύθυνοι πολλών προδοσιών, βασανιστηρίων και δολοφονιών. Γύριζαν πάνοπλοι οι ίδιοι, με ολόκληρη συμμορία, πάντα ένοπλων τσολιάδων.

Page 57: Λαδιάρηδες.pdf

Είχαν κατατρομοκρατήσει Κατσιπόδι, Αι Γιάννη και προπάντων Γούβα, Παγκράτι και Βύρωνα. Οι Παπαγεωργίου είχαν σκαρώσει και τραγούδι που το τραγουδούσαν φωναχτά, με κάτι αγριοφωνάρες που ανατρίχιαζαν οι περίοικοι. Το τραγούδι έλεγε κάπως έτσι: ΄΄Στο Παγκράτι έχω ζήσει και το ’χω τρομοκρατήσει.

Είχα μάνα μερακλού, αχ! και καραμπουζουκλού.

Και αδέλφια δεν είναι ψέμα που διψούνε για το αίμα.

Είμαι ο Παπαγεωργίου που θαρρώ δια βίου,

πως θα κάνω το νταή, απ’ το βράδυ ως το πρωί.

Να σκοτώνω με την πρώτη, κάθε έναν Βυρωνιώτη.

Ας μας λένε Νίκο θα πεθάνεις, εσύ και ο αδελφός σου ο Γιάννης΄΄.

Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών τους εκτέλεσαν οι ΕΛΑΣίτες στο Παγκράτι, αυτούς και πολλούς άλλους απ’ την ένοπλη συμμορία τους. Τον έναν κοντά στο κουρείο και στο μπακάλικο, ενώ τον άλλο κοντά στο άλσος. ΄΄Ξεβρόμισε ο τόπος΄΄, έλεγαν τότε οι μεγάλοι, φανερά στην αρχή, κρυφά αργότερα όταν ηττήθηκε το κίνημα των Δεκεμβριανών και στην Αθήνα κυριαρχούσε κατά κράτος η μονομερής τρομοκρατία των δεξιών, όπως έλεγαν οι μεγάλοι, συνοφρυωμένοι και ψιθυριστά.

Page 58: Λαδιάρηδες.pdf

Μια άλλη ΄΄καθώς πρέπει΄΄ δασκάλα ήταν η κυρία Πίστη, σοβαρή και αυστηρή συνάμα, έκανε στις μεγαλύτερες τάξεις του εξαταξίου δημοτικού. Τους είχαν βγάλει και τραγούδια. Ένα έλεγε, κάπως έτσι στα νέα παιδιά που θα πήγαιναν στο σχολείο για πρώτη φορά:

΄΄Θα σε πάρει η Παπαγεωργίου που ’ναι τρελή δια βίου

και θα σε δώσει στην κ. Πίστη, να σου βγάλει και την πίστη.΄΄.

Ήταν και μια άλλη δασκάλα σκέτη λέρα. Λέγαν ότι έκλεβε. Ήταν όμως εξακριβωμένο; Πριν το σχολείο μοιραστεί σε Α’ και Β’ (πρωί και απόγευμα), διευθυντής ήταν ένας τύπαρος, που τον λέγανε Τσωμόκο. Ένας τεράστιος αγριάνθρωπος με κάτι μεγάλα αυτιά σαν του ελέφαντα ΄΄JUMBO΄΄ και προπάντων είχε κάτι τεράστιες χερούκλες οι οποίες πολλές φορές την ημέρα προσγειώνονταν στα κεφάλια των μαθητών, σκεπάζοντάς τα στην κυριολεξία. Ακόμα και στου ΄΄Τσιφούτη΄΄ που ’χε μια τεράστια κεφάλα σαν καρπούζι. Φόβος και τρόμος...Σούζα όλοι... Αμέσως μόλις ξεκίνησε το σχολείο, μας δώσανε συσσίτιο. Αριστερά στην κεντρική πύλη ήταν τα μαγειρεία. Ένα δωμάτιο που μέσα φτιάχνονταν το γάλα, με σοκολάτα από σκόνη. Κάθε πρωί στη σειρά παίρναμε το γάλα-σοκολάτα και ένα σταφιδόψωμο. Μας άρεσε πολύ να βουτάμε το σταφιδόψωμο στο τσίγκινο κυπελλάκι μέσα στη ζεστή σοκολάτα και βρεγμένο το τρώγαμε σα γλυκό, φαγητό και ρόφημα, ενώ πάντα λερωνόμασταν γύρω-γύρω στο λαιμό μας, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, εξεπίτηδες.

Page 59: Λαδιάρηδες.pdf

Η εποχή που η αποκλειστική μας τροφή ήταν τα χαρούπια, οι λαχανίδες, η μπομπότα, τα λούπινα βουτηγμένα στο νερό, ή στη ζάχαρη και στον τοματοπελτέ (σπάνια), δεν ήταν και πολύ μακρινή... Κάποτε βαλαν τον πατέρα μου να μοιράζει το γάλα. Εγώ ντρεπόμουν γιατί τα άλλα πιτσιρίκια τον κοίταζαν περίεργα. Τον έλεγαν ΄΄ανάπηρο΄΄ ή ΄΄πειρατή΄΄ από το μαύρο πανί που ’ταν δεμένο στο μάτι του και εμένα άλλοτε ΄΄ο γιος του πειρατή΄΄ και άλλοτε ΄΄ο γιος του ανάπηρου΄΄. Ο πατέρας μου προσπαθούσε απεγνωσμένα να γεμίσει με το αριστερό του χέρι τα προτεινόμενα κατσαρολάκια με μια τεράστια κουτάλα. Κανά δυο φορές ήταν και ντάγκλα, από τη ρούχλα (σούρα). Κάποτε δεν άντεξε και τους είπε: ΄΄Αι σιχτίρ, παλιοκερατάδες΄΄ και έφυγε. Εμένα όμως μου ’μεινε το παρατσούκλι ΄΄ο γιος του πειρατή΄΄ ή ΄΄ο γιος του ανάπηρου΄΄. Είχα τσακωθεί πολλές φορές γι αυτό... Το σχολείο είχε σκάλες. Με σπρωξιές παίρναμε σειρά για να τις κατεβούμε, κάνοντας τσουλήθρα πάνω στο γυαλιστερό στηθαίο. Πάνε τα παπούτσια στα πλάγια και είχαμε πολλές φορές σκισμένα παντελόνια και φωνές από τους μεγάλους. ΄΄Πάλι βρε έκανες τσουλήθρα; Τώρα θα δεις΄΄. Οι τουαλέτες όμως ήταν γεμάτες βρώμα. Από δεξιά στην αυλή ήταν των αγοριών και αριστερά των κοριτσιών. Πάντα γεμάτες σκατούλες. Κάποιο παιδί έκανε μέσα, το άλλο λίγο πιο έξω, το άλλο ακόμα πιο έξω για να μην τα πατάει, δημιουργώντας έτσι ΄΄βρώμα και δυσωδία΄΄, όπως λέγανε οι μεγάλοι. Τα φαγητά μας, ακόμα και μετά την Κατοχή, ήταν πολλά όσπρια, βαριά για τα παιδικά στομάχια και προκαλούσαν πολύ διάρροια. Σχεδόν όλα τα παιδιά ήταν συγκαμένα. Σήκωναν το πόδι τους και τράβαγαν το μαύρο (συνήθως) σώβρακο το καλοκαίρι, που είχε λάστιχο στη μέση και πάντα μια κωλότσεπη πίσω, για να το ξεκολλήσουν από τη συγκαμένη περιοχή.

Page 60: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν μάστιγα η πρωκτίτιδα. Ο πιο συγκαμένος ήταν ο Νίκος. Σε κάθε δύο μέτρα περπάτημα είχε τρία τραβήγματα για ξεκόλλημα ενώ εμείς άντε...το πολύ δύο. Ο Πολίτης (ο πεπόνιας), άριστος μίμος της παρέας, έκανε πάντα το Νίκο και κάποιον που πρωτοφορούσε καινούργιο ρολόϊ στο αριστερό του χέρι. Μπροστά στη μεγάλη μαύρη πόρτα του σχολείου αριστερά και δεξιά, επάνω σε δύο κολώνες ψηλά, υπήρχαν δύο τεράστιες πήλινες στρογγυλές γλάστρες. Η ΄΄μαγκιά΄΄ ήταν ν’ ανεβαίνεις στη μάντρα και να κρεμιέσαι γύρω από μια γλάστρα και αιωρούμενος σαν τον πίθηκο να σαλτάρεις για να πιαστείς στην άλλη γλάστρα δίχως να πέσεις κάτω και μετά ν’ ανέβεις στη μικρή ταράτσα του παρακείμενου μαγειρείου. Σε κάποιο σάλτο (πρέπει να ήμουν στην τρίτη δημοτικού) έσπασε η γλάστρα. Με κυνηγούσε η γκαντεμιά. Βρέθηκα χάμω ανάσκελα, γεμάτος χώματα και κομμάτια από τη γλάστρα, καταματωμένος. Το κακό ήταν ότι είχε χτυπήσει σοβαρά και μια συνομήλικη συμμαθήτριά μου. Η κόρη του Μπλούμ. Ο Μπλούμ ήταν ο πρώτος σκουπιδιάρης στη Βασιλίσσης Σοφίας, μόλις άρχισαν λίγο-λίγο να τη σουλουπώνουν απ’ το χωμάτινο χάλι της. Μ’ ένα καρότσι, σκούπα και φαράσι, σκούπιζε (τρόπος του λέγειν...) το δρόμο. Ήταν πανευτυχής και πάντα σουρωμένος. Έλεγε και ένα τραγούδι. Μόνιμα το ίδιο, που κατέληγε μετά από πολλά περίεργα ρεψίματα και λόξυγγες, κάπως έτσι.

΄΄Μαέστρο, τσι-τσι μπλούμ,

ένα φοξ, κάνε μπλούμ΄΄.

Page 61: Λαδιάρηδες.pdf

Το βράδυ γλύτωσα το ξύλο, γιατί το σαγόνι μου ήταν μαντάρα. Ακόμα υπάρχουν τα σημάδια. Εμένα όμως μου είχε στοιχίσει πάρα πολύ το χάχανο των άλλων όταν είχα κουτρουβαλιαστεί κάτω στο χώμα, ενώ αργότερα έτρωγα συνέχεια ξύλο λέγοντας οι μεγάλοι: ΄΄Να ρε, αυτός ήταν η αιτία που βάλανε γυαλιά στην μάντρα΄΄ για να μην ξανανεβαίνουμε. Μετά την Κατοχή, τον εμφύλιο και την αναγκαστική κλεισούρα, είχαμε κυριολεκτικά λυσσάξει. Δεν μας κρατούσε τίποτα μέσα. Ούτε οι απειλές, ούτε το ξύλο, ούτε η τιμωρία. Μαζί με τους φίλους μου, τον Τσιφούτη, τον Βασίλη τον Πλιτάγγο, το Βάβαλη το Γιάννη, το Λερούτσο, το Γκιώνη, τον Ψυρόπουλο, το Θεμελή το Γιώργο και άλλους κάναμε συχνά επιδρομές στις γύρω αυλές με πορτοκαλιές, μηλιές, μούρα, σύκα, τσάγαλα, φιστίκια και τζίτζιφα. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε να σνομπάρουμε μερικά δένδρα, που στην Κατοχή μας είχαν σώσει. Τα τσάγαλα δεν τα πολυγουστάραμε γιατί ο άγουρος καρπός του αμύγδαλου και η μυρωδιά από το πράσινο σκληρό περίβλημα, ήταν πάρα πολύ πικρά και δεν μας άρεσαν. Επίσης και τα χαρούπια. Αφού είχαμε χορτάσει σε σχέση με την πείνα της Κατοχής, λέγαμε στους λιγούρηδες που τρώγανε χαρούπια: ΄΄Ρε, κατσίκα είσαι;΄΄. Τις ελιές κοντά στο Μπραχάμι ούτε θέλαμε να τις δούμε στα μάτια μας. Θύμιζε τις ατελείωτες ώρες που ψάχναμε να βρούμε τα κουκούτσια στα σκουπίδια, που με τις ώρες σπάγαμε στο σκαλάκι της αυλής μας για τον ΄΄πυρήνα΄΄, αυγατίζοντας το λιγοστό μας αλεύρι. Ένα μεγάλο ρέμα κατέβαινε στα πλάγια της Γυμναστικής Ακαδημίας, περνούσε βαθύ την οδό Ηλιουπόλεως, χωνόταν κάτω απ’ τη γέφυρα στην οδό Βουλιαγμένης και συνέχιζε φαρδύτερο διασχίζοντας την πλατεία Καλογήρων δια μέσου

Page 62: Λαδιάρηδες.pdf

και κατά μήκος της οδού Παπαναστασίου, περνούσε δίπλα απ’ τον Ασύρματο και χυνόταν στο ΕΔΕΜ, στη θάλασσα. Πηγαίναμε σκαστοί απ’ το σχολείο και εξερευνούσαμε την περιοχή. Μόλις τότε τελείωσε το έργο και σκεπάστηκαν οι μεγάλοι σωλήνες που άρχιζαν από την πέτρινη γέφυρα της οδού Βουλιαγμένης και τελείωναν λίγο πιο πέρα από την τρύπα στις σκάλες του Μετρό, κάπου 200 μέτρα μήκος. Το ρέμα κουβαλούσε τόνους ολόκληρους μπάζα , χώματα, ξύλα, σκουπίδια και σχεδόν έφραζε η από τον Υμηττό είσοδος της γέφυρας. Ώρες ατελείωτες σκάβαμε ένα λαγούμι αρκετό για να μας χωρέσει και να χωθούμε σαν τα ποντίκια για να βρεθούμε μέσα στη μαγεία της μεγάλης σωλήνας και να τσαλαβουτήσουμε μέσα στο συνεχώς τροφοδοτούμενο σ’ όλη τη διαδρομή ρέμα σχεδόν όλο το χρόνο απ’ τα βρομόνερα των σπιτιών που κατά μήκος του έριχναν. Η σωλήνα κατέληγε σ’ ένα μεγάλο στόμιο που έχασκε στο παλιό ΄΄Απετίτο΄΄ μπροστά, σχηματίζοντας μια μεγάλη λακκούβα, που πάντα είχε νερά λιμνάζοντα σαν έλος. Μέσα στα πράσινα νερά, δεκάδες καλοθρεμμένοι βάτραχοι τσαλαβουτούσαν, μελλοντικά θύματα μέσα στις πρωτόγονες απόχες μας. Όλη η παρέα ήταν επί ποδός πόλεμου. Όπως τότε λέγαμε... Άλλοι έπιαναν βατράχους, άλλοι βρίσκαμε αποτσίγαρα, άλλοι εφημερίδες, άλλοι σπίρτα, άλλοι κονσερβοκούτια και άλλοι άρχιζαν το έργο... Φτιάχναμε μια μεγάλη τσιγαρούκλα από την εφημερίδα, τα αποτσίγαρα, πολλές φορές βάζαμε και κοπριά από τους γαϊδάρους και το χώναμε μέσα στου φουκαρά του βατράχου το στόμα, περιμένοντας να σκάσει αφού ρουφούσε όλο τον καπνό και γινόταν σαν μπαλόνι. Μερικοί άλλοι κάνανε εμετό, αν και οι πιο μεγάλοι κάνανε ακόμη πιο ανατριχιαστικά βασανιστήρια στους φουκαράδες του βατράχους. Μέσα σε ένα άδειο κονσερβοκούτι έβαζαν το βάτραχο και στο καπάκι πάνω τοποθετούσαν μια πέτρα για να μη φύγει.

Page 63: Λαδιάρηδες.pdf

Έβλεπες δέκα-είκοσι τενεκεδάκια στη σειρά έτοιμα για εκκίνηση. Ο κάθε ένας κάτοχος του τενεκέ και του βατράχου είχε ένα ξύλο αναμμένο και όταν δινόταν το σήμα, ζεσταίνανε τον τενεκέ για πέντε λεπτά και με το άλλο σύνθημα βγάζανε την πέτρα, ενώ ο βάτραχος τσουρουφλισμένος πήδαγε με τον τενεκέ στην πλάτη του. Κέρδιζε αυτός που ο σημαδεμένος του τενεκές πήδαγε πιο ψηλά και πιο μακριά. Γινόταν και καυγάς: ΄΄Εμένα ρε, πήδησε πιο πολύ΄΄. Ποτέ δεν συμφωνούσαμε.... Κάτι άλλοι βάζανε λίγο νέφτι στην άκρη ενός μακριού ξύλου ποτισμένου σ’ ένα σφικτά δεμένο κουρέλι και το χώνανε στη ζούλα μες τον πισινό του γαϊδάρου, ή του αλόγου και το άμοιρο το ζώο γινότανε Λούης. Έτρεχε σαν σφαίρα και από πίσω του ο ταλαίπωρος μανάβης, ή παλιατζής. Άλλη ζαβολιά ήταν όταν οι σκύλοι έκαναν σεξ, εμείς εκείνη την ώρα τους κυνηγούσαμε. Αυτοί γύριζαν τρομοκρατημένοι και προσπαθούσαν να φύγουν κολλημένοι σε αντίθετες κατευθύνσεις πάντα. Άλλοι κυνηγούσαν με σφεντόνες τις γάτες και τους σκύλους. Πολλές φορές, όταν είχαμε ένα μικρό καθρέπτη, στραβώναμε το άλογο, ή το γάιδαρο και έτρεχε σαν τρελό. Ένα τέτοιο άλογο, λίγο παλαβό, το ’χε ο πατέρας του Γιώργου του Τζούρα στη μάντρα τους, που κουβαλούσε τα υλικά στις οικοδομές με το κάρο. Τον έλεγαν Τζέκο. Απέναντι απ’ το σπίτι. Του ρίχναμε τον καθρέπτη και ο Τζέκος έσπαγε τα λουριά απ’ το δέντρο που τον είχαν δέσει και έτρεχε σαν τρελός παρασύροντας τα πάντα, ενώ εμείς παρακολουθούσαμε κρυφά το θέαμα με απέραντη ευτυχία. Λέγανε: Ρε μαλάκας ήταν ο μέγαλέξαντρος που τόκανε στα εχθρικά άλογα; Όλο ξύλο τρώγαμε γι αυτό. Σε κάποιο σκασιαρχείο απ’ το σχολείο, μου τη στήσανε η μάνα μου και ο αδελφός μου στις σωλήνες στους

Page 64: Λαδιάρηδες.pdf

Καλογήρους, όπως λέγανε τη δημοφιλέστερη περιοχή κοντά στο σχολείο. Ο ένας στο ανοικτό στόμιο και η μάνα μου στη γέφυρα, στην είσοδο. Κάποιοι το σφύριξαν και βγήκα από την είσοδο κινδύνου, στην μέση περίπου, και πήγα αμέσως στο σχολείο. Ήρθε όμως η μάνα μου και μ’ έδειρε με την παντόφλα, μέσα στην τάξη, μπροστά σε όλα τα παιδιά. Έγινα ξεφτίλα των σκυλιών. Όλοι γελούσαν. Περισσότερο ξεφτιλίστηκα στις ομορφονιές της τάξης όπως τη Γριμανέλη, την Ανταλή και άλλες. Όταν έκανα το μάγκα αργότερα, αμέσως μου ξεφουρνίζανε: ΄΄Κάτσε καλά γιατί θα το πούμε στη μάνα σου και θα σε δείρει με την παντόφλα΄΄. Μου έπεφταν τα φτερά και τ’ αυτιά μέχρι το πάτωμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 ΕΞΟΧΗ Γύρω στα 1947, το καλοκαίρι, ο γέρος μου μ’ έχωσε μέσα στη λίστα για τις παιδικές κατασκηνώσεις των Δήμων στην Πεντέλη. Δήμαρχος ήταν τότε ο Πετροπουλέας. Ο πατέρας μου ’κάνε συστάσεις: ΄΄Κοίτα ρε, να ’σαι καλό παιδί, μη τυχόν και σε διώξουνε γιατί κάηκες. Πήγα και παρακάλεσα αυτόν τον τράγαρο το Δήμαρχο΄΄. Δεν του ’χε και μεγάλη εκτίμηση. Ήταν δεξιός Δήμαρχος σε αριστερή συνοικία. Όταν ανεβαίναμε στα ξεσκέπαστα φορτηγά, η μάνα μου μέσα στην αναμπουμπούλα, έχωνε σπρώχνοντας τη μυξοκλαίουσα αδελφή μου μέσα στο φορτηγό για να πάει κι αυτή εξοχή. Όταν φτάσαμε εκεί, είδαν ότι δεν ήταν στη λίστα και άρχιζαν να φωνάζουν και να βρίζουν. Τους έβριζα και τους κλωτσούσα κι εγώ. Μας έδιωξαν και τους δύο την ίδια μέρα, νηστικούς. Εγώ ήμουν πανευτυχής.

Page 65: Λαδιάρηδες.pdf

Θα έπαιζα με τους φίλους μου όλη μέρα. Δεν πολυγουστάριζα την πειθαρχία της κατασκήνωσης. ΄΄Μη εκείνο, μη το άλλο΄΄. Είχα μάθει τα μαντάτα από άλλους. Όμως ο πατέρας μου δεν μάσησε. Με πήγε στον αδελφό του, στον ΄΄άγριο΄΄ θείο Γιώργη στο εξοχικό του στα Σελίνια, στη Σαλαμίνα, απέναντι από τον Πειραιά. Αλλά και από κει μ’ έδιωξε ο μπάρμπας μου. Έλεγε στον πατέρα μου που ’ρθε να με πάρει: ΄΄Ξέρεις ρε Βαγγέλη, τι έκανε αυτός ο τσόγλανος; Πήγε με έναν άλλο μπάσταρδο στη μισοβυθισμένη ιταλική δεξαμενή και έκαναν βουτιές μέσα στα στεγανά, περνώντας από υπόγειες τρύπες με μακροβούτια, να χαθούν όπως χάθηκαν δύο άλλα πιτσιρίκια πέρυσι. Να, εδώ πιο κάτω καθόντουσαν. Έκλαψαν όλα τα Σελίνια μέχρι την Κούλουρη. Πάρτον τον μούλο, δεν θέλω να τον βλέπω στα μάτια μου΄΄. Σκεφτόμουν κρυμμένος στη γωνία τι ψέματα θα έλεγα στη μάνα μου για να γλυτώσω. Τον ΄΄γέρο΄΄ δεν τον φοβόμουν. Μου έριχνε δύο-τρεις καρπαζιές, πέντε-έξι Χριστοπαναγίες και τη γλύτωνα φτηνά. Ενώ η μάνα μου... Αυτή τη φορά όμως τη γλύτωσα. Κατά βάθος ίσως η μάνα μου δεν πίστεψε ότι έλεγα την καθαρή αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά, εγώ εξακολουθούσα και της έλεγα τις δικαιολογίες μου. ΄΄Μαμά, με είχαν σαν ψυχοπαίδι, όλο βρώμικες και βαριές δουλειές τους έκανα. Άσε, μαμά, που ο θείος ο Γιώργης είναι άθεος. Όλο Χριστοπαναγίες και Βαγγελίστρες λέει και βρίζει και τον Άγιο Φανούριο΄΄. Ήταν ο αγαπημένος άγιος της μάνας μου. Είχε μια παλιά, ξύλινη μικρή εικόνα του γεμάτη στάμπες και καψίματα απ’ τα κεριά. Μπορεί να ’ταν και αξίας, ήταν παλιά. Η μάνα μου όμως πίστευε ότι ήταν θαυματουργή. Είχε εκατό επιθυμίες και όταν κάποια γινόταν πραγματικότητα, μια απέραντη ευτυχία ανάβλυζε από το

Page 66: Λαδιάρηδες.pdf

πρόσωπό της και φιλώντας την έλεγε πάντα σταυροκοπούμενη: ΄΄Μεγάλη η χάρη σου Άγιε Φανούριε, σ’ ευχαριστώ΄΄. Εγώ όμως πάλι πίσω στους δρόμους, στους φίλους μου. Τους έλεγα για τη δεξαμενή: ΄΄Ρε, να δείτε βάθος, ίσαμε την κολώνα΄΄. ΄΄Και κάτι χταπόδια...πέντε μέτρα...΄΄. Τότε άρχισαν να φτιάχνουν τον κύριο δρόμο της Βασιλίσσης Σοφίας, τώρα Εθνάρχου Μακαρίου. Σκάψιμο, χαντάκια, χώματα, βαρέλια με πίσσα, παράδεισος για μας. Τρέχαμε και πηδούσαμε σαν τα κατσίκια. Κάποτε ο Κώστας ο Πολίτης σήκωσε την άκρη του άδειου και κομμένου βαρελιού και έκοψα το πόδι μου βαθιά μέχρι το κόκαλο. Όταν τον συναντάω του δείχνω το σημάδι λέγοντας πάντα: ΄΄Θα βάλω τον εγγονό μου να δείρει τον δικό σου για να πατσίσουμε΄΄. Τις περισσότερες φορές ξυπόλητοι, μ’ ένα κομμάτι ψωμί βρεγμένο με ζάχαρη στο χέρι, ή βούτυρο με μέλι, ή μαρμελάδα, ή λάδι και ρίγανη, ή πελτέ ντομάτα με λάδι και αλάτι, θρεψίνη, ή ταχίνι, τρέχαμε σαν παλαβοί να συναντήσουμε την παρέα. Τον Κάπρο, τον Ντουρντού, τον Κώστα τον Πεπόνια, τον Μάκη, τους Βουρνάδες, τους Τομαήδες, τον Γιώργο τον απέναντι, το Νικολάκη το Γαλατά, τον Ψύρα τον ξάδελφο, τον Θεμελή, τους Μενεξήδες και άλλους μικροαλανιάρηδες. Παίζαμε τις σφαίρες και τα βλήματα, τα χαρτάκια, τα καπάκια, πετροπόλεμο, τα σπαθιά, βώλους, γκαζές, κρυφτό, τρέξιμο, πήδημα τα ρέματα και τα καταφύγια, τη μακριά γαϊδούρα, σβούρες, τα σκατουλάκια, τον τενεκέ με την ασετυλίνη, το κλειδί με τη μπαρούτη, αετό, καραγκιόζη, το μπιζ, πατίνια, αεροπλανάκια, κλέφτες κι αστυνόμους, τα πεντόβολα, το κότσι, το σπάγκο στα δάκτυλα, ποιος θα πετάξει μακρύτερα το κάτουρο (!), καρφίτσες στα κουδούνια, σχοινάκι, κουτσό, το φιδάκι, καβαλαρία στα κάρα, τσουλήθρα στη Ζωοδόχο Πηγή, στη Δημαρχία και στο

Page 67: Λαδιάρηδες.pdf

σχολείο, μπάλα, σφεντόνα, μπιρμπιλόνια φυσοκάλαμα, ξώβεργες, χρυσόμυγα, βατράχους, στάχυα στο Μπραχάμι, κλέψιμο (φρούτων, παιγνίδια, κατσαρόλια, μπακίρια, κόκαλα), τον τενεκέ στο τακούνι, ξυλοπόδαροι, το ξυλίκι, το στεφάνι από ποδήλατο, το τσέρκι από βαρελίσια στεφάνια (που τα κλέβαμε όταν πλένανε τα βαρέλια του κρασιού οι ταβερνιάρηδες), τα μπαλόνια, έχω πάπλωμα χρυσό έχω και μεταξωτό, στα ρέματα όταν έβρεχε μέσα σε μια σκάφη με πρωτοπόρο τον Μημικότση-το γιο της Μανιάτισσας, άναψέ μου το κεράκι, το κοκαλωτό, ο Φίτσος, τα τσουκαλάκια, γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης, τον τηλέγραφο, ψάξιμο στους δρόμους (κολογιά), βόλεϋ, άλμα εις ύψος, τυφλόμυγα, τσιγκολελέτα-πράσινη βιολέτα, τις κουμπάρες, το γιατρό, τις κούκλες, το μπακάλη, ζωγραφιές, λεύκωμα, μαργαρίτες (μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά), ποιήματα-χαρτάκια, τα κάλαντα, τσάμπα σινεμά, τσάμπα στον Πανιώνιο, για μπάνια, εκδρομές, τον κλείδωνα με τις φωτιές, τα τριήμερα πανηγύρια στους γύρω ναούς στα παιγνίδια που έφερναν οι διάφοροι στα πανηγύρια, τις αρκούδες, το Πανόραμα, το μαλλί της γριάς, τα μηλαράκια, το χρυσόμηλο και τόσα άλλα που τα σκαρφιζόμασταν την τελευταία στιγμή αλλά δεν ξέρω γιατί δεν έμεναν όλα. Κάθε παιγνίδι καθιερώνονταν ανάλογα με τα υπάρχοντα υλικά και όταν επίσης εξαπλώνονταν και σ’ άλλες συνοικίες, τότε μόνο έμενε. Αρκετά αντέχουν ως σήμερα. Πολλά από αυτά τα παιγνίδια παιζόντουσαν σε όλη την Ελλάδα. Μέχρι που εξαφανίστηκαν σχεδόν όλα τουλάχιστον στις λεγόμενες γειτονιές των μοντέρνων συνοικιών με τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, το αυτοκινητομάνι και τις πολυκατοικίες θεόρατες να κρύβουν τον ουρανό, γεμάτο από καυσαέριο και χίλιους άλλους ρύπους. Τα πιτσιρίκια αγέλαστα, σκυφτά και με μυωπία, βασανίζουν την καρέκλα τους τη μέση τους, τα μάτια τους και τα MONITOR του P/C για χάρη του Χάρυ Πότερ και όχι μόνο. Με σεβασμό σταματάω το αυτοκίνητο πάντα σ’ ένα δρόμο στην οδό Κολοκοτρώνη, όταν πιτσιρίκια παίζουν μπάλα στη

Page 68: Λαδιάρηδες.pdf

μέση του δρόμου. Συνήθως είναι φτωχά παιδιά μεταναστών, πανέξυπνα και κινητικά, δίνοντας μια ευχάριστη νοσταλγική νότα στις παιδικές μας αναμνήσεις όντας παππούδες με το ένα πόδι στο αμπραγιάζ και το άλλο στον τάφο… όπως λένε. Κάποτε όταν φτιάχτηκε ο δρόμος άσφαλτος το λεωφορείο πέρασε μπροστά από το σπίτι μας και τερμάτιζε στου Μωριά το στενό. Μέχρι τότε τερμάτιζε στο καλοκαιρινό σινεμά ΄΄ΝΑΝΑ΄΄. Τα λεωφορεία είχαν επιτέλους σταματήσει να κινούνται με το θορυβώδη ΄΄γκαζοζέν΄΄. Πίσω από το λεωφορείο ήταν ένας τεράστιος όρθιος λέβητας που έκαιγε ξύλα, κάρβουνα ή κωκ και έφτιαχνε ένα μείγμα σαν το γκάζι. Έκανε θόρυβο, βρωμούσε και κάπνιζε το σύμπαν. Κάποιοι μούλοι όλο και έβρισκαν χώρο να χώσουν τα δάκτυλά τους και να ακουμπήσουν τα πόδια τους εκεί που δεν έκαιγε για καβαλαρία. Ο πατέρας μου, απ’ το ίδιο βράδυ κιόλας, είχε βάλει μια ταμπέλα (όπως ο Νιάρχος και ο Τσαλαγανίδης) και έγραψε με ασβέστη και μεγάλα γράμματα ΄΄ΣΤΑΣΗ ΤΖΟΥΡΝΤΟΥ΄΄. Ήταν μια τάβλα καρφωμένη στην ξύλινη κολώνα στη γωνία μας. Το ίδιο όμως έκανε και ο Πασπαλιάρης ο κυρ-Γιώργος απέναντι ακριβώς στη δική του γωνία, που πουλούσε κρασί χύμα. Οι εισπράκτορες μπερδευόντουσαν. Μια έλεγαν στάση ΄΄Τζουρντού΄΄ και μια ΄΄Πασπαλιάρη΄΄. Ο πατέρας μου μας έβαζε από την πλατεία να μπούμε τσάμπα μέσα στο λεωφορείο και να φωνάζουμε ΄΄στάση Τζουρντού παρακαλώ΄΄. Ντρεπόμασταν φρικτά! Στο τέλος οι εισπράκτορες αλαφιασμένοι την ονόμασαν 4η στάση και καθάρισαν μια για πάντα. Οι δύο μπέκροι φίλοι είχαν τσακωθεί και γω δεν πήγαινα πλέον απέναντι να παίξω με τη Βικτωρία που ήταν φίλη μου και κόρη του.

Page 69: Λαδιάρηδες.pdf

Είχα χάσει επίσης τα μούρα από μια μεγάλη μουριά που είχαν στην αυλή τους. Είχαμε κάνει οι τρεις μας, δηλαδή εγώ, ο Γιώργος ο απέναντι και η Βικτωρία, μια παράγκα επάνω στον τεράστιο κορμό της μουριάς και με άλλα αγόρια και κορίτσια παίζαμε τον Ταρζάν, την τσίτα, το γιατρό και τις κουμπάρες. Θυμάμαι στην Κατοχή, γύρω στο 1942, ο πατέρας μου και ο Πασπαλιάρης είχαν κονομήσει έναν κόκορα και σουρωμένοι τον είχαν σφάξει πάνω σε ένα μαρμάρινο στόμιο, στο βαθύ πηγάδι. Όμως ο κόκορας έπεσε μέσα και κατέβηκε ο πατέρας μου καθισμένος πάνω στον κουβά που έβγαζαν νερό και τον έβγαλε. Ώσπου να γυρίσει και την τελευταία στροφή το μαγκάνι και να δω τα χέρια του πατέρα μου να πιάνουν το στόμιο του πηγαδιού, κόντευα να πεθάνω. Έκλαιγα συνέχεια... Αυτό το συμβάν, μαζί με ένα άλλο, όταν έπεσε ο Τρομπώνης μέσα στην πηγάδα κάτω απ’ το σπίτι μου και ένα άλλο παρόμοιο, όταν έπεσε μέσα στο ξεροπήγαδο ένας Μανιάτης πιτσιρικάς (εκεί που είναι το ΚΑΠΗ Δάφνης και το πρώην εργοστάσιο κυτιοποιίας Σ. Κοσκινίδης), μ’ έκαναν να ’χω για πολλά χρόνια πραγματικούς εφιάλτες. Όλο πηγάδια έβλεπα στον ύπνο μου και γω να στροβιλίζομαι γκρεμοτσακιζόμενος μέσα σε αργή πάντα κίνηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 ΣΙΚΙΑΡΙΔΕΙΟΝ Γύρω στα 1948, η μάνα μου κατάφερε μετά από αγώνες και παρακάλια δια μέσου των γνωριμιών της κ. Τρύπου (στην οποία εξακολουθούσε να δουλεύει ως παραδουλεύτρα), να με βάλει μέσα στο Σικιαρίδειο πρεβαντόριο στα Μελίσσια. Ήταν για τα φυματικά παιδάκια. Εγώ όμως ήμουν ΄΄εφτάπαχος΄΄ γιατί η μάνα μου ύστερα από απ’ το θάνατο του Βασιλάκη μας από την πείνα το 41, με ΄΄στούμπωνε΄΄ με ότι καλύτερο έβρισκε.

Page 70: Λαδιάρηδες.pdf

Αλλά και εκεί μέσα, δεν ήταν πολλά τα αδύνατα και φυματικά παιδάκια. Φαίνεται κυριαρχούσε το μέσο...Ήμασταν όλοι αγόρια. Φορούσαμε μια μακριά μπεζ ποδιά. Είχε και πλήρες δημοτικό σχολείο. Πήγαινα στην πέμπτη δημοτικού. Η πειθαρχία ήταν αφάνταστα αυστηρή. Έξω από κάθε βαθμό σύγκρισης με το αλανιάρικο ύφος και ήθος της γειτονιάς μου. Βρέθηκα εγκλωβισμένος σ’ ένα αυστηρότατο σύστημα πολλαπλών απαγορεύσεων και καθηκόντων. Το διεύθυναν καλόγριες, ότι αυστηρότερο του καθολικισμού, καρυκευμένο με καλογερίστικο βυζαντινισμό. Συνεχώς σχολείο, κατηχητικό, εκκλησία, διαλέξεις, διάβασμα. Όμως είχε καλό φαγητό και πολύ μάλιστα. Εγώ ήμουν συνεχώς παραπονούμενος ότι δεν χόρτασα και έτρωγα διπλές μερίδες. Το μόνο παιγνίδι μας ήταν λίγη μπάλα στην πίσω αυλή των κτιρίων. Η πιο καταπίεση μέσα σ’ όλη τη μοχθηρή πειθαρχία ήταν η περίφημη κούρα 11-1 το μεσημέρι και 4-6 το απόγευμα. Μιλάμε για σκέτο βασανιστήριο. Μας έβαζαν ξάπλα στο κρεβάτι μ’ ένα σεντόνι, σκεπασμένοι μέχρι το λαιμό. Τα χέρια μέσα και στα πλάγια. Ακίνητοι. Σαν πεθαμένοι. Ούτε ανάσα. Με τα μάτια κλειστά, κοιμάσαι-δεν κοιμάσαι. Συνέχεια ήθελα να κουνηθώ, να ξύσω τη μύτη μου, να ανοίξω τα μάτια μου, ακόμα και να κλάσω. Μας παρακολουθούσε μια φοβερά άσχημη καλόγρια. Ο φίλος μου ο Σπαντουδάκης και γω την αποκαλούσαμε ευχαριστημένοι αλλά κρυφά ΄΄η κωλόγρια΄΄. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε μας τους δύο. Κολλούσε την άσχημη μούρη της κοντά στα πρόσωπά μας, παρακολουθώντας και τις πιο μηδαμινές αντιδράσεις μας. Μια μέρα, ο φοβερός Σπαντουδάκης της κάνει ένα δυνατό ΄΄ααα΄΄ και η καλόγρια έπεσε κάτω ξερή.

Page 71: Λαδιάρηδες.pdf

Εγώ δίπλα του ξεπατώθηκα από γέλιο υστερικό. Μέσα στη νεκρική μεγάλη σάλα με πάνω από 50 κρεβάτια, έγινε αυτό που όλα τα παιδιά επιθυμούσαμε. Σπάσαμε την πειθαρχία της μισητής κούρας. Πετάξαμε τις κουβέρτες, ξυνόμασταν, γελούσαμε και άρχισαμε τον μαξιλαροπόλεμο. Για παραδειγματισμό άφησε νηστικούς εμάς τους δύο όλη την ημέρα όρθιους δίπλα στο άγαλμα του Σικιαρίδη, στο κέντρο των κτιρίων κοντά στην κεντρική πύλη.. Μας κοίταζαν όλοι και γελούσαν. Εμείς όμως το ’χαμε αποφασίσει... Το επόμενο πρωινό πηδούσαμε τον ψηλό μαντρότοιχο και όλο ταραχή τρέχαμε προς την ελευθερία, με οποιοδήποτε τίμημα. Στο δρόμο λέγαμε ότι θα ’μαστε για πάντα φίλοι, αφού κόψαμε και λίγο τα χέρια μας για να γίνουμε και αδελφοί Ινδιάνοι, ενώνοντας το αίμα μας. Σε όλη τη διαδρομή, από τα Μελίσσια ως το Κατσιπόδι, άλλοτε κλέβαμε από τα περιβόλια φρούτα για να τα φάμε και άλλοτε ζητιανεύαμε αρχίζαμε από λίγο νερό και τελειώνοντας λίγο τυρί και ψωμί καλέ κυρία. Στο σπίτι φτάσαμε το βράδυ. Είχαν ειδοποιηθεί από το αστυνομικό τμήμα για τη φευγάλα μας και με περίμεναν όλοι. Το σχοινί ήταν έτοιμο, το κρεβάτι με το σιδερένιο στήριγμα πάντα στη θέση του και η λουρίδα να προσγειώνεται σ’ όλο μου το κορμί. Μ’ έκαναν του αλατιού. Τούμπανο. Όλοι μ’ έδερναν. Από τον πατέρα μου, ο οποίος μου έδινε μπουνιές με το κουλό, μέχρι τη μάνα μου που μου έδινε κάτι στριφτές και ξεγυρισμένες τσιμπιές. Οι υπόλοιποι μ’ έδερναν με τη λουρίδα. Εγώ εκεί, ούτε ένα δάκρυ. Μου έδινε θάρρος και κουράγιο το ότι είχα γλιτώσει απ’ τη φοβερή πειθαρχία του πρεβαντορίου και την απαίσια φάτσα της κωλόγριας. Είχαν φρενιάσει… Λέγανε: ΄΄Αυτό ρε είναι τρελό΄΄.

Page 72: Λαδιάρηδες.pdf

Άλλοι…΄΄Να τον πάμε στο γιατρό΄΄. Ακόμη ακούστηκε: ΄΄Να τον κλείσουμε στο άσυλο αλητοπαίδων΄΄. Η μάνα μου πάντα συμπλήρωνε: ΄΄Θέλει διάβασμα από τον πάτερ Αχίλλειο΄΄. Εγώ δεν είχα τίποτα καλό να θυμηθώ από το βάσανο του Σικιαρίδειου, εκτός από το άφθονο φαγητό και τα χαϊδέματα που μας έκαναν επίτηδες, χασκογελώντας οι κοπέλες, όταν μας έκαναν μπάνιο και μας σηκωνόταν το πουλάκι μας και αυτό μας άρεσε πάρα πολύ. Την άλλη μέρα, ύστερα από ένα βαθύ λήθαργο κοίταζα κρυφά την κατάσταση ΄΄κόβοντας τα κόζα΄΄ για να δω τι γίνεται και που πάμε. Έβλεπα το γέρο μου να προσπαθεί μόνος του να δέσει το μάτι του με το μαύρο πανί. Ποτέ δεν το ’χε καταφέρει αυτό μόνος του. Αν και τον μισούσα ακόμη από το ξύλο και τις βρισιές, παρακαλούσα όμως να μου το πει για να του το δέσω. Με κοίταξε…Τον κοίταξα… Του είπα: ΄΄Να σου το δέσω μπαμπά μου;΄΄. Μου απάντησε: Άντε ρε, χιλιομουλο-μπασταρδο-τσόγλανε, δέστο΄΄. Ούτε οι πόνοι, ούτε οι πονεμένες μου αρθρώσεις από το χαλκά της λουρίδας, ούτε το ΄΄αργασμένο μου πετσί΄΄ (όπως έλεγε η μάνα μου) όταν μου έριχνε τις στριφτές τσιμπιές που μου άφησαν μαύρα σημάδια, σχεδόν για πάντα, με σταμάτησαν. ΄΄Στο φτερό΄΄ είχα βρεθεί πάνω στην καρέκλα και έδεσα το μαύρο πανί στο μάτι του πατέρα μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο είχα αποκαταστήσει τις σχέσεις μου με τον πολυαγαπημένο μου πατέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 ΕΚΚΛΗΣΙΑ Γύρω στα 1946-47, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εμείς ήμαστε διαφορετικοί από τους άλλους.

Page 73: Λαδιάρηδες.pdf

Πηγαίναμε κρυφά σε εκκλησίες, ή σε σπίτια, σε κρυφές λειτουργίες. Η μάνα μου ήταν Χριστιανή, με το παλιό ημερολόγιο. Φανατική Χριστιανή. Όχι όμως Ιησουΐτισσα. Το πίστευε. Ήταν καλή μητέρα και προπάντων τίμιος άνθρωπος. Εγώ όμως τι έφταιγα; Στην αρχή με ενθουσίαζε το ότι κάναμε κάτι κρυφό. Είχε τη μαγεία της απαγόρευσης… Βρέθηκα όμως να παίρνω μέρος σε ατελείωτες ολονυχτίες, σε απόμερα μοναστήρια, στο Μενίδι, στον Κουβαρά, ή ακόμα και σε σπίτια σαν του κυρ Γιώργη του Μπρικά, που έκανε και τον ψάλτη. Ο ένας του γιος είχε το παρατσούκλι ΄΄ο Γαρδούμπας΄΄. Ήταν σα να ήμουν στο ΄΄Σικιαρίδειο΄΄ μέσα. Όλο σουτ…και σουτ…αν κάναμε ότι μιλούσαμε λίγο με τα άλλα παιδιά. Μόλις γλαρώναμε λίγο το μάτι μας, ερχόταν μια παλιόγρια (η γιαγιά του μανιάτη, που είναι ταβερνιάρης στο Κουκάκι) στο παλιό εκκλησάκι, στους Αγίους Αποστόλους, μπροστά από τη Γυμναστική Ακαδημία και μας βαρούσε με μια κατάμαυρη μαγκούρα, κατευθείαν στο κεφάλι. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, είχαμε καπάκι και το Κατηχητικό. Πάλι πειθαρχία και μαθήματα χριστιανικά. Επίσης υπήρχε ένα μεγάλο βιβλίο, πραγματικό μαρτύριο, συνάμα και απίστευτα αντιπαιδαγωγικό. Ήταν ένας χάρτης με διάφορα σημαδιακά σχέδια. Λεγόταν ΄΄Ο Πνευματικός Καθρέπτης΄΄. Έδειχνε από την αρχή, σε τύπο κόμικς, τι θα πάθαινε κάποιος που θα έκανε διάφορες αμαρτίες… Καλικατζαραίοι, τραγοπόδαροι κερατάδες με ουρά, σατανάδες, προβατομούρηδες, ο αρχιζερζεβούλης, καζάνια με κοχλάζουσα πίσσα που είχαν μέσα φουκαριάρικα ανθρωπάκια με απέραντο τρόμο στη φάτσα τους, ενώ οι σατανάδες με κάτι αγριοπηρούνες, τους κάρφωναν την πλάτη. Πέρασαν πολλά χρόνια για να πετάξω από το μυαλό μου, τα φρικτά σχέδια των παιδικών μου χρόνων.

Page 74: Λαδιάρηδες.pdf

Μια μέρα όμως στο σχολείο, όταν ήμουν στην έκτη τάξη του δημοτικού, ο δάσκαλος, κάποιος Καλαντζόπουλος, ένας ψηλός με μεγάλη μύτη, με άσπρες τούφες μαλλιά και ασπρίλες σ’ όλο του το πρόσωπο σαν λεύκη, άρχισε να βρίζει τους παλαιοημερολογίτες – επί τη ευκαιρία – για τα ροζ σκάνδαλα στο μοναστήρι της Κερατέας, της περίφημης Μαριάμ. Είχε γίνει ζήτημα στις εφημερίδες και στο ραδιόφωνο, καθώς και στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Εγώ έβγαλα ένα λόγο θιγόμενος βαθύτατα, όχι τόσο για μένα, όσο για τη μάνα μου. Έμεινε με ανοικτό το στόμα. Άρχισε να ψελλίζει, προσπαθώντας να τα μπαλώσει, ότι δεν εννοούσε όλους τους παλαιοημερολογίτες…και ότι άλλα ήθελε να πει…και γω δεν κατάλαβα καλά…και άλλες τέτοιες μπούρδες και μπαρούφες. Η μάνα μου με φιλούσε σταυρωτά και έλεγε ότι ήμουν σαν τους πρώτους χριστιανούς, που τους έβαζαν φυλακή οι άθεοι Ρωμαίοι. Καμάρωνα και φούσκωνα, σαν τους διάνους και τα παγώνια. Όμως εγώ είχα εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Τότε εκείνη την εποχή μου έβγαλαν το παρατσούκλι ΄΄Αρμένη΄΄. Εγώ έλεγα: ΄΄Αρμένη΄΄; ΄΄Τόση σου μπαίνει΄΄, έλεγαν οι άλλοι. Και γω απαντούσα: ΄΄Και τόση σου βγαίνει΄΄, δείχνοντας επιδεικτικά το τεντωμένο δάκτυλο, μαζί με το μπράτσο… Επειδή ήμουν ο τρίτος στο σχολείο σε δύναμη – αρκετές φορές είχα αναγνωρισθεί – το βούλωναν όλοι. Δικαιολογημένα βέβαια διότι κάποιους τους είχα ξυλοφορτώσει, ειδικά το Βασίλη τον Γκαμώτο τον Πλιτάγκο, ο οποίος μ’ έλεγε συνέχεια ΄΄Αρμένη΄΄ και φοβόμουν μη μου μείνει και θα ’μουνα στο γιούχα. Πρώτος σε δύναμη ήταν ο Λερούτσος, ένας γεροδεμένος δεκαπεντάχρονος που δούλευε σε οικοδομή. Ο φουκαράς όλο κοιμόταν στην τάξη. Δεύτερος ήταν ο Γιάννης ο Βάβαλης, άλλος μεγάλος.

Page 75: Λαδιάρηδες.pdf

Τρίτοι ήμασταν εγώ και ο Γιάννης ο Σκόρδας, ένας πανύψηλος γιος του μπακάλη στους Καλογήρους και το παρατσούκλι του ήταν ΄΄μπακαλόγατος΄΄. Μπροστά από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, ήταν μια αλάνα και παίζαμε μπάλα. Είχαμε δύο ομάδες. Η μία λεγόταν το ΄΄Κατηχητικό΄΄ και η άλλη λεγόταν η ΄΄Αλητεία΄΄. Εγώ έπαιζα με την ΄΄Αλητεία΄΄, μια που έτσι κι αλλιώς δεν πήγαινα σε αυτό το Κατηχητικό, γιατί ήταν με το νέο ημερολόγιο. Ήμουν περήφανος που έπαιζα με την ΄΄Αλητεία΄΄. Όλο κερδίζαμε…Γιατί φτύναμε τους αντιπάλους, τους πετάγαμε χώμα που είχαμε χώσει κρυφά στις τσέπες μας, βάζαμε τρικλοποδιές, σπρώχναμε με το σώμα μας, κάναμε σκαμνάκια, κλωτσούσαμε στα καλάμια και απειλούσαμε πάντα ότι: ΄΄Εάν χάσουμε, φωτιά στα μπατζάκια σας φουκαράδες. Θα σας τουλουμιάσουμε στο ξύλο΄΄. Όλοι από το ΄΄Κατηχητικό΄΄ ήθελαν να ’ρθουν να παίξουν μαζί μας, για σιγουριά. Τελικά, η ομάδα του ΄΄Κατηχητικού΄΄ διαλύθηκε λόγω έλλειψης παικτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ

Οι Σφαίρες

Αμέσως μετά την Κατοχή, και ειδικά ύστερα από τη λήξη των Δεκεμβριανών, ξεχυθήκαμε στους δρόμους σαν τρελοί. Τίποτα δεν μας κρατούσε μέσα. Παίζαμε όλη την ημέρα. Κατάκοποι, βρώμικοι και γανιασμένοι από τον ήλιο και τον αέρα. Το βράδυ σαν ερχόταν, πέφταμε να κοιμηθούμε κουρασμένοι μεν αλλά ευχαριστημένοι, παρά τις αγριοφωνάρες. Πολλές φορές μάλιστα γλιτώναμε και το μαρτύριο του μπάνιου πριν τον ύπνο.

Page 76: Λαδιάρηδες.pdf

Στην αρχή παίζαμε με σφαίρες και βλήματα από όλμους και οβίδες. Η Αθήνα ήταν διάσπαρτη από τέτοια. Γυρίζαμε τις γειτονιές και ψάχναμε ακόμα και μέσα στα σκουπίδια στο Μπραχάμι για σφαίρες και βλήματα. Κάναμε ανταλλαγές. Μια σφαίρα μεγάλη πολυβόλου για πέντε μικρές περιστρόφου. Τις βάζαμε όρθιες στη σειρά και παίζαμε το ΄΄μπάζι΄΄. Αν χτυπούσαμε με τη σφαίρα, ή τη μεγάλη γκαζά την πρώτη όρθια σφαίρα κάτω, κερδίζαμε όλες τις σφαίρες που ’χαμε βάλει. Τις γεμάτες σφαίρες που πολλές φορές βρίσκαμε, αφού πρώτα αδειάζαμε το μπαρούτι επάνω σε μια πλάκα και βάζαμε άλλη επάνω, πετούσαμε μια μεγάλη πέτρα με δύναμη προκαλώντας μεγάλη έκρηξη. Άλλοτε βάζαμε λίγο μπαρούτι μέσα στην τρύπα ενός μεγάλου κλειδιού που το στουμπώναμε με μια πρόκα δεμένη σ’ ένα σπάγκο και το χτυπούσαμε στον τοίχο κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Σιγά-σιγά είχαμε πάρει θάρρος και πηγαίναμε στο Κουκάκι στη Γαργαρέτα και βάζαμε μπαρούτι πάνω στις γραμμές του τραμ, κατά μήκος, απολαμβάνοντας τους κρότους λίγο πιο πέρα έτοιμοι να το σκάσουμε απ’ το κυνηγητό με τους τραβαγέρηδες των τραμ. Το ίδιο παιγνίδι, το μπάζι, το παίζαμε με πέτρες, συνήθως σπασμένα πλακάκια, όταν εξαφανίστηκαν οι σφαίρες και εφόσον είχαν παρατηρηθεί και μερικά ατυχήματα με βγαλμένα μάτια και ακρωτηριασμένα δάκτυλα από το μπαρούτι και τις άσκαστες χειροβομβίδες.

Ο πετροπόλεμος

Άλλο παιγνίδι, λίγο άγριο και επικίνδυνο, ήταν ο πετροπόλεμος. Οι πιο μεγάλοι κάνανε συμμορίες ολόκληρες. Συνήθως τρία-τέσσερα αδέλφια και πέντε-έξι ξαδέλφια μάζευαν άλλους είκοσι-τριάντα πιτσιρικάδες και είχαν μια σωστή συμμορία. Ήταν οι Λουγαραίοι στου Μωριά, οι Παπατσώνηδες στου Νιάρχου, οι Μανιάτες, οι Εξηνταβελόνηδες, οι Κολομποκαίοι, οι Μακαροναίοι, οι

Page 77: Λαδιάρηδες.pdf

Πασπαλιαραίοι οι απάνω, η συμμορία του Ζαΐρη με τον Γαλία και τον Κατσούρη και πολλοί άλλοι στις γύρω γειτονιές. Μερικοί έβρισκαν και γερμανο΄ι΄ταλικά κράνη και τα φορούσαν, ενώ άλλοι έβαζαν τουλουπάνια στο κεφάλι σαν Βεδουίνοι της Β. Αφρικής, για προφύλαξη από τις πέτρες. Είχαν μια σακούλα διαλεγμένες πέτρες. Άλλοι είχαν ξύλινα όπλα με δύο λάστιχα και ένα πετσί από γλώσσα παπουτσιού, μια πρόκα και ένα μανταλάκι για τον ΄΄κόκορα΄΄ του όπλου. Βάζαν την πέτρα μέσα στη γλώσσα, τεντώνοντας τα δύο λάστιχα κρατώντας τα τσιτωμένα και ανοίγοντας το μανταλάκι άφηναν ελεύθερα τα δύο λάστιχα, ενώ η πέτρα έβρισκε σχεδόν πάντα το στόχο της. Οι γλώσσες από τα παπούτσια εξαφανίζονταν για να γίνουν τα πετσάκια στις σφεντόνες και τα όπλα. Ούτε οι φοβέρες, οι τιμωρίες και το ξύλο μας εμπόδιζαν. Το Κουνέλι, ο Πορδόλιας, ή Μουτσούνα, ο Κάχρης ήταν οι πρωταθλητές οι οποίοι κάνανε διάφορες σκευωρίες για να κοροϊδεύουν τους καλούς και τους φλούφληδες, να τους κόβουν τις γλώσσες απ’ τα παπούτσια τους για να τις πουλήσουν στους άλλους. Άλλοι είχανε σφεντόνες, άλλοι ένα μεγάλο λουρί που το λέγαμε ΄΄μπεντόνα΄΄ και το γύριζαν με δύναμη και μαεστρία ενώ η πέτρα έφευγε ελευθερωμένη για το στόχο της. Πολλές φορές οι ομάδες ξεχνούσαν τον τοπικό ΄΄εμφύλιο΄΄ και έκαναν ΄΄πόλεμο΄΄ με άλλες συνοικίες πχ. με τους Μπραχαμιώτες, τους Νεοσμυρνιώτες ή τους Αγιανιώτες. Στους πετροπόλεμους, επί τη ευκαιρία, πάντα σπάζαμε και τα παράθυρα των ανθρώπων που είχαμε στο μάτι, όταν συχνά γίνονταν ΄΄ταγάρι΄΄ στα παιγνίδια μας. Σταμάτησαν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1940 με άγριες παρεμβάσεις της αστυνομίας και των γονιών. Ήταν πολύ επικίνδυνο παιγνίδι. Όλοι είχαμε καρούμπαλα στο κεφάλι μας, ενώ είχαμε ακούσει ότι κάποιος είχε φάει μια ΄΄γκωνάρα΄΄ και πάει, τον φυτέψανε στα πευκάκια.

Τα πουλιά

Page 78: Λαδιάρηδες.pdf

Άλλο παιγνίδι ήταν το κυνήγι των πουλιών με σφεντόνα, ή ξώβεργες. Πηγαίναμε στα χωράφια, ή γύρω στο νεκροταφείο, ή στους πρόποδες του Υμηττού, στον ΄΄Κοπανά΄΄ ή στον Καρέα και στήναμε τις ξώβεργες, κάτι μακριά ξύλα γεμάτα από ένα υγρό σαν πίσσα που κολλούσε και το βγάζαν από ένα δέντρο που λεγόταν όξος και κολλάγανε τα τσιμπλογιαννάκια, οι φλώροι, οι καρδερίνες, ή τα αηδόνια. Εμένα δεν μου πολυάρεσε το όλο σκηνικό γιατί έπρεπε να ’χεις μεγάλη υπομονή και να περιμένεις. Πρώτος στη σειρά ήταν ΄΄το γατί΄΄. Ένας μούλος στου Μωριά. Το σπίτι του ήταν γεμάτο από σφεντόνες, κλουβιά και ξώβεργες. Έβαζε μια λαλίστατη καρδερίνα μέσα στο κλουβί δίπλα απ’ την ξώβεργα και πάντα έπιανε πουλιά που τα πουλούσε στη γειτονιά. Ήταν άριστος μαθητής ενός άλλου μεγάλου αληταρά, του Ζαΐρη, και όπως έλεγαν όλες οι μανάδες ΄΄δεν πρέπει να πηγαίνετε κοντά στον Ζαΐρη΄΄.

Οι χρυσόμυγες

Άλλο παιγνίδι, εκτός από τα πουλιά, ήταν οι χρυσόμυγες. Τις πιάναμε, τις δέναμε με μια κλωστή γύρω απ’ το λαιμό και τις αφήναμε να πετάνε γύρω απ’ τα κεφάλια μας. Τις φυλάγαμε μέσα σε σπιρτόκουτα με ζάχαρη, για να τρώνε. Πολλές φορές τις παίζαμε στον τζόγο μονά-ζυγά, ή με το ΄΄κότσι΄΄, ή ακόμα τις ανταλλάσσαμε (δανεικές) για το Σαββατοκύριακο. Τις μεγάλες και παχιές τις λέγαμε ΄΄γκαργκάνες΄΄, ενώ τις μικρότερες λίγο προς το μαύρο τις λέγαμε ΄΄μελανίτες΄΄ ή ΄΄μελανάκια΄΄. Τρεις ΄΄μελανίτες΄΄ μας κάνουν μια ΄΄γκαργκάνα΄΄. Στις αλλαγές του Σαββατοκύριακου προσπαθούσαμε να επιστρέψουμε έναν παχύ ΄΄μελανίτη΄΄ αντί για την ΄΄γκαργκάνα΄΄. Τη Δευτέρα είχαμε κλάματα, καυγάδες, ξύλο και μπερδέματα γονιών.

Βώλοι-γκαζές

Page 79: Λαδιάρηδες.pdf

Ένα απ’ τα καλύτερά μας παιγνίδια ήταν οι βώλοι ή γκαζές. Αλλού τις λέγανε ΄΄γυαλένια΄΄. Στην αρχή, αμέσως μετά την Κατοχή, είχαμε κάτι πήλινους στρογγυλούς βώλους. Τους μεγάλους τους λέγαμε ΄΄γαλατάδες΄΄. Παίζαμε το μπάζι, τα πέντε λακουβάκια ή το λαβύρινθο. Το μπάζι το παίζαμε όπως τις ομάδες-πλάκες και τις σφαίρες. Το μπάζι με τις γκαζές ήταν το πιο αγαπημένο μας παιγνίδι. Η πιο μεγάλη γκαζά ήταν η ΄΄μάνα΄΄ και ήταν το καμάρι μας. Δεν την αλλάζαμε με τίποτα. Παρότι άξιζε όσο πενήντα βώλοι, ή δέκα μικρές γκαζές. Συνήθως τις κλέβαμε απ’ το ψιλικατζίδικο του Χαϊμανά που τις πούλαγε πανάκριβα. Με τη ΄΄μάνα΄΄ σημαδεύαμε (οι πιο μούρες) πάντα την πρώτη γκαζά, στη σειρά και τις κερδίζαμε όλες. Ύστερα ήταν το παράμπαζο και στο τέλος η ξεφτίλα τη κωλότυχης, όπως λέγαμε το ΄΄κωλόμπαζο΄΄. Αυτός που είχε μεγάλη ΄΄μάνα΄΄ την πέταγε από πιο μακριά. Εδώ καυγάδες…να δεις. Τα πέντε λακουβάκια ήταν ένα παιγνίδι που παιζόταν μόνο στο δρόμο με χώμα. Σκάβαμε τέσσερα ισομερή λακουβάκια και ένα στο κέντρο τους. Ξεκινούσαμε με το βώλο σιγά-σιγά, κρατώντας τον ανάμεσα στα τρία κλειστά μας δάχτυλα, προσπαθώντας να ρίξουμε με όσο λιγότερες φορές μπορούσαμε μέσα σ’ όλα τα λακουβάκια και στο τέλος μέσα στο κεντρικό. Αν αποτύγχανες να βάλεις το βώλο μέσα σε κάποια τρύπα, κέρδιζε ο άλλος τη σειρά του να δοκιμάσει, αφού εσύ σαν χαμένος έβαζες ένα βώλο μέσα στην τρύπα και τον κέρδιζε ο άλλος. Εκεί όλο κλέβαμε στην απόσταση ανάμεσα στα λακουβάκια και γινόταν πάντα χοντρός καυγάς. Τους βώλους και τις γκαζές αφού τρύπαγαν οι τσέπες μας από το βάρος, τις βάζαμε μέσα σε κάλτσες οι οποίες φουσκώνανε σαν τα μπαλόνια. Ήταν το καμάρι μας και όλη μας η περιουσία. Τους πουλάγαμε μισοτιμής στους μπούληδες, ή τους ανταλλάσσαμε με ζαχαρωτά.

Page 80: Λαδιάρηδες.pdf

Ο σαλίγκαρος

Άλλο παιγνίδι ήταν ο σαλίγκαρος, ή λαβύρινθος, ή φιδάκι. Σ’ ένα μακρύ ελικοειδή, σχεδιασμένο στο χώμα, στενό (γύρω στους 10 πόντους) διάδρομο, προσπαθούσαμε να περάσουμε το βώλο, ή τη γκαζά μέχρι το τέλος, δίχως να βγούμε έξω. Τότε κερδίζαμε το βώλο του άλλου. Άλλο παιγνίδι με τους βώλους ήταν, όταν ρίχναμε μια χούφτα βώλους μέσα σε μια τρύπα, ακριβώς στη γωνία του τοίχου. Λεγόταν μέσα-έξω. Αν ήταν μονά και το ξεκαθαρίζαμε από πριν, κερδίζαμε, αν όχι χάναμε. Σε όλα αυτά τα παιγνίδια με τους βώλους, ή τις γκαζές, εμείς οι λαδιάρηδες, έπρεπε πάντα να κερδίζουμε. Πάντοτε. Ήταν η αρχή μας. Είχαμε μόνιμα ένα μικρό βώλο κρυμμένο ανάμεσα στα δάχτυλά μας και όταν μετρούσαμε και θέλαμε ζυγά, ή μονά, ανάλογα με την περίπτωση, ρίχναμε μέσα τον μικρό βώλο σαν ΄΄μπαλαντέρ΄΄. Μ’ αυτόν τον τρόπο πάντοτε κερδίζαμε! Αν ο άλλος ήταν πονηρός, άρχιζε το ξύλο. Εμείς όμως ήμασταν πάντα μ’ έναν κολογιά. Στην αναμπουμπούλα, άρπαζε τους βώλους και έφευγε σφαίρα για να συναντηθούμε αργότερα για τη μοιρασιά. Κάποτε και ο κολογιάς μας ήταν διπλά λαδιάρης. Και έκλεβε. Άλλο ξύλο και άλλη κολογιά.

Το πατίνι

Άλλο σημαντικό παιγνίδι ήταν τα πατίνια. Μια σανίδα, ένα ξύλινο τιμόνι, μια διπλή σιδερογωνιά με δύο τρύπες και έναν πύρο, ή πρόκα μεγάλη και δύο ρουλεμάν μπρος-πίσω, ήταν η πιο απλή κατασκευή ενός πατινιού. Υπήρχαν όμως και κάτι κατασκευές με πραγματικό τιμόνι ποδηλάτου, καραμούζα, όμορφα βαμμένο

Page 81: Λαδιάρηδες.pdf

και πολλά καρφωμένα πέταλα για φιγούρα. Τα είχαν τα μεγαλύτερα παιδιά. Πάντα με κάποιον…μερακλή πατέρα. Είχαμε επίσης και το αεροπλανάκι. Ένας σταυρός από δύο σανίδες που ξάπλωνε ο πιτσιρικάς επάνω μπρούμυτα και με ανοικτά χέρια. Κουμαντάριζε το αεροπλανάκι του σε τρελή πορεία στις κατηφόρες με άσφαλτο. Πολλά απ’ αυτά τα παιγνίδια τα κλέβαμε από άλλες συνοικίες, τα βάφαμε με άλλο χρώμα ή αλλάζαμε τα πέταλα για να μην τα γνωρίζουν. Διαλέγαμε πλουσιόσπιτα και παιδιά ΄΄μπρούκλιδες΄΄ και μαμόθρεφτα συνάμα, όπως τους λέγαμε περιφρονητικά. Δεν νιώθαμε καμιά ντροπή… Ίσα-ίσα, ήμασταν υπερήφανοι.

Ο Καραγκιόζης

Ένα άλλο παιγνίδι που το αγαπούσαμε πολύ όλοι μας ήταν ο Καραγκιόζης. Σε κάθε γειτονιά υπήρχαν διάφορα πραγματικά ταλέντα, με φοβερό χιούμορ και ρητορική ικανότητα. Συνήθως ήταν παιδιά πάνω από 15-16 χρόνων για να ξέρουν τι λένε. Στη γειτονιά μας, οι μόνοι καλοί ήταν ο Νίκος ο Λουδάρος, ο επονομαζόμενος και ΄΄μπιστόλας΄΄, και ο Λύσανδρος ο Αντωνόπουλος που ήταν και στην ίδια ηλικία με τον αδελφό μου. Όλο το ΄΄πανηγύρι΄΄ γινόταν στη ΄΄βρύση΄΄, απέναντι από του ΄΄κάπρου΄΄, μέσα σε μια μεγάλη αυλή, με κάτι καμαράκια στο βάθος. Έμεναν στο ίδιο σπίτι οι Αντωνόπουλοι και οι Βουρνάδες, οι οποίοι ήταν και πρώτα ξαδέλφια. Ο γνωστός ηθοποιός Λευτέρης Βουρνάς (που αυτοκτόνησε, δεν ξέρω γιατί, πριν λίγα χρόνια) ήταν πρώτος ξάδελφος του Χρήστου Βουρνά, όλοι συνομήλικοι και κολλητά φιλαράκια μου. Μαζεύαμε όλα τα σύνεργα. Τροχισμένες πρόκες στον τροχιτζή, πατημένες στη γραμμή του τραμ στη Γαργαρέτα, στο Κουκάκι ή στα τρένα στην Καλλιθέα. Αρκετές φιγούρες όλων των ηρώων του

Page 82: Λαδιάρηδες.pdf

Καραγκιόζη. Ένα ξύλινο πρεβάζι πίσω από ένα πανί, μια μεγάλη λάμπα πίσω για σκιά, κάτι καπάκια από τεντζερέδες για θόρυβο, φυσαρμόνικα για μουσική, ή τσατσάρες με ψιλό χαρτί που τις παίζαμε στο στόμα, καρέκλες, ή σκαμνάκια για τους ΄΄θεατές΄΄, μέχρι και εισιτήρια. Γύρω-γύρω είχαμε βάλει σπάγκο, για να δείχνει τα όρια του Καραγκιόζη. Πολλές φορές, εμείς οι μικροί για να πάμε τσάμπα κάναμε ένα χωνί από χοντρό χαρτόνι και φωνάζαμε σαν τον τελάλη για να ’ρθει ο κόσμος. Εμείς πεθαίναμε από τα γέλια με τον Καραγκιόζη συνεχώς να ονειρεύεται...σκάφες τα μακαρόνια, το κολλητήρι και τον μπιρικόγκο, μόνιμα καρπαζωμένους. Τις περισσότερες φορές αρχίζαμε, πριν τελειώσει το έργο, τις καρπαζιές μεταξύ μας. Πέφτανε οι καρέκλες και οι μπερντέδες και όλο το πανηγύρι ερχόταν το πάνω κάτω. Ύστερα πάντα μας έδερναν ο ΄΄πιστόλας΄΄, ο Λύσανδρος και ο αδελφός μου και ορκίζονταν να μη μας ξαναβάλουν μέσα. Εμείς ξανά. Να! Κάτι παρακάλια και μαλαγανιές. Να! Κάτι δουλειές. Στο τέλος τους ΄΄τουμπάραμε΄΄ και μας ξανάπαιρναν. Πρωταγωνιστής στις φασαρίες ήταν πάντα ο ΄΄κάπρος΄΄. Στην αρχή ήταν μόνο πολύ ζωηρός. Αλλά αρκετά ζωηρός. Έτρωγε απ’ το γέρο του συνέχεια ξύλο. Με λουρίδα, με καδρόνια... Για τιμωρία είχαν ένα σχοινί που τον έδεναν στο πηγάδι της αυλής τους. Ο πατέρας του ήταν ο κυρ-Γιώργος ο παλιατζής, ο λεγόμενος ΄΄ακούμπα΄΄ όλων των πιτσιρικάδων σε αλουμίνια, μπρούτζινα, γυαλιά, λάστιχα, κόκαλα, μπακίρια και άλλα, όλα κλεμμένα. Στα δεκατέσσερά του χρόνια περίπου χάθηκε από τους δρόμους. Τον έπαιρνε ο πατέρας του στη γύρα για παλιά. Κάθε φορά που τον παρατηρούσαμε τον βλέπαμε πιο τρελαμένο. Και η μάπα του, σε πιο ζωώδη κατάσταση…γι αυτό και το παρατσούκλι κάπρος. Μάλλον δεν πήγε σχολείο, ή μισοπήγε, τις λίγες πρώτες τάξεις του δημοτικού. Και μάλλον δεν έμαθε τίποτα…

Page 83: Λαδιάρηδες.pdf

Τελικά τον κλείσανε μέσα στο σπίτι και αυτός κοίταζε λυπημένος, όλο περιέργεια από την τρύπα της πόρτας. Τις περισσότερες φορές τον ΄΄έπαιζε΄΄ κοιτώντας αποχαυνωμένα μέσα-έξω, συνήθως τις περαστικές γυναίκες. Αργότερα, πιο μεγάλοι, πηγαίναμε και του λέγαμε: ΄΄Πω πω, ρε Νίκο, να δεις. Πήγαμε στου Φιλοπάππου, στις πουτάνες και ήταν μία με κάτι μεγάλα βυζιά, έβγαζε έξι οκάδες γάλα΄΄. Γούρλωνε τα μάτια του και έλεγε: ΄΄Ναι ρε, ναι;΄΄ 6 οκάδεςγάλα; Και δώστου η μαλακία…πήγαινε σύννεφο. Πολλές φορές κάναμε ότι την παίζαμε κι εμείς… Στο τέλος, ο ταλαίπωρος πατέρας του τον πήγαινε στου Φιλοπάππου, στη Βικτώρια για βάτεμα, κάθε Κυριακή. Μα κάθε Κυριακή. Με τα πόδια… Καλοχτενισμένοι και καθαροί. Μπρος ο ΄΄κάπρος΄΄ και πίσω ο πατέρας του. Όλη η γειτονιά ήξερε που πήγαιναν και έπνιγαν τα…γέλια τους. Είχε όμως ένα ανεξήγητο ταλέντο. Έβγαζε στα καλά των καθουμένων τα πιο καλά και πετυχημένα παρατσούκλια. Όλα είχαν μείνει. Εμένα, επειδή ήταν στραβά τα πόδια μου, με είχε βγάλει ΄΄βάζο΄΄ ή ΄΄βαζαίο΄΄, από το όνομα του άσσου, εκείνης της εποχής, του Ολυμπιακού. Το Νίκο το Λουδάρο τον έλεγε ΄΄πιστόλα΄΄ από τη μύτη του. Το Νίκο το μανάβη τον έλεγε ΄΄ποντίκα΄΄, τον Κώστα τον Πολίτη από το σχήμα του κεφαλιού του τον είχε βγάλει ΄΄πεπόνια΄΄, το Σπύρο ΄΄καλολέβα΄΄ και τον αδελφό μου ΄΄πρησμένο΄΄. Λίγο πριν πεθάνει – έχουν περάσει λίγα χρόνια από τότε – θυμόταν όλα τα ονόματα και ζητώντας τσιγάρα έλεγε: ΄΄Ρε, τι κάνει ο πατέρας σου, ο ανάπηρος ο Βαγγέλης΄΄ (Είχε πεθάνει το 1953). Εγώ, επειδή δεν κάπνιζα, δεν του έδινα τσιγάρο. Πότε-πότε του αγόραζα πακέτο. Μια φορά, μετά από συνεχείς αρνήσεις μου για τσιγάρα, μου είπε: ΄΄Ρε Μπαζαίο, έλα να σου πω κάτι…΄΄. Και μου έριξε

Page 84: Λαδιάρηδες.pdf

μια ξεγυρισμένη ροχάλα που τριβόμουν με ακουαφόρτε δύο μέρες… Ο άλλος αδελφός του ήταν μια άλλη φιγούρα, λιγότερο μουρλού. Ο ΄΄κάπρος΄΄ τον έλεγε από Δημήτρη ΄΄Ντουρντού΄΄, ποιος ξέρει γιατί. Ήταν ασπριτζής της κακιάς ώρας. Στα καλά του καθουμένου φώναζε με μια αγριοφωνάρα: ΄΄Χαρίκλειααα΄΄, και τράνταζε το σύμπαν, ειδικά μέσα στο σινεμά, στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Δηλαδή την ώρα που βασίλευε ΄΄νεκρική΄΄ σιγή στην αίθουσα, γιατί υπήρχε αγωνία και ένταση στη σκηνή, αυτός τάραζε τους πάντες με τη φωνάρα του. Η μάνα τους, η κυρα-Μαρία, ήταν μια χοντρέλα και είχε μια φωνή, σκέτη καμπάνα. Φώναζε: ΄΄Νίκοοο΄΄ ή ΄΄Δήμητρηηη΄΄ και ξεσήκωνε μια-δυο γειτονιές στο πόδι. Η κυρα-Μαρία είχε μια αδελφή, την κυρα-Λένα. Ήταν…άλλη μια χοντρή του θησαυρού. Έμενε διακόσια μέτρα πιο μακριά. Έβγαιναν έξω οι δυο χοντρές και άρχιζαν ανοιχτή συζήτηση. Αυτό συνέβαινε κάθε πρωί στις 10 η ώρα. Μα κάθε πρωΐ. ΄΄Μωρή Μαρίααα. Τι φαΐ μαγειρεύειςςς;΄΄ ΄΄Φασόλια΄΄, γκάριζε η άλλη, προφανώς για να κάνουν ανταλλαγή. ΄΄Έχεις μωρή μαύρη κλωστήηη;΄΄ ΄΄Όχι δεν έχωωω΄΄. Τους άκουγε όλος ο κόσμος. Μας είχαν πάρει τ’ αυτιά. Κάθε μάνα είχε τη δική της χαρακτηριστική φωνή που φώναζε τα παιδιά της. Όλοι γνωρίζαμε τις φωνές των μανάδων μας. Ήταν ο εφιάλτης μας. Σήμαινε: ΄΄μέσα΄΄, ΄΄πλύσιμο΄΄, ΄΄διάβασμα΄΄ ή ΄΄ξύλο και τιμωρία΄΄. Εμένα η μάνα μου είχε καθημερινή λίστα από διαολιές μου. Παράπονα από γειτόνους, ζημιές, καθόλου διάβασμα, όλο έξω. Έλεγε συνέχεια: ΄΄Ε, ε, φουκαρά μου΄΄. ΄΄Στα έχω μαζεμένα. Θα στ’ αργάσω το πετσί σου΄΄, δαγκώνοντας το δάκτυλό της με φοβερή σημασία.

Page 85: Λαδιάρηδες.pdf

Η μπάλα

Άλλο παιγνίδι ήταν η μπάλα. Το πιο αγαπημένο μας. Είχε ομαδικότητα, πλοκή, σπρωξίματα και άφθονες λαδιές, μαζί με κίνδυνο από σπασίματα τζαμιών και πηδήματα να πιάσουμε τις μπάλες μέσα από τα σπίτια, όταν οι διάφοροι στραβοκλώτσηδες πετούσαν μέσα τα τόπια. Εγώ έπαιζα κρυφά… Δεν ήθελα να στενοχωρήσω τους γονείς μου, με αιτία την μπάλα, γιατί πάντα μου έλεγαν: ΄΄Μην παίζεις παιδάκι μου μπάλα! Είδες τι έπαθε ο Στέλιος μας;΄΄ Ωστόσο έπαιζα. Όχι φανατικά. Και μόνο για φασαρία. Στην αρχή, αμέσως μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, γεμίζαμε μια χοντρή κάλτσα με κουρέλια και, στρογγυλεύοντάς την, τη ράβαμε και αντί για πραγματικό τόπι είχαμε αυτό, από κάλτσα. Συχνά βάζαμε πέτρα μέσα και κάποιος που διαλέγαμε την κλώτσαγε και άκουγες ΄΄ωχ, το πόδι μου΄΄ και εν συνεχεία, γέλια από τον περίγυρο. Οι δυο μου φίλοι όμως, ο Γιώργος ο απέναντι και ο άλλος ο Γιώργος ο μαντράς, ο επονομαζόμενος και ΄΄Τζούρας΄΄, ήταν φανατικοί ΑΕΚτζήδες και δώστου συζήτηση για τον Δελαβίνια, τον Ξένο, το Μαρόπουλο, το Μάγειρα, τον Τζανετή και άλλους άσσους της εποχής μας. Ήμασταν όμως και με τον Πανιώνιο ο οποίος είχε ένα θαυμάσιο γήπεδο για τα μάτια μας, συγκρινόμενο με τις αλάνες και τα χωράφια τα γεμάτα πέτρες και χώματα και τσουκνίδες. Παρακολουθούσαμε επίσης την ομάδα του Αγίου Δημητρίου που έπαιζε στο όμορφο γήπεδο της Γυμναστικής Ακαδημίας, αλλά γύρω στα 1950-1951 το απαγόρευσαν, δεν ξέρω γιατί. Είχαμε λυπηθεί όλοι τότε… Άλλο ψευτογήπεδο ήταν το γήπεδο του Φοίβου, εκεί που είναι τα σχολεία της Δάφνης. Άλλο πιο κάτω γύρω από το ΙΚΑ Ν.Κόσμου, μπροστά από το σχολείο της ΄΄κυρα-Κατίνας΄΄. Πιο κάτω ακόμα, εκεί που σήμερα είναι οι εργατικές πολυκατοικίες του Ν. Κόσμου, ήταν το γήπεδο της

Page 86: Λαδιάρηδες.pdf

Δόξας. Σ’ αυτά τα γήπεδα έπαιζε η ΄΄ΑΡΜΕΝΙΚΗ΄΄, μια ομάδα από Αρμενόπουλα, από τα Αρμένικα στο περίφημο Δουργούτι εκεί που είναι σήμερα το ΄΄INTERCONTINENTAL΄΄ (!). Άλλη αλάνα-ψευτογήπεδο ήταν πίσω από το σινεμά ΄΄Ερμής΄΄ (σήμερα σούπερ-μάρκετ ΄΄CHAMPION΄΄ στο Μπραχάμι. Όλες αλάνες. Μάλλον μεγάλα ξεχασμένα οικόπεδα, όχι σοβαρά γήπεδα. Γύρω στα δέκα μας χρόνια, αρχίσαμε τις μεγάλες περιοδείες μέχρι να μπούμε κρυφά, στο τσάμπα, μαζί με τους μεγάλους μέσα στον μαντρωμένο Πανιώνιο, ανάμεσα στα πόδια τους, ή κρατώντας τους από το χέρι. Εμένα δεν μου πολυάρεσε η μπάλα. Όλο έκανα φάουλ και λαδιές. Δεν με έπαιρναν να παίξω με ευχαρίστηση, κανένας. Έλεγα: ΄΄Σκασίλα μου…Εγώ θέλω κλασσικό αθλητισμό΄΄. Ο πατέρας μου, πραγματικός λάτρης του κλασσικού αθλητισμού, με έπαιρνε στο Παναθηναϊκό στάδιο και παρακολουθούσαμε κλασσικούς αγώνες. Ακόμα και διεθνείς. Αισθανόμουν περήφανος για τον μπαμπά μου γιατί έλεγε με άλλους λεπτομέρειες για τα διάφορα ρεκόρ, στο παρελθόν, των αθλητών. Παρότι ήταν ανάπηρος προκαλούσε το δέος απ’ το γεροδεμένο του κορμί και την έξυπνη αλλά μάγκικη, γεμάτη χιούμορ, ομιλία του. Τον αγαπούσα πολύ.

Ο αετός

Άλλο παιγνίδι αγαπημένο ήταν ο αετός. Ολόκληρη επιστήμη. Άρχιζε τη Σαρακοστή και τελείωνε την Καθαρά Δευτέρα ή και αργότερα για τους πολύ καψούρηδες. Οι πιο μεγάλοι από εμάς έφτιαχναν αετούς και τους πουλούσαν. Κάτω απ’ το σπίτι μου έφτιαχνε ένας απ’ αυτούς, ο Καρύδας. Ωραίοι, με μεγάλη πολύχρωμη κατσαρή ουρά, με πολύ φανταχτερά χρώματα. Συνήθως ποδοσφαιρικές ομάδες. Κοιτούσαμε κρυφά απ’ τα ανοιχτά παράθυρα τον

Page 87: Λαδιάρηδες.pdf

καλλιτέχνη Καρύδα και ονειρευόμασταν τους αετούς ψηλά στα σύννεφα, να κάνουν τα τσαλιμάκια τους. Έπρεπε ο σπάγκος να ’ναι πάντα τεντωμένος, να μην κάνει ΄΄κοιλιά΄΄. Οι ΄΄μάνες΄΄ έπρεπε επίσης να ’ναι στο σωστό τους μήκος και πάχος όπως και τα ΄΄ζύγια΄΄. Ο σπάγκος ήταν καλοτυλιγμένος και περασμένος με κερί για να γλιστράει γρήγορα από την ΄΄καλούμπα΄΄, ενώ με μαεστρία στέλναμε μικρά τρύπια χαρτάκια επάνω στο σπάγκο για να συναντήσουν τον αετό ψηλά σαν γράμμα. Η ΄΄ουρά΄΄ και τα ΄΄σκουλαρίκια΄΄ ήταν το επιστέγασμα μιας άψογης τεχνικής. Ο χαρταετός φάνταζε ψηλά στα μεσούρανα σαν μια ΄΄γκαστρωμένη νύφη΄΄, έλεγε πάντα ο Καρύδας, ο Μάστορας. Οι πιο λαδιάρηδες φτιάχναμε μικρούς με μακριά λεπτή ουρά, ευκίνητους και δέναμε μισά ξυραφάκια κατά διαστήματα σ’ όλο το μήκος της ουράς. Ύστερα με μαεστρία πηγαίναμε τον αετό πετώντας πάνω από το σπάγκο διαλεγμένων καλών αετών που τους είχαν φλούφληδες, μαμόθρεφτα, χαζοί και η κοντή ουρά μπλεκόταν στο σπάγκο του αετού και τον έκοβε. Λεγόταν ΄΄αμάκα΄΄. Πάει ο αετός, που τον έπαιρνε ο άνεμος και τον έκανε ΄΄αμάκα΄΄ ο ΄΄κολογιάς΄΄ μας που περίμενε με υπομονή εκεί που θα τον έφερνε ο άνεμος. Δεν μας συγκινούσε καν το κλάμα του ΄΄μπούλη΄΄. Ίσα-ίσα, ήμασταν κατενθουσιασμένοι. Την Καθαρή Δευτέρα πηγαίναμε όλοι στο Κοντοπήγαδο. Μια περιοχή ολάνοιχτη, όλο χωράφια που είναι σήμερα η αρχή της οδού Αλίμου, απέναντι απ’ το στρογγυλό σήμα της Ολυμπιακής, στην οδό Βουλιαγμένης. Εκεί…κάναμε τα Κούλουμα. Παρέες-παρέες στρώναμε κουρελούδες κάτω και βάζαμε τα νηστίσιμα (κρυφά, οι κεφτέδες πήγαιναν σύννεφο!) και με κρασί, συνήθως ρετσίνα, γλεντούσαμε με χορούς και με τραγούδια, ακορντεόν, φυσαρμόνικες και κιθάρες.

Page 88: Λαδιάρηδες.pdf

Είχαμε αρχίσει, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, μικρές εκδρομές στην αρχή στη θάλασσα με φορτηγά, κάρα, ή καρότσια. Πηγαίναμε οικογενειακώς στη μακρινή Βάρκιζα και στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Εκεί στο Λαιμό, αν φυσούσε απ’ εδώ πηγαίναμε δίπλα. Η περιοχή ήταν γεμάτη αμμόλοφους. Μια μικρή γλώσσα στεριάς χώριζε τον ανοικτό διπλό κόλπο του Λαιμού. Άλλες περιοχές ήταν το καβούρι, η Βούλα δίπλα από το ΠΙΚΠΑ, ή στον Άγιο Κοσμά, στο Καλαμάκι, στο ΕΔΕΜ, ή στις Τζιτζιφιές. Βάζαμε το καρπούζι ανάμεσα στα βράχια, μέσα στο νερό για να δροσίζεται. Στήναμε και τις πρωτόγονες τέντες, συχνά από σεντόνια, ή κουβέρτες, δεμένα με σπάγκο από πέτρες και δέντρα. Θυμάμαι, οι πιο μεγάλοι από μας κάνανε καθαρό μπανιστήρι, όταν το φως της ασετιλίνης, ή της λάμπας από μέσα αντιφέγγιζε το γδύσιμο των γυναικών και τα πηδήματα των ανύποπτων πηδηχτούληδων.

Η Σβούρα

Οι σβούρες ήταν σχεδόν στρογγυλές, ξύλινες, μ’ ένα καρφί μπροστά που ’χαμε τυλίξει γύρω και στρογγυλά το σπάγκο και σημαδεύαμε του άλλου τη σβούρα, γυρίζοντας το σχοινί ή πετώντας με δύναμη πάνω σε άλλη, από ένα σωρό άλλες σβούρες τις οποίες είχαμε στο χώμα και τη βγάζαμε έξω από ένα σχεδιασμένο κύκλο, κερδίζοντάς την από τους άλλους. Οι πιο μάγκες βγάζαν δυο-τρεις. Η μαγκιά και η δεξιοτεχνία ήταν να έχεις βάλει μέσα στο ξύλο της σβούρας κρυφά ένα κομμάτι σίδερο, να έχεις ένα μεγάλο γερό καρφί μπροστά (τις σβούρες αυτές τις λέγαμε μυταρόλους) και με λίγο γερό σπάγκο, έπαιρναν λιγότερες στροφές και σημάδευες καλύτερα. Οι πιο καλοί παίκτες ήταν πάντα κάτι μούλοι, με μια άγρια φάτσα που το μυαλό τους ήταν πάντα στο παιγνίδι. Είχαν καρούμπαλα στο κεφάλι και πολλές φορές τσιρότα. Τα πόδια τους ήταν πάντα μαυρισμένα από το ξύλο και τα πεσίματα.

Page 89: Λαδιάρηδες.pdf

Ούτε ο ήλιος, ούτε το κρύο, ούτε ο αέρας, ή η βροχή, τους επηρέαζε στις επιδόσεις τους. Έκαναν παιγνίδι εξόντωσης των αντιπάλων. Τις περισσότερες φορές έβλεπες να ανταλλάσσουν την ΄΄αιώνια φιλία΄΄ στο λεπτό, με τη ΄΄θανάσιμη έχθρα΄΄, σπρωξίματα, ψευτοπαλέματα και να παροτρύνονται απ’ τους μεγάλους να ΄΄πιάσει΄΄ τη μύτη ο ένας του άλλου (ύψιστο σημείο ξεφτίλας και αμφισβήτησης), ακόμα και να βάζουν στοιχήματα για το νικητή. Οι καυγάδες άρχιζαν συνήθως στο μέτρημα των κερδών της κολογιάς και στο ΄΄ρίξιμο΄΄ ο ένας στον άλλο. Την άλλη πάλι μαζί ΄΄κολλητάρια΄΄ και πάντα μετά από χειραψία και προσφώνηση: ΄΄Άντε ρε, περασμένα ξεχασμένα!΄΄ Σκαρφιζόντουσαν κάθε λαδιά που θα βοηθούσε με κάθε τρόπο να κερδίσουν αγκαλιά τις σβούρες. Συχνά ακούγαμε φωνές απ’ τους γονείς μας: ΄΄Πάλι βρε έφερες σβούρες στο σπίτι; Τι θα τις κανείς τόσες σβούρες ήθελα να ’ξερα!΄΄

Τα χαρτάκια

Τα χαρτάκια ήταν άλλο παιγνίδι. Αρκετά συμπαθές. Μόνοι μας, ή με τον κολογιά μας, γυρίζαμε ατέλειωτες ώρες στις γειτονιές, στα καφενεία και στα γήπεδα για να μαζέψουμε τα άδεια πακέτα από τσιγάρα. Βρίσκαμε εύκολα ΄΄Ματσάγγου΄΄, ΄΄Άρωμα΄΄, ΄΄Έθνος΄΄, ΄΄Παπαστράτος΄΄ και δύσκολα ΄΄Σαντέ΄΄ ή αμερικάνικα ΄΄ΠΑΛΜΑΛ΄΄, ΄΄ΛΑΚΥ ΣΤΡΑΪΚ΄΄ ή εγγλέζικα το ΄΄Ναυτάκι΄΄ και τα ΄΄ΠΛΕΙΑΡΣ΄΄. Τα ΄΄Σαντέ΄΄ και τα ξένα πακέτα είχαν μεγάλη αξία. Τα άλλα ελληνικά, μικρότερη. Κόβαμε το πρώτο χαρτόνι με τις ζωγραφιές και παίζαμε σαν κολιτσίνα. Το ένα επάνω στο άλλο και όταν ερχόταν το ίδιο χαρτί, τα παίρναμε γρήγορα-γρήγορα. Εδώ δεν χωρούσε και πολύ εύκολη λαδιά, εκτός από οργανωμένη επίθεση απ’ τον κολογιά μας. Δηλαδή αρπαγή και δρόμο.

Το κότσι

Page 90: Λαδιάρηδες.pdf

Το κότσι ήταν ένα μικρό κόκαλο αρνιού που το γυρίζαμε και ανάλογα με το ποια πλευρά το ρίχναμε, κέρδιζε, ή έχανε. Σαν το ζάρι. Κάπου εδώ έπεφτε και η δεξιοτεχνία που πλαισίωνε τη λαδιά. Κρατούσαμε το κότσι έτσι που το ρίχναμε όπως θέλαμε στην επιθυμητή πλευρά. Είχαμε πάντα φασαρίες και φωνές. Αν ήταν του χεριού μας αποκλείεται να κέρδιζε. Ήταν ντροπή μας. Προπάντων αν ήταν από άλλη γειτονιά, συνήθως συγγενής κάποιου απ’ τη γειτονιά μας.

Το κρυφτό

Όμορφο παιγνίδι, φοβερά ενδιαφέρον, ήταν το κρυφτό. Κάποιος τα ΄΄φύλαγε΄΄ γυρισμένος στον τοίχο και μετρούσε μέχρι το δέκα, δίνοντας χρονικά περιθώρια να κρυφτούνε όλοι. Κατόπιν προσπαθούσε να τους βρει, φωνάζοντας τα ονόματά τους. Αν κάποιος απ’ την ομάδα έφτυνε στον τοίχο πιο γρήγορα απ’ αυτόν που τα φυλούσε της άλλης ομάδας και έλεγε ΄΄φτου ξελευθερία΄΄ έδινε το δικαίωμα στην ομάδα την πρώτη, να ελευθερώσει και τους άλλους, ενώ ο αντίπαλος της άλλης ομάδας να τα ξαναφυλούσε απ’ την αρχή. Εδώ γινόταν η μεγάλη ΄΄λαμόγια΄΄. Κάνα δυο που ήταν στο κόλπο, βοηθούσαν να μην τους βρει ο άλλος. Κρυβόντουσαν σε απίθανα μέρη, τον μπερδεύανε λέγοντας ψέματα ΄΄που ήμουν ρε, που με είδες;΄΄. Συχνά υπήρχαν κλάματα και αποχωρήσεις απ’ τα λιγότερο σκληρά παιδιά, τα λεγόμενα ΄΄μαμόθρεφτα΄΄. Άσε που στο κρυφτό κολλούσαμε με τα κορίτσια πάνω τους, δήθεν για να μην μας δει ο άλλος, βάζοντας και ΄΄χέρι΄΄ όσο μπορούσαμε. Την ΄΄πασπάλα΄΄ όπως το λέγαμε…Οι μεγαλύτεροι, βαρούσαν και καμιά…γρήγορη…

Η μακριά γαϊδούρα

Δυνατό παιγνίδι, αγορίστικο, ήταν η ΄΄μακριά γαϊδούρα΄΄.

Page 91: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν δύο ομάδες ας πούμε μοιρασμένες από έξι αγόρια. Τα βγάζαμε μονά-ζυγά και όποια ομάδα έχανε καθόταν πρώτη ΄΄κάτω΄΄. Ο πρώτος (συνήθως ο πιο πονηρός) ακουμπούσε στον τοίχο γερά την πλάτη του, ενώ οι άλλοι με τη σειρά τους σκυφτοί κρατούσαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Οι άλλοι τώρα, ένας-ένας άρχιζαν να πηδούν με φόρα και δύναμη στις πλάτες των άλλων, δείχνοντας με τα δάχτυλα και ρωτώντας τους από κάτω ΄΄Πόσα δάχτυλα είναι ρε;΄΄. Αν το είχαν βρει κέρδιζαν και άλλαζαν οι όροι του παιγνιδιού. Εμείς πάντα προσκολλημένοι στο δόγμα του να κερδίζουμε ΄΄πάση θυσία΄΄, κάναμε διάφορα κόλπα, αναγνωρισμένα πολλές φορές στην πράξη, με επιτυχία. Ο πιο ξύπνιος στον τοίχο χτυπούσε με τρόπο τον από κάτω του και του ’λεγε τον αριθμό των δαχτύλων. Οι δύο πρώτοι από μέσα ήταν πιο σωματαράδες για να δέχονται όλο το βάρος των άλλων που πηδούσαν απάνω τους. Ουαί κι αλλοίμονο στους κοκαλιάρηδες. Όλη η σειρά άρχιζε να κουνιέται για να πέσουν οι από πάνω και να χάσουν. Τους τσιμπούσαν με καρφίτσες ή οδοντογλυφίδες στα πλευρά και αυτοί αλαφιασμένοι έφευγαν μέσα στα χάχανα και στον πανζουρλισμό της δόξας των νικητών. Ομηρικοί καυγάδες ξεσπούσαν πάντα σ’ αυτό το παιγνίδι, ειδικά όταν ο πιο αλητάμπουρας της παρέας έκανε ότι χάιδευε τους πισινούς των άλλων…

Το Μπίζ

Το μπίζ ήταν ένα άλλο παιγνίδι, αρκετά δυναμικό, όπου λιγοστά μαμόθρεφτα προκαλούσαν τον εαυτό τους να λάβουν μέρος στο παιγνίδι. Κάποιος, ΄΄το κοροΐδο΄΄, έβαζε το χέρι στο κεφάλι πλάγια, με ανοιχτή την παλάμη, ενώ ο άλλος του ’ριχνε μια σβουριχτή σφαλιάρα στο ανοιχτό χέρι που του ΄φευγε ο ΄΄τάκος΄΄. Έλεγε ταυτόχρονα ΄΄Μπίιζζ! Ποιος σε χτύπησε;΄΄ Αυτός έλεγε ένα όνομα. Αν ταίριαζε, κέρδιζε και καθόταν ο άλλος ΄΄κοροΐδο΄΄.

Page 92: Λαδιάρηδες.pdf

Και εδώ, ως συνήθως, γίνονταν πολλές λαδιές. Άλλος ετοιμαζόταν, δήθεν φανερά, να ρίξει τη σφαλιάρα του, ενώ κάποιος δήθεν κρυβότανε, τρίβοντας (παραμύθι) το χέρι του και ένας άλλος έλεγε ΄΄Πω πω! Τον τσάκισε ο Χρήστος΄΄. ΄΄Πιο σιγά ρε, πιο σιγά, δεν είπαμε κι έτσι!΄΄. Συνεχώς σκαρφιζόμαστε και νέα κόλπα για να κερδίζουμε πάντα.

Τενεκές-Ασετυλίνη

Πολύ δημοφιλέστατο παιγνίδι αλλά αρκετά επικίνδυνο ήταν η ΄΄ασετυλίνη και ο τενεκές΄΄. Παίρναμε το υγρό ασετυλίνη από τον μπακάλη, κάτι σαν υγρό γκάζι, και το βάζαμε μέσα σ’ ένα τενεκέ κονσέρβας φαγητού, ή από λάδι μηχανών. Κάναμε κατόπιν μια τρύπα στο καπάκι και βάζαμε ένα σπάγκο, ή μικρό κουρέλι σαν μακαρόνι. Σκεπάζαμε τον τενεκέ με χώμα γύρω-γύρω, αφήνοντας το φυτίλι έξω. Μ’ ένα σύρμα ή μακρύ ξύλο μπαταρισμένο με μια βρεγμένη με ασετυλινη, ή βενζίνη πατσαβούρα εν είδη μαλαστούπας των θερμαστών στα βαπόρια, βάζαμε φωτιά στο φυτίλι πολύ προσεκτικά και ο τενεκές με έναν εκκωφαντικό θόρυβο τιναζόταν στα μεσούρανα, σκορπώντας πέτρες και χώματα. Πολλές φορές δεν άναβε το φυτίλι. Έκανε ΄΄καντηλάκι΄΄ ή ΄΄καντηλίτσα΄΄ λέγαμε. Είχαν γίνει αρκετά ατυχήματα γιατί κάποιοι ανίδεοι, ή αψηφώντας τον κίνδυνοι μουλόσποροι, πήγαιναν από πάνω να δουν και έσκαγε τραυματίζοντάς τους. Και αυτό το παιγνίδι καταργήθηκε από τις γειτονιές το 1950 σαν αρκετά επικίνδυνο.

Το κλειδί

Καλό αλλά σαματατίτζικο παιγνίδι ήταν το κλειδί με το μπαρούτι. Βάζαμε μέσα στην τρύπα ενός τεράστιου κλειδιού μπαρούτι που βγάζαμε από τις άσκαστες σφαίρες και το ταπώναμε με την κάφτρα των σπίρτων. Μέσα στην τρύπα στουπώναμε το μπαρούτι με μια μεγάλη πρόκα που στην άκρη της είχε ένα σπάγκο. Τινάζαμε χτυπώντας το κλειδί στον τοίχο και

Page 93: Λαδιάρηδες.pdf

έσκαγε το μπαρούτι με μεγάλο θόρυβο, ενώ εμείς εισπράτταμε βρισιές και κυνηγητό από τον θορυβημένο περίγυρο. Και αυτό το παιγνίδι εξαφανίστηκε τότε. Η ασετυλίνη, το κλειδί με το μπαρούτι με τις πλάκες για θόρυβο το παίζαμε περισσότερο το Πάσχα. Οι πιο λαδιάρηδες τη στήναμε στη γωνία και σβήναμε τα κεριά που τα πήγαιναν με προσοχή και ευλάβεια στα σπίτια οι θεοσεβούμενοι πιτσιρικάδες.

Τα πεντόβολα

Τα πεντόβολα ήταν ολίγον τι κοριτσίστικο και συνάμα ΄΄φλωρίστικο΄΄ παιγνίδι. Δεν είχε και τόσο ενδιαφέρον. Είχαμε πέντε στρογγυλά βότσαλα, πετούσαμε το ένα ψηλά και πριν πέσει είχαμε αρπάξει ένα-ένα όλα τα βότσαλα.

Το σχοινάκι

Άλλο παιγνίδι ήταν το σχοινάκι. Λίγο κοριτσίστικο κι αυτό. Είχαμε ένα σχοινί και το κρατούσαμε μισοτεντωμένο δυο παιδιά, ενώ όλα τα άλλα με τη σειρά τους έμπαιναν μέσα στο σχοινί και πηδούσαν σαν τα κατσίκια, δίχως να ακουμπήσουν το σχοινί. Τραβούσαμε λίγο το σχοινί και χάνοντας τα βήματα έπεφτε εκείνος που πηδούσε εκείνη τη στιγμή. Αυτό, πέρα από το ότι κάναμε μπανιστήρι στα βρακάκια όταν σηκώνονταν οι φούστες των κοριτσιών, δεν είχε άλλο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Το φιδάκι

Παιγνίδι με χαβαλέ ήταν το φιδάκι. Τα βράδια, στην άκρη του δρόμου βάζαμε στην άκρη λεπτού σπάγκου, συνήθως τριχιάς για ψάρεμα, ένα χαρτονόμισμα και το τραβούσαμε στη ΄΄ζούλα΄΄ σιγά-σιγά κάτω απ’ τα πόδια, συνήθως γέρων και γριών. Νομίζοντας ότι είναι αληθινό, έσκυβαν να το πάρουν συνήθως κρυφά. Εμείς το τραβούσαμε λίγο πιο πέρα, οι γέροι ξανάσκυβαν, εμείς το

Page 94: Λαδιάρηδες.pdf

ίδιο, έπεφτε γέλιο, χαχανητό και βρισιές του τύπου: ΄΄Άντε στο διάολο, σκατόπαιδα΄΄.

Καβαλαρία

Άλλοτε καβαλούσαμε στα κάρα από πίσω ή από κάτω στο ΄΄τιγκίλι΄΄, οι πιο ΄΄μούλοι΄΄ ακόμα καβαλούσαμε και στα ταξί, κάτι τετράγωνα ΄΄FORD΄΄, πίσω στη σχάρα με τις βαλίτσες, όπως και στα μεγάλα φορτηγά, τα ΄΄ΝΤΟΪΤΣ΄΄ και ασφαλώς στα τραμ, πράσινα και κίτρινα.

Αθλητισμός

Μικροί-μεγάλοι κάναμε διαγωνισμό στο τρέξιμο, στο άλμα εις μήκος ή τριπλούν, στο άλμα εις ύψος, στη σφαίρα και ασφαλώς πηδήματα στα ακόμα ανοιχτά καταφύγια και ρέματα. Στο άλμα εις ύψος ακουμπούσαμε το σπάγκο και λέγαμε πάντα ψέματα ότι ΄΄δεν τον ακούμπησα ρε, να μα την Παναγία!΄΄, κάνοντας κι έναν ψευτοσταυρό. Στο δρόμο ταχύτητας σπρώχναμε το διπλανό μας, ή ξεκινούσαμε πρώτοι λέγοντας με φωνές τα αντίθετα. Όλο ζαβολιές. Έπρεπε…να κερδίσουμε.

Το κατούρημα

Πότε-πότε κάναμε διαγωνισμό ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά. Πίναμε πολύ νερό και κρατούσαμε το κάτουρό μας ώρες ατελείωτες. Βγάζαμε όλοι έξω τα πουλιά μας και κρατούσαμε κλειστό το φουσκωμένο πετσάκι γεμάτο νερό, αφήνοντάς το και τινάζοντας το κάτουρο μακριά. Πολλοί που έχαναν γύριζαν το πετσάκι και κατάβρεχαν τους άλλους σαν το λάστιχο του νερού. Άρχιζε αμέσως ο καυγάς…

Τσουλήθρα

Page 95: Λαδιάρηδες.pdf

Παίζαμε με τις ΄΄τσουλήθρες΄΄. Συνήθως στο γυριστό πρεβάζι της μεγάλης σκάλας του σχολείου, της Δημαρχίας ή ακόμα και σε πέτρες οι οποίες γλιστρούσαν στη Ζωοδόχο Πηγή. Κρυφά βάζαμε άσπρη μπογιά, ή και χώματα. Γινόταν ο χαμός. Είχαμε στη συνέχεια ξύλο στο σπίτι απ’ τα σκισμένα και λερωμένα ρούχα. Ξυλοπόδαρος Ένα παιγνίδι εις βάρος των τακουνιών μας που συνοδευόταν και με ξύλο στο σπίτι ήταν οι κονσέρβες που πατώντας τες με δύναμη στο τακούνι, σφήνωναν πίσω και πηδούσαμε σαν τους ξυλοπόδαρους κλόουν στα τσίρκα με εκκωφαντικό θόρυβο εισπράττοντας τα βρισίδια μας απ’ τους μεγαλύτερους. Εμείς όμως ήμασταν ικανοποιημένοι που τους τσαντίζαμε. Έβλεπες πιτσιρικάδες γεμάτους τρόμο να κρατάνε το τακούνι στο χέρι πριν μπουν στο σπίτι, που πάντα τους περίμενε καλοξεγυρισμένη τιμωρία.

Κλέφτες κι αστυνόμοι

Άλλο παιγνίδι ήταν το ΄΄κλέφτες κι αστυνόμοι΄΄. Οι πιο πονηροί έπαιζαν τους κλέφτες, κατατροπώνοντας και δέρνοντας πάντα τους κακούς μπάτσους. Στο τέλος κανείς δεν έπαιζε...τους μπάτσους. Μέσω ΄΄ευγενών΄΄ περιοδικών μαθαίναμε τη φρασεολογία και τα κόλπα του Τόνυ Καμόντε, ή του Λέμυ Κώσιον. Άκουγες τις μανάδες να φωνάζουν: ΄΄Βρε! Πάλι ΄΄Μάσκα΄΄ διαβάζεις; Τα μαθήματά σου βρε τα φόρτωσες στον κόκορα;΄΄.

Το ξυλίκι

Το ΄΄ξυλίκι΄΄ ήταν το αγαπημένο μας παιγνίδι. Όχι και τόσο αρεστό στους μεγάλους. Είχαμε από ένα ξύλο γερό, σαν μπαστούνι. Κι ένα άλλο μικρό. Κοπανούσαμε με δύναμη και μαεστρία την άκρη του μικρού ξύλου με την άκρη του μεγάλου μπαστουνιού, το οποίο απογειωνόταν στον αέρα, ενώ εμείς τρέχαμε να του ξαναρίξουμε άλλη μία ή δύο και τρεις φορές πριν σκάσει

Page 96: Λαδιάρηδες.pdf

κάτω στο έδαφος. Μετρούσε ο νικητής ανάλογα το πόσο μακριά έστελνε το ΄΄ξυλάκι΄΄ και με πόσες ξυλιές. Πολλές φορές το ΄΄ξυλάκι΄΄ έπεφτε στις αυλές ή τα κεραμίδια των σπιτιών, ενώ άλλοτε, στις πιο άτυχες, στα τζάμια. Έπεφτε τότε ξύλο, σπάσιμο των εργαλείων μας και απαγόρευση του παιγνιδιού. Οι μεγάλοι δεν το πολυγουστάριζαν γιατί καμιά φορά τους έπεφτε και στο κεφάλι. Εμείς τα κρύβαμε σε καβάντζες αλλά παρακολουθώντας άλλους τους κλέβαμε τα κλεμμένα τους ΄΄ξυλίκια΄΄. Αλλάζαμε το σχήμα, τα βάφαμε ή γράφαμε τα ονόματά μας. Κάθε μέρα άκουγες κλάματα: ΄΄Δικό μου είναι το ξύλοοο…΄΄.

Ο τηλέγραφος

Τι ωραίο παιγνίδι που ήταν ο τηλέγραφος! Εμείς γράφαμε στα παπούτσια μας τον πατέρα της τηλεπικοινωνίας, τον Μπελ, και μ’ ένα μακρύ σπάγκο γύρω στα δέκα-δεκαπέντε μέτρα και δυο κονσερβοκούτια, σαν αυτά με τον τόνο ψάρι, ήταν αρκετά για να μας ενθουσιάζει, σαν τμήμα του καθημερινού μας παιγνιδιού. Κάναμε μικρές τρύπες με μια πρόκα στην κλειστή πλευρά του τενεκέ της κονσέρβας, δέναμε το σπάγκο μ’ ένα μεγάλο κόμπο στο κέντρο του τενεκέ και ενώναμε τον μακρύ σπάγκο στον άλλο τρύπιο τενεκέ. Κρατούσαμε τον τενεκέ μισοχωμένο στο αυτί μας, βουλώναμε το άλλο και αρχίζαμε τη συνεννόηση. Ο Γκράχαμ Μπελ δικαιώνονταν, συνήθως υποτυπωδώς, ενώ εμείς είχαμε το ύφος εκατό μαστόρων. Για να γίνει χαβαλές και να πέσει ξύλο, αρχίζαμε να βρίζουμε σιγά-σιγά στην αρχή τον άλλο που είχε καρφώσει το αυτί του στον τενεκέ, περιμένοντας με αδημονία, λέγοντας ΄΄πιο δυνατά-πιο δυνατά΄΄, ν’ απαντήσει. Ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι τον βρίζαμε, έπεφτε πολύ γέλιο. Ύστερα άρχιζε το τράβηγμα του σπάγκου, το πάτημα του τενεκέ, ξύλο και βρισιές.

Page 97: Λαδιάρηδες.pdf

Καπάκι και οι μεγάλοι: ΄΄Βρε, αφού δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε, γιατί παίζετε τον τηλέγραφο, χαθήκανε τ’ άλλα παιγνίδια;΄΄ Έλα όμως που εμάς μας άρεσαν όλα τα ζαβολιάρικα παιγνίδια, τα οποία κατέληγαν πάντα στο ξύλο.

Η αμπάριζα

Άλλο παιγνίδι ήταν η ΄΄αμπάριζα΄΄. Εύκολο και ανέξοδο. Μοιραζόμασταν σε δύο ομάδες, σε μια απόσταση δέκα περίπου μέτρων, βάζοντας και μια διαχωριστική γραμμή στη μέση. Έτρεχε από κάθε πλευρά ένας και, δίχως να τρακάρει ή να ακουμπήσει τον άλλον, ξαναγύριζε στη θέση του. Αν τον ακουμπούσε έχανε, βγαίνοντας έξω απ’ το παιγνίδι. Άλλαζαν όρους κάθε φορά, σε κυνηγούς και κυνηγημένους. Σε αυτό το παιγνίδι οι πιο ΄΄γιγαντόσωμοι΄΄ φώναζαν: ΄΄Παίρνω αμπάριζα και τρέχω΄΄. Και οι πιο κοκαλιάρηδες ΄΄έκλαναν μαλλί΄΄, όπως λέγαμε τότε. Που να φτουρήσουν τα μαμόθρεφτα…

Το στεφάνι

Το ΄΄στεφάνι΄΄ ήταν ένα άλλο παιγνίδι. Ήταν μια ζάντα από ποδήλατο, δίχως ακτίνες, που μ’ ένα ξύλο λεπτό γυρίζαμε τρέχοντας και τσουλώντας τη ζάντα κάναμε διάφορα ΄΄τσαλίμια΄΄ και ΄΄κόλπα΄΄. Ανεβαίναμε σκαλιά, κάναμε ανάποδα, πιάναμε φρένο απότομα, το πετούσαμε ΄΄ανάποδο φάλτσο΄΄ και αυτό σαν το ΄΄μπούμερανγκ΄΄ γύριζε πίσω στα χέρια μας ικανοποιώντας μας σε φιγούρες που κάναμε συνήθως στα κορίτσια. Το κρεμούσαμε στους τοίχους, στις αυλές, σ’ ένα μεγάλο καρφί, ή στην κληματαριά μας, σε κάποιο κλαδί της, προσέχοντας πάντα μη μας τα κλέψουν οι άλλοι.

Η τυφλόμυγα

Page 98: Λαδιάρηδες.pdf

Αγαπησιάρικο παιγνίδι ήταν η ΄΄τυφλόμυγα΄΄. Το παίζαμε ευχάριστα με τα κορίτσια. Βάζαμε ένα ΄΄κορόιδο΄΄ με δεμένα μάτια να προσπαθεί ψαχουλεύοντας με το χέρι του ποιος είναι κάθε φορά αυτός που πιάνει, για να κάτσει εκείνος ΄΄κορόιδο΄΄. Εμείς, όταν ψάχναμε, αρχίζαμε κανονικά την ΄΄πασπάλα΄΄. Παλαμαριάζαμε βυζιά, πόδια, χέρια, πρόσωπα δήθεν….ψάχνοντας….Πολύ μας άρεσε αυτό το παιγνίδι.

Ο γιατρός

Ο ΄΄γιατρός΄΄ ήταν ένα άλλο αγαπητό μας παιγνίδι. Κάποια έκανε την άρρωστη και κάποιος το γιατρό. Και δωστου να σηκώνουμε τη μπλούζα και τα φουστάνια για να ψάχνουμε που είναι ΄΄άρρωστα΄΄ τα κορίτσια. Μερικά κορίτσια καθόντουσαν, ενώ άλλα τσίριζαν φωνάζοντας: ΄΄Μαμά, μαμά, μας σηκώνουν τα φουστάνια μας….΄΄ και στη συνέχεια οι μανάδες έλεγαν: ΄΄Κυρία Τασία, ο γιος σου έβαλε χέρι στο κορίτσι μου, ο αληταράς…΄΄. Εμείς ήμασταν στο αιώνιο ψαχτήρι της φύσης παρά το βρωμόξυλο που τρώγαμε. Πάντα ήμασταν έτοιμοι να το ξανακάνουμε, κάθε φορά την άλλη μέρα. Όλα τα κορίτσια της γειτονιάς είχαν περάσει λίγο, ή πολύ απ’ το πρώιμο ερωτικό μας ψαχούλεμα. Μάλιστα διαμορφωνόταν και λίγη ΄΄ανωμαλία΄΄. Μας άρεσαν οι ΄΄ντροπαλές΄΄ και οι ΄΄δύσκολες΄΄. Και όχι τόσο οι δήθεν ΄΄εύκολες΄΄ που σαν αγοροκόριτσα γρατζουνούσαν, πάλευαν, ακόμα και κατουρούσαν όρθια, όπως λέγαμε τότε για πλάκα.

Οι κουμπάρες

Άλλο όμορφο παιγνίδι που το παίζαμε κρυφά, όπως το γιατρό, ήταν οι κουμπάρες. Κάναμε τις κουμπάρες κουτσομπολεύοντας τις άλλες και λέγαμε και λίγα ΄΄βρωμόλογα΄΄, όσα ξέραμε κοκκινίζοντας από ντροπή. Αυτή

Page 99: Λαδιάρηδες.pdf

ήταν και η ουσία του παιγνιδιού. Μια ευχάριστη ερωτική επαφή του λόγου.

Πινακωτή

Άλλο παιγνίδι ήταν η ΄΄πινακωτή΄΄. Και αυτό αγαπησιάρικο! Λέγαμε: ΄΄Πινακωτή-πινακωτή΄΄. Η άλλη έκανε πως δεν άκουγε και έλεγε: ΄΄Από το άλλο μου τ’ αυτί, γιατί είναι η μάνα μου κουφή΄΄. Λέγαμε διάφορα ερωτόλογα, κατευχαριστημένοι στην επαφή μας με το αντίθετο φύλο. Μεγάλο ποσοστό διαμόρφωσης μελλοντικής ψυχολογίας εν σχέσει με το σεξ και εν γένει με το αντίθετο φύλο, ήταν αυτή η πιο παιγνιδιάρα, γλυκιά και αγνή περίοδος της προεφηβικής μας ηλικίας.

Τα σκατουλάκια

Τα ΄΄σκατουλάκια΄΄ ήταν απ’ τα πρώτα ανέξοδα και εύκολα παιγνίδια στην μετά την Κατοχή περίοδο. Εύκολα βρίσκαμε μαρμάρινες μικρές και πλατιές ομάδες ή αμάδες και τις βάζαμε τη μια πάνω στην άλλη σε συμφωνημένο εκ των προτέρων αριθμό, σχηματίζοντας μια κολώνα από πλακάκια. Διαλέγαμε την πιο καλή μας ομάδα και από ίση απόσταση την πετούσαμε εναλλάξ με δύναμη να ρίξουμε κάτω το λοφίσκο. Έριχνε πρώτος αυτός που κέρδιζε τον άλλον όταν πετούσε πιο κοντά στον τοίχο την ομάδα του απ’ τον άλλον. Σε Μερικά παιγνίδια δεν μπορούσαμε να κάνουμε λαδιές εύκολα. Μας έπιανε τότε σκέτη λύσσα. Θέλαμε να κερδίσουμε. Καταστρώναμε διάφορες ΄΄μηχανές΄΄. Αν κερδίζαμε (φοβούμενοι μη χάσουμε τη ρέντα μας) κάποιος κολλητός μας έλεγε: ΄΄Ρε, σε φωνάζει η μάνα σου΄΄. Άλλοτε πάλι τσακωνόμασταν και στην αναμπουμπούλα πάντα ο κολλητός μας έβρισκε την ευκαιρία και άρπαζε τις ομάδες, ή τους βώλους, ή τις γκαζές, ή τις σβούρες και τα χαρτάκια και εξαφανιζόταν για να τα μοιράσουμε αργότερα.

Page 100: Λαδιάρηδες.pdf

Κάθε γειτονιά ανακάλυπτε δικά της παιγνίδια. Ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον και τα υλικά που χρησιμοποιούσαμε στα διάφορα παιγνίδια μας. Πολλά έμειναν ακόμα και σήμερα. Ίσως ελαφρώς παραλλαγμένα. Άλλα εξαφανίστηκαν, ειδικά αυτά που είχαν άμεση σχέση με τη μορφολογία του εδάφους. Λίγο-λίγο άρχισαν να εξαφανίζονται από το κέντρο της Αθήνας προς τις συνοικίες, όταν μέσα στο τσιμέντο, την άσφαλτο και την ΄΄ανοικοδόμηση΄΄, άρχιζε σιγά-σιγά, με ταχύτητα ατμομηχανής αργότερα, η εξαφάνιση της αλάνας, χώρος μαγικός για τα παιδιά, όλων των εποχών. Για να επιβιώσει κάποιος πιτσιρικάς αυτές τις εποχές ήταν μεγάλο ζήτημα. Τα ΄΄μαμοθρεφτάρια΄΄ δεν επιβιώσαν ποτέ. Κλαψούριζαν συνέχεια και ήταν πάντα στην άκρη. Πολλές φορές, ΄΄του μπάτσου και του κλώτσου΄΄ όπως λέγαμε, ανεξάρτητα αν μερικοί που ξέρω έχουν ΄΄επιβιώσει΄΄ θαυμάσια στο χώρο τους, ενώ πολλά ΄΄μούτρα΄΄ τότε, σκληρά παιδάκια της εποχής, σήμερα είναι ολίγον τι, έως χοντρά, ΄΄ρεμάλια με πατέντα΄΄! Και με….΄΄το συμπάθιο΄΄ παρακαλώ…

Ο κλείδωνας

Πολύ μεγάλο γεγονός της χρονιάς για μας τα παιδιά, ήταν ο ΄΄κλείδωνας΄΄. Ένα πανάρχαιο έθιμο διάσπαρτο σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και στα Βαλκάνια και ίσως και στην Αγγλία. Ήταν η γιορτή της φυσικής σύνδεσης του ανθρώπου με τη φωτιά. Ανάλογα με τις περιοχές υπήρχαν οι διαφορές και οι παραλλαγές. Στην ουσία όμως ήταν το ίδιο πράγμα. Από μέρες πριν μαζεύαμε ότι άχρηστο και για κάψιμο υπήρχε. Σχηματιζόταν ένα βουνό ολόκληρο από ξύλα, παλιόχαρτα, χαρτιά, παλιά κασόνια, έπιπλα, ότι φανταστεί ο νους και προπάντων του λαδιάρη ο νους… Η μαγική νύχτα έφτανε και ήταν η παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αι-Γιάννη του Πρόδρομου στις 24 Ιουνίου.

Page 101: Λαδιάρηδες.pdf

Αλλού η γιορτή του ΄΄κλείδωνα΄΄ γινόταν την Πρωτομαγιά. Στην Αγγλία καίγανε τον ΄΄γκάη΄΄ σε ανάμνηση του κακού ανθρώπου και προδότη ο οποίος έκαψε το Κοινοβούλιο στο Μεσαίωνα, στην εποχή του Κρόμγουελ στο Λονδίνο. Ακόμα και σήμερα τα πιτσιρίκια φτιάχνουν μια κακότεχνη κούκλα και όλη την ημέρα ζητάνε λεφτά (penny, for the gay). Σαν τον Ιούδα, αργά το βράδυ κρεμασμένο τον παραδίνουν στις φλόγες, με ζητωκραυγές και…μπύρες. Στης Αθήνας τις γειτονιές, ανάβαμε τις φωτιές μόλις σουρούπωνε. Η μαγεία της φωτιάς αντιφέγγιζε στους γύρω τοίχους, τσουρούφλιζε τα πρόσωπα μας και μεγάλωνε η καυτή ανάσα μας. Πηγαίναμε πάντα προς την ίδια κατεύθυνση όλοι, πηδώντας πάνω από τη φωτιά, προσέχοντας να μην τρακάρουμε, ή γλιστρήσουμε και πάθουμε εγκαύματα. Ήταν ένα μάλλον ΄΄παγανιστικό΄΄ έθιμο, ότι τάχα μου πηδάγαμε νικημένο τον παλιό το χρόνο και πηγαίναμε στο νέο, στον πάντα ελπιδοφόρο… Αναψοκοκκινισμένοι, καταϊδρωμένοι και λαχανιασμένοι, προσπαθούσαμε να κάνουμε την διαολιά μας. Πηδάγαμε ανάποδα, σπρώχνοντας τους άλλους να πέσουν μέσα στη φωτιά, ή τους κρατάγαμε με το ζόρι κοντά (από πίσω τους εμείς) για να τσουρουφλίζονται….και να καούν οι ψείρες και οι ψύλλοι! Λέγαμε για πλάκα…. Υπήρχε πάντα ένα πήλινο δοχείο εκεί κοντά και ο καθένας έβαζε και από ένα πράγμα μέσα. Ότι ήθελε….δώρο, βρακί, τσατσάρα, γράμμα… Το ΄΄πανηγύρι΄΄ όμως το ’κλεβε η πιο γριά και η πιο ΄΄κακιά΄΄ και πονηρή αρχικουτσομπόλα της κάθε γειτονιάς. Έβγαζε ένα-ένα τα πράγματα από το μικρό κιούπι και αμέσως στόλιζε τον ιδιοκτήτη με διάφορες ροζ και πολύ πιπεράτες ιστορίες, με μισοαλήθειες και μισοψέματα, πάντα μεγαλοποιημένες. Φόβος και τρόμος για τις πονηρές τις ΄΄μισότριβες΄΄ τις ψιλοτσούλες, τις σουρλουλούδες, τις θεούσες, τις κρυφοπουτανίτσες, τους κερατάδες, τους μπάμιες, ή τους μπαγλαμάδες και τους ΄΄κουνιστούς και συνάμενους΄΄.

Page 102: Λαδιάρηδες.pdf

Η κυρα-Ρεβέκκα πιο κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν η πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Όμως δούλευε πολύ σκληρά όλο το χρόνο. Μάζευε πληροφορίες, τις καταχώνιαζε στο μυαλό της, τις μετέπλαθε με μαεστρία και τις ξεφούρνιζε στην κατάλληλη ώρα, στο κατάλληλο πρόσωπο. ΄΄Ουαί κι αλλοιμονο΄΄ στον περίγυρο, ακόμα κι αν κάποιος ήταν απών. Άρχιζε τα τρίστιχα αυτοσχέδια, ροζ και πιπεράτα σόκιν και γινόταν χαμός. Τα ξαφνιασμένα ξεφωνητά όσο προχωρούσαν σε βάθος τα τρίστιχα σόκιν μετατρέπονταν σε θυμωμένα μουγκρητά ακόμα και σε γοερά κλάματα, ενώ ο περίγυρος ξεπατωνόταν στα χάχανα, γέλια και ξεφωνητά. ΄΄Πες τα όλα, πες τα όλα!΄΄. Άκουγες: ΄΄Αχ την ψεύτρα, αχ την ψεύτρα, καλέ ψέματα λέει, η παλιοψεύτρα΄΄. Τα γέλια και τα κλάματα άλλαζαν στη στιγμή και ακολουθούσε η νεκρική ησυχία. Τα τεντωμένα αυτιά όλων μας ρουφούσαν τις πιπεράτες ιστορίες και τα πονηρά τρίστιχα της κυρα-Ρεβέκκας, της παντοδύναμης εξουσιάστριας αυτής της βραδιάς, ενώ οι ανταύγειες της φωτιάς στους γύρω-γύρω τοίχους, έφτιαχναν τα μύρια εναλλασσόμενα σχέδια, ένα κινούμενο ζωγραφιστό θαύμα, χαμένο για πάντα στο παρελθόν. Ένα σκηνικό βαθύτατα χωνιασμένο μέσα στις παιδικές μας αναμνήσεις, σε μας που ζήσαμε αυτή τη μαγεία, μέσα στις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας. Αγαπημένες γειτονιές, έστω και φτωχικές, που βούλιαξαν κάτω απ’ τον ανθρώπινο εγκέλαδο της μπουλντόζας, της ανορθόγραφης ταμπέλας του ΄΄αργολάβου οικοδομών ο μαστρο-Νώντας΄΄ ΄΄πολούντε άπαντα τα ιλοικά της καταδαφείσεος΄΄. Του ΄΄κωλονόμου΄΄ της οριζόντιας ιδιοκτησίας. ΄΄Που είναι τα πάρκα ρε; Οι παιδικοί σταθμοί; Τα σχολεία; Τα γκαράζ; Οι ποδηλατόδρομοι; Τα νοσοκομεία; Οι χώροι άθλησης; Οι κήποι; Η πρόσβαση στους ανήμπορους΄΄. Ύπουλη και απ’ όλες τις μπάντες παραμυθιασμένη αντιπαροχή. Καθίκια ΄΄πολεοδόμοι΄΄, άτιμοι μηχανικοί,

Page 103: Λαδιάρηδες.pdf

κουφάλες εργολάβοι, σαλταρισμένοι χαζομικρο΄ι΄διοκτήτες-θύματα της νέας τότε μαγείας, του ασανσέρ, του λουτροκαμπινέ (με….μπιντέ) και του σίγουρα περίεργου, κουτσομπόλη και, γιατί όχι, ΄΄φερτάκια΄΄ θυρωρού. Παντοδύναμου δυνάστη της κάθε πολυκατοικίας, της τότε μετεμφυλιακής ασφαλίτικης εποχής…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 ΘΑΛΑΣΣΑ Η θάλασσα η πιο κοντινή ήταν για μας στο Καλαμάκι ή στο ΕΔΕΜ, στην Πικροδάφνη. Λιγότερο από 8-9 χρονών, αρχίζαμε και το σκάγαμε απ’ το σπίτι. Για να μη χαθούμε παίρναμε το ρέμα ΄΄φαλάγγι΄΄ από τους Καλογήρους και, σιγά-σιγά, περνώντας απ’ το 13, ύστερα απ’ το Μπραχάμι και τον Ασύρματο, φτάναμε στην Πικροδάφνη. Όλοι ήμασταν ξυπόλητοι και πάντα φορούσαμε ένα μαύρο σώβρακο με λάστιχο και μια ΄΄κωλότσεπη΄΄. Η μάνα μου ποτέ δε μου ξανάφτιαξε μια μεγάλη τσέπη μπροστά, παρά τα συχνά μου παρακάλια. Έβαζα τους βώλους και πάντα σκιζόταν. Κάναμε το μπάνιο μας και γυρίζαμε ταλαίπωροι, νηστικοί και ΄΄γανιασμένοι΄΄ από τον ήλιο και το αλάτι της θάλασσας. Το ξύλο το είχαμε συνηθίσει. Σιγά-σιγά μαθαίναμε όλοι να επιβιώνουμε. Αλλάζαμε δρομολόγιο και πηγαίναμε απ’ τα χωράφια, τους κήπους και τα περιβόλια. Κλέβαμε φρούτα και ξηρούς καρπούς από τις αιγινήτικες φιστικιές, τσάγαλα, τζίτζιφα, μούσμουλα. Αν είχαμε λεφτά παίρναμε και καμιά οκά ψωμί. Πολλοί σαν τον ΄΄Μουτσούνα΄΄ έμπαιναν στα σπίτια και έλεγαν μ’ ένα ύφος εκατό ζητιάνων: ΄΄Καλέ κυρία, δώσμου λίγο νερό΄΄, κατόπιν συνέχιζε: ΄΄Έχετε λίγο ψωμί, ντομάτα, τυρί ή καμιά ελιά;΄΄. Ήταν ο ειδικός. Μικροκαμωμένος, συνέχεια ΄΄χλεμπονιάρης΄΄ σαν Κινέζος και ολίγον τι ΄΄μοχθηρός΄΄. Να ’ναι καλά εκεί στον μακρινό Καναδά. Στο γυρισμό πλενόμασταν και πλέναμε και το σώβρακο στη μεγάλη στέρνα, στη γωνιά στο Νεκροταφείο τέρμα Αρτάκη,

Page 104: Λαδιάρηδες.pdf

εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το ουζερί ΄΄ο Πόντος΄΄. φορούσαμε την κοντή βρεγμένη φανέλα μας στο κεφάλι και ώσπου να ’ρθουμε είχε στεγνώσει. Η μάνα μου μ’ έγλυφε να δει αν έχω αλάτι επάνω μου. Λέγαμε πάντα ψέματα: ΄΄Στο είπα καλέ μαμά, ήμουνα με τον Μάκη΄΄. Άλλοτε: ΄΄Ήμουνα με τον Κώστα΄΄. Άλλοτε: ΄΄Ήμουνα με το Χριστόφορο τον Κακαβά και παιζαμε ντάμα ή τρίλιζα΄΄. Πάντα διάλεγα ένα φίλο και ένα ήσυχο παιγνίδι καλής αποδοχής από τη μάνα μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 ΕΡΓΑΣΙΑ Με λειτουργίες, ολονυχτίες και κατηχητικά σε απομακρυσμένα μοναστήρια και ερημοκλήσια αλλά και με πλήθος αλαναρίες και λαδιές ήρθε το καλοκαίρι του 1950, όπου τελείωσα το δημοτικό. Με ΄΄Άριστα΄΄ παρακαλώ! Ο πατέρας μου έριξε την αναμενόμενη από καιρό καλοξεγυρισμένη κανονιά στα ίσα. ΄΄Να πάει στη δουλειά ο τσόγλανος, να δει πως βγαίνει το καρβέλι΄΄. ΄΄Που είναι όλο παιγνίδια και σκανταλιές΄΄, συμπλήρωσε η μάνα μου. Πήγα σ’ ένα τσαντάδικο, στην οδό Κολοκοτρώνη και Λεοχάρους, στο κέντρο της Αθήνας. Στην αρχή σκούπιζα, έκοβα κάτι χαρτόνια και έκανα θελήματα. Σιγά-σιγά ξεψάρωσα και ενώ στην αρχή φοβόμουν την Αθήνα με τα πολλά αυτοκίνητα, τα θορυβώδη τραμ, τα ταξί, τον πολύ κόσμο, τις φωνές, άρχισα να γίνομαι γνώστης των γύρω-γύρω δρόμων σε λίγο χρονικό διάστημα. Πήγαινα στην Πλάκα, στην οδό Χιλ, κοντά στο Α’ Γυμνάσιο Θηλέων, πάροδο Αδριανού, στον επιχρυσωτή τα διάφορα ΄΄στόμια΄΄ των γυναικείων τσαντών. Ήταν ένας ΄΄τυπάρας΄΄ που τον έλεγαν (άκουσον-άκουσον!) ο ΄΄Σαλταπήδας΄΄ και για τον οποίο έπεφτε πολύ γέλιο κρυφά. Εκεί πήγα για δουλειά και το φίλο μου το Γιώργο τον απέναντι. Με πέντε-έξι τσάντες τυλιγμένες προσεκτικά σε άσπρο χαρτί και περασμένες στα χέρια μου, τις πήγαινα

Page 105: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄DELIVERY΄΄ στα διάφορα μαγαζιά γύρω-γύρω με τα πόδια. Με πολύ δυσκολία χωνόμουν ανάμεσα στον κόσμο, προσέχοντας να μη μου ρίξουν τις προεξέχουσες από τα πλάγια κρεμασμένες τσάντες από τα ανοιχτά χέρια μου. Με τα πόδια…Νο΄΄COURIER΄΄ τότε….Δεν μου άρεσε καθόλου… Συνέχεια σκεφτόμουν που είναι τώρα καλοκαίρι και δεν έχω σχολείο οι φίλοι μου θα λυσσάνε στους δρόμους, στις αλάνες και στις θάλασσες, ενώ εγώ ΄΄γαμώ την ατυχία μου, γαμώ΄΄ (έλεγα πάντα), με τρώει η άσφαλτος και η δουλειά. Το πήρα απόφαση. Θα φύγω… Κάποτε αντιμίλησα, κάπου….έκανα εξεπίτηδες ζημιά στα χαρτόνια, ενώ έδωσα άλλες τσάντες αντί σε άλλους και επιτέλους μ’ έδιωξε τ’ αφεντικό. Είχα δουλέψει μόνο ένα μήνα. Για μένα όμως ήταν ένας φρικτός αιώνας. Στο δρόμο έλεγα: ΄΄Το πολύ-πολύ να φάω ένα γερό ξύλο…Θα περάσει…΄΄. Με το ΄΄γέρο΄΄ μου καθάριζα εύκολα. Με μερικές καρπαζιές και κάμποσες χριστοπαναγίες τη γλύτωνα φτηνά. Της μάνας μου είχα βρει το κουμπί. ΄΄Δεν ξαναπάω μαμά εκεί, δεν ξαναπάω. Όλο βρίζουνε Παναγίες και Χριστούς. Είναι άθεοι τι να κάνω;΄΄. Μ’ έστειλε αμέσως στην αδελφή της τη Θοδώρα στη Φραγκοκλησιά ώσπου να περάσει ο θυμός του ΄΄γέρου΄΄ μου. Σε μια βδομάδα γύριζα ξεκούραστος, καλοφαγωμένος και ωραίος. Τα παιγνίδια και οι λαδιές αναστέναζαν αναδρομικώς. Οι γύρω γειτόνοι έλεγαν: ΄΄Είχε χαθεί ο τσόγλανος και είχε ησυχάσει όλη η πλάση…΄΄. Με είχαν σαν τον ΄΄TOP LEDER΄΄ της γειτονιάς σε ξύλο, λαδιές και φασαρίες. Όσοι απ’ τους μικρούς δεν το καταλάβαιναν τρώγανε πάντα τις μάπες τους και το χώνευαν μια και καλή. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει λαδιά και γω να μην είμαι πρώτος, ή μέσα…. Για τους άλλους τους μεγάλους ήμουν ακόμα και αν πράγματι…δεν ήμουν. Στο σπίτι άρχιζαν και συζητούσαν ανησυχητικά τι θα κάνω με το σχολείο, τι θα γίνω, τι θα

Page 106: Λαδιάρηδες.pdf

μάθω και άλλα μισητά. Άρχιζαν και σφίγγανε οι κώλοι για καλά. Εγώ ήθελα να γίνω μηχανουργός σαν το μπαμπά μου και τον αδελφό μου που δούλευε τορναδόρος στου Μαλτσινιώτη, ενώ το βράδυ πήγαινε στη σχολή ο ΄΄Ήφαιστος΄΄, στο Παγκράτι στην αρχή, ύστερα στη Μιχαήλ Βόδα και αργότερα στα Πατήσια, στο οδό Ρως. Η μάνα μου δεν ήθελε. ΄΄Άπαπα…άπαπα΄΄, έλεγε συνέχεια. ΄΄Θα γίνεις υπάλληλος, να ’σαι καθαρός και όχι βρωμιάρης και το βράδυ θα πας στο Γυμνάσιο να γίνεις άνθρωπος΄΄. Μ’ έγραψαν στο παράρτημα του 6ου Γυμνασίου στο Κουκάκι, πίσω από το Φιξ, στην οδό Zάν Μωρέας. Πήγαινα στο νυχτερινό με κρύα καρδιά. Η εξαδέλφη μου η Ψείρα, ή το προκομενούλι μου βρήκε δουλειά (ανάθεμά τη) στην Αθήνα, σ’ ένα ραφτάδικο στρατιωτικών στολών και μαγαζί που πουλούσε διάφορα στρατιωτικά είδη. Στην οδό Ακαδημίας 15, σ’ ένα ημιυπόγειο, τηλ. 35186. Την Αθήνα την ήξερα λίγο-πολύ. Δε δυσκολεύτηκα στη νέα μου δουλειά. Πίσω απ’ το ημιυπόγειο κατάστημα, σ’ ένα ανήλιαγο δωμάτιο ήταν το βασίλειο του ράφτη-κάλφα. Ήταν ένας ξερακιανός τύπος, γέρος, μ’ ένα αποτσίγαρο στριφτό στο στόμα του πάντα. Ήταν αριστερός, όπως το ’λεγε συνέχεια, σε αντίθεση με το Γιώργο Τόγκα, το αφεντικό που ήταν δεξιότατος. ΄΄Μέχρι το μεδούλι΄΄, έλεγε συνέχεια. Μπροστά αριστερά, κάτω από τη σκάλα, υπήρχε το γραφείο που καθόταν ο ταμίας και ο λογιστής Κώστας. Ένας θεόρατος, ωραίος τύπος, με μεγάλα σημάδια στο πρόσωπο, σα βλογιοκομμένος. Είχε χάσει και τα δυο του πόδια από τον πάγο στ’ Αλβανικά βουνά, στον πόλεμο. Δεξιά ήταν η θέση της Μαρίας της καπελούς, πίσω από μια παλιά ραπτομηχανή ΄΄ΣΙΓΚΕΡ΄΄. ΄΄Μεγαλοκοπέλα΄΄, γύρω στα τριάντα, ανύπαντρη, ξανθιά με φωτεινό πρόσωπο και ωραιότατα χείλη. Πάντα βαμμένα κόκκινα. φορούσε μια μπλε ολόσωμη ποδιά από γυαλιστερό ύφασμα, έχοντας σφίξει τη μέση της, φάνταζαν δύο ωραιότατα στήθη με δυο πάντα μεγάλες και σηκωμένες ρώγες σα να μου τρυπούσαν την πλάτη όταν περνούσε από πίσω μου για να βγει έξω από

Page 107: Λαδιάρηδες.pdf

το στενό διάδρομο, πίσω από τη βιτρίνα με τα μικροαντικείμενα για πούλημα. Ο πισινός της εντυπωσιακά στρογγυλός και μεγαλοπρεπής. Όταν περπατούσε, τα δυο της ΄΄κωλομάγουλα΄΄ ανεβοκατέβαιναν λικνιστά σα βάρκα σε τρικυμία. Εγώ ζαλιζόμουν…..Την κοιτούσα σαν αποχαυνωμένος. Συνέχεια το πουλί μου τριβόταν στο ξύλο πίσω από τον πάγκο, γινόταν κατακόκκινο και ύστερα με πονούσε. Φορούσα στις αρχές κοντό παντελόνι και φοβόμουν να μη με φωνάξει κάποιος και με δει Έτσι. Ντρεπόμουν και φοβόμουν φρικτά. Αργότερα, πολλά μεσημέρια, προφασιζόμενος ότι θέλω να διαβάσω, γύριζα γρήγορα-γρήγορα απ’ το συσσίτιο και της διάβαζα από το ΄΄Θησαυρό΄΄ διάφορα διηγήματα όταν αυτή δούλευε σε κάποια επείγουσα παραγγελία. Της άρεσε να διαβάζω με μάγκικη προφορά για κάποιον, δήθεν μάγκα, που τον έκανε τουλούμι στο ξύλο η γυναίκα του και του ’φευγε η τσάμπα μαγκιά. Σιγά-σιγά άρχιζα και χαϊδευόμουν κοιτώντας από κρυφά έως και ολοφάνερα λιγωμένος. Πολλές φορές, για να μου δείξει την ευγνωμοσύνη της για τα θελήματα που της έκανα, μ’ έσφιγγε στο στήθος της και γω ρουφούσα εισπνέοντας ένα ολάκερο λιβάδι από γυναικεία αρώματα. Ήμουν σε πελάγη ευτυχίας! Όμως, παρότι ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του μεγαλύτερου φίλου μου, του Βάβαλη, ότι δηλαδή έπρεπε να χαϊδεύω το πουλί μου με δύναμη συνέχεια ώσπου να βγει ένα παχύ υγρό από μπροστά που δε θα ήταν κάτουρο, δεν έβγαινε τίποτα. Ούτε αισθανόμουν μια πολύ γλυκιά ανατριχίλα σ’ όλο μου το κορμί όταν θα ΄΄έχυνα΄΄ όπως έλεγαν οι μεγάλοι, δηλαδή αυτό το πηχτό υγρό που έβγαινε μέσα από την τρύπα του πουλιού μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Στο τέλος έλεγα: ΄΄Ψέματα μου λένε, για να παιδεύομαι και να με πονάει το πουλί μου…΄. Η φυσική διαδικασία της διαδρομής, από παιδί σε έφηβο, ήταν ακόμα λίγο μακριά. Η προσπάθεια όμως αρκετά….καλή! Το αφεντικό ήταν γύρω στα 40-45. Καθόταν δεξιά, δίπλα απ’ τη Μαρία και επειδή είχε πρόβλημα με το στήθος του, όλο

Page 108: Λαδιάρηδες.pdf

έφτυνε μέσα σ’ ένα τενεκέ με άμμο. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Έλεγαν ότι είχε πρόβλημα στο στήθος, γι αυτό δεν πήγε στον πόλεμο. Συνέχεια το τόνιζε, ενώ άλλοι κρυφά έλεγαν: ΄΄Ψέματα λέει, είναι κουραμπιές΄΄. Ο κουτσός, όμως, σε ανοικτούς πολιτικούς καυγάδες τον έλεγε ανοικτά κουραμπιέ γιατί αυτός έχασε τα πόδια του στον πόλεμο. Εγώ λυπόμουν τον άγριο κουτσό αλλά και το ήρεμο αφεντικό. Ποτέ δεν μου φώναζε. Ήταν καλός άνθρωπος. γιατί όμως δεν πήγε στον πόλεμο; Μισούσα τον πόλεμο. Ήμουν μπερδεμένος. Ο κουτσός, ο κυρ-Κώστας ο λογιστής, φορούσε κάτι ξύλινα πόδια, περπατώντας με δυσκολία σα ρομπότ, προκαλώντας ένα θόρυβο γκαπ-γκουπ. Ήξερες από μακριά ότι αυτός ήταν. Έλεγα: ΄΄Να, τώρα θα πέσει, τώρα θα πέσει κάτω΄΄. Η δουλειά μου ήταν να παραδίνω τις έτοιμες στολές στα σπίτια των αξιωματικών. Κρατούσα την καινούργια στολή, τυλιγμένη σε άσπρη γυαλιστερή κόλλα χαρτιού, ενώ η Μαρία μου είχε καρφιτσώσει τη διεύθυνση. Με είχαν συμβουλεύσει όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του. Οι περισσότεροι όμως, για πλάκα, με έβαζαν να λέω: ΄΄Με γεια σας. Και λοχαγός΄΄, αν ήταν υπολοχαγός, ή ΄΄και ταξίαρχος΄΄, αν ήταν συνταγματάρχης. Εγώ τα μπέρδευα με τους βαθμούς και έλεγα το συνταγματάρχη λοχαγό και έπεφτε το χάχανο σύννεφο. Κοκκίνιζα από ντροπή και τσαντίλα. Και έφευγα τρεχάλα. Δεν περίμενα στην πόρτα, καθυστερώντας δήθεν, για το καθιερωμένο χαρτζιλίκι, όπως με είχαν δασκαλέψει. Ειδικά η Μαρία. Τελικά, για να ’μαι μέσα, έλεγα σ’ όλους με στόμφο: ΄΄Με γεια σας και στρατηγός΄΄. Κάποτε κάποιος μου είπε γελώντας: ΄΄Ρε πιτσιρίκο, αφού είμαι στρατηγός΄΄. Δεν ήξερα τι να πω. Έκανε ΄΄ρούμπο΄΄, είπα μέσα μου. Το χαρτζιλίκι που μάζευα παραδίνοντας τις καινούργιες στολές, ανάλογα με τις εποχές, ήταν μεγάλο. Είχε ξεφτιλίσει το μεροκάματό μου. Είχα τρελάνει τα παστέλια, τα γλυκά, τις σοκολάτες και τα παγωτά.

Page 109: Λαδιάρηδες.pdf

Τα μεσημέρια τρώγαμε στη Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού στο συσσίτιο. Ήταν ένα παλιό κτίριο, ωραίο, με διπλή μεγάλη εξωτερική σκάλα, απέναντι από τη γωνία του Βασιλικού Κήπου (όπως έλεγαν τότε τον Κήπο) στην Βασιλίσσης Σοφίας, λίγο πριν από τη μικρή πλατεία Ρηγίλλης. Το καλύτερό μου φαγητό ήταν πατάτες γιαχνί με κιμά και ένα γλυκό σα σάμαλι. Τρέχαμε στον κήπο, πλέναμε και κρύβαμε το πιάτο με το κουτάλι σε κάποια καβάτζα για να μην το κουβαλάμε μαζί μας. Ντρεπόμασταν… Τα μαγαζιά έκλειναν από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Εμείς αράζαμε, δεκάδες πιτσιρίκια από τα γύρω μαγαζιά, μέσα στον κήπο, παίζοντας μπάλα ή πάρτα όλα ή μονά ζυγά ή κορώνα-γράμματα. Άλλοι άραζαν στο γρασίδι ή στα παγκάκια για το μεσημεριανό ύπνο, ενώ άλλοι έριχναν και κάποια ματιά στα βιβλία τους. Πολλές φορές μας την έπεφταν οι μπάτσοι ή οι φύλακες. Κάποιος φώναζε: ΄΄Ντου ρε, οι μπάτσοι΄΄. Πηδούσαμε σαν τα κατσίκια και συναντιόμαστε στις στήλες του Ολυμπίου Διός, που τότε ήταν ανοικτός χώρος και θαυμάσια αλάνα για μπάλα. Όλη η εργαζόμενη πιτσιρικαρία στο κέντρο της Αθήνας είχε περάσει απ’ αυτή τη διαδικασία τα μεσημέρια. Συσσίτιο, Κήπος, Στύλοι. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στελέχωσαν τους ψευτοζιγκολό του Συντάγματος αργότερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Έμαθα να καβαλάω στο τραμ. Ήταν αδύνατο να μη μάθεις. Θα ήσουν εκτός εποχής. Καβαλούσαμε το τραμ γύρω στις έξι και τριάντα το απόγευμα γιατί εφτά η ώρα άρχιζε το σχολείο. Τα πράσινα ήταν της αρεσκείας μας. Είχανε μια μεγάλη σιδερένια σχάρα – προφυλακτήρα πίσω και καθόμασταν άνετα δύο, πολλές φορές στριμόκωλα και τρεις. Αργότερα ειδικεύτηκα να καβαλάω και στα κίτρινα. Κολιάτσου-Κουκάκι ήταν μια διαδρομή που για κακή μου τύχη είχανε πάντα κίτρινα, τα οποία δεν είχαν

Page 110: Λαδιάρηδες.pdf

προφυλακτήρα από πίσω. Σκαρφαλώναμε στην αριστερά πόρτα απ’ έξω, κολλούσαμε επάνω και χώναμε τα δάχτυλά μας ανάμεσα στα λαστιχένια χωρίσματα, στη δίφυλλη κλειστή πόρτα. Ήταν φοβερά επικίνδυνο γιατί τα πόδια μας ήταν σχεδόν στον αέρα. Ακουμπούσαν σε δυο-τρεις πόντους ΄΄πατούρα΄΄, στο κάτω μέρος της διπλής κλειστής πόρτας. Πολλά παιδιά είχαν πέσει και είχαν τραυματιστεί θανάσιμα. Ο φόβος γινόταν μεγαλύτερος όταν περνούσε με μεγάλη ταχύτητα το άλλο τραμ σε αντίθετη φορά, όχι πάνω από ένα μέτρο απόσταση. Τότε γινόμασταν ένα με την πόρτα. ΄΄Κλάναμε μαλλί΄΄ αλλά δεν το Λέγαμε….Το εισιτήριο όμως το γλυτώναμε. Μας έμενε η μαγκιά του κίτρινου τραμ. Αν δε σταματούσε το τραμ στη Γαργαρέτα που ήταν το σχολείο μας, τότε τραβούσαμε το σχοινί που κρατούσε ψηλά τον ΄΄τρολέα΄΄ και πριν καλοσταματήσει το είχαμε σκάσει τρέχοντας και πριν μας πιάσει ο πάντα θυμωμένος τραβαγιέρης. Έτσι έλεγαν τον οδηγό του τραμ. Μια φορά ένας εισπράκτορας μού κρατούσε σφικτά τα δάκτυλα από μέσα φωνάζοντας: ΄΄Τον έπιασα το μπάσταρδο, τον έπιασα΄΄. Η καρδιά μου πήγε στην κούλουρη. Ευτυχώς κάποιος του ’βαλε χέρι. ΄΄Μα τι κάνεις άνθρωπέ μου, θα πέσει το παιδί, δεν το βλέπεις;΄΄. Με άφησε δυσαρεστημένος. Πριν προλάβει να σταματήσει απ’ τον κατεβασμένο ΄΄τρολέα΄΄ είχα γίνει μπουχός. Του ’χα βγάλει και τη γλώσσα μου. Του ’δειξα και το μεσαίο μου δάχτυλο επιδεικτικά, τρέχοντας σαν το Λούη. Στο νυχτερινό σχολείο ερχόντουσαν και μεγάλης ηλικίας άτομα. Ένας παπάς, ένας χωροφύλακας, πάντα με στολή και ένα περίστροφο στη μέση και άλλοι. Ήταν και μεικτό. Κορίτσια και αγόρια. Στην έβδομη τάξη ήρθε και η αδελφή μου γιατί είχε σταματήσει στην έκτη τάξη επειδή μάθαινε μοδίστρα την ημέρα. Για να περάσει η ώρα στις ατελείωτες και με δίχως ενδιαφέρον ώρες των μαθημάτων, τρώγαμε πασατέμπο ή

Page 111: Λαδιάρηδες.pdf

ηλιόσπορο. Γεμίζαμε τις τσέπες μας τσόφλια γιατί κάποιοι άλλοι αληταράδες τα πετούσαν κάτω και είχαμε φασαρίες με τις καθαρίστριες. Είχαμε αποκτήσει καταπληκτική ταχύτητα. Βάζαμε καμιά δεκαριά σπόρους στο στόμα και σιγά-σιγά, με δεξιοτεχνία της γλώσσας μας, σπρώχναμε έναν-έναν σπόρο στα δόντια μας και τον καθαρίζαμε. Πολλές φορές οι πιο μεγάλοι βάζανε σπίρτα στις ασφάλειες της ΄΄Πάουερ΄΄ (ΔΕΗ) για να πέσει το ρεύμα και να μην κάνουμε μάθημα. Οι μόνοι που ήθελαν να κάνουμε μάθημα, έστω και με κεριά, ήταν οι μεγάλοι. Ο χωροφύλακας, Τσιτσιούλα τον έλεγαν, και ο παπάς. Με τον παπά είχαμε γίνει φίλοι και δεν ξύναμε τ’ αρχίδια μας, όπως συνήθως κάναμε τις πρώτες μέρες που τον βλέπαμε. Ένας αλητάμπουρας, ο Αράπης, του ’χε πει μισοαστεία-μισοσοβαρά: ΄΄Τι θα γίνει ρε παπά, έχω γδάρει τ’ αρχίδια μου΄΄. Μια Γαλλίδα γεροντοκόρη και εντελώς μουρλή τα ’χε βάλει μαζί μου. Μ’ έλεγε ΄΄Ζουρλό΄΄ αντί τονομά μου. Όταν έμπαινε στην τάξη είχε την απαίτηση να σηκωθώ και να κάτσω όρθιος στον τοίχο, σαν μόνιμη τιμωρία. Αυτό γινόταν γιατί μια φορά που είχαν σβήσει τα φώτα και άναψαν πολύ απότομα μ’ έπιασε στα πράσα με μια χούφτα στραγάλια να τα πετάω στη μάπα της. Έλεγε για τις καρφίτσες στην καρέλκλα της, ή το μελάνι στο τραπέζι δεν ήμουν εντελώς αμέτοχος, έστω μαζί με άλλους. Μάλιστα διέταζε τον ταλαίπωρο χωροφύλακα Τσιτσιούλα, να επιβάλλει ενόπλως την τάξη στην….τάξη της. Ένα βράδυ έρχεται ένας αλητάμπουρας και μου λέει: ΄΄Έλα ρε να κάνουμε μπανιστήρι στα κορίτσια, στις μεγάλες τάξεις΄΄. Πήγαμε και είδαμε μαζί με τις άλλες κοπέλες….και την αδελφή μου. Έγινα μπαρούτι. Τον έδειρα δίχως να του εξηγήσω γιατί. Ντρεπόμουν….Στο δρόμο που γυρίζαμε ήμουν όλο μούτρα. Στο σπίτι έλεγα: ΄΄Δεν ξαναπάω σχολείο. Δεν ξαναπάω…΄΄. ΄΄Γιατί βρε δεν πας;΄΄, ρώτησαν. ΄΄Γιατί κάνουν μπανιστήρι στην αδελφή μου΄΄, απάντησα μυξοκλαίγοντας. Έφαγα το ξύλο της χρονιάς.

Page 112: Λαδιάρηδες.pdf

Για δύο χρόνια περνούσαμε μέσα από τα ΄΄Αρμένικα΄΄ στο Δουργούτη. Μαζί με άλλους. Μόνος ποτέ. Όλο απ’ έξω και αλάργα. Τα ΄΄Αρμένικα΄΄ ήταν μια περιοχή βρώμικη, όλο παράγκες και στη μέση ένας δρόμος, μάλλον ρηχό ρέμα, γεμάτος βρωμόνερα και λάσπες πάντα. Γύρω-γύρω ήταν κάτι λεχρίτικα μαγαζιά. Σκέτη απελπισία. Τα ΄΄Αρμένικα΄΄ ήταν μια περιοχή που έπιανε απ’ της Καλιρρόης το ρέμα (Ιλισσός), περνούσε από κει που είναι τώρα το πολυτελές FIVE STAR HOTEL ΄΄INTERCONTINENTAL΄΄ (για φαντάσου!) και τελείωνε κάπου κοντά στο τέρμα του Αγίου Γεωργίου στο Κυνοσάργους, εκεί που γίνεται λαϊκή τα Σάββατα. Όσοι έμεναν στα ΄΄Αρμένικα΄΄(τα παιδιά συνήθως) ζητιάνευαν, πουλούσαν λουλούδια, έκλεβαν και χόρευαν ξυπόλητοι, χτυπώντας σαν τρόκαλα τα δυο τους δάχτυλα με μαεστρία, ενώ τραγουδούσαν ένα τραγούδι κάπως έτσι: ΄΄Ογλάν-ογλάν, αλεμπιτσογλάν΄΄, σ’ ένα φιδίσιο καρσιλαμά… αρμένικης έμπνευσης. Στα χρόνια που περνούσαμε από κει αισθανόμουν βασιλιάς, παρά τη δική μας φτώχεια σε σχέση με τους Αρμένηδες. Τα ΄΄Αρμένικα΄΄ εξαφανίστηκαν γύρω στη δεκαετία του 195050-60. Ύστερα πολλοί πήγαν στα ΄΄Νέα Αρμένικα΄΄ κάτω απ’ το Κατσιπόδι, σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Οι Αρμένιοι πρόσφυγες αφομοιώθηκαν εντελώς. Οι περισσότεροι έγιναν πρώτης τάξεως έμποροι, άλλοι επιστήμονες, νοικοκυραίοι, πολιτικοί, εργαζόμενοι. Όμως το Δουργούτι και ο Βούθουλας είναι δύο ονομασίες που έχουν μείνει σαν τόπος απελπισίας, μιζέριας και φτώχειας. Ο πιο καλός μας Αρμένης, πριν φύγουν, ήταν ο Αγκώπ. Είχε ένα τρισάθλιο μαγαζάκι, γεμάτο όμως από ΄΄Μάσκες΄΄ και ΄΄Ταρζάν-Γκαούρ΄΄. Χρυσός άνθρωπος, αν και μας έγδερνε στην ανταλλαγή. Για μια νέα ΄΄Μάσκα΄΄ μας έπαιρνε τρείς παλιές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 ΕΞΟΧΗ

Page 113: Λαδιάρηδες.pdf

Το καλοκαίρι του 1951 αποφασίσαμε εγώ και ο Γιώργος ο απέναντι να πάμε εξοχή. Γραφτήκαμε στους καταλόγους της Λέσχης Εργαζόμενου Παιδιού, στην αρχή της Λεωφόρου Συγγρού, αριθμός 39 αν θυμάμαι καλά. Επιτέλους ανεβασμένοι στα φορτηγά που έτρεχαν με αγκομαχητά, φτάσαμε στις κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα. Την ίδια μέρα άρχισε ένας καυγάς με ξύλα, πέτρες και μπουνιές. Οι Πειραιώτες με τους Αθηναίους. Έπεφτε ξύλο με το τουλούμι. Γκρεμίσανε τις σκηνές, αναποδογύρισαν βαρέλια, έγινε της ΄΄πουτάνας΄΄, όπως έλεγαν οι μεγάλοι. Εμείς βρεθήκαμε από το στρατόπεδο των Πειραιωτών. ΄΄Ο πατέρας μου δεν είναι από τον Πειραιά ρε Γιώργο;΄, έλεγα συνέχεια και δωστου πέτρες στους απέναντι, ταμπουρωμένος πίσω από κάτι παράγκες. Τελικά ήρθε η χωροφυλακή. Μας έδιωξαν αμέσως γιατί μας είδαν (είπαν) να κάνουμε βανδαλισμούς. Στην επιστροφή παρηγορούσα το Γιώργο. ΄΄Σιγά ρε, πως κάνεις Έτσι; Τι νομίζεις ότι χάσαμε;΄΄. ΄΄Όλο πειθαρχία. Μη εκείνο, μη τ’ άλλο΄΄. Το ξύλο και τις φωνές δεν τα γλυτώσαμε. Αλλά και πάλι στους δρόμους. Έλεγα του Γιώργου: ΄΄πάμε ρε στον Πειραιά, να δεις τι ωραίο μέρος που είναι. Οι Πειραιώτες δεν είναι ρε πιο σαματατζήδες από τους Αθηναίους; Θυμάσαι τι ξύλο ρίξανε στην εποχή, τότε στον καυγά;΄΄. Μας άρεσε να πηγαίνουμε στον Πειραιά και να αγναντεύουμε τα καράβια. Έλεγα εγώ: ΄΄Που θα πάει, θα γίνω κι εγώ μηχανικός στα καράβια΄΄. Καβαλούσαμε το περιφερειακό τραμ και πηγαίναμε στου Βασιλειάδη τα καρνάγια για να χαζέψουμε τα μεγάλα φορτηγά πλοία. Η φαντασία μας οργίαζε για μακρινά ταξίδια, φουρτούνες, εξωτικά λιμάνια, πειρατές, γκόμενες. Ακόμα και γοργόνες. ΄΄Υπάρχουν ρε γοργόνες;΄΄, ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο. ΄΄Σιγά ρε, υπάρχει μισό ψάρι και μισό γυναίκα; Μούσι είναι΄΄. Το ναυτικό επάγγελμα είχε σφηνωθεί για τα καλά μέσα στο μυαλό μας. Στα ΄΄Κλασσικά Εικονογραφημένα΄΄ (θαυμάσια

Page 114: Λαδιάρηδες.pdf

εικονογραφημένα κόμικς εκείνης της εποχής), διαβάζαμε ιστορίες για πειρατές, ταξίδια, ναυαγούς και καράβια. ΄΄Η νήσος των θησαυρών΄΄, ΄΄Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ΄΄, ΄΄Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες΄΄, ΄΄Η Οδύσσεια΄΄, ΄΄Ο καπετάν-Συρκούφ΄΄ ήταν ιστορίες που τις ρουφούσαμε στην κυριολεξία.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 SEX ΚΑΙ ΑΦΥΠΝΙΣΗ. Η σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση ήταν δράμα. Από πλήρες σκοτάδι έως μύθους που να σου σηκώνεται….η τρίχα σου κάγκελο. Που να ρωτήσουμε τους μεγάλους! Ένα συνοθύλευμα ντροπής και φόβου μας είχε αγκαλιάσει. Δεν ξέραμε τίποτα. Τα περισσότερα τα φανταζόμασταν. Είχαμε περάσει τη διαδικασία από το ανόητο κουβεντολόι σε παιδαριώδεις φαντασιώσεις και αντίστοιχες αυτοαπαντήσεις. Θυμάμαι, με τους Βουρνάδες, όταν καθόμασταν 6-7 χρονών παιδάκια στα σκαλάκια, νομίζαμε ότι βάζουν το πουλί μέσα στο κουτάκι των γυναικών. Άκουγες: ΄΄Και δεν κατουράνε μέσα;΄΄, ΄΄Γιατί το βάζουνε;΄΄. ΄΄Τι ρε, βγήκαμε απ’ την κοιλιά της μάνας μας; Τρελός είσαι;΄΄. ΄΄Όχι ρε, μας έφερε ένας πελαργός. Είδα και μια φωτογραφία που κράταγε το μωράκι μέσα σε μια πετσέτα με τη μύτη του΄΄. ΄΄Κι αν πέσει το μωράκι;΄΄. Όλοι όμως κοιτούσαμε (κρυφά) την κοιλιά της μάνας μας… ΄΄Είναι δυνατόν, μέσα από την κοιλιά;΄΄, ΄΄Και τι τρώγαμε;΄΄, ΄΄Που κάναμε τα κακά μας;΄΄, ΄΄Ρε, που κοιμόμασταν;΄΄. Είμασταν τρομοκρατημένοι, μπερδεμένοι. Εμάς όμως μας άρεσε να βάζουμε χέρι στα κορίτσια. Συνήθως αδελφές φίλων μας, ή εξαδέλφες και γειτόνισσες. Παίζαμε το γιατρό, τις κουμπάρες, την πινακωτή, κρυφτό. Τριβόμασταν και ψαχουλεύαμε ο ένας την άλλη. Μερικές φορές το μαρτυρούσαν. ΄΄Μαμά, μαμά, μου πειράζει το βρακάκι μου αυτός΄΄.

Page 115: Λαδιάρηδες.pdf

Και δωστου σφαλιάρες και τράβηγμα του αυτιού και του τσουλουφιού. Τα κορίτσια έτριβαν τα περισσότερα, μανιωδώς το πράγμα τους γιατί ίσως έτσουζε από την αμμωνία της ούρησης αλλά ίσως και να τους άρεσε να χαϊδεύονται, βάζοντας ακόμα και μανταλάκια, ή παραμάνες επάνω στο πράμμα τους… Έβλεπες πολλά μικρά κοριτσάκια να ’χουν το ένα δάχτυλο να πιπιλίζουν στο στόμα, ενώ το άλλο στα ίσα, να χαϊδεύουν το κουτάκι τους, όπως λέγανε τότε το ΄΄πράμμα΄΄. Γεμάτα ευχαρίστηση. Βρε τι πιπέρι στα δάχτυλα! Αυτά εκεί. Στο γλείψιμο του δαχτύλου και στο αυτοχάϊδεμα επιδίδονταν με μανία. Εμείς προσπαθούσαμε να ξεμοναχιάσουμε τα κοριτσάκια για να παίξουμε. Η έλξη του αντίθετου φύλου, έστω πρωτόγονα, ήταν ακαταμάχητη. Θυμάμαι με το φίλο μου το Σπαντουδάκη στο ΄΄Σικιαρίδειον Πρεβαντόριον΄΄, ήμασταν κοντά έντεκα χρόνων. Είχαμε κάνει άπειρες προσπάθειες με τα κορίτσια της γειτονιάς που ξεκινούσαν από απλό τρίψιμο στο παιγνίδι, έως και ζάχαρη ή μέλι στο πουλί μας, για να το γλύψουν. Οι πιο ΄΄χαζούλες΄΄. Εκείνη η γλύκα όμως που μας έπιανε όταν οι κοπέλες μας έγδυναν και σαπούνιζαν όλο μας το σώμα, στο καθιερωμένο μπάνιο κάθε δύο μέρες, ήταν από τα άγραφα. Με την πρώτη σαπουνιά, φτιάχναμε ένα παπάρι να! …Με το συμπάθειο. Αυτές με μεγάλη επιδεξιότητα και με την ησυχία τους, μας χάιδευαν σ’ όλο μας το σώμα, μένοντας ιδιαιτέρως παραπάνω στο πουλί μας. Μια απέραντη ευτυχία, ακόμα κι όταν δεν ξέραμε τι ήταν συγκεκριμένα, έπαιρνε το πρόσωπό μας, ενώ το πουλί μας ήταν σκέτο ατσάλι, ταλαντευόταν σαν ελατήριο μέσα στα πολύπειρα αλλά και αγαπημένα χέρια των κατακαυλωμένων κοριτσιών. Λέγανε κρυφά χασκογελώντας: ΄΄Μωρή, αυτός να δεις, την επόμενη φορά θα κάνει΄΄. Μερικές φορές τριβόντουσαν επάνω μας, δήθεν για να μας σκουπίσουν με μια μεγάλη πετσέτα. Μια φορά, η ΄΄δικιά

Page 116: Λαδιάρηδες.pdf

μου΄΄ έβγαλε πνιχτά βογκητά και σφίγγοντάς με επάνω της πήγε να με σκάσει. Φαίνεται είχε τελειώσει…. Είχαν δει ότι δε λέγαμε τίποτε στις καλόγριες και είχαν πάρει τόσο θάρρος που έκαναν κι αυτές γυμνές μαζί μας ντους. Μας έσφιγγαν επάνω τους, τρίβοντας μας μπροστά τους και πίσω τους, ενώ άλλοτε μας έβαζαν και τις σαπουνίζαμε στο στήθος. Στην αρχή, για να μάθουμε μας έπαιρναν στα χέρια και τα τρίβαμε επάνω τους με δύναμη. Ρωτούσα το φίλο μου αργότερα: ΄΄Ρε, τι εννοούσαν όταν έλεγαν ότι ‘τελείωσαν δύο φορές’;΄΄. Στην τελευταία τάξη του Δημοτικού σχολείου, όλοι ήμασταν ερωτευμένοι με την Ανταλή και τη Γριμανέλη, γιατί ήταν οι μόνες καρά κουκλάρες που είχαν και μεγάλα βυζιά, για την ηλικία τους. Όλοι θέλαμε να τις χαϊδέψουμε. Ο Λερούτσος και ο Βάβαλης που ήταν 14-15 χρονών, βαρούσαν….μαλακία μέσα στην τάξη για ψύλλου πήδημα. Δεν μας άφηναν ούτε να τις κοιτάξουμε. Έλεγαν ότι τις είχαν γκόμενες…..οι ψεύταροι. Κανείς δεν τους πίστευε. Κάποτε οι Βουρνάδες κι εγώ είδαμε τον Κάπρο να την παίζει, έβγαζε άναρθρες κραυγές και είχε ένα ύφος τρελής ευχαρίστησης. Επιτέλους, είχαμε δει το υγρό που το έλεγαν οι πιο μεγάλοι ΄΄χύσι΄΄. Σε λίγο ήρθε η μάνα του με μια σκουπάρα και τον άρχισε στις κατραπακιές. ΄΄Πάλι μαλακία βαράς βρε;΄΄. Εμείς αρχίζαμε και την παίζαμε κρυφά. Αλλά τίποτε. Κανένα υγρό δεν έβγαινε από την τρυπίτσα μπροστά στο κεφάλι. Πονούσαμε κιόλας….Αρχίσαμε να ανησυχούμε εμείς που ήμασταν γύρω στα 13 μας. Μια φορά που είχα τριφτεί πέντε-έξι φορές στη Μαρία και είχε περάσει και δυο-τρεις φορές πίσω από την πλάτη μου, το κατάλαβα. Είπα: ΄΄Τώρα θα κάνω κι εγώ΄΄. Είχε ανοίξει η γυαλιστερή της ρόμπα και έβλεπα το μεγαλείο της σάρκας των μπουτιών της που ανεβοκατέβαιναν στο πεντάλ της παλιάς ΄΄Σίγγκερ΄΄. Τρελάθηκα….Μόνο που τον έπιασα μέσα από μια τρύπα που είχα κάνει στην τσέπη του παντελονιού μου, αισθάνθηκα ένα απέραντο ρίγος. Ήταν ντούρος σαν ατσάλι…

Page 117: Λαδιάρηδες.pdf

Χιλιάδες γλυκές βελόνες τρυπούσαν το κορμί μου, ενώ η χούφτα μου γέμισε από το περίφημο πηχτό υγρό που τόσες φορές με είχε βασανίσει να παίζω το πουλί μου δίχως αποτέλεσμα, παρά μόνο το κατακόκκινο κεφάλι γεμάτο πόνο. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Είχα μια τεράστια στάμπα μπροστά μου. Η γλυκιά ΄΄μου΄΄ Μαρία θα πρέπει να το είχε καταλάβει και με βοηθούσε με το ν’ ανοίγει περισσότερο τα μπούτια της. Γεμάτος χαρά το είπα στους φίλους μου: ΄΄Ρε μαλάκες, εγώ έχυσα επιτέλους΄΄. Ένας-ένας μας ξεφούρνιζε ότι ΄΄πάει κι αυτός, έχυσε!΄΄. Οι φλούφληδες την έπαιζαν κρυφά αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Είχαν πρόβλημα. Κάποιοι έλεγαν ότι είναι αμαρτία και δεν πρέπει να τον παίζουμε…Ο δρόμος όμως ήταν ανοιχτός. Την είχαμε κάνει ΄΄σφεντόνα΄΄, όπως έλεγαν οι μεγάλοι. Μερικοί συνομήλικοι όταν την έπαιζαν έσπαγαν και το πετσάκι. Κάθε πρώτη του μηνός ΄΄μεταλαβαίναμε΄΄ ενώ κάθε Κυριακή παίρναμε αντίδωρο εντελώς νηστικοί. Πριν από τη Θεία Μετάληψη εξομολογούμασταν στον πάτερ-Ευγένιο. Φιλαλήθης εγώ στα 13 μου, όταν με ρώτησε ο παπάς: ΄΄Τέκνον μου, παίζεις με το πουλί σου;΄΄. Απάντησα: ΄΄ Μάλιστα πάτερ μου΄΄. ΄΄Να μην παίζεις, είναι κακό, είναι αμαρτία΄΄. Είπα μέσα μου: ΄΄Τρελός είναι, πριτς που είναι κακό΄΄. Μου είπε να πάρω μόνο αντίδωρο. Και όχι να μεταλάβω. Η μάνα μου κοίταζε πάντα στην ουρά μη με δει για μόνο αντίδωρο. Αυτή τη φορά ήμουν μαζί με τους άλλους που θα έκαναν κάποια ΄΄αμαρτία΄΄. Στο σπίτι έφαγα το ξύλο της αρκούδας. Τον άλλο μήνα είχα έτοιμη την απάντηση στον περίεργο παπά. ΄΄Όχι πάτερ μου, από την τελευταία φορά που τον έπαιξα και δεν μου άρεσε (!) δεν τον ξανάπαιξα΄΄. Πήρα το μπράβο μου και εισιτήριο για τη ΄΄Θεία Μετάληψη΄΄. Εμείς το χαβά μας.

Page 118: Λαδιάρηδες.pdf

Ανεβαίναμε σε μια μεγάλη μουριά και βαρούσαμε ομαδική μαλακία για διαγωνισμό. Ποιος θα το πετούσε πιο μακριά. Ο δρόμος της μαλακίας ήταν ανοιχτός. Βαρούσαμε ολούθε…. Έτσι για πλάκα. Τρεις-τέσσερις, ακόμα και πέντε φορές την ημέρα. Όσο οι μεγάλοι έλεγαν με στόμφο ότι ήταν κακό, τόσο εμείς λυσσάγαμε. Μερικοί ήταν ταλέντο μαλακίας. Έλεγε ένας: ΄΄Κοίτα ρε αυτόν τον κώλο΄΄ και πήγαινε σχεδόν δίπλα, αφού είχε κάνει τρύπα στην τσέπη του και σε δύο λεφτά είχε έρθει να μας δείξει το γεμάτο χύσα χέρι του. Άλλος ωραίος τρόπος μαλακίας ήταν μέσα στη θάλασσα. Φορούσαμε μάσκες και μπανίζαμε τους κώλους. Ο ένας κάλυπτε τον άλλον. Βαρούσε ο ένας, πρόσεχε ο άλλος. Ο ΄΄Φλογέρας΄΄ ήταν ένα βλαχαδερό ο οποίος εξελίχτηκε σε σοβαρό λαδιάρη και αναπόσπαστο μέλος της παρέας. Μας έλεγε ότι στο χωριό του, όλοι είχαν κάνει κτηνοβασία με γαϊδούρια, με κατσίκια, με κότες, ακόμα….και με γουρούνια και αγελάδες. Δεν τον πιστεύαμε με τίποτα, λέγαμε ΄΄μπαλαμούτι΄΄ είναι. Ήταν εκτός από ΄΄πιτσικουλιάρης΄΄ και παραμυθατζής. Όμως αυτά τα διασταύρωσα και στο ΄΄Βασιλικό Ναυτικό΄΄ όταν μας έλεγαν και οι νησιώτες αλλά και οι στεριανοί ΄΄μόρτηδες΄΄ ότι έκαναν σχεδόν με τους ίδιους τρόπους την κτηνοβασία τους. ΄΄Ποιους θα πηδάγαμε ρε;΄΄, ρώταγαν. ΄΄Εσάς τους πρωτευουσιάνους;΄΄. ……………..

Πάλι γραφτήκαμε για εξοχή, τώρα στο Καβούρι. Πήγαμε και κάτσαμε τρεις μέρες μόνο. Κάποια μέρα που κάναμε μπάνιο εγώ και ο Γιώργος ο απέναντι, ρίξαμε μια γερή ΄΄πατητή΄΄ στον ομαδάρχη μας, γιατί ενώ δεν ήξερε καλό μπάνιο, μας έκανε τον καμπόσο και το μάγκα. Παραλίγο να πνιγεί. Μας έδιωξαν αμέσως. Το βασανιστήριο ήταν έτοιμο. Το κρεβάτι, το δέσιμο, το σχοινί και η λουρίδα. Τα γνωστά….Δίπλα όμως ήταν η μαγική αλάνα! ……………..

Page 119: Λαδιάρηδες.pdf

Άρχισα να βαριέμαι το γυμνάσιο και τη δουλειά στην Αθήνα, παρόλο που είχα λεφτά και γύριζα άνετα στην Αθήνα και πολλές συνοικίες. Ψυχικό, Γκύζη, Κυψέλη, Κηφισιά, Παγκράτι, Πολύγωνο. Υπερηφανευόμουν στα σπιτόπαιδα της γειτονιάς που δεν είχαν πάει ούτε μέχρι του Βαριώτη. Έκανα και το μάγκα όταν πήγαινα τις στολές με καμάρι στο στρατοδικείο δίπλα μας, Ακαδημίας 13, ή στα τότε δικαστήρια-Σανταρόζα, ή στο ΓΝΕΒΑ-νοσοκομείο της αεροπορίας στην οδόν Κυψέλης, ή στη Σχολή Ευελπίδων, εκεί που είναι σήμερα τα Δικαστήρια. Έβλεπα ένοπλους στρατιώτες, αστυνομία και πολύ κόσμο έξω από τη μεγάλη πόρτα του Στρατοδικείου, οι περισσότεροι από επαρχία και φανερά αναστατωμένοι. Περνούσα καμαρωτός από τη σκοπιά, αφού πρώτα έδειχνα την κάρτα στον υπερβολικά αυστηρό φρουρό. Κάθε φορά, ο Αξιωματικός του έλεγε κοφτά ΄΄άστον, είναι για το Στρατοδίκη΄΄. Τότε εγώ, ενώ προχωρούσα, του έβγαζα τη γλώσσα μου. Γύρω στα 1952 γινόταν η δική του Μπελογιάννη με καμιά εικοσαριά άλλους μαζί. Όλοι γι αυτή τη δίκη μιλούσαν. Κοίταζα κρυφά μέσα στην αίθουσα για να δω αυτόν τον τύπο, που άλλοι τον έλεγαν ήρωα και άλλοι τον έβριζαν κατάσκοπο, Εαμοβούλγαρο, συμμορίτη και προδότη. Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας. Κρατούσε ένα γαρίφαλο. Κατακόκκινο. Κοιτούσε όλο τον κόσμο αγέρωχα. Χαμογελούσε και ειρωνευόταν. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί όλοι έλεγαν: ΄΄Πάει αυτός, δε γλυτώνει με τίποτα το τουφέκισμα΄΄. Θυμάμαι ότι υπήρχαν διαμάχες με το λογιστή και το αφεντικό. Ο λογιστής και ο κάλφας ο Μεταξάκης υποστήριζαν το Μπελογιάννη και έλεγαν ότι δεν πρέπει να εκτελεστεί. Ο Τόγκας ήταν δεξιός, αλλά ήταν καλός άνθρωπος. Εγώ καμάρωνα στους φίλους μου ότι είδα το Μπελογιάννη από κοντά, για τον οποίο έγραφαν συνέχεια οι εφημερίδες. Με αποκαλούσαν ψεύτη όταν τους έλεγα:

Page 120: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Ρε σεις, να δείτε, παρόλο που είναι για καθάρισμα αυτός όλο χαμογελάει. Δε φοβάται ούτε Χριστό, ούτε διάολο΄΄. Είχα λυπηθεί αφάνταστα όταν στο τέλος, ύστερα από 2-3 μήνες τον εκτέλεσαν. Νόμισα ότι είναι φίλος μου… Μια μέρα στις αρχές του Μάρτη του 1953, ήμουν στο δρόμο για δουλειά όταν μαθεύτηκε ότι πέθανε ο Στάλιν, ο αρχηγός στη Ρωσία. Εγώ έλεγα από μέσα μου: ΄΄Χέστηκα!΄΄. Όμως ο τρόπος που οι εφημεριδοπώλες έτρεχαν να πουλήσουν τις εφημερίδες και οι λέξεις που διαλαλούσαν με έβαλαν σε σκέψεις. Όπου και να πήγαινες, όποιο σταθμό στο ράδιο και να έβαζες, συζητούσαν για το θάνατο του Στάλιν. Ένας πολύ μεγάλος καυγάς άρχισε στο ραφτάδικο του Τόγκα. Όλοι έλεγαν αντίθετα πράγματα. Άλλοι έβριζαν λέγοντας: ΄΄Να πάει στο διάβολο ο σκατόψυχος΄΄. Άλλοι έλεγαν: ΄΄Πάει χάσαμε τον πατερούλη μας΄΄. Άλλοι φοβόντουσαν για το τι θα γίνει ύστερα από το Στάλιν στη Ρωσία, ενώ άλλοι έλεγαν τρομοκρατημένοι ότι ΄΄μπορεί να γίνει και πυρηνικός πόλεμος ακόμη΄΄. Ήμουν μπερδεμένος, δεν ήξερα με ποιόν να πάω. Ο ένας έκλαιγε, ο άλλος γέλαγε και ο άλλος έξυνε τα αρχίδια του επιδεικτικά. Σ’ άλλους δεν έκανε ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Εγώ αγαπούσα τον Κάλφα, ο οποίος αγαπούσε και έκλαιγε για το θάνατο του Στάλιν. Όμως δεν μπορούσε να απαντήσει σ’ έναν άλλο ράφτη βοηθό του, ο οποίος του έλεγε πολλές φορές ότι ο Στάλιν ήταν δολοφόνος, είχε φυλακίσει εκατομμύρια Ρώσους, είχε προδώσει κάποια επανάσταση και είχε συμμαχήσει με τον Τσώρτσιλ που ρήμαξε την Ελλάδα στα Δεκεμβριανά. Αυτός τον αποκαλούσε ΄΄σουπιά΄΄ και ότι αυτά τα λένε κάτι πράκτορες της Αμερικής. Είχαν έρθει πολλές φορές στα χέρια, αλλά ολοένα τους έβλεπες να μπεκρουλιάζουν στην ταβέρνα μαζί. Ήμουν μπερδεμένος… Ο Τόγκας ήταν δεξιός αλλά νομίζω ότι ήταν καλός άνθρωπος. Τουλάχιστον εμένα με αγαπούσε. Όταν πήγαινα σπίτι του στο Κολωνάκι, κοντά στη Δεξαμενή, πάντα

Page 121: Λαδιάρηδες.pdf

τηλεφωνούσε στη γυναίκα του για να μου βάλει να φάω και να μου δώσει και γλυκό. Εγώ όμως άρχισα να θέλω να φύγω για να πάω στον ΄΄Ήφαιστο΄΄ για να γίνω κι εγώ μουντζούρης σαν τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, που δούλευε στο μηχανουργείο, μέσα στου Μαλτσινιώτη. Στο σπίτι άκουγα συνέχεια τον πατέρα μου να ρωτάει τον αδελφό μου τις διαστάσεις στις διάφορες βίδες, τι παξιμάδι και τι κλειδί παίρνουν, η μετατροπή από χιλιοστά σε ίντσες, ή πως δένουν αυτό το κομμάτι στο ΄΄τσόκ΄΄ του τόρνου και με ποιά σειρά γίνεται η τάδε επεξεργασία μετάλλου. Εγώ ήμουν όλος αυτιά. Με ενθουσίαζε η μουντζούρα και η κατασκευή. Το είχα αποφασίσει. ΄΄Εγώ υπάλληλος δε θα γίνω ποτέ, μόνο μηχανικός και συγκεκριμένα στο Εμπορικό Ναυτικό΄΄. Πολύ αργότερα όντας, όντως Γ’ Μηχανικός στο ΄΄SAS΄΄ μέσα στη ζεστή κόλαση στη ράδα του Περσικού, κοντά στη BASHRA στο Ιράκ κάτω στο μηχανοστάσιο, βλαστημούσα την ώρα και τη στιγμή που έγινα ναυτικός. Είχα αφήσει πίσω την πολυαγαπημένη μου γυναίκα και το νεογέννητο γιο μου, που δεν είχα δει ακόμα. ……………..

Ένα πρωί, την Μεγάλη Παρασκευή και Πρωταπριλιά του 1953, η Μαρία μου λέει σοβαρά: ΄΄Χρήστο, πήγαινε σπίτι σου γιατί ο μπαμπάς σου είναι σοβαρά άρρωστος΄΄. Ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε πάει στο νοσοκομείο για μια απλή παρακέντηση, για να του βγάλουν κάποιο υγρό από τη μέση, όπως έλεγαν. Πήγα σαν τρελός στο σπίτι. Κλάματα, φωνές και μαύρα ολούθε….Δεν με άφησαν να πάω ούτε στην κηδεία. Δεν ήθελε να πάω ούτε στην κηδεία η μάνα μου. Πάει….χάθηκε….ο πατέρας μου. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνεις τον πατέρα σου παιδί ακόμα, 14-15 χρονών. Πάνω στην πιο τρυφερή ηλικία. Ονειρευόμουν να τον αποκαταστήσω και να μην είναι λυπημένος, όταν ήξερε ότι με αποκαλούσαν ΄΄ο γιος του

Page 122: Λαδιάρηδες.pdf

ανάπηρου΄΄ ή ΄΄ο γιος του πειρατή΄΄. Σκεφτόμουν χίλια πράγματα…. Μπορεί να φαινόταν σκληρός αλλά είχε χρυσή καρδιά. Δεν ξεχνιούνται ποτέ οι αγκαλιές, οι αγάπες και οι χιλιάδες στιγμές επαφής γιού και πατέρα. Το άραγμα στις δυνατές του πλάτες, οι προσφωνήσεις στους φίλους του: ΄΄Ρε σεις, για δέστε εδώ ποιον έχω. Είναι ο Βενιαμίν της οικογένειας. Κοιτάξτε ρε καλά, υπάρχει άλλος πιο λεβέντης;΄΄. Και το συνεχές του ΄΄πιστεύω΄΄: ΄΄Θ’ αλλάξουν τα πράγματα, θα τρώμε με χρυσά κουτάλια΄΄. Αυτές είναι μερικές από τις φράσεις που άρεσε του πατέρα μου να επαναλαμβάνει. Είναι οδυνηρό να χάνεις τον πατέρα σου, σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν είσαι, προπάντων όμως στην εφηβική ηλικία. Έχεις ψυχολογικά τραύματα για όλη σου τη ζωή. Στην αρχή δεν συνειδητοποιείς την απώλεια του πατέρα. Όλα είναι μπερδεμένα, θολά. Νομίζεις ότι δεν έφυγε. Τουλάχιστον για πάντα. Αργά αλλά σταθερά, συνειδητοποιείς ότι όλες εκείνες οι αμέτρητες στιγμές που έζησες με τον πατέρα σου μία-μία χάνονται. Η γλυκιά ανάμνηση εμφανίζεται, καπελώνοντας όλες τις αυστηρότητας, ή τις τιμωρίες που σου είχαν επιβληθεί. Βρίσκεσαι στο άπειρο, παρέα με όλες τις όμορφες στιγμές γλυκιάς θαλπωρής που περνούν ταχύτατα από μπροστά σου σαν κινηματογραφική ταινία. Ακόμα και η σφαλιάρα του σου λείπει και αυτό σε λυπεί βαθύτατα. Σ’ ένα παιδί είναι δύσκολο να ψάξει κάποιος επιστήμονας να βρει αυτό που ποιητικά λέγεται ψυχή. Ποτέ δεν ξεπερνιέται ο θυμός, η θλίψη και η νοσταλγία για τον πατέρα. Ακόμη κι όταν, δεκαετίες αργότερα, εσύ ο ίδιος είσαι πατέρας, ακόμα και παππούς. Μόνιμα νοσταλγείς, στη θέση του μικρού σου ευτυχισμένου εγγονιού, να ήσουν εσύ. Ίσως σε περιπτώσεις που από το δικό σου παιδί ή το εγγόνι (σε ανύποπτο χρόνο και σε αντίξοες οικογενειακές καταστάσεις) έχεις υποστεί άδικη μεταχείριση, εσύ τότε σαν μικρό παιδί κλαις στη θύμηση του δικού σου πατέρα, που αυτός έφυγε τόσο νωρίς. Λυπάσαι βαθύτατα γιατί εσύ δεν πρόλαβες να του επιστρέψεις το ελάχιστο από την αγάπη του, όταν μεγάλος

Page 123: Λαδιάρηδες.pdf

και ανήμπορος ίσως χρειαζόταν ένα ποτήρι νερό, μια βόλτα στο πάρκο, ένα ποτήρι κρασί και μια φιλική κουβέντα. ……………

Αποφάσισα να φύγω από το ραφτάδικο πάση θυσία. Έγινα κακό παιδί. Αντιμιλούσα ακόμα και στην αγαπημένη μου και καλή μου Μαρία. Αργούσα στα θελήματα. Έλεγα ψέματα ότι είχε κίνηση, ή ότι δεν είχε τράμ. Πότε-πότε πήγαινα σινεμά. Τις περισσότερες φορές παίζαμε μπάλα μπροστά από το κτίριο της σχολής των Ευελπίδων στο Πολύγωνο, σ’ ένα καλούτσικο γήπεδο με ξύλινα δοκάρια – γκολ-ποστ. Το κτίριο μπροστά έγραφε ΑΒΕΡΩΦΕΙΟΝ ΜΕΓΑΡΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ και είχε πάντα βλοσυρούς σκοπούς ΕΣΑτζήδες, με το γείσο του καπέλου τους χωμένο στη μύτη τους. Από κοντά και ο περίφημος παγωτατζής ΄΄μπίλι-μπίλι μπο, με τα καλύτερα παγωτά με χεσαμόλι΄΄ μας ξετίναζε το χαρτζιλίκι. Κι όταν μια κακή κοπέλα που ζήλευε τη Μαρία μου πρότεινε να κάνω μια κακή πράξη, εγώ δέχτηκα αμέσως. Θα εκβίαζα τον Τόγκα, ότι αν δεν μου δώσει τόσα λεφτά, θα έλεγα στη γυναίκα του ότι είχε γκόμενα τη Μαρία. Όταν του το είπα, γούρλωσε τα μάτια του και θυμωμένος μου είπε: ΄΄Εμπρός, μίλα στη γυναίκα μου, πάρτη στο τηλέφωνο. Τι περιμένεις βρε ζώο; Ωστόσο φύγε και να έρθει ο αδελφός σου να μιλήσουμε΄΄. Έγινα κίτρινος σα φλουρί. Δεν μπορούσα να αντικρίσω το γλυκό πρόσωπο της Μαρίας που με κοιτούσε λυπημένη. Δεν μαρτύρησα όμως την κοπέλα, παρά τις επίμονες παρακλήσεις του. ΄΄Ποιος σ’ έβαλε ρε; Εσύ είσαι καλό παιδί, άλλος σ’ έβαλε. Ποιος;΄΄. Με σχόλασε. Έφυγα ντροπιασμένος. Το ξύλο που έφαγα από τη μάνα μου και τον αδελφό μου ήταν άλλο πράγμα. Βογκούσα από τους πόνους πάνω από μια

Page 124: Λαδιάρηδες.pdf

εβδομάδα. Ήμουν ξεφτίλας, με είχαν κουρέψει. Με την ψιλή….μηχανή. Δεν έβγαινα έξω καθόλου. Τελικά με το ζόρι τελείωσα τη Β’ τάξη του οκταταξίου γυμνασίου και γράφτηκα κι εγώ στον ΄΄Ήφαιστο΄΄ στην Μιχαήλ Βόδα, την πρώτη χρονιά. Ύστερα πηγαίναμε στα Πατήσια. Εν τω μεταξύ, έπιασα δουλειά στου Μαλτσινιώτη. Το σχέδιό μου είχε πετύχει με όχι και τόσο τίμιο τρόπο. Πολύ αργότερα, είχα πάρει τηλέφωνο το αφεντικό μου και τους είχα ζητήσει συγνώμη. Άρχισαν να μπαίνουν οι βάσεις διαμόρφωσης καλού λαδιάρη….

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 ΣΤΟΥ ΜΑΛΤΣΙΝΙΩΤΗ Ξυπνούσα στις 6:15 το πρωί και στις 7:00 χτυπούσα κάρτα μέσα στο ρολόι, στο μεγάλο μηχανουργείο. Σχολούσαμε στις 3:00 το μεσημέρι. Αμέσως σπίτι, φαγητό, λίγο διάβασμα και τρεχάλα με την ΄΄ψυχή στο στόμα΄΄ να προλάβουμε να ήμαστε στα Πατήσια πριν τις 7:00. Σχολουσαμε στις 11:00 η ώρα. Σκέτο ρομπότ, στην πρίζα…. ΄΄Μας έβγαινε η ψυχή ανάποδα΄΄, λέγαμε συνέχεια εγώ, ο Γιώργος ο Κασιδόκωστας και ένας άλλος μούλος, ο Γιώργος ο βενζινάς που είχε ο πατέρας του βενζινάδικο, απέναντι από το βουνό του Αι-Γιάννη στις φυλακές των ανηλίκων, στην αρχή της Βουλιαγμένης. Σκέτη συμμορία. Ο Γιώργος ο Κασιδόκωστας ήταν ένας κοκκινοτρίχης νευρώδης και δυνατός αρχιτσόγλανος, πρώτος ξάδελφος των Κασιδοκωσταίων της Βουλιαγμένης και άμεσος συγγενής των Μανιατών γειτόνων μου. Ο Γιώργος ο βενζινάς ήταν άλλος τσογλαναράς. Όλο ζημιές έκανε και τότε έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Γίναμε ένα σώμα. Όλες τις λαδιές τις κάναμε μαζί. Κατά πρώτον, ήμασταν δυνατοί και οι μαστόροι στους πιο μεγάλους τόρνους μας ήθελαν για βοηθούς τους. Για να κάνουμε εμείς τη χοντρή δουλειά στους τεράστιους τόρνους.

Page 125: Λαδιάρηδες.pdf

Μαθαίναμε εύκολα και οι μαστόροι ήταν ευχαριστημένοι μ’ εμάς, παρά τις λαδιές που κάναμε. Πολλές φορές μας άφηναν να διαβάζουμε τα μαθήματά μας, κρυμμένοι πίσω από σειρές σίδερα σε κρυψώνες-καβάτζα. Πότε-πότε τον παίζαμε έτσι για να περνάει η ώρα, όπως λέγαμε τότε. Κάποτε, στο ζενίθ του πολέμου της Κορέας το 1953-54, στο καλυκοποιείον (όπως έλεγαν του Μαλτσινιώτη) δούλευαν γύρω στα 8.000 άτομα. Ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας. Ιδιοκτησία Μποδοσάκη. Κάποτε, ένα τμήμα του μηχανουργείου το γύρισαν σε 3 βάρδιες, 06:00-14:00, 14:00-22:00 και 22:00-06:00. Εμείς πηγαίναμε στην πρωινή βάρδια. Ήμασταν δύο στον τόρνο και βγάζαμε ανά 2-3 λεπτά και από μια τορνιρισμένη σε κάποιο σημείο οβίδα. Που να ξέρουμε πόσος κόσμος σαν τον πατέρα μου είχε τραυματιστεί, ή σκοτωθεί στην Κορέα από τις τεράστιες οβίδες που φτιάχναμε; Στου Μαλτσινιώτη, επειδή ήμασταν μικροί ακόμα, παίρναμε μισθό πείνας. Έτσι, αν βρίσκαμε καμιά δουλειά έξω, παίρναμε άδεια ΄΄άνευ αποδοχών΄΄ και δουλεύαμε με περισσότερα χρήματα. Όταν τελείωνε η δουλειά, ξανά πίσω στου Μαλτσινιώτη. Γύρω στα 1954 βρήκα μια δουλειά έξω σαν βοηθός μηχανικού σ’ ένα νταμάρι, επάνω στο βουνό στο ΄΄Γύρισμα΄΄. Εκεί πηγαίναμε στην Κατοχή για ξύλα. Με το λεωφορείο μέχρι τα Σούρμενα και περπατώντας από ερημιές για κάπου μισή ώρα επάνω στο βουνό-νταμάρι. Θόρυβος, ζέστη, σκόνη, τσοπανόσκυλα από τους γιδοβοσκούς και τα φίδια. Δεν ήμουν και ενθουσιασμένος με αυτή τη δουλειά. Ο δε μηχανικός νόμιζε ότι επειδή πήγαινα στη Σχολή Μηχανικών, θα του έτρωγα τη δουλειά του. Μου έκανε αρκετές λαδιές για να γίνει ζημιά και να φταίω εγώ. Άντεξα δύο ολόκληρες εβδομάδες. Του έριξα κάτι μπουνίδια και πήγα πάλι πίσω στον Μαλτσινιώτη, στον κολλητό μου τον

Page 126: Λαδιάρηδες.pdf

Κασιδόκωστα. Ο μαστρο-Γιάννης (ο ψείρας) που με είχε στείλει, ήταν όλο μούτρα. Έλεγα του Γιώργου του Κασιδόκωστα: ΄΄Δεν μ’ ενδιαφέρει….τον έχω γραμμένο΄΄. Έτσι κι αλλιώς δεν τον χώνευε κανείς. Ήταν ΄΄ψείρας΄΄, καθαρός, σοβαρός και τον ετοίμαζαν για εργοδηγό-προϊστάμενο στους μικρούς τόρνους. Στις απεργίες….αυτός δούλευε. Εμάς αυτό δεν μας άρεσε καθόλου. Κάποτε είχε έρθει ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με μια παρέα από στρατηγούς, με κάτι κυρίους με μαύρα κοστούμια και δεκάδες ένοπλους ασφαλίτες. Ήταν και κάτι κιτρινιάρηδες με σχιστά μάτια. Μάθαμε ότι ήταν από την πρεσβεία της Κορέας. Όταν περνούσε με τη συνοδεία του από τα διάφορα τμήματα, οι διευθυντάδες διάλεγαν έναν πιτσιρικά να του δώσει λουλούδια και να πει το ΄΄καλώς ήρθατε στο τμήμα μας΄΄. Εμείς οι τρεις είχαμε ορκιστεί κρυφά να μην πάει κανείς αν μας πρότειναν. Σίγουρα βρήκαν κάποιον….Όμως όλο ξύλο έτρωγε, όπως και λαδωμένα στουπιά στο κεφάλι του αργότερα. Υπήρχε και ένα Σωματείο Εργαζομένων. Όλο ανακοινώσεις έβγαζε, ενώ εμείς μουρμουρίζαμε: ΄΄Καμιά απεργία δεν κάνει΄΄. Ο αδελφός μου έλεγε συνέχεια: ΄΄Κοίτα ρε μην τυχόν και γραφτείς στο σωματείο κάηκες!΄΄. Στον μαστρο-Άγγελο τον πριονά όμως έλεγα κρυφά: ΄΄Θέλω να με γράψεις, αλλά να μην το μάθει ο αδελφός μου΄΄.

……………..

Γύρω στα 1954 ο αδελφός μου τελείωσε τον ΄΄Ήφαιστο΄΄ και μπαρκάρισε δόκιμος με τον εξάδελφο μου το Λιβέρη που ήταν Α’ Μηχανικός στα φορτηγά βαπόρια. Στο ΄΄JOHN

Page 127: Λαδιάρηδες.pdf

LYRAS΄΄. Ανάσανα!….Είχε φύγει ο οικογενειακός μου χωροφύλακας. Εγώ σκεπτόμουν: ΄΄Ώσπου να γυρίσει, ύστερα από δύο χρόνια, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Θα έχω μεγαλώσει πια και αν θ’ αρχίσω να προπονούμαι σκληρά στα βάρη και στην πάλη, θα τον ΄΄τσακίσω΄΄, σκεπτόμουν τότε. Ονειρευόμουν με αγαλλίαση την ώρα που θα του έριχνα κι εγώ ένα γερό μπουνίδι, σαν μικρό αντάλλαγμα στο τόσο βρωμόξυλο που έτρωγα τόσο καιρό. Όταν επιτέλους γύρισε ύστερα από δύο χρόνια για να δώσει εξετάσεις για ΄΄τρίτος΄΄, άργησα επίτηδες να επιστρέψω στο σπίτι. Είχα ΄΄φτιαχτεί΄΄ άγρια από τους φίλους μου που έλεγαν συνέχεια μεταξύ σοβαρού και αστείου, ΄΄μην πολυκουνιέσαι γιατί όταν έρθει ο αδελφός σου, θα γίνεις κότα μέσα στο κοτέτσι΄΄. Όταν γύρισα σπίτι και με ρώτησε γιατί άργησα έφαγε μια καλοζυγισμένη μπουνιά που του ’φυγε η σαγώνα, κάνοντας τη μάνα μου να κλαψουρίζει: ΄΄Μου σκότωσε το παιδί, ο διάβολος σ’ έβαλε;΄΄. Νοιώθω την ανάγκη να του λέω μέχρι σήμερα: ΄΄Σόρρυ για το τότε μπουνίδι αδελφέ΄΄ συνήθως όταν τα πίνουμε μαζί. Στη διάρκεια της δίχρονης απουσίας του αδελφού μου, είχα ξεσαλώσει στην κυριολεξία. Κάναμε διάφορες λαδιές. Βάζαμε γράσο στα χερούλια των τόρνων ή κάποιο ψόφιο ποντίκι τυλιγμένο σε λαδόκολλα μέσα στο ντουλάπι, ή αλλάζαμε τα λουκέτα. Υπήρχε ένας μάστορας εφαρμοστής, ο Βαγγέλαινας. Μύριζε κανέλλα, ήταν πάντα καθαρός, ευγενέστατος, μιλούσε κουνώντας τα χέρια του και περπατούσε πολύ περίεργα. Ήταν ΄΄τζιναβοτός΄΄ έλεγαν οι μεγάλοι κρυφά, στρίβοντας επιδεικτικά και το μουστάκι τους. Τον λυπόμασταν….Δεν τον πειράζαμε….Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Άλλος τύπος που όμως του βγάζαμε το λάδι σε καθημερινή βάση ήταν ο Αρίστος ο σκουπιδιάρης. Του βάζαμε (αυτό το κάναμε πολύ συχνά) γράσο στο καρότσι, στη σκούπα και στο φαράσι.

Page 128: Λαδιάρηδες.pdf

Όταν κάποιος του έλεγε: ΄΄Ρε Αρίστο, είσαι μαλάκας;΄΄. Αυτός αμέσως έλεγε: ΄΄Εσύ είσαι μαλάκας΄΄, πάντα χαμογελαστός. Ύστερα του έλεγες: ΄΄Είσαι πούστης΄΄. Απαντούσε: ΄΄Εσύ είσαι πούστης΄΄. Σου ανταπέδιδε την ίδια βρισιά. Ήταν το νούμερο του εργοστάσιου. Άφθονη πηγή γέλιου για όλους μας. Ακόμη-ακόμη, έβλεπες και σοβαρούς κατά τα άλλα διευθυντάδες (ως και τον Κράμερ το Γερμαναρά) να τον βρίζουνε σοβαρά και αυτός στα ίσα, δίχως φόβο και ντροπή, να τους ξαναβρίζει με τα ίδια λόγια. Ούτε λέξη παραπάνω ή παρακάτω. Όλοι τον έβριζαν και όλους τους έβριζε, χαμογελώντας πάντα, μισοπονηρο-ηλίθια. Είχε γίνει έθιμο. Εμείς κάναμε καθημερινή προπόνηση, προσθέτοντας πάντα μια ακόμη βρισιά για να τον τρελάνουμε. Φτάσαμε να του λέμε δέκα-δεκαπέντε μαζεμένες βρισιές. Αυτός που ν’ απαντήσει! Έχανε τα λόγια του, μπερδευόταν και ενώ πάντα ήταν πράος και αγαθός ανταποδίδοντας τις βρισιές, εμείς τον κάναμε να χάνει τα λογικά του, να σπάσει το κρανίο του και να μας κυνηγάει με τη σκούπα. Υποτίθεται ότι με ότι και να του έλεγες δε θύμωνε ποτέ. Εμείς όμως τον είχαμε νικήσει, τον είχαμε σακατέψει. Είχαμε τρεις μήνες ΄΄κοντράτο΄΄ με το μαστρο-Γιάννη στον μεγάλο τόρνο. Πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρναμε…. Ο μαστρο-Γιάννης ήταν μια μαστοράντζα πολύ λέρα, κάποτε βοηθός του γέρου μου σε κάτι μικρά ναυπηγεία ΄΄ταρσανάδες΄΄, από το Πέραμα μεριά. Στις μεγάλες λαδιές μάς έστελναν τιμωρία στο ΄΄χυτήριο΄΄ να σπάμε τις άχρηστες ΄΄μαντεμένιες χελώνες΄΄ με μια μεγάλη ΄΄βαριά΄΄. Ήταν η καλύτερή μας. Μάθαμε γυριστή βαριά ακριβείας που εμένα μου χρειάστηκε αργότερα στα βαπόρια για να γίνω εξπέρ στις επισκευές, όταν χτυπούσαμε με δύναμη τη ΄΄Λουλού΄΄, ένα μεγάλο σφυρί 18Kg για να λύσουμε με το μεγάλο κλειδί τα τεράστια παξιμάδια των SIDE ROADS της DOXFORD της κύριας μηχανής. Τα μπράτσα μας άρχισαν να γίνονται σαν το

Page 129: Λαδιάρηδες.pdf

ατσάλι. Είχαμε φτιάξει και κάτι βάρη με ρόδες και τσιμέντο και τα σηκώναμε. Στα 16 μου είχα σωματικό βάρος γύρω στα 80Kg. Ήμουν όλο δύναμη, όταν οι άλλοι στην ηλικία μου ήταν κοκαλιάρηδες. Πάλευα μόνος μου με πέντε ή έξι ακόμα. Για να κερδίσω έπιανα τον έναν και τον έσφιγγα μέχρι να σκάσει. Πάντα φοβόντουσαν να μην είναι αυτός που θα πιάσω. Με το Γιώργο το Κασιδόκωστα ποτέ δεν τσακώθηκα παρότι μας βάζανε οι άλλοι με σίγουρες και άδικες προβοκάτσιες. Πρώτον γιατί ήμασταν καρδιακοί φίλοι (λέγαμε τότε) και δεύτερον γιατί δεν ήμασταν και τόσο σίγουροι ότι θα νικήσει ο ένας τον άλλον…. Πριν δύο χρόνια είπα να μην κοιτάξω το πρόσωπό του στην ανοικτή κάσα στο νεκροταφείο της Βουλιαγμένης κι όμως τον είδα. Μισό πρόσωπο και μια μεγάλη μύτη ήταν ότι είχε μείνει από το αντρικό πηγούνι ενός πολυαγαπημένου παιδικού μου φίλου που στα εξήντα του είχε γερά μπράτσα και κοιλιακούς καμαρώνοντας σαν υπεύθυνος των αθλητικών εγκαταστάσεων στην Ελούντα της Κρήτης. Ο καρκίνος νικάει και τους θεούς της θάλασσας….

……………..

Γράφτηκα στην πάλη στον Εθνικό, κοντά στο Ζάππειο. Ήταν τότε προπονητές ο Πετμεζάς και δυο αδέλφια, οι Αρκουδέηδες. Κοντοί-κοντοί λέγαμε αλλά είναι σατανάδες σε δύναμη και τέχνη. Άσσοι στην Ελληνορωμαϊκή. Σε κατέβαζαν στο καναβάτσο και σου έτριβαν τη μούρη ώσπου να πεις ΄΄κύμινο΄΄. Ερχόταν πότε-πότε και ο πρωτοπαλαιστής Καμπαφλής. Μια φορά, ένα πρωινό που το είχα σκάσει από τη δουλειά για να κάνω προπόνηση, έμεινα στα αποδυτήρια παρακολουθώντας κρυφά τους πρωτοπαλαιστές να κάνουν φιλική προπόνηση σαν ΄΄κατσέρ΄΄. Ο Λαμπράκης, ο Καρπόζηλος, ο Παπαλαζάρου, ο Μεϊντάνης και άλλοι μάθαιναν τα κόλπα για να τα κάνουν στους

Page 130: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄μεγάλους΄΄ ΄΄μέχρι τελικής εξόντωσης αγώνες΄΄, όπως διαφήμιζαν, συνήθως στο ανοιχτό γήπεδο του Παναθηναϊκού. Έβαζαν νούμερα. Έλεγαν, ένα. Ύστερα δύο, πέντε, επτά κλπ. Ήταν τα κόλπα και αντικόλπα στον αγώνα ΄΄μέχρι θανάτου΄΄. Σκέτη λαμόγια! Αργότερα έμαθα ότι ένας από αυτούς τους ΄΄κατσέρ΄΄ ήταν και ο παιδικός μου φίλος, ο ΄΄Ισπουτσούκ΄΄. Έκανε τον μαύρο αιμοβόρο από τη Βραζιλία, με μια μαύρη κουκούλα στο πρόσωπο. Μια φορά του βγήκε η κουκούλα και φανερώθηκε ο Ισπουτσούκ από το Κατσιπόδι της….Βραζιλίας. Έπεσε το χάχανο και το σφύριγμα της χρονιάς, καθώς και μερικά γιαούρτια. Εμένα δεν μου πολυάρεσε η πάλη γιατί είχε αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς. Μην τον πιάσεις έτσι, ή αλλιώς. Όλο φάουλ ήμουν. Στο ρίνγκ με κέρδιζαν και έξω τους έδερνα τρείς-τρείς. Άσε που υπήρχαν έλεγαν και μερικοί κωλομπαράδες. Σου κολλούσαν από πίσω, καταϊδρωμένοι, δήθεν για γέφυρα, το πιο γνωστό παλαιστικό κόλπο. Ρε ουστ, είπαμε πολλοί πιτσιρικάδες φίλοι. ...Και δρόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 Η ΑΡΣΗ ΒΑΡΩΝ Η άρση βαρών που τόσο αγαπούσαμε πολλά παιδιά…ενώ πηγαίναμε στην πάλη, δεν υπήρχε σαν ανεξάρτητο τμήμα. Μια ολυμπιακή μπάρα με καμιά 150αριά κιλά, ένας πάγκος και 5-6 αλτήρες, ήταν όλα κι όλα τα όργανα για ολόκληρο τον Εθνικό, προπαντός στην πάλη. Ο Εθνικός είχε μόνο τμήματα πάλης και μποξ εκτός από τον κλασσικό αθλητισμό, μπάσκετ και ρυθμική γυμναστική, πίσω από το μποξ σε μια ημιυπόγεια αίθουσα και που τις περισσότερες φορές κάναμε μπανιστήρι. Υπήρχε και ένα καλό μονόζυγο και μαζευόντουσαν πολλά ταλέντα. Πάντα κυριαρχούσαν ο Βαγγέλης ο Μαρμαράς και

Page 131: Λαδιάρηδες.pdf

ο Νίκος ο ΄΄Τσικνιάς΄΄. Είχαν και από ένα ποδήλατο δικής τους κατασκευής, με μόνο μια μεγάλη ρόδα και γύριζαν τις γειτονιές. Ο Νίκος έκανε ΄΄στήριξη΄΄ στο χέρι μου και στο κεφάλι μου, ενώ εγώ περπατούσα. Ήταν μόνο 50Kg ενώ εγώ γύρω στα 80. Πάντα κρυφά σηκώναμε βάρη δίχως να ξέρουμε πως. Σιγά-σιγά μαζευτήκαμε μια ισχυρή ομάδα από πολύ γερά παιδιά. Βγάζαμε την μπάρα έξω στην αυλή, κάναμε προπόνηση και καμιά φορά ψευτοαγώνες. Την μπάρα τότε τη σήκωναν μόνο όσοι ήταν στο κλαμπ αν σήκωναν 100Kg όπως λέγαμε τότε, για να μη μας μπερδεύουν οι άσχετοι. Τα περισσότερα παιδιά είχαν βάρη σπίτι τους από κλεμμένες ρόδες και τενεκέδες με τσιμέντο. Εγώ στην αυλή μου είχα ολόκληρο γυμναστήριο. Ερχόταν ο Τρατάρης ο Γιώργος, ο ΄΄βρωμοπόδαρος΄΄ ο Κώστας, ο Χριστόφορος ο Κακαβάς, ο Ιορδάνης ο ΄΄μπετατζής΄΄, ο Τούμπανης, ο ΄΄Μίξας΄΄, ο Μπιρμπιλής, ο Κεπενεκλής και πολλά άλλα γερά παιδιά που τους έκανα τον προπονητή. Τότε ήταν τρεις οι παλμοί. Ο ζετέ, ο αρασέ και ο ντεβελοπέ. Ο τρίτος καταργήθηκε αργότερα γιατί είχε τεχνικές ατέλειες και σου δινόταν η δυνατότητα σκύβοντας το σώμα σου να ΄΄κλέβεις΄΄ και ήσουν πάντα άκυρος. Τότε στον Εθνικό δεν ήμασταν πάνω από 10 αθλητές που σηκώναμε πάνω από 100Kg. Ήταν ο Γιώργος ο Οικονόμου, ένας δίοπος του ναυτικού γύρω στα 62Kg αλλά όλο νεύρο και δύναμη. Σύμφωνα με τα κιλά του πρέπει τότε να ήταν ο πιο γερός πιτσιρικάς στην Ελλάδα. Μαζί του ήταν ο Μόσχος, άλλος γερός δίοπος στο ναυτικό. Ο Γραμματικόπουλος, ένας φοιτητής με Ηράκλεια δύναμη. Ο Θόδωρος ο Παπούλιας που έγραφε και σ’ ένα περιοδικό, ο ΄΄Βαριτζής΄΄. Ο Κάβουρας, ο πιο δυνατός απ’ όλους τότε. Ο Γιώργος ο Σκαρλάτος από το Κατσιπόδι, γερός και ωραιότατο σώμα. Γύριζε με ένα ποδήλατο ΄΄κόντρα΄΄ και φούσκωναν τα μπράτσα του έξω από ένα φανελάκι. Όλοι τον κοιτάζαμε με θαυμασμό. Ο Βαλκανάς, ένας νέος του δεκάθλου, πολύ δυνατό παιδί.

Page 132: Λαδιάρηδες.pdf

Ο Γκαμούρας, ένας ράφτης με ωραίο σώμα και ωραίους κοιλιακούς. Ο Χριστόφορος ο Κακαβάς, ο Ιορδάνης ο μπετατζής και πολλοί άλλοι. Δεν ξέραμε τίποτα. Ούτε από προπόνηση, ούτε από προετοιμασία και διατροφές για αγώνες. Ωστόσο, κάναμε κάθε τόσο κάτι ψευτοαγώνες. Τελικά ΄΄ψήσαμε΄΄ τον υπεύθυνο της πάλης και του μποξ, τον κ.Φικιώρη και μας έγραψε σαν πρώτους αθλητές της ανεξάρτητης άθλησης άρσης βαρών. Γύρω στα 1955-56. Τότε ήρθε από την Αίγυπτο ένας Έλληνας. Φορούσε γυαλιά και τον έλεγαν Ψάλτη. Αυτός ήταν ο πρώτος που ήξερε σωστή προπόνηση, διατροφή και τεχνική. Μας έδωσε τα πρώτα φώτα. Εγώ σταμάτησα γιατί δεν προλάβαινα. Δουλειά, σχολείο, ενώ αργότερα στα δεκαεννιά μου, μπαρκάρισα στα καράβια σαν δόκιμος μηχανικός. Σ’ αυτήν περίπου την περίοδο, τις Κυριακές πηγαίναμε στα πρωινά του Αθηναίου στο ΄΄REX΄΄ στην Πανεπιστημίου όταν πολλές φορές το σκάγαμε από το σχολείο που πηγαίναμε και Κυριακές (!) για μηχανουργικό σχέδιο. Μια φορά ψήσαμε τον Όμηρο Αθηναίο που ήταν ο ΄΄κουμανταδόρος΄΄ και καλός κονφερασιέ (παρά το νεαρόν της ηλικίας του) να κάνουμε αγώνες Body Building. Μαζευτήκαμε όλοι από τον Εθνικό. Ο Βαριάς, Ο Γκαμούρας, ο Βαλκανάς, ο Κουβελογιάννης και πολλοί άλλοι. Κάναμε επίδειξη. Με….δόσεις. Κάθε Κυριακή έβγαιναν δυο-τρεις και έδειχναν το σώμα τους. Τους λέγανε τα ΄΄σώματα΄΄, τα ΄΄τέρατα΄΄, οι ΄΄δράκοι΄΄, ο ΄΄Ταρζάν΄΄, ο ΄΄Νταμπούχ-γορίλας΄΄ ή ακόμα και ο ΄΄Γκοτζίλας΄΄ και άλλα πολλά. Εγώ καθυστερούσα γιατί είχα πρόβλημα με τη διατροφή μου….

Ήμουν ΄΄σαρκοφάγος΄΄ και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες στη γρήγορη γυμναστική, αερόμπικ και κοιλιακοί, η μέση μου ήταν μεγάλη με αρκετό λίπος. Μόνο όγκο είχα. Έλειπε η ΄΄γράμμωση΄΄ λέγαμε συνέχεια. Δεν υπήρχαν ΄΄ANAVAR΄΄ και ΄΄STROMBA΄, ούτε ΄΄CLENBUTEROL΄΄….τότε.

Page 133: Λαδιάρηδες.pdf

Πως μπορούσα να εξηγήσω στο φίλο μου το Γκαμούρα ο οποίος ήταν χορτάτος από επαρχία και είχε ωραίους κοιλιακούς, ότι εγώ είχα μεγαλώσει στην Κατοχή μέσα στην πειναλέα Αθήνα και είχα μάθει να χλαπακιάζω τα πάντα. Ήμουν ο μόνος της παρέας που έβαζα μια ολόκληρη πάστα στο στόμα μου, όπως και ολόκληρο το σουβλάκι με πίτα χωρίς να πέφτει τίποτα έξω. Το δε τηγανητό αυγό έπρεπε να πλέει στο πιάτο από το λάδι και μουσκεμένο να ΄΄μουλιάζει΄΄ το ζεστό καρβέλι ψωμί. Σαβούρωνα ότι έβρισκα μπροστά μου, για να στανιάρω. Κάποτε είχα λάβει μέρος σε διαγωνισμό μακαρονάδας στο καλοκαιρινό σινεμά ΄΄ΑΝΕΣΙΣ΄΄, στην οδό Πατησίων, κοντά στην Αγίου Μελετίου. Μας είχαν δέσει τα χέρια πίσω και ρουφούσαμε το μακαρόνι ώσπου να πεις τρία. Εγώ….είπα φαίνεται τέσσερα και έχασα. Τέλος, μια Κυριακή αποφάσισα να πάω κι εγώ στο διαγωνισμό ΄΄BODYBUILIDNG΄΄. Μας την έπεσαν όμως κάτι μυστήριοι νέοι με ντομάτες και γιαούρτια και μας τη χαλάσανε. Έπεσε ξύλο, μας αποκαλούσαν ΄΄κίναιδους΄΄, εμείς τους λέγαμε ΄΄μαλάκες΄΄, έγινε ο χαμός! Ήταν οι νέοι ενός χριστιανικού σωματείου ΄΄ο Άγιος Αθανάσιος΄΄ που είχε έδρα στην Πλατεία Θεάτρου, πάροδος Ευριπίδου. Γενικός ΄΄δερβέναγας΄΄ ήταν ο γνωστός μας Καντιώτης. Είχαν κάνει το ίδιο και στα γυναικεία καλλιστεία, αποκαλώντας τις όμορφες κοπέλες….πόρνες. Ντράπηκα. Κάποτε, πιο μικρό, με είχαν ΄΄χώσει΄΄ κι εμένα σ’ αυτήν την παραθρησκευτική οργάνωση αλλά την είχα κάνει, τρομοκρατημένος από τη φοβερή μισαλλοδοξία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30. ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ Γύρω στα 1955 άρχισαν στην Αθήνα οι διαδηλώσεις για την Κύπρο. Κορυφώθηκαν όταν στα 1956 οι Άγγλοι κατακτητές καταδίκασαν δύο νεαρούς στην Κύπρο, τον Καραολή και το Δημητρίου. Ο μισητός μας Άγγλος αρμοστής Χάρντινγκ κρέμασε τα δύο ηρωικά αυτά παλικάρια ενώ στην Αθήνα εμείς, επί τη

Page 134: Λαδιάρηδες.pdf

ευκαιρία, γυρίζαμε στις σχολές. Από τον ΄΄Ήφαιστο΄΄ στον ΄΄Μέτων΄΄, την ΄΄Πάλμερ΄΄, έως τα νυχτερινά γυμνάσια και ξεσηκώναμε τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί και να κάψουμε την Αγγλική πρεσβεία. Κάθε αγγλόφωνη επιγραφή την είχαμε ξηλώσει στη στιγμή. Καημένο ζαχαροπλαστείο ΄΄PICCADILLY΄΄στην Πανεπιστημίο.... Οι συγκρούσεις με την αστυνομία είχαν δεκάδες τραυματίες, ακόμη και δυο-τρεις νεκρούς. Ξεκινούσαμε από τις δικές μας τάξεις παρασύροντας και τις άλλες. Εν συνεχεία, με μαντήλια στα πρόσωπά μας για να μην μας αναγνωρίσουν, ξεσηκώναμε (πολλές φορές με το ζόρι) και τ’ άλλα σχολεία της περιοχής, σπρώχνοντας τους αντιδρώντες καθηγητές. Στο τέλος, ένα ανθρώπινο μαθητικό κύμα συντάρασσε την Αθήνα, διαμαρτυρόμενο για την Αγγλική θηριωδία στην Κύπρο. Κάποτε εγκλωβιστήκαμε στου ΄΄ΦΛΟΚΑ΄΄ στη στοά, δίπλα από το ΄΄ΖΩΝΑΡΣ΄΄ στην Πανεπιστημίου και αφού μας ροπάλιασαν οι μπάτσοι, μας πήγαν στο μηχανοκίνητο στην οδό Μαυρομιχάλη, εκεί που έδρασαν οι Μπουραντάδες στην Κατοχή. Μετά από σφαλιάρες και κλωτσιές άρχισαν να γίνονται σκούρα τα πράγματα. Ευτυχώς, κάποιος συγγενής μου υπηρετούσε εκεί και με τα χίλια ζόρια μας έβγαλαν έξω, εμένα και το Γιώργο τον απέναντι, καθώς και τον Φτώχεια τον Ηλία το Σαντορινιό, ο οποίος πριν τρία χρόνια μόλις είχε πάρει τη σύνταξή του σα σοβατζής οικοδόμος με βαριά και ανθυγιεινά ένσημα, πάει, ούτε ξύπνησε από την εγχείρηση για δυο-τρία BY PASS που του είχαν προγραμματίσει στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Μόλις είχε πάρει τη σύνταξή του….άτιμε Mr. SPRAOU, εσύ και η έκθεσή σου για την άνοδο του χρόνου συνταξιοδότησης…. Εμείς εξακολουθούσαμε να πηγαίνουμε στις διαδηλώσεις, με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη διαδήλωση-διαμαρτυρία για την κρεμάλα από τον Άγγλο αρμοστή Χάρντινγκ δύο νεαρών (σχεδόν παιδάκια), των Καραολή και Δημητρίου.

Page 135: Λαδιάρηδες.pdf

Στις άγριες συγκρούσεις είχαμε και νεκρούς. Δίπλα μας έπεφταν από τις σφαίρες τα κορμιά των διαδηλωτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ - 31 -

ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΡΙΑ Γύρω στα 16 με 17 μας, αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα σφαιριστήρια του Καπερώνη, κοντά στο σπίτι μου. Μαθαίναμε μπιλιάρδο, ποδοσφαιράκι και φλιπεράκι. Παίζαμε με έναν μόνο αντίπαλο ή δύο. Είχαμε μάθει τα κουσούρια των άλλων και οι άλλοι τα δικά μας. Αν πχ. βάζανε στο τζουκ-μποξ βλάχικα τραγούδια, έχανα αμέσως στο μπιλιάρδο. Μου έβαζαν για να χάσω στα σίγουρα, ένα τραγούδι από τα Γιάννενα, το περίφημο ΄΄Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου΄΄ και θυμόμουν κάτι αγριόβλαχους στην ταβέρνα του ΄΄Κοντού΄΄ οι οποίοι χόρευαν αστεία. Ο πρώτος και ο καλύτερος κωλοχτυπιόταν πηδηχτός μέχρι εκεί πάνω, ο δεύτερος τον κρατούσε γερά με ένα μαντήλι, ο τρίτος ακολουθούσε βαριεστημένα, ο τέταρτος καθάριζε το ΄΄δίκαννο΄΄ (τη μύτη του) και οι δύο τελευταίοι μιλούσαν με τους καθιστούς. Αν είχα ΄΄ρέντα΄΄ και επιτέλους δεν έχανα, μου έριχναν καπάκι το ΄΄Γρίβα μ’ σε θέλει ο Βασιλιάς, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς΄΄. Μου έρχονταν εκατό τσαντίλες στο κρανίο, τρελαινόμουν και έχανα τρώγοντας και τη….στέκα από τη λύσσα μου. Κατά διαστήματα, πηγαίναμε στο Κουκάκι, στα μπιλιάρδα του Κωστάκη, στη Λεωφόρο Συγγρού και γυρίζαμε αργά τη νύχτα στο σπίτι, περνώντας πλάγια από το Δοργούτη στ’ Αρμένικα. Ο Λάκης, ο οποίος ήταν καλός ποδοσφαιριστής (έτσι έλεγε….συνέχεια), πετούσε μια χούφτα χαλίκια στις ξύλινες ταράτσες των κοιμισμένων Αρμένηδων κι εμείς όπου φύγει-φύγει. Πριν καν σταματήσουμε λαχανιασμένοι, έριχνε μια νέα χουφτιά βότσαλα και δώστου ξανά μανά τρέξιμο. Με την ψυχή στο στόμα.

Page 136: Λαδιάρηδες.pdf

Εγώ, 80 κιλά γάιδαρος, που να τρέξω! Έμενα πίσω, λέγοντας στους εξαγριωμένους Αρμένηδες, ότι τους κυνηγάω από πιο κάτω, γιατί και σε μας πέταξαν χαλίκια. Με αυτόν τον τρόπο τη γλύτωνα. Μια φορά που πηγαίναμε στη ΄΄Μιμόζα΄΄, σ’ ένα άλλο μπιλιάρδο στον Αϊ-Γιάννη, είδαμε μια κοπέλα να την ξεμαλλιάζουν κάτι γειτόνισσες λέγοντας: ΄΄Μωρή, γιατί έκανες μάγια στο γαμπρό μας;΄΄. Μόλις που τη γλυτώσαμε από τα χέρια των αλαφιασμένων μαυρομαντηλο-Μανιάτισσων γριών. Έτρεχε με χίλια….Λέγαμε ότι οι πατούσες της χτυπούσαν τον κώλο της και είχε περάσει και τη γειτόνισσα και πρωταθλήτρια στα 800 μέτρα, Μάτα Μιχαλαρέα! Αργότερα, μας ήρθε μια ιδέα. Να κάνουμε εμείς μάγια! Την άλλη μέρα το βράδυ, ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα, ήμασταν έτοιμοι για τα καλύτερα μάγια. Είχαμε ενημερωθεί από διάφορα βιβλία και μ’ ερωτήσεις σε κάτι άλλες ΄΄παλιόγριες΄΄ και καταλήξαμε. Πάνω σε μια κάλτσα στουμπηγμένη με πανιά σαν τόπι, ζωγραφίσαμε μια νεκροκεφαλή, καρφιτσώσαμε μύγες επάνω, βάλαμε σαπούνι, ξυραφάκια, τρίχες από σκύλο, ο οποίος μας έφαγε δύο σουβλάκια ώσπου να το πιάσουμε το κοπρόσκυλο!. Μαζί με λάδι, αλάτι, κιμωλία με ΄΄πεντάλφα΄΄ νεκροκεφαλές στην πόρτα και στους τοίχους, με κάμποσα 13άρια, κάναμε τη λαδιά μας. Μάθαμε αργότερα ότι είχαμε μπερδέψει 5-6 μάγισσες, 2-3 ξεματιάστρες, κανα-δυο που έκοβαν τη χρυσή και όλες τις καφετζού-χαρτορίχτρες της περιοχής. Ακόμη μπερδεύτηκε και η μάγισσα-γύφτισσα Κυριακίτσα που έκανε παρέα με την κυρά-Ζωή που έκοβε τη χρυσή. Έλεγαν ότι ήταν τα πιο ΄΄δυνατά μάγια΄΄. Από το εξωτερικό….Εμάς είχε στραβώσει το σαγόνι μας από τα γέλια…. Κάποτε πήγαμε και στου Μαυροκέφαλου, στο τέλος της Πανεπιστημίου, εκεί που κάηκε το κτίριο του Κ. Μαρούση. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα με καθρέπτες και πολλά

Page 137: Λαδιάρηδες.pdf

μπιλιάρδα. Είχε και ρώσικα με τρύπες, τα οποία εμάς δεν μας άρεσαν. Άλλοτε πηγαίναμε στο υπόγειο, πιο πέρα λίγο, δίπλα από το σινεμά ΄΄ΠΑΝΘΕΟΝ΄΄ για να δούμε το Γλένη, τη μεγαλύτερη φιγούρα του μπιλιάρδου τότε. Στου Καπερώνη μαζεύονταν όλη η αλαναρία του Κατσιποδιού. Ο Καπερώνης ήταν δεξιός. Έτσι, δεν του το έκλειναν οι μπάτσοι. Άλλοι έλεγαν ότι την ΄΄έφερνε΄΄, δεν ήταν όμως εξακριβωμένο. Έτσι λέγανε για τους θυρωρούς, τους καφετζήδες και τους περιπτεράδες. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Σ’ αυτή τη μετεμφυλιακή περίοδο, οι μπάτσοι έκαναν απανωτά ΄΄ντου΄΄ για εξακρίβωση. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, η δεκαετία του 1950. Η αυθαιρεσία, η τρομοκρατία, το κυνηγητό ήταν καθημερινό άγχος. Ακόμα και στου Καπερώνη κατά διαστήματα, έκαναν εξακρίβωση στοιχείων. Λες και ήταν πληρωμένοι. Όλο εμένα έπιαναν. ΄΄Για να πάμε στο τμήμα να δούμε…΄΄. Εγώ όμως τους άφηνα να με κρατούν χαλαρά, δίχως να στριτζώνομαι και σε κάποια στιγμή έσπρωχνα το μπάτσο και γινόμουν καπνός. Χανόμουν για λίγο και ξανά πάλι στου Καπερώνη. Μια φορά, ένα βλαχάκι βοηθός γαλατά, μας ξετίναξε στο ΄΄πάρτα όλα΄΄. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και δεν μας άφησε φράγκο. Είχε ρέντα, τύχη βουνό. Ότι ΄΄πουστιά΄΄ και να κάναμε, αυτός εκεί. Κωλοφαρδία τύχης. Κέρδιζε πάντα. Είχαμε λυσσάξει. Του προτείναμε να μας δώσει λίγα για να τη βγάλουμε (με το καλό). Αυτός τίποτα. Δεν έδινε ούτε τρύπια δεκάρα. Στο τέλος του τα πήραμε όλα, ακόμα και τα δικά του, κουκουλώνοντάς τον μ’ ένα σακάκι, για να μη δει ποιος πήρε τα λεφτά. Έκανε σα λυσσασμένος. Έφαγε και κάτι ξεγυρισμένες κλωτσιές και μερικές ΄΄μπηχτές΄΄. Σε λίγο ήρθε μαζί με την αστυνομία.

Page 138: Λαδιάρηδες.pdf

Εμείς είχαμε όμως οργανωθεί. Του στήσαμε μια μηχανή που έπαθε την πλάκα της ζωής του. Κάποιος έφερε μια σκισμένη εφημερίδα, την ΄΄Αυγή΄΄. Στο τμήμα είπαμε: ΄΄Ψέματα λέει κυρ-Αστυνόμε, διάβαζε την ΄΄Αυγή΄΄. Του είπαμε ότι εμάς ο θείος μας βρέθηκε με κομμένο το λαρύγγι στην πηγάδα του Μελιγαλά και ότι δε θέλαμε να διαβάζουν τέτοιες εφημερίδες μπροστά μας. Ο Αρχιφύλακας την έχαψε. Έριξε και κανα-δυο μάπες στο αλλόφρον βλαχαδερό ο οποίος έλεγε ότι: ΄΄Ο μπαμπάς μου ψηφίζει ΕΡΕ και είμαστε Δεξιοί΄΄. Εμείς ήμασταν 15 και αυτός μόνος του. Έχασε. Δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια στου Καπερώνη. Εμάς μας είπαν: ΄΄Μπράβο παιδιά και να περνάτε να τα λέμε΄΄. Κανά-δυο πονηροί ζήτησαν τη διεύθυνση για να γραφτούν….στους πρόσκοπους. Φύγαμε φτύνοντας τον κόρφο μας, που τη γλυτώσαμε φτηνά. ……………..

Εν τω μεταξύ, κάτι πραγματικοί τσόγλανοι, κοκαλιάρηδες σαν τον Πλιτάγγο, το Στελάκη, το Σπήλιο, το Μαρουλή, όλο με μπέρδευαν για να ΄΄καθαρίσω΄΄ σα δυνατότερος τις λαδιές που εξεπίτηδες έκαναν με κάτι άλλους, πολύ ονομαστούς για τη δύναμή τους. Να ξύλο με το Σέγγο. Πρώην πρωταθλητής πυγμαχίας, του κλέψανε το ποδήλατο και είπαν….ότι το πήρα εγώ. Να ξύλο με το Σκαρλάτο. Ήταν βαριτζής, πυγμάχος και είχε πολύ ωραίο και δυνατό σώμα. Ένας άλλος ψηλός μπετατζής γίγαντας που τον βρήκα σουρωμένο και του’βγαλα το σαγόνι και τραβιόμουν στα δικαστήρια. Δεν είχαμε και τόση εμπιστοσύνη στους δικηγόρους. Είχαμε αποκτήσει και δική μας πείρα. Πολλές φορές (ήταν μόδα τότε) παρακολουθούσαμε δίκες με διάφορα αδικήματα και

Page 139: Λαδιάρηδες.pdf

ξέραμε τη συμπεριφορά όλων των παραγόντων, όπως και τις πιθανές ποινές. Εγώ πάντα είχα την ταυτότητα του ΄΄Κατηχητικού΄΄ (συνεχώς ανανεωμένη), της σχολής ΄΄Ήφαιστος΄΄ και της δουλειάς μου στου Μαλτσινιώτη. Ντυνόμουν σοβαρά, είχα ΄΄μπλαζέ΄΄ ύφος και πάντα δανειζόμουν τα στρογγυλά γυαλιά μυωπίας (τι καλό….παιδί) από το Νικολάκη το γαλατά. Είχα αποκτήσει τον αέρα του πιο δυνατού κι ας ήμουν μόνο 16-17 χρονών. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός και για οργανωμένες λαδιές, εκτός γειτονιάς και ακόμα εκτός συνοικίας μας. Πηγαίναμε στα ΄΄Μουσικά Βραδινά΄΄ του Όμηρου Αθηναίου στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Το λιγότερο 40-50 άτομα. Ολάκερη συμμορία. Εκεί με το ζόρι παίρναμε το βραβείο στο τραγούδι. Σε ποιο; Στο ΄΄Αλλάχ΄΄ του Γούναρη! Το ΄΄τραγουδούσε΄΄ ο ΄΄Πακιακός΄΄. Ένα τραγούδι όλο κορώνα και περίεργες στροφές. Στο ΄΄Ροκ΄΄ το βραβείο, μετά από ξύλο και καυγά, το έπαιρνε ο ΄΄Ισπουτσούκ΄΄. Δεν είχε καμία σχέση με το χορό. Όμως είχαμε κανα-δυο στην επιτροπή. Άρχιζε ο καυγάς και να οι πάστες και τα γιαούρτια με τους Καλλιθιώτες. Σκηνές φρίκης ξετυλίγονταν. Γυναίκες να ξεφωνίζουν, τραπέζια να αναποδογυρίζουν, πάστες, γλυκά, γιαούρτια. Το λάστιχο με το νερό, γκαρσόνια, αστυνομία, πανζουρλισμός….χοντρός ο χαβαλές. Και τρεχάλα φωνάζοντας για μπλόφα: ΄΄Ρε, αύριο στα σφαιριστήρια στο Βύρωνα, ή στην Καισαριανή΄΄ και άστους….να ψάχνουν. Άμεση εξαφάνιση στη θεία μου τη Θοδώρα στη Φραγκοκλησιά, κοντά στα Μελίσσια. Η καλή μου θεία Θοδώρα. Πόσο την αγαπούσα! Ήταν υπεύθυνη μαζί με το γιο της το Στέλιο, σ’ ένα μεγάλο κοτέτσι. Ο ξάδελφος, παρά το ότι ήταν από παλαιοημερολογίτικη οικογένεια, είχε συνδεθεί με το Αντάρτικο της Μεσσηνίας. Θα ήταν δε θα ήταν τότε εικοσάχρονο παλικάρι ακόμα.

Page 140: Λαδιάρηδες.pdf

Όταν πήγαινα μου γάζωνε τ’ αυτιά για την Κατοχή, τα Αντάρτικα, το Κ.Κ.Ε. και τον Άρη το Βελουχιώτη. ΄΄Ρε, δεν παρέδωσε τα όπλα. Μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο που στο λέω΄΄, μου ανέφερνε συνέχεια. Εγώ του απαντούσα: ΄΄Άσε με ρε ξάδελφε, μου τα ’χεις πει χίλιες φορές. Άσε με κλωτσήσω στο αέρα από το σωρό μια όμορφη κοτούλα, για να μας την κάνει η θειά μου με πατάτες, ρίγανη και μπόλικο λεμόνι, για να χαρούμε λιγάκι΄΄. Όμως κρυφά τον λυπόμουν. Είχε φύγει από το χωριό όταν κάποιοι ΄΄συγγενείς΄΄ φασίστες, ακροδεξιοί, είχαν βιάσει την αδελφή του, παρά το ότι παραδόθηκε και στη συνέχεια τον ρήμαξαν στο ξύλο. Είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω και μέχρι σήμερα ο καλός μου ξάδελφος Στέλιος δεν έχει πάει στο Χαροκοπιό. Κοντά στα 52 χρόνια. ΄΄Θα πεθάνω στην Αθήνα΄΄, έλεγε συνέχεια….πριν πεθάνει σ’ ένα γηροκομείο στην Πεντέλη με χοντρό Αλτσχάϊμερ. Έτσι είναι η ζωή και ο θάνατος αγαπημένε ξάδελφε Στέλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

ΘΕΑΜΑΤΑ

Την πρώτη φορά που είπαμε τα κάλαντα ήταν το 1946. Ήταν η πρώτη μας μεγάλη περιοδεία. Μαζί με το Γιώργο τον απέναντι, εφοδιασμένοι με μια πρόκα και το ΄΄τρυγονάκι΄΄ στο χέρι, ξεκινήσαμε το μεγάλο μας γύρο. Εγώ έλεγα κρυφά: ΄΄Εμείς δεν γιορτάζουμε Χριστούγεννα; Οι Παπικοί γιατί γιορτάζουν;΄΄. Η μάνα μου απαντούσε: ΄΄Εμείς οι γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί θα γιορτάσουμε 13 μέρες αργότερα΄΄. Εγώ επέμενα όμως στη μαμά μου: ΄΄Άσε με μαμά να τα πω και τώρα, να τα πω και αργότερα, στα δικά μας Χριστούγεννα΄΄. Την είχα πείσει ή όχι, δεν ξέρω. Πάντως εγώ βρέθηκα με το φίλο μου να οργώνουμε τις γειτονιές. Παρόλη την προπόνηση, τα μπερδεύαμε.

Page 141: Λαδιάρηδες.pdf

Είχαμε ακούσει κάποιον μεγαλύτερο που μας είχε πει: ΄΄Ρε πιτσιρικάδες, όταν μπερδεύεστε να λέτε και του χρόνου, σταματώντας εκεί, προκειμένου να τα κάνετε μούσκεμα΄΄. Όμως είχαμε την ατυχία να πέφτουμε όλο στη φτώχεια. Όλο Αρμένηδες, Εβραίοι, χώρια οι δικοί μου γνωστοί που ήταν με το ΄΄παλαιό΄΄. Που να πάμε εκεί! Μερικοί μας έβρισαν: ΄΄Φύγετε από δω παλιόπαιδα΄΄. Είχα φαεινή ιδέα να πάμε στο Μπραχάμι στο νονό μου, το Χρήστο Τρακάδα, που ήταν φίλος του γέρου μου από τον Μαλτσινιώτη και στο επάγγελμα κοινοτάρχης. Μας έδωσε κάτι πεντάρες και κανα-δυο γλυκά. ΄΄Κρίμα το μακρινό ταξίδι. Σιγά το νονό ρε Χρήστο. Τι τσιγγούναρος!΄΄, έλεγε ο Γιώργος και είναι και δήμαρχος. Περάσαμε και από το 13 στο ρέμα, που το αποφεύγαμε σαν το διάολο με το λιβάνι. Βρεθήκαμε μπαϊλντισμένοι, κατασκονισμένοι στου Βαριώτη και στους ΄΄Φούρνους΄΄, στην οδό Βουλιαγμένης. Κοντά εκεί ήταν ένα σινεμά που το έλεγαν ΄΄ΑΘΗΝΑΙΔΑ΄΄. Τώρα είναι ένα βρώμικο οικόπεδο. Οι τεράστιες ταμπέλες, οι φωτογραφίες και προπαντός ή περιέργεια, μας έσπρωξε στο ταμείο και ύστερα μέσα στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας. Στην αρχή φοβηθήκαμε. Δεν βλέπαμε τις μύτες μας. Αρχίσαμε να φωνάζουμε: ΄΄Γιώργο, Χρήστο, που είσαι ρε;΄΄. Απαντούσαμε: ΄΄Εδώ είμαι ρε!΄΄. Εν τω μεταξύ ενοχλούσαμε. Ακούσαμε καμπόσα, όπως: ΄΄Σκάστε ρε μούλοι΄΄. ΄΄Βουλώστε το΄΄. Κάπου λουφάξαμε και παρατηρούσαμε τις κινούμενες εικόνες μέσα από ένα τεράστιο πανί στον τοίχο. Με γουρλωμένα μάτια! Έπαιζε τον ΄΄Καπετάν Συρκούφ΄΄ με τον Έρολ Φλυν. Να οι σπαθιές, να το παλικάρι κρεμασμένο στα σχοινιά, στους ΄΄παπαφίγγους΄΄ και στις χοντρές ΄΄μπαρούμες΄΄, να το κορίτσι να το απελευθερώνει από τους μαυρογένηδες πειρατές, να ο γάντζος στο κουλό χέρι του λοστρόμου, να τα σάλτα με τα σχοινιά. Όλα αυτά μας είχαν ενθουσιάσει. Το είδαμε δύο φορές με γουρλωμένα μάτια. Η αγάπη για τον κινηματογράφο είχε αρχίσει. Το ξύλο όμως δεν το γλυτώναμε.

Page 142: Λαδιάρηδες.pdf

Συχνά ερχόταν κάποιος θίασος στη ΄΄ΓΑΡΔΕΝΙΑ΄΄, τον ΄΄ΟΡΦΕΑ΄΄ ή στη ΄΄ΝΑΝΑ΄΄. Όλοι ήταν καλοκαιρινοί κινηματογράφοι. Η ΄΄ΓΑΡΔΕΝΙΑ΄΄ ήταν ο καλύτερος κινηματογράφος, όπως το λέγαμε τότε. Ήταν στην οδό Βουλιαγμένης, κοντά στο εκκλησάκι του Αι-Γιάννη. Λεγόταν και η στάση, στάση ΄΄ΓΑΡΔΕΝΙΑ΄΄. Όταν παίρνω το λεωφορείο, ακόμη και σήμερα, μου αρέσει καμιά φορά να λέω φωναχτά: ΄΄Στάση ΓΑΡΔΕΝΙΑ παρακαλώ΄΄. Λίγο πριν λεγόταν ΄΄ΑΛΙΜΕΝΤΑ΄΄ και τώρα ΄΄ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ΄΄ από το όνομα του σούπερ-μάρκετ. Το τεράστιο πανί έβλεπε διαγωνίως τη Βουλιαγμένη μέσα στο βάθος. Ο κήπος γύρω-γύρω ήταν πνιγμένος στο γιασεμί, το αγιόκλημα, τη γαρδένια, τα αναρριχητικά φυτά και σε πλήθος άλλα είδη λουλουδιών. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Απέναντι από την είσοδο του σινεμά, υπήρχαν για πολλά χρόνια τα χαλάσματα από τις βόμβες ενός μισοερειπωμένου σπιτιού. Εκεί ακριβώς που ήταν πρόσφατα το γυμναστήριο ΄΄CHRIS POWER GYM΄΄. Και το καράτε του Σφέτα. Είχαν μείνει μόνο οι πέτρινοι τοίχοι με διαφορετικό ύψος ο καθένας. Γέμιζε πιτσιρικάδες. Όχι όμως δίχως προβλήματα. Οι πιο μεγάλοι πριν αρχίσει η παράσταση, από πολύ νωρίς, στρογγυλοκάθονταν στους ψηλούς τοίχους περιμένοντας με ανυπομονησία ν’ αρχίσει το έργο, τρώγοντας πασατέμπο ή ηλιόσπορο ή κολοκυθόσπορο και έφτυναν τα τσόφλια τους στους από κάτω. Κατά διαστήματα, κάποιος βαλτός μπάτσος – συνήθως ΄΄πρόσθετος΄, ή ταξιθέτης, έκαναν ντου για να μας διώξουν. Γινόταν το ΄΄σώσε΄΄. Μιλάμε για δεκάδες πιτσιρίκια όλων των ηλικιών να τρέχουμε αλαφιασμένοι να γλυτώσουμε, πολλές φορές κουτρουβαλισμένοι και τσαλαπατημένοι. Σε μηδέν χρόνο είχαμε επιστρέψει πάλι πίσω στα πόστα μας. Άλλος καυγάς. ΄΄Δική μου ρε είναι αυτή η θέση΄΄. ΄΄Όχι δική μου΄΄. Άναβε πάλι ο καυγάς, να και το ξύλο, το μπάχαλο και ο τζερτζελές. Για μας τους μικρότερους ήταν ένα μαγικό συνοθύλευμα φόβου από το σπίτι όπου μας απαγόρευαν να πάμε, από τους μπάτσους, από τις σπρωξιές, από τις τρεχάλες, από τα

Page 143: Λαδιάρηδες.pdf

λαχανιάσματα της φυγής και προπάντων από την ευδαιμονία της επιστροφής στο λεφτό. Ανάθεμα αν βλέπαμε καθόλου έργο. Απλώς πηγαίναμε για το χαβαλέ. Το ίδιο γινόταν και στον ΄΄ΟΡΦΕΑ΄΄. Εκεί που ήταν το σινεμά ΄΄ABC΄΄. Το ΄΄πανί΄΄ ήταν ορατό από το βουνό του Αι-Γιάννη. Πηγαίναμε, δήθεν, ότι κάτι βλέπαμε. Εμείς πάντως ήμασταν κατενθουσιασμένοι. Κατά διαστήματα, ερχόντουσαν και διάφοροι ΄΄μπουλουκοειδείς΄΄ θίασοι για αρπαχτές, όπως ακούγαμε να λένε. Πεθαίναμε από τα γέλια όταν ο νάνος Αποστολάκης περνούσε τρέχοντας και κουτσοπηδώντας κάτω από τα πόδια του πανύψηλου και κοκαλιάρη Ζαζά. Λέγανε ότι ήταν ΄΄ντινκιντάγκας΄΄ γιατί φορούσε γυναικεία ρούχα, μιλούσε και περπατούσε κουνιστά. Οι γυναίκες ακούγαμε να τον αποκαλούν ΄΄τοιούτον΄΄ ή ΄΄ντιγκιντάγκα΄΄ και σήκωναν το χέρι τους λικνιστό με χάρη στο μάγουλο, ανοιγοκλείνοντας τρισχαριτωμένα τα μάτια τους, με σημασία…. Ο Πέτρος Γιαννακός, ο περίφημος ΄΄Κοκοβιός΄΄. Ένας τύπος που έκανε τον πανάσχημο αλλά συμπαθή Κουασιμόδο της Παναγίας των Παρισίων. Περπατούσε πλάγια σαν τον χιμπατζή και σκορπούσε γέλιο με τις τρισχαριτωμένες, πολλές φορές επίτηδες, γκάφες του και την ψευδή άρθρωση του λόγου του. Ο Ζανίνο, άλλος ένας κωμικός. Ο ακροβάτης Τοτό και ο κλόουν Κάρλο. Το ΤΡΙΟ ΑΡΜΑΟ, ο Φραγκίσκος Μανέλης και άλλοι κωμικοί, ενώ την παράσταση πολλές φορές έκλεβε ο Αγκόπ. Ένας ψηλός και άχαρος Αρμέναρος, αμπλαούμπλας στην περπατησιά του, με αστεία μισοαρμένικη προφορά. Οι τραγουδίστριες σαν τις Καλουτάδες, την Ντιριντάουα, την Καλή-Καλό, τη Σοφία Βέμπο, την Μαριάννα Χατζοπούλου μας ενθουσίαζαν με τα τραγούδια τους. Πολλά απ’ αυτά γίνονταν και σουξέ. ΄΄Ο κουμπάρος, ο κουμπάρος έχει δεύτερο κλειδί ο κατεργάρας΄΄ ή το άλλο:

Page 144: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Για σένα μωρό μου πεθαίνω, δεν ξέρω κι εγώ τι παθαίνω, σωματάκι χυτό, ετών 18 είσαι πλάσμα ονειρευτό΄΄. Και τ’ άλλο: ΄΄Μπέμπα-μπέμπα, πόσο έχεις μεγαλώσει΄΄. Και οι αληταράδες έλεγαν αμέσως πριν συνεχίσει η τραγουδίστρια: ΄΄Μου την έχεις κάνει άλλη τόοοοοοση΄΄. Ο Πατέτσος, ο Μαρούδας και άλλοι τραγουδιστές ερχόντουσαν για τις αρπαχτές τους. Ο Μητσάρας ήταν ένας μάγκας με κουβαράκι. Έλεγαν ότι ήταν και μεγάλος κωλομπαράς. Μια φορά στη ΄΄ΝΑΝΑ΄΄ εγώ κι ο Γιώργος ο απέναντι πηδώντας ανάμεσα στους φοίνικες πίσω απ’ το πανί, μας άρπαξαν και ο Μητσάρας κρατώντας μας απ’ τ’ αυτιά, μας πέρασε ανάμεσα από τον κόσμο που γελούσε με τις δικές μας γκριμάτσες, πετώντας μας έξω από την πόρτα. Μας φάνηκε αιώνας, διαδρομή. Λέγαμε όμως μεταξύ μας: ΄΄Φτηνά τη γλυτώσαμε από τον κωλομπαρά το Μητσάρα΄΄. Δεν μας ένοιαζε και τόσο η ξεφτίλα. Αργότερα, πιο μεγάλοι στα 15 μας, είχαμε μάθει να πετάμε νερό με δύναμη από το στόμα μας ανάμεσα από τα μπροστινά μας δόντια, με μεγάλη επιτυχία στο σημάδι. Εγώ έσβηνα τσιγάρο στα 3 μέτρα απόσταση που το κρατούσε ο ΄΄κλασάκιας΄΄ ο Θανάσης. Για χαβαλέ, πετάγαμε νερό με το στόμα στα μπροστινά καθίσματα διαλέγοντας ζοχάδες γέρους που από πίσω τους ήταν καθισμένοι θορυβούντες νεαροί. Οι ζοχαδιασμένοι γέροι και οι κυράτσες τους τα βάζανε με τους ανύποπτους νεαρούς. Εμείς κάναμε την πάπια. Μάλιστα βάζαμε και λάδι στη φωτιά. ΄΄Δεν ντρέπονται λίγο τα παλιόπαιδα, τους γέρους βρήκανε΄΄. Στα 15 ή 16 αρχίσαμε να το σκάμε από το σχολείο και από τη δουλειά. Πηγαίναμε σε κάτι βρωμοσινεμά γύρω από την Ομόνοια. Στο ΄΄ΑΛΑΣΚΑ΄΄ και στο ΄΄ΡΟΖΥΚΛΑΙΡ΄΄ στην

Page 145: Λαδιάρηδες.pdf

αρχή της Πατησίων ή στο ΄΄ΕΛΑΣ΄΄ και στο ΄΄ΑΘΗΝΑΙΚΟΝ΄΄ στην Αθηνάς, πίσω από το Δημαρχείο. Άρχιζαν την προβολή από τις 10 το πρωί και έπαιζαν πάντα δύο έργα. Έκλειναν τα μεσάνυχτα. Ήταν πολύ φτηνό το εισιτήριο και πήγαιναν μόνο άντρες….Αν κατά λάθος έμπαιναν τίποτε γυναίκες, συνήθως επαρχιώτισσες, έφευγαν στο λεφτό από τη μπόχα, την τσιγαρίλα και το βρισίδι. Οι ταμπέλες έγραφαν: ΄΄ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ΄΄ και όλοι έφτυναν δυνατά, ή ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ΄΄ και δεν έβλεπες τη μύτη σου από το ντουμάνι. Ένα άρωμα από την ανάποδη ξεχύνονταν πλουσιοπάροχα. Τσιγαρίλα, βρωμοποδαρίλα, χνωτίλα, ιδρωτίλα, κατρουλίλα ανακατεμένη με τη μόνιμη μυρωδιά κλανιάς που έρχονταν από τα αποδυτήρια και αποχωρητήρια λόγω του φτηνού ελληνικού φαγητού (φασολάδας) μετά ζουμπηχτού κρεμμυδιού, ενώ συναγωνίζονταν και η καταπιεσμένη τεστοστερόνη, η βαρβατίλα, η ιδρωμένη τραγίλα, η σπερματίλα, αγαπημένες ΄΄μυρωδιές΄΄ σε καταπιεσμένες, ή ξεφωνημένες αδελφές, ΄΄βασίλισσες στο σκοτάδι του ψαχουλέματος και της βασανισμένης ΄΄πίπας-μπουλκουμέ΄΄. Στο ΄΄ΡΟΖΥΚΛΑΙΡ΄΄ που είχε και εξώστες, οι αληταράδες από επάνω έριχναν στους από κάτω κάτι καλοξεγυρισμένες ροχάλες όπου μετά γινόταν της ΄΄πουτάνας το κάγκελο΄΄, όπως έλεγαν τότε. Σ’ αυτούς τους κινηματογράφους συνήθως πήγαιναν όσοι έκαναν σκασιαρχείο από το σχολείο (μαθητές), ή κοπάνα από τη δουλειά (οικοδόμοι), οι οποίοι δεν έβρισκαν μεροκάματο, δίπλα στην Πλατεία Δημαρχίας. Επίσης σύχναζαν πούστηδες, κωλομπαράδες, ή φανατικοί κινηματογραφόφιλοι. Πιστεύω ακράδαντα ότι εμείς ήμασταν στην ομάδα των σκασιαρχείων-κινηματογραφόφιλων. Γύρω στο μεσημέρι άκουγες ν’ ανοίγουν τα κατσαρόλια, τα έλεγαν και καπακλή, και αναστέναζαν τα κουτάλια και τα πιρούνια. Στο ΄΄ΑΘΗΝΑΙΚΟ΄΄ ήταν ο περίφημος Αντρέας, ο οποίος πουλούσε διάφορα αναψυκτικά και γλυκά. Άφησε όμως

Page 146: Λαδιάρηδες.pdf

όνομα λόγω της περίεργης φωνής του που έλεγε πριν ακόμα κάνει διάλειμμα: Σάμαλι, παστέλι, κοκ, ο Αντρέας παιδιά΄΄. Είχε γίνει έθιμο. Έγινε κατεστημένο. Όταν το ΄΄παιδί΄΄ είχε δείρει καμιά δεκαριά αγριομαντράχαλους καουμπόηδες (κοντός όμως αυτός) και αφού ύστερα από ολάκερες τούμπες στο χώμα, το καβουράκι δεν του έφευγε από το κεφάλι του και ενώ φιλούσε το ΄΄κορίτσι΄΄, το φιλοθεάμων κοινό άρχιζε να φωνάζει ξετρελαμένο από τα χάχανα και τις βρισιές. ΄΄Αντρέα, σάμαλι΄΄. Το ΄΄Αντρέα, σάμαλι΄΄ ακουγόταν πολλά χρόνια αργότερα σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και μέσα σε ΄΄καθώς πρέπει΄΄ κινηματογράφους. Ακόμα και στο εξωτερικό, όταν ήμασταν εξόριστοι από τη χούντα στο Λονδίνο, ο Τούμπανης, ο Μανώλης ο Ρασούλης, ο Γιώργος Βότσης, ο Νίκος ο Ναυπλιώτης, ο Περικλής Κοροβέσης, ο Λάκης ο Καραλής, ο Κορτέσης και άλλοι κατά διαστήματα μη κυριλέδες θαμώνες κινηματογραφόφιλοι, όλοι παλιοί θαμώνες του ΄΄ΑΘΗΝΑΙΚΟΥ΄΄ και ενώ οι Εγγλέζοι ΄΄Κόκνυς΄΄ του Β. Λονδίνου έριχναν κάτι ξεγυρισμένα fuck off ή shut up….wankers. Κατά τη διάρκεια των προβολών των έργων γινόταν ανοιχτή διαλογική συζήτηση, του τύπου ΄΄STAND UP COMEDY΄΄. Τότε άκουγες κάποιον να φωνάζει: ΄΄Έλα ρε, γάμα τη να τελειώνουμε΄΄, ενώ ο άλλος απαντούσε δυνατά: ΄΄Κάτσε εσύ ρε να σε γαμήσουν΄΄ και ο άλλος: ΄΄Ρε δε γαμιέστε και οι δυο σας να ησυχάσουμε΄΄ και εισέπραττε στο λεπτό από άλλον: ΄΄Και συ ρε που γαμήθηκες τι κατάλαβες;΄΄. Ξανά απάντηση: ΄΄Του κώλου σου τη γλύκα ρε΄΄. Πολλές φορές, όταν το έργο ήταν σκέτη ΄΄μάπα΄΄, δηλαδή δεν είχε δράση, το ν’ άκουγες όλο αυτό το πολλές φορές πανέξυπνο υβρεολόγιο, ήταν υπέρ άξιο του φτηνού αντίτιμου του εισιτηρίου που πλήρωσες.

Page 147: Λαδιάρηδες.pdf

Εμείς πηγαίναμε από το σχολείο ολόκληρη ομάδα. Ο Νικολάκης ο γαλατάς, ο Γιώργος ο Κασιδόκωστας, ο Βώμας, ο Γιώργος ο Μαρτίνι, ο Κώστας ο Σταματίου και άλλα ΄΄λουλούδια΄΄ από τον ΄΄ΗΦΑΙΣΤΟ΄΄. Μόνοι μας δεν πηγαίναμε ποτέ. Στην έπεφταν κάτι αγριοκωλομπαράδες σιχαμένοι και σε ψαχούλευαν. Πολλές φορές γινόταν μεγάλος καυγάς γιατί ο κωλομπαράς, ή ο πούστης την έπεφτε στο σκοτάδι σε ομάδα ολόκληρη, ή σε κανένα αγριοβλαχαδερό και έτρωγε το ξύλο της αρκούδας. Κάποιος φώναζε: ΄΄Κωλομπαράς ρεεεε, ή ποοουυύστης΄΄ και ο ταλαίπωρος ώσπου να βγει έξω από το στενό διάδρομο, έτρωγε κλωτσιές, σφαλιάρες και μπουνιές. Συχνά έκανε ΄΄ντου΄΄ η αστυνομία. Κάποιος όμως πάντα φώναζε: ΄΄Ντου ρε, οι κερατάδες΄΄. Και αμέσως έσβηναν τα τσιγάρα και πολλοί έφευγαν γρήγορα-γρήγορα. Ήταν η περίοδος του μετεμφυλίου και τότε, πράγματι, ήταν το κράτος της ΄΄εξακρίβωσης΄΄ και του ΄΄περάστε από το τμήμα διά υπόθεσή σας΄΄. Πέτρινα χρόνια….γαρ! Οι φίλοι μας σε σπάνιες περιπτώσεις ήταν παιδιά αριστερών οικογενειών, όπως πχ. οι Παναγιωτόπουλοι. Οι άλλοι όλοι ήταν από ΄΄αδιάφοροι΄΄ πολιτικά έως και δεξιοί σαν εμένα. Είχα όμως λάβει τα μέτρα μου. Κατ’ αρχήν, είχα την ταυτότητα του καλυκοποιείου. Πολεμικό εργοστάσιο, η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας. Είχα ταυτότητα του ΄΄ΗΦΑΙΣΤΟΥ΄΄ ότι σπούδαζα μηχανικός και ήμουν πάντα κάτοχος συνεχώς ανανεωμένης ταυτότητας του κατηχητικού σχολείου, όπου πήγαινα τις πρώτες μέρες για να πάρω την ταυτότητα…. Με αυτά τα εφόδια ήμουν ο ΄΄καλύτερος του χωριού΄΄, έλεγα συνέχεια. Πέταγα κι ένα ΄΄….δεν το ήξερα κυρ αστυνόμε΄΄ (στον αστυφύλακα!) και κάπου τη ΄΄σκαπουλάριζα΄΄. Πολλές φορές το σκαγαμε και από τη δουλειά. Έπρεπε να δούμε όλα τα έργα της εβδομάδας. Πηγαίναμε στο βασιλικό κήπο πρωί-πρωί. Στις εννιά τρώγαμε το φαΐ που είχαμε στο κατσαρολάκι και στις 10 να ’μαστε μέσα στο σινεμά για τα πρώτα δύο έργα. Ύστερα πηγαίναμε σ’ ένα φτηνό

Page 148: Λαδιάρηδες.pdf

εστιατόριο, πάνω απ’ τη μισάνοιχτη τότε γέφυρα στη Λυκούργου και Αθηνάς, στην ΄΄ταβέρνα του λαού΄΄ και τρώγαμε αρνί με μακαρόνια, ή πατσά στην πλατεία Δημαρχίας. Μας άρεσε να παρατηρούμε έναν τεραστίων διαστάσεων τύπο, ο οποίος ήταν πάντα πίσω από ένα μαρμάρινο τραπέζι και μ’ ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι σαν μπαλτά έπαιρνε τον πατσά μέσα από μια μεγάλη κατσαρόλα και τον πετσόκοβε γρήγορα-γρήγορα σε μικρά κομματάκια για τη σωστή παραγγελία των πελατών, φωνάζοντας τραγουδιστά: ΄΄Ένα ψιλοκομμένοοο…. ή ένα χοντροκομμένοοοο….΄΄. Κάποιος έλεγε: ΄΄Πάμε να φύγουμε ρε, αυτός δεν κόβει το δάκτυλό του με τον μπαλτά….ξέρει΄΄. Χορτάτοι μπαίναμε σ’ ένα άλλο σινεμά για τ’ άλλα δύο έργα και τρεχάλα για να προλάβουμε το άλλο, το τελευταίο της ημέρας. Γύρω στα 1955 άρχισαν να ’ρχονται και στην Ελλάδα τα θορυβώδη τεντυμποίστικα ΄΄ροκ-εντ ρολ΄΄ έργα του Μπίλυ Χέϊλυ, ή του Έλβις Πρίσλεϋ, ή Μάρλον Μπράντο. Θυμάμαι ένα έργο του Μάρλον Μπράντο ΄΄Ο Ατίθασος΄΄ στο οποίο φορούσε πέτσινο μπουφάν, ήταν ολιγόλογος, βαρύς και τσαμπουκάς, μισούσε τους μπάτσους και τους ΄΄νοικοκυραίους΄΄ και ήταν ο πιο γαμήκουλας αλλά και ΄΄αγαπησιάρης΄΄΄…. Στον κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ έγινε της κακομοίρας όταν πρωτόπαιξαν το ΄΄Βασιλιά του Ροκ΄΄. Οι πιο λαδιάρηδες νέοι ανέβηκαν στη σκηνή και χόρευαν, ενώ η φρενίτιδα ξέσπασε στην πλατεία, ακόμα και έξω από τα πεζοδρόμια. Τα καθίσματα ξηλώθηκαν και ένα ξετρελαμένο λεφουσι νεαρών υποτίθεται χόρευε ΄΄ροκ΄΄. Η εποχή του ΄΄ροκ΄΄ και του ΄΄τεντυμποϊσμού΄΄ είχε αρχίσει καθυστερημένα να κάνει τη δυναμική της επίθεση και στην Ελλάδα. Το ΄΄ΛΟΥΤΣΙΑ΄΄, το ΄΄ΡΟΚ ΑΡΑΟΥΝΤ ΔΕ ΚΛΟΚ΄΄ ήταν τα τραγούδια που άρεσαν στους λαδιάρηδες. Το γυριστό ρεβέρ στα τζην, το φανελάκι, τα γυριστά μανίκια, η φαρδιά ζώνη και τα ΄΄Ελβιέλα΄΄ παπούτσια του

Page 149: Λαδιάρηδες.pdf

μπάσκετ, ήταν το σήμα κατατεθέν και το κόκκινο πανί της συντηρητικής κοινωνίας. Μόλις γινόταν κάποιος καυγάς, αμέσως γυρίζαμε τα ρεβέρ (που πολλές φορές ήταν και 10 πόντους!), κατεβάζαμε τα μανίκια, πετάγαμε τη φαρδιά ζώνη και πέρναμε το ΄΄μπλαζέ΄΄ ύφος ενός ήσυχου νεαρού, για να γλυτώσουμε απ’ τη δαγκάνα του Νόμου 4000, το κούρεμα, τις χειροπέδες, τη διαπόμπευση με ταμπέλα μπρος-πίσω που έγραφε: ΄΄Είμαι τεντυμπόη, φτύστε με΄΄, Και να οι ροχάλες, οι βρισιές και συνήθς η φυλακή. Κάποτε οι νεαροί-τμήμα της τεντυμπόϊκης παρέας μας, Δημητράκης, Πλιτάγγος, Τηγανίτας, Φλογέρας και κανα-δυο άλλοι τσακώθηκαν με κάτι άλλους και τους μαντρώσανε. Την πλήρωσε ο φουκαράς ο Λάκης ο Φλογέρας. Ήταν μπατίρης και τεμπελχανάκος. Οι άλλοι εξαγόρασαν την ποινή τους. Τον Φλογέρα τον έδεσαν πισθάγκωνα με σχοινί και με χειροπέδες ακόμα, του κόλλησαν τις γνωστές ταμπέλες μπρος-πίσω και τον έσουρναν καμαρωτά οι μπάτσοι στους κεντρικούς δρόμους του Κατσιποδιού, τρώγοντας φτυσιές, καρπαζιές, ακόμα και γιαούρτια στη μάπα, πριν τον χώσουν στη φυλακή ΄΄ΑΒΕΡΩΦ΄΄ για κανένα μήνα, ανήλικο σχεδόν παιδάκι. Ήταν το πιο απαίσιο, δήθεν σωφρονιστικό πρόγραμμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Καταργήθηκε γιατί φάνηκε πολύ αναχρονιστικό και συνάμα αυτοί οι νεαροί γίνονταν ήρωες με το πάθημά τους και έβρισκαν αθρόους μιμητές. Υπήρχε μια διάχυτη αντίδραση σ’ όλους και σ’ όλα. Μίσος στην κάθε εξουσία, κρατική, δασκαλική, οικογενειακή, εργασιακή. Σατιρίζαμε και κριτικάραμε όλους (εκτός από τους….εαυτούς μας). Αντιδρούσαμε στο να γίνουμε ρομπότ, ηττοπαθείς και ξενέρωτοι, κουτσοβολεμένοι, αλαφιασμένοι και τρεχαλάκηδες νοικοκυραίοι, παγιδευμένοι μέσα στη φάκα της καθημερινότητας. Αργότερα η χούντα επανέφερε αυτό το Νόμο και καταδίκαζε ΄΄σεβάσμιους΄΄ πολιτικούς αντιπάλους!

Page 150: Λαδιάρηδες.pdf

Το ΄΄τζουκ-μποξ΄΄ στα σφαιριστήρια του Καπερώνη, άναβε απ’ την άγρια μουσική του ΄΄Λουτσία΄΄ και αμέσως πεταγόταν ο Σπήλιος, ή ο Ισπουτσούκ να χορέψουν με το δικό τους στυλ ΄΄ροκ εντ ρολ΄΄. Ένας καλός πράγατι χορευτής της παρέας, ήταν ο Κώστας ο Πεπόνιας. Μόνιμα καλοντυμένος, καθαρός και καλομίλητος μια που δούλευε στον πατέρα του, στο ραπτικό οίκο μόδας στο Σύνταγμα. Είχε μάθει με την αδελφή του ωραιότατους χορούς και ΄΄έσκιζαν΄΄ στα πάρτυ. Μάλιστα του ’χα μάθει και κάτι παλαιστικές φιγούρες με τούμπες, που εντυπωσίαζαν τότε πολύ. Πέρασε πολύς χρόνος και ατελείωτες ώρες παρακολούθησης έργων για να ξεσκαρτάρουμε την κλασσική μάπα του ΄΄δυνατού, καλού καουμπόϋ΄΄ και του ΄΄κακού Ινδιάνου΄΄. Τον αγγλικό κινηματογράφο τον γνωρίσαμε απ’ τον βιρτουόζο Άγγλο σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος σκηνοθετούσε στην Αγγλία ως το 1940. Τα ΄΄39 σκαλοπάτια΄΄ του 1935 είναι η καταρχήν σηματοδότηση του άξιου σκηνοθέτη ιστορίας μυστηρίων, που ποτέ δεν ήξερες το δολοφόνο. Όλο ΄΄λαδιές΄΄ έκανε ο Χίτσκοκ! Άλλον έδειχνε για δολοφόνο και άλλον σου παρουσίαζε, γι’ αυτό και μεις πάντα λέγαμε το δολοφόνο δυνατά πριν τελειώσει το έργο, αφού ρωτούσαμε τον καφετζή προηγουμένως!. Ο Χίτσκοκ ήταν ο δικός μας σκηνοθέτης. Ο Όρσον Γουέλς στον ΄΄Πολίτη Κέϊν΄΄ σηματοδότησε το 1941 μια νέα σχολή στην Αγγλία. Το ΄΄Ταξίδι στο φόβο΄΄, τον ΄΄Οθέλλο΄΄, τον ΄΄Μάκβεθ΄΄, τον ΄΄Άρχοντα του τρόμου΄΄ και τη ΄΄Δίκη του Κάφκα΄΄ έριξαν τη γερή άγκυρα στο ποιοτικό σινεμά MADE IN ENGLAND. Σημαντικοί σκηνοθέτες ΄΄δραπέτες΄΄ του ΄΄μακαρθισμού΄΄ στις ΗΠΑ εμπλούτιζαν το ευρωπαϊκό είδος που ονομάστηκε ΄΄φιλμ νουάρ΄΄. Ο Ζυλ Ντασσέν γνωστός σκηνοθέτης απ’ το 1940 ακόμη. ΄΄Γυμνή Πόλη΄΄ 1943, ΄΄Νύχτα και η Πόλη΄΄ 1950, ΄΄Ριφιφί΄΄ 1954, ΄΄Ο Χριστός ξανασταυρώνεται΄΄ 1957 και άλλα πολλά. Ρομπέν Ροσέν ΄΄Ρινγκ΄΄ 1946, ΄΄Ματωμένη Αρένα΄΄ 1951 κλπ.

Page 151: Λαδιάρηδες.pdf

Φούλερ ΄΄Πορτοφολάς΄΄ 1952, ΄΄Η τελευταία σφαίρα του πολέμου΄΄ 1956. Ελία Καζάν ΄΄Λεωφορείο ο πόθος΄΄ 1951, ΄΄Βίβα ζαπάτα΄΄ 1952, ΄΄Ανατολικά της Εδέμ΄΄ 1955 κ.α. Αν και ΄΄φερτάκιας΄΄ στον Μακαρθισμό, ήταν καλός σκηνοθέτης. Νίκολας Ραίη ΄΄Ο νόμος της μοίρας΄΄ 1948, ΄΄Διψασμένη γι αηδόνι΄΄ 1950, ΄΄Τζώνυ Γκιτάρ΄΄ 1954, ΄΄Επαναστάτης χωρίς αιτία΄΄ 1955, ΄΄Πίσω απ’ τον καθρέπτη΄΄ 1956 και λοιπά. Μάνκεβιτς ΄΄Όλα για την Ευα΄΄1950, ΄΄Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι΄΄ 1959. Μπίλυ Γουάλντερ ΄΄Η Λεωφόρος της Δύσης΄΄ 1950, ΄΄Εφτά χρόνια φαγούρα΄΄ 1955, ΄΄Μερικοί το προτιμούν καυτό΄΄ 1959 κλπ. Ντάγκλας Σερκ ΄΄Το υπέροχο μυστικό΄΄ 1954 κλπ. Φρεντ Τσίνερμαν, Αμερικανο-αυστριακός ΄΄Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές΄΄ 1952, ΄΄Όσο υπάρχουν άνθρωποι΄΄ 1953 κλπ. Βιντσέντε Μινέλι ΄΄Ο μπαμπάς και ο πεθερός της νύφης΄΄ 1950, Ένας Αμερικανός στο Παρίσι΄΄ 1951 κλπ. Άντονι Μαν ΄΄Η καραμπίνα φάντασμα΄΄ 1950, ΄΄Η όχθη του ποταμού΄΄ 1951, ΄΄Ο άνθρωπος του Λάραμυ΄΄ 1954 κλπ. Ο Τσάρλι Τσάπλιν το 1952 εγκαταλείπει τις ΗΠΑ αηδιασμένος, σκηνοθετεί εκτός από τον ΄΄Δικτάτορα΄΄ 1940 και ΄΄Τα φώτα της ράμπας΄΄ 1952. Ο Τζον Χιούστον ΄΄Η ζούγκλα της ασφάλτου΄΄ 1950 και πολλοί άλλοι. Κόντρα στο σινεμά, να και η τηλεόραση. Οι 21.000.000 T.V. στην Αμερική έγιναν ο μοχλός πίεσης για νέα εμφάνιση του σινεμά στο περίφημο 3D (τριών διαστάσεων) όπως και πολλά DRIVE IN. Ηθοποιοί-θρύλοι έχουν μείνει θρονιασμένοι σε καλά σημεία της φαιάς μας ουσίας. Μπαρτ Λάνκαστερ, Τόνι Κέρτις, Ράντολφ Σκοτ, Κερκ Ντάγκλας, Γκρέγκορυ Πεκ, Ροκ Χάτσον, Μάρλον Μπράντο, Τζέημς Ντίιν, Σαλ Μινέο, Τζέημς Κάκνεϋ, Τζέημς Στιούαρτ, Στιούαρτ Γκρέϊτζερ, Όρσον Γουέλς, Τσάρλτον Ήστον, Τζην Κέλυ, Χοντρός και Λιγνός, Τρίο Στούτζες, οι αδελφοι Μαρξ,

Page 152: Λαδιάρηδες.pdf

Μπιγκ Κρόσμπυ, Μοντογκόμερυ Κλιφτ, Ντάννυ Κέη, Φρανκ Σινάτρα, ο Καντίφλας, Μπάστερ Κήτον, Ντην Μάρτιν, Τζέημς Μέησον, Ρόμπερτ Μήτσαμ, Κλαρκ Γκέημπλ, Ρόρυ Κάλχουν, Έρνεστ Μπόργκιν και πολλά άλλα ΄΄θηρία΄΄ του αμερικανικού κινηματογράφου. Οι γυναίκες ηθοποιοί είχαν την καλύτερη θέση όχι μόνο στο μυαλό και στην καρδιά μας αλλά και στη….μαλακία. Την Μέρυλυν Μονρόε, την Μπριτζίτ Μπαρντό, τη Βιρτζίνια Μάγιο, τη Ρίτα Μορένο, τη Τζέην Ράσελ, την Κιμ Νόβακ, τη Ρίτα Χέϊγουορθ, την Έστερ Γουίλιαμς, την Τζιν Τίρνεϋ, την Τζίνα Λολομπριγκίτα, τη Σοφία Λόρεν και πολλές άλλες ψηλοκαπουλάτες, ξωβυζούδες και μισάνοιχτο υγρό στόμα, δεν τις είχαν φάει μόνο οι πεινασμένοι στρατιώτες στην Κορέα, αλλά και όλη η αλαναρία όλου του κόσμου….με τα μάτια, το μυαλό….και το χέρι! Ήταν ζωντανές, διεθνούς εμβέλειας μηχανές….αυνανισμού. Τόνοι το σπέρμα στα σινεμά. Όπου γης…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ Μόλις πλησίαζε το 1900. Όταν τα ζουζούνια τρέχουν στην ανοιξιάτικη εξοχή για να ξελαμπικάρουν από το βαρύ χειμώνα και οι μέλισσες αρχίζουν να ρουφάνε τη γύρη για να ταΐσουν τη βασίλισσα και τους κηφήνες της. Όταν τα άγουρα στήθη των κοριτσιών λαχταρούν τον έρωτα, τσιτωμένα, καρφί στον ουρανό. Όταν η φύση παίρνει τα πάνω της. Τότε διάλεξαν την κατάλληλη στιγμή αγριωποί καλόγεροι με αγιαστούρες και καδρόνια να παρασύρουν ότι άσχημο υπήρχε στην εποχή. Κακάσχημες θεούσες με κομποσχοίνια, τσεμπέρια και ξύλινους Σταύρους, νέοι με καυλόσπυρα στο πρόσωπο, πρώην χωροφύλακες, δικαστικοί, όλη η ΄΄ανησυχούσα΄΄ κοινωνία της εποχής. Η πρώτη προβολή στην πλατεία Κολοκοτρώνη, σε μια αίθουσα για τυχερά παιγνίδια, έφερε ποικίλες αντιδράσεις.

Page 153: Λαδιάρηδες.pdf

Από σπρωξιές, βρισιές, ΄΄έξω οι σατανάδες΄΄ και αφορισμούς από αφρισμένους καλόγερους με αποχαυνωμένα μάτια, ολάνοιχτα να χάσκουν στόματα (έμπαιναν και μερικά….ταλαίπωρα ζουζούνια) για το γεγονός του αιώνα. Τον κινηματογράφο! Η κάλυψη των πρώτων μοντέρνων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα θεωρήθηκε παγκόσμιο γεγονός. Μετά άρχισαν σερί να τραβάνε έργα. Να η ΄΄ΑΘΗΝΑ ΦΙΛΜ΄΄ το 1910 γεμάτη φαρσοκωμωδία. Να οι ΄΄Μικροί Πρίγκιπες΄΄ το 1912. Να και η πρώτη ΄΄Γκόλφω΄΄ το 1914. Να και η Μικρασιατική περιπέτεια και η καταστροφή της Σμύρνης. Χώθηκαν και οι πλούσιοι κεφαλαιούχοι της εποχής, Μερκούρης, Πεσματζόγλου κλπ. για να ιδρυθεί το ΄΄Ελληνικό Χόλιγουντ΄΄. Έπεσε και η ΄΄Αστέρω΄΄ (παραλλαγή της Γκόλφως) από τον ακαδημαϊκό Παύλο Νιρβάνα το 1929. Το 1931 μια σημαντική ταινία του Ορέστη Λιάσκου ΄΄Δάφνη και Χλόη΄΄ σηματοδοτεί το πρώτο γυμνό και αρχίζουν ν’ ανοίγουν….λέσχες μπανιστιρτζήδων στα διάφορα καφενεία της πρωτεύουσας….για πλάκα. Το 1933 γυρίζεται ο ΄΄Αγαπητικός της Βοσκοπούλας΄΄ σαν η πρώτη ομιλούσα ταινία. Άσχετο αν η φωνή ακουγόταν ύστερα που έκλεινε το στόμα της η όμορφη βοσκοπούλα. Από το 1935-1945 εμφανίζονται η ΄΄ΣΚΟΥΡΑΣ ΦΙΛΜ΄΄ και το 1942 η ΄΄ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ΄΄. Το 1944 με πρωταγωνιστή τον Αττίκ γυρίζεται η ζωή του. To 1946-47 γίνονται ΄΄κολογιά΄΄ η ΄΄ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ΄΄ με τον Τζαβέλα και γυρίζουν το έργο ΄΄Αδούλωτοι σκλάβοι΄΄ με μουσική ενός νεαρού ταλαντούχου μουσικού, του ΄΄τζιναβοτού΄΄ Μάνου Χατζηδάκη. Η Έλλη Λαμπέτη το 1947 λάμπρυνε με τη θαυμάσια ηθοποιία της το ΄΄Παπούτσι από τον τόπο σου΄΄. Πρώτη ταινία του δυναμικού Αλέκου Σακελλάριου. Το 1948 γίνεται η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της ΄΄ΦΙΝΟΣ-ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ΄΄. ΄΄Οι Γερμανοί ξανάρχονται΄΄. Η πρώτη εμφάνιση του αξέχαστου και ανεπανάληπτου σεναριογράφου Νίκου Τσιφόρου στο ΄΄Χαμένοι Άγγελοι΄΄, με την πρώτη εμφάνιση της Ειρήνης Παπά.

Page 154: Λαδιάρηδες.pdf

Η δεκαετία του 1950 αρχίζει με φαρσοκωμωδίες, μελόδραμα και πενηντάφυλλη….φουστανέλα. Ο ΄΄Μεθύστακας΄΄ 1950, με τον θαυμάσιο Ορέστη Μακρή και ο Δημήτρης Χορν γεμίζουν τα ταμεία χρήματα. Το 1951 το ΄΄Πικρό Ψωμί΄΄. Έχει εισβάλλει ο νεορεαλισμός του ιταλικού κινηματογράφου. Να και η ΄΄Μαύρη Γη΄΄. Από κοντά και η Μαίρη Πλυτά, πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια στο ΄΄Η Λύκαινα΄΄ 1952 και με τον ΄΄Βαφτιστικό΄΄ της κάνει την πρώτη κινηματογραφική όπερα. Το 1953-60 βασικός ντοκυμαντερίστας είναι ο Νίκος Κούνδουρος. Ένας ταλαντούχος νέος σκηνοθέτης όπου τα σύρματα, τα τσουβάλια με τις γάτες, η απομόνωση, τα βασανιστήρια και οι Αλφαμίτες του Μπαϊραχτάρη στην Μακρόνησο των φιδιών και των αρουραίων της ΄΄Ελληνοχριστιανικής επιμόρφωσης΄΄ δεν πτόησαν ούτε το ταλέντο του, ούτε την ιδεολογία του….τότε. Σιγά-σιγά μας την έπεσαν το ΄΄Ποντικάκι΄΄ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη 1954, τα ΄΄Έξυπνα μουτράκια΄΄, πονηρούλες μαθήτριες, οι τυχερές ΄΄Σταχτοπούτες΄΄ και οι ΄΄Μανταλένες΄΄. Εκεί ο Ντουρντού με το άπιαστο και πρωτόγνωρο, δίχως φτιασίδια κινηματογραφικό του ταλέντο άφθαρτης κριτικής, πέταγε τις ΄΄Χαρίκλειες΄΄ μέσα στα σινεμά. Ήταν ο άξιος κριτικός ο ΄΄Ντουρντού΄΄ και ας μην σπούδασε κριτική! Ακόμα και ο ΄΄Πατσάς΄΄, άλλος….κριτικός μ’ ένα μεγάλο κατσικίσιο μπεεε!!! Στην πιο κατάλληλη στιγμή. Όλο το σινεμά γελούσε ευχαριστημένο. Ευτυχώς που την εποχή την έσωσε μια σειρά κωμικών σαν το Φωτόπουλο, το Λογοθετίδη, το Ρίζο, τον Ηλιόπουλο, τη Βρανά, το Σταυρίδη, το Γκιωνάκη, το Βουτσά κλπ. Γιατί μαζί με τη ΄΄Βουγιουκλάκειο περίοδο΄΄ (και δεν ήταν λίγη) μας την έπεσε και το ΄΄συρτάκι ντανς), ο ταραμάς (που δεν τον μασάει η κατσίκα), το ούζο και οι ξενέρωτοι τουρίστες στην Ακρόπολη και την Πλάκα.

Page 155: Λαδιάρηδες.pdf

Και ενώ τότε μας είχε πιάσει ανθελληνική λύσσα στα σινεμά (εκτός από κωμωδίες) τώρα σεβάσμιοι μπαρμπάδες με υψηλή χοληστερίνη, ε! έχουμε και την πιεσούλα μας, μας την έπεσαν και τ’ άτιμα τριγλυκερίδια, κάναμε και το P.S.A. μας, ε! τον δουλέψαμε καλά τον προστάτη μας, τρώμε και στη μάπα την κυρά μας ΄΄πάλι πίνεις΄΄, ΄΄τον άμπακο πίνεις, άμα πια΄΄ και κοιτάμε προσεκτικά τους τότε έρημους δρόμους, τα ολίγα αυτοκίνητα και τα άντε διώροφα με κήπο σπίτια, γεμάτα γαζίες, λεμονιές, τριανταφυλλιές, βασιλικούς και σκεπτόμαστε: ΄΄Άτιμη κοινωνία, πως μας κατάντησες έτσι την Αθήνα μας; όλο τσιμέντο και τίγκα αυτοκίνητο…΄΄. Χραπ και το φιστίκι στο στόμα. Και δωστου μπύρα και φωνές: ΄΄Ε, σταμάτα πια, είναι και για αύριο τα φιστίκια΄΄. Άτιμη κοινωνία, Τσιφόρε μας. …..Ντάξει ρε! Πολύ άτιμη….

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ Πολύ μικροί, γύρω στα 6-7 μας χρόνια, αρχίσαμε να έχουμε πολλές απορίες γύρω από το SEX, που συνήθως άρχιζε: ΄΄Πως γεννηθήκαμε;΄΄, ΄΄Τι; Βάζουν οι μεγάλοι το πουλί τους μέσα στην τρύπα των γυναικών;΄΄, ΄΄Και τι κάνουν;΄΄, ΄΄Τι; Είδες τον πατέρα σου να είναι πάνω από τη μάνα σου;΄΄, ΄΄Και τι έκαναν; Αλήθεια ρε;΄΄, ΄΄Άντε ρε ψεύτη΄΄. ΄΄Όποιος λέει ψέματα πέφτει μεσ’ τα αίματα κι όποιος λέει αλήθεια έχει του Θεού βοήθεια΄΄. λέγαμε και το καθιερωμένο ποίημα για τους ψεύτες. Ήμασταν έρμαιο στην άγνοια και στην ημιμάθεια των μεγαλύτερων παιδιών. Καμία ενημέρωση. Μα καμία. Κάποια παιδιά λέγανε ακόμα και για πελαργούς. Σιγά-σιγά, από τα παιγνίδια μας με το γιατρό και τη νοσοκόμα με την ένεση, φτάσαμε στο τρίψιμο με τα κορίτσια κατά τη διάρκεια του κρυφτού, σε κάποια γωνίτσα απομονωμένοι στο ψαχούλεμα.

Page 156: Λαδιάρηδες.pdf

Από την τυφλόμυγα, όταν μ’ ένα μαντήλι στα μάτια πασπατεύαμε αργά-αργά τα σώματα των κοριτσιών … για ν’ αναγνωρίσουμε ποια είναι, φτάσαμε στην πρώτη αυτοεκσπερμάτωση γύρω στα δεκατρία μας, λίγο πριν ή λίγο πιο ύστερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΟ ΚΟΛΛΗΤΗΡΙ Ένας άλλος τρόπος επαφής με το αντίθετο φύλο ήταν το κολλητήρι. Μέσα στην αναμπουμπούλα του συνωστισμού στο σαρδελοποιημένο από τον κόσμο σε ώρες αιχμής λεωφορείο ή τραμ, στην αρχή ΄΄κατά λάθος΄΄, αργότερα οργανωμένο ακούμπισμα πίσω από τα αφράτα καπούλια των γυναικών, μας έφερνε πολλές φορές να λερώνουμε το παντελόνι μας με τη γλυκιά ηδονή της εκσπερμάτησης. Και δωστου ιστορίες την άλλη μέρα….Οι περισσότερες ψεύτικες. Το ΄΄κολλητήρι΄΄ ήταν ολόκληρη επιστήμη. Κατ’ αρχήν, διάλεγες τα λεωφορεία ή τραμ ή τον ΄΄ηλεκτρικό΄΄ στο κέντρο που ήταν πάντα φίσκα κόσμο. Πάντα έπρεπε να έχεις μια τσάντα στο χέρι, ή μια ομπρέλα, ή μια εφημερίδα και διάλεγες όχι πονηρόφατσες νεαρές γιατί σε ξεφώνιζαν, αλλά στρουμπουλές μεσόκοπες, συνήθως αλαφιασμένες από την αγάμητη ζωή τους ΄΄μανταμίτσες΄΄. Πιστεύαμε ότι όλες ήταν….παραπονεμένες! Ακουμπούσες λίγο την ομπρέλα, δήθεν κατά λάθος, από πίσω. Αν δεν υπήρχε δυσφορία ή δυσαρέσκεια, άλλαζες το ακούμπισμα της ομπρέλας ή της τσάντας με το χέρι σου. Αν πάλι ήταν ΄΄ήσυχα τα πράγματα΄΄, γύριζαν (οι κολλητηρτζήδες) και αναψοκοκκινισμένοι ακουμπούσαν από πίσω και δήθεν αδιάφορα διαβάζανε την εφημερίδα τους, ή κοίταζαν χαζά έξω. Δύο πράγματα γινόντουσαν. Ή η γυναίκα καθόταν ευχαριστημένη αφού κοίταζε πρώτα με τρόπο να δει τι ΄΄καπνό φουμάριζε΄΄ ο από πίσω της, αφήνοντας την ηδονή να γεμίσει γλυκιά ανατριχίλα, ή σήκωνε την τσάντα της και τον άρχιζε στις τσαντιές φωνάζοντας:

Page 157: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Βρε παλιάνθρωπε, για ποια με πέρασες;΄΄. Κάποτε ένας τέτοιος, στη δεκαετία του ’50, είχε γίνει γνωστός σαν ο ΄΄κολλητηρτζής με το ξυράφι΄΄. Ένας απίθανος ΄΄θρασύπουστας΄΄. Αφού διάλεγε το κατάλληλο θύμα, έκοβε με μαεστρία το φόρεμα μ’ ένα ξυραφάκι από πίσω από τη γυναίκα και όμορφα κι'ωραία έκανε τη δουλειά του. Ο αφιλότιμος! Στο τέλος τον πιάσανε και μαρτύρησε πάνω από 500 τέτοιες περιπτώσεις. Είχε γίνει θρύλος. Στα καφενεία, στους διάφορους ΄΄συλλόγους΄΄ κολλητηρτζήδων που στήνονταν για πλάκα, όλοι τον κουβέντιαζαν. Ήταν ο αναμφισβήτητος ΄΄πρόεδρος΄΄ και πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και επιτυχημένο νούμερο σε τσαχπίνικες ροζ επιθεωρήσεις. Κάποτε ο Σπήλιος, ο Δημητράκης, ο Πλιτάγγος κι εγώ ΄΄βοηθήσαμε΄΄ εξεπίτηδες έναν τέτοιο μανιώδη κολλητηρτζή. Τον καλύπταμε γύρω-γύρω να χωθεί πίσω από μια ωραία κυρία και κουνιόταν αγρίως, έτοιμος να τελειώσει. Εμείς σιγά-σιγά τραβηχτήκαμε πίσω και τον αφήσαμε σ’ ένα μέτρο κενό, εντελώς μόνο του. Τον έβλεπαν όλοι. Τον έκραξε το λεωφορείο και έφαγε και κάτι τσαντιές από την κυρία, βρίζοντάς τον. Αναγκάστηκε να κατεβεί κακήν-κακώς στην πρώτη στάση. Εμείς αρχίσαμε ανοικτή συζήτηση για τους ανώμαλους και για τις κυρίες που τους άρεσε το….κολλητήρι. Είχε μεγάλη πλάκα. Στην άλλη στάση κατέβηκε και η αναψοκοκκινισμένη κυρία. Σίγουρα της άρεσε το….κολλητήρι αλλά….κρυφά, σχολιάζαμε δυνατά….και ΄΄πιπεράτα΄΄! Το ίδιο γινόταν και μέσα στα σινεμά. Πρωταθλητές στο είδος ήταν ο ΄΄Μύξας΄΄ και ο ΄΄Λάχανας΄΄ από το τέρμα, πιο κάτω από το σπίτι. Ξημεροβραδιαζόντουσαν μέσα στην ΄΄ΑΘΗΝΑΙΔΑ΄΄, διαλέγοντας τα σεξουαλικά τους θύματα, τις περισσότερες φορές με επιτυχία.

Page 158: Λαδιάρηδες.pdf

Ερχόντουσαν στον Καπερώνη και έλεγαν για κολλητήρι σε γυναίκες που δίπλα τους ήταν ο ΄΄κερατάς΄΄ σύζυγος, για γιαγιάδες που τους χούφτωναν το ΄΄πράμα΄΄ τους και ακόμη για γυναίκες που σήκωναν τη φούστα τους και ΄΄τον παίρνανε στα ίσα΄΄. Και μάλιστα…από πίσω. Τα έλεγαν με τέτοια παραστατικότητα που….τους πίστευες. Για τσαντιές και βρισιές δεν έλεγαν….τίποτα….και ποτέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ Πολλές φορές κάποια παιδιά χάιδευαν τα άλλα. Ο ένας τον άλλον. Ή για πλάκα ή από ευχαρίστηση. Από αυτό το σημείο άρχιζε πολλές φορές να διαμορφώνεται στην πράξη η σεξουαλική μελλοντική πορεία πολλών πιτσιρικάδων. Κάποια χάιδευαν περισσότερο τ’ άλλα αγόρια και τους άρεσε. Αν δεν το έπαιρναν χαμπάρι οι συχνά ΄΄κοιμώμενοι΄΄ γονείς, το παιδί άρχιζε σύντομα να ΄΄κουνάει την αχλαδιά΄΄ όπως έλεγαν για τα πουστάκια. Ένα τέτοιο ΄΄πουστάκι΄΄ ήταν ο ΄΄Γαμπρούλης΄΄, στο τέρμα μεριά, στο Κατσιπόδι. Τον είχαν ΄΄ξεκωλώσει΄΄ οι μεγαλύτεροι. Άλλοι πήγαιναν στα ύποπτα σινεμά και ψωνίζονταν με τους κωλομπαράδες και τους πούστηδες για λεφτά. Ένας από τους πιο γνωστούς ήταν και ο Σπήλιος. Μια φορά στα 16 μας,. Έρχεται τρεχάλα ο ΄΄Σαντοριναίος΄΄ στα σφαιριστήρια και αλαφιασμένος φώναζε: ΄΄Ρε, ο Σπήλιος με πήγε σ’ έναν πούστη και παραλίγο να μας πηδήσει και τους δύο. Είχε ένα μουστάκι να!΄΄. Μερικοί το έπαιζαν πούστηδες ενώ ήταν το αντίθετο. Άλλοι ήταν και τα δύο. Ότι λάχει….Μήλο ή αχλάδι, ήταν….μπερδεμένα πράγματα! Πολλοί πιτσιρικάδες ΄΄μάγκες΄΄ την πατήσανε. Όλοι όμως μισούσαμε τους κωλομπαράδες και πολλές φορές κάναμε πλάκες για να τους ξυλοφορτώσουμε. Βάζαμε τον πιο πιτσιρικά και αμούστακο σα ΄΄δόλωμα΄΄ και ΄΄τσουπ΄΄, νάτος. Ο κωλομπαράς στο δόκανο. Τους παίρναμε

Page 159: Λαδιάρηδες.pdf

από πίσω και σε κάποια ερημιά του την πέφτανε οι πιο πονηροί και τους πέρναν τα λεφτά, το ρολόι, το δαχτυλίδι και έτρωγε και το ξύλο της μαϊμούς, αν κοντράριζε. Κατά κανόνα δεν πήγαιναν στην αστυνομία. Που να πάνε…. Ένας που τον φωνάζαμε ο ΄΄παλούκης΄΄ γιατί είχε το μεγαλύτερο παλαμάρι της παρέας, λέει: ΄΄Ρε, θα τον πηδήσω, μου φαίνεται ότι είναι αδελφή και μάλιστα ταρακουνημένη΄΄….Και πραγματοποίησε το λόγο του. ΄΄Να δείτε που του αρέσει….του κωλομπαρά΄΄, φώναζε ο Παλούκης. Κυνηγούσαμε αγρίως αυτού του είδους τους ανώμαλους. Είχαμε όμως φιλικές σχέσεις με τους πούστηδες. Γελούσαμε αν τον είχαμε στην παρέα, με τα τερτίπια, τα νάζια και τα χαριτωμένα αστεία του. Αρχίζαμε να μαθαίνουμε τη γλώσσα του, τον μπερντέ, το μουντζό, το τεκνό, τζάσε, κατσικανό, κουραβέλτα και άλλα. ΄΄Τα τζινάβεις ρε τα καλιαρντά;΄΄. ΄΄Τα τζινάβω και τα μπενάβω΄΄ λέγαμε και ίσως δίχως να ξέρουμε τι εννοούσαν. Πολλές φορές γινόταν καυγάς μεταξύ τους και γινόταν το σώσε και μαύρο μπάχαλο. Με τσιριχτές φωνές εκτοξεύανε τις κατηγορίες ενώ τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους ήταν θαύμα γυναικείας κατινίστικης, αλλά και πολλές φορές κάκιστης απομίμησης. Οι ΄΄συνοδοί΄΄ τους φοβόντουσαν γιατί άρχιζαν και τους ξεφώνιζαν ότι ΄΄μαζί βρε, δεν τον παίρναμε, που τώρα μας κάνεις και τον άντρα;΄΄. Και άντε να πείσεις για το αντίθετο…. Ντυνόντουσαν γυναικεία μόνο σε κλειστούς χώρους. Οι ΄΄τραβεστί΄΄ ακόμα δεν είχαν εμφανιστεί ΄΄φόρα παρτίδα΄΄ στους δρόμους. Γύρω στα 17 μας, ολόκληρη συμμορία από 30-40 άτομα με ταξί, μηχανάκια και αυτοκίνητα, πηγαίναμε στην ταβέρνα του Ξύδη, στα Άσπρα Χώματα, στο Αιγάλεω. Εκεί άραζαν πούστηδες, κωλομπαράδες και μάγκες. Πολύ αργότερα, γύρω στα 1960, στη λεωφόρο Συγγρού στη στάση ΄΄Χρυσάκη΄΄ στα πευκάκια, εκεί που είναι σήμερα το ΄΄ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ΄΄, οι δυναμικοί τραβεστί είχαν

Page 160: Λαδιάρηδες.pdf

κατατροπώσει με μάχη τις ΄΄αδύναμες πουτάνες΄΄ οι οποίες για χρόνια έκαναν πιάτσα στο χώρο. Παραγγέλναμε κοτόπουλα με πατάτες, σαλάτες και κρασί και αφού ΄΄ντερλικώναμε΄΄ τον άμπακο, όπως λέγαμε, άρχιζε η δράση. Μαζί μας πάντα ήταν και ένας τσόγλανος του κερατά!. Ο Στελάκης. Είχε φάτσα ΄΄αγγελική΄΄ και ΄΄μαύρη σατανική ψυχή΄΄. Πρώτος μπαγαπόντης, κατεργάρης, σουπιά. Ήταν γιος μπάτσου, εξ ου και το παρατσούκλι ΄΄Μπατσογιός΄΄. Πρώτος πηδηχτής μαντρών σε φρούτα, σε παιγνίδια, σε ΄΄κουδούνια΄΄ και σ’ ότι άλλη διαβολιά υπήρχε. Έκλεβε το τζιπ του πατριού του και σοφάριζε από 10 χρονών. Σατανάς με φάτσα μωρού. Ξεγέλαγε όλο τον κόσμο. Όλο ΄΄στριφογυριστές΄΄ έκανε. Άρχιζε να χορεύει ΄΄βαρύ΄΄ ζεμπέκικο, ΄΄παραγγελιά΄΄ άλλου ΄΄βαρύμαγκα΄΄ με τραγούδια τύπου: ΄΄Στου Γαβρήλου το κουτούκι΄΄ ή το ΄΄Χάρο΄΄ ή ΄΄Κάτω από το γιοφύρι΄΄ ή ΄΄Κάτω στα Λεομονάδικα έγινε φασαρία, δύο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία΄΄ ή ΄΄Περπάτα ήσυχα στην πιάτσα, μη σε κλείσω στο τσουβάλι με τη γάτα΄΄. Όλοι γούρλωναν τα μάτια τους, βλέποντας ένα θρασύτατο παιδαρέλι να διακωμωδεί τους μάγκες, κλέβοντας και την παραγγελιά τους από πάνω. Οι πούστηδες άρχιζαν να κοροϊδεύουν τους βαρύμαγκες και εμείς να ’χουμε πέσει κάτω από τα πιο δυνατά μας βρωμόγελα. Μόλις έβλεπαν ότι πίσω από το Στελάκη ήταν καμιά 40αριά άλλοι λουφάζανε γιατί δεν τους έπαιρνε για τσαμπουκά και κάνανε την πάπια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37. ΣΤΙΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ Γύρω στα 14 μας πηγαίναμε κρυφά στις Στήλες του Ολυμπίου Διός στο σκοτεινό στενάκι που έκαναν πιάτσα οι πουτάνες. Το στενό τουβ έρωτα...λέγανε.

Page 161: Λαδιάρηδες.pdf

Η πιο γνωστή μας ήταν η Μπρίλη η οποία κάθε βράδυ μπορεί να ξεπέταγε και 50 ΄΄νοματαίους΄΄. Η τιμή ήταν ένα ΄΄τάληρο και το λάστιχο δικό της΄΄. Ντρεπόμασταν….και φοβόμασταν….Αλλά είχαμε και μεγάλη περιέργεια. Πώς να το κάνουν άραγε; Όταν πλησιάζαμε κοντά – φορούσαμε και κοντά παντελόνια – μας έριχναν καρπαζιές οι μεγάλοι λέγοντας: ΄΄Κοίτα οι τσόγλανοι, ακόμα δε βγήκαν από το αυγό της μάνας τους, θέλουν και πουτάνες΄΄. Μας έδιωχναν από εκεί. Εμείς πηγαίναμε στάση ΄΄Χρυσάκη΄΄ στα πεύκα, τρεχάλα μέσα σε δυο λεφτά. Ακόμα και στο Πεδίο του Άρεως και στου Φιλοπάππου τη σπηλιά για να δούμε την περίφημη γριά Βικτώρια. Άλλη γνωριμία με τις πουτάνες ήταν όταν κάναμε τις περίφημες ΄΄μπουρδελότσαρκες΄΄. Ξεκινούσαμε από το σχολείο σκασιαρχείο, καμιά δεκαριά και πηγαίναμε τσάρκα, παίρνοντας σβάρνα όλα τα μπουρδέλα στο Μεταξουργείο. Η οδός Ακομινάτου ήταν φίσκα από τέτοια. Είχαμε αρχίσει να φοράμε μακριά παντελόνια ή κάποιοι άλλοι σαν τον Κώστα τον Πεπόνια μισά μέχρι κάτω από το γόνατο, τα λεγόμενα γκολφ, ή φουφούλες. Ήταν γελοία και δεν έγιναν μόδα. Τα φοράγανε μόνο τα ΄΄καλά παιδιά΄΄. Πολλοί περάσαμε από το κοντό στο μακρύ κατευθείαν. Είχα δώσει μάχη με τη μάνα μου να φορέσω μακρύ από πολύ νωρίς γιατί μέσα στα λεωφορεία κάτι κωλομπαράδες κολλούσαν στα αγόρια και έκαναν κολλητήρι. Μια φορά, ώσπου να καλοκαταλάβω τι ήταν το σκληρό από πίσω μου παρά λίγο να με ‘’πηδήσει΄΄ ένας τέτοιος. Του ’χωσα μια τακουνιά που του ’φυγε ο τάκος. Έφαγε και τσαντιές από κάτι κυράτσες. Κάποιος από την παρέα, αφού χαμουρευόταν τριβόμενος με κάμποσες από τις ΄΄κοπέλες΄΄ που μισόγυμνες καθόντουσαν γύρω-γύρω από ένα μαγκάλι και ύστερα από σόκιν καλαμπούρια και δήθεν εξυπνάδες, τελικά περνούσε μέσα στο δωμάτιο με μια από αυτές, αναψοκοκκινισμένος.

Page 162: Λαδιάρηδες.pdf

Στο λεφτό ήταν πάλι έξω παραπονούμενος ότι ΄΄ρε, ούτε που πρόλαβα να τον χώσω μέσα της. Καλά κάνω και βαράω μια παχιά πριν έρθω εδώ΄΄, ενώ ο βοηθός, συνήθως κάποιος πούστης, άλλαζε τα βρωμόνερα από τη λεκάνη με το κόκκινο νερό απολύμανσης ΄΄περμαγκανάτ΄΄. Κάποτε-κάποτε, κάποιος μεγαλύτερος έλεγε κρυφά σε κάποια από τις κοπέλες και αυτή πρόσεχε ιδιαίτερα τον εκάστοτε πρωτάρη που της κουβαλούσαν. Κάπως έτσι περάσαμε σχεδόν όλοι οι πιτσιρικάδες της ηλικίας μας. Από την αυτοϊκανοποίηση στην ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη. Μετά ποιος μας έπιανε! Μια φορά επίσκεψη στις πουτάνες; Δέκα μαλακίες, σκεπτόμενοι και κοιτώντας γυμνές φωτογραφίες (τις στάσεις, όπως λέγαμε τότε). Πολλές φορές πηγαίναμε ΄΄μπουρδελότσαρκες΄΄ και δίχως να έχουμε λεφτά, για να μπανίσουμε, ή να τριφτούμε για να περάσει η ώρα. Κάναμε μεγάλες πλάκες. Ρωτούσαμε πόσο κάνει; Ή πόσο η….γάτα, ή ο πούστης, ή η ΄΄τσατσόγρια; Αν δεν είχανε πολύ δουλειά οι γυναίκες χασκογελούσαν, αν όχι μας έδιωχναν με απειλή την αστυνομία. Στον Πεδίο του Άρεως, οι γυναίκες είχαν μια κουρελού και ξάπλωναν κάτω με τον ΄΄πελάτη΄΄ επάνω τους, ενώ οι άλλοι από πάνω έκαναν δυνατά σχόλια: ΄΄Άντε ρε, ακόμη ρε; Θα μας ξενυχτίσει αυτός. Στοίχημα ότι πριν έρθει βάρεσε δύο μαλακίες. Μία βαράνε, ρε, μόνο μία΄΄, φώναζε κάποιος και το γέλιο έπεφτε σύννεφο. Μια φορά ο Μύξας, γυρίζοντας ακούμπησε το καυλί του στο χώμα και το έχωσε μέσα της. Αυτή βόγκηξε και πετάχτηκε στον αέρα. Από τότε λέγαμε γελώντας: ΄΄Πάμε ρε για μπάζωμα;΄΄. Ο Μύξας ήταν ένας λεβένταρος πιτσιρικάς με μια μουστάκα και φαβορίτες. Φαινόταν μεγαλύτερος και ήταν πάντα βρωμύλος. Σαν τους καουμπόηδες….και όμως, αυτόν λιγούρευε μια όμορφη 35άρα κυρία που μας έπεφταν τα σάλια. Μας είπε ότι η κυρία του παραπονιόταν για τον άντρα

Page 163: Λαδιάρηδες.pdf

της ότι ήταν συντηρητικός, πλαδαρός, καθαρός και παντοφλάτος και ότι του χρειαζόταν….το κέρατο. Εμείς τρελαθήκαμε από….τη ζήλια. Αρχίζαμε όμως να αποφεύγουμε την πολυθρόνα, σιγά μην αγοράσουμε παντόφλες και δεν πολυπλενόμασταν…. ΄΄Τι ρε, παστρικές ήμαστε;΄΄, έλεγε ο Κόχραν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38. ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΡΙΑ-ΛΑΔΙΕΣ Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, δημιουργήθηκαν σαν μόδα κάτι μαγαζιά που ονομάστηκαν σφαιριστήρια. Ο φόβος και ο τρόμος της συντηρητικής οικογένειας τότε. Σε κάθε συνοικία, ένα-δύο τέτοια μαγαζιά μάζευαν όλη σχεδόν τη νεολαία. Έγιναν στέκια…. Ήταν μια, ίσως ολίγον τι, λαθεμένη ΄΄κόντρα΄΄ στον γκρίζο ορίζοντα του κατηχητικού, των πρόσκοπων-αλκήμων, μέσα σ’ ένα καταθλιπτικό σχολικό περιβάλλον του μπλε σακακιού, της κουκουβάγιας πάνω σ’ ένα ηλίθιο καπέλο, της σχολικής, οικογενειακής και προπαντός βάναυσης αστυνομικής πειθαρχίας. Ο εμφύλιος είχε λήξει και στην Αθήνα και στο Βίτσι… Ένας νέος ΄΄εμφύλιος΄΄ των νέων ενάντια στο ΄΄παλιό΄΄ έκανε την εμφάνισή του δυναμικά, ακόμα και μέσα από πρωτόγονες μορφές αντίδρασης, έστω και μέσα από τα σφαιριστήρια της κάθε γειτονιάς. Ήταν κάτι αίθουσες σαν καφενεία, με μπιλιάρδα, ποτά, σουβλάκια, ποδοσφαιράκια, φλιπεράκια, με μουσική επένδυση από ένα τζουκ-μποξ. Στη δική μας γειτονιά, κοντά στο σπίτι μου, στον κεντρικό δρόμο, άνοιξε ένα τέτοιο σφαιριστήριο ο Καπερώνης. Ήταν το μοναδικό τότε. Όλοι οι πιτσιρικάδες πέρασαν από αυτό αρχικά το στάδιο. Πρώτον, να κοιτάζουμε απ’ έξω μαγεμένοι, πολύ μικροί, τουλάχιστον για κανα-δυο χρόνια και δεύτερον, σιγά-σιγά, γύρω στα 15-16 μας, να χωνόμαστε μέσα, συνήθως με τη συνοδεία κάποιου μεγαλύτερου.

Page 164: Λαδιάρηδες.pdf

Όσο πιο ΄΄μούλος΄΄ ήταν κάποιος πιτσιρικάς, τόσο πιο εύκολα έβρισκε κάποιον ΄΄σπόνσορα΄΄ μεγαλύτερο για να τον βάλει μέσα. Μάθαμε μπιλιάρδο. Τις σπόντες, τα φάλτσα, τις κοφτές, τις τρίσποντες, τις γυριστές, το μάζεμα στη γωνία, το σερί, το κορδόνι, το τσοκ, να διαλέγουμε την καλύτερη στέκα και, προπαντός, πώς να εκνευρίζουμε και να κλέβουμε τον αντίπαλό μας για ΄΄σίγουρη νίκη…΄΄, που λέγαμε πάντα. Λίγο αργότερα έφεραν και τα FLIPPER. Κάτι πρωτόγονα ηλεκτρονικά που τα κουνούσαν με μαεστρία, δίχως όμως να σβήνει το μηχάνημα μ’ εκείνο το μισητό TILT, που σήμαινε ότι έχασες. Εμείς κλωτσούσαμε κρυφά το τραπέζι όταν έπαιζε ο άλλος, ή δέναμε με σπάγκο το ποδάρι και κάποιος από μακριά το τραβούσε. Ερχόταν το TILT και αμέσως, να και ο καυγάς. Πάντα. Στο ποδοσφαιράκι που το έπαιζαν συνήθως δύο-δύο από κάθε πλευρά αντίπαλοι δε σήκωνε χοντρή λαμόγια. Ο Κώστας ο Πεπόνιας, είχε αρκετή δεξιοτεχνία, που πολλές φορές μας έπαιζε δύο εμείς και μόνος του αυτός. Στο μπιλιάρδο παίζαμε από δύο αντίπαλα ζευγάρια, ή ένας-ένας, ή και τρεις αντίπαλοι. Κέρδιζε αυτός που έγραφε στο ΄΄κορδόνι΄΄ με τις χάντρες στον τοίχο, τις περισσότερες καραμπόλες που χτυπούσε με τη στέκα. Υπήρχαν πολλά αστέρια. Ο κυρ-Γιάννης ο κομμωτής-ένας χοντρούλης, ο Παλούκης, ο Γιάφας, ο Μπακούρος, ο Στανέλος, ο Νίκος ο φτεράς (όχι….η Βασίλω η φτερού). Ύστερα ερχόμασταν εμείς οι ΄΄β’ διαλογής΄΄, κατά διαστήματα και ανάλογων προσόντων. Ο Τσικνιάς, ο Κώστας, ο Μάκης, ο Θεμελής, ο Καρεκλάς, ο Πλιτάγγος, η Μουτσούνα, ο Μαρουλής, ο Κουτεντάκης, ο Βούρος, ο Ξεφλούδας και άλλοι που τυχόν μου διαφεύγουν. Μερικοί σαν το Λάκη νόμιζαν ότι παίζανε καλύτερα από όλους, με αποτέλεσμα να χάνουν το τζόγο τους τον έναν πίσω από τον άλλον. Πάντα έλεγε ότι τράβηξε ΄΄σερί΄΄ 30-40 καραμπόλες αλλά όχι όμως εδώ, αλλού….Όλο μπαλαμούτι.

Page 165: Λαδιάρηδες.pdf

Έπεφτε το σχετικό δούλεμα. ΄΄Μπράβο ρε Λάκη, τον ξεπέταξες το Γλένη΄΄ τον πρωταθλητή. Έρχονταν κι από άλλες γειτονιές κάτι μούρες που τσάκιζαν το Λάκη αφού τον άφηναν (παραμύθι) να κερδίσει το πρώτο, ή το δεύτερο παιγνίδι. Ωστόσο, ο Λάκης μια φορά μου κέρδισε το παλτό μου, ένα μοντγκόμερυ που το είχα φέρει από την Αγγλία στο πρώτο μου ΄΄ξέμπαρκο΄΄ και το καμάρωνα…. Παίζαμε το ΄΄πιατάκι΄΄, ένα παιγνίδι τζόγου μ’ ένα πιατάκι στη μέση του μπιλιάρδου, με κάποια αρχικά λεφτά μέσα και όταν το χτύπαγες με κάποια από τις τρεις μπίλιες, έβαζες το καθορισμένο ποσόν και κέρδιζε αυτός που έκανε τις περισσότερες καραμπόλες με τα λιγότερα χτυπήματα στο πιατάκι, ή τασάκι. Συνεχώς είχαμε καυγάδες και αμφιβολίες αν βρήκε το τασάκι ή όχι. Πίναμε κιόλας. Κάτι ΄΄σφαίρες΄΄, όπως λέγαμε τα κοκτέιλ όλων των υπαρχόντων ποτών, πίπερμαν, μαρτίνι, ούζο, κονιάκ τα οποία ανακατεύαμε σ’ ένα μπουκάλι από λεμονάδα και γινόμασταν ΄΄κουδούνι΄΄. Εμένα μου έβαζαν στο τζουκ-μποξ το ΄΄Γρίβα μ’΄΄ ή το ΄΄Βασιλικό΄΄ και άρχιζα να κοκκινίζω και να χάνω σίγουρες καραμπόλες, ακόμα κι όταν είχα την καλύτερη ΄΄κωλοφαρδία΄΄. Ο καθένας είχε το ΄΄κουμπί΄΄ του και οι άλλοι τον εκνεύριζαν επίτηδες. Ο Μαρουλής μασούσε μια τσίχλα και σου ’σπαγε τα νεύρα. Στα ’κανε τσατάλια. …Σε μια επίσκεψη στο νοσοκομείο μπόρεσα να τον κάνω (υπενθυμίζοντας όλα αυτά) να γελάσουν τα χείλη του για λίγο. Μεγάλο κατόρθωμα για κάποιον που ήταν στα τελευταία του από καρκίνο στα εξήντα του, μόλις είχε πάρει τη σύνταξή του σαν Μαρκόνης του Εμπορικού Ναυτικού, από τους τελευταίους στα καράβια πριν καταργηθούν χάρη στην δορυφορική τηλεπικοινωνία-GPS. Τον αγαπούσα ιδιαίτερα γιατί εκτός από παιδικός φίλος, έγινε συγγενής και ήταν ο πρώτος που μου έδωσε το

Page 166: Λαδιάρηδες.pdf

χαρμόσυνο τηλεγράφημα στις 18/4/1967 (ότι γεννήθηκε ο γιος μου) στη Μπάσρα του Ιράκ, στη ράδα του των δυό μεγάλων ποταμών Τίγρη και Ευράτη που ενόνονται στην Μπάσρα, όντας Γ’ Μηχανικός στο φορτηγό ΄΄SAS΄΄ του Σιγάλα. Aνέβηκα τρέχοντας τις απότομες σκάλες από το μηχανοστάσιο του βαποριού, για να πάρω το τηλεγράφημα που είχε λάβει από Αθήνα. Ο Γιάννης ο Βούρος έπαιζε τόσο σοβαρά λες και έκανε υπέρ τέχνη για βραβείο ΄΄Νόμπελ΄΄. Ο Ζαχαρίας, ή Χάρος, όλο κέρδιζε γιατί σου ’σπαγε τα νεύρα με τη διαβολική του φάτσα. Όταν δεν παίζαμε καθόμασταν ανάποδα στις καρέκλες σαν καουμπόηδες και λέγαμε ιστορίες για αγρίους. Ο οποιοσδήποτε, ξεφούρνιζε οποιαδήποτε μαλακία του κατέβαινε στο κεφάλι. Πρόσεχε όμως το κουκούλωμα, το καρπάζωμα, ή το γιαούρτωμα. Όλοι ήμασταν ´STAND BY΄΄, στην τσίτα…. Απότομα ο Λάκης σηκωνόταν και έλεγε: ΄΄Πω πω, ρε τι έπαθα, μόλις προλαβαίνω το ραντεβού μου….΄΄ και πήγαινε στα σκαλοπάτια της Ζωοδόχου Πηγής, κάπνιζε καμιά δεκαριά τσιγάρα κι ερχόταν λέγοντας….΄΄την ξέσκισα΄΄. Άλλος….γαμπρός ο Κώστας. Έλεγε στα καλά του καθουμένου, στη μέση του μπιλιάρδου, κοιτώντας το ρολόι του: ΄΄Τώρα το ’χασα το ραντεβού μου, άλλωστε τη βαρέθηκα, θέλω να τη διώξω΄΄. Ο Μάκης ήταν αυτός που έπαιρνε από πίσω κάποια, συνήθως με αλογοουρά τύπου ΄΄Μπριζίτ Μπαρντό΄΄ και βρισκόταν πότε στις Κουκουβάουνες, πότε στον Κοπανά, πότε στη Γούβα, πότε στο Περιστέρι και πότε στους Ποδαράδες, δίχως να της έχει πάρει ούτε μια λέξη. Εγώ όλο καυγάδες….ιστορούσα. Είχα δείρει….όλους τους δυνατούς της Αθήνας, ενώ πάντα μόνος μου σήκωνα 20-30 κιλά Ζετέ, παραπάνω. Ψέματα με….το τσουβάλι. Και χωρίς μάρτυρες….

Page 167: Λαδιάρηδες.pdf

Ο ΄΄Βδελάκιας΄΄, ένας ξερακιανός από το τέρμα των λεωφορείων, κυνηγούσε τους γέρους και τις γριές. Τους εξαπατούσε με γλυκύτατο ύφος, ότι θέλει τάχα μου να δει το καπέλο, ή το μπαστούνι τους για να πάρει και αυτός ίδιο στον παππού του ή τη γιαγιά του και τους έβγαζε την Παναγία ώσπου να το δώσει πίσω. Οι γέροι στην αρχή τα έχαναν από την αλλαγή της λεπτής ευγένειας με χοντρή αναίδεια. Άρχιζαν να θυμώνουν, να χάνουν τα λογικά τους, να τους πέφτουν οι μασέλες, να ρίχνουν Χριστοπαναγίες – οι πιο τζοχάδες γέροι. Κι αυτός να τη ΄΄βρίσκει στο άνετο΄΄. Πολλές φορές είχε φάει ξύλο γι αυτό από πολλούς. Αυτός όμως το χαβά του. Η ευγένεια συμπορευόταν με την τέλεια γαϊδουριά. … Όλο κοιτάω πονηρά και χοντρά ψυλλιασμένος τους σημερινούς πιθανούς Βδελάκηδες που θα μου την κάνουν, όντας εξηνταπεντάρης…. Άλλος τύπος ήταν ο Γιώργος ο Μπραχαμιώτης, ή Τηγανίτας. Είχε ατσάλινα μπράτσα, ξανθομπάμπουρας και από μικρός ήταν στην οικοδομή και συγκεκριμένα στα μπετά. Είχε ένα ξεγυρισμένο ΄΄κάλο΄΄ επάνω στο αριστερό του σβέρκο από την τενέκα ή ΄΄βαλίτσα΄΄, όπως έλεγαν οι μπετατζήδες τον τενεκέ του μπετού στις οικοδομές. Εκτός από γερό παιδί ήταν και ντόμπρος χαρακτήρας. Με μπέσα για την ηλικία του. Έμεινε στην ΄΄ιστορία΄΄ σαν ο καλύτερος ΄΄εντρυφήσας΄΄ στο κλανίδι. Η φασουλάδα, το μπιζέλι, τα κουκιά πήγαιναν σύννεφο σε μια φτωχική οικογένεια από 7 αδέλφια και μια αδελφή. Τραβούσε ένα ξεγυρισμένο και δυνατό ΄΄σερί΄΄ κλανιάς, γύρω στις 15. Τις τελευταίες τις έβγαζε με το ζόρι. Λέγαμε όλοι μας: ΄΄Επιτέλους, τον παλιόπουστα, νετάρισε. Η τελευταία του ήτανε….΄΄. Αλλά που αυτός…. Άρχιζε νέο ΄΄σερί΄΄. Αφού έκανε και ολόκληρη θεατρινίστικη παράσταση με άφθονα κόλπα που κάθε φορά πλούτιζε την κλανική του ΄΄πανδαισία΄΄.

Page 168: Λαδιάρηδες.pdf

Τραβούσε το μαλλί του, τη γλώσσα του, χτυπούσε με στόμφο το στήθος του, ενώ για κάθε τέτοια κίνηση αμολούσε και νέα κλανιά. Πολλές φορές έλεγε: ΄΄Τράβα μου το δάχτυλο ρε γιατί πονάει΄΄ και αμέσως αμολούσε μια δυνατή πορδή, που τράνταζε το σύμπαν. Στο σινεμά πολλές φορές, όταν ο Αμαντέο Νατσάρι κοίταζε λιγωμένος την Υβόν Σανσόν, άκουγες μια ομοβροντία πορδών, με επικεφαλή πάντα το Γιώργο. Τα όσπρια τότε ήταν το κύριο καθημερινό φαγητό. Πολλά αέρια και μας πήγαινε και μπουργάνα. Που να δούμε κρέας. Ο Γιώργος ο Τηγανίτας ήταν και φωνητικό ταλέντο. Ποιος να τον προωθούσε; Με τη δυνατή, αντρική και καθαρή φωνή του ΄΄πέταγε΄΄ τους ΄΄πατεράδες΄΄ του, δηλαδή του Καζαντζίδη στο τραγούδι ΄΄Ένας πατέρας βασανισμένος στο σπίτι πάει βαριά θλιμμένος΄΄ και αναστέναζαν οι γειτονιές τις βράδυνες ώρες. Βάρδα μην του έλεγαν: ΄΄Σκάσε ρε μαλάκα, νυχτιάτικα΄΄. Ουαί κι αλλοίμονό τους. Το γλυκό τραγουδιάρικο ύφος στο λεφτο γινόταν άγριο. Τους τουλούμιαζε πέντε-πέντε. Ανεξάρτητα ηλικίας. Πρόσφατα μάθαμε ότι αρρώστησε. Αυτό το γερό παλικάρι που αναστέναζε η ΄΄ντενέκα΄΄ γεμάτη μπετό στον ώμο του πάνω στις σκαλωσιές και βάραγε 5-6 νοματαίους μαζεμένους στο λεφτό, πονάει αφόρητα σκίζοντας την καρδιά μας γιατί η επιστήμη δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι λένε οι γιατροί. Πανάθεμα την ανίκανη επιστήμη…. Το μόνο που μπορεί η δική μας ΄΄λαδιάρικη΄΄ επιστήμη είναι να χασκογελάμε παρέα θυμίζοντας όλες τις νεανικές μας λαδιές, ξεχνώντας για λίγο το πρόβλημα υγείας. Μόνο για λίγο σαν προσωρινοί νικητές του σκληρού ανθρώπινου πόνου, πριν την κηδεία του αγαπημένου παιδικού φίλου μας. Άλλη μαζική υστερία που μας έπιανε ήταν όταν ΄΄αμολούσαμε΄΄ το περίφημο ΄΄βρωμόγελο΄΄. Πηγαίναμε για προπόνηση στο βουνό.

Page 169: Λαδιάρηδες.pdf

Ο Πάνος, ο αδελφός του Σπήλιου, ο Μύξας, ο Ταμπακολόγος, η Μουτσούνα, η Φτώχεια, ήταν πρωταθλητές. Γελούσαμε στα σινεμά, εκεί που έπρεπε να κλαίμε… Μέχρι και διαγωνισμό γέλιου κάναμε. Είχαμε αναστατώσει τις γειτονιές. Μαζί με το γέλιο και τις πορδές υπήρχε και το …ρέψιμο του Στελάκη δίχως εμείς να υστερούμε και πολύ. Το ρέψιμό του κράταγε 1 λεπτό. Ένα τρίο από γέλιο, πορδές και ρέψιμο, όχι λιγότερο από 30 άτομα, καπελώναμε όλο το σινεμά στην πιο κατάλληλη και συγκινητική στιγμή του έργου. Πολλές φορές φωνάζαμε στο τέλος του έργου: ΄΄Ρε, ο δολοφόνος είναι αυτός κι όχι ο άλλος΄΄, εισπράττοντας τους διαόλους μας. Τότε, εκτός από τα λίγα ΄΄καλιαρντά΄΄ που είχαμε μάθει και τα λέγαμε για πλάκα κάθε τόσο, είχαμε μάθει φαρσί και τα ΄΄αποδανά΄΄ (ανάποδα). Γυρίζαμε τις λέξεις μπρος-πίσω και τις λέγαμε γρήγορα και με αρκετή μαεστρία. Ακόμα και σήμερα, όταν πέφτει κανα τηλέφωνο στο μεγαλοβιομήχανο Στελάκη, μιλάμε ΄΄αποδανά΄΄ και το γέλιο πάει σύννεφο. Ο ΄΄Ξεφλούδας΄΄ ήταν ένας ξεχωριστός τύπος. Πριν γίνει μεγάλος εργολάβος και λιγδώσει τ’ αντεράκι του από την πείνα, έμενε στα Νέα Αρμένικα, κάτω από το τέρμα Κατσιποδιού και έκανε τον βοηθό υδραυλικού. Ήταν τέρας γαϊδουριάς αν και ο γάιδαρος θα υποτιμούταν σε σχέση μ’ αυτόν. Έλεγε μέσα στο λεωφορείο δυνατά τις χοντράδες του: ΄΄Ρε, γιατί δεν ήρθε η μάνα σου σπίτι χτες για να μας πλύνει; Εσένα μιλάω ρε, με το άσπρο πουκάμισο, που κάνεις ότι δεν μας ξέρεις και κάνεις την πάπια΄΄. Είχε το πιο αναιδέστατο ύφος πιτσιρικά του κόσμου. Δεν ίδρωνε τ’ αυτί του με τίποτα. Ο αναιδέστατος ΄΄Ξεφλούδας΄΄ πάντα μας έβγαζε εισιτήρια αμέσως και στις καλύτερες θέσεις, μπροστά-μπροστά στο σινεμά και ειδικά στα θέατρα.

Page 170: Λαδιάρηδες.pdf

Πήγαινε κρυφά-κρυφά, σχεδόν συνωμοτικά και έλεγε στην ταμία ΄΄δέκα εισιτήρια παρακαλώ΄΄ και της έδειχνε κρυφά ένα γερό ποσόν έξτρα, για μπουρμπουάρ. Η κοπέλα τσακιζόταν να του δώσει τα καλύτερα. Αυτός τα έπαιρνε και έλεγε δυνατά με γλυκύτατο ύφος: ΄΄Ευχαριστώ κυρία μου, είστε πολύ ευγενική΄΄. Όταν διαμαρτυρόταν έντονα, ο Ξεφλούδας την έκανε ρόμπα. Την ξεφτίλιζε. ΄΄Δεν ντρέπεστε να υπερτιμάτε την καλή θέση; Τι λέει ο Νόμος;΄΄. Κάποτε ήμασταν στο θέατρο, που το έργο είχε κάπως σοβαρή υπόθεση και εμένα με έπιασε νευρικό γέλιο. Δεν άντεχα τα ΄΄σουτ΄΄ και τις απειλές των άλλων. Σηκώθηκα και το ’σκασα τρέχοντας και γελώντας για να μη μας δείρουν…. Αυτός έμενε απαθέστατος μέχρι που τελείωσε το έργο. Άλλοτε, έπαιρνε όλα τα λεφτά μας και τα αντάλλασσε με δεκάρες, ψάχνοντας για ημέρες για να τα μαζέψει. Κατόπιν τις περνούσε μέσα από ένα σπάγκο δημιουργώντας ένα τεράστιο δαχτυλίδι και το έδινε στο ταμείο του σινεμά λέγοντας: ΄΄15 εισιτήρια παρακαλώ΄΄. Γινόταν ο χαμός. Έλεγε ότι η μάνα του είχε περίπτερο, ή ΄΄γιατί παρακαλώ προσβάλλετε το ελληνικό νόμισμα;΄΄. Οι άλλοι που να μετρήσουν χιλιάδες τρύπιες δεκάρες. ΄΄Τους έφαγα και δύο εισιτήρια΄΄, μας έλεγε συνέχεια. Όταν αργότερα, στη δεκαετία του 1980, μου ήρθε επίσκεψη στο Λονδίνο οικογενειακώς, του τόνισα σταράτα: ‘’Ρε, μη μιλάς στην Αγγλία δυνατά, μη χτυπάς το πιρούνι στο πιάτο φωνάζοντας στο γκαρσόνι και προπάντων μη ΄΄φας΄΄ τη σειρά κάποιου άλλου που περιμένει΄΄. Αυτός έλεγε γελώντας: ΄΄Τι λες ρε, αυτά τα κάνει ο κάθε Έλληνας 5 φορές την ημέρα, καλλα τώρα, αφού οι Εγγλέζοι είναι όλοι αδελφές΄΄. Ο Ξεφλούδας τα έκανε 10 φορές….στην Ελλάδα. Αυτός τίποτα….εκεί.

Page 171: Λαδιάρηδες.pdf

Σταμάτησε, όταν έλεγα στ’ αγγλικά ότι ΄΄αυτός είναι ψυχοπαθής και του έχω κλείσει ραντεβού στην HARLEY STREET, στους SPECIALISTS!΄΄. Τον Αλέκο τον λέγαμε ΄΄Ξεφλούδα΄΄ γιατί από πολύ μικρός άρχισε να χάνει τα μαλλιά του, αλλά αυτός σήμερα έχει τα ίδια μαλλιά ενώ εμείς….έχουμε, σχεδόν όλοι, καραφλιάσει. ΄΄Μας καράφλιασε ο Ξεφλούδας΄΄ λέγαμε. Τέτοιος τύπος είναι. ΄΄Να σ’ έχει καλά και ο Βελζεβούλης – ο θεός των λαδιάρικων παιδικών μας χρόνων – και ο Χριστός, ο θεός των γεροντικών άμωμων οδών προς τον Παράδεισο, αλληλούια, κοιτώντας τα ραδίκια ανάποδα΄΄, του λέω χασκογελώντας όταν τον βλέπω…. ΄΄Α, κοίτα και πως θα αυγατίσουν τα μηδενικά στην τράπεζα….πριν πας στον Παράδεισο, αξιαγάπητε παιδικέ φίλε, Αλέκο Ξεφλούδα που τώρα στα γεράματα ψάχνεις περίεργους δρόμους για να χωθείς (οικογενειακώς) στον Παράδεισο….όταν θα ’ρθει η ώρα του παπά για να ψάλλει το ΄΄άμωμη την οδόν αλληλούια΄΄, λίγο πριν σε φυτέψουν και ΄΄δεις΄΄ τα ραδίκια ανάποδα. Άλλη φιγούρα ήταν ο Ηλίας ο πορδόλιας. Ένας ΄΄σκατόμουλος΄΄ με μια κεφάλα δυνατή σαν του ταύρου. Έπαιρνε φόρα και κοπανούσε την κεφάλα του στα σιδερένια και κυματιστά ρολά των μαγαζιών και γελούσε σα να μην τρέχει τίποτα. Ήταν και ο πρώτος καβγατζής. Σπάνια του ΄΄πιάνανε τη μύτη΄΄ και λίγες φορές τον ΄΄είπανε καμπούρη΄΄! Και μόνο να τον έβλεπες έλεγες: ΄΄Αυτός μόνος του την έκανε τη λαδιά΄΄. Κανείς άλλος. Τέτοια μούρη. Είχε κάτι μάτια κατακόκκινα, γουρλωτά σαν τηγανητά ΄΄αυγά μάτια΄΄ και 3 κορφάδες μπροστά, στο γουρουνοτριχένιο του μαλλί. Ήταν γεμάτος σημάδια γιατί τα έβαζε με πολύ μεγαλύτερους της ηλικίας του οι οποίοι τον πάστωναν στο ξύλο. Ποτέ δεν έκλαιγε.

Page 172: Λαδιάρηδες.pdf

Μαζί με πολλούς άλλους, μικρότερους πιτσιρικάδες από εμάς, έκαναν τις μεγαλύτερες λαδιές για να είναι ΄΄άξιοι΄΄ να μπουν στον Καπερώνη, αν και ήταν μόνο 14 χρονών. Ο Μάκης ο ηλεκτρολόγος ήταν ΄΄επιστήμονας΄΄ σε ηλεκτρονικές λαδιές. Είχε σ’ ένα μικρό υπόγειο ολόκληρο ηλεκτρολογείο και σπούδαζε ηλεκτρολόγος στην ΄΄ΠΑΛΜΕΡ΄΄ στα Πατήσια, κοντά στον ΄΄ΗΦΑΙΣΤΟ΄΄. Έφτιαχνε ξυριστικές μηχανές από κονσερβοκούτια και σου έλεγε ευγενέστατα: ΄΄Σε παρακαλώ, μου πατάς αυτό το κουμπί γιατί δεν φτάνω;΄΄. Εσύ το πατούσες με ευχαρίστηση και ελευθερωνόταν, άλλες φορές ένα μπουγέλο με νερό και γινόσουν μούσκεμα και άλλες φορές σου ερχόταν κατακέφαλα ο κεσές με το γιαούρτι. Ο Κόχραν ήταν η αποθέωση. Του πολύ μουλόσπορου λαδιάρη. Χρόνια μπροστά από την ηλικία του. ΄΄Άξιος΄΄ στα ίσα να κάνει παρέα με μας, τους λίγο μεγαλύτερους. Ώσπου να μεγαλώσει, οι μεγάλοι τον έδερναν και αυτός έδερνε τον καθένα από την ηλικία του και κάτω. Σε καθημερινή βάση…. Μια φορά, γύρω στα δεκατέσσερά του, μας κούφανε όλους. Ήρθε στου Καπερώνη με κουρεμένα τα μαλλιά του γουλί στα πλάγια και αφημένη μια φούντα από το πρόσωπο έως πίσω στο σβέρκο. Του βγάλαμε το παρατσούκλι ο ΄΄Κοτσίς΄΄, σαν τον Μοϊκανό Ινδιάνο. Όταν του έβαλαν ΄΄χοντρό χέρι΄΄, αυτός αντί να συνετιστεί πήρε μπογιές και έβαψε το τσουλούφι του, σε διάφορα χρώματα. Σαν τσαλαπετεινός! Ήταν ίσως ο πρώτος πρωτόγονος πανκ στην Ελλάδα. Ήταν μεγάλη κόντρα τότε να το κάνεις αυτό στη γειτονιά.

Page 173: Λαδιάρηδες.pdf

Τον κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια και αυτός τους κοίταζε προκλητικά, λέγοντας πολλές φορές: ΄΄Τι κοιτάς μωρή παλιόγρια;΄΄. Μικρό κλεφτρόνι και μεγάλος σαματατζής. Από τους πρώτους. Μαζί με το Σπήλιο και τον Τζόβα έκαναν μικροαπατεωνιές. Πουλούσαν στους βλάχους δήθεν φτηνά αρώματα ΄΄εσάνς΄΄ ή τίποτα εγγλέζικα υφάσματα, σκέτη μάπα. ΄΄Μόλις ξεμπαρκάρισα κυρία μου΄΄, τους έλεγε. Κάποτε τον έχωσαν μέσα στις φυλακές ανηλίκων και του πετούσαμε καπνό από τη μάντρα στη συγκεκριμένη ώρα. Μια φορά που τον έψαχνε κάποιος μπάτσος στο καφενείο του Τζοβάνη, εκεί που είναι το ζαχαροπλαστείου του ΄΄Τζιβελέκου΄΄, ήταν- δεν ήταν 16-17 χρονών, λέει στο μπάτσο φωναχτά: ΄΄Τον Κόχραν θέλεις; Σα δε ντρέπονται τα παλιοτόμαρα, αυτοί να κάθονται στα γραφειάκια τους και να στέλνουν εσένα το μαλάκα, οικογενειάρχη άνθρωπο, να πιάσει τον Κόχραν΄΄ και έγινε μπουχός, περιπαίζοντας τον μπάτσο με τη γλώσσα του. Τον συνάντησα στο Λονδίνο το 1968, σε μια αντιδικτατορική εκδήλωση. ΄΄Στην Ελλάδα βρωμάει΄΄ μου είπε και έμεινε για πάντα στο ΄΄καθαρό΄΄ Λονδίνο. Κάποτε, γύρω στα 1994, του άφησα ένα αυτοκίνητο στο Λονδίνο να το πουλήσει το μίνιμουμ 1500 χάρτινες λίρες και όσα έβγαζε δικά του. Που έστειλε 250 λίρες μόνο. Πάλι καλά…. Είπε ότι ήταν στο SOCIAL SECURITY και την έβγαζε….άσχημα. Εμένα όμως μου έφυγε η απορία η οποία με βασάνιζε από το 1968, όταν τον φιλοξένησα σπίτι μου. Κάποιος είχε αδειάσει τα μεταλλικά κέρματα σε σελίνια, από το ειδικό κουτί SLOT METER του ηλεκτρικού της πολυκατοικίας, που ήταν έκθετο στο διάδρομο και

Page 174: Λαδιάρηδες.pdf

ορκιζόμουν στον κυρ-Γιώργο και το Γιάννη Τελάκη που μου έλεγαν κρυφά, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες μου: ΄΄Όχι ρε παιδιά, όχι, δεν τα πήρε ο Κόχραν΄΄. ΄΄Ρε Χρήστο, τα πήρε ο φίλος σου ο Κόχραν, μη γίνεσαι ‘μπαγλαμάς’΄΄. Ο Στέλιος ο Ρηγόπουλος ήταν ένας ξεχωριστός τύπος. Από μικρός στον Εθνικό για πυγμαχία. Κοντούλης, αλλά τέρας ευκινησίας και αντοχής. Ο Χριστοφορίδης, και ειδικά ο Μαυρέας, σαν προπονητές του Εθνικού είχαν τρελαθεί με το ταλέντο του. Πρωταθλητής Ελλάδας συνεχώς. Και με καλούς βαθμούς στους Πανμεσογειακούς και Βαλκανικούς αγώνες. Δεν έπινε και δεν κάπνιζε ποτέ. Πρόσεχε τη διατροφή του σε μια περίοδο που εμείς δεν ξέραμε τίποτα, τρώγαμε όλο σαβούρα και ντερλικώναμε τα πάντα. Ότι βρίσκαμε μπροστά μας. Μικροτεμπελάκος και μικροαπατεωνάκος, άπλωνε το ΄΄κουλό΄΄ του πότε-πότε, ΄΄ψειρίζοντας΄΄. ΄΄Για την πρωτείνη μου και τις βιταμίνες μου΄΄ έλεγε γελώντας πονηρά. Είχε μια παλιά μηχανή BMW, ήταν και ΄΄μπάνας΄΄ στο Καβούρι και αλλού. ΄΄Χτυπούσε΄΄ με το μάτι του από αστράγαλο έως οργανωμένο ΄΄ματικάπι΄΄, ν’ ανοίγει τρύπες στα παράθυρα των ωραίων γυναικών, βουλωμένες με τσίχλα (!) το πρωί και ξεβούλωτες την κατάλληλη στιγμή τη νύχτα. Μια μέρα που τον είχαν πνίξει οι αφραγκιές, ΄΄βούτηξε΄΄ όλων των πυγμάχων της Διεθνούς Ομάδας τα ρούχα, τις φόρμες και ότι άλλο μπορούσε και γραμμή για το Μοναστηράκι. Σε πέντε λεφτά είχαν ειδοποιήσει την Ασφάλεια. ΄΄Για περάστε κύριε Ρηγόπουλε που σας θέλουμε από το τμήμα΄΄. Έτσι έληξε ένα πράγματι άριστο ταλέντο, τύπου – ίσως – Χριστοφορίδη, του παγκόσμιου μποξέρ. Κάποτε στη Γερμανία, το 1964, στο LEVERCOUSEN, ΄΄θάψαμε΄΄ στο χαντάκι, έτσι για πλάκα, τον BAU MAISTER που μας την έβγαινε άσχημα σαν εργοδηγός στην

Page 175: Λαδιάρηδες.pdf

οικοδομή που δουλεύαμε. Παραλίγο να πάμε φυλακή, αλλά εμείς είχαμε πεθάνει από τα γέλια. Όταν τον βλέπω πότε-πότε, λέει: ΄΄Το ‘κουλό’ το ’κοψα. Δεν με παίρνει. Το ‘μάτι’ όμως ποτέ΄΄. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον ΄΄Βρωμοπόδαρο΄΄ τον Κώστα; Ο τύπαρος…. Όταν τον ρωτούσαμε ΄΄τι μιλάς ρε με 10χρονα κοριτσάκια;΄΄, απαντούσε: ΄΄Πιάνω φιλίες από τώρα. Στα 14-15 τους θα τα πιάσω φιλενάδες΄΄. Στα 18 του είχε χαϊδέψει όλα τα κοριτσάκια που του άρεσαν. Τον βλέπαμε ντάλα μεσημέρι να ΄΄σκάει ο τζίτζικας΄΄, ντυμένος με παλτό, με σηκωμένους τους γιακάδες μέχρι τ’ αυτιά, φορούσε ένα κασκόλ, γάντια και κάθε τόσο ρουφούσε τη μύτη του από το….κρύο. Από το σπίτι του έως του Καπερώνη το σφαιριστήριο τον έβλεπαν οι αγαθιάρηδες με ανοιχτό το στόμα τους σαν το πηγάδι. Έλεγε κάθε τόσο: ΄΄Τι παλιόκαιρος, ψόφησα στο κρύο΄΄. Άλλοτε το χειμώνα έκανε εντελώς το αντίθετο. Σορτς, φανελάκι, σαγιονάρες και κρατούσε επιδεικτικά τα βατραχοπέδιλα και το ΄΄Ηλιόλ΄΄ για….μαύρισμα. Όλοι σταυροκοπιόντουσαν. Οι αγαθιάρηδες γειτόνοι είχαν μουρλαθεί. Αυτός ήταν τέρας σοβαρότητας. Ποτέ δεν γελούσε μαζί με άλλους. Κλεινόταν στις τουαλέτες και γελούσε μόνος του. Μας είχε τρελάνει όλους. Να είναι καλά εκεί που είναι στη Γερμανία, συνταξιούχος. Ο αδελφός του ο Μακρολαιμιάς ή ακροθαλασσάς, ήταν ένας τύπος ξερακιανός, ολίγον τι κακάσχημος, που του μέτραγες τα παΐδια από 100 μέτρα μακριά. Δεν έμπαινε ποτέ μέσα στη θάλασσα γιατί έτρεμε από το κρύο, τρίζανε τα δόντια του και έβγαζε ΄΄καντήλες΄΄ στο δέρμα του από το κρύο. Κι ας ήταν Δεκαπενταύγουστος, με 40 βαθμούς υπό σκιάν. Μόλις που έβρεχε τα πόδια του στην άκρη της θάλασσας.

Page 176: Λαδιάρηδες.pdf

Από τότε που τον πετάξαμε με το ζόρι μέσα στο νερό, Πρόσεχε συνέχεια. Με την πρώτη υποψία ότι κάτι του ετοιμάζαμε, έπαιρνε τον ΄΄πούλο΄΄ σαν τον SPEEDY GONZALEZ. Ο Σπήλιος, ξεχωριστή περίπτωση μικροαπατεώνα, μικροάμπεσου, μισοαμφί, τεμπέλαρου, μικρομαφιόζου και ψευτοδιερμηνέα στο Σύνταγμα σαν ΄΄τσιτσερόνε΄΄ και να δεις ότι την ψιλοβόλευε. Όλο σου έβγαζε λαδιές. Κάτι μπερδέματα με πούστηδες που ήταν πολλές φορές καμουφλαρισμένοι κωλομπαράδες. Κάτι γνωριμίες με ψευτοδημοσιογράφους, ψευτοβουλευτές (που τους βάφτιζε….υπουργούς). Κάτι οργανωμένα ΄΄ντου΄΄ στο γραφείο του – κατά τα άλλα – ευπόληπτου ανώμαλου, που κατέληγαν στο ΄΄φέρτα τώρα, γιατί θα σε ξεφωνίσουμε΄΄. Να κάτι παρέες στο Σύνταγμα με κάτι άλλους ψευτοζιγκολό, ψευτοκαμάκια και ΄΄τσιτσερόνε΄΄ στους τουρίστες του τύπου: ΄΄Γιου λάϊκ ρε μίστερ ντρίνκς, γκέρλς, μη τέϊκ γιου δέαρ, γιου χαβ νάϊς τάϊμ΄΄. Με δολοφονημένα αγγλικά και σκοτωμένα πόδια από το τρέξιμο, ήταν μια φορά φορτωμένος παραδάκι και 10 φορές μπατίρης και πειναλέος. Είχε την κουτσομπολίστικη ικανότητα να λέει χοντρά παραποιημένο το επτασφράγιστο μυστικό που φιλικά του εμπιστεύτηκες σε 100 άτομα σε μια νύχτα. Και πάντα παραποιημένο. Τα περισσότερα τα έφτιαχνε μόνος του.Το ξύλο όμως το….γλύτωνε σχεδόν πάντα. Σίγουρα του είχαμε δώσει τον άξιο τίτλο της τοπικής ΄΄LOCAL΄΄, ΄΄MAXWELL΄΄ και ΄΄ HELDA HOPPER΄΄ των κορυφαίων κουτσομπόλων του Χόλιγουντ τότε και με πουτανίστικο μυαλό παρακαλώ! Ήξερε όλη την αλαναρία της Αθήνας. Ύπουλος σαν το φίδι, ξεγλιστρούσε πάντα από τις δύσκολες κακοτοπιές. Όλους μας έπιαναν για φασαρία, αυτός στο λεφτό ήταν έξω. Παρά τις παρέες του με Τζόβα, Κόχραν, Μήτσο ανώμαλο, Νταντάου, Τσικλή και άλλους σε διάφορες μικροαπάτες,

Page 177: Λαδιάρηδες.pdf

μισοεκβιασμούς και πασάρισμα της ΄΄μάπας άρωμα εσάνς΄΄ ή ΄΄κουστουμάκια σκωτζέζικα καλή μου κυρία, μόλις ξεμπαρκάρισα, θέλω φάρμακα για τη μανούλα μου΄΄, ποτέ δεν πήγε μέσα. Ούτε μια μέρα! Λέγαμε συχνά ότι ΄΄αυτός είναι φίδι, ή χέλι και ξεγλιστράει΄΄ ή ότι αυτός είναι ΄΄σκέτος….Σπήλιος΄΄ και κουμπώναμε τις τσέπες μας, κρύβαμε τα ρολόγια μας και κοιτούσαμε τα κρεμασμένα σακάκια μας μετά μανίας. Ο Κώστας, που εδώ αρίστευε σαν μίμος, όταν έβλεπε το Σπήλιο να έρχεται από μακριά, έκανε πάντα την ίδια κίνηση, φερμουάρ στις τσέπες, κρύψιμο το ρολόι και κοίταγμα στις κρεμάστρες. Τον συνάντησα στην Αθήνα όταν έπεσε η χούντα και βγήκαμε οικογενειακώς να φάμε σε κάποια ταβέρνα. Είπα μέσα μου: ΄΄Μπράβο ο Σπήλιος, με γυναικούλα, όμορφο κοριτσάκι, έστρωσε….΄΄. Κρυφά σκύβει και μου λέει: ΄΄πάμε ρε οι δυο μας για αληταρία;΄΄. Άλλο που δεν ήθελα…. Πάμε Γλυφάδα, κερνάει τα ούζα και κάτι μεζέδες. Εν τω μεταξύ, με είχε ψήσει (και γαμώ την εξυπνάδα μου!) να του δώσω ένα τρανζίστορ ραδιόφωνο-κασέτα-τηλεόραση να το βάλει για λίγες μέρες στο καινούργιο του μαγαζί, κάπου στον Κορυδαλλό, απέναντι από τις τότε νέες φυλακές, για να πουλήσει μούρη, μια που ήταν το πρώτο που κυκλοφόραγε στην Ελλάδα. Του το έδωσα. ΄΄Προσωρινά΄΄, του είπα. ΄΄Θα μου το δώσεις όταν φύγω για Λονδίνο, σε 10 μέρες΄΄. Μέσα στο ουζερί στο λεφτο, φέρνει στην παρέα και έναν Ολλανδό. Αφού πλήρωσε το λογαριασμό, επιμένοντας μάλιστα με εκείνον τον ελληνικάδικο τσαμπουκά, να σου σπρώχνει το χέρι για να μην πληρώσεις, ενώ τα έδινε στο γκαρσόνι με το άλλο πιεστικά. Ούτε ρέστα πήρε.

Page 178: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Μπράβο ο Σπήλιος΄΄ λέω από μέσα μου. ΄΄Τόσο στρώσιμο. Είδες τι κάνει….η παντρειά΄΄. Όλους παρέα μας κουβαλάει σ’ ένα μπαρ με όμορφες γυναίκες. Και να οι σαμπάνιες, να τα αγκαλιάσματα. Νταγκλάραμε! Από τα μισοτριψίματα γίναμε κουδούνι. Ζούλα ρωτάω: ΄΄Τι έγινε ρε Σπήλιο, δεν ήμαστε για γδάρσιμο΄΄. ΄΄Σκάσε ρε, ο Ολλανδός πληρώνει΄΄. Έρχεται το ΄΄μπίλη΄΄ μ’ ένα ποσόν που το έχωσε στου Ολλανδού το χέρι. Ο Ολλανδός κιτρίνισε, άρχισε να λέει δεν πληρώνω, να κάτι ΄΄μπράβοι΄΄, να οι απειλές, κολλητάρι εγώ με το φουκαρά τον Ολλανδό, απειλές για κάλεσμα της τουριστικής αστυνομίας. Τελικά συμβιβαστήκαμε στα 3/10 του ποσού. Ακάλυπτος ο Σπήλιος, έτρωγε τις ψιλές του πίσω από το μπαρ. Την επόμενη μέρα τηλεφώνησα στη γυναίκα του. ΄΄Ποιο μαγαζί ρε Χρήστο, ο Σπήλιος είναι ρεμάλι. Έχουμε χωρίσει. Σουλατσάρει ξανά στο Σύνταγμα΄΄. ΄΄Την τηλεόραση;΄΄. ΄΄Ποια τηλεόραση΄΄; Κατάλαβα…. Αξιαγάπητε αλλά άτιμε….Σπήλιε μας. Θα ’ναι πάνω ένας χρόνος που έπεσε το τραγικό τηλεφώνημα από τη γυναίκα του. Είχα να μάθω νέα τους από το 1976. ΄΄Χρήστο, έλα στο νοσοκομείο ΄΄Μεταξά΄΄ στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, όροφος τάδε, δωμάτιο έτσι. Ο Σπήλιος είναι βαριά άρρωστος και σε ζητάει. Όταν μπήκα δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο Σπήλιος ήταν σαν μούμια στα τελευταία του με μάσκα οξυγόνου και δέκα σωλήνες με ορρούς. Με καρκίνο. Ο χειρότερος εχθρός μου. Μου τρώει τους φίλους μου. Του ’σφιξα το χέρι μαλακά και αυτός πήγε να μου το λιώσει από μια απίθανη δύναμη στο χέρι και μια λάμψη στα μάτια του.

Page 179: Λαδιάρηδες.pdf

Αρχίσαμε τις πλάκες, τα γέλια και θυμηθήκαμε τις προηγούμενες λαδιές μας. Υποχρεώθηκα πριν φύγω να του τονίσω: ΄΄Σπήλιο, μόλις καθαρίσεις με το πρόβλημα υγείας να πάμε για αληταρία με όλους τους φίλους τους παλιούς΄΄. Σε κάποια φάση που μείναμε μόνοι μας βγάζει τη μάσκα οξυγόνου και μου λέει με βαριά δύσκολη φωνή: ΄΄Ρε Χρήστο, δε γαμιέσαι; Αφού σε λίγο θα πεθάνω, το ξέρω΄΄. Κράτησα τα δάκρυά μου για τρεις μέρες αργότερα στην κηδεία του. Ο αδελφός του Σπήλιου ήταν ο Πάνος. Δύο-τρία χρόνια μεγαλύτερος. Έπαιζε καλά μπάλα. Τον Λέγαμε ΄΄Πετσανά΄΄ από το όνομα ενός αστεριού του Π.Α.Ο. Ότι ανέκδοτο έλεγε, το έλεγε με όσο λιγότερα λόγια μπορούσε. Σκέτος Λάκων. Αλλά ωραίος. Γελούσε πάντα. Τρέχαμε πιτσιρικάδες με τα πόδια στον Πειραιά, να δούμε τα βαπόρια. Ονειρευόμασταν μακρινά μπάρκα. Με φορτηγά, πέλαγα, φουρτούνες, λιμάνια, γυναίκες. Όχι ποστάλια. ΄΄Ρε, δε θα γίνουμε ναυτικοί του γλυκού νερού έτσι;΄΄ Λέγαμε συνέχεια. Τελικά ο Πάνος μπαρκάρισε λαντζέρης σ’ ένα από τα ποστάλια της ΄΄ΕΛΜΕΣ΄΄. Μασσαλία, Βηρυτός, Κύπρος. ΄΄Απ’ ολότελα, ας είναι και η Παναγιώταινα΄΄, έλεγε. Τον πήρε ο πατέρας του Νίκου του Τζάνες (τον επονομαζόμενο από το τεράστιο ύψος του, ΄΄όρθιο γαϊδούρι΄΄) που ήταν αρχιμάγειρας. Ο Νίκος ο Τζάνες ξεκίνησε τη ζωή του από πλούσια οικογένεια και την αυγάτισε όσο δεν έπαιρνε. Ήταν και γαλαντόμος και ΄΄αρχικιμπάρης΄΄ και καλό παιδί….Στα 50 του ΄΄κόλλησε΄΄ στον τζόγο….την πέσανε κάτι ντόπιοι ΄΄JOHN TARAMAS΄΄ και ΄΄NICK THE GREEK΄΄….΄΄χτενίζανε΄΄ τις τράπουλες και διάβαζαν…ανοιχτά χαρτιά.

Page 180: Λαδιάρηδες.pdf

Τον γδάρανε το φίλο μας το Νίκο ο οποίος τάραζε όλο τον κόσμο στα δανεικά….κι αγύριστα….με τη σειρά του κι αυτός. Και τώρα….φτου κι απ’ την αρχή….Όταν οι άλλοι ξεκουράζονται στην ηλικία του. Ο Πάνος στο πρώτο του ταξίδι γύρω στα 1957, ύστερα από 3 ημέρες, ήρθε στον Καπερώνη με αμερικάνικα τσιγάρα και δυο-τρία στυλό διαρκείας καρφωτοί στην τσέπη, μπροστά-μπροστά και τσατσάρα στην κωλόπετση. Φερόταν λες κι έλειπε χρόνια. Άρχισε να ρωτάει ΄΄τι έγινε ρε παιδιά, έπεσε η κυβέρνηση;΄΄. Ότι θυμόταν χαίρονταν…. Τουλάχιστον δέκα σακάκια τον κουκούλωσαν και οι καρπαζιές πέφταν σύννεφο. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τον ΄΄ΗΦΑΙΣΤΟ΄΄ και περίμενα να μπαρκάρω. Επιτέλους με ειδοποίησαν από το γραφείο του εξαδέλφου μου του Λιβέρη που ήταν πρώτος μηχανικός, να περάσω από το ΝΑΤ να ναυτολογηθώ και να πάω από τους γιατρούς γιατί θα μπαρκάριζα σε 15 ημέρες από το Πόρτ Σάϊντ της Αιγύπτου. Ήθελαν ένα δόκιμο μηχανικό. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Η μαγεία του μπάρκου με είχε ΄΄καταπιεί΄΄. Ώσπου να απολυθώ από του Μαλτσινιώτη, έδειρα κάνα-δυο που δεν χώνευα, έβγαλα γλώσσα στους διευθυντάδες και λέρωσα και τα χερούλια του τόρνου του Μαστρογιάννη του Ψείρα με γράσο, ο οποίος είχε γίνει εργοδηγός και μας κυνηγούσε. Ειδικά εμένα και τον Κασιδόκωστα. Μόλις ήμουν έτοιμος, άρχισαν να το μαθαίνουν και οι πέτρες ότι σε 15 μέρες μπαρκάρω. Έρχεται άλλο τηλεγράφημα, σκέτη μπόμπα, καταστροφή. Αντί για όνειρα, εφιάλτες. ΄΄Λόγω γεγονότων με τον Νάσερ και τους Εγγλέζους, κλείνει το Σουέζ και το μπάρκο αναβάλλεται για όταν το βαπόρι θα έρθει Ευρώπη από Κέπ Τάουν, ή Μεσόγειο από Γιβραλτάρ΄΄. Τρελάθηκα. Έπεφτε και δούλεμα. ΄΄Πότε μπαρκάρεις;΄΄.

Page 181: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Σε 15 μέρες;΄΄. ΄΄Δε μας χέζεις ρε Χρήστο;΄΄. Τότε έπεφτε η πείνα και η ντροπή της ανεργίας. Δεν έβρισκες μεροκάματο παρά μόνο από δω κι από κει. Να το πούλημα αίματος σε ιδιωτικές τράπεζες αίματος που ήξερε, ποιος άλλος, ο Σπήλιος…. Παραλίγο να γίνω τσιτσερόνε στο Σύνταγμα με όχι και τόσο ΄΄σκοτωμένα΄΄ Αγγλικά. Μια δόση, ο Σπήλιος, ο Χρήστος ο ντουλάπας, ο Γιώργος ο Νταντάου, ο Μήτσος ο ανώμαλος κι εγώ, συνεδριάζουμε σ’ ένα ουζερί στο Νέο Κόσμο πως θα χωθούμε μέσα σ’ ένα κύκλο αρχιπαπάδων-αδελφές και με φωτογραφίες θα τους εκβιάζαμε για ΄΄να τα πάρουμε από τους πούστηδες τους τράγους που πλέουν στο χρυσάφι και τη χλιδή΄΄, έλεγε συνέχεια ο Νταντάου. Κάπου εγώ και ο ντουλάπας την είδαμε πολύ δύσκολη τη δουλειά και την κάναμε. Μας είπαν κρυφά ΄΄χέστες΄΄ κι ας ήμασταν….παλικαράδες. Κάποτε, ο φίλος μου ο Μάκης μου λέει: ΄΄Ρε, πάμε στους Αγίους Αναργύρους να ρίξουμε κάτι μπετά με το γέρο μου;΄΄. Πήγαμε από τα άγρια χαράματα…. Ο Μάκης δεν μου εξήγησε ότι στις 11 που σταματήσαμε για φαγητό, εγώ δεν έπρεπε να φάω 5-6 μερίδες γεμιστά, δυο-τρεις μακαρονάδες με τον κόκορα, ούτε να ρουφήξω δίχως ανάσα 3 μπουκάλια μπύρες. Έκανα μια μπάκα μέχρι τα γόνατα. Σουρνώμουνα. Με πήρε κι ο ύπνος. Άστα…. Άκουγα τους μπετατζήδες να λένε: ΄΄Ρε Μάκη, τι έγινε ρε ο φίλος σου, ο παλαιστής του κώλου;΄΄. Όταν, ύστερα από λίγες μέρες, πήγαμε όλοι της παρέας για μπετά με καρότσι….ήξερα. Ήμασταν εγώ, ο Μπιρμπιλής, ο Κόλιας, ο Διονύσης ο μπετατζής, η κωλότσεπη, ο Κώστας ο Κεφαλλονίτης, ο Ιορδάνης ο μπετατζής, ο Λάχανας, ο Μύξας, ο Ισπουτσούκ, ο Κάκας και άλλοι.

Page 182: Λαδιάρηδες.pdf

Κάποιος σφύριξε ότι αύριο τελειώνει η δουλειά και δε θα έχει μεροκάματο. Αμέσως κάναμε….απεργία. Του πήραμε διπλά λεφτά. Και μάλιστα προκαταβολικά. Το μπετόν δεν περιμένει ούτε ώρα. Ξεραίνεται…. Σ’ αυτήν την άσχημη περίοδο γνώρισα στο Σύνταγμα όλα τα αστέρια της αληταρίας. Από κοπρίτες και πάνω! Ο Σικλής, ένας μικροκαμωμένος αλλά αίλουρος πιτσιρικάς, παραλίγο να φάει τις μάπες του γιατί όλο την έβγαινε. Σε όλους. Ο Σπήλιος έλεγε ότι φτηνά τη γλύτωσα. ΄΄Ρε, ξέρεις ποιος είναι ο Σικλής; Έχει δείρει αστυνομικό διευθυντή και το ’σκασε από τη σωλήνα της αποχέτευσης 4 πατώματα ύψος από τη Γενική΄΄. Αργότερα, σε κάποια ΄΄τούφα΄΄, ο ΄΄φίλος΄΄ του, τού έφαγε τη γκόμενα και αυτός του άδειασε και τις 6 σφαίρες στο κεφάλι του. Δραπέτης φυλακών και δολοφόνος ανθρωποφυλάκων, βρέθηκε καταδικασμένος σε θάνατο, που έγινε ισόβια. Τον βρήκαν – είπαν – κρεμασμένο στο κελί του….Είχε ηγηθεί πολλών ανταρσιών στις φυλακές. ΄΄THANKS SPILIOS΄΄ για τότε…. Μια μέρα στο Σύνταγμα έρχεται ο Κώστας ο Κακαβάς και με ύφος 100 Δον Ζουάν μας ξεφουρνίζει: ΄΄Ρε μαλάκες, ξέρετε ποια με προωθεί να παίξω στο σινεμά; Η Μελίνα ρε, την ξέρετε τη Μελίνα;΄΄. Και ποιος δεν ήξερε τη Μελίνα…. Έπεσε το κουκούλωμα, οι καρπαζιές και το γέλιο….Κανείς δεν πίστευε κανέναν. Να όμως που ο Κακαβάς (ο μπουλούκος ή ο πατάτας όπως τον φωνάζανε), έλεγε την αλήθεια γιατί και ταλέντο διέθετε και ωραίος ΄΄ζεν πρεμιέ΄΄ έγινε και ακόμα και ΄΄λαϊκό τεκνό΄΄! Φαίνεται ότι δεν μας κούφανε….τσάμπα … Ο Γιώργος ο Νταντάου ή Καπετάτος είχε πάει κάνα δυο μήνες στη Γερμανία και υποτίθεται έμαθε να συνεννοείται. Μόνιμα τεμπελχανάς, γύριζε με κάτι μισο-τσούλες. Μας έλεγε ιστορίες με τσαμπουκάδες, πασπαλισμένες με τη δική του γλώσσα ΄΄εσπεράντο΄΄.

Page 183: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Βαρούμ το σακάκι σότο ρε΄΄. Και άντε βρες άκρη του γλωσσικού του ιδιοπαρασκευάσματος. Ο Γιώργος ο Νταντάου δεν ΄΄άντεξε΄΄, έπεσε στην πρέζα, στη ντάγκλα, στη μόνιμη χαρμάνα και στην παραμύθα. Ήρθε κάνα-δυο φορές στο γυμναστήριο και του έδωσα κάτι λίγα, για τη δόση του. Λυπήθηκα βαθύτατα όταν κάποτε που έλειπα, δυο-τρεις ΄΄φουσκωτοί΄΄ τον έβγαλαν σηκωτό από την αίθουσα. Με το ύφος της στέρησης και μια τσιγαρούκλα στο στόμα, φώναζε γκαρίζοντας: ΄΄Ρε μαλάκες φουσκωτοί, ο Χρηστάρας είναι δικός μου φίλος ρε, δεν είναι δικός σας΄΄. Τον βρήκαν ΄΄τσιτωμένο΄΄ σ’ ένα πλυσταριό σε μια ταράτσα στο Νέο Κόσμο. Η μόνη του περιουσία…η λαθεμένη δίπλα του σύριγγα. Ο Μήτσος ο ανώμαλος ήταν ο τύπαρος στο Σύνταγμα. Τάλε κουάλε Σπήλιος. Ποτέ δεν γουστάριζε τα ΄΄όχι΄΄ και τα ΄΄πρέπει΄΄. Τεμπελάκος, τσιτσερόνε και ρίχτης σε μπαφιασμένα δουλικά του Κολωνακίου και μάλιστα τσαχπίνικα. Κάποτε, σε κάποιο ΄΄πάρτι με ούζα΄΄ με κάτι χοντροκώλες και βυζαρούδες στη Γερμανία, όλοι πηδούσαμε, ο Σπήλιος, ο Ντουλάπας και άλλοι. Ο Μήτσος ο ανώμαλος έκανε ιεροτελεστίες με κεριά και σκιές στους τοίχους. ΄΄Τι είναι το πήδημα ρε μαλάκες μπροστά στη σκηνοθεσία του περιβάλλοντος ρε;΄΄ έλεγε συνεχώς. Κάποτε είχε κάνει μπανιστήρι στην ταράτσα της γειτονιάς του σε μια κοπέλα που τον είχε ξετρελάνει. Όλο γι αυτή μας έλεγε: ΄΄Τι κώλος, τι μάτι και ένα βυζί….΄΄. Τον πήρε ο ύπνος όμως και το πρωί ξύπνησε η κοπέλα και αυτός γκρεμοτσακίστηκε στη φευγάλα του. Είχε όμως μέσον κάποιο μεγάλο ΄΄κέρατο΄΄ στην αστυνομία και τη γλύτωσε. Τον συνάντησα στην Πλάκα, στην πλατειούλα απέναντι από το ΄΄Σινέ ντε Παρί΄΄ και του μίλησα, σαράντα χρόνια μετά. ΄΄Είμαι ο Χρήστος ρε Μήτσο, τι κανείς ρε;΄΄.

Page 184: Λαδιάρηδες.pdf

Νομίζω ότι….χέστηκε. ΄΄Ρε, ήμασταν φίλοι, εγώ, εσύ, ο Χρήστος ο Ντουλάπας, ο Σπήλιος, ο Τζόβας, ο Γιώργος ο Νταντάου΄΄. Τίποτε αυτός. ΄΄Πηγαίνετε κύριε΄΄ μου φώναξε. Έγινα ψιλορεζίλι. Με κοίταγαν περίεργα οι γύρω-γύρω…. Ο Χρήστος ο Ντουλάπας ήταν ένας πολύ όμορφος νέος. Ψηλός, με τετράγωνες πλάτες και κατσαρό μαλλί. Τι πιο σωστό παρατσούκλι από το ΄΄Ντουλάπας΄΄; Ο Ξεφλούδας είχε λυσσάξει να μας βάλει να τσακωθούμε. Ήταν ο δυνατός του Νέου Κόσμου ενώ εγώ του Κατσιποδιού. Εμείς, αντί να τσακωθούμε γίναμε φίλοι….για πάντα. Εκείνος ο τεράστιος σε ύψος και όγκο Ντουλάπας βρέθηκε με εγκεφαλικό χοντρής μορφής σ’ ένα γηροκομείο της Εκκλησίας στο Λόφο Κολωνού. Όταν πήγαινα να του κάνω κινησιοθεραπεία με αγκάλιαζε με το ένα του χέρι και έκλαιγε βουβά, μια που δεν μπορούσε να μου μιλήσει. Η κάσα του ήταν XXL όταν τον μετέφερναν τα κοράκια στο μόνιμο αραλίκι του νεκροταφείου. Είναι η μοίρα των γηρατειών αυτών που ζουν και αυτών που θα πεθάνουν κάποια μέρα με καμία διάγνωση αιτίας θανάτου. Ο Τηλέμαχος ή Μάκης Μιχαηλίδης και πιο γνωστός ως ΄΄Νταμπούχ΄΄ ήταν ο γοριλλάνθρωπος στο Ταρζάν-Γκαούρ, στα ωραία παιδικά περιοδικά. Γεροδεμένος αντίπαλος, μαζί με τους Καρατζάδες και κάνα δυο άλλους εκκολαπτόμενους βαριτζήδες, αποτελούσαν μια συγκροτημένη γερή ομάδα καβγατζήδων στη Νέα Σμύρνη. Βρεθήκαμε εγώ κι αυτός γύρω στα 17 μας αντίπαλοι, ενώ γύρω-γύρω οι παρέες μας παρότρυναν για ξύλο. Να οι μπουνιές, να οι κλωτσιές, να και τα ερωτήματα του τύπου: ΄΄Ρε, πόσα κιλά σηκώνεις ζετέ;΄. Τελικά καταλήξαμε στην κοντινή ταβέρνα να τα πίνουμε. Γίναμε φίλοι.

Page 185: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν από τους φίλους με ΄΄μπέσα΄΄. Στα μαύρα χρόνια της χούντας, τη νύχτα της 1/2/1973, στην ταβέρνα του Μποράκη, καμιά διακοσαριά μέτρα από το σπίτι μου, παίχτηκε η τραγωδία. Ένας γνωστός αληταράς, ο Σπυρόπουλος, τον φώναξε έξω. Ανύποπτος βγαίνει. Ο Σπυρόπουλος τον άρπαξε από πίσω και στο δευτερόλεπτο ο κρυμμένος πίσω από ένα αυτοκίνητο Πετρόπουλος, του έχωσε μια λάμα βαθιά στα πλευρά. ΄΄Με ’φαγαν΄΄ είπε και τίναξε τα πέταλα. Το διάβασα στην εφημερίδα στο μακρινό Λονδίνο. Έκλαψα. Έκλαψα για το φίλο μου. Έκλαψα για τον μπαμπέσικό του θάνατο. Μόνο έτσι θα τον έβγαζαν από τη μέση. Ύπουλα. Για να γλιτώσει ο Πετρόπουλος σπίλωσε και τη μνήμη του…. Είπε ότι είχε γκόμενα τη μάνα του, μια κακάσχημη πενηντάρα, όταν ο Μάκης ο ΄΄Νταμπούχ΄΄ ήταν γύρω στα 30 και τον ήθελε σίγουρα ο μισός τουλάχιστον γυναικείος πληθυσμός της Αθήνας, φανερά, και ο άλλος μισός κρυφά…. Ακόμη είπε ότι ο Μάκης ήθελε να πηδήξει και τον ίδιο, ο οποίος είχε βγάλει περισσότερα χρόνια ΄΄τούφα΄΄….παρά ΄΄κοινωνία΄΄. Αν είναι δυνατόν…. Κάποιος άλλος λόγος θα ήταν που τον ξέρουν μόνο αυτοί οι δύο. Ο ένας….δεν χρειάζεται να τον ξέρει. Είναι σε ΄΄ταξίδι μακρινό΄΄, ΄΄one way ticket΄΄. Η χούντα έκλεισε το συμβάν. Ήθελε να δείξει ότι υπάρχει ησυχία και εγκληματικότητα μηδέν. Έτσι κι αλλιώς, η οικογένεια του Μάκη ήταν αριστερή και η χούντα δεν έδινε μία. Το αντίθετο μάλιστα….χάρηκαν οι τοπικοί μπάτσοι και οι ρουφιάνοι της χούντας. Ο Μπαμπάλαρος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς τύπους της Αθήνας.

Page 186: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Γέννημα θρέμμα΄΄ Κουκάκι. Μόνιμα βρωμιάρης, ρακένδυτος και λιγδιάρης. Το χειμώνα φορούσε ένα μαύρο παλτό με πολύ μεγάλες τσέπες, γεμάτες από το φάσμα μισοχαλασμένων φαγητών, που ζητιάνευε από την μεγάλη καθημερινά και με συγκεκριμένο δρομολόγιο βόλτα του. Έβγαζε κάθε τόσο από τις τσέπες του γόπες, αγγούρια, έως και καρπουζόφλουδες. Αυτός τα έτρωγε για να του δίνουν λεφτά. Αλλά και για να χορτάσει κιόλας. Κατά διαστήματα οι μαστοράτζες τον γιαούρτωναν, ενώ αυτός έγλειφε τα δάκτυλά του που με μαεστρία σκούπιζε στο πάντα λιγδιάρικο μαύρο παλτό του, κάνοντας τρομερές πρωτόγνωρες συνεχώς εναλλασσόμενες γκριμάτσες, γουρλώνοντας τα μάτια του, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του, ενώ πάντοτε επιδείκνυε το τεντωμένο του δάχτυλο, με εκείνη την ελληνικότατη σημασία, ότι ΄΄τον παίρνετε όλοι σας, κουφάλες΄΄. Η μούρη του ήταν ένα συνοθύλευμα κακογερασμένου Φερναντέλ, Βέγγου, Καραγκιόζη, Κοκοβιού και Βασιλειάδου, δίχως δόντια, ή μάλλον δύο μόνο σουβλερά μπροστά-μπροστά, φάτσα κάρτα. Ο Μπαμπάλαρος ήταν ένα γνήσιος λαϊκός τύπος. Μέσα από την επιφανειακή του τρέλα, πήγαζε ένα σπάνιο ταλέντο. Η χαρούμενη επαφή με το λαό και μάλιστα όλων των ηλικιών. Με καλοδιαλεγμένες βρισιές και ΄΄άσχημες χειρονομίες΄΄ (που άλλον θα τον ξυλοφόρτωναν αμέσως) είχε την δυνατότητα να έρχεται σε ΄΄επαφή΄΄ με φτυσιές, βρισιές, ακόμα και με πέτρες με ένα πλατύ κοινό σε πάνω από δέκα συνοικίες γύρω-γύρω από το Κουκάκι, σε καθημερινή βάση. Ταυτόχρονα, ζητούσε λεφτά ή φαγητά τα οποία έχωνε στις τσέπες του, έτσι χύμα. Τα χρήματα τα έχωνε σε τρύπες μέσα στο καταξεσκισμένο του μαύρο παλτό και τα τρύπωνε αργότερα σε απίθανες καβάτζες στο σπίτι του. Ο κόσμος έτρεχε να του δώσει λεφτά, έτσι για πλάκα, μόνο και μόνο για να δει από κοντά τα γουρλωμένα του μάτια και

Page 187: Λαδιάρηδες.pdf

το ιδιόρρυθμο πλατάγισμα της γλώσσας, περασμένη μέσα έξω με ταχύτητα φιδιού, ανάμεσα από τα δυο του σουβλερά δόντια. Από μικρός ήταν απροσάρμοστος και ΄΄αντικοινωνικός΄΄, δίχως καμία ιατρική παρακολούθηση. Ένας πρωτόγονος φρίκουλας. Έτσι αναπτύχθηκε μια ΄΄ανώμαλη΄΄ ψυχοπαθητική προσωπικότητα, από μπανιστιρτζή έως και ΄΄χοντρού μαλάκα΄΄. Απ’ την άλλη, ήταν τόσο πανέξυπνος που κορόιδευε όλο τον κόσμο με τα καμώματά του, βγάζοντας χοντρό μεροκάματο σε καθημερινή βάση. Συζητάμε για πολλά λεφτά. Ίσως και να είχε ξεχασμένες καταθέσεις σε τράπεζες ή μέσα σε απίθανες καβάτζες. Μονίμως θιασώτης του ΄΄Ροζικλαίρ΄΄, του ΄΄Αθηναϊκού΄΄, της ΄΄Αλάσκας΄΄ και του ΄΄Ελλάς΄΄ αλλά και κρυμμένος μέσα στους θάμνους από του Φιλοπάππου μέχρι το Καβούρι για μπανιστήρι. Αγαπημένος του πρωταγωνιστής ήταν ο Έρολ Φλυν, μιμούμενος τα δυο του πιστόλια με τέτοιες πετυχημένες γκριμάτσες που έκανε τον περίγυρό του να πεθαίνει από τα γέλια και να ΄΄ξηλώνεται΄΄ από το χρήμα του, επιδεικνύοντας σαν ΄΄φινάλε΄΄ και το τεντωμένο δάχτυλο. Ήξερε την κατάλληλη στιγμή. Όταν η χούντα έπιασε τον Μουντή, γύρω στις αρχές του 1970 στο Καβούρι, για να του φορτώσουν τη δολοφονία της άτυχης Αγγλίδας δημοσιογράφου Ανν Τσάπμαν, η οποία έκανε μυστικό ρεπορτάζ για τους πολιτικά διωκόμενους της εποχής, ο Μπαμπάλαρος όλο θάρρος έλεγε: ΄΄Ο Μουντής είναι αθώος, ο Μουντής είναι αθώος΄΄, παρόλο που τον ξυλοφόρτωναν οι μπάτσοι συνεχώς. Τον Μουντή τον ήξερε από το Καβούρι σαν έναν ακίνδυνο μπανιστιρτζή. Τον έβλεπες να περπατάει γρήγορα όλη την Αθήνα, από το κέντρο ως και Βουλιαγμένη, τις περισσότερες φορές μ’ ένα πόδι στο πεζοδρόμιο και το άλλο στο δρόμο. Μονολογούσε: ΄΄Ο χρόνος είναι χρήμα, ο χρόνος είναι χρήμα΄΄.

Page 188: Λαδιάρηδες.pdf

Και έτρεχε παντού μαζεύοντας συνεχώς χρήμα και φαγητά. Είχε μόνιμους πελάτες που του έδιναν ευχάριστα διάφορα, μόνο και μόνο για να δουν τη φάτσα του και να φάνε και τις βρισιές τους. Εδώ πρέπει να μπερδευτεί ο ψυχολόγος για το ποιος είναι ΄΄ανώμαλη ψυχοπαθητική προσωπικότητα΄΄! Πήγαινε στου Μανιάτη την ταβέρνα, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου και είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο ΄΄τζουκ μποξ΄΄ να του βάζουν να παίζει το τραγούδι: ΄΄Τον ξέρετε μωρέ παιδιά το γύφτο τον Αντώνη που πήγε και παντρεύτηκε με τρύπιο παντελόνι και πήρε για γυναίκα την όμορφη Μαρία που κάθεται σε ένα στενό στη Νέα Ιωνία΄΄. Πάντα το ίδιο τραγούδι, τρεις φορές! Του άρεσε και ένα άλλο τραγούδι, που κι αυτό το άκουγε άλλες τρεις φορές: ΄΄Στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής κοιμάται κι ονειρεύεται πως την αυγή παντρεύεται με μια όμορφη μικρή, που τον κατάντησε μπεκρή΄΄. Το χόρευε τρεις φορές απανωτά, καλό ζεϊμπέκικο. Κάθε τόσο χτύπαγε το κεφάλι του στο ξύλινο χαμηλοτάβανο για να δείξει στον ταβερνιάρη τον Μανιάτη ότι θέλει ΄΄κεφαλάκι για να φάει΄΄. Στην ταβέρνα έτρωγε σα ΄΄βασιλιάς΄΄ και κάπνιζε και τσιγάρα ΄΄πλαίηερς΄΄, ενώ έξω φουμάριζε ΄΄γόπες΄΄ και χλαπάκιαζε.... καρπουζόφλουδες και σβουριχτά γιαούρτια στη μάπα του. Γύριζε στις γειτονιές, επιδείκνυε το γνωστό σηκωμένο δάχτυλο και έλεγε: ΄΄Έσπασες, έσπασες΄΄ ή ΄΄Θα σου στρώσω εφημερίδαααα, θα σου στρώσω εφημερίδαααα΄΄. Εννοούσε ότι κάποτε η περίφημη γρια πουτάνα Βικτώρια, στη σπηλιά του Φιλοπάππου για να μην κουβαλάει κουρελού που ήταν δείγμα πορνείας και τσουβαλιάσματος στην ΄΄ψειρού΄΄, είχε εφημερίδες. Ακόμα, αν κάποιοι δεν πλήρωναν τους απειλούσε με μια πέτρα που είχε στην τσέπη του, δικαιολογώντας το πάντα ότι την είχε για τους σκύλους....αν τον πλήρωναν.

Page 189: Λαδιάρηδες.pdf

Κάποτε στα Δεκεμβριανά, είχε ένα πάκο προκηρύξεις του Κ.Κ.Ε. και πήγαινε για χέσιμο στο λόφο της Ακρόπολης, κοντά στο Θησείο. Τον έπιασαν οι συνεργάτες των Άγγλων και αφού τον ξυλοφόρτωσαν τον έστειλαν μαζί με άλλους σωρό στα στρατόπεδα της Β. Αφρικής και συγκεκριμένα στην Ελ Τάμπα. Πέρασε αγόγγυστα όλα τα φρικτά βασανιστήρια των φυλακισμένων στη φλεγόμενη έρημο της Αφρικής, από....τους σύμμαχους τους Εγγλέζους. Αργότερα έλεγε καμαρωτά και πάντα στο τρίτο πρόσωπο: ΄΄Ο Βάγγος είναι κοσμογυρισμένος, ο Βάγγος είναι κοσμογυρισμένοοοοος΄΄. Στο τέλος, πριν πεθάνει για κανα-δυο χρόνια είχε κόψει και ταρίφα. Ζητούσε χιλιάρικο και ποτέ κέρματα. Πεθαίνοντας, πριν πέντε χρόνια περίπου, η Αθήνα έχασε ένα πηγαίο ταλέντο μιμητικής που συναγωνιζόταν τον Μαρσέ Μαρσώ των Παρισίων, που σκορπούσε αυθόρμητο γέλιο για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Μόνο γι αυτό θα έπρεπε να του στήσουν ένα μικρό άγαλμα, στη θέση κάποιου άλλου αυστηρού μυστακοφόρου και βλοσυρού γέρου....δήθεν ευεργέτη....κατά πως σατίριζε ο Ροϊδης το 1870. Σίγουρα οι παλαιότεροι θα τον έδειχναν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους σαν έναν εξαιρετικό άνθρωπο που έζησε στο Κουκάκι και γελούσαν καθημερινά, πάνω από δέκα συνοικίες, για τουλάχιστον σαράντα χρόνια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 ΕΙΝΑΙ Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΛΟΠΗ; Μακριά από το να γνωρίζουμε τις ιδιοκτησιακές σχέσεις και αντιλήψεις του Προυντόν, των Μαρξ-Ένγκελς ή το νόμο 732 για την καταδίκη της κλοπής, θεωρούσαμε την ιδιοκτησία των άλλων σε μπακίρια, φρούτα ή παιγνίδια το λιγότερο παράνομη. Οι ιδιοκτήτες στα παραπάνω αγαθά στην αντίληψή μας δεν ήταν άλλο τι από παράνομα κατέχοντες.

Page 190: Λαδιάρηδες.pdf

Φιλοσοφούσαμε λέγοντας: ΄΄Δεν είμαστε κλέφτες ρε....γιατί που τα βρήκαν όλα αυτά αυτοί ρε; Δεν πρέπει να ’χουμε και εμείς από όλα τα πράγματα; Μόνο μη μας πιάσουν ρε΄΄. Ήταν το αγαπημένο μας σλόγκαν. Αργότερα, πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1970 στο Βόρειο Λονδίνο, ήμουν ο μόνος από τους πέντε γονείς που δεν έδειρε το γιο του μπροστά στους μπάτσους όταν τα παιδιά είχαν κάνει τη λαδιά τους....αλλά εξηγηθήκαμε....μόνοι μας αργότερα στο σπίτι. Ήξερα ότι τα παιδιά που δεν έκλεβαν (συνήθως ψιλοπράγματα από το ΄΄WOOLWORTHS΄΄) ήταν μια μικρή μειοψηφία, συνήθως μαμοθρεφτα-λαλάκηδες και σίγουρα ήταν απομονωμένοι από τους άλλους σαν ΄΄σπασίκλες΄΄. Η Νέα Σμύρνη δεν ήταν πλέον οι εκατό προσφυγικές οικογένειες που ρακένδυτοι και ταλαίπωροι άραξαν το 1924 στο διπλανό μας προάστιο που ονομάστηκε Νέα Σμύρνη. Σιγά-σιγά νοικοκυρεύτηκαν, έφτιαξαν ποδοσφαιρική ομάδα το 1940 που την ονόμασαν ΄΄ΠΑΝΙΩΝΙΟ΄΄. Να σιγά-σιγά και η Αγία Φωτεινή, η εκκλησία με το ορίτζιναλ τέμπλο, την Αγία Τράπεζα και πλήθος εικόνες. Να και οι σπιταρόνες με θαυμάσιους κήπους, που περιδιαβαίναμε εμείς οι αυτόχθονες με το στόμα ανοιχτό. Ήμασταν της γνώμης ότι η κλοπή προϋπήρξε της ιδιοκτησίας. Λέγαμε μάλιστα: ΄΄Ρε, τα ζώα δεν κλέβουν; Εμείς είμαστε μαλάκες να μην κλέβουμε;΄΄. Κάναμε οργανωμένα ΄΄ντου΄΄ στην πλούσια γειτονική μας συνοικία, Νέα Σμύρνη. Δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή η Νέα Σμύρνη ήταν νέα συνοικία με νεόπλουτους νοικοκυραίους, με μεγάλα σπίτια και θαυμάσιους κήπους, είχε καθιερωθεί από τις φτωχογειτονιές γύρω-γύρω, Κατσιπόδι, Μπραχάμι, Καλλιθέα, Πετράλωνα, Γούβα σαν ο ιδανικότερος τόπος για κλοπές. Λέγαμε συχνά: ΄΄Πάμε ρε στη Νέα Σμύρνη για κλέψιμο;΄΄. Επιστρέφαμε σίγουρα με λάφυρα. Ρόδες, μπρούτζο, μπακίρια, φρούτα, ακόμα και με λουλούδια!

Page 191: Λαδιάρηδες.pdf

Φτιάχναμε συμμορίες, αλλαγμένες κατά διαστήματα. Ο Κόχραν, ο Πορδόλιας, ο Στελλάκης ή κουνέλι, η Μουτσούνα, ο Κάκας, ο Βδελάκιας, ο Μπέμπης, ο Τσότρας, ο Πατσάς, ο Κουνέλας, ο Διονύσης, ο Μπιρμπιλής, η Κωλότσεπη και άλλοι. Μερικοί έπιαναν την κουβέντα της νοικοκυράς και οι άλλοι έκλεβαν αβέρτα. Κατόπιν γραμμή, τρεχάλα στου Κάπρου το σπίτι για πούλημα. Η Νέα Σμύρνη ήταν λοιπόν ο ιδανικότερος τόπος για κλοπές. Οι πιο άσχετοι φυλούσαν τσίλιες, άλλοι χτυπούσαν τα κουδούνια ρωτώντας δήθεν ότι ψάχνουν τον κύριο Παπαδόπουλο.... Αν δεν υπήρχε κανείς, το σπίτι ρήμαζε μέσα σε ένα λεπτό. Να τα φρούτα, κάτω τα μπακίρια, να τα κόκαλα, να τα παιγνίδια μέχρι και αυγά, ψωμοτύρι, ότι έπεφτε στο χέρι μας. Τύποι σαν τον Κόχραν, τον Τζόβα, την Μουτσούνα, τον Κάκα και προπάντων το Κουνέλι ήταν μερικοί από τους οποίους έλεγαν ότι τους γαργαλιέται το χέρι και είναι φτιαγμένο μόνο για αρπαγή και ψείρισμα. Αργότερα, στη μοιρασιά, είχαμε φασαρίες. ΄΄Ρε, μόνο φρούτα, μπακίρια, παιγνίδια και ψωμοτύρι δεν είπαμε; Τι δουλειά έχει αυτός ο πίνακας και το βάζο;΄΄. Οι άλλοι που ν’ ακούσουν. Ότι έβλεπε το μάτι τους κατευθείαν στο σακούλι. Πολλές φορές, οι ΄΄μπουκαδόροι΄΄ το ’σκάγανε και ερχόντουσαν αργότερα, με λιγότερα πράγματα στου Κάπρου το σπίτι, λέγοντας ότι τους κυνήγησαν. Κανείς δεν τους πίστευε. Ποτέ! Τους πιάναμε αργότερα όταν προσπαθούσαν να πουλήσουν σε άλλους κρυφά τα κλεμμένα από άλλους, αλλά δικά μας εμπορεύματα. Την περιουσία μας, όπως συχνά λέγαμε.... Οι πιο οργανωμένοι ήταν ο Κάκας, ο Βδελάκιας, η Μουτσούνα και συναγωνίζονταν για την πρωτιά ο Κόχραν και ο Στελλάκης το Κουνέλι. Και οι δυο τους ήταν κατεργάρηδες, σουπιές, παγαπόντηδες, σκέτοι λέρες.

Page 192: Λαδιάρηδες.pdf

Ο Στελλάκης είχε ανακηρύξει την αρπαγή σαν μορφή εργασίας. Άρπαζε τα πάντα. Είχε μηχανάκι από τα δέκα του χρόνια. Για εξάτμιση είχε μια σωλήνα που μέτραγε πάνω από 100 decibel. Έκλεβε το τζιπ του πατριού του και μας έκανε βόλτες. Πάντα είχε το λαστιχάκι και ρουφούσε βενζίνη από τα άλλα αμάξια. Είχε μεγάλο στοκ από φανάρια και ρόδες για ανταλλακτικά. Κλεφτρόνι πρώτη σειρά. Οι πιο καχεκτικοί αλλά αίλουροι στο σώμα, σαν το Στελλάκη το Κουνέλι είχαν αποκτήσει τη διαβολεμένη πονηράδα της αλεπούς, έτοιμοι για λαδιές. Η Μουτσούνα ήταν από κιτρινιάρης έως και....μοχθηρός γιατί ο αδελφός του ήταν ο Γιώργος, ο γνωστός το ΄΄τέρας΄΄ ή το ΄΄σώμα΄΄. Το Κουνέλι είχε πατριό έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Σπάνια έφταναν στα δικαστήρια οι υποθέσεις του. Καθάριζε ο πατριός του, ο μπάτσος. Το Κουνέλι μπορούσε να ανοίξει καυγά με οποιονδήποτε στο λεφτό. Μπουρδούκλωνε τους πάντες με τα πάντα, βγαίνοντας τις περισσότερες φορές λάδι. Δεν άφηνε τίποτα. ΄΄Ότι έβλεπε το μάτι, το ’φτανε το χέρι του΄΄. Τόσο μακρύ χέρι! Φρούτα, μπακίρια, παιγνίδια, ανταλλακτικά, κόκαλα, ακόμα και από ΄΄φίλους΄΄ σαν το γιο του Μποράκη που τον έλεγαν ΄΄μαμούχαλο΄΄. Τους είχε ταράξει όλους. Απέφευγε τον ΄΄ακούμπα΄΄ τον κυρ Γιώργο τον παλιατζή γιατί ΄΄μας τρώει το ψωμί μας, τσάμπα΄΄ έλεγε συνεχώς, μοσχοπουλώντας τα σε γνωστούς ή φίλους. Ήταν ο τύπος του λαδιάρη πιτσιρικά με ανεπτυγμένες για την ηλικία του ικανότητες. Ικανότητες σαν του κατεργάρη, παγαπόντη, σουπιά και λέρα. Το μεγαλείο του αλανιάρη πιτσιρικά μετατράπηκε με κόπο ή δίχως κόπο σε μια παγερή μουτσούνα ενός άκρως επιτυχημένου μεγαλοβιομήχανου, νόμιμου πλέον (και καθωσπρέπει) μεγαλοκλέφτη της υπεραξίας εκατοντάδων εργαζομένων κατά....τον Μαρξ.... Στα ΄΄holidays΄΄ μου στην Αθήνα ήταν από τους πρώτους που επισκεπτόμουν από το Λονδίνο. Παρατηρούσα ότι όλα

Page 193: Λαδιάρηδες.pdf

(ανεξαιρέτως όλα) πέρναγαν από την προσοχή του. Από παραγγελίες εκατομμυρίων έως ΄΄πόσο απορρυπαντικό πήρες κυρά Μαίρη; Πεντόκιλο; Γιατί; Χάθηκε μικρότερο κουτάκι; Του ½ κιλού ας πούμε....΄΄. Το μόνιμα άγρυπνο πνεύμα, το ανοικτό αυτί και προπάντων η αναπτυγμένη όσφρηση στον υπέρτατο βαθμό ήταν σε τέτοια υψηλή θέση ανεβασμένα όπου κανείς και σε κανένα Πανεπιστήμιο δε θα μάθει ποτέ....να προλαβαίνει τις τυχόν λαδιές (ακόμα....και στη σκέψη!) των άλλων. Άλλωστε ο Στελλάκης το Κουνέλι μάλλον δεν πήγαινε σχολείο. Στο δημοτικό κάτι φοβέρες ο πατριός του ο μπάτσος, κάτι ΄΄καλάθια΄΄ με αυγά η μάνα του, πέρναγε άνετα τις τάξεις παρόλο το μόνιμο σκασιαρχείο και τις αμέτρητες λαδιές του. Όταν ήρθε στην Αγγλία για ΄΄μπίζνες΄΄ μου παραπονέθηκε ότι όταν εκνευρίζεται βγάζει κάτι ΄΄καργιόλια΄΄ (εξανθήματα) σαν καντήλες στο δέρμα του τα οποία εξαφανίζονται όμως την άλλη μέρα. Κλείσαμε ραντεβού στην ΄΄HARLEY STREET΄΄, στους ΄΄SPECIALISTS΄΄. Ο γιατρός απεφάνθη (αφού διαπίστωσε πρώτα ότι είναι αγχώδης τύπος, γεμάτος stress και ότι περνάν όλα από τα χέρια του στο εργοστάσιο) να αποφεύγει τις πολλές υπευθυνότητες και να τοποθετήσει άλλους υπαλλήλους σε υπεύθυνα πόστα. ΄΄Για να τραβάνε αυτοί τη ‘λέζα’ ρε Στελλάκη΄΄, συμπλήρωσα σε ελεύθερη ΄΄Κατσιποδιώτικη΄΄ μετάφραση. Επίσης του πρότεινε να κάνει μπάνια δυο-τρεις φορές το χρόνο στην Κασπία Θάλασσα που υπάρχει μπόλικο αλάτι, ιώδιο και άλλα ευεργετικά για την περίπτωσή του ορυκτά μέταλλα. Πριν καλοτελειώσω τη μετάφραση μου λέει ο Στελλάκης: ΄΄Τελειώσαμε με τον Ντόκτορα; Πάμε τώρα απέναντι στου μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα της μαντάμ Τισώ που μου υποσχέθηκες΄΄. Και αφού βεβαιώθηκε ότι ο γιατρός δεν ξέρει ΄΄γρι΄΄ ελληνικά, μου ξεφούρνισε σε άπταιστα ΄΄αποδανά΄΄:

Page 194: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Τι λειέ ρε ο λακασμά, ο τροσγιά λοστρέ ναιεί; Στουπέ να πα να μηθειγά΄΄. ΄΄Και γιατί μου μίλησες ανάποδα ρε Στελλάκη;΄΄, τον ρώτησα αργότερα έξω. ΄΄Δεν σου ’χω εμπιστοσύνη ρε, μπορεί να καταλάβαινε ο γιατρός και θα μου ’στηνες κάνα χουνέρι....Ρε, το μόνο που άξιζε απ’ τον τρελογιατρό ήταν η κρέμα που μας έδωσε΄΄. Μόλις μάθαινε ότι θα ’ρθω στην Ελλάδα πέφτανε αμέσως τα τηλέφωνα: ΄΄Στοχρή, τις κρέμες ρε μην ξεχάσεις΄΄. Κάποτε βρήκα μια άκρη με έναν φαρμακοποιό πονηρό και δίχως συνταγή μου ’δωσε καμιά δεκαριά σωληνάρια. Τα ’χωσα κρυφά δίχως τα κουτιά μέσα σε σώβρακα, σε φανέλες, στα μανίκια, στα παπούτσια, ανάκατα μέσα στην παραφορτωμένη βαλίτσα (ξεπερνώντας το χτυποκάρδι από εκείνη την ΄΄απαίσια φάρα΄΄ μερικών τελωνειακών που χώνανε τη μύτη τους παντού) τα πήγα καμαρωτός-καμαρωτός στο φίλο μας το Στελλάκη το μεγαλοβιομήχανο της δεκαετίας του 1980. ΄΄Να ρε, να ’χεις για κανά δυο χρόνια΄΄. Δύσπιστος, ακόμα και σε μένα, ρώταγε για τα κουτιά: ΄΄Γιατί είναι στραπατσαρισμένα, μήπως είναι μάπα, μήπως σε ρίξανε και που είναι η απόδειξη;΄΄. Τρελάθηκα! Νόμιζε ότι τον ΄΄έτρωγα΄΄. ΄΄Μη θυμώνεις σε Στοχρή, για να ξέρουμε τι μας γίνεται΄΄, απάντησε απαθέστατα, στραβώνοντας και μάγκικα το κάτω αριστερό του χείλος. Κατάλαβα.... Το σπίτι-παλάτι του ενός δις, οι πεντακοσάρες SL MERCEDES και τα πολυτελή γιωτ δεν γίνονται ούτε με ευαισθησίες, ούτε με ΄΄βρωμόγελα΄΄ αλλά ούτε με ρεψίματα και πορδές, όσο δυνατά κι αν είναι. Θέλει συστηματική παρακολούθηση στους πάντες και στα πάντα (THE BIG BROTHER IS WATCHING YOU), ακόμα και στα πιο μηδαμινά, σωστές επιλογές συνεργατών και πελατών, ένα κάρο γεμάτο ΄΄προσεγμένες κατσικανιές΄΄ που έχει σχέση με διακίνηση χρηματικού κέρδους, πλήθος νομικών, λογιστών,

Page 195: Λαδιάρηδες.pdf

συμβούλων, ατσάλινη πειθαρχία και α-συνδικαλισμό μέσα στο εργοστάσιο, και προπάντων η αντίληψη ότι ΄΄τύχη δεν υπάρχει΄΄ αλλά πολλές συγκυρίες που αν εσύ δεν εκμεταλλευτείς την κατάλληλη στιγμή, χάθηκες. Το Στελλάκη όχι μόνο δεν τον έφαγε το μαύρο φίδι και η μαρμάγκα αλλά είναι και στην κορυφή της διεκδίκησης για το ΄΄TOP΄΄ βραβείο πετυχημένου αυτοδημιούργητου από παιδί-λαδιάρη σε πάρα πολύ χοντρό πορτοφόλι, να....ούμε. Χάθηκε όμως από την αυτοσυντήρητη αγνή αλαναρία. Για πάντα. (;) Δυστυχώς;....Μπορεί ναι, μπορεί όχι....Ανάλογα....Τα κόζα....Πάλι να....ούμε.

.............................

Στου Καπερώνη τα σφαιριστήρια οργανώναμε την κάθε λαδιά μας. Όλοι ήμασταν ΄΄απίκου΄΄, στην τσίλια. Από την απλή πλάκα έως τη χοντρή αρκουδιά. Εναντίον στον καθένα μας ξεχωριστά και όλοι μας ενάντια σε όλους τους άλλους. Ανάποδα οι ΄΄τρεις σωματοφύλακες΄΄. ΄΄Ουαί κι αλλοίμονο΄΄ αν κάποιος έλειπε απ’ την παρέα κάποια βράδια, ειδικά όταν είχε ανέβει ψηλά ο πυρετός της πλάκας και τα ’χαμε και ψιλοπιεί. Κάποτε, γύρω στο 1955, ξανασκάβανε τον κεντρικό δρόμο στη Βασιλίσσης Σοφίας και σε κάποιο σημείο το πεζοδρόμιο είχε ΄΄ανέβει΄΄ κοντά το μέτρο. Στου Μάκη το πεζοδρόμιο τα δύο δέντρα ήταν σχεδόν ξεριζωμένα. Ξεχερσώσαμε το ένα και σούρνωντάς το το πήγαμε (ήταν μετά τα μεσάνυχτα) και το τοποθετήσαμε, κλείνοντας την είσοδο στου Καπερώνη όταν ήταν μέσα οι δυο γνωστοί μας μπάτσοι, ο Ανδρέας ο κοντός και ο Νίκος ο βεσπάκιας. Ίσως πέρναν το ΄΄δελτίο΄΄ μπεκρουλιάζοντας.... τσάμπα, ως συνήθως. Εμείς κρυμμένοι στη γωνιά χασκογελάγαμε κατευχαριστημένοι για το πάθημα των μαντρωμένων μπάτσων.

Page 196: Λαδιάρηδες.pdf

Η μάνα του Μάκη ήταν μια ομορφογυναίκα Κεφαλλονίτισσα και αρκετά αυταρχική, ήθελε όλοι να κάθονται σούζα μπροστά της. Κατάφερε ακόμα και τον κυρ-Μηνά τον άντρα της (έναν πρώην αρχιμαρξιστή, ενεργό μέλος στο συνδικάτο μπετόν-αρμέ στο μεσοπόλεμο, εποχής Γιωτόπουλου, Δεκαμπή-Μαστρογιάννη) να τον κάνει ΄΄νοικοκυράκο΄΄ και να αράξει στα ΄΄αυγά΄΄ του, όταν δεν το είχαν καταφέρει ούτε τα ΄΄ιδιώνυμα΄΄ του Βενιζέλου, ούτε και τα ΄΄ρετσινόλαδα΄΄ του Μανιαδάκη.... Στην κηδεία του (τον Ιούνη του 1967) μ’ αρπάξαν δυο μπάτσοι και παραμάσχαλα με πήγαν στο τμήμα. Μόλις είχα ξεμπαρκάρει τρίτος μηχανικός από το φορτηγό βαπόρι ΄΄M/V SAS΄΄ του Σιγάλα από Κωστάντζα Ρουμανίας, ερχόμενοι από Περσικό Κόλπο μέσω Σουέζ. Και δώστου οι ερωτήσεις: ΄΄Και τι κάνατε στη Γερμανία από το 1963-1966;΄΄. ΄΄Δούλευα΄΄. ΄΄Μετά;΄΄ ΄΄Παντρεύτηκα΄΄. ΄΄Σε εκκλησία; Γιατί δεν παντρεύτηκες στην Ελλάδα;΄΄ Πολύ γουστάριζα να του πω: ΄΄Γιατί στην Ελλάδα θα στηνόμουν σαν τον όμορφο γαμπρό, βλάκα, μπάμια και ξενέρωτο μπαγλαμά να περιμένω σαν το κωθώνι την μελλοντική μου συμβία. Γιατί θα με φιλάγανε όλες οι άσχημες θείες, θα μου άλειφαν τη μάπα με φτηνιάρικα κραγιόν και θα ρούφαγα όλη τη μαγεία της ανάσας από το χθεσινό τζατζίκι, σκορδοστούμπι, σπληνάντερο, γαρδούμπα και κρεμμυδοσαλάτα. Άσε τα κουφέτα, το ρύζι και τα βότσαλα που θα ’τρωγα στην καρδάρα μου απ’ τους ΄΄ευγενέστατους΄΄ φίλους μου μαζί με τα χοντρά ειρωνικά σχόλια των αμετανόητων μπακούρηδων. Και για άλλα τόσα ρε μαλάκα μπασκίνα΄΄, θα γουστάριζα να του βροντοφωνάξω μέσα στη μούρη του. Το ότι κορόιδεψα τον Ορθόδοξο παπά του Ντόρντμουντ και μας πάντρεψε ΄΄PRIVE΄΄ μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο στο ΄΄LUDGEN DORTMUND΄΄ με μια κουμπάρα μόνο και να μην ψέλνει δυνατά και να μην έρθει με τα παπαδίστικα

Page 197: Λαδιάρηδες.pdf

καλυμμαύχια και αυτά δεν τα είπα στον αρχιμαλάκα και περίεργο μπάτσο. Όσο για το συνδικάτο της βαριάς βιομηχανίας μετάλλου (I.G.M.) της Γερμανίας που ήμουν ενεργό μέλος, ούτε κουβέντα. Δεν ξεφούρνισα λέξη για το ότι ήμουν επίσης μέλος και στο συμβούλιο με όλους τους αριστερούς σαν τον τροτσκιστή Βαγγέλη Σακάτο, τον σοσιαλδημοκράτη του S.P.D. Κάρολο Παπούλια, το σταλινικό Χρήστο Σάκκο, το Γιάννη Χανούμη και άλλους και απαρτίζαμε την παράταξη της ΄΄Εργατικής Κοινότητας Κολωνίας΄΄ σε αντίθεση με το δεξιάς απόκλισης ΄΄Ελληνικής Κοινότητας Κολωνίας΄΄. Ο μπάτσος είχε μισοπληροφορίες μάλλον από το περιβάλλον στου Καπερώνη....Ωστόσο μ’ έχωσε μέσα. ΄΄Είσαι για τη Γυάρο....΄΄ μου είπε. Πλακώσαν οι συγγενείς μου, έγινε λίγο σούσουρο στο γειτονικό τμήμα, να και ο....Μαούνης, αρχιφύλακας του παραρτήματος Ασφαλείας ΛΒ. Τους λέει: ΄΄Ρε σεις, αυτός δεν ανακατεύεται σε τέτοια. Σαματατζής είναι και τσαμπουκάς. Εγώ τον έχω στείλει δυο-τρεις φορές στα δικαστήρια για ψιλοτσαμπουκάδες. Δεν μπερδεύεται στα πολιτικά΄΄. Να ’ναι....καλά ο άνθρωπος. Γλύτωσα τη Γυάρο. Σε λίγους μήνες αργότερα όμως, θα ’ πρεπε να μουντζώνει τον εαυτό του στον καθρέπτη. Γιατί εγώ που να καθόμουνα ήσυχα με τη χούντα των Αμερικανόπνευστων καραβανάδων; Αρρώσταινα.... Έβγαινε ο καράφλας ο Πατακός στη δοκιμαστική (!) τηλεόραση μ’ ένα μυστρί στο χέρι και μόνο που τον έβλεπες ήθελες να φας το γυαλί και να....φτύνεις λάμπες, λέγαμε γελώντας....κρυφά. Στο ΄΄ασφαλίτικο ψαχτήρι΄΄ στα σπίτια μας, ο Μαούνης έλεγε συνέχεια συνοφρυωμένος ΄΄τον είχα στο χέρι μου και τον άφησα να φύγει. Τι ψάχνουμε τώρα; Το πουλάκι πέταξε μακριά....΄΄. Τον ΄΄καημένο τον Μαούνη΄΄....πολύ τον λυπόμουν όταν σκαστός απ’ την Ελλάδα των συνταγματαρχών κοίταγα λοξά έξω από το χοντρό τζάμι του φινιστρινιού του αεροπλάνου

Page 198: Λαδιάρηδες.pdf

στην πρωινή Αθήνα πετώντας προς την ΄΄ελευθερία΄΄ της ΄΄πολιτισμένης Ευρώπης΄΄ στις 4/4/1968. Πίσω μου οι ανακριτικές αρχές Γενικής Ασφαλείας και στρατιωτικής αστυνομίας προσπαθούσαν ΄΄ανταγωνιστικά΄΄ να ξετυλίξουν το κουβάρι των συλληφθέντων για να βρουν κάποια άκρη. Το πρόβλημά τους ήταν η ποιότητα της επαναστατικής οργάνωσης, το εύρος και ο βαθμός επικινδυνότητας για την τεκμηρίωση σοβαρών παραπτωμάτων κατά της καθεστηκυίας τάξης τους. Α! Και την ΄΄εύφημων μνεία΄΄, κανά γαλόνι στο βαθμό τους και το σπουδαιότερο, περισσότερα χρήματα στο ρουφιανομισθό τους.... ΄΄Γιατί ρε; Εμείς δεν ξεπατωνόμαστε και δεν ιδρωκοπάμε να τρέχουμε πίσω από τα κωλοκουμμούνια; Πως να αγοράσω της γυναίκας μου γούνα ρε; Να κλέψω;΄΄. Πίσω επίσης έμενε ΄΄η στάχτη και η μπούρμπερη΄΄ στις μπίζνες με τα μεταχειρισμένα ανταλλακτικά από τη Δ. Γερμανία και το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Και προπάντων πίσω έμεναν η γλυκιά αγαπημένη σύζυγος, ο πολυαγαπημένος δεκάμηνος γιος μας και οι βαθύτατα ανησυχούντες συγγενείς τους οποίους δεν ΄΄άκουγα΄΄ να ΄΄κάτσω στα αυγά μου και εγώ΄΄. ΄΄Εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα;΄΄. Πριν βγούμε από το F.I.R. του Ελληνικού εναέριου χώρου, στον ορίζοντα άρχιζε μια νέα οικογενειακή περιπέτεια. Ξεκίνησε σε λίγο στη εξορία του Λονδίνου και τελείωσε τριάντα περίπου χρόνια μετά, μέσα σε μια παγερή αίθουσα Δικαστηρίων Νο 13 και αριθμού πινακίου 67, για διαζύγια.... Την ΄΄αντιδικία΄΄ του διαζυγίου (ζήτω....ο Μεσαίωνας) δίκασαν τυπικοί δικαστικοί υπάλληλοι με βαριεστημένες ερωτήσεις προς τους μάρτυρες, τις οποίες ακούσαμε το λιγότερο καμιά πενηνταριά φορές. Ίδιες και απαράλλαχτες. ΄΄Ορκίζεστε να πείτε την αλήθεια;΄΄ ΄΄Μάλιστα΄΄. Οι περισσότεροι ψέματα. ΄΄Πότε παντρεύτηκαν;΄΄ ΄΄Το 1964 στη Δ. Γερμανία΄΄. ΄΄Πότε χώρισαν;΄΄

Page 199: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Το 1987΄΄ ο σωστός μάρτυρας. ΄΄Το 1993΄΄ ο ψευδομάρτυρας. ΄΄Τι σας κάνει να λέτε ότι δεν χώρισαν το 1987 αλλά το 1993;΄΄. ΄΄Άλλωστε, σύμφωνα με την υπέρβαση της τετραετούς διάστασης, το διαζύγιο το παίρνει ο ενάγων σύζυγος, ανεξάρτητα από πολιτικές, θρησκευτικές ή περιουσιακές διαφορές με το σύστημα του αυτόματου διαζυγίου΄΄. Απάντηση της μάρτυρος: ΄΄Γιατί σε μια σοβαρή οικογενειακή κηδεία ο ενάγων καθάριζε.....ψάρια΄΄. ....Και χάχανα στο δικαστήριο. Εύθυμη νότα στην παγερή αίθουσα Νο 13, πινάκιο 67. Το καλαμπούρι των αξιότιμων και σοβαρών κατά τα άλλα δικαστών μεταφέρεται αργότερα στις συζητήσεις στο γνωστό τους ταβερνείο μετά γέλιου, οίνου, ρεψίματος, σκορδοστουμπιού και λακέρδας. ΄΄Αχ καλέ, τι άκουσα πάλι σήμερα στο δικαστήριο, που να σας τα λέω....΄΄. ΄΄Α! Πες μας, πες μας΄΄, να εκλιπαρεί το φιλικό ακροατήριο. Η εγχείρηση του δικαστηρίου τελείωσε. Τι είναι....δέκα χρόνια διαδικασίας-φθοράς μπροστά στο ράμφισμα ενός πουλιού το οποίο ραμφίζει μια φορά κάθε χρόνο ένα βράχο σαν το Λυκαβηττό και όταν τον εξαφανίσει θα ’χει περάσει τόσος χρόνος όσος....μια στιγμή της αιωνιότητας; Να μην έχουμε και σοβαρά παράπονα από τη σβελτάδα της Ελληνικής Δικαιοσύνης....κύριε Αϊνστάιν μας, με την κατά τα άλλα ακαταλαβίστικη και αλαμπουρνέζικη θεωρία σας.... Και αφού η προληπτική θεραπεία για τη σωστή διάσωση του γάμου απέτυχε παταγωδώς, οι μισοί χωρισμένοι άντρες γλυκοκοίταζαν τις άλλες μισές χωρισμένες γυναίκες, με ερωτική σημασία για την αιώνια έλξη του αντίθετου φύλου. ΄΄Ποιος είπε ότι ο άνθρωπος είναι μαζόχας;΄΄. ΄΄Σιγά μην έλεγε ψέματα....΄΄.

..........................

Page 200: Λαδιάρηδες.pdf

Η κυρία ΄΄Μηνού΄΄, η μάνα του Μάκη, κάθε πρωί μα κάθε πρωί πότιζε το ένα δέντρο, μπας και το γλυτώσει από το πέσιμο. Πάμε ένα βράδυ εμείς (και ο Μάκης μαζί) και το χώνουμε στην άλλη μεριά του πεζοδρομίου.....Το βράδυ περιμέναμε με αγωνία το Μάκη να μας πει με κάθε λεπτομέρεια τα συμβάντα. ΄΄Ρε σεις, ήμουν ξύπνιος από τα άγρια χαράματα, κρυμμένος, και κοίταγα τη μάνα μου που με το ποτιστήρι πήγε κατευθείαν αριστερά και με γουρλωμένα μάτια στην αρχή και ξύνοντας το κεφάλι της με απορία φώναζε στον αγουροξυπνημένο πατέρα μου....΄΄. ΄΄Μηνά, Μηνά, μας κλέψαν το δέντρο΄΄. Ο δε γέρος μου να λέει: ΄΄Τρελή είσαι, να το δέντρο, απ’ την άλλη είναι, λάθος κάνεις΄΄. Ποτέ δεν ΄΄μάσησε΄΄ η κυρά Μηνού, παρά τη βεβαίωση και της κυρά Νούσαινας από απέναντι που της έλεγε και αυτή ακριβώς, ότι και ο κυρ Μηνάς. Αργότερα, αρκετά μεγάλοι, ο Μάκης, ο Κώστας ο Πολίτης, ο Ξεφλούδας, ο Λάκης ο Παναγιωτόπουλος, λέγαμε φωναχτά από το διπλανό δωμάτιο, δήθεν κρυφά, ότι χαζομάρα, αρλούμπα, σαχλαμάρα και μαλακία, δεν θα ’πρεπε να ακούσει η πάντα τζοχαδιασμένη Κεφαλονίτισσα. Ερχόταν ξαφνικά με μια τηγάνα και μας κυνήγαγε. ΄΄Ου! να μου χαθείτε κοτζάμ μαντράχαλοι και λέτε τόσες βλακείες....΄΄. Η γλυκιά μας η κυρά-Ρήνη στα ενενήντα της μόνη, με γεμάτη νοσταλγία για τα παιδικά μας χρόνια, όταν της θυμίζουμε τις πλάκες πριν από σαράντα χρόνια δακρύζει.

...........................

Δίπλα από του Καπερώνη έμενε ο νοικάρης του, ο Στέφανος.

Page 201: Λαδιάρηδες.pdf

Ένας σαραντάρης ο οποίος δούλευε στου Μαλτσινιώτη. Του ’χαμε βγάλει το παρατσούκλι ΄΄Θε μου συγχώρεσέ με΄΄. Φανατικός μπακούρης, δίχως όμως να τον έχουμε δει (φανερά τουλάχιστον) με γυναίκα. Ούτε έμοιαζε και για ΄΄ανώμαλος΄΄....Κάθε Μεγάλη Πέμπτη κάναμε ΄΄Meat Party΄΄. Μαζεύαμε κονσέρβες, λουκάνικα, αυγά, τυριά και ΄΄ουζάραμε΄΄ στο σπίτι του. Να τα κέφια και κίνητρο για χοντρές λαδιές, ακόμα και για ΄΄αρκουδιές΄΄. Η ιδέα έπεσε και ήταν ΄΄βάλσαμο΄΄! Στου Στρατάκου την ταβέρνα, στην οδό Αρτάκη κοντά, δίπλα από το Κατσιπόδι, γίναν οι συμφωνίες με τον ταβερνιάρη. ΄΄Είμαστε καμιά τριανταριά άτομα. Θα κονομήσεις....΄΄. ΄΄Θέλουμε να φάμε κρέας....Λυσσάξαμε από τη νηστεία΄΄. Ο Στρατάκος τα ζύγισε από δω, τα μέτρησε από κει. Είπε: ΄΄Άντε ρε μακαντάσηδες, χαλάλι σας. Αλλά ούτε μουσική, ούτε φωνές, ούτε χασκογέλα, ούτε φασαρίες, κιχ δε θα βγάλετε. Παναγίες θα ’σαστε....΄΄. Σε λίγο....είχαμε βάλει στη διαπασών τραγούδια στο τζουκ-μποξ, τα τζατζίκια και οι ταραμοσαλάτες φεύγανε από την άκρη του κουταλιού και προσγειωνόντουσαν στις μούρες μας και στους γύρω τοίχους, να και τα βαριά ζεμπέκικα, τα δυνατά ρεψίματα, οι φανερές κλανιές και τα βρωμόγελα. Λυπηθήκαμε τον φουκαρά τον ταβερνιάρη και φύγαμε. Τράβαγε τα μαλλιά του, αλαφιασμένος. Είχαμε όμως γεμίσει τις τσέπες μας κεφτέδες και κοψίδια, όταν έπεσε η χοντρή ιδέα. Ποιανού άλλου; Του Στελλάκη, που το παρατσούκλι του ήταν το ΄΄κουνέλι΄΄. ΄΄Πάμε ρε στη Ζωοδόχο Πηγή να δούμε τον Ντουρντού, τον αδελφό του Κάπρου, που δήθεν βοηθάει να στολίσουν τον Επιτάφιο, ενώ στην πραγματικότητα ψήνει γκόμενες;΄΄. Μας είδαν που τρώγαμε κρέας επιδεικτικά και τρελαθήκανε οι θεούσες. Ο δε Πορδόλιας είχε πιάσει στα δυνατά του χέρια έναν πιτσιρίκο που τον κοίταγε με βουλιμία και του ’χωσε έναν

Page 202: Λαδιάρηδες.pdf

ολόκληρο κεφτέ μέσα στο στόμα. Η γιαγιά του πιτσιρικά φρύαξε: ΄΄Φτύστο, φτύστο!΄΄. Αλλά που ο πιτσιρικάς! Το ’χε καταπιεί δίχως ανάσα και περίμενε κι άλλο. ΄΄Όχι να μου χλαπακιάσει κι όλους μου τους κεφτέδες ο τσογλαναράς΄΄, μουρμουρίζει ο Ηλίας ο Πορδόλιας που ’χε δύο κατακόκκινα σα σαγανάκι αυγά-μάτια και δυο-τρεις ΄΄κορφάδες΄΄ στο μαλλί του μπροστά, πάνω στο κούτελο. Η δε γρια αλλοφρυωμένη τσίριζε: ΄΄Ο Σατανάς, ο Σατανάς, Παναγιά μου, ο Σατανάς΄΄. Ο Αλέκος ο Ξεφλούδας έπιασε άλλη ΄΄μηχανή΄΄. Λέει δυνατά να τον ακούσουν όλοι μ’ εκείνο το ανεπανάληπτα αναιδέστατο ύφος, αφού πρώτα είχε μάθει το όνομα του φουκαρά και αγαθιάρη καντηλανάφτη. ΄΄Α! Τι θέλεις εδώ ρε; Δε ντρέπεσαι να πηγαίνεις τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα στα μπουρδέλα, στην οδό Ακομινάτου, και να μας το παίζεις θεοσεβούμενος; Ου να χαθείς! Σα δε ντρέπεσαι, θα σε κάψει ο Θεός΄΄. Το πράγμα χόντρυνε..... Την κάναμε αμέσως γιατί ο Νόμος 4.000 ήταν ο χειρότερος εχθρός μας… ...........................

Στου Καπερώνη τα σφαιριστήρια πέρναγε κατά διαστήματα όλη η ΄΄σάρα και η μάρα΄΄, όχι μόνο του Κατσιποδιού αλλά και από άλλες συνοικίες. Είχε γίνει το αναγνωρισμένο σημείο επαφής, ένα ΄΄meeting point΄΄. Πότε-πότε πέρναγε και ο Πρόδρομος ο Τσαουσάκης, ο τραγουδιστής, ο οποίος έμενε κοντά στη γειτονιά μας και τραγούδαγε για κάποιο διάστημα σ’ ένα ΄΄κέντρο΄΄ της συμφοράς κάτω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, Ερχόταν στου Καπερώνη ΄΄ντάγκλα΄΄ από το Γυαλί-καφενέ του Τζιβάνη, στάση Μωριά, εκεί που είναι σήμερα το γνωστό ζαχαροπλαστείο του Τζιβελέκα, ο οποίος με έξυπνες διαφημίσεις έχει γεμίσει λίπος και χοληστερίνη όλη τη Δάφνη και 5-6 συνοικίες γύρω-γύρω. Α! Είναι και χορηγός

Page 203: Λαδιάρηδες.pdf

αθλητικών σωματείων....ζήτω το λίπος και η χοληστερίνη....στον Αθλητισμό μας! Έμπαινε στου Καπερωνη και φώναζε με μια σπάνιου είδους μάγκικη φωνή: ΄΄Ρε Καπερωνη, τσάκω μια σφαίρα ρε! Η σφαίρα ήταν....το διπλό κονιάκ με ζάχαρη. Όταν ήταν ΄΄φτιαγμένος΄΄ από τα ΄΄έτσι και τα αλλιώς του΄΄, μας φώναζε γύρω του και έλεγε: ΄΄Ρε μαγκίτες, ελάτε ρε ν’ ακούσετε ιστορίες από τη Νέα Υόρκη ρε΄΄. Μας έλεγε για φασαρίες, για καυγάδες, για κυνηγητά και ΄΄τάκα-τάκα το τακουνάκι που λέτε βλάμηδες, ακουμπάγανε στο σβέρκο μας όταν μας κυνήγαγε η συμμορία των απογόνων του....Αλ Καπόνε, ρε΄΄. Εμείς....χοντρό γαζί: ΄΄Ναι ρε Πρόδρομε; Τι λες ρε;΄΄. Ο δε εφτατσόγλανος Στελλάκης η Κουνέλι του ’χε ήδη καρφιτσώσει από την πρώτη στιγμή χαρτάκι στην πλάτη που έγραφε: ΄΄Είμαι μπαγλαμάς΄΄. Τους βαρύμαγκες δεν τους πολυγουστάραμε. Δεν ξέρω γιατί.... Μιλάγανε βαριά, κοφτά, σηκώνανε τον δεξί τους ώμο, είχανε οδοντογλυφίδα στο στόμα και κάνανε ένα θόρυβο με το δόντι τους και τη γλώσσα κάτι σαν τσι, τσι, τς, τς ή κάπως έτσι. Λέγανε χοντρά μούσια, κάνανε τους νταήδες, ενώ τις περισσότερες φορές τρώγανε ξύλο. Αν ξετρυπώναμε κάποιον, αφού τον αφήναμε να εκδηλωθεί ελεύθερα και να λέει χίλιες ψευτομαγκιές, τον κουκουλώναμε, να τα γιαούρτια, να νερά, τρελαινόμασταν.... Σιγά-σιγά αρχίζαμε και κάναμε λαδιές μεταξύ μας, αφού ήδη είχαμε κλειδώσει με άλλα λουκέτα τα ρολά πολλών μαγαζιών που δεν γουστάραμε για τον άλφα ή βήτα λόγο. Τους μπανίζαμε το πρωί που μάταια προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν το μαγαζί. Άλλοτε αλλάζαμε την από τσιμεντόλιθους μάντρα και βάζαμε την πόρτα στην άλλη πλευρά, στη μάντρα οικοδομών, δίπλα από του Καπερώνη.

Page 204: Λαδιάρηδες.pdf

Όποιος έφευγε πρώτος για ύπνο το βράδυ την είχε βαμμένη.... Μια φορά βάψαμε το σπίτι του Αλέκου του Ξεφλούδα κατάμαυρο. Την άλλη μέρα ο ΄΄θρασύπουστας΄΄ Ξεφλούδας μας την έσπασε. Τσιμουδιά, δεν είπε τίποτα. Ούτε και τις άλλες μέρες....Το άφησε έτσι δήθεν να περάσει απαρατήρητο, παίρνοντας όμως μέρος σ’ όλες τις λαδιές στο μέλλον, προς όλους μας, δεν έχασε καμιά λαδιά. Τέτοιος ήταν ο Ξεφλούδας. Ο Μάκης στο σπίτι του είχε μια τεράστια ξύλινη εξώπορτα η οποία συνεχώς ΄΄κρέμαγε΄΄ από τους μεντεσέδες, έτριζε και για να την ανοίξεις ή να την κλείσεις έπρεπε να την σηκώσεις. Η μάνα του Μάκη, η κυρά Μηνού, έκανε χοντρά καθημερινά παράπονα στον άντρα της, τον κυρ Μηνά, ο οποίος ήταν και εργολάβος οικοδομών. Έβαλα κάτω απ’ την πόρτα χοντρή άμμο θαλάσσης και τότε ήταν να σου πάρει τ’ αυτιά ο θόρυβος της πόρτας. Όλη η γειτονιά ξεσηκώθηκε από την κυρά Μηνού που φώναζε και έβριζε κεφαλλονίτικα. Ο Μάκης σχεδίαζε την αρκουδιά του για ένα μήνα με άκρα μυστικότητα. Κάποτε έκανα ένα λάθος να φύγω πρώτος, αφού με είχαν ψιλοσουρώσει. Το πρωί χαράματα ακούω τη μάνα μου να φωνάζει έντρομη: ΄΄Παναγιά μου, δεν έχουμε πόρτα. Που είναι η πόρτα;΄΄. Όλη τη νύχτα μου χτίζανε την πόρτα με τσιμεντόλιθους, ακόμα και με λάσπη! Ήταν όλοι τους εκεί....Μόνο εγώ έλειπα.... Μια φορά ο Μάκης άφησε μουστάκι. Τρελαθήκαμε από τη μανία να του το κόψουμε. Να τα σχοινιά, έτοιμοι και οι διπλόκομποι. Το ΄΄σχέδιον κόψιμο μυστακίου΄΄, όπως το λέγαμε, ήταν στο φόρτε του. Που να κάνουμε όμως ΄΄ζάφτι΄΄ τον Μάκη, που με την ιδέα ότι θα τον δει μια ΄΄σκορδόπιστη΄΄ στις Κουκουβάουνες δίχως μουστάκι, γινόταν θηρίο ανήμερο.

Page 205: Λαδιάρηδες.pdf

Πάνε τα σχοινιά, φάγαμε και κάτι αγριοκλωτσιές από τις αρβύλες του Μάκη, πάει και η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή του αδελφού μου από το HONG KONG, γίναμε μαντάρα και ένα μάτσο χάλια. Κάτι φέτες που του φύγανε από το μουστάκι, ο Μάκης τις έβαφε με μολύβι κι όταν, παίζοντας ποδοσφαιράκι, ίδρωνε, του....έφευγε το μουστάκι στο μάγουλο. Ο δε Δημητράκης ο Τούμπανης του έλεγε συνέχεια, κάνοντάς τον να λυσσάει από θυμό, να μπερδεύεται και να χάνει το παιγνίδι: ΄΄Παλιατσάρα, μην παίζεις γιατί θα ιδρώσεις και θα σου χυθεί το μουστάκι΄΄. Κάποια άλλη φορά ο Μάκης έβαλε σπιρτόξυλο μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς, στην καινούργια σιδερένια εξώπορτά μας. Το πρωί δεν μπορούσαμε να την ανοίξουμε με τίποτα. Ήρθε ο κλειδαράς. Για να καθαρίσω εγώ τη θέση μου, λέω στη μάνα μου στα ίσια: ΄΄Μαμά, το σπιρτόξυλο το έβαλε ο Μάκης και μας έχτισε και την πόρτα τις προάλλες, που όλο λες ‘τι καλό παιδί ο Μάκης, και τι ευγενικό παιδί ο Μάκης’΄΄. Το βράδυ ο Μάκης με φανερά σημάδια στο κεφάλι από τις τηγανιές, έλεγε θυμωμένος: ΄΄Παιδιά, ο Χρήστος ο Φερτάκιας πήγε στη μαμακούλα του και έκανε παράπονα΄΄. Εγώ όμως....στ’ αρχίδια μου. Γλύτωσα από τη φασαρία της μάνας μου και από τον Μάκη, ο οποίος ήρθε με ξυρισμένο το....μουστάκι! Τελικά βάλαμε τέρμα στις χοντρές αρκουδιές μεταξύ μας γιατί είχε παρατραβήξει το πράγμα. Ύστερα δε από το κυνηγητό που μας έκανε ο πατέρας του Κώστα του Πολίτη, όταν ο Μύξας τη νύχτα φώναζε πάντα για να ξυπνήσει ο τζοχάδας αλλά ωραίος τύπος κυρ Νίκος: ΄΄Κύριε Πολίτηη, κύριε Πολίτηηη!΄΄ και τράβαγε και ένα χοντρό βρωμόγελο που τράνταζαν τα τζαμόφυλλα, ενώ όλη η γειτονιά κοίταγε περίεργα τον κατά τα άλλα σοβαρό νοικοκύρη κυρ Νίκο....

Page 206: Λαδιάρηδες.pdf

Κάποτε βρήκαμε ΄΄γκαβαλίνες΄΄ από άλογα, από γαϊδάρους και από σκύλους, τα βάλαμε μέσα στην υδρορροή και κάναμε αέρα με το χαρτόνι για να πάει η βρώμα από τις ακαθαρσίες στην ταράτσα που κοιμόταν ο πάντα τζοχάδας αλλά ωραίος τύπος κυρ Νίκος, ο πατέρας του Κώστα του Πεπόνια και του ΄΄Μπλόφα΄΄ του Βαγγέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 ΣΤΟΥ ΜΠΟΡΑΚΗ ΤΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ Κοντά στου Καπερώνη, στον κεντρικό δρόμο της Βασιλίσσης Σοφίας, ήταν το ΄΄κουτούκι του Μποράκη΄΄. Ένα ξεφτιλέ και τρισάθλιο ημιυπόγειο, με μια βρώμικη αυλή την οποία ο Μποράκης τη σουλούπωσε. Μπερδεμένα σόγια με Αρμεναίους, με κάμποσες Αρμένισσες γριές, με περίεργες φάτσες σαν μάγισσες του Μεσαίωνα. Κάθε νύχτα στις μια το πρωί, βγαίναν και χύναν όλα τα βρομόνερα στο δρόμο από κάτι μυστήρια μπουγέλα. Μα κάθε νύχτα, την ίδια ακριβώς ώρα. Για να μη γεμίζει ο βόθρος....Αποχέτευση μηδέν. Φτιάχναμε τα ρολόγια μας, στην κυριολεξία. Μέχρι που κερδίζαμε και στοιχήματα με λεπτομέρεια ακόμα και λεπτού της ώρας. Μία ακριβώς.... Ο Μποράκης ήταν μάγκας πρώτης γραμμής. Μανάβης το επάγγελμα αλλά πήρε το ταβερνάκι του γέρου του και γρήγορα-γρήγορα το εξέλιξε σε πρώτης γραμμής ΄΄τεκέ΄΄. Έγινε γνωστό σε όλους τους μάγκες της νύχτας. Ερχόντουσαν όχι μόνο οι ΄΄μόρτες΄΄ του διπλανού ΄΄Γυαλί καφενέ΄΄ αλλά από πολλές μακρινές συνοικίες της Αθήνας, από Πειραιά, ακόμα και από επαρχία. Είχε καλό κρασί και ωραίους μεζέδες. Οι πελάτες πήγαιναν άνθρωποι και κατέληγαν κρασοφίδες. Ανάποδα....ο Δαρβίνος να ούμε. Μέσα από γνωριμίες περίεργες, από τη φυλακή, τις λαϊκές, την ψαραγορά Πειραιώς και Αθηνών και περισσότερο από την κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη, το κουτούκι γέμιζε από μυστήριους πελάτες όχι μόνο για το κρασί και τους μεζέδες

Page 207: Λαδιάρηδες.pdf

αλλά περισσότερο για το ΄΄μαυράκι΄΄, τρυπωμένο σε διάφορες ΄΄καβάτζες΄΄ γύρω-γύρω στους έξω δρόμους, ποτέ όμως μέσα στην ταβέρνα. Γινόντουσαν ομηρικοί καυγάδες για το ποσόν, την ποιότητα, ακόμα και γκομενοδουλειές. Μαζί με την ΄΄μπλέμπα΄΄ (κάτι χαλέδες, χλιμήτζουρες, σουρουκλεμέδες, σουπιές, κατεργάρηδες, λαχανάδες, βαρύμαγκες και τσάμπα....μάγκες) ερχόντουσαν και ξακουστοί ΄΄άρχοντες΄΄ της νύχτας, του τραγουδιού και του θεάτρου με τις παρέες τους και πολύ συχνά κάποιοι ΄΄αριστοκράτες΄΄ και των....τριών φύλων. Ο Μποράκης, ΄΄αλεπού ξεγυρισμένη΄΄ και πρώτος ΄΄τεκετζής΄΄, έκοβε τα ΄΄κόζα΄΄ και στους τσάμπα μάγκες τους μίλαγε ΄΄κυριλέ΄΄ για ξεφτίλα, ενώ στους ξενέρωτους αριστοκράτες κάργα μάγκικα για να τους σπάσει το αριστοκρατιλίκι τους. Στα φουά-γκρα, σολομό, φιλέτο του σεφ, σαλάντ ντε σεζώ, μπρι, σιρλόϊν στέϊκ και σατώ λαφίτ του 1918, ο Μποράκης ούρλιαζε στο γκαρσόνι, το Σάκη, που ήταν και ξεγυρισμένη αδελφή και όταν ερχόταν στα κέφια χόρευε κάτι οριεντάλ, κουνιστούς καρσιλαμάδες. ΄΄Σάκηηη! Ρίξε μια λαδόκολλα στο 10 τραπέζι, φέρε ελιές θρούμπες, ζουμπηχτό κρομμύδι, βαλε βακαλάο σκορδαλιά, κανά δυο ντομάτες με ρίγανη, σπληνάντερο, φάβα με μπόλικο λάδι, μαυρομάτικα φασόλια και μια οκά κρασί χυμαδούρα΄΄. Άκουγες: ΄΄Ω! Τρε σικ μοντιέ και γουάϊτ άι νάις πλαίης λαβ΄΄. Και δεν ξαναπηγαίνανε ποτέ πάλι οι ίδιοι… Του Μποράκη δεν του ίδρωνε το αυτί. Ήταν πασίγνωστος στα πέριξ για τους μεζέδες, το καλό κρασί, την μάγκικη ατμόσφαιρα και προπάντων το ΄΄Λιβανέζικο΄΄ και ΄΄Μπρουσαλιό΄΄ τεφαρίκι και Καϊνάρι, να ούμε! Συχνά έδιωχνε κόσμο....Άκουγες παρακάλια του μπάμια της παρέας:

Page 208: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Καλέ κύγιε Μπογάκη, έχουμε έχθει από την Κηφισιά, βάλτε μας κάπου και εμάς, μα σας παγακαλώ κύγιε Μπογάκη΄΄. Ο Μποράκης ποτέ δεν έδιωχνε τους κολλητούς του της καθημερινής βραδιάς, τον Λάσπη, τον Ντίλιγκερ, τον Πέτρο το ΄΄Θεό΄΄, τον Μπερτόλη τον ψαρά, τον Μαϊδώνη, τον Τσαουσάκη και άλλους και προπάντων το Γιώργο τον Μπακούρο. Ο Μπακούρος, ένας φουκαράς διωγμένος με τη γριά του από την Πόλη στα γεγονότα του 1955, ήταν ένας ωραίος τύπος, αλλά αυτοκαταστροφικός. Μαραγκός στο επάγγελμα, κοκαλιάρης, με ελληνοτουρκική διάλεκτο. Σπαρταράγαμε από τα γέλια όταν μεθυσμένος και πάντα μαστουρωμένος μας έλεγε ιστορίες στου Καπερώνη για τους μάγκες της Πόλης, τους ντερβίσηδες, Έλληνες και Τούρκους. Όσο για το χασίσι, είχε αναπτύξει προχωρημένες ιδέες, εντελώς αντίθετες από το F.B.N. (FEDERAL BUREAU OF NARCOTICS), λέγοντας ότι ΄΄το χασισάκι κάνει καλό παντού και έχει ιστορία 3.000 χρόνων΄΄. ΄΄Μαλάκες ήταν οι αρχαίοι, ρε;΄΄, συμπλήρωνε πάντα. Έπαιζε καλό μπιλιάρδο, ήταν μπεσαλής και παρά την μπατιριά του ήταν και ΄΄κιμπάρης΄΄ και ΄΄μπακούρης΄΄. Όνομα και πράγμα. Έλεγε συχνά: ΄΄Σιγά ρε που θα παντρευτώ να γίνω μπάμιας ή πίτουρας, μπαγλαμάς, κωθώνι, μούχλας και ξενέρωτος΄΄. Και όταν σούρωνε έλεγε και άλλα εκατό τούρκικα μπινελίκια, ευχαριστημένος που εμείς δεν καταλαβαίναμε λέξη. ΄΄Να ’χω πεθερά, νύφες, κουμπάρους και να ’χω ιδιωτική μπασκιναρία μέσα στο σπίτι μου. Πίσω κουφάλες. Εμένα με λένε Μπακούρο, δεν παντρεύομαι ρεεε, δεν παντρεύομαι΄΄ και πέθανε μόνος του, γλύτωσε και το τραγούδι ΄΄στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπαίνει μες στο σπίτι΄΄. Του Μποράκη το κουτούκι είχε γίνει το ΄΄meeting point΄΄ όλης της μαγκιάς και των χασικλήδων, πλούσιων και φτωχών και δεν υπήρχε νύχτα που να μην γινόταν καυγάς. Οι γειτόνοι παραπονιόντουσαν για τα ΄΄MERCEDES΄΄ που

Page 209: Λαδιάρηδες.pdf

παρκάρανε γύρω και γουρλώνανε τα μάτια τους όταν κάποιοι ρώταγαν (όχι για πλάκα): ΄΄Σας παρακαλώ, μου λέτε που είναι η κοσμική ταβέρνα του κύριου Μποράκη;΄΄. Και όμως ήταν απ’ τις λίγες ταβέρνες που πασάριζε το ΄΄Γιάννη τον περιπατητή΄΄ (JOHNNY WALKER), το ουίσκι με ξηρούς καρπούς για τους κυριλέδες και χουρμάδες και ειδικό χαλβά στους χασικλήδες. Οι γύρω-γύρω απ’ την ταβέρνα καβάτζες ήταν γεμάτες μικροποσότητες χασίς, μέσα στις υδρορροές, μέσα στα ρολόγια της ΄΄ΟΥΛΕΝ΄΄ του νερού, πάνω στα κλαδιά των δέντρων και όπου αλλού φανταστεί κάποιος. Ένας μούλος του δημοτικού (το Βωβάκι) είδε κάποιον που έχωνε κάτι μέσα στην υδρορροή με περίεργο τρόπο και τσόγλανος και πρόωρα ανοιχτομάτης μαζί, το ΄΄ξεκαβαντζάρισε΄΄ ζούλα το ΄΄πράμα΄΄, το μύρισε, νόμισε ότι ήταν κοπριά.....και το πέταξε στον υπόνομο κάνοντας και λιάκ. Κάποτε ο Νταγιάνκα, ένας ψευτοσωματέμπορας και με λαδωμένο μαλλί αγαπητικός, ΄΄κουσουμάρισε΄΄ ένα περίστροφο όταν έβαζε πλάκες στο τζουκ μποξ και τον είδε ο νταγκλαρισμένος Μπακούρος και το σφυράει στο Μποράκη, ο οποίος έψηνε στην ψησταριά κάτι σπληνάντερα. Ο Μποράκης βρέθηκε χωμένος σχεδόν κάτω από το ψυγείο, χεσμένος από το φόβο του, πιο γρήγορος και από τον ΄΄SPEEDY GONZALES΄΄. Όταν του ’πάνε όμως ότι: ΄΄Παραμύθι Πέτρο το σιδερικό΄΄, βγήκε ΄΄παλικάρι΄΄ σωστό και κυνήγαγε με ένα μπούτι τον Νταγιάνκα στους γύρω-γύρω δρόμους για ώρα. Κάποτε του την πέσανε της ΄΄Δίωξης΄΄: ΄΄Για περάστε απ’ τη Γενική Ασφάλεια κύριε Μποράκη, το μαγαζί κλείνει και όλοι για εξακρίβωση΄΄. Ο Μποράκης βρέθηκε στη φυλακή για Τεκετζής και΄΄διακίνηση χασίς΄΄. ΄΄ Πω πω ρε Γιώργο΄΄, έλεγε στον Κόχραν που ήταν μέσα στις φυλακές Κασσάνδρας για ψιλοαπάτες, ΄΄μου φύγανε τα πάκια, πολύς τζερτζελές αδερφάκι μου να ούμε. Καλά τα

Page 210: Λαδιάρηδες.pdf

μεροκάματα (η μία, δύο) αλλά αδελφέ έπεσε η μέση μου από τα αγριτσούβαλα΄΄ που στοιβάζανε στα φορτηγά από τις αποθήκες. Όταν βγήκε έξω, το ξανάνοιξε και να πάλι δόξες το κουτούκι στο Κατσιπόδι, μέχρι το 1971 που έγινε....το φονικό: Θύμα ήταν ο Μάκης η Τηλέμαχος ή ΄΄Νταμπούχ΄΄, ένας λεβέντης τριαντάχρονος εργολάβος. Τον έφαγαν μπαμπέσικα, έξω στη γωνία, δύο κωλόπαιδα ΄΄μπες-βγες΄΄ της φυλακής. Ο ένας του μίλαγε και ο άλλος του ’χωσε μια μαχαιριά μέσα στα νεφρά από πίσω. Είπαν για γυναικοδουλειές....χάθηκε το παλικάρι. Έγινε χαμός, το κλείσανε για πάντα το περίφημο κουτούκι, που ’χε τους πιο περίεργους πελάτες, από κυριλέδες, ξενέρωτους, έως βαριά μαγκιά. Ξανά πίσω στη μαναβική ο Μποράκης, συνέταιρος με μια άλλη λέρα, το Γαβρήλο. Ο Γαβρήλος είχε διαπρέψει σαν επαγγελματίας ζητιάνος-«αόμματος»! Είχε κάτι γουρλωτά μάτια γαλανά, σα σαγανάκι ανάποδα, χειρότερα από του Πορδόλια. Γύριζε με τα δάκτυλά του τα ματοτσίνορα ανάποδα και έβαζε με μαεστρία μέσα την ψιλή φλούδα του κρεμμυδιού έτσι που το μάτι του έπαιρνε τη γυαλάδα του αόμματου, αλλά έκανε και δυο τρύπες για να ψιλοβλέπει. Δύσκολα πίστευες ότι ήταν παραμύθι. Μαζί με μια άλλη λέρα, τον ΄΄Περράκη΄΄, ήταν το ντουέτο που γύριζε τις γειτονιές και ζητιάνευε. ΄΄Καλέ κυρία, λίγα χρήματα να πάει στο εξωτερικό το αδελφάκι μου για να δει το φως του. Να σας έχει καλά ο Χριστός και η Παναγιά΄΄. Κάποτε, στο σταθμό της Καλλιθέας, έπεσαν σε μπλόκο των μπάτσων και συλλάβανε τον Περράκη. Ο άλλος την ΄΄έκανε΄΄. Οι εφημερίδες οργίαζαν την άλλη μέρα: ΄΄Συνελήφθη ο ανοιχτομάτης και το ’σκασε ο αόμματος!΄΄. Ο Περράκης, ο Γαβρήλος, ο Σπήλιος, ο Τζόβας ο Γιώργος, ο Κόχραν και άλλοι από άλλες γειτονιές δουλεύανε κατά

Page 211: Λαδιάρηδες.pdf

ομάδες την καλοστημένη μηχανή με το ΄΄εσάνς΄΄. Αφού ανακαλύπτανε τον ΄΄μπαγλαμά΄΄, κάποιο κορόιδο επαρχιώτη έξω από το σταθμό Πελοποννήσου, ή Λαρίσης και ο ΄΄ψήστης΄΄ του έπιανε την κουβέντα γλυκά-γλυκά, του ’σκαγε το παραμύθι. Τι ώρα έχεις πατριώτη, από που είσαι, και γω επαρχιώτης είμαι. Τι πράγμα είναι αυτό με τους Αθηναίους, όλοι απατεώνες είναι. Κοίτα τι πήγαν να μου σκαρώσουν. Έχω φέρει ένα ΄΄εσάνς΄΄, κάποιο φάρμακο για τα μαλλιά, ακριβό΄΄ ή τις περισσότερες φορές το πασάριζε για αφροδισιακό. ΄΄Αν ρίξεις μια σταγόνα στο ποτήρι με νερό και το πιεις δεν σου....πέφτει ποτέ, πάντα όρθιος, πάντα ντούρος....Άσε που αν το πιει η κοπέλα τρελαίνεται για σένα΄΄. Και συνέχιζε το παραμύθι: ΄΄Έχω πάει στο φαρμακείο εδώ πιο κάτω και μου δώσανε σκισμένο πεντακοσάρικο. Τους πήρα το ΄΄εσάνς΄΄ πίσω. Πολύ απατεώνες αδελφάκι αυτοί οι πρωτευουσιάνοι, πω πω τι είναι αυτοί μωρέ!΄΄. Εκείνη τη στιγμή ο ΄΄ψήστης΄΄ ξυνότανε και ο άλλος της απάτης έπαιρνε το σήμα για να επέμβει: Ήταν ο γιός δήθεν του φαρμακοποιού και του ζήταγε χίλιες συγνώμες. ΄΄Ο πατέρας μου είναι γέρος, δεν κατάλαβε καλά, έκανε ίσως λάθος, να τα λεφτά 3.000 δραχμές, να το πάρω τώρα΄΄. Ο άλλος έλεγε: ΄΄Απαπά, απαπά, όχι δεν γίνεται. Πήγε ο πατέρας σου να με κοροϊδέψει επειδή είμαι ναυτικός από νησί. Προτιμώ να το δώσω στον οποιονδήποτε, όλοι το θέλουνε, γιατί να το δώσω σε σένα;΄΄. Ο άλλος πήγαινε λίγο πιο πέρα, για να δώσει το δικαίωμα στον ψήστη να συνεχίσει το ψήσιμο. ΄΄Πατριωτάκι, πάρτο εσύ 3.000 δραχμές και πήγαινε και πούλα το στο φαρμακοποιό 4.000 δραχμές. Σ’ ένα λεπτό θα βγάλεις 1.000 δραχμές. Γιατί να βγάλει 3.000 ο Αθηναίος όταν το πουλήσει; Ας βγάλει 2.000 δραχμές΄΄. Ο άλλος έπεφτε στο ΄΄λάκκο με τα φίδια΄΄, έλεγαν ύστερα στο καφενείο και έπεφτε το γέλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ - 41 – ΤΟ ΤΡΕΛΟΧΑΡΤΟ.

Page 212: Λαδιάρηδες.pdf

Στου Καπερώνη, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, υπήρχε σ’ όλη την αλαναρία το σοβαρό θέμα της στράτευσης. Συζητήσεις επί συζητήσεων με ακραίες απόψεις για το στρατό. Η πειθαρχία ήταν το συγκεκριμένο πρόβλημα που επικρατούσε. Οι παλιότεροι αλάνηδες που υπηρετούσαν ήταν όλοι τους ‘’αλαφιασμένοι΄΄. Μπορεί οι ΄΄Μπαϊρακτάρηδες΄΄ της Μακρονήσου να μην υπήρχαν πλέον και τα διάφορα στρατοδικεία να έπαψαν ανοιχτά να δουλεύουν FULL TIME στέλνοντας στους ΄΄Παρθενώνες΄΄ της αναμόρφωσης, στους αρουραίους, στα φίδια και στις δολοφονίες στις περίφημες χαράδρες του γνωστού ξερονησιού της Μακρονήσου, δεκάδες χιλιάδες εικοσάχρονα παιδιά. Όμως το Α2, η ρουφιανιά, η ανοικτή καταπίεση των εθνικόφρονων ΄΄Ελληναράδων΄΄, το χοντρό καψόνι, η άνευ όρων πειθαρχία, η φυλακή για ΄΄ψύλλου πήδημα΄΄ σε συνάρτηση με την κακοφαγιά και προπάντων τον ελεεινό ΄΄τουπέ΄΄ των Αμερικανόδουλων νικητών του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν ανασταλτικός παράγοντας για στράτευση. Όμως στο στρατό μέσα είχαν αρχίσει οι ανοιχτές συγκρούσεις, απειθαρχία, λιποταξίες, ακόμα αυτοκτονίες και περιπτώσεις ΄΄καθαρίσματος΄΄ πέντε-έξι στρατιωτικών, ειδικά στα σύνορα με τις Ανατολικές χώρες. Αυτά όλα έφεραν το Υπουργείο Στρατιωτικών σε χοντρό δίλημμα. Όλη η απείθαρχη και πονηρή αλαναρία άρχιζε να ΄΄καθαρίζει΄΄ με προσωρινή αναβολή λόγω τρέλας. Το περίφημο ΄΄τρελόχαρτο΄΄ ήταν το μαγικό χαρτί για τους ΄΄πονηρούς΄΄ να ξεφύγουν ανώδυνα απ’ το σκληρό ΄΄κάγκελο΄΄ του στρατού εφαρμόζοντας το ΄΄σχέδιο΄΄: ούτε αυτοκτονία αλλά ούτε και καθάρισμα των καραβανάδων΄΄. Η επόμενη αναμέτρηση ήταν με τους ειδικούς τρελογιατρούς, οι οποίοι δίνανε προσωρινή αναβολή και ύστερα από δύο-τρία χρόνια, το οριστικό απολυτήριο. Μέσα στους αλάνηδες του Καπερώνη ήταν κάτι λέρες, που καθάρισαν με το πρόβλημα του στρατού αυθημερόν.

Page 213: Λαδιάρηδες.pdf

Ο Γιώργος ο Νταντάου γύρισε την άλλη μέρα. Ο Γιώργος ο Καχριμάνης και ο Ηλίας ο Πορδόλιας....την ίδια μέρα. Ήρθαν αυθημερόν στου Καπερώνη, κατασκονισμένοι και ταλαίπωροι, επιδεικνύοντας με χαρά το περίφημο τρελόχαρτο. Ο Στελάκης το Κουνέλι, ο Σπήλιος, οι Τζοβαίοι, ο Δημητράκης, η Μουτσούνα, ο Ισπουτσούκ, ο Μύξας και πολλοί άλλοι καθάριζαν στην πορεία, όσο άντεχε ο καθένας. Ο ένας σε δέκα μέρες, ο άλλος σε τρεις μήνες. Σε κάθε γειτονιά υπήρχε πληθώρα αλάνηδων-πονηρών που καθάριζαν με ΄΄τρελόχαρτο΄΄. Ήταν μεγάλη ΄΄μαγκιά΄΄ και χρειαζόταν πραγματικό ΄΄τσαγανό΄΄ για να καθαρίσει κάποιος έτσι με τσαμπουκά, με το στρατό. Όλοι τους ζηλεύαμε.... Οι πρώτοι καθαρίζοντες κάνανε....΄΄ιδιαίτερα σεμινάρια΄΄ στους επόμενους της σειράς κατάταξης, πως να συμπεριφερθούν στους καραβανάδες και πως στους τρελογιατρούς-εξεταστές. Μιλάμε για άγρια κατάσταση ταινίας της ΄΄φωλιάς του κούκου΄΄, γούρλωμα τα μάτια, βρισίδι σ’ όλους τους αξιωματικούς, χάλαγμα η σειρά, κωλοτούμπες, σκίσιμο ρούχων, μανιακό βανδαλισμό, ακόμα και χαράκωμα χεριών. Το χαράκωμα ήταν βελτιωμένη τακτική στο πιο ανώδυνο των τοξικομανών. Κράτημα το μισό ξυραφάκι πολύ κοντά στα δυο δάχτυλα, έτσι που να εξέχει ελάχιστη λάμα, σχεδόν τίποτα. Και ξυράφιασμα στο βραχίονα των χεριών. Οι πιο πονηροί απ’ αυτούς, για να είναι σίγουροι, όταν γκαρίζανε βγάζανε αφρούς απ’ το στόμα τους γιατί άλλος είχε σαπούνι μέσα, άλλος μόλις είχε φάει παντζάρια, άλλος κατάπινε το μελάνι από τις βρασμένες ακαθάριστες σουπιές και όλοι είχαν στην τσέπη λίγο μαυράκι από....του Μποράκη. Οι περισσότεροι ούτε το ήξεραν ΄΄φατσικώς΄΄, ακόμα άλλοι ούτε καν κάπνιζαν....απλό τσιγάρο. Το πιο σπουδαίο σ’ όλο το σκηνικό ήταν όταν στο ΄΄ζενίθ΄΄ της τρέλας φώναζαν, παραμυθιάζοντας τους καραβανάδες: ΄΄αφήστε με να υπηρετήσω την πατρίδα. Θα σας καθαρίσω όλους....΄΄

Page 214: Λαδιάρηδες.pdf

Άλλοι, ανάλογα τα ΄΄κόζα΄΄, σκαρφίζονταν κάτι άλλο. Στα ατελείωτα σεμινάρια στου Καπερώνη, υπήρχαν οι «τρελογιατροί» που ενέκριναν ή όχι…την κάθε προτεινόμενη κίνηση του επόμενου υποψήφιου στρατιώτη. Υπήρχε και φιλοσοφία: ΄΄Γιατί ρε να πολεμήσω εγώ; Να πάει ο Ωνάσης, οι βουλευτές, οι υπουργοί και ο βασιλιάς ρε. Εγώ τι έχω να χάσω, τη βίλα μου, το εργοστάσιο, τις μετοχές μου;΄΄. Το χαρτί έγραφε πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα: ΄΄ανώμαλος ψυχοπαθολογική προσωπικότις, μετά ανωμάλων αντιδράσεων, τάσις αυτοτραυματισμού και χρήσι ναρκωτικών΄΄. Ένα ή δύο χρόνια αναβολή και άνοιγε σίγουρα ο δρόμος για το οριστικό απολυτήριο. Μιλάμε για χιλιάδες τρελόχαρτα κάθε χρόνο. Θυμάμαι ανοίγανε τα χαρτιά εν είδει ΄΄παπύρου΄΄ πάνω από δέκα ΄΄τρελοχαρτάκηδες΄΄ και πέρναγαν δίπλα απ’ τον κατάπληκτο τροχονόμο, ανάποδα στις διαβάσεις πεζών. Δεκάδες πλάκες γίνανε σ’ όλους τους τομείς. Στα θέατρα, στο λεωφορείο, στα σινεμά, στις ταβέρνες και περισσότερο με τους μπάτσους, ακόμα και μέσα στην αστυνομία. Όλοι τους τρέμανε.... Μέσα σ’αυτούς τους σκληροτράλαχηλους πιτσιρικάδες, ο κοκαλιάρης, αλλά νευρώδης Γιάννης Τσίκης, αφού περασε όλη τη διαδικασία για το τρελόχαρτο, έγινε γνωστός στα «σεμινάρια» του Καπερώνη όταν αποδείκνυε ότι πρέπει ν φωνάζεις βροντερά ότι θέλεις να να υπηρετήσεις -τάχα μου-την …πατρίδα…για να παρεις γλήγορα το τρελόχαρτο, μαζί με όλα τα άλλα τρελά που θα έκανες. Ο Γιάννης ήταν ο άλλος της παρέας μας που το σκάσαμε και δικαστήκαμε ερήμην ένα χρόνο αργότερα από το έκτατο στρατοδικείο των Αθηνών, οι δυό στο Λονδίνο και ο Γιάννης στο Παρίσι. Τους τη φέραμε στην ΕΣΑ και την ασφάλεια, καμαρώναμε συναίχεια.

Page 215: Λαδιάρηδες.pdf

…Θα ντρεπόμουν σε όλη μου τη ζωή, αν δεν ζήταγα το λόγο να μιλήσω για λίγο μέσα (έστω) στην κατάμεστη εκκλησία, στην καθιερωμένη νεκρική μυσταγωγία. Τα βλέματα όλων αυτών που γνώριζαν τον Γιάννη μόνο σαν έναν ωραίο τύπο, άξιο σύζηγο πατέρα και τίμια εργαζόμενο, γούρλωσαν τα μάτια τους ακούγοντας δυό λόγια από έναν παιδικό φίλο και σύντροφο του Γιάννη…που δεν έκανε βούκινο την αντιδικτατορική του δράση. Σε μια εποχή της κατευθηνόμενης απαξίωσης όλων των επαναστατικών ιδεών και οραμάτων που όπλισανμε περίσιο θάρρος 2-3 γενιές του 20 στού αιώνα, μπροστά στα φασιστικά και δικτατορικά καθεστώτα, και του «πύρ» στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τις εξορίες, τα βασανιστήρια και φυλακές. Δεν συνιθίζω να φιλάω νεκρούς… Τιμή μου όμως που φίλησα το κρύο μάγουλο του σύντροφου Γιάννη, ενός άξιου επαναστάτη της γενιάς του Πολυτεχνείου και της αφύπνησης από τα πρίν λίγο «πέτρινα χρόνια», μέσα στους συνδικαλιστικούς αγώνες του Σωματείου Μετάλου, στα οικοδομικά γεγονότα 1960-61 και πρό πάντων στα Ιουλιανά του 65 και Μάη-Ιούνη στο Παρίσι το 1968.

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΓΙΑΝΝΗ:

Θα ήθελα να σας παρακλέσω να με ακούσετε για λίγο. Δεν πρόκειται να σας κουράσω. Θα ήταν λάθος να μην ακουστούν δυό-τρία λόγια εκ μέρους των παιδικών του φίλων και συντρόφων του αξιαγάπητου Γιάννη, που έσβυσε έτσι άδικα και πρόωρα. Μια ζωή στον αγώνα ο Γιάννης. Από πιτσιρίκος στα μηχανουργεία του Βοτανικού. Άξιος τεχνίτης μηχανουργός, αλλά και πρώτος από τους πρώτους (ανύληκο παιδί ακόμα) στους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες τις περισσότερες φορές στους δρόμους, για το μεροκάμματο, καλίτερες σχέσεις εργασίας, για μια

Page 216: Λαδιάρηδες.pdf

κοινωνία χωρίς πολέμους, στρατοκράτες, γραφειοκράτες, χούντες, χωρίς εκμετάλευση ανθρώπου, από άνθρωπο. Ατρόμητος επαναστάτης-διεθνιστής, ταγμένος στη επαναστατική αριστερά, κινηγημένος και καταδικασμένος ερήμην από τη χούντα. Όντας φυγόδικος και εξόριστος, δώθηκε μέχρι τα μπούνια στους αγώνες των εργατών και φοιτητών, στην επαναστατημένη Γαλλία του 1968. Όλοι γνώριζαν αυτόν το νευρώδη νεαρό με την βροντώδη φωνή που έσπαγαν τα τύμπανα, να είναι πάντα παρών στις συνελεύσεις των φοιτητικών και εργατικών συμβουλίων, στο επαναστατημένο Παρίσι. Αυτός ο συγκεκριμένος Γιάννης, χωρίς ποτέ να σβύσει το όνοιρο για μια δίκαιη κοινωνία των εργαζομένων, δεν έπαψε να είναι πάντα ένας στοργικός συγγενής, ένας τρυφερός σύζηγος και ένας θαυμάσιος πατέρας, ονοιρεμένο πρότυπο σε πολλούς από εμάς. Μας γέμισε λύπη ο χαμός του φίλου και σύντροφου Γιάννη. Δεν θα ξανακούσουμε τη δυνατή του φωνή, όταν καλλά-καλλά δεν άνοιγε η πόρτα του εξαιρετικά φιλόξενου σπιτιού τους και ακούγαμε πάντα να λέει: Σοφία στρώσε τραπέζι. Τιμή μας που γνωρίσαμε τον Γιαννη, σε όλες σχεδόν τις πτηχές της άξιας και τίμιας και ευγενικής του ζωής. Αργυρούπολη. 9/2/2004.

Πολλές φορές, εγώ που ήθελα να καθαρίσω στο ΄΄τίμιο΄΄ για να μη γίνει εμπόδιο στα βαπόρια, σαν μηχανικός, τράβηξα μια ΄΄αγγουριά καλυβιώτικη από πίσω΄΄, με 27 μήνες στο ναυτικό μαζί και 15 μέρες φυλακή στη ΄΄Δέλτα Κάπα΄΄ στο Ναύσταθμο, μέσα σε μια λιγδιάρικη φόρμα, κουρεμένος γουλί και με ένα νούμερο στην πλάτη, κλαίγαμε τη μοίρα μας με το φίλο μου τον Άρη τον Κανέτη, μια λέρα από την Καλλιθέα. Ο Άρης ο Κανέτης ΄΄ταλαιπώρησε΄΄ το ναυτικό τόσο που ύστερα από πέντε χρόνια με Ναυτοδικεία, ΄΄Ψυττάλειες΄΄ και ΄΄Δέλτα Κάπες΄΄, στο τέλος τον στείλανε σπίτι του με

Page 217: Λαδιάρηδες.pdf

απολυτήριο σαν έναν από τους πιο ατίθασους και απείθαρχους ναύτες στην Ελλάδα. Στη ΄΄Δέλτα Κάπα΄΄ βρήκα μέσα και τον τότε πρωταθλητή καταδύσεων και εκκολαπτόμενο ΄΄ζεν πρεμιέ΄΄ Κώστα Πρέκα, ο οποίος επιτέλους κατάλαβε ότι πρέπει ΄΄να μάθεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα με τα κόζα γιατί την έχεις βαμμένη΄΄. Εμείς που είχαμε αποφασίσει να υπηρετήσουμε κανονικά κάναμε μεγάλο αγώνα παρόλο ότι ήμασταν πολύ πιο κοντά στα πρόθυρα της σχιζοφρένειας από τη μεγάλη υπομονή που κάναμε για να γλυτώσουμε από τις καθημερινές κακοτοπιές που μας έβαζε η παράνοια του στρατού, με κάποια σχετική ΄΄αξιοπρέπεια΄΄. Εμένα μ’ έσωσε η καθημερινή λαδιά με ψιλοσαμποτάζ και ψιλοβανδαλισμούς, όπως και η τεχνική κατάρτιση σαν μηχανικός, οι οργανωμένες κρυφές βλάβες σε κάθε είδους μηχάνημα (!) και η φανερή τεχνική γνώση επισκευής (!), μαζί με συγχαρητήρια....και άδειες εξόδου. Χαμπάρι οι πιλαφάδες... Είχαμε βγάλει και πρόγραμμα: ΄΄Το εγχειρίδειον ενός κακού ναύτη΄΄, γραμμένο στ’ ΄΄αποδανά΄΄ για ξεκάρφωμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42 ΜΠΑΡΚΑΡΙΣΜΑ Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο του ΄΄περιμένω να μπαρκάρω΄΄, περίοδο ΄΄μπατιριάς΄΄, κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια να μην παρασυρθώ απ’ το γνωστό μου περιβάλλον, να μη γίνω ΄΄τσιτσερόνε΄΄ του Συντάγματος, του Κήπου και της Πλάκας, μακριά από μικροαπατεωνιές του ΄΄εσάνς΄΄ και του ΄΄εγγλέζικου κασμιριού΄΄, αλλά ούτε και της ΄΄ξέγνοιαστης τεμπελιάς΄΄. Ανάμεσα σε 300 διαγωνιζόμενους νεαρούς απόφοιτους τεχνικών σχολών, ήμουν από τους πρώτους 10 που αρχίσαμε δουλειά στο νέο τμήμα του ΦΙΞ, το εργοστάσιο μπύρας, στην οδό Συγγρού, στο Νέο Κόσμο.

Page 218: Λαδιάρηδες.pdf

Κάναμε πρακτική εξάσκηση λειτουργίας και επισκευής των νέων μηχανημάτων, με προοπτική να γίνουμε προϊστάμενοι αργότερα. Οι κινήσεις ίδιες και απαράλλαχτες σαν ενός ρολογιού. Κανένα τεχνικό ενδιαφέρον, εκτός αν χάλαγε το μηχάνημα και ελέγχαμε ένα-ένα τα εξαρτήματα και το θαυμαστό τρόπο μετάδοσης της πολαπλής μηχανικής κίνησης. Ούτε για κατούρημα, ούτε παύση, ούτε κουβέντα. Παρακολουθούσαμε με δίχως ενδιαφέρον την πορεία εμφιάλωσης της νέας παραγωγής πορτοκαλάδας ΦΙΞ. Στρατιωτάκια-ρομπότ. Πάλι την είχαμε βαμμένη. Σιγά-σιγά οι πιο λαδιάρηδες ξεχώρισαν.... .....Χάλασμα το μηχάνημα επίτηδες, κάθε τόσο. Αρπαγή πορτοκαλάδων τυλιγμένων σε τσουβάλια, μέσα σε ντενεκέδες με πάγο που παρήγαγε το εργοστάσιο. Κρυφά-κρυφά και ζούλα πίναμε καμιά δεκαριά πορτοκαλάδες τη μέρα. Τουμπανιάζαμε την κοιλιά μας και το πρόσωπό μας ήταν γεμάτο κιτρινίλα. Κοιτώντας τα μπουκάλια να περνούν ένα-ένα, να πλένονται, να κολλάνε ετικέτες, να γεμίζουν, να ταπώνονται και να στοιβάζονται έτοιμα για τα κιβώτια, μου ερχόταν να τρελαθώ απ’ την άσχετη προς τις βαπορίσιες μηχανές μελλοντική μου ασχολία. Το ’χα αποφασίσει. Θα μπαρκάριζα....με το ζόρι.... Σε μια από τις εξόδους του Πάνου, του αδελφού του Σπήλιου, του ’ριξα την ΄΄κανονιά΄΄. ΄΄Ρε, θα με κρύψεις στην κρεμασμένη από τα καπόνια βάρκα και όταν φτάσουμε στο Πορτ-Σάϊδ στην Αίγυπτο, θα το σκάσω και θα μπαρκάρω από κει με κανά Ελληνικό βαπόρι με ξένη σημαία. Θέλω βοήθεια. Να προσέχεις, κανά νερό, θέλω κουβέρτα, κανά κοψίδι απ’ την κουζίνα και τσίλιες για κανά χέσιμο΄΄. Δέχθηκε, όχι όμως και τόσο ενθουσιασμένος. Βρήκα δολλάρια (στη μαύρη), πήρα τα χαρτιά μου, τα διπλώματά μου, τις υπηρεσίες μου στα μηχανουργεία και μεταφρασμένα στα αγγλικά τα ’χα χώσει κρυφά γύρω απ’ τη μέση μου.

Page 219: Λαδιάρηδες.pdf

Οι αποσκευές μου ήταν ένα χοντρό βιβλίο για να περνάν οι ατέλειωτες ώρες του σχεδόν τριήμερου ταξιδιού, όταν κρυφά θα σήκωνα, προς το πέλαγος μεριά, την άκρη του χοντρού μουσαμά που σκέπαζε την πελώρια κρεμαστή βάρκα για να βλέπω ανάμεσα στις μπαρούμες τα πέριξ. Και....κλάμα η αδελφή μου, που μόνο αυτή ήξερε το παράτολμο φευγιό μου. Ήταν όλα κανονισμένα....πλην φοβήθηκε και αρνήθηκε να βοηθήσει την τελευταία στιγμή ο Πάνος. ....΄΄Που μπορεί να μας δούνε και πως θα βγω έξω από το ΄΄Ιμιγκρέσιον της Αιγύπτου, θα βρω το μπελά μου, άσε άλλη φορά΄΄ και πολλά άλλα τέτοια. Καθάρισα με κανά δυο σκαμπίλια και δέκα μπινελίκια. Μετά από δυο-τρία χρόνια, ο Πάνος μπαρκάριζε ΄΄καμαροτάκι΄΄ με τα ποντοπόρια φορτηγά φεύγοντας από τα επιβατικά-ποστάλια. Κάποια μέρα έρχεται ο Σπήλιος και μας δείχνει ένα γράμμα του Πάνου απ’ τη Ν. Υόρκη. Πιο λακωνικό κι απ’ τους Λάκωνες. ΄΄Λοιπόν αδελφέ Σπήλιο, εμένα άσε με. Πούλησα την ψυχή μου στο σατανά....Άντε γεια, ο αδελφός σου Πάνος΄΄. Τρελαθήκαμε....από τα γέλια. Όταν γύρισα από την εξορία με το πέσιμο της χούντας και στο ψάξιμο των παλιών φίλων τον βρήκα στο Δαφνί μέσα στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν φανατικός χριστιανός και ήθελε να του πάω την Καινή Διαθήκη. ΄΄Του Τρεμπέλα ρε Χρήστο, σε παρακαλώ΄΄, μου τόνισε! Φαίνεται ότι είχε υπερισχύσει σε δύναμη ο Χριστός....εν σχέση με το σατανά της Ν. Υόρκης. Και ο καημένος ο Πάνος ήταν μέσα μέχρι πρόσφατα πριν τελικά πεθάνει γύρω στα τριάντα χρόνια. Με γύριζε στο θάλαμο και περήφανος με έδειχνε σε κάτι άλλους σκέτη ανθρώπινη απελπισία. ΄΄Είναι φίλος μου ρε μουρλοί, ήμασταν μαζί στα καράβια. Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο ρε, τι Ν. Υόρκη, Ιαπωνία και Κίνα. Μέχρι την Μπάϊα Μπλάνκα και Νικοτσέα κοντά στην

Page 220: Λαδιάρηδες.pdf

Παταγωνία στην Αργεντινή. Α! Ρε φουκαράδες. Έκανα τον καμαρότο ρε, τάιζα 30 νοματαίους ρε, αλλά τι ξέρετε εσείς ρε μουρλοί....΄΄ Κανείς δεν του ’δινε σημασία. Άλλος μισοξεβράκωτος έξυνε τον πισινό του, άλλος τη μύτη του τρώγοντας τα κάκαδα και άλλος ούρλιαζε κοιτώντας μας, ενώ πολλοί άλλοι κοίταγαν στο αλλού.... Μια φορά θυμούμενος ποιος ξέρει τι ταξίδι και πότε, τον έπιασε υστερία και ο γιατρός μου ΄΄έβαλε πάγο΄΄ ότι τον....αναστατώνω. Μπορεί να είχε δίκιο....Άθελά μου του θύμιζα ξεχασμένες εποχές, κίνητρο για....υστερία. Είχε ανέβει επάνω στο κρεβάτι και αράδιαζε ανάκατα ονόματα πλοίων, περίεργων λιμανιών και ξένα ονόματα γυναικών. Έβγαζε αφρούς από το στραβωμένο του στόμα και είχαν γυρίσει οι κόγχες των ματιών του, ενώ το βλέμμα του ήταν παντού και πουθενά. Ήρθαν οι γεροδεμένοι νοσοκόμοι για τη ΄΄βάναυση΄΄ εργασία τους που περιείχε και πρόγραμμα φανερής καταστολής....Τους έσπρωξα όσο μπορούσα ευγενικά αλλά στα ΄΄μουλωχτά΄΄ χρησιμοποίησα και λίγη....δύναμη. Δέχθηκε με δική μου παρέμβαση να κάνει την ηρεμιστική του ένεση. Καημένε παιδικέ φίλε Πάνο. Να είσαι καλά. Τουλάχιστον, έστω και....στον άλλο κόσμο, έστω μαζί με τον Τρεμπέλα που ζήτησες να τον βάλουν στον τάφο σου!

.......................

Δεν πέρασαν δυο μήνες και ήρθε το πολυπόθητο τηλεγράφημα, θα μπαρκάριζα στο φορτηγό ΄΄DESPINA C΄΄ απ’ το Bristol της Αγγλίας. Δεν είπα τίποτα στους φίλους, στου Καπερώνη. Δεν χρειαζόμουν κουκούλωμα και κοροϊδία τύπου: ΄΄Ναι; Μπαρκάρεις; Πότε; Σε δεκαπέντε μέρες; Ντάξει ρε, σε πιστεύουμε΄΄. Κρυφά πέρασα από γιατρούς από το ΓΕΝΕ και καμαρωτός τα ’δειχνα μαζί με το εισιτήριο του καραβιού, Πειραιά-

Page 221: Λαδιάρηδες.pdf

Πρίντεζι. Οι μισοί πίστεψαν, οι άλλοι ΄΄σιγά ρε, πλαστά είναι΄΄. Μπροστά ήταν μια ναυτική καριέρα, πίσω ήταν η αγαπημένη.... Στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας και προπάντων όταν ΄΄σκαντζάραμε΄΄, πόσες φορές δεν άραξα εκεί δίπλα απ’ τα ρέλια, επάνω στην ΄΄μπίντα΄΄ που δένουν τους κάβους στο Νο 4 αμπάρι, παρατηρώντας τα αμέτρητα άστρα, τον Πολικό στο Βορρά ή το Σταυρό του Νότου, μια να χάνεται ένα πελώριο φεγγάρι στο στρογγυλό ορίζοντα και μια να βλέπεις τα φωσφωρίζοντα από πλούσια μέταλλα κύματα στα πλαϊνά του βαρυφορτωμένου γκαζάδικου ΄΄ALTA΄I΄R΄΄, του Ρεθύμνη και Κουλουκουντή. Πίσω στην πατρίδα έμειναν οι γλυκιές αναμνήσεις, τα ατέλειωτα φιλιά και χάδια, οι συνεχείς όρκοι, το αγαπημένο τραγούδι, ενώ το κυματάκι μας χάιδευε τα πόδια εκεί στον τότε ανοικτό και καθαρό Άλιμο. Το όνειρο για ένα άσπρο σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, ανάμεσα στα πεύκα.... Το όνειρο! ....Μετά ήρθαν οι λιμανίσιες πονηριές, η απόσταση, το ΄΄θηρίο΄΄ που λέγεται αδρεναλίνη, ο....κρυφός σατανάς και πότε-πότε κανά αφροδισιακό ΄΄σκουλαμέντο΄΄. Αλλά....και η λαϊκή θυμοσοφία το λέει καθαρά και ξάστερα: ΄΄Οι ναυτικοί πέρασαν τα σαράντα κύματα....είναι συχωρεμένοι΄΄.

΄΄Για τους ναυτικούς, δεν έχει κόλαση στην άλλη ζωή τη ζούμε μέσα στα σίδερα ζωντανοί. Είμαστε συχωρεμένοι ότι κι αν κάνουμε Προτού να μας συγχωρέσουνε....΄΄ Νίκος Καββαδίας

΄΄Νίκο Καββαδία, φίλε των ναυτικών και προπάντων....των λαδιάρηδων΄΄

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Page 222: Λαδιάρηδες.pdf

Μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο εμείς οι πιτσιρικάδες, ανοίγαμε τα μάτια μας διάπλατα και τ’ αυτιά μας μεγάλα σαν του κουνελιού για ν’ ακούμε τα πάντα με μια μύτη σαν τα ρουθούνια του γαιδάρου, για διάφορες μυρωδιές φαγητών. Κάθε κίνηση την παρακολουθούσαμε με ιδιαίτερη προσοχή. Από τις απλές ερωτήσεις: ΄΄Τι φωνάζει αυτός μαμά;΄΄. Φτάσαμε να παρακολουθούμε τους διάφορους πλανόδιους φουκαρατζήδες, άλλους με ιδιαίτερη προσοχή και άλλους αδιάφορα, αναλόγως με το ενδιαφέρον της εργασίας που ο καθένας απ’ αυτούς έκανε. Και προπαντός τι λαδιά θα βγάζαμε ανάμεσα στον καθένα από αυτούς. Κάποια επαγγέλματα συνεχίζονταν από πριν τον πόλεμο και είχαν καταβολές ίσως από την Μικρά Ασία. Άλλα, πιο νέα ξεφουρνίστηκαν, σαν ανάγκες της στιγμής. Μυστήρια για μας, είχαν όμως όλη τη μαγεία του άγνωστου και την περιέργεια της μάθησης, με κύριο συντελεστή την οργάνωση του παιγνιδιού και προπαντός της λαδιάς. Τα περισσότερα από αυτά εξαφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950, θυσία στο βωμό της υποτιθέμενης προόδου και του βιομηχανικού κέρδους, κόβοντας έτσι το νήμα στα παραδοσιακά επαγγέλματα και στις ασχολίες μιας εποχής ξεχασμένης, με τις δυσκολίες αλλά και τις ευρηματικότητες των ανθρώπων της τότε εποχής. ΄΄Άτιμη κενωνία΄΄ του μεγαλοεργολάβου, του μεγαλοβουλευτή, του ψυχρού βιομήχανου, που μας φάγανε τις αλάνες, τα πεζοδρόμια, τους κήπους, τα λουλούδια μας, τους καλοκαιρινούς κινηματογράφους, το χώμα, τις παραλίες, τα δάση μας, τις μονοκατοικίες μας και τους τεχνίτες γυρολόγους μας΄΄.

Ο γανωτζής Ο γανωτζής, ήταν πάντα ένας ξερακιανός τύπος, αρκετά βρώμικος και πολύ ταλαίπωρος. Περπατούσε όλη την ημέρα. Περιδιάβαινε τις γειτονιές και φώναζε: ΄΄Ο γανωτζηηής, ο γανωτζηηής, παλιά μπακίρια, κουτάλια, τσουκάλια, τηγάνια γανώνω, ο γανωτζηηής, ο γανωτζηηής΄΄.

Page 223: Λαδιάρηδες.pdf

Είχε μια μαύρη πέτσινη σακούλα περασμένη στον ώμο του με τα σύνεργά του μέσα, τα οποία ήταν ένα κατάμαυρο από τη χρήση τσουκάλι, μια κουτάλα, μια γκαζιέρα για να λειώνει το υλικό που το λέγανε καλάι και βουτούσε μέσα διάφορα σκεύη, προς ανανέωση που του έδιναν οι νοικοκυρές. Εμείς οι πιτσιρικάδες στηνόμασταν γύρω-γύρω από το γανωτζή και κοιτούσαμε με ενδιαφέρον τη δουλειά του. Όμως από μακριά, λίγο ΄΄αλάργα΄΄. Ο δικός μας ο γανωτζής ήταν ΄΄άγριος΄΄, μάλλον γύφτος. Εμείς φοβόμασταν από τις διάφορες διαδόσεις που είχαμε ακούσει, ότι οι γύφτοι παίρνουν τα παιδιά, ή και ακόμα: ΄΄Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε δώσουμε στο γύφτο΄΄. Επίσης, φοβόμασταν το λειωμένο μέταλλο και την αγριωπή του φάτσα. Δεν υπήρχαν καθόλου περιθώρια να κάνουμε παιγνίδι και κάποια λαδιά.

Ο ακονιστής Ο ακονιστής ήταν για μας ένας πολυσήμαντος άνθρωπος. Γυρολόγος της γειτονιάς, γύφτος, ή πρώην σιδηρουργός και ολίγον τι ΄΄βρωμύλος΄΄. Είχε ένα στεφάνι από ποδήλατο και με ένα αυτοσχέδιο μηχανισμό επάνω σ’ ένα τρίποδο, γύριζε με ένα πετάλι με το πόδι του το μεγάλο στεφάνι, όπου στην άκρη του είχε συνδεδεμένο με ένα λουρί ένα άλλο στεφάνι πολύ μικρότερο, έτσι που η μια πεταλιά στο μεγάλο στεφάνι για μια πλήρη στροφή, είχε 20 ή 30 γρήγορες στροφές στο μικρό, στην άκρη του οποίου ο άξονας κατέληγε σ’ ένα πέτρινο τροχό, ο οποίος γύριζε με μεγάλη ταχύτητα και εκεί πάνω ο ακονιστής, τρόχιζε τα διάφορα ψαλίδια, μαχαίρια, τσεκούρια, κοπίδια, κατσαβίδια, σκεπάρνια και άλλα. Ο πιο μοντέρνος απ’ αυτούς είχε ένα τρίτροχο ποδήλατο και καβαλώντας το γύριζε στις γειτονιές φωνάζοντας: ΄΄Ο ακονιστηηής, ο ακονιστηηής, μαχαίρια, ψαλίδια, κοπίδια τροχίζω, ο ακονιστηηής΄΄. Οι ακονιστές είχαν πλήρες δρομολόγιο και περνούσαν κάθε μήνα από την κάθε γειτονιά, αφήνοντας τα χρονικά

Page 224: Λαδιάρηδες.pdf

περιθώρια για να χαλάσουν, ή να σκουριάσουν τα προς τρόχισμα εργαλεία. Ο ακονιστής ήταν ο αγαπημένος μας μάστορας. Περιμέναμε υπομονετικά γύρω-γύρω να μας τροχίσει και εμάς τα διάφορα αυτοσχέδια κοπίδια. Συνήθως, ήταν μεγάλες πρόκες τις οποίες προηγουμένως είχαμε τοποθετήσει επάνω στις γραμμές του τραμ στο Κουκακι, ή ακόμα και πιο μακριά, στις αφύλαχτες γραμμές των τρένων στην Καλλιθέα, ή στα Πετράλωνα. Η άκρη του γινόταν πλατιά, αλλά όμως ήθελαν τρόχισμα. Χίλιες φορές ξύλο θα είχαμε φάει γι αυτό το παράτολμο και μακρινό ταξίδι, 7-8 χρονών μπόμπιρες. Το δε τσουλούφι μου μπροστά στο κεφάλι κοβόταν σύρριζα, αφού πρώτα με δένανε με σχοινί επάνω στα σίδερα, του μεγάλου διπλού κρεβατιού. Η μαγκιά της εποχής – το τσουλούφι – έφευγε, παρά τα παρακάλια μου: ΄΄Όχι μαμά μου, όχι το τσουλούφι΄΄. Εγώ είχα κάνει ΄΄νταραβέρι΄΄ μ’ αυτόν τον τροχιτζή με το τρίτροχο ποδήλατο, να μου τροχίζει τζάμπα τα κοπίδια μου και εγώ να γυρίζω το πετάλι του τροχού τρώγοντας την καρπαζιά μου και εισπράττοντας πάντα και τη βρισιά μου: ΄΄Πιο γρήγορα ρε μούλε, πιο γρήγορα....΄΄ Τα κοπίδια τα χρησιμοποιούσαμε για να κόβουμε τις φιγούρες του Καραγκιόζη, επάνω στο χοντρό χαρτόνι. Ήταν μια από τις πιο σπουδαίες εργασίες, για ένα από τα πιο δημοφιλή παιγνίδια μας.

Ο μπαλωματής Ο μπαλωματής ήταν άλλος ένας σπουδαίος τεχνίτης. Γύριζε με τα πόδια στις φτωχογειτονιές, έχοντας ένα μεγάλο σακούλι (συνήθως πέτσινο) κρεμασμένο στον ώμο του, με τα σύνεργα της δουλειάς του μέσα. Διάφορα κομμάτια χοντρά πετσιά για σόλες, κλωστές, κερί, βελόνες, σφυριά, τανάλιες, πρόκες, στρογγυλά καρφιά, μισά ή ολόκληρα πέταλα για τις χοντρές αρβύλες. Στον άλλο του

Page 225: Λαδιάρηδες.pdf

ώμο κρεμούσε ένα σιδερένιο μακρύ εργαλείο μαζί μ’ ένα μικρό αναδιπλωμένο σκαμνάκι.

Καθόταν στην άκρη του πεζοδρομίου και διόρθωνε με μαεστρία τα διάφορα παπούτσια. Στην Κατοχή, έφτιαχνε από τα χοντρά λάστιχα των φορτηγών αυτοκινήτων (συνήθως κλεμμένα από τους Γερμανούς και Ιταλούς, τους μαυραγορίτες και τους Εγγλέζους στον Εμφύλιο) κάτι χοντροκομμένα τσόκαρα, για τον βαρύ χειμώνα. Έβαζε το γυμνό μας πόδι επάνω στο γυριστό λάστιχο από το μέσα μέρος και αφού το σχεδίαζε, το έκοβε γύρω-γύρω με την ακονισμένη του φαλτσέτα, αφήνοντας ένα-δυο πόντους μεγαλύτερο το λάστιχο. Ύστερα, το έδενε από πάνω με χοντρό σπάγκο, ή πέτσινα λουριά και έφτιαχνε κάτι χοντρά σανδάλια γιατί το λάστιχο ήταν παχύ 2-3 πόντους. Τα φοράγαμε με χοντρές κάλτσες το χειμώνα. Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εξελίχτηκε στον παραδοσιακό τσαγκάρη και άλλαζε σωστές σόλες, τα μπάλωνε, ή τα πετάλωνε. Εμείς κάναμε χάζι σ’ όλη τη διαδικασία, γιατί ο μπαλωματής ποτέ δεν έμπαινε μέσα στο σπίτι. Ήθελε εκεί έξω, να τον βλέπουν και να ’ρχονται κι άλλοι για διόρθωμα. Όλο το σκηνικό είχε αρκετό χαβαλέ, ενώ εμείς κοιτούσαμε να κάνουμε όσο μπορούσαμε και με άνεση τις λαδιές μας. Αλλάζαμε τα παπούτσια που τα άφηναν στη σειρά και περιμέναμε με ανυπομονησία τον καυγά που θ’ άρχιζε πολύ σύντομα. Άλλοτε, τραβούσαμε τα σκαμνιά πριν κάτσουν και έπεφταν κάτω, αλλάζοντας τα γέλια σε γοερά κλάματα από τις μάπες που μας έριχναν. Ένα αστείο που είχαμε βγάλει από τη δουλειά του μπαλωματής ήταν το εξής: Βάζαμε αριστερά και δεξιά μας, πολύ κοντά, κάτι καλά παιδιά, μπούληδες, φλούφληδες ή μαμμόθρεφτους λαλάκηδες ή ακόμα και κορίτσια και λέγαμε:

Page 226: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Ελάτε να σας δείξω πως ράβει το θείος μου ο τσαγκάρης τα παπούτσια΄΄. Τραβούσαμε δήθεν σταυρωτά τις κλωστές και ρίχναμε από μια δεξιά-αριστερή ύπουλη και καλοξεγυρισμένη αγκωνιά στα πλευρά των φλούφληδων που τους έφευγε η ανάσα. Κα να τα παράπονα στους γονείς τους και δώστου ΄΄αυγάτιζε΄΄ η λίστα στις λαδιές, στο ξύλο και στις τιμωρίες.

Ο παπλωματάς Ήταν και αυτός ένας γνωστός στις φτωχογειτονιές γυρολόγος. Είχε μια πολύ περίεργη φωνή που σου έρχονταν γέλια: ΄΄Ο παπλωματααάς, ο παπλωματααάς΄΄. Ψηλός, ξερακιανός, γανιασμένος από τον ήλιο, μ’ ένα ψάθινο ΄΄καβουράκι΄΄, μακρύ άσπρο πουκάμισο και μαύρο γιλέκο καταβρωμισμένα. Είχε και αυτός στον ώμο του το συνηθισμένο πέτσινο σακούλι ενώ στον άλλο του ώμο είχε ένα μακρύ ΄΄έλασμα΄΄ μ’ ένα σχοινί δυνατό αλλά πολύ λεπτό, δεμένο στα δυο άκρα του μεταλλικού ελάσματος. Αφού κανόνιζε την τιμή με τις νοικοκυρές, ανάλογα το πάχος ή το μέγεθος του παπλώματος ή του στρώματος και τις επιδιορθώσεις που ήθελαν, άρχιζε και το ξήλωνε για να ελευθερώσει την είσοδο για να βάλει μέσα το μακρύ έλασμα και με δεξιοτεχνία άρχιζε και χτυπούσε το μπαμπάκι, σαν να το ΄΄ξαίνει΄΄. Το μπαμπάκι με τον καιρό είχε γίνει μία μάζα, ένας ΄΄στούμπος΄΄, πολλές φορές έβγαζε όλο το μπαμπάκι έξω σε κάτι σακούλες και μπάλωνε το ύφασμα ή το γύριζε μέσα-έξω. Εκεί εμείς, ήμασταν από μακριά. ΄΄Αλάργα΄΄ γιατί το μπαμπάκι μύριζε κατουρήλες, κλεισούρα, είχε σκόνη και κάποιες φορές και ψείρες, κανένα ενδιαφέρον δεν τραβούσε την προσοχή μας. Δεν του είχαμε καμία εκτίμηση επειδή και βρώμα είχε και δεν έβγαινε και καμία διαβολιά, εκτός όταν φυσούσε και έπαιρνε το μπαμπάκι ο αέρας και είχαμε καυγάδες. ΄΄Πάρε κυρά μου και λίγο νέο μπαμπάκι΄΄. ΄΄Καλέ τι λες, πέρυσι....το αγόρασα΄΄.

Page 227: Λαδιάρηδες.pdf

Ο γαλατάς Ο γαλατάς άρχισε να γίνεται POPULAR στις γειτονιές αμέσως μετά την Κατοχή και το Δεκέμβριο. Συνήθως ήταν ένας οικογενειάρχης μ’ ένα τρίτροχο ποδήλατο όπου μπροστά υπήρχε ένα μεγάλο κουτί που είχε μέσα τις τσίγκινες τσανάκες με το γάλα. Πολλοί είχαν και γιαούρτια. Ο δικός μας ο γαλατάς, ο κυρ Γιώργος, ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος με δύο κόρες, λίγο μεγαλύτερες, και ένα γιο στην ηλικία μου, φίλος από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλων αυτών των γυρολόγων-πωλητών η φωνή ήταν καθιερωμένη και ηχητικά φιξαρισμένη. Ανεξάρτητα αν έκοβαν τις λέξεις και άκουγες μόνο τις δυο-τρεις τελευταίες αρκετά μακρόσυρτες, η φωνή τους έμπαινε στα σπίτια σαν μια οικεία αγαπημένη φωνή, υπενθυμίζοντας μια ακόμη, καθ’ όλα ξεχασμένη και δυσεύρετη για χρόνια τροφή. Ειδικά σε μας που πρόσφατα είχαμε ζήσει τις φοβερές και ατέλειωτες στιγμές πείνας του πολέμου, της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Ο κυρ Γιώργος είχε συγκεκριμένο δρομολόγιο, στενό-στενό, σπίτι-σπίτι. Καμιά φορά τα ’πινε και ΄΄ρούχλιαζε΄΄ και τότε τη βόλτα την κάναμε εμείς, οχτώ-δέκα χρονών παιδάκια, με τις δυο του κόρες, τις λίγο μεγαλύτερες. Το γάλα το αγόραζαν από το κτήμα του Κόλλια, στης Βαγγέλαινας. Ένας παράδεισος πρασίνου, περιβολιών και ζώων. Πολλές φορές πήγαινα και εγώ με την μικρότερη κόρη (μια πανέμορφη, δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερη) και ΄΄κάργα ερωτευμένος΄΄ και καμαρωτός που τη συνόδευα στο κτήμα της Βαγγέλαινας. Παρατηρούσαμε τη Βαγγέλαινα (μια ανδρογυναίκα) να κάθεται και να αρμέγει τις αγελάδες, γεμίζοντας τους κάδους άσπρο αχνιστό γάλα. Πολλές φορές, με το Νικολάκη το γαλατά, σκύβαμε με προσοχή αλλά και φόβο μη φάμε καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά, και πίναμε το γάλα κατευθείαν στο στόμα, ζουλώντας το βυζί της αγελάδας.

Page 228: Λαδιάρηδες.pdf

Το γάλα το βράζανε σε κάτι βαρέλια, σ’ ένα βρώμικο, που μύριζε ξινίλα δωμάτιο. Εκεί αφαιρούσανε το φρέσκο βούτυρο και πήζανε το γιαούρτι μέσα σε διάφορων μεγεθών πήλινα κεσεδάκια. Μπορεί οι συνθήκες να μην ήταν και τόσο HYGIENIC αλλά δεν υπήρχαν ορμόνες και διάφορα μυστήρια, κωδικοποιημένα συντηρητικά. Πάντως δε θυμάμαι να αρρώστησε κάποιος γιατί τότε δε θα αγόραζαν οι νοικοκυρές απ’ τον ίδιο γαλατά για χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα. Το κτήμα της Βαγγέλαινας ήταν στη σημερινή θέση που είναι χτισμένο το συγκρότημα των σχολικών κτιρίων στην οδό Παπαναστασίου, όπου εκεί ήταν το μεγάλο ρέμα των Καλογήρων και χυνόταν στο Έδεμ-Πικροδάφνη του Νέου Φαλήρου. Το ρέμα ήταν στα όρια που χώριζαν το Κατσιπόδι απ’ το Μπραχάμι σε πολλά σημεία του. Στο κτήμα, ο μικρός γιος της Βαγγέλαινας, περίπου στην ηλικία της ΄΄αγαπημένης μου΄΄, ένας αγριόβλαχος του κερατά και γεροδεμένος απ’ την τραχιά αγροτική ζωή, ΄΄ζαχάρωνε΄΄ τη συνοδό μου και της έβαζε και πότε-πότε χέρι κρυφά απ’ την αγριωπή του μάνα. Κάποτε τον κλώτσησα και μου ’ριξε κάτι ξεγυρισμένες που είδα ΄΄τον ουρανό σφοντύλι΄΄. Εγώ όμως δεν έκλαψα. Πως θα μπορούσα να κλάψω μπροστά στη συνοδό μου; Μουρμούριζα όμως συνεχώς: ΄΄Ρε συ, δε θα μεγαλώσω, θα σου δείξω εγώ ρε΄΄. Στις μαζικές καταλήψεις στα σχολεία, του 1990-1991 στον ίδιο χώρο, αρκετοί γονείς φυλάγαμε συμπαραστάτες των παιδιών μας για να μην εισβάλλουν οι ακροδεξιοί και θα είχαμε συμβάντα σαν τη δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα. Προσπαθούσα να θυμηθώ τα σημεία που ήταν τα διάφορα κτίρια (ή πρόχειρα πλινθόκτιστα) στο απέραντο και πανέμορφο κτήμα, όπου από εκεί άρχιζε η μαγεία της αλάνας, των χωραφιών, τα στάχυα, οι ΄΄ξόβεργες΄΄, ο αετός και το αραλίκι, στο καταπράσινο γρασίδι.

Ο γαλοπουλάς.

Page 229: Λαδιάρηδες.pdf

Πριν από τη φωνή αυτουνού που γύριζε με τις γαλοπούλες για πούλημα, ακουγόντουσαν οι ιδιόμορφες φωνές απ’ τις γαλοπούλες του, κάτι σαν γλου-γλου, γλουου-γλουουου. Σου ερχόταν αυθόρμητο γέλιο και απ’ τις φωνές και από τη θέα του όλου σκηνικού. Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη μ’ ένα μακρύ καλάμι τις γαλοπούλες του, ενώ ένας σκύλος κυνήγαγε με φανερή ευχαρίστηση τις απομακρυσμένες γαλοπούλες. Οι γαλοπούλες ήταν ψηλές, περήφανες, με χαζή όμως φάτσα, εκτός όμως από κάτι περίεργες ψηλόλαιμες που τις λέγανε ΄΄φραγκόκοτες΄΄ και δεν ήταν ούτε γαλοπούλες, αλλά ούτε και ORIGINAL κότες. Οι γαλοπουλάδες εμφανίζονταν στις γειτονιές πριν τα Χριστούγεννα. Λίγα χρόνια αργότερα απ’ την Κατοχή, εξαφανίστηκαν. Εμείς με τις σφεντόνες, ή τα φυσοκάλαμα τους πετάγαμε κρυφά πέτρες, ή μπιρμπιλόνια, ξεμοντάροντας το καλά οργανωμένο κοπάδι από το σκύλο και το μακρύ καλάμι του γαλοπουλά, κάνοντας τις γαλοπούλες να χοροπηδάνε κωμικά, τον γαλοπουλά να ξεφωνίζει, το σκύλο να γαβγίζει και τις γαλοπούλες να ξεφωνίζουν τρομοκρατημένες, αποδίδοντας ένα σύνολο διαφορετικών ακουσμάτων με πρώτες φωνές τα γλου-γλου, γλουουου-γλουουου, ένα μουσικό ΄΄REKVIEM΄΄ που τύφλα να ’χει το ΄΄NOSTALGIA΄΄ του YIANNIS στο Ηρώδειο.... Πολλοί είχαν και δυο-τρία παγώνια για ΄΄εφέ΄΄ και μας διασκέδαζαν όταν τα παγώνια τσιτώνανε τα φτερά τους σαν μια γιγάντια μεγαλοπρεπή και πολύχρωμη βεντάλια. Περπατάγανε αγέρωχα και καμαρωτά, παρόλο ότι κρύβανε από....ντροπή (λέγανε οι μεγάλοι), τα πανάσχημα πόδια τους! Ο γαλοπουλάς πράγματι μας ήταν αρκετά συμπαθής γιατί μπορούσαμε και κάναμε την εύκολη, τη λαδερή μας ΄΄πιτσικουλιά΄΄.

Ο καρεκλάς

Page 230: Λαδιάρηδες.pdf

Ο καρεκλάς, ήταν ένας από τους πιο ταλαίπωρους τύπους. Ποιος διόρθωνε τις καρέκλες του συχνά; Αναγκαζόταν να κάνει μεγάλες διαδρομές και να γυρίζει κάμποσες συνοικίες κάθε μέρα, με πενιχρά αποτελέσματα. Συνήθως ήταν κοκαλιάρης από την πείνα και από το συνεχές περπάτημα κατασκονισμένος. Πολλοί ήταν τσιγγάνοι. Είχε και αυτός το σακούλι με τα εργαλεία του, κάποιο ψωμοτύρι και από τον άλλο ώμο ένα όρθιο σάκο λεπτό από χοντρό καναβάτσο και είχε μέσα τις μακριές ψάθες με τις οποίες θα έντυνε τις χαλασμένες καρέκλες. Φόραγε ένα λιγδιασμένο, άσπρο πουκάμισο και από πάνω ένα γυαλιστερό από μαύρο σατέν (!) γιλέκο. Άραζε κατάχαμα στο πεζοδρόμιο και δούλευε τις περισσότερες φορές με πόδια και τα χέρια. Εκτός από το ότι τον λυπόμασταν, δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον απ’ την αλαναρία, για τις σχετικές λαδιές και πλάκα. Κανείς δεν ειδοποιούσε κανέναν όταν ακούγαμε την ιδιόρρυθμη φωνή του: ΄΄Ο καρεκλάς, ο καρεκλααάς΄΄.

Ο έμπορος Ο πλανόδιος έμπορος ξαναεμφανίστηκε ύστερα από την Κατοχή, στους δρόμους και τις φτωχογειτονιές. Ο ΄΄δικός μας΄΄ ο έμπορος ήταν ένας τύπος γεροδεμένος και κατακόκκινος σαν το παντζάρι. Είχε ένα καρότσι φορτωμένο στην κυριολεξία μ’ ότι μπορούσες να φανταστείς. Ένα κινητό εμπορικό κατάστημα με όλα τα είδη ενός περιπτέρου και ενός εμπορικού καταστήματος. Είχε μια περίεργη καραμούζα και τη σφύριζε κάθε τόσο. Για να είναι πιο σίγουρος ότι θα τον άκουγαν, μαζί με την σφυριξιά της περίεργης καραμούζας, έριχνε καπάκι και μια αγριογκαριξιά, ποιος ξέρει από που την είχε ξεσηκώσει: ΄΄Ο Μουλινές κορίτσια, ο Μουλινεεές΄΄. Γινόταν ο χαμός.

Page 231: Λαδιάρηδες.pdf

Αγόραζαν από κοκαλάκια για τα μαλλιά, κουμπιά, λάστιχο για σώβρακα, κλωστές, τσίτι, ντρίλινα υφάσματα, κουβέρτες, πιατομαχαιρουπήρουνα, κουρτίνες, κάλτσες, κυλόττες, έως και ότι άλλο φανταστεί κάποιος. Μάλιστα ο ΄΄Μουλινές΄΄ άρχισε να δίνει και με δόσεις. Οι Κατσιποδιώτες (και όχι μόνο) βρέθηκαν ΄΄καταφεσωμένοι΄΄ στα κιτάπια του Μουλινέ. Άρπαζε το χρήμα και φιλώντας το, κάνοντας συγχρόνως και το σταυρό του, το ’χωνε μέσα στο καπέλο του, που πάντα φορούσε. Ήταν ο τύπος που είχε μπει για τα καλά μέσα στα σπίτι μας. Οι καυγάδες με τους άντρες όταν γύριζαν το βράδυ, πήγαιναν και ερχόντουσαν. Ο Μουλινές εκεί, κάθε μέρα παντοδύναμος. Χάθηκε από τις γειτονιές, στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Τον ΄΄έφαγε΄΄ το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, το εμπορικό και όλα μαζί το SUPER MARKET και το SHOPPING CENTER. Ποιος είπε ότι το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό; Να! Μα την Παναγία! Αλήθεια έλεγε....

Ο παλιατζής Άλλος αρχιταλαίπωρος τύπος μ’ ένα καρότσι που το τράβαγε με μεγάλο λουρί στην πλάτη. Πότε-πότε το γύριζε και στις μεταφορές όταν έβρισκε αγώγι. Τους κοίταγα πάντα μελαγχολικός. Μου θύμιζαν το ΄΄συχωρεμένο΄΄ το Στέλιο μας στην Κατοχή.... Κάτοικος κάποιου παλιόσπιτου με μεγάλη αυλή γεμάτη από παλιοτετζερέδες, παλιοπράματα, συνήθως μπρούτζα, αλουμίνια, κόκαλα, μεγάλους κάλυκες από οβίδες έως και χαλασμένες ηλεκτρολογικές μπομπίνες. Μερικοί για πλάκα του δένανε πίσω απ’ το καρότσι με σπάγκο διάφορα αντικείμενα και βάζανε στοίχημα γελώντας μέχρι που θα πάει έως ότου καταλάβει τη λαδιά, έτοιμοι να το σκάσουμε όλοι πριν μας πιάσει και μας ρίξει τις μάπες και τις περίεργες βρισιές του.

Page 232: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν συνήθως άγριοι, βρωμύλοι και μιλάγανε περίεργα και μάγκικα. ΄΄Έλα κυρά μου, δεν σακουλεύεσαι τώρα, τσάκω πέντε τάλαρα και ριχ’ το πράμα στο καρότσι΄΄. Τον ΄΄δικό μας΄΄ τον παλιατζή τον έλεγαν κυρ Γιώργο και ήταν ο πατέρας του απροσάρμοστου Κάπρου. Είχε μια αυλή με πηγάδι, γεμάτη παλιατσαρία. Ότι ήθελες το ’βρισκες. Όλοι οι πιτσιρικάδες-αλαναρία της γειτονιάς, του είχαν ΄΄ακουμπήσει΄΄ ότι έβρισκαν, ή έκλεβαν τις περισσότερες φορές απ’ τη Νέα Σμύρνη. Ήταν μόδα, ύστερα απ’ την Κατοχή, και συνήθεια να πηγαίνουμε για αποκαΐδια από κάρβουνα (κωκ) στα σκουπίδια στο Μπραχάμι. Ώρες ατελείωτες γυρίζαμε ψάχνοντας, όχι ιδιαίτερα κάτι το συγκεκριμένο, αλλά ψάχναμε μετά μανίας, έτσι γενικώς.... Ήμασταν χωρισμένοι δυο-δυο, λεγόμασταν ΄΄κολογιά΄΄ και όταν βρίσκαμε κάτι ΄΄σπουδαίο΄΄ σκύβαμε αμέσως, το παίρναμε και λέγαμε πάντα: ΄΄Όξω από μαζί και δεν το ’χουμε μαζί΄΄. Το συνεταιριλίκι όμως χάλαγε στη στιγμή και είχαμε καυγάδες, ξύλο και φωνές στο σπίτι: ΄΄Βρε σεις, πάλι τσακωθήκατε στη μοιρασιά; Δεν θα ξαναβγείς έξω, θα διαβάσεις τα μαθήματά σου΄΄. Πολλοί πιτσιρικάδες σαν τον Πορδόλια, τη Μουτσούνα, το Κουνέλι, τον Κουνέλα, τον Καψούρη, τον Κάκα, τον Βδελάκια, τον Πατσά, το Χαϊκάλη, τον Κάχρη και άλλα ΄΄αρπαχτικά΄΄ αστέρια είχαν ρημάξει της Ν. Σμύρνης τις αυλές σε μπρούτζα, τεντζερέδες, παιγνίδια και προπάντων (TOP VALUER!) κάτι μεγάλα βλήματα από σκασμένες οβίδες τα οποία, στημένα όρθια, ήταν θαυμάσιες γλάστρες με σπάνια λουλούδια. Το να πάμε για μπρούτζα, αλουμίνια κλπ. ήταν η αγαπημένη μας μυστική περιπέτεια, φόβος και τρόμος των γονιών μας γιατί γυρίζαμε γειτονιές ολόκληρες, ατέλειωτες ώρες, κατασκονισμένοι για να βρούμε οτιδήποτε που θα μας έφερνε χαρτζιλίκι για αγορά κάποιου ζαχαρωτού, συνήθως καραμέλες ΄΄τσάρλεστον΄΄, κάτι σαν ένα στρογγυλό

Page 233: Λαδιάρηδες.pdf

ζαχαρωμένο τζέλι, λίγο σκληρό, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα πολύχρωμο χαρτάκι. Ακόμα θέλαμε λεφτά για βώλους, γκαζές, φιγούρες καραγκιόζη, ή ξύλινες μάνες και χαρτί για αετό. Είχαμε πράγματι τόσες ανάγκες....Μας έλειπαν τα πάντα. Γι αυτό κάναμε ομάδες ΄΄κολογιά΄΄, για να ’χουμε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στις διάφορες περιπλανήσεις μας, ΄΄στις μπούκες΄΄, ή ακόμα και αρπαγή απ’ τους φλούφληδες τα χρήματα, όταν όλοι λέγαμε τα κάλαντα στην περίοδο των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους....

Ο μανάβης Ο μανάβης ΄΄ο δικός μας΄΄ ήταν πολύ κοντός. Καβουράκι, μουστακάκι-΄΄ποντικοουρά΄΄, τεράστιες φαβορίτες, χρυσό δόντι να φαίνεται και προπάντων κάργα μάγκας. Ήθελε να τον αποκαλούν ο Μιχάλας, παρακαλώ! Φόραγε λουστρινάτο παπούτσι, μυτερό, πάντα καλογυαλισμένο και είχε μια τακούνα έξι-εφτά πόντους ψηλή, για να περνάει το ποντίκι....όρθιο τρέχοντας. Φόραγε ντρίλινο παντελόνι με ίσιες γραμμές και τσέπες όρθιες μπροστά, για να ΄΄παντελονιάζει΄΄ το χρήμα και μην το κλέψουνε. Γύρω-γύρω, στη μέση του, ήταν τυλιγμένος με ένα ζωνάρι φαρδύ-φαρδύ και πάντα, από ένα αμφιβόλου άσπρου χρώματος μακρυμάνικου πουκάμισου, φόραγε ένα σατινένιο (!) μαύρο γιλέκο. Ένα τεράστιο δαχτυλίδι νεκροκεφαλή, φιγουράριζε στο μεσαίο δάχτυλο, για αρχοντομαγκιά και γερή γροθιά αν του την πέφτανε. Είχε και μεγάλο νύχι στο μικρό του δάχτυλο, για να καθαρίζει το ΄΄δίκαννο΄΄ (μύτη) και προπάντων για μια (νυχιά) ζούλα χασισάκι ΄΄Μπρουσαλιό΄΄ ή ΄΄Λιβανέζικο΄΄ μαυράκι, αν τυχόν και τον μπουζουριάζανε στην ψειρού, για τη δυσκολία της πρώτης ημέρας, μέχρι να ξεψαρώσει. .....Είχε ένα ταλαίπωρο γάιδαρο φορτωμένο 4 κοφίνια γεμάτα ζαρζαβατικά, τα οποία κρεμόντουσαν ανά δύο στα

Page 234: Λαδιάρηδες.pdf

πλευρά του γαιδάρου, με κάτι πλατιά λουριά. Έμενε στο βουνό τ’ Αι Γιαννιού. Βαρύς και ΄΄μολυβάτος΄΄, έβγαιναν οι κουβέντες του μακρόσυρτες και σταράτες, με τόνισμα στο σίγμα. Στριφογύριζε στον αέρα μια μαχαίρα και φώναζε: ΄΄Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω΄΄. Αντί για ρίγος προκαλούσε το γέλιο. Πάντα σφηνωμένο υπήρχε ένα σπιρτόξυλο στο δόντι του και κάθε τόσο έκανε με το στόμα του ένα περίεργο θόρυβο σαν τσ, τσ, τσ. Συχνά-πυκνά, έριχνε κάτι καλοξεγυρισμένες κλωτσιές στην κοιλιά του φουκαρά του γαιδάρου, με τη μύτη του πάντα λουστραρισμένου σκαρπινιού του φωνάζοντας: ΄΄Ίσα ρε, μπρ, μπρ, μπρρ΄΄. Όταν έπιανε κουβέντα με κάποιο ΄΄παρδαλό΄΄ θηλυκό (γιατί μοστράριζε και για γαμπρός ΄΄συν τοις άλλοις΄΄) του κλέβαμε διάφορα φρούτα και του τα δείχναμε από μακριά για να θυμώσει και να μας βρίσει με κάτι πρωτάκουστες και περίεργες βρισιές: ΄΄Ρε σκατομουλομπάσταρδοι, τσογλαναράδες, θα σας τσακίσω ρε, όταν σας πιάσω ρε΄΄. Πότε-πότε, όταν προσπαθούσε να τρέξει και να μας πιάσει με τα ψηλοτάκουνα ποτηράτα λουστρίνια του, έπεφτε κάτω και μεις πεθαίναμε απ’ τα γέλια ανάκατα με το λαχάνιασμα του τρεχαλητού και του τρόμου μη τυχόν μας πιάσει. Ήταν ο άνθρωπός μας. Ας ήταν τόσος δα ΄΄κοντορεβιθούλης΄΄. Πότε-πότε του κλέβανε το γάιδαρο για πλάκα και πήγαινε....στη χαρτορίχτρα για να του τον βρει....Η χαρτορίχτρα πάντα τον έβρισκε....αφού κάποιος της έλεγε που τον είχαμε δέσει. Σε μια φάση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στο ανοικτό γήπεδο του Φοίβου, του πήραμε το γάιδαρο και ο Μύξας του ’χωσε νέφτι στον κώλο ο οποίος ξετρελαμένος απ’ την καούρα, μπήκε μέσα στο γήπεδο, σκορπώντας τον τρόμο με τις κλωτσιές και τις άγριες γκαριξιές του. Οι πάντες τρέχανε παντού....Μαζί με τα δάκρυα από τα τρανταχτά βρωμόγελα.

Page 235: Λαδιάρηδες.pdf

Ο ασπριτζής Ο ασπριτζής στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Αργότερα, πέρναγε πότε-πότε, συνήθως το Πάσχα για ν’ ασπρίσει κάποιο τοίχο, ή καμιά μάντρα. Δύσκολα έβρισκε πελάτες για άσπρισμα. Ήταν είδος πολυτελείας. Ειδικά στις φτωχογειτονιές. Εγώ πάντως θυμάμαι ότι αυτή τη δουλειά την έκανε η μάνα μου. Είχε μια σκούπα που τη βούταγε μέσα στον αραιωμένο με νερό ασβέστη και κοπάναγε τη σκούπα με δύναμη στην πέτρινη μάντρα μας. Για τα μέσα δωμάτια είχε μια μπατανόβουρτσα με μακρύ κοντάρι για τους τοίχους και ένα μικρό πλατύ πινέλο για τις γωνίες και τα κοψίματα. Πολύ αργότερα μετά την Κατοχή, υπήρχε ένα τύπος μ’ ένα τενεκέ στην πλάτη με μια χειροκίνητη αντλία με αέρα και ψέκαζε, απολυμαίνοντας τους διάφορους κοινόχρηστους χώρους με φάρμακο DDT τα διάφορα δένδρα. Συχνά, το γύριζε στον ασβέστη για τις μάντρες, τα αποχωρητήρια και τα ρείθρα των πεζοδρομίων. Στη δεκαετία του 1950, ΄΄κυρίαρχοι΄΄ ασπριτζήδες με το ΄΄έτσι θέλω΄΄ στο Κατσιπόδι ήταν δύο αδέλφια: Ο Μιχάλας και ο Μητσάρας. Σουρωμένοι πάντα, λεχριτοειδώς ντυμένοι και βρώμικοι συνεχώς, κουβαλούσαν ένα τρισάθλιο καρότσι και κάνανε δήθεν μεταφορές. Κανείς δεν εμπιστευόταν να τους δώσει για μεταφορά εμπορεύματα. Τις περισσότερες φορές άλλαζαν το καρότσι μεταφορών με καρότσι μωρού με τέσσερις ρόδες και το γύριζαν στο άσπρισμα. Μπρος ο ένας, πίσω ο άλλος, έχοντας ένα τενεκέ νερό με ελάχιστο ασβέστη και μπόλικο νερό για να φτάσει να βάψουν με μια στρογγυλή μπατανόβουρτσα όλα τα πεζοδρόμια της Βασιλίσσης Σοφίας και του Κατσιποδιού. Συνήθως ξεκίναγαν από τις δέκα το πρωί και δίχως να ρωτήσουν κανένα άρχιζαν και πλατσούριζαν τα πεζοδρόμια χεσμένοι απ’ την πρωινή τους σούρα. Μερικοί τους σταμάταγαν έντρομοι. Άλλοι τους πλήρωναν αμέσως, ενώ κάποιοι άλλοι τους έδιωχναν κακήν-κακώς.

Page 236: Λαδιάρηδες.pdf

Πολλές φορές το μεθυσμένο ντουέτο είχε περιλούσει το μαγαζί μαζί με τον μαγαζάτορα με το βρώμικο ασβεστόνερο. Να η αστυνομία, να και ο αρχιφύλακας Μαούνης, χοντρός, κακός, ξύλο και χώσιμο στην ΄΄ψειρού΄΄ για κανά δίμηνο. Αυτοί ξανά-μανά το ίδιο βιολί. Έτσι ΄΄νταβατζηλίδικα΄΄ τα ’παιρναν από τους μαγαζάτορες μέρα μεσημέρι, γιατί δεν ήθελαν να τους λερώσουν το πεζοδρόμιο που υποτίθεται ότι θα έβαφαν άσπρο, ενώ αν αρνιόντουσαν κιόλας να πληρώσουν τους μπουγελώνανε με τ’ ασβεστόνερα. Είχαν στήσει ΄΄ωραία μηχανή΄΄ για χρόνια. Κάποτε, μεγάλοι πλέον (στα 18 μας περίπου), πήραμε το Μητσάρα μαζί μας και αφού του υποσχεθήκαμε ότι κάθε μισή ώρα θα τον κερνάγαμε κι από ένα ούζο, του βάλαμε γραβάτα στο λαιμό και ένα καπέλο-καβουράκι στο κεφάλι, ψευτοσουλουπωμένος ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά από εμάς βρεθήκαμε όλοι μαζί μέσα στο ΣΕΝΟΥ, σ’ ένα κλαμπ πολυτελείας, απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο, σε στενό της Πατησίων. Περάσαμε με μαεστρία, σπρώχνοντας τον τύπο της πόρτας ο οποίος ήταν ντυμένος ΄΄στρατηγός΄΄ και χώσαμε το Μητσάρα μέσα ζούλα στο μισοσκότεινο μαγαζί. Ο Μητσάρας, σουρωμένος και πάντα κατουρημένος με ΄΄ανοιχτά τα μαγαζιά΄΄, άρχιζε να στο λεφτό να…χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο το παθιάρικο μπλουζ, που έπαιζε η LIVE ορχήστρα. Τα έντρομα μάτια των φλώρων πετάχτηκαν σαν αυγά μάτια έξω. Οι κοτίτσες άρχιζαν να τσιρίζουν όταν ο Μητσάρας δασκαλεμένος και με υπόσχεση για διπλά ούζα έβγαλε και έδειχνε τ’ αρχίδια του. Εμείς είχαμε πεθάνει από το βρωμόγελα, ενώ ο Μύξας και ο Πάνος είχαν ξαπλώσει ανάσκελα στο πάτωμα και πέταγαν τα πιο ωραία βρωμόγελα....της καριέρας τους. Φύγαμε κακήν-κακώς πηδώντας, γελώντας, σπρώχνοντας, ενώ άλλοι ρευόντουσαν και άλλοι ρίχνανε και κανένα πόρδο δυνατό. Τα βρωμόγελα ήταν κάτι δυνατά γέλια-μακρόσυρτα.

Page 237: Λαδιάρηδες.pdf

Ο καθένας είχε αναπτύξει ιδιόρρυθμο και αρκετά περίεργο γέλιο, το οποίο το λέγαμε ΄΄το βρωμόγελο΄΄. Αφού κάναμε και διαγωνισμό βρωμόγελου με βραβεία. Όλες οι γύρω γειτονιές, υπέφεραν απ’ τα βρωμόγελα μέρα-νύχτα. Μια φορά ο Μητσάρας είχε ρίξει το μελανοδοχείο στη μάπα του μισητού αρχιφύλακα Μαούνη και τον έκανε μαντάρα και ξεφτίλα στον περίγυρο του γραφείου του. Έκτοτε ο Μαούνης τον έδερνε σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ο Μαούνης ήταν ο χειρότερος εχθρός του. Μια φορά στου Καπερώνη τα σφαιριστήρια, μας ήρθε μια φαεινή ιδέα. Του στήσαμε μια ΄΄μηχανή΄΄ ότι τάχα μου ήταν ρουφιάνος στην αστυνομία και συγκεκριμένα έπινε καθημερινά καφέ στο γραφείο με τον Μαούνη(!) και....΄΄κάρφωνε΄΄ τον κόσμο. Να κάτι μπερδεμένα μισόλογα, να και ΄΄τι έγινε ρε παιδιά, σάματις ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος;΄΄ μ’ εκείνο και το άλλο, όταν κατάλαβε τελικά ότι το ΄΄χοντρό γαζί΄΄ ήταν γι αυτόν τρελάθηκε.... Αμέσως έβγαλε ένα ξυραφάκι και έκοψε βαθιά τις φλέβες του. Το αίμα πλημμύρισε τα πάντα και ήρθε η σειρά μας να τρελαθούμε στη θέα του όλου σκηνικού. Δεν προλάβαμε να αντιδράσουμε, εκτός από κάτι φωνές: ΄΄Ρε Μητσάρα, πλάκα κάναμε΄΄. Ήταν πλέον αργά,. Τον πήρε το Α’ Βοηθειών. Τον ΄΄φορτώναμε΄΄ για πολύ καιρό με ούζα, σουβλάκια, τσιγάρα, ρούχα, παπούτσια και λεφτά από το ΄΄ειδικό ταμείο ο Μητσάρας΄΄! Για εξιλέωση λέγαμε τότε. Του πασάριζα χρωματιστά πουκάμισα και κόκκινες κάλτσες, όταν ξεμπαρκάριζα και τα έβγαζε από πάνω του στο άλλο μου ξέμπαρκο για να τα σκαντζάρει με τα καινούργια. Τις περισσότερες φορές ξέχναγα να φέρω δώρα σε συγγενείς και κολλητούς μου, αλλά το Μητσάρα δεν τον ξέχναγα ποτέ.

Page 238: Λαδιάρηδες.pdf

Οι ναυτικοί (τουλάχιστον οι παλιοί) χαϊδεύουν και νανουρίζουν τα δώρα πολλές φορές, φτιάχνοντας τη βαλίτσα αν και μεσοπέλαγα, κι ας είναι μακρύς ο δρόμος της επιστροφής. Σε φέρνει κοντά στ’ αγαπημένα σου πρόσωπα, κλαις, γελάς, θυμώνεις και νοσταλγείς στις ατελείωτες ώρες της ΄΄σκάντζας΄΄ σου, παντέρημος μέσα στην καμπίνα, εσύ και τα δώρα σου. Μαζί σου είναι και ο ατελείωτος ωκεανός με τα ψάρια, την πόρτα στο ΄΄γάντζο΄΄ και τον ομοιόμορφο θόρυβο της κύριας μηχανής με πρίμο σιγόντο τον ήχο της συνεχώς λειτουργούσας ηλεκτρομηχανής. Ξαφνικά, το καμπανάκι της ΄΄σκάντζας-βάρδιας΄΄ σε τέσσερις χτύπους σε προειδοποιεί ότι είναι παρά είκοσι, ένα τέταρτο πριν παρά πέντε για να κατέβεις τρέχοντας στους ΄΄αλουέδες΄΄ και τις ΄΄γραλεδάλες΄΄ γλιστρώντας με τα χέρια (για μαγκιά!) πάνω στα κατακόρυφα σχεδόν ΄΄ρέλια΄΄ με τα πόδια στον αέρα με μεγάλη ταχύτητα. Σε ρουφάν τα σπλάχνα του βαποριού κάτω στο μηχανοστάσιο, αδιαφορώντας για το όνομα του πλοίου που μπορεί να λέγεται ΄΄DESPINA C΄΄, ALTAIR΄΄, HELEN H΄΄, ΄΄SAS΄΄, KALIOPI PATERAS΄΄ ή οτιδήποτε άλλο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν είναι μέσα σε παρακλάδι τυφώνα που μπορεί οι μετεωρολόγοι να τον ονομάσουν και ΄΄SOU ELLEN΄΄ με δέκα ή δώδεκα μποφόρ ΄΄τραβερσωμένος΄΄ σε ταξίδι από Φιλιππίνες προς Σαν Φρανσίσκο και να τρως ΄΄ξηράν τροφήν΄΄. Ο ταλαίπωρος ο μάγειρας αδυνατεί να βάλει καζάνι και ας το κρεμάει πάνω από τη φωτιά σ’ ένα γάντζο. Και ποιος στη στεριά ενδιαφέρεται αν το καράβι γλιστράει σαν σε ήρεμη από λάδι θάλασσα της Κίνας, του Περσικού, ή στα ποτάμια του Σαιν Λώρενς του Καναδά και στο Μπατόν Ρουζ του Μισισιπή; …Τα δυο αδέλφια τις περισσότερες φορές γύριζαν με το μωρουδίστικο τετράτροχο καρότσι τύφλα στο μεθύσι. Κάποια φορά το καρότσι κύλησε και πήρε δρόμο στην κατηφόρα. Ήταν γεμάτο παλιόρουχα και το στρογγυλό κεφάλι της μπατανόβουρτσας φάνταζε σαν του μωρού μέσα στις πάνες

Page 239: Λαδιάρηδες.pdf

του. Το είδε κάποια κυράτσα και εν ψυχρώ τηλεφώνησε στο 100 και έγινε το ΄΄έλα να δεις και να πεθάνεις απ’ τα γέλια΄΄. Όταν πέθανε ο ένας απ’ τους δύο γύρω στο 1960, ο άλλος αδελφός του δεν είχε λεφτά να τον θάψει. Τον γύριζε στους δρόμους πεθαμένο μέσα στο καρότσι, ενώ τα χέρια και τα πόδια του κρεμόντουσαν έξω. Φώναζε με τη σουρωμένη αλλά γεμάτη λυγμούς φωνή του: ΄΄Νοικοκυραίοι, ε νοικοκυραίοι, καμαρώστε την κοινωνία σας ρεεε΄΄. Όταν το ’μαθα ήμουν μακριά, μπαρκαρισμένος στα βαπόρια. Είχα στενοχωρεθεί. Είχε ΄΄φύγει΄΄ ένας δικός μου άνθρωπος.

Ο παστελάς Ο παστελάς είχε ένα σπαστό τρίποδο τραπεζάκι περασμένο στον ώμο του και μια σακούλα με το παστέλι μέσα, τυλιγμένο σε μια χοντρή χασαπολαδόκολλα. Ήταν το κινητό ζαχαροπλαστείο μετά τον πόλεμο. Ο τύπος φώναζε δυνατά, περιδιαβαίνοντας τις γειτονιές: ΄΄Ο παστελάς, ο παστελααάς, εδώ ο πολίτικος χαλβααάς΄΄. Έστηνε το τραπεζάκι του και μοστράριζε το χαλβά ΄΄φόρα παρτίδα΄΄, ενώ εμάς οι σιελογόνοι αδένες δούλευαν στο ΄΄FULL AHEAD΄΄. Ήταν ένας σκληρός, πολύ γλυκός άσπρος χαλβάς, με φιστίκι ή αμύγδαλο μέσα, που τον έκοβε σε κομματάκια (ανάλογα τα χρήματα) χτυπώντας το μ’ ένα μακρύ σφυράκι-σκεπαρνάκι. Ήταν μια λιχουδιά που μας άρεσε, παρότι κόλλαγε στον ουρανίσκο μας και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα. Γύρω-γύρω από τον παστελά όλα τα πιτσιρίκια πλαταγιάζαμε τη γλώσσα μας, για να ξεκολλήσουμε το χαλβά, συνθέτοντας αξέχαστες γλυκές μουσικές συμφωνίες σαν την....5η(!) εποχή του VIVALDI. Ο Κόχραν, η Μουτσούνα, ο Κάκας, ο Κουνέλας, ο Στελλάκης, ο Πορδόλιας, ο Μπλόφας, ο Τσάλας, ο Μπιρμπιλής, πάντα έβρισκαν τρόπους να ξεγελάσουν τον παστελά, για να απλώσουν το ΄΄ξερό΄΄ τους στα διάσπαρτα μικρά κομματάκια του χαλβά, ενώ από το παστέλι δεν έπεφτε τίποτα....

Page 240: Λαδιάρηδες.pdf

Ο πασατεμπάς Ο πασατεμπάς, ήταν και αυτός ένας μικροπωλητής που γύριζε μετά την Κατοχή στις γειτονιές και τα πανηγύρια. Ο πιο γνωστός ήταν ένας που φώναζε δυνατά: ΄΄Ο Τσάκα Τσούκας παιδιά, ο τσάκα τσούκας΄΄. Πολλές φορές έπαιζε μονά-ζυγά την πραμάτεια του που την είχε σε μια ζεστή βιτρίνα, την οποία κρέμαγε από τον ώμο του. Πάντα κατάκλεβε τα πιτσιρίκια, ακόμα και τους μεγάλους....Γύριζε όλες τις γειτονιές και τον ήξερε όλη η Αθήνα.

Ο γιαουρτάς Ο γιαουρτάς ήταν ένας επαγγελματίας, αυθεντικός ΄΄μπουρτζόβλαχος΄΄. Είχε ένα μακρύ κοντάρι, ή γερό καλάμι, ή γερή λυγαριά και σε κάθε πλευρά του είχε κρεμάσει με σκοινί από μια μεγάλη τσίγκινη πιατέλα, ενώ επάνω είχε από κάθε πλευρά για ισορροπία, σε ίσα μέρη γιαούρτια. Περπάταγε με απίθανη δεξιοτεχνία κρατώντας στο σβέρκο του, στη μέση ακριβώς, το μακρύ κοντάρι, έχοντας βάλει και χοντρό πανί επάνω για να μην πονάει. Ήταν ένας τέλειος ισορροπιστής....τσίρκου. Εμείς όμως όταν τον παρακολουθούσαμε, λέγαμε πάντα: ΄΄Να, τώρα θα πέσει, τώρα θα πέσει΄΄. Ο ΄΄μπαστουνόβλαχος΄΄ όχι μόνο δεν έπεφτε, αλλά εξακολουθούσε για χρόνια να φωνάζει: ΄΄Ο γιαουρτάς, ο γιαουρτααάς΄΄.

Ο εφημεριδοπώλης Να πουλάνε εφημερίδες, είδα για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1950, όταν πρωτοπήγα για δουλειά στο τσαντάδικο, Κολοκοτρώνη και Θεοχάρους γωνία, μέσα στην καρδιά της εμπορικής Αθήνας. Τύχαινε γύρω στις 10 το πρωί να βλέπεις να τρέχουν οι εφημεριδοπώλες, οι οποίοι είχαν στοιβάξει τις εφημερίδες επάνω σε ένα λουρί από τη μια πλευρά δεμένο στη μέση και

Page 241: Λαδιάρηδες.pdf

στον καρπό του χεριού, κιλά ολόκληρα εφημερίδες. Περπατούσαν γρήγορα-γρήγορα γερμένοι ΄΄αλά μπάντα΄΄ και φώναζαν: ΄΄Ερίδες, ερίδεεες΄΄ κι όλοι ξέραμε ότι εννοούσαν εφημερίδες. Διαφήμιζαν με ταλέντο τους κύριους τίτλους με δυο-τρεις σταράτες λέξεις. Κάθε μέρα άλλαζαν τις κραυγαλέες προσφωνήσεις, ανάλογα με τα γεγονότα. Ο καθένας απ’ αυτούς σατίριζε τα πάντα, με το δικό του τρόπο. Πρόσεχαν όμως να μην έρθουν σε ανοικτή ρήξη με το ασφαλίτικο λογοκριτικό καθεστώς των μετεμφυλιακών εξελίξεων της εποχής. Ήταν πράγματι μεγάλα ταλέντα-επαγγελματίες, οι οποίοι μεταβίβαζαν το ταλέντο τους στα παιδιά τους, μια που το επάγγελμα λέγανε ότι ήταν πολύ ΄΄κλειστό΄΄. Τους έφαγε η μόδα του κλειστού DELIVERY VAN και η καταχωρημένη σελίδα στο....INTERNET. Ευτυχείς όσοι τους είχαν ακούσει. Πολύ ευτυχείς....

Ο αραμπατζής Ο αραμπατζής ήταν ο δικός μας άνθρωπος. Μόνο το μακρύ του καμουτσί μας....την έσπαγε. Είχε ένα κάρο ψηλό με δυο μεγάλες ρόδες και κουβάλαγε διάφορα υλικά οικοδομών. Έβγαζε ένα μεγάλο στυλιάρι από τις ρόδες και άδειαζε τα υλικά, όταν μπατάριζε το κάρο. Ένα τέτοιο κάρο είχε ο πατέρας του Τζούρα του Αιγινήτη που απέναντι από το σπίτι μου είχε μια μάντρα οικοδομών και πούλαγε τα υλικά. Είχανε ένα ΄΄τρελό΄΄ άλογο που τον λέγανε Τζέκο. Το ψευτοδένανε δίπλα από το σπίτι μου, σε ένα δένδρο και εμείς με ένα καθρεφτάκι του ρίχναμε τον δυνατό ήλιο στα μάτια και αυτός αλαφιασμένος έκοβε τα σχοινιά και έτρεχε σαν τρελός στους δρόμους, παρασύροντας και το κάρο, σκορπώντας τον τρόμο στο πέρασμά του. Πάντα δέρνανε εμένα....

Page 242: Λαδιάρηδες.pdf

....Δεν ξέρω γιατί. Κάποτε έπεσε στον ασβέστη μες στο λάκκο και ψόφησε. Είχαμε πράγματι λυπηθεί πολύ. Άλλο είδος άμαξας ήταν αυτή που είχε δύο άλογα και τέσσερις ρόδες και ήταν μεγάλη στο μήκος. Συνήθως έκανε μεταφορές, εκδρομές και στην Κατοχή μακρινά ταξίδια. Ο πατέρας του Μύξα, ο μπάρμπα-Λιάς, είχε μια τέτοια άμαξα πριν τα παρατήσει και γίνει σουβλατζής (ο καλύτερος), στο τέρμα. Άλλη σούστα, μ’ ένα άλογο ήταν άλλο είδος άμαξας. Ψηλή, με δερμάτινα καθίσματα και ΄΄πλουμισμένη΄΄ με διάφορα στολίδια και δυο μεγάλα φανάρια μπροστά. Πολλοί αρχοντάδες είχαν δύο άλογα, ακόμη και πέτσινη κουκούλα. Μια τέτοια όμορφη άμαξα είχε και ο χοντρό-Καράμπαμπας, που πολλές φορές του δέναμε τενεκέδες από πίσω. Αλλά το πιο σπουδαίο στον όλο χαβαλέ, ήταν όταν ο χοντρός Καράμπαμπας, με τα μεγάλα σαν μπαλόνια αρχίδια, προσπαθούσε σκυφτός να λύσει το σπάγκο από το τιγκίλι, ενώ τον εμπόδιζε η τεράστια βαρελίσια κοιλιά του. Εμείς απολαμβάνοντας το θέαμα πεθαίναμε από τα γέλια....αρκετά μακριά όμως από το μισητό του καμουτσί, το οποίο από λάθος υπολογισμό μας είχε τυλιχθεί κάμποσες φορές γύρω από το σώμα μας, κάνοντάς μας να σφαδάζουμε από τον πόνο. Όλα αυτά τα είδη αμαξών ήταν ιδανικά για ΄΄καβαλαρία΄΄ και ένα από τα ΤΟΡ παιγνίδια μας.

Ο χασάπης ή εκδορεύς Ήταν ένα δυνατό και ΄΄ασίκικο΄΄ επάγγελμα. Συνήθως οι άνεργοι χασάπηδες από τα σφαγεία γύριζαν τις γειτονιές και έσφαζαν ζώα που πολλοί νοικοκυραίοι είχαν στην αυλή τους. Σφάζανε το αρνί για το Πάσχα, ή το γουρούνι, φτιάχνοντας πηχτή, σπληνάντερο, ή θαυμάσιο κοκορέτσι. Η πηχτή ήταν μικρά κομματάκια κρέας και με πολύ λίπος που τα βάζανε σε μικρά πήλινα κιούπια, βρασμένα σιγά-σιγά

Page 243: Λαδιάρηδες.pdf

και με μπόλικο χοντρό αλάτι. Κράταγε πολύ καιρό έξω από το ψυγείο και ήταν ένας θαυμάσιος μεζές για κράσο και ουζέλες. Εμείς είχαμε ένα γουρούνι δίπλα στο οικόπεδο, μέσα σε μια στέρνα γεμάτη αποφάγια και ακαθαρσίες που βρώμαγε απαίσια γουρουνίλα. Μια από τις πολλές φορές που το καβαλάγαμε και αυτό έτρεχε σαν τρελό, ξαφνικά γύρισε και μου ’χωσε μια ξεγυρισμένη δαγκωνιά στο γόνατο και μου άφησε σημάδι για όλη μου τη ζωή. Με τις φωνές της μάνας μου αποφάσισε ο ΄΄γέρος΄΄ να το σφάξει. Φώναξε τον κυρ-Άγγελο το χασάπη, δίπλα από του Πεπόνια και του Μπλόφα το σπίτι που έμενε σε μια αυλή γεμάτη λουλούδια, με δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ’ τον κύριο δρόμο που όλο τον σκάβανε, όλο τον μπαλώνανε. Ακόμα δεν είχε καταλήξει σε κάποιο μόνιμο ύψος. Λυπηθήκαμε το κακόμοιρο το γουρούνι μας. Το δέσανε γερά και του χώσανε μια ξεγυρισμένη μαχαιριά στο σβέρκο και γεμάτο αίματα έμαθα επιτέλους τι θα πει: ΄΄Αυτός σκούζει σαν σφαγμένο γουρούνι΄΄. Μια φορά ο γαλατάς ο Νικολάκης, όταν πειράζαμε μ’ ένα μακρύ ξύλο το γουρούνι μας, γλίστρησε μέσα στο λάκκο και έκανε εμετό μια ολόκληρη εβδομάδα. Συνέχεια τον μυρίζαμε, ξύνοντας τη μούρη μας, ότι δήθεν μύριζε ακόμα γουρουνίλα και ξανάκανε εμετό. Παρά τη βρώμα του όμως εμείς το αγαπούσαμε, το ταΐζαμε, παίζαμε μαζί του, ανταποδίδαμε τις γκριμάτσες του γελώντας και, προπάντων, κάναμε καβάλα. Σφάξαν το γουρούνι και χάσαμε ένα φίλο....

Ο παγοπώλης Ο παγοπώλης εμφανίστηκε γύρω στο 1945-46 στις γειτονιές. Αγόραζε πάγο σε κολώνες που κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα γλιστρώντας από μια τρύπα, ψηλά μέσα από ένα στενό διάδρομο στα δύο εργοστάσια που υπήρχαν κοντά στη γειτονιά μας. Πίσω απ’ τον Αι Γιάννη το ένα και στου ΦΙΞ, απ’ την πλευρά της Λεωφόρου Συγγρού το άλλο.

Page 244: Λαδιάρηδες.pdf

Πηγαίναμε να χαζέψουμε την ταχύτητα που κατέβαιναν οι κολώνες πάγου και πως τους άρπαζαν οι παγοπώληδες στον αέρα μ’ ένα γάντζο και τους ρίχνανε στο καρότσι, σκεπάζοντάς τους αμέσως με κάτι παλιολινάτσες, ή κουβέρτες. Γυρίζανε τις γειτονιές, αφήνοντας το κομμάτι πάγου που ήξεραν ότι ήθελε το κάθε σπίτι, μισή κολώνα, ολόκληρη ή ένα τρίτο, ακόμα και ένα τέταρτο. Την κολώνα την πριόνιζαν μ’ ένα πριόνι κοντό, γερό και με μεγάλα δόντια, πρώτα στο σημείο που ήθελαν και ύστερα με ένα σφυρί έριχναν μια ΄΄χραπ΄΄ παριδίδοντάς την στη νοικοκυρά, με ένα στρογγυλό τσιγκέλι. Εκεί, στου ΦΙΞ την πόρτα, οι παγοπώλες κάνανε διάφορα αστεία, λέγανε καλαμπούρια, ΄΄έλα στο θείο μάνα μου΄΄ στην κολώνα που κατέβαινε, ενώ οι βοηθοί πιτσιρικάδες το στρώνανε στον παγόπολεμο, με τα σπασμένα κομμάτια πάγου. Ήταν ένας που έλεγε πάντα την ίδια ιστορία, για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν....παρακαλώ! Άξιζε να την ακούσεις για κανά δυο φορές, άντε και πέντε....Αυτός την έλεγε σχεδόν κάθε μέρα. ΄΄Ρε, το ξέρετε ότι όλα είναι σχετικά, ρε κάτσε σε μια κολώνα ξεβράκωτος ένα λεφτό και θα νομίζεις ότι πέρασε ένας αιώνας. Αν πας ραντεβού με μια δίμετρη γκόμενα σ’ ένα ωραίο μέρος, έχεις κατεβάσει και τα ούζα σου και πριν ακόμα την παλαμαριάσεις έχει περάσει μια ώρα, ενώ νομίζεις ότι δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό. Γι αυτό σας λέω, όλα είναι σχετικά. Εξάλλου το είπε και ο σοφός Αϊνστάιν, ρε΄΄. Κάθε τόσο άλλαζε την πιπεράτη περιγραφή με τη γκομενάρα του και έπεφτε το γέλιο. Της γειτονιάς μας ο παγοπώλης λεγόταν Θρασύβουλας, ο οποίος με το γιο του το Μανώλη είχαν ένα κάρο μ’ ένα ταλαίπωρο γάιδαρο και μοίραζαν τον πάγο στις πόρτες των σπιτιών. Επάνω στην επιφάνεια του κάρου υπήρχαν λουρίδες λάστιχα για να μη γλιστράει ο πάγος. Εμείς η πιτσιρικαρία όλο κλέβαμε κανά κομμάτι για παγόπολεμο, ή κάποιο τρίμα και το χώναμε ξαφνικά μέσα

Page 245: Λαδιάρηδες.pdf

στα ρούχα των άλλων, τρίβοντάς τον κιόλας για καλύτερα αποτελέσματα, να και το ξύλο, να και τα κλάματα. Το παρατσούκλι του βοηθού του δεν ήταν και τόσο ευγενικό. Λέγαμε: ΄΄Άκου Γαϊδάρας, τι όνομα είναι κι’ αυτό!΄΄. Εκείνη την εποχή είχαμε δύο τρόπους για να κρατάμε δροσερά τα διάφορα φαγώσιμα. Ο ένας τρόπος ήταν το ΄΄φανάρι΄΄ το οποίο κρέμαγαν σ’ ένα γάντζο ψηλά στο ταβάνι, ή από τα ξύλα της κληματαριάς το καλοκαίρι. Ήταν μια τετράγωνη κατασκευή από ψιλή λαμαρίνα και μέσα είχε δυο-τρεις διαβαθμίσεις ύψους με μια φαρδιά πόρτα, ενώ όλη η κατασκευή ήταν κλεισμένη με πολύ λεπτή συρμάτινη σήτα, για να μην μπαίνουν μέσα....τα πονηρά ζουζούνια. Η διάστασή του ήταν 60x60cm περίπου και ο αέρας κράταγε δροσερό το περιεχόμενο του ψυγείου-φαναριού. Τύφλα να ’χουν τα ψυγεία επτά αστέρων με τον αέρα και την αυτόματη απόψυξη.... Άλλος τρόπος πιο μοντέρνος ήταν το ξύλινο ψυγείο μ’ ένα καπάκι από πάνω και μέσα ένα τσίγκινο, γαλβανιζέ ντεπόζιτο νερού και κάτι τρίγωνες σωλήνες που κατέληγαν στα μουράτα ψυγεία, με μια κάνουλα νερού, έξω από το ψυγείο. Πολλά από τα ψυγεία ήταν θαυμάσια έργα τέχνης από ωραίο ξύλο, γυαλιστερά πόμολα και διάφορα μπιχλιμπίδια. Βάζανε τον τυλιγμένο πάγο σε χοντρά τσουβάλια μέσα στο ψυγείο, επάνω στις τρίγωνες σωλήνες και είχαμε θαυμάσια κατάψυξη και προπάντων, παγωμένο νερό. Θυμάμαι όταν γύριζα από του Μαλτσινιώτη τα καλοκαίρια, καβουρντισμένος από τον ήλιο και τη ζέστη, η πρώτη μου δουλειά ήταν να ανοίγω το ψυγείο και να πίνω μονορούφι από μια τσίγκινη κατσαρόλα, πάνω από μια οκά καταπαγωμένο νερό. Στο συχνά υπόγειο μαγαζάκι, οι παγοπώληδες το καλοκαίρι και οι καρβουνιάρηδες το χειμώνα, πούλαγαν κωκ, κάρβουνα, καυσόξυλα και δαδί για προσάναμμα.

Page 246: Λαδιάρηδες.pdf

Είχαν και δυο-τρία μεγάλα βαρέλια πάνω σε ξύλα, σ’ ένα δροσερό περιβάλλον και πούλαγαν και κρασί χύμα με την οκά. Σε μια γωνιά ήταν πάντα ένα-δυο τσίγκινα στρογγυλά τραπέζια με ψάθινες καρέκλες, ή και κομμάτια χοντρά κούτσουρα, σαν σκαμνιά για κάθισμα. Συχνά-πυκνά μαζεύονταν οι μαστοράντζες της γειτονιάς, κάτι μπεκροκανάτες του κερατά, με μουστάκι, ζωνάρι, τραγιάσκα, κομπολόι και....κόκκινη μύτη σαν μελιτζάνα με τρίχες. Πολλοί είχαν και ένα ρολόϊ κρεμασμένο από μια αλυσίδα και χωμένο σε μια μικρή τσέπη του μαύρου γυαλιστερού γιλέκου. Επάνω σε μια λαδόκολλα, φιγουράριζαν στουμπιχτά κρεμμύδια, σκόρδο, σαρδέλες, ρέγγα, λακέρδα, ή σκουμπρί, ελιές θρούμπες, ή φέτα, ψωμί και καμιά ντομάτα ζουμερή. Και ΄΄βίβα λεβέντες, εβίβα παιδιά΄΄ άδειαζαν τις μισές στο ΄΄πιτς φιτίλι΄΄ ώσπου να ’ρθει η ΄΄κερά Μήτσαινα΄΄ για να αρχίζει τσιρίζοντας, βάζοντας και το χέρι στη μέση, που σήμαινε στην πρωτόγονη ΄΄φεμινίστρια΄΄ χοντρός καυγάς. ΄΄Βρε αχαΐρευτε, πάλι μπεκρουλιάζεις; Στα τσακίδια, γρήγορα σπίτι΄΄. Ενώ ο κυρ Μήτσος, ο κάθε ΄΄χλέμπουρας΄΄ πέταγε μασημένα ένα: ΄΄Με το μπαρδόν βλάμηδες, ένεκα η κερία να ούμε, πάω στο τσαρδί για άραγμα΄΄. Αξέχαστοι τύποι της κάθε γειτονιάς, αραγμένοι στον πανέμορφο πλούτο του απλοϊκού κουτουκιού, έξω απ’ τις πλαστικοχαϊλοστυλάτες και κρυόκωλες γκλαμουριές των GOODIES και MAC DONALDS. Ζητείται κουτούκι, λαδόκολλα, μισή και καλή παρέα. Και ανθρωπιά ρεεε!

Οι τσιγγάνες ΄΄Μοίρες, μοίρεεες΄΄, ακούγαμε συχνά στη γειτονιά μας από κάτι τσιγγάνες με περίεργα και παρδαλά ρούχα ντυμένες, να φωνάζουν:

Page 247: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Μοίρες, μοίρεεες, να σε πω το μοίρα σου, να σε πω το ριζικό σου΄΄. Επί τη ευκαιρία, είχαν και ένα θαυμάσιο, μπρούτζινο, χειροκίνητο μύλο και πούλαγαν και φρεσκοκομμένο καφέ. Συχνά-πυκνά, όταν έβρισκαν ΄΄λάσκα τα πράγματα΄΄, άπλωναν και το ΄΄ξερό΄΄ τους, ξαφρίζοντας διάφορα πράγματα (σχεδόν όλα) από τα σπίτια. Δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη προτίμηση. Όλα ήταν αρεστά για σούφρωμα. Συνήθως πήγαιναν δυο-δυο. Κάποιοι και κάποιες ευκολόπιστοι δεχόντουσαν τις μαντικές ικανότητες στη χειρομαντεία, ενώ η άλλη έβρισκε την ευκαιρία και βούταγε διάφορα αντικείμενα και τα ’χωνε στο πολύχρωμο ταγάρι, ή κάτω από την πολύφυλλη μακριά φούστα ως τον αστράγαλο, συγκρατώντας τα, με ειδικά λάστιχα! Εμείς φοβόμασταν να τις κοιτάξουμε γιατί λέγανε ότι ΄΄αν σου μετρήσουν τα δόντια και ειδικά με φεγγάρι, θα πεθάνεις΄΄. Πιάναμε τα πιτσιρίκια και τους ανοίγαμε με το ζόρι το στόμα για να τα μετρήσει τάχα μου η τσιγγάνα. Και οι μικροί σφάδαζαν από τον τρόμο. Εκεί πάντα ήταν η επωδός από τους γείτονες: ΄΄Τι θα γίνει με το γιο σου κυρά Τασία;΄΄ Μια τέτοια γνωστή τσιγγάνα που γύριζε τις γειτονιές και φώναζε: ΄΄Μύλος, μύυλοος΄΄ ήταν η Κυριακίτσα. Είχε πολλές φίλες, τους πούλαγε καφέ και τους έλεγε τη μοίρα τους. Ήταν καθαρή και δεν είχε ακουστεί ποτέ ότι ΄΄δούλευε το κουλό της΄΄. Μια από τις καλές της φιλενάδες, σε καθημερινή βάση, ήταν και η κυρά Ζωή, η μάνα του Τουρλαύτη, που είχε μεγάλα αυτιά και ο Παύλος ο Ψείρας του έλεγε: ΄΄Ρε, μάζεψε τ’ αυτιά σου να περάσω!΄΄ Η κυρά Ζωή προφανώς είχε μάθει απ’ την Κυριακίτσα να κόβει τη χρυσή – ένα ψιλό νευράκι κάτω απ’ τη γλώσσα, υποτίθεται ότι θα πέρναγε ο ίκτερος – μια παιδική ασθένεια που τη λέγανε η χρυσή. Στην αρχή μαθαίνουν στις κότες που έχουν ΄΄κόριζα΄΄ στο λαιμό και ύστερα στα παιδιά που υποτίθεται έχουν τη χρυσή – ίκτερο, λέγοντας διάφορα μυστήρια λόγια ΄΄σολομωνικής΄΄

Page 248: Λαδιάρηδες.pdf

ενώ το βλέμμα τους περιδιάβαινε δήθεν στο υπερπέραν....για πνευματική βοήθεια. Και όμως, πολλοί ορκίζονταν ότι έγιναν καλά. Οι πιο ΄΄κακές΄΄ γλώσσες της γειτονιάς λέγανε ότι....περπάταγε στον αέρα....στο υπόγειο....και ότι μίλαγε με υπερφυσικά όντα. Η Κυριακίτσα ήταν η πρώτη πλανόδια ΄΄Πητ Παπαδάκος΄΄ της εποχής της, με τον πλούτο όμως της ηθικά έντιμης και άκακης μικροαπατεωνιάς, η οποία αντί να αρπάζει μπορεί να ’δινε κιόλας σε κάποια φτωχοφουκαριάρα.

Ο λαχειοπώλης Οι λαχειοπώλες φάνηκαν πριν το τέλος της δεκαετίας του 1950. Πούλαγαν διάφορα λαχεία αλλά τα πρωτεία τα είχε κάθε Πρωτοχρονιά το Λαχείο Συντακτών. Μέσα στη φτώχεια της άστεγης αστυφιλίας, το σπίτι του λαχείου που πρόβαλλε διαφημιστικά σε όλους τους τομείς, ήταν το άπιαστο όνειρο του κάθε φουκαρά, για ΄΄ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του΄΄. Εγώ πρωτάκουσα να πουλιούνται λαχεία, γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων, απέναντι από τα Χαυτεία. Ήταν ένας τυφλός τύπος που περπάταγε σιγά-σιγά, χτυπώντας ένα μπαστούνι στο πεζοδρόμιο και φώναζε: ΄΄Αυτό το σπίτι ποιος θα το πάρει;΄΄. Για χρόνια έλεγε το ίδιο πράγμα, με την ίδια εκνευριστική φωνή, στο ίδιο μέρος. Είχε γίνει σλόγκαν και ακόμα σκετς, σε διάφορες θεατρικές επιθεωρήσεις.

Ο παλαιστής Ο παλαιστής ήταν ένας ωραίος επαγγελματίας– διασκεδαστής. Διασκέδαζε χιλιάδες μικρούς, αλλά και μεγάλους στις πλατείες, στα παζάρια και στα πανηγύρια των ΄΄ιερών ναών΄΄ που γιόρταζαν. Ο παλαιστής μάζευε κόσμο γύρω του, με διάφορα κόλπα δυναμικά και τεχνικά, διασκέδαζε τους πάντες αλλά περισσότερο την πιτσιρικαρία.

Page 249: Λαδιάρηδες.pdf

Ο παλαιστής είχε ένα βοηθό ο οποίος με ένα αυτοσχέδιο από χαρτόνι χωνί φώναζε ότι: ΄΄Σε λίγοοοο ο πιο δυνατός άντρας και πρωταθλητής κόσμοοου (!) θα επιδείξει την ηράκλεια δύναμή του, τρέξε κόσμεεεε, μη χάσεις το θέαμα΄΄. Σιγά-σιγά ο κόσμος μαζεύονταν σε ένα κύκλο και στη μέση ο παλαιστής άπλωνε φουσκωτός-φουσκωτός, τα διάφορα εργαλεία του. Είχε αλυσίδες, τράπουλες, τηλεφωνικό κατάλογο, ένα μεγάλο σφυρί-βαριοπούλα, διάφορες πλατιές πέτρες, μακριές μπετόβεργες, σκοινιά, σούστες-ελατήρια, καρέκλα, πέταλα αλόγων και μεγάλα καρφιά. Ο πιο γνωστός ήταν ο Τσαμ-Τσουμ-Τσίμπλερ, ή Τάσος. Ξεκίνησε σαν ένας γεροδεμένος και μυώδης νέος. Ίσως να ’χε πάει και στην πάλη. Είχε ένα χοντρό χαρτόνι γεμάτο ξεφτισμένες φωτογραφίες και τις έδειχνε καμαρωτός. Έλεγε ότι ήταν ο πιο δυνατός άντρας του κόσμου, γνήσιος απόγονος του Κουταλιανού και του Τόφαλου, ακόμα και του αρχαίου Κίμωνα του Κροτωνιάτη.... Φώναζε με στόμφο, σα να ήταν ο πιο ΄΄ριγμένος΄΄ στον κόσμο: ΄΄Ας όψονται μερικοί χαρτογιακάδες στα υπουργειά (γαμώ....τα υπουργεία τους), που με σαμποτάρουν συνέχεια και τώρα αναγκάζομαι να αγωνίζομαι για μια φασουλάδα΄΄. Μίλαγε συνέχεια για την Ελληνική ρώμη και ανδρεία, αλλά αμέσως έριχνε και δέκα μαζεμένα μπινελίκια στα υπουργεία τους....με τους χαρτογιακάδες. Ήταν χάρμα να τον ακούς, σε μια περίοδο φιμωμένης ελευθερίας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 είχε καταντήσει ρακένδυτος και κοκαλιάρης από την πείνα, με μια φαρδιά ζώνη και μεγάλη αγκράφα στη μέση, υποτίθεται....του παγκόσμιου πρωταθλητή! Τις περισσότερες φορές ήταν σουρωμένος, ενώ οι μεγάλοι αληταράδες στην πλατεία Δημαρχίας, ή στου Ψυρρή και στο Μοναστηράκι, τον δένανε σφικτά και ο κακόμοιρος τους

Page 250: Λαδιάρηδες.pdf

παρακαλούσε κρυφά να τον λύσουν, ενώ άλλοι του πέταγαν γιαούρτια φωνάζοντας: ΄΄Τάσο, πιάσε ένα γιαούρτι΄΄. Άλλος γνωστότατος ήταν ο Τζιμ Αρμάου. Πραγματικά όμως δυνατός, όταν ήταν νέος. Τρίγωνο σώμα, ατσάλινα μπράτσα και κοιλιά σίδερο. Ήξερε πολλά κόλπα, που εντυπωσίαζαν τότε. Πέρναγε φορτηγό πάνω από την κοιλιά του, ενώ άλλοτε κάποιος του ’σπαγε τη μεγάλη πέτρα με τη βαριά πάνω στο κεφάλι του. Έσκιζε με τέχνη τον κατάλογο, ή την τράπουλα, ανοίγοντας ζούλα με κόλπο τα φύλλα, ενώ ο κόσμος νόμιζε ότι τα ’σκιζε όλα μαζί. Φούσκωνε το σώμα του όταν τον έδεναν και ξεφούσκωνε όταν ήθελε να λυθεί αφήνοντας το σκοινί, ή την αλυσίδα να πέσει, ενώ δήθεν πάσχιζε να σπάσει τα λουκέτα ιδροκοπώντας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, ταλαίπωρος και γέρος, καταματωμένος και μισόγυμνος, μίλαγε και αυτός περισσότερη ώρα, παρά να δείχνει τα διάφορα κόλπα του. Κάποτε ναύτης στο Βασιλικό Ναυτικό το 1961, όταν βγαίναμε από την ΄΄Ευκαιρία΄΄, το μεταγωγικό από το Ναύσταθμο στο ρολόι του Πειραιά, είπαμε να τον δέσουμε ναυτικά, για να μην μπορεί να λυθεί. Φώναζε δυνατά: ΄΄Ρε παιδιά, δε θέλω να με δέσουν τζιτζιφιόγκοι και άσχετοι λελέδες, θέλω βαπορίσιους, τίποτα ναύτες, ντοκουμάνηδες της μηχανής, ακόμα και λοστρόμους΄΄. Του ρίξαμε κανά δυο ΄΄καρυδόκομπους΄΄ και δυο-τρεις ΄΄διπλές καντηλίτσες΄΄ και όσο προσπαθούσε να λυθεί τόσο αυτοί έσφιγγαν αφού περιμέναμε την ανάσα του να ’ναι έξω για περισσότερο σφίξιμο. Τρελάθηκε....Άρχιζε όμως να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά: ΄΄Να οι Έλληνες λοστρόμοι, οι καλύτεροι στον κόσμο, θα τους φάμε τους....Τούρκους, θα τους πάρουμε την Πόλη και την Κόκκινη Μηλιά΄΄, ενώ κρυφά εκλιπαρούσε: ΄΄Αμάν ρε παιδιά, πάω για το μεροκάματο, λύστε με με τρόπο, θα σκάσω΄΄. Δεν μπορούσαμε να μην τον λυπηθούμε.

Page 251: Λαδιάρηδες.pdf

Ήταν αξιαγάπητοι αυτοί οι ταλαντούχοι, δυναμικοί διασκεδαστές. Διασκέδασαν χιλιάδες κόσμο σ’ όλα τα πανηγύρια, σ’ όλη την Ελλάδα. Ένας-ένας απ’ αυτούς πέθαινε στην κυριολεξία στην ψάθα. Καμιά μέριμνα απ’ το κράτος. Κάποτε μαζέψαμε μερικά χρήματα από έρανο στο γυμναστήριο. Είχαμε διαβάσει ότι ο Τζιμ Αρμάου γέρος, άρρωστος και μπατίρης, κοιμόταν στα παγκάκια στον Κεραμικό. Χρειάστηκε να επιδείξουμε μεγάλη μαεστρία για να τον πείσουμε να τα πάρει. Έλεγε συνέχεια: ΄΄Αφού δεν πρόσφερα τίποτα ρε καλόπαιδα, γιατί να τα πάρω;΄΄ Μεγάλοι άνθρωποι (το Μ με κεφαλαίο) στα κρύα παγκάκια, μικροί άνθρωποι χαρτογιακαδάκηδες στα χλιδάτα και ζεστά υπουργεία τους. ΄΄Γαμώ τα υπουργεία τους΄΄ που έλεγε συνέχεια και ο Τζιμ Αρμάου και ο Τάσος, ο τσαμ-τσουμ-τσίμπλερ.

Ο αρκουδιάρης Ο αρκουδιάρης ΄΄γύφτουλας του κερατά΄΄ ήταν ένας τύπος που έσερνε μια τεράστια αρκούδα, δεμένη από ένα κρίκο κρεμασμένο στο τρύπιο της ρουθούνι. Είχε ένα ντέφι, ήταν κατάμαυρος απ’ τον ήλιο και κατασκονισμένος, γύριζε τις γειτονιές και τα πανηγύρια. Χτύπαγε το ντέφι και τραβώντας τη φουκαριάρα την αρκούδα απ’ τη μύτη, την υποχρέωνε να κάνει διάφορα κόλπα. Σηκωνόταν όρθια στα δυο της πίσω πόδια και....έριχνε τις βόλτες της, ή τη ρώταγε ο αρκουδιάρης με όση ΄΄γλύκα΄΄ περίσσευε από τη ΄΄σκατόφατσά΄΄ του: ΄΄Πως κοιμάται ο γέρος και η γρια΄΄. Κατά διαστήματα της έριχνε μέσα στο πάντα πεινασμένο αρκουδόστομά της και από ένα κύβο ζάχαρη και αυτή το ’χαβε ΄΄στο φτερό΄΄ κατευχαριστημένη. Οι αρκουδιάρηδες σατίριζαν διάφορα δημόσια πρόσωπα με μαεστρία, παρά τα σπαστά τους ελληνικά. Αργότερα έλεγαν στην αρκούδα:

Page 252: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Για κάνε μας πως φιλάει ο Παπαμιχαήλ τη Βουγιουκλάκη;΄΄ Αυτή με σκέρτσο έστελνε φιλάκια γύρω-γύρω, ενώ ο αρκουδιάρης μάζευε λεφτά μέσα στο ντέφι του. Πολλοί είχαν και μια μαϊμού για βοηθό. Θυμάμαι τον αδελφό μου στο τέλος της Κατοχής, όπως και άλλα παιδιά που άργησαν να μιλήσουν, όταν τον ρωτούσαν: ΄΄Που ήσουν ρε;΄΄ αυτός έλεγε: ΄΄Λάμπη, μαμού, κατσού΄΄, (…με τον Λάμπη και Μαϊμού, στο μαγαζί της Καλτσού!!!) Ο Κώστας, του οποίου το παρατσούκλι ήταν ΄΄ο Κουρκούμπας΄΄, έλεγε σχεδόν μέχρι τα 10 του: ΄΄Μπα μα έσει κοκονέλι΄΄ για το κοκκινέλι κρασί που πούλαγε ο πατέρας του…και δεν του άρεσε. Ο δε Σπύρος ο ΄΄Κολολέβας΄΄ ήταν αυτός που έλεγε στη θεία του: ΄΄Τεία κολολέβει΄΄ για κάποιον που τον κορόιδευε. Αυτός με τη μαϊμού πέταγε φιστίκια Αιγίνης στον αέρα και η μαϊμού τ’ άρπαζε, τα ξεφλούδιζε με μαεστρία και τα έτρωγε, κοιτώντας γύρω-γύρω τον κόσμο κατευχαριστημένη. Εμείς παίρναμε τα τσόφλια και τους βάζαμε μέσα χαρτάκια, ή πετραδάκια και η μαϊμού τσαντισμένη μας έδειχνε τα σουβλερά της δόντια. Ήταν μεγάλη διασκέδαση ο αρκουδιάρης. Όταν ακούγαμε το ντέφι του ξεχυνόμαστε σαν παλαβά για να δούμε, αφήνοντας σύξυλους τους γονείς μας με τις απειλές τους. Άρχιζε να εξαφανίζεται από τους δρόμους και τα πανηγύρια στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν άρχισαν να διαμαρτύρονταν σοβαρά διεθνείς και ντόπιοι οργανισμοί για τη βάναυση μεταχείριση της ταλαίπωρης, αλλά συμπαθέστατης αρκούδας, τελευταίο δείγμα, από τα δάση της Ροδόπης και της Πίνδου.

Ο παγωτατζής Ο παγωτατζης ήταν ο πιο γλυκός μας περιοδεύων επαγγελματίας. Ξανάρχισε την περιοδεία, του μετά τα Δεκεμβριανά.

Page 253: Λαδιάρηδες.pdf

Είχε ένα τρίτροχο καρότσι (και λίγο αργότερα ποδήλατο), ενώ μέσα είχε βάλει ένα στρογγυλό γυαλιστερό λαμαρινένιο κουτί, με στρογγυλό καπάκι. Γύρω-γύρω στο διπλό περίβλημα του κουτιού, είχε φίσκα τριμμένο πάγο, ανακατωμένο με χοντρό αλάτι ενώ μέσα στο στρογγυλό κουτί είχε το παγωτό, έτσι χύμα. Οι παγωτατζήδες ήταν λαϊκοί τύποι, ακραιφνείς μερακλήδες. Αγόραζαν αγνό πρόβειο γάλα από τον ΄΄δικό τους΄΄ τσοπάνο της περιοχής. Για επτά κιλά γάλα βάζανε τρία κιλά νερό, λίγο κορν φλάουερ, λίγη ζάχαρη και ελάχιστο σαλέπι. Το σαλέπι το αγόραζαν από τους τσοπαναραίους, συνήθως απ’ τη Θεσσαλία. Ήταν μια μεγάλη ρίζα μ’ ένα μικρό ανθό αγριολούλουδου, που φύτρωνε μόνο του ψηλά στα κατσάβραχα. Μόνο οι τσοπαναραίοι ξέρανε να ξεχωρίζουν τις ρίζες απ’ την πληθώρα βλάστησης των βουνών της Θεσσαλίας, που τους το ’χαν δείξει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από τα παράλια της Μ. Ασίας, ύστερα από την καταστροφική περιπέτεια του 1922. Ίσως και οι τελευταίοι να το ’χαν πάρει από την Αίγυπτο, η οποία έχει μεγάλη κατανάλωση και λέγεται ΄΄ΣΑΧΕΜΠ΄΄, γνωστό ακόμα από τους αρχαίους Φαραώ. Μάζευαν τσουβάλια ρίζες στις αρχές του καλοκαιριού και ροβολούσαν στις πόλεις, για να το μοσχοπουλήσουν στους παγωτατζήδες και στους σαλεπιτζήδες. Το σαλέπι-ρίζα το πήγαιναν στους αλευρόμυλους και το έκαναν σκόνη. Μέσα σ’ ένα σιδερένιο δοχείο έβαζαν το γάλα, το νερό, τη ζάχαρη, το κορν φλάουερ και ένα κυπελλάκι σκόνη σαλέπι και το ανακάτευαν με κάτι μεγάλες κουτάλες σαν τεράστιες σπάτουλες-κουπιά. Πολλές φορές η νύχτα τελείωνε και έβρισκε το πρωί το ταλαίπωρο ανδρόγυνο, να χτυπάει ανακατεύοντας το πηχτό μείγμα. Αργότερα κάναν διάφορες πατέντες οι μηχανουργοί με κάποια χειροκίνητα μηχανήματα, για να γίνεται η μίξη πιο

Page 254: Λαδιάρηδες.pdf

άνετα. Έπρεπε το μείγμα να έχει το ποθητό αποτέλεσμα. Να μην έχει παγωμένους κρυστάλλους, να μην είναι νερουλό, αλλά ούτε και πολύ πηχτό. Ήταν και αυτό μια τέχνη που τη μάθαιναν οι παγωτατζηδες στα παιδιά τους και αυτοί στα δικά τους. Σε κάθε στενό που σταμάταγε ο παγωτατζής, δεκάδες πιτσιρίκια τον περιτριγύριζαν και ξερόγλειφαν τα χείλη τους. Πούλαγε το παγωτό μέσα σ’ ένα χωνάκι, ή ανάμεσα σε δυο μπισκότα σαν σάντουιτς. Έβαζε και μια γλυκιά κόκκινη κρέμα την οποία εμείς τη λέγαμε ΄΄χεσαμόλη΄΄ και ποτέ ΄΄σιρόπι΄΄ όπως τη λέγανε τα κορίτσια και οι βουτυρομπεμπέδες. Συχνά λέγαμε: ΄΄Ρε δώσε μου το παγωτό να ρίξω μια γλειψιά΄΄....και χραπ, κατεβάζαμε το μισό ΄΄καίγοντας΄΄ το στόμα μας από το παγωμένο παγωτό, με τη βουλιμία μας. Και κλάμα οι φλούφληδες.... Ο δικός μας ο παγωτατζής ήταν ο γείτονας ο Εξηνταβελόνης. Έφτιαχνε το καλύτερο παγωτό. Συχνά σουρωμένος, μας έβαζε διπλή δόση. ΄΄Φάτε ρε μουλόσποροι, να δούμε τι θα καταλάβετε΄΄. Εμείς ξέραμε τι καταλαβαίναμε....Μια μεγάλη γλύκα που κράταγε πολλή ώρα, πλαταγίζοντας με θόρυβο τη γλώσσα μας. Μια φορά σουρωμένος τουμπάρισε το καρότσι και χύθηκε όλο το παγωτό κάτω στο δρόμο. Πέσαμε όλοι με τη μούρη και γλείφαμε ακόμα και το χώμα! Πολλές φορές όταν βλέπω ακόμα και σήμερα να πουλάν παγωτό με τον ίδιο (....σχεδόν) τρόπο και παρά τη δεδομένη αρνητική απάντηση, εγώ πάντα ρωτάω: ΄΄Ρε μάστορα, εσύ το φτιάχνεις;΄΄ Μου κόβονται τα γόνατα απ’ την ίδια απάντηση απ’ όλους τους παγωτατζήδες. ΄΄Σιγά κύριος που θα κάθομαι όλη τη νύχτα να το φτιάξω εγώ, δε σφάξανε, έτοιμο το παίρνω΄΄. ΄΄Μαζί με τα κολοβακτηρίδια και το φτηνό σαλέπι απ’ την Τουρκία....΄΄ συμπληρώνω από μέσα μου....με κακία.

Page 255: Λαδιάρηδες.pdf

Οι περισσότεροι παγωτατζήδες το γύριζαν το χειμώνα στο σαλέπι. Είχαν ένα τεράστιο, στρογγυλό, χάλκινο, γυαλιστερό κατσαρόλι με κάρβουνο για ζέστη μ’ ένα μεγάλο στόμιο και εκεί μέσα ρίχνανε τη σκόνη το σαλέπι με το σωστό νερό, κανέλα κλπ. και κάνανε ένα ζεστό, λίγο πηχτό υγρό, βάλσαμο για το λαιμό των μικροπωλητών που φώναζαν την πραμάτεια τους και έβγαζε ΄΄κόριζα΄΄ η φωνή τους. Ιδιαίτερη προτίμηση είχαν οι χασικλήδες ΄΄για να πάνε κάτω τα ζαφείρια΄΄, όπως λέγανε, ανοίγανε και οι πνεύμονες. Εμάς όμως τους μικρούς δεν μας πολυάρεσε.

Οι μοιρολογίστρες Οι μοιρολογίστρες ήταν οι πιο συμπαθείς ΄΄γκραν γκινιόλ΄΄, ατόφιες....διασκεδάστριες. Σχεδόν όλες έπαιρναν χρήματα. Ήταν επαγγελματίες. Μπορεί να μην μου είχαν επιτρέψει λόγω ηλικίας να παρευρεθώ σε καμία κηδεία από τους άμεσα συγγενείς μου. Ο Δημήτρης, ο πρώτος μου αδελφός, πέθανε το 1928, χρόνια πριν γεννηθώ. Το ίδιο και ο Βασιλάκης το 1936. Στου Κωνσταντίνου το 1942 και του Στέλιου μας το 1944 όπως και στον μπαμπά μου το 1953 δεν με άφησαν να παρευρεθώ στις κηδείες τους. ΄΄Είναι μικρός, θ’ αγριέψει΄΄, έλεγε η μάνα μου συνέχεια. Η μάνα μου δε, πέθανε το Νοέμβρη του 1973, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, από εγκεφαλικό. Ήμουν εξόριστος στο Λονδίνο, καταδικασμένος σε φυλάκιση ερήμην από το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών από το 1968. Πως να πήγαινα; Με το Γιώργο τον απέναντι και το Νικολάκη το γαλατά πηγαίναμε στο Μπραχάμι στο νεκροταφείο κρυφά για να παίρνουμε κόλλυβα, να χορτάσουμε λίγο την πείνα μας. Παρά την πείνα και τη στέρηση στην εποχή πολέμου, κατοχής και δεκεμβριανών, υπείρχαν αθηναίοι που κράταγαν τα έθιμα στις κηδείες. Είχαμε δει πολλές κηδείες και τότε και μετά. Πηγαίναμε όμως και στα σπίτια όταν κάποιος πέθαινε, για ν’ ακούσουμε να μοιρολογούνε οι Μανιάτισσες.

Page 256: Λαδιάρηδες.pdf

Μας φαινόταν πολύ αστείο. Είχε πολύ πλάκα.... Καθόντουσαν γύρω-γύρω από τον τεζαρισμένο-πεθαμένο οι μαυροφορεμένες γριές με τσεμπέρια, χτύπαγαν ρυθμικά τα γόνατά τους με τα χέρια τους, ενώ ταυτόχρονα κουνούσαν πέρα-δώθε το κεφάλι τους με απελπισία. Λέγανε συνήθως: ΄΄Έφυγεεες, κολώνα του σπιτιού μααας΄΄. Κι ας ήταν μια μπεκροκανάτα του κερατά κι ας το…ήξεραν όλοι. Αργότερα στον τάφο γινόταν ΄΄πανζουρλισμός΄΄, κατά βάθος όμως χοντρό ΄΄μπαλαμούτι΄΄. Σκίζανε τα ρούχα τους, γρατζουνάγανε τα πρόσωπά τους (δήθεν) και τις κρατάγανε για να μην πέσουν μέσα στον....τάφο, ξανά δήθεν. Μια φορά με το Νικολάκη το γαλατά είχαμε τρυπώσει μέσα στο σπίτι μπροστά-μπροστά, ΄΄πρώτη μούρη΄΄, στην κηδεία του χασάπη, ενός γείτονα Μανιάτη. Όλο αυτό το σκηνικό μας ήρθε ανάποδα και μας έπιασε ένα υστερικό γέλιο, δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε. Ώσπου να βγούμε έξω πηδώντας πάνω στις καρέκλες και άλλοτε σουρνάμενοι κάτω από τα πόδια τους, φάγαμε τις κλωτσιές και καρπαζιές όλης της χρονιάς, συνοδεύοντας με βρισιές τύπου: ΄΄Ουστ, τσόγλανοι΄΄ και ΄΄Όξω, μπάσταρδοι΄΄. Εμείς, πεθαμένοι από τα γέλια, ανάμεικτα με πόνους από τις κατραπακιές, μύξες, κλάματα και τρελούς χτύπους της καρδιάς μας, κοιτάγαμε από μακριά, πάντα με τρόμο το καπάκι της κάσας, που σαν κακό έθιμο έβγαζαν έξω από το σπίτι του κάθε πεθαμένου.

Το πανόραμα Ήταν ένα θαυμάσιο θέαμα που ηλέκτριζε τη φαντασία μας, όταν παιδιά περιμέναμε στην ουρά με ακράτητη ανυπομονησία να δούμε και μεις, το περίφημο πανόραμα. Ήταν ένα μακρόστενο καρότσι πάνω σε τέσσερις ρόδες και πάνω στο καρότσι ήταν το πανόραμα.

Page 257: Λαδιάρηδες.pdf

Ένα μακρύ κουτί με τέσσερις γυάλινες τρύπες από κάθε πλευρά. Κολλάγαμε τη μούρη μας στο γυαλί, καθισμένοι πάνω σε δύο πάγκους, από έναν σε κάθε πλευρά του καροτσιού. Κοιτάγαμε με θαυμασμό και με γουρλωμένα μάτια τις φωτεινές φωτογραφίες που γύριζε σιγά-σιγά ο ΄΄νταραβεριτζής΄΄ με ένα κύλινδρο μπροστά, κάτι σαν μανιβέλα αυτοκινήτου. Ξαναεμφανίστηκε πάλι μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, στις γειτονιές και τα πανηγύρια. Ήταν μάλλον μια φτηνή αντιγραφή του περίφημου πανοράματος στην έκθεση του Παρισιού, στην αρχή του αιώνα μας. Ο τύπος που είχε το πανόραμα ήταν γνωστότατος. Μπορεί να μην υπήρχε και άλλος, γιατί αυτόν βλέπαμε για χρόνια και σε διαφορετικές γειτονιές. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός, μ’ ένα μακρύ καλάμι λυγαριά και βάραγε κάθε τόσο τα ζωηρά πιτσιρίκια που δεν φεύγανε, που δεν πληρώνανε, ή αυτούς που κοίταγαν στο γυαλί δυο-δυο, ή ακόμα και τρεις. Γινόντουσαν συχνά καυγάδες, γιατί ο ένας που του είχε παραχωρηθεί η θέση για λίγο δεν ξεκόλλαγε με τίποτα από το τζάμι, ενώ ο άλλος, φανερά δυσαρεστημένος, τον τράβαγε αγρίως. Έπεφτε συχνά ξύλο και στο τέλος ο ΄΄νταραβεριτζής΄΄ αφού έριχνε κάμποσες βρισιές ολούθε, σταμάταγε το γύρισμα της μανιβέλας και δεν έβλεπε στο τέλος κανείς. Ο τύπος είχε μια μακρόσυρτη φωνή πολύ περίεργη, μοναδική στο είδος με τόνισμα της λέξης που μόνο να την άκουγες, έπεφτες ξερός από τα γέλια. Έλεγε με στόμφο εκατό ποιητάδων: ΄΄Να ο Νείλος ποταμόοος, να τα αραπάκιααα στο Νείλοοο ποταμόοο΄΄. Εν τω μεταξύ, συχνά σουρωμένος, άλλα έδειχναν στο γυαλί οι κινούμενες φωτογραφίες και άλλα έλεγε αυτός. Ρωτάγαμε: ΄΄Ρε μπάρμπα, που είναι τα αραπάκια;΄΄ ΄΄Σκάσε μούλε, μαύρα τ’ αραπάκια, μαύρο το νερό, πως θέλεις να τα δεις;΄΄ Ή το άλλο: ΄΄Να ο Στάλιν, να ο Τσώρτσιλ, να και ο Τρούμαν΄΄.

Page 258: Λαδιάρηδες.pdf

΄΄Που είναι ρε μπαρμπα ο Στάλιν;΄΄ ΄΄Σκάσε τσόγλανε, θα μας κάνουν φάκελο στην ασφάλεια, μη ρωτάς΄΄. Κάθε τόσο βάραγε τα πιτσιρίκια με την μακριά βίτσα, λέγοντας πάντα σοβαρός: ΄΄Βγάλε τη μύξα σου μωρό, μη μου λερώνεις το φακό΄΄ (φωνή δυνατή)! ΄΄Γαμώ τη μάνα σου γαμώ΄΄ (φωνή σιγανή)! Εμείς σιγά-σιγά οργανωνόμασταν για να κάνουμε τις λαδιές μας.... Λερώναμε το ένα τζάμι και αμέσως πηγαίναμε στο άλλο το καθαρό, ενώ ο ανύποπτος πιτσιρικάς έτρωγε τις βρισιές του με γαρνιτούρα, πάντα με μια νέα βρισιά. Κλέβαμε τη σειρά για να ’μαστε πρώτοι, τον μπερδεύαμε ότι τάχα μου είχαμε πληρώσει. Βάζαμε πινέζες στον ξύλινο πάγκο, ή δέναμε κρυφά μια γάτα κάτω από το καρότσι και όταν άρχιζε το πομπώδες ποίημά του, τραβούσαμε τη γάτα με το σπάγκο, η γάτα νιαούριζε, ο τύπος λύσσαγε από το κακό του και γινόταν ο χαμός και μεγάλος τζερτζελές. Όταν ερχόταν το πανόραμα, ήταν η καλύτερή μας. Εξαφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1950 απ’ τους σκονισμένους δρόμους και τα πανηγύρια, με την ευρεία διάδοση του κινηματογράφου. Τον έφαγαν μπαμπέσικα ο Κακογιάννης και η Βουγιουκλάκη! ....Προς τιμήν (!) του κινηματογράφου, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν, τουλάχιστον σε μουσειακό πεδίο. ....Αν υπήρχε ευαίσθητο υπουργείο Πολιτισμού. Λέω....αν....

Η καφετζού Η καφετζού υπήρχε σε κάθε γειτονιά. Από τις γειτόνισσες που έλεγε η μια στην άλλη τον καφέ ΄΄για να περάσει η ώρα καλέ....΄΄ έως τις πιο πονηρές και καπάτσες σε συνήθως απομακρυσμένες φτωχογειτονιές στο Αιγάλεω, στα Άσπρα Χώματα, στο Μπραχάμι, στα Σούρμενα, στο Βούθουλα, στο Δουργούτη, στο Κατσιπόδι, ή στον Κοπανά, Πέραμα, Δραπετσώνα και Καμίνια.

Page 259: Λαδιάρηδες.pdf

Υπήρχαν κάποιες που τις ήξεραν άλλες και τις έλεγαν σε άλλες και σιγά-σιγά γινόντουσαν γνωστές και κάναν ΄΄νταραβέρι΄΄ μαζικής, αλλά γλυκιάς μικροαπάτης. Πέρασαν χιλιετίες από τους πονηρούς Χαλδαίους, τους Πτολεμαίους και το ΄΄μαστουρωμένο΄΄ μαντείο των Δελφών, έως το βραζιλιάνικο καφέ που τον λένε-κακώς- τούρκικο, ή ελληνικό, δεν ξέρω γιατί....

Η χειρομαντεία, το αυγό, η αστρολογία, τα χαρτιά, οι πυραμίδες, οι γυάλινες μπάλες, ο υπνωτισμός, η άσπρη, μαύρη, ή κιτρίνη μαγεία, ή το βουντού, έως τον σημερινό καφέ, είδαν δόξες κατά περιόδους, χωρίζοντας σε ΄΄πονηρούς΄΄ απ’ τη μια και ΄΄χαζούς΄΄ - δέκτες απ’ την άλλη, πλήθος τμημάτων της ανθρωπότητας ανεξαρτήτως ηλικίας, γένους, γνώσης ή άγνοιας, πολιτικής εξουσίας, χρημάτων και φάτσας.... Η εποχή να σου φάει τέσσερα-πέντε, ΄΄τάλαρα΄΄ ή ΄΄ασήμωσε να σε πω τη μοίρα σου΄΄ η γραφική γρια δοντού, στα Άνω Λιόσια, πέρασε. Τώρα ανάβει το κινητό για τα ραντεβού, ή και συλλογή πληροφοριών στο P/C για τις ταρακουνημένες δήθεν πονηρές (αλλού!), δήθεν κουλτουριάρες (συνήθως....ανοργασμικές σαραντάρες) και καθόλου δήθεν ΄΄κατινάρες΄΄ για τα ψυχολογικά τους, τα ονειροκριτικά τους, τα μεταφυσικά ΄΄Ταρώ΄΄ τους, τα αστρικά ζώδια (!), τα χαρτοριχτικά και τα αναποδογυρισμένα κατακάθια του ελληνο-τουρκο-βραζιλιάνικου καφέ και βλακοπερίεργα σβησμένους αριθμούς! Να και κάτι ξεγυρισμένα κάδρα στους τοίχους γαρνιρισμένα με (ατόφια!) ντοκτοράτα της διεθνούς παραψυχολογίας, να κάτι φωτογραφίες από επισκέψεις επώνυμων ΄΄κατιναρέων΄΄ και ΄΄μήτσων΄΄, να το μυστικιστικό περιβάλλον ανελέητης σοβαροφάνειας, να η διαφήμιση και τα παράθυρα στην TV οργανωμένης ΄΄γκλαμουριάς΄΄ και της τηλε-μαγισσο-θέασης. Από κοντά το PRIVATE DETECTIVE GROUP – συλλογής πληροφοριών (καλέ όλα....τα ξέρει!), να το εξεπίτηδες LONG WAITING LIST-μεγάλης αναμονής-φτιάχνει τη

Page 260: Λαδιάρηδες.pdf

διαστημική διαφορά του ψυχρού ηλεκτρονικού σήμερα, από τη συμπαθέστατη ΄΄κυρά Κική΄΄ του μακρινού χτες, στην κάθε ακραία συνοικία της δεκαετίας του 1950. Του ΄΄διάβα της μεγάλης πόρτας΄΄ και το ερωτικό ταίριασμα της γειτονοπούλας με τ’ αψηλό το παλικάρι με το μουστακάκι (νάτος, εδώ....είναι!), ή με συμβουλές να ποτίσει τον ΄΄σκορδόπιστο΄΄ (εν....αγνοία του!), με μανόγαλο… ή νυχτεριδόγαλο, σαν ερωτικά εγγυημένα φίλτρα, περασμένα δεκατρείς φορές κάτω απ’ την κοιλιά μιας γκαστρωμένης και κατουρημένης κατσίκας σε πανσέληνο. Παρακαλώ! Αξέχαστη και αξιαγάπητη κάθε ΄΄Γεωργία Βασιλειάδου΄΄ της ΄΄αυλής των θαυμάτων΄΄ της κάθε αγαπημένης φτωχογειτονιάς και της κάθε ΄΄χαρτοριχτο-αυγουλο-καφετζο-χειρομάντισσας΄΄ της τότε εποχής. Μόνο της τότε εποχής.... Γιατί τι σχέση έχουν σήμερα, όλες αυτές οι αγριόφατσες ΄΄γλυκανάλατων με χαριτομενιές, απελευθερωμένων αδελφάτων΄΄ και σκυλόφατσων διπλό-βαμμένων κυρατσάδων, που προτείνουν από τα πληρωμένα παράθυρα TV τις νύχτες, αλλά και στα πρωϊνάδικα της κάθε Ρούλας, Μπούλας, Βέφας, Τσούλας, τη σίγουρη διέξοδο στα προβλήματά μας. Βρε ουστ από δω.... …Και γιατί οχι ζήτω το τότε;

ΔΙΑΒΑΣΜΑ 44 Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι με κακία ανάμεικτα με την παιδική νοσταλγία είναι αυτό της Α’ Δημοτικού. Στο χοντρό εξώφυλλο, φιγουράρουν δυο πιτσιρίκια που το ένα έχει τιράντες και το άλλο κοτσιδάκια, ενώ μέσα βρίθουν οι πιο άσχετες και κακάσχημες σε γούστο ζωγραφιές. Σε κάποια στιγμή ΄΄επίθεσης΄΄ νοσταλγίας το αγόρασα ακριβά-ακριβά παρόλο που δεν ήταν το ΄΄ορίτζιναλ΄΄ αμέσως μετά την Κατοχή, αλλά μια ανατύπωση του 1950, ενώ οι εκδότες πάτησαν γερά την τιμή στους ΄΄τίμιους΄΄ νοσταλγούς, του παιδικού μας παρελθόντος.

Page 261: Λαδιάρηδες.pdf

Όταν ξανάνοιξαν τα σχολεία μετά τα Δεκεμβριανά (γύρω στο Φλεβάρη του 1945) αυτό το βιβλίο έγινε ο εφιάλτης μας. Εμείς που να δώσουμε σημασία στο: ΄΄Να το νινί Άννα΄΄ ή ΄΄Κα κα η κότα΄΄ ή ακόμα ΄΄Τα – τα ο Τοτός΄΄, το μάτι μας ήταν ακόμα γουρλωμένο από την πείνα, ενώ αρχίζαμε να ξεπερνάμε σιγά-σιγά και τον τρόμο της Κατοχής και τις οδομαχίες του Εμφυλίου Πολέμου. Ήταν ΄΄τιτάνιος΄΄ ο αγώνας των μεγάλων να μας κάτσουν κάτω για διάβασμα. Όλοι είχαν γίνει αυτοσχέδιοι....δάσκαλοι. Η μάνα μου με την ιδιόρρυθμη, Μεσσηνιακή – χωριάτικη προφορά της μου ’φερνε γέλιο, όταν επέμενε να λέω το: ΄΄Νάνννι το ννιννί να κάνννει΄΄ με δυο-τρία ολόπαχα νι. Αμέσως το γύριζα στο κλάμα: ΄΄Θα με κοροϊδεύουν μαμά μου ο Τσιφούτας, ο Γκιώνης, ο Βάβαλης, ο Γκαμώτος, αν τα λέω έτσι....όπως εσύ΄΄. Με το διάβασμα δεν τα πήγαινε σχεδόν κανένα παιδί καλά από τη γειτονιά. Ήμασταν όλο παιγνίδι και ΄΄άγιος ο Θεός΄΄ μας λέγανε συνέχεια οι μεγάλοι. Η πρώτη δουλειά που κάναμε όταν γυρίζαμε απ’ το σχολείο (΄΄μπαϊλντισμένοι΄΄ από το ξύλο και τις βρισιές από τη δασκάλα κυρία Παπαγεωργίου), ήταν να πετάξουμε το σκαμνί μας, πάντα σαραβαλιασμένο και να κρύψουμε τη μικρή μαύρη πλάκα που γράφαμε επάνω με ένα μακρουλό μολύβι από κάρβουνο που το λέγαμε ΄΄κοντύλι΄΄, κρεμασμένο σε ένα μικρό σπάγκο από μια τρύπα της πλάκας. ΄΄Για να μην το χάσεις΄΄ μας έλεγαν συνέχεια. Φαγητό στο πόδι και γρήγορα έξω, που μας περίμενε....ο χαμός. Όλα αυτά τα χρόνια της Κατοχής μας είχαν γαλουχήσει με παχιά λόγια και μεγάλες ιδέες για καλή ζωή και ελευθερία. Μας ωραιοποιούσαν το παρελθόν συνεχώς. Άκουγα συχνά το Στέλιο μας που με φανερή νοσταλγία έλεγε στον αδερφό μου: ΄΄Ρε πρησμένο, θυμάσαι ρε πόσο ψωμί είχαμε πριν; Αμ το λάδι; Τα γλυκά; Αλλά που να θυμάσαι ρε εσύ. Εσύ ρε, ήσουν

Page 262: Λαδιάρηδες.pdf

μικρός τότε΄΄ και του ’ριχνε και από μια σβουριχτή καρπαζιά, χαμογελώντας από ευδαίμονη νοσταλγία. Εμείς οι μικρότεροι παρατηρούσαμε με το στόμα ανοικτό, ακούγοντας το συνηθισμένο πια ΄΄Κλείσε το στόμα σου ρε, θα μπει καμιά μύγα΄΄. Από εκεί που περιμέναμε να τρώμε με ΄΄χρυσά κουταλιά΄΄, όπως συχνά έλεγε ο πατέρας μας, βρεθήκαμε πάλι μ’ ένα κατσαρολάκι να περιμένουμε στη σειρά, πρωί-πρωί στο σχολείο, για να πάρουμε το ζεστό από σοκολατούχα σκόνη γάλα, συχνά μαζί μ’ ένα σταφιδόψωμο που μας παραχωρούσε η OUNRA, η Αμερικανική βοήθεια. Η πιο χαρούμενη πρωινή ΄΄λαδερή νότα΄΄ ήταν όταν σπρώχναμε για να ’μαστε πρώτοι στη σειρά, ή όταν σκουντάγαμε δήθεν κατά λάθος τους φλούφληδες και χυνόταν η σοκολάτα επάνω τους. Η πείνα συνεχίστηκε για καιρό. Η μάνα μας με δυσκολία τα ’βγαζε πέρα. Ήταν η μόνη που δούλευε τότε. Η δε απόλυτη ελευθερία που μας έλεγαν απείχε χιλιάδες μίλια μακριά από αυτή που εμείς είχαμε ονειρευτεί για χρόνια στις δύσκολες και ατέλειωτες μέρες στον πόλεμο, Κατοχή και εμφύλιο, ειδικά όταν χωμένοι στο υπόγειο της Αγελαδούς ακούγαμε τις απαίσιες σειρήνες του συναγερμού κουρνιασμένοι στην ποδιά της μάνας μας, σχεδόν χεσμένοι απ’ το φόβο μας.... Από την ονειροπόλα απόλυτη ελευθερία της αλάνας, της μπάλας, του χαρταετού και την ευδαιμονία της οποιασδήποτε λαδιάρικης αλαναρίας, βρεθήκαμε μαντρωμένοι με σκαμνιά, πλάκες, κοντύλια και βιβλία μέσα σε μισογκρεμισμένη αίθουσα, γεμάτη τρελαμένη δασκαλική εξουσία, πειθαρχεία, τιμωρία και βιτσιές στις ανοικτές παλάμες, τράβηγμα τ’ αυτιά, το τσουλούφι και τιμωρία όρθιοι, ανάποδα στον τοίχο. Ήμασταν παγιδευμένοι.... Για το....καλό μας, έλεγαν συνέχεια. Ποιο καλό μας; Το καλό μας το ξέραμε μόνο εμείς. Να κλέβουμε φρούτα πηδώντας πανύψηλες μάντρες, συνήθως από τα κτήματα

Page 263: Λαδιάρηδες.pdf

των Καραμπαμπαίων, να πιάνουμε βατράχια στις σωλήνες στους ΄΄Καλογήρους΄΄, χρυσόμυγες και να κλωτσάμε συνέχεια ένα πάνινο τόπι πηδώντας σαν τα τσακάλια, αλληλοβριζόμενοι και αλληλογρονθοκοπούμενοι, ανταλλάσσοντας αιώνιες φιλίες και αμέσως έχθρες μεταξύ μας, στο δευτερόλεπτο. Στο σπίτι μας εκτός από τα βιβλία του Κατηχητικού ΄΄πνευματικούς καθρέφτες΄΄, τιγκαρισμένους τραγοπόδαρους σατανάδες, ΄΄απολυτίκια΄΄ και πλήθος ΄΄βίων αγίων΄΄, δεν υπήρχαν άλλα βιβλία, ή περιοδικά, ούτε γι αστείο.... Πότε-πότε και πάντα στη ζούλα και κρυφά έφερνε η αδελφή μου κανά παλιό ΄΄Θησαυρό΄΄ από τη δουλειά της σαν μαθητευόμενη μοδίστρα στου Πρέκα το σπίτι, κοντά την πλατεία. Εγώ κοίταγα με γουρλωμένα μάτια τη σταρ της εποχής Μαρία Μοντέζ, ή Ρίτα Χέϊγουορθ, ή την Έστερ Γουίλιαμς. Αργότερα που πήγα για δουλειά στην Αθήνα αμέσως μόλις τελείωσα το δημοτικό στα 12 μου, ο δρόμος για οποιοδήποτε ανάγνωσμα ήταν ανοικτός....και ελεύθερος.... Της Μαρίας της Καπελούς στους Τόγκα το μαγαζί της άρεσε να της διαβάζω διάφορα μικρά χιουμοριστικά αριστουργήματα. Για κάποιον δήθεν μάγκα που τα ’βαζε μ’ όλο τον κόσμο με τσάμπα μαγκιές, αλλά έτρωγε το ξύλο της αρκούδας....απ’ την μυστακοφόρο και φρεγατοειδή μπρατσάτη κυρά του. Αργότερα ο Παπαδούκας ήταν ο καλός μας χιουμορίστας – διηγηματογράφος μαζί με Τσιφόρο, Γιαννουκάκη, Τροϊφόρο, Πολενάκη, Ψαθά και άλλους καλούς ευθυμογράφους της εποχής. Κατά διαστήματα βρίσκαμε και σκονισμένα ΄΄Μυστήρια΄΄ ήταν ένα περιοδικό αστυνομικής πλοκής που σταμάτησε η έκδοσή του πριν από τον πόλεμο του 1940. Η ΄΄Μάσκα΄΄ ήταν ένα άλλο περιοδικό με πανέξυπνη ελεύθερη μετάφραση, τύπου Χόλιγουντ και Νέας Υόρκης. Να το παιδί ΄΄τζιμάνι΄΄, να τα μπαρ, τα διπλά ουίσκια, οι ξανθιές ΄΄βαμπ΄΄, τα μακριά μπουίκ αυτοκίνητα, το ΄΄μιζαν

Page 264: Λαδιάρηδες.pdf

πλι΄΄, ρεβόλβερ, ρεπούμπλικα και σηκωμένοι γιακάδες της καμπαρτίνας μέχρι τ’ αυτιά-μέσα ο σβέρκος. Α! Και τα μαύρα γυαλιά μέρα-νύχτα.... Ο αμερικάνικος τρόπος νέας ζωής, πέρα από το Μακαρθισμό, τα σχέδια Μάρσαλ, τις Ούνρες και την επιβλητικότητα του νέου δυνάστη των 5 θαλασσών και ηπείρων, μεταφέρθηκε διαμέσου των περιοδικών τύπου ΄΄Μάσκας΄΄ και στην Αθήνα. Η μετάφραση ήταν από ελεύθερη έως....χαοτική! ΄΄Μια φωνή ακούστηκε στο σκοτάδι. Ποιος είναι; Μια ομοβροντία τάραξε τα ήσυχα νερά των νοικοκυραίων. Ένας άγριος θανατερός ρόγχος και ένας γδούπος ακούστηκε. Ύστερα....τίποτα....σιγή τάφου΄΄. Και δώστου εμείς να μεταφέρουμε στα αγνά μυαλά μας και τις κομμένες σελίδες της ΄΄Μάσκας΄΄ ανάμεσα στα σχολικά βιβλία και τις διαβάζαμε στη διάρκεια των βαρετών δασκάλων και μαθημάτων. Η ΄΄Μάσκα΄΄ είχε συνήθως φανταχτερό εξώφυλλο ενώ συχνά το κοσμούσε η ΄΄βλογιοκομμένη΄΄ φάτσα του Έντι Κονσταντίν, ενός θαυμάσιου Γάλλου ηθοποιού, ΄΄σκληρών΄΄ ρόλων του σινεμά. Συχνά ανταλλάσσαμε τις ΄΄Μάσκες΄΄ μεταξύ μας, ή πηγαίναμε στα στέκια των παλιών βιβλίων στην πλατεία Κουμουνδούρου, απέναντι από το ΙΚΑ, ή στην οδό Ασκληπιού, στην μάντρα του τότε Λαϊκού Νοσοκομείου, από Ακαδημίας μέχρι Σόλωνος. Ήταν στη σειρά ξύλινα κατασκευάσματα σαν βιβλιοθήκες με ρολά. Αλλά το ψάξιμο στο Μοναστηράκι σε κάτι αυλές και απίθανα υπόγεια, είναι ένα ωραίο χόμπι που συνεχίζεται....ακόμα. Ένας άλλος ξακουστός παλαιοπώλης για μας από τις γύρω συνοικίες λίγο έξω από το Δουργούτη, εκεί που είναι τώρα το σουβλατζίδικο ο ΄΄THOMAS΄΄(!), ήταν ο Αγκόπ ο Αρμένης. Δίναμε τις παλιές ΄΄Μάσκες΄΄ και παίρναμε καινούργιες ύστερα από σκληρό ΄΄κοντραμπάντο΄΄ συναλλαγής. Πάντα μας έριχνε ο Αρμένης, ενώ ποτέ κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι του ’κλεψε έστω και ένα βιβλίο.

Page 265: Λαδιάρηδες.pdf

Τσακάλι σωστό, ο Αρμενης.... Άλλο περιοδικό που διαβάζαμε ήταν ο ΄΄ΤΑΡΖΑΝ΄΄. Στην αρχή, μετά την Κατοχή, ήταν μόνο το θρυλικό ζευγάρι Ταρζάν-Τζέϊν και η παμπόνηρη μαϊμού η Τσίτα, σε νόστιμες περιπέτειες μέσα στην άγρια ζούγκλα. Αργότερα στην περίοδο έντασης για το Κυπριακό, ο Ταρζαν έγινε....μπεκρής, δολοφόνος και άτιμος, ενώ νέα πρόσωπα εμφανίστηκαν στο νέο περιοδικό ΄΄ΤΑΡΖΑΝ – ΓΚΑΟΥΡ΄΄. Ήταν ο γιγαντόσωμος μελαχρινός Έλληνας Γκαούρ, η πανέμορφη μελαχρινή γυναίκα του Ταταμπού, ο νάνος Ποκοπίκο, η μάγισσα Χούχλα, ο γοριλάνθρωπος Νταμπούχ και η κακάσχημη και κοντόχοντρη αστεία Χού-χού. Όσο φούντωνε η αντίσταση του Κυπριακού λαού προς τους Άγγλους κατακτητές στο νησί, τόσο οργίαζε η φαντασία των Ελλήνων συγγραφέων απέναντι στο ζεύγος Ταρζαν. Ο Ταρζαν είχε καταντήσει άγριος μπέκρος και αντί για το μαχαίρι του τράβαγε το μπουκάλι με το ουίσκι, ενώ η γυναίκα του Τζέϊν, από πανέμορφη ξανθιά έγινε μια κακιά και πανάσχημη προβατομούρα ΄΄Κατίγκω΄΄. Άσε ο γιος τους....Φόραγε γραβάτα....στη ζούγκλα, ήταν φίσκα ΄΄καυλόσπυρα΄΄, γυαλιά μυωπίας, στυλό στην τσέπη και περιφερόταν καταφοβισμένος. Συχνά τον κυνήγαγε....ένας λαγός και αυτός όπου φύγει φύγει, κατουρημένος από το φόβο του. Στα σχολεία και τις γειτονιές ήμασταν χωρισμένοι σε αντίπαλες ομάδες: Ταρζανικοί και Γκαουρικοί. Εγώ, όντας ξανθός και με γαλανά μάτια, ήμουν Ταρζανικός. Τέλεια μειοψηφία που μου στοίχισε, όχι και λίγες φορές, βουλωμένο μάτι και άγριο καρούμπαλο στο κεφάλι μου.... Πέρασε καιρός, σε πολλούς από μας, από τα περίφημα και αξιαγάπητα ΄΄Κλασσικά Εικονογραφημένα΄΄ έως τα παραψυχολογικά βιβλία του Πισάνου (΄΄Μπορείς΄΄), των ψυχιάτρων-ερευνητών Φρόϋντ, Άντλερ, Γιούνγκ και διαμέσου του Τσιφόρου, Ψαθά, Πολενάκη, Τραϊφόρου, Γιαννουκάκη, Παπαδούκα, πέρασαν πολλοί φίλοι στα πολιτικοποιημένα βιβλία του ΄΄Ιστορικού Υλισμού΄΄ και στη

Page 266: Λαδιάρηδες.pdf

θεωρητική και πρακτική αντιπαράθεση του σκοταδιστικού παρελθόντος όλων των διαστάσεων, στην επαναστατική φιλοσοφία, στην ατέρμονη μάθηση και κριτική, στο ποιοτικό διάβασμα, στο θέατρο, σινεμά και πολλοί στην καλλιτεχνική αναζήτηση και δημιουργία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45 ΛΟΝΔΙΝΟ-ΕΞΟΡΙΑ Βρεθήκαμε στο Λονδίνο στις αρχές του 1968, κυνηγημένοι από τη χούντα. Το Βόρειο Λονδίνο ήταν ο τόπος που υπήρχε η πλειοψηφία του Ελληνικού αλλά και Τουρκο-Κυπριακού στοιχείου. Μέσα σ’ ένα μηχανουργείο, στο HORNSEY ROAD, βρεθήκαμε αρκετοί Έλληνες. Ο Δημήτρης ο Τούμπανης τορναδόρος, εγώ εφαρμοστής, ο Γιάννης ο Κορτέσης επίσης τορναδόρος και αδελφός του γνωστού μέντιουμ ΄΄μαντάμ Βάσω΄΄ του Λονδίνου. Η τελευταία, (άκουσον-άκουσον!) ξέφυγε από το αναποδογυρισμένο φλιτζάνι και το κατακάθι του καφέ που έλεγε για πλάκα εδώ και κεί και έστρωσε μια καλή μηχανή (τούρμπο!), με μια πυραμίδα (θαυματουργή!) και λέει το μέλλον.... Και την άκουσαν από τη ΄΄λιγούρα΄΄ της εργατικής πολυκατοικίας COUNSOL FLAT του EAST END του Λονδίνου και τα φάκτορυ-εγοστάσια γυναικείων φορεμάτων- ως τα....ανάκτορα του BUCKINGHAM, με τις πριγκίπισσες Φέργκιουσον και Νταϊάνα! Ναι! Μα την Παναγία! Tη χαμηλοβλεπούσα! Ακόμα συνδέθηκε και με τη ΄΄δική μας΄΄ FAKE ΄΄πριγκηπέσα΄΄ με τη λουμπιναρία και αστρολογία γύρω από τη ΄΄τζιναβωτή΄΄ Βαγγέλω, ανάμεσα στο ΄΄εκλεκτό΄΄ επιτελείο του διεθνή μπήχτη κυνηγού γυναικών και άξιου εθνικού γαμίκουλα και ασφαλώς ηγέτη των μισών Ελλήνων Ανδρέα Παπανδρέου, στην περίοδο του ΄΄τσίρκου΄΄ των Ωνάσειων ημερών, της πασαρέλας και των εκτυφλωτικών φώτων της διαφήμισης και του....διασυρμού από τα Μ.Μ.Ε.

Page 267: Λαδιάρηδες.pdf

Ρε, τόσο χαζοί είναι οι γαλαζοαίματοι; ORIGINAL και FAKE; Άλλη ΄΄μούρη΄΄ που δούλεψε στο μηχανουργείο για λίγο ήταν ο Μανώλης ο Ρασούλης, ο γνωστός στιχουργός στα ΄΄Τραγούδια της Γυφτιάς΄΄, του ΄΄Κούδα και του Βούδα΄΄, του ΄΄Βαλκανιζατέρ΄΄ και του τρανσεξουαλικού ΄΄την Τζένη την ωραία, με τον Εισαγγελέα΄΄. Ο Μανώλης ο Ρασούλης βρέθηκε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο και αρχιμπατίρης πριν και αυτουνού λιγδώσει τ’ αντεράκι του από την πείνα και πριν γίνει στιχουργός, τραγουδιστής, συγγραφέας, ηγέτης μουσικών συγκροτημάτων και οπαδός (ακόμα;) του ΄΄φευγάτου΄΄ γκουρού Ρασνίς, με τις....δώδεκα Ρόλες του (ROLLS ROYCE). Ήταν λοιπόν ο Μανώλης ένας πανάξιος τότε λαδο-κουλτουριάρης, αρνητής όμως της σκληρής χειρωνακτικής εργασίας... Με πιέσεις και κατ’ ανάγκη, βρέθηκε να δουλεύει στο βρώμικο μηχανουργείο. Νόμιζε ότι με το τραγούδι θα πέρναγαν πιο άνετα οι....΄΄οκτώ καταραμένες προλεταριακές ώρες΄΄ και ασφαλώς πιο ευχάριστα. Ο Μανώλης όλο τραγούδαγε και μας την έσπαγε και περισσότερο στο νεαρό Ιρλανδό μάστορα και φίλο μου. Σε κόντρα, να και ο Ιρλανδός να γκαρίζει τραγουδιστικά για να σκεπάσει τη φωνή του Μανώλη και το θόρυβο που έκανε ο εξόριστος από τη Γκάνα, πρώην πρωτοπυγμάχος Τζο, όταν έπλενε με το σαματατζίδικο ειδικό μηχάνημα με αέρα και ζεστό νερό, τους γρύλους και τα ανυψωτικά μηχανήματα γεμάτα βρώμα, γράσα και λάσπες. Είχαμε φωνητικές κόντρες....τζοχάδιασμα, ΄΄τσατάλιασμα΄΄ στα νεύρα και παραλίγο ξύλο. Ο ένας έλεγε: ΄΄Εγώ είμαι Ιρλανδός΄΄ και ο Μανώλης γελώντας του απαντούσε: ΄΄Ρε, I am from Giouhtas΄΄, εννοώντας ότι καταγόταν από το ψηλό βουνό της Κρήτης, εξ ου και το επαναστατικό – τροτσκιστικό ψευδώνυμο Μανώλης Γιούχτας, όταν μαζί με τον Τούμπανη και άλλους στελέχωναν την τροτσκιστική

Page 268: Λαδιάρηδες.pdf

εφημερίδα ΄΄ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ΄΄ στην Αγγλία, Γαλλία και Δυτική Γερμανία. Αμέσως μετά το γκρέμισμα της χούντας, όταν οι περισσότεροι τροτσκιστές και άλλοι εξόριστοι γύρισαν στην Ελλάδα, ο Μανώλης αρθρογραφούσε μ’ έναν πανέξυπνο και αρκετά ιδιόρρυθμο τρόπο στην Τροτσκιστική εφημερίδα ΄΄ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ΄΄. Στη διάσπαση της ΕΔΕ το 1976, ο Μανώλης πήγε με την τάση του Δημήτρη Τούμπανη ενάντια στο νέο ηγέτη της ΕΔΕ, Σάββα Μιχαήλ, έναν φανερά ξενέρωτο και αντιλαδιάρη, με περίσσεια....σοβαροφάνεια. Λίγο αργότερα, αποστασιοποιημένος, έβγαλε ένα άξια σατιρικό περιοδικό, το ΄΄ΑΒΓΟ΄΄, μπερδεμένος όμως κατέληξε οπαδός του αρχαίου και ωραίου τύπου Επίκουρου, του ακόμα πιο ωραίου ηγέτη τροτσκιστή του μεσοπολέμου και εκτελεσμένο από τους Ιταλούς στο Κούρνοβο της Λάρισας το 1943 Παντελή Πουλιόπουλου, με τον όχι και τόσο ωραίο διεθνή τσαρλατάνο γκουρού Ρασνίς, ο οποίος παρά τη ΄΄θεϊκή΄΄ του υπόσταση, μέτρησε και αυτός τα ραδίκια ανάποδα, ή σαν γυμνά κόκαλα, ή σα σκόνη, επιτρέποντας άλλους να καμαρώνουν τις 12 Ρόλες του και τα δις δολλάριά του.... Ο Μανώλης σήμερα είναι ένας καταφερτζής και καταξιωμένος για πολλούς σαν συνθέτης, πανέξυπνος ΄΄σόουμαν΄΄ στις διάφορες πιπεράτες και γεμάτες καλαμπούρι νυχτερινές αρπαχτές του. Α! Είναι και άξιος τραγουδιστής φίλε Ιρλανδέ του βρώμικου μηχανουργείου στο HORNSEY ROAD τριάντα χρόνια πριν. Γιατί μωρή; Οι άλλοι είναι....καλύτεροι ρε; Τα τραγούδια που γκάριζε τραγουδιστικά ο Μανώλης ήταν κάτι περίεργα (τα όχι τότε ακόμα γνωστά) του Γιάννη Μαρκόπουλου, του γνωστού σύνθετη. Έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα, μονότονα τραγούδια τύπου: ΄΄Ζαβαρακατρανέμια, ίλιε, ίλιε΄΄ και μας την έσπαγε σε όλους. Εγώ πάντως ήμουν με τον....Ιρλανδό. Το Μανώλη το Ρασούλη τον γνώρισα το 1969 όταν δούλευε σε κάποιο ξενοδοχείο στο κεντρικό Λονδίνο και με είχε δει

Page 269: Λαδιάρηδες.pdf

μαζί με τον τότε διορισμένο δήμαρχο από τη χούντα στη Δάφνη-Κατσιπόδι. Ήταν ο Καραχάλιος, πρώην αρχιμπάτσος και βασιλόφρονας φανατικός. Είχε δεχθεί να πάρει τη θέση από το νόμιμο αλλά διωγμένο και εξόριστο αριστερό για χρόνια δήμαρχο στο Κατσιπόδι-Δάφνη Χρήστο Μιχαλόπουλο, τον οποίο τον ψήφιζε ακόμα και η μάνα μου λέγοντας πάντα: ΄΄Θεέ μου, συγχώρεσέ με!΄΄ επειδή ήταν αριστερός. Κάποια μέρα του 1969, ή ’70, μου χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου στο ARCHWAY στο Βόρειο Λονδίνο και βρέθηκα φάτσα-κάρτα με τον πρώην αρχιμπάτσο και δήμαρχο. Πριν κλείσω το ορθάνοιχτο στόμα μου από την έκπληξη και πριν μπει κανένα ζουζούνι, μου ’χωσε στη μούρη ένα γράμμα από τον παιδικό μου φίλο Μάκη τον ηλεκτρολόγο και ΄΄ηλεκτρονικό΄΄ λαδιάρη. Στο γράμμα μού εξηγούσε ότι δουλεύει στο δήμο σαν ηλεκτρολόγος και ότι του είχε υποχρέωση και ότι είναι καλός άνθρωπος και θα ’πρεπε εγώ να τον βοηθήσω γιατί η γυναίκα του έχει όγκο στον εγκέφαλό της και ότι θα πρέπει να κάνει βιοψία στο Λονδίνο. ΄΄Και γιατί δεν πάτε στην Ελληνική πρεσβεία;΄΄ ρώτησα. ΄΄Πήγα και με γράψανε κανονικά. Εγώ δεν είμαι χουντικός και το ξέρουν΄΄. Βεβαίως, όμως ξέρετε ότι ο κανονικά εκλεγμένος δήμαρχος είναι στις φυλακές και εξορίες. Γιατί δεν παραιτείστε;΄΄ ΄΄Και τι θέλεις να βγω εγώ που ήμουν δεύτερος επιλαχών μετά το Μιχαλόπουλο και να βάλουν το Τζανακάκη, γνωστό ταγματασφαλίτη, χίτη και με τις λιγότερες ψήφους στις τελευταίες εκλογές;΄΄ μου απάντησε. Έπεσα σε χοντρό δίλημμα. Να κάτι συναισθηματισμοί με τον παιδικό μου φίλο Μάκη. Να κάτι πιέσεις από την απολίτικη σύζυγο: ΄΄Έχουμε συγγενείς κάτω, προσεχε τι θα κάνεις΄΄, έπεσα στην....πολιτική αδυναμία του....καλού Σαμαρείτη.

Page 270: Λαδιάρηδες.pdf

Και να ’μαι να τρέχω διερμηνέας στα νοσοκομεία, στα ξενοδοχεία και δώστου λεφτά για τη μεταφορά της ΄΄σωρού΄΄ της φουκαριάρας της γυναίκας του, η οποία δυστυχώς πέθανε πάνω στη βιοψία. Και βρέθηκα εγώ στο μάτι του Μανώλη του Ρασούλη και άλλων να εξηγώ: ΄΄Όχι ρε σύντροφοι, δεν είμαι χαφιές, έτσι κι έτσι είναι τα πράγματα΄΄. Ο Μανώλης κατάλαβε. Οι....σταλινικοί όμως, ΄΄Κολιγιανικοί΄΄ και ΄΄Μπριλακικοί΄΄ με κοίταγαν για καιρό με μισό μάτι. Παραλίγο να περάσω από....λαϊκό δικαστήριο....στο Β. Λονδίνο. Πριν από το γκρέμισμα της χούντας, ο αδελφός μου ήθελε να πάρει άδεια πεζοδρομίου για κάποιο χτίσιμο στο πατρικό μας σπίτι. Ο υπάλληλος μόλις είδε το επώνυμο το σφύριξε στο δήμαρχο ο οποίος κάλεσε τον αδελφό μου στο γραφείο του. Τον ρωτάει: ΄΄Έναν Χρήστο τι τον έχετε;΄΄. Ο αδελφός μου, αν και δεξιός....την έκανε γαργάρα: ΄΄Ξέρετε, αδελφός μου είναι, αλλά δεν έχουμε και πολλές παρτίδες, μένει μακριά στο εξωτερικό, χρόνια΄΄. ΄΄Άκου κύριε, να ’χετε παρτίδες με τον αδελφός σας. Είναι έντιμος άνθρωπος αν και....αριστερός΄΄. Στο Λονδίνο γνώρισα αρκετούς αντιχουντικούς γνωστούς στο πανελλήνιο. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος, που τόσο ΄΄ερωτευμένος΄΄ ήταν ο φίλος μας ο Μανώλης ο Ρασούλης και ας μας ζάλιζε, Έλληνες και ξένους με τα τραγούδια στο μηχανουργείο, HORNSEY RD, στο HOLLOWAY του Βόρειου Λονδίνου. Το Γιάννη το Μαρκόπουλο τον γνώρισα όταν του κουβάλησα με το μικρό μου ΒΑΝ όλα τα μουσικά του ΄΄κλαπατσίμπανα΄΄ απ’ το HACKNEY του Ανατολικού Λονδίνου στο Βόρειο. Υπήρχε μια γενική ΄΄μπατιριά΄΄ στους αντιχουντικούς κύκλους του Λονδίνου, τουλάχιστον στα δύο-τρία πρώτα χρόνια.

Page 271: Λαδιάρηδες.pdf

Πολλοί όμως (συνήθως οι κουλτουριάρηδες) ακούγαν εργοστάσιο και φυτρώνανε καντήλες....Να κάτι σπυριά! Τη βγάζανε με το τίποτα, ενώ πολλοί κατάφερναν και έπαιρναν απ’ το ΄΄NATIONAL ASSISTANCE΄΄-το κοινωνικής πρόνοιας βοήθημα. Κάποτε βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο στο ARCHWAY στην GISBAH RD N.19 ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος, ο Δημήτρης ο Τούμπανης, ο Γιάννης ο Κορτέσης, η Σίσσυ Βωβού, ο Θανάσης, ο Γιώργος ο Γρίβας και άλλοι και συζητάγαμε για δυναμικές επεμβάσεις ενάντια στη χούντα. Ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος ήταν οοοό αρχιεπαναστάτης.... Να οι μπόμπες, να τα πολυβόλα, να η επανάσταση στο....συρτάρι. Τρελαθήκαμε. ΄΄Ρε τι δυναμικό στοιχείο είναι αυτός!΄΄. Ενώ εμείς οι άλλοι φαινόμασταν από κότες έως....κοτίτσες.... Σε δυο-τρεις μήνες…ήταν πίσω στην Αθήνα και ίσως όχι συμβιβασμένοι όσο νομίζαμε. Ήταν από τα πονηρά της χούντας. Ήθελαν να δείξουν στο υπερφορτωμένο δελτίο βασανισμών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι όλα είναι ψέματα και ΄΄να, γνωστοί αντιχουντικοί σαν το Γιάννη το Μαρκόπουλο, το Ληναίο, τη Φωτίου και άλλους, ήρθαν ανενόχλητοι στην Αθήνα΄΄. Πολλοί από μας φύγαμε από τα μηχανουργεία και βρεθήκαμε-εγώ από τρίτος μηχανικός στα καράβια-να σιδερώνω φορέματα δίπλα από την κάθε κυρά Κρουστάλλα, στα εγγλεζοκυπραίικα εργοστάσια. Στην αρχή ντροπή της ξεφτίλας, αλλά τα λεφτά ήταν διπλά από τα μηχανουργεία. Στα FACTORIES τα κυπραίικα μιλάγανε μια μυστήρια Ελληνική, αλλά άγνωστη διάλεκτο. Κάτι μισοαρχαία Ελληνικά με ανακατεμένα και ανασκευασμένα εγγλέζικα και ακόμα πολλά τούρκικα. Ήθελες λεξικό! Στην αρχή, εμείς οι ΄΄καλαμαράδες΄΄ από την Αθήνα, απλώς κουνάγαμε το κεφάλι ηλίθια, δήθεν ότι καταλαβαίναμε τι μας έλεγαν.

Page 272: Λαδιάρηδες.pdf

Κάποια λέρα – Κυπραίος, σχεδόν από την πρώτη μέρα, μ’ έκανε ξεφτίλα....Μου φώναζε απ’ την άλλη άκρη του εργοστασίου, για ν’ απαντήσω: ΄΄Ρε Χρήστο, ίντα πως λαλούσιν τα μεγάλα σπίτια ρε, στην Κηφησιάν;΄΄ ΄΄Βίλες΄΄, φώναζα εγώ. ΄΄Ε; Δεν ακούω΄΄. Ρώταγε ο άλλος, για να φωνάζω ακόμα πιο δυνατά, για να μ’ ακούσει και η κυρά Κρουστάλλα η κουφή. Που να ήξερα εγώ ότι ΄΄βίλα΄΄ οι Κυπραίοι λένε....το πουλί του άντρα. Οι λαδιάρηδες όπου γης, έχουν τα ίδια χούγια.... Κάποτε, ο Νίκος ο Ναυπλιώτης μας έφερε έναν κατάλογο από ένα εστιατόριο του Βόρειου Λονδίνου στο SEVEN SISTERS RD στου Πασσιή, που σήμαινε στου Παχή. Ήταν ένας τεράστιος τύπος με μια μπάκα σαν βαρέλα του κρασιού. Το ίδιο τάλε-κουάλε και ο γιος του. Φτυστός. Κάθε μέρα είχε και από ένα κυπραίικο φαγητό. Μεγάλο πιάτο, φτηνό και προπάντων πεντανόστιμο. Μαζευόντουσαν όλα τα λιγούρια της περιοχής. Απ’ τον μπέκρο Καραϊσκο έως διάφορους λεχρίτες τύπου TRUMPS-Μπαμπάλαρου. Το φαγητό ήταν για δυο μέρες, τόσο πολύ. Ένα βαθύ πιάτο, μισό καρβέλι ψωμί και αναστέναζαν τα κουταλομάχαιρα. Ο Νίκος ο Ναυπλιώτης καμάρωνε τον κλεμμένο κατάλογο που φιγουράριζαν διάφορα (που ποτέ δεν είχε!) φαγητά με περίεργα ονόματα. Και αυτός, πηγαίο ταλέντο πλάκας και λαδιάς μας εξηγούσε: ΄΄Του πουλιούν τον γάλαν=κοτόσουπα, πατάτες οφτές=πατάτες ψητές. Λουβιά με λάχανα=κάτι όσπρια με χόρτα, Χούμους=σκορδαλιά με ρεβίθια. Εγώ, επί ένα μήνα έπαιρνα πληροφορίες από τους Κυπραίους στο FACTORY και έκανα ένα κατάλογο δικό μου, που δεν έβγαζες λέξη. Να τα κουτσιά σκορντόξιντο, τσαμαρίλο (πηχτή), ταλατούρι (τζατζίκι), πολυμοροτιανιά (αυγά, ντομάτες και χαλούμι

Page 273: Λαδιάρηδες.pdf

τηγανητά), πατίχα (καρπούζι), γκραμπί (γουλί), δάχτυλα (γλυκά), πασκιά (κρεατόπιτα), κολόκι (κολοκύθι), καράολος (σαλιγκάρι). Τον τρέλανα το Νίκο το Ναυπλιώτη παρά το αποδεδειγμένο ταλέντο πλάκας, πηγαίου χιούμορ και εκλεκτής λαδιάς. Στην περιοχή του Βόρειου Λονδίνου, κοντά στο σταθμό του ARCHWAY, είχαμε μαζευτεί κάμποσοι αντιχουντικοί. Όλων των παρατάξεων. Με κέντρο το σπίτι του Λάκη του Καραλή με τη γυναίκα του Νίκη και την πεθερά του, σ’ ένα μικρό υπόγειο πέρναγε σημαντικός αριθμός απ’ όλο το είδος του αντιστασιακού σιναφιού. Ο Γιώργος ο Κατηφόρης, ο νεαρός τότε ταλαντούχος σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος, ο Ληναίος και η Φωτίου, ο Γιώργος ο Βότσης, ο Περικλής ο Κοροβέσης, ο Νίκος ο Ναυπλιώτης, η Μιμή του Βότση, η Αστέρω Χριστοδουλίδου και ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης (που τον έβγαλε το ΠΑΣΟΚ κάποτε....τραβεστί!), ο Λευτέρης Παπακοσμάς με τη γυναίκα του Πατ, ο Τελλάκης ο Γιάννης και η γυναίκα του CHRISTINE, το ΄΄μυρμήγκι΄΄, ο Κόσκορος και άλλοι φοιτητές από το SUNDERLAND. Ο Περικλής ο Κοροβέσης έμενε στο HAMSTEAD, κοντά στο γνωστό γλύπτη Μιχάλη Παπαδάκη και τη γυναίκα του. Αργότερα ο Περικλής μετακόμισε από τη ΄΄σινιέ΄΄ συνοικία του HAMSTEAD στην πιο ΄΄σινιέ΄΄ του PORTO BELLO. Ο Βότσης, η Μιμή, ο Νίκος ο Ναυπλιώτης και ο Γιάννης ο Τελλάκης μαζί με τη γυναίκα του και το μωρό τους έμεναν όλοι μαζί σ’ ένα μεγάλο σπίτι, στο HOLLOWAY, κοντά στις περίφημες μεσαιωνικές γυναικείες φυλακές. Επειδή όλοι τους είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την ΄΄τεμπελχανιά΄΄, είχα εγγυηθεί εγώ για να τους δώσει το σπίτι ο νοικοκύρης μου ο Κυπραίος, γιατί εγώ δούλευα σταθερά, γιατί ήμουν....ξυρισμένος, καθαρός και πλήρωνα το νοίκι ανελλιπώς κάθε πρώτη του μήνα. Αυτοί όλοι ήταν, άλλοι αξύριστοι ή ολίγον τι βρωμύλοι, φοράγαν μπερέδες με κόκκινο αστέρι, ή άλλοι με στρογγυλά γυαλιά και τραγίσιο μούσι, θυμίζοντας ΤΣΕ και ΤΡΟΤΣΚΙ.

Page 274: Λαδιάρηδες.pdf

Δούλευαν σε κάτι μυστήριες δουλειές. Άλλοτε καθάριζαν το σινεμά, ή διόρθωναν μια διαφημιστική ελληνόφωνη εφημερίδα. Φουκαριάρικο προλεταριάτο που χτυπάς κάρτα κάθε πρωί στο ρόλοι του εργοστασίου....έλεγα εγώ για πλάκα.... Με τα λεφτά που έβγαζαν και τη ΄΄μηχανή΄΄ του κοινωνικού επιδόματος που δικαιούμασταν σαν άνεργοι (όπως οι....Εγγλέζοι), αγόραζαν κάτι μυστήρια τρόφιμα, ρέγκες, φακές, ρεβίθια, φασόλια και έφτιαχνε η μάνα της Νίκης και πεθερά του Λάκη, αν και μισότυφλη, κάτι φαγιά όλο ΄΄τρέλα΄΄. Είχαμε και....σαμπάνια σε γιορτές, ακόμα και κηροπήγια. Ο δε Λάκης ήταν ταλέντο στο τραγούδι και την κιθάρα. Την αγαπούσαμε όλοι την κυρά Μαίρη, ενώ πειράζαμε το γιο του Λάκη, τον τρίχρονο Ρήγα. Οι περισσότεροι αντιχουντικοί είχαν κρεμασμένους στους τοίχους από Καραγκιόζη, έως μαύρο μπερέ αλά ΤΣΕ με άστρο (παρακαλώ) και παραδίπλα, η αγριωπή φάτσα του γενειοφόρου Άρη Βελουχιώτη. Κατά διαστήματα, να και ο Μαρξ, ο Μάο, ο Μπακούνιν, ο Τρότσκι με το καρφωτό τραγίσιο γένι του και τα στρογγυλά του γυαλιά, ακόμα και μια μεγάλη αφίσα που φιγουράριζε στους επαναστατημένους δρόμους του Παρισιού μετά τον Μάη-Ιούνη του 1968. Ήταν μια φωτογραφία-αφίσα που έδειχνε τους εικοσάχρονους φοιτητές και εργάτες, Μαοτροτσκιστές, Αντώνη Λιάκο, Τριαντάφυλλο Μηταφίδη, Στέργιο Κατσαρό, Τάσο Δερβέρη (συγγραφέα του βιβλίου ΄΄Μια απέραντη νύχτα 1967-74΄΄ πριν αυτοκτονήσει για άγνωστους λόγους πριν λίγο) και άλλους, όταν με υψωμένες τις αλυσοδεμένες τους γροθιές αψήφησαν τα ισόβια των στρατοδικείων της Αθήνας, εικοσάχρονα παιδαρέλια. Ήταν η εποχή της ΄΄Επανάστασης΄΄ και τα τροτσκιστικά και τα Μαο-τσεγκεβερικά ρεύματα ηλέκτριζαν τους νέους της Ευρώπης και όχι μόνο.

Page 275: Λαδιάρηδες.pdf

Μεγάλη ανάπτυξη είχε και η Τροτσκιστική τάση του Χίλη της Διεθνούς Επιτροπής στην Αγγλία, πριν εκφυλιστεί και διαλυθεί σε δέκα περίπου κομμάτια. Η δε τάση της ΄΄ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ΄΄ ήταν η μεγαλύτερη συγκροτημένη Τροτσκιστική ομάδα τα τελευταία δύο χρόνια πριν την κατάρρευση της χούντας. Τον Περικλή τον Κοροβέση τον γνώρισα όταν είχαμε κάνει το ΄΄ντου΄΄ μέσα στο Χίλτον του Λονδίνου, τότε που αναλάμβανε καθήκοντα πρεσβευτή ο στρατηγός Σορόκος ή Σιρόκος και ήθελε να κάνει μεγάλο πάρτυ – υποστήριξης της χούντας. Οργανωμένοι με πλαστές προσκλήσεις και με γεμάτες τις τσέπες από ΄΄βρωμούσες΄΄ (STINKING BOMBS τις λένε οι αλανιάρηδες του Λονδίνου), ορμήσαμε κάνοντας ΄΄Γιούργια΄΄ μέσα στην τεράστια αίθουσα πολυτελείας του Χίλτον, στον PARK LANE στο κέντρο του Λονδίνου. Και έγινε ΄΄γης μαδιάμ΄΄ και το ΄΄έλα να δεις΄΄. Γούνες να φεύγουν, τραπεζομάντιλα να σηκώνονται, τραπέζια στολισμένα (FIVE COURSE DINNER) να αναποδογυρίζονται, ο κόσμος να ξεφωνίζει και να τρέχει σ’ όλες τις κατευθύνσεις σαν τρελός. Ήταν η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Μας συνέλαβαν. Εμένα και το Γιάννη τον Τελλάκη. Την άλλη μέρα περάσαμε δικαστήριο. Έγινε συμπαράσταση απ’ όλη τη νεολαία του ΑΚΕΛ του Λονδίνου. Η Αγγλία φαινόταν ότι ψευτοϋποστήριζε τις αντιχουντικές ενέργειες, όχι όμως φανερά. Έχανε το ΄΄λουφέ΄΄ από τους Αμερικάνους.... Δικαστήκαμε με πρόστιμο, λίγες λίρες χάρτινες.... Ο Περικλής συμπαραστάθηκε όλη τη νύχτα. Έμαθα ότι είχε βασανιστεί άγρια από τη χούντα και ήταν και ουσιώδης μάρτυρας – θύμα βασανισμού για το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μέχρι και στιλιάρι στον κώλο. Οι άτιμοι.... Ο Γιώργος ο Βότσης και ο Λάκης ο Καραλής είχαν και αυτοί συλληφθεί στην οργανωμένη επίθεση με αυγά, ντομάτες και κόκκινη μπογιά έξω από την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην MOSCOW RD στο Δυτικό Λονδίνο, στο

Page 276: Λαδιάρηδες.pdf

BAYSWATER, με την επίσκεψη του χουντικού υπουργού Ναυτιλίας Χολέβα και κατά πως λέγανε και συνυπεύθυνου στην οργανωμένη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, στη Θεσσαλονίκη. Οι σάπιες ντομάτες, τα αυγά τα χαλασμένα και οι μπογιές είχαν καταλερώσει όλο το κυριλέ εφοπλιστικό λόμπι του Λονδίνου. Ένα παλιό όνειρο του Πάνου (του αδελφού του Σπήλιου) όταν πιτσιρικάδες παίζαμε στο βουνό τ’ Αγιαννιού, έγινε πραγματικότητα! Οι κυρίες τσιρίζανε στα ελληνοαγγλικά, τα πρόσωπά τους είχαν μια απέραντη αηδία και πηδάγανε σαν τις ΄΄κατσιβέλες΄΄, η μια επάνω στην άλλη (κοτζάμ κυρίες!) ενώ εμείς είχαμε πεθάνει από τα γέλια. Κι όμως, ο Γιώργος ο Βότσης και ο Κοροβέσης ο Περικλής, οι δυο τόσο αγαπημένοι τότε σύντροφοι και φίλοι, ενάντια στη χούντα, ζήτησαν πριν καιρό να αποφυλακιστούν οι ελάχιστοι έγκλειστοι στον Κορυδαλλό. Το αστείο είναι ότι αυτοί μένουν φανατικά αμετανόητοι και θέλουν να μείνουν μέσα....έως σήμερα. ΄΄Ρε σύντροφοι, το ηλεκτροσόκ, η φάλαγγα, τα ξεφλουδισμένα αρχίδια και το στιλιάρι στον κώλο; ΄΄Θέ΄΄ μου, συγχώρεσέ με!

ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ 46 Στου Καπερώνη, εκτός απ’ τις χιλιάδες μαλακίες και ψέματα που ξεφούρνιζε ο καθένας στον τομέα του, κάθε τόσο μπαίναν διάφορα ερωτηματικά. Δειλά στην αρχή, χοντρά στην πορεία. Για την Κύπρο, την ΕΟΚΑ, το Γρίβα, τον Μακάριο, τους Εγγλέζους, την ΄΄Ένωση΄΄, τους φυλακισμένους, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου, την ΕΔΑ που έγινε για ένα διάστημα ΠΑΜΕ και ο Ψείρας ο Παύλος ο ξάδελφος όταν ήταν εισπράκτορας στα λεωφορεία, έλεγε δυνατά και τονισμένα στο σωφέρ: ΄΄Μήτσο, ΠΑΜΕ΄΄, διαφημίζοντας την αριστερή του κοινοβουλευτική παράταξη.

Page 277: Λαδιάρηδες.pdf

Στις κουβέντες, στου Καπερώνη τα σφαιριστήρια, μπερδεύαμε (όλα ΄΄κουλουβάχατα΄΄) το φασισμό, να η δημοκρατία, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, οι παπάδες, οι πλούσιοι, οι φτωχοί, να και η Αμερική, από κοντά και η Ρωσία. Μέσα σ’ έναν ωκεανό ερωτήσεων με μισές ή ξεκάθαρα λαθεμένες απαντήσεις και με λογιών-λογιών αρλούμπες, κανείς τελικά δεν ήταν σίγουρος για τις γνώσεις του. Ωστόσο, είχαμε τοποθετηθεί σε πρωτόγονες παρατάξεις, ανάλογα συνήθως με το οικογενειακό μας περιβάλλον. Εγώ ήμουν τοποθετημένος στην ΄΄Ορθοδοξία΄΄ παρότι δεν πολυγουστάριζα τις αγριόφατσες των παπάδων αλλά δεν μπορούσα να πάω κόντρα στα πιστεύω της μάνας μου που τη θεωρούσα το λιγότερο αγία και παρότι για κανά δυο χρόνια ήμουν μέλος στη νεολαία του Καντιώτη αλλά το κράταγα επτασφράγιστο μυστικό, φοβούμενος μην το μάθουν στου Καπερώνη και με μπουγελώσουν. Άλλος εκθείαζε τη Ρωσία. Άκουγες: ΄΄Ρε μαλάκες, έχουν ότι θέλουν ρε, τσάμπα σπουδές, μόνιμη εργασία, παράδεισος ρε΄΄. Η αντίπαλη ατάκα ήταν πάντα έτοιμη: ΄΄Μαλακίες λέει αυτός. Ρε, άμα δε γουστάρω να δουλέψω, τι γίνεται τότε;΄΄, ρώταγε ο Σπήλιος, χρόνια κοπρίτης και τεμπελχανάς. ΄΄Δεν υπάρχει ελευθερία ρε. Γιατί τους κρατάνε μέσα στο παραπέτασμα ρε; Δεν είναι μαντρωμένοι; Αν ανοίξουν τα σύνορα θα φύγουν όλοι ρε΄΄. ΄΄Ρε, αυτά γίνονταν επί Στάλιν. Τώρα με τον Κρούτσεφ, αλλάξανε τα πράγματα ρε, ο μουστάκιας ο Πατερούλης κλατάρισε΄΄. ΄΄Τι λέει ο άνθρωπος, ο Κρούτσεφ είναι προδότης. Μόνο ο Μάο Τσε Τουνγκ και ο Χότζα στην Αλβανία ρε. Όλοι οι άλλοι είναι μαλάκες και προδότες ρε΄΄. Μέσα στου Καπερώνη ερχόντουσαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Οι φίλοι του Καπερώνη ήταν όλοι δεξιοί του κερατά και ανοικτά Αμερικανόφιλοι, Κυπατζήδες και μπερδεμένα φασισταριά.

Page 278: Λαδιάρηδες.pdf

Έρχονταν ο πατέρας του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και γείτονας Παναγιώτης Κασίμης, ο εργολάβος Καραμανλής, δυο-τρεις ΄΄μυστικοί΄΄ μπάτσοι (όλοι τους....ήξεραν), ο Ανδρέας ο Κοντός και ο κολλητός του ο Νίκος ο Βεσπάκιας. Ο τελευταίος ήταν και τρακαδόρος. Εμένα κάθε φορά που ξεμπαρκάριζα μου την έπεφτε για τσιγάρα Αμερικάνικα, στυλό διαρκείας, ή κανά παρδαλό ναϋλον πουκάμισο. Όταν με κυνήγησε η χούντα, αυτός ο ΄΄φίλος΄΄ έδειξε υπερμέγεθη ενδιαφέρον για την αφεντιά μου. Ενώ όλες οι ενέργειες της Ασφάλειας είχαν γίνει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια, όπως ψάξιμο και ανακάτωμα πέντε σπιτιών, το δικό μου, της πεθεράς μου, της μάνας μου, της αδελφής μου και του αδελφού μου και ύστερα από καταθέσεις, ανακρίσεις, απειλές και εκβιασμούς, επιτέλους κατάλαβαν ότι το ’χα σκάσει στο εξωτερικό. Όμως ο ΄΄φίλος΄΄ ο μπάτσος ο Βεσπάκιας, εξακολουθούσε, όταν έβρισκε χρόνο, ν’ αναστατώνει άνανδρα τα σπίτια των γερόντων πεθερών μου, όπως και της μάνας μου. Αργότερα, όταν έπεσε η χούντα και τον είδα στο δρόμο, ήταν χεσμένος απ’ το φόβο του και έλεγε συνέχεια: ΄΄Η υπηρεσία μ’ έστελνε ρε Χρήστο. Τι φταίω εγώ; Δεν καταδέχθηκα ούτε μια μπούφλα να του ρίξω. Σφαλιαρίζεις τα σκουλήκια; Ένας άλλος Αμερικάνος και σφόδρα Αμερικανόφιλος ήταν ο πεθερός του Καπερώνη. Ο MR NICK ήταν ένας Έλληνας της Αμερικής, συνταξιούχος. Εκατομμύρια πιάτα πέρασαν από τα χέρια του ταλαίπωρου μετανάστη στο Τσικάγο. Μέρα-νύχτα δουλειά. Σάματις ήξερε και Αμερικάνικα; Κάτι WELL και OH NICE και με πέντε-έξι NO και άλλα τόσα YES, με συμπλήρωμα MY GOD και τελειώνοντας μ’ ένα ξεγυρισμένο THAT’S ALL, ξεκαθάριζε με την αγγλική γλώσσα. Εμείς δεν μάθαμε τίποτα απ’ αυτόν. Ο Σπήλιος που ’θελε να κάνει τον ΄΄τσιτσερόνε΄΄ στο Σύνταγμα, ήταν όλο μούτρα. ΄΄Ρε, εγώ ξέρω περισσότερα από τον MR NICK΄΄.

Page 279: Λαδιάρηδες.pdf

Αυτούς τους τύπους τους γνώρισα στη Ν. Υόρκη όταν με το φίλο μου το Σπύρο τον ΄΄Τζιμάνι΄΄, δόκιμοι μηχανικοί στο ΄΄D.T. HELEN Η΄΄ το σκάσαμε από το βαπόρι που άλλαξε σημαία μεσοπέλαγα απ’ το ΚΟΜΠΕ Ιαπωνίας στο ΜΑΝΣΙΛΟΚ των Φιλιππίνων (δίχως να μας ρωτήσουν καν) και από το Σαν Φρανσίσκο βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη να ψάχνουμε για δουλειά δίχως την GREEN CARD, την πράσινη κάρτα. Οι μπογιές δεν μας άρεσαν γιατί μας έστειλαν στην αρχή σε κάτι γέφυρες να ξεκινήσουμε από τη βάση και σιγά-σιγά, κρεμασμένοι σαν τα τσαμπιά σταφύλια, να βάφουμε στα μεσούρανα. Δε σφάξανε, λέγαμε συνέχεια. Θα σκάσουμε σαν το σκατό κάτω.... Η λάντζα, σαν τη μόνη σίγουρη παράνομη δουλειά, μου θύμισε τον MR NICK και δεν ήμασταν να μας φάει η Αμερικάνικη ΄΄μαρμάγκα΄΄. Είπαμε: ΄΄Ρε, θα κάνουμε ένα τατουάζ στο μπράτσο και θα πάμε πίσω στην Αθήνα, που θα μας περιμένει και η αγάπη μας΄΄. Ανεξάρτητα της οποίας ξένης βαπορίσιας λαδιάς, όλοι οι νεαροί ναυτικοί έχουν την αγάπη τους....στο μυαλό τους....πίσω στην πατρίδα. Και ανεξάρτητα πάλι ότι όλοι οι ναυτικοί είναι τις περισσότερες φορές ΄΄σαβουρογάμηδες΄΄ γιατί το ΄΄χτικιό΄΄ που καμάκωσαν στην μπάρα, ύστερα από μήνα στο πέλαγος με τη βαπορίσια λαμαρίνα, τους φαίνεται Σίντυ Κρώφορντ, ή ψηλοτακουνάτη ξέκωλη μοντέλα, τουλάχιστον έτσι λένε, ύστερα....στην τραπεζαρία του βαποριού, μεσοπέλαγα. Μέσα σ’ αυτό το δεξιό-φασιστό-κυπαριό και αμερικανόφιλο περιβάλλον στου Καπερώνη, ξεπήδαγαν όλες οι απόψεις. Μια μέρα ο Λάκης, πήρε την ταυτότητα της ΚΥΠ του χοντρού που τον έλεγαν Διονύση και του’βγαλε το λάδι ώσπου να την δώσει πίσω. Από τότε εξαφανίστηκε από του Καπερώνη. ΄΄Ξεβρόμισε ο τόπος από ένα σκατορουφιάνο΄΄, λέγαμε συνέχεια και κερνάγαμε ούζα τον τολμηρό Λάκη. Κάποτε, στις εκλογές του 1956, μας ήρθε η φαεινή ιδέα να κλειδώσουμε με δικό μας λουκέτο το εκλογικό τμήμα του

Page 280: Λαδιάρηδες.pdf

νοικιασμένου δημοτικού σχολείου ιδιοκτησίας του Μάκη. Γελάγαμε εκ των προτέρων για την πλάκα που θα είχε όταν θ’ άρχιζε το πρωί η ψηφοφορία. Μόλις γλάρωνα για ύπνο από υπερβολική ευχαρίστηση, να και έρχεται ο Λάκης και μου λέει: ΄΄Πάμε μαλάκα να ξεκλειδώσουμε το σχολείο του Μάκη, γιατί με πιάσαν για εξακρίβωση και αύριο θα βάλουν εμένα΄΄. Έτσι χάσαμε μια απ’ τις χοντρές μας πλάκες.... Στου Καπερώνη, εκτός απ’ τα φασισταριά, αληταρία και αδιάφορους, έρχονταν και συνειδητοί αριστεροί. Ο Θεοδόσης ο Θωμαδάκης, ένας μηχανουργός, ήταν ο πιο συμπαθής από δαύτους. Άλλοι τον έλεγαν κρυφοχαφιέ, άλλοι ακραιφνή κομμουνιστή, άλλοι άθεο. Αυτός όμως είχε απαντήσεις για όλα και νόμιζες ότι στεκόταν λογικά. Είχε συνέπεια στο λόγο του και τα ’βαζε παλικαρίσια μ’ όλους τους εξουσιαστές. ΄΄Γαμούσε΄΄ και τον καπιταλισμό της Δύσης και τα καθεστώτα της Ανατολής. Πνιγόταν να εξηγήσει ότι σ’ αυτά τα καθεστώτα δεν υπήρχε καμία ισότητα και ότι κυβερνούσε μια στυγνή και ανεξέλεγκτη γραφειοκρατία, ενώ ο απλός λαός υπέφερε και τράβαγε χοντρά ζόρια. Σαν αρχή του κακού έλεγε, ότι η μεγαλύτερη επανάσταση όλων των αιώνων (της Ρωσίας του 1917) προδόθηκε από την αρχή της ακόμα, όταν οι μαρξιστές στη Γερμανία όχι μόνο δεν επαναστάτησαν κι αυτοί αλλά ήταν και στην κυβέρνηση όταν δολοφόνησαν το κίνημα ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ της Ρόζας Λούξενμπουργκ και του Καρλ Λίμπνεχτ. ΄΄Η Ρωσία απομονώθηκε ρε και την πνίξανε οι γύρω-γύρω καπιταλιστές. Ο Στάλιν και η εξουσία γίναν οι νέοι δυνάστες που φυλάκισαν, βασάνισαν και εκτέλεσαν εκατομμύρια Ρώσους κομμουνιστές. Μια νέα Διεθνής των εργαζομένων θα γίνει κάποτε και θα γκρεμίσει αυτά τα γραφειοκρατικά καθεστώτα μαζί με τον καπιταλισμό της Δύσης΄΄. Τέτοια τρομερά, έλεγε ο Θεοδόσης.

Page 281: Λαδιάρηδες.pdf

Πολλές φορές θυμήθηκα το Θεοδόση όταν σα ναυτικός επισκεπτόμουν τα λιμάνια των Ανατολικών χωρών. Απ’ την Κωστάντζα της Ρουμανίας, την Οντέσα και το Μπατούμ στη Μαύρη Θάλασσα της Σοβιετικής Ρωσίας και το Γκντανσκ και το Γκντύνια της Πολωνίας. Εκεί να δεις σοσιαλισμό....με το τσουβάλι.... Και να ο ταξιτζής ο νταβατζής (σοσιαλισταράς) και οι πουτάνες που με δυο-τρία ζευγάρια κάλτσες ναϋλον τσακώνονταν πια να σε πρωτοπάρει, τα γεμάτα ζεμπίλια που ξεφόρτωναν οι γυναίκες απ’ τα αμπάρια και που τις τσεκάριζαν κοιλαράδες ΄΄κομμουνιστές΄΄....του κώλου απ’ το καθισιό της καρέκλας. Εμένα οι κουκουέδες δεν με πήγαιναν γιατί ήμουν από χριστιανο-δεξιά οικογένεια, μου κοπάναγαν συνέχεια. Ακούγαμε όμως αυτούς τους ηλίθιους και γεμάτους ψέματα, ΄΄σταθμούς της Αλήθειας΄΄ για κομμουνιστικούς παράδεισους και άλλα παραμύθια. Ο Θεοδόσης ήταν ο μόνος που εξηγούσε ολοκληρωμένα στους πάντες όχι με μισόλογα και χαζομπερδέματα, αλλά με σταράτα επιχειρήματα. Θύμωνε όταν συνέχεια κάποιος του έλεγε ότι: ΄΄Ο Τρότσκι δε δολοφονήθηκε από πράκτορα του Στάλιν, αλλά ζούσε στην Αμερική, όπως και ο Πλουμπίδης΄΄. Ένας άλλος του έλεγε συνέχεια: ΄΄Ναι ρε, είδαμε και τον Τρότσκι όταν ήταν εξουσία, τσάκισε την εξέγερση της Καστάνδης΄΄. Ο ταλαίπωρος ο Θεοδόσης είχε πυρά απ’ όλες τις πάντες. Αυτό όμως που τον πείραζε ιδιαίτερα, προσπαθούσε να εξηγήσει ότι ΄΄η επανάσταση έχει τους δικούς της νόμους, είναι άγρια και μπορεί, στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, να πάρει προς στιγμήν υπερεξουσίες όταν πολλές μερίδες των εργαζομένων δεν καταλαβαίνουν και δεν έχουν ξεφύγει από μπλοκάρισμα της αστικής συνείδησης΄΄. Ο Θεοδόσης, αφού πέρασε με τον Πάμπλο στο FNL της Αλγερίας με τον....Μπεν Μελά, ξεκουράστηκε (ως τη συνταξιοδότησή του), oχι και τόσο γραβατωμένος και καθόλου συμβηβασμένος στο κυριλέ Δημοτικό Συμβούλιο

Page 282: Λαδιάρηδες.pdf

της Δάφνης, με ψηφοφόρους του....Συνασπισμού και του....ΠΑΣΟΚ. Άτιμη....κοινωνία που παίρνεις τα καλύτερα παιδιά της....΄΄Διαρκούς Επανάστασης΄΄ που στη δικτατορία της χούντας κράτησαν αγέρωχη-παλικαρίσια επαναστατική στάση, αρπάζοντας δυο-τρεις φορές ισόβια για τις αντισταλινικές και αντικαπιταλιστικές απόψεις τους. Οστόσο ο Θεοδώψσης ΠΟΤΕ δεν πρόδωσε, ΠΟΤΕ δεν τον απορόφησε ο όποιος αντίπαλος. Ξανά άτιμη κενωνία...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

Στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε (ειδικά στις φτωχογειτονιές), στο κέντρο της Αθήνας δούλευαν ορισμένα μαγαζιά για τους Γερμανούς και άλλα για τους πλούσιους, τους δοσίλογους και τους μεγαλομαυραγορίτες. Ένα απ’ αυτά ήταν στο Μεταξουργείο, κάτω από την Ομόνοια. Λεγόταν ΄΄ΜΕΞΙΚΑΝΑ΄΄. Πολλά μπαρ, καφενεία, ταβερνεία γύρω απ’ την Ομόνοια άνοιγαν για ένα φεγγάρι και αμέσως έκλειναν, ανάλογα με τα εφόδια σε τρόφιμα και ποτά, ποιος ξέρει πως και από που τα προμηθεύονταν, συνήθως όμως με επαφές που είχαν με την εξουσία, ντόπια και Γερμανο-Ιταλική κατοχή. Ήταν και η απαγόρευση ανασταλτικός παράγοντας, με τις διαταγές της αστυνομίας και της κοματαντούρας που τα πάντα έκλειναν από τις 10 και 11 το βράδυ έως τις 8 το πρωί, με κίνδυνο εκτέλεσης, αν κυκλοφορούσες χωρίς άδεια. Μετά την ΄΄απελευθέρωση΄΄ η πρώτη ταβέρνα που γνώρισα εγώ και οι κολλητοί μου της γειτονιάς, ήταν η ταβέρνα του Κοντού, γύρω στα 150 μέτρα μακριά από το σπίτι μου. Έβγαζε κάτι στρογγυλά, σιδερένια τραπέζια έξω σε μια υπερυψωμένη πλατειούλα με χώμα και μερικούς πανύψηλους ευκάλυπτους.

Page 283: Λαδιάρηδες.pdf

Με κάποια διακοπή στα Δεκεμβριανά, αυτή η ταβέρνα λειτούργησε έως τη δεκαετία του 1960. Μας νανούριζε όταν κοιμόμασταν στην αυλή κάτω από την κληματαριά όλη η βαβούρα των θαμώνων και η μουσική που έβγαινε από ένα φωνογράφο. Ζωντανή μουσική για πρώτη φορά ακούσαμε εγώ και οι φίλοι μου στο Μπραχάμι δίπλα από το τότε κτίριο της χωροφυλακής σ’ ένα κήπο στη γωνιά, λίγες δεκάδες μέτρα από το τότε εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Καμία δεκαριά παρέες μέσα και εκατό (!) έξω βλέπαμε τη Νίνου, ακούγοντάς την να τραγουδάει και να χτυπάει το ντέφι της, ενώ αραχτοί στη σειρά δίπλα της ήταν οι οργανοπαίκτες με κάτι τραγιάσκες, μουστάκι και ύφος, ένα καντάρι μαγκιά. Στο σπίτι μας δεν τραγούδαγε κανείς. Ο γέρος μας ήταν όλο τζωχάδα για την αναπηρία του και η μάνα μου συνεχώς λυπημένη για τα χαμένα της παιδιά. Πάει ο Δημήτρης το 1925, ο Βασιλάκης το 1936, ο Κωνσταντίνος το 1941-42, ο Στέλιος μας το 1944 και ο πατέρας μας βαριά τραυματισμένος τον ίδιο χρόνο, χώρια 3-4 αποβολές. Που να βρεθεί όρεξη για τραγούδι και γέλιο.... Πολλές φορές προσπάθησα με τ’ αστεία μου να την κάνω να γελάσει. Μόλις έσκαγε λίγο χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της, αμέσως γύριζε το πρόσωπό της αλλού, πάντα σοβαρό και λυπημένο. Τελευταία φορά προσπαθούσαμε (μάταια όμως) εγώ και ο εξάχρονος γιος μας να την κάνουμε να γελάσει ύστερα από χοντρό εγκεφαλικό όταν μας την είχαν στείλει στο Λονδίνο για εξέταση με το καροτσάκι στους ειδικευμένους γιατρούς της HARLEY STREET. Δυστυχώς, πέθανε το 1973 στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη ΄΄Βούλα΄΄, το Νοέμβριο του 1973. Ήταν μια πραγματική ηρωίδα για την επιβίωση όλων μας σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου. Υπάρχουν και οι μόνιμες τύψεις ότι δεν προσφέραμε περισσότερα πράγματα. Τι θα μπορούσαμε όμως να

Page 284: Λαδιάρηδες.pdf

προσθέσουμε στο γιγάντιο βουνό των προβλημάτων που τα έλυνε κάθε στιγμή, στην ταραχώδη παιδική μας περίοδο; Μερικά τραγούδια τα θυμάμαι σαν σε όνειρο. Το ΄΄Κοροΐδο Μουσολίνι, κανείς σας δε θα μείνει΄΄, το ΄΄Γιούπι για-για, γιούπι, γιούπι για΄΄ και κάποια αντάρτικα. Όταν ηττήθηκε το κίνημα μάς μαθαίνανε στην αυλή του δημοτικού σχολείου ορισμένα τραγούδια επίμονα. Ένα απ’ αυτά ήταν το ΄΄Έχω μια αδελφή, νυφούλα αληθινή, τη λένε Βόρεια Ήπειρο, την αγαπώ πολύ΄΄ ή το άλλο ΄΄του αϊτού ο γιος΄΄ και οι μεγαλύτεροι αλητάμπουροι ψιθυρίζοντας συμπληρώνανε κοροϊδευτικά: ΄΄Τ’ αϊτού ο γιοςέγινε γιατρόςκαι σας πηδάει από πίσω κι από μπρος΄΄ Στις εκδρομές όρθιοι μέσ’ τα φορτηγά και στα μακριά με δύο άλογα κάρα, ακούγαμε τραγούδια όπως: ΄΄Ήταν ένα μικρό καράβι΄΄, άστα τα μαλλάκια σου΄΄, ΄΄ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ΄΄, ΄΄ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά΄΄, ΄΄παντρέβουμε ένα ναύτη, που όλο μυγες χαύτει΄΄…και του χώναμε μια μύγα του μικρότερου στο στόμα και πάντα στο τέλος της εκδρομής κατακουρασμένοι, αλλά τρισευτυχισμένοι το περίφημο: ΄΄Επεράσαμε όμορφαα, όμορφααα, όμορφααα, επεράσαμε όμορφα και τούτη τη φοράαα΄΄. Και δώστου παλαμάκια και χτύπημα τα πόδια στο πάτωμα της καρότσας, παρά τις υποσχέσεις στον οδηγού του φορτηγού, ή τον αραμπατζή του κάρου ότι δε θα τα χτυπάγαμε…. Όλα αυτά τα τραγούδια εμείς οι λαδιάρηδες τα θεωρούσαμε λίγο-πολύ κοριτσίστικα. Μας άρεσε ιδιαίτερα να ακούμε τους μεγαλύτερους να λένε άλλα τραγούδια, δικά τους. Ήμασταν όλο αυτιά. Τα τραγούδια τα λέγανε της ΄΄Σολομωνικής΄΄. Μερικά ήταν τα ακόλουθα: ΄΄Μαριγούλα, Μαριγώ

Page 285: Λαδιάρηδες.pdf

δε μου δίνεις;να κι εγώ΄΄ Και έκαναν ότι τον έπαιζαν με το χέρι τους συνοδεία αποχαυνωμένου ύφους ευχαρίστησης. Αμ το άλλο;΄΄Η μάνα σου κι η μάνα μουμαζεύανε καρύδιαεγλύστρησεη μάνα σου και μου ’πιασε τ’ αρχίδια΄΄ Μερικά άλλα ήταν ακόμα πιο παρατραβηγμένα και κόβανε τις λέξεις στο τέλος αλλάζοντάς τες για να μην πέσει περισσότερο ξύλο από τους μεγάλους, αλλά και τους άμεσα θιγμένους. Το νόημα όμως δεν άλλαζε καθόλου. Γύρω στα 1950 κάναμε τις πρώτες περιοδείες νωρίς το βράδυ στις Τζιτζιφιές. Η παραλία στην παλιά της μορφή ήταν διάσπαρτη από μπουζουκομάγαζα. Το ΄΄Φαληρικόν΄΄ και η ΄΄Παράγκα του Καλαματιανού΄΄ ήταν ότι καλύτερο με το όλο σινάφι της μαγκιάς να τραγουδάει με βαρύ μολυβάτο και ασήκωτο ύφος. Τα περισσότερα όμως ήταν τρισάθλιες καλαμοκατασκευές οι οποίες με το πρώτο μπουγάζι του φθινοπώρου παίρναν δρόμο. Χαζεύαμε απ’ έξω τους τραγουδιστές που καθόντουσαν στη σειρά τους σταυροπόδι και τραγούδαγαν με τη σειρά. Ήταν κάτι τύποι με μαύρο γιλέκο, μουστακάκι, φαβορίτα, μαύρο μαλλί, χωρίστρα στη μέση κολλημένο με μπριγιόλ και ύφος εκατό τόνους μαγκιά, ενώ δίπλα τους κάτι τσαπερδόνες έντονα ξανθιές (με φανερά μαύρες ρίζες) χτυπάγανε το ντέφι ξεφωνίζοντας σε τακτά διαστήματα ΄΄Ώπα, άλα, ίσα΄΄ και άλλους αλαλαγμούς. Ώσπου να μας διώξουν τα γκαρσόνια είχαμε ΄΄πάρει μάτι΄΄ τις μπουτάρες της καταβαμμένης σα λατέρνα ρεμπεταïδόνας, η οποία άλλαζε επιδεικτικά το σταυροπόδι της σε επίσης τακτικά (εξεπίτηδες) χρονικά

Page 286: Λαδιάρηδες.pdf

διαστήματα στην ψάθινη καρέκλα της, σ’ ένα λίγο υπερυψωμένο ξύλινο πάτωμα. Πιο πάνω με τα πόδια πηγαίναμε στην πλατεία του Παλαιού Φαλήρου. Εκεί για πρώτη φορά είχαμε δει να τραβάνε τα δίχτυα οι ψαράδες γεμάτα ψάρια, συνήθως αφρόψαρα, σαρδέλες και γόπες, φωνάζοντας ρυθμικά ΄΄Ε ωπ, εε ωωπ΄΄, ενώ άλλοι μισόγυμνοι, τραγουδάγανε άσματα από τα νησιά τους. Δίπλα από την όμορφη αμμουδερή παραλία ήταν μια ξύλινη στρογγυλή κατασκευή που τη λέγανε ΄΄ταραντέλα΄΄. Το κάψανε αυτό το όμορφο κέντρο διασκέδασης, σήμα κατατεθέν του Παλαιού Φαλήρου και Καστέλας. Στη συνέχεια, δίχως ίχνος ντροπής, διαμόρφωσαν εκτρωματικά όλη την περιοχή κάτι μοντέρνοι κρατικοδίαιτοι πολεοδόμοι, που ποιητικά αποκαλούνται και άνθρωποι. Ε ρε ξύλο που γλίτωσαν…. Ήταν η αρχή περίπου του γκρεμίσματος της μπουλντόζας, της ανοικοδόμησης πάνω στα περίφημα νεοκλασικά κτίρια γκρεμίζοντας και την ονειροπόλα σύνδεση με το παρελθόν, οι άτιμοι. Γκρέμισαν τις μοναδικές σε αρχιτεκτονικό κάλλος μονοκατοικίες με τα υπερυψωμένα μπαλκόνια, τις διπλές ανόδους μαρμάρινες σκάλες της κύριας εισόδου, τα μοναδικά σε σχέδια ακροκέραμα, τις γεμάτες με λουλούδια και ψηλούς φοίνικες αυλές και τις αντικατέστησαν με αντιανθρώπινες πολυκατοικίες με κλουβιά-διαμερίσματα και τη θορυβώδη απομόνωση της μοναξιάς και της κλειδωμένης πόρτας. Μπορεί να μην ήταν δικά μας αυτά τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια, αλλά τα χαιρόμασταν να τα βλέπουμε ξεχνώντας για λίγο το ταξικό μας μίσος για τους πάμπλουτους κατόχους. Ήταν μια απαίσια εποχή μετά τον εμφύλιο, ώσπου οι εσωτερικοί μετανάστες βρέθηκαν (από το φόβο του χωροφύλακα και των οπλισμένων ορδών των ρουφιάνων και των ΤΕΑ) στη λούμπα των πόλεων, ειδικά της Αθήνας και στο διέξοδο του κλουβιού της πολυκατοικίας (συχνά πάνω

Page 287: Λαδιάρηδες.pdf

στα 300 ρέματα που είχε η Αθήνα) με μπάνιο, μπιντέ και θυρωρό. Σε πολλούς και το φωτεινό κουδούνι στην είσοδο της πολυκατοικίας Κος και Κα τάδε, καμάρι στους επισκέπτες από την επαρχία, ακόμα και ζήλια και φθόνος. Πάνε ταμδυό μπροστεινά δωμάτια, το καμαράκι πίσω στην αυλή, η κληματαριά, το χιόνι που σκέπαζε το σημάδι που βάζαμε, τότε που χιόνιζε και κράταγε το χιόνι μέρες, τότε που βλέπαμε τα μυρμήγκια να τρέχουν σαν τρελά, τότε πουτ σπουργίτια θα έτρωγαν κάτι στην βαρυχειμονιά και εμας διβόταν ηευκιρία να σκ΄ψουμε τα 5 λκουβάκια για να παίζουμε γκαζές και βόλους, τότε που το χώμα μοσχομύριζε μετά από βροχή.Τότε που το κάθε σπίτι, έβλεπε στον ουρανό.Τώρα το τσιμέντο και η πίσσα, βρωμοσκυλάναι το καλοκαίρι, τώρα που οι πανύψηλες πολυκατοικίες ανταμώνουν τον ουρανό, άντε να σκευτείς να περπατήσεις ξηπόλητος.Βρέθηκα σε ένα παλιό σπίτι, στο Κατσιπόδι-Δάφνη.Μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα της αυλής, οδυγήθηκα στα ενδότερα.Φοβισμένες σκιές με παρακολούθαγαν, με αγωνία.Ήταν Κούρδοιπολιτικοί πρόσφυγες.Ανακουφίστηκαν όταν τους δήλωσα ότι δεν είμαι από την στυνομία και ήθελα να δω το σπίτι.Μου θύμιζε το δικό μου…πριν και αυτό γίνει πολυκατοικία. Υποσχέθηκα να τους πάω φαί, ρούχα και καθαριστικό για τα πλακάκια.Τα πλακάκια με τους μαίανδρους σαν τα δικά μας, όταν σιγά-σιγά και σαν το φίδι γλυστρούσαμε από κατάχαμα για δροσιά το καλοκαίρι…για να το σκάσουμε απότονμεσημεριανόμύπνο-μέγηστο καθημερηνό μαρτύριο.Υποσχέθηκα στονεαυτόν μου να δείξω στην εγγονή μου ένα από αυτά τα σπίτια, όταν μεγαλώσει και υπάρχει ένα. Πέρασε πολύς καιρός για τους εφήβους να προσανατολιστούν σε ιδανικά για την Κύπρο, κοινωνικές ελευθερίες, αμνηστία, παρότι διοχετεύονταν η δυσαρέσκεια

Page 288: Λαδιάρηδες.pdf

και η ανεργία στη μετανάστευση σε Αμερική, Αυστραλία και Γερμανία. Ο τρόπος ζωής πέρναγε από τα σχέδια Μάρσαλ, ούντρες, φυλακίσεις, στρατοδικεία, εκτελέσεις, με το πραγματικό κράτος να είναι οι ασφαλίτες του αστυνομικού τμήματος με ανώτερη αρχή το κράτος της Γενικής Ασφάλειας. Παρόλο το ζοφερό κλίμα της εποχής, πολύ πιο πριν το μπουζούκι κι ο μπαγλαμάς μπουν στην επίσημη δισκογραφία και στα σαλόνια (συνήθως άξεστων εργολάβων της αντιπαροχής), υπήρχαν κάτι όμορφες ταβέρνες με ωραίο μουσικό πρόγραμμα. Ακόμα δεν είχε εισβάλλει μαζικά το σουβλάκι, το ΄΄SYRTAKI DANCE΄΄, τα σπασμένα πιάτα του ΄΄ZORBA THE GREEK΄΄ και της μακρόστενης φωτεινής επιγραφής ΄΄ΝΕΟΝ΄΄. Ήταν επίσης κάτι ταβέρνες με κρεμασμένο μπουζούκι, κιθάρα και ακορντεόν, με κρασί αγνό βαρελίσιο, χόρτα, φέτα, ελιές, σαλάτες και μαγειρευτό πεντανόστιμο φαγητό. Γίνονταν όλοι μια παρέα κάτω από τον ήχο αυτοσχέδιων τραγουδιών και γιατί όχι τενόρων της Λυρικής.Πότε-πότε οι μαγκίτες στρίβανε και κανά τσιγαριλίκι ζούλα στην αυλή, καϊνάρι για ξελαμπικάρισμα. Να κι ο σπιτίσιος χαλβάς για να γλυκάνει το καμένο λαρύγγι απ’ τα πικάντικα φαγιά. Μας έφαγε η εξέλιξη του Γιάννη του περιπατητή, οι ξηροί καρποί, τα φρούτα, η εκκωφαντική μουσική (ωχ, τ’ αυτιά μου) και τα σπασμένα πιάτα (ωχ, το μάτι μου) από τους εκάστοτε βλαχοχωρίτες που σημαδεύανε άστοχα τον άτσαλο χορευτή της πίστας. Οι σκυλούδες (γαβ-γαβ) βασάνιζαν τα τραγούδια υπέροχων ερμηνευτών, ενώ το γκαρσόνι σου χώνει τη λυπητερή (ωχ, η τσέπη μου). Στη δεκαετία του 1950 η διασκέδαση ήταν πάρτι-ρεφενέ στα σπίτια (που έλειπαν οι γέροι μας), παίζοντας και το μπουκάλι.

Page 289: Λαδιάρηδες.pdf

Οι ξενέρωτοι και οι φλούφληδες φέρναν και την αδελφή τους (ήταν οι ευπρόσδεκτοι της παρέας!) και οι τσιγκούνηδες τον μικρότερό τους….αδελφό. Πολλές φορές πηγαίναμε στο ΄΄SENU΄΄, απέναντι από του Πολυτεχνείου την κεντρική πύλη, ή στο ΄΄ΦΛΟΙΣΒΟ΄΄ στο Νέο Φάληρο. Δεν υπήρχαν τότε DISCO, CLUBBING, BEACH PARTIES, ή συναυλίες στον ΕΟΤ (τρίτη μαρίνα αριστερά…) και σε τρελλά νησιά τύπου Μυκόνου, Ρόδου, Ύδρας, Πάρου κτλ. Αυτά τα νησιά εξελίχτηκαν (στην αρχή της τουριστικής περιόδου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 περίπου) από τους λιγουροτουρίστες, φτωχοξεμήνηδες, πελεκάνους, Γκρέτα Γκάρμπο, Ωνάσηδες, Ρενιέ, Έλσα Μάξγουελ, Σοράγια, ο καράφλας Τέλης Σαβάλας με το LOLLY POP στο στόμα του, μπερδεμένοι με σκύλους ράτσας και τα φιλέτα τους (5% λιπαρά!) στο στόμα να τρέχουν πίσω από τα γαϊδουράκια στην Ύδρα στα γυρίσματα της Σοφίας Λόρεν. Σήμερα, για να πας πρέπει να κάνεις παρέα με παρανοϊκούς, τεκνά, μπιτσικόμηδες, βιζιτούδες, παρτουζιάρηδες, DRUG DEALERS, σχεδιαστές μόδας τρίτης διάστασης, μισότριβοι καραφλοί διπλοσκουλαρηκάκηδες με φάτσα ΄΄φωλιάς του κούκου΄΄, ψευτομοντέλες κράχτες, δίμετροι τραβεστί δίχως κυτταρίτιδα (πρώην δουλευτάδες στα γιαπιά), αμφί, RAVE PROUD GAYS, νυμφίδια, σουρλουλούδες, παρτ-τάϊμ καλντεριμιτζούδες (καλέ ποιος θα μας δει εδώ; Για λίγο θα το κάνουμε, για τα έξοδά μας), PUNK, ντεθ μεταλλάδες, ροκαμπιλάδες, ρούχλες, ντάγκλες, στερημένοι, ECSTASY MANIACS, χαρμάνηδες, καλοκαιρινά ξετρελαμένα στρέητ γκαρσόνια και D.J. κρυφοποτάκηδες, ξεπεσμένοι και σταφιδιασμένοι πουροροκάδες. Αμ οι άλλοι; Προχωρημένοι ξένοι BODYBUILDERS, τίγκα στο ANAVAR και στο OXYMETHOLONE, με τεράστιους δικέφαλους και στερνομαστοειδείς… με μάτι λάγνο και

Page 290: Λαδιάρηδες.pdf

τρυφερό, να ψάχνουν για να βρουν δυνατή αχλαδιά για να την κουνήσουν (και να κουνηθούν), υπερήφανοι για τις γρατζουνιές στην πλάτη τους και μίσος για τις κυράδες των στρέητ συνοδών τους. Άμα πια με δαύτες! Α! ρε Κατοχή, πείνα και στερημένο μάτι (μέχρι τον αστράγαλο), με ποδαρόδρομο Κατσιπόδι-ποδαράδες για να πάρουμε το χαμόγελο της κοπελιάς (μέγα κατόρθωμα τότε)….που σας χρειάζεται…. Μεγάλος αγώνας για να περάσεις μέσα στο ΙΝ μαγαζί κάτω από τις βρώμικες μασχάλες των καλησπεράκηδων πορτιέρηδων – κάτι φτωχομπιλντεράδες που ξενυχτάνε για την πρωτεΐνη τους και για το πρόγραμμα όγκου των αναβολικών τους, τις περισσότερες φορές FAKE. Και να ’μαστε μέσα στη μαγεία του CLUB της δεύτερης μαρίνας δεξιά, Γλυφάδα μεριά (και αφού μας έστησαν στο περίμενε στην ουρά για δήθεν γεμάτη αίθουσα!!!) με λίγα τραπέζια για φαγητό και γεμάτο από εξεπίτηδες όρθιους. Η μάσα αποτελείται συνήθως από καβουρόψιχα, SPRING ROLLS VEGETARIAN, B.B.Q. (chicken wings κατεψυγμένα), ψαρονέφρι, τριαντάφυλλο σολομό με μπρικ και σουφλέ βανίλια-σοκολάτα για τους ματσωμένους (και τεμπελόσκυλους) τερψιλαρυγγάκηδες. Η μουσική εισχωρεί βίαια μεσ’ τα τύμπανά μας σαν το BLACK & DECKER με τα γράδα των ντεσιμπέλ στο τέρμα από τα μουσικά TRENDS της εποχής και REMIX παλιών και νέων επιτυχιών που ακούγονται γρατζουνισμένα στις μεγάλες πίστες της βιομηχανοποιημένης γύρω διασκέδασης, της εκκωφαντικής απομόνωσης (γύρω από το ποτό μας ONLY) των τρανταχτών νυχτοκάματων ΄΄αναγνωρισμένων΄΄ τραγουδιστών που γεμίζουν (…με το ζόρι…και ήρθα μόνο για σας) τα πρωϊνάδικα καφενεία της κάθε Ρούλας, Μπούλας, τσούλας στην T.V. μέσα στο σπιτικό μας. Ζητάτε (ρε), Μαρίκα Νίνου, γαύρο τηγανητό, αγνό βαρελίσιο κρασί χυμαδούρα και όλοι στην ταβέρνα, ή στο στενό της γειτονιάς, πάντα μια μεγάλη παρέα με κιθάρες, ακορντεόν, μπουζούκι, ακόμα και μια μικρή φυσαρμόνικα

Page 291: Λαδιάρηδες.pdf

πίκολο, στο στόμα ταλαντούχων πιτσιρικάδων, σαν τον παιδικό φίλο Κώστα Πολίτη. Προσπαθώ να μην κατρακυλήσω στην ανθρώπινη τάση ωραιοποίησης του μακρινού παρελθόντος. ΄΄Ρωτάω΄΄ όμως δυνατά: Υπάρχει διασκέδαση στα σημερινά CLUBS; Πόσα παιγνίδια παίζουν τα παιδιά μαζί με άλλα παιδιά σήμερα;Τώρα τα παιδιά με χίλιες στερήσεις των γονιών τους έχουν παπούτσια, τζάκετ, βιβλία, P/C και ι/pod, το μοντέρνο κινητό, να και τα φροντηστήρια, να ΟΜΩΣ και η έλειψη, όλων των απίθανων παιχνιδιών και πρό πάντων η αυλή. Μια αυλή σκεπασμένη με λουλούδια μέσα σε απίθανους τενεκέδες που γέμιζε με αγάπη και καυγάδες στο καπάκι…και στο λεφτό σε απίθανο γλέντι, από τις κυρίες της αυλής.Τώρα ο 25ρης να τον ποιούν στο ποτήρι όλα τα θυληκά του περίγυρου, να τρέχει σαν δαιμονισμένος πάνω σε μηχανάκι delivery, συχνά ξεχνώντας το κόκκινο με μια κουτάρα πίσω γεμάτη…πίτσες μπλέ για να βγάλει κάνα φράγκο για το στρατό,για να μην γίνει και άλλο βάρος στους γέρους του.Φτάνουν τα έξοδα στο πανεπηστήμιο και το μεταπτυχιακό κατά Λόντον μεριά.Τότε είχαμε μια λανθάνουσα ευτηχία ανοδικών κερδών.Πήγαμε από τοκοντήλι στο μολύβι, στο μελάνι στο στυλό ΠΗΚ, στη γραφομηχανή ΟΛΥΜΠΙΑ και τώρα στο LAP TOP και στο P/C.Mπορεί να μας έβαλε νερό η ΟΥΛΕΝ μέσα στο σπίτι, αλλά χάθηκε ο χαβαλές και η βαβούρα που γίνονταν μ΄όλη τη διαδικασία να περιμένουμε τον στημένο μας καυγά που θα ξέσπαγε, αφου είχαμε αλλάξει τη σειρά των τενεκέδων στα κρυφά.Τώρα μένα τσάκ έχεις και φώς και λειτουργία όλων των συσκευών…χάσαμε όμως όλη την αγαπημένη καθημερινή διαδικασία να καθαρίζει η μάνα μας το γυαλί της λάμπας και να την γεμίζει πετρέλαιο.

Page 292: Λαδιάρηδες.pdf

Τότε που τρεμοφωτίζονταν οι τοίχοι από το χαμηλό φως της λάμπας και του καντηλιού και φορτώναμε τη φαντασία μας από τις εναλασόμενες σκιές στους τοίχους.Τότε που είχαμε στο κρεμαστό φανάρι όλα τα καλούδια δίχως ίχνος μεταλαγμένων τροφίμων.Τα παιδιά μας και πρό πάντων τα εγγόνια μας, δεν θα έχουν την ευτυχία των εξελισόμενων ευχαριστιών στην (έστω) αντιφατική πρόοδο της καθημερινότητας.Και ποιά παιχνίδια πέζουν σήμερα τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας; Όχι όμως στο P/C. Αν και σ’ αυτό, με ένα facking delete τα βλαστάρια μας, κόβουν χρόνιες φιλίες...δίχως την επαφή σ’ούπιασα τη μήτη και γιατί με είπες καμπούρη.Και την ΠΑΝΤΑ επιστροφή στη φιλία.

ΤΕΛΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

http://politikokafeneio.com