Κιότο - yasunari kawabata

198

Upload: aiol

Post on 05-Aug-2016

267 views

Category:

Documents


2 download

DESCRIPTION

Το "Κιότο", που γράφτηκε το 1962, είναι αναμφίβολα το έργο του Καουαμπάτα που εξηγεί θαυμάσια την αυτοκτονία του, δέκα χρόνια αργότερα, καθώς και την αυτοκτονία τόσων συγγραφέων και διανοουμένων της Ιαπωνίας μετά την «επανάσταση» (τον αναγκαστικό εξευρωπαϊσμό δηλαδή) της περιόδου Μεϊτζί. Το "Κιότο" αφηγείται την ιστορία δύο δίδυμων κοριτσιών που ορφάνεψαν πολύ νωρίς και ανατράφηκαν χωριστά. Συναντούν η μία την άλλη όταν πλέον είναι κοπέλες. Όμως έχουν μεγαλώσει σε τόσο διαφορετικό περιβάλλον, που οι ίδιες αποφασίζουν να μην ξανασυναντηθούν. Πίσω απ' αυτό τον απλοϊκό μύθο βρίσκεται όλο το δράμα της σύγχρονης Ιαπωνίας, που αποτελεί και το βασικό θέμα του Κιότο: ο εξευρωπαϊσμός και, αργότερα, μετά τη Χιροσίμα, ο επιταχυνόμενος εξαμερικανισμός μιας κοινωνίας που μέχρι τότε είχε ζήσει πάνω σε κοινωνικές, πολιτιστικές και ηθικές βάσεις εντελώς διαφορετικές.

TRANSCRIPT

Page 1: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΒΑΜΠΆΤΑ

ΚLότο ΜυθLστόρ-ημα:

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Page 2: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 3: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 4: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΓΙΑΣΟΥΝΆΡΙ ΚΑΒΑΜΠΆΤΑ

ΚΙ ΟΤΟ ΜυΟιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

ΠΟΛΛΆ ΖΑΧΟΠΟΥ ΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΑΘΉΝΑ 1994

Page 5: Κιότο - Yasunari Kawabata

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

j

I

Page 6: Κιότο - Yasunari Kawabata

τΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΎΠΟΥ: Yasunari Kawabata, Koto

© Copyright Itite Kawabata 1962 Origίnally published ίη Japan

© Copyright για την ελληνική γλώσσα, Θανάσης Καστανιώτης Αfiήνα 1994

Εκδόσεις Θ. Καστανιώτη

Ζωοδόχου Πηγής 3, 106 78 Α{)ήνα ~ 360.32.34 - 360.13.31

ISBN 960-03-1077-7

Page 7: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ανοιξιάτικα λουλούδια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 Το μοναστήρι και η καγκελόπορτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 Η πολιτεία των κιμονό .............. ,. . . . . . . . . . . . . . . 49 Οι κρυπτομουριές του Κιταγιάμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 73 Η γιορτή του Ζιόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 93 Χρώματα του φδινοπώρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 115 Τα πράσινα πεύκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 135 Οι δυο αδελφές στην καρδιά του φθινοπώρου . . . . . . . 161 Οι χειμωνανθ-οί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 177

7

Page 8: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 9: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

π ΑΝΩ ΣΤΟΝ ΚΟΡΜΟ ΊΟΥ ΓΕΡΙΚΟΥ ΣΦΕΝΤΑΜΙΟΥ ΟΙ ΜΕΝΕ­

ξέδες είχαν ανοίξει κι η Κιέκο τους παρατηρούσε. «Για

κοίτα, άvδισαν και φέτος», σκέφτηκε, νιώ~οντας ξα­

φνικά τη γλυκιά παρουσία της άνοιξης.

Κι ήταν, αλ~εια, μεγάλο δέντρο αυτό το σφεντάμι· και

φαινόταν μεγαλύτερο, επειδή βρισκόταν σ' ένα στενό κήπο

στην καρδιά της πόλης ο κορμός του μάλιστα φαινόταν ακό­

μα πιο χοντρός πλάι στις λεπτές περιφέρειες της Κιέκο. Βέ­

βαια αυτός ο κορμός με το γέρικο και σκληρό φλοιό που τον

κάλυπταν πράσινα μούσκλια δεν είχε τίποτα το κοινό με το

τρυφερό εφηβικό κορμί. Στο ύψος της μέσης της Κιέκο ο

κορμός έπαιρνε μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Λίγο πιο

ψηλά απ' το κεφάλι της έγερνε ακόμα δεξιότερα. Ύστερα τα

κλαδιά ξεπετάγονταν, aπλώνονταν και σκέπαζαν όλο τον κή­

πο, με τις άκρες τους να λυγίζουν ελαφρά.

Λίγο πιο κάτω απ' το σημείο που ο κορμός άλλαζε κατεύ­

{)υνση, υπήρχαν δύο μικρές κοιλότητες. Και στις δύο είχαν

φυτρώσει μενεξέδες. Και κά~ε άνοιξη έκαναν την εμφάνισή

τους τα λουλούδια. Από τότε που η Κιέκο 'θυμόταν τον εαυ­

τό της, υπήρχαν αυτοί οι μενεξέδες πάνω στο δέντρο.

Τριάντα εκατοστά περίπου χωρίζουν τους επάνω μενεξέ­

δες από τους κάτω. Το κορίτσι, η Κιέκο, αναρωτιόταν συχνά:

«Ν α συναντιόνται άeαγε οι επάνω μενεξέδες με τους κάτω;

Να γνωρίζονται; Και τι σημαίνει για τα λουλούδια "συναντιέ­

μαι", "γνωρίζω";»

Τα λουλούδια έβγαιναν κά~ε άνοιξη, τρία ή πέντε το πολύ.

Όχι παραπάνω. Στις μικρές κοιλότητες, στο επάνω μέρος

του κορμού, έκαναν κά~ε άνοιξη την εμφάνισή τους μπου­

μπούκια. Η Κιέκο τα έβλεπε από το υπόστεγο του σπιτιού ή

9

Page 10: Κιότο - Yasunari Kawabata

στέκοντας στη ρίζα του δέντρου και σηκώνοντας το κεφάλι.

Κι αν η «ζωή» των μενεξέδων πάνω στον κορμό τη γέμιζε

χαρά, συχνά η «μοναξιά» τους την έπνιγε.

«Εδώ γεννή-θηκαν, εδώ και ~α π~άνουν ... »

Οι πελάτες του μαγαζιού εγκωμίαζαν την ομορφιά τού

σφενταμιού, αλλά οι περισσότεροι δεν είχαν πάρει είδηση

τους μενεξέδες που ά~ιζαν πάνω του. Ο χοντρός κορμός,

που τα πράσινα μούσκλια τον έντυναν από πάνω ως κάτω

και που ο χρόνος τού είχε χαρίσει κόμπους και δύναμη, δεν

είχε χάσει ούτε τη χάρη ούτε τη μεγαλοπρέπειά του. Έτσι,

κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία στους μικροσκοπι­

κούς μενεξέδες που είχαν κολλήσει επάνω του.

Μόνο οι πεταλούδες γνώριζαν τους μενεξέδες. Όταν η Κιέ­

κο ανακάλυψε τα λουλούδια, ένα σμήνος άσπρες πεταλουδί­

τσες φτερούγιζαν χαμηλά στο έδαφος κι ανέβαιναν χορεύο­

ντας όλο και πιο πάνω στον κορμό, ώσπου να φτάσουν

στους μενεξέδες. Κάτασπρες, χορεύοντας πάνω στα μικρά

κοκκινωπά μπουμπούκια του σφενταμιού που ετοιμάζονταν

να ανοίξουν, οι πεταλούδες ξεχώριζαν σαν φωτεινή κηλίδα.

Λουλούδια και φύλλα κι από τα δυο κοιλώματα του κορμού

έριχναν στα τρυφερά μούσκλια του μια απαλή aνταύγεια.

Ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη μέρα, απ' αυτές που ο ουρα­

νός, στολισμένος με την aχλή του, μοιάζει με ολά~ιστο δέντρο.

Οι πεταλούδες είχαν απομακρυ~εί, ενώ η Κιέκο στεκόταν

ακόμα κάτω απ' το υπόστεγο κοιτώντας τους μενεξέδες

στον κορμό του σφενταμιού.

«Τι καλά που 'ναι που α~ίσατε και φέτος!» έμοιαζε να

τους ψι~ρίζει.

Κάτω απ' τους μενεξέδες, στη ρίζα του σφενταμιού, υπάρ­

χει ένας παλιός πέτρινος φανοστάτης. Κάποια μέρα ο πατέ­

ρας της Κιέκο της είχε εξηγήσει ότι το γλυπτό στη βάση τού

παλιού φανοστάτη παρίστανε τον Χριστό.

«Δεν είναι η Παναγία;» είπε η Κιέκο. «Στο ναό του Τενζίν,

στο Κιτάνο, υπάρχει ένας μεγάλος πέτρινος φανοστάτης που

μοιάζει πολύ».

10

Page 11: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Εδώ πάντως είναι ο Χριστός», απάντησε ξερά ο πατέρας.

«Δεν έχει παιδί στην αγκαλιά».

«Α, ναι, βέβαια», απάντησε η Κιέκο, υπογραμμίζοντας τη

φράση της μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, και συνέχισε: «Εί­

χαμε ποτέ προγόνους χριστιανούς;»

«Όχι, μάλλον ο ζωγράφος ή ο λιδοξόος το έφεραν και το

έβαλαν εδώ. Εξάλλου δεν είναι και τίποτα το εξαιρετικό».

Σίγουρα αυτός ο χριστιανικός φανοστάτης είχε φτιαχτεί

την εποχή της απαγόρευσης του χριστιανισμού στην Ιαπω­

νία. Ήταν μια φδαρμένη, χοντροκομμένη πέτρα, που η βρο­

χή κι ο άνεμος, που την έδερναν επί αιώνες, είχαν αλλοιώσει

τη φιγούρα που κάποτε είχε σκαλιστεί επάνω της. Μόνο το

σχήμα των ποδιών, του σώματος και του κεφαλιού διακρίνο­

νταν ακόμα. Άλλωστε από την αρχή κιόλας δα πρέπει να

σκάλισαν μόνο τις βασικές γραμμές.

Τα μανίκια είναι τόσο μακριά, που κατεβαίνουν σχεδόν μέ­

χρι την άκρη του χιτώνα. Το εικονιζόμενο πρόσωπο δείχνει να

έχει ενώσει τα χέρια σαν να προσεύχεται, αλλά καδώς οι

βραχίονες αντιπροσωπεύονται απλώς από ένα εξόγκωμα της

πέτρας, δεν καταλαβαίνεις ακριβώς ποια στάση έχει πάρει.

Βέβαια σε τίποτα δε δυμίζει αγαλματάκι του Βούδα ή του

Ζιτζό.

Αυτός ο χριστιανικός φανοστάτης, που κάποτε δήλωνε πί­

στη ή ξενομανία και που σήμερα ήταν ένα παλιό, φδαρμένο,

άχρηστο αντικείμενο, είχε ξεπέσει στον κλειστό κήπο τού

μαγαζιού της Κιέκο, για να πάρει τη {}έση του στη ρίζα του

γέρικου σφενταμιού. «Είναι ο Χριστός», έλεγε ο πατέρας, ό­

ταν το πρόσεχαν οι πελάτες. Είναι αλήδεια ότι απ' αυτούς

που έρχονταν για δουλειές ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πρό­

σεχαν έναν απλό φανοστάτη, που μόλις διακρινόταν στη

σκιά ενός μεγάλου σφενταμιού. Αλλά κι αν τον έβλεπαν, ένα

δυο πέτρινα φανάρια σ' έναν κήπο ήταν κάτι το συνηδισμένο

και δεν του έδιναν ιδιαίτερη σημασία.

Η Κιέκο πήρε τη ματιά της από τους μενεξέδες και την

από{}εσε στον Χριστό. Δεν είχε πάει στο σχολείο της ιεραπο­

στολής, αλλά πήγαινε συχνά στην εκκλησία και διάβαζε την

11

Page 12: Κιότο - Yasunari Kawabata

Παλαιά και την Καινή Δια{}ήκη κι έτσι είχε εξοικειωftεί με την

αγγλική γλώσσα. Πέρα απ' αυτό, δεν της φαινόταν σωστό να

βάζει λουλούδια ή να ανάβει κερί σ' έναν τόσο παλιωμένο

φανοστάτη. 'Άλλωστε πουftενά επάνω του δεν ήταν χαραγ­

μένος ο σταυρός.

Οι μενεξέδες πάνω απ' το αγαλματάκι του Χριστού τής

Wμιζαν καμιά φορά την καρδιά της Μαρίας. Από το φανο­

στάτη η Κιέκο ξαναοδήγησε το βλέμμα της στους μενεξέδες.

Και τότε ξαφνικά της ήρftαν στο νου οι γρύλοι που εξέτρε­

φε σε βάζα από την αρχαία Τάμπα.

Μπορεί τους μενεξέδες να τους είχε ανακαλύψει εδώ και

πολύ καιρό στο γέρικο σφεντάμι, δε συνέβαινε όμως το ίδιο

με την εκτροφή των γρύλων, που την είχε ξεκινήσει πριν από

τέσσερα ή πέντε χρόνια. Είχε ακούσει το ftορυβώδες τραγού­

δι τους στο σπίτι μιας φίλης της από το Λύκειο και πήρε

μερικούς στο σπίτι της.

«Μέσα σε βάζο! Μα δεν είναι απάνftρωπο;» είχε πει τότε,

αλλά η φίλη της της απάντησε ότι ήταν πολύ προτιμότερο

από το να τους εκτρέφει σε κλουβί. Υ π άρχουν μάλιστα μο­

ναστήρια που εκτρέφουν μεγάλο αριftμό γρύλων, για να που­

λάνε τα αυγά, της είχε πει. Κι απ' ό,τι φαινόταν, οι ενδιαφε­

ρόμενοι ήταν πάρα πολλοί.

Προς το παρόν οι γρύλοι της Κιέκο είχαν γίνει τόσο πολ­

λοί, που χρειάστηκαν δύο βάζα από την Τάμπα. Κάftε χρόνο,

εκεί γύρω στις αρχές Ιουλίου, γεννούν τα αυγά τους και αργό­

τερα, κατά τα μέσα Αυγούστου, αρχίζουν το τραγούδι.

Έτσι, μέσα σ' ένα μικρό σκοτεινό βάζο ζουν, τραγουδούν,

γεννούν, κλωσούν τα αυγά τους και πεftαίνουν. Αφού λοιπόν

αναπαράγονται, είναι σίγουρα προτιμότερο να τους εκτρέ­

φεις σε κλουβιά, και ας ζουν μονάχα ένα καλοκαίρι· ωστόσο

για όσους γρύλους ζουν σε βάζο, το βάζο αυτό είναι το σύ­

μπαν.

«Το σύμπαν σ' ένα βάζο» είναι ένας παλιός κινέζικος ftρύ­

λος, που η Κιέκο τον ήξερε. Μέσα στο βάζο υπάρχει ένα

12

Page 13: Κιότο - Yasunari Kawabata

χρυσό παλάτι, μαργαριταρένιοι πυργίσκοι, ttεσπέσιο νέκταρ

και σπάνια εδέσματα από βουνά και ttάλασσες. Το κλειστό

βάζο ήταν ένας «άλλος κόσμος», ξεκομμένος από τη δική μας

πραγματικότητα, ένας τόπος μαγικός. Είναι ένας από τους

αμέτρητους ttρύλους για τους μάγους-ερημίτες.

Το ότι οι γρύλοι βρίσκονται μέσα στο βάζο δε σημαίνει

ασφαλώς ότι {}έλουν να αποφύγουν τον κόσμο. Μπορεί να

μην το ξέρουν καν ότι βρίσκονται μέσα σε βάζο ... Κι έτσι περνά η ζωή τους.

Από τη ζωή αυτών των εντόμων αυτό που παραξένεψε

περισσότερο την Κιέκο ήταν το ότι, αν δεν έβαζες κάπου

κάπου ένα καινούριο αρσενικό μέσα στο βάζο και κρατούσες

συνεχώς τα ίδια έντομα στο βάζο, τα έντομα της επόμενης

γενιάς ήταν πιο μικρά και πιο αδύναμα. Αυτό οφειλόταν στις

συνεχείς αιμομειξίες. Για να αποφύγουν λοιπόν κάτι τέτοιο,

αυτοί που τα εκτρέφουν ανταλλάσσουν συχνά τα αρσενικά

τους.

Ήταν λοιπόν άνοιξη τώρα και όχι φttινόπωρο, που είναι η

εποχή των γρύλων· ωστόσο το γεγονός ότι οι μενεξέδες, που

και πάλι φέτος άνttιζαν στα κοιλώματα του κορμού του γέρι­

κου σφενταμιού, Wμισαν στην Κιέκο τους γρύλους μέσα στα

βάζα τους δεν ήταν τυχαίο.

Τα έντομα είχαν βρεttεί στο βάζο γιατί η ίδια τα είχε βάλει,

αλλά τούτοι δω οι μενεξέδες τι λόγο είχαν να βρεttούν σ' ένα

τέτοιο μέρος, τόσο στενό και άβολο; Οι μενεξέδες είχαν ανttί­

σει και η καινούρια χρονιά {}α έβρισκε και πάλι τους γρύλους

να γεννιούνται και να τραγουδούν.

«Η ζωή της φύσης; ... » Η Κιέκο ανασήκωσε μια μπούκλα απ' τα μαλλιά της, που

έπαιζε με την ανοιξιάτικη αύρα. 'Αρχισε να συγκρίνει τον ε­

αυτό της με τους μενεξέδες και με τα έντομα: «Τι σχέση έχω

εγώ μ' αυτά;»

Εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα, που παντού έσφυζε η ζωή

της φύσης, ήταν η μόνη που κοιτούσε τους ντελικάτους με­

νεξέδες.

Της φάνηκε ότι άκουσε από το μαγαζί το ttόρυβο των υ-

13

Page 14: Κιότο - Yasunari Kawabata

παλλήλων που πήγαιναν για μεσημεριανό. Ήταν καιρός πια

και για την ίδια να ετοιμαστεί, να πάει να δει τα «ολάνθιστα

δέντρα», όπως είχε υποσχε'δεί.

Την προηγούμενη μέρα ο Μιζούκι Σιν-ίχι* είχε τηλεφωνήσει

στην Κιέκο να την καλέσει να πάνε να δούνε τις κερασιές

του σιντο'ίστικού ναού Χε'ίάν Τζίνγκου. Ένας φίλος του φοι­

τητής, που δούλευε εδώ και δεκαπέντε μέρες στον έλεγχο

των εισιτηρίων στην είσοδο του κήπου του ναού, του είχε πει

ότι ήταν η εποχή της αν'δοφορίας τους.

«Λες κι έχω βάλει παρατηρητή. Η καλύτερη πηγή πληρο­

φοριών», είπε ο Σιν-ίχι πνίγοντας το γέλιο του, που ηχούσε

καδάριο.

«Θα ελέγξει και τα δικά μας εισιτήρια;» ρώτησε η Κιέκο.

«Μα αφού είναι υπεύ'δυνος για την είσοδο! 'Α σε που τους

αφήνει όλους να περνάνε».

Ο Σιν-ίχι ξαναγέλασε.

«Ωστόσο, αν αυτό σε δυσαρεστεί, ας μπούμε χωριστά και

ας συναντηf}ούμε μπροστά στις κερασιές. Ακόμα και μόνος

του κανείς, δεν κουράζεται να κοιτάζει τα άνδη τουρ>.

«Μπορούμε λοιπόν να πάμε χωριστά;»

«Ν α ι, αν έχουμε καταιγίδα απόψε και πέσουν τα άνδη ... Εμένα βέβαια δε με νοιάζει. .. »

«Τα πεσμένα πέταλα έχουν και αυτά την ομορφιά τους».

«Λουλούδια δαρμένα απ' τη βροχή, πεσμένα και βουτηγμέ-

να στη λάσπη, γι' αυτή την ομορφιά μιλάς;»

«Είσαι aπαίσιος».

«Ποιο f}ες απ' τα δυο;»

Η Κιέκο διάλεξε ένα σεμνό κιμονό και βγήκε από το σπίτι.

Ο ναός Χε'ίάν είναι πασίγνωστος για το πανηγύρι του. Αλ-

λά παρόλο που είναι aφιερωμένος στον αυτοκράτορα Καν­

μού, ο οποίος πριν από χίλια χρόνια είχε ορίσει για έδρα του

* Lt~βόμαστε την ιαπωνική συνήδεια που δέλει πάντα το μικρ<'ι όνομα μετά το πτίΟπο.

Page 15: Κιότο - Yasunari Kawabata

αυτό το μέρος, που ακόμα και σήμερα ονομάζεται Κιο, «Πρω­

τεύουσα», ο ναός χτίστηκε το έτος 28 της περιόδου Μέιτζι, δηλαδή το 1895, και ως εκ τούτου τα κτίσματα δεν είναι πο­λύ παλιά. Η είσοδος ωστόσο και το εξωτ-ερικό ιερό χτίστηκαν

σύμφωνα με το πρότυπο της πύλης του Οτέν-μον και του

ανακτόρου Νταϊγκοκουντέν, που δέσποζαν στο κέντρο της

πρωτεύουσας κατά την περίοδο Χε'ίάν. Το έτος 13 της περιό­δου Σόουα* αφιέρωσαν το ναό και στο σιντο'ίστή αυτοκρά­

τορα Κομέι, τον τελευταίο που βασίλευσε πριν μεταφερ'δεί η

αυτοκρατορική έδρα στο Τόκιο. Στο ναό γίνονται ακόμα πολ­

λοί γάμοι κατά το σιντο'ίστικό τελετουργικό.

Τα πορφυρόχρωμα λουλούδια πάνω στις κλαίουσες κερα­

σιές που κατακλύζουν τον κήπο είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει.

«Πράγματι», λένε τώρα, <<τίποτα δε 'δα μπορούσε να συμβο­

λίσει καλύτερα την άνοιξη στο Κιότο απ' αυτά τα λουλούδια».

Μόλις η Κιέκο διάβηκε την πόρτα του κήπου, το χρώμα

των λουλουδιών πάνω στις κλαίουσες κερασιές πλημμύρισε

ολόκληρο το είναι της: «Α, φέτος ξαναβρήκα την άνοιξη του

Κιότο», σκέφτηκε και στά'δηκε ακίνητη να τα 'δαυμάσει.

Μα πού στο καλό την περίμενε ο Σιν-ίχι; Μήπως δεν είχε

έρ'δει ακόμα; Αποφάσισε να τον βρει και μετά να χαζέψει τα

λουλούδια. Μέσα απ' τα ολάν'διστα δέντρα κατηφόρισε την

πλαγιά.

Στο κάτω μέρος της πλαγιάς είδε τον Σιν-ίχι ξαπλωμένο

ανάσκελα στο γρασίδι. Είχε τα χέρια πλεγμένα πίσω στο

σβέρκο του και τα μάτια κλειστά.

Ο Σιν-ί χι ξαπλωμένος! Απίστευτο! Ν α ξαπλώσει ενώ περί­

μενε ένα κορίτσι! Δεν την ένοιαζε η έλλειψη καλών τρόπων,

εκείνο που την ενόχλησε ήταν η ίδια η στάση του Σιν-ίχι. Δεν

ήταν συνη'δισμένη να βλέπει τέτοια πράγματα. Ίσως για τον

Σιν-ίχι να ήταν απλώς μια από τις συνηfuσμένες του στάσεις.

* Το έτος 13 της περιόδου Σόουα, δηλαδή το 1938. Με την επιβολή του στρατιωτικού καδεστώτος η «επιστροφή στο παρελbόν» έγινε ο κανόνας.

15

Page 16: Κιότο - Yasunari Kawabata

Σίγουρα στη Σχολή δα το συνήδιζε να συζητά ώρες aτέλειω­

τες με τους συμφοιτητές του ξαπλωμένος στο γρασίδι ανά­

σκελα ή στηριγμένος στον αγκώνα του. Εξάλλου κοντά του

τέσσερις πέντε μικρόσωμες γριούλες είχαν απλώσει τα φαγη­

τά τους και φλυαρούσαν ανέμελα. Μάλλον δα ένιωσε στοργή

γι' αυτές, δα κάδισε κοντά τους και τον πήρε ο ύπνος.

Αυτές οι σκέψεις έκαναν την Κιέκο να δέλει να χαμογελά­

σει, όμως το πρόσωπό της παρέμεινε ακίνητο κι έγινε κατα­

κόκκινο. Χωρίς να τον φωνάξει, έμεινε εκεί, όρδια. Σαν να

απομακρυνόταν απ' αυτόν ... Ποτέ δεν είχε δει το πρόσωπο ενός άντρα στον ύπνο της.

Ο Σιν-ίχι φορούσε aψεγάδιαστη φοιτητική στολή και τα

μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα. Τα μακριά του βλέφαρα δύ­

μιζαν μικρό παιδί, αλλά η Κιέκο δεν τα κοιτούσε.

«Κιέκο!» φώναξε ο Σιν-ίχι και πετάχτηκε επάνω.

«Έτσι λοιπόν, κοιμάσαι! Δε νομίζεις ότι το παρακάνεις;

Μπροστά σε τόσο κόσμο που περνάει και σε βλέπει!»

«Μα δεν κοιμόμουνα! Σε είδα που ήρδες».

«Είσαι aπαίσιος».

«Κι αν δε σε φώναζα, τι δα έκανες;»

«Την ώρα που με είδες, έκανες ότι κοιμόσουν;»

«Πόσο ευτυχισμένο πρέπει να είναι αυτό το κορίτσι, σκέ­

φτηκα, κι αυτό με μελαγχόλησε. Εκτός αυτού, είχα πονοκέ­

φαλο».

«Ευτυχισμένη εγώ;»

« ... »

«Έχεις ακόμα πονοκέφαλο;»

«Όχι, πέρασε».

«Είσαι χλομός, τι έχεις;»

«Τώρα είμαι εντάξει>>.

«Το πρόσωπό σου είναι σαν ωραίο ξίφος».

Ο Σιν-ίχι είχε αΚούσει κι άλλη φορά να μιλάνε έτσι για το

πρόσωπό του. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που το άκουγε από

τα χείλια της Κιέκο. Κάδε φορά που του το έλεγαν, ένιωδε

να ανάβει μέσα του απότομα μια φωτιά.

«Τα ωραία ξίφη δεν τα χρησιμοποιούμε για να σκοτώνου-

16

Page 17: Κιότο - Yasunari Kawabata

με. 'Άλλωστε τώρα είμαστε μες στα λουλούδια ... » είπε χαμο­γελώντας.

Η Κιέκο ανέβηκε τη μικρή πλαγιά με μικρά βηματάκια και

έφτασε στην είσοδο της σκεπαστής στοάς. Αφήνοντας το

γρασίδι, ο Σιν-ίχι την ακολού{)ησε.

«Θέλω να δω όλα τα λουλούδια», του είπε.

Στη δυτική είσοδο της σκεπαστής στοάς τα πορφυρά άν{)η

στις κλαίουσες κερασιές μεταφέρουν ξαφνικά τον επισκέπτη

στην καρδιά της άνοιξης. Εκεί βρίσκεται η άνοιξη. Διπλά, α­

νοιγμένα άν{)η κατρακυλάνε από τα κλαδιά, που αγγίζουν το

έδαφος, ενώ ταυτόχρονα κάνει την εμφάνισή του ένα πραγ­

ματικό κύμα από ανδισμένα δέντρα· εκεί το δέντρο φαίνεται

σαν να μην έχει γεννήσει το ίδιο τα λουλούδια και, όσο για τα

κλαδιά, βρίσκονται εκεί, απλώς γιατί κάπου έπρεπε να στηρι­

χτεί αυτή η αφ{}ονία πετάλων.

«Από δω είναι τα λουλούδια που προτιμώ», είπε η Κιέκο

και τράβηξε τον Σιν-ίχι εκεί που η σκεπαστή στοά κάνει μια

στροφή προς τα έξω. Εκεί υπήρχε μια βαρυφορτωμένη κε­

ρασιά.

Ο Σιν-ίχι πλησίασε και κα{}ώς κοιτούσε:

«Α ν καλοεξετάσεις το δέντρο, βλέπεις πόσο {)ηλυκό είναι. .. » παρατήρησε. «Τα λεπτά κλαδιά που λυγίζουν, τα άν{)η, όλα

μαρτυρούν χλιδή και αφάνταστη λεπτότητα ... » Έξαφνα μια βιολετιά λάμψη ξεχωρίζει ανάμεσα στα πορ­

φυρόχρωμα άν{)η.

«Είναι η πρώτη φορά που μου φαίνεται τόσο {)ηλυκό· αυτή

η απόχρωση, η διάχυτη χάρη, η ελκυστικότητα κι η ομορφιά

του ... » πρόσ{}εσε. Απομακρύν{)ηκαν προς τη λιμνούλα. Εκεί που στένευε η

αλέα, είχαν τοπο{}ετήσει μικρά παγκάκια, που τα είχαν ντύ­

σει με κόκκινο ύφασμα. Μερικοί άνδρωποι, καλεσμένοι κά­

ποιας γιορτής, κά{}ονταν κι έπιναν τσάι.

«Κιέκο! Κιέκο!» φώναξε κάποιος.

Από ένα κιόσκι -από κείνα όπου πίνουν το τσάι τους-

17 2 Κιότο

Page 18: Κιότο - Yasunari Kawabata

κάτω από τα δέντρα βγήκε η Μασάκο ντυμένη με ένα επί­

σημο κιμονό με μακριά μανίκια.

«Κιέκο, μπορείς να με βοηf)ήσεις μια στιγμή; Έχω πεδάνει

στην κούραση! Βοηδάω τον υπεύδυνο στην οργάνωση της

τελετής».

«Έτσι που είμαι ντυμένη, μόνο στη μιτζούγια* μπορώ να

μπω», απάντησε η Κιέκο.

«Ω, δεν πειράζει, ας πάμε στη μιτζούγια ... Η γιορτή είναι τόσο απλή ... »

«Ναι, αλλά έχω κάποιον μαζί μου».

Βλέποντας τον Σιν-ίχι, η Μασάκο ψιWρισε κάτι στο αυτί

της φίλης της:

«0 aρραβωνιαστικός σου;» Η Κιέκο κούνησε αρνητικά το κεφάλι:

«Όχι, απλώς ερωτευμένος».

Και πάλι η Κιέκο κούνησε ελαφρά το κεφάλι.

Ο Σιν-ίχι γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται.

«Κι αν ερχόσασταν κι οι δυο στη γιορτή; Δεν υπάρχει σχε-

δόν κανείς».

Η Κιέκο αρνήδηκε την πρόσκληση της Μασάκο και πλη­

σίασε τον Σιν-ίχι.

«Είναι μια φίλη που μαδαίνουμε μαζί πώς οργανώνονται οι

γιορτές του τσαγιού. Είναι μάλλον όμορφη, δε βρίσκεις;»

«Όχι τίποτα το εξαιρετικό».

«Πρόσεχε, μπορεί να σ' ακούσει. .. »

Η Κιέκο έκανε ένα νεύμα με τα μάτια στη Μασάκο, που

ακίνητη τους κοιτούσε να απομακρύνονται.

Παίρνοντας ένα μικρό μονοπάτι στο κάτω μέρος του κιο­

σκιού, έφτανες στη λιμνούλα. Κοντά στην όχftη έβλεπες διά­

φορα καταπράσινα υδρόφιλα φυτά. Στην επιφάνεια του νε-

* Πρσδάλαμος του περίπτερου όπου πίνουν το τσάι, ο οποίος χρησιμεύει ως βοηθητικός χώρος για να πλένονται και να ετοιμάζονται τα απαραίτητα για την

παρασκευή του τσαγιού σκεύη.

18

Page 19: Κιότο - Yasunari Kawabata

ρού επέπλεαν νωχελικά πολλά νούφαρα. Δεν υπήρχαν κερα­

σιές ολόγυρα.

Η Κιέκο και ο Σιν-ίχι έκαναν το γύρο της λιμνούλας και

μετά μπήκαν σε μια μισοσκότεινη, σκιερή αλέα. Η ευωδιά των

δροσερών φύλλων και της βρεγμένης γης ερχόταν από πα­

ντού. Η στενή, σκιερή αλέα δεν οδηγούσε μακριά. Μια λίμνη

μεγαλύτερη από την προηγούμενη εμφανίστηκε μέσα στο

φως. Τα κατακόκκινα άνδη των κερασιών της όχθης καθρε­

φτίζονταν στο νερό και φαίνονταν εκ{)αμβωτικά. Κάποιοι ξέ­

νοι τα φωτογράφιζαν.

Ανάμεσα στα δέντρα που ήταν κάπως παράμερα στην ό­

χ{)η, τα ασίμπι, λευκά και ταπεινά, ήταν κι αυτ:ά ολάν{)ιστα. Η

Κιέκο σκέφτηκε τη Ν άρα. Στην άκρη του κήπο)-' υπήρχαν

ένα σωρό πεύκα, μικρά αλλά όμορφα. Αν δεν υπήρχαν οι κε­

ρασιές, το πράσινο χρώμα τους {)α τραβούσε περισσότερο το

βλέμμα του επισκέπτη. Αλλά όχι, ακόμα κι έτσι αυτό το βα­

W πράσινο χρώμα τους που συνδυάζεται με το νερό της λι­μνούλας τόνιζε περισσότερο το κόκκινο χρώμα των κερασο­

λούλουδων.

Ο Σιν-ίχι προχώρησε μπροστά και διέσχισε τη λιμνούλα

πατώντας σε κάτι πέτρες που ήταν βαλμένες λοξά και που

τις ονομάζουν «Το ρηχό πέρασμα». Είναι κάτι πέτρες στρογ­

γυλές, σαν να έχεις πριονίσει την κιονοστοιχία του Τόριι που

οδηγεί στην είσοδο του ιερού και να έχεις πάρει τα κομμάτια

που περίσσεψαν. Σε μερικά σημεία η Κιέκο ανασήκωνε το

κάτω μέρος του κιμονό της. Ο Σιν-ίχι γύρισε και της είπε:

«Θα σε σηκώσω αγκαλιά για να περάσεις».

«Για προσπά{)ησε! Αν τα καταφέρεις, μπράβο σου!»

Η αλή{)εια είναι ότι και μια γριά {)α μπορούσε να περάσει.

Γύρω από τις πέτρες λικνίζονταν τα νούφαρα και, κα-θώς

πλησίαζαν την αντίπερα όχ{)η, εμφανίστηκαν τα μικρά πευκά­

κια, που κα-θρεφτίζονταν στο νερό.

«Δε βρίσκεις ότι η διάταξη των πετρών μοιάζει με αφηρη­

μένη τέχνη;» ρώτησε ο Σιν-ίχι.

«Μα μήπως αυτό δεν ισχύει για κά{}ε γιαπωνέζικο κήπο;

Παρόλο που αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα αυτή η ατέλειω-

19

Page 20: Κιότο - Yasunari Kawabata

τη συζήτηση περί αφαιρέσεως, ακόμα κι όταν πρόκειται α­

πλώς για την πρασινάδα που φυτρώνει στον κήπο του μονα­

στηριού του Νταϊγκότζι!»

«Ωστόσο είναι πράγματι αφηρημένη τέχνη. Στο Ντα"ίγκότζι

κάνουν γιορτή για την επαναλειτουργία της πενταώροφης

παγόδας. Πάμε ... »

«Είναι σαν τη νέα παγόδα του Κινκακούτζι;»

«Ολοκαίνουρια, αστράφτει. Τη διέλυσαν και μετά την ξανά­

φτιαξαν όπως ήταν πριν. Αυτή η γιορτή την εποχή της αν­

δοφορίας δα τραβήξει φοβερό κόσμο».

«Αν είναι να ξαναδούμε κερασιές, αυτές εδώ μου αρκούν,

δεν έχω όρεξη να δω άλλες».

Πέρασαν το ρηχό πέρασμα και βρέδηκαν στην άλλη όχ{}η

της λιμνούλας.

Πάτησαν στην όχ{}η με τα πεύκα με τα μπλεγμένα κλαδιά.

Έφτασαν στο Χασιντόνο, το «Ανάκτορο της γέφυρας». Ήταν

μια «γέφυρα» που το σχήμα της δύμιζε «ανάκτορο» και που

ολόκληρο το όνομά της ήταν: «Το περίπτερο της γαλήνης».

Οι δυο πλευρές της γέφυρας μοιάζουν με παγκάκια με χαμη­

λή πλάτη. Μπορείς να καδίσεις να ξαποστάσεις. Το βλέμμα

προσπερνάει τη λιμνούλα και αγκαλιάζει ολόκληρο τον κήπο.

Στην πραγματικότητα όμως δεν την προσπερνάει, γιατί ο κή­

πος δεν υπάρχει χωρίς τη λιμνούλα.

Στα παγκάκια κάποιοι έτρωγαν και έπιναν. Παιδιά κυνηγιό­

νταν πάνω στη γέφυρα.

«Σιν-ίχι! Σιν-ίχι! Εδώ!» είπε η Κιέκο και κάδισε πρώτη στο

παγκάκι κάνοντάς του δέση δεξιά της.

«Είμαι μια χαρά όρδιος ή στα γόνατά σου».

«Άκου κουβέντες ... » και, τραβώντας τον να καδίσει, σηκώ­{}ηκε. «Πάω να αγοράσω τροφή για τα ψάρια».

Όταν γύρισε, πέταξε λίγη τροφή στη λιμνούλα. Τα ψάρια

μαζεύτηκαν αμέσως και, καδώς ορμούσαν στην τροφή, μερι­

κά απ' αυτά πετάγονταν έξω από το νερό. Ένας κύκλος από

20

Page 21: Κιότο - Yasunari Kawabata

μικρά κυματάκια όλο και μεγάλωνε. Τα είδωλα των πεύκων

και των κερασιών στο νερό τρεμούλιασαν.

«Θέλεις να ρίξεις κι εσύ;» είπε η Κιέκο δίνοντάς του ό,τι

απέμεινε.

Ο Σιν-ίχι δεν απάντησε.

«Έχεις ακόμα πονοκέφαλο;»

«Όχι>>.

Έμειναν έτσι κα{}ισμένοι για αρκετή ώρα. Ο Σιν-ί χι κοιτού­

σε το νερό γαληνεμένος.

«Τι σκέφτεσαι;» άκουσε την Κιέκο να τον ρωτάει.

«Τίποτα. Υπάρχουν στιγμές ευτυχίας που δε σκέφτεσαι τί­

ποτα».

«Επειδή σήμερα είμαστε εδώ, μες στα λουλούδια;»

«Όχι, επειδή είμαι με ένα ευτυχισμένο κορίτσι. Δεν ξέρεις

ότι η ευτυχία μεταδίδεται, όπως και η νιότη;»

«Εγώ ευτυχισμένη;» ρώτησε στον ίδιο τόνο όπως και πριν η

Κιέκο.

Μια σκιά μελαγχολίας παιχνίδισε ξαφνικά μέσα στα μάτια

της. Στράφηκε. Μήπως αυτή η σκιά ήταν απλώς η αντανά­

κλαση του νερού της λιμνούλας; Σηκώ{}ηκε.

«Από την άλλη πλευρά της γέφυρας υπάρχει μια κερασιά

που μου αρέσει πολύ».

«Τη βλέπουμε κι από δω, αυτή εδώ δεν είναι;»

Τα διπλά κατακόκκινα άν{}η ήταν σπάνιας ομορφιάς. Ή­

ταν ένα δέντρο που το αγαπούσε όλος ο κόσμος. Τα κλαδιά

έπεφταν σαν τα κλαδιά της κλαίουσας ιτιάς και μετά aπλώ­

νονταν σε αρκετή απόσταση. Όταν βρέ{}ηκαν κάτω απ' το

δέντρο, μια ανεπαίσ{}ητη αύρα σκόρπισε μερικά πέταλα στα

πόδια και στους ώμους της Κιέκο.

Ήδη στη σκιά που σχημάτιζε το δέντρο είχαν πέσει αρκε­

τά άν{}η και είχαν σκορπίσει στο έδαφος. 'Αλλα aρμένιζαν

στην επιφάνεια της λιμνούλας. Αλλά μερικά, επτά οκτώ ίσως ... Παρόλο που μερικοί πάσσαλοι από μπαμπού στήριζαν τα

γερμένα κλαδιά, η λεπτή αν{}ισμένη άκρη τους έδειχνε να

χα'ίδεύει το νερό της λιμνούλας. Μέσα απ' αυτό το πλή{}ος

των πορφυρών λουλουδιών, στο άλλο μέρος της λιμνούλας

21

Page 22: Κιότο - Yasunari Kawabata

και πάνω από τη συστάδα των δέντρων της ανατολικής ό­

χfiης, διαγραφόταν ένα μεγάλο ύψωμα σκεπασμένο με ttά­

μνους.

«Είναι η οροσειρά Χιγκασιγιάμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο

Σιν-ί χι.

«Είναι το όρος Ντα"ίμότζι>>, του απάντησε η Κιέκο.

<~Α, το όρος Ντα"ίμότζι; Μου φάνηκε πιο ψηλό». «Επειδή το βλέπεις μέσα απ' τα λουλούδια», είπε η Κιέκο,

που κι αυτή βρισκόταν μέσα στα λουλούδια.

Δεν μπορούσαν να το πάρουν απόφαση να φύγουν. Στις

ρίζες των κερασιών είχε απλωδεί λευκή άμμος. Δεξιά υπήρχε

μια εξαίσια συστάδα πεύκων, που το μέγεδος του κήπου την

έκανε μεγαλύτερη, και μετά η έξοδος.

Όταν διάβηκαν την πύλη Οτέν-μον, η Κιέκο του είπε:

«Θα 'δελα να πάω στο Κιομίζου».

«Στο μοναστήρι του Κιομίζου;» επανέλαβε ο Σιν-ίχι με το

aποδοκιμαστικό ύφος κάποιου στον οποίο προτείνουν κάτι

κοινότοπο.

«Από το Κιομίζου {}α '{}ελα να δω το δειλινό πάνω από το

Κιότο, δα 'δελα να δω τον ουρανό πάνω απ' το Ν ισιγιάμα

όταν δα βασιλεύει ο ήλιος».

Μπροστά σε τόση επιμονή ο Σιν-ίχι υποχώρησε:

«Ωραία, πάμε».

«Θα πάμε με τα πόδια, έτσι;»

Ήταν αρκετός δρόμος. Αποφεύγοντας τη διαδρομή που

έκανε το τραμ, έκαναν παράκαμψη από το δρόμο του Ν ανζέ­

ντζι, πέρασαν πίσω απ' το Σιον-ιν και, περπατώντας παράλ­

ληλα στο πίσω μέρος του πάρκου Μαρουγιάμα, έφτασαν α­

πό ένα μικρό δρομάκι απέναντι απ' το Κιομίζου. Η καταχνιά

του aνοιξιάτικου δειλινού είχε πυκνώσει.

Σ' ένα κιόσκι του Κιομίζου, που έβλεπε στην κοιλάδα, υ­

πήρχαν όλο κι όλο τρεις τέσσερις φοιτήτριες, που τα πρόσω­

πά τους δε διακρίνονταν.

Ή ταν η ώρα που προτιμούσε η Κιέκο. Στο μεγάλο ναό,

22

Page 23: Κιότο - Yasunari Kawabata

μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, έκαιγε ένα καντήλι. Η Κιέκο το

προσπέρασε χωρίς να σταt)εί. Από το μικρό ναό που ήταν

aφιερωμένος στην Αμίντα, συνέχισε ως το περίπτερο που

ήταν στο βάt)ος. Υπήρχε κι εκεί ένα μικρό κιόσκι. Ήταν μια

ελαφριά κατασκευή, όπως και η στέγη του, που ήταν φτιαγ­

μένη από φλοιό κυπαρισσιού. Αυτό το κιόσκι έβλεπε προς

τα δυτικά, στο Κιότο και το Ν ισιγιάμα.

Τα φώτα της πόλης έλαμπαν, ενώ έφεγγε ακόμη αδύναμο

το τελευταίο φως της η μέρας. Η Κιέκο πλησίασε το προστα­

τευτικό κιγκλίδωμα και το βλέμμα της χάt)ηκε στα δυτικά. Θα

'λεγε κανείς ότι είχε ξεχάσει το συνοδό της. Ο Σιν-ίχι πλησίασε.

«Σιν-ίχι, οι γονείς μου είναι 'δετοί».

«Θετοί;»

Η λέξη «'δετοί» τάραξε τον Σιν-ίχι. Μήπως έτσι ήt)ελε να

φανερώσει την ψυχή της;

«Θετοί;» επανέλαβε χαμηλόφωνα ο Σιν-ίχι. «Και σ' εσένα

λοιπόν συμβαίνει να πιστεύεις ότι έχεις t)ετούς γονείς; Κι εγώ

το πιστεύω στο βάt)ος του είναι μου. Ίσως όλοι μας να είμα­

στε έκt)ετα παιδιά. .. Ίσως "γεννιέμαι" σημαίνει ότι ο Θεός με εγκατέλειψε και μ' έριξε στον κόσμο».

Ο Σιν-ίχι κοιτούσε επίμονα το προφίλ της Κιέκο. Τα χρώ­

ματα της νύχτας χάιδευαν το πρόσωπό της και του έδιναν

έναν ανεπαίσt)ητο χρωματισμό. Μπορεί να ήταν το χρώμα

από τα κακά προαισθήματα που μας κατακλύζουν την άνοι­

ξη, όταν πέφτει το σούρουπο.

«Ίσως μάλιστα να πρέπει να λέμε "παιδί του Θεού". Παιδί

εγκαταλειμμένο για να σω'δεί στη συνέχεια ... » Η Κιέκο, σαν να μην άκουγε, κοιτούσε την πόλη κάτω, ό­

που έλαμπαν τα φώτα. Το ίδιο έκανε και ο Σιν-ίχι.

Μπροστά σε τόση t)λίψη, και μάλιστα αναίτια, ο Σιν-ίχι έ­

κανε να πιάσει το χέρι της Κιέκο. Εκείνη τον απέφυγε.

«Δεν αγγίζουν ένα έκt)ετο παιδί!»

«Κά-δε παιδί του Θεού είναι έκ'δετο», είπε ο Σιν-ίχι καt)η­

συχαστικά.

«Μη νομίζεις ότι τα πράγματα είναι τόσο μπερδεμένα. Δεν

23

Page 24: Κιότο - Yasunari Kawabata

είμαι εγκαταλειμμένη από το Θεό, είμαι απλώς ένα παιδί

που το εγκατέλειψαν οι γονείς του».

« ... »

«Μπροστά στην κόκκινη καγκελόπορτα του μαγαζιού, εκεί

με εγκατέλειψαν».

«Μα τι είναι αυτά που λες;»

«Η αλήftεια. Ένιωσα την ανάγκη να σου πω την ιστορία.

Δεν μπόρεσα να συγκρατηftώ».

« ... »

«Κοιτώντας από δω την πόλη κάτω να πνίγεται μέσα στην

καλοκαιρινή καταχνιά, αναρωτιέμαι αν πράγματι έχω γεννη­

ftεί στο Κιότο».

«Μα τι λες; Είσαι παράξενη ... »

«Γιατί να βγάλω από το μυαλό μου μια τέτοια ιστορία;»

«Δεν είσαι η χα"ίδεμένη μοναχοκόρη του χονδρεμπόρου;

Συχνά οι μοναχοκόρες έχουν ιδεοληψίες ... » «Εντάξει λοιπόν, είμαι παραχα"ίδεμένη. Εξάλλου τώρα μου

είναι αδιάφορο αν με έχουν εγκαταλείψει».

«Έχεις απόδειξη ότι οι γονείς σου σ' εγκατέλειψαν;»

«Απόδειξη; Το παράftυρο με τα κόκκινα παραftυρόφυλλα

μπροστά στο μαγαζί. Το παράftυρο το ξέρει καλά».

Η φωνή της έγινε πιο γλυκιά:

«Ήταν περίπου την εποχή που μπήκα στο Λύκειο. Η μητέ­

ρα μου με φώναξε και μου είπε ότι μ' έκλεψε και μετά το έ­

σκασε μ' ένα αυτοκίνητο. Ακόμα, ο πατέρας και η μητέρα μου

πέφτουν σε αντιφάσεις, όταν μιλάνε για το μέρος που με βρή­

καν. Ο ένας λέει ότι με βρήκαν στη συνοικία Ζιόν ένα βράδυ

την εποχή που ανftίζουν οι κερασιές. Η άλλη λέει ότι με βρή­

καν στις όχftες του ποταμού Κάμο. Ίσως σκέφτηκαν ότι το πα­

ράftυρο με τα κόκκινα παραftυρόφυλλα μπροστά στο μαγαζί

ήταν πολύ ftλιβερός τόπος και εφεύραν αυτές τις ιστορίες>).

«Και δεν ξέρεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου γονείς?).

«Οι τωρινοί γονείς μου με περιβάλλουν με πολλή αγάπη

και δεν έχω καμιά επιftυμία να ψάξω. Ίσως οι αληftινοί να

είναι σε κάποιους από τους aνώνυμους τάφους κοντά στο

Αντασίνο. Αυτές οι πέτρες εκεί κάτω είναι τόσο παλιές ... ))

Page 25: Κιότο - Yasunari Kawabata

Από το Ν ισιγιάμα aπλώνονταν τα ζεστά χρώματα ενός a­νοιξιάτικου δειλινού, που είχαν κατακλύσει σαν πορτοκαλιά

aχλή το μισό ουρανό πάνω από το Κιότο.

Ο Σιν-ίχι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Κιέκο ήταν παιδί

δετών γονιών κι ακόμα λιγότερο ότι την είχαν κλέψει. Κόρη

παλιάς οικογένειας χονδρεμπόρων της πόλης, ftα της ήταν

εύκολο να μάftει, έστω και ρωτώντας στη γειτονιά· ο Σιν-ίχι

είχε αμφιβολίες αν του έλεγε την αλήftεια, ακριβώς γιατί δεν

είχε σκεφτεί να κάνει κάτι τόσο απλό. Αυτό που τον μπέρ­

δευε και που ήftελε να μάftει ήταν γιατί η Κιέκο τού είχε

κάνει αυτή την αποκάλυψη σ' αυτό το μέρος.

Είχε παρασύρει τον Σιν-ίχι στο Κιομίζου για να του το ο­

μολογήσει· άραγε αυτή η ομολογία έδινε αυτή την ηρεμία και

τη διαύγεια στη φωνή της; Πάντως η φωνή αυτή, όλο δύναμη

και ακτινοβολία, δεν έμοιαζε καftόλου να ftέλει να προκαλέ­

σει τον Σιν-ίχι.

Ή ταν αδύνατο να μην είχε υποψιαστεί η Κιέκο ότι την

αγαπούσε. Άλλωστε, μάλλον επειδή την αγαπούσε, τον είχε

εμπιστευftεί. Όμως ο Σιν-ίχι δεν ένιωftε καftόλου ότι τον ε­

μπιστευόταν, έτσι που την άκουγε να μιλάει. Αντίftετα, αυτή

η αποκάλυψη ήχησε μέσα του σαν μία εκ των προτέρων άρ­

νηση του έρωτά του. «Θετοί γονείς»: κι αν όλα αυτά ήταν πα­

ραμύftια; ...

Στο Χε"ίάν Τζίνγκου ο Σιν-ίχι τής είχε πει τρεις φορές ότι ή­

ταν «ευτυχισμένη». Με τη σκέψη ότι αυτό ftα μπορούσε να

είναι ένας εύσχημος τρόπος να αρνηftεί τον έρωτά του, τη

ρώτησε:

«Απ' τη στιγμή που έμαftες ότι αυτοί δεν ήταν οι πραγμα­

τικοί σου γονείς, ένιωσες χαμένη; Σε πόνεσε;»

«Όχι, καftόλου, δεν ένιωσα ούτε πόνο ούτε ftλίψη».

« ... »

«Όταν είπα ότι ftέλω να πάω στο Πανεπιστήμιο, ο πατέ-

25

Page 26: Κιότο - Yasunari Kawabata

ρας μου έβαλε τις φωνές: "Για την κόρη μας, την κληρονόμο

της περιουσίας μας, το Πανεπιστήμιο δεν παρουσιάζει κανέ­

να ενδιαφέρον. Κοίτα καλύτερα να μά'δεις πώς κλείνονται οι

δουλειές ... " Τότε, εκείνη τη στιγμή, ίσως πόνεσα λιγάκι. .. » «Αυτό έγινε πριν από δύο χρόνια, έτσι δεν είναι;»

«Πριν από δύο χρόνια».

«Υπακούς πάντα τυφλά τους γονείς σσυ;»

«Ν α ι, πάντα».

«Ακόμα κι αν ήταν να σε παντρέψουν;»

«Για την ώρα ναι>>, απάντησε η Κιέκο χωρίς να διστάσει.

«Και οι ιδέες σου; Δεν παίρνεις καμιά πρωτοβουλία λοι-

πόν;»

«Έχω τόσο πολλές ιδέες, που καταντάει ενοχλητικό».

«Και τις κρατάς μέσα σου, πιστεύοντας ότι έτσι {}α τις

σκοτώσεις;»

«Όχι, δεν τις σκοτώνω».

«Συνέχεια μιλάς με αινίγματα», είπε ο Σιν-ίχι χαμογελώντας

αδέξια, αλλά η φωνή του έσπασε.

Σκύβοντας περισσότερο πάνω από το κάγκελο, κοίταξε ε­

πίμονα το πρόσωπο της Κιέκο:

«Θέλω να δω το μυστηριώδες πρόσωπο ενός κοριτσιού

που το εγκατέλειψαν οι γονείς ταυ».

«Σκοτείνιασε κιόλας».

Για πρώτη φορά η Κιέκο στράφηκε προς το μέρος του. Τ α

μάτια της έλαμπαν:

«Φοβάμαι>>, είπε, σηκώνοντας τα μάτια στη στέγη του μεγά­

λου ναού.

Τα πυκνά κυπαρίσσια, όγκος χαμένος μέσα στο σκοτάδι,

ορμούσαν καταπάνω τους.

26

Page 27: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΉΡΙ ΚΑΙ Η ΚΑΓΚΕΛΟΠΟΡfΑ

τ ΡΕΙΣ Ή ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ ΝΩΡΙτΕΡΑ Ο ΣΑΤΑ ΤΑΚΙΧΙΡΟ, Ο

πατέρας της Κιέκο, είχε βρει καταφύγιο σ' ένα γυναι­

κείο μοναστήρι, στους λόφους του Σάγκα.

Άραγε μπορούσε ακόμα να ονομάζεται «μοναστήρι>>; Υ­

πήρχε μονάχα η γερόντισσα που το φύλαγε, η οποία είχε

περάσει τα εξήντα πέντε. Τούτο το μικρό μοναστήρι, όπως κι

όλα στην παλιά πρωτεύουσα, είχε την ιστορία του. Η πύλη

του ήταν α'δέατη, κρυμμένη μέσα σ' ένα δάσος από μπαμπού,

και, καftώς δεν το είχαν ανακαλύψει οι τουρίστες, το μέρος

ήταν τελείως ερημικό. Μόνο ένα απομονωμένο κιόσκι υπήρ­

χε εκεί, που χρησίμευε για τις γιορτές του τσαγιού. Εξάλλου ήταν εντελώς άγνωστο. Συχνά μάλιστα η γερόντισσα άφηνε

το ερημητήριο, για να διδάξει την τέχνη της ανftοκομίας.

Ο Τακιχίρο είχε νοικιάσει εκεί ένα δωμάτιο και, απ' ό,τι

φαίνεται, σ' εκείνη την περίοδο της ζωής του έμοιαζε με το

έρημο μοναστήρι. .. Ο οίκος Σάτα, χονδρεμπόριο υφασμάτων για κιμονό, περί­

φημος σ' ολόκληρο το Κιότο, είχε την έδρα του στην περιοχή

Ν αγκαγκιό, στο κέντρο της πόλης. Όπως και τα γειτονικά

μαγαζιά, που στην πλειοψηφία τους έγιναν ανώνυμες εται­

ρείες, έτσι και το κατάστημα του Σάτα ήταν ανώνυμη εται­

ρεία. Πρόεδρος φυσικά ήταν ο Τακιχίρο, αλλά την ευWνη

των συναλλαγών την είχε ο αρχιπωλητής (σήμερα 'δα λέγαμε

μάλλον «διαχειριστής» ή «επι'δεωρητής πωλήσεων»). Όμως

πολλές από τις παλιές συνή'δειες επιβίωναν ακόμα.

Από τα νεανικά του χρόνια ο Τακιχίρο ήταν παράξενος.

Πρώτα απ' όλα ήταν μισάνftρωπος. Ποτέ του δε φιλοδόξησε

να εκftέσει τα υφάσματα που είχε σχεδιάσει. Εξάλλου, κι αν

ακόμα τα παρουσίαζε, οι δημιουργίες του ήταν πολύ πρωτό-

27

Page 28: Κιότο - Yasunari Kawabata

τυπες για την αισθητική της εποχής και δύσκολα 'δα πουλιό­

νταν.

Ο πατέρας του, ο Τακιχιμπέι, είχε αποφασίσει να μη λέει

τίποτα και να τον αφήνει να κάνει τα δικά του. Υπήρχαν

στην επιχείρηση λεγεώνες ολόκληρες σχεδιαστών και καλλι­

τεχνών που δουλειά τους ήταν να ακολου'δούν τη μόδα. Ό­

ταν όμως κατάλαβε ότι ο Τακιχίρο, που δεν ήταν ιδιαίτερα

προικισμένος, κατέφευγε στα ναρκωτικά για να συλλάβει τα

ανήσυχα σχέδιά του για τα υφάσματα Γιούζεν, τον έστειλε

αμέσως στο νοσοκομείο.

Όταν ο Τακιχίρο διαδέχ'δηκε τον πατέρα του, τα σχέδιά

του έχασαν πολλή από τη λάμψη τους. Ήταν το παράπονό

του. Η εγκατάστασή του στο μοναστήρι του Σάγκα ήταν μια

προσπά'δεια να ξαναβρεί κάποια έμπνευση.

Μετά τον πόλεμο τα σχέδια πάνω στα υφάσματα των κι­

μονό, όπως τόσα άλλα πράγματα, άλλαξαν εντελώς. Ίσως τα

εκκεντρικά μοτίβα που είχε σχεδιάσει άλλοτε υπό την επή­

ρεια των ναρκωτικών να μπορούσαν να περάσουν σήμερα

σαν νεωτερική αφηρημένη τέχνη. Αλλά ο Τακιχί.ρο πλησίαζε

τα εξήντα ... «Κι αν στρεφόμουν σε πιο παραδοσιακές μορφές;» μουρ­

μούριζε συχνά. Έβλεπε τότε μπροστά στα μάτια του όλα τα

κλασικά φορέματα, τα σχέδια, τα χρώματα των παλιών φίνων

υφασμάτων, ενδύματα μιας άλλης εποχής, όλα τα έβλεπε με

το νου του. Και φυσικά, περιδιαβαίνοντας τις εξοχές και

τους ωραιότερους κήπους του Κιότο, έφτιαχνε σχέδια για

κιμονό.

Η κόρη του, η Κιέκο, έφτασε κατά το μεσημέρι:

«Μπαμπά, 'δέλεις ζεστό τοφού από του Μαρίκα; Αγόρασα

κα'δώς ερχόμουν εδώ».

«Ν α ι, ευχαριστώ ... αλλά πιο πολύ από το τοφού με ευχαρι­στεί ο ερχομός σου, ξέρεις. Θα μείνεις μέχρι το βράδυ; Η

παρουσία σου με γαληνεύει. Ίσως μπορέσω να σχεδιάσω κά­

τι όμορφο ... »

28

Page 29: Κιότο - Yasunari Kawabata

Ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος υφασμάτων χονδρικής πώ­

λησης δεν έχει κανένα λόγο να είναι και σχεδιαστής. Αντί{)ετα,

κάτι τέτοιο κινδυνεύει να αποβεί εις βάρος της επιχείρησης.

Ωστόσο στο μαγαζί ο Τακιχίρο είχε τοπο'δετήσει το γρα­

φείο του κοντά σ' ένα παρά'δυρο, σ' ένα δωμάτιο που επι­

κοινωνούσε με τον κήπο, εκεί που είχε τοπο'δετη-δεί ο χρι­

στιανικός φανοστάτης, και εκεί περνούσε τις μισές ώρες της

ημέρας. Σε δύο παλιές κομόντες από ξύλο παουλόβνιας, πί­

σω από το γραφείο, ήταν παραχωμένα παλιά υφάσματα από

την Κίνα και την Ιαπωνία. Αλλά και η βιβλιο{}ήκη στο πλάι

περιείχε δείγματα υφασμάτων απ' ολόκληρο τον κόσμο.

Στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο πρώτο πάτωμα μιας α­

πο{}ήκης, φυλάγονταν ά-δικτα κοστούμια του Νο και ουσικά­

κε.* Εκεί ήταν και τα ινδικά φορέματα που έρχονταν από τις

«Χώρες του Ν ότου».

Πολλά από τα κομμάτια αυτά τα είχαν μαζέψει ο πατέρας

κι ο παππούς του Τακιχίρο και, αν καμιά φορά του ζητούσε

κανείς να του τα δανείσει για κάποια έκ-δεση, ο Τακιχίρο αρ­

νιόταν ξερά:

«Από σεβασμό στη -δέληση των προγόνων μου αυτά τα εν­

δύματα δε 'δα βγουν έξω από το κατώφλι του σπιτιού».

Η άρνηση ήταν κατηγορηματική.

Ήταν ένα από τα παλιά σπίτια του Κιότο και, για να πάει

κανείς στην τουαλέτα, έπρεπε να περάσει από ένα στενό διά­

δρομο έξω από το γραφείο του Τακιχίρο. Όταν περνούσε

κάποιος, ο Τακιχίρο κα'δόταν σιωπηλός και έσμιγε τα φρύδια.

Αλλά μόλις ακουγόταν κάποιος {)όρυβος απ' το μαγαζί, φώ­

ναζε εκνευρισμένος:

«Δεν μπορείτε να κάνετε λιγότερο {)όρυβο;»

Ο αρχιπωλητής ερχόταν και υποκλινόταν ακουμπώντας τα

χέρια στο πάτωμα:

«Είναι ένας πελάτης από την Οσάκα».

«Δεν του πουλάω τίποτα. Χονδρέμπορους βρίσκεις με το

σωρό».

* Μακρύ γυναικείο επίσημο φόρεμα.

29

Page 30: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Μα είναι παλιός μας πελάτης ... »

«Τα υφάσματα τα αγοράζουν με το μάτι. Τι χρειάζονται τα

λόγια, δεν έχει μάτια; Αν ξέρει τη δουλειά του, ftα καταλάβει

με την πρώτη ματιά. Είναι γεγονός ότι πολλά από τα υφά­

σματά μας δεν είναι και τόσο σόι>>.

«Καλά, καλά».

Κάτω από τα μαξιλάρια όπου κάftονταν, ο Τακιχίρο είχε

στρώσει ένα ακριβό χαλί που είχαν φέρει από το εξωτερικό.

Ολόγυρα στους τοίχους είχε βάλει για ταπετσαρία πολύτιμα

ινδικά υφάσματα. Η ιδέα ήταν της Κιέκο. 'Άλλωστε aπομό­

νωναν το χώρο από τη φασαρία του μαγαζιού. Κάftε τόσο η

Κιέκο τα άλλαζε. Κάftε φορά ο πατέρας της, που η ευαισftη­

σία της κόρης του δεν τον άφηνε αδιάφορο, τη ρωτούσε

ποιο ύφασμα είχε διαλέξει: ύφασμα από την Ιάβα ή από την

Περσία; Ποιας εποχής ήταν; Τι παρίστανε το σχέδιό του;

Καμιά φορά η Κιέκο δεν καταλάβαινε τις λεπτομέρειες που

της εξηγούσε.

«Είναι κρίμα να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ύφασμα για να

κάνω μια τσάντα, είναι πολύ μεγάλο για να το κόψω καρέ για

τη γιορτή του τσαγιού και ποιος ξέρει πόσο ύφασμα {)α

χρειαζόταν για να γίνει μια ζώνη για κιμονό ... » είπε μια μέρα η Κιέκο, αφήνοντας τη ματιά της να πλανηftεί πάνω στα υφά­

σματα του τοίχου.

«Φέρε μου το ψαλίδι ... » είπε τότε ο πατέρας της. Το πήρε και με το επιδέξιο χέρι του έκοψε ένα από τα

ινδικά υφάσματα.

«Τι λες, {}α σου φτάσει;»

Κατάπληκτη η Κιέκο ένιωσε δάκρυα να πλημμυρίζουν τα

μάτια της.

«Μα ... μπαμπά ... » «Έλα, έλα! Μπορεί, αν το φτιάξεις ζώνη, να μου έρftουν και

καινούριες ιδέες!»

Όταν πήγε να επισκεφ{}εί τον πατέρα της στο μοναστήρι

του Σάγκα, η Κιέκο είχε φορέσει εκείνη τη ζώνη.

Page 31: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η ματιά του Τακιχίρο έπεσε αυδόρμητα στην ινδική ζώνη

που φορούσε η κόρη του, αλλά δεν έμεινε εκεί. «Τα σχέδια

πάνω στο ύφασμα ήταν πλούσια, πολύχρωμα, με έντονες α­

ντιδέσεις, αλλά δεν έκαναν για τη ζώνη μιας κοπέλας πάνω

στο άν'δος της ηλικίας της ... » σκεφτόταν.

Η Κιέκο άφησε δίπλα στον πατέρα της ένα κουτί από λά­

κα σε σχήμα μισοφέγγαρου που μέσα είχε το φαγητό του.

«Μην aρχίσεις ακόμα το φαγητό. Θα σου ετοιμάσω το το­

φού».

« ... »

Καδώς σηκωνόταν, η Κιέκο πρόσεξε πίσω της το δάσος

από μπαμπού που απλωνόταν μπροστά στην πύλη του μο­

ναστηριού.

«Για τα μπαμπού είναι πια φδινόπωρο ... » είπε ο πατέρας της και πρόσδεσε: «Για το χωμάτινο τοίχο το ίδιο, έχει τριφτεί

σε μερικά σημεία, σε άλλα γέρνει και παντού καταρρέει. Σαν

κι εμένα».

Συνηδισμένη σε τέτοια λόγια από τον πατέρα της, η Κιέκο

δεν προσπά{)ησε να τον γαληνέψει, αiJIJ. αρκέστηκε να επα­

ναλάβει τις πρώτες λέξεις του:

«Για τα μπαμπού είναι πια φδινόπωρο ... » «Και οι κερασιές στο δρόμο, καδώς ερχόσουν;>> ρώτησε τό­

τε ο πατέρας της αφηρημένα.

«Τα λουλούδια έχουν πέσει, μερικά aρμένιζαν πάνω στο

νερό της λιμνούλας. Απομένουν μια δυο κερασιές χαμένες

μέσα στις πρασινάδες του βουνού. Βλέποντάς τες από κά­

ποια απόσταση, περνώντας ... στο βάδος ... είναι πράγματι ό­μορφες».

«Χμ, ξέρω ... »

Η Κιέκο μπήκε στο μέσα δωμάτιο. Ο Τακιχίρο την άκουγε,

κα{)ώς ψιλόκοβε τα πράσα και τον παστό τόνο. Η Κιέκο ξα­

ναφάνηκε με το τοφού, που το είχε βάλει σ· ένα μπολ από

την Ταρουγκέν. (Τα σκεύη αυτά τα είχαν φέρει από το σπίτι.)

Περιποιητικότατη, σέρβιρε τον πατέρα της.

«Δε δα φας κι εσύ λίγο;» της είπε.

Page 32: Κιότο - Yasunari Kawabata

Και καftώς εκείνη απαντούσε: «Ναι, ευχαρίστως ... », αυτός κοίταξε τους ώμους της κόρης του και το ντεκολτέ της.

«Αρκετά σεμνό. Πιστεύω ότι είσαι η μόνη που φοράει ρού-

χα που τα έχω σχεδιάσει εγώ. Κανείς δεν τα αγοράζει. .. » «Μα τα βάζω γιατί μου αρέσουν».

«Είναι πράγματι σεμνό ... »

«Ίσως ... » «Για τα κορίτσια η σεμνότητα είναι ακριβώς αυτό που

χρειάζεται>>, την έκοψε αυστηρός.

«Αυτοί που ξέρουν να βλέπουν μου κάνουν συνέχεια φι­

λοφρονήσεις για τα σχέδια ... » Ο πατέρας της δεν έδωσε καμιά απάντηση.

Τώρα ο Τακιχίρο σχεδίαζε μόνο για δική του ευχαρίστηση

ή για να περνάει την ώρα του. Σ' ένα κατάστημα που απευ­

ftυνόταν σ' ένα πολύ ευρύ κοινό σε τι ftα χρησίμευαν τέτοια

σχέδια; Ο αρχιπωλητής φρόντιζε να τυπωftούν δύο ή τρία

δείγματα, αλλά ακόμα κι αυτό το 'κανε για το χατίρι του αφε­

ντικού. Η κόρη του, η Κιέκο, έπαιρνε ένα από τα δείγματα για

λογαριασμό της. Το ύφασμα ήταν άλλωστε πάντα διαλεγμένο

με φροντίδα.

«Δεν είσαι υποχρεωμένη να φοράς τα υφάσματα που σχε­

διάζω, ξέρεις», είπε ο Τακιχίρο. «Ούτε και να παίρνεις τα υφά­

σματα που πουλάμε στο μαγαζί. Μ ην το ftεωρείς υποχρέωσή

σου».

«Υποχρέωση;» απάντησε έκπληκτη η Κιέκο. «Υποχρέωση!

Είναι το τελευταίο πράγμα που μου 'ρχεται στο νου».

«Όταν aρχίσεις να ντύνεσαι πιο χαρούμενα, ftα καταλάβω

ότι έχεις εραστή!» είπε ο πατέρας με πρόσωπο ανέκφραστο,

όπου μόνο η φωνή ήταν γελαστή.

Καftώς σέρβιρε το τοφού, η ματιά της Κιέκο έπεσε στο με­

γάλο γραφείο του πατέρα της, όπου τίποτα δεν έδειχνε ότι

σχεδίαζε τα υφάσματα κιοζόμε.*

Σε μια γωνιά του γραφείου υπήρχαν δυο τόμοι με αντί­

γραφα σχεδίων -ftα 'ταν πιο σωστό, αν λέγαμε εγχειρίδια

* Φημισμένα χρωματιστά υφάσματα του Κιότο.

32

Page 33: Κιότο - Yasunari Kawabata

καλλιγραφίας- μερικοί κύλινδροι που ονομάζονταν «Απο­

σπάσματα του όρους Κόγια» και μια κασετίνα με μολύβια

μαζί με σχέδια πάνω σε λάκα του Έντο.*

Η Κιέκο αναρωτιόταν μήπως ο πατέρας της είχε πάει στο

μοναστήρι στην προσπά'θ'ειά του να ξεχάσει το μαγαζί και τις

δουλειές.

«Στα εξήντα μου μα'θ'αίνω ακόμα ... » είπε αμήχανα. «Ξέρεις, οι ρευστές γραμμές που χρησιμοποιούσαν όταν έγραφαν στην

εποχή των Φουτζιβάρα είναι πολύ χρήσιμες στο σχέδιο. Δε

νομίζεις;»

« ... »

«Το πρόβλημα είναι ότι τρέμει το χέρι μου».

«Κι αν έγραφες με μεγάλα στοιχεία;»

«Μα γράφω με μεγάλα στοιχεία ... » «Κι αυτό το κομποσκοίνι πάνω στην κασετίνα με τα μολύ-

βια;»

«Αυτό; Η γερόντισσα είχε την καλοσύνη να μου το δώσει».

«Το χρησιμοποιείς για να προσεύχεσαι;»

«Σήμερα 'δα το λέγαμε "φυλαχτό". Ώρες ώρες μου 'ρχεται

να το αρπάξω με τα δόντια και να κάνω τις χάντρες του

κομμάτια ... » «Μου φέρνει αηδία! Χάντρες που τις έχει λερώσει ο ιδρώ­

τας χιλιάδων δαχτύλων, που τις έπαιζαν για χρόνια ολόκληρα!»

«Γιατί; Αυτά τα ίχνη του ιδρώτα είναι τα ίχνη της πίστης

που έχουν αφήσει τρεις γενιές καλογριών, δε βρίσκεις;»

Ν ιώ'θ'οντας ότι προκαλούσε 'θ'λίψη στον πατέρα της, η Κ ιέ­

κο έσκυψε το κεφάλι σιωπηλή. Πήγε πίσω στην κουζίνα ό,τι

είχε απομείνει από το γεύμα.

«Και η γερόντισσα;» ρώτησε επιστρέφοντας στο δωμάτιο.

«Θα επιστρέψει σε λίγο. Εσύ τι {}α κάνεις;»

«Θα κάνω έναν περίπατο στους λόφους του Σάγκα και 'δα

γυρίσω. Αυτή την ώρα υπάρχει πολύς κόσμος στο Αρασιγιά­

μα· άλλωστε εγώ προτιμώ τη Ν ονομίγια, το Α ντασίνο ή το

μονοπάτι που πάει στο μοναστήρι Ν ισόνιν».

* Παλιά ονομασία του Τόκιο.

33 3 Κιότο

Page 34: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Άμα στην ηλικία σου σου αρέσουν τέτοια μέρη, το πράγ­

μα είναι ανησυχητικό. Κινδυνεύεις να γίνεις σαν κι εμένα!...»

«Είναι δυνατό μια γυναίκα να μοιάσει σ' έναν άντρα;»

Ο πατέρας, όρ{)ιος κάτω από τη σκεπαστή στοά, ακολου­

{)ούσε την Κιέκο με το βλέμμα.

Η γερόντισσα δεν άργησε να γυρίσει. Αμέσως άρχισε να

καttαρίζει τον κήπο.

Ο Τακιχίρο κάttισε στο γραφείο του με το κεφάλι γεμάτο

σχέδια με ανοιξιάτικα λουλούδια και φτέρες, σχέδια που ά­

φησαν πίσω τους ο Σοτάτσου και ο Κόριν. Έφερε ξανά στη

σκέψη του την Κιέκο, που μόλις είχε φύγει.

Φτάνοντας στο δρόμο του χωριού, άφησε πίσω της το δάσος

από μπαμπού που αγκάλιαζε το μοναστήρι όπου είχε απο­

συρ-δεί ο πατέρας της.

Η Κιέκο, που σκόπευε να πάει να προσευχη{)εί στο μονα­

στήρι του Νενμπουτσούγι στη συνοικία Αντασίνο, ανέβηκε

την παλιά πέτρινη σκάλα· σε κάποιο σημείο, σε μια προεξο­

χή, υψώνονταν δύο πέτρινοι Βούδες. Η Κιέκο όμως σταμά­

τησε, κα{)ώς άκουσε να 'ρχονται δυνατές φωνές.

Στην κορυφή της σκάλας κάποιοι άν{)ρωποι έσπαγαν τις

επιτύμβιες στήλες, τους «Άγνωστους Βούδες». Τον τελευταίο

καιρό, στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ ερασιτεχνικής φωτογρα­

φίας, κάποιοι φωτογράφοι έβγαζαν φωτογραφίες μερικές

γυναίκες ντυμένες πολύ ελαφρά ανάμεσα στους σπασμένους

τάφους. Κάτι τέτοιο -δα συνέβαινε και τώρα σίγουρα ... Η Κιέκο ξανακατέβηκε την πέτρινη σκάλα. Τα λόγια του

πατέρα της της ξανάρ{)αν στο νου. Ν α -δέλει να αποφύγει το

Αρασιγιάμα τώρα την άνοιξη με τόσους τουρίστες έχει μια

λογική, αλλά να προτιμά τη Νονομίγια ή το Αντασίνο, όχι, αυ­

τό είναι πολύ παράδοξο για ένα νέο κορίτσι, όπως άλλωστε

και τα αυστηρά φορέματα που φορούσε και που είχε σχεδιά­

σει ο πατέρας της ... «Ο πατέρας μου δεν κάνει απολύτως τίποτα στο μοναστή-

34

Page 35: Κιότο - Yasunari Kawabata

ρι», σκέφτηκε και μια 'δλίψη πλημμύρισε την καρδιά της.

«Ποιος ξέρει τι σκέφτεται, όταν λέει πως 'δέλει να σπάσει με

τα δόντια του το παλιό κομποσκοίνι; ... » Η Κιέκο ήξερε ότι πολλές φορές στο μαγαζί ο πατέρας της

δύσκολα συγκρατούσε τη βιαιότητά του, την ίδια βιαιότητα

που τον έκανε να 'δέλει να σπάσει με τα δόντια του το κο­

μποσκοίνι.

«Καλύτερα να δάγκωνε τα χέρια μου ... » ψιδύρισε κουνώ­ντας το κεφάλι.

Μετά προσπά{}ησε να φέρει στο νου της εκείνη τη μέρα

που η ίδια και η μητέρα της είχαν χτυπήσει την καμπάνα του

Ν ενμπούτσούγι. Η καμπάνα ήταν καινούρια. Η μητέρα της, μια μικρόσωμη

γυναίκα, παρόλο που τραβούσε το σκοινί με όλη της τη δύ­

ναμη, δεν κατάφερνε να κάνει την καμπάνα να χτυπήσει δυ­

νατά.

«Μα, μαμά, χρειάζεται τέχνη».

Αρπάζοντας το χέρι της μητέρας της, χτύπησαν μαζί την

καμπάνα. Ο ήχος βγήκε δυνατός.

«Έχεις δίκιο. Πόση ώρα λες να κρατήσει ο αντίλαλος;» ρώ­

τησε η μητέρα ευτυχισμένη.

«Πολύ λιγότερο απ' όταν τη χτυπάνε οι μοναχοί>>, απά­

ντησε η Κιέκο γελώντας.

Χαμένη στις αναμνήσεις της, η Κιέκο είχε πάρει το δρομά­

κι που οδηγούσε στη Ν ονομίγια. Πριν από λίγο καιρό είχαν

γράψει γι' αυτό το δρομάκι ότι «οδηγούσε στα έγκατα ενός

δάσους από μπαμπού»· σήμερα το μισοσκόταδο είχε παρα­

χωρήσει τη 'δέση του στο φως. Από την πύλη του ναού ακού­

γονταν οι φωνές των εμπόρων. Το μικρό ιερό δεν είχε αλλά­

ξει. Το αναφέρει άλλωστε το Γκεvζιμοvογκάταρι: Σ' αυτό το

ιερό η ιέρεια, η πριγκίπισσα του αυτοκρατορικού οίκου που

είχε ταχ'δεί να υπηρετεί το ιερό του Ίζε, εξάγνιζε το σώμα

της και παρέμενε έγκλειστη τρία χρόνια. Είναι γνωστό το Τό­

ριι, ο ναός του από μαύρο ξύλο, από το οποίο δεν έχει αφαι­

ρε'δεί ο φλοιός του, και οι χαμηλοί του φράχτες με τα πλεγ­

μένα κλαδιά.

35

Page 36: Κιότο - Yasunari Kawabata

Είτε πάρεις τον αγροτικό δρόμο είτε φύγεις μέσ' από τη

Ν ονομίγια, μπροστά σου f}α δεις το όρος Αρασιγιάμα.

Λίγο πριν φf}άσει στη γέφυρα Τογκετζούγιο, στην αποβά­

f}ρα που περιστοιχίζεται από πεύκα, η Κιέκο πήρε το λεω­

φορείο.

«Όταν γυρίσω, τι να πω στη μαμά για τον μπαμπά; Σί­

γουρα το ξέρει, όμως ... »

Τα περισσότερα εμπορικά του Νακαγιό είχαν καταστραφεί

από πυρκαγιές λίγο πριν την ανάρρηση των Μέιτζι στο f}ρό­

νο. Το κατάστημα του Τακιχίρο δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Ακόμα και τα παλιά καταστήματα με το πρωτευουσιάνικο

στιλ, τις καφετιές καγκελόπορτες και τα καφασωτά στα πα­

ράf}υρα του πρώτου ορόφου δεν είναι πάνω από εκατό χρο­

νών. (Λένε πως η αποf}ήκη που βρίσκεται στο βάf}ος του κα­

ταστήματος του Τακιχίρο δεν κάηκε χάρη στη γερή κατα­

σκευή της.)

Το μαγαζί του δεν είχε ανακαινιστεί, κι αυτό οφειλόταν

στο χαρακτήρα του ιδιοκτήτη του - μήπως όμως η πραγμα­

τική αιτία ήταν ότι οι δουλειές του δεν πήγαιναν και τόσο

καλά;

Η Κιέκο έφf}ασε στο σπίτι της και έσπρωξε απαλά την

καγκελόπορτα, ενώ το βλέμμα της έφf}ασε μέχρι το βάf}ος

του σπιτιού. Η Σίγκε, η μητέρα της, καf}όταν στο γραφείο

του πατέρα και κάπνιζε. Με το πιγούνι ακουμπισμένο στο

αριστερό της χέρι, σκυφτή, έδινε την εντύπωση ότι κάτι διά­

βαζε ή έγραφε, αλλά πάνω στο γραφείο δεν υπήρχε τίποτα.

«Γύρισα», είπε η Κιέκο πλησιάζοντάς την.

«Α, ήρf}ες! Κουρασμένη;» είπε η μητέρα σαν να ξυπνούσε

από βαW ύπνο. «Και ο πατέρας σου τι κάνει;»

«Καλά είναι. .. » Κι ενώ η μητέρα συλλογιζόταν αυτό που της είπε η κόρη

της, η Κιέκο πρόσf}εσε:

«Του πήγα ζεστό τοφού».

Page 37: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Από τον Μαρίκα το αγόρασες; Ο πατέρας σου δα χάρηκε.

Το έψησες;»

Η Κιέκο έγνεψε καταφατικά.

«Πώς ήταν στο Αρασιγιάμα;» ρώτησε η μητέρα.

«Χαμός, πολύς κόσμος».

«Είχε έρttει μαζί κι ο πατέρας σου;»

«Όχι, αφού η γερόντισσα έλειπε ... » Μετά πρόσδεσε:

«Μου έδωσε την εντύπωση ότι έκανε ασκήσεις καλλιγρα­

φίας».

«Καλλιγραφίας;» είπε η μητέρα, που δε φάνηκε να ξαφνιά­

ζεται. «Ηρεμεί κανείς έτσι. Το έχω δοκιμάσει κι εγώ ... » Η Κιέκο κοίταξε στα κλεφτά το ωραίο πρόσωπο της μητέ­

ρας της με το κατάλευκο δέρμα. Αλλά δεν κατάφερε να κα­

ταλάβει από τις εκφράσεις της τι σκεφτόταν.

«Κιέκο», είπε απαλά η μητέρα, «ξέρεις, δεν είσαι υποχρεω­

μένη να αναλάβεις το μαγαζί μετά τον πατέρα σου ... » « ... »

«Α ν ttέλεις να παντρευτείς, μπορείς».

« ... »

«Μ' ακούς;»

«Μα τι εννοείς;»

«Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω με μια κουβέντα ... αλλά είμαι πάνω από πενήντα χρονών και, αν σου το λέω αυτό,

είναι γιατί το σκέφτηκα καλά ... » «Κι αν, αντί γι' αυτό, άφηνες εσύ τη δουλειά;»

Λέγοντας αυτά τα λόγια, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.

«Ωραία ξεφεύγεις, όλο με υπεκφυγές μου απαντάς».

Η μητέρα χαμογέλασε αδύναμη:

«Κιέκο, νομίζεις στ' αλήttεια ότι πρέπει να αφήσουμε το

μαγαζί;»

Ο τόνος της φωνής της δεν είχε ανέβει, η ίδια όμως είχε

πάρει μια πιο σκληρή έκφραση. Μήπως έκανε λάttος η Κιέκο

που νόμισε ότι την είχε δει να χαμογελά αδύναμη;

«Ναι, έτσι νομίζω».

Κι ο πόνος αμέσως της έσκισε την καρδιά.

37

Page 38: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Δεν είμαι fiυμωμένη. Μην έχεις αυτά τα μούτρα. Αναρωτιέ­

μαι μόνο τι είναι πιο ttλιβερό: να είσαι νέος και να λες τέτοια

πράγματα ή να είσαι γέρος και να σου τα λένεi Το καταλα­

βαίνεις, έτσι;»

«Συγχώρεσέ με, μαμά».

«Είτε σε συγχωρήσω είτε όχι. .. » Και πραγματικά αυτή τη φορά η μητέρα της χαμογέλασε

προσttέτοντας:

«Ασφαλώς αυτά που σου είπα τώρα δε συμφωνούν με

ό,τι σου είπα πριν λίγο ... » «Μα κι εγώ είμαι τόσο αφηρημένη, που δεν ξέρω τι λέω».

«Οι άνttρωποι, άντρες ή γυναίκες, δεν πρέπει να υπαναχω­

ρούν απ' αυτά που έχουν πει».

«Τι ttες να πεις, μαμά;»

«Τα είπες και στον πατέρα σου αυτά, όταν ήσασταν στο

Σάγκα;»

«Όχι, δεν του 'πα τίποτα».

«Προσπά{)ησε να του το πεις. Προσπά{)ησε. Σίγουρα σαν

άντρας ttα fiυμώσει, αλλά κατά βάttος ttα ευχαριστη{}εί>>.

Στήριξε και πάλι το πιγούνι στο χέρι και συνέχισε:

«Κα{}ώς κα{}όμουν εδώ, στο γραφείο του πατέρα σου, τον

σκεφτόμουν».

«Μαμά, τα ξέρεις όλα ... » «Τι ξέρω;»

Η μητέρα και η κόρη έμειναν σιωπηλές για λίγα λεπτά. Την

Κιέκο δεν τη χωρούσε πια ο τόπος:

«Ν α πάω στο Ν ισίκι να δω αν υπάρχει τίποτα να φάμε;»

«Ευχαριστώ, είσαι πολύ καλή».

Η Κιέκο σηκώ{)ηκε και, πηγαίνοντας προς το μαγαζί, πέ­

ρασε από το δωμάτιο που για πάτωμα είχε σκέτο χώμα. 'Άλ­

λοτε το δωμάτιο αυτό, στενόμακρο, έφτανε μέχρι το βά{}ος.

Στον τοίχο που ήταν απέναντι από το μαγαζί, υπήρχαν πλάι

πλάι κάτι μαυρισμένοι φούρνοι και το μέρος όπου μαγεί­

ρευαν.

Βεβαίως τώρα πια δε χρησιμοποιούσαν τους φούρνους.

Λίγο πιο πέρα είχαν εγκαταστήσει ένα πετρογκάζ και είχαν

Page 39: Κιότο - Yasunari Kawabata

καλύψει το χώμα με σανίδες. Όπως συνήttιζαν παλιά, κάτω

είχαν στρώσει αμμοχάλικο και, καf}ώς ο αέρας μπαινόβγαινε

αδιάκοπα, δεν μπορούσες να μείνεις καftόλου εκεί μέσα το

χειμώνα, αφού το κρύο στο Κιότο σου περονιάζει το κόκαλο.

Αλλά οι φούρνοι ήταν άftικτοι, όπως άλλωστε σε πολλά άλ­

λα σπίτια. Η αιτία ήταν η ttρησκευτική λατρεία της Κοζίν, της

ttεότητας της φωτιάς, που έχει νια κατοικία της το φούρνο,

λατρεία που εξακολουttεί να είναι ζωντανή. Πίσω από τους

φούρνους υπήρχε η πυροσβεστική εγκατάσταση και αμέσως

μετά τα αγαλματάκια του Χοτέι στημένα στη σειρά.

Τα αγαλματάκια αυτά, επτά τον αρι-δμό, τα φέρνουν κά-δε

χρόνο, την πρώτη «μέρα του αλόγου», από το Φουσίμι, στο

ιερό του Ινάρι, όπου πηγαίνουν για προσκύνημα. Αν πεttάνει

κάποιος στην οικογένεια, πρέπει να ξαναρχίσουν από την

αρχή.

Στο μαγαζί της Κιέκο τα αγαλματάκια των -δεών ήταν και τα

επτά στη 'δέση τους. Ήταν ο πατέρας, η μητέρα, η κόρη και

τα επτά ομοιώματα, τα δέκα τελευταία μάλιστα χρόνια ο 'δά­

νατος δεν είχε χτυπήσει την οικογένεια.

Πλάι στα ομοιώματα των 'δεών υπήρχε ένα άσπρο πορσε­

λάνινο αν'δοδοχείο και κάδε δυο τρεις μέρες η μητέρα άλλαζε

το νερό και ξεσκόνιζε με φροντίδα το ράφι.

Μόλις η Κιέκο πέρασε την πόρτα του μαγαζιού κρατώ­

ντας την τσάντα για τα ψώνια, είδε ένα νεαρό να σπρώχνει

απαλά την καγκελόπορτα.

«Μπα, ο κλητήρας της τράπεζας!»

Εκείνος μάλλον δεν την είχε αντιληφ'δεί.

Ήταν ο νεαρός υπάλληλος της τράπεζας που ερχόταν τα­

κτικά. «Ασφαλώς τίποτα το σοβαρό», σκέφτηκε η Κιέκο, αλλά

τα πόδια της αρνιόνταν να προχωρήσουν. Πλησίασε στο ρο­

λό και πέρασε τα δάχτυλά της ένα ένα στα κενά σαν να το

χάιδευε. Έφτασε στην άκρη του ρολού· ύστερα στράφηκε

προς την πρόσοψη και κοίταξε. Στο πρώτο πάτωμα, μπροστά

στο παρά-δυρο με το καφασωτό, τα μάτια της έπεσαν στην

39

Page 40: Κιότο - Yasunari Kawabata

παλιά επιγραφή. Πάνω από την επιγραφή είχε τοποf}ετηf}εί

ένα μικρό στέγαστρο. Ήταν κατά κάποιον τρόπο το έμβλημα

της αρχαιότητας του οίκου αλλά κι ένα είδος διακόσμησης.

Το ήρεμο φως του aνοιξιάτικου ήλιου που έδυε έδινε μια

απαλή λάμψη στα χρυσά γράμματα της παλιάς επιγραφής

και τα έκανε να μοιάζουν f}λιμμένα. Η f}λίψη έφτανε μέχρι

την επιγραφή που ήταν πάνω από την πόρτα, η οποία ήταν

φτιαγμένη από χοντρό βαμβακερό ύφασμα και είχε αρχίσει

να ξεφτίζει.

«Ακόμα και οι κόκκινες κερασιές με τα γερμένα κλαδιά στο

ιερό του Χε'ίάν μπορούν, αν η ψυχική μας διάf}εση είναι τέ­

τοια, να μας φανούν f}λιμμένες», σκέφτηκε η Κιέκο και τάχυ­

νε το βήμα.

Η αγορά του Ν ισίκι, όπως πάντα, είχε πολύ κόσμο.

Καf}ώς επέστρεφε, λίγο πριν φf}άσει στο μαγαζί του πατέ­

ρα της, είδε μια χωριατοπούλα από το Σιρακάβα. Η Κιέκο τη

φώναξε:

«Α ν f}έλετε, μπορείτε να περάσετε από το σπίτι».

«Ευχαρίστως. Κι εσείς γυρνάτε σπίτι; Πολύ ωραία», απά-

ντησε. «Πού είχατε πάει;»

«Στο Ν ισίκι>>.

«Χαρά στο κουράγιο σας».

«Θα μου δώσετε λουλούδια για τη γιορτή των εφέστιων f}εών;»

«Και βέβαια. Κοιτάξτε ποια σας αρέσουν».

Τα λουλούδια ήταν μικρά βλασταράκια από σακάκι. Κάf}ε

πρώτη και δεκαπέντε του μηνός η χωριατοπούλα ερχόταν

και τα πουλούσε. Συνέχισε:

«Είμαι πολύ χαρούμενη που σας βλέπω σήμερα, δεσποινίς».

Καf}ώς διάλεγε τα κλαδιά με το τρυφερό φύλλωμα, η Κιέκο

ένιωf}ε την καρδιά της να πλημμυρίζει από χαρά.

Κρατώντας σφιχτά το σακάκι στο ένα χέρι, μπήκε στο σπίτι:

«Μαμά, γύρισα».

Η φωνή της ηχούσε καf}αρή.

Page 41: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η Κιέκο μισάνοιξε την εξώπορτα και κοίταξε στο δρόμο. Είδε

τη χωριατοπούλα που στεκόταν ακόμα εκεί και τη φώναξε:

«Ελάτε να ξεκουραστείτε λίγο. Θέλετε τσάι;»

«Ναι, ~α το 'πινα ευχαρίστως. Είστε πολύ καλή ... » είπε η

κοπέλα κουνώντας το κεφάλι.

Κρατώντας στο ύψος του προσώπου της μερικά αγριολού-

λουδα, διέσχισε το δωμάτιο που είχε χώμα για πάτωμα.

«Είναι αγριολούλουδα, δεν είναι λουλούδια πολυτελείας ... » «Ευχαριστώ. Θυμη~κατε ότι μου αρέσουν ... » Η Κιέκο αγκάλιασε με το βλέμμα τα αγριολούλουδα.

Κοντά στην είσοδο, λίγο πριν από τους φούρνους, βρισκό-

ταν ένα παλιό πηγάδι με ένα σκέπασμα από πλεχτά μπα­

μπού. Η Κιέκο ακούμπησε τα λουλούδια και τα σακάκι πάνω

στο σκέπασμα.

«Πάω να φέρω το ψαλίδι ... Α, ξέχασα, πρέπει να πλύνω και τα φύλλα του σακάκι!»

«Εδώ είναι το ψαλίδι>>, είπε η χωριατοπούλα ανοιγοκλείνο­

ντάς το στον αέρα. «Ο φούρνος σας είναι πάντα κα~αρός, και

για μας είναι πολύ ευχάριστη αυτή η κα~αριότητα».

«Η μαμά προσέχει πολύ τις λεπτομέρειες ... » «Εσείς όχι;»

« ... »

«Σήμερα βλέπεις τόσα σπίτια aνοικοκύρευτα! Η σκόνη μα­

ζεύεται πάνω στα πηγάδια, τα βάζα, τους φούρνους ... Και σ' εμάς που πουλάμε λουλούδια αυτό μας προκαλεί ~λίψη. Ενώ,

αντί~ετα, είναι ευχαρίστηση να έρχεται κανείς στο σπίτι

σας ... » « ... »

Το πιο σπουδαίο: η Κιέκο δεν μπορούσε να μιλήσει στη

χωρική από το Σιρακάβα για τις δουλειές που λιγόστευαν

από μήνα σε μήνα.

Η μητέρα της εξακολου~ούσε να κά~εται στο γραφείο του

πατέρα της. Η Κιέκο τη φώναξε στην κουζίνα, για να της δεί­

ξει τι αγόρασε στην αγορά.

Κα~ώς τακτοποιούσε η Κιέκο τα ψώνια, η μητέρα παρατή­

ρησε το πνεύμα οικονομίας που είχε η κόρη της. Αυτό το

41

Page 42: Κιότο - Yasunari Kawabata

πνεύμα οικονομίας, καδώς και η σχολαστικότητά της σίγου­

ρα δεν ήταν άσχετα με την απουσία του πατέρα της ... «Άσε με να σε βοη{}ήσω», είπε στέκοντας όρ{}ια στην κου­

ζίνα. «Ή ταν η κοπέλα που πουλάει τα λουλούδια;» «Ναι».

«Ο πατέρας σου πήρε μαζί του στο μοναστήρι του Σάγκα

τα βιβλία για τη ζωγραφική που του είχες δώσει;» ρώτησε η

μητέρα.

«Όχι ... Δεν πρόσεξα ... » «Ήταν τα μόνα που πήρε».

Επρόκειτο για συλλογές με αντίγραφα έργων του Πάουλ

Κλέε, του Ματίς, του Σαγκάλ και άλλων, πιο σύγχρονων, α­

φηρημένης τέχνης ζωγράφων. Τα βιβλία τα είχε αγοράσει για

τον πατέρα της, ελπίζοντας -ποιος ξέρει!- ότι {}α ξυπνούσε

μέσα του κάποιες καινούριες ευαισ{}ησίες.

«Σε μια επιχείρηση σαν τη δική μας ο πατέρας σου {}α

μπορούσε {}αυμάσια να μην ασχολείται ο ίδιος με τα σχέδια

των υφασμάτων. Μπορεί κάλλιστα να αντιγράφει σχέδια άλ­

λων και να τα πουλάει. Αλλά είναι αλή{}εια ότι με τον πατέρα

σου ... » είπε η μητέρα. «Εσύ, Κιέκο, που φοράς μόνο κιμονό που σχεδιάζει ο πατέρας σου, είσαι πολύ καλή και σ' ευχαρι­

στώ που τα φοράς».

«Με ευχαριστείς; Άλλο κι αυτό! Τα φοράω επειδή μου αρέ­σουν».

«0 πατέρας σου όμως, βλέποντας τα κιμονό και τις ζώνες της κόρης του, μπορεί να στενοχωριέται».

«Δείχνουν σεμνά κι έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Μάλιστα μου

έκαναν και κομπλιμέντο».

Η Κιέκο {}υμήt)ηκε ότι την ίδια μέρα είχε πει το ίδιο πράγ­

μα στον πατέρα της.

«Είναι αλή{}εια ότι κατά βά{}ος η σεμνότητα ταιριάζει στις

όμορφες κοπέλες», είπε η μητέρα.

Ανασήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας και, τσιμπώντας με

τα ξυλαράκια το φαγητό που ψηνόταν, είπε:

«Γιατί ο πατέρας σου δε ζωγραφίζει πια μοντέρνα πράγ­

ματα, με χτυπητά χρώματα;»

42

Page 43: Κιότο - Yasunari Kawabata

« •.. »

«Υπήρχε εποχή που έκανε πράγματα πολύ χτυπητά, πολύ

παράξενα!»

Η Κιέκο συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού:

«Εσύ όμως, μαμά, δε φοράς τα κιμονό που σχεδιάζει ο

μπαμπάς. Γιατί;»

«Εγώ γέρασα πια ... » «Γέρασες, γέρασες! Πόσων χρονών είσαι;»

«Είμαι γριά ... » απάντησε. «Ας πάρουμε ένα ύφασμα με μοτίβα του Έντο Κομόν

σχεδιασμένα από τον Κομίγια, ξέρεις ποιον σου λέω, τον

καλλιτέχνη που ttεωρείται "ε{tνική κληρονομιά". Ε, λοιπόν, ό­

ταν ένα κορίτσι φοράει κιμονό που το 'χει σχεδιάσει αυτός,

αναδεικνύεται αμέσως η ομορφιά του. Οι άν{tρωποι γυρνάνε

και το κοιτάζουν».

«Δύσκολη η σύγκριση ανάμεσα σ' ένα μετρ σαν τον Κομί­

για και τον πατέρα σου».

«Μα ο μπαμπάς δίνεται ολόψυχα-»

«Μεγάλα λόγια!» την έκοψε η μητέρα της, ανασηκώνοντας

το κατάλευκο πρόσωπό της, τόσο χαρακτηριστικό για τις γυ­

ναίκες του Κιότο. «Ξέρεις, Κιέκο, ο πατέρας σου είπε ότι για

το γάμο σου ttα σχεδιάσει κάτι εκttαμβωτικό, υπέροχο. Από

καιρό τώρα γεμίζω χαρά σ' αυτή τη σκέψη ... » «Για το γάμο μου; ... » Το πρόσωπο της Κιέκο σκοτείνιασε. Για μια στιγμή έμεινε

σιωπηλή.

«Μαμά ποια ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή στη ζωή

σου;»

«Νομίζω ότι σ' το έχω πει: ο γάμος μου και τότε που μαζί με

τον πατέρα σου πήραμε εκείνο το γλυκό παιδάκι που ήσουν

εσύ, Κιέκο. Αυτό έγινε πριν είκοσι χρόνια κι όμως, και τώρα

ακόμα, όταν το σκέφτομαι, η καρδιά μου χτυπάει έτοιμη να

σπάσει. Κιέκο, πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά μου! Κοίτα!»

«Πες μου, μαμά, οι πραγματικοί γονείς μου με είχαν εγκα­

ταλείψει, έτσι δεν είναι;»

«Δεν είναι αλήttεια! Δεν είναι αλήttεια!»

43

Page 44: Κιότο - Yasunari Kawabata

Και η μητέρα της κούνησε το κεφάλι με μια βιαιότητα α­

συνή{)ιστη για το χαρακτήρα της.

«Στη ζωή, μια δυο φορές, όλοι μας κάνουμε κάτι φριχτό,

αποτρόπαιο», συνέχισε η μητέρα. «Να κλέψεις ένα μωρό! Εί­

ναι χειρότερο κι από το να κλέψεις χρήματα, χειρότερο από

το να κλέψεις οτιδήποτε, είναι το πιο φριχτό πράγμα. Μπο­

ρεί να 'ναι χειρότερο κι από φόνο ακόμα ... » « ... »

«Οι γονείς σου πρέπει να τρελά{)ηκαν από τον πόνο τους.

Όσο το σκέφτομαι, {)έλω να σε δώσω πίσω, αλλά δεν μπορώ.

Α ν εσύ {)έλεις να ψάξεις για τους αλη{)ινούς σου γονείς και

να πας πίσω, εγώ δεν μπορώ να σε εμποδίσω. Ξέρε όμως ότι

{)α πε{)άνω απ' τον πόνο μου».

«Μαμά, σε παρακαλώ, μη λες τέτοια λόγια. Η Κιέκο δεν

έχει άλλη μητέρα από σένα. Έτσι νιώ{)ω από παιδί».

«Το ξέρω. Κι αυτό είναι που κάνει το λά{)ος μας μεγαλύτε­

ρο. Την κόλαση ο πατέρας σου κι εγώ την έχουμε αποδεχτεί.

Και τι είναι η κόλαση μπροστά σε μια τόσο γλυκιά κόρη;»

Η Κιέκο κοιτούσε τη μητέρα της που μιλούσε με πά{)ος

δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Η Κιέκο ένιω{)ε κι εκεί­

νη έτοιμη να κλάψει.

«Μαμά, σε παρακαλώ, πες μου την αλή{)εια, οι πραγματι-

κοί μου γονείς με παράτησαν;»

«Μα όχι, αφού σ' το λέω, δεν είναι αλή{)εια ... » Ξανακούνησε το κεφάλι της.

«Γιατί νομίζεις ντε και καλά ότι σε παράτησαν;»

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο μπαμπάς κι εσύ είσαστε ι­

κανοί να κλέψετε ένα παιδί>>.

«Στη ζωή, τη μια ή την άλλη στιγμή, κάνει κανείς κάτι φρι­

χτό, αποτρόπαιο, που του σκίζει την καρδιά. Δε σ' το είπα;»

«Μα τότε λοιπόν πού ήμουν όταν με κλέψατε;»

«Στον κήπο του ναού Ζιόν, μια νύχτα που είχαν βάλει φώτα

στις αvδισμένες κερασιές», απάντησε η μητέρα χωρίς να κο­

μπιάζει. «Νομίζω σ' το 'χω πει. Σ' ένα παγκάκι, κάτω από τα

αvδισμένα δέντρα, ήταν ξαπλωμένο ένα όμορφο, γλυκό παιδί

και μας χαμογελούσε κα{)ώς μας κοιτούσε, ίδιο λουλούδι.

44

Page 45: Κιότο - Yasunari Kawabata

Πώς να μη νιώσεις τη λαχτάρα να το πάρεις στην αγκαλιά

σου; Όταν το πήρα, ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει σαν

τρελή. Από εκείνη τη στιγμή μού ήταν αδύνατο να σε αφήσω.

Φιλούσα τα μάγουλά σου και κοιτούσα τον πατέρα σου. "Σί­

γκε", μου είπε, "πάρε αυτό το παιδί, φεύγουμε!" "Τι;" "Γρή­

γορα, Σίγκε, φεύγουμε!" Τα υπόλοιπα έγιναν σαν μέσα σ' ό­

νειρο. Νομίζω ότι μπήκαμε σ' ένα αυτοκίνητο κοντά στο ε­

στιατόριο Χιράνο, που είναι πασίγνωστο για την ψαρόσουπά

του ... » « ... »

«Η μάνα σου πρέπει να έλειψε για λίγο. Και ασφαλώς ήταν

τότε που ... » Η διήγηση της μητέρας της έμοιαζε αλη&ινή.

«Η μοίρα ... Από τότε η Κιέκο έγινε παιδί μας, εδώ και εί­κοσι χρόνια, έτσι; Ποιος ξέρει, ήταν για καλό σου ή για κακό

σου; Ακόμα κι αν είναι για καλό σου, στο βά&ος της καρδιάς

μου σε ικετεύω να με συγχωρήσεις. Και ο πατέρας σου το

ίδιο πιστεύω».

«Ήταν για καλό μου, μαμά, ήταν για καλό μου, είμαι σίγου­

ρη>>, είπε η Κιέκο σκεπάζοντας τα μάτια της με τα χέρια της.

Εγκαταλειμμένη ή κλεμμένη, στο δημοτολόγιο η Κιέκο είχε

γραφτεί σαν το νόμιμο τέκνο της οικογένειας Σάτα. Την

πρώτη φορά που η Κιέκο έμα&ε από τους γονείς της ότι δεν

ήταν πραγματική τους κόρη, δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό.

Μόλις είχε αρχίσει το Λύκειο και αναρωτιόταν μήπως οι γο­

νείς της της είχαν κάνει αυτή την εξομολόγηση επειδή δεν

την αγαπούσαν πια.

Εκείνοι όμως προτίμησαν να της το αποκαλύψουν, επειδή

φοβή{}ηκαν μήπως φτάσει στα αυτιά της από τους γείτονες.

Είχαν βέβαια πειστεί για την αγάπη που έτρεφε γι' αυτούς η

Κιέκο και &εωρούσαν ότι ήταν πια σε ηλικία που μπορούσε

να καταλάβει.

Φυσικά η Κιέκο παραξενεύτηκε. Αλλά δεν πληγώ{}ηκε. Και

45

Page 46: Κιότο - Yasunari Kawabata

παρόλο που βρισκόταν ακόμα στην εφηβεία, δεν υπέφερε

κα-δόλου. Η αγάπη και η τρυφερότητα που ένιωftε για τη Σί­

γκε και τον Τακιχίρο δεν άλλαξαν σε τίποτα, αν και έπρεπε

να κάνει προσπά'δειες για να μην το σκέφτεται. Μπορεί να

'ταν έτσι ο χαρακτήρας της ... Αλλά κι αν δεν ήταν πραγματική τους κόρη, κάπου {)α πρέ­

πει να βρίσκονταν οι αληftινοί γονείς της. Μπορεί να είχε κι

αδελφούς, αδελφές ... «Όχι ότι 'δέλω να τους γνωρίσω ... » σκεφτόταν. «Πώς να 'ναι

άραγε η ζωή τους; Πιο σκληρή από τη δική μου;»

Ακόμα κι αυτό το ερώτημα όμως ήταν πολύ συγκεχυμένο

μέσα της. Αυτό που την πλήγωνε ήταν ο πόνος των γονιών

της στο βά{)ος του μακρόστενου μαγαζιού με την παλιά κα­

γκελόπορτα. Ο πόνος αυτός ήταν η αιτία που έκλεισε τα μά­

τια της με τα χέρια της προηγουμένως στην κουζίνα.

«Κιέκο» -η μητέρα της ακούμπησε το χέρι στον ώμο της

και την κούνησε λιγάκι- «μη μου ξαναζητήσεις να σου μιλή­

σω για το παρελδόν, εντάξει; Στον κόσμο που ζούμε, δεν ξέ­

ρουμε ποτέ πού κρύβεται ο &ησαυρός».

«Θησαυρός! Ωραίος {)ησαυρός! Ν α μπορούσαμε να τον κά­

νουμε κάτι μαμά!» είπε και άρχισε να δουλεύει σοβαρή.

Μετά το φαγητό, αφού μάζεψαν το τραπέζι, η Κιέκο και η

μητέρα της αποσύρ{)ηκαν στα δωμάτια του πρώτου ορόφου.

Στον πρώτο όροφο, στην πλευρά που βλέπει στο δρόμο,

με τη χαμηλή στέγη και το παρά{)υρο με το καφασωτό, υ­

πήρχε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο όπου έμεναν οι νεαροί

μα{)ητευόμενοι. Ο διάδρομος που έβλεπε στο αί'δριο οδηγού­

σε στα πίσω δωμάτια. Μπορούσες να ανέβεις σ' αυτά και α­

πευ'δείας από το μαγαζί. Οι πελάτες που ήταν γνωστοί του

μαγαζιού ανέβαιναν στον πρώτο όροφο, όπου τους υποδέχο­

νταν και τους περιποιόνταν. Τώρα οι δοσοληψίες με τους πε­

ρισσότερους πελάτες γίνονταν στην αίftουσα υποδοχής του

ισογείου, που έβλεπε στο αίftριο. Μπορεί να την ονόμαζαν

«αί'δουσα υποδοχής», ωστόσο αυτό δεν εμπόδιζε να στοιβά­

ζουν εκεί τα υφάσματα που δε χωρούσαν στα ράφια. Εξάλ­

λου η διάταξη της αί{)ουσας βόλευε πολύ να απλώνουν τα

Page 47: Κιότο - Yasunari Kawabata

υφάσματα σε όλο τους το φάρδος. Μία ψάf)α κάλυπτε το

πάτωμα όλον το χρόνο.

Στον πρώτο όροφο επίσης αλλά στο πίσω μέρος του σπι­

τιού η στέγη ήταν πολύ ψηλή· τα δύο δωμάτια που υπήρχαν

εκεί και που το καf)ένα είχε έξι ψά'δες χρησίμευαν και για

καf)ιστικό και για υπνοδωμάτιο, το ένα για την Κιέκο, το άλ­

λο για τον πατέρα και τη μητέρα της. Καf)ισμένη μπροστά

στον καf)ρέφτη της, η Κιέκο έλυσε τα μαλλιά της. Πόσο ω­

ραία είχε δέσει τα μακριά της μαλλιά!

«Μαμά!» φώναξε η Κιέκο πίσω από το χώρισμα.

Πόσες f)αμμένες σκέψεις κρύβονταν σ' αυτή τη φωνή!

47

Page 48: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 49: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΙΜΟΝΟ

Μ ΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΚΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΣΤΑ

φύλλα των δέντρων παραμένει όμορφο και γυαλιστερό.

Ακόμα κι αν δεν υπολογίσουμε τα διάσπαρτα πεύκα

στην αυτοκρατορική έπαυλη του Σουγκάκου-ιν ή τα δέντρα

των αυτοκρατορικών ανακτόρων και όλα τα δέντρα που βρί­

σκονται στους μεγάλους κήπους των παλιών ναών, υπάρχουν

στην καρδιά της πόλης οι λεωφόροι του Κιγιασό περιστοιχι­

σμένες από ιτιές, κα-Οώς και οι λεωφόροι δίπλα στις όχttες τής

Τακασεγκάβα και οι άλλες, του Γκογιό και του Χορικάβα, με

τις κλαίουσες ιτιές, που είναι το πρώ.το πράγμα που βλέπει ο

επισκέπτης. Τα πράσινα κλαδιά τους, που λυγίζουν σαν να

ttέλουν να ακουμπήσουν τη γη, έχουν μια πολύ μεγάλη απα­

λότητα. Όπως ακριβώς τα κοκκινόπευκα του Κιταγιάμα,

που, καttώς υψώνονται το ένα πίσω από το άλλο, μοιάζουν

ολοστρόγγυλα.

Τώρα είναι άνοιξη. Ανατολικά βλέπεις την καινούρια βλά­

στηση του Χιγκασιγιάμα με τις στιλπνές αποχρώσεις. Όταν η

ατμόσφαιρα είναι διαυγής, βλέπεις τις πλαγιές του βουνού

Χιέι σκεπασμένες με γυαλιστερά βλαστάρια. Η ομορφιά ό­

μως των δέντρων οφείλεται και στην ομορφιά τούτης της πό­

λης, στη σχολαστική καttαριότητά της. Ακόμα και σε μια συ­

νοικία σαν το Ζιόν, αν βρεttείς στα πιο απόμερα δρομάκια,

βλέπεις μικρ~ σκοτεινά σπιτάκια σημαδεμένα από τα χρό­

νια, αλλά οι δρόμοι δεν είναι βρόμικοι.

Το ίδιο συμβαίνει και στο Νισίγιν, την περιοχή όπου φτιά­

χνουν τα κιμονό. Ακόμα και σ' αυτή την περιοχή, όπου μικρά

μαγαζιά προσπαttούν να κρύψουν τη ttλιβερή όψη τους, ακό­

μα κι εκεί τελικά οι δρόμοι δεν είναι βρόμικοι. Μπορεί οι

καγκελόπορτες να είναι μικρές, δεν έχουν όμως ούτε ίχνος

49 4 Κιότο

Page 50: Κιότο - Yasunari Kawabata

σκόνης. Στο Βοτανικό Κήπο; 'Ιδια κατάσταση. Ποτέ δεν υ­

πάρχουν πεταμένα χαρτιά στο έδαφος Ο αμερικανικός

στρατός είχε κατασκευάσει εκεί μερικά παραπήγματα και

φυσικά η είσοδος στους Γιαπωνέζους ήταν απαγορευμένη,

αλλά τώρα οι Αμερικανοί στρατιώτες έχουν φύγει και όλα

ξανάγιναν όπως πριν.

Υπήρχε στο Βοτανικό Κήπο μια δεντροστοιχία που ο Οτό­

μο Σόσουκε, κάτοικος του Ν ισίγιν, αγαπούσε ιδιαίτερα. Ήταν

μια δεντροστοιχία με καμφορόδεντρα. Το καμφορόδεντρο

δεν είναι μεγάλο δέντρο, όπως δεν ήταν μεγάλη και η δε­

ντροστοιχία. Πήγαινε συχνά εκεί με τα πόδια. Και όταν ερχό­

ταν η εποχή των μπουμπουκιών ... «Τι να έγιναν άραγε εκείνα τα καμφορόδεντρα;» σκεφτό­

ταν καμιά φορά μπροστά στους aργαλειούς. «Δε φαντάζο­

μαι να τα έκοψε ο στρατός κατοχής».

Ο Σόσουκε περίμενε να ξανανοίξει ο Βοτανικός Κήπος.

Όταν έβγαινε από τον κήπο, συνή{}ως aνηφόριζε προς τις

όχ{}ες της Καμογκάβα. Κα{}ώς περπατούσε, αγκάλιαζε με

το βλέμμα τις πλαγιές του Κιταγιάμα. Κατά κανόνα πήγαινε

μόνος.

Η αλή{}εια είναι ότι ο περίπατος του Σόσουκε στο Βοτα­

νικό Κήπο και στις όχ{}ες της Καμογκάβα κρατούσε μια ώρα

το πολύ. Αλλά αυτός ο περίπατος τον γαλήνευε. Και σήμερα

ακόμα αυτό σκεφτόταν, όταν τον φώναξε η γυναίκα του:

«Ο κύριος Σάτα σε ζητάει στο τηλέφωνο. Μάλλον τηλεφω-

νεί από το Σάγκα».

«Ο κύριος Σάτα; Από το Σάγκα; ... » Ο Σόσουκε σηκώ{}ηκε και πήγε στον πάγκο.

Από τους δύο άντρες, τον Σόσουκε τον υφαντουργό και

τον Σάτα το χονδρέμπορο, ο πρώτος ήταν νεότερος τέσσερα

πέντε χρόνια· και έξω από τις συναλλαγές τους τα πήγαιναν

πολύ καλά. Υπήρχε μια εποχή στα νιάτα τους που έκαναν

όλα τα χοντρά αστεία της νιότης μαζί. Τώρα βλέπονταν λιγό­

τερο.

«Α! Οτόμο!»

Η φωνή του Τακιχίρο δεν ήταν ποτέ πιο χαρούμενη.

so

Page 51: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ώστε είσαι στο Σάγκα;» ρώτησε ο Σόσουκε.

«Είμαι δαμμένος σ' ένα γυναικείο μοναστήρι χαμένο στους

λόφους του Σάγκα».

«Μπα, μπα! Τολμώ να σας πω, αγαπητέ μου, ότι μου φαί­

νεται πολύ ύποπτο!» είπε ο Σόσουκε, χρησιμοποιώντας σκό­

πιμα υπερβολικά κόσμιες εκφράσεις. «Πολλά πράγματα

μπορούν να συμβούν σ' ένα γυναικείο μοναστήρι. .. » «Μα όχι, όχι, τι λες! Είναι πραγματικό μοναστήρι. Η γερό­

ντισσα που το φυλάει μένει μόνη της και-»

«Αυτό λέω κι εγώ. Η γερόντισσα είναι μόνη κι έτσι ο κύριος

Σάτα και κάποια κοπέλα ... » «Έλα, aνόητε!» είπε ο Τακιχίρο γελώντας. «Σήμερα δέλω να

μου κάνεις μια χάρη».

«Α, μάλιστα».

«Μπορώ να σε δω τώρα;»

«Ασφαλώς, ασφαλώς», είπε ο Σόσουκε παραξενεμένος.

«Αλλά εγώ δεν μπορώ να κουνήσω από δω. Ο ήχος των aρ­

γαλειών δεν πρέπει να σταματάει ποτέ».

«Ακριβώς γι' αυτό ήδελα να σου μιλήσω. Πάει καιρός που

δεν έχω ακούσει αυτό τον ήχο ... » «Σταμάτα τα ωραία λόγια. Αν αυτός ο ήχος σταματούσε, τι

δα γινόμουν εγώ; Φυσικά δε συμβαίνει το ίδιο με ένα μονα­

στήρι χαμένο πάνω στα βουνά!»

Δεν είχε περάσει μισή ώρα και ο Σάτα Τακιχίρο κατέφfiα­

σε με το αυτοκίνητο στο μαγαζί του Σόσουκε. Τ α μάτια του

έλαμπαν και, χωρίς να περιμένει, άνοιξε το φουροσίκι* του.

«Ν α η χάρη που fiέλω να μου κάνεις».

Και ξεδίπλωσε ένά σχέδιο.

«Ω, ω!» κοίταξε επίμονα ο Σόσουκε το πρόσωπο του Τακι­

χίρο. «Ζώνη για κιμονό; Για κάποιον σαν εσένα είναι πραγμα­

τικά μοντέρνα, με πολύ χτυπητά χρώματα. Λοιπόν, φίλε μου,

το πρόσωπο που κρύβεις στο μοναστήρι-»

«Ξανάρχισες τα ίδια», έβαλε τα γέλια ο Τακιχίρο. «Είναι για

την κόρη μου».

* Ύ φασμα περιτυλίγματος.

Page 52: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Όταν η κόρη σου δει τέτοια ζώνη, ~α πέσει κάτω από την

έκπληξη. Νομίζεις ότι ~α τη φορέσει;»

«Πρέπει να σου πω ότι η Κιέκο μού έχει δώσει δυο τρεις

συλλογές έργων του Κλέε».

«Κλέε; Κλέε;»

«Ξέρεις, ~εωρείται ο πρόδρομος της αφηρημένης ζωγραφι­

κής. Η απαλότητά του, η κομψότητά του, η φαντασία του,

δεν ξέρω τι απ' όλα μιλάει στην καρδιά μου, στην καρδιά ε­

νός γέρου Γιαπωνέζου. Στο μοναστήρι είδα τα έργα του πά­

ρα πολλές φορές. Και από αυτά γεννή{)ηκε αυτό το σχέδιο.

Είναι τελείως διαφορετικό από όλα μας τα παλιά υφάσματα,

έτσι δεν είναι;»

«Όσο γι' αυτό!»

«Σκέφτομαι πώς ~α 'ναι όταν ετοιμαστεί. Σε παρακαλώ,

~έλω να το υφάνεις εσύ».

Ο Τακιχίρο φαινόταν να ~έλει πάση ~σία να πραγματο­

ποιήσει το σχέδιό του. Ο Σόσουκε κοίταξε προσεκτικά το

σχέδιο:

«Μάλιστα, καλό. Ο συνδυασμός των χρωμάτων ... Ν α ι, τέ­λειο. Πρώτη φορά κάνεις κάτι τόσο πρωτότυπο· δε ~α είναι

όμως εύκολο στην ύφανση. Θα κάνω πάντως μια προσπά­

~εια, ~α βάλω όλη την ψυχή μου. Από το σχέδιο και μόνο

καταλαβαίνεις την αφοσίωση του παιδιού και τη στοργή του

πατέρα».

«Ευχαριστώ πολύ ... Στις μέρες μας μιλάμε πια μόνο για "ι­δέες" και "αισθήσεις". Ακόμα και για τα χρώματα αναφέρο­

νται στα δυτικά πρότυπα».

«Που δεν αξίζουν και πολλά πράγματα, έτσι δεν είναι;»

«Εγώ πάντως απεχ~άνομαι οτιδήποτε συγκαλύπτεται κά­

τω από δυτικές ονομασίες. Είναι μήπως τυχαίο ότι από πολύ

παλιά έχουμε στην Ιαπωνία χρώματα με χιλιάδες αποχρώ­σεις;»

«Ασφαλώς, μόνο για το μαύρο έχουμε ένα σωρό αποχρώ­

σεις», είπε ο Σόσουκε συγκατανεύοντας με μια κίνηση του

κεφαλιού και συνέχισε: «Μάλιστα αυτό ακριβώς σκεφτόμουν

52

Page 53: Κιότο - Yasunari Kawabata

σήμερα· πάρε για παράδειγμα αυτούς που φτιάχνουν ζώνες

για κιμονό ή τον οίκο Ιζουκούρα. Είναι ένα κτήριο δυτικού

ρυδμού, τριώροφο, πραγματική σύγχρονη βιομηχανία. Έτσι

fiα γίνει και το Νισίγιν. Σε μια μέρα φτιάχνουν τριακόσιες

ζώνες, σε λίγο καιρό οι υπάλληλοι fiα μετέχουν στη διεύfiυν­

ση, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας είναι, απ' ό,τι φαίνεται, τα είκο­

σι. .. Αναρωτιέμαι αν σε είκοσι τριάντα χρόνια fiα υπάρχουν ακόμα οικοτεχνίες και χειροκίνητοι αργαλειοί...»

«Μ η λες aνοησίες!»

«Κι αν εξακολου{)ήσω να υπάρχω, fiα είμαι κάτι σαν "ζω­

ντανή εfiνική κληρονομιά" ή κάτι ανάλογο». « ... »

«Ακόμα κι εσύ μου μιλάς για τον Κλέε».

«Τον Πάουλ Κλέε; Χαμένος στο μοναστήρι μου, τον σκε­

φτόμουν μέρα νύχτα δέκα μέρες συνέχεια, τι λέω, μισό μήνα.

Κοίτα αυτά τα μοτίβα, αυτά τα χρώματα· κάτι δεν κατάφερα

όμως να κάνω κι εγώ;» ρώτησε ο Τακιχίρο.

«Είναι τέλειο. Τα κατάφερες fiαυμάσια. Γιαπωνέζικη φινέ­

τσα εκατό τα εκατό», απάντησε βιαστικά ο Σόσουκε. «Τού.:..

φος σου είναι χαρακτηριστικό, Σάτα. Θα σου φτιάξω μια πο­

λύ ωραία ζώνη. Όσο για το πατρόν, fiα φροντίσω να γίνει σε

καλό οίκο. Σκέφτομαι, αντί να το υφάνω ο ίδιος, να το δώσω

στον Χιντέο. Είναι ο μεγάλος μου γιος, τον γνωρίζεις;»

«Ναι>>.

«0 Χιντέο είναι πολύ πιο σταδερός από μένα στον αργα­λειό», πρόσfiεσε ο Σόσουκε.

«Σας εμπιστεύομαι και τους δυο. Βεβαίως εγώ είμαι χον­

δρέμπορος, αλλά οπωσδήποτε η δουλειά μου είναι περισσό­

τερο για την επαρχία».

«Τι είναι αυτά τα άσχετα που λες;»

«Αυτή η ζώνη δεν είναι για το καλοκαίρι αλλά μάλλον για

το φfiινόπωρο. Μπορείς να την έχεις έτοιμη σύντομα».

«Σύμφωνοι. .. Και το κιμονό που fiα ταιριάζει μ' αυτή τη ζώνη;»

«Σκέφτηκα πρώτα τη ζώνη ... » «Είσαι χονδρέμπορος κιμονό, έτσι λοιπόν δε 'δα σου λεί-

53

Page 54: Κιότο - Yasunari Kawabata

ψουν τα ωραία κιμονό για να τη συνδυάσεις ... Αυτό που δα σου πω είναι άσχετο, αλλά δε σε απασχολούν οι προετοιμα­

σίες για το γάμο της κόρης σου;»

«Όχι, όχι», είπε ο Τακιχίρο, κοκκινίζοντας σαν να ήταν να

παντρευτεί ο ίδιος.

Είναι δύσκολο, λένε, να βρεις στο Ν ισίγιν υφαντουργική βιο­

τεχνία που να την έχουν τρεις διαφορετικές γενιές της ίδιας

οικογένειας. Αυτό οφείλεται στο ότι το χειροποίητο υφαντό

είναι έργο τέχνης. Το γεγονός ότι οι γονείς τα καταφέρνουν

στην τέχνη τους, ότι έχουν, όπως λένε, το χάρισμα, δε σημαί­

νει ότι δα το μεταδώσουν στα παιδιά τους. Όχι ότι τα παιδιά,

που έχουν επίγνωση των δυσκολιών, περιφρονούν τη δου­

λειά. Αλλά κι αν ασχοληδούν με τη δουλειά, τους λείπει το

ταλέντο.

Όταν γίνονται τεσσάρων πέντε ετών, τα παιδιά αρχίζουν

να εκπαιδεύονται στο γνέσιμο. Μετά, όταν γίνονται δώδεκα

χρονών, γίνονται μα{}ητευόμενοι υφαντουργοί. Σε λίγο ftα

μπορούν να δουλεύουν με μισδό. Γι' αυτόν το λόγο, όταν υ­

πάρχουν πολλά παιδιά, ο οίκος επιβιώνει και ευημερεί. Επί­

σης εκείνες που είναι καλές στο γνέσιμο είναι οι ηλικιωμένες

γυναίκες, εξήντα και εβδομήντα χρονών. Έτσι, υπάρχουν οί­

κοι όπου η γιαγιά και η εγγονή εργάζονται πλάι πλάι.

Στην επιχείρηση του Οτόμο Σόσουκε η γυναίκα του, ηλι­

κιωμένη ήδη, δούλευε μόνη στην ανέμη. Με το να είναι συνε­

χώς καδιστή, γερμένη μπροστά, έδειχνε παραπάνω από την

ηλικία της είχε γίνει και λιγόλογη.

Είχαν τρεις γιους. Και οι τρεις ύφαιναν ζώνες για κιμονό

στους χειροκίνητους aργαλειούς τους. Το γεγονός ότι είχαν

τρεις aργαλειούς τους τοποδετούσε φυσικά μεταξύ των

προνομιούχων, τη στιγμή που υπήρχαν οίκοι που είχαν μόνο

έναν κι άλλοι που ήταν αναγκασμένοι να νοικιάζουν.

Ο Χιντέο, ο μεγαλύτερος γιος, ήταν, όπως το .'χε πει κι ο

πατέρας του, πιο επιδέξιος από τον ίδιον, πράγμα που ανα­

γνώριζαν οι έμποροι και οι υφαντουργίες.

54

Page 55: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Χιντέο! Χιντέο!» φώναξε ο Σόσουκε, αλλά ο γιος του δε

φάνηκε να τον ακούει.

Κι όμως δεν υπήρχαν εκεί μέσα μηχανοκίνητοι αργαλειοί

αλλά μονάχα τρεις χειροκίνητοι ξύλινοι, που δεν έκαναν πολύ

δόρυβο. Και ο Σόσουκε είχε φωνάξει πολύ δυνατά. Ωστόσο

ο αργαλειός του Χιντέο ήταν ο πιο aπομακρυσμένος, κοντά

στον κήπο, και σίγουρα, καδώς ήταν aπορροφημένος από

την «κυκλική ζώνη», την πιο δύσκολη δουλειά απ' όλες, δεν

άκουσε τη φωνή του πατέρα του.

«Μητερούλα, μπορείς να μου φωνάξεις τον Χιντέο;» ρώτη­

σε ο Σόσουκε τη γυναίκα του.

«Ναι».

Πετώντας τα νήματα από την ποδιά της, προχώρησε στο

διάδρομο με το χωμάτινο πάτωμα. Σ' όλη τη διαδρομή μέχρι

τον αργαλειό του Χιντέο έτριβε τους γοφούς της με τις σφιγ­

μένες γροδιές της.

Ο Χιντέο σταμάτησε τα χτένια του αργαλειού και κοίταξε

προς το μέρος τους, αλλά δε σηκώ'θηκε αμέσως. Μάλλον λό­

γω της κούρασης. Είδε ότι υπήρχε πελάτης και δίστασε να

απλώσει τα χέρια για να τεντωδεί. Σκούπισε το πρόσωπό του

και πλησίασε.

«Είναι πολύ βρόμικα εδώ, αλλά, τέλος πάντων, καλώς ήλ­

δατε», χαιρέτησε τον Τακιχίρο κάπως απότομα.

Η κούραση της δουλειάς έμοιαζε να έχει αποτυπωδεί στο

πρόσωπό του, στο κορμί του ολόκληρο.

«0 κύριος Σάτα έκανε ένα σχέδιο για μια ζώνη κιμονό και δα ήδελε να την υφάνουμε εμείς», είπε ο πατέρας.

«Α, μάλιστα!» απάντησε ο Χιντέο.

Η φωνή του δεν ήταν ενδουσιώδης.

«Είναι σπουδαία δουλειά και δα προτιμούσα να την υφά­

νεις εσύ παρά εγώ».

«Είναι για την κόρη σας η ζώνη, για την Κιέκο;»

Και το ωχρό πρόσωπο του Χιντέο στράφηκε για πρώτη

φορά προς τον Σάτα.

Για κάτοικο της Πρωτεύουσας ο γιος του κάδε άλλο παρά

κοινωνικός ήταν.

55

Page 56: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ο Χιντέο δουλεύει από το πρωί και είναι λίγο κουρασμέ­

νος», είπε ο πατέρας για να δικαιολογήσει την κατάσταση.

Ο Χιντέο παρέμεινε σιωπηλός.

«Αν δεν αφιερωfiείς στη δουλειά όπως αυτός, δεν κατα­

φέρνεις τίποτα», είπε ο Τακιχίρο προσπα{)ώντας να φανεί ά­

νετος.

«Ασχολούμαι με μια ζώνη που δεν αξίζει τίποτα και μου

έχει ζαλίσει το μυαλό, συγχωρήστε με», χαμήλωσε τα μάτια ο

Χιντέο.

«Φυσικά. Αν δεν αφιερωfiεί ο υφαντουργός, δεν είναι κα­

λός υφαντουργός», υπερ{)εμάτισε ο Τακιχίρο κουνώντας το

κεφάλι.

«Ακόμα κι αν πρόκειται για ένα προ'ίόν συνηfiισμένο, της

σειράς, από τη στιγμή που έχει πάνω τη φίρμα μας, εμείς πρέ­

πει να είμαστε συνεπείς», συγκατένευσε ο Χιντέο.

«Χιντέο!» έγινε πιο απότομη η φωνή του πατέρα του. «Η

ζώνη του κυρίου Σάτα είναι άλλη περίπτωση. Πήγε σε μονα­

στήρι στο Σάγκα για να φτιάξει αυτή τη ζώνη. Δεν είναι για

πούλημα».

«Α, ναι; Σε μοναστήρι του Σάγκα;»

«Ζήτησέ του λοιπόν το σχέδιο».

«Ναι».

Ο Τακιχίρο ένιωσε aπογοητευμένος από τη συμπεριφορά

του Χιντέο και όλος ο ενfiουσιασμός με τον οποίο είχε σπεύ­

σει στο μαγαζί του Οτόμο είχε εξανεμιστεί. Ξετύλιξε το σχέ­

διο μπροστά στον Χιντέο.

« ... »

«Υ π άρχει κανένα πρόβλημα;» ρώτησε διστακτικά ο Τακιχίρο.

« ... »

Αμίλητος ο Χιντέο κοιτούσε.

«Κάποιο πρόβλημα;»

« ... »

Μπροστά στην πεισματική σιωπή του γιου του ο Σόσουκε

δεν κρατή{)ηκε άλλο:

«Χιντέο, απάντησε επιτέλους, δε βλέπεις ότι είσαι ανάγω­γος;»

s6

Page 57: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Το ξέρω».

Πεισματωμένος ξανακατέβασε το κεφάλι.

«Εγώ είμαι τεχνίτης, κοιτάζω λοιπόν το σχέδιο που μου

δείχνει ο κύριος Σάτα. Δεν είναι δουλειά που μπορείς να την

πάρεις στα αστεία. Είπατε ότι είναι μια ζώνη κιμονό για τη

δεσποινίδα Κιέκο;»

«Μα ναι, το 'παμε!» έσπευσε να συμφωνήσει ο πατέρας

του, που τον έφερνε σε δύσκολη δέση η ασυνήδιστη στάση

του Χιντέο.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

Ο τόνος του Τακιχίρο είχε γίνει κι αυτός σκληρός.

«Μα όχι, όλα δα πάνε μια χαρά», είπε ήρεμα ο Χιντέο. «Δεν

είπα ότι υπάρχει πρόβλημα».

«Τα χείλια σου δεν το λένε, αλλά το λένε τα μάτια σου».

«Αλήδεια;»

«Τώρα σ' αρέσει;»

Ο Τακιχίρο, τεντώνοντας το κορμί του, χαστούκισε τον Χι­

ντέο, που δεν έκανε τίποτα για να αποφύγει το χτύπημα.

«Χτυπήστε με όσο δέλετε. Σε καμιά περίπτωση δε δα πι­

στέψω ότι το σχέδιό σας είναι άσχημο».

Ήταν άραγε επειδή τον είχε χτυπήσει; Πάντως το πρόσω­

πο του Χιντέο ήταν ξαναμμένο.

Ο Χιντέο, μολονότι ήταν αυτός που δέχτηκε το χτύπημα, α­κούμπησε τις παλάμες του στο έδαφος και ζήτησε συγνώμη.

Ούτε που ακούμπησε το χέρι στο μάγουλό του, που είχε γί­

νει κατακόκκινο.

«Παρακαλώ, συγχωρήστε με, κύριε Σάτα ... » « ... »

«Μπορεί να έχετε tJυμώσει, αλλά αυτή τη ζώνη ttέλω να την

υφάνω εγώ».

«Σύμφωνοι. Εξάλλου αυτό είχα έρttει να σου ζητήσω».

Ο Τακιχίρο προσπά{}ησε να ξαναβρεί την ηρεμία του.

«Κι εγώ σου ζητώ συγνώμη. Στην ηλικία μου να tJυμώσω

τόσο πολύ; Α, όχι, δεν είναι σωστό! Με πονάει και το χέρι μου!»

57

Page 58: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Θα μπορούσα να σας δανείσω το δικό μου. Το χέρι του

υφαντουργού είναι πιο σκληραγωγημένο».

Οι δυο άντρες άρχισαν να γελούν. Ωστόσο στο βά{}ος της

ψυχής του κάτι στενοχωρούσε ακόμα τον Τακιχίρο:

«Πάνε χρόνια που δεν έχω χτυπήσει άν{}ρωπο. Ούτε που

&υμάμαι να 'χω κάνει ποτέ τέτοιο πράγμα. Εντάξει, ας πούμε

ότι συγχώρεσες την πράξη μου. Όμως ttέλω να μάttω, Χιντέο,

γιατί έκανες τέτοια μούτρα βλέποντας το σχέδιό μου. Θα

μου απαντήσεις ειλικρινά;»

«Ναι».

Το πρόσωπο του Χιντέο σκοτείνιασε πάλι:

«Είμαι ένας απλός νεαρός υφαντουργός, οι τεχνίτες δεν α­

ντιλαμβάνονται τόσο καttαρά τα πράγματα. Απομονω{}ήκατε

σε μοναστήρι στο Σάγκα γι' αυτή τη δουλειά;»

«Ναι. Και σήμερα επιστρέφω στο μοναστήρι. Για δεκαπέ­

ντε μέρες περίπου».

«Μην ξαναπάτε!» είπε ο Χιντέο ορμητικά. «Γυρίστε σπίτι

σας!»

«Σπίτι μου δεν έχω ησυχία».

«Είναι πολύ ωραίο το σχέδιο για τη ζώνη, αλλά, να, είναι

τόσο χαρούμενο, τόσο λαμπερό, τόσο μοντέρνο, που παρα­

ξενεύτηκα. Αυτό δεν μπορεί να είναι του κυρίου Σάτα! Μα

πώς μπορέσατε να κάνετε κάτι τέτοιο; Και μετά το κοιτούσα

πιο προσεκτικά ... »

« ... »

«Σε ttαμπώνει, σε γοητεύει, αλλά η καρδιά δε μετέχε,ι. Έχει

κάτι, πώς να το πω, κάτι καταστροφικό, νοσηρό ... »

Ο Τακιχίρο χλόμιασε και τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν.

Δεν μπόρεσε να αρttρώσει λέξη.

«Στο ttλιβερό εκείνο μοναστήρι {}α πρέπει να υπάρχουν α­

λεπούδες και κουνάβια* και μπορεί να μπήκαν μέσα σας».

«Χμ!» έκανε ο Τακιχίρο τραβώντας προς το μέρος του το

σχέδιο και άρχισε να το μελετά. «Αυτό που είπες είναι σωστό.

* Στην Ιαπωνία οι αλεπούδες και τα κουνάβια -δεωρούνται καταραμένα ζώα.

ss

Page 59: Κιότο - Yasunari Kawabata

Παρά την ηλικία σου, ξεχωρίζεις. Ευχαριστώ πολύ ... Θα το σκεφτώ, {)α ξανακάνω το σχέδιό μου».

Μόλις τα είπε αυτά, δίπλωσε το σχέδιο και το εξαφάνισε

βιαστικά μέσα στο άνοιγμα του κιμονό του.

«Μα όχι, κι έτσι όπως είναι, είναι υπέροχο ... Όταν ftα 'ναι έτοιμη, η ζώνη {)α δίνει εντελώς διαφορετική εντύπωση. Εξάλ­

λου ανάμεσα στα δικά σας χρώματα και στα χρώματα των

κλωστών ... »

«Ευχαριστώ, Χιντέο. Θα βάλεις τις πιο ζεστές αποχρώσεις

της συμπά{)ειας που νιώftεις για την κόρη μου;»

Με το που είπε αυτές τις λέξεις, χαιρέτησε με μια ανάλα­

φρη κίνηση κι εξαφανίστηκε πίσω από την εξώπορτα.

Δυο βήματα πιο πέρα έτρεχε ένα μικρό ρυάκι, ένα από τα

πολλά ρυάκια που υπάρχουν στο Κιότο, και χυνόταν στο πο­

τάμι, εκεί που τα χορτάρια λύγιζαν πάνω από το νερό. Ο

άσπρος τοίχος σχεδόν πάνω στην όχθη ftα 'ταν σίγουρα ο

τοίχος του σπιτιού του Οτόμο.

Σκεπασμένος με το κιμονό του, ο Τακιχίρο έκανε το σχέ­

διό του μπάλα και το πέταξε στο ποτάμι.

«Τι ftα 'λεγες να ερχόσουν με την κόρη μας να δούμε τα λου­

λούδια στο Ομούρο;>>

Αυτό το αναπάντεχο τηλεφώνημα από το Σάγκα άφησε

κατάπληκτη τη Σίγκε. Ούτε που {Jυμόταν ποια ήταν η τελευ­

ταία φορά που είχαν πάει μαζί με το σύζυγό της να δουν τα

λουλούδια.

«Κιέκο! Κιέκο!» φώναξε την κόρη της η Σίγκε σαν να της

ζητούσε βοήftεια. «0 πατέρας σου στο τηλέφωνο, έλα ένα λεπτό!>>

Η Κιέκο ήρtJε και, αγκαλιάζοντας τη μητέρα της από τους

ώμους, πήρε το ακουστικό:

«Ναι, {)α έρ{)ω με τη μαμά. Περίμενέ μας στο αναψυκτήριο

μπ'ροστά απ' το μοναστήρι Ν ινάτζι. Ναι, όσο γίνεται πιο γρή­γορα».

59

Page 60: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η Κιέκο κατέβασε το ακουστικό και χαμογέλασε στη μητέ­

ρα της.

«Θέλει να πάμε να δούμε τα λουλούδια, έτσι δεν είναι;»

«Φαντάσου, για να σκεφτεί να μας κάνει αυτή την πρότα­

ση ... »

«Φαίνεται ότι είναι η εποχή που ανδίζουν οι κερασιές του

Ο μούρο».

Η Κιέκο, σφίγγοντας πάνω της τη μητέρα της, που εξακο­

λου'δούσε να είναι αναποφάσιστη, βγήκε από το μαγαζί. Η

μητέρα έδειχνε ακόμα δύσπιστη.

Α ν και βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, οι κερασιές του Ο­

μούρο με τα διπλά λουλούδια ανδίζουν αργά - ύστατη ανα­

λαμπή των λουλουδιών της Πρωτεύουσας.

Μόλις πέρασαν τη μεγάλη πύλη του μοναστηριού Ν ινάτζι,

είδαν αριστερά ένα δασάκι με κερασιές που έμοιαζε με πί­

δακα λουλουδιών. Ο Τακιχίρο φώναξε:

«Α, όχι, αυτό πάει πολύ!»

Παράλληλα στη δεντροστοιχία, λοξά από το δασάκι με τις

κερασιές, είχαν τοπο'δετήσει στη σειρά μεγάλους πάγκους,

όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος έπιναν, τραγουδούσαν, έ­

καναν φασαρία, γινόταν πανδαιμόνιο. Γριές χωριάτισσες χό­

ρευαν χαρούμενα, ενώ μεttυσμένοι άντρες ροχάλιζαν και έ­

πεφταν από τους πάγκους.

«Κοιτάξτε χάλια!» είπε ο Τακιχίρο με ύφος αηδιασμένο.

Δεν κά'δισαν κάτω απ' τα ανδισμένα δέντρα. Εξάλλου από

πολύ καιρό οι κερασιές του Ομούρο τούς ήταν γνώριμες.

Από το δασάκι που έκλεινε τον κήπο, ανέβαινε καπνός:

Έκαιγαν τα σκουπίδια που είχαν αφήσει οι επισκέπτες.

«Πάμε κάπου αλλού, κάπου πιο ήσυχα, ε, Σίγκε;» είπε ο

Τακιχίρο.

Ήταν έτοιμοι να γυρίσουν πίσω. Απέναντι από το δασάκι

με τις κερασιές, κοντά σ' έναν πάγκο, κάτω από τη σκιά ενός

μεγάλου πεύκου, έξι επτά Κορεάτισσες με τις τοπικές τους

ενδυμασίες χόρευαν χορούς της πατρίδας τους κάτω απ'

6ο

Page 61: Κιότο - Yasunari Kawabata

τους ήχους του ταμπούρλου. Εδώ όλα ήταν φινετσάτα. Μέσα

στο γαλαζοπράσινο των πεύκων ξεχώριζαν μερικές αγριοκε­

ρασιές.

Η Κιέκο σταμάτησε και κοίταξε τις Κορεάτισσες που χό­

ρευαν.

«Πατέρα», είπε, «Καλύτερα να πάμε σ' ένα πιο ήσυχο μέ­

ρος. Τι {}α 'λεγες για το Βοτανικό Κήπο;»

«Γιατί όχι; 'Α μα δεις τις κερασιές του Ο μούρο, έχεις εξο­

φλήσει τις υποχρεώσεις σου στην άνοιξη!»

Ο Τακιχίρο πέρασε την πύλη και σταμάτησε ένα ταξί.

Από τον Απρίλιο ο κήπος ήταν ανοιχτός στο κοινό κι έτσι

από το σταtJμό του Κιότο έφευγαν τώρα πάρα πολλά τραμ

για το Βοτανικό Κήπο.

«Αν έχει πολύ κόσμο στο Βοτανικό Κήπο, δα πάμε να

περπατήσουμε λίγο στις όχtJες του Κάμο», είπε ο Τ ακιχίρο

στη Σίγκε.

Το αυτοκίνητο έτρεχε τώρα σε μια περιοχή με αρκετό πρά­

σινο. 'Α μα τα σπίτια είναι παλιά, με ξεtJωριασμένα από το

χρόνο χρώματα, τονίζεται πιο πολύ το πράσινο χρώμα των

φυτών, πράγμα που δε συμβαίνει όταν τα κτήρια είναι και­

νούρια.

Από τη δεντρόφυτη λεωφόρο που οδηγούσε στην πύλη,

έβλεπες μπροστά σου να απλώνεται ο Βοτανικός Κήπος, a­χανής μέσα στο φως. Αριστερά ήταν τα φράγματα του Κάμο.

Η Σίγκε έβαλε τα εισιτήρια στη ζώνη του κιμονό της.

Μπροστά στο τοπίο που απλωνόταν μπροστά της, ένιωtJε το

στήtJος της να φουσκώνει. Από τη συνοικία τους, μια εμπορι­

κή συνοικία, έβλεπε μονάχα μια άκρη του βουνού τις λίγες

φορές που έβγαινε στο δρόμο

Μπήκαν στον κήπο. Ακριβώς απέναντι, γύρω από ένα σι­

ντριβάνι, άνtJιζαν μερικές τουλίπες.

«Το τοπίο μοιάζει σαν να έχουμε φύγει μακριά από το Κιό­

τΌ! Τώρα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι Αμερικανοί έφτιαξαν

εδώ τα σπίτια τους», παρατήρησε η Σίγκε.

«Λίγο πιο κάτω τα έχτισαν, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τακιχίρο.

61

Page 62: Κιότο - Yasunari Kawabata

Πλησίασαν στο σιντριβάνι. Παρόλο που η ανοιξιάτικη αύ­

ρα ήταν ανεπαίσδητη, μικρές μικρές σταγονίτσες χόρευαν

στον αέρα. Λίγο πιο πέρα, αριστερά, είχαν κατασκευάσει ένα

αρκετά μεγάλο δερμοκήπιο με σιδερένιο σκελετό και γυάλινο

δόλο. Έμειναν να κοιτάζουν τα τροπικά φυτά έξω απ' την

τζαμαρία, αλλά δεν μπήκαν μέσα. Δεξιά απ' το δρόμο κάτι

μεγάλα δέντρα, κρυπτομουριές των Ιμαλα'ί<uν, έβγαζαν τα

μπουμπούκια τους. Τα χαμηλότερα κλαδιά αναπαύονταν

ξαπλωμένα στο έδαφος. Τα δέντρα αυτά είναι κωνοφόρα, αλ­

λά τα φύλλα τους δε t1υμίζουν καδόλου βελόνες. Αντίδετα με

τα ρητινοφόρα της Σιβηρίας, δεν πρόκειται για φυλλοβόλα

πεύκα. Πώς λοιπόν να μη σκεφτείς ότι το μπουμπούκιασμά

τους μοιάζει με όνειρο;

«0 Οτόμο και ο γιος του δε με εξυπηρέτησαν», πέταξε ξαφνικά ο Τακιχίρο. «Στη δουλειά ξεπερνάει τον πατέρα του,

η ματιά του είναι πολύ διεισδυτική».

Ο Τακιχίρο μονολογούσε, αλλά φυσικά ούτε η Σίγκε ούτε η

Κιέκο ήξεραν για τι πράγμα μιλούσε.

«Είδες τον Χιντέο;» ρώτησε η Κιέκο.

«Λένε ότι είναι άξιος υφαντουργός», πρόσδεσε η Σίγκε.

Ένα πράγμα που απεχδανόταν πάντα ο Τακιχίρο ήταν να

τον διακόπτουν με ερωτήσεις όταν μιλούσε.

Προσπέρασαν το σιντριβάνι από δεξιά και έφδασαν στην

άκρη της αλέας. Στ' αριστερά φαίνεται ότι υπήρχε κάτι σαν

παιδική χαρά, γιατί ακούγονταν φωνές στον αέρα και στο

γρασίδι ήταν πεταμένα ένα σωρό μικρά σακίδια.

Ο Τακιχίρο και η οικογένειά του έστριψαν δεξιά, κάτω από

τη σκιά των δέντρων. Αμέσως μετά βρέt}ηκαν στα παρτέρια

με τις τουλίπες. Τα λουλούδια αυτά ήταν τόσο ωραία τώρα

που άνt1ιζαν, που η Κιέκο έβγαλε ένα επιφώνημα δαυμα­

σμού. Παντού έβλεπες κόκκινες, κίτρινες, άσπρες, μαύρες

και μενεξεδένιες, στο χρώμα της καμέλιας, τουλίπες και μεγά­

λους ανοιγμένους κάλυκες.

«Α, τώρα καταλαβαίνω γιατί έχω πάντα στο μυαλό μου

τουλίπες, όταν σχεδιάζω καινούρια κιμονό. Νόμιζα ότι ήταν

λάδος αλλά ... »

62

Page 63: Κιότο - Yasunari Kawabata

Ο Τακιχίρο άφησε να του ξεφύγει ένας στεναγμός.

«Αν τα χαμηλά κλαδιά της κρυπτομουριάς με τα καινούρια

μπουμπούκια δυμίζουν την ανοιχτή ουρά του παγονιού, με τι

μπορούμε να συγκρίνουμε αυτές τις τουλίπες με τις τόσες

αποχρώσεις, που α-νθίζουν μπροστά στα μάτια μας;» αναρω­

τιόταν ο Τ ακιχίρο καδώς τις κοιτούσε.

Είχε την εντύπωση ότι το χρώμα των λουλουδιών έβαφε

τον αέρα και έριχνε τις aνταύγειες του στα βάt}η του κορ­

μιού του.

Η Σίγκε, σε κάποια απόσταση από τον άντρα της, στεκό­

ταν πλάι στην κόρη της, που της άρεσαν όλα αυτά αλλά δεν

το 'δειχνε.

«Μαμά, λες αυτοί οι άνδρωποι μπροστά στο παρτέρι με τις

άσπρες τουλίπες να βρίσκονται εκεί για το μι-άι;>~.~r ψιWρισε η

Κιέκο στο αυτί της μητέρας της.

«Έτσι μου φαίνεται».

«Μην τους κοιτάζεις έτσι, μαμά», και τράβηξε τη μητέρα

της απ' το μανίκι.

Μπροστά απ' τα παρτέρια με τις τουλίπες υπήρχε μια λι­

μνούλα με κυπρίνους.

Ο Τακιχίρο σηκώt}ηκε απ' τη δέση του και άρχισε να περ­

πατάει κοιτώντας από κοντά τις τουλίπες. Σκυμμένος παρα­

τηρούσε εξεταστικά τα λουλούδια. Ξαναγύρισε στις δυο γυ­

ναίκες.

«Είναι αλήδεια ότι τα λουλούδια που μας έχουν έρδει από

τη Δύση είναι εντυπωσιακά, αλλά γρήγορα τα βαριέσαι. Εγώ

προσωπικά προτιμώ ένα δάσος από μπαμπού».

Η Σίγκε κι η Κιέκο σηκώt}ηκαν.

Τα χωράφια με τις τουλίπες σχημάτιζαν ανισόπεδα επίπε­

δα, που περιστοιχίζονταν από δέντρα. --«Κιέκο, ο Βοτανικός Κήπος είναι δυτικού τύπου;» ρώτησε

ο πατέρας της.

* «Συνάντηση>> δύο νέων που σκοπεύουν να παντοευτούν. Όταν ο νάμοc έrει κανονιστεί από τις οικογένειες ή με κάποιο συνοικέσιο, το έ&ιμο απαιτεί να

συναντιόνται οι μελλόνυμφοι μ' αυτό τον τρόπο μία ή περισ:σ<)τερες φορές.

Page 64: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Αυτό δεν το ξέρω, μπορεί...» απάντησε η Κιέκο και αμέ­

σως πρόσδεσε: «Σε παρακαλώ, ας μείνουμε λίγο, για τη μα­

μά».

Ο Τακιχίρο είχε ξαναρχίσει να περπατάει μέσα απ' τα δέ­

ντρα με ύφος δυσαρεστημένο, όταν τον φώναξαν:

«Σάτα; Μα ναι, είναι ο Σάτα!»

«Οτόμο, α, για κοίτα. Είναι κι ο Χιντέο μαζί σου!» έκανε ο

Τακιχίρο. «Πώς και βρε-θήκατε εδώ;»

«Α! Μα και για μένα είναι παράξενο! Πού να το περιμένω

ότι {}α σε βρω εδώ!»

Ο Οτόμο υποκλί{}ηκε βα'διά.

«Μου αρέσει αυτή η δεντροστοιχία με τα καμφορόδεντρα,

περίμενα με τόση λαχτάρα να ξανανοίξει ο κήπος! Υπάρχουν

καμφορόδεντρα πάνω από πενήντα εξήντα ετών κι εγώ περ­

νάω ανάμεσά τους απαλά, τόσο απαλά ... » Ο Οτόμο έσκυψε το κεφάλι:

«Χ'δες ο γιος μου φέρ{}ηκε aνόητα».

«Δεν πειράζει, νέος είναι, είναι φυσικό».

<~Ήρ'δες από το Σάγκα;»

«Ν α ι, από το Σάγκα. Η Σίγκε και η Κιέκο ήρ'δαν από το

σπίτι>>.

Ο Σόσουκε πλησίασε τις δυο γυναίκες για να τις χαιρετή­

σει.

«Χιντέο, ποια είναι η γνώμη σου για τις τουλίπες;» ρώτησε

αρκετά ξερά ο Τακιχίρο.

«Τα λουλούδια είναι ζωντανό πράγμα», είπε επι'δετικά ο

Χιντέο.

«Σίγουρα, σ' το υπογράφω μάλιστα, έχουν αρχίσει όμως να

με κουράζουν. Είναι τόσο πολλά ... » Ο Τακιχίρο έστρεψε αλλού το βλέμμα του:

Τα λουλούδια έχουν ζωή. Ζωή σύντομη, που όμως δεν περ­

νάει απαρατήρητη. Τα χρόνια πάνε κι έρχονται, μπουμπούκια

ανοίγουν - αυτή όμως είναι η φύση ... Κι αυτή τη φορά ο Τακιχίρο ένιωσε να προσβάλλεται από

τα λόγια του Χιντέο.

«Νομίζεις ότι δεν ξέρω να βλέπω; Τα υφάσματα ή οι ζώνες

Page 65: Κιότο - Yasunari Kawabata

με ζωγραφισμένες τουλίπες δεν είναι του γούστου μου, αν

όμως τις έχει ζωγραφίσει ένας μεγάλος ζωγράφος, τότε, είτε

είναι τουλίπες είτε οτιδήποτε άλλο, το σχέδιο 'δα παραμείνει

στην αιωνιότητα», είπε ο Τακιχίρο κοιτάζοντας αλλού. «Το ίδιο

συμβαίνει και με τα παλιά υφάσματα. Υπάρχουν υφάσματα

που είναι πιο παλιά απ' την παλιά Πρωτεύουσα. Τόσο ωραία

υφάσματα σαν αυτά δε 'δα βρε'δεί ούτε ένας να φτιάξει. Το

πολύ πολύ, να τα αντιγράψουν».

« ... »

«Πάρε αυτά τα δέντρα, που έχουν κι αυτά τη δική τους

ζωή. Μερικά είναι πιο παλιά από την Πρωτεύουσά μας. Ή

κάνω λά'δος;»

«Δεν ήfiελα να 'δέσω ένα τόσο δύσκολο ζήτημα. Ένας υφα­

ντουργός που πέφτει με τα μούτρα καt)ημερινά στη δουλειά

δε σκέφτεται τόσο πολύπλοκα».

Ο Χιντέο έσκυψε το κεφάλι.

«Κοιτάξτε, η κόρη σας, η Κιέκο, αν στεκόταν πλάι στα α­

γάλματα του Μιρόκου, του Σουγκούτζι ή του Κοριούτζι, 'δα

ήταν πολύ πιο όμορφη από αυτά!»

«Της το λες για να την ευχαριστήσεις; Είναι λά'δος να κά­

νεις τέτοιες συγκρίσεις. Έλα, Χιντέο, ξέρεις καλά ότι και η

κόρη μου σύντομα 'δα είναι γριά. Ν α ι, ναι, πολύ σύντομα»,

απάντησε ο Τακιχίρο.

«Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έλεγα ότι οι τουλίπες έχουν

τη δική τους ζωή».

Η φωνή του Χιντέο έγινε πιο ορμητική:

«Το διάστημα της ανfiοφορίας τους είναι τόσο μικρό! Όλη

τους η δύναμη πηγαίνει aτα άνt)η τους. Τώρα είναι η εποχή

τους, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, δίκιο έχεις», έκανε ο Τακιχίρο γυρνώντας προς τον

Χιντέο.

«Ούτε κι εγώ μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να φτιά­

χνει ζώνες που 'δα τις χρησιμοποιούν ακόμα μετά από τρεις

γενιές. Τις φτιάχνω για τώρα ... Έστω για ένα χρόνο, αρκεί να κάνουν καλά τη δουλειά τους».

«Έχεις καλές προ'δέσεις», συγκατένευσε ο Τακιχίρο.

5 Κιότο

Page 66: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Και λοιπόν; Δεν είμαι καλλιτέχνης σαν τον Τατσουμούρα». « ... »

«Όταν έλεγα ότι οι τουλίπες έχουν τη δική τους ζωή, το

έλεγα γιατί το ένιωf}α. Σήμερα τις βλέπω ανδισμένες, αλλά f}α

υπάρχουν σίγουρα δυο τρία πέταλα που έχουν κιόλας πέσει>>.

«Πράγματι>>.

«Το f}έαμα των λουλουδιών που πέφτουν έχει τη γοητεία

του, αν πρόκειται για τη "λευκή δίνη" των κερασολούλου­

δων, αλλά με τις τουλίπες ... » «Όταν τα πέταλα ξεκολλάνε, χάνονται ... » είπε ο Τακιχίρο.

«Όσο για μένα, υπάρχουν τόσο πολλές τουλίπες, που τελικά καταντάνε κουραστικές. Τα χρώματά τους είναι τόσο ζωντα­

νά, που τελικά χάνουν τη ζωντάνια τους. Δε βαριέσαι, γέρασα

φαίνεται>>.

«Ας φύγουμε», είπε ο Χιντέο και έσπρωξε απαλά τον Τα­

κιχίρο. «Μας αρκούν τα σχέδια που μας φέρνουνε για τις ζώ­

νες των κιμονό, ας λείπουν οι ζωντανές τουλίπες! Με αυτά

που μου λέτε, μου ανοίγετε τα μάτια».

Έφυγαν και οι πέντε από τα παρτέρια με τις τουλίπες ανε­

βαίνοντας μια πέτρινη σκάλα. Από τις δυο μεριές της σκάλας

τα ροδόδεντρα του Κιρισίμα πύκνωναν και σχημάτιζαν ένα

είδος φράχτη. Δεν ήταν η εποχή της ανδοφορίας, αλλά το

φύλλωμά τους αναδείκνυε περισσότερο τα χρώματα που

σκόρπιζαν ολόγυρα οι τουλίπες. Στο πάνω μέρος της σκάλας,

δεξιά, υπήρχαν μερικά παρτέρια με παιωνίες. Ούτε κι αυτές

είχαν ανδίσει ακόμα. Καf}ώς αυτός ο χώρος ήταν πολύ πρό­

σφατα διαμορφωμένος, δεν ένιωf}ες και πολύ άνετα. Ανατο­

λικά φαινόταν το βουνό Χιέι.

Από κάf}ε σημείο του κήπου μπορούσες να δεις το Ε"ίζάν,

το Χιγκασιγιάμα και το Κιταγιάμα, όμως μόνο ανατολικά από

το παρτέρι έβλεπες ολόκληρο τον όγκο του Ε"ίζάν.

«Μπορεί να φταίει η καταχνιά, αλλά το Χιέι φαίνεται πιο

χαμηλό, δε νομίζεις;» παρατήρησε ο Σόσουκε.

«Η ανοιξιάτικη καταχνιά, τόσο απαλή ... » σχολίασε ο Τακι-

66

Page 67: Κιότο - Yasunari Kawabata

χίρο κοιτώντας το βουνό. «Ωστόσο δεν έχεις την εντύπωση,

Οτόμο, ότι, όταν έρχεται η καταχνιά, φεύγει η άνοιξη;»

«Ίσως».

«Όταν η ομίχλη γίνεται τόσο πυκνή, η άνοιξη βρίσκεται

στο τέλος της ... » «Ίσως ... » επανέλαβε ο Σόσουκε. «Πώς περνάει ο καιρός!

Και να σκεφτείς ότι δεν πήγαμε να δούμε τα λουλούδια!»

«Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο να δούμε στα λουλούδια».

Οι δυο άντρες περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί. Μετά ο Τα­

κιχίρο είπε:

«Οτόμο, ας γυρίσουμε από τη δεντροστοιχία με τα καμφο­

ρόδεντρα, που τόσο σου αρέσει».

«Ευχαρίστως. Για μένα, και μόνο που περπατάω στη δε­

ντροστοιχία, μου είναι αρκετό. Και σήμερα πάλι, κα'δώς ερχό­

μασταν, περάσαμε από κει αλλά ... »

Ο Σόσουκε στράφηκε προς την Κιέκο:

«Δεσποινίς, 'δα έρ'δετε κι εσείς, δεν είναι έτσι;»

Τα καμφορόδεντρα ένωναν τις άκρες των κλαδιών τους α­

πό τις δυο μεριές της δεντροστοιχίας. Τα φύλλα, που κάλυ­

πταν απ' άκρη σ' άκρη όλα τα κλαδιά, ήταν ακόμα τρυφερά

και λίγο κοκκινωπά. Δε φυσούσε, αλλά σε μερικά σημεία τα

φύλλα τρεμούλιαζαν ανεπαίσ{}ητα.

Περπατούσαν αργά και οι πέντε, αμίλητοι, βυ'δισμένος ο

καftένας στις σκέψεις του, κάτω απ' τη σκιά των δέντρων.

Ο Τακιχίρο έφερνε συνέχεια στο μυαλό του τα λόγια τού

Χιντέο για την κόρη του, που, κατά τα λεγόμενά του, ήταν

ωραιότερη και από τα πιο ραφινάτα αγάλματα του Βούδα

στο Κιότο ή στη Νάρα. Τόσο πολύ λοιπόν είχε ftαμπωftεί ο

Χιντέο από την Κιέκο; «Ωστόσο ... » Η Κιέκο παντρεμένη με τον Χιντέο ... Τι 'δέση {}α είχε στο

εργαστήρι του Οτόμο; Όπως η μητέρα του Χιντέο, που από

το πρωί ως το βράδυ καftόταν μπροστά στην ανέμη;

Ο Τακιχίρο στράφηκε πίσω. Είδε την Κιέκο να συνομιλεί

με ενδιαφέρον με τον Χιντέο ·και κάπου κάπου να επιδοκιμά­ζει τα λόγια του με μια κίνηση του κεφαλιού.

Page 68: Κιότο - Yasunari Kawabata

Και αν ακόμα γινόταν ο «γάμος», ήταν υποχρεωτικό να πά­

ει η Κιέκο να ζήσει με την οικογένεια του Οτόμο; Ο Σάτα

ήταν έτοιμος να δεχτεί τον Χιντέο σαν παιδί του στο σπίτι

τους. Αυτή η σκέψη τον απασχολούσε τώρα. Η Κιέκο ήταν

μοναχοκόρη. Αν έφευγε, η μητέρα της η Σίγκε {}α στενοχω­

ριόταν πολύ. Βέβαια ο Χιντέο ήταν το μεγαλύτερο απ' τα

παιδιά του Οτόμο. Ο Σόσουκε, ο πατέρας του, έλεγε ότι το

χέρι του Χιντέο ήταν πιο σταδερό από το δικό του. Αλλά είχε

και άλλους δυο γιους.

Παρόλο που οι δουλειές του Σάτα πήγαιναν απ' το κακό

στο χειρότερο και το μαγαζί ήταν πια ερείπιο, δεν έπαυε να

είναι ένα κατάστημα χονδρικής στο Ν ακαγιό. Καμιά σχέση

με υφαντουργεία και χειροκίνητους aργαλειούς. Χωρίς ούτε

έναν υπάλληλο, μόνο με την οικογένεια, δεν υπάρχουν πολλά

περιδώρια ανάπτυξης. Έφτανε να δεις την Ασάκο, τη μητέρα

του Χιντέο, ή τη μιζέρια της κουζίνας τους. Στο κάτω κάτω,

παρόλο που ο Χιντέο ήταν πρωτότοκος, ένας σωστός χειρι­

σμός της υπόδεσης δεν απέκλειε την πιδανότητα να αποδε­

χδεί η οικογένειά του την εγκατάστασή του στο σπίτι των

Σάτα.

«Ο Χιντέο είναι πρόσωπο που εμπνέει σιγουριά», είπε ο

Τακιχίρο για να ξαναρχίσει η συζήτηση. «Είναι πολύ νέος,

αυτό είναι αλήδεια, όμως μπορεί κανείς να στηριχτεί επάνω

του».

«Ευχαριστώ», απάντησε ο Σόσουκε με απλότητα. «Όταν

πρόκειται για δουλειά, δίνεται ολόκληρος, αλλά μπροστά

στους άλλους είναι άξεστος ... Μαζί του δεν είσαι ποτέ ήσυ­χος».

«Και δεν πρέπει να είσαι ήσυχος. Ν α, εμένα τώρα τελευ­

ταία όλο με aποπαίρνει. .. » είπε ο Τακιχίρο σαν να χαιρόταν

γι' αυτό.

«Αλή{}εια; Συγχώρεσέ τον. Έτσι είναι ο τύπος του», είπε ο

Σόσουκε χαμηλώνοντας ελαφρά το κεφάλι. «Ό,τι κι αν του

λέει συνεχώς ο πατέρας του, αν ο ίδιος δε συμφωνεί, κάνει

σαν να μην ακούει».

«Έτσι είναι», είπε ο Τακιχίρο με ένα κούνημα του κεφα-

68

Page 69: Κιότο - Yasunari Kawabata

λιού. «Αλλά σήμερα γιατί, διάβολε, έφερες μόνο τον Χιντέο

μαζί σου;»

«Αν έπαιρνα και τα αδέλφια του, οι μηχανές δα σταματού­

σαν. Κι έπειτα, με τέτοιο πεισματάρικο χαρακτήρα που έχει,

σκέφτηκα ότι ο περίπατος στη δεντροστοιχία με τα καμφορό­

δεντρα, που τόσο αγαπώ, δα μπορούσε να τον γλυκάνει λί­

γο ... »

~<Τι όμορφη που είναι η δεντροστοιχία! Ξέρεις, Οτόμο, αν

σήμερα ήρδα στο Βοτανικό Κήπο με τη Σίγκε και την Κιέ­

κο, το χρωστάω στον Χιντέο: Μου μίλησε γι' αυτόν με τόσο

τρυφερά λόγια!»

«Μπα!» είπε ο Σόσουκε δύσπιστα και κοίταξε κατά πρό­

σωπο τον Τακιχίρο: «Σίγουρα ήδελες να δεις την κόρη σου

μέσα στον κήπο ... » «Α, όχι, όχι», αρνήδηκε ο Τακιχίρο.

Ο Σόσουκε κοίταξε γύρω του. Λίγο πιο πίσω περπατούσαν

η Κιέκο και ο Χιντέο και ακόμα πιο πίσω ακολουδούσε η

Σίγκε. Πέρασαν από την πύλη του Βοτανικού Κήπου. Απευ­

δυνόμενος στον Σόσουκε, ο Τακιχίρο είπε:

«Θέλετε να πάρετε το αυτοκίνητο; Το Νισίγιν είναι δυο βή­

ματα από δω. Εμείς ftα περπατήσουμε λίγο στις όχθ-ες του

Κάμο».

Ο Σόσουκε δίσταζε.

«Έλα, πάμε να φύγουμε», είπε ο Χιντέο και βοήftησε τον

πατέρα του να ανέβει στο αυτοκίνητο.

Οι Σάτα έμειναν να παρακολουftούν την αναχώρησή τους.

Ο Σόσουκε κάδε τόσο σηκωνόταν από το κάftισμα και τους

χαιρετούσε με βαftιές υποκλίσεις. Ο Χιντέο -αλλά πώς να το πεις με σιγουριά;- χαιρέτησε με μια απλή κίνηση του κεφα­

λιού.

«Τι παράξενο παιδί!» είπε ο Τακιχίρο και δυμήδηκε ότι τον

είχε χτυπήσει στο πρόσωπο.

Πνίγοντας ένα χαμόγελο, πρόσftεσε:

«Αλήftεια, Κιέκο, μπόρεσες να πεις αυτά που ήftελες με

τον Χιντέο; Θα πρέπει να έχει αδυναμία στα κορίτσια, έτσι

δεν είναι;»

6g

Page 70: Κιότο - Yasunari Kawabata

Με κάποια αμηχανία στο βλέμμα η Κιέκο απάντησε:

«Στη δεντροστοιχία μόνο τον άκουγα. Αλήttεια, δεν ξέρω τι

τον έπιασε, μιλούσε όση ώρα περπατούσαμε με τόση ttέρμη!»

«Ε, του άρεσες ... Δεν το σκέφτηκες; Μου είπε ότι η δε­σποινίς είναι πιο όμορφη κι από τα αγάλματα του Μιρόκου,

του Σουγκούτζι και του Κοριούτζι. Ξαφνιάστηκα, αλλά αυτός

τα λέει κάτι τέτοια!»

Τώρα ήταν η σειρά της Κιέκο να ξαφνιαστεί. Κοκκίνισε

ολόκληρη ως το λαιμό.

«Για ποιο πράγμα μιλήσατε;» ρώτησε ο πατέρας.

«Μιλήσαμε για τη μοίρα των υφαντουργών στις οικοτεχνίες

του Ν ισίγιν».

«Τη μοίρα; Μα ... » είπε σαν να σκεφτόταν κάτι. «Ν α ι, τη μοίρα, μπορεί να φαίνεται περίπλοκο, αλλά στην

πραγματικότητα πρόκειται ακριβώς για μοίρα ... » συνέχισε η Κιέκο.

Βγήκαν από το Βοτανικό Κήπο. Δεξιά ήταν οι πευκόφυ­

τες όχftες του Κάμο. Περνώντας μέσα από τα πεύκα, ο Τακι­

χίρο κατέβηκε πρώτος προς την κοίτη του ποταμού. Στην

πραγματικότητα ήταν μάλλον μια μακρόστενη λουρίδα ακαλ­

λιέργητης γης, όπου φύτρωναν αγριόχορτα.

Ο f}όρυβος του νερού που έπεφτε από το φράγμα έφτασε

ξαφνικά στα αυτιά του.

Πάνω στην τρυφερή χλόη μια ομάδα ηλικιωμένων είχαν α­

πλώσει μπροστά τους το φαγητό τους. Αγόρια και κορίτσια

περπατούσαν πλάι πλάι.

Στην απέναντι όχf}η, κάτω από τον αυτοκινητόδρομο, ο κό­

σμος έκανε τον περίπατό του. Πάνω από τα κλαδιά των κε­

ρασιών, όπου φύτρωναν τα πρώτα φύλλα, υψωνόταν, κυ­

κλωμένη από το Νισιγιάμα, η κορυφή του Ατάγκο. Το Κιτα­γιάμα φαινόταν πολύ κοντινό. Όλη η περιοχή είχε χαρακτη­

ριστεί προστατευόμενος βιότοπος.

«Δεν καδόμαστε;» είπε η Σίγκε.

Κάτω από τη γέφυρα του Κιταότζι φαίνονταν μερικά υφά­

σματα γιούζεν, που στέγνωναν στη χλόη της κοίτης του πο­

ταμού.

70

Page 71: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τι όμορφη που είναι η άνοιξη!» παρατήρησε η Σίγκε πε­

ριφέροντας το βλέμμα της.

«Σίγκε», τη ρώτησε τότε ο Τακιχίρο, <<tι γνώμη έχεις για τον

Χιντέο;»

«Τι εννοείς;»

«Αν τον υιο-θ-ετούσαμε ... » «Μου ζητάς ένα τόσο σοβαρό πράγμα έτσι ξαφνικά;»

«Είναι σταftερός χαρακτήρας».

«Είναι αλήftεια, αλλά δα 'πρεπε να ζητήσουμε και τη γνώμη

της Κιέκο».

«Η Κιέκο πάντα έλεγε ότι ttα μας υπακούει τυφλά».

Ο Τακιχίρο κοίταξε την κόρη του:

«Ε, Κιέκο;»

«Σε τέτοια ftέματα δεν έχει 'δέση ο καταναγκασμός».

Η Σίγκε κοίταξε με τη σειρά της την Κιέκο. Εκείνη έσκυψε

το κεφάλι. Η ανάμνηση του Μιζούκι Σιν-ίχι ξεπήδησε μπρο­

στά στα μάτια της. Ο Σιν-ίχι παιδί, ο Σιν-ίχι σίyκο με βαμμένα

φρύδια, κοκκινάδι στα χείλια και μακιγιαρισμένο πρόσωπο, ντυμένος με κοστούμι της εποχής Χεϊάν, ανεβασμένος στο

άρμα, με ένα μακρύ δόρυ, στη γιορτή Ζιόν. Εκείνη την εποχή

και η Κιέκο ήταν παιδί.

71

Page 72: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 73: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΜΟΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΙΤΑΓΙΑΜΑ

Α ΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΧΕΪΑΝ Η

συνή{)εια έχει επιβάλει στο Κιότο, όταν λένε «βουνό»,

να εννοούν το βουνό Χιέι και, όταν λένε «γιορτή», να

εννοούν τη γιορτή του ποταμού Κάμο.

Η 15η Μα"ίου με τη Γιορτή του Γερανιού είχε ήδη περάσει.

Στην πομπή των «αυτοκρατορικών αγγελιαφόρων» είχε

προστε{)εί από το 1956 η συνοδεία της «Πριγκίπισσας που είναι αφιερωμένη στην Αγνότητα», {)έλοντας να επαναφέ­

ρουν την παράδοση σύμφωνα με την οποία, πριν κλειστεί

στο ιερό, η πριγκίπισσα προβαίνει στον εξαγνισμό του σώμα­

τός της μέσα στα νερά του Κάμο. Μπροστά από την πριγκί­

πισσα πήγαιναν τα παλανκίνα, μέσα στα οποία είχαν πάρει

{)έση οι κυρίες της αυλής τυλιγμένες στα πανωφόρια τους

πίσω της ακολου{)ούσαν οι υπηρέτριες του παλατιού και

πολλές κοπέλες, ενώ εκείνη, φορώντας ένα δωδεκάπτυχο φό­

ρεμα, περιδιάβαινε τους δρόμους, υπό τους ήχους των μου­

σικών της αυλής, πάνω σε μια άμαξα που την έσερναν βόδια.

Η εντυπωσιακή αυτή επίδειξη σε συνδυασμό με το ότι η

πριγκίπισσα ήταν πολύ νέα -έπρεπε να πηγαίνει στο παρ­

{)εναγωγείο- έκαναν την εκδήλωση, παρά την καλαισ{)ησία

της, να φαίνεται υπερβολική.

Μια κοπέλα, συμφοιτήτρια της Κιέκο, είχε επιλεγεί για να

κάνει την πριγκίπισσα. Εκείνη τη φορά η Κιέκο και οι συμ­

φοιτήτριές της ανέβηκαν στο ανάχωμα του ποταμού για να

δουν την πομπή.

Σ' αυτή την Πρωτεύουσα, που 'ναι γεμάτη aρχαίους ναούς

και ιερά, εννοείται ότι δεν περνάει ούτε μια μέρα που να

μη γίνεται κάποια μικρή ή μεγάλη γιορτή. Αν κοιτάξεις το

εορτολόγιο, βλέπεις ότι το Μάιο σχεδόν κά{)ε μέρα είναι και

73

Page 74: Κιότο - Yasunari Kawabata

γιορτή. Προσφορά τσαγιού στους {)εούς, περίπτερα τσαγιού,

υπαίftριες τελετές, aχνιστά τσαγερά και rι:άει λέγοντας.

Πάντως το {)έμα είναι ότι φέτος το Μάιο η Κιέκο είχε χά­

σει τη Γιορτή του Γερανιού. Ο καιρός ήταν πολύ βροχερός -κι έπειτα είχε πάει τόσες φορές από τότε που ήταν παιδί...

Μπορεί τα λουλούδια να είναι πολύ όμορφα, όμως η Κιέκο

ένιωtJε την ίδια ευχαρίστηση να βλέπει τα καινούρια φύλλα

που φύτρωναν και την πρασινάδα. Τα σφεντάμια με τα και­

νούρια φύλλα τους στα περίχωρα του Τακάο αλλά και το

Βακαότζι και οι γειτονιές του της άρεσαν.

Σερβίροντας το τσάι από την καινούρια σοδειά της χρο­

νιάς που τους είχαν στείλει από το Ούτζι, η Κιέκο είπε στη

μητέρα της:

«Μαμά, φέτος ξέχασα εντελώς να πάω στη συγκομιδή του

τσαγιού».

«Προλαβαίνεις, άμα {)έλεις».

«Έχεις δίκιο».

Και στην αλέα με τα καμφορόδεντρα στο Βοτανικό Κήπο

που είχε πάει, ftεωρητικά ήταν αργά, για να μπορέσει να δει

την ομορφιά που πρόσφεραν τα λουλούδια και τα μπουμrι:ού­

κια.

Η φίλη της η Μασάκο της είχε τηλεφωνήσει:

«Κιέκο, τι {)α 'λεγες να πάμε να δούμε τα σφεντάμια στο

Τακάο;» ρώτησε. «Έχει λιγότερο κόσμο αrι:' ό,τι το φtJινόrι:ω­

ρο, που γίνονται κατακόκκινα ... » «Δεν πέρασε η εποχή τους;»

«Εκεί κάνει περισσότερο κρύο απ' ό,τι στην πόλη και φα­

ντάζομαι ότι ftα κρατάνε ακόμα».

«Νομίζεις;» είrι:ε η Κιέκο και σταμάτησε για λίγο. «Ξέρεις,

μετά τις κερασιές του Χε"ίάν ftα 'ταν ωραίο να βλέπαμε τις

κερασιές στο βουνό Σουζάν, αλλά το ξέχασα εντελώς. Αυτά

τα γέρικα δέντρα ... Τώρα βέβαια οι κερασιές τέρμα, t}α 't}ελα όμως να δω τις κρυπτομουριές του Κιταγιάμα. Είναι δυο βή­

ματα από το Τακάο. Όταν βλέπω αυτά τα δέντρα, τόσο ίσια,

τόσο ξεκά{)αρα, η καρδιά μου φτερουγίζει. Θα πάμε; Α, πιο

74

Page 75: Κιότο - Yasunari Kawabata

πολύ ttέλω να δω τις κρυπτομουριές του Κιταγιάμα παρά τα

σφεντάμια».

Στο ναό του Ζινγκότζι στο Τακάο και ακόμα πιο ψηλά, στο Μακινόο, στο ναό του Σαϊμιότζι, και μετά στο ναό του Κοζά­

ντζι στο Τογκανόο η Κιέκο και η Μασάκο, καδώς περνού­

σαν, -/Jαύμαζαν το πράσινο φύλλωμα των σφενταμιών.

Για το Ζινγκότζι και το Κοζάντζι η ανηφόρα είναι απότο­

μη. Με τα καλοκαιρινά της ρούχα, το ανάλαφρο φόρεμα και

τα ίσια παπούτσια η Μασάκο δεν είχε καμιά δυσκολία. «Αλλά

η Κιέκο με κιμονό;» αναρωτιόταν, καttώς της έριχνε κλεφτές

ματιές. Παρ' όλα αυτά, η Κιέκο δεν έδειχνε να υποφέρει.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»

«Είναι τόσο όμορφο αυτό που βλέπω!»

«Είναι τόσο όμορφο;»

Η Κιέκο σταμάτησε και, με τα μάτια στραμμένα στον πο­

ταμό Κιγιοτάκι στο βά{)ος, είπε:

«Νόμιζα ότι δε -δα μπορούσαμε να ανασάνουμε από την

πυκνή βλάστηση. Εδώ όμως είναι όλο άπλα, έτσι;»

«Εννοούσα ... » έπνιξε ένα γέλιο η Μασάκο, «εγώ εννοούσα εσένα».

« .•. »

«Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τόσο όμορφα κορίτσια;»

«Έλα τώρα».

«Αυτό το σκούρο κιμονό μέσα σε τόσο πράσινο αναδεικνύ­

ει την ομορφιά σου. Αν φορούσες πολύχρωμο κιμονό, ttα ή­

ταν πολύ κραυγαλέο ... »

Η Κιέκο φορούσε ένα σκούρο μοβ κιμονό. Η ζώνη ήταν

από βαμβακερό πολύχρωμο ύφασμα που ο πατέρας της είχε

κόψει για την ίδια.

Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα. Τη στιγμή που η Μασάκο της

μιλούσε, η Κιέκο σκεφτόταν το ανεπαίσ{)ητο κόκκινο χρώμα

στα μάγουλα της Τάιρα νο Σιγκεμόρι, που το πορτρέτο της,

κα-/Jώς και το πορτρέτο του Μιναμότο νο Γιοριτόμο, φυλάσ-

75

Page 76: Κιότο - Yasunari Kawabata

σεται στο Ζινγκότζι και το οποίο ο Αντρέ Μαλρό κατέτασσε

μεταξύ των ωραιοτέρων έργων ζωγραφικής στον κόσμο.

Στο Κοζάντζι η Κιέκο 'δαύμαζε από το μεγάλο πλάτωμα

του Σεκινσούι-ιν την κορυφογραμμή του απέναντι βουνού.

Όπως 'δαύμαζε και τον πίνακα που βρισκόταν εκεί και που

παρουσίαζε τον σεβάσμιο Μιόε, τον κτήτορα του ναού, σε

στάση περισυλλογής μέσα στο φύλλωμα ενός δέντρου. Πλάι

στο τοκόvο μα υπήρχε μια αναπαράσταση του κυλίνδρου με

τις «διασκεδαστικές σκηνές από το ζωικό κόσμο». Πάνω στο

πλάτωμα τα δυο κορίτσια ήπιαν το τσάι που πρόσφερε ο ίδιος

ο ναός.

Η Μασάκο δεν είχε πάει ποτέ πέρα από το Κοζάντζι. Εκεί

σταματούν όλοι οι τουρίστες.

Η Κιέκο 'δυμόταν ότι πήγαινε μέχρι το βουνό με τον πατέ­

ρα της για να 'δαυμάσει τα λουλούδια και ότι μάλιστα είχε

μαζέψει και κάτι σπαράγγια που ο μίσχος τους ήταν μακρύς

και σαρκώδης. Όποτε ανέβαινε στο Τακάο, έστω και μόνη,

πήγαινε πάντα στο χωριό με τις κρυπτομουριές. Σήμερα το

χωριό αυτό είναι πια συνοικία της πόλης, «η βόρεια περιφέ­

ρεια του Κιταγιάμα-χο, Ν ακαγκάβα». Αλλά με τα εκατόν εί­

κοσι, εκατόν τριάντα σπίτια του μάλλον χωριό έπρεπε να το

λένε ακόμα.

«Εγώ πηγαίνω εκεί πάντα με τα πόδια. Τι λες; Περπατάμε;»

ρώτησε η Κιέκο. «0 δρόμος είναι τόσο όμορφος!» Το βουνό, απόκρημνο, κατέληγε στις όχ'δες του Κιγιοτάκι.

Μετά έβλεπες το {}αυμάσιο δάσος με τις κρυπτομουριές. Υ­

ψώνονταν κά'δετες, και με μια ματιά έβλεπες την αvftρώπινη

φροντίδα. Οι «κορμοί του Κιταγιάμα», πολύ γνωστοί στους

αρχιτέκτονες, προέρχονταν όλοι απ' αυτό το χωριό.

Μια ομάδα γυναικών που έβγαζαν τα αγριόχορτα του δά­

σους και που μάλλον έκαναν τώρα το απογευματινό τους

διάλειμμα κατέβαινε μέσα από το δάσος.

Η Μασάκο πάγωσε, καδώς κοίταξε επίμονα μια από τις

κοπέλες.

«Κιέκο, μοιάζεις πολύ μ' αυτό το κορίτσι. Μοιάζετε σαν

δυο σταγόνες νερό, βλέπεις;»

Page 77: Κιότο - Yasunari Kawabata

Το κορίτσι φορούσε μια μπλε στολή εργασίας με κοντά μα­

νίκια, που τα κρατούσε ανασηκωμένα με κορδόνια, φαρδύ

παντελόνι σφιγμένο κάτω από μια ποδιά, γάντια που άφηναν

ελεύfiερα τα δάχτυλα και φορούσε μαντίλι. Η ποδιά τύλιγε

ολόκληρη τη μέση και είχε ανοίγματα στα πλάγια. Τα κορδό­

νια στους ώμους και η λεπτή ζώνη, που μόλις φαινόταν στο

ύψος της μέσης, έμοιαζαν με κόκκινα σημάδια. Οι υπόλοιπες

κοπέλες ήταν ντυμένες με τον ίδιο τρόπο. Η εμφάνισή τους

Ούμιζε γυναίκες της Οχάρα ή του Σιρακάβα, μόνο που αυτές

εδώ δεν πήγαιναν στην πόλη για να κάνουν εμπόριο, απλώς

φορούσαν τα ρούχα που χρησιμοποιούνται για τη δουλειά

στο βουνό. Έτσι ντύνονται σ' αυτά εδώ τα μέρη οι γυναίκες

που δουλεύουν στα χωράφια και τα βουνά.

«Στ' αλήfiεια σου μοιάζει. Κοίτα την καλά. Δε σου φαίνεται

παράξενο, Κιέκο;» επέμεινε η Μασάκο.

«Ε, ναι», ~κανε η Κιέκο ρίχνοντας μια βιαστική ματιά. «Εσέ-

να όλα σου φαίνονται ωραία».

«Ωραία; Μα τι λες! Είναι στ' αλήfiεια όμορφο κορίτσι. .. »

«Όσο για την ομορφιά της, είναι πράγματι όμορφη αλλά ... » «Θα 'λεγε κανείς ότι έχετε το ίδιο αίμα ... » «Πάλι τα ίδια άρχισες;»

Ακούγοντάς την, η Μασάκο έπνιξε τα γέλια της και πρό­

σδεσε:

«Καμιά φορά βλέπεις ανfiρώπους που μοιάζουν, αλλά σε

τέτοιο βαfiμό είναι τρομερό».

Το κορίτσι και οι υπόλοιπες κοπέλες δεν έδωσαν καμιά

σημασία στην Κιέκο και τη φίλη της και συνέχισαν το δρόμο

τους. Φορούσε στα μαλλιά ένα μαντίλι που έφfiανε χαμηλά

στο μέτωπο. Δεν ξεχώριζες τις ρίζες των μαλλιών της, ενώ τα

μάγουλά της ήταν κι αυτά μισοκρυμμένα. Έτσι, δεν μπορού­

σαν να δουν καλά το πρόσωπό της.

Σ' αυτό το χωριό η Κιέκο είχε έρfiει πολλές φορές και είχε

δει τις γυναίκες να σκύβουν με μεγάλη προσοχή πάνω από

τους κορμούς, που οι άντρες τούς είχαν ξεφλουδίσει, και να

τους τρίβουν με άμμο που έπαιρναν από τον καταρράκτη

Μποντάι ανακατεμένη με ζεστό νερό. Έτσι, είχε την εντύ-

77

Page 78: Κιότο - Yasunari Kawabata

πωση ότι είχε ξαναδεί τα πρόσωπα αυτών των κοριτσιών,

που δούλευαν στην άκρη του δρόμου. Σε ένα μικρό ορεινό

χωριό τα κορίτσια δεν είναι τόσο πολλά, αλλά δεν είχε ποτέ

κοιτάξει με προσοχή ένα ένα τα πρόσωπα.

Η Μασάκο ακολού{]ησε με το βλέμμα τα κορίτσια που χά­

νονταν στο βά{}ος του δρόμου· ξαναβρήκε την ηρεμία της και

επανέλαβε:

«Πολύ παράξενο».

Μετά, αφού κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο της Κιέκο,

έσκυψε το κεφάλι:

«Πραγματικά σου μοιάζει>>.

«Σε τι μου μοιάζει;»

«Τι να σου πω ... η γενική εντύπωση ... Δύσκολο να σου πω σε τι σου μοιάζει, αλλά ... τα μάτια, η μύτη ... Κανονικά ένα κο­ρίτσι της πόλης και ένα κορίτσι του χωριού δεν έχουν τίποτα

το κοινό ... » «Έλα τώρα!»

«Κιέκο! Τι {}α 'λεγες, αν την ακολου{}ούσαμε για να ρίξουμε

μια ματιά στο σπίτι της, {}έλεις;» ρώτησε η Μασάκο σαν να

ένιωσε τύψεις.

«Ν α την ακολου{}ήσουμε και να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι

της»: Όσο πειστικά κι αν το είπε η Μασάκο, ήταν μάλλον

λόγια του αέρα. Ωστόσο η Κιέκο άρχισε να βαδίζει πιο αργά,

τόσο που έμοιαζε ακίνητη, με τα μάτια στραμμένα πότε στο

δάσος και πότε στους κορμούς που βρίσκονταν aραδιασμέ­

νοι κοντά στα σπίτια. Οι κρυπτομουριές με τους λείους ά­

σπρους κορμούς, που είχαν όλοι το ίδιο πάχος, ήταν πανέ­

μορφες.

«Σαν έργα τέχνης», παρατήρησε η Κιέκο. «Λένε ότι τους

χρησιμοποιούν στην οικοδομή, σύμφωνα με την παράδοση.

Θα ταξιδέψουν για το Τόκιο, το Κιουσού ... » Οι κορμοί ήταν όρ{}ιοι, σε παράταξη, και στηρίζονταν στην

άκρη της στέγης. Σε κάποιο σπίτι, μπροστά από μια σειρά

από κορμούς, η Μασάκο παρατήρησε παραξενεμένη ότι εί­

χαν απλώσει ρούχα για στέγνωμα.

Page 79: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Για φαντάσου, οι άνθ'ρωποι εδώ ζουν πίσω από μια

"κουρτίνα" από κορμούς».

«Πάλι ονειροπολείς, ε, Μασάκο;» έβαλε τα γέλια η Κιέκο.

«Μα δε βλέπεις λοιπόν ότι τα κανονικά σπίτια βρίσκονται

δίπλα στις καλύβες όπου στοιβάζουν τους κορμούς;»

«Α, με μπέρδεψαν τα απλωμένα ρούχα».

«Πάντα έτσι είσαι. Το ίδιο συνέβη και με το κορίτσι που

μου έμοιαζε».

«Όχι, δεν είναι έτσι», σοβάρεψε η Μασάκο. «Σε παραξενεύ­

ει τόσο πολύ να σου μοιάζει κάποια κοπέλα;»

«Κά'Οε άλλο».

Μόλις τα είπε αυτά, της ήρ'Οε ξαφνικά στο μυαλό το βλέμ­

μα του κοριτσιού. Μια 'Ολίψη κατέκλυζε τα έντονα και βα'Οιά

της μάτια, αδιόρατη λεπτομέρεια χαμένη σ' ένα κορμί δυνα­

τό, που είχε μά'Οει να δουλεύει.

«Οι γυναίκες στα χωριά δουλεύουν σκληρά, ξέρεις», είπε η

Κιέκο με ύφος αδιάφορο.

«Οι γυναίκες κάνουν την ίδια δουλειά με τους άντρες δεν

πρέπει να σε παραξενεύει αυτό, οι χωρικοί έτσι είναι. Το ίδιο

συμβαίνει και με τους μανάβηδες, τους ψαράδες», είπε η Μα­

σάκο και πρόσ'Οεσε χαρούμενα: «Παραξενεύεσαι με το πα­

ραμικρό».

«Εγώ; Μα εγώ δουλεύω. Εσύ είσαι που δεν κάνεις τίπο­

τα».

«Είναι αλή'Οεια, εγώ δε δουλεύω», παραδέχτηκε χωρίς πρό­

βλημα η Μασάκο.

«Δουλεύω! Σιγά τα λάχανα! Πρέπει να δεις τι σημαίνει δου­

λειά για τις γυναίκες αυτού του χωριού», είπε η Κιέκο κι έ­

στρεψε και πάλι τα μάτια προς το δάσος. «Ν α, κοίτα, άρχισαν

το κλάδεμα».

«Κλάδεμα; Τι είναι αυτό;»

«Για να 'ναι ωραίες οι κρυπτομουριές, κόβουν με το κλα­

δευτήρι τα άχρηστα κλcδιά. 'Αλλες φορές χρησιμοποιούν

σκάλα, αλλά άλλες πηδάνε από δέντρο σε δέντρο σαν πί{)η­

κοι>>.

79

Page 80: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Επικίνδυνο αυτό!»

«Μερικοί ανεβαίνουν στα δέντρα το πρωί και κατεβαίνουν

μόνο για το μεσημεριανό φαγητό».

Η Μασάκο έστρεψε κι αυτή το βλέμμα της στο δάσος. Οι

κορμοί ήταν υπέροχοι έτσι που στέκονταν ο ένας πλάι στον

άλλον ολόρ{}οι. Τα λιγοστά φύλλα που είχαν αφήσει στην κο­

ρυφή του δέντρου έμοιαζαν να έχουν βγει από τα επιδέξια

χέρια κάποιου καλλιτέχνη.

Το βουνό δεν ήταν ούτε ψηλό ούτε ογκώδες. Γι' αυτό, άμα

κοιτούσες την κορυφογραμμή, ξεχώριζαν ένας ένας οι καλο­

στοιχισμένοι κορμοί. Αυτές οι κρυπτομουριές χρησιμοποιού­

νται στις παραδοσιακές κατασκευές που σχετίζονται με την

τέχνη του τσαγιού, και τα σχήματα που δημιουργούνταν μέ­

σα στο δάσος προανήγγελλαν αυτό που {}α ακολου{}ούσε.

Και στις δύο πλευρές του ποταμού το βουνό χωριζόταν

στα δύο και σχημάτιζε κοιλάδες. Ο τόπος είναι πολύ βροχε­

ρqς και ο ήλιος σπάνιος. Είναι, λένε, ένας από τους λόγους

της μεγάλης ανάπτυξης των περίφημων αυτών δέντρων, των κρυπτομουριών, μαζί με το ότι προφυλάσσονται με φυσικό

τρόπο από τον άνεμο. Αν φυσούσε δυνατός αέρας, οι κορ­

μοί, που, όταν είναι νέοι, είναι πολύ τρυφεροί, {}α λύγιζαν και

{}α στράβωναν.

Εκεί που τελειώνει το βουνό, στο ποτάμι, τα σπίτια του

χωριού μοιάζουν να είναι aραδιασμένα σε μια μόνο γραμμή.

Έξω από τα σπίτια έτριβαν του κορμούς για να γίνουν λείοι.

Μόλις τους έβγαζαν από το νερό όπου μούσκευαν, οι γυναί­

κες τούς έτριβαν, με πολλή προσοχή, με την άμμο του καταρ­

ράκτη, μια κοκκινωπή, aργιλώδη άμμο, που λέγανε ότι τη μά­

ζευαν από τον καταρράκτη Μποντάι.

«Κι όταν τελειώσει η άμμος, τι {}α κάνουν;» ρώτησε η Μ ασάκο.

«Μόλις βρέξει, τα νερά του καταρράκτη κατεβάζουν άλλη

άμμο», απάντησε μια ηλικιωμένη γυναίκα.

«Δε χρειάζεται να νοιαστούν για τίποτα», σκέφτηκε η Μα­

σάκο.

8ο

Page 81: Κιότο - Yasunari Kawabata

Αυτές οι γυναίκες, όπως είχε πει η Κιέκο, δούλευαν σκλη­

ρά. Οι κορμοί είχαν πέντε έξι δάχτυλα διάμετρο· σίγουρα ~α

τους χρησιμοποιούσαν για στύλους.

Αφού ξεπλύνουν τους κορμούς, τους τρίβουν για να γίνουν

λείοι και τους αφήνουν να στεγνώσουν. Κατόπιν τους τυλί­

γουν με χαρτί ή με ψα~όχαρτο και τους ρίχνουν στο ποτάμι.

Σε πολλά σημεία είχαν φυτέψει δέντρα, ακόμα και στα βό­

τσαλα, στην άκρη της κοίτης του ποταμού.

Κοιτώντας τις κρυπτομουριές του βουνού που υψώνονταν

αρμονικά και τους κορμούς που ήταν στοιβαγμένοι κάτω α­

πό τις στέγες των σπιτιών, η Μασάκο ~μή~κε τα κιτρινω­

πά κιγκλιδώματα των παλιών σπιτιών της «Πρωτεύουσας»,

που δεν είχαν ίχνος σκόνης.

Στην είσοδο του χωριού βρισκόταν η στάση των λεωφο­

ρείων της Εταιρείας Ε~ικών Σιδηροδρόμων που εξυπηρετού­

σαν τη γραμμή Μποντάι-Μίσι. Ο καταρράκτης ~α 'ταν μάλ­

λον πιο ψηλά.

Τα δυο κορίτσια πήραν το λεωφορείο για να γυρίσουν πί­

σω. Μετά από ένα διάστημα σιωπής η Μασάκο είπε ξαφνικό:

«Τι ωραία που ~α 'ταν να ψήλωναν όλα τα κορίτσια και να

γίνονταν λυγερόκορμα σαν τις κρυπτομουριές!»

« ... »

«Έτσι ~α μας αγαπούσαν πιο πολύ και ~α μας φρόντιζαν!»

Η Κιέκο ήταν έτοιμη να ξεσπάσει στα γέλια:

«Μασάκο, τον βλέπεις ακόμα;»

«Πώς; Ν α ι, βλεπόμαστε. Πάμε και κα~όμαστε στη χλόη,

στις όχ~ες του ποταμού Κάμο ... » « ... »

«Τα τε'ίοποτεία στο Κιγιάσο είναι γεμάτα κόσμο, έχουν ανά­

ψει τα φώτα. Με την πλάτη γυρισμένη, δε μας καταλαβαίνει

κανείς».

«Απόψε;»

«Απόψε, ναι, έχω ραντεβού στις επτά και μισή. Δε ~α έχει

ακόμα σκοτεινιάσει αλλά ... » Η Κιέκο ζήλεψε που η φίλη της ήταν τόσο ~αρραλέα.

81

6 Κιότο

Page 82: Κιότο - Yasunari Kawabata

Συγκεντρωμένοι και οι τρεις, η Κιέκο και οι γονείς της, στο

δωμάτιο που έβλεπε στο αίftριο, δειπνούσαν.

«Ο κ. Σιμαμούρα μάς έφερε σαζαμάκι-ζούσι κι ετοίμασα

σούπα!» είπε η μητέρα στον Τακιχίρο.

«Εντάξει».

Το σαζαμάκι-ζούσι με κοκκινόψαρα άρεσε πολύ στον Τα­

κιχίρο.

«Η μαγείρισσα άργησε να γυρίσει», παρατήρησε η Σίγκε

και, γυρνώντας στην Κιέκο, τη ρώτησε: «Π ήγες πάλι με τη

Μασάκο να δεις τις κρυπτομουριές του Κιταγιάμα;»

«Ναι. .. » Πάνω σε μια πιατέλα Ιμάρι είχαν βάλει το σαζαμάκι-ζούσι.

Φύλλα μπαμπού, διπλωμένα στα τρία, σκέπαζαν τις λεπτές

φέτες του ψαριού, που ήταν βαλμένες προσεκτικά πάνω σε

ρύζι. Σ' ένα μπολ είχαν βάλει βρασμένα φύλλα και μαύρα

μανιτάρια.

Όπως και στα κιτρινωπά κιγκλιδώματα της πρόσοψης, έ­

τσι και στα υπόλοιπα σημεία του το κατάστημα του Τακιχίρο

είχε διατηρήσει το στιλ των παλιών καταστημάτων χονδρικής

της Πρωτεύουσας. Σήμερα έχει γίνει πια μεγάλη εταιρεία και

ο προ'ίστάμενος και οι υπάλληλοι επιστρέφουν συνήftως στο

σπίτι τους κάftε βράδυ. Δύο ή τρεις μόνο, που ήταν από την

επαρχία Όμι, έμεναν στον πρώτο όροφο. Αυτός ήταν ο λό­

γος που την ώρα του δείπνου το πίσω μέρος του σπιτιού ή­

ταν βυftισμένο στη σιωπή.

«Κιέκο, τόσο πολύ σου αρέσει να βλέπεις τις κρυπτομου­

ριές του Κιταγιάμα;» ρώτησε η μητέρα της. «Γιατί;»

«Είναι τόσο ίσιες, τόσο ωραίες! Α, αν είχαν οι άνδρωποι μια

καρδιά που να τους μοιάζει!»

«Όσο γι' αυτό! Όμως ούτε εσύ τους μοιάζεις, Κιέκο».

«Όχι βέβαια! Άλλες φορές σκύβω, άλλες λυγίζω ... »

«Αυτό είναι αλήftεια», τις διέκοψε ο πατέρας. «Ακόμα και ο

πιο αφελής άνδρωπος πρέπει να ξέρει να προσαρμόζεται. .. » « ... »

«Εξάλλου ένα παιδί που να μοιάζει με τις κρυπτομουριές

του Κιταγιάμα ftα 'ταν πολύ καλό, αλλά δεν υπάρχει· αλλά

82

Page 83: Κιότο - Yasunari Kawabata

και αν ακόμα υπήρχε, αυτό δε fi'α απέκλειε την περίπτωση

να του συμβούν διάφορα παράξενα. 'Άλλωστε τα δέντρα

μπορεί να είναι γερμένα και λυγισμένα, όμως αρκεί να 'ναι

ψηλά για να 'ναι όμορφα, έτσι νομίζω εγώ ... Ρίξε μια ματιά στη γέρικη σφενταμιά μας στον κήπο».

«Τι -θ'ες να πεις, η Κιέκο είναι τόσο καλό κορίτσι!» είπε η

μητέρα, μην κρύβοντας την αποδοκιμασία της.

«Ξέρω, ξέρω, η Κιέκο είναι πολύ τίμια και ειλικρινής».

Η Κιέκο κοίταξε για λίγο τον κήπο και μετά είπε:

«Εγώ; Εγώ δεν έχω καν τη δύναμη αυτού του σφενταμιού»,

και στη φωνή της διακρινόταν -θ'λίψη: «Το πολύ πολύ να μοιά­

ζω με τους μενεξέδες που φυτρώνουν στα κοιλώματα του

κορμού. Μα εξαφανίστηκαν τα λουλούδια ... » «Θα ξανανfi'ίσουν την ερχόμενη άνοιξη», είπε η μητέρα.

Τα μάτια της Κιέκο κατέβηκαν στη ρίζα του σφενταμιού

και στά-θ'ηκαν στον παλιό χριστιανικό φανοστάτη. Στο φως

που έβγαινε απ' το δωμάτιο, το γλυπτό του αγίου μόλις που

διακρινόταν. Ωστόσο η Κιέκο ένιωσε την επι-θ'υμία να προ­

σευχη-θ'εί.

«Μαμά, -θ'έλω την αλή-θ'εια: Πού γεννή-θ'ηκα;»

Η μητέρα και ο πατέρας κοιτάχτηκαν.

«Κάτω από τις ανfi'ισμένες κερασιές του Ζιόν», βεβαίωσε

χωρίς δισταγμό ο πατέρας.

Ν α έχεις γεννη-θ'εί νύχτα κάτω από τις κερασιές του Ζιόν!

Έμοιαζε λίγο με την «Ιστορία του ανfi'ρώπου που έκοβε

μπαμπού», όπου η πριγκίπισσα Καγκούγια βλέπει το φως μέ­

σα από τα κλαδιά των μπαμπού. Δεν έμοιαζε με παραμύ-θ'ι;

Αυτός ήταν σίγουρα ο λόγος που ο πατέρας της της μίλη­

σε σε τόσο απότομο τόνο. Αν είχε γεννη-θ'εί κάτω από ανfi'ι­

σμένα δέντρα, όπως η πριγκίπισσα Καγκούγια, σκέφτηκε η

Κιέκο, μπορεί να της ερχόταν κάποιος αγγελιαφόρος από το

φεγγάρι.

Τα χείλια της έμεναν κλειστά. Έκ-θ'ετη ή κλεμμένη, ό,τι κι

Page 84: Κιότο - Yasunari Kawabata

αν ήταν, ούτε ο πατέρας της ούτε η μητέρα της ήξεραν πού

είχε γεννη'δεί. Ούτε και οι πραγματικοί της γονείς.

Η Κιέκο μετάνιωσε που ρώτησε. Αλλά 'δεώρησε προτιμό­

τερο να μη ζητήσει συγνώμη. Γιατί λοιπόν έκανε την ερώτη­

ση; Ούτε και η ίδια ήξερε. Ωστόσο της ξανάρ'δε στο νου η

χωριατοπούλα στις κρυπτομουριές του Κιταγιάμα, που, κατά

τα λεγόμενα της Μασάκο, έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό.

Μήπως αυτό ήταν η αιτία που είχε κάνει την ερώτηση;

Η Κιέκο, μην ξέροντας πού να στρέψει το βλέμμα της, κοι­

τούσε με επιμονή το μεγάλο σφεντάμι. Το φεγγάρι και τα

φώτα των νυχτερινών κέντρων της περιοχής έβαφαν το νυ­

χτερινό ουρανό με ένα άσπρο απαλό φως.

«Ν α που φτάνει το καλοκαίρι», είπε η Σίγκε κοιτώντας ψη­

λά. «Έλα, έλα, Κιέκο, σ' αυτό το σπίτι γεννή{}ηκες. Δε σε γέν­

νησα εγώ, αλλά γεννή{}ηκες σ' αυτό το σπίτι».

«Ν α ι», είπε η Κιέκο κι έσκυψε το κεφάλι.

Η Σίγκε και ο άντρας της δεν είχαν κλέψει την Κιέκο, όταν

ήταν νεογέννητο, κάτω από τις φωτισμένες κερασιές του

Μαρουγιάμα, όπως είχε πει η ίδια η Κιέκο στον Σιν-ίχι στο

ναό του Κιομίζου. Την είχαν εγκαταλείψει οι γονείς της στην

πόρτα του καταστήματος του Τακιχίρο. Ο ίδιος ο Τακιχίρο

την είχε φέρει μέσα στο σπίτι στην αγκαλιά του. Αυτό είχε

συμβεί πριν από είκοσι χρόνια περίπου και ο Τακιχίρο, τρια­

ντάρης τότε, γλεντούσε τη ζωούλα του. Στην αρχή η γυναί­

κα του αρνή{}ηκε να πιστέψει το σύζυγό της:

«Α, ωραίος είσαι. .. Κουβαλάς στο σπίτι το παιδί που έκανες με κάποια γκέισα!»

«Μη λες aνοησίες!» είπε ο Τακιχίρο οργισμένος. «Για δες

πώς είναι ντυμένο το παιδί. Μοιάζει για κόρη γκέισας;»

Και της έδωσε το παιδί. Η Σίγκε πήρε το νεογέννητο στην

αγκαλιά της. Ακούμπησε το μάγουλό της στο κρύο μάγουλο

του παιδιού.

«Τι 'δα κάνουμε με το παιδί;»

Page 85: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Μέσα στο σπίτι 'δα έχουμε πιο πολλή ησυχία για να μιλή­

σουμε. Άντε, τι σκέφτεσαι πάλι;»

«Μάλλον είναι νεογέννητο».

Αφού οι γονείς ήταν άγνωστοι, ήταν αδύνατο να γίνει νό­

μιμη υιο'δεσία. Στο δημοτολόγιο δηλώt)ηκε ως νόμιμη κόρη

των Σάτα και της έδωσαν το όνομα Κιέκο.

Λένε ότι, αν υιο'δετήσεις παιδί, 'δα αποκτήσεις σύντομα δι­

κά σου παιδιά, αλλά με τη Σίγκε δεν έγινε κάτι τέτοιο. Και η

Κιέκο μεγάλωσε χα'ίδεμένη σαν μοναχοπαίδι. Οι μήνες και τα

χρόνια πέρασαν, χωρίς ο Τακιχίρο και η γυναίκα του να εν­

διαφερ'δούν να μά'δουν πού ήταν οι γονείς της που την είχαν

εγκαταλείψει. Ζούσαν, είχαν πε'δάνει; Δεν ήξεραν τίποτα γι'

αυτούς που είχαν φέρει στη ζωή την Κιέκο.

Μετά το τέλος του δείπνου το μάζεμα του τραπεζιού ήταν

εύκολο: Δεν είχαν παρά να πετάξουν τα φύλλα του μπαμπού

και να πλύνουν τα μπολ της σούπας. Η Κιέκο τα ανέλαβε

μόνη της.

Μετά κλείστηκε στο δωμάτιό της στον πρώτο όροφο, που

έβλεπε στο αί'δριο, ενώ ο πατέρας της ξεφύλλιζε τα βιβλία με

πίνακες ζωγραφικής που μιλούσαν για τον Πάουλ Κλέε και

τον Σαγκάλ. Ή ταν αυτά που είχε πάρει μαζί του στο μονα­

στήρι του Σάγκα. Η Κιέκο είχε μόλις αποκοιμη'δεί, όταν ξαφ­

νικά είδε έναν εφιάλτη, έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε.

«Κιέκο! Κιέκο!» φώναξε η μητέρα της από το διπλανό δω­

μάτιο και, πριν πάρει απάντηση, άνοιξε την πόρτα.

«Είδες εφιάλτη;» τη ρώτησε μπαίνοντας. «Κάποιο άσχημο

όνειρο;»

Κά'δισε πλάι στην κόρη της και άναψε αμέσως το φως. Η

Κιέκο ανακά'δισε στο κρεβάτι.

«Είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα!»

Η μητέρα πήρε από το συρτάρι μια βαμβακερή πετσέτα

και σκούπισε το στή'δος και το μέτωπο της Κιέκο, που είχε

αφε'δεί στα χέρια της. «Πόσο όμορφο είναι το πάλλευκο στή­

'δος της!» σκέφτηκε η μητέρα.

Bs

Page 86: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Έλα να σου σκουπίσω και τις μασχάλες».

«Σ' ευχαριστώ, μαμά».

«Είδες κανένα άσχημο όνειρο;»

«Ν α ι. Ονειρευόμουν ότι έπεφτα από κάπου ψηλά. Έπε­

φτα ξαφνικά και χανόμουν μέσα σ' ένα πολύ έντονο πράσινο

χρώμα. Μια πτώση χωρίς τέλος».

«Όλοι οι άνftοωποι βλέπουν τέτοια όνειρα», είπε η μητέρα,

«μια πτώση χωρίς τέλος ... » « ... »

«Πρόσεχε μην κρυώσεις. Θέλεις να αλλάξεις;»

Η Κιέκο κούνησε καταφατικά το κεφάλι, χωρίς ωστόσο να

έχει ηρεμήσει. Προσπά{)ησε να σηκω'δεί· τα πόδια της έτρε­

μαν λίγο.

«Κάτσε, 'δα σ' το φέρω εγώ».

Η Κιέκο ανακά'δισε στο κρεβάτι και με επιδεξιότητα άλλα­

ξε νυχτικό. 'Αρχισε να διπλώνει αυτό που είχε βγάλει. .. «Δε χρειάζεται να το διπλώσεις. Έτσι κι αλλιώς, 'δα το πλύ­

νουμε».

Η μητέρα το πήρε και το κρέμασε στην κρεμάστρα. Ήρ'δε

ξανά και κά'δισε στο προσκέφαλο της Κιέκο.

«Μα ένα όνειρο να σε φέρει σ' αυτή την κατάσταση; Κιέκο,

μήπως έχεις πυρετό;»

Ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπο της κόρης της.

'Οχ ι, ήταν δροσερό.

«Τέλος πάντων, 'δct πρέπει να κουράστηκες που πήγες μέ­

χρι το Κιταγιάμα».

« ... »

«Η όψη σου με κάνει και ανησυχώ. Θέλεις να κοιμη{)ώ κο-

ντά σου;» είπε και ήταν κιόλας έτοιμη να φέρει την ψάttα της.

«Ευχαριστώ, πέρασε πια, κοιμήσου ήσυχη».

«Είσαι σίγουρη;»

Η μητέρα χώ{)ηκε στο κρεβάτι της Κιέκο. Το κορίτσι στρι­

μώχτηκε στην άκρη.

«Πόσο μεγάλωσες! Πάει ο καιρός που η μητέρα σου σε

έπαιρνε στην αγκαλιά της για να κοιμη'δείς. Παράξενο που

μου φαίνεται!»

86

Page 87: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η μητέρα της αποκοιμήt}ηκε πρώτη. Ψ αχουλευτά η Κιέκο

βεβαιώt}ηκε ότι δεν ήταν ξεσκέπαστη στους ώμους και έ­

σβησε το φως. Δεν μπορούσε να την πάρει ο ύπνος.

Το όνειρό της είχε κρατήσει πολύ. Αυτό που αφηγήt}ηκε

στη μητέρα της ήταν μόνο το τέλος του. Στην αρχή δεν ήταν

όνειρο, ήταν κάτι σαν ονειροπόληση, αρκετά ευχάριστη μάλι­

στα· ξανάφερε στο μυαλό της τα γεγονότα της ημέρας, που

πήγε παρέα με τη Μασάκο να δει τις κρυπτομουριές του Κι­

ταγιάμα. Το κορίτσι που η Μασάκο έλεγε ότι της έμοιαζε εμ­

φανίστηκε με τρόπο πολύ διαφορετικό απ' ό,τι στο χωριό. Κι

αυτό το πράσινο, στο τέλος του ονείρου, που μέσα του έπε­

φτε μπορεί να ήταν το βουνό με τις κρυπτομουριές που τη

στοίχειωνε ακόμα.

Η «Γιορτή της κοπής των μπαμπού» στο μοναστήρι Κουράμα

είναι μία από τις αγαπημένες τελετές του Τακιχίρο για τον

ανδρισμό που αποπνέει. Στον ίδιο, που, από τότε που ήταν

παιδί, είχε παρευρε-θ-εί άπειρες φορές, η γιορτή δεν πρόσφερε

τίποτα το καινούριο, αλλά εκείνος σκεφτόταν να πάει με την

κόρη του. Πολύ περισσότερο που φέτος υπήρχε η φήμη ότι

για οικονομικούς λόγους μπορεί να μη γινόταν η περίφημη

«Γιορτή της φωτιάς» στο Κουράμα.

Αλλά ο Τακιχίρο φοβόταν μήπως βρέξει. Η «Γιορτή της

κοπής των μπαμπού» γινόταν στις είκοσι Ιουνίου, την εποχή

των βροχών. Στις δεκαεννέα του μηνός έβρεξε τόσο πολύ,

που ήταν αναπάντεχο ακόμα κι εκείνη την εποχή.

«Έτσι που βρέχει, δε iJα σταματήσει ούτε αύριο», είπε ο

Τακιχίρο κοιτάζοντας διαρκώς τον ουρανό.

«Μπαμπά, ξέρεις, δε με πειράζει εμένα η βροχή ... » «Ξέρω, αλλά ... » άρχισε ο πατέρας της, «όπως και να το κά­

νεις, ο καιρός δεν είναι καλός».

Η βροχή συνέχιζε να πέφτει και στις είκοσι του μηνός είχαν

μουλιάσει τα πάντα.

«Κλείστε τα παράi1υρα και τα ντουλάπια. Μ' αυτή την υ-

Page 88: Κιότο - Yasunari Kawabata

γρασία {}α χαλάσουν τα τόπια», έδωσε εντολή ο Τακιχίρο

στους υπαλλήλους.

«Μπαμπά, δε {}α πάμε τελικά στο Κουράμα;» ρώτησε η Κιέκο.

«Του χρόνου {}α ξαναγίνει η γιορτή! Ας μην πάμε φέτος. Μ'

αυτή την καταχνιά που έχουν τα βουνά του Κουράμα ... »

Οι άνδρωποι που παίρνουν μέρος στην τελετουργία δεν είναι

μοναχοί αλλά χωρικοί. Τους ονομάζουν Χόσι.* Στις δεκαοκτώ

του μηνός, προετοιμάζοντας τη γιορτή, κρεμάνε τέσσερα

«αρσενικά» μπαμπού και τέσσερα <<{}ηλυκά» από δύο δοκάρια

που έχουν βάλει στις δύο άκρες του κεντρικού κτηρίου. Στα

«αρσενικά» μπαμπού αφήνουν πάνω τα φύλλα και κόβουν

τις ρίζες. Τα <<{}ηλυκά» μπαμπού τα αφήνουν όπως είναι, με

τις ρίζες. Από τον παλιό καιρό το αριστερό δοκάρι ονομάζε­

ται πλευρά Τάμπα και το δεξιό πλευρά Όμι.

Οι άντρες που έχουν αναλάβει την τελετουργία είναι ντυμέ­

νοι με ένα χιτώνα από ακατέργαστο μετάξι, κληρονομιά από

προηγούμενες γενιές. Φορούν σανδάλια από ψαδόχορτο, ό­

πως οι «Πολεμιστές». Στους ώμους έχουν δεμένα κάτι χοντρά

κορδόνια ειδικά για τη γιορτή, ζώνονται σταυρωτά με δύο

ξίφη και καλύπτουν το κεφάλι με ένα ύφασμα πέντε πόδια

μάκρος. Στη ζώνη κρεμάνε διάφορα φύλλα, ενώ το κλαδευτή­

ρι για την κοπή των μπαμπού βρίσκεται χωμένο μέσα σε μια

{}ήκη από κεντημένο ύφασμα. Κατόπιν κατευWνονται προς

την πύλη του μοναστηριού, ενώ κάποιοι έχουν αναλάβει να

ανοίγουν δρόμο. Αυτό γίνεται κατά τη μία το μεσημέρι.

Οι μοναχοί, που φορούν το φαρδύ ράσο Ζιτόκου, παίζουν

τις ναυτικές τους σάλπιγγες κι η γιορτή αρχίζει. Δύο παιδιά

ψέλνουν ύμνους:

«Ας είναι ευπρόσδεκτη η τελετή της κοπής των μπαμπού»,

λένε στον ηγούμενο.

* Στην κυριολεξία σημαίνει: «Οι ιερείς του νόμου». Ο όρος αυτός δηλώνει κυ­ρίως τους μοναχούς αλλά επίσης -προπάντων στο Μεσαίωνα- τους ανδρώ­

πους που, χωρίς να είναι μοναχοί, είναι πολύ κοντά στο μοναχισμό είτε με την

τέχνη που ασκούν είτε με τις μαγικές ικανότητες που κατέχουν.

88

Page 89: Κιότο - Yasunari Kawabata

Μετά προχωρούν άλλοι δεξιά, άλλοι αριστερά και καfiένας

απαγγέλλει τα λόγια του ύμνου:

«Όμορφα είναι τα μπαμπού Όμι>>.

«Όμορφα είναι τα μπαμπού Τάμπα».

Το «ψαλίδισμα» των μπαμπού αρχίζει: Κόβουν τα μεγάλα

«αρσενικά» μπαμπού που κρέμονται από τα δοκάρια, έτσι ώ­

στε να έχουν όλα το ίδιο μήκος. Τα <<{}ηλυκά» μπαμπού τα

αφήνουν όπως είναι. Τα παιδιά αναγγέλλουν στον ηγούμενο:

«Η κοπή των μπαμπού τελείωσε».

Οι μοναχοί μπαίνουν μέσα στο κτήριο για να διαβάσουν τα

σούτρας και σκορπίζουν στο έδαφος καλοκαιρινά χρυσάνt1ε­

μα, που υποτίfiεται ότι αντικαfiιστούν τους λωτούς. Ο ηγού­

μενος κατεβαίνει από την εξέδρα, ανοίγει μια βεντάλια φτιαγ­

μένη από κυπαρισσόξυλο και την ανεβοκατεβάζει τρεις φο­

ρές. Μόλις ακουστεί η κραυγή «Χαν», δύο άντρες της δεξιάς

ομάδας και δύο της αριστερής κόβουν τα μπαμπού σε τρία

κομμάτια.

Ο Τακιχίρο ήfiελε πολύ να πάει την κόρη του να δει τη

«Γιορτή της κοπής των μπαμπού», αλλά δίσταζε ακόμα από

το φόβο της βροχής, όταν ο Χιντέο, που κουβαλούσε ένα

πακέτο κάτω από τη μασχάλη, άνοιξε την καγκελόπορτα και

μπήκε μέσα.

«Τα βόλεψα, τελείωσα τη ζώνη της δεσποινίδας», είπε.

«Τη ζώνη;» είπε ο Τακιχίρο δύσπιστα. «Τη ζώνη της κόρης

μου;»

Ο Χιντέο έκανε λίγο πίσω και χαιρέτησε με σεβασμό, α­

κουμπώντας τα χέρια στο πάτωμα.

«Τη ζώνη με τις τουλίπες;» ρώτησε αδιάφορα ο Τακιχίρο.

«Όχι, αυτή που σχεδιάσατε στο μοναστήρι του Σάγκα», α­

πάντησε σοβαρά ο Χιντέο. «Τις προάλλες, παρασυρμένος α­

πό την ορμή της νιότης, σας φέρ{}ηκα με αγένεια».

Ο Τακιχίρο παραξενεύτηκε πολύ:

«Ε, καλά, τέλος πάντων, δεν ήταν τίποτα ... Έκανες κάποια αρνητικά σχόλια, αλλά αυτό μου άνοιξε τα μάτια, πρέπει να

σ' ευχαριστήσω».

8g

Page 90: Κιότο - Yasunari Kawabata

« Ύ φανα λοιπόν τη ζώνη και σας τη φέρνω». «Πώς;» έμεινε εμβρόντητος ο Τακιχίρο. «Χρησιμοποίησες

εκείνο το σχέδιο; Μα εγώ το 'σκισα και το πέταξα στο ποτά­

μι πλάι στο σπίτι σου!»

«Το πετάξατε; Αλή'δεια;» είπε ο Χιντέο τόσο ήρεμα, που

έδειχνε να μη φοβάται τίποτα. «Αρκεί που μου το δείξατε,

από κείνη τη στιγμή δε βγήκε από το μυαλό μου».

«Ξέρεις τη δουλειά σου, πράγματι. .. » είπε συνοφρυωμένος

ο Τακιχίρο. «Ωστόσο, Χιντέο, γιατί χρησιμοποίησες κάτι που

εγώ είχα πετάξει στο ποτάμι; Ε; Γιατί ύφανες τη ζώνη;»

Κα'δώς μιλούσε ο Τακιχίρο, ανέβαινε μέσα του ένα συναί­

σ{}ημα ανάμεικτο από 'δλίψη και αγανάκτηση:

«Εσύ ο ίδιος δεν είχες πει ότι είχε κάτι νοσηρό, ότι δεν

άκουγε τη φωνή της καρδιάς;»

« ... »

«Ν α γιατί, μόλις πέρασα την πόρτα σου, το πέταξα στο

ποτάμι».

«Κύριε Σάτα, σας παρακαλώ, συγχωρήστε με!» είπε ο Χι­

ντέο, ζητώντας συγνώμη κι ακουμπώντας τα δυο χέρια στο

πάτωμα. «Έπρεπε ακόμη να υφαίνω ηλί'δια πράγματα, φάνη­

κα aνυπόμονος».

«Τα ίδια είχα περάσει κι εγώ. Φυσικά στο μοναστήρι από

ηρεμία άλλο τίποτα· ανάμεσα σε μια ηλικιωμένη μοναχή και

τη γριά που έρχεται να δουλέψει τη μέρα ήμουν ολομόναχος,

πόσο μόνος! Και έπειτα, κα'δώς οι δουλειές εδώ πάνε άσχη­

μα, σκέφτηκα ότι είχες δίκιο. Είμαι χονδρέμπορος, δεν έχω

καμιά δουλειά να ζωγραφίζω σχέδια ... Ας είναι. .. »

«Κι εγώ το είχα σκεφτεί· και το ξανασκέφτηκα μετά τη

συνάντησή μου με τη δεσποινίδα στο Βοτανικό Κήπο».

« ... »

«Θέλετε να δείτε τη ζώνη; Α ν δε σας αρέσει, πάρτε το

ψαλίδι και κάντε τη χίλια κομμάτια!»

«Τι;» είπε ο Τακιχίρο φωνάζοντας την Κιέκο.

Η Κιέκο, που κα'δόταν στον πάγκο, δίπλα στο διευ{}υντή,

σηκώ{}ηκε.

Με τα σμιχτά του φρύδια και το πεισματικά κλειστό στό-

go

Page 91: Κιότο - Yasunari Kawabata

μα, το πρόσωπο του Χιντέο απέπνεε σιγουριά. Ωστόσο, κα­

{}ώς άνοιγε το φουροσίκι, τα δάχτυλά του έτρεμαν λίγο. Η

παρουσία του Τακιχίρο τον έφερνε σε δύσκολη {}έση και γύ­

ρισε στην Κιέκο:

«Κοιτάξτε, δεσποινίς, είναι ένα σχέδιο του πατέρα σας».

Της έδωσε τη διπλωμένη ζώνη. Μετά έμεινε ακίνητος, λίγο

ζαρωμένος. Η Κιέκο ξετύλιξε την άκρη της ζώνης.

«Ω, μπαμπά, στο Σάγκα είχες στο νου σου τα έργα του

Κλέε;» είπε aπλώνοντας το ύφασμα στα γόνατά της. «Τι ό­

μορφη που είναι!»

Η ζώνη ξεδιπλώ{}ηκε μέσα στα χέρια της. Ο Τακιχίρο είχε

μια έκφραση πικρίας και παρέμενε σιωπηλός. Στο βά{}ος

όμως aπορούσε που ο Χιντέο μπόρεσε να κρατήσει στη μνή­

μη του το σχέδιό του.

«Μπαμπά!» ξανάπε η Κιέκο με μια α{}ώα και χαρούμενη

φωνή. «Η ζώνη είναι στ' αλή{}εια καταπληκτική!»

« ... »

Μετά ψηλάφησε το ύφασμα:

«Και η ύφανση είναι τόσο στέρεη!»

«Ν α ι», είπε ο Χιντέο και χαμήλωσε το κεφάλι.

«Μπορώ να την ξετυλίξω ολόκληρη να τη δω;»

«Ν α ι», ξανάπε ο Χιντέο.

Η Κιέκο σηκώ{}ηκε και ξετύλιξε όλη τη ζώνη μπροστά

στους δύο άντρες. Μετά, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο

του πατέρα της, στά{}ηκε ακίνητη και την κοίταζε.

«Ποια είναι η γνώμη σου, μπαμπά;»

« ... »

«Δεν είναι όμορφη;»

«Σ' αρέσει στ' αλή{}εια;»

«Ν α ι, ευχαριστώ, μπαμπά».

«Κοίτα την καλά».

«Το μοτίβο είναι εντελώς καινούριο· πρέπει να βρω ένα

κιμονό που να ταιριάζει ... Ν α ι, είναι όμορφη». «Είσαι σίγουρη; Αν σου αρέσει λοιπόν, ευχαρίστησε τον

Χιντέο».

91

Page 92: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ευχαριστώ, Χιντέο», είπε η Κιέκο και υποκλίfiηκε γονατι­

στή πίσω από τον πατέρα της.

«Κιέκο», ρώτησε ο πατέρας, «αυτή η ζώνη σού φαίνεται κα­

λόγουστη; Έχει εσωτερική αρμονία;»

«Τι; Αρμονία;» επανέλαβε η Κιέκο και, μην έχοντας έτοιμη

απάντηση, ξανακοίταξε τη ζώνη: «Μιλάς για αρμονία, αλλά

αυτό εξαρτάται από το πρόσωπο που τη φοράει και από το

κιμονό. Κι έπειτα η μόδα σήμερα ftέλει ρούχα που ηftελημέ­

να σπάνε την αρμονία».

«Χμ!» έκανε ο Τακιχίρο και κατέβασε το κεφάλι. «Η αλή­

ftεια είναι, Κιέκο, ότι, όταν έδειξα το σχέδιο της ζώνης στον

Χιντέο, μου είπε ότι δεν ήταν αρμονικό. Έτσι, το πέταξα στο

ποτάμι που περνάει δίπλα από το εργαστήρι του Χιντέο».

« ... »

«Ωστόσο κοιτάζω τη δουλειά του Χιντέο και αναρωτιέμαι

αν είναι πιστή στο σχέδιο που πέταξα. Μπορεί το χρώμα των

κλωστών στο υφάδι και τα δικά μου χρώματα να διαφέρουν

λίγο στις αποχρώσεις ... αλλά ... » «Συγχωρήστε με, κύριε Σάτα», είπε ο Χιντέο και υποκλίfiη­

κε με τα χέρια στο πάτωμα. «Δεσποινίς, αν δε σας ζητάω πά­

ρα πολλά, ftέλετε να φορέσετε για λίγο τη ζώνη;»

«Μ' αυτό το κιμονό;» είπε η Κιέκο.

Σηκώfiηκε και τύλιξε τη ζώνη γύρω από τη μέση της. Μέσα

στη λάμψη των χρωμάτων η ζώνη άστραφτε. Το πρόσωπο

του Τακιχίρο μαλάκωσε.

«Δεσποινίς, η ζώνη αυτή είναι έργο του πατέρα σας».

Τα μάτια του Χιντέο έλαμπαν.

92

Page 93: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η ΓΙΟΡ'fΗ ΤΟΥ ΖΙΟΝ

Μ Ε ΕΝΑ ΜΕΓ ΑΛΟ ΚΑΛΑΘΙ ΓΙΑ Ψ Ω ΝΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ Η ΚΙΕΚΟ

βγήκε απ' το κατάστημα. Ανέβηκε τη λεωφόρο Όικε

και κατευ&ύνδηκε προς το Γιουμπαχάν, ένα μαγαζί

στην περιοχή του Φουγιάτσο. Αλλά βλέποντας τον κατακόκ­

κινο ουρανό από το Ε'ίζάν μέχρι το Κιταγιάμα, σταμάτησε για

μια στιγμή στη λεωφόρο.

Ή ταν μια από κείνες τις μεγάλες καλοκαιρινές μέρες ήταν

ακόμα πολύ νωρίς για να πέσει το βραδινό φως πάνω στα

πράγματα και ο ουρανός είχε διώξει από πάνω του κά-δε με­

λαγχολία, φλεγόταν απ' τη μια άκρη μέχρι την άλλη.

«Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο».

Βγάζοντας ένα κα'δρεφτάκι, η Κιέκο κοίταξε το είδωλό της

με φόντο τα έντονα βαμμένα σύννεφα.

«Μ ην το ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου, μην το ξεχάσεις ... Για τον άντρα μόνο η καρδιά έχει σημασία».

Το Ε'ίζάν και το Κιταγιάμα, βυ'δισμένα στα χρώματα, σχη­

μάτιζαν ένα συμπαγή μπλε όγκο.

Μπορούσες να βρεις στο Γιουμπαχάν φύλλα Γιούμπας

-«Γιούμπα, τα λουλούδια της παιωνίας»- και στριφτά Για­

βάτα.

«Καλώς ορίσατε, δεσποινίς. Με τη γιορτή του Ζιόν έχουμε

τρελα'δεί στη δουλειά· και να σκεφ'δείτε ότι δεχόμαστε πα­

ραγγελίες μόνο απ' τους παλιούς μας πελάτες».

Η επιχείρηση αυτή το είχε κα'διερώσει να δουλεύει μόνο

κατόπιν παραγγελίας. Στην Πρωτεύουσα υπάρχουν πολλά

τέτοια καταστήματα, κυρίως ζαχαροπλαστεία.

«Έφτασε πάλι η γιορτή του Ζιόν. Τόσος καιρός πια ... Ευ­τυχώς!» είπε η γυναίκα που δούλευε στο Γιουμπαχάν, χώνο­

ντας τα ψώνια στο καλά-δι της Κιέκο.

93

Page 94: Κιότο - Yasunari Kawabata

Τα «στριφτά Γιαβάτα» -όπως έχουμε τα «στριφτά χέ­

λια»- φτιάχνονται με ρίζες άρκειου τυλιγμένες σε φύλλα

γιούμπας. Όσο για τα «άνδη της παιωνίας», μοιάζουν με τις

στρογγυλές τάρτες Χιρόζου, με τη διαφορά ότι τυλίγουν

φρούτα από το Γκίνγκο μέσα σε φύλλα γιούμπας.

Το Γιουμπαχάν ήταν ένας παλιός οίκος, με ηλικία πάνω

από διακόσια χρόνια, που μάλιστα είχε γλιτώσει από την πε­

ρίφημη πυρκαγιά του «Ντοντόν γιάκε», αν και βέβαια έβλε­

πες κάποιες αλλαγές εδώ κι εκεί. Για παράδειγμα, είχαν βά­

λει τζάμια στους φεγγίτες, ενώ το μικρό καμίνι, που πάνω

του έφτιαχναν τη γιούμπα και που ήταν σκαμμένο στο έδα­

φος περίπου όπως κάνουν οι Κορεάτες στα σπίτια τους, τώ­

ρα ήταν από τούβλα.

«Πρώτα χρησιμοποιούσαμε ξυλοκάρβουνα, αλλά όταν συ­

δαυλίζαμε τη φωτιά, η σκόνη πήγαινε παντού και κολλούσε

πάνω στη γιούμπα. Αποφασίσαμε λοιπόν να χρησιμοποιούμε

πριονίδι. .. » Οι χάλκινες χύτρες έχουν παραλληλόγραμμη διάταξη· μέσα

σ' αυτές γίνεται το φύλλο της γιούμπας όταν πια στερεοποι­

ηfl'εί, το βγάζουν με μια γρήγορη κίνηση χρησιμοποιώντας

λεπτά ξυλαράκια και το απλώνουν να στεγνώσει πάνω σε

λεπτά καλάμια από μπαμπού, που είναι τοποfl'ετημένα πάνω

από τις χύτρες. Υπάρχουν πολλά καλάμια με διαφορετικό ύ­

ψος και, καfi'ώς η γιούμπα στεγνώνει, την ανεβάζουν όλο και

πιο ψηλά.

Η Κιέκο προχώρησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, εκεί

όπου έφτιαχναν τη γιούμπα, και ακούμπησε σ' ένα παλιό δο­

κάρι. Όταν ερχόταν με τη μητέρα της, συχνά την έβλεπε να

χαϊδεύει αυτό το δοκάρι, που στήριζε ολόκληρο το σπίτι.

«Από τι ξύλο είναι;» ρώτησε η Κιέκο.

«Από κυπαρίσσι. Είναι πανύψηλος ο στύλος, έτσι; Και τόσο

ίσιος ... » Η Κιέκο χάιδεψε το παλιωμένο βερνίκι του δοκαριού και

μετά βγήκε.

Καfl'ώς γυρνούσε πίσω, η μουσική από τις ορχήστρες που

94

Page 95: Κιότο - Yasunari Kawabata

έκαναν πρόβες για τη γιορτή του Ζιόν έφτανε στα αυτιά της

όλο και πιο δυνατή.

Οι 'δεατές που έρχονται από μακρινές επαρχίες για τη «Γιορ­

τή του Ζιόν» έρχονται σχεδόν αποκλειστικά για την παρέλα­

ση των Γιαμαμπόκο* στις δεκαεπτά Ιουλίου. Το πολύ πολύ

να έρ'δουν στις δεκάξι το βράδυ για να δουν τα «νυχτερινά

άρματα». Οι τελετές όμως που συνttέτουν τη Γιορτή του Ζιόν

διαρκούν όλο τον Ιούλιο.

Την πρώτη Ιουλίου, σε κά'δε συνοικία που ετοιμάζει το

άρμα της, αρχίζουν οι μουσικές ταυτόχρονα αρχίζει και η

πώληση των εισιτηρίων.

Το «άρμα με τη μεγάλη λόγχη», πάνω στο οποίο ανεβαίνει

ένα παιδί που φοράει στολή Σίγκο, τί'δεται επικεφαλής της

πομπής, ενώ η σειρά των επόμενων αρμάτων κα'δορίζεται με

κλήρωση που κάνει ο δήμαρχος.

Τα άρματα τα ετοιμάζουν την παραμονή, αλλά η γιορτή

αρχίζει με «το πλύσιμο των παλανκίνων», στις δέκα Ιουλίου.

Η τελετή αυτή πραγματοποιείται κοντά στη μεγάλη γέφυρα

Σιτζό, παράλληλα στον ποταμό Κάμο. Η λέξη πλύσιμο είναι

μάλλον υπερβολική: Ο σιντο·ίστής ιερέας που τελετουργεί

βουτάει απλώς στο νερό ένα κλαδί σακάκι και ραντίζει τα

παλανκίνα.

Στις έντεκα Ιουλίου το παιδί που είναι ντυμένο Σίγκο πη­

γαίνει στο ιερό του Ζιόν. Είναι αυτό που 'δα πάρει 'δέση στο

«άρμα με τη μεγάλη λόγχη». Καβάλα σ' ένα άλογο, φορώντας

το ψηλό καπέλο των ευγενών και το χιτώνα τους, επικεφα­

λής της πομπής, λαμβάνει το αξίωμα του πέμπτου βα'δμού.

Μετά τον πέμπτο βα'δμό είναι δυνατή και «η πρόσβαση στο

ανάκτορο».

Σιγά σιγά, κα'δώς συγχωνεύονταν ο σιντο·ίσμός με το βου-

* Κά-δε συνοικία έχει το δικό της άρμα, που είναι πλούσια διακοσμημένο. Μερικά απ' αυτά τα άρματα φέρουν το όνομα «Χόκο» (λόγχη) από το διακο­

σμητικό που είναι στερεωμένο στην κορυφή των μεγάλων ιστών της οροφής

τους, ενώ μερικά άλλα ονομάζονται «Γιάμα» και είναι κάτι τεράστια παλανκίνα.

95

Page 96: Κιότο - Yasunari Kawabata

δισμό, συχνά ταύτιζαν τα δύο μικρά παιδιά που στέκονταν

αριστερά και δεξιά από το παιδί-Σίyκο με τους δύο μποντι­

σάτβες: τον Καν-νον και τον Σε"ίοι. Πολλές φορές μάλιστα

εξομοίωναν την τελετή της απονομής του αξιώματος πέ­

μπτου βα-δμού με το γάμο του Σίγκο με το Θεό.

«Τι περίεργα πράγματα είναι αυτά για μένα! Δε βλέπετε

ότι είμαι ένα απλό παιδί;» είχε πει ο Μιζούκι Σιν-ίχι όταν ε­

πελέγη για Σίγκο.

Ο Σίγκο έχει δικαίωμα, εκτός των άλλων, να έχει «ξεχωριστή

φωτιά»: Θα του σερβίρουν φαγητά που έχουν ετοιμαστεί σε

διαφορετική φωτιά από τη φωτιά της υπόλοιπης οικογέ­

νειας. Αυτό το κάνουν για εξαγνισμό, αλλά λένε ότι αυτό το

έ-διμο δεν τηρείται πια. Τώρα πια απλώς ανάβουν ένα σπίρτο

πάνω απ' το φαγητό που προορίζεται γι' αυτόν. Αν τα μέλη

της οικογένειας παραλείψουν αυτή την τελετουργική πράξη,

ο Σίγκο πρέπει, λένε, να τους το υπενftυμίσει φωνάζοντας:

«Κιρίμπι, κιρίμπι>>.

Η ιδιότητα του Σίγκο δεν ισχύει μόνο τη μέρα της παρέ­

λασης επιπλέον, για πολλούς λόγους, είναι κάτι όχι και τόσο

εύκολο. Πρέπει, για παράδειγμα, να επισκεφτεί τη συνοικία

του κά-δε άρματος για τους χαιρετισμούς. Οι υποχρεώσεις

του Σίγκο, όπως και η γιορτή, κρατάνε ολόκληρο το μήνα.

Φαίνεται ότι οι άν-δρωποι της «Πρωτεύουσας» απολαμβά­

νουν τη γοητεία των «νυχτερινών αρμάτων» περισσότερο α­

πό την παρέλαση των Γιαμαμπόκο.

Στο μαγαζί της Κιέκο είχαν βγάλει τα κάγκελα της πρόσοψης

και είχαν πέσει με τα μούτρα στις ετοιμασίες. Για ένα κορίτσι

της Πρωτεύουσας όπως η Κιέκο, που κατοικούσε δυο βήμα­

τα από τη λεωφόρο Σιτζό και ήταν δεμένη από τότε που γεν­

νή{}ηκε με το ναό του Γιασάκα, η ετήσια γιορτή του Ζιόν ή­

ταν κάτι πολύ τετριμμένο. Είναι μια απλή καλοκαιρινή γιορτή

σε ένα Κιότο που λιώνει από τη ζέστη.

Η πιο έντονη ανάμνησή της ήταν η εικόνα του Σιν-ίχι με τη

στολή του Σίγκο πάνω στο «άρμα με τη μεγάλη λόγχη». Η

g6

Page 97: Κιότο - Yasunari Kawabata

γιορτή επαναλαμβανόταν κά{)ε χρόνο και, κα{)ώς άκουγε τις

μουσικές του Ζιόν και έβλεπε τα άρματα που είχαν παντού

φαναράκια, ξαναγεννιόταν μέσα της αυτή η εικόνα. Ο Σιν-ίχι,

όπως και η Κιέκο, {)α ήταν τότε επτά οκτώ χρονών.

«Ποτέ δεν ξανάδα τόσο όμορφο παιδί, ούτε τα κορίτσια

δεν είναι τόσο όμορφα!»

Όταν ο Σιν-ίχι πήγε στο ιερό του Ζιόν για να του aπονεί­

μουν το αξίωμα του πέμπτου βα{)μού, η Κιέκο είχε πάει από

πίσω του, όπως είχε κάνει και με το άρμα του στις συνοικίες.

Ο Σιν-ίχι με την επίσημη στολή του, συνοδευόμενος από δύο

μικρούς ακολού{)ους, είχε έρ{)ει και στο κατάστημά τους για

το χαιρετισμό και την είχε φωνάξει: «Κιέκο χαν! Κιέκο χαν!»

Εκείνη κοκκίνισε και τον κοίταξε κατάματα. Ο Σιν-ίχι ήταν

μακιγιαρισμένος και τα χείλια του ήταν βαμμένα κόκκινα. Το

πρόσωπο της Κιέκο ήταν μαυρισμένο απ' τον ήλιο. Είχε α­

νοίξει κάτι πτυσσόμενες πολυ{)ρόνες και τις είχε ακουμπήσει

στο κιγκλίδωμα· ντυμένη με ένα ελαφρύ καλοκαιρινό φόρεμα

και με μια ζώνη με κόκκινες βούλες, έπαιζε με τα παιδιά της

γειτονιάς ανάβοντας βεγγαλικά.

Ακόμα και τώρα, μέσα στις γιορτινές μελωδίες και τα φώτα

των αρμάτων, έβλεπε μπροστά της τον Σιν-ίχι ντυμένο με τη

στολή του Σίγκο.

«Θα πας να δεις τα "νυχτερινά άρματα", Κιέκο;» ρώτησε η

μητέρα της μετά το δείπνο.

«Εσύ, μαμά;»

«Έχω καλεσμένους. Δεν μπορώ».

Μόλις έφυγε η Κιέκο από το σπίτι, τα βήματά της την οδή­

γησαν αμέσως στη γιορτή. Η λεωφόρος Σιτζό ήταν πλημμυ­

ρισμένη από μια αν{)ρώπινη παλίρροια, δεν μπορούσες να

κουνη{)είς. Ήξερε όμως καλά πού βρισκόταν κά{)ε άρμα στη

λεωφόρο ή στους παρακείμενους δρόμους και προχώρησε

για να τα δει όλα. Υπήρχε μεγάλη κίνηση. Οι μουσικές από τα

άρματα έφταναν στα αυτιά της.

Προχώρησε μέχρι το «βωμό>> και άναψε ένα κερί στους {}ε­

ούς. Όσο διαρκεί η γιορτή, όλες οι {)εότητες του ιερού του

Γιασάκα συμμετέχουν σ' αυτήν, αφού βρίσκονται μέσα στο

97 7 Kιc!ro

Page 98: Κιότο - Yasunari Kawabata

«βωμό», ο οποίος είναι στα όρια της συνοικίας Σινκιογκόκου,

νότια της λεωφόρου Σιτζό.

Η Κιέκο είδε ένα κορίτσι να εκτελεί τις «Επτά δεήσεις». Αν

και της είχε γυρισμένη την πλάτη, η Κιέκο κατάλαβε ποια

ήταν με την πρώτη ματιά. Κατά τις «Επτά δεήσεις» aπομα­

κρύνεσαι από το 'δεό που βρίσκεται μέσα στο «βωμό», μετά

ξαναπηγαίνεις, και αυτό γίνεται επτά φορές συνεχώς. Όλη

αυτή την ώρα δεν πρέπει να απευWνεις το λόγο σε κανέναν

απολύτως, γνωστό ή άγνωστο.

Η Κιέκο είχε την εντύπωση ότι κάπου την είχε ξαναδεί.

Παρασυρμένη από το κορίτσι, άρχισε κι αυτή τις «Επτά δεή­

σεις».

Το κορίτσι έφευγε για λίγο προς τα δυτικά και μετά γυρ­

νούσε. Η Κιέκο πήγαινε προς τα ανατολικά και μετά γυρνού­

σε κι αυτή. Ωστόσο, αντί{}ετα από την Κιέκο, το κορίτσι συμ­

μετείχε ολόψυχα και η προσευχή του κρατούσε περισσότερο.

Η έβδομη δέηση ολοκληρώ{}ηκε. Η Κιέκο, που δεν είχε απο­

μακρυν'δεί όσο η άλλη, τελείωσε την προσευχή της σχεδόν

ταυτόχρονα. Το κορίτσι κοίταξε την Κιέκο διαπεραστικά.

«Γιατί προσευχη{}ήκατε;» ρώτησε η Κιέκο.

«Ώστε με κοιτούσατε», είπε η κοπέλα με φωνή που έτρεμε.

«Προσευχόμουν για να μά{}ω πού είναι η μεγαλύτερη αδελφή

μου ... Εσείς, εσείς είστε η αδελφή μου. Είναι έργο των 'δεών». Λέγοντας αυτά τα λόγια, τα μάτια της είχαν γεμίσει δά­

κρυα.

Ήταν η χωριατοπούλα που είχε δει στις κρυπτομουριές

του Κιταγιάμα.

Οι σειρές με τα καντήλια κοντά στο βωμό και τα κεριά που

είχαν ανάψει οι πιστοί που είχαν έρ'δει να προσευχη'δούν

έλουζαν με φως το χώρο απέναντι στους 'δεούς. Αλλά τι ση­

μασία είχε αυτό το φως μπροστά στα δάκρυα του κοριτσιού!

Φώτα που τρεμόσβηναν κρέμονταν απ' τα μάτια της.

Η Κιέκο πήρε μέσα της μια απόφαση και την τήρησε:

«Είμαι μοναχοκόρη. Δεν έχω ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρό­

τερη αδελφή», απάντησε, αλλά το πρόσωπό της είχε χλομιάσει.

Το κορίτσι ξέσπασε σε λυγμούς:

g8

Page 99: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Έχετε δίκιο. Συγχωρήστε με, δεσποινίς. Συγχωρήστε με»,

έλεγε συνεχώς. «Από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι, δεν

έπαψα να σκέφτομαι την αδελφή μου, τη μεγαλύτερη αδελ­

φή μου, αλλά έκανα λά{)ος ... » « ... »

«Ήμασταν δίδυμες, λένε. Άρα το μικρότερη ή μεγαλύτερη

δεν ισχύει>>.

«Καμιά φορά οι άν{)ρωποι μοιάζουν μεταξύ τους».

Το κορίτσι συγκατένευσε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά

της. Έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε τα μάτια της:

«Πού γεννη{)ήκατε, δεσποινίς;»

«Εδώ κοντά, στην εμπορική συνοικία».

«Α, μάλιστα. Και γιατί προσευχόσασταν στους {)εούς;»

«Για να δίνουν ευτυχία και υγεία στους γονείς μου».

« ... »

«0 πατέρας σας τι απέγινε;» διακινδύνευσε την ερώτηση η Κιέκο.

«Ω, πάει τόσος καιρός ... Κλάδευε τις κρυπτομουριές στο Κιταγιάμα και, πηδώντας από το ένα δέντρο στο άλλο, δεν

υπολόγισε καλά και σκοτώ{)ηκε πέφτοντας. Τουλάχιστον αυ­

τό λένε στο χωριό. Εγώ μόλις είχα γεννη{)εί, δεν ξέρω απολύ­

τως τίποτα».

Η Κιέκο ένιωσε κάτι να την κεντά στο στή{)ος. Η λαχτάρα

να πάει σ' αυτό το χωριό, η λαχτάρα να δει το δάσος με τις

κρυπτομουριές τι άλλο ήταν από κάλεσμα του πατέρα της;

Και μετά αυτή η χωριατοπούλα που έλεγε ότι ήταν δίδυ­

μες. Όσο για τον πραγματικό πατέρα της, μήπως βρέ{)ηκε

πάνω στο δέντρο και, κα{)ώς σκεφτόταν ότι είχε εγκαταλεί­

ψει το ένα απ' τα δυο του παιδιά -αυτήν, την Κιέκο- έπεσε

κάνοντας κάποιον λάδος υπολογισμό. Ν α ι, αυτό ήταν σίγου­

ρα.

Στο μέτωπό της έτρεξε κρύος ιδρώτας. Το σφυροκόπημα

από τα βήματα του πλήδους που πλημμύριζε τη μεγάλη λε­

ωφόρο Σιτζό, οι μουσικές του Ζιόν κόντευαν να εξαφανι­

στούν. Ο χώρος μπροστά της σκοτείνιαζε.

99

Page 100: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η χωριατοπούλα ακούμπησε το χέρι στον ώμο της και της

σκούπισε το μέτωπο με το μαντίλι της.

«Ευχαριστώ», είπε η Κιέκο, που πήρε το μαντίλι, σκούπισε

το πρόσωπό της και μετά το έχωσε αφηρημένα στο άνοιγμα

του κιμονό της.

«Και η μητέρα σας;» ρώτησε η Κιέκο με αδύναμη φωνή.

«Ούτε τη μητέρα μου γνώρισα ... » ψέλλισε το κορίτσι. «Φαί­νεται ότι γεννήδηκα στο χωριό της μητέρας μου, ψηλά στο

βουνό, πολύ πιο πέρα από το χωριό με τις κρυπτομουριές,

αλλά ούτε η μητέρα μου ... » Η Κιέκο είχε κιόλας αποφασίσει να μην κάνει άλλη ερώτηση.

Τα δάκρυα του κοριτσιού από το Κιταγιάμα ήταν σίγουρα

δάκρυα χαράς. Μόλις στέρεψαν, το πρόσωπό της έλαμψε.

Η Κιέκο ήταν τόσο αναστατωμένη, που τα πόδια της, αν

και πατούσαν γερά στο έδαφος, άρχισαν να τρέμουν. Εκείνη

την ώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η μόνη δύναμη που

ένιωftε μέσα της προερχόταν από την ομορφιά αυτού του

κοριτσιού. Καμιά σύγκριση με την αυftόρμητη χαρά της συ­

νομιλήτριάς της. Θα 'λεγε κανείς μάλιστα ότι η απελπισία ά­

πλωνε τα χρώματά της στο βάftος των ματιών της.

Τι να κάνει από δω και πέρα; Αυτό αναρωτιόταν όταν το

κορίτσι τη φώναξε: «Δεσποινίς» και της άπλωσε το χέρι. Η

Κιέκο έπιασε το χέρι της. Ήταν σκληρό, με τραχιά επιδερμί­

δα. Πολύ διαφορετικό από το εύftραυστο χέρι της Κιέκο. Ω­

στόσο το κορίτσι, χωρίς να δείχνει ότι νοιάζεται, έσφιξε αυτό

το χέρι:

«Χαίρετε, δεσποινίς».

«Φεύγετε;»

«Ω, είμαι ευτυχισμένη ... »

«Το όνομά σας;»

«Ναέκο».

«Ναέκο; Το δικό μου είναι Κιέκο».

«Προς το παρόν εργάζομαι και μένω σε διάφορα σπίτια,

αλλά το χωριό είναι μικρό και, αν με ζητήσετε, ftα σας πουν

αμέσως πού είμαι».

Η Κιέκο συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού.

100

Page 101: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Δεσποινίς, πόσο ευτυχισμένη δείχνετε!»

«Ναι;»

«Δε {}α μιλήσω σε κανέναν για την αποψινή μας συνάντη­

ση. Το υπόσχομαι. Μόνο οι {}εοί του Ζιόν, που είναι στο βω­

μό, {}α το ξέρουν».

Η Ναέκο είχε καταλάβει ότι, αν και δίδυμες, ανήκαν σε

διαφορετικούς κόσμους. Η Κιέκο δεν έδωσε συνέχεια στη

σκέψη της.

«Χαίρετε, δεσποινίς», ξανάπε η Ν αέκο. «Πριν να μας

δουν ... » Η Κιέκο ένιωfi'ε την καρδιά της να πάει να σπάσει:

«Το μαγαζί μας είναι δυο βήματα από δω, Ναέκο. Δε {}έλε-

τε να έρfi'ετε να το δείτε, έστω και απ' έξω;»

Η Ν αέκο κούνησε το κεφάλι και ρώτησε:

«Ποιος μένει στο σπίτι σας;»

«Η οικογένειά μου. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου».

«Δεν ξέρω γιατί, αλλά κι εγώ αυτή την εντύπωση είχα.

Μεγαλώσατε μέσα σε πολλή αγάπη ... » Η Κιέκο την τράβηξε από το μανίκι:

«Αν μείνουμε για πολύ ακόμα έτσι όρfi'ιες ... »

«Έχετε δίκιο».

Γυρνώντας προς το βωμό, ένωσε ευλαβικά τα χέρια. Αμέ-

σως η Κιέκο έκανε το ίδιο.

«Χαίρετε», είπε η Ν αέκο για τρίτη φορά.

«Χαίρετε», είπε η Κιέκο.

«Έχω τόσα να σας πω! Ελάτε καμιά φορά στο χωριό. Αν

συναντη{}ούμε στο δάσος με τις κρυπτομουριές, κανείς δε {}α

μας δει>>.

«Ευχαριστώ».

Χωρίς να ξέρουν γιατί, άρχισαν να περπατάνε προς τη με­

γάλη γέφυρα Σιτζό γλιστρώντας ανάμεσα στο πλήfi'ος.

Οι πιστοί που ανήκουν στην ενορία του Γιαζάκα είναι πολ­

λοί. Μετά το fi'έαμα των «νυχτερινών αρμάτων» και την παρέ­

λαση της 17ης Ιουλίου η γιορτή συνεχίζεται με άλλους τρό-

101

Page 102: Κιότο - Yasunari Kawabata

πους. Ανοίγουν τα μαγαζιά και βάζουν κάτι μεγάλα παραβάν.

Κάποτε μπορούσες να δεις πάνω στα παραβάν πίνακες Ου­

κιγιόε της πρώτης περιόδου και άλλους της σχολής Κάνο ή

τύπου Γιαματόε· υπήρχε και ένα παραβάν ζωγραφισμένο α­

πό τον ίδιο τον Σοτάτσου. Μεταξύ των πρώτων Ουκιγιόε υ­

πήρχαν και μερικά Ναvμπαvμπιόμπου.* Έτσι, οι ξένοι έβλε­

παν τις πλούσιες κατοικίες, που τις σφράγιζε η χάρη της

Πρωτεύουσας, να ζωντανεύουν. Ήταν ένας τρόπος να επι­

δειχθ·εί ο μεγάλος πλούτος των εμπόρων της πόλης.

Αυτή η ατμόσφαιρα επιβιώνει σήμερα στα άρματα. Χρησι­

μοποιούν μπροκάρ που εισάγονται από την Κίνα, γκομπλέν

αλλά και μάλλινα και δαμασκηνά χρυσοκέντητα υφάσματα ή

κεντήματα τσουζουρεόρι. Έτσι, η μεγαλοπρέπεια της περιό­

δου Μομογιάμα μπολιάζεται με την ομορφιά που φέρνει η

επαφή με το εξωτερικό.

Ολόκληρο το άρμα, ακόμα και στο εσωτερικό, ήταν διακο­

σμημένο με διάσημα έργα σύγχρονης ζωγραφικής. Αναφέ­

ρουν ότι συχνά στο μπροστινό μέρος του άρματος υπήρχε το

ιστίο ενός Σου-ιν-μπούνε.**

Λένε ότι το μουσικό 'δέμα της γιορτής του Ζιόν είναι απλό,

το: «Κον-κον-τσίκι-τσιν», αλλά στην πραγματικότητα περι­

λαμβάνει είκοσι έξι παραλλαγές. Μοιάζει, απ' ό,τι φαίνεται,

με τη μουσική του 'θ-εάτρου Κιόγκεν του Μίμπου αλλά και με

την aυλική μουσική του Γκαγκάκου.

Στη γιορτή των «νυχτερινών αρμάτων» τα άρματα είναι

στολισμένα με γιρλάντες και χάρτινα φαναράκια, ενώ η μου­

σική γίνεται όλο και δυνατότερη. Αν και ανατολικά από τη

γέφυρα Σιτζό δεν υπάρχουν πια άρματα, ωστόσο η κίνηση

από τη γιορτή απλώνεται μέχρι το ιερό του Γιασάκα.

Όταν η Κιέκο, σπρωγμένη από το πλή-θ-ος, έφ-θ-ασε στην

άκρη της γέφυρας, βρέ-θ-ηκε λίγα βήματα πίσω από τη Ναέ­

κο. Η Κιέκο δεν ήξερε τι να κάνει: να φύγει, να πάει μπροστά

* «Βαρβαρικοί πίνακες από το Νότο». ** «Τα πλοία με την άλικη σφραγίδα». Τα πλοία αυτά είχαν άδεια να εμπο­

ρεύονται με το εξωτερικό, και στα τέλη του 16ου, καδώς και στις αρχές του

17 ου αιώνα, όργωναν τις aσιατικές 'δάλασσες.

102

Page 103: Κιότο - Yasunari Kawabata

στο μαγαζί ή να πάει κοντά, για να της δείξει πού είναι; Μέ­

σα της άρχισε να νιώttει μια τρυφερότητα για τη Ν αέκο.

«Κιέκο!»

Καttώς εκείνη προχωρούσε προς τη γέφυρα, κάποιος φώ­

ναξε τη Ναέκο και πήγε κοντά της. Ήταν ο Χιντέο. Είχε

μπερδέψει τη Ν αέκο με την Κιέκο.

«Ήρttατε να δείτε τα "νυχτερινά άρματα"; Είστε μόνη;»

Η Ν αέκο κοκάλωσε, αλλά δε γύρισε να δει την Κιέκο, η

οποία κρύφτηκε γρήγορα ανάμεσα στους περαστικούς.

«Ωραίος καιρός!...» συνέχισε ο Χιντέο απευttυνόμενος στη

Ναέκο. «Κι αύριο {}α είναι καλός ο καιρός. Τα άστρα είναι

τόσο ... » Η Ν αέκο σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Δεν ήξερε τι

να απαντήσει. Δεν ήξερε καttόλου τον Χιντέο.

«Τις προάλλες φέρ{}ηκα πολύ απότομα στον πατέρα σας,

ήταν όμορφη εκείνη η ζώνη», ξανάπε ο Χιντέο.

«Ναι;»

«Μετά απ' αυτό ο πατέρας σας ttα πρέπει να Wμωσε πο­

λύ, έτσι;»

«Ε ... »

Μην ξέροντας για τι πράγμα της μιλούσε, η Ναέκο δεν ή­

ξερε τι να απαντήσει. Αλλά δε γύρισε να κοιτάξει προς την

Κιέκο. Η Ναέκο δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Αν η Κιέκο ήttελε

να συναντήσει αυτόν το νεαρό, έπρεπε να πλησιάσει η ίδια.

Ο νεαρός είχε έντονα χαρακτηριστικά, φαρδιούς ώμους, έ­

ντονο βλέμμα, αλλά δεν της έδωσε την εντύπωση ότι είναι

κακός. Καttώς είχε κάνει λόγο για μια ζώνη, σκέφτηκε ότι ttα

πρέπει να ήταν κάποιος τεχνίτης από το Νισίγιν. Τόσα χρό­

νια καttισμένος στον αργαλειό, το σώμα του είχε αποκτήσει

κάτι από τη στάση αυτή.

«Φέρ{}ηκα σαν παιδί, έκανα ένα σωρό περιττές παρατηρή­

σεις για το σχέδιο του πατέρα σας και ύστερα έμεινα ξάγρυ­

πνος όλη τη νύχτα, φέρνοντας στο μυαλό μου το σχέδιο για

να το υφάνω», συνέχισε ο Χιντέο.

« ... »

103

Page 104: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τη δοκιμάσατε;»

«Ν α ι. .. » έκανε αόριστα η Ν αέκο για να ξεφύγει. «Πώς σας πήγαινε;»

Βέβαια η γέφυρα δεν ήταν τόσο φωτισμένη όσο η λεωφό­

ρος και ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος, ωστόσο η Ν αέκο

έβρισκε παράξενο που ο Χιντέο μπέρδευε τα πρόσωπα σε

τέτοιο σημείο. Σίγουρα δυο δίδυμες που μεγάλωσαν με τον

ίδιο τρόπο, κάτω από την ίδια στέγη, δε {}α μπορούσε να τις

ξεχωρίσει κανείς ... Αλλά η Κιέκο και η Ν αέκο είχαν ζήσει με εντελώς διαφορετικό τρόπο και είχαν μεγαλώσει σε διαφορε­

τικά μέρη. Μ ή πως το αγόρι έχει μυωπία; αναρωτή{}ηκε.

«Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να υφάνω μια ζώνη για σας, για

τα είκοσι χρόνια σας ... Θα βάλω όλη μου την ψυχή». «Ω, ευχαριστώ!» μουρμούρισε η Ναέκο.

«Οι {}εοί {}α με βοη{}ήσουν, αφού μου επέτρεψαν κιόλας να

σας συναντήσω εδώ».

« ... »

Η Κιέκο προτιμούσε ασφαλώς να μη μά{}ει αυτός ο νεαρός

ότι είχε δίδυμη αδελφή και γι' αυτό δεν τους πλησίαζε. Ήταν

το μόνο που μπορούσε να φανταστεί η Ν αέκο.

«Χαίρετε», του είπε.

Ο Χιντέο φάνηκε λίγο ξαφνιασμένος.

«Χαίρετε», είπε, «για τη ζώνη συμφωνήσαμε, έτσι; Θα φρο­

ντίσω να είναι έτοιμη το φ{}ινόπωρο ... » και απομακρύν{}ηκε ήσυχος.

Η Ν αέκο έψαξε με το βλέμμα, αλλά δεν είδε την Κιέκο. Τι

σημασία είχαν ο νεαρός ή η ζώνη, αυτή χαιρόταν απλώς που

μπόρεσε χάρη στην εύνοια των {}εών να συναντήσει την Κιέ­

κο μπροστά στο βωμό. Με τα χέρια ακουμπισμένα στο στη­

{}αίο της γέφυρας, έμεινε ακίνητη για λίγο, κοιτώντας τα φώ­

τα που κα{}ρεφτίζονταν στο νερό.

Ύστερα προχώρησε με αργά βήματα προς την άλλη άκρη

της γέφυρας. Σκόπευε να πάει να προσευχη{}εί στο ιερό του

Γιασάκα, εκεί που τελειώνει η λεωφόρος Σιτζό. Φ{}άνοντας

στη μέση της γέφυρας, είδε την Κιέκο να συζητάει με δύο

104

Page 105: Κιότο - Yasunari Kawabata

νεαρούς. Παραξενεύτηκε, αλλά δεν πλησίασε. Δεν τους κοί­

ταξε πολλή ώρα, ωστόσο κράτησε στη μνήμη της τη μορφή

τους.

Για τι πράγμα είχαν μιλήσει ο Χιντέο και η Ν αέκο; αναρωτιό­

ταν η Κιέκο. Ήταν φανερό ότι τις είχε μπερδέψει και η Ναέ­

κο ttα πρέπει να βρέfiηκε σε δύσκολη ttέση.

Θα έπρεπε ασφαλώς να τους είχε πλησιάσει... Αλλά δεν

μπόρεσε να πάρει αυτή την απόφαση. Αντίttετα μάλιστα, ό­

ταν ο Χιντέο φώναξε: «Κιέκο» απευttυνόμενος στη Ν αέκο,

αυτή έτρεξε αμέσως να κρυφτεί μέσα στο πλήttος.

Γιατί;

Μπροστά στο βωμό, όταν την είδε για πρώτη φορά, το σοκ

που δοκίμασε ήταν πολύ πιο δυνατό απ' αυτό που ένιωσε η

Ν αέκο. Γιατί η Ν αέκο, όπως είχε πει η ίδια, γνώριζε από

καιρό ότι είχε αδελφή. Αν ήταν μεγαλύτερη ή μικρότερη δεν

είχε σημασία, πάντως έψαχνε να τη βρει. Αλλά η Κιέκο δεν

είχε ιδέα. Κι ήταν τόσο ξαφνικό, που δεν μπόρεσε να χαρεί

όπως η Ν αέκο.

Έμαttε από το στόμα της ίδιας της αδελφής της ότι ο

πραγματικός πατέρας της είχε πέσει από ένα δέντρο κι ότι η

μητέρα της είχε εξαφανιστεί. Η καρδιά της σκίστηκε.

Μέχρι σήμερα από τα κουτσομπολιά της γειτονιάς που έ­

φταναν στ' αυτιά της, ήξερε ότι οι γονείς της την είχαν εγκα­

ταλείψει. Αλλά δεν είχε ttελήσει να ψάξει ούτε πού ήταν ούτε

ποιοι ήταν οι γονείς της. Το σκεφτόταν, αλλά δεν ήttελε να

μάfiει. Εξάλλου η αγάπη που της είχαν η Σίγκε και ο Τακιχί­

ρο ήταν τόσο μεγάλη, που δε χρειαζόταν να σκέφτεται τίπο­

τε άλλο.

Αυτό που έμαttε από τη Ναέκο εκείνη τη νύχτα δεν ήταν

ευχάριστο. Ωστόσο ένιωttε να ξυπνάει μέσα της μια τρυφε­

ρότητα για την αδελφή της, τη Ν αέκο.

«Η καρδιά της είναι καfiαρή και, καttώς δουλεύει σκληρά,

το κορμί της είναι πιο δυνατό από το δικό μου», μουρμούρισε

105

Page 106: Κιότο - Yasunari Kawabata

η Κιέκο. «Ποιος ξέρει! Μπορεί κάποια μέρα να 'ναι αυτή το

αποκούμπι μου».

Απορροφημένη από τις σκέψεις, απόμακρη, διέσχιζε τη

μεγάλη γέφυρα Σιτζό.

«Κιέκο! Κιέκο!» τη φώναξε ο Σιν-ίχι.

«Μα τι σ' έπιασε και περπατάς ολομόναχη, χαμένη στις

σκέψεις σου; Δε φαίνεσαι και πολύ καλά».

«Μπα, ο Σιν-ίχι», έκανε η Κιέκο σαν να έβγαινε από κά­

ποιο όνειρο. «Σιν-ίχι, πόσο χαριτωμένος ήσουνα, όταν ήσουν

ντυμένος Σίγκο πάνω στο άρμα!»

«Τότε δεν ήταν κι εύκολο. Τώρα όμως είναι μια όμορφη

ανάμνηση».

Μαζί με τον Σιν-ίχι ήταν και κάποιος άλλος.

«0 μεγάλος μου αδελφός, πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο». Ο αδελφός του, που του έμοιαζε, χαιρέτησε με μια κοφτή

κίνηση του κεφαλιού:

«Όταν ήταν μικρός, ο Σιν-ίχι ήταν λεπτός και γλυκός, ό­

μορφος σαν κοριτσάκι, γι' αυτό τον έβαζαν τον χαζό να κάνει

τον Σίγκο », είπε γελώντας.

Είχαν φδάσει στη μέση της γέφυρας. Η Κιέκο κοίταξε το

πρόσωπο του αδελφού του, που φανέρωνε μεγάλο δυναμι­

σμό.

«Είσαι χλομή απόψε, Κιέκο. Φαίνεσαι δλιμμένη>>, είπε ο

Σιν-ίχι.

<<Φταίνε σίγουρα τα φώτα της γέφυρας», απάντησε η Κιέ­

κο και τάχυνε το βήμα. «Και στο κάτω κάτω, μέσα σε τόσους

αvδρώπους που σφύζουν από ζωή αυτή τη γιορτινή βραδιά

απαγορεύεται να υπάρχει και μια δλιμμένη κοπέλα;»

«Αυτό είναι άσχετο», είπε ο Σιν-ίχι σπρώχνοντας ελαφρά

την Κιέκο προς το στηf}αίο. «Θες να ξεκουραστείς λίγο;»

«Ευχαρίστως».

«Δε φυσάει καδόλου ... αλλά πάντως ... » Η Κιέκο έπιασε με το χέρι της το μέτωπό της και μισό­

κλεισε τα μάτια.

«Σιν-ίχι, Σιν-ίχι, πότε ήταν που ανέβαινες στο άρμα με τη

μεγάλη λόγχη;»

106

Page 107: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Πρέπει να ήμουν επτά ετών. Νομίζω ότι ήταν μια χρονιά

πριν πάω στο Δημοτικό».

Η Κιέκο έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει. Έκανε μια

κίνηση για να σκουπίσει τον κρύο ιδρώτα που μούσκευε το

μέτωπο και το λαιμό της και, καδώς έβαλε το χέρι της στο

άνοιγμα του κιμονό της, άγγιξε το μαντίλι της Ναέκο: «Ω!» Το

μαντίλι ήταν μουσκεμένο από τα δάκρυα της αδελφής της. Η

Κιέκο το κρατούσε σφιχτά στη χούφτα της, δεν ήξερε τι να

κάνει. Τελικά το έκανε μπαλάκι και σκούπισε μ' αυτό το μέ­

τωπό της. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.

Ο Σιν-ίχι έδειχνε aνήσυχος. Ήξερε ότι η Κιέκο δε 'δα έ­

κρυβε ποτέ ένα τσαλακωμένο μαντίλι στο κιμονό της.

«Κιέκο, ζεσταίνεσαι; Μήπως έχεις κρυάδες; Φέτος το κα­

λοκαίρι σέρνεται άσχημη γρίπη, γύρνα αμέσως στο σπίτι, ε­

ντάξει; Θα σε συνοδεύσουμε εμείς. Συμφωνείς;»

Ο αδελφός του συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού.

Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να κοιτάζει την Κιέκο.

«Είναι κοντά, δε χρειάζεται να με συνοδεύσετε».

«Ένας λόγος παραπάνω, αν είναι κοντά», είπε κατηγορη­

ματικά ο αδελφός του Σιν-ίχι.

Γύρισαν πίσω.

«Σιν-ίχι, όταν ήσουν στην παρέλαση των αρμάτων, το ήξε-

ρες ότι σε παρακολουθ-ούσα;»

«Ναι, το 'θυμάμαι», απάντησε ο Σιν-ίχι.

«Ήμασταν μικροί ... » «Ναι, ήμασταν μικροί. Ο ΣίγΚο δεν μπορούσε να γυρνάει

το κεφάλι του και να κοιτάζει τον κόσμο. Παρ' όλα αυτά, εγώ

σκεφτόμουν ότι υπήρχε ένα κορίτσι που με παρακολου'δού­

σε συνεχώς. Πρέπει να 'ταν κουραστικό για σένα με τέτοιο

συνωστισμό».

«Ποτέ δε -δα ξαναγίνω τόσο μικρή ... » «Μ ην το λες αυτό!»

Ο Σιν-ίχι δεν επέμεινε άλλο, αν και αναρωτιόταν τι στο κα­

λό είχε η Κιέκο.

Έφ'δασαν στο μαγαζί. Ο αδελφός του Σιν-ίχι χαιρέτησε ευ­

γενικά τους γονείς της Κιέκο. Ο Σιν-ίχι στεκόταν πίσω του.

107

Page 108: Κιότο - Yasunari Kawabata

Στο μέσα δωμάτιο ο Τακιχίρο έπινε σακέ με κάποιον καλε­

σμένο - η μέρα ήταν γιορτινή. Στην πραγματικότητα μάλλον

του έκανε παρέα παρά έπινε. Η Σίγκε έβαζε το ποτό πότε

όρttια, πότε καttιστή.

«Γύρισα», είπε η Κιέκο.

«Πολύ γρήγορα γύρισες», της απάντησε η μητέρα της, κοι-

τώντας ερευνητικά το πρόσωπο της κόρης της.

Η Κιέκο χαιρέτησε ευγενικά τον επισκέπτη.

«Μαμά, άργησα πολύ, δε σε βοήttησα καttόλου».

«Δεν πειράζει, δεν πειράζει».

Η μητέρα τής έγνεψε με τα μάτια. Π ήγαν και οι δύο στην

κουζίνα. Έπρεπε να φέρουν κι άλλο ζεστό σακέ.

«Κιέκο, τα παιδιά σε έφεραν σπίτι, επειδή δείχνεις ttλιμμέ­

νη>>.

«Α, ο Σιν-ίχι και ο αδελφός του ... » «Ν α ι. Δείχνεις άρρωστη, φαίνεσαι έτοιμη να καταρρεύ­

σεις».

Έβαλε ανάλαφρα το χέρι της στο μέτωπο της Κιέκο.

«Δεν έχεις πυρετό, αλλά φαίνεσαι τόσο λυπημένη! Ο καλε­

σμένος μας ttα μείνει εδώ απόψε, εσύ ttα κοιμηttείς μαζί μου»,

είπε η μητέρα αγγίζοντάς την απαλά στον ώμο.

Η Κιέκο συγκράτησε με κόπο ένα δάκρυ που ήταν έτοιμο

να κυλήσει.

«Πήγαινε να ξεκουραστείς στο μέσα δωμάτιο, επάνω».

«Ν α ι, ευχαριστώ».

Η τρυφερότητα της μητέρας της έκανε την Κιέκο να νιώ­

ttει πιο ανάλαφρη.

«0 πατέρας σου δε ttέλει πολλές επισκέψεις, είναι κι αυτός μελαγχολικός, μόνος. Στο δείπνο είχε μόνο πέντε έξι καλε­

σμένους ... » Η Κιέκο πήγε τα μπουκάλια με το σακέ στο σαλόνι.

«Ήπια αρκετά. Σας ευχαριστώ, δε ttέλω άλλο».

Το δεξί της χέρι, με το οποίο έβαζε το ποτό, έτρεμε και γι'

αυτό το στήριζε με το αριστερό. Ωστόσο εξακολουttούσε να

τρέμει κι ένιωttε ελαφρά ρίγη σ' όλο της το κορμί.

Εκείνη τη νύχτα ακόμα και ο πέτρινος φανοστάτης στο

108

Page 109: Κιότο - Yasunari Kawabata

αίδριο με τις χριστιανικές παραστάσεις ήταν αναμμένος κι

έτσι aχνοφαίνονταν οι μενεξέδες στα κοιλώματα του μεγά­

λου σφενταμιού. Ανδοί δεν υπήρχαν πια, μήπως όμως τα δυο

στρώματα που σχημάτιζαν οι πεσμένοι μενεξέδες, επάνω και

κάτω, ήταν η Κιέκο και η Ναέκο; Μήπως τα δυο αυτά στρώ­

ματα, που ftα νόμιζε κανείς ότι ήταν χωρισμένα για πάντα,

ξανάσμιξαν εκείνη τη νύχτα; Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μά­

τια της, καftώς κοίταζε τους μενεξέδες μέσα στο φως που

τρεμόσβηνε.

Ο Τακιχίρο ένιωσε ότι κάτι συνέβαινε στην Κιέκο. Κάπου

κάπου της έριχνε κλεφτές ματιές.

Η Κιέκο σηκώftηκε με τρόπο και ανέβηκε στο πρώτο πά­

τωμα. Στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε συνήftως, είχαν ε­

τοιμάσει το κρεβάτι του καλεσμένου. Η Κιέκο πήρε το μαξι­

λάρι της από την ντουλάπα και χώftηκε στο κρεβάτι.

Για να μην ακούγονται οι λυγμοί της, έχωσε το κεφάλι στο

μαξιλάρι σφίγγοντας με τα χέρια της τις δυο άκρες.

Όταν ανέβηκε, η Σίγκε είδε ότι το μαξιλάρι ήταν μουσκεμένο:

«Έλα, στάσου μια στιγμούλα να σ' το αλλάξω».

Έφερε ένα καινούριο μαξιλάρι και κατέβηκε αμέσως. Στη

σκάλα σταμάτησε για λίγο, στράφηκε πίσω, αλλά δεν είπε λέξη.

Α ν και το δωμάτιο χωρούσε τρία φούτοv,* είχαν βάλει μό­

νο δύο. Το ένα ήταν της Κιέκο. Προφανώς η μητέρα της σκό­

πευε να κοιμηftεί στο ίδιο κρεβάτι με την κόρη της. Στα πό­

δια του κρεβατιού βρίσκονταν διπλωμένα δύο λινά καλύμμα­

τα, της μητέρας της και το δικό της.

Η Σίγκε είχε ετοιμάσει το φούτοv της κόρης της αλλά όχι

το δικό της. Ήταν κάτι ασήμαντο, αλλά η Κιέκο συγκινήftηκε

από την καλοσύνη της μητέρας της. Μ' αυτή τη σκέψη τα

δάκρυα σταμάτησαν κι η Κιέκο ξαναβρήκε την ηρεμία της:

«Αυτό είναι το σπίτι μου». Αυτό ήταν σίγουρο, αλλά η συνά­

ντηση με τη Ν αέκο είχε ανατρέψει τα πάντα μέσα της.

Η Κιέκο σηκώftηκε, πήγε μπροστά στον καftρέφτη και πε-

* Μεταξωτά στρώματα.

109

Page 110: Κιότο - Yasunari Kawabata

ριεργάστηκε το πρόσωπό της. Σκέφτηκε να μακιγιαριστεί,

αλλά εγκατέλειψε αμέσως αυτή τη σκέψη. Πήρε μόνο ένα

μπουκαλάκι άρωμα και έριξε μερικές σταγόνες στο κρεβάτι.

Μετά ξέσφιξε τη στενή ζώνη που έσφιγγε το νυχτικό της.

Ή ταν δύσκολο να την πάρει ο ύπνος. Έκλεισε τα μάτια

της και σκέφτηκε το όμορφο βουνό με τις κρυπτομουριές

και το χωριό -που τώρα πια ήταν μέρος της πόλης- Ν ακα­

γκάβα.

Η ιστορία με τη Ν αέκο της αποκάλυψε σε γενικές γραμμές

ποιος ήταν ο πραγματικός της πατέρας και ποια η μητέρα

της.

«Δε 'δα 'πρεπε να τα πω όλα στους γονείς μου; Επιτρέπε­

ται να μην το κάνω;»

Πι'δανότατα στο μαγαζί ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα ή­

ξεραν οτιδήποτε για το πού είχε γεννη'δεί η Κιέκο ή ποιοι

ήταν οι πραγματικοί γονείς της. «Αποκλείεται να ζουν ... » σκέ­φτηκε, αλλά δεν έκλαιγε πια. Από την πόλη έρχονταν οι μου­

σικές του Ζιόν.

Ο επισκέπτης στο ισόγειο πρέπει να ήταν κάποιος υφα­

ντουργός από τα περίχωρα του Ν αγκαχάμα στην επαρχία

του Όμι. Είχε πιει αρκετό σακέ και η φωνή του, που είχε

γίνει πιο δυνατή, έφδανε κάπου κάπου στο πρώτο πάτωμα,

όπου είχε ξαπλώσει η Κιέκο.

Ο επισκέπτης τα είχε βάλει με το σατανικό τουρισμό, που

για χάρη του είχαν αλλάξει τη διαδρομή της παρέλασης και,

αντί να περνάει από τη λεωφόρο Σιτζό, τώρα περνούσε από

τη λεωφόρο Καβάζα-χο, η οποία είχε εκσυγχρονιστεί σε μεγά­

λο βα'δμό, για να στρίψει μετά στη λεωφόρο Όικε, η οποία

είχε διαπλατυν'δεί στην περίοδο του πολέμου. Έφ'δασαν μά­

λιστα στο σημείο να φτιάξουν και «εξέδρες» μπροστά στο

δημαρχείο!

Πρώτα η παρέλαση περνούσε από τους χαρακτηριστικούς

στενούς δρόμους της Πρωτεύουσας και, αν καμιά φορά γί­

νονταν κάποιες ζημιές στα σπίτια, υπήρχε τουλάχιστον ατμό­

σφαιρα! Από τους πρώτους ορόφους πέταγαν γλυκά χιμάκι.

Τώρα τα πετάει ο ένας στον άλλον.

110

Page 111: Κιότο - Yasunari Kawabata

Μόλις έφευγαν από τη λεωφόρο Σιτζό για να στρίψουν

στους στενούς δρόμους, δε διακρινόταν πια το κάτω μέρος

των αρμάτων. Αυτό ήταν καλό.

Ο Τακιχίρο του απαντούσε ότι σε μια μεγάλη λεωφόρο βλέ­

πεις καλύτερα τα άρματα. Κι αυτό ήταν πολύ ωραιότερο.

Ακόμα και τώρα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η Κιέκο είχε

την εντύπωση ότι άκουγε τις μεγάλες ξύλινες ρόδες των αρ­

μάτων να τρίζουν, κα'δώς έστριβαν στα σταυροδρόμια.

Εκείνη τη νύχτα ο ξένος έπρεπε να μείνει στο διπλανό δωμά­

τιο· η Κιέκο όμως σκόπευε την επόμενη μέρα να πει στους

γονείς της όλα όσα της είχε πει η Ν αέκο.

Φαίνεται ότι στο χωριό Κιταγιάμα υπάρχουν πολλές ιδιω­

τικές επιχειρήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι οικογένειες

έχουν δικό τους κτήμα. Qι γονείς της, σκέφτηκε η Κιέκο, 'δα

πρέπει να δούλευαν σε κάποιες απ' αυτές τις οικογένειες.

«Δουλεύω μεροκάματο ... » της είχε πει η Ν αέκο. Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε. Οι γονείς τους 'δα

είχαν ακούσει πολλές φορές να τους λένε όλοι ότι ήταν

ντροπή να έχεις δυο δίδυμα κορίτσια και πως 'δα 'ταν δύσκο­

λο να τα ζήσεις και τα δυο. Ίσως τότε, πιεζόμενοι και από

την οικονομική τους κατάσταση, αποφάσισαν να εγκαταλεί­

ψουν την Κιέκο.

Ωστόσο υπήρχαν τρία πράγματα που είχε ξεχάσει να ρωτή­

σει τη Ν αέκο. Την Κιέκο την εγκατέλειψαν λίγο μετά τη γέν­

να· γιατί όμως να εγκαταλείψουν την Κιέκο και όχι τη Ν αέκο;

ΓΙ ότε έπεσε ο πατέρας της από το δέντρο; Η Ν αέκο της είχε

πει: «Μόλις είχα γεννη'δεί». Έπειτα ήταν κι η φράση: «Γεννή­

ftηκα στο χωριό της μητέρας μου, ψηλά στο βουνό, πολύ μα­

κριά από το χωριό με τις κρυπτομουριές». Αλλά πώς λεγόταν

αυτό το μέρος;

Από τη στιγμή που την εγκατέλειψαν, η Κιέκο άλλαξε κοι­

νωνική τάξη· αυτό έδειχνε να σκέπτεται η Ν αέκο και βέβαια

η Κιέκο δε 'δα 'πρεπε να περιμένει να την επισκεφτεί. Αν η

111

Page 112: Κιότο - Yasunari Kawabata

Κιέκο ή{}ελε να μιλήσουν, έπρεπε να πάει η ίδια να τη βρει

εκεί που δούλευε. Αλλά η Κιέκο ένιω{}ε ότι {}α της ήταν αδύ­

νατο να το κάνει κρυφά από τους γονείς της.

Είχε διαβάσει πολλές φορές το υπέροχο κείμενο του Οσα­

ράγκι Χιρό Ο Πειρασμός του Κιότο:

«Οι πράσινες κορυφές των κρυπτομουριών μοιάζουν με

{}υσάνους νεφών, τα κοκκινόπευκα είναι αρμονικά στοιχισμέ­

να, ενώ από ολόκληρο το βουνό υψώνεται μια μελωδία, που

δεν είναι άλλο από το τραγούδι των δέντρων στο άπειρο ... » Αυτή η φράση της ξανάρ{}ε στο νου. Δεν ήταν η γιορτή, η

μουσική, ο {}όρυβος που πλημμύριζαν την καρδιά της Κιέκο,

αλλά αυτή η μελωδία από το τραγούδι των δέντρων. Της φαι­

νόταν ότι άκουγε αυτή τη μελωδία, αυτό το τραγούδι να έρ­

χεται προς το μέρος της, περνώντας μέσα απ' το ουράνιο τό­

ξο, που τόσο συχνά εμφανίζεται στο Κιταγιάμα ... Ένιω{}ε λιγότερο λυπημένη. Μπορεί να μην ήταν και λύπη

αυτό που ένιω{}ε. Η απρόσμενη συνάντηση με τη Ν αέκο της

προκάλεσε έκπληξη, ταραχή, ανησυχία ... Τα δάκρυα δεν είναι η καλύτερη δυνατή μοίρα για μια κοπέλα.

Η Κιέκο γύρισε στο κρεβάτι της κι έκλεισε τα μάτια ακού­

γοντας το βουνό και το τραγούδι του. Λίγο αργότερα ο επι­

σκέπτης και οι γονείς της ανέβηκαν στο πρώτο πάτωμα.

«Καλό ύπνο», είπε ο πατέρας καληνυχτίζοντάς τον.

Η μητέρα τακτοποίησε τα ρούχα του επισκέπτη και μετά

πήγε στο άλλο δωμάτιο. Ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο με τα

ρούχα του άντρα της, όταν η Κιέκο της είπε:

«'Α σε, μαμά, {}α το κάνω εγώ».

«Ακόμα ξύπνια είσαι;» είπε η μητέρα και, αφήνοντας τα

ρούχα στην Κιέκο, ξάπλωσε. «Είσαι τόσο νέα ακόμα!»

Δίπλα, ίσως λόγω του αλκοόλ, ο επισκέπτης άρχισε να ρο­

χαλίζει· το ροχαλητό του ακουγόταν μέσα απ' το χώρισμα.

«Σίγκε!» είπε ο Τακιχίρο από το διπλανό κρεβάτι. «Δε σου

φάνηκε ότι ο κ. Αρίτα ή{}ελε μάλλον να μας στείλει το γιο

του;»

«Σαν τι; Για πωλητή ή για υπάλληλο;»

ll2

Page 113: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Για γαμπρό, για την Κιέκο ... » «Μη μιλάς, η Κιέκο είναι ξύπνια ακόμα», του είπε για να

τον κάνει να σωπάσει.

«Καλά, καλά. Ας το ακούσει και η Κιέκο, δεν είναι κακό».

« ... »

«Μιλάω για το δεύτερο γιο του. Έχει έρ~ει πολλές φορές

στο μαγαζί για δουλειές του πατέρα του, το ξέρεις βέβαια».

«Εμένα αυτός ο κ. Αρίτα δε μου αρέσει και τόσο», είπε η

Σίγκε χαμηλόφωνα χωρίς να περιμένει απάντηση.

Η μελωδία του βουνού που άκουγε η Κιέκο σώπασε.

«Ε! Κιέκο!» είπε η μητέρα γυρνώντας προς την κόρη της.

Η Κιέκο είχε τα μάτια ανοιχτά, αλλά δεν απάντησε. Για

λίγα λεπτά έπεσε σιωπή. Η Κιέκο ένωσε τις άκρες των πο­

διών της κι έμεινε ακίνητη.

«Αυτός ο Αρίτα νομίζω ότι έχει βλέψεις στο μαγαζί. Αυτή

την εντύπωση έχω εγώ», συνέχισε ο Τακιχίρο. «Εκτός αυτού,

ξέρει καλά ότι η Κιέκο είναι όμορφη, έχει ένα σωρό προσό­

ντα ... Όσο για μας, έχει δοσοληψίες μαζί μας, γνωρίζει καλά την οικονομική μας κατάσταση. 'Α σε που υπάρχουν σίγουρα

υπάλληλοί μας που ~α του τα λένε όλα πίσω από την πλάτη

μας».

« ... »

«Αλλά όσο όμορφη κι αν είναι η Κιέκο, ποτέ δε σκέφτηκα

να την παντρέψω για να aποκομίσω κάποιο όφελος, έτσι δεν

είναι, Σίγκε; Δε ~α μου το συγχωρούσαν ποτέ οι ~εοί!»

«Αυτό σίγουρα», είπε η Σίγκε.

«Δεν κάνω για έμπορος».

«Πες μου, μπαμπά, δε μου κρατάς κακία που σε έβαλα να

κουβαλήσεις στο Σάγκα το βιβλίο για τον Πάουλ Κλέε;» είπε

απολογητικά η Κιέκο, που είχε ανακα~ίσει στο κρεβάτι της.

«Τι πράγμα; Μα ήταν χαρά για μένα! Ένα πραγματικό στή­

ριγμα. Σήμερα γι' αυτό το βιβλίο ζω», απάντησε ο πατέρας

της χαμηλώνοντας το κεφάλι. «Αν και δεν έχω το ταλέντο να

κάνω τέτοια σχέδια ... » «Μπαμπά!»

Ν /(ιιίrο

Page 114: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Αλή'θ'εια, Κιέκο, αν πουλούσαμε το μαγαζί μας και πηγαί­

ναμε στο Ν ισίγιν ή, μάλλον, αν βρίσκαμε κάποιο μικρό σπιτά­

κι κοντά στο μοναστήρι του Ν ανζένγι ή στο Οκαζάκι, 'θ'α

μπορούσαμε να εμπνευστούμε μαζί καινούρια σχέδια για ζώ­

νες ... Θα άντεχες τη φτωχική ζωή;» «Φτωχική ζωή! Μα αυτό δεν έχει καμιά σημασία για μέ­

να ... »

«Αλή'θ'εια;» ρώτησε απλά ο πατέρας της και αμέσως μετά

αποκοιμή{}ηκε.

Η Κιέκο όμως άργησε να αποκοιμη'θ'εί.

Την ·επόμενη μέρα ωστόσο ξύπνησε νωρίς και κα'θ'άρισε

το δρόμο μπροστά απ' το σπίτι, σκούπισε το παγκάκι και την

καγκελόπορτα.

Η γιορτή του Ζιόν συνεχιζόταν. Στις δεκαοκτώ είχαν σειρά

τα «άλλα άρματα». Στις είκοσι τρεις ένα νέο 'θ'έαμα με «νυχτε­

ρινά άρματα» για τη γιορτή με τα παραβάν. Στις είκοσι τέσ­

σερις ήταν η παρέλαση των αρμάτων. Μετά 'θ'α ακολου'θ'ούσε

το Κιογκέν, που είναι αφιερωμένο στους 'θ'εούς, και στις εί­

κοσι οκτώ «Η πλύση των παλανκίνων». Στο τέλος υπήρχε η

επιστροφή στο ιερό του Γιαζάκα, στις είκοσι εννιά, όπου α­

ναγγέλλεται επίσημα η λήξη του εορτασμού. Μερικά άρματα

'θ'α διέσχιζαν τη συνοικία Τεραμάχι.

Αυτή η γιορτή, που κρατάει ένα μήνα, προκαλούσε στην

Κιέκο μεγάλη ταραχή.

Page 115: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Ε ΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΑΣΗΣ

του «νέου πολιτισμού» της περιόδου Μέιτζι χανόταν σι­

γά σιγά. Ήταν το τραμ της γραμμής Κιτάνο, που οι

γραμμές του πηγαίνουν παράλληλα στον ποταμό Χορικάβα,

το πιο παλιό τραμ της Ιαπωνίας.

Είναι γνωστό ότι η παλιά πρωτεύουσα, που μετρούσε ήδη

χίλια χρόνια ζωής, ήταν η πρώτη που υιοftετούσε κάftε νεω­

τερισμό που ερχόταν από τη Δύση. Και ίσως αυτό να είναι

f:~να από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των «Πρωτευουσιά­

νων».

Ωστόσο και το ότι χρησιμοποιούν ακόμα τούτο το παμπά­

λαιο τραμ που τρίζει -το Τσιν-τσιν- κι αυτό χαρακτηρίζει

την παλιά Πρωτεύουσα. Τα οχήματα φυσικά ήταν μικρά. Τα

γόνατα των επιβατών που κάftονταν αντικριστά σχεδόν α­

κουμπούσαν.

Όταν έφftασε η στιγμή να καταργηftεί, το στόλισαν με ψεύ­

τικα λουλούδια και το μετέτρεψαν σε «ανftισμένο τραμ». Α­

ποφάσισαν μάλιστα ότι οι επιβάτες πρέπει να είναι ντυμένοι

με τη μόδα της μακρινής περιόδου Μέιτζι. Το νέο απλώftηκε

στην πόλη κι έτσι γεννήftηκε μια ακόμα γιορτή. Για πολλές

μέρες το παλιό όχημα γέμιζε με επιβάτες που δεν είχαν κα­

νένα λόγο να ανέβουν.

Ήταν Ιούλιος και πολλοί κρατούσαν στα χέρια τους μικρά

αλεξήλια. Βεβαίως στο Κιότο ο καλοκαιρινός ήλιος τσουρου­

φλίζει περισσότερο απ' ό,τι στο Τόκιο, όμως δε βλέπουμε

πια κανέναν να κρατάει αλεξήλιο.

Μπροστά στο σταftμό του Κιότο ο Τακιχίρο ήταν έτοιμος

να ανέβει στο «ανftισμένο τραμ». Βλέποντάς τον, μια γυναίκα

κρυμμένη μέσα στο πλήftος, ιδιοκτήτρια ενός τε'ίοποτείου,

ns

Page 116: Κιότο - Yasunari Kawabata

προσπαδούσε να μη γελάσει. Είχε άδικο όμως, ο Τακιχίρο εί­

χε όλα τα προσόντα για να ζει στην περίοδο Μέιτζι.

Τη στιγμή που ανέβαινε στο τραμ, αντιλήφ{}ηκε την πα­

ρουσία της. Με ενοχλημένο ύφος τής είπε:

«Α, όχι! Εσείς δεν μπορείτε να ανήκετε στους Μέιτζι!»

«Όχι δα! Εξάλλου η γραμμή του Κιτάνο είναι ο δρόμος

μου».

«Αν λέτε αλήftεια, τότε μπορείτε να ανεβείτε».

«Ασφαλώς λέω αλήftεια! Τι σκληρόκαρδος που είστε! Κι ό­

μως δε ftα 'πρεπε να με έχετε ξεχάσει!»

«Τι όμορφο κοριτσάκι είναι αυτό που έχετε μαζί σας! Πού

το είχατε κρυμμένο;»

«Ελάτε τώρα ... Ξέρετε καλά ότι δεν είναι δικό μου». «Μάλλον aστειεύεστε, αλλά πάλι μ' εσάς τις γυναίκες ποτέ

δεν ξέρει κανείς ... » «Τι ωραία που τα λέτε! Αυτά μάλλον με τους άντρες συμ­

βαίνουν!»

Το κοριτσάκι που ήταν μαζί της ήταν πραγματικά πανέ­

μορφο, με κάτασπρη επιδερμίδα. Θα ήταν δεκατεσσάρων

δεκαπέντε ετών. Στο ανάλαφρο καλοκαιρινό της φόρεμα, ά­

σπρο και μπλε, μια λεπτή κόκκινη ζώνη αγκάλιαζε τη μέση

της. Φοβισμένη, σαν να 'ftελε να αποφύγει τον Τακιχίρο, πήγε

και κάftισε πλάι στη γυναίκα και έσφιξε τα χείλια.

Ο Τακιχίρο τράβηξε ελαφρά τη γυναίκα από το μανίκι.

«Τσίι-τσαν, έλα κάftισε ανάμεσά μας», είπε εκείνη στο παιδί.

Για ένα λεπτό έμειναν και οι τρεις σιωπηλοί· μετά η γυναί-

κα, σκύβοντας πάνω απ' το κεφάλι του παιδιού, μουρμούρισε

στο αυτί του Τακιχίρο:

«Θα 'ftελα να τη βάλω στην ομάδα των χορευτριών του

Ζιόν ... αλλά ... » «Τίνος είναι το κορίτσι;»

«Της ιδιοκτήτριας ενός τε'ίοποτείου δίπλα στο δικό μου».

«Α!»

«Ασφαλώς, βλέποντάς μας, οι άνδρωποι ftα σκέφτονται ότι

είναι κόρη μας», aστειεύτηκε η γυναίκα χαμηλόφωνα.

«Μα τι είναι αυτά που λέτε;»

n6

Page 117: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η γυναίκα αυτή είχε ένα τε·ίοποτείο στη συνοικία Καμισι­

χίκεν.

«Ελάτε στο ιερό του Τενγίν στο Κιτάνο. Αφεfiείτε στη φρο-

ντίδα της μικρής ... » Ο Τακιχίρο ήξερε ότι η γυναίκα aστειευόταν.

«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ωστόσο τη μικρή.

«Πάω πρώτη Γυμνασίου».

«Α, μάλιστα!» είπε και, κοιτώντας την, πρόσfiεσε: «Όταν ξα­

ναγεννηfiώ στον άλλο κόσμο, ποιος ξέρει, μπορεί να αφεfiώ

οτη φροντίδα σου».

Το παιδί, που είχε μεγαλώσει στην αμαρτωλή συνοικία της

πόλης, φάνηκε, χωρίς να το δείχνει, ότι κατάλαβε πολύ καλά

τα παράξενα λόγια του Τακιχίρο.

«Γιατί να πάω με αυτό το παιδί στο ιερό του Τενγίν; Μή­

πως είναι η προσωποποίηση του ίδιου του 'δεού Τενγίν;» είπε

aστειευόμενος ο Τακιχίρο στη διπλανή του.

«Και βέβαια είναι!»

«Είχα την εντύπωση ότι ο Τενγίν ήταν άντρας».

«Έγινε γυναίκα!» απάντησε εκείνη σοβαρά. «Αν έμενε ά-

ντρας, fiα τράβαγε πάλι τα βάσανα της εξορίας».

Ο Τακιχίρο έβαλε τα γέλια:

«Κι αν είναι γυναίκα;»

«Αν είναι γυναίκα ... ε, τότε ... fiα αφε'δεί στα χάδια κάποιου που αξίζει πολλά».

«Μπα!»

Το κοριτσάκι ήταν όμορφο, αυτό ήταν αναμφισβήτητο. Τα

κοντοκομμένα μαλλιά της είχαν μαύρες γυαλιστερές aνταύ­

γειες. Τα βλέφαρά της, έτσι κα'δώς δίπλωναν στην άκρη, ήταν

{:ξ οχ α.

«Μοναχοκόρη;» ρώτησε ο Τακιχίρο.

«Όχι. Έχει δύο μεγαλύτερες αδελφές. Η μεγαλύτερη απ'

<'>λες τελειώνει το Γυμνάσιο την ερχόμενη άνοιξη και μάλλον

Ηα γίνει χορεύτρια».

«Είναι το ίδιο όμορφη;»

«Της μοιάζει, αλλά δε νομίζω ότι είναι το ίδιο όμορφη ... »

« ... »

117

Page 118: Κιότο - Yasunari Kawabata

Στη συνοικία του Καμισιχίκεν δεν υπάρχει πια ούτε μια

χορεύτρια. Σύμφωνα με το νόμο, μια κοπέλα μπορεί να γίνει

χορεύτρια, μόνο άμα έχει τελειώσει το Γυμνάσιο.

Όπως το λέει και το όνομά του, το Καμισιχίκεν ήταν στην

αρχή «η συνοικία με τα επτά τε'ίοποτεία». Τώρα είχε καμιά

εικοσαριά. Όπως όλοι, έτσι και ο Τακιχίρο το ήξερε από

κουβέντες που είχε ακούσει.

Άλλοτε -όχι πολύ παλιά- ο Τακιχίρο πήγαινε συχνά σ'

αυτή τη συνοικία, για να διασκεδάσει, μαζί με άλλους χονδρε­

μπόρους του Ν ισίγιν ή με τίποτα καλούς πελάτες από την

επαρχία.

Χωρίς να το επιδιώξει, του ήρδαν στο νου τα πρόσωπα

των γυναικών που έβλεπε τότε. Το μαγαζί πήγαινε καλά ε­

κείνη την εποχή.

«Και εσείς όμως έχετε παράξενα γούστα. Ν α ανεβείτε σ'

ένα τέτοιο τραμ ... » είπε ο Τακιχίρο. «Είναι πολύ σημαντικό για τον άνδρωπο να ξέρει να απο­

χωρίζεται μερικά πράγματα», απάντησε. «Όπως και για μας

είναι βασικό να μην ξεχνάμε τους παλιούς πελάτες ... » « ... »

«'Άλλωστε εγώ είχα πάει έναν πελάτη μου στο σταδμό και

πήρα το τραμ για να γυρίσω σπίτι μου. Μάλλον εσείς είστε ο

παράξενος να παίρνετε ένα τραμ ολομόναχος ... » «Μπορεί να έχετε δίκιο. Γιατί ανέβηκα; Θα 'ταν αρκετό να

κοιτάξω το "ανδισμένο τραμ" απ' έξω», είπε ο Τακιχίρο και

χαμήλωσε το κεφάλι. «Το κάλεσμα του παρελδόντος. Η μο­

ναξιά του παρόντος».

«Μοναξιά; Στην ηλικία σας δεν πρέπει κανείς να λέει τέ­

τοια πράγματα! Εμπρός, ελάτε μαζί μας! Έστω και για να

δείτε μονάχα μερικά όμορφα κορίτσια ... »

Ο Τακιχίρο έδειχνε ότι ήταν απολύτως έτοιμος να παρα­

συρδεί και να πάει στο Καμισιχίκεν.

Στο ιερό του Κιτάνο η ιδιοκτήτρια του τε'ίοποτείου κατευ­

Wν{)ηκε αμέσως στο ομοίωμα του δεού. Ο Τακιχίρο την ακο-

n8

Page 119: Κιότο - Yasunari Kawabata

λού{]ησε. Αυτοσυγκεντρώδηκε και προσευχήθηκε πολλή ώρα.

Το μικρό κορίτσι χαμήλωσε το κεφάλι. Η γυναίκα στράφηκε

οτον Τακιχίρο:

«Επιτρέψτε στην Τσίι-τσαν να γυρίσει πίσω τώρα».

«Φυσικά».

«τ σίι-τσαν' γύρνα στο σπίτι!»

«Ευχαριστώ», είπε το κορίτσι και τους χαιρέτησε.

Καttώς απομακρυνόταν, το βάδισμά της δε Wμιζε σε τίπο­

τα τα κοριτσάκια της ηλικίας της.

«Λοιπόν μάλλον σας άρεσε πολύ, έτσι;» είπε η γυναίκα. «Σε

δύο τρία χρόνια ttα είναι χορεύτρια. Μπορείτε να χαρείτε

πρώτος αυτή την ομορφιά... Έχει πρώιμη ανάπτυξη. Και εί­

ναι πανέμορφη».

Ο Τακιχίρο έμεινε αμίλητος. Μια και βρισκόταν εκεί, σκέ­

φτηκε να κάνει μια βόλτα στο μεγάλο κήπο που υπήρχε στον

περίβολο του ναού. Αλλά έκανε ζέστη.

«Ευχαρίστως ttα ξεκουραζόμουν λίγο στο σπίτι σας. Είμαι

εξαντλημένος».

«Βεβαίως. Το σκέφτηκα από την αρχή. Πάει τόσος και­

ρ6ς ... » είπε η γυναίκα. Μόλις μπήκαν στο παλιό τε·ίοποτείο, η γυναίκα τον χαιρέ­

τησε και πάλι, όπως συνηttιζόταν.

«Καλώς ορίσατε. Αλήttεια τι κάνατε όλον αυτό τον καιρό;

Lας αναφέραμε συχνά στις συζητήσεις μας. Θα σας φέρω

i::να μαξιλάρι. Είστε κουρασμένος, δεν είναι έτσι; Λοιπόν τι ttα

λέγατε για μια γλυκιά κοπέλα που ttα μπορούσε να σας ακού­

σει;»

«Σύμφωνοι, αλλά σας παρακαλώ όχι καμιά απ' αυτές που

ήξερα».

Ο Τακιχίρο κόντευε να αποκοιμηttεί, όταν μπήκε η νεαρή

γκέισα, η οποία κάttισε και έμεινε σιωπηλή για λίγο. Καινού­

ιηα φάτσα τούτος εδώ, σίγουρα κάποιος πληκτικός πελάτης.

Ο Τακιχίρο δεν έδειχνε κα-δόλου πρόttυμος για παιχνίδια, είχε

στρυφνό ύφος. 'Ισως για να του φτιάξει τη διάttεση, του είπε

i>τι, στα δύο χρόνια που ήταν γκέισα, είχε ερωτευδεί σαράντα

επτά άντρες.

ng

Page 120: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ακριβώς όπως οι Σαράντα Επτά Δίκαιοι Σαμουράι του

Ακό. Ανάμεσά τους μάλιστα ήταν και πολλοί σαραντάρηδες,

πενηντάρηδες. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι πολύ αστείο!

Με κορόιδευαν και μου έλεγαν ότι ερωτευόμουν τον πρώτο

τυχόντα!»

«Και τώρα;» είπε ο Τακιχίρο ανοίγοντας ξαφνικά τα μάτια.

«Τώρα; Έναν μόνο!»

Εκείνη τη στιγμή η ιδιοκτήτρια επέστρεψε στο δωμάτιο. Η

νεαρή γκέισα πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι· ήταν δυνατό

να ftυμάται όλους αυτούς τους άντρες -«σαράντα επτά»­

με τους οποίους είχε μια εφήμερη σχέση; αναρωτιόταν δύ­

σπιστος ο Τακιχίρο.

Η κοπέλα πρόσ~εσε ότι τρεις μέρες μετά το ξεκίνημά της

στη δουλειά ένας πελάτης -που της ήταν εντελώς αδιάφο­

ρος- προσπά~σε απότομα να τη φιλήσει την ώρα που τον

οδηγούσε στην τουαλέτα. Του είχε δαγκώσει τη γλώσσα.

«Έτρεξε αίμα;»

«Και βέβαια! Άκου λέει! Ο πελάτης απαιτούσε να του

πληρώσουν γιατρό, ήταν έξαλλος και φώναζε. Εγώ έκλαιγα

και έγινε ολόκληρη ιστορία! Όμως εκείνος έφταιγε, έτσι δεν

είναι; Έχω ξεχάσει ακόμα και το όνομά του».

«Πολύ ωραία!» είπε ο Τακιχίρο.

Η ομορφούλα πρωτευουσιάνα πρέπει να ήταν δεκαοκτώ

δεκαεννιά χρονών- είχε ευχάριστο παρουσιαστικό, γερτούς

ώμους και ήταν αδύνατη· ήταν εκείνη που κατάφερε με ταχύ­

τητα aστραπής να δαγκώσει άγρια έναν πελάτη. Ο Τακιχίρο

κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό της:

«Δείξε μου τα δόντια σου», είπε στη νεαρή γκέισα.

«Τα δόντια μου; Τα δόντια μου; Μα τα είδατε όσο μιλούσα,

δεν τα είδατε;» «Θα ή~ελα να τα δω καλύτερα. Δείξ' τα!»

«Αρκετά! Με ταπεινώνετε!» είπε κρατώντας το στόμα της

πεισματικά κλειστό. «Παλιοπεισματάρη! Α ν υπακούσω, δε ~α

μπορώ ούτε να μιλήσω ... »

Το γοητευτικό της στόμα έκρυβε κάτι μικρά άσπρα δοντά­

κια. Ο Τακιχίρο aστειεύτηκε:

120

Page 121: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Έσπασαν; Θα πρέπει να τα άλλαξες, έτσι;»

«Η γλώσσα του ήταν πολύ μαλακή», είπε εκείνη ανέμελα.

«Εντάξει, τώρα φτάνει!»

Έκρυψε το πρόσωπό της πίσω από την πλάτη της πατρό­

νας. Αφού πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής, ο Τακιχίρο είπε

στην πατρόνα:

«Μια και βρισκόμαστε εδώ, δεν πάμε να δούμε το Νακαζά­

το;»

«Γιατί όχι; Σίγουρα δα την ευχαριστούσε. Μπορώ να σας

συνοδεύσω», είπε και σηκώ{}ηκε, για να φτιαχτεί λίγο στον

καftρέφτη.

Α ν και η πρόσοψη του σπιτιού παρέμενε η ίδια, το σαλόνι

είχε ανακαινιστεί.

Μια άλλη γκέισα ήρδε στην παρέα τους ο Τακιχίρο έφυγε

μετά το δείπνο.

Ο Χιντέο πήγε στο μαγαζί του Τακιχίρο την ώρα που εκείνος

απουσίαζε. Ζήτησε να μιλήσει στο κορίτσι του σπιτιού και η

Κιέκο ήρδε στην είσοδο του μαγαζιού.

«Προσπά{}ησα να κάνω τα προσχέδια για τη ζώνη που σας

υποσχέ{}ηκα τις προάλλες, στη γιορτή του Ζιόν! Σας τα έφε­

ρα να τα δείτε».

«Κιέκο!» τη φώναξε η μητέρα. «Πήγαινέ τον στο μέσα δω­

μάτιο».

«Καλά».

Στο δωμάτιο που έβλεπε στο αίδριο, ο Χιντέο έδειξε τα

δύο προσχέδιά του στην Κιέκο. Το ένα είχε κάτι αν{}ισμένα

χρυσάν{}εμα με τα φύλλα τους. Οι καινοτομίες ήταν τόσο

φανερές, που ξεχνούσες ότι πρόκειται για φύλλα χρυσαν{}έ­

μων. Το άλλο αναπαριστούσε το φύλλωμα του σφενταμιού.

«Είναι τόσο όμορφα!» είπε η Κιέκο, χωρίς να παίρνει το

βλέμμα της από πάνω τους.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ευτυχισμένος είμαι

που σας αρέσουν!» είπε ο Χιντέο. «Ποιο απ' τα δύο δέλετε να

υφάνω;»

121

Page 122: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Αυτό με τα χρυσάνδεμα φυσικά, φοριέται όλον το χρόνο».

«Εντάξει, αυτό f}α υφάνω, σύμφωνοι;»

« ... »

Η Κιέκο χαμήλωσε τα μάτια και στο πρόσωπό της ζωγρα­

φίστηκε η f}λίψη.

«Και τα δύο είναι όμορφα ... » είπε διστακτικά, «αλλά δε f}α μπορούσε να κάνεις μία ζώνη με φόντο βουνά, κοκκινόπευ­

κα και κρυπτομουριές;»

«Βουνά, κοκκινόπευκα, κρυπτομουριές. Φαίνεται δύσκολο,

αλλά f}α το σκεφτώ ... » είπε ο Χιντέο και κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπο της Κιέκο.

«Χιντέο, συγχωρήστε με».

«Ν α σας συγχωρήσω; Για ποιο πράγμα;»

«Για ... » η Κιέκο δεν ήξερε πώς να το πει. «Το βράδυ της γιορτής στη γέφυρα Σιτζό η κοπέλα στην οποία δώσατε την

υπόσχεσή σας δεν ήμουν εγώ. Ήταν μια άλλη».

Ο Χιντέο έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν μπορούσε να το

πιστέψει. Το πρόσωπό του είχε χάσει το δυναμισμό του. Για

ποιαν είχε δουλέψει με όλη του την ψυχή αυτά τα σχέδια αν

όχι για την Κιέκο; Μήπως ήf}ελε να τον κάνει πέρα; Όμως τα

λόγια της, η στάση της δεν έπειf}αν για κάτι τέτοιο. Ο Χιντέο

προσπάf}ησε να συγκρατήσει λίγο τον αυf}ορμητισμό του:

«Ώστε λοιπόν συνάντησα το φάντασμά σας; Μίλησα με το

φάντασμα της Κιέκο, αυτό είναι. Στη γιορτή του Ζιόν εμφα­

νίζονται φαντάσματα».

Ο Χιντέο κρατήf}ηκε για να μην πει: «Το φάντασμα του

κοριτσιού που έχω πάντα στη σκέψη μου».

Το πρόσωπο της Κιέκο σκλήρυνε:

«Χιντέο, η κοπέλα που μιλήσατε είναι η αδελφή μου».

« ... »

«Η αδελφή μου».

« ... »

«Κι εγώ εκείνο το βράδυ τη συνάντησα για πρώτη φορά».

« ... »

«Δεν έχω ακόμα μιλήσει γι' αυτή τη συνάντηση ούτε στον

πατέρα μου ούτε στη μητέρα μου».

122

Page 123: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τι πράγμα;» έκανε ο Χιντέο κατάπληκτος, δεν καταλάβαινε.

«Ξέρετε το χωριό όπου κατασκευάζονται τα ξύλινα δοκά­

ρια στο Κιταγιάμα; Εκεί εργάζεται>>.

«Ορίστε;»

Ο Χιντέο είχε παραξενευτεί τόσο πολύ, που δεν ήξερε

πώς να συνεχίσει.

«Γνωρίζετε το χωριό Νακαγκάβα;» ρώτησε η Κιέκο.

«Έχω περάσει με το λεωφορείο αλλά ... » «Κάντε της δώρο τη ζώνη, σας παρακαλώ».

«Τι;»

«Σας παρακαλώ, κάντε της δώρο τη ζώνη».

«Χμ!» είπε κουνώντας το κεφάλι του, κεραυνοβολημένος

ακόμα από τις aποκαλύψεις. «Γι' αυτό λοιπόν μου ζητήσατε

ένα σχέδιο με βουνά, κοκκινόπευκα και κρυπτομουριές;»

Η Κιέκο έκανε μια καταφατική κίνηση με το κεφάλι.

«Σύμφωνοι. Αλλά δε νομίζετε ότι πέφτει πολύ για τον τρό­

πο που ζει;»

«Αφήνω τη φαντασία σας να δουλέψει>>.

« ... »

«Θα την έχει για ολόκληρη τη ζωή της. Το όνομά της είναι

Ν αέκο. Δεν έχει κανέναν πατέρα γαιοκτήμονα, δουλεύει η

ίδια σκληρά. Είναι πολύ πιο δυνατή από μένα ... » Ο Χιντέο τα 'χε ακόμα χαμένα:

«Αφού μου το ζητάτε, {}α κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ».

«Θυμη{}είτε, το όνομά της είναι Ναέκο».

«Το κατάλαβα. Αλλά πώς γίνεται να μοιάζετε τόσο πολύ;»

«Είναι αδελφή μου».

«Μα ακόμα κι αν είστε αδελφές, τέτοια ομοιότητα ... » Η Κιέκο δεν είπε στον Χιντέο ότι ήταν δίδυμες. Καftώς

ήταν ντυμένες ελαφρά για την καλοκαιρινή γιορτή, δεν ήταν

παράδοξο που ο Χιντέο τις μπέρδεψε στο βραδινό φως.

Ένα ωραίο κιγκλίδωμα με ένα δεύτερο, εξωτερικό, ένα πα­

γκάκι μπροστά και το μαγαζί χτισμένο στο βά{}ος -κατά τα

πρότυπα μιας άλλης εποχής βεβαίως- αυτό το υπέροχο κα­

τάστημα στο στιλ του παλιού Κιότο ήταν το σπίτι αυτής της

κοπέλας, ενώ η άλλη δούλευε σε μια επιχείρηση κατεργασίας

123

Page 124: Κιότο - Yasunari Kawabata

ξύλου στο Κιταγιάμα. Πώς μπορούσαν να είναι αδελφές; Ο

Χιντέο δεν καταλάβαινε. Ωστόσο δεν μπορούσε να κάνει κι

άλλες ερωτήσεις.

«Όταν τελειώσω τη ζώνη, να τη φέρω εδώ;» ρώτησε.

«Ε ... » σκέφτηκε για λίγο η Κιέκο. «Δε {}α 'ταν καλύτερα να την πάτε κατευ{}είαν στη Ν αέκο;»

«Φυσικά, είναι κάτι που γίνεται>>.

«Τότε, σας παρακαλώ, ας γίνει έτσι>>.

Η Κιέκο έδειχνε να βάζει όλη της την ψυχή σ' αυτή την

παράκληση:

«Αλλά είναι μακριά ... » «Μακριά! Σιγά το μακριά ... » «Η Ν αέκο {}α χαρεί πολύ!»

«Πιστεύετε ότι {}α τη δεχτεί;»

Ο Χιντέο είχε δίκιο να είναι επιφυλακτικός: «Δε {}α την παραξένευε;»

«Θα αναλάβω να την ειδοποιήσω».

«Ωραία! Λοιπόν 'δα της την πάω, το υπόσχομαι. Πού ακρι-βώς μένει;»

Φυσικά η Κιέκο δεν το ήξερε ούτε αυτό:

«Θα σας πάρω στο τηλέφωνο ή {}α σας γράψω ... » «Ωραία!» είπε ο Χιντέο. «Ας μη λέμε ότι είστε δύο κοπέλες,

{}α φτιάξω αυτή τη ζώνη σαν να τη φτιάχνω για σας, {}α την

κάνω πολύ σφιχτή και {}α την πάω».

«Ευχαριστώ», είπε η Κιέκο. «Θα σας είμαι υπόχρεη. Το βρί­

σκετε παράξενο αυτό που σας ζητάω;»

« ... »

«Χιντέο, δεν είναι για μένα η ζώνη αλλά για τη Ν αέκο».

«Πολύ καλά».

Από την ώρα που έφυγε από το μαγαζί, ο Χιντέο ένιω{}ε

να τον τυλίγει το μυστήριο. Η φαντασία του είχε πάρει

μπρος και αναζητούσε τα μοτίβα της ζώνης. Α ν δεν έβαζε

όλη τη φαντασία του στο σχεδιασμό του βουνού με τις κρυ­

πτομουριές και τα πεύκα, η ζώνη {}α 'ταν aταίριαστη για την

Κιέκο.

Του Χιντέο του άρεσε να πιστεύει ότι η ζώνη ήταν για την

124

Page 125: Κιότο - Yasunari Kawabata

Κιέκο. Όμως η ζώνη προοριζόταν για τη Ν αέκο και γι' αυτόν

το λόγο έπρεπε να μην έχει στενή σχέση με τις κα{}ημερινές

ασχολίες της. Εξάλλου το είχε πει στην Κιέκο.

Ο Χιντέο ή'δελε να περπατήσει λίγο και κατευ&ύν{}ηκε στη

μεγάλη γέφυρα Σιτζό, όπου είχε συναντήσει, ποιος ξέρει,

«την Κιέκο με τη μορφή της Ν αέκο ή τη Ν αέκο με τη μορφή

της Κιέκο». Το μεσημεριανό φως εξαφάνιζε τα πάντα. Καδώς

άρχισε να περπατάει στη γέφυρα, ακούμπησε με τους αγκώ­

νες το στηδαίο και με κλειστά μάτια προσπά{}ησε να ακούσει

μέσα από το δόρυβο των τραμ και του πλήδους τον ανεπαί­

σ{}ητο ήχο του νερού που κυλούσε.

Εκείνη τη χρονιά η Κιέκο δεν μπόρεσε να δει τις φωτιές του

«Ντάι-μόντζι». Οι γονείς της είχαν βγει κι αυτή φύλαγε το

σπίτι, πράγμα που συνέβαινε πολύ σπάνια.

Οι γονείς της, μαζί με δυο τρεις άλλους εμπόρους της πε­

ριοχής που γνώριζαν καλά, είχαν κρατήσει έναν εξώστη που

έβλεπε στο ποτάμι σε ένα τε·ίοποτείο δύο δρόμους πιο κάτω

απ' το Κίγια-τσο.

Στις δεκαέξι Αυγούστου, μέρα που γίνεται το «Ντάι-μόντζι»,

ανάβουν οι «Φωτιές για το ξόδι». Όταν πέφτει η νύχτα, ακο­

λουδώντας την παράδοση που δέλει να πετάνε στον αέρα α­

ναμμένους πυρσούς για να συνοδεύσουν τις ψυχές που επι­

στρέφουν από τους ουράνιους τόπους, ανάβουν φωτιές πάνω

στα βουνά.

Βεβαίως μόνο το «Ντάι-μόντζι>> της κορυφής Νιο-ι-γκα-ντά­

κε στο όρος Χιγκασιγιάμα είναι πολύ μεγάλο και δεωρείται

το κατεξοχήν «Ν τάι-μόντζι»· όμως ανάβουν φωτιές και στα

πέντε βουνά: το «Αριστερό Ντάι-μόντζι» στο βουνό Οκίτα,

κοντά στο Χρυσό Κιόσκι· το «Θαυμαστό νόμο» στο Ματσου­

γκασάκι· το «Καράβι» στο βουνό Μίο-κεν στο Ν ισικάμο και

τον «Τόριι» στα όρη Καμισάγκα. Όλες αυτές είναι οι «Φωτιές

για το ξόδι», που καίνε στις πέντε κορυφές. Στα σαράντα λε­

πτά που κρατάνε οι φωτιές, όλα τα φώτα σβήνουν στην πόλη,

ακόμα και τα νέον και οι φωτεινές ρεκλάμες.

125

Page 126: Κιότο - Yasunari Kawabata

Οι «Φωτιές για το ξόδι» και ο σκοτεινός ουρανός σήμαιναν

για την Κιέκο το φfiινόπωρο που σε λίγο δα άρχιζε.

Δεκαπέντε μέρες περίπου πριν από το «Ντάι-μόντζι>>, τη

νύχτα που αρχίζει το φδινόπωρο, στο σιντο"ίστικό ιερό Σιμο­

γκάμο γίνεται μια τελετή για το τέλος του καλοκαιριού.

Για να πάνε να δούνε τις φωτιές, και ιδιαίτερα τη φωτιά του

«Αριστερού Ντάι-μόντζι>>, η Κιέκο και μερικές φίλες της περ­

νούσαν από τα αναχώματα του ποταμού Κάμο. Το «Ντάι-μό­

ντζι» το έβλεπε από τότε που ήταν παιδί. Ωστόσο τα χρόνια

κυλούσαν και κάδε φορά τής ερχόταν η ίδια σκέψη: «Έφτα­

σε κιόλας το «Ντάι-μόντζι>>.

Η Κιέκο βγήκε στο κατώφλι του μαγαζιού, κοντά στο πα­

γκάκι, και άρχισε να παίζει με τα παιδιά των γειτόνων. Τα

παιδιά έδειχναν να μη νοιάζονται για το «Ντάι-μόντζι>>. Τα

βεγγαλικά τους έδειχναν να τα ενδιαφέρουν περισσότερο.

Όμως η γιορτή των νεκρών εκείνης της χρονιάς πρόσδεσε

στην Κιέκο μια ακόμα δλίψη. Στη γιορτή του Ζιόν συνάντησε

τη Ν αέκο και πληροφορήδηκε ότι οι γονείς της είχαν πεδά­

νει από καιρό. «Αύριο δα πάω να δω τη Ν αέκο», σκέφτηκε.

«Εξάλλου πρέπει να την ειδοποιήσω για τη ζώνη του Χι­

ντέο ... »

Την επόμενη μέρα το απόγευμα η Κιέκο βγήκε ντυμένη

διακριτικά. Δεν είχε δει ακόμα τη Ναέκο στο φως της ημέρας.

Στον καταρράκτη Μποντάι κατέβηκε από το λεωφορείο.

Ήταν η εποχή που στα χωριά του Κιταγιάμα η δουλειά ή­

ταν στο φόρτε της ... Οι άντρες έξυναν τους κορμούς. Οι φλού­δες χωρίζονταν από τους κορμούς και σωριάζονταν γύρω

γύρω.

Η Κιέκο είχε αρχίσει να προχωράει αργά, διστακτικά, όταν

η Ν αέκο όρμησε πάνω της.

«Ω, δεσποινίς, ήρδατε! Αλήδεια είναι, αλήδεια ... Καλώς ορί­σατε!»

Η Κιέκο πρόσεξε ότι η Ν αέκο ήταν με τα ρούχα της δου­

λειάς.

«Δε σας ενοχλώ;»

«Όχι, πήρα άδεια σήμερα. Σας είχα δει κι έτσι. .. » είπε η

126

Page 127: Κιότο - Yasunari Kawabata

Ναέκο λαχανιασμένη. «Θα πάμε στο βουνό να μιλήσουμε.

Κανείς δε δα μας δει».

Τράβηξε την Κιέκο από το μανίκι.

Η Ν αέκο έλυσε βιαστικά την ποδιά της και την άπλωσε στο

χώμα. Καδώς η βαμβακερή ποδιά από την επαρχία Τάμπα

ήταν αρκετά μεγάλη για να τυλίγει τη μέση της, είχαν αρκετό

χώρο για να καδίσουν και οι δυο πλάι πλάι.

«Καδίστε», είπε η Ναέκο.

«Ευχαριστώ».

Η Ν αέκο έβγαλε το μαντίλι από το κεφάλι της και, διορ­

Οώνοντας τα μαλλιά της με τα χέρια της, συνέχισε:

«Είστε πολύ καλή που ήρδατε. Είμαι τόσο ευτυχισμένη, τό­

( Η> ευτυχισμένη ... » Κοιτούσε την Κιέκο με μάτια που έλαμπαν. Η μυρωδιά

<tπ6 το χώμα, η μυρωδιά των δέντρων, με μια λέξη οι μυρω­

bιi:ς του βουνού με τις κρυπτομουριές ήταν έντονες.

«Από κάτω δε φαίνεται τίποτα», είπε η Ν αέκο.

«Μ· αρέσει πολύ το δάσος με τις κρυπτομουριές. Έχω έρ­

Οη αρκετές φορές, αλλά ποτέ δεν είχα μπει στο δάσος».

f I Κιέκο κοίταξε ολόγυρα. Μια στρατιά κρυπτομουριές, ό­λι:ς σχεδόν στο ίδιο ύψος, ορ'δώνονταν γύρω τους ολόισιες

και τις περικύκλωναν.

«Αυτά τα δέντρα είναι έργο των ανδρώπων», είπε η Ναέκο.

«Τι;»

<<( ... )έλουν σαράντα χρόνια για να γίνουν έτσι. Έχει έρδει ο

καιρι)ς να τις κόψουν και να τις κάνουν δοκάρια ή Κύριος

c1ίhε τι άλλο. Αν τις άφηναν, δα συνέχιζαν να μεγαλώνουν άλ­

λη χίλια χρόνια, δα γίνονταν όλο και πιο γερές, όλο και πιο

ψηλές. Το σκέφτομαι καμιά φορά αυτό. Εγώ προτιμώ το ά­

γvιο δάσος. Τούτο δω, μα το Θεό, μοιάζει με δερμοκήπιο

κιtλλωπιστικών φυτών».

<< ••• »

«Αν δεν υπήρχε ο άνδρωπος στον κόσμο, δε δα υπήρχαν

π«'>λεις, δε δα υπήρχε το Κιότο, μόνο άγρια δάση και χωρά-

127

Page 128: Κιότο - Yasunari Kawabata

φια με αγριόχορτα. Εδώ fiα ήταν το βασίλειο των αγριογού­

ρουνων και των ελαφιών, δε νομίζεις; Γιατί να υπάρχουν οι

άνfiρωποι; Με τρομάζουν ... » «Τέτοια πράγματα σκέφτεσαι, Ν αέκο;» ρώτησε παραξενε-

μένη η Κιέκο.

«Ε, καμιά φορά ... » «Μα, Ν αέκο, δεν αγαπάς τους ανfiρώπους;»

«Τους ανfiρώπους; Μα και βέβαια, τους αγαπώ πολύ», α.πά­ντησε η Ν αέκο. «Τους αγαπώ περισσότερο από καfiετί άλλο,

αλλά, αν δεν υπήρχαν, πώς ftα ήταν ο κόσμος; Καμιά φορά το

σκέφτομαι, όταν σταματάω για να ξεκουραστώ».

«Μήπως στο βάfiος νιώftεις αηδία για τον κόσμο;»

«Κάfiε άλλο, δε μου αρέσει καftόλου αυτή η σκέψη. Κάfiε

καινούρια μέρα είναι όμορφη και κάνω τη δουλειά που μου

ζητούν ... Αλλά οι άνfiρωποι ... » « ... »

Ξαφνικά το δάσος όπου βρίσκονταν τα δυο κορίτσια σκο­

τείνιασε.

«' Αρχισε η νεροποντή», είπε η Ν αέκο. Οι σταγόνες της βροχής κάftονταν πάνω στα φύλλα των

κρυπτομουριών και, μόλις μεγάλωναν και βάραιναν, έπεφταν

στο χώμα. Μετά άρχισαν κάτι φοβερά μπουμπουνητά.

«Φοβάμαι! Φοβάμαι!»

Η Κιέκο χλόμιασε και έσφιξε το χέρι της Ναέκο.

«Διπλώσου στα δυο, μάζεψε τα πόδια σου».

Η Ν αέκο σκέπασε την Κιέκο με το κορμί της, την έσφιξε

επάνω της, την τύλιξε ολόκληρη.

Οι βροντές ολοένα δυνάμωναν και μετά από λίγη ώρα α­

κολούftησαν οι αστραπές. Ο ftόρυβος ήταν φοβερός, νόμιζες

πως ανάμεσα στα βουνά η κοιλάδα ftα άνοιγε στα δυο.

Οι κεραυνοί έμοιαζαν να στάftηκαν πάνω απ' το κεφάλι

τους. Το φύλλωμα στις κορυφές των δέντρων του βουνού πή­

γαινε πέρα δώ'δε μέσα στη βροχή και η λάμψη από τις α­

στραπές έφfiανε μέχρι το έδαφος φωτίζοντας τους κορμούς

ολόγυρα. Ακόμα και οι στοιχισμένοι, ολόισιοι κορμοί έμοιαζαν

128

Page 129: Κιότο - Yasunari Kawabata

σε κλάσματα δευτερολέπτου να στραβώνουν δημιουργώντας

ttαυμάσια σχήματα. Και μετά ακολουθ-ούσαν άλλοι κεραυνοί.

«Ν αέκο! Θα πέσει στα κεφάλια μας!» φώναξε η Κιέκο και

μαζεύτηκε περισσότερο.

«Μπορεί να πέσει! Αλλά σίγουρα όχι επάνω μας!» είπε η

Ν αέκο με δυνατή φωνή. «Δεν είναι δυνατόν!»

Και σκέπασε περισσότερο την Κιέκο με το κορμί της.

«Δεσποινίς, τα μαλλιά σας είναι λίγο βρεγμένα».

Σκούπισε με το μαντίλι της την Κιέκο στο σβέρκο, μετά το

bίπλωσε στα δύο και το έδεσε στα μαλλιά της.

«Είναι πολύ πιttανό να πέσουν επάνω μας μερικές σταγό­

νΕς, αλλά κεραυνός, σας ορκίζομαι, δεσποινίς, όχι, ούτε επά­

νω σας ούτε εδώ κοντά».

Η Κιέκο, που κατά βά{}ος είχε αρκετή αυτοκυριαρχία, ηρέ­

μησε λίγο ακούγοντας την όλο σιγουριά φωνή της Ν αέκο.

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», είπε. «Για να με προστατεύ­

c Jt~τε, γίνατε μούσκεμα». «Λεν πειράζει, φοράω τα ρούχα της δουλειάς», απάντησε η

Ν αέκο. «Και είμαι τόσο ευτυχισμένη!»

«Τι έχετε στην πλάτη σας;» ρώτησε η Κιέκο.

«Α! Δεν το πρόσεξα! Είναι το κλαδευτήρι μου. Όταν συνα­ντηΗήκαμε στο δρόμο, δούλευα στο ξεφλούδισμα των κορ­

μc;)ν. Όταν σας είδα, έτρεξα αμέσως κοντά σας. Κι έτσι ξέχα­

c ιc t το κλαδευτήρι!» είπε και, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο, t.c) πέταξε μακριά λέγοντας: «Ποπό, είναι επικίνδυνο! Θα το π<'tρω όταν φύγουμε. Αλλά δε μου κάνει καρδιά να φύγω ... »

<>ι κεραυνοί άρχισαν να απομακρύνονται. Η Κιέκο ένιωttε

ι c) κορμί της Ν αέκο να την κρύβει και να τη σκεπάζει ολό­)<ληρη. Στο βουνό, ακόμα και το καλοκαίρι, όταν έρχεται κα­

ιctιγίδα, έχει παγωνιά, αλλά η ζεστασιά απ' το κορμί της Ναέ­

κc •. που τη σκέπαζε από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, μεταγγι­tc'.rαν στην Κιέκο και έμπαινε μέσα της. Ήταν μια τρυφερή

πτ.cιφή που δεν μπορούσαν να περιγράψουν οι λέξεις. Η Κιέ­

}{Ο {κλεισε για λίγο τα μάτια ευτυχισμένη . .. Ν αέκο, ειλικρινά σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ», ξανάπε.

129

lj '"" '"

Page 130: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Κάπως έτσι δε {}α 'μασταν σφιγμένες στην κοιλιά της μα­

μάς;»

«Όσο για τις κλοτσιές και τις σπρωξιές που {}α δίναμε η

μία στην άλλη, ε;»

«Σίγουρα!» είπε η Κιέκο κι έβαλε τα γέλια συνωμοτικά.

Η καταιγίδα τελείωσε, και μαζί της οι κεραυνοί.

«Σ' ευχαριστώ πολύ, Ναέκο. Πέρασε τώρα νομίζω».

Η Κιέκο κουνή{}ηκε κάνοντας ότι {}έλει να σηκω-δεί.

«Ν α ι, αλλά μείνετε λίγο ακόμα έτσι. Οι σταγόνες της βρο­

χής που έχουν στα-δεί στα φυλλώματα συνεχίζουν να πέ­

φτουν ... » Η Ν αέκο χάιδεψε την Κιέκο, ενώ η τελευταία πέρασε το

χέρι στην πλάτη της Ν αέκο.

«Είστε βρεγμένη ως το κόκαλο. Δεν κρυώνετε;»

«Είμαι συνη-δισμένη εγώ, δεν πειράζει», απάντησε η Ν αέκο.

«Είμαι τόσο ευτυχισμένη που ήρ'δατε, που όλο μου το σώμα

είναι ζεστό. Αλλά εσείς είστε μούσκεμα, δεσποινίς».

«Ν αέκο, εδώ ήταν που έπεσε ο πατέρας μας από το δέ­

ντρο;» ρώτησε η Κιέκο.

«Δεν ξέρω. Κι εγώ ήμουν πολύ μικρή».

«Και οι γονείς της μητέρας μας; Ο παππούς, η γιαγιά είναι

καλά;»

«Ούτε κι αυτό το ξέρω», απάντησε η Ν αέκο.

«Μα αυτοί δε σας μεγάλωσαν;»

«Δεσποινίς! Γιατί με ρωτάτε αυτά τα πράγματα;» είπε η

Ν αέκο με αυστηρή φωνή και η Κιέκο αναγκάστηκε να μην

πει την επόμενη ερώτηση που είχε έτοιμη στα χείλια της:

«Για σας οι άν{}ρωποι αυτοί δεν υπάρχουν;»

« ... »

«Μου φτάνει και μου περισσεύει που με δέχεστε για α-

δελφή σας. Δεν έπρεπε να σας μιλήσω στη γιορτή του Ζιόν».

«Μα τι λέτε, με κάνατε τόσο ευτυχισμένη».

«Κι εμένα ... αλλά δε 'δα 'ρ-δω στο σπίτι σας». «Μα και βέβαια -δα έρ{}ετε. Θα μιλήσω στους γονείς μου».

«Όχι!» είπε αποφασιστικά η Ναέκο. «Αν βρε-δείτε σε δύ-

Page 131: Κιότο - Yasunari Kawabata

οκολη δέση, όπως σήμερα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πεδάνω,

Οα τρέξω να σας βοηδήσω. Καταλαβαίνετε τι δέλω να πω;»

« ... »

Η Κιέκο ένιωσε κάτι να την καίει στην άκρη του ματιού

και πρόσδεσε:

«ΑλήtJεια, Ναέκο, το βράδυ της γιορτής του Ζιόν, όταν ε­

κι-~ίνο το αγόρι σάς πήρε για μένα, βρεδήκατε σε δύσκολη

f){~ση, έτσι δεν είναι;»

«Βέβαια. Μου μίλησε για κάποια ζώνη».

«Το παιδί αυτό είναι ένας υφαντουργός από το Νισίγιν.

Είναι έμπιστο πρόσωπο. Σας είπε ότι δα φτιάξει μια ζώνη για

οας, έτσι δεν είναι;»

•< Επειδή με πέρασε για σας».

ιιΉρtJε και μου έδειξε το προσχέδιο της ζώνης. Του είπα

λοιπόν ότι η ζώνη δεν ήταν για μένα. Κι ότι με μπέρδεψε με

ι:ην αδελφή μου».

«Τι πράγμα;»

«Και του ζήτησα να φτιάξει μια ζώνη για την αδελφή μου,

τη Ναέκο».

•< I 'ια μένα;» <<Λε σας το είχε υποσχεtJεί;»

((Ν α ι, αλλά είχε γίνει μπέρδεμα».

•< Μ α tJα φτιάξει και για μένα· δεχτείτε τη λοιπόν σαν δείγ­

μ<ι <'ηι είμαστε αδελφές ... » ''Εμείς ... » είπε κατάπληκτη η Ν αέκο.

''Μ ην ξεχνάτε την υπόσχεση που δώσαμε στη γιορτή του

ϊ.ιΛν», επέμεινε η Κιέκο με απαλή φωνή.

Το κορμί της Ν αέκο, που προστάτευε την Κιέκο, έγινε λί­

γc) πιο άκαμπτο και έμεινε ακίνητη.

«Λεσποινίς, αν βρεtJείτε σε δύσκολη tJέση, ό,τι κι αν συμβεί,

c tκ<'ψ.α κι αν πρέπει να το πληρώσω με τη ζωή μου, tJα τρέξω

V(t οας βοηδήσω, αλλά να δεχτώ δώρα που προορίζονται για

cH ις, αυτό όχι!» είπε αποφασιστικά η Ν αέκο.

«Ελάτε τώρα!»

•• Αποκλείεται!» ,, Μ α ναι, πρέπει να δεχτείτε».

Page 132: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η Κιέκο δεν ήξερε πώς να τη μεταπείσει:

«Αν σας την προσφέρω εγώ, δε {}α τη δεχτείτε;»

« ... »

«Αν ζήτησα να τη φτιάξουν, το έκανα γιατί ή{}ελα να σας

την κάνω δώρο ... » «Δεν είναι το ίδιο. Το βράδυ της γιορτής ο νεαρός έκανε

λά{}ος στο πρόσωπο. Ήfiελε να προσφέρει μια ζώνη στην Κιέ­

κο», την έκοψε η Ν αέκο. «Αυτός ο υφαντουργός είναι σίγου­

ρα ερωτευμένος μαζί σας. Δεν έχω πείρα σ' αυτά τα πράγμα­

τα, αλλά το κατάλαβα αμέσως».

Η Κιέκο συγκράτησε την ταραχή που την έπνιγε:

«Λοιπόν {}α τη δεχτείτε;»

« ... »

«Του ζήτησα να φτιάξει μια ζώνη για την αδελφή μου».

«Εντάξει, δεσποινίς, δέχομαι», ενέδωσε η Ναέκο. «Συγχωρή­

στε με για ό,τι σας είπα».

«Θα σας τη φέρει στο σπίτι σας. Πού μένετε;»

«Μένω στην οικογένεια Μούρα-σε», απάντησε η Ν αέκο.

«Η ζώνη {}α είναι σίγουρα πολύ όμορφη. Αναρωτιέμαι αν {}α

'χω ποτέ την ευκαιρία να τη φορέσω».

«Ν αέκο, κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει αύριο».

«Φυσικά, φυσικά», είπε η Ν αέκο και χαμήλωσε το κεφάλι.

«Δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες αλλά ... Ακόμα κι αν δεν τη φορέ­σω ποτέ, {}α τη φυλάω σαν τα μάτια μου».

«Στο μαγαζί δεν έχουμε πολλές ζώνες, αλλά {}α κοιτάξω μή­

πως βρω κανένα κιμονό που να πηγαίνει με τη ζώνη του

Χιντέο».

« ... »

«0 πατέρας μου είναι ιδιόρρυ{}μος, ολοένα λιγότερο εν­διαφέρεται για τη δουλειά. Ένα μαγαζί χονδρικής σαν το δι­

κό μας, που πουλάει τα πάντα, δεν μπορεί να έχει την πολυ­

τέλεια να δια{}έτει μόνο πρώτης ποιότητας πράγματα. Τώρα

μάλιστα που υπάρχουν τόσα συv'5ετικά και μάλλινα ρούχα».

Η Ν αέκο σήκωσε το βλέμμα στις κρυπτομουριές, μετά ξε­

κόλλησε από την πλάτη της Κιέκο όπου ακούμπαγε και ση­

κώ{}ηκε.

132

Page 133: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Πέφτουν ακόμα κάποιες σταγόνες αλλά ... Μήπως καθό-οασταν άβολα, δεσποινίς;»

«Όχι, και το χρωστάω σ' εσάς!»

<<Και αν προσπα~ούσατε να βοη~σετε λίγο στο μαγαζί;)>

«Εγώ;» είπε aπορημένη η Κιέκο και σηκώ~κε.

Τα ρούχα της Ναέκο ήταν μούσκεμα και κολλούσαν πάνω

της.

11 Ν αέκο δε συνόδευσε την Κιέκο μέχρι τη στάση του λεω­φορείου. Όχι γιατί ήταν βρεγμένη, αλλά για να μην τις δουν

μ<ιζί.

'()ταν η Κιέκο έφτασε στο μαγαζί, η μητέρα της βρισκόταν

οτο μακρόστενο δωμάτιο με το χώμα στο πάτωμα και ετοί­

μι ιζι-: το απογευματινό κολατσιό για τους υπαλλήλους.

« IΊ)ρισες;»

··Ν α ι, επιτέλους. 'Αργησα ... Ο μπαμπάς πού είναι;» ''Είναι στο δωμάτιο που έχει διακοσμήσει μόνος του με

rι tπι-:τσαρίες. Κάτι του τριβελίζει το μυαλό», απάντησε η μητέ­

lΗ ι παρατηρώντας την Κιέκο. «Μα πού ήσουνα λοιπόν; Τα

ιιι 1ι'ιχα σου είναι μούσκεμα, πήγαινε να αλλάξεις!»

«Ιiάω».

11 Κιέκο ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, πήγε στο μέσα δω­μ<'ηι.ο και, αφού άλλαξε χωρίς να βιάζεται, στά~κε για λίγο

νι ι ηρεμήσει. Όταν ξανακατέβηκε, η μητέρα της είχε τελειώ­

οη το σερβίρισμα στους υπαλλήλους . .. Μαμά», φώναξε η Κιέκο με φωνή που έτρεμε, «μαμά, δα

rιΟι·λα να σου πω κάτι, σ' εσένα μόνο ... »

11 }.:ίγκε συμφώνησε:

. .'Ελα, πάμε επάνω ... » Φτάνοντας επάνω, η Κιέκο ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στο

οτομc:ιχι:

,: Εβρεξε κι εδώ;» "'(>χι, δεν έβρεξε αλλά... Δε ~ες να μου μιλήσεις για τη

fiιΗ)χή;»

"Μαμά, πήγα στο χωριό Κιταγιάμα κι είδα την αδελφή

133

Page 134: Κιότο - Yasunari Kawabata

μου ... Είμαστε δίδυμες. Τη συνάντησα για πρώτη φορά εφέ­τος, στη γιορτή του Ζιόν. Απ' αυτήν έμα-δα ότι οι πραγματι­

κοί μου γονείς έχουν πεfiάνει».

Η Σίγκε δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. Κοίταξε την

Κιέκο επίμονα στα μάτια:

«Στο Κιταγιάμα; Ε, λοιπόν ... » «Μαμά, δεν μπορούσα να σου το κρύψω. Την έχω δει μόνο

δύο φορές. Στη γιορτή του Ζιόν και σήμερα».

«Τι κάνει στη ζωή της;»

«Δουλεύει σε μια οικογένεια του χωριού. Είναι καλό κορί­

τσι. Δε t}έλει όμως να έρ'δει εδώ».

«Ν α ι;» είπε η Σίγκε και σώπασε για λίγο. «Αφού το ξέρεις

τώρα, είναι καλύτερα, έτσι δεν είναι, Κιέκο;»

«Μαμά, εσείς είστε οι γονείς μου. Πρέπει να με ttεωρείτε

παιδί σας, όπως ήμουνα μέχρι σήμερα!» είπε με ζέση.

«Είναι φυσικό, δεν είναι; Κιέκο, εδώ και είκοσι χρόνια είσαι

η κόρη μου».

«Μαμά ... » είπε η Κιέκο κι έκρυψε το πρόσωπό της στα γό­

νατα της Σίγκε.

«Ξέρεις, από τη γιορτή του Ζιόν και μετά σε έβλεπα λίγο

σκεπτική και ήttελα να σε ρωτήσω μήπως είσαι ερωτευμένη».

« ... »

«Θα μπορούσες κάποια μέρα να φέρεις το κορίτσι εδώ.

Βράδυ μάλλον, όταν fiα έχουν φύγει οι υπάλληλοι».

Η Κιέκο σήκωσε λίγο το κεφάλι από τα γόνατα της μητέ­

ρας της.

«Δε ttα έρ'δει. Με φωνάζει "δεσποινίς" ... » «Ώστε έτσι», είπε η Σίγκε και χάιδεψε τα μαλλιά της Κιέκο.

«Ν α ι, καλά έκανες και μου μίλησες. Πες μου, σου μοιάζει;»

Οι γρύλοι είχαν αρχίσει να τραγουδούν ήρεμα μέσα στα

βάζα της αρχαίας Τάμπα.

134

Page 135: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΠΕΥΚΑ

ο ΤΑΚΙΧΙΡΟ ΕΙΧΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΕΙ ΟΊΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑ­

στήρι ~ ανζένγι πουλιό:αν ένα σπίτι σε ~ολύ καλή τι~ ή και προτεινε στη γυναικα του και την κορη του να πα­

νε να ρίξουν μια ματιά, επωφελούμενοι και από την ηλιόλου­

στη φθινοπωρινή μέρα για έναν περίπατο.

«Σκοπεύεις να το αγοράσεις;» ρώτησε η Σίγκε.

«Πρέπει πρώτα να το δούμε», είπε ο Τακιχίρο και αμέσως

μετά σκυftρώπασε. «Απ' ό,τι φαίνεται, είναι φτηνό, επειδή εί­

ναι πολύ μικρό».

« ... »

«Στο κάτω κάτω, είναι ευκαιρία για έναν περίπατο».

«Ναι, βέβαια».

Η Σίγκε ένιω{}ε κάποια ανησυχία. Η αγορά του σπιτιού σή­

μαινε ότι {}α την άφηνε μόνη της κά{}ε μέρα για να πηγαίνει

ι η ο μαγαζί. Τελευταία πολλοί από τους εμπόρους του Ν ακα­

γι<') στο Κιότο, όπως κι οι έμποροι του Γκίνζα ή της γέφυρας

Νιχόν-μπάσι στο 'Γόκιο, είχαν αλλού το σπίτι κι αλλού το μα­

γιτζί τ.; ... ις και μετακινούνταν για να πάνε στις δουλειές τους. 1\ι. ,:ιν ήταν μόνο για δουλειές, εντάξει. Παρόλο που οι δου­

ληi~ς των Σάτα είχαν πέσει τον τελευταίο καιρό, είχαν την οι­

~<' )νομική δυνατότητα να συντηρούν και σπίτι και μαγαζί.

Μπορεί ο Τακιχίρο να σκόπευε να απαλλαγεί μια και. καλή

< tπ<') το μαγαζί, για να αποσυρftεί μετά στο σπίτι. Ίσως μάλι­

c πα ήταν καλύτερα να πάρει μια τέτοια απόφαση εγκαίρως,

<'ωο ήταν ακόμη ακμαίος. Αλλά πάλι, αν το 'κανε αυτό, πώς

Ηα περνούσε τον καιρό του σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο ναό

Νιινζένγι; Σε λίγο πατούσε τα εξήντα κι αυτό που ήftελε πά­

νω απ' όλα η Σίγκε ήταν να μπορεί ο άντρας της να κάνει αυ­

tc') που τον ευχαριστούσε. Το μαγαζί μπορούσε να πουληftεί

135

Page 136: Κιότο - Yasunari Kawabata

σε καλή τιμή, αλλά {}α τους έφταναν τα εισοδήματα να ζή­

σουν; Αυτή η προοπτική μόνο ανησυχία τής προκαλούσε. Αν

ανέfJεταν σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο το χειρισμό, το {}έμα

{}α τελείωνε, αλλά προς το παρόν η Σίγκε δεν έβλεπε σε ποιον

{}α μπορούσε να απευtJυνtJεί.

Η Κιέκο καταλάβαινε την ανησυχία της μητέρας της, χωρίς

εκείνη να της έχει πει τίποτα. Η Κιέκο ήταν πολύ νέα. Μέσα

στα μάτια της, καfJώς κοίταζε τη μητέρα της, ήταν γραμμένη

η συμπόνια για τη μάνα της.

Ο Τακιχίρο από την πλευρά του έδινε την εντύπωση ότι

ήταν πολύ χαρούμενος.

«Μπαμπά, αφού έτσι κι αλλιώς είναι ο δρόμος μας, δε {}α

μπορούσαμε να περάσουμε από το μοναστήρι Σόρεν-ιν;» εί­

πε η Κιέκο όταν βρέttηκαν στο αυτοκίνητο. «Έστω να περά­

σουμε μπροστά από την πύλη ... »

«Θέλεις να δεις τα καμφορόδεντρα, ε; Πες το μου».

«Ναι», απάντησε η Κιέκο, παραξενεμένη από τη διαίσθηση

του πατέρα της. «Θέλω να δω τα καμφορόδεντρα».

«Εντάξει, εντάξει», είπε ο πατέρας της.. «Και ο πατέρας

σου, ξέρεις, όταν ήταν νέος, συζητούσε aτέλειωτες f.δρες με

τους φίλους του κάτω από αυτά τα ψηλά δέντρα! Απ' αυτούς

τους φίλους σήμερα ούτε ένας δε βρίσκεται στο Κιότο ... » « ... »

«Σ' αυτό το μέρος δεν υπάρχει ούτε μια γωνιά που να μη

μου tJυμίζει κάτι».

«ΑλήfJεια, μπαμπά, την ξέρεις τη διαδρομή που κάνουν τα

τουριστικά λεωφορεία το βράδυ; Το Σόρεν-ιν περιλαμβάνε­

ται στο πρόγραμμα. Όταν φttάνει το λεωφορείο, βγαίνουν

μερικοί καλόγεροι με τα φανάρια στο χέρι και σε υποδέχο­

νται».

Ο δρόμος μέχρι την είσοδο του κτηρίου, που aχνοφωτίζεται

από τα φανάρια που κρατούν οι καλόγεροι, είναι μακρύς.

Αυτός ο δρόμος είναι και η μόνη ομορφιά αυτού του μέρους.

Αν πιστέψει κανείς τους τουριστικούς οδηγούς, οι μοναχές

Page 137: Κιότο - Yasunari Kawabata

του μοναστηριού υποδέχονται τους επισκέπτες προσφέρο­

ντάς τους ελαφρύ τσάι. Αλλά μόλις μπεις στη μεγάλη αίfiου­

σα:

«Το τσάι είναι σε σκόνη και το έχουν ετοιμάσει από πριν·

εκτός αυτού, υπάρχουν ένα σωρό άνfiρωποι που φέρνουν σε

μεγάλους δίσκους κάτι παλιοφλιτζάνια, τα οποία εξαφανίζο­

νται εν ριπή οφfiαλμού».

Η Κιέκο γέλασε:

«Θα υπάρχουν σίγουρα και καλογριές, αλλά όλα γίνονται

τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνεις να τις δεις. Τι απογοή­

τευση! Και το τσάι είναι μόλις χλιαρό!»

«Και λοιπόν; Δε γίνεται αλλιώς! Αν fiέλουμε να γίνονται όλα

οίJμφωνα με τους κανόνες, χρειάζεται χρόνος, έτσι δεν είναι;»

t-:ίπε ο πατέρας.

«Σίγουρα. Υ π άρχουν όμως και χειρότερα: Ο μεγάλος κήπος

φωτίζεται απ' όλες τις πλευρές και καταμεσής στέκεται ακί­

νητος ένας καλόγερος που τραγουδάει κάτι ατέλειωτα τρα­

γούδια: Είναι πληροφορίες για το μοναστήρι αλλά σε πολύ

vητορικό ύφος».

« ... »

«Μόλις μπαίνεις, ακούγεται από κάπου ο ήχος ενός κότο.*

()ι φίλοι μου κι εγώ αναρωτιόμασταν αν πράγματι κάποιος

{:παιζε κότο ή αν ήταν από γραμμόφωνο!>>

«Α, έτσι!»

«Μετά fiα πάμε να δούμε τις χορεύτριες του Ζιόν. Μαfiαί­

νουν δυο τρεις χορούς σε κάποια σχολή χοροίJ, αλλά τι χορεύ­

τριες ακριβώς είναι αυτές παραμένει μυστήριο!»

«Γιατί;»

«Φορούν βέβαια τη ζώνη που κρέμεται μέχρι το έδαφος

αλλά οι στολές τους ... »

«Α!»

«Μετά το Ζιόν fiα πάμε στην "αμαρτωλή" συνοικία, στο Σι-

* Μεγάλη άρπα σε οριζόντια διάταξη, με δεκατρείς χορδές, που στηρίζεται σε κινητή βάση.

137

Page 138: Κιότο - Yasunari Kawabata

μαμπάρα, για να δούμε την Ταγιού-σαν.* Οι στολές των χο­

ρευτριών εκεί φαίνονται αυίJεντικές. Ακόμα κι εκείνες που

φορούν οι υπηρετριούλες. Στο φως των λυχναριών μοιάζει με

την "Προσφορά της κούπας", έτσι δε λέγεται; Μετά στο

δωμάτιο της εισόδου, με το χώμα στο πάτωμα, κάνει μια φι­

γούρα από την "Έξοδο"».

«Αν τα δούμε όλα αυτά, {)α είναι αρκετά», παρατήρησε ο

Τακιχίρο.

«Ν α ι. Η υποδοχή με τα φανάρια στο μοναστήρι Σόρεν-ιν

και τα τε'ίοποτεία του Σιμαμπάρα αξίζουν τον κόπο», είπε η

Κιέκο. «Μου φαίνεται όμως ότι σου 'χω ξαναμιλήσει για όλα

αυτά».

«Θα με πας μια φορά; Δεν έχω δει ποτέ αυτό το τεϊοπο­

τείο ούτε την Ταγιού-σαν», είπε η μητέρα, καίJώς το αυτοκί­

νητο σταματούσε μπροστά στο μοναστήρι.

Πώς της είχε έρίJει της Κιέκο η ιδέα να δει τα καμφορόδε­

ντρα; Μήπως επειδή είχε πάει περίπατο στο Βοτανικό Κήπο

κι η αλέα ήταν γεμάτη με τέτοια δέντρα; Ή μήπως, όπως το

είχε πει εξάλλου, επειδή προτιμούσε τα δέντρα που φύτρω­

να; μόνα τους στη φύση από τις κρυπτομουριές του Κιταγιά­

μα, που τις φύτευε αν{}ρώπινο χέρι;

Μα πώς ήταν τέλος πάντων αυτά τα καμφορόδεντρα στην

είσοδο του μοναστηριού που είχαν φυτρώσει πάνω σ' ένα

φαρδύ τοίχο. Ήταν τα μόνα δέντρα που υπήρχαν εκεί, τέσ­

σερα όλα κι όλα, το ένα δίπλα στο άλλο.

Το πρώτο έδειχνε πιο γέριχο από τα άλλα. Σταμάτησαν

και οι τρεις μπροστά στο καμφορόδεντρο και το κοιτούσαν

αμίλητοι Το δ'έαμα τοι1ς αιχμαλώτισε. Τα κλαδιά του μεγά­

λου δέντρου, που ά/.λαζαν διαρχώς σχήμα από τον αέρα, εξέ­

πεμπαν μια παράξενη ενέργεια.

«Ωραία. Πάμε τώρα;» είπε ο Τακιχίρο και προχώρησε rι:ρος

το μοναστήρι Ν ανζένγι

Έβγαλε από το πορτοφόλι του το χαρτί με το πλάνο, για

να βρει το σπίτι που πουλιόταν. Το συμβουλεύτηκε:

* Εταίρα με υψηλή κοινωνική {]f;ση.

Page 139: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ε, Κιέκο! Είναι αλή-tJεια ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα για

τα καμφορόδεντρα, αλλά δεν είναι δέντρα των ζεστών χω­

ρών; Στο Α τάμι και στο νησί Κιουσού είναι πάντα ολάνθιστα.

Αυτά εδώ είναι γέρικα· μάλλον μικρογραφίες δέντρων είναι·

συμφωνείς;»

«Τι τα {]έλεις, εδώ είναι Κιότο! Το ίδιο συμβαίνει και με τα

βουνά, τα ποτάμια και τους ανθρώπους ... » απάντησε η Κιέκο. «Έτσι νομίζεις;» είπε ο πατέρας χαμηλώνοντας το κεφάλι

και πρόσ{]εσε: «Όσο για τους ανθρώπους, υπάρχουν εξαιρέ­

σεις».

« ... »

«Τόσο στους σημερινούς, όσο και στους παλιότερους».

«Αυτό είναι αλή{]εια».

«Αν σε άκουγε κανείς, {]α νόμιζε ότι όλη η Ιαπωνία είναι

έτσι!»

« ... »

Τα λόγια του πατέρα της γενίκευαν το πρόβλημα, αλλά δεν

είχε άδικο, σκέφτηκε η Κιέκο και πρόσ{]εσε:

«Όμως, μπαμπά, κοιτώντας τους κορμούς αυτών των δέ­

ντρων και τα κλαδιά που κουνιούνται με αυτό τον τρόπο, δε

βρίσκεις ότι κρύβουν μια εκπληκτική δύναμη;»

«Πολύ παράξενα πράγματα σκέφτεσαι!» της είπε ο πατέ­

ρας της και γύρισε να δει τα δέντρα· μετά κοίταξε την κόρη

του: «Έχεις δίκιο. Μοιάζουν με τα μαλλιά σου, όταν λ{ηιο­

νται. .. Εγώ, όσο περνάει ο καιρός, γίνομαι λιγότερο δεκτικός με τα πράγματα, τα 'φαγα τα ψωμιά μου. Όσο γι' αυτό που

είπες, έχεις δίκιο».

«Μπαμπά!» φώναξε η Κιέκο τον πατέρα της όλο τρυφερό­

τητα.

Ο πατέρας, ακολουfiώντας το rι,λάνο για να βρει το σπίτι

που πουλιόταν, έστριψε αριστερά. Πράγματι το σπίτι ήταν

πολύ μικρό· ο πλινθόκτιστος τοίχος του κήπου ήταν ψηλός

και το σπίτι βρισκόταν στο βά{]ος του. Δεξιά και αριστερά

από το δρομάκι που οδηγούσε από τη στενή είσοδο στην

rι:ί>ρτα, υπήρχαν όμορφα άσπρα λουλούδια.

139

Page 140: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τι όμορφα που είναι!» είπε ο Τακιχίρο, κα'δώς στεκόταν

ακίνητος στην πόρτα 'δαυμάζοντας τα λουλούδια.

Ωστόσο δεν ήftελε πια να αγοράσει το σπίτι. Λίγο πιο μα­

κριά είχε δει ένα σπίτι, ένα μεγάλο κτίσμα που έμοιαζε με

πανδοχείο. Παρ' όλα αυτά, κάτι τον κρατούσε κοντά στα ά­

σπρα λουλούδια.

Ο Τακιχίρο διαπίστωσε με έκπληξη ότι, από τότε που είχε

να 'ρftει εδώ, τα σπίτια που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά

από τη λεωφόρο, κοντά στο ναό, είχαν μετατραπεί σε πανδο­

χεία. Μερικά είχαν ανακαινιστεί και εκσυγχρονισftεί για τους

τουρίστες από δω κι από κει μπαινόβγαιναν επαρχιώτες

φοιτητές κάνοντας πολλή φασαρία.

«Το σπίτι πάει κι έρχεται αλλά τα υπόλοιπα ... » μουρμούρι­σε ο Τακιχίρο μπροστά στο ολάν'διστο κατο)φλι. «Έχω την

εντύπωση ότι σε λίγο όλο το Κιότο 'δα έχει γίνει ένα απέρα­

ντο ξενοδοχείο. Ορίστε, και στο ναό του Κοντάιγι συμβαίνει

το ίδιο πράγμα ... Ανάμεσα στην Οσάκα και το Κιότο υπάρ­χουν μόνο εργοστάσια. Δυτικά έχει μείνει λίγος χώρος ελεύ­

ftερος, αλλά κι αν ακόμα αγνοήσουμε την απόσταση, κανείς

δεν ξέρει τι περίεργα σπίτια 'δα ξεφυτρώσουν σε λίγο κι

εδώ ... » Στο πρόσωπο του πατέρα της ήταν ζωγραφισμένη η απο­

γοήτευση. Αφού έκανε επτά οκτώ βήματα -ίσως επειδή δεν

αποφάσιζε να φύγει μακριά από τα άσπρα λουλούδια- ο

Τακιχίρο γύρισε μόνος του και τα 'δαύμασε ακόμα μια φορά.

Η Σίγκε και η Κιέκο τον περίμεναν στο δρόμο.

«Έχουν πολύ ωραία λουλούδια! Θα έχουν κάποιο μυστι­

κό», σχολίασε όταν πήγε κοντά τους. «Αν και 'δα 'πρεπε να τα

στηρίξουν με μπαμπού... Όταν βρέχει, δε 'δα μπορείς να

περπατήσεις στην αλέα, γιατί 'δα 'ναι γεμάτη σάπια φύλλα.

Βλέποντας με πόση φροντίδα περιποιή'δηκαν ακόμα και φέ­

τος τα λουλούδια, δε δα σου πέρναγε από το νου ότι σκό­

πευαν να το πουλήσουν, δε συμφωνείς; Από τη στιγμή που

αναγκάζεσαι να το πουλήσεις, δε σε ενδιαφέρει αν δα πέ­

σουν τα λουλούδια».

Οι δύο γυναίκες έμειναν σιωπηλές.

Page 141: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Έτσι είναι οι άvδρωποι ... » κατέληξε ο Τακιχίρο, ενώ το πρόσωπό του άρχισε να σκοτεινιάζει.

«Μπαμπά, σου αρέσουν αυτά τα άσπρα λουλουδάκια;» ρώ­

τησε η Κιέκο, για να ελαφρύνει την τεταμένη ατμόσφαιρα.

«I 'ια φέτος είναι αργά, αλλά του χρόνιου {}α σου ζωγραφίσω l~να σχέδιο μ' αυτά τα λουλούδια».

«Αυτά τα λουλούδια είναι κατάλληλα για ελαφριά, καλο­

καιρινά γυναικεία ρούχα».

«Δεν τα προορίζω ούτε για καλοκαιρινά ούτε για γυναικεία

υοίJχα». «Τότε λοιπόν; Για εσώρουχα ίσως;» είπε ο πατέρας κοιτώ­

ντας την κόρη του και πρόσ{}εσε γελώντας: «Και ο πατέρας

οου, για να σ' το ανταποδώσει, {}α σου κάνει ένα σχέδιο με

καμφορόδεντρα για κιμονό ή για χαόρι.* Θα μας πάρουν για

φαντάσματα!»

« ... »

<<Σαν να σχεδιάζαμε γυναικεία ρούχα για άντρες και αντρικά

για γυναίκες».

«Κά{}ε άλλο».

« 'Ακου που σου λέω! Φαντάσματα! Θα τολμούσες να βγεις

Ι·ξω ντυμένη με ένα κιμονό που {}α είχε πάνω του ζωγραφι­

ομένα καμφορόδεντρα;»

«Φυσικά {}α έβγαινα και {}α πήγαινα οπουδήποτε».

«Ωραία λοιπόν!» είπε ο πατέρας σκύβοντας σκεφτικός το

κεφάλι. «Κιέκο, δεν αγαπάω μόνο αυτά τα άσπρα λουλουδά­

κια, ξέρεις. Οποιοδήποτε λουλούδι, ανάλογα με τον τόπο ή

τη στιγμή που το βλέπεις, μπορεί να σε μαγέψει».

«Έχεις δίκιο. Μπαμπά, μια και είμαστε εδώ, τι {}α λέγατε

αν περνούσαμε λίγο από του Τατσουμούρα; Είναι δυο βήματα

από δω!»

«Είναι κατάστημα μόνο για τους ξένους, έτσι; Τι λες κι εσύ,

l:ίγκε;»

«Αν η Κιέκο {}έλει να πάει. .. » απάντησε η μητέρα χωρίς να

ι~πιμείνει.

* Φαρδύ ρούχο, με μεγάλα μανίκια, που φοριέται πάνω από το κιμονό.

Page 142: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Καλά λοιπόν, αν είναι έτσι. .. Αλλά δε νομίζω ότι 'δα μπορέ­σουμε να δούμε τις ζώνες του Τατσουμούρα».

Βρίσκονταν κοντά στη συνοικία Σιμογκαβάρα με τις υπέ­

ροχες επαύλεις.

Όταν πήγαν στο μαγαζί, η Κιέκο κοίταζε aχόρταγα τα με­

ταξωτά υφάσματα δυτικού στιλ που σκέπαζαν τους τοίχους

δεξιά της ή ήταν στοιβαγμένα σε τόπια. Αυτά που ήταν στοι­

βαγμένα δεν είχαν γίνει στου Τατσουμούρα, τα είχαν υφάνει

στου Κανέμπο.

Η Σίγκε πλησίασε:

«Κι εσύ λοιπόν ftέλεις να ντυftείς "ευρωπαϊκά";»

«Όχι, μαμά! Απλώς είμαι πολύ περίεργη να δω τι υφάσματα

προτιμούν οι ξένες».

Η μητέρα συμφώνησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού και

στάftηκε ακίνητη πίσω από την κόρη της. Κάπου κάπου έ­

ψαυε με την άκρη των δαχτύλων της κάποιο ύφασμα.

Στους τοίχους της κεντρικής αίftουσας και στο διάδρομο

ήταν κρεμασμένα αντίγραφα «αρχαίων υφασμάτων», που α­

ντέγραφαν κυρίως αυτά που φυλάσσονται στο Σόσο-ιν.*

Αυτά ήταν τα περίφημα «υφάσματα του Τατσουμούρα». Ο

Τακιχίρο τα είχε δει πολλές φορές σε εκftέσεις του Τατσου­

μσύρα και, παρόλο που γνώριζε τα πρωτότυπα, τους καταλό­

γους όπου είχαν καταχωριστεί και τις ονομασίες τους, που

τις είχε πολύ καδαρά στο μυαλό του, δεν μπόρεσε να αντι­

σταftεί στον πειρασμό να τα ξανακοιτάξει.

«Ν α τι κατάφεραν οι Ιάπωνες - και αυτό ftέλουμε να δεί­

ξουμε στους δυτικούς», του είπε ένας υπάλληλος που τον

γνώριζε εξ όψεως.

Ο Τακιχίρο είχε ακούσει την ίδια ακριβώς φράση από το

στόμα του ίδιου υπαλλήλου σε μια πρόσφατη επίσκεψή του,

αλλά και πάλι ξανασυμφώνησε με μια ~ίνηση του κεφαλιού:

«Το ίδιο συμβαίνει και με τα υφάσματα των Τανγκ ... »

* Παλιό αυτοκρατορικό μουσείο, όπου φυλάσσονται υφάσματα και μαγειρικά σκεύη της περιόδου Νάρα.

Page 143: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Πάντως είναι ~αταπληκτικό. Πριν από τόσα χρόνια ... Πά­νω από χίλια, έτσι δεν είναι;»

Θα 'λεγε κανείς ότι σ' αυτό το μαγαζί τα μεγάλα κομμάτια,

που ήταν αντίγραφα των αρχαίων υφασμάτων, δεν ήταν για

πούλημα. Μερικά ήταν κατάλληλα για γυναικείες ζώνες και ο

Τακιχίρο με χαρά fi'α τα αγόραζε για τη Σίγκε και την Κιέκο.

Αλλά αυτό το μαγαζί, που ήταν φανερό ότι απευfi'υνόταν σε

~l~νη πελατεία, δεν είχε ζώνες. Τα μεγαλύτερα κομμάτια πρέ­

πει να προορίζονταν για .τραπεζομάντιλα.

Στις βιτρίνες υπήρχαν τσάντες, πορτοφόλια, ταμπακέρες,

μεταξωτά υφάσματα και ένα σωρό ψιλοπράγματα. Ο Τακιχίρο

ιιγόρασε δυο τρεις γραβάτες Τατσουμούρα -που δεν είχαν

ωοτόσο καfi'όλου το στιλ του- και ένα πορτοφόλι στολισμένο

με κικουμόμι. Είχαν αναπαραγάγει στο ύφασμα τα διακοσμη­

τικά που είχε φτιάξει ο Κοέτσου σε χαρτί και που τα είχε

ι )νομάσει «τα μεγάλα παραμορφωμένα χρυσάνfi'εμα».

«Πώς λέγεται εκείνο το μέρος στα βόρεια όπου φτιάχνουν

ακόμα τέτοια σχέδια σε παλιό γιαπωνέζικο χαρτί;» ρώτησε ο

Τακιχίρο.

«Ν α ι, ναι», απάντησε ο υπάλληλος. «Αλλά δεν καταλαβαίνω

tι σχέση έχουν με τον Κοέτσου ... » Lτις προ{}ήκες στο βάfi'ος του μαγαζιού υπήρχαν κάτι ρα­

hιοφωνάκια Σόνι. Ο Τακιχίρο και οι δυο γυναίκες παραξενεύ­

tηκαν. Ακόμα κι αν τα πουλούσαν για λογαριασμό άλλης ε­

ταιρείας για να εξοικονομείται συνάλλαγμα, ακόμα και σ' αυ­

ril την περίπτωση ... Τους οδήγησαν σ' ένα δωμάτιο στο βάfi'ος για να τους

ιt(_)οσφέρουν τσάι. Κάfi'ισαν σε πολυfi'ρόνες όπου είχαν καfi'ί­

ιJ~~ι «επιφανείς επισκέπτες» από το εξωτερικό, όπως τους

πληροφόρησε ο υπάλληλος.

Από το παράfi'υρο φαίνονταν μερικές κρυπτομουριές, μι-

Χ(.)f'ς αλλά μ' ένα σπάνιο άρωμα.

«Ηώς λέγονται;» ρώτησε ο Τακιχίρο.

«Ούτε εγώ ξέρω. Νομίr:ω ότι τα λένε "Κόγιο-σούγκι"».

«Πώς γράφεται;»

«Οι κηπουροί δε γνωρίζουν καλά τα ιδεογράμματα και,

143

Page 144: Κιότο - Yasunari Kawabata

μπορεί να κάνω λά{}ος, αλλά έχω την εντύπωση ότι λέγονται

"πλατύφυλλες" κρυπτομουριές. Τις συναντάς από τα κεντρι­

κά μέχρι το νότιο μέρος του aρχιπελάγους».

«Και το χρώμα του κορμού;»

«Α, οι κορμοί τους είναι όλο μούσκλια».

Ακούγοντας το {}όρυβο από τα ραδιόφωνα που ξαφνικά

γέμισε το μαγαζί, γύρισαν και είδαν ένα νεαρό που έδινε ε­

ξηγήσεις σε κάποιες ξένες.

«Μα αυτός είναι v μεγάλος αδελφός του Σιν-ίχι!» είπε η Κιέκο και σηκeι'){}ηκε.

Ο Ριουσούκε τους είχε δει κι αυτός και πήγαινε κοντά

τους. Πήγε προς το μέρος των γονιών της Κιέκο, που κά{}ο­

νταν στο βά{}ος του δωματίου, και τους χαιρέτησε μ' ένα χού­

νη μα του κεφαλιού.

«Είστε ο ξεναγός του γκρουπ;» ρώτησε η Κιέκο.

Μόλις βρέ{}ηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, ένιωσε ότι,

αντί{}ετα με τον Σιν-ίχι, που μπορούσες εύκολα να τον πλη­

σιάσεις, ο αδελφός του είχε ένα δυναμισμό που δύσκολα {}α

της επέτρεπε να του μιλήσει.

«Όχι ακριβώς ξεναγός τους. Αντικα{}ιστώ για τρεις τέσσε­

ρις μέρες ένα φίλο, που ήταν ο διερμηνέας τους, επειδή πέ­

{}ανε η αδελφή του».

«Η αδελφή του;»

«Ναι. Ήταν δυο τρία χρόνια μικρότερη από τον Σιν-ίχι. Ή­

ταν πανέμορφο κορίτσι».

« ... »

«0 Σιν-ίχι δεν τα καταφέρνει τόσο καλά με τα αγγλικά. Κι είναι και δειλός από πάνω. Κι έτσι, τι να κάνουμε, ήρ{}α εγω.

Σε τέτοια μαγαζιά δεν πολυχρειάζονται το διερμηνέα. 'Α σε

που όλες τους ήρ{}αν εδώ για να αγοράσουν ραδιόφωνα. Εί­

ναι Αμερικανίδες και μένουν στο ξενοδοχείο Μιγιάκο».

«Α, μάλιστα».

«Κα{}ώς το ξενοδοχείο είναι δυο βήματα από δω, ήρ{}αν να

ρίξουν μια ματιά. Θα 'ταν προτιμότερο βέβαια να έριχναν

καμιά ματιά στα υφάσματα του Τατσουμούρα παρά στα ρα-

144

Page 145: Κιότο - Yasunari Kawabata

διόφωνα!» είπε μισογελώντας ο Ριουσούκε. «Όχι ότι έχει και

καμιά σημασία!»

«Πρώτη φορά βλέπω ραδιόφωνα εδώ!»

«Είτε για ραδιόφωνα είτε για μετάξι, το δολάριο είναι πά­

ντα δολάριο!»

«Όσο γι' αυτό ... » «Πριν λίγο στον κήπο, μπροστά στη λιμνούλα με τους πολύ­

χρωμους κυπρίνους, με ρωτούσαν χιλιάδες λεπτομέρειες κι

εγώ έσπαγα το κεφάλι μου προσπαftώντας να τους τις εξηγή­

σω. Ευτυχώς με έσωσαν οι ίδιες, κα{}ώς φώναζαν αδιάκοπα:

"Τι όμορφο! Τι όμορφο!" Εγώ από κυπρίνους δεν έχω ιδέα,

όσο για να αποδώσω τα χρώματά τους στα αγγλικά ... Το δια­νοείστε; Ν α μιλάω για κυπρίνους!»

« .•• »

«Κιέκο, πάμε να δούμε τη λιμνούλα;»

«Και μ' αυτές τι {}α γίνει;»

«Μπορούμε να αφήσουμε τους πωλητές να ασχολη{}ούν με

αυτές. Εξάλλου σε λίγο {}α γυρίσουν στο ξενοδοχείο για να

πάρουν το τσάι τους. Θα συναντήσουν τους συζύγους τους

και μετά πρέπει να πάνε στη Ν άρα».

«Μια στιγμή, να ειδοποιήσω τους γονείς μου».

«Κι εγώ να δικαιολογη{}ώ στις κυρίες».

Πλησίασε τις Αμερικανίδες και άρχισε να τους μιλάει. Σαν να

τις είχαν κουρντίσει, γύρισαν όλες μαζί και κοίταξαν την Κιέκο.

Το κορίτσι ένιωσε τα μάγουλά του να γίνονται κατακόκκινα.

Ο Ριουσούκε πήγε στην Κιέκο και της έγνεψε να τον ακο­

λοuδήσει· την επόμενη στιγμή βρίσκονταν στον κήπο. Καftι­

(Jμένοι στην άκρη της λιμνούλας, κοιτούσαν αμίλητοι τους

·υπέροχους κυπρίνους που κολυμπούσαν.

«Κιέκο, στον προ'ίστάμενο του μαγαζιού σας -αλλά αφού

ι~ίναι εταιρεία, στο διευ{}υντή, τέλος πάντων στο γενικό δια­

χειριστή, ξέρω κι εγώ πώς να τον πω- {}α 'πρεπε κάποια

φορά να του μιλήσετε έξω από τα δόντια. Μπορείτε να το

κάνετε, Κιέκο, δεν είναι έτσι; Αν {}έλετε, {}α 'μαι κι εγώ εκεί...»

Για την Κιέκο ήταν αναπάντεχο. Ένιωσε την καρδιά της

να σφίγγεται.

145 111 1\ιιίrο

Page 146: Κιότο - Yasunari Kawabata

Εκείνη τη νύχτα η Κιέκο είχε δει ένα όνειρο: Βρισκόταν

κα{)ισμένη στην άκρη της λιμνούλας και μια ομάδα κυπρίνων,

ένα πολύχρωμο κοπάδι, ήρ'δε και μαζεύτηκε στα πόδια της.

Οι κυπρίνοι ανέβαιναν ο ένας στη ράχη του άλλου. Μερικοί,

πάνω στην προσπά{)ειά τους, άφηναν το κεφάλι τους να

βγαίνει από το νερό.

Ολόκληρο το όνειρο ήταν αυτή η σκηνή, το κα{)ρέφτισμα

της μέρας που {)α ερχόταν. Βουτώντας το χέρι στο νερό της

λιμνούλας, η Κιέκο ανατάραξε την επιφάνειά του και, όπως

και στο όνειρο, οι κυπρίνοι μαζεύτηκαν σε ένα σημείο. Με

έκπληξη διαπίστωσε ότι ένιω{)ε μια ανείπωτη τρυφερότητα

για τους κυπρίνους.

Στο πλάι της ο Ριουσούκε φαινόταν aπορημένος.

«Τι άρωμα που έχει το χέρι σας! Τι μαγική δύναμη βγαίνει

από μέσα του!»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Κιέκο σηκώ{}ηκε αμήχανη:

«Οι κυπρίνοι πρέπει να έχουν συνηttίσει την αν{)ρώπινη

παρουσία, έτσι δεν είναι;»

Ο Ριουσούκε απόμεινε να παρατηρεί το προφίλ της.

«Α, το Χιγκασιγιάμα είναι εδώ κοντά, δίπλα μας!» είπε η

Κιέκο για να αποφύγει το βλέμμα του.

«Ν α ι. Το χρώμα του όμως άλλαξε λίγο, δε βρίσκετε; Είναι

πιο φ{)ινοπωρινό ... » απάντησε ο Ριουσούκε. Όταν είχε ξυπνήσει, η Κιέκο δεν μπορούσε να {}υμη{)εί αν

στο όνειρό της ήταν δίπλα της ή όχι ο Ριουσούκε. Είχε μείνει

ξάγρυπνη πολλή ώρα.

«Ν α μιλήσετε έξω από τα δόντια στον προϊστάμενο ... » Την επόμενη μέρα η Κιέκο εξακολου{)ούσε να μην ξέρει πώς να

ακολου{}ήσει τη συμβουλή του Ριουσούκε.

Λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, κά{)ισε στον πάγκο του μαγα­

ζιού. Ήταν ένας πάγκος σε παλιό στιλ, μ' ένα προστατευτικό

δικτυωτό. Ο Ουεμούρα, ο προϊστάμενος, πρόσεξε ότι η Κιέ­

κο είχε περίεργο ύφος.

«Θέλετε κάτι, δεσποινίς;»

Page 147: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Δείξτε μου, παρακαλώ, κάποια υφάσματα, τα 'θέλω για

προσωπική χρήση».

«Για προσωπική χρήση;» επανέλαβε ο Ουεμούρα ανακου­

φισμένος. «Ώστε σας αρέσουν αυτά που κάνουμε εδώ; Θέ­

λετε ένα κιμονό για την Πρωτοχρονιά; Ή μήπως ένα κιμονό

για τις εξόδους σας, με μακριά μανίκια; Για φαντάσου! Αν δεν

απατώμαι, συνή-θως κάνετε τα ψώνια σας σε μπουτίκ όπως

το Οκαζάκι ή το Εριμάν, έτσι δεν είναι;»

«Θα ''θελα να δω ένα δικό μας Γιούζεv. Δεν είναι για την

Πρωτοχρονιά».

«Ό,τι 'θέλετε! Δεν ξέρω μόνο αν έχουμε αρκετά που να αρέ­

σουν σε κάποιον με το δικό σας γούστο, δεσποινίς».

Ο Ουεμούρα σηκώ-θηκε, φώναξε δυο υπαλλήλους και κάτι

τους ψι-θύρισε στο αυτί. Και οι τρεις μαζί ξεδίπλωσαν τουλά­

χιστον δέκα τόπια υφάσματος και με επαγγελματική επιδε­

ξιότητα τα άπλωσαν στο κέντρο του μαγαζιού.

«Αυτό εδώ μου κάνει», αποφάσισε αμέσως η Κιέκο. «Πα­

ρακαλώ να μου 'έχετε έτοιμο το κιμονό σε καμιά βδομάδα.

Ι'ια τις φόδρες και τ' άλλα επαφίεμαι σ' εσάς».

Ο Ουεμούρα αιφνιδιάστηκε:

«Ο χρόνος δεν είναι αρκετός, είμαστε χονδρέμποροι και ως

~~κ τούτου δε δεχόμαστε ποτέ παραγγελίες λιανικής. Όμως

Ηα τα βολέψουμε!»

Οι δύο υπάλληλοι ξαναδίπλωσαν επιδέξια τα υφάσματα.

«Ορίστε τα μέτρα», είπε η Κιέκο ακουμπώντας το χαρτί

πάνω στον πάγκο του Ουεμούρα και συνέχισε να στέκεται

εκεί.

«Κύριε Ουεμούρα, 'θα ή-θελα να αρχίσω να μα-θαίνω σιγά

σιγά πώς λειτουργεί το μαγαζί - και σας ανα-θέτω να μου το

μά-θετε», είπε με γλυκιά φωνή η Κιέκο χαμηλώνοντας το

κεφάλι.

«Ασφαλώς», είπε ο Ουεμούρα και το πρόσωπό του συσπά­

στηκε.

Η Κιέκο μιλούσε ήρεμα:

«Μπορούμε να αρχίσουμε από αύριο. Θα ''θελα όμως να

δω το βιβλίο».

147

Page 148: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Το βιβλίο;» είπε ο Ουεμούρα με ένα πικρό χαμόγελο. «Θέ­

λετε να ελέγξετε το βιβλίο, δεσποινίς;»

«Ν α το ελέγξω! Ούτε που το σκέφτηκα! Απλώς νομίζω ότι,

αν δεν του ρίξω μια ματιά, δε ftα καταλάβω πώς γίνονται οι

δουλειές».

«Α, έτσι! Για να λέμε την αλήftεια, βιβλία υπάρχουν πολλά,

ξέρετε. Είναι και η εφορία ... » «Κρατάμε διπλά βιβλία;»

«Μα τι λέτε, δεσποινίς; Δεν μπορείτε να νομίζετε κάτι τέ­

τοιο, δεσποινίς. Όλα εδώ γίνονται νόμιμα και με πλήρη δια­

φάνεια!»

«Αύριο ftα μου τα δείξετε, κύριε Ουεμούρα», κατέληξε η

Κιέκο και σηκώ-θηκε χωρίς να επιμείνει άλλο.

«Δεσποινίς, εγώ ήμουν υπεύfiυνος αυτού του μαγαζιού

πριν ακόμα γεννηftείτε εσείς ... » ψέλλισε ο Ουεμούρα. Καftώς η Κιέκο δε γύρισε ούτε να τον κοιτάξει, πρόσftεσε

μέσα από τα δόντια του:

«Κοίτα τρόπος!»

Και μετά πλαταγίζοντας τη γλώσσα του:

«Λες και δε σκοτώνομαι στη δουλειά ... » Όταν γύρισε στη μητέρα της, που ετοίμαζε το δείπνο, η

Κιέκο τη βρήκε ταραγμένη από τη σκηνή:

«Του τα 'πες λοιπόν για τα καλά».

«Δεν ήταν και τόσο εύκολο, ξέρεις».

«Αχ! Ακόμα κι οι καλύτεροι νέοι μπορούν να φέρονται

σκληρά! Εγώ παραλίγο να αρχίσω να τρέμω».

«Κάποιος μου άνοιξε τα μάτια κι εμένα, αυτό είναι όλο».

«Α, μπα! Ποιος;»

«Ο αδελφός του Σιν-ίχι στο μαγαζί του Τατσουμούρα. Στη

δική τους επιχείρηση ο πατέρας παρακολουftεί από κοντά

τις δουλειές, κι ας έχουν και δύο εξαιρετικούς πωλητές. Μου

είπε ότι, αν φύγει ο Ουεμούρα, ftα μας δώσει άλλον πωλητή

και ότι στην ανάγκη ftα 'ρχόταν κι αυτός ο ίδιος».

«Ο Ριουσούκε σ' τα είπε αυτά;»

«Ν α ι. Και καftώς, έτσι κι αλλιώς, ftα ασχοληfiεί με το εμπόριο,

είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τις σπουδές του όποτε να 'ναι».

Page 149: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ν α ι;» είπε η μητέρα και κοίταξε το πρόσωπο της Κιέκο

που έλαμπε.

«Δεν πρέπει να ανησυχούμε αν ο Ουεμούρα υποβάλει την

παραίτησή του. Εξάλλου έχει πει ότι, αν έβρισκε ένα όμορφο

σπιτάκι κοντά στο σπίτι με τα άσπρα λουλουδάκια, {}α έβαζε

τον πατέρα του να του το αγοράσει>>.

«Ωραία λοιπόν!» είπε η μητέρα με φωνή που μόλις ακουγό­

ταν. «Φταίει ο πατέρας σου που δεν πολυασχολείται πια με

τη δουλειά».

«Μα ο μπαμπάς είναι πολύ καλά έτσι όπως είναι>>.

«Κι αυτό ο Ριουσούκε σ' το είπε;»

«Ναι».

« •.. »

«Άκου, είμαι σίγουρη ότι κατάλαβες: Θέλεις να κάνεις δώ­

ρο ένα κιμονό στο κορίτσι του χωριού με τις κρυπτομουριές;

Εκ μέρους μου ... » «Μα ναι. .. μα ναι. Πρέπει να της πάρουμε και κάτι για από

πάνω ... » , Η Κιέκο κοίταξε αλλού, ενώ δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της.

Γιατί λένε «ψηλοί αργαλειοί»; Εννοούν φυσικά τους aργα­

λειούς που είναι «ψηλοί», αλλά που τους τοποfJετούν σε μια

γούβα που έχουν κάνει στο έδαφος, γιατί, όπως υποστηρί­

tουν μερικοί, η υγρασία του χώματος κάνει καλό στα νήματα.

Παλιά οι άνtJρωποι ανέβαιναν πάνω στον αργαλειό για να

δουλέψουν. Σήμερα κρεμούν πέτρες μέσα σε καλά{}ια από τη

μία και την άλλη πλευρά του αργαλειού. Υπάρχουν εργαστή­

ρια που χρησιμοποιούν και χειροκίνητους και μηχανοκίνη­

τους aργαλειούς.

Στο εργαστήριο του Χιντέο υπήρχαν τρεις χειροκίνητοι

αργαλειοί, στους οποίους δούλευαν τα τρία αδέλφια. Κα{}ώς

ο πατέρας δούλευε κι αυτός συχνά στον αργαλειό, όχι, δε {}α

μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν το τελευταίο εργαστήριο

στη συνοικία Ν ισίγιν, όπου είχαν στηfJεί υφαντουργεία ακό­

μα και σε κοτέτσια.

149

Page 150: Κιότο - Yasunari Kawabata

Όσο η ζώνη που του είχε παραγγείλει η Κιέκο γινόταν

πραγματικότητα, η χαρά του Χιντέο μεγάλωνε, όχι μόνο ε­

πειδή τελείωνε μια δουλειά στην οποία είχε δοfiεί ολόψυχα,

αλλά και επειδή, μέσα στο fiόρυβο που έκαναν τα χτένια κα­

δώς πηγαινοέρχονταν, ένιωfiε την παρουσία της Κιέκο.

Κι όμως δεν ήταν για την Κιέκο αλλά για τη Ν αέκο. Δεν

ήταν η ζώνη της Κιέκο αλλά η ζώνη της Ν αέκο. Καδώς ύ­

φαινε, η Κιέκο και η Ν αέκο γίνονταν ένα στο μυαλό του.

Ο Σόσουκε, ο πατέρας του, στάfiηκε όρfiιος για λίγο πλάι

του και τον κοιτούσε καfiώς δούλευε.

«Ωραία ζώνη! Και τι πρωτότυπο σχέδιο!» είπε σκύβοντας

για να δει καλύτερα. «Για ποιον είναι;»

«Για την Κιέκο, την κόρη του κ. Σάτα».

«Το σχέδιο ποιανού είναι;»

«Της Κιέκο».

«Της Κιέκο; Αλήδεια; Μπράβο!» είπε, ενώ κοιτούσε παρα­

ξενεμένος, και χάιδεψε τη ζώνη που βρισκόταν στον αργα­

λειό. «Ωραία ύφανση, ε, Χιντέο; Πολύ καλή δουλειά».

« ... »

«Χιντέο, σου το 'χω ξαναπεί, χρωστάω πολλά στον κ. Σά-

τα».

«Μου το 'χεις ξαναπεί».

«Α, ναι, σου το 'χω ξαναπεί;»

Παρ' όλα αυτά, ξανάρχισε την ιστορία του:

«Από εργάτης που ήμουνα, ξεκίνησα δική μου δουλειά με

ένα μονάχα "ψηλό αργαλειό", που τον είχα αποκτήσει με με­

γάλη δυσκολία και που χρωστούσα ακόμα τα μισά λεφτά. Μό­

λις τελείωνα ένα κομμάτι ύφασμα, το πήγαινα στον κ. Σάτα.

Κομμάτι κομμάτι! Ήταν βέβαια χάλια τα υφάσματα, αφού τα

δούλευα νύχτα».

« ... »

«0 κ. Σάτα ποτέ δε μου έδειξε τη δυσαρέσκειά του. Μετά αποκτήσαμε τρεις aργαλειούς ... κι έτσι ... κουτσά στραβά ... »

« ... »

«Όπως και να 'χει, Χιντέο, το κοινωνικό μας επίπεδο δεν

είναι ίδιο ... »

150

Page 151: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Το ξέρω πολύ καλά, μα τι σ' έπιασε και μου τα λες αυτά;>>

«Έχω την εντύπωση, Χιντέο, ότι η Κιέκο σοίJ αρέσει πολύ

ή κάνω λάδος;»

«Αυτό είναι άλλη ιστορία!» είπε ο Χιντέο, καδώς τα χέρια

και τα πόδια του, που είχαν σταματήσει για λίγο, ξανάρχισαν

να κινούνται.

Συνέχισε να υφαίνει. Μόλις τελείωσε, έφυγε αμέσως για το

χωριό με τις κρυπτομουριές για να πάει τη ζώνη στη Ν αέκο.

Στην πλευρά του Κιταγιάμα είχε βρέξει, κι ο ουρανός είχε

γεμίσει ουράνια τόξα εκείνο το απόγευμα.

Όταν ο Χιντέο βγήκε στο δρόμο με τη ζώνη στα χέρια,

είδε το ουράνιο τόξο. Ήταν ωραίο, αλλά τα χρώματά του

ήταν κάπως δαμπά και η καμπύλη που σχημάτιζε δεν ήταν

πλήρης. Καδώς ο Χιντέο το κοιτούσε ακίνητος, τα χρώματα

όλο και ξεδώριαζαν.

Καδώς πήγαινε με το λεωφορείο στην κοιλάδα, ο Χιντέο

πρόσεξε ακόμα δυο φορές ένα παρόμοιο ουράνιο τόξο. Από

τα τρία ουράνια τόξα κανένα δε σχημάτιζε τέλεια την καμπύ­

λη χωρίς να διακόπτεται σε μερικά σημεία. Αυτό συμβαίνει

συχνά ... «Πλάκα έχει! 'Αραγε το ουράνιο τόξο είναι σημάδι τύχης ή

aτυχίας; Ποιος ξέρει. .. » Ο ουρανός ήταν ανέφελος. Όταν έφτασε στην κοιλάδα, έ­

να δαμπό ουράνιο τόξο, όμοιο με τα προηγούμενα, ξαναέκα­

νε την εμφάνισή του, αλλά το βουνό, που οι κατωφέρειές του

έφταναν μέχρι τις όχδες του Κιγιοτάκι, το έκρυψε από τα

μάτια του.

Δεν είχε φτάσει καλά καλά ακόμα στο χωριό με τις κρυ­

πτομουριές και η Ν αέκο, με τα ρούχα της δουλειάς ως συνή­

δως, ήρδε να τον υποδεχτεί, σκουπίζοντας τα βρεγμένα χέρια

της στην ποδιά της.

Έτριβε τους κορμούς προσεκτικά με την άμμο που έμοια­

ζε με κόκκινη άργιλο, την οποία έπαιρναν από τον καταρρά­

κτη Μποντάι.

Page 152: Κιότο - Yasunari Kawabata

Ήταν ακόμα Οκτώβρης, αλλά το νερό στο βουνό πρέπει

να ήταν κρύο. Οι κορμοί ήταν τοποttετημένοι μέσα σε κάτι

μεγάλα αυλάκια με νερό, ενώ ένας μικρός φούρνος στην άκρη

άφηνε aτμούς από ζεστό νερό.

«Πολύ ευγενικό από μέρους σας να έρttετε ως εδώ», είπε η

Ν αέκο και υποκλίttηκε βαttιά.

«Ν αέκο, μόλις τελείωσα τη ζώνη που σας είχα υποσχεttεί

και σας την έφερα».

«Α, τη ζώνη που πρέπει να δεχτώ αντικαttιστώντας την Κιέ­

κο. Εμένα δε με ενδιαφέρει να υποκαταστήσω την Κιέκο.

Μου είναι αρκετό που τη συνάντησα».

«Μα σας την είχε υποσχεttεί αυτή τη ζώνη. Και το σχέδιο

το σκέφτηκε η ίδια».

Η Ν αέκο έσκυψε το κεφάλι:

«Ξέρεις, Χιντέο, τις προάλλες η Κιέκο μου έστειλε από το

μαγαζί της ένα κιμονό και πολλά άλλα πράγματα, ακόμα και

παπούτσια. Πού ttα βρω εγώ την ευκαιρία να φορέσω τέτοια

πράγματα;»

«Τι ttα λέγατε να τα φορέσετε στη Γιορτή της Ιστορίας στις

είκοσι δύο του μηνός; Δεν μπορείτε να βγείτε;»

«Μπορώ, ttα μ' αφήσουν να βγω», απάντησε χωρίς να δι­

στάσει η Ν αέκο. «Τώρα όμως ελάτε πιο δω, μας βλέπουν.

Πάμε στα βότσαλα, στο ποτάμι».

Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάνε να κρυφτούνε ψηλά

στο βουνό, όπως την άλλη φορά με την Κιέκο.

«Θα φυλάω σαν τα μάτια μου τη ζώνη που μου φτιάξατε

σ' όλη μου τη ζωή».

«Μην το λέτε αυτό, ttα σας φτιάξω κι άλλες».

Η Ν αέκο έμεινε άφωνη.

Καttώς όλος ο κόσμος -και πρώτοι απ' όλους οι άνttρω­

ποι που είχαν υιοttετήσει τη Ν αέκο- ήξερε ότι η αδελφή

της η Κιέκο ttα της έκανε δώρο ένα κιμονό, τίποτα δεν την

εμπόδιζε να πάει τον Χιντέο στο σπίτι. Όμως είχε μάttει πώς

ζούσε η Κιέκο, ποιο ήταν το μαγαζί, πού έμενε. Δεν της

χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να γεμίσει το κενό που έ­

νιωttε από τότε που ήταν παιδί. Και δεν ήttελε για κανένα

Page 153: Κιότο - Yasunari Kawabata

λόγο να προξενήσει καινούρια προβλήματα στην Κιέκο, όσο

ασήμαντα κι αν ήταν.

Είναι αλή{)εια ότι η οικογένεια Μούρα-σε, που είχε υιο{)ετή­

σει τη Ναέκο, ήταν μία από τις πιο εύπορες στο βουνό και

ότι η Ν αέκο δούλευε κι αυτή με όλες της τις δυνάμεις. Η

Κιέκο δε {)α είχε κανένα λόγο να νιώσει άσχημα, ακόμη κι αν

το μά{)αινε η οικογένειά της. Ανάμεσα σ' ένα μικρομεσαίο

χονδρέμπορο και σ' ένα γαιοκτήμονα η {)έση του γαιοκτή­

μονα ήταν πιο σίγουρη.

Αλλά η Ναέκο επέμενε να μη δημιουργήσει στενές σχέσεις

με την Κιέκο και να μην έχουν πολλά πηγαινέλα. Πολύ πε­

ρισσότερο που είχε αντιληφ{)εί την τρυφερότητα που ένιω{)ε

γι' αυτήν η Κιέκο ... Για όλα αυτά ζήτησε από τον Χιντέο να πάνε στο ποτάμι,

όπου ακόμα και στα βότσαλα της κοίτης του είχαν φυτέψει

κρυπτομουριές αυτά τα δέντρα τα έβλεπες παντού στην πε­

ριοχή.

«Συγνώμη που σας φέρνω σ' ένα τέτοιο μέρος», είπε η Ναέ­

κο ανυπόμονα.

Ήταν παιδί, ή{)ελε να δει αμέσως τη ζώνη.

«Πολύ ωραίο το δάσος με τις κρυπτομουριές», είπε ο Χι­

ντέο και, σηκώνοντας το βλέμμα προς το βουνό, άνοιξε το

κουτί και έλυσε το γερό κόμπο από χαρτί με τον οποίο ήτaν δεμένο το πακέτο. «Αυτός είναι ο φιόγκος και αυτό είναι το μπροστινό-»

«Ω!» είπε η Ναέκο, κα{)ώς ξεδίπλωνε με το ένα χέρι τη

ζώνη. «Είναι πάρα πολύ όμορφη!»

Τα μάτια της έλαμπαν.

«Ακούστε τι λέει! Όμορφη αυτή η ζώνη που την έφτιαξε

ένας aρχάριος! Έχει πάνω της κοκκινόπευκα και κρυπτομου­

ριές. Κα{)ώς μπορεί να φορε{)εί την Πρωτοχρονιά, πίστευα ότι

τα πεύκα {)α 'πρεπε να φτάνουν ως το σημείο που σχηματίζε­

ται ο κόμπος, αλλά η Κιέκο επέμενε: "Πρέπει να βάλεις πιο

πολλές κρυπτομουριές". Κα{)ώς ερχόμουν εδώ μάλιστα, κατά­

λαβα ότι, όταν μιλάμε για κρυπτομουριές, έχουμε πάντα στο

νου κάτι υπεραιωνόβια δέντρα. Όμως ευτυχώς το σχέδιο δεν

153

Page 154: Κιότο - Yasunari Kawabata

είναι πολύ φορτωμένο κι είναι καλύτερα έτσι· και εδώ είναι

οι κορμοί των κοκκινόπευκων, μια ιδέα, ίσα ίσα για το χρώμα».

Πάντως είτε στις κρυπτομουριές είτε οπουδήποτε αλλού

τα χρώματα δεν είχαν καμιά σχέση με τα φυσικά. Επιπλέον

τα σχήματα και οι αποχρώσεις είχαν δουλευτεί πολύ.

«Είναι πολύ ωραία ζώνη. Ειλικρινά ευχαριστώ ... Μια ζώνη με κραυγαλέα χρώματα δε fi'α μου πήγαινε».

«Και το κιμονό που σας έστειλε η Κιέκο fi'α σας πηγαίνει

ωραία».

«Νομίζω πως ναΙ>>.

«Επειδή η Κιέκο έχει συνη'δίσει από παιδί να βλέπει υφά­

σματα του Κιότο, δεν της έδειξα τη ζώνη. Πώς να το πω ... Δίσταζα ... » «Μα αφού η ίδια έκανε το σχέδιο ... Θα της τη δείξω εγώ». «Σας παρακαλώ, φορέστε τη στη Γιορτή της Ιστορίας, είπε

ο Χιντέο και την ξανάβαλε μέσα στο πακέτο κλείνοντάς το.

Ο Χιντέο τέλειωσε με το δέσιμο των κόμπων.

«Δεχτείτε τη χωρίς δισταγμό. Σας την είχα υποσχε'δεί εγώ,

αλλά τη ζώνη μού την παρήγγειλε η Κιέκο. Εγώ είμαι ένας

ταπεινός υφαντουργός, τίποτα παραπάνω», είπε ο Χιντέο.

«Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν έβαλα όλη την ψυχή μου

για να τη φτιάξω».

Η Ν αέκο, αμίλητη, ακούμπησε στα γόνατά της το πακέτο

με τη ζώνη που της έδινε ο Χιντέο.

«Η Κιέκο έχει συνη'δίσει από μικρό παιδί να βλέπει κιμονό·

γι' αυτό είμαι σίγουρος ότι η ζώνη 'δα πηγαίνει με το κιμονό

που σας έστειλε, σας το είπα ... » Στα πόδια τους κυλούσε μ' ένα ελαφρύ μουρμουρητό το

άβα'δο νερό του Κιγιοτάκι. Ο Χιντέο αγκάλιασε με το βλέμμα

το δάσος που απλωνόταν στις δυο όχt}ες:

«Ήξερα ότι οι κορμοί φαίνονται σαν να είναι όλοι μαζί ένα

δέντρο - εδώ ακόμα και τα πιο μικρά φύλλα των χαμηλών

κλαδιών μοιάζουν με όμορφα λουλουδάκια!»

Στο πρόσωπο της Ν αέκο απλώt}ηκε η t}λίψη. Ο πατέρας

της είχε σκοτωt}εί πέφτοντας από ένα δέντρο την ώρα που

το κλάδευε - άραγε σκεφτόταν την Κιέκο, τη δίδυμη εγκα-

154

Page 155: Κιότο - Yasunari Kawabata

ταλειμμένη αδελφή της, εκείνη τη στιγμή; Εκείνη την εποχή

ούτε η Ν αέκο ήξερε ότι είχε δίδυμη αδελφή. Το έμαttε πολύ

αργότερα, στην εφηβεία, από κάποιον χωρικό.

Πέρα απ' αυτό, δεν ήξερε αν η Κιέκο -που ακόμα και το

όνομά της της ήταν άγνωστο τότε- ζούσε ή όχι. Η μεγαλύ­

τερη επιttυμία της ήταν να τη δει, έστω και από μακριά.

Το άttλιο σπιτάκι, μια μικρή καλύβα, στο οποίο είχε γεννη­

ftεί στεκόταν ακόμα όρttιο, εγκαταλειμμένο, στο χωριό με τις

κρυπτομουριές. Ένα κορίτσι μόνο του δε ttα μπορούσε να

ζήσει εκεί. Ένα ζευγάρι που δούλευε πολλά χρόνια στο βου­

νό άρχισε να μένει εκεί μαζί με το κοριτσάκι τους, που πή­

γαινε στο σχολείο. Φυσικά δεν της έδιναν τίποτα για ενοίκιο

κι ούτε βέβαια μπορούσε να απαιτήσει νοίκι για ένα τέτοιο

ερείπιο.

Το κοριτσάκι περιέργως είχε πάttος με τα λουλούδια. Έξω

από το σπίτι υπήρχε μια ωραία ελιά: «Πες μου, Ν αέκο ... » Συ­χνά πήγαινε να της ζητήσει συμβουλές πώς να την περιποιη­

ftεί. «Δεν έχεις παρά να την aφήσεις όπως είναι», απαντούσε

η Ν αέκο. Όταν περνούσε κοντά στο σπιτάκι, ένιωttε πριν

από οποιονδήποτε άλλον, από πολύ μακριά, την ευωδιά της

ανttισμένης ελιάς. Αυτή η ευωδιά γέμιζε ttλίψη τη Ναέκο.

Ξαφνικά η ζώνη βάρυνε στα γόνατά της. Για πολλούς λό­

γους ... «Χιντέο, τώρα που ξέρω πού βρίσκεται η Κιέκο, δεν πι­

στεύω ότι ttα τη βλέπω συχνά. Για μια φορά δέχομαι το

κιμονό και τη ζώνη αλλά ... Με καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι;» είπε με έξαρση.

«Ναι. Όμως ttα έρttετε στη Γιορτή της Ιστορίας; Θα 'ttελα

να φορέσετε τη ζώνη για να τη δω, δε ttα καλέσω την Κιέκο.

Η πομπή βγαίνει από τα aυτοκρατορικά ανάκτορα. Θα σας

περιμένω στην πύλη Χαμαγκούρι, στη δυτική πλευρά. Σύμ­

φωνοι;»

Για μια στιγμή τα μάγουλα της Ν αέκο βάφτηκαν κόκκινα

και έγνεψε καταφατικά μ' ένα βαW κούνημα του κεφαλιού.

Στην άκρη του νερού, στην απέναντι όχ{}η, ένα δέντρο με

155

Page 156: Κιότο - Yasunari Kawabata

κόκκινο φύλλωμα καfiρεφτιζόταν αβέβαιο στο νερό. Ο Χι­

ντέο σήκωσε το κεφάλι:

«Αυτό το δέντρο με τα κόκκινα φύλλα τι είναι;»

«Σουμάκ», απάντησε το κορίτσι, σηκώνοντας το βλέμμα

προς το δέντρο.

Εκείνη τη στιγμή τα μαύρα μαλλιά της, που προσπαfiούσε

να τα φτιάξει με το ένα χέρι, λύ{}ηκαν, άγνωστο πώς, και έ­

πεσαν στους ώμους της: «Ω!» Με κατακόκκινα μάγουλα μά­

ζεψε τα μαλλιά της και τα έκανε κότσο, κρατώντας τις φουρ­

κέτες στο στόμα της δεν έφταναν όμως, γιατί μερικές είχαν

πέσει στα πόδια της.

Ο Χιντέο, fiαμπωμένος, κοιτούσε το σώμα της και τις κινή­

σεις της:

«Δεν κόβετε ποτέ τα μαλλιά σας;» ρώτησε.

«Όχι. 'Άλλωστε ούτε η Κιέκο τα κόβει. Οι άντρες δεν το

προσέχουν, έτσι περίτεχνα που είναι χτενισμένα αλλά ... » Με μια γρήγορη κίνηση η Ν αέκο φόρεσε το μαντίλι στο

κεφάλι της:

«Συγνώμη».

« ... »

«Εδώ στο βουνό μπορεί να ασχολούμαι με τις κρυπτομου­

ριές, αλλά με τον εαυτό μου δεν ασχολούμαι καfiόλου».

Ωστόσο λίγο κοκκινάδι τόνιζε ελαφρά τα χείλια της.

Ο Χιντέο fiα προτιμούσε να έβγαζε η Ν αέκο το μαντίλι και

να ξαναδεί τα μαύρα μακριά μαλλιά της, που ήταν κρυμμένα,

να πέφτουν και να απλώνονται στους ώμους της. Αλλά δεν

μπορούσε να της το ζητήσει. Μόλις το σκέφτηκε, το κορίτσι

σκέπασε το κεφάλι με το μαντίλι του.

Πέρα από τη μικρή κοιλάδα, στα δυτικά, το βουνό άρχιζε

να καλύπτεται από αδιόρατες σκιές.

«Ν αέκο, δεν πρέπει να γυρίσετε;» είπε ο Χιντέο και σηκώ­

{}ηκε.

«Η δουλειά τελείωσε για σήμερα ... Οι μέρες έχουν μικρύνει πια».

Ανατολικά από την κοιλάδα, ανάμεσα από τις καλοστοιχι-

Page 157: Κιότο - Yasunari Kawabata

σμένες κρυπτομουριές στην κορυφή του βουνού, ο Χιντέο

κοίταξε τις χρυσές aνταύγειες του δειλινού.

«Ευχαριστώ, Χιντέο. Ειλικρινά ευχαριστώ», είπε η Ν αέκο

και, σηκώνοντας λίγο τη ζώνη, σηκώ{)ηκε κι αυτή.

«Αν πρέπει να ευχαριστήσεις κάποιον, ευχαρίστησε την

Κιέκο», απάντησε, αλλά μέσα του ένιωfiε να τον πλημμυρίζει

μια χαρά και μια {)έρμη που είχε φτιάξει τη ζώνη για το κορί­

τσι του χωριού με τις κρυπτομουριές.

«Επιμένω: Θα έρfiετε στη Γιορτή της Ιστορίας; Στην πύλη

των αυτοκρατορικών ανακτόρων, την πύλη Χαμαγκούρι;»

«Σύμφωνοι», είπε κουνώντας ζωηρά το κεφάλι. «Θα νιώfiω

μάλλον άβολα με ένα κιμονό και μια ζώνη που δεν έχω ξα­

ναφορέσει στη ζωή μου αλλά ... »

Η Γιορτή της Ιστορίας στις είκοσι δύο Οκτωβρίου fiεωρείται

μια από τις τρεις μεγάλες γιορτές, ανάμεσα σε τόσες άλλες,

της Πρωτεύουσας, μαζί με τη γιορτή του Ζιόν και τη γιορτή

του Αόι, που τελείται σε δύο ναούς, έναν στις πηγές και έναν

άλλο στις εκβολές του ποταμού Κάμο. Είναι η γιορτή του

ναού Χε"ίάν, αλλά η πομπή ξεκινάει από το αυτοκρατορικό

παλάτι.

Από την ώρα που ξημέρωσε, η Ναέκο δεν κρατιόταν και

μισή ώρα πριν από το ραντεβού περίμενε κιόλας τον Χιντέο

στην πύλη του παλατιού. Ήταν η πρώτη φορά που περίμενε

έναν άντρα. Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός, ο ουρανός γαλα­

νός.

Ο ναός του Χε"ίάν Ζίνγκου χτίστηκε το έτος 28 της περιόδου Μέιτζι (1895), χίλια εκατό χρόνια μετά τη μεταφορά της

πρωτεύουσας στο Κιότο, και είναι φυσικά η πιο πρόσφατη

από τις τρεις μεγάλες γιορτές. Έχοντας ως αφετηρία την ε­

γκατάσταση της πρωτεύουσας σ' αυτό το μέρος, η γιορτή

αναπαριστά, μέσα από το τελετουργικό της, τις αλλαγές των

ηfiών που συνέβησαν κατά τα χίλια χρόνια της βασιλείας της.

157

Page 158: Κιότο - Yasunari Kawabata

Για να παρουσιάσουν τα ρούχα της κάδε εποχής, εναλλάσ­

σονται ορισμένα ιστορικά πρόσωπα γνωστά σε όλους: η πρι­

γκίπισσα Κάζου νο Μίγια και η μοναχή Ρενγκέτσου· η εταίρα

Γιοσίνο-Ντάγιου και η ηftοποιός Ιζούμο νο Οκούνι· η Γιοντο­

γκίμι· κι ακόμα η Τοκίβα Γκόζεν, η Γιοκομπούε και η Τομόε

Γκόζεν- η ποιήτρια Όνο νο Κομάτσι· η Σιζούκα Γκόζεν και η

Μουρασάκι Σικίμπου ή η Σέι Σοναγκόν ... Κατόπιν έρχονται οι χωρικές της κοιλάδας Οχάρα και του

χωριού Κατσούρα.

Αυτές που απαρίδμησα είναι όλες γυναίκες, εταίρες, ηδο­

ποιοί, αλλά υπάρχουν και άντρες, ήρωες όπως ο Κουσουνόκι

Μασασίγκε, ο Όντα Ν ομπουνάγκα, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι,

καδώς και οι ευγενείς της aυτοκρατορικής αυλής και μεγά­

λος αριδμός πολεμιστών.

Η πομπή, που ξετυλίγεται σαν ζωγραφικός πίνακας που

απεικονίζει τα ή{)η της πρωτεύουσας, είναι πολύ μεγάλη.

Λένε ότι οι γυναίκες μετείχαν για πρώτη φορά το έτος 25 της περιόδου Σόβα (1950) και έκαναν τη γιορτή πιο {)ελκτική, πιο λαμπρή.

Επικεφαλής βαδίζει ένα απόσπασμα πολεμιστών του αυ­

τοκράτορα που βασίλευε κατά την εποχή των ταραχών των

Μέιτζι και ένα άλλο απόσπασμα που το αποτελούν ορεσίβιοι

από το Κιτακουβάντα του Τάμπα, ενώ την πορεία κλείνουν

οι aυτοκρατορικοί αξιωματούχοι της περιόδου Ενριάκου με

επίσημη στολή.

Μόλις η πομπή φτάσει στο ναό του Χε.ίάν Ζίνγκου, ψέλ­

νουν σιντο·ίστικές προσευχές μπροστά στο παλανκίνο του

αυτοκράτορα.

Η πομπή ξεκινάει από το παλάτι και το καλύτερο σημείο

για να τη δεις είναι η πλατεία που βρίσκεται μπροστά από το

παλάτι. Γι' αυτόν τον λόγο ο Χιντέο είχε δώσει ραντεβού στη

Ν αέκο σ' εκείνο το ση με ίο.

Η Ν αέκο περίμενε τον Χιντέο κρυμμένη πίσω από την πύλη

και μπαινόβγαινε τόσος κόσμος, που κανείς δεν την πρόσε-

158

Page 159: Κιότο - Yasunari Kawabata

χε. Εκτός από μια γυναίκα, ακαδορίστου ηλικίας, που έμοια­

ζε εμπόρισσα και που την πλησίασε με πολύ μεγάλη άνεση:

«Τι όμορφη ζώνη, δεσποινίς! Πού την αγοράσατε; Και πόσο

όμορφα σας πάει αυτό το κιμονό! Μου επιτρέπετε;» είπε αγ­

γίζοντας το ύφασμα. «Μπορείτε να γυρίσετε για να δω πώς

κλείνει;»

Η Ναέκο γύρισε. Το γεγονός ότι η γυναίκα την πρόσεξε

την ευχαρίστησε στο βά{}ος. Μέχρι τώρα δεν είχε φορέσει

ποτέ τέτοιο κιμονό και τέτοια ζώνη.

«Περιμένετε πολλή ώρα;» είπε ο Χιντέο, καδώς πήγαινε

κοντά της.

Οι δέσεις που ήταν πιο κοντά στο παλάτι, απ' όπου δα

έβγαινε η πομπή, ήταν κρατημένες από τουριστικά πρακτο­

ρεία και συλλόγους. Ο Χιντέο και η Ν αέκο στάδηκαν όρδιοι

στη δεύτερη σειρά.

Ή ταν η πρώτη φορά που η Ν αέκο είχε τόσο καλή δέση

και κοιτούσε με μάτια ολάνοιχτα την πομπή, ξεχνώντας τον

Χιντέο και τα ολοκαίνουρια ρούχα της. Ξαφνικά όμως τα δυ­

μήδηκε όλα:

«Χιντέο, τι κοιτάζετε;»

«Τα πράσινα πεύκα. Κοιτάζω και την πομπή. Όμως ... στο πράσινο φόντο των πεύκων η πομπή ξεχωρίζει καλύτερα. Τα

πεύκα καλύπτουν όλο τον τεράστιο κήπο του παλατιού. Μου

αρέσουν τόσο πολύ!»

« ... »

«Και με την άκρη του ματιού κοιτάζω εσάς, αλλά εσείς δε

με πήρατε είδηση».

«Ελάτε τώρα!» είπε η Ναέκο και γύρισε αλλού.

159

Page 160: Κιότο - Yasunari Kawabata

j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j j

j j j j j j j j j j j j j j j

j j j j j j j j

j j j j

j j

j j j

Page 161: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Α ΠΟ ΟΛΕΣ ΊΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛ ΥΑΡΙΘΜΕΣ ΣΤΟ ΚΙ Ο­

το, η Κιέκο προτιμούσε τη Γιορτή της Φωτιάς την προ­

τιμούσε κι από τη γιορτή του Ν τάι-μόντζι. Η Ν αέκο είχε

πάει κι αυτή στη γιορτή, αφού γινόταν πολύ κοντά στο σπίτι

της. Αλλά κι αν ακόμα συναντιόνταν στη Γιορτή της Φωτιάς,

ούτε η μία ούτε η άλλη -θα έδιναν σημασία στο γεγονός.

Στο μεγάλο δρόμο του Κουράμα-μάτσι, σε κάδε σπίτι που

βρίσκεται στην άκρη του δρόμου που οδηγεί στο ιερό, υψώ­

νουν φράχτες από κλαδιά και ραντίζουν τις στέγες με νερό.

Οι κάτοικοι, κραδαίνοντας αναμμένες δάδες και κραυγάζο­

ντας: «Σα.ίρέι! Σα.ίριό!», κατευθύνονται μέσα στη νύχτα προς

το ιερό. Οι φλόγες τριζοβολούν. Τότε εμφανίζονται δύο πα­

λανκίνα· όλες οι γυναίκες του χωριού -της «συνοικίας», ό­

πως τη λένε τώρα- έρχονται και τραβούν τα σκοινιά των

παλανκίνων. Στο τέλος προσφέρουν ένα μεγάλο δαυλό στη

-θεότητα και η γιορτή συνεχίζεται μέχρι την αυγή περίπου.

Φέτος δεν είχε γίνει η περίφημη Γιορτή της Φωτιάς. Σί­

γουρα για οικονομικούς λόγους... Η Γιορτή της Κοπής των

Μπαμπού είχε γίνει, όχι όμως η Γιορτή της Φωτιάς.

Φέτος είχε καταργηf}εί και η Γιορτή των Βολβών του να­

ού Κιτάνο Τέντζι. Η σοδειά ήταν πολύ κακή και δεν απο­

κλείεται να μην μπόρεσαν να φτιάξουν παλανκίνο με βολ­

βούς ... Στο Κιότο γίνονται και πολλές άλλες τελετές όπως: η

Προσφορά του Φλασκιού στο μοναστήρι Ανρακιγιότζι στο

Σίσι-κε-τάνι ή η Γιορτή του Αγγουριού στο ναό Ρενγκέτζι.

Όλα αυτά ήταν f}εάματα της αρχαίας Πρωτεύουσας, που

όμως αντικατοπτρίζουν και τη νοοτροπία των σημερινών κα­

τοίκων της.

161

η Κιότο

Page 162: Κιότο - Yasunari Kawabata

Πρόσφατα μάλιστα ξαναζωντάνεψαν γιορτές όπως η Κα­

λαβίνκα, όπου μια βάρκα με κεφάλι δράκου στριφογυρίζει

στον ποταμό του όρους Αράσι, ή η γιορτή Κιοκουσούι νο Εν,

το Συμπόσιο του Κύματος, που γίνεται στο κανάλι που βρί­

σκεται στον κήπο του ναού Κάμι Κάμο. Και οι δύο αυτές

γιορτές ήταν γιορτές των ευγενών της αυλής.

Στο Κιοκουσούι νο Εν άvδρωποι ντυμένοι με στολές παλιάς

εποχής κάθονται στην όχf}η και, καθώς πάνω στο νερό του

ποταμού πλέει ένα κύπελλο, αυτοί γράφουν ένα ποίημα ή

ζωγραφίζουν ένα σχέδιο. Όταν το κύπελλο φθάσει κοντά σε

κάποιον, εκείνος πρέπει να το αρπάξει, να πιει το περιεχό­

μενο και να το ξαναρίξει στο νερό, ενώ τον βοηf}ούν νεαροί

ακόλουθοι.

Η γιορτή αυτή ξανάρχισε να γίνεται πέρυσι και η Κιέκο

την είχε παρακολουf}ήσει. Επικεφαλής των πριγκίπων της

αυλής ήταν ο ποιητής Γιοσίι Ισάμου, που σήμερα δε ζει πια.

Αυτές οι γιορτές είχαν ξαναρχίσει πολύ πρόσφατα και φαί­

νεται ότι ο κόσμος δεν τις είχε συνηf}ίσει ακόμα.

Η Κιέκο δεν είχε πάει ούτε φέτος να δει τη γιορτή Καλα­

βίνκα στους πρόποδες του όρους Αράσι. Στο Κιότο οι εκδη­

λώσεις με δέματα απ6 την αρχαιότητα είναι αμέτρητες.

Είτε επειδή πήρε από τη μητέρα της, που ήταν πολύ εργατι­

κή, είτε γιατί ήταν f}έμα ιδιοσυγκρασίας, η Κιέκο σηκωνόταν

από το ξημέρωμα και καδάριζε προσεκτικά το σπίτι.

«Κιέκο, περάσατε καλά οι δυο σας στη Γιορτή της Ιστο­

ρίας;» τη ρώτησε ο Σιν-ίχι στο τηλέφωνο τη στιγμή που τε­

λείωνε το πρωινό της.

Ήταν φανερό ότι ο Σιν-ίχι είχε μπερδέψει την Κιέκο με τη

Ναέκο.

«Πήγες εσύ; Θα μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις», είπε η

Κιέκο απογοητευμένη.

«Αυτό σκόπευα να κάνω, αλλά με εμπόδισε ο αδελφός

μου)>, απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

162

Page 163: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η απάντηση ήταν διφορούμενη, αλλά η Κιέκο δεν τόλμησε

να ζητήσει διευκρινίσεις. Ωστόσο κατάλαβε απ' το τηλεφώ­

νημα ότι η Ναέκο είχε πάει στη Γιορτή της Ιστορίας φορώ­

ντας το κιμονό που της είχε στείλει η ίδια και τη ζώνη που

της είχε φτιάξει ο Χιντέο.

Σίγουρα αυτός που τη συνόδευε δεν ήταν άλλος από τον

Χιντέο. Στην αρχή aπόρησε, αλλά αμέσως μετά μια κάποια

tεστασιά πλημμύρισε την καρδιά της κι ένα χαμόγελο ταξί­

δεψε στα χείλια της.

«Κιέκο, Κιέκο!» φώναζε ο Σιν-ίχι. «Γιατί δε μιλάς;»

«Μα εσύ ή-θελες να μου πεις κάτι».

«Ν α ι, ναι», είπε γελώντας. «Ο προϊστάμενος ήρ-θε;»

«Όχι ακόμα».

«Κιέκο, έχεις κρυώσει;»

«Ακούγομαι βραχνιασμένη; Κα-θάριζα τα κάγκελα και μόλις

μπήκα».

«Ν α ι;» είπε και φάνηκε σαν να κουνούσε το ακουστικό.

Αυτή τη φορά η Κιέκο ξέσπασε σε γέλια.

Ο Σιν-ίχι πρόσ-θεσε χαμηλόφωνα:

«Όσο για το τηλεφώνημα, ο αδελφός μου μου είπε να σου

τηλεφωνήσω. Σου τον δίνω».

Η Κιέκο δεν είχε κανένα λόγο να μιλάει στο μεγάλο αδελ­

φό του Σιν-ίχι με την ίδια ανεμελιά.

«Κιέκο, μιλήσατε στο διαχειριστή σας;» ρώτησε ο Ριουσού­

κε χωρίς περιστροφές. «Ναι».

«Α, δείξατε 'θάρρος», είπε κι η φωνή του σοβάρεψε.

«Πραγματικά φανήκατε 'θαρραλέα!»

«Η μητέρα μου, που άκουγε, κατατρόμαξε».

«Ναι;»

«Του είπα να μου δείξει τα βιβλία, γιατί ήfiελα να δω πώς

γίνεται η δουλειά».

«Ωραία! Πήγατε πολύ καλά. Και μόνο αυτό αρκεί>>.

«Τον έβαλα να μου δείξει ό,τι είχε το χρηματοκιβώτιο: το

βιβλιάριο καταfiέσεων, το φάκελο με τις μετοχές και τις ομο­

λογίες της επιχείρησης ... »

Page 164: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Μπράβο, Κιέκο! Θαυμάσια!» είπε ο Ριουσούκε με ttαυμα­

σμό. «Ποιος ttα το πίστευε, τόσο νέα κι όμως ... » «Εγώ πρέπει να ευχαριστήσω εσάς».

«Δε χρειάζονται ευχαριστίες, το 'κανα επειδή κυκλοφορού­

σαν διάφορες περίεργες φήμες μεταξύ των χονδρεμπόρων

της περιοχής. Αν δεν το κάνατε εσείς, είχαμε αποφασίσει ο

πατέρας μου κι εγώ να πάμε να τον βρούμε, αλλά αφού το

κάνατε εσείς, είναι καλύτερα έτσι. Πιστεύω ότι τώρα ο δια­

χειριστής σας ttα αλλάξει στάση».

«Ν α ι, ίσως».

«Το ελπίζω!» είπε κι έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. «Έτσι

έπρεπε».

Καttώς άκουγε τον Ριουσούκε στο τηλέφωνο, η Κιέκο είχε

την εντύπωση ότι κάτι τον εμπόδιζε, ήταν διστακτικός.

«Κιέκο, μπορώ να έρttω στο μαγαζί σήμερα το απόγευμα;»

ρώτησε ο Ριουσούκε. «Με τον Σιν-ίχι ... » «Αν μπορείτε; Δε χρειάζεται να μου ζητάτε την άδεια!» απά-

ντησε.

«Το λέτε αυτό γιατί είστε πολύ νέα».

«Και λοιπόν;»

«Λοιπόν τι λέτε;» είπε ο Ριουσούκε γελώντας. «Θα προτι­

μούσα να είναι εκεί ο προ'ίστάμενος του μαγαζιού σας. Εσείς

μην ανησυχείτε καttόλου, απλώς ttέλω να δω τι μούτρα ttα

κάνει».

«Α!» ήταν η μόνη απάντηση της Κιέκο.

Η επιχείρηση του Ριουσούκε ήταν ένα μεγάλο κατάστημα

χονδρικού εμπορίου στη συνοικία Μουρομάτσι και στον το­

μέα της ήταν αρκετά δυναμική.

Ο Ριουσούκε πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, αλλά ήταν πρωτό­

τοκος και είχε αναλάβει όλο το βάρος της δουλειάς.

«Η χελωνόσουπα είναι πολύ καλή αυτή την εποχή. Έχω

κλείσει τραπέζι στου 0-ιίχι στο Κιτάνο και σας προσκαλώ.

Φοβάμαι μήπως είναι αναίδεια εκ μέρους μου να καλέσω και

τους γονείς σας, γι' αυτό καλώ μόνο εσάς. Θα είναι μαζί μας

και ο Σ{γκο μας».

Η Κιέκο ξαφνιάστηκε:

Page 165: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Α!» κατάφερε μόνο να απαντήσει.

Πάνε πάνω από δέκα χρόνια που ο Σιν-ίχι, ντυμένος με τη

στολή του Σίγκο, παρέλαυνε στους δρόμους της πόλης πάνω

στο άρμα με τη μεγάλη λόγχη στη γιορτή του Ζιόν. Ακόμα

και τώρα, για να τον πειράξει, ο αδελφός του τον φώναζε

συχνά Σίγκο. Άλλωστε του Σιν-ίχι του είχε μείνει το γλυκό

ίJφος, που είναι χαρακτηριστικό του Σίγκο.

Η Κιέκο ειδοποίησε τη μητέρα της:

«Θα έρfiουν ο Ριουσούκε και ο Σιν-ίχι. Μου τηλεφώνησαν».

«Αλήfiεια;» είπε η μητέρα λίγο παραξενεμένη.

Το απόγευμα η Κιέκο ανέβηκε στο δωμάτιο στο πρώτο

πάτωμα για να μακιγιαριστεί. Χτένισε τα μακριά της μαλλιά

με προσοχή, αλλά δεν κατάφερε να τους δώσει τη φόρμα

που ήfiελε. Καfiώς δεν είχε αποφασίσει ακόμα πώς fiα ντυνό­

ταν, έμεινε διστακτική για πολλή ώρα.

Όταν επιτέλους ξανακατέβηκε, ο πατέρας της είχε φύγει.

Δυνάμωσε τη φωτιά της σόμπας στο δωμάτιο υποδοχής

και κοίταξε ολόγυρα. Το βλέμμα της αιχμαλωτίστηκε στο αί­

δριο. Τα μούσκλια πάνω στο μεγάλο σφεντάμι ήταν ακόμα

πράσινα, αλλά τα φύλλα των μενεξέδων που τύλιγαν τον

κορμό είχαν κιτρινίσει. Στο κάτω μέρος του χριστιανικού φα­

νοστάτη μια μικροσκοπική χειμερινή καμέλια είχε βγάλει δύο

κόκκινα λουλούδια, κατακόκκινα. Τα λουλούδια αυτά της ά­

ρεσαν πιο πολύ κι από τα κόκκινα τριαντάφυλλα.

Ο Ριουσούκε και ο Σιν-ίχι έφτασαν. Αφού χαιρέτησαν ευ­

γενικά τη μητέρα της Κιέκο, ο Ριουσούκε στά{tηκε μοναχός

του μπροστά στον πάγκο, απέναντι από τον προ·ίστάμενο.

Ο Ουεμούρα, ο προϊστάμενος, άφησε τον πάγκο του και

χαιρέτησε τελετουργικά τον Ριουσούκε. Ο χαιρετισμός κρά­

τησε πολύ. Ο Ριουσούκε, με ανέκφραστο πρόσωπο, απαντού­

σε στις ερωτήσεις του χωρίς την παραμικρή εγκαρδιότητα.

Φυσικά ο Ουεμούρα ένιωσε αμέσως την ψυχρότητά του.

«Ποιος νομίζει ότι είναι αυτός ο φοιτητάκος;» σκέφτηκε ο

Ουεμούρα, f!-λλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Ο Ριουσούκε περίμενε να τελειώσει ο Ουεμούρα:

ι6s

Page 166: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τα συγχαρητήριά μου για την πρόοδο του καταστήμα­

τος», του πέταξε.

«Πώς; Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ».

«0 πατέρας μου κι εγώ λέμε ότι οι Σάτα μπορούν να είναι ήσυχοι με έναν άν{)ρωπο σαν κι εσάς. Με την πείρα που έχε­

τε, είστε ο κατάλληλος άwρωπος ... »

«Με κολακεύετε. Μην το λέτε αυτό, δεν υπάρχει καμιά σύ­

γκριση ανάμεσα σε ένα μαγαζί σαν το δικό μας και την επι­

χείρηση του κ. Μιζούκι».

«Εμείς έχουμε μεγαλώσει περισσότερο απ' όσο πρέπει. Εί­

μαστε χονδρέμποροι υφασμάτων και δεν ξέρω τι άλλο, έχου­με γίνει μαγαζί για όλες τις δουλειές. Εμένα αυτό δε μου αρέ­

σει. Σπανίζουν πια τα μαγαζιά που διευθύνονται με στα&ερό­

τητα και ενεργητικότητα από αwρώπους σαν εσάς, κύριε

Ουεμούρα».

Ο Ουεμούρα ετοιμαζόταν να απαντήσει, όταν ο Ριουσούκε

σηκώ&ηκε. Μπήκε στο σαλόνι, όπου τον περίμεναν ο Σιν-ίχι

και η Κιέκο, αφήνοντας πίσω του τον Ουεμούρα με ξινισμέ­

νη όψη. Ήταν φανερό ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα

στη συμπεριφορά του Ριουσούκε και της Κιέκο, που ζητού­

σε να δει τα βιβλία.

Η Κιέκο ρώτησε με το βλέμμα τον Ριουσούκε που έμπαι­

νε.

«Κιέκο, πήρα μόνος μου την άδεια να του επιτεtJώ, αλλά

ταυτόχρονα του έδωσα να καταλάβει ότι τίποτα δεν είχε αλ­

λάξει. Εγώ όμως ήμουν που σας παρακίνησα να επέμβετε,

άρα λοιπόν ... » Η Κιέκο, σκυμμένη, ετοίμαζε το τσάι για τον Ριουσούκε.

«Αλήfiεια έχεις δει τους μενεξέδες στον κορμό του σφε­

νταμιού;» ρώτησε ο Σιν-ίχι. «Υπάρχουν δυο στρώματα, έτσι;

Εδώ και χρόνια η Κιέκο τους κοιτάζει σαν να 'ναι ερωτευμέ­

νη μαζί τους».

«Ε;»

«Τα κορίτσια σκέφτονται όλο ωραία πράγματα, δε συμφω­

νείς;»

«Επιτέλους, Σιν-ίχι, με κάνετε να κοκκινίζω!»

166

Page 167: Κιότο - Yasunari Kawabata

Το χέρι της Κιέκο έτρεμε ελαφρά, καθώς ακουμπούσε

μπροστά στον Ριουσούκε το μπολ με το τσάι που είχε ετοιμά­

σει.

Με το επαγγελματικό αυτοκίνητο του Ριουσούκε πήγαν κι οι

τρεις στου 0-ιίχι, ένα εστιατόριο που πρόσφερε μόνο χελω­

νόσουπα, στη συνοικία Ροκουμπάντσο, στο Κιτάνο. Το εστι­

ατόριο 0-ιίχι είναι μια πολύ παλιά επιχείρηση που διατήρησε

τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής και είναι γνωστό ακόμα

και στους περαστικούς από την πόλη. Η αωουσα είναι κι αυ­

τή παλιομοδίτικη, χαμηλοτάβανη. Τους έφεραν πρώτα την

περίφημη «στρογγυλή χύτρα», στην οποία είχαν βράσει τη χε­

λώνα, και μετά μια σούπα με ρύζι ανακατεμένο με λαχανικά.

Ν ιώfiοντας να ζεσταίνεται, η Κιέκο είχε την εντύπωση ότι

άρχισε να ζαλίζεται.

Ο λαιμός της είχε πάρει το χρώμα του ροδάκινου. Ήταν

όμορφος ο λαιμός της, είχε ένα διάφανο άσπρο χρώμα, σαν

να φωτιζόταν από μέσα και να έπαιρνε χρώμα μόνο σε μερι­

κά σημεία. Στα μάτια της έλαμπε μια φλόγα. Κάπου κάπου

ακουμπούσε το χέρι της στο μέτωπο.

Η Κιέκο δεν είχε πιει ούτε μια σταγόνα αλκοόλ. Αλλά ο

ζωμός της «στρογγυλής χύτρας» ήταν ο μισός φτιαγμένος με

αλκοόλ.

Το αυτοκίνητο τους περίμενε μπροστά στην πόρτα· η Κιέ­

κο αναρωτιόταν αν περπατούσε κανονικά. Ένιω-θε τέτοια

ευφορία! Οι λέξεις έβγαιναν με ευκολία από το στόμα της.

«Σιν-ίχι», είπε στο μικρό αδελφό, με τον οποίο ένιω-θε πιο

άνετα, «η κοπέλα που είδατε στον κήπο του παλατιού τη

μέρα της Γιορτής της Ιστορίας δεν ήμουν εγώ. Την είδατε

από μακριά, έτσι;»

«Τίποτα δεν μπορεί να σου κρύψει κανείς», είπε ο Σιν-ίχι

και έβαλε τα γέλια.

«Δε 'θέλω να κρύψω τίποτα», είπε η Κιέκο διστακτικά. «Η

αλήfiεια είναι ότι αυτό το κορίτσι είναι αδελφή μου».

«Πώς!» είπε ο Σιν-ίχι δύσπιστα.

Page 168: Κιότο - Yasunari Kawabata

Στο ναό Κιομίζου, την εποχή της αvδοφορίας, η Κιέκο είχε

πει ότι ήταν έκ'δετο. Κατά πάσα πι'δανότητα ο Σιν-ίχι 'δα το

είχε μαρτυρήσει στο μεγάλο αδελφό του. Αλλά κι αν ακόμα

δεν το είχε κάνει, κα'δώς τα μαγαζιά τους γειτόνευαν, ήταν

φυσικό να σκεφτεί ότι το είχε μά'δει από κουτσομπολιά.

«Σιν-ίχι, αυτή που είδατε στον κήπο του παλατιού ... » είπε διστακτικά η Κιέκο. «Είμαστε δίδυμες, είναι αδελφή μου».

Αυτό πρώτη φορά το άκουγε.

« ... »

Για μια στιγμή έμειναν και οι τρεις σιωπηλοί.

«Εμένα εγκατέλειψαν οι γονείς μου».

« ... »

«Αν είναι αλή'δεια, 'δα 'ταν καλύτερα να σας εγκατέλειπαν

μπροστά στο δικό μας μαγαζί... Α, σίγουρα 'δα 'ταν καλύτερα

να σας άφηναν στο δικό μας ... » είπε ο Ριουσούκε και τα λό­για του έμοιαζαν να βγαίνουν απευ'δείας από την καρδιά

του.

«Μα τι λες!» γέλασε ο Σιν-ίχι. «Τότε δε 'δα 'χε καμιά σχέση

με τη σημερινή Κιέκο. Θα 'ταν μωρό».

«Ν α ι, μωρό. Και λοιπόν;»

«Δε σε νοιάζει, φίλε μου, γιατί βλέπεις τη σημερινή Κιέκο!» «Όχι».

«0 κ. Σάτα τη μεγάλωσε με πολλή αγάπη. Δεν έχεις παρά να δεις το αποτέλεσμα», απάντησε ο Σιν-ίχι. «Εκείνη την ε­

ποχή ήσουν πολύ μικρός, πώς {}α μπορούσες να μεγαλώσεις

ένα μωρό;»

«Θα το μεγάλωναν άλλοι», απάντησε αποφασιστικά ο

Ριουσούκε.

«Α! Είσαι ξεροκέφαλος, όπως πάντα! Δεν μπορείς να πα­

ραδεχτείς ότι έχεις άδικο».

«Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά εγώ 'δα ασχολιόμουν με τη

μικρή Κιέκο. Θα με βοη'δούσε η μαμά».

Η επήρεια του αλκοόλ λιγόστευε. Το μέτωπο της Κιέκο

είχε ξαναγίνει άσπρο.

168

Page 169: Κιότο - Yasunari Kawabata

Οι Χοροί του Φδινοπώρου στο Κιτάνο κρατούν δεκαπέντε

μέρες. Δυο μέρες πριν τελειώσουν, ο Σάτα Τακιχίρο πήγε μό­

νος του να τους δει. Το τεϊοποτείο τού είχε στείλει πολλά ει­

αιτήρια, αλλά εκείνος δε -θέλησε να προσκαλέσει κανέναν. Η

ιδέα ότι μετά το τέλος της γιορτής δα έπρεπε να πάει με κά­

ποιους φίλους στο τε·ίοποτείο δεν τον έδελγε καf}όλου.

Πριν αρχίσουν οι χοροί, ο Τακιχίρο, σκυ-θρωπός, πήγε εκεί

που σέρβιραν το τσάι. Η γκέισα που είχε αναλάβει την προε­

τοιμασία του Τε μάε εκείνη τη μέρα το(J ήταν άγνωστη.

Επτά οκτώ κοριτσάκια ήταν όρ·θια γύρω της και κοιτού­

σαν. Σίγουρα ήταν βοη-θοί της. Φορούσαν όλα το ίδιο ροζ

κιμονό με μακριά μανίκια. Μόνο ένα κορίτσι φορούσε γαλά­

ζιο κιμονό.

«Για κοίτα!» παραλίγο να φωνάξει ο Τακιχίρο. Το κορίτσι

που φορούσε το γαλάζιο κιμονό -ντυμένο {}αυμάσια αυτή

τη φορά- ήταν το μικρό κοριτσάκι που είχε συναντήσει στο

ξεχαρβαλωμένο τραμ, όταν αφέ-θηκε να τον παρασύρει εκεί­

νη η γυναίκα, η πατρόνα του τε'ίοποτείου στην αμαρτωλή

συνοικία.

Το γαλάζιο κιμονό που φορούσε σήμαινε ότι είχε αναλάβει

κάποια υπηρεσία σήμερα.

Το κοριτσάκι, ντυμένο στα γαλάζια, ακούμπησε μπροστά

του ένα μπολ με τσάι του βουνού. Φυσικά ήταν συγκρατημέ­

νη, δεν είπε λέξη, όπως ακριβώς ορίζει το τελετουργικό. Ο

Τακιχίρο ένιωσε την καρδιά του να ανακουφίζεται.

Ο χορός ήταν μια χορογραφία με οκτώ μέρη κι είχε τίτλο:

Όνειρα για μια παπαρούνα. Μιλούσε για το δράμα, που όλοι

-θυμούνται πολύ καλά, του Κινέζου πολέμαρχου Κο-ου και

της πριγκίπισσας Γκου. Η πριγκίπισσα πε-θαίνει στην αγκαλιά

του, τρυπημένη από ένα ξίφος, ακούγοντας τραγούδια της

πατρίδας της. Αυτός φονεύεται στη μάχη. Κατόπιν το σκηνι­

κό αλλάζει: Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία και αρχίζει η ιστορία

του Κουμαγκάι Ναοζάνε, του Τάιρα νο Ατσουμόρι και της

πριγκίπισσας Ταμόρι Χίμε. Ο Κουμαγκάι νίκησε τον Ατσου­

μόρι και, μην αντέχοντας τον παραλογισμό αυτού του κό­

σμου, .κλείστηκε σε μοναστήρι. Όταν αργότερα επιστρέφει

ι6g

Page 170: Κιότο - Yasunari Kawabata

στο μέρος όπου είχε δο{}εί η μάχη, βρίσκει ολόγυρα στον τά­

φο όπου αναπαυόταν ο Ατσουμόρι ανδισμένες παπαρούνες.

Στα αυτιά του έρχεται ο ήχος κάποιου αυλού. Τότε εμφανί­

ζεται η ψυχή του Ατσουμόρι, που τον πιέζει να αφιερώσει

τον αυλό αλλά και την ψυχή της πριγκίπισσας στο μοναστήρι

Κουροντάνι και να προσφέρει στον Βούδα τις παπαρούνες

που βρίσκονται ολόγυρα στον τάφο.

Μετά τους χορούς είχε και συνέχεια: μια δημιουργία με

σπάνια χρώματα, οι Ομορφιές του Κιτάνο.

Η συνοικία των Επτά Οίκων διατηρεί την παράδοση των

χορών Χαναγιάγκι, αντί{}ετα με τη συνοικία του Ζιόν, όπου

διατηρή{}ηκε η παράδοση της σχολής Ίνο-ούε.

Βγαίνοντας από το {}έατρο του Κιτάνο, ο Τακιχίρο σταμά­

τησε στο παλιό καλό τεϊοποτείο. Πριν προλάβει να κα{}ίσει, η

πατρόνα τον ρώτησε:

«Θέλετε να σας φέρω παρέα;»

«Ν α ι, τη μικρή που δαγκώνει τις γλώσσες! Και μετά, τη μι­

κρή με το γαλάζιο κιμονό που έφερνε το τσάι!»

«Τη μικρή του τραμ ... Χμ! Εντάξει, αλλά μόνο για να σας χαιρετήσει>>.

Μέχρι να έρ{}ει η γκέισα, ο Τακιχίρο κατέβασε μερικά πο­

τηράκια. Όταν ήρ{}ε, ο Τ ακιχίρο σηκώ{}ηκε να πάει στην

τουαλέτα. Η γκέισα τον ακολού{}ησε.

«Και σήμερα {}α με δάγκωνες;»

«Α! Το {}υμόσαστε; Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε και {}α

δείτε».

«Φοβάμαι!»

«Δε {}α σας δαγκώσω».

Ο Τακιχίρο έβγαλε έξω τη γλώσσα του και αφέ{}ηκε στο

απαλό, ζεστό ρούφηγμά της. Τη χτύπησε ελαφρά στην πλάτη.

«Άντε, διεφ{}αρμένη!»

«Διεφ{}αρμένη; Για τέτοια μικροπράγματα;»

Ο Τακιχίρο ή{}ελε να κάνει γαργάρα, να ξεπλύνει το στόμα

του. Αλλά δεν το τόλμησε, γιατί ήταν εκεί η γκέισα.

Ν α και μια τολμηρή! Αλλά και για την ίδια {}α πρέπει μάλλον

να ήταν μια ξαφνική παρόρμηση. Αυτή η νεαρή γκέισα δεν

170

Page 171: Κιότο - Yasunari Kawabata

του ήταν καf}όλου δυσάρεστη, δεν έβρισκε πάνω της τίποτα

το βρόμικο.

Ο Τακιχίρο ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο σαλόνι, όταν

εκείνη τον σταμάτησε:

«Περιμένετε μια στιγμή».

Βγάζοντας ένα μαντίλι, του σκούπισε τα χείλια. Το μαντίλι

γέμισε κοκκινάδια. Πλησίασε εξεταστικά το πρόσωπό της

στο πρόσωπο του Τακιχίρο:

«Εντάξει είναι τώρα».

«Ευχαριστώ».

Ο Τακιχίρο ακούμπησε απαλά τα χέρια του στους ώμους

της. Η γκέισα στάf}ηκε μπροστά στον καf}ρέφτη και ξαναέ­

βαψε τα χείλια της.

Επιστρέφοντας στην αίθουσα, ο Τακιχίρο δεν είδε κανέ­

ναν. Σαν να ήf}ελε να ξεπλύνει το στόμα του, ήπιε δυο τρία

ποτήρια σακέ, που όμως είχε κρυώσει. Ωστόσο του φαινόταν

ότι ήταν ακόμα ποτισμένος από τη μυρωδιά, από το άρωμα

της κοπέλας. Μια αύρα νιότης τον πλημμύρισε.

Έστω κι αν αυτό ήταν ένα απλό aστειάκι της γκέισας, νό­

μιζε ότι ήταν λίγο ψυχρός μαζί της. Ίσως επειδή είχε περάσει

πολύς καιρός από τότε που διασκέδαζε με νέες γυναίκες ... Αυτή η γκέισα, που ήταν καμιά εικοσαριά χρονών, μπορού­

σε να γίνει μια πολύ γοητευτική γυναίκα.

Η πατρόνα μπήκε μαζί με το μικρό κορίτσι, που φορούσε

ακόμα το γαλάζιο κιμονό.

«Σας την έφερα, όπως μου ζητήσατε, αλλά μόνο για να σας

πει μια καλημέρα. Σας το είπα, όταν πήγα να τη φωνάξω!

Κάf}ε πράγμα στον καιρό του», είπε.

Ο Τακιχίρο κοίταξε το παιδί:

«Προηγουμένως, όταν μου φέρατε το τσάι ... » «Ναι;»

Έχοντας μεγαλώσει στο τεϊοποτείο, η μικρή δεν ήταν καf}ό-

λου ντροπαλή.

«Σας αναγνώρισα, όταν σας έφερα το τσάι».

«Σ' ευχαριστώ. Ώστε με f}υμόσουνα;»

«Σας f}υμόμουνα».

171

Page 172: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η άλλη γκέισα γύρισε.

«0 κ. Σάτα δείχνει να συμπα-δεί ιδιαίτερα τη Χίι-χαν ή κά­νω λά-δος; Α,α!» είπε η γκέισα γυρνώντας προς τον' Τακιχίρο.

«Θα χρειαστεί να περιμένετε τουλάχιστον τρία χρόνια. Την

ερχόμενη άνοιξη η Χίι-χαν φεύγει για τη συνοικία Ποντοκό».

«Γιατί στο Ποντοκό;»

«Θέλει να γίνει χορεύτρια. Το όνειρό της, απ' ό,τι φαίνεται,

είναι να φορέσει τη στολή των μάικο».

«Α, έτσι; Μα αν {}έλει να γίνει χορεύτρια, δε {}α 'ταν καλύ­

τερα να πάει στο Ζιόν;»

«Έχει τη γιαγιά της στο Ποντοκό, γι' αυτό -δα πάει εκεί».

Όπου κι αν πήγαινε η μικρή, ο Τακιχίρο ήταν σίγουρος ότι

-δα γινόταν μεγάλη χορεύτρια.

Στη συνέλευση των συνδικάτων των υφαντουργών και των

κατασκευαστών υφασμάτων για κιμονό της συνοικίας Ν ισίγιν

αποφασίστηκε ένα εξαιρετικά δυναμικό μέτρο, πράγμα που

δεν είχε συμβεί ποτέ πριν: Αποφάσισαν να κλείσουν όλα τα

εργοστάσια για οκτώ μέρες, από τις δώδεκα ως τις δεκαεν­

νέα Νοεμβρίου. Έλεγαν οκτώ μέρες, αλλά στην πραγματικό­

τητα, κα-δώς μεσολαβούσαν δύο Κυριακές, η δουλειά -δα

σταματούσε μόνο έξι μέρες. Υπήρχαν διάφοροι λόγοι που

τους ώ{}ησαν σ' αυτή την απόφαση, αλλά aπλουστεύοντας

μπορούμε να πούμε ότι οι λόγοι ήταν οικονομικοί - και τι

άλλο {}α μπορούσε να είναι άλλωστε; Με δυο λόγια, υπήρχε

ένα πλεόνασμα παραγωγής και περισσότερα από τριακόσιες

χιλιάδες τόπια υφάσματος έμεναν στην απο{}ήκη. Εάν διέ-δε­

ταν αυτό το εμπόρευμα, {}α μπορούσαν μετά να προχωρή­

σουν και στην αλλαγή του συστήματος συναλλαγών. Σ' όλα

αυτά είχαν προστε{}εί τον τελευταίο καιρό και οι πιστωτικές

δυσκολίες. Από πέρυσι το φ-δινόπωρο μέχρι φέτος την άνοιξη

ο ένας μετά τον άλλον οι εμπορικοί οίκοι που έπαιζαν το ρό­

λο του μεσάζοντα είχαν κλείσει.

Φαίνεται ότι η διακοπή της εργασίας επί οκτώ μέρες ισο­

δυναμούσε με ογδόντα ως ενενήντα χιλιάδες λιγότερα τόπια.

Page 173: Κιότο - Yasunari Kawabata

Αλλά σε τελευταία ανάλυση το αποτέλεσμα ήταν μάλλον ιJε­

τικό και μπορούμε να πούμε ότι το εγχείρημα στέφ1cτηκε από

επιτυχία.

Οι πολυάριιJμοι τεχνίτες που δούλευαν στις μικρές οικοτε­

χνίες που συναντούμε μόλις μπαίνουμε στη συνοικία Ν ισίγιν,

και ιδιαίτερα στους παράπλευρους δρόμους, συμμορφώftη­

καν απόλυτα -γεγονός σημαντικότατο- με την απόφαση.

Τα μικρά σπιτάκια, που βρίσκονταν εκεί εδώ και αιώνες, με

τις στέγες τους με τα σπασμένα κεραμίδια και τα στενόμα­

κρα στέγαστρα στις εισόδους, ήταν παραταγμένα σε aτέλειω­

τες σειρές. Ακόμα και τα διώροφα ήταν χαμηλά. Στα πλα.ίνά

δρομάκια τα πράγματα δεν ήταν ξεκάιJαρα, αφού ακουγόταν

ιJόρυβος από aργαλειούς. Σπάνια όμως προερχόταν από μη­

χανές που ανήκαν σε υφαντουργούς, οι περισσότερες ήταν

νοικιασμένες.

Αυτοί που είχαν ζητήσει «να μη συμμετάσχουν στην απερ­

γία» δεν ήταν πάνω από τριάντα.

Στο εργαστήριο του Χιντέο έφτιαχναν μόνο ζώνες, όχι κι­

μονό. Με τους τρεις aργαλειούς τους έπρεπε να έχουν α­

ναμμένο το φως ακόμα και τη μέρα, αν και το εργαστήριο

ήταν αρκετά φωτεινό και υπήρχε και ένας μικρός ακάλυπτος

χώρος πίσω. Ωστόσο τα μαγειρικά σκεύη ήταν ελάχιστα και

φτωχικά και αναρωτιόταν κανείς πού ξεκουράζονταν και

πού κοιμόντουσαν· οι άνιJρωποι του σπιτιού.

Ο Χιντέο ήταν δυναμικός, εργατικός και δεν του έλειπε ο

ενιJουσιασμός. Αλλά καιJώς ήταν συνέχεια καfiισμένος στο

στενό πάγκο του αργαλειού του, το σώμα του είχε αρχίσει να

πληρώνει τις συνέπειες.

Όταν είχε πάει με τη Ν αέκο στη Γιορτή της Ιστορίας, τα

πράσινα πεύκα του αυτοκρατορικού παλατιού, που aπλώνο­

νταν σαν φόντο πίσω από την πομπή με τις aρχαίες στολές,

τον είχαν εντυπωσιάσει πολύ περισσότερο από την πομπή.

Τον έκαναν να ξεχνά την καf}ημερινότητα ... Η Ναέκο, που δούλευε στο βουνό ή στη μικρή κοιλάδα, δεν μπορούσε να

νιώσει κάτι ανάλογο.

Το γεγονός ότι την είχε δει στη Γιορτή της Ιστορίας με

Page 174: Κιότο - Yasunari Kawabata

τη ζώνη που είχε υφάνει ο ίδιος με τα χέρια του του είχε

δώσει περισσότερη όρεξη για δουλειά.

Από τότε που η Κιέκο είχε πάει με τον Σιν-ίχι και το μεγά­

λο αδελφό του στο εστιατόριο 0-ιίχι, ένιωδε, αν όχι πόνο, πά­

ντως μια δλίψη, που την απέδιδε στην αόριστη ανησυχία που

την κατείχε.

Το Κιότο γιόρτασε στις δεκατρείς Δεκεμβρίου την «Έναρ­

ξη>> και αμέσως μετά ο καιρός άρχισε να αλλάζει, να γίνεται

χειμωνιάτικος. Ακόμη κι όταν ο ουρανός ήταν καδαρός, μπο­

ρούσε να ξεσπάσει καταιγίδα.

Από τις δεκατρείς Δεκεμβρίου, ημέρα της «Έναρξης», το έδι­

μο απαιτεί να ξεκινάνε οι ετοιμασίες για το νέο έτος και η

ανταλλαγή των δώρων.

Το έδιμο αυτό το τηρούσαν ευλαβικά στην «αμαρτωλή»

συνοικία του Ζιόν. Οι γκέισες και οι χορεύτριες στέλνουν με

τους υπηρέτες τους ρυζόψωμα στις μεγαλύτερες γκέισες,

στους δασκάλους χορού ή τραγουδιού και στα τε'ίοποτεία

που έχουν υποχρέωση. Μετά πάνε οι ίδιες και χαιρετούν. Εύ­

χονται: «Ομεντετόσαν», που πάει να πει: «Με τη βοήδειά σας

πέρασα αυτή τη χρονιά χωρίς δυσκολία. Παρακαλώ, βοη-θή­

στε με και την επόμενη χρονιά».

Τούτη τη μέρα τα πηγαινέλα των χορευτριών και των γκε'ί­

σών, που είναι ντυμένες με τα ωραιότερα ρούχα τους, γεμί­

ζουν με χρώματα τη συνοικία.

Το μαγαζί της Κιέκο δεν ήξερε από τέτοιες γιορτές. Μόλις

τέλειωσε το πρωινό της, η Κιέκο κλείστηκε στο δωμάτιό της

στο πρώτο πάτωμα. Μακιγιαρίστηκε ελαφρά. Τα χέρια της

όμως την ακολουδούσαν απρόδυμα σαν παραλυμένα. Μέσα

της στριφογύριζαν τα λόγια που είχε πει ο Ριουσούκε στο

εστιατόριο του Κιτάνο. Τι ήδελε να πει, όταν είπε ότι δα 'ταν

καλύτερα, αν είχαν εγκαταλείψει την Κιέκο μπροστά στο

σπίτι του;

Ο Σιν-ίχι, ο μικρότερος, ήταν παιδικός της φίλος. Εκτός

αυτού, ήταν πιο ήρεμος χαρακτήρας και, ακόμα κι αν ήταν

174

Page 175: Κιότο - Yasunari Kawabata

ερωτευμένος μαζί της, ποτέ δε {)α της έλεγε πράγματα που

{)α της έκοβαν την ανάσα, όπως ο Ριουσούκε. Μαζί του μπο­

ρούσε να συζητάει τα πάντα χωρίς πρόβλημα.

Πριν ακόμα τελειώσει το πρόγευμά της η Κιέκο, χτύπησε

το τηλέφωνο. Ήταν η Ναέκο από το χωριό με τις κρυπτο­

μουριές.

«Εσείς, δεσποινίς;» ρώτησε η Ν αέκο. «Θα ήfJελα να σας δω,

να σας μιλήσω».

«Ν αέκο, χαίρομαι πολύ που σε ακούω! Θέλεις να τα πούμε

αύριο;» ρώτησε η Κιέκο.

«Όποτε fJέλετε εσείς».

«Τότε ελάτε στο μαγαζί».

«Επιτρέψτε μου να μην έρ{)ω εκεί».

«Μα μίλησα για σας στη μητέρα μου· και ο πατέρας μου

ξέρει τα πάντα, ελάτε!»

«Και οι υπάλληλοι; Δε {)α 'ναι εκεί;»

« ... »

Η Κιέκο σκέφτηκε για λίγο:

«Εντάξει λοιπόν, {)α έρfJω εγώ στο χωριό».

«Κάνει κρύο. ΝτυfJείτε καλά».

«Θέλω να δω τις κρυπτομουριές!»

«Εκτός από το κρύο, μπορεί να βρέξει. Πάρτε λοιπόν τα

μέτρα σας! Εμείς {)α έχουμε αναμμένη φωτιά. Εγώ fJα δου­

λεύω στο δρόμο, για να σας δω αμέσως μόλις φ{)άσετε», απά­

ντησε η Ναέκο με καfJαρή φωνή.

175

Page 176: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 177: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΟΙ ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΙ

π ΑΝΤΕΛΟΝΙ, ΧΟΝΤΡΟ ΠΟΥΛΟΒΕΡ· ΠΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΣΉΜΕΡΑ Η

Κιέκο δεν είχε ντυδεί έτσι. Φόρεσε και κάτι χοντρές

χρωματιστές κάλτσες. Πήγε και γονάτισε μπροστά

στον πατέρα της, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σπίτι,

και τον χαιρέτησε. Ο Τακιχίρο δεν πίστευε στα μάτια του:

«Θα πας στο βουνό;»

«Ναι. Το κορίτσι απ' το χωριό με τις κρυπτομουριές έχει

κάτι να μου πει και -δα πάω να τη δω».

«Α, έτσι!» είπε και, χωρίς να δείξει την κατάπληξή του, πρό­

σ-δεσε: «Κιέκο!»

«Ναι;»

«Αν αυτό το κορίτσι έχει δυσκολίες, φέρ' τη στο σπίτι. Θα

την έχουμε μαζί μας».

Η Κιέκο έσκυψε το κεφάλι.

«Μ' άκουσες; Με δυο κορίτσια -δα 'μαστε πολύ καλά η

μητέρα σου κι εγώ, έτσι δεν είναι;»

«Μπαμπά, σ' ευχαριστώ», απάντησε συγκινημένη, ενώ ένα

καυτό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

«Από τότε που ήσουνα μικρή, σε αγαπήσαμε περισσότερο

από κα-δετί άλλο στον κόσμο, αλλά -δα προσπα{}ήσουμε να

μην την ξεχωρίσουμε από σένα. Φέρ' τη στο σπίτι μας. Πριν

είκοσι χρόνια δε -δα μου άρεσε η ιδέα να έχω δύο δίδυμες κόρες, αλλά σήμερα δεν είναι το ίδιο πράγμα».

Μετά από κάποια παύση:

«Σίγκε, Σίγκε;» φώναξε.

«Μπαμπά, σε ευχαριστώ από την καρδιά μου, αλλά η ίδια η

Ν αέκο δε -δα έρ-δει ποτέ εδώ».

«Και γιατί;»

12 Κιότο

Page 178: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Πού να ξέρω; Ίσως πιστεύει ότι 'δα έβαζε σε κίνδυνο την

ευτυχία μου ... » «Με ποιον τρόπο 'δα έβαζε σε κίνδυνο την ευτυχία σου;»

« ... »

«Με ποιον τρόπο;» ξανάπε ο πατέρας της κουνώντας το

κεφάλι.

«Και σήμερα ακόμα της είπα ότι ο πατέρας μου και η μητέ­

ρα μου ξέρουν τα πάντα κι ότι δεν έχει παρά να έρ'δει στο

μαγαζί», είπε η Κιέκο με ένα λυγμό στη φωνή. «Φοβάται όμως

τι 'δα πουν οι υπάλληλοι του μαγαζιού, οι γείτονες ... » «Και λοιπόν! Τι δουλειά έχουν οι υπάλληλοι;» φώναξε ο

πατέρας.

«Καταλαβαίνω τις καλές σου προ-δέσεις, αλλά σήμερα κα-

λύτερα να πάω εγώ εκεί».

«Είσαι σίγουρη;»

Ο πατέρας έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Πάντως πες της αυτά που σκέφτομαι. .. »

«Ναι».

Φορώντας μπότες από καουτσούκ, η Κιέκο έδεσε την κου­

κούλα απ' το αδιάβροχό της.

Ο πρωινός ουρανός πάνω από τη συνοικία Ν ακαγιό ήταν

γαλάζιος όμως κάποια στιγμή συννέφιασε: Σίγουρα έβρεχε

στο Κιταγιάμα. Αυτή την εντύπωση έδινε το χρώμα του, κα­

'δώς τον κοιτούσες από το κέντρο της πόλης.

Η Κιέκο πήρε το λεωφορείο του Οργανισμού Ε'δνικών Σιδη­

ροδρόμων.

Δύο γραμμές εξυπηρετούν το χωριό Ν ακαγκάβα στο βου­

νό με τις κρυπτομουριές: η γραμμή του Οργανισμού Ε'δνικών

Σιδηροδρόμων και το αστικό, το οποίο πηγαίνει μέχρι το βό­

ρειο άκρο του Κιότο, ενώ η άλλη φτάνει μέχρι την Ομπάμα,

στο νομό Φουκουίκεν. Η Ομπάμα καταλήγει σε έναν κολπί­

σκο που φέρει το ίδιο όνομα, ενώ μετά είναι ο κόλπος της

Βακάσα, στην ανοιχτή Ιαπωνική 'δάλασσα.

Ίσως επειδή ήταν χειμώνας, οι ταξιδιώτες ήταν ελάχιστοι.

η8

Page 179: Κιότο - Yasunari Kawabata

Δύο νεαροί κοιτούσαν επίμονα την Κιέκο. Ενοχλημένη κατέ­

βασε την κουκούλα της.

«Δεσποινίς! Το πρόσωπό σας! Σας παρακαλώ, μην το κρύ­

βετε!» είπε ο ένας απ' αυτούς με χοντρή φωνή.

«Αρκετά!» τον έκοψε ο διπλανός του.

Αυτός που είχε μιλήσει στην Κιέκο φορούσε χειροπέδες.

Για ποιο αδίκημα άραγε; Ο άλλος -θα ήταν μάλλον αστυνομι­

κός. Ποιος ξέρει πού τον πήγαινε!

Η Κιέκο δεν μπορούσε να σηκώσει την κουκούλα της και

να δείξει το πρόσωπό της.

Το λεωφορείο έφ-θασε στο Τακάο.

«Μα τι έγινε στο Τακάο;» είπε ξαφνικά ένας επιβάτης.

Όλα τα φύλλα των σφενταμιών ήταν πεσμένα. Πάνω στα

λεπτά κλαδιά των δέντρων είχε πάρει -θέση ο χειμώνας. Ακό­

μα και οι -θέσεις για παρκάρισμα που είχαν φτιάξει για τα αυ­

τοκίνητα, κάτω από τα έλατα, ήταν άδειες.

Η Ν αέκο, με τα ρούχα της δουλειάς, την περίμενε στη στά­

ση του λεωφορείου κοντά στον καταρράκτη Μποντάι. Δυ­

σκολεύτηκε να αναγνωρίσει την Κιέκο εξαιτίας του ντυσίμα­

τός της.

«Μπήκατε στον κόπο να έρ-θετε, δεσποινίς! Σας ευχαριστώ

που ανεβήκατε μέχρι εδώ, στην κορυφή του βουνού».

«Μα δεν είναι η κορυφή του βουνού!» είπε και, χωρίς να

βγάλει τα γάντια της, έσφιξε το χέρι της Ν αέκο. «Πόσο ευχα­

ριστημένη είμαι! Από το καλοκαίρι έχω να σας δω. Το καλο­

καίρι, μέσα στο δάσος ... Σας ευχαριστώ πολύ για τότε!» «Δεν υπάρχει λόγος! Για φανταστείτε να μας είχε πέσει κε­

ραυνός! Εγώ, ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, -θα ήμουν

ευτυχισμένη».

«Ν αέκο!» είπε η Κιέκο, κα-θώς προχωρούσαν. «Για να μου

τηλεφωνήσετε στο σπίτι, -θα έχετε κάποιο πολύ σοβαρό λόγο.

Α ν δε μου μιλήσετε γι' αυτό αμέσως, δε -θα νιώ-θω άνετα να

συζητήσω μαζί σας ... »

« ... »

Η Ν αέκο φορούσε τα ρούχα της δουλειάς κι ένα μαντίλι

στο κεφάλι της.

179

Page 180: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Τι σας συνέβη;» ξαναρώτησε η Κιέκο.

«0 Χιντέο με ζήτησε σε γάμο», είπε και, σαν να έχανε ξαφ­νικά την ισορροπία της, πιάστηκε από την Κιέκο.

Η Κιέκο την πήρε στην αγκαλιά της. Το κορίτσι αφέ{)ηκε

επάνω της. Το κορμί της ήταν σκληραγωγημένο από τη δου­

λειά.

Η Ν αέκο τραβήχτηκε αμέσως, αλλά το σύντομο αυτό α­

γκάλιασμα την είχε κάνει κιόλας ευτυχισμένη. Δεν είπε τίπο­

τα. Α ντίttετα, συνέχισε να περπατάει στηριγμένη στην Κιέκο.

Σε λίγο η Κιέκο άρχισε να στηρίζεται κι αυτή επάνω της. Ού­

τε η μία ούτε η άλλη το συνειδητοποίησαν.

Η φωνή της Κιέκο βγήκε μέσα από την κουκούλα της:

«Ν αέκο, τι απάντηση δώσατε στον Χιντέο;»

«Τι απάντηση έδωσα; Γενικά παίρνω αποφάσεις στα γρή­

γορα, αλλά τέτοια απόφαση δεν μπορείς να την πάρεις αμέ­

σως ... » « ... »

«0 Χιντέο βρίσκεται σε σύγχυση. Ακόμα και τώρα στο βά­tJος της καρδιάς του το κορίτσι που αγαπάει είναι η Κιέκο ... » «Δεν είναι αλήttεια!»

«Κι όμως είναι. Για μένα είναι ξεκάfiαρο ότι στο πρόσωπό

μου βλέπει εσάς. Και είναι το μόνο που βλέπει. .. » είπε η Ν α­

έκο.

Η άνοιξη με τις ανtJισμένες τουλίπες, ο περίπατος στις ό­

χfiες του ποταμού Κάμο, όταν η μητέρα της είχε κατακρίνει

τον Τακιχίρο που έβλεπε τον Χιντέο σαν πιtJανό γαμπρό,

ήρ'δαν ξανά στο νου της Κιέκο.

«Έπειτα ο Χιντέο είναι υφαντουργός, δεν είναι έτσι;» συνέ­

χισε με ορμή η Ν αέκο. «Ως εκ τούτου 'δα έχω επαγγελματι­

κές σχέσεις με την επιχείρησή σας και δε ttέλω να σας δημι­

ουργήσω προβλήματα ούτε να κατηγορηfiώ άδικα. Θα προτι­

μούσα να πεtJάνω ... Καλύτερα να ttαφτώ στα βουνά ... » «Αυτό σκέπτεστε;» είπε η Κιέκο πιάνοντάς την από το

μπράτσο. «Σήμερα είπα ξεκάtJαρα στον πατέρα μου ότι ttα

ερχόμουν να σας δω. Και η μητέρα μου το ξέρει. .. » « ... »

180

Page 181: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Και τι φαντάζεστε ότι μου απάντησε ο πατέρας μου;» είπε

η Κιέκο σφίγγοντάς της το μπράτσο. «"Αν η Ναέκο έχει ο­

ποιαδήποτε δυσκολία, φέρ' τη στο σπίτι". Αυτά ήταν τα λό­

για του... Είναι αλήδεια ότι στα χαρτιά είμαι νόμιμο παιδί

τους 'δα κάνουν τα πάντα για να σας προσφέρουν την ίδια

στοργή. Μ' εμένα μονάχα το σπίτι δα είναι χωρίς χαρά ... » Η Ν αέκο άρπαξε το μαντίλι που σκέπαζε τα μαλλιά της.

«Ευχαριστώ», είπε και κάλυψε το πρόσωπό της με το μα­

ντίλι. «Από την καρδιά μου σας ευχαριστώ».

Για ένα λεπτό δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη.

«Εγώ δεν έχω κανέναν, είμαι διαρκώς δλιμμένη, αλλά με τη

δουλειά ξεχνιέμαι. .. »

«Και ο Χιντέο είναι κάτι σημαντικό για σας;»

«Δεν μπορώ να σας απαντήσω έτσι εύκολα!» είπε μέσα σε

λυγμούς.

«Δώστε τό μου για λίγο».

Η Κιέκο πήρε το μαντίλι.

«Δεν πρέπει να σας δουν στο χωριό κλαμένη!...» είπε και

σκούπισε το πρόσωπο της Ναέκο.

«Τι σημασία έχει; Ακόμα κι αν κλαίω, είμαι δυνατή, δου­

λεύω περισσότερο από όλους τους άλλους».

Και ενώ η Κιέκο της σκούπιζε το πρόσωπο με το μαντίλι,

εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο στήδος της κλαίγοντας με

αναφιλητά.

«Ηρεμήστε, Ν αέκο. Ελάτε!» είπε η Κιέκο, χαϊδεύοντάς την

απαλά στον ώμο. «Αν συνεχίσετε να κλαίτε έτσι, εγώ δα φύ­γω».

«Όχι, όχι>>, αναστέναξε η Ν αέκο.

Πήρε το μαντίλι από τα χέρια της Κιέκο και σκούπισε κα­λά τα μάτια της.

Αμέσως μετά συνέχισαν το δρόμο τους. Στις πλαγιές του

Κιταγιάμα είχαν κλαδέψει τις κρυπτομουριές. Τα ελάχιστα

φύλλα που είχαν απομείνει στις κορυφές των δέντρων, τα­

πεινά, φάνηκαν στα μάτια της Κιέκο σαν χειμωναν'δοί.

Όταν η Ν αέκο ηρέμησε, η Κιέκο της είπε:

Page 182: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Ο Χιντέο το σχεδίασε για σας, είναι πολύ καλός στο σχέ­

διο κι επιδέξιος τεχνίτης».

«Ν α ι, το κατάλαβα. Στη Γιορτή της Ιστορίας, που με είχε

καλέσει, έδειχνε να μην κοιτάζει τόσο την παρέλαση, όσο τα

πράσινα πεύκα του παλατιού και τις εναλλαγές των χρωμά­

των στο Χιγκασιγιάμα».

«Ίσως η παρέλαση να μην είχε ενδιαφέρον γι' αυτόν ... » «Όχι, αυτό δεν έχει καμιά σχέση», απάντησε αποφασιστικά

η Ναέκο.

« ... »

«Μετά την παρέλαση μου ζήτησε να πάω στο σπίτι του».

«Στο σπίτι του, στο σπίτι του Χιντέο;»

«Ναι».

Η Κιέκο παραξενεύτηκε.

«Έχει δυο μικρότερους αδελφούς. Μου έδειξε το μικρό ακάλυπτο χώρο πίσω από το σπίτι και μου 'πε ότι, όταν {}α

παντρευτούμε, {}α φτιάξουμε εκεί το σπιτάκι μας κι ότι {}α

υφαίνει μόνο ζώνες που {}α του αρέσουν».

«Ωραίο αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Ωραίο; Θέλει να με παντρευτεί, γιατί στο πρόσωπό μου

βλέπει εσάς. Είμαι γυναίκα, τα καταλαβαίνω αυτά», είπε και

πάλι η Ν αέκο.

Η Κιέκο συνέχισε να περπατάει μην ξέροντας τι να απα­

ντήσει.

Μέσα σ' ένα μικρό φαράγγι, δίπλα σε ένα άλλο πιο μικρό,

μερικές γυναίκες που δούλευαν στο πλύσιμο των κορμών κά­

ftονταν και ξεκουράζονταν. Από τη φωτιά που είχαν ανάψει

για να ζεσταf}ούν, ανέβαινε καπνός.

Η Ν αέκο πέρασε μπροστά από το παλιό σπίτι της. Σπίτι; Ας

πούμε καλύτερα καλύβι. Η aχυρένια στέγη, που ούτε καν εί­

χαν φροντίσει να την επισκευάσουν, έγερνε και βούλιαζε σε

μερικά σημεία. Υπήρχε ένας μικρός κήπος, όπως συμβαίνει

πάντα στην εξοχή, με ψηλά δέντρα, που σίγουρα ήταν αυτο-

Page 183: Κιότο - Yasunari Kawabata

φυή, γεμάτα με κόκκινους καρπούς. Αυτό το μίζερο σπίτι ή­

ταν το σπίτι και της Κιέκο.

Όταν το προσπέρασαν, τα δάκρυα της Ναέκο είχαν στε­

γνώσει. Ποιος ξέρει αν είχε κάνει καλά που μίλησε γι' αυτό το

σπίτι στην Κιέκο; Μήπως έπρεπε να μην πει τίποτα; Αφού η

Κιέκο είχε γεννη-5εί στο χωριό της μητέρας τους, μπορεί να

μην είχε έρfiει ποτέ εδώ! Οι γονείς τους πέfiαναν, όταν οι δυο

τους ήταν ακόμα νεογέννητα· πώς μπορούσε η Ναέκο να fiυ­

μάται αν είχε ζήσει ή όχι σ' αυτό το σπίτι;

Ευτυχώς η Κιέκο προσπέρασε το σπίτι χωρίς να του ρίξει

ούτε μια ματιά, έχοντας στυλωμένο το βλέμμα της στις κρυ­

πτομουριές και fiαυ μάζοντας τις τέλειες γραμμές των κορ­

μών. Η Ν αέκο απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.

Τα ελάχιστα φύλλα, που έμοιαζαν με στέμματα στην κορυ­

φή των ολόισιων δέντρων, την έκαναν να σκέφτεται τους

«χειμωνανfiούς».

Στα περισσότερα σπίτια, στο ισόγειο και στον πρώτο όρο­

φο, είχαν στήσει όρfiιους τους ξεφλουδισμένους και πλυ μέ­

νους κορμούς για να στεγνώσουν, αφού πρώτα είχαν τοποftε­

τήσει με μεγάλη προσοχή τη βάση τους στην ίδια γραμμή. Α­

κόμα κι έτσι ήταν ωραίοι, προτιμότεροι από ένα σκέτο τοίχο.

«Είναι πιο όμορφα αυτά τα δέντρα το χειμώνα, έτσι δεν εί­

ναι;» παρατήρησε η Κιέκο.

«Νομίζετε; Αν τα παρατηρήσει κανείς συνέχεια για ώρα, τα

φύλλα τους μοιάζουν να παίρνουν ένα ελαφρό άσπρο χρώμα,

δε βρίσκετε;»

«Κι έτσι μοιάζουν με λουλούδια».

«Με λουλούδια; Είπατε με λουλούδια;» είπε η Ν αέκο και

σήκωσε ενστικτωδώς τα μάτια προς τη συστάδα των δέντρων.

Περπάτησαν για λίγο. Φάνηκε ένα σπίτι που ξεχώριζε από

το παλιό του στιλ. Ο τοίχος ήταν πολύ χαμηλός, το ισόγειο

φτιαγμένο από ξύλο στο χρώμα της ώχρας, ενώ το πρώτο

πάτωμα ήταν βαμμένο άσπρο. Η στέγη ήταν από κεραμίδια.

Η Κιέκο σταμάτησε:

«Πολύ ωραίο σπίτι!»

Page 184: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Δεσποινίς, εδώ μένω. Ελάτε μέσα να το δείτε».

« ... »

«Μην ανησυχείτε. Μένω εδώ πάνω από δέκα χρόνια».

Δυο τρεις φορές η Κιέκο είχε ακούσει τη Ν αέκο να λέει ότι

ο Χιντέο fi'α την παντρευόταν όχι γιατί μέσα του είχε πάρει

τη fi'έση της Κιέκο, αλλά επειδή ήταν το «φάντασμά» της.

«Ναέκο, σας έχω ακούσει να λέτε τη λέξη "φάντασμα", αλ­

λά τι εννοείτε μ' αυτό;» ρώτησε κάπως επιfi'ετικά η Κιέκο.

« ... »

«Ένα φάντασμα δεν μπορείς να το αγγίξεις, μπορείς;» συ­

νέχισε η Κιέκο, που έγινε ξαφνικά κατακόκκινη.

«Ν α ι, αλλά ένα φάντασμα χωρίς καfi'όλου μορφή είναι τρο­

μακτικό, έτσι δεν είναι;» απάντησε η Ναέκο. «Το φάντασμα

μπορεί να κατοικεί στο πνεύμα ή στην καρδιά ενός άντρα ή

να παίρνει διάφορες μορφές».

« ... »

«Όταν εγώ 'δα είμαι εξήντα ετών, το φάντασμα της Κιέκο

fi'α παραμένει το ίδιο νέο όπως και τώρα».

Για την Κιέκο αυτά τα λόγια ήταν αναπάντεχα:

«Πώς το σκεφτήκατε αυτό;»

«Οι ωραίες εικόνες δεν κουράζουν ποτέ, δε συμφωνείτε;»

«Δεν ξέρω να σας πω».

«Ένα φάντασμα δεν μπορούμε να το ποδοπατήσουμε, να

το χτυπήσουμε. Αν το επιχειρούσαμε, 'δα οδηγούμασταν στην

τρέλα».

«Ναι;» είπε η Κιέκο βλέποντας σ' αυτό μια υποψία ζήλιας.

«Χμ! Υπάρχουν όμως φαντάσματα;»

«Εδώ μέσα ... » είπε η Ν αέκο κι έδειξε το στήfi'ος της Κιέκο. «Δεν είμαι φάντασμα. Είμαστε αδελφές!»

« ... »

«Εκτός κι αν είστε, πώς να το πω, η αδελφή του δικού μου

φαντάσματος!»

«Όχι, εσείς είστε αληfi'ινή, το ζήτημα όμως είναι πώς σκέ­

φτεται ο Χιντέο».

Page 185: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Το πάτε πολύ μακριά!» είπε η Κιέκο και συνέχισε να περ­

πατάει σιωπηλή, με σκυμμένο το κεφάλι. «Κι αν συναντιόμα­

σταν και οι τρεις για να ξεκαttαρίσουμε το ζήτημα;»

«Ν α μιλήσουμε! Είναι φορές που λέμε τη σκέψη μας, άλλες

όχι ... » «Δε μου έχετε εμπιστοσύνη;»

«Κά{}ε άλλο! Αλλά έχω κι εγώ τις ευαισ{}ησίες μου ... » «Φαίνεται ότι η καταιγίδα προχωρεί από το Σουζάν προς

το Κιταγιάμα. Ακόμα και οι κρυπτομουριές στο βουνό ... » Η Κιέκο σήκωσε τα μάτια.

«Γρήγορα γυρίστε πίσω! Σε λίγο {}α πιάσει και χιονόνερο».

Η Κιέκο έβγαλε το ένα της γάντι και έδειξε το χέρι της:

«Πρέπει να σταματήσετε πια να με φωνάζετε "δεσποινίς",

ξέρετε».

Η Ν αέκο έσφιξε το χέρι της μέσα στα δικά της.

Η καταιγίδα είχε πλησιάσει χωρίς να το αντιληφ{}εί η Κιέ­

κο. Ακόμα και η Ν αέκο, που ζούσε στο χωριό, δεν έδειχνε να

την έχει προσέξει.

Όταν της το είπε η Ν αέκο, η Κιέκο κοίταξε ψηλά. Κρύο

και καταχνιά. Στο δάσος, στους πρόποδες του βουνού, οι

κορμοί των κρυπτομουριών φαίνονταν ξεκά{}αρα. Στο βά{}ος

κάποια βουναλάκια, τυλιγμένα μέσα στην ομίχλη, έχαναν όλο

και πιο πολύ το περίγραμμά τους. 'Αμα κοιτούσες τον ουρα­

νό, δεν έμοιαζε σε τίποτα με την ανοιξιάτικη καταχνιά, που

ήταν το χαρακτηριστικό του Κιότο.

Η Κιέκο παρατήρησε ότι το χώμα που πατούσε ήταν υ­

γρό. Στο μεταξύ τα βουνά είχαν γίνει γκρίζα. Η ομίχλη όλο και

πλησίαζε, μια ομίχλη που ερχόταν από την κοιλάδα. Μετά

από λίγο ήρ{}ε και το χιονόνερο.

«Γρήγορα, πρέπει να γυρίσουμε», είπε η Ναέκο.

Αμέσως η κοιλάδα σκοτείνιασε κι έπιασε κρύο. Οι καταιγί­

δες του Κιταγιάμα ήταν γνωστές σε όλους.

«Πριν γίνετε φάντασμα από το κρύο», συμπλήρωσε η Ν αέκο.

«Πάλι φάντασμα ... » είπε η Κιέκο κι έβαλε τα γέλια. «Έχω πάρει τα μέτρα μου για τη βροχή. Το χειμώνα στο Κιότο ο

ι8s

Page 186: Κιότο - Yasunari Kawabata

καιρός αλλάζει τόσο εύκολα, που ακόμα κι αυτή η μπόρα

μπορεί να σταματήσει. .. » «Πάντως σήμερα μάλλον είναι καλύτερα να γυρίσουμε»,

είπε η Ναέκο κοιτάζοντας τον ουρανό κι έσφιξε το χέρι της

Κιέκο.

«Ναέκο, σκεφτήκατε στ' αλή'δεια να παντρευτείτε;» ρώτη­

σε η Κιέκο.

«Για μια στιγμή μόνο», απάντησε εκείνη και μετά, με τρυ­

φερότητα, της ξαναφόρεσε το γάντι.

Η Κιέκο ξανάπε:

«Ελάτε μια φορά στο μαγαζί!»

« ... »

«Ελάτε».

« ... »

«Όταν 'δα 'χουν φύγει οι υπάλληλοι».

«Μα νά 'ρ-δω βράδυ;» είπε έκπληκτη η Ν αέκο.

«Σας προσκαλώ εγώ. Οι γονείς μου είναι σύμφωνοι, σας

γνωρίζουν».

Μια ακτίνα χαράς πέρασε από τα μάτια της Ναέκο, αλλά

έμενε ακόμη αναποφάσιστη.

«Μόνο για μια νύχτα, μείνετε να κοιμη'δείτε σπίτι μας».

Η Ναέκο απομακρύν'δηκε για λίγο από το δρόμο· δεν ή'δελε

να τη δει η Κιέκο να κλαίει.

Η Κιέκο δεν το κατάλαβε.

Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην πόλη ο ουρανός ήταν

συννεφιασμένος.

«Ευτυχώς που πρόλαβες και γύρισες, Κιέκο! Θα βρέξει»,

είπε η μητέρα της. «Ο πατέρας σου σε περιμένει στο μέσα

δωμάτιο».

Χωρίς να περιμένει να τελειώσει το χαιρετισμό της, ο Τακι­

χίρο τη ρώτησε:

«Λοιπόν συζήτησες με τη μικρή;»

«Ναι».

186

Page 187: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η Κιέκο δεν ήξερε πώς να το πει. Της ήταν δύσκολο να

το εξηγήσει με λίγες λέξεις.

«Λοιπόν;» ρώτησε πάλι ο πατέρας.

«Ναι».

Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι ήfiελε να πει. Η αλήfiεια ήταν ότι

ο Χιντέο ήfiελε να παντρευτεί αυτήν, την Κιέκο. Ξέροντας ότι

δε ttα το κατάφερνε, ζήτησε σε γάμο τη Ν αέκο, που ήταν η

ζωντανή της φωτογραφία. Η Ν αέκο, με τη γυναικεία της ευ­

αισt}ησία, το είχε νιώσει. Γι' αυτό και της έκανε αυτή την πα­

ράξενη συζήτηση για τα «φαντάσματα». Θα μπορούσε άραγε

ο Χιντέο να συμφιλιωfiεί με τον πόttο που είχε για την Κιέκο

ζώντας με τη Ναέκο; Δε ttα 'ταν σαν να προσπαttούσε να ξε­

γελάσει τον εαυτό του;

Δεν τολμούσε να κοιτάξει τον πατέρα της κατά πρόσωπο.

Η αμηχανία της φαινόταν καfiαρά.

«Είχε κάποιο λόγο η Ν αέκο που σου ζήτησε να πας εκεί;»

επέμεινε ο πατέρας της.

«Ν α ι», είπε η Κιέκο και σήκωσε αποφασιστικά τα μάτια

της. «0 Χιντέο, ο γιος του κ. Σόσουκε, τη ζήτησε σε γάμο». «Α, έτσι; Ο Χιντέο; Είναι καλό παιδί ο γιος του Σόσουκε.

Περίεργο πράγμα οι ανδρώπινες σχέσεις».

«Μπαμπά! Πάντως εγώ νομίζω ότι δε ttα τον παντρευτεί».

«Και γιατί;»

« ... »

«Γιατί; Εγώ ttα έλεγα ότι είναι καλή περίπτωση».

«Καλή ή κακή ... Θυμάσαι; Στο Βοτανικό Κήπο, όταν μιλού­σες για τον Χιντέο, τον έβλεπες σαν υποψήφιο σύζυγο για

μένα, έτσι δεν είναι; Η Ν αέκο πρέπει να το κατάλαβε».

«Μα πώς;»

«Επιπλέον σκέφτεται σίγουρα ότι, καttώς ο Χιντέο είναι

υφαντουργός, ttα πρέπει να έχει επαγγελματικές σχέσεις με

την οικογένειά μας».

Ο πατέρας δεν επέμεινε άλλο και σώπασε.

«Μπαμπά, μόνο για μια νύχτα, άφησέ τη να κοιμηttεί στο

σπίτι μας. Σε παρακαλώ».

Page 188: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Μα φυσικά, δεν είναι τίποτα τρομερό. Εγώ ο ίδιος δε σου

είχα πει να τη φέρεις στο σπίτι;»

«Μια νύχτα μόνο».

Ο πατέρας κοίταξε την κόρη του σαν να μοιραζόταν τη

fiλίψη της. Ο fiόρυβος από τα παράfiυρα που έκλεινε η μητέ­

ρα έφfiασε στα αυτιά τους.

«Μπαμπά, fiέλω να τη βοηfiήσω», είπε η Κιέκο και σηκώ­

fiηκε.

Ένας ανεπαίσfiητος fiόρυβος, ο fiόρυβος της βροχής πάνω

στα κεραμίδια. Ο πατέρας έμεινε καfiιστός, ακίνητος.

Ο πατέρας του Σιν-ίχι και του Ριουσούκε είχε καλέσει τον

Τακιχίρο σε δείπνο στο εστιατόριο Σα-άμι, στο πάρκο Μα­

ρουγιάμα. Το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές από τον πρώτο

όροφο του εστιατορίου φαίνονται κάτω τα φώτα της πόλης.

Ο ουρανός ήταν σταχτής με εξαίρεση τα χρώματα του ηλιο­

βασιλέματος. Παρά τα φώτα της, η πόλη είχε το ίδιο σταχτί

χρώμα, το χειμωνιάτικο χρώμα της Πρωτεύουσας.

Ιδιοκτήτης μιας μεγάλης επιχείρησης χονδρικής πώλησης

στη συνοικία Μουρομάχι, ο πατέρας του Ριουσούκε ήταν α­

πό τους ανfiρώπους που δεν τους έλειπε η σιγουριά, αλλά

εκείνη τη μέρα έδειχνε να έχει κάποια δυσκολία να μιλήσει.

Έδειχνε ταραγμένος και η ώρα περνούσε με ιστορίες χωρίς

ενδιαφέρον, διάφορα κουτσομπολιά.

«Αλήfiεια ... » άρχισε, μόλις ήπιε λίγο σακέ. Ο Τακιχίρο, άνfiρωπος ήπιος, πάντα έτοιμος για δυσάρε­

στες σκέψεις, είχε καταλάβει από τους δισταγμούς του Μι­

ζούκι τι ήfiελε να του πει.

«Αλήfiεια ... » ξανάπε ο τελευταίος εξακολουfiώντας να εί­ναι αβέβαιος. «Η κόρη σας σας είπε τι έκανε αυτός ο ψευτο­

παλικαράς ο Ριουσούκε;»

«Ν α ι. Με ξάφνιασε λιγάκι αυτό, αλλά αμέσως κατάλαβα ότι

οι προfiέσεις του ήταν καλές».

«Α, έτσι!» είπε ο Μιζούκι και φάνηκε ανακουφισμένος.

«Μοιάζει μ' εμένα όταν είχα την ηλικία του αυτό το παλιό-

188

Page 189: Κιότο - Yasunari Kawabata

παιδο, ξέρετε. Όταν πει κάτι, κανείς δεν μπορεί να τον στα­

ματήσει. .. Πρόβλημα αυτό!» «Εγώ του έχω υποχρέωση ... » «Α, έτσι! Και δε μου το λέγατε!... Ν ιώ'θ'ω πολύ καλύτερα

τώρα», είπε ο Μιζούκι με πραγματική ανακούφιση και υπο­

κλί{}ηκε βα'θ'ιά. «Σας ζητώ συγνώμη».

Ασφαλώς η επιχείρηση του Τακιχίρο δεν πήγαινε καλά, αλ­

λά η προσφορά βοή'θ'ειας από ένα νεαρό -ο οποίος επιπλέον

είναι και aνταγωνιστής- είναι κάτι ταπεινωτικό. Αφού μάλι­

στα η επιχείρηση του Μιζούκι ήταν πολύ μεγαλύτερη, πώς

να πει ότι ο Ριουσούκε 'δα «μά'θ'αινε» στο δικό του κατάστημα;

«Από την πλευρά μου σας ευχαριστώ, αλλά ... » άρχισε ο Τακιχίρο, «δε φοβόσαστε μήπως η επιχείρησή σας υποστεί

ζημιά από την αποχώρηση του Ριουσούκε;»

«Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο Ριουσούκε το μόνο που

κάνει είναι να μα'θ'αίνει πώς γίνονται οι δουλειές, δεν έχει και

πολλή ιδέα από αυτά. Σαν πατέρας δε 'δα 'πρεπε να το λέω.

Από το άλλο μέρος, πρέπει να πω ότι έχει πυγμή ... » «Α! Όταν τον είδα τη μέρα που ήρ'θ'ε στο μαγαζί μου να

στέκεται με σοβαρό ύφος απέναντι στον προ·ίστάμενο, τα

'χασα».

«Α, σε κάτι τέτοια δεν έχει πρόβλημα!» είπε ο Μιζούκι πί­

νοντας άλλη μια γουλιά σακέ. «Κύριε Σάτα ... »

«Μάλιστα».

«Αν ο Ριουσούκε αρχίσει να 'ρχεται σ' εσάς, όχι βέβαια κά­

'θ'ε μέρα, αυτό 'δα αναγκάσει λίγο λίγο τον Σιν-ί χι να ασχολη'θ'εί

με τις δουλειές μας κι αυτό 'δα με ικανοποιήσει ιδιαίτερα. Ο

Σιν-ίχι είναι καλό παιδί, αλλά αφήνει τον αδελφό του να του

συμπεριφέρεται σαν να είναι ακόμα Σίγκο, μολονότι ο Σιν-ίχι

το σιχαίνεται αυτό. Ανέβαινε στο άρμα στη γιορτή του Ζιόν,

ξέρετε ... » «Είναι όμορφο παιδί. Η κόρη μου η Κιέκο κι αυτός είναι

παιδικοί φίλοι».

«Μια και το 'φερε η κουβέντα, η Κιέκο ... » είπε ο Μιζούκι και πάλι αμήχανος. «Μια και το 'φερε η κουβέντα, η Κιέκο ... » Με τόνο εριστικό συνέχισε:

189

Page 190: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Μα πώς είναι δυνατό να γεννιόνται τόσο όμορφα κορί­

τσια;»

«Οι γονείς δεν έχουν να κάνουν μ' αυτό!» είπε ο Τακιχίρο.

«Καταλάβατε βέβαια τι fiέλω να πω. Αν ο ΡιουΌούκε fiέλει να σας βοη{}ήσει, είναι γιατί fiέλει να βρίσκεται, έστω και για

μια δυο ώρες, κοντά στην Κιέκο».

Ο Τακιχίρο έσκυψε το κεφάλι. Ο Μιζούκι σκούπισε το μέ­

τωπο:

«Είναι απότομος. Ωστόσο, όταν χρειαστεί, δουλεύει. Δε fiέ­

λω να σας ζητήσω τα αδύνατα, αλλά αν κάποια στιγμή η Κιέ­

κο έβρισκε ότι ένα αγόρι σαν τον Ριουσούκε fiα της άρεσε,

fiα ευχόμουν να τον δεχτείτε σαν παιδί σας. Όσο για μένα,

δε με πειράζει που fiα χάσω το διάδοχο της επιχείρησής

μου».

«Μια τόσο μεγάλη επιχείρηση!» είπε ο Τακιχίρο έκπληκτος.

«Η ευτυχία του δε βρίσκεται εκεί, το ξέρω».

«Σας ευχαριστώ για τις καλές σας προfiέσεις, αλλά ας αφή­

σουμε να αποφασίσουν αυτοί», είπε ο Τακιχίρο και, για να

κόψει μια και καλή τη φόρα του Μιζούκι, πρόσfiεσε: «Η Κιέ­

κο είναι fiετό μου παιδί...»

«Θετό παιδί; Και τι έγινε!» είπε ο Μιζούκι. «Ας τηρήσουμε

αυτά που είπαμε και αφήστε τον Ριουσούκε να σας βοη{}ή­

σει. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι>>.

«Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ πολύ!» είπε ο Μιζούκι και

φάνηκε να ηρεμεί.

Ήπιε ένα γεμάτο ποτήρι σακέ.

Την επόμενη μέρα το πρωί, μόλις έφfiασε στο μαγαζί της

Κιέκο, ο Ριουσούκε φώναξε τον προ'ίστάμενο και τους υπαλ­

λήλους για να κάνει την απογραφή: εμπριμέ υφάσματα, λευ­

κά υφάσματα, κεντητά μεταξωτά κρεπ, χιτοκόσι, σατέν ε­

μπριμέ, γιαπωνέζικο κρεπ, μέισεν, ουχικάκε, υφάσματα για

κιμονό με μακριά μανίκια, με απλά μανίκια, μπροκάρ, δαμα-

190

Page 191: Κιότο - Yasunari Kawabata

σκηνά, υφάσματα βαμμένα με ειδικές βαφές, ζώνες, μεταξω­

τές φόδρες, αξεσουάρ κλπ.

Ο Ριουσούκε αρκέστηκε να κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Όσο

κρατούσε όλη αυτή η αναστάτωση, ο προ'ίστάμενος, που τώ­

ρα τελευταία είχε αρχίσει να υποπτεύεται τον Ριουσούκε, έ­

νιωδε πολύ άβολα.

Πρότειναν στον Ριουσούκε να καδίσει για το δείπνο, αλλά

εκείνος γύρισε στο σπίτι του.

Το βράδυ κάποιος χτύπησε απαλά την καγκελόπορτα. Ήταν

η Ν αέκο. Μόνο η Κιέκο την άκουσε.

«Ω! Ναέκο! Ήρδατε παρά το φοβερό κρύο που έχει από­

ψε;»

« ... »

«Έχει ξαστεριά ... » «Κιέκο, πώς να παρουσιαστώ στους γονείς σας;»

«Τα ξέρουν όλα, αρκεί να τους πείτε: "Είμαι η Ναέκο"», εί­

πε η Κιέκο και, παίρνοντάς την από τους ώμους, την οδήγη­

σε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Έχετε φάει για βράδυ».

«Έφαγα σούσι εδώ δίπλα. Μην ανησυχείτε».

Οι γονείς της Κιέκο παραξενεύτηκαν τόσο πολύ από τη

φοβερή ομοιότητά τους, που δεν μπόρεσαν να πουν λέξη.

«Κιέκο, πήγαινέ τη στο πρώτο πάτωμα, δα μιλήσετε πιο ά­

νετα», είπε, πάντα περιποιητική, η μητέρα.

Η Κιέκο πήρε το χέρι της Ν αέκο και διέσχισαν το μακρύ

διάδρομο για να ανέβουν στον πρώτο όροφο. Εκεί άναψε

φωτιά.

«Κιέκο, μια στιγμή!» φώναξε η Ναέκο μπροστά στον καδρέ­

φτη.

Κοίταξαν τα πρόσωπά τους.

«Πόσο μοιάζουν!» είπε η Κιέκο κι ένα κύμα ζεστασιάς την

πλημμύρισε.

'Άλλαξαν δέση μεταξύ τους.

«Σαν ζωντανά αντίγραφα!»

«Όσο γι' αυτό! Δίδυμες είμαστε», είπε η Ναέκο.

191

Page 192: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Και αν όλοι οι άνδρωποι ήταν δίδυμοι; ... » «Θα είχαμε συνεχώς μπερδέματα, αυτό δε σας ανησυχεί;»

είπε η Ν αέκο κι έκανε πίσω δακρυσμένη. «Κανείς δεν ξέρει

τη μοίρα του».

Η Κιέκο έκανε κι αυτή πίσω και την αγκάλιασε σφιχτά από

τους ώμους.

«Ναέκο, γιατί δε μένετε εδώ για πάντα; Το έχω πει στους

γονείς μου και. .. Ολομόναχη νιώ{}ω {}λίψη. Αλλά δεν ξέρω, μή­πως είσαστε ευτυχισμένη στο βουνό;»

Με πόδια που έτρεμαν, η Ναέκο γονάτισε. Κατόπιν έ­

σκυψε το κεφάλι. Κάνοντας αυτή την κίνηση, δάκρυα έπεσαν

στα γόνατά της.

«Δεσποινίς, ο τρόπος ζωής μας είναι διαφορετικός. Το ίδιο

και η διαπαιδαγώγησή μας. Μου είναι αδύνατο να ζήσω στο

Μουρομάχι. Ήρ{}α μόνο για μια φορά. Για να σας δείξω το

κιμονό μου. Εξάλλου εσείς ήρ{}ατε δυο φορές στο βουνό με

τις κρυπτομουριές».

« ... »

«Δεσποινίς, δεν ξέρω γιατί εγκατέλειψαν εσάς οι γονείς

μας .... » «Δεν το σκέφτομαι πια», είπε η Κιέκο με ειλικρίνεια. «Δε

σκέφτομαι ούτε καν ότι ήταν γονείς μου».

«'Ισως τιμωρή{}ηκαν και οι δύο ... Εγώ ήμουν μωρό τότε­συγχωρέστε με ... » «Μα για ποιο πράγμα είστε ένοχη;»

«Δεν πρόκειται γι' αυτό, σας το 'πα και την άλλη φορά. Δε

{}έλω με τίποτα να διαταράξω την ευτυχία σας», είπε και

πρόσ{}εσε χαμηλόφωνα: «Θα προτιμούσα να εξαφανιστώ ... » «Μα τι είναι αυτά που λέτε;» είπε απότομα η Κιέκο. «Τίπο-

τε από αυτά δεν έχει νόημα. Αλλά εσείς, Ν αέκο, είστε ευτυχι­

σμένη;»

«Όχι, είμαι πολύ {}λιμμένη>>.

«Η ευτυχία κρατάει λίγο, η μοναξιά πολύ, έτσι δε λένε ή

κάνω λά{}ος;» είπε η Κιέκο κι έβγαλε από το συρτάρι ό,τι της

χρειαζόταν για τον ύπνο.

Η Ν αέκο τη βοή{}ησε:

192

Page 193: Κιότο - Yasunari Kawabata

«Η ευτυχία είναι αυτό, δεν είναι έτσι;» είπε και προσπάftησε

να ακούσει τους ttορύβους της στέγης.

Η Κιέκο αφουγκράστηκε:

«Νεροποντή; Χιονόνερο; Χιόνι ή βροχή;» είπε κι έμεινε ακί-

νητη.

«Μάλλον χιονόνερο είναι».

«Χιόνι».

«Τι ησυχία! Σαν να μη χιονίζει!»

«Ναι>>.

«Καμιά φορά στο χωριό, όταν χιονίζει, δεν το παίρνουμε εί­

δηση, καttώς είμαστε aπορροφημένοι από τη δουλειά· τα δέ­

ντρα γίνονται κάτασπρα, και τα φύλλα τους, άσπρα κι αυτά,

μοιάζουν με χειμωνανttούς», είπε η Ν αέκο. «Είναι πολύ ό­

μορφο».

« ... »

«Καμιά φορά σταματάει ξαφνικά να χιονίζει κι αρχίζει να

βρέχει. .. » «Ν' ανοίξουμε τα παράttυρα να δούμε έξω;»

Η Κιέκο σηκώ{)ηκε, αλλά η αδελφή της τη συγκράτησε:

«Κάνει κρύο. Και ttα χανόταν και η ψευδαίσftηση ... » «Ψευδαίσftηση, ψευδαίσftηση, όλο για ψευδαισttήσεις μιλά-

τε».

Το όμορφο πρόσωπο της Ναέκο φωτίστηκε από ένα χαμό­

γελο, η ttλίψη είχε εξαφανιστεί.

Η Κιέκο ήταν έτοιμη να απλώσει τα στρώματα, όταν η

Ν αέκο τη σταμάτησε βιαστικά:

«Μια φορά, Κιέκο, αφήστε με να τα ετοιμάσω εγώ».

Η Κιέκο χώ{)ηκε στο κρεβάτι της Ν αέκο χωρίς να πει λέξη.

«Τι ζεστά που είναι!»

«Οι ζωές μας είναι τόσο διαφορετικές!» είπε η Ν αέκο και

έσφιξε την Κιέκο στην αγκαλιά της. «Πόσο κρύο κάνει!»

«Το χιόνι χάνεται, ξαναγυρίζει. .. Αυτή τη νύχτα ... » « ... »

Οι γονείς της Κιέκο είχαν ανέβει στο διπλανό δωμάτιο. Γέ­

ροι καttώς ήταν, είχαν ηλεκτρικές κουβέρτες για να ζεσταί­

νουν το κρεβάτι τους.

193 13 Κιότο

Page 194: Κιότο - Yasunari Kawabata

Η Ν αέκο πλησίασε το στόμα της στο αυτί της Κιέκο και

ψιWρισε:

«Τώρα ζεστά{)ηκε το κρεβάτι, πάω στο άλλο ... » Λίγο αργότερα η μητέρα, μισανοίγοντας τη συρόμενη πόρ­

τα, έριξε μια ματιά στο δωμάτιο των δύο κοριτσιών.

Το πρωί η Ναέκο ξύπνησε πρώτη και σκούντησε απαλά

την Κιέκο.

«Δεσποινίς, μου δώσατε μεγάλη χαρά. Αφήστε να φύγω

πριν με δουν».

Η Ν αέκο είχε δίκιο: Το .χιόνι δεν είχε σταματήσει να πέ­

φτει όλη τη νύχτα. Τώρα ήταν ένα κρύο, χιονισμένο πρωινό.

Η Κιέκο σηκώ{)ηκε:

«Ν αέκο, δεν έχετε τίποτα για να προστατευτείτε από τη

βροχή; Περιμένετε!»

Της έδωσε ό,τι είχε: ένα βελούδινο παλτό, μια σπαστή ο­

μπρέλα κι ένα ζευγάρι ειδικά ξυλοπάπουτσα για τη βροχή.

«Σας τα χαρίζω. Θέλω να ξανάρ-θ-ετε, σας παρακαλώ».

Η Ν αέκο έγνεψε ναι με το κεφάλι. Η Κιέκο, γαντζωμένη

στην καγκελόπορτα, την ακολού{)ησε αρκετή ώρα με το βλέμ­

μα. Η Ν αέκο δε γύρισε το κεφάλι. Πάνω Ότα μαλλιά της Κιέ­

κο έπεσε λίγο χιόνι, που εξαφανίστηκε αμέσως. Η πόλη βέ­

βαια ήταν ακόμα βυ-θ-ισμένη στον ύπνο.

194

Page 195: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 196: Κιότο - Yasunari Kawabata
Page 197: Κιότο - Yasunari Kawabata

ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ

Σιωπ~

11 1Ίωπή, που έγινε θέμα. οιενέξεων όταν εχοόθrιχε στην Ιαπωνία. το 1967, θεωpε(τα.ι α.υτ~ τη στιγμ~ το σrιμα.νηχό­τεpο έpγο του 'Εντο. Στο μυθιστόp'Υ)μα. πεpιγpάφετα.ι 1J πpοσπάθεια. ξένων ιεpα.ποστόλων να. πpοσrιλυτ(σουν στο

χpισηα.νισμό τ'Υ)ν Ια.πων(α. του 17ου αιώνα. πα.pά την α.ΠΎ)- _ \ ν~ ο(ωξ1J των Αpχών. Κάτω από τα. βα.σα.νιστ~pια., οι ιεpα.-

, λ ' ' 'Ο ' 'θ ποστο οι α.ποστα.τουν 1Jττ1Jμενοι. « χι α.πο τον α.ν pω-

ποη, υπα.ιν(σσετα.ι ο 'Εντο, αλλά από «το βάλτο αυτό που ' ι ' τ θ' ' ' ' εινα.ι 1J α.πωνια.». ο εμα. του εpγου του εχει οιχουμενιχ1J

σπουοα.ιότ1Jτα., οιότι, χα.τά τ'Υ)ν άποψ1J πολλών, Ο ελλΥJνι-' , , 'Ε 'r ,

στιχος χpιστια.νισμος, τον οποιο ο ντο πα.pουσια....,ει τοσο

α.τα.(pια.στο για. τΥJν Ια.πων(α., ε(να.ι εξ(σου α.τα.(pια.στος για.

τΥJ σύγχpονΥJ Δύσrι. Και α.ν οι ιοέες πεp( Θεού, α.μα.pτ(α.ς χα.ι θανάτου πpέπει να. επα.να.ξετα.στούν για. τΥJν Ια.πων(α.,

το (οιο θα. πpέπει να. ισχύει χα.ι για. τΥJ σύγχpονΥJ Δύσrι. Μετά τrιν έχοοσrι του βιβλ(ου στην Α γγ λ(α., ΎJ Σιωπή

γνώpισε μεγάλ1J επιτυχ(α. στΥJ ΔύσΥJ. Ο Γχpάχα.μ Γχpιν το ' ψ ' ' λ' ' θ ' πεpιεγpα. ε ως «ενα. α.πο τα. χα. υτεpα. συγχpονα. μυ ιστοpΥJ-

μα.τα.», ο οε Φpάνσις Κινγχ έγpα.ψε στΥJ Sunday Telegraph πως στΥJ Σιωπή «βp~χα.με ένα. συγγpα.φέα. με χολοσσια.(ο

ταλέντο».

ISBN 960-03-0766-0

Page 198: Κιότο - Yasunari Kawabata